ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
12 Νοεμβρίου 2018


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (EE) 2018/1670 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 όσον αφορά τις ονομαστικές ποσότητες για τη διάθεση στην αγορά της Ένωσης shochu μονής απόσταξης που παράγεται σε άμβυκα και εμφιαλώνεται στην Ιαπωνία

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1671 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/825 προκειμένου να αυξηθεί το χρηματοδοτικό κονδύλιο του προγράμματος στήριξης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να προσαρμοστεί ο γενικός του στόχος

3

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

6

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου

22

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2018/1674 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την τροποποίηση της απόφασης 2003/17/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την ισοδυναμία των καλλιεργητικών ελέγχων των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών που διενεργούνται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας και την ισοδυναμία των σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών που παράγονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, καθώς και όσον αφορά την ισοδυναμία των καλλιεργητικών ελέγχων των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών που διενεργούνται στη Δημοκρατία της Μολδαβίας και την ισοδυναμία των σπόρων προς σπορά σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών που παράγονται στη Δημοκρατία της Μολδαβίας

31

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2018/1675 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 2ας Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την κινητοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση έπειτα από αίτηση των Κάτω Χωρών — EGF/2018/001 NL/Financial service activities

36

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 810/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων (κώδικας θεωρήσεων) ( ΕΕ L 243 της 15.9.2009 )

38

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (κανονισμός VIS) ( ΕΕ L 218 της 13.8.2008 )

39

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) 2018/1670 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2018

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 όσον αφορά τις ονομαστικές ποσότητες για τη διάθεση στην αγορά της Ένωσης shochu μονής απόσταξης που παράγεται σε άμβυκα και εμφιαλώνεται στην Ιαπωνία

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Την 29η Νοεμβρίου 2012 το Συμβούλιο ενέκρινε απόφαση με την οποία εξουσιοδότησε την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με την Ιαπωνία για μία συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών.

(2)

Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας οικονομικής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ιαπωνίας («η συμφωνία») ολοκληρώθηκαν επιτυχώς τη 17η Ιουλίου 2018.

(3)

Το παράρτημα 2-Δ της συμφωνίας προβλέπει ότι η διάθεση shochu μονής απόσταξης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 εδάφιο 10 του ιαπωνικού νόμου για τη φορολόγηση των αλκοολούχων ποτών (νόμος αριθ. 6 του 1953), το οποίο παράγεται σε άμβυκα και εμφιαλώνεται στην Ιαπωνία, πρόκειται να επιτρέπεται στην αγορά της Ένωσης σε παραδοσιακές φιάλες τεσσάρων go (

Image

) και ενός sho (

Image

), που αντιστοιχούν σε ονομαστικές ποσότητες 720 ml και 1 800 ml, αντιστοίχως, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται άλλες ισχύουσες νομικές απαιτήσεις της Ένωσης.

(4)

Η οδηγία 2007/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) προβλέπει ότι προσυσκευασμένα αλκοολούχα ποτά μπορούν να διατίθενται στην αγορά της Ένωσης μόνον εάν έχουν προσυσκευαστεί στις ονομαστικές ποσότητες που απαριθμούνται στο τμήμα 1 του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας. Για τα αλκοολούχα ποτά, στο τμήμα 1 του παραρτήματος της οδηγίας 2007/45/ΕΚ αναφέρονται εννέα ονομαστικές ποσότητες για το φάσμα από 100 ml έως 2 000 ml. Οι εν λόγω ονομαστικές ποσότητες δεν περιλαμβάνουν τις ποσότητες των 720 ml και 1 800 ml, ήτοι τις ονομαστικές ποσότητες στις οποίες το shochu μονής απόσταξης που παράγεται σε άμβυκα εμφιαλώνεται και διατίθεται στην αγορά στην Ιαπωνία.

(5)

Είναι, επομένως, αναγκαία ειδική παρέκκλιση από τις ονομαστικές ποσότητες για τα αλκοολούχα ποτά που ορίζονται στο παράρτημα της οδηγίας 2007/45/ΕΚ ώστε το shochu μονής απόσταξης το οποίο παράγεται σε άμβυκα και εμφιαλώνεται στην Ιαπωνία, να μπορεί να διατίθεται στην αγορά της Ένωσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα 2-Δ της συμφωνίας, σε φιάλες 720 ml και 1 800 ml, που αντιστοιχούν σε παραδοσιακές ιαπωνικές φιάλες των τεσσάρων go (

Image

) και του ενός sho (

Image

), αντιστοίχως.

(6)

Είναι αναγκαίο η παρέκκλιση από την οδηγία 2007/45/ΕΚ να θεσπιστεί μέσω τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), ώστε να εξασφαλίζεται ότι το shochu μονής απόσταξης το οποίο παράγεται σε άμβυκα και εμφιαλώνεται στην Ιαπωνία μπορεί να διατίθεται στην αγορά σε όλα τα κράτη μέλη ταυτόχρονα κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 110/2008 θα πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθεί αναλόγως.

(8)

Για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της συμφωνίας όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά της Ένωσης shochu μονής απόσταξης που παράγεται σε άμβυκα και εμφιαλώνεται στην Ιαπωνία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το ακόλουθο άρθρο παρεμβάλλεται στο κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008:

«Άρθρο 24α

Παρέκκλιση από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/45/ΕΚ όσον αφορά τις ονομαστικές ποσότητες

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 της οδηγίας 2007/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), και από την έκτη σειρά του τμήματος 1 του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, το shochu (*2) μονής απόσταξης, το οποίο παράγεται σε άμβυκα και εμφιαλώνεται στην Ιαπωνία, μπορεί να διατίθεται στην αγορά της Ένωσης σε ονομαστικές ποσότητες των 720 ml και 1 800 ml.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  ΕΕ C 367 της 10.10.2018, σ. 119.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2018.

(3)  Οδηγία 2007/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις ονομαστικές ποσότητες για προσυσκευασμένα προϊόντα, για την κατάργηση των οδηγιών 75/106/ΕΟΚ και 80/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της οδηγίας 76/211/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 17).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου (ΕΕ L 39 της 13.2.2008, σ. 16).


12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1671 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2018

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/825 προκειμένου να αυξηθεί το χρηματοδοτικό κονδύλιο του προγράμματος στήριξης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να προσαρμοστεί ο γενικός του στόχος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 175 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 197 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση μπορεί να υποστηρίζει τις προσπάθειες των κρατών μελών, κατόπιν αιτήματός τους, στην προσπάθεια για τη βελτίωση της διοικητικής τους ικανότητας να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

(2)

Το πρόγραμμα στήριξης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων («το Πρόγραμμα») θεσπίστηκε με στόχο την ενίσχυση της ικανότητας των κρατών μελών να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν διοικητικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα που ενδιαφέρουν την Ένωση, μεταξύ άλλων με τη χορήγηση βοήθειας για την αποδοτική και αποτελεσματική χρήση των ταμείων της Ένωσης. Στο πλαίσιο του Προγράμματος παρέχεται στήριξη από την Επιτροπή κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους και η εν λόγω στήριξη μπορεί να καλύψει ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής. Η ανάπτυξη ανθεκτικών οικονομιών και μιας ανθεκτικής κοινωνίας που βασίζονται σε ισχυρές οικονομικές, κοινωνικές και εδαφικές δομές, οι οποίες επιτρέπουν στα κράτη μέλη να απορροφούν με αποτελεσματικό τρόπο τους κραδασμούς και να ανακάμπτουν γρήγορα από αυτούς, συμβάλλει στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και απελευθερώνει αναπτυξιακό δυναμικό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν, σύμφωνα με το νομικό τους πλαίσιο, την κατάλληλη συνεισφορά και τη συμμετοχή της εθνικής και περιφερειακής δημόσιας διοίκησης και των ενδιαφερόμενων μερών. Η εφαρμογή θεσμικών, διοικητικών και αναπτυξιακού χαρακτήρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που είναι σημαντικές για τα κράτη μέλη και η τοπική οικειοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενδιαφέρουν την Ένωση συνιστούν κατάλληλα μέσα για την επίτευξη της εν λόγω ανάπτυξης.

(3)

Η αποτελεσματική κοινοποίηση των ενεργειών και των δραστηριοτήτων του Προγράμματος και των αποτελεσμάτων τους σε ενωσιακό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ανάλογα με την περίπτωση, έχει θεμελιώδη σημασία για την ευαισθητοποίηση σχετικά με τα επιτεύγματα του Προγράμματος, για την εξασφάλιση της προβολής και για την παροχή ενημέρωσης για τις επιτόπιες επιπτώσεις του.

(4)

Δεδομένου ότι η ζήτηση για ενίσχυση θα μπορούσε να υπερβαίνει τη χρηματοδότηση του προγράμματος, θα πρέπει, κατά περίπτωση, να δίνεται σειρά προτεραιότητας στις αιτήσεις από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής αιτήσεων στήριξης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί προσοχή στις αιτήσεις στήριξης που έχουν σχέση με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και με τομείς πολιτικής που σχετίζονται με τη συνοχή, την καινοτομία, την απασχόληση και την έξυπνη και βιώσιμη ανάπτυξη. Το πρόγραμμα θα πρέπει να συμπληρώνει άλλα μέσα προκειμένου να αποφευχθούν οι αλληλεπικαλύψεις.

(5)

Δεδομένου ότι το πρόγραμμα δεν παρέχει χρηματοδότηση στα κράτη μέλη, αλλά μόνο τεχνική υποστήριξη, δεν αποσκοπεί στην αντικατάσταση ή υποκατάσταση της χρηματοδότησης από τους εθνικούς προϋπολογισμούς.

(6)

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλο και περισσότερο στήριξη στο πλαίσιο του Προγράμματος, η οποία υπερβαίνει τις αρχικές προσδοκίες. Με βάση την εκτιμώμενη αξία τους, τα αιτήματα στήριξης που έλαβε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια του κύκλου του 2017 έχουν υπερβεί κατά πολύ τη διαθέσιμη ετήσια κατανομή. Κατά τη διάρκεια του κύκλου του 2018, η εκτιμώμενη αξία των αιτημάτων που ελήφθησαν ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από τους χρηματοδοτικούς πόρους που ήταν διαθέσιμοι για το συγκεκριμένο έτος. Σχεδόν όλα τα κράτη μέλη ζήτησαν στήριξη στο πλαίσιο του Προγράμματος και τα αιτήματα έχουν κατανεμηθεί σε όλους τους τομείς πολιτικής που καλύπτονται από το Πρόγραμμα.

(7)

Η ενδυνάμωση της οικονομικής και της κοινωνικής συνοχής μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που είναι επωφελείς για την Ένωση και ευθυγραμμίζονται με τις αρχές και τις αξίες της Ένωσης, είναι κρίσιμης σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας και για την επιτυχή συμμετοχή και την ενίσχυση της πραγματικής σύγκλισης στην οικονομική και νομισματική ένωση, διασφαλίζοντας τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και ευημερία της Ένωσης. Αυτό είναι εξίσου σημαντικό για τα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ κατά την προετοιμασία τους για προσχώρηση στη ζώνη του ευρώ και για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.

(8)

Είναι, επομένως, σκόπιμο να τονιστεί στον γενικό στόχο του προγράμματος – στο πλαίσιο της συμβολής του στην αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προκλήσεων – ότι η ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της διατηρήσιμης ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, των επενδύσεων και της κοινωνικής ένταξης θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην προετοιμασία της μελλοντικής συμμετοχής στη ζώνη του ευρώ εκ μέρους των κρατών μελών που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ.

(9)

Για την επίτευξη των γενικών και ειδικών στόχων και εντός των επιλέξιμων δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν από το Πρόγραμμα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι δράσεις και οι δραστηριότητες του προγράμματος θα πρέπει να μπορούν επίσης να στηρίζουν μεταρρυθμίσεις που μπορούν να βοηθήσουν τα κράτη μέλη να προετοιμαστούν για να προσχωρήσουν στη ζώνη του ευρώ, με παράλληλη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των κρατών μελών.

(10)

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανάγκη για στήριξη από τα κράτη μέλη, και ενόψει της ανάγκης να υποστηριχθεί η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την Ένωση, μεταξύ άλλων και στα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, κατά την προετοιμασία τους για προσχώρηση στη ζώνη του ευρώ, η χρηματοδοτική κατανομή του Προγράμματος θα πρέπει να αυξηθεί σε επαρκές επίπεδο το οποίο να επιτρέπει στην Ένωση να χορηγεί στήριξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κρατών μελών που υποβάλλουν αίτημα και να χρησιμοποιείται σύμφωνα με χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Η εν λόγω αύξηση δεν θα πρέπει να επηρεάσει αρνητικά τις άλλες προτεραιότητες της πολιτικής για τη συνοχή. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να μεταφέρουν τα εθνικά και περιφερειακά κονδύλια από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία.

(11)

Προκειμένου να παρέχεται ποιοτική στήριξη με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί μέρος του χρηματοδοτικού κονδυλίου για να καλύψει επίσης το κόστος των υποστηρικτικών δραστηριοτήτων του Προγράμματος, όπως είναι οι δαπάνες που συνδέονται με τον ποιοτικό έλεγχο, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των έργων επί τόπου. Οι εν λόγω δραστηριότητες είναι σημαντικές για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας της υλοποίησης των έργων.

(12)

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/825 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(13)

Για να εξασφαλιστεί η ταχεία εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/825 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Γενικός στόχος

Γενικός στόχος του Προγράμματος είναι η συμβολή στις θεσμικές, διοικητικές και αναπτυξιακού χαρακτήρα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα κράτη μέλη, προσφέροντας στήριξη στις εθνικές αρχές για τη λήψη μέτρων που αποβλέπουν στη μεταρρύθμιση και ενδυνάμωση των θεσμικών οργάνων, της διακυβέρνησης, της δημόσιας διοίκησης και του οικονομικού και κοινωνικού τομέα για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προκλήσεων με στόχο την ενίσχυση της συνοχής, της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της βιώσιμης ανάπτυξης, της απασχόλησης, των επενδύσεων, της κοινωνικής ένταξης και της συμβολής στην πραγματική σύγκλιση στην Ένωση και που μπορούν, επίσης, να προετοιμάσουν τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ, ιδίως στο πλαίσιο των διαδικασιών οικονομικής διακυβέρνησης, μεταξύ άλλων με την παροχή συνδρομής για την αποδοτική, αποτελεσματική και διαφανή χρήση των ταμείων της Ένωσης.».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α

Στήριξη για την προετοιμασία συμμετοχής στο ευρώ

Με σκοπό την επίτευξη των στόχων που προσδιορίζονται στα άρθρα 4 και 5 και εντός των επιλέξιμων δράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, το Πρόγραμμα μπορεί να χρηματοδοτεί δράσεις και δραστηριότητες και προς υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων που δύνανται να βοηθήσουν τα κράτη μέλη κατά την προετοιμασία τους για να προσχωρήσουν στη ζώνη του ευρώ.».

3)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το χρηματοδοτικό κονδύλιο για την εφαρμογή του Προγράμματος καθορίζεται σε 222 800 000 EUR σε τρέχουσες τιμές.»·

β)

στην παράγραφο 2 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Οι δαπάνες μπορούν επίσης να καλύπτουν το κόστος για άλλες υποστηρικτικές δραστηριότητες, όπως ο ποιοτικός έλεγχος και η παρακολούθηση έργων στήριξης επιτόπου.».

4)

Στο άρθρο 16 παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

εφαρμογή μέτρων στήριξης.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  ΕΕ C 237 της 6.7.2018, σ. 53.

(2)  ΕΕ C 247 της 13.7.2018, σ. 54.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2018.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/825 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017, για τη θέσπιση του προγράμματος στήριξης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την περίοδο 2017 έως 2020 και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 και (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 (ΕΕ L 129 της 19.5.2017, σ. 1).


12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1672 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2018

σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 33 και 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η προαγωγή της αρμονικής, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα ελεύθερης και ασφαλούς κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων αποτελεί μία από τις προτεραιότητες της Ένωσης.

(2)

Η επανεισαγωγή στην οικονομία των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η διοχέτευση χρημάτων για τη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων δημιουργούν στρεβλώσεις και αθέμιτα ανταγωνιστικά μειονεκτήματα σε βάρος των νομοταγών πολιτών και επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, συνιστούν απειλή για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, οι εν λόγω πρακτικές ευνοούν εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η Ένωση έχει λάβει μέτρα για την προστασία της.

(3)

Ένας από τους κύριους πυλώνες των μέτρων που ελήφθησαν από την Ένωση ήταν η οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3), η οποία προέβλεπε σειρά μέτρων και υποχρεώσεων για χρηματοδοτικούς οργανισμούς, νομικά πρόσωπα και ορισμένα επαγγέλματα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, διατάξεις για τη διαφάνεια και την τήρηση αρχείων, καθώς και για την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών («γνωρίστε τον πελάτη σας»), ενώ προέβλεπε την υποχρέωση δήλωσης των ύποπτων συναλλαγών στις εθνικές μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ). Οι ΜΧΠ ιδρύθηκαν για να λειτουργούν ως κέντρα αξιολόγησης των εν λόγω συναλλαγών, να συνεργάζονται με τους αντίστοιχους φορείς άλλων χωρών και, εφόσον απαιτείται, να επικοινωνούν με τις δικαστικές αρχές. Έκτοτε, η οδηγία 91/308/ΕΟΚ τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από διαδοχικά μέτρα. Οι διατάξεις για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επί του παρόντος ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(4)

Ενόψει του κινδύνου η εφαρμογή της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ να οδηγήσει σε αύξηση των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων για παράνομους σκοπούς, εξέλιξη που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την εσωτερική αγορά, η εν λόγω οδηγία συμπληρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι η πρόληψη και ο εντοπισμός περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την καθιέρωση ενός συστήματος ελέγχων που εφαρμόζονται σε φυσικά πρόσωπα τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση μεταφέροντας ποσά ρευστών διαθεσίμων ή διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR ή του ισοδύναμού τους σε άλλα νομίσματα. Ο όρος «εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση» θα πρέπει να ορίζεται σε συνάρτηση με το έδαφος της Ένωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 355 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός έχει το ευρύτερο δυνατό πεδίο εφαρμογής και ότι δεν υπάρχουν περιοχές που να εξαιρούνται από την εφαρμογή του και να δίνουν δυνατότητες παράκαμψης των ισχυόντων ελέγχων.

(5)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 τέθηκαν σε εφαρμογή εντός της Κοινότητας διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα οποία καταρτίστηκαν από την ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης (FATF).

(6)

Η FATF, η οποία συγκροτήθηκε από τη σύνοδο κορυφής της G7 που διεξήχθη στο Παρίσι το 1989, είναι ένας διακυβερνητικός φορέας που καθορίζει πρότυπα και προωθεί την αποτελεσματική εφαρμογή των νομικών, ρυθμιστικών και επιχειρησιακών μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλων συναφών απειλών κατά της ακεραιότητας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αρκετά κράτη μέλη είναι είτε μέλη της FATF είτε εκπροσωπούνται στη FATF μέσω περιφερειακών φορέων. Η Ένωση εκπροσωπείται στη FATF από την Επιτροπή και έχει αναλάβει τη δέσμευση να εφαρμόζει αποτελεσματικά τις συστάσεις της FATF. Στη σύσταση 32 της FATF για τους μεταφορείς ρευστών διαθεσίμων ορίζεται ότι θα πρέπει να θεσπίζονται μέτρα σχετικά με τη διενέργεια επαρκών ελέγχων στις διασυνοριακές κινήσεις ρευστών διαθεσίμων.

(7)

Στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 προσδιορίζονται και περιγράφονται ορισμένες εγκληματικές δραστηριότητες των οποίων τα έσοδα ενδέχεται να επιχειρηθεί να νομιμοποιηθούν ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Τα έσοδα από τις εν λόγω εγκληματικές δραστηριότητες μεταφέρονται συχνά διαμέσου των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης με σκοπό να νομιμοποιηθούν ή να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στον παρόντα κανονισμό, και θα πρέπει να θεσπιστεί ένα σύστημα κανόνων το οποίο, επιπλέον της συμβολής στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και ειδικά από βασικά αδικήματα όπως τα φορολογικά εγκλήματα όπως αυτά ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αυτής καθαυτής, θα διευκολύνει την πρόληψη, τον εντοπισμό, και τη διερεύνηση των εγκληματικών δραστηριοτήτων που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(8)

Έχει συντελεστεί πρόοδος όσον αφορά τις γνώσεις για τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για τη διασυνοριακή μεταφορά παράνομα αποκτηθείσας αξίας. Συνεπεία αυτού, οι συστάσεις της FATF έχουν επικαιροποιηθεί, η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 έχει εισαγάγει μεταβολές στο ενωσιακό νομικό πλαίσιο και έχουν αναπτυχθεί νέες βέλτιστες πρακτικές. Εν όψει των εν λόγω εξελίξεων και με βάση την αξιολόγηση της υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 χρειάζεται να τροποποιηθεί. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του εκτενούς χαρακτήρα των απαιτούμενων τροποποιήσεων, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέο κανονισμό.

(9)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, βάσει του εθνικού τους δικαίου, τη διεξαγωγή πρόσθετων εθνικών ελέγχων στις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων εντός της Ένωσης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω έλεγχοι συνάδουν με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ένωσης, και ειδικότερα με τα άρθρα 63 και 65 ΣΛΕΕ.

(10)

Ένα σύνολο κανόνων σε επίπεδο Ένωσης που καθιστούσε δυνατούς συγκρίσιμους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων εντός της Ένωσης θα διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(11)

Ο παρών κανονισμός δεν αφορά μέτρα που λαμβάνονται από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 66 ΣΛΕΕ και επιβάλλουν περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων που προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρές δυσχέρειες στη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ή δυνάμει των άρθρων 143 και 144 ΣΛΕΕ ως αποτέλεσμα αιφνίδιας κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών.

(12)

Λαμβανομένης υπόψη της παρουσίας των τελωνειακών αρχών στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, της εμπειρογνωσίας τους όσον αφορά τη διενέργεια ελέγχων των επιβατών και των εμπορευμάτων που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα, καθώς και της εμπειρίας τους την οποία έχουν αποκτήσει κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005, οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να ενεργούν ως οι αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Παράλληλα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι σε θέση να ορίζουν άλλες εθνικές αρχές που θα είναι παρούσες στα εξωτερικά σύνορα ώστε να ενεργούν ως αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξακολουθήσουν να παρέχουν κατάλληλη κατάρτιση για το προσωπικό των τελωνειακών αρχών και άλλων εθνικών αρχών για την πραγματοποίηση των εν λόγω ελέγχων, μεταξύ άλλων για τη βασισμένη σε μετρητά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(13)

Μία από τις βασικές έννοιες που χρησιμοποιούνται στον παρόντα κανονισμό είναι η έννοια των «ρευστών διαθεσίμων», η οποία θα πρέπει να ορίζεται ότι περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες: τα μετρητά, τους διαπραγματεύσιμους τίτλους στον κομιστή, τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και ορισμένους τύπους προπληρωμένων καρτών. Δεδομένων των χαρακτηριστικών τους, ορισμένοι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή, τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας, καθώς και οι προπληρωμένες κάρτες που δεν είναι συνδεδεμένες με τραπεζικό λογαριασμό και τα οποία μπορούν να αποθηκεύσουν χρηματικά ποσά που εντοπίζονται δύσκολα, είναι πιθανό να χρησιμοποιούνται αντί των μετρητών ως ανώνυμα μέσα για τη μεταφορά αξίας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων, με τρόπο που δεν μπορεί να ανιχνευθεί από τις δημόσιες αρχές με τη χρήση του κλασικού συστήματος εποπτείας. Ο παρών κανονισμός ως εκ τούτου θα πρέπει να καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία που απαρτίζουν τον ορισμό των «ρευστών διαθεσίμων», παρέχοντας ταυτόχρονα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να τροποποιεί τα μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες των εγκληματιών και των συνεργών τους να παρακάμψουν ένα μέτρο που ελέγχει ένα μόνο είδος ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμου μέσου αποθήκευσης αξίας μεταφέροντας κάποιο άλλο είδος διαμέσου των εξωτερικών συνόρων. Εφόσον εντοπιστούν στοιχεία που αποδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορά σε σημαντική κλίμακα, είναι αναγκαία η άμεση λήψη μέτρων για την επανόρθωση της κατάστασης. Παρά το υψηλό επίπεδο κινδύνου που ενέχουν τα εικονικά νομίσματα, όπως αποδεικνύεται στην έκθεση της Επιτροπής της 26ης Ιουνίου 2017 σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγονται για την εσωτερική αγορά η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και οι οποίοι συνδέονται με διασυνοριακές δραστηριότητες, οι τελωνειακές αρχές δεν είναι αρμόδιες για την παρακολούθησή τους.

(14)

Οι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή δίνουν στον φυσικό τους κάτοχο τη δυνατότητα αξίωσης πληρωμής χρηματικού ποσού χωρίς να είναι καταχωρισμένος ή να αναφέρεται ονομαστικά. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα για τη μεταφορά σημαντικών ποσών αξίας και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα μετρητά από πλευράς ρευστότητας, ανωνυμίας και κινδύνων κατάχρησης.

(15)

Τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη αξίας προς τον όγκο τους και για τα οποία υπάρχει εύκολα προσβάσιμη διεθνής αγορά διαπραγμάτευσης που επιτρέπει τη μετατροπή τους σε μετρητά και μάλιστα με χαμηλό κόστος συναλλαγής. Τα εν λόγω αγαθά παρουσιάζονται συνήθως κατά τρόπο τυποποιημένο, που επιτρέπει την ταχεία εξακρίβωση της αξίας τους.

(16)

Οι προπληρωμένες κάρτες είναι μη ονομαστικές κάρτες στις οποίες αποθηκεύεται ή μέσω των οποίων παρέχεται πρόσβαση σε νομισματική αξία ή κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συναλλαγές πληρωμών, για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή για εξόφληση σε μετρητά. Δεν είναι συνδεδεμένες με τραπεζικό λογαριασμό. Οι προπληρωμένες κάρτες περιλαμβάνουν ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες, όπως αναφέρεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Χρησιμοποιούνται ευρέως για διάφορους νόμιμους σκοπούς και ορισμένα από τα εν λόγω μέσα παρουσιάζουν επίσης πρόδηλο κοινωνικό ενδιαφέρον. Αυτές οι προπληρωμένες κάρτες είναι εύκολα μεταβιβάσιμες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά σημαντικής αξίας διαμέσου των εξωτερικών συνόρων. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν οι προπληρωμένες κάρτες στον ορισμό των ρευστών διαθεσίμων, ιδίως εάν μπορούν να αγοραστούν χωρίς διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η επέκταση των ελέγχων σε ορισμένους τύπους προπληρωμένων καρτών, λαμβανομένης υπόψη της διαθέσιμης τεχνολογίας, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τα αποδεικτικά στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι η επέκταση των ελέγχων αυτών λαμβάνει υπόψη την αναλογικότητα και τη δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής.

(17)

Για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να επιβληθεί στα φυσικά πρόσωπα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση η υποχρέωση δήλωσης των ρευστών διαθεσίμων. Ωστόσο, για να μην περιορίζεται αδικαιολόγητα η ελεύθερη κυκλοφορία ή να μην επιβάλλεται υπερβολικός φόρτος στους πολίτες και στις αρχές λόγω των διοικητικών διατυπώσεων, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατώτατο όριο της τάξης των 10 000 EUR. Θα πρέπει δε να ισχύει για τους μεταφορείς που μεταφέρουν τα εν λόγω ποσά μαζί τους, στις αποσκευές τους ή στο μεταφορικό μέσο με το οποίο διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα. Θα πρέπει να απαιτείται από τα πρόσωπα αυτά να θέτουν τα ρευστά διαθέσιμα στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για τη διεξαγωγή ελέγχου και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, να τα παρουσιάζουν στις εν λόγω αρχές. Η έννοια του «μεταφορέα» θα πρέπει να γίνεται κατανοητή ως μη περιλαμβάνουσα εκείνους τους μεταφορείς που αναλαμβάνουν την επαγγελματική μεταφορά αγαθών ή προσώπων.

(18)

Όσον αφορά τις κινήσεις ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση με αποστολές ταχυδρομικών δεμάτων, ταχυμεταφορών, ασυνόδευτων αποσκευών ή εμπορευμάτων σε εμπορευματοκιβώτια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από τον αποστολέα ή τον αποδέκτη ή τον εκπρόσωπό τους να υποβάλει δήλωση γνωστοποίησης, συστηματικά ή κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες. Η γνωστοποίηση αυτή θα πρέπει να καλύπτει διάφορα στοιχεία που δεν καλύπτονται από τα συνήθη δικαιολογητικά που υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές, όπως τα έγγραφα αποστολής εμπορευμάτων και οι τελωνειακές διασαφήσεις. Τέτοια στοιχεία αποτελούν η γεωγραφική προέλευση, ο προορισμός, η οικονομική προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων. Η υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων θα πρέπει να υπόκειται σε κατώτατο όριο πανομοιότυπο με το αντίστοιχο όριο που προβλέπεται για τα ρευστά διαθέσιμα τα οποία μεταφέρονται από μεταφορείς.

(19)

Μια σειρά στοιχείων τυποποιημένων δεδομένων σχετικά με την κίνηση των ρευστών διαθεσίμων, όπως τα προσωπικά στοιχεία του δηλούντος, του κυρίου ή του αποδέκτη, η οικονομική προέλευση και η σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων, θα πρέπει να καταγράφεται προς επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο ο δηλών, ο κύριος ή ο αποδέκτης να παρέχουν τα προσωπικά τους στοιχεία, όπως περιλαμβάνονται στα έγγραφα ταυτότητας, προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό ο κίνδυνος σφαλμάτων σχετικά με την ταυτότητά τους και τις καθυστερήσεις λόγω ενδεχόμενης επακόλουθης ανάγκης εξακρίβωσης.

(20)

Όσον αφορά την υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων και την υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την αρμοδιότητα να υποβάλλουν σε όλους τους απαιτούμενους ελέγχους τα πρόσωπα, τις αποσκευές τους, το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων, καθώς και τυχόν ασυνόδευτες αποστολές ή συσκευασίες μεταφοράς που διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα και ενδέχεται να περιέχουν ρευστά διαθέσιμα ή το μέσο μεταφοράς τους. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε αυτεπάγγελτη δήλωση για την επακόλουθη διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών σε άλλες αρχές.

(21)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή τους από τις αρμόδιες αρχές, οι έλεγχοι θα πρέπει να βασίζονται κατά κύριο λόγο στην ανάλυση κινδύνου, με σκοπό τον προσδιορισμό και την εκτίμηση των κινδύνων και την ανάπτυξη των απαιτούμενων αντίμετρων.

(22)

Η θέσπιση ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνου δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διενεργούν δειγματοληπτικούς ελέγχους ή αυθόρμητους ελέγχους, όταν το κρίνουν απαραίτητο.

(23)

Σε περίπτωση που εντοπίζονται ποσά ρευστών διαθεσίμων που είναι μεν μικρότερα από το κατώτατο όριο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις πιθανής σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική δραστηριότητα, όπως καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να καταχωρίζουν, στην περίπτωση των συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων, πληροφορίες σχετικά με τον μεταφορέα, τον κύριο και, εφόσον υπάρχει, τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, συμπεριλαμβανομένων ονοματεπωνύμων, στοιχείων επικοινωνίας, στοιχείων σχετικά με το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων, την οικονομική προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων.

(24)

Σε περίπτωση των ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να καταχωρίζουν πληροφορίες σχετικά με τον δηλούντα, τον κύριο, τον αποστολέα και τον αποδέκτη ή τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, συμπεριλαμβανομένων ονοματεπωνύμων, στοιχείων επικοινωνίας, στοιχείων σχετικά με το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων, την οικονομική προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων.

(25)

Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβάζονται στη FIU του οικείου κράτους μέλους, η οποία θα πρέπει να μεριμνά ώστε η FIU να διαβιβάζει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, αυθόρμητα ή κατόπιν αιτήματος, στις FIU των λοιπών κρατών μελών. Οι εν λόγω μονάδες έχουν οριστεί ως οι κεντρικοί φορείς για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι λαμβάνουν και επεξεργάζονται πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και αναλύουν τις πληροφορίες αυτές προκειμένου να αποφανθούν αν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω διερεύνηση, οι οποίοι ενδέχεται να μην είναι προφανείς για τις αρμόδιες αρχές που συγκεντρώνουν τις δηλώσεις και διενεργούν ελέγχους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική ροή των πληροφοριών, οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι διασυνδεδεμένες με το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών (CIS) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου (6), και τα δεδομένα που παράγουν ή ανταλλάσσουν οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι συμβατά και συγκρίσιμα μεταξύ τους.

(26)

Αναγνωρίζοντας ότι η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των σχετικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των ΜΧΠ εντός του νομικού πλαισίου που τις καλύπτει, είναι σημαντική για την επιτυχή παρακολούθηση του παρόντος κανονισμού και την ανάγκη να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ ΜΧΠ εντός της Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει αξιολογήσει μέχρι την 1η Ιουνίου 2019 το ενδεχόμενο δημιουργίας κοινού μηχανισμού για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(27)

Ο εντοπισμός ποσών μικρότερων ρευστών διαθεσίμων από το κατώτατο όριο σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτό το πλαίσιο. Ως εκ τούτου, αν υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, θα πρέπει επίσης να παρέχεται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για ποσά μικρότερα από το κατώτατο όριο.

(28)

Λαμβανομένου υπόψη ότι οι κινήσεις ρευστών διαθεσίμων που υπόκεινται σε ελέγχους δυνάμει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιούνται διαμέσου των εξωτερικών συνόρων, και δεδομένης της δυσκολίας λήψης μέτρων μετά την απομάκρυνση των ρευστών διαθεσίμων από το σημείο εισόδου ή εξόδου και του σχετικού κινδύνου σε περίπτωση παράνομης χρήσης ακόμη και μικρών ποσών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δεσμεύουν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα σε ορισμένες περιπτώσεις, υπό τον όρο της εφαρμογής ελέγχων και εξισορροπήσεων: κατά πρώτον, σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων και, κατά δεύτερον, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα από το ύψος των ρευστών διαθεσίμων ή από αν είναι αυτά συνοδευόμενα ή ασυνόδευτα. Λόγω της φύσης αυτής της προσωρινής δέσμευσης και των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει στην ελεύθερη κυκλοφορία και στο δικαίωμα ιδιοκτησίας, η περίοδος δέσμευσης θα πρέπει να περιορίζεται στον απολύτως ελάχιστο χρόνο που χρειάζονται οι υπόλοιπες αρμόδιες αρχές για να εξακριβώσουν αν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω επέμβαση, όπως έρευνα ή κατάσχεση των ρευστών διαθεσίμων βάσει άλλων νομικών μέσων. Η απόφαση για προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνοδεύεται από αιτιολόγηση και θα πρέπει να περιγράφει επαρκώς τους συγκεκριμένους παράγοντες που οδήγησαν στη λήψη μέτρων. Θα πρέπει να είναι δυνατή η παράταση της περιόδου προσωρινής δέσμευσης των ρευστών διαθεσίμων σε συγκεκριμένες και δεόντως αξιολογηθείσες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν οι αρμόδιες αρχές συναντούν δυσκολίες στη λήψη πληροφοριών σχετικά με ενδεχόμενη εγκληματική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, όταν απαιτείται επικοινωνία με τρίτη χώρα, όταν πρέπει να μεταφραστούν έγγραφα ή όταν είναι δύσκολη η ταυτοποίηση και η επαφή με τον αποστολέα ή τον αποδέκτη σε περίπτωση ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων. Εάν κατά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας δέσμευσης δεν έχει ληφθεί απόφαση σχετικά με περαιτέρω επέμβαση ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει ότι δεν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων, τα εν λόγω ρευστά διαθέσιμα θα πρέπει να τίθενται αμέσως στη διάθεση, αναλόγως της κατάστασης, του προσώπου από το οποίο αυτά δεσμεύτηκαν προσωρινά, του μεταφορέα ή του κυρίου.

(29)

Για να ενισχύουν την ευαισθητοποίηση σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να διαμορφώσουν το κατάλληλο ενημερωτικό υλικό σχετικά με την υποχρέωση δήλωσης ή γνωστοποίησης των ρευστών διαθεσίμων.

(30)

Είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές που συγκεντρώνουν πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού να τις διαβιβάζουν εγκαίρως στην εθνική ΜΧΠ, ώστε αυτή να είναι σε θέση να προβαίνει σε περαιτέρω ανάλυση και σύγκριση των πληροφοριών με άλλα δεδομένα, όπως ορίζει η οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(31)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφόσον οι αρμόδιες αρχές καταχωρίσουν μη υποβολή δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων ή σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, θα πρέπει να κοινοποιούν αμέσως τις πληροφορίες αυτές μέσω κατάλληλων διαύλων επικοινωνίας στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Αυτή η ανταλλαγή δεδομένων είναι αναλογική δεδομένου ότι οι πρόσωπα που έχουν παραβεί την υποχρέωση δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων οι οποίοι έχουν συλληφθεί σε ένα κράτος μέλος θα επιλέξουν κατά πάσα πιθανότητα κάποιο άλλο κράτος μέλος εισόδου ή εξόδου, στο οποίο οι αρμόδιες αρχές δεν θα γνωρίζουν την προγενέστερη παράβασή τους. Η ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική, ούτως ώστε να διασφαλίζεται συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε όλα τα κράτη μέλη. Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να τίθενται επίσης στη διάθεση της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (7) από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία δυνάμει του εν λόγω κανονισμού και της Ευρωπόλ, όπως θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Για την καλύτερη επίτευξη των προληπτικών και αποτρεπτικών στόχων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την παράκαμψη της υποχρέωσης δήλωσης ή γνωστοποίησης των ρευστών διαθεσίμων, είναι σκόπιμο να καταστεί επίσης υποχρεωτική η ανταλλαγή των ανωνυμοποιημένων πληροφοριών κινδύνων και των αποτελεσμάτων της ανάλυσης κινδύνων μεταξύ των κρατών μελών και με την Επιτροπή, σύμφωνα με πρότυπα τα οποία θα καθοριστούν σε εκδιδόμενες δυνάμει του παρόντος κανονισμού εκτελεστικές πράξεις.

(32)

Θα πρέπει να είναι δυνατή η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους ή της Επιτροπής και των αρχών τρίτων χωρών, υπό τον όρο ότι παρέχονται κατάλληλες διασφαλίσεις. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό την προϋπόθεση της συμμόρφωσης με τις συναφείς εθνικές και ενωσιακές διατάξεις σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατόπιν έγκρισης εκ μέρους των αρχών που έλαβαν αρχικά τις πληροφορίες. Η Επιτροπή θα πρέπει να τηρείται ενήμερη για οποιαδήποτε περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών με τρίτες χώρες δυνάμει του παρόντος κανονισμού και θα πρέπει να υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(33)

Δεδομένης της φύσης των πληροφοριών που συλλέγονται και της εύλογης προσδοκίας των μεταφορέων και των δηλούντων ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν και τα στοιχεία σχετικά με την αξία των ρευστών διαθεσίμων που έχουν εισαγάγει ή εξαγάγει από την Ένωση θα τηρούνται εμπιστευτικά, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν επαρκείς διασφαλίσεις όσον αφορά την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τους υπαλλήλους που ζητούν πρόσβαση στις πληροφορίες, καθώς και επαρκές επίπεδο προστασίας των εν λόγω πληροφοριών από τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, χρήση ή κοινοποίησή τους. Οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να γνωστοποιούνται χωρίς την άδεια της αρχής που τις έλαβε, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από τον παρόντα κανονισμό ή από το εθνικό δίκαιο, ιδίως στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών.

Η επεξεργασία δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορεί επίσης να αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά με τρόπο συμβατό με τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Κάθε συλλογή, γνωστοποίηση, διαβίβαση, κοινοποίηση και άλλη μορφή επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (9) και (ΕΕ) 2016/679 (10). Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θα πρέπει επίσης να συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που κατοχυρώνονται αντίστοιχα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»).

(34)

Για τους σκοπούς της ανάλυσης που διενεργούν οι ΜΧΠ και προκειμένου οι αρχές άλλων κρατών μελών να είναι σε θέση να ελέγχουν και να επιβάλλουν την υποχρέωση δήλωσης ρευστών διαθεσίμων, ιδίως όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν παραβεί κατά το παρελθόν την εν λόγω υποχρέωση, είναι απαραίτητο τα δεδομένα των δηλώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού να αποθηκεύονται για αρκετά μακρά χρονική περίοδο. Προκειμένου οι ΜΧΠ να διεξάγουν αποτελεσματικά την ανάλυσή τους και οι αρμόδιες αρχές να διεκπεραιώνουν τον έλεγχο και την αποτελεσματική επιβολή της υποχρέωσης δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων, η περίοδος διατήρησης των δεδομένων των δηλώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε έτη, με δυνατότητα περαιτέρω παράτασης, κατόπιν εμπεριστατωμένης αξιολόγησης της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας τέτοιας περαιτέρω διατήρησης, η οποία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα τρία έτη.

(35)

Για την ενθάρρυνση της συμμόρφωσης και την αποτροπή της καταστρατήγησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων υποβολής δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης ή γνωστοποίησης ρευστών διαθεσίμων δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δεν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την εν δυνάμει εγκληματική δραστηριότητα που συνδέεται ενδεχομένως με τα ρευστά διαθέσιμα, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας και λήψης μέτρων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τα απαιτούμενα όρια για την ενθάρρυνση της συμμόρφωσης. Οποιεσδήποτε κυρώσεις θεσπίζονται από κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ισοδύναμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε ολόκληρη την Ένωση για τυχόν παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.

(36)

Ενώ τα περισσότερα κράτη μέλη ήδη χρησιμοποιούν εναρμονισμένο έντυπο δήλωσης, το έντυπο δήλωσης ρευστών διαθεσίμων της ΕΕ (EU-CDF), σε εθελοντική βάση, για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των ελέγχων και για την αποτελεσματική επεξεργασία, διαβίβαση και ανάλυση των δηλώσεων από τις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες για την κατάρτιση των υποδειγμάτων του εντύπου δήλωσης και του εντύπου γνωστοποίησης, για τον προσδιορισμό των κριτηρίων ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων, για τον καθορισμό των τεχνικών κανόνων για την ανταλλαγή πληροφοριών και του υποδείγματος του εντύπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση πληροφοριών, καθώς και για τον καθορισμό των κανόνων και του μορφοτύπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(37)

Προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση που επικρατεί σήμερα λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε στατιστικά δεδομένα και των λιγοστών ενδείξεων σχετικά με την έκταση του φαινομένου της παράνομης διακίνησης ρευστών διαθεσίμων πέρα των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης από εγκληματίες, θα πρέπει να ξεκινήσει μια αποτελεσματικότερη συνεργασία μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών και με την Επιτροπή. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των πληροφοριών, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει εάν το θεσμοθετημένο σύστημα πληροί τον σκοπό του ή εάν υπάρχουν εμπόδια στην έγκαιρη και απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει στατιστικές πληροφορίες στον δικτυακό της τόπο.

(38)

Για να είναι δυνατό να λαμβάνονται ταχέως υπόψη μελλοντικές τροποποιήσεις διεθνών προτύπων όπως τα πρότυπα που θεσπίζονται από την FATF ή για την αντιμετώπιση της καταστρατήγησης του παρόντος κανονισμού μέσω της χρήσης αγαθών που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας ή προπληρωμένων καρτών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τις τροποποιήσεις του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι εν λόγω διαβουλεύσεις να διενεργούνται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (12). Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότιμη συμμετοχή στην κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(39)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως εξαιτίας των διεθνικών διαστάσεων που έχουν η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων της εσωτερικής αγοράς και των θεμελιωδών ελευθεριών της, των οποίων η πλήρης άσκηση είναι δυνατή μόνον εφόσον διασφαλιστεί ότι δεν επιβάλλεται υπερβολικά διαφορετική μεταχείριση βάσει των εθνικών νομοθεσιών για τα ρευστά διαθέσιμα που διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(40)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ και αποτυπώνονται στον Χάρτη και ιδίως στον τίτλο ΙΙ.

(41)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός προβλέπει τη θέσπιση συστήματος ελέγχων όσον αφορά τα ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση, με σκοπό τη συμπλήρωση του νομικού πλαισίου για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «ρευστά διαθέσιμα»:

i)

μετρητά·

ii)

διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή·

iii)

αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας·

iv)

προπληρωμένες κάρτες·

β)   «που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση»: άφιξη από έδαφος εκτός του εδάφους που καλύπτεται από το άρθρο 355 ΣΛΕΕ στο έδαφος που καλύπτεται από το εν λόγω άρθρο, ή αναχώρηση από το έδαφος που καλύπτεται από το εν λόγω άρθρο·

γ)   «μετρητά»: χαρτονομίσματα και κέρματα που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής ή που ήταν σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής και μπορούν ακόμη να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής, μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή κεντρικών τραπεζών, έναντι χαρτονομισμάτων και κερμάτων που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής·

δ)   «διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή»: μέσα εκτός των μετρητών που παρέχουν στους κατόχους τους το δικαίωμα αξίωσης χρηματικού ποσού με την προσκόμιση του τίτλου, χωρίς αυτοί να είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν την ταυτότητά τους ή το δικαίωμα αξίωσης του ποσού αυτού. Τα εν λόγω μέσα είναι:

i)

οι ταξιδιωτικές επιταγές, και

ii)

οι επιταγές, τα γραμμάτια ή οι εντολές πληρωμής είτε στον κομιστή, με υπογραφή αλλά με παράλειψη του ονόματος του δικαιούχου, είτε με οπισθογράφηση χωρίς περιορισμό, είτε έχοντας εκδοθεί σε διαταγή εικονικού δικαιούχου, είτε άλλως διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε η κατοχή να συνεπάγεται κυριότητα·

ε)   «αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας»: αγαθά, όπως απαριθμούνται στο σημείο 1 του παραρτήματος I, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη αξίας προς όγκο και τα οποία μπορούν να μετατραπούν εύκολα σε μετρητά μέσω προσβάσιμων αγορών διαπραγμάτευσης, με χαμηλό κόστος συναλλαγής·

στ)   «προπληρωμένη κάρτα»: μη ονομαστική κάρτα, όπως απαριθμείται στο σημείο 2 του παραρτήματος I, στην οποία είναι δυνατή η αποθήκευση νομισματικής αξίας ή κεφαλαίων ή η οποία παρέχει πρόσβαση σε νομισματική αξία ή κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συναλλαγές πληρωμών, για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ή για εξόφληση σε μετρητά, και η οποία δεν είναι συνδεδεμένη με τραπεζικό λογαριασμό·

ζ)   «αρμόδιες αρχές»: οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και οποιεσδήποτε άλλες αρχές που είναι επιφορτισμένες από τα κράτη μέλη με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

η)   «μεταφορέας»: κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση και μεταφέρει ρευστά διαθέσιμα είτε μαζί του, είτε στις αποσκευές του, είτε στο μεταφορικό του μέσο·

θ)   «ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα»: ρευστά διαθέσιμα που αποτελούν μέρος αποστολής χωρίς μεταφορέα·

ι)   «εγκληματική δραστηριότητα»: οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 3 σημείο 4) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

ια)   «μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ)»: η οντότητα που συγκροτείται σε ένα κράτος μέλος για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 32 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού με σκοπό την τροποποίηση του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού, ώστε να λαμβάνονται υπόψη νέες τάσεις στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 της εν λόγω οδηγίας, ή ώστε να λαμβάνονται υπόψη βέλτιστες πρακτικές για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή να προλαμβάνεται η χρήση αγαθών που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και προπληρωμένων καρτών από εγκληματίες για την παράκαμψη των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων

1.   Μεταφορείς που μεταφέρουν ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR δηλώνουν τα εν λόγω ρευστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους μέσω του οποίου εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και τα καθιστούν διαθέσιμα προς έλεγχο. Η υποχρέωση δήλωσης ρευστών διαθεσίμων θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρωθεί αν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή ελλιπείς ή αν τα ρευστά διαθέσιμα δεν καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο.

2.   Η δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει στοιχεία όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

τον μεταφορέα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας·

β)

τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας όταν ο κύριος είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), όταν ο κύριος είναι νομικό πρόσωπο·

γ)

εφόσον υπάρχει, τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας όταν ο τελικός αποδέκτης είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο τελικός αποδέκτης είναι νομικό πρόσωπο·

δ)

το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων·

ε)

την οικονομική προέλευση των ρευστών διαθεσίμων·

στ)

τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων·

ζ)

τη διαδρομή, και

η)

το μεταφορικό μέσο.

3.   Οι πληροφορίες της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου παρέχονται γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α). Επικυρωμένο αντίγραφο της δήλωσης χορηγείται στον δηλούντα κατόπιν σχετικής αίτησης.

Άρθρο 4

Υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων

1.   Σε περίπτωση που ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 EUR εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μέσω των οποίων τα ρευστά διαθέσιμα εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση μπορούν να απαιτούν από τον αποστολέα ή τον αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων ή τον εκπρόσωπό τους, ανάλογα με την περίπτωση, να υποβάλει δήλωση γνωστοποίησης, εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δεσμεύσουν τα ρευστά διαθέσιμα έως ότου ο αποστολέας ή ο αποδέκτης ή ο εκπρόσωπός του προβεί στη δήλωση γνωστοποίησης. Η υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρωθεί αν η δήλωση δεν έχει υποβληθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας, αν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή ελλιπείς ή αν τα ρευστά διαθέσιμα δεν καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο.

2.   Η δήλωση γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει στοιχεία σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

τον δηλούντα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας·

β)

τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας, όταν ο κύριος είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο κύριος είναι νομικό πρόσωπο·

γ)

τον αποστολέα των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας, όταν ο αποστολέας είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο αποστολέας είναι νομικό πρόσωπο·

δ)

τον αποδέκτη ή τον τελικό αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, μεταξύ άλλων το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, την ιθαγένεια και τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας, όταν ο αποδέκτης ή ο τελικός αποδέκτης είναι φυσικό πρόσωπο, ή το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, τον αριθμό καταχώρισης και, εφόσον υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όταν ο αποδέκτης ή ο τελικός αποδέκτης είναι νομικό πρόσωπο·

ε)

το είδος και το ποσό ή την αξία των ρευστών διαθεσίμων·

στ)

την οικονομική προέλευση των ρευστών διαθεσίμων, και

ζ)

τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων.

3.   Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου παρέχονται γραπτώς ή ηλεκτρονικώς, με τη χρήση του εντύπου γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο α). Επικυρωμένο αντίγραφο της δήλωσης γνωστοποίησης χορηγείται στον δηλούντα κατόπιν σχετικής αίτησης.

Άρθρο 5

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Για την εξακρίβωση της τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων που προβλέπεται στο άρθρο 3, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να υποβάλλουν σε έλεγχο τα φυσικά πρόσωπα, τις αποσκευές τους και τα μεταφορικά μέσα τους, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εθνικό δίκαιο.

2.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της υποχρέωσης γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων που προβλέπεται στο άρθρο 4, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να υποβάλλουν σε έλεγχο κάθε αποστολή, συσκευασία ή μέσο μεταφοράς που ενδέχεται να περιέχει ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εθνικό δίκαιο.

3.   Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 3 ή της υποχρέωσης γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 4, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε αυτεπάγγελτη δήλωση, γραπτώς ή σε ηλεκτρονική μορφή, η οποία περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, τα λεπτομερή στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 4 παράγραφος 2, ανάλογα με την περίπτωση.

4.   Οι έλεγχοι βασίζονται κατά κύριο λόγο στην ανάλυση κινδύνων, με σκοπό τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των κινδύνων και την ανάπτυξη των απαιτούμενων αντίμετρων, και διεξάγονται εντός κοινού πλαισίου διαχείρισης των κινδύνων σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), το οποίο λαμβάνει επίσης υπόψη τις αξιολογήσεις κινδύνων που έχουν θεσπίσει η Επιτροπή και οι FIU στο πλαίσιο της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 6, οι αρμόδιες αρχές ασκούν επίσης τις εξουσίες που ανατίθενται σε αυτές βάσει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Ποσά μικρότερα από το κατώτατο όριο για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα

1.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές εντοπίσουν μεταφορέα με ποσό ρευστών διαθεσίμων μικρότερο από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 3 και διαπιστώσουν ότι υπάρχουν ενδείξεις σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική δραστηριότητα, καταχωρίζουν τις σχετικές πληροφορίες και τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

2.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές διαπιστώσουν ότι εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ένωση ποσό ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων μικρότερο από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 4 και ότι υπάρχουν ενδείξεις σύνδεσης των ρευστών διαθεσίμων με εγκληματική ενέργεια, καταχωρίζουν τις σχετικές πληροφορίες και τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

Προσωρινή δέσμευση ρευστών διαθεσίμων από τις αρμόδιες αρχές

1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται προσωρινά να δεσμεύουν ρευστά διαθέσιμα μέσω διοικητικής απόφασης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εθνικό δίκαιο, όταν:

α)

δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 3 ή η υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων του άρθρου 4, ή

β)

υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού, με εγκληματική δραστηριότητα.

2.   Η διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπόκειται σε αποτελεσματική προσφυγή σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν την αιτιολόγηση της διοικητικής απόφασης:

α)

στο πρόσωπο που υποχρεούται να προβεί σε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 3 ή σε δήλωση γνωστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 4, ή

β)

στο πρόσωπο που υποχρεούται να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 ή 2.

3.   Η περίοδος προσωρινής δέσμευσης περιορίζεται αυστηρά, δυνάμει του εθνικού δικαίου, στον χρόνο που απαιτείται ώστε οι αρμόδιες αρχές να προσδιορίσουν αν οι περιστάσεις της υπόθεσης αιτιολογούν περαιτέρω δέσμευση. Η περίοδος προσωρινής δέσμευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Αφού οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν διεξοδική αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας περαιτέρω προσωρινής δέσμευσης, μπορούν να αποφασίσουν να παρατείνουν την περίοδο προσωρινής δέσμευσης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες.

Όταν εντός της εν λόγω περιόδου δεν ληφθεί απόφαση σχετικά με περαιτέρω δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων ή αν αποφασιστεί ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν αιτιολογούν περαιτέρω δέσμευση, τα ρευστά διαθέσιμα τίθενται αμέσως στη διάθεση:

α)

του προσώπου από το οποίο δεσμεύτηκαν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 ή 4, ή

β)

του προσώπου από το οποίο δεσμεύτηκαν προσωρινά τα ρευστά διαθέσιμα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ή 2.

Άρθρο 8

Εκστρατείες ενημέρωσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που εισέρχονται ή φεύγουν από την Ένωση ή τα πρόσωπα που αποστέλλουν ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα από την Ένωση ή λαμβάνουν ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα στην Ένωση είναι ενήμερα για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, σε συνεργασία με την Επιτροπή, καταρτίζουν κατάλληλο ενημερωτικό υλικό που απευθύνεται στα εν λόγω πρόσωπα.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι διατίθεται επαρκής χρηματοδότηση για τις εν λόγω εκστρατείες ενημέρωσης.

Άρθρο 9

Παροχή πληροφοριών στη FIU

1.   Οι αρμόδιες αρχές καταχωρίζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 ή του άρθρου 6 και τις διαβιβάζουν στη FIU του κράτους μέλους στο οποίο ελήφθησαν, σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ΜΧΠ του εν λόγω κράτους μέλους να ανταλλάσσει τέτοιες πληροφορίες με τις σχετικές ΜΧΠ των λοιπών κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 το συντομότερο δυνατό, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο 15 εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία οι πληροφορίες ελήφθησαν.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και με την Επιτροπή

1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους διαβιβάζει, με ηλεκτρονικά μέσα, στις αρμόδιες αρχές όλων των υπόλοιπων κρατών μελών τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις αυτεπάγγελτες δηλώσεις που συντάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3·

β)

τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)

τις δηλώσεις που παραλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 4, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα·

δ)

τις ανωνυμοποιημένες πληροφορίες κινδύνων και τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνων.

2.   Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με εγκληματική δραστηριότητα η οποία θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζονται επίσης στην Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 και στις περιπτώσεις που έχει αρμοδιότητα δράσης βάσει του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού, και την Ευρωπόλ στις περιπτώσεις που έχει αρμοδιότητα δράσης βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794.

3.   Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και χρησιμοποιώντας το έντυπο που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ) και στην παράγραφο 2 διαβιβάζονται το συντομότερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση το αργότερο 15 εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθησαν οι εν λόγω πληροφορίες.

5.   Οι πληροφορίες και τα αποτελέσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) διαβιβάζονται σε εξαμηνιαία βάση.

Άρθρο 11

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ή η Επιτροπή δύνανται, στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, να διαβιβάζουν σε τρίτες χώρες τις ακόλουθες πληροφορίες, κατόπιν γραπτής έγκρισης από την αρμόδια αρχή που έλαβε αρχικά τις εν λόγω πληροφορίες, εφόσον η εν λόγω διαβίβαση συμμορφώνεται με το σχετικό εθνικό και ενωσιακό δίκαιο σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες:

α)

τις αυτεπάγγελτες δηλώσεις που συντάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3·

β)

τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)

τις δηλώσεις που παραλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 ή 4, σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ρευστά διαθέσιμα συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 12

Επαγγελματικό απόρρητο και εμπιστευτικότητα και ασφάλεια των δεδομένων

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν την ασφάλεια των δεδομένων που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, το άρθρο 5 παράγραφος 3, και το άρθρο 6.

2.   Όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

Άρθρο 13

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περίοδοι διατήρησής τους

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενεργούν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν λάβει κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 και του άρθρου 6.

2.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος κανονισμού πραγματοποιείται μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης και της καταπολέμησης εγκληματικών δραστηριοτήτων.

3.   Η πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3 και του άρθρου 6 επιτρέπεται μόνο σε δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών και προστατεύονται επαρκώς από τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση ή διαβίβασή τους. Δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση ή διαβίβαση των δεδομένων χωρίς τη ρητή έγκριση της αρμόδιας αρχής που τα έλαβε αρχικά, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στα άρθρα 9, 10 και 11. Ωστόσο, η έγκριση αυτή δεν είναι απαραίτητη σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν ή να διαβιβάσουν τα εν λόγω δεδομένα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, κυρίως στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών.

4.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΜΧΠ αποθηκεύουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 και 4, του άρθρου 5 παράγραφος 3, και του άρθρου 6 για χρονική περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθησαν τα δεδομένα. Τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαγράφονται, όταν παρέλθει η περίοδος αυτή.

5.   Η περίοδος δέσμευσης μπορεί να παραταθεί μία φορά κατά περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία πρόσθετα έτη εάν:

α)

αφού διενεργηθεί ενδελεχής αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας τέτοιας περαιτέρω δέσμευσης και θεωρηθεί ότι είναι αιτιολογημένη για την εκπλήρωση των καθηκόντων της αναφορικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ΜΧΠ προσδιορίσει ότι απαιτείται περαιτέρω δέσμευση, ή

β)

αφού διενεργηθεί ενδελεχής αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας μιας τέτοιας περαιτέρω δέσμευσης και θεωρηθεί ότι είναι αιτιολογημένη για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σχετικά με την παροχή αποτελεσματικών ελέγχων αναφορικά με την υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων ή με την υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίσουν ότι απαιτείται περαιτέρω δέσμευση.

Άρθρο 14

Κυρώσεις

Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κυρώσεις που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 ή την υποχρέωση γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων όπως προβλέπεται στο άρθρο 4. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 15

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Δεκεμβρίου 2018.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες οι οποίοι ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 16

Εκτελεστικές αρμοδιότητες

1.   Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τα ακόλουθα μέτρα για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής των ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές:

α)

τα υποδείγματα για το έντυπο της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 και για το έντυπο της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3·

β)

τα κριτήρια του κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, και πιο συγκεκριμένα, την καθιέρωση κριτηρίων κινδύνου, προτύπων, και τομέων ελέγχου προτεραιότητας, βάσει των πληροφοριών που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο δ), και τις ενωσιακές και διεθνείς πολιτικές και βέλτιστες πρακτικές·

γ)

τους τεχνικούς κανόνες για την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 3 και του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού, μέσω του CIS, όπως θεσπίστηκε στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97·

δ)

το υπόδειγμα του εντύπου για τη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, και

ε)

τους κανόνες και τον μορφότυπο που πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για τη διαβίβαση ανωνυμοποιημένων στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή σχετικά με τις δηλώσεις και τις παραβάσεις σύμφωνα με το άρθρο 18.

2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 18

Διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού

1.   Έως τις 4 Δεκεμβρίου 2018, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών·

β)

τα λεπτομερή στοιχεία των κυρώσεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 14·

γ)

ανωνυμοποιημένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις δηλώσεις, τους ελέγχους και τις παραβάσεις, με τη χρήση του εντύπου που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με κάθε μεταγενέστερη αλλαγή που έχει επέλθει στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) το αργότερο έναν μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζουν να ισχύουν οι εν λόγω αλλαγές.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) παρέχονται στην Επιτροπή τουλάχιστον κάθε έξι μήνες.

3.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση όλων των υπόλοιπων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4.   Η Επιτροπή δημοσιεύει σε ετήσια βάση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και γ) και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2 στον ιστότοπό της και πληροφορεί τους χρήστες με σαφήνεια σχετικά με τους ελέγχους που αφορούν τα ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση.

Άρθρο 19

Αξιολόγηση

1.   Έως τις 3 Δεκεμβρίου 2021, και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει τακτικά από τα κράτη μέλη, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Στην έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αξιολογείται συγκεκριμένα εάν:

α)

θα πρέπει να συμπεριληφθούν και άλλα περιουσιακά στοιχεία στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

β)

η διαδικασία γνωστοποίησης για ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα είναι αποτελεσματική·

γ)

θα πρέπει να αναθεωρηθεί το κατώτατο όριο για τα ασυνόδευτα ρευστά διαθέσιμα·

δ)

η ροή των πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 και η χρήση του CIS, ειδικότερα, είναι αποτελεσματικά ή εάν υπάρχουν εμπόδια για την έγκαιρη και άμεση ανταλλαγή συμβατών και συγκρίσιμων πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, καθώς και με τις ΜΧΠ·

ε)

οι κυρώσεις που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και συνάδουν με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εάν έχουν ισοδύναμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε ολόκληρη την Ένωση για τυχόν παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει, εφόσον υπάρχουν:

α)

συγκεντρωμένες πληροφορίες που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη όσον αφορά ρευστά διαθέσιμα που συνδέονται με εγκληματικές δραστηριότητες οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και

β)

στοιχεία όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες.

Άρθρο 20

Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιουνίου 2021. Ωστόσο, το άρθρο 16 εφαρμόζεται από τις 2 Δεκεμβρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  ΕΕ C 246 της 28.7.2017, σ. 22.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2018.

(3)  Οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77).

(4)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 9).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(12)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας και προπληρωμένες κάρτες, τα οποία θεωρούνται ρευστά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία iii) και iv)

1.

Αγαθά που χρησιμοποιούνται ως ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμα μέσα αποθήκευσης αξίας:

α)

τα κέρματα με περιεκτικότητα σε χρυσό τουλάχιστον 90 %, και

β)

οι ράβδοι χρυσού, όπως πλάκες, ψήγματα ή βώλοι με περιεκτικότητα σε χρυσό τουλάχιστον 99,5 %.

2.

Προπληρωμένες κάρτες: P.M.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 5

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 6

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 9

Άρθρο 6

Άρθρο 10

Άρθρο 7

Άρθρο 11

Άρθρο 8

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 9

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 10

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 11

Άρθρο 21

Παράρτημα I

Παράρτημα II


ΟΔΗΓΙΕΣ

12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/22


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/1673 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2018

σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 83 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τα συναφή αδικήματα της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος παραμένουν σημαντικά προβλήματα σε επίπεδο Ένωσης, βλάπτοντας την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και τη φήμη του χρηματοπιστωτικού τομέα και απειλώντας την εσωτερική αγορά και την εσωτερική ασφάλεια της Ένωσης. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα εν λόγω προβλήματα και να συμπληρωθεί και ενισχυθεί η εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), η παρούσα οδηγία στοχεύει στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου, ούτως ώστε να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

(2)

Τα μέτρα που λαμβάνονται αποκλειστικά σε εθνικό ή ακόμα και σε ενωσιακό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο διεθνής συντονισμός και η διεθνής συνεργασία, έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Τα μέτρα που θεσπίζονται από την Ένωση για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει, συνεπώς, να είναι συμβατά με άλλες δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο άλλων διεθνών φόρουμ, και τουλάχιστον εξίσου αυστηρά με αυτές.

(3)

Η δράση της Ένωσης θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τις συστάσεις της ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task force - «FATF») καθώς και μέσα άλλων διεθνών οργανισμών και φορέων που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι σχετικές νομικές πράξεις της Ένωσης θα πρέπει, όπου απαιτείται, να ευθυγραμμίζονται περαιτέρω με τα διεθνή πρότυπα που εγκρίθηκαν από τη FATF, τον Φεβρουάριο του 2012, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής (οι «αναθεωρημένες συστάσεις της FATF»). Ως συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η Ένωση οφείλει να μεταφέρει τις απαιτήσεις της εν λόγω σύμβασης στην έννομη τάξη της.

(4)

Η απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου (3) προβλέπει υποχρεώσεις σχετικά με την ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο δεν είναι αρκετά περιεκτική και η υφιστάμενη ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν είναι αρκετά συνεκτική για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Ένωση και έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη κενών στην επιβολή και την ύπαρξη εμποδίων στη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στα διάφορα κράτη μέλη.

(5)

Ο ορισμός των εγκληματικών δραστηριοτήτων που συνιστούν τα κύρια αδικήματα στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει να είναι επαρκώς ομοιόμορφος σε όλα τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι κάθε αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης επιπέδου οριζόμενου στην παρούσα οδηγία θεωρείται αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επιπλέον, κατά το μέτρο που η επιβολή αυτών των ορίων ποινών δεν ισχύει ήδη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμπεριλάβουν ένα φάσμα αδικημάτων σε καθεμιά από τις κατηγορίες αδικημάτων που κατονομάζονται στην παρούσα οδηγία. Σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα περιορίσουν το εύρος των εγκλημάτων εντός των αντίστοιχων κατηγοριών. Όταν μία κατηγορία αδικημάτων, όπως η τρομοκρατία ή τα περιβαλλοντικά αδικήματα, περιλαμβάνει αδικήματα που καθορίζονται από νομικές πράξεις της Ένωσης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να παραπέμπει στις εν λόγω νομικές πράξεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει ωστόσο να θεωρούν ότι κάθε αδίκημα που καθορίζεται από τις εν λόγω νομικές πράξεις συνιστά κύριο αδίκημα στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κάθε είδος αξιόποινης συμμετοχής στη διάπραξη κύριου αδικήματος, όπως έχει ποινικοποιηθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει επίσης να θεωρείται εγκληματική δραστηριότητα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Στις περιπτώσεις που η νομοθεσία της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν κυρώσεις, πέραν των ποινικών κυρώσεων, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να απαιτεί από τα κράτη μέλη να κατηγοριοποιούν τα αδικήματα στις εν λόγω περιπτώσεις ως κύρια αδικήματα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

(6)

Η χρήση εικονικών νομισμάτων συνεπάγεται νέους κινδύνους και προκλήσεις από τη σκοπιά της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν την κατάλληλη αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.

(7)

Λόγω του αντικτύπου των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που διαπράττονται από κατόχους δημοσίων αξιωμάτων, στη δημόσια σφαίρα και στην ακεραιότητα των δημόσιων θεσμικών οργάνων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξετάζουν την εισαγωγή αυστηρότερων ποινών για τους κατόχους δημόσιων αξιωμάτων στο εθνικό τους πλαίσιο και σύμφωνα με τις νομικές τους παραδόσεις.

(8)

Τα φορολογικά εγκλήματα που αφορούν την άμεση και την έμμεση φορολογία θα πρέπει να καλύπτονται από τον ορισμό της εγκληματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF. Δεδομένου ότι τα διάφορα φορολογικά εγκλήματα μπορεί να συνιστούν σε κάθε κράτος μέλος εγκληματική δραστηριότητα που τιμωρείται με τις κυρώσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, οι ορισμοί των φορολογικών εγκλημάτων μπορεί να διαφέρουν στο εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, στην παρούσα οδηγία δεν επιδιώκεται η εναρμόνιση των ορισμών των φορολογικών εγκλημάτων στο εθνικό δίκαιο.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών σχετικών με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, να συνδράμουν αμοιβαίως με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, και να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες ανταλλάσσονται με αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και το ισχύον νομικό πλαίσιο της Ένωσης. Οι διαφορές μεταξύ των ορισμών των κύριων αδικημάτων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν τη διεθνή συνεργασία σε ποινικές διαδικασίες που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η συνεργασία με τρίτες χώρες θα πρέπει να εντατικοποιηθεί, ιδίως με την ενθάρρυνση και υποστήριξη της θέσπισης αποτελεσματικών μέτρων και μηχανισμών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και με τη διασφάλιση καλύτερης διεθνούς συνεργασίας σε αυτόν τον τομέα.

(10)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά την περιουσία που προέρχεται από ποινικά αδικήματα που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, καθώς η περίπτωση αυτή διέπεται από ειδικούς κανόνες, όπως αυτοί προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να μεταφέρουν σε εθνικό επίπεδο την παρούσα οδηγία και την οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 μέσω ενός ενιαίου ολοκληρωμένου πλαισίου. Σύμφωνα με το άρθρο 325 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων.

(11)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι ορισμένες μορφές δραστηριοτήτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα είναι επίσης αξιόποινες όταν διαπράττονται από τον δράστη της εγκληματικής δραστηριότητας από την οποία προήλθε αυτή η περιουσία (αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες). Σε τέτοιες περιπτώσεις, στις οποίες η δραστηριότητα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν περιορίζεται στην απλή κατοχή ή χρήση, αλλά περιλαμβάνει και τη μεταφορά, μετατροπή, απόκρυψη ή συγκάλυψη περιουσιακών στοιχείων και έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση επιπλέον ζημίας, πέρα από αυτή που προκλήθηκε ήδη από την εγκληματική δραστηριότητα, για παράδειγμα τη διάθεση σε τρίτους της περιουσίας που προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα και, μέσω της πράξης αυτής, τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, η εν λόγω νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει να τιμωρείται.

(12)

Προκειμένου τα μέτρα του ποινικού δικαίου να είναι αποτελεσματικά ενάντια στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η καταδικαστική απόφαση θα πρέπει να είναι δυνατή χωρίς να είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί ακριβώς από ποια εγκληματική δραστηριότητα προήλθε η περιουσία ή χωρίς να είναι απαραίτητη προηγούμενη ή παράλληλη καταδίκη για την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, συνεκτιμώντας όλες τις σχετικές περιστάσεις και αποδείξεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, σύμφωνα με την εθνική τους έννομη τάξη, να μεριμνήσουν προς τούτο με άλλα μέσα εκτός των νομοθετικών διατάξεων. Η δίωξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει επίσης να μην εμποδίζεται από το γεγονός ότι η εγκληματική δραστηριότητα διαπράχθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζει η παρούσα οδηγία.

(13)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όταν αυτή διαπράττεται με πρόθεση και εν γνώσει ότι η περιουσία προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ των περιπτώσεων όπου περιουσία προήλθε άμεσα από εγκληματική δραστηριότητα και των περιπτώσεων όπου αυτή προήλθε έμμεσα από εγκληματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον ευρύ ορισμό των «προϊόντων», όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Σε κάθε περίπτωση, όταν εξετάζεται κατά πόσο η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα και κατά πόσο το πρόσωπο το γνώριζε, θα πρέπει να συνεκτιμώνται οι ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, όπως το γεγονός ότι η αξία της περιουσίας είναι δυσανάλογη σε σχέση με το νόμιμο εισόδημα του κατηγορουμένου και ότι η εγκληματική δραστηριότητα και η απόκτηση περιουσίας πραγματοποιήθηκαν μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Η πρόθεση τέλεσης και η σχετική γνώση μπορούν να συνάγονται από αντικειμενικά, πραγματικά περιστατικά. Καθώς η παρούσα οδηγία προβλέπει ελάχιστους κανόνες όσον αφορά τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους κανόνες ποινικού δικαίου στον εν λόγω τομέα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, για παράδειγμα, να προβλέπουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες συνιστά ποινικό αδίκημα, εφόσον γίνεται από ελαφρά ή βαρεία αμέλεια. Οι παραπομπές που γίνονται στην παρούσα οδηγία στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που διαπράττονται από αμέλεια θα πρέπει να νοούνται ως τέτοιες για τα κράτη μέλη που ποινικοποιούν τέτοιες συμπεριφορές.

(14)

Προκειμένου να αποτρέπεται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε όλη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει την εξατομίκευση και την επιβολή ποινών και την εκτέλεση κυρώσεων σύμφωνα με τα συγκεκριμένα περιστατικά κάθε μεμονωμένης υπόθεσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προβλέπουν πρόσθετες κυρώσεις ή μέτρα, όπως είναι η επιβολή προστίμων, ο προσωρινός ή μόνιμος αποκλεισμός από την πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων διαγωνισμών, επιχορηγήσεων και συμβάσεων παραχώρησης, η προσωρινή στέρηση του δικαιώματος της άσκησης εμπορικών δραστηριοτήτων ή η προσωρινή απαγόρευση άσκησης αιρετού ή δημοσίου λειτουργήματος. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τη διακριτική ευχέρεια του δικαστή ή του δικαστηρίου να αποφασίζει αν θα επιβάλει πρόσθετες κυρώσεις ή μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

(15)

Ενώ η αύξηση της ποινής δεν είναι υποχρεωτική, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο δικαστής ή το δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη τις επιβαρυντικές περιστάσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία κατά την καταδίκη των υπαιτίων. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή ή του δικαστηρίου να καθορίσει αν θα αυξήσει την ποινή λόγω της συγκεκριμένης επιβαρυντικής περίστασης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν επιβαρυντικές περιστάσεις, όταν στο εθνικό τους δίκαιο τα ποινικά αδικήματα που ορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου (6) ή τα αδικήματα που διαπράττονται από φυσικά πρόσωπα που ενεργούν ως υπόχρεες οντότητες κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων τιμωρούνται ως χωριστά ποινικά αδικήματα και μπορούν να επισύρουν αυστηρότερες κυρώσεις.

(16)

Η δέσμευση και δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος αντιμετωπίζουν τα οικονομικά κίνητρα που ωθούν στο έγκλημα. Η οδηγία 2014/42/EE προβλέπει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων εγκλήματος σε ποινικές υποθέσεις. Η οδηγία αυτή απαιτεί επίσης η Επιτροπή να υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της και να διατυπώνει κατάλληλες προτάσεις, εφόσον απαιτείται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να διασφαλίζουν τη δέσμευση και δήμευση των οργάνων και των προϊόντων εγκλήματος σε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπει η οδηγία 2014/42/ΕΕ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξετάσουν σοβαρά το ενδεχόμενο να επιτρέπουν τη δήμευση σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να κινηθεί ή να ολοκληρωθεί ποινική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο δράστης έχει αποβιώσει. Όπως ζητήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στη δήλωση που συνοδεύει την οδηγία 2014/42/ΕΕ, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση που θα εξετάζει τη σκοπιμότητα και τα πιθανά οφέλη από τη θέσπιση περαιτέρω κοινών κανόνων σχετικά με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, ακόμη και απουσία ποινικής καταδίκης συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων για τις δραστηριότητες αυτές. Στην ανάλυση αυτή θα συνεκτιμώνται οι διαφορές μεταξύ των νομικών παραδόσεων και συστημάτων των κρατών μελών.

(17)

Δεδομένης της κινητικότητας των δραστών και των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και των σύνθετων διασυνοριακών ερευνών που απαιτούνται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους προκειμένου να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα διερεύνησης και δίωξης τέτοιων δραστηριοτήτων. Θα πρέπει επομένως τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η δικαιοδοσία τους καλύπτει περιπτώσεις που ένα αδίκημα διαπράττεται μέσω της τεχνολογίας της πληροφορίας και των επικοινωνιών από το έδαφός τους, είτε η τεχνολογία αυτή βρίσκεται στο έδαφός τους είτε όχι.

(18)

Σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου (7) και την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου (8), οι αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών που διεξάγουν παράλληλες ποινικές διαδικασίες για τα ίδια περιστατικά που αφορούν το ίδιο πρόσωπο πρέπει να αρχίσουν απευθείας διαβουλεύσεις μεταξύ τους, ιδίως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι διώκονται όλα τα αδικήματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(19)

Για να εξασφαλιστούν οι επιτυχείς έρευνες και η δίωξη αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οι υπεύθυνοι για την έρευνα ή τη δίωξη αυτών των αδικημάτων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά ερευνητικά μέσα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων. Προς τον σκοπό αυτό θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι διατίθενται επαρκές προσωπικό και στοχευμένη κατάρτιση, πόροι και επικαιροποιημένη τεχνολογική ικανότητα. Η χρήση των εργαλείων αυτών, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να είναι στοχευμένη και να λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και τη φύση και τη σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων και θα πρέπει να σέβεται το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(20)

Η παρούσα οδηγία αντικαθιστά ορισμένες διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ στα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία αυτή.

(21)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τις αρχές που αναγνωρίζει το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζει ειδικότερα ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ορίζονται στους Τίτλους II, ΙΙΙ, V και VI, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων, καλύπτοντας επίσης την απαίτηση για ακρίβεια, σαφήνεια και προβλεψιμότητα στο ποινικό δίκαιο, το τεκμήριο αθωότητας, καθώς και τα δικαιώματα των υπόπτων και των κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, το διεθνές σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και άλλες υποχρεώσεις σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα δυνάμει του διεθνούς δικαίου.

(22)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να υπόκειται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(23)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύονται από αυτήν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή της.

(24)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. Η απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ εξακολουθεί να έχει δεσμευτική ισχύ και να ισχύει στη Δανία,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά περιουσία που προέρχεται από ποινικά αδικήματα που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, καθώς η περίπτωση αυτή διέπεται από ειδικούς κανόνες, όπως αυτοί προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1371.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   

«εγκληματική δραστηριότητα»

: κάθε είδους εγκληματική ανάμειξη στη διάπραξη κάθε αδικήματος που, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή ένταλμα προσωρινής κράτησης μέγιστης διάρκειας άνω του ενός έτους ή, όσον αφορά τα κράτη μέλη που έχουν ελάχιστο όριο για τα αδικήματα στην έννομη τάξη τους, κάθε αδικήματος που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή ένταλμα προσωρινής κράτησης ελάχιστης διάρκειας τουλάχιστον άνω των έξι μηνών. Σε κάθε περίπτωση, τα αδικήματα στο πλαίσιο των ακόλουθων κατηγοριών θεωρούνται εγκληματική δραστηριότητα:

α)

συμμετοχή σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και παροχή «προστασίας» έναντι χρημάτων, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ·

β)

τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

γ)

εμπορία ανθρώπων και παράνομη διακίνηση μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και την απόφαση-πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ του Συμβουλίου (11)·

δ)

σεξουαλική εκμετάλλευση, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)·

ε)

παράνομη διακίνηση ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών, συμπεριλαμβανομένου κάθε αδικήματος που καθορίζεται στην απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου (13)·

στ)

παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων·

ζ)

παράνομη εμπορία και διακίνηση προϊόντων κλοπής και άλλων αγαθών·

η)

διαφθορά και δωροδοκία, συμπεριλαμβανομένου κάθε εγκλήματος που καθορίζεται στη σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (14) και στην απόφαση-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου (15)·

θ)

απάτη, συμπεριλαμβανομένου κάθε εγκλήματος που καθορίζεται στην απόφαση-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (16)·

ι)

παραχάραξη και κιβδηλεία, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)·

ια)

παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων·

ιβ)

περιβαλλοντικό έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) ή την οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

ιγ)

ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη·

ιδ)

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και ομηρία·

ιε)

ληστεία ή κλοπή·

ιστ)

παράνομη διακίνηση ·

ιζ)

φορολογικά εγκλήματα που σχετίζονται με άμεσους και έμμεσους φόρους, όπως καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο·

ιη)

εκβίαση·

ιθ)

πλαστογραφία·

κ)

πειρατεία·

κα)

πράξεις προσώπου που είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

κβ)

ηλεκτρονικό έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2013/40/ΕΕ (21)·

2)   «περιουσία»: τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανόμενης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων·

3)   «νομικό πρόσωπο»: οποιαδήποτε οντότητα έχει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία, εξαιρουμένων των κρατών ή των δημόσιων οργανισμών που ασκούν κρατική εξουσία και των δημόσιων διεθνών οργανισμών.

Άρθρο 3

Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η ακόλουθη συμπεριφορά, όταν διαπράττεται με πρόθεση, τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα:

α)

η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της περιουσίας, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες της δραστηριότητάς του·

β)

η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή εκ σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ·

γ)

η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αποτελεί αξιόποινη πράξη, όταν ο δράστης υποψιαζόταν ή έπρεπε να γνώριζε ότι η περιουσία προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι:

α)

προηγούμενη ή παράλληλη καταδίκη για την εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η περιουσία δεν αποτελεί προϋπόθεση καταδίκης για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και 2·

β)

καταδίκη για τα αδικήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι δυνατή όταν στοιχειοθετείται ότι η περιουσία προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση όλων των πραγματικών στοιχείων ή όλων των περιστάσεων που σχετίζονται με την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του δράστη·

γ)

τα αδικήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 επεκτείνονται σε περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από συμπεριφορά που έλαβε χώρα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή στο έδαφος τρίτης χώρας, όταν η σχετική συμπεριφορά θα αποτελούσε εγκληματική δραστηριότητα αν είχε λάβει χώρα σε εγχώριο επίπεδο.

4.   Στην περίπτωση της παραγράφου 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν περαιτέρω να απαιτούν όπως η σχετική συμπεριφορά συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει του εθνικού δικαίου των άλλων κρατών μελών ή της τρίτης χώρας όπου διαπράχθηκε το εν λόγω αδίκημα, εκτός εάν η εν λόγω συμπεριφορά συνιστά ένα εκ των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1) στοιχεία α) έως ε) και η) και καθορίζονται στο ισχύον ενωσιακό δίκαιο.

5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η συμπεριφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) αποτελεί αξιόποινη πράξη όταν διαπράττεται από πρόσωπα που έχουν διαπράξει ή αναμειχθεί στην εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η περιουσία.

Άρθρο 4

Υποβοήθηση και συνέργεια, ηθική αυτουργία και απόπειρα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι η υποβοήθηση και η συνέργεια, η ηθική αυτουργία και η απόπειρα διάπραξης αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα.

Άρθρο 5

Ποινές εις βάρος φυσικών προσώπων

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας ανέρχεται σε τουλάχιστον σε τέσσερα έτη.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι τα φυσικά πρόσωπα που έχουν διαπράξει τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, υπόκεινται, εφόσον χρειάζεται, σε πρόσθετες κυρώσεις ή μέτρα.

Άρθρο 6

Επιβαρυντικές περιστάσεις

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι, σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 και στο άρθρο 4, οι παρακάτω περιστάσεις θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις:

α)

το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ, ή

β)

ο δράστης είναι υπόχρεη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και έχει διαπράξει το αδίκημα κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 και στο άρθρο 4, οι παρακάτω περιστάσεις θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις:

α)

η περιουσία ή τα χρήματα που είναι αντικείμενο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι σημαντικής αξίας, ή

β)

η περιουσία που είναι αντικείμενο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες απορρέει από ένα εκ των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 1) στοιχεία α) έως ε) και η).

Άρθρο 7

Ευθύνη νομικών προσώπων

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 και στο άρθρο 4, το οποίο τελείται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου βασιζόμενη σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·

β)

εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου· ή

γ)

εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη και στις περιπτώσεις όπου η απουσία εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κατέστησε δυνατή τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 και στο άρθρο 4 προς όφελος του συγκεκριμένου νομικού προσώπου από πρόσωπο που ενεργεί υπό τη δικαιοδοσία του.

3.   Η ευθύνη των νομικών προσώπων δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικών προσώπων που είναι αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί σε οποιοδήποτε αδίκημα αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 και στο άρθρο 4.

Άρθρο 8

Κυρώσεις για νομικά πρόσωπα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι το νομικό πρόσωπο το οποίο υπέχει ευθύνη για αδικήματα βάσει του άρθρου 7 υπόκειται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, και, ενδεχομένως, άλλες κυρώσεις, όπως:

α)

αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·

β)

προσωρινός ή μόνιμος αποκλεισμός από την πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων διαγωνισμών, επιχορηγήσεων και συμβάσεων παραχώρησης·

γ)

προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας ·

δ)

θέση υπό δικαστική εποπτεία·

ε)

δικαστική διαταγή εκκαθάρισης·

στ)

προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος.

Άρθρο 9

Δήμευση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί, ανάλογα με την περίπτωση, ότι οι αρμόδιες αρχές τους δεσμεύουν ή δημεύουν, σύμφωνα με την οδηγία 2014/42/ΕΕ, τα προϊόντα των αδικημάτων και τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάπραξή του ή τη συμβολή στη διάπραξή του, όπως αναφέρεται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 10

Δικαιοδοσία

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του επί των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 όταν:

α)

το αδίκημα διαπράττεται, εξολοκλήρου ή εν μέρει, στο έδαφός του·

β)

ο δράστης είναι υπήκοός του.

2.   Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή του να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 που έχουν διαπραχθεί εκτός του εδάφους του, όταν:

α)

ο δράστης έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφός του·

β)

το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στο έδαφός του.

3.   Όταν ένα αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 4 υπάγεται στη δικαιοδοσία περισσοτέρων του ενός κρατών μελών και οποιοδήποτε εκ των συγκεκριμένων κρατών μπορεί εγκύρως να ασκήσει ποινική δίωξη βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών, τα συγκεκριμένα κράτη μέλη συνεργάζονται προκειμένου να αποφασίσουν ποιο εξ αυτών θα προβεί στη δίωξη του δράστη με σκοπό να συγκεντρωθεί η διαδικασία σε ένα μόνο κράτος μέλος.

Λαμβάνονται υπόψη οι εξής παράγοντες:

α)

το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διεπράχθη το αδίκημα,

β)

η υπηκοότητα ή ο τόπος διαμονής του δράστη,

γ)

η χώρα καταγωγής του θύματος ή των θυμάτων, και

δ)

το κράτος στο έδαφος του οποίου εντοπίστηκε ο δράστης.

Κατά περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 12 της απόφασης-πλαισίου 2009/948/ΔΕΥ, το ζήτημα παραπέμπεται στην Eurojust.

Άρθρο 11

Ερευνητικά μέσα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι αποτελεσματικά ερευνητικά μέσα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων βρίσκονται στη διάθεση των προσώπων, μονάδων ή υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 και στο άρθρο 4.

Άρθρο 12

Αντικατάσταση ορισμένων διατάξεων της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ

Το άρθρο 1 στοιχείο β) και το άρθρο 2 της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ αντικαθίστανται όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών ως προς την ημερομηνία μεταφοράς της εν λόγω απόφασης-πλαισίου στο εθνικό δίκαιο.

Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στις διατάξεις της απόφασης-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 13

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 3 Δεκεμβρίου 2020. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 14

Υποβολή εκθέσεων

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως τις 3 Δεκεμβρίου 2022, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία.

Η Επιτροπή υποβάλλει επίσης, έως τις 3 Δεκεμβρίου 2023, έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αξιολογεί την προστιθέμενη αξία της παρούσας οδηγίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων προερχόμενων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και τον αντίκτυπό της στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον απαιτηθεί, νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 16

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Οκτωβρίου 2018.

(2)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(3)  Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (ΕΕ L 182 της 5.7.2001, σ. 1).

(4)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 29).

(5)  Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 39).

(6)  Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ L 300 της 11.11.2008, σ. 42).

(7)  Απόφαση πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 328 της 15.12.2009, σ. 42).

(8)  Απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 31.3.2017, σ. 6.).

(10)  Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 101 της 15.4.2011, σ. 1).

(11)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής (ΕΕ L 328 της 5.12.2002, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 335 της 17.12.2011, σ. 1).

(13)  Απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (ΕΕ L 335 της 11.11.2004, σ. 8).

(14)  Πράξη του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1997 για την κατάρτιση της σύμβασης περί της καταπολέμησης της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταρτιζόμενη δυνάμει του άρθρου Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ C 195 της 25.6.1997, σ. 1).

(15)  Απόφαση-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (ΕΕ L 192 της 31.7.2003, σ. 54).

(16)  Απόφαση-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας που αφορούν τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών (ΕΕ L 149 της 2.6.2001, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 151 της 21.5.2014, σ. 1).

(18)  Οδηγία 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 328 της 6.12.2008, σ. 28).

(19)  Οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2005/35/ΕΚ σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις (ΕΕ L 280 της 27.10.2009, σ. 52).

(20)  Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 179).

(21)  Οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Αυγούστου 2013, για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 14.8.2013, σ. 8).


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/31


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2018/1674 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2018

για την τροποποίηση της απόφασης 2003/17/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την ισοδυναμία των καλλιεργητικών ελέγχων των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών που διενεργούνται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας και την ισοδυναμία των σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών που παράγονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, καθώς και όσον αφορά την ισοδυναμία των καλλιεργητικών ελέγχων των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών που διενεργούνται στη Δημοκρατία της Μολδαβίας και την ισοδυναμία των σπόρων προς σπορά σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών που παράγονται στη Δημοκρατία της Μολδαβίας

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση 2003/17/ΕΚ του Συμβουλίου (3) προβλέπει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι καλλιεργητικοί έλεγχοι που διενεργούνται σε ορισμένες σποροπαραγωγικές καλλιέργειες στις τρίτες χώρες οι οποίες απαριθμούνται στον κατάλογο πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμοι με τους καλλιεργητικούς ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης και ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι σπόροι προς σπορά ορισμένων ειδών κτηνοτροφικών φυτών, σιτηρών, τεύτλων και ελαιούχων και κλωστικών φυτών που παράγονται στις εν λόγω χώρες θεωρούνται ισοδύναμοι με τους σπόρους προς σπορά που παράγονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

(2)

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας («Βραζιλία») υπέβαλε στην Επιτροπή αίτημα για τη χορήγηση ισοδυναμίας στο σύστημα καλλιεργητικών ελέγχων που εφαρμόζει η χώρα όσον αφορά τις σποροπαραγωγικές καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών, καθώς και στους σπόρους προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών που παράγονται και πιστοποιούνται στη Βραζιλία.

(3)

Η Επιτροπή εξέτασε τη σχετική νομοθεσία της Βραζιλίας και, βάσει ελέγχου που διενήργησε το 2016 σχετικά με το σύστημα των επίσημων ελέγχων και της πιστοποίησης των σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών στη Βραζιλία και την ισοδυναμία του με τις απαιτήσεις της Ένωσης, δημοσίευσε τα πορίσματά της σε έκθεση με τίτλο «Τελική έκθεση ελέγχου που διενεργήθηκε στη Βραζιλία από τις 11 Απριλίου 2016 έως τις 19 Απριλίου 2016, με σκοπό την αξιολόγηση του συστήματος επίσημων ελέγχων και πιστοποίησης σπόρων προς σπορά και της ισοδυναμίας του με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

(4)

Κατόπιν του ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι οι καλλιεργητικοί έλεγχοι των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών, η δειγματοληψία, οι δοκιμές και οι επίσημοι έλεγχοι εκ των υστέρων των σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών διενεργούνται σωστά και πληρούν τους όρους του παραρτήματος II της απόφασης 2003/17/ΕΚ και τις αντίστοιχες απαιτήσεις των οδηγιών του Συμβουλίου 66/401/ΕΟΚ (4) και 66/402/ΕΟΚ (5). Επιπλέον, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της πιστοποίησης των σπόρων προς σπορά στη Βραζιλία είναι επαρκείς και λειτουργούν ορθά.

(5)

Η Δημοκρατία της Μολδαβίας υπέβαλε στην Επιτροπή αίτημα για τη χορήγηση ισοδυναμίας στο σύστημα καλλιεργητικών ελέγχων που εφαρμόζει η χώρα όσον αφορά τις σποροπαραγωγικές καλλιέργειες σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών, καθώς και στους σπόρους προς σπορά σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών που παράγονται και πιστοποιούνται στη Δημοκρατία της Μολδαβίας.

(6)

Η Επιτροπή εξέτασε τη σχετική νομοθεσία της Δημοκρατίας της Μολδαβίας και, βάσει ελέγχου που διενήργησε το 2016 σχετικά με το σύστημα των επίσημων ελέγχων και της πιστοποίησης των σπόρων προς σπορά σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών στη Δημοκρατία της Μολδαβίας και την ισοδυναμία του με τις απαιτήσεις της Ένωσης, δημοσίευσε τα πορίσματά της σε έκθεση με τίτλο «Τελική έκθεση ελέγχου που διενεργήθηκε στη Δημοκρατία της Μολδαβίας από τις 14 Ιουνίου 2016 έως τις 21 Ιουνίου 2016, με σκοπό την αξιολόγηση του συστήματος επίσημων ελέγχων και πιστοποίησης των σπόρων προς σπορά και της ισοδυναμίας τους με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

(7)

Κατόπιν του ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι οι καλλιεργητικοί έλεγχοι των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών, η δειγματοληψία, οι δοκιμές και οι επίσημοι έλεγχοι εκ των υστέρων των σπόρων προς σπορά σιτηρών, κηπευτικών, καθώς και ελαιούχων και κλωστικών φυτών διενεργούνται σωστά και πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ της απόφασης 2003/17/ΕΚ και τις αντίστοιχες απαιτήσεις των οδηγιών του Συμβουλίου 66/402/ΕΟΚ, 2002/55/ΕΚ (6) και 2002/57/ΕΚ (7). Επιπλέον, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της πιστοποίησης των σπόρων προς σπορά στη Δημοκρατία της Μολδαβίας είναι επαρκείς και λειτουργούν ορθά.

(8)

Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να χορηγηθεί ισοδυναμία όσον αφορά τους καλλιεργητικούς ελέγχους που διενεργούνται σε σποροπαραγωγικές καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών στη Βραζιλία, καθώς και σε σπόρους προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών και σιτηρών που παράγονται στη Βραζιλία και πιστοποιούνται επίσημα από τις αρχές της.

(9)

Επίσης, είναι σκόπιμο να χορηγηθεί ισοδυναμία όσον αφορά τους καλλιεργητικούς ελέγχους που διενεργούνται σε σποροπαραγωγικές καλλιέργειες σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών στη Δημοκρατία της Μολδαβίας, καθώς και όσον αφορά σπόρους προς σπορά σιτηρών, κηπευτικών και ελαιούχων και κλωστικών φυτών που παράγονται στη Δημοκρατία της Μολδαβίας και πιστοποιούνται επίσημα από τις αρχές της.

(10)

Υπάρχει ζήτηση στην Ένωση για την εισαγωγή σπόρων προς σπορά κηπευτικών από τρίτες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Μολδαβίας. Ως εκ τούτου, η απόφαση 2003/17/ΕΚ θα πρέπει να καλύπτει τους επισήμως πιστοποιημένους σπόρους προς σπορά κηπευτικών που αναφέρονται στην οδηγία 2002/55/ΕΚ, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι απαιτήσεις για τους εν λόγω σπόρους προς σπορά που κατάγονται από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, καθώς και από άλλες τρίτες χώρες στο μέλλον.

(11)

Λαμβανομένων υπόψη των εφαρμοστέων κανόνων του Διεθνούς Οργανισμού Ελέγχου Σπόρων (ISTA), είναι σκόπιμο η οικεία τρίτη χώρα να παρέχει επίσημη δήλωση ότι διενεργήθηκαν δειγματοληπτικός έλεγχος και δοκιμές των σπόρων προς σπορά σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στους διεθνείς κανόνες ελέγχου σπόρων του ISTA («κανόνες του ISTA») όσον αφορά τα πορτοκαλί διεθνή πιστοποιητικά σπορομερίδων και ότι οι σπορομερίδες συνοδεύονται από το εν λόγω πιστοποιητικό.

(12)

Λαμβανομένης υπόψη της λήξης της «πειραματικής παρέκκλισης για τη δειγματοληψία και την ανάλυση σπόρων προς σπορά» που ορίζεται στο σημείο Α του παραρτήματος V της απόφασης την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 σχετικά με τα συστήματα του ΟΟΣΑ για την πιστοποίηση των ποικιλιών των σπόρων προς σπορά που τίθενται στο διεθνές εμπόριο, οποιαδήποτε αναφορά στο πείραμα αυτό θα πρέπει να διαγραφεί.

(13)

Κάθε παραπομπή στην Κροατία ως τρίτη χώρα θα πρέπει να διαγραφεί, λόγω της προσχώρησής της στην Ένωση το 2013.

(14)

Συνεπώς, η απόφαση 2003/17/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της απόφασης 2003/17/ΕΚ

Η απόφαση 2003/17/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι καλλιεργητικοί έλεγχοι των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών των ειδών που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης, οι οποίοι διενεργούνται στις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα, θεωρούνται ισοδύναμοι προς τους καλλιεργητικούς ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τις οδηγίες 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 2002/54/ΕΚ και 2002/57/ΕΚ, καθώς και με την οδηγία 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου (*1), εφόσον:

(*1)  Οδηγία 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών (ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 33).»."

2)

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Οι σπόροι των ειδών που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης, οι οποίοι παράγονται στις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα και πιστοποιούνται επίσημα από τις αρχές που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα, θεωρούνται ισοδύναμοι με τους σπόρους που είναι σύμφωνοι με τις οδηγίες 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 2002/54/ΕΚ, 2002/55/ΕΚ και 2002/57/ΕΚ, εάν πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο σημείο Β του παραρτήματος ΙΙ της παρούσας απόφασης.».

3)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν η “αλλαγή ετικέτας και του συστήματος σφράγισης” των ισοδύναμων σπόρων προς σπορά, όπως αναφέρουν τα συστήματα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την πιστοποίηση των ποικιλιών των σπόρων προς σπορά που προορίζονται για το διεθνές εμπόριο, γίνεται στην Κοινότητα, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των οδηγιών 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ, 2002/54/ΕΚ, 2002/55/ΕΚ και 2002/57/ΕΚ, όσον αφορά την εκ νέου σφράγιση των συσκευασιών σπόρων προς σπορά που έχουν παραχθεί στην Κοινότητα.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των κανόνων του ΟΟΣΑ που διέπουν τις εργασίες αυτές.»·

β)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

για μικρές συσκευασίες ΕΚ, όπως ορίζονται από τις οδηγίες 66/401/ΕΟΚ, 2002/54/ΕΚ ή 2002/55/ΕΚ.».

4)

Τα παραρτήματα της απόφασης 2003/17/ΕΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Αποδέκτες

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 23 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

K. EDTSTADLER


(1)  ΕΕ C 227 της 28.6.2018, σ. 76.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2018.

(3)  Απόφαση 2003/17/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την ισοδυναμία των καλλιεργητικών ελέγχων των σποροπαραγωγικών καλλιεργειών που διενεργούνται σε τρίτες χώρες και την ισοδυναμία των σπόρων προς σπορά που παράγονται σε τρίτες χώρες (ΕΕ L 8 της 14.1.2003, σ. 10).

(4)  Οδηγία 66/401/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κτηνοτροφικών φυτών (ΕΕ 125 της 11.7.1966, σ. 2298/66).

(5)  Οδηγία 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1966, περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά (ΕΕ 125 της 11.7.1966, σ. 2309/66).

(6)  Οδηγία 2002/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας σπόρων προς σπορά κηπευτικών (ΕΕ L 193 της 20.7.2002, σ. 33).

(7)  Οδηγία 2002/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, περί εμπορίας των σπόρων προς σπορά των ελαιούχων και κλωστικών φυτών (Ε L 193 της 20.7.2002, σ. 74).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα παραρτήματα I και II της απόφασης 2003/17/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:

1)

Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

α)

στον πίνακα, παρεμβάλλονται οι ακόλουθες καταχωρίσεις με αλφαβητική σειρά:

«BR

Ministry of Agriculture, Livestock and Food Supply

Esplanada dos Ministérios, Bloco D

70.043-900 Brasilia-DF

66/401/ΕΟΚ

66/402/ΕΟΚ»

«MD

National Agency for Food Safety (ANSA)

str. Mihail Kogălniceanu 63,

MD-2009, Chisinau

66/402/ΕΟΚ

2002/55/ΕΚ

2002/57/ΕΚ»

β)

στην υποσημείωση του πίνακα του στοιχείου α), παρεμβάλλονται οι ακόλουθοι όροι με αλφαβητική σειρά: «BR — Βραζιλία,», «MD — Δημοκρατία της Μολδαβίας,»·

γ)

στην υποσημείωση του ίδιου πίνακα, ο όρος «HR — Κροατία,» διαγράφεται.

2)

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο Α παράγραφος 1, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

σπόροι κηπευτικών, στην περίπτωση των ειδών που αναφέρει η οδηγία 2002/55/ΕΚ.»·

β)

το σημείο B τροποποιείται ως ακολούθως:

i)

στο σημείο 1 πρώτο εδάφιο, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

σπόροι κηπευτικών, στην περίπτωση των ειδών που αναφέρει η οδηγία 2002/55/ΕΚ.»·

ii)

στο σημείο 2.1, μετά την τρίτη περίπτωση παρεμβάλλεται η ακόλουθη περίπτωση:

«—

οδηγία 2002/55/ΕΚ, παράρτημα II,»·

iii)

το σημείο 2.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.2

Για τους σκοπούς της εξέτασης που διενεργείται προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 2.1, τα δείγματα λαμβάνονται επίσημα ή υπό επίσημη επίβλεψη σύμφωνα με τους κανόνες του ISTA, το δε βάρος τους είναι σύμφωνο με το βάρος που προβλέπεται από τις μεθόδους αυτές, αφού ληφθούν υπόψη τα οριζόμενα από τις ακόλουθες οδηγίες βάρη:

οδηγία 66/401/ΕΟΚ, παράρτημα ΙΙΙ, στήλες 3 και 4,

οδηγία 66/402/ΕΟΚ, παράρτημα ΙΙΙ, στήλες 3 και 4,

οδηγία 2002/54/ΕΚ, παράρτημα II, δεύτερη γραμμή,

οδηγία 2002/55/ΕΚ, παράρτημα III,

οδηγία 2002/57/ΕΚ, παράρτημα III, στήλες 3 και 4.»·

iv)

το σημείο 2.3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.3

Η εξέταση διενεργείται επισήμως ή υπό επίσημη επίβλεψη με βάση τους κανόνες του ISTA.»·

v)

το σημείο 2.4 διαγράφεται·

vi)

στο σημείο 3.1, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

μνεία του ότι διενεργήθηκαν δειγματοληπτικός έλεγχος και δοκιμές των σπόρων σύμφωνα με τις χρησιμοποιούμενες διεθνείς μεθόδους, η οποία διατυπώνεται ως εξής: “Ελήφθησαν δείγματα και αναλύθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στους διεθνείς κανόνες του ISTA για τις δοκιμασίες όσον αφορά τα πορτοκαλί διεθνή δελτία σπορομερίδων από … (όνομα ή κωδικός μέλους του κέντρου ελέγχου σπόρων ISTA)”,»·

vii)

το σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Οι σπορομερίδες συνοδεύονται από πορτοκαλί διεθνές δελτίο σπορομερίδας του ISTA που περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο σημείο 2.».


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/36


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2018/1675 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 2ας Οκτωβρίου 2018

σχετικά με την κινητοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση έπειτα από αίτηση των Κάτω Χωρών — EGF/2018/001 NL/Financial service activities

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1309/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση (2014-2020) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1927/2006 (1), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 2ας Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (2), και ιδίως το σημείο 13,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σκοπός του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση (ΕΤΠ) είναι να παρέχει στήριξη σε εργαζομένους που απολύονται και σε αυτοαπασχολούμενους των οποίων η δραστηριότητα έχει παύσει ως αποτέλεσμα μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών στη μορφή διεξαγωγής του παγκόσμιου εμπορίου που οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση, ως αποτέλεσμα της συνέχισης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης ή ως αποτέλεσμα μιας νέας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης και να τους βοηθά να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας.

(2)

Το ΕΤΠ δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέγιστο ετήσιο ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR (τιμές 2011), όπως ορίζεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου (3).

(3)

Στις 23 Φεβρουαρίου 2018, οι Κάτω Χώρες υπέβαλαν αίτηση για την κινητοποίηση του ΕΤΠ, όσον αφορά τις απολύσεις σε 20 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στις ακόλουθες περιφέρειες: Φριζία, Ντρέντε και Οβερέισελ στις Κάτω Χώρες. Η αίτηση αυτή συμπληρώθηκε με πρόσθετες πληροφορίες που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1309/2013. Η εν λόγω αίτηση πληροί τις απαιτήσεις που ισχύουν για τον καθορισμό χρηματοδοτικής συνεισφοράς από το ΕΤΠ, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1309/2013.

(4)

Επομένως, θα πρέπει να κινητοποιηθεί το ΕΤΠ για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνεισφοράς ποσού 1 192 500 EUR σχετικά με την αίτηση που υπέβαλαν οι Κάτω Χώρες.

(5)

Για την ταχύτερη δυνατή κινητοποίηση του ΕΤΠ, η παρούσα απόφαση θα πρέπει να εφαρμοστεί από την ημερομηνία της έκδοσής της,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Στο πλαίσιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση κινητοποιείται για την παροχή ποσού 1 192 500 EUR σε πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων και σε πιστώσεις πληρωμών.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από τη 2α Οκτωβρίου 2018.

Στρασβούργο, 2 Οκτωβρίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

J. BOGNER-STRAUSS


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 855.

(2)  ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 884).


Διορθωτικά

12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/38


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 810/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων (κώδικας θεωρήσεων)

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 243 της 15ης Σεπτεμβρίου 2009 )

Στη σελίδα 8, άρθρο 13, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο:

αντί:

«Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού VIS, η φωτογραφία που επισυνάπτεται σε κάθε αίτηση καταχωρίζεται στο VIS.»

διάβαζε:

«Σύμφωνα με το άρθρο 9 σημείο 5 του κανονισμού VIS, η φωτογραφία που επισυνάπτεται σε κάθε αίτηση καταχωρίζεται στο VIS.».

Στη σελίδα 11, άρθρο 19, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο:

αντί:

«Καταχωρίζονται δεδομένα στο VIS μόνο από δεόντως εξουσιοδοτημένο προξενικό προσωπικό σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 και 7, άρθρο 9 παράγραφος 5, και άρθρο 9 παράγραφος 6 του κανονισμού VIS.»

διάβαζε:

«Καταχωρίζονται δεδομένα στο VIS μόνο από δεόντως εξουσιοδοτημένο προξενικό προσωπικό σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, το άρθρο 7 και το άρθρο 9 σημεία 5 και 6 του κανονισμού VIS.».

Στη σελίδα 23, άρθρο 54, σημείο 3, στοιχείο β), εισαγωγική φράση:

αντί:

«β)

η παράγραφος 4 τροποποιείται ως ακολούθως:»

διάβαζε:

«β)

το σημείο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:».


12.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 284/39


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (κανονισμός VIS)

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 218 της 13ης Αυγούστου 2008 )

Στις σελίδες 64 και 65, άρθρο 5, παράγραφος 1:

αντί:

«1.   Μόνον οι ακόλουθες κατηγορίες δεδομένων καταχωρίζονται στο VIS:

α)

αλφαριθμητικά δεδομένα για τον αιτούντα και για τις αιτηθείσες, εκδοθείσες, απορριφθείσες, ακυρωθείσες, ανακληθείσες ή παραταθείσες θεωρήσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 1 έως 4 και στα άρθρα 10 έως 14·

β)

φωτογραφίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5·

γ)

δακτυλικά αποτυπώματα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6·

δ)

σύνδεσμοι με άλλες αιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 3 και 4.»,

διάβαζε:

«1.   Μόνον οι ακόλουθες κατηγορίες δεδομένων καταχωρίζονται στο VIS:

α)

αλφαριθμητικά δεδομένα για τον αιτούντα και για τις αιτηθείσες, εκδοθείσες, απορριφθείσες, ακυρωθείσες, ανακληθείσες ή παραταθείσες θεωρήσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημεία 1 έως 4 και στα άρθρα 10 έως 14·

β)

φωτογραφίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 5·

γ)

δακτυλικά αποτυπώματα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 6·

δ)

σύνδεσμοι με άλλες αιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 3 και 4.».

Στη σελίδα 68, άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο δ):

αντί:

«δ)

ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του φυσικού προσώπου ή επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης/άλλου οργανισμού που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο στ)·»,

διάβαζε:

«δ)

ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του φυσικού προσώπου ή επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης/άλλου οργανισμού που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχείο στ)·».

Στη σελίδα 69, άρθρο 17, σημεία 12, 13 και 14:

αντί:

«12.

τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ήταν αντικειμενικά δυνατό να παρασχεθούν τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 8 παράγραφος 5,

13.

τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν απαιτείτο για νομικούς λόγους να παρασχεθούν τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 8 παράγραφος 5,

14.

τις περιπτώσεις κατά τις οποίες απορρίφθηκε αίτηση προσώπου το οποίο δεν μπορούσε αντικειμενικά να παράσχει τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 8 παράγραφος 5.»,

διάβαζε:

«12.

τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ήταν αντικειμενικά δυνατό να παρασχεθούν τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 6, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 8 παράγραφος 5,

13.

τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν απαιτείτο για νομικούς λόγους να παρασχεθούν τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 6, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 8 παράγραφος 5,

14.

τις περιπτώσεις κατά τις οποίες απορρίφθηκε αίτηση προσώπου το οποίο δεν μπορούσε αντικειμενικά να παράσχει τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 6, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 8 παράγραφος 5.».

Στη σελίδα 70, άρθρο 19, παράγραφος 2, στοιχείο α)

αντί:

«α)

την κατάσταση της θεώρησης και τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 4·»,

διάβαζε:

«α)

την κατάσταση της θεώρησης και τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημεία 2 και 4·».

Στη σελίδα 70, άρθρο 20 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο:

αντί:

«Αν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εν λόγω προσώπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή αν η έρευνα με τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτύχει, η έρευνα πραγματοποιείται με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχεία α) ή/και γ). Η έρευνα μπορεί να πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο β).»,

διάβαζε:

«Αν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εν λόγω προσώπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή αν η έρευνα με τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτύχει, η έρευνα πραγματοποιείται με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχεία α) ή/και γ). Η έρευνα μπορεί να πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχείο β).».

Στη σελίδα 70, άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο β):

aντί:

«β)

τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4»,

διάβαζε:

«β)

τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4».

Στις σελίδες 70 και 71, άρθρο 21:

αντί:

«Άρθρο 21

Πρόσβαση σε δεδομένα για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας για τις αιτήσεις ασύλου

1.   Οι αρμόδιες για το άσυλο αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να πραγματοποιούν έρευνες με βάση τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος άσυλο, με μόνο σκοπό τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο να εξετάσει αίτηση ασύλου, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003.

Αν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εν λόγω προσώπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή η έρευνα με τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτύχει, η έρευνα πραγματοποιείται με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχεία α) ή/και γ). Η έρευνα μπορεί να πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο β).

2.   Εάν η έρευνα με τα απαριθμούμενα στην παράγραφο 1 δεδομένα δείξει ότι έχει καταχωρισθεί στο VIS μια θεώρηση η οποία έχει εκδοθεί με ημερομηνία λήξεως που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης ασύλου ή/και μια θεώρηση η οποία έχει παραταθεί έως ημερομηνία λήξεως που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης ασύλου, η αρμόδια για το άσυλο αρχή εξουσιοδοτείται να συμβουλεύεται τα ακόλουθα δεδομένα του φακέλου αίτησης, και όσον αφορά τα απαριθμούμενα στο στοιχείο ζ) στοιχεία της συζύγου και των τέκνων, δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4, αποκλειστικά για το σκοπό της παραγράφου 1:

α)

τον αριθμό της αίτησης και την αρχή που εξέδωσε ή παρέτεινε τη θεώρηση, και εάν η αρχή την εξέδωσε για λογαριασμό άλλου κράτους μέλους·

β)

τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β)·

γ)

το είδος της θεώρησης·

δ)

τη διάρκεια ισχύος της θεώρησης·

ε)

τη διάρκεια της σκοπουμένης παραμονής·

στ)

φωτογραφίες·

ζ)

τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β), του/των συνδεδεμένου/ων φακέλου/ων αίτησης για τη σύζυγο και τα τέκνα.

3.   Η πρόσβαση στο VIS δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται μόνο από τις εντεταλμένες εθνικές αρχές του άρθρου 21 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003.»,

διάβαζε:

«Άρθρο 21

Πρόσβαση σε δεδομένα για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας για τις αιτήσεις ασύλου

1.   Οι αρμόδιες για το άσυλο αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να πραγματοποιούν έρευνες με βάση τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος άσυλο, με μόνο σκοπό τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο να εξετάσει αίτηση ασύλου, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003.

Αν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εν λόγω προσώπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή η έρευνα με τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτύχει, η έρευνα πραγματοποιείται με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχεία α) ή/και γ). Η έρευνα μπορεί να πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχείο β).

2.   Εάν η έρευνα με τα απαριθμούμενα στην παράγραφο 1 δεδομένα δείξει ότι έχει καταχωρισθεί στο VIS μια θεώρηση η οποία έχει εκδοθεί με ημερομηνία λήξεως που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης ασύλου ή/και μια θεώρηση η οποία έχει παραταθεί έως ημερομηνία λήξεως που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης ασύλου, η αρμόδια για το άσυλο αρχή εξουσιοδοτείται να συμβουλεύεται τα ακόλουθα δεδομένα του φακέλου αίτησης, και όσον αφορά τα απαριθμούμενα στο στοιχείο ζ) στοιχεία της συζύγου και των τέκνων, δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4, αποκλειστικά για το σκοπό της παραγράφου 1:

α)

τον αριθμό της αίτησης και την αρχή που εξέδωσε ή παρέτεινε τη θεώρηση, και εάν η αρχή την εξέδωσε για λογαριασμό άλλου κράτους μέλους·

β)

τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχεία α) και β)·

γ)

το είδος της θεώρησης·

δ)

τη διάρκεια ισχύος της θεώρησης·

ε)

τη διάρκεια της σκοπουμένης παραμονής·

στ)

φωτογραφίες·

ζ)

τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχεία α) και β), του/των συνδεδεμένου/ων φακέλου/ων αίτησης για τη σύζυγο και τα τέκνα.

3.   Η πρόσβαση στο VIS δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται μόνο από τις εντεταλμένες εθνικές αρχές του άρθρου 21 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003.».

Στη σελίδα 71, άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο:

αντί:

«Αν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εν λόγω προσώπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή η έρευνα με τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτύχει, η έρευνα πραγματοποιείται με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχεία α) ή/και γ). Η έρευνα μπορεί να πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο β).»,

διάβαζε:

«Αν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εν λόγω προσώπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή η έρευνα με τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτύχει, η έρευνα πραγματοποιείται με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχεία α) ή/και γ). Η έρευνα μπορεί να πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχείο β).».

Στη σελίδα 71, άρθρο 22, παράγραφος 2, στοιχείο β):

αντί:

«β)

τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχεία α), β) και γ)·»,

διάβαζε:

«β)

τα δεδομένα που λαμβάνονται από το έντυπο αίτησης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχεία α), β) και γ)·».

Στη σελίδα 71, άρθρο 22, παράγραφος 2, στοιχείο ε):

αντί:

«ε)

τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β), του/των συνδεδεμένου/ων φακέλου/ων αίτησης για τη σύζυγο και τα τέκνα.»,

διάβαζε:

«ε)

τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχεία α) και β), του/των συνδεδεμένου/ων φακέλου/ων αίτησης για τη σύζυγο και τα τέκνα.».

Στη σελίδα 74, άρθρο 31, παράγραφος 2:

αντί:

«2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα δεδομένα που αναφέρονται στα άρθρα 9 παράγραφος 4 στοιχεία α), β), γ), ια) και ιγ), μπορούν να»,

διάβαζε:

«2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα δεδομένα που αναφέρονται στα άρθρα 9 σημείο 4 στοιχεία α), β), γ), ια) και ιγ), μπορούν να».

Στη σελίδα 76, άρθρο 37:

αντί:

«Άρθρο 37

Δικαίωμα πληροφόρησης

1.   Οι αιτούντες και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο στ), ενημερώνονται από το υπεύθυνο κράτος μέλος σχετικά με:

α)

την ταυτότητα του υπεύθυνου ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων επαφής·

β)

το σκοπό για τον οποίο γίνεται επεξεργασία των δεδομένων στο VIS·

γ)

τις κατηγορίες των αποδεκτών των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3·

δ)

τη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων·

ε)

τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συλλογής των δεδομένων για την εξέταση της αίτησης·

στ)

την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα που τους αφορούν και το δικαίωμα να ζητούν διόρθωση ανακριβών δεδομένων που τους αφορούν ή διαγραφή των δεδομένων που τους αφορούν τα οποία υπέστησαν παράνομη επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να ενημερώνονται για τις διαδικασίες άσκησης αυτών των δικαιωμάτων και για τα στοιχεία επικοινωνίας με τις εθνικές αρχές ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1, οι οποίες εξετάζουν τις προσφυγές για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στον αιτούντα γραπτώς όταν λαμβάνονται τα δεδομένα από το έντυπο αίτησης, οι φωτογραφίες και τα δακτυλικά αποτυπώματα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 4, 5 και 6.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο στ), στα έντυπα που πρέπει να υπογράψουν αυτά τα πρόσωπα ως αποδεικτικά πρόσκλησης, δηλώσεις ανάληψης ευθύνης ή αποδεικτικά φιλοξενίας.

Σε περίπτωση που δεν έχει υπογραφεί κανένα τέτοιο έντυπο από τα εν λόγω πρόσωπα, οι πληροφορίες παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.»,

διάβαζε:

«Άρθρο 37

Δικαίωμα πληροφόρησης

1.   Οι αιτούντες και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχείο στ), ενημερώνονται από το υπεύθυνο κράτος μέλος σχετικά με:

α)

την ταυτότητα του υπεύθυνου ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων επαφής·

β)

το σκοπό για τον οποίο γίνεται επεξεργασία των δεδομένων στο VIS·

γ)

τις κατηγορίες των αποδεκτών των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3·

δ)

τη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων·

ε)

τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συλλογής των δεδομένων για την εξέταση της αίτησης·

στ)

την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα που τους αφορούν και το δικαίωμα να ζητούν διόρθωση ανακριβών δεδομένων που τους αφορούν ή διαγραφή των δεδομένων που τους αφορούν τα οποία υπέστησαν παράνομη επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να ενημερώνονται για τις διαδικασίες άσκησης αυτών των δικαιωμάτων και για τα στοιχεία επικοινωνίας με τις εθνικές αρχές ελέγχου που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1, οι οποίες εξετάζουν τις προσφυγές για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στον αιτούντα γραπτώς όταν λαμβάνονται τα δεδομένα από το έντυπο αίτησης, οι φωτογραφίες και τα δακτυλικά αποτυπώματα που αναφέρονται στο άρθρο 9 Θ 4, 5 και 6.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στα πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 9 σημείο 4 στοιχείο στ), στα έντυπα που πρέπει να υπογράψουν αυτά τα πρόσωπα ως αποδεικτικά πρόσκλησης, δηλώσεις ανάληψης ευθύνης ή αποδεικτικά φιλοξενίας.

Σε περίπτωση που δεν έχει υπογραφεί κανένα τέτοιο έντυπο από τα εν λόγω πρόσωπα, οι πληροφορίες παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.».