ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
5 Νοεμβρίου 2018


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1637 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις διαδικασίες και τα χαρακτηριστικά της εποπτικής λειτουργίας ( 1 )

1

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1638 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν περαιτέρω πώς εξασφαλίζονται η καταλληλότητα και η επαληθευσιμότητα των δεδομένων εισόδου, καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος για τη διαθεσιμότητα των οποίων πρέπει να μεριμνά ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικού δείκτη αναφοράς, όταν τα δεδομένα εισόδου παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης ( 1 )

6

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1639 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας ο οποίος καταρτίζεται από διαχειριστές δεικτών αναφοράς που βασίζονται σε δεδομένα εισόδου παρεχόμενα από συνεισφέροντες ( 1 )

11

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1640 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που διευκρινίζουν περαιτέρω τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες ( 1 )

16

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1641 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται από διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικών δεικτών αναφοράς σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας, καθώς και τις διαδικασίες πραγματοποίησης ουσιωδών αλλαγών στη μεθοδολογία ( 1 )

21

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1642 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον οι διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς θα πρέπει να εφαρμόζουν ορισμένες απαιτήσεις ( 1 )

25

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1643 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την περαιτέρω διευκρίνιση του περιεχομένου και των περιπτώσεων όπου απαιτείται επικαιροποίηση της δήλωσης δείκτη αναφοράς την οποία πρέπει να δημοσιεύει ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς ( 1 )

29

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1644 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα ( 1 )

33

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1645 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης αναγνώρισης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, και της παρουσίασης των πληροφοριών που περιέχονται στην κοινοποίηση προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) ( 1 )

36

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1646 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε αιτήσεις αδειοδότησης και σε αιτήσεις εγγραφής στο μητρώο ( 1 )

43

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1647 της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2018, για την έγκριση της διάθεσης στην αγορά του προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού ως νέου τροφίμου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/2470 της Επιτροπής ( 1 )

51

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1637 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις διαδικασίες και τα χαρακτηριστικά της εποπτικής λειτουργίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 απαιτείται από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς να δημιουργήσουν μόνιμη και αποτελεσματική εποπτική λειτουργία, η οποία θα πρέπει να ασκείται από χωριστή επιτροπή ή μέσω άλλης κατάλληλης διευθέτησης διακυβέρνησης.

(2)

Οι διαχειριστές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να σχεδιάσουν την πλέον κατάλληλη εποπτική λειτουργία, ώστε οι δείκτες αναφοράς τους οποίους παρέχουν να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Με τον παρόντα κανονισμό καθορίζεται μη εξαντλητικός κατάλογος κατάλληλων ρυθμίσεων διακυβέρνησης.

(3)

Η ανάθεση της εποπτικής λειτουργίας σε εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη μπορεί να προσφέρει πολύτιμη εμπειρογνωμοσύνη, και η συμμετοχή τους μπορεί να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της εποπτικής λειτουργίας. Οι συγκρούσεις συμφερόντων στο πλαίσιο της εν λόγω της εποπτικής λειτουργίας μπορεί να προκύψει λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων των μελών αυτών ή λόγω των σχέσεων μεταξύ των μελών της εποπτικής λειτουργίας και των πελατών τους ή άλλων ενδιαφερομένων. Για να μετριάζονται αυτές οι συγκρούσεις, τα ανεξάρτητα μέλη που είναι απαλλαγμένα από συγκρούσεις συμφερόντων θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να συμμετέχουν στην εποπτεία δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, λόγω της σημασίας τους για την ακεραιότητα της αγοράς, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους καταναλωτές, την πραγματική οικονομία και τη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στα κράτη μέλη. Όταν δεν απαιτείται η παρουσία τέτοιων ανεξάρτητων μελών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι διαχειριστές θα πρέπει να καθιερώνουν άλλες διαδικασίες για την αντιμετώπιση δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, όπως τον αποκλεισμό μελών από ορισμένες συζητήσεις ή την άρση των δικαιωμάτων ψήφου συγκεκριμένων μελών.

(4)

Τα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στην παροχή του δείκτη αναφοράς επιτρέπεται να συμμετέχουν στην εποπτική λειτουργία, χωρίς δικαίωμα ψήφου, καθώς μπορούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά τις εργασίες του διαχειριστή. Το καθεστώς τους ως μελών χωρίς δικαίωμα ψήφου είναι ενδεδειγμένο ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο διαχειριστής δεν διαθέτει αθέμιτη επιρροή επί των αποφάσεων της εποπτικής λειτουργίας.

(5)

Η εποπτική λειτουργία μπορεί να περιλαμβάνει επιτροπές με ειδικές, συγκεκριμένες ικανότητες, για διαφορετικούς δείκτες αναφοράς ή οικογένειες δεικτών αναφοράς, ή μπορεί να περιλαμβάνει πολλές λειτουργίες που ασκούν διαφορετικά καθήκοντα, όταν πρόσωπα με την κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη δεν μπορούν να συμμετέχουν όλα σε μία επιτροπή, για παράδειγμα όταν βασίζονται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Αυτές οι εποπτικές λειτουργίες χρειάζεται να έχουν ένα μόνο φυσικό πρόσωπο ή μια επιτροπή επιφορτισμένο/-η με την καθοδήγηση της εποπτικής λειτουργίας και αρμόδιο/-α για την αλληλεπίδραση με το διοικητικό όργανο του διαχειριστή και με την αρμόδια αρχή, ώστε να διευκολύνεται η συγκέντρωση της εποπτείας.

(6)

Για ορισμένους λιγότερο χρησιμοποιούμενους και λιγότερο ευπαθείς σημαντικούς δείκτες αναφοράς, ενδέχεται να είναι δυνατό να αναλαμβάνει ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο την εποπτική λειτουργία, εφόσον το φυσικό πρόσωπο μπορεί να αφιερώσει επαρκές χρονικό διάστημα για την εποπτεία των σχετικών δεικτών αναφοράς. Όταν την εποπτική λειτουργία έχει αναλάβει φυσικό πρόσωπο, απαλλάσσεται από ορισμένες διαδικασίες, οι οποίες είναι κατάλληλες μόνο για επιτροπή. Λόγω του υψηλού βαθμού χρήσης των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και των κινδύνων που ενδέχεται να προκαλέσουν σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας δεν θα πρέπει να εποπτεύονται από φυσικό πρόσωπο.

(7)

Για την εκπλήρωση των καθηκόντων της εποπτικής λειτουργίας, τα μέλη χρειάζεται να διαθέτουν ειδικές γνώσεις σχετικά με τη διαδικασία παροχής του δείκτη αναφοράς, αλλά και την υποκείμενη αγορά για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς. Η εμπειρογνωμοσύνη αυτή μπορεί να αντλείται από χρήστες και συνεισφέροντες που δραστηριοποιούνται στις αγορές ή από παρόχους ρυθμιζόμενων δεδομένων. Η εποπτική λειτουργία μπορεί να επωφελείται από την εμπειρογνωμοσύνη των συνεισφερόντων, εφόσον λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων, και οι χρήστες έχουν συμφέρον να εξασφαλίζεται η αρτιότητα του δείκτη αναφοράς. Είναι, επομένως, σκόπιμο να θεωρούνται οι συνεισφέροντες και οι χρήστες ως μέλη για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς.

(8)

Η εποπτική λειτουργία αποτελεί βασικό εργαλείο για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων στο επίπεδο του διαχειριστή και, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ακεραιότητα της λειτουργίας, θα πρέπει να απαγορεύεται στα πρόσωπα στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις για παραβάσεις των κανόνων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και ιδίως για χειραγώγηση ή απόπειρα χειραγώγησης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), να γίνονται μέλη εποπτικής λειτουργίας.

(9)

Τα εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη μπορεί να έχουν συμφέρον στον δείκτη αναφοράς, εάν χρησιμοποιείται ευρέως στις σχετικές αγορές, και μπορούν να προσφέρουν πρόσθετη εμπειρογνωμοσύνη. Οι διαχειριστές μπορούν να καθιερώσουν διαδικασίες που να τους παρέχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ως παρατηρητές στην εποπτική λειτουργία.

(10)

Οι ανεξάρτητες επιτροπές δεν μπορούν να διαχωρίζονται πλήρως από την οργάνωση του διαχειριστή, εφόσον οι τελικές αποφάσεις όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του διαχειριστή εναπόκεινται στο διοικητικό όργανο, και μια χωριστή επιτροπή θα μπορούσε να λάβει αποφάσεις χωρίς να εκτιμήσει πλήρως τις δυνητικά επιζήμιες επιπτώσεις αυτών των αποφάσεων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του διαχειριστή. Μια λειτουργία εποπτείας εντεταγμένη στο πλαίσιο της οργάνωσης του διαχειριστή, ή της μητρικής εταιρείας του ομίλου στον οποίο ανήκει, βρίσκεται, επομένως, σε ιδανική θέση να αμφισβητήσει τις αποφάσεις του διαχειριστή όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς που παρέχει.

(11)

Προκειμένου να ασκεί το εποπτικό όργανο τα καθήκοντά του, που του έχουν ανατεθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011, είναι σημαντικό να έχει τη δυνατότητα να αξιολογεί πλήρως και να αμφισβητεί τις αποφάσεις του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή και, σε περίπτωση διαφωνίας, να καταγράφονται οι αποφάσεις της εποπτικής λειτουργίας εν προκειμένω.

(12)

Για να εξασφαλιστεί ότι η εποπτική λειτουργία μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα, είναι αναγκαίο να υπάρχουν διαδικασίες σχετικά με τα κριτήρια επιλογής των μελών και των παρατηρητών, σχετικά με τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων και, στην περίπτωση που η εποπτική λειτουργία ασκείται από επιτροπή, διαδικασίες που καλύπτουν την επίλυση διαφορών. Μπορεί να υπάρχουν και άλλες κατάλληλες διαδικασίες για την εποπτική λειτουργία όσον αφορά ορισμένα είδη δεικτών αναφοράς ή διαχειριστών, οι οποίες δεν προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, αλλά είναι αναγκαίες και ενδεδειγμένες για την ορθή διακυβέρνηση των δεικτών αναφοράς τους. Ως εκ τούτου, οι διαχειριστές μπορούν να καθιερώνουν εναλλακτικές διαδικασίες, υπό την προϋπόθεση ότι οι διαδικασίες αυτές επιτυγχάνουν το κατάλληλο επίπεδο εποπτείας.

(13)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) στην Επιτροπή.

(14)

Η ESMA διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (3).

(15)

Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σύνθεση της εποπτικής λειτουργίας

1.   Η δομή και η σύνθεση της εποπτικής λειτουργίας είναι ανάλογες προς την ιδιοκτησιακή διάρθρωση και τη δομή ελέγχου του διαχειριστή και, κατά γενικό κανόνα, καθορίζονται σύμφωνα με μία ή περισσότερες κατάλληλες ρυθμίσεις διακυβέρνησης που απαριθμούνται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Οι διαχειριστές παρέχουν στις αρμόδιες αρχές αιτιολόγηση για κάθε απόκλιση από τις ρυθμίσεις αυτές.

2.   Όταν ο δείκτης αναφοράς είναι δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η εποπτική λειτουργία ασκείται από επιτροπή με τουλάχιστον δύο ανεξάρτητα μέλη. Ανεξάρτητα μέλη είναι τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στην εποπτική λειτουργία και τα οποία δεν είναι άμεσα συνδεδεμένα με τον διαχειριστή, παρά μόνον μέσω της συμμετοχής τους στην εποπτική λειτουργία, και δεν έχουν συγκρούσεις συμφερόντων, ιδίως στο επίπεδο του σχετικού δείκτη αναφοράς.

3.   Η εποπτική λειτουργία απαρτίζεται από μέλη τα οποία από κοινού διαθέτουν τις δεξιότητες και εμπειρογνωμοσύνη που ενδείκνυνται για την εποπτεία της παροχής ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς και για τα καθήκοντα που απαιτείται να εκπληρώνει η εποπτική λειτουργία. Τα μέλη της εποπτικής λειτουργίας διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις σχετικά την υποκείμενη αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς.

4.   Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων περιλαμβάνουν, ως μέλη της εποπτικής λειτουργίας, αντιπροσώπους από τις οντότητες που απαριθμούνται στον ορισμό του δείκτη αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων, στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και, κατά περίπτωση, από οντότητες που συνεισφέρουν καθαρές αξίες ενεργητικού επενδυτικών κεφαλαίων σε δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων. Οι διαχειριστές παρέχουν στις αρμόδιες αρχές αιτιολόγηση για κάθε εξαίρεση αντιπροσώπων από τις οντότητες αυτές.

5.   Όταν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε συνεισφορές και είναι μέλη της εποπτικής λειτουργίας αντιπρόσωποι των συνεισφερόντων σε αυτόν ή των εποπτευόμενων οντοτήτων που χρησιμοποιούν τον δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής εξασφαλίζει ότι ο αριθμός των μελών με συγκρούσεις συμφερόντων δεν ισούται με την απλή πλειοψηφία ούτε την υπερβαίνει. Πριν από τον διορισμό των μελών, οι διαχειριστές εντοπίζουν επίσης και να λαμβάνουν υπόψη τις συγκρούσεις που προκύπτουν από τις σχέσεις μεταξύ των δυνητικών μελών και άλλων εξωτερικών ενδιαφερομένων, και ιδίως εκείνες που απορρέουν από δυνητικό συμφέρον στο επίπεδο των σχετικών δεικτών αναφοράς.

6.   Τα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στην παροχή του δείκτη αναφοράς, τα οποία μπορεί να είναι μέλη της εποπτικής λειτουργίας, δεν διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Οι εκπρόσωποι του διοικητικού οργάνου δεν μπορούν να είναι μέλη ούτε παρατηρητές, αλλά μπορούν να προσκαλούνται να παρίστανται σε συνεδριάσεις της εποπτικής λειτουργίας, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

7.   Μέλη της εποπτικής λειτουργίας δεν δύνανται να είναι πρόσωπα στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις διοικητικού ή ποινικού χαρακτήρα που συνδέονται με χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, και ιδίως με χειραγώγηση ή απόπειρα χειραγώγησης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

Άρθρο 2

Χαρακτηριστικά και θέση της εποπτικής λειτουργίας

1.   Η εποπτική λειτουργία αποτελεί μέρος της οργανωτικής δομής του διαχειριστή, ή της μητρικής εταιρείας του ομίλου στον οποίο ανήκει, αλλά είναι χωριστή από το διοικητικό όργανο και άλλες λειτουργίες διακυβέρνησης του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς.

2.   Η εποπτική λειτουργία αξιολογεί, και κατά περίπτωση αμφισβητεί, τις αποφάσεις του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή όσον αφορά την παροχή δεικτών αναφοράς, προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 3 στοιχείο θ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, η εποπτική λειτουργία απευθύνει όλες τις συστάσεις σχετικά με την εποπτεία του δείκτη αναφοράς στο διοικητικό όργανο.

3.   Όταν η εποπτική λειτουργία αντιληφθεί ότι το διοικητικό όργανο ενήργησε ή σκοπεύει να ενεργήσει αντίθετα προς τις συστάσεις ή αποφάσεις της εποπτικής λειτουργίας, καταγράφει σαφώς το γεγονός αυτό στα πρακτικά της επόμενης συνεδρίασής της, ή στο αρχείο των αποφάσεών της, όταν μια εποπτική λειτουργία έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με την τρίτη ρύθμιση διακυβέρνησης που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Διαδικασίες που διέπουν την εποπτική λειτουργία

1.   Μια εποπτική λειτουργία διαθέτει διαδικασίες τουλάχιστον όσον αφορά τα εξής:

α)

τους όρους της εντολής της, τη συχνότητα των τακτικών της συνεδριάσεων, την τήρηση πρακτικών των συνεδριάσεων και των αποφάσεών της, και την περιοδική ανταλλαγή πληροφοριών με το διοικητικό όργανο του διαχειριστή·

β)

τα κριτήρια για την επιλογή των μελών της, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την αξιολόγηση της εμπειρογνωμοσύνης και των δεξιοτήτων των δυνητικών μελών, και της δυνατότητάς τους να τηρούν τις απαιτούμενες χρονικές δεσμεύσεις. Τα εν λόγω κριτήρια λαμβάνουν ιδίως υπόψη τον ρόλο των δυνητικών μελών σε οποιαδήποτε άλλη εποπτική λειτουργία·

γ)

τα κριτήρια για την επιλογή των παρατηρητών που μπορεί να τους επιτραπεί να συμμετάσχουν σε συνεδρίαση της εποπτικής λειτουργίας·

δ)

την εκλογή, τον διορισμό ή την παύση και την αναπλήρωση των μελών της·

ε)

ανάλογα με την περίπτωση, τα κριτήρια για την επιλογή του προσώπου ή της επιτροπής που είναι υπεύθυνο/-η για τη συνολική διεύθυνση και τον συντονισμό και για να λειτουργεί ως σημείο επαφής για το διοικητικό όργανο του διαχειριστή και για την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις κατάλληλες ρυθμίσεις διακυβέρνησης για εποπτικές λειτουργίες που αποτελούνται από πολλές επιτροπές, όπως παρατίθεται στο παράρτημα·

στ)

τη δημοσιοποίηση περιληπτικών στοιχείων των μελών της, καθώς και τυχόν δηλώσεων σχετικά με συγκρούσεις συμφερόντων και με τα μέτρα που λήφθηκαν για τον μετριασμό τους·

ζ)

την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου εξωτερικών μελών για αποφάσεις που θα είχαν άμεσο αντίκτυπο στις δραστηριότητες των οργανισμών τους οποίους εκπροσωπούν·

η)

την απαίτηση από τα μέλη να γνωστοποιούν οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων, πριν από τη συζήτηση ενός σημείου της ημερήσιας διάταξης κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της εποπτικής λειτουργίας, και την καταγραφή της στα πρακτικά της συνεδρίασης·

θ)

τον αποκλεισμό μελών από συγκεκριμένες συζητήσεις σχετικά με τις οποίες βρίσκονται σε σύγκρουση συμφερόντων, και την καταγραφή του αποκλεισμού στα πρακτικά της συνεδρίασης·

ι)

την πρόσβασή της σε όλα τα αναγκαία έγγραφα για την εκτέλεση των καθηκόντων της·

ια)

τη διαχείριση των διαφορών στο εσωτερικό της·

ιβ)

τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται όσον αφορά παραβάσεις του κώδικα δεοντολογίας·

ιγ)

τη γνωστοποίηση στην αρμόδια αρχή κάθε υπόνοιας παραπτώματος από τους συνεισφέροντες ή από τον διαχειριστή, καθώς και τυχόν μη κανονικών ή ύποπτων δεδομένων εισόδου·

ιδ)

την πρόληψη αθέμιτης αποκάλυψης εμπιστευτικών ή ευαίσθητων πληροφοριών που λήφθηκαν, προήλθαν ή συζητήθηκαν από την εποπτική λειτουργία.

2.   Όταν η εποπτική λειτουργία ασκείται από φυσικό πρόσωπο:

α)

δεν εφαρμόζονται τα στοιχεία ε), ζ), θ) και ια) της παραγράφου 1·

β)

ο διαχειριστής διορίζει αναπληρωτή κατάλληλο όργανο ή φυσικό πρόσωπο, ώστε να διασφαλίζει ότι τα καθήκοντα της εποπτικής λειτουργίας μπορούν να εκτελούνται συνεχώς, σε περίπτωση απουσίας του προσώπου που είναι αρμόδιο για την εποπτική λειτουργία.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1.).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μη εξαντλητικός κατάλογος κατάλληλων ρυθμίσεων διακυβέρνησης

1.

Ανεξάρτητη επιτροπή εποπτείας, αποτελούμενη από ισόρροπη εκπροσώπηση των ενδιαφερόμενων μερών, μεταξύ των οποίων εποπτευόμενες οντότητες που χρησιμοποιούν τον δείκτη αναφοράς, συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς και άλλα εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι διαχειριστές υποδομών της αγοράς και άλλες πηγές δεδομένων εισόδου, καθώς και ανεξάρτητα μέλη και προσωπικό του διαχειριστή που δεν εμπλέκονται άμεσα στην παροχή των σχετικών δεικτών αναφοράς ή σε συναφείς δραστηριότητες·

2.

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής δεν κατέχεται ή ελέγχεται εξολοκλήρου από συνεισφέροντες στον δείκτη αναφοράς ή εποπτευόμενες οντότητες που τον χρησιμοποιούν, και δεν υπάρχουν άλλες συγκρούσεις συμφερόντων στο επίπεδο της εποπτικής λειτουργίας, η εποπτική επιτροπή περιλαμβάνει:

α)

τουλάχιστον δύο πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή των σχετικών δεικτών αναφοράς, χωρίς δικαίωμα ψήφου·

β)

τουλάχιστον δύο μέλη του προσωπικού που εκπροσωπούν άλλα τμήματα της οργάνωσης του διαχειριστή, τα οποία δεν εμπλέκονται άμεσα στην παροχή των σχετικών δεικτών αναφοράς ή σε συναφείς δραστηριότητες· ή

γ)

εάν δεν είναι διαθέσιμα τα κατάλληλα μέλη του προσωπικού, τουλάχιστον δύο ανεξάρτητα μέλη·

3.

Σε περίπτωση που ένας δείκτης αναφοράς δεν είναι κρίσιμης σημασίας και πλην αντιθέτου ένδειξης λόγω της πολυπλοκότητας, του βαθμού χρήσης ή της ευαισθησίας του, ένα φυσικό πρόσωπο που είναι μέλος του προσωπικού του διαχειριστή ή κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο του οποίου οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεση του διαχειριστή ή υπό τον έλεγχο του διαχειριστή, το οποίο δεν εμπλέκεται άμεσα στην παροχή οποιουδήποτε σχετικού δείκτη αναφοράς και είναι απαλλαγμένο από συγκρούσεις συμφερόντων, και ιδίως εκείνες που απορρέουν από δυνητικό συμφέρον στο επίπεδο του δείκτη αναφοράς·

4.

Μια λειτουργία εποπτείας που αποτελείται από πολλές επιτροπές, κάθε μία από τις οποίες είναι αρμόδια για την εποπτεία ενός δείκτη αναφοράς, ενός είδους δεικτών αναφοράς ή μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι ένα μόνο πρόσωπο ή μια επιτροπή ορίζεται ως υπεύθυνο/-η για τη συνολική διεύθυνση και τον συντονισμό της εποπτικής λειτουργίας και για αλληλεπίδραση με το διοικητικό όργανο του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς και με την αρμόδια αρχή·

5.

Μια λειτουργία εποπτείας που αποτελείται από πολλές επιτροπές, κάθε μία από τις οποίες ασκεί ένα υποσύνολο των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι ένα μόνο πρόσωπο ή μια επιτροπή ορίζεται ως υπεύθυνο/-η για τη συνολική διεύθυνση και τον συντονισμό της εποπτικής λειτουργίας και για αλληλεπίδραση με το διοικητικό όργανο του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς και με την αρμόδια αρχή.

5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/6


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1638 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν περαιτέρω πώς εξασφαλίζονται η καταλληλότητα και η επαληθευσιμότητα των δεδομένων εισόδου, καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος για τη διαθεσιμότητα των οποίων πρέπει να μεριμνά ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικού δείκτη αναφοράς, όταν τα δεδομένα εισόδου παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, απαιτείται τα δεδομένα εισόδου που χρησιμοποιούνται για δείκτη αναφοράς να είναι κατάλληλα, ώστε να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια και αξιοπιστία την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, και απαιτείται επίσης τα δεδομένα να είναι επαληθεύσιμα. Επιπλέον, σε περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης (front office), βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού, απαιτείται από τον διαχειριστή να εξασφαλίζει ότι ο συνεισφέρων διαθέτει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης.

(2)

Ο ορθός υπολογισμός ενός δείκτη αναφοράς προϋποθέτει όχι μόνον ότι υποβάλλονται οι ακριβείς τιμές των δεδομένων εισόδου, αλλά και ότι είναι στη μονάδα μέτρησης και αντικατοπτρίζουν τα σχετικά χαρακτηριστικά των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων.

(3)

Το κατά πόσον τα δεδομένα εισόδου είναι επαληθεύσιμα συνδέεται με το επίπεδο ακριβείας τους, πράγμα το οποίο, με τη σειρά του, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται. Τα δεδομένα εισόδου που δεν είναι δεδομένα συναλλαγών ούτε προέρχονται από ρυθμιζόμενη πηγή δεδομένων, που παρατίθεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, μπορεί, παρά ταύτα, να πληρούν την απαίτηση να είναι επαληθεύσιμα, εάν υπάρχουν διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες για τον διαχειριστή, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να διενεργήσει επαρκείς ελέγχους των δεδομένων. Επομένως, θα πρέπει να απαιτείται από τον διαχειριστή να διασφαλίζει ότι έχει στη διάθεσή του τις αναγκαίες πληροφορίες, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τους κατάλληλους ελέγχους.

(4)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα εισόδου είναι κατάλληλα και επαληθεύσιμα, θα πρέπει να απαιτείται από τον διαχειριστή να παρακολουθεί τα δεδομένα εισόδου σε τακτική βάση, σε βαθμό που να αντικατοπτρίζει την τρωτότητα του συγκεκριμένου είδους δεδομένων εισόδου. Στην περίπτωση ρυθμιζόμενων δεδομένων, οι υφιστάμενες κανονιστικές ρυθμίσεις και η εποπτεία των σχετικών παρόχων δεδομένων εξασφαλίζουν ήδη την ακεραιότητα των ρυθμιζόμενων δεδομένων. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα αυτού του είδους θα πρέπει να υπόκεινται σε λιγότερο εκτεταμένες απαιτήσεις παρακολούθησης. Για άλλα είδη δεδομένων εισόδου απαιτείται περισσότερη επαλήθευση, και άρα θα πρέπει να υπόκεινται σε διεξοδικότερο έλεγχο, συγκεκριμένα τα δεδομένα εισόδου που δεν είναι δεδομένα συναλλαγών, και ιδίως εάν παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης.

(5)

Όταν παρέχονται δεδομένα εισόδου, ένας σημαντικός έλεγχος παρακολούθησης είναι να διασφαλιστεί ότι οι συνεισφορές παρέχονται εντός του χρονικού διαστήματος που καθορίζεται από τον διαχειριστή. Στόχος είναι να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των συνεισφορών από διαφορετικούς συνεισφέροντες. Όταν δεν παρέχονται δεδομένα εισόδου, θα πρέπει να ελέγχεται επίσης η χρονική στιγμή κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα εισόδου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ διαφορετικών δεδομένων εισόδου. Ο διαχειριστής θα πρέπει, επομένως, να υποχρεούται να εξακριβώνει ότι τα δεδομένα εισόδου παρέχονται, ή επιλέγονται από συγκεκριμένη πηγή, εντός του χρονικού διαστήματος το οποίο έχει καθορίσει.

(6)

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ελέγχονται δεόντως τα βασικά χαρακτηριστικά, όπως το νόμισμα, η διάρκεια ισχύος και η υπολειπόμενη ληκτότητα του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου ή τα είδη των αντισυμβαλλομένων, όπως καθορίζεται στη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς.

(7)

Η αποτελεσματική εσωτερική εποπτεία της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου από μονάδα διαπραγμάτευσης εξαρτάται από τη δημιουργία και τη διατήρηση των κατάλληλων δομών στο εσωτερικό της οργάνωσης του συνεισφέροντος. Οι δομές αυτές θα πρέπει κανονικά να περιλαμβάνουν τρία επίπεδα ελέγχου, εκτός εάν το μέγεθος της οργάνωσης του συνεισφέροντος ευλόγως δεν επιτρέπει αυτόν τον αριθμό. Το πρώτο επίπεδο ελέγχου θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικασίες που διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο των δεδομένων εισόδου.

(8)

Οι συνεισφορές από μονάδα διαπραγμάτευσης παρουσιάζουν ιδιαίτερο κίνδυνο, λόγω της εγγενούς σύγκρουσης συμφερόντων που υπάρχει μεταξύ του εμπορικού ρόλου της μονάδας διαπραγμάτευσης και του ρόλου της στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου για έναν δείκτη αναφοράς. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να καθιερώσει ο συνεισφέρων, να διατηρεί και να εφαρμόζει μια πολιτική σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων στο πλαίσιο του δεύτερου επιπέδου ελέγχου, και να διενεργεί τακτικούς ελέγχους των χρησιμοποιούμενων δεδομένων εισόδου. Επιπλέον, ένα σημαντικό εργαλείο που μπορεί να είναι χρήσιμο στην αποκάλυψη και την κλιμάκωση τυχόν παραπτωμάτων, ή στον εντοπισμό δραστηριοτήτων που ενδεχομένως επηρεάζουν την ακεραιότητα του δείκτη αναφοράς, είναι η καθιέρωση μιας διαδικασίας καταγγελίας δυσλειτουργιών, που παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε μέλος του προσωπικού να αναφέρει κάθε περίπτωση παραπτώματος στη σχετική λειτουργία συμμόρφωσης ή άλλη κατάλληλη εσωτερική λειτουργία. Ο διαχειριστής θα πρέπει, συνεπώς, να είναι πεπεισμένος ότι οι εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης των συνεισφερόντων περιλαμβάνουν τη δημιουργία, τη διατήρηση και τη λειτουργία μιας πολιτικής σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων, καθώς και την καθιέρωση και τη διατήρηση μιας διαδικασίας καταγγελίας δυσλειτουργιών.

(9)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και σημαντικών δεικτών αναφοράς. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, στον παρόντα κανονισμό αποφεύγεται η υπερβολική επιβάρυνση των διαχειριστών σημαντικών δεικτών αναφοράς, παρέχοντας τη δυνατότητα στους διαχειριστές αυτούς να επιλέγουν να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις για τις συγκρούσεις συμφερόντων αποκλειστικά για πραγματικές ή δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων που είναι ή θα μπορούσαν να είναι ουσιώδεις. Επιπλέον, στους διαχειριστές θα πρέπει να παρέχεται επιπρόσθετη διακριτική ευχέρεια ως προς το πώς εξασφαλίζουν εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης σε επίπεδο συνεισφέροντος. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να τους επιτρέπεται να καταστήσουν ελαστικότερες ορισμένες απαιτήσεις για τις εν λόγω διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της οργάνωσης του συνεισφέροντος.

(10)

Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του,

(11)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) στην Επιτροπή.

(12)

Η ESMA διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει ούτε εφαρμόζεται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Άρθρο 2

Εξασφάλιση της καταλληλότητας και της επαληθευσιμότητας των δεδομένων εισόδου

1.   Ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς διασφαλίζει ότι διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να ελέγξει τα ακόλουθα θέματα σε σχέση με τα δεδομένα εισόδου τα οποία χρησιμοποιεί για τον δείκτη αναφοράς, εφόσον τα θέματα αυτά αφορούν τα συγκεκριμένα δεδομένα εισόδου:

α)

αν ο υποβάλλων είναι εξουσιοδοτημένος να συνεισφέρει τα δεδομένα εισόδου για λογαριασμό του συνεισφέροντος, σύμφωνα με οποιαδήποτε απαίτηση για αδειοδότηση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

β)

αν τα δεδομένα εισόδου παρέχονται από τον συνεισφέροντα ή επιλέγονται από πηγή που προσδιορίζεται από τον διαχειριστή, εντός του χρονικού διαστήματος που καθορίζεται από τον διαχειριστή·

γ)

αν τα δεδομένα εισόδου παρέχονται από τον συνεισφέροντα σε μορφότυπο που καθορίζεται από τον διαχειριστή·

δ)

αν η πηγή των δεδομένων εισόδου είναι μία από τις πηγές που παρατίθενται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

ε)

αν η πηγή των δεδομένων εισόδου είναι αξιόπιστη·

στ)

αν τα δεδομένα εισόδου πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς, και ιδίως τις απαιτήσεις σχετικά με το νόμισμα ή τη μονάδα μέτρησης, τη διάρκεια ισχύος και τα είδη των αντισυμβαλλομένων·

ζ)

αν πληρούνται τυχόν σχετικά κατώτατα όρια για την ποσότητα των δεδομένων εισόδου και τυχόν σχετικά πρότυπα για την ποιότητα των δεδομένων εισόδου, σύμφωνα με τη μεθοδολογία·

η)

αν εφαρμόζεται η προτεραιότητα όσον αφορά τη χρήση διαφορετικών ειδών δεδομένων εισόδου, σύμφωνα με τη μεθοδολογία·

θ)

αν η διακριτική ευχέρεια ή κρίση που ασκείται, κατά τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου, ασκείται σύμφωνα με τους σαφείς κανόνες που καθορίζονται στη μεθοδολογία και με τις πολιτικές που απαιτείται να καθιερώνονται για τον δείκτη αναφοράς, βάσει του κώδικα δεοντολογίας.

2.   Οι διαχειριστές διενεργούν τους ελέγχους που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 σε τακτική βάση. Οι διαχειριστές των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας διενεργούν τους ελέγχους που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β), γ) και δ) της παραγράφου 1, πριν από τη δημοσίευση του δείκτη αναφοράς ή σε κάθε περίπτωση όπου ο δείκτης αναφοράς τίθεται στη διάθεση του κοινού.

Άρθρο 3

Εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος

1.   Οι εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος, τις οποίες πρέπει να μεριμνά ο διαχειριστής ότι τις διαθέτουν οι συνεισφέροντες, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημιουργία και διατήρηση μιας εσωτερικής λειτουργίας προκειμένου να χρησιμεύει ως το πρώτο επίπεδο ελέγχου για τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου και να είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των εξής καθηκόντων:

i)

πραγματοποίηση αποτελεσματικού ελέγχου των δεδομένων εισόδου, πριν από τη συνεισφορά τους, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τυχόν απαιτήσεις για την επικύρωση των δεδομένων εισόδου στις οποίες υπόκειται ο συνεισφέρων, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημείο iii) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, καθώς και επανεξέταση των δεδομένων εισόδου, πριν από τη συνεισφορά τους, όσον αφορά την ακεραιότητα και την ακρίβεια·

ii)

πραγματοποίηση ελέγχου αν ο υποβάλλων είναι εξουσιοδοτημένος να συνεισφέρει δεδομένα εισόδου για λογαριασμό του συνεισφέροντος, σύμφωνα με οποιαδήποτε απαίτηση για αδειοδότηση, που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

iii)

διασφάλιση ότι η πρόσβαση σε συνεισφορές δεδομένων εισόδου περιορίζεται στα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαδικασία της συνεισφοράς, εκτός εάν η πρόσβαση είναι αναγκαία για σκοπούς ελέγχου, έρευνας ή για σκοπούς που προβλέπονται από τον νόμο·

β)

δημιουργία και διατήρηση μιας εσωτερικής λειτουργίας προκειμένου να χρησιμεύει ως το δεύτερο επίπεδο ελέγχου για τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου και να είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των εξής καθηκόντων:

i)

επανεξέταση των δεδομένων εισόδου, μετά τη συνεισφορά τους, ανεξάρτητα από την επανεξέταση που διενεργήθηκε από το πρώτο επίπεδο ελέγχου, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ακεραιότητα και η ακρίβεια της συνεισφοράς·

ii)

δημιουργία και διατήρηση μιας διαδικασίας καταγγελίας δυσλειτουργιών, η οποία να περιλαμβάνει κατάλληλες διασφαλίσεις για τους υπαλλήλους που καταγγέλλουν δυσλειτουργίες·

iii)

δημιουργία και διατήρηση διαδικασιών για την εσωτερική αναφορά τυχόν παραποίησης ή απόπειρας παραποίησης των δεδομένων εισόδου, για κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις πολιτικές του ίδιου του συνεισφέροντος όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς και για τη διερεύνηση τέτοιων γεγονότων, μόλις αυτά καταστούν εμφανή·

iv)

δημιουργία και διατήρηση διαδικασιών εσωτερικής αναφοράς για την αναφορά οποιωνδήποτε λειτουργικών προβλημάτων κατά τη διαδικασία της συνεισφοράς, μόλις αυτά ανακύψουν·

v)

διασφάλιση της τακτικής παρουσίας αυτοπροσώπως ενός υπαλλήλου από το δεύτερο επίπεδο ελέγχου στον χώρο γραφείων όπου είναι η βάση της μονάδας διαπραγμάτευσης·

vi)

διατήρηση της εποπτείας των σχετικών επικοινωνιών μεταξύ του προσωπικού της μονάδας διαπραγμάτευσης που εμπλέκεται άμεσα στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου, καθώς και των σχετικών επικοινωνιών μεταξύ του προσωπικού αυτού και άλλων εσωτερικών λειτουργιών ή εξωτερικών οργάνων·

vii)

δημιουργία, διατήρηση και λειτουργία μιας πολιτικής σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων, η οποία εξασφαλίζει:

τον εντοπισμό και τη γνωστοποίηση στον διαχειριστή των πραγματικών ή δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων σε σχέση με οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού της μονάδας διαπραγμάτευσης του συνεισφέροντος, που εμπλέκεται στη διαδικασία της συνεισφοράς,

ότι δεν υπάρχει καμία άμεση ή έμμεση σύνδεση μεταξύ της αμοιβής του υποβάλλοντος και της τιμής του δείκτη αναφοράς, της τιμής των συγκεκριμένων υποβαλλόμενων στοιχείων ή της απόδοσης οποιασδήποτε δραστηριότητας που ασκείται από τον συνεισφέροντα, η οποία ενδέχεται να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων που σχετίζεται με τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου στον δείκτη αναφοράς,

σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων μεταξύ του προσωπικού της μονάδας διαπραγμάτευσης που εμπλέκεται στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου και του λοιπού προσωπικού της μονάδας διαπραγμάτευσης,

φυσικό διαχωρισμό μεταξύ του προσωπικού της μονάδας διαπραγμάτευσης που εμπλέκεται στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου και του λοιπού προσωπικού της μονάδας διαπραγμάτευσης,

διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του προσωπικού της μονάδας διαπραγμάτευσης και του λοιπού προσωπικού του συνεισφέροντος που συμμετέχει σε δραστηριότητες που ενδέχεται να δημιουργήσουν κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων, στον βαθμό που οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι πληροφορίες που ενδέχεται να επηρεάσουν τα δεδομένα εισόδου,

ύπαρξη σχεδίων έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση προσωρινής διακοπής των ελέγχων όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρονται στην πέμπτη περίπτωση,

λήψη μέτρων για την αποτροπή της άσκησης ανάρμοστης επιρροής από οποιοδήποτε πρόσωπο στον τρόπο με τον οποίο το προσωπικό της μονάδας διαπραγμάτευσης που εμπλέκεται στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου ασκεί τις δραστηριότητές του·

γ)

δημιουργία και διατήρηση μιας εσωτερικής λειτουργίας, ανεξάρτητης από το πρώτο και το δεύτερο επίπεδο ελέγχου, προκειμένου να χρησιμεύει ως το τρίτο επίπεδο ελέγχου για τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου και να είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση ελέγχων, σε τακτική βάση, σχετικά με τους ελέγχους που ασκούνται από τις άλλες δύο λειτουργίες ελέγχου·

δ)

διαδικασίες που διέπουν:

i)

τα μέσα συνεργασίας και τη ροή πληροφοριών μεταξύ των τριών λειτουργιών ελέγχου, που απαιτούνται βάσει των στοιχείων α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου·

ii)

την τακτική υποβολή αναφορών προς τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του συνεισφέροντος σχετικά με τα καθήκοντα που εκτελέστηκαν από τις τρεις αυτές λειτουργίες ελέγχου·

iii)

ανακοίνωση στον διαχειριστή, κατόπιν αιτήματος, πληροφοριών που ζητεί ο διαχειριστής σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης του συνεισφέροντος.

2.   Ο διαχειριστής μπορεί να επιλέξει να απαλλάξει τον συνεισφέροντα από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο στοιχείο β) σημείο v) ή στο στοιχείο β) σημείο vii) τρίτη, τέταρτη ή έκτη περίπτωση της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα θέματα:

α)

τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συνεισφέροντος·

β)

την πιθανότητα να προκύψουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου στον δείκτη αναφοράς και συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή άλλων δραστηριοτήτων που ασκεί ο συνεισφέρων·

γ)

τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεισφοράς.

3.   Λαμβάνοντας υπόψη κυρίως το μικρό μέγεθος της οργάνωσης του συνεισφέροντος, καθώς και τα θέματα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 2, ο διαχειριστής μπορεί να επιτρέψει στον συνεισφέροντα να διαθέτει πιο απλοποιημένη οργανωτική δομή ελέγχου από εκείνη που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1. Ωστόσο, η πιο απλοποιημένη δομή ελέγχου πρέπει να εξασφαλίζει ότι εκτελούνται όλα τα καθήκοντα που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1, εκτός από τυχόν καθήκοντα για τα οποία παρέχεται απαλλαγή βάσει της παραγράφου 2. Το στοιχείο δ) σημεία i) και ii) της παραγράφου 1 εφαρμόζονται κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει την πιο απλοποιημένη δομή ελέγχου.

4.   Ο διαχειριστής σημαντικού δείκτη αναφοράς μπορεί να επιλέξει να εφαρμόζει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο vii) αποκλειστικά για πραγματικές ή δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων που είναι ή θα μπορούσαν να είναι ουσιώδεις συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/11


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1639 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας ο οποίος καταρτίζεται από διαχειριστές δεικτών αναφοράς που βασίζονται σε δεδομένα εισόδου παρεχόμενα από συνεισφέροντες

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς που βασίζεται σε δεδομένα εισόδου τα οποία παρέχονται από συνεισφέροντες υποχρεούται να καταρτίζει κώδικα δεοντολογίας για τον εν λόγω δείκτη αναφοράς προσδιορίζοντας τις αρμοδιότητες των συνεισφερόντων σε σχέση με τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου. Εάν ο διαχειριστής παρέχει οικογένεια δεικτών αναφοράς η οποία περιλαμβάνει περισσότερους από έναν δείκτες αναφοράς βασιζόμενους σε δεδομένα εισόδου που παρέχονται από συνεισφέροντες, μπορεί να καταρτίσει ενιαίο κώδικα δεοντολογίας για την οικογένεια δεικτών αναφοράς. Στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού απαριθμούνται τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται κατ' ελάχιστον σε κάθε κώδικα δεοντολογίας που καταρτίζεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Δεν απαιτείται κατάρτιση κώδικα δεοντολογίας εάν ο δείκτης αναφοράς είναι δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων, όπως περιγράφεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24 του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Για τη διασφάλιση του ορθού καθορισμού του δείκτη αναφοράς, είναι καίριας σημασίας να λαμβάνεται μέριμνα ώστε τα δεδομένα εισόδου που παρέχουν οι συνεισφέροντες να είναι πλήρη και να διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται βάσει της εφαρμοζόμενης μεθοδολογίας. Ως εκ τούτου, ο κώδικας δεοντολογίας θα πρέπει να περιγράφει τα χαρακτηριστικά αυτά με επαρκή βαθμό λεπτομέρειας και να προσδιορίζει τα δεδομένα που πρέπει να λαμβάνει υπόψη ο συνεισφέρων, τα δεδομένα που μπορεί να εξαιρεί ο συνεισφέρων, καθώς και τον τρόπο διαβίβασης των δεδομένων εισόδου από τον συνεισφέροντα στον διαχειριστή.

(3)

Ένας από τους βασικούς παράγοντες για την εξασφάλιση της ακεραιότητας ενός δείκτη αναφοράς βασιζόμενου στις συνεισφορές δεδομένων εισόδου είναι ότι τα πρόσωπα που διορίζονται από τον συνεισφέροντα για την υποβολή των δεδομένων εισόδου πρέπει να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες, την κατάρτιση και την πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Για τον λόγο αυτόν, ο κώδικας δεοντολογίας θα πρέπει να περιέχει διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες κάθε συνεισφέρων υποχρεούται να διενεργεί μια σειρά ελέγχων σε σχέση με τα πρόσωπα τα οποία θα υποβάλλουν στοιχεία, πριν αυτά λάβουν την εξουσιοδότηση να ενεργούν ως υποβάλλοντες.

(4)

Η αξιοπιστία ενός δείκτη αναφοράς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ορθότητα των δεδομένων εισόδου του. Κατά συνέπεια, είναι καίριας σημασίας να διασφαλίζεται ότι οι συνεισφέροντες ελέγχουν τα δεδομένα πριν από και μετά την υποβολή τους για τυχόν ύποπτες καταχωρίσεις, καθώς και ότι επιβεβαιώνουν επίσης τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας. Επομένως, ο κώδικας δεοντολογίας θα πρέπει να περιέχει διατάξεις βάσει των οποίων οι συνεισφέροντες οφείλουν να διενεργούν ελέγχους των δεδομένων, τόσο πριν από τη συνεισφορά όσο και μετά τη συνεισφορά σε δεδομένα.

(5)

Ο κίνδυνος σφάλματος ή παραποίησης είναι ευλόγως μεγαλύτερος στις περιπτώσεις στις οποίες οι συνεισφέροντες μπορούν να ασκούν διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της υποβολής δεδομένων εισόδου. Ως εκ τούτου, ο κώδικας δεοντολογίας θα πρέπει να επιβάλλει στους συνεισφέροντες την υποχρέωση κατάρτισης πολιτικών, οι οποίες προσδιορίζουν πότε, πώς και από ποιον είναι δυνατή η άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

(6)

Ο κώδικας δεοντολογίας θα πρέπει να περιλαμβάνει διάταξη βάσει της οποίας απαιτείται από τους συνεισφέροντες να τηρούν αρχεία των δεδομένων που εξετάστηκαν για κάθε συνεισφορά, καθώς και των περιπτώσεων σχετικής άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Τα εν λόγω αρχεία αποτελούν βασικό εργαλείο προκειμένου να διαπιστώνεται αν ο συνεισφέρων τηρεί τις πολιτικές που απαιτούνται βάσει του κώδικα δεοντολογίας και αποσκοπούν στην εξασφάλιση της παροχής όλων των συναφών δεδομένων εισόδου.

(7)

Ο ορθός εντοπισμός και η ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων σε επίπεδο συνεισφερόντων αποτελεί αναγκαία ενέργεια για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της ακρίβειας του δείκτη αναφοράς. Για τον λόγο αυτόν, ο κώδικας δεοντολογίας θα πρέπει να περιέχει διατάξεις βάσει των οποίων απαιτείται τα συστήματα και οι έλεγχοι του συνεισφέροντος να περιλαμβάνουν μητρώο συγκρούσεων συμφερόντων, στα οποία ο συνεισφέρων θα πρέπει να καταγράφει τις συγκρούσεις συμφερόντων που εντοπίζονται, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διαχείρισή τους.

(8)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο παρών κανονισμός αποφεύγει την υπερβολική διοικητική επιβάρυνση των διαχειριστών και των συνεισφερόντων όσον αφορά τους σημαντικούς και μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς, διότι επιτρέπει στους διαχειριστές σημαντικών ή μη σημαντικών δεικτών αναφοράς να καταρτίζουν κώδικες δεοντολογίας οι οποίοι είναι λιγότερο λεπτομερείς από τους κώδικες δεοντολογίας που απαιτούνται για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

(9)

Θα πρέπει να παρέχεται επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να καταρτίσουν κώδικες δεοντολογίες οι οποίοι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του.

(10)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(11)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και του οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Περιγραφή των δεδομένων εισόδου

Ο κώδικας δεοντολογίας, τον οποίο καταρτίζει ο διαχειριστής σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 («ο κώδικας δεοντολογίας»), περιλαμβάνει σαφή περιγραφή, καθώς και τις συναφείς απαιτήσεις, όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα ζητήματα σχετικά με τα δεδομένα εισόδου που πρέπει να παρέχονται:

α)

τον τύπο ή τους τύπους δεδομένων εισόδου που πρέπει να παρέχονται·

β)

τα απαιτούμενα πρότυπα που πρέπει να πληρούνται ως προς την ποιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου·

γ)

την ελάχιστη ποσότητα των δεδομένων εισόδου που πρέπει να παρέχονται·

δ)

τη σειρά προτεραιότητας, εάν υπάρχει, κατά την οποία πρέπει να υποβάλλονται οι διάφοροι τύποι δεδομένων εισόδου·

ε)

τη μορφή με την οποία πρέπει να παρέχονται τα δεδομένα εισόδου·

στ)

τη συχνότητα υποβολής των δεδομένων εισόδου·

ζ)

τον χρόνο υποβολής των δεδομένων εισόδου·

η)

τις διαδικασίες, εάν προβλέπονται, που υποχρεούται να εφαρμόζει κάθε συνεισφέρων για τις προσαρμογές και την τυποποίηση των δεδομένων εισόδου.

Άρθρο 2

Υποβάλλοντες

1.   Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει διάταξη βάσει της οποίας διασφαλίζεται ότι ένα πρόσωπο επιτρέπεται να ενεργεί ως υποβάλλων δεδομένα εισόδου εξ ονόματος συνεισφέροντος μόνον εάν ο συνεισφέρων είναι βέβαιος ότι το εν λόγω πρόσωπο διαθέτει τις δεξιότητες, τις γνώσεις, την κατάρτιση και την πείρα που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.   Στον κώδικα δεοντολογίας περιγράφεται η διαδικασία δέουσας επιμέλειας που υποχρεούται να εφαρμόζει ο συνεισφέρων προκειμένου να βεβαιώνεται ότι ένα πρόσωπο διαθέτει τις δεξιότητες, τις γνώσεις, την κατάρτιση και την πείρα που απαιτούνται για την υποβολή δεδομένων εισόδου εξ ονόματός του. Στην περιγραφή της διαδικασίας αυτής περιλαμβάνεται απαίτηση για τη διενέργεια ελέγχων, ούτως ώστε να επαληθεύονται τα εξής:

α)

τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου·

β)

τα επαγγελματικά προσόντα του προσώπου· και

γ)

η φήμη του προσώπου, μεταξύ άλλων αν το πρόσωπο έχει αποκλειστεί κατά το παρελθόν από την υποβολή δεδομένων εισόδου σε δείκτη αναφοράς λόγω κρούσματος ανάρμοστης συμπεριφοράς.

3.   Ο κώδικας δεοντολογίας προσδιορίζει τον τρόπο και τα μέσα επικοινωνίας που πρέπει να χρησιμοποιεί ο συνεισφέρων προκειμένου να κοινοποιεί στον διαχειριστή τα στοιχεία ταυτότητας κάθε προσώπου το οποίο υποβάλλει δεδομένα εισόδου εξ ονόματός του, ώστε ο διαχειριστής να είναι σε θέση να ελέγχει αν ο υποβάλλων είναι εξουσιοδοτημένος να υποβάλλει τα δεδομένα εξ ονόματος του συνεισφέροντος.

Άρθρο 3

Πολιτικές που εξασφαλίζουν ότι οι συνεισφέροντες παρέχουν όλα τα σχετικά δεδομένα εισόδου

Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι συνεισφέροντες υποχρεούνται να διαθέτουν και να τηρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες πολιτικές:

α)

πολιτική δεδομένων εισόδου η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον την περιγραφή των ακόλουθων στοιχείων:

i)

των δεδομένων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της υποβολής δεδομένων εισόδου· και

ii)

των δεδομένων που μπορεί να εξαιρέσει ο συνεισφέρων από την υποβολή δεδομένων εισόδου, καθώς και του λόγου ή των λόγων για τους οποίους μπορούν να εξαιρεθούν τα εν λόγω δεδομένα·

β)

πολιτική σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων στον διαχειριστή η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

i)

περιγραφή της διαδικασίας που πρέπει να χρησιμοποιείται για την ασφαλή διαβίβαση των δεδομένων· και

ii)

σχέδια έκτακτης ανάγκης για την υποβολή δεδομένων εισόδου, σε περίπτωση τεχνικών ή λειτουργικών δυσκολιών, προσωρινής απουσίας ενός υποβάλλοντος ή μη διαθεσιμότητας των δεδομένων εισόδου που απαιτούνται βάσει της εφαρμοζόμενης μεθοδολογίας.

Άρθρο 4

Συστήματα και έλεγχοι

1.   Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει διατάξεις με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι τα συστήματα και οι έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

διενέργεια ελέγχων πριν από τη συνεισφορά για τον εντοπισμό τυχόν ύποπτων δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων υπό τη μορφή επανεξέτασης των δεδομένων από δεύτερο πρόσωπο·

β)

διενέργεια ελέγχων μετά τη συνεισφορά για την επιβεβαίωση της υποβολής των δεδομένων εισόδου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κώδικα δεοντολογίας και για τον εντοπισμό τυχόν ύποπτων δεδομένων εισόδου·

γ)

παρακολούθηση της διαβίβασης των δεδομένων εισόδου στον διαχειριστή σύμφωνα με τις πολιτικές που ισχύουν.

2.   Ο κώδικας δεοντολογίας μπορεί να επιτρέπει στον συνεισφέροντα τη χρήση αυτοματοποιημένου συστήματος για τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου, στο πλαίσιο του οποίου τα φυσικά πρόσωπα δεν μπορούν να τροποποιήσουν τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου, εκτός εάν ο κώδικας δεοντολογίας παρέχει σχετική άδεια με την επιφύλαξη των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α)

ο συνεισφέρων είναι σε θέση να παρακολουθεί την ορθή λειτουργία του αυτοματοποιημένου συστήματος σε συνεχή βάση· και

β)

ο συνεισφέρων ελέγχει το αυτοματοποιημένο σύστημα κατόπιν ενημέρωσης ή τροποποίησης του λογισμικού του, πριν από τη συνεισφορά νέων δεδομένων εισόδου.

Στην περίπτωση αυτή, ο κώδικας δεοντολογίας δεν είναι απαραίτητο να επιβάλλει στον συνεισφέροντα τη θέσπιση των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Ο κώδικας δεοντολογίας καθορίζει τις διαδικασίες τις οποίες πρέπει να διαθέτει ο συνεισφέρων για την αντιμετώπιση τυχόν σφαλμάτων στα δεδομένα εισόδου που συνεισφέρονται.

4.   Ο κώδικας δεοντολογίας επιβάλλει στον συνεισφέροντα την υποχρέωση επανεξέτασης των συστημάτων και των ελέγχων που θεσπίζει, όσον αφορά την υποβολή δεδομένων εισόδου, σε τακτική βάση και, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

Άρθρο 5

Πολιτικές για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας κατά την υποβολή δεδομένων εισόδου

Σε περίπτωση που ο κώδικας δεοντολογίας προβλέπει την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από τον συνεισφέροντα κατά τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου, επιβάλλει στον συνεισφέροντα την κατάρτιση πολιτικών για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας, οι οποίες προσδιορίζουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο συνεισφέρων δύναται να ασκεί διακριτική ευχέρεια·

β)

τα πρόσωπα εντός της οργανωτικής δομής του συνεισφέροντος στα οποία επιτρέπεται η άσκηση διακριτικής ευχέρειας·

γ)

τους εσωτερικούς ελέγχους οι οποίοι ρυθμίζουν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους του συνεισφέροντος σύμφωνα με τις πολιτικές του·

δ)

τα πρόσωπα εντός της οργανωτικής δομής του συνεισφέροντος τα οποία είναι εξουσιοδοτημένα να προβαίνουν σε εκ των υστέρων αξιολόγηση της άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

Άρθρο 6

Πολιτικές τήρησης αρχείων

1.   Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει διατάξεις βάσει των οποίων οι συνεισφέροντες υποχρεούνται να καταρτίζουν πολιτικές τήρησης αρχείων, οι οποίες διασφαλίζουν ότι ο συνεισφέρων τηρεί αρχείο με όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης του συνεισφέροντος προς τον κώδικα δεοντολογίας, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης ενός αρχείου το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις πολιτικές και τις διαδικασίες του συνεισφέροντος που διέπουν τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου, καθώς και τυχόν ουσιώδεις αλλαγές στις εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες·

β)

το μητρώο συγκρούσεων συμφερόντων που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ)

τυχόν πειθαρχικές κυρώσεις εις βάρος οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού του συνεισφέροντος σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν δείκτες αναφοράς·

δ)

κατάλογο των υποβαλλόντων και των προσώπων που διενεργούν ελέγχους επί των συνεισφορών, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων και των καθηκόντων τους εντός της οργανωτικής δομής του συνεισφέροντος, καθώς και της ημερομηνίας εξουσιοδότησης και, κατά περίπτωση, παύσης της εξουσιοδότησής τους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της υποβολής στοιχείων·

ε)

όσον αφορά κάθε συνεισφορά δεδομένων εισόδου:

i)

τα υποβαλλόμενα δεδομένα εισόδου·

ii)

τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου, καθώς και τα δεδομένα που έχουν ενδεχομένως εξαιρεθεί·

iii)

κάθε περίπτωση άσκησης διακριτικής ευχέρειας·

iv)

κάθε έλεγχο δεδομένων εισόδου που διενεργείται·

v)

κάθε επικοινωνία σε σχέση με τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου μεταξύ του υποβάλλοντος και οποιουδήποτε προσώπου εντός της οργανωτικής δομής του συνεισφέροντος που διενεργεί ελέγχους σε σχέση με τις συνεισφορές.

2.   Ο κώδικας δεοντολογίας ορίζει ότι οι πολιτικές τήρησης αρχείων πρέπει να προβλέπουν τη διατήρηση των πληροφοριών τουλάχιστον για πέντε έτη, ή τρία έτη σε περίπτωση που τα αρχεία αφορούν τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή ηλεκτρονικές επικοινωνίες, καθώς και τη φύλαξή τους σε μέσο που επιτρέπει την πρόσβαση στις αποθηκευμένες πληροφορίες για μελλοντική εξέταση.

3.   Ο διαχειριστής δύναται να επιλέξει να παραλείψει την απαίτηση της παραγράφου 1 στοιχείο ε) σημείο iv), σε περίπτωση που ο συνεισφέρων συνεισφέρει δεδομένα εισόδου σε σημαντικό δείκτη αναφοράς.

4.   Ο διαχειριστής δύναται να επιλέξει να παραλείψει είτε τη μία είτε και τις δύο απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχείο ε) σημεία iv) και v), σε περίπτωση που ο συνεισφέρων συνεισφέρει δεδομένα εισόδου σε μη σημαντικό δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 7

Αναφορά ύποπτων δεδομένων εισόδου

1.   Ο κώδικας δεοντολογίας επιβάλλει στον συνεισφέροντα τη θέσπιση τεκμηριωμένων εσωτερικών διαδικασιών, βάσει των οποίων το προσωπικό του αναφέρει τυχόν ύποπτα δεδομένα εισόδου στον αρμόδιο για τη συμμόρφωση φορέα του συνεισφέροντος, εάν υπάρχει, καθώς και στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του συνεισφέροντος.

2.   Ο κώδικας δεοντολογίας προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο συνεισφέρων πρέπει να αναφέρει ύποπτα δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή, ενώ καθορίζει επίσης τον τρόπο και τα μέσα επικοινωνίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τον συνεισφέροντα προκειμένου να επικοινωνεί με τον διαχειριστή.

Άρθρο 8

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Ο κώδικας δεοντολογίας επιβάλλει στους συνεισφέροντες την υποχρέωση να θεσπίζουν συστήματα και ελέγχους σχετικά με τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, που περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

κατάρτιση πολιτικής συγκρούσεων συμφερόντων η οποία διαλαμβάνει:

i)

διαδικασία για τον εντοπισμό και τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης τυχόν εσωτερικής κλιμάκωσης των συγκρούσεων συμφερόντων·

ii)

ενέργειες για την πρόληψη —ή την ελαχιστοποίηση του κινδύνου— συγκρούσεων συμφερόντων στο πλαίσιο της διαδικασίας πρόσληψης υποβαλλόντων·

iii)

ενέργειες για την πρόληψη —ή την ελαχιστοποίηση του κινδύνου— συγκρούσεων συμφερόντων στο πλαίσιο των πολιτικών αποδοχών για το προσωπικό του συνεισφέροντος·

iv)

ενέργειες για την πρόληψη —ή την ελαχιστοποίηση του κινδύνου— συγκρούσεων συμφερόντων που προκύπτουν από τη διαχειριστική δομή του συνεισφέροντος·

v)

απαιτήσεις όσον αφορά την επικοινωνία μεταξύ των υποβαλλόντων και άλλων μελών του προσωπικού εντός της οργανωτικής δομής του συνεισφέροντος·

vi)

κάθε φυσικό ή οργανωτικό διαχωρισμό μεταξύ των υποβαλλόντων και άλλων μελών του προσωπικού του συνεισφέροντος που απαιτείται για την πρόληψη —ή την ελαχιστοποίηση του κινδύνου— συγκρούσεων συμφερόντων·

vii)

κανόνες και μέτρα για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού ανοίγματος που ενδέχεται να παρουσιάζει ο συνεισφέρων σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοπιστωτική σύμβαση που χρησιμοποιεί τον δείκτη αναφοράς στον οποίο ο συνεισφέρων υποβάλλει δεδομένα εισόδου·

β)

κατάρτιση μητρώου συγκρούσεων συμφερόντων, το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται για την καταγραφή τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων που εντοπίζονται και τυχόν μέτρων που λαμβάνονται για τη διαχείρισή τους, καθώς και απαιτήσεις όσον αφορά την επικαιροποίηση του εν λόγω μητρώου και τη δυνατότητα πρόσβασης των εσωτερικών ή εξωτερικών ελεγκτών σε αυτό.

2.   Ο κώδικας δεοντολογίας επιβάλλει στα μέλη του προσωπικού του συνεισφέροντος τα οποία συμμετέχουν στη διαδικασία συνεισφοράς να λαμβάνουν κατάρτιση σχετικά με όλες τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους που αφορούν τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων.

3.   Ο διαχειριστής δύναται να επιλέξει να παραλείψει μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημεία iii), v), vi) και vii), σε περίπτωση που ο συνεισφέρων συνεισφέρει δεδομένα εισόδου σε μη σημαντικό δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/16


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1640 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που διευκρινίζουν περαιτέρω τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 επιβάλλει στους εποπτευόμενους συνεισφέροντες ορισμένες απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση να διαθέτουν πλαίσιο ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας, της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των δεδομένων εισόδου, καθώς και η υποχρέωση να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του συνόλου των δεδομένων εισόδου τα οποία συνεισφέρουν. Ορισμένες από τις εν λόγω απαιτήσεις αναφέρονται ήδη στα άρθρα 11 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και στους αντίστοιχους κατ' εξουσιοδότηση κανονισμούς. Όσον αφορά, ωστόσο, ορισμένες πτυχές, οι διατάξεις του παρόντος κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής βαίνουν πέραν των διατάξεων των άρθρων 11 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και ορισμένοι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες ενδέχεται να μην υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 11 και 15 διότι συνεισφέρουν δεδομένα σε δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστές οι οποίοι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Προκειμένου να αποφευχθεί η ανασφάλεια δικαίου, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό της Επιτροπής δεν θίγουν τις διατάξεις ούτε των άρθρων 11 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 ούτε των αντίστοιχων κατ' εξουσιοδότηση κανονισμών και, ως εκ τούτου, ισχύουν μόνο στον βαθμό που συμπληρώνουν τις προαναφερόμενες διατάξεις.

(2)

Το πλαίσιο ελέγχου το οποίο θεσπίζει ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικασία για τον εντοπισμό και τη διαχείριση παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και παραβάσεων του ισχύοντος κώδικα δεοντολογίας, καθώς και πολιτικές σχετικά με την καταγγελία δυσλειτουργιών, την εποπτεία και την περιοδική επανεξέταση της διαδικασίας για τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου. Σκοπός είναι να παρέχεται στους εποπτευόμενους συνεισφέροντες η δυνατότητα να διασφαλίζουν ότι ενεργούν με νόμιμο τρόπο και ότι υποβάλλουν δεδομένα εισόδου τα οποία είναι ακριβή και αξιόπιστα.

(3)

Η κατάρτιση την οποία απαιτείται να διαθέτουν οι υποβάλλοντες που απασχολούνται από εποπτεύοντα συνεισφέροντα, δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, πρέπει να περιλαμβάνει επίσης κατάρτιση σχετικά με τον τρόπο μέτρησης της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας για την οποία προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, καθώς και κατάρτιση σχετικά με όλα τα στοιχεία του ισχύοντος κώδικα δεοντολογίας για τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου. Πρόκειται για βασικό εργαλείο προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υποβάλλοντες ενεργούν με ορθό τρόπο και σύμφωνα με τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς.

(4)

Τα μέτρα διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων τα οποία υποχρεούται να εφαρμόζει ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 θα πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα για τον διαχωρισμό των υποβαλλόντων από άλλους υπαλλήλους του συνεισφέροντος, καθώς και μέτρα σχετικά με την πολιτική αποδοχών του συνεισφέροντος σε σχέση με τους υποβάλλοντες, ούτως ώστε να ελαχιστοποιούνται τα κίνητρα παραποίησης της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου από τους υποβάλλοντες.

(5)

Στα συστήματα τήρησης αρχείων τα οποία απαιτείται να διαθέτει ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 θα πρέπει να προβλέπεται η απαίτηση τήρησης αρχείων των επικοινωνιών σε σχέση με την παροχή δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των υποβαλλόντων. Η απαίτηση αυτή έχει ως στόχο τη διασφάλιση επαρκούς επιπέδου διαφάνειας.

(6)

Η δυνατότητα των συνεισφερόντων να ασκούν διακριτική ευχέρεια δημιουργεί τον κίνδυνο η ευχέρεια αυτή να ασκείται με διαφορετικό τρόπο από διαφορετικούς εμπειρογνώμονες ή ακόμη και από τον ίδιο εμπειρογνώμονα με την πάροδο του χρόνου. Η διακριτική ευχέρεια αυξάνει επίσης την τρωτότητα του σχετικού δείκτη αναφοράς όσον αφορά την παραποίηση. Κατά συνέπεια, οι πολιτικές που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 είναι απαραίτητο να περιλαμβάνουν πλαίσιο για την εξασφάλιση συνέπειας στην άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας, καθώς και για τη μείωση του κινδύνου παραποίησης. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να επιβάλλει την υποχρέωση για διενέργεια τακτικής εσωτερικής επανεξέτασης της εφαρμογής της κρίσης εμπειρογνώμονα. Θα πρέπει, επίσης, να προσδιορίζει το είδος των πληροφοριών που πρέπει να συνεκτιμώνται ή να μην συνεκτιμώνται για την κατάλληλη οριοθέτηση του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας.

(7)

Θα πρέπει να παρέχεται επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του.

(8)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) στην Επιτροπή.

(9)

Η ESMA διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και του οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει ούτε εφαρμόζεται σε εποπτευόμενους συνεισφέροντες οι οποίοι συνεισφέρουν δεδομένα μόνο για μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

Οι απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θίγουν ούτε τις απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει των άρθρων 11 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 ούτε τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 5 και του άρθρου 15 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 (3).

Άρθρο 2

Πλαίσιο ελέγχου

Το πλαίσιο ελέγχου το οποίο υποχρεούνται να διαθέτουν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες, δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, περιλαμβάνει τη θέσπιση και τη διατήρηση τουλάχιστον των ακόλουθων ελέγχων:

α)

αποτελεσματικού εποπτικού μηχανισμού για την εποπτεία της διαδικασίας συνεισφοράς δεδομένων εισόδου που περιλαμβάνει σύστημα διαχείρισης κινδύνου, τον προσδιορισμό των ανώτερων στελεχών του προσωπικού που είναι αρμόδια για τη διαδικασία συνεισφοράς δεδομένων και την ένταξη τυχόν καθηκόντων συμμόρφωσης και εσωτερικού ελέγχου στην οργανωτική δομή του συνεισφέροντος·

β)

πολιτικής σχετικά με την καταγγελία δυσλειτουργιών, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων διασφαλίσεων για τους υπαλλήλους που καταγγέλλουν δυσλειτουργίες·

γ)

διαδικασίας για τον εντοπισμό και τη διαχείριση παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, καθώς και παραβάσεων του ισχύοντος κώδικα δεοντολογίας που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης διαδικασίας για τη διερεύνηση τυχόν παραβάσεων που εντοπίζονται και την καταγραφή των μέτρων που λαμβάνονται συνεπεία των εν λόγω παραβάσεων·

δ)

περιοδικής επανεξέτασης της διαδικασίας για τη συνεισφορά δεδομένων, η οποία πρέπει να διενεργείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και σε περίπτωση τροποποίησης του ισχύοντος κώδικα δεοντολογίας.

Άρθρο 3

Έλεγχοι επί των υποβαλλόντων

1.   Τα συστήματα και οι έλεγχοι που υποχρεούνται να διαθέτουν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 περιλαμβάνουν τεκμηριωμένη και αποτελεσματική διαδικασία για τη συνεισφορά δεδομένων και προβλέπουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

διαδικασία για τον ορισμό των υποβαλλόντων και διαδικασίες για την πραγματοποίηση των συνεισφορών σε περίπτωση απρόοπτης μη διαθεσιμότητας ενός υποβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού αναπληρωτών·

β)

διαδικασίες και συστήματα παρακολούθησης των δεδομένων τα οποία χρησιμοποιούνται για τις συνεισφορές, καθώς και των ίδιων των συνεισφορών, που έχουν τη δυνατότητα να παράγουν προειδοποιήσεις σύμφωνα με τις παραμέτρους που καθορίζονται εκ των προτέρων από τον συνεισφέροντα.

2.   Με την επιφύλαξη τυχόν απαιτήσεων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ο συνεισφέρων λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια προκειμένου να προσδιορίσει, για τους σκοπούς του άρθρου 16 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, αν είναι εύλογο να διαθέτει διαδικασία για την εξακρίβωση από φυσικό πρόσωπο κατέχον θέση ανώτερη του υποβάλλοντος:

α)

τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεισφοράς·

β)

τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του εποπτευόμενου συνεισφέροντος·

γ)

το κατά πόσον ενδέχεται να προκύψουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου στον δείκτη και τυχόν εμπορικών ή άλλων δραστηριοτήτων που ασκεί ο συνεισφέρων.

3.   Σε περίπτωση που οι έλεγχοι τους οποίους διαθέτει ο εποπτευόμενος συνεισφέρων περιλαμβάνουν διαδικασία για την εξακρίβωση από φυσικό πρόσωπο κατέχον θέση ανώτερη του υποβάλλοντος, οι εν λόγω έλεγχοι περιλαμβάνουν σαφείς κανόνες σχετικά με τον χρόνο της εξακρίβωσης και, εάν προβλέπουν τη δυνατότητα εξακρίβωσης μετά την υποβολή των δεδομένων εισόδου, προσδιορίζουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η εξακρίβωση μετά την υποβολή των στοιχείων, καθώς και τη μέγιστη χρονική περίοδο εντός της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθεί η εν λόγω εξακρίβωση.

Άρθρο 4

Κατάρτιση για τους υποβάλλοντες

1.   Τα συστήματα και οι έλεγχοι που υποχρεούνται να διαθέτουν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 περιλαμβάνουν προγράμματα κατάρτισης προκειμένου να διασφαλίζεται ότι κάθε υποβάλλων διαθέτει:

α)

επαρκή γνώση και πείρα όσον αφορά τον τρόπο μέτρησης της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας για την οποία προορίζεται ο δείκτης αναφοράς·

β)

επαρκή γνώση όλων των στοιχείων του ισχύοντος κώδικα δεοντολογίας που τυχόν έχει καταρτιστεί δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού.

2.   Οι γνώσεις των υποβαλλόντων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1, καθώς και η γνώση των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), στον βαθμό που ισχύουν για τα καθήκοντα των υποβαλλόντων, επαναξιολογούνται σε περιοδική βάση, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον σε ετήσια βάση, προκειμένου να επαληθεύεται ότι καθένας εξ αυτών εξακολουθεί να είναι σε θέση να ενεργεί ως υποβάλλων.

3.   Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των εποπτευόμενων συνεισφερόντων σε σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

Άρθρο 5

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Τα μέτρα διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων τα οποία υποχρεούνται να εφαρμόζουν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

α)

μητρώο συγκρούσεων συμφερόντων, το οποίο επικαιροποιείται και χρησιμοποιείται για την καταγραφή όλων των συγκρούσεων συμφερόντων που εντοπίζονται, καθώς και όλων των μέτρων που λαμβάνονται για τη διαχείρισή τους. Στο μητρώο έχουν πρόσβαση οι εσωτερικοί ή εξωτερικοί ελεγκτές·

β)

φυσικό διαχωρισμό των υποβαλλόντων από άλλους υπαλλήλους του συνεισφέροντος, όπου ο διαχωρισμός αυτός κρίνεται σκόπιμος με βάση τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεισφοράς, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συνεισφέροντος καθώς και το κατά πόσον ενδέχεται να προκύψουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου στον δείκτη αναφοράς και τυχόν εμπορικών ή άλλων δραστηριοτήτων που ασκεί ο συνεισφέρων·

γ)

κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας οι οποίες περιλαμβάνουν, σε περίπτωση απουσίας οργανωτικού ή φυσικού διαχωρισμού των υπαλλήλων, κανόνες που διέπουν την αλληλεπίδραση των υποβαλλόντων με τους υπαλλήλους μονάδας διαπραγμάτευσης (front office).

2.   Τα μέτρα διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων περιλαμβάνουν επίσης πολιτικές σε θέματα αποδοχών σε σχέση με τους υποβάλλοντες, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αποδοχές των υποβαλλόντων δεν συνδέονται με κανένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την τιμή του δείκτη αναφοράς·

β)

τις συγκεκριμένες τιμές των υποβαλλόμενων στοιχείων· και

γ)

τις επιδόσεις τυχόν συγκεκριμένης δραστηριότητας του εποπτευόμενου συνεισφέροντος οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν σύγκρουση συμφερόντων με τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου στον δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 6

Τήρηση αρχείων

1.   Τα αρχεία τα οποία πρέπει να τηρούνται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, όσον αφορά τις επικοινωνίες σε σχέση με την παροχή δεδομένων εισόδου, περιλαμβάνουν τα αρχεία των συνεισφορών που πραγματοποιούνται, καθώς και τα ονόματα των υποβαλλόντων.

2.   Τα αρχεία τα οποία πρέπει να τηρούνται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, όσον αφορά το άνοιγμα των συνεισφερόντων σε χρηματοπιστωτικά μέσα που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς, περιλαμβάνουν το είδος της ασκούμενης δραστηριότητας από τον εποπτευόμενο συνεισφέροντα η οποία δημιουργεί το άνοιγμα.

3.   Τα αρχεία τα οποία πρέπει να τηρούνται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, όσον αφορά τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς ελέγχους, περιλαμβάνουν τα αρχεία των οδηγιών ελέγχου, της έκθεσης ελέγχου, καθώς και τυχόν μέτρων που έχουν ληφθεί σε συνέχεια κάθε ελέγχου.

4.   Η παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των εποπτευόμενων συνεισφερόντων σε σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

Άρθρο 7

Κρίση εμπειρογνώμονα

Στην περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου βασίζονται σε κρίση εμπειρογνώμονα, οι πολιτικές τις οποίες υποχρεούνται να καταρτίζουν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

πλαίσιο για την εξασφάλιση συνέπειας, τόσο μεταξύ των διαφόρων υποβαλλόντων όσο και με την πάροδο του χρόνου, όσον αφορά την άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας·

β)

προσδιορισμό του είδους των πληροφοριών που μπορούν, ή δεν μπορούν, να λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας·

γ)

διαδικασίες για την επανεξέταση τυχόν περιπτώσεων άσκησης κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1638 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν περαιτέρω πώς εξασφαλίζονται η καταλληλότητα και η επαληθευσιμότητα των δεδομένων εισόδου, καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος για τη διαθεσιμότητα των οποίων πρέπει να μεριμνά ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικού δείκτη αναφοράς, όταν τα δεδομένα εισόδου παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης (front office) (βλ. σελίδα 6 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας)· και κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1639 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας ο οποίος καταρτίζεται από διαχειριστές δεικτών αναφοράς που βασίζονται σε δεδομένα εισόδου παρεχόμενα από συνεισφέροντες (βλ. σελίδα 11 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/21


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1641 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται από διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικών δεικτών αναφοράς σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας, καθώς και τις διαδικασίες πραγματοποίησης ουσιωδών αλλαγών στη μεθοδολογία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 13 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 απαιτείται από τον διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς ή, κατά περίπτωση, μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς να δημοσιεύει ή να διαθέτει τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που χρησιμοποιεί για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς ή, κατά περίπτωση, των δεικτών αναφοράς σε μια οικογένεια δεικτών αναφοράς, τις λεπτομέρειες σχετικά με την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας, και τις διαδικασίες διαβούλευσης και ενημέρωσης των χρηστών σχετικά με ουσιώδεις αλλαγές της μεθοδολογίας. Στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται περαιτέρω οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τους διαχειριστές για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς και τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας τους οποίους παρέχουν. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε διαχειριστές που παρέχουν μόνο μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς. Όταν οι διαχειριστές παρέχουν μη σημαντικούς, καθώς και σημαντικούς ή κρίσιμης σημασίας δείκτες αναφοράς, θα πρέπει να συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό για τους σημαντικούς και κρίσιμης σημασίας δείκτες αναφοράς τους. Η ESMA μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές επί του ιδίου θέματος για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

(2)

Οι μεθοδολογίες των δεικτών αναφοράς διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Τα κύρια στοιχεία που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει, επομένως, να δημοσιεύονται ή να καθίστανται διαθέσιμα μόνον εφόσον έχουν σχέση με τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς.

(3)

Δύο κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που θα πρέπει να γνωστοποιούνται, ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπιστία και η ακρίβεια ενός κρίσιμης σημασίας ή σημαντικού δείκτη αναφοράς, είναι η ελάχιστη ποσότητα και η ελάχιστη ποιότητα των δεδομένων εισόδου που απαιτούνται για την εφαρμογή της μεθοδολογίας και την εκτέλεση του υπολογισμού. Επιπλέον, η χρήση της διακριτικής ευχέρειας κατά τον καθορισμό των δεικτών αναφοράς αυξάνει την τρωτότητά τους σε χειραγώγηση. Ως εκ τούτου, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί αυτός ο κίνδυνος χειραγώγησης, ο διαχειριστής θα πρέπει να γνωστοποιεί, ως μέρος των κύριων στοιχείων της μεθοδολογίας του, τους σαφείς κανόνες που έχει προσδιορίσει όσον αφορά τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας.

(4)

Για να βοηθούνται οι δυνητικοί χρήστες να επιλέγουν τον πλέον κατάλληλο δείκτη αναφοράς από μια σειρά δυνητικά κατάλληλων δεικτών αναφοράς, θα πρέπει να τους παρέχονται πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσουν για ποια μέτρηση προορίζεται ένας δείκτης αναφοράς, ποια δεδομένα εισόδου χρησιμοποιούνται και πώς επιλέγονται, ποιες είναι οι συνιστώσες του δείκτη αναφοράς, ποιοι συμμετέχουν στη συλλογή των δεδομένων και τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, πότε και σε ποιον βαθμό μπορεί να χρησιμοποιείται διακριτική ευχέρεια, καθώς και ποιοι είναι οι περιορισμοί στη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και πότε και πώς θα μπορούσε να αλλάξει ο δείκτης αναφοράς.

(5)

Για να είναι σε θέση οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες να διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία του διαχειριστή για την επανεξέταση της μεθοδολογίας σε εσωτερικό επίπεδο, ο διαχειριστής θα πρέπει να δημοσιεύει τις πολιτικές και διαδικασίες του που αφορούν την εν λόγω διαδικασία, μαζί με λεπτομέρειες για τα συμμετέχοντα όργανα και τις σχετικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

(6)

Προκειμένου οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες να κατανοούν πώς θα προβαίνει σε διαβούλευση ο διαχειριστής σχετικά με προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικό δείκτη αναφοράς, καθώς και το σκεπτικό της αλλαγής αυτής, ο διαχειριστής θα πρέπει να γνωστοποιεί ορισμένες πληροφορίες, μεταξύ άλλων και το πώς θα αξιολογήσει τον αντίκτυπο της προτεινόμενης αλλαγής.

(7)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, στον παρόντα κανονισμό αποφεύγεται η υπερβολική επιβάρυνση των διαχειριστών σημαντικών δεικτών αναφοράς (σε αντιδιαστολή με τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας), παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέγουν να μειώσουν τις γνωστοποιήσεις σε ένα πιο περιορισμένο σύνολο στοιχείων, ή να γνωστοποιούν λιγότερες λεπτομέρειες για ορισμένα στοιχεία, όσον αφορά τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς τους.

(8)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(9)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(10)

Για λόγους συνέπειας με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος πρέπει να καταρτίζεται από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς που βασίζονται σε δεδομένα εισόδου παρεχόμενα από συνεισφέροντες, κρίνεται σκόπιμη η καθυστέρηση της εφαρμογής του παρόντος κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού κατά δύο μήνες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει ούτε εφαρμόζεται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Άρθρο 2

Κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικού δείκτη αναφοράς

1.   Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από έναν διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς ή, κατά περίπτωση, μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς, σύμφωνα με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία, εφόσον αυτά είναι σχετικά με τον εν λόγω δείκτη αναφοράς ή την οικογένεια δεικτών αναφοράς ή τα δεδομένα εισόδου που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό τους:

α)

ορισμό και περιγραφή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς και της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται·

β)

το νόμισμα ή άλλη μονάδα μέτρησης του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς·

γ)

τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται από τον διαχειριστή για την επιλογή των πηγών δεδομένων εισόδου, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς·

δ)

το είδος των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς και την προτεραιότητα που δίδεται σε κάθε είδος·

ε)

τη σύνθεση τυχόν ομάδας συνεισφερόντων και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας για συμμετοχή στην ομάδα·

στ)

περιγραφή των συνιστωσών του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την επιλογή και τη στάθμισή τους·

ζ)

τυχόν ελάχιστες απαιτήσεις ρευστότητας για τις συνιστώσες του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς·

η)

τυχόν ελάχιστες απαιτήσεις για την ποσότητα των δεδομένων εισόδου, καθώς και τυχόν ελάχιστα πρότυπα για την ποιότητα των δεδομένων εισόδου, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς·

θ)

τους σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο του καθορισμού του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς·

ι)

κατά πόσον στον δείκτη αναφοράς ή την οικογένεια δεικτών αναφοράς λαμβάνεται υπόψη τυχόν επανεπένδυση των μερισμάτων ή τοκομεριδίων που καταβάλλονται από τις συνιστώσες του·

ια)

εάν η μεθοδολογία μπορεί να αλλάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο δείκτης αναφοράς ή η οικογένεια δεικτών αναφοράς παραμένει αντιπροσωπευτικός/-ή της σχετικής αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας:

i)

τα κριτήρια που πρόκειται να χρησιμοποιούνται για να προσδιορίζεται πότε είναι αναγκαία αυτή η αλλαγή·

ii)

τα κριτήρια που πρόκειται να χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της συχνότητας αυτής της αλλαγής· και

iii)

τα κριτήρια που πρόκειται να χρησιμοποιούνται για την επανεξισορρόπηση του συνιστωσών του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς, στο πλαίσιο της πραγματοποίησης αυτής της αλλαγής·

ιβ)

τους δυνητικούς περιορισμούς της μεθοδολογίας, και λεπτομέρειες σχετικά με τυχόν μεθοδολογία που πρόκειται να χρησιμοποιείται σε εξαιρετικές περιστάσεις, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση αγοράς χαμηλής ρευστότητας ή σε περιόδους πίεσης ή όταν οι πηγές για τα δεδομένα των συναλλαγών ενδέχεται να είναι ανεπαρκείς, ανακριβείς ή αναξιόπιστες·

ιγ)

περιγραφή των ρόλων τυχόν τρίτων που συμμετέχουν στη συλλογή δεδομένων για τον δείκτη αναφοράς ή την οικογένεια δεικτών αναφοράς – ή στον υπολογισμό ή στη διάδοσή τους·

ιδ)

το μοντέλο ή τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για την παρέκταση και την ενδεχόμενη παρεμβολή των δεδομένων των δεικτών αναφοράς.

2.   Οι διαχειριστές μπορούν να επιλέγουν να δημοσιεύουν ή να καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία ιγ) και ιδ) της παραγράφου 1 μόνο για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας τους οποίους παρέχουν.

Άρθρο 3

Λεπτομέρειες σχετικά με την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας

1.   Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από έναν διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς ή, κατά περίπτωση, μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς, σύμφωνα με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

τις πολιτικές και τις διαδικασίες που αφορούν την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας·

β)

λεπτομέρειες τυχόν συγκεκριμένων περιστατικών που μπορεί να προκαλέσουν εσωτερική επανεξέταση, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών για κάθε μηχανισμό που χρησιμοποιείται από τον διαχειριστή για να προσδιορίσει κατά πόσον η μεθοδολογία είναι ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη·

γ)

τα όργανα ή τις λειτουργίες στο πλαίσιο της οργανωτικής δομής του διαχειριστή που συμμετέχουν στην επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας·

δ)

τον ρόλο κάθε προσώπου που συμμετέχει στην επανεξέταση ή την έγκριση της μεθοδολογίας·

ε)

περιγραφή της διαδικασίας για τον διορισμό και την παύση των προσώπων που συμμετέχουν στην επανεξέταση ή την έγκριση της μεθοδολογίας.

2.   Οι διαχειριστές μπορούν να επιλέγουν να δημοσιεύουν ή να καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και ε) της παραγράφου 1 μόνο για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας τους οποίους παρέχουν.

Άρθρο 4

Ουσιώδεις αλλαγές της μεθοδολογίας

1.   Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από έναν διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς ή, κατά περίπτωση, μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς, σύμφωνα με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

περιγραφή των πληροφοριών που πρόκειται να γνωστοποιούνται από τον διαχειριστή κατά την έναρξη κάθε διαδικασίας διαβούλευσης, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης να γνωστοποιούνται τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που θα μπορούσαν, κατά την άποψή του, να επηρεαστούν από την προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή·

β)

το σύνηθες χρονικό διάστημα που προβλέπει ο διαχειριστής για τις διαβουλεύσεις·

γ)

τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιείται διαβούλευση εντός συντομότερου χρονικού διαστήματος, και περιγραφή των διαδικασιών που πρόκειται να ακολουθούνται κατά τη διεξαγωγή διαβούλευσης εντός συντομότερου χρονικού διαστήματος.

2.   Το σκεπτικό που πρέπει να αναφέρεται από έναν διαχειριστή, σύμφωνα με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κατά πόσον η αντιπροσωπευτικότητα του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς, και η καταλληλότητά τους ως αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και συμβάσεις, θα μπορούσε να διακυβευθεί, αν δεν πραγματοποιηθεί η προτεινόμενη ουσιώδης αλλαγή.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/25


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1642 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον οι διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς θα πρέπει να εφαρμόζουν ορισμένες απαιτήσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, επιτρέπεται στον διαχειριστή σημαντικού δείκτη αναφοράς να επιλέξει να μην εφαρμόσει ορισμένες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Εάν ο διαχειριστής αποφασίσει να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις διατάξεις αυτές, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να αποφασίσει ότι ο διαχειριστής θα πρέπει, παρά ταύτα, να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από αυτές. Στο άρθρο 25 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού καθορίζονται κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή, κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο να εφαρμόσει ο διαχειριστής τις διατάξεις αυτές.

(2)

Τα κριτήρια που απαιτείται να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, τις οποίες μπορεί να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν οι διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς. Οι διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς μπορεί να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν ορισμένες διατάξεις, βάσει των οποίων απαιτείται από αυτούς να προβλέψουν οργανωτικά μέτρα για τη μείωση του κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει από τη συμμετοχή των υπαλλήλων τους στην παροχή του δείκτη αναφοράς. Όταν λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχεία α), γ) και θ) του εν λόγω κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, επομένως, να εξετάζουν επίσης κατά πόσον έχουν προβλεφθεί άλλα κατάλληλα μέσα για την προστασία της ακεραιότητας του δείκτη αναφοράς, αντί για τα οργανωτικά μέτρα που απαιτούνται βάσει των εν λόγω διατάξεων.

(3)

Όταν λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν επίσης τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς σε μία ή περισσότερες συγκεκριμένες αγορές και στην οικονομία γενικότερα, καθώς και τη σημασία του δείκτη αναφοράς για την εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε δημόσια χρήση ή που έχουν τεθεί στη διάθεσή τους με γνωστοποίηση από τον διαχειριστή ή με άλλον τρόπο.

(4)

Όταν λαμβάνουν υπόψη το κριτήριο που καθορίζεται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν επίσης κατά πόσον ο διαχειριστής έχει προβλέψει κατάλληλη εναλλακτική επιλογή τεχνικών μέσων και μηχανισμών ελέγχου για τη διατήρηση της συνέχειας της παροχής του δείκτη αναφοράς και της αρτιότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των διατάξεων που έχει επιλέξει να μην εφαρμόσει ο διαχειριστής.

(5)

Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσουν τις αιτήσεις και να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του,

(6)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) στην Επιτροπή.

(7)

Η ESMA διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τρωτότητα του δείκτη αναφοράς όσον αφορά την παραποίηση

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η τρωτότητα του δείκτη αναφοράς όσον αφορά την παραποίηση, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα συναλλαγών·

β)

αν οι συνεισφέροντες είναι εποπτευόμενες οντότητες·

γ)

αν εφαρμόζονται μέτρα που αυξάνουν την αρτιότητα των δεδομένων εισόδου·

δ)

αν η οργανωτική δομή του διαχειριστή μειώνει τα κίνητρα για παραποίηση·

ε)

αν ο διαχειριστής έχει οικονομικό συμφέρον σε χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή επενδυτικά κεφάλαια που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς·

στ)

αν υπάρχουν αποδεδειγμένες περιπτώσεις παραποίησης του ίδιου δείκτη αναφοράς ή ενός δείκτη αναφοράς με παρόμοια μεθοδολογία, που παρέχεται από διαχειριστή παρόμοιου μεγέθους και οργανωτικής δομής.

Άρθρο 2

Φύση των δεδομένων εισόδου

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η φύση των δεδομένων εισόδου, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

στις περιπτώσεις όπου τα δεδομένα εισόδου είναι δεδομένα συναλλαγών, αν ο διαχειριστής είναι συμμετέχων στην αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς·

β)

στις περιπτώσεις όπου τα δεδομένα εισόδου παρέχονται από συνεισφέροντες, αν οι συνεισφέροντες έχουν οικονομικό συμφέρον σε χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς ή θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την απόδοση ενός επενδυτικού κεφαλαίου που μετράται με τον δείκτη αναφοράς·

γ)

στις περιπτώσεις όπου τα δεδομένα εισόδου αντλούνται από χρηματιστήρια ή συστήματα συναλλαγών που βρίσκονται σε τρίτη χώρα, αν εφαρμόζεται ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο στα εν λόγω χρηματιστήρια ή συστήματα συναλλαγών το οποίο να διασφαλίζει την ακεραιότητα των δεδομένων εισόδου·

δ)

στις περιπτώσεις όπου τα δεδομένα εισόδου αποτελούνται από προσφορές τιμής, αν οι προσφορές είναι δεσμευτικές ή ενδεικτικές και αν εφαρμόζονται επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου σε αυτές.

Άρθρο 3

Επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

αν ο διαχειριστής έχει οικονομικό συμφέρον σε χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς ή θα μπορούσε να επωφεληθεί από την απόδοση ενός επενδυτικού κεφαλαίου που μετράται με τον δείκτη αναφοράς·

β)

στις περιπτώσεις όπου ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου, αν η σχέση του διαχειριστή με τους συνεισφέροντες διέπεται από επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου·

γ)

αν ο διαχειριστής έχει προβλέψει ελέγχους ή άλλα μέτρα που μετριάζουν τις δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων αποτελεσματικά.

Άρθρο 4

Βαθμός διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

στις περιπτώσεις όπου η μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς επιτρέπει κρίση του εμπειρογνώμονα από τον διαχειριστή, αν η χρήση της κρίσης ή η άσκηση διακριτικής ευχέρειας είναι επαρκώς διαφανής·

β)

στις περιπτώσεις όπου ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε εκτιμήσεις, η αποτελεσματικότητα των μέτρων εσωτερικού ελέγχου που έχουν προβλεφθεί από τον διαχειριστή.

Άρθρο 5

Αντίκτυπος του δείκτη αναφοράς στις αγορές

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος του δείκτη αναφοράς στις αγορές, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

στις περιπτώσεις όπου ο δείκτης αναφοράς έχει ιδιαίτερη σημασία για συγκεκριμένη αγορά ή αγορές, αν η αναξιοπιστία του δείκτη αναφοράς θα διατάρασσε τη λειτουργία της εν λόγω αγοράς ή αγορών, και αν υπάρχουν κατάλληλα υποκατάστατα για τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς·

β)

στις περιπτώσεις όπου ο δείκτης αναφοράς μπορεί να χαρακτηριστεί ως σημαντικός δείκτης αναφοράς, βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και όταν οι πληροφορίες είναι γνωστές στην αρμόδια αρχή, οποιαδήποτε σχετική ποσοτική σχέση των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς προς τη συνολική αξία των αντίστοιχων μέσων σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 6

Φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

σε ποιον βαθμό τα δεδομένα εισόδου βασίζονται σε συνεισφορές, αν τα δεδομένα εισόδου είναι δεδομένα συναλλαγών και πώς αντικατοπτρίζεται ο βαθμός αυτός στους μηχανισμούς ελέγχου που έχουν προβλεφθεί από τον διαχειριστή·

β)

η ποσότητα των δεδομένων εισόδου προς επεξεργασία και ο αριθμός των πηγών δεδομένων·

γ)

αν ο διαχειριστής διαθέτει επαρκή τεχνικά μέσα για την επεξεργασία των δεδομένων εισόδου συνεχώς και με άρτιο τρόπο·

δ)

αν η μεθοδολογία δημιουργεί λειτουργικούς κινδύνους κατά την επεξεργασία των δεδομένων εισόδου·

ε)

σε ποιον βαθμό βασίζεται ο διαχειριστής σε συνεισφέροντες για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 7

Σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, περιλαμβάνεται τουλάχιστον αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ της συνολικής αξίας των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς, αφενός, και της αξίας του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού τομέα και του τραπεζικού τομέα σε ένα κράτος μέλος, αφετέρου, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι γνωστές στην αρμόδια αρχή.

Άρθρο 8

Αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

η συνολική αξία όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς, στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, εφόσον είναι γνωστή στην αρμόδια αρχή·

β)

αν η χρήση του δείκτη αναφοράς είναι συγκεντρωμένη σε επιμέρους κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων, χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και επενδυτικών κεφαλαίων·

γ)

στις περιπτώσεις όπου ο δείκτης αναφοράς είναι σημαντικός δείκτης αναφοράς, βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και όταν αυτό είναι γνωστό στην αρμόδια αρχή, ο βαθμός εγγύτητας της συνολικής αξίας των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς προς τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στοιχείο γ) σημείο i) του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 9

Μέγεθος, οργανωτική μορφή ή διάρθρωση του διαχειριστή

Στα περαιτέρω κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος, η οργανωτική μορφή ή η διάρθρωση του διαχειριστή, περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

στις περιπτώσεις όπου η παροχή δεικτών αναφοράς δεν είναι η κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του διαχειριστή, αν η παροχή του δείκτη αναφοράς είναι οργανωτικά διαχωρισμένη ή αν έχουν προβλεφθεί άλλα κατάλληλα μέσα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων·

β)

στις περιπτώσεις όπου ο διαχειριστής ανήκει σε όμιλο, και μία ή περισσότερες οντότητες εντός του ομίλου είναι πραγματικοί ή δυνητικοί χρήστες του δείκτη αναφοράς, αν ο διαχειριστής ενεργεί ανεξάρτητα και αν ο διαχειριστής έχει προβλέψει άλλα κατάλληλα μέσα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/29


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1643 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την περαιτέρω διευκρίνιση του περιεχομένου και των περιπτώσεων όπου απαιτείται επικαιροποίηση της δήλωσης δείκτη αναφοράς την οποία πρέπει να δημοσιεύει ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ο διαχειριστής υποχρεούται να δημοσιεύει δήλωση δείκτη αναφοράς για τον δείκτη αναφοράς ή, κατά περίπτωση, για μια οικογένεια δεικτών αναφοράς εάν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση.

(2)

Οι δηλώσεις δεικτών αναφοράς θα πρέπει να περιλαμβάνουν εμπεριστατωμένες πληροφορίες σχετικά με την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ή η οικογένεια δεικτών αναφοράς, καθώς και επεξήγηση των περιπτώσεων στις οποίες η μέτρηση της εν λόγω αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας μπορεί να καταστεί αναξιόπιστη. Αυτό είναι απαραίτητο διότι οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες βασίζονται σε πληροφορίες αυτού του είδους προκειμένου να κατανοήσουν πλήρως τον δείκτη αναφοράς ή την οικογένεια δεικτών αναφοράς.

(3)

Στις δηλώσεις δεικτών αναφοράς θα πρέπει να αναφέρονται τα στοιχεία διακριτικής ευχέρειας της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς, καθώς και η διαδικασία για τη διενέργεια εκ των υστέρων αξιολόγησης της άσκησης αυτής της διακριτικής ευχέρειας. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι καίριας σημασίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες κατανοούν την ευπάθεια του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς στην παραποίηση.

(4)

Οι διαφορετικοί τύποι δεικτών αναφοράς (δηλαδή οι δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων, οι δείκτες αναφοράς επιτοκίων, οι δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων, οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, οι σημαντικοί δείκτες αναφοράς και οι μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς) υπόκεινται σε διαφορετικές απαιτήσεις βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Κατά συνέπεια, η δήλωση δείκτη αναφοράς θα πρέπει να προσδιορίζει σαφώς και επακριβώς τον τύπο ή τους τύπους δεικτών αναφοράς στους οποίους υπάγεται ο δείκτης αναφοράς ή η οικογένεια δεικτών αναφοράς.

(5)

Όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η δήλωση δείκτη αναφοράς θα πρέπει να περιλαμβάνει πρόσθετες πληροφορίες με τις οποίες διευκρινίζονται οι λόγοι για τους οποίους ο δείκτης αναφοράς αναγνωρίζεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 ως κρίσιμης σημασίας, ούτως ώστε οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες να έχουν στη διάθεσή τους τις απαιτούμενες πληροφορίες για την κατανόηση της βάσης σύμφωνα με την οποία ο δείκτης αναφοράς έχει αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας.

(6)

Η χρήση ρυθμιζόμενων δεδομένων απαλλάσσει τους διαχειριστές και τους συνεισφέροντές τους από ορισμένες υποχρεώσεις δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Ως εκ τούτου, για τους δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων, οι διαχειριστές θα πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τις πηγές δεδομένων τους, καθώς και τα στοιχεία βάσει των οποίων ο δείκτης αναφοράς κατατάσσεται στους δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων.

(7)

Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, οι δείκτες αναφοράς επιτοκίων και οι δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων πρέπει να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των ειδικών παραρτημάτων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, αντί ή επιπλέον της συμμόρφωσής τους με τον τίτλο II του ίδιου κανονισμού. Οι διαχειριστές των εν λόγω δεικτών αναφοράς θα πρέπει να επισημαίνουν το γεγονός αυτό στη δήλωση δείκτη αναφοράς, ούτως ώστε να ενημερώνονται σχετικά οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες.

(8)

Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας πρέπει να συμμορφώνονται με ενισχυμένο ρυθμιστικό καθεστώς που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες να ενημερώνονται δεόντως για το γεγονός αυτό.

(9)

Σε περίπτωση που ένας δείκτης αναφοράς παρουσιάζει χαρακτηριστικά διαφορετικών τύπων δεικτών αναφοράς, οι ειδικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν τους εν λόγω διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς θα πρέπει να εφαρμόζονται παράλληλα και συμπληρωματικά με τις γενικές απαιτήσεις κοινοποίησης, ούτως ώστε να παρέχονται στους χρήστες και τους δυνητικούς χρήστες εμπεριστατωμένες πληροφορίες σχετικά με όλα τα χαρακτηριστικά του δείκτη αναφοράς.

(10)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο παρών κανονισμός αποφεύγει την υπερβολική διοικητική επιβάρυνση των διαχειριστών σημαντικών και μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, διότι θεσπίζει απαίτηση σύμφωνα με την οποία η δήλωση δείκτη αναφοράς πρέπει να περιέχει πιο περιορισμένο σύνολο πληροφοριών για τους σημαντικούς και μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

(11)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(12)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και του οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(13)

Για λόγους συνέπειας με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας ο οποίος πρέπει να καταρτίζεται από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς που βασίζονται σε δεδομένα εισόδου παρεχόμενα από συνεισφέροντες, κρίνεται σκόπιμη η καθυστέρηση της εφαρμογής του παρόντος κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού κατά δύο μήνες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Γενικές απαιτήσεις κοινοποίησης

1.   Στη δήλωση δείκτη αναφοράς περιλαμβάνονται τα εξής:

α)

η ημερομηνία δημοσίευσης της δήλωσης και, κατά περίπτωση, η ημερομηνία τελευταίας επικαιροποίησής της·

β)

εάν είναι διαθέσιμος, ο διεθνής αριθμός αναγνώρισης τίτλων (ISIN) του δείκτη αναφοράς ή των δεικτών αναφοράς· εναλλακτικά, για οικογένεια δεικτών αναφοράς, στη δήλωση μπορούν να παρέχονται λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις δυνατότητες δημόσιας και δωρεάν πρόσβασης στους διεθνείς αριθμούς αναγνώρισης τίτλων (ISIN)·

γ)

αν ο δείκτης αναφοράς, ή οποιοσδήποτε από τους δείκτες της οικογένειας δεικτών αναφοράς, καθορίζεται με τη χρήση συνεισφορών δεδομένων εισόδου·

δ)

αν ο δείκτης αναφοράς, ή οποιοσδήποτε από τους δείκτες της οικογένειας δεικτών αναφοράς χαρακτηρίζεται ως ένας από τους τύπους δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στον τίτλο III του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, συμπεριλαμβανομένης της συγκεκριμένης διάταξης δυνάμει της οποίας ο δείκτης αναφοράς εμπίπτει σε αυτόν τον τύπο.

2.   Κατά τον προσδιορισμό της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας, η δήλωση δείκτη αναφοράς περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

γενική περιγραφή της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας.

β)

τα γεωγραφικά όρια, εάν υπάρχουν, της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας·

γ)

οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία ο διαχειριστής κρίνει ευλόγως σημαντική ή χρήσιμη για την καλύτερη κατανόηση των σχετικών χαρακτηριστικών της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας από τους χρήστες ή τους δυνητικούς χρήστες του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακόλουθων στοιχείων, εφόσον είναι διαθέσιμα αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τα στοιχεία αυτά:

i)

πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς ή δυνητικούς συμμετέχοντες στην αγορά·

ii)

ένδειξη του μεγέθους της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας.

3.   Κατά τον προσδιορισμό των πιθανών περιορισμών του δείκτη αναφοράς και των συνθηκών υπό τις οποίες η μέτρηση της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας ενδέχεται να καταστεί αναξιόπιστη, η δήλωση δείκτη αναφοράς περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

α)

περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες ο διαχειριστής ενδέχεται να μην έχει στη διάθεσή του επαρκή δεδομένα εισόδου για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη μεθοδολογία·

β)

όπου ενδείκνυται, περιγραφή των περιπτώσεων στις οποίες η ακρίβεια και η αξιοπιστία της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς δεν μπορεί πλέον να διασφαλιστεί, όπως όταν ο διαχειριστής θεωρεί ότι η ρευστότητα της υποκείμενης αγοράς είναι ανεπαρκής·

γ)

οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία ο διαχειριστής κρίνει ευλόγως σημαντική ή χρήσιμη ώστε οι χρήστες και οι δυνητικοί χρήστες του δείκτη αναφοράς ή των δεικτών αναφοράς να είναι σε θέση να κατανοούν καλύτερα τις περιστάσεις υπό τις οποίες η μέτρηση της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας ενδέχεται να καταστεί αναξιόπιστη, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της έννοιας του έκτακτου συμβάντος της αγοράς.

4.   Κατά τον προσδιορισμό των ελέγχων και των κανόνων που διέπουν τις περιπτώσεις άσκησης κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας από τον διαχειριστή ή οποιονδήποτε συνεισφέροντα στο πλαίσιο του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς ή των δεικτών αναφοράς, η δήλωση δείκτη αναφοράς περιλαμβάνει συνοπτική περιγραφή κάθε σταδίου της διαδικασίας για τη διενέργεια εκ των υστέρων αξιολόγησης της άσκησης διακριτικής ευχέρειας, καθώς και σαφή ένδειξη της θέσης του προσώπου ή των προσώπων που είναι αρμόδια για τη διενέργεια των αξιολογήσεων.

5.   Κατά τον καθορισμό των διαδικασιών για την επανεξέταση της μεθοδολογίας, στη δήλωση δείκτη αναφοράς περιγράφονται συνοπτικά τουλάχιστον οι διαδικασίες για τη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τυχόν ουσιώδεις αλλαγές στη μεθοδολογία.

6.   Η παράγραφος 3 στοιχείο γ) και η παράγραφος 5 δεν εφαρμόζονται στη δήλωση δείκτη αναφοράς:

α)

για σημαντικό δείκτη αναφοράς· ή

β)

για οικογένεια δεικτών αναφοράς η οποία δεν περιλαμβάνει κανέναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας και δεν απαρτίζεται αποκλειστικά και μόνο από μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

7.   Στην περίπτωση δήλωσης για μη σημαντικό δείκτη αναφοράς ή για οικογένεια δεικτών αναφοράς που απαρτίζεται αποκλειστικά και μόνο από μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς:

α)

δεν εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις του παρόντος άρθρου:

i)

παράγραφος 2 στοιχείο γ),

ii)

παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ),

iii)

παράγραφοι 4 και 5· και

β)

οι απαιτήσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) και β) μπορούν να πληρούνται εναλλακτικά με την προσθήκη στη δήλωση δείκτη αναφοράς σαφούς παραπομπής σε δημοσιευμένο έγγραφο, δωρεάν πρόσβασης, το οποίο περιλαμβάνει τις ίδιες πληροφορίες.

8.   Οι διαχειριστές δύνανται να συμπεριλαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες στο τέλος των οικείων δηλώσεων δεικτών αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι, εάν αυτό γίνεται με παραπομπή σε δημοσιευμένο έγγραφο που περιλαμβάνει τις εν λόγω πληροφορίες, η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό είναι δωρεάν.

Άρθρο 2

Ειδικές απαιτήσεις κοινοποίησης για δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων

Πέραν των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 1, για δείκτη αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων ή, κατά περίπτωση, οικογένεια δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων, η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει στην οικεία περιγραφή των δεδομένων εισόδου τουλάχιστον τα εξής:

α)

τις πηγές των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται·

β)

για κάθε πηγή, τον σχετικό τύπο, όπως παρατίθεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

Άρθρο 3

Ειδικές απαιτήσεις κοινοποίησης για δείκτες αναφοράς επιτοκίων

Πέραν των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 1, για δείκτη αναφοράς επιτοκίου ή, κατά περίπτωση, οικογένεια δεικτών αναφοράς επιτοκίων, η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

σχετική αναφορά για την ενημέρωση των χρηστών όσον αφορά το πρόσθετο ρυθμιστικό καθεστώς που εφαρμόζεται στους δείκτες αναφοράς επιτοκίων βάσει του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

β)

περιγραφή των ρυθμίσεων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για τη συμμόρφωση με το εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 4

Ειδικές απαιτήσεις κοινοποίησης για δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων

Πέραν των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 1, για δείκτη αναφοράς βασικών προϊόντων ή, κατά περίπτωση, οικογένεια δεικτών βασικών προϊόντων, η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει τουλάχιστον τα εξής:

α)

ένδειξη σχετικά με το κατά πόσον οι απαιτήσεις του τίτλου II ή του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 εφαρμόζονται στον δείκτη αναφοράς ή στην οικογένεια δεικτών αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού·

β)

εξήγηση των λόγων για τους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του τίτλου II ή, ανάλογα με την περίπτωση, του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού·

γ)

συμπερίληψη στους ορισμούς των κύριων όρων συνοπτικής περιγραφής των κριτηρίων που καθορίζουν το σχετικό υποκείμενο βασικό προϊόν·

δ)

κατά περίπτωση, υπόδειξη σχετικά με τις δυνατότητες αναζήτησης της δημοσίευσης των διευκρινίσεων που υποχρεούται να δημοσιεύει ο διαχειριστής σύμφωνα με το παράρτημα II σημείο 7 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 5

Ειδικές απαιτήσεις κοινοποίησης για δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

Πέραν των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 1, για δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή, κατά περίπτωση, οικογένεια δεικτών αναφοράς που περιέχει τουλάχιστον έναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

σχετική αναφορά για την ειδοποίηση των χρηστών όσον αφορά το ενισχυμένο ρυθμιστικό καθεστώς που εφαρμόζεται στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

β)

δήλωση στην οποία υποδεικνύεται ο τρόπος ενημέρωσης των χρηστών σε περίπτωση καθυστέρησης της δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς ή σε περίπτωση εκ νέου καθορισμού του δείκτη αναφοράς, καθώς και η (αναμενόμενη) διάρκεια ισχύος των μέτρων.

Άρθρο 6

Επικαιροποιήσεις

Πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, απαιτείται επικαιροποίηση της δήλωσης δείκτη αναφοράς οποτεδήποτε οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση παύουν να είναι ορθές ή αρκετά ακριβείς, και οπωσδήποτε στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε κάθε αλλαγή του τύπου του δείκτη αναφοράς·

β)

σε κάθε ουσιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς ή, εάν η δήλωση δείκτη αναφοράς είναι για οικογένεια δεικτών αναφοράς, της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό οποιουδήποτε από τους δείκτες αναφοράς της οικογένειας δεικτών αναφοράς.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/33


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1644 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 30 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση. Μία από τις προϋποθέσεις αυτές είναι να έχει εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας, με την οποία αναγνωρίζεται το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας ως ισοδύναμα. Βάσει του άρθρου 30 παράγραφος 4 απαιτείται από την ESMA να προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με την αρμόδια αρχή οποιασδήποτε τρίτης χώρας για την οποία έχει εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας.

(2)

Οι ρυθμίσεις συνεργασίας αναμένεται να επιτρέπουν στην ESMA και την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία σχετική με την εκτέλεση των αντίστοιχων εποπτικών καθηκόντων τους. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει ορισμένες αποφάσεις ισοδυναμίας και, στη συνέχεια, οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστές ευρισκόμενους σε καθεμία από τις σχετικές χώρες μπορεί να είναι επιλέξιμοι για χρήση από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση. Είναι, επομένως, σημαντικό να περιέχει κάθε σύνολο ρυθμίσεων συνεργασίας τις ίδιες ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τα έντυπα και τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και τις ίδιες διατάξεις περί εμπιστευτικότητας και τους ίδιους όρους που διέπουν τη χρήση των πληροφοριών που λαμβάνονται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων συνεργασίας.

(3)

Οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα θα διαθέτει επαρκή γνώση όλων των σχετικών γεγονότων και μεταβολών των περιστάσεων που ενδέχεται να επηρεάσουν τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους. Εάν οι εποπτευόμενες οντότητες χρησιμοποιούν δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστές από αυτές τις περιοχές δικαιοδοσίας στην Ένωση, είναι σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές από αυτές τις περιοχές δικαιοδοσίας να τηρούν την ESMA ενήμερη σχετικά με τα εν λόγω γεγονότα και αλλαγές. Οι ρυθμίσεις συνεργασίες θα πρέπει άρα να περιλαμβάνουν διάταξη για την ενημέρωση της ESMA σχετικά με όλα αυτά τα γεγονότα και τις αλλαγές.

(4)

Ομοίως, οι αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών χρειάζεται να τηρούνται ενήμερες για τις δραστηριότητες των διαχειριστών που τελούν υπό την εποπτεία τους. Οι ρυθμίσεις συνεργασίες θα πρέπει, επομένως, να προβλέπουν ότι η ESMA πρέπει να ενημερώνει την αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αν οι διαχειριστές που τελούν υπό την εποπτεία της εν λόγω αρχής κοινοποιούν στην ESMA τη συναίνεσή τους για τη χρήση των δεικτών αναφοράς τους από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση.

(5)

Με εξαίρεση την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 να ανακαλεί την εγγραφή σε μητρώο των διαχειριστών που βρίσκονται σε τρίτες χώρες, η ESMA δεν διαθέτει άμεσες εποπτικές εξουσίες επί των διαχειριστών που βρίσκονται σε τρίτες χώρες. Αντιθέτως, βασίζεται στην εποπτεία από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας, και στη συνεργασία μαζί της. Οι ρυθμίσεις συνεργασίες θα πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνουν διατάξεις με τις οποίες να καθορίζονται οι αντίστοιχοι ρόλοι των μερών που συμμετέχουν στην εποπτική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

(6)

Βάσει του άρθρου 32 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, απαιτείται να έχουν οι ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών αναφοράς το ίδιο ελάχιστο περιεχόμενο όπως οι ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ της ESMA και των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι, όταν καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των ρυθμίσεων συνεργασίας με την ESMA, το περιεχόμενο είναι επίσης κατάλληλο για ρυθμίσεις συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 5.

(7)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ESMA στην Επιτροπή.

(8)

Η ESMA δεν διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ούτε ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, επειδή η ESMA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό θα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα αφορούν άμεσα μόνο τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και την ESMA, και όχι τους συμμετέχοντες στην αγορά.

(9)

Η ESMA ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(10)

Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων συνεργασίας

Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 («ρυθμίσεις συνεργασίας») καθορίζουν με σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής τους. Το εν λόγω πεδίο εφαρμογής περιλαμβάνει τη συνεργασία των μερών, τουλάχιστον σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α)

την ανταλλαγή πληροφοριών και την αποστολή κοινοποιήσεων σχετικών με την εκτέλεση των αντίστοιχων εποπτικών καθηκόντων·

β)

οποιαδήποτε ζητήματα που μπορεί να είναι σχετικά με τις πράξεις, τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες των διαχειριστών που καλύπτονται από τις ρυθμίσεις συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής στην ESMA πληροφοριών σχετικά με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις στις οποίες υπόκεινται οι εν λόγω διαχειριστές στην τρίτη χώρα, καθώς και κάθε ουσιώδη αλλαγή σε αυτές τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις·

γ)

οποιαδήποτε ρυθμιστικά ή εποπτικά μέτρα που έχουν ληφθεί, ή εγκρίσεις που έχουν χορηγηθεί, από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά με κάθε διαχειριστή, ο οποίος έχει δώσει τη συναίνεσή του για τη χρήση των δεικτών αναφοράς στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στις υποχρεώσεις ή τις απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται ο διαχειριστής, που μπορεί να έχουν αντίκτυπο στη συνεχή συμμόρφωση του διαχειριστή με τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

Άρθρο 2

Ανταλλαγή πληροφοριών και κοινοποιήσεις

Οι ρυθμίσεις συνεργασίας περιέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες διατάξεις όσον αφορά οποιεσδήποτε πληροφορίες ή κοινοποιήσεις που πρέπει να ανταλλάσσονται ή να παρέχονται βάσει των ρυθμίσεων:

α)

μια διάταξη με την οποία απαιτείται να περιλαμβάνουν τα αιτήματα παροχής πληροφοριών τουλάχιστον τις πληροφορίες που ζητά η αρχή και σύντομες λεπτομέρειες, που περιγράφουν το αντικείμενο του αιτήματος, τον σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι πληροφορίες και τις σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που εφαρμόζονται στη δραστηριότητα παροχής δεικτών αναφοράς·

β)

λεπτομέρειες του μηχανισμού ή των μηχανισμών με τους οποίους πρέπει να ανταλλάσσονται ή να παρέχονται οι πληροφορίες και οι κοινοποιήσεις·

γ)

μια διάταξη με την οποία απαιτείται να ανταλλάσσονται ή να παρέχονται οι πληροφορίες και οι κοινοποιήσεις γραπτώς·

δ)

μια διάταξη με την οποία απαιτείται να λαμβάνονται μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι κάθε ανταλλαγή ή παροχή πληροφοριών πραγματοποιείται με ασφαλή τρόπο·

ε)

μια διάταξη με την οποία απαιτείται να παρέχονται οι πληροφορίες και οι κοινοποιήσεις εγκαίρως και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το σχετικό χρονοδιάγραμμα που καθορίζεται στις ρυθμίσεις.

Άρθρο 3

Εποπτική συνεργασία

1.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας προσδιορίζουν ένα πλαίσιο για τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων των μερών στον τομέα της εποπτείας των δεικτών αναφοράς, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

μια απαίτηση ότι ο υπογράφων που επιθυμεί να αναλάβει μια εποπτική δραστηριότητα πρέπει να υποβάλει αρχικό γραπτό αίτημα όσον αφορά τη δραστηριότητα·

β)

μια απαίτηση ότι στο αίτημα αναφέρεται το πραγματικό και το νομικό πλαίσιο της εν λόγω δραστηριότητας, καθώς και το εκτιμώμενο χρονοδιάγραμμα·

γ)

μια απαίτηση ότι ο άλλος υπογράφων επιβεβαιώνει γραπτώς την παραλαβή του αιτήματος, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του.

2.   Για τους σκοπούς του συντονισμού των επιτόπιων επιθεωρήσεων στη δικαιοδοσία της αρμόδιας αρχής στην τρίτη χώρα, οι ρυθμίσεις συνεργασίας προβλέπουν διαδικασία προκειμένου τα μέρη να καταλήξουν σε συνεννόηση σχετικά με τους όρους που διέπουν τις εν λόγω επιτόπιες επιθεωρήσεις, οι οποίοι περιλαμβάνουν τουλάχιστον όρους που αναφέρουν τους αντίστοιχους ρόλους και τις αρμοδιότητές τους, το δικαίωμα της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας να συνοδεύει κάθε επιτόπια επιθεώρηση, και το καθήκον της εν λόγω αρχής να βοηθά στην εξέταση, την ερμηνεία και την ανάλυση του περιεχομένου των δημόσιων και μη δημόσιων βιβλίων και αρχείων, και τη συγκέντρωση πληροφοριών από τους διευθυντές και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη κάθε διαχειριστή που καλύπτεται από τις ρυθμίσεις.

Άρθρο 4

Εμπιστευτικότητα, χρήση των πληροφοριών και προστασία των δεδομένων

1.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας προβλέπουν την απαίτηση να μην γνωστοποιούν τα μέρη πληροφορίες που ανταλλάσσονται ή τους παρέχονται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων συνεργασίας, εκτός εάν το μέρος που παρείχε τις πληροφορίες έχει δώσει την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεσή του ή όταν η γνωστοποίηση των δεδομένων είναι αναγκαία και αναλογική υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου, ιδίως στο πλαίσιο ερευνών ή επακόλουθων δικαστικών διαδικασιών.

2.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας προβλέπουν την απαίτηση να αποθηκεύονται με ασφάλεια οι πληροφορίες που λαμβάνονται από μια αρχή στο πλαίσιο των ρυθμίσεων, και επιτρέπουν να χρησιμοποιούνται οι πληροφορίες αποκλειστικά για τον σκοπό που καθορίζεται από την εν λόγω αρχή στο αίτημά της για πληροφορίες ή, εάν οι πληροφορίες παρασχέθηκαν με άλλους τρόπους πλην του αιτήματος, αποκλειστικά για τον σκοπό να παρέχουν τη δυνατότητα στην εν λόγω αρχή να ασκεί τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθήκοντά της. Ωστόσο, η εν λόγω αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές για άλλους σκοπούς, εάν έχει λάβει προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση από την αρχή που παρείχε τις πληροφορίες στο πλαίσιο των ρυθμίσεων.

3.   Όταν οι ρυθμίσεις συνεργασίας επιτρέπουν την ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων, περιέχουν διατάξεις για την εξασφάλιση των κατάλληλων μέσων για την προστασία των εν λόγω δεδομένων, τα οποία να είναι σύμφωνα με όλη την εφαρμοστέα νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων εντός της δικαιοδοσίας των αρμόδιων αρχών οι οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη στην αντίστοιχη ρύθμιση συνεργασίας.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/36


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1645 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης αναγνώρισης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, και της παρουσίασης των πληροφοριών που περιέχονται στην κοινοποίηση προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 32 παράγραφος 9,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ένας διαχειριστής δεικτών αναφοράς που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορεί να υποβάλει αίτηση αναγνώρισης στην Ένωση. Στην αίτηση αναγνώρισης, ο διαχειριστής πρέπει να παρέχει ολοκληρωμένη παρουσίαση των ρυθμίσεων, των πολιτικών και των διαδικασιών που έχει θεσπίσει για την εκπλήρωση των εφαρμοστέων απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να εξασφαλίσει ότι οι αρμόδιες αρχές σε ολόκληρη την Ένωση λαμβάνουν ομοιόμορφες και συνεπείς πληροφορίες από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς σε τρίτες χώρες οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης.

(2)

Η αίτηση αναγνώρισης πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την επιλογή του κράτους μέλους αναφοράς, δυνάμει του άρθρου 32 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και τον νόμιμο εκπρόσωπό του στο κράτος μέλος αναφοράς. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς να βεβαιώνεται ότι το κράτος μέλος αναφοράς έχει προσδιοριστεί με ορθό τρόπο και ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος του διαχειριστή σε τρίτη χώρα είναι εγκατεστημένος στο εν λόγω κράτος μέλος και έχει την εξουσία να ενεργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

(3)

Προκειμένου η αρμόδια αρχή να αξιολογεί κατά πόσον υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν από τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών του αιτούντος και ενδέχεται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του αιτούντος, θίγοντας κατά τον τρόπο αυτό την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς του, ο αιτών πρέπει να υποβάλλει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των ιδιοκτητών του και την ιδιοκτησιακή διάρθρωση των μητρικών του επιχειρήσεων.

(4)

Ο αιτών θα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση, τη λειτουργία και τον βαθμό ανεξαρτησίας των διοικητικών του οργάνων, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να αξιολογεί κατά πόσον η δομή εταιρικής διακυβέρνησης διασφαλίζει την ανεξαρτησία του διαχειριστή κατά τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, καθώς και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων.

(5)

Για τους σκοπούς της αξιολόγησης του τρόπου εξάλειψης ή διαχείρισης και κοινοποίησης των συγκρούσεων συμφερόντων, ο αιτών θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού, καταγραφής, διαχείρισης, μετριασμού, πρόληψης και επανόρθωσης κάθε σύγκρουσης συμφερόντων που τυχόν προκύπτει.

(6)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί την ορθότητα και την αρτιότητα της δομής εσωτερικού ελέγχου, της εποπτείας και του πλαισίου λογοδοσίας, ο αιτών θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή τις πολιτικές και τις διαδικασίες για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων παροχής δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς.

(7)

Η αίτηση αναγνώρισης πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες οι οποίες καταδεικνύουν ότι οι έλεγχοι όσον αφορά τα δεδομένα εισόδου, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι δείκτες αναφορές που παρέχει ο αιτών, είναι επαρκείς για την εξασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας, της ακρίβειας και της ακεραιότητας των εν λόγω δεδομένων.

(8)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί κατά πόσον οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από τον αιτούντα είναι κατάλληλοι για την υφιστάμενη ή τη μελλοντική χρήση τους στην Ένωση, με απώτερο σκοπό την εγγραφή τους στο μητρώο του άρθρου 36 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, στην αίτηση αναγνώρισης θα πρέπει να περιλαμβάνεται κατάλογος όλων των δεικτών αναφοράς που παρέχονται από τον αιτούντα και χρησιμοποιούνται ήδη στην Ένωση ή προορίζονται για μελλοντική χρήση στην Ένωση, καθώς και περιγραφή τους.

(9)

Οι πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τα χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς που παρέχονται από τον αιτούντα είναι σημαντικές προκειμένου να αποδεικνύεται στην αρμόδια αρχή κατά πόσον η αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 πρέπει να διενεργείται σε σχέση με οποιοδήποτε από τα ειδικά καθεστώτα που ισχύουν, τους δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και τους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων που δεν βασίζονται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011.

(10)

Σε περίπτωση που ο αιτών θεωρεί έναν ή περισσότερους από τους δείκτες αναφοράς του σημαντικούς ή μη σημαντικούς, στην αίτηση αναγνώρισης πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τον βαθμό χρήσης του εν λόγω ή των εν λόγω δεικτών αναφοράς στην Ένωση, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να αξιολογήσει την ορθότητα της υπαγωγής τους στην κατηγορία των σημαντικών ή μη σημαντικών δεικτών αναφοράς. Οι παρεχόμενοι από τον αιτούντα δείκτες αναφοράς οι οποίοι δεν χρησιμοποιούνται ακόμη στην Ένωση και περιλαμβάνονται στην αίτηση αναγνώρισης λόγω της μελλοντικής χρήσης τους στην Ένωση θεωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 27 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, μη σημαντικοί δείκτες.

(11)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) στην Επιτροπή.

(12)

Η ESMA διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και του οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(13)

Θα πρέπει να παρέχεται επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να συντάξουν τις αιτήσεις και να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, καθώς και με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο παράρτημα. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Γενικές απαιτήσεις

1.   Κατά την υποβολή αίτησης αναγνώρισης δυνάμει του άρθρου 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, οι διαχειριστές που βρίσκονται σε τρίτη χώρα παρέχουν τις παρέχουν τις πληροφορίες που παρατίθενται στο παράρτημα.

2.   Εάν ο αιτών έχει παραλείψει να υποβάλει οποιαδήποτε από τις απαιτούμενες πληροφορίες, στην αίτηση περιλαμβάνεται επεξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν υποβλήθηκαν οι συγκεκριμένες πληροφορίες.

Άρθρο 2

Μορφή της αίτησης

1.   Η αίτηση αναγνώρισης υποβάλλεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους αναφοράς, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παράρτημα. Τα έγγραφα που αναφέρονται στο σημείο 8 του παραρτήματος υποβάλλονται είτε σε γλώσσα ευρέως διαδεδομένη στον διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα είτε στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους αναφοράς.

2.   Η αίτηση αναγνώρισης υποβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα ή, εάν γίνεται δεκτή από τη σχετική αρμόδια αρχή, σε έντυπη μορφή. Τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα διασφαλίζουν την πληρότητα, την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών κατά τη διάρκεια της διαβίβασης. Ο αιτών μεριμνά ώστε σε κάθε υποβαλλόμενο έγγραφο να προσδιορίζεται με σαφήνεια η συγκεκριμένη απαίτηση του παρόντος κανονισμού στην οποία αναφέρεται.

Άρθρο 3

Συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με πολιτικές και διαδικασίες

1.   Κάθε πολιτική και διαδικασία που θεσπίζεται για τους σκοπούς της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και περιγράφεται σε αίτηση περιλαμβάνει ή συνοδεύεται από τα εξής:

α)

στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων που είναι αρμόδια για την έγκριση και τη διατήρηση των πολιτικών και των διαδικασιών·

β)

περιγραφή του τρόπου παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις πολιτικές και τις διαδικασίες, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων που είναι αρμόδια για την εν λόγω παρακολούθηση·

γ)

περιγραφή των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση παραβίασης των πολιτικών και των διαδικασιών.

2.   Σε περίπτωση που ο αιτών είναι εταιρεία η οποία ανήκει σε όμιλο, δύναται να συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της παραγράφους 1 με την υποβολή των πολιτικών και των διαδικασιών του ομίλου του, εάν αυτές αφορούν την παροχή δεικτών αναφοράς.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αναγνώρισης δυνάμει του άρθρου 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011

ΤΜΗΜΑ Α — ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΕΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΜΙΜΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

1.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

α)

Ονοματεπώνυμο του αιτούντος και ο αναγνωριστικός του κωδικός νομικής οντότητας (LEI).

β)

Διεύθυνση επαγγελματικής έδρας στη χώρα γεωγραφικής θέσης.

γ)

Νομικό καθεστώς.

δ)

Δικτυακός τόπος, εάν υπάρχει.

ε)

Σε περίπτωση που ο αιτών τελεί υπό εποπτεία στην τρίτη χώρα στην οποία βρίσκεται, πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της άδειάς του, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων για τις οποίες διαθέτει άδεια, της ονομασίας και της διεύθυνσης της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας, καθώς και τον σύνδεσμο προς το μητρώο της εν λόγω αρμόδιας αρχής, εάν είναι διαθέσιμος· σε περίπτωση που αρμόδιες για την εποπτεία είναι περισσότερες από μία αρχές, παρέχονται τα λεπτομερή στοιχεία για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων.

στ)

Περιγραφή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του αιτούντος στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, ανεξάρτητα από το αν υπόκεινται σε ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες είναι σημαντικές για τη δραστηριότητα παροχής δεικτών αναφοράς, καθώς και περιγραφή του τόπου άσκησης των εν λόγω επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

ζ)

Σε περίπτωση που ο αιτών ανήκει σε όμιλο, η δομή του ομίλου του, μαζί με το διάγραμμα της ιδιοκτησιακής του διάρθρωσης, στο οποίο εμφαίνονται οι δεσμοί μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της. Οι επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που εμφανίζονται στο διάγραμμα ταυτοποιούνται με την πλήρη επωνυμία, το νομικό καθεστώς και τη διεύθυνση της έδρας και της κεντρικής τους διοίκησης.

η)

Δήλωση του ιδίου του ενδιαφερομένου περί εχεγγύων εντιμότητας, στην οποία περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, λεπτομερή στοιχεία σχετικά με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

παλαιότερες και εκκρεμείς πειθαρχικές διαδικασίες εις βάρος του (εκτός εάν έχει απαλλαγεί)·

ii)

απόρριψη αίτησης αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο από οικονομική αρχή·

iii)

ανάκληση άδειας ή εγγραφής στο μητρώο από οικονομική αρχή.

2.   ΝΟΜΙΜΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

α)

Τεκμηριωμένα στοιχεία προς επίρρωση της επιλογής του κράτους μέλους αναφοράς, κατ' εφαρμογή των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

β)

Όσον αφορά τον νόμιμο εκπρόσωπο που είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος αναφοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 32 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, τα ακόλουθα στοιχεία του:

i)

πλήρες όνομα·

ii)

τίτλος, εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, ή νομικό καθεστώς, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο·

iii)

ιδρυτική πράξη εταιρείας, καταστατικό ή άλλες συστατικές πράξεις, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και διευκρίνιση σχετικά με το αν τελεί υπό την εποπτεία εποπτικής αρχής·

iv)

διεύθυνση·

v)

διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου·

vi)

αριθμός τηλεφώνου·

vii)

γραπτή επιβεβαίωση της εξουσίας του νόμιμου εκπροσώπου να ενεργεί εξ ονόματος του αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

viii)

λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την εκτέλεση του καθήκοντος εποπτείας από τον νόμιμο εκπρόσωπο σε σχέση με την παροχή δεικτών αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση·

ix)

το όνομα, ο τίτλος, η διεύθυνση, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ο αριθμός τηλεφώνου υπεύθυνου επικοινωνίας του νόμιμου εκπροσώπου.

3.   ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

α)

Εσωτερική οργανωτική διάρθρωση όσον αφορά το διοικητικό συμβούλιο, τις επιτροπές ανώτερης διοίκησης, το καθήκον εποπτείας, καθώς και οποιοδήποτε άλλο εσωτερικό όργανο που ασκεί σημαντικά καθήκοντα διαχείρισης και συμμετέχει στην παροχή δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων στοιχείων:

i)

καταστατικό ή περίληψή του· και

ii)

τήρηση τυχόν κωδίκων διακυβέρνησης ή παρόμοιων διατάξεων.

β)

Διαδικασίες βάσει των οποίων διασφαλίζεται ότι οι υπάλληλοι του διαχειριστή, καθώς και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεσή του ή υπό τον έλεγχό του και τα οποία συμμετέχουν άμεσα στην παροχή δείκτη αναφοράς, διαθέτουν τις δεξιότητες, τις γνώσεις και την πείρα που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατίθενται και ότι λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

γ)

Ο αριθμός των υπαλλήλων (έκτακτων και μόνιμων) που συμμετέχουν στην παροχή δείκτη αναφοράς.

4.   ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

α)

Πολιτικές και διαδικασίες που διαλαμβάνουν:

i)

τον παρόντα ή μελλοντικό τρόπο εντοπισμού, καταγραφής, διαχείρισης, περιορισμού, πρόληψης ή επανόρθωσης των υφιστάμενων και των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων·

ii)

τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν τον αιτούντα, ή συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς που παρέχεται από τον αιτούντα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση, σε σχέση με τις οποίες είναι πιθανότερο να προκύψουν συγκρούσεις συμφερόντων, μεταξύ άλλων σε περίπτωση άσκησης κρίσης εμπειρογνώμονα ή διακριτικής ευχέρειας κατά τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, σε περίπτωση που ο αιτών είναι επίσης χρήστης δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου, καθώς και σε περίπτωση που ο παρέχων πληροφορίες αποτελεί επίσης συμμετέχοντα στην αγορά ή στην οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς.

β)

Για δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς, κατάλογος όλων των σημαντικών συγκρούσεων συμφερόντων που έχουν εντοπιστεί, μαζί με τα αντίστοιχα μέτρα περιορισμού τους.

γ)

Η δομή της πολιτικής αποδοχών, με προσδιορισμό των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των αποδοχών των προσώπων που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη δραστηριότητα παροχής δεικτών αναφοράς.

5.   ΔΟΜΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ, ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑΣ

α)

Πολιτικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων παροχής δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς, μεταξύ των οποίων εκείνες που αφορούν τα εξής:

i)

τα συστήματα τεχνολογίας πληροφοριών·

ii)

τη διαχείριση κινδύνου, με καταγραφή των κινδύνων που ενδέχεται να ανακύψουν και να έχουν επιπτώσεις στην ακρίβεια, την ακεραιότητα και την αντιπροσωπευτικότητα των παρεχόμενων δεικτών αναφοράς ή στη συνέχεια της δραστηριότητας παροχής, σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα μέτρα περιορισμού·

iii)

τη σύσταση, τον ρόλο και τη λειτουργία του καθήκοντος εποπτείας, όπως περιγράφεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και προσδιορίζεται περαιτέρω στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 (1) ή στις αντίστοιχες αρχές σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες, στις οποίες συμφώνησε η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) στις 17 Ιουλίου 2013 («αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς»), ή στις αρχές για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου, στις οποίες συμφώνησε η IOSCO στις 5 Οκτωβρίου 2012 («αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών»), κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον διορισμό, την αντικατάσταση ή την απομάκρυνση προσώπων στο πλαίσιο του καθήκοντος εποπτείας·

iv)

τη σύσταση, τον ρόλο και τη λειτουργία του πλαισίου ελέγχου, όπως περιγράφεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 ή στις αντίστοιχες αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών, κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον διορισμό, την αντικατάσταση ή την απομάκρυνση των προσώπων που είναι αρμόδια για το συγκεκριμένο πλαίσιο·

v)

το πλαίσιο λογοδοσίας, όπως περιγράφεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 ή στις αντίστοιχες αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών, κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον διορισμό, την αντικατάσταση ή την απομάκρυνση των προσώπων που είναι αρμόδια για το συγκεκριμένο πλαίσιο.

β)

Σχέδια έκτακτης ανάγκης για τον καθορισμό και τη δημοσίευση δείκτη αναφοράς σε προσωρινή βάση.

γ)

Διαδικασίες για την εσωτερική αναφορά παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 από διευθυντικά στελέχη, υπαλλήλους και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του παρέχοντος πληροφορίες.

6.   ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΘΕΣΗ

Σε περίπτωση που οποιαδήποτε δραστηριότητα η οποία συνιστά μέρος της διαδικασίας για την παροχή δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς αποτελεί αντικείμενο εξωτερικής ανάθεσης:

α)

οι διευθετήσεις εξωτερικής ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών επιπέδου εξυπηρέτησης, οι οποίες καταδεικνύουν τη συμμόρφωση με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 ή με τις αντίστοιχες αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών, κατά περίπτωση·

β)

λεπτομερή στοιχεία των καθηκόντων που αποτελούν αντικείμενο εξωτερικής ανάθεσης, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται ήδη στις σχετικές συμβάσεις·

γ)

πολιτικές και διαδικασίες όσον αφορά την εποπτεία των δραστηριοτήτων εξωτερικής ανάθεσης, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται ήδη στις σχετικές συμβάσεις.

7.   ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ IOSCO

α)

Εάν υπάρχει, αξιολόγηση από ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις αρχές για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες, στις οποίες συμφώνησε η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) στις 17 Ιουλίου 2013 («αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς»), ή προς τις αρχές για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου, στις οποίες συμφώνησε η IOSCO στις 5 Οκτωβρίου 2012, κατά περίπτωση·

β)

Εάν υπάρχει, στις περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών υπόκειται σε εποπτεία, πιστοποίηση που παρέχει η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας όπου βρίσκεται ο αιτών, με την οποία βεβαιώνεται η συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO που αναφέρονται στο στοιχείο α).

8.   ΑΛΛΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

α)

Ο αιτών δύναται να παρέχει κάθε συμπληρωματική πληροφορία σχετική με την αίτησή του την οποία κρίνει κατάλληλη.

β)

Ο αιτών παρέχει τις πληροφορίες αυτές κατά τον τρόπο και υπό τη μορφή που ορίζει η αρμόδια αρχή.

ΤΜΗΜΑ B — ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

9.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ Η ΠΙΘΑΝΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

α)

Κατάλογος ο οποίος περιλαμβάνει όλους τους παρεχόμενους από τον αιτούντα δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται ήδη στην Ένωση και, εάν είναι διαθέσιμοι, τους αντίστοιχους διεθνείς αριθμούς αναγνώρισης τίτλων (ISIN).

β)

Περιγραφή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που παρέχεται και χρησιμοποιείται ήδη στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ή η οικογένεια δεικτών αναφοράς, μαζί με αναφορά των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν για την παροχή των εν λόγω περιγραφών, καθώς και περιγραφή των συνεισφερόντων, εάν υπάρχουν, στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς ή στη συγκεκριμένη οικογένεια δεικτών αναφοράς.

γ)

Κατάλογος ο οποίος περιλαμβάνει όλους τους δείκτες αναφοράς που προορίζονται να διατεθούν στην αγορά για χρήση στην Ένωση και, εάν είναι διαθέσιμοι, τους αντίστοιχους διεθνείς αριθμούς αναγνώρισης τίτλων (ISIN).

δ)

Περιγραφή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που προορίζεται να διατεθεί στην αγορά για χρήση στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ή η οικογένεια δεικτών αναφοράς, μαζί με αναφορά των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν για την παροχή των εν λόγω περιγραφών, καθώς και περιγραφή των συνεισφερόντων, εάν υπάρχουν, στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς ή στη συγκεκριμένη οικογένεια δεικτών αναφοράς.

ε)

Κάθε τεκμηριωμένο στοιχείο που αποδεικνύει ότι ένας δείκτης αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που περιγράφεται στα στοιχεία β) και δ) μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων, σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και υπόκεινται συνεπώς στις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 του ίδιου κανονισμού.

στ)

Κάθε τεκμηριωμένο στοιχείο που αποδεικνύει ότι ένας δείκτης αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που περιγράφεται στα στοιχεία β) και δ) μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και ότι δεν βασίζονται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες, μαζί με οποιοδήποτε στοιχείο που αποδεικνύει την εφαρμογή των απαιτήσεων ειδικού καθεστώτος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 και στο παράρτημα II του κανονισμού ή στις αντίστοιχες αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών.

ζ)

Κάθε τεκμηριωμένο στοιχείο που αποδεικνύει ότι ένας δείκτης αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που περιγράφεται στα στοιχεία β) και δ) μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν δείκτες αναφοράς επιτοκίου, σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, μαζί με οποιοδήποτε στοιχείο που αποδεικνύει την εφαρμογή των απαιτήσεων ειδικού καθεστώτος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 και στο παράρτημα I του κανονισμού.

η)

Κάθε τεκμηριωμένο στοιχείο που αποδεικνύει ότι ένας δείκτης αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που περιγράφεται στο στοιχείο β) παρουσιάζει βαθμό χρήσης στο έδαφος της Ένωσης βάσει του οποίου ο εν λόγω δείκτης αναφοράς ή όλοι οι δείκτες αναφοράς που περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη οικογένεια δεικτών αναφοράς κατατάσσονται είτε στους σημαντικούς δείκτες, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, είτε στους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 27 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται καθορίζονται, στο μέτρο του δυνατού, βάσει των διατάξεων του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/66 (2) της Επιτροπής για την αξιολόγηση του ονομαστικού ποσού χρηματοπιστωτικών μέσων άλλων από τα παράγωγα, του ονομαστικού ποσού των παραγώγων και της καθαρής αξίας του ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων που κάνουν αναφορά στους δείκτες αναφοράς της τρίτης χώρας, εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης έμμεσης αναφοράς σε οποιονδήποτε από τους εν λόγω δείκτες αναφοράς στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς.

θ)

Το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η εφαρμογή εκ μέρους του διαχειριστή οποιασδήποτε από τις εξαιρέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 25 παράγραφος 1, για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς, και στο άρθρο 26 παράγραφος 1, για τους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, όσον αφορά τον δείκτη αναφοράς· οι πληροφορίες παρουσιάζονται, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τη μορφή που καθορίζεται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία θεσπίζονται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 8 και του άρθρου 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 (3).

ι)

Πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα για τον χειρισμό των διορθώσεων όσον αφορά τον καθορισμό ή τη δημοσίευση δείκτη αναφοράς.

ια)

Πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί ο παρέχων πληροφορίες σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής δείκτη αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 ή σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών, κατά περίπτωση.

10.   ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΕΙΣΟΔΟΥ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

α)

Για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς, πολιτικές και διαδικασίες όσον αφορά τα δεδομένα εισόδου, μεταξύ των οποίων εκείνες που αφορούν τα εξής:

i)

το είδος των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται, την προτεραιότητα χρήσης τους και τυχόν άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή κρίσης εμπειρογνώμονα·

ii)

κάθε διαδικασία για την εξασφάλιση της επάρκειας, της καταλληλότητας και της επαληθευσιμότητας των δεδομένων εισόδου·

iii)

τα κριτήρια που καθορίζουν ποιος μπορεί να συνεισφέρει παρέχοντας δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή, καθώς και τη διαδικασία επιλογής των συνεισφερόντων·

iv)

την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου του συνεισφέροντος και τη διαδικασία επικύρωσης των δεδομένων εισόδου.

β)

Για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς, όσον αφορά τη μεθοδολογία:

i)

περιγραφή της μεθοδολογίας στην οποία επισημαίνονται τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 (4)·

ii)

πολιτικές και διαδικασίες, μεταξύ των οποίων εκείνες που αφορούν τα εξής:

τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της επικύρωσης και της επανεξέτασης της μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας τυχόν δοκιμών ή εκ των υστέρων ελέγχων·

τη διαδικασία διαβούλευσης για κάθε προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας.


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1637 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις διαδικασίες και τα χαρακτηριστικά του καθήκοντος εποπτείας (βλ. σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/66 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο πρέπει να αξιολογείται το ονομαστικό ποσό χρηματοπιστωτικών μέσων άλλων από τα παράγωγα, το ονομαστικό ποσό των παραγώγων και η καθαρή αξία του ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων (ΕΕ L 12 της 17.1.2018, σ. 11).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1106 της Επιτροπής, της 8ης Αυγούστου 2018, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τα υποδείγματα για τη δήλωση συμμόρφωσης η οποία πρέπει να δημοσιεύεται και να τηρείται από διαχειριστές σημαντικών και μη σημαντικών δεικτών αναφοράς σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 202 της 9.8.2018, σ. 9).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1641 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται από διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικών δεικτών αναφοράς σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας καθώς και για τις διαδικασίες πραγματοποίησης ουσιωδών αλλαγών στη μεθοδολογία (βλ. σελίδα 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/43


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1646 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Ιουλίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε αιτήσεις αδειοδότησης και σε αιτήσεις εγγραφής στο μητρώο

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 34 παράγραφος 8,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις πληροφορίες τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνει η αρμόδια αρχή μαζί με την αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο δεικτών αναφοράς που υποβάλλεται από διαχειριστή, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του αιτούντος ή των δεικτών αναφοράς που παρέχονται και προορίζονται για χρήση στην Ένωση. Ο προσδιορισμός των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αδειοδότησης και στην αίτηση εγγραφής στο μητρώο προάγει την εφαρμογή μιας κοινής και συνεπούς διαδικασίας σε ολόκληρη την Ένωση.

(2)

Είναι σημαντικό η αρμόδια αρχή να λαμβάνει τις πληροφορίες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ούτως ώστε να είναι σε θέση να εξακριβώνει αν οι ρυθμίσεις που προβλέπει ο αιτών για την αδειοδότηση ή την εγγραφή στο μητρώο πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011.

(3)

Προκειμένου η αρμόδια αρχή να αξιολογεί κατά πόσον τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του δείκτη αναφοράς και τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών του αιτούντος ενδέχεται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του εν λόγω αιτούντος κατά τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς και να θίξουν, συνεπώς, την ακρίβεια και την ακεραιότητα του δείκτη αναφοράς, ο αιτών θα πρέπει να υποχρεούται να υποβάλλει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των ιδιοκτητών του και την ιδιοκτησιακή διάρθρωση των μητρικών του επιχειρήσεων.

(4)

Κατά τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, ο αιτών θα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση, τη λειτουργία και την ανεξαρτησία των διοικητικών του οργάνων, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να αξιολογεί κατά πόσον η δομή εταιρικής διακυβέρνησης διασφαλίζει την ανεξαρτησία του αιτούντος κατά τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, καθώς και την αποφυγή και τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων.

(5)

Ο αιτών θα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές και τις διαδικασίες του όσον αφορά τον εντοπισμό, τη διαχείριση, τον μετριασμό και την κοινοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων σε σχέση με τη δραστηριότητα παροχής δεικτών αναφοράς ή οικογενειών δεικτών αναφοράς την οποία ασκεί. Όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, δεδομένης της μεγαλύτερης συστημικής σημασίας τους, ο αιτών θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή επικαιροποιημένο κατάλογο των υφιστάμενων συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και επεξήγηση του τρόπου διαχείρισής τους.

(6)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί την ορθότητα και την αρτιότητα της δομής εσωτερικού ελέγχου, της εποπτείας και του πλαισίου λογοδοσίας, ο αιτών θα πρέπει να παρέχει τις πολιτικές και τις διαδικασίες για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων παροχής δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς. Οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες στην αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

(7)

Στην αίτηση θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται πληροφορίες με τις οποίες αποδεικνύεται στην αρμόδια αρχή, αφενός, ότι οι έλεγχοι όσον αφορά τα δεδομένα εισόδου που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των παρεχόμενων από τον αιτούντα δεικτών αναφοράς είναι επαρκείς για τη διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας, της ακρίβειας και της ακεραιότητας των εν λόγω δεδομένων και, αφετέρου, ότι η μεθοδολογία που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των δεικτών αναφοράς διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

(8)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί την αντιπροσωπευτικότητα του δείκτη αναφοράς όσον αφορά την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται, ο αιτών θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή περιγραφή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που παρέχεται ή πρόκειται να παρασχεθεί, καθώς και τον τύπο του δείκτη αναφοράς στον οποίο υπάγονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011. Ο τύπος στον οποίο υπάγεται ο δείκτης αναφοράς πρέπει να αξιολογείται σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες γνώσεις του αιτούντος και θα πρέπει να παρέχεται μαζί με αναφορά των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιούνται, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να διαπιστώνει την αξιοπιστία και την πληρότητα των υποκείμενων πληροφοριών.

(9)

Σε περίπτωση που ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, το περιεχόμενο της αίτησης αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο θα πρέπει να καθορίζεται με σαφήνεια, δεδομένου ότι η οργανωτική διάρθρωση του διαχειριστή θα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των νομικών προσώπων.

(10)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(11)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και του οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(12)

Θα πρέπει να παρέχεται επαρκής χρόνος στους διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να συντάξουν τις αιτήσεις και να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, καθώς και με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο παράρτημα. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Γενικές απαιτήσεις

1.   Οι αιτήσεις δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 περιέχουν, κατά περίπτωση, πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα I, σε περίπτωση που ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση αδειοδότησης·

β)

τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα II, σε περίπτωση που ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση εγγραφής στο μητρώο·

γ)

τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα I, σε περίπτωση που ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση αδειοδότησης, εξαιρουμένων των πληροφοριών που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχεία γ), στ), η) και θ) του παραρτήματος I·

δ)

τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα II, σε περίπτωση που ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση εγγραφής στο μητρώο, εξαιρουμένων των πληροφοριών που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχεία γ), στ), η) και θ) του παραρτήματος II.

2.   Η αίτηση μπορεί να περιέχει πληροφορίες στο επίπεδο οικογένειας δεικτών αναφοράς μόνο σε περίπτωση που κανένας από τους δείκτες της οικογένειας δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο δεικτών κρίσιμης σημασίας που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

3.   Εάν ο αιτών έχει παραλείψει να υποβάλει οποιαδήποτε από τις απαιτούμενες πληροφορίες, στην αίτηση περιλαμβάνεται επεξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν υποβλήθηκαν οι συγκεκριμένες πληροφορίες.

4.   Ο αιτών δεν υποχρεούται να παράσχει τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο σημείο 1 στοιχεία στ) έως ι) του παραρτήματος I ή του παραρτήματος II, κατά περίπτωση, στον βαθμό που ο αιτών τελεί ήδη υπό εποπτεία στο κράτος μέλος από την ίδια αρμόδια αρχή για άλλες δραστηριότητες πέραν της παροχής δεικτών αναφοράς.

Άρθρο 2

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται για τύπους δεικτών αναφοράς

1.   Για κάθε μη σημαντικό δείκτη αναφοράς που παρέχει, ο αιτών δύναται να υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες βάσει του παραρτήματος I σημείο 6 ή, κατά περίπτωση, του παραρτήματος II σημείο 6 υπό μορφή περίληψης.

2.   Μη εποπτευόμενες οντότητες οι οποίες παρέχουν δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας και σημαντικούς δείκτες αναφοράς υποβάλλουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I.

3.   Εποπτευόμενες οντότητες οι οποίες παρέχουν μόνο δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας υποβάλλουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην πρώτη στήλη του παραρτήματος II.

4.   Αιτούντες οι οποίοι παρέχουν μόνο μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς υποβάλλουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη δεύτερη στήλη του παραρτήματος II.

5.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4, αιτούντες οι οποίοι παρέχουν μόνο δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων δεν υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 5 στοιχείο γ) και στο σημείο 6 στοιχείο α) περιπτώσεις iii) και iv) του παραρτήματος I και του παραρτήματος II.

6.   Αιτούντες οι οποίοι παρέχουν μόνο δείκτες αναφοράς επιτοκίου υποβάλλουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού και προσδιορίζουν τον τρόπο εφαρμογής των ειδικών απαιτήσεων που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, σε περίπτωση που οι διατάξεις του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 εφαρμόζονται επιπλέον ή εναλλακτικά προς τις απαιτήσεις του τίτλου II του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, δυνάμει του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού.

7.   Αιτούντες οι οποίοι παρέχουν μόνο δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού εάν δεν συνιστούν εποπτευόμενες οντότητες ή εάν παρέχουν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας. Εάν συνιστούν εποπτευόμενες οντότητες και κανένας από τους δείκτες αναφοράς που παρέχουν δεν είναι κρίσιμης σημασίας, υποβάλλουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην πρώτη στήλη του παραρτήματος II. Οι αιτούντες προσδιορίζουν τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 για κάθε δείκτη αναφοράς βασικών προϊόντων που υπάγεται στο παράρτημα II, και όχι στον τίτλο II του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

Άρθρο 3

Συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με πολιτικές και διαδικασίες

1.   Οι πολιτικές και οι διαδικασίες που περιλαμβάνονται σε μια αίτηση περιέχουν ή συνοδεύονται από τα εξής:

α)

στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων που είναι αρμόδια για την έγκριση και τη διατήρηση των πολιτικών και των διαδικασιών·

β)

περιγραφή του τρόπου παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις πολιτικές και τις διαδικασίες, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας των προσώπων που είναι αρμόδια για την εν λόγω παρακολούθηση·

γ)

περιγραφή των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση παραβίασης των πολιτικών και των διαδικασιών.

2.   Αιτούντες οι οποίοι ανήκουν σε όμιλο δύνανται να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της παραγράφους 1 υποβάλλοντας τις πολιτικές και τις διαδικασίες του ομίλου τους, εάν αυτές αφορούν την παροχή δεικτών αναφοράς.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 25 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε αίτηση αδειοδότησης δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011

1.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

α)

Ονοματεπώνυμο του αιτούντος και ο αναγνωριστικός του κωδικός νομικής οντότητας (LEI).

β)

Διεύθυνση επαγγελματικής έδρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

γ)

Νομικό καθεστώς.

δ)

Δικτυακός τόπος, εάν υπάρχει.

ε)

Όσον αφορά τον υπεύθυνο επικοινωνίας για τον σκοπό της αίτησης:

i)

ονοματεπώνυμο·

ii)

τίτλος·

iii)

διεύθυνση·

iv)

διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου·

v)

αριθμός τηλεφώνου.

στ)

Σε περίπτωση που ο αιτών είναι εποπτευόμενη οντότητα, πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της άδειάς του, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων για τις οποίες διαθέτει άδεια και της σχετικής αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος καταγωγής του.

ζ)

Περιγραφή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του αιτούντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από το αν υπόκεινται σε ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες είναι σημαντικές για τη δραστηριότητα παροχής δεικτών αναφοράς, καθώς και περιγραφή του τόπου άσκησης των εν λόγω επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

η)

Οποιαδήποτε ιδρυτική πράξη εταιρείας, καταστατικό ή άλλες συστατικές πράξεις.

θ)

Σε περίπτωση που ο αιτών ανήκει σε όμιλο, η δομή του ομίλου του, μαζί με το διάγραμμα της ιδιοκτησιακής του διάρθρωσης, στο οποίο εμφαίνονται οι δεσμοί μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της. Οι επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που εμφανίζονται στο διάγραμμα ταυτοποιούνται με την πλήρη επωνυμία, το νομικό καθεστώς και τη διεύθυνση της έδρας και της κεντρικής τους διοίκησης.

ι)

Δήλωση του ιδίου του ενδιαφερομένου περί εχεγγύων εντιμότητας, στην οποία περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, λεπτομερή στοιχεία σχετικά με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

πειθαρχικές διαδικασίες εις βάρος του (εκτός εάν έχει απαλλαγεί)·

ii)

απόρριψη αίτησης αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο από οικονομική αρχή·

iii)

ανάκληση άδειας ή εγγραφής στο μητρώο από οικονομική αρχή.

ια)

Αριθμός παρεχόμενων δεικτών αναφοράς.

2.   ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

α)

Εσωτερική οργανωτική διάρθρωση όσον αφορά το διοικητικό συμβούλιο, τις επιτροπές ανώτερης διοίκησης, το καθήκον εποπτείας, καθώς και οποιοδήποτε άλλο εσωτερικό όργανο που ασκεί σημαντικά καθήκοντα διαχείρισης και συμμετέχει στην παροχή δείκτη αναφοράς, όπου συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

καταστατικό ή περίληψή του· και

ii)

τήρηση τυχόν κωδίκων διακυβέρνησης ή παρόμοιων διατάξεων.

β)

Διαδικασίες βάσει των οποίων διασφαλίζεται ότι οι υπάλληλοι του διαχειριστή, καθώς και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεσή του ή υπό τον έλεγχό του και τα οποία συμμετέχουν άμεσα στην παροχή δείκτη αναφοράς, διαθέτουν τις δεξιότητες, τις γνώσεις και την πείρα που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατίθενται και ότι λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

γ)

Ο αριθμός των υπαλλήλων (έκτακτων και μόνιμων) που συμμετέχουν στην παροχή δείκτη αναφοράς.

3.   ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

α)

Πολιτικές και διαδικασίες που διαλαμβάνουν:

i)

τον παρόντα ή μελλοντικό τρόπο εντοπισμού, καταγραφής, διαχείρισης, περιορισμού, πρόληψης ή επανόρθωσης των υφιστάμενων και των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων·

ii)

τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν τον αιτούντα, ή οποιονδήποτε συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς που παρέχεται από τον αιτούντα, σε σχέση με τις οποίες είναι πιθανότερο να προκύψουν συγκρούσεις συμφερόντων, μεταξύ άλλων σε περίπτωση άσκησης κρίσης εμπειρογνώμονα ή διακριτικής ευχέρειας κατά τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, σε περίπτωση που ο αιτών είναι επίσης χρήστης δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου, καθώς και σε περίπτωση που ο αιτών αποτελεί επίσης συμμετέχοντα στην αγορά ή στην οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς.

β)

Για δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς, κατάλογος όλων των σημαντικών συγκρούσεων συμφερόντων που έχουν εντοπιστεί, μαζί με τα αντίστοιχα μέτρα περιορισμού τους. Για κάθε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, επικαιροποιημένος κατάλογος των υφιστάμενων και των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, μαζί με τα αντίστοιχα μέτρα περιορισμού τους.

γ)

Η δομή της πολιτικής αποδοχών, με προσδιορισμό των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των αποδοχών των προσώπων που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη δραστηριότητα παροχής δεικτών αναφοράς.

4.   ΔΟΜΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ, ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑΣ

α)

Πολιτικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων παροχής δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς, μεταξύ των οποίων εκείνες που αφορούν τα εξής:

i)

τα συστήματα τεχνολογίας πληροφοριών·

ii)

τη διαχείριση κινδύνου, με καταγραφή των κινδύνων που ενδέχεται να ανακύψουν και να έχουν επιπτώσεις στην ακρίβεια, την ακεραιότητα και την αντιπροσωπευτικότητα του παρεχόμενου δείκτη αναφοράς ή στη συνέχεια της δραστηριότητας παροχής, σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα μέτρα μετριασμού·

iii)

τη σύσταση, τον ρόλο και τη λειτουργία του καθήκοντος εποπτείας, όπως περιγράφεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και προσδιορίζεται περαιτέρω στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 (1), συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον διορισμό, την αντικατάσταση ή την απομάκρυνση προσώπων στο πλαίσιο του καθήκοντος εποπτείας·

iv)

τη σύσταση, τον ρόλο και τη λειτουργία του πλαισίου ελέγχου, όπως περιγράφεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον διορισμό, την αντικατάσταση ή την απομάκρυνση των προσώπων που είναι αρμόδια για το συγκεκριμένο πλαίσιο·

v)

το πλαίσιο λογοδοσίας, όπως περιγράφεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον διορισμό, την αντικατάσταση ή την απομάκρυνση των προσώπων που είναι αρμόδια για το συγκεκριμένο πλαίσιο.

β)

Σχέδια έκτακτης ανάγκης για τον καθορισμό και τη δημοσίευση δείκτη αναφοράς σε προσωρινή βάση, συμπεριλαμβανομένης της συνέχειας της δραστηριότητας, και σχέδια αποκατάστασης σε περίπτωση καταστροφής.

γ)

Διαδικασίες για την εσωτερική αναφορά παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 από διευθυντικά στελέχη, υπαλλήλους και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχο του αιτούντος.

5.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ Ή ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

α)

Περιγραφή δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς που παρέχει ή που προτίθεται να παράσχει ο αιτών, καθώς και ο τύπος στον οποίο υπάγεται ο δείκτης αναφοράς, σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες γνώσεις του αιτούντος και λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, μαζί με αναφορά των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό του τύπου του δείκτη αναφοράς.

β)

Περιγραφή της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ή η οικογένεια δεικτών αναφοράς, μαζί με αναφορά των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν για την παροχή της συγκεκριμένης περιγραφής.

γ)

Περιγραφή των συνεισφερόντων σε δείκτη αναφοράς ή ομάδα δεικτών αναφοράς, μαζί με τον κώδικα δεοντολογίας, όπως περιγράφεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, και για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, το όνομα και τη γεωγραφική θέση των συνεισφερόντων.

δ)

Πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα για τον χειρισμό των διορθώσεων όσον αφορά τον καθορισμό ή τη δημοσίευση δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς.

ε)

Πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί ο διαχειριστής σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011.

6.   ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΕΙΣΟΔΟΥ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

α)

Για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς, πολιτικές και διαδικασίες όσον αφορά τα δεδομένα εισόδου, μεταξύ των οποίων εκείνες που αφορούν τα εξής:

i)

το είδος των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται, την προτεραιότητα χρήσης τους και τυχόν άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή κρίσης εμπειρογνώμονα·

ii)

κάθε διαδικασία για την εξασφάλιση της επάρκειας, της καταλληλότητας και της επαληθευσιμότητας των δεδομένων εισόδου·

iii)

τα κριτήρια που καθορίζουν ποιος μπορεί να συνεισφέρει παρέχοντας δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή, καθώς και τη διαδικασία επιλογής των συνεισφερόντων·

iv)

την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου του συνεισφέροντος και τη διαδικασία επικύρωσης των δεδομένων εισόδου.

β)

Για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς, όσον αφορά τη μεθοδολογία:

i)

περιγραφή της μεθοδολογίας στην οποία επισημαίνονται τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 (2)·

ii)

πολιτικές και διαδικασίες, μεταξύ των οποίων εκείνες που αφορούν τα εξής:

1.

τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της επικύρωσης και της επανεξέτασης της μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας τυχόν δοκιμών ή εκ των υστέρων ελέγχων·

2.

τη διαδικασία διαβούλευσης για κάθε προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας.

7.   ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΘΕΣΗ

Σε περίπτωση που οποιαδήποτε δραστηριότητα η οποία συνιστά μέρος της διαδικασίας για την παροχή δείκτη αναφοράς ή οικογένειας δεικτών αναφοράς αποτελεί αντικείμενο εξωτερικής ανάθεσης:

α)

οι σχετικές διευθετήσεις εξωτερικής ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών επιπέδου εξυπηρέτησης, οι οποίες καταδεικνύουν τη συμμόρφωση με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011·

β)

λεπτομερή στοιχεία των καθηκόντων που αποτελούν αντικείμενο εξωτερικής ανάθεσης, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται ήδη στις σχετικές συμβάσεις·

γ)

πολιτικές και διαδικασίες όσον αφορά την εποπτεία των δραστηριοτήτων εξωτερικής ανάθεσης.

8.   ΑΛΛΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

α)

Ο αιτών δύναται να παρέχει κάθε συμπληρωματική πληροφορία σχετική με την αίτησή του την οποία κρίνει κατάλληλη.

β)

Ο αιτών παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες κατά τον τρόπο και υπό τη μορφή που ορίζει η αρμόδια αρχή.


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1637 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις διαδικασίες και τα χαρακτηριστικά της εποπτικής λειτουργίας (βλ. σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1641 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται από διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας ή σημαντικών δεικτών αναφοράς σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας, καθώς και τις διαδικασίες πραγματοποίησης ουσιωδών αλλαγών στη μεθοδολογία (βλ. σελίδα 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε αίτηση εγγραφής στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011

«Ε»: «Εφαρμόζεται»

«Δ.Ε.»: «Δεν εφαρμόζεται»

Στοιχείο παραρτήματος I

Εποπτευόμενες οντότητες που παρέχουν μόνο δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας

Οντότητες που παρέχουν μόνο μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς

1)   Γενικές πληροφορίες

1 α)

Ονοματεπώνυμο

Ε

Ε

1 β)

Διεύθυνση

Ε

Ε

1 γ)

Νομικό καθεστώς

Ε

Ε

1 δ)

Δικτυακός τόπος

Ε

Ε

1 ε)

Υπεύθυνος επικοινωνίας

Ε

Ε

1 στ)

Τρέχουσα κατάσταση άδειας

Ε (1)

Ε (1) σε εποπτευόμενες οντότητες

Δ.Ε. σε μη εποπτευόμενες οντότητες

1 ζ)

Ασκούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες

Ε (1)

Ε (1)

1 η)

Συστατικές πράξεις

Ε (1)

Ε (1)

1 θ)

Δομή ομίλου

Ε (1)

Ε (1)

1 ι)

Δήλωση του ιδίου του ενδιαφερομένου περί εχεγγύων εντιμότητας

Ε (1)

Ε (1)

1 ια)

Αριθμός δεικτών αναφοράς

Ε

Ε

2)   Οργανωτική διάρθρωση και διακυβέρνηση

2 α)

Εσωτερική οργανωτική διάρθρωση

Ε

Ε

2 β)

Υπάλληλοι

Ε

Ε

2 γ)

Ανθρώπινοι πόροι

Ε

Δ.Ε.

3)   Συγκρούσεις συμφερόντων

3 α)

Πολιτικές και διαδικασίες

Ε (2)

Ε (2) υπό μορφή περίληψης

3 β)

Σημαντικές συγκρούσεις συμφερόντων

Ε

Δ.Ε.

3 γ)

Διάρθρωση αποδοχών

Ε

Ε

4)   Δομή εσωτερικού ελέγχου, εποπτεία και πλαίσιο λογοδοσίας

4 α)

Πολιτικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων παροχής ενός δείκτη αναφοράς

Ε

Ε (3) υπό μορφή περίληψης

4 β)

Εσωτερικές ρυθμίσεις για τον καθορισμό και τη δημοσίευση ενός δείκτη αναφοράς

Ε

Ε υπό μορφή περίληψης

4 γ)

Εσωτερική αναφορά παραβάσεων

Ε

Ε υπό μορφή περίληψης

5)   Περιγραφή των παρεχόμενων δεικτών αναφοράς

5 α)

Περιγραφή

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

5 β)

Υποκείμενη αγορά

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

5 γ)

Συνεισφέροντες

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

5 δ)

Διορθώσεις

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

5 ε)

Τροποποιήσεις και παύση

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

6)   Δεδομένα εισόδου και μεθοδολογία

6 α)(i)

Περιγραφή των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

6 α)(ii)

Δεδομένα εισόδου – επαρκή, κατάλληλα και επαληθεύσιμα

Ε (4)

Ε (5) υπό μορφή περίληψης

6 α)(iii)

Συνεισφέροντες

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

6 α)(iv)

Αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου του συνεισφέροντος και επικύρωση των δεδομένων εισόδου

Ε (6)

Δ.Ε.

6 β)(i)

Περιγραφή της μεθοδολογίας

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

6 β)(ii)(1)

Επικύρωση/Επανεξέταση

Ε (4)

Ε υπό μορφή περίληψης

6 β)(ii)(2)

Ουσιώδεις αλλαγές

Ε (6)

Δ.Ε.

7)   Εξωτερική ανάθεση

7 α)

Συμβάσεις

Ε (6)

Δ.Ε.

7 β)

Καθήκοντα εξωτερικής ανάθεσης

Ε (6)

Ε υπό μορφή περίληψης

7 γ)

Έλεγχος

Ε (6)

Ε υπό μορφή περίληψης

8)   Άλλα

8 α)

Συμπληρωματικές πληροφορίες

Ε

Ε

8 β)

Μορφή

Ε

Ε


(1)  Εκτός εάν η οντότητα τελεί ήδη υπό την εποπτεία της ίδιας αρμόδιας αρχής για άλλες δραστηριότητες πέραν της παροχής δεικτών αναφοράς.

(2)  Σε περίπτωση που ο αιτών παρέχει σημαντικό ή μη σημαντικό δείκτη αναφοράς, δύναται να επιλέξει να μην υποβάλει τις πληροφορίες σχετικά με το σημείο 3 στοιχείο α) περίπτωση iii) του παραρτήματος I.

(3)  Σε περίπτωση που ο αιτών παρέχει μη σημαντικό δείκτη αναφοράς, δύναται να παραλείψει την υποβολή των πληροφοριών που αφορούν το σημείο 4 στοιχείο α) περίπτωση iii) του παραρτήματος I –εξαιρουμένων των πληροφοριών σχετικά με τη θέσπιση και τη διατήρηση μόνιμου καθήκοντος εποπτείας– και το σημείο 4 στοιχείο α) περιπτώσεις iv) και v) του παραρτήματος I για ορισμένες από τις πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται σχετικά με το πλαίσιο ελέγχου και λογοδοσίας.

(4)  Εποπτευόμενη οντότητα η οποία παρέχει τόσο σημαντικούς όσο και μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς δύναται να υποβάλλει τις εν λόγω πληροφορίες υπό τη μορφή περίληψης όσον αφορά τους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς που παρέχει.

(5)  Ο αιτών δύναται να επιλέξει να μην υποβάλει τις πληροφορίες σχετικά με την επαληθευσιμότητα των δεδομένων εισόδου στο πλαίσιο μη σημαντικού δείκτη αναφοράς που παρέχει.

(6)  Εποπτευόμενη οντότητα η οποία παρέχει τόσο σημαντικούς όσο και μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς δύναται να υποβάλλει τις εν λόγω πληροφορίες μόνο για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς που παρέχει.


5.11.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 274/51


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/1647 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 31ης Οκτωβρίου 2018

για την έγκριση της διάθεσης στην αγορά του προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού ως νέου τροφίμου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/2470 της Επιτροπής

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα νέα τρόφιμα, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 της Επιτροπής (1), και ιδίως το άρθρο 12,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2283 προβλέπει ότι μόνο τα νέα τρόφιμα που έχουν εγκριθεί και περιλαμβάνονται στον ενωσιακό κατάλογο μπορούν να διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283, εκδόθηκε ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/2470 της Επιτροπής (2), ο οποίος θεσπίζει ενωσιακό κατάλογο εγκεκριμένων νέων τροφίμων.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283, η Επιτροπή είναι αρμόδια να αποφασίσει για την έγκριση και τη διάθεση ενός νέου τροφίμου στην αγορά της Ένωσης και για την επικαιροποίηση του ενωσιακού καταλόγου.

(4)

Στις 5 Αυγούστου 2016 η εταιρεία Biova, LLC («η αιτούσα») υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια αρχή της Δανίας για τη διάθεση στην αγορά της Ένωσης του προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού ως νέου συστατικού τροφίμων κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3). Σκοπός της αίτησης είναι το προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού να χρησιμοποιείται σε συμπληρώματα διατροφής που προορίζονται για τον γενικό πληθυσμό ενηλίκων.

(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283, κάθε αίτηση για τη διάθεση νέων τροφίμων στην αγορά της Ένωσης που υποβάλλεται σε ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 και για την οποία δεν έχει ληφθεί η τελική απόφαση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018 θεωρείται αίτηση δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283.

(6)

Αν και η αίτηση για διάθεση του προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού στην αγορά της Ένωσης ως νέου τροφίμου υποβλήθηκε σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97, πληροί επίσης τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283.

(7)

Στις 7 Ιουνίου 2017 η αρμόδια αρχή της Δανίας εξέδωσε την αρχική της έκθεση αξιολόγησης. Στην εν λόγω έκθεση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού πληροί τα κριτήρια για νέο συστατικό τροφίμων, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97.

(8)

Στις 12 Ιουνίου 2017 η Επιτροπή διαβίβασε την αρχική έκθεση αξιολόγησης στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Προβλήθηκαν αιτιολογημένες αντιρρήσεις από άλλα κράτη μέλη εντός της περιόδου των 60 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 όσον αφορά τη διαδικασία παρασκευής, τη σύνθεση, τα τοξικολογικά δεδομένα και την πιθανή αλληλεπίδραση φαρμάκων μεταξύ του νέου τροφίμου και των φαρμάκων που λαμβάνονται από άτομα με αρθραλγία.

(9)

Η αιτούσα, σε μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε στις 5 Ιανουαρίου 2018, ζήτησε από την Επιτροπή να προστατεύσει τα δεδομένα βιομηχανικής ιδιοκτησίας για μια σειρά μελετών που υποβλήθηκαν ως τεκμηρίωση της αίτησης, δηλαδή λεπτομερή περιγραφή της διαδικασίας παρασκευής, τον χαρακτηρισμό «γενικά αναγνωρισμένο ως ασφαλές» (Generally Recognized as Safe-GRAS) του BiovaFlex, έκθεση ομάδας εμπειρογνωμόνων (4), ανάλυση διαλυτοποιημένης μεμβράνης κελυφών αυγού με τη χρήση ραδιοαλλεργοπροσροφητικής δοκιμασίας (RAST) αναστολής (5), ποσοτικά αποτελέσματα δοκιμασιών των αλλεργιογόνων του αυγού (6), δοκιμασία μικροπυρήνων κυττάρων θηλαστικών in vitro σε κύτταρα TK6 (7), μελέτη οξείας τοξικότητας από του στόματος (8), δοκιμή επαναμετάλλαξης σε βακτήρια (8), πιλοτική δοκιμή για την αξιολόγηση της κλινικής ασφάλειας και αποτελεσματικότητας στον άνθρωπο (9), μελέτη ευαισθητοποίησης (Buehler) σε ινδικά χοιρίδια (10), και δεδομένα και έκθεση μιας μελέτης αιματολογίας και βιοχημείας του αίματος (11).

(10)

Στις 20 Απριλίου 2018 η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή»), ζητώντας της να διενεργήσει πρόσθετη αξιολόγηση για το προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού ως νέο τρόφιμο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283.

(11)

Στις 27 Ιουνίου 2018 η Αρχή εξέδωσε επιστημονική γνώμη σχετικά με την ασφάλεια του προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού ως νέου τροφίμου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283 (12). Η γνώμη αυτή συνάδει με τις απαιτήσεις του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283.

(12)

Η εν λόγω γνώμη συνιστά επαρκή βάση για να κριθεί ότι το προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού, στις προτεινόμενες χρήσεις και επίπεδα χρήσης, όταν χρησιμοποιείται ως συστατικό σε συμπληρώματα τροφίμων, συμμορφώνεται με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283.

(13)

Η Αρχή, στη γνώμη της σχετικά με το προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού ως νέο τρόφιμο, έκρινε ότι τα στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία παρασκευής χρησίμευσαν ως βάση για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού. Ως εκ τούτου, η Αρχή θεωρεί ότι τα συμπεράσματα σχετικά με την ασφάλεια του προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού δεν θα μπορούσαν να έχουν συναχθεί χωρίς τα στοιχεία που περιέχονται στην αδημοσίευτη έκθεση της διαδικασίας αυτής.

(14)

Η Επιτροπή, αφού παρέλαβε τη γνώμη της Αρχής, ζήτησε από την αιτούσα να διευκρινίσει περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους ζητά προστασία των δεδομένων βιομηχανικής ιδιοκτησίας των μελετών, καθώς και τους λόγους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι έχει αποκλειστικό δικαίωμα αναφοράς στις εν λόγω μελέτες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283.

(15)

Η αιτούσα δήλωσε επίσης ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, κατείχε δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας και αποκλειστικής αναφοράς στις μελέτες βάσει εθνικού δικαίου και, ως εκ τούτου, κανένας τρίτος δεν είχε νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης ή χρήσης των μελετών αυτών. Η Επιτροπή αξιολόγησε όλες τις πληροφορίες που παρείχε η αιτούσα και θεωρεί ότι η αιτούσα τεκμηρίωσε επαρκώς ότι ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις του άρθρου 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283.

(16)

Κατά συνέπεια, όπως προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283, η λεπτομερής περιγραφή της διαδικασίας παρασκευής, που περιλαμβανόταν στον φάκελο της αιτούσας και χωρίς την οποία η Αρχή δεν θα ήταν σε θέση να αξιολογήσει το νέο τρόφιμο, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί από την Αρχή προς όφελος μεταγενέστερου αιτούντος για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Κατά συνέπεια, η διάθεση στην αγορά, εντός της Ένωσης, του νέου τροφίμου που εγκρίνεται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην αιτούσα για περίοδο πέντε ετών.

(17)

Ωστόσο, το γεγονός ότι η άδεια αυτού του νέου τροφίμου και η αναφορά στη λεπτομερή περιγραφή της διαδικασίας παρασκευής που περιέχεται στον φάκελο της αιτούσας επιτρέπονται μόνο για την αποκλειστική χρήση της αιτούσας δεν σημαίνει ότι άλλοι αιτούντες δεν μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τη διάθεση στην αγορά του ίδιου νέου τροφίμου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτησή τους βασίζεται σε πληροφορίες που αποκτήθηκαν νόμιμα για την τεκμηρίωση της αίτησης με βάση τον παρόντα κανονισμό.

(18)

Δεδομένου ότι η πηγή του νέου τροφίμου είναι τα αυγά, τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) ως ουσίες ή προϊόντα που προκαλούν αλλεργίες ή δυσανεξίες, τα συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού θα πρέπει να φέρουν κατάλληλη επισήμανση σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 21 του εν λόγω κανονισμού.

(19)

Η οδηγία 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) ορίζει απαιτήσεις για τα συμπληρώματα διατροφής. Η χρήση προϊόντος υδρόλυσης μεμβρανών αυγού θα πρέπει να επιτραπεί με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της εν λόγω οδηγίας.

(20)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Το προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού, όπως καθορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, προστίθεται στον ενωσιακό κατάλογο εγκεκριμένων νέων τροφίμων που καταρτίστηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/2470.

2.   Για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, μόνον η αρχική αιτούσα:

 

Εταιρεία: Biova, LLC

 

Διεύθυνση: 5800 Merle Hay Rd, Suite 14 PO Box 394 Johnston 50131, Iowa USA·

επιτρέπεται να διαθέσει στην αγορά εντός της Ένωσης το νέο τρόφιμο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εκτός εάν επόμενος αιτών λάβει έγκριση για το νέο τρόφιμο χωρίς αναφορά στα δεδομένα που προστατεύονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού ή με τη σύμφωνη γνώμη της Biova, LLC.

3.   Η εγγραφή στον ενωσιακό κατάλογο που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις χρήσης και τις απαιτήσεις επισήμανσης που καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

4.   Η έγκριση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2002/46/ΕΚ.

Άρθρο 2

Η μελέτη που περιέχεται στον φάκελο της αίτησης, βάσει της οποίας αξιολογήθηκε από την Αρχή το νέο τρόφιμο που αναφέρεται στο άρθρο 1, για την οποία η αιτούσα ισχυρίζεται ότι πληροί τους όρους του άρθρου 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283, δεν χρησιμοποιείται προς όφελος μεταγενέστερου αιτούντος για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Biova, LLC.

Άρθρο 3

Το παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/2470 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 31 Οκτωβρίου 2018.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 327 της 11.12.2015, σ. 1.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/2470 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, για την κατάρτιση ενωσιακού καταλόγου νέων τροφίμων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2283 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα νέα τρόφιμα (ΕΕ L 351 της 30.12.2017, σ. 72).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων (ΕΕ L 43 της 14.2.1997, σ. 1).

(4)  Biova, LLC· Φεβρουάριος 2015 (δεν έχει δημοσιευθεί).

(5)  Food Allergy Research and Resource Program, University of Nebraska, Lincoln· Απρίλιος 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί).

(6)  Food Allergy Research and Resource Program, University of Nebraska, Lincoln· Φεβρουάριος 2008β (δεν έχει δημοσιευθεί).

(7)  BioReliance Corporation, Rockville (MD) for NIS Labs, Klamath Falls (OR)· Ιανουάριος 2016 (δεν έχει δημοσιευθεί).

(8)  ST&T Consultants, San Francisco (CA) for Biova LLC, Johnston (IA)·Ιανουάριος 2009α (δεν έχει δημοσιευθεί).

(9)  ST&T Consultants, San Francisco (CA) for Biova LLC· Ιούλιος 2009γ (δεν έχει δημοσιευθεί).

(10)  ST&T Consultants, San Francisco (CA) for Biova LLC, Johnston (IA)· Φεβρουάριος 2009α (δεν έχει δημοσιευθεί).

(11)  ST&T Consultants, San Francisco (CA)· Ιούλιος 2009γ (δεν έχει δημοσιευθεί).

(12)  EFSA Journal 2018· 16(7):5363.

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).

(14)  Οδηγία 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί των συμπληρωμάτων διατροφής (ΕΕ L 183 της 12.7.2002, σ. 51).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/2470 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στον πίνακα 1 (Εγκεκριμένα νέα τρόφιμα) προστίθεται η ακόλουθη τελευταία στήλη:

«Προστασία δεδομένων»

2)

Στον πίνακα 1 (Εγκεκριμένα νέα τρόφιμα) προστίθεται η ακόλουθη καταχώριση κατ αλφαβητική σειρά:

Εγκεκριμένο νέο τρόφιμο

Προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί το νέο τρόφιμο

Επιπρόσθετες ειδικές απαιτήσεις επισήμανσης

Άλλες απαιτήσεις

Προστασία δεδομένων

«Προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού

Συγκεκριμένη κατηγορία τροφίμων

Ανώτατα επίπεδα

Η ονομασία του νέου τροφίμου στην επισήμανση των τροφίμων στα οποία περιέχεται είναι “προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού”.

 

Εγκρίθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2018. Η παρούσα καταχώριση βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας και επιστημονικά δεδομένα που προστατεύονται σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283.

Αιτούσα: Biova, LLC., 5800 Merle Hay Rd, Suite 14 PO Box 394 Johnston 50131, Iowa USA. Κατά τη διάρκεια της προστασίας δεδομένων, το νέο τρόφιμο “προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού” επιτρέπεται να διατίθεται στην αγορά εντός της Ένωσης μόνον από την Biova, LLC., εκτός εάν μεταγενέστερος αιτών λάβει έγκριση για το νέο τρόφιμο χωρίς αναφορά στα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή στα επιστημονικά δεδομένα που προστατεύονται σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2283 ή με τη σύμφωνη γνώμη της Biova, LLC.

Καταληκτική ημερομηνία της προστασίας δεδομένων: 25 Νοεμβρίου 2023»

Συμπληρώματα διατροφής, όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/46/ΕΚ, για γενικό πληθυσμό ενηλίκων

450 mg/ημέρα

3)

Η ακόλουθη καταχώριση προστίθεται στον πίνακα 2 (Προδιαγραφές) κατ' αλφαβητική σειρά:

Εγκεκριμένο νέο τρόφιμο

Προδιαγραφή

«Προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού

Περιγραφή

Το προϊόν υδρόλυσης μεμβρανών αυγού προέρχεται από μεμβράνες κελυφών αυγού κότας. Τα κελύφη αυγού υποβάλλονται σε υδρομηχανικό διαχωρισμό για τη λήψη των μεμβρανών αυγού, οι οποίες στη συνέχεια υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία με τη χρήση κατοχυρωμένης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μεθόδου διαλυτοποίησης. Μετά τη διαδικασία διαλυτοποίησης, το διάλυμα διηθείται, συμπυκνώνεται, αποξηραίνεται με ψεκασμό και συσκευάζεται.

Χαρακτηριστικά/Σύνθεση

Χημικές παράμετροι

Μέθοδοι

Σύνολο ενώσεων που περιέχουν άζωτο (% κ.β.): ≥ 88

Καύση σύμφωνα με τις μεθόδους AOAC 990.03 και AOAC 992.15

Κολλαγόνο (% κ.β.): ≥ 15

SircolTM δοκιμασία διαλυτού κολλαγόνου

Ελαστίνη (% κ.β.): ≥ 20

FastinTM δοκιμασία ελαστίνης

Σύνολο γλυκοζαμινογλυκανών (% κ.β.): ≥ 5

USP26 (μέθοδος K0032 με θειική χονδροϊτίνη)

Ασβέστιο: ≤ 1 %

 

Φυσικές παράμετροι

pH: 6,5 – 7,6

Τέφρα (% κ.β.): ≤ 8

Υγρασία (% κ.β.): ≤ 9

Ενεργότητα νερού: ≤ 0,3

Διαλυτότητα (στο νερό): διαλυτό

Φαινόμενη πυκνότητα: ≥ 0,6 g/cc

Βαρέα μέταλλα

Αρσενικό ≤ 0,5 mg/kg

Μικροβιολογικά κριτήρια

Αριθμός αερόβιων μικροοργανισμών: ≤ 2 500 CFU/g

Escherichia coli: ≤ 5 MPN/g

Salmonella: Απουσία (σε 25 g)

Κολοβακτηριοειδή: ≤ 10 MPN/g

Staphylococcus aureus: ≤ 10 CFU/g

Αριθμός μεσόφιλων σπορίων: ≤ 25 CFU/g

Αριθμός θερμόφιλων σπορίων: ≤ 10 CFU/10 g

Ζυμομύκητες: ≤ 10 CFU/g

Υφομύκητες: ≤ 200 CFU/g

CFU: Colony Forming Units (μονάδες σχηματισμού αποικιών)· MPN = Most Probable Number (πλέον πιθανός αριθμός)· USP: United States Pharmacopeia (φαρμακοποιία ΗΠΑ).»