ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
23 Δεκεμβρίου 2016


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2336 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 του Συμβουλίου

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2337 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 του Συμβουλίου περί κοινών κανόνων για τη διευθέτηση των λογαριασμών των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων ( 1 )

20

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 σχετικά με το άνοιγμα της αγοράς εγχώριων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών ( 1 )

22

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2339 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, όσον αφορά εμπορεύματα που έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσης ή αέρος

32

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2340 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση όσον αφορά την ημερομηνία εφαρμογής του ( 1 )

35

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) ( 1 )

37

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

23.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/2336 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2016

για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) απαιτεί οι δραστηριότητες αλιείας να είναι μακροπρόθεσμα περιβαλλοντικά βιώσιμες και να υπόκεινται σε διαχείριση κατά τρόπο συμβατό με τον στόχο της επίτευξης οικονομικών και κοινωνικών οφελών και οφελών για την απασχόληση, συμβάλλοντας παράλληλα στην επισιτιστική ασφάλεια. Η κοινή αλιευτική πολιτική (ΚΑΠ) θα πρέπει να εφαρμόζει τόσο την προληπτική όσο και την οικοσυστημική προσέγγιση της διαχείρισης της αλιείας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ελαχιστοποιούνται οι αρνητικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο οικοσύστημα και ότι οι δραστηριότητες αλιείας δεν υποβαθμίζουν το θαλάσσιο περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2 παράγραφος 2 και τα άρθρα 7, 20 και 22 του εν λόγω κανονισμού έχουν επίσης ιδιαίτερη σημασία.

(2)

Η Ένωση έχει δεσμευτεί να εφαρμόζει τα ψηφίσματα που έχουν εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ειδικότερα τα ψηφίσματα 61/105 και 64/72, με τα οποία καλούνται τα κράτη και οι περιφερειακές οργανώσεις διαχείρισης της αλιείας να εξασφαλίσουν τόσο την προστασία των ευάλωτων οικοσυστημάτων βαθέων υδάτων από τις επιπτώσεις των αλιευτικών εργαλείων βυθού όσο και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αποθεμάτων βαθέων υδάτων.

(3)

Η Επιτροπή αξιολόγησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 του Συμβουλίου (4) και, ειδικότερα, διαπίστωσε ότι το πεδίο εφαρμογής όσον αφορά τον οικείο στόλο ήταν πολύ ευρύ, ότι οι οδηγίες για τον έλεγχο στους καθορισμένους λιμένες και για τα προγράμματα δειγματοληψίας ήταν ανεπαρκείς, και ότι η ποιότητα της υποβολής εκθέσεων από τα κράτη μέλη σχετικά με τα επίπεδα προσπάθειας παρουσίαζε πολλές διακυμάνσεις. Επιπλέον, με την αξιολόγηση αυτή η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ανώτατο όριο αλιευτικής ικανότητας, που εφαρμόζεται από το 2002 και συνίσταται στη συνολική αλιευτική ικανότητα όλων των σκαφών που αλίευσαν πάνω από 10 τόνους οποιουδήποτε μείγματος ειδών βαθέων υδάτων σε οποιοδήποτε από τα έτη μεταξύ του 1998 και του 2000, δεν είχε ουσιαστικό θετικό αποτέλεσμα. Το καθεστώς του ανώτατου ορίου αλιευτικής ικανότητας θα πρέπει επομένως να ενημερωθεί, ως ένα από τα μέτρα για τη διόρθωση των αδυναμιών που εντοπίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(4)

Για τη διατήρηση των αναγκαίων μειώσεων της αλιευτικής ικανότητας στην αλιεία βαθέων υδάτων και την πληρέστερη πληροφόρηση σχετικά με τις αλιευτικές δραστηριότητες βαθέων υδάτων και τον αντίκτυπό τους στο θαλάσσιο περιβάλλον, η αλιεία ειδών βαθέων υδάτων θα πρέπει να υπόκειται σε άδεια αλιείας. Κάθε αίτηση για την έκδοση άδειας αλιείας θα πρέπει να συνοδεύεται από λεπτομερή περιγραφή της αλιευτικής ζώνης την οποία αφορά, περιλαμβανομένων των υποπεριοχών ICES (Διεθνές Συμβούλιο Εξερεύνησης της Θάλασσας) και CECAF (Επιτροπή αλιείας του κεντροανατολικού Ατλαντικού) και των διαιρέσεων και υποδιαιρέσεων αυτών, καθώς και το είδος των αλιευτικών εργαλείων, το σχεδιαζόμενο βάθος, τη σχεδιαζόμενη συχνότητα και διάρκεια της αλιευτικής δραστηριότητας, και τα ονόματα των οικείων ειδών βαθέων υδάτων.

Το σύστημα των αδειών αλιείας θα πρέπει επίσης να συμβάλει στον περιορισμό της αλιευτικής ικανότητας των σκαφών τα οποία είναι επιλέξιμα να αλιεύουν είδη βαθέων υδάτων. Για να επικεντρώνονται τα μέτρα διαχείρισης σε εκείνο το μέρος του στόλου που αλιεύει κατά μείζονα λόγο είδη βαθέων υδάτων, οι άδειες αλιείας θα πρέπει να εκδίδονται ανάλογα με το αν πρόκειται για στοχευόμενη ή παρεμπίπτουσα αλιεία. Ωστόσο, η υλοποίηση της υποχρέωσης εκφόρτωσης των αλιευμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα σκάφη που αλιεύουν μικρές ποσότητες ειδών βαθέων υδάτων, και τα οποία δεν υπόκεινται σήμερα σε ειδική άδεια αλιείας βαθέων υδάτων, να συνεχίσουν τις παραδοσιακές αλιευτικές δραστηριότητές τους.

(5)

Οι κάτοχοι άδειας αλιείας που επιτρέπει την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων θα πρέπει να συνεργάζονται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων επιστημονικής έρευνας με σκοπό τη βελτίωση της αξιολόγησης των αποθεμάτων βαθέων υδάτων και της έρευνας των οικοσυστημάτων βαθέων υδάτων.

(6)

Προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, είναι σκόπιμο να επιτραπούν στοχευμένες αλιευτικές δραστηριότητες μόνο στους τομείς όπου έχει πραγματοποιηθεί αλιευτική δραστηριότητα βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς 2009-2011. Ωστόσο, για το σκοπό της εξερευνητικής αλιείας, τα σκάφη που στοχεύουν σε είδη βαθέων υδάτων θα πρέπει να επιτρέπεται να αλιεύουν πέρα από την υφιστάμενη αλιευτική ζώνη υπό την προϋπόθεση ότι βάσει αξιολόγησης των επιπτώσεων που διενεργείται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Οργανισμού Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) η επέκταση της αλιευτικής ζώνης δεν ενέχει σημαντικό κίνδυνο αρνητικού αντίκτυπου σε ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα (ΕΘΟ).

(7)

Η αλιεία βαθέων υδάτων με τράτες βυθού συνιστά τον μεγαλύτερο, σε σχέση με τα διάφορα εργαλεία που χρησιμοποιούνται, κίνδυνο για τα ΕΘΟ, και στο πλαίσιό της αναφέρονται τα υψηλότερα ποσοστά ανεπιθύμητων αλιευμάτων ειδών βαθέων υδάτων. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων βαθέων υδάτων στο θαλάσσιο οικοσύστημα, η αλιεία με τράτες βυθού θα πρέπει να περιοριστεί σε ύδατα άνω ενός συγκεκριμένου βάθους και η αλιεία με εργαλεία βυθού θα πρέπει να υπόκειται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις σε σχέση με την προστασία των ΕΘΟ. Η χρήση των αλιευτικών εργαλείων βυθού θα πρέπει επίσης να υπόκειται σε αξιολόγηση μετά από τις 13 Ιανουαρίου 2021. Επιπρόσθετα, η χρήση στάσιμων απλαδιών διχτυών βυθού στην αλιεία ειδών βαθέων υδάτων περιορίζεται επί του παρόντος από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1288/2009 του Συμβουλίου (5).

(8)

Για να μετριαστούν οι πιθανές επιβλαβείς επιπτώσεις της αλιείας με τράτες βυθού, είναι σκόπιμο να επιτρέπεται η αλιεία με τράτα βυθού μόνο σε ή πάνω από βάθος 800 μέτρων. Το εν λόγω όριο βασίζεται σε υφιστάμενα προαιρετικά μέτρα που εφαρμόζονται, με πρωτοβουλία των επαγγελματιών του τομέα, στα ύδατα της Ένωσης, και λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της αλιείας βαθέων υδάτων στα ενωσιακά ύδατα.

(9)

Για να μειωθεί στο ελάχιστο ο αντίκτυπος στα ΕΘΟ των αλιευτικών δραστηριοτήτων βαθέων υδάτων, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί δέσμη μέτρων με σκοπό να μειωθούν οι συναντήσεις με ΕΘΟ. Ειδικότερα, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας της μετακίνησης και να υφίσταται υποχρέωση υποβολής έκθεσης όταν συμβεί συνάντηση με ΕΘΟ. Επιπλέον, θα πρέπει να καταρτιστεί κατάλογος των περιοχών που πιθανολογείται ότι υπάρχουν ΕΘΟ όπου η αλιεία με εργαλεία βυθού θα απαγορεύεται.

(10)

Δεδομένου ότι οι βιολογικές πληροφορίες μπορούν να συλλεχθούν καλύτερα μέσω εναρμονισμένων προτύπων συλλογής δεδομένων, ενδείκνυται να ενσωματωθεί η συλλογή δεδομένων σχετικά με τις εξειδικευμένες αλιευτικές δραστηριότητες βαθέων υδάτων (métiers) στο γενικότερο πλαίσιο της συλλογής επιστημονικών δεδομένων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την παροχή των πρόσθετων πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την κατανόηση της δυναμικής της αλιείας. Η χρηματοδότηση για τη συλλογή δεδομένων βάσει του παρόντος κανονισμού διατίθεται υπό τους όρους και τις αρχές του πλαισίου συλλογής δεδομένων που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου (6).

(11)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου (7) προβλέπει αυστηρότερες απαιτήσεις ελέγχου και εφαρμογής που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Η αλιεία ειδών βαθέων υδάτων, που είναι εκ φύσεως ευάλωτα στην αλιεία, θα πρέπει κατά συνέπεια να υπόκεινται σε υψηλότερα επίπεδα ελέγχου. Είναι επίσης σκόπιμο να προβλεφθούν ειδικές περιπτώσεις παράβασης των κανόνων της ΚΑΠ, οι οποίες θα πρέπει να επάγονται ανάκληση της άδειας αλιείας.

(12)

Η σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό εγκρίθηκε με την απόφαση 81/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου (8) και άρχισε να ισχύει στις 17 Μαρτίου 1982. Η εν λόγω σύμβαση παρέχει ένα κατάλληλο πλαίσιο πολυμερούς συνεργασίας για την ορθολογική διατήρηση και διαχείριση των αλιευτικών πόρων στα διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού. Τα μέτρα διαχείρισης που εγκρίθηκαν από την επιτροπή αλιείας βορειοανατολικού Ατλαντικού (NEAFC) περιλαμβάνουν ένα ειδικό σύστημα μέτρων προστασίας των ΕΘΟ στη ζώνη διακανονισμού της NEAFC. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί η συνέχεια του σημερινού τρόπου λειτουργίας των αλιευτικών σκαφών της Ένωσης στα ύδατα της NEAFC, οι επί του παρόντος ισχύοντες κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 σχετικά με την άδεια αλιείας βαθέων υδάτων, τους καθορισμένους λιμένες και τη διαβίβαση πληροφοριών από τα κράτη μέλη εξακολουθούν να ισχύουν για τις αλιευτικές δραστηριότητες βαθέων υδάτων στη ζώνη διακανονισμού της NEAFC. Επιπλέον, προκειμένου να συνεχιστεί η βελτίωση των επιστημονικών γνώσεων σχετικά με τα εν λόγω αποθέματα, και δεδομένου ότι τα εφαρμοστέα μέτρα της NEAFC δεν περιλαμβάνουν παρουσία παρατηρητών, κρίνεται σκόπιμο να υπάρχει η ίδια κάλυψη από παρατηρητές σε όλες τις περιοχές της Βόρειας Θάλασσας και της CECAF όπου πραγματοποιείται αλιεία ειδών βαθέων υδάτων.

(13)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την τροποποίηση του καταλόγου με τους δείκτες ΕΘΟ στο παράρτημα III, για τον σκοπό της εναρμόνισης του καταλόγου αυτού με τις πλέον πρόσφατες υποδείξεις της επιστήμης. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζει η διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (9). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους θα πρέπει να έχουν συστηματική πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(14)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τον καθορισμό των υφιστάμενων αλιευτικών ζωνών και την κατάρτιση και προσαρμογή του καταλόγου των περιοχών όπου είναι γνωστό ή πιθανολογείται ότι υπάρχουν ΕΘΟ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(15)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιομορφία των όρων για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την έγκριση της εξερευνητικής αλιείας βαθέων υδάτων, και όσον αφορά την προσαρμογή του καθορισμού της υφιστάμενης αλιευτικής ζώνης βαθέων υδάτων προκειμένου να συμπεριληφθούν οι τόποι στους οποίους διεξάγονται οι αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται δυνάμει αδειών αλιείας εκδιδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται χωρίς την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(16)

Είναι επομένως απαραίτητο να θεσπιστούν νέοι κανόνες για τη ρύθμιση της αλιείας αποθεμάτων ειδών βαθέων υδάτων στα ύδατα της Ένωσης στον βορειοανατολικό Ατλαντικό και στα διεθνή ύδατα εντός της περιοχής αρμοδιότητας της CECAF,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχοι

Ο παρών κανονισμός πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 όσον αφορά τα είδη βαθέων υδάτων και τους οικότοπους τους. Επιπλέον, έχει ως στόχο:

α)

να βελτιωθεί η επιστημονική γνώση σχετικά με τα είδη βαθέων υδάτων και τους οικότοπους τους·

β)

να προληφθούν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στα ΕΘΟ στο πλαίσιο της αλιείας βαθέων υδάτων, και να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη διατήρηση των αποθεμάτων ιχθύων βαθέων υδάτων·

γ)

να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα της Ένωσης που αποσκοπούν στη βιώσιμη διαχείριση των αποθεμάτων ιχθύων βαθέων υδάτων συνάδουν με τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ιδίως τα ψηφίσματα 61/105 και 64/72.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις αλιευτικές δραστηριότητες ή τις σχεδιαζόμενες αλιευτικές δραστηριότητες στα παρακάτω ύδατα:

α)

από αλιευτικά σκάφη της Ένωσης και αλιευτικά σκάφη τρίτων χωρών στα ενωσιακά ύδατα της Βόρειας Θάλασσας, των Βορειοδυτικών υδάτων και των Νοτιοδυτικών υδάτων, καθώς και στα ύδατα της Ένωσης στη ζώνη ICES IIa·

β)

από αλιευτικά σκάφη της Ένωσης στα διεθνή ύδατα των περιοχών 34.1.1, 34.1.2 και 34.2 CECAF.

2.   Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου ισχύει υπό την επιφύλαξη του άρθρου 16 παράγραφος 5.

Άρθρο 3

Αντικείμενο

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε είδη που εμφανίζονται σε βαθέα ύδατα και χαρακτηρίζονται από συνδυασμό των ακόλουθων βιολογικών παραγόντων: ωρίμανση σε σχετικά μεγάλες ηλικίες, αργή ανάπτυξη, μεγάλα προσδόκιμα ζωής, χαμηλά ποσοστά φυσικής θνησιμότητας, περιοδικές επιτυχημένες χρονιές και γονιμοποίηση που μπορεί να μη συμβαίνει κάθε χρόνο («είδη βαθέων υδάτων»).

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα είδη βαθέων υδάτων και, μεταξύ αυτών, τα πλέον ευάλωτα είδη καθορίζονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 4

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται οι ορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 και στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 734/2008 του Συμβουλίου (11).

2.   Επιπλέον, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«ζώνες ICES» όπως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 218/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)·

β)

«περιοχές CECAF» όπως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 216/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13)·

γ)

«ζώνη διακανονισμού της NEAFC»: τα ύδατα που υπόκεινται στη σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στον βορειοανατολικό Ατλαντικό τα οποία βρίσκονται πέραν των υδάτων υπό την αλιευτική δικαιοδοσία των συμβαλλόμενων μερών στην εν λόγω σύμβαση·

δ)

«πλέον ευάλωτα είδη»: τα είδη βαθέων υδάτων που αναφέρονται στην τρίτη στήλη με τίτλο «Πλέον ευάλωτα (x)» του πίνακα του παραρτήματος I·

ε)

«εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα» («métier»): η αλιευτική δραστηριότητα που στοχεύει συγκεκριμένα είδη, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένο εργαλείο σε συγκεκριμένη ζώνη·

στ)

«εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα βαθέων υδάτων» («deep-sea métier»): η δραστηριότητα που στοχεύει σε είδη βαθέων υδάτων σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2·

ζ)

«κέντρο παρακολούθησης αλιείας»: επιχειρησιακό κέντρο ιδρυθέν από το κράτος μέλος σημαίας το οποίο διαθέτει υλισμικό και λογισμικό υπολογιστών που διευκολύνουν την αυτόματη λήψη, την επεξεργασία και την ηλεκτρονική διαβίβαση δεδομένων·

η)

«συναντήσεις»: αλίευση, στα ΕΘΟ, ποσοτήτων των ειδών-δεικτών πάνω από τα ανώτατα όρια που ορίζονται στο παράρτημα IV·

θ)

«ανεπιθύμητα αλιεύματα»: τυχαία αλιεύματα θαλάσσιων οργανισμών οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 πρέπει να εκφορτώνονται και να προσμετρώνται στις ποσοστώσεις είτε διότι το μέγεθός τους είναι μικρότερο από το ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης είτε διότι αλιεύθηκαν καθ' υπέρβαση των επιτρεπόμενων ποσοτήτων σύμφωνα με τους κανόνες σύνθεσης του αλιεύματος και τους κανόνες για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα·

ι)

«δείκτες ΕΘΟ»: οι δείκτες εκείνοι που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III·

ια)

«υφιστάμενες περιοχές αλιείας βαθέων υδάτων»: τα τμήματα της περιοχής που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α), όπου έχουν λάβει χώρα στο παρελθόν αλιευτικές δραστηριότητες βαθέων υδάτων και τα οποία ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7.

Άρθρο 5

Άδειες αλιείας

1.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες που στοχεύουν σε είδη βαθέων υδάτων υπόκεινται σε άδεια αλιείας («άδεια στοχευόμενης αλιείας»). Η άδεια στοχευόμενης αλιείας ορίζει σε ποια είδη βαθέων υδάτων επιτρέπεται να στοχεύει το σκάφος.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα αλιευτικό σκάφος που ασκεί αλιευτικές δραστηριότητες θεωρείται ότι στοχεύει σε είδη βαθέων υδάτων εάν στα στοιχεία που υποβάλλονται σχετικά με τα αλιεύματα (στο ημερολόγιο πλοίου, τις δηλώσεις εκφόρτωσης, τα δελτία πώλησης ή παρόμοια έγγραφα) για ένα συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος δηλώνονται τουλάχιστον 8 % είδη βαθέων υδάτων σε οποιοδήποτε από τα αλιευτικά ταξίδια.

Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει για τα αλιευτικά σκάφη για τα οποία η συνολική καταγραφή των ειδών βαθέων υδάτων για ένα συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος είναι λιγότερη από 10 τόνους. Το παρόν εδάφιο ισχύει υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 6.

3.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες των σκαφών τα οποία, παρόλο που δεν στοχεύουν σε είδη βαθέων υδάτων, τα αλιεύουν παρεμπιπτόντως υπόκεινται σε άδεια αλιείας («άδεια παρεμπίπτουσας αλιείας»). Η άδεια παρεμπίπτουσας αλιείας ορίζει ποια είδη βαθέων υδάτων επιτρέπεται να αλιεύει παρεμπιπτόντως το σκάφος ενόσω στοχεύει σε άλλα είδη.

4.   Τα δυο είδη αδειών αλιείας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου, αντίστοιχα, πρέπει να διακρίνονται σαφώς στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 116 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

5.   Τα αλιευτικά σκάφη που δεν διαθέτουν αλιευτική άδεια σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν επιτρέπεται να αλιεύουν είδη βαθέων υδάτων πέραν των 100 kg ανά αλιευτικό ταξίδι. Τα είδη βαθέων υδάτων που έχουν αλιευτεί καθ' υπέρβαση των 100 kg από τα εν λόγω σκάφη δεν επιτρέπεται να μένουν πάνω στο σκάφος, να μεταφορτώνονται ή να εκφορτώνονται, εκτός αν πρόκειται για ανεπιθύμητα αλιεύματα ειδών βαθέων υδάτων για τα οποία ισχύει η υποχρέωση εκφόρτωσης του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, και τα οποία εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις.

6.   Αλιευτικό σκάφος που διαθέτει άδεια παρεμπίπτουσας αλιείας και έχει πρόσβαση σε ποσόστωση για παρεμπίπτοντα αλιεύματα ειδών βαθέων υδάτων που υπερβαίνει κατ' ανώτατο κατά 15 % το όριο των 10 τόνων που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, δεν θεωρείται ότι στοχεύει σε είδη βαθέων υδάτων. Πρέπει να εκφορτώνει αυτά τα αλιεύματα και να τα προσμετρά στις ποσοστώσεις. Τα ανεπιθύμητα αλιεύματα ειδών βαθέων υδάτων που υπόκειται στην υποχρέωση εκφόρτωσης κατά το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις.

7.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται αναλογικά στην έκδοση αδειών αλιείας για τα αλιευτικά σκάφη τρίτων χωρών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1006/2008 του Συμβουλίου (14).

Άρθρο 6

Διαχείριση της αλιευτικής ικανότητας

1.   Η συνολική αλιευτική ικανότητα, μετρούμενη σε ολική χωρητικότητα και σε χιλιοβάτ, όλων των αλιευτικών σκαφών της Ένωσης που έχουν λάβει από κράτος μέλος άδεια στοχευόμενης αλιείας δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει ποτέ τη συνολική αλιευτική ικανότητα των σκαφών του εν λόγω κράτους μέλους κατά το έτος που σημειώθηκε το υψηλότερο μέγεθος μεταξύ 2009 και 2011, τα οποία:

α)

αλίευσαν 10 ή περισσότερους τόνους ειδών βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια ενός από τα τρία ημερολογιακά έτη μεταξύ 2009-2011, ανάλογα με το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε το υψηλότερο μέγεθος· και

β)

είναι νηολογημένα στις εξόχως απόκεντρες περιοχές, κατά την έννοια του άρθρο 349 ΣΛΕΕ, του εν λόγω κράτους μέλους, και όταν τα αλιεύματα ειδών βαθέων υδάτων για κάθε τέτοιο σκάφος σε οποιοδήποτε από τα τρία ημερολογιακά έτη μεταξύ 2009-2011 ήταν τουλάχιστον 10 % των συνολικών ετήσιων αλιευμάτων, ανάλογα με το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε το υψηλότερο μέγεθος.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο α), όταν σε ένα κράτος μέλος έχει δοθεί η δυνατότητα να αλιεύονται τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα I πριν από τις 12 Ιανουαρίου 2017, αλλά τα σκάφη του κράτους αυτού δεν έχουν αλιεύσει 10 ή περισσότερους τόνους ειδών βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε από τα έτη αναφοράς, η συνολική αλιευτική ικανότητα του εν λόγω κράτους μέλους πρέπει ανά πάσα στιγμή να μην υπερβαίνει τη συνολική αλιευτική ικανότητα των σκαφών του εν λόγω κράτους σε οποιοδήποτε από τα τρία τελευταία έτη, κατά τα οποία τουλάχιστον ένα από τα σκάφη αλίευσαν 10 ή περισσότερους τόνους ειδών βαθέων υδάτων, ανάλογα με το έτος κατά το οποίο καταγράφηκε το υψηλότερο μέγεθος.

Άρθρο 7

Υφιστάμενες αλιευτικές ζώνες βαθέων υδάτων

1.   Έως τις 13 Ιουλίου 2017, τα κράτη μέλη στα σκάφη των οποίων έχει χορηγηθεί άδεια αλιείας βαθέων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2347/2002, και σε ό, τι αφορά τις αλιευτικές δραστηριότητες σκαφών που αλιεύουν πάνω από 10 τόνους ανά ημερολογιακό έτος, ενημερώνουν την Επιτροπή, μέσω του συστήματος παρακολούθησης σκαφών (VMS), ή εάν δεν είναι διαθέσιμα στοιχεία VMS, με άλλες σχετικές και επαληθεύσιμες πληροφορίες, για τις τοποθεσίες των αλιευτικών δραστηριοτήτων των εν λόγω σκαφών για είδη βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια των ημερολογιακών ετών αναφοράς 2009-2011.

2.   Με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες, η Επιτροπή, έως τις 13 Ιανουαρίου 2018, προσδιορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις υφιστάμενες αλιευτικές ζώνες βαθέων υδάτων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 18.

Άρθρο 8

Γενικές απαιτήσεις για την υποβολή αιτήσεων για άδειες αλιείας

1.   Κάθε αίτηση για χορήγηση άδειας αλιείας συνοδεύεται από λεπτομερή περιγραφή της περιοχής όπου το αλιευτικό σκάφος σχεδιάζει να ασκεί αλιευτικές δραστηριότητες, του είδους των εργαλείων, του βάθους στο οποίο θα πραγματοποιηθούν οι δραστηριότητες, της σχεδιαζόμενης συχνότητας και διάρκειας της αλιευτικής δραστηριότητας, καθώς και των ονομάτων των οικείων ειδών βαθέων υδάτων.

2.   Οι άδειες στοχευόμενης αλιείας εκδίδονται μόνο για αλιευτικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των υφιστάμενων αλιευτικών ζωνών βαθέων υδάτων.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και μέχρι τον καθορισμό των υφιστάμενων αλιευτικών ζωνών βαθέων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 7, οι άδειες στοχευόμενης αλιείας μπορούν να εκδίδονται υπό τον όρο ότι τα αλιευτικά σκάφη έχουν υποβάλει στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι είχαν ασκήσει εξειδικευμένες αλιευτικές δραστηριότητες βαθέων υδάτων κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών πριν από την υποβολή της αίτησης για την άδεια αλιείας. Αυτές οι άδειες αλιείας μπορούν να εκδίδονται μόνο όσον αφορά τις τοποθεσίες στις οποίες έχει ασκηθεί η προηγούμενη αλιευτική δραστηριότητα.

4.   Δεν εκδίδεται άδεια για αλιεία με τράτες βυθού σε βάθος μεγαλύτερο των 800 μέτρων.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, ένα κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει αίτηση για τη διεξαγωγή εξερευνητικής αλιείας σε περιοχές εκτός των υφιστάμενων αλιευτικών ζωνών βαθέων υδάτων. Η αίτηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων, η οποία έχει διενεργηθεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ορίζονται στις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές του FAO του 2008 για τη διαχείριση της αλιείας ειδών βαθέων υδάτων στην ανοικτή θάλασσα. Όταν υποβάλλει τέτοιο αίτημα, το κράτος μέλος αναφέρει την εκτιμώμενη διάρκεια της εξερευνητικής αλιείας και τον εκτιμώμενο αριθμό και την αλιευτική ικανότητά των σκαφών που συμμετέχουν. Προτείνει επίσης μέτρα περιορισμού των επιπτώσεων ώστε είτε να αποφευχθούν οι συναντήσεις με ΕΘΟ είτε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία τους.

6.   Η Επιτροπή, αφού ελέγξει τις πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη, και βάσει συμβουλής που θα παράσχει επιστημονικός συμβουλευτικός φορέας, μπορεί να χορηγεί, με εκτελεστικές πράξεις, έγκριση για τη διεξαγωγή εξερευνητικής αλιείας. Στην έγκρισή της, η Επιτροπή μπορεί ειδικότερα να καθορίζει:

α)

την περιοχή της εξερευνητικής αλιείας·

β)

τον μέγιστο αριθμό σκαφών και τη μέγιστη αλιευτική ικανότητα·

γ)

τη διάρκεια των εν λόγω αλιευτικών δραστηριοτήτων η οποία δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος, και θα είναι ανανεώσιμη μία φορά·

δ)

το ανώτατο ποσοστό των συνολικών επιτρεπόμενων αλιευμάτων ειδών βαθέων υδάτων που μπορούν να αλιευτούν κατά την εξερευνητική αλιεία, και

ε)

μέτρα περιορισμού των επιπτώσεων που πρέπει να τηρούνται προκειμένου να προστατευτούν τα ΕΘΟ.

7.   Για να εξασφαλιστεί η συλλογή αντιπροσωπευτικών δεδομένων επαρκών για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των αποθεμάτων ιχθύων βαθέων υδάτων και των συναντήσεων με ΕΘΟ, για κάθε άδεια αλιείας, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 6, απαιτείται η παρουσία επιστημονικών παρατηρητών ή ηλεκτρονικής παρακολούθησης εξ αποστάσεως για το οικείο σκάφος κατά τους πρώτους 12 μήνες της διάρκειας της άδειας αλιείας.

8.   Με βάση την αίτηση και τις πληροφορίες που παρέχονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει, με εκτελεστικές πράξεις, τον προσδιορισμό της υφιστάμενης αλιευτικής ζώνης βαθέων υδάτων, προκειμένου να συμπεριληφθούν οι τόποι στους οποίους διεξάγονται οι αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται δυνάμει αδειών αλιείας εκδιδομένων σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 9

Ειδικές απαιτήσεις για την προστασία ΕΘΟ

1.   Το παρόν άρθρο ισχύει για τις αλιευτικές δραστηριότητες με εργαλεία βυθού σε βάθος πέραν των 400 μέτρων.

2.   Στην περίπτωση κατά την οποία, κατά τη διάρκεια αλιευτικής δραστηριότητας, η ποσότητα των δεικτών ΕΘΟ (όπως ορίζονται στο παράρτημα III) που έχουν αλιευτεί υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται στο παράρτημα IV, θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα συνάντηση με ΕΘΟ. Το αλιευτικό σκάφος πρέπει να διακόψει αμέσως την αλίευση στη συγκεκριμένη περιοχή. Επιτρέπεται να συνεχίσει τις αλιευτικές δραστηριότητες μόνο όταν βρεθεί σε άλλη περιοχή, σε απόσταση τουλάχιστον πέντε ναυτικών μιλίων από την περιοχή όπου σημειώθηκε η συνάντηση.

3.   Το αλιευτικό σκάφος οφείλει να αναφέρει αμέσως κάθε συνάντηση με ΕΘΟ στις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες με τη σειρά τους ενημερώνουν την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

4.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων βιογεωγραφικές πληροφορίες και τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, για να εντοπίσουν τα μέρη στα οποία είναι γνωστό ή πιθανολογείται ότι υπάρχουν ΕΘΟ. Επιπλέον, η Επιτροπή ζητεί από αρμόδιο επιστημονικό συμβουλευτικό φορέα να διενεργεί ετήσια αξιολόγηση για τις περιοχές στις οποίες είναι γνωστό ή πιθανολογείται ότι υπάρχουν ΕΘΟ.

Η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές του FAO του 2008 για τη διαχείριση της αλιείας ειδών βαθέων υδάτων στην ανοικτή θάλασσα, θα σέβεται την αρχή της προληπτικής προσέγγισης της διαχείρισης της αλιείας κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, και δημοσιοποιείται.

5.   Όταν, με βάση τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 4, εντοπίζονται περιοχές στις οποίες είναι γνωστό ή πιθανολογείται ότι υπάρχουν ΕΘΟ, τα κράτη μέλη και ο αρμόδιος επιστημονικός συμβουλευτικός φορέας ενημερώνουν εγκαίρως την Επιτροπή.

6.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2018, με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες, και με βάση τις αξιολογήσεις και τον εντοπισμό από τα κράτη μέλη και τον επιστημονικό συμβουλευτικό φορέα, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καταρτιστεί κατάλογος των περιοχών στις οποίες είναι γνωστό ή πιθανολογείται ότι υπάρχουν ΕΘΟ. Η Επιτροπή επανεξετάζει τον κατάλογο ετησίως βάσει των συμβουλών που λαμβάνει από την επιστημονική, τεχνική και οικονομική επιτροπή αλιείας και, όπου απαιτείται, τροποποιεί τον κατάλογο μέσω εκτελεστικών πράξεων. Η Επιτροπή μπορεί να αφαιρέσει μια περιοχή από τον κατάλογο, εφόσον κρίνει, βάσει εκτίμησης επιπτώσεων και μετά από διαβούλευση με τον αρμόδιο επιστημονικό συμβουλευτικό φορέα, ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι δεν υπάρχουν ΕΘΟ, ή ότι έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα διατήρησης και διαχείρισης που εξασφαλίζουν ότι δε θα υπάρξουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις σε ΕΘΟ, στην εν λόγω περιοχή. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 18.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάζει, με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές πληροφορίες, τους δείκτες ΕΘΟ, και εξουσιοδοτείται να τροποποιεί τον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα III με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 17.

8.   Εάν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στις μεθόδους με τις οποίες γίνεται η αλιεία με εργαλεία βυθού, ή όταν υπάρξουν νέες επιστημονικές πληροφορίες από τις οποίες προκύπτει η ύπαρξη ΕΘΟ σε μια δεδομένη περιοχή, θα πρέπει να διενεργούνται νέες μελέτες εκτίμησης των επιπτώσεων.

9.   Η αλιεία με εργαλεία βυθού απαγορεύεται σε όλες τις περιοχές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Άρθρο 10

Εφαρμογή των ειδικών διατάξεων ελέγχου

Η αλιεία και οι αλιευτικές δραστηριότητες που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπόκεινται επίσης στις διατάξεις των άρθρων 7, 17, 42, 43 και 45, του άρθρου 84 παράγραφος 1 στοιχείο α), των άρθρων 95 παράγραφος 3, του άρθρου 104 παράγραφος 1, του άρθρου 105 παράγραφος 3 στοιχείο γ), του άρθρου 107 παράγραφος 1, του άρθρου 108 παράγραφος 1 και του άρθρου 115 στοιχείο γ), και στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 11

Καθορισμένοι λιμένες

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους λιμένες στους οποίους θα πραγματοποιείται οιαδήποτε εκφόρτωση ή μεταφόρτωση ειδών βαθέων υδάτων ή κάθε μείγματος τέτοιων ειδών πάνω από 100 kg. Έως τις 13 Μαρτίου 2017, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των εν λόγω καθορισμένων λιμένων.

2.   Απαγορεύεται η εκφόρτωση οποιασδήποτε ποσότητας ή μείγματος ειδών βαθέων υδάτων βάρους άνω των 100 kg σε οποιονδήποτε άλλον τόπο πέραν των λιμένων που έχουν καθοριστεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 12

Εκ των προτέρων γνωστοποίηση

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, οι πλοίαρχοι κάθε αλιευτικού σκάφους της Ένωσης που σχεδιάζουν να εκφορτώσουν ποσότητα 100 kg και άνω ειδών βαθέων υδάτων, ανεξαρτήτως μήκους του αλιευτικού σκάφους, οφείλουν να γνωστοποιούν την πρόθεσή τους αυτή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους της σημαίας τους, τουλάχιστον τέσσερις ώρες πριν τον αναμενόμενο χρόνο άφιξης στο λιμάνι. Ο πλοίαρχος ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο υπεύθυνο για τη λειτουργία σκαφών μήκους έως 12 μέτρων ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον μία ώρα πριν από τον αναμενόμενο χρόνο άφιξης στο λιμένα.

Άρθρο 13

Εγγραφές στο ημερολόγιο πλοίου σε βαθέα ύδατα

1.   Όταν είναι υποχρεωτική η τήρηση ημερολογίου πλοίου, οι πλοίαρχοι των αλιευτικών σκαφών της Ένωσης που διαθέτουν άδεια αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή 3 οφείλουν, όταν συμμετέχουν σε εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα βαθέων υδάτων ή όταν αλιεύουν σε βάθος πέραν των 400 μέτρων:

α)

να χαράσσουν νέα γραμμή στο γραπτό ημερολόγιο ύστερα από κάθε ανάσυρση, ή

β)

εφόσον οφείλουν να τηρούν σύστημα ηλεκτρονικής καταχώρισης και αναφοράς, να εισάγουν ξεχωριστή καταχώριση μετά από κάθε ανάσυρση.

2.   Οι πλοίαρχοι των αλιευτικών σκαφών της Ένωσης καταγράφουν επίσης στο ημερολόγιο πλοίου του σκάφους τις ποσότητες ειδών βαθέων υδάτων του παραρτήματος I που έχουν αλιευτεί, διατηρηθεί επί του σκάφους, μεταφορτωθεί ή εκφορτωθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5, καθώς και τις ποσότητες των δεικτών ΕΘΟ του παραρτήματος III που βρίσκονται πάνω από τα όρια του παραρτήματος IV, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των ειδών και του βάρους τους, και ενημερώνουν για τις εν λόγω ποσότητες τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 14

Αφαίρεση αδειών αλιείας

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 4 και του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 1 αυτού, οι άδειες αλιείας που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος κανονισμού αφαιρούνται για διάστημα τουλάχιστον δύο μηνών, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τους όρους που προβλέπονται στην άδεια αλιείας όσον αφορά τα όρια για τη χρήση των εργαλείων, τις επιτρεπόμενες περιοχές αλιείας ή τα όρια αλιευμάτων στα είδη εκείνα των οποίων η αλίευση επιτρέπεται, ή

β)

σε περίπτωση άρνησης της επιβίβασης επιστημονικού παρατηρητή επί του σκάφους ή παρακώλυσης δειγματοληψίας αλιευμάτων για επιστημονικούς σκοπούς όπως ορίζεται στο άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 15

Κανόνες που διέπουν τη συλλογή δεδομένων και την υποβολή αναφορών

1.   Εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά τη συλλογή δεδομένων σχετικά με εξειδικευμένες αλιευτικές δραστηριότητες (métiers) βαθέων υδάτων σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες σχετικά με τη συλλογή δεδομένων και τα επίπεδα ακρίβειας που προβλέπονται στο σχετικό πολυετές ενωσιακό πρόγραμμα για τη συλλογή και τη διαχείριση βιολογικών, τεχνικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, τα κράτη μέλη τηρούν τις ειδικές απαιτήσεις σχετικά με τη συλλογή δεδομένων και την υποβολή αναφορών που προβλέπονται στο παράρτημα II για την εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα βαθέων υδάτων.

3.   Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν σε όλες τις άδειες αλιείας που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 τους απαραίτητους όρους ώστε να εξασφαλίζεται ότι το οικείο σκάφος συμμετέχει, σε συνεργασία με το συναφές επιστημονικό ίδρυμα, σε κάθε πρόγραμμα συλλογής δεδομένων το εύρος του οποίου περιλαμβάνει τις αλιευτικές δραστηριότητες για τις οποίες χορηγούνται άδειες.

4.   Ο πλοίαρχος ενός σκάφους ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο είναι αρμόδιο για τη λειτουργία του σκάφους οφείλει να δεχτεί επί του σκάφους τον επιστημονικό παρατηρητή τον οποίο έχει ορίσει το οικείο κράτος μέλος για το σκάφος του, εκτός εάν αυτό δεν είναι δυνατόν για λόγους ασφάλειας. Ο πλοίαρχος διευκολύνει τον επιστημονικό παρατηρητή στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

5.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ένα κράτος μέλος υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις με τα συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με τον αριθμό των υπό τη σημαία του σκαφών που συμμετέχουν στην αλιεία βαθέων υδάτων, σχετικά με την περιοχή αλιείας τους, το είδος των εργαλείων, το μέγεθος, τον αριθμό των αδειών που εκδίδονται για κάθε είδος αδειών αλιείας, τον λιμένα προέλευσης τους, τις συνολικές αλιευτικές δυνατότητες βαθέων υδάτων που είναι διαθέσιμες στα σκάφη του και το συνολικό ποσοστό της χρήσης των εν λόγω αλιευτικών δυνατοτήτων. Οι εν λόγω εκθέσεις δημοσιοποιούνται.

Άρθρο 16

Παρουσία παρατηρητών

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν πρόγραμμα παρουσίας παρατηρητών για τη διασφάλιση της συλλογής συναφών, έγκαιρων και επακριβών δεδομένων σχετικά με τα αλιεύματα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα ειδών βαθέων υδάτων και τις συναντήσεις με ΕΘΟ και άλλες σχετικές πληροφορίες για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Τα σκάφη που χρησιμοποιούν τράτες βυθού ή στάσιμα απλάδια δίχτυα βυθού με άδεια για την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων υπόκεινται σε ποσοστό κάλυψης από παρατηρητές τουλάχιστον 20 %, εξαιρουμένων των σκαφών που, για λόγους ασφαλείας, δεν είναι κατάλληλα για την επιβίβαση παρατηρητή. Όλα τα άλλα σκάφη με άδεια για την αλιεία ειδών βαθέων υδάτων υπόκεινται σε ποσοστό κάλυψης από παρατηρητές τουλάχιστον 10 %, εξαιρουμένων των σκαφών που, για λόγους ασφαλείας, δεν είναι κατάλληλα για την επιβίβαση παρατηρητή.

2.   Όταν το οικείο κράτος μέλος ζητεί από τον φορέα εκμετάλλευσης την επιβίβαση παρατηρητή σε σκάφος του, η απουσία παρατηρητή για λόγους που βρίσκονται πέραν του ελέγχου του φορέα εκμετάλλευσης δεν εμποδίζει τον απόπλου του εν λόγω σκάφους.

3.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή θα ζητήσει επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το κατά πόσον η παρουσία παρατηρητών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι επαρκής για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1, ιδίως για την αποφυγή σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στα ΕΘΟ στο πλαίσιο της αλιείας βαθέων υδάτων, και σχετικά με το κατά πόσον θα πρέπει η παρουσία αυτή να προσαρμοστεί με βάση επικαιροποιημένη μεθοδολογία δειγματοληψίας. Η Επιτροπή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματα των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων που θα ζητηθούν.

4.   Όταν, βάσει των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να προσαρμοστούν τα ποσοστά κάλυψης από παρατηρητές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση για επείγουσα αναθεώρηση των εν λόγω ποσοστών.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται αναλογικά στην αλιεία ειδών βαθέων υδάτων από σκάφη που χρησιμοποιούν τράτες βυθού ή στάσιμα απλάδια δίχτυα βυθού στη ζώνη διακανονισμού της NEAFC.

Άρθρο 17

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 παράγραφος 6 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο διάρκειας πέντε ετών από τις 12 Ιανουαρίου 2017. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η ανάθεση εξουσιών παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν στην εν λόγω παράταση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η ανάθεση εξουσιών που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 μπορεί να ανακληθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο οποτεδήποτε. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Πριν από την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή συμβουλεύεται εμπειρογνώμονες που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 13ης Απριλίου 2016.

5.   Μόλις εκδώσει πράξη κατ' εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 6 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου, αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 18

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 19

Αξιολόγηση

1.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2021, η Επιτροπή, με βάση τις αναφορές των κρατών μελών και την επιστημονική γνωμοδότηση που ζητεί για τον λόγο αυτό, αξιολογεί τον αντίκτυπο των μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και προσδιορίζει τον βαθμό στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι στόχοι που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία α) και β).

2.   Η αξιολόγηση θα επικεντρώνεται στις τάσεις που διαπιστώνονται ως προς τα εξής:

α)

τη χρήση όλων των τύπων αλιευτικών εργαλείων κατά τη στόχευση ειδών βαθέων υδάτων με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις στα πλέον ευάλωτα είδη και στα ΕΘΟ·

β)

τα σκάφη που χρησιμοποιούν πλέον εργαλεία με μειωμένο αντίκτυπο στον θαλάσσιο βυθό και την πρόοδο ως προς την πρόληψη, την ελαχιστοποίηση και, ει δυνατόν, την εξάλειψη των ανεπιθύμητων αλιευμάτων·

γ)

το εύρος των αλιευτικών δραστηριοτήτων των σκαφών που συμμετέχουν σε κάθε εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων·

δ)

την πληρότητα και την αξιοπιστία των δεδομένων που παρέχουν τα κράτη μέλη στους επιστημονικούς φορείς για τον σκοπό της αξιολόγησης των αποθεμάτων ή στην Επιτροπή στην περίπτωση αιτημάτων υποβολής ειδικών δεδομένων·

ε)

τα αποθέματα ειδών βαθέων υδάτων για τα οποία η επιστημονική γνωμοδότηση έχει βελτιωθεί·

στ)

την αποτελεσματικότητα των συνοδευτικών μέτρων για την εξάλειψη των απορρίψεων και τη μείωση των αλιευμάτων των πλέον ευάλωτων ειδών·

ζ)

την ποιότητα των αξιολογήσεων των επιπτώσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 8·

η)

τον αριθμό των σκαφών και των λιμένων της Ένωσης που επηρεάζονται άμεσα από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

θ)

την αποτελεσματικότητα των μέτρων που θεσπίστηκαν προκειμένου να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των ιχθυαποθεμάτων βαθέων υδάτων και να προληφθεί η αλίευση παρεμπιπτόντων αλιευμάτων μη στοχευόμενων ειδών, ιδιαίτερα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων των πλέον ευάλωτων ειδών·

ι)

τον βαθμό πραγματικής προστασίας των ΕΘΟ μέσω του περιορισμού των επιτρεπόμενων αλιευτικών δραστηριοτήτων σε υφιστάμενες ζώνες αλιείας βαθέων υδάτων, του κανόνα της μετακίνησης και/ή άλλων μέτρων·

ια)

την εφαρμογή του περιορισμού του βάθους στα 800 μέτρα.

3.   Βάσει της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει προτάσεις για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, όπου αρμόζει. Ειδικότερα, αν η εν λόγω αξιολόγηση καταδεικνύει ότι η αλιεία με εργαλεία βυθού δεν συνάδει με τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 1, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού με σκοπό να διασφαλιστεί ότι οι άδειες στοχευμένης αλιείας για τα σκάφη που χρησιμοποιούν τράτες βυθού ή στάσιμα απλάδια δίχτυα βυθού λήγουν ή ανακαλούνται και ότι λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα σχετικά με τα εργαλεία βυθού, συμπεριλαμβανομένων των παραγαδιάρικων, για να διασφαλιστεί η προστασία των πλέον ευάλωτων ειδών και ΕΘΟ.

Άρθρο 20

Κατάργηση και μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 καταργείται.

2.   Οι αναφορές στον καταργηθέντα κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα άρθρα 3, 7 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 εξακολουθούν να εφαρμόζονται στα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη που ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη διακανονισμού της NEAFC.

4.   Οι ειδικές άδειες αλιείας που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 παραμένουν έγκυρες, για μέγιστο διάστημα ενός έτους μετά τις 12 Ιανουαρίου 2017.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. KORČOK


(1)  ΕΕ C 133 της 9.5.2013, σ. 41.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2013 (δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, της 18ης Οκτωβρίου 2016 (ΕΕ C 433 της 23.11.2016, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2016 (δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση ειδικών απαιτήσεων πρόσβασης και συναφών όρων που εφαρμόζονται στην αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων (ΕΕ L 351 της 28.12.2002, σ. 6).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1288/2009 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση μεταβατικών τεχνικών μέτρων από 1ης Ιανουαρίου 2010 έως 30 Ιουνίου 2011 (ΕΕ L 347 της 24.12.2009, σ. 6).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική (ΕΕ L 60 της 5.3.2008, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1).

(8)  Απόφαση 81/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1981, για τη σύναψη της σύμβασης περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό (ΕΕ L 227 της 12.8.1981, σ. 21).

(9)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 734/2008 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την προστασία ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων της ανοικτής θάλασσας από τις δυσμενείς συνέπειες της χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού (ΕΕ L 201 της 30.7.2008, σ. 8).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 218/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν στο Βορειοανατολικό Ατλαντικό (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 70).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν σε ορισμένες ζώνες εκτός του Βόρειου Ατλαντικού (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1006/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις άδειες αλιείας κοινοτικών αλιευτικών σκαφών εκτός των υδάτων της Κοινότητας και για την πρόσβαση σκαφών τρίτων χωρών στα ύδατα της Κοινότητας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3317/94 (ΕΕ L 286 της 29.10.2008, σ. 33).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Είδη βαθέων υδάτων

Επιστημονική ονομασία

Κοινή ονομασία

Πλέον ευάλωτο (x)

Centrophorus spp.

Κοκκοαγγαθίτες

 

Centroscyllium fabricii

Μαύρο σκυλόψαρο

x

Centroscymnus coelolepis

Πορτογαλικό σκυλόψαρο

x

Centroscymnus crepidater

Μακρύρυγχο σκυλόψαρο

x

Dalatias licha

Σκυμνοσκυλόψαρο

x

Etmopterus princeps

Μεγάλος μαυροαγκαθίτης

x

Apristuris spp.

Ισλανδικό σκυλόψαρο

 

Chlamydoselachus anguineus

Ερπετοκαρχαρίας

 

Deania calcea

Κεντρόνι

 

Galeus melastomus

Μελανόστομος

 

Galeus murinus

Σκυλόψαρο Galeus murinus

 

Hexanchus griseus

Αλέτρι- εξακαρχαρίας

x

Etmopterus spinax

Μαυροαγκαθίτης

 

Oxynotus paradoxus

Γουρουνόψαρο

 

Scymnodon ringens

Σκυμνόδοντας του είδους Scymnodon ringens

 

Somniosus microcephalus

Μαυροσκυλόψαρο της Γροιλανδίας

 

Alepocephalidae

Αλεποκέφαλοι

 

Alepocephalus Bairdii

Αλεποκέφαλος

 

Alepocephalus rostratus

Αλεποκέφαλος του Risso

 

Aphanopus carbo

Μαύρο σπαθόψαρο

 

Argentina silus

Γουρλομάτης Ατλαντικού

 

Beryx spp.

Μπερυτσίδες

 

Chaceon (Geryon) affinis

Κόκκινος κάβουρας βαθέων υδάτων

 

Chimaera monstrosa

Χίμαιρα (ποντικουρόψαρο)

 

Hydrolagus mirabilis

Γάτος μεγαλόφθαλμος

 

Rhinochimaera atlantica

Ευθύρυγχος γάτος

 

Coryphaenoides rupestris

Γρεναδιέρος των βράχων

 

Epigonus telescopus

Μαύρο κρεμμύδι

x

Helicolenus dactilopterus

Λειψός (σκορπιομάνα)

 

Hoplostethus atlanticus

Καθρεπτόψαρο Ατλαντικού

x

Macrourus berglax

Γρεναδιέρος

 

Molva dipterygia

Μουρούνα διπτερύγιος

 

Mora moro

Κοινή mora

 

Antimora rostrata

Γαλάζια αντιμόρα (γαλάζιος μπακαλιάρος)

 

Pagellus bogaraveo

Λιθρίνι πελαγίσιο

 

Polyprion americanus

Βλάχος

 

Reinhardtius hippoglossoides

Ιππόγλωσσα Γροιλανδίας

 

Cataetyx laticeps

 

 

Hoplosthetus mediterraneus

Καθρεπτόψαρο (ροζ)

 

Macrouridae εκτός των Coryphaenoides rupestris και Macrourus berglax

Κηλιδόμαυρος γρεναδιέρος (μακρουρίδα) εκτός του γρεναδιέρου των βράχων και του γρεναδιέρου

 

Nesiarchus nasutus

Μαύρο escolar

 

Notocanthus chemnitzii

Τάπιρος του είδους Notocanthus chemnitzii

 

Raja fyllae

Στρογγυλό σελάχι

 

Raja hyperborea

Σελάχι Αρκτικής

 

Raja nidarosiensus

Νορβηγικός βάτος

 

Trachyscorpia cristulata

Κεντρόνι (βαθέων υδάτων) σκορπιός

 

Lepidopus caudatus

Σπαθόψαρο (ασημόψαρο)

 

Lycodes esmarkii

Παχύχελο

 

Sebastes viviparus

Μικρό κοκκινόψαρο (Νορβηγικό κοκκινόψαρο)

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Ειδικές απαιτήσεις για τη συλλογή δεδομένων και την υποβολή αναφορών που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2

1.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται για ζώνη που περιλαμβάνει ενωσιακά και διεθνή ύδατα να διαχωρίζονται περαιτέρω, ώστε να καταχωρίζονται είτε στα ενωσιακά είτε στα διεθνή ύδατα, αντίστοιχα.

2.

Σε περίπτωση που η εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων συμπίπτει με άλλη εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) στη ίδια ζώνη, η συλλογή δεδομένων όσον αφορά την εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα (métier) βαθέων υδάτων διεξάγεται ξεχωριστά από τη συλλογή δεδομένων που αφορά την άλλη εξειδικευμένη αλιευτική δραστηριότητα.

3.

Διενεργείται δειγματοληψία των απορρίψεων σε όλες τις εξειδικευμένες αλιευτικές δραστηριότητες βαθέων υδάτων. Η δειγματοληπτική μέθοδος όσον αφορά τις εκφορτώσεις και τις απορρίψεις καλύπτει όλα τα είδη που περιέχονται στο παράρτημα I, καθώς και τα είδη που ανήκουν στο οικοσύστημα του θαλάσσιου πυθμένα, όπως τα κοράλλια βαθέων υδάτων, οι σπόγγοι ή άλλοι οργανισμοί που ανήκουν στο ίδιο οικοσύστημα.

4.

Ζητείται από τον παρατηρητή που έχει επιβιβαστεί στο σκάφος να εντοπίζει και τεκμηριώνει το βάρος σκληρών κοραλλιών, μαλακών κοραλλιών, σπόγγων ή άλλων οργανισμών που ανήκουν στο ίδιο οικοσύστημα, που έχουν τυχόν αλιευτεί με εργαλείο του σκάφους και βρίσκονται επί αυτού.

5.

Στις περιπτώσεις στις οποίες το ισχύον πολυετές σχέδιο συλλογής δεδομένων απαιτεί τη συλλογή δεδομένων αλιευτικής προσπάθειας με βάση τις ώρες πραγματικής αλιείας των τρατών και με βάση τον χρόνο πόντισης για τα αδρανή εργαλεία, το κράτος μέλος συλλέγει και είναι σε θέση να προσκομίσει, εκτός των εν λόγω δεδομένων αλιευτικής προσπάθειας, και τα εξής δεδομένα:

α)

το γεωγραφικό στίγμα των αλιευτικών δραστηριοτήτων ανά ανάσυρση, σύμφωνα με δεδομένα VMS που έχουν διαβιβαστεί από το σύστημα παρακολούθησης σκαφών από το σκάφος στο κέντρο παρακολούθησης αλιείας·

β)

τα βάθη αλίευσης στα οποία αναπτύσσονται τα αλιευτικά εργαλεία σε περίπτωση που το σκάφος οφείλει να υποβάλλει αναφορά μέσω ηλεκτρονικού ημερολογίου πλοίου. Ο πλοίαρχος του σκάφους κοινοποιεί το βάθος αλίευσης σύμφωνα με τον τυποποιημένο μορφότυπο αναφοράς.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΕΙΔΗ — Δείκτες ΕΘΟ

Τα είδη οικότοπων που περιέχονται στον κατάλογο ειδών οικότοπων ΕΘΟ που ακολουθεί, με τις ταξινομικές βαθμίδες που είναι πιθανότερο να βρεθούν στους εν λόγω οικότοπους, θεωρούνται δείκτες ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων.

Είδη οικότοπων ΕΘΟ

Αντιπροσωπευτικές ταξινομικές βαθμίδες

1.

Κοραλλιογενής ύφαλος ψυχρών υδάτων

 

α)

Ύφαλος Lophelia pertusa

Lophelia pertusa

β)

Ύφαλος Solenosmilia variabilis

Solenosmilia variabilis

2.

Κήπος κοραλλιών

 

α)

Κήπος σκληρού υποστρώματος

 

i)

Κήποι γοργονιών και μαύρων κοραλλιών σκληρού υποστρώματος

Anthothelidae

Chrysogorgiidae

Isididae, Keratoisidinae

Plexauridae

Acanthogorgiidae

Coralliidae

Paragorgiidae

Primnoidae

Schizopathidae

ii)

Αποικίες σκληρακτινίων σε βραχώδη υποστρώματα

Lophelia pertusa

Solenosmilia variabilis

iii)

Μη κοραλλιογενείς συναθροίσεις σκληρακτινίω

Enallopsammia rostrata

Madrepora oculata

β)

Κήποι κοραλλιών μαλακού υποστρώματος

 

i)

Κήποι γοργονιών και μαύρων κοραλλιών μαλακού υποστρώματος

Chrysogorgiidae

ii)

Πεδία μονήρων σκληρακτινίων

Caryophylliidae

iii)

Πεδία κοραλλιών του γένους Pocillopora

Flabellidae

Nephtheidae

3.

Συναθροίσεις σπόγγων βαθέων υδάτων

 

α)

Άλλες συναθροίσεις σπόγγων

Geodiidae

Ancorinidae

Pachastrellidae

β)

Κήποι σπόγγων σκληρού υποστρώματος

Axinellidae

Mycalidae

Polymastiidae

Tetillidae

γ)

Κοινότητες υαλόσπογγων

Rossellidae

Pheronematidae

4.

Πεδία Pennatulacea («Seapen fields»)

Anthoptilidae

Pennatulidae

Funiculinidae

Halipteridae

Kophobelemnidae

Protoptilidae

Umbellulidae

Vigulariidae

5.

Συστάδες κηριάνθων

Cerianthidae

6.

Πανίδα που αναδύεται από τη λάσπη και την άμμο

Bourgetcrinidae

Antedontidae

Hyocrinidae

Xenophyophora

Syringamminidae

7.

Συστάδες βρυοζώων

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Ως συνάντηση με πιθανό ΕΘΟ ορίζεται:

α)

για κάθε χρήση διχτυών και άλλων αλιευτικών εργαλείων εκτός του παραγαδιού: Η παρουσία περισσότερο από 30 kg ζώντων κοραλλιών και/ή 400 kg ζώντων σπόγγων δεικτών ΕΘΟ·ή άλλων δεικτών ΕΘΟ, και

β)

για σύστημα παραγαδιού: η παρουσία δεικτών ΕΘΟ στο βραχύτερο από τα ακόλουθα μεγέθη, σε 10 αγκίστρια ανά αλίευμα ανά τμήμα 1 000 αγκίστρων ή ανά τμήμα 1 200 μέτρων του παραγαδιού.


23.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/20


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/2337 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2016

σχετικά με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 του Συμβουλίου περί κοινών κανόνων για τη διευθέτηση των λογαριασμών των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 91 και 109,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 του Συμβουλίου (4) επιτρέπει στα κράτη μέλη να καταβάλλουν αντισταθμίσεις σε 40 συγκεκριμένες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για την πληρωμή οικονομικών υποχρεώσεων με τις οποίες δεν επιβαρύνονται επιχειρήσεις άλλων τρόπων μεταφοράς. Η ορθή εφαρμογή των κανόνων διευθέτησης των λογαριασμών έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή των κρατών μελών από τις υποχρεώσεις κοινοποίησης κρατικών ενισχύσεων.

(2)

Έχει εκδοθεί μια σειρά νομικών πράξεων της Ένωσης με τις οποίες άνοιξαν οι αγορές σιδηροδρομικών εμπορευματικών και διεθνών επιβατικών μεταφορών στον ανταγωνισμό και καθιερώθηκαν, στην περίπτωση της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), ορισμένες θεμελιώδεις αρχές, στις οποίες περιλαμβάνονται οι αρχές: ότι η διαχείριση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές που εφαρμόζονται στις εμπορικές εταιρείες, ότι οι οντότητες που είναι αρμόδιες για την κατανομή χωρητικότητας και την επιβολή χρεώσεων για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής πρέπει να είναι διακριτές από τις οντότητες που εκτελούν σιδηροδρομικές υπηρεσίες και πρέπει να υπάρχει λογιστικός διαχωρισμός, ότι κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τα κριτήρια της Ένωσης πρέπει να έχει ισότιμη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή και ότι οι διαχειριστές υποδομής μπορούν να τυγχάνουν κρατικής χρηματοδότησης.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 δεν συμβαδίζει και δεν συμβιβάζεται με τα ισχύοντα σήμερα νομοθετικά μέτρα. Ειδικότερα, μέσα σε μια ελευθερωμένη αγορά, όπου σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ανταγωνίζονται απευθείας με τις προαναφερθείσες συγκεκριμένες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, δεν είναι πλέον δέον οι εν λόγω δύο ομάδες να τυγχάνουν διαφορετικής αντιμετώπισης.

(4)

Με σκοπό να αρθούν οι ανακολουθίες στην έννομη τάξη της Ένωσης και να προαχθεί η απλούστευση με την κατάργηση μιας παρωχημένης πλέον νομικής πράξης, είναι επομένως σκόπιμο να καταργηθεί ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69.

(5)

Τα κράτη μέλη μπορούν να καταβάλλουν αποζημίωση για το κόστος των εγκαταστάσεων διασταύρωσης σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2012/34/ΕΕ. Ενδέχεται, ωστόσο, να χρειάζονται χρόνο για να τροποποιήσουν την εθνική τους νομοθεσία και τις διοικητικές τους διατάξεις ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69. Κατά συνέπεια, η κατάργηση αυτή δεν θα πρέπει να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα για τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 καταργείται, εκτός από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού που εφαρμόζονται για τη διευθέτηση των λογαριασμών περιπτώσεων της κατηγορίας IV που καλύπτονται από το παράρτημα IV του εν λόγω κανονισμού. Οι εν λόγω διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. KORČOK


(1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 122.

(2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 92.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, της 17ης Οκτωβρίου 2016 (ΕΕ C 430 της 22.11.2016, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί κοινών κανόνων για τη διευθέτηση των λογαριασμών των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 156 της 28.6.1969, σ. 8).

(5)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).


23.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/22


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/2338 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2016

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 σχετικά με το άνοιγμα της αγοράς εγχώριων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 91,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι σιδηροδρομικές μεταφορές έχουν το δυναμικό να αναπτυχθούν και να αυξήσουν το μερίδιό τους και να παίξουν σημαντικό ρόλο σε ένα βιώσιμο σύστημα μεταφορών και κινητικότητας, δημιουργώντας νέες επενδυτικές ευκαιρίες και θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη των σιδηροδρομικών επιβατικών μεταφορών δεν έχει συμβαδίσει με την εξέλιξη των άλλων μέσων μεταφοράς.

(2)

Η ενωσιακή αγορά διεθνών επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών έχει ανοίξει στον ανταγωνισμό από το 2010. Επιπλέον, ορισμένα κράτη μέλη έχουν ανοίξει τις υπηρεσίες εγχώριων επιβατικών μεταφορών στον ανταγωνισμό, θεσπίζοντας δικαιώματα ανοικτής πρόσβασης ή δημόσιους διαγωνισμούς για τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ή και τα δύο. Το άνοιγμα της αγοράς για εγχώριες επιβατικές σιδηροδρομικές μεταφορές θα πρέπει να έχει θετικό αντίκτυπο στη λειτουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, οδηγώντας σε καλύτερες υπηρεσίες για τους χρήστες.

(3)

Στη λευκή της βίβλο για τις μεταφορές της 28ης Μαρτίου 2011, η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεσή της να ολοκληρώσει την εσωτερική αγορά σιδηροδρομικών μεταφορών, καταργώντας τεχνικούς, διοικητικούς και νομικούς φραγμούς που εμποδίζουν την είσοδο στη σιδηροδρομική αγορά.

(4)

Η ολοκλήρωση του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου θα πρέπει να προωθήσει την ανάπτυξη των σιδηροδρομικών μεταφορών ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση έναντι άλλων τρόπων μεταφοράς, μεταξύ άλλων από άποψη τιμών και ποιότητας.

(5)

Συγκεκριμένος στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να ενισχύσει την ποιότητα, τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και τις επιδόσεις υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών.

(6)

Υπηρεσίες σε διασυνοριακό επίπεδο που παρέχονται βάσει συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, μεταξύ αυτών και υπηρεσίες δημόσιων μεταφορών που καλύπτουν τοπικές και περιφερειακές μεταφορικές ανάγκες, θα πρέπει να υπόκεινται στην έγκριση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στην επικράτεια των οποίων παρέχονται οι υπηρεσίες.

(7)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίσουν προδιαγραφές για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις δημόσιες επιβατικές μεταφορές. Οι προδιαγραφές αυτές θα πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους στόχους πολιτικής όπως αυτοί αναφέρονται σε έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών στα κράτη μέλη.

(8)

Οι προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις δημόσιες επιβατικές μεταφορές θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αποφέρουν θετικά αποτελέσματα δικτύου, μεταξύ άλλων με όρους βελτίωσης της ποιότητας των υπηρεσιών, της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής ή της συνολικής αποτελεσματικότητας του συστήματος δημόσιων μεταφορών.

(9)

Οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να συνάδουν με την πολιτική δημόσιων μεταφορών. Ωστόσο, αυτό δεν γεννά δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να λαμβάνουν συγκεκριμένο ποσό χρηματοδότησης.

(10)

Όταν καταρτίζονται έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη των συμφεροντούχων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Στους εν λόγω συμφεροντούχους μπορούν να περιλαμβάνονται μεταφορείς, διαχειριστές υποδομών, οργανώσεις των εργαζομένων και εκπρόσωποι των χρηστών των δημόσιων υπηρεσιών μεταφοράς.

(11)

Για συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που δεν ανατίθενται με βάση διαδικασία διαγωνισμού, η εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας από τους φορείς δημόσιων υπηρεσιών θα πρέπει να αποζημιώνεται κατάλληλα, ώστε να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα των υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην πολιτική δημόσιων μεταφορών. Ειδικότερα, η αποζημίωση αυτή θα πρέπει να προάγει τη διατήρηση ή την ανάπτυξη αποτελεσματικής διαχείρισης από τον φορέα παροχής δημόσιας υπηρεσίας και την παροχή υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών επαρκώς υψηλού επιπέδου.

(12)

Στο πλαίσιο της σύστασης του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο κοινωνικής προστασίας για το προσωπικό των φορέων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(13)

Με σκοπό την κατάλληλη ενσωμάτωση κοινωνικών και εργασιακών απαιτήσεων στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορών, οι φορείς δημόσιων υπηρεσιών θα πρέπει, κατά την εκτέλεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις στον τομέα του κοινωνικού και εργατικού δικαίου οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος όπου ανατίθεται η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και οι οποίες απορρέουν από νόμους, κανονισμούς και αποφάσεις, σε επίπεδο τόσο εθνικό όσο και ενωσιακό, καθώς και από ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις, υπό τον όρο ότι οι εθνικοί αυτοί κανόνες και η εφαρμογή τους συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο.

(14)

Όταν τα κράτη μέλη απαιτούν το προσωπικό που είχε προσλάβει ο προηγούμενος φορέας να μεταβιβαστεί στον νέο επιλεγμένο φορέα παροχής δημόσιας υπηρεσίας, στο προσωπικό αυτό θα πρέπει να χορηγούνται τα δικαιώματα που θα διέθετε εάν είχε γίνει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου (4). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να θεσπίζουν τέτοιες διατάξεις.

(15)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθιστούν διαθέσιμες σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συναφείς πληροφορίες για την κατάρτιση προσφορών στο πλαίσιο διαδικασιών διαγωνισμού, διασφαλίζοντας παράλληλα τη θεμιτή προστασία εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών.

(16)

Η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να παράσχει σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη πληροφορίες απαραίτητες για την κατάρτιση προσφοράς στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού δεν θα πρέπει να εκτείνεται στη δημιουργία πρόσθετων πληροφοριών, όταν οι πληροφορίες αυτές δεν υπάρχουν.

(17)

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία στην εδαφική και πολιτική οργάνωση των κρατών μελών, μπορεί να ανατεθεί σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας από αρμόδια αρχή που αποτελείται από ομάδα δημόσιων αρχών. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς κανόνες που να καθορίζουν τους αντίστοιχους ρόλους κάθε δημόσιας αρχής στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(18)

Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των διοικητικών δομών στα κράτη μέλη, στην περίπτωση των συμβάσεων για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που ανατίθενται απευθείας από ομάδα αρμόδιων τοπικών αρχών, ο καθορισμός των τοπικών αρχών που είναι αρμόδιες όσον αφορά «αστικά κέντρα» και «αγροτικές περιοχές» παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

(19)

Συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών θα πρέπει να χορηγούνται με βάση διαδικασία διαγωνισμού, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(20)

Οι διαδικασίες διαγωνισμού για ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να είναι ανοικτές σε όλους τους φορείς, να είναι δίκαιες και να τηρούν τις αρχές της διαφάνειας και της μη διακριτικής μεταχείρισης.

(21)

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών ανατίθενται βάσει διαδικασίας διαγωνισμού, νέες συμβάσεις μπορούν να ανατίθενται προσωρινά απευθείας, ώστε να διασφαλιστεί ότι παρέχονται υπηρεσίες με τον οικονομικά αποδοτικότερο τρόπο. Οι συμβάσεις αυτές δεν θα πρέπει να ανανεώνονται για να καλύψουν τις ίδιες ή παρόμοιες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(22)

Όταν μόνο ένας φορέας εκμετάλλευσης εκφράζει ενδιαφέρον μετά από δημοσίευση της πρόθεσης να διοργανωθεί διαδικασία διαγωνισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τον εν λόγω φορέα για να αναθέσουν τη σύμβαση χωρίς περαιτέρω δημοσίευση ανοικτής διαδικασίας διαγωνισμού.

(23)

Τα ελάχιστα κατώτατα όρια για απευθείας ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να προσαρμοστούν για να αντικατοπτρίζουν τους υψηλότερους όγκους και τα μοναδιαία κόστη στις υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών σε σύγκριση με άλλους τρόπους μεταφοράς που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Υψηλότερα όρια θα πρέπει επίσης να ισχύουν σε υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορικών όπου ο σιδηρόδρομος αντιπροσωπεύει άνω του 50 % της αξίας των εν λόγω υπηρεσιών.

(24)

Η σύσταση του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου απαιτεί κοινούς κανόνες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε αυτόν τον τομέα, οι οποίοι να λαμβάνουν ταυτόχρονα υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε κράτους μέλους.

(25)

Εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις συναφείς με τη φύση και τη δομή της σιδηροδρομικής αγοράς ή του σιδηροδρομικού δικτύου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να δικαιούνται να αναθέσουν απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, όταν μια τέτοια σύμβαση μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών ή οικονομική αποδοτικότητα ή και τα δύο.

(26)

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν μέτρα για να αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, περιορίζοντας τον αριθμό των συμβάσεων που αναθέτουν σε μία σιδηροδρομική επιχείρηση.

(27)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα νομικά τους συστήματα παρέχουν τη δυνατότητα να αξιολογούνται από ανεξάρτητο φορέα οι αποφάσεις της αρμόδιας αρχής περί απευθείας ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών βάσει προσέγγισης με γνώμονα την απόδοση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο δικαστικής επανεξέτασης.

(28)

Όταν προετοιμάζουν διαδικασίες διαγωνισμού, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον απαιτούνται μέτρα για να διασφαλιστεί αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε κατάλληλο σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να θέτουν την έκθεση αξιολόγησης στη διάθεση του κοινού.

(29)

Ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά επερχόμενης διαδικασίας διαγωνισμού για την ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι ανάγκη να είναι απόλυτα διαφανή, ώστε να επιτρέπουν μια καλύτερα οργανωμένη απόκριση της αγοράς.

(30)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Με την επιφύλαξη της συμφωνίας των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στην επικράτεια των οποίων παρέχονται οι υπηρεσίες, οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας μπορούν να αφορούν υπηρεσίες δημόσιων μεταφορών σε διασυνοριακό επίπεδο, περιλαμβανομένων και όσων καλύπτουν τοπικές και περιφερειακές ανάγκες μεταφορών.».

2)

Στο άρθρο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«αα)   “υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών”: οι δημόσιες σιδηροδρομικές επιβατικές μεταφορές, εξαιρουμένων των επιβατικών μεταφορών με άλλους τρόπους μεταφορών σταθερής τροχιάς, όπως το μετρό ή το τραμ·».

3)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 2α

Προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας

1.   Η αρμόδια αρχή ορίζει τις προδιαγραφές των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών και το πεδίο εφαρμογής τους σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε). Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα ομαδοποίησης υπηρεσιών των οποίων το κόστος καλύπτεται με υπηρεσίες των οποίων το κόστος δεν καλύπτεται.

Όταν ορίζει τις εν λόγω προδιαγραφές και το πεδίο εφαρμογής τους, η αρμόδια αρχή τηρεί δεόντως την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

Οι προδιαγραφές είναι σύμφωνες προς τους στόχους πολιτικής που αναφέρονται σε έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών στα κράτη μέλη.

Το περιεχόμενο και η μορφή των εγγράφων πολιτικής δημόσιων μεταφορών και οι διαδικασίες διαβούλευσης με τους συμφεροντούχους καθορίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2.   Οι προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η σχετική αποζημίωση του καθαρού οικονομικού αποτελέσματος των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας:

α)

επιτυγχάνουν τους στόχους της πολιτικής δημόσιων μεταφορών με οικονομικά συμφέροντα τρόπο· και

β)

υποστηρίζουν την οικονομική βιωσιμότητα της παροχής δημόσιων επιβατικών μεταφορών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην πολιτική δημόσιων μεταφορών, κατά τρόπο μακροπρόθεσμο.».

4)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

καθορίζουν με σαφήνεια τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2α αυτού, με τις οποίες ο φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να συμμορφώνεται, και τις οικείες γεωγραφικές περιοχές·

β)

καθορίζουν εκ των προτέρων, με αντικειμενικότητα και διαφάνεια,

i)

τις παραμέτρους με βάση τις οποίες πρέπει να υπολογίζεται η πληρωμή της αποζημίωσης, εάν υπάρχει· και

ii)

τη φύση και την έκταση των τυχόν χορηγούμενων αποκλειστικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση.

Στην περίπτωση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας μη ανατεθειμένων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, 3 ή 3β, οι εν λόγω παράμετροι καθορίζονται έτσι ώστε καμία πληρωμή αποζημίωσης να μην υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για να καλύψει το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννά η εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των συναφών εσόδων που αποκομίζει ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας και ενός εύλογου κέρδους·».

β)

Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4α.   Κατά την εκτέλεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι φορείς δημόσιων υπηρεσιών συμμορφώνονται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις στον τομέα του κοινωνικού και εργατικού δικαίου που θεσπίστηκαν από το ενωσιακό δίκαιο, το εθνικό δίκαιο ή συλλογικές συμβάσεις.

4β.   Η οδηγία 2001/23/ΕΚ εφαρμόζεται στην περίπτωση αλλαγής φορέα δημόσιας υπηρεσίας, όταν η αλλαγή αυτή συνιστά μεταβίβαση επιχειρήσεως κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.».

γ)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Όταν αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απαιτούν από φορείς δημόσιων υπηρεσιών να πληρούν ορισμένα κριτήρια ποιότητας και κοινωνικά πρότυπα ή θεσπίζουν κοινωνικά και ποιοτικά κριτήρια, τα εν λόγω πρότυπα και κριτήρια περιλαμβάνονται στα έγγραφα προκήρυξης του διαγωνισμού και στις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Με την επιφύλαξη της τήρησης της οδηγίας 2001/23/ΕΚ, αυτά τα έγγραφα προκήρυξης του διαγωνισμού και οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας περιλαμβάνουν επίσης, όπου συντρέχει περίπτωση, πληροφορίες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη μεταβίβαση του προσωπικού που είχε προσληφθεί από τον προηγούμενο φορέα.».

δ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης να παράσχει στην αρμόδια αρχή τις απαραίτητες πληροφορίες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, διασφαλίζοντας παράλληλα τη θεμιτή προστασία των εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών. Οι αρμόδιες αρχές καθιστούν διαθέσιμες σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συναφείς πληροφορίες για την κατάρτιση προσφοράς στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, διασφαλίζοντας παράλληλα τη θεμιτή προστασία εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται πληροφορίες για ζήτηση επιβατών, ναύλους, κόστος και έσοδα σχετικές με τις δημόσιες επιβατικές μεταφορές που καλύπτονται από τη διαδικασία διαγωνισμού και λεπτομέρειες των προδιαγραφών υποδομής σχετικών για τη λειτουργία των απαιτούμενων οχημάτων ή τροχαίου υλικού που να επιτρέπουν στα ενδιαφερόμενα μέρη να καταρτίσουν τεκμηριωμένα επιχειρηματικά σχέδια. Οι διαχειριστές σιδηροδρομικών υποδομών στηρίζουν τις αρμόδιες αρχές παρέχοντας όλες τις σχετικές προδιαγραφές υποδομών. Η μη συμμόρφωση προς τις ανωτέρω διατάξεις υπόκειται στη δικαστική αναθεώρηση που προβλέπει το άρθρο 5 παράγραφος 7.».

5)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 2, το εισαγωγικό κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«2.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, κάθε αρμόδια τοπική αρχή, είτε είναι μεμονωμένη αρχή είτε ομάδα αρχών που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορών, μπορεί να αποφασίζει να παρέχει η ίδια υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορών ή να αναθέτει συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας απευθείας σε νομικώς διακριτή οντότητα επί της οποίας η αρμόδια τοπική αρχή ή, στην περίπτωση ομάδας αρχών μία τουλάχιστον αρμόδια τοπική αρχή, ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της τμημάτων.

Στην περίπτωση υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, η ομάδα αρχών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να αποτελείται μόνο από αρμόδιες τοπικές αρχές των οποίων η γεωγραφική περιοχή αρμοδιότητας δεν είναι εθνική. Η υπηρεσία δημόσιας επιβατικής μεταφοράς ή η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να καλύπτει μόνο τις μεταφορικές ανάγκες αστικών οικισμών ή αγροτικών περιοχών ή και τα δύο.

Όποτε αρμόδια τοπική αρχή λαμβάνει τέτοια απόφαση, εφαρμόζονται τα εξής:».

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κάθε αρμόδια αρχή που προσφεύγει σε τρίτον, άλλον από τον εγχώριο φορέα, αναθέτει τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας βάσει διαδικασίας διαγωνισμού, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των παραγράφων 3α, 4, 4α, 4β, 5 και 6. Η διαδικασία διαγωνισμού που ακολουθείται είναι ανοικτή σε όλους τους φορείς, δίκαιη και επιτρέπει την τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της μη διακριτικής μεταχείρισης. Μετά την υποβολή των προσφορών και την ενδεχόμενη προεπιλογή, η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με τις ανωτέρω αρχές, με σκοπό να προσδιοριστεί πώς θα ικανοποιηθούν αποτελεσματικότερα ειδικές ή σύνθετες απαιτήσεις.».

γ)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3α.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που ανατίθενται βάσει διαδικασίας διαγωνισμού, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει προσωρινά νέες συμβάσεις απευθείας, εφόσον η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις περιλαμβάνουν καταστάσεις όπου:

υπάρχουν ορισμένες διαδικασίες διαγωνισμού που εξετάζονται ήδη από την αρμόδια αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές και οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον αριθμό και την ποιότητα των προσφορών που ενδέχεται να ληφθούν, εάν η σύμβαση αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας διαγωνισμού, ή

απαιτούνται τροποποιήσεις στο πεδίο εφαρμογής μίας ή περισσότερων συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η παροχή δημόσιων υπηρεσιών.

Η αρμόδια αρχή εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Η διάρκεια των συμβάσεων που ανατίθενται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο είναι ανάλογη προς την εξαιρετική περίσταση και σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει τα 5 έτη.

Η αρμόδια αρχή δημοσιεύει τις εν λόγω συμβάσεις. Παράλληλα λαμβάνει υπόψη τη θεμιτή προστασία εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών και εμπορικών συμφερόντων.

Η επακόλουθη σύμβαση που αφορά τις ίδιες υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας δεν ανατίθεται με βάση αυτή τη διάταξη.

3β.   Κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να εφαρμόσουν την ακόλουθη διαδικασία:

 

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δημοσιοποιούν τις προθέσεις τους για την ανάθεση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών μέσω της δημοσίευσης ενημερωτικής ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Η εν λόγω ενημερωτική ανακοίνωση περιέχει λεπτομερή περιγραφή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης που πρόκειται να συναφθεί, καθώς και το είδος και τη διάρκεια της σύμβασης.

 

Οι φορείς εκμετάλλευσης μπορούν να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους εντός προθεσμίας που ορίζεται από την αρμόδια αρχή, η οποία δεν είναι μικρότερη από 60 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης της ενημερωτικής ανακοίνωσης.

Εάν μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας:

α)

μόνον ένας φορέας εκμετάλλευσης έχει εκφράσει ενδιαφέρον να συμμετάσχει στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

β)

ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης έχει δεόντως αποδείξει ότι θα είναι ουσιαστικά σε θέση να παράσχει την υπηρεσία μεταφοράς σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

γ)

η απουσία ανταγωνισμού δεν είναι αποτέλεσμα τεχνητού περιορισμού των παραμέτρων της προμήθειας· και

δ)

δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση,

οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης, προκειμένου να αναθέσουν τη σύμβαση χωρίς περαιτέρω δημοσίευση ανοικτής διαδικασίας υποβολής προσφορών.».

δ)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να αναθέσει απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας:

α)

όταν η μέση ετήσια αξία τους υπολογίζεται σε κάτω του 1 000 000 EUR ή, στην περίπτωση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας που περιλαμβάνει υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, κάτω των 7 500 000 EUR· ή

β)

όταν αφορούν την ετήσια παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών κάτω των 300 000 χιλιομέτρων ή, στην περίπτωση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας που περιλαμβάνει υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, κάτω των 500 000 χιλιομέτρων.

Στην περίπτωση που ανατίθεται σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας απευθείας σε μικρομεσαία επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί έως 23 οδικά οχήματα, τα εν λόγω κατώτατα όρια μπορούν να αυξάνονται είτε σε μέση ετήσια αξία που υπολογίζεται σε κάτω από 2 000 000 EUR είτε σε ετήσια παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών κάτω των 600 000 χιλιομέτρων.».

ε)

Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4α.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να αναθέσει απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών:

α)

όταν κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση δικαιολογείται από τα σχετικά διαρθρωτικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά της οικείας αγοράς και δικτύου, και ιδίως του μεγέθους, των χαρακτηριστικών της ζήτησης, της πολυπλοκότητας του δικτύου, της τεχνικής και γεωγραφικής απομόνωσης και των υπηρεσιών που καλύπτονται από τη σύμβαση· και

β)

όταν μια τέτοια σύμβαση μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών ή της οικονομικής αποδοτικότητας ή και των δύο, σε σύγκριση με την προηγούμενη ανάθεση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

Σε αυτήν τη βάση, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει αιτιολογημένη απόφαση και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή εντός μηνός από τη δημοσίευσή της. Η αρμόδια αρχή μπορεί να προχωρήσει με την ανάθεση της σύμβασης.

Τα κράτη μέλη στα οποία, στις 24 Δεκεμβρίου 2017, ο μέγιστος ετήσιος όγκος είναι μικρότερος από 23 εκατ. συρμοχιλιόμετρα και τα οποία έχουν μία μόνο αρμόδια αρχή σε εθνικό επίπεδο και μία σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που διέπει το σύνολο του δικτύου θεωρείται ότι πληρούν την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο α). Όταν η αρμόδια αρχή ενός από τα εν λόγω κράτη μέλη αποφασίζει να αναθέτει απευθείας σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει το παρόν εδάφιο στη Βόρεια Ιρλανδία.

Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίζει να αναθέτει απευθείας σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ορίζει μετρήσιμες, διαφανείς και επαληθεύσιμες απαιτήσεις επιδόσεων. Οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνονται στη σύμβαση.

Οι απαιτήσεις επιδόσεων καλύπτουν, ειδικότερα, τη χρονική ακρίβεια των δρομολογίων, τη συχνότητα των δρομολογίων των σιδηροδρόμων, την ποιότητα του τροχαίου υλικού και τη μεταφορική ικανότητα για τους επιβάτες.

Η σύμβαση περιλαμβάνει ειδικούς δείκτες επιδόσεων που καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή περιοδικών αξιολογήσεων από την αρμόδια αρχή. Η σύμβαση περιλαμβάνει επίσης αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα που πρέπει να επιβάλλονται σε περίπτωση που η σιδηροδρομική επιχείρηση δεν πληροί τις απαιτήσεις επιδόσεων.

Η αρμόδια αρχή αξιολογεί τακτικά το κατά πόσον η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει επιτύχει τους στόχους της προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις επιδόσεων, όπως ορίζεται στη σύμβαση, και δημοσιοποιεί τα ευρήματά της. Οι περιοδικές αυτές αξιολογήσεις πραγματοποιούνται τουλάχιστον κάθε 5 έτη. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα και έγκαιρα μέτρα, περιλαμβανομένης της επιβολής αποτελεσματικών και αποτρεπτικών συμβατικών κυρώσεων, εάν δεν επιτυγχάνονται οι απαιτούμενες βελτιώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών ή την οικονομική αποδοτικότητα ή και τα δύο. Η αρμόδια αρχή μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναστείλει ή να καταγγείλει εν όλω ή εν μέρει την ανάθεση της σύμβασης βάσει της παρούσας διάταξης, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν πληροί τις απαιτήσεις επιδόσεων.

4β.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να αναθέσει απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, όταν αυτές αφορούν την εκμετάλλευση μόνο επιβατικών σιδηροδρομικών υπηρεσιών από φορέα που διαχειρίζεται ταυτόχρονα το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της σιδηροδρομικής υποδομής επί της οποίας παρέχονται οι υπηρεσίες, όταν η εν λόγω σιδηροδρομική υποδομή εξαιρείται από την εφαρμογή των άρθρων 7, 7α, 7β, 7γ, 7δ, 8, 13 και του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή β) της εν λόγω οδηγίας.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 3, η διάρκεια των συμβάσεων που ανατίθενται απευθείας δυνάμει της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 4α του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει τα 10 έτη, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ισχύει το άρθρο 4 παράγραφος 4.

Οι συμβάσεις που ανατίθενται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 4α δημοσιεύονται, ενώ παράλληλα λαμβάνεται υπόψη η θεμιτή προστασία των εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών και των εμπορικών συμφερόντων.

(*1)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).»."

στ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Σε περίπτωση διακοπής των υπηρεσιών ή επικείμενου κινδύνου τέτοιας κατάστασης, η αρμόδια αρχή μπορεί να λαμβάνει έκτακτα μέτρα.

Τα έκτακτα μέτρα έχουν τη μορφή απευθείας ανάθεσης ή επίσημης συμφωνίας παράτασης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας ή επιβολής ορισμένων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ο φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας έχει το δικαίωμα να προσβάλει την απόφαση για επιβολή ορισμένων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Η περίοδος για την οποία σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας ανατίθεται, παρατείνεται ή επιβάλλεται από έκτακτα μέτρα δεν υπερβαίνει τα 2 έτη.».

ζ)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6α.   Προκειμένου να προαχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν ότι συμβάσεις για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που καλύπτουν τμήματα του ίδιου δικτύου ή δέσμες γραμμών πρέπει να ανατεθούν σε διαφορετικές σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν, πριν ξεκινήσουν τη διαδικασία διαγωνισμού, να περιορίσουν τον αριθμό των συμβάσεων που ανατίθενται στην ίδια σιδηροδρομική επιχείρηση.».

η)

Στην παράγραφο 7, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Για περιπτώσεις που καλύπτονται από τις παραγράφους 4α και 4β, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη δυνατότητα να ζητηθεί αξιολόγηση της αιτιολογημένης απόφασης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής από ανεξάρτητο φορέα που ορίζει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής δημοσιοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.».

6)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α

Σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό

1.   Με σκοπό την έναρξη διαδικασίας διαγωνισμού, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον απαιτούνται μέτρα για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε κατάλληλο τροχαίο υλικό. Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει υπόψη την παρουσία εταιρειών μίσθωσης τροχαίου υλικού ή άλλων παραγόντων της αγοράς που προσφέρουν μίσθωση τροχαίου υλικού στην αντίστοιχη αγορά. Η έκθεση αξιολόγησης δημοσιοποιείται.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τηρώντας τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στο κατάλληλο τροχαίο υλικό. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

την απόκτηση εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να το διαθέσει στον επιλεγμένο φορέα δημόσιας υπηρεσίας σε εμπορική τιμή ή ως μέρος της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, το παράρτημα·

β)

την παροχή εγγύησης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής για τη χρηματοδότηση του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε εμπορική τιμή ή στο πλαίσιο της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, το παράρτημα, περιλαμβάνοντας εγγύηση η οποία καλύπτει τον κίνδυνο υπολειμματικής αξίας·

γ)

δέσμευση της αρμόδιας αρχής στη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας να ανακτήσει το τροχαίο υλικό υπό προκαθορισμένους οικονομικούς όρους κατά τη λήξη της σύμβασης στην τιμή που ισχύει στη αγορά· ή

δ)

συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές με σκοπό να δημιουργηθεί μεγαλύτερο απόθεμα τροχαίου υλικού.

3.   Εάν το τροχαίο υλικό τεθεί στη διάθεση νέου φορέα παροχής δημόσιων μεταφορών, η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει στα έγγραφα προκήρυξης του διαγωνισμού κάθε διαθέσιμη πληροφορία για το κόστος συντήρησης του τροχαίου υλικού και την κατάστασή του.».

7)

Στο άρθρο 6, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε αποζημίωση συνδεόμενη με γενικό κανόνα ή σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4, ανεξάρτητα από τον τρόπο ανάθεσης της σύμβασης. Κάθε αποζημίωση, ανεξάρτητα από τη φύση της, η οποία συνδέεται με σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που δεν έχει ανατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, 3 ή 3β ή συνδέεται με γενικό κανόνα, είναι επίσης σύμφωνη με τις διατάξεις του παραρτήματος.».

8)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί μία φορά κατ' έτος συνολική έκθεση σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για τις οποίες είναι υπεύθυνη. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει την ημερομηνία έναρξης και τη διάρκεια των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, τους επιλεγέντες φορείς δημόσιων υπηρεσιών και τις καταβολές αποζημιώσεων και τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγούνται στους εν λόγω φορείς δημόσιων υπηρεσιών ως απόδοση δαπανών. Η έκθεση διακρίνει ανάμεσα στις μεταφορές με λεωφορείο και στις σιδηροδρομικές μεταφορές, καθιστά δυνατή την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των επιδόσεων, της ποιότητας και της χρηματοδότησης του δικτύου δημόσιων μεταφορών και, εφόσον απαιτείται, παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την έκταση κάθε τυχόν χορηγηθέντος αποκλειστικού δικαιώματος. Η έκθεση λαμβάνει επίσης υπόψη τους στόχους πολιτικής όπως αυτοί αναφέρονται σε έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών στο οικείο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την κεντρική πρόσβαση σε αυτές τις εκθέσεις, για παράδειγμα μέσω κοινής διαδικτυακής πύλης.».

β)

Στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

η προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης και η διάρκεια της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.».

9)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3:

i)

Το άρθρο 5 εφαρμόζεται στην ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών οδικώς και με μη σιδηροδρομικά μέσα σταθερής τροχιάς, όπως μετρό ή τραμ, από την 3η Δεκεμβρίου 2019.

ii)

Το άρθρο 5 εφαρμόζεται στις υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών από τις 3 Δεκεμβρίου 2019.

iii)

Το άρθρο 5 παράγραφος 6 και το άρθρο 7 παράγραφος 3 παύουν να ισχύουν από τις 25 Δεκεμβρίου 2023.

Η διάρκεια των συμβάσεων που θα συναφθούν σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6 μεταξύ της 3ης Δεκεμβρίου 2019 και της 24ης Δεκεμβρίου 2023 δεν υπερβαίνει τα 10 έτη.

Έως τις 2 Δεκεμβρίου 2019 τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να συμμορφωθούν σταδιακά προς το άρθρο 5, ούτως ώστε να αποφεύγονται σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, ιδίως σχετικά με τη μεταφορική ικανότητα.

Εντός έξι μηνών μετά από τις 25ης Δεκεμβρίου 2020 τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση προόδου, επισημαίνοντας την εφαρμογή τυχόν ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που συμμορφώνονται προς το άρθρο 5. Βάσει των εκθέσεων προόδου των κρατών μελών, η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση και, εάν είναι σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις.».

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που ανατίθενται απευθείας βάσει διαδικασίας άλλης από μία δίκαιη ανταγωνιστική διαδικασία από τις 24 Δεκεμβρίου 2017 έως τις 2 Δεκεμβρίου 2019 δύναται να συνεχίσουν να ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 3, η διάρκεια των συμβάσεων αυτών δεν υπερβαίνει τα 10 έτη, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ισχύει το άρθρο 4 παράγραφος 4.».

γ)

Στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

από τις 26 Ιουλίου 2000 και πριν από τις 24 Δεκεμβρίου 2017, βάσει διαδικασίας άλλης από τη δίκαιη διαδικασία διαγωνισμού.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 24 Δεκεμβρίου 2017.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. KORČOK


(1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 122.

(2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 92.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 17ης Οκτωβρίου 2016 (ΕΕ C 430 της 22.11.2016, σ. 4). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1).


23.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/32


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/2339 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2016

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, όσον αφορά εμπορεύματα που έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσης ή αέρος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με σκοπό τη διευκόλυνση των εμπορικών ροών, το άρθρο 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), εξαιρεί την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του εν λόγω κανονισμού σε εμπορεύματα που έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διακινούμενα μεταξύ δύο ενωσιακών λιμένων ή αερολιμένων χωρίς στάση εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης. Οι εν λόγω διατάξεις διέπουν την υποχρέωση υποβολής της συνοπτικής διασάφησης εισόδου, την υποχρέωση γνωστοποίησης της άφιξης θαλασσοπλοούντος πλοίου ή αεροσκάφους, την υποχρέωση μεταφοράς των εμπορευμάτων σε συγκεκριμένους χώρους και προσκόμισής τους σε τελωνείο στο σημείο όπου εκφορτώνονται ή μεταφορτώνονται, καθώς και την προσωρινή εναπόθεση.

(2)

Ως συνέπεια της εν λόγω εξαίρεσης, δεν υπάρχει νομική βάση για να απαιτείται η προσκόμιση των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται ή μεταφορτώνονται στο σημείο όπου αυτά επανεισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, αφού το έχουν εγκαταλείψει προσωρινά. Χωρίς μια τέτοια προσκόμιση, ενδέχεται να είναι δυσχερέστερο για τις τελωνειακές αρχές να διασφαλίζουν την επιτήρηση των οικείων εμπορευμάτων, ενώ υπάρχει κίνδυνος τόσο μη ορθής επιβολής εισαγωγικών δασμών και άλλων επιβαρύνσεων όσο και μη ορθής εφαρμογής μη φορολογικών μέτρων, όπως κτηνιατρικών και φυτοϋγειονομικών ελέγχων.

(3)

Επομένως, το άρθρο 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διάφορες καταστάσεις μη ενωσιακών και ενωσιακών εμπορευμάτων.

(4)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική τελωνειακή επιτήρηση μη ενωσιακών εμπορευμάτων, οι διατάξεις που διέπουν την υποχρέωση μεταφοράς των εμπορευμάτων σε συγκεκριμένους χώρους, προσκόμισής τους στο τελωνείο κατά την εκφόρτωση ή τη μεταφόρτωση, και αναμονής για τη χορήγηση άδειας πριν την εκφόρτωση ή μεταφόρτωση, καθώς και οι διατάξεις που διέπουν την προσωρινή εναπόθεση, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται σε μη ενωσιακά εμπορεύματα. Κατά συνέπεια, το άρθρο 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να προβλέπει ότι μόνο οι κανόνες που διέπουν την υποχρέωση υποβολής της συνοπτικής διασάφησης εισόδου και την υποχρέωση γνωστοποίησης της άφιξης θαλασσοπλοούντος πλοίου ή αεροσκάφους εξαιρούνται όσον αφορά μη ενωσιακά εμπορεύματα.

(5)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επιτήρηση των ενωσιακών εμπορευμάτων, στο άρθρο 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της κατάστασης των ενωσιακών εμπορευμάτων των οποίων ο χαρακτήρας πρέπει να αποδειχθεί σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού και των ενωσιακών εμπορευμάτων που έχουν διατηρήσει τον χαρακτήρα τους δυνάμει του άρθρου 155 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

(6)

Όσον αφορά τα ενωσιακά εμπορεύματα των οποίων ο χαρακτήρας πρέπει να αποδειχθεί σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, θα πρέπει να εξαιρεθεί μόνο η εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την υποχρέωση υποβολής της συνοπτικής διασάφησης εισόδου και την υποχρέωση γνωστοποίησης της άφιξης θαλασσοπλοούντος πλοίου ή αεροσκάφους, γεγονός που θα καθιστά δυνατή την κατάλληλη τελωνειακή επιτήρηση.

(7)

Οι κανόνες που καθορίζονται στο άρθρο 139 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 και διέπουν την υποχρέωση προσκόμισης των εμπορευμάτων στο τελωνείο κατά την εκφόρτωση ή τη μεταφόρτωση, καθώς και την υποχρέωση αναμονής δυνάμει του άρθρου 140 του εν λόγω κανονισμού για τη χορήγηση άδειας πριν την εκφόρτωση ή μεταφόρτωση των εμπορευμάτων δεν θα πρέπει ομοίως να εφαρμόζονται σε ενωσιακά εμπορεύματα που έχουν διατηρήσει τον χαρακτήρα τους δυνάμει του άρθρου 155 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, ακόμη και αν τα εμπορεύματα έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, ο χαρακτήρας τους δεν έχει μεταβληθεί και δεν χρειάζεται να αποδειχθεί.

(8)

Οι παραπομπές του άρθρου 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 στο άρθρο 135 παράγραφος 1 και στο άρθρο 137 του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να διαγραφούν προκειμένου να υποχρεώνεται το πρόσωπο που πραγματοποιεί την είσοδο των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης να τα μεταφέρει στο σημείο που όρισαν οι τελωνειακές αρχές, ώστε να παρέχεται στις εν λόγω αρχές η δυνατότητα, εφόσον είναι αναγκαίο, να ελέγχουν αν τα εμπορεύματα είναι ενωσιακά ή μη ενωσιακά.

(9)

Η παραπομπή του άρθρου 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 στο άρθρο 141 του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να διαγραφεί προκειμένου να καθίσταται σαφές ότι το άρθρο 141 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο εξαιρεί την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων σε εμπορεύματα που διακινούνται υπό το καθεστώς διαμετακόμισης, εφαρμόζεται επίσης όταν τα εμπορεύματα επανεισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, αφού το έχουν εγκαταλείψει προσωρινά με απευθείας δρομολόγιο διά θαλάσσης ή αέρος.

(10)

Η παραπομπή του άρθρου 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 στα άρθρα 144 έως 149 του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με την προσωρινή εναπόθεση, θα πρέπει ομοίως να διαγραφεί. Παρότι οι κανόνες που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα δεν εφαρμόζονται σε ενωσιακά εμπορεύματα, θα πρέπει να εφαρμόζονται σε μη ενωσιακά εμπορεύματα. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 θα πρέπει να τροποιηθεί αναλόγως.

(11)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επιτήρηση των εμπορευμάτων χωρίς καθυστέρηση,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 136 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 136

Εμπορεύματα που έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσης ή αέρος

1.   Τα άρθρα 127 έως 130 και το άρθρο 133 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μη ενωσιακά εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης αφού έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το εν λόγω έδαφος διά θαλάσσης ή αέρος και έχουν μεταφερθεί με απευθείας δρομολόγιο χωρίς στάση εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης.

2.   Τα άρθρα 127 έως 130 και το άρθρο 133 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ενωσιακά εμπορεύματα των οποίων ο τελωνειακός χαρακτήρας ως ενωσιακών εμπορευμάτων πρέπει να αποδειχθεί σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 2 εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης αφού έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το εν λόγω έδαφος διά θαλάσσης ή αέρος και έχουν μεταφερθεί με απευθείας δρομολόγιο χωρίς στάση εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης.

3.   Τα άρθρα 127 έως 130 και τα άρθρα 133, 139 και 140 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ενωσιακά εμπορεύματα τα οποία διακινούνται χωρίς μεταβολή του τελωνειακού τους χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 2 εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης αφού έχουν εγκαταλείψει προσωρινά το εν λόγω έδαφος διά θαλάσσης ή αέρος και έχουν μεταφερθεί με απευθείας δρομολόγιο χωρίς στάση εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. KORČOK


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 1η Δεκεμβρίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 2016.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).


23.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/35


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/2340 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2016

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση όσον αφορά την ημερομηνία εφαρμογής του

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) εισήγαγε μια σειρά μέτρων με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, με την αύξηση της διαφάνειας στην αγορά επενδύσεων για ιδιώτες επενδυτές. Ο κανονισμός υποχρεώνει τους παραγωγούς συσκευασμένων επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικών προϊόντων βασιζόμενων σε ασφάλιση να καταρτίζουν ένα έγγραφο βασικών πληροφοριών (ΕΒΠ) (key information document — KID).

(2)

Με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 εξουσιοδοτούνται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), να καταρτίσουν ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των στοιχείων του ΕΒΠ.

(3)

Στις 30 Ιουνίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 (6) (ο «κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός») που καθορίζει την παρουσίαση και το περιεχόμενο του ΕΒΠ καθώς και τον τυποποιημένο μορφότυπό του, τη μεθοδολογία στην οποία βασίζεται η παρουσίαση του κινδύνου και της ανταμοιβής και ο υπολογισμός του κόστους, τους όρους και την ελάχιστη συχνότητα της επανεξέτασης των πληροφοριών που περιέχονται στο ΕΒΠ, όπως και τους όρους για την εκπλήρωση της απαίτησης να παρέχεται το ΕΒΠ σε ιδιώτες επενδυτές.

(4)

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε αντίρρηση σχετικά με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό που εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 30 Ιουνίου 2016 και ζήτησε, από κοινού με τη μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών, αναβολή της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014.

(5)

Με την αναβολή των δώδεκα μηνών θα δοθεί περισσότερος χρόνος στους ενδιαφερομένους για να συμμορφωθούν προς τις νέες απαιτήσεις. Υπό το πρίσμα αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων, είναι σκόπιμο και δικαιολογημένο να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014.

(6)

Δεδομένου του πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος που απομένει πριν από την εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ χωρίς καθυστέρηση.

(7)

Κατά συνέπεια, είναι επίσης δικαιολογημένη η εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση της εξαίρεσης για επείγουσες περιπτώσεις που προβλέπεται στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου (αριθ. 1) σχετικά με τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2018.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. KORČOK


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2016.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) (ΕΕ L 352 της 9.12.2014, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) με τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την παρουσίαση, το περιεχόμενο, την επανεξέταση και την αναθεώρηση των εγγράφων βασικών πληροφοριών και τις προϋποθέσεις για την εκπλήρωση της απαίτησης για την παροχή των εν λόγω εγγράφων [C(2016) 3999].


ΟΔΗΓΙΕΣ

23.12.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/37


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2016/2341 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2016

για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ)

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53, το άρθρο 62 και το άρθρο 114 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς (4). Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Στην εσωτερική αγορά, τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ασκούν δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα υψηλό επίπεδο προστασίας και ασφάλειας στα μέλη και τους δικαιούχους επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων.

(3)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην ελάχιστη εναρμόνιση και συνεπώς δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν περαιτέρω διατάξεις για την προστασία των μελών και των δικαιούχων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διατάξεις θα συνάδουν με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών δυνάμει του δικαίου της Ένωσης. Η παρούσα οδηγία δεν αφορά ζητήματα εθνικού κοινωνικού, εργατικού και φορολογικού δικαίου ή δικαίου περί συμβάσεων ή την επάρκεια των συνταξιοδοτικών παροχών στα κράτη μέλη.

(4)

Προκειμένου να διευκολυνθεί περαιτέρω η κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών, η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο να εξασφαλίσει τη χρηστή διακυβέρνηση, την παροχή ενημέρωσης στα μέλη των συνταξιοδοτικών καθεστώτων και τη διαφάνεια και την ασφάλεια των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

(5)

Τα ΙΕΣΠ οργανώνονται και ρυθμίζονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη. Τόσο τα ΙΕΣΠ όσο και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής διαχειρίζονται επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα. Ως εκ τούτου, δεν κρίνεται σκόπιμο να εφαρμοστεί ενιαία προσέγγιση για τα ΙΕΣΠ. Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), θα πρέπει, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές πρακτικές των κρατών μελών, με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας, κατά τον καθορισμό της οργάνωσης των ΙΕΣΠ.

(6)

Η οδηγία 2003/41/ΕΚ αποτέλεσε ένα πρώτο νομοθετικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας εσωτερικής αγοράς επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, οργανωμένης σε ενωσιακή κλίμακα. Μια πραγματική εσωτερική αγορά επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών παραμένει καθοριστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην Ένωση, καθώς και για την αντιμετώπιση της πρόκλησης της γήρανσης της κοινωνίας. Η εν λόγω οδηγία, η οποία χρονολογείται από το 2003, δεν έχει τροποποιηθεί ουσιαστικά ώστε να εισαχθεί ένα σύγχρονο βασισμένο στον κίνδυνο σύστημα διακυβέρνησης για τα ΙΕΣΠ. Η κατάλληλη ρύθμιση και εποπτεία σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο παραμένει σημαντική για την ανάπτυξη ασφαλών και εξασφαλισμένων συνταξιοδοτικών παροχών σε όλα τα κράτη μέλη.

(7)

Ως γενική αρχή τα ΙΕΣΠ θα πρέπει, όπου αρμόζει, να λαμβάνουν υπόψη τον στόχο της διασφάλισης της μεταξύ των γενεών ισορροπίας των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων, αποσκοπώντας σε δίκαιη κατανομή κινδύνων και οφελών μεταξύ γενεών στις επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές.

(8)

Απαιτείται η λήψη κατάλληλων μέτρων για την περαιτέρω βελτίωση της επικουρικής ιδιωτικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, όπως είναι τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα. Αυτό είναι σημαντικό, επειδή τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης υφίστανται ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι οι πολίτες βασίζονται ολοένα και περισσότερο σε επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές ώστε να συμπληρώσουν άλλες συνταξιοδοτικές παροχές. Τα ΙΕΣΠ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της οικονομίας της Ένωσης και για την προσφορά ασφαλών συνταξιοδοτικών παροχών. Αποτελούν ζωτικό στοιχείο της οικονομίας της Ένωσης, και διαχειρίζονται στοιχεία ενεργητικού ύψους 2,5 τρισεκατομμυρίων EUR για περίπου 75 εκατ. μέλη και δικαιούχους. Οι επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές θα πρέπει να βελτιωθούν, χωρίς ωστόσο να τίθεται υπό αμφισβήτηση η μεγάλη σημασία των δημόσιων συνταξιοδοτικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης όσον αφορά την ασφάλεια, τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής προστασίας, η οποία θα πρέπει να διασφαλίζει ένα αποδεκτό βιοτικό επίπεδο στην τρίτη ηλικία και θα πρέπει, συνεπώς, να αποτελεί το επίκεντρο του στόχου της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών κοινωνικών προτύπων.

(9)

Έχοντας υπόψη τις δημογραφικές εξελίξεις στην Ένωση και την κατάσταση όσον αφορά τους εθνικούς προϋπολογισμούς, οι επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές αποτελούν πολύτιμη προσθήκη στα συνταξιοδοτικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ένα ανθεκτικό συνταξιοδοτικό σύστημα περιλαμβάνει διαφοροποιημένο φάσμα προϊόντων, ποικιλομορφία ιδρυμάτων καθώς και αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές πρακτικές.

(10)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προστατεύουν τους εργαζόμενους από το φαινόμενο της φτώχειας των ηλικιωμένων και να προωθούν καθεστώτα επικουρικής σύνταξης που θα συνδέονται με τις συμβάσεις απασχόλησης ως πρόσθετη κάλυψη στις δημόσιες συντάξεις.

(11)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων και το δικαίωμα σε υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, διασφαλίζοντας ειδικότερα υψηλότερο επίπεδο διαφάνειας των συνταξιοδοτικών παροχών και ενημερωμένο προσωπικό χρηματοοικονομικό και συνταξιοδοτικό προγραμματισμό και διευκολύνοντας τη διασυνοριακή δραστηριότητα των ΙΕΣΠ και τη διασυνοριακή μεταφορά συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(12)

Ειδικότερα, η διευκόλυνση της διασυνοριακής δραστηριότητας των ΙΕΣΠ και της διασυνοριακής μεταφοράς συνταξιοδοτικών καθεστώτων με την αποσαφήνιση των σχετικών διαδικασιών και την άρση των περιττών εμποδίων, θα μπορούσε να έχει θετικό αντίκτυπο στις οικείες επιχειρήσεις και τους υπαλλήλους τους, σε οποιοδήποτε κράτος μέλος και αν εργάζονται, μέσω της συγκέντρωσης της διαχείρισης των παρεχόμενων συνταξιοδοτικών υπηρεσιών.

(13)

Η διασυνοριακή δραστηριότητα των ΙΕΣΠ θα πρέπει να επιτελείται με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα του κράτους μέλους υποδοχής, που ισχύει για τις σχέσεις μεταξύ της επιχείρησης που προσφέρει το συνταξιοδοτικό καθεστώς («χρηματοδοτούσα επιχείρηση») και μελών και δικαιούχων. Η διασυνοριακή δραστηριότητα και η διασυνοριακή μεταφορά συνταξιοδοτικών καθεστώτων είναι διαφορετικά ζητήματα και θα πρέπει να διέπονται από διαφορετικές διατάξεις. Εάν μια διασυνοριακή μεταφορά συνταξιοδοτικού καθεστώτος οδηγεί σε διασυνοριακή δραστηριότητα, τότε θα πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις για διασυνοριακή δραστηριότητα.

(14)

Όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και το ΙΕΣΠ βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος, το γεγονός και μόνον ότι τα μέλη ή οι δικαιούχοι ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος δεν συνιστά αυτό καθαυτό διασυνοριακή δραστηριότητα.

(15)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη προστασίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που μετατίθενται προσωρινά σε άλλο κράτος μέλος.

(16)

Παρά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, η διασυνοριακή δραστηριότητα έχει περιοριστεί λόγω των διαφορών στην εθνική κοινωνική και εργατική νομοθεσία. Πέραν αυτού, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικά εποπτικά εμπόδια, τα οποία καθιστούν πιο δαπανηρή για τα ΙΕΣΠ τη διασυνοριακή διαχείριση συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Επιπλέον, το υφιστάμενο ελάχιστο επίπεδο προστασίας μελών και δικαιούχων πρέπει να βελτιωθεί. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς οι κίνδυνοι μακροζωίας και αγοράς αναλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο από τα μέλη και τους δικαιούχους, παρά από το ΙΕΣΠ ή τη «χρηματοδοτούσα επιχείρηση». Επιπλέον, το υφιστάμενο ελάχιστο επίπεδο παροχής πληροφοριών σε μέλη και δικαιούχους πρέπει να αυξηθεί.

(17)

Οι θεσπιζόμενοι με την παρούσα οδηγία κανόνες εποπτείας αποσκοπούν εξίσου να διασφαλίσουν ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας για όλους τους μελλοντικούς συνταξιούχους, μέσω της επιβολής αυστηρών προτύπων εποπτείας, και να καταστήσουν εφικτή τη χρηστή, συνετή και αποτελεσματική διαχείριση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων.

(18)

Τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να είναι εντελώς ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση και να λειτουργούν βάσει της αρχής της κεφαλαιοποίησης, με στόχο την προσφορά συνταξιοδοτικών παροχών. Τα ΙΕΣΠ που λειτουργούν με τον μοναδικό αυτό στόχο θα πρέπει να είναι ελεύθερα να παρέχουν υπηρεσίες και να προβαίνουν σε επενδύσεις, υποκείμενα μόνο σε συντονισμένους κανόνες εποπτείας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ΙΕΣΠ που θεωρούνται νομικές οντότητες.

(19)

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για την οργάνωση των ιδίων συστημάτων συνταξιοδότησης καθώς και για τη λήψη απόφασης σχετικά με το ρόλο εκάστου των τριών «πυλώνων» του συνταξιοδοτικού συστήματος στα επιμέρους κράτη μέλη. Στα πλαίσια του δεύτερου πυλώνα, θα πρέπει επίσης να παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για το ρόλο και τις λειτουργίες των διαφόρων ιδρυμάτων που προσφέρουν επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, όπως τα ταμεία συντάξεων ολόκληρου του οικονομικού κλάδου, τα ταμεία συντάξεων των επιχειρήσεων και οι επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής. Η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί στο να αμφισβητήσει την εν λόγω αρμοδιότητα των κρατών μελών, αλλά απεναντίας να τα ενθαρρύνει να συγκροτήσουν επαρκή, ασφαλή και βιώσιμα συστήματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και να διευκολύνει τη διασυνοριακή δραστηριότητα.

(20)

Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση των υπηρεσιών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, η Επιτροπή θα πρέπει να δημιουργήσει σημαντική προστιθέμενη αξία σε επίπεδο Ένωσης με τη λήψη περαιτέρω μέτρων για την υποστήριξη της συνεργασίας των κρατών μελών με τους κοινωνικούς εταίρους για τη βελτίωση των συνταξιοδοτικών καθεστώτων δεύτερου πυλώνα, και με τη σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για την ενίσχυση της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης δεύτερου πυλώνα στα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων με την προώθηση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά τη διασυνοριακή δραστηριότητα.

(21)

Οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή των ελεύθερων επαγγελματιών σε ΙΕΣΠ διαφέρουν. Σε ορισμένα κράτη μέλη, τα ΙΕΣΠ μπορούν να λειτουργούν βάσει συμφωνιών με επαγγελματικές ενώσεις, των οποίων τα μέλη ενεργούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ή απευθείας με ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς. Σε ορισμένα κράτη μέλη, ένας ελεύθερος επαγγελματίας μπορεί επίσης να γίνει μέλος ΙΕΣΠ, εφόσον ενεργεί ως εργοδότης ή παρέχει επαγγελματικές υπηρεσίες σε μια επιχείρηση. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούν να ενταχθούν σε ΙΕΣΠ εάν δεν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιβαλλόμενων από την κοινωνική και εργατική νομοθεσία.

(22)

Θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τα ιδρύματα που διαχειρίζονται καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία έχουν ήδη συντονισθεί σε ενωσιακό επίπεδο. Θα πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα των ΙΕΣΠ τα οποία διαχειρίζονται, σε ένα και το αυτό κράτος μέλος, τόσο καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης όσο και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα.

(23)

Τα ιδρύματα που λειτουργούν με βάση την αρχή χρηματοδότησης κεφαλαίου ως μέρος των υποχρεωτικών καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(24)

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που καλύπτονται ήδη από ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει γενικά να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Δεδομένου όμως ότι τα ιδρύματα αυτά μπορούν επίσης να παρέχουν σε ορισμένες περιπτώσεις υπηρεσίες επαγγελματικής συνταξιοδότησης, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι η παρούσα οδηγία δεν οδηγεί σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Τέτοιες στρεβλώσεις μπορούν να αποφευχθούν με την εφαρμογή των απαιτήσεων εποπτείας της παρούσας οδηγίας στις υπηρεσίες επαγγελματικής συνταξιοδότησης που παρέχουν οι επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημεία i) έως iii) και το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημεία ii) έως iv) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Η Επιτροπή θα πρέπει να ελέγχει επίσης προσεκτικά την κατάσταση στις αγορές επαγγελματικών συντάξεων και να αξιολογεί τη δυνατότητα επέκτασης της προαιρετικής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε άλλα ρυθμιζόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

(25)

Δεδομένου ότι τα ΙΕΣΠ αποσκοπούν στην εξασφάλιση οικονομικής ασφάλειας μετά τη σύνταξη, οι συνταξιοδοτικές παροχές που αυτά καταβάλλουν θα πρέπει γενικώς να λαμβάνουν τη μορφή πληρωμών εφ' όρου ζωής, πληρωμών για προσωρινό χρονικό διάστημα, πληρωμών εφάπαξ ποσού ή οιουδήποτε συνδυασμού αυτών.

(26)

Είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται ότι οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας και απολαμβάνουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Η δέουσα κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων στο πλαίσιο των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων αποτελεί σημαντική πτυχή της καταπολέμησης της φτώχειας και της ανασφάλειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Κατά τον καθορισμό ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους, θα πρέπει να εξετάζουν τη δυνατότητα να περιλαμβάνονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς η κάλυψη του κινδύνου μακροζωίας και των κινδύνων της ανικανότητας απασχόλησης, καθώς και πρόβλεψη για επιζώντα προστατευόμενα άτομα.

(27)

Το να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής εκτελεστικής νομοθεσίας τα ΙΕΣΠ που διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά καθεστώτα στα οποία αθροιστικώς μετέχουν λιγότερα από 100 μέλη συνολικά, μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία σε αυτά τα κράτη μέλη, χωρίς να υπονομεύει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον εν λόγω τομέα. Αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των ΙΕΣΠ να ορίζουν διαχειριστές επενδύσεων εγκατεστημένους και δεόντως εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος, για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου επενδύσεών τους και θεματοφύλακες ή διαχειριστές εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος και δεόντως εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος, για τη φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού τους. Σε κάθε περίπτωση τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν ορισμένες διατάξεις όσον αφορά επενδυτικούς κανόνες και το σύστημα διακυβέρνησης στα ΙΕΣΠ τα οποία διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά καθεστώτα που έχουν συνολικά περισσότερα από 15 μέλη.

(28)

Ιδρύματα όπως τα «Unterstützungskassen» στη Γερμανία, τα μέλη των οποίων δεν έχουν νόμιμα δικαιώματα σε παροχές ορισμένου ποσού και τα συμφέροντά τους προστατεύονται από υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλιση κατά της αφερεγγυότητας, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

(29)

Προκειμένου να προστατευθούν τα μέλη και οι δικαιούχοι, τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους σε εκείνες που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και σε εκείνες που απορρέουν από αυτές.

(30)

Σε περίπτωση πτώχευσης χρηματοδοτούσας επιχείρησης, τα μέλη κινδυνεύουν να στερηθούν τόσο την εργασία τους όσο και τα σωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους. Καθίσταται συνεπώς αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και του ΙΕΣΠ και ότι προβλέπονται ελάχιστοι εποπτικοί κανόνες για την προστασία των μελών. Η πρόσβαση των ΙΕΣΠ στα συνταξιοδοτικά καθεστώτα πρόνοιας ή σε παρόμοιους μηχανισμούς που προστατεύουν τα σωρευμένα ατομικά δικαιώματα των μελών και των δικαιούχων έναντι του κινδύνου αθέτησης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον προσδιορισμό και τη θέσπιση αυτών των προτύπων.

(31)

Η λειτουργία και η εποπτεία των ΙΕΣΠ διαφέρουν αισθητά από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Σε ορισμένα κράτη μέλη η εποπτεία μπορεί να ασκείται όχι μόνον στο ίδιο το ΙΕΣΠ, αλλά και στους φορείς ή τις οντότητες που είναι εξουσιοδοτημένες να διαχειρίζονται αυτά τα ΙΕΣΠ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη αυτή την ιδιαιτερότητα στο μέτρο που πληρούνται πραγματικά όλες οι απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν επίσης να επιτρέπουν σε ασφαλιστικούς και άλλους χρηματοπιστωτικούς φορείς να διαχειρίζονται ΙΕΣΠ.

(32)

Τα ΙΕΣΠ είναι συνταξιοδοτικά ιδρύματα κοινωνικού σκοπού τα οποία παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Είναι υπεύθυνα για τη χορήγηση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και θα πρέπει συνεπώς να ανταποκρίνονται σε ορισμένα ελάχιστα εποπτικά πρότυπα όσον αφορά τις δραστηριότητες και τους όρους λειτουργίας τους, λαμβάνοντας υπόψη εθνικούς κανόνες και πρακτικές. Ωστόσο, τα ιδρύματα αυτά δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως πάροχοι χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η κοινωνική τους αποστολή και η τριγωνική σχέση μεταξύ εργαζόμενου, εργοδότη και ΙΕΣΠ θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να υποστηρίζονται δεόντως ως κατευθυντήριες αρχές της παρούσας οδηγίας.

(33)

Όταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα ΙΕΣΠ διαχειρίζονται ταμεία συντάξεων τα οποία δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα και συνίστανται σε συνταξιοδοτικά καθεστώτα μεμονωμένων μελών των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού είναι ξεχωριστά από τα στοιχεία των ΙΕΣΠ, θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν κάθε ταμείο συντάξεων ως ένα και μόνον συνταξιοδοτικό καθεστώς κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

(34)

Ο τεράστιος αριθμός ΙΕΣΠ σε ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλει να εξευρεθεί μια ρεαλιστική λύση σχετικά με την εκ των προτέρων έγκριση των ΙΕΣΠ. Εάν, πάντως, ένα ΙΕΣΠ επιθυμεί να διαχειρίζεται ένα καθεστώς σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να απαιτείται να λάβει προηγουμένως την έγκριση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής.

(35)

Με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την οργάνωση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής ασφάλισης και των συνεπειών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλα κράτη μέλη μετά τη λήψη της έγκρισης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΙΕΣΠ. Θα πρέπει να επιτρέπεται στα ΙΕΣΠ να δέχονται χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε οποιοδήποτε κράτος μέλος και να διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά καθεστώτα με μέλη σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τα εν λόγω ΙΕΣΠ σε σημαντικές οικονομίες κλίμακας, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα του κλάδου στην Ένωση και να διευκολύνει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.

(36)

Το δικαίωμα ενός ΙΕΣΠ εγκατεστημένου σε ένα κράτος μέλος να διαχειρίζεται επαγγελματικό συνταξιοδοτικό καθεστώς που έχει θεσπιστεί σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να ασκείται τηρουμένων στο ακέραιο των διατάξεων της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον σχετίζεται με επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, για παράδειγμα με τον καθορισμό και την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών και με τους όρους για τη δυνατότητα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής των εποπτικών κανόνων ώστε να διασφαλίζεται ασφάλεια δικαίου για τις διασυνοριακές δραστηριότητες των ΙΕΣΠ.

(37)

Τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να μεταφέρουν συνταξιοδοτικά καθεστώτα σε άλλα ΙΕΣΠ σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης, ώστε να διευκολύνεται η οργάνωση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών σε ενωσιακή κλίμακα. Οι μεταφορές θα πρέπει να υπόκεινται σε έγκριση από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ, αφού η εν λόγω αρμόδια αρχή έχει λάβει προηγουμένως τη συναίνεση της αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος καταγωγής του μεταφέροντος το συνταξιοδοτικό καθεστώς ΙΕΣΠ. Η μεταφορά και οι προϋποθέσεις της θα πρέπει να υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από την πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων μελών και από την πλειοψηφία των δικαιούχων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από την πλειοψηφία των εκπροσώπων τους, όπως οι καταπιστευματοδόχοι ενός καθεστώτος που βασίζεται σε καταπιστευματικό ταμείο.

(38)

Στην περίπτωση μεταφοράς μέρους του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα τόσο του μεταφερόμενου όσο και του υπόλοιπου μέρους του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και τα δικαιώματα όλων των μελών και των δικαιούχων θα πρέπει να είναι επαρκώς προστατευμένα μετά τη μεταφορά, μέσω της απαίτησης τόσο από το μεταφέρον όσο και από το παραλαμβάνον ΙΕΣΠ να έχουν επαρκή και κατάλληλα στοιχεία ενεργητικού με σκοπό την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών για το μεταφερόμενο και το υπόλοιπο μέρος του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

(39)

Προκειμένου να διευκολύνει τον συντονισμό των εποπτικών πρακτικών, η EIOPA μπορεί να ζητεί πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εξουσίες που τις ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Πέραν αυτού, σε περίπτωση συνολικής ή μερικής διασυνοριακής μεταφοράς συνταξιοδοτικού καθεστώτος, όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών, θα πρέπει να μπορεί η EIOPA να αναλαμβάνει ρόλο μεσολαβητή.

(40)

Ο συνετός υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών είναι βασική προϋπόθεση για να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων πληρωμής των συντάξεων τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Τα τεχνικά αποθεματικά θα πρέπει να υπολογίζονται βάσει αναγνωρισμένων αναλογιστικών μεθόδων και να πιστοποιούνται από αναλογιστή ή από άλλον ειδικό στο αντικείμενο αυτό. Τα μέγιστα επιτόκια θα πρέπει να επιλέγονται με σύνεση, σύμφωνα με τους σχετικούς εθνικούς κανόνες. Το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών θα πρέπει αφενός να επαρκεί ώστε να συνεχίσουν να καταβάλλονται οι οφειλόμενες προς τους δικαιούχους παροχές, και αφετέρου να αντικατοπτρίζει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τα σωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μελών. Το αναλογιστικό έργο θα πρέπει να εκτελείται από άτομα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ, και τα οποία είναι σε θέση να αποδείξουν τη σχετική πείρα τους σε σχέση με τα ισχύοντα επαγγελματικά προσόντα ή άλλου είδους πρότυπα.

(41)

Οι κίνδυνοι που καλύπτονται από τα ΙΕΣΠ διαφέρουν αισθητά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Τα κράτη μέλη καταγωγής θα πρέπει, κατά συνέπεια, να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν στον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών πρόσθετους και αναλυτικότερους κανόνες από αυτούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(42)

Θα πρέπει να απαιτούνται κατάλληλα και επαρκή στοιχεία ενεργητικού για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών για να προστατεύονται τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του συνταξιοδοτικού καθεστώτος στην περίπτωση που η χρηματοδοτούσα επιχείρηση καταστεί αφερέγγυα.

(43)

Προκειμένου να προωθούνται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ εγχώριων και διασυνοριακών ΙΕΣΠ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις συγχρηματοδότησης τόσο για τα εγχώρια όσο και για τα διασυνοριακά ΙΕΣΠ.

(44)

Σε πολλές περιπτώσεις, η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και όχι το ίδιο το ΙΕΣΠ θα μπορούσε είτε να καλύπτει τους βιομετρικούς κινδύνους είτε να εγγυάται ορισμένες παροχές ή επενδυτικές αποδόσεις. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ίδιο το ΙΕΣΠ παρέχει την εν λόγω κάλυψη ή τις εν λόγω εγγυήσεις και οι χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις περιορίζονται γενικά στις υποχρεώσεις καταβολής των αναγκαίων εισφορών. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα σχετικά ΙΕΣΠ θα πρέπει να κατέχουν ιδίους πόρους βάσει της αξίας των τεχνικών αποθεματικών και του κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου.

(45)

Τα ΙΕΣΠ είναι εξαιρετικά μακροπρόθεσμοι επενδυτές. Η εξαγορά των στοιχείων του ενεργητικού που έχουν στην κατοχή τους τα ΙΕΣΠ μπορεί γενικά να έχει ως σκοπό μόνο την προσφορά συνταξιοδοτικών παροχών. Εξάλλου, για να προστατευθούν επαρκώς τα δικαιώματα των μελών και των δικαιούχων, τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού τους ανάλογη με τη συγκεκριμένη φύση και διάρκεια των στοιχείων του παθητικού τους. Κατά συνέπεια, απαιτείται αποτελεσματική εποπτεία καθώς και μια προσέγγιση των επενδυτικών κανόνων που να προσφέρει στα ΙΕΣΠ επαρκές περιθώριο ελιγμών για να αποφασίζουν ως προς την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη επενδυτική πολιτική και να τα υποχρεώνει να κινούνται συνετά. Συνεπώς, η τήρηση του κανόνα της «συνετής διαχείρισης» επιβάλλει μια επενδυτική πολιτική που να ανταποκρίνεται στη δομή της συμμετοχής στην ασφάλιση των ασφαλισμένων του εκάστοτε ΙΕΣΠ.

(46)

Με τη θέσπιση του κανόνα «της συνετής διαχείρισης» ως βασικής αρχής για τις επενδύσεις κεφαλαίου, καθώς και με την παροχή στα ΙΕΣΠ της δυνατότητας διασυνοριακής δραστηριότητας, ενθαρρύνεται ο αναπροσανατολισμός της αποταμίευσης προς τον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και προάγεται κατ' αυτόν τον τρόπο η οικονομική και κοινωνική πρόοδος.

(47)

Οι εποπτικές μέθοδοι και πρακτικές διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να δοθεί στα κράτη μέλη κάποια διακριτική ευχέρεια σχετικά με τους συγκεκριμένους επενδυτικούς κανόνες που επιθυμούν να επιβάλλουν στα εγκατεστημένα στην επικράτειά τους ΙΕΣΠ. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι εποπτείας.

(48)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εξασφαλίζει στα ΙΕΣΠ κατάλληλο επίπεδο επενδυτικής ελευθερίας. Ως εξαιρετικά μακροπρόθεσμοι επενδυτές με χαμηλό κίνδυνο ρευστότητας, τα ΙΕΣΠ είναι σε θέση να επενδύουν σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού, όπως οι μετοχές, και σε άλλα μέσα με μακροπρόθεσμα οικονομικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), εντός συνετών ορίων. Μπορούν, επίσης, να επωφελούνται των δυνατοτήτων διαφοροποίησης σε διεθνές επίπεδο. Οι επενδύσεις σε μετοχές, σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά των στοιχείων του παθητικού τους και σε άλλα μέσα με μακροπρόθεσμα οικονομικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δεν θα πρέπει συνεπώς να περιορίζονται, σύμφωνα με τον κανόνα της «συνετής διαχείρισης», προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι εποπτείας.

(49)

Ο ορισμός των μέσων με μακροπρόθεσμα οικονομικά χαρακτηριστικά είναι ευρύς. Τα μέσα αυτά αποτελούν τίτλους που δεν είναι δεκτικοί διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και, επομένως, δεν έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς. Απαιτούν συχνά δεσμεύσεις ορισμένου χρόνου που περιορίζουν την εμπορευσιμότητά τους και που θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνουν συμμετοχή και χρεωστικούς τίτλους μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων και δάνεια που παρέχονται σε αυτές. Στις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις συγκαταλέγονται έργα υποδομών, μη εισηγμένες εταιρείες οι οποίες επιδιώκουν ανάπτυξη, ακίνητα ή άλλα στοιχεία ενεργητικού τα οποία θα μπορούσαν να είναι κατάλληλα για σκοπούς μακροπρόθεσμων επενδύσεων. Τα έργα υποδομών χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και τα ανθεκτικά στην κλιματική αλλαγή έργα υποδομών είναι συχνά μη εισηγμένα στο χρηματιστήριο περιουσιακά στοιχεία και βασίζονται σε μακροπρόθεσμες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση των έργων.

(50)

Θα πρέπει να επιτρέπεται στα ΙΕΣΠ να επενδύουν σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τους κανόνες των κρατών μελών καταγωγής τους, με σκοπό τη μείωση του κόστους της διασυνοριακής δραστηριότητας. Επομένως, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη υποδοχής να επιβάλλουν πρόσθετες επενδυτικές απαιτήσεις σε ΙΕΣΠ εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη.

(51)

Οι ιδιώτες πρέπει να έχουν σαφή εικόνα των σωρευμένων συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων τα οποία προκύπτουν από τα εκ του νόμου και τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, ιδίως όταν τα δικαιώματα αυτά σωρεύονται σε περισσότερα από ένα κράτος μέλος. Η εικόνα αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας υπηρεσιών παρακολούθησης των συντάξεων σε όλη την Ένωση, παρόμοιων με εκείνες που έχουν ήδη δημιουργηθεί σε ορισμένα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις συστάσεις της λευκής βίβλου της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 2012, με τίτλο «Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις», η οποία προωθεί την ανάπτυξη των εν λόγω υπηρεσιών.

(52)

Μερικοί κίνδυνοι δεν είναι δυνατόν να μειωθούν μέσω ποσοτικών απαιτήσεων οι οποίες αντικατοπτρίζονται στα τεχνικά αποθεματικά και στις απαιτήσεις χρηματοδότησης, αλλά μπορούν να αντιμετωπιστούν κατάλληλα μόνον μέσω απαιτήσεων διακυβέρνησης. Επομένως, η διασφάλιση αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης είναι ουσιώδους σημασίας για την κατάλληλη διαχείριση των κινδύνων και την προστασία μελών και δικαιούχων. Τα συστήματα αυτά θα πρέπει να είναι ανάλογα προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.

(53)

Πολιτικές αποδοχών οι οποίες ενθαρρύνουν συμπεριφορά υπερβολικής ανάληψης κινδύνων μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων των ΙΕΣΠ. Οι αρχές και οι απαιτήσεις γνωστοποίησης για τις πολιτικές αποδοχών, οι οποίες εφαρμόζονται σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ένωση, θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στα ΙΕΣΠ, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη, την ιδιαίτερη δομή διακυβέρνησης των ΙΕΣΠ σε σύγκριση με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και την αναγκαιότητα συνεκτίμησης του μεγέθους, της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων των ΙΕΣΠ.

(54)

Ως βασική λειτουργία νοείται η ικανότητα ανάληψης συγκεκριμένων καθηκόντων διακυβέρνησης. Τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή ικανότητα ώστε να έχουν λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και, όπου συντρέχει περίπτωση, αναλογιστική λειτουργία. Εκτός εάν ορίζεται άλλως στην παρούσα οδηγία, ο προσδιορισμός μιας συγκεκριμένης βασικής λειτουργίας δεν θα πρέπει να εμποδίζει το ΙΕΣΠ να αποφασίζει ελεύθερα τον τρόπο οργάνωσης αυτής της βασικής λειτουργίας στην πράξη. Τούτο δεν θα πρέπει να συνεπάγεται υπερβολικά επαχθείς απαιτήσεις, διότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος, η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.

(55)

Τα πρόσωπα που διαχειρίζονται πραγματικά ένα ΙΕΣΠ θα πρέπει συλλογικά να πληρούν τις προϋποθέσεις ικανότητας και ήθους και τα πρόσωπα που ασκούν βασικές λειτουργίες θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις και πείρα και, κατά περίπτωση, επαρκή επαγγελματικά προσόντα. Ωστόσο, μόνο τα πρόσωπα που ασκούν βασικές λειτουργίες θα πρέπει να υπόκεινται σε απαιτήσεις κοινοποίησης προς την αρμόδια αρχή.

(56)

Με εξαίρεση τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου, θα πρέπει να επιτρέπεται σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο ή μια οργανωτική ομάδα να ασκεί περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες. Ωστόσο, το πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα που ασκεί μια βασική λειτουργία θα πρέπει να είναι διαφορετικό από εκείνο που ασκεί παρόμοια βασική λειτουργία στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν στο ΙΕΣΠ να ασκεί βασικές λειτουργίες μέσω του ίδιου προσώπου ή της ίδιας οργανωτικής μονάδας όπως και η χρηματοδοτούσα επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι το ΙΕΣΠ εξηγεί πώς αποτρέπει ή διαχειρίζεται οιεσδήποτε συγκρούσεις συμφερόντων με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση.

(57)

Έχει ουσιαστική σημασία να βελτιώσουν τα ΙΕΣΠ τη διαχείριση κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη ταυτόχρονα τον στόχο της διασφάλισης δίκαιης κατανομής κινδύνων και οφελών μεταξύ γενεών στις επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, ώστε τα δυνητικά τρωτά σημεία που έχουν σχέση με τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών καθεστώτων να γίνονται αντιληπτά και να συζητούνται με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο των οικείων συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να εκπονούν αξιολόγηση των κινδύνων των δραστηριοτήτων τους σε σχέση με τις συντάξεις. Η εν λόγω αξιολόγηση κινδύνων θα πρέπει να τίθεται επίσης στη διάθεση των αρμόδιων αρχών και θα πρέπει, κατά περίπτωση να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κινδύνους οι οποίοι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, τη χρήση πόρων, το περιβάλλον, κοινωνικούς κινδύνους και κινδύνους σε σχέση με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω αλλαγής στο ρυθμιστικό πλαίσιο («μη αξιοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού»).

(58)

Οι σχετικοί με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση παράγοντες όπως αναφέρονται στις αρχές για υπεύθυνες επενδύσεις που υποστηρίζονται από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, έχουν σημασία για την πολιτική επενδύσεων και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου των ΙΕΣΠ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να γνωστοποιούν ρητά τον βαθμό στον οποίο λαμβάνονται υπόψη τέτοιοι παράγοντες στις επενδυτικές αποφάσεις και με ποιον τρόπο αποτελούν μέρος του συστήματος διαχείρισης κινδύνου που διαθέτουν. Η καταλληλότητα και η σημασία των σχετικών με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση παραγόντων για τις επενδύσεις του καθεστώτος και ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη τέτοιοι παράγοντες θα πρέπει να αποτελούν μέρος της ενημέρωσης που παρέχει το ΙΕΣΠ δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Αυτό δεν αποκλείει την περίπτωση κατά την οποία ένα ΙΕΣΠ να ικανοποιεί την απαίτηση δηλώνοντας στην ενημέρωση αυτή ότι οι σχετικοί με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση παράγοντες δεν λαμβάνονται υπόψη στην επενδυτική πολιτική του ή ότι το κόστος ενός συστήματος παρακολούθησης της καταλληλότητας και της σημασίας τέτοιων παραγόντων και πώς αυτοί λαμβάνονται υπόψη είναι δυσανάλογο σε σχέση με το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του.

(59)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να απαιτεί από όλα τα ΙΕΣΠ τα οποία είναι εγκατεστημένα στο έδαφός του να συντάσσουν ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα που διαχειρίζονται τα ΙΕΣΠ και, κατά περίπτωση, τους ετήσιους λογαριασμούς και τις ετήσιες εκθέσεις για κάθε συνταξιοδοτικό καθεστώς. Οι ετήσιοι λογαριασμοί και η ετήσια έκθεση που απεικονίζουν πιστά τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του ΙΕΣΠ και τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνταξιοδοτικό καθεστώς το οποίο διαχειρίζεται το ΙΕΣΠ, και που εγκρίνονται δεόντως από άτομο με σχετική άδεια, αποτελούν ουσιώδη πηγή πληροφόρησης για τα μέλη και τους δικαιούχους του καθεστώτος και τις αρμόδιες αρχές. Ειδικότερα, επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν την οικονομική ευρωστία ενός ΙΕΣΠ και να εκτιμούν κατά πόσον το ΙΕΣΠ είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Οι ετήσιοι λογαριασμοί και η ετήσια έκθεση θα πρέπει να δημοσιοποιούνται σε ιστότοπο, όπου είναι δυνατόν, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, όπως διαθέτοντας αντίγραφα κατόπιν αιτήσεως.

(60)

Η επενδυτική πολιτική ενός ΙΕΣΠ συνιστά αποφασιστικό παράγοντα τόσο για την ασφάλεια όσο και για τη μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Συνεπώς, τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να καταρτίζουν και, τουλάχιστον ανά τριετία, να αναθεωρούν δήλωση επενδυτικών αρχών. Αυτή η δήλωση θα πρέπει να γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές και, εφόσον το ζητήσουν, στα μέλη και τους δικαιούχους κάθε συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

(61)

Θα πρέπει να επιτρέπεται στα ΙΕΣΠ να αναθέτουν οποιαδήποτε δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των βασικών λειτουργιών, πλήρως ή μερικώς, σε παρόχους υπηρεσιών οι οποίοι θα δραστηριοποιούνται για λογαριασμό τους. Τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών τους οι οποίες απορρέουν από την παρούσα οδηγία όταν αναθέτουν εξωτερικά βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες. Τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να συνάπτουν γραπτή συμφωνία με τον πάροχο υπηρεσιών όταν αναθέτουν εξωτερικά οποιαδήποτε δραστηριότητα. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τούτο δεν περιλαμβάνει συμφωνίες για επιχειρησιακού τύπου υπηρεσίες, παραδείγματος χάριν, για προσωπικό ασφαλείας ή συντήρησης.

(62)

Θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν τον ορισμό θεματοφύλακα σε σχέση με τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού των ΙΕΣΠ.

(63)

Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που έχει θεσπιστεί και των γραφειοκρατικών επιβαρύνσεων που δημιουργούνται, τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να παρέχουν σαφείς και επαρκείς πληροφορίες σε υποψήφια μέλη, μέλη και δικαιούχους προς υποστήριξη των αποφάσεων που αυτοί λαμβάνουν σχετικά με τη συνταξιοδότησή τους και να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο διαφάνειας στο σύνολο των διάφορων φάσεων ενός καθεστώτος, οι οποίες περιλαμβάνουν τη φάση προ της ένταξης, τη συμμετοχή (συμπεριλαμβανομένης της φάσης προ της συνταξιοδότησης) και τη φάση μετά τη συνταξιοδότηση. Ειδικότερα, θα πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα σωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα προβλεπόμενα επίπεδα συνταξιοδοτικών παροχών, τους κινδύνους και τις εγγυήσεις καθώς και τα έξοδα. Όταν τα προβλεπόμενα επίπεδα συνταξιοδοτικών παροχών βασίζονται σε οικονομικά σενάρια, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης δυσμενές σενάριο που θα πρέπει να είναι ακραίο αλλά εύλογο. Εάν τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο, πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το επενδυτικό προφίλ, τυχόν διαθέσιμες επιλογές και τις προηγούμενες επιδόσεις είναι επίσης καθοριστικής σημασίας. Οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι κατάλληλες για τις ανάγκες του χρήστη και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, ιδιαίτερα όσον αφορά την προσβασιμότητα και την πρόσβαση σε πληροφορίες, όπως ορίζεται στα άρθρα 3 και 21 αντιστοίχως της εν λόγω σύμβασης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να προσδιορίζουν περαιτέρω από ποιους είναι δυνατόν να παρέχονται οι πληροφορίες που πρέπει να δίνονται στα υποψήφια μέλη, στα μέλη και στους δικαιούχους μέσω, μεταξύ άλλων, υπηρεσιών παρακολούθησης των συντάξεων.

(64)

Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των καθεστώτων που παρέχουν συγκεκριμένο επίπεδο παροχών, αυτές οι παροχές, εκτός ακραίων περιστάσεων, δεν επηρεάζονται από προηγούμενες επιδόσεις ούτε από τη διάρθρωση του κόστους. Θα πρέπει συνεπώς οι σχετικές πληροφορίες να παρέχονται μόνον σε σχέση με καθεστώτα δυνάμει των οποίων τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο ή μπορούν να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις.

(65)

Προτού ενταχθούν σε ένα καθεστώς, τα υποψήφια μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να προβούν σε επιλογή μετά γνώσεως των πραγμάτων. Όταν τα υποψήφια μέλη δεν έχουν δυνατότητα επιλογής και εγγράφονται αυτόματα στο συνταξιοδοτικό καθεστώς, το ΙΕΣΠ θα πρέπει να τους παρέχει τις βασικές πληροφορίες σχετικά με τη συμμετοχή τους αμέσως μετά την εγγραφή τους.

(66)

Για τα μέλη, τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να καταρτίζουν δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία περιέχει βασικές προσωπικές και γενικές πληροφορίες σχετικά με το συνταξιοδοτικό καθεστώς. Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών θα πρέπει να είναι σαφής και κατανοητή και να περιέχει σχετικές και κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να διευκολύνεται η κατανόηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων διαχρονικά και μεταξύ καθεστώτων και να εξυπηρετείται η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.

(67)

Τα ΙΕΣΠ θα πρέπει να ενημερώνουν τα μέλη εγκαίρως πριν από τη συνταξιοδότησή τους σχετικά με τις επιλογές πληρωμής. Εάν η συνταξιοδοτική παροχή δεν καταβάλλεται ως ισόβια ετήσια πρόσοδος, τα μέλη που πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα διαθέσιμα προϊόντα καταβολής των παροχών, ώστε να διευκολύνεται ο χρηματοοικονομικός προγραμματισμός της συνταξιοδότησης.

(68)

Κατά τη φάση καταβολής των συνταξιοδοτικών παροχών, οι δικαιούχοι θα πρέπει να συνεχίζουν να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις παροχές και τις αντίστοιχες επιλογές πληρωμής που διαθέτουν. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όταν οι δικαιούχοι φέρουν σημαντικό επίπεδο επενδυτικού κινδύνου κατά τη φάση πληρωμής. Οι δικαιούχοι θα πρέπει επίσης να ενημερώνονται για οιαδήποτε μείωση του ύψους των οφειλόμενων παροχών, πριν από την εφαρμογή οιασδήποτε μείωσης αυτού του είδους, αφού έχει ληφθεί η απόφαση η οποία θα οδηγήσει στη μείωση. Για λόγους βέλτιστης πρακτικής, συνιστάται στα ΙΕΣΠ να συμβουλεύονται τους δικαιούχους πριν από τη λήψη οιασδήποτε απόφασης αυτού του είδους.

(69)

Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ασκεί τις εξουσίες της έχοντας ως πρωταρχικούς στόχους την προστασία των δικαιωμάτων των μελών και των δικαιούχων και τη σταθερότητα και την αξιοπιστία των ΙΕΣΠ.

(70)

Το εύρος της προληπτικής εποπτείας διαφέρει μεταξύ κρατών μελών. Αυτό μπορεί να δημιουργεί προβλήματα όταν ένα ΙΕΣΠ πρέπει να συμμορφώνεται προς την εποπτική νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής του και να συμμορφώνεται ταυτόχρονα προς την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής του. Η αποσαφήνιση των τομέων που θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην προληπτική εποπτεία για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας μειώνει την ανασφάλεια δικαίου και τα σχετικά έξοδα συναλλαγών.

(71)

Η εσωτερική αγορά για τα ΙΕΣΠ απαιτεί αμοιβαία αναγνώριση των εποπτικών προτύπων. Η τήρηση των εν λόγω προτύπων από το ΙΕΣΠ θα πρέπει να επιβλέπεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΙΕΣΠ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τις αναγκαίες εξουσίες για τη χρήση προληπτικών ή διορθωτικών μέτρων, εάν ένα ΙΕΣΠ παραβιάζει οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(72)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία των εξωτερικά ανατιθέμενων δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων όλων των δραστηριοτήτων που στη συνέχεια αποτελούν αντικείμενο εκ νέου εξωτερικής ανάθεσης, είναι απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν πρόσβαση σε όλα τα σχετικά δεδομένα τα οποία κατέχουν οι πάροχοι υπηρεσιών στους οποίους έχουν ανατεθεί εξωτερικά δραστηριότητες, ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι τελευταίοι είναι ρυθμιζόμενες ή μη ρυθμιζόμενες οντότητες, καθώς και να έχουν το δικαίωμα διενέργειας επιτόπιων ελέγχων. Για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς και να εξασφαλίζεται η συνεχής τήρηση των προϋποθέσεων για την εξωτερική ανάθεση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να απαιτούν ενημέρωση από τα ΙΕΣΠ και τους παρόχους υπηρεσιών σχετικά με οιαδήποτε εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων.

(73)

Θα πρέπει να προβλεφθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των λοιπών αρχών και των οργάνων στα οποία έχει ανατεθεί η ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ο τερματισμός των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προσδιορισθούν οι όροι υπό τους οποίους θα πρέπει να επιτρέπονται οι ως άνω ανταλλαγές πληροφοριών. Περαιτέρω, οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών, οι αρχές αυτές θα πρέπει να μπορούν, εφόσον ενδείκνυται, να εξαρτούν τη συγκατάθεσή τους από την τήρηση αυστηρών προϋποθέσεων.

(74)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργείται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, όπως η ανταλλαγή ή η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), και κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(75)

Για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της οργανωμένης σε ενωσιακή κλίμακα εσωτερικής αγοράς για τις επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, η Επιτροπή θα πρέπει, κατόπιν διαβούλευσης με την EIOPA, να εξετάσει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να εκπονήσει σχετική έκθεση, την οποία θα πρέπει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στις 13 Ιανουαρίου 2023.

(76)

Για να εξασφαλιστεί ο θεμιτός ανταγωνισμός μεταξύ ιδρυμάτων, η μεταβατική περίοδος για να μπορέσουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες υπάγονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ να ασκήσουν τη δραστηριότητα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών βάσει των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να παραταθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2022. Επομένως, η οδηγία 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(77)

Η περαιτέρω ανάπτυξη σε επίπεδο Ένωσης προτύπων φερεγγυότητας, όπως το πρότυπο ολιστικού ισολογισμού (ΠΟΙ), δεν είναι ρεαλιστική στην πράξη, ούτε αποτελεσματική από άποψη κόστους και οφέλους, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η πολυμορφία των ΙΕΣΠ σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να αναπτυχθούν σε επίπεδο Ένωσης ποσοτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα ΙΕΣΠ, όπως οι απαιτήσεις της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ ή τα ΠΟΙ που απορρέουν από αυτήν, καθότι ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την προθυμία των εργοδοτών να παρέχουν επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα.

(78)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση ενός ενωσιακού νομοθετικού πλαισίου που να καλύπτει τα ΙΕΣΠ, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(79)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει να συνοδεύουν, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων που λαμβάνουν για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα τα οποία επεξηγούν τη σχέση μεταξύ των επιμέρους στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί δικαιολογημένη τη διαβίβαση τέτοιων εγγράφων.

(80)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας των προϋπαρχουσών οδηγιών. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται απορρέει από τις προϋπάρχουσες οδηγίες.

(81)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα I μέρος B,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ).

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε ΙΕΣΠ. Όταν, σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, τα ΙΕΣΠ δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία είτε στα ΙΕΣΠ αυτά είτε, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, στους εξουσιοδοτημένους φορείς που τα διαχειρίζονται και ενεργούν για λογαριασμό τους.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)

σε ιδρύματα που διαχειρίζονται καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης τα οποία εμπίπτουν στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (9) και (ΕΚ) αριθ. 987/2009 (10) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

β)

σε ιδρύματα που εμπίπτουν στις οδηγίες 2009/65/ΕΚ (11), 2009/138/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ (12), 2013/36/ΕΕ (13) και 2014/65/ΕΕ (14) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

γ)

σε ιδρύματα που λειτουργούν σε διανεμητική βάση·

δ)

σε ιδρύματα όπου οι υπάλληλοι της χρηματοδοτούσας επιχείρησης δεν έχουν εκ του νόμου δικαιώματα στα οφέλη και όπου η χρηματοδοτούσα επιχείρηση μπορεί να αποδεσμεύσει σε οιαδήποτε στιγμή τα στοιχεία του ενεργητικού και να μην ανταποκριθεί κατ' ανάγκη στις υποχρεώσεις της προς καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών·

ε)

στις επιχειρήσεις οι οποίες για την καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών στους υπαλλήλους τους προσφεύγουν στη σύσταση αποθεματικών στον ισολογισμό.

Άρθρο 3

Εφαρμογή σε ΙΕΣΠ που διαχειρίζονται καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης

ΙΕΣΠ που διαχειρίζονται επίσης καθεστώτα υποχρεωτικής συνταξιοδότησης συνδεόμενα με την εργασία, τα οποία θεωρούνται ως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που εμπίπτουν στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009, διέπονται από την παρούσα οδηγία όσον αφορά τις μη υποχρεωτικές δραστηριότητές τους στον τομέα της επαγγελματικής συνταξιοδότησης. Στην περίπτωση αυτή, η διαχείριση των στοιχείων του παθητικού και των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού γίνεται χωριστά και δεν είναι δυνατή η μεταφορά τους στα συστήματα υποχρεωτικής συνταξιοδότησης τα οποία θεωρούνται ως καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης, ή αντιστρόφως.

Άρθρο 4

Προαιρετική εφαρμογή σε ιδρύματα που διέπονται από την οδηγία 2009/138/ΕΚ

Τα κράτη μέλη καταγωγής μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις των άρθρων 9 έως 14, των άρθρων 19 έως 22, του άρθρου 23 παράγραφοι 1 και 2, και των άρθρων 24 έως 58 της παρούσας οδηγίας στις δραστηριότητες παροχής επαγγελματικών συντάξεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημεία i) έως iii) και το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημεία ii) έως iv) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο διαχωρισμός, η διαχείριση και η οργάνωση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού που αντιστοιχούν στην παροχή επαγγελματικών συντάξεων πραγματοποιούνται χωριστά από τις υπόλοιπες δραστηριότητες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής, χωρίς καμία δυνατότητα μεταφοράς.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, και μόνο όσον αφορά τις δραστηριότητες παροχής επαγγελματικών συντάξεων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής δεν υπάγονται στα άρθρα 76 έως 86, στο άρθρο 132, στο άρθρο 134 παράγραφος 2, στο άρθρο 173, στο άρθρο 185 παράγραφος 5, στο άρθρο 185 παράγραφοι 7 και 8 και στο άρθρο 209 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Το κράτος μέλος καταγωγής διασφαλίζει ότι, είτε οι αρμόδιες αρχές, είτε οι υπεύθυνες για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων του κλάδου ζωής αρχές που καλύπτονται από την οδηγία 2009/138/ΕΚ, εξετάζουν, στο πλαίσιο του εποπτικού τους έργου, τον αυστηρό διαχωρισμό των σχετικών με την παροχή επαγγελματικών συντάξεων δραστηριοτήτων.

Άρθρο 5

Μικρά ΙΕΣΠ και καθεστώτα εκ του νόμου

Με εξαίρεση τα άρθρα 32 έως 35, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία, εν όλω ή εν μέρει, σε οποιοδήποτε ΙΕΣΠ καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο στις επικράτειές τους το οποίο διαχειρίζεται συνταξιοδοτικά καθεστώτα που έχουν μαζί συνολικά λιγότερα από 100 μέλη. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα ΙΕΣΠ αυτά έχουν, ωστόσο, το δικαίωμα να εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία σε εθελοντική βάση. Το άρθρο 11 μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εάν ισχύουν όλες οι άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 19 παράγραφος 1 και το άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 2 σε οιοδήποτε ΙΕΣΠ καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο στις επικράτειές τους το οποίο διαχειρίζεται συνταξιοδοτικά καθεστώτα που έχουν μαζί συνολικά περισσότερα από 15 μέλη.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν οιοδήποτε από τα άρθρα 1 έως 8, το άρθρο 19 και τα άρθρα 32 έως 35 στα ιδρύματα στα οποία η επαγγελματική συνταξιοδοτική παροχή έχει θεσπιστεί με νόμο βάσει του εθνικού δικαίου και τυγχάνει της εγγύησης δημόσιας αρχής.

Άρθρο 6

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1)

«ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών», ή «ΙΕΣΠ»: το ίδρυμα το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και ιδρύεται, ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση, με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας με βάση συμφωνία ή σύμβαση η οποία έχει συναφθεί:

α)

μεμονωμένα ή συλλογικά μεταξύ εργοδότη(-ών) και εργαζομένου(-ων) ή των αντίστοιχων εκπροσώπων τους, ή

β)

με ελεύθερους επαγγελματίες, μεμονωμένα ή συλλογικά, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

και το οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με τον ανωτέρω στόχο·

2)

«συνταξιοδοτικό καθεστώς»: η σύμβαση, η συμφωνία, το έγγραφο καταπιστεύματος (trust deed) και οι κανόνες που καθορίζουν ποιες συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται και υπό ποιους όρους·

3)

«χρηματοδοτούσα επιχείρηση»: οποιαδήποτε επιχείρηση, ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως του εάν περιλαμβάνει ή απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, η οποία ενεργεί υπό την ιδιότητα εργοδότη ή ελευθέρου επαγγελματία ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών, και προσφέρει συνταξιοδοτικό καθεστώς ή καταβάλλει εισφορές σε ΙΕΣΠ·

4)

«συνταξιοδοτικές παροχές»: οι παροχές που καταβάλλονται με γνώμονα τη συνταξιοδότηση ή την αναμονή για τη συνταξιοδότηση ή, εφόσον είναι συμπληρωματικές των εν λόγω συνταξιοδοτικών παροχών και παρέχονται επικουρικά, υπό μορφή πληρωμών σε περίπτωση θανάτου, αναπηρίας, ή παύσης της απασχόλησης, ή υπό μορφή καταβολής ενισχύσεων ή παροχής υπηρεσιών σε περίπτωση ασθενείας, ένδειας ή θανάτου. Προκειμένου να διευκολύνεται η οικονομική ασφάλεια κατά τη σύνταξη, οι παροχές αυτές μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή πληρωμών εφ' όρου ζωής, πληρωμών για προσωρινό χρονικό διάστημα, εφάπαξ ποσού ή οιουδήποτε συνδυασμού αυτών·

5)

«μέλος»: το άτομο, εκτός του δικαιούχου ή ενός υποψήφιου μέλους, του οποίου οι παρελθούσες ή τρέχουσες επαγγελματικές δραστηριότητες του δίνουν ή θα του δώσουν το δικαίωμα σε συνταξιοδοτικές παροχές σύμφωνα με τις προβλέψεις συνταξιοδοτικού καθεστώτος·

6)

«δικαιούχος»: το άτομο το οποίο εισπράττει συνταξιοδοτικές παροχές·

7)

«υποψήφιο μέλος»: το άτομο που πληροί τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί σε συνταξιοδοτικό καθεστώς·

8)

«αρμόδια αρχή»: εθνική αρχή που έχει ορισθεί να ασκεί καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία·

9)

«βιομετρικοί κίνδυνοι»: οι κίνδυνοι που συνδέονται με θάνατο, ανικανότητα και μακροζωία·

10)

«κράτος μέλος καταγωγής»: το κράτος μέλος στο οποίο έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί το ΙΕΣΠ και στο οποίο βρίσκεται το κύριο διοικητικό του κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 9·

11)

«κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα διέπει τις σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και μελών ή δικαιούχων·

12)

«μεταφέρον ΙΕΣΠ»: ΙΕΣΠ το οποίο μεταφέρει, πλήρως ή εν μέρει, το παθητικό, τα τεχνικά αποθεματικά, και άλλες υποχρεώσεις και δικαιώματα ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ή ισοδύναμο χρηματικό ποσό, σε ΙΕΣΠ που έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί σε άλλο κράτος μέλος·

13)

«παραλαμβάνον ΙΕΣΠ»: ΙΕΣΠ το οποίο παραλαμβάνει, πλήρως ή εν μέρει, το παθητικό, τα τεχνικά αποθεματικά, και άλλες υποχρεώσεις και δικαιώματα ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ή ισοδύναμο χρηματικό ποσό, από ΙΕΣΠ που έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί σε άλλο κράτος μέλος·

14)

«ρυθμιζόμενη αγορά» ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

15)

«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης ή ΠΜΔ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

16)

«μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: ο μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης ή ΜΟΔ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

17)

«σταθερό μέσο»: μέσο το οποίο παρέχει σε μέλος ή δικαιούχο τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά στο συγκεκριμένο μέλος ή στον συγκεκριμένο δικαιούχο, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέξει σε αυτές μελλοντικά και επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

18)

«βασική λειτουργία»: στο πλαίσιο ενός συστήματος διακυβέρνησης, η ικανότητα ανάληψης πρακτικών καθηκόντων, η οποία περιλαμβάνει τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και την αναλογιστική λειτουργία·

19)

«διασυνοριακή δραστηριότητα»: η διαχείριση συνταξιοδοτικού καθεστώτος στο οποίο η σχέση μεταξύ της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και των ενδιαφερομένων μελών και δικαιούχων, διέπεται από τη σχετική με τον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων κοινωνική και εργατική νομοθεσία, άλλου κράτους μέλους από το κράτος μέλος καταγωγής.

Άρθρο 7

Δραστηριότητες των ΙΕΣΠ

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους σε αυτές που συνδέονται με συνταξιοδοτικές παροχές και στις δραστηριότητες που απορρέουν από αυτές.

Όταν, βάσει του άρθρου 4, μια ασφαλιστική επιχείρηση του κλάδου ζωής διαχειρίζεται τις σχετικές με τη χορήγηση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών δραστηριότητές της μέσω διαχωρισμού του ενεργητικού και του παθητικού της, τα διαχωρισμένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού περιορίζονται στις πράξεις τις σχετικές με τις συνταξιοδοτικές παροχές και σε δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με αυτές.

Ως γενική αρχή τα ΙΕΣΠ, όπου αρμόζει, λαμβάνουν υπόψη τον στόχο της διασφάλισης δίκαιης κατανομής κινδύνων και οφελών μεταξύ γενεών στις δραστηριότητές τους.

Άρθρο 8

Νομικός διαχωρισμός μεταξύ χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων και ΙΕΣΠ

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το νομικό διαχωρισμό μεταξύ μιας χρηματοδοτούσας επιχείρησης και ενός ΙΕΣΠ καταχωρισμένου ή εγκεκριμένου στις επικράτειές τους, ώστε, σε περίπτωση πτώχευσης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, να διαφυλάσσονται τα περιουσιακά στοιχεία του ΙΕΣΠ προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων.

Άρθρο 9

Καταχώριση ή έγκριση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, για κάθε ΙΕΣΠ, του οποίου το κύριο διοικητικό κατάστημα είναι εγκατεστημένο στην επικράτειά τους, ότι το ΙΕΣΠ είναι καταχωρισμένο σε εθνικό μητρώο, ή εγκεκριμένο, από την αρμόδια αρχή.

Ο τόπος του κύριου διοικητικού καταστήματος παραπέμπει στον τόπο στον οποίο λαμβάνονται οι κύριες στρατηγικές αποφάσεις ενός ΙΕΣΠ.

2.   Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας που αναλαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 11, αναγράφονται επίσης στο μητρώο τα κράτη μέλη στα οποία λειτουργεί το ΙΕΣΠ.

3.   Οι πληροφορίες από το μητρώο κοινοποιούνται στην EIOPA η οποία τις δημοσιεύει στον ιστότοπό της.

Άρθρο 10

Απαιτήσεις για τη λειτουργία

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, για κάθε ΙΕΣΠ που έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους, ότι:

α)

το ΙΕΣΠ έχει εφαρμόσει καταλλήλως θεσπισμένους κανόνες όσον αφορά τη λειτουργία κάθε συνταξιοδοτικού καθεστώτος·

β)

εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, είναι δεσμευμένη ως προς την τακτική χρηματοδότηση.

2.   Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον όγκο των συνταξιοδοτικών παροχών που προσφέρονται από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα κράτη μέλη δύνανται να μεριμνούν ώστε να προσφέρονται στα μέλη πρόσθετες παροχές όπως η επιλογή για την κάλυψη των κινδύνων που συνδέονται με μακροζωία και επαγγελματική αναπηρία, παροχή για επιζώντα εξαρτώμενα μέλη και παροχή εγγύησης για την επιστροφή των καταβληθεισών συνεισφορών, έπειτα από συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των αντίστοιχων εκπροσώπων τους.

Άρθρο 11

Διασυνοριακές δραστηριότητες και διαδικασίες

1.   Με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε ΙΕΣΠ καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο στην επικράτειά τους την άσκηση διασυνοριακής δραστηριότητας. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν επίσης στις επιχειρήσεις που βρίσκονται στην επικράτειά τους να χρηματοδοτούν ΙΕΣΠ τα οποία προτίθενται να ασκήσουν ή ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα.

2.   ΙΕΣΠ το οποίο προτίθεται να ασκήσει διασυνοριακή δραστηριότητα και να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση χρειάζεται προηγούμενη έγκριση από τη σχετική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.

3.   Το ΙΕΣΠ γνωστοποιεί την πρόθεσή του να ασκήσει διασυνοριακή δραστηριότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες όταν προβαίνουν στη γνωστοποίηση:

α)

το όνομα του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, που προσδιορίζεται, κατά περίπτωση από τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση·

β)

την επωνυμία και τον τόπο εγκατάστασης του κύριου διοικητικού καταστήματος της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·

γ)

τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που θα διαχειριστεί το ίδρυμα για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

4.   Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ειδοποιηθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 3, και εφόσον δεν έχει εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση περί του ότι η διοικητική δομή ή η οικονομική κατάσταση του ΙΕΣΠ ή η φήμη ή τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του ΙΕΣΠ δεν είναι συμβατά με την επιδιωκόμενη διασυνοριακή δραστηριότητα, η εν λόγω αρμόδια αρχή εντός τριμήνου αφ' ότου λάβει όλες τις πληροφορίες της παραγράφου 3, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει αρμοδίως το ΙΕΣΠ.

Η αιτιολογημένη απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εκδίδεται εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της ενέργειας αυτής στο σχετικό ΙΕΣΠ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των εν λόγω πληροφοριών. Η μη κοινοποίηση των πληροφοριών υπόκειται στο δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους καταγωγής.

6.   Τα ΙΕΣΠ που ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα υπόκεινται στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών του Τίτλου IV οι οποίες επιβάλλονται από το κράτος μέλος υποδοχής σε σχέση με τα υποψήφια μέλη, τα μέλη και τους δικαιούχους τους οποίους αφορά η εν λόγω διασυνοριακή δραστηριότητα.

7.   Πριν το ΙΕΣΠ αρχίσει να ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 3, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής και για τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών του κράτους μέλους υποδοχής που αναφέρονται στον Τίτλο IV οι οποίες ισχύουν για τη διασυνοριακή δραστηριότητα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει τις πληροφορίες αυτές στο ΙΕΣΠ.

8.   Μόλις το ΙΕΣΠ λάβει την ανακοίνωση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 7 από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής, το ΙΕΣΠ μπορεί να αρχίσει να ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών του κράτους μέλους όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7.

9.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων, η οποία μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, κατά το μέρος εκείνο που αφορά τη διασυνοριακή δραστηριότητα, και για κάθε σημαντική μεταβολή των απαιτήσεων παροχής πληροφοριών του κράτους μέλους υποδοχής όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει τις εν λόγω πληροφορίες στο ΙΕΣΠ.

10.   Το ΙΕΣΠ υπόκειται σε συνεχή εποπτεία από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του με τις απαιτήσεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών του κράτους μέλους υποδοχής όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7. Εφόσον κατά την εποπτεία αυτή προκύψουν παρατυπίες, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει, σε συντονισμό με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το ΙΕΣΠ θα παύσει τη διαπιστωθείσα παράβαση.

11.   Εάν, παρά την εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λήψη των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το ΙΕΣΠ εξακολουθεί να παραβιάζει τις εφαρμοστέες διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα ή τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών του κράτους μέλους υποδοχής όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να τιμωρηθούν περαιτέρω παραβάσεις, δύναται ακόμη, εάν είναι απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύσει στο ΙΕΣΠ να λειτουργεί στο κράτος μέλος υποδοχής για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

Άρθρο 12

Διασυνοριακές μεταφορές

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε ΙΕΣΠ καταχωρισμένα ή εγκεκριμένα στην επικράτειά τους να μεταφέρουν, πλήρως ή εν μέρει, το παθητικό και τα τεχνικά αποθεματικά ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος, και άλλες υποχρεώσεις και δικαιώματα καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ή ισοδύναμο χρηματικό ποσό, σε παραλαμβάνον ΙΕΣΠ.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το κόστος της μεταφοράς δεν το επωμίζονται τα υπόλοιπα μέλη και οι υπόλοιποι δικαιούχοι του μεταφέροντος ΙΕΣΠ ούτε τα μέλη και οι δικαιούχοι του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ.

3.   Η μεταφορά υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από:

α)

την πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων μελών και την πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων δικαιούχων ή, κατά περίπτωση, από την πλειοψηφία των εκπροσώπων τους. Η πλειοψηφία καθορίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Οι πληροφορίες σχετικά με τους όρους της μεταφοράς τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερόμενων μελών και δικαιούχων ή, κατά περίπτωση, των εκπροσώπων τους έγκαιρα από το μεταφέρον ΙΕΣΠ πριν από υποβολή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, και

β)

τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση, κατά περίπτωση.

4.   Η μεταφορά, πλήρως ή εν μέρει, του παθητικού, των τεχνικών αποθεματικών, και άλλων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος, καθώς και των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού ή ισοδύναμου χρηματικού ποσού, μεταξύ μεταφέροντος και παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ υπόκειται σε έγκριση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ αφού ληφθεί προηγουμένως η έγκριση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του μεταφέροντος ΙΕΣΠ. Η αίτηση έγκρισης της μεταφοράς υποβάλλεται από το παραλαμβάνον ΙΕΣΠ. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ χορηγεί ή αρνείται να χορηγήσει την άδεια και γνωστοποιεί την απόφασή της στο παραλαμβάνον ΙΕΣΠ εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

5.   Η αίτηση για την έγκριση της μεταφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 4 περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την έγγραφη συμφωνία μεταξύ του μεταφέροντος και του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ, στην οποία περιγράφονται οι όροι της μεταφοράς·

β)

περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος·

γ)

περιγραφή των προς μεταφορά στοιχείων παθητικού ή τεχνικών αποθεματικών, και άλλων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, καθώς και αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου χρηματικού ποσού·

δ)

τις επωνυμίες και τους τόπους των κύριων διοικητικών καταστημάτων του μεταφέροντος και του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ και τα κράτη μέλη στα οποία είναι καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο κάθε ΙΕΣΠ·

ε)

τον τόπο στον οποίο βρίσκεται το κύριο διοικητικό κατάστημα της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·

στ)

αποδεικτικά στοιχεία της προηγούμενης έγκρισης σύμφωνα με την παράγραφο 3·

ζ)

κατά περίπτωση, τα ονόματα των κρατών μελών των οποίων η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα εφαρμόζεται στο οικείο συνταξιοδοτικό καθεστώς.

6.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ διαβιβάζει την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στην αρμόδια αρχή του μεταφέροντος ΙΕΣΠ χωρίς καθυστέρηση μετά την παραλαβή της.

7.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ αξιολογεί μόνο εάν:

α)

όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 έχουν παρασχεθεί από το παραλαμβάνον ΙΕΣΠ·

β)

η διοικητική δομή, η οικονομική κατάσταση του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ και η φήμη ή τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ είναι συμβατά με την προτεινόμενη μεταφορά·

γ)

τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ και το μεταφερόμενο μέρος του καθεστώτος προστατεύονται επαρκώς κατά τη μεταφορά και μετά από αυτήν·

δ)

τα τεχνικά αποθεματικά του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ τυγχάνουν πλήρους χρηματοδότησης κατά την ημερομηνία της μεταφοράς, όταν η μεταφορά καταλήγει σε διασυνοριακή δραστηριότητα, και

ε)

τα στοιχεία ενεργητικού που πρόκειται να μεταφερθούν είναι επαρκή και κατάλληλα για να καλύψουν το παθητικό, τα τεχνικά αποθεματικά και άλλες υποχρεώσεις και δικαιώματα προς μεταφορά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις στο κράτος μέλος καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ.

8.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του μεταφέροντος ΙΕΣΠ αξιολογεί μόνο εάν:

α)

στην περίπτωση μερικής μεταφοράς στοιχείων παθητικού, τεχνικών αποθεματικών, και άλλων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων καθώς και αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου χρηματικού ποσού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του υπόλοιπου μέρους του καθεστώτος είναι επαρκώς προστατευμένα·

β)

τα ατομικά δικαιώματα των μελών και των δικαιούχων είναι τουλάχιστον τα ίδια μετά τη μεταφορά·

γ)

τα στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που πρόκειται να μεταφερθεί είναι επαρκή και κατάλληλα για να καλύψουν το παθητικό, τα τεχνικά αποθεματικά και άλλες υποχρεώσεις και δικαιώματα προς μεταφορά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις στο κράτος μέλος καταγωγής του μεταφέροντος ΙΕΣΠ.

9.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του μεταφέροντος ΙΕΣΠ γνωστοποιεί τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 8 εντός οκτώ εβδομάδων από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 6 προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ να λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4.

10.   Όταν η έγκριση δεν χορηγείται, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ παρέχει τους λόγους αυτής της άρνησης χορήγησης εντός της περιόδου των τριών μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Η εν λόγω άρνηση, ή η παράλειψη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ να ενεργήσει, υπόκειται στο δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ.

11.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του μεταφέροντος ΙΕΣΠ για την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, εντός δύο εβδομάδων από τη λήψη της απόφασης.

Όταν η μεταφορά καταλήγει σε διασυνοριακή δραστηριότητα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του μεταφέροντος ΙΕΣΠ ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και για τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών του κράτους μέλους υποδοχής που αναφέρονται στον Τίτλο IV οι οποίες ισχύουν για τη διασυνοριακή δραστηριότητα. Η γνωστοποίηση αυτή διενεργείται εντός επιπλέον τεσσάρων εβδομάδων.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ ανακοινώνει τις εν λόγω πληροφορίες στο παραλαμβάνον ΙΕΣΠ εντός μιας εβδομάδας από την παραλαβή τους.

12.   Με τη λήψη της απόφασης χορήγησης έγκρισης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4 ή εάν παρέλθει άπρακτη η προβλεπόμενη στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 11 προθεσμία διαβίβασης της πληροφορίας για την απόφαση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ, το παραλαμβάνον ΙΕΣΠ μπορεί να αρχίσει να διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

13.   Στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο μιας ενέργειας ή παράλειψης ενέργειας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του μεταφέροντος ή του παραλαμβάνοντος ΙΕΣΠ, περιλαμβανομένης της απόφασης για έγκριση ή απόρριψη μιας διασυνοριακής μεταφοράς, η EIOPA μπορεί να αναλάβει μη δεσμευτικό ρόλο μεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 31 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή με δική της πρωτοβουλία.

14.   Εάν το παραλαμβάνον ΙΕΣΠ ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα, εφαρμόζεται το άρθρο 11 παράγραφοι 9, 10 και 11.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Άρθρο 13

Τεχνικά αποθεματικά

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής εξασφαλίζει ότι τα ΙΕΣΠ τα οποία διαχειρίζονται επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα σχηματίζουν, ανά πάσα στιγμή, για το σύνολο των συνταξιοδοτικών καθεστώτων τους, επαρκές ύψος υποχρεώσεων που αντιστοιχεί στις οικονομικές δεσμεύσεις που απορρέουν από το χαρτοφυλάκιό τους με τις υφιστάμενες συμβάσεις συνταξιοδότησης.

2.   Το κράτος μέλος καταγωγής εξασφαλίζει επίσης ότι τα ΙΕΣΠ τα οποία διαχειρίζονται επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα, όταν παρέχουν κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων ή εγγυώνται είτε την απόδοση των επενδύσεων είτε ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, σχηματίζουν επαρκή τεχνικά αποθέματα όσον αφορά το σύνολο αυτών των καθεστώτων.

3.   Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών πραγματοποιείται κάθε χρόνο. Ωστόσο, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να επιτρέπει υπολογισμό ανά τριετία, εάν το ΙΕΣΠ χορηγήσει στα μέλη ή στις αρμόδιες αρχές βεβαίωση ή έκθεση σχετικά με τις αναπροσαρμογές κατά το μεσοδιάστημα. Η βεβαίωση ή η έκθεση αντανακλά την αναπροσαρμοσμένη εξέλιξη των τεχνικών αποθεματικών και τις μεταβολές των καλυπτόμενων κινδύνων.

4.   Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών διενεργείται και βεβαιώνεται από αναλογιστή ή από άλλον ειδικό στο αντικείμενο αυτό, συμπεριλαμβανομένου και ελεγκτή, όταν το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει, επί τη βάσει αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών υπολογίζεται με επαρκώς συνετή αναλογιστική αποτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των υποχρεώσεων παροχών και εισφορών σύμφωνα με τους συνταξιοδοτικούς διακανονισμούς του ΙΕΣΠ. Το ποσό αυτό πρέπει αφενός να επαρκεί για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και λοιπές παροχές, αφετέρου δε να αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα σωρευμένα δικαιώματα των μελών επί των συνταξιοδοτικών παροχών. Οι οικονομικές και αναλογιστικές υποθέσεις που επιλέγονται για την εκτίμηση των υποχρεώσεων επιλέγονται επίσης με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη, όπου αρμόζει, κατάλληλο περιθώριο ανεπιθύμητων αποκλίσεων·

β)

τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια επιλέγονται επίσης με σύνεση και ορίζονται σύμφωνα με τους οικείους κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής. Τα εν λόγω επιτόκια καθορίζονται λαμβάνοντας υπόψη:

i)

την απόδοση των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού του ΙΕΣΠ και τις προβλεπόμενες μελλοντικές αποδόσεις των επενδύσεων,

ii)

τις αποδόσεις των αγορών υψηλής ποιότητας ομολόγων, κρατικών ομολόγων, ομολόγων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ομολόγων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ή ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, ή

iii)

συνδυασμό των σημείων i) και ii)·

γ)

οι βιομετρικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών βασίζονται επίσης σε συνετές αρχές, έχοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά των προς συνταξιοδότηση προσώπων αλλά και των συνταξιοδοτικών καθεστώτων, ιδιαίτερα τις αναμενόμενες αλλαγές στους σχετικούς κινδύνους·

δ)

η μέθοδος και η βάση υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών γενικά είναι σταθερή από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο. Είναι, όμως, δυνατόν να δικαιολογούνται αλλαγές λόγω μεταβολής των νομικών, δημογραφικών ή οικονομικών δεδομένων, επί των οποίων βασίστηκαν οι υποθέσεις εργασίας.

5.   Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να επιβάλει πρόσθετες και λεπτομερέστερες απαιτήσεις καθόσον αφορά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου να εξασφαλισθούν αρκούντως τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων.

Άρθρο 14

Χρηματοδότηση των τεχνικών αποθεματικών

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί απ' όλα τα ΙΕΣΠ να έχουν ανά πάσα στιγμή περιουσιακά στοιχεία κατάλληλα και επαρκή για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών που απαιτούνται για το σύνολο των συνταξιοδοτικών καθεστώτων τους.

2.   Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να επιτρέψει για μικρό χρονικό διάστημα σε κάποιο ΙΕΣΠ να έχει περιουσιακά στοιχεία ανεπαρκή προς κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών. Σ' αυτή την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ΙΕΣΠ να καταρτίσει συγκεκριμένο και ρεαλιστικό σχέδιο ανάκαμψης με χρονοδιάγραμμα, ώστε να εξασφαλίσει εκ νέου τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Το σχέδιο αυτό υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α)

το ΙΕΣΠ καταρτίζει συγκεκριμένο και ρεαλιστικό σχέδιο, προκειμένου να επαναφέρει τα περιουσιακά στοιχεία στο απαιτούμενο ύψος, ώστε να καλύψει πλήρως και εγκαίρως τα τεχνικά του αποθεματικά. Το σχέδιο ανακοινώνεται στα μέλη ή, όπου αρμόζει, στους εκπροσώπους τους και/ή υποβάλλεται προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής·

β)

στην κατάρτιση του σχεδίου λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του συγκεκριμένου ΙΕΣΠ και δη η διάρθρωση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, το διάγραμμα κινδύνων, το σχέδιο ρευστότητας, το διάγραμμα της ηλικίας των μελών που είναι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών παροχών, τα υπό έναρξη συνταξιοδοτικά καθεστώτα, καθώς και εκείνα για τα οποία το σύστημα χρηματοδότησης μεταβάλλεται από μηδενικό ή μερικό σε ολικό·

γ)

εάν το συνταξιοδοτικό καθεστώς εκκαθαριστεί κατά το διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη φράση της παρούσας παραγράφου, το ΙΕΣΠ ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Το ΙΕΣΠ εισάγει μια διαδικασία μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού και των αντίστοιχων στοιχείων του παθητικού του εν λόγω καθεστώτος σε άλλο ΙΕΣΠ, ασφαλιστική εταιρεία ή άλλο κατάλληλο φορέα. Η εν λόγω διαδικασία κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και μια γενική περιγραφή της διαδικασίας τίθεται στη διάθεση των μελών ή, όπου αρμόζει, των αντιπροσώπων τους σύμφωνα με την αρχή της εμπιστευτικότητας.

3.   Εάν ασκείται διασυνοριακή δραστηριότητα, τα τεχνικά αποθεματικά τυγχάνουν ανά πάσα στιγμή πλήρους χρηματοδότησης για το σύνολο των λειτουργούντων συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Εάν δεν πληρούται αυτή η προϋπόθεση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής επεμβαίνει ταχέως και απαιτεί από το ΙΕΣΠ να καταρτίσει αμέσως τα κατάλληλα μέτρα και να τα εφαρμόσει χωρίς καθυστέρηση κατά τρόπον ώστε τα μέλη και οι δικαιούχοι να προστατεύονται επαρκώς.

Άρθρο 15

Ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής εξασφαλίζει ότι τα ΙΕΣΠ τα οποία διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά συστήματα, όταν αναλαμβάνουν τα ίδια, αντί της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυώνται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, έχουν σε μόνιμη βάση, πέραν των τεχνικών αποθεματικών, συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων. Το ύψος των συμπληρωματικών αυτών στοιχείων είναι ανάλογο με τον κίνδυνο και με το χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχεί στο πλήρες φάσμα των διαχειριζόμενων συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Το ενεργητικό αυτό δεν προορίζεται για την κάλυψη του προβλέψιμου παθητικού, αλλά αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των αναμενόμενων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.

2.   Για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους πρόσθετων στοιχείων ενεργητικού, εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στα άρθρα 16, 17 και 18.

3.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει, εντούτοις, τα κράτη μέλη να απαιτήσουν από τα ΙΕΣΠ της επικράτειάς τους να διατηρούν ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια ή να θεσπίσουν αναλυτικότερες ρυθμίσεις, αρκεί να δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης.

Άρθρο 16

Διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 τα οποία είναι καταχωρισμένα ή εγκεκριμένα στην επικράτειά τους να διαθέτουν σε διαρκή βάση επαρκές περιθώριο φερεγγυότητας για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους, τουλάχιστον ίσο προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

2.   Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αποτελείται από τα στοιχεία ενεργητικού του ΙΕΣΠ μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης και κάθε άυλου περιουσιακού στοιχείου, συμπεριλαμβανομένων:

α)

του καταβληθέντος τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου, ή, στην περίπτωση ΙΕΣΠ που έχουν τη μορφή αλληλασφαλιστικής επιχείρησης, του πραγματικού αρχικού κεφαλαίου συν τυχόν λογαριασμούς μελών της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης που πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

το καταστατικό πρέπει να ορίζει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς μπορούν να γίνονται πληρωμές στα μέλη της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης μόνον εφόσον αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο ή εάν, μετά τη διάλυση της επιχείρησης, έχουν εξοφληθεί όλα τα άλλα χρέη της επιχείρησης,

ii)

το καταστατικό πρέπει να ορίζει ότι, όσον αφορά οιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στο σημείο i) για άλλους λόγους εκτός από την ατομική καταγγελία της ιδιότητας του μέλους της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης, οι αρμόδιες αρχές ειδοποιούνται τουλάχιστον ένα μήνα πριν και μπορούν μέσα στο διάστημα αυτό να απαγορεύσουν την πληρωμή, και

iii)

οι σχετικές καταστατικές διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν έχουν αντιρρήσεις για την τροποποίηση, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων που αναφέρονται στα σημεία i) και ii)·

β)

των αποθεματικών (εκ του νόμου επιβαλλόμενων ή ελεύθερων) που δεν αντιστοιχούν σε ανειλημμένες υποχρεώσεις·

γ)

της μεταφοράς του κέρδους ή της ζημίας, μετά την αφαίρεση των πληρωτέων μερισμάτων· και

δ)

εφόσον το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, των αποθεματοποιημένων κερδών που εμφανίζονται στον ισολογισμό, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ενδεχομένων ζημιών και που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στα μέλη και τους δικαιούχους.

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα το ΙΕΣΠ.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί επίσης να συνίσταται σε:

α)

προνομιούχες σωρευτικές μετοχές και δάνεια μειωμένης εξασφάλισης μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας του οποίου ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 25 %, περιλαμβάνει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης καθορισμένης λήξης, ή προνομιούχες σωρευτικές μετοχές με καθορισμένη διάρκεια, εφόσον υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων, σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του ΙΕΣΠ, τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή οι προνομιούχες μετοχές κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών·

β)

χρεόγραφα αόριστης διάρκειας και άλλους τίτλους, συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών εκτός από αυτές που αναφέρονται στο στοιχείο α), μέχρι ποσοστού 50 % του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, ανάλογα με το ποιο είναι μικρότερο, για το σύνολο των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο α), εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

δεν πρέπει να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής,

ii)

η σύμβαση έκδοσης πρέπει να παρέχει στο ΙΕΣΠ τη δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου,

iii)

οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι του ΙΕΣΠ κατατάσσονται εξολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη εξασφάλιση,

iv)

τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των χρεογράφων πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών με το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ, και

v)

πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης πληρούν επίσης τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί,

ii)

για δάνεια με καθορισμένη λήξη, η αρχική διάρκεια είναι τουλάχιστον πενταετής. Ένα έτος το αργότερο πριν από την ημερομηνία εξόφλησης, το ΙΕΣΠ υποβάλλει προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές σχέδιο στο οποίο παρουσιάζεται πώς θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας στο απαιτούμενο επίπεδο κατά τη λήξη, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να συμπεριληφθεί στα συστατικά μέρη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία εξόφλησης. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την πρόωρη εξόφληση αυτών των δανείων, εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα από το ΙΕΣΠ έκδοσης και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς του δεν μειώνεται κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο,

iii)

τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, ή εάν για την πρόωρη εξόφλησή τους απαιτείται συγκεκριμένα να συμφωνήσουν προηγουμένως οι αρμόδιες αρχές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ΙΕΣΠ ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας τόσο πριν όσο και μετά την εξόφληση αυτή. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εξόφληση μόνο εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας του ΙΕΣΠ δεν κινδυνεύει να υποχωρήσει κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο,

iv)

στη σύμβαση δανείου δεν συμπεριλαμβάνονται ρήτρες που να ορίζουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από την εκκαθάριση του ΙΕΣΠ, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν καταστεί ληξιπρόθεσμη, και

v)

η δανειακή σύμβαση μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού οι αρμόδιες αρχές δηλώσουν ότι δεν αντιτίθενται στην τροποποίηση της.

4.   Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του ΙΕΣΠ προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και μετά τη συγκατάθεση αυτής της αρμόδιας αρχής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί επίσης να αποτελείται από:

α)

στην περίπτωση που δεν χρησιμοποιείται η μέθοδος Zillmer, ή στην περίπτωση που χρησιμοποιείται μεν αλλά δεν φτάνει την επιβάρυνση προσκτήσεως που περιλαμβάνεται μέσα στο ασφάλιστρο, τη διαφορά μεταξύ του μαθηματικού αποθεματικού που δεν έχει υπολογισθεί με τη μέθοδο Zillmer ή έχει μερικώς υπολογισθεί με τη μέθοδο αυτή, και ενός μαθηματικού αποθεματικού που έχει υπολογισθεί κατά τη μέθοδο Zillmer με συντελεστή ίσο προς την επιβάρυνση προσκτήσεως η οποία περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο·

β)

τα καθαρά λανθάνοντα αποθεματικά που προκύπτουν από την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, στο μέτρο που τα καθαρά αυτά λανθάνοντα αποθεματικά δεν είναι εξαιρετικού χαρακτήρα·

γ)

από το ήμισυ του μη καταβληθέντος μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, εφόσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με το 25 % του μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, μέχρι ποσοστού 50 % του διαθέσιμου ή του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, ανάλογα με το ποιο είναι μικρότερο.

Το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) δεν υπερβαίνει το 3,5 % του αθροίσματος των διαφορών μεταξύ των σχετικών κεφαλαίων των δραστηριοτήτων του κλάδου ζωής και των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και των μαθηματικών αποθεματικών για το σύνολο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων στα οποία είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου Zillmer. Η διαφορά αυτή μειώνεται κατά το ποσό των μη αποσβεσθέντων εξόδων προσκτήσεως που έχουν εγγραφεί στο ενεργητικό.

Άρθρο 17

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας

1.   Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2 έως 6, σύμφωνα με τις αναληφθείσες υποχρεώσεις.

2.   Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο προς το άθροισμα των ακόλουθων δύο αποτελεσμάτων:

α)

πρώτο αποτέλεσμα:

το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών, τα οποία αφορούν τις εργασίες πρωτασφαλίσεως και τις αποδοχές αντασφαλίσεως άνευ αφαιρέσεως των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμητικό λόγο, ο οποίος δεν είναι μικρότερος του 85 %, για την τελευταία εταιρική χρήση, των συνολικών μαθηματικών αποθεματικών μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, προς το μαθηματικό ποσό των ακαθάριστων αποθεματικών·

β)

δεύτερο αποτέλεσμα:

για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα κεφάλαια κινδύνου των οποίων δεν είναι αρνητικά, το 0,3 % των κεφαλαίων που έχουν αναληφθεί από το ΙΕΣΠ πολλαπλασιάζεται επί τον λόγο, ο οποίος δεν είναι μικρότερος του 50 %, για την τελευταία εταιρική χρήση, του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου που παραμένει εις βάρος του ΙΕΣΠ μετά τις αντασφαλιστικές εκχωρήσεις και αντεκχωρήσεις, προς το συνολικό κεφάλαιο αντασφάλισης ακαθάριστου κινδύνου χωρίς την αφαίρεση της αντασφάλισης.

Για τις πρόσκαιρες ασφαλίσεις θανάτου ανώτατης διάρκειας τριών ετών, ο λόγος αυτός είναι 0,1 %. Για τις ασφαλίσεις διάρκειας μεγαλύτερης των τριών και μικρότερης των πέντε ετών, ο λόγος αυτός είναι 0,15 %.

3.   Για τις πρόσθετες ασφαλίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο iii) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τα ΙΕΣΠ που καθορίζεται στο άρθρο 18.

4.   Για τις εργασίες κεφαλαιοποιήσεως που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το 4 % των μαθηματικών αποθεματικών που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α).

5.   Για τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το 1 % των στοιχείων ενεργητικού τους.

6.   Για τις ασφαλίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημεία i) και ii) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και για τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημεία iii) έως v) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το άθροισμα των εξής:

α)

εφόσον το ΙΕΣΠ αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο, ποσοστό 4 % των τεχνικών αποθεματικών, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α)·

β)

εφόσον το ΙΕΣΠ δεν αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο αλλά το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, ποσοστό 1 % των τεχνικών αποθεματικών, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α)·

γ)

εφόσον το ΙΕΣΠ δεν αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο και το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών, ποσό ισοδύναμο προς το 25 % των καθαρών διοικητικών εξόδων της τελευταίας εταιρικής χρήσης που αφορούν τις εν λόγω ασφαλίσεις και εργασίες·

δ)

εφόσον το ΙΕΣΠ καλύπτει τον κίνδυνο θανάτου, ποσοστό 0,3 % των κεφαλαίων κινδύνου, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β).

Άρθρο 18

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για το σκοπό του άρθρου 17 παράγραφος 3

1.   Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται με βάση είτε το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων και των εισφορών, είτε τη μέση επιβάρυνση από αποζημιώσεις των τριών τελευταίων εταιρικών χρήσεων.

2.   Το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας είναι ίσο προς το μεγαλύτερο από τα δύο αποτελέσματα που καθορίζονται στις παραγράφους 3 και 4.

3.   Για τη βάση υπολογισμού των ασφαλίστρων επιλέγεται το μεγαλύτερο μεταξύ του ποσού των δεδουλευμένων ασφαλίστρων ή εισφορών που υπολογίζονται κατωτέρω, και του ποσού των ακαθάριστων εισπραχθέντων ασφαλίστρων ή εισφορών.

Αθροίζονται τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές (συμπεριλαμβανομένων των παρεπόμενων δικαιωμάτων) που κατεβλήθησαν για πρωτασφαλίσεις κατά την τελευταία εταιρική χρήση.

Στο σύνολο αυτό, προστίθεται το ποσό των αντασφάλιστρων που έγιναν δεκτά κατά την τελευταία εταιρική χρήση.

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων και εισφορών που ακυρώθηκαν κατά την τελευταία εταιρική χρήση, όπως επίσης και το συνολικό ποσό των φόρων και τελών που αναλογούν στα ασφάλιστρα και εισφορές που περιέχονται στο ως άνω άθροισμα.

Το κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο ανέρχεται μέχρι 50 000 000 EUR, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό· το 18 % του πρώτου μέρους και το 16 % του δεύτερου αθροίζονται.

Το κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των σε βάρος του ΙΕΣΠ παραμενουσών απαιτήσεων μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών στο πλαίσιο της αντασφάλισης και του ακαθάριστου ποσού των απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός δεν είναι μικρότερος από 50 %.

4.   Η βάση των απαιτήσεων υπολογίζεται ως εξής:

 

Αθροίζονται τα ποσά των απαιτήσεων που καταβάλλονται για τις πρωτασφαλίσεις (χωρίς αφαίρεση των σε βάρος των εκδοχέων ή αντεκδοχέων απαιτήσεων) κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

 

Στο άθροισμα αυτό, προστίθεται το ποσό των απαιτήσεων που έχει καταβληθεί λόγω αποδοχής αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων κατά τη διάρκεια των ιδίων αυτών περιόδων και το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμούσες απαιτήσεις, που πραγματοποιούνται στο τέλος της τελευταίας εταιρικής χρήσεως, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων.

 

Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το ποσό των εισπράξεων που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των περιόδων που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1.

 

Από το εναπομένον αυτό ποσό, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμούσες απαιτήσεις, που πραγματοποιούνται κατά την έναρξη της δεύτερης εταιρικής χρήσης που προηγείται της τελευταίας κλεισθείσης εταιρικής χρήσης, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και τις αναληφθείσες αντασφαλίσεις.

 

Το ένα τρίτο των ποσών που προκύπτουν από τον υπολογισμό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο ανέρχεται μέχρι 35 000 000 ΕUR, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό· το 26 % του πρώτου μέρους και το 23 % του δεύτερου αθροίζονται.

 

Το κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των σε βάρος του ΙΕΣΠ παραμενουσών απαιτήσεων μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών στο πλαίσιο της αντασφάλισης και του ακαθάριστου ποσού των απαιτήσεων· ο λόγος αυτός δεν είναι μικρότερος από 50 %.

5.   Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό υπολογίζεται στις παραγράφους 2 έως 4, είναι κατώτερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμητικό λόγο του ποσού των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά τη λήξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης, προς το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά την έναρξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης. Στους υπολογισμούς αυτούς, οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται χωρίς τις τυχόν αντασφαλίσεις, αλλά ο αριθμητικός λόγος δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από 1.

Άρθρο 19

Επενδυτικοί κανόνες

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στις επικράτειές τους να επενδύουν σύμφωνα με τον κανόνα της «συνετής διαχείρισης» και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων συνολικά. Σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το ΙΕΣΠ ή ο φορέας που διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του, εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων·

β)

στο πλαίσιο του κανόνα της «συνετής διαχείρισης» τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα ΙΕΣΠ να λαμβάνουν υπόψη τον δυνητικό μακροπρόθεσμο αντίκτυπο των επενδυτικών αποφάσεων σε παράγοντες σχετικούς με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση·

γ)

τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του·

δ)

το ενεργητικό επενδύεται πρωτίστως σε ρυθμιζόμενες αγορές. Το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες χρηματοοικονομικές αγορές πρέπει οπωσδήποτε να παραμένει σε συνετά επίπεδα·

ε)

επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν αυτά τα μέσα συμβάλλουν στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου. Η αποτίμηση των παραγώγων πρέπει να γίνεται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη την υποκείμενη αξία του τίτλου, και αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του ΙΕΣΠ. Τα ΙΕΣΠ αποφεύγουν επίσης την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου καθώς και άλλων πράξεων με αντικείμενο παράγωγα μέσα·

στ)

τα στοιχεία του ενεργητικού είναι προσηκόντως διαφοροποιημένα, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού τους εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά.

Οι επενδύσεις σε στοιχεία εκδοθέντα από τον αυτό εκδότη ή από εκδότες ανήκοντες στον ίδιο όμιλο δεν εκθέτουν το ΙΕΣΠ σε υπέρμετρη συγκέντρωση κινδύνων·

ζ)

η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 5 % του συνόλου του χαρτοφυλακίου και όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 10 % του χαρτοφυλακίου.

Εάν το ΙΕΣΠ χρηματοδοτείται από περισσότερες της μιας επιχειρήσεις, η επένδυση στις επιχειρήσεις αυτές γίνεται με σύνεση, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για προσήκουσα διαφοροποίηση.

Τα κράτη μέλη μπορεί να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν τις απαιτήσεις των στοιχείων στ) και ζ) στην επένδυση σε κρατικά ομόλογα.

2.   Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των υπό εποπτεία ΙΕΣΠ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν την επάρκεια των διαδικασιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εφαρμόζουν τα ΙΕΣΠ αυτά, αξιολογούν τη χρησιμοποίηση αναφορών σε αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), στο πλαίσιο των επενδυτικών πολιτικών τους και, όπου αρμόζει, ενθαρρύνουν την άμβλυνση του αντίκτυπου των αναφορών αυτών, προκειμένου να μειωθεί η αποκλειστική και μηχανιστική στήριξη σε τέτοιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

3.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαγορεύει στα ΙΕΣΠ να δανείζονται ή να ενεργούν ως εγγυητές υπέρ τρίτων. Ωστόσο τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ΙΕΣΠ κάποιες δανειοληπτικές πράξεις μόνο για λόγους ρευστότητας και σε προσωρινή βάση.

4.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τα ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους να επενδύουν σε ιδιαίτερες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν τις επενδυτικές αποφάσεις ενός ΙΕΣΠ που έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους ή τις αποφάσεις των υπεύθυνων για τις επενδύσεις από καμία απαίτηση για προηγούμενη έγκριση ή συστηματική ενημέρωση.

6.   Τηρουμένων των παραγράφων 1 έως 5, τα κράτη μέλη μπορούν, για τα ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους, να θεσπίζουν αναλυτικότερες ρυθμίσεις, όπως ποσοτικούς κανόνες, αρκεί να δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης, ώστε να ανταποκρίνονται στο πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών καθεστώτων που διαχειρίζονται τα εν λόγω ΙΕΣΠ.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τα ΙΕΣΠ:

α)

να επενδύουν μέχρι 70 % του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά ή του συνολικού χαρτοφυλακίου για καθεστώτα στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, ή μέσω ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και να αποφασίζουν για το μερίδιο των εν λόγω χρεογράφων στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. Αν, ωστόσο, αυτό δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν χαμηλότερο όριο, όχι χαμηλότερο του 35 %, στα ΙΕΣΠ που διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά καθεστώτα με μακροπρόθεσμη εγγύηση επιτοκίου, φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο και παρέχουν τα ίδια την εγγύηση·

β)

να επενδύουν μέχρι 30 % του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά σε στοιχεία ενεργητικού εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις τους·

γ)

να επενδύουν σε μέσα τα οποία έχουν μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα και δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ·

δ)

να επενδύουν σε μέσα που εκδίδει ή εγγυάται η ΕΤΕπ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, των Ευρωπαϊκών Μακροπρόθεσμων Επενδυτικών Κεφαλαίων, των Ευρωπαϊκών Ταμείων Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και των Ευρωπαϊκών Εταιρειών Επιχειρηματικού Κεφαλαίου.

7.   Η παράγραφος 6 δεν αίρει το δικαίωμα των κρατών μελών να απαιτούν την εφαρμογή στα ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους αυστηρότερων επενδυτικών κανόνων σε ατομική βάση, αρκεί να δικαιολογούνται από πλευράς συνετής διαχείρισης, ιδίως ενόψει των υποχρεώσεων τις οποίες έχει αναλάβει το ΙΕΣΠ.

8.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ΙΕΣΠ που ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα βάσει του άρθρου 11 δεν θεσπίζει επενδυτικούς κανόνες επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 6 για το μέρος των στοιχείων ενεργητικού που καλύπτουν τεχνικά αποθεματικά για διασυνοριακή δραστηριότητα.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Σύστημα διακυβέρνησης

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 20

Ευθύνη του διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ να έχει την τελική ευθύνη βάσει του εθνικού δικαίου για τη συμμόρφωση του οικείου ΙΕΣΠ προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στη διαχείριση των ΙΕΣΠ.

Άρθρο 21

Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλα τα ΙΕΣΠ να διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που να προβλέπει τη χρηστή και συνετή διαχείριση των δραστηριοτήτων τους. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει κατάλληλη και διαφανή οργανωτική δομή, με σαφή κατανομή και ορθό διαχωρισμό αρμοδιοτήτων, καθώς και αποτελεσματικό σύστημα διασφάλισης της διαβίβασης πληροφοριών. Το σύστημα διακυβέρνησης λαμβάνει υπόψη στις επενδυτικές αποφάσεις τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες και τους παράγοντες που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση επενδυτικών στοιχείων του ενεργητικού και υπόκειται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση.

2.   Το σύστημα διακυβέρνησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι ανάλογο προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα ΙΕΣΠ θεσπίζουν και εφαρμόζουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνων, τον εσωτερικό έλεγχο, και κατά περίπτωση, τις αναλογιστικές δραστηριότητες και τις εξωτερικές αναθέσεις. Οι εν λόγω γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ και επανεξετάζονται τουλάχιστον κάθε τρία έτη και προσαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο οικείο σύστημα ή στον οικείο τομέα.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΙΕΣΠ διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Το εν λόγω σύστημα περιλαμβάνει διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου και κατάλληλες ρυθμίσεις υποβολής εκθέσεων σε όλα τα επίπεδα του ΙΕΣΠ.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΙΕΣΠ λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Για τον σκοπό αυτό, τα ΙΕΣΠ χρησιμοποιούν κατάλληλα και αναλογικά συστήματα, πόρους και διαδικασίες.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να διαθέτουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα τα οποία ασκούν πραγματικά τη διοίκηση του ΙΕΣΠ. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε ένα μόνο πρόσωπο να διευθύνει πραγματικά το ΙΕΣΠ, με βάση αιτιολογημένη αξιολόγηση που διενεργείται από τις αρμόδιες αρχές. Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει υπόψη τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στη γενικότερη διαχείριση του ΙΕΣΠ, καθώς επίσης το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.

Άρθρο 22

Απαιτήσεις για διαχείριση βάσει ικανοτήτων και ήθους

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα τα οποία ασκούν πραγματικά τη διοίκηση του ΙΕΣΠ, τα πρόσωπα που ασκούν βασικές λειτουργίες και, κατά περίπτωση, τα πρόσωπα ή οι οντότητες στα οποία έχει ανατεθεί εξωτερικά μια βασική λειτουργία σύμφωνα με το άρθρο 31, πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους:

α)

απαίτηση για ικανότητες:

i)

για τα πρόσωπα τα οποία ασκούν πραγματικά τη διοίκηση του ΙΕΣΠ, αυτό σημαίνει ότι τα προσόντα, οι γνώσεις και η πείρα τους, είναι στο σύνολό τους επαρκή, ώστε να τους επιτρέπουν να ασκούν χρηστή και συνετή διαχείριση του ΙΕΣΠ·

ii)

για τα πρόσωπα που ασκούν αναλογιστικά βασικά καθήκοντα ή βασικά καθήκοντα εσωτερικού ελέγχου, αυτό σημαίνει ότι τα επαγγελματικά τους προσόντα, οι γνώσεις και η πείρα τους είναι επαρκή ώστε να ασκούν ορθά τις βασικές λειτουργίες τους·

iii)

για τα πρόσωπα που ασκούν άλλες βασικές λειτουργίες, αυτό σημαίνει ότι τα προσόντα τους, οι γνώσεις και η πείρα τους είναι επαρκή ώστε να ασκούν ορθά τις βασικές λειτουργίες τους, και

β)

απαίτηση για ήθος: χαίρουν υπόληψης και χαρακτηρίζονται από ακεραιότητα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι ικανές να αξιολογούν κατά πόσον τα πρόσωπα που διοικούν πραγματικά το ΙΕΣΠ ή ασκούν βασικές λειτουργίες πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

3.   Εάν ένα κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί αποδείξεις υπόληψης, αποδείξεις μη προηγούμενης πτώχευσης ή αμφότερες, από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το συγκεκριμένο κράτος μέλος δέχεται ως επαρκή απόδειξη για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών την προσκόμιση αποσπάσματος ποινικού μητρώου του άλλου κράτους μέλους ή, απουσία ποινικού μητρώου στο άλλο κράτος μέλος, ισοδύναμου εγγράφου από το οποίο προκύπτει ότι πληρούνται οι απαιτήσεις αυτές και το οποίο εκδίδεται από αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή είτε του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος το οικείο πρόσωπο, ή του κράτους μέλους καταγωγής.

4.   Εάν καμιά αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή είτε στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος το οικείο πρόσωπο είτε στο κράτος μέλος καταγωγής δεν χορηγεί ισοδύναμο έγγραφο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται να προσκομίσει αντ' αυτού ένορκη βεβαίωση.

Ωστόσο, στα κράτη μέλη καταγωγής στα οποία δεν προβλέπονται ένορκες βεβαιώσεις, οι υπήκοοι των οικείων άλλων κρατών μελών δικαιούνται να προσκομίσουν υπεύθυνη δήλωσή τους ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής στο κράτος μέλος καταγωγής ή στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοοι ή ενώπιον συμβολαιογράφου σε ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη. Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα της ένορκης βεβαίωσης ή της υπεύθυνης δήλωσης.

5.   Οι αποδείξεις μη προηγούμενης πτώχευσης, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3, μπορούν επίσης να παρασχεθούν με τη μορφή δήλωσης του υπηκόου του οικείου άλλου κράτους μέλους ενώπιον αρμόδιου δικαστικού, επαγγελματικού ή εμπορικού φορέα στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

6.   Τα έγγραφα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 υποβάλλονται μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία έκδοσής τους.

7.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές και τους αρμόδιους φορείς για την έκδοση των εγγράφων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 και ενημερώνουν αμέσως σχετικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν επίσης τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή για τις αρχές και τους φορείς στους οποίους πρέπει να υποβάλλονται τα έγγραφα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5, ως δικαιολογητικά της αίτησης για την άσκηση στην επικράτεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 23

Πολιτική αποδοχών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν μια χρηστή πολιτική αποδοχών για όλα τα πρόσωπα που διοικούν πραγματικά το ΙΕΣΠ, ασκούν βασικές λειτουργίες, καθώς και για άλλες κατηγορίες προσωπικού του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ΙΕΣΠ, κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωσή τους, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

2.   Εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, τα ΙΕΣΠ δημοσιοποιούν τακτικά σχετικές πληροφορίες για την πολιτική αποδοχών.

3.   Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα ΙΕΣΠ συμμορφώνονται με τις ακόλουθες αρχές:

α)

η πολιτική αποδοχών καθορίζεται, εφαρμόζεται και διατηρείται σύμφωνα με τις δραστηριότητες, το προφίλ κινδύνου, τους στόχους και το μακροπρόθεσμο συμφέρον, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις επιδόσεις του ΙΕΣΠ στο σύνολό του, και στηρίζει τη χρηστή, συνετή και αποτελεσματική διαχείριση των ΙΕΣΠ·

β)

η πολιτική αποδοχών ευθυγραμμίζεται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων των συνταξιοδοτικών καθεστώτων τα οποία διαχειρίζεται το ΙΕΣΠ·

γ)

η πολιτική αποδοχών περιλαμβάνει μέτρα με στόχο την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων·

δ)

η πολιτική αποδοχών συνάδει με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη κινδύνων που δεν συνάδουν με τα προφίλ κινδύνου και τους κανονισμούς του ΙΕΣΠ·

ε)

η πολιτική αποδοχών εφαρμόζεται στο ΙΕΣΠ και στους παρόχους υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 1, εκτός εάν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών καλύπτονται από τις οδηγίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β)·

στ)

το ΙΕΣΠ καταρτίζει τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών, την εξετάζει και την επικαιροποιεί τουλάχιστον ανά τριετία, και είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της·

ζ)

υφίσταται σαφής, διαφανής και αποτελεσματική διακυβέρνηση όσον αφορά τις αποδοχές και την εποπτεία τους.

Τμήμα 2

Βασικές λειτουργίες

Άρθρο 24

Γενικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να διαθέτουν τις ακόλουθες βασικές λειτουργίες: λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και, όπου συντρέχει περίπτωση, αναλογιστική λειτουργία. Τα ΙΕΣΠ επιτρέπουν στα πρόσωπα που ασκούν βασικές λειτουργίες να ασκούν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά, με αντικειμενικό, δίκαιο και ανεξάρτητο τρόπο.

2.   Τα ΙΕΣΠ μπορούν να επιτρέπουν σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο ή μια μεμονωμένη οργανωτική μονάδα να ασκεί περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες, με εξαίρεση τη λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 26, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις άλλες βασικές λειτουργίες.

3.   Το μεμονωμένο πρόσωπο ή η μεμονωμένη οργανωτική μονάδα που ασκεί μια βασική λειτουργία είναι διαφορετικό από εκείνο που ασκεί παρόμοια βασική λειτουργία στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση. Τα κράτη μέλη μπορούν, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ, να επιτρέπουν στο ΙΕΣΠ να ασκεί βασικές λειτουργίες μέσω του ίδιου μεμονωμένου προσώπου ή της ίδιας οργανωτικής μονάδας όπως και η χρηματοδοτούσα επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι το ΙΕΣΠ εξηγεί πώς αποτρέπει ή διαχειρίζεται οιεσδήποτε συγκρούσεις συμφερόντων με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση.

4.   Τα πρόσωπα που ασκούν βασική λειτουργία αναφέρουν τυχόν σημαντικά ευρήματα και συστάσεις σε σχέση με τον τομέα της αρμοδιότητάς τους, στο διοικητικό, στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ που καθορίζει τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν.

5.   Με την επιφύλαξη του προνομίου της μη αυτοενοχοποίησης, το πρόσωπο που ασκεί βασική λειτουργία ενημερώνει την αρμόδια αρχή του ΙΕΣΠ, εάν το διοικητικό, το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ δεν λαμβάνει κατάλληλα και έγκαιρα διορθωτικά μέτρα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν το πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα που ασκεί τη βασική λειτουργία έχει εντοπίσει ουσιαστικό κίνδυνο μη συμμόρφωσης του ΙΕΣΠ προς ουσιωδώς σημαντική κανονιστική απαίτηση και τον έχει αναφέρει στο διοικητικό, στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ και όταν αυτό θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, ή

β)

όταν το πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα που ασκεί τη βασική λειτουργία έχει παρατηρήσει σημαντική παράβαση ουσίας της νομοθεσίας, των κανονισμών ή των διοικητικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο ΙΕΣΠ και στις δραστηριότητές του στο πλαίσιο της βασικής λειτουργίας που ασκεί το εν λόγω πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα και την έχει αναφέρει στο διοικητικό, στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την έννομη προστασία των προσώπων που ενημερώνουν την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Άρθρο 25

Διαχείριση κινδύνων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωσή τους, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, να διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία διαχείρισης κινδύνων. Η εν λόγω λειτουργία είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων για το οποίο τα ΙΕΣΠ εγκρίνουν στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά προς το διοικητικό, το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ, τακτικά, των κινδύνων, σε ατομικό και σε συνολικό επίπεδο, στους οποίους τα ΙΕΣΠ και τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα τα οποία αυτά διαχειρίζονται είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένα, και των αλληλεξαρτήσεών τους.

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων είναι αποτελεσματικό και καλά ενσωματωμένο στην οργανωτική δομή και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του ΙΕΣΠ.

2.   Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει, κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωση των ΙΕΣΠ, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, κινδύνους οι οποίοι μπορούν να εμφανιστούν στα ΙΕΣΠ ή σε επιχειρήσεις στις οποίες έχουν ανατεθεί καθήκοντα ή δραστηριότητες ενός ΙΕΣΠ, τουλάχιστον στους ακόλουθους τομείς, κατά περίπτωση:

α)

ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου και σύσταση προβλέψεων·

β)

διαχείριση ενεργητικού — παθητικού·

γ)

επενδύσεις, ιδίως θέσεις σε παράγωγα, τιτλοποιήσεις και παρόμοιες υποχρεώσεις·

δ)

διαχείριση κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης·

ε)

διαχείριση λειτουργικού κινδύνου·

στ)

ασφάλιση και άλλες τεχνικές μείωσης κινδύνου·

ζ)

περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων και τη διαχείρισή του.

3.   Εάν, σύμφωνα με τους όρους του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, τα μέλη και οι δικαιούχοι φέρουν κινδύνους, το σύστημα διαχείρισης κινδύνων λαμβάνει επίσης υπόψη τους εν λόγω κινδύνους από την άποψη των μελών και των δικαιούχων.

Άρθρο 26

Λειτουργία εσωτερικού ελέγχου

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική τους οργάνωση, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, να διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου περιλαμβάνει εκτίμηση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου και άλλων στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των δραστηριοτήτων που ανατίθενται εξωτερικά.

Άρθρο 27

Αναλογιστική λειτουργία

1.   Εάν ένα ΙΕΣΠ παρέχει κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται είτε την απόδοση των επενδύσεων είτε ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, τα κράτη μέλη απαιτούν από το ΙΕΣΠ να διαθέτει αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία η οποία:

α)

συντονίζει και εποπτεύει τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών·

β)

αξιολογεί την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων μοντέλων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, καθώς και των παραδοχών που γίνονται για τον σκοπό αυτό·

γ)

αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών·

δ)

συγκρίνει τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών με τις εμπειρικές παρατηρήσεις·

ε)

ενημερώνει το διοικητικό, το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ σχετικά με την αξιοπιστία και καταλληλότητα του υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών·

στ)

εκφράζει γνώμη σχετικά με τη συνολική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων, εφόσον το ΙΕΣΠ διαθέτει τέτοια πολιτική·

ζ)

εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητα των ασφαλιστικών συμφωνιών, εφόσον το ΙΕΣΠ διαθέτει τέτοιες συμφωνίες, και

η)

συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να ορίζουν τουλάχιστον ένα ανεξάρτητο πρόσωπο, εντός ή εκτός του ΙΕΣΠ, υπεύθυνο για την αναλογιστική λειτουργία.

Τμήμα 3

Έγγραφα σχετικά με τη διακυβέρνηση

Άρθρο 28

Ιδία αξιολόγηση κινδύνων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική τους οργάνωση, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, να διενεργούν και να τεκμηριώνουν την ιδία αξιολόγηση κινδύνων.

Η εν λόγω αξιολόγηση κινδύνων διενεργείται τουλάχιστον κάθε τρία έτη ή χωρίς καθυστέρηση μετά από κάθε σημαντική αλλαγή στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ΙΕΣΠ ή των συνταξιοδοτικών καθεστώτων τα οποία διαχειρίζεται το ΙΕΣΠ. Όταν υπάρχει σημαντική αλλαγή στα χαρακτηριστικά κινδύνου ενός συγκεκριμένου συνταξιοδοτικού καθεστώτος, η αξιολόγηση κινδύνων μπορεί να περιορίζεται στο εν λόγω συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η αξιολόγηση κινδύνων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους και της εσωτερικής οργάνωσης του ΙΕΣΠ, καθώς και του μεγέθους, της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ, περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η ιδία αξιολόγηση κινδύνων ενσωματώνεται στη διεργασία διαχείρισης και στις διεργασίες λήψης αποφάσεων του ΙΕΣΠ·

β)

αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος διαχείρισης κινδύνων·

γ)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο το ΙΕΣΠ αποτρέπει συγκρούσεις συμφερόντων με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση, όταν το ΙΕΣΠ προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση των βασικών λειτουργιών σε χρηματοδοτούσα επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3·

δ)

αξιολόγηση των συνολικών χρηματοδοτικών αναγκών του ΙΕΣΠ, περιλαμβανομένης περιγραφής του σχεδίου ανάκαμψης, κατά περίπτωση·

ε)

αξιολόγηση των κινδύνων για τα μέλη και τους δικαιούχους σε σχέση με την καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών τους και την αποτελεσματικότητα τυχόν διορθωτικών μέτρων λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση:

i)

των μηχανισμών αναπροσαρμογής·

ii)

των μηχανισμών μείωσης των παροχών, μεταξύ άλλων, του βαθμού στον οποίο μπορούν να μειωθούν οι σωρευμένες συνταξιοδοτικές παροχές, υπό ποιες προϋποθέσεις και από ποιον·

στ)

ποιοτική αξιολόγηση των μηχανισμών προστασίας των συνταξιοδοτικών παροχών, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, εγγυήσεων, συμφωνιών ή οποιουδήποτε άλλου είδους χρηματοδοτική στήριξη από τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση, ασφάλισης ή αντασφάλισης από επιχείρηση που καλύπτεται από την οδηγία 2009/138/ΕΚ ή κάλυψης από συνταξιοδοτικό σύστημα προστασίας, υπέρ του ΙΕΣΠ ή των μελών και των δικαιούχων·

ζ)

ποιοτική αξιολόγηση των επιχειρησιακών κινδύνων·

η)

όταν λαμβάνονται υπόψη στις επενδυτικές αποφάσεις περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες και οι παράγοντες που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση, αξιολόγηση νέων ή αναδυόμενων κινδύνων, περιλαμβανομένων των κινδύνων οι οποίοι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, τη χρήση πόρων και το περιβάλλον, των κοινωνικών κινδύνων και κινδύνων που σχετίζονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω αλλαγής στο ρυθμιστικό πλαίσιο.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα ΙΕΣΠ διαθέτουν μεθόδους προσδιορισμού και αξιολόγησης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και οι οποίοι μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην ικανότητα του ΙΕΣΠ να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του. Οι μέθοδοι αυτές είναι ανάλογες προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις δραστηριότητες του ιδρύματος. Οι μέθοδοι περιγράφονται στην ιδία αξιολόγηση κινδύνων.

4.   Η ιδία αξιολόγηση κινδύνων λαμβάνεται υπόψη στις στρατηγικές αποφάσεις του ΙΕΣΠ.

Άρθρο 29

Ετήσιοι λογαριασμοί και ετήσιες εκθέσεις

Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλα τα ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους να καταρτίζουν και να δημοσιοποιούν ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνταξιοδοτικό καθεστώς που διαχειρίζεται το ΙΕΣΠ και, κατά περίπτωση, ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις για κάθε ένα συνταξιοδοτικό καθεστώς. Οι εν λόγω λογαριασμοί και εκθέσεις παρουσιάζουν πραγματική και ακριβή εικόνα των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της χρηματοοικονομικής θέσης του ΙΕΣΠ, και περιλαμβάνουν τη δημοσιοποίηση των κύριων εταιρειών χαρτοφυλακίου. Οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς, και εγκρίνονται δεόντως από εξουσιοδοτημένα άτομα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 30

Δήλωση των αρχών επενδυτικής πολιτικής

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε ΙΕΣΠ που έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους καταρτίζει, και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, γραπτή δήλωση των αρχών επενδυτικής πολιτικής. Η δήλωση αυτή αναθεωρείται αμέσως μετά από οιαδήποτε σημαντική αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η δήλωση να περιέχει, τουλάχιστον, θέματα όπως οι μέθοδοι μέτρησης του επενδυτικού κινδύνου, οι εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου, η στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού όσον αφορά τη φύση και τη διάρκεια των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων, και τον τρόπο με τον οποίο συνεκτιμώνται περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα και θέματα διακυβέρνησης στο πλαίσιο της επενδυτικής πολιτικής. Η δήλωση δημοσιοποιείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εξωτερική ανάθεση και διαχείριση επενδύσεων

Άρθρο 31

Εξωτερική ανάθεση

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν ή να απαιτήσουν από ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στις επικράτειές τους να αναθέσουν οιεσδήποτε δραστηριότητες περιλαμβανομένων βασικών λειτουργιών και της διαχείρισης των εν λόγω ΙΕΣΠ, εν όλω ή εν μέρει, σε παρόχους υπηρεσιών που ενεργούν για λογαριασμό των εν λόγω ΙΕΣΠ.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΙΕΣΠ παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία όταν αναθέτουν εξωτερικά βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες.

3.   Η εξωτερική ανάθεση βασικών λειτουργιών ή άλλων δραστηριοτήτων δεν πραγματοποιείται κατά τρόπο που να οδηγεί σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω καταστάσεις:

α)

μείωση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης του οικείου ΙΕΣΠ·

β)

αδικαιολόγητη αύξηση του επιχειρησιακού κινδύνου·

γ)

μείωση της ικανότητας των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν τη συμμόρφωση του ΙΕΣΠ προς τις υποχρεώσεις του·

δ)

υπονόμευση της συνεχούς και ικανοποιητικής παροχής υπηρεσιών στα μέλη και στους δικαιούχους.

4.   Τα ΙΕΣΠ διασφαλίζουν την ορθή λειτουργία των εξωτερικά ανατιθέμενων δραστηριοτήτων μέσω της διαδικασίας επιλογής παρόχου υπηρεσιών και της συνεχούς παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του εν λόγω παρόχου υπηρεσιών.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΙΕΣΠ που αναθέτουν εξωτερικά βασικές λειτουργίες, τη διαχείριση των εν λόγω ΙΕΣΠ ή άλλες δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία συνάπτουν έγγραφη συμφωνία με τον πάροχο υπηρεσιών. Η συμφωνία αυτού του είδους είναι νομικά εκτελεστή και προσδιορίζει σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ΙΕΣΠ και του παρόχου υπηρεσιών.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΙΕΣΠ ενημερώνουν εγκαίρως τις αρμόδιες αρχές για κάθε εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Όταν η εξωτερική ανάθεση έχει σχέση με βασικές λειτουργίες ή διαχείριση ΙΕΣΠ, αυτό κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία σχετικά με οιαδήποτε εξωτερική ανάθεση αυτού του είδους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα ΙΕΣΠ κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε επακόλουθη σημαντική εξέλιξη που αφορά οποιεσδήποτε από τις εξωτερικά ανατιθέμενες δραστηριότητες.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εξουσία να ζητούν ανά πάσα στιγμή από τα ΙΕΣΠ και από τους παρόχους υπηρεσιών πληροφορίες σχετικά με τις εξωτερικά ανατιθέμενες βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες.

Άρθρο 32

Διαχείριση επενδύσεων

Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν το δικαίωμα των ΙΕΣΠ να ορίζουν για τη διαχείριση του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου, διαχειριστές επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και κατέχουν την απαιτούμενη άδεια, σύμφωνα με τις οδηγίες 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, καθώς και τους εξουσιοδοτημένους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Θεματοφύλακας

Άρθρο 33

Διορισμός θεματοφύλακα

1.   Για κάθε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό καθεστώς στο οποίο τα μέλη και οι δικαιούχοι φέρουν πλήρως τον επενδυτικό κίνδυνο, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να απαιτεί από το ΙΕΣΠ να διορίζει έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες για τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού και την άσκηση εποπτικών καθηκόντων σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα ΙΕΣΠ αυτά να διορίζουν έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες για τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού και την άσκηση εποπτικών καθηκόντων σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35 όταν ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα σύμφωνα με το άρθρο 11, υπό τον όρο ότι ο ορισμός θεματοφύλακα απαιτείται δυνάμει του εθνικού δικαίου του.

2.   Για τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα στα οποία τα μέλη και οι δικαιούχοι δεν φέρουν πλήρως τον επενδυτικό κίνδυνο, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να απαιτεί από το ΙΕΣΠ να διορίζει έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες για τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού ή για τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού και την άσκηση εποπτικών καθηκόντων σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35.

3.   Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν το δικαίωμα των ΙΕΣΠ να διορίζουν θεματοφύλακες εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος και έχοντες τη δέουσα άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή έχοντες άδεια θεματοφύλακα κατά την έννοια της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή της οδηγίας 2011/61/ΕΕ.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, να απαγορεύσουν δυνάμει του άρθρου 48 την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει διαχειριστής ή θεματοφύλακας εντός της επικράτειάς τους, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του ΙΕΣΠ.

5.   Ο θεματοφύλακας διορίζεται με έγγραφη σύμβαση. Η σύμβαση προβλέπει τη διαβίβαση των πληροφοριών που είναι απαραίτητες ώστε ο θεματοφύλακας να ασκεί τα καθήκοντά του όπως περιγράφονται στην παρούσα οδηγία και σε άλλες σχετικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις.

6.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35, το ΙΕΣΠ και ο θεματοφύλακας ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία, επαγγελματισμό, ανεξαρτησία και με γνώμονα το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων του καθεστώτος.

7.   Ο θεματοφύλακας δεν ασκεί δραστηριότητες σε σχέση με το ΙΕΣΠ οι οποίες ενδέχεται να δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ΙΕΣΠ, των μελών και των δικαιούχων του καθεστώτος και του ιδίου, εκτός εάν ο θεματοφύλακας έχει διαχωρίσει λειτουργικά και ιεραρχικά την άσκηση των καθηκόντων του θεματοφύλακα από τα λοιπά δυνητικά συγκρουόμενα καθήκοντά του, οι δε δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων προσδιορίζονται, αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης, παρακολουθούνται και γνωστοποιούνται δεόντως στα μέλη και στους δικαιούχους του καθεστώτος και στο διοικητικό, στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ.

8.   Εάν δεν διοριστεί θεματοφύλακας, τα ΙΕΣΠ λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη και την επίλυση κάθε σύγκρουσης συμφερόντων η οποία ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων που διαφορετικά ασκούνται από θεματοφύλακα και από διαχειριστή στοιχείων ενεργητικού.

Άρθρο 34

Φύλαξη στοιχείων ενεργητικού και ευθύνη του θεματοφύλακα

1.   Εάν τα στοιχεία ενεργητικού ενός ΙΕΣΠ που έχει σχέση με συνταξιοδοτικό καθεστώς αποτελούμενο από χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φύλαξης, ανατίθενται για φύλαξη σε θεματοφύλακα, ο θεματοφύλακας φυλάσσει όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων, ο οποίος ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα και όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία μπορούν να παραδοθούν ενσωμάτως στον θεματοφύλακα.

Για τον σκοπό αυτό, ο θεματοφύλακας διασφαλίζει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων ο οποίος ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα, είναι καταχωρισμένα στα βιβλία του θεματοφύλακα σε διαχωρισμένους λογαριασμούς, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, ανοιγμένους στο όνομα του ΙΕΣΠ, ώστε να μπορούν να ταυτοποιούνται ευκρινώς και ανά πάσα στιγμή ως ανήκοντες στο ΙΕΣΠ ή στα μέλη και στους δικαιούχους του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

2.   Εάν τα στοιχεία ενεργητικού ενός ΙΕΣΠ που έχει σχέση με συνταξιοδοτικό καθεστώς αποτελούνται από άλλα στοιχεία ενεργητικού εκτός των αναφερομένων στην παράγραφο 1, ο θεματοφύλακας επαληθεύει ότι το ΙΕΣΠ είναι ο κύριος των στοιχείων ενεργητικού και τηρεί αρχείο των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού του. Η επαλήθευση διενεργείται βάσει πληροφοριών ή εγγράφων που παρέχει το ΙΕΣΠ και, εάν υπάρχουν, βάσει εξωτερικών αποδεικτικών στοιχείων. Ο θεματοφύλακας τηρεί το αρχείο του ενημερωμένο.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι του ΙΕΣΠ και των μελών και των δικαιούχων του καθεστώτος για κάθε ζημία που υφίστανται λόγω αδικαιολόγητης παράλειψης εκτέλεσης των υποχρεώσεών του ή πλημμελούς εκτέλεσης αυτών.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ευθύνη του θεματοφύλακα, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ανέθεσε σε τρίτο το σύνολο ή μέρος των στοιχείων ενεργητικού τη φύλαξη των οποίων ανέλαβε.

5.   Εάν δεν διοριστεί θεματοφύλακας για τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού, τα ΙΕΣΠ οφείλουν τουλάχιστον:

α)

να διασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα φυλάσσονται και προστατεύονται κατάλληλα·

β)

να τηρούν αρχεία τα οποία επιτρέπουν στο ΙΕΣΠ να αναγνωρίζει ανά πάσα στιγμή και αμέσως όλα τα στοιχεία ενεργητικού·

γ)

να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων όσον αφορά τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού·

δ)

να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήσεώς τους, σχετικά με τον τρόπο τήρησης των στοιχείων ενεργητικού.

Άρθρο 35

Καθήκοντα εποπτείας

1.   Επιπλέον των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφοι 1 και 2, ο θεματοφύλακας ο οποίος διορίζεται για την άσκηση καθηκόντων εποπτείας:

α)

εκτελεί οδηγίες του ΙΕΣΠ, εκτός εάν συγκρούονται με το εθνικό τους δίκαιο ή με τους κανόνες του ΙΕΣΠ·

β)

διασφαλίζει ότι, σε συναλλαγές οι οποίες αφορούν τα στοιχεία ενεργητικού ενός ΙΕΣΠ που έχει σχέση με συνταξιοδοτικό καθεστώς, το αντάλλαγμα αποδίδεται στο ΙΕΣΠ εντός των συνήθων προθεσμιών· και

γ)

διασφαλίζει ότι το εισόδημα που παράγουν τα στοιχεία ενεργητικού διατίθεται σύμφωνα με τους κανόνες του ΙΕΣΠ.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, το κράτος μέλος καταγωγής του ΙΕΣΠ μπορεί να ορίσει άλλα καθήκοντα εποπτείας που πρέπει να ασκεί ο θεματοφύλακας.

3.   Εάν δεν διοριστεί θεματοφύλακας για την άσκηση καθηκόντων εποπτείας, το ΙΕΣΠ θέτει σε εφαρμογή διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν ότι τα καθήκοντα που διαφορετικά υπόκεινται στην εποπτεία των θεματοφυλάκων, ασκούνται δεόντως εντός του ΙΕΣΠ.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΜΕΛΗ, ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 36

Αρχές

1.   Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που έχει συσταθεί, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα ΙΕΣΠ που έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί στην επικράτειά τους παρέχουν:

α)

στα υποψήφια μέλη: τουλάχιστον τις πληροφορίες που παρατίθενται στο άρθρο 41·

β)

στα μέλη: τουλάχιστον τις πληροφορίες που παρατίθενται στα άρθρα 37 έως 40, 42 και 44, και

γ)

στους δικαιούχους: τουλάχιστον τις πληροφορίες που παρατίθενται στα άρθρα 37, 43 και 44.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

επικαιροποιούνται τακτικά·

β)

είναι συνταγμένες με σαφήνεια, σε σαφή, περιεκτική και κατανοητή γλώσσα, αποφεύγοντας τη χρήση εξειδικευμένης ορολογίας και τεχνικών όρων όταν αντ' αυτών μπορούν να χρησιμοποιηθούν λέξεις της καθομιλουμένης·

γ)

δεν είναι παραπλανητικές και διασφαλίζεται συνεκτικότητα στο λεξιλόγιο και στο περιεχόμενο·

δ)

παρουσιάζονται κατά τρόπο ευανάγνωστο·

ε)

διατίθενται σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα διέπει το οικείο συνταξιοδοτικό καθεστώς· και

στ)

διατίθενται στα υποψήφια μέλη, στα μέλη και τους δικαιούχους δωρεάν με ηλεκτρονικά μέσα, μεταξύ άλλων σε σταθερό μέσο ή σε ιστότοπο ή γραπτώς.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν ή να διατηρήσουν περαιτέρω διατάξεις σχετικά με πληροφορίες που πρέπει να δίνονται στα υποψήφια μέλη, στα μέλη και στους δικαιούχους.

Άρθρο 37

Γενικές πληροφορίες για το συνταξιοδοτικό καθεστώς

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, για κάθε ΙΕΣΠ καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο στην επικράτειά τους, ότι τα μέλη και οι δικαιούχοι είναι επαρκώς πληροφορημένοι για το αντίστοιχο συνταξιοδοτικό καθεστώς το οποίο διαχειρίζεται το ΙΕΣΠ και ιδιαίτερα όσον αφορά:

α)

το όνομα του ΙΕΣΠ, το κράτος μέλος στο οποίο το ΙΕΣΠ είναι καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο και το όνομα της αρμόδιας αρχής του·

β)

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς·

γ)

πληροφορίες σχετικά με το επενδυτικό προφίλ·

δ)

τη φύση των οικονομικών κινδύνων που φέρουν τα μέλη και οι δικαιούχοι·

ε)

τους όρους που αφορούν την πλήρη ή μερική εγγύηση δυνάμει του συνταξιοδοτικού καθεστώτος ή ενός συγκεκριμένου ύψους παροχών ή όταν δεν παρέχεται εγγύηση δυνάμει του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, η δήλωση προς το σκοπό αυτό·

στ)

τους μηχανισμούς προστασίας των σωρευμένων δικαιωμάτων ή τους μηχανισμούς μείωσης των παροχών, εάν υπάρχουν·

ζ)

όταν τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο ή μπορούν να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις, πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις των επενδύσεων που σχετίζονται με το συνταξιοδοτικό καθεστώς για τουλάχιστον πέντε έτη ή για όλα τα έτη λειτουργίας του καθεστώτος όταν η περίοδος λειτουργίας του είναι μικρότερη από πέντε έτη·

η)

τη διάρθρωση του κόστους που επιβαρύνει τα μέλη και τους δικαιούχους, για καθεστώτα που δεν προβλέπουν συγκεκριμένο ύψος παροχών·

θ)

τις επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους τα μέλη και οι δικαιούχοι για τη λήψη των συνταξιοδοτικών παροχών τους·

ι)

σε περίπτωση που ένα μέλος έχει δικαίωμα να μεταφέρει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, περαιτέρω πληροφορίες για τις ρυθμίσεις που αφορούν τη μεταφορά αυτή.

2.   Για τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα των οποίων τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο και τα οποία προσφέρουν περισσότερες από μία επιλογές με διαφορετικά επενδυτικά προφίλ, τα μέλη ενημερώνονται για τους όρους που αφορούν το εύρος των διαθέσιμων επενδυτικών επιλογών και, κατά περίπτωση, την εξ ορισμού επενδυτική επιλογή και τον κανόνα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος να κατανέμει ένα συγκεκριμένο μέλος σε μια επενδυτική επιλογή.

3.   Τα μέλη και οι δικαιούχοι ή, κατά περίπτωση, οι εκπρόσωποί τους λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με αλλαγές των κανόνων του συνταξιοδοτικού καθεστώτος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Επιπροσθέτως, τα ΙΕΣΠ παρέχουν εξήγηση του αντίκτυπου των σημαντικών αλλαγών των τεχνικών αποθεματικών στα μέλη και τους δικαιούχους.

4.   Τα ΙΕΣΠ παρέχουν τις γενικές πληροφορίες για το συνταξιοδοτικό καθεστώς που παρατίθενται στο παρόν άρθρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών και συμπληρωματικές πληροφορίες

Άρθρο 38

Γενικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να συντάσσουν συνοπτικό έγγραφο το οποίο περιέχει βασικές πληροφορίες για κάθε μέλος λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και της σχετικής εθνικής κοινωνικής, εργατικής και φορολογικής νομοθεσίας («δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών»). Ο τίτλος του εγγράφου περιέχει τις λέξεις «δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών».

2.   Η ακριβής ημερομηνία στην οποία αναφέρονται οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών αναγράφεται σε εμφανή θέση.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών να είναι ακριβείς, να επικαιροποιούνται και να τίθενται στη διάθεση κάθε μέλους χωρίς χρέωση με ηλεκτρονικά μέσα, μεταξύ άλλων σε σταθερό μέσο ή σε ιστότοπο ή γραπτώς, τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Έντυπο αντίγραφο παρέχεται στα μέλη κατόπιν αιτήσεως, επιπλέον οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας με ηλεκτρονικά μέσα.

4.   Κάθε ουσιώδης μεταβολή στις πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος επισημαίνεται σαφώς.

5.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν κανόνες για τον προσδιορισμό των παραδοχών των προβλέψεων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο δ). Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται από τα ΙΕΣΠ με σκοπό να προσδιορίσουν, όπου χρειάζεται, το ετήσιο ποσοστό ονομαστικών αποδόσεων των επενδύσεων, το ετήσιο ποσοστό του πληθωρισμού και την τάση των μελλοντικών μισθών.

Άρθρο 39

Δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών

1.   Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τις ακόλουθες βασικές πληροφορίες για τα μέλη:

α)

προσωπικά στοιχεία του μέλους, μεταξύ άλλων σαφή ένδειξη της εκ του νόμου ηλικίας συνταξιοδότησης, της ηλικίας συνταξιοδότησης που καθορίζεται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς ή υπολογίζεται από το ΙΕΣΠ ή της ηλικίας συνταξιοδότησης που καθορίζει το μέλος, κατά περίπτωση·

β)

την επωνυμία του ΙΕΣΠ και τη διεύθυνση επικοινωνίας καθώς και τον προσδιορισμό του συνταξιοδοτικού καθεστώτος του μέλους·

γ)

κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την πλήρη ή μερική εγγύηση στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και εάν υπάρχουν, πού μπορούν να βρεθούν περαιτέρω πληροφορίες·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τις προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών βάσει της ηλικίας συνταξιοδότησης όπως προσδιορίζεται στο στοιχείο α), και δήλωση αποποίησης ευθύνης σε σχέση με το ότι οι προβλέψεις αυτές μπορεί να διαφέρουν από την τελική αξία των παροχών που εισπράττονται. Εάν οι προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών βασίζονται σε οικονομικά σενάρια, οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν επίσης ένα βέλτιστο σενάριο και ένα δυσμενές, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τα σωρευμένα δικαιώματα ή το σωρευμένο κεφάλαιο, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος·

στ)

πληροφορίες για τις εισφορές που κατέβαλαν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και το μέλος στο συνταξιοδοτικό καθεστώς, τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος·

ζ)

κατανομή των εξόδων που έχουν αφαιρεθεί από το ΙΕΣΠ τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες·

η)

πληροφορίες για το επίπεδο χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος συνολικά.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 60, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο της δήλωσης συνταξιοδοτικών παροχών.

Άρθρο 40

Συμπληρωματικές πληροφορίες

1.   Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών προσδιορίζει πού και πώς λαμβάνει κανείς συμπληρωματικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων:

α)

περαιτέρω πρακτικές πληροφορίες για τις προσφερόμενες στο μέλος επιλογές δυνάμει του συνταξιοδοτικού καθεστώτος·

β)

τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα άρθρα 29 και 30·

γ)

κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τα ποσά τα οποία είναι εκπεφρασμένα σε ετήσιες προσόδους, ιδίως όσον αφορά τον συντελεστή της ετήσιας προσόδου, τον τύπο του παρόχου και τη διάρκεια της ετήσιας προσόδου·

δ)

πληροφορίες για το επίπεδο των παροχών σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης.

2.   Για τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα στα οποία τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο και στα οποία μία επενδυτική επιλογή επιβάλλεται στο μέλος μέσω ειδικού κανόνα ο οποίος προσδιορίζεται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς, η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών αναφέρει πού διατίθενται πρόσθετες πληροφορίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Λοιπές πληροφορίες και έγγραφα που πρέπει να παρέχονται

Άρθρο 41

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα υποψήφια μέλη

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να διασφαλίζουν ότι τα υποψήφια μέλη τα οποία δεν εγγράφονται αυτόματα σε συνταξιοδοτικό καθεστώς, ενημερώνονται πριν από την ένταξή τους στο εν λόγω συνταξιοδοτικό καθεστώς, σχετικά με:

α)

οποιεσδήποτε σχετικές επιλογές διατίθενται σε αυτούς περιλαμβανομένων των επενδυτικών επιλογών·

β)

τα σχετικά χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού καθεστώτος περιλαμβανομένου του είδους των παροχών·

γ)

πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον και πώς λαμβάνονται υπόψη στην επενδυτική προσέγγιση περιβαλλοντικοί, κλιματικοί, κοινωνικοί παράγοντες, καθώς και παράγοντες εταιρικής διακυβέρνησης· και

δ)

πού διατίθενται περισσότερες πληροφορίες.

2.   Όταν τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο ή μπορούν να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις, τα υποψήφια μέλη λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις των επενδύσεων που σχετίζονται με το συνταξιοδοτικό καθεστώς για τουλάχιστον πέντε έτη ή για όλα τα έτη λειτουργίας του καθεστώτος όταν η περίοδος λειτουργίας του είναι μικρότερη από πέντε έτη και πληροφορίες για τη διάρθρωση του κόστους που φέρουν τα μέλη και οι δικαιούχοι.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να διασφαλίζουν ότι τα υποψήφια μέλη, τα οποία εγγράφονται αυτόματα σε συνταξιοδοτικό καθεστώς, ενημερώνονται αμέσως μετά την εγγραφή τους σχετικά με:

α)

οποιεσδήποτε σχετικές επιλογές διατίθενται σε αυτούς περιλαμβανομένων των επενδυτικών επιλογών·

β)

τα σχετικά χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού καθεστώτος περιλαμβανομένου του είδους των παροχών·

γ)

πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον και πώς λαμβάνονται υπόψη στην επενδυτική προσέγγιση περιβαλλοντικοί, κλιματικοί, κοινωνικοί παράγοντες, καθώς και παράγοντες διακυβέρνησης· και

δ)

πού διατίθενται περισσότερες πληροφορίες.

Άρθρο 42

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα μέλη κατά την προσυνταξιοδοτική φάση

Επιπλέον της δήλωσης συνταξιοδοτικών παροχών, τα ΙΕΣΠ παρέχουν σε κάθε μέλος, εγκαίρως πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή κατόπιν αιτήσεως του μέλους, πληροφορίες σχετικά με τις επιλογές καταβολής παροχών που διατίθενται για τη λήψη των συνταξιοδοτικών παροχών τους.

Άρθρο 43

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους δικαιούχους κατά τη φάση πληρωμής

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να παρέχουν στους δικαιούχους, σε περιοδική βάση, πληροφορίες σχετικά με τις οφειλόμενες παροχές και τις αντίστοιχες επιλογές καταβολής.

2.   Τα ΙΕΣΠ ανακοινώνουν στους δικαιούχους χωρίς καθυστέρηση τη λήψη τελικής απόφασης που οδηγεί σε τυχόν μείωση του επιπέδου των οφειλόμενων παροχών, και τρεις μήνες πριν από την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης.

3.   Όταν οι δικαιούχοι φέρουν σημαντικό βαθμό επενδυτικού κινδύνου κατά τη φάση πληρωμής, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν τακτικά κατάλληλες πληροφορίες.

Άρθρο 44

Πρόσθετες πληροφορίες που παρέχονται κατόπιν αιτήσεως σε μέλη και δικαιούχους

Κατόπιν αιτήσεως μέλους ή δικαιούχου ή των εκπροσώπων τους, το ΙΕΣΠ παρέχει τις ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες:

α)

τους ετήσιους λογαριασμούς και τις ετήσιες εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 ή, εάν ένα ΙΕΣΠ είναι υπεύθυνο για περισσότερα του ενός συνταξιοδοτικά καθεστώτα, τους λογαριασμούς και τις εκθέσεις που αφορούν το συγκεκριμένο συνταξιοδοτικό καθεστώς του·

β)

τη δήλωση αρχών επενδυτικής πολιτικής που αναφέρεται στο άρθρο 30·

γ)

τυχόν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των προβλέψεων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

ΤΙΤΛΟΣ V

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικοί κανόνες περί προληπτικής εποπτείας

Άρθρο 45

Κύριος σκοπός της προληπτικής εποπτείας

1.   Κύριος σκοπός της προληπτικής εποπτείας είναι η προστασία των δικαιωμάτων των μελών και των δικαιούχων και η διασφάλιση της σταθερότητας και της αξιοπιστίας των ΙΕΣΠ.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική εμπειρογνωμοσύνη, ικανότητα και εντολή για την επίτευξη του κύριου σκοπού της εποπτείας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 46

Πεδίο εφαρμογής της προληπτικής εποπτείας

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΙΕΣΠ υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία, στην οποία περιλαμβάνονται και τα εξής, κατά περίπτωση:

α)

οι προϋποθέσεις λειτουργίας·

β)

τα τεχνικά αποθεματικά·

γ)

η χρηματοδότηση των τεχνικών αποθεματικών·

δ)

τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια·

ε)

το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας·

στ)

το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας·

ζ)

οι επενδυτικοί κανόνες·

η)

η διαχείριση επενδύσεων·

θ)

το σύστημα διακυβέρνησης· και

ι)

οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα μέλη και τους δικαιούχους.

Άρθρο 47

Γενικές αρχές προληπτικής εποπτείας

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία των ΙΕΣΠ.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εποπτεία βασίζεται σε μακροπρόθεσμη προσέγγιση, επικεντρωμένη στους κινδύνους.

3.   Η εποπτεία των ΙΕΣΠ περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό δραστηριοτήτων εκτός των χώρων του ιδρύματος και επιτόπιων ελέγχων.

4.   Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται κατά τρόπο έγκαιρο και αναλογικό προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν δεόντως τον δυνητικό αντίκτυπο των ενεργειών τους στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Άρθρο 48

Εξουσίες παρέμβασης και καθήκοντα των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από κάθε ΙΕΣΠ καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο στην επικράτειά τους να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου.

2.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να επιβάλουν τις εφαρμοστέες διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα τους είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις βάσει της παρούσας οδηγίας για τις παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες του ποινικού τους δικαίου.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ή λοιπά μέτρα επιβάλλονται λόγω παράβασης των εθνικών διατάξεων κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και κατά των οποίων δεν έχει κατατεθεί προσφυγή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, περιλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν. Ωστόσο, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρήσει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή της ταυτότητας ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την έκβαση έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει τη δημοσίευση, να μη δημοσιεύσει ή να δημοσιεύσει τις κυρώσεις ανώνυμα.

5.   Οποιαδήποτε απόφαση απαγόρευσης ή περιορισμού των δραστηριοτήτων ενός ΙΕΣΠ περιλαμβάνει λεπτομερές σκεπτικό και κοινοποιείται στο συγκεκριμένο ΙΕΣΠ. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται επίσης στην EIOPA η οποία τη γνωστοποιεί σε όλες τις αρμόδιες αρχές σε περίπτωση διακυβερνητικής δραστηριότητας όπως αναφέρεται στο άρθρο 11.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, επίσης, να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού ΙΕΣΠ, όταν ιδίως:

α)

το ΙΕΣΠ δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά όσον αφορά το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά·

β)

το ΙΕΣΠ δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.

7.   Για να διαφυλάξουν τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μεταβιβάσουν ολικώς ή πλήρως τις εκ της νομοθεσίας του κράτους μέλους καταγωγής εξουσίες των διοικούντων ΙΕΣΠ καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο στις επικράτειές τους, σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.

8.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τις δραστηριότητες ενός ΙΕΣΠ καταχωρισμένου ή εγκεκριμένου στις επικράτειές τους, ιδίως εάν:

α)

το ΙΕΣΠ δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του καθεστώτος·

β)

το ΙΕΣΠ δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας·

γ)

το ΙΕΣΠ αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των εφαρμοστέων κανόνων·

δ)

σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, το ΙΕΣΠ δεν τηρεί τις απαιτήσεις όσον αφορά την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με κάποιο ΙΕΣΠ βάσει των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, υπόκεινται στο δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων.

Άρθρο 49

Διαδικασία εποπτικής εξέτασης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να εξετάζουν τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες υποβολής εκθέσεων που καθιερώνονται από τα ΙΕΣΠ, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ.

Η εξέταση αυτή λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις στις οποίες λειτουργούν τα ΙΕΣΠ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τους τρίτους που εκτελούν με εξωτερική ανάθεση βασικές λειτουργίες ή άλλες δραστηριότητες για λογαριασμό τους. Η εξέταση συνίσταται στα ακόλουθα:

α)

αξιολόγηση των ποιοτικών απαιτήσεων που σχετίζονται με το σύστημα διακυβέρνησης·

β)

αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ΙΕΣΠ·

γ)

αξιολόγηση της ικανότητας του ΙΕΣΠ να αξιολογεί και να διαχειρίζεται τους εν λόγω κινδύνους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν εργαλεία παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένης της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα οποία τους επιτρέπουν να εντοπίζουν την επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών σε ένα ΙΕΣΠ και να παρακολουθούν τον τρόπο θεραπείας μιας επιδείνωσης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες προκειμένου να απαιτούν από τα ΙΕΣΠ να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που εντοπίζονται κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

4.   Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν την ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο της εξέτασης της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του οικείου ΙΕΣΠ.

Άρθρο 50

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, για κάθε ΙΕΣΠ καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο στην επικράτειά τους, τις αναγκαίες εξουσίες και μέσα προκειμένου να:

α)

απαιτούν από το ΙΕΣΠ, το διοικητικό, το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ ή τα άτομα που διοικούν πραγματικά το ΙΕΣΠ ή ασκούν βασικές λειτουργίες, να παρέχουν ανά πάσα στιγμή πληροφορίες για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές τους ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο·

β)

εποπτεύουν τις σχέσεις μεταξύ του ΙΕΣΠ και άλλων επιχειρήσεων ή μεταξύ ΙΕΣΠ, όταν τα ΙΕΣΠ αναθέτουν εξωτερικά βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες σε αυτές τις άλλες επιχειρήσεις ή ΙΕΣΠ και κάθε επακόλουθης εκ νέου εξωτερικής ανάθεσης, που επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ΙΕΣΠ ή που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματικότητα της εποπτείας·

γ)

λαμβάνουν τα ακόλουθα έγγραφα: την ιδία αξιολόγηση κινδύνων, τη δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση, καθώς και όλα τα άλλα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εποπτεία·

δ)

καθορίζουν τα έγγραφα που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της εποπτείας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται:

i)

εσωτερικές ενδιάμεσες εκθέσεις,

ii)

αναλογιστικές αποτιμήσεις και λεπτομερείς υποθέσεις εργασίας,

iii)

μελέτες στοιχείων ενεργητικού — παθητικού,

iv)

αποδείξεις για τη συνοχή των αρχών της επενδυτικής πολιτικής,

v)

αποδείξεις ότι οι εισφορές καταβλήθηκαν βάσει του προγράμματος,

vi)

εκθέσεις των προσώπων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών, κατ' άρθρο 29·

ε)

προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του ΙΕΣΠ και εφόσον είναι απαραίτητο να ελέγχουν τις εκχωρηθείσες σε τρίτους δραστηριότητες και όλες τις δραστηριότητες που στη συνέχεια ανατίθενται εκ νέου σε τρίτους προκειμένου να διαπιστώσουν αν οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες.

στ)

ζητούν ανά πάσα στιγμή πληροφορίες από τα ΙΕΣΠ σχετικά με τις εξωτερικά ανατιθέμενες δραστηριότητες και όλες τις δραστηριότητες που στη συνέχεια αποτελούν αντικείμενο εκ νέου εξωτερικής ανάθεσης.

Άρθρο 51

Διαφάνεια και λογοδοσία

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με διαφάνεια, ανεξαρτησία και λογοδοσία, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη δημοσιοποίηση των ακόλουθων πληροφοριών:

α)

των κειμένων των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων και των γενικών οδηγιών στον τομέα της νομοθεσίας περί επαγγελματικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων, καθώς και των πληροφοριών σχετικά με το κατά πόσον τα κράτη μέλη επιλέγουν να εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5·

β)

των πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 49·

γ)

των συγκεντρωτικών στατιστικών δεδομένων που αφορούν βασικές πτυχές της εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας·

δ)

του κύριου στόχου της προληπτικής εποπτείας και των πληροφοριών σχετικά με τα κύρια καθήκοντα και δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών·

ε)

των κανόνων σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται και εφαρμόζονται διαφανείς διαδικασίες όσον αφορά τον διορισμό και την παύση των μελών των διοικητικών και διαχειριστικών οργάνων των αρμοδίων αρχών τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Επαγγελματικό απόρρητο και ανταλλαγή πληροφοριών

Άρθρο 52

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες ώστε να διασφαλίζεται ότι όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή εργάστηκαν για τις αρμόδιες αρχές, καθώς και οι ελεγκτές και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος των εν λόγω αρχών, δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Με την επιφύλαξη περιπτώσεων οι οποίες υπάγονται στο ποινικό δίκαιο, τα ως άνω πρόσωπα δεν δημοσιοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σε κανένα πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον σε συνοπτική ή γενική μορφή που διασφαλίζει ότι δεν αναγνωρίζονται τα μεμονωμένα ΙΕΣΠ.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, σε περίπτωση εκκαθάρισης ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών στο πλαίσιο αστικών ή εμπορικών διαδικασιών.

Άρθρο 53

Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές οι οποίες λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες βάσει της παρούσας οδηγίας τις χρησιμοποιούν μόνον στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους και για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

τον έλεγχο της τήρησης των προϋποθέσεων που διέπουν την ανάληψη δραστηριότητας επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών από τα ΙΕΣΠ πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων τους·

β)

τη διευκόλυνση της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των ΙΕΣΠ, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των τεχνικών αποθεματικών, της φερεγγυότητας, του συστήματος διακυβέρνησης και των πληροφοριών που παρέχονται στα μέλη και στους δικαιούχους·

γ)

την επιβολή διορθωτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων διοικητικών κυρώσεων·

δ)

όταν επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία, τη δημοσίευση βασικών δεικτών επιδόσεων για όλα τα μεμονωμένα ΙΕΣΠ, που μπορεί να βοηθούν τα μέλη και τους δικαιούχους κατά τη λήψη οικονομικής φύσεως αποφάσεων όσον αφορά τη σύνταξή τους·

ε)

στην άσκηση προσφυγών κατά αποφάσεων των αρμόδιων αρχών οι οποίες λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο·

στ)

σε δικαστικές διαδικασίες σχετικά με τις διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 54

Δικαίωμα εξέτασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τα άρθρα 52 και 53 δεν θίγουν τις εξουσίες εξέτασης που ανατίθενται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το άρθρο 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 55

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών

1.   Τα άρθρα 52 και 53 δεν εμποδίζουν τα ακόλουθα:

α)

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών του ίδιου κράτους μέλους κατά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους·

β)

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφόρων κρατών μελών κατά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους·

γ)

την ανταλλαγή πληροφοριών, κατά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους, μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των ακόλουθων αρχών, οργάνων ή προσώπων που βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος:

i)

αρχών υπεύθυνων για την εποπτεία οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και αρχών υπεύθυνων για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών,

ii)

αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων,

iii)

οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση συνταξιοδοτικού καθεστώτος και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,

iv)

οργάνων ή αρχών εξυγίανσης που αποσκοπούν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος,

v)

προσώπων υπεύθυνων για τη διενέργεια νόμιμων ελέγχων των λογαριασμών ΙΕΣΠ, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

δ)

τη γνωστοποίηση σε όργανα τα οποία διαχειρίζονται την εκκαθάριση συνταξιοδοτικού καθεστώτος των αναγκαίων πληροφοριών για την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Οι πληροφορίες που περιέρχονται στις αρχές, στα όργανα και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπόκεινται στους κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου του άρθρου 52.

3.   Τα άρθρα 52 και 53 δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και οιουδήποτε εκ των κάτωθι:

α)

των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση συνταξιοδοτικών καθεστώτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες·

β)

των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διενέργεια νόμιμων ελέγχων των λογαριασμών ΙΕΣΠ, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

γ)

των ανεξάρτητων αναλογιστών ΙΕΣΠ οι οποίοι ασκούν εποπτεία των εν λόγω ΙΕΣΠ, καθώς και των οργάνων που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία των αναλογιστών.

Άρθρο 56

Διαβίβαση πληροφοριών σε κεντρικές τράπεζες, νομισματικές αρχές, Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Συστημικών Κινδύνων

1.   Τα άρθρα 52 και 53 δεν εμποδίζουν μια αρμόδια αρχή να διαβιβάζει πληροφορίες στις ακόλουθες οντότητες για τους σκοπούς της άσκησης των αντίστοιχων καθηκόντων τους:

α)

κεντρικές τράπεζες και άλλα όργανα με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής·

β)

άλλες δημόσιες αρχές υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών, κατά περίπτωση·

γ)

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Συστημικών Κινδύνων, την EIOPA, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

2.   Τα άρθρα 55 έως 58 δεν εμποδίζουν τις αρχές ή τα όργανα της παραγράφου 1 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές ενδεχομένως χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 53.

3.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 57

Γνωστοποίηση πληροφοριών σε δημόσιες αρχές υπεύθυνες για τη χρηματοπιστωτική νομοθεσία

1.   Τα άρθρα 52 παράγραφος 1, 53 και 58 παράγραφος 1 δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να επιτρέπουν τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και άλλων υπηρεσιών των διοικήσεων της κεντρικής κυβέρνησής τους οι οποίες είναι υπεύθυνες για την επιβολή νομοθεσίας σχετικής με την εποπτεία ΙΕΣΠ, πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επενδυτικών υπηρεσιών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιθεωρητών που ενεργούν για λογαριασμό των εν λόγω υπηρεσιών.

Η γνωστοποίηση αυτή πραγματοποιείται μόνον εάν είναι αναγκαία για λόγους προληπτικού ελέγχου, καθώς και πρόληψης της πτώχευσης και εξυγίανσης των υπό πτώχευση ΙΕΣΠ. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία. Ωστόσο, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 55, καθώς και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω επιτόπιων ελέγχων, μπορούν να γνωστοποιούνται μόνον με τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής από την οποία προέρχονται ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους στο οποίο διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών που αφορούν την προληπτική εποπτεία ΙΕΣΠ προς κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές ή ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και προς άλλες επιφορτισμένες με έρευνες οντότητες στο κράτος μέλος τους, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι οντότητες έχουν αρμοδιότητα βάσει του εθνικού δικαίου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των ΙΕΣΠ ή για τη νομοθεσία που διέπει την εν λόγω εποπτεία·

β)

οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκτέλεση της αρμοδιότητας που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

γ)

τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει του εθνικού δικαίου τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία·

δ)

εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται με τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών από τις οποίες προέρχονται και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Άρθρο 58

Προϋποθέσεις ανταλλαγής πληροφοριών

1.   Για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του άρθρου 55, τη διαβίβαση πληροφοριών βάσει του άρθρου 56 και τη γνωστοποίηση πληροφοριών βάσει του άρθρου 57, τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ανταλλαγή, η διαβίβαση ή η γνωστοποίηση των πληροφοριών γίνεται με σκοπό τη διενέργεια της επίβλεψης ή εποπτείας·

β)

οι λαμβανόμενες πληροφορίες υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 52·

γ)

εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν γνωστοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής από την οποία προέρχονται και, όπου συντρέχει περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρχή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

2.   Το άρθρο 53 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν, με στόχο την ενίσχυση της σταθερότητας και της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών ή των οργάνων που είναι υπεύθυνα για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών που εφαρμόζεται στις χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις.

Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν το πρώτο εδάφιο απαιτούν τη συνδρομή των ακόλουθων τουλάχιστον προϋποθέσεων:

α)

οι πληροφορίες πρέπει να προορίζονται για τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τον έλεγχο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 2 στοιχείο α)·

β)

οι λαμβανόμενες πληροφορίες πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 52·

γ)

εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν γνωστοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής από την οποία προέρχονται και, όπου συντρέχει περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρχή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

3.   Εάν σε ένα κράτος μέλος οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 ασκούν τα καθήκοντα εντοπισμού ή διερεύνησης παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες προσώπων εντεταλμένων για τον σκοπό αυτό, λόγω ειδικών προσόντων, που δεν ανήκουν στον δημόσιο τομέα, εφαρμόζεται η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 57 παράγραφος 2.

Άρθρο 59

Εθνικές διατάξεις προληπτικής φύσεως

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην EIOPA σχετικά με τις εθνικές τους διατάξεις προληπτικής φύσεως που αφορούν τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα και οι οποίες δεν εμπίπτουν στην εθνική κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με την οργάνωση συνταξιοδοτικών συστημάτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τις πληροφορίες αυτές τακτικά και τουλάχιστον ανά διετία, η δε EIOPA τις δημοσιοποιεί μέσω του ιστοτόπου της.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 60

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, της Επιτροπής και της EIOPA

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, δεόντως, την ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ανταλλάσσοντας τακτικά πληροφορίες και εμπειρίες, με σκοπό ιδίως την ανάπτυξη επιτυχών πρακτικών σ' αυτόν τον τομέα, αλλά και στενότερη συνεργασία, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, κατά περίπτωση, προλαμβάνοντας έτσι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δημιουργώντας τις συνθήκες απρόσκοπτης συμμετοχής μελών διασυνοριακώς.

2.   Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται στενά προκειμένου να διευκολύνουν την εποπτεία των πράξεων των ΙΕΣΠ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται με την EIOPA για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην EIOPA όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού.

4.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή και την EIOPA για οιαδήποτε μείζονα δυσκολία προκληθεί από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή, η EIOPA και οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους εξετάζουν το ταχύτερο τις δυσκολίες αυτές προκειμένου να εξεύρουν την κατάλληλη λύση.

Άρθρο 61

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, τα ΙΕΣΠ και οι αρμόδιες αρχές εκτελούν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την EIOPA στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, η EIOPA συμμορφώνεται προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 62

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2023, η Επιτροπή επανεξετάζει την παρούσα οδηγία και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.   Στην επανεξέταση κατά την έννοια της παραγράφου 1 εξετάζονται ιδιαίτερα:

α)

η επάρκεια της παρούσας οδηγίας από άποψη προληπτικής εποπτείας και διακυβέρνησης·

β)

οι διασυνοριακές δραστηριότητες·

γ)

η πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και ο αντίκτυπός της στη σταθερότητα των ΙΕΣΠ·

δ)

η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών.

Άρθρο 63

Τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 13, το σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7)   “αντασφάλιση”: μία από τις εξής δραστηριότητες:

α)

η δραστηριότητα που συνίσταται στην αποδοχή κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας·

β)

στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών γνωστής ως Lloyd's, η δραστηριότητα που συνίσταται στην αποδοχή κινδύνων που εκχωρείται από μέλος της Lloyd's, από επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης εκτός της ένωσης ασφαλιστών γνωστής ως Lloyd's· ή

γ)

η παροχή κάλυψης από αντασφαλιστική επιχείρηση σε ίδρυμα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1).

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).»."

2)

Στο άρθρο 308β, η παράγραφος 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.   Εάν, κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη καταγωγής εφάρμοζαν τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341, τα εν λόγω κράτη μέλη καταγωγής μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τις οποίες είχαν θεσπίσει με σκοπό τη συμμόρφωσή τους προς τα άρθρα 1 έως 19, τα άρθρα 27 έως 30, τα άρθρα 32 έως 35 και τα άρθρα 37 έως 67 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, όπως ισχύουν στις 31 Δεκεμβρίου 2015, για μεταβατική περίοδο η οποία λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2022.

Εάν το κράτος μέλος καταγωγής εξακολουθεί να εφαρμόζει τις εν λόγω νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις στο εν λόγω κράτος μέλος υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ως το άθροισμα των εξής:

α)

των θεωρητικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σε σχέση με την ασφαλιστική τους δραστηριότητα, υπολογιζόμενων χωρίς τη δραστηριότητα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341·

β)

του περιθωρίου φερεγγυότητας σε σχέση με τη δραστηριότητα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, υπολογιζόμενου σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 28 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το κατά πόσον η περίοδος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο θα πρέπει να παραταθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές στην Ένωση ή το εθνικό δίκαιο που προκύπτουν από την παρούσα οδηγία.».

Άρθρο 64

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 13 Ιανουαρίου 2019. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 65

Κατάργηση

Η οδηγία 2003/41/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες που εμφαίνονται στο παράρτημα I μέρος A, καταργείται από τις 13 Ιανουαρίου 2019, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και ημερομηνίες εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα I μέρος B.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία 2003/41/ΕΚ νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 66

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 67

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. KORČOK


(1)  ΕΕ C 451 της 16.12.2014, σ. 109.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2016 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 2016.

(3)  Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

(4)  Βλέπε παράρτημα I μέρος Α.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(6)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(12)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(14)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΕΡΟΣ Α

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών της

(κατά το άρθρο 65)

Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10),

 

Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1),

Μόνο το άρθρο 303

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120),

Μόνο το άρθρο 4

Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1),

Μόνο το άρθρο 62

Οδηγία 2013/14/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 145 της 31.5.2013, σ. 1),

Μόνο το άρθρο 1

ΜΕΡΟΣ B

Προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και ημερομηνίες εφαρμογής

(κατά το άρθρο 65)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

Ημερομηνία εφαρμογής

2003/41/ΕΚ

23.9.2005

23.9.2005

2009/138/ΕΚ

31.3.2015

1.1.2016

2010/78/ΕΕ

31.12.2011

31.12.2011

2011/61/ΕΕ

22.7.2013

22.7.2013

2013/14/ΕΕ

21.12.2014

21.12.2014


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 2003/41/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6 στοιχείο β)

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 6 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 6 στοιχείο ε)

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 στοιχείο στ)

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 6 παράγραφος 7

Άρθρο 6 στοιχείο ζ)

Άρθρο 6 παράγραφος 8

Άρθρο 6 στοιχείο η)

Άρθρο 6 παράγραφος 9

Άρθρο 6 στοιχείο θ)

Άρθρο 6 παράγραφος 10

Άρθρο 6 στοιχείο ι)

Άρθρο 6 παράγραφος 11

Άρθρο 6 παράγραφοι 12 έως 19

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 9

Άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Article 9 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρα 20, 9 παράγραφος 5

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 15 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 13 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 15 παράγραφος 6

 

Άρθρο 16

Άρθρο 14

Άρθρο 17

Άρθρο 15

Άρθρο 17α παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 16 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 17α παράγραφος 5

 

Άρθρο 17β

Άρθρο 17

Άρθρο 17γ

 

Άρθρο 17δ

Άρθρο 18

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφοι 2 έως 7

Άρθρο 23

Άρθρο 24

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Άρθρο 27

Άρθρο 28

Άρθρο 10

Άρθρο 29

Άρθρο 12

Άρθρο 30

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 31 παράγραφοι 2 έως 7

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 32

Άρθρο 19 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφος 3

Άρθρο 33 παράγραφος 4

Άρθρο 33 παράγραφοι 5 έως 8

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 36

Άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 37 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 37 παράγραφος 3

Άρθρο 37 παράγραφος 4

Άρθρο 38

Άρθρο 39

Άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ)

Άρθρο 11 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 40 παράγραφος 2

Άρθρο 41

Άρθρο 42

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 43

Άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 44 στοιχείο α)

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 44 στοιχείο β)

Άρθρο 44 στοιχείο γ)

Άρθρο 45

Άρθρο 46

Άρθρο 47

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 48 παράγραφος 2

Άρθρο 48 παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 48 παράγραφος 6

Άρθρο 14 παράγραφοι 3 έως 5

Άρθρο 48 παράγραφοι 7 έως 9

Άρθρο 49

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 50

Άρθρο 13 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 51

Άρθρο 52

Άρθρο 53

Άρθρο 54

Άρθρο 55

Άρθρο 56

Άρθρο 57

Άρθρο 58

Άρθρο 20 παράγραφος 11 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 59 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 11 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 59 παράγραφος 2

Άρθρο 20 παράγραφος 11 τρίτο και τέταρτο εδάφιο

 

Άρθρο 21

Άρθρο 60

Άρθρο 61

Άρθρο 62

Άρθρο 63

Άρθρο 22

Άρθρο 64

Άρθρο 65

Άρθρο 66

Άρθρο 67