ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
8 Ιουλίου 2016


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης ( 1 )

1

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

8.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 184/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1075 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 23ης Μαρτίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ειδικότερα το άρθρο 5 παράγραφος 10, το άρθρο 6 παράγραφος 8, το άρθρο 10 παράγραφος 9, το άρθρο 12 παράγραφος 6, το άρθρο 15 παράγραφος 4, το άρθρο 23 παράγραφος 2, το άρθρο 36 παράγραφος 14, το άρθρο 55 παράγραφος 3, το άρθρο 82 παράγραφος 3 και το άρθρο 88 παράγραφος 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, καθώς αφορούν το πλαίσιο εξυγίανσης που θεσπίζεται με την οδηγία 2014/59/ΕΕ από το στάδιο του σχεδιασμού της ανάκαμψης και της εξυγίανσης ενός ιδρύματος, μέσω της φάσης έγκαιρης παρέμβασης και έως τη στιγμή της δράσης εξυγίανσης. Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτοχρόνως και να διευκολύνουν τη διαδικασία εξυγίανσης, είναι απαραίτητο τα ιδρύματα, οι αρχές και οι συμμετέχοντες στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτών που δεν είναι κάτοικοι της Ένωσης, να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν όλα τα σχετικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που απαιτούνται σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(2)

Πέραν των ορισμών της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι απαραίτητοι και ορισμένοι ειδικοί ορισμοί τεχνικών όρων.

(3)

Στους ενιαίους κανόνες σχετικά με τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και όχι να αποκλείονται οι εξουσίες των αρμόδιων αρχών να καθορίζουν απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένα ιδρύματα όσον αφορά το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(4)

Οι εν λόγω ενιαίοι κανόνες θα πρέπει να προσδιορίζουν περαιτέρω, με την επιφύλαξη τυχόν απλουστευμένων υποχρεώσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα ατομικό σχέδιο ανάκαμψης και, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας, σε ένα σχέδιο ανάκαμψης ομίλου.

(5)

Είναι εξαιρετικά σημαντικό οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης να είναι επαρκείς και συγκεκριμένες, ανάλογα με το αν τα σχέδια ανάκαμψης καταρτίζονται από ιδρύματα τα οποία δεν ανήκουν σε όμιλο που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), ή αν πρόκειται για ατομικά σχέδια ανάκαμψης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή για σχέδια ανάκαμψης ομίλων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(6)

Για τη διευκόλυνση της εσωτερικής διάρθρωσης των σχεδίων ανάκαμψης, οι απαιτήσεις πληροφόρησης θα πρέπει να ομαδοποιούνται σε ορισμένες ενότητες, εκ των οποίων κάποιες θα πρέπει να χωρίζονται σε υποενότητες κατά τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό.

(7)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα σχέδια ανάκαμψης μπορούν πράγματι να υλοποιηθούν, εφόσον κριθεί αναγκαίο, εν ευθέτω χρόνω, είναι εξαιρετικά σημαντικό τα σχέδια αυτά να στηρίζονται στη βάση μιας υγιούς δομής διακυβέρνησης. Επομένως, τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να περιέχουν περιγραφή των συγκεκριμένων ρυθμίσεων διακυβέρνησης που ισχύουν. Ειδικότερα, σε ένα σχέδιο θα πρέπει να αναφέρεται με ποιον τρόπο καταρτίστηκε, από ποιον εγκρίθηκε και με ποιον τρόπο εντάσσεται στη συνολική εταιρική διακυβέρνηση του ιδρύματος ή του ομίλου. Κατά περίπτωση, θα πρέπει να περιγράφονται τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της συνέπειας μεταξύ ενός ατομικού σχεδίου ανάκαμψης μιας θυγατρικής, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου.

(8)

Τα σχέδια ανάκαμψης είναι καίριας σημασίας για την εκτίμηση της σκοπιμότητας των επιλογών ανάκαμψης. Ως εκ τούτου, ένα σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να περιέχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσον αφορά την ενεργοποίησή του ως καίριο στοιχείο της δομής διακυβέρνησης, βάσει μιας διαδικασίας κλιμάκωσης με τη χρήση δεικτών κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Δεδομένου ότι κάθε κρίση είναι διαφορετική, η επέλευση ενός γεγονότος που αποτελεί δείκτη δεν ενεργοποιεί αυτομάτως μια ειδική επιλογή ανάκαμψης ούτε, γενικότερα, κινητοποιεί ένα αυτοματοποιημένο πλαίσιο βάσει του οποίου πρέπει να εφαρμοστεί συγκεκριμένη επιλογή ανάκαμψης σύμφωνα με προκαθορισμένες διαδικαστικές απαιτήσεις. Αντιθέτως, οι δείκτες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ένδειξη ότι θα πρέπει να ξεκινήσει μια διαδικασία κλιμάκωσης, η οποία να περιλαμβάνει ανάλυση σχετικά με τον βέλτιστο τρόπο αντιμετώπισης μιας κατάστασης κρίσης. Πριν από την επέλευση των γεγονότων που αποτελούν τους εν λόγω δείκτες, τα δεδομένα και τα κριτήρια αναφοράς που χρησιμοποιούνται στην τακτική διαχείριση κινδύνων θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται για την ενημέρωση του ιδρύματος ή του ομίλου όσον αφορά τον κίνδυνο επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασής του και τους δείκτες που ενεργοποιούνται. Παρότι τα εν λόγω σήματα έγκαιρης προειδοποίησης δεν αποτελούν δείκτες κατά την έννοια της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν υποδεικνύουν την έναρξη της φάσης ανάκαμψης ούτε απαιτούν κλιμάκωση εκτός των συνήθων διαδικασιών, βοηθούν στη διασφάλιση της συνέπειας μεταξύ της τακτικής διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος και της παρακολούθησης των δεικτών. Συνεπώς, το σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να περιέχει περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ορισμένα κατάλληλα στοιχεία της διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος συνδέονται με τους δείκτες.

(9)

Στη στρατηγική ανάλυση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα διεθνή πρότυπα για τα σχέδια ανάκαμψης, όπως τα «Βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα βασικά χαρακτηριστικά, στη στρατηγική ανάλυση θα πρέπει να προσδιορίζονται οι ουσιώδεις και συστημικά σημαντικές λειτουργίες του ιδρύματος και να καθορίζονται οι κυριότερες ενέργειες για τη διατήρησή τους στο πλαίσιο σεναρίων ανάκαμψης. Συνεπώς, η στρατηγική ανάλυση θα πρέπει να απαρτίζεται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος της στρατηγικής ανάλυσης θα πρέπει να περιγράφεται το ίδρυμα ή ο όμιλος, καθώς και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς και οι κρίσιμες λειτουργίες του. Η περιγραφή του ιδρύματος ή του ομίλου θα πρέπει να παρέχει γενική επισκόπηση του ιδρύματος ή του ομίλου και των δραστηριοτήτων του, καθώς και λεπτομερή περιγραφή των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών του. Προκειμένου να διευκολύνεται η αξιολόγηση των επιλογών ανάκαμψης όπως οι εκποιήσεις και οι πωλήσεις επιχειρηματικών τομέων, είναι σημαντικό να προσδιορίζονται οι νομικές οντότητες στις οποίες βρίσκονται οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς και οι κρίσιμες λειτουργίες, και να αναλύονται οι ενδοομιλικές διασυνδέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τα ιδρύματα οφείλουν να αποδεικνύουν επαρκώς στην αρμόδια αρχή ότι το σχέδιο ανάκαμψης είναι ευλόγως πιθανό να εφαρμοστεί χωρίς να προκαλέσει τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επιπλέον, το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο το σχέδιο ανάκαμψης ή συγκεκριμένες επιλογές στο πλαίσιο του σχεδίου θα μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς να προκαλέσουν τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να περιλαμβάνουν περιγραφή των εξωτερικών διασυνδέσεων.

(10)

Στο δεύτερο μέρος της στρατηγικής ανάλυσης θα πρέπει να προσδιορίζονται και να αξιολογούνται οι πιθανές επιλογές ανάκαμψης. Οι επιλογές ανάκαμψης τις οποίες έχει στη διάθεσή του το ίδρυμα ή ο όμιλος θα πρέπει αρχικά να περιγράφονται χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο σενάριο χρηματοοικονομικών πιέσεων. Αποτελούν ένα μέσο ενίσχυσης της γενικής ετοιμότητας για την αντιμετώπιση κρίσεων και βοηθούν το ίδρυμα να αντιδρά ευέλικτα σε περίπτωση κρίσης. Εν συνεχεία, η στρατηγική ανάλυση θα πρέπει να αναφέρει με ποιον τρόπο τέθηκαν υπό δοκιμή οι επιλογές ανάκαμψης σε σχέση με συγκεκριμένα σενάρια χρηματοοικονομικών πιέσεων προκειμένου να αξιολογηθεί ενδεικτικά ποιες επιλογές ανάκαμψης θα ήταν αποδοτικές σε καθένα από τα εν λόγω σενάρια, παρέχοντας με τον τρόπο αυτόν μια πρακτική δοκιμή της αποδοτικότητας των επιλογών ανάκαμψης και της επάρκειας των δεικτών. Οι επιλογές ανάκαμψης θα πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα που μπορεί να λαμβάνει το ίδρυμα όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(11)

Η κοινοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης είναι καίριας σημασίας για την αποτελεσματική εφαρμογή του και για την αποφυγή δυσμενών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κατά συνέπεια, ένα σχέδιο ανάκαμψης θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης μια ενότητα σχετικά με την επικοινωνία και τη γνωστοποίηση, η οποία να καλύπτει τόσο την εσωτερική κοινοποίηση σε σχετικούς εσωτερικούς φορείς και στο προσωπικό του ιδρύματος ή του ομίλου, όσο και την εξωτερική επικοινωνία.

(12)

Ένα σχέδιο ανάκαμψης θα μπορούσε να συνεπάγεται μεταβολές στην επιχειρηματική οργάνωση του ιδρύματος, είτε με σκοπό τη διευκόλυνση της επικαιροποίησης του σχεδίου και της εφαρμογής του στο μέλλον, για την παρακολούθηση των δεικτών, είτε επειδή από τη διαδικασία εντοπίστηκαν ορισμένα εμπόδια που περιπλέκουν την εφαρμογή των επιλογών ανάκαμψης. Οι εν λόγω οργανωτικές προπαρασκευαστικές δράσεις και οι δράσεις παρακολούθησης που πρέπει να αναληφθούν από το ίδρυμα ή τον όμιλο θα πρέπει να περιγράφονται στο σχέδιο ανάκαμψης ούτως ώστε να διευκολύνεται η αποτελεσματική αξιολόγηση του κατά πόσον είναι ευλόγως πιθανή η εφαρμογή του σχεδίου, και να διευκολύνεται η παρακολούθηση της εφαρμογής του από το ίδρυμα ή τον όμιλο, καθώς και από τις αρμόδιες αρχές.

(13)

Είναι απαραίτητο να καθοριστούν τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή κατά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης που καταρτίζουν τα ιδρύματα όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(14)

Με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) ανατίθεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) η εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, και απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που είναι οι αποδέκτες των κατευθυντήριων γραμμών να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με αυτές. Εφόσον η οδηγία 2014/59/ΕΕ αναθέτει στην ΕΑΤ την εντολή να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για την περαιτέρω διευκρίνιση ορισμένων πτυχών της οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα σενάρια για τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και τους δείκτες που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης, τις οποίες έχει εκδώσει η ΕΑΤ, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(15)

Ο στόχος του σχεδιασμού ανάκαμψης, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ, είναι ο προσδιορισμός επιλογών για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της βιωσιμότητας και της χρηματοοικονομικής θέσης ενός ιδρύματος ή ομίλου όταν υπόκειται σε ακραίες συνθήκες πίεσης. Ως εκ τούτου, τα κριτήρια για την αξιολόγηση ενός σχεδίου ανάκαμψης θα πρέπει να στοχεύουν να διασφαλίσουν ότι το σχέδιο είναι κατάλληλο για τις οντότητες τις οποίες καλύπτει και ότι το σχέδιο και οι επιλογές που προσδιορίζονται σε αυτό είναι βιώσιμα και μπορούν να εφαρμοστούν εν ευθέτω χρόνω. Τα συγκεκριμένα θέματα τα οποία θα πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή θα εξαρτώνται από το περιεχόμενο και την έκταση του σχεδίου ανάκαμψης. Θα πρέπει να θεσπιστούν ενιαίοι κανόνες σχετικά με τα ελάχιστα κριτήρια προς αξιολόγηση ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να επιβάλλουν απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένα ιδρύματα όσον αφορά το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(16)

Κατά περίπτωση, θα πρέπει να καθορίζονται πρόσθετα κριτήρια που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης ομίλων προκειμένου να αντικατοπτρίζουν τις πρόσθετες απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ και οι οποίες αφορούν τα εν λόγω σχέδια.

(17)

Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να είναι πλήρη και να περιέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που προσδιορίζονται περαιτέρω στον παρόντα κανονισμό. Τα σχέδια θα πρέπει επίσης να είναι πλήρη και να περιλαμβάνουν επαρκείς λεπτομέρειες και επαρκές φάσμα επιλογών για τις συνθήκες της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτουν.

(18)

Στις απαιτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εν εξελίξει εργασίες που επιτελούνται για τον συντονισμό των εν λόγω εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο μέσω του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

(19)

Τα πρότυπα για το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης θα πρέπει να είναι αρκούντως ευέλικτα ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες του ιδρύματος ή του ομίλου υπό εξέταση, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σχέδια είναι στοχευμένα και χρήσιμα για την εφαρμογή των στρατηγικών εξυγίανσης.

(20)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον είναι αξιόπιστη και εφικτή η επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης μέσω της εκκαθάρισης στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας. Για τον σκοπό αυτόν, ενδεχομένως χρειάζεται να αξιοποιηθεί η συναφής εμπειρογνωμοσύνη των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων. Η αξιολόγηση για το αν η εκκαθάριση είναι εφικτή και αξιόπιστη δεν αποκλείει την ανάγκη να αξιολογηθεί το κατά πόσον οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν στον ίδιο βαθμό με την εκκαθάριση στο πλαίσιο των εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της ελαχιστοποίησης της εξάρτησης από έκτακτη χρηματοπιστωτική στήριξη.

(21)

Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης είναι μια επαναληπτική διαδικασία και είναι δυνατό να διενεργηθεί μόνον επί τη βάσει μιας καθορισμένης προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης θα μπορούσαν, στο τέλος της διαδικασίας, να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν καταλληλότερη μια τροποποιημένη ή εντελώς διαφορετική στρατηγική.

(22)

Θα πρέπει επίσης να εξετάζονται παραλλαγές της προτιμώμενης στρατηγικής προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τυχόν περιστάσεις που εμποδίζουν την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, όπως στην περίπτωση που μια στρατηγική μοναδικού σημείου έναρξης με χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρείται εφικτή εάν οι ζημίες υπερβαίνουν τις επιλέξιμες υποχρεώσεις που εκδίδονται από τη μητρική οντότητα.

(23)

Τα πρότυπα για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλων και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων θα πρέπει να καθιστούν δυνατή μια στρατηγική εξυγίανσης που βασίζεται σε οποιαδήποτε από τις τυποποιημένες προσεγγίσεις που προβλέπονται από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 80 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Συγκεκριμένα, οι στρατηγικές εξυγίανσης μπορούν να περιλαμβάνουν μία μοναδική αρχή εξυγίανσης που εφαρμόζει εργαλεία εξυγίανσης στο επίπεδο της εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής εταιρείας ενός ομίλου (μοναδικό σημείο έναρξης), να περιλαμβάνουν περισσότερες από μία αρχές εξυγίανσης που εφαρμόζουν εργαλεία εξυγίανσης σε σχέση με περισσότερους από έναν περιφερειακούς ή λειτουργικούς υποομίλους ή οντότητες σε διασυνοριακό όμιλο (πολλαπλά σημεία έναρξης)· ή μπορούν να συνδυάζουν στοιχεία αμφότερων των προσεγγίσεων.

(24)

Σε κάθε περίπτωση, στον σχεδιασμό της εξυγίανσης και στην εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάθε υποστηρικτική δράση που απαιτείται από άλλες αρχές εξυγίανσης πλην εκείνων που αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης, για παράδειγμα μέσω της παροχής πληροφοριών, της συνεχούς παροχής κρίσιμων υπηρεσιών κοινής χρήσης, ή αποφάσεων για μη ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος των άλλων αρχών εξυγίανσης να ενεργήσουν με δική τους πρωτοβουλία εάν είναι απαραίτητο για την επίτευξη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε εγχώρια κλίμακα ελλείψει αποτελεσματικής δράσης από τις επικεφαλής αρχές εξυγίανσης.

(25)

Στο τμήμα Γ του παραρτήματος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ καθορίζονται ορισμένα ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου, αλλά ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός και απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση.

(26)

Σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δράση εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνεται μόνον εφόσον η εκκαθάριση ενός ιδρύματος ή ομίλου σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν θα ήταν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, και ως εκ τούτου η εν λόγω εκκαθάριση θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ως εναλλακτικό μέτρο της δράσης εξυγίανσης.

(27)

Το άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ καθορίζει διάφορες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να επιτραπεί σε μητρικό ίδρυμα, μητρικό ίδρυμα στην Ένωση και σε ορισμένες άλλες οντότητες ενός ομίλου και στις θυγατρικές τους σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες που αποτελούν ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα, επί τη βάσει συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου που προβλέπεται στο κεφάλαιο III της εν λόγω οδηγίας, να παράσχουν χρηματοπιστωτική στήριξη με τη μορφή δανείου, παροχής εγγυήσεων ή παροχής περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως εξασφάλιση σε άλλη οντότητα του ομίλου η οποία πληροί τις προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση. Δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης.

(28)

Έχοντας υπόψη τις χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της οντότητας που λαμβάνει τη στήριξη και την προϋπόθεση ότι η παρεχόμενη στήριξη αναμένεται ευλόγως να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις εν λόγω χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες, θα πρέπει να διενεργείται διεξοδική ανάλυση των κεφαλαιακών αναγκών και των αναγκών ρευστότητας της λαμβάνουσας οντότητας, καθώς και ανάλυση σχετικά με τις εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών και τις προγενέστερες, τις υφιστάμενες και τις αναμενόμενες συνθήκες της αγοράς. Η εν λόγω ανάλυση θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που προγραμματίζονται για την αντιμετώπιση των αιτιών της δυσχέρειας της λαμβάνουσας οντότητας, τα οποία μπορούν να υποστηρίξουν αποτελεσματικά την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής της κατάστασης.

(29)

Η αξιολόγηση των διαφόρων προϋποθέσεων εμπίπτει στην ευθύνη της οντότητας που παρέχει τη στήριξη (χορηγούσα οντότητα) και της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για το χορηγούν ίδρυμα. Στην αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος πιθανών δυσμενών εξελίξεων. Για μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση των προϋποθέσεων που αφορούν τη χορηγούσα οντότητα, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για τη χορηγούσα οντότητα θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες και τις αξιολογήσεις που υποβάλλονται από την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την οντότητα του ομίλου η οποία λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη.

(30)

Στο πλαίσιο της προϋπόθεσης σύμφωνα με την οποία οι όροι της παροχής πρέπει να είναι σύμφωνοι με το άρθρο 19 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος αθέτησης υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας και η ζημία για τη χορηγούσα οντότητα σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων της λαμβάνουσας οντότητας, με βάση τη σύγκριση της κατάστασης που θα διαμορφωνόταν έπειτα από την παροχή στήριξης ή, αντίστοιχα, χωρίς τη χορήγησή της, και με βάση την πλήρη γνωστοποίηση των συναφών πληροφοριών. Οι εν λόγω όροι θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν το μέγιστο συμφέρον της χορηγούσας οντότητας όπως περιγράφεται στο άρθρο 19 παράγραφος 7 στοιχείο β), το οποίο ορίζει ότι στο μέγιστο συμφέρον μπορεί να συγκαταλέγεται κάθε άμεσο ή έμμεσο όφελος που ενδέχεται να προκύψει για ένα μέρος ως αποτέλεσμα της παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης. Αυτό θα πρέπει να επαληθεύεται από διεξοδική ανάλυση κόστους και οφέλους για τη χορηγούσα οντότητα και για τον όμιλο συνολικά στο πλαίσιο των εν λόγω δύο σεναρίων.

(31)

Οι συμφωνίες χρηματοπιστωτικής στήριξης και η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου μπορούν να βελτιώσουν τη δυνατότητα εξυγίανσης ενός ομίλου, για παράδειγμα εάν είναι σύμφωνες με τον μηχανισμό απορρόφησης ζημιών που προβλέπεται από τη στρατηγική εξυγίανσης. Ωστόσο, ενδέχεται επίσης να παρεμποδίσουν την εφικτή εφαρμογή της επιλεγείσας στρατηγικής εξυγίανσης, για παράδειγμα εάν η εν λόγω στρατηγική προβλέπει τον διαχωρισμό διαφορετικών τμημάτων του ομίλου. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης θα πρέπει να βασίζεται στην εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης, στο ατομικό σχέδιο εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου όπως καθορίζεται από την κοινή απόφαση των σωμάτων εξυγίανσης.

(32)

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά την αποτίμηση για τους σκοπούς του άρθρου 36, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 49 παράγραφος 3, και του άρθρου 74 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται ότι οι ανεξάρτητοι εκτιμητές δεν επηρεάζονται, ούτε θεωρείται ότι επηρεάζονται, από τις δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, ή από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της εν λόγω οδηγίας.

(33)

Συνεπώς, θα πρέπει να εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες για τον καθορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται ανεξάρτητο από τις σχετικές δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να περιέχουν απαιτήσεις ως προς την εμπειρογνωμοσύνη και τους πόρους του εν λόγω προσώπου και τη σχέση του με τις σχετικές δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και με το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(34)

Η ανεξαρτησία μπορεί να ενισχυθεί μέσω προϋποθέσεων που διασφαλίζουν την επάρκεια της εμπειρογνωμοσύνης και των πόρων του ανεξάρτητου εκτιμητή. Ειδικότερα, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι ο ανεξάρτητος εκτιμητής κατέχει τα επαγγελματικά προσόντα, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται σε όλα τα συναφή αντικείμενα, ιδίως σε θέματα αποτίμησης και λογιστικής στο πλαίσιο του τραπεζικού κλάδου. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ότι ο ανεξάρτητος εκτιμητής διαθέτει ή έχει πρόσβαση σε επαρκείς ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για τη διενέργεια της αποτίμησης. Για τον σκοπό αυτό, θα ήταν ενδεχομένως ενδεδειγμένη η πρόσβαση σε επαρκείς ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους μέσω της εύρεσης προσωπικού ή αναδόχων από άλλους ειδικούς σε θέματα αποτίμησης ή δικηγορικές εταιρείες ή άλλες πηγές, σε σχέση με τη διενέργεια της αποτίμησης. Το προσωπικό ή οι ανάδοχοι που συνεργάζονται με τον εκτιμητή προς υποστήριξη της διεξαγωγής της αποτίμησης, θα πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο σύγκρουσης συμφερόντων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν υπονομεύεται η ανεξαρτησία. Σε κάθε περίπτωση, ο ανεξάρτητος εκτιμητής θα πρέπει να παραμένει υπεύθυνος για το αποτέλεσμα της αποτίμησης.

(35)

Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι ο ανεξάρτητος εκτιμητής είναι επίσης σε θέση να διενεργήσει την αποτίμηση αποτελεσματικά, χωρίς αδικαιολόγητη εξάρτηση από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Ωστόσο, η παροχή οδηγιών ή καθοδήγησης που είναι απαραίτητη για την υποστήριξη της διενέργειας της αποτίμησης, για παράδειγμα σε σχέση με τη μεθοδολογία που προβλέπεται δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης στο πεδίο της αποτίμησης για σκοπούς που αφορούν την εξυγίανση, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ότι συνιστά αδικαιολόγητη εξάρτηση όταν θεωρείται ότι οι εν λόγω οδηγίες, ή η καθοδήγηση, είναι απαραίτητες για την υποστήριξη της διενέργειας της αποτίμησης. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να εμποδίζεται η παροχή συνδρομής, όπως η παροχή από πλευράς του ενδιαφερόμενου ιδρύματος ή οντότητας τυχόν συστημάτων, οικονομικών καταστάσεων, εκθέσεων βάσει κανονιστικών υποχρεώσεων, δεδομένων της αγοράς, άλλων αρχείων ή άλλης συνδρομής προς τον ανεξάρτητο εκτιμητή, όταν, κατά την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή τυχόν άλλης αρχής η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, η παροχή αυτή θεωρείται απαραίτητη για την υποστήριξη της διενέργειας της αποτίμησης. Σύμφωνα με τυχόν διαδικασίες που ενδέχεται να θεσπιστούν, η παροχή οδηγιών, καθοδήγησης και άλλων μορφών υποστήριξης θα πρέπει να συμφωνείται κατά περίπτωση ή σε από κοινού βάση.

(36)

Η καταβολή εύλογης αμοιβής και η απόδοση εύλογων εξόδων σε σχέση με την αποτίμηση δεν θα πρέπει να εμποδίζεται.

(37)

Η ανεξαρτησία μπορεί να υπονομευθεί εάν η αποτίμηση διενεργηθεί από πρόσωπο το οποίο απασχολείται από —ή συνδέεται με— οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ακόμη και σε περιπτώσεις όπου έχει εδραιωθεί ο πλήρης διαρθρωτικός διαχωρισμός προκειμένου να αντιμετωπίζονται καταστάσεις που απειλούν την ανεξαρτησία, όπως οι κίνδυνοι αυτοαξιολόγησης, ιδίου συμφέροντος, υπεράσπισης, εξοικείωσης, εμπιστοσύνης ή εκφοβισμού. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται μέριμνα για τη διασφάλιση του κατάλληλου νομικού διαχωρισμού ούτως ώστε ο ανεξάρτητος εκτιμητής να μην είναι υπάλληλος ούτε ανάδοχος σύμβασης ούτε να ανήκει στον ίδιο όμιλο με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, ή με το ενδιαφερόμενο ίδρυμα ή οντότητα.

(38)

Είναι επίσης απαραίτητο να διασφαλίζεται ότι ο ανεξάρτητος εκτιμητής δεν έχει ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και με το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των ανώτατων διοικητικών στελεχών τους, των μετόχων που ασκούν τον έλεγχό τους, των οντοτήτων του ομίλου και των σημαντικών πιστωτών, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που ο ανεξάρτητος εκτιμητής είναι σημαντικός πιστωτής του ενδιαφερόμενου ιδρύματος ή οντότητας. Ομοίως, οι προσωπικές σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελούν ουσιώδες συμφέρον.

(39)

Κατά συνέπεια, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ή τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, θα πρέπει να αξιολογεί αν υφίστανται τυχόν ουσιώδη κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα. Για τους σκοπούς της αξιολόγησης αυτής, ο ανεξάρτητος εκτιμητής θα πρέπει να ενημερώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ή τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, σχετικά με τυχόν πραγματικό ή δυνητικό συμφέρον το οποίο το συγκεκριμένο πρόσωπο θεωρεί ότι μπορεί, κατά την εκτίμηση της εν λόγω αρχής, να θεωρηθεί ότι συνιστά ουσιώδες συμφέρον, καθώς και να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία που μπορεί εύλογα να ζητηθεί από την αρχή ώστε να ληφθεί υπόψη στην προαναφερόμενη αξιολόγηση. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, η ανεξαρτησία θα πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την εταιρεία ή την προσωπική εταιρεία συνολικά, αλλά λαμβανομένου υπόψη κάθε διαρθρωτικού διαχωρισμού και άλλων ρυθμίσεων που ενδέχεται να εφαρμόζονται για τη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του προσωπικού που ενδέχεται να συμμετέχουν στην αποτίμηση και των λοιπών μελών του προσωπικού, προκειμένου να αντιμετωπίζονται καταστάσεις που απειλούν την ανεξαρτησία, όπως οι κίνδυνοι αυτοαξιολόγησης, ιδίου συμφέροντος, υπεράσπισης, εξοικείωσης, εμπιστοσύνης ή εκφοβισμού. Εάν η σημασία των εν λόγω απειλών σε σύγκριση με τις δικλίδες ασφαλείας που εφαρμόζονται είναι τέτοια ώστε να υπονομεύεται η ανεξαρτησία του προσώπου, η εταιρεία ή η προσωπική εταιρεία δεν θα πρέπει να αναλάβει τον ρόλο του ανεξάρτητου εκτιμητή.

(40)

Ο νόμιμος ελεγκτής που διενήργησε τον έλεγχο του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ κατά το έτος που προηγείται της αξιολόγησης της επιλεξιμότητας του ανεξάρτητου εκτιμητή για την εκτέλεση των καθηκόντων του εκτιμητή, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται ανεξάρτητος. Όσον αφορά άλλες ελεγκτικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες αποτίμησης που παρασχέθηκαν στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα ή στην ενδιαφερόμενη οντότητα κατά τα αμέσως προηγούμενα έτη πριν από την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να αξιολογηθεί η ανεξαρτησία, θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι παρουσιάζουν ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον, εκτός εάν αποδειχθεί επαρκώς στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ή σε τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, ότι αυτό δεν ισχύει λαμβανομένων υπόψη όλων των συναφών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένου τυχόν διαρθρωτικού διαχωρισμού ή άλλων ρυθμίσεων που εφαρμόζονται.

(41)

Μετά τον διορισμό, είναι εξαιρετικά σημαντικό ο ανεξάρτητος εκτιμητής να τηρεί πολιτικές και διαδικασίες σύμφωνα με τους ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας και τα ισχύοντα επαγγελματικά πρότυπα για τον εντοπισμό τυχόν πραγματικού ή δυνητικού συμφέροντος το οποίο ο εκτιμητής θεωρεί ότι ενδέχεται να συνιστά ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ή άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί για την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας στο οικείο κράτος μέλος, θα πρέπει να ενημερώνεται αμέσως για τυχόν πραγματικά ή δυνητικά συμφέροντα που εντοπίζονται και θα πρέπει να εξετάζει αν αυτά συνιστούν ουσιώδες συμφέρον, οπότε στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ανακαλείται ο διορισμός του ανεξάρτητου εκτιμητή και να διορίζεται νέος εκτιμητής.

(42)

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκχωρούν στις οικείες αρχές εξυγίανσης μια δέσμη εξουσιών, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 66) της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες μπορούν να ασκούνται ανεξάρτητα από –ή σε συνδυασμό με– την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης.

(43)

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι εξουσίες απομείωσης και μετατροπής μπορούν να ασκούνται σε σχέση με όλες τις υποχρεώσεις που δεν εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Για τις υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, πλην εκείνων που εμπίπτουν στον κατάλογο των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση του άρθρου 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται συμβατική ρήτρα προς υποστήριξη της εφαρμογής των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής στις εν λόγω υποχρεώσεις.

(44)

Οι συμβατικές ρήτρες που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις συμφωνίες που δημιουργούν υποχρέωση στην οποία εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο, οι οποίες συνάπτονται μετά την ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων που θεσπίζονται για τη μεταφορά του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ στο εθνικό δίκαιο.

(45)

Ειδικότερα, η συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στις σχετικές συμφωνίες που αφορούν υποχρέωση η οποία, κατά τη χρονική στιγμή δημιουργίας της, είτε δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη είτε είναι μεν πλήρως εξασφαλισμένη, αλλά οι συμβατικοί όροι που διέπουν την υποχρέωση δεν υποχρεώνουν τον οφειλέτη να διατηρεί εξασφάλιση η οποία θα μπορούσε να εξασφαλίσει πλήρως την υποχρέωση σε διαρκή βάση, σύμφωνα με τις ρυθμιστικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης ή στο ισοδύναμο δίκαιο των τρίτων χωρών.

(46)

Για τις σχετικές συμφωνίες που συνάπτονται πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων που θεσπίζονται για τη μεταφορά του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ στο εθνικό δίκαιο, η συμβατική ρήτρα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται σε περίπτωση που δημιουργούνται υποχρεώσεις βάσει των εν λόγω συμφωνιών μετά την ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

(47)

Επιπλέον, για τις σχετικές συμφωνίες που συνάπτονται πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων που θεσπίζονται για τη μεταφορά του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ στο εθνικό δίκαιο, οι ουσιώδεις τροποποιήσεις που επηρεάζουν τα ουσιαστικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις συμβαλλόμενου μέρους της συμφωνίας θα πρέπει να συνεπάγονται την υποχρέωση συμπερίληψης της συμβατικής ρήτρας που αναφέρεται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Οι μη ουσιώδεις τροποποιήσεις που δεν επηρεάζουν τα ουσιαστικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις συμβαλλόμενου μέρους σχετικής συμφωνίας δεν θα πρέπει να θεωρούνται επαρκές έναυσμα για την ενεργοποίηση της απαίτησης συμπερίληψης της συμβατικής ρήτρας· σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, θα πρέπει να προστίθεται η συμβατική ρήτρα.

(48)

Για να είναι δυνατό να επιτευχθεί κατάλληλο επίπεδο σύγκλισης, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι διαφορές των νομικών συστημάτων ή οι διαφορές που προκύπτουν λόγω της φύσης ή της μορφής της υποχρέωσης μπορούν να ληφθούν υπόψη από τις αρχές εξυγίανσης, τα ιδρύματα και τις οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι σκόπιμο να καθοριστεί το υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβατικής ρήτρας.

(49)

Προκειμένου να επιτευχθεί μια ενιαία προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση η οποία να διασφαλίζει τον αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των σχετικών αρχών και να παρέχει στην αρχή εξυγίανσης τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις περί εξυγίανσης με ταχύτητα και κατόπιν επαρκούς ενημέρωσης, ο παρών κανονισμός καθορίζει τις διαδικασίες και το περιεχόμενο των κοινοποιήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(50)

Οι κοινοποιήσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται μέσω ασφαλών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα και τη σπουδαιότητα του θέματος. Για την προώθηση του συντονισμού μεταξύ των μερών, προβλέπονται στο πλαίσιο της διαδικασίας η προηγούμενη προφορική επικοινωνία και η μεταγενέστερη επιβεβαίωση παραλαβής.

(51)

Οι κοινοποιήσεις θα πρέπει να παρέχουν επαρκείς πληροφορίες στον παραλήπτη για την άμεση εκτέλεση των καθηκόντων του, και συνεπώς καθορίζεται συγκεκριμένο περιεχόμενο όσον αφορά την κοινοποίηση που πρέπει να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή από το διοικητικό όργανο ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όταν το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει. Ομοίως, η διαβίβαση της εν λόγω κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή προς την αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνει αυτές τις πληροφορίες ώστε να παρέχεται στην αρχή εξυγίανσης η δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της. Θα πρέπει επίσης να προβλέπονται συγκεκριμένες απαιτήσεις ως προς το περιεχόμενο της κοινοποίησης που αφορά την εκτίμηση ότι ένα ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, όταν η εν λόγω εκτίμηση δρομολογείται από την αρμόδια αρχή ή την αρχή εξυγίανσης, αντίστοιχα. Σε αυτή την περίπτωση, στην κοινοποίηση θα πρέπει επίσης να προσδιορίζονται οι σχετικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(52)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί μια εναρμονισμένη προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση για την επαρκή ενημέρωση των ενδιαφερομένων σχετικά με τις δράσεις εξυγίανσης, ο παρών κανονισμός καθορίζει τις διαδικασίες και το περιεχόμενο της ειδοποίησης στην οποία συνοψίζονται οι επιπτώσεις της δράσης εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης αναστολής ή περιορισμού της άσκησης ορισμένων δικαιωμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 69, 70 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(53)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει το περιεχόμενο της εν λόγω ειδοποίησης, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων κρίσιμων πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται στους πελάτες λιανικής και μη, καθώς και στους πιστωτές· όσον αφορά τα στοιχεία που δεν προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η ειδοποίηση θα πρέπει να είναι σύμφωνη με την ευρύτερη στρατηγική επικοινωνίας που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του σχεδίου εξυγίανσης και εξετάζεται στο κεφάλαιο 2 τμήματα I και II του παρόντος κανονισμού. Είναι αναγκαία η θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό ενιαίων, λεπτομερών κανόνων σχετικά με τη συγκρότηση και τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται από τα σώματα εξυγίανσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και των εργασιών που προβλέπονται στο άρθρο 88 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ λόγω του μεγάλου αντίκτυπου που μπορεί να έχει ο σχεδιασμός της εξυγίανσης ομίλου και η εξυγίανση σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

(54)

Κατά τη συγκρότηση σώματος εξυγίανσης, είναι απαραίτητο να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη εργασιών που έχουν ήδη διεξαχθεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και το σώμα εποπτείας. Είναι επίσης σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω εργασίες θα προσαρμόζονται ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της λειτουργίας του σώματος. Ειδικότερα, είναι σκόπιμο να διασφαλιστεί ότι η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη, επικαιροποιεί και προσαρμόζει αναλόγως κάθε συναφή εργασία που διενεργείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό των σχετικών οντοτήτων του ομίλου και, κατά συνέπεια, των αρχών που θα πρέπει να κληθούν να γίνουν μέλη ή παρατηρητές του σώματος («διαδικασία καταγραφής»).

(55)

Η αναφορά σε άλλες ομάδες ή σώματα που εκτελούν τις ίδιες εργασίες και τα ίδια καθήκοντα σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει, αλλά όχι αποκλειστικά, ομάδες διαχείρισης κρίσεων που συγκροτούνται σύμφωνα με τις κοινές αρχές και προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την G20. Συνεπώς, είναι σημαντικό να προβλέπεται ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, κατά την αξιολόγηση της υποχρέωσής τους να συγκροτήσουν σώμα εξυγίανσης, πρέπει επίσης να αξιολογούν και αν οι εν λόγω άλλες ομάδες ή σώματα λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

(56)

Η συμμετοχή αρχών εξυγίανσης τρίτων χωρών ως παρατηρητών στο σώμα εξυγίανσης προβλέπεται ήδη στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να προβλέπεται η διαδικασία για την οργάνωση της συμμετοχής τους στο σώμα εξυγίανσης και της ανάμειξής τους στις διάφορες εργασίες του σώματος.

(57)

Για την επίτευξη αποτελεσματικού σχεδιασμού της εξυγίανσης, είναι αναγκαία η αποδοτική και έγκαιρη αλληλεπίδραση και συνεργασία μεταξύ του σώματος εξυγίανσης και του τραπεζικού ομίλου, ιδίως μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου οφείλει να ενημερώνει τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση σχετικά με τη συγκρότηση του σώματος εξυγίανσης, τη σύνθεσή του και τυχόν μεταβολές της σύνθεσης αυτής. Ωστόσο, στο πλαίσιο της αποδοτικής και έγκαιρης αλληλεπίδρασης και συνεργασίας μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η ταχύτητα ανάληψης δράσης που απαιτείται για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ούτε ο προπαρασκευαστικός ή προληπτικός χαρακτήρας και η σύνθετη οικονομική εκτίμηση που απαιτείται για τον σχεδιασμό της εξυγίανσης.

(58)

Οι γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες του σώματος εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις απαραίτητες οργανωτικές διατάξεις για τη διασφάλιση αποδοτικών και αποτελεσματικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Ειδικότερα, το σώμα εξυγίανσης θα πρέπει να αναγνωρίζει την ανάγκη συγκρότησης ευέλικτων επιμέρους δομών εντός του σώματος εξυγίανσης, οι οποίες θα εκτελούν τα καθήκοντα του σώματος και θα διασφαλίζουν ότι τα μέλη είναι σε θέση να συνεισφέρουν κατάλληλα σε όλο το φάσμα των καθηκόντων του σώματος. Πιο συγκεκριμένα, όπου κρίνεται ενδεδειγμένο να συμμετάσχουν στο σώμα άλλες αρχές, εκτός των μελών του σώματος, ως παρατηρητές, είναι απαραίτητο η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου να διασφαλίζει ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις της συμμετοχής τους αφενός καθορίζονται στις γραπτές ρυθμίσεις και αφετέρου δεν είναι ευνοϊκότεροι από εκείνους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για τα μέλη του σώματος.

(59)

Οι γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες του σώματος εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τις απαραίτητες λειτουργικές διατάξεις ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι το σώμα παρέχει στις αρχές εξυγίανσης τη δυνατότητα αφενός να συντονίζουν την από πλευράς τους υποβολή στοιχείων στο σώμα εποπτείας και αφετέρου να οργανώνουν την ανάλυση, εξέταση και αξιολόγηση των στοιχείων που λαμβάνουν οι αρχές εξυγίανσης από το σώμα εποπτείας. Επομένως, οι γραπτές ρυθμίσεις θα πρέπει, ιδανικά, να περιλαμβάνουν μια διαδικασία επικοινωνίας μεταξύ του σώματος εποπτείας και του σώματος εξυγίανσης, κυρίως δε μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και της αρχής ενοποιημένης εποπτείας. Οι γραπτές ρυθμίσεις θα πρέπει επίσης να ορίζουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης για τη διαμόρφωση κοινής αντίληψης, σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη για συντονισμό στην πράξη αλλά δεν απαιτείται κοινή απόφαση σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(60)

Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της και θα πρέπει να έχει συντονιστικό ρόλο ως προς τη συλλογή και διάδοση των πληροφοριών που παραλαμβάνονται από κάθε μέλος του σώματος ή από κάθε οντότητα ομίλου που υπόκειται στις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας και τις διατάξεις που καλύπτουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών οι οποίες καθορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(61)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι επιχειρησιακές διαδικασίες είναι αποτελεσματικές για την αντιμετώπιση μιας περίπτωσης έκτακτης ανάγκης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να διενεργεί δοκιμές για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης και θα πρέπει, όπου κρίνεται σκόπιμο, να έχει τη δυνατότητα να ζητεί τη συμμετοχή της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση στην εκτέλεση των εν λόγω δοκιμών.

(62)

Ο έγκαιρος και ρεαλιστικός προγραμματισμός για όλες τις διαδικασίες λήψης κοινής απόφασης έχει καθοριστική σημασία. Κάθε αρχή εξυγίανσης που συμμετέχει στις εν λόγω διαδικασίες θα πρέπει να παρέχει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου την εισήγησή της για την αντίστοιχη κοινή απόφαση εγκαίρως και με αποτελεσματικό τρόπο και σύμφωνα με τα σχετικά χρονοδιαγράμματα για τη λήψη κοινής απόφασης.

(63)

Είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται η ταχεία και έγκαιρη λήψη των κοινών αποφάσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις αποφάσεις σχετικά με την εξυγίανση, αλλά έχει επίσης σημασία και για τον σχεδιασμό της εξυγίανσης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι παρέχεται αρκετός χρόνος σε όλες τις αρχές που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης της κοινής απόφασης για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Για την επίτευξη της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ των δύο αυτών στόχων, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να έχει την εξουσία να υποβάλλει το σχέδιο πρότασής της στις άλλες αρχές που συμμετέχουν στη διαδικασία, καθορίζοντας ταυτόχρονα εύλογη προθεσμία μετά την παρέλευση της οποίας θα πρέπει να τεκμαίρεται η συναίνεση των αρχών που δεν διατυπώνουν αντιρρήσεις στην εν λόγω πρόταση. Κατά τον καθορισμό της αντίστοιχης προθεσμίας, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη το πραγματικό χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας λήψης απόφασης όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας ή όπως έχει προσδιοριστεί προηγουμένως από το ίδιο το σώμα.

(64)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής διαδικασίας, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να έχει την τελική ευθύνη για τον καθορισμό της σειράς με την οποία πρέπει να ολοκληρωθούν οι διάφορες ενέργειες. Οι ενέργειες για τη λήψη οποιασδήποτε κοινής απόφασης θα πρέπει να καθορίζονται λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ορισμένες εξ αυτών μπορούν να πραγματοποιούνται παράλληλα, ενώ άλλες πραγματοποιούνται διαδοχικά.

(65)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τα σχέδια εξυγίανσης ομίλων θα πρέπει να αναθεωρούνται και να επικαιροποιούνται τουλάχιστον άπαξ ετησίως. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι τα σχέδια εξυγίανσης ομίλων θα πρέπει επίσης να αναθεωρούνται και να επικαιροποιούνται και σε ad hoc βάση, εφόσον προκύπτει τέτοια ανάγκη είτε λόγω πληροφοριών τις οποίες λαμβάνει το σώμα εποπτείας είτε κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας του σώματος εξυγίανσης.

(66)

Για την ενίσχυση της διαφάνειας της λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης, θα πρέπει στον παρόντα κανονισμό να καθορίζονται σαφώς ενιαίοι όροι για την κοινοποίηση των κοινών αποφάσεων στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση και στις λοιπές οντότητες του σχετικού ομίλου. Για λόγους διασφάλισης της συγκρισιμότητας των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων, και συνεπώς για την επίτευξη σύγκλισης, είναι απαραίτητο να καθοριστούν σαφώς ενιαίοι κανόνες σχετικά με τη διαδικασία και την τεκμηρίωση που απαιτείται για τη λήψη κοινών αποφάσεων στο πλαίσιο των σωμάτων εξυγίανσης.

(67)

Ο συντονισμός των μεμονωμένων αποφάσεων που λαμβάνονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών ελλείψει κοινής απόφασης θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ούτως ώστε το σώμα εξυγίανσης να είναι σε θέση να εκπληρώσει τον ρόλο του όπως προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να καθοριστεί η διαδικασία της λειτουργίας του σώματος ως πλαισίου εντός του οποίου θα αναπτυχθούν οι προσπάθειες της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των άλλων αρχών για αποδοτικό και λειτουργικό σχεδιασμό εξυγίανσης ομίλου ακόμη και ελλείψει κοινών αποφάσεων.

(68)

Προκειμένου να προσδιορίσουν αν υπάρχει ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, οι σχετικές αρχές εξυγίανσης που συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζουν, σύμφωνα με τα άρθρα 91 και 92 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αν η υπό εξέταση εξυγίανση έχει επιπτώσεις σε επίπεδο ομίλου. Για τον σκοπό αυτόν, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να προσπαθεί να προσδιορίσει όλες τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή θα μπορούσαν να επηρεαστούν σε περίπτωση που μια οντότητα του ομίλου ή η μητρική επιχείρηση στην Ένωση πληροί τις προϋποθέσεις δυνάμει του άρθρου 32 ή 33 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(69)

Προκειμένου να διασφαλίζονται βέλτιστες συνθήκες για την εξυγίανση, υπάρχει ανάγκη αποδοτικής και αποτελεσματικής εργασίας σε σύντομο χρονικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να προβλεφθεί ότι το σώμα εξυγίανσης, κατά την εξέταση της ανάγκης για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, θα πρέπει να εξετάζει επίσης την ανάγκη αλληλέγγυας χρήσης των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων. Ειδικότερα, όσον αφορά τα σχέδια χρηματοδότησης και την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το σώμα εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αν είναι απαραίτητη η αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων. Ελλείψει αλληλέγγυας χρήσης, το περιεχόμενο και η διαδικασία του σχεδίου χρηματοδότησης θα πρέπει να προσαρμόζονται αναλόγως. Για την περαιτέρω διασφάλιση της αποδοτικότητας, θα πρέπει να παρέχεται στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου η δυνατότητα να υποκαθιστά την τελική θετική αξιολόγησή της σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου με την πρότασή της για τον εν λόγω μηχανισμό.

(70)

Στον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει, εφόσον είναι δυνατό και εύλογο, να λαμβάνεται υπόψη και να ακολουθείται το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στο σχέδιο εξυγίανσης.

(71)

Είναι απαραίτητο όλοι όσοι επηρεάζονται από την εξυγίανση ενός ιδρύματος να αντιλαμβάνονται πλήρως τις απόψεις και τις δράσεις μιας αρχής εξυγίανσης η οποία διαφωνεί με την κοινή απόφαση σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου για λόγους συντονισμού. Ως εκ τούτου, κάθε αρχή που διαφωνεί θα πρέπει να παράσχει σαφή επεξήγηση του σκεπτικού για τη διαφωνία της στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(72)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) στην Επιτροπή.

(73)

Για τους σκοπούς των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης για τα ιδρύματα που δεν ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης που απαιτούνται για τους ομίλους, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 13, αντιστοίχως, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αφορούν τα κριτήρια προς εξέταση για την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων ή ομίλων, που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 15 παράγραφος 4 και στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η ΕΑΤ προέβη σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου.

(74)

Η ΕΑΤ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του συναφούς δυνητικού κόστους και οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ

ΤΜΗΜΑ I

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός προσδιορίζει περαιτέρω:

1)

τις πληροφορίες τις οποίες πρέπει να περιλαμβάνει το ατομικό σχέδιο ανάκαμψης και, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου·

2)

τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα ατομικά σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

3)

το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης που απαιτούνται για τα ιδρύματα τα οποία δεν αποτελούν μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και το περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης που απαιτούνται για τους ομίλους, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 13 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ αντίστοιχα·

4)

τα θέματα προς εξέταση και τα κριτήρια για την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων ή των ομίλων, όπως προβλέπονται, αντίστοιχα, στο άρθρο 15 παράγραφος 4 και στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

5)

τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), ε) και θ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική στήριξη από οντότητα του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19 της εν λόγω οδηγίας·

6)

τις περιστάσεις υπό τις οποίες ένα πρόσωπο είναι ανεξάρτητο από την αρχή εξυγίανσης και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 και του άρθρου 74 της εν λόγω οδηγίας·

7)

τον κατάλογο των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση από την υποχρέωση συμπερίληψης της συμβατικής ρήτρας που αναφέρεται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και το περιεχόμενο της συμβατικής ρήτρας που απαιτείται σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο·

8)

τις διαδικασίες και το περιεχόμενο που σχετίζονται με τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και με την ειδοποίηση αναστολής που αναφέρεται στο άρθρο 83 της εν λόγω οδηγίας·

9)

λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη σύσταση και τον τρόπο λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Τα ανωτέρω σημεία 1), 2), 3) και 4) υπόκεινται στην εφαρμογή τυχόν απλουστευμένων υποχρεώσεων οι οποίες προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ατομικό σχέδιο ανάκαμψης»: οποιοδήποτε από τα κατωτέρω στοιχεία:

α)

σχέδιο ανάκαμψης το οποίο έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ από ίδρυμα το οποίο δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

σχέδιο ανάκαμψης το οποίο έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ από θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης της ΕΕ·

2)   «στρατηγική εξυγίανσης»: μια σειρά δράσεων εξυγίανσης οι οποίες προβλέπονται σε ένα σχέδιο εξυγίανσης ή σε ένα σχέδιο εξυγίανσης ομίλου·

3)   «προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης»: η στρατηγική εξυγίανσης που είναι σε θέση να επιτύχει καλύτερα τους στόχους εξυγίανσης που προβλέπονται στο άρθρο 31 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δεδομένης της δομής και του επιχειρηματικού μοντέλου του ιδρύματος ή του ομίλου, και των καθεστώτων εξυγίανσης που ισχύουν για τις νομικές οντότητες ενός ομίλου·

4)   «επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις»: οι επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προκειμένου να συμπεριληφθούν στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας·

5)   «μοναδικό σημείο έναρξης»: μια στρατηγική εξυγίανσης που συνεπάγεται την εφαρμογή των εξουσιών εξυγίανσης από μία και μόνη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο μεμονωμένης μητρικής επιχείρησης ή μεμονωμένου ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία·

6)   «πολλαπλό σημείο έναρξης»: μια στρατηγική εξυγίανσης που συνεπάγεται την εφαρμογή των εξουσιών εξυγίανσης από δύο ή περισσότερες αρχές εξυγίανσης σε περιφερειακούς ή λειτουργικούς υποομίλους ή οντότητες ενός ομίλου·

7)   «έλεγχος»: ο έλεγχος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 37) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

8)   «ειδική συμμετοχή»: η ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΜΗΜΑ II

Περιεχόμενο των σχεδίων ανάκαμψης

Άρθρο 3

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης

Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου ανάκαμψης, σύμφωνα με το άρθρο 4·

2)

πληροφορίες σχετικά με τη διακυβέρνηση, σύμφωνα με το άρθρο 5·

3)

στρατηγική ανάλυση, σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 12·

4)

σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 14·

5)

ανάλυση των προπαρασκευαστικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 15.

Άρθρο 4

Σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου ανάκαμψης

1.   Η σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου ανάκαμψης περιλαμβάνει σύνοψη για καθένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τις πληροφορίες σχετικά με τη διακυβέρνηση που περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης·

β)

τη στρατηγική ανάλυση του σχεδίου ανάκαμψης, περιλαμβανομένης της σύνοψης της συνολικής δυνατότητας ανάκαμψης που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3·

γ)

τις ουσιώδεις μεταβολές στο ίδρυμα, στον όμιλο ή στο σχέδιο ανάκαμψης από τότε που υποβλήθηκε η προηγούμενη έκδοση του σχεδίου ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή·

δ)

το σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης του σχεδίου ανάκαμψης·

ε)

τα προπαρασκευαστικά μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης.

2.   Για τους σκοπούς του κεφαλαίου I τμήματα I και III του παρόντος κανονισμού, ως ουσιώδης μεταβολή νοείται κάθε μεταβολή η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα ενός ιδρύματος ή μιας μητρικής επιχείρησης της ΕΕ ή μιας ή περισσότερων θυγατρικών της να εφαρμόσουν σχέδιο ανάκαμψης ή να εφαρμόσουν μία ή περισσότερες επιλογές ανάκαμψης που περιλαμβάνονται σε σχέδιο ανάκαμψης.

Άρθρο 5

Διακυβέρνηση

Οι πληροφορίες σχετικά με τη διακυβέρνηση περιλαμβάνουν τουλάχιστον λεπτομερή περιγραφή για τα ακόλουθα θέματα:

1)

τον τρόπο κατάρτισης του σχεδίου ανάκαμψης, όπου περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α)

ο ρόλος και τα καθήκοντα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την προετοιμασία, την εφαρμογή και την επικαιροποίηση κάθε ενότητας του σχεδίου·

β)

η ταυτότητα του προσώπου που φέρει τη συνολική ευθύνη για τη συνεχή επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και περιγραφή της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται για την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης, ώστε να ανταποκρίνεται σε τυχόν ουσιώδεις μεταβολές που επηρεάζουν το ίδρυμα ή τον όμιλο ή το περιβάλλον τους·

γ)

περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του σχεδίου στην εταιρική διακυβέρνηση του ιδρύματος ή του ομίλου και στο συνολικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου·

δ)

εάν η υπό εξέταση οντότητα ανήκει σε όμιλο, περιγραφή των μέτρων και των ρυθμίσεων που έχουν ληφθεί εντός του ομίλου για να διασφαλιστεί ο συντονισμός και η συνέπεια των επιλογών ανάκαμψης σε επίπεδο ομίλου και σε επίπεδο μεμονωμένων θυγατρικών·

2)

τις πολιτικές και τις διαδικασίες που διέπουν την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, όπου περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α)

δήλωση σχετικά με το κατά πόσον το σχέδιο ανάκαμψης έχει ελεγχθεί από τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου, τον εξωτερικό ελεγκτή ή την επιτροπή κινδύνου·

β)

επιβεβαίωση ότι το σχέδιο ανάκαμψης έχει αξιολογηθεί και εγκριθεί από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή της μητρικής επιχείρησης της ΕΕ που έχει την ευθύνη υποβολής του σχεδίου·

3)

τις απαραίτητες προϋποθέσεις και διαδικασίες για τη διασφάλιση της έγκαιρης εφαρμογής των επιλογών ανάκαμψης, όπου περιλαμβάνονται, τουλάχιστον, τα εξής στοιχεία:

α)

περιγραφή της εσωτερικής διαδικασίας κλιμάκωσης και λήψης αποφάσεων η οποία εφαρμόζεται όταν πληρούνται οι όροι των δεικτών, προκειμένου να εξεταστεί και να προσδιοριστεί η επιλογή ανάκαμψης που ενδεχομένως χρειάζεται να εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση της κατάστασης οικονομικής πίεσης που έχει επέλθει, όπου περιλαμβάνονται, τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

i)

ο ρόλος και τα καθήκοντα των προσώπων που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των αρμοδιοτήτων τους ή, εάν στη διαδικασία εμπλέκεται κάποια επιτροπή, ο ρόλος, οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των μελών της επιτροπής·

ii)

οι διαδικασίες που χρειάζεται να ακολουθούνται·

iii)

η προθεσμία λήψης της απόφασης σχετικά με την εφαρμογή επιλογών ανάκαμψης και πότε και πώς θα ενημερωθούν οι σχετικές αρμόδιες αρχές για το γεγονός ότι πληρούνται οι όροι των δεικτών·

β)

λεπτομερής περιγραφή των δεικτών, η οποία να αποτυπώνει τα πιθανά ευάλωτα σημεία, τις πιθανές αδυναμίες ή απειλές όσον αφορά, κατ' ελάχιστον, την κεφαλαιακή θέση, την κατάσταση ρευστότητας, την κερδοφορία και το προφίλ κινδύνου της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης·

4)

τη συνέπεια του σχεδίου με το γενικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος ή του ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των σχετικών δεικτών αναφοράς (σήματα έγκαιρης προειδοποίησης) που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της τακτικής εσωτερικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος ή του ομίλου, εφόσον αυτοί οι δείκτες αναφοράς χρησιμεύουν για την πληροφόρηση της διοίκησης σχετικά με ενδεχόμενη εκπλήρωση των όρων των δεικτών·

5)

τα πληροφοριακά συστήματα διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των ρυθμίσεων που ισχύουν προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των επιλογών ανάκαμψης είναι διαθέσιμες κατά τη λήψη αποφάσεων σε ακραίες συνθήκες κατά τρόπο αξιόπιστο και έγκαιρο.

Άρθρο 6

Στρατηγική ανάλυση

1.   Η στρατηγική ανάλυση προσδιορίζει τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες και καθορίζει τις βασικές ενέργειες για τη διατήρηση των εν λόγω βασικών επιχειρηματικών τομέων και κρίσιμων λειτουργιών σε καταστάσεις οικονομικής πίεσης.

2.   Η στρατηγική ανάλυση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες υποενότητες:

α)

περιγραφή της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, σύμφωνα με το άρθρο 7·

β)

περιγραφή των επιλογών ανάκαμψης, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 12.

Άρθρο 7

Περιγραφή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης

1.   Η υποενότητα της στρατηγικής ανάλυσης στην οποία περιγράφεται η οντότητα ή οι οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

γενικό χαρακτηρισμό της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, μεταξύ άλλων:

i)

περιγραφή της συνολικής παγκόσμιας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους και της στρατηγικής κινδύνου τους·

ii)

το επιχειρηματικό μοντέλο και το επιχειρηματικό σχέδιό τους, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου με τις κύριες περιοχές δικαιοδοσίας στις οποίες δραστηριοποιούνται, μεταξύ άλλων και μέσω νομικής οντότητας ή υποκαταστήματος που πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2·

iii)

τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες τους·

iv)

τη διαδικασία και τις μετρήσεις για τον προσδιορισμό των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών τους·

β)

καταγραφή των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών των νομικών οντοτήτων και των υποκαταστημάτων που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2·

γ)

λεπτομερή περιγραφή των νομικών και χρηματοοικονομικών δομών της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο, συμπεριλαμβανομένης της επεξήγησης των ενδοομιλικών διασυνδέσεων όσον αφορά τυχόν νομικές οντότητες ή υποκαταστήματα που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2, και ειδικότερα περιγραφή για τα κάτωθι στοιχεία:

i)

όλα τα υφιστάμενα σημαντικά ενδοομιλικά ανοίγματα και τις χρηματοδοτικές σχέσεις, τις ροές κεφαλαίων εντός της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, τις εν ισχύι ενδοομιλικές εγγυήσεις, καθώς και τις ενδοομιλικές εγγυήσεις που αναμένεται να έχουν ενεργοποιηθεί, όταν απαιτηθούν οι δράσεις ανάκαμψης·

ii)

τη νομική διασύνδεση, η οποία καλύπτει τις σημαντικές νομικά δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου, περιλαμβανομένης, για παράδειγμα, της ύπαρξης συμβάσεων ελέγχου και συμβάσεων μεταφοράς κερδών και ζημιών·

iii)

τη λειτουργική διασύνδεση, η οποία αφορά λειτουργίες οι οποίες είναι κεντροποιημένες σε μία νομική οντότητα ή ένα υποκατάστημα και οι οποίες είναι σημαντικές για τη λειτουργία άλλων νομικών οντοτήτων, υποκαταστημάτων ή του ομίλου, ειδικότερα, κεντροποιημένες λειτουργίες τεχνολογίας πληροφοριών, λειτουργίες διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων, λειτουργίες κινδύνου ή διοικητικές λειτουργίες·

iv)

τυχόν υφιστάμενες συμφωνίες χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου, που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μερών της συμφωνίας, της μορφής της χρηματοπιστωτικής στήριξης και των προϋποθέσεων που συνδέονται με την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης·

δ)

περιγραφή της εξωτερικής διασύνδεσης, όπου περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

i)

τα σημαντικά ανοίγματα και οι υποχρεώσεις έναντι βασικών αντισυμβαλλομένων·

ii)

τα σημαντικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα και οι υπηρεσίες που παρέχει η οντότητα ή οι οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης προς άλλους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

iii)

οι σημαντικές υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται από τρίτους στην οντότητα ή στις οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ), κάθε αναφορά σε νομικές οντότητες ή υποκαταστήματα νοείται ως αναφορά σε νομικές οντότητες ή υποκαταστήματα που:

α)

συνεισφέρουν σημαντικά στην κερδοφορία ή στη χρηματοδότηση της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, ή έχουν στην κατοχή τους σημαντικό μερίδιο των στοιχείων ενεργητικού, των στοιχείων παθητικού ή του κεφαλαίου τους·

β)

ασκούν βασικές εμπορικές δραστηριότητες·

γ)

εκτελούν κεντρικά βασικές επιχειρησιακές λειτουργίες, λειτουργίες κινδύνου ή διοικητικές λειτουργίες·

δ)

ενέχουν σημαντικούς κινδύνους οι οποίοι θα μπορούσαν, στο δυσμενέστερο σενάριο, να θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή του ομίλου·

ε)

δεν θα μπορούσαν να διατεθούν προς πώληση ή εκκαθάριση χωρίς την πιθανή ενεργοποίηση σοβαρού κινδύνου για το ίδρυμα ή τον όμιλο συνολικά·

στ)

είναι σημαντικές/-ά για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τουλάχιστον ενός από τα κράτη μέλη στα οποία εδρεύουν ή δραστηριοποιούνται.

Άρθρο 8

Επιλογές ανάκαμψης

1.   Η υποενότητα που αφορά τις επιλογές ανάκαμψης περιλαμβάνει κατάλογο με όλες τις επιλογές ανάκαμψης και περιγραφή καθεμίας από τις επιλογές, σύμφωνα με τα άρθρα 9 έως 12.

2.   Η υποενότητα που αφορά τις επιλογές ανάκαμψης προβλέπει μια σειρά επιλογών ανάκαμψης οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση σεναρίων οικονομικής πίεσης και οι οποίες αναμένεται εύλογα να συμβάλουν στη διατήρηση ή αποκατάσταση της βιωσιμότητας και της χρηματοοικονομικής θέσης της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης.

3.   Κάθε επιλογή ανάκαμψης περιγράφεται με τρόπο που επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να προβαίνει σε εκτίμηση των επιπτώσεων και της σκοπιμότητάς της.

4.   Οι επιλογές ανάκαμψης περιλαμβάνουν μέτρα έκτακτου χαρακτήρα, καθώς και μέτρα τα οποία μπορούν επίσης να ληφθούν και στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης.

5.   Δεν εξαιρούνται επιλογές ανάκαμψης απλώς και μόνον επειδή θα απαιτούσαν μεταβολή της τρέχουσας φύσης της δραστηριότητας της εν λόγω οντότητας ή των εν λόγω οντοτήτων.

Άρθρο 9

Δράσεις, ρυθμίσεις και μέτρα που περιλαμβάνονται στις επιλογές ανάκαμψης

1.   Σε κάθε επιλογή ανάκαμψης αναφέρονται τουλάχιστον τα κάτωθι στοιχεία:

α)

μια σειρά δράσεων σε επίπεδο κεφαλαίων και ρευστότητας οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της βιωσιμότητας και της χρηματοοικονομικής θέσης της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης και οι οποίες στοχεύουν πρωταρχικά στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων·

β)

ρυθμίσεις και μέτρα των οποίων πρωταρχικός στόχος είναι η διατήρηση ή η αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, με εξωτερικές ανακεφαλαιοποιήσεις και εσωτερικά μέτρα για βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης·

γ)

ρυθμίσεις και μέτρα που διασφαλίζουν ότι η οντότητα ή οι οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης έχουν επαρκή πρόσβαση σε έκτακτες πηγές χρηματοδότησης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορούν να συνεχίσουν τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων τους και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, όταν καθίστανται απαιτητές·

δ)

ρυθμίσεις και μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου και της μόχλευσης ή για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τομέων, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, ανάλυσης των ενδεχόμενων σημαντικών εκποιήσεων στοιχείων ενεργητικού, νομικών οντοτήτων ή επιχειρηματικών τομέων·

ε)

ρυθμίσεις και μέτρα των οποίων πρωταρχικός στόχος είναι η επίτευξη της αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων σε οικειοθελή βάση, χωρίς την ενεργοποίηση γεγονότων αθέτησης, καταγγελίας, υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας ή άλλων συναφών γεγονότων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), τα μέτρα περιλαμβάνουν εξωτερικά μέτρα και, κατά περίπτωση, μέτρα που στοχεύουν στην αναδιοργάνωση της διαθέσιμης ρευστότητας εντός του ομίλου. Οι έκτακτες πηγές χρηματοδότησης περιλαμβάνουν τις δυνητικές πηγές ρευστότητας, την εκτίμηση των διαθέσιμων εξασφαλίσεων και την εκτίμηση της δυνατότητας μεταβίβασης ρευστότητας μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου και των επιχειρηματικών τομέων.

2.   Όταν μια επιλογή ανάκαμψης δεν περιλαμβάνει τις δράσεις, τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ε), η υποενότητα σχετικά με τις επιλογές ανάκαμψης περιλαμβάνει απόδειξη ότι οι εν λόγω δράσεις, ρυθμίσεις ή μέτρα έχουν εξεταστεί επαρκώς από το ίδρυμα, τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση ή τη θυγατρική που συνέταξε και υπέβαλε το σχέδιο.

Άρθρο 10

Εκτίμηση επιπτώσεων

Κάθε επιλογή ανάκαμψης περιλαμβάνει εκτίμηση επιπτώσεων η οποία, ειδικότερα, περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, των εργασιών και των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας ή των οντοτήτων τις οποίες αφορά το σχέδιο ανάκαμψης, και κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

χρηματοοικονομική και λειτουργική εκτίμηση επιπτώσεων στην οποία προσδιορίζονται οι αναμενόμενες επιπτώσεις στη φερεγγυότητα, τη ρευστότητα, τις θέσεις χρηματοδότησης, την κερδοφορία και τις εργασίες της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης· κατά περίπτωση, στην εκτίμηση προσδιορίζονται με σαφήνεια οι διάφορες οντότητες του ομίλου οι οποίες ενδέχεται να επηρεαστούν από την επιλογή ή να εμπλακούν στην εφαρμογή της·

2)

εκτίμηση των εξωτερικών επιπτώσεων και των συστημικών συνεπειών στην οποία προσδιορίζονται οι αναμενόμενες επιπτώσεις στις κρίσιμες λειτουργίες τις οποίες εκτελεί η οντότητα ή οι οντότητες, που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, καθώς και οι επιπτώσεις στους μετόχους, τους πελάτες, ιδίως στους καταθέτες και το επενδυτικό κοινό, στους αντισυμβαλλομένους και, κατά περίπτωση, στον υπόλοιπο όμιλο·

3)

τις παραδοχές αποτίμησης και όλες τις λοιπές παραδοχές που έχουν γίνει για τους σκοπούς των εκτιμήσεων των σημείων 1) και 2), συμπεριλαμβανομένων και των παραδοχών για την εμπορευσιμότητα των περιουσιακών στοιχείων ή τη συμπεριφορά των λοιπών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 11

Εκτίμηση σκοπιμότητας

1.   Κάθε επιλογή ανάκαμψης περιλαμβάνει εκτίμηση σκοπιμότητας, η οποία περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

εκτίμηση του κινδύνου που συνδέεται με την επιλογή ανάκαμψης, βάσει οποιασδήποτε εμπειρίας εκτέλεσης της επιλογής ανάκαμψης ή ισοδύναμου μέτρου·

β)

λεπτομερή ανάλυση και περιγραφή κάθε ουσιώδους εμποδίου στην αποτελεσματική και έγκαιρη εκτέλεση του σχεδίου και περιγραφή του κατά πόσον και με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια·

γ)

κατά περίπτωση, ανάλυση των δυνητικών εμποδίων στην αποτελεσματική εφαρμογή της επιλογής ανάκαμψης, τα οποία απορρέουν από τη δομή του ομίλου ή τις ενδοομιλικές ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων και αν υπάρχουν ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου·

δ)

λύσεις στα δυνητικά εμπόδια που προσδιορίζονται στα στοιχεία β) και γ).

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ουσιώδες εμπόδιο περιλαμβάνει κάθε παράγοντα ο οποίος δυνητικά θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την έγκαιρη εκτέλεση της επιλογής ανάκαμψης, περιλαμβανομένων, ειδικότερα, νομικών, λειτουργικών, επιχειρηματικών, χρηματοπιστωτικών κινδύνων και κινδύνων φήμης, όπως τυχόν κίνδυνος από υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας.

Άρθρο 12

Συνέχεια των λειτουργιών

1.   Κάθε επιλογή ανάκαμψης περιλαμβάνει εκτίμηση του τρόπου διασφάλισης της συνέχειας των λειτουργιών κατά την εφαρμογή της συγκεκριμένης επιλογής ανάκαμψης.

2.   Η εν λόγω εκτίμηση περιλαμβάνει ανάλυση των εσωτερικών λειτουργιών (για παράδειγμα, συστήματα τεχνολογίας πληροφοριών, λειτουργίες προμηθευτών και ανθρωπίνου δυναμικού) και της πρόσβασης της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης σε υποδομές της αγοράς (για παράδειγμα, στα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού και στα συστήματα πληρωμών). Ειδικότερα, στην εκτίμηση των έκτακτων λειτουργικών συνθηκών λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

α)

τυχόν ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς πρόσβασης στις σχετικές υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών·

β)

τυχόν ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των υπηρεσιών πληροφορικής·

γ)

το αναμενόμενο χρονικό πλαίσιο για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της επιλογής ανάκαμψης·

δ)

η αποτελεσματικότητα της επιλογής ανάκαμψης και η επάρκεια των δεικτών σε μια σειρά σεναρίων οικονομικής πίεσης στο πλαίσιο των οποίων αξιολογούνται οι επιπτώσεις καθενός από τα εν λόγω σενάρια στην οντότητα ή στις οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, ιδίως στο κεφάλαιο, στη ρευστότητα, στην κερδοφορία, στο προφίλ κινδύνου και στις δραστηριότητές τους.

3.   Η εκτίμηση αυτή προσδιορίζει την επιλογή ανάκαμψης που μπορεί να είναι κατάλληλη για κάθε συγκεκριμένο σενάριο, τις δυνητικές επιπτώσεις της επιλογής ανάκαμψης, τη σκοπιμότητά της, περιλαμβανομένων των δυνητικών εμποδίων στην εφαρμογή της, καθώς και το χρονικό πλαίσιο που απαιτείται για την εφαρμογή της.

Με βάση αυτές τις πληροφορίες, η εκτίμηση περιγράφει τη συνολική δυνατότητα ανάκαμψης της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, και αποτελεί το μέτρο στο οποίο οι επιλογές ανάκαμψης επιτρέπουν στην εν λόγω οντότητα ή στις εν λόγω οντότητες να ανακάμψουν σε μια σειρά σεναρίων σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών.

Άρθρο 13

Διαπαραπομπές

Όταν οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 7 έχουν υποβληθεί στις αρχές εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιλέξουν να αποδεχτούν τις διαπαραπομπές στις εν λόγω πληροφορίες ως επαρκείς για την εκπλήρωση της απαίτησης του άρθρου 7, εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η πληρότητα και η ποιότητα του σχεδίου ανάκαμψης, όπως απαιτείται στο κεφάλαιο I τμήμα III του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 14

Σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης

1.   Το σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης καλύπτει λεπτομερώς τα ακόλουθα θέματα:

α)

την εσωτερική επικοινωνία, ιδίως προς το προσωπικό, τα συμβούλια εργαζομένων ή λοιπούς εκπροσώπους του προσωπικού·

β)

την εξωτερική επικοινωνία, ιδίως προς τους μετόχους και λοιπούς επενδυτές, τις αρμόδιες αρχές, τους αντισυμβαλλομένους, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, τις υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς, τους καταθέτες και το κοινό, κατά περίπτωση·

γ)

αποτελεσματικές προτάσεις για τη διαχείριση τυχόν δυνητικών αρνητικών αντιδράσεων της αγοράς.

2.   Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστον, ανάλυση του τρόπου εφαρμογής του σχεδίου επικοινωνίας και γνωστοποίησης, σε περίπτωση εφαρμογής μιας ή περισσότερων από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης.

3.   Στο σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης εξετάζονται επαρκώς τυχόν συγκεκριμένες ανάγκες επικοινωνίας για τις επιμέρους επιλογές ανάκαμψης.

Άρθρο 15

Προπαρασκευαστικά μέτρα

1.   Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει ανάλυση τυχόν προπαρασκευαστικών μέτρων τα οποία έχει λάβει η οντότητα ή οι οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο ανάκαμψης, ή τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του σχεδίου ανάκαμψης ή για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του, μαζί με χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

2.   Τα εν λόγω προπαρασκευαστικά μέτρα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε μέτρα είναι αναγκαία για να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την αποτελεσματική εφαρμογή των επιλογών ανάκαμψης που έχουν προσδιοριστεί στο σχέδιο ανάκαμψης.

ΤΜΗΜΑ III

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης

Άρθρο 16

Πληρότητα των σχεδίων ανάκαμψης

Η αρμόδια αρχή αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ένα σχέδιο ανάκαμψης ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 ή στο άρθρο 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αντίστοιχα, και εξετάζει την πληρότητα του σχεδίου με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

αν το σχέδιο καλύπτει όλες τις πληροφορίες που παρατίθενται στο τμήμα Α του παραρτήματος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στο κεφάλαιο I τμήμα I του παρόντος κανονισμού·

2)

αν το σχέδιο παρέχει επικαιροποιημένες πληροφορίες, επίσης όσον αφορά τυχόν ουσιώδεις μεταβολές στην οντότητα ή τις οντότητες, ιδίως μεταβολές στη νομική ή οργανωτική δομή τους, στις δραστηριότητές τους ή στη χρηματοοικονομική τους κατάσταση από την τελευταία υποβολή του σχεδίου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

3)

κατά περίπτωση, αν το σχέδιο περιλαμβάνει ανάλυση του πώς και πότε η οντότητα ή οι οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο δύνανται να υποβάλουν αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και αν προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις·

4)

αν το σχέδιο αποτυπώνει επαρκώς μια κατάλληλη σειρά σεναρίων σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών αναφορικά με τις ιδιαίτερες συνθήκες της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών τις οποίες εκδίδει η ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όπου καθορίζεται περαιτέρω το φάσμα σεναρίων που πρόκειται να χρησιμοποιούνται στα σχέδια ανάκαμψης, και με καταβολή κάθε προσπάθειας για τη συμμόρφωση προς αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

5)

αν το σχέδιο περιλαμβάνει πλαίσιο δεικτών που προσδιορίζει τα σημεία στα οποία είναι δυνατόν να αναληφθούν οι κατάλληλες δράσεις που αναφέρονται στο σχέδιο·

6)

αν οι πληροφορίες που αναφέρονται στα σημεία 1) έως 5) παρέχονται σε σχέση με τον όμιλο συνολικά·

7)

αν το σχέδιο περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, ρυθμίσεις για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, που υιοθετούνται βάσει συμφωνίας για χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, η οποία έχει συναφθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο III της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

8)

αν για καθένα από τα σενάρια σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών, που αποτυπώνεται στο σχέδιο σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το σχέδιο προσδιορίζει κατά πόσον υφίστανται τα εξής:

α)

εμπόδια στην εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης εντός του ομίλου, καθώς και σε επίπεδο επιμέρους οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο·

β)

ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου.

Άρθρο 17

Ποιότητα των σχεδίων ανάκαμψης

Κατά την αξιολόγηση των απαιτήσεων και των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 5 και στο άρθρο 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή εξετάζει την ποιότητα του σχεδίου ανάκαμψης με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

η σαφήνεια του σχεδίου θεωρείται τεκμηριωμένη, εάν:

α)

το σχέδιο είναι εύληπτο και έχει συνταχθεί σε σαφή και κατανοητή γλώσσα·

β)

οι ορισμοί και οι περιγραφές είναι σαφείς και συνεπείς σε όλη την έκταση του σχεδίου·

γ)

οι παραδοχές και οι αποτιμήσεις που έχουν διενεργηθεί στο πλαίσιο του σχεδίου επεξηγούνται·

δ)

οι παραπομπές σε έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο σχέδιο, καθώς και τα τυχόν παραρτήματα, συμπληρώνουν το σχέδιο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να συνεισφέρουν ουσιαστικά στον προσδιορισμό των επιλογών για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας και της βιωσιμότητας της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο·

2)

η συνάφεια των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο σχέδιο θεωρείται τεκμηριωμένη, εάν οι πληροφορίες αυτές εστιάζονται στον προσδιορισμό των επιλογών για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας και της βιωσιμότητας του ιδρύματος ή του ομίλου·

3)

η πληρότητα του σχεδίου ανάκαμψης θεωρείται τεκμηριωμένη, εάν, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της φύσης της δραστηριότητας της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο και του μεγέθους τους και της διασύνδεσής τους με άλλα ιδρύματα και ομίλους, καθώς και με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα:

α)

το σχέδιο παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες όσον αφορά τις πληροφορίες που απαιτείται να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης δυνάμει των άρθρων 5 και 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

β)

το σχέδιο περιλαμβάνει αρκούντως ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης και δεικτών, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών τις οποίες εκδίδει η ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όπου προσδιορίζονται περαιτέρω οι δείκτες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης, και με καταβολή κάθε προσπάθειας για τη συμμόρφωση προς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

4)

η εσωτερική συνοχή του σχεδίου θεωρείται τεκμηριωμένη:

α)

σε περίπτωση ατομικού σχεδίου ανάκαμψης, εφόσον υπάρχει εσωτερική συνοχή στο ίδιο το σχέδιο·

β)

σε περίπτωση σχεδίου ανάκαμψης ομίλου, εφόσον υπάρχει εσωτερική συνοχή στο ίδιο το σχέδιο ομίλου·

γ)

όταν έχουν ζητηθεί σχέδια σε ατομική βάση για τις θυγατρικές δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εφόσον υπάρχει εσωτερική συνοχή μεταξύ αυτών των σχεδίων και του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου.

Άρθρο 18

Εφαρμογή των ρυθμίσεων που προτείνονται στα σχέδια ανάκαμψης

1.   Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο ένα σχέδιο ανάκαμψης πληροί το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρμόδια αρχή εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το επίπεδο πληρότητας και συνέπειας του σχεδίου με τη γενική εταιρική διακυβέρνηση και τις εσωτερικές διαδικασίες της οντότητας ή των οντοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται το σχέδιο, καθώς και με το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου τους·

β)

αν το σχέδιο περιλαμβάνει επαρκή αριθμό εφικτών και βιώσιμων επιλογών ανάκαμψης οι οποίες καθιστούν ευλόγως πιθανό ότι το ίδρυμα ή ο όμιλος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποτελεσματικά διάφορα σενάρια χρηματοοικονομικών δυσχερειών·

γ)

αν οι επιλογές ανάκαμψης που περιλαμβάνονται στο σχέδιο προβλέπουν δράσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα σενάρια σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών που αποτυπώνονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

δ)

αν το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των επιλογών είναι ρεαλιστική και αν λαμβάνεται υπόψη στις προβλεπόμενες διαδικασίες για τη διασφάλιση της εφαρμογής των επιλογών ανάκαμψης·

ε)

το επίπεδο ετοιμότητας του ιδρύματος ή του ομίλου για τη διόρθωση της κατάστασης οικονομικής πίεσης, όπως προσδιορίζεται ιδίως αξιολογώντας αν τα αναγκαία προπαρασκευαστικά μέτρα έχουν προσδιοριστεί επαρκώς και, κατά περίπτωση, αν τα εν λόγω μέτρα έχουν εφαρμοστεί ή αν έχει καταρτιστεί σχέδιο για την εφαρμογή τους·

στ)

την επάρκεια της σειράς σεναρίων σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών έναντι των οποίων έχει ελεγχθεί δοκιμαστικά το σχέδιο·

ζ)

την επάρκεια των διαδικασιών για τον δοκιμαστικό έλεγχο του σχεδίου έναντι των σεναρίων που αναφέρονται στο στοιχείο στ) και τον βαθμό στον οποίο η ανάλυση των επιλογών ανάκαμψης και των δεικτών κάθε σεναρίου επαληθεύεται από τον εν λόγω δοκιμαστικό έλεγχο·

η)

κατά πόσον οι παραδοχές και οι αποτιμήσεις που έχουν διενεργηθεί στο πλαίσιο του σχεδίου, καθώς και κάθε επιλογής ανάκαμψης, είναι ρεαλιστικές και εφικτές.

2.   Για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας κάθε επιλογής ανάκαμψης που προβλέπεται στο σχέδιο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), λαμβάνονται υπόψη όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ο βαθμός στον οποίο το ίδρυμα ή ο όμιλος έχει τον έλεγχο της εφαρμογής της και ο βαθμός στον οποίο θα βασιζόταν σε ενέργειες τρίτων μερών·

β)

αν το σχέδιο περιλαμβάνει αρκούντως ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης και κατάλληλων δεικτών, προϋποθέσεων και διαδικασιών για τη διασφάλιση της έγκαιρης εφαρμογής αυτών των επιλογών·

γ)

ο βαθμός στον οποίο στο σχέδιο εξετάζονται οι ευλόγως προβλέψιμες επιπτώσεις της εφαρμογής της προτεινόμενης επιλογής ανάκαμψης στο ίδρυμα ή στον όμιλο·

δ)

κατά πόσον το σχέδιο, και ειδικότερα οι επιλογές ανάκαμψης, θα ήταν πιθανόν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή του ομίλου και να αποκαταστήσουν τη χρηματοοικονομική του ευρωστία·

ε)

κατά περίπτωση, ο βαθμός στον οποίο το ίδρυμα ή ο όμιλος, ή ανταγωνιστές με παρόμοια χαρακτηριστικά, έχουν διαχειριστεί προηγούμενο περιστατικό οικονομικής πίεσης με χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν με το υπό εξέταση σενάριο, χρησιμοποιώντας τις περιγραφόμενες επιλογές ανάκαμψης, ιδίως όσον αφορά την έγκαιρη εφαρμογή των επιλογών ανάκαμψης και, στην περίπτωση σχεδίου ανάκαμψης ομίλου, τον συντονισμό των επιλογών ανάκαμψης εντός του ομίλου.

Άρθρο 19

Επιλογές ανάκαμψης

Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο το σχέδιο ανάκαμψης πληροί το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρμόδια αρχή εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

αν είναι ευλόγως πιθανό το σχέδιο και οι επιμέρους επιλογές ανάκαμψης να μπορούν να εφαρμοστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά, ακόμη και σε καταστάσεις σοβαρών μακροοικονομικών ή χρηματοοικονομικών δυσχερειών·

2)

αν είναι ευλόγως πιθανό το σχέδιο και οι επιμέρους επιλογές ανάκαμψης να μπορούν να εφαρμοστούν σε τέτοιον βαθμό ώστε να επιτευχθούν επαρκώς οι στόχοι τους, χωρίς να υπάρξουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα·

3)

αν η σειρά επιλογών ανάκαμψης μειώνει επαρκώς τον κίνδυνο εμφάνισης εμποδίων, κατά την εφαρμογή των εν λόγω επιλογών, ή δυσμενών συστημικών επιπτώσεων, εξαιτίας της ταυτόχρονης ανάληψης δράσεων ανάκαμψης από άλλα ιδρύματα ή ομίλους·

4)

τον βαθμό στον οποίο οι επιλογές ανάκαμψης ενδέχεται να συγκρούονται με τις αντίστοιχες επιλογές ιδρυμάτων ή ομίλων με παρόμοια ευάλωτα σημεία, για παράδειγμα λόγω των παρόμοιων επιχειρηματικών μοντέλων, στρατηγικών ή πεδίων δραστηριότητάς τους, εάν οι επιλογές εφαρμόζονταν ταυτόχρονα·

5)

τον βαθμό στον οποίο η ταυτόχρονη εφαρμογή επιλογών ανάκαμψης από διάφορα ιδρύματα ή ομίλους είναι πιθανόν να επηρεάσει αρνητικά τον αντίκτυπο και τη σκοπιμότητα των εν λόγω επιλογών.

Άρθρο 20

Ειδικές απαιτήσεις για τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου

Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου πληροί τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 4 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρμόδια αρχή εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

τον βαθμό στον οποίο το σχέδιο μπορεί να σταθεροποιήσει τον όμιλο στο σύνολό του, καθώς και οποιοδήποτε ίδρυμα του ομίλου, όπου λαμβάνονται ιδίως υπόψη τα εξής:

α)

η διαθεσιμότητα των επιλογών ανάκαμψης σε επίπεδο ομίλου για την αποκατάσταση, κατά περίπτωση, της χρηματοοικονομικής θέσης μιας θυγατρικής, χωρίς να διαταραχθεί η χρηματοοικονομική ευρωστία του ομίλου·

β)

αν, μετά την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης επιλογής ανάκαμψης, θα εξακολουθούσε να είναι βιώσιμο το επιχειρηματικό μοντέλο του ομίλου στο σύνολό του, καθώς και οποιουδήποτε ιδρύματος του ομίλου το οποίο προβλέπεται να συνεχίσει να ασκεί δραστηριότητα βάσει της εν λόγω επιλογής ανάκαμψης·

γ)

ο βαθμός στον οποίο οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο διασφαλίζουν τον συντονισμό και τη συνέπεια των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν σε επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, δυνάμει του τίτλου VII κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή σε επίπεδο μεμονωμένων ιδρυμάτων, αντίστοιχα. Ειδικότερα, εξετάζεται ο βαθμός στον οποίο οι διαδικασίες διακυβέρνησης που περιλαμβάνονται στο σχέδιο λαμβάνουν υπόψη τη δομή διακυβέρνησης των επιμέρους θυγατρικών, καθώς και τυχόν σχετικούς νομικούς περιορισμούς·

2)

τον βαθμό στον οποίο το σχέδιο παρέχει λύσεις για την υπέρβαση τυχόν εμποδίων στην εφαρμογή των μέτρων ανάκαμψης εντός του ομίλου, τα οποία προσδιορίζονται σε σχέση με το σενάριο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ· εάν δεν είναι δυνατή η υπέρβαση των εμποδίων, τον βαθμό στον οποίο οι ίδιοι στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω εναλλακτικών μέτρων ανάκαμψης·

3)

τον βαθμό στον οποίο το σχέδιο παρέχει λύσεις για την υπέρβαση τυχόν εντοπισθέντων ουσιαστικών πρακτικών ή νομικών εμποδίων ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου· εάν δεν είναι δυνατή η υπέρβαση των εμποδίων, τον βαθμό στον οποίο οι ίδιοι στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω εναλλακτικών επιλογών ανάκαμψης.

Άρθρο 21

Φύση της οντότητας ή των οντοτήτων υπό αξιολόγηση

Κατά την αξιολόγηση της συνολικής αξιοπιστίας ενός σχεδίου ανάκαμψης σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 και 20, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη τη φύση της δραστηριότητας της οντότητας ή των οντοτήτων που καλύπτονται από το σχέδιο, το μέγεθός τους και τη διασύνδεσή τους με άλλα ιδρύματα και ομίλους, καθώς και με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΣΧΕΔΙΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ I

Περιεχόμενο των σχεδίων εξυγίανσης

Άρθρο 22

Κατηγορίες πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια εξυγίανσης

Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον τα στοιχεία που προβλέπονται στα σημεία 1) έως 8) του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων όλων των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 10 και 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και τυχόν πρόσθετων πληροφοριών που απαιτούνται για να καταστεί δυνατή η υλοποίηση της στρατηγικής εξυγίανσης:

1)

σύνοψη του σχεδίου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει περιγραφή του ιδρύματος ή του ομίλου και σύνοψη των στοιχείων που αναφέρονται στα σημεία 2) έως 8)·

2)

περιγραφή της στρατηγικής εξυγίανσης που εξετάζεται στο σχέδιο, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

α)

τον προσδιορισμό των διαφόρων δράσεων εξυγίανσης που προβλέπονται στο πλαίσιο του σχεδίου·

β)

τον προσδιορισμό της νομικής οντότητας ή των νομικών οντοτήτων στις οποίες θα εφαρμοστούν οι δράσεις εξυγίανσης·

γ)

τον προσδιορισμό τυχόν κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων που θα διατηρηθούν και εκείνων που αναμένεται να διαχωριστούν από άλλες λειτουργίες·

δ)

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου, όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 7 στοιχείο δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

ε)

λεπτομερή περιγραφή οποιωνδήποτε παραλλαγών της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης που θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν καταστάσεις στις οποίες δεν μπορεί να εφαρμοστεί η προτιμώμενη στρατηγική·

στ)

περιγραφή της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης, περιλαμβανομένου του χρονοδιαγράμματος που απαιτείται για τις αποφάσεις·

ζ)

για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, τις ρυθμίσεις για τη συνεργασία και τον συντονισμό μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και άλλων σχετικών αρχών των κρατών μελών, στα οποία είναι εγκατεστημένες οντότητες του ομίλου ή έχουν σημαντικά υποκαταστήματα, και των σχετικών αρχών τρίτων χωρών στις οποίες είναι εγκατεστημένες οντότητες του ομίλου, σύμφωνα με τις γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI τμήμα I·

3)

περιγραφή των πληροφοριών, καθώς και των ρυθμίσεων για την παροχή των πληροφοριών, που είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

περιγραφή των πληροφοριών, καθώς και των διαδικασιών για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των εν λόγω πληροφοριών που απαιτούνται για τους σκοπούς της αποτίμησης σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 49 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και της ικανότητας της αγοράς, ιδίως σύμφωνα με τις απαιτήσεις εμπορίας για τα εργαλεία πώλησης δραστηριοτήτων και μεταβατικής τράπεζας·

β)

καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων των νομικών οντοτήτων, στην οποία προσδιορίζονται ιδίως οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς που καλύπτονται από οντότητες που υπόκεινται σε δράσεις εξυγίανσης και οι κρίσιμες λειτουργίες ή οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς που κατανέμονται μεταξύ νομικών οντοτήτων και πρόκειται να διαχωριστούν σε περίπτωση εφαρμογής της στρατηγικής εξυγίανσης·

γ)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και άλλων σχετικών αρχών, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των αρχών άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 90 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

δ)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων που διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ είναι επικαιροποιημένες και διαθέσιμες για τις αρχές εξυγίανσης, όποτε απαιτηθεί·

4)

περιγραφή των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση της λειτουργικής συνέχειας της πρόσβασης στις κρίσιμες λειτουργίες κατά την εξυγίανση, η οποία περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον περιγραφή των εξής στοιχείων:

α)

των κρίσιμων κοινών συστημάτων και λειτουργιών που απαιτείται να συνεχιστούν ώστε να διατηρηθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών, καθώς και των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση της συμβατικής και λειτουργικής αρτιότητας της παροχής τους κατά την εξυγίανση·

β)

των εσωτερικών και εξωτερικών αλληλεξαρτήσεων που είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της λειτουργικής συνέχειας·

γ)

των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών ή λοιπών αναγκαίων χρηματοπιστωτικών υποδομών για τη διατήρηση των κρίσιμων λειτουργιών, περιλαμβανομένης μιας εκτίμησης της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων πελατών·

5)

περιγραφή των χρηματοδοτικών απαιτήσεων και των πηγών χρηματοδότησης που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης που προβλέπεται στο σχέδιο, η οποία περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον:

α)

περιγραφή των απαιτήσεων χρηματοδότησης, εύρεσης κεφαλαίων και ρευστότητας που προκύπτουν από τη στρατηγική εξυγίανσης·

β)

περιγραφή των δυνητικών πηγών χρηματοδότησης της εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των όρων της χρηματοδότησης, των προϋποθέσεων για τη χρήση τους, του χρόνου διαθεσιμότητάς τους, των οντοτήτων στις οποίες μπορούν να παράσχουν χρηματοδότηση, καθώς και τυχών απαιτήσεων για εξασφαλίσεις·

γ)

κατά περίπτωση, περιγραφή και ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα ή ένας όμιλος δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου εξυγίανσης, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες (εξαιρείται η επείγουσα στήριξη της ρευστότητας ή άλλη στήριξη με ασυνήθεις όρους) κατά την εξυγίανση, περιλαμβανομένου του προσδιορισμού των διαθέσιμων εξασφαλίσεων·

δ)

για τους ομίλους, περιγραφή των αρχών που έχουν τυχόν συμφωνηθεί για τον επιμερισμό της ευθύνης για τη χρηματοδότηση μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης σε διαφορετικές περιοχές δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων και μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης στα διάφορα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

6)

σχέδια για την επικοινωνία με τις ομάδες κρίσιμων ενδιαφερομένων, οι οποίες περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστον:

α)

τη διοίκηση, τους ιδιοκτήτες και το προσωπικό του ιδρύματος ή του ομίλου, περιλαμβανομένων και διαδικασιών για διαβούλευση με το προσωπικό και, κατά περίπτωση, διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, και εκτίμηση του αντικτύπου που θα έχει το σχέδιο στους υπαλλήλους·

β)

τους πελάτες, τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό·

γ)

τους καταθέτες, τους μετόχους, τους ομολογιούχους, τους αντισυμβαλλομένους, τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών και λοιπούς θιγόμενους συμμετέχοντες στην αγορά·

δ)

τυχόν διοικητικά ή δικαστικά όργανα από τα οποία απαιτείται έγκριση ή άδεια η οποία είναι κρίσιμη για την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης·

ε)

τυχόν συμβούλους που είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης·

7)

τα συμπεράσματα της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, τα οποία περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστον:

α)

αν επί του παρόντος είναι δυνατόν να εξυγιανθεί το ίδρυμα ή ο όμιλος·

β)

σύνοψη των συμπερασμάτων της εκτίμησης σχετικά με την εκκαθάριση, που απαιτείται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

γ)

λεπτομερή περιγραφή τυχόν εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης που έχουν εντοπιστεί, και τυχόν μέτρων που προτείνει το ίδρυμα, ο όμιλος ή η αρχή εξυγίανσης για την αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων·

δ)

ποσοτικοποιημένη εκτίμηση οποιασδήποτε μεταβολής στις ελάχιστες απαιτήσεις επιλέξιμων υποχρεώσεων, ή την κατάλληλη τοποθεσία των επιλέξιμων υποχρεώσεων, η οποία είναι απαραίτητη για την εξάλειψη ή την αντιμετώπιση των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και προσδιορίζονται περαιτέρω στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

8)

τυχόν γνώμη που έχει εκφράσει το ίδρυμα ή ο όμιλος σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης.

ΤΜΗΜΑ II

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης

Άρθρο 23

Στάδια εκτίμησης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν τη δυνατότητα εξυγίανσης βάσει των ακόλουθων διαδοχικών σταδίων:

α)

εκτίμηση της σκοπιμότητας και της αξιοπιστίας της εκκαθάρισης του ιδρύματος ή του ομίλου υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 24·

β)

επιλογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης προς εκτίμηση, σύμφωνα με το άρθρο 25·

γ)

εκτίμηση της σκοπιμότητας της επιλεγμένης στρατηγικής εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 26 έως 31·

δ)

εκτίμηση της αξιοπιστίας της επιλεγμένης στρατηγικής εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 32.

2.   Όταν η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι είναι σαφές ότι κάποια ιδρύματα ή όμιλοι ενέχουν παρόμοιους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή ότι η εκκαθάρισή τους είναι πιθανόν να μην είναι εφικτή υπό παρόμοιες συνθήκες, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης μπορεί να διενεργήσει την εκτίμηση της σκοπιμότητας και της αξιοπιστίας της εκκαθάρισης των εν λόγω ιδρυμάτων ή ομίλων με παρόμοιο ή πανομοιότυπο τρόπο.

Οι κατηγορίες ιδρυμάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί ιδίως να καθορίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 98 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Όταν η αρχή εξυγίανσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να μην είναι εφικτό ή αξιόπιστο να προχωρήσει σε εκκαθάριση του ιδρύματος ή οντοτήτων του ομίλου υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ή ότι μπορεί να είναι αναγκαία η ανάληψη δράσεων εξυγίανσης για λόγους που άπτονται του δημοσίου συμφέροντος, επειδή η εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν θα επιτύγχανε τους στόχους εξυγίανσης στον ίδιο βαθμό, τότε η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει την προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης η οποία είναι κατάλληλη για το ίδρυμα ή τον όμιλο, βάσει των πληροφοριών που παρέχει το ίδρυμα ή ο όμιλος δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και των κριτηρίων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Στον βαθμό που είναι αναγκαίο, προσδιορίζει επίσης εναλλακτικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση καταστάσεων στις οποίες η στρατηγική δεν θα ήταν εφικτή ή αξιόπιστη.

4.   Οι εκτιμήσεις για τη σκοπιμότητα και την αξιοπιστία της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης περιλαμβάνουν εκτίμηση κάθε εναλλακτικής στρατηγικής που προτείνεται στο πλαίσιο της εν λόγω στρατηγικής.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης ζητούν από το ίδρυμα ή τον όμιλο, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τις πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διενέργεια των εκτιμήσεων των προτιμώμενων και των εναλλακτικών στρατηγικών.

6.   Κατά περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης αναθεωρεί την προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης ή εξετάζει εναλλακτικές στρατηγικές στη βάση μιας ολοκληρωμένης εκτίμησης της σκοπιμότητας και της αξιοπιστίας της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

7.   Όταν η αρχή εξυγίανσης αναθεωρεί την προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης, διενεργεί εκτίμηση της σκοπιμότητας και της αξιοπιστίας της εν λόγω αναθεωρημένης προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 αντίστοιχα.

Άρθρο 24

Σκοπιμότητα και αξιοπιστία της εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας

1.   Οι αρχές εξυγίανσης διενεργούν εκτίμηση της σκοπιμότητας και της αξιοπιστίας της εκκαθάρισης του ιδρύματος ή του ομίλου υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, καθώς και των επιπτώσεων που θα έχει η εκκαθάριση στην εξάρτηση από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε σύγκριση με την εξυγίανση.

2.   Κατά την εκτίμηση της αξιοπιστίας της εκκαθάρισης, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τον πιθανό αντίκτυπο της εκκαθάρισης του ιδρύματος ή του ομίλου στα χρηματοπιστωτικά συστήματα κάθε κράτους μέλους ή της Ένωσης, για τη διασφάλιση της συνέχειας της πρόσβασης στις κρίσιμες λειτουργίες που επιτελούνται από το ίδρυμα ή τον όμιλο και την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τις λειτουργίες που εκτελεί το ίδρυμα ή ο όμιλος και εκτιμούν κατά πόσον θα ήταν πιθανό να έχει η εκκαθάριση σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

στη λειτουργία της χρηματοπιστωτικής αγοράς και στην εμπιστοσύνη της αγοράς·

β)

στις υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών, ειδικότερα:

i)

κατά πόσον η αιφνίδια παύση των δραστηριοτήτων θα περιόριζε την εύρυθμη λειτουργία των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών κατά τρόπο που επηρεάζει αρνητικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του·

ii)

αν και σε ποιον βαθμό οι υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δίαυλοι μετάδοσης κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης·

γ)

σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ιδίως:

i)

αν η εκκαθάριση θα αύξανε το χρηματοδοτικό κόστος άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή αν θα μείωνε τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης προς αυτά με τρόπο που παρουσιάζει κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

ii)

στον κίνδυνο άμεσης και έμμεσης μετάδοσης και στις μακροοικονομικές επιπτώσεις ανάδρασης·

δ)

στην πραγματική οικονομία, και ιδίως στη διαθεσιμότητα κρίσιμων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

3.   Εάν η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκκαθάριση είναι αξιόπιστη, τότε προβαίνει σε εκτίμηση της σκοπιμότητας της εκκαθάρισης.

4.   Για τον σκοπό αυτόν, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν αν τα συστήματα του ιδρύματος ή του ομίλου μπορούν να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται από τα σχετικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων, για τους σκοπούς της παροχής πληρωμών για τις καλυπτόμενες καταθέσεις κατά τα ποσά και τα χρονικά περιθώρια που προσδιορίζονται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με ισοδύναμα συστήματα εγγύησης καταθέσεων τρίτων χωρών, περιλαμβανομένων των υπολοίπων καλυπτόμενων καταθέσεων.

Οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν επίσης αν το ίδρυμα ή ο όμιλος έχει την απαιτούμενη ικανότητα για να υποστηρίξει τις λειτουργίες των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, ιδίως μέσω του διαχωρισμού των λογαριασμών καταθέσεων σε καλυπτόμενα και μη καλυπτόμενα υπόλοιπα.

Άρθρο 25

Προσδιορισμός της στρατηγικής εξυγίανσης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν αν μια υποψήφια στρατηγική εξυγίανσης είναι κατάλληλη για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, δεδομένης της δομής και του επιχειρηματικού μοντέλου του ιδρύματος ή του ομίλου, και των καθεστώτων εξυγίανσης που ισχύουν για τις νομικές οντότητες του ομίλου. Δράση εξυγίανσης μπορεί να αναληφθεί για λόγους δημόσιου συμφέροντος, εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης, και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.

2.   Ειδικότερα για τους ομίλους, οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν αν θα ήταν καταλληλότερη η εφαρμογή μιας στρατηγικής μοναδικού σημείου έναρξης ή πολλαπλών σημείων έναρξης.

3.   Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα θέματα:

α)

ποια εργαλεία εξυγίανσης προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης και κατά πόσον τα εν λόγω εργαλεία εξυγίανσης είναι διαθέσιμα στις νομικές οντότητες στις οποίες προτείνεται να εφαρμοστούν βάσει της στρατηγικής εξυγίανσης·

β)

το ποσό των επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις σύμφωνα με την προτεινόμενη στρατηγική εξυγίανσης, τον κίνδυνο μη συνεισφοράς στην απορρόφηση των ζημιών ή την ανακεφαλαιοποίηση, και τις νομικές οντότητες που εκδίδουν τις εν λόγω επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι:

i)

η προσέγγιση μοναδικού σημείου έναρξης είναι πιθανότερο να είναι καταλληλότερη, εάν η επικεφαλής μητρική ή η εταιρεία συμμετοχών του ομίλου εκδώσει επαρκείς εξωτερικές επιλέξιμες υποχρεώσεις ή υποχρεώσεις που αναμένεται να συνεισφέρουν στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση, βάσει της προτεινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης·

ii)

η προσέγγιση πολλαπλών σημείων έναρξης είναι πιθανότερο να είναι καταλληλότερη, εάν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις του ομίλου ή οι υποχρεώσεις που αναμένεται να συνεισφέρουν στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση, βάσει της προτεινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης, εκδίδονται από περισσότερες από μία οντότητες ή περιφερειακούς ή λειτουργικούς υποομίλους εντός του ομίλου που πρόκειται να εξυγιανθεί·

γ)

τις συμβατικές ή άλλες ρυθμίσεις που ισχύουν για τις ζημίες προς μεταβίβαση μεταξύ νομικών οντοτήτων ενός ομίλου·

δ)

τη λειτουργική δομή και το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος ή του ομίλου, και ιδίως αν εμφανίζει υψηλό βαθμό ενοποίησης ή έχει αποκεντρωμένη δομή με υψηλό βαθμό διαχωρισμού μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του ιδρύματος ή του ομίλου, λαμβανομένου υπόψη ότι:

i)

η προσέγγιση μοναδικού σημείου έναρξης είναι πιθανότερο να είναι καταλληλότερη, εάν ο όμιλος λειτουργεί με ιδιαίτερα ενοποιημένο τρόπο, μεταξύ άλλων και εάν έχει κεντροποιημένες υπηρεσίες για τη διαχείριση ρευστότητας, τη διαχείριση κινδύνου, τις λειτουργίες διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων, τα πληροφοριακά συστήματα και άλλες κρίσιμες υπηρεσίες κοινής χρήσης·

ii)

η προσέγγιση πολλαπλών σημείων έναρξης είναι πιθανότερο να είναι καταλληλότερη, εάν οι εργασίες ενός ομίλου χωρίζονται σε δύο ή περισσότερους σαφώς καθορισμένους υποομίλους, καθένας εκ των οποίων είναι χρηματοοικονομικά, νομικά ή λειτουργικά ανεξάρτητος από τα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου, και τυχόν κρίσιμες λειτουργικές εξαρτήσεις από άλλα τμήματα του ομίλου βασίζονται σε άρτιες ρυθμίσεις, που διασφαλίζουν τη συνέχιση της λειτουργίας τους σε περίπτωση εξυγίανσης·

ε)

την εκτελεστότητα των εργαλείων εξυγίανσης τα οποία θα εφαρμοστούν, ιδίως σε τρίτες χώρες·

στ)

κατά πόσον βάσει της στρατηγικής εξυγίανσης απαιτούνται υποστηρικτικές δράσεις από άλλες αρχές, ιδίως σε τρίτες χώρες, ή απαιτείται από τις αρχές αυτές να απέχουν από ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης· και κατά πόσον τέτοιες δράσεις είναι εφικτές και αξιόπιστες για τις εν λόγω αρχές.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν κατά πόσον οι παραλλαγές της στρατηγικής εξυγίανσης είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση σεναρίων ή περιστάσεων όπου η εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης δεν είναι εφικτή και αξιόπιστη.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τον βαθμό στον οποίον οποιαδήποτε εναλλακτική στρατηγική είναι πιθανόν να επιτύχει τους στόχους της εξυγίανσης, και ειδικότερα να διασφαλίσει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών.

Μέτρα για την εξάλειψη των εμποδίων στις παραλλαγές της στρατηγικής εξυγίανσης εφαρμόζονται μόνον εάν δεν παρεμποδίζουν την εφικτή και αξιόπιστη εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

Άρθρο 26

Εκτίμηση της σκοπιμότητας της στρατηγικής εξυγίανσης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν κατά πόσον είναι εφικτή η αποτελεσματική εφαρμογή της επιλεγμένης στρατηγικής εξυγίανσης εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου και προσδιορίζουν τα δυνητικά εμπόδια στην εφαρμογή της επιλεγμένης στρατηγικής εξυγίανσης.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τα εμπόδια για τη βραχυπρόθεσμη σταθεροποίηση του ιδρύματος ή του ομίλου. Οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν επίσης τυχόν προβλέψιμα εμπόδια στην αναδιοργάνωση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 52 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή είναι πιθανόν να απαιτηθεί για άλλον λόγο, εάν η στρατηγική εξυγίανσης προβλέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας τμήματος ή του συνόλου του ιδρύματος ή του ομίλου.

3.   Τα εμπόδια ταξινομούνται κατ' ελάχιστον στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

δομή και λειτουργίες·

β)

χρηματοδοτικοί πόροι·

γ)

πληροφορίες·

δ)

διασυνοριακά ζητήματα·

ε)

νομικά ζητήματα.

Άρθρο 27

Εκτίμηση σκοπιμότητας: δομή και λειτουργίες

Οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τουλάχιστον τα ακόλουθα ζητήματα, προκειμένου να εκτιμήσουν αν υφίστανται δυνητικά εμπόδια στην εξυγίανση τα οποία αφορούν τη δομή και τις λειτουργίες του ιδρύματος ή του ομίλου:

1)

τα ζητήματα που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 7, 16, 18 και 19 του τμήματος Γ του παραρτήματος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

2)

τις εξαρτήσεις σημαντικών οντοτήτων και βασικών επιχειρηματικών τομέων από υποδομές, τεχνολογίες πληροφοριών, λειτουργίες διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων ή χρηματοδότησης, υπαλλήλους ή άλλες κρίσιμες υπηρεσίες κοινής χρήσης·

3)

αν οι ρυθμίσεις για τη διακυβέρνηση, τον έλεγχο και τη διαχείριση κινδύνου συνάδουν με τυχόν προγραμματισμένες αλλαγές στη δομή του ιδρύματος ή του ομίλου·

4)

αν η νομική δομή και η δομή δικαιόχρησης του ιδρύματος ή του ομίλου συνάδει με τυχόν προγραμματισμένες αλλαγές στην επιχειρηματική δομή του ιδρύματος ή του ομίλου·

5)

αν είναι διαθέσιμα τα κατάλληλα εργαλεία εξυγίανσης για κάθε νομική οντότητα, όπως απαιτείται για την υλοποίηση της στρατηγικής εξυγίανσης.

Άρθρο 28

Εκτίμηση σκοπιμότητας: χρηματοδοτικοί πόροι

Οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τουλάχιστον τα ακόλουθα ζητήματα, προκειμένου να εκτιμήσουν αν υφίστανται δυνητικά εμπόδια στην εξυγίανση τα οποία αφορούν τους χρηματοδοτικούς πόρους:

1)

τα ζητήματα που αναφέρονται στα σημεία 13, 14, 15 και 17 του τμήματος Γ του παραρτήματος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

2)

την ανάγκη προσδιορισμού και ποσοτικοποίησης του ποσού των υποχρεώσεων οι οποίες ενδέχεται, στο πλαίσιο της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, να μην συνεισφέρουν στην απορρόφηση ζημιών ή την ανακεφαλαιοποίηση, εξετάζοντας κατ' ελάχιστον τους ακόλουθους παράγοντες:

i)

τη ληκτότητα·

ii)

τη σειρά κατάταξης ως προς την εξοφλητική προτεραιότητα·

iii)

τους τύπους κατόχων του μέσου ή τη δυνατότητα μεταβίβασης του μέσου·

iv)

νομικά εμπόδια στην απορρόφηση ζημιών, όπως είναι η απουσία αναγνώρισης εργαλείων εξυγίανσης βάσει του αλλοδαπού δικαίου ή η ύπαρξη δικαιωμάτων αλληλοσυμψηφισμού·

v)

άλλους παράγοντες που δημιουργούν κίνδυνο να εξαιρεθούν οι υποχρεώσεις από την απορρόφηση ζημιών κατά την εξυγίανση·

vi)

το ποσό και τις νομικές οντότητες που εκδίδουν τις επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις ή άλλες υποχρεώσεις οι οποίες θα απορροφούσαν ζημίες·

3)

το μέγεθος των χρηματοδοτικών αναγκών ενόψει και κατά τη διάρκεια της εξυγίανσης, τη διαθεσιμότητα πηγών χρηματοδότησης και τα εμπόδια στην απαιτούμενη μεταβίβαση κεφαλαίων εντός του ιδρύματος ή του ομίλου·

4)

αν προσδιορίζονται κατάλληλες ρυθμίσεις για τις ζημίες προς μεταβίβαση σε νομικές οντότητες στις οποίες θα εφαρμοστούν εργαλεία εξυγίανσης από άλλες εταιρείες του ομίλου, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, μιας εκτίμησης του ποσού και της δυνατότητας απορρόφησης ζημιών της ενδοομιλικής χρηματοδότησης.

Άρθρο 29

Εκτίμηση σκοπιμότητας: πληροφορίες

Οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τουλάχιστον τα ακόλουθα ζητήματα, προκειμένου να εκτιμήσουν αν υφίστανται δυνητικά εμπόδια στην εξυγίανση τα οποία αφορούν τις πληροφορίες:

1)

τα ζητήματα που αναφέρονται στα σημεία 8 έως 12 του τμήματος Γ του παραρτήματος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

2)

την ικανότητα του ιδρύματος ή του ομίλου να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το ποσό και την τοποθεσία εντός του ομίλου των περιουσιακών στοιχείων, που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις για τις διευκολύνσεις που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες·

3)

την ικανότητα του ιδρύματος ή του ομίλου να παρέχει πληροφορίες για τη διενέργεια αποτίμησης, προκειμένου να προσδιοριστεί το απαιτούμενο ποσό απομειώσεων ή ανακεφαλαιοποίησης.

Άρθρο 30

Εκτίμηση σκοπιμότητας: διασυνοριακά ζητήματα

Οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τουλάχιστον τα ακόλουθα ζητήματα, προκειμένου να εκτιμήσουν αν υφίστανται δυνητικά εμπόδια στην εξυγίανση τα οποία αφορούν διασυνοριακά ζητήματα:

1)

τα ζητήματα που αναφέρονται στο σημείο 20 του τμήματος Γ του παραρτήματος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

2)

την ύπαρξη επαρκών διαδικασιών συντονισμού και επικοινωνίας και διαβεβαιώσεων σχετικά με τις δράσεις που θα αναληφθούν μεταξύ των αρχών προέλευσης και υποδοχής, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τρίτων χωρών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υλοποίηση της στρατηγικής εξυγίανσης·

3)

αν το δίκαιο στις σχετικές δικαιοδοσίες προέλευσης και υποδοχής υπερισχύει των συμβατικών δικαιωμάτων καταγγελίας που περιέχονται στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και τα οποία ενεργοποιούνται αποκλειστικά και μόνον από την πτώχευση και εξυγίανση μιας συνδεδεμένης εταιρείας.

Άρθρο 31

Εκτίμηση σκοπιμότητας: άλλα δυνητικά εμπόδια

Κατά την εκτίμηση των δυνητικών εμποδίων στην εξυγίανση εξετάζονται τα ακόλουθα νομικά ζητήματα:

1)

αν είναι δυνατή η έγκαιρη εκπλήρωση των απαιτήσεων για λήψη των κανονιστικών εγκρίσεων ή αδειών που είναι αναγκαίες για την υλοποίηση της στρατηγικής εξυγίανσης·

2)

αν, βάσει σημαντικών συμβατικών εγγράφων, επιτρέπεται η καταγγελία των συμβάσεων λόγω έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης·

3)

αν, βάσει συμβατικών υποχρεώσεων, τις οποίες δεν μπορεί να αναιρέσει η αρχή εξυγίανσης, απαγορεύεται τυχόν μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού και/ή του παθητικού που προβλέπεται στη στρατηγική εξυγίανσης.

Άρθρο 32

Εκτίμηση της αξιοπιστίας της στρατηγικής εξυγίανσης

1.   Μετά την εκτίμηση της σκοπιμότητας της επιλεγμένης στρατηγικής εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης προβαίνουν σε εκτίμηση της αξιοπιστίας της, λαμβάνοντας υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο της εξυγίανσης στα χρηματοπιστωτικά συστήματα και στην πραγματική οικονομία κάθε κράτους μέλους ή της Ένωσης, με στόχο τη διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών που εκτελεί το ίδρυμα ή ο όμιλος. Η εκτίμηση περιλαμβάνει την αξιολόγηση των ζητημάτων που αναφέρονται στα σημεία 21 έως 28 του τμήματος Γ του παραρτήματος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Κατά τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν τον πιθανό αντίκτυπο της εφαρμογής της στρατηγικής εξυγίανσης στα χρηματοπιστωτικά συστήματα κάθε κράτους μέλους ή της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τις λειτουργίες που επιτελεί το ίδρυμα ή ο όμιλος και εκτιμούν κατά πόσον η εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

στη λειτουργία της χρηματοπιστωτικής αγοράς, και ιδίως στην εμπιστοσύνη της αγοράς·

β)

στις υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών και ιδίως:

i)

κατά πόσον η αιφνίδια παύση των δραστηριοτήτων θα περιόριζε την εύρυθμη λειτουργία των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών κατά τρόπο που επηρεάζει αρνητικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του·

ii)

αν και σε ποιον βαθμό οι υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δίαυλοι μετάδοσης κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης·

γ)

σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και ιδίως:

i)

αν η εκκαθάριση θα αύξανε το χρηματοδοτικό κόστος άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή αν θα μείωνε τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης προς αυτά κατά τρόπο που παρουσιάζει κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

ii)

τον κίνδυνο άμεσης και έμμεσης μετάδοσης και τις μακροοικονομικές επιπτώσεις ανάδρασης·

δ)

στην πραγματική οικονομία, και ιδίως στη διαθεσιμότητα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΕΝΔΟΟΜΙΛΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ

Άρθρο 33

Προοπτική αντιμετώπισης χρηματοπιστωτικών δυσχερειών

1.   Η προϋπόθεση ότι η παρεχόμενη στήριξη αναμένεται ευλόγως να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη («λαμβάνουσα οντότητα») θεωρείται ότι πληρούται, όταν η εν λόγω προοπτική αποκατάστασης τεκμηριώνεται με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

οι κεφαλαιακές ανάγκες και οι ανάγκες ρευστότητας της λαμβάνουσας οντότητας, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί σε περιγραφή της κεφαλαιακής κατάστασης και της κατάστασης ρευστότητας της λαμβάνουσας οντότητας και με προβολή των κεφαλαιακών αναγκών και των αναγκών ρευστότητας της λαμβάνουσας οντότητας, καλύπτονται για επαρκές χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των άλλων σχετικών πηγών χρηματοδότησης από τις οποίες θα μπορούσαν να καλυφθούν οι εν λόγω ανάγκες, του χρονικού περιθωρίου που απαιτείται για την αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών, καθώς και της διάρκειας της στήριξης·

β)

η ανάλυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και των ενδογενών και εξωγενών αιτιών των χρηματοπιστωτικών δυσχερειών, και ειδικότερα του επιχειρηματικού μοντέλου και της διαχείρισης κινδύνων της λαμβάνουσας οντότητας, και των προγενέστερων, υφιστάμενων και αναμενόμενων συνθηκών της αγοράς δεν αντιβαίνει στην προοπτική αποκατάστασης·

γ)

έχει καταρτιστεί σχέδιο δράσης που περιγράφει τα μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της λαμβάνουσας οντότητας, συμπεριλαμβανομένης, όπου απαιτείται, μιας αναθεώρησης του επιχειρηματικού μοντέλου και της διαχείρισης κινδύνων·

δ)

οι υποκείμενες παραδοχές στις περιγραφές και τις προβλέψεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) είναι συνεκτικές και τεκμηριωμένες και λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση πίεσης στην οποία βρίσκεται η λαμβάνουσα οντότητα, τις τρέχουσες συνθήκες στην αγορά και τις πιθανές δυσμενείς εξελίξεις.

2.   Κατά την αξιολόγηση της προϋπόθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία και τις αξιολογήσεις που παρέχονται από την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για τη λαμβάνουσα οντότητα.

Άρθρο 34

Όροι της στήριξης

1.   Οι όροι, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης, για την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης θεωρείται ότι συμμορφώνονται με το άρθρο 19 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι αποτυπώνουν επαρκώς:

i)

τον κίνδυνο αθέτησης υποχρεώσεων από πλευράς της λαμβάνουσας οντότητας·

ii)

την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης·

iii)

την αναμενόμενη ζημία για την οντότητα του ομίλου που παρέχει τη στήριξη («χορηγούσα οντότητα»), σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων από πλευράς της λαμβάνουσας οντότητας·

iv)

σε περίπτωση δανείου ή δεσμευτικής διευκόλυνσης, το προφίλ ληκτότητας, βάσει πλήρους γνωστοποίησης όλων των συναφών και επικαιροποιημένων στοιχείων από τη λαμβάνουσα οντότητα και περαιτέρω πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της η χορηγούσα οντότητα·

β)

οι όροι αντικατοπτρίζουν το μέγιστο συμφέρον της χορηγούσας οντότητας, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και τη σχέση μεταξύ των οφελών, των κινδύνων και του κόστους που λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του μέγιστου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν άμεσων ή έμμεσων οφελών που ενδέχεται να προκύψουν για τη χορηγούσα οντότητα, ως αποτέλεσμα της παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης, και των οφελών που προκύπτουν για τον όμιλο από την εν λόγω παροχή.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) σημείο iv), δεν απαιτείται να ληφθεί υπόψη ο αναμενόμενος προσωρινός αντίκτυπος στις αγοραίες τιμές ο οποίος προκύπτει από γεγονότα εξωτερικά προς τον όμιλο, εφόσον από εύλογη πρόβλεψη για την κατάσταση της αγοράς τεκμηριώνεται η παραδοχή ότι η έκταση και η διάρκεια του εν λόγω αντίκτυπου δεν διακυβεύει την ικανότητα της λαμβάνουσας οντότητας να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της, όταν αυτές καταστούν απαιτητές.

2.   Η αξιολόγηση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) βασίζεται σε συγκριτική ανάλυση του κινδύνου αθέτησης υποχρεώσεων από πλευράς της λαμβάνουσας οντότητας για καθεμία από τις περιπτώσεις, δηλαδή σε περίπτωση που παρασχεθεί η στήριξη και σε περίπτωση που δεν παρασχεθεί.

Η ανάλυση του κινδύνου αθέτησης υποχρεώσεων βασίζεται στα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 33. Η εν λόγω ανάλυση πραγματοποιείται με την επιφύλαξη της εξέτασης, για τον σκοπό της αξιολόγησης της σχέσης των οφελών, των κινδύνων και του κόστους, κατά περίπτωση, και κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη χορηγούσα οντότητα, πρόσθετων στοιχείων τα οποία θα συνεκτιμούσε η χορηγούσα οντότητα στο πλαίσιο αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με τη χορήγηση δανείου με βάση το σύνολο των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η χορηγούσα οντότητα.

3.   Για την αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες επιζήμιες επιπτώσεις για τη δικαιόχρηση, την αναχρηματοδότηση και τη φήμη, καθώς και τα οφέλη από την αποδοτική χρήση και την υποκαταστασιμότητα των κεφαλαιακών πόρων του ομίλου και των όρων αναχρηματοδότησής του.

Στο μέτρο του δυνατού, τα οφέλη και το κόστος που λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του μέγιστου συμφέροντος προσδιορίζονται ποσοτικά σε χρηματικούς όρους. Επιπλέον, η έκπτωση που χορηγείται στη λαμβάνουσα οντότητα, σε σύγκριση με τους όρους της αγοράς, προσδιορίζεται ποσοτικά, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τυχόν περικοπές επί των εξασφαλίσεων ή των επιτοκίων.

4.   Κατά την εκτίμηση του μέγιστου συμφέροντος, λαμβάνονται υπόψη τυχόν δεσμευτικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης για την τεκμηρίωση των παραδοχών που αφορούν το μελλοντικό επιχειρηματικό μοντέλο και τη διαχείριση κινδύνων της λαμβάνουσας οντότητας.

5.   Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες και τις εκτιμήσεις τις οποίες παρέχει η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για τη λαμβάνουσα οντότητα.

Άρθρο 35

Ρευστότητα και φερεγγυότητα της χορηγούσας οντότητας

1.   Σύμφωνα με την προϋπόθεση που προσδιορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης θεωρείται ότι δεν διακυβεύει τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα της χορηγούσας οντότητας εάν, μετά την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης:

α)

μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι τα στοιχεία ενεργητικού της χορηγούσας οντότητας υπερβαίνουν ανά πάσα στιγμή τις υποχρεώσεις της·

β)

μπορεί να εύλογα να αναμένεται ότι η χορηγούσα οντότητα συμμορφώνεται με τους ακόλουθους όρους:

i)

είναι σε θέση να αποπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της, όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

ii)

δεν παραβιάζει τις απαιτήσεις φερεγγυότητας και ρευστότητας, δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή.

2.   Κατά την αξιολόγηση λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος αθέτησης υποχρεώσεων από πλευράς της λαμβάνουσας οντότητας και η ζημία που απορρέει για τη χορηγούσα οντότητα από την αθέτηση υποχρεώσεων από πλευράς της λαμβάνουσας οντότητας, λαμβανομένης επίσης υπόψη μιας δυνητικής δυσμενούς εξέλιξης. Η αξιολόγηση συμμορφώνεται με τις αντίστοιχες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της δέουσας διαχείρισης κινδύνων για τη χορηγούσα οντότητα.

Άρθρο 36

Δυνατότητα εξυγίανσης της χορηγούσας οντότητας

1.   Η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης θεωρείται ότι δεν υπονομεύει τη δυνατότητα εξυγίανσης της χορηγούσας οντότητας, όταν η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν καθιστά την υλοποίηση της στρατηγικής εξυγίανσης της χορηγούσας οντότητας, όπως αυτή παρατίθεται στο σχέδιο εξυγίανσης, ουσιαστικά λιγότερο εφικτή ή λιγότερο αξιόπιστη, σύμφωνα με την εκτίμηση βάσει των άρθρων 15 και 16 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Κατά την εν λόγω εκτίμηση λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι επιπτώσεις της παροχής της χρηματοπιστωτικής στήριξης:

α)

στη δυνητική απορρόφηση ζημιών εντός του ομίλου, μετά την εκπλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης·

β)

στη διασύνδεση της χορηγούσας οντότητας με τη λαμβάνουσα οντότητα·

γ)

στον κίνδυνο μετάδοσης εντός του ομίλου·

δ)

στην πολυπλοκότητα του ομίλου η οποία αυξάνεται με την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης·

ε)

στην κεφαλαιακή κατάσταση και στην κατάσταση ρευστότητας της χορηγούσας οντότητας.

2.   Εάν οι χορηγούσες οντότητες δεν είναι πλήρως ενημερωμένες σχετικά με κάποια προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης, διενεργούν την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τη χορηγούσα οντότητα συνεργάζονται στενά για τον καθορισμό του αντίκτυπου που θα έχει η χρηματοπιστωτική στήριξη του ομίλου στη δυνατότητα εξυγίανσης της χορηγούσας οντότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΤΩΝ

Άρθρο 37

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «αρμόδια για τους διορισμούς αρχή»: το νομικό ή φυσικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την επιλογή και τον διορισμό του ανεξάρτητου εκτιμητή με σκοπό τη διενέργεια αποτίμησης, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 ή το άρθρο 74 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

2)   «ενδιαφερόμενη οντότητα»: ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, της οποίας το ενεργητικό και το παθητικό πρόκειται να αποτιμηθούν δυνάμει του άρθρου 36 ή του άρθρου 74 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

3)   «σχετική δημόσια αρχή»: η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η αρχή εξυγίανσης ή οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως η) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καθώς και η πρώτη αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχείο θ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 38

Στοιχεία ανεξαρτησίας

Ως εκτιμητής μπορεί να οριστεί ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Ο εκτιμητής θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητος από κάθε σχετική δημόσια αρχή και από την ενδιαφερόμενη οντότητα, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1)

ο εκτιμητής διαθέτει τα προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες, τις γνώσεις και τους πόρους που απαιτούνται και μπορεί να διενεργήσει την αποτίμηση αποτελεσματικά και χωρίς αδικαιολόγητη εξάρτηση από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή από την ενδιαφερόμενη οντότητα, σύμφωνα με το άρθρο 39·

2)

ο εκτιμητής διαχωρίζεται νομικά από τις σχετικές δημόσιες αρχές και την ενδιαφερόμενη οντότητα, σύμφωνα με το άρθρο 40·

3)

ο εκτιμητής δεν έχει ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 41.

Άρθρο 39

Προσόντα, πείρα, ικανότητες, γνώσεις και πόροι

1.   Ο ανεξάρτητος εκτιμητής διαθέτει τα προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται σε όλα τα θέματα τα οποία θεωρεί συναφή η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

2.   Ο ανεξάρτητος εκτιμητής διαθέτει ή έχει πρόσβαση στους ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους τους οποίους η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θεωρεί κατάλληλους για τη διενέργεια της αποτίμησης. Κατά την αποτίμηση της επάρκειας των πόρων λαμβάνεται υπόψη η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα της αποτίμησης που θα διενεργηθεί.

3.   Όσον αφορά τη διενέργεια της αποτίμησης, ο ανεξάρτητος εκτιμητής:

α)

δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες ή καθοδήγηση από καμία σχετική δημόσια αρχή ούτε από την ενδιαφερόμενη οντότητα·

β)

δεν ζητεί ούτε δέχεται οικονομικά ή άλλα προνόμια από καμία σχετική δημόσια αρχή ούτε από την ενδιαφερόμενη οντότητα.

4.   Η παράγραφος 3 δεν αποκλείει:

α)

την παροχή οδηγιών, καθοδήγησης, εγκαταστάσεων, τεχνικού εξοπλισμού ή άλλων μορφών υποστήριξης, όταν, κατά την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή τυχόν άλλης αρχής η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, η παροχή αυτή κρίνεται αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της αποτίμησης·

β)

την καταβολή στον ανεξάρτητο εκτιμητή εύλογης αμοιβής και εύλογων εξόδων σε σχέση με τη διενέργεια της αποτίμησης.

Άρθρο 40

Διαρθρωτικός διαχωρισμός

1.   Ο ανεξάρτητος εκτιμητής είναι πρόσωπο που διαχωρίζεται από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και από την ενδιαφερόμενη οντότητα.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, ο ανεξάρτητος εκτιμητής δεν είναι υπάλληλος ούτε συμβαλλόμενος καμίας σχετικής δημόσιας αρχής ούτε της ενδιαφερόμενης οντότητας·

β)

όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, ο ανεξάρτητος εκτιμητής δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με καμία σχετική δημόσια αρχή ούτε με την ενδιαφερόμενη οντότητα.

Άρθρο 41

Ουσιώδη κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα

1.   Ο ανεξάρτητος εκτιμητής δεν έχει πραγματικό ή δυνητικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή με την ενδιαφερόμενη οντότητα.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα πραγματικό ή δυνητικό συμφέρον θεωρείται ουσιώδες, όταν, κατά την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή τυχόν άλλης αρχής η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, θα μπορούσε να επηρεάσει –ή θεωρείται εύλογα ότι επηρεάζει– την κρίση του ανεξάρτητου εκτιμητή κατά τη διενέργεια της αποτίμησης.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κρίνονται ως συναφή τα κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα τουλάχιστον με τα ακόλουθα μέρη:

α)

τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ενδιαφερόμενης οντότητας·

β)

τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν ή έχουν ειδική συμμετοχή στην ενδιαφερόμενη οντότητα·

γ)

τους πιστωτές που προσδιορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ή τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος, ως σημαντικοί με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εν λόγω εργασία στο οικείο κράτος μέλος·

δ)

κάθε οντότητα του ομίλου.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, θεωρούνται συναφή τουλάχιστον τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

η παροχή υπηρεσιών από τον ανεξάρτητο εκτιμητή, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που έχουν παρασχεθεί στο παρελθόν, στην ενδιαφερόμενη οντότητα και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, και ιδίως η σύνδεση ανάμεσα στις εν λόγω υπηρεσίες και στα στοιχεία που είναι συναφή με την αποτίμηση·

β)

προσωπικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ του ανεξάρτητου εκτιμητή και της ενδιαφερόμενης οντότητας και των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

γ)

επενδύσεις ή άλλα ουσιώδη οικονομικά συμφέροντα του ανεξάρτητου εκτιμητή·

δ)

για τα νομικά πρόσωπα, τυχόν διαρθρωτικός διαχωρισμός ή άλλες ρυθμίσεις που εφαρμόζονται προκειμένου να αντιμετωπιστούν καταστάσεις που απειλούν την ανεξαρτησία, όπως οι κίνδυνοι αυτοαξιολόγησης, ιδίου συμφέροντος, υπεράσπισης, εξοικείωσης, εμπιστοσύνης ή εκφοβισμού, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων με στόχο τη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του προσωπικού που ενδέχεται να συμμετέχουν στην αποτίμηση και των λοιπών μελών του προσωπικού.

5.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι έχει πραγματικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με την ενδιαφερόμενη οντότητα, όταν ο ανεξάρτητος εκτιμητής, κατά το έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας κατά την οποία αξιολογείται η επιλεξιμότητα του συγκεκριμένου προσώπου για την εκτέλεση των καθηκόντων του ανεξάρτητου εκτιμητή, διενήργησε τον νόμιμο έλεγχο της ενδιαφερόμενης οντότητας, σύμφωνα με την οδηγία 2006/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

6.   Κάθε πρόσωπο που εξετάζεται για τη θέση του ανεξάρτητου εκτιμητή ή έχει διοριστεί ως ανεξάρτητος εκτιμητής:

α)

τηρεί πολιτικές και διαδικασίες, σύμφωνα με τυχόν ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας και επαγγελματικά πρότυπα, με σκοπό τον εντοπισμό τυχόν πραγματικού ή δυνητικού συμφέροντος το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ουσιώδες συμφέρον, σύμφωνα με την παράγραφο 2·

β)

ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή τυχόν άλλη αρχή η οποία μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να εκτελέσει την εργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στο οικείο κράτος μέλος, σχετικά με τυχόν πραγματικό ή δυνητικό συμφέρον το οποίο ο ανεξάρτητος εκτιμητής θεωρεί ότι μπορεί, κατά την εκτίμηση της αρχής, να θεωρηθεί ότι συνιστά ουσιώδες συμφέρον, σύμφωνα με την παράγραφο 2·

γ)

προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να διασφαλίζει ότι κανένα μέλος του προσωπικού ή κανείς άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στη διενέργεια της αποτίμησης δεν έχει ουσιώδες συμφέρον, όπως αυτό περιγράφεται στην παράγραφο 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΤΜΗΜΑ I

Συμβατική αναγνώριση και εξουσίες μετατροπής

Άρθρο 42

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου V τμήμα I, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ουσιώδης τροποποίηση»: όσον αφορά μια σχετική συμφωνία, όπως ορίζεται στο σημείο 2) του παρόντος άρθρου, η οποία έχει συναφθεί πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ στο εθνικό δίκαιο, μια τροποποίηση, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης τροποποίησης, η οποία πραγματοποιείται μετά την ημερομηνία αυτή και η οποία θίγει τα ουσιαστικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις συμβαλλόμενου μέρους σχετικής συμφωνίας. Οι τροποποιήσεις που δεν θίγουν τα ουσιαστικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις συμβαλλόμενου μέρους σχετικής συμφωνίας περιλαμβάνουν τυχόν μεταβολές στα στοιχεία επικοινωνίας του υπογράφοντος ή του παραλήπτη για την επίδοση εγγράφων, τυπογραφικές αλλαγές προς διόρθωση σφαλμάτων διατύπωσης ή αυτόματες προσαρμογές των επιτοκίων·

2)   «σχετική συμφωνία»: κάθε συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των όρων ενός κεφαλαιακού μέσου, με την οποία δημιουργείται υποχρέωση που εμπίπτει στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 43

Υποχρεώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση από την υποχρέωση συμπερίληψης της συμβατικής ρήτρας που αναφέρεται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 55 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μια εξασφαλισμένη υποχρέωση δεν θεωρείται εξαιρούμενη υποχρέωση στην περίπτωση που, κατά τη χρονική στιγμή της δημιουργίας της, ισχύουν τα εξής:

α)

δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη·

β)

είναι πλήρως εξασφαλισμένη, αλλά διέπεται από συμβατικούς όρους οι οποίοι δεν υποχρεώνουν τον οφειλέτη να διατηρεί την υποχρέωση πλήρως εξασφαλισμένη σε διαρκή βάση, σύμφωνα με τις ρυθμιστικές απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου τρίτης χώρας το οποίο παράγει αποτελέσματα που μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμα με το ενωσιακό δίκαιο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 55 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι υποχρεώσεις που εκδίδονται ή συμφωνούνται μετά την ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί από τα κράτη μέλη για τη μεταφορά του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ στο εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους περιλαμβάνουν:

α)

υποχρεώσεις που δημιουργούνται μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ανεξαρτήτως αν απορρέουν από σχετικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία, συμπεριλαμβανομένων όσων απορρέουν από συμφωνίες-πλαίσια μεταξύ των συμβαλλομένων μερών οι οποίες διέπουν πολλαπλές υποχρεώσεις·

β)

υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί πριν ή μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία βάσει σχετικών συμφωνιών οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία και οι οποίες υπόκεινται σε ουσιώδη τροποποίηση·

γ)

υποχρεώσεις που απορρέουν από χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι έχουν εκδοθεί μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία·

δ)

υποχρεώσεις που απορρέουν από χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι έχουν εκδοθεί πριν ή μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία βάσει σχετικών συμφωνιών οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία και οι οποίες υπόκεινται σε ουσιώδη τροποποίηση.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 55 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι η απαίτηση συμπερίληψης συμβατικής ρήτρας σε σχετική συμφωνία δεν εφαρμόζεται, εφόσον η εν λόγω αρχή πειστεί ότι στο δίκαιο της αντίστοιχης τρίτης χώρας ή σε δεσμευτική συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα προβλέπεται διοικητική ή δικαστική διαδικασία η οποία:

α)

κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης, ή κατόπιν πρωτοβουλίας της διοικητικής ή δικαστικής αρχής της τρίτης χώρας, της οποίας το δίκαιο διέπει την υποχρέωση ή το μέσο, παρέχει στην εν λόγω δεόντως εξουσιοδοτημένη διοικητική ή δικαστική αρχή της τρίτης χώρας, εντός διαστήματος το οποίο καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης ώστε να μην υπονομεύει την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την εν λόγω αρχή, τη δυνατότητα να προβεί σε οποιαδήποτε από τις εξής ενέργειες:

i)

να αναγνωρίζει και να θέτει σε εφαρμογή την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης·

ii)

να υποστηρίζει, μέσω της εφαρμογής των σχετικών εξουσιών, την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης·

β)

προβλέπει ότι οι λόγοι για τους οποίους η διοικητική ή δικαστική αρχή της τρίτης χώρας δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει ή να υποστηρίξει την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, σύμφωνα με το στοιχείο α), έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια και περιορίζονται σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εξαιρετικές περιπτώσεις:

i)

η αναγνώριση ή υποστήριξη της άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της εν λόγω τρίτης χώρας·

ii)

η αναγνώριση ή υποστήριξη της άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα οι πιστωτές της τρίτης χώρας, ιδίως οι καταθέτες που είναι εγκατεστημένοι και των οποίων οι απαιτήσεις είναι καταβλητέες στην εν λόγω τρίτη χώρα, να αντιμετωπίζονται με λιγότερο ευνοϊκούς όρους σε σύγκριση με τους πιστωτές, καθώς και τους καταθέτες, που είναι εγκατεστημένοι ή των οποίων οι απαιτήσεις είναι καταβλητέες στην Ένωση, με αντίστοιχα δικαιώματα βάσει του ισχύοντος ενωσιακού δικαίου·

iii)

η αναγνώριση ή υποστήριξη ενδέχεται να έχει ουσιαστικές χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για την εν λόγω τρίτη χώρα·

iv)

η αναγνώριση ή υποστήριξη της άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης ενδέχεται να αντιβαίνει στη δημόσια τάξη της εν λόγω τρίτης χώρας.

4.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 55 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσον οι λόγοι που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) δεν παρεμποδίζουν την αναγνώριση ή υποστήριξη της άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σε όλες τις περιπτώσεις όπου ασκούνται οι εν λόγω εξουσίες.

Άρθρο 44

Περιεχόμενο της συμβατικής ρήτρας που απαιτείται βάσει του άρθρου 55 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Η συμβατική ρήτρα που περιλαμβάνεται σε σχετική συμφωνία περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

την αναγνώριση και αποδοχή από τον αντισυμβαλλόμενο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ότι η υποχρέωση μπορεί να υπόκειται στην άσκηση εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης·

2)

περιγραφή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής κάθε αρχής εξυγίανσης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή, κατά περίπτωση, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ιδίως των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε), στ), ζ) και ι) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

3)

την αναγνώριση και αποδοχή από τον αντισυμβαλλόμενο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ:

α)

ότι δεσμεύεται από τα αποτελέσματα της άσκησης των εξουσιών που αναφέρονται στο στοιχείο β), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται:

i)

τυχόν μείωση του βασικού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπολοίπου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δεδουλευμένων αλλά μη καταβληθέντων τόκων, όσον αφορά την υποχρέωση ενός ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ βάσει της σχετικής συμφωνίας·

ii)

η μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης σε κοινές μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας·

β)

ότι οι όροι της σχετικής συμφωνίας μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες, προκειμένου να θέτουν σε εφαρμογή την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης, και οι εν λόγω διαφοροποιήσεις θα είναι δεσμευτικές για τον αντισυμβαλλόμενο του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

γ)

ότι είναι δυνατή η έκδοση κοινών μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή η εκχώρησή τους στον αντισυμβαλλόμενο ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ως αποτέλεσμα της άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής·

4)

την αναγνώριση και αποδοχή, από τον αντισυμβαλλόμενο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ότι η συμβατική ρήτρα είναι εξαντλητική ως προς τα ζητήματα που περιγράφονται σε αυτήν, αποκλειομένων τυχόν άλλων συμβάσεων, ρυθμίσεων ή συμφωνιών μεταξύ των αντισυμβαλλομένων που αφορούν το αντικείμενο της σχετικής συμφωνίας.

ΤΜΗΜΑ II

Κοινοποιήσεις και ειδοποίηση αναστολής

Άρθρο 45

Γενικές απαιτήσεις όσον αφορά τις κοινοποιήσεις

1.   Οι κοινοποιήσεις που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 81 παράγραφοι 1, 2 και 3 και του άρθρου 83 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ διαβιβάζονται γραπτώς και αποστέλλονται με κατάλληλα και ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα.

2.   Οι σχετικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3 και στο άρθρο 83 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ προσδιορίζουν τα στοιχεία επικοινωνίας για την υποβολή κοινοποίησης και τα δημοσιοποιούν.

3.   Πριν από την αποστολή κοινοποίησης, ο αποστολέας μπορεί να επικοινωνήσει προφορικά με τις σχετικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, για να τις ενημερώσει σχετικά με την υποβολή κοινοποίησης.

4.   Για τους σκοπούς των κοινοποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφος 3 στοιχεία α), β), γ), δ), η) και ι) και στο άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχεία α), β), στ) και η) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης χρησιμοποιούν τη γλώσσα που χρησιμοποιείται συνήθως για τη συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

5.   Οι σχετικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3 και στο άρθρο 83 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ επιβεβαιώνουν στον αποστολέα την παραλαβή της κοινοποίησης, προσδιορίζοντας την ημερομηνία και την ώρα της παραλαβής, όπως καταγράφεται από τον παραλήπτη, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας του μέλους του προσωπικού που χειρίζεται την κοινοποίηση.

Άρθρο 46

Κοινοποίηση από το διοικητικό όργανο προς αρμόδια αρχή

1.   Οι κοινοποιήσεις που υποβάλλονται από το διοικητικό όργανο ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε αρμόδια αρχή περιλαμβάνουν:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση της έδρας και, εφόσον διατίθεται, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αποστέλλει την κοινοποίηση·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση της έδρας της άμεσης και επικεφαλής μητρικής επιχείρησης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας, κατά περίπτωση·

γ)

τις σχετικές πληροφορίες και τις αναλύσεις τις οποίες έλαβε υπόψη το διοικητικό όργανο κατά τη διενέργεια της εκτίμησης, με σκοπό να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

δ)

αντίγραφο της γραπτής απόφασης του διοικητικού οργάνου, που επιβεβαιώνει την εκτίμησή του ότι το ίδρυμα ή η οντότητα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει·

ε)

κάθε πρόσθετη πληροφορία την οποία το διοικητικό όργανο θεωρεί συναφή με την εκτίμησή του.

2.   Η κοινοποίηση βάσει του άρθρου 81 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ διαβιβάζεται αμέσως στην αρμόδια αρχή, κατόπιν της απόφασης του διοικητικού οργάνου ότι το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει.

Άρθρο 47

Διαβίβαση της ληφθείσας κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή στην αρχή εξυγίανσης

Μόλις παραλάβει την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 46, η αρμόδια αρχή αποστέλλει αμέσως στην αρχή εξυγίανσης τα ακόλουθα:

1)

αντίγραφο της ληφθείσας κοινοποίησης, συμπεριλαμβανομένων όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 1·

2)

αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τα μέτρα ή τις δράσεις πρόληψης κρίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα οποία η αρμόδια αρχή έχει λάβει η ίδια ή απαιτεί να ληφθούν από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, κατά περίπτωση·

3)

τυχόν πρόσθετα δικαιολογητικά έγγραφα, τα οποία η αρμόδια αρχή θεωρεί αναγκαία προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να είναι σε θέση να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση.

Άρθρο 48

Κοινοποίηση της εκτίμησης ότι ένα ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που παρατίθενται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

1.   Η κοινοποίηση από πλευράς μιας αρμόδιας αρχής ή αρχής εξυγίανσης, για τους σκοπούς του άρθρου 81 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, περιλαμβάνει:

α)

το όνομα του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ που αφορά η κοινοποίηση·

β)

τις πληροφορίες που παρατίθενται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)·

γ)

σύνοψη της αξιολόγησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Η κοινοποίηση υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση, μόλις διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην αρχή εξυγίανσης κάθε πρόσθετη πληροφορία την οποία δύναται να ζητήσει η αρχή εξυγίανσης για να ολοκληρώσει την εκτίμησή της.

Άρθρο 49

Ειδοποίηση

1.   Η ειδοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 83 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η οποία δημοσιεύεται από την αρχή εξυγίανσης, περιλαμβάνει:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση της έδρας και, εφόσον διατίθεται, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας του υπό εξυγίανση ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση της έδρας της άμεσης και επικεφαλής μητρικής επιχείρησης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, κατά περίπτωση·

γ)

κατάλογο με τα ονόματα άλλων οντοτήτων και συνδεδεμένων υποκαταστημάτων του ομίλου έναντι των οποίων παράγουν αποτελέσματα οι δράσεις εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων, στο μέτρο του δυνατού, πληροφοριών σχετικά με τα υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες·

δ)

συνοπτική παρουσίαση των σχετικών δράσεων εξυγίανσης που αναλαμβάνονται, των ημερομηνιών κατά τις οποίες παράγουν αποτελέσματα οι εν λόγω δράσεις εξυγίανσης, και ιδίως των αποτελεσμάτων τους για τους πελάτες λιανικής, και η οποία περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

i)

πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση σε καταθέσεις, σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, τις οποίες κατέχει το ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζεται η δράση εξυγίανσης·

ii)

πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση σε άλλα περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια των πελατών, κατά την έννοια του άρθρου 31 παράγραφος 2 στοιχείο ε) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τα οποία κατέχει το ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζεται η δράση εξυγίανσης·

iii)

πληροφορίες σχετικά με τις συμβατικές υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης που υπόκεινται σε αναστολή, δυνάμει του άρθρου 69 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης και της λήξης της περιόδου αναστολής, κατά περίπτωση·

iv)

πληροφορίες σχετικά με τους εξασφαλισμένους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ που υπόκεινται σε περιορισμούς ως προς την αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης και της λήξης της εν λόγω περιόδου περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 70 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, κατά περίπτωση·

v)

πληροφορίες σχετικά με τα συμβαλλόμενα μέρη που θίγονται από την προσωρινή αναστολή των δικαιωμάτων καταγγελίας, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης και της λήξης της περιόδου αναστολής, δυνάμει του άρθρου 71 της οδηγίας 2014/59/EU, κατά περίπτωση·

ε)

την επιβεβαίωση της συνήθους πορείας των συμβατικών δεσμεύσεων, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων αποπληρωμής, που δεν υπάγονται στις περιπτώσεις αναστολής που προβλέπονται στα άρθρα 69, 70 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

στ)

το σημείο επαφής εντός του ιδρύματος, όπου οι πελάτες και οι πιστωτές μπορούν να απευθυνθούν για περαιτέρω πληροφορίες και ενημέρωση όσον αφορά το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και τις λειτουργίες που εκτελεί.

2.   Η ειδοποίηση δημοσιεύεται μόλις αυτό καταστεί πρακτικά εφικτό μετά την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΩΜΑΤΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ I

Οργάνωση της λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης

Άρθρο 50

Καταγραφή και εντοπισμός των μελών και των δυνητικών παρατηρητών των σωμάτων εξυγίανσης

1.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού των μελών και των δυνητικών παρατηρητών του σώματος εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διενεργεί την καταγραφή των οντοτήτων του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη την καταγραφή του εν λόγω ομίλου, όπως αυτή διενεργήθηκε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98 (8) της Επιτροπής και το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ) 2016/99 (9).

2.   Κατά την οριστικοποίηση της καταγραφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί τον κατάλογο των μελών και των δυνητικών παρατηρητών στο σώμα εξυγίανσης.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναθεωρεί και επικαιροποιεί την καταγραφή των οντοτήτων του ομίλου και τον κατάλογο των μελών και των δυνητικών παρατηρητών τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Επίσης, αναθεωρεί και επικαιροποιεί την καταγραφή και τον κατάλογο των μελών και των δυνητικών παρατηρητών, έπειτα από κάθε ουσιώδη μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ομίλου ή στην επιχειρηματική δραστηριότητά του.

4.   Για να αξιολογήσει κατά πόσον ενδείκνυται η συγκρότηση σώματος εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει επίσης υπόψη κατά πόσον αυτή η άλλη ομάδα ή αυτό το άλλο σώμα λειτουργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 51

Συμμετοχή αρχών εξυγίανσης τρίτης χώρας ως παρατηρητών στο σώμα εξυγίανσης

1.   Μόλις λάβει σχετικό αίτημα από αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί το αίτημα στο σώμα εξυγίανσης.

2.   Η κοινοποίηση συνοδεύεται από όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, λαμβανομένου επίσης υπόψη του στοιχείου β), σχετικά με την ισοδυναμία του καθεστώτος περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που ισχύει για τον υποψήφιο παρατηρητή·

β)

τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών στο σώμα εξυγίανσης, που περιλαμβάνονται στις γραπτές ρυθμίσεις και τις διαδικασίες που προτείνονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

γ)

την άποψη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά τη σπουδαιότητα του σχετικού υποκαταστήματος, εάν ο υποψήφιος είναι αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας για ένα υποκατάστημα·

δ)

τον καθορισμό προθεσμίας, κατά τη λήξη της οποίας τεκμαίρεται η συγκατάθεση: εντός της εν λόγω προθεσμίας, τυχόν διαφωνούντα μέλη του σώματος εξυγίανσης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 στοιχείο β), γ) ή δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δύνανται να εκφράσουν την πλήρως αιτιολογημένη αντίρρησή τους ως προς τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου.

3.   Όταν εκφράζεται διαφωνία, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τη λαμβάνει υπόψη πριν από τη λήψη της οριστικής της απόφασης. Για τον σκοπό αυτόν, δύναται επίσης να ζητήσει τις ρητές απόψεις των μελών του σώματος που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και να λάβει υπόψη την πλειονότητα των απόψεων επί του θέματος.

4.   Όταν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποφασίσει να προσκαλέσει την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας, αποστέλλει πρόσκληση στον υποψήφιο παρατηρητή. Η πρόσκληση συνοδεύεται από τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής του παρατηρητή, που περιλαμβάνονται στις γραπτές ρυθμίσεις. Ο υποψήφιος που λαμβάνει την πρόσκληση θεωρείται παρατηρητής, εφόσον αποδεχθεί την πρόσκληση, η δε αποδοχή αυτής εκλαμβάνεται και ως αποδοχή των όρων και των προϋποθέσεων συμμετοχής.

5.   Μετά την αποδοχή της πρόσκλησης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει στο σώμα εξυγίανσης τα επικαιροποιημένα αποτελέσματα της καταγραφής που αναφέρεται στο άρθρο 50.

Άρθρο 52

Επικοινωνία με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διασφαλίζει τακτική αλληλεπίδραση και συνεργασία με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, προκειμένου να ενισχυθεί η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία του σώματος εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ανακοινώνει στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση τη συγκρότηση του σώματος εξυγίανσης και της κοινοποιεί κατάλογο με τα μέλη και τους παρατηρητές του σώματος, καθώς και κάθε μεταβολή που αφορά τα μέλη και τους παρατηρητές του σώματος εξυγίανσης.

Άρθρο 53

Κατάρτιση και επικαιροποίηση των καταλόγων στοιχείων επικοινωνίας

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τηρεί και κοινοποιεί στα μέλη και στους παρατηρητές του σώματος εξυγίανσης τα στοιχεία επικοινωνίας των ατόμων που έχει ορίσει κάθε μέλος και κάθε παρατηρητής, για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων του σώματος εξυγίανσης.

Στα στοιχεία επικοινωνίας περιλαμβάνονται και τα στοιχεία επικοινωνίας εκτός ωραρίου εργασίας, τα οποία χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και, συγκεκριμένα, για τους σκοπούς της λήψης απόφασης όσον αφορά την ανάγκη να συσταθεί και να συμφωνηθεί ένας μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μεριμνά ώστε να λάβει από όλα τα μέλη και τους παρατηρητές του σώματος τα στοιχεία επικοινωνίας των αντίστοιχων υπευθύνων επικοινωνίας και να ενημερώνεται εγκαίρως για όλες τις σχετικές μεταβολές.

Άρθρο 54

Στοιχεία γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης

1.   Οι γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 88 παράγραφος 5 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

περιγραφή του ομίλου, της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση, των θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων·

β)

τα στοιχεία των μελών και των παρατηρητών του σώματος·

γ)

περιγραφή του γενικού πλαισίου του σώματος εξυγίανσης για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων και των καθηκόντων.

2.   Το γενικό πλαίσιο συνεργασίας και συντονισμού περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

περιγραφή των διαφόρων επιμέρους δομών του σώματος εξυγίανσης για την εκτέλεση διαφορετικών καθηκόντων, κατά περίπτωση. Για τον σκοπό αυτόν, ιδίως όσον αφορά τα μέλη του σώματος που λαμβάνουν κοινές αποφάσεις, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εξετάζει την ανάγκη οργάνωσης του σώματος εξυγίανσης σε περισσότερες επιμέρους δομές·

β)

τα στοιχεία των μελών και των παρατηρητών του σώματος που συμμετέχουν σε συγκεκριμένες δραστηριότητες του σώματος. Για τον σκοπό αυτόν, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διασφαλίζει ότι οι διάφορες επιμέρους δομές του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους δομών στις οποίες συμμετέχουν παρατηρητές, δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα να περιορίζεται ή να προδικάζεται η διαδικασία λήψης κοινών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά εκείνα τα μέλη του σώματος τα οποία απαιτείται να λαμβάνουν κοινές αποφάσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

γ)

περιγραφή του πλαισίου, των όρων και των προϋποθέσεων συμμετοχής των παρατηρητών στο σώμα εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των όρων και των προϋποθέσεων για τη συμμετοχή τους στους διάφορους διαλόγους και στις διαδικασίες του σώματος, καθώς και των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 90 και 98 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διασφαλίζει ότι το γενικό πλαίσιο και οι όροι και προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών δεν είναι περισσότερο ευνοϊκά, σε σύγκριση με το πλαίσιο και τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί για τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τις σχετικές γραπτές ρυθμίσεις του εν λόγω σώματος·

δ)

περιγραφή των ρυθμίσεων συνεργασίας και συντονισμού σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ιδίως συστημικού χαρακτήρα, οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν απειλές για τη βιωσιμότητα οποιασδήποτε από τις οντότητες του ομίλου·

ε)

περιγραφή των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται, όταν δεν απαιτείται η λήψη κοινής απόφασης, αλλά κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση μιας κοινής αντίληψης εντός του σώματος εξυγίανσης ή εντός οποιασδήποτε από τις επιμέρους δομές του·

στ)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων του σχετικού πεδίου εφαρμογής, της συχνότητας και των διαύλων επικοινωνίας, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 90 και 98 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καθώς και του συντονιστικού ρόλου της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά τη συλλογή και διάδοση πληροφοριών μεταξύ των μελών και των παρατηρητών του σώματος·

ζ)

περιγραφή των σχετικών πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιούνται στα μέλη και στους παρατηρητές του σώματος, ιδίως σε σχέση με τον σχεδιασμό της εξυγίανσης, την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης και άλλες εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, λαμβανομένων επίσης υπόψη των άρθρων 90 και 98 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και του ρόλου της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

η)

περιγραφή των ρυθμίσεων για τον χειρισμό εμπιστευτικών πληροφοριών, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 90 και 98 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

θ)

περιγραφή των διαδικασιών διοργάνωσης τακτικών και ad hoc συνεδριάσεων με φυσική παρουσία·

ι)

περιγραφή της μεθόδου συντονισμού των δεδομένων που υποβάλλονται ανεξάρτητα από τις αρχές εξυγίανσης στο σώμα εποπτείας ή στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όπου απαιτείται από τη νομοθεσία ή βάσει ιδίας πρωτοβουλίας·

ια)

περιγραφή της μεθόδου κοινοποίησης των υποβαλλόμενων δεδομένων που αναφέρονται στο στοιχείο ι) και, συγκεκριμένα, περιγραφή του αντίστοιχου ρόλου της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά την κοινοποίηση των εν λόγω δεδομένων στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

ιβ)

περιγραφή της πολιτικής επικοινωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, τις αρμόδιες αρχές στα οικεία κράτη μέλη, τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση και τις οντότητες του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 58·

ιγ)

κάθε άλλη συμφωνία που αφορά τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης· και

ιδ)

τυχόν διατάξεις που καλύπτουν τις ρυθμίσεις διακοπής.

Άρθρο 55

Καθιέρωση και επικαιροποίηση των γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει την πρότασή της για τις γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 54.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την πρότασή της στα μέλη του σώματος εξυγίανσης προς διαβούλευση, καλεί δε τα μέλη να καταθέσουν την άποψή τους και υποδεικνύει το χρονοδιάγραμμα για την υποβολή των εν λόγω απόψεων.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη τις γνώμες των μελών του σώματος εξυγίανσης και, στις περιπτώσεις που δεν τις λαμβάνει υπόψη, αιτιολογεί την απόφασή της.

4.   Κατά την οριστικοποίηση, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί τις γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης στα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

5.   Οι γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης αναθεωρούνται και επικαιροποιούνται, ιδίως έπειτα από τυχόν ουσιώδεις μεταβολές στη σύνθεση του σώματος εξυγίανσης.

6.   Κατά την επικαιροποίηση των γενικών γραπτών ρυθμίσεων και διαδικασιών για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος ακολουθούν τη διαδικασία που περιγράφεται στις παραγράφους 1 έως 5.

Άρθρο 56

Επιχειρησιακές πτυχές των συνεδριάσεων του σώματος και άλλων δραστηριοτήτων

1.   Τα σώματα εξυγίανσης πραγματοποιούν τουλάχιστον μία συνεδρίαση με φυσική παρουσία ετησίως. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μπορεί, με τη συγκατάθεση όλων των μελών του σώματος και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του ομίλου, να καθορίσει διαφορετική συχνότητα για τις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης με φυσική παρουσία.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου οργανώνει και άλλες δραστηριότητες του σώματος σε τακτική βάση, ιδίως όταν απαιτείται διάλογος μεταξύ των μελών του σώματος.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει και κοινοποιεί στα μέλη του σώματος την ημερήσια διάταξη και τους στόχους των προγραμματισμένων συνεδριάσεων και των άλλων δραστηριοτήτων.

4.   Όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του σώματος ή σε άλλες δραστηριότητες διασφαλίζουν ότι στις εν λόγω συνεδριάσεις και άλλες δραστηριότητες συμμετέχουν οι κατάλληλοι αντιπρόσωποι, σύμφωνα με τους στόχους της συνεδρίασης και των άλλων δραστηριοτήτων του σώματος εξυγίανσης, καθώς και ότι οι εν λόγω αντιπρόσωποι είναι εξουσιοδοτημένοι να ασκήσουν τις εξουσίες τους, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, σε περίπτωση που αναμένεται να ληφθούν αποφάσεις στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων ή άλλων δραστηριοτήτων.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μεριμνά για την αρκούντως έγκαιρη διανομή των σχετικών εγγράφων πριν από μια συγκεκριμένη συνεδρίαση ή δραστηριότητα του σώματος εξυγίανσης.

6.   Τα αποτελέσματα και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τις συνεδριάσεις ή άλλες δραστηριότητες του σώματος τεκμηριώνονται γραπτώς και κοινοποιούνται στα μέλη του σώματος εν ευθέτω χρόνω.

Άρθρο 57

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Σύμφωνα με τα άρθρα 90 και 98 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τα μέλη του σώματος μεριμνούν για την ανταλλαγή όλων των ουσιωδών και συναφών πληροφοριών, ανεξαρτήτως αν αυτές προέρχονται από οντότητα του ομίλου, αρμόδια αρχή, αρχή εξυγίανσης ή τυχόν άλλη ορισθείσα αρχή ή οποιαδήποτε άλλη πηγή.

2.   Οι εν λόγω πληροφορίες είναι επαρκείς και ακριβείς και ανταλλάσσονται εγκαίρως, ώστε να καθίσταται δυνατή και να διευκολύνεται η αποδοτική, αποτελεσματική και πλήρης εκτέλεση των καθηκόντων των μελών του σώματος εξυγίανσης, τόσο σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας όσο και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

3.   Για τους σκοπούς της αποτελεσματικής και αποδοτικής συνεργασίας μεταξύ του σώματος εποπτείας και του σώματος εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σώματα επιτελούν τον ρόλο τους, όπως περιγράφεται στο άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο άρθρο 88 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, η οποία λαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, τις διαβιβάζει στα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

5.   Στις περιπτώσεις όπου το σώμα είναι οργανωμένο σε διάφορες επιμέρους δομές, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει πλήρως και εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται ή τα μέτρα που εφαρμόζονται στις εν λόγω επιμέρους δομές του σώματος.

6.   Εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, μπορούν να χρησιμοποιούνται όλα τα συνήθη μέσα επικοινωνίας, με προτίμηση στα ασφαλή μέσα επικοινωνίας, ιδίως στις περιπτώσεις όπου διαβιβάζονται ευαίσθητες πληροφορίες. Για τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες δημοσίως, αρκεί η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου να παραθέτει παραπομπή σε αυτές τις πληροφορίες.

7.   Στις περιπτώσεις όπου το σώμα εξυγίανσης διαθέτει ασφαλή δικτυακό τόπο, ο εν λόγω δικτυακός τόπος χρησιμοποιείται ως το κύριο μέσο επικοινωνίας.

8.   Τα άρθρα 50 έως 76 του παρόντος κανονισμού δεν θίγουν τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών ή των αρχών εξυγίανσης όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών.

Άρθρο 58

Πολιτική επικοινωνίας

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι υπεύθυνη για την επικοινωνία με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση και την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις όπου η τελευταία διαφέρει από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ είναι υπεύθυνες για την επικοινωνία με τις οντότητες και τις αρμόδιες αρχές στα αντίστοιχα κράτη μέλη.

Άρθρο 59

Συντονισμός εξωτερικής επικοινωνίας

1.   Τα μέλη του σώματος εξυγίανσης συντονίζουν την εξωτερική τους επικοινωνία σχετικά με τις στρατηγικές και τους μηχανισμούς εξυγίανσης του ομίλου.

2.   Για τους σκοπούς του συντονισμού της εξωτερικής επικοινωνίας, τα μέλη του σώματος εξυγίανσης συμφωνούν τουλάχιστον ως προς τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την κατανομή των αρμοδιοτήτων για τον συντονισμό της εξωτερικής επικοινωνίας, υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας, σε περιπτώσεις στις οποίες ένα ίδρυμα ή ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, καθώς και όταν βρίσκεται σε κατάσταση εξυγίανσης·

β)

τον καθορισμό του επιπέδου πληροφοριών που πρόκειται να γνωστοποιηθούν όσον αφορά τις στρατηγικές εξυγίανσης ομίλου·

γ)

τον συντονισμό των δημόσιων δηλώσεων στις περιπτώσεις όπου ένα ίδρυμα ή ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει·

δ)

τον συντονισμό των δημόσιων δηλώσεων που αφορούν τις δράσεις εξυγίανσης που αναλαμβάνονται, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιοποίησης των εντολών ή των πράξεων βάσει των οποίων αναλήφθηκαν οι δράσεις εξυγίανσης ή των κοινοποιήσεων στις οποίες συνοψίζονται τα αποτελέσματα των δράσεων εξυγίανσης.

Άρθρο 60

Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καθιερώνει και ελέγχει σε τακτική βάση επιχειρησιακές διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ιδίως συστημικής φύσεως, οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν απειλές για τη βιωσιμότητα οποιασδήποτε από τις οντότητες του ομίλου.

2.   Οι επιχειρησιακές διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καλύπτουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ασφαλή μέσα επικοινωνίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται·

β)

σύνολο πληροφοριών που πρέπει να ανταλλάσσονται·

γ)

σχετικά άτομα με τα οποία πρέπει να πραγματοποιείται επικοινωνία·

δ)

διαδικασίες επικοινωνίας που πρέπει να ακολουθούνται από τα αντίστοιχα μέλη του σώματος.

ΤΜΗΜΑ II

Κοινές αποφάσεις για τον σχεδιασμό της εξυγίανσης ομίλου

Υποτμήμα 1

Διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του

Άρθρο 61

Προγραμματισμός των ενεργειών στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης

1.   Πριν από την έναρξη της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών καταλήγουν σε ένα χρονοδιάγραμμα των ενεργειών που πρέπει να ολοκληρωθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας («χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης»).

Σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία επί του εν λόγω χρονοδιαγράμματος, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καθορίζει το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης, αφού προηγουμένως εξετάσει τις απόψεις και τις επιφυλάξεις τις οποίες έχουν διατυπώσει οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

2.   Το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης επικαιροποιείται τουλάχιστον άπαξ ετησίως και περιλαμβάνει όλες τις ακόλουθες ενέργειες, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιηθούν με τη σειρά που έχει συμφωνηθεί μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών:

α)

προκαταρκτικός διάλογος μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με τη στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του·

β)

αίτημα για την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου και τη διενέργεια της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

γ)

υποβολή των ζητούμενων πληροφοριών, σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση απευθείας στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

δ)

διαβίβαση των πληροφοριών που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και υπόδειξη προθεσμίας για την υποβολή τυχόν αιτημάτων για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών·

ε)

υποβολή εισηγήσεων για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

στ)

υποβολή του προσχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και του σχεδίου εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στα μέλη του σώματος εξυγίανσης·

ζ)

υποβολή πιθανών σχολίων επί του προσχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και του σχεδίου εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του από τα μέλη του σώματος εξυγίανσης στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

η)

συζήτηση με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση σχετικά με το προσχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, όπου αυτό κρίνεται ενδεδειγμένο από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

θ)

διάλογος μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με το προσχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του·

ι)

διανομή του εγγράφου που περιέχει το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών·

ια)

διάλογος επί του εγγράφου που περιέχει το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών·

ιβ)

λήψη κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του·

ιγ)

κοινοποίηση του πορίσματος της κοινής απόφασης στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, μαζί με συνοπτική παρουσίαση των βασικών στοιχείων του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου.

3.   Στο χρονοδιάγραμμα:

α)

αποτυπώνεται το πεδίο εφαρμογής και η πολυπλοκότητα κάθε ενέργειας στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης·

β)

λαμβάνεται υπόψη το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη άλλων κοινών αποφάσεων που έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης·

γ)

λαμβάνεται υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη άλλων κοινών αποφάσεων που έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο του σχετικού σώματος εποπτείας, ιδίως το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 62

Στοιχεία του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης

1.   Κατά την κατάρτιση του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης, οι εμπλεκόμενες αρχές ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, όταν ενεργεί μεμονωμένα, λαμβάνουν υπόψη το άρθρο 16 παράγραφος 3 και το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ανάγκη για ταυτόχρονη εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης και αναστολή της διαδικασίας για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων, και μεριμνούν ώστε να προσαρμόζονται αναλόγως οι αντίστοιχες προθεσμίες που καθορίζονται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης.

2.   Κατά την κατάρτιση του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών, όπως ορίζονται στις γραπτές ρυθμίσεις του σώματος εξυγίανσης και στις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Τα ακόλουθα στοιχεία του χρονοδιαγράμματος κοινοποιούνται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση:

α)

η εκτιμώμενη ημερομηνία κατά την οποία αναμένεται να υποβληθεί το αίτημα παροχής των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και τη διενέργεια της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο β), καθώς και η προθεσμία υποβολής των εν λόγω πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο γ)·

β)

η εκτιμώμενη ημερομηνία για την οργάνωση της συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο η), κατά περίπτωση·

γ)

η εκτιμώμενη ημερομηνία για την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ).

Άρθρο 63

Προκαταρκτικός διάλογος σχετικά με τη στρατηγική εξυγίανσης

Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διοργανώνει προκαταρκτικό διάλογο με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνται όλες οι ακόλουθες ενέργειες:

1)

συζητείται μια προκαταρκτική πρόταση για τη στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου·

2)

εξακριβώνεται κατά πόσον οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του έχουν τεθεί ήδη στη διάθεση οποιασδήποτε από τις αρμόδιες αρχές, και οι εν λόγω πληροφορίες κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

3)

καθορίζονται οι πρόσθετες πληροφορίες που πρόκειται να ζητηθούν από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση·

4)

συμφωνούνται τυχόν εισηγήσεις που χρειάζεται να υποβάλουν οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και τη διενέργεια της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης.

Άρθρο 64

Πληροφορίες από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ζητεί από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων του διαλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 63.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί με σαφήνεια στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση ποιες οντότητες του ομίλου αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες και ισχύουν γι' αυτές, καθώς και την προθεσμία για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Η μητρική επιχείρηση στην Ένωση παρέχει εγκαίρως στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που έχουν ζητηθεί, και το αργότερο έως την προθεσμία που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δύναται να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, τόσο πριν από τη διαβίβαση των πληροφοριών στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όσο και έπειτα από αυτή, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 66 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 65

Διαβίβαση πληροφοριών από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που λαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 64, στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και τις καλεί να υποβάλουν τυχόν σχόλια, εντός ορισμένης προθεσμίας, σχετικά με το κατά πόσον απαιτούνται πρόσθετες πληροφορίες.

2.   Οποιαδήποτε αρχή που λαμβάνει πληροφορίες δύναται να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, όταν η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες κρίνει ότι οι πρόσθετες πληροφορίες είναι συναφείς με την οντότητα ή το υποκατάστημα που υπάγεται στη δικαιοδοσία της, για τον σκοπό της κατάρτισης και τήρησης του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και της διενέργειας της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης. Σε αυτή την περίπτωση, ισχύουν κατ' αναλογία οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 64.

3.   Η διαβίβαση πληροφοριών από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν θεωρείται ολοκληρωμένη, εάν δεν έχουν διαβιβαστεί πλήρως τόσο οι αρχικές όσο και οι επακόλουθες πληροφορίες.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 3, ανακοινώνει στο σώμα εξυγίανσης την ημερομηνία έναρξης της τετράμηνης περιόδου για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες προκειμένου να διευκολυνθεί η κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και η διενέργεια της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που παρατίθενται στα άρθρα 90 και 98 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 66

Κατάρτιση και διανομή του προσχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του

1.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις εισηγήσεις τους για το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει το προσχέδιο εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διανέμει το προσχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του στα μέλη του σώματος εξυγίανσης εγκαίρως, και οπωσδήποτε εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο στ).

Άρθρο 67

Διαβούλευση με τα μέλη του σώματος εξυγίανσης

1.   Τα μέλη του σώματος εξυγίανσης υποβάλλουν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, τα σχόλιά τους σχετικά με το προσχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

2.   Ειδικότερα, οι σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ καταθέτουν την άποψή τους όσον αφορά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των οντοτήτων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους.

3.   Σε περίπτωση που οποιαδήποτε από τις αρχές θεωρεί ότι υφίστανται ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου ή οποιασδήποτε από τις οντότητές του, γνωστοποιεί την εκτίμησή της στην αρχή εξυγίανσης του ομίλου εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών τα σχόλια που έχει λάβει από τα υπόλοιπα μέλη του σώματος εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των σχολίων που έχουν διατυπώσει οι εν λόγω αρχές σχετικά με την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των οντοτήτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.

Άρθρο 68

Συζήτηση με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση

Όταν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διοργανώνει συζήτηση επί του προσχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 2 στοιχείο η), θα πρέπει να το πράττει εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο αντίστοιχο στάδιο του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών τυχόν παρατηρήσεις που έχουν υποβληθεί από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαβούλευσης.

Άρθρο 69

Διάλογος επί του προσχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διοργανώνει διάλογο επί του προσχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών εγκαίρως, σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο θ), και οπωσδήποτε εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης.

2.   Ο διάλογος περιλαμβάνει τα ζητήματα που αφορούν την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου και διευκολύνει τον εντοπισμό πιθανών ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη τυχόν παρατηρήσεων που υποβάλλονται από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση. Για τον σκοπό αυτόν, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου την οποία έχει διενεργήσει η ίδια και λαμβάνει υπόψη τη γνώμη που έχουν διατυπώσει άλλα μέλη του σώματος.

3.   Με βάση τον διάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου οριστικοποιεί το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και τη διενέργεια της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης. Οι μεταβολές που πραγματοποιούνται στο προσχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του αντικατοπτρίζουν το αποτέλεσμα του διαλόγου.

4.   Στις περιπτώσεις στις οποίες εντοπίζονται ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, εφαρμόζεται το άρθρο 76 παράγραφος 1.

Άρθρο 70

Κατάρτιση της κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του

Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του. Το σχέδιο κοινής απόφασης περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

τα ονόματα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών που λαμβάνουν την κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του·

2)

τα ονόματα των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών με τις οποίες πραγματοποιήθηκε διαβούλευση κατά την κατάρτιση και την τήρηση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου και τη διενέργεια της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, και ειδικότερα:

α)

τα ονόματα των αρχών εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων και των αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

β)

τα ονόματα των σχετικών αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

γ)

τα ονόματα των παρατηρητών, εφόσον οι εν λόγω παρατηρητές συμμετείχαν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμμετοχής των παρατηρητών, όπως αναγράφονται στις γραπτές ρυθμίσεις·

3)

το όνομα της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση και των οντοτήτων του ομίλου οι οποίες καλύπτονται από το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, και τις οποίες αφορά και στις οποίες εφαρμόζεται η κοινή απόφαση·

4)

τις παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του·

5)

την ημερομηνία έκδοσης της κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, καθώς και κάθε σχετικής επικαιροποίησης αυτών·

6)

το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μέτρων για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 4, 5 και 6 και το άρθρο 18 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, βάσει των οποίων λαμβάνεται η κοινή απόφαση. Στις περιπτώσεις όπου η μητρική επιχείρηση στην Ένωση ή οποιαδήποτε από τις οντότητες αυτής βρίσκονται στη διαδικασία εφαρμογής των λόγω μέτρων, παρέχονται επίσης πληροφορίες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους·

7)

συνοπτική παρουσίαση των απόψεων που εκφράστηκαν από τις αρχές με τις οποίες πραγματοποιήθηκε διαβούλευση κατά τη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του·

8)

εάν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης πραγματοποιήθηκε διαβούλευση με την ΕΑΤ, παρατηρήσεις με τις οποίες επεξηγείται τυχόν απόκλιση από τις συμβουλές της ΕΑΤ.

Άρθρο 71

Λήψη κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποστέλλει το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, καθορίζοντας προθεσμία εντός της οποίας οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών πρέπει να υποβάλουν τη γραπτή συμφωνία τους με την εν λόγω κοινή απόφαση, η οποία μπορεί να αποσταλεί με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.

2.   Μόλις παραλάβουν το σχέδιο κοινής απόφασης, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν διαφωνούν διαβιβάζουν τη γραπτή συμφωνία τους στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται βάσει της παραγράφου 1.

3.   Η τελική κοινή απόφαση αποτελείται από το έγγραφο της κοινής απόφασης, που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 70, καθώς και από τις γραπτές συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και από τη γραπτή συμφωνία της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, που επισυνάπτονται στην κοινή απόφαση, και διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που συμφωνούν με την κοινή απόφαση.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης την κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του.

Άρθρο 72

Κοινοποίηση της κοινής απόφασης και της σύνοψης του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την κοινή απόφαση και μια σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης, στο διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης, δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ).

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με αυτή την κοινοποίηση.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μπορεί να συζητήσει την κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, για να επεξηγήσει τα λεπτομερή στοιχεία της εν λόγω απόφασης.

Υποτμήμα 2

Διαδικασία που εφαρμόζεται ελλείψει κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του

Άρθρο 73

Μερική διαφωνία

1.   Εάν μία ή περισσότερες από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών διαφωνήσουν με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν διαφωνούν, δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ακολουθούν όλες τις σχετικές ενέργειες που προβλέπονται στα άρθρα 70, 71 και 72 για την κατάρτιση, τη λήψη και την κοινοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του.

2.   Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει όλα τα στοιχεία τα οποία ορίζονται στο άρθρο 70.

3.   Στο έγγραφο περιλαμβάνεται συνοπτική παρουσίαση των απόψεων που εκφράστηκαν από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που συμμετείχαν στην αρχική διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, αλλά διαφώνησαν με το σχέδιο. Συγκεκριμένα, στη συνοπτική αυτή παρουσίαση γίνεται αναφορά σε όλα τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία τους.

Άρθρο 74

Στοιχεία κοινοποίησης μεμονωμένων αποφάσεων

1.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση μεταξύ των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του κοινοποιείται εγγράφως στα μέλη του σώματος εξυγίανσης, με έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

β)

το όνομα της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση·

γ)

παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της απόφασης·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

ε)

το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μέτρων για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 4, 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, βάσει των οποίων λαμβάνεται η απόφαση. Εάν η μητρική επιχείρηση στην Ένωση βρίσκεται στη διαδικασία εφαρμογής αυτών των μέτρων, υποβάλλεται επίσης το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους·

στ)

τα ονόματα των μελών του σώματος εξυγίανσης και των παρατηρητών που συμμετέχουν, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών, στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης για το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, καθώς επίσης και συνοπτική παρουσίαση των απόψεων που εκφράστηκαν από αυτές τις αρχές και πληροφορίες για τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία τους·

ζ)

παρατηρήσεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σχετικά με τις απόψεις που εκφράστηκαν από μέλη και παρατηρητές του σώματος εξυγίανσης, ιδίως όσον αφορά τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία τους.

2.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρχές εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι αρχές εξυγίανσης που καταρτίζουν ατομικά σχέδια εξυγίανσης διαβιβάζουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης που λαμβάνει την απόφαση·

β)

το όνομα της οντότητας ή των οντοτήτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία της αρχής εξυγίανσης, τις οποίες αφορά και στις οποίες εφαρμόζεται η απόφαση·

γ)

παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της απόφασης·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

ε)

το σχέδιο εξυγίανσης και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των οντοτήτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μέτρων για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 4, 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, βάσει των οποίων λαμβάνεται η απόφαση. Εάν οι οντότητες βρίσκονται στη διαδικασία εφαρμογής αυτών των μέτρων, υποβάλλεται επίσης το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους·

στ)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, καθώς και επεξηγήσεις για τους λόγους της διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του.

3.   Εάν έχει πραγματοποιηθεί διαβούλευση με την EAT, οι αποφάσεις που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, περιλαμβάνουν επεξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν ακολουθήθηκε η συμβουλή της ΕΑΤ.

Άρθρο 75

Κοινοποίηση μεμονωμένων αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών εντός της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όλες οι αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας κοινοποιούνται εγγράφως από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, κατά την αργότερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

β)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά την παροχή οποιασδήποτε συμβουλής από την ΕΑΤ, κατόπιν αίτησης της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

γ)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα έπειτα από την όποια απόφαση λαμβάνεται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο ή το άρθρο 13 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία που ορίζεται από την ΕΑΤ σε τέτοια απόφαση.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την απόφασή της και τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

Υποτμήμα 3

Κοινή απόφαση σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 76

Αναστολή της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του

1.   Όταν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εντοπίζει ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης ή συμφωνεί με την άποψη περί εντοπισθέντων ουσιαστικών εμποδίων που έχει εκφραστεί από οποιαδήποτε από τις αρχές με τις οποίες έχει προβεί σε διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναστέλλει τη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και κοινοποιεί την απόφασή της στα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προβαίνει σε εκ νέου διεξαγωγή της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου, περιλαμβανομένης της διενέργειας εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσής του, μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία λήψης κοινής απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

Άρθρο 77

Προγραμματισμός των ενεργειών στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Πριν από την έναρξη της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών καταλήγουν σε ένα χρονοδιάγραμμα των ενεργειών που πρέπει να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης.

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με το εν λόγω χρονοδιάγραμμα, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καθορίζει το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης, αφού προηγουμένως εξετάσει τις απόψεις και τυχόν επιφυλάξεις που εκφράζονται από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

2.   Το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

κατάρτιση και διανομή της έκθεσης σχετικά με τα ουσιαστικά εμπόδια που έχουν εντοπιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σε διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ·

β)

υποβολή της έκθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και στις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα·

γ)

ημερομηνία κατά την οποία η μητρική επιχείρηση στην Ένωση υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις παρατηρήσεις της και τυχόν εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

δ)

διάλογο μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών και άλλων μελών του σώματος εξυγίανσης, σχετικά με τυχόν παρατηρήσεις ή εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων, τα οποία έχουν προταθεί από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, κατά περίπτωση·

ε)

επεξεργασία του σχεδίου κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης·

στ)

οριστικοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης· και

ζ)

κοινοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

3.   Το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης επανεξετάζεται και επικαιροποιείται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, προκειμένου να συμπεριλάβει την παράταση της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης, σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση στην Ένωση υποβάλει παρατηρήσεις και προτείνει τυχόν εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

4.   Κατά την κατάρτιση του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών, όπως ορίζονται στις γραπτές ρυθμίσεις του σώματος εξυγίανσης και στις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση τις πτυχές εκείνες του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης που προϋποθέτουν τη συμμετοχή της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση.

Άρθρο 78

Διαβούλευση και κοινοποίηση της έκθεσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει σχέδιο έκθεσης για τα ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και διαβιβάζει το σχέδιο αυτό στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, καθώς και των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

Έχει επίσης τη δυνατότητα να υποβάλει το σχέδιο έκθεσης σε άλλα μέλη και παρατηρητές του σώματος εξυγίανσης, ανάλογα με την περίπτωση και με τον τρόπο που έχει συμφωνηθεί και αναλύεται στις γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες του σώματος εξυγίανσης.

2.   Οι παρατηρήσεις και οι απόψεις που διατυπώνονται εξετάζονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, με σκοπό την οριστικοποίηση της έκθεσης. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αιτιολογεί πλήρως οποιαδήποτε απόκλιση από άποψη ή παρατήρηση που έχει διατυπωθεί από την ΕΑΤ ή την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

3.   Μόλις οριστικοποιηθεί η έκθεση, διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης την έναρξη της περιόδου τεσσάρων μηνών εντός της οποίας πρέπει να ληφθεί η κοινή απόφαση σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

Άρθρο 79

Υποβολή παρατηρήσεων της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση και διαβούλευση με τις αρχές

1.   Εάν η μητρική επιχείρηση στην Ένωση υποβάλει παρατηρήσεις και προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει αυτές τις παρατηρήσεις και τα μέτρα στα άλλα μέλη του σώματος, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 ημερών.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 1, κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης την παράταση της χρονικής περιόδου για τη λήψη της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διανέμει τις παρατηρήσεις και τα εναλλακτικά μέτρα που υποβλήθηκαν από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, ορίζοντας παράλληλα και προθεσμία για την υποβολή σχολίων.

4.   Εάν οι αρχές δεν διαβιβάσουν τα σχόλιά τους μέχρι την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 3, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου υποθέτει ότι οι εν λόγω αρχές δεν έχουν να υποβάλουν κανένα σχόλιο σχετικά με τις παρατηρήσεις και τα εναλλακτικά μέτρα που υποβλήθηκαν από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση και συνεχίζουν τη διαδικασία.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου παρέχει, το συντομότερο δυνατό και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών τυχόν σχόλια που υποβλήθηκαν από άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης και συζητά μαζί τους τα προτεινόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

6.   Επίσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών συζητούν και εξετάζουν δεόντως τις δυνητικές επιπτώσεις των προτεινόμενων μέτρων για όλες τις οντότητες που αποτελούν μέρος του ομίλου, για όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος, καθώς επίσης και για την Ένωση στο σύνολό της.

Άρθρο 80

Κατάρτιση της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα του διαλόγου βάσει του άρθρου 79 παράγραφοι 5 και 6, ανάλογα με την περίπτωση, καταρτίζει σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

2.   Το σχέδιο κοινής απόφασης περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση και των οντοτήτων του ομίλου τις οποίες αφορά και στις οποίες εφαρμόζεται η κοινή απόφαση·

β)

τα ονόματα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών που καταλήγουν στην κοινή απόφαση·

γ)

τα ονόματα των οικείων αρμόδιων αρχών και τα ονόματα των αρχών εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων με τα οποία πραγματοποιήθηκε διαβούλευση για τη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου, για τα μέτρα αντιμετώπισης ή εξάλειψης των ουσιαστικών εμποδίων, καθώς και για τις παρατηρήσεις και τυχόν εναλλακτικά μέτρα που υποβλήθηκαν από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση·

δ)

τα ονόματα των παρατηρητών, εφόσον οι εν λόγω παρατηρητές συμμετείχαν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμμετοχής των παρατηρητών, όπως αναγράφονται στις γραπτές ρυθμίσεις·

ε)

τις παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της κοινής απόφασης·

στ)

την ημερομηνία έκδοσης της κοινής απόφασης·

ζ)

τα μέτρα δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ που αποφασίζονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας οι αντίστοιχες οντότητες του ομίλου εξετάζουν τα εν λόγω μέτρα·

η)

εάν τα μέτρα που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση δεν γίνουν αποδεκτά ή γίνουν εν μέρει αποδεκτά από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, παρατηρήσεις στις οποίες επεξηγείται για ποιον λόγο τα μέτρα που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση κρίνονται ακατάλληλα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης και με ποιον τρόπο τα μέτρα που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) θα μειώσουν αποτελεσματικά ή θα εξαλείψουν τα ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης·

θ)

συνοπτική παρουσίαση των απόψεων που εκφράστηκαν από τις αρχές με τις οποίες πραγματοποιήθηκε διαβούλευση κατά τη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης·

ι)

εάν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης πραγματοποιήθηκε διαβούλευση με την ΕΑΤ, παρατηρήσεις με τις οποίες επεξηγείται τυχόν απόκλιση από τη συμβουλή της ΕΑΤ.

Άρθρο 81

Λήψη της κοινής απόφασης

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποστέλλει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, καθορίζοντας προθεσμία εντός της οποίας οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών πρέπει να υποβάλουν τη γραπτή συμφωνία τους με την εν λόγω κοινή απόφαση, η οποία μπορεί να αποστέλλεται με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.

2.   Μόλις παραλάβουν το σχέδιο κοινής απόφασης, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν διαφωνούν με το σχέδιο διαβιβάζουν τη γραπτή συμφωνία τους στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1.

3.   Η τελική κοινή απόφαση αποτελείται από το έγγραφο της κοινής απόφασης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 80, καθώς και από τις γραπτές συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και από τη γραπτή συμφωνία της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, που επισυνάπτονται στην κοινή απόφαση, και διαβιβάζεται στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που συμφωνούν με την κοινή απόφαση από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης την κοινή απόφαση σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

Άρθρο 82

Κοινοποίηση της κοινής απόφασης

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την κοινή απόφαση στο διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση έως την προθεσμία που καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη της κοινής απόφασης βάσει του άρθρου 77 παράγραφος 2 στοιχείο ζ). Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με αυτή την κοινοποίηση.

2.   Εάν ορισμένα από τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ απευθύνονται σε συγκεκριμένες οντότητες του ομίλου και δεν αφορούν τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών διαβιβάζουν στα διοικητικά όργανα αυτών των οντοτήτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους τα αντίστοιχα τμήματα της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, εγκαίρως και σε κάθε περίπτωση έως την προθεσμία που καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης βάσει του άρθρου 77 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει τη δυνατότητα να συζητήσει με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση τις λεπτομέρειες για το περιεχόμενο και την εφαρμογή της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών έχουν τη δυνατότητα να συζητήσουν με τις οντότητες που τελούν υπό τη δικαιοδοσία τους τις λεπτομέρειες για το περιεχόμενο και την εφαρμογή της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

Άρθρο 83

Παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινής απόφασης

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών το αποτέλεσμα της όποιας συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 82 παράγραφος 3.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών κοινοποιούν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου το αποτέλεσμα της όποιας συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 82 παράγραφος 4.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών παρακολουθούν την εφαρμογή της κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, που αφορούν καθεμία από τις επιμέρους οντότητες του ομίλου για τις οποίες είναι αντιστοίχως υπεύθυνες.

Υποτμήμα 4

Διαδικασία που εφαρμόζεται ελλείψει κοινής απόφασης για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 84

Στοιχεία κοινοποίησης μεμονωμένων αποφάσεων

1.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιείται εγγράφως, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στα μέλη του σώματος εξυγίανσης, με έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου που λαμβάνει την απόφαση·

β)

το όνομα της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση την οποία αφορά και στην οποία εφαρμόζεται η απόφαση·

γ)

παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της απόφασης·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

ε)

τα μέτρα δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ που αποφασίζονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας εξετάζονται τα εν λόγω μέτρα·

στ)

εάν τα μέτρα που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση δεν γίνουν αποδεκτά ή γίνουν εν μέρει αποδεκτά από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, παρατηρήσεις στις οποίες επεξηγείται για ποιον λόγο τα μέτρα που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση κρίνονται ακατάλληλα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης και με ποιον τρόπο τα μέτρα που ορίζονται στο σημείο ε) της παρούσας παραγράφου θα μειώσουν αποτελεσματικά ή θα εξαλείψουν τα ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης·

ζ)

τα ονόματα των μελών και των παρατηρητών του σώματος εξυγίανσης που συμμετέχουν, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών, στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σχετικά με μέτρα για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, καθώς επίσης και συνοπτική παρουσίαση των απόψεων που εκφράστηκαν από αυτές τις αρχές και πληροφορίες για τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία τους·

η)

παρατηρήσεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σχετικά με τις απόψεις που εκφράστηκαν από μέλη και παρατηρητές του σώματος εξυγίανσης, ιδίως όσον αφορά τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία τους.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης που αποφασίζουν για τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις θυγατρικές σε μεμονωμένο επίπεδο, εφόσον δεν ληφθεί κοινή απόφαση, διαβιβάζουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης που λαμβάνει την απόφαση·

β)

το όνομα των οντοτήτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία της αρχής εξυγίανσης τις οποίες αφορά και στις οποίες εφαρμόζεται η απόφαση·

γ)

παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της απόφασης·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

ε)

τα μέτρα δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφοι 5 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ που αποφασίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας οι αντίστοιχες οντότητες εξετάζουν τα εν λόγω μέτρα·

στ)

εάν τα μέτρα που προτείνονται από τις θυγατρικές, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δεν γίνουν αποδεκτά ή γίνουν εν μέρει αποδεκτά από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών αντιστοίχως, παρατηρήσεις στις οποίες επεξηγείται για ποιον λόγο τα μέτρα που προτείνονται από τις εν λόγω θυγατρικές κρίνονται ακατάλληλα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης και με ποιον τρόπο τα μέτρα που ορίζονται στο στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου θα μειώσουν αποτελεσματικά ή θα εξαλείψουν τα ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης·

ζ)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, καθώς και επεξηγήσεις για τους λόγους της διαφωνίας με τα μέτρα που προτείνονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης.

3.   Εάν έχει πραγματοποιηθεί διαβούλευση με την EAT, οι αποφάσεις που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης περιλαμβάνουν επεξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν ακολουθήθηκε η συμβουλή της ΕΑΤ.

Άρθρο 85

Κοινοποίηση μεμονωμένων αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών, εντός της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όλες οι αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 6 και 7 της εν λόγω οδηγίας κοινοποιούνται εγγράφως από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, το αργότερο έως τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ανάλογα με την περίπτωση·

β)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά την παροχή οποιασδήποτε συμβουλής από την ΕΑΤ, κατόπιν αίτησης της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

γ)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα έπειτα από όποια απόφαση λαμβάνεται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο ή το άρθρο 18 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία που ορίζεται από την ΕΑΤ σε τέτοια απόφαση.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την απόφασή της και τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

ΤΜΗΜΑ IIΙ

Διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

Υποτμήμα 1

Διαδικασία λήψης κοινής απόφασης

Άρθρο 86

Σχεδιασμός της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Πριν από τη δρομολόγηση της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών καταλήγουν σε ένα χρονοδιάγραμμα των ενεργειών που πρέπει να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας (εφεξής «χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων»).

Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ορίζει το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, αφού προηγουμένως εξετάσει τις απόψεις και τις επιφυλάξεις που εκφράζονται από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

Προκειμένου να ληφθεί η κοινή απόφαση σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις, παράλληλα με την κατάρτιση και τη διατήρηση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 παράγραφος 15 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων οργανώνεται με βάση το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του.

Συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών θεωρούν ότι η περίοδος των τεσσάρων μηνών για τη λήψη της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων αρχίζει ταυτόχρονα με το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσής του.

2.   Το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επικαιροποιείται σε τακτική βάση και περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

υποβολή, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, της πρότασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο μητρικής οντότητας·

β)

υποβολή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, των προτάσεων των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για τις οντότητες που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους σε ατομικό επίπεδο·

γ)

διάλογο μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με τις προτεινόμενες ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής, καθώς επίσης και με τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα·

δ)

κατάρτιση και υποβολή, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, του σχεδίου κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών·

ε)

διάλογο για το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση και τις θυγατρικές του ομίλου, εφόσον απαιτείται βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους·

στ)

λήψη της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής·

ζ)

κοινοποίηση, στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής.

3.   Στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων:

α)

αποτυπώνεται το πεδίο εφαρμογής και η πολυπλοκότητα κάθε ενέργειας στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης·

β)

λαμβάνεται υπόψη το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη άλλων κοινών αποφάσεων που έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης·

γ)

λαμβάνεται υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη άλλων κοινών αποφάσεων που έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο του σχετικού σώματος εποπτείας, ιδίως το χρονοδιάγραμμα των κοινών αποφάσεων για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

Το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επανεξετάζεται ανάλογα με το αποτέλεσμα της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης και αποτυπώνει το αποτέλεσμα αυτό, ιδίως όταν η εν λόγω εκτίμηση έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη μέτρων για την εξάλειψη ή την αντιμετώπιση των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία ενδέχεται να έχουν άμεση επίπτωση στις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο ή σε επίπεδο οντοτήτων.

4.   Κατά την εκπόνηση του χρονοδιαγράμματος για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών, όπως ορίζονται στις γραπτές ρυθμίσεις του σώματος εξυγίανσης και στις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών κοινοποιούν στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση και στις οντότητες του ομίλου για τις οποίες είναι αντιστοίχως υπεύθυνες ενδεικτική ημερομηνία για τη διεξαγωγή του διαλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε), ανάλογα με την περίπτωση.

6.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών κοινοποιούν στη μητρική επιχείρηση στην Ένωση και στις οντότητες του ομίλου για τις οποίες είναι αντιστοίχως υπεύθυνες ενδεικτική ημερομηνία για την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ζ).

Άρθρο 87

Πρόταση σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο μητρικής επιχείρησης στην Ένωση

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας την πρότασή της σχετικά με:

α)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, η οποία πρέπει να εκπληρώνεται, ανά πάσα στιγμή, από τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, εκτός εάν έχει χορηγηθεί η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 45 παράγραφος 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

β)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που ισχύει σε ενοποιημένο επίπεδο.

2.   Η πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι αιτιολογημένη, ιδίως σε σχέση με τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ορίζει προθεσμία για τη λήψη αιτιολογημένων γραπτών παρατηρήσεων από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ιδίως σε σχέση με τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δεν διαβιβάσει καμία παρατήρηση εντός της προθεσμίας που έχει τεθεί, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου υποθέτει ότι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δεν έχει να υποβάλει καμία παρατήρηση επί της πρότασής της δυνάμει της παραγράφου 1.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατόν, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών τυχόν παρατηρήσεις που έχουν υποβληθεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Άρθρο 88

Πρόταση σε επίπεδο θυγατρικής

1.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών κοινοποιούν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές την πρότασή τους σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, η οποία πρέπει να εκπληρώνεται, ανά πάσα στιγμή, από την εκάστοτε θυγατρική του ομίλου σε ατομική βάση, εκτός εάν έχουν χορηγηθεί οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 45 παράγραφος 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Η πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αιτιολογείται, ιδίως ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών συμφωνούν με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και ορίζουν προθεσμία για τη λήψη γραπτών και πλήρως αιτιολογημένων παρατηρήσεων από τις αρμόδιες αρχές της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκονται, ιδίως ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν διαβιβάσουν καμία παρατήρηση εντός της προθεσμίας που έχει τεθεί, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών υποθέτουν ότι οι εν λόγω αρμόδιες αρχές δεν έχουν να υποβάλουν καμία παρατήρηση για τις αντίστοιχες προτάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών διαβιβάζουν, το συντομότερο δυνατό, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τυχόν παρατηρήσεις που έχουν υποβληθεί από τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 89

Διάλογος σχετικά με τις προτεινόμενες ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διοργανώνει διάλογο με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με τις προτεινόμενες ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών συζητούν τον συνδυασμό των προτεινόμενων ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο με τις προτεινόμενες απαιτήσεις σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής.

Άρθρο 90

Κατάρτιση της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση τυχόν απαλλαγών, δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 11 ή παράγραφος 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Το σχέδιο κοινής απόφασης περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ονόματα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών που καταλήγουν στην κοινή απόφαση σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής·

β)

τα ονόματα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και άλλων αρμόδιων αρχών με τις οποίες πραγματοποιήθηκε διαβούλευση·

γ)

τα ονόματα των παρατηρητών, εφόσον οι εν λόγω παρατηρητές συμμετείχαν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμμετοχής των παρατηρητών, όπως αναγράφονται στις γραπτές ρυθμίσεις·

δ)

το όνομα της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση και των οντοτήτων του ομίλου τις οποίες αφορά και στις οποίες εφαρμόζεται η κοινή απόφαση·

ε)

τις παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και τη λήψη της κοινής απόφασης· παραπομπές σε τυχόν πρόσθετα κριτήρια που προβλέπονται από τα κράτη μέλη, βάσει των οποίων καθορίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων·

στ)

την ημερομηνία έκδοσης του σχεδίου κοινής απόφασης και τυχόν σχετικής επικαιροποίησής του·

ζ)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, και την προθεσμία για την επίτευξη αυτού του επιπέδου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και επαρκή αιτιολόγηση ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αυτό το επίπεδο, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

η)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση, εκτός εάν έχουν χορηγηθεί οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 45 παράγραφος 11 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και την προθεσμία για την επίτευξη αυτού του επιπέδου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και επαρκή αιτιολόγηση ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αυτό το επίπεδο, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

θ)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής σε ατομική βάση, εκτός εάν έχουν χορηγηθεί οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 45 παράγραφος 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και την προθεσμία για την επίτευξη αυτού του επιπέδου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και επαρκή αιτιολόγηση ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αυτό το επίπεδο, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Εάν η απόφαση που αφορά την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ορίζει ότι η απαίτηση εκπληρώνεται εν μέρει σε ενοποιημένο ή ατομικό επίπεδο για τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση ή για οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου, μέσω συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, η απόφαση περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες που καταδεικνύουν επαρκώς στις αρχές εξυγίανσης ότι τα εργαλεία πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως συμβατικά εργαλεία διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 45 παράγραφος 14 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 91

Λήψη της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποστέλλει το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, καθορίζοντας προθεσμία εντός της οποίας οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών πρέπει να υποβάλουν τη γραπτή συμφωνία τους με την εν λόγω κοινή απόφαση, η οποία μπορεί να αποσταλεί με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.

2.   Μόλις παραλάβουν το σχέδιο κοινής απόφασης, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν διαφωνούν με το σχέδιο διαβιβάζουν τη γραπτή συμφωνία τους στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1.

3.   Η τελική κοινή απόφαση αποτελείται από το έγγραφο της κοινής απόφασης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 90, καθώς και από τις γραπτές συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και από τη γραπτή συμφωνία της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, που επισυνάπτονται στην κοινή απόφαση, και διαβιβάζεται στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που συμφωνούν με την κοινή απόφαση από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στο σώμα εξυγίανσης την κοινή απόφαση σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής.

Άρθρο 92

Κοινοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την κοινή απόφαση στο διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη της κοινής απόφασης βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 3 στοιχείο ζ). Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών σχετικά με αυτή την κοινοποίηση.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών κοινοποιούν στα διοικητικά όργανα των οντοτήτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους τα αντίστοιχα τμήματα της κοινής απόφασης, εγκαίρως και σε κάθε περίπτωση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο χρονοδιάγραμμα για τη λήψη της κοινής απόφασης βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 3 στοιχείο ζ).

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει τη δυνατότητα να συζητήσει με τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση τις λεπτομέρειες για το περιεχόμενο και την εφαρμογή της κοινής απόφασης.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών έχουν τη δυνατότητα να συζητήσουν με τις οντότητες που τελούν υπό τη δικαιοδοσία τους τις λεπτομέρειες για το περιεχόμενο και την εφαρμογή των αντίστοιχων τμημάτων της κοινής απόφασης.

Άρθρο 93

Παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, εφόσον η μητρική επιχείρηση στην Ένωση είναι υποχρεωμένη να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες για να εκπληρώσει την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένη ή ατομική βάση.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών κοινοποιούν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου το αποτέλεσμα της συζήτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 4, εφόσον οι θυγατρικές του ομίλου που τελούν υπό τη δικαιοδοσία τους είναι υποχρεωμένες να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες για να εκπληρώσουν την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένη ή ατομική βάση.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει στις άλλες αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών το αποτέλεσμα της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών παρακολουθούν την εφαρμογή της κοινής απόφασης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής, για όλες τις οντότητες του ομίλου που υπόκεινται στην κοινή απόφαση, καθώς και σε ενοποιημένο επίπεδο.

Υποτμήμα 2

Διαδικασία που εφαρμόζεται ελλείψει κοινής απόφασης σε ενοποιημένο επίπεδο

Άρθρο 94

Κοινές αποφάσεις που λαμβάνονται στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής ελλείψει κοινής απόφασης σε ενοποιημένο επίπεδο

Ελλείψει κοινής απόφασης σε ενοποιημένο επίπεδο ή σε επίπεδο μητρικής οντότητας, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που θα πρέπει να ισχύει για κάθε αντίστοιχη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.

Στην κοινή απόφαση λαμβάνεται υπόψη η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που ορίζεται σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο μητρικής οντότητας από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, και ακολουθούνται όλες οι ενέργειες, εκτός από τις ενέργειες που αφορούν τον καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο ή σε επίπεδο μητρικής οντότητας, των άρθρων 90 έως 93, για την κατάρτιση, τη λήψη, την κοινοποίηση και την παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινής απόφασης σχετικά με το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που θα ισχύει για καθεμία από τις αντίστοιχες θυγατρικές σε ατομικό επίπεδο.

Άρθρο 95

Στοιχεία κοινοποίησης μεμονωμένων αποφάσεων

1.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση, η απόφαση σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο μητρικής οντότητας, που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, κοινοποιείται εγγράφως στα μέλη του σώματος εξυγίανσης, με έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

β)

το όνομα της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση και τα ονόματα των άλλων οντοτήτων οι οποίες βρίσκονται στη συγκεκριμένη περιοχή δικαιοδοσίας και στις οποίες εφαρμόζεται η κοινή απόφαση·

γ)

παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της απόφασης, και ιδίως παραπομπές σε τυχόν πρόσθετα κριτήρια που προβλέπονται από το κράτος μέλος στο οποίο έχει άδεια λειτουργίας η μητρική επιχείρηση στην Ένωση, με βάση τα οποία καθορίζεται η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

ε)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, και την προθεσμία για την επίτευξη αυτού του επιπέδου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και επαρκή αιτιολόγηση ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αυτό το επίπεδο, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

στ)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση, εκτός εάν έχουν χορηγηθεί οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 45 παράγραφος 11, και την προθεσμία για την επίτευξη αυτού του επιπέδου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και επαρκή αιτιολόγηση ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αυτό το επίπεδο, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχεία α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

ζ)

τα ονόματα των μελών και των παρατηρητών του σώματος εξυγίανσης που συμμετέχουν, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των παρατηρητών, στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης, καθώς επίσης και συνοπτική παρουσίαση των απόψεων που εκφράστηκαν από αυτές τις αρχές και πληροφορίες για τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία τους·

η)

παρατηρήσεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σχετικά με τις απόψεις που εκφράστηκαν από μέλη και παρατηρητές του σώματος εξυγίανσης, ιδίως όσον αφορά τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία τους·

θ)

εάν η απόφαση που αφορά την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ορίζει ότι η εν λόγω απαίτηση εκπληρώνεται εν μέρει σε ενοποιημένο ή ατομικό επίπεδο για τη μητρική επιχείρηση στην Ένωση, μέσω συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, η απόφαση περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες που καταδεικνύουν ότι η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει πεισθεί ότι τα εργαλεία πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως συμβατικά εργαλεία διάσωσης με ίδια μέσα, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 45 παράγραφος 14 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, που λαμβάνουν τις δικές τους αποφάσεις σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ατομικό επίπεδο, διαβιβάζουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έγγραφο που περιέχει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής που λαμβάνει την απόφαση·

β)

το όνομα των θυγατρικών του ομίλου που υπάγονται στη δικαιοδοσία της, τις οποίες αφορά και στις οποίες εφαρμόζεται η απόφαση·

γ)

παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της απόφασης, και ιδίως παραπομπές σε τυχόν πρόσθετα κριτήρια που προβλέπονται από τα κράτη μέλη στα οποία έχουν άδεια λειτουργίας οι εν λόγω θυγατρικές του ομίλου, με βάση τα οποία καθορίζεται η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης·

ε)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που θα ισχύει για τη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο, και την προθεσμία για την επίτευξη αυτού του επιπέδου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και επαρκή αιτιολόγηση ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αυτό το επίπεδο, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 6 στοιχείο α) έως στ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

στ)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και συνοπτική παρουσίαση των απόψεων τις οποίες εξέφρασε, καθώς και πληροφορίες για τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία της·

ζ)

παρατηρήσεις της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής για τις απόψεις που εκφράστηκαν από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ιδίως σε όσον αφορά τα ζητήματα που οδήγησαν στη διαφωνία της·

η)

εάν η απόφαση που αφορά την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ορίζει ότι η εν λόγω απαίτηση εκπληρώνεται εν μέρει στο επίπεδο των θυγατρικών, μέσω συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, η απόφαση περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες που καταδεικνύουν ότι η αντίστοιχη αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής έχει πεισθεί ότι τα εργαλεία πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως συμβατικά εργαλεία διάσωσης με ίδια μέσα, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 45 παράγραφος 14 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Εάν έχει πραγματοποιηθεί διαβούλευση με την EAT, οι αποφάσεις που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης περιλαμβάνουν επεξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν ακολουθήθηκε η συμβουλή της ΕΑΤ.

Άρθρο 96

Κοινοποίηση μεμονωμένων αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ενοποιημένο επίπεδο, σε επίπεδο μητρικής και στο επίπεδο της εκάστοτε θυγατρικής, μεταξύ της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών, εντός της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 9 ή 10 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται κοινοποιούνται εγγράφως από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, κατά την αργότερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 9 ή 10 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ανάλογα με την περίπτωση·

β)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα μετά την παροχή οποιασδήποτε συμβουλής από την ΕΑΤ, κατόπιν αίτησης της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

γ)

την ημερομηνία που αντιστοιχεί σε έναν μήνα έπειτα από όποια απόφαση λαμβάνεται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο ή το άρθρο 45 παράγραφος 10 πέμπτο εδάφιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία που ορίζεται από την ΕΑΤ σε τέτοια απόφαση.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την απόφασή της και τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

ΤΜΗΜΑ IV

Εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου

Υποτμήμα 1

Απόφαση σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου βάσει των άρθρων 91 και 92 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Άρθρο 97

Διαδικασία λήψης απόφασης σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

Η διαδικασία για την εκτίμηση της ανάγκης για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου περιλαμβάνει τις εξής ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν:

1)

διάλογο, ει δυνατόν, σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και για την ανάγκη αλληλέγγυας χρήσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων·

2)

σχέδιο εκτίμησης ή σχέδιο απόφασης σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και κοινοποίηση στα μέλη του σώματος εξυγίανσης·

3)

διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο εκτίμησης ή το σχέδιο απόφασης σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου μεταξύ των μελών του σώματος εξυγίανσης·

4)

οριστικοποίηση της εκτίμησης ή της απόφασης σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και κοινοποίηση στο σώμα εξυγίανσης.

Άρθρο 98

Διάλογος σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

1.   Μετά την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή η) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου επιδιώκει την οργάνωση διαλόγου, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, με τη συμμετοχή τουλάχιστον των μελών εκείνων του σώματος που αποτελούν τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες στα μέλη:

α)

τη ληφθείσα κοινοποίηση·

β)

την πρότασή της σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

γ)

την προθεσμία μέχρι την οποία θα πρέπει να ολοκληρωθεί ο διάλογος.

3.   Ο διάλογος αφορά τα εξής σημεία:

α)

αν, σύμφωνα με το άρθρο 91 ή 92 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η εξυγίανση της θυγατρικής ή της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση, αντιστοίχως, θα είχε επιπτώσεις σε επίπεδο ομίλου και θα καθιστούσε επιτακτική την κατάρτιση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου·

β)

αν το σχέδιο χρηματοδότησης βασίζεται στην αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με το άρθρο 107 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 99

Κατάρτιση και κοινοποίηση του σχεδίου εκτίμησης ή του σχεδίου απόφασης σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

1.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της ανάγκης για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, στο πλαίσιο των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 91 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει το σχέδιο εκτίμησής της, αφού προηγουμένως λάβει την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας.

2.   Προκειμένου να αποφασίσει ότι δεν απαιτείται μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει το σχέδιο απόφασής της, αφού προηγουμένως εκτιμήσει ότι η μητρική επιχείρηση στην Ένωση πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 32 και 33 της εν λόγω οδηγίας και ότι δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του διαλόγου, κατά περίπτωση, για την κατάρτιση του σχεδίου εκτίμησης ή απόφασης.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει το σχέδιο εκτίμησης ή απόφασής της στο σώμα εξυγίανσης, προσδιορίζοντας:

α)

για τους σκοπούς του άρθρου 91 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τη γνώμη της για τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων εξυγίανσης ή των μέτρων αφερεγγυότητας που έχουν κοινοποιηθεί, τόσο για τον όμιλο όσο και για τις οντότητες του ομίλου που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, και ιδίως, αν οι δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα είναι πιθανό να διασφαλίσουν την εκπλήρωση των προϋποθέσεων για εξυγίανση σε σχέση με μια οντότητα του ομίλου που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος·

β)

για τους σκοπούς του άρθρου 92 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, την άποψή της ότι δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις για την υλοποίηση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου·

γ)

την άποψή της για την ανάγκη αλληλέγγυας χρήσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο του σχεδίου χρηματοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 107 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου επισυνάπτει, στο σχέδιο εκτίμησης ή απόφασης που καταρτίζει, όλες τις συναφείς ουσιώδεις πληροφορίες που έχει λάβει βάσει του άρθρου 81, 82, 91 ή 92 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και ορίζει σαφή προθεσμία εντός της οποίας τα μέλη του σώματος εξυγίανσης πρέπει να εκφράσουν ανησυχίες ή απόψεις που αποκλίνουν από το σχέδιο εκτίμησης ή απόφασης.

6.   Το σχέδιο εκτίμησης ή απόφασης καταρτίζεται και κοινοποιείται στο σώμα εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και, ανάλογα με την περίπτωση, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 91 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 100

Διαβούλευση για το σχέδιο εκτίμησης ή απόφασης σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

1.   Τα μέλη του σώματος εξυγίανσης που λαμβάνουν το σχέδιο εκτίμησης ή το σχέδιο απόφασης εκφράζουν τυχόν ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις ή ανησυχίες τους.

2.   Οι ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις και ανησυχίες παρουσιάζονται εγγράφως με σαφήνεια, μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή και είναι πλήρως αιτιολογημένες.

3.   Οι ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις και ανησυχίες εκφράζονται σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, και έως την προθεσμία που έχει οριστεί.

4.   Κατά τη λήξη της προθεσμίας, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου υποθέτει ότι όποια μέλη δεν εξέφρασαν ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις ή ανησυχίες συγκατατίθενται στο σχέδιο.

Άρθρο 101

Οριστικοποίηση της εκτίμησης ή της απόφασης σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

1.   Μετά τη λήξη της προθεσμίας διαβούλευσης και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 91 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ανάλογα με την περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου οριστικοποιεί την εκτίμηση ή την απόφασή της σχετικά με την ανάγκη για μηχανισμό εξυγίανσης.

Η τελική εκτίμηση ή απόφαση περιλαμβάνει επίσης άποψη σχετικά με την ανάγκη αλληλέγγυας χρήσης των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων για τους σκοπούς του σχεδίου χρηματοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 107 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ενώ σε αυτή λαμβάνονται υπόψη και οι ανησυχίες και διαφορετικές απόψεις που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, με τυχόν τροποποιήσεις, κατά περίπτωση.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αιτιολογεί την εκτίμηση ή την απόφασή της για τη μη αναγκαιότητα της υλοποίησης μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, μόνον εφόσον εκφράστηκαν ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις και ανησυχίες κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου επεξηγεί για ποιον λόγο δεν ακολούθησε τη συμβουλή της ΕΑΤ κατά την τελική εκτίμηση, εφόσον προηγήθηκε διαβούλευση με την ΕΑΤ.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την τελική εκτίμηση ή απόφασή της στα μέλη του σώματος εξυγίανσης που συμμετέχουν στη διαδικασία.

5.   Εάν θεωρεί ότι η υλοποίηση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου είναι αναγκαία, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δύναται να αποφασίσει να μην κοινοποιήσει την τελική της εκτίμηση ή απόφαση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4, και να προχωρήσει στην εφαρμογή της διαδικασίας για την κατάρτιση του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου που προβλέπεται στο άρθρο 102.

Υποτμήμα 2

Διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

Άρθρο 102

Διαδικασία για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

Η διαδικασία για τη λήψη κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, που προτείνεται βάσει του άρθρου 91 παράγραφος 4 ή στο άρθρο 92 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν:

1)

κατάρτιση του σχεδίου μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και κοινοποίηση στα μέλη του σώματος εξυγίανσης·

2)

διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, τουλάχιστον μεταξύ των αρχών εξυγίανσης των οντοτήτων που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου·

3)

κατάρτιση και κοινοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου·

4)

οριστικοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, δυνάμει του άρθρου 91 παράγραφος 7 ή του άρθρου 92 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

5)

κοινοποίηση του αποτελέσματος της κοινής απόφασης στα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

Άρθρο 103

Κατάρτιση και κοινοποίηση του σχεδίου μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου

1.   Το σχέδιο μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

περιγραφή των ενδεχόμενων μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν προκειμένου να διασφαλιστεί η λειτουργικότητα του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου·

β)

περιγραφή των ενδεχόμενων νομικών ή ρυθμιστικών προϋποθέσεων που πρέπει να εκπληρωθούν για την υλοποίηση του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου·

γ)

το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, καθώς και τη χρονική στιγμή και τη σειρά ανάληψης της εκάστοτε δράσης εξυγίανσης·

δ)

την κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων για τον συντονισμό των δράσεων εξυγίανσης, την εξωτερική κοινοποίηση και την εσωτερική κοινοποίηση στα μέλη του σώματος εξυγίανσης, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας των μελών του σώματος εξυγίανσης·

ε)

σχέδιο χρηματοδότησης, βάσει του άρθρου 107 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ανάλογα με την περίπτωση, στο οποίο θα λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη για αλληλέγγυα χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 91 παράγραφος 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διασφαλίζει ότι το σχέδιο μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου περιλαμβάνει:

α)

αναλυτική παρουσίαση των λόγων για τους οποίους πρέπει να εφαρμοστεί διαφορετική επιλογή από το σχέδιο εξυγίανσης, δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, περιλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους θεωρείται ότι με τις προτεινόμενες δράσεις θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα οι στόχοι εξυγίανσης και οι αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 31 και 34 της εν λόγω οδηγίας από ό,τι με τη στρατηγική και τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στο σχέδιο εξυγίανσης·

β)

προσδιορισμό και περιγραφή των στοιχείων του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου που διαφοροποιούνται από το σχέδιο εξυγίανσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει το σχέδιο μηχανισμού εξυγίανσης στα μέλη του σώματος εξυγίανσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και με συγκεκριμένη προθεσμία:

α)

για διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 104·

β)

για οριστικοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 106.

4.   Η αρχή εξυγίανσης ομίλου επεξεργάζεται και κοινοποιεί το σχέδιο μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και λαμβάνοντας υπόψη τις προθεσμίες του άρθρου 91 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διασφαλίζει ότι οι προθεσμίες που ορίζονται στην παράγραφο 3 παρέχουν επαρκές χρονικό περιθώριο στις αρχές για να εκφράσουν τις απόψεις τους, λαμβάνοντας υπόψη την προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 91 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 104

Διαβούλευση σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

1.   Τα μέλη του σώματος εξυγίανσης που λαμβάνουν το σχέδιο μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 3, εκφράζουν τυχόν ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις ή ανησυχίες τους.

2.   Οι ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις και ανησυχίες μπορούν να αφορούν όλες τις πτυχές του σχεδίου μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, μεταξύ άλλων:

α)

τυχόν εμπόδια στην εθνική νομοθεσία ή σε άλλον τομέα, τα οποία δυσχεραίνουν την υλοποίηση του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με τη στρατηγική και τις δράσεις εξυγίανσης·

β)

τυχόν συναφείς επικαιροποιήσεις των πληροφοριών που υποβάλλονται για την αλληλέγγυα χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων και που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτέλεση του σχεδίου χρηματοδότησης·

γ)

τις επιπτώσεις του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου ή του σχεδίου χρηματοδότησης για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου στα οικεία κράτη μέλη.

3.   Οι ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις και ανησυχίες παρουσιάζονται εγγράφως και με σαφήνεια, μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή και είναι πλήρως αιτιολογημένες.

Οι ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις και ανησυχίες εκφράζονται σε κάθε περίπτωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, και έως την προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 103 παράγραφος 3.

4.   Κατά τη λήξη της προθεσμίας, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου υποθέτει ότι όλα τα μέλη που δεν εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις ή ανησυχίες συμφωνούν με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Άρθρο 105

Κατάρτιση και κοινοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

1.   Μετά τη λήξη της προθεσμίας διαβούλευσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, σύμφωνα με τα άρθρα 91 και 92 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και, ανάλογα με την περίπτωση, το άρθρο 107 της οδηγίας.

2.   Όσον αφορά το σχέδιο κοινής απόφασης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εξετάζει και λαμβάνει υπόψη όλες τις ανησυχίες και τις διαφορετικές απόψεις που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης και επιφέρει τροποποιήσεις στον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, ανάλογα με την περίπτωση.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου παραθέτει αιτιολόγηση σχετικά με τα εξής:

α)

τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τις ουσιώδεις διαφορετικές απόψεις και ανησυχίες που εκφράστηκαν από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου για τους σκοπούς του σχεδίου κοινής απόφασης·

β)

για ποιον λόγο και σε ποιον βαθμό δεν ακολούθησε τις συμβουλές της ΕΑΤ για τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, εφόσον πραγματοποιήθηκε διαβούλευση με την ΕΑΤ.

4.   Το σχέδιο κοινής απόφασης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ονόματα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης οι οποίες είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου·

β)

το όνομα της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση και κατάλογο με όλες τις οντότητες του ομίλου τις οποίες αφορά και στις οποίες εφαρμόζεται ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου·

γ)

τις παραπομπές στην ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία σχετικά με την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου·

δ)

την ημερομηνία έκδοσης της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου·

ε)

τον τελικό μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, περιλαμβανομένης τυχόν αιτιολόγησης, εφόσον είναι αναγκαία, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποστέλλει το σχέδιο κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές εξυγίανσης των οντοτήτων που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, καθορίζοντας προθεσμία για να ανακοινώσουν τη συμφωνία τους με την κοινή απόφαση σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Άρθρο 106

Οριστικοποίηση της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου

1.   Οι αρχές εξυγίανσης που παραλαμβάνουν την κοινή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 5, και δεν διαφωνούν με αυτή υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γραπτά αποδεικτικά στοιχεία της συμφωνίας τους, τα οποία μπορούν να αποστέλλονται με ηλεκτρονικά μέσα, πριν από την καθορισμένη προθεσμία.

2.   Η τελική κοινή απόφαση σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου αποτελείται από την τελική κοινή απόφαση και τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία συμφωνίας που επισυνάπτονται στην απόφαση.

Άρθρο 107

Κοινοποίηση της κοινής απόφασης στο σώμα

1.   Η τελική κοινή απόφαση διαβιβάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

2.   Περίληψη της κοινής απόφασης σχετικά με τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου κοινοποιείται στα μέλη του σώματος εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Υποτμήμα 3

Διαφωνίες και αποφάσεις που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης

Άρθρο 108

Κοινοποίηση σε περίπτωση διαφωνίας

1.   Εάν κάποια αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή διαφοροποιηθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δυνάμει του άρθρου 91 παράγραφος 8 και του άρθρου 92 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί τη διαφωνία της στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2.   Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

α)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης·

β)

το όνομα της οντότητας που υπάγεται στη δικαιοδοσία της αρχής εξυγίανσης·

γ)

την ημερομηνία της κοινοποίησης·

δ)

το όνομα της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

ε)

δήλωση της αρχής εξυγίανσης σχετικά με τη διαφωνία ή τη διαφοροποίησή της από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου ή σχετικά με την εκτίμησή της ότι ενδείκνυται η ανάληψη ανεξάρτητων δράσεων εξυγίανσης ή η λήψη άλλων μέτρων για την οντότητα ή τις οντότητες που τελούν υπό τη δικαιοδοσία της·

στ)

αναλυτική αιτιολόγηση για τα στοιχεία του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου με τα οποία διαφωνεί, ή από τα οποία διαφοροποιείται, η αρχή εξυγίανσης ή επεξήγηση των λόγων για τους οποίους θεωρεί ότι ενδείκνυται η ανάληψη ανεξάρτητων δράσεων εξυγίανσης ή η λήψη άλλων μέτρων·

ζ)

λεπτομερή περιγραφή των δράσεων ή των μέτρων που θα υλοποιήσει η αρχή εξυγίανσης, περιλαμβανομένης της χρονικής στιγμής και της σειράς εκτέλεσης των δράσεων.

3.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης για την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 109

Διαδικασία λήψης απόφασης μεταξύ των αρχών εξυγίανσης που δεν διαφωνούν

1.   Οι αρχές εξυγίανσης που δεν διαφωνούν, όπως ορίζεται στο άρθρο 91 παράγραφος 9 και στο άρθρο 92 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προχωρούν όπως προβλέπεται στα άρθρα 106 και 107 του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν κοινή μεταξύ τους απόφαση.

2.   Η κοινή απόφαση περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 106 και 107, πέραν των πληροφοριών περί διαφωνίας που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 110

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Μαρτίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190.

(2)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(6)  Οδηγία 2006/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των ετήσιων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών, της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 224 της 16.8.2006, σ. 1.).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(8)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των γενικών όρων λειτουργίας των σωμάτων εποπτών (ΕΕ L 21 της 28.1.2016, σ. 2).

(9)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/99 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τον προσδιορισμό της επιχειρησιακής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 21 της 28.1.2016, σ. 21).