ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

60ό έτος
28 Ιουλίου 2017


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1370 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου

24

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

29

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1128 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά ( ΕΕ L 168 της 30.6.2017 )

42

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.7.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/1369 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 4ης Ιουλίου 2017

σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 194 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση έχει δεσμευθεί για τη δημιουργία μιας Ενεργειακής Ένωσης με μακρόπνοη πολιτική για το κλίμα. Η ενεργειακή απόδοση αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο του πλαισίου πολιτικής της Ένωσης για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030 και έχει καθοριστική σημασία για τον περιορισμό της ζήτησης για ενέργεια.

(2)

Η ενεργειακή επισήμανση επιτρέπει στους πελάτες να κάνουν τεκμηριωμένες επιλογές βασιζόμενοι στην κατανάλωση ενέργειας των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων. Η πληροφόρηση σχετικά με αποδοτικά και βιώσιμα τέτοια προϊόντα συμβάλλει σημαντικά στην εξοικονόμηση ενέργειας και τη μείωση των λογαριασμών ενέργειας, προωθώντας ταυτόχρονα την καινοτομία και τις επενδύσεις στην παραγωγή ενεργειακά αποδοτικότερων προϊόντων. Η βελτίωση της απόδοσης των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων μέσω της τεκμηριωμένης επιλογής των καταναλωτών και η εναρμόνιση των σχετικών απαιτήσεων σε επίπεδο Ένωσης ωφελούν επίσης τους παραγωγούς, τη βιομηχανία και ολόκληρη την οικονομία της Ένωσης.

(3)

Η Επιτροπή αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και διαπίστωσε ότι χρειάζεται επικαιροποίηση του πλαισίου για την ενεργειακή επισήμανση, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά του.

(4)

Κρίνεται σκόπιμη η αντικατάσταση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ από κανονισμό ο οποίος θα έχει ουσιαστικά το ίδιο πεδίο εφαρμογής, αλλά θα τροποποιεί και θα βελτιώνει ορισμένες από τις διατάξεις της, ώστε να διασαφηνισθεί και να επικαιροποιηθεί το περιεχόμενό τους, λαμβανομένης υπόψη της τεχνολογικής προόδου τα τελευταία έτη στην ενεργειακή απόδοση των προϊόντων. Δεδομένου ότι η κατανάλωση ενέργειας από τα μέσα μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων ρυθμίζεται άμεσα και έμμεσα από άλλους νόμους και πολιτικές της Ένωσης, είναι σκόπιμο τα θέματα αυτά να εξακολουθήσουν να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, όπως και τα μέσα μεταφοράς με κινητήρα που μένει ακίνητος κατά τη λειτουργία, π.χ. ανελκυστήρες, κυλιόμενες σκάλες και ιμάντες μεταφοράς.

(5)

Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι όλα τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης για πρώτη φορά, συμπεριλαμβανομένων των μεταχειρισμένων εισαγομένων προϊόντων, θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, στα προϊόντα αυτά δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται εκείνα που κυκλοφορούν στην αγορά της Ένωσης για δεύτερη ή επόμενη φορά.

(6)

Ο κανονισμός είναι το κατάλληλο νομικό μέσο, καθώς επιβάλλει σαφείς και λεπτομερείς κανόνες που αποκλείουν τυχόν αποκλίσεις κατά τη μεταφορά στη νομοθεσία των κρατών μελών διασφαλίζοντας υψηλότερο βαθμό εναρμόνισης σε ολόκληρη την Ένωση. Το εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης αντί σε επίπεδο κράτους μέλους μειώνει το κόστος για τους κατασκευαστές, εξασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού και εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά.

(7)

Η μείωση της ζήτησης για ενέργεια αναγνωρίζεται ως βασική δράση στην ευρωπαϊκή στρατηγική για την ενεργειακή ασφάλεια που ορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2014. Η στρατηγική-πλαίσιο για την ενεργειακή ένωση, που παρατίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 25ης Φεβρουαρίου 2015, έδωσε επιπλέον έμφαση στην αρχή της «προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση» και στην ανάγκη να εφαρμοσθεί πλήρως η ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης για την ενέργεια. Ο χάρτης πορείας της στρατηγικής-πλαίσιο για την ενεργειακή ένωση, που εκτίθεται στην ανωτέρω ανακοίνωση, προέβλεπε την επανεξέταση του πλαισίου για την ενεργειακή απόδοση των προϊόντων το 2015. Ο παρών κανονισμός θα βελτιώσει το νομοθετικό πλαίσιο και το πλαίσιο εφαρμογής της νομοθεσίας για την ενεργειακή επισήμανση.

(8)

Η βελτίωση της αποδοτικότητας των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων μέσω των τεκμηριωμένων επιλογών από την πλευρά των πελατών ωφελεί την οικονομία της Ένωσης, μειώνει τη ζήτηση για ενέργεια και το λογαριασμό ενέργειας του καταναλωτή, συμβάλλει στην καινοτομία και τις επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση και επιτρέπει στις βιομηχανίες που αναπτύσσουν και παράγουν τα ενεργειακά αποδοτικότερα προϊόντα να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Επίσης, συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για την ενεργειακή απόδοση το 2020 και το 2030, καθώς και στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, επιδιώκεται να βελτιωθούν οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων και των εξαρτημάτων τους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πόρων πέραν των ενεργειακών.

(9)

Ο παρών κανονισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη, την αναγνώριση από τους πελάτες και τη διείσδυση στην αγορά ενεργειακά έξυπνων προϊόντων, τα οποία μπορούν να ενεργοποιηθούν για να αλληλεπιδρούν με άλλες συσκευές και συστήματα, ακόμα και με το ίδιο το ενεργειακό δίκτυο, με στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή της αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και την προώθηση της καινοτομίας στη βιομηχανία της Ένωσης.

(10)

Η παροχή επακριβών, σημαντικών και συγκρίσιμων πληροφοριών για τη συγκεκριμένη κατανάλωση ενέργειας των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων διευκολύνει τους καταναλωτές να επιλέγουν προϊόντα που χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια και άλλους βασικούς πόρους. Μία τυποποιημένη, υποχρεωτική σήμανση των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων αποτελεί αποτελεσματικό μέσο για την παροχή στους δυνητικούς πελάτες συγκρίσιμων πληροφοριών για την ενεργειακή απόδοση των προϊόντων αυτών. Η σήμανση θα πρέπει να συμπληρώνεται από δελτίο πληροφοριών για το προϊόν και να είναι ευκόλως αναγνωρίσιμη, απλή και συνοπτική. Για τον σκοπό αυτόν, η υφιστάμενη χρωματική κλίμακα σήμανσης, που κυμαίνεται από το σκούρο πράσινο έως το κόκκινο, θα πρέπει να διατηρηθεί ως βάση για την ενημέρωση των πελατών σχετικά με την ενεργειακή απόδοση των προϊόντων. Για να είναι η σήμανση πραγματικά χρήσιμη στους πελάτες που επιδιώκουν την εξοικονόμηση ενέργειας και κόστους, οι κατηγορίες της κλίμακας σήμανσης θα πρέπει να αντιστοιχούν σε σημαντικές εξοικονομήσεις ενέργειας και κόστους για τους πελάτες. Για τις περισσότερες ομάδες προϊόντων, η σήμανση θα πρέπει επίσης να αναφέρει, όπου κρίνεται σκόπιμο, εκτός από την κλίμακα σήμανσης, την απόλυτη κατανάλωση ενέργειας, για να μπορούν οι πελάτες να προβλέπουν τον άμεσο αντίκτυπο των επιλογών τους στους λογαριασμούς τους. Ωστόσο, είναι αδύνατο να παρασχεθούν οι ίδιες πληροφορίες σχετικά με τέτοια προϊόντα που δεν καταναλώνουν τα ίδια ενέργεια.

(11)

Η ταξινόμηση με τη χρήση των γραμμάτων A έως G έχει αποδειχθεί οικονομικά αποδοτική για τους πελάτες. Σκοπός είναι, με την ομοιόμορφη εφαρμογή της σε όλες τις ομάδες προϊόντων, να αυξήσει τη διαφάνεια και την ευκολία κατανόησης από τον πελάτη. Στις περιπτώσεις που, λόγω των μέτρων οικολογικού σχεδιασμού δυνάμει της οδηγίας 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), τα προϊόντα δεν είναι πλέον δυνατόν να εμπίπτουν στις τάξεις «Ε», «F» ή «G», οι κατηγορίες αυτές θα πρέπει παρ' όλα αυτά να εμφανίζονται στη σήμανση με γκρι χρώμα. Σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όπως όταν η εξοικονόμηση ενέργειας είναι ανεπαρκής στο σύνολο του φάσματος των επτά τάξεων, η σήμανση θα πρέπει να μπορεί να περιέχει λιγότερες τάξεις σε σύγκριση με τη συνήθη κλίμακα Α έως G. Στις εν λόγω περιπτώσεις, η χρωματική κλίμακα της σήμανσης από σκούρο πράσινο έως κόκκινο θα πρέπει να διατηρηθεί για τις εναπομείνασες κατηγορίες και να ισχύει μόνο για νέα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά ή τίθενται σε λειτουργία.

(12)

Όταν ένας προμηθευτής διαθέτει ένα προϊόν στην αγορά, κάθε μονάδα του προϊόντος πρέπει να συνοδεύεται από έντυπη σήμανση που θα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των σχετικών κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Οι πράξεις αυτές θα πρέπει να ορίζουν τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο εμφάνισης των σημάνσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες για τους πελάτες, τους προμηθευτές και τους εμπόρους, και θα μπορούσαν να προβλέπουν ότι η σήμανση τυπώνεται πάνω στη συσκευασία του προϊόντος. Ο έμπορος θα πρέπει να εμφανίζει την παρεχόμενη σήμανση μαζί με τη μονάδα του προϊόντος στη θέση που απαιτείται από τη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη. Η σήμανση θα πρέπει να είναι ευδιάκριτη και να είναι σαφές ότι ανήκει στο εν λόγω προϊόν χωρίς ο πελάτης να διαβάσει. την εμπορική ονομασία και τον αριθμό του μοντέλου πάνω στη σήμανση, και θα πρέπει να τραβά την προσοχή του πελάτη που εξετάζει τα εκτιθέμενα προϊόντα.

(13)

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του προμηθευτή να συνοδεύει κάθε μονάδα προϊόντος με έντυπη σήμανση, οι εξελίξεις στην ψηφιακή τεχνολογία θα μπορούσαν να επιτρέψουν τη χρήση ηλεκτρονικών σημάνσεων που θα συμπληρώνουν την έντυπη ενεργειακή σήμανση. Ο έμπορος θα πρέπει επίσης να μπορεί να «κατεβάσει» το δελτίο πληροφοριών για το προϊόν από τη βάση δεδομένων του προϊόντος.

(14)

Αν η εμφάνιση της ενεργειακής σήμανσης είναι αδύνατη, όπως σε ορισμένες μορφές εξ αποστάσεως πωλήσεων και σε οπτικές διαφημίσεις και τεχνικό υλικό προώθησης, οι δυνητικοί πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται τουλάχιστον για την ενεργειακή τάξη του προϊόντος και για το φάσμα των διαθέσιμων τάξεων ενεργειακής απόδοσης επί της σήμανσης.

(15)

Οι κατασκευαστές ανταποκρίνονται στην ενεργειακή σήμανση αναπτύσσοντας και διαθέτοντας στην αγορά συνεχώς αποδοτικότερα προϊόντα. Παράλληλα, έχουν την τάση να διακόπτουν την παραγωγή των λιγότερο αποδοτικών προϊόντων, παρακινούμενοι από την ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τον οικολογικό σχεδιασμό. Αυτή η τεχνολογική εξέλιξη οδηγεί στην κατάταξη της πλειονότητας των μοντέλων προϊόντων στις υψηλότερες τάξεις της κλίμακας ενεργειακής σήμανσης. Ενδέχεται να απαιτείται περαιτέρω διαφοροποίηση των προϊόντων ώστε οι πελάτες να είναι σε θέση να τα συγκρίνουν σωστά, γεγονός που καθιστά αναγκαία την αναπροσαρμογή της κλίμακας των σημάνσεων. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει λεπτομερείς κανόνες για την αναπροσαρμογή της κλίμακας, ώστε να μεγιστοποιείται η ασφάλεια δικαίου για τους προμηθευτές και τους εμπόρους.

(16)

Για διάφορες σημάνσεις που έχουν θεσπισθεί με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδοθείσες δυνάμει της οδηγίας 2010/30/ΕΕ, τα προϊόντα είναι διαθέσιμα μόνο ή κυρίως στις ανώτατες τάξεις Αυτό μειώνει την αποτελεσματικότητα των σημάνσεων. Οι τάξεις στις υφιστάμενες σημάνσεις, ανάλογα με την ομάδα προϊόντων, ακολουθούν διαφορετικές κλίμακες, στις οποίες η ανώτατη τάξη μπορεί να κυμαίνεται από την τάξη Α έως την τάξη Α+++. Ως εκ τούτου, όταν οι πελάτες συγκρίνουν σημάνσεις μεταξύ διαφορετικών ομάδων προϊόντων, μπορεί να συμπεράνουν ότι, για μια συγκεκριμένη σήμανση, υπάρχουν ενεργειακές τάξεις καλύτερες από αυτές που εμφανίζονται στη σήμανση. Για την αποφυγή μιας τέτοιας σύγχυσης, κρίνεται σκόπιμο να πραγματοποιηθεί ως πρώτο βήμα μια αρχική αναπροσαρμογή των υφιστάμενων σημάνσεων, ώστε να διασφαλισθεί μια ομοιογενής κλίμακα A έως G για τρεις κατηγορίες προϊόντων βάσει του παρόντος κανονισμού.

(17)

Η ενεργειακή επισήμανση των προϊόντων θέρμανσης χώρων και νερού καθιερώθηκε πρόσφατα και ο ρυθμός της τεχνολογικής προόδου σε αυτές τις ομάδες προϊόντων είναι σχετικά αργός. Στο ισχύον σύστημα επισήμανσης γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των συμβατικών τεχνολογιών ορυκτών καυσίμων, που στην καλύτερη περίπτωση βρίσκονται στην τάξη Α, και των τεχνολογιών που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και συχνά κοστίζουν σαφώς περισσότερο, οι οποίες τοποθετούνται αποκλειστικά στις τάξεις A+, A++ και A+++. Μπορεί ήδη να επιτευχθεί σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας με τις πλέον αποδοτικές τεχνολογίες ορυκτών καυσίμων, και άρα θα ήταν σκόπιμο να συνεχίσουν αυτές να προωθούνται ως τεχνολογίες Α τάξης. Καθώς η αγορά των προϊόντων θέρμανσης χώρων και νερού θα στραφεί με βραδείς ρυθμούς στις τεχνολογίες με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κρίνεται σκόπιμο να αναπροσαρμοσθούν μελλοντικά οι κλίμακες των εν λόγω προϊόντων.

(18)

Μετά την αρχική αναπροσαρμογή κλίμακας, η συχνότητα των αναπροσαρμογών θα πρέπει να υπαγορεύεται από το ποσοστό των πωλούμενων προϊόντων που βρίσκονται στις κορυφαίες τάξεις. Η περαιτέρω αναπροσαρμογή κλίμακας θα πρέπει να συνυπολογίζει την ταχύτητα της τεχνολογικής προόδου και την ανάγκη να αποφευχθεί η υπερβολική επιβάρυνση των προμηθευτών και των εμπόρων, ιδίως για τις μικρές επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου η αναπροσαρμογή κρίνεται εύλογο να πραγματοποιείται ανά περίπου 10 έτη. Η νέα αναπροσαρμοσμένη σήμανση θα πρέπει να αφήνει κενή την ανώτατη τάξη για να ενθαρρύνεται η τεχνολογική πρόοδος, να καθίσταται δυνατή η κανονιστική σταθερότητα, να περιορίζεται η συχνότητα των αναπροσαρμογών και να επιτρέπονται η ανάπτυξη και αναγνώριση συνεχώς αποδοτικότερων προϊόντων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η τεχνολογία αναμένεται να αναπτυχθεί ταχύτερα, κανένα προϊόν δε θα πρέπει να εμπίπτει στις δύο ανώτατες τάξεις κατά τον χρόνο εισαγωγής της νέας αναπροσαρμοσμένης σήμανσης.

(19)

Πριν την αναπροσαρμογή, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονεί κατάλληλη προπαρασκευαστική μελέτη.

(20)

Κατά την αναπροσαρμογή της κλίμακας σήμανσης μιας ομάδας προϊόντων, θα πρέπει να αποφεύγεται σύγχυση του πελάτη με τη γρήγορη αντικατάσταση των σημάνσεων πάνω στα προϊόντα αυτά, που εμφανίζονται στα καταστήματα, καθώς και με τη διοργάνωση κατάλληλων εκστρατειών ενημέρωσης των καταναλωτών στις οποίες θα αναφέρεται σαφώς ότι υπάρχει νέα εκδοχή της σήμανσης.

(21)

Σε περίπτωση αναπροσαρμοσμένης σήμανσης, οι προμηθευτές θα πρέπει να παρέχουν στους εμπόρους για ένα ορισμένο διάστημα και την υφιστάμενη και την αναπροσαρμοσμένη σήμανση. Η αντικατάσταση των υφιστάμενων σημάνσεων στα προϊόντα που εκτίθενται στα καταστήματα με τις αναπροσαρμοσμένες σημάνσεις, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που εκτίθενται στο διαδίκτυο, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό μετά την ημερομηνία αντικατάστασης που ορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη για την αναπροσαρμοσμένη σήμανση. Οι έμποροι δεν θα πρέπει να εμφανίζουν στα καταστήματα τις αναπροσαρμοσμένες σημάνσεις πριν από την ημερομηνία αντικατάστασης.

(22)

Είναι απαραίτητο να προβλεφθεί σαφής και αναλογική κατανομή των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στον ρόλο κάθε φορέα της αλυσίδας εφοδιασμού και διανομής. Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να παίξουν το ρόλο τους στην αλυσίδα εφοδιασμού και θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι θέτουν σε κυκλοφορία στην αγορά μόνο προϊόντα που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

(23)

Για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των πελατών στην ενεργειακή σήμανση, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση άλλων σημάνσεων που απομιμούνται την ενεργειακή σήμανση για συνδεόμενα και μη συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα. Στην περίπτωση συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων που δεν καλύπτονται από κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να διατηρούν ή να εισάγουν νέα εθνικά συστήματα για την επισήμανση των εν λόγω προϊόντων. Τυχόν συμπληρωματικές σημάνσεις, ετικέτες, σύμβολα ή επιγραφές που ενδέχεται να παραπλανήσουν ή να προκαλέσουν σύγχυση στους πελάτες όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας του προϊόντος δεν θα πρέπει να επιτρέπονται, για τον ίδιο λόγο. Οι σημάνσεις που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, όπως η επισήμανση των ελαστικών επισώτρων αναφορικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες περιβαλλοντικές παραμέτρους, και πρόσθετες σημάνσεις όπως το EU Energy Star και το οικολογικό σήμα της ΕΕ (EU Ecolabel) δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι παραπλανούν ή προκαλούν σύγχυση.

(24)

Ολοένα και συχνότερα προσφέρονται στους πελάτες ενημερώσεις λογισμικού ή υλικό λογισμικού για τα προϊόντα τους μετά τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά ή την έναρξη χρήσης τους. Οι ενημερώσεις αυτές αποσκοπούν κατά κανόνα στη βελτίωση των επιδόσεων του προϊόντος, αλλά μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ενεργειακή απόδοση και άλλες παραμέτρους του προϊόντος που αναφέρονται στην ενεργειακή σήμανση. Εάν οι αλλαγές αυτές λειτουργούν εις βάρος των χαρακτηριστικών που αναφέρονται στη σήμανση, οι πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται και θα πρέπει να τους δίνεται η δυνατότητα να αποδεχθούν ή να αρνηθούν τις ανωτέρω ενημερώσεις.

(25)

Για να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου, είναι απαραίτητο να διασαφηνισθεί ότι οι κανόνες για την εποπτεία της αγοράς στην Ένωση και τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), ισχύουν για τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα. Δεδομένης της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, επιβάλλεται η συνεργασία μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών. Η συνεργασία για την ενεργειακή επισήμανση θα πρέπει να ενισχυθεί μέσω της συνδρομής της Επιτροπής προς τις ομάδες διοικητικής συνεργασίας (AdCos) για τον οικολογικό σχεδιασμό και την ενεργειακή επισήμανση.

(26)

Στην πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά νέο κανονισμό για την εποπτεία της αγοράς για τα προϊόντα, ενσωματώνονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008, της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και διαφόρων τομεακών ενωσιακών νομοθετικών πράξεων εναρμόνισης. Η πρόταση αυτή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις ρήτρες διασφάλισης της απόφασης αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), που θα εφαρμόζονται σε όλες τις ενωσιακές νομοθετικές πράξεις εναρμόνισης. Όσο ο νέος κανονισμός τελεί ακόμη υπό εξέταση από τους συννομοθέτες, κρίνεται σκόπιμο να γίνεται παραπομπή στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και να συμπεριληφθούν ρήτρες διασφάλισης στον παρόντα κανονισμό.

(27)

Οι δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 δεν έχουν αποκλειστικό σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, αλλά εφαρμόζονται και στην επιβολή της νομοθεσίας της Ένωσης που αποσκοπούν στη διαφύλαξη άλλων δημόσιων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής απόδοσης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «20 δράσεις για ασφαλέστερα και συμμορφούμενα προϊόντα για την Ευρώπη: ένα πολυετές σχέδιο δράσης για την εποπτεία των προϊόντων στην ΕΕ» της 13ης Φεβρουαρίου 2013, η γενική μεθοδολογία της Ένωσης για την εκτίμηση της επικινδυνότητας έχει επικαιροποιηθεί ώστε να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, μεταξύ άλλων και όσων σχετίζονται με την ενεργειακή επισήμανση.

(28)

Μια συστηματική και οικονομικά αποδοτική εποπτεία της αγοράς σε ολόκληρη την Ένωση απαιτεί επίσης και μια καλά διαρθρωμένη, ολοκληρωμένη καταγραφή και ανταλλαγή, μεταξύ των κρατών μελών, όλων των σχετικών πληροφοριών για τις εθνικές δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στο παρόν πλαίσιο, περιλαμβανομένης της αναφοράς των κοινοποιήσεων που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό. Η βάση δεδομένων του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας για την εποπτεία της αγοράς προϊόντων (Information and Communication System on Market Surveillance — ICSMS) που δημιούργησε η Επιτροπή είναι κατάλληλη για τη δημιουργία μιας πλήρους βάσης δεδομένων για την εποπτεία της αγοράς και, συνεπώς, η χρήση της θα πρέπει να ενθαρρύνεται.

(29)

Για να δημιουργηθεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τους καταναλωτές, να δοθούν στους εμπόρους εναλλακτικοί τρόποι λήψης δελτίων πληροφοριών για τα προϊόντα, να διευκολυνθεί η παρακολούθηση της συμμόρφωσης και να παρέχονται επίκαιρα στοιχεία της αγοράς στο πλαίσιο της ρυθμιστικής διαδικασίας αναθεώρησης των σημάνσεων και των δελτίων πληροφοριών των επιμέρους προϊόντων, η Επιτροπή θα πρέπει να καταρτίσει και να τηρεί μια βάση δεδομένων για τα προϊόντα, η οποία θα περιλαμβάνει ένα δημόσιο τμήμα και ένα τμήμα για τη συμμόρφωση και η οποία θα πρέπει να είναι προσβάσιμη μέσω διαδικτυακής πύλης.

(30)

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών να εποπτεύουν την αγορά και των υποχρεώσεων του προμηθευτή να ελέγχει τη συμμόρφωση του προϊόντος, οι προμηθευτές θα πρέπει να θέτουν στη βάση δεδομένων των προϊόντων ηλεκτρονικώς τις απαιτούμενες πληροφορίες για τη συμμόρφωση του προϊόντος. Οι πληροφορίες που αφορούν τους καταναλωτές και τους εμπόρους θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στο κοινό στο δημόσιο τμήμα της ανωτέρω βάσης δεδομένων. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να διατίθενται ως ανοικτά δεδομένα, ώστε να παρέχουν στους προγραμματιστές φορητών εφαρμογών και σε άλλα εργαλεία σύγκρισης δυνατότητα χρήσης. Η άμεση πρόσβαση στο δημόσιο τμήμα της ανωτέρω βάσης δεδομένων θα πρέπει να διευκολύνεται με εύχρηστα εργαλεία, για παράδειγμα ένα δυναμικό κωδικό ταχείας αντίδρασης (κωδικός QR) που θα περιλαμβάνεται στην έντυπη σήμανση.

(31)

Το τμήμα της βάσης δεδομένων για τα προϊόντα, το οποίο αφορά τη συμμόρφωση, θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες προστασίας των δεδομένων. Τα υποχρεωτικά μέρη της τεχνικής τεκμηρίωσης, στο τμήμα για τη συμμόρφωση, θα πρέπει να διατίθενται τόσο στις αρχές εποπτείας της αγοράς όσο και στην Επιτροπή. Εάν ορισμένες τεχνικές πληροφορίες είναι τόσο ευαίσθητες ώστε δεν θα ήταν σκόπιμο να συμπεριληφθούν στην κατηγορία της τεχνικής τεκμηρίωσης, όπως περιγράφεται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να διατηρούν τη δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες αυτές όταν είναι αναγκαίο σύμφωνα με την υποχρέωση συνεργασίας των προμηθευτών ή μέσω συμπληρωματικών μερών τής τεχνικής τεκμηρίωσης τα οποία οι προμηθευτές «ανεβάζουν» στη βάση δεδομένων προαιρετικώς.

(32)

Για να χρησιμοποιηθεί η βάση δεδομένων για τα προϊόντα το συντομότερο δυνατόν, η καταχώριση θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για όλα τα μοντέλα των οποίων μονάδες διατίθενται στην αγορά από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Όσον αφορά μοντέλα μονάδες των οποίων διατίθενται στην αγορά πριν από την ανωτέρω ημερομηνία και δεν κυκλοφορούν πλέον στην αγορά, η καταχώριση θα πρέπει να είναι προαιρετική. Θα πρέπει να παρασχεθεί κατάλληλη μεταβατική περίοδος για την ανάπτυξη της βάσης δεδομένων και τη συμμόρφωση των προμηθευτών με την υποχρέωση καταχώρισής τους. Όταν σε προϊόν που διατίθεται ήδη στην αγορά επέρχονται αλλαγές που επηρεάζουν τη σήμανση και το δελτίο πληροφοριών για το προϊόν, το προϊόν θα πρέπει να θεωρείται ως νέο μοντέλο και ο προμηθευτής θα πρέπει να το καταχωρίσει στη βάση δεδομένων για τα προϊόντα. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις αρχές εποπτείας της αγοράς και τους προμηθευτές, θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στη μεταβατική διαδικασία έως την πλήρη υλοποίηση του δημόσιου τμήματος και του τμήματος για τη συμμόρφωση της βάσης δεδομένων για τα προϊόντα.

(33)

Οι κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται δυνάμει αυτού θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(34)

Για να προαχθούν η ενεργειακή απόδοση, η άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής και η προστασία του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να δημιουργούν κίνητρα για τη χρήση ενεργειακά αποδοτικών προϊόντων. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα τον χαρακτήρα αυτών των κινήτρων. Τα κίνητρα αυτά θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις και δεν θα πρέπει να δημιουργούν αδικαιολόγητους φραγμούς στην αγορά. Ο παρών κανονισμός δεν προδικάζει το αποτέλεσμα οποιασδήποτε μελλοντικής διαδικασίας για κρατικές ενισχύσεις, η οποία είναι δυνατόν να κινηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όσον αφορά τα κίνητρα αυτά.

(35)

Η κατανάλωση ενέργειας, οι επιδόσεις και άλλες πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα που καλύπτονται από ειδικές για τα προϊόντα απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπολογίζονται με τη χρήση αξιόπιστων, επακριβών και αναπαραγώγιμων μεθόδων που λαμβάνουν υπόψη τις γενικώς αναγνωρισμένες εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης και υπολογισμού. Για μια σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τα πρότυπα θα πρέπει να έχουν εναρμονισθεί σε επίπεδο Ένωσης. Αυτές οι μέθοδοι και τα πρότυπα θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές συνθήκες χρήσης δεδομένου προϊόντος, να αντικατοπτρίζουν τη συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή και να χαρακτηρίζονται από αυστηρότητα, ώστε να αποτρέπουν την εκούσια ή ακούσια καταστρατήγηση. Οι ενεργειακές σημάνσεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις συγκριτικές επιδόσεις της πραγματικής χρήσης των προϊόντων, στο πλαίσιο των περιορισμών που οφείλονται στην ανάγκη αξιόπιστων και αναπαραγώγιμων εργαστηριακών δοκιμών. Συνεπώς, οι προμηθευτές δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμπεριλαμβάνουν λογισμικό ή υλικό που τροποποιεί αυτόματα τις επιδόσεις του προϊόντος σε συνθήκες δοκιμών. Εάν δεν υπάρχουν δημοσιευμένα πρότυπα κατά τον χρόνο εφαρμογής των ειδικών για κάθε προϊόν απαιτήσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταβατικές μεθόδους μέτρησης και υπολογισμού σε σχέση με τις απαιτήσεις αυτές. Από τη στιγμή που θα δημοσιευθεί αναφορά σε κάποιο σχετικό πρότυπο, η συμμόρφωση με το πρότυπο αυτό θα πρέπει να συνιστά τεκμήριο συμμόρφωσης με τις μεθόδους μέτρησης για τις ανωτέρω απαιτήσεις που εκδίδονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(36)

Η Επιτροπή θα πρέπει να παράσχει μακροπρόθεσμο πρόγραμμα εργασίας για την αναθεώρηση των σημάνσεων για συγκεκριμένα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα καθώς και έναν ενδεικτικό κατάλογο επιπρόσθετων τέτοιων προϊόντων για τα οποία θα μπορούσε να καθιερωθεί ενεργειακή σήμανση. Το πρόγραμμα εργασίας θα πρέπει να υλοποιηθεί με αφετηρία την τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική ανάλυση των σχετικών ομάδων προϊόντων. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει να εξετάσει τις συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά τη δυνατότητα και το κόστος παροχής στους καταναλωτές πληροφοριών σχετικά με τις επιδόσεις του συνδεόμενου με την ενέργεια προϊόντος, όπως είναι η ενέργεια που καταναλώνει, η διάρκεια ή οι περιβαλλοντικές επιδόσεις, σε συμμόρφωση με τον στόχο για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας. Αυτές οι συμπληρωματικές πληροφορίες αναμένεται να βελτιώσουν την κατανόηση εκ μέρους των καταναλωτών και την καταλληλότητα της σήμανσης και δεν θα πρέπει να έχουν κανέναν αρνητικό αντίκτυπο για αυτούς.

(37)

Οι προμηθευτές προϊόντων τα οποία διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 2010/30/ΕΕ πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στην υποχρέωση να καθιστούν διαθέσιμη ηλεκτρονική έκδοση της τεχνικής τεκμηρίωσης των εν λόγω προϊόντων κατ' αίτηση των αρχών εποπτείας της αγοράς. Οι κατάλληλες μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει να εγγυώνται την ασφάλεια δικαίου και τη συνέχεια εν προκειμένω.

(38)

Επιπλέον, για μια ομαλή μετάβαση στον παρόντα κανονισμό, οι υφιστάμενες απαιτήσεις που προβλέπουν οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/30/ΕΕ και της οδηγίας 96/60/ΕΚ της Επιτροπής (8) θα πρέπει να συνεχίσουν εφαρμοζόμενες στις οικείες ομάδες προϊόντων μέχρι να καταργηθούν ή αντικατασταθούν με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδιδόμενες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η εφαρμογή των ανωτέρω απαιτήσεων δεν θίγει την εφαρμογή των εκ του παρόντος κανονισμού υποχρεώσεων.

(39)

Για τον καθορισμό ειδικών ομάδων συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων βάσει δέσμης ειδικών κριτηρίων και με στόχο την κατάρτιση ειδικών σημάνσεων και δελτίων πληροφοριών για συγκεκριμένα προϊόντα, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι εν λόγω διαβουλεύσεις να διενεργούνται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (9). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(40)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για να προσδιορίζει στο πλαίσιο της ενωσιακής διαδικασίας διασφάλισης αν ένα εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο ή όχι και για να καθορίζει λεπτομερείς απαιτήσεις όσον αφορά τα λειτουργικά στοιχεία που αφορούν τη βάση δεδομένων για τα προϊόντα. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(41)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, ήτοι να δίδεται η δυνατότητα στους πελάτες να επιλέγουν αποδοτικότερα προϊόντα με την παροχή σχετικών πληροφοριών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, με την περαιτέρω ανάπτυξη του εναρμονισμένου κανονιστικού πλαισίου και τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τους κατασκευαστές, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(42)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και την ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας 2010/30/ΕΕ.

(43)

Επομένως, η οδηγία 2010/30/ΕΕ θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ορίζει ένα πλαίσιο που ισχύει για τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα («προϊόντα») που διατίθενται στην αγορά ή τίθενται σε λειτουργία. Προβλέπει την επισήμανση των εν λόγω προϊόντων και την παροχή τυποποιημένων πληροφοριών σχετικά με κάθε προϊόν από την άποψη της ενεργειακής απόδοσης, της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα προϊόντα κατά τη χρήση τους καθώς και συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα, επιτρέποντας έτσι στους πελάτες να επιλέγουν αποδοτικότερα προϊόντα με στόχο τη μείωση της ενεργειακής τους κατανάλωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

στα μεταχειρισμένα προϊόντα, εκτός των εισαγόμενων από τρίτη χώρα·

β)

στα μέσα μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1)   «συνδεόμενο με την ενέργεια προϊόν» ή «προϊόν»: κάθε εμπόρευμα ή σύστημα που επηρεάζει την κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρήση του και το οποίο διατίθεται στην αγορά ή τίθεται σε λειτουργία, περιλαμβανομένων και των μερών κάθε τέτοιου εμπορεύματος ή συστήματος που επηρεάζουν την κατανάλωση ενεργείας κατά τη χρήση, τα οποία διατίθενται στην αγορά ή τίθενται σε λειτουργία για πελάτες και προορίζονται να ενσωματωθούν σε προϊόντα·

2)   «ομάδα προϊόντων»: μια ομάδα προϊόντων με την ίδια βασική λειτουργία·

3)   «σύστημα»: συνδυασμός διάφορων εμπορευμάτων που εκτελούν ειδική λειτουργία σε αναμενόμενο περιβάλλον και των οποίων η ενεργειακή απόδοση μπορεί, τότε, να καθορισθεί ως ενιαία οντότητα·

4)   «μοντέλο»: μια έκδοση ενός προϊόντος όλες οι μονάδες της οποίας διαθέτουν τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά όσον αφορά τη σήμανση και το δελτίο πληροφοριών για το προϊόν, καθώς και το ίδιο αναγνωριστικό μοντέλου·

5)   «αναγνωριστικό μοντέλου»: κωδικός, συνήθως αλφαριθμητικός, για τη διάκριση συγκεκριμένου μοντέλου προϊόντος από άλλα μοντέλα με την ίδια εμπορική σήμανση ή με το ίδιο όνομα προμηθευτή·

6)   «ισοδύναμο μοντέλο»: μοντέλο το οποίο έχει τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά που έχουν σημασία για τη σήμανση και το ίδιο δελτίο πληροφοριών για το προϊόν, αλλά που διατίθεται στην αγορά ή τίθεται σε λειτουργία, από τον ίδιο προμηθευτή, ως άλλο μοντέλο με διαφορετικό αναγνωριστικό μοντέλου·

7)   «κυκλοφορία στην αγορά»: κάθε προσφορά προϊόντος για διανομή ή χρήση στην αγορά της Ένωσης στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε επί πληρωμή είτε δωρεάν·

8)   «διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία ένα προϊόν κυκλοφορεί στην αγορά της Ένωσης·

9)   «θέση σε λειτουργία»: η πρώτη χρήση ενός προϊόντος στην αγορά της Ένωσης προς τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται·

10)   «κατασκευαστής»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ένα προϊόν ή αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή ενός προϊόντος και διοχετεύει στην αγορά αυτό το προϊόν υπό την επωνυμία ή το εμπορικό του σήμα·

11)   «εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

12)   «εισαγωγέας»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που διαθέτει ένα προϊόν τρίτης χώρας στην αγορά της Ένωσης·

13)   «έμπορος»: ο λιανοπωλητής ή κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσφέρει προς πώληση, μίσθωση ή μίσθωση-αγορά ή εκθέτει προϊόντα σε πελάτες ή εγκαταστάτες στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε επί πληρωμή είτε δωρεάν·

14)   «προμηθευτής»: ο εγκατεστημένος στην Ένωση κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος κατασκευαστή μη εγκατεστημένου στην Ένωση ή ο εισαγωγέας που διαθέτει στην αγορά της Ένωσης προϊόν·

15)   «πωλήσεις εξ αποστάσεως»: η προσφορά προς πώληση, μίσθωση ή μίσθωση-αγορά που πραγματοποιείται ταχυδρομικά, μέσω καταλόγου, μέσω του διαδικτύου, μέσω τηλεπώλησης ή με άλλες μεθόδους οι οποίες συνεπάγονται ότι ο υποψήφιος πελάτης δεν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το εκτιθέμενο προϊόν·

16)   «πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει, μισθώνει ή λαμβάνει προϊόν για ιδία χρήση είτε ενεργεί είτε δεν ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

17)   «ενεργειακή απόδοση»: ο λόγος της εκροής επιδόσεων, υπηρεσιών, αγαθών ή ενέργειας προς την εισροή ενέργειας·

18)   «εναρμονισμένο πρότυπο»: πρότυπο οριζόμενο στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

19)   «σήμανση»: ένα γραφικό διάγραμμα, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή, που περιλαμβάνει κλειστή κλίμακα με τη χρήση μόνο των γραμμάτων A έως G, όπου κάθε γράμμα αντιστοιχεί σε τάξη και κάθε τάξη αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση ενέργειας, σε επτά διαφορετικά χρώματα, από το σκούρο πράσινο έως το κόκκινο, με στόχο την ενημέρωση των πελατών σχετικά με την ενεργειακή απόδοση και την κατανάλωση ενέργειας, περιλαμβάνοντας αναπροσαρμοσμένες σημάνσεις και σημάνσεις με λιγότερες τάξεις και χρώματα σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 10 και 11·

20)   «αναπροσαρμογή της κλίμακας»: θέσπιση αυστηρότερων απαιτήσεων για την κατάταξη συγκεκριμένης ομάδας προϊόντων σε ενεργειακή τάξη πάνω στη σήμανση·

21)   «αναπροσαρμοσμένη σήμανση»: σήμανση για συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων που έχει υποβληθεί σε αναπροσαρμογή κλίμακας και διακρίνεται από τις σημάνσεις πριν από την αναπροσαρμογή, χωρίς να θίγει τη συνοχή του συνόλου των σημάνσεων από άποψη οπτική και αντιλήψεως·

22)   «δελτίο πληροφοριών για το προϊόν»: τυποποιημένο έγγραφο που περιλαμβάνει πληροφορίες που αφορούν ένα προϊόν, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή·

23)   «τεχνική τεκμηρίωση»: τεκμηρίωση με επαρκή υποστηρικτικά έγγραφα ώστε οι αρχές εποπτείας της αγοράς να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν την ακρίβεια μίας σήμανσης και ενός δελτίου πληροφοριών για τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, εκθέσεων δοκιμών ή παρόμοιων τεχνικών αποδεικτικών στοιχείων·

24)   «συμπληρωματικές πληροφορίες»: οι πληροφορίες, όπως αυτές ορίζονται σε σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη σχετικά με τις λειτουργικές και περιβαλλοντικές επιδόσεις ενός προϊόντος·

25)   «βάση δεδομένων για τα προϊόντα»: η συλλογή δεδομένων σχετικά με προϊόν, η οποία είναι διευθετημένη κατά συστηματικό τρόπο και αποτελείται από ένα δημόσιο τμήμα, προσανατολισμένο προς τον καταναλωτή, όπου οι πληροφορίες σχετικά με τις επιμέρους παραμέτρους των προϊόντων είναι προσπελάσιμες με ηλεκτρονικά μέσα, μια διαδικτυακή πύλη για την προσβασιμότητα και ένα τμήμα για τη συμμόρφωση, με σαφώς καθορισμένες απαιτήσεις προσβασιμότητας και ασφάλειας·

26)   «ανοχή επαλήθευσης»: η μέγιστη επιτρεπόμενη απόκλιση από τα αποτελέσματα μέτρησης και υπολογισμού των δοκιμών επαλήθευσης που εκτελούνται από τις αρχές εποπτείας της αγοράς ή για λογαριασμό τους, έναντι των τιμών των δεδηλωμένων ή δημοσιευμένων παραμέτρων, η οποία εκφράζει την απόκλιση διεργαστηριακής διακύμανσης.

Άρθρο 3

Γενικές υποχρεώσεις του προμηθευτή

1.   Ο προμηθευτής μεριμνά ώστε τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά να συνοδεύονται, δωρεάν, από ακριβείς έντυπες σημάνσεις και από δελτία πληροφοριών για τα προϊόντα για κάθε επιμέρους μονάδα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Ως εναλλακτική δυνατότητα, αντί της παροχής του δελτίου πληροφοριών μαζί με το προϊόν, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο η), μπορούν να προβλέπουν ότι αρκεί ο προμηθευτής να εισαγάγει τις παραμέτρους αυτών των δελτίων στη βάση δεδομένων για τα προϊόντα. Στην περίπτωση αυτή ο προμηθευτής παρέχει στον έμπορο, κατ' αίτησή του, το δελτίο πληροφοριών για το προϊόν σε έντυπη μορφή.

Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις μπορούν να προβλέπουν ότι η σήμανση τυπώνεται επί της συσκευασίας του προϊόντος.

2.   Ο προμηθευτής παραδίδει στους εμπόρους τις έντυπες σημάνσεις, συμπεριλαμβανομένων των αναπροσαρμοσμένων σημάνσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 13, και τα δελτία πληροφοριών για τα προϊόντα δωρεάν, χωρίς καθυστέρηση και εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης του εμπόρου.

3.   Ο προμηθευτής εξασφαλίζει την ακρίβεια των σημάνσεων και των δελτίων πληροφοριών που παρέχει για τα προϊόντα και προσκομίζει επαρκή τεχνικά υποστηρικτικά έγγραφα ώστε να επιτρέπεται η αξιολόγηση της ακρίβειάς τους.

4.   Όταν μια μονάδα ενός μοντέλου είναι σε λειτουργία, ο προμηθευτής ζητά ρητή συναίνεση από τον πελάτη για κάθε αλλαγή που προτίθεται να επιφέρει στην εν λόγω μονάδα μέσω επικαιροποιήσεων οι οποίες μπορούν να αποβούν εις βάρος των παραμέτρων της σήμανσης ενεργειακής απόδοσης για την εν λόγω μονάδα, ως προβλέπεται στη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη. Ο προμηθευτής ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με τον στόχο της επικαιροποίησης και των αλλαγών των παραμέτρων, καθώς και για οποιαδήποτε αλλαγή τάξης της σήμανσης. Για περίοδο ανάλογη προς τη μέση διάρκεια ζωής του προϊόντος, ο προμηθευτής παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αρνηθεί την επικαιροποίηση, χωρίς απώλεια λειτουργικότητας που μπορεί να αποφευχθεί.

5.   Ο προμηθευτής δεν διαθέτει στην αγορά προϊόντα σχεδιασμένα κατά τρόπον ώστε οι επιδόσεις του μοντέλου να αλλάζουν αυτομάτως υπό συνθήκες δοκιμής, με στόχο την επίτευξη ευνοϊκότερου επιπέδου για οποιαδήποτε από τις παραμέτρους που καθορίζονται στην οικεία κατ' εξουσιοδότηση πράξη ή περιλαμβάνονται στα έγγραφα που συνοδεύουν το προϊόν.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις των προμηθευτών σε σχέση με τη βάση δεδομένων για τα προϊόντα

1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2019, πριν από τη διάθεση στην αγορά μονάδας νέου μοντέλου που καλύπτεται από κατ' εξουσιοδότηση πράξη, οι προμηθευτές εισάγουν στο δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων για τα προϊόντα και στο τμήμα για τη συμμόρφωση τις πληροφορίες για το εν λόγω μοντέλο, όπως παρατίθενται στο παράρτημα I.

2.   Για τα μοντέλα που καλύπτονται από κατ' εξουσιοδότηση πράξη, και των οποίων μονάδες διατίθενται στην αγορά μεταξύ της 1ης Αυγούστου 2017 και της 1ης Ιανουαρίου 2019, οι προμηθευτές εισάγουν στη βάση δεδομένων για τα προϊόντα τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα I και αφορούν τα μοντέλα αυτά, έως τις 30 Ιουνίου 2019.

Έως την εισαγωγή των δεδομένων στη βάση δεδομένων για τα προϊόντα, οι προμηθευτές καθιστούν διαθέσιμη προς επιθεώρηση ηλεκτρονική έκδοση της τεχνικής τεκμηρίωσης εντός 10 ημερών από την παραλαβή σχετικής αίτησης των αρχών εποπτείας της αγοράς ή της Επιτροπής.

3.   Οι προμηθευτές μπορούν να εισάγουν στη βάση δεδομένων για τα προϊόντα τις πληροφορίες όσον αφορά τα μοντέλα, όπως ορίζονται στο παράρτημα I των οποίων οι μονάδες διατέθηκαν αποκλειστικά στην αγορά ή τέθηκαν σε λειτουργία πριν από την 1η Αυγούστου 2017.

4.   Προϊόν επί του οποίου επήλθαν τροποποιήσεις οι οποίες επηρεάζουν τη σήμανση ή το δελτίο πληροφοριών για το προϊόν θεωρείται νέο μοντέλο. Οι προμηθευτές αναφέρουν στη βάση δεδομένων όταν πλέον δεν διαθέτουν στην αγορά μονάδες ενός μοντέλου.

5.   Οι υποχρεώσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τα συγκροτήματα θερμαντήρων που αναφέρονται στους κατ' εξουσιοδότηση κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΕ) αριθ. 811/2013 (12), (ΕΕ) αριθ. 812/2013 (13) και (ΕΕ) 2015/1187 (14), όπου προβλέπεται ότι η σήμανση των εν λόγω συγκροτημάτων αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των εμπόρων.

6.   Μετά τη διάθεση στην αγορά της τελικής μονάδας ενός μοντέλου, οι προμηθευτές διατηρούν τις πληροφορίες που αφορούν το μοντέλο στο τμήμα συμμόρφωσης της βάσης δεδομένων για τα προϊόντα, για περίοδο 15 ετών. Όπου κρίνεται σκόπιμο σε σχέση με τη μέση διάρκεια ζωής του προϊόντος, μπορεί να καθοριστεί συντομότερη περίοδος διατήρησης των δεδομένων δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 3 στοιχείο ιζ). Οι πληροφορίες στο δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων δεν διαγράφονται.

Άρθρο 5

Υποχρεώσεις των εμπόρων

1.   Οι έμποροι:

α)

εκθέτουν σε ορατό σημείο, ακόμη και στις πωλήσεις εξ αποστάσεως μέσω του διαδικτύου, τη σήμανση την οποία παρέχει ο προμηθευτής ή η οποία καθίσταται διαθέσιμη σύμφωνα με την παράγραφο 2 για μονάδες ενός μοντέλου που καλύπτεται από την οικεία κατ' εξουσιοδότηση πράξη· και

β)

καθιστούν διαθέσιμο στους πελάτες το δελτίο πληροφοριών για το προϊόν, μεταξύ άλλων σε υλική μορφή στο σημείο πώλησης κατ' αίτησή τους.

2.   Στις περιπτώσεις που, παρά το άρθρο 3 παράγραφος 1, οι έμποροι δεν έχουν σήμανση, τη ζητούν από τον προμηθευτή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

3.   Αν, παρά το άρθρο 3 παράγραφος 1, οι έμποροι δεν έχουν δελτίο πληροφοριών για το προϊόν, το ζητούν από τον προμηθευτή σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 ή, εάν προτιμούν, το εκτυπώνουν ή το «κατεβάζουν» από τη βάση δεδομένων για τα προϊόντα, εάν οι εν λόγω λειτουργίες είναι διαθέσιμες για το σχετικό προϊόν.

Άρθρο 6

Άλλες υποχρεώσεις προμηθευτών και εμπόρων

Οι προμηθευτές και οι έμποροι:

α)

αναφέρονται στην τάξη ενεργειακής απόδοσης του προϊόντος και στο φάσμα των διαθέσιμων τάξεων απόδοσης επί της σήμανσης σε οπτικές διαφημίσεις ή τεχνικό υλικό προώθησης ενός συγκεκριμένου μοντέλου, σύμφωνα με τη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη·

β)

συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς και μεριμνούν αμέσως για την επανόρθωση οποιασδήποτε περίπτωσης μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, η οποία εμπίπτει στο πεδίο ευθύνης τους, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος των αρχών εποπτείας της αγοράς·

γ)

για προϊόντα που καλύπτονται από κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, δεν παρέχουν και δεν επιδεικνύουν άλλες σημάνσεις, ετικέτες, σύμβολα ή επιγραφές που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και των οικείων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, εάν αυτό ενδέχεται να προκαλέσει πλάνη ή σύγχυση στους πελάτες όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας ή άλλων πόρων κατά τη χρήση·

δ)

για προϊόντα που δεν καλύπτονται από τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δεν παρέχουν ή δεν εμφανίζουν σημάνσεις που απομιμούνται τις σημάνσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις·

ε)

για μη συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα, δεν παρέχουν ούτε εμφανίζουν σημάνσεις που απομιμούνται τις σημάνσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Το πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) δεν επηρεάζει τις σημάνσεις που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία, εφόσον δεν καλύπτονται από τις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Άρθρο 7

Υποχρεώσεις των κρατών μελών

1.   Τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά ούτε τη θέση σε λειτουργία, στην επικράτειά τους, προϊόντων που συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό και τις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

2.   Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν κίνητρα για προϊόν που καθορίζεται σε κατ' εξουσιοδότηση πράξη, τα κίνητρα αυτά πρέπει να στοχεύουν στις δύο υψηλότερες τάξεις ενεργειακής απόδοσης στις οποίες εντάσσεται σημαντικός αριθμός προϊόντων ή σε ανώτερες τάξεις όπως προβλέπεται στην εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εισαγωγή σημάνσεων και η αναπροσαρμογή της κλίμακάς τους να συνοδεύονται από εκπαιδευτικές και προωθητικές ενημερωτικές εκστρατείες για την ενεργειακή επισήμανση, εάν ενδείκνυται σε συνεργασία με τους προμηθευτές και τους εμπόρους. Η Επιτροπή στηρίζει τη συνεργασία και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών σε σχέση με τις εν λόγω εκστρατείες, μεταξύ άλλων προτείνοντας κοινά βασικά μηνύματα.

4.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις και τους μηχανισμούς εφαρμογής της νομοθεσίας που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και των οικείων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Οι κανόνες που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2010/30/ΕΕ θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου όσον αφορά τις κυρώσεις.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή έως την 1η Αυγούστου 2017 τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και που δεν της είχαν προηγουμένως κοινοποιηθεί και της κοινοποιούν επίσης χωρίς καθυστέρηση κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τους επηρεάζει.

Άρθρο 8

Εποπτεία της αγοράς της Ένωσης και έλεγχος των εισερχόμενων στην αγορά της Ένωσης προϊόντων

1.   Τα άρθρα 16 έως 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 εφαρμόζονται στα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και τις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

2.   Η Επιτροπή ενθαρρύνει και υποστηρίζει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών για την εποπτεία της αγοράς όσον αφορά την ενεργειακή επισήμανση των προϊόντων μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της αγοράς ή για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής, ιδίως με τη στενότερη συμμετοχή των AdCos για τον οικολογικό σχεδιασμό και την ενεργειακή επισήμανση.

Αυτές οι ανταλλαγές πληροφοριών διενεργούνται επίσης όταν τα αποτελέσματα των δοκιμών δείχνουν ότι το προϊόν συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό και τις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

3.   Τα γενικά προγράμματα εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών ή τα τομεακά προγράμματα που έχουν εγκριθεί βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 περιλαμβάνουν μέτρα αποτελεσματικής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

4.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις AdCos για τον οικολογικό σχεδιασμό και την ενεργειακή επισήμανση, εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά τις βέλτιστες πρακτικές για τη δοκιμή των προϊόντων και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών αρχών εποπτείας της αγοράς και της Επιτροπής.

5.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς έχουν το δικαίωμα να ανακτούν από τους προμηθευτές το κόστος ελέγχου των εγγράφων και φυσικής δοκιμής των προϊόντων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό ή με τις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Άρθρο 9

Διαδικασία σε εθνικό επίπεδο για τον χειρισμό προϊόντων που παρουσιάζουν κίνδυνο

1.   Όταν οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι ένα προϊόν που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό είναι επικίνδυνο όσον αφορά θέματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, όπως το περιβάλλον και η προστασία των καταναλωτών, διενεργούν αξιολόγηση για το εν λόγω προϊόν, η οποία καλύπτει όλες τις απαιτήσεις ενεργειακής επισήμανσης που έχουν σχέση με τον κίνδυνο και οι οποίες προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή στις οικείες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις. Οι προμηθευτές και οι έμποροι συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς για τον σκοπό της αξιολόγησης, αν χρειασθεί.

2.   Εάν, κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρχές εποπτείας της αγοράς διαπιστώσουν ότι το προϊόν δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή των οικείων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, ζητούν αμελλητί από τον προμηθευτή ή τον έμπορο να λάβει όλα τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να θέσει το προϊόν σε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις αυτές, κατά περίπτωση να το αποσύρει από την αγορά ή να το ανακαλέσει εντός εύλογης χρονικής περιόδου, ανάλογα με τη φύση του κινδύνου, όπως αυτές ορίζουν.

Το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 ισχύει για τα αναφερόμενα στην παρούσα παράγραφο μέτρα.

3.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς θεωρήσουν ότι μια περίπτωση μη συμμόρφωσης κατά την παράγραφο 2 δεν περιορίζεται στην εθνική επικράτεια, ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και τα μέτρα που ζήτησαν να λάβει ο προμηθευτής ή ο έμπορος.

4.   Ο προμηθευτής ή, κατά περίπτωση, ο έμπορος μεριμνά ώστε να λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα διορθωτικά ή περιοριστικά μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 2 όσον αφορά όλα τα προϊόντα τα οποία έχει θέσει σε κυκλοφορία σε ολόκληρη την Ένωση.

5.   Εάν ο προμηθευτής ή, κατά περίπτωση, ο έμπορος δεν λάβει ικανοποιητικά διορθωτικά μέτρα εντός της αναφερομένης στην παράγραφο 2 χρονικής περιόδου, οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διαθεσιμότητα του προϊόντος στην εθνική αγορά, να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά ή να το ανακαλέσουν.

6.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 5. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως:

α)

τα στοιχεία που απαιτούνται για την ταυτοποίηση του μη συμμορφούμενου προϊόντος·

β)

την καταγωγή του προϊόντος·

γ)

τη φύση της προβαλλομένης μη συμμόρφωσης και του σχετικού κινδύνου·

δ)

τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν καθώς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προμηθευτής ή, κατά περίπτωση, ο έμπορος.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς αναφέρουν ιδίως εάν η μη συμμόρφωση οφείλεται είτε στη μη συμμόρφωση του προϊόντος με απαιτήσεις που αφορούν ζητήματα προστασίας δημόσιου συμφέροντος προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό είτε σε αδυναμίες στα εναρμονισμένα πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 13 και συνιστούν τεκμήριο συμμόρφωσης.

7.   Τα κράτη μέλη, πλην του κράτους μέλους που κίνησε τη διαδικασία, ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που έλαβαν και παρέχουν τυχόν άλλες πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά τη μη συμμόρφωση του σχετικού προϊόντος και, σε περίπτωση διαφωνίας με το κοινοποιηθέν εθνικό μέτρο, για τις τυχόν αντιρρήσεις τους.

8.   Εάν, εντός 60 ημερών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 6, δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από ένα κράτος μέλος ή την Επιτροπή σε σχέση με προσωρινό μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος για το εν λόγω συνδεόμενο με την ενέργεια προϊόν, το εν λόγω μέτρο θεωρείται δικαιολογημένο.

9.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται αμελλητί τα κατάλληλα περιοριστικά μέτρα όσον αφορά το σχετικό προϊόν, όπως η απόσυρση του προϊόντος από την αγορά τους.

Άρθρο 10

Διαδικασία διασφάλισης της Ένωσης

1.   Εάν, κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του άρθρου 9 παράγραφοι 4 και 5, διατυπωθούν αντιρρήσεις για μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος ή εάν η Επιτροπή θεωρήσει το εθνικό μέτρο αντίθετο με τη νομοθεσία της Ένωσης, η Επιτροπή διαβουλεύεται αμελλητί με το κράτος μέλος και τον προμηθευτή ή, κατά περίπτωση, τον έμπορο, και διενεργεί αξιολόγηση του εθνικού μέτρου.

Βάσει των αποτελεσμάτων της εν λόγω αξιολόγησης, η Επιτροπή αποφασίζει μέσω εκτελεστικής πράξης αν το εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο ή όχι και μπορεί να προτείνει κατάλληλο εναλλακτικό μέτρο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον σχετικό προμηθευτή ή έμπορο.

3.   Εάν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο, όλα τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την απόσυρση του μη συμμορφούμενου προϊόντος από τις αγορές τους και ενημερώνουν την Επιτροπή αναλόγως. Εάν το εθνικό μέτρο δεν θεωρηθεί δικαιολογημένο, τότε το κράτος μέλος ανακαλεί το μέτρο.

4.   Εάν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο και η μη συμμόρφωση του προϊόντος οφείλεται σε αδυναμίες στα εναρμονισμένα πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή εφαρμόζει τη διαδικασία του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.

5.   Τα διορθωτικά ή περιοριστικά μέτρα δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφοι 2, 4, 5 ή 9, ή του άρθρου 10 παράγραφος 3 επεκτείνονται σε όλες τις μονάδες ενός μη συμμορφούμενου μοντέλου και των ισοδύναμων μοντέλων, εκτός από εκείνες για τις οποίες ο προμηθευτής αποδεικνύει ότι είναι σύννομες.

Άρθρο 11

Διαδικασία για την εισαγωγή σημάνσεων και την αναπροσαρμογή της κλίμακάς τους

1.   Όσον αφορά τις ομάδες προϊόντων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, η Επιτροπή αναπροσαρμόζει την κλίμακα των σημάνσεων που ήταν σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2017, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 και των παραγράφων 8 έως 12.

Κατά παρέκκλιση από την απαίτηση να επιτευχθεί σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και κόστους που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο β), όταν η αναπροσαρμογή της κλίμακας δεν μπορεί να επιτύχει την εν λόγω εξοικονόμηση, εξασφαλίζει τουλάχιστον μια ομοιογενή κλίμακα A έως G.

2.   Στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε σήμανση για ομάδα προϊόντων την 1η Αυγούστου 2017, η Επιτροπή μπορεί να εισαγάγει σημάνσεις υπό τους όρους των παραγράφων 8 έως 12.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να αναπροσαρμόζει την κλίμακα σημάνσεων που έχουν ήδη αναπροσαρμοσθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή έχουν εισαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 6 στοιχείο α) ή β) και με την επιφύλαξη των παραγράφων 8 έως 12.

4.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί ομοιογενής κλίμακα από το Α έως το G, η Επιτροπή εκδίδει έως τις 2 Αυγούστου 2023 κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού, με τις οποίες εισάγονται αναπροσαρμοσμένες σημάνσεις Α έως G για τις ομάδες προϊόντων που καλύπτονται από τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με την οδηγία 2010/30/ΕΕ, με στόχο η αναπροσαρμοσμένη σήμανση να εμφανίζεται τόσο στα καταστήματα όσο και διαδικτυακά 18 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Κατά τον καθορισμό της σειράς των ομάδων προϊόντων που θα πρέπει να αναπροσαρμοσθούν ως προς την κλίμακα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την αναλογία των προϊόντων που κατατάσσονται στις υψηλότερες τάξεις.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 4, η Επιτροπή:

α)

επανεξετάζει τις ομάδες προϊόντων που καλύπτονται από τους κατ' εξουσιοδότηση κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 811/2013, (ΕΕ) αριθ. 812/2013 και (ΕΕ) 2015/1187 έως τις 2 Αυγούστου 2025, με σκοπό την αναπροσαρμογή της κλίμακάς τους, και, ανάλογα με την περίπτωση, εκδίδει, έως τις 2 Αυγούστου 2026, κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού διά της εισαγωγής αναπροσαρμοσμένων σημάνσεων Α έως G.

Σε κάθε περίπτωση, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις με τις οποίες εισάγονται αναπροσαρμοσμένες σημάνσεις Α έως G εκδίδονται το αργότερο έως τις 2 Αυγούστου 2030.

β)

εκδίδει, έως τις 2 Νοεμβρίου 2018, κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με την εισαγωγή αναπροσαρμοσμένων σημάνσεων A έως G για τις ομάδες προϊόντων που καλύπτονται από τους κατ' εξουσιοδότηση κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΕ) αριθ. 1059/2010 (15), (ΕΕ) αριθ. 1060/2010 (16), (ΕΕ) αριθ. 1061/2010 (17), (ΕΕ) αριθ. 1062/2010 (18) και (ΕΕ) αριθ. 874/2012 (19), και την οδηγία 96/60/ΕΚ, με στόχο η αναπροσαρμοσμένη σήμανση να εμφανίζεται τόσο στα καταστήματα όσο και διαδικτυακά 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους.

6.   Όσον αφορά τα προϊόντα για τα οποία η Επιτροπή μπορεί να αναπροσαρμόζει εκ νέου την κλίμακα σημάνσεων σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Επιτροπή επανεξετάζει τη σήμανση με σκοπό την αναπροσαρμογή της εάν κρίνει ότι:

α)

τουλάχιστον το 30 % των μονάδων μοντέλων που ανήκουν σε ομάδα προϊόντων που πωλούνται στην αγορά της Ένωσης εμπίπτει στην κορυφαία τάξη ενεργειακής απόδοσης Α και μπορεί να αναμένεται περαιτέρω τεχνολογική εξέλιξη· ή

β)

το 50 % των μονάδων μοντέλων που ανήκουν σε ομάδα προϊόντων που πωλούνται στην αγορά της Ένωσης εμπίπτει στις δύο κορυφαίες τάξεις ενεργειακής απόδοσης A και B και μπορεί να αναμένεται περαιτέρω τεχνολογική εξέλιξη.

7.   Η Επιτροπή διενεργεί επανεξέταση εάν εκτιμά ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 6 στοιχείο α) ή β).

Εάν, για συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων, οι εν λόγω όροι δεν πληρούνται εντός οκτώ ετών από την έναρξη ισχύος της σχετικής κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή προσδιορίζει ποιοι φραγμοί, εφόσον υπάρχουν, έχουν εμποδίσει τη σήμανση να εκπληρώσει το ρόλο της.

Στην περίπτωση νέων σημάνσεων η Επιτροπή διενεργεί προπαρασκευαστική μελέτη με βάση τον ενδεικτικό κατάλογο ομάδων προϊόντων που καθορίζεται στο πρόγραμμα εργασίας.

Η Επιτροπή ολοκληρώνει τη μελέτη επανεξέτασης, υποβάλλει τα αποτελέσματα και, κατά περίπτωση, σχέδιο κατ' εξουσιοδότηση πράξης στο φόρουμ διαβούλευσης εντός 36 μηνών από τη στιγμή που θα εκτιμήσει ότι οι όροι της παραγράφου 6 στοιχείο α) ή β) έχουν πληρωθεί. Το φόρουμ διαβούλευσης συζητεί την εκτίμηση και την επανεξέταση.

8.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε, όταν μια σήμανση εισάγεται, ή όταν η κλίμακα της σήμανσης αναπροσαρμόζεται, να μην αναμένεται κατάταξη προϊόντων στην ενεργειακή τάξη A κατά τον χρόνο εισαγωγής της σήμανσης και ώστε ο εκτιμώμενος χρόνος εντός του οποίου τα περισσότερα μοντέλα θα κατατάσσονται σε αυτή την τάξη να είναι τουλάχιστον 10 χρόνια αργότερα.

9.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 8, όταν η τεχνολογία αναμένεται να αναπτυχθεί ταχύτερα, ορίζονται απαιτήσεις κατά τρόπον ώστε να μην αναμένεται κατάταξη προϊόντων στις ενεργειακές τάξεις Α και Β κατά τον χρόνο εισαγωγής της σήμανσης.

10.   Εάν, για δεδομένη ομάδα προϊόντων, δεν επιτρέπεται πλέον η διάθεση στην αγορά ή η θέση σε λειτουργία μοντέλων που ανήκουν στις ενεργειακές τάξεις E, F ή G, λόγω μέτρου εφαρμογής οικολογικού σχεδιασμού που λαμβάνεται δυνάμει της οδηγίας 2009/125/ΕΚ, η εν λόγω τάξη ή τάξεις εμφανίζονται πλέον στη σήμανση σκιασμένες, όπως προσδιορίζεται στη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη. Η σήμανση με τις σκιασμένες τάξεις ισχύει μόνο για νέες μονάδες προϊόντων που διατίθενται στην αγορά ή τίθενται σε λειτουργία.

11.   Όταν, για τεχνικούς λόγους, είναι αδύνατον να καθορισθούν επτά ενεργειακές τάξεις που αντιστοιχούν σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και δαπανών από πλευράς του πελάτη, η σήμανση μπορεί, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 σημείο 14), να περιέχει λιγότερες τάξεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, διατηρείται πάνω στη σήμανση το φάσμα από το βαθύ πράσινο έως το κόκκινο.

12.   Η Επιτροπή ασκεί τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις που της ανατίθενται με το παρόν άρθρο, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 16.

13.   Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 3, αναπροσαρμόζεται η κλίμακα μίας σήμανσης:

α)

οι προμηθευτές, όταν διαθέτουν ένα προϊόν στην αγορά, παρέχουν στους εμπόρους τόσο την υφιστάμενη όσο και την αναπροσαρμοσμένη σήμανση και τα δελτία πληροφοριών για το προϊόν, για περίοδο τεσσάρων μηνών πριν από την ημερομηνία που ορίζεται στη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη για την έναρξη εμφάνισης της αναπροσαρμοσμένης σήμανσης.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο του παρόντος στοιχείου, εφόσον η τρέχουσα και η αναπροσαρμοσμένη σήμανση απαιτούν διαφορετικές δοκιμές του μοντέλου, οι προμηθευτές μπορούν να επιλέξουν να μην παρέχουν την τρέχουσα σήμανση με τις μονάδες μοντέλων που διαθέτουν στην αγορά ή θέτουν σε λειτουργία για περίοδο τεσσάρων μηνών πριν από την ημερομηνία που ορίζεται στη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη για την έναρξη εμφάνισης της αναπροσαρμοσμένης σήμανσης, εφόσον δεν διατέθηκε στην αγορά ή δεν τέθηκε σε λειτουργία καμία μονάδα του ίδιου μοντέλου ή ισοδύναμων μοντέλων πριν από την έναρξη της περιόδου των τεσσάρων μηνών. Στην περίπτωση αυτή, οι έμποροι δεν προσφέρουν προς πώληση τις μονάδες αυτές πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Οι προμηθευτές γνωστοποιούν στους εμπόρους τη συνέπεια αυτή το συντομότερο δυνατόν, ακόμα και όταν συμπεριλαμβάνουν τις μονάδες αυτές στις προσφορές τους προς τους εμπόρους·

β)

οι προμηθευτές, για προϊόντα που διατίθενται στην αγορά ή τίθενται σε λειτουργία πριν από την περίοδο των τεσσάρων μηνών, παρέχουν την αναπροσαρμοσμένη σήμανση κατ' αίτηση των εμπόρων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, από την έναρξη της περιόδου αυτής. Για τα προϊόντα αυτά, οι έμποροι λαμβάνουν αναπροσαρμοσμένη σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου:

i)

οι έμποροι που δεν είναι σε θέση να λάβουν αναπροσαρμοσμένη σήμανση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος στοιχείου για μονάδες που έχουν ήδη στο απόθεμά τους, διότι ο προμηθευτής έχει παύσει τις δραστηριότητές του, μπορούν να πωλούν τις εν λόγω μονάδες αποκλειστικά με τη μη αναπροσαρμοσμένη σήμανση για περίοδο έως εννέα μηνών από την ημερομηνία που ορίζεται στη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη για την έναρξη εμφάνισης της αναπροσαρμοσμένης σήμανσης· ή

ii)

εάν η μη αναπροσαρμοσμένη και η αναπροσαρμοσμένη σήμανση απαιτούν διαφορετικές δοκιμές του μοντέλου, οι προμηθευτές απαλλάσσονται από την υποχρέωση να παρέχουν αναπροσαρμοσμένη σήμανση για μονάδες που διατίθενται στην αγορά ή τίθενται σε λειτουργία πριν από την περίοδο των τεσσάρων μηνών, εφόσον δεν διατέθηκε στην αγορά ή δεν τέθηκε σε λειτουργία καμία μονάδα του ίδιου μοντέλου ή ισοδύναμων μοντέλων πριν από την έναρξη της περιόδου των τεσσάρων μηνών. Στην περίπτωση αυτή, οι έμποροι επιτρέπεται να πωλούν τις μονάδες αυτές αποκλειστικά με τη μη αναπροσαρμοσμένη σήμανση για περίοδο εννέα μηνών από την ημερομηνία που ορίζεται στη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη για την έναρξη εμφάνισης της αναπροσαρμοσμένης σήμανσης·

γ)

οι έμποροι αντικαθιστούν τις υφιστάμενες σημάνσεις στα προϊόντα που εκτίθενται, τόσο στα καταστήματα όσο και διαδικτυακά, με τις αναπροσαρμοσμένες σημάνσεις εντός 14 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που ορίζεται στη σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη για την έναρξη εμφάνισης της αναπροσαρμοσμένης σήμανσης. Οι έμποροι δεν εμφανίζουν στα καταστήματα τις αναπροσαρμοσμένες σημάνσεις πριν από την ημερομηνία αυτή.

Κατά παρέκκλιση από τα στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο ε) μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες για τις σημάνσεις ενεργειακής απόδοσης που τυπώνονται επί της συσκευασίας.

Άρθρο 12

Βάση δεδομένων για τα προϊόντα

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί και διατηρεί βάση δεδομένων για τα προϊόντα, η οποία αποτελείται από ένα τμήμα με δημόσιο χαρακτήρα, ένα τμήμα που αφορά τη συμμόρφωση και μια διαδικτυακή πύλη που παρέχει πρόσβαση στα εν λόγω δύο τμήματα.

Η βάση δεδομένων για τα προϊόντα δεν αντικαθιστά ούτε μεταβάλλει τις αρμοδιότητες των αρχών εποπτείας της αγοράς.

2.   Η βάση δεδομένων για τα προϊόντα εξυπηρετεί τους εξής σκοπούς:

α)

στήριξη των αρχών εποπτείας της αγοράς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού και των οικείων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, περιλαμβανομένης και της επιβολής αυτών·

β)

παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά, τις ενεργειακές τους σημάνσεις και τα δελτία πληροφοριών προϊόντος·

γ)

παροχή επικαιροποιημένων πληροφοριών στην Επιτροπή όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση προϊόντων, με σκοπό την επανεξέταση των ενεργειακών σημάνσεων.

3.   Το δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων και η διαδικτυακή πύλη περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται, αντιστοίχως, στα σημεία 1 και 2 του παραρτήματος I, τα οποία δημοσιοποιούνται. Το δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις λειτουργικές απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο 4 του παραρτήματος I.

4.   Το τμήμα της βάσης δεδομένων για τα προϊόντα το οποίο αφορά τη συμμόρφωση είναι προσβάσιμο μόνο στις αρχές εποπτείας της αγοράς και την Επιτροπή και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στο σημείο 3 του παραρτήματος I, μεταξύ των οποίων τα συγκεκριμένα μέρη της τεχνικής τεκμηρίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. Το τμήμα που αφορά τη συμμόρφωση πληροί τα κριτήρια των παραγράφων 7 και 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και τα λειτουργικά κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 4 του παραρτήματος I.

5.   Τα υποχρεωτικά συγκεκριμένα μέρη του τεχνικού φακέλου τα οποία εισάγουν οι προμηθευτές στη βάση δεδομένων καλύπτουν μόνο:

α)

γενική περιγραφή του μοντέλου, επαρκή ώστε αυτό να αναγνωρίζεται σαφώς και ευχερώς·

β)

τα στοιχεία αναφοράς των εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων ή άλλων προτύπων μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν·

γ)

ειδικές προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται κατά τη συναρμολόγηση, την εγκατάσταση, τη συντήρηση ή τη δοκιμή του μοντέλου·

δ)

τις μετρούμενες τεχνικές παραμέτρους του μοντέλου·

ε)

τους υπολογισμούς που έγιναν με τις μετρούμενες παραμέτρους·

στ)

τις συνθήκες δοκιμής, εάν δεν περιγράφονται επαρκώς στο στοιχείο β).

Επιπλέον, οι προμηθευτές μπορούν προαιρετικώς να «ανεβάζουν» στη βάση δεδομένων συμπληρωματικά μέρη της τεχνικής τεκμηρίωσης.

6.   Όταν δεδομένα πέραν εκείνων της παραγράφου 5 ή δεδομένα που δεν είναι διαθέσιμα στο δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων καθίστανται απαραίτητα για τις αρχές εποπτείας της αγοράς και/ή την Επιτροπή για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, είναι δυνατή η απόκτησή τους από τους προμηθευτές κατ' αίτησή τους.

7.   Η βάση δεδομένων για τα προϊόντα δημιουργείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ελαχιστοποίηση της διοικητικής επιβάρυνσης για τους προμηθευτές και λοιπούς χρήστες της βάσης δεδομένων·

β)

ευχέρεια χρήσης και οικονομική αποδοτικότητα· και

γ)

αυτόματη αποφυγή περιττών καταχωρίσεων.

8.   Το τμήμα συμμόρφωσης της βάσης δεδομένων δημιουργείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

την προστασία από ακούσια χρήση και τη διαφύλαξη των εμπιστευτικών πληροφοριών μέσω αυστηρών μέτρων ασφάλειας·

β)

τα δικαιώματα πρόσβασης βάσει της αρχής της ανάγκης για γνώση·

γ)

την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και την οδηγία 95/46/ΕΚ, ανάλογα με την περίπτωση·

δ)

τον περιορισμό της πρόσβασης στα δεδομένα, ώστε να αποφεύγεται η αντιγραφή μεγαλύτερων συνόλων δεδομένων·

ε)

την ανιχνευσιμότητα της πρόσβασης στα δεδομένα από τους προμηθευτές όσον αφορά την τεχνική τεκμηρίωσή τους.

9.   Τα δεδομένα του τμήματος της βάσης δεδομένων που αφορά τη συμμόρφωση υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής (20). Συγκεκριμένα, εφαρμόζονται οι ειδικές ρυθμίσεις για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο της απόφασης (ΕΕ, Ευρατόμ) 2017/46 της Επιτροπής (21), καθώς και οι εκτελεστικοί κανόνες τους. Το επίπεδο εμπιστευτικότητας αντανακλά τις ζημίες που προκύπτουν από τη γνωστοποίηση των δεδομένων σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα.

10.   Οι προμηθευτές έχουν δικαιώματα πρόσβασης και επεξεργασίας των πληροφοριών που εισήγαγαν στη βάση δεδομένων για τα προϊόντα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2. Χάριν εποπτείας της αγοράς, τηρείται αρχείο των εκάστοτε αλλαγών, στο οποίο καταγράφεται η ημερομηνία της κάθε τροποποίησης.

11.   Οι πελάτες που χρησιμοποιούν το δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων για τα προϊόντα μπορούν να εντοπίζουν εύκολα την καλύτερη ενεργειακή τάξη για κάθε ομάδα προϊόντων, ώστε να συγκρίνουν τα χαρακτηριστικά των μοντέλων και να επιλέγουν τα ενεργειακά αποδοτικότερα προϊόντα.

12.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να προσδιορίσει, με εκτελεστικές πράξεις, τα λειτουργικά στοιχεία της βάσης δεδομένων για τα προϊόντα. Έπειτα από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 14, οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Εναρμονισμένα πρότυπα

1.   Μετά την έκδοση εκτελεστικής πράξης σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού η οποία θέτει ειδικές απαιτήσεις επισήμανσης η Επιτροπή δημοσιεύει, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, αναφορές σε εναρμονισμένα πρότυπα τα οποία πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις μέτρησης και υπολογισμού της κατ' εξουσιοδότηση πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Όταν, κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός προϊόντος, εφαρμόζονται τα εν λόγω εναρμονισμένα πρότυπα, το μοντέλο τεκμαίρεται συμμορφούμενο προς τις σχετικές απαιτήσεις μέτρησης και υπολογισμού που ορίζονται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

3.   Τα εναρμονισμένα πρότυπα αποσκοπούν στην προσομοίωση της πραγματικής χρήσης κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με παράλληλη διατήρηση τυποποιημένης μεθόδου δοκιμής. Οι μέθοδοι δοκιμής λαμβάνουν επίσης υπόψη τα παρεπόμενα έξοδα για τη βιομηχανία και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).

4.   Οι μέθοδοι μέτρησης και υπολογισμού που περιλαμβάνονται στα εναρμονισμένα πρότυπα είναι αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες και ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παράγραφοι 4 και 5.

Άρθρο 14

Φόρουμ διαβούλευσης

1.   Κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή διασφαλίζει, ως προς κάθε κατ' εξουσιοδότηση πράξη εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 16 και κάθε εκτελεστική πράξη εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 12 του παρόντος κανονισμού, την ισόρροπη συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων για την εν λόγω ομάδα προϊόντων, όπως η βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, των βιοτεχνιών, των συνδικαλιστικών ενώσεων, των εμπόρων, των εμπόρων λιανικής πώλησης, των εισαγωγέων, των ενώσεων προστασίας του περιβάλλοντος και των οργανώσεων καταναλωτών. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή συνιστά φόρουμ διαβούλευσης στο πλαίσιο του οποίου έρχονται σε επαφή τα εν λόγω μέρη. Το φόρουμ διαβούλευσης συνδυάζεται με το φόρουμ διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2009/125/ΕΚ.

2.   Όταν ενδείκνυται, κατά την κατάρτιση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή υποβάλλει τον σχεδιασμό και το περιεχόμενο των σημάνσεων ειδικών ομάδων προϊόντων στον έλεγχο αντιπροσωπευτικών ομάδων πελατών στην Ένωση, ώστε να εξασφαλίσει ότι αυτοί κατανοούν απόλυτα τις σημάνσεις.

Άρθρο 15

Πρόγραμμα εργασίας

Έπειτα από συνεργασία με το φόρουμ διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 14, η Επιτροπή καταρτίζει μακροπρόθεσμο πρόγραμμα εργασίας το οποίο δημοσιοποιείται. Το πρόγραμμα εργασίας περιλαμβάνει ενδεικτικό κατάλογο ομάδων προϊόντων που θεωρούνται προτεραιότητες για την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Το πρόγραμμα εργασίας περιλαμβάνει επίσης σχέδια για την αναθεώρηση και την αναπροσαρμογή της κλίμακας των σημάνσεων ομάδων προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 4 και 5, με εξαίρεση την αναπροσαρμογή της κλίμακας σημάνσεων που ήταν σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2017, ως προς τα οποία η αναπροσαρμογή της κλίμακας προβλέπεται στο άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού.

Η Επιτροπή επικαιροποιεί περιοδικά το πρόγραμμα εργασίας έπειτα από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης. Το πρόγραμμα εργασίας μπορεί να συνδυάζεται με το πρόγραμμα εργασίας που απαιτείται βάσει του άρθρου 16 της οδηγίας 2009/125/ΕΚ και επανεξετάζεται κάθε τρία χρόνια.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ετησίως σχετικά με την προϊούσα εφαρμογή του προγράμματος εργασίας.

Άρθρο 16

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 17 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού, με τη θέσπιση λεπτομερών απαιτήσεων σχετικά με σημάνσεις για ειδικές ομάδες προϊόντων.

2.   Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζουν ομάδες προϊόντων που πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία και λαμβανομένων υπόψη των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης, η ομάδα προϊόντων έχει σημαντικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας και, κατά περίπτωση, άλλων πόρων·

β)

εντός της ομάδας προϊόντων, τα μοντέλα με ισοδύναμες λειτουργίες διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά τα σχετικά επίπεδα επιδόσεων·

γ)

δεν υπάρχει σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος όσον αφορά την προσιτή τιμή και το κόστος του κύκλου ζωής του προϊόντος·

δ)

η καθιέρωση απαιτήσεων ενεργειακής επισήμανσης για ομάδα προϊόντων δεν έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργικότητα του εν χρήσει προϊόντος.

3.   Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με ειδικές ομάδες προϊόντων καθορίζουν ιδίως:

α)

τον ορισμό της ειδικής ομάδας προϊόντων που εμπίπτει στον ορισμό του «συνδεόμενου με την ενέργεια προϊόντος» ως έχει στο άρθρο 2 σημείο 1) και την οποία θα καλύπτουν οι λεπτομερείς απαιτήσεις επισήμανσης·

β)

τον σχεδιασμό και το περιεχόμενο της σήμανσης, συμπεριλαμβανομένης κλίμακας από το A έως το G που παρουσιάζει την κατανάλωση ενέργειας, η οποία, αν είναι εφικτό, πρέπει να έχει ομοιόμορφα χαρακτηριστικά σχεδιασμού σε όλες τις ομάδες προϊόντων, να είναι σαφής και ευανάγνωστη. Οι βαθμίδες A έως G της ταξινόμησης αντιστοιχούν σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και δαπανών και κατάλληλη διαφοροποίηση των προϊόντων από την άποψη του πελάτη. Διευκρινίζεται επίσης ο τρόπος με τον οποίο οι βαθμίδες A έως G της ταξινόμησης και, κατά περίπτωση, η κατανάλωση ενέργειας εμφανίζονται σε περίοπτη θέση της σήμανσης·

γ)

εάν ενδείκνυται, τη χρήση άλλων πόρων και συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το προϊόν. Στην περίπτωση αυτή, η σήμανση θα δίνει έμφαση στην ενεργειακή απόδοση του προϊόντος. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες είναι σαφείς και δεν μειώνουν τη συνολική κατανόηση και αποτελεσματικότητα της σήμανσης έναντι των πελατών. Βασίζονται σε δεδομένα που αφορούν φυσικά χαρακτηριστικά των προϊόντων τα οποία μπορούν να μετρηθούν και να επαληθευθούν από τις αρχές εποπτείας της αγοράς·

δ)

κατά περίπτωση, την προσθήκη στη σήμανση μιας αναφοράς η οποία θα επιτρέπει στους καταναλωτές να εντοπίζουν προϊόντα που είναι έξυπνα από ενεργειακή άποψη, δηλαδή ικανά να αλλάξουν και να βελτιστοποιήσουν αυτόματα την κατανάλωσή τους ανταποκρινόμενα σε εξωτερικά ερεθίσματα (όπως μηνύματα από και μέσω κεντρικού συστήματος ενεργειακής διαχείρισης της κατοικίας, ενδείξεις σχετικά με τις τιμές, άμεσα σήματα ελέγχου, τοπικές μετρήσεις) ή ικανά να παρέχουν άλλες υπηρεσίες που αυξάνουν την ενεργειακή απόδοση και την υιοθέτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με στόχο τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της χρήσης της ενέργειας σε ολόκληρο το ενεργειακό σύστημα·

ε)

τους τρόπους εμφάνισης της σήμανσης, όπως επικολλημένη στη μονάδα προϊόντος χωρίς να μπορεί να προκληθεί βλάβη στη μονάδα, εκτυπωμένη στη συσκευασία, παρεχόμενη σε ηλεκτρονική μορφή ή στο διαδίκτυο, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 και των επιπτώσεων για τους πελάτες, τους προμηθευτές και τους εμπόρους·

στ)

εφόσον ενδείκνυται, ηλεκτρονικά μέσα για την επισήμανση προϊόντων·

ζ)

τον τρόπο με τον οποίο θα παρέχονται η σήμανση και το δελτίο πληροφοριών του προϊόντος στην περίπτωση εξ αποστάσεως πωλήσεων·

η)

τα απαιτούμενα περιεχόμενα και, εάν ενδείκνυται, τον μορφότυπο και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με το δελτίο πληροφοριών για το προϊόν και τον τεχνικό φάκελο, περιλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης στις παραμέτρους του δελτίου πληροφοριών για το προϊόν στη βάση δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1·

θ)

τις ανοχές επαλήθευσης που πρέπει να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη όταν επαληθεύουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις·

ι)

τον τρόπο με τον οποίο η ενεργειακή τάξη και η κλίμακα τάξεων ενεργειακής απόδοσης, διαθέσιμη πάνω στη σήμανση, πρέπει να περιλαμβάνονται σε οπτικές διαφημίσεις και τεχνικό υλικό προώθησης, περιλαμβανομένων της αναγνωσιμότητας και της ορατότητας·

ια)

τις μεθόδους μέτρησης και υπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 13, που θα χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των πληροφοριών της σήμανσης και του δελτίου πληροφοριών για τα προϊόντα, περιλαμβανομένου του ορισμού του δείκτη ενεργειακής απόδοσης (energy efficiency index — ΕΕΙ) ή ισοδύναμης παραμέτρου·

ιβ)

εάν απαιτείται υψηλότερο επίπεδο ενεργειακής απόδοσης, στην περίπτωση μεγαλύτερων συσκευών, για την κατάταξή τους σε μια δεδομένη ενεργειακή τάξη·

ιγ)

τον μορφότυπο συμπληρωματικών παραπομπών σχετικά με τη σήμανση, ώστε να παρέχεται στους πελάτες πρόσβαση, με ηλεκτρονικά μέσα, σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες για τις επιδόσεις του προϊόντος, οι οποίες περιλαμβάνονται στο δελτίο πληροφοριών για το προϊόν. Ο μορφότυπος των εν λόγω παραπομπών ενδέχεται να έχει τη μορφή ηλεκτρονικής διεύθυνσης, δυναμικού κωδικού γρήγορης απάντησης (κωδικός QR), συνδέσμου προς σημάνσεις στο διαδίκτυο ή οποιουδήποτε άλλου κατάλληλου μέσου προσανατολισμένου στον πελάτη·

ιδ)

τον τρόπο εμφάνισης, εφόσον απαιτείται, των ενεργειακών κατηγοριών που περιγράφουν την κατανάλωση ενέργειας του προϊόντος κατά τη χρήση στη διαδραστική οθόνη του προϊόντος·

ιε)

την ημερομηνία της αξιολόγησης και της ενδεχόμενης μετέπειτα αναθεώρησης της κατ' εξουσιοδότηση πράξης·

ιστ)

κατά περίπτωση, διαφορές στις ενεργειακές επιδόσεις στις διαφορετικές κλιματικές περιοχές·

ιζ)

όσον αφορά την απαίτηση διατήρησης των πληροφοριών στο τμήμα της βάσης δεδομένων που αφορά τη συμμόρφωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6, μια περίοδο διατήρησης των δεδομένων μικρότερη των 15 ετών, κατά περίπτωση σε σχέση με τη μέση διάρκεια ζωής του προϊόντος.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει χωριστή κατ' εξουσιοδότηση πράξη για κάθε συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων. Όταν η Επιτροπή αποφασίζει σχετικά με το χρονοδιάγραμμα έγκρισης της κατ' εξουσιοδότηση πράξης για συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων, δεν καθυστερεί την έκδοσή του για λόγους που σχετίζονται με την έκδοση άλλης κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αφορά άλλη συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων, εκτός εάν αυτό επιβάλλεται από εξαιρετικές περιστάσεις.

5.   Η Επιτροπή τηρεί επικαιροποιημένο κατάλογο όλων των σχετικών κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, καθώς και των μέτρων για την ανάπτυξη της οδηγίας 2009/125/ΕΚ, περιλαμβανομένων πλήρων παραπομπών σε όλα τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα.

Άρθρο 17

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 παράγραφοι 4 και 5 και στο άρθρο 16 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο έξι ετών από την 1η Αυγούστου 2017. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν τη λήξη της εξαετίας. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφοι 4 και 5 και στο άρθρο 16 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Η διαβούλευση με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών πραγματοποιείται μετά τη διαβούλευση βάσει του άρθρου 14.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

6.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 4 και 5 και του άρθρου 16 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 18

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 19 της οδηγίας 2009/125/ΕΚ. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 19

Αξιολόγηση και υποβολή εκθέσεων

Το αργότερο στις 2 Αυγούστου 2025, η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και διαβιβάζει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή αξιολογεί πόσο αποτελεσματικά ο κανονισμός και οι κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού, έχουν επιτρέψει στους πελάτες να επιλέγουν αποδοτικότερα προϊόντα, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεών του στις επιχειρήσεις, στην κατανάλωση ενέργειας, στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στις δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς, καθώς και του κόστους για τη δημιουργία και τη διατήρηση της βάσης δεδομένων.

Άρθρο 20

Κατάργηση και μεταβατικά μέτρα

1.   Η οδηγία 2010/30/ΕΕ καταργείται από την 1η Αυγούστου 2017.

2.   Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

3.   Όσον αφορά τα μοντέλα, οι μονάδες των οποίων διατέθηκαν στην αγορά ή τέθηκαν σε λειτουργία σύμφωνα με την οδηγία 2010/30/ΕΕ πριν από την 1η Αυγούστου 2017, οι προμηθευτές θέτουν, επί διάστημα πέντε ετών μετά την κατασκευή της τελικής μονάδας, ηλεκτρονική έκδοση του τεχνικού φακέλου στη διάθεση των αρμοδίων αρχών, προς έλεγχο, εντός 10 ημερών από την παραλαβή σχετικής αίτησης από τις αρχές εποπτείας της αγοράς ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

4.   Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/30/ΕΕ και την οδηγία 96/60/ΕΚ παραμένουν σε ισχύ μέχρι να καταργηθούν από κατ' εξουσιοδότηση πράξη εκδιδομένη κατά το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού που θα καλύπτει την οικεία ομάδα προϊόντων.

Οι εκ του παρόντος κανονισμού υποχρεώσεις θα ισχύουν για τις ομάδες προϊόντων που καλύπτονται από κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδιδόμενες σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/30/ΕΕ και από την οδηγία 96/60/ΕΚ.

5.   Όσον αφορά τις ομάδες προϊόντων που καλύπτονται ήδη από κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/30/ΕΕ, ή από την οδηγία 96/60/ΕΚ, όταν η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού, η ταξινόμηση ενεργειακής απόδοσης της οδηγίας 2010/30/ΕΕ μπορεί κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που εισάγουν αναπροσαρμοσμένη κλίμακα σημάνσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τέταρτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Αυγούστου 2017.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο το άρθρο 4 που αφορά τις υποχρεώσεις των προμηθευτών σε σχέση με τη βάση δεδομένων για τα προϊόντα εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 4 Ιουλίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 82 της 3.3.2016, σ. 6.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιουνίου 2017 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2017.

(3)  Οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω της επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με αυτά (ΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα (ΕΕ L 285 της 31.10.2009, σ. 10).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(6)  Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 2001 για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4).

(7)  Απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και για την κατάργηση της απόφασης 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82).

(8)  Οδηγία 96/60/ΕΚ της Επιτροπής της 19ης Σεπτεμβρίου 1996 για την εκτέλεση της οδηγίας 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών πλυντηρίων-στεγνωτηρίων ρούχων (ΕΕ L 266 της 18.10.1996, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

(12)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 811/2013 της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την ενεργειακή επισήμανση των θερμαντήρων χώρου, των θερμαντήρων συνδυασμένης λειτουργίας, των συγκροτημάτων θερμαντήρα χώρου, ρυθμιστή θερμοκρασίας και ηλιακής συσκευής, καθώς και των συγκροτημάτων θερμαντήρα συνδυασμένης λειτουργίας, ρυθμιστή θερμοκρασίας και ηλιακής συσκευής (ΕΕ L 239 της 6.9.2013, σ. 1).

(13)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 812/2013 της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας των θερμαντήρων νερού, των δεξαμενών αποθήκευσης ζεστού νερού και των συγκροτημάτων θερμαντήρα νερού και ηλιακής συσκευής (ΕΕ L 239 της 6.9.2013, σ. 83).

(14)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/1187 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2015, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την ενεργειακή επισήμανση των λεβήτων στερεού καυσίμου και των συγκροτημάτων λέβητα στερεού καυσίμου, συμπληρωματικών θερμαντήρων, ρυθμιστών θερμοκρασίας και ηλιακών συσκευών (ΕΕ L 193 της 21.7.2015, σ. 43).

(15)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1059/2010 της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2010, που συμπληρώνει την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών πλυντηρίων πιάτων (ΕΕ L 314 της 30.11.2010, σ. 1).

(16)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1060/2010 της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2010, που συμπληρώνει την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών ψυκτικών συσκευών (ΕΕ L 314 της 30.11.2010, σ. 17).

(17)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1061/2010 της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2010, που συμπληρώνει την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας των οικιακών πλυντηρίων ρούχων (ΕΕ L 314 της 30.11.2010, σ. 47).

(18)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2010 της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2010, που συμπληρώνει την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας των τηλεοράσεων (ΕΕ L 314 της 30.11.2010, σ. 64).

(19)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 874/2012 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2012, που συμπληρώνει την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας των ηλεκτρικών λαμπτήρων και φωτιστικών (ΕΕ L 258 της 26.9.2012, σ. 1).

(20)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).

(21)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2017/46 της Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 2017, σχετικά με την ασφάλεια των συστημάτων επικοινωνίας και πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ L 6 της 11.1.2017, σ. 40).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

1.

Πληροφορίες που τίθενται από τον προμηθευτή στο δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων:

α)

η επωνυμία ή το εμπορικό σήμα, διεύθυνση, στοιχεία επικοινωνίας και άλλα στοιχεία ταυτοποίησης του προμηθευτή·

β)

το αναγνωριστικό μοντέλου·

γ)

η σήμανση σε ηλεκτρονική μορφή·

δ)

η τάξη ή οι τάξεις ενεργειακής απόδοσης και οι άλλες παράμετροι της σήμανσης.

ε)

οι παράμετροι του δελτίου πληροφοριών για το προϊόν σε ηλεκτρονική μορφή.

2.

Πληροφορίες που τίθενται στη διαδικτυακή πύλη από την Επιτροπή:

α)

τα στοιχεία επικοινωνίας των αρχών εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών·

β)

το πρόγραμμα εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 15·

γ)

τα πρακτικά του φόρουμ διαβούλευσης·

δ)

κατάλογος των κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων, των μεταβατικών μεθόδων μέτρησης και υπολογισμού και των εφαρμοστέων εναρμονισμένων προτύπων.

3.

Πληροφορίες που τίθενται από τον προμηθευτή στο τμήμα της βάσης δεδομένων που αφορά τη συμμόρφωση:

α)

το αναγνωριστικό μοντέλου όλων των ισοδύναμων μοντέλων που έχουν διατεθεί ήδη στην αγορά·

β)

η τεχνική τεκμηρίωση που προσδιορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 5.

Η Επιτροπή παρέχει ένα σύνδεσμο προς το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας για την εποπτεία της αγοράς (ICSMS), το οποίο περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των ελέγχων συμμόρφωσης που διενεργούν τα κράτη μέλη και τα λαμβανόμενα προσωρινά μέτρα.

4.

Λειτουργικά κριτήρια για το δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων:

α)

κάθε μοντέλο προϊόντος μπορεί να ανακτηθεί ως ατομικός φάκελος·

β)

παράγει ένα ενιαίο αρχείο που μπορεί κανείς να διαβάσει, να «κατεβάσει» και να εκτυπώσει, το οποίο θα περιλαμβάνει την ενεργειακή σήμανση κάθε προϊόντος, καθώς και το κείμενο του πλήρους δελτίου πληροφοριών του προϊόντος σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης·

γ)

οι πληροφορίες είναι αναγνώσιμες από μηχάνημα, είναι ταξινομήσιμες και αναζητήσιμες, πληρούν τα ανοικτά πρότυπα για χρήση από τρίτους και παρέχονται δωρεάν·

δ)

δημιουργείται και διατηρείται ένα ηλεκτρονικό γραφείο εξυπηρέτησης ή σημείο επαφής για τους προμηθευτές, στο οποίο παραπέμπει σαφώς η διαδικτυακή πύλη.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 2010/30/ΕΕ

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 2 στοιχείο α)

Άρθρο 2 σημείο 1)

Άρθρο 2 στοιχείο β)

Άρθρο 2 σημείο 22)

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 σημείο 13)

Άρθρο 2 στοιχείο η)

Άρθρο 2 σημείο 14)

Άρθρο 2 στοιχείο θ)

Άρθρο 2 σημείο 8)

Άρθρο 2 στοιχείο ι)

Άρθρο 2 σημείο 9)

Άρθρο 2 στοιχείο ια)

Άρθρο 3

Άρθρο 7

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 6 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 6 στοιχείο β) και άρθρο 9

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 4 στοιχείο α)

Άρθρο 5

Άρθρο 4 στοιχείο β)

Άρθρο 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 στοιχείο α)

Άρθρο 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 στοιχείο α)

Άρθρο 5

Άρθρο 3 παράγραφος 1 και άρθρο 6

Άρθρο 5 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 5 στοιχείο β) σημεία (i), (ii), (iii) και (iv)

Άρθρο 4 παράγραφος 6 και παράρτημα I

Άρθρο 5 στοιχείο γ)

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 5 στοιχείο δ)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 5 στοιχείο δ) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 5 στοιχείο ε)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 5 στοιχείο στ)

Άρθρο 5 στοιχείο ζ)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 5 στοιχείο η)

Άρθρο 6

Άρθρο 5 παράγραφος 1 και άρθρο 6

Άρθρο 6 στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 6 στοιχείο β)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 7

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχεία ε) και ζ)

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 16

Άρθρο 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 14

Άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο ια)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο η)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ) τρίτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ) τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ) πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 11

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο ε)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο ε)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο στ)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο η)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο ζ)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο ι)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο η)

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο θ)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο θ)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο ι)

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο ιε)

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 13

Άρθρο 17 παράγραφος 6

Άρθρο 14

Άρθρο 19

Άρθρο 15

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 20

Άρθρο 18

Άρθρο 21

Άρθρο 19

Άρθρο 21

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II


28.7.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/24


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/1370 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 4ης Ιουλίου 2017

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφος 2 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου (2) καθιέρωσε τη θεώρηση ενιαίου τύπου.

(2)

Το τρέχον κοινό σχέδιο για την αυτοκόλλητη ετικέτα θεώρησης, το οποίο κυκλοφορεί επί 20 έτη, θεωρείται ότι έχει υπονομευτεί εξαιτίας σοβαρών περιστατικών παραποίησης και απάτης.

(3)

Θα πρέπει συνεπώς να εκπονηθεί νέο κοινό σχέδιο με περισσότερο σύγχρονα χαρακτηριστικά ασφαλείας, για να καταστεί ασφαλέστερη η αυτοκόλλητη ετικέτα θεώρησης και για την πρόληψη της πλαστογράφησης.

(4)

Μετά από αίτηση της Ιρλανδίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή θα πρέπει να συνάψει τις δέουσες συμφωνίες με το αιτούν κράτος μέλος για την ανταλλαγή τεχνικών πληροφοριών με το εν λόγω κράτος μέλος με σκοπό την έκδοση εθνικών θεωρήσεων από το εν λόγω κράτος μέλος.

(5)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(6)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (3)· ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(7)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (4)· ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(8)

Ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή που συνδέεται με αυτό κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2003, του άρθρου 4 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2005 και του άρθρου 4 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2011 αντίστοιχα.

(9)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας η οποία συνήφθη από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατίας της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν (5), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (6).

(10)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (7), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 στοιχείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (8).

(11)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (9), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 στοιχείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (10).

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1683/95 θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕK) αριθ. 1683/95 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 7, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Μετά από αίτημα της Ιρλανδίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή συνάπτει τις δέουσες συμφωνίες με το αιτούν κράτος μέλος για την ανταλλαγή τεχνικών πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 2 με σκοπό την έκδοση εθνικών θεωρήσεων από το αιτούν κράτος μέλος.

Οι δαπάνες στις οποίες η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλύπτονται από την Ιρλανδία ή το Ηνωμένο Βασίλειο αντίστοιχα, εφόσον υποβάλουν μια τέτοια αίτηση.».

2)

Το παράρτημα αντικαθίσταται από την εικόνα και το κείμενο που παρατίθενται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Οι αυτοκόλλητες ετικέτες θεώρησης που πληρούν τις προδιαγραφές οι οποίες ορίζονται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1683/95 και οι οποίες ισχύουν έως την ημερομηνία που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού μπορούν να χρησιμοποιούνται για θεωρήσεις που εκδίδονται κατά τη διάρκεια εξαμήνου μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό το αργότερο 15 μήνες μετά τη θέσπιση των περαιτέρω τεχνικών προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1683/95.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 4 Ιουλίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Ιουνίου 2017 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2017.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1683/95 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1995, για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου (ΕΕ L 164 της 14.7.1995, σ. 1).

(3)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(4)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).

(5)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(6)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(7)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008 σ. 52.

(8)  Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(10)  Απόφαση 2011/350/ΕE του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1683/95 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Image

Στοιχεία ασφαλείας

1.

Κατασκευάζεται σύμφωνα με υψηλά πρότυπα ασφάλειας ενσωματωμένη έγχρωμη φωτογραφία του κατόχου.

2.

Στη θέση αυτή υπάρχει περιθλαστική οπτικά μεταβλητή διάταξη (“Κινησιόγραμμα” ή αντίστοιχη). Ανάλογα με τη γωνία παρατήρησης, διακρίνονται τα γράμματα “EU”, “EUE” και κινηματικές γραμμές με γραμμοκοσμήματα σε ποικίλα μεγέθη και χρώματα.

3.

Η θέση αυτή περιλαμβάνει τον τριψήφιο κωδικό χώρας όπως εκτίθεται στο έγγραφο 9303 του ICAO για τα μηχαναγνώσιμα ταξιδιωτικά έγγραφα του κράτους μέλους έκδοσης ή το ακρώνυμο “BNL” εάν εκδίδεται από το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο ή τις Κάτω Χώρες, με οπτικά μεταβλητό χρωματισμό. Ανάλογα με τη γωνία παρατήρησης, εμφανίζεται σε διάφορα χρώματα.

4.

Στη θέση αυτή εμφανίζονται, με κεφαλαία γράμματα, τα ακόλουθα:

α)

η λέξη “VISA”. Το κράτος μέλος έκδοσης μπορεί να συμπεριλάβει τον ταυτόσημο όρο σε άλλη επίσημη γλώσσα των οργάνων της Ένωσης,

β)

το όνομα του κράτους μέλους έκδοσης, στα αγγλικά, στα γαλλικά και σε μια άλλη επίσημη γλώσσα των οργάνων της Ένωσης,

γ)

τον τριψήφιο κωδικό χώρας του κράτους μέλους έκδοσης, όπως εκτίθεται στο έγγραφο 9303 του ICAO.

5.

Η θέση αυτή περιλαμβάνει τον εννεαψήφιο εθνικό αριθμό της αυτοκόλλητης ετικέτας θεώρησης σε οριζόντιο προσανατολισμό, ο οποίος προτυπώνεται με μαύρο χρώμα. Χρησιμοποιείται ειδικός τύπος γραμματοσειράς.

6.

Η θέση αυτή περιλαμβάνει τον εννεαψήφιο εθνικό αριθμό της αυτοκόλλητης ετικέτας θεώρησης σε κατακόρυφη θέση, ο οποίος προτυπώνεται με κόκκινο χρώμα. Χρησιμοποιείται ειδικός τύπος γραμματοσειράς, διαφορετικός από εκείνον που χρησιμοποιείται στη θέση 5. Ο “αριθμός της αυτοκόλλητης ετικέτας θεώρησης” είναι ο αποτελούμενος εκ τριών γραμμάτων κωδικός χώρας όπως εκτίθεται στο έγγραφο 9303 του ICAO και ο εθνικός αριθμός που αναφέρεται στις θέσεις 5 και 6.

7.

Η θέση αυτή περιέχει τα γράμματα “EU”, τυπωμένα ως λανθάνουσα εικόνα. Τα εν λόγω γράμματα εμφανίζονται σκούρα όταν παρατηρούνται υπό κλίση μακριά από τον θεατή και ανοιχτόχρωμα όταν μετά στραφούν κατά 90o.

8.

Η θέση αυτή περιλαμβάνει τον κωδικό που αναφέρεται στη θέση 3 τυπωμένους υπό μορφή λανθάνουσας εικόνας. Ο εν λόγω κωδικός εμφανίζεται σκούρος όταν παρατηρείται υπό κλίση μακριά από τον θεατή και ανοιχτόχρωμος όταν μετά στραφεί κατά 90o.

Τμήματα προς συμπλήρωση

Τα επεξηγηματικά κείμενα για τις θέσεις είναι στα αγγλικά και γαλλικά. Το κράτος μέλος έκδοσης μπορεί να προσθέσει μετάφραση σε μια άλλη επίσημη γλώσσα των οργάνων της Ένωσης.

9.

Στη θέση αυτή υπάρχουν οι λέξεις “ισχύει για”. Η εκδίδουσα αρχή σημειώνει το έδαφος εντός του οποίου δικαιούται να ταξιδεύει ο κάτοχος της θεώρησης.

10.

Στη θέση αυτή υπάρχει η λέξη “από” και παρακάτω στην ίδια σειρά εμφανίζεται η λέξη “μέχρι”. Η εκδίδουσα αρχή σημειώνει την περίοδο της παραμονής του κατόχου της θεώρησης που επιτρέπεται από τη θεώρηση. Παρακάτω στην ίδια σειρά υπάρχουν οι λέξεις “διάρκεια παραμονής” (δηλαδή η διάρκεια της προβλεπόμενης παραμονής του αιτούντος) και πάλι η λέξη “ημέρες”.

11.

Στη θέση αυτή υπάρχουν οι λέξεις “είδος θεώρησης”. Η εκδίδουσα αρχή σημειώνει την κατηγορία της θεώρησης. Παρακάτω στην ίδια σειρά αναγράφονται οι λέξεις “Αριθ. διαβατηρίου” και “αριθμός εισόδων”.

12.

Στη θέση αυτή υπάρχουν οι λέξεις “εκδοθείσα σε” και χρησιμοποιούνται για να σημειώνεται ο τόπος της εκδίδουσας αρχής. Παρακάτω στην ίδια σειρά αναγράφεται η λέξη “την” (μετά την οποία συμπληρώνεται η ημερομηνία έκδοσης από την εκδίδουσα αρχή).

13.

Στη θέση αυτή υπάρχουν οι λέξεις “Επώνυμο, Όνομα”.

14.

Στη θέση αυτή υπάρχει η λέξη “παρατηρήσεις”. Η περιοχή κάτω από τη λέξη “παρατηρήσεις” χρησιμοποιείται από την εκδίδουσα αρχή για να συμπληρωθούν τυχόν περαιτέρω στοιχεία.

15.

Στη θέση αυτή υπάρχουν οι σχετικές μηχαναγνώσιμες πληροφορίες για να διευκολύνονται οι έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα. Η μηχαναγνώσιμη ζώνη περιλαμβάνει ένα τυπωμένο κείμενο στην ορατή εκτύπωση δαπέδου με τις λέξεις “Ευρωπαϊκή Ένωση” σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Το κείμενο αυτό δεν επηρεάζει τα τεχνικά χαρακτηριστικά της μηχαναγνώσιμης ζώνης ή την ικανότητά της να αναγνωστεί.

16.

Η θέση αυτή προορίζεται για την ενδεχόμενη προσθήκη ενός κοινού δισδιάστατου γραμμικού κώδικα.

».

ΟΔΗΓΙΕΣ

28.7.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/29


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2017/1371 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 5ης Ιουλίου 2017

σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 83, παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης δεν αφορά μόνο τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού, αλλά επεκτείνεται και σε όλα τα μέτρα που επηρεάζουν αρνητικά ή που απειλούν να επηρεάσουν αρνητικά τα στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης, καθώς και εκείνα των κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω μέτρα σχετίζονται με τις πολιτικές της Ένωσης.

(2)

Η σύμβαση που καταρτίστηκε με βάση το άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Ιουλίου 1995 (3) , καθώς και τα πρωτόκολλα αυτής, της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 (4), της 29ης Νοεμβρίου 1996 (5) και της 19ης Ιουνίου 1997 (6) («η σύμβαση»), καθιερώνει ελάχιστους κανόνες όσον αφορά τον προσδιορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων σε περιπτώσεις απάτης θίγουσας τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Τα κράτη μέλη κατάρτισαν τη σύμβαση στην οποία τονίστηκε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η απάτη που θίγει τα έσοδα και τις δαπάνες της Ένωσης δεν περιορίζεται σε μία μόνο χώρα και συχνά διαπράττεται από δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος. Σε αυτό το πνεύμα, η σύμβαση αναγνώριζε ήδη ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης καθιστούσε επιτακτική την ποινική δίωξη κάθε δόλιας συμπεριφοράς που θίγει τα εν λόγω συμφέροντα. Παράλληλα, εκδόθηκε ο κανονισμός (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου (7). Ο συγκεκριμένος κανονισμός θέτει γενικούς κανόνες περί ομοιογενών ελέγχων και διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που αφορούν παρατυπίες σχετικά με το ενωσιακό δίκαιο, ενώ, παράλληλα, αναφέρεται σε τομεακούς κανόνες σε αυτό το πεδίο, σε δόλιες πράξεις ως ορίζονται στη σύμβαση, και στην εφαρμογή του ποινικού δικαίου και των ποινικών διαδικασιών των κρατών μελών.

(3)

Η ενωσιακή πολιτική στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μέτρων εναρμόνισης όπως ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95. Για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής σε αυτόν τον τομέα, είναι άκρως απαραίτητο να συνεχιστεί η προσέγγιση των ποινικών δικαίων των κρατών μελών με τη συμπλήρωση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης που παρέχεται βάσει του διοικητικού και του αστικού δικαίου έναντι των πλέον σοβαρών περιπτώσεων απάτης στο πεδίο αυτό, και την παράλληλη αποφυγή των αντιφάσεων τόσο εντός όσο και μεταξύ των εν λόγω τομέων του δικαίου.

(4)

Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης επιβάλλει τη θέσπιση κοινού ορισμού της απάτης ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να καλύπτει κάθε δόλια συμπεριφορά που αφορά έσοδα, δαπάνες και στοιχεία ενεργητικού εις βάρος του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο προϋπολογισμός της Ένωσης»), συμπεριλαμβανομένων δημοσιονομικών πράξεων όπως δανειοληπτικές και δανειοδοτικές δραστηριότητες. Η έννοια των σοβαρών αδικημάτων κατά του κοινού συστήματος του φόρου προστιθέμενης αξίας («ΦΠΑ») όπως θεσπίστηκε από την οδηγία 2006/112/EΚ του Συμβουλίου (8) (το «κοινό σύστημα ΦΠΑ») αναφέρεται στις πλέον σοβαρές μορφές απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, ιδίως στην αλυσιδωτή απάτη, την απάτη περί τον ΦΠΑ μέσω αφανών εμπόρων και την απάτη περί τον ΦΠΑ στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, που εγείρουν σοβαρές απειλές για το κοινό σύστημα ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Τα αδικήματα κατά του κοινού συστήματος ΦΠΑ θα πρέπει να θεωρούνται σοβαρά όταν συνδέονται με την επικράτεια δύο ή περισσότερων κρατών μελών, προκύπτουν από δόλιο σχέδιο στο πλαίσιο του οποίου διαπράττονται κατά διαρθρωμένο τρόπο με σκοπό την αδικαιολόγητη κατάχρηση του κοινού συστήματος ΦΠΑ, και προκαλούν συνολική ζημία τουλάχιστον 10 000 000 EUR. Ως συνολική ζημία νοείται η εκτιμώμενη ζημία η οποία απορρέει από το συνολικό σχέδιο της απάτης, τόσο για τα οικονομικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων κρατών μελών όσο και για την Ένωση, ενώ εξαιρούνται τα επιτόκια ή οι κυρώσεις. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στις προσπάθειες για την καταπολέμηση των εγκληματικών αυτών φαινομένων.

(5)

Όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό της Ένωσης με επιμερισμένη ή έμμεση διαχείριση, μπορεί να αναθέτει καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού στα κράτη μέλη ή στα λοιπά όργανα και οργανισμούς που δημιουργήθηκαν δυνάμει των Συνθηκών ή σε άλλες οντότητες ή πρόσωπα. Στην περίπτωση τέτοιας επιμερισμένης ή έμμεσης διαχείρισης, τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θα πρέπει να τυγχάνουν του ίδιου επιπέδου προστασίας με αυτού που τυγχάνουν όταν λαμβάνει χώρα άμεση διαχείριση από την Επιτροπή.

(6)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη σύναψη των συμβάσεων, ως δαπάνες νοούνται όλες οι δαπάνες σε σχέση με τις δημόσιες συμβάσεις που καθορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(7)

Το ενωσιακό δίκαιο περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εφαρμόζεται πλήρως στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με αντικείμενο περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από τα ποινικά αδικήματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Με την παραπομπή στο εν λόγω δίκαιο θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το καθεστώς κυρώσεων που θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα σοβαρά ποινικά αδικήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

(8)

Η διαφθορά συνιστά ιδιαίτερα σοβαρή απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και ενδέχεται σε πολλές περιπτώσεις να συνδέεται με δόλια συμπεριφορά. Εφόσον όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί έχουν την υποχρέωση να ασκούν κρίση ή διακριτική ευχέρεια με αμεροληψία, η δωροδοκία προκειμένου να επηρεαστεί η κρίση ή η διακριτική ευχέρεια ενός δημόσιου λειτουργού και η δωροληψία θα πρέπει να εμπίπτουν στους ορισμούς της διαφθοράς ανεξαρτήτως των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που εφαρμόζονται στη χώρα του συγκεκριμένου λειτουργού ή του οικείου διεθνούς οργανισμού.

(9)

Τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορούν να θιγούν από συγκεκριμένες συμπεριφορές δημόσιου λειτουργού στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείριση κονδυλίων ή στοιχείων ενεργητικού, είτε αυτός τα διαχειρίζεται αμέσως είτε ενεργεί ως επόπτης, οι οποίες συμπεριφορές αποβλέπουν στην υπεξαίρεση κονδυλίων ή στοιχείων ενεργητικού κατά τρόπο που αντίκειται στον προβλεπόμενο σκοπό τους και με τις οποίες θίγονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να οριστούν επακριβώς τα ποινικά αδικήματα στα οποία εμπίπτουν οι εν λόγω συμπεριφορές.

(10)

Όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας και της υπεξαίρεσης, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθεί ορισμός των δημόσιων λειτουργών ο οποίος να καλύπτει το σύνολο των σχετικών λειτουργών που κατέχουν επίσημο αξίωμα είτε στην Ένωση ή στα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες. Οι ιδιώτες συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο στη διαχείριση κονδυλίων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, προκειμένου να προστατεύονται επαρκώς τα ενωσιακά κονδύλια από τη δωροδοκία και την υπεξαίρεση, ο ορισμός του «δημόσιου λειτουργού» χρειάζεται να καλύπτει και τα άτομα τα οποία δεν κατέχουν επίσημο αξίωμα, αλλά τα οποία, ωστόσο, αναλαμβάνουν και ασκούν, κατά παρόμοιο τρόπο, καθήκοντα δημόσιου τομέα που συνδέονται με ενωσιακά κονδύλια, όπως οι εργολάβοι που συμμετέχουν στη διαχείριση τέτοιων κονδυλίων.

(11)

Όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, η έννοια της πρόθεσης πρέπει να ισχύει για όλα τα στοιχεία που συνιστούν τα εν λόγω ποινικά αδικήματα. Ο εκ προθέσεως χαρακτήρας ενέργειας ή παράλειψης μπορεί να συνάγεται από αντικειμενικά, πραγματικά περιστατικά. Τα ποινικά αδικήματα για τα οποία δεν απαιτείται πρόθεση δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(12)

Η παρούσα οδηγία δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ποινές φυλάκισης για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων που δεν χαρακτηρίζονται σοβαρά, σε περιπτώσεις όπου η πρόθεση θεωρείται κατά τεκμήριο υφιστάμενη βάσει του εθνικού δικαίου.

(13)

Ορισμένα ποινικά αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σχετίζονται συχνά στην πράξη στενά με τα ποινικά αδικήματα που υπάγονται στο άρθρο 83 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στις ενωσιακές νομοθετικές πράξεις που βασίζονται στην εν λόγω διάταξη. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω νομοθετικών πράξεων και της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τη διατύπωσή της.

(14)

Στον βαθμό που τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μπορούν να θιγούν ή να απειληθούν από πρακτικές αποδιδόμενες σε νομικά πρόσωπα, τα νομικά πρόσωπα θα πρέπει να φέρουν ευθύνη για τα ποινικά αδικήματα, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, τα οποία διαπράττονται εξ ονόματός τους.

(15)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ισοδύναμη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στο σύνολο της Ένωσης μέσω μέτρων που θα πρέπει να λειτουργούν αποτρεπτικά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν ορισμένα είδη και επίπεδα κυρώσεων για τις περιπτώσεις διάπραξης των ποινικών αδικημάτων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Το επίπεδο των κυρώσεων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει αυτό που αναλογεί στα αδικήματα.

(16)

Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία προβλέπει ελάχιστους κανόνες, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους κανόνες για ποινικά αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

(17)

Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει την προσήκουσα και αποτελεσματική εφαρμογή πειθαρχικών μέτρων ή κυρώσεων πέραν αυτών που έχουν ποινικό χαρακτήρα. Κυρώσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να εξομοιωθούν με ποινικές κυρώσεις και έχουν ήδη επιβληθεί στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια συμπεριφορά μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή ποινής στο εν λόγω πρόσωπο για ποινικό αδίκημα που ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Για λοιπές κυρώσεις, θα πρέπει να τηρείται απαρεγκλίτως η αρχή της απαγόρευσης της υποβολής ενός ατόμου σε ποινική δίκη και της επιβολής ποινής δύο φορές για το ίδιο ποινικό αδίκημα (ne bis in idem). Η παρούσα οδηγία δεν ποινικοποιεί συμπεριφορές που δεν υπόκεινται επίσης σε πειθαρχικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα σχετικά με παράβαση επίσημων καθηκόντων, όταν αυτές οι πειθαρχικές κυρώσεις ή τα άλλα μέτρα μπορούν να εφαρμοστούν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

(18)

Στις κυρώσεις για φυσικά πρόσωπα θα πρέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προβλέπεται μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να συγκαταλέγονται τουλάχιστον εκείνες στις οποίες σημειώθηκε σημαντική ζημία ή αποκτήθηκε σημαντικό όφελος, όπου η ζημία ή το όφελος θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι είναι σημαντικό όταν υπερβαίνει τις 100 000 EUR. Όταν δίκαιο κράτους μέλους δεν προβλέπει ρητώς κατώτατο όριο για σημαντική ζημία ή σημαντικό όφελος ως βάση για μέγιστη ποινή, το κράτος μέλος θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το ποσό της ζημίας ή του οφέλους λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήριά του κατά τον καθορισμό των κυρώσεων για απάτη και για άλλα ποινικά αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν άλλα στοιχεία που να καταδεικνύουν τον σοβαρό χαρακτήρα ενός ποινικού αδικήματος, για παράδειγμα όταν η ζημία ή το όφελος είναι δυνητικά, πλην όμως πολύ σημαντικά. Ωστόσο, για αδικήματα κατά του κοινού συστήματος ΦΠΑ, το κατώτατο όριο πέραν του οποίου η ζημιά ή το όφελος θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι είναι σημαντικό είναι, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, 10 000 000 EUR. Η θέσπιση κατώτατων επιπέδων μέγιστων ποινών φυλάκισης είναι αναγκαία ώστε να διασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε ολόκληρη την Ένωση. Οι ποινές αποσκοπούν να λειτουργούν ως ισχυρό αντικίνητρο για τους επίδοξους εγκληματίες, με επίδραση σε ολόκληρη την Ένωση.

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το γεγονός ότι διαπράττεται ποινικό αδίκημα από εγκληματική οργάνωση κατά την έννοια της απόφασης-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου (10) θεωρείται επιβαρυντική περίσταση σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες που προβλέπονται στην έννομη τάξη τους. Θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε η επιβαρυντική περίσταση να μπορεί να εξετάζεται από τα δικαστήρια κατά την επιβολή ποινών στους δράστες, χωρίς να πρέπει να είναι, ωστόσο, υποχρεωτική η συνεκτίμηση της εν λόγω επιβαρυντικής περίστασης στην απόφαση των δικαστηρίων. Τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν την επιβαρυντική περίσταση όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι τα ποινικά αδικήματα που ορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ τιμωρούνται ως χωριστά ποινικά αδικήματα και μπορούν να επισύρουν αυστηρότερες ποινές.

(20)

Με δεδομένη, ιδίως, την κινητικότητα των δραστών και των εσόδων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και λόγω της περιπλοκότητας των σχετικών διασυνοριακών ερευνών, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να καθορίσει τη διεθνή δικαιοδοσία του ούτως ώστε να είναι σε θέση να πατάσσει τις εν λόγω δραστηριότητες. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διασφαλίζει εν προκειμένω ότι η δικαιοδοσία του καλύπτει ποινικά αδικήματα που διαπράττονται μέσω τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών στην οποία η πρόσβαση έχει γίνει από την επικράτειά του.

(21)

Δεδομένων των ενδεχόμενων πολλαπλών δικαιοδοσιών για διασυνοριακά ποινικά αδικήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η αρχή ne bis in idem τηρείται πλήρως κατά την εφαρμογή του εθνικού νόμου μεταφοράς της παρούσας οδηγίας.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής που είναι απαραίτητες ώστε να μπορούν να πατάσσουν τις παράνομες δραστηριότητες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων κολάσιμων με μέγιστη ποινή τουλάχιστον τεσσάρων ετών φυλάκισης, η προθεσμία παραγραφής θα πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε έτη από τη χρονική στιγμή διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Αυτό θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη των κρατών μελών που δεν θέτουν προθεσμίες παραγραφής για διερεύνηση, δίωξη και επιβολή του νόμου.

(23)

Με την επιφύλαξη των κανόνων περί διασυνοριακής συνεργασίας και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις και άλλων κανόνων δυνάμει του ενωσιακού δικαίου, ιδίως δυνάμει του κανονισμού (EΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), είναι αναγκαίο να προβλέπεται δεόντως η δυνατότητα συνεργασίας, με στόχο τη διασφάλιση αποτελεσματικής δράσης κατά των ποινικών αδικημάτων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, καθώς και της τεχνικής και επιχειρησιακής βοήθειας που παρέχεται από την Επιτροπή προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, διότι ενδεχομένως να χρειαστεί να διευκολύνουν τον συντονισμό των ερευνών τους. Η εν λόγω βοήθεια δεν θα πρέπει να συνεπάγεται συμμετοχή της Επιτροπής στις διαδικασίες διερεύνησης ή δίωξης μεμονωμένων ποινικών υποθέσεων που διεξάγουν οι εθνικές αρχές. Το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι ελεγκτές που είναι υπεύθυνοι για τον έλεγχο των προϋπολογισμών των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης θα πρέπει να κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και σε άλλες αρμόδιες αρχές κάθε γεγονός που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ποινικό αδίκημα δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα εθνικά όργανα ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 59 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, πράττουν το ίδιο, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

(24)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Η έκθεση μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από προτάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές εξελίξεις, ιδίως όσον αφορά τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Ένωσης.

(25)

Η σύμβαση θα πρέπει να αντικατασταθεί από την παρούσα οδηγία για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από αυτή.

(26)

Για την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο δ) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), η αναφορά σε σοβαρή απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της σύμβασης θα πρέπει να ερμηνευθεί ως απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 7 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας ή, όσον αφορά παραβάσεις του κοινού συστήματος ΦΠΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

(27)

Η προσήκουσα εφαρμογή της παρούσας οδηγίας από τα κράτη μέλη περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και την ανταλλαγή των εν λόγω δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών, αφενός, και μεταξύ των αρμόδιων οργάνων της Ένωσης, αφετέρου. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών θα πρέπει να ρυθμίζεται από το κεκτημένο της Ένωσης. Η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των κρατών μελών θα πρέπει να εκτελείται σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Στον βαθμό που τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης υποβάλλουν σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) ή, όπου ισχύουν, άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις που ρυθμίζουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα εν λόγω όργανα και οργανισμούς, καθώς και οι εφαρμοστέοι κανόνες σχετικά με το απόρρητο των δικαστικών ερευνών.

(28)

Το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα της εφαρμογής κυρώσεων βάσει του ποινικού δικαίου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») και ειδικότερα το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία επιλογής του επαγγέλματος και το δικαίωμα προς εργασία, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα της υπεράσπισης, την αρχή της νομιμότητας και την αρχή της αναλογικότητας των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων, καθώς και την αρχή ne bis in idem. Η παρούσα οδηγία επιδιώκει τον πλήρη σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών και πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως.

(29)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζουν την ταχεία ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και τη μεταφορά τους στον προϋπολογισμό της Ένωσης, με την επιφύλαξη των σχετικών τομεακών κανόνων της Ένωσης για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και την ανάκτηση ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως.

(30)

Τα διοικητικά μέτρα και οι κυρώσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η παρούσα οδηγία δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να εφαρμόζουν διοικητικά μέτρα και κυρώσεις της Ένωσης κατά την έννοια των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95.

(31)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις στο εθνικό τους δίκαιο όσον αφορά πράξεις απάτης και συναφή με την απάτη ποινικά αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και στα οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να δημιουργεί υποχρεώσεις όσον αφορά την επιβολή τέτοιων κυρώσεων ή την εφαρμογή οποιουδήποτε άλλου διαθέσιμου συστήματος επιβολής του νόμου σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Τα κράτη μέλη μπορούν, κατ' αρχήν, να συνεχίσουν να εφαρμόζουν παράλληλα τα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. Εντούτοις, κατά την εφαρμογή του εθνικού νόμου που μεταφέρει την παρούσα οδηγία στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επιβολή ποινικών κυρώσεων για ποινικά αδικήματα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και διοικητικών μέτρων και κυρώσεων δεν οδηγεί σε παραβίαση του Χάρτη.

(32)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών στην κατά το δοκούν διάρθρωση και οργάνωση των φορολογικών τους διοικήσεων ώστε να διασφαλίζονται ο ορθός προσδιορισμός, η αξιολόγηση και η είσπραξη του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας για τον ΦΠΑ.

(33)

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων για την άρση των ασυλιών που περιλαμβάνονται στη ΣΛΕΕ, στο πρωτόκολλο αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πρωτόκολλο αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτώνται στη ΣΛΕΕ και στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στα κείμενα που τα εφαρμόζουν, ή σε παρόμοιες διατάξεις του εθνικού δικαίου. Κατά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο καθώς και κατά την εφαρμογή του εθνικού νόμου που μεταφέρει την παρούσα οδηγία στο εθνικό δίκαιο, λαμβάνονται πλήρως υπόψη αυτά τα προνόμια και οι ασυλίες, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού στην ελευθερία της θητείας του βουλευτή.

(34)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους γενικούς κανόνες και τις αρχές του εθνικού ποινικού δικαίου για την επιβολή και την εκτέλεση ποινών σύμφωνα με τα συγκεκριμένα περιστατικά κάθε μεμονωμένης υπόθεσης.

(35)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως εξαιτίας της κλίμακας και των συνεπειών της, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(36)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 και το άρθρο 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Ιρλανδία γνωστοποίησε την επιθυμία της να συμμετάσχει στη θέσπιση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(37)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(38)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(39)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο και γνωμοδότησε (15),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας κατά των ποινικών αδικημάτων που θίγουν τα εν λόγω οικονομικά συμφέροντα, συμφώνως προς το κεκτημένο της Ένωσης σε αυτόν τον τομέα.

Άρθρο 2

Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοείται το σύνολο των εσόδων, δαπανών και στοιχείων ενεργητικού που καλύπτονται, αποκτώνται μέσω ή οφείλονται:

i)

στον προϋπολογισμό της Ένωσης·

ii)

στους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης που έχουν ιδρυθεί δυνάμει των Συνθηκών ή στους προϋπολογισμούς των οποίων αυτά ασκούν άμεσα ή έμμεσα τη διαχείριση και εποπτεία·

β)

ως «νομικό πρόσωπο» νοείται μια οντότητα διαθέτουσα νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, εξαιρουμένων των κρατών ή των δημόσιων φορέων κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας και των δημόσιων διεθνών οργανισμών.

2.   Όσον αφορά τα έσοδα που προκύπτουν από τους ιδίους πόρους ΦΠΑ, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων κατά του κοινού συστήματος ΦΠΑ. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας τα αδικήματα κατά του κοινού συστήματος ΦΠΑ θεωρούνται σοβαρά όταν οι εκούσιες ενέργειες ή παραλείψεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ) συνδέονται με το έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών της Ένωσης και περιλαμβάνουν συνολική ζημία τουλάχιστον 10 000 000 EUR.

3.   Η δομή και η λειτουργία της φορολογικής διοίκησης των κρατών μελών δεν θίγονται από την παρούσα οδηγία.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΠΑΤΗ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 3

Απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης συνιστά ποινικό αδίκημα όταν διαπράττεται εκ προθέσεως.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα εξής θεωρούνται απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης:

α)

όσον αφορά τις δαπάνες που δεν σχετίζονται με προμήθειες, κάθε ενέργεια ή παράλειψη σχετικά με:

i)

τη χρήση ή την υποβολή ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την υπεξαίρεση ή την εσφαλμένη παρακράτηση πόρων ή στοιχείων ενεργητικού που προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης ή από προϋπολογισμούς των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Ένωση ή για λογαριασμό της·

ii)

την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα· ή

iii)

την κατάχρηση αυτών των πόρων ή στοιχείων ενεργητικού, για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους χορηγήθηκαν αρχικώς·

β)

όσον αφορά τις δαπάνες που σχετίζονται με προμήθειες, κάθε ενέργεια ή παράλειψη, τουλάχιστον όταν διαπράττεται με σκοπό την αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους για τον δράστη ή άλλον, ζημιώνοντας τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, σχετικά με:

i)

τη χρήση ή την υποβολή ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την υπεξαίρεση ή την εσφαλμένη παρακράτηση πόρων ή στοιχείων ενεργητικού που προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης ή από προϋπολογισμούς των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Ένωση ή για λογαριασμό της·

ii)

την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα· ή

iii)

την κατάχρηση αυτών των πόρων ή στοιχείων ενεργητικού, για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους χορηγήθηκαν αρχικώς, η οποία ζημιώνει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης·

γ)

όσον αφορά τα έσοδα, εκτός από τα έσοδα που προκύπτουν από τους ιδίους φόρους ΦΠΑ που αναφέρονται στο στοιχείο δ), κάθε ενέργεια ή παράλειψη σχετικά με:

i)

τη χρήση ή την υποβολή ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την παράνομη μείωση των πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης ή των προϋπολογισμών των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Ένωση ή για λογαριασμό της·

ii)

την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα· ή

iii)

την κατάχρηση ενός νομίμως αποκτηθέντος ευεργετήματος, με τα αυτά αποτελέσματα·

δ)

όσον αφορά τα έσοδα που προκύπτουν από τους ιδίους φόρους ΦΠΑ, κάθε ενέργεια ή παράλειψη διαπραχθείσα σε διασυνοριακές πρακτικές εξαπάτησης σχετικά με:

i)

τη χρήση ή την υποβολή ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων που σχετίζονται με τον ΦΠΑ, με αποτέλεσμα τη μείωση των πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης·

ii)

την αποσιώπηση πληροφοριών που συνδέονται με τον ΦΠΑ, κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα· ή

iii)

την ορθή παρουσίαση των δηλώσεων ΦΠΑ για τους σκοπούς της δόλιας συγκάλυψης της μη καταβολής ή της παράνομης σύστασης δικαιωμάτων στις επιστροφές ΦΠΑ.

Άρθρο 4

Άλλα ποινικά αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως περιγράφεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, με αντικείμενο περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από τα ποινικά αδικήματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, συνιστά ποινικό αδίκημα.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η παθητική και η ενεργητική δωροδοκία, όταν τελούνται εκ προθέσεως, συνιστούν ποινικά αδικήματα.

α)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «παθητική δωροδοκία» νοείται η πράξη δημόσιου λειτουργού ο οποίος ζητά ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτον, πάσης φύσεως ωφελήματα ή δέχεται υπόσχεση τέτοιου ωφελήματος, προκειμένου να ενεργήσει, ή να παραλείψει να ενεργήσει σύμφωνα με τα καθήκοντά του ή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, κατά τρόπο που ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

β)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «ενεργητική δωροδοκία» νοείται η πράξη προσώπου που υπόσχεται, προσφέρει ή δίνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, πάσης φύσεως ωφέλημα σε δημόσιο λειτουργό, για τον εαυτό του ή για τρίτον, προκειμένου να ενεργήσει, ή να παραλείψει να ενεργήσει σύμφωνα με τα καθήκοντά του ή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, κατά τρόπο που ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η υπεξαίρεση, όταν τελείται εκ προθέσεως, συνιστά ποινικό αδίκημα.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «υπεξαίρεση» νοείται η πράξη δημόσιου λειτουργού στον οποίο έχει ανατεθεί, άμεσα ή έμμεσα, η διαχείριση πόρων ή στοιχείων ενεργητικού, κατά την οποία δεσμεύει ή εκταμιεύει πόρους ή ιδιοποιείται ή χρησιμοποιεί στοιχεία ενεργητικού αντιθέτως προς τον σκοπό για τον οποίο αυτά προορίζονταν κατά τρόπο που ζημιώνει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

4.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «δημόσιος λειτουργός» νοείται:

α)

υπάλληλος της Ένωσης ή κρατικός υπάλληλος, περιλαμβανομένου κάθε κρατικού υπαλλήλου άλλου κράτους μέλους και κάθε κρατικού υπαλλήλου τρίτης χώρας·

i)

ως «υπάλληλος της Ένωσης» νοείται πρόσωπο:

που είναι υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που προσλαμβάνεται με σύμβαση από την Ένωση, κατά την έννοια του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεσπίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (16) (ο «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»), ή

που αποσπάται στην Ένωση από κράτος μέλος ή από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα και ασκεί καθήκοντα αντίστοιχα με εκείνα που ασκούν οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό της Ένωσης.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί προνομίων και ασυλιών που περιέχονται στα πρωτόκολλα αριθ. 3 και αριθ. 7, τα μέλη των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης που δημιουργούνται δυνάμει των Συνθηκών, καθώς και το προσωπικό αυτών των οργάνων, εξομοιώνονται με τους υπαλλήλους της Ένωσης, εφόσον ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δεν ισχύει για αυτούς·

ii)

ο όρος «κρατικός υπάλληλος» νοείται σε συνάρτηση με τον ορισμό του «υπαλλήλου» ή του «δημόσιου υπαλλήλου» στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας όπου το σχετικό πρόσωπο ασκεί τα καθήκοντά του.

Ωστόσο, όσον αφορά δικαστικές διαδικασίες στις οποίες εμπλέκεται κρατικός υπάλληλος κράτους μέλους ή κρατικός υπάλληλος τρίτης χώρας και οι οποίες κινούνται με πρωτοβουλία άλλου κράτους μέλους, το τελευταίο δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τον ορισμό του «κρατικού υπαλλήλου» παρά μόνον εφόσον ο εν λόγω ορισμός συνάδει με το εθνικό του δίκαιο.

Ο όρος «κρατικός υπάλληλος» περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο που κατέχει εκτελεστικό, διοικητικό ή δικαστικό αξίωμα σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Κάθε πρόσωπο που κατέχει νομοθετικό αξίωμα σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο εξομοιώνεται με κρατικό υπάλληλο·

β)

κάθε άλλο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί και το οποίο ασκεί δημόσιο λειτούργημα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η διαχείριση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες ή η λήψη αποφάσεων αναφορικά με τα εν λόγω συμφέροντα.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 5

Υποκίνηση, υποβοήθηση, συνέργεια και απόπειρα

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η υποκίνηση, και η υποβοήθηση και συνέργεια στη διάπραξη οποιουδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι κάθε απόπειρα διάπραξης οποιουδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4 παράγραφος 3 τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα.

Άρθρο 6

Ευθύνη των νομικών προσώπων

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα υπέχουν ευθύνη για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα αναφέρεται στα άρθρα 3, 4 και 5 και διαπράχθηκε προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, βάσει:

α)

εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·

β)

εξουσίας λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου· ή

γ)

εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα υπέχουν ευθύνη όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κατέστησε δυνατή τη διάπραξη, από πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του, οποιουδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 ή 5 προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου.

3.   Η ευθύνη των νομικών προσώπων δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει τη δυνατότητα για την ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων που είναι οι δράστες των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 ή υπέχουν ποινική ευθύνη βάσει του άρθρου 5.

Άρθρο 7

Κυρώσεις για τα φυσικά πρόσωπα

1.   Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5 επισύρει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι η μέγιστη ποινή για τον κολασμό των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 είναι η φυλάκιση.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι η μέγιστη ποινή για τον κολασμό των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, όταν αφορούν σημαντική ζημία ή όφελος, είναι φυλάκιση τουλάχιστον τεσσάρων ετών.

Η ζημία ή το όφελος που προκύπτει από τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) και στο άρθρο 4 τεκμαίρεται ότι είναι σημαντικό όταν η ζημία ή το όφελος υπερβαίνει τις 100 000 EUR.

Η ζημία ή το όφελος που προκύπτει από τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και υπόκεινται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 τεκμαίρεται σημαντικό.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών εάν συντρέχουν άλλες σοβαρές περιστάσεις που ορίζονται στο εθνικό τους δίκαιο.

4.   Όταν ένα ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή γ) ή στο άρθρο 4 αφορά ζημία κατώτερη των 10 000 EUR ή αποκόμιση οφέλους κατώτερου των 10 000 EUR, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν άλλες κυρώσεις αντί των ποινικών κυρώσεων.

5.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την άσκηση πειθαρχικών εξουσιών κατά δημόσιων λειτουργών από τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 8

Επιβαρυντικές περιστάσεις

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι η διάπραξη ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 3, 4 ή 5 στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ θεωρείται επιβαρυντική περίσταση.

Άρθρο 9

Κυρώσεις για τα νομικά πρόσωπα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι νομικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 6 υπόκειται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται ποινικής ή μη ποινικής φύσης χρηματικές ποινές και, ενδεχομένως, λοιπές κυρώσεις, όπως:

α)

αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·

β)

προσωρινός ή οριστικός αποκλεισμός από μειοδοτικούς διαγωνισμούς·

γ)

προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας·

δ)

θέση υπό δικαστική εποπτεία·

ε)

δικαστική εκκαθάριση·

στ)

προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.

Άρθρο 10

Δέσμευση στοιχείων και δήμευση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταστήσουν δυνατή τη δέσμευση και τη δήμευση των οργάνων τέλεσης των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5 καθώς και των προϊόντων των αδικημάτων αυτών. Τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία 2014/42/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) ενεργούν σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

Άρθρο 11

Δικαιοδοσία

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του επί των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5 όταν:

α)

το ποινικό αδίκημα διαπράττεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει εντός της επικράτειάς του· ή

β)

ο δράστης είναι υπήκοός του.

2.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του επί των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 όταν ο δράστης υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να μην εφαρμόσει τους κανόνες δικαιοδοσίας που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο ή να τους εφαρμόσει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ή μόνο όταν πληρούνται συγκεκριμένες περιστάσεις, και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

3.   Ένα κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή όταν αποφασίσει να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του στα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3, 4 ή 5, τα οποία έχουν διαπραχθεί εκτός της επικράτειάς του, σε οποιαδήποτε από τις εξής περιστάσεις:

α)

ο δράστης έχει τη συνήθη κατοικία του στην επικράτειά του·

β)

το ποινικό αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στην επικράτειά του· ή

γ)

ο δράστης είναι υπάλληλός του που ενεργεί υπό την υπηρεσιακή του ιδιότητα.

4.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζουν ότι η άσκηση της δικαιοδοσίας τους δεν εξαρτάται από τον όρο ότι η δίωξη μπορεί να ασκηθεί μόνον κατόπιν έγκλησης του θύματος στον τόπο όπου διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα ή καταγγελίας από το κράτος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα.

Άρθρο 12

Προθεσμίες παραγραφής ποινικών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη θέσπιση προθεσμίας παραγραφής για επαρκές χρονικό διάστημα ύστερα από την τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την αποτελεσματική διερεύνηση και τη δίωξη των εν λόγω ποινικών αδικημάτων και την αποτελεσματική δίκη και λήψη δικαστικής απόφασης.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να καταστήσουν δυνατή τη διερεύνηση, τη δίωξη, τη δίκη και τη λήψη δικαστικής απόφασης για τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5 και τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών, για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών από τον χρόνο τέλεσης του ποινικού αδικήματος.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν προθεσμία παραγραφής μικρότερη των πέντε ετών, αλλά όχι μικρότερη των τριών ετών, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζουν πως η εν λόγω προθεσμία μπορεί να διακοπεί ή να ανασταλεί σε περίπτωση συγκεκριμένων πράξεων.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή:

α)

ποινής υπερβαίνουσας το ένα έτος φυλάκισης, ή εναλλακτικά,

β)

ποινής φυλάκισης, στην περίπτωση ποινικού αδικήματος που τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών,

επιβληθείσας κατόπιν οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3, 4 ή 5, για τουλάχιστον πέντε έτη από την ημερομηνία της οριστικής καταδίκης. Η συγκεκριμένη περίοδος μπορεί να περιλαμβάνει παρατάσεις της προθεσμίας παραγραφής λόγω διακοπής ή αναστολής.

Άρθρο 13

Ανάκτηση ποσών

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ανάκτηση των ακόλουθων:

1)

σε επίπεδο Ένωσης, αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στο πλαίσιο της τέλεσης των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή γ), ή στο άρθρο 4 ή 5·

2)

σε εθνικό επίπεδο, μη καταβληθέντος ΦΠΑ στο πλαίσιο της τέλεσης των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ), ή στο άρθρο 4 ή 5.

Άρθρο 14

Αλληλεπίδραση με άλλες εφαρμοστέες νομικές πράξεις της Ένωσης

Η εφαρμογή διοικητικών μέτρων, ποινών και προστίμων που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως αυτών που εμπίπτουν στην έννοια των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, ή στο εθνικό δίκαιο που θεσπίζεται προς συμμόρφωση με ειδική υποχρέωση βάσει του δικαίου της Ένωσης, τελεί υπό την επιφύλαξη της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οποιεσδήποτε ποινικές διαδικασίες έχουν κινηθεί βάσει των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν αδικαιολόγητα τη χρηστή και αποτελεσματική εφαρμογή διοικητικών μέτρων, ποινών και προστίμων τα οποία δεν είναι δυνατό να εξομοιωθούν με ποινική διαδικασία και προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης ή σε εθνικές διατάξεις εφαρμογής.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 15

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής (OLAF) και άλλων θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης

1.   Με την επιφύλαξη των κανόνων περί διασυνοριακής συνεργασίας και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, τα κράτη μέλη, η Eurojust, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η Επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ τους, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, για την καταπολέμηση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή και, κατά περίπτωση, η Eurojust παρέχουν κάθε αναγκαία τεχνική και επιχειρησιακή βοήθεια που χρειάζονται οι αρμόδιες εθνικές αρχές προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός των ερευνών τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες με την Επιτροπή, προκειμένου να διευκολύνεται η εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και να διασφαλίζεται η αποτελεσματική αντιμετώπιση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες εθνικές αρχές λαμβάνουν υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας και τους κανόνες προστασίας των δεδομένων. Με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου περί πρόσβασης στις πληροφορίες, ένα κράτος μέλος, όταν παρέχει πληροφορίες στην Επιτροπή, μπορεί, προς τον σκοπό αυτό, να θέσει ειδικούς όρους ως προς τη χρήση των πληροφοριών, είτε από την Επιτροπή είτε από άλλο κράτος μέλος στο οποίο διαβιβάζονται οι πληροφορίες αυτές.

3.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι ελεγκτές στους οποίους έχει ανατεθεί ο έλεγχος των προϋπολογισμών των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που έχουν ιδρυθεί κατ' εφαρμογή των Συνθηκών και των προϋπολογισμών που υπόκεινται στη διαχείριση και εποπτεία των θεσμικών οργάνων, κοινοποιούν στον OLAF και σε άλλες αρμόδιες αρχές κάθε στοιχείο που υποπίπτει στην αντίληψή τους κατά την τέλεση των καθηκόντων τους, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ποινικό αδίκημα, που ορίζεται στο άρθρο 3, 4 ή 5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά όργανα ελέγχου πράττουν το ίδιο.

Άρθρο 16

Αντικατάσταση της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η σύμβαση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Ιουλίου 1995, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πρωτοκόλλων της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, της 29ης Νοεμβρίου 1996 και της 19ης Ιουνίου 1997, αντικαθίσταται από την παρούσα οδηγία για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από αυτή, με ισχύ από τις 6 Ιουλίου 2019.

Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στη σύμβαση θεωρούνται παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 17

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως τις 6 Ιουλίου 2019, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων. Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 6 Ιουλίου 2019.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Περιλαμβάνουν επίσης δήλωση ότι, για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στη σύμβαση που αντικαθίσταται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται σε ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων του εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που καλύπτει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18

Υποβολή εκθέσεων και αξιολόγηση

1.   Η Επιτροπή υποβάλλει, μέχρι τις 6 Ιουλίου 2021, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με την οποία αξιολογείται κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία.

2.   Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που ορίζονται σε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετησίως στην Επιτροπή τις ακόλουθες στατιστικές σχετικά με τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5, εφόσον είναι διαθέσιμα σε κεντρικό επίπεδο στο σχετικό κράτος μέλος:

α)

τον αριθμό των ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν, που απορρίφθηκαν, που κατέληξαν σε αθώωση, που οδήγησαν σε καταδίκη και που βρίσκονται σε εξέλιξη·

β)

τα ποσά που ανακτώνται κατόπιν ποινικών διώξεων και την εκτιμώμενη ζημία.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει, έως τις 6 Ιουλίου 2024 και λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση που υποβάλλει σύμφωνα με την παράγραφο 1 καθώς και τις στατιστικές των κρατών μελών που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο με την οποία αξιολογούνται οι επιπτώσεις της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας για την πρόληψη της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

4.   Η Επιτροπή, έως τις 6 Ιουλίου 2022 και με βάση τα στατιστικά δεδομένα που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 2, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, αξιολογώντας όσον αφορά τον γενικό στόχο ενίσχυσης της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά πόσον:

α)

το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 είναι κατάλληλο·

β)

οι διατάξεις περί των προθεσμιών παραγραφής που αναφέρονται στο άρθρο 12 είναι επαρκώς αποτελεσματικές·

γ)

η παρούσα οδηγία αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις περιπτώσεις απάτης στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων.

5.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 συνοδεύονται, εάν κρίνεται απαραίτητο, από νομοθετική πρόταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ειδική διάταξη για την απάτη στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 20

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 5 Ιουλίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 391 της 18.12.2012, σ. 134.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 25ης Απριλίου 2017 (ΕΕ C 184 της 9.6.2017, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2017 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 48.

(4)  ΕΕ C 313 της 23.10.1996, σ. 1.

(5)  ΕΕ C 151 της 20.5.1997, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 221 της 19.7.1997, σ. 11.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(10)  Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ L 300 της 11.11.2008, σ. 42).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(12)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(13)  Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(15)  ΕΕ C 383 της 12.12.2012, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(17)  Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 39).


Διορθωτικά

28.7.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/42


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1128 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 168 της 30ής Ιουνίου 2017 )

Στη σελίδα 11, στο άρθρο 9 παράγραφος 2:

αντί:

«έως τις 21 Μαΐου 2018»

διάβαζε:

«έως τις 2 Ιουνίου 2018».

Στη σελίδα 11, στο άρθρο 10:

αντί:

«έως τις 21 Μαρτίου 2021»

διάβαζε:

«έως τις 2 Απριλίου 2021».

Στη σελίδα 11, στο άρθρο 11 παράγραφος 2:

αντί:

«Εφαρμόζεται από τις 20 Μαρτίου 2018.»

διάβαζε:

«Εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 2018.».