ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
15 Ιουνίου 2016


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (EE) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους ( 1 )

1

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/944 του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου, για ένα μη στρατιωτικό Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης (GNSS)

19

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/945 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2016, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

21

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/946 του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Σουηδίας σύμφωνα με το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1523 και το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1601, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας

23

 

*

Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/947 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο (EULEX Kosovo) ( 2 )

26

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/948 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 1ης Ιουνίου 2016, σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματος αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα (EKT/2016/16)

28

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στην απόφαση 2004/513/EK του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2004, σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος ( ΕΕ L 213 της 15.6.2004 )

33

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

 

(2)   Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με την επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την απόφαση 1244(1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΟΔΗΓΙΕΣ

15.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/1


ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2016/943 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι επιχειρήσεις και τα μη εμπορικά ερευνητικά ιδρύματα επενδύουν στην απόκτηση, ανάπτυξη και εφαρμογή τεχνογνωσίας και πληροφοριών, οι οποίες είναι το νόμισμα της οικονομίας της γνώσης και εξασφαλίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η επένδυση στη δημιουργία και αξιοποίηση πνευματικού κεφαλαίου είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα και τις καινοτομικές επιδόσεις τους στην αγορά και, ως εκ τούτου, για την απόδοση των επενδύσεών τους, που αποτελεί το βασικό κίνητρο για την επιχειρηματική έρευνα και ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν διάφορα μέσα για να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα των καινοτόμων δραστηριοτήτων τους, όταν η ανοικτή προσέγγιση δεν επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση της επένδυσής τους σε έρευνα και καινοτομία. Ένας τρόπος είναι η χρήση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως είναι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα δικαιώματα επί σχεδίων ή τα πνευματικά δικαιώματα. Ένας άλλος τρόπος να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα των καινοτόμων δραστηριοτήτων τους είναι η προστασία της πρόσβασης στις γνώσεις που είναι πολύτιμες για την οικονομική οντότητα και που δεν είναι ευρέως γνωστές, και η αξιοποίηση των γνώσεων αυτών. Αυτή η πολύτιμη τεχνογνωσία και οι επιχειρηματικές πληροφορίες, που δεν αποκαλύπτονται και προορίζονται να παραμείνουν εμπιστευτικές, αναφέρονται ως εμπορικό απόρρητο.

(2)

Οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, αποδίδουν την ίδια αξία στα εμπορικά απόρρητα όσο και στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και σε άλλες μορφές δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Κάνουν χρήση της εμπιστευτικότητας ως εργαλείου για την ανταγωνιστικότητα και τη διαχείριση της καινοτομίας στην έρευνα, το οποίο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, που εκτείνεται πέραν των τεχνολογικών γνώσεων σε εμπορικά δεδομένα, όπως πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες και τους προμηθευτές, τα επιχειρηματικά σχέδια και την έρευνα και τις στρατηγικές αγοράς. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), ειδικότερα, εκτιμούν την αξία και βασίζονται περισσότερο στα εμπορικά απόρρητα. Προστατεύοντας ένα τέτοιο ευρύ φάσμα τεχνογνωσίας και επιχειρηματικών πληροφοριών, είτε συμπληρωματικώς είτε εναλλακτικώς προς τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τα εμπορικά απόρρητα επιτρέπουν στον δημιουργό και στον καινοτόμο να κερδίζει από τη δημιουργία ή τις καινοτομίες του και, ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων καθώς και την έρευνα και την ανάπτυξη και τις καινοτομικές επιδόσεις.

(3)

Η ανοικτή καινοτομία αποτελεί καταλύτη που διοχετεύει στην αγορά νέες ιδέες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών και συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων. Η ανοικτή καινοτομία είναι σημαντική κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία νέων γνώσεων και στηρίζει την εμφάνιση νέων και καινοτόμων επιχειρηματικών μοντέλων, που βασίζονται στη χρήση συνδημιουργημένων γνώσεων. Η συνεργατική έρευνα, περιλαμβανομένης της διασυνοριακής συνεργασίας, είναι ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να αυξηθούν τα επίπεδα της επιχειρηματικής έρευνας και ανάπτυξης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Η κυκλοφορία της γνώσης και των πληροφοριών είναι θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση της κατάλληλης δυναμικής και ίσων ευκαιριών ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ. Σε μια εσωτερική αγορά όπου ελαχιστοποιούνται τα εμπόδια σε αυτή τη διασυνοριακή συνεργασία και όπου δεν στρεβλώνεται η συνεργασία, η πνευματική δημιουργία και η καινοτομία θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις σε καινοτόμες διεργασίες, υπηρεσίες και προϊόντα. Ένα τέτοιο ευνοϊκό περιβάλλον για την πνευματική δημιουργία και την καινοτομία, στο οποίο δεν παρεμποδίζεται η κινητικότητα των εργαζομένων, είναι επίσης σημαντικό για την αύξηση της απασχόλησης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της Ένωσης. Τα εμπορικά απόρρητα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της ανταλλαγής γνώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, και ειδικότερα ΜΜΕ, και ερευνητικών ιδρυμάτων, εντός και πέραν των συνόρων της εσωτερικής αγοράς, στο πλαίσιο της έρευνας και ανάπτυξης, και της καινοτομίας. Τα εμπορικά απόρρητα είναι εκ των πλέον χρησιμοποιούμενων μορφών προστασίας της πνευματικής δημιουργίας και της καινοτόμου τεχνογνωσίας από τις επιχειρήσεις, αλλά ταυτόχρονα προστατεύονται λιγότερο από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της Ένωσης έναντι της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψής τους από τρίτους.

(4)

Οι καινοτόμες επιχειρήσεις εκτίθενται ολοένα και περισσότερο σε πρακτικές αντίθετες στα χρηστά ήθη που αποβλέπουν στην υπεξαίρεση εμπορικών απορρήτων, όπως κλοπή, μη επιτρεπόμενη αντιγραφή, οικονομική κατασκοπεία ή παραβίαση των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, είτε από το εσωτερικό είτε εκτός της Ένωσης. Οι πρόσφατες εξελίξεις, όπως η παγκοσμιοποίηση, η αύξηση της εξωτερικής ανάθεσης, οι μεγαλύτερες αλυσίδες εφοδιασμού και η αυξημένη χρήση της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών, συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου αυτών των πρακτικών. Η παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα του νόμιμου κατόχου του εμπορικού απορρήτου να αποκομίσει τα οφέλη του πρωτοπόρου, αξιοποιώντας τα αποτελέσματα των καινοτόμων προσπαθειών του. Χωρίς αποτελεσματικά και συγκρίσιμα νομικά μέσα για την προστασία των εμπορικών απορρήτων σε ολόκληρη την Ένωση, αποθαρρύνονται οι καινοτόμες διασυνοριακές δραστηριότητες εντός της εσωτερικής αγοράς και δεν αναπτύσσεται το δυναμικό των εμπορικών απορρήτων ως κινητήριων δυνάμεων της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης. Έτσι, η καινοτομία και η δημιουργικότητα αποθαρρύνονται και οι επενδύσεις μειώνονται, πράγμα το οποίο επηρεάζει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και υπονομεύει το αναπτυξιακό της δυναμικό.

(5)

Οι διεθνείς προσπάθειες στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την αντιμετώπιση του προβλήματος κατέληξαν στη σύναψη της συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (συμφωνία TRIPS). Η συμφωνία TRIPS περιέχει, μεταξύ άλλων, διατάξεις για την προστασία των εμπορικών απορρήτων έναντι της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψής τους από τρίτους, οι οποίες αποτελούν κοινά διεθνή πρότυπα. Όλα τα κράτη μέλη, καθώς και η ίδια η Ένωση, δεσμεύονται από την εν λόγω συμφωνία, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου (3).

(6)

Παρά τη συμφωνία TRIPS, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη νομοθεσία των κρατών μελών σε σχέση με την προστασία των εμπορικών απορρήτων κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψής τους από τρίτους. Για παράδειγμα, δεν έχουν εισάγει όλα τα κράτη μέλη εθνικούς ορισμούς της έννοιας του εμπορικού απορρήτου ή της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου και, επομένως, δεν υπάρχει εύκολη πρόσβαση στην ενημέρωση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της προστασίας, το οποίο και διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, δεν υπάρχει συνοχή ως προς τη χρήση των προβλεπόμενων στο αστικό δίκαιο μέσων ένδικης προστασίας σε περίπτωση παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικών απορρήτων, ενώ ενίοτε δεν προβλέπονται σε όλα τα κράτη μέλη διαταγές παύσης και αποχής έναντι τρίτων που δεν είναι ανταγωνιστές του νόμιμου κατόχου του εμπορικού απορρήτου. Αποκλίσεις υπάρχουν επίσης σε όλα τα κράτη μέλη σε σχέση με τη μεταχείριση των τρίτων που απέκτησαν το εμπορικό απόρρητο καλή την πίστει, αλλά στη συνέχεια έλαβαν γνώση, κατά τη στιγμή της χρήσης, ότι η απόκτηση του εμπορικού απορρήτου προήλθε από προηγούμενη παράνομη απόκτηση από άλλο μέρος.

(7)

Οι εθνικοί κανόνες διαφέρουν επίσης ως προς το αν οι νόμιμοι κάτοχοι των εμπορικών απορρήτων επιτρέπεται να ζητήσουν την καταστροφή των εμπορευμάτων που παρήχθησαν από τρίτους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν εμπορικά απόρρητα παρανόμως, ή την επιστροφή ή την καταστροφή τυχόν εγγράφων, φακέλων ή υλικών που περιέχουν ή ενσωματώνουν το εμπορικό απόρρητο που αποκτήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε παρανόμως. Επίσης, στους ισχύοντες εθνικούς κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των αποζημιώσεων δεν λαμβάνεται πάντοτε υπόψη ο άυλος χαρακτήρας των εμπορικών απορρήτων, πράγμα που καθιστά δύσκολο να αποδειχθούν τα πραγματικά διαφυγόντα κέρδη ή ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του παραβάτη, εφόσον δεν μπορεί να υπολογισθεί καμία αγοραία αξία για τις επίμαχες πληροφορίες. Λίγα είναι τα κράτη μέλη που επιτρέπουν την εφαρμογή αφηρημένων κανόνων σχετικά με τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, οι οποίοι να στηρίζονται στο εύλογο δικαίωμα εκμετάλλευσης ή άλλης αμοιβής που θα μπορούσε να οφείλεται εάν υπήρχε άδεια για τη χρήση του εμπορικού απορρήτου. Επιπλέον, πολλοί εθνικοί κανόνες δεν προβλέπουν κατάλληλη προστασία της εμπιστευτικότητας του εμπορικού απορρήτου, εάν ο κάτοχος του εμπορικού απορρήτου εγείρει αξίωση λόγω θεωρούμενης παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου από τρίτο, πράγμα το οποίο μειώνει την ελκυστικότητα των υφιστάμενων μέτρων και μέσων ένδικης προστασίας και αποδυναμώνει την παρεχόμενη προστασία.

(8)

Οι διαφορές περί την έννομη προστασία των εμπορικών απορρήτων που παρέχουν τα κράτη μέλη, συνεπάγονται ότι τα εμπορικά απόρρητα δεν έχουν ισοδύναμη προστασία σε ολόκληρη την Ένωση, γεγονός που οδηγεί σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς στον τομέα αυτόν και αποδυνάμωση του συνολικού αποτρεπτικού αποτελέσματος των οικείων κανόνων. Η εσωτερική αγορά επηρεάζεται διότι οι εν λόγω διαφορές αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να αναλαμβάνουν καινοτόμο διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα, περιλαμβανομένης της συνεργασίας στην έρευνα ή στην παραγωγή με άλλους εταίρους, της εξωτερικής ανάθεσης ή των επενδύσεων σε άλλα κράτη μέλη, η οποία εξαρτάται από τη χρήση των πληροφοριών που προστατεύονται ως εμπορικά απόρρητα. Η διασυνοριακή δικτυακή έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και οι καινοτόμες δραστηριότητες, περιλαμβανομένης της παραγωγής και του επακόλουθου διασυνοριακού εμπορίου, καθίστανται λιγότερο ελκυστικές και πιο δύσκολες στο εσωτερικό της Ένωσης, και, ως εκ τούτου, καταλήγουν σε ανεπαρκή καινοτομία στην κλίμακα της Ένωσης.

(9)

Επιπλέον, υπάρχει υψηλότερος επιχειρηματικός κίνδυνος στα κράτη μέλη με συγκριτικά χαμηλότερα επίπεδα προστασίας, ως εκ του γεγονότος ότι τα εμπορικά απόρρητα μπορούν ευκολότερα να κλαπούν ή άλλως να αποκτηθούν παρανόμως. Αυτό οδηγεί σε αναποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων σε καινοτομίες που τονώνουν την ανάπτυξη εντός της εσωτερικής αγοράς, λόγω των υψηλότερων δαπανών για μέτρα προστασίας τα οποία θα αντισταθμίσουν την ανεπαρκή νομική προστασία σε ορισμένα κράτη μέλη. Αυτό ευνοεί επίσης τη δραστηριότητα των αθέμιτων ανταγωνιστών, οι οποίοι, μετά την παράνομη απόκτηση των εμπορικών απορρήτων, θα μπορούσαν να διοχετεύσουν τα παραγόμενα έτσι εμπορεύματα σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Οι διαφορές των νομοθετικών καθεστώτων διευκολύνουν επίσης την εισαγωγή εμπορευμάτων από τρίτες χώρες στην Ένωση, μέσω των σημείων εισόδου με ασθενέστερη προστασία, όταν ο σχεδιασμός, η παραγωγή ή η εμπορία των εν λόγω εμπορευμάτων βασίζονται σε κλαπέντα ή άλλως παρανόμως αποκτηθέντα εμπορικά απόρρητα. Συνολικά, οι διαφορές αυτές εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(10)

Χρειάζονται κανόνες σε επίπεδο Ένωσης για τη σύγκλιση των νομοθεσιών των κρατών μελών ώστε να διασφαλιστεί επαρκές και συνεκτικό επίπεδο αστικής έννομης προστασίας στην εσωτερική αγορά, σε περίπτωση παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου. Αυτοί οι κανόνες δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να παρέχουν εκτενέστερη προστασία κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικών απορρήτων στο βαθμό που τηρούνται οι ρητές διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας για την προστασία των συμφερόντων τρίτων.

(11)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή ενωσιακών ή εθνικών κανόνων που απαιτούν την αποκάλυψη πληροφοριών στο κοινό ή σε δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών απορρήτων, ούτε την εφαρμογή των κανόνων που επιτρέπουν στις δημόσιες αρχές να συλλέγουν πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή των κανόνων που επιτρέπουν ή απαιτούν την περαιτέρω αποκάλυψη των σχετικών πληροφοριών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές στο κοινό. Πρόκειται ειδικότερα για τους κανόνες σχετικά με την αποκάλυψη από τα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή τις εθνικές δημόσιες αρχές πληροφοριών τις οποίες κατέχουν σχετικά με τις επιχειρήσεις σύμφωνα με τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 (4) και (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 (5) και την οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) ή σύμφωνα με άλλους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα ή σχετικά με τις υποχρεώσεις διαφάνειας των εθνικών δημόσιων αρχών.

(12)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν συλλογικές συμφωνίες προβλεπόμενες από το εργατικό δίκαιο με αντικείμενο την υποχρέωση τήρησης του εμπορικού απορρήτου ή περιορισμού της χρήσης του και τις επιπτώσεις της παραβίασης σχετικής υποχρέωσης από το μέρος που υπόκειται σε αυτή, εφόσον η συλλογική συμφωνία δεν περιορίζει τις προβλεπόμενες υπό της παρούσας οδηγίας εξαιρέσεις σε περίπτωση που πρέπει να απορριφθεί η αίτηση για τη λήψη μέτρων, διαδικασιών ή μέσων ένδικης προστασίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία για θεωρούμενη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου.

(13)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης, της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ή της κινητικότητας των εργαζομένων όπως προβλέπεται στο δίκαιο της Ένωσης. Ούτε προορίζεται να επηρεάσει τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών μη ανταγωνισμού μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.

(14)

Είναι σημαντικό να καθιερωθεί ομοιογενής ορισμός του εμπορικού απορρήτου, χωρίς να περιορίζεται το αντικείμενο που πρέπει να προστατεύεται έναντι υπεξαίρεσης. Ο ορισμός θα πρέπει, επομένως, να είναι δομημένος κατά τρόπο ώστε να καλύπτει την τεχνογνωσία, τις επιχειρηματικές πληροφορίες και τις τεχνολογικές πληροφορίες, όπου υπάρχει τόσο το έννομο συμφέρον τήρησης της εμπιστευτικότητας όσο και η θεμιτή προσδοκία ότι η εμπιστευτικότητα αυτή θα προστατευθεί. Επιπλέον, η σχετική τεχνογνωσία ή οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να έχουν πραγματική ή δυνητική εμπορική αξία. Τέτοια τεχνογνωσία ή πληροφορίες πρέπει να λογίζονται ως έχουσες εμπορική αξία για παράδειγμα όταν η παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψή τους ενδέχεται να βλάψει τα συμφέροντα του προσώπου που έχει αποκτήσει νομίμως τον έλεγχό τους εφόσον υπονομεύει το επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό, επιχειρηματικά ή οικονομικά συμφέροντα, στρατηγικές θέσεις ή την ανταγωνιστική ικανότητα του ανωτέρω προσώπου. Ο ορισμός του εμπορικού απορρήτου αποκλείει τις ασήμαντες πληροφορίες και την εμπειρία και τις δεξιότητες που αποκτήθηκαν από τους εργαζομένους εντός του συνήθους πλαισίου της εργασίας τους και τις πληροφορίες οι οποίες είναι εν γένει γνωστές σε πρόσωπα ανήκοντα στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με τέτοιες πληροφορίες ή είναι άμεσα προσβάσιμες από αυτά.

(15)

Είναι επίσης σημαντικό να προσδιορίζονται οι περιστάσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται η νομική προστασία εμπορικού απορρήτου. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να καθοριστεί η συμπεριφορά και οι πρακτικές που πρέπει να θεωρούνται παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου.

(16)

Προς όφελος της καινοτομίας και για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να δημιουργούν κανένα αποκλειστικό δικαίωμα στην τεχνογνωσία ή τις πληροφορίες που προστατεύονται ως εμπορικά απόρρητα. Ως εκ τούτου, η ανεξάρτητη ανακάλυψη της ίδιας τεχνογνωσίας ή των ίδιων πληροφοριών θα πρέπει να παραμένει δυνατή. Η αντίστροφη μηχανική ενός προϊόντος που αποκτήθηκε νόμιμα θα πρέπει να συνιστά νόμιμο τρόπο κτήσης πληροφοριών, πλην αντιθέτου συμφωνίας. Η ελευθερία σύναψης τέτοιων συμφωνιών μπορεί, ωστόσο, να περιορίζεται από το νόμο.

(17)

Σε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους, στους οποίους οι δημιουργοί και οι φορείς καινοτομίας δεν μπορούν να επωφεληθούν από αποκλειστικά δικαιώματα και στους οποίους η καινοτομία βασίζεται παραδοσιακά σε εμπορικά απόρρητα, τα προϊόντα μπορούν σήμερα να αναπαραχθούν εύκολα από τη στιγμή που θα εισέλθουν στην αγορά. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω δημιουργοί και φορείς ενδέχεται να πέσουν θύματα πρακτικών όπως η παρασιτική αντιγραφή ή οι δουλικές απομιμήσεις που προσπορίζουν «παρασιτικά» οφέλη εκμεταλλευόμενες τη φήμη και τις καινοτομικές προσπάθειες των εν λόγω δημιουργών και φορέων καινοτομίας. Ορισμένες εθνικές νομοθεσίες περί αθέμιτου ανταγωνισμού αντιμετωπίζουν τις πρακτικές αυτές. Παρόλο που η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση ή στην εναρμόνιση του δικαίου περί αθέμιτου ανταγωνισμού γενικώς, θα ήταν σκόπιμο η Επιτροπή να εξετάσει προσεκτικά την ανάγκη ανάληψης ενωσιακής δράσης στον τομέα αυτό.

(18)

Επιπλέον, η απόκτηση, η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων όταν επιβάλλεται ή επιτρέπεται από το νόμο, θα πρέπει να θεωρείται νόμιμη για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Αυτό αφορά κυρίως την απόκτηση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων των εκπροσώπων των εργαζομένων στην ενημέρωση, διαβούλευση και συμμετοχή σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και την εθνική νομοθεσία και πρακτική, και τη συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και των εργοδοτών, καθώς και τη συνδιαχείριση, όπως επίσης και την απόκτηση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου στο πλαίσιο υποχρεωτικών ελέγχων σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, το σύννομον της απόκτησης ενός εμπορικού απορρήτου δεν θα πρέπει να θίγει οποιαδήποτε υποχρέωση εμπιστευτικότητας σε σχέση με το εμπορικό απόρρητο ή οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τη χρήση του που μπορεί να επιβάλει το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο στον παραλήπτη ή αποδέκτη των πληροφοριών. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να απαλλάσσει τις δημόσιες αρχές από τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας τις οποίες υπέχουν ως προς τις πληροφορίες τις οποίες διαβιβάζουν κάτοχοι εμπορικών απορρήτων, ανεξαρτήτως του εάν οι υποχρεώσεις αυτές επιβάλλονται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο. Μια τέτοια υποχρέωση εμπιστευτικότητας περιλαμβάνει και τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που διαβιβάζονται στην αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο ανάθεσης συμβάσεων, όπως προβλέπονται, για παράδειγμα, στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2014/23/ΕΕ (7), 2014/24/ΕΕ (8) και 2014/25/ΕΕ (9).

(19)

Καίτοι η παρούσα οδηγία προβλέπει μέτρα και μέσα ένδικης προστασίας που μπορεί να συνίστανται στην απαγόρευση αποκάλυψης πληροφοριών προκειμένου να προστατευθεί η εμπιστευτικότητα των εμπορικών απορρήτων, είναι σημαντικό να μην περιορίζεται η άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την πολυφωνία, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»), ιδίως έναντι της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών.

(20)

Τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να περιορίζουν τις ενέργειες καταγγελίας δυσλειτουργιών. Επομένως, η προστασία των εμπορικών απορρήτων δεν θα πρέπει να εκτείνεται στις περιπτώσεις στις οποίες η αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, εφόσον αποκαλύπτεται αμέσως ένα πταίσμα, αδικοπρακτική συμπεριφορά ή παράνομη δραστηριότητα. Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι παρεμποδίζει τις αρμόδιες δικαστικές αρχές να επιτρέψουν μια εξαίρεση όσον αφορά την εφαρμογή μέτρων, διαδικασιών και μέσων ένδικης προστασίας αν ο εναγόμενος είχε κάθε λόγο να πιστεύει καλή τη πίστει ότι η συμπεριφορά του πληρούσε τα κατάλληλα κριτήρια της παρούσας οδηγίας.

(21)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας των εμπορικών απορρήτων θα πρέπει να είναι δεόντως προσαρμοσμένα στο στόχο, δηλαδή στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς έρευνας και καινοτομίας, αποτρέποντας την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη ενός εμπορικού απορρήτου, χωρίς όμως να διακυβεύονται ή να υπονομεύονται θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες ή το δημόσιο συμφέρον, όπως η δημόσια ασφάλεια, η προστασία των καταναλωτών, η δημόσια υγεία και η προστασία του περιβάλλοντος, και μη θιγομένης της κινητικότητας των εργαζομένων. Εν προκειμένω, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας της παρούσας οδηγίας διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως η αξία του εμπορικού απορρήτου, η σοβαρότητα της συμπεριφοράς που επέφερε την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου καθώς και οι επιπτώσεις της εν λόγω συμπεριφοράς. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να σταθμίζουν τα συμφέροντα των διαδίκων στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών καθώς και τα συμφέροντα τρίτων στους οποίους περιλαμβάνονται αναλόγως και οι καταναλωτές.

(22)

Η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θα υπονομευόταν, εάν τα προβλεπόμενα μέτρα, διαδικασίες και μέσα ένδικης προστασίας χρησιμοποιούνταν για αθέμιτους σκοπούς, ασυμβίβαστους με τους στόχους της παρούσας οδηγίας. Πρέπει λοιπόν να δοθεί η εξουσία στις δικαστικές αρχές να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της αθέμιτης συμπεριφοράς των αιτούντων που ενεργούν καταχρηστικώς ή κακοπίστως και ασκούν προδήλως αβάσιμες αγωγές με σκοπό λόγου χάριν την αθέμιτη καθυστέρηση ή τον περιορισμό της πρόσβασης του εναγομένου στην αγορά ή άλλως τον εκφοβισμό ή την παρενόχλησή του.

(23)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και επειδή οι νόμιμοι κάτοχοι εμπορικών απορρήτων αναμένεται να ασκήσουν το καθήκον επιμέλειας ως προς τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας των πολύτιμων εμπορικών απορρήτων τους και την παρακολούθηση της χρήσης τους, κρίνεται σκόπιμο να περιοριστούν οι ουσιαστικές αξιώσεις ή η δυνατότητα άσκησης αγωγών για την προστασία των εμπορικών απορρήτων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Το εθνικό δίκαιο θα πρέπει επίσης να ορίζει, σαφώς και επακριβώς, πότε αρχίζει να τρέχει η προθεσμία και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διακόπτεται ή αναστέλλεται.

(24)

Η προοπτική να απολεσθεί η εμπιστευτικότητα του εμπορικού απορρήτου στην πορεία μιας δικαστικής διαδικασίας συχνά αποτρέπει τους νόμιμους κατόχους εμπορικών απορρήτων να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες για να προασπίσουν τα εμπορικά τους απόρρητα, υποσκάπτοντας την αποτελεσματικότητα των προβλεπόμενων μέτρων, διαδικασιών και μέσων ένδικης προστασίας. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να καθοριστούν, υπό την προϋπόθεση κατάλληλων διασφαλίσεων του δικαιώματος αποτελεσματικής εννόμου προστασίας και αμερόληπτου δικαστηρίου, ειδικές απαιτήσεις με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας του επιδίκου εμπορικού απορρήτου κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας που κινήθηκε για την υπεράσπισή του. Η προστασία αυτή θα πρέπει να διαρκεί και μετά τη λήξη των δικαστικών διαδικασιών και για όσο χρονικό διάστημα οι πληροφορίες που συνιστούν το εμπορικό απόρρητο δεν έχουν περιέλθει σε δημόσια χρήση.

(25)

Οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τη δυνατότητα να περιορίζεται ο κύκλος των προσώπων που έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε αποδεικτικά στοιχεία ή κατά την ακροαματική διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη ότι καθένα από αυτά τα πρόσωπα θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας της παρούσας οδηγίας, και να δημοσιεύονται μόνο τα μη εμπιστευτικά στοιχεία των δικαστικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμώντας ότι η αξιολόγηση της ποιότητας των επιδίκων πληροφοριών αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς της δικαστικής διαδικασίας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλιστεί τόσο η αποτελεσματική προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εμπορικών απορρήτων όσο και η διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος και δίκαιης δίκης των διαδίκων στις συγκεκριμένες διαδικασίες. Ο περιορισμένος κύκλος θα πρέπει συνεπώς να περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον φυσικό πρόσωπο για κάθε διάδικο καθώς και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και, κατά περίπτωση, άλλους εκπροσώπους νομίμως προς τούτο εξουσιοδοτημένους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο προκειμένου να υπερασπιστούν, να εκπροσωπήσουν ή να υπηρετήσουν τα συμφέροντα του διαδίκου στις δικαστικές διαδικασίες της παρούσας οδηγίας, οι οποίοι έχουν όλοι πλήρη πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία ή στην ακροαματική διαδικασία. Αν ένας από τους διαδίκους είναι νομικό πρόσωπο, ο εν λόγω διάδικος θα πρέπει να είναι σε θέση να προτείνει το ή τα φυσικά πρόσωπα που θα πρέπει να περιληφθούν στον κύκλο των προσώπων, ώστε να διασφαλιστεί η προσήκουσα εκπροσώπηση του νομικού προσώπου, με την επιφύλαξη του κατάλληλου δικαστικού ελέγχου προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν υπονόμευση του επιδιωκομένου περιορισμού της πρόσβασης σε αποδεικτικά στοιχεία ή στην ακροαματική διαδικασία. Οι εγγυήσεις αυτές δεν θα πρέπει να νοούνται υπό την έννοια ότι επιβάλλεται η εκπροσώπηση των διαδίκων από δικηγόρο ή άλλον εκπρόσωπο κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας όταν μια τέτοια εκπροσώπηση δεν απαιτείται βάσει του εθνικού δικαίου. Δεν θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι περιορίζεται η ικανότητα των δικαστηρίων να αποφασίζουν, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και την πρακτική του οικείου κράτους μέλους, αν και σε ποιο βαθμό οι αρμόδιοι δικαστικοί υπάλληλοι θα πρέπει επίσης να έχουν πλήρη πρόσβαση σε αποδεικτικά στοιχεία ή στην ακροαματική διαδικασία για την άσκηση των καθηκόντων τους.

(26)

Η παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου από τρίτο θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για τον νόμιμο κάτοχο εμπορικού απορρήτου, δεδομένου ότι άπαξ και το εμπορικό απόρρητο δημοσιοποιηθεί, θα είναι αδύνατο να επανέλθει ο κάτοχος στην κατάσταση πριν την απώλεια του απορρήτου. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να προβλεφθούν αποτελεσματικά προσωρινά μέτρα ταχείας εφαρμογής και εύκολης πρόσβασης, για την άμεση λήξη της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου, καθώς και στην περίπτωση που το εμπορικό απόρρητο χρησιμοποιείται για την παροχή υπηρεσιών. Είναι σημαντικό αυτά τα μέτρα να είναι διαθέσιμα ήδη πριν την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης, με τον δέοντα σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της αρχής της αναλογικότητας και λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης υπόθεσης. Υπό ορισμένες περιστάσεις, θα πρέπει να μπορεί να επιτραπεί στον φερόμενο ως παραβάτη, εφόσον καταθέσει μία ή περισσότερες εγγυήσεις, να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το εμπορικό απόρρητο, ιδίως όταν ο κίνδυνος να περιέλθει σε δημόσια χρήση είναι μικρός. Θα πρέπει επίσης να μπορεί να απαιτείται καταβολή επαρκών εγγυήσεων ώστε να καλυφθεί το κόστος και η ζημία που προκλήθηκε στον εναγόμενο από αδικαιολόγητη αίτηση, ιδίως όταν τυχόν καθυστέρηση θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον νόμιμο κάτοχο εμπορικού απορρήτου.

(27)

Για τον ίδιο λόγο, είναι επίσης σημαντικό να προβλεφθούν οριστικά μέτρα για την αποφυγή περαιτέρω παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απόρρητου, καθώς και στην περίπτωση που το εμπορικό απόρρητο χρησιμοποιείται για την παροχή υπηρεσιών. Για να είναι αποτελεσματικά και αναλογικά τα απαγορευτικά μέτρα, η διάρκειά τους, όταν λόγω των περιστάσεων απαιτείται χρονικός περιορισμός, θα πρέπει να είναι επαρκής ώστε να εξαλειφθεί κάθε εμπορικό πλεονέκτημα το οποίο θα μπορούσε να έχει αποκομίσει τρίτος από την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου. Εν πάση περιπτώσει, κανένα τέτοιο μέτρο δεν θα πρέπει να είναι εκτελεστό, εάν οι πληροφορίες που αρχικά καλύπτονταν από το εμπορικό απόρρητο έχουν περιέλθει σε δημόσια χρήση, για λόγους που δεν μπορούν να καταλογιστούν στον εναγόμενο.

(28)

Ένα εμπορικό απόρρητο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παρανόμως για τον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την εμπορία εμπορευμάτων, ή κατασκευαστικών τους στοιχείων, τα οποία θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, παραβλάπτοντας τα εμπορικά συμφέροντα του κατόχου του εμπορικού απορρήτου και επηρεάζοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Σε αυτές τις περιπτώσεις και όταν το εν λόγω εμπορικό απόρρητο έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα, την αξία ή την τιμή του παραγόμενου με την παράνομη χρήση εμπορεύματος ή τη μείωση του κόστους, στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση των διεργασιών παραγωγής ή των διαδικασιών εμπορίας του, είναι σημαντικό να διαθέτουν οι δικαστικές αρχές την εξουσία να διατάσσουν αποτελεσματικά και κατάλληλα μέτρα, ώστε τα εν λόγω εμπορεύματα να μη διατίθενται στην αγορά ή να αποσύρονται από αυτήν. Λαμβανομένου υπόψη του παγκόσμιου χαρακτήρα του εμπορίου, είναι επίσης αναγκαίο να περιλαμβάνεται στα εν λόγω μέτρα η απαγόρευση της εισαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων στην Ένωση ή η αποθήκευσή τους με σκοπό την προσφορά ή τη διάθεσή τους στην αγορά. Έχοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα αποκατάστασης δεν θα πρέπει να συνεπάγονται κατ' ανάγκη την καταστροφή των εμπορευμάτων, όταν υπάρχουν άλλες εφικτές επιλογές, όπως η αφαίρεση των χαρακτηριστικών που καθιστούν τα εμπορεύματα παράνομα ή η διάθεση των εμπορευμάτων εκτός της αγοράς, παραδείγματος χάριν, μέσω δωρεών σε φιλανθρωπικές οργανώσεις.

(29)

Ένα πρόσωπο μπορεί αρχικά να απέκτησε εμπορικό απόρρητο καλή τη πίστει, αλλά μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο να έλαβε γνώση, μεταξύ άλλων αφού τον ενημέρωσε ο αρχικός κάτοχος του εμπορικού απορρήτου, ότι οι γνώσεις του για το εν λόγω εμπορικό απόρρητο προέρχονταν από πηγές που χρησιμοποιούσαν ή αποκάλυπταν το σχετικό εμπορικό απόρρητο παρανόμως. Για να αποφευχθεί η περίπτωση, υπό τις περιστάσεις αυτές, να προκαλέσουν τα προβλεπόμενα μέτρα αποκατάστασης ή δικαστικές διαταγές δυσανάλογη ζημία στο εν λόγω πρόσωπο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, να καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση στον ζημιωθέντα διάδικο, ως εναλλακτικό μέτρο. Η εν λόγω αποζημίωση δεν θα πρέπει, ωστόσο, να υπερβαίνει το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν, εάν το εν λόγω πρόσωπο είχε λάβει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο εμπορικό απόρρητο, για τη χρονική περίοδο κατά την οποία θα μπορούσε να έχει εμποδιστεί η χρήση του εμπορικού απορρήτου από τον αρχικό κάτοχο του εμπορικού απορρήτου. Παρά ταύτα, σε περίπτωση που η παράνομη χρήση του εμπορικού απορρήτου θα συνιστούσε παράβαση άλλης νομοθεσίας πλην των προβλεπομένων στην παρούσα οδηγία ή ενδέχεται να αποβεί εις βάρος των καταναλωτών, αυτή η παράνομη χρήση δεν θα πρέπει να επιτρέπεται.

(30)

Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να επωφελείται από τέτοια συμπεριφορά ένα πρόσωπο που, εν γνώσει του ή έχοντας βάσιμους λόγους να γνωρίζει, παρανόμως αποκτά, χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει εμπορικό απόρρητο, και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ζημιωθείς κάτοχος του εμπορικού απορρήτου, στο μέτρο του δυνατού, βρίσκεται στη θέση στην οποία θα ήταν εάν δεν είχε μεσολαβήσει αυτή η συμπεριφορά, είναι αναγκαίο να προβλέπεται επαρκής αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς. Στο ποσό της αποζημίωσης, που επιδικάζεται στον ζημιωθέντα κάτοχο του εμπορικού απορρήτου, θα πρέπει να συνυπολογίζονται όλοι οι σχετικοί παράγοντες, όπως το διαφυγόν κέρδος του ή τα αθέμιτα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης και, όπου ενδείκνυται, η τυχόν ηθική βλάβη που προκλήθηκε στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου. Εναλλακτικά, για παράδειγμα όταν, λαμβανομένου υπόψη του άυλου χαρακτήρα των εμπορικών απορρήτων, θα ήταν δυσχερής ο υπολογισμός του ποσού της πραγματικής ζημίας που υπέστη ο κάτοχος, το ύψος της αποζημίωσης θα μπορούσε να εξαχθεί από στοιχεία όπως τα δικαιώματα ή τις αμοιβές που θα οφείλονταν, εάν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο εμπορικό απόρρητο. Το ζητούμενο διά της εναλλακτικής αυτής μεθόδου δεν είναι να θεσπιστεί υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης με σκοπό την τιμωρία, αλλά να διασφαλιστεί η καταβολή αποζημίωσης βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, λαμβανομένων, συγχρόνως, υπόψη των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε ο κάτοχος του εμπορικού απορρήτου, όπως οι δαπάνες για να ανακαλυφθεί και να ερευνηθεί η παραβίαση. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ότι η ευθύνη για την καταβολή αποζημίωσης εκ μέρους εργαζομένων περιορίζεται εφόσον ενεργούν χωρίς δόλο.

(31)

Ως συμπληρωματικό αποτρεπτικό μέτρο για μελλοντικούς παραβάτες και προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού, είναι χρήσιμο να δημοσιοποιούνται οι αποφάσεις, μεταξύ άλλων, όπου ενδείκνυται, μέσω εμφανούς διαφήμισης, σε περιπτώσεις που αφορούν την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων, εφόσον η δημοσίευση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου ούτε έχει δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις για την ιδιωτική ζωή και τη φήμη φυσικών προσώπων.

(32)

Η αποτελεσματικότητα των μέτρων, των διαδικασιών και των μέσων ένδικης προστασίας τα οποία παρέχονται στους κατόχους του εμπορικού απορρήτου θα μπορούσε να υπονομευθεί αν οι σχετικές αποφάσεις των αρμόδιων δικαστικών αρχών μένουν ανεκτέλεστες. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω αρχές διαθέτουν τις δέουσες εξουσίες επιβολής κυρώσεων.

(33)

Για να διευκολυνθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέσων ένδικης προστασίας της παρούσας οδηγίας, χρειάζονται συστήματα συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, αφενός, και μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, αφετέρου, ιδίως με τη δημιουργία ενός δικτύου ανταποκριτών που ορίζονται από τα κράτη μέλη. Επιπλέον, για να κρίνει αν τα εν λόγω μέτρα επιτυγχάνουν τον στόχο τους, η Επιτροπή, επικουρούμενη, ανάλογα με την περίπτωση, από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να εξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και την αποτελεσματικότητα των ληφθέντων εθνικών μέτρων.

(34)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη, και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, την ελευθερία του επαγγέλματος και το δικαίωμα στην εργασία, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, και ιδίως πρόσβασης σε φακέλους, τηρουμένου του επιχειρηματικού απορρήτου, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και το δικαίωμα της υπεράσπισης.

(35)

Είναι σημαντικό να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και προστασίας των προσωπικών δεδομένων κάθε προσώπου τα προσωπικά δεδομένα του οποίου μπορεί να τυγχάνουν επεξεργασίας από τον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου όταν λαμβάνει μέτρα για την προστασία εμπορικού απορρήτου ή οποιουδήποτε προσώπου που εμπλέκεται σε δικαστική διαδικασία σχετικά με την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του οποίου τα προσωπικά δεδομένα τυγχάνουν επεξεργασίας. Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνει χώρα στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και υπό την εποπτεία των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, ιδίως των δημόσιων ανεξάρτητων αρχών οι οποίες έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ, και ιδίως τα δικαιώματα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα να έχει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας και να επιτυγχάνει τη διόρθωση, τη διαγραφή ή το κλείδωμα των ανακριβών ή ελλιπών δεδομένων καθώς και, όπου ενδείκνυται, την υποχρέωση της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(36)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μέσω της καθιέρωσης ενός επαρκούς και συγκρίσιμου επιπέδου έννομης προστασίας σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά σε περίπτωση παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που περιέχεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(37)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας δεν είναι η θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας, της δικαιοδοσίας, της αναγνώρισης και της εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επιπλέον, οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν το εφαρμοστέο δίκαιο. Άλλες πράξεις της Ένωσης οι οποίες διέπουν τα θέματα αυτά σε γενικό επίπεδο θα πρέπει, καταρχήν, να παραμείνουν εξίσου εφαρμοστέες στο πεδίο που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

(38)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, και ιδίως των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Τα μέτρα, διαδικασίες και μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον αδικαιολόγητο περιορισμό του ανταγωνισμού κατά τρόπο αντίθετο προς τη ΣΛΕΕ.

(39)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης σχετικής νομοθεσίας σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και του δικαίου των συμβάσεων. Ωστόσο, όταν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας αλληλεπικαλύπτονται, υπερισχύει η παρούσα οδηγία ως lex specialis.

(40)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος και γνωμοδότησε στις 12 Μαρτίου 2014,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες προστασίας από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, τηρουμένης της ΣΛΕΕ, την παροχή προστασίας κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης των εμπορικών απορρήτων εκτενέστερης από την απαιτουμένη δυνάμει της παρούσας οδηγίας, εφόσον εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τα άρθρα 3, 5, 6, το άρθρο 7 παράγραφος 1, το άρθρο 8, το άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 10 παράγραφος 2, τα άρθρα 11, 13 και το άρθρο 15 παράγραφος 3.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει:

α)

την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης·

β)

την εφαρμογή των ενωσιακών ή εθνικών κανόνων που επιβάλλουν στους κατόχους εμπορικού απορρήτου να αποκαλύπτουν, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών απορρήτων, στο κοινό ή σε διοικητικές ή δικαστικές αρχές στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων των αρχών αυτών·

γ)

την εφαρμογή των ενωσιακών ή εθνικών κανόνων που απαιτούν ή επιτρέπουν στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης ή τις εθνικές δημόσιες αρχές να αποκαλύπτουν πληροφορίες που υποβάλλονται από τις επιχειρήσεις, τις οποίες τα ανωτέρω όργανα, οργανισμοί ή αρχές κατέχουν σύμφωνα με, και σε συμμόρφωση με, τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που προβλέπονται στο ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο·

δ)

την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και το δικαίωμά τους να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και το εθνικό δίκαιο και πρακτική.

3.   Ουδεμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δύναται να θεωρηθεί ότι προβλέπει λόγο περιορισμού της κινητικότητας των εργαζομένων. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την άσκηση της εν λόγω κινητικότητας, η παρούσα οδηγία ουδόλως δικαιολογεί:

α)

τον περιορισμό της εκ μέρους των εργαζομένων χρήσης των πληροφοριών που δεν συνιστούν εμπορικό απόρρητο κατά το άρθρο 2 σημείο 1)·

β)

τον περιορισμό της χρήσης εκ μέρους των εργαζομένων της εμπειρίας και των δεξιοτήτων που έχουν νομοτύπως αποκτήσει στο σύνηθες πλαίσιο της εργασίας τους·

γ)

την επιβολή στους εργαζομένους, μέσω των συμβάσεων εργασίας τους, πρόσθετων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων σύμφωνα με το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «εμπορικό απόρρητο» νοούνται οι πληροφορίες οι οποίες πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι απόρρητες, υπό την έννοια ότι, είτε ως σύνολο είτε από την άποψη του ακριβούς περιεχομένου και της διάταξης των συνιστωσών τους, δεν είναι ευρέως γνωστές σε πρόσωπα ανήκοντα στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά·

β)

έχουν εμπορική αξία απορρέουσα από τον απόρρητο χαρακτήρα τους·

γ)

το πρόσωπο που έχει αποκτήσει νομίμως τον έλεγχο επί των εν λόγω πληροφοριών έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα τους·

2)

ως «κάτοχος εμπορικού απορρήτου» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει νομίμως ένα εμπορικό απόρρητο·

3)

ως «παραβάτης» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρανόμως απέκτησε, χρησιμοποίησε ή αποκάλυψε εμπορικό απόρρητο·

4)

ως «παράνομα εμπορεύματα» νοούνται τα εμπορεύματα των οποίων το σχέδιο, τα χαρακτηριστικά, η λειτουργία, η διαδικασία παραγωγής ή η εμπορία αποκτά σημαντικό πλεονέκτημα από την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων

Άρθρο 3

Νόμιμη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων

1.   Η απόκτηση εμπορικού απορρήτου θεωρείται νόμιμη όταν το εμπορικό απόρρητο προέρχεται από οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

ανεξάρτητη ανακάλυψη ή δημιουργία·

β)

παρατήρηση, μελέτη, αποσυναρμολόγηση ή δοκιμή ενός προϊόντος ή αντικειμένου που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού ή που βρίσκεται νομίμως στην κατοχή του αποδέκτη των πληροφοριών, ο οποίος δεν υπέχει νόμιμη υποχρέωση περιορισμού της απόκτησης του εμπορικού απορρήτου·

γ)

άσκηση του δικαιώματος των εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους στην ενημέρωση και τη διαβούλευση, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και το εθνικό δίκαιο και πρακτική·

δ)

οποιαδήποτε άλλη πρακτική η οποία, υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι σύμφωνη με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη.

2.   Η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται νόμιμη αν επιβάλλεται ή επιτρέπεται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 4

Παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κάτοχοι εμπορικού απορρήτου δικαιούνται να ζητήσουν τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να αποτρέψουν την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη οικείου εμπορικού απορρήτου ή να εξασφαλίσουν έννομη προστασία.

2.   Η απόκτηση εμπορικού απορρήτου χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του θεωρείται παράνομη όποτε διενεργείται με:

α)

μη επιτρεπόμενη πρόσβαση, ιδιοποίηση ή αντιγραφή εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων που νομίμως βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, τα οποία περιέχουν το εμπορικό απόρρητο ή από τα οποία μπορεί να εξαχθεί το εμπορικό απόρρητο·

β)

οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά η οποία, υπό τις περιστάσεις αυτές, θεωρείται αντικείμενη στα χρηστά συναλλακτικά ήθη.

3.   Η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται παράνομη όποτε πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του εμπορικού απορρήτου από πρόσωπο που αποδεδειγμένα πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει αποκτήσει το εμπορικό απόρρητο παρανόμως·

β)

έχει παραβιάσει συμφωνία εμπιστευτικότητας ή άλλη υποχρέωση μη αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου·

γ)

έχει παραβιάσει συμβατική ή άλλη υποχρέωση να περιορίζει τη χρήση του εμπορικού απορρήτου.

4.   Η απόκτηση, η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται επίσης παράνομη όταν ένα πρόσωπο, κατά τη στιγμή της απόκτησης, της χρήσης ή της αποκάλυψης, γνώριζε ή όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε άμεσα ή έμμεσα από άλλο πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιούσε ή αποκάλυπτε το εμπορικό απόρρητο παρανόμως, κατά την έννοια της παραγράφου 3.

5.   Η παραγωγή, προσφορά ή διάθεση στην αγορά παράνομων εμπορευμάτων, ή η εισαγωγή, εξαγωγή ή αποθήκευση παράνομων εμπορευμάτων για τους σκοπούς αυτούς, θεωρείται επίσης παράνομη χρήση εμπορικού απορρήτου όταν το πρόσωπο που ασκεί αυτές τις δραστηριότητες γνώριζε ή όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο χρησιμοποιήθηκε παρανόμως, κατά την έννοια της παραγράφου 3.

Άρθρο 5

Εξαιρέσεις

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μια αίτηση με αντικείμενο τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία να απορρίπτεται όταν η θεωρούμενη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου πραγματοποιήθηκε σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

για την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης·

β)

για τη διαπίστωση πταίσματος, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς ή παράνομης δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος ενήργησε προς το σκοπό της προστασίας του γενικού δημόσιου συμφέροντος·

γ)

όταν το εμπορικό απόρρητο αποκαλύφθηκε από τους εργαζομένους στους εκπροσώπους τους στο πλαίσιο της νόμιμης άσκησης εκ μέρους των αντιπροσώπων αυτών των καθηκόντων τους, σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο, εφόσον η αποκάλυψη αυτή ήταν αναγκαία για την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων·

δ)

χάριν προστασίας έννομου συμφέροντος αναγνωριζομένου από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Μέτρα, διαδικασίες και μέσα ένδικης προστασίας

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 6

Γενική υποχρέωση

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα αναγκαία μέτρα, διαδικασίες και μέσα ένδικης προστασίας για τη διασφάλιση της παροχής αστικής έννομης προστασίας κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψης εμπορικών απορρήτων.

2.   Τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας της παραγράφου 1:

α)

είναι δίκαια και εύλογα·

β)

δεν είναι περίπλοκα και δαπανηρά άνευ λόγου και δεν προβλέπουν ανέφικτες προθεσμίες ούτε συνεπάγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις· και

γ)

είναι αποτελεσματικά και αποτρεπτικά.

Άρθρο 7

Αναλογικότητα και αποφυγή καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη

1.   Τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπει η παρούσα οδηγία εφαρμόζονται κατά τρόπο ο οποίος:

α)

είναι αναλογικός·

β)

αποτρέπει τη δημιουργία εμποδίων για το νόμιμο εμπόριο στην εσωτερική αγορά· και

γ)

παρέχει διασφαλίσεις κατά της καταχρηστικής τους χρήσης.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να μπορούν, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, να εφαρμόσουν κατάλληλα μέτρα του εθνικού δικαίου, όταν η αίτηση που αφορά την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου είναι προδήλως αβάσιμη και διαπιστώνεται ότι ο αιτών κίνησε τη δικαστική διαδικασία καταχρηστικώς ή κακοπίστως. Μεταξύ των εν λόγω μέτρων δύνανται να περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, η επιδίκαση αποζημίωσης στον εναγόμενο, η επιβολή κυρώσεων στον αιτούντα ή η διαταγή για διάδοση των πληροφοριών σχετικά με απόφαση αναφερομένη στο άρθρο 15.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο θα αποτελούν αντικείμενο χωριστής δικαστικής διαδικασίας.

Άρθρο 8

Προθεσμία παραγραφής

1.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής που εφαρμόζονται στις ουσιαστικές αξιώσεις και την άσκηση αγωγών με αίτημα την εφαρμογή των μέτρων, των διαδικασιών και των μέσων ένδικης προστασίας δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Οι κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καθορίζουν πότε αρχίζει η προθεσμία παραγραφής, τη διάρκειά της και τις συνθήκες υπό τις οποίες διακόπτεται ή αναστέλλεται.

2.   Η διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής δεν υπερβαίνει τα έξι έτη.

Άρθρο 9

Προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εμπορικών απορρήτων κατά τις δικαστικές διαδικασίες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διάδικοι, οι δικηγόροι ή άλλοι εκπρόσωποί τους, τα μέλη του δικαστηρίου, οι μάρτυρες, οι πραγματογνώμονες και κάθε άλλο πρόσωπο που συμμετέχει στη δικαστική διαδικασία που αφορά την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, ή που έχει πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία αποτελούν μέρος των εν λόγω δικαστικών διαδικασιών, απαγορεύεται να χρησιμοποιούν ή να αποκαλύπτουν οποιοδήποτε εμπορικό απόρρητο ή θεωρούμενο εμπορικό απόρρητο, εις χείρας των αρμόδιων δικαστικών αρχών, μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση κάποιου ενδιαφερομένου, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί εμπιστευτικό και περιήλθε σε γνώση τους λόγω αυτής της συμμετοχής ή πρόσβασης. Προς τούτο, τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να επιτρέπουν στις αρμόδιες δικαστικές αρχές να ενεργήσουν αυτοβούλως.

Η υποχρέωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο παραμένει σε ισχύ και μετά την ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών αλλά λήγει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

εάν κριθεί διά οριστικής αποφάσεως ότι το θεωρούμενο εμπορικό απόρρητο δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 2 σημείο 1)· ή

β)

εάν, με την πάροδο του χρόνου, οι εν λόγω πληροφορίες καθίστανται ευρέως γνωστές σε πρόσωπα ανήκοντα στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με αυτό το είδος πληροφοριών ή καθίστανται άμεσα προσβάσιμες από αυτά.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές δύνανται, βάσει δεόντως αιτιολογημένης αίτησης διάδικου, να λαμβάνουν ειδικά μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να προστατευθεί η εμπιστευτικότητα κάθε εμπορικού απορρήτου ή θεωρούμενου εμπορικού απορρήτου το οποίο χρησιμοποιείται ή αναφέρεται κατά την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας που αφορά την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να επιτρέπουν στις αρμόδιες δικαστικές αρχές να λαμβάνουν τέτοια μέτρα αυτοβούλως.

Τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν τουλάχιστον τη δυνατότητα:

α)

να περιορίζεται εν όλω ή εν μέρει η πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο περιέχει εμπορικά απόρρητα ή θεωρούμενα εμπορικά απόρρητα, το οποίο υποβάλλεται από τους διαδίκους ή τρίτους, σε περιορισμένο αριθμό προσώπων·

β)

όταν ενδέχεται να αποκαλυφθούν εμπορικά απόρρητα ή θεωρούμενα εμπορικά απόρρητα, να επιτρέπεται πρόσβαση στην ακροαματική διαδικασία καθώς και στα αντίστοιχα πρακτικά ή καταγραφές της διαδικασίας σε περιορισμένο αριθμό προσώπων·

γ)

να διατίθεται σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται στον περιορισμένο αριθμό προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της δικαστικής απόφασης, στην οποία τα αποσπάσματα που περιέχουν εμπορικά απόρρητα έχουν αφαιρεθεί ή αναδιατυπωθεί.

Ο αριθμός των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του δευτέρου εδαφίου δεν υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το δικαίωμα των διαδίκων σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και σε δίκαιη δίκη και περιλαμβάνει, τουλάχιστον, ένα φυσικό πρόσωπο για κάθε διάδικο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή άλλους εκπρόσωπους των εν λόγω διαδίκων.

3.   Όταν αποφασίζουν σχετικά με τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και αξιολογούν την αναλογικότητά τους, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να διασφαλιστεί το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και σε δίκαιη δίκη, τα νόμιμα συμφέροντα των διαδίκων και, κατά περίπτωση, τρίτων, και κάθε ενδεχόμενη βλάβη ενός των διαδίκων και, κατά περίπτωση, τρίτων, που απορρέει από την αποδοχή ή την απόρριψη των σχετικών μέτρων.

4.   Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 ή 3 πραγματοποιείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

Τμήμα 2

Προσωρινά και συντηρητικά μέτρα

Άρθρο 10

Προσωρινά και συντηρητικά μέτρα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται, κατόπιν αιτήματος του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, να διατάξουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα προσωρινά και συντηρητικά μέτρα έναντι του φερόμενου ως παραβάτη:

α)

την παύση ή, ανάλογα με την περίπτωση, την απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου σε προσωρινή βάση·

β)

την απαγόρευση της παραγωγής, της προσφοράς, της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης παρανόμων εμπορευμάτων, ή της εισαγωγής, της εξαγωγής ή της αποθήκευσης παρανόμων εμπορευμάτων για τους σκοπούς αυτούς·

γ)

την κατάσχεση ή την παράδοση των εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα, συμπεριλαμβανομένων των εισαγόμενων εμπορευμάτων, ώστε να εμποδιστεί η είσοδος, ή η κυκλοφορία τους, στην αγορά.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δικαστικές αρχές να δύνανται, ως εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, να εξαρτούν τη συνέχιση της θεωρούμενης παράνομης χρήσης του εμπορικού απορρήτου από την κατάθεση εγγυήσεων με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποζημίωση του κατόχου του εμπορικού απορρήτου. Απαγορεύεται η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου έναντι κατάθεσης εγγυήσεων.

Άρθρο 11

Προϋποθέσεις προσφυγής και εγγυήσεις

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να διαθέτουν, σε σχέση με τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 10, την εξουσία να απαιτούν από τον αιτούντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ευλόγως μπορούν να θεωρηθούν διαθέσιμα, προκειμένου να κρίνουν με επαρκή βαθμό βεβαιότητας ότι:

α)

υφίσταται εμπορικό απόρρητο·

β)

ο αιτών είναι ο κάτοχος του εμπορικού απορρήτου· και

γ)

το εμπορικό απόρρητο έχει αποκτηθεί παράνομα, χρησιμοποιείται ή αποκαλύπτεται παράνομα, ή ότι επίκειται παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές κατά τη λήψη της απόφασης για αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης και κατά την εκτίμηση της αναλογικότητάς της, να λαμβάνουν υποχρεωτικώς υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης που περιλαμβάνουν ανάλογα με την περίπτωση:

α)

την αξία και τα λοιπά ειδικά χαρακτηριστικά του εμπορικού απορρήτου·

β)

τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εμπορικού απορρήτου·

γ)

τη συμπεριφορά του εναγομένου κατά την απόκτηση, τη χρήση ή την αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου·

δ)

τις επιπτώσεις της παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου·

ε)

τα νόμιμα συμφέροντα των διαδίκων, όπως και τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η αποδοχή ή η απόρριψη των μέτρων έναντι των διαδίκων·

στ)

τα νόμιμα συμφέροντα τρίτων·

ζ)

το δημόσιο συμφέρον· και

η)

την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανακαλούνται ή άλλως παύουν να παράγουν αποτελέσματα, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, εάν:

α)

ο αιτών δεν κινήσει δικαστική διαδικασία που οδηγεί σε απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής, εντός εύλογης προθεσμίας προσδιοριζομένης από τη δικαστική αρχή η οποία διατάσσει τη λήψη των μέτρων όταν το επιτρέπει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους ή, αν δεν προσδιορισθεί τέτοια προθεσμία, εντός 20 εργάσιμων ημερών ή 31 ημερολογιακών ημερών, ανάλογα με το ποια περίοδος είναι η μεγαλύτερη· ή

β)

οι επίμαχες πληροφορίες δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 σημείο 1), για λόγους που δεν μπορούν να καταλογιστούν στον εναγόμενο.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να εξαρτούν τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 10 από την εκ μέρους του αιτούντος χορήγηση κατάλληλης εγγύησης ή την παροχή ισοδύναμης διασφάλισης, με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση τυχόν ζημίας του εναγομένου και, όπου ενδείκνυται, κάθε άλλου προσώπου θιγομένου από τα μέτρα.

5.   Εάν τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανακληθούν βάσει της παραγράφου 3 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, εάν παύσουν να ισχύουν λόγω πράξης ή παράλειψης του αιτούντος ή εάν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι δεν υπήρξε καμία παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου ή απειλή τέτοιας συμπεριφοράς, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές έχουν την εξουσία να διατάσσουν τον αιτούντα, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου ή ζημιωθέντος τρίτου, να παράσχει στον εναγόμενο ή στον ζημιωθέντα τρίτο, εύλογη αποζημίωση για την όποια ζημία προκλήθηκε από αυτά τα μέτρα.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η αίτηση αποζημίωσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο θα αποτελεί αντικείμενο χωριστής δικαστικής διαδικασίας.

Τμήμα 3

Μέτρα που απορρέουν από απόφαση επί της ουσίας

Άρθρο 12

Δικαστικές διαταγές και μέτρα αποκατάστασης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση επί της ουσίας διά της οποίας διαπιστώνεται παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, να διατάξουν κατά του παραβάτη ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

την παύση ή, ανάλογα με την περίπτωση, την απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου·

β)

την απαγόρευση της παραγωγής, της προσφοράς, της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης παρανόμων εμπορευμάτων, ή της εισαγωγής, της εξαγωγής ή της αποθήκευσης παρανόμων εμπορευμάτων για τους σκοπούς αυτούς·

γ)

τη λήψη των κατάλληλων μέτρων αποκατάστασης σε σχέση με τα παράνομα εμπορεύματα·

δ)

την καταστροφή του συνόλου ή μέρους τυχόν εγγράφου, αντικειμένου, υλικού, ουσίας ή ηλεκτρονικού αρχείου που περιέχει ή ενσωματώνει το εμπορικό απόρρητο ή, όπου ενδείκνυται, την παράδοση στον ενάγοντα του συνόλου ή μέρους των εν λόγω εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων.

2.   Μεταξύ των μέτρων αποκατάστασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) συγκαταλέγονται τα ακόλουθα:

α)

ανάκληση των παράνομων εμπορευμάτων από την αγορά·

β)

αφαίρεση των χαρακτηριστικών που καθιστούν τα εμπορεύματα παράνομα·

γ)

καταστροφή των παράνομων εμπορευμάτων ή, όπου ενδείκνυται, απόσυρσή τους από την αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι η απόσυρση δεν υποσκάπτει την προστασία του επίδικου εμπορικού απορρήτου.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές τους, όταν διατάσσουν την απόσυρση των παράνομων εμπορευμάτων από την αγορά, δύνανται να διατάσσουν, κατόπιν αιτήματος του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, την παράδοση των εμπορευμάτων στον κάτοχο ή σε φιλανθρωπικές οργανώσεις.

4.   Οι αρμόδιες δικαστικές αρχές διατάσσουν την εκτέλεση των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ) με δαπάνη του παραβάτη, εκτός εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για το αντίθετο. Τα εν λόγω μέτρα ισχύουν υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης αποζημίωσης που μπορεί να οφείλεται στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου, λόγω της παράνομης απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου.

Άρθρο 13

Προϋποθέσεις προσφυγής, εγγυήσεις και εναλλακτικά μέτρα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές, κατά την εξέταση αίτησης για έκδοση διαταγών και μέτρων αποκατάστασης που αναφέρονται στο άρθρο 12 και κατά την εκτίμηση της αναλογικότητάς τους, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης που περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση:

α)

την αξία ή άλλα ειδικά χαρακτηριστικά του εμπορικού απορρήτου·

β)

τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εμπορικού απορρήτου·

γ)

τη συμπεριφορά του εναγομένου κατά την απόκτηση, τη χρήση ή την αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου·

δ)

τις επιπτώσεις της παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου·

ε)

τα νόμιμα συμφέροντα των διαδίκων, όπως και τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η αποδοχή ή η απόρριψη των μέτρων έναντι των διαδίκων·

στ)

τα νόμιμα συμφέροντα τρίτων·

ζ)

το δημόσιο συμφέρον· και

η)

την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Όταν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές περιορίζουν τη διάρκεια των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), η διάρκεια αυτή είναι επαρκής προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε εμπορικό ή οικονομικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να έχει αποκομίσει ο παραβάτης από την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) ανακαλούνται ή άλλως παύουν να παράγουν αποτελέσματα, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, εάν στο διάστημα που μεσολαβεί οι επίμαχες πληροφορίες δεν πληρούν πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 2 σημείο 1), για λόγους που δεν μπορούν να καταλογιστούν άμεσα ή έμμεσα στον εναγόμενο.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, κατόπιν αιτήματος του προσώπου έναντι του οποίου ενδέχεται να ληφθούν τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 12, η αρμόδια δικαστική αρχή δύναται να διατάσσει την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στον ζημιωθέντα, αντί να επιβάλει τα μέτρα αυτά, εάν πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α)

το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά τη χρήση ή την αποκάλυψη δεν γνώριζε ούτε όφειλε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε από τρίτο που χρησιμοποίησε ή αποκάλυψε το εμπορικό απόρρητο παράνομα·

β)

η εκτέλεση των εν λόγω μέτρων θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στο πρόσωπο αυτό· και

γ)

η καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στον ζημιωθέντα διάδικο κρίνεται ευλόγως ικανοποιητική.

Όταν διατάσσεται χρηματική αποζημίωση αντί των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), αυτή δεν υπερβαίνει το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν εάν το εν λόγω πρόσωπο είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο εμπορικό απόρρητο για τη χρονική περίοδο κατά την οποία θα μπορούσε να έχει απαγορευθεί η χρήση του εμπορικού απορρήτου.

Άρθρο 14

Αποζημίωση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, αν το ζητήσει ο ζημιωθείς, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να διατάσσουν τον παραβάτη ο οποίος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προέβαινε σε παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου να καταβάλει στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου αποζημίωση ανάλογη προς την πραγματική ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης.

Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν την ευθύνη για την καταβολή αποζημίωσης εκ μέρους εργαζομένων προς τους εργοδότες τους για παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου του εργοδότη, εφόσον οι εργαζόμενοι είχαν ενεργήσει χωρίς δόλο.

2.   Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης κατά την παράγραφο 1, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, όπως τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένης της απώλειας κερδών, τις οποίες υπέστη ο ζημιωθείς διάδικος, τα τυχόν αθέμιτα κέρδη που αποκόμισε ο παραβάτης και, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, άλλα στοιχεία, πέραν των οικονομικών, όπως την ηθική βλάβη που προκάλεσε στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου η παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου.

Εναλλακτικώς, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές δύνανται, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, να καθορίζουν κατ' αποκοπήν αποζημίωση βάσει στοιχείων όπως τουλάχιστον το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλονταν, εάν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίδικο εμπορικό απόρρητο.

Άρθρο 15

Δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, αν γίνει δικαστική προσφυγή κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου, οι δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος και με δαπάνη του παραβάτη, ενδεδειγμένα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της.

2.   Σε οποιοδήποτε μέτρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προστατεύεται η εμπιστευτικότητα των εμπορικών απορρήτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9.

3.   Όταν αποφασίζουν αν θα διατάξουν μέτρο της παραγράφου 1 και αξιολογούν την αναλογικότητά του, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές λαμβάνουν, όπου χρειάζεται, υπόψη την αξία του εμπορικού απορρήτου, τη συμπεριφορά του παραβάτη ως προς την απόκτηση, τη χρήση ή την αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου, τις επιπτώσεις της παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου, όπως και την πιθανότητα περαιτέρω παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου από τον παραβάτη.

Οι αρμόδιες δικαστικές αρχές λαμβάνουν επίσης υπόψη κατά πόσο οι πληροφορίες σχετικά με τον παραβάτη θα επιτρέψουν να προσδιοριστεί το φυσικό πρόσωπο και, εάν ναι, κατά πόσο η δημοσίευση αυτών των πληροφοριών δικαιολογείται, ιδίως υπό το πρίσμα της ενδεχόμενης βλάβης που μπορεί να προκαλέσει το εν λόγω μέτρο στην ιδιωτική ζωή και τη φήμη του παραβάτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Κυρώσεις, υποβολή εκθέσεων και τελικές διατάξεις

Άρθρο 16

Κυρώσεις λόγω μη τήρησης της παρούσας οδηγίας

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να επιβάλλουν κυρώσεις σε κάθε πρόσωπο που δεν συμμορφώνεται ή αρνείται να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 και 12.

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις περιλαμβάνουν τη δυνατότητα να επιβληθούν περιοδικές χρηματικές ποινές, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς μέτρο που λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 12.

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 17

Ανταλλαγή πληροφοριών και ανταποκριτές

Για τον σκοπό της προώθησης της συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών, μεταξύ κρατών μελών, αφενός, καθώς και μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής, αφετέρου, κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές για κάθε ζήτημα εφαρμογής των μέτρων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Γνωστοποιεί τα στοιχεία τους στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

Άρθρο 18

Υποβολή εκθέσεων

1.   Έως τις 9 Ιουνίου 2021, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Παραβίαση των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας, καταρτίζει μια αρχική έκθεση σχετικά με τις τάσεις των αγωγών όσον αφορά την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων, σύμφωνα με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.   Έως τις 9 Ιουνίου 2022, η Επιτροπή συντάσσει ενδιάμεση έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η εν λόγω έκθεση λαμβάνει δεόντως υπόψη την έκθεση της παραγράφου 1.

Συγκεκριμένα, η ενδιάμεση έκθεση εξετάζει τις πιθανές επιπτώσεις από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, την κινητικότητα των εργαζομένων και στην άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης.

3.   Έως τις 9 Ιουνίου 2026, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση του αντικτύπου της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 19

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 9 Ιουνίου 2018. Ανακοινώνουν δε αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 21

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  ΕΕ C 226 της 16.7.2014, σ. 48.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Απριλίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Μαΐου 2016.

(3)  Απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13).

(6)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(7)  Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

(9)  Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προμήθειες φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 243).

(10)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(11)  Οδηγία 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 45).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

15.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/19


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/944 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Ιουνίου 2016

σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου, για ένα μη στρατιωτικό Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης (GNSS)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 172, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με την απόφαση 2006/700/ΕΚ του Συμβουλίου (2), η συμφωνία συνεργασίας για ένα μη στρατιωτικό Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης (GNSS) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου (3) («η συμφωνία»), υπεγράφη στις 9 Σεπτεμβρίου 2006, με την επιφύλαξη της σύναψής της σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

(2)

Στόχος της συμφωνίας είναι να ενθαρρύνει, να διευκολύνει και να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των μερών στον τομέα της μη στρατιωτικής παγκόσμιας δορυφορικής πλοήγησης.

(3)

Η θέση της Ένωσης στο πλαίσιο της επιτροπής που ιδρύει το άρθρο 14 της συμφωνίας («η επιτροπή») πρέπει να εγκρίνεται από το Συμβούλιο, βάσει πρότασης της Επιτροπής, εφόσον η εν λόγω επιτροπή καλείται να εγκρίνει πράξεις με έννομα αποτελέσματα ή αποφάσεις αναστολής της εφαρμογής της συμφωνίας.

(4)

Επίσης, όσον αφορά τα θέματα τα οποία δεν έχουν έννομα αποτελέσματα και με τα οποία ασχολείται η επιτροπή, η Επιτροπή πρέπει να συντονίζει τη θέση της Ένωσης με τα κράτη μέλη.

(5)

Η συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συμφωνία συνεργασίας για ένα μη στρατιωτικό Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης (GNSS) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου (4).

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει το πρόσωπο που είναι αρμόδιο εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποστείλει την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 της συμφωνίας, προκειμένου να εκφραστεί η συναίνεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δεσμευτεί από τη συμφωνία (5), και προβαίνει στην εξής κοινοποίηση:

«Συνεπεία της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντικατέστησε και διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και από την ημερομηνία αυτή ασκεί όλα τα δικαιώματα και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Συνεπώς, οι αναφορές στην “Ευρωπαϊκή Κοινότητα” στο κείμενο της συμφωνίας νοούνται ως αναφορές στην “Ευρωπαϊκή Ένωση”.».

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Λουξεμβούργο, 6 Ιουνίου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.G.J. KAMP


(1)  Έγκριση της 10ης Μαΐου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Απόφαση 2006/700/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Κοινότητας, της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου, για ένα μη στρατιωτικό Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης (GNSS) (ΕΕ L 288 της 19.10.2006, σ. 30).

(3)  Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφετέρου, για ένα μη στρατιωτικό Παγκόσμιο Δορυφορικό Σύστημα Πλοήγησης (GNSS) (ΕΕ L 288 της 19.10.2006, σ. 31).

(4)  Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 288 της 19.10.2006, σ. 31 με την απόφαση περί υπογραφής.

(5)  Η ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

15.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/21


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/945 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 14ης Ιουνίου 2016

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

MA

132,8

TR

69,0

ZZ

100,9

0709 93 10

TR

148,7

ZZ

148,7

0805 50 10

AR

160,2

MA

179,9

TR

157,0

ZA

176,3

ZZ

168,4

0808 10 80

AR

122,6

BR

108,7

CL

138,7

CN

102,3

NZ

150,1

US

185,9

ZA

115,7

ZZ

132,0

0809 10 00

TR

259,2

ZZ

259,2

0809 29 00

TR

472,5

US

888,6

ZZ

680,6

0809 30 10 , 0809 30 90

TR

107,9

ZZ

107,9


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1106/2012 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, όσον αφορά την επικαιροποίηση της ονοματολογίας των χωρών και εδαφών (ΕΕ L 328 της 28.11.2012, σ. 7). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

15.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/23


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/946 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 9ης Ιουνίου 2016

για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Σουηδίας σύμφωνα με το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1523 και το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1601, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 78 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), εφόσον ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν επείγουσα κατάσταση, λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, μετά από πρόταση της Επιτροπής, προσωρινά μέτρα υπέρ του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 80 της ΣΛΕΕ, οι πολιτικές της Ένωσης στον τομέα των συνοριακών ελέγχων, του ασύλου και της μετανάστευσης και η εφαρμογή τους πρέπει να διέπονται από τις αρχές της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, ενώ οι πράξεις της Ένωσης που θεσπίζονται στον τομέα αυτό πρέπει να περιέχουν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής.

(3)

Βάσει του άρθρου 78 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο εξέδωσε δύο αποφάσεις για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας. Σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ) 2015/1523 του Συμβουλίου (2), 40 000 αιτούντες διεθνή προστασία πρέπει να μετεγκατασταθούν από την Ιταλία και από την Ελλάδα στα άλλα κράτη μέλη. Σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου (3), 120 000 αιτούντες διεθνή προστασία πρέπει να μετεγκατασταθούν από την Ιταλία και από την Ελλάδα στα άλλα κράτη μέλη.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1523 και με το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1601, σε περίπτωση κατάστασης επείγουσας ανάγκης η οποία προκαλείται λόγω της αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών σε ένα κράτος μέλος, το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να θεσπίσει προσωρινά μέτρα υπέρ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, την αναστολή της συμμετοχής του εν λόγω κράτους μέλους στη μετεγκατάσταση, όπως προβλέπεται στην παρούσα απόφαση, καθώς και πιθανά αντισταθμιστικά μέτρα για την Ιταλία και την Ελλάδα.

(5)

Η Σουηδία αντιμετωπίζει κατάσταση επείγουσας ανάγκης λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφός της εξαιτίας της έντονης μετατόπισης των μεταναστευτικών ροών. Στις 8 Δεκεμβρίου 2015, η Σουηδία ζήτησε επισήμως την αναστολή των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει των αποφάσεων (ΕΕ) 2015/1523 και (ΕΕ) 2015/1601.

(6)

Η αξιοσημείωτη αύξηση της παράτυπης διέλευσης των συνόρων στην Ένωση, καθώς και των δευτερογενών μετακινήσεων σε ολόκληρη την Ένωση έχει οδηγήσει σε απότομη αύξηση του αριθμού των αιτούντων διεθνή προστασία στη Σουηδία, ιδίως από άτομα που εισήλθαν στην Ένωση μέσω της Ιταλίας και της Ελλάδας.

(7)

Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν την απότομη αύξηση στη Σουηδία του αριθμού των αιτούντων διεθνή προστασία. Ο αριθμός των αιτούντων διεθνή προστασία αυξήθηκε κατά 60 % και πλέον φθάνοντας από 68 245 αιτούντες για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Οκτωβρίου 2014 σε 112 040 αιτούντες για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Οκτωβρίου 2015.

(8)

Ο μηνιαίος αριθμός αιτούντων διεθνή προστασία έφθασε πρόσφατα σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα: διπλασιάστηκε από τον Αύγουστο (11 735) έως τον Σεπτέμβριο (24 261) και έφθασε τις 39 055 τον Οκτώβριο του 2015 (αύξηση 61 % από τον Σεπτέμβριο).

(9)

Η Σουηδία εμφάνισε μακράν τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό αιτούντων διεθνή προστασία στην Ένωση το 2015 με 11 503 αιτούντες άσυλο ανά εκατομμύριο κατοίκων.

(10)

Η Σουηδία βρίσκεται επίσης σε δυσχερή κατάσταση λόγω της σημαντικής πρόσφατης αύξησης του αριθμού των ασυνόδευτων ανηλίκων, αφού ένας στους τέσσερις αιτούντες διεκδικεί καθεστώς ασυνόδευτου ανηλίκου.

(11)

Η παρούσα κατάσταση ασκεί πολύ σημαντική πίεση στο σουηδικό σύστημα ασύλου και μετανάστευσης, με σοβαρές πρακτικές συνέπειες επιτόπου όσον αφορά τις συνθήκες υποδοχής και την ικανότητα του συστήματος ασύλου και μετανάστευσης στον τομέα διεκπεραίωσης των αιτήσεων. Προκειμένου να αμβλυνθεί η σημαντική πίεση την οποία αντιμετωπίζει η Σουηδία, οι υποχρεώσεις που υπέχει η Σουηδία ως κράτος μέλος μετεγκατάστασης βάσει των αποφάσεων (ΕΕ) 2015/1523 και (ΕΕ) 2015/1601 θα πρέπει να ανασταλούν για ένα έτος.

(12)

Η αναστολή των υποχρεώσεων της Σουηδίας θα πρέπει να συμπληρωθεί, κατά περίπτωση, με λειτουργικά μέτρα υποστήριξης, τον συντονισμό των οποίων αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) και άλλες συναφείς υπηρεσίες.

(13)

Η Σουηδία θα πρέπει να παρουσιάσει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή χάρτη πορείας στον οποίο προσδιορίζονται τα μέτρα που προτίθεται να λάβει προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των οικείων συστημάτων παροχής ασύλου και μετανάστευσης και να αναλάβει εκ νέου τις υποχρεώσεις της δυνάμει των αποφάσεων (ΕΕ) 2015/1523 και (ΕΕ) 2015/1601, μόλις πάψει να ισχύει η αναστολή των υποχρεώσεών της.

(14)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας απόφασης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν μάλλον, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που ορίζεται στη Συνθήκη, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων.

(15)

Η παρούσα απόφαση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(16)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, τα εν λόγω κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύονται από αυτήν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή της.

(17)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(18)

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, η παρούσα απόφαση θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα απόφαση θεσπίζει προσωρινά μέτρα στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Σουηδίας, προκειμένου να την υποστηρίξει να αντιμετωπίσει καλύτερα την επείγουσα κατάσταση που έχει προκληθεί λόγω της αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών.

Άρθρο 2

Αναστολή υποχρεώσεων δυνάμει των αποφάσεων (ΕΕ) 2015/1523 και (ΕΕ) 2015/1601

Οι υποχρεώσεις της Σουηδίας ως κράτους μέλους μετεγκατάστασης δυνάμει της απόφασης (ΕΕ) 2015/1523 και της απόφασης (ΕΕ) 2015/1601 αναστέλλονται έως τις 16 Ιουνίου 2017.

Άρθρο 3

Επιχειρησιακή υποστήριξη στη Σουηδία

Προκειμένου να βοηθηθεί η Σουηδία ώστε να αντιμετωπίσει καλύτερα την εξαιρετική πίεση που ασκείται στα οικεία συστήματα ασύλου και μετανάστευσης, χορηγείται, ειδική λειτουργική υποστήριξη στη Σουηδία, κατά περίπτωση, μέσω συναφών δραστηριοτήτων, τον συντονισμό των οποίων αναλαμβάνει η EASO και άλλες αρμόδιες υπηρεσίες.

Άρθρο 4

Συμπληρωματικά μέτρα που πρέπει να λάβει η Σουηδία

Έως τις 16 Ιουλίου 2016, η Σουηδία παρουσιάζει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή χάρτη πορείας στον οποίο προσδιορίζονται τα μέτρα που θα λάβει για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του οικείου συστήματος ασύλου και μετανάστευσης και να αναλάβει εκ νέου τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των αποφάσεων (ΕΕ) 2015/1523 και (ΕΕ) 2015/1601, μόλις πάψει να ισχύει η αναστολή που αναφέρεται στο άρθρο 2.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λουξεμβούργο, 9 Ιουνίου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G.A. VAN DER STEUR


(1)  Γνώμη της 26ης Μαΐου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/1523 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας, (ΕΕ L 239 της 15.9.2015, σ. 146).

(3)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας, (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 80).


15.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/26


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΚΕΠΠΑ) 2016/947 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Ιουνίου 2016

για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο (*) (EULEX Kosovo)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 28, το άρθρο 42 παράγραφος 4 και το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 4 Φεβρουαρίου 2008 το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή δράση 2008/124/ΚΕΠΠΑ (1).

(2)

Στις 12 Ιουνίου 2014 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2014/349/ΚΕΠΠΑ (2) για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ και την παράτασή της έως τις 14 Ιουνίου 2016.

(3)

Στις 11 Ιουνίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2015/901/ΚΕΠΠΑ (3) για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ, προβλέποντας ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την περίοδο από τις 15 Ιουνίου 2015 έως τις 14 Ιουνίου 2016.

(4)

Η κοινή δράση 2008/124/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να παρατείνει την εντολή της EULEX Kosovo έως τις 14 Ιουνίου 2018 και να προβλέπει νέο ποσό δημοσιονομικής αναφοράς που προορίζεται να καλύψει την περίοδο από τις 15 Ιουνίου 2016 έως τις 14 Ιουνίου 2017.

(5)

Καμία διάταξη της παρούσας απόφασης δεν θα πρέπει να νοείται ότι θίγει την ανεξαρτησία και την αυτονομία των δικαστών και των εισαγγελέων.

(6)

Λόγω του ειδικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων της EULEX Kosovo προς υποστήριξη των μεταφερθεισών ποινικών διαδικασιών εντός κράτους μέλους, είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί στην παρούσα απόφαση το ποσό που προβλέπεται να καλύψει την υποστήριξη προς τις μεταφερθείσες ποινικές διαδικασίες εντός κράτους μέλους και να προβλεφθεί η εκτέλεση αυτού του τμήματος του προϋπολογισμού μέσω επιδότησης.

(7)

Η EULEX Kosovo θα διεξαχθεί στο πλαίσιο κατάστασης που ενδέχεται να επιδεινωθεί και θα μπορούσε να εμποδίσει την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, ως έχουν στο άρθρο 21 της Συνθήκης.

(8)

Η κοινή δράση 2008/124/ΚΕΠΠΑ θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κοινή δράση 2008/124/ΚΕΠΠΑ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς που προορίζεται να καλύψει τις δαπάνες σχετικά με την εντολή της EULEX Kosovo από τις 15 Ιουνίου 2016 έως τις 14 Ιουνίου 2017 ανέρχεται σε 63 600 000 EUR.

Από το ποσό που αναφέρεται στο ένατο εδάφιο, 34 500 000 EUR καλύπτουν τις δαπάνες της EULEX Kosovo για την εκτέλεση της εντολής της στο Κοσσυφοπέδιο από τις 15 Ιουνίου έως τις 14 Δεκεμβρίου 2016 και 29 100 000 EUR καλύπτουν την υποστήριξη προς τις μεταφερθείσες ποινικές διαδικασίες εντός κράτους μέλους από τις 15 Ιουνίου 2016 έως τις 14 Ιουνίου 2017. Το τελευταίο ποσό καλύπτει επίσης αναδρομικά δαπάνες που προκύπτουν από την υποστήριξη προς τις μεταφερθείσες ποινικές διαδικασίες από την 1η Απριλίου 2016. Η Επιτροπή υπογράφει συμφωνία επιδότησης με τον γραμματέα που ενεργεί εξ ονόματος της γραμματείας που είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των μεταφερθεισών ποινικών διαδικασιών για το εν λόγω ποσό. Οι κανόνες για τις επιδοτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**) εφαρμόζονται στην εν λόγω συμφωνία επιδότησης.

Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για τη μετέπειτα περίοδο της EULEX Kosovo αποφασίζεται από το Συμβούλιο».

(**)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).»·"

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Εκτός από το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δέκατο εδάφιο σχετικά με την υποστήριξη προς τις μεταφερθείσες ποινικές διαδικασίες εντός κράτους μέλους, η EULEX Kosovo είναι υπεύθυνη για την οικονομική εκτέλεση του προϋπολογισμού της αποστολής. Προς τούτο, η EULEX Kosovo υπογράφει συμφωνία με την Επιτροπή».

2)

Το άρθρο 20 δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Λήγει στις 14 Ιουνίου 2018. Το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως του Ύπατου Εκπροσώπου, και συνυπολογίζοντας πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης και συνεισφορές από άλλους εταίρους, λαμβάνει τις απαραίτητες αποφάσεις ώστε να διασφαλίσει ότι η εντολή της EULEX Kosovo προς υποστήριξη των μεταφερθεισών ποινικών διαδικασιών που αναφέρονται στο άρθρο 3α και τα σχετικά αναγκαία δημοσιονομικά μέσα παραμένουν σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθούν οι εν λόγω ποινικές διαδικασίες.».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Λουξεμβούργο, 14 Ιουνίου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(*)  Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με την επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την απόφαση 1244(1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.

(1)  Κοινή δράση 2008/124/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ (ΕΕ L 42 της 16.2.2008, σ. 92).

(2)  Απόφαση 2014/349/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2014, για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ (ΕΕ L 174 της 13.6.2014, σ. 42).

(3)  Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/901 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2015, για την τροποποίηση της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ (ΕΕ L 147 της 12.6.2015, σ. 21).


15.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/28


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/948 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 1ης Ιουνίου 2016

σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματος αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα (EKT/2016/16)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 12.1 δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση και το άρθρο 18.1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), από κοινού με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, μπορεί να συναλλάσσεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές αγοράζοντας και πωλώντας με οριστικές πράξεις διαπραγματεύσιμους τίτλους.

(2)

Στις 15 Οκτωβρίου 2014 εκδόθηκε η απόφαση ΕΚΤ/2014/40 (1), με την οποία θεσπίστηκε τρίτο πρόγραμμα αγοράς καλυμμένων ομολογιών. Στις 19 Νοεμβρίου 2014 εκδόθηκε η απόφαση (ΕΕ) 2015/5 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/45) (2), με την οποία θεσπίστηκε πρόγραμμα αγοράς τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Στις 4 Μαρτίου 2015 εκδόθηκε η απόφαση (ΕΕ) 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2015/10) (3), με την οποία θεσπίστηκε πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές (secondary markets public sector asset purchase programme, εφεξής «το πρόγραμμα PSPP») και επεκτάθηκαν τα υφιστάμενα προγράμματα αγοράς στοιχείων ενεργητικού. Τα εν λόγω προγράμματα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού, σε συνδυασμό με τις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης που προβλέπονται στην απόφαση ΕΚΤ/2014/34 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (4) και στην απόφαση (ΕΕ) 2016/810 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2016/10) (5), σκοπό έχουν να ενισχύσουν περαιτέρω τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, να βελτιώσουν τη χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία της ζώνης του ευρώ, να χαλαρώσουν τους όρους δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και να συμβάλουν στην επαναφορά των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον, του 2 % μεσοπρόθεσμα, ακολούθως προς τον πρωταρχικό στόχο της ΕΚΤ για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.

(3)

Στις 10 Μαρτίου 2016 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να επεκτείνει περαιτέρω τα προαναφερθέντα προγράμματα αγοράς στοιχείων ενεργητικού και να εισαγάγει πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα (corporate sector purchase programme, εφεξής «το πρόγραμμα CSPP») στο πλαίσιο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και της επιδίωξης του στόχου του, ήτοι της σταθερότητας των τιμών. Η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης σκοπό είχε, αφενός, να ενισχύσει περαιτέρω τη διασύνδεση των αγορών στοιχείων ενεργητικού από το Ευρωσύστημα με τους όρους χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και, αφετέρου, να καταστήσει δυνατή, σε συνδυασμό με άλλα ισχύοντα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, την περαιτέρω διευκόλυνση της νομισματικής πολιτικής και να συμβάλει στην επαναφορά των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον, του 2 % μεσοπρόθεσμα.

(4)

Το πρόγραμμα CSPP θα αποτελέσει μέρος του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme, εφεξής «το πρόγραμμα APP»), στο πλαίσιο του οποίου οι αγορές πρόκειται να συνεχιστούν μέχρι το τέλος Μαρτίου 2017 ή και αργότερα, εάν χρειαστεί, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το διοικητικό συμβούλιο παρατηρήσει διατηρήσιμη διόρθωση στην πορεία του πληθωρισμού, συνεπή προς τον στόχο της επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον, του 2 % μεσοπρόθεσμα.

(5)

Το πρόγραμμα CSPP θα πρέπει να περιέχει μία σειρά από δικλείδες που θα διασφαλίζουν ότι οι αγορές που πρόκειται να πραγματοποιηθούν βάσει αυτού θα είναι ανάλογες προς τους στόχους του. Οι δικλείδες αυτές θα πρέπει εξάλλου να διασφαλίζουν ότι κατά τον σχεδιασμό του προγράμματος CSPP λαμβάνονται υπόψη οι συναφείς χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι, καθώς και να αντικατοπτρίζουν τις προοπτικές διαχείρισης κινδύνων. Επίσης, για τα αποδεκτά εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδονται από δημόσιες επιχειρήσεις θα πρέπει να θεσπιστούν όρια συμβατά με εκείνα που ισχύουν για τις αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP.

(6)

Το πρόγραμμα CSPP θα πρέπει να συνάδει πλήρως με τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος βάσει της Συνθήκης, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης για την αγορά αποδεκτών εμπορεύσιμων χρεογράφων που εκδίδονται από δημόσιες επιχειρήσεις.

(7)

Το πρόγραμμα CSPP θα πρέπει να συμμορφώνεται με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη και τους παράγοντες διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά και λειτουργίας των αγορών.

(8)

Ακολούθως και προς τις ρυθμίσεις που διέπουν τις λοιπές συνιστώσες του προγράμματος APP, οι πληρωμές κεφαλαίου των αποδεκτών εμπορεύσιμων χρεογράφων που αγοράζονται βάσει του προγράμματος CSPP θα πρέπει, για όσο διάστημα χρειαστεί, να επανεπενδύονται καθώς τα υποκείμενα χρεόγραφα θα φτάνουν στη λήξη τους, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.

(9)

Οι αγορές αποδεκτών εμπορεύσιμων χρεογράφων από το Ευρωσύστημα με οριστικές πράξεις βάσει του προγράμματος CSPP θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε αποκεντρωμένη βάση σύμφωνα με την παρούσα απόφαση και να συντονίζονται από την ΕΚΤ, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Θέσπιση και πεδίο εφαρμογής της αγοράς εταιρικών ομολόγων με οριστικές πράξεις

Με την παρούσα συνιστάται το πρόγραμμα CSPP. Στο πλαίσιο του προγράμματος συγκεκριμένες κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μπορούν να αγοράζουν αποδεκτά εταιρικά ομόλογα από αποδεκτούς αντισυμβαλλόμενους στις πρωτογενείς και στις δευτερογενείς αγορές, ενώ εταιρικά ομόλογα του δημόσιου τομέα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, μπορούν να αγοράζονται μόνο στις δευτερογενείς αγορές υπό συγκεκριμένους όρους.

Άρθρο 2

Κριτήρια καταλληλότητας εταιρικών ομολόγων

Για να είναι αποδεκτά για αγορά με οριστικές πράξεις βάσει του προγράμματος CSPP, τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδονται από εταιρείες πρέπει να πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας που ισχύουν για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία για σκοπούς πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος σύμφωνα με το τέταρτο μέρος της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/60) (6), καθώς και με τις ακόλουθες επιπλέον προϋποθέσεις:

1)

Ο εκδότης του εμπορεύσιμου χρεογράφου:

α)

έχει καταστατική έδρα σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ·

β)

δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60)·

γ)

δεν διαθέτει μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) που είναι επίσης πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60)·

δ)

δεν διαθέτει μητρική εταιρεία που να υπόκειται σε τραπεζική εποπτεία εκτός της ζώνης του ευρώ·

ε)

δεν είναι εποπτευόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (8) ούτε μέλος εποπτευόμενου ομίλου κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 21 στοιχείο β) του ίδιου κανονισμού, που περιλαμβάνεται στον οικείο κατά περίπτωση κατάλογο που δημοσιεύει η ΕΚΤ στον δικτυακό της τόπο σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, και δεν είναι θυγατρική, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οποιασδήποτε από τις εν λόγω εποπτευόμενες οντότητες ή οποιουδήποτε από τους εν λόγω εποπτευόμενους ομίλους·

στ)

δεν είναι επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

ζ)

δεν έχει εκδώσει τιτλοποιημένη απαίτηση κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 3 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60)·

η)

δεν έχει εκδώσει multi cédula κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 62 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60)·

θ)

δεν έχει εκδώσει δομημένη καλυμμένη ομολογία κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 88 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60)·

ι)

δεν είναι φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που προκύπτει από την εφαρμογή εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο δράσης εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) ή εθνικής νομοθεσίας που ενσωματώνει το άρθρο 42 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

ια)

δεν είναι εθνικό ταμείο διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και εκποίησης που έχει συσταθεί για τη στήριξη της αναδιάρθρωσης και/ή της εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού τομέα (12) και

ιβ)

δεν είναι αποδεκτός εκδότης για το πρόγραμμα PSPP.

2)

Κατά τον χρόνο αγοράς του από την οικεία κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος το εμπορεύσιμο χρεόγραφο έχει ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια 6 μηνών και μέγιστη εναπομένουσα διάρκεια 30 ετών και 364 ημερών.

3)

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 59 παράγραφος 5 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60), κατά την αξιολόγηση των απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης του εμπορεύσιμου χρεογράφου λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά πληροφορίες πιστοληπτικής αξιολόγησης προερχόμενες από εξωτερικό οργανισμό αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας αποδεκτό από το πλαίσιο αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του Ευρωσυστήματος.

4)

Το εμπορεύσιμο χρεόγραφο είναι εκφρασμένο σε ευρώ.

5)

Επιτρέπονται οι αγορές, στην ονομαστική τους αξία, εμπορεύσιμων χρεογράφων με αρνητική απόδοση στη λήξη (ή με απόδοση «yield to worst»), εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη από το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.

Άρθρο 3

Περιορισμοί στην εκτέλεση αγορών εταιρικών ομολόγων του δημόσιου τομέα

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, νοείται ως «εταιρικό ομόλογο του δημόσιου τομέα» το εταιρικό ομόλογο που πληροί τους όρους του άρθρου 2 και έχει εκδοθεί από δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου (13).

2.   Για να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση τιμής αγοράς για τα αποδεκτά εταιρικά ομόλογα του δημόσιου τομέα, δεν επιτρέπονται κατά τη διάρκεια περιόδου οριζόμενης από το διοικητικό συμβούλιο αγορές νέων εκδόσεων εταιρικών ομολόγων του δημόσιου τομέα ή εταιρικών ομολόγων του δημόσιου τομέα προσφερόμενων σε διαρκή βάση ούτε και αγορές εταιρικών ομολόγων του δημόσιου τομέα που έχουν εκδοθεί από την ίδια οντότητα ή από οντότητες που ανήκουν στον όμιλο του εκδότη και λήγουν σχεδόν ταυτόχρονα με τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα που πρόκειται να εκδοθούν ή να προσφερθούν σε διαρκή βάση (ήτοι λήγουν ελάχιστο χρόνο πριν ή μετά από αυτά).

Άρθρο 4

Όρια αγορών

1.   Στο πλαίσιο του προγράμματος CSPP εφαρμόζεται όριο εκφραζόμενο ως ποσοστό επί της έκδοσης ανά διεθνή αριθμό αναγνώρισης χρεογράφων (ISIN), κατόπιν ενοποίησης των διαθεσίμων σε όλα τα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος. Το όριο ως ποσοστό επί της έκδοσης ανέρχεται σε 70 % ανά ISIN για όλα τα εταιρικά ομόλογα εκτός των εταιρικών ομολόγων του δημόσιου τομέα.

Σε ειδικές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των εταιρικών ομολόγων του δημόσιου τομέα ή για λόγους διαχείρισης κινδύνου, μπορεί να ισχύει χαμηλότερο όριο. Η μεταχείριση των εταιρικών ομολόγων του δημόσιου τομέα πρέπει να συνάδει με τη μεταχείριση που τους επιφυλάσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP.

2.   Το Ευρωσύστημα εφαρμόζει πρόσφορες διαδικασίες πιστωτικού κινδύνου και δέουσας επιμέλειας για τα αποδεκτά εταιρικά ομόλογα σε συνεχή βάση.

3.   Το Ευρωσύστημα καθορίζει πρόσθετα όρια αγορών για ομίλους εκδοτών βάσει ορίου αναφοράς σχετικού με την κεφαλαιοποίηση αγοράς του εκάστοτε ομίλου, προκειμένου να διασφαλίζεται διαφοροποιημένη κατανομή των αγορών όσον αφορά τους εκδότες και τους ομίλους εκδοτών.

Άρθρο 5

Αγοράστριες κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος

Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος που αγοράζουν εταιρικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος CSPP περιλαμβάνονται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ. Το Ευρωσύστημα εφαρμόζει σύστημα εξειδίκευσης της κατανομής των εταιρικών ομολόγων που αγοράζονται στο πλαίσιο του προγράμματος CSPP, βάσει της χώρας όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα του εκδότη. Το διοικητικό συμβούλιο επιτρέπει κατά περίπτωση παρεκκλίσεις από το σύστημα εξειδίκευσης εάν η εφαρμογή του δυσχεραίνεται από αντικειμενικούς παράγοντες ή εάν οι παρεκκλίσεις είναι ενδεδειγμένες χάριν επίτευξης των γενικότερων στόχων νομισματικής πολιτικής του προγράμματος CSPP. Ειδικότερα, κάθε συγκεκριμένη κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος αγοράζει αποκλειστικά αποδεκτά εταιρικά ομόλογα που εκδίδονται από εκδότες με καταστατική έδρα σε συγκεκριμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Η γεωγραφική κατανομή των χωρών της καταστατικής έδρας των εκδοτών αποδεκτών εταιρικών ομολόγων σε σχέση με τις συγκεκριμένες κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Άρθρο 6

Αποδεκτοί αντισυμβαλλόμενοι

Αποδεκτοί αντισυμβαλλόμενοι για τους σκοπούς του προγράμματος CSPP, τόσο σε σχέση με συναλλαγές βάσει οριστικών πράξεων όσο και σε σχέση με συναλλαγές δανεισμού τίτλων στις οποίες χρησιμοποιούνται εταιρικά ομόλογα διακρατούμενα από το Ευρωσύστημα στα σχετικά χαρτοφυλάκια CSPP, είναι οι ακόλουθοι:

α)

οντότητες που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας όσον αφορά τη συμμετοχή σε πράξεις νομισματικής πολικής του Ευρωσυστήματος σύμφωνα με το άρθρο 55 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60)· και

β)

οποιοιδήποτε άλλοι αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούνται από κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος για την επένδυση των χαρτοφυλακίων επενδύσεών τους σε ευρώ.

Άρθρο 7

Συναλλαγές δανεισμού τίτλων

Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος που αγοράζουν εταιρικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος CSPP διαθέτουν τους τίτλους που αγοράζονται βάσει του εν λόγω προγράμματος για δανεισμό, περιλαμβανομένων των συμφωνιών επαναγοράς, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του προγράμματος CSPP.

Άρθρο 8

Τελικές διατάξεις

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει στις 6 Ιουνίου 2016.

Βιέννη, 1 Ιουνίου 2016.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/40 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος αγοράς καλυμμένων ομολογιών (ΕΕ L 335 της 22.11.2014, σ. 22).

(2)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/5 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματος αγοράς τιτλοποιημένων απαιτήσεων (ΕΚΤ/2014/45) (ΕΕ L 1 της 6.1.2015, σ. 4).

(3)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Μαρτίου 2015, σχετικά με πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές (ΕΚΤ/2015/10) (ΕΕ L 121 της 14.5.2015, σ. 20).

(4)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/34 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 29ης Ιουλίου 2014, σχετικά με μέτρα που αφορούν στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΕ L 258 της 29.8.2014, σ. 11).

(5)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/810 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 28ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη δεύτερη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2016/10) (ΕΕ L 132 της 21.5.2016, σ. 107).

(6)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 91 της 2.4.2015, σ. 3).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1)

(11)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(12)  Κατάλογος με τις εν λόγω οντότητες δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 και στο άρθρο 104 Β, παράγραφος 1, της συνθήκης (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 1).


Διορθωτικά

15.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/33


Διορθωτικό στην απόφαση 2004/513/EK του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2004, σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 213 της 15ης Ιουνίου 2004 )

Στα Περιεχόμενα και στη σελίδα 8, στον τίτλο:

αντί:

«Απόφαση 2004/513/EK του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2004, σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος»

διάβαζε:

«Απόφαση 2004/513/EK του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2004, σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για τον έλεγχο του καπνού».

Στη σελίδα 8, αιτιολογική σκέψη 1:

αντί:

«(1)

Η Επιτροπή διαπραγματεύθηκε, εκ μέρους της Κοινότητας, σύμβαση-πλαίσιο για την καταπολέμηση του καπνίσματος υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.»

διάβαζε:

«(1)

Η Επιτροπή διαπραγματεύθηκε, εκ μέρους της Κοινότητας, σύμβαση-πλαίσιο για τον έλεγχο του καπνού υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.».

Στη σελίδα 8, άρθρο 1 πρώτο εδάφιο:

αντί:

«Η σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας.»

διάβαζε:

«Η σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για τον έλεγχο του καπνού εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας.».

Στη σελίδα 9, παράρτημα Ι, στον τίτλο:

αντί:

«Σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος (*)»

διάβαζε:

«Σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για τον έλεγχο του καπνού (*)».

Στη σελίδα 10, παράρτημα ΙΙ, στον τίτλο:

αντί:

«Δήλωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας βάσει του άρθρου 35 παράγραφος 3 της σύμβασης-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος (*)»

διάβαζε:

«Δήλωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας βάσει του άρθρου 35 παράγραφος 3 της σύμβασης-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για τον έλεγχο του καπνού (*)».