ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
9 Ιουλίου 2018


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, για την παρακολούθηση και τη δήλωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα ( 1)

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/957 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών ( 1)

16

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2018/958 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, σχετικά με τον έλεγχο αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέας νομοθετικής κατοχύρωσης των επαγγελμάτων

25

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

9.7.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/956 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 28ης Ιουνίου 2018

για την παρακολούθηση και τη δήλωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε, στα συμπεράσματά του της 23ης και 24ης Οκτωβρίου 2014 σχετικά με το πλαίσιο πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030, ένα δεσμευτικό στόχο για μείωση κατά τουλάχιστον 40 % των εγχώριων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο σύνολο της οικονομίας έως το 2030 σε σύγκριση με το 1990 και αυτός ο στόχος επαναβεβαιώθηκε κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης-18ης Μαρτίου 2016.

(2)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματα της 23ης-24ης Οκτωβρίου 2014 όρισε ότι ο στόχος πρέπει να επιτευχθεί συλλογικά από την Ένωση με την καλύτερη δυνατή σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας και τις μειώσεις στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης («ΣΕΔΕ της ΕΕ») και στους τομείς εκτός ΣΕΔΕ να ανέρχονται στο 43 % και στο 30 % αντίστοιχα έως το 2030 σε σύγκριση με το 2005. Η συμφωνία των Παρισίων (3), μεταξύ άλλων, θέτει ένα μακροπρόθεσμο στόχο σύμφωνα με την επιδίωξη να συγκρατηθεί η αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας σαφώς κάτω των 2 °C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και να συνεχιστούν οι προσπάθειες ώστε να διατηρηθεί στον 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Όλα τα κράτη μέλη είναι ανάγκη να συμμετέχουν στην προσπάθεια αυτή και όλοι οι τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, να συμβάλουν στην επίτευξη των μειώσεων εκπομπών που συμφωνήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καθώς και στην εκπλήρωση των μακροπρόθεσμων στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων.

(3)

Η ευρωπαϊκή στρατηγική της Επιτροπής για την κινητικότητα χαμηλών εκπομπών για το 2016 θέτει τον φιλόδοξο στόχο σύμφωνα με τον οποίο, μέχρι τα μέσα του αιώνα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τις μεταφορές θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά τουλάχιστον 60 % σε σχέση με το 1990, με σταθερά πτωτική πορεία προς την εξάλειψή τους.

(4)

Για να επιτευχθεί ο εν λόγω στόχος, είναι σκόπιμο να εξεταστούν μια σειρά διαφορετικών μέτρων. Εκτός από τον καθορισμό των προδιαγραφών εκπομπών CO2 για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, δηλαδή τα φορτηγά, τα λεωφορεία και τα πούλμαν, τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν άλλες δράσεις που συμβάλλουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και τη μείωση των εκπομπών CO2 των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, όπως βελτιστοποίηση φορτίου, φάλαγγα φορτηγών, εκπαίδευση οδηγών, χρήση εναλλακτικών καυσίμων, σχέδια ανανέωσης του στόλου, ελαστικά χαμηλής αντίστασης κύλισης, μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης και επενδύσεις στη συντήρηση των υποδομών.

(5)

Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα αντιπροσωπεύουν σήμερα περίπου το ένα τέταρτο των εκπομπών από τον τομέα των οδικών μεταφορών στην Ένωση και, εάν δεν ληφθούν πρόσθετα μέτρα, αναμένεται να αυξηθούν κατά 10 % μεταξύ του 2010 και του 2030 και κατά 17 % μεταξύ του 2010 και του 2050. Είναι ανάγκη να εφαρμοστούν αποτελεσματικά μέτρα για τη μείωση των εκπομπών από τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, προκειμένου να συμβάλουν στις αναγκαίες μειώσεις των εκπομπών στον τομέα των μεταφορών.

(6)

Στην ανακοίνωσή της του 2014 σχετικά με μια στρατηγική για τη μείωση της κατανάλωσης καυσίμων και των εκπομπών CO2 από τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι προϋπόθεση για τη θέσπιση τέτοιου είδους μέτρων είναι μια ρυθμιζόμενη διαδικασία για τον προσδιορισμό των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ορίζει το πλαίσιο για τη θέσπιση μιας τέτοιας ρυθμιζόμενης διαδικασίας. Οι μετρήσεις που διεξάγονται σύμφωνα με την εν λόγω διαδικασία θα παράσχουν αξιόπιστα και συγκρίσιμα δεδομένα για τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση καυσίμου από κάθε βαρύ επαγγελματικό όχημα σχετικά με ένα σημαντικό μέρος του στόλου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων στην Ένωση. Ο αγοραστής ενός συγκεκριμένου βαρέος επαγγελματικού οχήματος και το αντίστοιχο κράτος μέλος ταξινόμησης θα έχουν πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, ώστε να καλυφθεί εν μέρει το χάσμα γνώσεων.

(8)

Οι εταιρείες μεταφορών είναι, σε μεγάλο βαθμό, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Επιπλέον, δεν έχουν ακόμη πρόσβαση σε τυποποιημένες πληροφορίες για να αξιολογήσουν τις τεχνολογίες απόδοσης καυσίμου ή να συγκρίνουν βαρέα επαγγελματικά οχήματα, προκειμένου να λαμβάνουν όσο το δυνατό πιο τεκμηριωμένες αποφάσεις αγοράς σύμφωνα με τις ανάγκες τους, μειώνοντας έτσι τις δαπάνες τους για καύσιμα, οι οποίες αντιπροσωπεύουν πάνω από το ένα τέταρτο των εξόδων λειτουργίας τους.

(9)

Πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις ενός βαρέος επαγγελματικού οχήματος όσον αφορά τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση καυσίμου θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους χρήστες να λαμβάνουν καλώς τεκμηριωμένες αποφάσεις αγοράς και να διασφαλίζονται υψηλά επίπεδα διαφάνειας. Όλοι οι κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων θα είναι σε θέση να συγκρίνουν τις επιδόσεις των οχημάτων τους με τις επιδόσεις των οχημάτων άλλων κατασκευαστών. Αυτό θα ενισχύσει τα κίνητρα για την ανάπτυξη καινοτομίας και θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη βαρέων επαγγελματικών οχημάτων με υψηλότερη ενεργειακή απόδοση, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα. Οι πληροφορίες αυτές θα παρέχουν επίσης στους πολιτικούς ιθύνοντες σε επίπεδο Ένωσης και σε επίπεδο κράτους μέλους μια ορθή βάση για τη χάραξη πολιτικών για την προώθηση της χρήσης βαρέων επαγγελματικών οχημάτων με μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση.

(10)

Για να αποκτηθεί πλήρης γνώση της διάρθρωσης του στόλου βαρέων επαγγελματικών οχημάτων στην Ένωση, της διαχρονικής εξέλιξής της και του δυνητικού αντικτύπου στις εκπομπές CO2, είναι σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να παρακολουθούν και να δηλώνουν στην Επιτροπή τα στοιχεία σχετικά με την ταξινόμηση όλων των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και όλων των νέων ρυμουλκουμένων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων για τα συστήματα παραγωγής και μετάδοσης ισχύος και το σχετικό αμάξωμα.

(11)

Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να παρακολουθούνται και να δηλώνονται στην Επιτροπή από τους κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων οι εκπομπές CO2 και οι τιμές κατανάλωσης καυσίμου που προσδιορίζονται για κάθε νέο βαρύ επαγγελματικό όχημα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400 της Επιτροπής (5).

(12)

Η διαθεσιμότητα δεδομένων σχετικά με τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση καυσίμου για τις διάφορες κατηγορίες βαρέων επαγγελματικών οχημάτων εξαρτάται από το πότε οι κατηγορίες θα καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2400. Για να υπάρξει σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και δήλωσης για τους κατασκευαστές, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει τα αρχικά έτη για την παρακολούθηση και τη δήλωση για κάθε κατηγορία βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400, τα στοιχεία θα είναι διαθέσιμα για ορισμένα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται κατά το 2019. Αρχής γενομένης από το έτος αυτό, οι κατασκευαστές θα πρέπει να υποχρεώνονται να παρακολουθούν και να δηλώνουν τα τεχνικά δεδομένα που αφορούν τα εν λόγω οχήματα. Για άλλες κατηγορίες βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και ομάδες βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, τα δεδομένα θα είναι διαθέσιμα μόνο σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Θα πρέπει να οριστεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα για τον προσδιορισμό των αρχικών ετών για την παρακολούθηση και τη δήλωση δεδομένων για τις εν λόγω κατηγορίες οχημάτων και ομάδες οχημάτων. Δεδομένης της τεχνικής πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η ανάπτυξη διαδικασιών για τον προσδιορισμό των εκπομπών CO2 και την κατανάλωση καυσίμου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων των υπόλοιπων κατηγοριών και ομάδων, η προθεσμία θα πρέπει να οριστεί στα επτά έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(13)

Είναι προς το δημόσιο συμφέρον τα τεχνικά δεδομένα που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό των εκπομπών CO2 και των επιδόσεων ως προς την κατανάλωση καυσίμου κάθε βαρέος επαγγελματικού οχήματος να διαδίδονται ενεργά στο κοινό με σκοπό να βελτιωθεί η διαφάνεια στις προδιαγραφές των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και τις σχετικές επιδόσεις, καθώς και να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των κατασκευαστών. Τα δεδομένα που είναι ευαίσθητα για λόγους προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και θεμιτού ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται. Ορισμένα δεδομένα σχετικά με τις αεροδυναμικές επιδόσεις των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων θα πρέπει να διατίθενται στο κοινό σε μορφή εύρους, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη θέματα θεμιτού ανταγωνισμού. Τα δεδομένα που δηλώνονται θα πρέπει να διατίθενται στο κοινό σε ευπρόσιτη μορφή και ατελώς. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα περαιτέρω δικαιώματα πρόσβασης του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(14)

Είναι σημαντικό το σύστημα παρακολούθησης και δήλωσης να είναι εύχρηστο για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των μεταφορών, ανεξαρτήτως των διαστάσεων και των πόρων τους. Είναι επίσης σημαντικό να προωθηθεί ενεργά από την Επιτροπή ένα τέτοιο σύστημα, για να εξασφαλιστεί ότι θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στον τομέα και για να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων που δηλώνονται.

(15)

Η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τα στοιχεία που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη και τους κατασκευαστές για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος θα πρέπει να παρουσιάζεται στο κοινό με τρόπο που να καταδεικνύει με σαφήνεια τις επιδόσεις του στόλου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων της Ένωσης και κάθε κράτους μέλους, καθώς και των επιδόσεων κάθε κατασκευαστή. Θα πρέπει να επιτρέπει τη σύγκριση εντός και μεταξύ στόλων σε ό, τι αφορά τον μέσο όρο της κατανάλωσης καυσίμου και των εκπομπών CO2, για κάθε ομάδα βαρέων επαγγελματικών οχημάτων ανά προφίλ χρήσης.

(16)

Είναι απαραίτητο οι τιμές εκπομπών CO2 και κατανάλωσης καυσίμου που καθορίζονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400 να αντικατοπτρίζουν ορθά τις επιδόσεις των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων. Συνεπώς, ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει διατάξεις για την επαλήθευση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της χρήσης του εργαλείου προσομοίωσης, καθώς και των ιδιοτήτων που σχετίζονται με τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση καυσίμου των σχετικών κατασκευαστικών στοιχείων, των χωριστών τεχνικών μονάδων και των συστημάτων. Η εν λόγω διαδικασία επαλήθευσης θα πρέπει να περιλαμβάνει δοκιμές στο οδικό δίκτυο. Το νέο πλαίσιο έγκρισης τύπου όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) παρέχει τα μέσα για να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση αποκλίσεων, έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα από τον κατασκευαστή και ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει διοικητικά πρόστιμα. Το εν λόγω νέο πλαίσιο αναγνωρίζει επίσης τη σημασία της παροχής δυνατότητας σε τρίτους να πραγματοποιούν ανεξάρτητη δοκιμή οχημάτων και να έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα δεδομένα. Η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί τα αποτελέσματα των εν λόγω δοκιμών επαλήθευσης και θα πρέπει να περιλαμβάνει ανάλυση των αποτελεσμάτων αυτών στην ετήσια έκθεσή της.

(17)

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα που παρακολουθούνται και δηλώνονται είναι άρτια και αξιόπιστα. Επομένως, η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει τρόπους για να επαληθεύει και, κατά περίπτωση, να διορθώνει τα τελικά δεδομένα. Συνεπώς, οι απαιτήσεις παρακολούθησης θα πρέπει επίσης να προβλέπουν παραμέτρους που επιτρέπουν την επαρκή ιχνηλάτηση και επαλήθευση των δεδομένων.

(18)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο όταν κρίνει ότι τα στοιχεία που δήλωσε ο κατασκευαστής παρεκκλίνουν από τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και, ιδίως, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 582/2011 της Επιτροπής (8) και τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2400 ή όταν ο κατασκευαστής δεν παρέχει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός της ισχύουσας προθεσμίας. Τα πρόστιμα αυτά θα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

(19)

Με βάση την πείρα που έχει αποκτηθεί από την παρακολούθηση και τη δήλωση στοιχείων σχετικά με τις εκπομπές CO2 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) για τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 510/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) για τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα, είναι σκόπιμο να ανατεθεί στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος η ευθύνη για την ανταλλαγή των δεδομένων αυτών με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τους κατασκευαστές, καθώς και για τη διαχείριση της τελικής βάσης δεδομένων για λογαριασμό της Επιτροπής. Επίσης, είναι σκόπιμο να εναρμονιστούν κατά το δυνατό οι διαδικασίες παρακολούθησης και δήλωσης για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα με τις ήδη υφιστάμενες διαδικασίες για τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα.

(20)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επαλήθευση και τη διόρθωση των παρακολουθούμενων δεδομένων, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(21)

Για να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις δεδομένων και η διαδικασία παρακολούθησης και δήλωσης εξακολουθούν να έχουν διαχρονική αξία για την αξιολόγηση της συμβολής του στόλου βαρέων επαγγελματικών οχημάτων στις εκπομπές CO2, για να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα δεδομένων σχετικά με νέες και προηγμένες τεχνολογίες μείωσης εκπομπών CO2 και σχετικά με τα αποτελέσματα των δοκιμών επαλήθευσης στο οδικό δίκτυο και για να διασφαλιστεί ότι το εύρος τιμών αντίστασης του αέρα εξακολουθούν να ισχύουν για πληροφορίες και τη συγκρισιμότητα, καθώς και για να συμπληρωθούν οι διατάξεις περί διοικητικών προστίμων, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή σε σχέση με τη συμπλήρωση των ετών έναρξης για την παρακολούθηση και τη δήλωση σχετικά με τις κατηγορίες βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που καλύπτονται, με την τροποποίηση των απαιτήσεων για τα δεδομένα και της διαδικασίας παρακολούθησης και δήλωσης που καθορίζεται στα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού, με την τροποποίηση του εύρους τιμών αντίστασης του αέρα, με τον προσδιορισμό των δεδομένων που πρέπει να δηλώνουν τα κράτη μέλη για την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των δοκιμών επαλήθευσης στο οδικό δίκτυο και με τον καθορισμό των κριτηρίων, τον υπολογισμό και τη μέθοδο είσπραξης των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται στους κατασκευαστές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (12). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(22)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η παρακολούθηση και η δήλωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα στην Ένωση, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τις απαιτήσεις για την παρακολούθηση και τη δήλωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται στην Ένωση.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην παρακολούθηση και τη δήλωση νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων από τα κράτη μέλη και τους κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων.

Εφαρμόζεται στις ακόλουθες κατηγορίες οχημάτων:

α)

οχήματα των κατηγοριών M1, M2, N1 και N2 με μάζα αναφοράς που υπερβαίνει τα 2 610 kg, τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), και όλα τα οχήματα των κατηγοριών M3 και N3,

β)

οχήματα των κατηγοριών O3 και O4.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα εν λόγω οχήματα αναφέρονται ως βαρέα επαγγελματικά οχήματα.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που διατυπώνονται στην οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009.

Άρθρο 4

Παρακολούθηση και δήλωση στοιχείων από τα κράτη μέλη

1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2019 και για κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, τα κράτη μέλη παρακολουθούν τα δεδομένα που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος Α τα οποία αφορούν νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ένωση.

Έως τις 28 Φεβρουαρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από το 2020, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δηλώνουν τα εν λόγω δεδομένα στην Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία δήλωσης που καθορίζεται στο παράρτημα II.

Δεδομένα σχετικά με τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που έχουν ταξινομηθεί προηγουμένως εκτός της Ένωσης δεν παρακολουθούνται και δεν δηλώνονται, εκτός εάν η εν λόγω ταξινόμηση έγινε εντός χρόνου μικρότερου των τριών μηνών πριν από την ταξινόμηση στην Ένωση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι αρμόδιες για την παρακολούθηση και τη δήλωση δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό είναι εκείνες που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009.

Άρθρο 5

Παρακολούθηση και δήλωση από τους κατασκευαστές

1.   Από τα έτη έναρξης που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 1, οι κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων παρακολουθούν, σε βάση ημερολογιακού έτους, τα δεδομένα που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 2, για κάθε νέο βαρύ επαγγελματικό όχημα.

Έως τις 28 Φεβρουαρίου κάθε έτους, από τα έτη έναρξης που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 1, οι κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων δηλώνουν στην Επιτροπή τα εν λόγω δεδομένα κάθε βαρέος επαγγελματικού οχήματος με ημερομηνία προσομοίωσης που εμπίπτει στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος σύμφωνα με τη διαδικασία δήλωσης που καθορίζεται στο παράρτημα II.

Η ημερομηνία προσομοίωσης είναι η ημερομηνία που δηλώνεται σύμφωνα με την καταχώριση δεδομένων 71 στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 2.

2.   Κάθε κατασκευαστής ορίζει ένα σημείο επαφής για τους σκοπούς της δήλωσης δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 6

Κεντρικό μητρώο δεδομένων για βαρέα επαγγελματικά οχήματα

1.   Η Επιτροπή τηρεί κεντρικό μητρώο των δεδομένων για βαρέα επαγγελματικά οχήματα («μητρώο») που δηλώνονται σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5.

Το μητρώο είναι διαθέσιμο στο κοινό, με εξαίρεση την καταχώριση δεδομένων α) που προσδιορίζεται στο παράρτημα I μέρος Α και τις καταχωρίσεις δεδομένων 1, 24, 25, 32, 33, 39 και 40 που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 2. Σε ό,τι αφορά την καταχώριση δεδομένων 23 που προσδιορίζεται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 2, η τιμή δημοσιοποιείται σε μορφή εύρους, όπως καθορίζεται στο παράρτημα I μέρος Γ.

2.   Τη διαχείριση του μητρώου αναλαμβάνει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος για λογαριασμό της Επιτροπής.

Άρθρο 7

Παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των δοκιμών επαλήθευσης στο οδικό δίκτυο

1.   Η Επιτροπή παρακολουθεί, όπου υπάρχουν, τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν στο οδικό δίκτυο στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009 για την επαλήθευση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού μέσω του καθορισμού των στοιχείων που πρέπει να δηλώνονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 8

Ποιότητα δεδομένων

1.   Οι αρμόδιες αρχές και οι κατασκευαστές είναι υπεύθυνοι για την ορθότητα και την ποιότητα των δεδομένων που δηλώνουν σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5. Ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή για τυχόν σφάλματα που διαπιστώνονται στα δεδομένα που δηλώνονται.

2.   Η Επιτροπή διενεργεί δική της επαλήθευση της ποιότητας των δεδομένων που δηλώνονται σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5.

3.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή πληροφορηθεί την ύπαρξη σφαλμάτων στα δεδομένα ή παρατηρήσει, κατά τη δική της επαλήθευση, ασυμφωνίες στο σύνολο δεδομένων, προβαίνει, όπου αρμόζει, στις απαραίτητες ενέργειες για τη διόρθωση των δεδομένων που δημοσιεύονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 6.

4.   Η Επιτροπή δύναται, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να καθορίζει τις ενέργειες επαλήθευσης και διόρθωσης που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12.

Άρθρο 9

Διοικητικά πρόστιμα

1.   Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σε καθεμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν κρίνει ότι τα δεδομένα που δήλωσε ο κατασκευαστής σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού αποκλίνουν από τα δεδομένα που προκύπτουν από το αρχείο εγγραφών του κατασκευαστή ή το πιστοποιητικό έγκρισης τύπου κινητήρων που εκδίδεται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και η απόκλιση γίνεται με πρόθεση ή από βαρεία αμέλεια,

β)

όταν τα δεδομένα δεν υποβάλλονται εντός της προθεσμίας που ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 και η καθυστέρηση δεν μπορεί να αιτιολογηθεί δεόντως.

Η Επιτροπή, για τους σκοπούς της επαλήθευσης των δεδομένων που αναφέρονται στο στοιχείο α), διαβουλεύεται με τις αρμόδιες για την έγκριση αρχές.

Τα διοικητικά πρόστιμα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και δεν υπερβαίνουν τα 30 000 EUR ανά βαρύ επαγγελματικό όχημα για το οποίο υποβλήθηκαν αποκλίνοντα ή καθυστερούμενα δεδομένα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

2.   Η Επιτροπή, με βάση τις αρχές που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμό με τον καθορισμό της διαδικασίας, των μεθόδων υπολογισμού και της είσπραξης των διοικητικών προστίμων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τηρούν τις ακόλουθες αρχές:

α)

κατά τη διαδικασία που έχει καθιερώσει η Επιτροπή γίνεται σεβαστό το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση, και ιδίως το δικαίωμα ακρόασης και το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, τηρουμένων των νόμιμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του εμπορικού απορρήτου,

β)

κατά τον υπολογισμό του κατάλληλου διοικητικού προστίμου, η Επιτροπή βασίζεται στις αρχές της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της αποτρεπτικότητας, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τη σοβαρότητα και τις συνέπειες της απόκλισης ή καθυστέρησης, τον αριθμό των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που αφορά η απόκλιση ή η καθυστερημένη υποβολή δεδομένων, την καλή πίστη του κατασκευαστή, τον βαθμό της δέουσας επιμέλειας και συνεργασίας του κατασκευαστή, την επανάληψη, τη συχνότητα ή τη διάρκεια της απόκλισης ή της καθυστέρησης, καθώς και προηγούμενες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στον ίδιο κατασκευαστή,

γ)

τα διοικητικά πρόστιμα συλλέγονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση με καθορισμό προθεσμιών πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, μεταξύ άλλων με πρόβλεψη της δυνατότητας διαχωρισμού των πληρωμών σε περισσότερες δόσεις και στάδια.

4.   Τα ποσά των διοικητικών προστίμων θεωρούνται έσοδο για το γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης.

Άρθρο 10

Έκθεση

1.   Έως τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση με την ανάλυση των δεδομένων που έχουν υποβάλει τα κράτη μέλη και οι κατασκευαστές για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

2.   Η ανάλυση αναφέρει, κατ’ ελάχιστο, τις επιδόσεις του στόλου βαρέων επαγγελματικών οχημάτων της Ένωσης, καθώς και κάθε κράτους μέλους και κάθε κατασκευαστή ως προς τη μέση κατανάλωση καυσίμου και τις εκπομπές CO2 για κάθε ομάδα βαρέων επαγγελματικών οχημάτων ανά συνδυασμό προφίλ χρήσης, φορτίου και καυσίμων. Λαμβάνει επίσης υπόψη, όπου υπάρχουν, δεδομένα σχετικά με την υιοθέτηση νέων και προηγμένων τεχνολογιών μείωσης του CO2, καθώς και εναλλακτικών συστημάτων κίνησης. Επιπλέον, περιλαμβάνει ανάλυση, όπου υπάρχουν, των αποτελεσμάτων των δοκιμών επαλήθευσης στο οδικό δίκτυο, όπως παρακολουθούνται σύμφωνα με το άρθρο 7.

3.   Η Επιτροπή συντάσσει την ανάλυση με τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος.

Άρθρο 11

Τροποποίηση των παραρτημάτων

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13 προκειμένου να τροποποιηθούν τα παραρτήματα με σκοπό:

α)

την επικαιροποίηση ή την προσαρμογή των απαιτήσεων δεδομένων που καθορίζονται στο μέρος Α και μέρος Β του παραρτήματος I, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο προκειμένου να επιτευχθεί διεξοδική ανάλυση σύμφωνα με το άρθρο 10,

β)

τη συμπλήρωση των ετών έναρξης στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 1,

γ)

την επικαιροποίηση ή την προσαρμογή του εύρους τιμών που καθορίζεται στο παράρτημα I μέρος Γ, ώστε να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στον σχεδιασμό των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και να διασφαλιστεί ότι το εύρος τιμών παραμένει συναφές για τους σκοπούς της ενημέρωσης και της συγκρισιμότητας,

δ)

την προσαρμογή της διαδικασίας παρακολούθησης και δήλωσης που καθορίζεται στο παράρτημα II, ώστε να ληφθεί υπόψη η πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) εκδίδονται έως τις 30 Ιουλίου 2025.

Άρθρο 12

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την αλλαγή του κλίματος που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 13

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 9 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 1 ανατίθεται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα επτά ετών από τις 29 Ιουλίου 2018. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί, το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της επταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 9 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η ανάκληση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες οι οποίοι ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 11 παράγραφος 1 αρχίζει να ισχύει μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, προτού λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουνίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 81 της 2.3.2018, σ. 95.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Ιουνίου 2018 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 2018.

(3)  Συμφωνία των Παρισίων (ΕΕ L 282 της 19.10.2016, σ. 4).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων και κινητήρων όσον αφορά τις εκπομπές των βαρέων-επαγγελματικών οχημάτων (Euro VI) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, και για την κατάργηση των οδηγιών 80/1269/ΕΟΚ, 2005/55/ΕΚ και 2005/78/ΕΚ (ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2400 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά των προσδιορισμό των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων (Euro VI) και για την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 582/2011 (ΕΕ L 349 της 29.12.2017, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 14.6.2018, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 582/2011 της Επιτροπής, της 25ης Μαΐου 2011, για την εφαρμογή και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκπομπές των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων (Euro VI) και για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙΙ της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 167 της 25.6.2011, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 510/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα όσον αφορά τις εκπομπές, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Ένωσης για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ L 145 της 31.5.2011, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(12)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (Οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με μηχανισμό παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και δήλωσης άλλων πληροφοριών σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο που αφορούν την αλλαγή του κλίματος και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κανόνες για δεδομένα προς παρακολούθηση και δήλωση

ΜΕΡΟΣ A: ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ:

α)

αναγνωριστικοί αριθμοί οχημάτων για όλα τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α) και β), που ταξινομούνται στο έδαφος του κράτους μέλους,

β)

επωνυμία κατασκευαστή,

γ)

μάρκα (εμπορική επωνυμία του κατασκευαστή),

δ)

κωδικός του αμαξώματος, όπως δηλώνεται στην καταχώρηση 38 του πιστοποιητικού συμμόρφωσης, εφόσον υπάρχει,

ε)

στην περίπτωση των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), οι πληροφορίες σχετικά με το συγκρότημα παραγωγής ισχύος που καθορίζονται στις καταχωρίσεις 23, 23.1 και 26 του πιστοποιητικού συμμόρφωσης.

Μέρος B: Δεδομένα προς παρακολούθηση και δήλωση από τους κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων:

1.

Έτη έναρξης για την παρακολούθηση και δήλωση δεδομένων για τις κατηγορίες βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία a) και β):

Κατηγορία βαρέος επαγγελματικού οχήματος

Ομάδα οχημάτων στην κατηγορία οχήματος [όπως αναφέρεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400]

Έτος έναρξης

Παρακολούθηση

Έτος έναρξης

Δήλωση

N1

N2

1 και 2

2020

2021

N3

3

2020

2021

4, 5, 9 και 10

2019

2020

11, 12 και 16

2020

2021

M1

M2

M3

O3

O4

2.

Δεδομένα προς παρακολούθηση και δήλωση:

Αριθ.

Παράμετροι παρακολούθησης

Πηγή παράρτημα IV μέρος I του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά

Περιγραφή

1

Αναγνωριστικός αριθμός οχήματος (VIN)

1.1.3

Ταυτοποίηση οχήματος και κατασκευαστικών στοιχείων

2

Αριθμός πιστοποίησης κινητήρα

1.2.2

3

Αριθμός πιστοποίησης Cd×A (1) (εάν απαιτείται)

1.8.3

4

Αριθμός πιστοποίησης συστήματος μετάδοσης

1.3.2

5

Αριθμός πιστοποίησης άξονα

1.6.2

6

Αριθμός πιστοποίησης ελαστικών, άξονας 1

1.9.2

7

Αριθμός πιστοποίησης ελαστικών, άξονας 2

1.9.6

8

Αριθμός πιστοποίησης ελαστικών, άξονας 3

1.9.10

9

Αριθμός πιστοποίησης ελαστικών, άξονας 4

1.9.14

10

Κατηγορία οχήματος (N1, N2, N3, M1, M2, M3)

1.1.4

Κατάταξη οχήματος

11

Διάταξη αξόνων

1.1.5

12

Μέγιστο μεικτό βάρος οχήματος (t)

1.1.6

13

Ομάδα οχήματος

1.1.7

14

Επωνυμία και διεύθυνση του κατασκευαστή

1.1.1

Προδιαγραφές οχήματος και αμαξώματος

15

Μάρκα (εμπορική επωνυμία του κατασκευαστή)

1.1.7 παράρτημα IV μέρος II του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400

 

16

Διορθωμένη πραγματική μεικτή μάζα (kg)

1.1.8

17

Ονομαστική ισχύς κινητήρα (kW)

1.2.3

Κύριες προδιαγραφές κινητήρα

18

Στροφές κινητήρα σε βραδυπορία (1/min)

1.2.4

19

Ονομαστικές στροφές κινητήρα (1/min)

1.2.5

20

Κυβισμός κινητήρα (ltr)

1.2.6

21

Τύπος καυσίμου αναφοράς κινητήρα [ντίζελ/υγραέριο (LPG)/συμπιεσμένο φυσικό αέριο (CNG)…]

1.2.7

22

Επιλογή πιστοποίησης που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του Cd×A (πρότυπες τιμές/μέτρηση)

1.8.2

Αεροδυναμική

23

Τιμή CdxA (τιμές αντίστασης του αέρα)

1.8.4

24

Επωνυμία και διεύθυνση κατασκευαστή του συστήματος μετάδοσης

Κύριες προδιαγραφές συστήματος μετάδοσης

25

Μάρκα (εμπορική επωνυμία κατασκευαστή του συστήματος μετάδοσης)

26

Επιλογή πιστοποίησης που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία χαρτών απωλειών του εργαλείου προσομοίωσης (Επιλογή 1/Επιλογή 2/Επιλογή 3/Συνήθεις τιμές)

1.3.3

27

Τύπος συστήματος μετάδοσης (SMT (2), AMT (3), APT (4)-S (5), APT-P (6))

1.3.4

28

Αριθμός σχέσεων μετάδοσης κιβωτίου ταχυτήτων

1.3.5

29

Τελική σχέση μετάδοσης κιβωτίου ταχυτήτων

1.3.6

30

Τύπος επιβραδυντή

1.3.7

31

Σύστημα λήψης ισχύος (ναι/όχι)

1.3.8

32

Επωνυμία και διεύθυνση κατασκευαστή του άξονα

Κύριες προδιαγραφές άξονα

33

Μάρκα (εμπορική επωνυμία κατασκευαστή του άξονα)

34

Επιλογή πιστοποίησης που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία χαρτών απωλειών του εργαλείου προσομοίωσης (συνήθεις τιμές/μέτρηση)

1.7.3

35

Τύπος άξονα (π.χ. συνήθης μονός κινητήριος άξονας)

1.7.4

36

Σχέση μετάδοσης

1.7.5

37

Επιλογή πιστοποίησης που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία χαρτών απωλειών του εργαλείου προσομοίωσης (συνήθεις τιμές/μέτρηση)

1.6.3

Προδιαγραφές γωνίας μετάδοσης κίνησης

38

Λόγος γωνίας μετάδοσης κίνησης

1.6.4

39

Επωνυμία και διεύθυνση κατασκευαστή ελαστικών

Κύριες προδιαγραφές ελαστικών

40

Μάρκα (εμπορική επωνυμία κατασκευαστή ελαστικών)

41

Διάσταση ελαστικών, άξονας 1

1.9.1

42

Ειδικός συντελεστής αντίστασης κύλισης (RRC) όλων των ελαστικών του άξονα 1

1.9.3

43

Διάσταση ελαστικών άξονας 2

1.9.4

44

Διπλός άξονας (ναι/όχι) άξονας 2

1.9.5

45

Ειδικός RRC όλων των ελαστικών του άξονα 2

1.9.7

46

Διάσταση ελαστικών άξονας 3

1.9.8

47

Διπλός άξονας (ναι/όχι) άξονας 3

1.9.9

48

Ειδικός RRC όλων των ελαστικών του άξονα 3

1.9.11

49

Διάσταση ελαστικών άξονας 4

1.9.12

50

Διπλός άξονας (ναι/όχι) άξονας 4

1.9.13

51

Ειδικός RRC όλων των ελαστικών του άξονα 4

1.9.15

52

Τεχνολογία ανεμιστήρα ψύξης κινητήρα

1.10.1

Κύριες προδιαγραφές βοηθητικών μέσων

53

Τεχνολογία αντλίας συστήματος διεύθυνσης

1.10.2

54

Τεχνολογία ηλεκτρικού συστήματος

1.10.3

55

Τεχνολογία πνευματικού συστήματος

1.10.4

56

Προφίλ χρήσης (μεγάλες αποστάσεις, μεγάλες αποστάσεις (EMS (7)), περιφερειακή, περιφερειακή διανομή (EMS), αστική διανομή, δημοτική επιχείρηση, κατασκευαστικά έργα)

2.1.1

Παράμετροι προσομοίωσης (για κάθε συνδυασμό προφίλ χρήσης/φορτίου/καυσίμου)

57

φορτίο (όπως καθορίζεται στο εργαλείο προσομοίωσης) (kg)

2.1.2

 

58

Είδος καυσίμου [ντίζελ/βενζίνη/υγραέριο (LPG)/συμπιεσμένο φυσικό αέριο (CNG)/…]

2.1.3

 

59

Συνολική μάζα οχήματος στην προσομοίωση (kg)

2.1.4

 

60

Μέση ταχύτητα (km/h)

2.2.1

Επιδόσεις οδήγησης οχήματος (για κάθε συνδυασμό προφίλ χρήσης/φορτίου/καυσίμου)

61

Ελάχιστη στιγμιαία ταχύτητα (km/h)

2.2.2

62

Μέγιστη στιγμιαία ταχύτητα (km/h)

2.2.3

63

Ανώτατη επιβράδυνση (m/s2)

2.2.4

64

Ελάχιστη επιβράδυνση (m/s2)

2.2.5

65

Ποσοστό χρόνου οδήγησης υπό μέγιστο φορτίο

2.2.6

66

Συνολικός αριθμός αλλαγών ταχυτήτων

2.2.7

67

Συνολική διανυθείσα απόσταση (km)

2.2.8

68

Εκπομπές CO2 (σε g/km, g/t-km, g/p-km, g/m3-km)

2.3.13-2.3.16

Εκπομπές CO2 και κατανάλωση καυσίμου (για κάθε συνδυασμό προφίλ χρήσης/φορτίου/καυσίμου)

69

Κατανάλωση καυσίμου (σε g/km, g/t-km, g/p-km, g/m3-km, l/100km, l/t-km, l/p-km, l/m3-km, MJ/km, MJ/t-km, MJ/p-km, MJ/m3-km)

2.3.1-2.3.12

70

Εργαλείο προσομοίωσης έκδοση (X.X.X.)

3.1.1

Στοιχεία λογισμικού και χρήστη

71

Ημερομηνία και ώρα της προσομοίωσης

3.1.2

72

Αριθμός της άδειας λειτουργίας του εργαλείου προσομοίωσης

73

Κρυπτογραφικό κλειδί του αποτελέσματος του εργαλείου προσομοίωσης

3.1.4

74

Προηγμένες τεχνολογίες μείωσης εκπομπών CO2

Τεχνολογίες μείωσης εκπομπών CO2 οχήματος

75

Εκπεμπόμενη μάζα CO2 του κινητήρα σε WHTC (8) (g/kWh)

Σημείο 1.4.2 της προσθήκης στο προσάρτημα 5, ή σημείο 1.4.2 της προσθήκης στο προσάρτημα 7, του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 582/2011, ανάλογα με την περίπτωση

Εκπομπές CO2 του κινητήρα και ειδική κατανάλωση καυσίμου

76

Κατανάλωση καυσίμου του κινητήρα σε WHTC (g/kWh)

Σημείο 1.4.2 της προσθήκης στο προσάρτημα 5, ή σημείο 1.4.2 της προσθήκης στο προσάρτημα 7, του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 582/2011, ανάλογα με την περίπτωση

77

Εκπεμπόμενη μάζα CO2 του κινητήρα σε WHSC (9) (g/kWh)

Σημείο 1.4.1 της προσθήκης στο προσάρτημα 5, ή σημείο 1.4.1 της προσθήκης στο προσάρτημα 7, του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 582/2011, ανάλογα με την περίπτωση

78

Κατανάλωση καυσίμου του κινητήρα σε WHTC (g/kWh)

Σημείο 1.4.1 της προσθήκης στο προσάρτημα 5, ή σημείο 1.4.1 της προσθήκης στο προσάρτημα 7, του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 582/2011, ανάλογα με την περίπτωση

 

ΜΕΡΟΣ Γ: ΕΥΡΗ ΤΙΜΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΕΡΑ (CDXA) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6

Για τη διάθεση στο κοινό της τιμής Cd × A που καθορίζεται στην καταχώρηση 23 σύμφωνα με το άρθρο 6, η Επιτροπή χρησιμοποιεί τα εύρη τιμών που καθορίζονται στον ακόλουθο πίνακα που περιέχει το αντίστοιχο εύρος για κάθε τιμή Cd×A:

Εύρος

Τιμή CdxA [m2]

Min CdxA (CdxA ≥ min CdxA)

Max CdxA (CdxA < MaxCdxA)

A1

0,00

3,00

A2

3,00

3,15

A3

3,15

3,31

A4

3,31

3,48

A5

3,48

3,65

A6

3,65

3,83

A7

3,83

4,02

A8

4,02

4,22

A9

4,22

4,43

A10

4,43

4,65

A11

4,65

4,88

A12

4,88

5,12

A13

5,12

5,38

A14

5,38

5,65

A15

5,65

5,93

A16

5,93

6,23

A17

6,23

6,54

A18

6,54

6,87

A19

6,87

7,21

A20

7,21

7,57

A21

7,57

7,95

A22

7,95

8,35

A23

8,35

8,77

A24

8,77

9,21


(1)  Αντίσταση του αέρα

(2)  Συγχρονισμένο χειροκίνητο σύστημα μετάδοσης

(3)  Αυτοματοποιημένο χειροκίνητο σύστημα μετάδοσης ή αυτόματο σύστημα μετάδοσης που ενεργοποιείται μηχανικά

(4)  Αυτόματο σύστημα μετάδοσης με παράλληλη διατήρηση ισχύος

(5)  «Περίπτωση S» σημαίνει τη σειριακή ρύθμιση του μετατροπέα ροπής και των συνδεδεμένων μηχανικών μερών του συστήματος μετάδοσης.

(6)  «Περίπτωση P» σημαίνει την παράλληλη ρύθμιση του μετατροπέα ροπής και των συνδεδεμένων μηχανικών μερών του συστήματος μετάδοσης.

(7)  Το Ευρωπαϊκό αρθρωτό σύστημα (ΕΑΣ) σύμφωνα με την οδηγία 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τον καθορισμό, για ορισμένα οδικά οχήματα που κυκλοφορούν στην Κοινότητα, των μέγιστων επιτρεπόμενων διαστάσεων στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές και των μέγιστων επιτρεπόμενων βαρών στις διεθνείς μεταφορές (ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 59).

(8)  Παγκόσμιος εναρμονισμένος κύκλος οδήγησης μεταβατικών συνθηκών

(9)  Παγκόσμιος εναρμονισμένος κύκλος οδήγησης σταθερών συνθηκών λειτουργίας


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Δήλωση και διαχείριση δεδομένων

1.   ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

1.1.

Τα δεδομένα που αναφέρονται στο παράρτημα I μέρος Α διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 μέσω ηλεκτρονικής διαβίβασης δεδομένων από το σημείο επαφής της αρμόδιας αρχής στο κεντρικό αποθετήριο δεδομένων, το οποίο διαχειρίζεται ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ο «οργανισμός»).

Το σημείο επαφής ενημερώνει την Επιτροπή και τον οργανισμό όταν τα δεδομένα διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις ακόλουθες διευθύνσεις:

EC-CO2-HDV-IMPLEMENTATION@ec.europa.eu

και

HDV-monitoring@eea.europa.eu

2.   ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ

2.1.

Οι κατασκευαστές γνωστοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την επωνυμία του κατασκευαστή που αναγράφεται στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης ή στο πιστοποιητικό επιμέρους έγκρισης,

β)

τον διεθνή αναγνωριστικό κωδικό του κατασκευαστή (κωδικός WMI) όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 19/2011 της Επιτροπής (1), που χρησιμοποιείται στους αναγνωριστικούς αριθμούς των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά,

γ)

το σημείο επαφής που είναι αρμόδιο για τη διαβίβαση των δεδομένων στο αποθετήριο επιχειρηματικών δεδομένων του οργανισμού.

Ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με κάθε μεταβολή των σχετικών πληροφοριών.

Οι κοινοποιήσεις αποστέλλονται στις διευθύνσεις που αναφέρονται στο σημείο 1.1.

2.2.

Οι νέοι κατασκευαστές που εισέρχονται στην αγορά παρέχουν αμελλητί στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 2.1.

2.3.

Τα δεδομένα που καθορίζονται στο παράρτημα I σημείο Β σημείο 2 διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 μέσω ηλεκτρονικής διαβίβασης δεδομένων από το σημείο επαφής της αρμόδιας αρχής στο κεντρικό αποθετήριο δεδομένων, το οποίο διαχειρίζεται ο οργανισμός.

Το σημείο επαφής ενημερώνει την Επιτροπή και τον οργανισμό όταν τα δεδομένα διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις διευθύνσεις που αναφέρονται στο σημείο 1.1.

3.   ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

3.1.

Ο οργανισμός επεξεργάζεται τα δεδομένα που διαβιβάζονται σύμφωνα με τα σημεία 1.1 και 2.3 και δηλώνει τα επεξεργασμένα δεδομένα στο μητρώο.

3.2.

Τα δεδομένα που αφορούν τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που ταξινομήθηκαν κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και εγγράφονται στο μητρώο δημοσιοποιούνται έως τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από το 2020, με εξαίρεση τις καταχωρίσεις που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

3.3.

Σε περίπτωση που κάποια αρμόδια αρχή ή κάποιος κατασκευαστής εντοπίσει σφάλματα στα υποβληθέντα δεδομένα, γνωστοποιεί αμελλητί τα σφάλματα αυτά στην Επιτροπή και στον οργανισμό, υποβάλλοντας αναφορά γνωστοποίησης σφαλμάτων στο κεντρικό αποθετήριο δεδομένων ή το αποθετήριο επιχειρηματικών δεδομένων και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις διευθύνσεις που αναφέρονται στο σημείο 1.1.

3.4.

Με τη συνδρομή του οργανισμού, η Επιτροπή επαληθεύει τα γνωστοποιηθέντα σφάλματα και διορθώνει τα δεδομένα του μητρώου, όποτε χρειάζεται.

3.5.

Με τη συνδρομή του οργανισμού, η Επιτροπή καθιστά εγκαίρως διαθέσιμα, σε ηλεκτρονική μορφή, τα διαβιβασθέντα δεδομένα που αναφέρονται στα σημεία 1.1 και 2.3 πριν από τις προθεσμίες διαβίβασης.

(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 19/2011 της Επιτροπής, της 11ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις έγκρισης τύπου για την προβλεπόμενη από το νόμο πινακίδα του κατασκευαστή και τον αναγνωριστικό αριθμό οχήματος των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 661/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις απαιτήσεις έγκρισης τύπου και γενικής ασφάλειας των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (ΕΕ L 8 της 12.1.2011, σ. 1).


ΟΔΗΓΙΕΣ

9.7.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/16


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/957 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 28ης Ιουνίου 2018

για την τροποποίηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 62,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2)

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς και κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η Ένωση αναπτύσσει περαιτέρω την εφαρμογή και επιβολή των αρχών αυτών με στόχο να διασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις και σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

(2)

Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών περιλαμβάνει το δικαίωμα των επιχειρήσεων να παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και να αποσπούν προσωρινά στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους δικούς τους εργαζομένους για τον σκοπό αυτό. Σύμφωνα με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ένωσης απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής υπηρεσιών.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση πρέπει να προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία. Σύμφωνα με το άρθρο 9 ΣΛΕΕ, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, η Ένωση πρέπει να συνεκτιμά τις απαιτήσεις που συνδέονται με την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης, με τη διασφάλιση της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, κατάρτισης και προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

(4)

Περισσότερο από είκοσι έτη μετά την έκδοση της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), έχει καταστεί αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσον η οδηγία αυτή εξακολουθεί να επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία μεταξύ, αφενός, της ανάγκης να προωθηθεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και να διασφαλισθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και, αφετέρου, της ανάγκης να προστατευθούν τα δικαιώματα των αποσπασμένων εργαζομένων. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων και να επιτευχθεί πραγματική κοινωνική σύγκλιση, εκ παραλλήλου με την αναθεώρηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εφαρμογή και την επιβολή της οδηγίας 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(5)

Επαρκή και ακριβή στατιστικά δεδομένα στον τομέα των αποσπασμένων εργαζομένων έχουν πρωταρχική σημασία, ειδικότερα όσον αφορά τον αριθμό των αποσπασμένων εργαζομένων σε συγκεκριμένους τομείς απασχόλησης και ανά κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να συλλέγουν και να παρακολουθούν τα δεδομένα αυτά.

(6)

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης ήδη από τις ιδρυτικές Συνθήκες. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών έχει εφαρμοσθεί μέσω του παράγωγου δικαίου όχι μόνο μεταξύ γυναικών και ανδρών, αλλά και μεταξύ εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και των συγκρίσιμων εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου, μεταξύ εργαζομένων με μερική απασχόληση και εργαζομένων με πλήρη απασχόληση και μεταξύ εργαζομένων μέσω επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης και των συγκρίσιμων εργαζομένων του έμμεσου εργοδότη. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν την απαγόρευση μέτρων που εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις λόγω ιθαγένειας. Κατά την εφαρμογή των εν λόγω αρχών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(7)

Οι αρμόδιες αρχές και φορείς, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, θα πρέπει να είναι σε θέση να εξακριβώνουν κατά πόσο οι όροι στέγασης για τους αποσπασμένους εργαζομένους που παρέχουν είτε άμεσα είτε έμμεσα οι εργοδότες είναι σύμφωνοι με τους εθνικούς κανόνες στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου αποσπώνται οι εργαζόμενοι (κράτος μέλος υποδοχής) οι οποίοι ισχύουν επίσης για τους αποσπασμένους εργαζομένους.

(8)

Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι οι οποίοι αποστέλλονται προσωρινά από τον συνήθη τόπο εργασίας τους στο κράτος μέλος υποδοχής σε άλλο τόπο εργασίας, θα πρέπει να λαμβάνουν τουλάχιστον τα ίδια επιδόματα ή την ίδια επιστροφή εξόδων για την κάλυψη των εξόδων ταξιδίου, διατροφής και στέγης των εργαζομένων που βρίσκονται εκτός της χώρας τους για επαγγελματικούς λόγους, όπως και οι ημεδαποί εργαζόμενοι στο εν λόγω κράτος μέλος. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει όσον αφορά τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι οι οποίοι απαιτείται να ταξιδεύουν προς και από τον συνήθη τόπο εργασίας τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Η διπλή καταβολή εξόδων ταξιδίου, διατροφής και στέγης θα πρέπει να αποφεύγεται.

(9)

Η απόσπαση είναι προσωρινού χαρακτήρα. Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι επιστρέφουν συνήθως στο κράτος μέλος από το οποίο αποσπάστηκαν μετά την ολοκλήρωση της εργασίας για την οποία είχαν αποσπαστεί. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της μακράς διάρκειας ορισμένων αποσπάσεων και με αναγνώριση του δεσμού μεταξύ της αγοράς εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής και των εργαζομένων που αποσπώνται για τέτοια μεγάλα χρονικά διαστήματα, σε περίπτωση που η διάρκεια της απόσπασης υπερβαίνει τους 12 μήνες, τα κράτη μέλη υποδοχής θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που αποσπούν εργαζομένους στο έδαφός τους εγγυώνται στους εν λόγω εργαζόμενους μια πρόσθετη δέσμη όρων εργασίας και απασχόλησης που θα ισχύει υποχρεωτικά για τους εργαζομένους στο κράτος μέλος στο οποίο εκτελείται η εργασία. Η περίοδος αυτή θα πρέπει να παρατείνεται όταν ο πάροχος των υπηρεσιών υποβάλει αιτιολογημένη κοινοποίηση.

(10)

Είναι αναγκαία η εξασφάλιση μεγαλύτερης προστασίας των εργαζομένων για τη διασφάλιση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε δίκαιη βάση, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, ιδίως μέσω της αποφυγής της κατάχρησης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τις Συνθήκες. Ωστόσο, οι κανόνες που εξασφαλίζουν τέτοιου είδους προστασία των εργαζομένων δεν δύνανται να θίγουν το δικαίωμα των επιχειρήσεων που αποσπούν εργαζομένους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους να επικαλούνται την ελευθερία παροχής υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου η διάρκεια της απόσπασης υπερβαίνει τους 12, ή, αναλόγως, 18 μήνες. Οποιαδήποτε διάταξη εφαρμόζεται στους αποσπασμένους εργαζομένους στο πλαίσιο απόσπασης που υπερβαίνει τους 12, ή, αναλόγως, 18 μήνες πρέπει, συνεπώς, να είναι συμβατή με την προαναφερόμενη ελευθερία. Κατά πάγια νομολογία, οι περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είναι επιτρεπτοί μόνον εφόσον δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος και εφόσον είναι αναλογικοί και αναγκαίοι.

(11)

Στις περιπτώσεις που η απόσπαση διαρκεί πέραν των 12, ή, αναλόγως, 18 μηνών, η πρόσθετη δέσμη όρων εργασίας και απασχόλησης που πρέπει να εξασφαλίζεται από την επιχείρηση που αποσπά εργαζομένους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους θα πρέπει επίσης να καλύπτει τους εργαζομένους οι οποίοι αποσπώνται προς αντικατάσταση άλλων αποσπασμένων εργαζομένων που εκτελούν την ίδια εργασία στον ίδιο τόπο, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αντικαταστάσεις δεν χρησιμοποιούνται για να καταστρατηγηθούν οι κανόνες που θα ίσχυαν υπό άλλες συνθήκες.

(12)

Η οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) εκφράζει την αρχή ότι οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης που εφαρμόζονται στους εργαζομένους μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης θα πρέπει να είναι τουλάχιστον εκείνοι που θα ίσχυαν για τους εργαζομένους αυτούς εάν είχαν προσληφθεί από τον έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση. Η αρχή αυτή θα πρέπει επίσης να ισχύει για τους εργαζομένους μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης που αποσπώνται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Όταν ισχύει η αρχή αυτή, ο έμμεσος εργοδότης θα πρέπει να ενημερώνει την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης και την αμοιβή που εφαρμόζεται στους εργαζομένους της. Τα κράτη μέλη μπορούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις να παρεκκλίνουν από τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ίσης αμοιβής σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2008/104/ΕΚ. Όταν ισχύει η παρέκκλιση αυτή, η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης δεν χρειάζεται τις πληροφορίες σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης του έμμεσου εργοδότη και, επομένως, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται η απαίτηση παροχής πληροφοριών.

(13)

Από την πείρα προκύπτει ότι εργαζόμενοι που έχουν διατεθεί από επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους σε χρήστρια επιχείρηση αποστέλλονται μερικές φορές στο έδαφος άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η προστασία των εργαζομένων αυτών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η χρήστρια επιχείρηση ενημερώνει την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους σχετικά με τους αποσπασμένους εργαζομένους που εργάζονται προσωρινά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από το κράτος μέλος στο οποίο εργάζονται κανονικά για την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους ή τη χρήστρια επιχείρηση, προκειμένου να παρέχεται στον εργοδότη η δυνατότητα να εφαρμόζει, ανάλογα με την περίπτωση, τους όρους εργασίας και απασχόλησης που είναι οι πλέον ευνοϊκοί για τον αποσπασμένο εργαζόμενο.

(14)

Όπως και στην περίπτωση της οδηγίας 96/71/ΕΚ, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (7) και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 (8) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

(15)

Λόγω του υψηλού βαθμού κινητικότητας που χαρακτηρίζει τη φύση της εργασίας στις διεθνείς οδικές μεταφορές, η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στον τομέα αυτό εγείρει ιδιαίτερα νομικά ζητήματα και δυσχέρειες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπισθούν, στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για την κινητικότητα, μέσω ειδικών κανόνων για τις οδικές μεταφορές, που θα συμβάλουν επίσης στην καταπολέμηση της απάτης και των καταχρήσεων.

(16)

Σε μια πραγματικά ολοκληρωμένη και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά, οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται με βάση παράγοντες όπως η παραγωγικότητα, η αποδοτικότητα, και η εκπαίδευση και το επίπεδο δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού καθώς και βάσει της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών τους και του βαθμού καινοτομίας αυτών.

(17)

Ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις αμοιβές σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική. Η διαμόρφωση των μισθών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και των κοινωνικών εταίρων. Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην υπονομευθούν τα εθνικά συστήματα διαμόρφωσης των μισθών ή η ελευθερία των ενδιαφερομένων μερών.

(18)

Κατά τη σύγκριση της αμοιβής που καταβάλλεται στον αποσπασμένο εργαζόμενο και της αμοιβής που οφείλεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή/και τις πρακτικές του κράτους μέλους υποδοχής, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ακαθάριστο ποσό της αμοιβής. Είναι μάλλον σκόπιμο να συγκρίνονται τα συνολικά ακαθάριστα ποσά αμοιβής και όχι επιμέρους συστατικά στοιχεία της αμοιβής που καθίστανται υποχρεωτικά όπως προβλέπεται από την παρούσα οδηγία. Ωστόσο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαφάνεια και να επικουρούνται οι αρμόδιες αρχές και φορείς κατά τη διενέργεια εξακριβώσεων και ελέγχων, είναι αναγκαίο να μπορούν τα συστατικά στοιχεία της αμοιβής να προσδιορισθούν με επαρκή λεπτομέρεια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή την πρακτική του κράτους μέλους από το οποίο αποσπάστηκε ο εργαζόμενος. Τα σχετικά με την απόσπαση επιδόματα, θα πρέπει να θεωρούνται τμήμα της αμοιβής και να λαμβάνονται υπόψη για τη σύγκριση των ακαθάριστων ποσών αμοιβής, εκτός εάν αφορούν δαπάνες που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης, όπως τα έξοδα ταξιδίου, διατροφής και στέγης.

(19)

Τα σχετικά με την απόσπαση επιδόματα συχνά εξυπηρετούν διαφόρους σκοπούς. Εφόσον σκοπός τους είναι η επιστροφή εξόδων που προέκυψαν λόγω της απόσπασης, όπως τα έξοδα ταξιδίου, διατροφής και στέγης, δε θα πρέπει να θεωρούνται τμήμα της αμοιβής. Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία ή/και πρακτική, είναι αρμόδια να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με την επιστροφή των εξόδων αυτών. Ο εργοδότης θα πρέπει να επιστρέφει τα έξοδα στους αποσπασμένους εργαζομένους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική που εφαρμόζεται στη σχέση εργασίας.

(20)

Λόγω της σημασίας των σχετικών με την απόσπαση επιδομάτων, θα πρέπει να αποφεύγεται η αβεβαιότητα ως προς το ποια στοιχεία των εν λόγω επιδομάτων διατίθενται για την επιστροφή εξόδων που προέκυψαν λόγω της απόσπασης. Ολόκληρο το επίδομα θα πρέπει να θεωρείται ότι καταβάλλεται ως επιστροφή εξόδων εκτός εάν οι όροι εργασίας και απασχόλησης που απορρέουν από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις ή συμβατικές συμφωνίες που εφαρμόζονται στη σχέση εργασίας καθορίζουν ποια στοιχεία του επιδόματος διατίθενται για την επιστροφή εξόδων που προέκυψαν λόγω της απόσπασης και ποια συνιστούν μέρος της αμοιβής.

(21)

Τα συστατικά στοιχεία της αμοιβής και άλλοι όροι εργασίας και απασχόλησης σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή συλλογικές συμβάσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να είναι σαφή και διαφανή για όλες τις επιχειρήσεις και τους αποσπασμένους εργαζομένους. Δεδομένου ότι η διαφάνεια και η πρόσβαση στις πληροφορίες έχουν πρωταρχική σημασία για την ασφάλεια δικαίου και την επιβολή του νόμου, δικαιολογείται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ να επεκταθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να δημοσιεύουν στον ενιαίο εθνικό επίσημο ιστότοπο τις πληροφορίες για τους όρους εργασίας και απασχόλησης στα συστατικά στοιχεία της αμοιβής που καθίστανται υποχρεωτικά, καθώς και στους πρόσθετους όρους εργασίας και απασχόλησης που εφαρμόζονται σε αποσπάσεις που υπερβαίνουν τους 12, ή αναλόγως, 18 μήνες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον ενιαίο επίσημο εθνικό ιστότοπο είναι ακριβείς και τακτικά επικαιροποιημένες. Οποιεσδήποτε κυρώσεις βάλλονται σε βάρος επιχείρησης λόγω μη συμμόρφωσης προς τους όρους εργασίας και απασχόλησης που πρέπει να εξασφαλίζονται στους αποσπασμένους εργαζομένους θα πρέπει να είναι αναλογικές και ο προσδιορισμός της κύρωσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, ειδικότερα, αν οι πληροφορίες που περιέχει ο ενιαίος επίσημος εθνικός ιστότοπος σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης παρασχέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, με σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.

(22)

Η οδηγία 2014/67/ΕΕ καθορίζει μια σειρά διατάξεων που διασφαλίζουν την επιβολή και την τήρηση των κανόνων σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων από όλες τις επιχειρήσεις. Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει πραγματικά στοιχεία που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συνολική αξιολόγηση των ειδικών καταστάσεων προκειμένου να εντοπίζονται πραγματικές περιπτώσεις απόσπασης και να αποτρέπονται οι καταχρήσεις και η καταστρατήγηση των κανόνων.

(23)

Οι εργοδότες θα πρέπει, πριν από την έναρξη απόσπασης, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την παροχή ουσιωδών πληροφοριών στον εργαζόμενο σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης όσον αφορά την απόσπαση, σύμφωνα με την οδηγία 91/533/ΕΟΚ (9).

(24)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ένα ισόρροπο πλαίσιο σχετικά με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων, το οποίο δεν εισάγει διακρίσεις, χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και είναι αναλογικό, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των εθνικών εργασιακών σχέσεων. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει την εφαρμογή όρων εργασίας και απασχόλησης ευνοϊκότερων για τους αποσπασμένους εργαζομένους.

(25)

Προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι καταχρήσεις σε περιπτώσεις υπεργολαβίας και να προστατεύονται τα δικαιώματα των αποσπασμένων εργαζομένων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται η ευθύνη του υπεργολάβου.

(26)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ, θα πρέπει να ενισχυθούν ο συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων αρχών και/ή φορέων των κρατών μελών και η συνεργασία σε ενωσιακό επίπεδο για την καταπολέμηση της απάτης που σχετίζεται με την απόσπαση εργαζομένων.

(27)

Στο πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, η ευρωπαϊκή πλατφόρμα με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας (η «πλατφόρμα»), που δημιουργήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/344 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), θα πρέπει, σύμφωνα με την εντολή της, να συμμετέχει στην παρακολούθηση και την αξιολόγηση των περιπτώσεων απάτης, να βελτιώνει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, να αναπτύσσει μηχανισμούς προειδοποίησης και να προσφέρει βοήθεια και υποστήριξη για ενισχυμένη διοικητική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών ή φορέων. Στο πλαίσιο αυτό, η πλατφόρμα πρέπει να συνεργάζεται στενά με την επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την απόσπαση εργαζομένων, που θεσπίστηκε με την απόφαση 2009/17/ΕΚ της Επιτροπής (11).

(28)

Ο διεθνής χαρακτήρας ορισμένων περιπτώσεων απάτης ή καταχρήσεων σε σχέση με την απόσπαση εργαζομένων δικαιολογεί συγκεκριμένα μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση της διακρατικής διάστασης των επιθεωρήσεων, ερευνών και ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών ή φορέων των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Για το σκοπό αυτό, στο πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στις οδηγίες 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ, ιδίως στο άρθρο 7 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ή φορείς θα πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα προειδοποίησης για τέτοιες περιπτώσεις καθώς και ανταλλαγής πληροφοριών με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης και των καταχρήσεων.

(29)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (12), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομοθετικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Σε ό,τι αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί δικαιολογημένη τη διαβίβαση τέτοιων εγγράφων.

(30)

Η οδηγία 96/71/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 96/71/ΕΚ

Η οδηγία 96/71/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«-1.   Η παρούσα οδηγία διασφαλίζει την προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων κατά τη διάρκεια της απόσπασής τους σε σχέση με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, θεσπίζοντας υποχρεωτικές διατάξεις όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, οι οποίες πρέπει να τηρούνται.

-1α.   Η παρούσα οδηγία επ’ ουδενί δεν θίγει την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη και στο επίπεδο της Ένωσης, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ή της ελευθερίας για απεργία ή για ανάληψη άλλων δράσεων που καλύπτονται από τα ειδικά συστήματα εργασιακών σχέσεων στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή πρακτική. Δεν θίγει επίσης το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων ή το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή πρακτική.»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

όντας επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους, αποσπούν εργαζόμενο σε χρήστρια επιχείρηση εγκατεστημένη ή ασκούσα δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον κατά τη διάρκεια της απόσπασης υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους και τον εργαζόμενο.»,

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Όταν εργαζόμενος που έχει διατεθεί από επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους σε χρήστρια επιχείρηση όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ) πρόκειται να εργασθεί στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια των στοιχείων α), β) ή γ) από τη χρήστρια επιχείρηση στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο εργάζεται κατά κανόνα είτε για την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους, είτε για τη χρήστρια επιχείρηση, ο εν λόγω εργαζόμενος θεωρείται ότι έχει αποσπαστεί στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους από την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους, με την οποία ο εργαζόμενος έχει εργασιακή σχέση. Η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή η επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους θεωρείται ότι είναι επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 1 και συμμορφώνεται πλήρως με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1).

Η χρήστρια επιχείρηση ενημερώνει την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους, από την οποία έχει διατεθεί ο εργαζόμενος, εν ευθέτω χρόνω και πριν από την έναρξη της εργασίας που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο.

(*1)  Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11).»."

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, επιχειρήσεις όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 να εγγυώνται, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στους εργαζομένους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους τούς όρους εργασίας και απασχόλησης σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται κατωτέρω, οι οποίοι, στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτελείται η εργασία, καθορίζονται από:

νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή/και

συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής ή κατ’ άλλον τρόπο εφαρμόζουν σύμφωνα με την παράγραφο 8:

α)

μέγιστες περιόδους εργασίας και ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης·

β)

ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών·

γ)

αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας· το παρόν στοιχείο δεν εφαρμόζεται στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα·

δ)

όρους θέσης εργαζομένων στη διάθεση επιχειρήσεων, ιδίως από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης·

ε)

υγεία, ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία·

στ)

προστατευτικά μέτρα σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, των παιδιών και των νέων·

ζ)

ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και άλλες διατάξεις στον τομέα των μη διακρίσεων·

η)

συνθήκες στέγασης των εργαζομένων, όταν παρέχονται από τον εργοδότη σε εργαζομένους μακριά από τον συνήθη τόπο εργασίας τους·

θ)

επιδόματα ή επιστροφή εξόδων για την κάλυψη των εξόδων ταξιδίου, διατροφής και στέγης των εργαζομένων που βρίσκονται εκτός της χώρας τους για επαγγελματικούς λόγους.

Το στοιχείο θ) εφαρμόζεται αποκλειστικά για τα έξοδα ταξιδίου, διατροφής και στέγης αποσπασμένων εργαζομένων όταν υποχρεούνται να ταξιδέψουν από και προς τον συνήθη τόπο εργασίας τους εντός του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχουν αποσπαστεί ή όταν τοποθετούνται προσωρινά από τον εργοδότη τους σε άλλον τόπο εργασίας από τον ανωτέρω συνήθη.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η έννοια της αμοιβής καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο ή/και την πρακτική του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει αποσπαστεί ο εργαζόμενος και καλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία αμοιβής που καθίστανται υποχρεωτικά από εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, ή συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες στο συγκεκριμένο κράτος μέλος έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής ή εφαρμόζονται κατ’ άλλον τρόπο σύμφωνα με την παράγραφο 8.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, τα κράτη μέλη δημοσιεύουν πληροφορίες για τους όρους εργασίας και απασχόλησης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή/και πρακτική, χωρίς περιττή καθυστέρηση και με διαφανή τρόπο, στον ενιαίο επίσημο εθνικό ιστότοπο που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών στοιχείων των αμοιβών σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και όλους τους όρους εργασίας και απασχόλησης σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ακρίβεια και τον επίκαιρο χαρακτήρα των πληροφοριών που παρέχονται στον ενιαίο επίσημο εθνικό ιστότοπο. Η Επιτροπή δημοσιεύει στον ιστότοπό της τις διευθύνσεις των ενιαίων επίσημων εθνικών ιστοτόπων.

Εάν, σε αντίθεση με το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, οι πληροφορίες στον ενιαίο, επίσημο εθνικό ιστότοπο δεν αναφέρουν ποιοι όροι εργασίας και απασχόλησης είναι εφαρμοστέοι, αυτό λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, κατά τον καθορισμό των κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας, στο βαθμό που απαιτείται ώστε να διασφαλισθεί η αναλογικότητά τους.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1α.   Όταν η πραγματική διάρκεια της απόσπασης υπερβαίνει τους 12 μήνες, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, επιχειρήσεις όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εγγυώνται, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στους εργαζομένους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους επιπλέον των όρων εργασίας και απασχόλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όλους τους εφαρμοστέους όρους εργασίας και απασχόλησης οι οποίοι καθορίζονται στο κράτος μέλος στο οποίο εκτελείται η εργασία:

από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή/και

από συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής ή εφαρμόζονται κατ’ άλλον τρόπο σύμφωνα με την παράγραφο 8.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα θέματα:

α)

σε διαδικασίες, διατυπώσεις και όρους για τη σύναψη και τη λύση της συμβάσεως εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών μη ανταγωνισμού·

β)

σε συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.

Στην περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών υποβάλλει αιτιολογημένη κοινοποίηση, το κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία παρατείνει την περίοδο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στους 18 μήνες.

Όταν επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 αντικαθιστά έναν αποσπασμένο εργαζόμενο με άλλον αποσπασμένο εργαζόμενο που εκτελεί την ίδια εργασία στον ίδιο τόπο, η διάρκεια της απόσπασης, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, είναι η αθροιστική διάρκεια των περιόδων απόσπασης των εν λόγω μεμονωμένων αποσπασμένων εργαζομένων.

Η έννοια “ίδια εργασία στον ίδιο τόπο” που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου καθορίζεται μεταξύ άλλων με βάση τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το επιτελούμενο έργο και τη διεύθυνση ή τις διευθύνσεις του τόπου εργασίας.

1β.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο γ) εξασφαλίζουν στους αποσπασμένους εργαζομένους τους ίδιους όρους εργασίας και απασχόλησης που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2) στους προσωρινά απασχολουμένους που διατίθενται από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης εγκατεστημένες στο κράτος μέλος όπου εκτελείται η εργασία.

Η χρήστρια επιχείρηση ενημερώνει τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο γ) σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης που εφαρμόζει όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και την αμοιβή, στον βαθμό που καλύπτονται από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

(*2)  Οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (ΕΕ L 327 της 5.12.2008, σ. 9).»·"

γ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Οι παράγραφοι 1 έως 6 δεν εμποδίζουν την εφαρμογή όρων εργασίας και απασχόλησης ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους.

Τα σχετικά με την απόσπαση επιδόματα θεωρούνται ως τμήμα της αμοιβής, εφόσον δεν καταβάλλονται υπό μορφή επιστροφής των εξόδων που προκλήθηκαν πράγματι λόγω της απόσπασης, όπως τα έξοδα ταξιδίου, στέγης και διατροφής. Ο εργοδότης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο η), επιστρέφει τα έξοδα στον αποσπασμένο εργαζόμενο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική που εφαρμόζεται στην εργασιακή σχέση του αποσπασμένου εργαζομένου.

Εφόσον οι όροι εργασίας και απασχόλησης που εφαρμόζονται στην εργασιακή σχέση δεν καθορίζουν αν και ποια στοιχεία του σχετικού με την απόσπαση επιδόματος καταβάλλονται ως επιστροφή εξόδων που προέκυψαν πράγματι λόγω της απόσπασης ή ποια αποτελούν τμήμα της αμοιβής, τότε ολόκληρο το επίδομα θεωρείται καταβληθέν ως επιστροφή εξόδων.»·

δ)

στην παράγραφο 8, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ελλείψει συστήματος αναγόρευσης των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σε κανόνες γενικής εφαρμογής ή επιπροσθέτως προς το σύστημα αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν, εάν το αποφασίσουν, να λάβουν ως βάση:

τις συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις που ισχύουν γενικά για όλες τις παρόμοιες επιχειρήσεις στον οικείο γεωγραφικό χώρο και στον οικείο κλάδο ή επάγγελμα, ή/και

τις συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τις πλέον αντιπροσωπευτικές σε εθνικό επίπεδο οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων και που εφαρμόζονται στο σύνολο του εθνικού εδάφους,

εφόσον η εφαρμογή τους σε επιχειρήσεις όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εγγυάται ως προς τα απαριθμούμενα στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου θέματα και, κατά περίπτωση, ως προς τους όρους εργασίας και απασχόλησης που πρέπει να διασφαλίζονται στους αποσπασμένους εργαζόμενους σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου, την ίση μεταχείριση μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων και των άλλων επιχειρήσεων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και βρίσκονται σε παρόμοια θέση.

Η ίση μεταχείριση, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, θεωρείται ότι υπάρχει όταν εθνικές επιχειρήσεις σε παρόμοια θέση:

υπόκεινται, στον εν λόγω χώρο ή στον οικείο τομέα, στις ίδιες υποχρεώσεις με τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, ως προς τα θέματα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση, ως προς τους όρους εργασίας και απασχόλησης που πρέπει να διασφαλίζονται στους αποσπασμένους εργαζόμενους σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου, και

υποχρεούνται να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές με τα ίδια αποτελέσματα.»·

ε)

οι παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν ότι οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εγγυώνται στους εργαζομένους, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 στοιχείο γ), επιπλέον των όρων εργασίας και απασχόλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1β του παρόντος άρθρου, λοιπούς όρους εργασίας και απασχόλησης οι οποίοι εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολούμενους στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκτελείται η εργασία.

10.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, τηρουμένων των διατάξεων των Συνθηκών, να επιβάλλουν, υπό ίσους όρους, στις εθνικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών, όρους εργασίας και απασχόλησης όσον αφορά θέματα πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, εφόσον πρόκειται για διατάξεις δημόσιας τάξεως.».

3)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών ή φορέων, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων αρχών οι οποίες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, είναι αρμόδιες για τον έλεγχο εφαρμογής των όρων εργασίας και απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 3, μεταξύ άλλων σε ενωσιακό επίπεδο. Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει, ειδικότερα, την απάντηση στις αιτιολογημένες αιτήσεις πληροφοριών που υποβάλλουν οι υπηρεσίες αυτές και οι εν λόγω φορείς για παροχή πληροφοριών σχετικά με τη διεθνική διάθεση εργαζομένων και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων προδήλου καταχρήσεως ή διασυνοριακών δραστηριοτήτων που εικάζονται παράνομες, όπως διεθνικές περιπτώσεις αδήλωτης εργασίας και ψευδούς αυτοαπασχόλησης που συνδέονται με την απόσπαση εργαζομένων. Εάν η αρμόδια αρχή ή ο φορέας στο κράτος μέλος από το οποίο ο εργαζόμενος αποσπάται δεν έχει στην κατοχή του τις πληροφορίες που ζητεί η αρμόδια αρχή ή ο φορέας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι αποσπασμένος ο εργαζόμενος, ζητεί τις εν λόγω πληροφορίες από άλλες αρχές ή άλλους φορείς στο εν λόγω κράτος μέλος. Σε περίπτωση επίμονης καθυστέρησης διαβίβασης των πληροφοριών αυτών στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι αποσπασμένος ο εργαζόμενος, η Επιτροπή ενημερώνεται και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.».

4)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Παρακολούθηση, έλεγχος και επιβολή

Το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι αποσπασμένος ο εργαζόμενος και το κράτος μέλος από το οποίο αποσπάται ο εργαζόμενος είναι υπεύθυνα για την παρακολούθηση, τον έλεγχο και την επιβολή των υποχρεώσεων που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και την οδηγία 2014/67/ΕΕ και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση μη τήρησης της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβιάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη φροντίζουν, ιδίως, ώστε οι εργαζόμενοι ή/και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να έχουν στη διάθεσή τους τις κατάλληλες διαδικασίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Όταν έπειτα από συνολική αξιολόγηση που διενεργεί κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ αποδεικνύεται ότι μια επιχείρηση καλλιεργεί καταχρηστικώς ή δολίως την εντύπωση ότι η κατάσταση εργαζομένου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, το εν λόγω κράτος μέλος διασφαλίζει ότι ο εργαζόμενος επωφελείται από το σχετικό δίκαιο και πρακτική.

Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε το παρόν άρθρο να μην έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή του εργαζομένου σε λιγότερο ευνοϊκούς όρους από αυτούς που εφαρμόζονται στους αποσπασμένους εργαζομένους.».

5)

Η εισαγωγική πρόταση του παραρτήματος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 περιλαμβάνουν όλες τις δραστηριότητες στον τομέα των οικοδομών με σκοπό την κατασκευή, την αποκατάσταση, την τακτική συντήρηση, τη μετατροπή ή την κατεδάφιση οικοδομών, και συγκεκριμένα τις ακόλουθες εργασίες:».

Άρθρο 2

Επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση της εφαρμογής και της εκτέλεσης της παρούσας οδηγίας. Το αργότερο έως τις 30 Ιουλίου 2023, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας και προτείνει, κατά περίπτωση, τις αναγκαίες τροποποιήσεις της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 96/71/ΕΚ.

2.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει αξιολόγηση του κατά πόσον απαιτούνται περαιτέρω μέτρα για την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού και την προστασία των εργαζομένων:

α)

στην περίπτωση υπεργολαβίας,

β)

σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, λαμβανομένων υπόψη των εξελίξεων σε σχέση με τη νομοθετική πράξη για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) όσον αφορά τις απαιτήσεις επιβολής και τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με την οδηγία 96/71/ΕΚ και την οδηγία 2014/67/ΕΕ για την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών.

Άρθρο 3

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 30 Ιουλίου 2020, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Θέτουν σε εφαρμογή τις διατάξεις αυτές από τις 30 Ιουλίου 2020. Έως την εν λόγω ημερομηνία, η οδηγία 96/71/ΕΚ συνεχίζει να εφαρμόζεται με τη διατύπωσή της πριν από τις τροποποιήσεις που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στον τομέα των οδικών μεταφορών από την ημερομηνία εφαρμογής νομοθετικής πράξης για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/22/ΕΚ όσον αφορά τις απαιτήσεις επιβολής και τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με την οδηγία 96/71/ΕΚ και την οδηγία 2014/67/ΕΕ για την απόσπαση οδηγών στον τομέα των οδικών μεταφορών.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 28 Ιουνίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 81.

(2)  ΕΕ C 185 της 9.6.2017, σ. 75.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Μαΐου 2018 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 2018.

(4)  Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11).

(6)  Οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (ΕΕ L 327 της 5.12.2008, σ. 9).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).

(9)  Οδηγία 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας (ΕΕ L 288 της 18.10.1991, σ. 32).

(10)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/344 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί δημιουργίας ευρωπαϊκής πλατφόρμας με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας προς την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας (ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 12).

(11)  Απόφαση 2009/17/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την ίδρυση επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την απόσπαση εργαζομένων (ΕΕ L 8 της 13.1.2009, σ. 26).

(12)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(13)  Οδηγία 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με την κοινωνική νομοθεσία όσον αφορά δραστηριότητες οδικών μεταφορών και για την κατάργηση της οδηγίας 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 35).


9.7.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/25


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2018/958 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 28ης Ιουνίου 2018

σχετικά με τον έλεγχο αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέας νομοθετικής κατοχύρωσης των επαγγελμάτων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 46, το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 62,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ελευθερία επιλογής επαγγέλματος είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») διασφαλίζει την ελευθερία του επαγγέλματος, καθώς και την επιχειρηματική ελευθερία. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς και κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Συνεπώς, οι εθνικοί κανόνες που οργανώνουν την πρόσβαση στα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα δεν θα πρέπει να αποτελούν αδικαιολόγητο ή δυσανάλογο εμπόδιο στην άσκηση αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

(2)

Ελλείψει ειδικών διατάξεων στο ενωσιακό δίκαιο για την εναρμόνιση των απαιτήσεων για την πρόσβαση σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή την άσκησή του, αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών να αποφασίζουν αν και με ποιον τρόπο θα κατοχυρώσουν νομοθετικά ένα επάγγελμα, εντός των ορίων των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας.

(3)

Η αρχή της αναλογικότητας είναι μία από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Από τη νομολογία (3) προκύπτει ότι τα εθνικά μέτρα που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τη ΣΛΕΕ θα πρέπει να πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις, δηλαδή θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, θα πρέπει να δικαιολογούνται βάσει στόχων δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και θα πρέπει να μην είναι δεσμευτικά πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

(4)

Η οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) περιλαμβάνει την υποχρέωση των κρατών μελών να αξιολογούν την αναλογικότητα των απαιτήσεών τους που περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκησή τους και να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα αυτής της αξιολόγησης, δρομολογώντας τη «διαδικασία αμοιβαίας αξιολόγησης». Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να εξετάζουν αναλυτικά το σύνολο της νομοθεσίας τους για όλα τα επαγγέλματα που ήταν νομοθετικά κατοχυρωμένα στην επικράτειά τους.

(5)

Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αμοιβαίας αξιολόγησης κατέδειξαν έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά τα κριτήρια τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας των απαιτήσεων που περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκησή τους, καθώς και ανομοιόμορφο έλεγχο αυτών των απαιτήσεων σε όλα τα επίπεδα ρύθμισης. Συνεπώς, για να αποφευχθεί ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς και να εξαλειφθούν οι φραγμοί όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση ορισμένων μισθωτών ή ανεξάρτητων δραστηριοτήτων, θα πρέπει να υπάρχει κοινή προσέγγιση σε επίπεδο Ένωσης, που θα εμποδίζει τη θέσπιση δυσανάλογων μέτρων.

(6)

Στην ανακοίνωσή της, της 28ης Οκτωβρίου 2015, με τίτλο «Αναβάθμιση της ενιαίας αγοράς: περισσότερες ευκαιρίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις», η Επιτροπή αναγνώρισε την ανάγκη να καθοριστεί ένα πλαίσιο ανάλυσης της αναλογικότητας που θα χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη όταν αναθεωρούν υφιστάμενες ρυθμίσεις για τα επαγγέλματα ή όταν προτείνουν νέες σχετικές ρυθμίσεις.

(7)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη θέσπιση κανόνων για τη διενέργεια αξιολογήσεων αναλογικότητας από τα κράτη μέλη πριν από τη θέσπιση νέων, ή την τροποποίηση υφιστάμενων, επαγγελματικών ρυθμίσεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με παράλληλη διασφάλιση διαφάνειας και υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών.

(8)

Οι δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να αφορούν τα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε απαιτήσεις που περιορίζουν την πρόσβαση σε υφιστάμενα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή σε νέα επαγγέλματα των οποίων η νομοθετική κατοχύρωση εξετάζεται από τα κράτη μέλη, ή την άσκηση των εν λόγω επαγγελμάτων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται παράλληλα με την οδηγία 2005/36/ΕΚ και με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων που καθορίζονται σε χωριστή πράξη της Ένωσης όσον αφορά την πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή την άσκησή του.

(9)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν την οργάνωση και το περιεχόμενο των συστημάτων τους στους τομείς της εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητά τους να αναθέτουν σε επαγγελματικές οργανώσεις την αρμοδιότητα της οργάνωσης ή της επίβλεψης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Διατάξεις οι οποίες δεν περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, για παράδειγμα συντακτικές τροποποιήσεις ή τεχνικές προσαρμογές στο περιεχόμενο προγραμμάτων κατάρτισης ή ο εκσυγχρονισμός των κανονισμών κατάρτισης, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Εάν η επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση συνίσταται σε αμειβόμενες δραστηριότητες, θα πρέπει να διασφαλίζονται η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

(10)

Όταν τα κράτη μέλη μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο ειδικές απαιτήσεις σχετικά με τη νομοθετική κατοχύρωση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος που θεσπίζεται σε χωριστή νομοθετική πράξη της Ένωσης η οποία δεν παρέχει στα κράτη μέλη ευχέρεια επιλογής ως προς τον ακριβή τρόπο μεταφοράς των συγκεκριμένων απαιτήσεων στο εθνικό δίκαιο, η αξιολόγηση της αναλογικότητας, όπως ορίζεται σε ειδικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται.

(11)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να βασίζονται σε ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο βασισμένο σε σαφώς καθορισμένες νομικές έννοιες όσον αφορά τους διάφορους τρόπους νομοθετικής κατοχύρωσης ενός επαγγέλματος στην Ένωση. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να κατοχυρωθεί νομοθετικά ένα επάγγελμα, για παράδειγμα με τον περιορισμό της πρόσβασης σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα αποκλειστικά στους κατόχους ενός επαγγελματικού προσόντος ή της άσκησής της αποκλειστικά από αυτούς. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεσπίζουν απαιτήσεις που ρυθμίζουν έναν από τους τρόπους άσκησης ενός επαγγέλματος μέσω της θέσπισης προϋποθέσεων για τη χρήση επαγγελματικών τίτλων ή μέσω της επιβολής απαιτήσεων σχετικά με τα προσόντα μόνο στους αυτοαπασχολούμενους, στους μισθωτούς επαγγελματίες, στα διευθυντικά στελέχη ή στους νόμιμους εκπροσώπους επιχειρήσεων, ιδίως αν η δραστηριότητα ασκείται από νομικό πρόσωπο υπό τη μορφή επαγγελματικής εταιρείας.

(12)

Πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκησή τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιολογούν την αναλογικότητα των εν λόγω διατάξεων. Η έκταση της αξιολόγησης θα πρέπει να είναι αναλογική προς τη φύση, το περιεχόμενο και τον αντίκτυπο της θεσπιζόμενης διάταξης.

(13)

Το βάρος της απόδειξης της αιτιολόγησης και της αναλογικότητας φέρουν τα κράτη μέλη. Οι λόγοι της νομοθετικής κατοχύρωσης τους οποίους επικαλείται ένα κράτος μέλος ως αιτιολόγηση θα πρέπει, επομένως, να συνοδεύονται από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του μέτρου που θεσπίζει το εν λόγω κράτος μέλος και από συγκεκριμένα στοιχεία που τεκμηριώνουν τα επιχειρήματά του. Παρότι ένα κράτος μέλος δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να εκπονήσει συγκεκριμένη μελέτη ή να προσκομίσει συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ή υλικό που να αποδεικνύει την αναλογικότητα του εν λόγω μέτρου πριν από τη θέσπισή του, θα πρέπει εντούτοις να διενεργεί αντικειμενική ανάλυση, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στο εν λόγω κράτος μέλος, με την οποία αποδεικνύεται ότι υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι για την επίτευξη στόχων δημόσιου συμφέροντος.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διενεργούν αξιολογήσεις αναλογικότητας με αντικειμενικό και ανεξάρτητο τρόπο, ακόμη και στην περίπτωση που ένα επάγγελμα κατοχυρώνεται νομοθετικά έμμεσα εκχωρώντας σε συγκεκριμένο επαγγελματικό φορέα τη σχετική εξουσία. Οι εν λόγω αξιολογήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν γνωμοδότηση από ανεξάρτητο φορέα, περιλαμβανομένων των υφιστάμενων φορέων που αποτελούν μέρος της εθνικής νομοθετικής διαδικασίας, στον οποίο έχουν αναθέσει τα κράτη μέλη το έργο έκδοσης της εν λόγω γνωμοδότησης. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις περιπτώσεις όπου η αξιολόγηση διενεργείται από τις τοπικές αρχές, τους ρυθμιστικούς φορείς ή τις επαγγελματικές οργανώσεις, η μεγαλύτερη εγγύτητα στις τοπικές συνθήκες και οι εξειδικευμένες γνώσεις των οποίων θα μπορούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να τους καταστήσουν καταλληλότερους να προσδιορίσουν τον βέλτιστο τρόπο επίτευξης των στόχων δημόσιου συμφέροντος αλλά των οποίων οι επιλογές πολιτικής θα μπορούσαν να ευνοήσουν τους κατεστημένους φορείς σε βάρος των νεοεισερχομένων στην αγορά.

(15)

Είναι σκόπιμο να ελέγχεται η αναλογικότητα των νέων ή τροποποιούμενων διατάξεων που περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκησή τους μετά τη θέσπισή τους. Η επανεξέταση της αναλογικότητας ενός περιοριστικού εθνικού μέτρου στον τομέα των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων δεν θα πρέπει να βασίζεται μόνο στον στόχο αυτού του μέτρου τη στιγμή της θέσπισής του, αλλά και στα αποτελέσματά του, τα οποία αξιολογούνται μετά τη θέσπισή τους. Η αξιολόγηση της αναλογικότητας του εθνικού μέτρου θα πρέπει να βασίζεται στις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στον τομέα του νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος μετά τη θέσπιση του μέτρου.

(16)

Όπως επιβεβαιώνεται από την πάγια νομολογία, απαγορεύεται κάθε αδικαιολόγητος περιορισμός ο οποίος απορρέει από το εθνικό δίκαιο και περιστέλλει την ελευθερία εγκαταστάσεως ή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης οιασδήποτε διάκρισης λόγω ιθαγένειας ή τόπου κατοικίας.

(17)

Όταν η ανάληψη και η άσκηση μισθωτών ή μη μισθωτών δραστηριοτήτων εξαρτάται από την προϋπόθεση της συμμόρφωσης με ορισμένες απαιτήσεις που σχετίζονται με ειδικά επαγγελματικά προσόντα, και οι οποίες καθορίζονται άμεσα ή έμμεσα από τα κράτη μέλη, είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται ότι αυτές οι απαιτήσεις δικαιολογούνται με βάση στόχους δημόσιου συμφέροντος, όπως αυτούς που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ, δηλαδή τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, ή επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Είναι επίσης απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι στους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζονται από το Δικαστήριο της ΕΕ, συγκαταλέγονται η διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, η προστασία των καταναλωτών, των αποδεκτών των υπηρεσιών, μεταξύ άλλων με τη διασφάλιση της ποιότητας των βιοτεχνικών εργασιών και των εργαζομένων· η διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης· η διασφάλιση της δικαιοσύνης των εμπορικών συναλλαγών· η καταπολέμηση της απάτης και η πρόληψη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού ελέγχου· η ασφάλεια των μεταφορών· η προστασία του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του αστικού περιβάλλοντος· η υγεία των ζώων· η διανοητική ιδιοκτησία· η διασφάλιση και διατήρηση της εθνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς, των στόχων κοινωνικής πολιτικής και των στόχων πολιτιστικής πολιτικής. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, αμιγώς οικονομικοί λόγοι, συγκεκριμένα η προώθηση της εθνικής οικονομίας εις βάρος των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και αμιγώς διοικητικοί λόγοι, όπως η διενέργεια ελέγχων ή η συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων, δεν μπορούν να αποτελούν επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος.

(18)

Εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας που επιθυμούν να παρέχουν για τους στόχους δημόσιου συμφέροντος και το κατάλληλο επίπεδο ρύθμισης, εντός των ορίων της αναλογικότητας. Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιβάλλει λιγότερο αυστηρούς κανόνες από ένα άλλο κράτος μέλος δεν συνεπάγεται ότι οι κανόνες του τελευταίου είναι δυσανάλογοι και ασύμβατοι με το δίκαιο της Ένωσης.

(19)

Όσον αφορά την προστασία της δημόσιας υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου. Η παρούσα οδηγία συνάδει πλήρως με τον στόχο αυτό.

(20)

Προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν και οι τροποποιήσεις που επιφέρουν σε υφιστάμενες διατάξεις είναι αναλογικές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάζουν τα κριτήρια αξιολόγησης της αναλογικότητας και τα πρόσθετα κριτήρια που έχουν σημασία για το υπό εξέταση νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα. Όταν ένα κράτος μέλος προτίθεται να κατοχυρώσει νομοθετικά ένα επάγγελμα ή να τροποποιήσει υφιστάμενους κανόνες, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη φύση των κινδύνων που σχετίζονται με τους επιδιωκόμενους στόχους δημόσιου συμφέροντος, και ιδίως των κινδύνων για τους αποδέκτες των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των καταναλωτών, τους επαγγελματίες ή τρίτους. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, στο πεδίο των επαγγελματικών υπηρεσιών, υπάρχει συνήθως ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ των καταναλωτών και των επαγγελματιών, δεδομένου ότι οι επαγγελματίες επιδεικνύουν υψηλό επίπεδο τεχνικών γνώσεων, τις οποίες μπορεί να μη διαθέτουν οι καταναλωτές.

(21)

Οι απαιτήσεις που συνδέονται με τα επαγγελματικά προσόντα θα πρέπει να θεωρούνται αναγκαίες μόνον όταν τα υφιστάμενα μέτρα, όπως ο νόμος περί ασφάλειας των προϊόντων ή ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών, δεν μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλα ή πράγματι αποτελεσματικά για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.

(22)

Για να εκπληρωθεί η απαίτηση της αναλογικότητας, το μέτρο θα πρέπει να είναι κατάλληλο για τη διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου στόχου. Ένα μέτρο θα πρέπει να θεωρείται κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου μόνον εάν αντικατοπτρίζει πράγματι την προσπάθεια επίτευξης του εν λόγω στόχου με συνεπή και συστηματικό τρόπο, για παράδειγμα όταν παρόμοιοι κίνδυνοι που σχετίζονται με ορισμένες δραστηριότητες αντιμετωπίζονται με συγκρίσιμο τρόπο και όταν τυχόν εξαιρέσεις στους σχετικούς περιορισμούς εφαρμόζονται σύμφωνα με τον δεδηλωμένο στόχο. Επιπλέον, το εθνικό μέτρο θα πρέπει να συμβάλλει ουσιαστικά στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και, επομένως, όταν δεν επηρεάζει τη βάση της αιτιολόγησής του, δεν θα πρέπει να θεωρείται κατάλληλο.

(23)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον συνολικό αντίκτυπο του μέτρου στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών εντός της Ένωσης, στις επιλογές των καταναλωτών και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Στη βάση αυτή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακριβώνουν, ειδικότερα, κατά πόσον ο βαθμός περιορισμού της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών είναι αναλογικός με τη σημασία των επιδιωκόμενων στόχων και των προσδοκώμενων οφελών.

(24)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβαίνουν σε σύγκριση μεταξύ του σχεδιαζόμενου εθνικού μέτρου και των εναλλακτικών και λιγότερο περιοριστικών λύσεων που θα επέτρεπαν την επίτευξη του ίδιου στόχου αλλά θα επέβαλλαν λιγότερους περιορισμούς. Όταν τα μέτρα δικαιολογούνται μόνο με βάση την προστασία των καταναλωτών και όταν οι εντοπισθέντες κίνδυνοι περιορίζονται στη σχέση μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή και ως εκ τούτου δεν επηρεάζουν αρνητικά τρίτους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιολογούν αν ο στόχος τους θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέσα λιγότερο περισταλτικά από τον περιορισμό της πρόσβασης των επαγγελματιών σε δραστηριότητες. Για παράδειγμα, όταν οι καταναλωτές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ της χρήσης ή μη των υπηρεσιών ειδικευμένων επαγγελματιών, θα πρέπει να εφαρμόζονται λιγότερο περιοριστικά μέσα, όπως η προστασία του επαγγελματικού τίτλου ή η εγγραφή σε επαγγελματικό μητρώο. Η ρύθμιση μέσω αποκλειστικών δραστηριοτήτων και προστατευόμενου επαγγελματικού τίτλου θα πρέπει να εξετάζεται ως ενδεχόμενο σε περιπτώσεις στις οποίες τα μέτρα στοχεύουν στην πρόληψη του κινδύνου να πληγούν σοβαρά στόχοι δημόσιου συμφέροντος, όπως η δημόσια υγεία.

(25)

Εφόσον ενδείκνυται λόγω της φύσης και του περιεχομένου του υπό εξέταση μέτρου, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη, τα ακόλουθα στοιχεία: τη σύνδεση μεταξύ του πεδίου επαγγελματικών δραστηριοτήτων που αφορούν ένα επάγγελμα και του απαιτούμενου επαγγελματικού προσόντος· την πολυπλοκότητα των καθηκόντων, ειδικότερα όσον αφορά το επίπεδο, τη φύση και τη διάρκεια της απαιτούμενης κατάρτισης ή πείρας· την ύπαρξη διαφορετικών τρόπων απόκτησης του επαγγελματικού προσόντος· κατά πόσον οι αποκλειστικές δραστηριότητες που συνδέονται με ορισμένους επαγγελματίες μπορούν να ασκούνται από κοινού με άλλους επαγγελματίες· και τον βαθμό αυτονομίας στην άσκηση ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, ιδίως όταν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ασκούνται υπό τον έλεγχο και την ευθύνη κατάλληλα ειδικευμένου επαγγελματία.

(26)

Η παρούσα οδηγία λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο και συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μεταξύ άλλων στο ψηφιακό περιβάλλον. Δεδομένης της ταχύτητας των τεχνολογικών αλλαγών και των επιστημονικών εξελίξεων, οι επικαιροποιήσεις των απαιτήσεων πρόσβασης θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερης σημασίας για ορισμένα επαγγέλματα, ιδίως για τον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα. Όταν ένα κράτος μέλος κατοχυρώνει νομοθετικά ένα επάγγελμα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις θα μπορούσαν να μειώνουν ή να αυξάνουν την ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών. Σε περίπτωση που οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις ενέχουν υψηλό κίνδυνο για τους στόχους δημόσιου συμφέροντος, εναπόκειται στα κράτη μέλη, όποτε κρίνεται αναγκαίο, να ενθαρρύνουν τους επαγγελματίες να συμβαδίζουν με τις εν λόγω εξελίξεις.

(27)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διενεργούν ολοκληρωμένη αξιολόγηση των περιστάσεων υπό τις οποίες θεσπίζεται και εφαρμόζεται το μέτρο και να εξετάζουν ειδικότερα το αποτέλεσμα των νέων ή τροποποιούμενων διατάξεων όταν συνδυάζονται με άλλες απαιτήσεις που περιορίζουν την πρόσβαση στο επάγγελμα ή την άσκησή του. Η ανάληψη και άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων μπορεί να εξαρτάται από τη συμμόρφωση με αρκετές απαιτήσεις, όπως κανόνες που σχετίζονται με την οργάνωση του επαγγέλματος, υποχρεωτική εγγραφή σε επαγγελματική οργάνωση ή φορέα, επαγγελματική δεοντολογία, εποπτεία και ευθύνη. Επομένως, κατά την αξιολόγηση του αποτελέσματος των νέων ή τροποποιούμενων διατάξεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ισχύουσες απαιτήσεις, μεταξύ άλλων τη συνεχή επαγγελματική εξέλιξη, την υποχρεωτική εγγραφή σε επαγγελματική οργάνωση ή φορέα, τα συστήματα καταχώρισης ή αδειοδότησης, τους ποσοτικούς περιορισμούς, τις ειδικές απαιτήσεις νομικής μορφής και τις απαιτήσεις εταιρικής συμμετοχής, τους εδαφικούς περιορισμούς, τους περιορισμούς που αφορούν δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων και τους κανόνες περί ασυμβίβαστου, τις απαιτήσεις σε σχέση με την ασφαλιστική κάλυψη, τις απαιτήσεις γλωσσικών γνώσεων, στον βαθμό που είναι αναγκαίες για την άσκηση του επαγγέλματος, τις σταθερές ελάχιστες και/ή μέγιστες τιμολογήσεις και τις απαιτήσεις όσον αφορά τη διαφήμιση.

(28)

Για την επίτευξη των στόχων δημόσιου συμφέροντος μπορεί να ενδείκνυται η θέσπιση πρόσθετων απαιτήσεων. Το γεγονός και μόνον ότι το μεμονωμένο ή το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους θα πρέπει να αξιολογείται δεν συνεπάγεται ότι οι εν λόγω απαιτήσεις είναι εκ πρώτης όψεως δυσανάλογες. Για παράδειγμα, η υποχρέωση συνεχούς επαγγελματικής εξέλιξης μπορεί να ενδείκνυται για να εξασφαλίζεται ότι οι επαγγελματίες συμβαδίζουν με τις εξελίξεις στους αντίστοιχους τομείς τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θεσπίζονται δυσανάλογοι όροι που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των νεοεισερχόμενων στην αγορά. Ομοίως, η υποχρεωτική εγγραφή σε επαγγελματική οργάνωση ή φορέα μπορεί να κρίνεται σκόπιμη στις περιπτώσεις όπου το κράτος αναθέτει στις εν λόγω επαγγελματικές οργανώσεις ή φορείς τη διαφύλαξη των σχετικών στόχων δημόσιου συμφέροντος, για παράδειγμα με την εποπτεία της νόμιμης άσκησης του επαγγέλματος ή με την οργάνωση ή την εποπτεία της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης. Όταν η ανεξαρτησία ενός επαγγέλματος δεν μπορεί να διασφαλιστεί επαρκώς με άλλα μέσα, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο εφαρμογής διασφαλίσεων, όπως ο περιορισμός της εταιρικής συμμετοχής ατόμων εκτός του επαγγέλματος ή η πρόβλεψη ότι η πλειονότητα των δικαιωμάτων ψήφου πρέπει να κατέχεται από άτομα που ασκούν το επάγγελμα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διασφαλίσεις δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την προστασία του στόχου δημόσιου συμφέροντος. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να εξετάσουν τη θέσπιση σταθερών ελάχιστων και/ή μέγιστων τιμολογήσεων με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται οι πάροχοι των υπηρεσιών, ιδίως όσον αφορά τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να εφαρμόζεται αποτελεσματικά η αρχή της απόδοσης των δαπανών, εφόσον ο εν λόγω περιορισμός είναι αναλογικός και, κατά περίπτωση, εφόσον προβλέπονται παρεκκλίσεις από τις ελάχιστες και/ή μέγιστες τιμές. Σε περίπτωση που η θέσπιση πρόσθετων απαιτήσεων επαναλαμβάνει απαιτήσεις που έχουν ήδη θεσπιστεί από ένα κράτος μέλος στο πλαίσιο άλλων κανόνων ή διαδικασιών, οι απαιτήσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρούνται αναλογικές για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.

(29)

Σύμφωνα με τον Τίτλο II της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν σε παρόχους υπηρεσιών, που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και παρέχουν επαγγελματικές υπηρεσίες σε προσωρινή και περιστασιακή βάση, απαιτήσεις ή περιορισμούς που απαγορεύονται από την εν λόγω οδηγία, όπως αδειοδότηση, καταχώριση ή προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή σε επαγγελματικό φορέα ή την υποχρέωση να έχουν εκπροσώπους στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής για τους σκοπούς της απόκτησης πρόσβασης ή της άσκησης ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να απαιτούν από τους παρόχους υπηρεσιών που επιθυμούν να παρέχουν υπηρεσίες σε προσωρινή βάση, να δίδουν πληροφορίες μέσω γραπτής δήλωσης, η οποία πρέπει να υποβάλλεται πριν από την πρώτη παροχή της υπηρεσίας, και να ανανεώνουν τη δήλωση αυτή σε ετήσια βάση. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διευκολυνθεί η παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών, είναι αναγκαίο να τονιστεί εκ νέου, λαμβανομένης υπόψη της προσωρινής ή περιστασιακής φύσης των υπηρεσιών, ότι οι απαιτήσεις, όπως η αυτόματη προσωρινή εγγραφή ή η τυπική προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή φορέα, οι προηγούμενες δηλώσεις και οι απαιτήσεις δικαιολογητικών, καθώς και η καταβολή τελών ή χρεώσεων, θα πρέπει να έχουν αναλογικό χαρακτήρα. Οι απαιτήσεις αυτές δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογα επαχθείς για τους παρόχους υπηρεσιών ούτε να παρακωλύουν ή να καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ειδικότερα, να αξιολογούν κατά πόσον η απαίτηση παροχής ορισμένων πληροφοριών και δικαιολογητικών σύμφωνα με την οδηγία 2005/36/ΕΚ και η δυνατότητα συγκέντρωσης περαιτέρω στοιχείων με τη διοικητική συνεργασία των κρατών μελών μέσω του συστήματος πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά είναι αναλογικές και επαρκείς για την αποτροπή σοβαρού κινδύνου καταστρατήγησης των ισχυόντων κανόνων από τους παρόχους υπηρεσιών. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει, ωστόσο, να εφαρμόζεται σε μέτρα που έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την τήρηση των ισχυόντων όρων εργασίας.

(30)

Όπως επιβεβαιώνεται από την πάγια νομολογία, η υγεία και η ζωή των ανθρώπων κατέχουν την πρώτη θέση μεταξύ των συμφερόντων που προστατεύονται από τη ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον στόχο της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου κατά την αξιολόγηση των απαιτήσεων για τα επαγγέλματα υγείας, όπως οι αποκλειστικές δραστηριότητες, ο προστατευόμενος επαγγελματικός τίτλος, η συνεχής επαγγελματική εξέλιξη ή οι κανόνες που αφορούν την οργάνωση του επαγγέλματος, την επαγγελματική δεοντολογία και εποπτεία, τηρώντας παράλληλα τις ελάχιστες προϋποθέσεις εκπαίδευσης που ορίζονται στην οδηγία 2005/36/ΕΚ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει ειδικότερα να εξασφαλίζουν ότι η νομοθετική κατοχύρωση των επαγγελμάτων υγείας, τα οποία έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και στην ασφάλεια των ασθενών, είναι αναλογική και συμβάλλει στην εξασφάλιση της πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, η οποία αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στον Χάρτη, καθώς και σε ασφαλή, υψηλής ποιότητας και αποτελεσματική υγειονομική περίθαλψη για τους πολίτες που βρίσκονται στην επικράτειά τους. Κατά τη χάραξη πολιτικών για τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διασφάλισης της προσβασιμότητας, η υψηλή ποιότητα της υπηρεσίας, η κατάλληλη και ασφαλής παροχή φαρμάκων, σύμφωνα με τις ανάγκες της δημόσιας υγείας στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, καθώς και η επαγγελματική ανεξαρτησία των επαγγελματιών του τομέα υγείας. Όσον αφορά την αιτιολόγηση για τη ρύθμιση των επαγγελμάτων υγείας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεκτιμούν τον στόχο της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων της προσβασιμότητας και της υψηλής ποιότητας των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται στους πολίτες, και κατάλληλης και ασφαλούς παροχής φαρμάκων, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 1 της παρούσας οδηγίας.

(31)

Είναι σημαντικό για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη παρέχουν πληροφόρηση στους πολίτες, στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και σε άλλους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών εταίρων, πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων απαιτήσεων για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την κατάλληλη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών και να τους δίνουν την ευκαιρία να εκφράζουν τις απόψεις τους. Ανάλογα με την περίπτωση και εφόσον ενδείκνυται, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διοργανώνουν δημόσιες διαβουλεύσεις σύμφωνα με τις οικείες εθνικές διαδικασίες.

(32)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και του άρθρου 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο και τις συνταγματικές αρχές, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να μπορούν να αξιολογούν την αναλογικότητα των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να διασφαλίζουν για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά περιορισμών στην ελευθερία επιλογής επαγγέλματος, στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών.

(33)

Με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ενθαρρύνεται η ανταλλαγή με άλλα κράτη μέλη επαρκών και τακτικά επικαιροποιούμενων πληροφοριών σχετικά με τη νομοθετική κατοχύρωση επαγγελμάτων και τα αποτελέσματα της εν λόγω νομοθετικής κατοχύρωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκολύνει αυτή την ανταλλαγή.

(34)

Για να αυξηθεί η διαφάνεια και να προαχθούν οι αξιολογήσεις αναλογικότητας με βάση συγκρίσιμα κριτήρια, οι πληροφορίες που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη του άρθρου 346 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμες στη βάση δεδομένων για τα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, ώστε τα άλλα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις στην Επιτροπή και στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Οι εν λόγω παρατηρήσεις θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη από την Επιτροπή στη συνοπτική έκθεση που εκπονεί σύμφωνα με την οδηγία 2005/36/ΕΚ.

(35)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και η αποφυγή δυσανάλογων περιορισμών στην πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκηση αυτών των επαγγελμάτων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία προβλέπει κανόνες σχετικά με ένα κοινό πλαίσιο για τη διενέργεια αξιολογήσεων αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέων, ή την τροποποίηση υφιστάμενων, νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών, με σκοπό να διασφαλίσει την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, κατοχυρώνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα, ελλείψει εναρμόνισης, και το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών να αποφασίζουν κατά πόσον και με ποιον τρόπο θα κατοχυρώσουν νομοθετικά ένα επάγγελμα, εντός των ορίων των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες περιορίζουν την πρόσβαση σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή την άσκησή του, ή έναν από τους τρόπους άσκησής του, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης επαγγελματικών τίτλων και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που επιτρέπονται στους κατόχους του σχετικού τίτλου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.

2.   Στις περιπτώσεις στις οποίες έχουν θεσπιστεί ειδικές απαιτήσεις σχετικά με τη νομοθετική κατοχύρωση ενός δεδομένου επαγγέλματος σε χωριστή πράξη της Ένωσης η οποία δεν παρέχει στα κράτη μέλη ευχέρεια επιλογής ως προς τον ακριβή τρόπο μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, οι αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ορισμοί της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.

Επιπλέον, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«προστατευόμενος επαγγελματικός τίτλος»: μορφή νομοθετικής κατοχύρωσης ενός επαγγέλματος όπου για τη χρήση του τίτλου σε επαγγελματική δραστηριότητα ή ομάδα επαγγελματικών δραστηριοτήτων απαιτείται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων συγκεκριμένο επαγγελματικό προσόν, και όπου η αθέμιτη χρήση αυτού του τίτλου υπόκειται σε κυρώσεις ·

β)

«αποκλειστικές δραστηριότητες»: μορφή νομοθετικής κατοχύρωσης ενός επαγγέλματος όπου η πρόσβαση σε επαγγελματική δραστηριότητα ή ομάδα επαγγελματικών δραστηριοτήτων περιορίζεται, άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, αποκλειστικά στους ασκούντες ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα οι οποίοι κατέχουν ειδικό επαγγελματικό προσόν, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης στην οποία η δραστηριότητα ασκείται από κοινού με άλλα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα.

Άρθρο 4

Εκ των προτέρων αξιολόγηση των νέων μέτρων και έλεγχος

1.   Τα κράτη μέλη διενεργούν αξιολόγηση της αναλογικότητας σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών.

2.   Η έκταση της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι αναλογική προς τη φύση, το περιεχόμενο και τον αντίκτυπο της διάταξης.

3.   Κάθε διάταξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνοδεύεται από επεξήγηση αρκούντως λεπτομερή ώστε να καθιστά δυνατή την εκτίμηση της συμμόρφωσης με την αρχή της αναλογικότητας.

4.   Οι λόγοι βάσει των οποίων μια διάταξη της παραγράφου 1 θεωρείται δικαιολογημένη και αναλογική τεκμηριώνονται με ποιοτικά και, όπου είναι εφικτό και σκόπιμο, ποσοτικά στοιχεία.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να διενεργείται με αντικειμενικό και ανεξάρτητο τρόπο.

6.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν τη συμμόρφωση των νέων ή τροποποιημένων κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, μετά τη θέσπιση, με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν εξελίξεις που έχουν προκύψει μετά τη θέσπιση των υπό εξέταση διατάξεων.

Άρθρο 5

Απαγόρευση των διακρίσεων

Κατά τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αυτές οι διατάξεις δεν εισάγουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, διακρίσεις λόγω ιθαγένειας ή τόπου διαμονής.

Άρθρο 6

Αιτιολόγηση βάσει στόχων δημόσιου συμφέροντος

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών τις οποίες σκοπεύουν να θεσπίσουν και οι τροποποιήσεις τις οποίες σκοπεύουν να επιφέρουν σε υφιστάμενες διατάξεις δικαιολογούνται βάσει στόχων δημόσιου συμφέροντος.

2.   Τα κράτη μέλη εξετάζουν, ειδικότερα, αν οι διατάξεις της παραγράφου 1 δικαιολογούνται αντικειμενικά βάσει του στόχου της διασφάλισης της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας, ή βάσει επιτακτικών λόγων δημόσιου συμφέροντος, όπως η διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων· η προστασία των καταναλωτών, των αποδεκτών των υπηρεσιών και των εργαζομένων· η διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης· η διασφάλιση της δικαιοσύνης των εμπορικών συναλλαγών· η καταπολέμηση της απάτης και η πρόληψη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, καθώς και η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού ελέγχου· η ασφάλεια των μεταφορών· η προστασία του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του αστικού περιβάλλοντος· η υγεία των ζώων· η διανοητική ιδιοκτησία· η διασφάλιση και διατήρηση της εθνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς· οι στόχοι κοινωνικής πολιτικής· και οι στόχοι πολιτιστικής πολιτικής.

3.   Οι λόγοι αμιγώς οικονομικής φύσης ή οι αμιγώς διοικητικοί λόγοι δεν αποτελούν επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογούν τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών.

Άρθρο 7

Αναλογικότητα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που θεσπίζουν για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών και οι τροποποιήσεις που επιφέρουν σε υφιστάμενες διατάξεις είναι κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

2.   Προς τούτο, πριν από τη θέσπιση των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη εξετάζουν:

α)

τη φύση των κινδύνων που σχετίζονται με τους επιδιωκόμενους στόχους δημόσιου συμφέροντος, ιδίως των κινδύνων για τους αποδέκτες των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των καταναλωτών, τους επαγγελματίες ή τρίτους·

β)

κατά πόσον οι υφιστάμενοι κανόνες ειδικού ή γενικότερου χαρακτήρα, όπως αυτοί που περιέχονται στη νομοθεσία για την ασφάλεια των προϊόντων ή στη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών, δεν επαρκούν για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου·

γ)

την καταλληλότητα της διάταξης όσον αφορά το αν είναι ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και αν πραγματικά ανταποκρίνεται σε αυτόν τον στόχο με συνεπή και συστηματικό τρόπο και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει τους εντοπισθέντες κινδύνους κατά τρόπο παρόμοιο με συγκρίσιμες δραστηριότητες·

δ)

τον αντίκτυπο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών εντός της Ένωσης, στις επιλογές των καταναλωτών και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών·

ε)

τη δυνατότητα χρήσης λιγότερο περιοριστικών μέσων για την επίτευξη του στόχου δημόσιου συμφέροντος· για τους σκοπούς που παρόντος στοιχείου, όταν οι διατάξεις δικαιολογούνται μόνο με βάση την προστασία των καταναλωτών και όταν οι εντοπισθέντες κίνδυνοι περιορίζονται στη σχέση μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζουν αρνητικά τρίτους, τα κράτη μέλη αξιολογούν ειδικότερα κατά πόσον ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περισταλτικά μέσα από τον περιορισμό της πρόσβασης στις δραστηριότητες·

στ)

την επίπτωση των νέων ή τροποποιούμενων διατάξεων, σε συνδυασμό με άλλες απαιτήσεις που περιορίζουν την πρόσβαση σε επάγγελμα, ή την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο οι νέες ή τροποποιούμενες διατάξεις, σε συνδυασμό με άλλες απαιτήσεις, συμβάλλουν στον ίδιο στόχο δημόσιου συμφέροντος και είναι αναγκαίες για την επίτευξή του.

Τα κράτη μέλη εξετάζουν επίσης, εφόσον ενδείκνυται λόγω της φύσης και του περιεχομένου της εισαγόμενης ή τροποποιούμενης διάταξης, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη σύνδεση μεταξύ του πεδίου των δραστηριοτήτων που αφορούν ένα επάγγελμα ή περιορίζονται αποκλειστικά σε αυτό και του απαιτούμενου επαγγελματικού προσόντος·

β)

τη σύνδεση μεταξύ της πολυπλοκότητας των σχετικών καθηκόντων και της ανάγκης να κατέχουν αυτοί που εκτελούν τα εν λόγω καθήκοντα ειδικά επαγγελματικά προσόντα, ειδικότερα όσον αφορά το επίπεδο, τη φύση και τη διάρκεια της κατάρτισης ή της πείρας που απαιτείται·

γ)

τη δυνατότητα να αποκτηθούν τα επαγγελματικά προσόντα μέσω εναλλακτικών οδών·

δ)

αν και για ποιον λόγο οι αποκλειστικές δραστηριότητες που συνδέονται με ορισμένα επαγγέλματα μπορούν ή δεν μπορούν να ασκούνται από κοινού με άλλα επαγγέλματα·

ε)

τον βαθμό αυτονομίας στην άσκηση ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος και τον αντίκτυπο των οργανωτικών και εποπτικών ρυθμίσεων στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, ειδικότερα όταν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ασκούνται υπό τον έλεγχο και την ευθύνη ενός κατάλληλα ειδικευμένου επαγγελματία·

στ)

τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις που ενδέχεται να μειώνουν πράγματι ή να αυξάνουν την ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών·

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο στ), τα κράτη μέλη αξιολογούν το αποτέλεσμα της νέας ή τροποποιούμενης διάταξης όταν συνδυάζεται με μία ή περισσότερες απαιτήσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι το αποτέλεσμα μπορεί να θετικό ή και αρνητικό, και συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

α)

αποκλειστικές δραστηριότητες, προστατευόμενος επαγγελματικός τίτλος ή οποιαδήποτε άλλη μορφή ρύθμισης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2005/36/ΕΚ·

β)

υποχρεώσεις υποβολής σε συνεχή επαγγελματική εξέλιξη·

γ)

κανόνες σχετικοί με την οργάνωση του επαγγέλματος, την επαγγελματική δεοντολογία και εποπτεία·

δ)

υποχρεωτική εγγραφή σε επαγγελματική οργάνωση ή φορέα, συστήματα καταχώρισης ή αδειοδότησης, ειδικότερα όταν αυτές οι απαιτήσεις συνεπάγονται την κατοχή ειδικού επαγγελματικού προσόντος·

ε)

ποσοτικοί περιορισμοί, ειδικότερα απαιτήσεις που περιορίζουν τον αριθμό των αδειών άσκησης μιας δραστηριότητας ή καθορίζουν έναν ελάχιστο ή μέγιστο αριθμό υπαλλήλων, διευθυντών ή εκπροσώπων που διαθέτουν ειδικά επαγγελματικά προσόντα·

στ)

ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με τη νομική μορφή ή απαιτήσεις που σχετίζονται με την εταιρική συμμετοχή ή τη διοίκηση μιας εταιρείας, στον βαθμό που αυτές οι απαιτήσεις συνδέονται άμεσα με την άσκηση του νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος·

ζ)

εδαφικοί περιορισμοί, μεταξύ άλλων όταν το επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο σε τμήματα της επικράτειας ενός κράτους μέλους με τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο σε άλλα τμήματα·

η)

απαιτήσεις που περιορίζουν την άσκηση ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος από κοινού ή σε εταιρεία, καθώς και κανόνες περί ασυμβίβαστου·

θ)

απαιτήσεις σχετικά με την ασφαλιστική κάλυψη ή άλλα μέσα προσωπικής ή συλλογικής προστασίας όσον αφορά την επαγγελματική ευθύνη·

ι)

απαιτήσεις γλωσσικών γνώσεων, στον βαθμό που είναι αναγκαίες για την άσκηση του επαγγέλματος·

ια)

σταθερές ελάχιστες και/ή μέγιστες τιμολογήσεις·

ιβ)

απαιτήσεις όσον αφορά τη διαφήμιση.

4.   Πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων διατάξεων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επιπλέον τη συμμόρφωση των ειδικών απαιτήσεων σχετικά με την προσωρινή ή περιστασιακή παροχή υπηρεσιών, οι οποίες προβλέπονται στον Τίτλο II της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, με την αρχή της αναλογικότητας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:

α)

αυτόματη προσωρινή εγγραφή ή τυπική προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή σε επαγγελματικό φορέα, κατά το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου του άρθρου 6 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ·

β)

προηγούμενη δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, απαιτούμενα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου δικαιολογητικά ή οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη απαίτηση·

γ)

καταβολή τέλους ή τυχόν χρεώσεων που απαιτούνται για τις διοικητικές διαδικασίες, σε σχέση με την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, ή την άσκησή των επαγγελμάτων αυτών, τις οποίες αναλαμβάνει ο πάροχος των υπηρεσιών.

Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει για μέτρα τα οποία αποσκοπούν να διασφαλίσουν την τήρηση των ισχυόντων όρων εργασίας που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

5.   Όταν οι διατάξεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αφορούν τη νομοθετική κατοχύρωση επαγγελμάτων υγείας και έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια των ασθενών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τον στόχο της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου.

Άρθρο 8

Πληροφόρηση και συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν, με τα κατάλληλα μέσα, πληροφορίες στη διάθεση των πολιτών, των αποδεκτών των υπηρεσιών και άλλων σχετικών ενδιαφερόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν ασκούν το συγκεκριμένο επάγγελμα πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που περιορίζουν την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν καταλλήλως τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών και τους παρέχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους. Ανάλογα με την περίπτωση και εφόσον ενδείκνυται, τα κράτη μέλη διοργανώνουν δημόσιες διαβουλεύσεις σύμφωνα με τις οικείες εθνικές διαδικασίες.

Άρθρο 9

Αποτελεσματική προσφυγή

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όσον αφορά τα θέματα που καλύπτει η παρούσα οδηγία μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματική προσφυγή, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών

1.   Για τους σκοπούς της αποτελεσματικής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να ενθαρρύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών για θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, καθώς και για τον συγκεκριμένο τρόπο νομοθετικής κατοχύρωσης ενός επαγγέλματος ή τα αποτελέσματα αυτής της κατοχύρωσης. Η Επιτροπή διευκολύνει την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις δημόσιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διαβίβαση και λήψη πληροφοριών για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1.

Άρθρο 11

Διαφάνεια

1.   Οι λόγοι βάσει των οποίων θεωρείται ότι οι διατάξεις, που αξιολογούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, είναι δικαιολογημένες και αναλογικές, και οι οποίοι, μαζί με τις διατάξεις, πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 5 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, καταγράφονται από τα κράτη μέλη στη βάση δεδομένων για τα νομοθετικά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα, που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, και δημοσιοποιούνται από την Επιτροπή.

2.   Τα κράτη μέλη και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλλουν παρατηρήσεις στην Επιτροπή ή στο κράτος μέλος που έχει κοινοποιήσει τις διατάξεις και τους λόγους βάσει των οποίων θεωρείται ότι είναι δικαιολογημένες και αναλογικές. Οι εν λόγω παρατηρήσεις λαμβάνονται δεόντως υπόψη από την Επιτροπή στη συνοπτική έκθεσή της την οποία υποβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 8 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.

Άρθρο 12

Επανεξέταση

1.   Έως τις 18 Ιανουαρίου 2024 και ανά πενταετία μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την υλοποίηση της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων πτυχών, του πεδίου εφαρμογής και της αποτελεσματικότητάς της.

2.   Ανάλογα με την περίπτωση, η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνοδεύεται από σχετικές προτάσεις.

Άρθρο 13

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο την 30ή Ιουλίου 2020. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 15

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 28 Ιουνίου 2018.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. PAVLOVA


(1)  ΕΕ C 288 της 31.8.2017, σ. 43.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιουνίου 2018 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 2018.

(3)  Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard, C-55/94, ECLI:EU:C:1995:411, παράγραφος 37.

(4)  Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).