ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 104

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
24 Απριλίου 2018


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430

1

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/626 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής

37

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/627 της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2018, για τη διόρθωση ορισμένων γλωσσικών εκδόσεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων ( 1 )

57

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

24.4.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 104/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/625 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 5ης Μαρτίου 2018

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 48, το άρθρο 49 παράγραφος 3, τα άρθρα 65 και 73, το άρθρο 96 παράγραφος 4, το άρθρο 97 παράγραφος 6, το άρθρο 98 παράγραφος 5, το άρθρο 100 παράγραφος 2, το άρθρο 101 παράγραφος 5, το άρθρο 103 παράγραφος 3, το άρθρο 106 παράγραφος 3, τα άρθρα 121 και 168, το άρθρο 194 παράγραφος 3 και το άρθρο 196 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου (2), ο οποίος κωδικοποιήθηκε ως κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου (3), δημιούργησε ένα ειδικό για την Ένωση σύστημα για την προστασία των σημάτων που αποκτώνται σε επίπεδο Ένωσης κατόπιν αίτησης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Γραφείο»).

(2)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου εναρμόνισε τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή βάσει του εν λόγω κανονισμού με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να επέλθει συμμόρφωση με το νέο νομικό πλαίσιο που προέκυψε από την εν λόγω εναρμόνιση, θεσπίστηκαν ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής (5) και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής (6).

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 κωδικοποιήθηκε ως κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001. Για λόγους σαφήνειας και απλότητας, οι παραπομπές που περιλαμβάνονται σε κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό θα πρέπει να αντιστοιχούν στη νέα αρίθμηση των άρθρων που έχει προκύψει από τέτοια κωδικοποίηση της οικείας βασικής πράξης. Συνεπώς, ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 θα πρέπει να καταργηθεί και οι διατάξεις του εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού θα πρέπει να ενταχθούν, με επικαιροποιημένες παραπομπές στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, στον παρόντα κανονισμό.

(4)

Οι σχετικοί με τις ανακοπές διαδικαστικοί κανόνες θα πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική, αποδοτική και ταχεία εξέταση και καταχώριση των αιτήσεων σημάτων της ΕΕ από το Γραφείο, μέσω διαδικασίας που είναι διαφανής, εμπεριστατωμένη, δίκαιη και ισότιμη. Για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας, οι εν λόγω σχετικοί με τις ανακοπές κανόνες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους διευρυμένους σχετικούς λόγους απαραδέκτου που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού και τεκμηρίωσης της ανακοπής, και να προσαρμοστούν καταλλήλως ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να κωδικοποιούν την πρακτική του Γραφείου.

(5)

Για να καταστεί δυνατό ένα πιο ευέλικτο, συνεπές και σύγχρονο σύστημα σημάτων στην Ένωση, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζεται ασφάλεια δικαίου, είναι σκόπιμο να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος των διαδίκων στις κατ' αντιμωλία διαδικασίες μέσω της χαλάρωσης των απαιτήσεων για την τεκμηρίωση προγενέστερων δικαιωμάτων στις περιπτώσεις όπου το περιεχόμενο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων είναι προσβάσιμο μέσω απευθείας ηλεκτρονικής σύνδεσης με πηγή αναγνωρισμένη από το Γραφείο, όπως και της απαίτησης για την υποβολή αποδεικτικών στοιχείων στη γλώσσα της διαδικασίας.

(6)

Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, είναι σημαντικό να καθοριστούν οι απαιτήσεις για την τροποποίηση αίτησης σήματος της ΕΕ κατά τρόπο σαφή και εξαντλητικό.

(7)

Οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την έκπτωση και την ακυρότητα σήματος της ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο δικαιούχος σήματος της ΕΕ θα μπορεί να κηρύσσεται έκπτωτος ή σήμα της ΕΕ θα μπορεί να κηρύσσεται άκυρο με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο, μέσω διαφανών, εμπεριστατωμένων, δίκαιων και ισότιμων διαδικασιών. Για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας, συνέπειας, αλλά και αποδοτικότητας και ασφάλειας δικαίου, οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την έκπτωση και την ακυρότητα σήματος της ΕΕ θα πρέπει να είναι εναρμονισμένοι με εκείνους που εφαρμόζονται στις διαδικασίες ανακοπής, διατηρώντας μόνο τις διαφορές που επιβάλλουν οι ιδιαιτερότητες των διαδικασιών έκπτωσης και ακυρότητας. Επίσης, οι αιτήσεις μεταβίβασης σήματος της ΕΕ το οποίο έχει καταχωρισθεί στο όνομα πληρεξουσίου που δεν έχει λάβει σχετική άδεια θα πρέπει να ακολουθούν την ίδια διαδικαστική οδό με τις διαδικασίες ακυρότητας, αποτελώντας στην πράξη μια εναλλακτική επιλογή στην ακύρωση του σήματος.

(8)

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (7), πλην όπου προβλέπεται άλλως, το Γραφείο διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την εξέταση αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται εκπρόθεσμα για τον σκοπό είτε της τεκμηρίωσης μιας ασκηθείσας ανακοπής είτε της απόδειξης της ουσιαστικής χρήσης του προγενέστερου σήματος στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής ή ακυρότητας. Για την εξασφάλιση ασφάλειας δικαίου, τα σχετικά όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας θα πρέπει να αποτυπώνονται με ακρίβεια στους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ανακοπής ή τη διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας σημάτων της ΕΕ.

(9)

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική, αποδοτική και, εντός του πεδίου της προσφυγής που ορίζεται από τους διαδίκους, ενδελεχής επανεξέταση των πρωτοβάθμιων αποφάσεων που λαμβάνει το Γραφείο, μέσω μιας διαφανούς, εμπεριστατωμένης, δίκαιης και αμερόληπτης διαδικασίας προσφυγής που να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες της νομοθεσίας περί διανοητικής ιδιοκτησίας και λαμβανομένων υπόψη των αρχών που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, είναι σκόπιμο να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα μέσω της αποσαφήνισης και της εξειδίκευσης των διαδικαστικών κανόνων και των διαδικαστικών εγγυήσεων για τους διαδίκους, ιδίως δε στις περιπτώσεις που ο καθ' ου η προσφυγή ασκεί το δικαίωμα άσκησης αντίθετης προσφυγής.

(10)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική οργάνωση των τμημάτων προσφυγών, ο πρόεδρος, οι πρόεδροι των επιμέρους τμημάτων και τα μέλη των τμημάτων προσφυγών θα πρέπει, κατά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων που τους ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 και τον παρόντα κανονισμό, να μεριμνούν για την υψηλή ποιότητα και συνέπεια των αποφάσεων που λαμβάνονται ανεξάρτητα από τα τμήματα προσφυγών, καθώς και για την αποδοτικότητα της διαδικασίας προσφυγής.

(11)

Για να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του προέδρου, των προέδρων των επιμέρους τμημάτων και των μελών των τμημάτων προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 166 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου κατά τη θέσπιση κατάλληλων εκτελεστικών κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(12)

Για να αυξηθεί η διαφάνεια και η προβλεψιμότητα της διαδικασίας προσφυγής, ο κανονισμός διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, που αρχικά οριζόταν στους κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 2868/95 (8) και (ΕΚ) αριθ. 216/96 (9), θα πρέπει να παρατίθεται ως ενιαίο κείμενο και να είναι καλά συνυφασμένος με τους διαδικαστικούς κανόνες που εφαρμόζονται για τα τμήματα του Γραφείου των οποίων οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή.

(13)

Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, είναι ανάγκη να κωδικοποιηθούν και να αποσαφηνιστούν ορισμένοι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν την προφορική διαδικασία, ιδίως σε σχέση με τη γλώσσα της εν λόγω διαδικασίας. Είναι επίσης σκόπιμο να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη αποδοτικότητα και ευελιξία μέσω της καθιέρωσης της δυνατότητας συμμετοχής στην προφορική διαδικασία με τεχνικά μέσα και της υποκατάστασης των πρακτικών της προφορικής διαδικασίας από τη μαγνητοσκόπησή της.

(14)

Για να εξορθολογιστεί περαιτέρω η διαδικασία και να καταστεί πιο συνεκτική, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η βασική δομή και μορφή των αποδεικτικών στοιχείων προς υποβολή στο Γραφείο σε όλες τις διαδικασίες, καθώς και οι συνέπειες της μη υποβολής αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με αυτή τη δομή και μορφή.

(15)

Προκειμένου να εκσυγχρονιστεί το σύστημα σημάτων στην Ένωση μέσω της προσαρμογής του στην εποχή του διαδικτύου, είναι επίσης σκόπιμο να προβλεφθεί ορισμός των «ηλεκτρονικών μέσων» σε σχέση με τις κοινοποιήσεις, καθώς και για μορφές κοινοποίησης που δεν είναι παρωχημένες.

(16)

Για λόγους αποδοτικότητας, διαφάνειας και φιλικότητας προς τον χρήστη, το Γραφείο θα πρέπει να διαθέτει τυποποιημένα έντυπα σε όλες τις επίσημες γλώσσες του Γραφείου για τους σκοπούς της επικοινωνίας κατά τις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, η συμπλήρωση των οποίων θα μπορεί να γίνεται σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση.

(17)

Για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη σαφήνεια, συνέπεια και αποδοτικότητα, θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με την αναστολή των διαδικασιών ανακοπής, έκπτωσης, ακυρότητας και προσφυγής, οι οποίες να ορίζουν επίσης τη μέγιστη διάρκεια της αναστολής όταν την αιτούνται αμφότεροι οι διάδικοι.

(18)

Οι κανόνες που διέπουν τον υπολογισμό και τη διάρκεια των προθεσμιών, τις διαδικασίες για την ανάκληση απόφασης ή για την ακύρωση εγγραφής στο μητρώο, τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την επανάληψη της διαδικασίας και τις λεπτομέρειες σχετικά με την εκπροσώπηση ενώπιον του Γραφείου είναι ανάγκη να διασφαλίζουν την εύρυθμη, αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία του συστήματος σημάτων της ΕΕ.

(19)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική καταχώριση των διεθνών σημάτων κατά τρόπο που συνάδει πλήρως με τους κανόνες του πρωτοκόλλου που αφορά τη συμφωνία της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων.

(20)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 και ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 αντικατέστησαν τους κανόνες που ορίζονταν προηγουμένως με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96, οι οποίοι, ως εκ τούτου, καταργήθηκαν. Παρά την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96, είναι αναγκαίο να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις των εν λόγω κανονισμών σε ορισμένες διαδικασίες που είχαν κινηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 και μέχρι την ολοκλήρωση των εν λόγω διαδικασιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που ορίζουν:

α)

τη λεπτομερή διαδικασία άσκησης και εξέτασης ανακοπής κατά της καταχώρισης σήματος της ΕΕ στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Γραφείο»)·

β)

τη λεπτομερή διαδικασία τροποποίησης αίτησης σήματος της ΕΕ·

γ)

τις λεπτομερείς διαδικασίες έκπτωσης και ακυρότητας σήματος της ΕΕ, καθώς και της μεταβίβασης σήματος της ΕΕ το οποίο έχει καταχωρισθεί στο όνομα πληρεξουσίου που δεν έχει λάβει σχετική άδεια·

δ)

το τυπικό περιεχόμενο του δικογράφου προσφυγής και της διαδικασίας για την άσκηση και την εξέταση της προσφυγής, το τυπικό περιεχόμενο και τη μορφή των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών και την επιστροφή του τέλους προσφυγής, τις λεπτομέρειες σχετικά με την οργάνωση των τμημάτων προσφυγών, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες λαμβάνονται οι αποφάσεις από μονομελή τμήματα·

ε)

τις λεπτομερείς ρυθμίσεις της προφορικής διαδικασίας και της αποδεικτικής διαδικασίας·

στ)

τις λεπτομερείς ρυθμίσεις των διαδικασιών κοινοποίησης από το Γραφείο και των κανόνων που αφορούν τα μέσα επικοινωνίας με το Γραφείο·

ζ)

τις λεπτομέρειες σχετικά με τον υπολογισμό και τη διάρκεια των προθεσμιών·

η)

τη διαδικασία για την ανάκληση απόφασης ή την ακύρωση εγγραφής στο μητρώο σημάτων της ΕΕ·

θ)

τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου·

ι)

τους όρους και τη διαδικασία διορισμού κοινού αντιπροσώπου, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπάλληλοι και εγκεκριμένοι αντιπρόσωποι καταθέτουν στο Γραφείο πληρεξούσιο και το περιεχόμενο του εν λόγω πληρεξουσίου, καθώς και τις προϋποθέσεις διαγραφής προσώπου από τον κατάλογο των εγκεκριμένων αντιπροσώπων·

ια)

τη λεπτομερή διαδικασία για τις διεθνείς καταχωρίσεις που βασίζονται σε βασική αίτηση ή βασική καταχώριση που αφορά συλλογικό σήμα, σήμα πιστοποίησης ή σήμα εγγύησης και τη διαδικασία για την άσκηση και εξέταση ανακοπής κατά διεθνούς καταχώρισης.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΧΡΗΣΗΣ

Άρθρο 2

Ανακοπή

1.   Ανακοπή ασκείται βάσει ενός ή περισσοτέρων προγενέστερων σημάτων ή άλλων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, υπό την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι ή τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που ασκούν την ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 έχουν δικαίωμα να το πράξουν για όλα τα προγενέστερα σήματα ή δικαιώματα. Εάν ένα προγενέστερο σήμα έχει περισσότερους από έναν δικαιούχους («συνιδιοκτησία») ή εάν ένα προγενέστερο δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί από περισσότερα από ένα πρόσωπα, η ανακοπή του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε/οποιουσδήποτε εξ αυτών ή όλους μαζί.

2.   Το δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή και το όνομα του καταθέτη της αίτησης σήματος της ΕΕ·

β)

σαφή μνεία του προγενέστερου σήματος ή δικαιώματος επί του οποίου βασίζεται η ανακοπή, δηλαδή:

i)

στις περιπτώσεις που η ανακοπή αφορά προγενέστερο σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του αριθμού πρωτοκόλλου της αίτησης ή του αριθμού καταχώρισης του προγενέστερου σήματος, μνεία του εάν το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί ή αίτηση καταχώρισης του εν λόγω σήματος, καθώς επίσης και μνεία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, των κρατών της Μπενελούξ, στα οποία ή για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα ή, αναλόγως την περίπτωση, μνεία ότι πρόκειται για σήμα της ΕΕ·

ii)

όταν η ανακοπή αφορά παγκοίνως γνωστό σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στα οποία το σήμα είναι παγκοίνως γνωστό και αναπαράσταση του σήματος·

iii)

όταν η ανακοπή βασίζεται στην απουσία συγκατάθεσης του δικαιούχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα, αναπαράσταση του σήματος και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, διευκρίνιση εάν το προγενέστερο σήμα είναι αίτηση ή καταχώριση, στην οποία περίπτωση μνημονεύεται ο αριθμός πρωτοκόλλου της αίτησης ή της καταχώρισης·

iv)

όταν η ανακοπή αφορά προγενέστερο σήμα ή άλλο σημείο κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του είδους ή της φύσης του δικαιώματος αυτού, αναπαράσταση του προγενέστερου σήματος ή σημείου και μνεία του εάν το εν λόγω προγενέστερο σήμα ή σημείο ισχύει στο σύνολο της Ένωσης ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και, στην περίπτωση αυτή, μνεία των εν λόγω κρατών μελών·

v)

όταν η ανακοπή αφορά προγενέστερη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του είδους ή της φύσης του δικαιώματος αυτού, αναπαράσταση της προγενέστερης ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης και μνεία του εάν απολαύει προστασίας στο σύνολο της Ένωσης ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και, στην περίπτωση αυτή, μνεία των εν λόγω κρατών μελών·

γ)

τους λόγους για τους οποίους ασκείται η ανακοπή μέσω δήλωσης ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 8 παράγραφοι 1, 3, 4, 5 ή 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 σε σχέση με το καθένα από τα προγενέστερα σήματα ή δικαιώματα που επικαλείται ο ανακόπτων·

δ)

σε περίπτωση αίτησης ή καταχώρισης προγενέστερου σήματος, την ημερομηνία κατάθεσης και, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση, την ημερομηνία καταχώρισης και την ημερομηνία προτεραιότητας του προγενέστερου σήματος·

ε)

σε περίπτωση προγενέστερων δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, την ημερομηνία της αίτησης καταχώρισης ή, εάν δεν είναι διαθέσιμη η ημερομηνία αυτή, την ημερομηνία από την οποία παρέχεται προστασία·

στ)

σε περίπτωση αίτησης ή καταχώρισης προγενέστερου σήματος, αναπαράσταση του προγενέστερου σήματος, όπως αυτό έχει καταχωριστεί ή υποβληθεί προς καταχώριση με τη σχετική αίτηση· εάν το προγενέστερο σήμα είναι έγχρωμο, η αναπαράσταση είναι έγχρωμη·

ζ)

μνεία των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορά ο κάθε λόγος για τον οποίο ασκείται η ανακοπή·

η)

όσον αφορά τον ανακόπτοντα:

i)

τα στοιχεία ταυτότητας του ανακόπτοντα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 (10)·

ii)

εάν ο ανακόπτων έχει ορίσει αντιπρόσωπο ή εάν ο ορισμός αντιπροσώπου είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

iii)

όταν η ανακοπή ασκείται από πρόσωπο προς το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια χρήσης του σήματος ή από πρόσωπο που κατά το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο δικαιούται να ασκεί προγενέστερο δικαίωμα, σχετική δήλωση και μνεία όσον αφορά τη χορήγηση άδειας ή το δικαίωμα άσκησης ανακοπής·

θ)

μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών κατά των οποίων στρέφεται η ανακοπή· απουσία τέτοιας μνείας, η ανακοπή θεωρείται ότι στρέφεται κατά όλων των προϊόντων ή υπηρεσιών της αίτησης σήματος της ΕΕ κατά της οποίας ασκείται η ανακοπή.

3.   Όταν η ανακοπή αφορά περισσότερα του ενός προγενέστερα σήματα ή προγενέστερα δικαιώματα, η παράγραφος 2 εφαρμόζεται για καθένα από αυτά τα σήματα, σημεία, ονομασίες προέλευσης ή γεωγραφικές ενδείξεις.

4.   Το δικόγραφο της ανακοπής μπορεί να περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη δήλωση στην οποία παρουσιάζονται οι λόγοι, τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα βάσει των οποίων ασκείται η ανακοπή, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν την ανακοπή.

Άρθρο 3

Χρήση γλωσσών στη διαδικασία ανακοπής

Ο ανακόπτων ή ο καταθέτης μπορούν, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία λογίζεται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, να ενημερώσουν το Γραφείο ότι ο καταθέτης και ο ανακόπτων συμφώνησαν να χρησιμοποιηθεί διαφορετική γλώσσα για τη διαδικασία ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Αν το δικόγραφο της ανακοπής δεν υποβλήθηκε στη γλώσσα αυτή, ο καταθέτης μπορεί να ζητήσει την υποβολή εκ μέρους του ανακόπτοντος μετάφρασης του δικογράφου της ανακοπής στην εν λόγω γλώσσα. Η αίτηση αυτή πρέπει να παραληφθεί από το Γραφείο το αργότερο την ημερομηνία κατά την οποία λογίζεται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής. Το Γραφείο τάσσει στον ανακόπτοντα προθεσμία για την υποβολή της μετάφρασης. Εάν η μετάφραση αυτή δεν υποβληθεί ή υποβληθεί εκπρόθεσμα, η γλώσσα της διαδικασίας, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 146 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 («γλώσσα της διαδικασίας»), δεν μεταβάλλεται.

Άρθρο 4

Ενημέρωση των διαδίκων της διαδικασίας ανακοπής

Το δικόγραφο της ανακοπής και κάθε έγγραφο που υποβλήθηκε από τον ανακόπτοντα, καθώς επίσης και κάθε επικοινωνία που αποστέλλεται από το Γραφείο σε κάποιον από τους διαδίκους πριν από την κρίση επί του παραδεκτού, αποστέλλεται από το Γραφείο στον έτερο διάδικο για σκοπούς ενημέρωσης σχετικά με την άσκηση ανακοπής.

Άρθρο 5

Παραδεκτό της ανακοπής

1.   Εάν το τέλος ανακοπής δεν καταβληθεί εντός της προθεσμίας ανακοπής που τάσσεται με το άρθρο 46 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η ανακοπή λογίζεται ως μη ασκηθείσα. Εάν το τέλος ανακοπής καταβληθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, επιστρέφεται στον ανακόπτοντα.

2.   Εάν η ανακοπή ασκηθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

3.   Εάν το δικόγραφο της ανακοπής δεν κατατεθεί σε μία από τις γλώσσες του Γραφείου, όπως επιβάλλει το άρθρο 146 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ή εάν δεν πληροί τους όρους του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή γ) του παρόντος κανονισμού, και εφόσον οι ελλείψεις αυτές δεν θεραπευτούν πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

4.   Εάν ο ανακόπτων δεν υποβάλει μετάφραση σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εάν ο ανακόπτων υποβάλει μετάφραση που δεν είναι πλήρης, το μέρος του δικογράφου της ανακοπής που δεν έχει μεταφρασθεί δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση του παραδεκτού.

5.   Εάν το δικόγραφο της ανακοπής δεν συνάδει προς τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία δ) έως η), το Γραφείο ενημερώνει τον ανακόπτοντα σχετικά και τον καλεί να διορθώσει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν εντός προθεσμίας δύο μηνών. Εάν οι ελλείψεις δεν θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη.

6.   Το Γραφείο κοινοποιεί στον καταθέτη κάθε διαπίστωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ότι το δικόγραφο της ανακοπής θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί και κάθε απόφαση απόρριψης της ανακοπής ως απαράδεκτης βάσει των λόγων απαραδέκτου των παραγράφων 2, 3, 4 ή 5. Όταν ανακοπή απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3, 4 ή 5, πριν από την κοινοποίηση του άρθρου 6 παράγραφος 1, δεν λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα έξοδα.

Άρθρο 6

Έναρξη του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας ανακοπής και προγενέστερος τερματισμός της διαδικασίας

1.   Εάν η ανακοπή κριθεί παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 5, το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στους διαδίκους ενημερώνοντάς τους ότι το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής θεωρείται ότι αρχίζει δύο μήνες μετά την παραλαβή της κοινοποίησης. Η προθεσμία αυτή είναι δυνατό να παραταθεί σε 24 συνολικά μήνες εάν και οι δύο διάδικοι αιτηθούν παράταση πριν από τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας.

2.   Εάν, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αποσυρθεί η αίτηση ή περιορισθεί σε προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία δεν αφορά η ανακοπή, ή εάν το Γραφείο λάβει πληροφόρηση σχετικά με διακανονισμό μεταξύ των διαδίκων ή η αίτηση απορριφθεί σε παράλληλη διαδικασία, η διαδικασία ανακοπής τερματίζεται.

3.   Εάν, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο καταθέτης περιορίσει την αίτηση διαγράφοντας ορισμένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά η ανακοπή, το Γραφείο καλεί τον ανακόπτοντα να δηλώσει, εντός προθεσμίας που του τάσσει, εάν εμμένει στην ανακοπή του και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, σε σχέση με ποια υπολειπόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες. Εάν ο ανακόπτων αποσύρει την ανακοπή λόγω του περιορισμού, η διαδικασία ανακοπής τερματίζεται.

4.   Εάν η διαδικασία ανακοπής τερματισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεν λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα έξοδα.

5.   Εάν η διαδικασία ανακοπής τερματισθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατόπιν απόσυρσης ή περιορισμού της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή κατόπιν απόσυρσης της ανακοπής σύμφωνα με την παράγραφο 3, επιστρέφονται τα τέλη ανακοπής.

Άρθρο 7

Τεκμηρίωση της ανακοπής

1.   Το Γραφείο δίνει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδείξεις και να διατυπώσει επιχειρήματα προς υποστήριξη της ανακοπής ή να συμπληρώσει οποιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4. Προς τον σκοπό αυτόν, το Γραφείο τάσσει προθεσμία διάρκειας τουλάχιστον δύο μηνών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

2.   Εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ανακόπτων υποβάλλει επίσης αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, την εγκυρότητα και την έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή δικαιώματός του, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει την ανακοπή. Ειδικότερα, ο ανακόπτων υποβάλλει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

α)

εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερο σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 το οποίο δεν είναι σήμα της ΕΕ, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώρισή του:

i)

αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού κατάθεσης ή ισοδύναμο έγγραφο της διοικητικής αρχής στην οποία κατατέθηκε η αίτηση σήματος, στην περίπτωση που το σήμα δεν έχει ακόμα καταχωριστεί, ή

ii)

στην περίπτωση που το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρισης και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, του πιο πρόσφατου πιστοποιητικού ανανέωσης που αποδεικνύει ότι η περίοδος προστασίας του σήματος υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή οποιαδήποτε παράτασή του, ή ισοδύναμα έγγραφα της διοικητικής αρχής στην οποία έγινε η καταχώριση του σήματος·

β)

εάν η ανακοπή αφορά σήμα που είναι παγκοίνως γνωστό κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το γεγονός ότι το εν λόγω σήμα είναι παγκοίνως γνωστό στη σχετική εδαφική περιοχή για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που μνημονεύονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του παρόντος κανονισμού·

γ)

εάν η ανακοπή βασίζεται στην απουσία συγκατάθεσης του δικαιούχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κυριότητα του ανακόπτοντος επί του προγενέστερου σήματος και τη σχέση του με τον πληρεξούσιο ή αντιπρόσωπο·

δ)

εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερο δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία ότι πρόκειται για χρησιμοποιούμενο στις συναλλαγές δικαίωμα το οποίο δεν έχει τοπική μόνον ισχύ, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτησή του, τη συνεχιζόμενη ύπαρξή του και την έκταση της προστασίας του, συμπεριλαμβανομένης, όταν η επίκληση του προγενέστερου δικαιώματος γίνεται βάσει του δικαίου κράτους μέλους, σαφούς μνείας του περιεχομένου της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, μέσω της προσκόμισης δημοσιεύσεων των σχετικών διατάξεων ή νομολογίας·

ε)

εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτησή της, τη συνεχιζόμενη ύπαρξή της και την έκταση της προστασίας της, συμπεριλαμβανομένης, όταν η επίκληση της προγενέστερης ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης γίνεται βάσει του δικαίου κράτους μέλους, σαφούς μνείας του περιεχομένου της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, μέσω της προσκόμισης δημοσιεύσεων των σχετικών διατάξεων ή νομολογίας·

στ)

εάν η ανακοπή αφορά σήμα που χαίρει φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εκτός από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι το σήμα χαίρει φήμης στην Ένωση ή στο σχετικό κράτος μέλος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που μνημονεύονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του παρόντος κανονισμού, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία ή επιχειρήματα που δείχνουν ότι η χρήση χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

3.   Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώριση των προγενέστερων δικαιωμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, την παράγραφο 2 στοιχείο δ) ή ε), ή τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση με πηγή αναγνωρισμένη από το Γραφείο, ο ανακόπτων δύναται να υποβάλει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μέσω αναφοράς στην εν λόγω πηγή.

4.   Τα πιστοποιητικά κατάθεσης αίτησης, καταχώρισης ή ανανέωσης ή τα ισοδύναμα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), δ) ή ε), καθώς και οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας που διέπουν την απόκτηση και την έκταση της προστασίας δικαιωμάτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 στοιχεία δ) και ε), συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3, υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Η μετάφραση υποβάλλεται από τον ανακόπτοντα με δική του πρωτοβουλία εντός της προθεσμίας που τάσσεται για την υποβολή του πρωτότυπου εγγράφου. Κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που υποβάλλεται από τον ανακόπτοντα για την τεκμηρίωση της ανακοπής υπόκειται στους όρους του άρθρου 24 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626. Μεταφράσεις που υποβάλλονται μετά τη λήξη των σχετικών προθεσμιών δεν λαμβάνονται υπόψη.

5.   Το Γραφείο δεν λαμβάνει υπόψη υποβληθέντα έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει τάξει το Γραφείο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 8

Εξέταση της ανακοπής

1.   Εάν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ο ανακόπτων δεν υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 7 παράγραφος 2 ως προς οποιοδήποτε από τα προγενέστερα δικαιώματα, η ανακοπή απορρίπτεται ως αβάσιμη.

2.   Εάν η ανακοπή δεν απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, το Γραφείο κοινοποιεί την υποβολή του ανακόπτοντα στον καταθέτη και τον καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας που του τάσσει.

3.   Εάν ο καταθέτης δεν υποβάλει παρατηρήσεις, το Γραφείο βασίζει την απόφασή του σχετικά με την ανακοπή στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν παρατεθεί.

4.   Το Γραφείο κοινοποιεί τις παρατηρήσεις του καταθέτη στον ανακόπτοντα και τον καλεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να υποβάλει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

5.   Εάν μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ο ανακόπτων επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά ή υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που συμπληρώνουν συναφή πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ή αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε εντός της εν λόγω προθεσμίας και τα οποία αφορούν την ίδια απαίτηση του άρθρου 7 παράγραφος 2, το Γραφείο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 προκειμένου να αποφασίσει εάν θα δεχθεί ή όχι τα εν λόγω συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία. Προς τον σκοπό αυτόν, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία, καθώς και το κατά πόσον τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης και το κατά πόσον συντρέχουν εύλογοι λόγοι για την εκπρόθεσμη παράθεσή τους.

6.   Το Γραφείο καλεί τον καταθέτη να υποβάλει περαιτέρω παρατηρήσεις ως απάντηση, εάν το κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις.

7.   Εάν η ανακοπή δεν απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο ανακόπτων είναι ανεπαρκή για την τεκμηρίωση της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 7 ως προς οποιοδήποτε από τα προγενέστερα δικαιώματα, η ανακοπή απορρίπτεται ως αβάσιμη.

8.   Το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται κατ' αναλογία μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας ανακοπής. Εάν ο καταθέτης επιθυμεί να αποσύρει ή να περιορίσει την επίδικη αίτηση, το πράττει με χωριστό δικόγραφο.

9.   Όπου ενδείκνυται, το Γραφείο δύναται να καλέσει τους διαδίκους να περιορίσουν τις παρατηρήσεις τους σε συγκεκριμένα ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή, επιτρέπει στους διαδίκους να εγείρουν τα λοιπά ζητήματα σε επόμενο στάδιο της διαδικασίας. Το Γραφείο δεν υποχρεούται να ενημερώνει τους διαδίκους σχετικά με τη δυνατότητά τους να προβάλουν ορισμένα συναφή πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που τυχόν έχουν παραλείψει να προβάλουν.

Άρθρο 9

Πολλαπλές ανακοπές

1.   Εάν έχουν ασκηθεί περισσότερες της μίας ανακοπές κατά της ίδιας αίτησης καταχώρισης σήματος της ΕΕ, το Γραφείο μπορεί να τις συνεκδικάσει. Το Γραφείο μπορεί αργότερα να αποφασίσει να εξετάσει τις ανακοπές αυτές χωριστά.

2.   Εάν από την προκαταρκτική εξέταση μιας ή περισσοτέρων ανακοπών προκύψει ότι το σήμα της ΕΕ για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση καταχώρισης ενδέχεται να μην μπορεί να καταχωριστεί ως προς το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει ζητηθεί η καταχώριση, το Γραφείο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία επί των λοιπών ανακοπών κατά της ίδιας αίτησης. Το Γραφείο ενημερώνει τους ανακόπτοντες που αφορά η αναστολή για οποιαδήποτε σχετική απόφαση που έχει ληφθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που συνεχίζονται.

3.   Όταν καταστεί οριστική η απόφαση για απόρριψη της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λογίζονται ως εκδικασθείσες οι ανακοπές η εκδίκαση των οποίων έχει ανασταλεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 και ενημερώνονται σχετικά οι ανακόπτοντες. Αυτή η μορφή εκδίκασης αποτελεί περίπτωση κατάργησης της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 109 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

4.   Το Γραφείο επιστρέφει το 50 % του τέλους ανακοπής που κατέβαλε κάθε ανακόπτων του οποίου η ανακοπή λογίζεται ως εκδικασθείσα σύμφωνα με την παράγραφο 3, υπό την προϋπόθεση ότι η αναστολή της διαδικασίας ως προς την εν λόγω ανακοπή πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας.

Άρθρο 10

Απόδειξη της χρήσης

1.   Αίτηση για απόδειξη της χρήσης προγενέστερου σήματος σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 είναι παραδεκτή μόνον εάν κατατεθεί ως άνευ όρων αίτηση με χωριστό έγγραφο εντός της προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

2.   Εάν ο καταθέτης έχει υποβάλει αίτηση για απόδειξη της χρήσης προγενέστερου σήματος η οποία πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 47 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον ανακόπτοντα να προσκομίσει τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία εντός προθεσμίας που του τάσσει. Εάν ο ανακόπτων δεν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία ή αιτίες για τη μη χρήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι αιτίες που παρείχε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή, το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή στο μέτρο που αυτή στηρίζεται στο εν λόγω προγενέστερο σήμα.

3.   Οι μνείες και τα αποδεικτικά στοιχεία της χρήσης τεκμηριώνουν τον τόπο, τον χρόνο, την έκταση και τη φύσης της χρήσης του αντιτάξιμου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίστηκε και ως προς τα οποία ασκήθηκε η ανακοπή.

4.   Τα αποδεικτικά στοιχεία της παραγράφου 3 υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 2 και τα άρθρα 63 και 64 και περιορίζονται στην υποβολή δικαιολογητικών και απτών πειστηρίων, όπως π.χ. συσκευασιών, ετικετών, τιμοκαταλόγων, καταλόγων, τιμολογίων, φωτογραφιών, διαφημιστικών καταχωρίσεων σε εφημερίδες, καθώς και γραπτών βεβαιώσεων και δηλώσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

5.   Αίτηση για απόδειξη της χρήσης μπορεί να κατατεθεί ταυτόχρονα με παρατηρήσεις σχετικά με τους λόγους στους οποίους βασίζεται η ανακοπή. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι επίσης δυνατόν να υποβληθούν μαζί με τις παρατηρήσεις σε απάντηση της απόδειξης της χρήσης.

6.   Στις περιπτώσεις που τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από τον ανακόπτοντα δεν παρατίθενται στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, το Γραφείο μπορεί να ζητήσει από τον ανακόπτοντα να υποβάλει μετάφραση των στοιχείων αυτών στην εν λόγω γλώσσα σύμφωνα με το άρθρο 24 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626.

7.   Εάν μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ο ανακόπτων προβάλει μνείες ή υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που συμπληρώνουν συναφείς μνείες που προέβαλε ή αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε εντός της εν λόγω προθεσμίας και τα οποία αφορούν την ίδια απαίτηση της παραγράφου 3, το Γραφείο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 προκειμένου να αποφασίσει εάν θα δεχθεί ή όχι τις εν λόγω συμπληρωματικές μνείες ή αποδεικτικά στοιχεία. Προς τον σκοπό αυτόν, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία, καθώς και το κατά πόσον οι εν λόγω μνείες ή αποδεικτικά στοιχεία έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης και το κατά πόσον συντρέχουν εύλογοι λόγοι για την εκπρόθεσμη παράθεσή τους.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Άρθρο 11

Τροποποίηση της αίτησης

1.   Η αίτηση τροποποίησης της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του καταθέτη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

γ)

μνεία του στοιχείου της αίτησης που χρήζει τροποποίησης και το εν λόγω στοιχείο στην τροποποιημένη του μορφή·

δ)

εάν η τροποποίηση αφορά την αναπαράσταση του σήματος, αναπαράσταση του σήματος όπως έχει τροποποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626.

2.   Εάν οι απαιτήσεις για την τροποποίηση της αίτησης δεν πληρούνται, το Γραφείο κοινοποιεί την έλλειψη στον καταθέτη και τάσσει προθεσμία για τη θεραπεία της. Εάν ο καταθέτης δεν θεραπεύσει την έλλειψη εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση τροποποίησης.

3.   Όταν η τροποποιηθείσα αίτηση σήματος δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα άρθρα 2 έως 10 του παρόντος κανονισμού.

4.   Μπορεί να υποβληθεί μία μόνον αίτηση για την τροποποίηση του ίδιου στοιχείου σε δύο ή περισσότερες αιτήσεις του ίδιου καταθέτη.

5.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 4 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις αιτήσεις για διόρθωση του ονόματος ή της επαγγελματικής διεύθυνσης αντιπροσώπου που έχει ορίσει ο καταθέτης.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ Ή ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ

Άρθρο 12

Αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

1.   Η αίτηση προς το Γραφείο για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ ως προς το οποίο ζητείται η κήρυξη της έκπτωσης ή της ακυρότητας και το όνομα του δικαιούχου του·

β)

τους λόγους στους οποίους βασίζεται η αίτηση μέσω δήλωσης ότι πληρούνται οι αντίστοιχοι όροι των άρθρων 58, 59, 60, 81, 82, 91 ή 92 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

όσον αφορά τον αιτούντα:

i)

τα στοιχεία ταυτότητας του αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

ii)

εάν ο αιτών έχει ορίσει αντιπρόσωπο ή εάν ο ορισμός αντιπροσώπου είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

δ)

μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών ως προς τα οποία ζητείται η κήρυξη της έκπτωσης ή της ακυρότητας· απουσία τέτοιας μνείας, η αίτηση θεωρείται ότι απευθύνεται κατά όλων των προϊόντων ή υπηρεσιών που καλύπτει το προσβαλλόμενο σήμα της ΕΕ.

2.   Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 1, η αίτηση κήρυξης ακυρότητας που βασίζεται σε σχετικούς λόγους ακυρότητας περιλαμβάνει τα εξής:

α)

σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία του προγενέστερου δικαιώματος επί του οποίου βασίζεται η αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στην εν λόγω αίτηση·

β)

σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μνεία της φύσης του προγενέστερου δικαιώματος επί του οποίου βασίζεται η αίτηση, αναπαράστασή του και μνεία του εάν το εν λόγω προγενέστερο δικαίωμα ισχύει στο σύνολο της Ένωσης ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και, στην περίπτωση αυτή, μνεία των εν λόγω κρατών μελών·

γ)

στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία δ) έως ζ) του παρόντος κανονισμού, τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία στην εν λόγω αίτηση·

δ)

όταν η αίτηση κατατίθεται από πρόσωπο προς το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια χρήσης του σήματος ή από πρόσωπο που κατά το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο δικαιούται να ασκεί προγενέστερο δικαίωμα, μνεία σχετικά με τη χορήγηση άδειας ή το δικαίωμα κατάθεσης της αίτησης.

3.   Όταν η αίτηση κήρυξης ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 αφορά περισσότερα του ενός προγενέστερα σήματα ή προγενέστερα δικαιώματα, η παράγραφος 1 στοιχείο β) και η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για καθένα από αυτά τα σήματα ή δικαιώματα.

4.   Η αίτηση μπορεί να περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη δήλωση στην οποία παρουσιάζονται οι λόγοι, τα πραγματικά περιστατικά και επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αίτηση, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν την αίτηση.

Άρθρο 13

Γλώσσες της διαδικασίας έκπτωσης ή ακυρότητας

Ο αιτών την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας ή ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ μπορεί να ενημερώσει το Γραφείο, πριν από την πάροδο δύο μηνών από την παραλαβή εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος της EE της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1, ότι συμφωνήθηκε η διεξαγωγή της διαδικασίας σε διαφορετική γλώσσα σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Αν το δικόγραφο της αίτησης δεν υποβλήθηκε στη γλώσσα αυτή, ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ζητήσει την υποβολή εκ μέρους του αιτούντος μετάφρασης του δικογράφου της αίτησης στην εν λόγω γλώσσα. Η αίτηση αυτή πρέπει να παραληφθεί από το Γραφείο πριν από την πάροδο της προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή από τον δικαιούχο του σήματος ΕΕ της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1. Το Γραφείο τάσσει στον αιτούντα προθεσμία για την υποβολή της μετάφρασης. Εάν δεν υποβληθεί η εν λόγω μετάφραση ή αυτή υποβληθεί εκπρόθεσμα, η γλώσσα της διαδικασίας δεν μεταβάλλεται.

Άρθρο 14

Ενημέρωση των διαδίκων σχετικά με την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

Η αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας και κάθε έγγραφο που υποβλήθηκε από τον αιτούντα, καθώς επίσης και κάθε επικοινωνία που αποστέλλεται από το Γραφείο σε κάποιον από τους διαδίκους πριν από την κρίση επί του παραδεκτού, αποστέλλεται από το Γραφείο στον έτερο διάδικο για σκοπούς ενημέρωσης σχετικά με την κατάθεση αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας.

Άρθρο 15

Παραδεκτό αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας

1.   Σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους που προβλέπεται βάσει του άρθρου 63 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον αιτούντα να καταβάλει το σχετικό τέλος εντός προθεσμίας που του τάσσει. Εάν το καταβλητέο τέλος δεν καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο ενημερώνει τον αιτούντα ότι η αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί. Εάν το τέλος καταβληθεί εκπρόθεσμα, επιστρέφεται στον αιτούντα.

2.   Εάν η αίτηση δεν κατατεθεί σε μία από τις γλώσσες του Γραφείου, όπως επιβάλλει το άρθρο 146 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ή εάν δεν πληροί τους όρους του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του άρθρου 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του παρόντος κανονισμού, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.

3.   Εάν η μετάφραση που απαιτείται βάσει του άρθρου 146 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 δεν υποβληθεί εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας ως απαράδεκτη.

4.   Εάν η αίτηση δεν πληροί τους όρους του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ), του άρθρου 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ) ή δ), το Γραφείο ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά και τον καλεί να διορθώσει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν εντός προθεσμίας δύο μηνών. Εάν οι ελλείψεις δεν θεραπευθούν εμπρόθεσμα, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.

5.   Το Γραφείο κοινοποιεί στον αιτούντα και στον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ κάθε διαπίστωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ότι η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί και κάθε απόφαση απόρριψης της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας ως απαράδεκτης βάσει των λόγων απαραδέκτου των παραγράφων 2, 3, ή 4. Όταν αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4, πριν από την κοινοποίηση του άρθρου 17 παράγραφος 1, δεν λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τα έξοδα.

Άρθρο 16

Τεκμηρίωση αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας

1.   Ο αιτών επικαλείται πραγματικά περιστατικά, προσκομίζει αποδείξεις και διατυπώνει επιχειρήματα προς υποστήριξη της αίτησης μέχρι την περάτωση του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας. Ειδικότερα, ο αιτών παρέχει τα ακόλουθα:

α)

σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή γ) ή το άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, πραγματικά περιστατικά, επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των λόγων έκπτωσης ή ακυρότητας στους οποίους στηρίζεται η αίτηση·

β)

σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, τα αποδεικτικά στοιχεία του άρθρου 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και οι διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 3 εφαρμόζονται κατ' αναλογία·

γ)

σε περίπτωση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτηση, τη συνεχιζόμενη ύπαρξη και την έκταση της προστασίας του σχετικού προγενέστερου δικαιώματος, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία ότι ο αιτών έχει δικαίωμα να καταθέσει την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης, όταν η επίκληση του προγενέστερου δικαιώματος γίνεται βάσει του δικαίου κράτους μέλους, σαφούς μνείας του περιεχομένου της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, μέσω της προσκόμισης δημοσιεύσεων των σχετικών διατάξεων ή νομολογίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώριση προγενέστερου δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση με πηγή αναγνωρισμένη από το Γραφείο, ο αιτών δύναται να υποβάλει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μέσω αναφοράς στην εν λόγω πηγή.

2.   Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης, την καταχώριση ή την ανανέωση προγενέστερων δικαιωμάτων, ή, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση, το περιεχόμενο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που είναι προσβάσιμα σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ), υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Η μετάφραση υποβάλλεται από τον αιτούντα με δική του πρωτοβουλία εντός ενός μηνός από την υποβολή των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που υποβάλλεται από τον αιτούντα για την τεκμηρίωση της αίτησης ή, στην περίπτωση αίτησης για κήρυξη έκπτωσης σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, από τον δικαιούχο του προσβαλλόμενου σήματος της ΕΕ, υπόκειται στους όρους του άρθρου 24 του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2018/626. Μεταφράσεις που υποβάλλονται μετά τη λήξη των σχετικών προθεσμιών δεν λαμβάνονται υπόψη.

Άρθρο 17

Επί της ουσίας εξέταση αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας

1.   Εάν η αίτηση κριθεί παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 15, το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στους διαδίκους ενημερώνοντάς τους για την έναρξη του κατ' αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας και καλώντας τον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ να υποβάλει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο.

2.   Όταν το Γραφείο καλεί διάδικο σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 να υποβάλει παρατηρήσεις εντός τασσόμενης προθεσμίας και ο εν λόγω διάδικος δεν υποβάλει εμπρόθεσμα παρατηρήσεις, το Γραφείο περατώνει το κατ' αντιπαράθεση στάδιο της διαδικασίας και βασίζει την απόφαση του σχετικά με την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν παρατεθεί.

3.   Εάν ο αιτών δεν έχει υποβάλει τα πραγματικά περιστατικά, επιχειρήματα ή αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής του, η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

4.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 62, όλες οι παρατηρήσεις που υποβάλλουν οι διάδικοι αποστέλλονται στους αντιδίκους τους.

5.   Εάν ο δικαιούχος παραιτηθεί από το σήμα της ΕΕ ως προς το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 ώστε αυτό να καλύπτει μόνο προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία δεν αφορά η αίτηση, ή εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ κηρυχθεί έκπτωτος ή το σήμα της ΕΕ ακυρωθεί σε παράλληλη διαδικασία ή λήξει η ισχύς του, η διαδικασία τερματίζεται, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που εφαρμόζεται το άρθρο 57 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή που ο αιτών αποδείξει έννομο συμφέρον στην έκδοση απόφασης επί της ουσίας.

6.   Εάν ο δικαιούχος παραιτηθεί μερικώς από το σήμα της ΕΕ διαγράφοντας ορισμένα από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που αφορά η ανακοπή, το Γραφείο καλεί τον αιτούντα να δηλώσει, εντός προθεσμίας που του τάσσει, εάν εμμένει στην αίτησή του και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, σε σχέση με ποια υπολειπόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες. Εάν ο αιτών αποσύρει την αίτησή του κατόπιν της παραίτησης ή εάν το Γραφείο λάβει πληροφόρηση σχετικά με διακανονισμό μεταξύ των διαδίκων, η διαδικασία τερματίζεται.

7.   Εάν ο δικαιούχος επιθυμεί να παραιτηθεί από το επίδικο σήμα της ΕΕ, το πράττει με χωριστό δικόγραφο.

8.   Το άρθρο 8 παράγραφος 9 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 18

Πολλαπλές αιτήσεις έκπτωσης ή ακυρότητας

1.   Εάν έχουν κατατεθεί περισσότερες της μίας αιτήσεις για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σχετικά με το ίδιο σήμα της ΕΕ, το Γραφείο μπορεί να τις συνεκδικάσει. Το Γραφείο μπορεί αργότερα να αποφασίσει να εξετάσει τις αιτήσεις αυτές χωριστά.

2.   Το άρθρο 9 παράγραφοι 2, 3 και 4 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 19

Απόδειξη της χρήσης σε σχέση με αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

1.   Σε περίπτωση αίτησης για κήρυξη έκπτωσης βάσει του άρθρου 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ουσιαστική χρήση του σήματος ή την εύλογη αιτία για τη μη χρήση του εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο. Εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ δεν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία της ουσιαστικής χρήσης ή των αιτιών για τη μη χρήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι αιτίες που παρείχε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή, κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του επί του σήματος της ΕΕ. Το άρθρο 10 παράγραφοι 3, 4, 6 και 7 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

2.   Αίτηση για απόδειξη της χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 είναι παραδεκτή μόνον εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ την καταθέσει ως άνευ όρων αίτηση με χωριστό έγγραφο εντός της προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Εάν ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ έχει υποβάλει αίτηση για απόδειξη της χρήσης ή της ύπαρξης εύλογης αιτίας για τη μη χρήση προγενέστερου σήματος η οποία πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 64 παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο καλεί τον καταθέτη της αίτησης για κήρυξη ακυρότητας να υποβάλει τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο. Εάν ο καταθέτης της αίτησης για κήρυξη ακυρότητας δεν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία της ουσιαστικής χρήσης ή των αιτιών για τη μη χρήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή εάν τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι αιτίες που παρείχε είναι προδήλως αλυσιτελή ή προδήλως ανεπαρκή, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση στο μέτρο που αυτή στηρίζεται στο εν λόγω προγενέστερο σήμα. Το άρθρο 10 παράγραφοι 3 έως 7 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 20

Αίτηση μεταβίβασης

1.   Εάν ο δικαιούχος σήματος υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 και το άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αίτηση μεταβίβασης αντί αίτησης ακυρότητας, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 19 του παρόντος κανονισμού.

2.   Εάν αίτηση μεταβίβασης σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 γίνει δεκτή μερικώς ή ολικώς από το Γραφείο ή από δικαστήριο σημάτων της ΕΕ και η απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη, το Γραφείο μεριμνά για την καταχώριση στο μητρώο και τη δημοσίευση της προκύψασας μερικής ή συνολικής μεταβίβασης του σήματος της ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 21

Δικόγραφο προσφυγής

1.   Το δικόγραφο προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει τα εξής:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

β)

εάν ο προσφεύγων έχει ορίσει αντιπρόσωπο, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

γ)

εάν ο ορισμός αντιπροσώπου του προσφεύγοντος είναι υποχρεωτικός σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

δ)

σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό της προσβαλλόμενης απόφασης, με μνεία της ημερομηνίας έκδοσής της και του αριθμού πρωτοκόλλου της διαδικασίας την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση·

ε)

εάν η απόφαση προσβάλλεται μόνο εν μέρει, σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε σχέση με τα οποία προσβάλλεται η απόφαση.

2.   Όταν το δικόγραφο της προσφυγής κατατίθεται σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι στη γλώσσα της διαδικασίας, ο προσφεύγων υποβάλλει μετάφραση του δικογράφου εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

3.   Όταν στο πλαίσιο διαδικασίας ex parte η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί σε άλλη επίσημη γλώσσα κι όχι στη γλώσσα της διαδικασίας, ο προσφεύγων μπορεί να καταθέσει το δικόγραφο της προσφυγής είτε στη γλώσσα της διαδικασίας είτε στη γλώσσα στην οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση· σε κάθε περίπτωση, η γλώσσα που χρησιμοποιείται για το δικόγραφο της προσφυγής καθίσταται η γλώσσα της διαδικασίας προσφυγής και η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται.

4.   Το δικόγραφο προσφυγής που έχει κατατεθεί στο πλαίσιο κατ' αντιμωλία διαδικασίας κοινοποιείται αμέσως στον καθ' ου η προσφυγή.

Άρθρο 22

Υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής

1.   Το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής, το οποίο κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 τέταρτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, περιλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό των ακόλουθων στοιχείων:

α)

της διαδικασίας προσφυγής την οποία αφορά, με μνεία είτε του σχετικού αριθμού πρωτοκόλλου της προσφυγής είτε της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού·

β)

των λόγων προσφυγής βάσει των οποίων ζητείται η ακύρωση της επίμαχης απόφασης εντός των ορίων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του παρόντος κανονισμού·

γ)

των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς υποστήριξη των επικαλούμενων λόγων προσφυγής σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 55 παράγραφος 2.

2.   Το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής κατατίθεται στη γλώσσα της διαδικασίας προσφυγής, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3. Εάν το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής κατατεθεί σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης, ο προσφεύγων υποβάλλει μετάφρασή του εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του πρωτότυπου υπομνήματος.

Άρθρο 23

Παραδεκτό προσφυγής

1.   Το τμήμα προσφυγών απορρίπτει προσφυγή ως απαράδεκτη σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν το δικόγραφο της προσφυγής δεν κατατεθεί εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης·

β)

εάν η προσφυγή δεν πληροί τους όρους των άρθρων 66 και 67 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή τους όρους του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και του άρθρου 21 παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν οι εν λόγω ελλείψεις αποκατασταθούν εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης·

γ)

εάν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) γ) και ε) και ο προσφεύγων, παρότι έχει ενημερωθεί σχετικά από το τμήμα προσφυγών, δεν αποκαταστήσει τις εν λόγω ελλείψεις εντός της προθεσμίας που του έταξε συναφώς το τμήμα προσφυγών·

δ)

εάν το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής δεν κατατεθεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης·

ε)

εάν το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και ο προσφεύγων, παρότι έχει ενημερωθεί σχετικά από το τμήμα προσφυγών, δεν αποκαταστήσει τις εν λόγω ελλείψεις εντός της προθεσμίας που του έταξε συναφώς το τμήμα προσφυγών ή δεν υποβάλει τη μετάφραση του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατάθεσης του αρχικού υπομνήματος σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2.

2.   Όταν φαίνεται ότι η προσφυγή μπορεί να είναι απαράδεκτη, ο πρόεδρος του τμήματος προσφυγών στο οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1 μπορεί να ζητά από το τμήμα προσφυγών να αποφασίσει χωρίς καθυστέρηση επί του παραδεκτού της προσφυγής, πριν από την κοινοποίηση στον καθ' ου η προσφυγή του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής, αναλόγως την περίπτωση.

3.   Το τμήμα προσφυγών κηρύσσει την προσφυγή θεωρούμενη ως μη υποβληθείσα εάν το τέλος προσφυγής καταβληθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 24

Αντίκρουση

1.   Σε κατ' αντιμωλία διαδικασίες ο καθ' ου η προσφυγή μπορεί να καταθέσει δικόγραφο αντίκρουσης εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του υπομνήματος του προσφεύγοντος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του καθ' ου η προσφυγή.

2.   Το δικόγραφο αντίκρουσης περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του καθ' ου η προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 και πληροί, κατ' αναλογία, τους όρους του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και του άρθρου 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 25

Αντίθετη προσφυγή

1.   Όταν ο καθ' ου η προσφυγή ζητά την έκδοση απόφασης για την ακύρωση ή την τροποποίηση της επίμαχης απόφασης επί σημείου που δεν εθίγη στην προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η σχετική αντίθετη προσφυγή κατατίθεται εντός της προθεσμίας για την κατάθεση αντίκρουσης σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

2.   Η αντίθετη προσφυγή ασκείται με χωριστό δικόγραφο, διαφορετικό από αυτό του υπομνήματος αντίκρουσης.

3.   Το δικόγραφο της αντίθετης προσφυγής περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του καθ' ου η προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 και πληροί, κατ' αναλογία, τους όρους του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) και του άρθρου 22 του παρόντος κανονισμού.

4.   Αντίθετη προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν δεν κατατεθεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1·

β)

εάν δεν κατατεθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται είτε στην παράγραφο 2 είτε στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

γ)

εάν δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και ο καθ' ου η προσφυγή, παρότι έχει ενημερωθεί σχετικά από το τμήμα προσφυγών, δεν αποκαταστήσει τις εν λόγω ελλείψεις εντός της προθεσμίας που του έταξε συναφώς το τμήμα προσφυγών ή δεν υποβάλει τη μετάφραση της αντίθετης προσφυγής και του αντίστοιχου υπομνήματος εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατάθεσης του αρχικού δικογράφου.

5.   Ο προσφεύγων καλείται να υποβάλει παρατηρήσεις επί της αντίθετης προσφυγής του καθ' ου η προσφυγή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της στον προσφεύγοντα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί από το τμήμα προσφυγών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του προσφεύγοντος. Το άρθρο 26 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 26

Υπομνήματα απάντησης και ανταπάντησης σε κατ' αντιμωλία διαδικασίες

1.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του προσφεύγοντος που κατατίθεται εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση του δικογράφου αντίκρουσης, το τμήμα προσφυγών μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να συμπληρώσει το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής με υπόμνημα απάντησης, εντός προθεσμίας που του τάσσει το τμήμα προσφυγών.

2.   Στην περίπτωση αυτή, το τμήμα προσφυγών επιτρέπει και στον καθ' ου η προσφυγή να συμπληρώσει το υπόμνημα αντίκρουσης με υπόμνημα ανταπάντησης, εντός προθεσμίας που του τάσσει το τμήμα προσφυγών.

Άρθρο 27

Εξέταση της προσφυγής

1.   Σε διαδικασίες ex parte και σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο αντικείμενο της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ακολουθεί τη διαδικασία του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 όταν εγείρει λόγο απόρριψης της αίτησης σήματος του οποίου δεν έχει ήδη γίνει επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.

2.   Σε κατ' αντιμωλία διαδικασίες η εξέταση της προσφυγής και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, της αντίθετης προσφυγής, περιορίζεται στους λόγους των οποίων γίνεται επίκληση στο υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στο δικόγραφο της αντίθετης προσφυγής. Νομικά ζητήματα που δεν εγείρονται από τους διαδίκους εξετάζονται από το τμήμα προσφυγών μόνον εφόσον αφορούν την παράβαση ουσιώδους τύπου ή είναι αναγκαία η λήψη απόφασης επί αυτών προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ενόψει των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων που παραθέτουν οι διάδικοι.

3.   Η εξέταση της προσφυγής καλύπτει επίσης τους ακόλουθους ισχυρισμούς ή αιτήματα εφόσον εκτίθενται στο υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής ή την αντίθετη προσφυγή, αναλόγως την περίπτωση, και έχουν εγερθεί εγκαίρως στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του οργάνου του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση:

α)

απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 59 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

β)

αναγνωρισιμότητα του προγενέστερου σήματος στην αγορά που αποκτήθηκε λόγω χρήσης για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

απόδειξη της χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή το άρθρο 64 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το τμήμα προσφυγών μπορεί να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση ή αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του μόνον εφόσον τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης· και

β)

δεν παρατέθηκαν εμπρόθεσμα για βάσιμους λόγους, ιδίως σε περίπτωση που απλώς συμπληρώνουν σχετικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ήδη υποβληθεί εμπρόθεσμα, ή κατατίθενται προς αντίκρουση διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν ή πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο όργανο λήψης αποφάσεων στην προσβαλλόμενη απόφαση.

5.   Το τμήμα προσφυγών, το αργότερο με την απόφασή του επί της προσφυγής και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, της αντίθετης προσφυγής, αποφαίνεται επί των αιτημάτων περιορισμού, διαίρεσης ή μερικής παραίτησης από το επίδικο σήμα που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής από τον καταθέτη ή τον δικαιούχο σύμφωνα με τα άρθρα 49, 50 ή 57 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Εάν το τμήμα προσφυγών κάνει δεκτό τον περιορισμό, τη διαίρεση ή τη μερική παραίτηση, ενημερώνει αμελλητί το τμήμα στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει το μητρώο και τα τμήματα που επιλαμβάνονται παράλληλων διαδικασιών που αφορούν το ίδιο σήμα.

Άρθρο 28

Ανακοινώσεις από το τμήμα προσφυγών

1.   Οι ανακοινώσεις στις οποίες προβαίνει το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο της εξέτασης της προσφυγής ή με στόχο να διευκολύνει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς συντάσσονται από τον εισηγητή και υπογράφονται από τον εισηγητή εξ ονόματος του τμήματος προσφυγών, σε συνεννόηση με τον πρόεδρο του τμήματος προσφυγών.

2.   Όταν το τμήμα προσφυγών ανακοινώνει στους διαδίκους την προσωρινή θέση του επί πραγματικών ή νομικών ζητημάτων, δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται από την εν λόγω ανακοίνωση.

Άρθρο 29

Παρατηρήσεις επί ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος

Το τμήμα προσφυγών μπορεί, με δική του πρωτοβουλία ή ύστερα από έγγραφη και αιτιολογημένη αίτηση του εκτελεστικού διευθυντή του Γραφείου, να καλεί τον εκτελεστικό διευθυντή να διατυπώσει παρατηρήσεις επί ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος τα οποία προκύπτουν στο πλαίσιο διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιόν του. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν δικές τους παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων του εκτελεστικού διευθυντή.

Άρθρο 30

Εκ νέου εξέταση απόλυτων λόγων

1.   Εάν, στο πλαίσιο διαδικασίας ex parte, το τμήμα προσφυγών κρίνει ότι μπορεί να συντρέχει απόλυτος λόγος απαραδέκτου για προϊόντα ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση σήματος αλλά που δεν εντάσσονται στο αντικείμενο της προσφυγής, ενημερώνει τον εξεταστή που είναι αρμόδιος για την εξέταση της εν λόγω αίτησης, ο οποίος μπορεί να αποφασίσει την εκ νέου εξέτασή της σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 σε σχέση με τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

2.   Σε περίπτωση που έχει ασκηθεί προσφυγή κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών μπορεί, μέσω αιτιολογημένης μη οριστικής απόφασης και με την επιφύλαξη του άρθρου 66 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, να αναστείλει τη διαδικασία προσφυγής και να αναπέμψει την επίμαχη αίτηση στον εξεταστή που είναι αρμόδιος για την εξέταση της εν λόγω αίτησης, εισηγούμενο την εκ νέου εξέταση της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εάν κρίνει ότι συντρέχει απόλυτος λόγος απαραδέκτου ως προς το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην αίτηση σήματος.

3.   Σε περίπτωση αναπομπής της επίδικης αίτησης κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2, ο εξεταστής γνωστοποιεί αμελλητί στο τμήμα προσφυγών εάν προβαίνει σε εκ νέου εξέταση της επίδικης αίτησης. Σε περίπτωση εκ νέου εξέτασης, η διαδικασία προσφυγής παραμένει σε αναστολή έως ότου ληφθεί απόφαση από τον εξεταστή και, σε περίπτωση απόρριψης της επίδικης αίτησης εν όλω ή εν μέρει, έως ότου η σχετική απόφαση του εξεταστή καταστεί τελεσίδικη.

Άρθρο 31

Εξέταση προσφυγής κατά προτεραιότητα

1.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του προσφεύγοντος ή του καθ' ου η προσφυγή και κατόπιν ακρόασης του έτερου διαδίκου, το τμήμα προσφυγών μπορεί να αποφασίσει, λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, να εξετάσει την προσφυγή κατά προτεραιότητα, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 23 και 26, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σχετικά με τις προθεσμίες.

2.   Το αίτημα για εξέταση της προσφυγής κατά προτεραιότητα υποβάλλεται ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής. Υποβάλλεται με χωριστό έγγραφο και τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία ως προς τον επείγοντα χαρακτήρα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

Άρθρο 32

Τυπικό περιεχόμενο της απόφασης του τμήματος προσφυγών

Η απόφαση του τμήματος προσφυγών περιλαμβάνει:

α)

μνεία ότι εκδόθηκε από το τμήμα προσφυγών·

β)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

γ)

τα στοιχεία των διαδίκων και των αντιπροσώπων τους·

δ)

τον αριθμό της προσφυγής την οποία αφορά και προσδιορισμό της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 21 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

ε)

μνεία ως προς τη σύνθεση του τμήματος προσφυγών·

στ)

το όνομα και, με την επιφύλαξη του άρθρου 39 παράγραφος 5, την υπογραφή του προέδρου και των μελών που μετείχαν στη λήψη της απόφασης, συμπεριλαμβανομένης μνείας του προσώπου που ενήργησε ως εισηγητής στην υπόθεση ή, εάν η απόφαση εκδόθηκε από μονομελές τμήμα, το όνομα και την υπογραφή του μέλους που την έλαβε·

ζ)

το όνομα και την υπογραφή του γραμματέα ή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, του μέλους της γραμματείας που υπογράφει για λογαριασμό του γραμματέα·

η)

συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών που επικαλέστηκαν οι διάδικοι και των επιχειρημάτων που διατύπωσαν·

θ)

παράθεση του σκεπτικού της απόφασης·

ι)

το διατακτικό του τμήματος προσφυγών, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της απόφασης σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.

Άρθρο 33

Επιστροφή του τέλους προσφυγής

Το τέλος προσφυγής επιστρέφεται κατόπιν εντολής του τμήματος προσφυγών σε οποιαδήποτε από τις παρακάτω περιπτώσεις:

α)

όταν η προσφυγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

β)

όταν το όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που έλαβε την επίμαχη απόφαση αποφασίζει να προβεί σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή ανακαλεί την επίμαχη απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 103 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

όταν, κατόπιν διαδικασίας εκ νέου εξέτασης κατά την έννοια του άρθρου 45 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ύστερα από εισήγηση του τμήματος προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η επίδικη αίτηση απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση του εξεταστή και η προσφυγή καταστεί, για τον λόγο αυτόν, άνευ αντικειμένου·

δ)

όταν το τμήμα προσφυγών θεωρεί την επιστροφή του τέλους προσφυγής δίκαιη λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.

Άρθρο 34

Αναθεώρηση και ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης

1.   Εάν, στο πλαίσιο διαδικασίας ex parte, η προσφυγή δεν απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1, το τμήμα προσφυγών παραπέμπει το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής στο όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που εξέδωσε την επίμαχη απόφαση για τους σκοπούς του άρθρου 69 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

2.   Εάν το όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αποφασίσει να προβεί σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ενημερώνει αμελλητί το τμήμα προσφυγών.

3.   Εάν το όργανο λήψης αποφάσεων του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κινήσει τη διαδικασία για ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ενημερώνει αμελλητί σχετικά το τμήμα προσφυγών για τους σκοπούς του άρθρου 71 του παρόντος κανονισμού. Ενημερώνει επίσης αμελλητί το τμήμα προσφυγών σχετικά με την τελική έκβαση της διαδικασίας.

Άρθρο 35

Κατανομή της προσφυγής σε τμήμα και ορισμός εισηγητή

1.   Αφ' ης στιγμής κατατεθεί το δικόγραφο της προσφυγής, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών κατανέμει την υπόθεση σε τμήμα προσφυγής βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται από το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

2.   Για κάθε υπόθεση που κατανέμεται σε τμήμα προσφυγών σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο πρόεδρος του εν λόγω τμήματος προσφυγών ορίζει ένα μέλος του τμήματος, ή τον πρόεδρό του, ως εισηγητή.

3.   Όταν μια υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα μονομελούς τμήματος σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1, το επιληφθέν τμήμα προσφυγών ορίζει ως μονομελές τμήμα τον εισηγητή σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

4.   Όταν απόφαση τμήματος προσφυγών ακυρωθεί ή τροποποιηθεί με τελεσίδικη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή, κατά περίπτωση, του Δικαστηρίου, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών, προς τον σκοπό της συμμόρφωσης με την απόφαση αυτή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 72 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, κατανέμει εκ νέου την υπόθεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε τμήμα προσφυγών, στη σύνθεση του οποίου δεν περιλαμβάνονται τα μέλη που έλαβαν την ακυρωθείσα απόφαση, εκτός εάν η υπόθεση παραπέμπεται στο διευρυμένο τμήμα προσφυγών (το «τμήμα μείζονος συνθέσεως») ή εάν η ακυρωθείσα απόφαση ελήφθη από το τμήμα μείζονος συνθέσεως.

5.   Εάν κατά της ίδιας απόφασης έχουν ασκηθεί περισσότερες της μίας προσφυγές, αυτές εξετάζονται στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας. Εάν έχουν ασκηθεί προσφυγές με τους ίδιους διαδίκους κατά διαφορετικών αποφάσεων που αφορούν το ίδιο σήμα ή που έχουν κοινά άλλα σχετικά πραγματικά ή νομικά στοιχεία, οι προσφυγές αυτές μπορεί, εφόσον συμφωνούν οι διάδικοι, να εξεταστούν στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας.

Άρθρο 36

Υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα μονομελούς τμήματος

1.   Το επιληφθέν τμήμα προσφυγών μπορεί να ορίζει μονομελές τμήμα κατά την έννοια του άρθρου 165 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 για τους σκοπούς των ακόλουθων αποφάσεων:

α)

αποφάσεων βάσει του άρθρου 23·

β)

αποφάσεων που περατώνουν τη διαδικασία προσφυγής κατόπιν απόσυρσης, απόρριψης, παραίτησης ή ακύρωσης του επίδικου ή του προγενέστερου σήματος·

γ)

αποφάσεων που περατώνουν τη διαδικασία προσφυγής κατόπιν απόσυρσης της ανακοπής, της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, ή της προσφυγής·

δ)

αποφάσεων επί μέτρων βάσει του άρθρου 102 παράγραφος 1 και του άρθρου 103 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εφόσον η διόρθωση ή, κατά περίπτωση, η ανάκληση της απόφασης επί της προσφυγής αφορά απόφαση που ελήφθη από μονομελές τμήμα·

ε)

αποφάσεων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

στ)

αποφάσεων βάσει του άρθρου 109 παράγραφοι 4, 5 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

ζ)

αποφάσεων επί προσφυγών κατά αποφάσεων στο πλαίσιο διαδικασιών ex parte που έχουν ληφθεί βάσει των λόγων του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 οι οποίες είναι είτε προδήλως αβάσιμες είτε προδήλως βάσιμες.

2.   Όταν το μονομελές τμήμα κρίνει ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 ή στο άρθρο 165 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 δεν συντρέχουν ή έπαυσαν να συντρέχουν, το μονομελές τμήμα αναπέμπει την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών υπό την τριμελή σύνθεσή του υποβάλλοντας σχέδιο απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 41 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 37

Παραπομπή στο τμήμα μείζονος συνθέσεως

1.   Με την επιφύλαξη της δυνατότητας παραπομπής υπόθεσης στο τμήμα μείζονος συνθέσεως βάσει του άρθρου 165 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, τμήμα προσφυγών παραπέμπει υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως εάν εκτιμά ότι οφείλει να αποκλίνει από ερμηνεία της ισχύουσας νομοθεσίας την οποία έχει ακολουθήσει σε προηγούμενη απόφασή του το τμήμα μείζονος συνθέσεως ή εάν διαπιστώσει ότι τα τμήματα προσφυγών έχουν εκδώσει αποκλίνουσες αποφάσεις επί νομικού ζητήματος που είναι πιθανόν να επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης.

2.   Όλες οι αποφάσεις παραπομπής υπόθεσης προσφυγής στο τμήμα μείζονος συνθέσεως αναφέρουν τους λόγους βάσει των οποίων η παραπομπή κρίνεται ενδεδειγμένη από το τμήμα προσφυγών που προβαίνει στην παραπομπή ή, κατά περίπτωση, το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών, κοινοποιούνται στους διαδίκους της υπόθεσης και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου.

3.   Το τμήμα μείζονος συνθέσεως αναπέμπει αμελλητί την υπόθεση στο τμήμα προσφυγών που είχε αρχικά επιληφθεί της υπόθεσης εάν εκτιμά ότι οι προϋποθέσεις που οδήγησαν στην παραπομπή δεν συντρέχουν ή έπαυσαν να συντρέχουν.

4.   Τα αιτήματα για την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης επί νομικού ζητήματος σύμφωνα με το άρθρο 157 παράγραφος 4 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 παραπέμπονται εγγράφως στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, μνημονεύουν τα νομικά ζητήματα επί των οποίων ζητείται ερμηνεία, ενώ μπορεί επίσης να μνημονεύουν την άποψη του εκτελεστικού διευθυντή επί των διαφόρων πιθανών ερμηνειών, καθώς και τις νομικές και πρακτικές συνέπειες της κάθε ερμηνείας. Τα αιτήματα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου.

5.   Εάν τμήμα προσφυγών καλείται να λάβει απόφαση στο πλαίσιο υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί επί νομικού ζητήματος που έχει ήδη παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 ή το άρθρο 157 παράγραφος 4 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου το τμήμα μείζονος συνθέσεως λάβει την απόφασή του ή διατυπώσει την αιτιολογημένη γνώμη του.

6.   Ομάδες ή φορείς που εκπροσωπούν συμφέροντα κατασκευαστών, παραγωγών, παρόχων υπηρεσιών, εμπόρων ή καταναλωτών και που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον σε σχέση με το αποτέλεσμα προσφυγής ή αιτήματος για την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης που έχει παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως μπορούν να υποβάλουν έγγραφες παρατηρήσεις εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου της απόφασης παραπομπής ή, κατά περίπτωση, του αιτήματος για την έκδοση αιτιολογημένης γνώμης. Δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως και βαρύνονται με τα δικαστικά τους έξοδα.

Άρθρο 38

Μεταβολή της σύνθεσης τμήματος προσφυγών

1.   Εάν, μετά την προφορική διαδικασία, η σύνθεση τμήματος προσφυγών μεταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 3, όλοι οι διάδικοι ενημερώνονται ότι, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διαδίκου, θα διεξαχθεί νέα προφορική διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών υπό τη νέα του σύνθεση. Νέα προφορική διαδικασία διεξάγεται, επίσης, κατόπιν αίτησης του νέου μέλους του τμήματος και εφόσον συμφωνούν τα λοιπά μέλη του τμήματος προσφυγών.

2.   Οι μη οριστικές αποφάσεις που τυχόν έχουν ήδη ληφθεί δεσμεύουν το νέο μέλος του τμήματος προσφυγών στον ίδιο βαθμό που δεσμεύουν και τα λοιπά μέλη.

Άρθρο 39

Διάσκεψη, ψηφοφορία και υπογραφή αποφάσεων

1.   Ο εισηγητής υποβάλει σχέδιο της απόφασης προς έκδοση στα υπόλοιπα μέλη του τμήματος προσφυγών και ορίζει εύλογη προθεσμία για την προβολή αντιρρήσεων ή την αίτηση αλλαγών.

2.   Το τμήμα προσφυγών διασκέπτεται επί της απόφασης προς έκδοση εάν διαφαίνεται ότι δεν επικρατεί ομοφωνία μεταξύ των μελών του. Στις διασκέψεις μετέχουν μόνο μέλη του τμήματος προσφυγών· ο πρόεδρος του τμήματος προσφυγών μπορεί, ωστόσο, να επιτρέπει την παρουσία άλλων υπαλλήλων, όπως του γραμματέα ή διερμηνέων. Οι διασκέψεις είναι και παραμένουν μυστικές.

3.   Κατά τις διασκέψεις των μελών τμήματος προσφυγών ακούγεται πρώτα η γνώμη του εισηγητή και, εάν εισηγητής δεν είναι ο πρόεδρος του τμήματος, ακούγεται τελευταία η γνώμη του προέδρου.

4.   Εάν είναι αναγκαία ψηφοφορία, ακολουθείται η ίδια σειρά, εκτός εάν ο πρόεδρος είναι και εισηγητής· στην περίπτωση αυτή, ψηφίζει τελευταίος. Δεν επιτρέπεται αποχή από την ψηφοφορία.

5.   Η απόφαση υπογράφεται από όλα τα μέλη του τμήματος προσφυγών που τη λαμβάνει. Ωστόσο, όταν το τμήμα προσφυγών έχει ήδη λάβει οριστική απόφαση και συντρέχει κώλυμα μέλους, το μέλος αυτό δεν αντικαθίσταται και ο πρόεδρος του τμήματος υπογράφει την απόφαση για λογαριασμό του. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου του τμήματος, την απόφαση για λογαριασμό του προέδρου υπογράφει το αρχαιότερο μέλος του τμήματος προσφυγών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 παράγραφος 1.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αποφάσεων προς έκδοση από μονομελές τμήμα σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και το άρθρο 36 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αποφάσεις υπογράφονται από το μοναδικό μέλος του τμήματος.

Άρθρο 40

Πρόεδρος τμήματος προσφυγών

Σε κάθε τμήμα προσφυγών προεδρεύει πρόεδρος, ο οποίος επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

ορίζει ένα μέλος του τμήματος προσφυγών ή τον εαυτό του ως εισηγητή σε κάθε υπόθεση της οποίας επιλαμβάνεται το εν λόγω τμήμα προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2·

β)

ορίζει, για λογαριασμό του τμήματος προσφυγών, τον εισηγητή ως μονομελές τμήμα σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

ζητά από το τμήμα προσφυγών να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

δ)

διευθύνει την προπαρασκευαστική εξέταση της υπόθεσης που διενεργείται από τον εισηγητή σύμφωνα με το άρθρο 41 του παρόντος κανονισμού·

ε)

προεδρεύει και υπογράφει τα πρακτικά της προφορικής διαδικασίας και της αποδεικτικής διαδικασίας.

Άρθρο 41

Εισηγητής τμήματος προσφυγών

1.   Ο εισηγητής εξετάζει προκαταρκτικά την προσφυγή που του έχει ανατεθεί, προετοιμάζει την υπόθεση για εξέταση και διαβούλευση από το τμήμα προσφυγών και συντάσσει το σχέδιο απόφασης προς λήψη από το τμήμα προσφυγών.

2.   Προς τούτο, ο εισηγητής, όπου είναι αναγκαίο και υπό την καθοδήγηση του προέδρου του τμήματος προσφυγών, επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

β)

αποφαίνεται επί αιτημάτων παράτασης προθεσμιών και, όπου συντρέχει περίπτωση, τάσσει προθεσμίες κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφος 1, του άρθρου 25 παράγραφος 5 και του άρθρου 26 του παρόντος κανονισμού, και αποφαίνεται επί αναστολών σύμφωνα με το άρθρο 71·

γ)

συντάσσει ανακοινώσεις σύμφωνα με το άρθρο 28 και προετοιμάζει την προφορική διαδικασία·

δ)

υπογράφει τα πρακτικά της προφορικής και της αποδεικτικής διαδικασίας.

Άρθρο 42

Γραμματεία

1.   Στα τμήματα προσφυγών συγκροτούνται γραμματείες. Η γραμματεία επιφορτίζεται με την παραλαβή, τη διαβίβαση, τη φύλαξη και την κοινοποίηση όλων των εγγράφων της διαδικασίας ενώπιον των τμημάτων προσφυγών, καθώς και με την κατάρτιση των σχετικών φακέλων.

2.   Προϊστάμενος της γραμματείας είναι ο γραμματέας. Ο γραμματέας ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπό την εποπτεία του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3.

3.   Ο γραμματέας μεριμνά για την τήρηση όλων των τυπικών προϋποθέσεων και των προθεσμιών που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, στον παρόντα κανονισμό ή σε αποφάσεις του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Προς τούτο, ο γραμματέας επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

υπογράφει τις αποφάσεις επί προσφυγών που λαμβάνονται από τα τμήματα προσφυγών·

β)

τηρεί και υπογράφει τα πρακτικά των προφορικών και των αποδεικτικών διαδικασιών·

γ)

υποβάλλει, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος του τμήματος προσφυγών, αιτιολογημένες γνώμες στο τμήμα προσφυγών σχετικά με ζητήματα ουσιώδους τύπου και τυπικών απαιτήσεων, όπως, μεταξύ άλλων, σχετικά με παρατυπίες βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

δ)

παραπέμπει την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού στο όργανο του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση·

ε)

διατάσσει, για λογαριασμό του τμήματος προσφυγών, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανονισμού, την επιστροφή του τέλους προσφυγής.

4.   Ο γραμματέας, κατόπιν ανάθεσης από τον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών, επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

κατανέμει υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφοι 1 και 4·

β)

εφαρμόζει, σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αποφάσεις του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών που αφορούν τη διεξαγωγή των διαδικασιών ενώπιον των τμημάτων προσφυγών.

5.   Ο γραμματέας μπορεί, κατόπιν ανάθεσης από το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών που πραγματοποιείται έπειτα από πρόταση του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, να ασκεί και άλλα καθήκοντα σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών προσφυγής ενώπιον των τμημάτων προσφυγών και την οργάνωση των εργασιών τους.

6.   Ο γραμματέας μπορεί να αναθέτει τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε μέλος της γραμματείας.

7.   Σε περίπτωση κωλύματος του γραμματέα κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 4 ή χηρείας της θέσης του γραμματέα, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών ορίζει μέλος της γραμματείας για να ασκεί τα καθήκοντα του γραμματέα κατά την απουσία του γραμματέα.

8.   Τα μέλη της γραμματείας εργάζονται υπό τη διεύθυνση του γραμματέα.

Άρθρο 43

Σειρά αρχαιότητας και αντικατάσταση μελών και προέδρων

1.   Η αρχαιότητα των προέδρων και των μελών τμημάτων προσφυγών καθορίζεται από τον χρόνο ανάληψης των καθηκόντων τους όπως αυτός ορίζεται στην πράξη διορισμού τους ή, άλλως, όπως έχει καθοριστεί από το διοικητικό συμβούλιο του Γραφείου. Σε περίπτωση ίδιας αρχαιότητας βάσει του παραπάνω κριτηρίου, η σειρά αρχαιότητας καθορίζεται από την ηλικία. Οι πρόεδροι και τα μέλη τμημάτων προσφυγών των οποίων η θητεία ανανεώνεται διατηρούν την προηγούμενη αρχαιότητά τους.

2.   Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου τμήματος προσφυγών, ο εν λόγω πρόεδρος αντικαθίσταται, βάσει της σειράς αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, από το αρχαιότερο μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών ή, όταν δεν είναι διαθέσιμο κανένα μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών, από το αρχαιότερο των υπολοίπων μελών των τμημάτων προσφυγών.

3.   Σε περίπτωση κωλύματος μέλους τμήματος προσφυγών, το εν λόγω μέλος αντικαθίσταται, βάσει της σειράς αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, από το αρχαιότερο μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών ή, όταν δεν είναι διαθέσιμο κανένα μέλος αυτού του τμήματος προσφυγών, από το αρχαιότερο των υπολοίπων μελών των τμημάτων προσφυγών.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, για τους προέδρους και τα μέλη των τμημάτων προσφυγών θεωρείται ότι συντρέχει κώλυμα σε περίπτωση άδειας, ασθένειας, ανειλημμένων υποχρεώσεων και αποκλεισμού σύμφωνα με το άρθρο 169 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και το άρθρο 35 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού. Επίσης, θεωρείται ότι συντρέχει κώλυμα για πρόεδρο τμήματος προσφυγών σε περίπτωση που ο εν λόγω πρόεδρος εκτελεί προσωρινώς χρέη προέδρου των τμημάτων προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση χηρείας της θέσης προέδρου ή μέλους τμήματος προσφυγών, τα αντίστοιχα καθήκοντά τους ασκούνται προσωρινώς σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου που αφορούν την αντικατάσταση.

5.   Κάθε μέλος τμήματος προσφυγών που θεωρεί ότι αντιμετωπίζει κώλυμα ενημερώνει αμελλητί τον πρόεδρο του οικείου τμήματος προσφυγών. Κάθε πρόεδρος τμήματος προσφυγών που θεωρεί ότι αντιμετωπίζει κώλυμα ενημερώνει αμελλητί ταυτόχρονα τόσο τον αναπληρωτή του που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 όσο και τον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών.

Άρθρο 44

Αποκλεισμός και εξαίρεση

1.   Πριν από τη λήψη απόφασης από τμήμα προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ο ενδιαφερόμενος πρόεδρος ή το μέλος καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με το εάν υπάρχει λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης.

2.   Εάν το τμήμα προσφυγών λάβει γνώση, από πηγή άλλη πλην του ενδιαφερόμενου μέλους ή διαδίκου, της ενδεχόμενης ύπαρξης λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης βάσει του άρθρου 169 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 169 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

3.   Η σχετική διαδικασία αναστέλλεται έως ότου ληφθεί απόφαση ως προς τη συνέχεια που θα δοθεί σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

Άρθρο 45

Τμήμα μείζονος συνθέσεως

1.   Ο κατάλογος που περιλαμβάνει τα ονόματα όλων των μελών των τμημάτων προσφυγών εκτός του προέδρου των τμημάτων προσφυγών και των προέδρων των επιμέρους τμήματος προσφυγών για τους σκοπούς της εκ περιτροπής επιλογής των μελών του τμήματος μείζονος συνθέσεως όπως αναφέρεται στο άρθρο 167 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 καταρτίζεται βάσει της σειράς αρχαιότητας που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση παραπομπής προσφυγής στο τμήμα μείζονος συνθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το τμήμα μείζονος συνθέσεως περιλαμβάνει τον εισηγητή που έχει οριστεί πριν από την παραπομπή.

2.   Για τον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών που ασκεί καθήκοντα προέδρου του τμήματος μείζονος συνθέσεως εφαρμόζεται το άρθρο 40. Για τον εισηγητή του τμήματος μείζονος συνθέσεως εφαρμόζεται το άρθρο 41.

3.   Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου των τμημάτων προσφυγών ως προς την άσκηση των καθηκόντων του προέδρου του τμήματος μείζονος συνθέσεως, ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών αντικαθίσταται στον ρόλο του αυτόν και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στον ρόλο του εισηγητή του τμήματος μείζονος συνθέσεως, βάσει της σειράς αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1, από τον αρχαιότερο πρόεδρο τμήματος προσφυγών. Σε περίπτωση κωλύματος μέλους του τμήματος μείζονος συνθέσεως, το μέλος αυτό αντικαθίσταται από άλλο μέλος των τμημάτων προσφυγών που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Εφαρμόζεται κατ' αναλογία το άρθρο 43 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού.

4.   Το τμήμα μείζονος συνθέσεως δεν διασκέπτεται ούτε διεξάγει ψηφοφορίες επί υποθέσεων, ούτε διεξάγονται προφορικές διαδικασίες ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως, εάν δεν είναι παρόντα τουλάχιστον επτά από τα μέλη του, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου του και του εισηγητή.

5.   Για τις διασκέψεις και τις ψηφοφορίες του τμήματος μείζονος συνθέσεως εφαρμόζεται το άρθρο 39 παράγραφοι 1 έως 5. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

6.   Για τις αποφάσεις του τμήματος μείζονος συνθέσεως και κατ' αναλογία για τις αιτιολογημένες γνώμες του κατά την έννοια του άρθρου 157 παράγραφος 4 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 εφαρμόζεται το άρθρο 32.

Άρθρο 46

Προεδρείο των τμημάτων προσφυγών

1.   Το προεδρείο των τμημάτων προσφυγών επιφορτίζεται με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

αποφαίνεται επί της συγκρότησης των τμημάτων προσφυγών·

β)

καθορίζει τα αντικειμενικά κριτήρια για την κατανομή των προσφυγών στα τμήματα προσφυγών και αποφαίνεται επί τυχόν συγκρούσεων ως προς την εφαρμογή τους·

γ)

έπειτα από πρόταση του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, καθορίζει τις απαιτήσεις δαπανών των τμημάτων προσφυγών προκειμένου να συνταχθεί η κατάσταση προβλέψεων δαπανών·

δ)

θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό·

ε)

θεσπίζει κανόνες για τον χειρισμό των περιπτώσεων αποκλεισμού και εξαίρεσης μελών σύμφωνα με το άρθρο 169 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

στ)

καταρτίζει οδηγίες εργασίας για τη γραμματεία·

ζ)

λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο προς τον σκοπό της άσκησης των καθηκόντων του σχετικά με τη θέσπιση των κανόνων και την οργάνωση των εργασιών των τμημάτων προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 165 παράγραφος 3 στοιχείο α) και το άρθρο 166 παράγραφος 4 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

2.   Το προεδρείο διασκέπτεται έγκυρα μόνον εφόσον είναι παρόντα τα δύο τρίτα τουλάχιστον των μελών του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο πρόεδρος του προεδρείου και ο μισός αριθμός των προέδρων τμήματος προσφυγών, στρογγυλοποιημένος, εάν χρειάζεται, στην αμέσως μεγαλύτερη μονάδα. Οι αποφάσεις του προεδρείου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το προεδρείο σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1, το άρθρο 45 παράγραφος 1 και την παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου.

Άρθρο 47

Πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών

1.   Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου των τμημάτων προσφυγών κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 4, οι διοικητικές και οργανωτικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στον πρόεδρο των τμημάτων προσφυγών με το άρθρο 166 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ασκούνται, κατά τη σειρά αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, από τον αρχαιότερο πρόεδρο τμήματος προσφυγών.

2.   Σε περίπτωση χηρείας της θέσης του προέδρου των τμημάτων προσφυγών, τα καθήκοντα του προέδρου αυτού ασκούνται προσωρινώς, κατά τη σειρά αρχαιότητας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, από τον αρχαιότερο πρόεδρο τμήματος προσφυγών.

Άρθρο 48

Εφαρμογή στη διαδικασία προσφυγής διατάξεων που αφορούν άλλες διαδικασίες

Πλην εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα τίτλο, οι διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του οργάνου του Γραφείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στη διαδικασία προσφυγής.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρο 49

Κλήτευση σε προφορική διαδικασία

1.   Οι διάδικοι κλητεύονται στην προφορική διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 96 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και εφιστάται η προσοχή τους επί της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Όπου χρειάζεται, το Γραφείο καλεί με την κλήτευση τους διαδίκους να προσκομίσουν όλα τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα πριν από την ακροαματική διαδικασία. Το Γραφείο μπορεί να καλεί τους διαδίκους να επικεντρωθούν σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα ζητήματα κατά την προφορική διαδικασία. Μπορεί επίσης να παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην προφορική διαδικασία μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλων τεχνικών μέσων.

3.   Εάν διάδικος δεν παραστεί στην προφορική διαδικασία ενώπιον του Γραφείου παρά τη δέουσα κλήτευσή του, η διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τον εν λόγω διάδικο.

4.   Το Γραφείο μεριμνά ώστε με την ολοκλήρωση της προφορικής διαδικασίας η υπόθεση να είναι ώριμη για την έκδοση απόφασης, εκτός εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι περί του αντιθέτου.

Άρθρο 50

Γλώσσες της προφορικής διαδικασίας

1.   Η προφορική διαδικασία διεξάγεται στη γλώσσα της διαδικασίας, εκτός εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν στη χρήση άλλης επίσημης γλώσσας της Ένωσης.

2.   Το Γραφείο μπορεί να επικοινωνεί στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης και μπορεί να επιτρέπει σε διάδικο, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να πράξει το ίδιο, εφόσον μπορεί να εξασφαλισθεί η ταυτόχρονη διερμηνεία στη γλώσσα της διαδικασίας. Τα έξοδα της ταυτόχρονης διερμηνείας βαρύνουν τον διάδικο που υπέβαλε το αίτημα ή το Γραφείο, αναλόγως την περίπτωση.

Άρθρο 51

Εξέταση διαδίκων, μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων και διενέργεια αυτοψίας

1.   Εάν το Γραφείο κρίνει αναγκαίο να εξετάσει διαδίκους, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες ή να προβεί σε αυτοψία, εκδίδει σχετική μη οριστική απόφαση στην οποία προσδιορίζει τον τρόπο διεξαγωγής των αποδείξεων, τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά, καθώς και την ημέρα, την ώρα και τον τόπο διεξαγωγής. Εάν η εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων ζητήθηκε από έναν από τους διαδίκους, το Γραφείο τάσσει στην απόφασή του προθεσμία εντός της οποίας ο εν λόγω διάδικος οφείλει να του κοινοποιήσει τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων.

2.   Η κλήτευση διαδίκων, μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων περιλαμβάνει:

α)

απόσπασμα της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στο οποίο αναφέρονται η ημέρα, η ώρα και ο τόπος διεξαγωγής της διαταχθείσας εξέτασης, καθώς και τα σημεία στα οποία θα εξεταστούν οι διάδικοι, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες·

β)

τα ονόματα των διαδίκων και λεπτομέρειες ως προς τα δικαιώματα που δικαιούνται να επικαλεστούν οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφοι 2 έως 5.

Η κλήτευση παρέχει επίσης στους κλητευθέντες διαδίκους, μάρτυρες ή πραγματογνώμονες τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην προφορική διαδικασία μέσω βιντεοδιάσκεψης ή άλλων τεχνικών μέσων.

3.   Το άρθρο 50 παράγραφος 2 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 52

Διορισμός πραγματογνωμόνων και υποβολή πραγματογνωμοσύνης

1.   Το Γραφείο αποφασίζει για τη μορφή της πραγματογνωμοσύνης που θα υποβάλουν οι πραγματογνώμονες.

2.   Η απόφαση περί διορισμού πραγματογνωμόνων περιλαμβάνει:

α)

ακριβή περιγραφή των καθηκόντων του πραγματογνώμονα·

β)

την προθεσμία υποβολής της πραγματογνωμοσύνης·

γ)

τα ονόματα των διαδίκων·

δ)

υπόμνηση των δικαιωμάτων που ο πραγματογνώμονας δύναται να επικαλεστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφοι 2, 3 και 4.

3.   Σε περίπτωση διορισμού πραγματογνώμονα, η πραγματογνωμοσύνη υποβάλλεται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύεται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Οι διάδικοι λαμβάνουν αντίγραφο της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και της μετάφρασής της, εάν χρειάζεται.

4.   Οι διάδικοι μπορούν να προτείνουν την εξαίρεση πραγματογνώμονα είτε για λόγους ανικανότητας είτε για λόγο που δικαιολογεί την εξαίρεση εξεταστή ή μέλους τμήματος του Γραφείου ή τμήματος προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Η πρόταση εξαίρεσης πραγματογνώμονα υποβάλλεται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύεται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Το οικείο τμήμα του Γραφείου αποφαίνεται σχετικά με την εξαίρεση.

Άρθρο 53

Πρακτικά της προφορικής διαδικασίας

1.   Για τις προφορικές ή τις αποδεικτικές διαδικασίες συντάσσονται πρακτικά που περιέχουν:

α)

τον αριθμό της υπόθεσης την οποία αφορά η προφορική διαδικασία και την ημερομηνία της προφορικής διαδικασίας·

β)

τα ονόματα των υπαλλήλων του Γραφείου, των διαδίκων, των αντιπροσώπων τους, καθώς και των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων που είναι παρόντες·

γ)

τις παρατηρήσεις και τα αιτήματα που υπέβαλαν οι διάδικοι·

δ)

τα μέσα διεξαγωγής αποδείξεων·

ε)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, τις εντολές ή την απόφαση που εξέδωσε το Γραφείο.

2.   Τα πρακτικά καθίστανται έγγραφα του φακέλου της σχετικής αίτησης ή καταχώρισης σήματος της ΕΕ και κοινοποιούνται στους διαδίκους.

3.   Σε περίπτωση μαγνητοσκόπησης της προφορικής ή της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου, η μαγνητοσκόπηση υποκαθιστά τα πρακτικά και εφαρμόζεται κατ' αναλογία η παράγραφος 2.

Άρθρο 54

Δαπάνες της αποδεικτικής διαδικασίας στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας

1.   Το Γραφείο μπορεί να εξαρτά τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας από την καταβολή εκ μέρους του αιτούντος διαδίκου προκαταβολής προσδιοριζόμενης με βάση έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό των σχετικών εξόδων.

2.   Οι κλητευθέντες από το Γραφείο μάρτυρες και πραγματογνώμονες που εμφανίζονται ενώπιόν του δικαιούνται απόδοση εύλογων εξόδων ταξιδίου και διαμονής, εφόσον υποβάλλονται σε τέτοια έξοδα. Το Γραφείο δύναται να καταβάλλει προκαταβολή επί των εξόδων αυτών.

3.   Οι μάρτυρες οι οποίοι δικαιούνται απόδοση των εξόδων σύμφωνα με την παράγραφο 2 δικαιούνται επίσης εύλογη αποζημίωση για ημεραργίες, οι δε πραγματογνώμονες δικαιούνται αμοιβή για την εργασία τους. Η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται στους μάρτυρες ή πραγματογνώμονες μετά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, όταν αυτοί οι μάρτυρες ή πραγματογνώμονες έχουν κλητευθεί με πρωτοβουλία του Γραφείου.

4.   Τα ποσά και οι προκαταβολές εξόδων που οφείλονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 καθορίζονται από τον εκτελεστικό διευθυντή και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου. Τα ποσά υπολογίζονται με βάση όσα προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (11) και το σχετικό παράρτημα VII.

5.   Την ευθύνη για τα οφειλόμενα ή καταβληθέντα σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 ποσά φέρει:

α)

το Γραφείο, όταν έχει κλητεύσει με δική του πρωτοβουλία τους μάρτυρες ή πραγματογνώμονες·

β)

ο ενδιαφερόμενος διάδικος που έχει ζητήσει την προφορική εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, με την επιφύλαξη της απόφασης ως προς την κατανομή και τον καθορισμό των εξόδων σύμφωνα με τα άρθρα 109 και 110 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και το άρθρο 18 του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2018/626. Κάθε διάδικος επιστρέφει στο Γραφείο κάθε αχρεωστήτως καταβληθείσα προκαταβολή.

Άρθρο 55

Εξέταση έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων

1.   Το Γραφείο εξετάζει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο κάθε ενώπιόν του διαδικασίας στον βαθμό που είναι αναγκαίο για τη λήψη απόφασης στην οικεία διαδικασία.

2.   Τα έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία επισυνάπτονται σε υπόμνημα και είναι αριθμημένα κατά αύξοντα αριθμό. Το υπόμνημα περιλαμβάνει ευρετήριο στο οποίο επισημαίνονται για κάθε συνημμένο έγγραφο ή αποδεικτικό στοιχείο:

α)

ο αριθμός του συνημμένου·

β)

σύντομη περιγραφή του εγγράφου ή στοιχείου και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο αριθμός των σελίδων του·

γ)

ο αριθμός σελίδας του υπομνήματος στην οποία μνημονεύεται το έγγραφο ή στοιχείο.

Ο υποβάλλων μπορεί επίσης να επισημάνει στο ευρετήριο των συνημμένων τα συγκεκριμένα εδάφια εγγράφου επί των οποίων στηρίζεται για τη θεμελίωση των επιχειρημάτων του.

3.   Εάν το υπόμνημα ή τα παραρτήματα δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 2, το Γραφείο μπορεί να καλέσει τον υποβάλλοντα να αποκαταστήσει τις ελλείψεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

4.   Εάν οι ελλείψεις δεν αποκατασταθούν εντός της προθεσμίας που έταξε το Γραφείο και εάν το Γραφείο εξακολουθεί να μην μπορεί να προσδιορίσει με σαφήνεια ποιον λόγο ή επιχείρημα αφορά ορισμένο έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο, το εν λόγω έγγραφο ή στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

Άρθρο 56

Γενικές διατάξεις που ισχύουν για τις κοινοποιήσεις

1.   Στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, οι κοινοποιήσεις προς πραγματοποίηση από το Γραφείο πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και συνίστανται στη διαβίβαση του εγγράφου προς κοινοποίηση στους ενδιαφερόμενους διαδίκους. Η διαβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται μέσω της παροχής ηλεκτρονικής πρόσβασης στο σχετικό έγγραφο.

2.   Οι κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται με ένα από τα ακόλουθα μέσα:

α)

ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 57·

β)

ταχυδρομείο ή υπηρεσία ταχυμεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 58·

γ)

κοινοποίηση με δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 59.

3.   Στην περίπτωση που ο παραλήπτης έχει δηλώσει στοιχεία επαφής για επικοινωνία μαζί του με ηλεκτρονικά μέσα, το Γραφείο μπορεί να επιλέξει μεταξύ των εν λόγω μέσων και της κοινοποίησης μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς.

Άρθρο 57

Κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα

1.   Η κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα καλύπτει τη διαβίβαση με ενσύρματη μετάδοση, με ραδιοκύματα, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καθορίζει τις λεπτομέρειες σχετικά με τα ειδικότερα ηλεκτρονικά μέσα προς χρήση, τον τρόπο χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων και την προθεσμία για την κοινοποίηση με ηλεκτρονικά μέσα.

Άρθρο 58

Κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 56 παράγραφος 3, οι αποφάσεις των οποίων η προσβολή με προσφυγή υπόκειται σε προθεσμία, οι κλητεύσεις και όσα άλλα έγγραφα καθορίζει συναφώς ο εκτελεστικός διευθυντής κοινοποιούνται μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή, σε αμφότερες τις περιπτώσεις με απόδειξη παραλαβής. Όλες οι άλλες κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται είτε μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή, με ή χωρίς απόδειξη παραλαβής, είτε με απλή ταχυδρομική επιστολή.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 56 παράγραφος 3, οι κοινοποιήσεις σε παραλήπτες που δεν έχουν κατοικία ή έδρα ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο («ΕΟΧ») και οι οποίοι δεν έχουν ορίσει αντιπρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, πραγματοποιούνται με την ταχυδρόμηση του προς κοινοποίηση εγγράφου ως απλής επιστολής.

3.   Σε περίπτωση κοινοποίησης μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή, με ή χωρίς απόδειξη παραλαβής, το έγγραφο θεωρείται ότι κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη τη δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής του, εκτός εάν η σχετική επιστολή δεν φθάσει ποτέ στον προορισμό της ή φθάσει στον προορισμό της σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, εναπόκειται στο Γραφείο να αποδείξει ότι το έγγραφο έφθασε στον προορισμό του και, κατά περίπτωση, την ημερομηνία παράδοσής του στον παραλήπτη.

4.   Η κοινοποίηση μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς ή με συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί ακόμη και αν ο παραλήπτης αρνηθεί να παραλάβει την επιστολή.

5.   Η κοινοποίηση με απλή επιστολή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε τη δέκατη ημέρα μετά την ημερομηνία αποστολής της.

Άρθρο 59

Κοινοποίηση με δημοσίευση

Εάν δεν μπορεί να προσδιοριστεί η διεύθυνση του παραλήπτη ή εάν τουλάχιστον μία προσπάθεια κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) αποδείχθηκε αδύνατη, η κοινοποίηση πραγματοποιείται μέσω δημοσίευσης.

Άρθρο 60

Κοινοποίηση στους αντιπροσώπους

1.   Εάν έχει οριστεί αντιπρόσωπος ή εάν ο πρώτος αιτών σε κοινή αίτηση λογίζεται ως κοινός αντιπρόσωπος σύμφωνα με το άρθρο 73 παράγραφος 1, οι κοινοποιήσεις πραγματοποιούνται προς τον εν λόγω ορισθέντα ή τον κοινό αντιπρόσωπο.

2.   Εάν έχουν ορισθεί περισσότεροι του ενός αντιπρόσωποι για έναν ενδιαφερόμενο, η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2018/626. Εάν περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι έχουν ορίσει κοινό αντιπρόσωπο, αρκεί η κοινοποίηση ενός μόνο εγγράφου στον κοινό αντιπρόσωπο.

3.   Κάθε κοινοποίηση ή άλλη ανακοίνωση που απευθύνεται από το Γραφείο προς τον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο παράγει τα ίδια αποτελέσματα όπως εάν απευθυνόταν προς τον αντιπροσωπευόμενο.

Άρθρο 61

Πλημμελής κοινοποίηση

Εφόσον ένα έγγραφο έχει παραληφθεί από τον παραλήπτη, ακόμη και εάν το Γραφείο αδυνατεί να αποδείξει τη νομότυπη κοινοποίηση του εγγράφου και ακόμη και εάν δεν τηρήθηκαν διατάξεις σχετικά με την περί κοινοποίησή του, λογίζεται ότι το εν λόγω έγγραφο κοινοποιήθηκε κατά την ημερομηνία η οποία θεωρείται ως ημερομηνία παραλαβής του.

Άρθρο 62

Κοινοποίηση εγγράφων σε περίπτωση πλειόνων διαδίκων

Τα έγγραφα που υποβάλλουν οι διάδικοι κοινοποιούνται αυτεπαγγέλτως στους λοιπούς διαδίκους. Η κοινοποίηση μπορεί να παραλείπεται εάν το έγγραφο δεν περιέχει νέους ισχυρισμούς και η υπόθεση είναι ώριμη για την έκδοση απόφασης.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΑ

Άρθρο 63

Κοινοποιήσεις προς το Γραφείο εγγράφως ή με άλλα μέσα

1.   Οι αιτήσεις καταχώρισης σήματος της ΕΕ και κάθε άλλη αίτηση που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, καθώς και όλες οι άλλες κοινοποιήσεις που απευθύνονται στο Γραφείο υποβάλλονται με τον ακόλουθο τρόπο:

α)

με διαβίβαση της κοινοποίησης με ηλεκτρονικά μέσα, περίπτωση κατά την οποία η μνεία του ονόματος του αποστολέα ισοδυναμεί με υπογραφή·

β)

με υποβολή υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του σχετικού εγγράφου στο Γραφείο μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς.

2.   Στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, η ημερομηνία παραλαβής μιας κοινοποίησης από το Γραφείο θεωρείται ως η ημερομηνία κατάθεσης ή υποβολής της.

3.   Όταν κοινοποίηση που παραλαμβάνεται με ηλεκτρονικά μέσα είναι ελλιπής ή δυσανάγνωστη ή όταν το Γραφείο έχει εύλογες αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια της διαβίβασης, το Γραφείο ενημερώνει σχετικώς τον αποστολέα και τον καλεί, εντός προθεσμίας που του τάσσει, να επαναδιαβιβάσει το πρωτότυπο ή να το υποβάλει σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β). Εφόσον υπάρξει συμμόρφωση του αποστολέα προς την κλήση αυτήν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ως ημερομηνία παραλαβής της αρχικής κοινοποίησης λογίζεται η ημερομηνία παραλαβής της εκ νέου διαβίβασης ή του πρωτοτύπου. Ωστόσο, εάν οι ελλείψεις αφορούν τη χορήγηση ημερομηνίας καταχώρισης αίτησης σήματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις σχετικά με την ημερομηνία καταχώρισης. Εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση του αποστολέα προς την κλήση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η κοινοποίηση θεωρείται ως μη παραληφθείσα.

Άρθρο 64

Υποβολή συνημμένων σε κοινοποιήσεις μέσω ταχυδρομείου ή υπηρεσίας ταχυμεταφοράς

1.   Συνημμένα σε κοινοποιήσεις μπορούν να υποβάλλονται με τη χρήση μέσων δεδομένων σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τον εκτελεστικό διευθυντή.

2.   Όταν κοινοποίηση με συνημμένα υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο β) από διάδικο που συμμετέχει σε διαδικασία στην οποία εμπλέκονται περισσότεροι του ενός διάδικοι, ο εν λόγω διάδικος υποβάλλει τόσα αντίγραφα των συνημμένων όσα αντιστοιχούν στον αριθμό των διαδίκων που συμμετέχουν στη διαδικασία. Τα συνημμένα ευρετηριάζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 55 παράγραφος 2.

Άρθρο 65

Έντυπα

1.   Το Γραφείο διαθέτει στο κοινό δωρεάν έντυπα, η συμπλήρωση των οποίων μπορεί να γίνεται σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση, για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

υποβολή αίτησης σήματος της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αίτησης για έκθεση έρευνας·

β)

άσκηση ανακοπής·

γ)

υποβολή αίτησης έκπτωσης·

δ)

υποβολή αίτησης για κήρυξη ακυρότητας ή μεταβίβαση σήματος της ΕΕ·

ε)

υποβολή αίτησης για καταχώριση μεταβίβασης και το έντυπο μεταβίβασης ή το έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626·

στ)

υποβολή αίτησης για καταχώριση άδειας·

ζ)

υποβολή αίτησης ανανέωσης σήματος της ΕΕ·

η)

άσκηση προσφυγής·

θ)

διορισμό αντιπροσώπου, με τη μορφή ειδικού ή γενικού πληρεξουσίου·

ι)

υποβολή στο Γραφείο διεθνούς αίτησης ή μεταγενέστερης επέκτασης της προστασίας σύμφωνα με το πρωτόκολλο που αφορά τη συμφωνία της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων, που εγκρίθηκε στη Μαδρίτη στις 27 Ιουνίου 1989 (12).

2.   Τα μέρη που συμμετέχουν σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν:

α)

έντυπα που έχουν συνταχθεί στο πλαίσιο της συνθήκης για το δίκαιο των σημάτων ή δυνάμει συστάσεων της συνέλευσης της ένωσης του Παρισιού για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

β)

έντυπα με παρόμοιο περιεχόμενο και μορφότυπο με αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με εξαίρεση το έντυπο που αναφέρεται στο στοιχείο θ) της παραγράφου 1.

3.   Το Γραφείο διαθέτει τα έντυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

Άρθρο 66

Κοινοποιήσεις από αντιπροσώπους

Κάθε κοινοποίηση που απευθύνεται στο Γραφείο από τον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο παράγει τα ίδια αποτελέσματα όπως εάν προερχόταν από τον αντιπροσωπευόμενο.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Άρθρο 67

Υπολογισμός και διάρκεια των προθεσμιών

1.   Οι προθεσμίες θεωρείται ότι αρχίζουν την επομένη της ημέρας κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία τους. Το γεγονός αυτό μπορεί να είναι μια διαδικαστική ενέργεια ή η λήξη άλλης προθεσμίας. Εάν η διαδικαστική ενέργεια συνίσταται σε κοινοποίηση, το κρίσιμο γεγονός είναι η παραλαβή του κοινοποιηθέντος εγγράφου, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

2.   Όταν η προθεσμία είναι ενός ή περισσότερων ετών, λήγει το αντίστοιχο μεταγενέστερο έτος, κατά τον μήνα που αντιστοιχεί κατ' όνομα και την ημέρα που αντιστοιχεί κατ' αριθμό στον μήνα και την ημέρα που συνέβη το κρίσιμο γεγονός. Εάν ο αντίστοιχος μήνας δεν έχει αντίστοιχη ημέρα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

3.   Όταν η προθεσμία είναι ενός ή περισσότερων μηνών, λήγει τον αντίστοιχο μεταγενέστερο μήνα, κατά την ημέρα που αντιστοιχεί κατ' αριθμό στην ημέρα που συνέβη το κρίσιμο γεγονός. Εάν ο αντίστοιχος μεταγενέστερος μήνας που δεν έχει αντίστοιχη ημέρα, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του εν λόγω μήνα.

4.   Όταν η προθεσμία είναι μίας ή περισσότερων εβδομάδων, λήγει την αντίστοιχη μεταγενέστερη εβδομάδα, κατά την ημέρα που αντιστοιχεί κατ' όνομα στην ημέρα που συνέβη το κρίσιμο γεγονός.

Άρθρο 68

Παράταση των προθεσμιών

Υπό την επιφύλαξη τυχόν ειδικών ή μέγιστων προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/626 ή τον παρόντα κανονισμό, το Γραφείο μπορεί να χορηγεί παράταση προθεσμίας κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο μέρος πριν από τη λήξη της οικείας προθεσμίας. Εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι δύο ή περισσότερα, το Γραφείο δύναται να εξαρτά την παράταση της προθεσμίας από τη σύμφωνη γνώμη των λοιπών μερών.

Άρθρο 69

Λήξη της προθεσμίας σε ειδικές περιπτώσεις

1.   Εάν μια προθεσμία εκπνέει ημέρα κατά την οποία το Γραφείο δεν είναι ανοικτό για να παραλάβει τα προς κατάθεση έγγραφα ή κατά την οποία, για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το κανονικό ταχυδρομείο δεν διανέμεται στον τόπο όπου βρίσκεται το Γραφείο, η προθεσμία παρατείνεται έως την πρώτη μεταγενέστερη ημέρα κατά την οποία το Γραφείο είναι ανοιχτό για την παραλαβή εγγράφων και κατά την οποία παραλαμβάνεται η τακτική αλληλογραφία.

2.   Εάν μια προθεσμία εκπνέει ημέρα κατά την οποία είτε υπάρχει γενική διακοπή της διανομής του ταχυδρομείου στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το Γραφείο είτε, στην περίπτωση και στον βαθμό που ο εκτελεστικός διευθυντής του Γραφείου έχει επιτρέψει την αποστολή κοινοποιήσεων με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, υπάρχει ουσιαστική διακοπή της σύνδεσης του Γραφείου με τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι την πρώτη μετά τη διακοπή ημέρα κατά την οποία το Γραφείο είναι ανοιχτό για την παραλαβή εγγράφων και κατά την οποία παραλαμβάνεται η τακτική αλληλογραφία ή κατά την οποία αποκαθίσταται η σύνδεση του Γραφείου με τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.

ΤΙΤΛΟΣ X

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Άρθρο 70

Ανάκληση απόφασης ή εγγραφής στο μητρώο

1.   Στην περίπτωση που το Γραφείο διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αντίστοιχης πληροφόρησης από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία ότι ορισμένη απόφαση ή εγγραφή στο μητρώο υπόκειται σε ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 103 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ανάκληση.

2.   Το ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλει παρατηρήσεις επί της σχεδιαζόμενης ανάκλησης εντός προθεσμίας που του τάσσει το Γραφείο.

3.   Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος συμφωνήσει με την επικείμενη ανάκληση ή εάν δεν υποβάλει παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γραφείο ανακαλεί την απόφαση ή την εγγραφή. Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συμφωνήσει με την επικείμενη ανάκληση, το Γραφείο αποφασίζει σχετικά με την ανάκληση.

4.   Εάν η ανάκληση είναι πιθανόν να αφορά περισσότερα του ενός μέρη, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι παράγραφοι 1, 2 και 3. Στις περιπτώσεις αυτές, οι παρατηρήσεις που έχει υποβάλει μέρος σύμφωνα με την παράγραφο 3 κοινοποιούνται πάντοτε στα λοιπά μέρη, συνοδευόμενες από πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων.

5.   Στην περίπτωση που η ανάκληση απόφασης ή εγγραφής στο μητρώο αφορά απόφαση ή εγγραφή που έχει δημοσιευθεί, δημοσιεύεται και η ανάκληση.

6.   Η αρμοδιότητα για την ανάκληση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 ανήκει στο τμήμα ή την υπηρεσία που έλαβε την απόφαση.

ΤΙΤΛΟΣ XI

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 71

Αναστολή της διαδικασίας

1.   Σε διαδικασίες ανακοπής, έκπτωσης και ακυρότητας και προσφυγής το αρμόδιο τμήμα ή τμήμα προσφυγών μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία:

α)

με δική του πρωτοβουλία όταν η αναστολή είναι σκόπιμη λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης·

β)

κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης ενός εκ των διαδίκων σε κατ' αντιμωλία διαδικασία όταν η αναστολή είναι σκόπιμη λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων των διαδίκων και του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία.

2.   Κατόπιν αίτησης αμφότερων των διαδίκων σε κατ' αντιμωλία διαδικασία, το αρμόδιο τμήμα ή τμήμα προσφυγών αναστέλλει τη διαδικασία για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Κατόπιν αίτησης αμφότερων των διαδίκων, η εν λόγω αναστολή μπορεί να παραταθεί έως τα δύο κατ' ανώτατο όριο συνολικά έτη.

3.   Όλες οι προθεσμίες που σχετίζονται με ανασταλείσα διαδικασία, εκτός της προθεσμίας για την καταβολή των σχετικών τελών, διακόπτονται από την ημερομηνία αναστολής. Με την επιφύλαξη του άρθρου 170 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, οι προθεσμίες αρχίζουν εκ νέου από την ημέρα επανάληψης της διαδικασίας.

4.   Όταν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, κρίνεται σκόπιμο, οι διάδικοι μπορεί να καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την αναστολή ή την επανάληψη της διαδικασίας.

ΤΙΤΛΟΣ XII

ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 72

Επανάληψη της διαδικασίας

1.   Σε περίπτωση διακοπής διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο ενημερώνεται για την ταυτότητα του προσώπου που νομιμοποιείται να συνεχίσει τη διαδικασία ενώπιόν του σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Το Γραφείο ενημερώνει το πρόσωπο αυτό και κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο ότι η διαδικασία θα επαναληφθεί την ημερομηνία που θα οριστεί από το Γραφείο.

2.   Εάν, εντός τριών μηνών από την έναρξη της διακοπής της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο δεν ενημερωθεί για τον διορισμό νέου αντιπροσώπου, κοινοποιεί στον καταθέτη ή στον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ:

α)

σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ότι η αίτηση σήματος της ΕΕ θα θεωρηθεί αποσυρθείσα εάν η πληροφορία δεν παρασχεθεί εντός δύο μηνών από την εν λόγω κοινοποίηση·

β)

σε περίπτωση που δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ότι η διαδικασία επαναλαμβάνεται με τον καταθέτη ή τον δικαιούχο του σήματος της ΕΕ από την ημερομηνία επίδοσης της εν λόγω κοινοποίησης.

3.   Οι προθεσμίες που ισχύουν έναντι του καταθέτη ή του δικαιούχου του σήματος της ΕΕ κατά την ημερομηνία διακοπής της διαδικασίας, εκτός από την προθεσμία καταβολής των τελών ανανέωσης, αρχίζουν εκ νέου από την ημερομηνία επανάληψης της διαδικασίας.

ΤΙΤΛΟΣ XIII

ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ

Άρθρο 73

Διορισμός κοινού αντιπροσώπου

1.   Εάν αίτηση σήματος της ΕΕ κατατέθηκε από περισσότερα πρόσωπα και εάν στην αίτηση δεν ορίζεται κοινός αντιπρόσωπος, ο αιτών που αναφέρεται πρώτος στην αίτηση και έχει την κατοικία ή την έδρα του ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στον ΕΟΧ ή ο αντιπρόσωπός του, εάν έχει οριστεί τέτοιος, θεωρείται ότι είναι κοινός αντιπρόσωπος. Εάν όλοι οι αιτούντες υπέχουν υποχρέωση διορισμού εγκεκριμένου αντιπροσώπου, ο εγκεκριμένος αντιπρόσωπος που αναφέρεται πρώτος στην αίτηση θεωρείται ότι είναι κοινός αντιπρόσωπος. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται κατ' αναλογία και σε τρίτους που ενεργούν από κοινού όσον αφορά την κατάθεση δικογράφου ανακοπής ή αίτησης για την κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας, καθώς και στους συνδικαιούχους σήματος της ΕΕ.

2.   Εάν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, μεσολαβήσει μεταβίβαση σε περισσότερα του ενός πρόσωπα και τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν διορίσει κοινό αντιπρόσωπο, εφαρμόζεται η παράγραφος 1. Εάν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της παραγράφου 1, το Γραφείο καλεί τα πρόσωπα αυτά να διορίσουν κοινό αντιπρόσωπο εντός δύο μηνών. Εάν δεν ανταποκριθούν σε αυτή την κλήση, το Γραφείο ορίζει τον κοινό αντιπρόσωπο.

Άρθρο 74

Πληρεξουσιότητα

1.   Υπάλληλοι που εκπροσωπούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 119 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, καθώς και δικηγόροι και εγκεκριμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο που τηρεί το Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, καταθέτουν στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο που προστίθεται στον φάκελο σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 3 και το άρθρο 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 μόνον κατόπιν ρητού σχετικού αιτήματος του Γραφείου ή, σε περίπτωση που συμμετέχουν περισσότερα μέρη στη διαδικασία κατά την οποία ο αντιπρόσωπος ενεργεί ενώπιον του Γραφείου, κατόπιν ρητού σχετικού αιτήματος άλλου μέρους.

2.   Εφόσον απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 3 ή το άρθρο 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η κατάθεση ενυπόγραφου πληρεξουσίου, το εν λόγω πληρεξούσιο μπορεί να κατατεθεί σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες αιτήσεις ή ένα ή περισσότερα καταχωρισμένα σήματα ή μπορεί να έχει τη μορφή γενικού πληρεξουσίου που εξουσιοδοτεί τον αντιπρόσωπο να διεκπεραιώνει πράξεις στο πλαίσιο όλων των διαδικασιών ενώπιον του Γραφείου στις οποίες το πρόσωπο που χορηγεί το πληρεξούσιο συμμετέχει ως μέρος.

3.   Το Γραφείο τάσσει προθεσμία εντός της οποίας κατατίθεται το εν λόγω πληρεξούσιο. Εάν το πληρεξούσιο δεν κατατεθεί εμπρόθεσμα, η διαδικασία συνεχίζεται με τον αντιπροσωπευόμενο. Οι διαδικαστικές ενέργειες του αντιπροσώπου, εξαιρουμένης της υποβολής της αίτησης, θεωρούνται μη τελεσθείσες εάν ο αντιπροσωπευόμενος δεν τις εγκρίνει εντός προθεσμίας που του τάσσει το Γραφείο.

4.   Οι παράγραφοι 1 έως 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο έγγραφο ανάκλησης του πληρεξουσίου.

5.   Αντιπρόσωπος του οποίου έχει παύσει η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί να θεωρείται ως αντιπρόσωπος έως ότου η παύση της πληρεξουσιότητας κοινοποιηθεί στο Γραφείο.

6.   Με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων του πληρεξουσίου περί του αντιθέτου, το πληρεξούσιο δεν παύει αυτομάτως να ισχύει έναντι του Γραφείου σε περίπτωση θανάτου του εξουσιοδοτούντος.

7.   Όταν γνωστοποιείται στο Γραφείο ο διορισμός αντιπροσώπου, δηλώνονται το όνομα και η επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626. Όταν αντιπρόσωπος που έχει ήδη διορισθεί εμφανίζεται ενώπιον του Γραφείου, δηλώνει το όνομά του και τον αριθμό αναγνώρισης που του έχει δώσει το Γραφείο. Όταν ο ίδιος ενδιαφερόμενος έχει ορίσει περισσότερους του ενός αντιπροσώπους, αυτοί μπορούν να ενεργούν είτε από κοινού είτε μεμονωμένα, ανεξαρτήτως τυχόν διατάξεων περί του αντιθέτου στο πληρεξούσιο.

8.   Ο διορισμός ή η πληρεξουσιότητα ομάδας αντιπροσώπων θεωρείται διορισμός ή πληρεξουσιότητα κάθε αντιπροσώπου που διεκπεραιώνει πράξεις στο πλαίσιο της εν λόγω ομάδας.

Άρθρο 75

Μεταβολή στον κατάλογο των εγκεκριμένων αντιπροσώπων

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η εγγραφή εγκεκριμένου αντιπροσώπου στον οικείο κατάλογο διαγράφεται αυτεπάγγελτα σε περίπτωση που ο εγκεκριμένος αντιπρόσωπος:

α)

αποβιώσει ή κηρυχθεί ανίκανος για δικαιοπραξία·

β)

απολέσει την ιθαγένεια κράτους μέλους του ΕΟΧ, εκτός εάν ο εκτελεστικός διευθυντής του Γραφείου έχει χορηγήσει απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

παύσει να έχει επαγγελματική κατοικία ή τόπο εργασίας του στον ΕΟΧ·

δ)

δεν διαθέτει πλέον το δικαίωμα εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 120 παράγραφος 2 στοιχείο γ) πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

2.   Η εγγραφή εγκεκριμένου αντιπροσώπου στον κατάλογο αναστέλλεται αυτεπαγγέλτως από το Γραφείο σε περίπτωση που έχει ανασταλεί το δικαίωμα του αντιπροσώπου να εκπροσωπεί φυσικά ή νομικά πρόσωπα ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ ή της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους όπως αναφέρεται στο άρθρο 120 παράγραφος 2 στοιχείο γ) πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

3.   Όταν εκλείψουν οι λόγοι διαγραφής, οι διαγραφέντες αντιπρόσωποι επανεγγράφονται στον κατάλογο των εγκεκριμένων αντιπροσώπων κατόπιν αίτησης συνοδευόμενης από βεβαίωση σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

4.   Το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ και η κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας των οικείων κρατών μελών ειδοποιούν το Γραφείο αμέσως μόλις λάβουν γνώση περιστατικού από τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2.

ΤΙΤΛΟΣ XIV

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΣΗΜΑΤΩΝ

Άρθρο 76

Συλλογικά σήματα και σήματα πιστοποίησης

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 193 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, όταν διεθνής καταχώριση με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση αντιμετωπίζεται ως συλλογικό σήμα της ΕΕ ή ως σήμα πιστοποίησης της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 194 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, εκδίδεται επίσης αυτεπάγγελτη κοινοποίηση προσωρινής απόρριψης σύμφωνα με το άρθρο 33 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν συντρέχει κάποιος από τους λόγους απόρριψης που ορίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, ή στο άρθρο 85 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου·

β)

όταν ο κανονισμός χρήσης του σήματος δεν έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 194 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

2.   Ανακοίνωση των τροποποιήσεων κανονισμού χρήσης σήματος σύμφωνα με τα άρθρα 79 και 88 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 δημοσιεύεται στο Δελτίο Σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 77

Διαδικασία ανακοπής

1.   Όταν ασκείται ανακοπή κατά διεθνούς καταχώρισης με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 196 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης κατά της οποίας ασκείται η ανακοπή·

β)

μνεία των προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη διεθνή καταχώριση κατά της οποίας ασκείται ανακοπή·

γ)

το όνομα του δικαιούχου της διεθνούς καταχώρισης·

δ)

τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία β) έως η) του παρόντος κανονισμού.

2.   Για τους σκοπούς των διαδικασιών ανακοπής που αφορούν διεθνείς καταχωρίσεις με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση, εφαρμόζονται το άρθρο 2 παράγραφοι 1, 3 και 4 και τα άρθρα 3 έως 10 του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των ακόλουθων όρων:

α)

κάθε αναφορά σε αίτηση καταχώρισης σήματος της ΕΕ νοείται ως αναφορά σε διεθνή καταχώριση·

β)

κάθε αναφορά σε απόσυρση της αίτησης καταχώρισης σήματος της ΕΕ νοείται ως αναφορά σε αποποίηση της διεθνούς καταχώρισης σε σχέση με την Ένωση·

γ)

κάθε αναφορά στον καταθέτη νοείται ως αναφορά στον δικαιούχο της διεθνούς καταχώρισης.

3.   Όταν η ανακοπή ασκείται πριν από την πάροδο του διαστήματος του ενός μηνός που αναφέρεται στο άρθρο 196 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η ανακοπή θεωρείται ότι ασκήθηκε την πρώτη ημέρα που έπεται της παρόδου του διαστήματος του ενός μηνός.

4.   Εάν ο δικαιούχος της διεθνούς καταχώρισης υποχρεούται να εκπροσωπείται σε διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και εάν δεν έχει ήδη ορίσει αντιπρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η κοινοποίηση της ανακοπής προς τον δικαιούχο της διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού περιλαμβάνει πρόσκληση ορισμού αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία επίδοσης της κοινοποίησης.|

Εάν ο δικαιούχος της διεθνούς καταχώρισης δεν ορίσει αντιπρόσωπο εντός της προθεσμίας αυτής, το Γραφείο αποφασίζει την απόρριψη της προστασίας της διεθνούς καταχώρισης.

5.   Η διαδικασία ανακοπής διακόπτεται εάν εκδοθεί αυτεπάγγελτη προσωρινή απόρριψη της προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 193 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Εάν η αυτεπάγγελτη προσωρινή απόρριψη έχει οδηγήσει σε απόφαση απόρριψης της προστασίας του σήματος η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, το Γραφείο καταργεί τη δίκη, επιστρέφει το τέλος ανακοπής και δεν εκδίδει απόφαση σχετικά με την κατανομή των εξόδων.

Άρθρο 78

Κοινοποίηση προσωρινών απορρίψεων λόγω ανακοπής

1.   Όταν ασκείται ενώπιον του Γραφείου ανακοπή κατά διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 196 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή όταν θεωρείται ότι έχει ασκηθεί ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 77 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, το Γραφείο εκδίδει κοινοποίηση προς το Διεθνές Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (το «Διεθνές Γραφείο») σχετικά με την προσωρινή απόρριψη της προστασίας λόγω ανακοπής.

2.   Η κοινοποίηση της προσωρινής απόρριψης προστασίας λόγω ανακοπής περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης·

β)

μνεία ότι η απόρριψη βασίζεται στο γεγονός ότι έχει υποβληθεί ανακοπή, με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 στις οποίες βασίζεται η ανακοπή·

γ)

το όνομα και τη διεύθυνση του ανακόπτοντος.

3.   Όταν η ανακοπή βασίζεται σε αίτηση ή καταχώριση σήματος, η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει τις ακόλουθες μνείες:

α)

την ημερομηνία κατάθεσης, την ημερομηνία καταχώρισης και, εάν υπάρχει, την ημερομηνία προτεραιότητας·

β)

τον αριθμό πρωτοκόλλου και, εάν είναι διαφορετικός, τον αριθμό καταχώρισης·

γ)

το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου·

δ)

αναπαραγωγή του σήματος·

ε)

τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά η ανακοπή.

4.   Εάν η προσωρινή απόρριψη αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών, η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει μνεία των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

5.   Το Γραφείο γνωστοποιεί στο Διεθνές Γραφείο τα εξής:

α)

εάν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας ανακοπής ανακληθεί η προσωρινή απόρριψη, το γεγονός ότι το σήμα προστατεύεται στην Ένωση·

β)

εάν η απόφαση απόρριψης της προστασίας του σήματος έχει καταστεί τελεσίδικη κατόπιν προσφυγής βάσει του άρθρου 66 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή προσφυγής βάσει του άρθρου 72 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το γεγονός ότι η προστασία του σήματος στην Ένωση απορρίπτεται·

γ)

εάν η απόρριψη που αναφέρεται στο στοιχείο β) αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία το σήμα προστατεύεται στην Ένωση.

6.   Εάν για μία διεθνή καταχώριση έχουν εκδοθεί περισσότερες από μία προσωρινές απορρίψεις σύμφωνα με το άρθρο 193 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου αφορά τη συνολική ή μερική απόρριψη της προστασίας του σήματος σύμφωνα με τα άρθρα 193 και 196 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

Άρθρο 79

Δήλωση χορήγησης προστασίας

1.   Εάν το Γραφείο δεν έχει εκδώσει αυτεπάγγελτη κοινοποίηση προσωρινής απόρριψης σύμφωνα με το άρθρο 193 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και δεν έχει παραλάβει ανακοπή εντός της προθεσμίας άσκησης ανακοπής που αναφέρεται στο άρθρο 196 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, και το Γραφείο δεν έχει εκδώσει αυτεπάγγελτη κοινοποίηση προσωρινής απόρριψης ως αποτέλεσμα υποβληθεισών παρατηρήσεων τρίτου, το Γραφείο αποστέλλει στο Διεθνές Γραφείο δήλωση χορήγησης προστασίας, με την ένδειξη ότι το σήμα προστατεύεται στην Ένωση

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 189 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η δήλωση χορήγησης προστασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει την ίδια ισχύ με δήλωση του Γραφείου για την ανάκληση κοινοποίησης απόρριψης.

ΤΙΤΛΟΣ XV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 80

Μεταβατικά μέτρα

Οι διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96 εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις εν εξελίξει διαδικασίες στις οποίες δεν εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός σύμφωνα με το άρθρο 82, μέχρι την ολοκλήρωση των εν λόγω διαδικασιών.

Άρθρο 81

Κατάργηση

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής καταργείται.

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις:

α)

τα άρθρα 2 έως 6 δεν εφαρμόζονται σε ανακοπές που έχουν ασκηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

β)

τα άρθρα 7 και 8 δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες ανακοπής των οποίων το κατ' αντιπαράθεση στάδιο άρχισε πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

γ)

το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται σε αναστολές που έχουν επέλθει πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

δ)

το άρθρο 10 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις για απόδειξη της χρήσης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ε)

ο τίτλος III δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις τροποποίησης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

στ)

τα άρθρα 12 έως 15 δεν εφαρμόζονται σε αιτήσεις έκπτωσης ή ακυρότητας ή σε αιτήσεις μεταβίβασης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ζ)

τα άρθρα 16 και 17 δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες των οποίων το κατ' αντιπαράθεση στάδιο άρχισε πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

η)

το άρθρο 18 δεν εφαρμόζεται σε αναστολές που έχουν επέλθει πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

θ)

το άρθρο 19 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις για απόδειξη της χρήσης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ι)

ο τίτλος V δεν εφαρμόζεται σε προσφυγές που έχουν ασκηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ια)

ο τίτλος VI δεν εφαρμόζεται σε προφορικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017 ή σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η προθεσμία υποβολής έχει αρχίσει πριν από την εν λόγω ημερομηνία·

ιβ)

ο τίτλος VII δεν εφαρμόζεται σε κοινοποιήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιγ)

ο τίτλος VIII δεν εφαρμόζεται σε κοινοποιήσεις που έχουν παραληφθεί και σε έντυπα που έχουν διατεθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιδ)

ο τίτλος IX δεν εφαρμόζεται σε προθεσμίες που έχουν ταχθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιε)

ο τίτλος X δεν εφαρμόζεται σε ανακλήσεις αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ή εγγραφών στο μητρώο που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιστ)

ο τίτλος XI δεν εφαρμόζεται σε αναστολές που έχουν ζητηθεί από τους διαδίκους ή επιβληθεί από το Γραφείο πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιζ)

ο τίτλος XII δεν εφαρμόζεται σε διαδικασίες που έχουν διακοπεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιη)

το άρθρο 73 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις σήματος της ΕΕ που έχουν παραληφθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιθ)

το άρθρο 74 δεν εφαρμόζεται σε αντιπροσώπους που έχουν διοριστεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

κ)

το άρθρο 75 δεν εφαρμόζεται σε εγγραφές στον κατάλογο εγκεκριμένων αντιπροσώπων που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

κα)

ο τίτλος XIV δεν εφαρμόζεται σε διεθνείς καταχωρίσεις με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 5 Μαρτίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 154 της 16.6.2017, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78 της 24.3.2009, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ L 341 της 24.12.2015, σ. 21).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ και για την κατάργηση των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96 (ΕΕ L 205 της 8.8.2017, σ. 1).

(6)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ L 205 της 8.8.2017, σ. 39).

(7)  Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007 στην υπόθεση C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul GmbH (ARCOL κατά CAPOL), ECLI:EU:C:2007:162, σκέψεις 42-44· απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013 στην υπόθεση C-621/11 P, New Yorker SHK Jeans GmbH & Co. KG κατά ΓΕΕΑ (FISHBONE κατά FISHBONE BEACHWEAR), ECLI:EU:C:2013:484, σκέψεις 28-30· απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση C-610/11 P, Centrotherm Systemtechnik GmbH κατά ΓΕΕΑ (CENTROTHERM), ECLI:EU:C:2013:593, σκέψεις 85-90 και 110-113· απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013 στην υπόθεση C-120/12 P, Bernhard Rintisch κατά ΓΕΕΑ (PROTI SNACK κατά PROTI), ECLI:EU:C:2013:638, σκέψεις 32 και 38-39· απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013 στην υπόθεση C-121/12 P, Bernhard Rintisch κατά ΓΕΕΑ (PROTIVITAL κατά PROTI), ECLI:EU:C:2013:639, σκέψεις 33 και 39-40· απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013 στην υπόθεση C-122/12 P, Bernhard Rintisch κατά ΓΕΕΑ (PROTIACTIVE κατά PROTI), ECLI:EU:C:2013:628, σκέψεις 33 και 39-40· απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016 στην υπόθεση C-597/14 P, EUIPO κατά Xavier Grau Ferrer, ECLI:EU:C:2016:579, σκέψεις 26-27.

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303 της 15.12.1995, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ L 28 της 6.2.1996, σ. 11).

(10)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/626 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής (ΕΕ L 104, της 24.4.2018 σ. 37).

(11)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 296 της 14.11.2003, σ. 22.


24.4.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 104/37


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/626 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 5ης Μαρτίου 2018

για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 20 παράγραφος 6, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 35 παράγραφος 2, το άρθρο 38 παράγραφος 4, το άρθρο 39 παράγραφος 6, το άρθρο 44 παράγραφος 5, το άρθρο 50 παράγραφος 9, το άρθρο 51 παράγραφος 3, το άρθρο 54 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 55 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 56 παράγραφος 8, το άρθρο 57 παράγραφος 5, το άρθρο 75 παράγραφος 3, το άρθρο 84 παράγραφος 3, το άρθρο 109 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, το άρθρο 116 παράγραφος 4, το άρθρο 117 παράγραφος 3, το άρθρο 140 παράγραφος 6, το άρθρο 146 παράγραφος 11, το άρθρο 161 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 184 παράγραφος 9, το άρθρο 186 παράγραφος 2, το άρθρο 187 παράγραφος 2, το άρθρο 192 παράγραφος 6, το άρθρο 193 παράγραφος 8, το άρθρο 198 παράγραφος 4, το άρθρο 202 παράγραφος 10 και το άρθρο 204 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου (2), ο οποίος κωδικοποιήθηκε ως κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009, δημιούργησε ένα ειδικό για την Ένωση σύστημα για την προστασία των σημάτων που αποκτώνται σε επίπεδο Ένωσης κατόπιν αίτησης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Γραφείο»).

(2)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) εναρμόνισε τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να επέλθει συμμόρφωση με το νέο νομικό πλαίσιο που προέκυψε από την εν λόγω εναρμόνιση, θεσπίστηκαν ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής (4) και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής (5).

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου (6) κωδικοποιήθηκε ως κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001. Για λόγους σαφήνειας και απλότητας, οι παραπομπές που περιλαμβάνονται σε εκτελεστικό κανονισμό θα πρέπει να αντιστοιχούν στη νέα αρίθμηση των άρθρων που έχει προκύψει από τέτοια κωδικοποίηση της οικείας βασικής πράξης. Συνεπώς, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 θα πρέπει να καταργηθεί και οι διατάξεις του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού θα πρέπει να ενταχθούν, με επικαιροποιημένες παραπομπές στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, στον παρόντα κανονισμό.

(4)

Για λόγους σαφήνειας, ασφάλειας δικαίου και αποδοτικότητας, και προκειμένου να διευκολυνθεί η κατάθεση αιτήσεων για σήματα της ΕΕ, έχει θεμελιώδη σημασία να καθοριστεί το υποχρεωτικό και το προαιρετικό λεπτομερές περιεχόμενο των αιτήσεων σημάτων της ΕΕ κατά τρόπο σαφή και εξαντλητικό, αποφεύγοντας παράλληλα τον περιττό διοικητικό φόρτο.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 δεν απαιτεί πλέον η αναπαράσταση σήματος να είναι γραφική, εφόσον αυτή επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό να προσδιορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της προστασίας. Είναι συνεπώς αναγκαίο, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να οριστεί σαφώς ότι το ακριβές αντικείμενο του αποκλειστικού δικαιώματος που παρέχεται με την καταχώριση καθορίζεται από την αναπαράσταση του σήματος. Η αναπαράσταση θα πρέπει, όπου ενδείκνυται, να συμπληρώνεται από ένδειξη του είδους του οικείου σήματος. Συναφώς, όπου ενδείκνυται, μπορεί να συμπληρώνεται από περιγραφή του σήματος. Κάθε τέτοια ένδειξη ή περιγραφή θα πρέπει να συνάδει με την αναπαράσταση.

(6)

Περαιτέρω, για τη διασφάλιση της συνεκτικότητας της διαδικασίας υποβολής αίτησης για σήμα της ΕΕ και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ερευνών σήματος, είναι σκόπιμο να καθοριστούν γενικές αρχές στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνεται η αναπαράσταση κάθε σήματος, καθώς και να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες και απαιτήσεις για την αναπαράσταση ορισμένων ειδών σημάτων, σύμφωνα με την ειδικότερη φύση και τις ιδιότητες του σήματος.

(7)

Την καθιέρωση εναλλακτικών τεχνικών επιλογών πέραν της γραφικής παράστασης που βασίζονται στις νέες τεχνολογίες επιβάλλει η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού, ώστε η διαδικασία καταχώρισης να συμβαδίζει με τις τεχνικές εξελίξεις. Ταυτόχρονα, οι τεχνικές προδιαγραφές για την υποβολή αναπαράστασης του σήματος, συμπεριλαμβανομένων των αναπαραστάσεων που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, θα πρέπει να καθοριστούν με γνώμονα τη διατήρηση της διαλειτουργικότητας του συστήματος του σήματος της ΕΕ με το σύστημα που δημιουργήθηκε βάσει του πρωτοκόλλου που αφορά τη συμφωνία της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων, που εγκρίθηκε στη Μαδρίτη στις 27 Ιουνίου 1989 (7) (πρωτόκολλο της Μαδρίτης). Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 και προκειμένου να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτερη προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις, ο καθορισμός των τεχνικών προδιαγραφών για τα σήματα που υποβάλλονται ηλεκτρονικά θα πρέπει να επαφίεται στον εκτελεστικό διευθυντή του Γραφείου.

(8)

Είναι σκόπιμο να εξορθολογιστούν οι διαδικασίες ώστε να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος κατά την κατάθεση και διεκπεραίωση διεκδικήσεων προτεραιότητας και αρχαιότητας. Επομένως, θα πρέπει να καταργηθεί η υποχρέωση υποβολής επικυρωμένων αντιγράφων της προγενέστερης αίτησης ή καταχώρισης. Επίσης, το Γραφείο δεν θα πρέπει πλέον να καλείται να επισυνάπτει στον φάκελο αντίγραφο της προγενέστερης αίτησης σήματος σε περίπτωση διεκδίκησης προτεραιότητας.

(9)

Μετά την κατάργηση της απαίτησης για επιδεκτικότητα γραφικής αναπαράστασης του σήματος, ορισμένα είδη σημάτων μπορούν να αναπαρίστανται σε ηλεκτρονική μορφή και, κατά συνέπεια, η δημοσίευσή τους με χρήση συμβατικών μέσων δεν είναι πλέον πρόσφορη. Προκειμένου να παρέχονται εχέγγυα ως προς τη δημοσίευση όλων των πληροφοριών που αφορούν μια αίτηση, όπως επιβάλλεται για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, η πρόσβαση στην αναπαράσταση του σήματος μέσω συνδέσμου προς το ηλεκτρονικό μητρώο του Γραφείου θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως έγκυρη μορφή αναπαράστασης του σήματος για σκοπούς δημοσίευσης.

(10)

Για τους ίδιους λόγους, θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στο Γραφείο να εκδίδει πιστοποιητικά καταχώρισης στα οποία η αναπαράσταση του σήματος υποκαθίσταται από ηλεκτρονικό σύνδεσμο. Επίσης, όσον αφορά τα πιστοποιητικά που εκδίδονται μετά την καταχώριση και για να καλύπτονται και οι περιπτώσεις αιτήσεων που υποβάλλονται σε χρόνο κατά τον οποίο ενδέχεται να έχουν αλλάξει τα στοιχεία της καταχώρισης, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα έκδοσης επικαιροποιημένων εκδόσεων του πιστοποιητικού, στις οποίες θα αναγράφονται οι σχετικές μεταγενέστερες εγγραφές στο μητρώο.

(11)

Η εμπειρία από την εφαρμογή στην πράξη του προηγούμενου καθεστώτος κατέδειξε την ανάγκη αποσαφήνισης ορισμένων διατάξεων, ιδίως όσον αφορά τις μερικές μεταβιβάσεις και τις μερικές παραιτήσεις, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου.

(12)

Για τη διασφάλιση ασφάλειας δικαίου, με παράλληλη διατήρηση ορισμένου βαθμού ευελιξίας, είναι αναγκαίο να καθοριστεί το ελάχιστο περιεχόμενο των κανονισμών χρήσης του συλλογικού σήματος της ΕΕ και του σήματος πιστοποίησης της ΕΕ που υποβάλλονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, με σκοπό να δοθεί στους φορείς της αγοράς η δυνατότητα να κάνουν χρήση αυτού του νέου είδους προστασίας σημάτων.

(13)

Τα ανώτατα όρια επιβάρυνσης για τα έξοδα εκπροσώπησης στα οποία υποβάλλεται ο νικήσας διάδικος στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου θα πρέπει να καθορίζονται λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλίζεται ότι η υποχρέωση ανάληψης των εξόδων δεν θα μπορεί να γίνεται αντικείμενο κατάχρησης, μεταξύ άλλων, από τον αντίδικο για λόγους τακτικής.

(14)

Για λόγους αποδοτικότητας, θα πρέπει να επιτρέπονται οι ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις από το Γραφείο.

(15)

Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Γραφείου και των αρχών των κρατών μελών στο πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των περιορισμών στους οποίους υπόκειται η επιθεώρηση φακέλων.

(16)

Οι απαιτήσεις ως προς τις αιτήσεις μετατροπής θα πρέπει να διασφαλίζουν την ομαλή και αποτελεσματική διεπαφή μεταξύ του συστήματος σημάτων της ΕΕ και των εθνικών συστημάτων σημάτων.

(17)

Προς τον σκοπό του εξορθολογισμού των διαδικασιών ενώπιον του Γραφείου, θα πρέπει να είναι δυνατόν να περιορίζεται η υποβολή μεταφράσεων στα χωρία εκείνα εγγράφων που είναι συναφή προς τις διαδικασίες. Προς τον ίδιο σκοπό, το Γραφείο θα πρέπει να διαθέτει το δικαίωμα να ζητά αποδείξεις περί του ότι η μετάφραση αντιστοιχεί στο πρωτότυπο μόνον σε περίπτωση αμφιβολίας.

(18)

Για λόγους αποδοτικότητας, ορισμένες αποφάσεις του Γραφείου που αφορούν ανακοπές ή αιτήσεις για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας σήματος της ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνονται από μονομελή τμήματα.

(19)

Λόγω της προσχώρησης της Ένωσης στο πρωτόκολλο της Μαδρίτης, είναι αναγκαίο οι λεπτομερείς απαιτήσεις που διέπουν τις διαδικασίες που αφορούν τη διεθνή καταχώριση σημάτων να συνάδουν πλήρως με τους κανόνες του εν λόγω πρωτοκόλλου.

(20)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 αντικατέστησε τους κανόνες που ορίζονταν προηγουμένως στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής (8), ο οποίος, ως εκ τούτου, καταργήθηκε. Παρά την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95, ορισμένες διαδικασίες που είχαν κινηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 θα πρέπει να εξακολουθήσουν να διέπονται μέχρι την ολοκλήρωσή τους από ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95.

(21)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για τους εκτελεστικούς κανονισμούς,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν:

α)

το λεπτομερές περιεχόμενο της αίτησης σήματος της ΕΕ προς κατάθεση στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Γραφείο»)·

β)

τα έγγραφα που απαιτούνται για τη διεκδίκηση προτεραιότητας προγενέστερης αίτησης και για τη διεκδίκηση αρχαιότητας, και τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται για τη διεκδίκηση προτεραιότητας σε έκθεση·

γ)

το λεπτομερές περιεχόμενο της δημοσίευσης της αίτησης σήματος της ΕΕ·

δ)

το περιεχόμενο της δήλωσης διαίρεσης της αίτησης, τη διαδικασία διεκπεραίωσης της εν λόγω δήλωσης από το Γραφείο και το λεπτομερές περιεχόμενο της δημοσίευσης της τμηματικής αίτησης·

ε)

το περιεχόμενο και τη μορφή του πιστοποιητικού καταχώρισης·

στ)

το περιεχόμενο της δήλωσης διαίρεσης της καταχώρισης και τη διαδικασία διεκπεραίωσης της εν λόγω δήλωσης από το Γραφείο·

ζ)

το λεπτομερές περιεχόμενο των αιτήσεων τροποποίησης και αλλαγής ονόματος ή διεύθυνσης·

η)

το περιεχόμενο της αίτησης καταχώρισης μεταβίβασης, τα έγγραφα που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της μεταβίβασης και τη διαδικασία διεκπεραίωσης των αιτήσεων για μερική μεταβίβαση·

θ)

το λεπτομερές περιεχόμενο της δήλωσης παραίτησης και τα έγγραφα που απαιτούνται για την απόδειξη της συμφωνίας του τρίτου·

ι)

το λεπτομερές περιεχόμενο του κανονισμού χρήσης του συλλογικού σήματος της ΕΕ και του κανονισμού χρήσης του σήματος πιστοποίησης της ΕΕ·

ια)

το ανώτατο όριο επιβάρυνσης για τα απαραίτητα δικαστικά έξοδα τα οποία πράγματι καταβάλλονται·

ιβ)

ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τις δημοσιεύσεις στο Δελτίο Σημάτων της ΕΕ και στην Επίσημη Εφημερίδα του Γραφείου·

ιγ)

λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Γραφείο και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και ανοίγουν φακέλους προς επιθεώρηση·

ιδ)

το λεπτομερές περιεχόμενο της αίτησης μετατροπής και της δημοσίευσης της αίτησης μετατροπής·

ιε)

αν τα δικαιολογητικά έγγραφα που θα χρησιμοποιηθούν σε γραπτή διαδικασία ενώπιον του Γραφείου μπορούν να υποβληθούν σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης και αν απαιτείται μετάφραση, καθώς και τα πρότυπα που πρέπει να πληρούν οι μεταφράσεις·

ιστ)

τις αποφάσεις που λαμβάνονται από μονομελή τμήματα των τμημάτων ανακοπών και ακύρωσης·

ιζ)

όσον αφορά τη διεθνή καταχώριση σημάτων:

i)

το έντυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται για την κατάθεση διεθνούς αίτησης·

ii)

τα πραγματικά περιστατικά και τις αποφάσεις ακυρότητας που πρέπει να κοινοποιούνται στο Διεθνές Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (το «Διεθνές Γραφείο») και τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης·

iii)

τις λεπτομερείς απαιτήσεις όσον αφορά τις αιτήσεις για εδαφική επέκταση που είναι μεταγενέστερες της διεθνούς καταχώρισης·

iv)

το λεπτομερές περιεχόμενο της διεκδίκησης αρχαιότητας ως προς μια διεθνή καταχώριση και τις λεπτομέρειες των πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιούνται στο Διεθνές Γραφείο·

v)

το λεπτομερές περιεχόμενο της κοινοποίησης αυτεπάγγελτης προσωρινής απόρριψης της προστασίας που πρέπει να αποστέλλεται στο Διεθνές Γραφείο·

vi)

το λεπτομερές περιεχόμενο της τελικής έγκρισης ή απόρριψης της προστασίας·

vii)

το λεπτομερές περιεχόμενο της κοινοποίησης της ακύρωσης·

viii)

το λεπτομερές περιεχόμενο της αίτησης μετατροπής μιας διεθνούς καταχώρισης σε αίτηση εθνικού σήματος και της δημοσίευσης της εν λόγω αίτησης·

ix)

το λεπτομερές περιεχόμενο της αίτησης μετατροπής μιας διεθνούς καταχώρισης με επέκταση της προστασίας στην Ένωση σε αίτηση σήματος της ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Άρθρο 2

Περιεχόμενο της αίτησης

1.   Η αίτηση σήματος της ΕΕ περιλαμβάνει:

α)

αίτημα καταχώρισης του σήματος ως σήματος της ΕΕ·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του καταθέτη και το κράτος όπου έχει την κατοικία ή την έδρα ή την εγκατάστασή του. Αν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, αναφέρονται το επώνυμο και το όνομα. Επί νομικών προσώπων, καθώς και άλλων νομικών οντοτήτων που εμπίπτουν στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 αναγράφεται η επίσημη επωνυμία, περιλαμβανομένης της νομικής μορφής του προσώπου, η οποία μπορεί να μνημονεύεται με τη συνηθισμένη σύντμηση. Μπορεί επίσης να αναγράφεται ο εθνικός αριθμός μητρώου της εταιρείας, αν υπάρχει. Το Γραφείο μπορεί να ζητήσει από τον καταθέτη να υποδείξει τηλεφωνικούς αριθμούς ή άλλα στοιχεία για επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα που καθορίζονται από τον εκτελεστικό διευθυντή. Κατά προτίμηση, κάθε καταθέτης δίνει μία μόνο διεύθυνση. Εάν αναφέρονται περισσότερες διευθύνσεις, λαμβάνεται υπόψη μόνον η πρώτη, εκτός εάν ο καταθέτης ορίσει μία από τις διευθύνσεις ως διεύθυνση αντικλήτου. Εάν έχει αποδοθεί ήδη από το Γραφείο αριθμός αναγνώρισης, αρκεί ο καταθέτης να δηλώσει τον αριθμό αυτό και το όνομα του καταθέτη·

γ)

κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Ο εν λόγω κατάλογος μπορεί να επιλέγεται, εν όλω ή εν μέρει, από βάση δεδομένων εγκεκριμένων όρων που διατίθεται από το Γραφείο·

δ)

αναπαράσταση του σήματος σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού·

ε)

αν ο καταθέτης έχει ορίσει αντιπρόσωπο, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή τον αριθμό μητρώου του σύμφωνα με το στοιχείο β)· αν ο αντιπρόσωπος έχει περισσότερες από μία επαγγελματικές διευθύνσεις ή αν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι αντιπρόσωποι με διαφορετικές επαγγελματικές διευθύνσεις, λαμβάνεται υπόψη ως διεύθυνση αντικλήτου μόνον η πρώτη από τις αναφερόμενες διευθύνσεις, εκτός εάν η αίτηση προσδιορίζει ποια διεύθυνση πρέπει να χρησιμοποιείται ως διεύθυνση αντικλήτου·

στ)

εάν διεκδικείται προτεραιότητα προγενέστερης αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, επισυνάπτεται σχετική δήλωση, που αναφέρει την ημερομηνία και τη χώρα στην οποία ή ως προς την οποία έγινε η προγενέστερη κατάθεση·

ζ)

εάν διεκδικείται προτεραιότητα λόγω παρουσίασης σε έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, επισυνάπτεται σχετική δήλωση, που αναφέρει την ονομασία της έκθεσης καθώς και την ημερομηνία της πρώτης παρουσίασης των προϊόντων ή υπηρεσιών στην έκθεση·

η)

εάν διεκδικείται, σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, αρχαιότητα ενός ή περισσοτέρων προγενεστέρων σημάτων, που έχουν καταχωριστεί σε κάποιο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των σημάτων που έχουν καταχωριστεί στις χώρες Μπενελούξ ή έχουν καταχωριστεί βάσει διεθνών συμφωνιών οι οποίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης με ισχύ σε κράτος μέλος, επισυνάπτεται σχετική δήλωση, στην οποία αναφέρεται το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη στα οποία ή ως προς τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα, η ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η σχετική καταχώριση, ο αριθμός της σχετικής καταχώρισης και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες ως προς τα οποία έγινε η καταχώριση. Η εν λόγω δήλωση μπορεί επίσης να υποβληθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 39 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

θ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, μνεία ότι πρόκειται για αίτηση καταχώρισης συλλογικού σήματος της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 74 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή καταχώρισης σήματος πιστοποίησης της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 83 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

ι)

μνεία της γλώσσας στην οποία κατατέθηκε η αίτηση και της δεύτερης γλώσσας σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

ια)

την υπογραφή του καταθέτη ή του αντιπροσώπου του καταθέτη σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής (9)·

ιβ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, την αίτηση για έκθεση έρευνας που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 ή 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

2.   Στην αίτηση μπορεί να περιλαμβάνεται ισχυρισμός ότι το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, καθώς και αναφορά περί του αν ο εν λόγω ισχυρισμός έχει κύριο ή επικουρικό χαρακτήρα. Η επίκληση του εν λόγω ισχυρισμού μπορεί επίσης να γίνει εντός της προθεσμίας του άρθρου 42 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

3.   Η αίτηση για συλλογικό σήμα της ΕΕ ή σήμα πιστοποίησης της ΕΕ μπορεί να περιέχει τον κανονισμό χρήσης του. Στην περίπτωση που ο εν λόγω κανονισμός δεν συμπεριλαμβάνεται στην αίτηση, υποβάλλεται εντός της προθεσμίας του άρθρου 75 παράγραφος 1 και του άρθρου 84 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

4.   Αν περισσότερα του ενός πρόσωπα καταθέσουν αίτηση, με την αίτηση μπορεί να ορίζεται ένας καταθέτης ή ένας αντιπρόσωπος ως κοινός αντιπρόσωπος.

Άρθρο 3

Αναπαράσταση του σήματος

1.   Το σήμα αναπαρίσταται σε οποιαδήποτε κατάλληλη μορφή με τη χρήση ευρέως διαθέσιμης τεχνολογίας, εφόσον είναι δυνατή η αναπαράστασή του στο μητρώο κατά τρόπο σαφή, ακριβή, αυτοτελή, ευπρόσιτο, κατανοητό, διαρκή και αντικειμενικό, που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό να προσδιορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της προστασίας που παρέχεται στον δικαιούχο του.

2.   Η αναπαράσταση του σήματος καθορίζει το αντικείμενο της καταχώρισης. Στις περιπτώσεις που η αναπαράσταση συνοδεύεται από περιγραφή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχεία δ), ε), στ) σημείο ii), η) ή την παράγραφο 4, η εν λόγω περιγραφή συνάδει με την αναπαράσταση και δεν διευρύνει το πεδίο της.

3.   Στις περιπτώσεις που η αίτηση αφορά οποιοδήποτε είδος σήματος από τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) έως ι), περιέχει σχετική ένδειξη. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, το είδος του σήματος και η αναπαράστασή του συνάδουν μεταξύ τους ως εξής:

α)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται αποκλειστικά από λέξεις ή γράμματα, αριθμούς, άλλους κανονικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες ή συνδυασμό των παραπάνω (λεκτικό σήμα), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής απεικόνισης του σήματος με τυποποιημένη γραμματοσειρά και διάταξη, χωρίς κάποιο γραφιστικό χαρακτηριστικό ή χρώμα·

β)

σε περίπτωση σήματος όπου χρησιμοποιούνται μη τυποποιημένοι χαρακτήρες, τρόπος απεικόνισης ή διάταξη, ή κάποιο γραφιστικό χαρακτηριστικό ή χρώμα (εικονιστικό σήμα), συμπεριλαμβανομένων των σημάτων που συνίστανται αποκλειστικά από εικονιστικά στοιχεία ή από συνδυασμό λεκτικών και εικονιστικών στοιχείων, το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής απεικόνισης του σήματος στην οποία παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τα χρώματά του·

γ)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται από, ή εκτείνεται σε, τρισδιάστατο σχήμα, περιλαμβανομένων των περιεκτών, της συσκευασίας και του προϊόντος αυτού καθαυτού ή της όψης τους (σήμα τρισδιάστατου σχήματος), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής είτε γραφικής απεικόνισης του σχήματος, μεταξύ άλλων μέσω εικόνων που έχουν παραχθεί από υπολογιστή, είτε φωτογραφικής απεικόνισης. Η γραφική ή φωτογραφική απεικόνιση μπορεί να περιέχει διάφορες προοπτικές. Όταν η αναπαράσταση δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μπορεί να περιέχει έως έξι διαφορετικές προοπτικές·

δ)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται από τον συγκεκριμένο τρόπο τοποθέτησης ή επίθεσης του σήματος στα προϊόντα (σήμα θέσης), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής απεικόνισης με την οποία προσδιορίζονται καταλλήλως η θέση του σήματος και το μέγεθος ή η αναλογία του προς τα σχετικά προϊόντα. Τα στοιχεία που δεν αποτελούν μέρος του αντικειμένου της καταχώρισης διαφοροποιούνται οπτικά, κατά προτίμηση με διακεκομμένες ή διάστικτες γραμμές. Η αναπαράσταση μπορεί να συνοδεύεται από αναλυτική περιγραφή του τρόπου επίθεσης του σήματος στα προϊόντα·

ε)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται αποκλειστικά από ένα σύνολο στοιχείων τα οποία επαναλαμβάνονται κατά τακτό τρόπο (σήμα μοτίβου), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής απεικόνισης στην οποία παρουσιάζεται το επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η αναπαράσταση μπορεί να συνοδεύεται από αναλυτική περιγραφή του τακτού τρόπου με τον οποίο επαναλαμβάνονται τα στοιχεία του·

στ)

σε περίπτωση σήματος συνιστάμενου σε χρώμα,

i)

όταν το σήμα συνίσταται αποκλειστικά σε μεμονωμένο χρώμα χωρίς περιγράμματα, το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής απεικόνισης του χρώματος και μνείας του εν λόγω χρώματος μέσω παραπομπής σε γενικά αναγνωρισμένο χρωματικό κωδικό·

ii)

όταν το σήμα συνίσταται αποκλειστικά από συνδυασμό χρωμάτων χωρίς περιγράμματα, το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής απεικόνισης που παρουσιάζει τη συστηματική διάταξη του συνδυασμού χρωμάτων κατά ομοιόμορφο και προκαθορισμένο τρόπο, και μνείας των εν λόγω χρωμάτων μέσω παραπομπής σε γενικά αναγνωρισμένο χρωματικό κωδικό. Μπορεί επίσης να παρέχεται αναλυτική περιγραφή της συστηματικής διάταξης των χρωμάτων·

ζ)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται αποκλειστικά σε έναν ήχο ή συνδυασμό ήχων (ηχητικό σήμα), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής αρχείου ήχου στο οποίο αναπαράγεται ο ήχος ή μέσω της ακριβούς αναπαράστασης του ήχου με μουσική σημειογραφία·

η)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται από, ή εκτείνεται σε, μια κίνηση ή μεταβολή της θέσης των στοιχείων του σήματος (σήμα κίνησης), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής αρχείου βίντεο ή μέσω σειράς διαδοχικών σταθερών εικόνων που αναπαριστούν την κίνηση ή τη μεταβολή της θέσης. Σε περίπτωση χρήσης σταθερών εικόνων, αυτές μπορεί να είναι αριθμημένες ή να συνοδεύονται από επεξηγηματική περιγραφή της σεκάνς·

θ)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται από, ή εκτείνεται σε, συνδυασμό εικόνας και ήχου (πολυμεσικό σήμα), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής οπτικοακουστικού αρχείου το οποίο περιέχει τον συνδυασμό εικόνας και ήχου·

ι)

σε περίπτωση σήματος που συνίσταται από στοιχεία με ολογραφικά χαρακτηριστικά (ολογραφικό σήμα), το σήμα αναπαρίσταται μέσω της υποβολής αρχείου βίντεο ή γραφικής ή φωτογραφικής απεικόνισης που περιέχει τις προοπτικές που απαιτούνται για τον επαρκή προσδιορισμό του ολογραφικού εφέ στην ολότητά του.

4.   Όταν το σήμα δεν ανήκει στα είδη που παρατίθενται στην παράγραφο 3, η αναπαράστασή του συμμορφώνεται προς τα πρότυπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 και μπορεί να συνοδεύεται από περιγραφή.

5.   Όταν η αναπαράσταση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, ο εκτελεστικός διευθυντής του Γραφείου καθορίζει τον μορφότυπο και το μέγεθος του ηλεκτρονικού αρχείου, καθώς και κάθε άλλη σχετική τεχνική προδιαγραφή.

6.   Όταν η αναπαράσταση δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά, το σήμα αναπαρίσταται σε ένα φύλλο χαρτιού, χωριστό από εκείνο του κειμένου της αίτησης. Το φύλλο επί του οποίου αναπαρίσταται το σήμα περιλαμβάνει όλες τις συναφείς προοπτικές ή εικόνες και δεν υπερβαίνει τις διαστάσεις DIN A4 (29,7 cm ύψος Χ 21 cm πλάτος). Τηρείται περιθώριο τουλάχιστον 2,5 cm περιμετρικά της σελίδας.

7.   Ο ορθός προσανατολισμός του σήματος υποδεικνύεται με τη λέξη «άνω» σε κάθε αναπαράσταση, εφόσον βεβαίως δεν είναι προφανής.

8.   Η ποιότητα της απεικόνισης είναι τέτοια που επιτρέπει:

α)

τη σμίκρυνση σε διαστάσεις που δεν υπολείπονται των 8 cm σε πλάτος και των 8 cm σε ύψος· ή

β)

τη μεγέθυνση σε διαστάσεις που δεν υπερβαίνουν τα 8 cm πλάτος και τα 8 cm ύψος.

9.   Η προσκόμιση δείγματος δεν συνιστά δέουσα αναπαράσταση σήματος.

Άρθρο 4

Διεκδίκηση προτεραιότητας

1.   Όταν με την αίτηση διεκδικείται προτεραιότητα μίας ή περισσοτέρων προγενεστέρων αιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ο καταθέτης γνωστοποιεί τον αριθμό πρωτοκόλλου της προγενέστερης αίτησης και υποβάλλει αντίγραφο αυτής μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία κατάθεσης. Στο εν λόγω αντίγραφο μνημονεύεται η ημερομηνία κατάθεσης της προγενέστερης αίτησης.

2.   Όταν η γλώσσα της προγενέστερης αίτησης για την οποία διεκδικείται προτεραιότητα δεν είναι μία από τις γλώσσες του Γραφείου, ο καταθέτης υποβάλλει, αν του ζητηθεί από το Γραφείο, μετάφραση της προγενέστερης αίτησης στη γλώσσα του Γραφείου που χρησιμοποιείται ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα της αίτησης, εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία όταν η διεκδίκηση προτεραιότητας αφορά μία ή περισσότερες προγενέστερες καταχωρίσεις.

Άρθρο 5

Προτεραιότητα έκθεσης

Όταν με την αίτηση γίνεται επίκληση της προτεραιότητας έκθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ο καταθέτης καταθέτει, μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, βεβαίωση που έχει εκδοθεί κατά τη διάρκεια της έκθεσης από την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της έκθεσης αυτής. Με τη βεβαίωση αυτή πιστοποιείται ότι το σήμα χρησιμοποιήθηκε για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσδιορίζονται στην αίτηση. Στη βεβαίωση δηλώνεται επίσης η ημερομηνία έναρξης της έκθεσης και η ημερομηνία πρώτης παρουσίασης στο κοινό, όταν οι δύο ημερομηνίες δεν συμπίπτουν. Η βεβαίωση συνοδεύεται από πιστοποίηση σχετικά με την πραγματική χρήση του σήματος νομίμως θεωρημένη από την υπηρεσία.

Άρθρο 6

Διεκδίκηση της αρχαιότητας εθνικού σήματος πριν από την καταχώριση σήματος της ΕΕ

Όταν η αρχαιότητα προγενέστερου καταχωρισμένου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 39 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, διεκδικείται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ο καταθέτης υποβάλλει αντίγραφο της σχετικής καταχώρισης εντός τριών μηνών από την παραλαβή από το Γραφείο της διεκδίκησης αρχαιότητας.

Άρθρο 7

Περιεχόμενο της δημοσίευσης της αίτησης

Η δημοσίευση της αίτησης περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του καταθέτη·

β)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου που έχει ορίσει ο καταθέτης, εφόσον δεν πρόκειται για αντιπρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 119 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Αν υπάρχουν περισσότεροι του ενός αντιπρόσωποι με την ίδια επαγγελματική διεύθυνση, δημοσιεύεται μόνον το όνομα και η επαγγελματική διεύθυνση του πρώτου κατονομαζόμενου αντιπροσώπου, με τις λέξεις «και λοιποί». Σε περίπτωση δύο ή περισσοτέρων αντιπροσώπων με διαφορετική επαγγελματική διεύθυνση, δημοσιεύεται μόνον η επαγγελματική διεύθυνση του αντικλήτου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση ορισμού ένωσης αντιπροσώπων σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 8 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625, δημοσιεύεται μόνον η επωνυμία και η επαγγελματική διεύθυνση της ένωσης·

γ)

την αναπαράσταση του σήματος μαζί με τα στοιχεία και τις περιγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 3, κατά περίπτωση. Όταν η αναπαράσταση έχει παρασχεθεί με τη μορφή ηλεκτρονικού φακέλου, καθίσταται διαθέσιμη μέσω ηλεκτρονικού συνδέσμου προς τον εν λόγω φάκελο·

δ)

τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών, ανά ομάδες σύμφωνα με την ταξινόμηση της Νίκαιας, κάθε δε ομάδας προηγείται ο αριθμός της κλάσης της εν λόγω ταξινόμησης στην οποία ανήκει αυτή η ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών και παρατίθεται με τη σειρά των κλάσεων αυτής της ταξινόμησης·

ε)

την ημερομηνία κατάθεσης και τον αριθμό πρωτοκόλλου·

στ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στοιχεία σχετικά με τη διεκδίκηση προτεραιότητας από τον καταθέτη σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

ζ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στοιχεία σχετικά με τη διεκδίκηση προτεραιότητας έκθεσης από τον καταθέτη σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

η)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, στοιχεία σχετικά με τη διεκδίκηση αρχαιότητας από τον καταθέτη σύμφωνα με το άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

θ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ότι, λόγω της χρήσης που του έχει γίνει, το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση·

ι)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, δήλωση ότι η αίτηση αφορά συλλογικό σήμα της ΕΕ ή σήμα πιστοποίησης της ΕΕ·

ια)

αναφορά της γλώσσας στην οποία κατατέθηκε η αίτηση και της δεύτερης γλώσσας την οποία δήλωσε ο καταθέτης στην αίτησή του σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

ιβ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, δήλωση ότι η αίτηση προκύπτει από τη μετατροπή διεθνούς καταχώρισης με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 204 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μαζί με την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή την ημερομηνία καταγραφής της εδαφικής επέκτασης στην Ένωση η οποία έγινε κατόπιν της διεθνούς καταχώρισης στο διεθνές μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 3β παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, την ημερομηνία προτεραιότητας της διεθνούς καταχώρισης.

Άρθρο 8

Διαίρεση της αίτησης

1.   Η δήλωση διαίρεσης της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του καταθέτη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ)

κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών που απαρτίζουν την τμηματική αίτηση ή, στην περίπτωση που ζητείται η διαίρεση σε περισσότερες από μία τμηματικές αιτήσεις, κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών για κάθε τμηματική αίτηση·

δ)

κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών που παραμένουν στην αρχική αίτηση.

2.   Το Γραφείο καταρτίζει χωριστό φάκελο για κάθε τμηματική αίτηση, ο οποίος περιέχει πλήρες αντίγραφο του φακέλου της αρχικής αίτησης, συμπεριλαμβανομένης της δήλωσης διαίρεσης και της σχετικής αλληλογραφίας. Το Γραφείο χορηγεί νέο αριθμό αίτησης σε κάθε τμηματική αίτηση.

3.   Η δημοσίευση κάθε τμηματικής αίτησης περιέχει τις μνείες και τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 7.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ

Άρθρο 9

Πιστοποιητικό καταχώρισης

Το πιστοποιητικό καταχώρισης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιέχει τις εγγραφές στο μητρώο που απαριθμούνται στο άρθρο 111 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και δήλωση ότι οι εν λόγω εγγραφές έχουν καταχωριστεί στο μητρώο. Όταν η αναπαράσταση του σήματος παρέχεται με τη μορφή ηλεκτρονικού φακέλου, η σχετική εγγραφή καθίσταται διαθέσιμη μέσω ηλεκτρονικού συνδέσμου προς τον εν λόγω φάκελο. Το πιστοποιητικό συμπληρώνεται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από απόσπασμα στο οποίο αναγράφονται όλες οι εγγραφές προς καταχώριση στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και δήλωση ότι οι εν λόγω εγγραφές έχουν καταχωριστεί στο μητρώο.

Άρθρο 10

Περιεχόμενο της αίτησης τροποποίησης καταχώρισης

Η αίτηση τροποποίησης καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου του σήματος της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ)

μνεία του στοιχείου της αναπαράστασης του σήματος της ΕΕ που χρήζει τροποποίησης και το εν λόγω στοιχείο στην τροποποιημένη του μορφή σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

δ)

αναπαράσταση του σήματος της ΕΕ όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 11

Δήλωση διαίρεσης καταχώρισης

1.   Η δήλωση διαίρεσης καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου του σήματος της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ)

κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών που απαρτίζουν την τμηματική καταχώριση ή, στην περίπτωση που ζητείται η διαίρεση σε περισσότερες από μία τμηματικές καταχωρίσεις, κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών για κάθε τμηματική καταχώριση·

δ)

κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών που παραμένουν στην αρχική καταχώριση.

2.   Το Γραφείο καταρτίζει χωριστό φάκελο για την τμηματική καταχώριση, ο οποίος περιέχει πλήρες αντίγραφο του φακέλου της αρχικής καταχώρισης, συμπεριλαμβανομένης της δήλωσης διαίρεσης και της σχετικής αλληλογραφίας. Το Γραφείο χορηγεί νέο αριθμό καταχώρισης στην τμηματική καταχώριση.

Άρθρο 12

Περιεχόμενο της αίτησης για αλλαγή του ονόματος ή της διεύθυνσης του δικαιούχου σήματος της ΕΕ ή του καταθέτη σήματος της ΕΕ

Η αίτηση για αλλαγή του ονόματος ή της διεύθυνσης του δικαιούχου καταχωρισμένου σήματος της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου του σήματος της ΕΕ όπως έχει καταχωριστεί στο μητρώο, εκτός εάν το Γραφείο έχει ήδη αποδώσει αριθμό αναγνώρισης στον δικαιούχο, περίπτωση κατά την οποία αρκεί ο καταθέτης να δηλώσει τον αριθμό αυτό και το όνομα του δικαιούχου·

γ)

μνεία του νέου ονόματος ή διεύθυνσης του δικαιούχου του σήματος της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού.

Τα στοιχεία β) και γ) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται κατ' αναλογία για τους σκοπούς αίτησης για αλλαγή του ονόματος ή της διεύθυνσης του καταθέτη σήματος της ΕΕ. Τέτοια αίτηση περιλαμβάνει επίσης τον αριθμό της αίτησης καταχώρισης του σήματος.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ

Άρθρο 13

Αίτηση καταχώρισης μεταβίβασης

1.   Η αίτηση καταχώρισης της μεταβίβασης σήματος της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ·

β)

τα στοιχεία του νέου δικαιούχου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ)

όταν η μεταβίβαση δεν αφορά όλα τα καταχωρισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, στοιχεία ως προς τα καταχωρισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες που καλύπτονται από τη μεταβίβαση·

δ)

αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία συνάγεται δεόντως η μεταβίβαση σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

ε)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου του νέου δικαιούχου, αναφερόμενα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού.

2.   Τα στοιχεία β) έως ε) της παραγράφου 1 εφαρμόζονται κατ' αναλογία για τους σκοπούς αίτησης καταχώρισης της μεταβίβασης αίτησης για σήμα της ΕΕ.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο δ), οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συνιστά επαρκή απόδειξη της μεταβίβασης:

α)

υπογραφή της αίτησης για καταχώριση της μεταβίβασης από τον καταχωρισμένο ως δικαιούχο ή αντιπρόσωπο του εν λόγω δικαιούχου και τον δικαιοδόχο ή αντιπρόσωπο του εν λόγω δικαιοδόχου·

β)

εάν την αίτηση υποβάλλει ο καταχωρισμένος ως δικαιούχος ή αντιπρόσωπος του εν λόγω δικαιούχου, δήλωση που υπογράφει ο δικαιοδόχος ή αντιπρόσωπος του εν λόγω δικαιοδόχου ότι συμφωνεί στην καταχώριση της μεταβίβασης·

γ)

εάν την αίτηση καταχώρισης υποβάλλει ο δικαιοδόχος, δήλωση που υπογράφει ο καταχωρισμένος ως δικαιούχος ή αντιπρόσωπος του εν λόγω δικαιούχου ότι ο καταχωρισμένος ως δικαιούχος συμφωνεί στην καταχώριση του δικαιοδόχου·

δ)

υπογραφή συμπληρωμένης αίτησης ή εγγράφου μεταβίβασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625, από τον καταχωρισμένο ως δικαιούχο ή αντιπρόσωπο του εν λόγω δικαιούχου και τον δικαιοδόχο ή αντιπρόσωπο του εν λόγω δικαιοδόχου.

Άρθρο 14

Διεκπεραίωση αιτήσεων για καταχωρίσεις μερικής μεταβίβασης

1.   Όταν η αίτηση για καταχώριση μεταβίβασης αφορά ορισμένα μόνο από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία έχει γίνει η καταχώριση του σήματος, ο καταθέτης διαχωρίζει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που περιέχονται στην αρχική καταχώριση μεταξύ της εναπομένουσας καταχώρισης και της αίτησης μερικής μεταβίβασης, ώστε τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες στην εναπομένουσα καταχώριση να μη συμπίπτουν με όσα περιέχονται στη νέα καταχώριση.

2.   Το Γραφείο καταρτίζει χωριστό φάκελο για τη νέα καταχώριση, ο οποίος περιέχει πλήρες αντίγραφο του φακέλου της αρχικής καταχώρισης, συμπεριλαμβανομένης της αίτησης για καταχώριση της μερικής μεταβίβασης και της σχετικής αλληλογραφίας. Το Γραφείο χορηγεί νέο αριθμό καταχώρισης στη νέα καταχώριση.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία για τους σκοπούς αίτησης καταχώρισης της μεταβίβασης αίτησης για σήμα της ΕΕ. Το Γραφείο χορηγεί νέο αριθμό αίτησης στη νέα αίτηση για σήμα της ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Άρθρο 15

Παραίτηση

1.   Η δήλωση παραίτησης σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ)

όταν η παραίτηση αφορά ορισμένα μόνον από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα, μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών ως προς τα οποία εξακολουθεί να ισχύει η καταχώριση του σήματος.

2.   Όταν έχει καταχωριστεί στο μητρώο δικαίωμα τρίτου επί του σήματος της ΕΕ, η υπογραφή δήλωσης συναίνεσης ως προς την παραίτηση από τον δικαιούχο του δικαιώματος αυτού ή αντιπρόσωπό του συνιστά επαρκή απόδειξη της συναίνεσής του ως προς την παραίτηση.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΑ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΙ ΣΗΜΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΕ

Άρθρο 16

Περιεχόμενο του κανονισμού χρήσης συλλογικού σήματος της ΕΕ

Ο κανονισμός χρήσης συλλογικού σήματος της ΕΕ που μνημονεύεται στο άρθρο 75 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 αναφέρει:

α)

το ονοματεπώνυμο του καταθέτη·

β)

τον σκοπό της οργάνωσης ή τον σκοπό για τον οποίο έχει συσταθεί το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου·

γ)

τα όργανα που έχουν εξουσία εκπροσώπησης της οργάνωσης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου·

δ)

σε περίπτωση οργάνωσης, τους όρους συμμετοχής στην οργάνωση·

ε)

την αναπαράσταση του συλλογικού σήματος της ΕΕ·

στ)

τα πρόσωπα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν το συλλογικό σήμα της ΕΕ·

ζ)

τις προϋποθέσεις χρήσης του συλλογικού σήματος της ΕΕ, εφόσον υπάρχουν, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κυρώσεων·

η)

τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει το συλλογικό σήμα της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, των περιορισμών που τυχόν ισχύουν συνεπεία της εφαρμογής του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχεία ι), ια) ή ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

θ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, τη δυνατότητα συμμετοχής που προβλέπεται στο άρθρο 75 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

Άρθρο 17

Περιεχόμενο του κανονισμού χρήσης σήματος πιστοποίησης της ΕΕ

Ο κανονισμός χρήσης σήματος πιστοποίησης της ΕΕ που μνημονεύεται στο άρθρο 84 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 αναφέρει:

α)

το ονοματεπώνυμο του καταθέτη·

β)

δήλωση ότι ο καταθέτης συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 83 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

την αναπαράσταση του σήματος πιστοποίησης της ΕΕ·

δ)

τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει το σήμα πιστοποίησης της ΕΕ·

ε)

τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών προς πιστοποίηση μέσω του σήματος πιστοποίησης της ΕΕ, όπως το υλικό, ο τρόπος παραγωγής των προϊόντων ή παροχής των υπηρεσιών, η ποιότητα ή η ακρίβεια·

στ)

τις προϋποθέσεις χρήσης του σήματος πιστοποίησης της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κυρώσεων·

ζ)

τα πρόσωπα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν το σήμα πιστοποίησης της ΕΕ·

η)

τον τρόπο με τον οποίο ο φορέας πιστοποίησης ελέγχει τα χαρακτηριστικά αυτά και εποπτεύει τη χρήση του σήματος πιστοποίησης της ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΕΞΟΔΑ

Άρθρο 18

Ανώτατο όριο επιβάρυνσης για τα έξοδα

1.   Τα έξοδα που αναφέρονται στο άρθρο 109 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο με βάση το ακόλουθο ανώτατο όριο επιβάρυνσης:

α)

εάν ο νικήσας διάδικος δεν εκπροσωπείται από αντιπρόσωπο, τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής του εν λόγω διαδίκου για ένα άτομο για μετάβαση και επιστροφή από τον τόπο κατοικίας ή την επαγγελματική έδρα του στον τόπο διεξαγωγής της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 49 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625, ως εξής:

i)

ίσα προς το αντίτιμο σιδηροδρομικού εισιτηρίου πρώτης θέσης συμπεριλαμβανομένων των συνήθων προσαυξήσεων, εφόσον η συνολική απόσταση σιδηροδρομικώς δεν υπερβαίνει 800 χιλιόμετρα ή ίσα προς το αντίτιμο αεροπορικού εισιτηρίου τουριστικής θέσης, εφόσον η συνολική απόσταση υπερβαίνει τα 800 χιλιόμετρα με σιδηρόδρομο ή η μετακίνηση πρέπει να γίνει διά θαλάσσης·

ii)

τα έξοδα διαμονής όπως καθορίζονται στο άρθρο 13 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (10)·

β)

τα έξοδα ταξιδίου των αντιπροσώπων κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 στο ύψος που προβλέπεται από το στοιχείο α) σημείο i) της παρούσας παραγράφου·

γ)

τα έξοδα για την αντιπροσώπευση, κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, στα οποία υποβάλλεται ο νικήσας διάδικος, ως εξής:

i)

σε διαδικασίες ανακοπής: 300 ευρώ·

ii)

σε διαδικασίες κήρυξης έκπτωσης ή ακύρωσης σήματος της ΕΕ: 450 ευρώ·

iii)

σε διαδικασίες προσφυγής: 550 ευρώ·

iv)

σε περίπτωση διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας κλητεύθηκαν οι διάδικοι σύμφωνα με το άρθρο 49 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625, το ποσό που ορίζεται στα σημεία i), ii) ή iii) προσαυξημένο κατά 400 ευρώ.

2.   Εάν υπάρχουν περισσότεροι καταθέτες ή δικαιούχοι αίτησης ή καταχώρισης σήματος της ΕΕ ή εάν υπάρχουν περισσότεροι ανακόπτοντες ή καταθέτες αίτησης για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας που άσκησαν την ανακοπή ή κατέθεσαν την αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας από κοινού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα έξοδα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) για ένα μόνον από τα πρόσωπα αυτά.

3.   Εάν ο νικήσας διάδικος αντιπροσωπεύεται από περισσότερους αντιπροσώπους κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, ο ηττηθείς διάδικος βαρύνεται με τα προβλεπόμενα έξοδα της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου μόνο για έναν αντιπρόσωπο.

4.   Ο ηττηθείς διάδικος δεν υποχρεούται να καταβάλει στον νικήσαντα διάδικο άλλα έξοδα, δαπάνες ή τέλη σε σχέση με τη διαδικασία ενώπιον του Γραφείου εκτός από όσα προβλέπονται από τις παραγράφους 1, 2 και 3.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Άρθρο 19

Περιοδικές δημοσιεύσεις

1.   Σε περίπτωση δημοσίευσης στοιχείων στο Δελτίο Σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/625 ή τον παρόντα κανονισμό, ως ημερομηνία δημοσίευσης των στοιχείων εκλαμβάνεται η ημερομηνία έκδοσης που αναγράφεται στο Δελτίο Σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Στον βαθμό που στα στοιχεία που αφορούν την καταχώριση σήματος δεν περιέχονται μεταβολές σε σύγκριση με τη δημοσίευση της αίτησης, η δημοσίευση τέτοιων στοιχείων γίνεται με μνεία των λεπτομερειών που περιέχονται στη δημοσίευση της αίτησης.

3.   Το Γραφείο μπορεί να θέτει στη διάθεση του κοινού εκδόσεις της Επίσημης Εφημερίδας του Γραφείου μέσω ηλεκτρονικών μέσων.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 20

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ Γραφείου και αρχών των κρατών μελών

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 152 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο και οι κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ, ανταλλάσσουν, κατόπιν σχετικής αίτησης, πληροφορίες επί των αιτήσεων καταχώρισης σημάτων της ΕΕ ή εθνικών σημάτων και επί των διαδικασιών που έχουν σχέση με αυτές τις αιτήσεις και με τα σήματα που έχουν καταχωριστεί βάσει των εν λόγω αιτήσεων.

2.   Το Γραφείο και τα δικαστήρια ή οι αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν πληροφορίες για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 απευθείας ή μέσω των κεντρικών υπηρεσιών βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών.

3.   Η δαπάνη για τις κοινοποιήσεις δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 βαρύνει την αρχή που προβαίνει στην κοινοποίηση. Οι εν λόγω κοινοποιήσεις απαλλάσσονται των τελών.

Άρθρο 21

Άνοιγμα φακέλων προς επιθεώρηση

1.   Η επιθεώρηση φακέλων σχετικά με αιτήσεις για σήματα της ΕΕ ή καταχωρισμένα σήματα της ΕΕ από τα δικαστήρια ή τις αρχές των κρατών μελών διενεργείται είτε στο πρωτότυπο είτε σε αντίγραφα ή σε τεχνικά μέσα αρχειοθέτησης, αν οι φάκελοι φυλάσσονται με τον τρόπο αυτό.

2.   Κατά τη διαβίβαση φακέλων που αφορούν αιτήσεις καταχώρισης ή καταχωρισμένα σήματα της ΕΕ, ή αντιγράφων τους, στα δικαστήρια και στις εισαγγελικές αρχές των κρατών μελών, το Γραφείο επισημαίνει τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η επιθεώρηση των φακέλων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 114 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

3.   Τα δικαστήρια και οι εισαγγελικές αρχές των κρατών μελών μπορούν, σε υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν τους, να επιτρέψουν σε τρίτους την επιθεώρηση του πρωτοτύπου ή αντιγράφου φακέλου που τους έχει διαβιβάσει το Γραφείο. Σε αυτή την περίπτωση, η επιθεώρηση υπόκειται στο άρθρο 114 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

ΤΙΤΛΟΣ X

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ

Άρθρο 22

Περιεχόμενο της αίτησης μετατροπής

Η αίτηση για μετατροπή αίτησης σήματος της ΕΕ ή καταχωρισμένου σήματος της ΕΕ σε αίτηση εθνικού σήματος σύμφωνα με το άρθρο 139 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος τη μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

β)

τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης σήματος της ΕΕ ή τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ·

γ)

μνεία του λόγου για τον οποίο κατατίθεται η αίτηση μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

δ)

μνεία του κράτους μέλους ή των κρατών μελών ως προς τα οποία ζητείται η μετατροπή·

ε)

όταν η αίτηση μετατροπής δεν αφορά όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση ή ως προς τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα, μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται μετατροπή, και, όπου η μετατροπή ζητείται σε σχέση με περισσότερα από ένα κράτη μέλη και ο κατάλογος των προϊόντων ή υπηρεσιών δεν είναι ο ίδιος για όλα τα κράτη μέλη, μνεία των αντίστοιχων προϊόντων ή υπηρεσιών για κάθε κράτος μέλος·

στ)

όταν η μετατροπή ζητείται, σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, λόγω του ότι σήμα της ΕΕ έχει παύσει να παράγει αποτελέσματα συνεπεία απόφασης δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ, μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και αντίγραφο αυτής της απόφασης, το οποίο μπορεί να υποβάλλεται στη γλώσσα στην οποία έχει εκδοθεί η απόφαση.

Άρθρο 23

Περιεχόμενο της δημοσίευσης αίτησης μετατροπής

Η δημοσίευση αίτησης μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό πρωτοκόλλου ή τον αριθμό καταχώρισης του σήματος της ΕΕ ως προς το οποίο ζητείται η μετατροπή·

β)

παραπομπή στην προηγούμενη δημοσίευση της αίτησης ή της καταχώρισης στο Δελτίο Σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

γ)

μνεία του κράτους μέλους ή των κρατών μελών ως προς τα οποία έχει ζητηθεί μετατροπή·

δ)

όταν η αίτηση μετατροπής δεν αφορά όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία έχει υποβληθεί η αίτηση ή ως προς τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα της ΕΕ, μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται μετατροπή·

ε)

όταν η μετατροπή ζητείται σε σχέση με περισσότερα από ένα κράτη μέλη και ο κατάλογος των προϊόντων ή υπηρεσιών δεν είναι ο ίδιος για όλα τα κράτη μέλη, μνεία των αντίστοιχων προϊόντων ή υπηρεσιών για κάθε κράτος μέλος·

στ)

την ημερομηνία της αίτησης μετατροπής.

ΤΙΤΛΟΣ XI

ΓΛΩΣΣΕΣ

Άρθρο 24

Υποβολή εγγράφων στο πλαίσιο γραπτών διαδικασιών

Πλην αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό ή στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/625, έγγραφα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε γραπτή διαδικασία ενώπιον του Γραφείου μπορούν να υποβάλλονται σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης. Αν η γλώσσα των εν λόγω εγγράφων δεν είναι η γλώσσα της διαδικασίας, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 146 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το Γραφείο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του άλλου διαδίκου, να απαιτήσει την προσκόμιση μετάφρασης, εντός προθεσμίας που τάσσει, στη γλώσσα αυτή.

Άρθρο 25

Πρότυπα που πρέπει να πληρούν οι μεταφράσεις

1.   Αν απαιτείται να προσκομιστεί μετάφραση εγγράφου στο Γραφείο, στη μετάφραση προσδιορίζεται το έγγραφο στο οποίο αυτή αναφέρεται και αναπαράγεται η δομή καθώς και το περιεχόμενο του πρωτότυπου εγγράφου. Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος υποδείξει ότι ορισμένα μόνο χωρία του εγγράφου είναι σχετικά, η μετάφραση μπορεί να περιορίζεται μόνο στα χωρία αυτά.

2.   Πλην αν ορίζεται άλλως στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001, στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/625 ή στον παρόντα κανονισμό, έγγραφο για το οποίο πρέπει να προσκομιστεί μετάφραση θα θεωρείται ότι δεν έχει παραληφθεί από το Γραφείο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν το Γραφείο παραλάβει τη μετάφραση μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής του πρωτότυπου εγγράφου ή της μετάφρασης·

β)

εάν το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού δεν υποβληθεί εντός της προθεσμίας που έταξε το Γραφείο.

Άρθρο 26

Νομική ισχύς της μετάφρασης

Ελλείψει αποδείξεων ή ενδείξεων περί του αντιθέτου, το Γραφείο θεωρεί ότι η μετάφραση αποδίδει το σχετικό πρωτότυπο κείμενο. Σε περίπτωση αμφιβολίας, το Γραφείο μπορεί να απαιτήσει την υποβολή, εντός τασσόμενης προθεσμίας, βεβαίωσης ότι η μετάφραση αντιστοιχεί στο πρωτότυπο κείμενο.

ΤΙΤΛΟΣ XII

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ

Άρθρο 27

Αποφάσεις τμημάτων ανακοπών ή τμημάτων ακύρωσης που λαμβάνονται από μονομελή τμήματα

Σύμφωνα με το άρθρο 161 παράγραφος 2 και το άρθρο 163 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, μονομελή τμήματα των τμημάτων ανακοπών και των τμημάτων ακύρωσης, αντίστοιχα, λαμβάνουν τα ακόλουθα είδη αποφάσεων:

α)

αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των εξόδων·

β)

αποφάσεις που ορίζουν το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 7 πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

αποφάσεις για τη διακοπή της διαδικασίας ή αποφάσεις που διαπιστώνουν ότι δεν συντρέχει ανάγκη να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας·

δ)

αποφάσεις απόρριψης ανακοπής ως απαράδεκτης πριν από τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625·

ε)

αποφάσεις αναστολής της διαδικασίας·

στ)

αποφάσεις συνεκδίκασης ή χωρισμού πολλαπλών ανακοπών σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625.

ΤΙΤΛΟΣ XIII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΣΗΜΑΤΩΝ

Άρθρο 28

Έντυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται για την κατάθεση διεθνούς αίτησης

Το έντυπο που παρέχει το Γραφείο για την κατάθεση διεθνούς αίτησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 184 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία του επίσημου εντύπου που παρέχει το Διεθνές Γραφείο. Οι καταθέτες μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν το επίσημο έντυπο που παρέχει το Διεθνές Γραφείο.

Άρθρο 29

Πραγματικά περιστατικά και αποφάσεις περί ακυρότητας που πρέπει να κοινοποιούνται στο Διεθνές Γραφείο

1.   Το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στο Διεθνές Γραφείο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η αίτηση σήματος της ΕΕ στην οποία βασίστηκε η διεθνής καταχώριση έχει ανακληθεί, θεωρείται ότι έχει ανακληθεί ή έχει απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση ως προς το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών που περιέχονται στη διεθνή καταχώριση·

β)

όταν το σήμα της ΕΕ στο οποίο βασίστηκε η διεθνής καταχώριση έχει παύσει να παράγει αποτελέσματα λόγω παραίτησης, μη ανανέωσης, έκπτωσης ή κήρυξής του ως άκυρου με τελεσίδικη απόφαση του Γραφείου ή, κατόπιν ανταγωγής στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, από δικαστήριο σημάτων της ΕΕ ως προς το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών που περιέχονται στη διεθνή καταχώριση·

γ)

όταν η αίτηση σήματος της ΕΕ ή το σήμα της ΕΕ στο οποίο βασίστηκε η διεθνής καταχώριση έχει διαιρεθεί σε δύο αιτήσεις ή καταχωρίσεις.

2.   Η κοινοποίηση της παραγράφου 1 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης·

β)

το όνομα του δικαιούχου της διεθνούς καταχώρισης·

γ)

τα πραγματικά περιστατικά και τις αποφάσεις που επηρεάζουν τη βασική αίτηση ή την καταχώριση, καθώς και την ημερομηνία από την οποία αρχίζουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και οι αποφάσεις·

δ)

στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β), το αίτημα ακύρωσης της διεθνούς καταχώρισης·

ε)

όταν η πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β) επηρεάζει τη βασική αίτηση ή τη βασική καταχώριση μόνον σε σχέση με μερικά από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, εκείνα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που δεν επηρεάζονται·

στ)

στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), τον αριθμό κάθε σχετικής αίτησης ή καταχώρισης σήματος της ΕΕ.

3.   Το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στο Διεθνές Γραφείο με την παρέλευση πέντε ετών από την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν εκκρεμεί προσφυγή κατά της απόφασης εξεταστή να απορρίψει την αίτηση σήματος της ΕΕ στην οποία βασίστηκε η διεθνής καταχώριση σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

β)

όταν εκκρεμεί ανακοπή κατά της αίτησης σήματος της ΕΕ στην οποία βασίστηκε η διεθνής καταχώριση·

γ)

όταν κατά του σήματος της ΕΕ στο οποίο βασίστηκε η διεθνής καταχώριση εκκρεμεί αίτηση για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας·

δ)

όταν στο Μητρώο Σημάτων της ΕΕ έχει γίνει μνεία ότι έχει υποβληθεί ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ ανταγωγή για κήρυξη έκπτωσης ή ακυρότητας κατά σήματος της ΕΕ στο οποίο βασίστηκε η διεθνής καταχώριση, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη μνεία στο μητρώο της απόφασης του δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ επί της ανταγωγής.

4.   Μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 μέσω τελεσίδικης απόφασης ή εγγραφής στο μητρώο, το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στο Διεθνές Γραφείο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2.

5.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 3, η έννοια του σήματος της ΕΕ στο οποίο βασίστηκε η διεθνής καταχώριση περιλαμβάνει την περίπτωση καταχώρισης σήματος της ΕΕ βάσει αίτησης σήματος της ΕΕ στην οποία βασιζόταν η διεθνής αίτηση.

Άρθρο 30

Αίτηση εδαφικής επέκτασης μεταγενέστερη της διεθνούς καταχώρισης

1.   Αίτηση εδαφικής επέκτασης που κατατίθεται στο Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 187 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 πληροί τις εξής απαιτήσεις:

α)

κατατίθεται με τη χρήση ενός από τα έντυπα που αναφέρονται στο άρθρο 31 του παρόντος κανονισμού και περιέχει όλες τις μνείες και τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη συμπλήρωση του εντύπου που χρησιμοποιείται·

β)

μνημονεύει τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης με την οποία σχετίζεται·

γ)

ο κατάλογος προϊόντων ή υπηρεσιών καλύπτεται από τον κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών που περιέχει η διεθνής καταχώριση·

δ)

ο καταθέτης έχει το δικαίωμα, βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο διεθνές έντυπο, να ζητήσει επέκταση της προστασίας μεταγενέστερη της διεθνούς καταχώρισης μέσω του Γραφείου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο ii) και το άρθρο 3β παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης.

2.   Σε περίπτωση που η αίτηση εδαφικής επέκτασης δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, το Γραφείο καλεί τον καταθέτη να θεραπεύσει τις ελλείψεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

Άρθρο 31

Έντυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται για την αίτηση εδαφικής επέκτασης

Το έντυπο που παρέχει το Γραφείο για την κατάθεση αίτησης εδαφικής επέκτασης μετά τη διεθνή καταχώριση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 187 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία του επίσημου εντύπου που παρέχει το Διεθνές Γραφείο. Οι καταθέτες μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν το επίσημο έντυπο που παρέχει το Διεθνές Γραφείο.

Άρθρο 32

Διεκδίκηση αρχαιότητας ενώπιον του Γραφείου

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 39 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η διεκδίκηση αρχαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 192 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου της διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ)

μνεία του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στα οποία ή ως προς τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα·

δ)

τον αριθμό και την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής καταχώρισης·

ε)

μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα και εκείνων ως προς τα οποία διεκδικείται η αρχαιότητα·

στ)

αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρισης.

2.   Εάν ο δικαιούχος της διεθνούς καταχώρισης υποχρεούται να εκπροσωπηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, η διεκδίκηση αρχαιότητας περιλαμβάνει τον ορισμό αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 120 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001.

3.   Εάν το Γραφείο κάνει δεκτή τη διεκδίκηση αρχαιότητας, ενημερώνει σχετικά το Διεθνές Γραφείο κοινοποιώντας τα ακόλουθα:

α)

τον αριθμό της σχετικής διεθνούς καταχώρισης·

β)

το όνομα του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στα οποία ή ως προς τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα·

γ)

τον αριθμό της σχετικής καταχώρισης·

δ)

την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η σχετική καταχώριση.

Άρθρο 33

Κοινοποίηση αυτεπάγγελτης προσωρινής απόρριψης προς το Διεθνές Γραφείο

1.   Η κοινοποίηση αυτεπάγγελτης προσωρινής απόρριψης της προστασίας της διεθνούς καταχώρισης ολικώς ή μερικώς που πρέπει να απευθύνεται στο Διεθνές Γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 193 παράγραφοι 2 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιλαμβάνει, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 193 παράγραφοι 3 και 4 του εν λόγω κανονισμού, τα εξής:

α)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης·

β)

παραπομπή στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 που είναι συναφείς με την προσωρινή απόρριψη·

γ)

μνεία ότι η προσωρινή απόρριψη της προστασίας θα επιβεβαιωθεί με απόφαση του Γραφείου εάν ο δικαιούχος της διεθνούς καταχώρισης δεν θεραπεύσει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η απόρριψη υποβάλλοντας παρατηρήσεις στο Γραφείο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της προσωρινής απόρριψης από το Γραφείο·

δ)

εάν η προσωρινή απόρριψη αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών, μνεία των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών.

2.   Στο πλαίσιο κάθε κοινοποίησης αυτεπάγγελτης προσωρινής απόρριψης που απευθύνει στο Διεθνές Γραφείο, και εφόσον παρέλθει η προθεσμία άσκησης ανακοπής και δεν εκδοθεί κοινοποίηση προσωρινής απόρριψης βάσει ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625, το Γραφείο γνωστοποιεί στο Διεθνές Γραφείο τα εξής:

α)

εάν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας ενώπιον του Γραφείου ανακληθεί η προσωρινή απόρριψη, το γεγονός ότι το σήμα προστατεύεται στην Ένωση·

β)

εάν η απόφαση απόρριψης της προστασίας του σήματος τελεσιδικήσει, κατά περίπτωση, κατόπιν άσκησης προσφυγής βάσει του άρθρου 66 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ή προσφυγής βάσει του άρθρου 72 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, το γεγονός ότι η προστασία του σήματος στην Ένωση απορρίπτεται·

γ)

εάν η απόρριψη βάσει του στοιχείου β) αφορά μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία το σήμα προστατεύεται στην Ένωση.

Άρθρο 34

Κοινοποίηση της ακύρωσης των αποτελεσμάτων διεθνούς καταχώρισης προς το Διεθνές Γραφείο

Η κοινοποίηση του άρθρου 198 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 φέρει ημερομηνία και περιλαμβάνει:

α)

μνεία της κήρυξης της ακυρότητας από το Γραφείο ή μνεία του δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ που κήρυξε την ακυρότητα·

β)

μνεία εάν η ακυρότητα κηρύχθηκε με τη μορφή έκπτωσης του δικαιούχου της διεθνούς καταχώρισης, ακυρότητας του σήματος βάσει απόλυτων λόγων απαράδεκτου ή ακυρότητας του σήματος βάσει σχετικών λόγων απαράδεκτου·

γ)

δήλωση ότι η ακυρότητα δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή·

δ)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης·

ε)

το όνομα του δικαιούχου της διεθνούς καταχώρισης·

στ)

όταν η ακυρότητα δεν αφορά όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, μνεία των προϊόντων ή των υπηρεσιών ως προς τα οποία έχει κηρυχθεί ακυρότητα ή εκείνων ως προς τα οποία δεν έχει κηρυχθεί ακυρότητα·

ζ)

την ημερομηνία κατά την οποία κηρύχθηκε η ακυρότητα, καθώς και μνεία της ημερομηνίας από την οποία η ακυρότητα παράγει αποτελέσματα.

Άρθρο 35

Αίτηση μετατροπής διεθνούς καταχώρισης σε αίτηση εθνικού σήματος ή σε επέκταση της προστασίας στα κράτη μέλη

1.   Η αίτηση μετατροπής διεθνούς καταχώρισης με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση σε αίτηση εθνικού σήματος ή σε επέκταση της προστασίας στα κράτη μέλη σύμφωνα με τα άρθρα 139 και 202 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 202 παράγραφοι 4 έως 7 του εν λόγω κανονισμού, περιλαμβάνει:

α)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης·

β)

την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης ή την ημερομηνία επέκτασης της προστασίας στην Ένωση σε συνέχεια διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 3β παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης και, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, τα στοιχεία σχετικά με τη διεκδίκηση προτεραιότητας ως προς τη διεθνή καταχώριση σύμφωνα με το άρθρο 202 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και τα στοιχεία σχετικά με τη διεκδίκηση αρχαιότητας σύμφωνα με τα άρθρα 39, 40 ή 191 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001·

γ)

τις μνείες και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 140 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 και στο άρθρο 22 στοιχεία α), γ) και δ) του παρόντος κανονισμού.

2.   Η δημοσίευση της αίτησης μετατροπής της παραγράφου 1 περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 23.

Άρθρο 36

Μετατροπή διεθνούς καταχώρισης με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση σε αίτηση σήματος της ΕΕ

Η αίτηση μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 204 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 περιέχει, πέραν των μνειών και των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού, τα εξής:

α)

τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης που έχει ακυρωθεί·

β)

την ημερομηνία κατά την οποία η διεθνής καταχώριση ακυρώθηκε από το Διεθνές Γραφείο·

γ)

αναλόγως την περίπτωση, την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή την ημερομηνία καταγραφής της εδαφικής επέκτασης στην Ένωση σε συνέχεια της διεθνούς καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 3β παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης·

δ)

εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, την ημερομηνία προτεραιότητας που διεκδικείται με τη διεθνή καταχώριση όπως καταχωρίστηκε στο διεθνές μητρώο που τηρεί το Διεθνές Γραφείο.

ΤΙΤΛΟΣ XIV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 37

Μεταβατικά μέτρα

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις εν εξελίξει διαδικασίες στις οποίες δεν εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός σύμφωνα με το άρθρο 39, μέχρι την ολοκλήρωσή τους.

Άρθρο 38

Κατάργηση

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 καταργείται.

Άρθρο 39

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις:

α)

ο τίτλος II δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις σήματος της ΕΕ που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017, καθώς και σε διεθνείς καταχωρίσεις για τις οποίες η επέκταση της προστασίας στην Ένωση πραγματοποιήθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή·

β)

το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται σε σήματα της ΕΕ που έχουν καταχωριστεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

γ)

το άρθρο 10 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις τροποποίησης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

δ)

το άρθρο 11 δεν εφαρμόζεται σε δηλώσεις διαίρεσης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ε)

το άρθρο 12 δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις αλλαγής ονόματος ή διεύθυνσης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

στ)

ο τίτλος IV δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις καταχώρισης μεταβίβασης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ζ)

ο τίτλος V δεν εφαρμόζεται σε δηλώσεις παραίτησης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

η)

ο τίτλος VI δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις για συλλογικό σήμα της ΕΕ ή σήμα πιστοποίησης της ΕΕ που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017, καθώς και σε διεθνείς καταχωρίσεις για τις οποίες η επέκταση της προστασίας στην Ένωση πραγματοποιήθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή·

θ)

ο τίτλος VII δεν εφαρμόζεται ως προς έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών που έχουν κινηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ι)

ο τίτλος VIII δεν εφαρμόζεται σε δημοσιεύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ια)

ο τίτλος IX δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις πληροφοριών ή επιθεώρησης που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιβ)

ο τίτλος X δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις μετατροπής που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιγ)

ο τίτλος XI δεν εφαρμόζεται ως προς δικαιολογητικά έγγραφα ή μεταφράσεις που έχουν υποβληθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιδ)

ο τίτλος XII δεν εφαρμόζεται σε αποφάσεις που έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017·

ιε)

ο τίτλος XIII δεν εφαρμόζεται σε διεθνείς αιτήσεις, κοινοποιήσεις πραγματικών περιστατικών και αποφάσεων ακυρότητας αίτησης ή καταχώρισης σήματος της ΕΕ επί της οποίας βασίστηκε διεθνής καταχώριση, αιτήσεις εδαφικής επέκτασης, διεκδικήσεις αρχαιότητας, κοινοποιήσεις αυτεπάγγελτης προσωρινής απόρριψης, κοινοποιήσεις της ακύρωσης των αποτελεσμάτων διεθνούς καταχώρισης, αιτήσεις μετατροπής διεθνούς καταχώρισης σε αίτηση εθνικού σήματος και αιτήσεις μετατροπής διεθνούς καταχώρισης με προστασία που εκτείνεται στην Ένωση σε αίτηση σήματος της ΕΕ που έχουν υποβληθεί ή πραγματοποιηθεί, ανάλογα με την περίπτωση, πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 5 Μαρτίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 154 της 16.6.2017, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ L 341 της 24.12.2015, σ. 21).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/1430 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ και για την κατάργηση των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 2868/95 και (ΕΚ) αριθ. 216/96 (ΕΕ L 205 της 8.8.2017, σ. 1).

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1431 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ L 205 της 8.8.2017, σ. 39).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78 της 24.3.2009, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 296 της 14.11.2003, σ. 22.

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303 της 15.12.1995, σ. 1).

(9)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ L 104 της 24.4.2018, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων) (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).


24.4.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 104/57


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/627 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Απριλίου 2018

για τη διόρθωση ορισμένων γλωσσικών εκδόσεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η γερμανική γλωσσική έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 περιέχει λάθη στην κατηγορία τροφίμων 12.2 του μέρους Δ του παραρτήματος II και στις κατηγορίες τροφίμων 0, 01.7.1, 05.2, 11.1, 12.2, 12.2.2, 13.2 και 17.1 του μέρους E του παραρτήματος II. Ως εκ τούτου, στη γερμανική γλωσσική έκδοση, η ονομασία της κατηγορίας τροφίμων 12.2 και οι όροι χρήσης (περιορισμοί/εξαιρέσεις) των προσθέτων τροφίμων στις κατηγορίες τροφίμων 0, 01.7.1, 05.2, 11.1, 12.2, 12.2.2, 13.2 και 17.1 θα πρέπει να διορθωθούν, προκειμένου να διασφαλιστούν η νομική σαφήνεια για τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων και η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2)

Η ελληνική γλωσσική έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 περιέχει λάθη στην κατηγορία τροφίμων 05.2 του μέρους Ε του παραρτήματος II. Ως εκ τούτου, στην ελληνική γλωσσική έκδοση, οι όροι χρήσης (περιορισμοί/εξαιρέσεις) των προσθέτων τροφίμων στην κατηγορία τροφίμων 05.2 θα πρέπει να διορθωθούν, προκειμένου να διασφαλιστούν η νομική σαφήνεια για τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων και η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(3)

Η τσεχική γλωσσική έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 περιέχει λάθη στην κατηγορία τροφίμων 08.2 του μέρους Ε του παραρτήματος II. Ως εκ τούτου, στην τσεχική γλωσσική έκδοση, οι όροι χρήσης (περιορισμοί/εξαιρέσεις) των προσθέτων τροφίμων στην κατηγορία τροφίμων 08.2 θα πρέπει να διορθωθούν, προκειμένου να διασφαλιστούν η νομική σαφήνεια για τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων και η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(4)

Συνεπώς, η γερμανική, η ελληνική και η τσεχική γλωσσική έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 θα πρέπει να διορθωθούν αναλόγως. Οι λοιπές γλωσσικές εκδόσεις δεν επηρεάζονται από τις εν λόγω διορθώσεις.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 διορθώνεται ως εξής:

1.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

2.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

3.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

4.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

5.

Στο παράρτημα II, μέρος Ε, στην κατηγορία τροφίμων 05.2, η εγγραφή για το πρόσθετο E 960 (Γλυκοζίτες στεβιόλης) για ανώτατα επίπεδα ‘350’ αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

 

«E 960

Γλυκοζίτες στεβιόλης

350

(60)

μόνο προϊόντα ζαχαροπλαστικής χωρίς πρόσθετα σάκχαρα

μόνο μειωμένης ενεργειακής αξίας προϊόντα ζαχαροπλαστικής με σκληρή υφή (καραμέλες και γλειφιτζούρια)

μόνο μειωμένης ενεργειακής αξίας προϊόντα ζαχαροπλαστικής με μαλακή υφή (καραμέλες για μάσημα, φρουτότσιχλες και αφρώδη προϊόντα ζάχαρης/ζαχαρωτά τύπου marshmallows)

μόνο μειωμένης ενεργειακής αξίας ζαχαρωτά γλυκόρριζας

μόνο μειωμένης ενεργειακής αξίας αμυγδαλωτά (νουγκά)

μόνο μειωμένης ενεργειακής αξίας αμυγδαλόπαστα (μάρζιπαν)»

6.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

7.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

8.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

9.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

10.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

11.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

12.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

13.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

14.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

15.

(δεν αφορά το ελληνικό κείμενο)

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Απριλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 16.