ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 34

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ό έτος
10 Φεβρουαρίου 2016


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/151 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 3634]  ( 1 )

1

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/152 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.27339 (12/C) (πρώην 11/NN) την οποία χορήγησε η Γερμανία στον αερολιμένα Zweibrücken και στις αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5063]  ( 1 )

68

 

*

Απόφαση (EE) 2016/153 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2015, σχετικά με το μέτρο SA.31883 — 2015/N, 2011/C που εφάρμοσε και σχεδιάζει να συνεχίσει να εφαρμόζει η Αυστρία υπέρ της Österreichische Volksbanken-AG και της Volksbanken-Verbund και για την τροποποίηση της απόφασης 2013/298/ΕΕ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 4635]  ( 1 )

132

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/154 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.13869 (C 68/2002) (πρώην NN 80/2002) — Κεφαλαιοποίηση των λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της EDF [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 4959]  ( 1 )

152

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

10.2.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 34/1


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/151 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Οκτωβρίου 2014

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 3634]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   ΕΠΙΣΗΜΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

(1)

Από το 2002 έως το 2012, η Γερμανία εφάρμοσε ορισμένα μέτρα στήριξης υπέρ της γερμανικής πίστας αγώνων Nürburgring, στα οποία περιλαμβάνονται μέτρα στήριξης για την κατασκευή ενός πάρκου ψυχαγωγίας, ξενοδοχείων και εστιατορίων, καθώς και για την οργάνωση αγώνων της Formula 1. Ιδιοκτήτριες του συγκροτήματος Nürburgring ήταν οι κρατικές επιχειρήσεις Nürburgring GmbH («NG»), Motorsport Resort Nürburgring GmbH («MSR») και Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH («CMHN»).

(2)

Τον Ιούλιο του 2010, η Eifelpark GmbH («Eifelpark»), ιδιοκτήτρια πάρκου ψυχαγωγίας στη γερμανική περιφέρεια Eifel, διαβίβασε στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με εικαζόμενες κρατικές ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση των εγκαταστάσεων αναψυχής στην πίστα αγώνων Nürburgring, στο πλαίσιο του έργου «Nürburgring 2009». Τον Απρίλιο του 2011, υποβλήθηκε στην Επιτροπή δεύτερη καταγγελία από το γερμανικό σωματείο για αγωνιστικά αυτοκίνητα«Ja zum Nürburgring eV» σχετικά με κρατικές ενισχύσεις. Το σωματείο εξέφρασε την ανησυχία ότι το έργο «Nürburgring 2009» —που φέρεται ότι παρουσίαζε αρνητικούς αριθμούς— έθετε σε κίνδυνο την πραγματική λειτουργία της πίστας αγώνων.

(3)

Με επιστολή της 21ης Μαρτίου 2012 (εφεξής «απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012»), η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία, σχετικά με τα μέτρα ενίσχυσης 1-17 που περιγράφονται στο τμήμα 2 της παρούσας απόφασης, για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (εφεξής «επίσημη διαδικασία έρευνας») (2). Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης.

(4)

Στις 15 Μαΐου 2012, η Γερμανία χορήγησε περαιτέρω μέτρα στήριξης (μέτρα 18 και 19), τα οποία περιγράφονται στο τμήμα 2, και τα κοινοποίησε στην Επιτροπή στις 25 Μαΐου 2012. Με επιστολή της 7ης Αυγούστου 2012 (εφεξής «απόφαση της 7ης Αυγούστου 2012»), η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία για την απόφασή της να επεκτείνει τη διαδικασία έρευνας στα νέα μέτρα ενίσχυσης (4). Η απόφαση της Επιτροπής να επεκτείνει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα περαιτέρω υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης.

(5)

Στις 23 Απριλίου 2012, στις 15 Ιουνίου 2012, στις 18 Ιουλίου 2012, στις 20 Ιουλίου 2012, στις 17 Αυγούστου 2012, στις 7 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 18 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της Γερμανίας. Για την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, εννέα ενδιαφερόμενα μέρη διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή μεταξύ της 9ης Αυγούστου 2012 και της 18ης Οκτωβρίου 2012. Στις 18 Οκτωβρίου 2012 και στις 23 Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή διαβίβασε στη Γερμανία τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Η Γερμανία απάντησε στις 15 Νοεμβρίου 2012. Για την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2012, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις τριών ενδιαφερόμενων μερών μεταξύ της 5ης Νοεμβρίου 2012 και της 30ής Νοεμβρίου 2012. Στις 3 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή διαβίβασε στη Γερμανία τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Η Γερμανία απάντησε στις 2 Ιανουαρίου 2013.

(6)

Στις 29 Ιανουαρίου 2013, στις 4 Ιουνίου 2014 και στις 5 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες από τη Γερμανία. Η Γερμανία απάντησε στις 15 Απριλίου 2013, στις 4 Ιουνίου 2014 και στις 6 Ιουνίου 2014.

1.2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

(7)

Στις 24 Ιουλίου 2012, το περιφερειακό δικαστήριο του Bad Neuenahr-Ahrweiler διέταξε την προσωρινή αυτοδιαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ιδιοκτητριών εταιρειών του Nürburgring (NR, MSR και CMHN). Η διαδικασία αφερεγγυότητας, με τη μορφή της αυτοδιαχείρισης περιουσιακών στοιχείων κινήθηκε τελικά από το περιφερειακό δικαστήριο την 1η Νοεμβρίου 2012. Έκτοτε, η διαχείριση της NG, της MSR και της CMHN ασκείται από τον αυτοδιαχειριστή ή διαχειριστή εξυγίανσης και τον αναπληρωτή διαχειριστή (εφεξής αμφότεροι θα αποκαλούνται «σύνδικοι πτωχεύσεως»). Κανείς από τους δύο δεν δεσμεύεται από τις οδηγίες των εταίρων. Η NG, η MSR και η CMHN διατήρησαν την εταιρεία οικονομικού ελέγχου KPMG AG (εφεξής «KPMG») στη διαδικασία αφερεγγυότητας ως αποκλειστικό οικονομικό σύμβουλο, ο οποίος διοργάνωσε κατ'εντολή τους την εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων και ήταν αρμόδιος για όλες τις επαφές με ενδιαφερόμενους προσφέροντες.

(8)

Από τον Οκτώβριο του 2012, η Επιτροπή συζητά με τη Γερμανία και τους συνδίκους πτωχεύσεως τα προβλήματα σύμφωνα με τη νομοθεσία περί ενισχύσεων τα οποία θα μπορούσαν να προκύψουν από την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της NG, της MSR και της CMHN.

(9)

Από την 1η Νοεμβρίου 2012 ολόκληρο το συγκρότημα εκμεταλλεύεται η Nürburgring Betriebsgesellschaft mbH («NBG»), μια θυγατρική κατά 100 % της NG, η οποία επανιδρύθηκε από τους συνδίκους πτωχεύσεως. Η NBG αντικαθιστά την προηγούμενη εταιρεία εκμετάλλευσης, Nürburgring Automotive GmbH (εφεξής «NAG») (6).

(10)

Στο πλαίσιο της πτώχευσης της NG, της MSR και της CMHN οι σύνδικοι πτωχεύσεως ξεκίνησαν τον Μάιο 2013 την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των εν λόγω εταιρειών. Στις 15 Μαΐου 2013 κινήθηκε διαδικασία υποβολής προσφορών για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Με δύο επιστολές της 23ης Μαΐου 2013, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβίβασαν στη Γερμανία και τους συνδίκους πτωχεύσεως παρατηρήσεις σχετικά με τις διάφορες δυνατότητες για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες θα ήταν σύμφωνες με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (7).

(11)

Για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της NG, της MSR και της CMHN, η Γερμανία παρέσχε πληροφορίες στις 10 Απριλίου 2013, στις 15 Απριλίου 2013, στις 30 Απριλίου 2013, στις 9 Οκτωβρίου 2013, στις 27 Φεβρουαρίου 2014 και —σε συνέχεια των αιτήσεων παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2014, της 23ης Μαΐου 2014, της 4ης Ιουλίου 2014 και της 7ης Ιουλίου 2014— στις 23 Απριλίου 2014, στις 26 Μαΐου 2014 και στις 10 Ιουλίου 2014. Στις 18 Οκτωβρίου 2012, στις 7 Μαρτίου 2013, στις 11 Οκτωβρίου 2013 και στις 26 Φεβρουαρίου 2014 διεξήχθησαν στις Βρυξέλλες διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής της Γερμανίας και των συνδίκων πτωχεύσεως. Η Επιτροπή έλαβε επίσης περαιτέρω παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη.

(12)

Στις 23 Δεκεμβρίου 2013, το «Ja zum Nürburgring eV» (εφεξής «καταγγέλλων 1») και στις 2 Ιανουαρίου 2014 το Deutscher Automobilclub ADAC eV, το οποίο είχε συμμετάσχει στη διαδικασία υποβολής προσφορών (εφεξής: «καταγγέλλων 2») διαβίβασαν επιστολές, στις οποίες υποστήριζαν ότι η υπό εξέλιξη εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring από τους συνδίκους πτωχεύσεως παραβιάζει τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (8). Στις 4 Φεβρουαρίου 2014, ο καταγγέλλων 1 ζήτησε από την Επιτροπή την αναστολή της διαδικασίας εκποίησης και υπέβαλε νέες πληροφορίες. Σε μια επιστολή της Επιτροπής της 13ης Ιανουαρίου 2014, η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της επί των απαιτήσεων που προέβαλαν οι δύο καταγγέλλοντες στην επιστολή τους της 10ης Φεβρουαρίου 2014. Ο καταγγέλλων 1 διαβίβασε περαιτέρω παρατηρήσεις στις 8 Ιουλίου 2014, για τις οποίες η Γερμανία έλαβε θέση στις 14 Ιουλίου 2014.

(13)

Στις 10 Απριλίου 2014 η [προσφέρων 3], Inc. (εφεξής «καταγγέλλων 3» ή «[προσφέρων3]»), η οποία είχε λάβει μέρος στη διαδικασία υποβολής προσφορών, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με τη διαδικασία εκποίησης. Στις 17 Απριλίου 2014, ο κ. Meyrick Cox (εφεξής «καταγγέλλων 4»), ο οποίος ανήκε στην κοινοπραξία προσφερόντων [προσφέρων 2] (εφεξής «[προσφέρων 2]», αποτελούμενη από την [προσφέρων 2] European Capital Partners LLP, τον κ. Meyrick Cox, τον κ. Marcus Graf von Oeynhausen-Sierstorpff και την Waddell & Reed, Inc), υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με τη διαδικασία εκποίησης. Αυτές οι καταγγελίες διαβιβάστηκαν στη Γερμανία στις 16 Απριλίου 2014 και στις 17 Απριλίου 2014. Στις 25 Απριλίου 2014, η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την καταγγελία που υπεβλήθη από καταγγέλλοντα 4. Στις 5 Μαΐου 2014, η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την καταγγελία που υποβλήθηκε από τον καταγγέλλοντα 3. Στις 19 Μαΐου 2014, ο καταγγέλλων 3 διαβίβασε περαιτέρω επιχειρήματα. Στις 22 Μαΐου 2014, η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της σχετικά με αυτά τα περαιτέρω επιχειρήματα. Ο καταγγέλλων 3 διαβίβασε στις 23 Μαΐου 2014 περαιτέρω πληροφορίες, για τις οποίες η Γερμανία στις 10 Ιουλίου 2014 εξέδωσε παρατηρήσεις. Για τις περαιτέρω παρατηρήσεις του της 16ης Ιουνίου 2014 και της 7ης Ιουλίου 2014, η Γερμανία έλαβε θέση στις 11 Ιουλίου 2014. Στις 29 Ιουλίου, στις 20 Αυγούστου, στις 8 Σεπτεμβρίου και στις 12 Σεπτεμβρίου 2014, η Γερμανία διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες, στις οποίες εξετάστηκαν επίσης οι παρατηρήσεις των καταγγελλόντων 3 και 4 της 21ης Αυγούστου, της 3ης Σεπτεμβρίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2014. Επιπλέον, στις 22 Ιουλίου και στις 5 Σεπτεμβρίου 2014 πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες δύο συναντήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής με εκπροσώπους της Γερμανίας, τους συνδίκους πτωχεύσεως και την KPMG.

(14)

Δεδομένου ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με αρνητική απόφαση της Επιτροπής με την ανάκτηση των ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων, η Γερμανία ζήτησε από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι μια υποχρέωση επιστροφής που έχει επιβληθεί στην NG, την MSR και τη CMHN δεν θα ίσχυε για τον αγοραστή των στοιχείων του ενεργητικού ή για τη θυγατρική του που ενεργεί ως εταιρεία εκμετάλλευσης και ότι η υποχρέωση επιστροφής δεν θα εμπόδιζε την εκμετάλλευση του Nürburgring από την NBG κατά τη διάρκεια της σεζόν 2014, μετά την οποία προβλέπεται η εκκαθάριση αυτής της εταιρείας.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(15)

Πέντε φορείς έχουν χορηγήσει χρηματοδοτήσεις: 1) το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου (9) (εφεξής «κρατίδιο»), 2) η κρατιδιακή Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz GmbH (εφεξής «ISB»), 3) η Rheinland-Pfälzische Gesellschaft für Immobilien und Projektmanagement GmbH (εφεξής «RIM»), θυγατρική κατά 100 % της ISB, 4) η περιφέρεια Ahrweiler και 5) η NG (10).

2.2.   ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ

(16)

Έως τις 30 Απριλίου 2010, η NG ήταν ιδιοκτήτρια και φορέας εκμετάλλευσης του συγκροτήματος Nürburgring (11).

(17)

Την 1η Μαΐου 2010 πραγματοποιήθηκε αναδιάρθρωση των σχέσεων ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης του συγκροτήματος Nürburgring. Η NG παρέμενε ιδιοκτήτρια της πίστας αγώνων και του πάρκου ψυχαγωγίας ενώ απέκτησε, μέσω συμμετοχής 93,3 % στην MSR (12), την έμμεση κυριότητα των επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης και κατέστη έμμεσα ιδιοκτήτρια του 93,3 % της CMHN (13) (η MSR και η CMHN παρέμειναν άμεσες ιδιοκτήτριες των επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης). Η εκμετάλλευση της πίστας αγώνων, του πάρκου ψυχαγωγίας, καθώς και των επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης μεταβιβάστηκε στην NAG (14) μέσω μιας σύμβασης μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας, πρβλ. μέτρο 10 (15).

(18)

Όπως προαναφέρθηκε, οι δικαιούχοι NG, MSR και CMHN βρίσκονται σε διαδικασία αφερεγγυότητας. Άλλοι δικαιούχοι, για τους οποίους έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας είναι η IPC Gesellschaft für internationale Projektcoordination mbH («IPC») (16), η Weber Projektierungs- und Realisierungs GmbH («Weber») (17) και η Cash Settlement and Ticketing GmbH («CST») (18).

(19)

Οι δικαιούχοι που συνεχίζουν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους και δεν αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας, είναι η Mediinvest GmbH, η οποία εν τω μεταξύ μετονομάστηκε σε Return Projektmanagement GmbH («Mediinvest») (19), η Geisler & Trimmel General Contractor GmbH («Geisler & Trimmel») (20), και η NAG and Fahrsicherheitszentrum am Nürburgring GmbH & Co. KG («FSZ») (21). Οι δικαιούχοι της ενίσχυσης που δεν υφίστανται πλέον είναι η Erlebnispark Nürburgring GmbH & Co. KG («EWN») (22), η Motorsport Akademie Nürburgring GmbH & Co. KG («MAN») (23), η Test & Training International GmbH («TTI») (24), η Bike World Nürburgring GmbH («BWN1») (25), η BikeWorld Nürburgring Besitz («BWNB»), η BikeWorld Nürburgring GmbH («BWN2»), η Camp 4 Fun GmbH & Co. KG («Camp4Fun») (26) και η MI-Beteiligungs- und Verwaltungs GmbH («MIB») (27).

2.3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(20)

Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας έρευνας είναι η χρηματοδότηση της κατασκευής και της λειτουργίας των εγκαταστάσεων της πίστας αγώνων και των τουριστικών εγκαταστάσεων πριν από το έργο «Nürburgring 2009», της κατασκευής όλων αυτών των εγκαταστάσεων στο πλαίσιο του έργου «Nürburgring 2009» και της οργάνωσης των εκδηλώσεων αγώνων της Formula 1. Με το έργο «Nürburgring 2009», η πίστα αγώνων αναμενόταν να αναβαθμιστεί με διάφορες ατραξιόν, προκειμένου να αυξηθεί η ελκυστικότητά της καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Το έργο «Nürburgring 2009» περιελάμβανε έναν επιμέρους τομέα Ι (κυρίως εγκαταστάσεις κερκίδων και ψυχαγωγίας) και έναν επιμέρους τομέα ΙΙ (κυρίως εγκαταστάσεις παροχής καταλύματος) (28).

α)   Μέτρα στα οποία αναφέρεται η απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012

(21)

Μέτρο 1 (παροχή κεφαλαίων από το κρατίδιο και περιφέρεια Ahrweiler για την NG με τη μορφή μεταφορών στο αποθεματικό κεφάλαιο και αυξήσεων κεφαλαίου): κεφάλαιο με τη μορφή μεταφορών στο αποθεματικό κεφάλαιο (29) χορηγήθηκε στην NG, την 1η Μαΐου 2002, ύψους 2 179 000 ευρώ και την 21η Δεκεμβρίου 2004 ύψους 22 839 241 ευρώ από το κρατίδιο (30)  (31). Επιπλέον, το κρατίδιο και η περιφέρεια Ahrweiler αύξησαν το κεφάλαιο της NG στις 31 Αυγούστου 2004 κατά 4 887 000 ευρώ και στις 4 Σεπτεμβρίου 2007 κατά 10 000 000 ευρώ (32). Συνολικά, το κρατίδιο και η περιφέρεια Ahrweiler χορήγησαν στην NG κατά την περίοδο 2002 έως 2007 κεφάλαια ύψους 39 905 241 ευρώ.

(22)

Μέτρο 2 (δάνεια εταίρων της NG για τη θυγατρική της πριν από την έναρξη του έργου «Nürburgring 2009»): ανεξάρτητα από το έργο «Nürburgring 2009», η NG χορήγησε στις θυγατρικές της τα δάνεια εταίρων που παρατίθενται στους πίνακες 1-4, συνολικού ύψους 11 176 953,14 ευρώ. Το επιτόκιο συμφωνήθηκε σε 6 %, δεν χορηγήθηκαν εξασφαλίσεις.

Πίνακας 1

Δάνεια εταίρων της NG υπέρ των EWN, FSZ, MAN, TTI και Camp4Fun

Δικαιούχος

Σύναψη σύμβασης

Ποσό (σε ευρώ)

Επιτόκιο (%)

EWN (33)

1.1.2006

4 853 553,04

6

EWN

30.6.2006

350 000

6

EWN

22.12.2006

350 000

6

EWN

4.7.2007

450 000

6

EWN

17.3.2009

182 313,24

6

EWN

29.4.2009

9 303,74

6

FSZ (34)

12.4.2002

[…] (37)

6

FSZ

21.3.2003

[…]

6

FSZ

4.3.2008

[…]

6

MAN (35)

10.12.2002

100 000

6

TTI

15.8.2002

25 000

6

Camp4Fun (36)

26.5.2009

100 000

6

Camp4Fun

22.7.2009

100 000

6

Camp4Fun

2.11.2009

50 000

6

Camp4Fun

2.11.2009

50 000

6

Camp4Fun

18.12.2009

150 000

6

ΣΥΝΟΛΟ

 

[…]

 

Πίνακας 2

Δάνεια που χορήγησε η NG στην BWNB πριν από τη μετονομασία της τελευταίας

Σύναψη σύμβασης

Ποσό (σε ευρώ)

Επιτόκιο (%)

17.10.2003

300 000,00

6

4.2.2004

100 000,00

6

27.10.2004

100 000,00

6

Σύνολο

500 000,00

 

Πίνακας 3

Δάνεια που χορήγησε η NG στην BWN1 πριν από τη συγχώνευση της τελευταίας με την BWNB

Σύναψη σύμβασης

Ποσό (σε ευρώ)

Επιτόκιο (%)

4.2.2004

100 000,00

6

12.3.2004

200 000,00

6

27.4.2004

200 000,00

6

24.11.2004

110 000,00

6

5.1.2005

200 000,00

6

7.1.2005

150 000,00

6

19.1.2005

100 000,00

6

22.2.2005

75 000,00

6

28.2.2005

75 000,00

6

21.4.2005

150 000,00

6

13.6.2005

100 000,00

6

30.6.2005

50 000,00

6

18.7.2005

50 000,00

6

22.7.2005

100 000,00

6

Σύνολο

1 660 000,00

 

Πίνακας 4

Δάνεια που χορήγησε η NG στην BWN2 μετά τη συγχώνευση της τελευταίας με την BWNB και τη μετονομασία της BWNB

Σύναψη σύμβασης

Ποσό (σε ευρώ)

Επιτόκιο (%)

20.9.2005

200 000,00

6

4.10.2005

50 000,00

6

2.11.2005

100 000,00

6

1.12.2005

50 000,00

6

2.1.2006

200 000,00

6

20.1.2006

200 000,00

6

28.2.2006

50 000,00

6

30.6.2006

20 000,00

6

15.8.2006

100 000,00

6

6.9.2006

130 000,00

6

15.1.2007

150 000,00

6

27.2.2007

100 000,00

6

4.4.2007

250 000,00

6

Σύνολο

1 600 000,00

6

(23)

Μέτρο 3 (δάνεια που χορήγησε το κρατίδιο στην NG μέσω του αποθέματος ρευστότητας): Αυτό το μέτρο περιλαμβάνει δάνεια τα οποία χορήγησε το κρατίδιο στην NG από το αποκαλούμενο απόθεμα ρευστότητάς (38) του: Σε σχέση με τις εκδηλώσεις αγώνων της Formula 1 και το έργο «Nürburgring 2009» (39), η NG συμμετέχει από το 2003 και το 2008 στο απόθεμα ρευστότητας του κρατιδίου (40). Η ISB συμμετέχει επίσης στο απόθεμα ρευστότητας. Το απόθεμα ρευστότητας χρησιμεύει για τη βελτιστοποίηση της ρευστότητας εντός των διαφόρων εταιρειών συμμετοχών, ιδρυμάτων και δημόσιων επιχειρήσεων του κρατιδίου. Η βάση για τη συμμετοχή των διαφόρων επιχειρήσεων και ιδρυμάτων στο απόθεμα ρευστότητας είναι μια συμφωνία μεταξύ της αντίστοιχης επιχείρησης/του αντίστοιχου ιδρύματος και του Υπουργείου Οικονομικών του κρατιδίου. Σε περίπτωση που, εντός του αποθέματος, η ζήτηση για ρευστότητα υπερβεί το ύψος των διαθέσιμων πόρων, το κενό ρευστότητας θα χρηματοδοτηθεί βραχυπρόθεσμα στην κεφαλαιαγορά. Κατά την περίοδο από την 30ή Ιουνίου 2003 έως την 11η Μαΐου 2010, το κρατίδιο χορήγησε στην NG δάνεια ύψους συνολικά 399 805 370 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των δανείων ύψους 53 443 493 ευρώ, τα οποία χορήγησε το κρατίδιο στην NG κατά την περίοδο από την 30ή Ιουνίου 2003 έως την 30ή Ιουνίου 2009 για εκδηλώσεις αγώνων της Formula 1, και των δανείων ύψους 170 εκατ. ευρώ τα οποία χορήγησε το κρατίδιο στην NG κατά την περίοδο από την 23η Ιουνίου 2008 έως την 30ή Ιουνίου 2010 για το έργο «Nürburgring 2009» (41). Δικαιούχος της ενίσχυσης είναι η NG. Λεπτομέρειες προκύπτουν από τον πίνακα 5.

Πίνακας 5

Δάνεια που καταβλήθηκαν από την απόθεμα ρευστότητας του κρατιδίου στην NG  (42)

Ημερομηνία

Καταβεβλημένο ποσό (ευρώ)

Σκοπός

Εξόφληση των δανείων (ευρώ)

Μέσο επιτόκιο/έτος (%)

30.6.2003

7 000 000

Τέλη Formula 1

 

2,40

4.8.2003

 

 

– 1 000 000

19.9.2003

 

 

– 1 000 000

28.10.2003

 

 

– 1 000 000

1.1.2004

1 361 877

Τόκοι για δάνεια εταίρων

 

2,06

30.6.2004

6 016 931

Τέλη Formula 1

 

18.2.2005

 

 

– 1 400 000

2,10

27.5.2005

2 000 000

Τέλη Formula 1

 

8.5.2006

10 000 000

Τέλη Formula 1

 

2,88

9.5.2006

 

 

– 8 000 000

23.6.2006

 

 

– 2 000 000

23.7.2007

13 000 000

Τέλη Formula 1

 

23.6.2008

4 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

3,87

21.7.2008

6 500 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

22.8.2008

2 500 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

26.8.2008

6 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

23.9.2008

80 000 000

Δημιουργία της κατάθεσης μετρητών

 

25.9.2008

6 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

13.10.2008

10 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

19.11.2008

10 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

8.12.2008

 

 

– 80 000 000

19.1.2009

10 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

0,68

5.3.2009

95 000 000

Δημιουργία της κατάθεσης μετρητών

 

26.3.2009

15 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

16.4.2009

10 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

5.5.2009

15 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

22.5.2009

15 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

29.6.2009

10 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

30.6.2009

15 426 562

Τέλη Formula 1

 

13.7.2009

 

 

– 95 000 000

24.7.2009

20 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

2.10.2009

15 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

24.3.2010

6 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

0,38

11.5.2010

9 000 000

Έργο «Nürburgring 2009»

 

30.6.2010

 

 

– 170 000 000

11.1.2011

 

 

– 40 405 000

 

13.1.2011

 

 

– 370

 

(24)

Μέτρο 4 (δάνεια της NG στη MSR): Σε σχέση με το έργο «Nürburgring 2009», η NG χορήγησε στη MSR, στις 27 Δεκεμβρίου 2007, δάνειο ύψους 300 000 ευρώ με επιτόκιο 7 %. Δεν χορηγήθηκαν εξασφαλίσεις.

(25)

Μέτρο 5 (δάνεια, διοικητική επιστολή και συμφωνία υπαγωγής της NG υπέρ της CST): Κατά την περίοδο από την 27η Αυγούστου 2008 έως τη 18η Απριλίου 2011, η NG χορήγησε στη CST δάνεια συνολικού ύψους 11 032 060 ευρώ, με επιτόκιο 6 % (43).

Πίνακας 6

Δάνεια που έχει χορηγήσει η NG στην CST

Δικαιούχος

Ημερομηνία του δανείου

Ποσό (σε ευρώ)

Επιτόκιο (%)

CST

27.8.2008

50 000

6

CST

9.10.2008

100 000

6

CST

30.1.2009

1 000 000

6

CST

18.3.2009

1 000 000

6

CST

17.4.2009

1 476 830,88

6

CST

22.6.2009

1 000 000

6

CST

20.7.2009

1 000 000

6

CST

28.10.2009

2 250 000

6

CST

10.2.2010

1 723 169,12

6

CST

12.10.2010

250 000

6

CST

13.10.2010

150 000

6

CST

5.11.2010

150 000

6

CST

30.10.2010

250 000

6

CST

9.2.2011

500 000

6

CST

18.4.2011

132 060

6

Σύνολο

11 032 060

 

(26)

Για να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα της CST, η NG εξέδωσε στις 23 Δεκεμβρίου 2009 μια διοικητική επιστολή υπέρ της CST, με προθεσμία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Σε αυτήν, η NG δεσμεύεται έναντι της CST να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της αφερεγγυότητας της CST. Η διοικητική επιστολή χρησιμοποιήθηκε. Στις 13 Δεκεμβρίου 2010, η NG δήλωσε τη συμφωνία υπαγωγής έναντι της CST σε σχέση με τις απαιτήσεις της ύψους 10,4 εκατ. ευρώ.

(27)

Μέτρο 6 (καταβολή αποζημίωσης της NG στην IPC και δάνεια για τη MSR μέσω της PNG): Κατά την περίοδο 2006-2008, η IPC έλαβε από την NG συνολικά 640 000 ευρώ ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες της στην αναζήτηση ιδιωτών επενδυτών. Επιπλέον, η NG χορήγησε στην Pinebeck Nürburgring GmbH (εφεξής «PNG») στις 15 Οκτωβρίου 2008 δάνειο ύψους 3 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 6 %. Στις 15 Οκτωβρίου 2008, η PNG χρησιμοποίησε αυτό το δάνειο για να χορηγήσει στην MSR δάνειο ύψους 3 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 6 %, ενώ η PNG εξόφλησε το δάνειο μόνο κατά το ποσό των 2 941 000 ευρώ (44). Και τα δύο δάνεια εξασφαλίστηκαν με εγγυήσεις ύψους 3 εκατ. ευρώ υπέρ της NG.

(28)

Μέτρο 7 (εκχώρηση των απαιτήσεων της ΜΙΒ στην NG): Στις 17 Απριλίου 2009, η MIB εκχώρησε στην NG τις απαιτήσεις της από δάνεια κατά της CST ύψους 1 476 830,88 ευρώ (45). Για τα δάνεια αυτά, η NG κατέβαλε στην MIB το ποσό των 1 476 830,88 ευρώ. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι απαιτήσεις της MIB μπόρεσαν να εξοφληθούν στο ακέραιο από την NG, η οποία με τη σειρά της έγινε πιστωτής της CST (46).

(29)

Μέτρο 8 (δάνεια της ISB για την NG, την MSR και τη CMHN): Για να εξοικονομηθεί κόστος χρηματοδότησης και να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση μακροπρόθεσμα, στις 28 Ιουλίου 2010 πραγματοποιήθηκε πλήρης αναδιάρθρωση των συμφωνιών χρηματοδότησης. Οι υποχρεώσεις προς το απόθεμα ρευστότητας του κρατιδίου (μέτρο 3), ένα δάνειο ύψους […] ευρώ της Bank für Tirol und Vorarlberg AG για την CMHN (47), ένα δάνειο ύψους […] ευρώ της Kreissparkasse Ahrweiler για την MSR (48) και τα δάνεια ύψους 85 512 000 ευρώ, τα οποία χορήγησε η RIM στην MSR μέσω σιωπηλών συμμετοχών της RIM στην Mediinvest, καθώς και τα επόμενα δάνεια της Mediinvest για την MSR (μέτρο 11) αναδιαρθρώθηκαν σε ένα και μοναδικό δάνειο ύψους 325 265 000 ευρώ, το οποίο χορήγησε η ISB στην NG, την MSR και την CMHN στο πλαίσιο της εντολής πίστωσης που έλαβε από το κρατίδιο (49). Η αναδιάρθρωση των σχετικών συμφωνιών χρηματοδότησης αποτελεί χωριστό μέτρο, επιπροσθέτως προς τα υποκείμενα δάνεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση νέου δανείου υπέρ της NG, της MSR και της CMHN. Το δάνειο διαιρείται σε τέσσερις δόσεις: Δόση 1 ύψους 96 574 200 ευρώ υπέρ της NG για υποδομή, δόση 2 ύψους 113 590 800 ευρώ υπέρ της NG για λοιπές επενδύσεις (50), δόση 3 ύψους 92 000 000 ευρώ υπέρ της MSR για λοιπές επενδύσεις και δόση 4 ύψους 23 100 000 ευρώ για την CMHN για λοιπές επενδύσεις. Η δόση 1 για τις εγκαταστάσεις στο Nürburgring χορηγήθηκε άτοκα. Οι δόσεις 2-4 αφορούν τα μέτρα για την προώθηση του τουρισμού (βλέπε πίνακα 7). Η εξασφάλιση του δανείου της ISB με τη μορφή εμπράγματων βαρών αντιστοιχεί σε ύψους 93 658 000 ευρώ, όπου έχει προτεραιότητα η εξασφάλιση των δόσεων 2 έως 4 σε σχέση με την εξασφάλιση της δόσης 1. Στον πίνακα 7 αναφέρονται οι όροι του δανείου της ISB, μαζί με το βασικό επιτόκιο που ίσχυε εκείνη τη στιγμή.

Πίνακας 7

Όροι χρηματοδότησης του δανείου της ISB

Δόση

Δικαιούχος

Καταβεβλημένο ποσό (ευρώ)

Σύναψη σύμβασης

Επιτόκιο (51)

1

NG

96 574 200

28.7.2010

0 %

2

NG

113 590 800

28.7.2010

έως τις 31.12.2012: EONIA συν 0,64 % = 1,121 %

από την 1.1.2013: Επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής

3

MSR

92 000 000

28.7.2010

έως τις 31.12.2012: EONIA συν 0,64 % = 1,121 %

από την 1.1.2013: Επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής

4

CMHN

23 100 000

28.7.2010

έως τις 31.12.2012: EONIA συν 0,64 % = 1,121 %

από την 1.1.2013: Επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής

(30)

Μέτρο 9 (δήλωση εγγύησης του κρατιδίου προς την ISB σχετικά με το μέτρο 8: δάνεια της ISB για την NG, την MSR και τη CMHN): Στις 28 Ιουλίου 2010, το κρατίδιο χορήγησε στην ISB μια ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη δήλωση εγγύησης και απαλλαγής (κάλυψη των υποχρεώσεων κατά 100 %) σχετικά με την εκπλήρωση από την NG, την MSR και τη CMHN όλων των υποχρεώσεων από το δάνειο της ISB. Καμία από τις NG, MSR και CMHN δεν κατέβαλε αμοιβή για την εγγύηση. Όπως και το δάνειο της ISB (μέτρο 8), η δήλωση εγγύησης αναφέρεται τόσο στις εγκαταστάσεις του Nürburgring όσο και στα μέτρα για την προώθηση του τουρισμού.

(31)

Μέτρο 10 (εκμίσθωση του συγκροτήματος Nürburgring στην NAG): Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης που πραγματοποιήθηκε το 2010, η NG, η EWN, η Nürburgring Adventure GmbH (52), η Camp4Fun, η MSR και η CMHN εκμίσθωσαν από την 1η Μαΐου 2010 την πίστα αγώνων, το πάρκο ψυχαγωγίας και άλλες εγκαταστάσεις στην NAG (53) για περίοδο 20 ετών (54). Τότε παραιτήθηκαν από την πρόσκληση υποβολής προσφορών (διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων). Η εκμίσθωση επεκτάθηκε στις εγκαταστάσεις και τη λειτουργία του Nürburgring και στα μέτρα για την προώθηση του τουρισμού. Η εκδήλωση αγώνων της Formula 1, ωστόσο, ήταν αντικείμενο χωριστής σύμβασης παραχώρησης (μέτρο 17) και, ως εκ τούτου, εξαιρέθηκε από την εκμίσθωση. Το ελάχιστο μίσθωμα ανά έτος καθορίστηκε ως εξής: για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2010 έως την 30ή Απριλίου 2011 σε 0 ευρώ, για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2011 έως την 30ή Απριλίου 2012 σε 5 εκατ. ευρώ, για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2012 έως την 30ή Απριλίου 2013: εφόσον εξαλειφθούν τα κατασκευαστικά ελαττώματα έως την 30ή Απριλίου 2012, σε 11,5 εκατ. ευρώ, ειδάλλως σε 10 εκατ. ευρώ, και για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2013 σε 15 εκατ. ευρώ (55). Κατά την περίοδο από την 1η Μαΐου 2010 έως την 31η Οκτωβρίου 2012, η NAG κατέβαλε μίσθωμα ύψους […] ευρώ (56). Η σύμβαση μίσθωσης λύθηκε αναδρομικά από τις 31 Οκτωβρίου 2012 με τη σύμβαση διακανονισμού που συνήφθη στις 27 Νοεμβρίου 2012 μεταξύ της NG, της MSR, της CMHN, της CST και της NBG καθώς και του διαχειριστή, αφενός, και της NAG, της Mediinvest και άλλων επιχειρήσεων αφετέρου.

(32)

Μέτρο 11 (δάνειο της RIM για την MSR μέσω της Mediinvest ως μεσάζων ή —στην περίπτωση ενός από τα δάνεια— μέσω του PNG): Μεταξύ της 29ης Μαΐου 2008 και της 7ης Ιουλίου 2009, η RIM χορήγησε στην Mediinvest έντεκα δάνεια συνολικού ύψους 85 512 000 ευρώ με τη μορφή σιωπηλών συμμετοχών για τη χρηματοδότηση του τομέα ΙΙ (ξενοδοχεία) του έργου «Nürburgring 2009» (57). Κατά την ίδια περίοδο, η Mediinvest, η οποία ενεργούσε ως μεσάζων μεταξύ της RIM (ενισχύουσα αρχή) και της MSR (δικαιούχος), χρησιμοποίησε αυτούς τους πόρους για να χορηγήσει στην MSR δάνεια με υψηλότερο επιτόκιο (βλέπε παρακάτω) (58). Ως προς τις σιωπηλές συμμετοχές, για το σταθερό επιτόκιο συμφωνήθηκε επιπλέον μεταβλητό επιτόκιο ύψους 2 %, το οποίο εξαρτάτο κατά βάση είτε από τα έσοδα της εκποίησης του μεριδίου της Mediinvest στην MSR είτε από τα ετήσια κέρδη της Mediinvest το 2009. Επιπλέον, χορηγήθηκαν εξασφαλίσεις. Στον πίνακα 8 συνοψίζονται οι σιωπηλές συμμετοχές σε μια επισκόπηση:

Πίνακας 8

Σιωπηλές συμμετοχές της RIM στη Mediinvest

 

Σύναψη σύμβασης

Ποσό (ευρώ)

Επιτόκιο (%)

1

29.5.2008

[…]

[…]

2

29.9.2008

[…]

[…]

3

12.11.2008

[…]

[…]

4

22.12.2008

[…]

[…]

5

30.4.2009

[…]

[…]

6

14.5.2009

[…]

[…]

7

26.5.2009

[…]

[…]

8

9.6.2009

[…]

[…]

9

23.6.2009

[…]

[…]

10

30.6.2009

[…]

[…]

11

7.7.2009

[…]

[…]

ΣΥΝΟΛΟ

[…]

 

(33)

Κατά την περίοδο από την 27η Μαΐου 2008 έως την 7η Ιουλίου 2009, η Mediinvest χορήγησε στην MSR εννέα δάνεια συνολικής αξίας 75 484 000 ευρώ με επιτόκιο 7 % (ή 5,1 % από την 1η Νοεμβρίου 2009). Δεν χορηγήθηκαν εξασφαλίσεις. Στον πίνακα 9 συνοψίζονται οι σιωπηλές συμμετοχές σε μια επισκόπηση:

Πίνακας 9

Δάνεια της Mediinvest για την MSR

 

Σύναψη σύμβασης

Ποσό (ευρώ)

Επιτόκιο

1

27.5.2008

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

2

22.12.2008

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

3

30.4.2009

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

4

15.5.2009

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

5

26.5.2009

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

6

9.6.2009

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

7

23.6.2009

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

8

30.6.2009

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

9

7.7.2009

[…]

[…]% ετησίως· από την 1.11.2009:[…]% ετησίως

ΣΥΝΟΛΟ

75 484 000

 

(34)

Επιπλέον, η Mediinvest χορήγησε στην PNG στις 12 Νοεμβρίου 2008 ένα δάνειο ύψους 10 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 6 % (έως την 31η Δεκεμβρίου 2009) και η τελευταία χορήγησε στην MSR την ίδια ημέρα ένα δάνειο ίδιου ποσού και με το ίδιο επιτόκιο.

(35)

Μέτρο 12 (δήλωση εγγύησης του κρατιδίου προς την ISB σχετικά με το μέτρο 11: σιωπηλές συμμετοχές της RIM στη Mediinvest): Σε σχέση με τα δάνεια της ISB για τη RIM, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τη RIM για δάνεια για τη Mediinvest (μέτρο 11), το κρατίδιο χορήγησε προς την ISB εγγύηση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων πληρωμής έως ύψος 140 εκατ. ευρώ (κάλυψη των υποχρεώσεων κατά 100 %) (59). Δεν καταβλήθηκε αμοιβή για την εγγύηση. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο δικαιούχος του επίμαχου μέτρου είναι η MSR, δεδομένου ότι η εν λόγω επιχείρηση είναι ο δικαιούχος και του μέτρου 11.

(36)

Μέτρο 13 (έσοδα από φόρο στα καζίνο, τα οποία το κρατίδιο διοχέτευσε στην NG): Τον Φεβρουάριο του 2009, ο νόμος για τα καζίνο της Ρηνανίας-Παλατινάτου τροποποιήθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε ένα μέρος των εσόδων από τον φόρο στα καζίνο να μπορέσει να διοχετευτεί στην NG. Τα μεταφερόμενα φορολογικά έσοδα προορίζονταν για τους σκοπούς της προώθησης του τουρισμού. Διοχετεύτηκαν 1,6 εκατ. ευρώ στις 29 Δεκεμβρίου 2009, 3,2 εκατ. ευρώ στις 29 Οκτωβρίου 2010 και πάλι 3,2 εκατ. ευρώ στις 29 Μαρτίου 2011, δηλαδή συνολικά 8 εκατ. ευρώ.

(37)

Μέτρο 14 (δάνεια εταίρων του κρατιδίου για την NG και συμφωνία υπαγωγής υπέρ του έργου «Nürburgring 2009»): Για την προετοιμασία και την εκτέλεση του έργου «Nürburgring 2009», η NG έλαβε από το κρατίδιο τα εξής άτοκα δάνεια, χωρίς καθορισμένη λήξη: 20 εκατ. ευρώ την 21η Αυγούστου 2007, 10 εκατ. ευρώ την 22α Δεκεμβρίου 2009, 4,65 εκατ. ευρώ την 28η Δεκεμβρίου 2010 και 3,2 εκατ. ευρώ την 26η Απριλίου 2011 (60). Επίσης, στις 9 Δεκεμβρίου 2011 το κρατίδιο χορήγησε στην NG ένα επιπλέον δάνειο ύψους 4,95 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, το κρατίδιο, για να αποτρέψει την αφερεγγυότητα της NG, εξέδωσε στις 29 Αυγούστου 2007 δήλωση συμφωνίας υπαγωγής για το συνολικό ποσό του προαναφερόμενου δανείου ύψους 20 εκατ. ευρώ.

(38)

Μέτρο 15 (μεταβίβαση των μεριδίων στην MSR της Mediinvest και της Geisler & Trimmel στην NG, και της Weber στη RIM): Με τη σύμβαση αγοράς μεριδίων της 25ης Μαρτίου 2010, τα μερίδια της Mediinvest (49,5 %) και της Geisler & Trimmel (33,8 %) στην MSR μεταβιβάστηκαν στην NG, η οποία με τη σειρά της ήδη κατείχε το 10 % των μεριδίων. Τα μερίδια στην MSR (6,7 %) που κατέχει η Weber μεταβιβάστηκαν στη RIM με το ίδιο έγγραφο. Το τίμημα αγοράς κάθε μεριδίου ήταν 1 ευρώ (δηλαδή συνολικά 3 ευρώ) (61).

(39)

Μέτρο 16 (δάνεια των εταίρων και επιχορήγηση του κρατιδίου στην NG για εκδηλώσεις αγώνων της Formula 1): Επιπλέον, στις 11 Ιανουαρίου 2011 το κρατίδιο χορήγησε στην NG άτοκο δάνειο χωρίς καθορισμένη λήξη ύψους 40 405 000 ευρώ για την αντιστάθμιση των ζημιών από την Formula 1, το οποίο αρχικά χρηματοδοτήθηκε ενδιάμεσα από το απόθεμα ρευστότητας. Επίσης, τον Ιούλιο 2011 το κρατίδιο διέθεσε επιχορήγηση ύψους 13,5 εκατ. ευρώ για την οργάνωση εκδηλώσεων αγώνων της Formula 1 το 2011.

(40)

Μέτρο 17 (σύμβαση παραχώρησης της Formula 1): Στις 13 Δεκεμβρίου 2010, συνήφθη σύμβαση παραχώρησης μεταξύ της NG και της NAG για την οργάνωση εκδηλώσεων αγώνων της Formula 1 (62). Σε αυτήν τη σύμβαση παραχώρησης, η NG μεταβιβάζει στην NAG την οργάνωση εκδηλώσεων αγώνων της Formula 1 και δεσμεύεται για την καταβολή αντιστάθμισης (63). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, η NAG φέρεται ότι έλαβε βάσει αυτής της σύμβασης οικονομικούς πόρους που δεν θα λαμβάνονταν υπόψη κατά τον υπολογισμό του μισθώματος στο πλαίσιο της σύμβασης μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας που συνήφθη μεταξύ της NG και της NAG, ωστόσο δεν έλαβαν χώρα μεταφορές πόρων μεταξύ της NG και της NAG. Η παραχώρηση λύθηκε βάσει της σύμβασης διακανονισμού που συνήφθη την 27η Νοεμβρίου 2012 μεταξύ της NG, της MSR, της CMHN, της CST και της NBG καθώς και του συνδίκου πτωχεύσεως αφενός, και της NAG, της Mediinvest και άλλων επιχειρήσεων αφετέρου.

β)   Μέτρα στα οποία αναφέρεται η απόφαση της 7ης Αυγούστου 2012

(41)

Μέτρο 18 (αναβολή των πληρωμών τόκων από ένα δάνειο της ISB υπέρ της NG, της MSR και της CMHN): Στις 15 Μαΐου 2012, η ISB έλαβε αναβολή τόκων ύψους 2,98 εκατ. ευρώ, οι οποίοι θα ήταν καταβλητέοι στις 30 Απριλίου 2012, έως τις 15 Νοεμβρίου 2012 (συμπεριλαμβανομένης της αναβολής της αποζημίωσης ύψους 48 913,78 ευρώ για τη μη ανάληψη του αχρησιμοποίητου τμήματος του δανείου). Για τα παραταθέντα ποσά χρεώθηκε ετήσιο επιτόκιο 8,17 %. Αυτή η αναβολή τόκων κατανέμεται στις επιμέρους εταιρείες ως εξής: 1,473 εκατ. ευρώ αναλογούν στην NG, 1,205 εκατ. ευρώ στην MSR και 303 000 ευρώ στην CMHN.

(42)

Μέτρο 19 (συμφωνία υπαγωγής και δήλωση απαλλαγής): Στις 15 Μαΐου 2012, το κρατίδιο δήλωσε τη συμφωνία υπαγωγής της για δάνεια ύψους έως και 254 εκατ. ευρώ, τα οποία είχε χορηγήσει η ISB ως μέρος του δανείου ύψους 325 265 000 ευρώ στην NG, την MSR και την CMHN (μέτρο 8). Όσον αφορά την εξόφληση αυτών των δανείων το 2014, το κρατίδιο στις 15 Μαΐου 2012 δήλωσε επίσης ότι η NG, η MSR και η CMHN, σε περίπτωση που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις πληρωμής τους, απαλλάσσονται από αυτές και το κρατίδιο θα εξαργύρωνε την εγγύησή του υπέρ της ISB (μέτρο 9).

2.4.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(43)

Η Επιτροπή στις αποφάσεις της της 21ης Μαρτίου 2012 και της 7ης Αυγούστου 2012 κατέληξε στο προσωρινό συμπέρασμα ότι και τα 19 μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμό τους με τη ΣΛΕΕ.

2.5.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ

(44)

Στις 14 Μαΐου 2013, ανακοινώθηκε η εισαγωγή της διαδικασίας υποβολής προσφορών με δελτίο τύπου του συνδίκου πτωχεύσεως. Στις 15 Μαΐου 2013, η KPMG δημοσίευσε στην Financial Times, στην Handelsblatt και στον ιστότοπο του Nürburgring πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών, η KPMG ήρθε σε επαφή με 300 περίπου επενδυτές εξ ονόματος των πωλητών. Στους ενδιαφερόμενους έγινε πρόσκληση να υποβάλουν εκδήλωση ενδιαφέροντος (περίπου 70 επιχειρήσεις εξέφρασαν ενδιαφέρον). Αφότου τέθηκε στη διάθεσή τους μια σειρά εγγράφων, τους ζητήθηκε να υποβάλουν ενδεικτική προσφορά έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2013. Με την επιστολή της 19ης Ιουλίου 2013, οι πωλητές ανακοίνωσαν σε όλους τους ενδιαφερόμενους επενδυτές τα εξής: «All parties that intend to participate in next stage of the process are invited to submit an Indicative Offer by 5:00 pm (CET) on 12 September 2013. Offer handed in after the deadline will also be considered» (64). Η προαναφερόμενη προθεσμία της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 για την υποβολή ενδεικτικής προσφοράς παρατάθηκε με την επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2013: «The Vendors have decided to extend the deadline for Indicative Offers, in order to enable potential investors to complete their analysis of the provided material. The updated deadline now ends at 5 p.m. CET on 26 September 2013. Offers handed in after the deadline will also be considered» (65). Με την επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2013, η προθεσμία για την υποβολή επιβεβαιωτικών προσφορών από τους πωλητές παρατάθηκε από την 11η Δεκεμβρίου 2013 στη 17η Φεβρουαρίου 2014. «In order to enable potential investors to complete their analysis of the provided information material and to provide a final offer that fully reflects the value potential of the Nürburgring, the timeline which used to end at 5 p.m. CET on 11 December 2013 now ends at 5 p.m. CET on 17 February 2014. For the sake of clarity, offers handed in after that timeline will, in principle, also be considered provided that the terms of the offer qualify for the further process. Any disadvantage caused by the delay will not be compensated for and will have to be fully borne by the investor. Please note that the Vendors may choose the parties which will qualify for the further process shortly after the updated timeline ends.» (66).

(45)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως αποφάσισαν και εφάρμοσαν την ακόλουθη διάρθρωση για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της NG, της MSR και της CMHN.

(46)

Για τη διαδικασία υποβολής προσφορών, τα περιουσιακά στοιχεία της NG, της MSR και της CMHN υποδιαιρέθηκαν σε 11 μονάδες αξιοποίησης (67). Στη δημοσιευμένη πρόσκληση για την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος, αναφέρονται τα εξής: «The Vendors intend to sell the assets to one or more investors (“Project RING”). Investors will have the opportunity to acquire all assets, defined asset clusters (“Proposed Asset Clusters”) or individual assets. The Proposed Asset Clusters have been defined based on the separability of assets and related costs. It is intended that the transaction will be structured as an asset deal. All third party and financing liabilities will remain with the insolvent legal entities allowing a new start on a clean balance sheet.» [«Οι πωλητές προτίθενται να πωλήσουν τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring σε έναν ή περισσότερους επενδυτές (“έργο RING”). Οι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία, τις καθορισμένες μονάδες (“μονάδες αξιοποίησης”) ή επιμέρους περιουσιακά στοιχεία. Οι μονάδες αξιοποίησης έχουν καθοριστεί στο πλαίσιο του διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων και του σχετικού κόστους. Η συναλλαγή πρέπει να διαρθρωθεί ως asset-deal. Όλες οι υποχρεώσεις χρηματοδότησης και οι υποχρεώσεις τρίτων θα παραμείνουν στις αφερέγγυες εταιρείες. Με αυτόν τον τρόπο, η συναλλαγή επιτρέπει μια επανεκκίνηση με βάση έναν καθαρό ισολογισμό.»] (68). Επιπλέον, στην επιστολή διαδικασίας της 19ης Ιουλίου 2013 προς τους αναφερόμενους επενδυτές αναφερόταν: «Investors will have the opportunity to acquire the assets of the Vendors in either their entirety, or in defined asset clusters (“Proposed Asset Clusters”), or in individual assets. Proposed Asset Clusters have been defined based on the severability of assets of the Nürburgring and related costs.» [«Οι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των πωλητών, τις καθορισμένες μονάδες (“προσφερόμενες μονάδες αξιοποίησης”) ή επιμέρους περιουσιακά στοιχεία.»]. Οι προσφερόμενες μονάδες αξιοποίησης ορίστηκαν σύμφωνα με τη δυνατότητα διαχωρισμού του Nürburgring και με το σχετικό κόστος (69).

(47)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως δεν έθεσαν όρους όσον αφορά τη μελλοντική χρήση των περιουσιακών στοιχείων. Τυχόν περιορισμοί στη χρήση υπάρχουν λόγω διατάξεων για τη δόμηση ή για την προστασία από τις εκπομπές ρύπων, καθώς και για την πρόσβαση του κοινού στο Nürburgring την οποία εγγυάται νόμος του κρατιδίου.

(48)

Σύμφωνα με τις επιστολές διαδικασίας που απευθύνθηκαν στους ενδιαφερόμενους επενδυτές της 19ης Ιουλίου 2013 και της 17ης Οκτωβρίου 2013, οι επενδυτές έπρεπε να επιλεγούν με βάση τα εξής κριτήρια: α) μεγιστοποίηση της αξίας όλων των περιουσιακών στοιχείων και β) αναμενόμενη ασφάλεια των συναλλαγών (70). Αυτά τα κριτήρια επιλογής εξηγήθηκαν αναλυτικά ως εξής: «Value for the assets in scope of the respective offer; Potential value implications for those assets that are not included in the respective offer, if any; Costs for further separation of the assets in scope of the respective offer, if any; Costs to fulfil key assumptions and conditions of the respective offer; Closing probability» [«Τιμή προσφοράς για τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην προσφορά· πιθανές συνέπειες στην αξία για όλα τα περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν μέρος της προσφοράς, αν υπάρχουν· κόστος για τον περαιτέρω διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων που έχουν επιλεγεί στη σχετική προσφορά, αν υπάρχουν· κόστος για την εφαρμογή των βασικών παραδοχών και όρων της αντίστοιχης προσφοράς, καθώς και πιθανότητα κλεισίματος»]. Επιπλέον, αναφέρθηκαν τα εξής: «the closing probability will be assessed by taking into consideration the (i) outstanding due diligence requirements, (ii) secured financing for the transaction, supported by confirmation of financing partners, (iii) required steps for the regulatory clearance, (iv) required internal approval steps until the transaction could be consummated and (v) strategic rationale for the acquisition or future plans for the assets of the NG, MSR and CMHN and the likelihood of their realisation» [«Η εκτίμηση της πιθανότητας κλεισίματος βασίζεται i) στις εκκρεμείς απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας, ii) στην ασφάλεια της χρηματοδότησης, η οποία υποστηρίζεται από την επιβεβαίωση χρηματοδότησης του εταίρου χρηματοδότησης, iii) στα αναγκαία βήματα για τη ρυθμιστική έγκριση, iv) στις απαραίτητες εσωτερικές εγκρίσεις μέχρι την πραγματοποίηση της συναλλαγής και v) στη στρατηγική λογική για την απόκτηση ή στα μελλοντικά σχέδια για τα περιουσιακά στοιχεία των ιδιοκτητριών εταιρειών NG, MSR και CMHN και στην πιθανότητα υλοποίησής τους.»]. Διαπιστώνεται ότι τα ζητήματα της προστασίας του περιβάλλοντος δεν αποτέλεσαν μέρος των κριτηρίων για την επιλογή της τελικής προσφοράς.

(49)

Με τις επιστολές διαδικασίας της 17ης Οκτωβρίου 2013 και της 17ης Δεκεμβρίου 2013, οι προσφέροντες που είχαν υποβάλει προεπιλεγμένη προσφορά ενημερώθηκαν ότι α) οι ενδεικτικές ή τελικές προσφορές θα λαμβάνονταν υπόψη επίσης αν ελήφθησαν μετά την παρέλευση της αντίστοιχης προθεσμίας υποβολής, εφόσον οι προσφορές πληρούν τις προϋποθέσεις για τον επόμενο γύρο· β) ότι τα μειονεκτήματα που προκύπτουν από την αθέτηση των υποχρεώσεων βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον εν λόγω προσφέροντα και ότι γ) οι πωλητές θα λάμβαναν πιθανώς την απόφαση επιλογής ήδη σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την προθεσμία υποβολής. Σύμφωνα με τους συνδίκους πτωχεύσεως, όλοι οι προσφέροντες ενημερώθηκαν ότι ανάμεσα στην προθεσμία υποβολής και τη σύναψη της σύμβασης αγοράς θα μπορούσαν να βελτιώσουν την προσφορά τους ή να υποβάλουν νέα προσφορά.

(50)

24 ενδιαφερόμενοι (71) υπέβαλαν ενδεικτική προσφορά έως τις αρχές του Φεβρουαρίου 2014. Από αυτούς τους ενδιαφερομένους, προεπιλέχθηκαν 18 για τη δέουσα επιμέλεια (72) και 13 προσφέροντες υπέβαλαν επιβεβαιωτικές προσφορές για όλες ή επιμέρους μονάδες αξιοποίησης, όπου οι παρακάτω τέσσερις προσφέροντες υπέβαλαν προσφορές για όλα τα περιουσιακά στοιχεία: 1) Capricorn Automotive GmbH και Capricorn Holding GmbH (εφεξής «Capricorn»), 2) [προσφέρων 2] 3) [προσφέρων 3] και 4) [προσφέρων 4]. Η βάση για τα κριτήρια επιλογής ήταν α) ο στόχος της μεγιστοποίησης της αξίας όλων των περιουσιακών στοιχείων και β) ο στόχος της ασφάλειας των συναλλαγών (73). Οι προσφορές, οι οποίες πληρούσαν αυτά τα κριτήρια, ελήφθησαν υπόψη στην τελευταία φάση της διαδικασίας πώλησης. Επρόκειτο για συνολικές προσφορές για όλες τις μονάδες αξιοποίησης. Από αυτούς τους προσφέροντες, η Capricorn και η [προσφέρων 2] παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία της οικονομικής βιωσιμότητας: Στις 7 Μαρτίου 2014, η [προσφέρων 2] διαβίβασε τη δεσμευτική επιστολή επιβεβαίωσης της 24ης Φεβρουαρίου 2014, με την οποία η KPMG ενημερώθηκε σχετικά με την ικανότητα χρηματοδότησής της· στις 11 Μαρτίου 2014 η Capricorn διαβίβασε στους πωλητές την απευθυνόμενη στην Capricorn δεσμευτική επιστολή της […], της 10ης Μαρτίου 2014, στην οποία η […] υπόσχεται στην Capricorn να συνοδεύσει την αγορά των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων με μια πίστωση ύψους [41-49] εκατ. ευρώ. Με βάση τις επιβεβαιωτικές προσφορές, οι συμβάσεις αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων παράλληλα με τους δύο προαναφερθέντες προσφέροντες. Οι συμβάσεις κατοχυρώθηκαν με συμβολαιογραφική πράξη, και μάλιστα στις 7 Μαρτίου 2014 στην περίπτωση της [προσφέρων 2] και στις 10 Μαρτίου 2014, στην περίπτωση της Capricorn.

(51)

Στις 11 Μαρτίου 2014, η επιτροπή των πιστωτών των αφερέγγυων εταιρειών ενέκρινε την πώληση στην Capricorn (ειδικότερα στην capricorn NÜRBURGRING Besitzgesellschaft GmbH), καθώς η Capricorn είχε υποβάλει την καλύτερη σαφώς προσφορά, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης. Η προσφορά της Capricorn προέβλεπε την εξαγορά του συνόλου των μονάδων αξιοποίησης στην τιμή των 77,0 εκατ. ευρώ, η προσφορά της [προσφέρων 2] ήταν [47-52] εκατ. ευρώ. Η σύμβαση αγοράς με την Capricorn υπογράφηκε στις 11 Μαρτίου 2014 από την NG, την MSR και τη CMHN και στις 13 Μαρτίου 2014 από τον σύνδικο πτωχεύσεως (74).

(52)

Μετά την περιγραφείσα διαδικασία υποβολής προσφορών, αγοράστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της NG, της MSR και της CMHN (όλα τα υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής γης και των ακινήτων, των εμπορικών σημάτων, των εμπορικών επωνυμιών και των δικαιωμάτων επί των τομέων του Διαδικτύου), όχι όμως οι υποχρεώσεις και τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία της Capricorn. Μέτοχοι της Capricorn είναι η Capricorn HOLDING GmbH (75) με 67 % των μεριδίων και η GetSpeed GmbH & Co KG με 33 % των μεριδίων (76).

(53)

Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο (77) και τη νομολογία γερμανικών εργατοδικείων (78), οι υφισταμένες σχέσεις εργασίας που σχετίζονται με τις μονάδες αξιοποίησης μεταβιβάζονται αυτόματα στον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή στη νέα ιδιοκτήτρια εταιρεία. Ωστόσο, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, ο αγοραστής μπορεί να ζητήσει από τον σύνδικο πτωχεύσεως να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, στη σύμβαση αγοράς προβλέπεται ότι η NBG (τρέχουσα εταιρεία εκμετάλλευσης του συγκροτήματος Nürburgring) θα έλυνε τις συμβάσεις εργασίας το 2014, κατόπιν αιτήματος της Capricorn. Συγκεκριμένα η Capricorn κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση για μια οικονομικά αποδοτική λειτουργία των περιουσιακών στοιχείων που αγόρασε (από τις αρχές 2014) θα χρειαζόταν μόνο 253 από τους συνολικά 297 εργαζομένους. Για τον λόγο αυτό, η Capricorn ζήτησε από την NBG να διακόψει τις σχέσεις εργασίας 44 εργαζομένων. Ως εκ τούτου, από την 1η Ιανουαρίου 2015 (έναρξη της λειτουργίας των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από την Capricorn) το 85 % του συνολικού εργατικού δυναμικού των αφερέγγυων εταιρειών θα απασχολείται στην Capricorn.

(54)

Τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης πώλησης υποχρεούνται να εκτελέσουν τη σύμβαση μόνον εφόσον η Επιτροπή εκδώσει απόφαση στην οποία διαπιστώνει ότι ούτε ο αγοραστής ούτε η εταιρεία εκμετάλλευσής του δεν πρέπει να θεωρούνται ως δικαιούχοι των ενισχύσεων που υπόκεινται σε έλεγχο και, ως εκ τούτου, δεν ευθύνονται ούτε για ανάκτηση των ενισχύσεων και αν είτε α) η προθεσμία για δικαστική αναθεώρηση της απόφασης της Επιτροπής παρήλθε χωρίς άσκηση έννομων μέσων προσφυγής είτε β) σε περίπτωση υποβολής έννομων μέσων προσφυγής, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου η οποία επιβεβαιώνει την απόφαση της Επιτροπής. Με αυτόν τον όρο αναμενόταν να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ του τιμήματος αγοράς των περιουσιακών στοιχείων ύψους 77 εκατ. ευρώ και του κινδύνου που συνδέεται με αυτήν, ότι βάσει των αποφάσεων της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 2012 και της 7ης Αυγούστου 2012 για την κίνηση ή την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας θα μπορούσαν να ανακτηθούν ενισχύσεις ύψους 456 εκατ. ευρώ.

(55)

Η σεζόν 2014 θα διεξαχθεί και αυτή από την NBG. Στη συνέχεια, η NBG θα τεθεί υπό εκκαθάριση. Οι ταμειακές ροές 2014 της NBG (6 εκατ. ευρώ) παραμένουν στους πωλητές και θα προσμετρηθούν κατ' αποκοπή στο τίμημα αγοράς προς το συμφέρον της απλούστερης διαχείρισης της σύμβασης. Όσον αφορά τους δανειολήπτες NG, MSR και CMHN, διέκοψαν όλες τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας και δεν διαθέτουν προσωπικό. Ταυτόχρονα, ανατέθηκε στους συνδίκους πτωχεύσεως να διευθετήσουν μέσω δικαστικής διαδικασίας, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο περί αφερεγγυότητας, όλες τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων στη διαδικασία αφερεγγυότητας. Μόλις διευθετηθούν αυτές οι απαιτήσεις και υποχρεώσεις και το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίσει την οριστική εκκαθάριση, οι επιχειρήσεις μπορούν να διαγραφούν από το εμπορικό μητρώο.

(56)

Για να μπορέσει να διεξαχθεί η σεζόν του 2015, ο αγοραστής (Capricorn) ιδρύει μια εταιρεία εκμετάλλευσης, η οποία θα φέρει την επωνυμία Capricorn NÜRBURGRING GmbH (εφεξής «OpCo») και θα συνάψει τις συμβάσεις για τη σεζόν του 2015. Η Επιτροπή έλαβε την υπόσχεση ότι με τα ακόλουθα μέτρα θα λαμβανόταν μέριμνα ώστε οι δικαιούχοι ενίσχυσης να αποχωρήσουν οριστικά από την αγορά: Εφόσον στις αρχές του 2015 δεν υπάρχει ακόμη οριστική απόφαση της Επιτροπής, τα εκποιούμενα περιουσιακά στοιχεία θα μεταβιβαστούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2015 σε νέα επιχείρηση («NewCo»), στην οποία ο αγοραστής θα διατηρεί το 95,1 % των μεριδίων και ένας ανεξάρτητος θεματοφύλακας το 4,9 %. Ο θεματοφύλακας θα ενεργεί προς το συμφέρον των πιστωτών και όχι προς το συμφέρον του πτωχεύσαντος δικαιούχου ενίσχυσης, ωστόσο δεν θα δεσμεύεται από τις οδηγίες των πιστωτών. Επιπλέον, μεταξύ της NewCo και της OpCo θα συναφθεί σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία θα λήξει με έναρξη ισχύος από την ημέρα εκτέλεσης της σύμβασης αγοράς. Οι συναλλαγές της OpCo θα εκτελούνται με την ονομασία της, βάσει του επιχειρηματικού σχεδίου της και με εργαζόμενους της επιλογής της (βλέπε αιτιολογική σκέψη 53). Το καταβλητέο στην NewCo μίσθωμα ύψους [4,6-5,1] εκατ. ευρώ ετησίως θα συμπεριληφθεί στην πτωχευτική περιουσία των επιχειρήσεων του Nürburgring (όλες οι πληρωμές υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας θα διαβιβάζονται στους λογαριασμούς θεματοφύλακα των συνδίκων πτωχεύσεως αποκλειστικά με σκοπό την εξόφληση στους πιστωτές). Μόλις τεθεί σε ισχύ η απόφαση της Επιτροπής, ο θεματοφύλακας θα μεταβιβάσει στον αγοραστή όλα τα μερίδιά του στη NewCo. Ωστόσο, αν ο αγοραστής δεν εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις πληρωμής, ο θεματοφύλακας δεν μπορεί να πωλήσει τα περιουσιακά στοιχεία. Σε περίπτωση που ακυρωνόταν η απόφαση της Επιτροπής, τα περιουσιακά στοιχεία θα επέστρεφαν στους συνδίκους πτωχεύσεως, οι οποίοι τότε θα έπρεπε να τα πωλήσουν αμελλητί, διότι ακόμη και σε τέτοια περίπτωση η υποχρέωση εκκαθάρισης εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο περί αφερεγγυότητας. Δεν υπάρχει δυνατότητα συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων του Nürburgring από τη Newco. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ρύθμιση δεν αλλάζει κάτι στους βασικούς όρους για την πώληση (περιλαμβανομένων του τιμήματος αγοράς και των όρων πληρωμής) (79).

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

3.1.   ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

(57)

Σε μια παρατήρηση για την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Γερμανία επισημαίνει ότι η NG την 1η Ιουλίου 2008 (80) και την 28η Ιουλίου 2010, δηλαδή τη στιγμή της χορήγησης του δανείου της ISB ύψους 325 265 εκατ. ευρώ, δεν μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση (81). Σχετικά με την κατάσταση της NG, της MSR και της CMHN κατά την περίοδο από τον Μάιο του 2012 έως τον Ιούλιο του 2012 και με την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η αφερεγγυότητα της NG, της MSR και της CMHN ήταν μια μη αναστρέψιμη συνέπεια της απόφασης που έλαβε βάσει του προσωρινού ελέγχου (82) να μην εγκριθεί η ενίσχυση διάσωσης, και ότι η Επιτροπή με αυτόν τον τρόπο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (83). Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι η NG πραγματοποίησε την κατασκευή της υποδομής και ειδικότερα τη διοργάνωση αγώνων Formula 1 και Superbike κατ' εντολή των δημόσιων αρχών (84) και, ως εκ τούτου, αυτό δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της οικονομικής κατάστασής της, της κατάταξης ως προβληματικής επιχείρησης και της εφαρμογής της αρχής της «εφάπαξ ενίσχυσης» (85).

3.2.   ΚΡΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

(58)

Όσον αφορά τα μέτρα της NG, η Γερμανία παραδέχεται ότι οι πόροι πρέπει να καταλογίζονται στο κράτος (86).

3.3.   ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

(59)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, η κατασκευή των κερκίδων και των αιθουσών πολλαπλών χρήσεων, των μέτρων αξιοποίησης καθώς και η κατασκευή ατραξιόν για εκπαίδευση και ψυχαγωγία (επιμέρους τομέας I (87) του έργου «Nürburgring 2009») μέχρι στιγμής δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα, αφού η απόφαση για το αεροδρόμιο Λειψίας/Χάλε (88) δεν μπορεί να μεταφερθεί στην κατασκευή γενικής (περιφερειακής και αθλητικής) υποδομής (89). Η κατασκευή αφορά εγκαταστάσεις που πληρούν τα κριτήρια της Λευκής Βίβλου της Επιτροπής, του 2007, για τον Αθλητισμό (πολυλειτουργική χρήση, πρόσβαση χωρίς διακρίσεις κ.λπ.). Επιπλέον, η Γερμανία υποστηρίζει ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα εκτελούσε ένα τέτοιο έργο και ότι οι πίστες αγώνων λόγω έλλειψης κερδοφορίας κατά κανόνα δεν κατασκευάζονται από ιδιώτες (90).

(60)

Επειδή οι εκδηλώσεις της Formula 1 είναι, κατά την άποψη της Γερμανίας, καταρχήν δομικά ελλειμματικές, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τακτική επιχειρηματική δραστηριότητα της NG. Δεδομένου ότι η πραγματοποίησή τους, ακόμη και μετά τη συμπερίληψη της κρατικής ενίσχυσης, θα οδηγούσε σε αρνητικά αποτελέσματα για την NG, η επιχείρηση δεν θα είχε υλοποιήσει αυτές τις εκδηλώσεις χωρίς τη δέσμευση της δημόσιας χρηματοδότησης. Για λόγους περιφερειακής πολιτικής, η Γερμανία είχε επιλέξει να χρηματοδοτήσει τις εκδηλώσεις της Formula 1 μέσω της NG σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού (91). Ως εκ τούτου, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η οργάνωση αυτών των εκδηλώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οικονομική δραστηριότητα της NG. Ωστόσο, σε περίπτωση που η χρηματοδότηση αυτών των μέτρων θεωρηθεί ως ενίσχυση, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι πληρούνται τα κριτήρια για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ).

3.4.   ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

(61)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η χρηματοδότηση των μέτρων, ακόμη και αν πρέπει να θεωρηθεί ως οικονομική δραστηριότητα, δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, αφού είχαν εκπληρωθεί τα κριτήρια της Λευκής Βίβλου του 2007 για τον Αθλητισμό (πολλοί χρήστες, πρόσβαση χωρίς διακρίσεις, πολυλειτουργική χρήση και εκμίσθωση σε λογικές τιμές με βάση την αγορά· η υποδομή δεν παρασχέθηκε από την αγορά, διότι δεν είναι επικερδής· ευθύνη δημόσιων φορέων).

3.5.   ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ

α)   Μέτρα στα οποία αναφέρεται η απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012

(62)

Η Γερμανία παραδέχεται ότι δεν βρέθηκε μακροπρόθεσμος ιδιώτης επενδυτής, ο οποίος θα ήταν πρόθυμος να επενδύσει στο έργο «Nürburgring 2009».

(63)

Για το μέτρο 1 (πληρωμές στο αποθεματικό κεφάλαιο και αυξήσεις κεφαλαίου τον Αύγουστο του 2004, τον Δεκέμβριο του 2004 και τον Σεπτέμβριο του 2007) η Γερμανία υποστηρίζει ότι το ζήτημα ενός ενδεχόμενου πλεονεκτήματος είναι άνευ σημασίας, διότι το μέτρο δεν στοχεύει στην οικονομική δραστηριότητα.

(64)

Για το μέτρο 2, η Γερμανία προέβαλε το επιχείρημα ότι το ύψος του επιτοκίου του δανείου, το οποίο χορήγησε η NG στις θυγατρικές της (6 %), δεν εξασφάλιζε πλεονέκτημα στις θυγατρικές, αφού πρόκειται για σύνηθες επιτόκιο της αγοράς.

(65)

Στο πλαίσιο του μέτρου 3, σύμφωνα με τη Γερμανία, εφαρμόστηκαν τα μέτρα που χρηματοδοτήθηκαν με τα 170 εκατ. ευρώ (92) από το απόθεμα ρευστότητας σε συνθήκες αγοράς, αφού α) το απόθεμα χρησιμοποιήθηκε από το κρατίδιο όπως σε μια εταιρεία συμμετοχών υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς β) η NG κατέβαλε κανονικά τους τόκους που προέκυψαν και γ) η χρηματοδότηση εξοφλήθηκε πλήρως στο πλαίσιο του μέτρου 8 (93). Η Γερμανία υποστήριξε επίσης ότι τα δάνεια που χορηγήθηκαν από την ISB από το απόθεμα ρευστότητας του κρατιδίου χρησίμευσαν αποκλειστικά για την αναχρηματοδότηση της ISB σε σχέση με τα δικά της δάνεια για την NG (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 70) και ότι οι συνθήκες αγοράς του κρατιδίου από τις συναλλαγές του αποθέματος ρευστότητας δεν διαβιβάστηκαν στην NG ως δανειολήπτη.

(66)

Για το μέτρο 4 (δάνεια της NG για την MSR), η Γερμανία διαπιστώνει ότι το επιτόκιο του 7 % φαίνεται ότι είναι σύμφωνο με τους κανόνες της αγοράς.

(67)

Το μέτρο 5 (στήριξη της CST από την NG) σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας είναι σύμφωνο με τους κανόνες της αγοράς: Μετά την αρχική ισότιμη χρηματοδότηση του έργου από την NG και την MIB, η MIB αργότερα δεν ήταν σε θέση να συνεισφέρει τα απαιτούμενα δάνεια εταίρων στο ίδιο ύψος όπως η NG. Επειδή μια αποχώρηση της NG από το έργο θα είχε επηρεάσει αρνητικά την εμπρόθεσμη παροχή του συστήματος εισιτηρίων και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε αχρηστεύσει την προηγούμενη επένδυση της NG, θα ήταν ευνοϊκότερο για την NG να συνεχίσει το προγραμματισμένο έργο με μεταβληθείσες συνθήκες, καθώς από το επιχειρηματικό σχέδιο αναμενόταν εύλογη απόδοση και η NG είχε λάβει εξασφαλίσεις από την NG.

(68)

Όσον αφορά το μέτρο 6 (πληρωμές προς την IPC και δάνειο που χορηγήθηκε στην MSR μέσω της PNG), η Γερμανία υποστηρίζει ότι οι δικαιούχοι θα είχαν λάβει τις εκάστοτε πληρωμές ως αποζημίωση για υπηρεσίες και ως δάνειο με όρους σύμφωνους με τους κανόνες της αγοράς.

(69)

Όσον αφορά το μέτρο 7 (εκχώρηση των απαιτήσεων της MIB κατά της CST στην NG), η Γερμανία δεν εξετάζει ενδεχόμενο πλεονέκτημα.

(70)

Όσον αφορά το μέτρο 8 (δάνειο της ISB στην NG, την MSR και τη CMHN), η Γερμανία επισημαίνει ότι η ISB δεν είναι ανεξάρτητη (σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού) ως (ανεξάρτητη) επιχείρηση, αλλά ενεργεί με την ιδιότητά της ως αναπτυξιακή τράπεζα κατ' εντολή της διοίκησης του κρατιδίου Ρηνανίας-Παλατινάτου και ως μέρος αυτής (94). Κατά την άποψη της Γερμανίας, οι αρχές της συμφωνίας ΙΙ μπορούν να εφαρμοστούν στην αναχρηματοδότηση του δανείου της ISB μέσω συμμετοχής της ISB στο απόθεμα ρευστότητας (95). Ως εκ τούτου, αυτή η συμμετοχή δεν αποτελεί ενίσχυση υπέρ της ISB (96).

(71)

Όσον αφορά το μέτρο 9 (εγγύηση του κρατιδίου έναντι της ISB σε σχέση με το μέτρο 8), η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η σχετική δήλωση εγγύησης και απαλλαγής ρυθμίζει μόνο την κατανομή του κινδύνου στην εσωτερική σχέση μεταξύ του κρατιδίου και της ISB και δεν αποτελεί ευνοϊκή μεταχείριση των δανειοληπτών (NG, την MSR και CMHN), αφού δεν έχει οδηγήσει σε βελτιωμένες συνθήκες δανείου γι' αυτές (97).

(72)

Για το μέτρο 10 (σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας της 25ης Μαρτίου 2010), η Γερμανία υπέβαλε τη γνωμοδότηση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011 η οποία ανατέθηκε από το κρατίδιο σχετικά με το μίσθωμα επιχειρηματικής δραστηριότητας για το Nürburgring, στην οποία προσδιορίστηκαν μια σειρά από ελάχιστες και μέγιστες τιμές για ετήσια ποσά μισθωμάτων σε συνθήκες αγοράς. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι τα προσδοκώμενα έσοδα μίσθωσης σύμφωνα με τη γνωμοδότηση βρίσκονταν 20 % πάνω από τη μέγιστη τιμή της αγοράς και, συνεπώς, θα είχαν δώσει τη δυνατότητα να αποσβεστεί το κόστος κατασκευής του εκμισθωτή ύψους 330 εκατ. ευρώ και ένα εύλογο κέρδος (98).

(73)

Όσον αφορά τα δάνεια στο πλαίσιο του μέτρου 11 (δάνεια της RIM στην MSR μέσω της Mediinvest και της PNG), που χρηματοδοτήθηκαν μέσω του τομέα ΙΙ του έργου «Nürburgring 2009», η Γερμανία υποστηρίζει ότι αυτά αντιστοιχούσαν με την αρχή του επενδυτή που ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα, αφού τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν βρίσκονταν πάνω από το ισχύον επιτόκιο αναφοράς (με εξαίρεση δύο δάνεια της 12ης Νοεμβρίου 2008 και της 22ας Δεκεμβρίου 2008).

(74)

Για το μέτρο 12 (δάνεια της RIM στην MSR μέσω της Mediinvest μετά το μέτρο 11), η Γερμανία υποστηρίζει ότι η εγγύηση του κρατιδίου οδηγεί μόνο σε πλεονέκτημα για τους δικαιούχους των δανείων, ωστόσο δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα στην ISB ή στη RIM, διότι αυτή η εγγύηση αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση των δανείων.

(75)

Για τα μέτρα 13 και 14 (έσοδα από τον φόρο στα καζίνο με σκοπό την προώθηση του τουρισμού (99) και δάνεια εταίρων του κρατιδίου), η Γερμανία δεν επικαλείται συμφωνία με την αρχή του επενδυτή που ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς. Όσον αφορά τον φόρο στα καζίνο, η Γερμανία χαρακτηρίζει το μέτρο ως αντιστάθμιση για το κόστος των υποδομών σε σχέση με την προώθηση του τουρισμού. Για τη συμφωνία υπαγωγής, η Γερμανία δηλώνει ότι η εν λόγω συμφωνία έχει καθαρά δηλωτικό αποτέλεσμα σε δάνεια εταίρων, δεδομένου ότι κάθε δάνειο εταίρων στη διαδικασία αφερεγγυότητας ούτως ή άλλως υποχωρεί στη δεύτερη σειρά, άρα η συμφωνία υπαγωγής έχει ως αποτέλεσμα μόνο μια δυνητική επιβάρυνση του δημόσιου προϋπολογισμού και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά πλεονέκτημα (100).

(76)

Για το μέτρο 15 (εξαγορά των μεριδίων της MSR από την NG και τη RIM), η Γερμανία υποστηρίζει ότι το εν λόγω μέτρο δεν εξασφάλισε οικονομικό πλεονέκτημα για τη Mediinvest, την Geisler & Trimmel και τη Weber:α) Η εξαγορά πραγματοποιήθηκε με συμβολικό τίμημα αγοράς μόνο 1 ευρώ ανά μερίδιο· β) δεν συσχετίστηκε με άλλα πλεονεκτήματα, όπως η καταγγελία δανείων εταίρων ή εγγυήσεις των εταίρων· γ) η NG και η RIM εξαγόρασαν τα μερίδια της MSR, προκειμένου να συγχωνεύσουν την κυριότητα του επιμέρους τομέα II με εκείνη του επιμέρους τομέα Ι του «Nürburgring 2009» και με αυτόν τον τρόπο να δώσουν τη δυνατότητα μιας ενιαίας μεθόδου λειτουργίας, καιδ) το ερώτημα κατά πόσον η MSR κατά τη στιγμή της μεταβίβασης ήταν πιθανώς προβληματική επιχείρηση δεν είχε επιρροή σε αυτήν την αξιολόγηση, αφού η MSR ήταν ΕΠΕ, δηλαδή η ευθύνη των εταίρων ούτως ή άλλως περιοριζόταν στο εταιρικό κεφάλαιο.

(77)

Όσον αφορά το μέτρο 16 (χρηματοδότηση των ζημιών της NG σε σχέση με τους αγώνες της Formula 1 στο κρατίδιο), η Γερμανία υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα και ότι η χρηματοδότηση των εκδηλώσεων της Formula 1 είναι κατά κανόνα ελλειμματική.

(78)

Για το μέτρο 17 (σύμβαση παραχώρησης της Formula 1), η Γερμανία αναφέρει ότι αυτή σχετίζεται με τους όρους της σύμβασης μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επειδή το μίσθωμα (δηλαδή […] %) βρίσκεται πολύ πάνω από το σύνηθες στην αγορά μίσθωμα, οι δύο συμβάσεις συνολικά, σύμφωνα με τη Γερμανία, αντισταθμίζονται (συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν για την NAG από τη σύμβαση παραχώρησης) (101).

β)   Μέτρα στα οποία αναφέρεται η απόφαση της 7ης Αυγούστου 2012  (102)

(79)

Το μέτρο 18 (αναδιάρθρωση του χρέους), σύμφωνα με τη Γερμανία, ήταν απαραίτητο για να αποφευχθεί η άμεση αφερεγγυότητα. Ένας ιδιώτης εταίρος έλαβε επίσης αυτό το μέτρο.

(80)

Το μέτρο 19 (συμφωνία υπαγωγής και δήλωση απαλλαγής), σύμφωνα με τη Γερμανία, δεν αποτελεί μόνο πιθανή επιβάρυνση του δημόσιου προϋπολογισμού και ένας ιδιώτης εταίρος θα είχε συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η συμφωνία υπαγωγής δεν έχει συνέπειες για τους εταίρους, καθώς δεν υπάρχουν σημαντικές απαιτήσεις άλλων πιστωτών.

3.6.   ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

(81)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι τα μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης δεν προκαλούν κίνδυνο επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (103).

3.7.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

α)   Εγκαταστάσεις της πίστας αγώνων

(82)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το Nürburgring έχει αποφασιστική σημασία για την οικονομία και την απασχόληση στην περιφέρεια Eifel, ότι πρόκειται για σημαντική εγκατάσταση υποδομής για τον ερασιτεχνικό/μαζικό αθλητισμό, ότι είναι μέρος της ιστορίας του μηχανοκίνητου αθλητισμού στη Γερμανία και, ως εκ τούτου, μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ένωσης, ότι το Nürburgring έχει μεγάλη σημασία για την οδική ασφάλεια σε όλο τον κόσμο, καθώς τα αυτοκίνητα που υποβάλλονται σε δοκιμές εδώ εξάγονται σε όλο τον κόσμο, ότι το κέντρο οδηγικής ασφάλειας προσφέρει εκπαίδευση σε θέματα ασφαλείας και ότι τα μέτρα που εξετάστηκαν αφορούν λιγότερο αυτή καθεαυτή την πίστα αγώνων, και περισσότερο την αθλητική υποδομή και τη μη αθλητική υποδομή, η οποία δεν έχει άμεση σχέση με την πίστα αγώνων και τη διοργάνωση αγώνων της Formula 1.

β)   Συμβιβάσιμο των ενισχύσεων με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

Στόχος κοινού ενδιαφέροντος

(83)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κοινός στόχος κατά την έννοια του άρθρου 165 της ΣΛΕΕ (104) και ότι τα μέτρα, τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε ευκαιρίες άθλησης, είναι επιλέξιμα (105): Το Nürburgring δεν χρησιμοποιείται μόνο για λίγες επαγγελματικές εκδηλώσεις, αλλά και για ερασιτεχνικούς αγώνες και για την εκπαίδευση νέων μηχανοκίνητων αθλητών. Επιπλέον, στο Nürburgring πραγματοποιούνται και άλλες αθλητικές εκδηλώσεις, όπως ποδηλατοδρομίες (Rad&Run) και αγώνες δρόμου (Fisherman's Friend StrongmanRun) καθώς και τρίαθλο (Green Hell Triathlon).

Αναγκαιότητα και αναλογικότητα των μέτρων

(84)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, τα μέτρα απαιτούνται για τους εξής λόγους: Από συνολικά […] ημέρες εκδηλώσεων, το Nürburgring χρησιμοποιείται μόνο […] ημέρες αποκλειστικά για τον επαγγελματικό αθλητισμό, […] ημέρες αποκλειστικά για τον ερασιτεχνικό/μαζικό αθλητισμό και […] ημέρες ταυτόχρονα για τον ερασιτεχνικό/μαζικό αθλητισμό και τον επαγγελματικό αθλητισμό. Οι αθλητές που συμμετέχουν στις εκδηλώσεις είναι κατά πάνω από […] % ερασιτέχνες/μαζικοί αθλητές ([…] επαγγελματίες αθλητές έναντι […] ερασιτεχνών αθλητών). Οι επαγγελματικές αθλητικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν τους αγώνες Formula 1, το Γερμανικό Πρωτάθλημα Αγωνιστικών Αυτοκινήτων, το Superbike World Championship, τη μουσική εκδήλωση Ροκ am Ring και τις δοκιμαστικές διαδρομές των κατασκευαστών αυτοκινήτων. Οι μαζικοί αθλητές μπορούν να κινούνται στην πίστα με το δικό τους όχημα. Τα Σαββατοκύριακα, οι μεγάλες γερμανικές ενώσεις μηχανοκίνητου αθλητισμού (όπως το ADAC) διοργανώνουν ερασιτεχνικές σειρές αγώνων. Τις καθημερινές, μεμονωμένοι σύλλογοι χρησιμοποιούν την πίστα για εκπαιδευτικούς σκοπούς ή για ερασιτεχνικούς διαγωνισμούς. Στον μηχανοκίνητο αθλητισμό δεν υπάρχουν διαφορετικές υποδομές για τον επαγγελματικό ή τον ερασιτεχνικό/μαζικό αθλητισμό. Επιπλέον, τα εξεταζόμενα μέτρα χρησίμευσαν για την αντιστάθμιση της ανεπάρκειας της αγοράς. Με αυτά τα μέτρα δεν μπορεί να αναμένεται απόδοση επενδύσεων (return on investment). Σε αντίθεση με τις πολλαπλές αρένες, εδώ πραγματοποιούνται μόνο μία ή δύο σειρές αγώνων ετησίως. Για τον λόγο αυτό, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα ήταν διατεθειμένος να κατασκευάσει ή να χρηματοδοτήσει μια τέτοια υποδομή. Η συμμετοχή ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση του τομέα Ι του έργου «Nürburgring 2009» απέτυχε. Κατά συνέπεια, η συμμετοχή του δημοσίου είχε προτρεπτικό αποτέλεσμα. Χωρίς τη ρητή πολιτική βούληση της κυβέρνησης του κρατιδίου, η NG δεν θα είχε πραγματοποιήσει τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση της αθλητικής υποδομής στην ίδια έκταση. Επιπλέον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η χρηματοδότηση των μέτρων είναι αναλογική. Η επίτευξη των στόχων δεν θα ήταν δυνατή με χαμηλότερη ενίσχυση από το δημόσιο. Οι εγκαταστάσεις ήταν απαρχαιωμένες και χρειάζονταν εκσυγχρονισμό. Δεν πραγματοποιήθηκε αλληλεπικάλυψη των υποδομών. Σε αντίθεση με τις διαδικασίες της Επιτροπής για τις πολυλειτουργικές αρένες (106), τα εξεταζόμενα μέτρα ούτε αφορούν τη νέα κατασκευή των αθλητικών υποδομών ούτε οδήγησαν σε σημαντική επέκταση της χωρητικότητας.

Οι συνέπειες στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό περιορίζονται στο μέτρο που είναι αναγκαίο.

(85)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, οι συνέπειες στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό είναι μικρές και δεν αντίκεινται προς το κοινό συμφέρον. Όπως διαπίστωσε το Εφετείο Koblenz (107), το Nürburgring με το Nordschleife διαθέτει ένα μοναδικό σημείο πώλησης. Η κατανομή των διαφόρων διεθνών και εθνικών εκδηλώσεων στις διάφορες πίστες αγώνα αυξανόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα η ενίσχυση της αθλητικής υποδομής στο Nürburgring να μην οδηγήσει σε μεταφορά εκδηλώσεων στο Nürburgring. Επιπλέον, στο Nürburgring πραγματοποιείται μικρός μόνο αριθμός διεθνών εκδηλώσεων.

γ)   Συμβιβάσιμο των ενισχύσεων με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ

(86)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το Nürburgring —η μεγαλύτερη μόνιμη πίστα αγώνων στον κόσμο, με την παλαιότερη περιοχή στάσης οχημάτων που διατηρείται ακόμη σε όλο τον κόσμο— αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ένωσης (108). Μέρη του ringowerk (ένα μείγμα μουσείου και κέντρου επιστημών) έχουν μουσειακό χαρακτήρα. Τα μέτρα για την ενίσχυση της κουλτούρας του μηχανοκίνητου αθλητισμού ήταν απαραίτητα, δεδομένου ότι αφενός δημιουργούν μια κοινή πολιτιστική ταυτότητα στη Γερμανία και στην Ένωση και αφετέρου είχε αποτύχει η ιδιωτική χρηματοδότηση του επιμέρους τομέα I του έργου «Nürburgring 2009». Το μέτρο είναι επίσης αναλογικό, αφού δεν πραγματοποιήθηκε υπέρμετρη αντιστάθμιση γι' αυτό το μέτρο. Οι όροι εμπορίου και ανταγωνισμού στον τομέα των πολιτιστικών ιδρυμάτων δεν επηρεάζονται από τα μέτρα ενίσχυσης σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Τα πολιτιστικά ιδρύματα στο Nürburgring είναι σε ανταγωνισμό με άλλα περιφερειακά και εθνικά πολιτιστικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα το μερίδιο αγοράς τους να είναι χαμηλό.

δ)   Συμβιβάσιμο των ενισχύσεων με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ

(87)

Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι η χρήση πιστώσεων από το απόθεμα ρευστότητας από την NG και η συμμετοχή της ISB στο απόθεμα ρευστότητας (μέτρο 3) είναι συμβιβάσιμα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ καθώς, λόγω της κατάρρευσης της διατραπεζικής αγοράς, ήταν πρακτικά αδύνατος ο δανεισμός στην αγορά.

ε)   Συμβιβάσιμο των ενισχύσεων με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ

(88)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι ένα μέρος των επενδυτικών μέτρων για την προώθηση του τουρισμού πληρούσαν τις προϋποθέσεις των ΥΓΟΣ που ίσχυαν τότε (109) και ότι αυτή η κατανομή δεν βασιζόταν σε κάποιο προφανές σφάλμα. Συγκεκριμένα, η Γερμανία επισημαίνει ότι τμήματα του ringowerk (ιδίως η έκθεση μηχανοκίνητου αθλητισμού, το πολυμεσικό θέατρο Grüne Hölle, το ringomeister και το testocentre) έχουν μουσειακό χαρακτήρα και υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον της (πολιτιστικής) εκπαίδευσης. Το Warsteiner Event Centre χρησιμεύει ως πολλαπλών χρήσεων εγκατάσταση συνεδρίων, εκθέσεων και συνεδριάσεων και ο χώρος στάθμευσης δεν αξιοποιείται πλήρως τις ημέρες χωρίς μεγάλες εκδηλώσεις. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι χωρίς δημόσια χρηματοδότηση καμία επιχείρηση που λειτουργεί με τους συνήθεις όρους της αγοράς δεν θα είχε πραγματοποιήσει τις επενδύσεις σε αυτές τις τρεις εγκαταστάσεις. Η αποτυχημένη ιδιωτική χρηματοδότηση του επιμέρους τομέα I του έργου «Nürburgring 2009» κατέδειξε ότι δεν υπήρχε αγορά για την παροχή τέτοιων μέτρων.

(89)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η οργάνωση εκδηλώσεων της Formula 1 θεωρείται ως ΥΓΟΣ, αφού και σε άλλες χώρες καταβάλλονται κρατικές επιδοτήσεις γι' αυτές. Επιπλέον, αυτό είχε τεράστιο αποτέλεσμα στο κύρος και οικονομικές επιπτώσεις καθώς και επίδραση ως προς τη συγκρότηση ταυτότητας για το οικείο κράτος μέλος και το σύνολο της Ένωσης.

στ)   Προσωρινό ενωσιακό πλαίσιο

(90)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι οι δόσεις 2 έως 4 του δανείου της ISB (μέτρο 8), σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής — προσωρινό ενωσιακό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (110) (προσωρινό ενωσιακό πλαίσιο) είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Ακόμη και αν η Επιτροπή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η NG την 1η Ιουλίου 2008 έπρεπε να θεωρηθεί ως προβληματική επιχείρηση και το προσωρινό ενωσιακό πλαίσιο δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις δόσεις 2 έως 4 του δανείου της ISB, ενίσχυση υπέρ της NG, της MSR και της CMHN θα αποτελούσε μόνο η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που πληρωνόταν στην αγορά και εκείνου που πράγματι καταβλήθηκε, όχι όμως η συνολική ονομαστική αξία του δανείου (111).

3.8.   ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

(91)

Στις παρατηρήσεις της, η Γερμανία επιμένει ότι η δομή εκποίησης δεν περιλαμβάνει κρατικές ενισχύσεις υπέρ του αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η διαδικασία εκποίησης αποτελεί ρήξη της οικονομικής συνέχειας της NG, της MSR και της CMHN. Σε περίπτωση που η επίσημη διαδικασία έρευνας οδηγήσει σε αρνητική απόφαση της Επιτροπής και στην ανάκτηση των ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων, οι σχετικές υποχρεώσεις επιστροφής της NG, της MSR και της CMHN δεν αφορούν τον αγοραστή των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων. Όσον αφορά τον όρο ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν θα υπάρχει οριστική απόφαση της Επιτροπής, στην οποία θα καθορίζεται ότι δεν θα ανακτηθούν κρατικές ενισχύσεις από τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι αυτός ο όρος δεν αποτελεί εμπόδιο για την εκκαθάριση των δικαιούχων ενίσχυσης, ούτε συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ούτε πλεονέκτημα υπέρ του αγοραστή.

(92)

Όσον αφορά τη ρήξη της οικονομικής συνέχειας, η Γερμανία επισημαίνει τα εξής:

α)

Η πώληση πραγματοποιείται στο πλαίσιο μια ανοικτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών. Η σύμβαση κατακυρώθηκε στον προσφέροντα που υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά και προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία της χρηματοοικονομικής ικανότητάς του.

β)

Η οικονομική λογική της εκποίησης καθορίζεται από τη διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία αποσκοπεί να ικανοποιήσει τους δανειστές από κοινού, μέσω αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και διανομής των εσόδων σε αυτούς.

γ)

Η κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας και η εξαγορά της λειτουργίας της NAG από την NBG καθώς και η πώληση των περιουσιακών στοιχείων στην Capricorn με την επακόλουθη ανάθεση των περιουσιακών στοιχείων σε χωριστό θεματοφύλακα αποτέλεσαν οικονομικές ρήξεις, καθώς διαφέρει θεμελιωδώς η χρήση των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων που προβλέπεται στις επιχειρηματικές μεθόδους της NAG, της NBG και της Capricorn.

δ)

Ούτε η Capricorn, ούτε ο νέος ιδιοκτήτης των περιουσιακών στοιχείων δεν θα βρίσκονται τον Ιανουάριο του 2015 σε σύνδεση, οικονομική ή εταιρικού δικαίου, με την NG, την MSR ή τη CMHN.

ε)

Ο αγοραστής αγόρασε από τους πωλητές μόνο τα περιουσιακά στοιχεία και όχι μερίδια ή υποχρεώσεις. Επίσης δεν μεταβιβάστηκαν στον αγοραστή τα μερίδια στην NBG.

στ)

Οι συμβάσεις που διέπουν τις τρέχουσες συναλλαγές θα λήξουν κυρίως μετά τη σεζόν του 2014. Νέες συμβάσεις για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 και μετά θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων και θα συναφθούν από την εταιρεία εκμετάλλευσης που ιδρύθηκε από τον αγοραστή. Η μεταβίβαση των σχέσεων εργασίας σε σχέση με τα προσφερόμενα περιουσιακά στοιχεία διέπεται από το ισχύον γερμανικό δίκαιο, δηλαδή, ο αγοραστής των αφερέγγυων περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να αποφασίζει ελεύθερα για την πρόσληψη προσωπικού.

ζ)

Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, τα περιουσιακά στοιχεία είχαν ήδη πωληθεί πριν από την ενδεχόμενη αρνητική απόφαση της Επιτροπής.

η)

Ωστόσο, η στιγμή της μεταβίβασης προκύπτει από τις προδιαγραφές που πρέπει να τηρηθούν στο πλαίσιο της βέλτιστης αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων που προβλέπεται στη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας. Δεδομένων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της δραστηριότητας του μηχανοκίνητου αθλητισμού και των προσφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, η Γερμανία θεωρεί ότι ο επιτυχής προσφέρων ή οι επιτυχείς προσφέροντες θα έπρεπε να δραστηριοποιούνται σε παρόμοιους επιχειρηματικούς τομείς όπως η NG, η MSR και η CMHN. Ωστόσο, κάθε νέος ιδιοκτήτης θα μπορούσε να διαμορφώσει τη δραστηριότητά του σύμφωνα με επιχειρηματικά κριτήρια διαφορετικά από ό,τι η NG, η MSR και η CMHN και θα εφάρμοζε το δικό του επιχειρηματικό μοντέλο. Για την πίστα αγώνων, η Capricorn έχει άλλη μέθοδο χρήσης, η οποία βασίζεται σε νέο επιχειρηματικό σχέδιο. Επιπλέον, ο αγοραστής θα συμμετέχει στο μέλλον ακόμα εντονότερα στην οργάνωση εκδηλώσεων. Σύμφωνα με τα σχέδια του αγοραστή, το Nürburgring πρόκειται να μετατραπεί από τουριστική ατραξιόν σε τεχνολογική εγκατάσταση.

(93)

Όσον αφορά τον όρο ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν θα υπάρχει οριστική απόφαση της Επιτροπής, στην οποία θα καθορίζεται ότι δεν θα ανακτηθούν κρατικές ενισχύσεις από τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων, η Γερμανία ισχυρίζεται τα εξής:

α)

Κανένας δυνητικός επενδυτής ή χρηματοπιστωτικός εταίρος δεν θα δεχόταν την αγορά των περιουσιακών στοιχείων χωρίς αυτόν τον ανασταλτικό όρο.

β)

Σύμφωνα με τον γερμανικό κανονισμό περί αφερεγγυότητας (112), καθήκον των συνδίκων πτωχεύσεως είναι να αξιοποιήσει με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή να επιδιώξει συμφωνία σε σχέδιο αφερεγγυότητας, γεγονός που θα σήμαινε όμως στην προκειμένη περίπτωση περαιτέρω κρατικές ενισχύσεις υπέρ των επιχειρήσεων του Nürburgring.

γ)

Ο μισθωτής θα εκμεταλλευόταν/διαχειριζόταν τα μισθωμένα περιουσιακά στοιχεία με τη δική του επωνυμία, βάσει δικού του επιχειρηματικού σχεδίου και με εργαζομένους της επιλογής του.

δ)

Η προσφορά της [προσφέρων 2] περιείχε παρόμοιο όρο, σύμφωνα με τον οποίο οι προσφερόμενες τιμές θα καταβάλλονταν μόνο αν υπήρχε οριστική απόφαση της Επιτροπής, στην οποία θα διαπιστωνόταν ότι οι ενισχύσεις δεν θα ανακτηθούν από τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων. Η προσφορά της [προσφέρων 3] περιείχε έναν όρο που προέβλεπε ότι η επιχείρηση μπορούσε να υπαναχωρήσει από την αγορά εάν δεν υπήρχε θετική απόφαση της Επιτροπής έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.

ε)

Εάν στις αρχές του 2015 δεν υπάρχει οριστική απόφαση της Επιτροπής, η δομή, μέσω της οποίας τα εκποιούμενα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάστηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2015 σε νέα επιχείρηση, στην οποία το 95,1 % των μεριδίων διατηρείται από τον ιδιοκτήτη και το 4,9 % από ανεξάρτητο θεματοφύλακα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 56), δεν θα οδηγήσει σε οικονομική συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του δικαιούχου ενίσχυσης, αντίθετα θα διασφαλίσει την οριστική αποχώρησή του από την αγορά.

(94)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, με αυτήν τη διαδικασία εξασφαλίζεται ότι δεν υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ της NG, της MSR και της CMHN και των περιουσιακών στοιχείων που προσφέρονται στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Ως εκ τούτου, οι τυχόν δυνητικά ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά κρατικές ενισχύσεις υπέρ της NG, της MSR και της CMHN θα έπρεπε, ύστερα από αντίστοιχη απόφαση της Επιτροπής, να ανακτηθούν από αυτές τις εταιρείες, και δεν θα αφορούσαν τον αγοραστή των εκποιούμενων περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, η Γερμανία υποστηρίζει ότι ο ανασταλτικός όρος στη σύμβαση αγοράς μεταξύ των πωλητών και του αγοραστή δεν αποτελεί εμπόδιο ούτε για την εκκαθάριση της επιχείρησης Nürburgring, ούτε για την ανάκτηση παλαιότερων κρατικών ενισχύσεων από αυτές τις επιχειρήσεις. Οι δικαιούχοι ενίσχυσης θα αποχωρούσαν οριστικά από την αγορά. Σε περίπτωση που ακυρωνόταν η πώληση στην Capricorn, τα περιουσιακά στοιχεία παρ' όλα αυτά θα πωλούντο και οι πωλητές θα εκκαθαρίζονταν.

(95)

Η Γερμανία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με τη δομή εκποίησης, προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου ότι η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων δεν περιέχει στοιχεία κρατικών ενισχύσεων και ο επιτυχής προσφέρων ή προσφέροντες δεν ευθύνονται για ανακτήσεις κρατικών ενισχύσεων ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά.

(96)

Η Γερμανία είχε επίσης υποσχεθεί να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας εκποίησης. Οι εκθέσεις διαβιβάζονταν ανά τακτά διαστήματα. Σε αυτές επιβεβαιωνόταν ότι η διαδικασία εκποίησης διεξαγόταν σύμφωνα με τις αρχές που συζητήθηκαν με την Επιτροπή. Επιπλέον, περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τους προσφέροντες, τις προσφορές τους, το τελικό τίμημα αγοράς και άλλα σχετικά σημεία.

4.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

4.1.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ JA ZUM NÜRBURGRING eV (ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩΝ 1)

α)   Καταγγελία

(97)

Ο καταγγέλλων 1 υποστηρίζει ότι ο σχεδιασμός της διαδικασίας υποβολής προσφορών για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της NG, της MSR και της CMHN (δηλαδή η εκποίηση της πίστας αγώνων με τις επιχειρήσεις καταλύματος και το πάρκο αναψυχής στο σύνολό τους) δεν ήταν κατάλληλος για να εξαλείψει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις αντίστοιχες αγορές, αφού ο σκοπός της διαδικασίας συνίστατο στην αμετάβλητη λειτουργία του συγκροτήματος και τη μεταφορά του μεγαλύτερου αριθμού των εργαζομένων της NG, της MSR και της CMHN στον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, ο καταγγέλλων 1 στην καταγγελία του ισχυρίζεται ότι οι αφερέγγυες επιχειρήσεις στη διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο της αυτοδιαχείρισης πραγματοποιούν την πώληση μόνον υπό την επίβλεψη ενός διαχειριστή (113), ότι οι προσφέροντες δεν χρειάζεται να υποβάλουν χωριστές προσφορές για τις επιμέρους μονάδες αξιοποίησης και ότι είναι δυνατή η υποβολή προσφορών για το σύνολο όλων των περιουσιακών στοιχείων.

(98)

Επιπλέον, ο καταγγέλλων 1 ισχυρίζεται ότι οι ενισχύσεις θα μεταβιβάζονταν στον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων, αφού όλα τα περιουσιακά στοιχεία, περίπου 300 εργαζόμενοι και η επιχείρηση εκμετάλλευσης της NBG θα πωλούνταν σε έναν και μοναδικό προσφέροντα και, επομένως, θα ήταν δεδομένη η οικονομική συνέχεια μεταξύ του παλαιού και του νέου ιδιοκτήτη/φορέα εκμετάλλευσης. Επιπλέον, ο καταγγέλλων 1 ισχυρίζεται ότι οι πωλητές, βάσει του κριτηρίου της μεγιστοποίησης της αξίας όλων των περιουσιακών στοιχείων, προτιμούν προσφορές για το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και, ως εκ τούτου, οι προσφορές για μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση.

(99)

Επιπροσθέτως, ο καταγγέλλων 1 επέκρινε το γεγονός ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών χαρακτηρίζεται από έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά τα κριτήρια κατακύρωσης και τα οικονομικά στοιχεία σχετικά με τα κέρδη της NG και οι προσφέροντες δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα· κατ' αυτόν τον τρόπο, η πρόσβαση στην εικονική αίθουσα δεδομένων περιορίστηκε σε πέντε προσφέροντες. Ο καταγγέλλων 1 ισχυρίζεται επίσης ότι η κοινοποίηση σχετικά με την παράταση της προθεσμίας έως τα μέσα Φεβρουαρίου 2014 για την υποβολή των δεσμευτικών προσφορών είχε αποσταλεί από τους πωλητές μόνο στους συνολικούς προσφέροντες που είχαν αποκτήσει πρόσβαση στην εικονική αίθουσα δεδομένων. Αντιθέτως, οι προσφέροντες, όπως ο καταγγέλλων 2, που είχαν υποβάλλει προσφορές μόνο για τις επιμέρους μονάδες αξιοποίησης, δεν ενημερώθηκαν για την παράταση της προθεσμίας. Επιπλέον, ο καταγγέλλων 1 επισημαίνει ότι το κρατίδιο και η Capricorn θα εκπροσωπούνταν από το ίδιο δικηγορικό γραφείο.

(100)

Ο καταγγέλλων 1 υπέβαλε αίτηση να ανασταλεί η τρέχουσα διαδικασία υποβολής προσφορών και να ανοιχτεί εκ νέου με σαφή κριτήρια κατακύρωσης, να χαρακτηριστεί η πίστα ως ΥΓΟΣ και να πωληθεί χωριστά από τις εγκαταστάσεις καταλύματος και το πάρκο αναψυχής.

(101)

Επιπλέον, ο καταγγέλλων 1 υποστηρίζει ότι η NBG έχει λάβει νέες, μη κοινοποιημένες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις, διότι είχε λάβει από την αφερέγγυα NG για τη λειτουργία στο Nürburgring κεφάλαια με τη μορφή μεταφοράς 2 239 243 ευρώ στο ελεύθερο αποθεματικό κεφάλαιο, ότι η λειτουργία πραγματοποιείται βάσει μιας νέας σύμβασης μίσθωσης μεταξύ της NG, της MSR, της CMHN και της NBG, για την οποία δεν είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός, ότι η NBG δεν καταβάλλει μίσθωμα και ότι η NBG δεν καταβάλλει προσπάθειες για να επιτύχει μεγαλύτερους κύκλους εργασιών και να εξοικονομήσει κόστος, δεδομένου ότι έχει διατηρήσει ολόκληρο το προσωπικό και βαρύνεται με τα έξοδα για τη διοργάνωση της Formula 1. Ο καταγγέλλων 1 ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι για την εξαγορά των σχέσεων εργασίας των εργαζομένων της NAG από την NBG βάσει της συλλογικής σύμβασης εργασίας που συνήφθη στις 26 Ιουλίου 2013 με το Ενωμένο Σωματείο Παροχής Υπηρεσιών (ver.di) καθορίζεται ότι δεν πρέπει να προκληθούν από τη μετάβαση για τους εργαζομένους οικονομικά, κοινωνικά ή νομικά μειονεκτήματα και ότι από αυτό αναγνωρίζεται ότι θα διατηρηθεί ένα επιχειρηματικό μοντέλο δομημένο με παράνομες ενισχύσεις.

β)   Παρατηρήσεις των συνδίκων πτωχεύσεως που διαβιβάστηκαν από τη Γερμανία

(102)

Κατά την άποψη των συνδίκων πτωχεύσεως, η καταγγελία θα έπρεπε να απορριφθεί, αφού δεν καταδεικνύει ότι η επίμαχη διαδικασία εκποίησης διαφέρει από μια συνήθη στην αγορά διαδικασία εκποίησης.

(103)

Σε μια ανοιχτή, άνευ όρων και διαφανή διαδικασία υποβολής προσφορών δεν θα μπορούσαν να αποκλειστούν εκ των προτέρων προσφορές για το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων. Αν μια τέτοια συνολική προσφορά είναι υψηλότερη από το άθροισμα των προσφορών που παρελήφθησαν για τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία, ένας ιδιοκτήτης υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς θα κατακύρωνε τη συνολική προσφορά. Υπό αυτές τις συνθήκες, ως τιμή της αγοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί μόνο η τιμή της συνολικής προσφοράς (114). Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο ζητούμενος από τους καταγγέλλοντες αποκλεισμός των συνολικών προσφορών κατά την πώληση στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας θα σήμαινε παρέμβαση στην επιχειρηματική ελευθερία που προστατεύεται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των πτωχευτικών πιστωτών.

(104)

Δεν υπήρξε προτίμηση για συνολική προσφορά. Ο καταγγέλλων 2 δεν απέκτησε πρόσβαση στην αίθουσα δεδομένων αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο ότι η προσφορά τιμήματος αγοράς του δεν ήταν αρκετά υψηλή για το αντικείμενο της αγοράς.

(105)

Η διαδικασία υποβολής προσφορών διεξήχθη ως διαδικασία πολλαπλών σταδίων. Οι προσφέροντες προκρίνονταν για την επόμενη φάση της διαδικασίας, μόνον όταν η σύναψη σύμβασης ήταν επαρκώς πιθανή. Αυτό έχει ως πλεονέκτημα ότι δεν χρειαζόταν να αποκτούν πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες της επιχείρησης περισσότεροι προσφέροντες από ό,τι ήταν απαραίτητο, και ότι το κόστος της δέουσας επιμέλειας (λεπτομερής εξέταση της επιχείρησης) θα μπορούσε να μειωθεί τόσο για τον πωλητή όσο και για τους προσφέροντες με ανεπαρκείς προσφορές τιμήματος αγοράς. Στους προσφέροντες διατίθεντο επαρκείς πληροφορίες σε κάθε φάση της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

(106)

Τα κριτήρια αξιολόγησης είχαν καθοριστεί σαφώς και επακριβώς. Κριτήριο κατακύρωσης ήταν τα συνολικά έσοδα, σταθμισμένα ανάλογα με την πιθανότητα, τα οποία υποστηρίζονταν από υποκριτήρια.

(107)

Η αίθουσα δεδομένων δεν περιορίστηκε σε πέντε προσφέροντες για τεχνικούς λόγους. Ο αριθμός των προσβάσεων που διαμορφώθηκαν ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των προσφορών.

(108)

Σύμφωνα με τους συνδίκους πτωχεύσεως, η NBG ιδρύθηκε και εξοπλίστηκε ως όχημα για την προσωρινή λειτουργία της επιχείρησης εκμετάλλευσης του Nürburgring, ενόψει της πώλησης. Η επιχείρηση εκμετάλλευσης προηγουμένως βρισκόταν στα χέρια της NAG. Οι εταιρείες NG, MSR και CMHN από τη μίσθωση του Nürburgring στην NAG και μετά ήταν μόνο αμιγώς ιδιοκτήτριες εταιρείες, χωρίς δραστηριότητες εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τους συνδίκους πτωχεύσεως η NG, η MSR και η CMHN δεν ήταν επιλέξιμες για την εξαγορά της επιχείρησης εκμετάλλευσης, αφού αφενός η κατανομή της επιχείρησης εκμετάλλευσης στις τρεις εταιρείες θα απαιτούσε χωριστές μεθόδους και αφετέρου δεν συμφωνούσαν με τις μονάδες αξιοποίησης, οι οποίες στόχευαν σε οικονομικώς αποδοτική χρήση των ακινήτων. Επιπλέον, σε πολλές επιχειρήσεις η σύναψη συμβάσεων με αφερέγγυες εταιρείες παραβιάζει τους εσωτερικούς κανόνες συμμόρφωσης, με αποτέλεσμα η επιχείρηση εκμετάλλευσης να μην χρειάζεται να συνεχιστεί σε αφερέγγυα θυγατρική, ώστε οι πελάτες του Nürburgring να έχουν στη διάθεσή τους έναν αποδεκτό αντισυμβαλλόμενο. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από τους εργαζομένους αλλαγή από την NAG σε αφερέγγυες εταιρείες. Η NBG δεν ιδρύθηκε και εξοπλίστηκε ως μακροπρόθεσμη «Auffanglösung» (νεοϊδρυθείσα εταιρεία για τη συνέχιση της δραστηριότητας της πτωχεύσασας). Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring που εκμεταλλεύεται, δεν είναι προς πώληση. Επιπλέον, οι σύνδικοι πτωχεύσεως δηλώνουν ότι η κεφαλαιοποίηση της NBG όσον αφορά την εκποίηση (αποφυγή της μείωσης των εισπράξεων σε περίπτωση παροπλισμού των επιχειρήσεων) πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια, ότι τα περιουσιακά στοιχεία της NG αυξήθηκαν από την NBG και δεν μειώθηκαν (115), ότι η NGB δεν αποκόμισε κανένα πλεονέκτημα από την προαναφερόμενη κεφαλαιοποίηση και ότι η ίδρυση και ο εξοπλισμός της NBG δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος, αλλά στους συνδίκους πτωχεύσεως.

(109)

Επίσης, η συλλογική σύμβαση μεταξύ της NBG και της Ver.di συνήφθη για να μπορέσει να συνεχιστεί η επιχείρηση εκμετάλλευσης στην NBG μέχρι την εκποίηση και όχι για να διατηρηθεί το Nürburgring επιπλέον ως οικονομική μονάδα. Αυτή η σύμβαση συνήφθη με την NBG, όχι με τους πωλητές. Οι συμβάσεις εργασίας μεταφέρθηκαν από την NAG στην NGB σύμφωνα με το άρθρο 613α του γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB) και όχι με βάση τη συλλογική σύμβαση. Σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 9 της ΣΛΕΕ και την οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου (116), τα κριτήρια του ανταγωνισμού δεν πρέπει να οδηγούν στην παράκαμψη ή τη μείωση των κοινωνικών προτύπων. Για την NBG ως προσωρινή λύση είναι σημαντικό να συμφωνήσουν στη μεταφορά στην NBG οι εργαζόμενοι που απαιτούνται για την επιχείρηση εκμετάλλευσης, οι οποίοι είχαν προσληφθεί κυρίως στην NAG, αλλά και στην NG (20 εργαζόμενοι). Η NBG έπρεπε να αποτρέψει την ανάγκη αντικατάστασης, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής φάσης, των ειδικευμένων υπαλλήλων που είχαν απομείνει. Ανάμεσα στις αρχές του 2011 και το τέλος του 2012, ο αριθμός του προσωπικού μειώθηκε κατά 114 ΙΠΑ (από 402 σε 288 ΙΠΑ). Στην αρχή της σεζόν του 2013, απασχολήθηκαν και πάλι 290 ΙΠΑ. Στους προσφέροντες επισημάνθηκε ότι έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόσουν το μέγεθος της συναλλαγής στη μεταγενέστερη επιχειρηματική μέθοδό τους. Η ανάληψη εργαζομένων δεν σήμαινε ότι θα διατηρείτο το ίδιο επιχειρηματικό μοντέλο.

(110)

Σύμφωνα με την άποψη της Γερμανίας, δεν συνιστάται βάσει του δικαίου περί ενισχύσεων ούτε είναι αποδεκτό λαμβάνοντας υπόψη το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, ένας αγοραστής περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης που βρίσκεται σε αφερεγγυότητα να παρακινηθεί, επί ποινή ευθύνης για την επιστροφή των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί σε αυτήν την επιχείρηση προηγουμένως, να αποφύγει να αναλάβει τις συμβάσεις εργασίας της αφερέγγυας επιχείρησης και να συνάψει συμβάσεις εργασίας εκ νέου.

4.2.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ADAC eV (ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩΝ 2)

α)   Καταγγελία

(111)

Ο καταγγέλλων 2 δηλώνει ότι ενημερώθηκε από τους πωλητές ότι δεν θα μπορούσε να είναι επιλέξιμος στον επόμενο γύρο της εκποίησης, διότι το τίμημα αγοράς που προσέφερε ήταν σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο των άλλων προσφορών και επιπλέον η προσφορά αναφερόταν σε ένα μόνο μέρος των περιουσιακών στοιχείων, ενώ με τη διαδικασία επιδιωκόταν μεγιστοποίηση της αξίας για όλα τα περιουσιακά στοιχεία.

(112)

Ο καταγγέλλων 2 ισχυρίζεται ότι η διαδικασία εκποίησης αποσκοπεί στην οικονομική συνέχεια των δραστηριοτήτων και στη θέση στην αγορά του Nürburgring στην τρέχουσα μορφή του και ως εκ τούτου είναι ακατάλληλη για να εμποδίσει τη μεταφορά στον αγοραστή του πλεονεκτήματος των ενισχύσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί. Ο καταγγέλλων 2 υποστηρίζει ότι μόνο η πώληση των διαφόρων περιουσιακών στοιχείων και δραστηριοτήτων του Nürburgring σε πολλούς μερικούς προσφέροντες είναι κατάλληλη για να διακόψει την οικονομική συνέχεια, ότι υπάρχει προτίμηση των πωλητών να πωλήσουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία ως συνολικό πακέτο σε έναν και μοναδικό επενδυτή αντί να τα πωλήσουν μεμονωμένα, ότι η αγορά μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων δεν ήταν δυνατή εκ των πραγμάτων, δεν υπάρχουν κριτήρια αξιολόγησης για προσφορές για μέρη των περιουσιακών στοιχείων σε σύγκριση με συνολικές προσφορές και ότι στη δεύτερη φάση της διαδικασίας πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο συνολικές προσφορές.

(113)

Ο καταγγέλλων 2 υποστηρίζει επίσης ότι η πώληση που εκτελείται από τους συνδίκους πτωχεύσεως δεν πληροί τις προδιαγραφές περί κρατικών ενισχύσεων, ιδίως λόγω ελλιπούς διαφάνειας και εξάλειψης των διακρίσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι κατάλληλη για την επίτευξη της πραγματικής τιμής της αγοράς. Ο καταγγέλλων 2 υποστηρίζει ότι έλειπαν τα στοιχεία των εγγράφων προσφοράς που αφορούν την τιμή προσφοράς για την οικονομική κατάσταση της NG, γεγονός που οδήγησε σε υπερβολικές ενδεικτικές προσφορές, άρα είναι πιθανό ότι θα πρέπει να διορθωθούν προς τα κάτω μετά τη φάση της αίθουσας δεδομένων. Ο καταγγέλλων 2 υποστηρίζει ότι οι προσδοκίες για κέρδη για το 2013 διορθώθηκαν σημαντικά προς τα κάτω σε σχέση με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι προσφέροντες, χωρίς να ενημερωθούν γι' αυτό οι προσφέροντες και χωρίς να τους δοθεί η δυνατότητα για νέα αξιολόγηση. Επιπλέον, ο καταγγέλλων 2 υποστηρίζει ότι τα στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της NBG και τις απαραίτητες μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις δεν έχουν αποκαλυφθεί επαρκώς, και στα παραστατικά πωλήσεων έχει προταθεί η συνέχεια των συμβατικών σχέσεων, παρά γεγονός ότι οι συμβάσεις με τον καταγγέλλοντα 2 παρατάθηκαν μόνο κατά ένα έτος (2014). Επιπλέον, το κριτήριο της ασφάλειας των συναλλαγών δεν είχε ληφθεί επαρκώς υπόψη, ειδάλλως ο υποψήφιος αγοραστής La Tene Capital Limited δεν θα είχε αποκτήσει πρόσβαση στην αίθουσα δεδομένων με εξωπραγματικά υψηλή προσφορά και χωρίς επιβεβαίωση της χρηματοδότησης.

β)   Παρατηρήσεις των συνδίκων πτωχεύσεως που διαβιβάστηκαν από τη Γερμανία

(114)

Οι απαντήσεις του συνδίκου πτωχεύσεως στις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 106 στο επιχείρημα του καταγγέλλοντος 1 ισχύουν επίσης για τις αντιρρήσεις του καταγγέλλοντος 2.

4.3.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ [ΠΡΟΣΦΕΡΩΝ 3] (ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩΝ 3)

α)   Καταγγελία

(115)

Ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε την κατακύρωση η υψηλότερη προσφορά αγοράς, αλλά ένας προτιμώμενος τοπικός προσφέρων. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα 3, μη οικονομικά κριτήρια, όπως περιφερειακοί στόχοι ή λόγοι βιομηχανικής πολιτικής, τα οποία δεν θα γίνονταν αποδεκτά από έναν επενδυτή που ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, δεν θα είχαν ληφθεί υπόψη σε χαμηλότερη τιμή, αλλά μάλλον παραπέμπουν σε κρατική ενίσχυση (117). Ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι η Capricorn θα είχε λάβει την κατακύρωση, παρά το γεγονός ότι η δική του προσφορά τιμήματος αγοράς ύψους 150 εκατ. ευρώ ήταν σημαντικά υψηλότερη (118). Επιπλέον, ο καταγγέλλων 3 αναφέρει ότι μόνο κατ' εξαίρεση μπορεί να χορηγηθεί κατακύρωση σε χαμηλότερη προσφορά, αν είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατή η πώληση στον προσφέροντα με την υψηλότερη προσφορά (ασφάλεια των συναλλαγών), συγκεκριμένα αν ο αγοραστής δεν είναι σε θέση να καταβάλει το τίμημα αγοράς (119). Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, αυτό δεν συμβαίνει για τους εξής λόγους: 1) Ο καταγγέλλων 3 είχε υποβάλει δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης ενός ιδιωτικού ταμείου επιχειρηματικών συμμετοχών ύψους 30 εκατ. ευρώ και 2) δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης για περαιτέρω δόσεις του τιμήματος αγοράς, αφού οι πωλητές διαβίβασαν πληροφορίες πολύ αργά ή δεν τις διαβίβασαν καθόλου. Ο καταγγέλλων 3 κοινοποίησε στους πωλητές ότι οι εκκρεμείς υποσχέσεις χρηματοδότησης θα μπορούσαν να διαβιβαστούν έως την 31η Μαρτίου 2014. Ο καταγγέλλων 3 αναφέρει ότι την ημερομηνία της καταγγελίας (10 Απριλίου 2014) θα μπορούσε να υποβάλει δέσμευση χρηματοδότησης ύψους 110 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η Επιτροπή παρουσίασε στον καταγγέλλοντα 3 μια δήλωση προθέσεων απευθυνόμενη στον καταγγέλλοντα 3 της Jupiter Financing Group, Inc. («Jupiter Financial Group») με ημερομηνία 26 Μαρτίου 2014, στην οποία η Jupiter Financial Group ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με τη δεσμευτική πρότασή της για τη χρηματοδότηση της αγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring (βλέπε υποσημείωση 105 για τις οικονομικές συνιστώσες αυτής της πρότασης). Η εν λόγω πρόταση χρηματοδότησης υποβλήθηκε, μεταξύ άλλων, με την επιφύλαξη της σύναψης δέουσας επιμέλειας, η οποία θα ικανοποιούσε την Jupiter Financial Group.

(116)

Ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται επίσης ότι 6 εκατ. ευρώ της προσφοράς τιμήματος αγοράς της Capricorn για το Nürburgring συνολικού ύψους 77 εκατ. ευρώ θα χρηματοδοτούνταν από τη σεζόν 2014 και 11 εκατ. ευρώ ακόμη θα καταβάλλονταν κατά τα έτη 2015 έως 2018, με αποτέλεσμα το πραγματικό τίμημα αγοράς τοις μετρητοίς να ανέρχεται σε 60 εκατ. ευρώ. Αυτά θα ήταν κατά 50 εκατ. ευρώ λιγότερα από το τίμημα αγοράς τοις μετρητοίς ύψους 110 εκατ. ευρώ την οποία προσέφερε. Αν επιπλέον λαμβάνονταν υπόψη οι μελλοντικές πληρωμές τοις μετρητοίς, θα προέκυπτε διαφορά 73 εκατ. ευρώ μεταξύ της προσφοράς της Capricorn και της προσφοράς του καταγγέλλοντος 3. Τέλος, ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι η Capricorn είχε λάβει ενισχύσεις ύψους τουλάχιστον 73 εκατ. Εδώ πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος αγοράς που είχε υποβληθεί από τον ίδιο ως προσφέροντα της υψηλότερης προσφοράς και του τιμήματος αγοράς του προσφέροντος που έχει λάβει την κατακύρωση. Αν ληφθεί υπόψη επίσης η στήριξη υπέρ των γειτονικών κοινοτήτων, οι ενισχύσεις θα αυξάνονταν κατά 200 εκατ. ευρώ και θα ανέρχονταν συνολικά σε 273 εκατ. ευρώ.

(117)

Ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται επίσης ότι η προσφορά της Capricorn δεν ήταν άνευ όρων, καθώς περιλάμβανε τον όρο να υπάρχει οριστική απόφαση της Επιτροπής, η οποία θα απέκλειε την επέκταση της διαταγής ανάκτησης. Αυτό αποτελεί απόκλιση από τις δημοσιευμένες αρχές της διαδικασίας πώλησης και, ως εκ τούτου, παραβίαση της διαδικασίας του διαγωνισμού, διότι τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη (όπως ο καταγγέλλων 3) δεν ενημερώθηκαν για τέτοιου είδους προσαρμογές.

(118)

Επιπλέον, ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας ανοιχτής, διαφανούς και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών. Συγκεκριμένα, ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται τα εξής:

α)

Τα Fact Books που διατέθηκαν από τους πωλητές έχουν λανθασμένο και παραπλανητικό περιεχόμενο. Ειδικότερα, η προτεινόμενη δομή συναλλαγής «clean balance sheet» δεν είναι εφαρμόσιμη. Ο καταγγέλλων 3 αμέσως μετά την έναρξη της δέουσας επιμέλειας διαπίστωσε ότι η προτεινόμενη από τους πωλητές δομή συναλλαγής δεν λαμβάνει υπόψη την κατάσταση που προκύπτει από τη λειτουργία του Nürburgring και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί (120).

β)

Οι πωλητές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πώλησης καθυστέρησαν την οριστικοποίηση της σύμβασης πώλησης.

γ)

Οι πωλητές παρέλειψαν να κοινοποιήσουν μια σαφή προθεσμία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποβολής προσφορών και αντ' αυτού δήλωσαν ότι η διαδικασία θα διαρκούσε έως τα τέλη Μαρτίου 2014. Από την ανταλλαγή επικοινωνίας μεταξύ του καταγγέλλοντος 3 και των πωλητών, καθώς και από το δελτίο τύπου των πωλητών προέκυψε ότι ο καταγγέλλων 3 μπορούσε να υποβάλει την προσφορά έως τα τέλη Μαρτίου. Επιπλέον στην Capricorn δόθηκε προτιμησιακή μεταχείριση, διότι η επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να υποβάλει δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης και μετά τη 17η Φεβρουαρίου 2014 (121).

δ)

Οι σχετικές συμβάσεις, όπως π.χ. οι συμβάσεις της NBG με τρίτους για την επιχείρηση εκμετάλλευσης δεν υποβλήθηκαν καθόλου ή υποβλήθηκαν μόνο πολύ αργά. Επιπλέον, οι προσφέροντες υποτίθεται ότι έλαβαν τα αποφασιστικά οικονομικά στοιχεία της NBG μόνο μία εργάσιμη ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της τελικής προσφοράς ή ακόμη και την ίδια ημέρα στην αίθουσα δεδομένων και μόνο στη γερμανική γλώσσα. Με αυτόν τον τρόπο, σημαντικές πληροφορίες, όπως ο ελεγμένος ετήσιος ισολογισμός της NGB της 31ης Δεκεμβρίου 2012 διατέθηκαν μόνο το απόγευμα της τελευταίας εργάσιμης ημέρας, πριν από την προθεσμία για την υποβολή της τελικής προσφοράς.

ε)

Οι πωλητές θεωρείται ότι αδίκησαν τους άλλους προσφέροντες, αφού υποτίθεται ότι παρείχαν στην Capricorn προτιμησιακή πρόσβαση σε σημαντικούς τρίτους προμηθευτές. Ούτως, ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ιδίως ότι ήδη εβδομάδες πριν από τη γνωστοποίηση του επιτυχούς προσφέροντος στις 11 Μαρτίου 2014, έπρεπε να είχαν διεξαχθεί διαπραγματεύσεις μεταξύ της Capricorn, των πωλητών και του ομίλου ζυθοποιίας Bitburger (122).

στ)

Η συμβολαιογραφική επικύρωση της σύμβασης αγοράς μεταξύ των πωλητών και της Capricorn πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί πριν από τις 11 Μαρτίου 2014. Η Capricorn έμαθε για την παροχή κατακύρωσης ήδη πριν από τη λήψη της απόφασης της επιτροπής πιστωτών. Υπάρχει ένα δελτίο τύπου της Capricorn της 9ης Μαρτίου 2014, δηλαδή δημοσιεύτηκε δύο ημέρες πριν από την απόφαση της επιτροπής πιστωτών στις 11 Μαρτίου 2014.

ζ)

Οι πωλητές παρέκκλιναν από την επιστολή διαδικασίας της 17ης Οκτωβρίου 2013 χωρίς να ενημερώσουν τους άλλους προσφέροντες, παραιτούμενοι από την υποβολή οικονομικής εγγύησης για την πλήρη προσφορά τιμήματος αγοράς, προς αποκλειστικό όφελος της Capricorn (123).

η)

Οι πωλητές παραβίασαν τους όρους της επιστολής διαδικασίας, αφού δεν έδωσαν συμφωνημένη και εσωτερικά εγκεκριμένη αναπροσαρμογή της σύμβασης πώλησης πριν από την προθεσμία για την υποβολή της τελικής προσφοράς στους μεμονωμένους προσφέροντες, γεγονός που δυσκόλεψε σημαντικά την οριστικοποίηση της χρηματοδότησης.

θ)

Οι πωλητές βάσισαν την κατακύρωση για τα περιουσιακά στοιχεία και σε περιβαλλοντικά κριτήρια και θεώρησαν —χωρίς περαιτέρω διαβούλευση με τον καταγγέλλοντα 3— ότι η επιχείρηση δεν θα ήταν σε θέση να εκπληρώσει τέτοια κριτήρια, παρά το γεγονός ότι οι πωλητές δεν είχαν εισαγάγει περιβαλλοντικούς όρους (124).

ι)

Στην Capricorn δόθηκε προνομιακή μεταχείριση, διότι η επιχείρηση έλαβε συμβουλές από το δικηγορικό γραφείο McDermot για ζητήματα που αφορούσαν τις κρατικές ενισχύσεις. Αυτό το γραφείο είχε συμβουλεύσει επίσης τους πωλητές και το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου στην ίδια υπόθεση.

(119)

Ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι η πώληση συνοδεύεται από πόρους που μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος (125), ότι υπάρχει μια νέα κρατική ενίσχυση υπέρ της Capricorn και μια πιθανή διαταγή ανάκτησης ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον πωλητή σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία, θα έπρεπε να επεκταθούν στην Capricorn (126). Τέλος, ο καταγγέλλων 3 υποστηρίζει ότι η σύμβαση πώλησης είναι άκυρη λόγω της παραβίασης της υποχρέωσης αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(120)

Τέλος, ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι η Capricorn δεν κατέβαλε τη δεύτερη δόση του τιμήματος αγοράς που ήταν ληξιπρόθεσμη στα τέλη Ιουλίου, γεγονός που υπεδείκνυε ότι η Capricorn δεν είχε υποβάλει πλήρως χρηματοδοτημένη προσφορά. Στη συνέχεια, οι όροι χρηματοδότησης για την αγορά των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring είχαν τροποποιηθεί υπέρ της Capricorn, με σαφή παραβίαση των κανόνων που είχαν τεθεί από τους πωλητές και είχαν διατυπωθεί στην επιστολή διαδικασίας που είχε αποσταλεί στους προσφέροντες, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει περαιτέρω ενίσχυση υπέρ της Capricorn.

β)   Παρατηρήσεις των συνδίκων πτωχεύσεως που διαβιβάστηκαν από τη Γερμανία

(121)

Σύμφωνα με τα στοιχεία των συνδίκων πτωχεύσεως, ο καταγγέλλων 3 δεν είχε υποβάλει δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης ύψους 30,0 εκατ. ευρώ, και μάλιστα ούτε με την επιβεβαιωτική προσφορά του της 17ης Φεβρουαρίου 2014 (η οποία αναφερόταν σε δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης ύψους […] 30,0 εκατ. ευρώ), ούτε με την καταγγελία. Η ανακοίνωση του καταγγέλλοντος 3, ότι μπορεί να υποβάλει τα αποδεικτικά στοιχεία της χρηματοδότησης σε μεταγενέστερη ημερομηνία, δεν είχε καν υποστηριχθεί από μη δεσμευτικές δηλώσεις τρίτων. Σε αντίθεση με τις επιβεβαιωτικές προσφορές της Capricorn και της [προσφέρων 2], η καταφατική προσφορά του καταγγέλλοντος 3 δεν πληρούσε τις απαιτήσεις για τη χρηματοδότηση που ορίζονται στην επιστολή διαδικασίας της 17ης Οκτωβρίου 2013. Ως εκ τούτου, στις 11 Μαρτίου 2014 οι πωλητές δεν θα είχαν κανένα λόγο να χορηγήσουν την κατακύρωση στον καταγγέλλοντα 3. Για τους πωλητές, θα ήταν απαράδεκτος ο κίνδυνος να μειωθεί στο μηδέν ο αριθμός των προσφερόντων, λόγω της αναμονής για τα αποδεικτικά στοιχεία της χρηματοδότησης του καταγγέλλοντος 3, διότι: α) η [προσφέρων 2] επέμεινε ότι η μεταβίβαση της κυριότητας θα πραγματοποιείτο στις 3 Απριλίου 2014 και β) στην τεκμηρίωση της προσφοράς του καταγγέλλοντος 3 δεν έχει σημειωθεί πρόοδος, παρά το γεγονός ότι είχε υποβάλει την εκδήλωση ενδιαφέροντός του στις 17 Μαΐου 2013 και είχε υποβάλει την ενδεικτική προσφορά του ήδη στις 30 Σεπτεμβρίου 2013, με αποτέλεσμα να μειωθεί η πιθανότητα της σύναψης σύμβασης με τον καταγγέλλοντα 3. Η υποτιθέμενη δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης της Jupiter Financial Group της 26ης Μαρτίου 2014 δεν είχε διατεθεί στους πωλητές, ενώ υπήρχε μια μη υπογεγραμμένη επιστολή με ημερομηνία 31 Μαρτίου 2014 της επιχείρησης επενδυτικής τράπεζας και παροχής συμβουλών […] με την επιφύλαξη της ικανοποιητικής σύναψης της δέουσας επιμέλειας. Το ταμείο ανάπτυξης για τις γειτονικές κοινότητες του Nürburgring ύψους 200 εκατ. ευρώ δεν διευκόλυνε τους πωλητές.

(122)

Σύμφωνα με τα στοιχεία των συνδίκων πτωχεύσεως, είχε κοινοποιηθεί σε όλους τους προσφέροντες ότι η επιλογή του επιτυχούς προσφέροντος θα πραγματοποιείτο ήδη λίγο μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών στις 17 Φεβρουαρίου 2014. Οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τους πωλητές δεν ήταν κατάλληλες για να δημιουργήσουν την προσδοκία ότι η διαδικασία θα παρατεινόταν. Στο δελτίο τύπου που παρέθεσε ο καταγγέλλων 3 αναφερόταν ότι οι σύνδικοι πτωχεύσεως προτίθενται να συνάψουν σύμβαση κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014. Οι σύνδικοι πτωχεύσεως δηλώνουν ότι είναι αναληθές ότι ο διαχειριστής έχει εκφράσει δημοσίως ότι προτίθεται να λάβει απόφαση στα τέλη Μαρτίου, ότι η Capricorn είχε ήδη ενημερωθεί πριν από τη διεξαγωγή της συνεδρίασης της επιτροπής πιστωτών να λάβει την κατακύρωση και ότι στις 9 Μαρτίου 2014 δημοσιεύτηκε ένα δελτίο τύπου της Capricorn.

(123)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως εξηγούν ότι η διάρθρωση της συναλλαγής (πώληση των περιουσιακών στοιχείων μεμονωμένα, ομαδοποιημένα ή στο σύνολό τους, χωρίς μεταβίβαση των μεριδίων ή των υποχρεώσεων) δεν μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Ο όρος «clean balance sheet» δεν προβλέπει τίποτε άλλο παρά ότι είχε αποκλειστεί η μεταβίβαση των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της πώλησης. Το γεγονός ότι οι πωλητές είναι οι ιδιοκτήτριες εταιρείες και οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης διεξάγονται από την NBG έχει ήδη κοινοποιηθεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στο teaser, το οποίο απεστάλη στον καταγγέλλοντα 3 στις 17 Μαΐου 2013. Αν ο καταγγέλλων 3 έλαβε πράγματι —όπως ισχυρίζεται— γνώση της δραστηριότητας της NBG κατά τη διάρκεια της δέουσας επιμέλειας, σύμφωνα με τους συνδίκους πτωχεύσεως από αυτό μπορεί να εξαχθεί μόνο το συμπέρασμα ότι ο καταγγέλλων 3 είχε ασχοληθεί ανεπαρκώς με τα εκτενή έγγραφα που είχαν διατεθεί για την υποβολή της ενδεικτικής προσφοράς. Οι πωλητές ουδέποτε είχαν απαιτήσει να αναλάβει ο αγοραστής τις συμβάσεις της NBG. Η ανάληψη της σύμβασης μίσθωσης μεταξύ των πωλητών και της NBG από τον αγοραστή ούτως ή άλλως δεν ελήφθη υπόψη για τους συνδίκους πτωχεύσεως, λόγω της ειδικής κατάστασης της NBG ενόψει της έναρξης της σκοπούμενης εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων. Οι σύνδικοι πτωχεύσεως ισχυρίζονται ότι ο καταγγέλλων 3 αναγνώρισε πολύ αργά ότι σε περίπτωση εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων την 1η Ιανουαρίου 2014 το Nürburgring θα ήταν κατά μεγάλο μέρος «κενό» και ότι οι νέες συμβάσεις τις οποίες επιδιώκει με πελάτες και χορηγούς θα οδηγούσαν σε (αυξημένα) έσοδα κατά κύριο λόγο μόνο στη σεζόν του 2015, λόγω του χρόνου προετοιμασίας για εκδηλώσεις (αγώνων). Επιπλέον, οι πωλητές τόνισαν επανειλημμένα ότι οι προσφέροντες θα μπορούσαν να προσδιορίζουν οι ίδιοι ελεύθερα το αντικείμενο της αγοράς.

(124)

Όσον αφορά τις απαιτήσεις αποζημίωσης από τρίτους, οι πωλητές επισήμαναν στον καταγγέλλοντα 3 ότι θα του είναι σχεδόν αδύνατο να συνάψει με τον πελάτη της NBG νέες συμβάσεις με λιγότερο ευνοϊκούς —για τον πελάτη— όρους σε σχέση με τις τρέχουσες συμβάσεις, εφόσον δεν έχει αποσαφηνιστεί το ζήτημα της αποζημίωσης λόγω αθέτησης των συμβάσεων με την NBG. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος ο αγοραστής και ο αντισυμβαλλόμενος να συνάψουν νέα σύμβαση με τον όρο ο αντισυμβαλλόμενος να καταβάλει υψηλή αντιπαροχή, να αξιώσει τη διαφορά με το ύψος της παλαιάς αντιπαροχής ως αποζημίωση λόγω αθέτησης και κατά τα επόμενα έτη, για τα οποία δεν θα υπάρχει σύμβαση με την NBG, να καταβάλλει σημαντικά χαμηλότερες αντιπαροχές. Η απαίτηση των πωλητών για απαλλαγή δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη σε asset-deal που οδηγούν στην αναστολή της λειτουργίας και είναι κατάλληλη για να διασφαλίσει τη βέλτιστη αξιοποίηση προς το συμφέρον των πιστωτών.

(125)

Η προθεσμία για την υποβολή των επιβεβαιωτικών προσφορών παρατάθηκε, σύμφωνα με τα στοιχεία των συνδίκων πτωχεύσεως, με επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2013, αφού και άλλοι προσφέροντες δεν είχαν υποβάλει ακόμη καμία ικανοποιητική προσφορά. Στους προσφέροντες αποσαφηνίστηκε επανειλημμένα ότι η NBG ανέλαβε την επιχείρηση εκμετάλλευσης μόνο μετά τη σεζόν του 2012 και ως εκ τούτου έπρεπε να ολοκληρώσει ουσιαστικά τις παλαιές συμβάσεις της NAG και γι' αυτόν το λόγο δεν υπάρχει (ακόμη) αξιόπιστο σύστημα σύνταξης εκθέσεων για την επιχείρηση εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τους συνδίκους πτωχεύσεως, εναπόκειται στους δυνητικούς αγοραστές να λάβουν υπόψη τους σχετικούς κινδύνους.

(126)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως επισημαίνουν ότι ο καταγγέλλων 3 είχε υποβάλει εκ των υστέρων στις 6 Μαρτίου 2014 μια αναπροσαρμογή της σύμβασης πώλησης στην επιβεβαιωτική προσφορά του. Το σχέδιο της σύμβασης αγοράς που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις 13 Φεβρουαρίου προήλθε από τους πωλητές. Ως εκ τούτου, ήταν σαφές ότι το επόμενο σχέδιο θα καταρτιζόταν από τον καταγγέλλοντα 3.

(127)

Σύμφωνα με τα στοιχεία των συνδίκων πτωχεύσεως, όλοι οι προσφέροντες που προκρίνονταν για την εκάστοτε φάση της διαδικασίας επιλογής είχαν στη διάθεσή τους τα ίδια έγγραφα στην αίθουσα δεδομένων. Τα έγγραφα που αναφέρονται στην καταγγελία ήταν στη διάθεση των πωλητών και ειδικότερα των άλλων προσφερόντων σε προγενέστερο στάδιο, όλοι οι προσφέροντες είχαν την ίδια ευκαιρία να αναγνώσουν τα έγγραφα στην αίθουσα δεδομένων και άλλοι προσφέροντες είχαν συνάψει πλήρως τη δέουσα επιμέλεια με τα ίδια έγγραφα. Σε όλους τους προσφέροντες είχε επισημανθεί αρκετά νωρίς ότι το σύστημα σύνταξης εκθέσεων όλων των εταιρειών παρουσίαζε σημαντικές ανεπάρκειες. Σχεδόν όλα τα έγγραφα των πωλητών και της NBG τοποθετήθηκαν στην αίθουσα δεδομένων στη γερμανική γλώσσα και οι πωλητές δεν υποχρεώθηκαν να καταρτίσουν όλα τα έγγραφα στην αγγλική γλώσσα.

(128)

Επιπλέον, οι σύνδικοι πτωχεύσεως υποστηρίζουν ότι το χρονικό διάστημα για την υποβολή των προσφορών και των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης είχε επαρκή διάρκεια. Ο καταγγέλλων 3 είχε στη διάθεσή του δέκα μήνες (από τις 8 Απριλίου 2013 ως ημερομηνία της πρώτης επαφής μεταξύ της [προσφέρων 3] και των πωλητών έως τις 17 Φεβρουαρίου 2014) για την υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης και σχεδόν τέσσερις μήνες (από τις 23 Οκτωβρίου 2013 έως τις 17 Φεβρουαρίου 2014) για τη δέουσα επιμέλεια. Με αυτόν τον τρόπο οι σύνδικοι πτωχεύσεως υπερέβησαν τις προδιαγραφές που απορρέουν από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (127).

(129)

Οι διαπραγματεύσεις για τη νέα σύμβαση προμήθειας μπύρας με το «Rock am Ring» δεν διεξήχθησαν από την Capricorn, αλλά από την NBG και τα αντίστοιχα έγγραφα τοποθετήθηκαν στην αίθουσα δεδομένων. Δεν υφίσταται σχέση με την Capricorn την οποία ισχυρίζεται ο καταγγέλλων 3.

(130)

Οι πωλητές δεν είχαν εισαγάγει περιβαλλοντικά κριτήρια στη διαδικασία υποβολής προσφορών για την επιλογή της τελικής προσφοράς. Τα μόνα κριτήρια στη διαδικασία υποβολής προσφορών για την επιλογή της τελικής προσφοράς ήταν: α) η μεγιστοποίηση των συνολικών εσόδων για όλα τα περιουσιακά στοιχεία και β) η αναμενόμενη ασφάλεια των συναλλαγών. Η προσφορά του καταγγέλλοντος 3 δεν μπόρεσε να επιλεγεί λόγω έλλειψης ασφάλειας των συναλλαγών, αφού ο καταγγέλλων 3 δεν είχε υποβάλει επιβεβαίωση χρηματοδότησης κατά την υποβολή της επιβεβαιωτικής προσφοράς του. Ταυτόχρονα οι πωλητές διεξήγαγαν συνομιλίες με την [προσφέρων 2] και στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων πώλησης με την [προσφέρων 2] και την Capricorn, αφού η [προσφέρων 2] είχε υποβάλει προσφορά ύψους [32-39] εκατ. ευρώ (βλέπε πίνακα 10 πιο κάτω) και ήταν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις μεταξύ της Capricorn και της […], οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την υπόσχεση χρηματοδότησης της τράπεζας της 10ης Μαρτίου 2014. Λόγω της έλλειψης επιβεβαίωσης χρηματοδότησης για την επιβεβαιωτική προσφορά, στην περίπτωση του καταγγέλλοντος 3 υπήρχε υψηλός κίνδυνος για τη σύναψη. Επιπλέον, οι σύνδικοι πτωχεύσεως είχαν προσπαθήσει, βάσει άλλων ενδείξεων στο επιχειρηματικό μοντέλο του καταγγέλλοντος 3, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι υπέρ της υλοποίησης της συναλλαγής, να εκτιμήσουν τις πιθανότητες να επιτευχθεί παρ' όλα αυτά η χρηματοδότηση. Το επιχειρηματικό μοντέλο του καταγγέλλοντος 3 βασίστηκε στο […] και στο […]. Δεδομένου ότι οι ισχύουσες απαιτήσεις προστασίας από τον θόρυβο στο Nürburgring στέκονταν εμπόδιο στο […] και δεν υπήρχε […], δεν αναμενόταν βραχυπρόθεσμη εφαρμογή της μεθόδου. Για τον λόγο αυτό, η μέθοδος του καταγγέλλοντος 3 αξιολογήθηκε ως ένδειξη σημαντικού κινδύνου για τη σύναψη ή τουλάχιστον σημαντικής ανάγκης για χρόνο και διαπραγματεύσεις. Το συμβιβάσιμο της μεθόδου με τις απαιτήσεις προστασίας από τον θόρυβο στο Nürburgring δεν ήταν κριτήριο επιλογής.

(131)

Ο ισχυρισμός του καταγγέλλοντος 3 ότι η προσφορά της Capricorn δεν είναι άνευ όρων, αφού εξαρτάται από την οριστική απόφαση της Επιτροπής, με την οποία αποκλείεται η επέκταση της διαταγής ανάκτησης, οι σύνδικοι πτωχεύσεως και η Γερμανία δηλώνουν ότι η σύμβαση αναπροσαρμογής του καταγγέλλοντος 3 περιέχει παρόμοιους όρους. Σύμφωνα με τους σχετικούς όρους των συμβάσεων αναπροσαρμογής που υποβλήθηκαν από τους συνδίκους πτωχεύσεως και τη Γερμανία, οι πωλητές ή/και ο αγοραστής είχαν το δικαίωμα να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση, αν η Επιτροπή μέχρι τις 15 Ιουλίου 2014 (σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης της 14ης Ιανουαρίου 2014) ή έως την 31η Δεκεμβρίου 2014 (σύμφωνα με το σχέδιο αναπροσαρμογής της 14ης Φεβρουαρίου 2014) δεν είχε εκδώσει θετική απόφαση.

(132)

Κατά την άποψη των συνδίκων πτωχεύσεως, το γεγονός ότι κανένας από τους δύο προσφέροντες που είχαν υποβάλει προεπιλεγμένη προσφορά δεν εκπλήρωνε σε πλήρη έκταση την απαίτηση για εξασφαλισμένη χρηματοδότηση (εγγύηση για την πληρωμή του τιμήματος αγοράς ή την πληρωμή του τιμήματος αγοράς σε καταπιστευτικό λογαριασμό) και ότι οι πωλητές, επομένως, εκ των πραγμάτων παραιτούνταν από αυτήν την απαίτηση χωρίς να κοινοποιήσουν αυτό το γεγονός στον καταγγέλλοντα 3, δεν αποτελεί απόδειξη διαφανούς διαδικασίας. Ο καταγγέλλων 3 δεν επλήγη, ελλείψει υποβολής επιβεβαιωτικής προσφοράς με αποδεικτικά στοιχεία της χρηματοδότησης. Η ανακοίνωση της υποτιθέμενης παραίτησης σε όλους τους προσφέροντες δεν θα επηρέαζε τη διαδικασία υποβολής προσφορών. Επιπλέον, η παραίτηση δεν αποτέλεσε την αιτία για την οποία ο καταγγέλλων 3 δεν υπέβαλε επιβεβαίωση της χρηματοδότησης και ανταποκρίνεται στη συμπεριφορά ενός υποθετικού ιδιώτη πωλητή.

(133)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως ισχυρίζονται ότι τα μέτρα των συνδίκων πτωχεύσεως και της επιτροπής πιστωτών δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν στο κράτος και ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί ευνοϊκή μεταχείριση της Capricorn, αφού οι πωλητές εκτέλεσαν τη διαδικασία επιλογής σύμφωνα με τα πρότυπα ενός οικονομικού παράγοντα που ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς.

(134)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Capricorn δεν υπέβαλε πλήρως χρηματοδοτημένη προσφορά, διότι δεν είχε καταβάλει τη δεύτερη δόση του τιμήματος αγοράς, και ενδεχομένως έλαβε περαιτέρω ενισχύσεις υπέρ της Capricorn μέσω της μεταβολής των όρων χρηματοδότησης για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, η Γερμανία προβάλλει τα εξής επιχειρήματα:α) Η Capricorn δεν έλαβε κανένα πλεονέκτημα από αυτό, διότι η δεύτερη δόση αναχρηματοδοτήθηκε με επιτόκιο 8 % και με εμπράγματη διασφάλιση (βλέπε υποσημείωση 72)· β) Η αναχρηματοδότηση της δεύτερης δόσης δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, αφού η απόφαση σχετικά με την αναχρηματοδότηση δεν μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος, αλλά ελήφθη μόνο από τους συνδίκους πτωχεύσεως, χωρίς τη συμμετοχή του κρατιδίου· γ) Δεν υπήρχε απόκλιση από τους κανόνες που είχαν τεθεί από τους πωλητές και την επιστολή διαδικασίας που διαβιβάστηκε στους προσφέροντες, διότι οι πωλητές στη διαδικασία υποβολής προσφορών δεν είχαν ορίσει προδιαγραφές σε σχέση με τις δόσεις του τιμήματος αγοράς πριν από το κλείσιμο, ούτως ώστε μια πιθανή επιθυμία του προσφέροντος να αντικατασταθούν οι εξασφαλίσεις σε μετρητά για το τίμημα αγοράς από άλλες πολύτιμες εξασφαλίσεις να μην έχει επίδραση στην αξιολόγηση των προσφορών.

(135)

Κατά την άποψη των συνδίκων πτωχεύσεως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Οι αβάσιμοι υπαινιγμοί του καταγγέλλοντος 3 για τη χρηματοδότηση δεν συνάδουν με τη συμπεριφορά ενός συνετού φορέα της αγοράς ή συνδίκου πτωχεύσεως.

4.4.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ Κ. MEYRICK COX (ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩΝ 4)

α)   Καταγγελία

(136)

Ο καταγγέλλων 4 ισχυρίζεται ότι η Capricorn δεν έλαβε την κατακύρωση για την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, αλλά διότι πρόκειται για γερμανική επιχείρηση και οι πωλητές δεν επιθυμούσαν να πωλήσουν σε κοινοπραξία την οποία διαχειρίζεται εταιρεία συμμετοχών. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η Capricorn είχε υποβάλει χαμηλότερη βάσει πολλών κριτηρίων προσφορά από ό,τι η [προσφέρων 2]. Συγκεκριμένα, ο καταγγέλλων 4 ισχυρίζεται ότι:

α)

η χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn είναι λιγότερο ασφαλής από εκείνη της [προσφέρων 2] (128)·

β)

στην προσφορά της [προσφέρων 2] προβλέπονταν υψηλότερες αρχικές πληρωμές (129)·

γ)

ο κίνδυνος εκτέλεσης είναι υψηλότερος στην Capricorn από ό,τι στην περίπτωση της αποδοχής της προσφοράς της [προσφέρων 2] (130)·

δ)

ο [προσφέρων 2] διαθέτει μεγαλύτερη πείρα και περισσότερες ικανότητες από την Capricorn (131)·

ε)

η πιθανότητα μιας περαιτέρω επένδυσης ύψους 25 εκατ. ευρώ στο Nürburgring με την [προσφέρων 2] ήταν υψηλότερη από ό,τι με την Capricorn·

στ)

οι προσφέροντες αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά στη διαδικασία υποβολής προσφορών, η Capricorn έλαβε καλύτερη αντιμετώπιση (132).

(137)

Ο καταγγέλλων 4 ισχυρίζεται επίσης ότι η Capricorn δεν είχε καταβάλει τη δεύτερη δόση του τιμήματος αγοράς· μέσω της παραίτησης από την ποινική ρήτρα ύψους 25 εκατ. ευρώ που προβλέπεται για τις οφειλόμενες πληρωμές καθώς και από τους τόκους υπερημερίας 8 %, χορηγήθηκαν στην Capricorn επιπλέον κρατικές ενισχύσεις. Αυτό εγείρει επίσης ερωτήματα όσον αφορά τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στην επιτροπή πιστωτών της KPMG και στους εκκαθαριστές στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών, και αποδεικνύει ότι η χρηματοδοτική ικανότητα της Capricorn δεν παρουσιάστηκε σωστά.

(138)

Επιπλέον, ο καταγγέλλων 4 είναι της άποψης ότι δεν υπήρξε ποτέ υπογεγραμμένη σύμβαση χρηματοδότησης μεταξύ της […] και της Capricorn, αλλά απλά ένα term sheet, και για τον λόγο αυτόν η Capricorn, όταν συνήλθε η επιτροπή πιστωτών, δεν είχε καμία σύμβαση χρηματοδότησης.

(139)

Τέλος, ο καταγγέλλων 4 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από αυτόν κατέστη σαφές ότι η Capricorn κατά την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring είχε αποκομίσει πλεονέκτημα, ότι αυτό το πλεονέκτημα προκύπτει από μια απόφαση που δεν είναι συμβατή με τον τρόπο με τον οποίο ένας επαγγελματίας πωλητής θα είχε εκτελέσει τη διαδικασία και θα είχε αξιολογήσει τις προσφορές βάσει των κριτηρίων ανάθεσης, ότι ένας τέτοιος επαγγελματίας πωλητής δεν θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφορά της Capricorn είναι συνολικά πιο συμφέρουσα από οικονομική άποψη από την προσφορά της [προσφέρων 2] και ότι πρέπει να κινηθεί νέα διαδικασία, στην οποία από την άποψη μιας ανοιχτής, δίκαιης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών θα χρησιμοποιηθεί μια σειρά ενιαίων κριτηρίων, θα καταρτιστεί και θα τηρηθεί ένα σαφές χρονοδιάγραμμα και θα προστατευτεί η ταυτότητα του προσφέροντος σε σχέση με την επιτροπή πιστωτών.

β)   Παρατηρήσεις των συνδίκων πτωχεύσεως που διαβιβάστηκαν από τη Γερμανία

(140)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως δηλώνουν ότι ο καταγγέλλων 4 εθίγη μόνο έμμεσα ως μέλος της [προσφέρων 2]. Προτείνουν να απορριφθεί η καταγγελία, καθόσον η διαδικασία υποβολής προσφορών ήταν ανοιχτή, διαφανής και άνευ όρων και τα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον πλειοδότη από την άποψη της μεγιστοποίησης των συνολικών των εσόδων.

(141)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως αντιτίθενται στον ισχυρισμό ότι τα μέλη της επιτροπής πιστωτών συμφώνησαν με την πώληση στην Capricorn, διότι επρόκειτο για γερμανική επιχείρηση και όχι για κοινοπραξία την οποία διαχειρίζεται εταιρεία συμμετοχών.

(142)

Σύμφωνα με τα στοιχεία των συνδίκων πτωχεύσεως, η προσφορά της Capricorn οδηγεί σε σημαντικά υψηλότερα έσοδα από τις πωλήσεις σε σύγκριση με την προσφορά της [προσφέρων 2]. Όσον αφορά την ασφάλεια των συναλλαγών, οι δύο προσφορές δεν παρουσιάζουν αποφασιστικές διαφορές που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κατακύρωση στη σημαντικά μικρότερη προσφορά (και στις δύο προσφορές η ασφάλεια των συναλλαγών ήταν ικανοποιητική, όχι όμως στο υψηλότερο επίπεδο). Η [προσφέρων 2] δεν ήταν επίσης διατεθειμένη να παράσχει τραπεζική εγγύηση για το τίμημα αγοράς ή να την καταβάλει σε καταπιστευτικό λογαριασμό, παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν ρητή απαίτηση της επιστολής διαδικασίας της 17ης Οκτωβρίου 2013. Παρά τις επανειλημμένες προτροπές, ούτε η [προσφέρων 2], η οποία θα έπρεπε να εξασφαλίσει δανειακά κεφάλαια, ούτε άλλο μέλος της [προσφέρων 2] δεν είχαν εκδώσει νομικά δεσμευτική δήλωση, με την οποία θα είχαν δεσμευτεί να διαθέσουν τους απαραίτητους πόρους. Αντίθετα, ο κ. Robertino Wild, ο εταίρος της Capricorn, παρέσχε εκτενείς εξασφαλίσεις και η δανειακή χρηματοδότηση της Capricorn υποστηρίχθηκε από μια συνήθη στις συναλλαγές επιβεβαίωση χρηματοδότησης […]. Οι σύνδικοι πτωχεύσεως έλεγξαν αυτήν την επιβεβαίωση χρηματοδότησης και ενημέρωσαν την επιτροπή πιστωτών σχετικά με τα αποτελέσματα του ελέγχου τους, δηλαδή ότι η επιβεβαίωση της χρηματοδότησης δεν περιείχε ασυνήθιστες επιφυλάξεις ή όρου. Δεν διασφαλιζόταν μόνο το ίδιο μερίδιο των [14-17] εκατ. ευρώ, αλλά και το δανειακό μερίδιο [41-49] εκατ. ευρώ μέσω ποινικής ρήτρας ύψους [22-27] εκατ. ευρώ, την οποία πρέπει να πληρώσει ο αγοραστής, αν ο πωλητής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση λόγω οφειλόμενων πληρωμών. Και η ποινική ρήτρα υποστηρίζεται από εμπράγματες εξασφαλίσεις. Η επιτροπή πιστωτών είχε ακολουθήσει την εκτίμηση των συνδίκων πτωχεύσεως.

(143)

Για τις αρχικές πληρωμές, οι σύνδικοι πτωχεύσεως δηλώνουν ότι η προσφορά της [προσφέρων 2] έχει πλεονεκτήματα (έως την 31η Μαρτίου 2014 πληρωμή [30-33] εκατ. ευρώ στην περίπτωση της [προσφέρων 2], πληρωμή [4,6-5,1] εκατ. ευρώ στην περίπτωση της Capricorn) και μειονεκτήματα: Τα κεφάλαια που διατέθηκαν από την [ΠΡΟΣΦΕΡΩΝ 2], με εξαίρεση μια δόση ύψους [7,1-7,6] εκατ. ευρώ, μέχρι να υπάρξει οριστική απόφαση της Επιτροπής, πρέπει να παραμείνουν σε δεσμευμένο λογαριασμό και να διαβιβαστούν στους πωλητές είτε όταν θα υπάρξει οριστική απόφαση της Επιτροπής είτε —εάν ο αγοραστής δεν υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ακόμη και αν δεν υπάρχει οριστική απόφαση (όπου δεν αποκλείεται η παράταση της προθεσμίας υπαναχώρησης)— έως την 31η Μαρτίου 2015. Αν υπάρξει οριστική απόφαση της Επιτροπής το 2014, οι πωλητές θα είχαν στην περίπτωση της [προσφέρων 2] πρόσβαση σε [30-33] εκατ. ευρώ και στην περίπτωση της Capricorn σε [58-63] εκατ. ευρώ (συν περίπου 6 εκατ. ευρώ από την ταμειακή ροή της NBG).

(144)

Μια σύγκριση των προσφορών της Capricorn και της [προσφέρων 2] δείχνει ότι η προσφορά της Capricorn παρουσιάζει το υψηλότερο ονομαστικό τίμημα αγοράς και θα οδηγήσει το καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα:

Πίνακας 10

Σύγκριση των προσφορών της Capricorn και της [προσφέρων 2]

Προσφορά της Capricorn

Προσφορά [προσφέρων 2]

Ποσά σε εκατ. EUR

 

 

 

1.

Δόση τιμήματος αγοράς 31.3.2014

[4,6-5,1]

1.

Δόση τιμήματος αγοράς 31.3.2014

[7,1-7,6]

2.

Δόση τιμήματος αγοράς 31.7.2014

[4,6-5,1]

2.

Δόση τιμήματος αγοράς 31.3.2014

[22-27]

3.

Δόση τιμήματος αγοράς 20.12.2014

[4,6-5,1]

3.

Δόση τιμήματος αγοράς 2016

[2,3-2,6]

Ταμειακή ροή NBG 2014 (133)

6,0

Επίδομα εξαρτώμενο από το αποτέλεσμα για το 2015 το 2016 (133)

[2,3-2,6]

4.

Δόση τιμήματος αγοράς κατά τη σύναψη

[41-49]

Επίδομα εξαρτώμενο από το αποτέλεσμα για το 2016 το 2017 (133)

[4,6-5,1]

Υπόλοιπο τίμημα αγοράς

[10,5-11,5]

Επίδομα εξαρτώμενο από το αποτέλεσμα για το 2017 το 2018 (133)

[7,1-7,6]

Συνολικό τίμημα αγοράς

77,0

 

[47-52]

Μείωση προσωπικού / αναδιάρθρωση

– 2,5

 

– 3,0

Καταγγελία συμβάσεων Lindner

– 1,0

 

– 1,0

 

 

Αρνητική ταμειακή ροή NBG 1ο τρίμηνο 2014

– 1,6

 

 

Υπόλοιπες πληρωμές

– 1,3

Οικονομικό αποτέλεσμα

[70-77]

 

[41-45]

(145)

Το ιστορικό επιδόσεων των μελών της [προσφέρων 2] και η μεγαλύτερη πείρα της σε συναλλαγές στον τομέα των συγχωνεύσεων και των εξαγορών δεν θα δικαιολογούσαν να δοθεί η κατακύρωση στην προσφορά με τη σημαντικά χαμηλότερο τίμημα αγοράς. Η πείρα των εταίρων της κοινοπραξίας δεν αμφισβητείται από τους πωλητές, δεν αποτελεί ωστόσο κριτήριο κατακύρωσης. Ούτε το ύψος των επενδύσεων στο Nürburgring μετά την αγορά δεν αποτελεί κριτήριο κατακύρωσης.

(146)

Οι σύνδικοι πτωχεύσεως δεν έκαναν διακρίσεις κατά κανενός προσφέροντος και από την καταγγελία δεν μπορεί να αναγνωριστεί ποιες από τις πράξεις τους θα είχαν ως αποτέλεσμα η [προσφέρων 2] να έχει υποβάλει χαμηλότερη προσφορά από ό,τι η Capricorn. Οι σύνδικοι πτωχεύσεως απορρίπτουν τα επιχειρήματα του καταγγέλλοντος 4, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν ήταν διαθέσιμα και ότι η διαδικασία πώλησης παρατάθηκε για να δοθεί δυνατότητα στην Capricorn να υποβάλει προσφορά.Στην [προσφέρων 2] επισημάνθηκε ρητώς το γεγονός ότι έως τη συνεδρίαση της επιτροπής πιστωτών στις 11 Μαρτίου 2014 θα πραγματοποιούνταν περαιτέρω διαπραγματεύσεις με άλλους προσφέροντες.

(147)

Επιπλέον, οι σύνδικοι πτωχεύσεως επισημαίνουν ότι τα μέτρα τους και η συγκατάθεση της επιτροπής πιστωτών δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν στο κράτος και ότι δεν εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα κατά τη διαδικασία πώλησης, αφού αντιστοιχούσε με τη συνήθη συμπεριφορά της αγοράς.

(148)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του καταγγέλλοντος 4 ότι δεν υπήρξε ποτέ συμφωνία χρηματοδότησης μεταξύ της […] και της Capricorn, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η […] επιβεβαίωσε την προσφορά χρηματοδότησής της ύστερα από μια ολοκληρωμένη νομική και οικονομική δέουσα επιμέλεια και ότι ποτέ δεν απέσυρε την επιβεβαίωση της χρηματοδότησής της.

(149)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του καταγγέλλοντος 4, ότι η Capricorn δεν κατέβαλε τη δεύτερη δόση του τιμήματος αγοράς, η Γερμανία προβάλλει τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν στην αιτιολογική σκέψη 134.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΥΣΕΙΣ

(150)

Στην παρούσα απόφαση εξετάζεται εκ των προτέρων το ερώτημα του κατά πόσον η NG και οι θυγατρικές της MSR και CMHN κατά τη στιγμή χορήγησης των μέτρων 1 έως 19 ήταν προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (134) («κατευθυντήριες γραμμές»). Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα εξετάσει κατά πόσον τα σχετικά μέτρα αντιπροσωπεύουν κρατικές ενισχύσεις για τους δικαιούχους κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και, τέλος, κατά πόσον αυτές οι ενισχύσεις θα μπορούσαν να είναι συμβατές με τη ΣΛΕΕ.

5.1.   ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ NG, ΤΗΣ MSR ΚΑΙ ΤΗΣ CMHN

(151)

Εάν τα μέτρα 1 έως 19 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις και αν η NG, η MSR και η CMHN ήταν προβληματικές επιχειρήσεις κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης, αυτά τα μέτρα, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ και ειδικότερα βάσει των κατευθυντήριων γραμμών, θα έπρεπε να αναλυθούν όσον αφορά το συμβιβάσιμό τους με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι κατά πόσον η NG, η MSR και η CMHN ήταν προβληματικές επιχειρήσεις. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τη στιγμή χορήγησης των ενισχύσεων αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν πόρους από την ιδιωτική πιστωτική αγορά.

(152)

Η ακόλουθη αξιολόγηση βασίζεται στα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών. Η Επιτροπή παραπέμπει στην αξιολόγησή της στις αιτιολογικές σκέψεις 202 έως 206 της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, στην οποία δεν αποκλείστηκε προς το παρόν το γεγονός ότι η NG την 1η Ιουλίου 2008 έπρεπε να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 46 και 47 της απόφασης της 7ης Αυγούστου 2012). Επιπλέον, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 13 της απόφασης της 7ης Αυγούστου 2012, διαπίστωσε ότι η NG, η MSR και η CMHN ήταν προβληματικές επιχειρήσεις.

(153)

Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι πρέπει να αξιολογεί κάθε επιχείρηση στο σύνολό της, και μάλιστα λαμβάνοντας υπόψη όλους τους επιχειρηματικούς τομείς. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό η Γερμανία να εξαιρεί από την αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων τους επιχειρηματικούς τομείς που λειτουργούν με ζημία, δηλαδή τις εκδηλώσεις αγώνων της Formula 1 και το έργο «Nürburgring 2009». Επίσης είναι σαφές ότι η επιχείρηση δεν είχε πρόσβαση σε εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης.

(154)

Τα βασικά οικονομικά στοιχεία της NG για την περίοδο 2001 έως 2011 παρουσιάζονταν ως εξής:

Πίνακας 11

Σημαντικότερα οικονομικά στοιχεία της NG 2001-2011 (σε εκατ. EUR)

 

2001

2002

2003

2004

2005

2006

2007

2008

2009

2010

2011

Κύκλος εργασιών

34,3

38,3

34,2

28,7

27,1

27,8

29,9

22,0

33,3

5,1

7,0

EBT (135)

0,6

– 0,5

0,6

– 9,9

– 9,6

– 40,1 (136)

– 2,4

– 0,8

– 9,9

4,6

– 16,2

Εγγεγραμμένο κεφάλαιο

5,1

5,1

5,1

10,0

10,0

10,0

13,3

16,7

20,0

20,0

20,0

Ίδια κεφάλαια

15,2

18,6

19,1

37,3

27,6

– 12,6

– 10,2

– 9,9

– 15,8

– 10,9

– 27,4

Συνολικές υποχρεώσεις

45,6

43,4

19,7

19,5

27,8

46,8

99,1

234,2

263,2

290,4

Υποχρεώσεις/ίδια κεφάλαια (σε %)

250

230

50

70

– 270

– 460

– 1 000

– 1 480

– 2 410

– 1 060

Υποχρεώσεις/κύκλος εργασιών (σε %)

119

127

69

72

100

156

450

703

5 160

4 150

(155)

Σύμφωνα με το σημείο 10 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών, μια επιχείρηση είναι προβληματική «αν σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης πάνω από το ήμισυ του εταιρικού τους κεφαλαίου έχει εξαλειφθεί και πάνω από το ένα τέταρτο του κεφαλαίου αυτού έχει χαθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών». Αυτή η διάταξη αντανακλά την παραδοχή ότι μια επιχείρηση που υποφέρει από μαζική απώλεια του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να απορροφήσει αυτές τις ζημίες, οι οποίες οδηγούν την επιχείρηση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα σχεδόν με βεβαιότητα στην οικονομική εξαφάνιση (όπως αναφέρεται στο σημείο 9 των κατευθυντήριων γραμμών).

(156)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι, σύμφωνα με το σημείο 11 των κατευθυντήριων γραμμών, μια επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί προβληματική «όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις προβληματικής επιχείρησης όπως για παράδειγμα αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, μείωση της ταμειακής ροής, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού». Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρνητική καθαρή θέση «μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός δείκτης ότι μια επιχείρηση βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση» (137).

(157)

Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της NG για τα έτη 2001-2011, δεν έχει χαθεί πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου. Παρ' όλα αυτά, τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης ήταν αρνητικά κατά την περίοδο 2006-2011. Σε προηγούμενες περιπτώσεις, η Επιτροπή θεώρησε ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση έχει αρνητικά ίδια κεφάλαια σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι έχει χαθεί το σύνολο του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της εν λόγω επιχείρησης και μπορεί να υποτεθεί εκ των προτέρων ότι πληρούνται τα κριτήρια που αναφέρονται στο σημείο 10 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών (138).

(158)

Στην περίπτωση της NG, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν χάθηκε πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου αποκλειστικά και μόνο διότι η επιχείρηση δεν είχε λάβει κατάλληλα μέτρα. Τα εν λόγω κατάλληλα μέτρα θα στόχευαν να μετατρέψουν τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης από αρνητικά σε θετικά και να τα αυξήσουν ταυτόχρονα σε κατάλληλο επίπεδο. Για τον σκοπό αυτό, θα μπορούσε να είναι επιλέξιμη μια κεφαλαιοποίηση των ζημιών εις νέον, μια αύξηση κεφαλαίου ή και τα δύο.

(159)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κεφαλαιοποίηση των ζημιών εις νέον θα είχε οδηγήσει στην απώλεια του συνόλου του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της επιχείρησης, αφού οι συσσωρευμένες ζημίες ήταν υψηλότερες από το εγγεγραμμένο κεφάλαιο. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση εκπληρώνονται από το 2006 τα κριτήρια που αναφέρονται στο σημείο 10 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών.

(160)

Επιπλέον, η Επιτροπή, αναφερόμενη στο σημείο 11 των κατευθυντήριων γραμμών, είναι της άποψης ότι η NG ήδη αντιμετώπιζε δυσκολίες από το 2002, διότι: α) ο ετήσιος κύκλος εργασιών της NG υποχώρησε κατά την περίοδο αυτή κατά 80 % σε συνολικά 89,4 εκατ. ευρώ και η επιχείρηση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατέγραψε ζημίες σχεδόν σε όλα τα έτη· β) καθ' όλη την υπό εξέταση περίοδο, η NG παρουσίασε υπερβολικό χρέος, το οποίο αυξήθηκε από 119 % του κύκλου εργασιών το 2002 σε 4 150 % του κύκλου εργασιών το 2011·γ) ακόμη και το 2004 και το 2005, όταν το χρέος της επιχείρησης μειώθηκε σε κάτω από το 100 % του κύκλου εργασιών, το επίπεδο χρέους παρέμενε ακόμη πολύ υψηλό, γύρω στο 70 % του κύκλου εργασιών, και ακόμη και σε αυτά τα έτη η επιχείρηση κατέγραψε πτώση του κύκλου εργασιών και ζημίες κάθε έτος· δ) η NG κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου (2006-2011) παρουσίασε αρνητικά ίδια κεφάλαια.

(161)

Τα βασικά οικονομικά στοιχεία της MSR για την περίοδο 2007-2011 παρουσιάζονται ως εξής:

Πίνακας 12

Σημαντικότερα οικονομικά στοιχεία της MSR 2007-2011 (σε εκατ. EUR)

 

2007

2008

2009

2010

2011

Κύκλος εργασιών

0,0

4,4

3,4

2,2

0,9

EBT

– 0,1

– 0,5

– 4,0

– 4,8

– 8,6

Εγγεγραμμένο κεφάλαιο

0,05

0,05

0,05

0,05

0,05

Ίδια κεφάλαια

0,08

0,6

4,6

3,3

11,9

Συνολικές υποχρεώσεις

2,5

28,3

95,6

96,5

103,8

Υποχρεώσεις/ίδια κεφάλαια (σε %)

3 130

4 720

2 080

2 920

870

Υποχρεώσεις/κύκλος εργασιών (σε %)

643

2 810

4 380

11 500

(162)

Τα βασικά οικονομικά στοιχεία της CMHN για την περίοδο 2008-2011 παρουσιάζονται ως εξής:

Πίνακας 13

Σημαντικότερα οικονομικά στοιχεία της CMHN 2008-2011 (σε εκατ. EUR)

 

2008

2009

2010

2011

Κύκλος εργασιών

0,0

2,6

1,2

0,2

EBT

– 0,8

– 2,5

– 3,6

0,0

Εγγεγραμμένο κεφάλαιο

0,03

0,03

0,03

0,03

Ίδια κεφάλαια

0,8

3,3

6,9

6,9

Συνολικές υποχρεώσεις

6,5

13,3

36,9

35,3

Υποχρεώσεις/ίδια κεφάλαια (σε %)

810

400

530

510

Υποχρεώσεις/κύκλος εργασιών (σε %)

510

3 070

17 650

(163)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν της διαβιβάστηκαν από την MSR και τη CMHN έγγραφα από τα οποία να προκύπτουν οι προοπτικές κερδοφορίας αυτών των επιχειρήσεων.

(164)

Αναφερόμενη στο σημείο 11 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή θεωρεί ότι η MSR και η CMHN αντιμετώπιζαν δυσκολίες ήδη από το 2007 και το 2008 αντίστοιχα, αφού παρουσίαζαν ελάχιστα έσοδα, σημαντικές ετήσιες ζημίες και αυξανόμενο χρέος, το οποίο υπερέβαινε κατά πολύ τους ετήσιους κύκλους εργασιών τους.

(165)

Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με το επιχείρημα της Γερμανίας ότι η NG, η MSR και η CMHN δεν υπήρξαν προβληματικές επιχειρήσεις, αφού η υποδομή και η διοργάνωση εκδηλώσεων αγώνων της Formula 1 και του Superbike πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό του δημοσίου και, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της χρηματοπιστωτικής κατάστασής τους.

(166)

Πρώτον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κατασκευή υποδομής για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, τις δραστηριότητες αναψυχής, την παροχή καταλύματος και την εστίαση, καθώς και η διοργάνωση εκδηλώσεων μηχανοκίνητου αθλητισμού δεν πρέπει να θεωρηθούν έκτακτες δραστηριότητες, εκτός της κανονικής επιχειρηματικής δραστηριότητας της NG, της MSR και της CMHN. Αντίθετα, πρόκειται για τους βασικούς τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητες αυτών των επιχειρήσεων. Ακόμη κι αν και τόσο οι εταίροι όσο και η διαχείριση θεώρησαν την NG, την MSR και την CMHN ως όχημα για να διατηρήσουν τις αθλητικές υποδομές του «Nürburgring» στην ιδιοκτησία του δημοσίου και να διεξάγουν μη αποδοτικές αθλητικές εκδηλώσεις οι οποίες δεν θα είχαν προσφερθεί χωρίς κάλυψη των ζημιών από το δημόσιο, οι εταίροι και η διαχείριση δεν μπορούσαν, παρ' όλα αυτά, να επιτρέψουν να εξελιχθούν οι υποχρεώσεις με τόσο αναποτελεσματικό και ζημιογόνο τρόπο, όπως προκύπτει από τα παραπάνω οικονομικά στοιχεία αυτών των επιχειρήσεων, χωρίς να έχει καταρτιστεί σταθερό και ρεαλιστικό επιχειρηματικό σχέδιο. Ως εκ τούτου, οι προαναφερθέντες επιχειρηματικοί τομείς πρέπει να συμπεριληφθούν στην αξιολόγηση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης.

(167)

Δεύτερον, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το γεγονός ότι η κατασκευή των εν λόγω εγκαταστάσεων υποδομών και η διοργάνωση εκδηλώσεων μηχανοκίνητου αθλητισμού είναι απολύτως πιθανό να συνέβαλαν στις δυσκολίες της NG, της MSR και της CMHN, δεν αποκλείει αυτή καθεαυτή τη διαπίστωση ότι η NG ήδη πριν από την έναρξη του έργου «Nürburgring 2009» παρουσίαζε τα τυπικά συμπτώματα μιας προβληματικής επιχείρησης. Μια υγιής επιχείρηση θα έπρεπε να προσαρμόσει τα έξοδά της για τέτοιες δραστηριότητες προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει. Κατά τα έτη 2008 και 2009, η NG, η MSR και η CMHN ανέφεραν ζημίες και η αύξηση του χρέους (αύξηση κατά 537 % κατά την περίοδο 2002-2011, 4 052 % κατά την περίοδο 2007-2011 και 443 % κατά την περίοδο 2008-2011). Παρά το γεγονός ότι το έργο «Nürburgring 2009» ολοκληρώθηκε το 2010, τα παρακάτω οικονομικά αποτελέσματα της NG, της MSR και της CMHN υποδεικνύουν ότι οι δυσκολίες τους συνεχίζονταν.

(168)

Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η NG, η MSR και η CMHN κατά τη στιγμή της χορήγησης των μέτρων 1 έως 19 ήταν προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών και οι δυσκολίες τους ήταν τόσο σοβαρές, ώστε να μην είχαν λάβει χρηματοδότηση στην αγορά.

5.2.   ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

(169)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

α)   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός

(170)

Ένα μέρος του μέτρου 1 (αυξήσεις ιδίων κεφαλαίων), το οποίο εφαρμόστηκε από το κρατίδιο και την περιφέρεια Ahrweiler, καθώς και ένα άλλο μέρος του μέτρου 1 (μεταφορές στο αποθεματικό κεφάλαιο) και τα μέτρα 3, 9, 16 και 19, τα οποία εφαρμόστηκαν μόνο από το κρατίδιο, προέρχονται σαφώς από κρατικούς πόρους και πρέπει να καταλογιστούν στο κράτος.

(171)

Σε σχέση με τα μέτρα της NG (μέτρα 2, 4, 5, 6, 7, 10, 12, 13, 14, 15 —όσον αφορά τη μεταβίβαση μεριδίων της MSR στην NG— και 17), η Γερμανία παραδέχεται ρητώς ότι οι πόροι πρέπει να καταλογιστούν στο κράτος. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το εποπτικό συμβούλιο της NG εκπροσώπησε το κρατίδιο και την περιφέρεια Ahrweiler ως εταίρους της NG. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αναπληρωτής πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου στη συνεδρίαση της 28ης Αυγούστου 2005 δήλωσε ότι η ανάθεση σε ιδιώτες επενδυτές θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον ο κίνδυνος του κρατιδίου είναι χαμηλός (139): Επιπλέον, σε ένα εργαστήριο του εποπτικού συμβουλίου στις 20 Δεκεμβρίου 2005 εκφράστηκαν επιφυλάξεις για το γεγονός ότι μια απόφαση σχετικά με μια επένδυση της NG θα πρέπει να ληφθεί στο νέο υπουργικό συμβούλιο μετά τις εκλογές του κοινοβουλίου του ομόσπονδου κρατιδίου (140). Επιπλέον, η κυβέρνηση του ομόσπονδου κρατιδίου ανακοίνωσε την υλοποίηση της επένδυσης Erlebnisregion Nürburgring στη δήλωση της κυβέρνησης της 30ής Μαΐου 2006 και το Συμβούλιο των Υπουργών έλαβε γνώση στις 19 Σεπτεμβρίου 2006 ότι το εποπτικό συμβούλιο της NG σκόπευε στην υλοποίηση του έργου με σημαντική συμμετοχή ιδιώτη τρίτου (141). Επιπλέον, το Υπουργείο Οικονομικών, Μεταφορών, Γεωργίας και Αμπελουργίας, καθώς και το Υπουργείο Οικονομικών του κρατιδίου συνέτασσαν συνεχώς γνωμοδοτήσεις, παρατηρήσεις και οδηγίες για το έργο «Nürburgring 2009» (142), το οποίο παρουσιάστηκε στο κοινό στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Κατά την άποψη της Επιτροπής, και το δάνειο που έχει χορηγήσει η NG στην MSR μέσω της PNG ως ενδιαμέσου (μέτρο 6) είναι μέτρο της NG και, ως εκ τούτου, πρέπει να καταλογιστεί στο κράτος.

(172)

Όσον αφορά το δάνειο ISB (μέτρο 8) και την αναβολή των πληρωμών τόκων (μέτρο 18), η Γερμανία παραδέχθηκε ότι η ISB είχε χορηγήσει το δάνειο με οδηγίες του κρατιδίου. Για τα δάνεια της RIM στην MSR μέσω της Mediinvest και της PNG ως ενδιαμέσων (μέτρο 11) και για τη μεταβίβαση μεριδίων της MSR στη RIM (μέρος του μέτρου 15), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η RIM είναι δημόσια αρχή, καθήκον της οποίας είναι η υποστήριξη της οικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής του κρατιδίου (143). Ως εκ τούτου, η ISB και η RIM συνέβαλαν για τους σκοπούς των εν λόγω μέτρων, κατόπιν κρατικής εντολής, στην εφαρμογή της πολιτικής του κρατιδίου, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι δραστηριότητες της ISB και της RIM, όσον αφορά αυτά τα μέτρα, πρέπει να καταλογιστούν στο κράτος. Ως εκ τούτου, σε όλα αυτά τα μέτρα εμπλέκονται πόροι που πρέπει να καταλογιστούν στο κράτος.

β)   Οικονομική δραστηριότητα

(173)

Κατ' αναλογία προς την υπόθεση αεροδρόμιο Λειψίας/Halle (144), η κατασκευή των εγκαταστάσεων υποδομών μπορεί να θεωρεί οικονομική δραστηριότητα, αν με αυτήν συνδέεται άμεσα μια εμπορική χρήση, πράγμα που συμβαίνει εδώ.

(174)

Η εκμετάλλευση αθλητικών εγκαταστάσεων (που περιλαμβάνουν πίστες αγώνων και πάρκα εκτός δρόμου), πάρκων αναψυχής (145), επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης, κέντρων οδηγικής ασφάλειας, σχολών οδήγησης, πολυλειτουργικών αιθουσών και συστημάτων πληρωμών χωρίς μετρητά, καθώς και η εκμίσθωση αυτών για επαγγελματικούς και μη επαγγελματικούς σκοπούς (146), αποτελούν οικονομική δραστηριότητα, τόσο για τον ιδιοκτήτη όσο και για τον φορέα εκμετάλλευσης. Ως εκ τούτου, και η κατασκευή ή η ανακαίνιση εγκαταστάσεων υποδομών, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές τις δραστηριότητες, συνιστούν οικονομική δραστηριότητα. Αντίθετα, ως μη οικονομικές δραστηριότητες, ισχύουν, μεταξύ άλλων, η χρήση μιας αθλητικής εγκατάστασης από μη επαγγελματίες χρήστες (147) και η εκπαίδευση νέων από επαγγελματικά αθλητικά σωματεία, εφόσον η λογιστική γι' αυτές τις δραστηριότητες τηρείται χωριστά από τη λογιστική για τις οικονομικές δραστηριότητες (148). Με δεδομένη την άρρηκτη σχέση μεταξύ της υποδομής και της οικονομικής δραστηριότητας για την οποία χρησιμοποιείται, η κατασκευή, επέκταση ή η εκμετάλλευση των αθλητικών εγκαταστάσεων και των εγκαταστάσεων τουριστικής υποδομής στο Nürburgring αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες τόσο για τους επενδυτές και τους φορείς εκμετάλλευσης, ακόμη και αν τα έσοδα από την εκμετάλλευση της υποδομής δεν καλύπτουν το κόστος της κατασκευής της και πάνω από το 90 % των αθλητικών δραστηριοτήτων στο Nürburgring χαρακτηρίζονται ως ερασιτεχνικός αθλητισμός. Αυτό το γεγονός διαδραματίζει κάποιο ρόλο μόνο στο επίπεδο του χρήστη: οι μη επαγγελματίες χρήστες δεν είναι επιχειρήσεις. Η αθλητική και τουριστική υποδομή στο Nürburgring δεν είναι γενική υποδομή, όπως π.χ. ένας δημόσιος δρόμος, που διατίθεται για δημόσια χρήση. Ως εκ τούτου, για τη χρηματοδότηση της κατασκευής της εν λόγω υποδομής (με τη μορφή δανείου από το απόθεμα ρευστότητας και τα δάνεια εταίρων ή αργότερα μέσω του δανείου της ISB), ισχύουν οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(175)

Η οργάνωση εκδηλώσεων Formula 1 ή άλλων αγώνων μηχανοκίνητου αθλητισμού αφορά την παροχή υπηρεσιών στην αγορά του επαγγελματικού αθλητισμού, η οποία αποκομίζει οφέλη ουσιαστικά από τα δικαιώματα μετάδοσης. Το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις της Formula 1 και άλλες εκδηλώσεις μηχανοκίνητου αθλητισμού είναι δομικά ελλειμματικές ή εξυπηρετούν στόχους περιφερειακής πολιτικής δεν αρκεί ως αιτία για την εξαίρεση της χρηματοδότησής τους από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εκδηλώσεις αγώνων της Formula 1 και άλλες εκδηλώσεις αγώνων μηχανοκίνητου αθλητισμού συνιστούν οικονομική δραστηριότητα.

(176)

Η προώθηση του τουρισμού, η ανάπτυξη του έργου, η κατασκευή ακινήτων, η διοίκηση των επιχειρήσεων και η εμπορία αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών θεωρούνται επίσης οικονομικές δραστηριότητες.

γ)   Επιλεκτικότητα

(177)

Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι τα μέτρα στο επίπεδο των φορέων εκμετάλλευσης (NG στην περίπτωση των μέτρων 1, 3, 8, 9, 13, 14, 16, 18 και 19· EWN, FSZ, MAN, TTI, BWN, BWNB και Camp4Fun στην περίπτωση του μέτρου 2· MSR στην περίπτωση των μέτρων 4, 5, 8, 9, 11, 12, 18 και 19· CST στην περίπτωση του μέτρου 5· MIB στην περίπτωση του μέτρου 7· CMHN στην περίπτωση των μέτρων 8, 9, 18 και 19· NAG στην περίπτωση των μέτρων 10 και 17· Mediinvest, Geisler & Trimmel και Weber στην περίπτωση του μέτρου 15) έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα, καθώς εξασφαλίζουν ευνοϊκή μεταχείριση σε αυτούς τους φορείς εκμετάλλευσης. Επιπλέον, η ανάθεση της κατασκευής και της εκμετάλλευσης της υποδομής δεν δόθηκε με διαφάνεια, χωρίς διακρίσεις και σύμφωνα με τους κανόνες περί ανάθεσης. Στο επίπεδο των χρηστών, τα μέτρα δεν είναι, ωστόσο, επιλεκτικά, αφού η πρόσβαση για τα ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία και το ευρύ κοινό διασφαλίζεται με διαφανή και αμερόληπτο τρόπο.

δ)   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός του εμπορίου

(178)

Με τα μέτρα 1 έως 19 προκαλείται στρέβλωση του ανταγωνισμού στις αγορές για την εκμετάλλευση πιστών αγώνων, πάρκων εκτός δρόμου, πάρκων αναψυχής, επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης, κέντρων οδηγικής ασφάλειας, σχολών οδήγησης, πολυλειτουργικών αιθουσών και συστημάτων πληρωμών χωρίς μετρητά, καθώς και στις αγορές για την προώθηση του τουρισμού, την ανάπτυξη του έργου, την κατασκευή ακινήτων, τη διοίκηση των επιχειρήσεων και την εμπορία αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών, αφού οι ενισχύσεις υπέρ της υποδομής στο Nürburgring και οι διοργανώσεις Formula 1 προωθούν τη χρήση αυτής της υποδομής. Η διοργάνωση εκδηλώσεων της Formula 1 και άλλων εκδηλώσεων μηχανοκίνητου αθλητισμού προωθεί την εισροή πελατών σε αυτές τις εκδηλώσεις.

(179)

Τα επίμαχα μέτρα εξασφάλισαν στην NG, την MSR και τη CMHN τη δυνατότητα να διατηρήσουν τη λειτουργία τους, με τρόπο ώστε, σε αντίθεση με άλλους ανταγωνιστές οι οποίοι αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες, να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες, οι οποίες κανονικά θα είχαν προκύψει από τα αδύναμα οικονομικά αποτελέσματά τους. Αυτό δημιουργεί στρέβλωση του ανταγωνισμού, αφού άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ίδιες αγορές θα έπρεπε να εξασφαλίσουν τη λειτουργία τους χωρίς κρατική στήριξη.

(180)

Όσον αφορά τις επιδράσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, το Nürburgring με τις εκδηλώσεις αγώνων της Formula 1 και του Γερμανικού Πρωταθλήματος Αγωνιστικών Αυτοκινήτων (DTM) βρίσκεται σε ανταγωνισμό με άλλες πίστες αγώνων στην Ένωση, οι οποίες διοργανώνουν κορυφαίους αγώνες μηχανοκίνητου αθλητισμού, και δεν μπορεί να αποκλειστεί το πάρκο αναψυχής στο Nürburgring να προσελκύει επίσης επισκέπτες από το Βέλγιο (του οποίου τα σύνορα με τη Γερμανία απέχουν περίπου 50 km από το Nürburgring). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει μια καταγγελία του ανταγωνιστικού φορέα εκμετάλλευσης του πάρκου αναψυχής Eifelpark (πρβλ. αιτιολογική σκέψη 2). Επίσης, δεν αποκλείεται ότι σε σχέση με την εκμετάλλευση πάρκων εκτός δρόμου, πάρκων αναψυχής, επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης, κέντρων οδηγικής ασφάλειας, σχολών οδήγησης, πολυλειτουργικών αιθουσών και συστημάτων πληρωμών χωρίς μετρητά, καθώς και στους τομείς της προώθησης του τουρισμού, της ανάπτυξης του έργου, της κατασκευής ακινήτων, της διοίκησης των επιχειρήσεων και της εμπορίας αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών, προκαλούνται επιδράσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

ε)   Πλεονέκτημα

(181)

Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής και όπως επιβεβαιώνεται από τη νομολογία, κριτήριο για την ανάλυση του κατά πόσον μια εμπορική συναλλαγή μεταξύ ενός δημόσιου φορέα και μιας επιχείρησης συνιστά κρατική ενίσχυση αποτελεί η αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς (149). Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, όταν το κράτος ενεργεί στην αγορά ως εμπορικός φορέας εκμετάλλευσης, πρέπει να δρα κατά τρόπο ανάλογο με έναν ιδιωτικό φορέα. Διαφορετικά οι ενέργειές του συνιστούν κρατική ενίσχυση. Ως εκ τούτου, το κριτήριο για τη χορήγηση ενίσχυσης είναι κατά πόσον ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα συμπεριφερόταν κατά τον ίδιο τρόπο σε παρόμοια κατάσταση, δηλαδή εάν στην προκειμένη περίπτωση θα είχε πωλήσει τα περιουσιακά στοιχεία, αγαθά ή υπηρεσίες στην ίδια τιμή (αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς). Κατά την εφαρμογή αυτής της αρχής, ως λόγοι για τη χορήγηση μέτρων ενίσχυσης μπορούν να ληφθούν υπόψη αποκλειστικά οικονομικές εκτιμήσεις. Όπως έχει διαπιστωθεί στη σχετική νομολογία, τα εθνικά μέτρα δεν μπορούν να θεωρούνται μεμονωμένα, αλλά πρέπει να αναλύονται σε σχέση με άλλα μέτρα ενίσχυσης (150).

(182)

Ως εκ τούτου, κατά την ανάλυση του ερωτήματος κατά πόσον εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα για τους ιδιοκτήτες ή τους φορείς εκμετάλλευσης (NG, MSR και CMHN μέχρι την 30ή Απριλίου 2010 και NOS από την 1η Μαΐου 2010 έως την 31η Οκτωβρίου 2012), πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Κατ' αρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέτρα 1 έως 19 δεν είναι συναλλαγές pari passu (151), αφού η Γερμανία δεν είχε βρει ιδιώτη επενδυτή που θα ήτα πρόθυμος να επενδύσει υπό συγκρίσιμους όρους (π.χ. στον τομέα Ι του έργου «Nürburgring 2009»). Χορηγήθηκαν βεβαίως δύο δάνεια από ιδιωτικούς παρόχους, όμως τα αντίστοιχα ποσά ήταν μικρά σε σχέση με τις δημόσιες επενδύσεις, τα δάνεια αφορούσαν μόνο τον τομέα ΙΙ του έργου «Nürburgring 2009» (δηλαδή κυρίως τα ξενοδοχεία) (152), και δεν χορηγήθηκαν στην NG ή σε άλλο δικαιούχο ενίσχυσης, αλλά μόνο στην CMHN και την MSR.

Πίνακας 14

Δάνεια ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην CMHN/MSR

Χρηματοπιστωτικό ίδρυμα

Έτος

Δικαιούχος

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Επιτόκιο

Εξασφάλιση

(σε εκατ. ευρώ)

Bank für Tirol und Vorarlberg

2008

CMHN

[…]

[…] %

+ […] % τέλη

[…] (υποθήκη)

Ενεχυρίαση μεριδίων της MSR

Kreissparkasse Ahrweiler

2010

MSR

[…]

[…] %

 

(183)

Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία παραδέχεται ότι δεν βρέθηκε μακροπρόθεσμος ιδιώτης επενδυτής ούτε για τον τομέα ΙΙ του έργου.

(184)

Επιπλέον, διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή επιχειρηματικά σχέδια για το έργο «Nürburgring 2009» και για την NG για την περίοδο 2006 έως 2010:

Πίνακας 15

Επιχειρηματικά σχέδια για το έργο «Nürburgring 2009» (σε εκατ. ευρώ)

Σχετική επιχείρηση/δραστηριότητα

Ημερομηνία

Έξοδα

Κύκλος εργασιών (2009-2020)

Αποτελέσματα προ φόρων (2009-2020)

Έργο «Nürburgring 2009»

12/2005

113 (153)

281

22

Έργο «Nürburgring 2009»

3/2006

113 (153)

181

– 59

Έργο «Nürburgring 2009»

3/2006

113 (153)

281

22

Έργο «Nürburgring 2009»

8/2006

113 (153)

281

22

Έργο «Nürburgring 2009»

11/2007

135

279

45

Έργο «Nürburgring 2009»

12/2008

140

283

40

Έργο «Nürburgring 2009»

3/2009

159

287

28

Έργο «Nürburgring 2009»

8/2009

195

331 (154)

67 (154)

Έργο «Nürburgring 2009»

10/2009

200

260 (154)

– 17 (154)

Έργο «Nürburgring 2009»

12/2009

200

254 (154)

– 35 (154)

NG, MSR, CMHN σε ενοποιημένη βάση (155)

7/2010

283

– 769 (156)

NG, MSR, CMHN σε ενοποιημένη βάση (155)

9/2010

283

– 269 (156)

NG, MSR, CMHN σε ενοποιημένη βάση (155)

9/2010

59 (156)

(185)

Από τον πίνακα 15 προκύπτει σαφώς ότι τα εκτιμώμενα έξοδα κατά την προπαρασκευαστική φάση του έργου «Nürburgring 2009» αυξάνονταν συνεχώς, ενώ τα κέρδη του (αποτελέσματα προ φόρων) μειώνονταν σημαντικά, από κέρδη 22 εκατ. ευρώ στο σχέδιο του Δεκεμβρίου 2005 σε ζημίες 35 εκατ. ευρώ στο σχέδιο του Δεκεμβρίου 2009. Ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε αποδεχτεί μια τέτοια δραστική αύξηση των εξόδων και μια τέτοια σημαντική μείωση των κερδών κατά τη φάση προετοιμασίας του έργου μεταξύ του Δεκεμβρίου 2005 και του Δεκεμβρίου 2009 (σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι κύριες χρηματοδοτήσεις για το κατασκευαστικό έργο χορηγήθηκαν κατά την περίοδο από τον Μάιο του 2008 έως τον Ιούνιο του 2010).

(186)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή κατά την ανάλυση των σχετικών επιχειρηματικών σχεδίων, τα οποία έχει λάβει υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, διαπίστωσε τα εξής:

α)

Μέρη των μέτρων 1, 2 και 3 εφαρμόστηκαν ήδη πριν από το πρώτο επιχειρηματικό σχέδιο του Δεκεμβρίου του 2005. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτά τα μέτρα αποφασίστηκαν βάσει του σχετικού επιχειρηματικού σχεδίου.

β)

Επιπλέον, μέρη των μέτρων 2 και 3 χορηγήθηκαν ταυτόχρονα με το πρώτο επιχειρηματικό σχέδιο (Δεκέμβριος του 2005). Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι αυτά τα μέτρα χορηγήθηκαν στο πλαίσιο μιας συνεχούς δημόσιας ενίσχυσης που είχε ήδη αρχίσει προηγουμένως (2002 ή νωρίτερα), και μάλιστα χωρίς καμία ιδιωτική στήριξη και υπέρ μιας επιχείρησης της οποίας η χρηματοπιστωτική κατάσταση επιδεινωνόταν. Ως εκ τούτου, τα σχετικά μέρη των μέτρων 2 και 3 δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα από τα προηγούμενα μέτρα (μέρη των μέτρων 1, 2 και 3). Τα σχετικά μέρη των μέτρων 2 και 3 μάλλον αποτελούν τη συνέχισή τους και, επομένως, πρέπει να θεωρηθούν ως χορήγηση επιπλέον πλεονεκτήματος.

γ)

Μέρη των μέτρων 2 και 3 εφαρμόστηκαν όταν ήδη υπήρχαν τα τρία πρώτα επιχειρηματικά σχέδια του Δεκεμβρίου του 2005, του Μαρτίου του 2006 και του Αυγούστου 2006. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα ποσά που εκτιμώνται σε αυτά τα σχέδια για τους μελλοντικούς κύκλους εργασιών και κέρδη της NG, παρά τη σημαντική επιδείνωση των πραγματικών οικονομικών αποτελεσμάτων της NG κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου (αρνητικά ίδια κεφάλαια, σημαντική αύξηση των υποχρεώσεων, μείωση του κύκλου εργασιών, ετήσιες ζημίες) παρέμεναν αμετάβλητα κατά την ενημέρωση. Στο πλαίσιο αυτό, τα υπό εξέταση επιχειρηματικά σχέδια δεν θεωρούνται ρεαλιστικά και αποδεκτά, αφού, ανεξάρτητα από τα άσχημα αποτελέσματα που παρουσίαζε η επιχείρηση, εμφάνιζαν τις ίδιες προβλέψεις όπως και πριν.

δ)

Τα πρώτα έξι επιχειρηματικά σχέδια (Δεκέμβριος του 2005, Μάρτιος του 2006, Αύγουστος του 2006, Νοέμβριος του 2007 και Δεκέμβριος του 2008) δεν αφορούσαν τη μελλοντική επιχειρηματική δραστηριότητα της NG συνολικά, αλλά μόνο ένα μέρος, αφού δεν ελήφθη υπόψη ο λειτουργικός τομέας της Formula 1. Στο πλαίσιο αυτό, τα αντίστοιχα επιχειρηματικά σχέδια αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστη βάση για την απόφαση σχετικά με τη χρηματοδοτική στήριξη της NG.

ε)

Τα επιχειρηματικά σχέδια από τον Μάρτιο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2009 περιλαμβάνουν επίσης προβλέψεις για τον λειτουργικό τομέα της Formula 1. Ωστόσο, γι' αυτόν τον λειτουργικό τομέα για ολόκληρη την περίοδο 2009-2020 εκτιμήθηκαν απώλειες, με κύκλους εργασιών που εμφανίζονταν σταθερά στο ίδιο επίπεδο όπως και πριν 2009. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι δεν είχε προβλεφθεί αναδιάρθρωση του λειτουργικού τομέα της Formula 1. Ομοίως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι σε αυτά τα σχέδια εκτιμούνταν έσοδα που ήταν σημαντικά μικρότερα από εκείνα που είχαν εκτιμηθεί στα προηγούμενα επιχειρηματικά σχέδια (7-9 εκατ. ευρώ έναντι 22-40 εκατ. ευρώ). Αυτά τα εκδηλώσεις μειώνουν τη συνοχή του επιχειρηματικού μοντέλου, το οποίο παρουσιάστηκε στο επιχειρηματικό σχέδιο από τον Μάρτιο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2009.

στ)

Τα δύο επιχειρηματικά σχέδια του Ιουλίου του 2010 και του Σεπτεμβρίου του 2010 προέβλεπαν απώλειες στα χειρότερα σενάρια έως το 2030, δηλαδή δεν θεωρήθηκε ότι πρόκειται για κερδοφόρα επιχειρηματική δραστηριότητα.

ζ)

Τέλος, στο σχέδιο του Σεπτεμβρίου του 2010, εκτιμήθηκαν κέρδη για τα έτη 2016 έως 2030, ωστόσο αυτό το σχέδιο δεν περιέχει ανάλυση ευαισθησίας (δηλαδή τα αποτελέσματα για το χειρότερο σενάριο). Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό το σχέδιο αγνοείται η σημαντική επιδείνωση των πραγματικών οικονομικών αποτελεσμάτων της NG, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου (αρνητικά ίδια κεφάλαια, σημαντική αύξηση των υποχρεώσεων, μείωση του κύκλου εργασιών, ετήσιες ζημίες). Σε αυτή τη βάση, το σχετικό επιχειρηματικό σχέδιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ρεαλιστικό και αποδεκτό, αφού αφήνει δεν λαμβάνει υπόψη τα άσχημα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν μέχρι στιγμής από την επιχείρηση.

(187)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η χορήγηση δημόσιων χρηματοδοτήσεων στην NG ως προβληματική επιχείρηση (βλέπε τμήμα 5.1), η οποία κατευθυνόταν στη χρηματοδότηση της προηγούμενης (λειτουργία της πίστας αγώνων) ή της μελλοντικής λειτουργικής δραστηριότητάς της (λειτουργία της πίστας αγώνων καθώς και νέων ξενοδοχείων), μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τους κανόνες της αγοράς βάσει των σχετικών επιχειρηματικών σχεδίων.

(188)

Σε σχέση με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, για τα επιμέρους μέτρα μπορούν να αναφερθούν τα εξής:

Μέτρα που αποτέλεσαν αντικείμενο της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012

(189)

Για το μέτρο 1 (παροχή κεφαλαίων από το κρατίδιο και περιφέρεια Ahrweiler για την NG με τη μορφή μεταφορών στο αποθεματικό κεφάλαιο και αυξήσεων κεφαλαίου), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ανάλυση που παρουσιάστηκε των επιχειρηματικών σχεδίων που υποβλήθηκαν είναι χρήσιμη. Κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν είχε διαθέσει κεφάλαια στην NG το 2004 και τα επόμενα έτη. Ως εκ τούτου, τα κεφάλαια που διοχετεύτηκαν στην NG από το κρατίδιο την 1η Μαΐου 2002 (2 179 000 ευρώ) και την 21η Δεκεμβρίου 2004 (22 839 241 ευρώ), καθώς και τα κεφάλαια που διοχετεύτηκαν σε αυτήν από το κρατίδιο και από την περιφέρεια Ahrweiler την 31η Αυγούστου 2004 (4 887 000 ευρώ) και την 4η Σεπτεμβρίου 2007 (10 000 000 ευρώ) συνιστούν κρατικές ενισχύσεις στο ύψος του πλήρους ποσού του κεφαλαίου που έχει διατεθεί.

(190)

Για το μέτρο 2 (δάνεια εταίρων της NG πριν από την έναρξη του έργου «Nürburgring 2009»), η Επιτροπή διαπιστώνει, βάσει των οικονομικών στοιχείων που διαβίβασε η Γερμανία, ότι η EWN, η Camp4Fun και η TTI κατέγραψαν ετήσιες ζημίες και παρουσίασαν αρνητικά ίδια κεφάλαια, όταν έλαβαν το αντίστοιχο μέρος του μέτρου 2 (βλέπε πίνακες 1 έως 4). Ταυτόχρονα, η BWN1, η BWNB και η BWN2, οι οποίες είχαν λάβει δάνεια κατά την περίοδο από το 2004-2007, καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατέγραψαν ετήσιες ζημίες και παρουσίασαν αρνητικά ίδια κεφάλαια το 2005, το 2006 και το 2007. Τέλος, η MAN κατέγραψε τόσο σωρευτικές όσο και ετήσιες ζημίες, όταν έλαβε το μέρος της από το μέτρο 2. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αναφερόμενη στο σημείο 11 των κατευθυντήριων γραμμών, είναι της άποψης ότι αυτές οι επιχειρήσεις ήδη αντιμετώπιζαν δυσκολίες κατά τον χρόνο του μέτρου 2. Αντίθετα, η Επιτροπή διαπιστώνει, βάσει των οικονομικών στοιχείων που διαβίβασε η Γερμανία, ότι FSZ δεν ήταν προβληματική όταν έλαβε το μέρος της από το μέτρο 2, αφού βάσει των οικονομικών στοιχείων της δεν μπορεί να αποδειχθεί καμία από τις ενδείξεις που αναφέρονται στο σημείο 11 των κατευθυντήριων γραμμών. Με τη χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην τις χρηματοδοτούσε με κανένα επιτόκιο, ιδίως αφού αυτές οι επιχειρήσεις ανήκαν σε μια επιχείρηση που βρισκόταν με τη σειρά της σε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες (NG), σε αυτές τις επιχειρήσεις εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού των δανείων. Ως εκ τούτου, τα δάνεια της NG στις θυγατρικές της EWN (6 195 170,02 ευρώ), BWN/BWNB (3 760 000 ευρώ), Camp4Fun (450 000 ευρώ), MAN (100 000 ευρώ) και TTI (25 000 ευρώ) δεν είναι συμβατά με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ποσά των δανείων που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις ΜΑΝ και TTI βρίσκονται κάτω από το ανώτατο όριο ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, όμως η Γερμανία ούτε ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής (157). Αυτός κανονισμός θα μπορούσε ωστόσο να εφαρμοστεί κατά τη φάση ανάκτησης, εφόσον η Γερμανία αποδείξει ότι πληρούνται όλες οι σχετικές προϋποθέσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην FSZ (646 738,12 ευρώ) δεν εξασφάλισαν πλεονέκτημα σε αυτήν, αφού το εφαρμοζόμενο επιτόκιο του 6 % είναι σύνηθες στην αγορά, διότι αντιστοιχεί με το γερμανικό βασικό επιτόκιο κατά τη στιγμή της χορήγησης (5,06 % τον Απρίλιο του 2002, 4,8 % τον Μάρτιο του 2003 και 5,19 % τον Μάρτιο του 2008) (158) συν τις μονάδες βάσης (100) που πρέπει να προστεθούν για την οικονομική κατάσταση της FSZ, όπου πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η FSZ κατά τη λήψη των δανείων δεν παρουσίαζε κανένα από τα συμπτώματα που αναφέρονται στο σημείο 11 των κατευθυντηρίων γραμμών (159). Ως εκ τούτου, τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην FSZ δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(191)

Όσον αφορά το μέτρο 3 (τα δάνεια από το απόθεμα ρευστότητας του κρατιδίου στην NG), η Γερμανία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι τη NG δεν επωφελήθηκε από επιτόκια που ήταν ευνοϊκότερα σε σύγκριση με τους όρους των ανταγωνιστών της. Επιπλέον, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι σε μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει συγκρίσιμες οικονομικές δυσκολίες, όπως η NG, θα διατίθεντο στην αγορά χρηματοδοτικά μέσα, με οποιοδήποτε επιτόκιο. Επιπλέον, η τελική επιστροφή των πόρων και των αντίστοιχων τόκων πραγματοποιείται μόνο εκ των υστέρων και δεν είναι γνωστή κατά τον χρόνο της χορήγησης των μέτρων. Ως εκ τούτου, αυτή η πτυχή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Επομένως, τα μέτρα που χρηματοδοτήθηκαν από το απόθεμα ρευστότητας δεν εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Με τη χορήγηση δανείων σε μια επιχείρηση η οποία αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην την είχε χρηματοδοτήσει με κανένα επιτόκιο, σε αυτήν την επιχείρηση εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού των δανείων. Συνολικά, τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην NG από το κρατίδιο μεταξύ της 30ής Ιουνίου 2003 και της 11ης Μαΐου 2010 (βλέπε τον κατάλογο των δανείων στον πίνακα 5) ενισχύσεις ύψους 399 805 370 ευρώ.

(192)

Μετά την ανάλυση της εν λόγω αρχής, η Επιτροπή καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα σε σχέση με το μέτρο 4 (δάνεια της NG στην MSR). Και τούτο διότι είναι αδιανόητο κατά τη στιγμή του μέτρου (Δεκέμβριος 2007), σε μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει συγκρίσιμες οικονομικές δυσκολίες, όπως η MSR (βλέπε πίνακα 12 και αιτιολογική σκέψη 155) να διατίθεντο στην αγορά χρηματοδοτικά μέσα, με οποιοδήποτε επιτόκιο. Με τη χορήγηση δανείου σε μια επιχείρηση η οποία αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην την είχε χρηματοδοτήσει με κανένα επιτόκιο, εξασφαλίστηκε σε αυτήν την επιχείρηση πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού του δανείου. Συνεπώς, το πλεονέκτημα που εξασφαλίζει η NG στην MSR με το δάνειο που χορηγήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2007 ύψους 300 000 ευρώ, ανέρχεται σε 300 000 ευρώ.

(193)

Η στήριξη της CST από την NG (μέτρο 5) δεν συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Και τούτο διότι η Επιτροπή διαπιστώνει, βάσει των οικονομικών στοιχείων που διαβίβασε η Γερμανία, ότι η CST κατά την περίοδο 2008-2011 κατέγραψε ετήσιες ζημίες και παρουσίαζε αρνητικά ίδια κεφάλαια και, επιπλέον, τέθηκε υπό εκκαθάριση το 2009. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, αναφερόμενη στο σημείο 11 των κατευθυντήριων γραμμών, είναι της άποψης ότι η CST αντιμετώπιζε δυσκολίες όταν (κατά τα έτη 2008 έως 2011, βλέπε πίνακα 6) έλαβε τα δάνεια που ανήκουν στο μέτρο 5. Με τη χορήγηση δανείων σε μια επιχείρηση η οποία αντιμετωπίζει τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην τη χρηματοδοτούσε με κανένα επιτόκιο, ιδίως αφού η CST ανήκε σε μια επιχείρηση που βρισκόταν με τη σειρά της σε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες (NG), σε αυτήν την επιχείρηση εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού των δανείων. Ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα που εξασφάλισε η NG στη CST με τα δάνεια που χορηγήθηκαν μεταξύ της 27ης Αυγούστου 2008 και της 18ης Απριλίου 2011 συνολικού ύψους 11 032 060 αντιστοιχεί με το ποσό των δανείων.

(194)

Στη διοικητική επιστολή που εξέδωσε η NG στις 23 Δεκεμβρίου 2009 υπέρ της CST, η NG υποσχέθηκε να χρηματοδοτήσει την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων τις οποίες δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά η ίδια η CST. Για τη χρηματοδότηση αυτών των οικονομικών υποχρεώσεων, η NG θα χορηγούσε στη CST δάνεια με επιτόκιο 6 %. Η υπόσχεση περιελάμβανε επίσης μια συμφωνία υπαγωγής για τις απαιτήσεις της NG από τα δάνεια που χρηματοδότησε βάσει της διοικητικής επιστολής της 23ης Δεκεμβρίου 2009, η οποία προέβλεπε ότι οι σχετικές απαιτήσεις της NG κατά της CST κατατάσσονταν στην τελευταία σειρά, πίσω από τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών κατά της CST. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι ένας πιστωτής σε οικονομία αγοράς δεν θα είχε υποσχεθεί να χρηματοδοτήσει τα μη εξοφληθέντα δάνεια μιας επιχείρησης σε σοβαρές δυσκολίες και δεν θα είχε δηλώσει συμφωνία υπαγωγής για υφιστάμενες απαιτήσεις κατά μιας επιχείρησης σε σοβαρές δυσκολίες, αφού ένα τέτοιο μέτρο εκ των πραγμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των απαιτήσεων. Για τον λόγο αυτό, κατά την άποψη της Επιτροπής η διοικητική επιστολή, η οποία περιελάμβανε την προαναφερθείσα υπόσχεση για τη χρηματοδότηση των μη εξοφληθέντων δανείων και τη συμφωνία υπαγωγής για τις απαιτήσεις που θα προκύψουν από αυτήν, συνιστά πλεονέκτημα. Η Επιτροπή είναι επιπλέον της άποψης ότι η διοικητική επιστολή αποτελεί μέτρο που χορηγήθηκε, επιπροσθέτως προς τα δάνεια των ετών 2008 έως 2011 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 182) διότι: α) δεν χορηγήθηκε την ίδια χρονική περίοδο με αυτά τα δάνεια· β) δεν προβλεπόταν και δεν προδιαγραφόταν στις συμβάσεις των υποκείμενων δανείων· γ) αποφασίστηκε από την NG κατά τη διακριτική της ευχέρεια, για να αποτραπεί η αφερεγγυότητα της CST. Η έκταση του μέτρου αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό του δανείου που χρηματοδοτείται από τη NG, με βάση τη διοικητική επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2009, η οποία, ωστόσο, δεν είναι στη διάθεση της Επιτροπής.

(195)

Τέλος, η συμφωνία υπαγωγής για τις απαιτήσεις συμφωνήθηκε από την NG και τη CST στις 13 Δεκεμβρίου 2010 και σύμφωνα με τη σύμβαση αναφερόταν στα δάνεια που χορηγήθηκαν έως τις 30 Νοεμβρίου 2010, συνολικού ύψους 10,4 εκατ. ευρώ (δηλαδή, τα πρώτα 13 από τα συνολικά 15 δάνεια που παρατίθενται στον πίνακα 6). Αυτή η συμφωνία υπαγωγής είχε ως αποτέλεσμα να καταταχθούν οι απαιτήσεις της NG κατά της CST στην τελευταία θέση μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών κατά της CST. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι ένας πιστωτής σε οικονομία αγοράς δεν θα είχε δεχτεί την εν λόγω συμφωνία υπαγωγής για υφιστάμενες απαιτήσεις κατά μιας επιχείρησης σε σοβαρές δυσκολίες, αφού ένα τέτοιο μέτρο εκ των πραγμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των απαιτήσεων. Για τον λόγο αυτό, κατά την άποψη της Επιτροπής, η συμφωνία υπαγωγής συνιστά πλεονέκτημα. Η Επιτροπή είναι επιπλέον της άποψης ότι η συμφωνία υπαγωγής του 2010 αποτελεί μέτρο που χορηγήθηκε επιπροσθέτως προς τα υποκείμενα δάνεια, διότι: α) δεν αποφασίστηκε την ίδια χρονική περίοδο με αυτά τα δάνεια· β) δεν προβλεπόταν και δεν προδιαγραφόταν στις συμβάσεις των υποκείμενων δανείων· γ) αποφασίστηκε από την NG κατά τη διακριτική της ευχέρεια, για να αποτραπεί η αφερεγγυότητα της CST. Η έκταση του μέτρου αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό του δανείου μειωμένης εξασφάλισης, δηλαδή 10,4 εκατ. ευρώ.

(196)

Όσον αφορά τις πληρωμές της NG στην IPC (μέτρο 6), η Επιτροπή σημειώνει τη διαπίστωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, ότι ένας έμπορος που ενεργεί προσεκτικά δεν θα είχε επιλέξει τις εν λόγω επιχειρήσεις για την παροχή υπηρεσιών και ότι η NG δεν είχε αναλύσει με τη δέουσα επιμέλεια τις προγενέστερες δραστηριότητες αυτών των επιχειρήσεων για να εξακριβώσει κατά πόσον είχαν την απαραίτητη ικανότητα και κατά πόσον ήταν ρεαλιστικοί οι όροι που προσέφεραν για τη χρηματοδότηση του έργου «Nürburgring 2009» (160). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι με την επιλογή της IPC για την παροχή αυτών των ειδικών υπηρεσιών εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση στο ύψος των πληρωμών συνολικά 640 000 ευρώ που πραγματοποιήθηκαν σε αυτές τις επιχειρήσεις.

(197)

Επιπλέον, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το δάνειο της NG στην PNG ύψους 3 εκατ. ευρώ και το δάνειο της PNG στην MSR ύψους 2 941 000 ευρώ αποτελούν από κοινού ένα μέτρο, στο οποίο η PNG συμμετείχε μόνο ως μεσάζων και έλαβε για τον λόγο αυτό αμοιβή ύψους […] ευρώ. Δικαιούχος της δραστηριότητας ήταν η MSR, η οποία έλαβε τελικά το δάνειο σε μια χρονική περίοδο όπου βρισκόταν σε τέτοιες οικονομικές δυσκολίες ώστε να μην είχε λάβει χρηματοδότηση στην αγορά. Με τη χορήγηση δανείου σε μια επιχείρηση η οποία αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην την είχε χρηματοδοτήσει με κανένα επιτόκιο, εξασφαλίστηκε σε αυτήν την επιχείρηση πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού του δανείου. Συνεπώς, το πλεονέκτημα που εξασφάλισε η NG στην MSR με το δάνειο της 15ης Οκτωβρίου 2008 ανέρχεται σε 2 941 000 ευρώ.

(198)

Στο πλαίσιο του μέτρου 7, η MIB εκχώρησε τις απαιτήσεις της κατά της CST, αποδέκτη των εν λόγω δανείων, στην NG, η οποία κατέβαλε στην MIB μια ονομαστική τιμή συν τόκους. Επειδή η CST αντιμετώπιζε δυσκολίες (βλέπε αιτιολογική σκέψη 184), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν ήταν πιθανό η ΜΙΒ να μπορέσει να υλοποιήσει τις απαιτήσεις της κατά της CST. Ως εκ τούτου, αυτό το μέτρο ωφέλησε την MIB, η οποία μπόρεσε να υλοποιήσει τις απαιτήσεις της και αντικαταστάθηκε από την NG ως πιστωτής μιας προβληματικής επιχείρησης. Ελλείψει ενός σχεδίου βιωσιμότητας της CST, με το οποίο θα μπορούσε να τεκμηριωθεί η επιστροφή της επιχείρησης στην κερδοφορία και, ως εκ τούτου, οι προοπτικές για την εξόφληση των χρεών της, αυτό το μέτρο δεν είναι συμβατό με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Ως εκ τούτου, η εκχώρηση απαιτήσεων της MIB ύψους 1 476 830,88 ευρώ στην NG συνιστά ενίσχυση στο ύψος του τιμήματος αγοράς των 1 476 830,88 ευρώ.

(199)

Για το μέτρο 8 (δάνεια της ISB ύψους 325 265 000 ευρώ στην NG, την MSR και την CMHN) πρέπει να σημειωθεί ότι με τη χορήγηση δανείων χωρίς αντίστοιχη εγγύηση (μέτρο 9) σε επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην τις χρηματοδοτούσε με κανένα επιτόκιο, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί στις επιχειρήσεις πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού των δανείων. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενίσχυση δεν αποτελείται από το δάνειο (μέτρο 8), αλλά μόνο από την εγγύηση (μέτρο 9), αφού η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα μπορούσε να χορηγήσει στην NG, την MSR και την CMHN δάνεια με παρόμοιους όρους, λόγω της εγγύησης του κρατιδίου (μέτρο 9).

(200)

Το μέτρο 9, η εγγύηση για το δάνειο της ISB ύψους 325 265 000 ευρώ (μέτρο 8), δεν ήταν συμβατή με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Και τούτου διότι πρόκειται για μέτρο πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης από δημόσιους φορείς. Ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν θα λάμβανε τέτοια μέτρα υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων και με σημαντικό μειονέκτημα για τα δικά του οικονομικά συμφέροντα. Η Επιτροπή διαπιστώνει επιπλέον ότι δεν αποτελεί στόχο της πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης να επαναφέρει προβληματικές επιχειρήσεις στην κερδοφορία. Εκτός αυτού, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (161) («ανακοίνωση για τις εγγυήσεις»), οι οποίες θα απέκλειαν την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων. Επειδή οι δικαιούχοι ήταν προβληματικές επιχειρήσεις, η εγγύηση καλύπτει το δάνειο κατά 100 % και δεν καταβλήθηκε από το κρατίδιο προμήθεια εγγύησης για την απόκτηση του πιστωτικού κινδύνου του εγγυημένου δανείου. Λόγω των σοβαρών οικονομικών δυσκολιών των δικαιούχων (NG, MSR και CMHN) κατά τον χρόνο της χορήγησης της αντίστοιχης εγγύησης (βλέπε πίνακες 11 έως 13), η Επιτροπή θεωρεί ότι κανένας πιστωτής σε οικονομία αγοράς δεν θα είχε χορηγήσει εγγύηση στους δικαιούχους υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Η Επιτροπή δεν διαθέτει ενδείξεις ότι η εγγύηση χρησιμοποιήθηκε. Για τον λόγο αυτό, κατά την άποψη της Επιτροπής το μέτρο 9 συνιστά κρατική ενίσχυση. Το ύψος της ενίσχυσης, η οποία χορηγήθηκε στην NG, την MSR και τη CMHN από την εγγύηση του κρατιδίου, αντιστοιχεί με τα ποσά των αντίστοιχων δανείων (μέτρο 8), δηλαδή 96 574 200 ευρώ και 113 590 800 ευρώ στην περίπτωση της NG, 92 000 000 ευρώ στην περίπτωση του MSR και 23 100 000 εκατ. ευρώ στην περίπτωση της CMHN.

(201)

Για το μέτρο 10 (εκμίσθωση του συγκροτήματος Nürburgring στη NAG), η Επιτροπή επισημαίνει ότι με μια διαδικασία υποβολής προσφορών μπορεί σε γενικές γραμμές να αποκλείεται η εξασφάλιση πλεονεκτήματος σε έναν μισθωτή. Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση δεν προκηρύχθηκε πρόσκληση υποβολής προσφορών για την επιλογή του φορέα εκμετάλλευσης του εκσυγχρονισμένου συγκροτήματος Nürburgring. Εντούτοις, το ελάχιστο μίσθωμα που εκτιμήθηκε στη σύμβαση μίσθωσης, με εξαίρεση τα τρία πρώτα έτη μίσθωσης (δηλαδή από την 1η Μαΐου 2010 έως την 30ή Απριλίου 2013) εντός του εύρους των ελάχιστων και μέγιστων τιμών για τα συνήθη στην αγορά ποσά ετήσιας μίσθωσης, τα οποία είχαν προσδιοριστεί στη γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων της 29ης Σεπτεμβρίου 2011. Το μίσθωμα EBITDA, με εξαίρεση το δεύτερο έτος μίσθωσης, ήταν μάλιστα υψηλότερο από το μέγιστο ετήσιο μίσθωμα σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς που αναφέρεται στη γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το ελάχιστο μίσθωμα των 15 εκατ. ευρώ από την 1η Μαΐου 2013 σύμφωνα με τη γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνο με τους κανόνες της αγοράς, αφού βρισκόταν εντός του εύρους των συνήθων στην αγορά ποσών μίσθωσης και κατά συνέπεια δεν θα εξασφάλιζε επιλεκτικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, η σύμβαση μίσθωσης στην πραγματικότητα διήρκεσε μόνο από την 1η Μαΐου 2010 έως την 31η Οκτωβρίου 2012. Το ελάχιστο μίσθωμα που καθορίζεται στη γνωμοδότηση και στη σύμβαση μίσθωσης για τα τρία πρώτα έτη μίσθωσης παρατίθεται στον πίνακα 16.

Πίνακας 16

Ελάχιστο μίσθωμα για το συγκρότημα του Nürburgring

 

1.5.2010-30.4.2011

1.5.2011-30.4.2012

1.5.2012-30.4.2013

Πραγματογνωμοσύνη

1,6 εκατ. ευρώ

12 εκατ. ευρώ

12,3 εκατ. ευρώ

Σύμβαση μίσθωσης

0 ευρώ

5 εκατ. ευρώ

11,5 εκατ. ευρώ

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το μίσθωμα της NAG που εισπράχθηκε κατά την περίοδο από την 1η Μαΐου 2010 έως την 31η Οκτωβρίου 2012 εξασφάλισε επιλεκτικό πλεονέκτημα που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ α) του μισθώματος που θα έπρεπε να εισπραχθεί σύμφωνα με τη γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων· και β) του μισθώματος που καθορίζεται στη σύμβαση μίσθωσης. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ενίσχυση ύψους 9 εκατ. ευρώ, δηλαδή ίση με τη διαφορά μεταξύ των παραπάνω ποσών α και β (για το τρίτο έτος υπολογίζεται μόνο το ήμισυ της διαφοράς, διότι η σύμβαση μίσθωσης έληξε την 31η Οκτωβρίου 2012, δηλαδή εντός του τρίτου έτους) (162).

(202)

Για το μέτρο 11 (τα δάνεια της RIM στην MSR μέσω της Mediinvest ως μεσάζοντα και —στην περίπτωση ενός εκ των δανείων— επίσης μέσω της PNG ως μεσάζοντα) η ίδια η Γερμανία αναφέρει ότι δεν μπόρεσαν να βρεθούν ιδιώτες επενδυτές για τη χρηματοδότηση του επιμέρους τομέα ΙΙ του έργου «Nürburgring 2009». Επιπλέον, από τη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου προκύπτει ότι οι δυνητικοί επενδυτές δεν κατέταξαν το έργο ως μη κερδοφόρο με όρους της αγοράς. Πολλοί ιδιώτες φορείς εκμετάλλευσης πάρκων αναψυχής αρνήθηκαν τη συμμετοχή στο έργο. Χωρίς αντίστοιχη εγγύηση (μέτρο 12), με τη χορήγηση δανείου σε επιχειρήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην τις χρηματοδοτούσε με κανένα επιτόκιο, θα είχε εξασφαλιστεί στις επιχειρήσεις πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού των δανείων. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενίσχυση δεν αποτελείται από το δάνειο (μέτρο 11), αλλά μόνο από την εγγύηση (μέτρο 12), αφού η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα μπορούσε να χορηγήσει στην MSR δάνεια με παρόμοιους όρους, λόγω της εγγύησης του κρατιδίου (μέτρο 12). Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Mediinvest και η PNG δεν ήταν οι πραγματικοί δικαιούχοι των ενισχύσεων, αλλά ενήργησαν απλώς ως μεσάζοντες, ώστε τα δάνεια της RIM να φθάσουν στην MSR. Επιπλέον, με αυτήν την υπηρεσία μόνο η Mediinvest σημείωσε κέρδος, το οποίο αντιστοιχούσε με διαφορά επιτοκίων το πολύ 4,3 % (μεταξύ των δανείων που έλαβε η RIM και των δανείων που χορηγήθηκαν στην MSR), ενώ η PNG δεν επωφελήθηκε από τα διαφορετικά επιτόκια (για το δάνειο που έλαβε η Mediinvest ίσχυε το ίδιο επιτόκιο όπως εκείνο για το δάνειο που χορηγήθηκε στην MSR). Εκτός αυτού, η Επιτροπή δεν μπορεί να συμπεράνει, βάσει των δεδομένων που αναπαράγονται στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 34 και στον πίνακα 14, ότι η Mediinvest και η PNG δεν θα είχαν χρεώσει για τις υπηρεσίες τους επιτόκια που ίσχυαν στην αγορά ή ότι οι διαφορές επιτοκίων (πάνω από 4,3 % στην περίπτωση της Mediinvest, 0 % στην περίπτωση της PNG) θα βρίσκονταν πάνω από το επίπεδο της αγοράς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η Mediinvest και η PNG δεν μπορούν να θεωρηθούν δικαιούχοι του μέτρου 11.

(203)

Όσον αφορά το μέτρο 12, δηλαδή την εγγύηση του κρατιδίου που χορηγήθηκε στην ISB για τις σιωπηλές συμμετοχές της RIM στη Mediinvest (μέτρο 11), η Επιτροπή είναι της άποψης ότι με αυτήν την κατασκευή θα δινόταν η δυνατότητα στην MSR να λάβει τα δάνεια που περιγράφονται ως μέτρο 11. Η MSR κατά τη χρονική περίοδο των δανείων βρισκόταν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. Κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε χορηγήσει εγγύηση σε μια επιχείρηση σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση. Η Επιτροπή δεν διαθέτει ενδείξεις ότι η εγγύηση χρησιμοποιήθηκε. Για τον λόγο αυτό, κατά την άποψη της Επιτροπής το μέτρο 12 συνιστά κρατική ενίσχυση. Το ύψος της ενίσχυσης, η οποία χορηγήθηκε στην MSR από την εγγύηση του κρατιδίου, αντιστοιχεί με το ποσό των αντίστοιχων δανείων (μέτρο 11), δηλαδή 85 484 000 ευρώ.

(204)

Όσον αφορά το μέτρο 13 (παροχή εσόδων από τον φόρο στα καζίνο για την προώθηση του τουρισμού προς όφελος της NG από το κρατίδιο), η Επιτροπή είναι της άποψης ότι πρόκειται για μέτρο τουριστικής πολιτικής από δημόσιους φορείς. Ένας ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν θα λάμβανε τέτοια μέτρα υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων και με σημαντικό μειονέκτημα για τα δικά του οικονομικά συμφέροντα. Η Επιτροπή διαπιστώνει επιπλέον ότι δεν αποτελεί στόχο της τουριστικής πολιτικής να επαναφέρει προβληματικές επιχειρήσεις στην κερδοφορία. Λόγω της κακής χρηματοπιστωτικής κατάστασης της NG, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι εξασφαλίστηκε πλεονέκτημα για την NG ύψους ίσου με το συνολικό ποσό των επίμαχων μέτρων. Συνολικά, τα έσοδα που παρέχονται από το κρατίδιο στην NG από τον φόρο στα καζίνο ύψους 1,6 εκατ. ευρώ το 2009 και από 3,2 εκατ. ευρώ το 2010 και το 2011, συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της NG.

(205)

Οι παρατηρήσεις σχετικά με το μέτρο 13 σε σχέση με την τουριστική πολιτική ισχύουν επίσης για το μέτρο 14 (δάνεια του κρατιδίου και συμφωνία υπαγωγής). Επιπλέον, με τη χορήγηση δανείου σε μια επιχείρηση η οποία αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην την είχε χρηματοδοτήσει με κανένα επιτόκιο, εξασφαλίστηκε σε αυτήν την επιχείρηση πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού του δανείου. Ως εκ τούτου, τα δάνεια ύψους 20 εκατ. ευρώ της 21ης Αυγούστου 2007, 10 εκατ. ευρώ της 22ας Δεκεμβρίου 2009, 4,65 εκατ. ευρώ, της 28ης Δεκεμβρίου 2010 και 3,2 εκατ. ευρώ της 26ης Απριλίου 2011, καθώς και ένα άλλο δάνειο ύψους 4,95 εκατ. ευρώ, της 9ης Δεκεμβρίου 2011, τα οποία παρέχονται στην NG από το ομόσπονδο κρατίδιο, αποτελούν ενισχύσεις, το ύψος των οποίων αντιστοιχεί στο ποσό των δανείων.

(206)

Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας υπαγωγής, την οποία δήλωσε το κρατίδιο στις 29 Αυγούστου 2007 σε σχέση με το εν λόγω δάνειο ύψους 20 εκατ. ευρώ για να αποτρέψει την αφερεγγυότητα της NG, οι απαιτήσεις του κρατιδίου κατά της NG καταλαμβάνουν την τελευταία σειρά πίσω από τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών κατά της NG. Στο πλαίσιο αυτό, η συμφωνία υπαγωγής (μέρος του μέτρου 14), αποτελεί κατά την άποψη της Επιτροπής χωριστό πλεονέκτημα υπέρ του δανείου ύψους 20 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του μέτρου 14, αφού μειώνει σημαντικά τις δυνατότητες του κρατιδίου να εισπράξει τις απαιτήσεις του από την NG. Η έκταση του μέτρου αντιστοιχεί με το ποσό του δανείου μειωμένης εξασφάλισης, αφού έδωσε τη δυνατότητα στην NG να αποφύγει την αποπληρωμή του δανείου μειωμένης εξασφάλισης ύψους 20,0 εκατ. ευρώ.

(207)

Για το μέτρο 15 (απόκτηση των μεριδίων της MSR από την NG και την RIM), σημειώνεται ότι η MSR κατά τη χρονική περίοδο του μέτρου αντιμετώπιζε δυσκολίες, δηλαδή λειτουργούσε με ζημία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι το ποσό που παραγόταν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του και διατίθετο στους εταίρους ήταν αρνητικό. Υπό την έννοια αυτή, τα αρνητικά λειτουργικά αποτελέσματα της MSR εκφράζονταν με αρνητική τιμή των επιμέρους μεριδίων. Με άλλα λόγια, ένας δυνητικός επενδυτής θα είχε στην πραγματικότητα δικαίωμα σε ποσό ίσο με τις ζημιές της MSR από την επιχειρηματική της δραστηριότητα, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στα μερίδια. Με την αγορά της MSR, η NG και η RIM ήθελαν σαφώς να στηρίξουν την επιχείρηση. Ωστόσο, η αλλαγή ιδιοκτησίας αυτή καθεαυτή δεν περιλαμβάνει ενίσχυση για την MSR. Μάλλον, τα μεταγενέστερα μέτρα (π.χ. τα δάνεια της NG στην MSR) είναι εκείνα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ενίσχυση για την MSR. Λόγω της νομικής μορφής της επιχείρησης της MSR, οι εταίροι δεν ευθύνονται για τις υποχρεώσεις της επιχείρησης και, κατά την πώληση της MSR από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες της στην NG και την RIM, καταβλήθηκε στους πωλητές μόνο ένα συμβολικό τίμημα 3 ευρώ που αντιστοιχεί με το τίμημα αγοράς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το τίμημα του 1 ευρώ ανά μερίδιο δεν αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα για τους πωλητές των μεριδίων της MSR, δηλαδή τη Mediinvest, τη Geisler & Trimmel και τη Weber.

(208)

Το μέτρο 16 περιλαμβάνει ένα δάνειο εταίρων και μια επιχορήγηση του κρατιδίου στην NG για εκδηλώσεις αγώνων της Formula 1. Από το απόθεμα ρευστότητάς του, το κρατίδιο διέθεσε στην NG μεταξύ του 2003 και του 2007 24 978 808 ευρώ και το 2009 15 426 562 ευρώ (μέτρο 3). Για την αναχρηματοδότηση αυτών των ποσών, το κρατίδιο χορήγησε το 2011 στην NG άτοκο δάνειο ύψους 40 405 000 ευρώ. Επιπλέον, η NG τον Ιούλιο του 2011 έλαβε επιχορήγηση 13,5 εκατ. ευρώ από τον προϋπολογισμό του κρατιδίου. Το πλεονέκτημα που αποτελούν αυτές οι κρατικές επιχορηγήσεις για την NG είναι προφανές, αφού η NG απαλλάχτηκε από μια επιβάρυνση την οποία κανονικά θα έπρεπε να καλύψει η ίδια. Το δάνειο δεν είναι συμβατό με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Με τη χορήγηση δανείου σε μια επιχείρηση η οποία αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην την είχε χρηματοδοτήσει με κανένα επιτόκιο, εξασφαλίστηκε σε αυτήν την επιχείρηση πλεονέκτημα στο ύψος του ποσού του δανείου. Συνεπώς, το πλεονέκτημα που εξασφάλισε το κρατίδιο στην NG με το δάνειο που χορηγήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2011 ύψους 40 405 000 ευρώ ανέρχεται σε 40 405 000 ευρώ. Συνεπώς, το πλεονέκτημα που εξασφάλισε το κρατίδιο στην NG με την επιχορήγηση που χορηγήθηκε τον Ιούλιο του 2011 ύψους 13,5 εκατ. ευρώ ανέρχεται σε 13,5 εκατ. ευρώ.

(209)

Για τη σύμβαση παραχώρησης της Formula 1 (μέτρο 17), η Γερμανία υποστήριξε ότι η διοργάνωση εκδηλώσεων της Formula 1 αποτελεί μέτρο ενίσχυσης συμβατό με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ). Ωστόσο, η Γερμανία δεν ισχυρίζεται ότι το μέτρο είναι αντιστάθμιση χωρίς ενίσχυση, που πληροί όλα τα κριτήρια της απόφασης Altmark. Τέλος, η Γερμανία δεν απέδειξε ότι το τέλος παραχώρησης, όπως αποδεικνύεται από γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων ή μελέτη της αγοράς, είχε ύψος σύνηθες στην αγορά ή ότι η παραχώρηση είχε προκηρυχθεί. Ως εκ τούτου, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων ότι το μέτρο ήταν σύμφωνο με την αγορά, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η σύμβαση παραχώρησης εξασφάλισε πλεονέκτημα στη NAG. Με αυτό το μέτρο, το ποσό της ενίσχυσης θα αντιστοιχούσε καταρχήν με τη διαφορά μεταξύ του τέλους παραχώρησης και της αγοραίας αξίας της παραχώρησης. Ωστόσο, επειδή σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας με βάση τη σύμβαση δεν πραγματοποιήθηκαν πληρωμές, η κρατική ενίσχυση που περιέχεται σε αυτήν δεν έχει πραγματοποιηθεί και δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ποσό της ενίσχυσης.

Μέτρα που αποτέλεσαν αντικείμενο της απόφασης της 7ης Αυγούστου 2012

(210)

Σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η αναβολή των πληρωμών για τόκους (μέτρο 18) δεν είναι συμβατή με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς και, ως εκ τούτου, συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα, ιδίως ενόψει της χρηματοπιστωτικής κατάστασης της NG, της MSR και της CMHN. Και τούτο διότι η NG, η MSR και η CMHN, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη στιγμή του μέτρου βρίσκονταν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. Με την αναβολή των πληρωμών τόκου για δάνειο σε μια επιχείρηση η οποία αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής να μην της είχε χορηγήσει δάνειο με κανένα επιτόκιο, εξασφαλίστηκε σε αυτήν την επιχείρηση πλεονέκτημα στο ύψος του οφειλόμενου ποσού του αναδιαρθρωμένου δανείου. Συνεπώς, η αναβολή ύψους 1,473 ευρώ στην περίπτωση της NG, 1,205 εκατ. ευρώ στην περίπτωση της MSR και 303 000 ευρώ στην περίπτωση της CMHN, η οποία χορηγήθηκε από την ISB στις 15 Μαΐου 2012, συνιστά ενίσχυση, το ύψος της οποίας αντιστοιχεί με το ανεξόφλητο υπόλοιπο των αναδιαρθρωμένων δανείων.

(211)

Όσον αφορά τη δήλωση απαλλαγής του κρατιδίου και τη συμφωνία υπαγωγής (μέτρο 19), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι: α) Η κρατική εγγύηση που παρασχέθηκε το 2012 για απαιτήσεις έως και 254 εκατ. ευρώ (για ένα δάνειο 325 265 000 ευρώ) χορηγήθηκε μέσω μιας δήλωσης του κρατιδίου για να αποτραπεί η αφερεγγυότητα της NG, της MSR και της CMHN οι οποίες εκείνη η στιγμή αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το μέτρο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις, εξασφάλιζε συνεπώς πλεονέκτημα στους δικαιούχους και, ως εκ τούτου, συνιστά κρατική ενίσχυση. β) Η συμφωνία υπαγωγής του κρατιδίου το 2012 για τις απαιτήσεις του από την εν λόγω δήλωση απαλλαγής είχε ως αποτέλεσμα οι απαιτήσεις του κρατιδίου να καταλάβουν την τελευταία σειρά μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών κατά της NG, της MSR και της CMHN. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένας πιστωτής σε οικονομία αγοράς δεν θα είχε δεχτεί μια τέτοια συμφωνία υπαγωγής για υφιστάμενες απαιτήσεις κατά επιχειρήσεων σε σοβαρές δυσκολίες, καθώς ένα τέτοιο μέτρο εκ των πραγμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των απαιτήσεων. Για τον λόγο αυτό, κατά την άποψη της Επιτροπής, η συμφωνία υπαγωγής συνιστά πλεονέκτημα. Η Επιτροπή είναι επιπλέον της άποψης ότι η δήλωση απαλλαγής και η συμφωνία υπαγωγής του 2012 αποτελούν μέτρο που χορηγήθηκε επιπροσθέτως προς την εγγύηση του 2010. Και τούτο διότι η δήλωση απαλλαγής και η συμφωνία υπαγωγής του 2012 ούτε προβλέπονταν ούτε προδιαγράφονταν στην εγγύηση του 2010, αλλά αποφασίστηκαν από τις αρχές κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, για να αποτραπεί η αφερεγγυότητα της NG, της MSR και της CMHN το 2012. Η έκταση του μέτρου αντιστοιχεί στο ποσό των χρεών που καλύπτονταν από τη δήλωση απαλλαγής και τη συμφωνία υπαγωγής του 2012, δηλαδή 254 εκατ. ευρώ.

(212)

Τα εν λόγω μέτρα κατά την άποψη της Επιτροπής αφορούν τη λειτουργία ενός συγκροτήματος, το οποίο δεν αποτελεί μέρος της γενικής υποδομής, και δεν ελήφθησαν με την προσδοκία ότι η συμβολή του κρατιδίου θα εξασφάλιζε μια συνήθη απόδοση της αγοράς. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια κρατική ενίσχυση για την κατασκευή και τη λειτουργία των εν λόγω εγκαταστάσεων, η οποία ωφελεί τους φορείς εκμετάλλευσής τους, δηλαδή κυρίως την NG.

(213)

Επιπλέον, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η κρατική ενίσχυση συνίσταται στη διαφορά μεταξύ μιας εύλογης τιμής της αγοράς για το δάνειο ή την εγγύηση και την τιμή που πράγματι καταβλήθηκε για το μέτρο. Επειδή οι δικαιούχοι ενίσχυσης αντιμετώπιζαν τόσο σοβαρές δυσκολίες, ώστε να μην είχαν λάβει χρηματοδότηση στην αγορά, το όφελος αντιστοιχεί την πλήρη έκταση των εν λόγω μέτρων.

στ)   Συμπέρασμα για την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων

(214)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα μέρος του μέτρου 2 (τα δάνεια της NG στην FSZ) καθώς και τα μέτρα 8, 11 και 15 δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, ενώ το μέτρο 1, ένα μέρος του μέτρου 2 (τα δάνεια της NG στην EWN, τη MAN, την TTI, την Camp4Fun, την BWN1, την BWNB και την BWN2) καθώς και τα μέτρα 3 έως 7, 9, 10, 12 έως 14 και 16 έως 19 συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

5.3.   ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

(215)

Το μέτρο 1, ένα μέρος του μέτρου 2 (τα δάνεια της NG στην EWN, τη MAN, την TTI, την Camp4Fun, την BWN1, την BWNB και την BWN2) καθώς και τα μέτρα 3 έως 7, 9, 10, 12 έως 14 και 16 έως 19 χορηγήθηκαν κατά παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης και της υποχρέωσης αναστολής της εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί αυτά τα μέτρα παράνομες κρατικές ενισχύσεις.

5.4.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

(216)

Στον βαθμό που ορισμένα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να αναλύεται το συμβιβάσιμό τους με την εσωτερική αγορά, βάσει των εξαιρέσεων των παραγράφων 2 και 3 αυτού του άρθρου.

(217)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο κράτος μέλος να προβάλει πιθανούς λόγους για το συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά και να αποδείξει ότι πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις (163).

(218)

Επειδή τα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και επειδή η NG, η MSR και η CMHN ήταν προβληματικές επιχειρήσεις από το 2002, το 2007 και το 2008 αντίστοιχα, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα επίμαχα μέτρα θα έπρεπε να αναλυθούν όσον αφορά το συμβιβάσιμό τους με την εσωτερική αγορά μόνο βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ και ειδικότερα βάσει των κατευθυντήριων γραμμών. Σύμφωνα με το σημείο 20 των κατευθυντηρίων γραμμών «μια προβληματική επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρείται ως το ενδεδειγμένο μέσο για την προώθηση άλλων πολιτικών στόχων μέχρις ότου εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση σε προβληματικές εταιρείες μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων χωρίς να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το κοινοτικό συμφέρον μόνο εάν πληρούνται όλοι οι όροι που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές». Σε αντίθεση με το επιχείρημα της Γερμανίας, η εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, διότι οι υπηρεσίες που λαμβάνουν στήριξη δεν είναι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, αλλά οικονομικές δραστηριότητες κλάδων της οικονομίας που υπόκεινται στον ανταγωνισμό. Επίσης, η εξαίρεση που προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ δεν ισχύει σε αυτήν την υπόθεση σχετικά με την κρατική ενίσχυση, διότι το σχέδιο και οι επιχειρήσεις που στηρίχθηκαν από τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν σημαντικό σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και δεν διαταράχθηκε σημαντικά η οικονομική ζωή της Γερμανίας. Η εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ επίσης δεν ισχύει, διότι οι δραστηριότητες που στηρίζονται δεν υπηρετούν, προφανώς, ούτε την προώθηση του πολιτισμού ούτε τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

(219)

Στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις των τμημάτων 3.1 και 3.2. Και τούτο διότι τα μέτρα δεν έληξαν μετά από 6 μήνες και η Γερμανία δεν κοινοποίησε σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών. Επιπλέον, δεν έχει αποδειχθεί ότι οι ενισχύσεις περιορίζονται στο ελάχιστο απαιτούμενο, ιδίως μέσω μιας σημαντικής ίδιας συμμετοχής του δικαιούχου ενίσχυσης. Οι αρχές δεν υπέβαλαν ούτε σχέδιο εκκαθάρισης.

(220)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αναγνωρίσει άλλες πιθανές αιτίες για το συμβιβάσιμο των μέτρων με την εσωτερική αγορά (164). Και τούτο διότι στην προκείμενη περίπτωση, οι δικαιούχοι ενίσχυσης κατά τον χρόνο της χορήγησης των μέτρων αντιμετώπιζαν δυσκολίες και, ως εκ τούτου, δεν είναι επιλέξιμοι για την εφαρμογή διαφορετικής βάσης για την ανάλυση του συμβιβάσιμου από τις κατευθυντήριες γραμμές.

(221)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θεωρεί το μέτρο 1, ένα μέρος του μέτρου 2 (τα δάνεια της NG στην EWN, τη MAN, την TTI, την Camp4Fun, την BWN1, την BWNB και την BWN2) καθώς και τα μέτρα 3 έως 7, 9, 10, 12 έως 14 και 16 έως 19 ασυμβίβαστα με τη ΣΛΕΕ.

5.5.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

(222)

Σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εάν διαπιστώσει ότι μια ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, είναι αρμόδια να αποφασίσει ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει (165). Επίσης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του κράτους μέλους να καταργήσει ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έχει θεωρήσει ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά αποσκοπεί στην αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης (166). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αυτός στόχος επιτυγχάνεται μόλις ο δικαιούχος επιστρέψει τα ποσά που του χορηγήθηκαν με τη μορφή παράνομων ενισχύσεων. Με αυτήν την επιστροφή της ενίσχυσης, χάνει το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και επανέρχεται η κατάσταση που επικρατούσε πριν από την καταβολή της ενίσχυσης (167).

(223)

Σύμφωνα με τη νομολογία, το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (168) ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο […]».

(224)

Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή κατά παράβαση του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, συνιστούν παράνομη και ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά ενίσχυση, η ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί προκειμένου η κατάσταση στην αγορά να επανέλθει στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Η ανάκτηση θα πρέπει να καλύπτει το χρονικό διάστημα από τη στιγμή όπου ο δικαιούχος απέκτησε το πλεονέκτημα, δηλαδή η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεσή του, έως την πραγματική επιστροφή της· τα προς ανάκτηση ποσά πρέπει να περιλαμβάνουν τους δεδουλευμένους τόκους έως την πραγματική επιστροφή.

(225)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ορισμένοι δικαιούχοι (NG, MSR, CMHN, CST (169), IPC) βρίσκονται σε διαδικασία αφερεγγυότητας (170). Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ο δικαιούχος είναι αφερέγγυος ή βρίσκεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας δεν έχει επίδραση στην υποχρέωσή του να επιστρέψει τις παράνομες και ασυμβίβαστες ενισχύσεις (171). Ταυτόχρονα, στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες ο δικαιούχος είναι αφερέγγυος, δεν είναι δυνατόν να ανακτηθεί στο ακέραιο η παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση (συμπεριλαμβανομένων των τόκων), αφού τα περιουσιακά στοιχεία του δικαιούχου δεν είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν όλες τις απαιτήσεις των πιστωτών. Ως εκ τούτου, η κατάσταση πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης δεν μπορεί να αποκατασταθεί στο ακέραιο με τον συνήθη τρόπο. Επειδή η ανάκτηση τελικά αποσκοπεί στην εξάλειψη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η εκκαθάριση του δικαιούχου μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή επιλογή για την επιστροφή (172). Με αυτό τον τρόπο, κατά την άποψη της Επιτροπής, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εφαρμοστεί σωστά μια απόφαση με την οποία δίνεται εντολή σε ένα κράτος μέλος για την ανάκτηση μιας ενίσχυσης παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά από έναν αφερέγγυο δικαιούχο, αν η ενίσχυση επιστραφεί στο ακέραιο και, σε περίπτωση επιστροφής ενός μερικού ποσού, αν η απαίτηση που αποσκοπεί στην επιστροφή της ενίσχυσης έχει καταχωριστεί στον πίνακα απαιτήσεων, η επιχείρηση εκκαθαριστεί και τα περιουσιακά στοιχεία της πωληθούν σε όρους αγοράς, γεγονός που σημαίνει την οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της. Σε γενικές γραμμές θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι κανείς επιχειρηματίας δεν θα επωφεληθεί από παράνομες και ασυμβίβαστες ενισχύσεις μετά την εξάλειψη του δικαιούχου ενίσχυσης.

(226)

Η ανάκτηση αφορά επίσης δικαιούχους που δεν είναι βρίσκονται σε διαδικασία αφερεγγυότητας: τη NAG, και την BikeWorld GmbH για την BWN1, την BWNB και την BWN2 (μετά την εξαγορά της BWN1 από την BWNB η νεοσυσταθείσα επιχείρηση μετονομάστηκε BWNB2· αυτή η επιχείρηση στη συνέχεια άλλαξε επωνυμία σε BikeWorld GmbH).

(227)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ορισμένοι δικαιούχοι —EWN, MAN, TTI, Camp4Fun, MIB— δεν υφίστανται πλέον κατά τον χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης.

(228)

Η EWN, η ΜΑΝ και η Camp4Fun διαλύθηκαν την 6η Σεπτεμβρίου 2011, την 29η Αυγούστου 2013 και την 1η Μαρτίου 2010. Δεν υπήρξε επίσημη εκκαθάριση. Μεταξύ των τριών δικαιούχων και των παραμενόντων εταίρων της NG υπάρχει οικονομική συνέχεια. Ως παραμένων εταίρος των εν λόγω δικαιούχων, η NG ευθύνεται για τα χρέη τους, συμπεριλαμβανομένου του χρέους που προκύπτει από τις κρατικές ενισχύσεις. Επειδή η NG βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε η απαίτηση όσον αφορά την καταβολή των ενισχύσεων να καταχωριστεί σωστά στον πίνακα απαιτήσεων και η NG διακόψει οριστικά την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι κανείς επιχειρηματίας δεν θα επωφεληθεί από παράνομες και ασυμβίβαστες ενισχύσεις μετά την εξάλειψη της NG. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στους δικαιούχους πρέπει να ανακτηθούν από την NG ως οικονομικό διάδοχο αυτών. Επειδή η NG έχει χορηγήσει τις ενισχύσεις και είναι ταυτόχρονα ο οικονομικός διάδοχος των δικαιούχων ενίσχυσης, η ανάκτηση πρέπει να πραγματοποιηθεί από το κράτος.

(229)

Η MIB δεν ρευστοποιήθηκε, αλλά συγχωνεύτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2013 με τη NAG, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πλέον ως νομικό πρόσωπο. Κατά συνέπεια, η NAG όπως αναφέρεται στο Εμπορικό Μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του γερμανικού νόμου περί μετατροπής, είναι ο οικονομικός διάδοχος της MIB. Ως οικονομικός διάδοχος της MIB, η NAG πρέπει να επιστρέψει την ενίσχυση.

(230)

Η TTI εκκαθαρίστηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2007, σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο για τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. Η TTI ήταν μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία διαλύθηκε με απόφαση των εταίρων σχετικά με την εκκαθάριση. Στη συνέχεια, ο μοναδικός σκοπός της TTI ήταν η διεξαγωγή της εκκαθάρισης. Σύμφωνα με το άρθρο 70 του νόμου για τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, ο εκκαθαριστής έπρεπε «να τερματίσει τις τρέχουσες συναλλαγές, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της διαλυμένης εταιρείας, να εισπράξει τις απαιτήσεις αυτής και να μετατρέψει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε μετρητά …». Στη συνέχεια, τα υπόλοιπα μετρητά διανεμήθηκαν στους εταίρους. Εκείνη τη στιγμή η εταιρεία είχε ήδη διαλυθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, δεν υπήρχε διαδοχή σύμφωνα με το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας, διότι το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών κατευθυνόταν προς τους εταίρους, καμία επιχειρηματική δραστηριότητα δεν διεξαγόταν πλέον και δεν πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση της επιχείρησης ή εξαγορά των υποχρεώσεων από τους εταίρους. Η Γερμανία δήλωσε επιπλέον ότι τα περιουσιακά στοιχεία της TTI δεν πωλήθηκαν σε διαδικασία υποβολής προσφορών, αφού κατά την έναρξη της εκκαθάρισης της TTI στις 12 Μαρτίου 2004 περιελάμβαναν μόνον το τελικό υπόλοιπο ύψους 19 777,39 ευρώ, επιστροφές φόρων ύψους 1 222,01 ευρώ και τόκους από έναν τραπεζικό λογαριασμό ύψους 30,69 ευρώ. Επειδή η TTI, όπως έχει αναφερθεί, ρευστοποιήθηκε, δεν είχε οικονομικό διάδοχο, αφού μετά την εκκαθάριση δεν ασκήθηκε καμία οικονομική δραστηριότητα και οι εταίροι δεν έλαβαν περιουσιακά στοιχεία ή λειτουργικά στοιχεία της TTI, παρά μόνο πολύ λίγα μετρητά. Στο πλαίσιο αυτό και επειδή η επιχειρηματική δραστηριότητα της TTI δεν μεταβιβάστηκε σε κανέναν, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε με το επίμαχο μέτρο δεν μεταβιβάστηκε σε κανέναν. Η επιχείρηση ήδη ρευστοποιήθηκε πλήρως και η ανάκτηση είναι άνευ αντικειμένου, διότι ο δικαιούχος της επιχορήγησης δεν υφίσταται πλέον και δεν έχει οικονομικό διάδοχο.

6.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΟΡΑΣΤΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

6.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΑΓΟΡΑΣΤΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

(231)

Εάν η Επιτροπή, βάσει των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ, εκδώσει αρνητική απόφαση, με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση ενίσχυσης ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να ανακτήσει την ασυμβίβαστη ενίσχυση. Η υποχρέωση ανάκτησης μπορεί να επεκταθεί σε νέα επιχείρηση, στην οποία η υπό συζήτηση επιχείρηση έχει μεταβιβάσει ή πωλήσει ένα μέρος των περιουσιακών της, αν η δομή μεταβίβασης ή εκποίησης υποδηλώνει οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Κρατικές ενισχύσεις για τον αγοραστή θα μπορούσαν επίσης να είναι το αποτέλεσμα εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων κάτω από την αγοραία αξία τους (ακόμη και αν δεν υπάρχει οικονομική συνέχεια).

(232)

Για να αποφασίσει κατά πόσον ο αγοραστής των περιουσιακών στοιχείων ευνοείται από κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει α) κατά πόσον τα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στην τιμή αγοράς τους· και β) να διερευνήσει περαιτέρω τα κριτήρια που εξετάζονται παρακάτω.

(233)

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιταλία και SIM 2 κατά Επιτροπής (173), στην οποία η Επιτροπή βάσισε τις αποφάσεις της στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων Olympic Airlines, Alitalia και SERNAM (174), η εξέταση της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της «παλαιάς» επιχείρησης και της νέας δομής πραγματοποιείται βάσει μιας σειράς δεικτών. Εδώ μπορούν να ληφθούν υπόψη οι εξής παράγοντες: αντικείμενο της μεταβίβασης, (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία) το τίμημα της μεταβίβασης, η ταυτότητα του αγοραστή ή των αγοραστών, ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση (μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της οριστικής απόφασης) και η οικονομική λογική της πράξης. Αυτοί οι δείκτες εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφασή του της 28ης Μαρτίου 2012 στην υπόθεση Ryanair κατά Επιτροπής, η οποία, ως εκ τούτου, επιβεβαιώνει την απόφαση για την Alitalia (175).

6.1.1.   Αντικείμενο της πώλησης

(234)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που αναλήφθηκαν από την Capricorn περιλαμβάνουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των αφερέγγυων NG, MSR και CMHN και συσχετίζονται με τις σημαντικότερες δραστηριότητες αυτών των εταιρειών. Ωστόσο, τα περιουσιακά στοιχεία της NG, της MSR και της CMHN υποδιαιρέθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών σε 11 μονάδες αξιοποίησης και όλοι οι προσφέροντες μπόρεσαν να υποβάλουν προσφορές για μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και για μία, περισσότερες ή όλες τις μονάδες αξιοποίησης (βλέπε τμήμα 2.5). Η υποδιαίρεση των μονάδων αξιοποίησης πραγματοποιήθηκε αφού ελήφθησαν υπόψη η αναμενόμενη οικονομική χρηστικότητα των περιουσιακών στοιχείων, το ενδιαφέρον των επενδυτών και τα έξοδα του διαχωρισμού. Οι σύνδικοι πτωχεύσεως δεν έθεσαν όρους όσον αφορά τη μελλοντική χρήση των περιουσιακών στοιχείων. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η απόφαση να εκποιηθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία δεν ελήφθη από τους συνδίκους πτωχεύσεως, αλλά από τις δυνάμεις της αγοράς (δηλαδή από τους επιχειρηματίες που υπέβαλαν προσφορά για τα περιουσιακά στοιχεία). Όλοι οι προσφέροντες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν προσφορά για μία από τις 11 μονάδες αξιοποίησης, για όλα ή ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Για λόγους που αφορούν την αγορά, η αξία των προσφορών για μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία ή μονάδες αξιοποίησης ήταν κάτω από την αξία της υψηλότερης προσφοράς για το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων. Αυτό ήταν πιθανώς συνέπεια της οικονομικής αλληλεξάρτησης των μονάδων αξιοποίησης: χωρίς την πίστα αγώνων, τα ξενοδοχεία δεν θα ήταν κερδοφόρα και χωρίς τα ξενοδοχεία θα ήταν δυσκολότερη η κερδοφόρος λειτουργία της πίστας αγώνων με επαγγελματικούς αγώνες, συναυλίες ροκ και άλλες δραστηριότητες με μεγάλη περιοχή κάλυψης.

(235)

Όσον αφορά τους εργαζομένους, ούτε τα έγγραφα για τη διαδικασία υποβολής προσφορών, ούτε η σύμβαση πώλησης περιέχουν υποχρεώσεις που να υπερβαίνουν τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις της Γερμανίας (π.χ. εγγύηση της απασχόλησης) για τη μεταφορά των συμβάσεων εργασίας στον νέο ιδιοκτήτη. Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, οι εργασιακές σχέσεις μεταβιβάζονται αυτόματα στον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Εργατοδικείου (176), ο αγοραστής μπορεί να ζητήσει από τον σύνδικο πτωχεύσεων την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής θα μπορούσε ουσιαστικά να αποφασίσει ο ίδιος σε ποιους εργαζομένους θα προσέφερε νέες συμβάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η Capricorn εξέτασε τις ανάγκες της σε σχέση με την κερδοφόρο λειτουργία των περιουσιακών στοιχείων που αγόρασε και αποφάσισε να μην αναλάβει όλους τους εργαζομένους του πωλητή, αλλά το 85 % αυτών (δηλαδή 253 επί συνόλου 297 εργαζομένων) την 1η Ιανουαρίου 2015 (ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας των περιουσιακών στοιχείων που αγοράστηκαν). Επειδή η Capricorn μπόρεσε να αποφασίσει ανεξάρτητα σχετικά με την ανάληψη των εργαζομένων, η επιβεβαίωση της πρόσληψης του υφιστάμενου προσωπικού δεν οδηγεί σε συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επιπλέον, η διοίκηση και το προσωπικό αναμένεται να αναδιαρθρωθούν πλήρως το 2014.

(236)

Επιπλέον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι συμβάσεις διοργάνωσης που διέπουν τις τρέχουσες δραστηριότητες θα λήξουν κυρίως μετά τη σεζόν του 2014. Νέες συμβάσεις για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 και μετά θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων και θα συναφθούν από την εταιρεία εκμετάλλευσης που ιδρύθηκε από τον αγοραστή με τους πελάτες και τους προμηθευτές. Εδώ συμμετέχουν και νέοι αντισυμβαλλόμενοι. Η Capricorn προτίθεται να οργανώσει η ίδια μια σειρά από εκδηλώσεις, αντί να εκμισθώσει την πίστα αγώνων σε εξωτερικούς διοργανωτές.

(237)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το αντικείμενο των μελλοντικών δραστηριοτήτων της Capricorn διαφέρει σημαντικά από εκείνα του ομίλου Nürburgring (βλέπε παρακάτω, ιδίως το τμήμα 6.1.5).

6.1.2.   Τίμημα αγοράς

(238)

Για να αποφευχθεί η οικονομική συνέχεια, τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να πωληθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών στην αγοραία αξία τους.

(239)

Η τιμή αγοράς είναι η τιμή την οποία θα μπορούσε να καθορίσει ένας ιδιώτης επενδυτής σε όρους της αγοράς (177).

(240)

Η Γερμανία πώλησε τα περιουσιακά στοιχεία μέσω μιας ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών στον προσφέροντα που υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά, με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.

(241)

Πρώτον, η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring δεν περιείχε περιορισμό σε σχέση με τον προσφέροντα, ούτως ώστε ο καθένας να μπορούσε να υποβάλει προσφορά στη διαδικασία υποβολής προσφορών.

(242)

Δεύτερον, σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πωλητές έδωσαν αρκετό χρόνο σε όλους τους προσφέροντες για μια ορθή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και διέθεσαν όλες τις απαιτούμενες και λεπτομερείς πληροφορίες. Μετά την επιστολή διαδικασίας «Project RING — procedures for the submission of a final offer» την οποία απέστειλε η KPMG στους ενδιαφερόμενους επενδυτές στις 17 Οκτωβρίου 2013, οι προσφέροντες, οι οποίοι μπόρεσαν να αποδείξουν την εξασφαλισμένη χρηματοδότηση της τιμής που περιλαμβάνεται στις ενδεικτικές προσφορές τους, περιέχουν εκτενή πρόσβαση σε μια ηλεκτρονική αίθουσα δεδομένων και μπόρεσαν να συμμετάσχουν σε συνάντηση με τη διοίκηση της NBG και σε δομημένη διαδικασία Q&A. Αντιθέτως, οι προσφέροντες που δεν υποβάλλουν την εν λόγω εξασφάλιση και δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τη διαθεσιμότητα της απαραίτητης χρηματοδότησης, λαμβάνουν περιορισμένη μόνο πρόσβαση στην ηλεκτρονική αίθουσα δεδομένων και το Financial Fact Book (FFB) των πωλητών. Θα πρέπει να συναντήσουν τα μέλη της ομάδας που δημιούργησε το FFB, να διενεργήσουν επιτόπια επίσκεψη και να παρακολουθήσουν μια συνάντηση για την προκαταρκτική συζήτηση του σχεδίου σύμβασης αγοράς.

(243)

Επιπλέον, ο πωλητής (KPMG) και όλοι οι προσφέροντες που είχαν προκριθεί για τη σχετική φάση της διαδικασίας υποβολής προσφορών ήταν, μέσω των επιστολών και των e-mail από τον Ιούλιο του 2013 έως τον Απρίλιο του 2014, διαρκώς σε επικοινωνία μεταξύ τους, ούτως ώστε να μπορέσουν να μεταδοθούν σε αυτούς τους προσφέροντες όλες οι σχετικές πληροφορίες και διευκρινίσεις. Σε αυτό το πλαίσιο απαντήθηκαν τα ερωτήματα αυτών των προσφερόντων ή σχολιάστηκαν οι ισχυρισμοί τους και τους διαβιβάστηκαν όλες οι πληροφορίες για τα περαιτέρω βήματα της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Ούτως, η KPMG απέστειλε για παράδειγμα τις εξής επιστολές και e-mail στον προσφέροντα: α) την επιστολή της 19ης Ιουλίου 2013, με την οποία οι προσφέροντες ενημερώθηκαν για τη διαδικασία υποβολής μιας ενδεικτικής προσφοράς· β) την επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, με την οποία κοινοποιήθηκε στους προσφέροντες η παράταση της προθεσμίας για την υποβολή ενδεικτικών προσφορών· γ) το e-mail της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, με το οποίο ένας από τους προσφέροντες ([προσφέρων 5]) έλαβε πιο πρόσφατες πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοδοτική ικανότητα του Nürburgring· δ) την επιστολή της 17ης Οκτωβρίου 2013, με την οποία ένας προσφέρων ενημερώθηκε για τη διαδικασία υποβολής μιας οριστικής προσφοράς· ε) το e-mail της 28ης Οκτωβρίου 2013, με το οποίο κοινοποιήθηκαν σε έναν από τους προσφέροντες ([προσφέρων 2]) οι προσωρινές ημερομηνίες για τη συνάντηση με τους ενδιαφερόμενους φορείς· στ) την επιστολή της 3ης Δεκεμβρίου 2013, με την οποία ένας προσφέρων ([προσφέρων 6]) έλαβε γνώση ότι δεν ελήφθη υπόψη η ενδεικτική προσφορά του, αφού οι εταίροι χρηματοδότησής του είχαν αποσυρθεί και δεν είχαν οριστεί άλλοι, γι' αυτό η χρηματοδότηση της προσφοράς δεν θεωρείται εξασφαλισμένη και η πιθανότητα σύναψης αξιολογήθηκε ως ανεπαρκής· ζ) την επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2013, με εκτενείς και σαφείς εξηγήσεις για τα προβλήματα και τους ισχυρισμούς τα οποία είχε παρουσιάσει ένας προσφέρων ([προσφέρων 3]) σε επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2013 (δύο ημέρες πριν)· η) την επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2013, με εκτενείς και σαφείς εξηγήσεις για τα προβλήματα και τους ισχυρισμούς τα οποία είχε παρουσιάσει ένας προσφέρων ([προσφέρων 3]) σε επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (επτά ημέρες πριν)· θ) το e-mail της 18ης Φεβρουαρίου 2014 με το οποίο ζητήθηκαν από έναν προσφέροντα ([προσφέρων 3]) ορισμένες διευκρινίσεις και επιβεβαιώσεις για την οριστική προσφορά που διαβιβάστηκε με το e-mail του της 17ης Φεβρουαρίου 2014 (μία ημέρα πριν) και κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να αποδείξει τη δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησής του, π.χ. με τη μορφή δεσμευτικής επιστολής επιβεβαίωσης, και να αναλύσει λεπτομερώς πότε ανέμενε τις εκκρεμείς υποσχέσεις χρηματοδότησης και πότε προέβλεπε ότι θα καθόριζε οριστικά τους όρους συναλλαγών της προσφοράς· ι) το e-mail της 9ης Απριλίου 2014 με το οποίο κοινοποιήθηκε σε έναν προσφέροντα ([προσφέρων 3]) σε απάντηση στο e-mail του της 2ας Απριλίου 2014 (που εστάλη επτά ημέρες πριν) ότι η KPMG δεν είχε λάβει ακόμη λεπτομερή στοιχεία για τη δομή χρηματοδότησης που σχεδιαζόταν από αυτόν τον προσφέροντα ή γραπτή επιβεβαίωση τρίτων για τη στήριξη της προσφοράς του.

(244)

Τρίτον, από τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν από τη Γερμανία προκύπτει ότι, σε καμία φάση της διαδικασίας υποβολής προσφορών δεν έγιναν διακρίσεις κατά προσφερόντων. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 235, όλοι οι προσφέροντες έλαβαν πληροφορίες και διευκρινίσεις σχετικά με τα κριτήρια επιλογής, τους κανόνες και τις διαδικασίες που ελήφθησαν υπόψη στη διαδικασία, τις προθεσμίες υποβολής των ενδεικτικών και των οριστικών προσφορών, την παράταση αυτών των προθεσμιών, την οικονομική κατάσταση του Nürburgring, τα στοιχεία που έλειπαν από τις ενδεικτικές ή τις οριστικές προσφορές των προσφερόντων και τις πιθανές ερωτήσεις των προσφερόντων. Ταυτόχρονα, δεν εξαιρέθηκαν από τις διαπραγματεύσεις οι προσφέροντες που πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής της διαδικασίας υποβολής προσφορών (ιδίως την υποβολή μιας βεβαίωσης εταίρων χρηματοδότησης για τη χρηματοδότηση των προσφορών). Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι με κανέναν προσφέροντα δεν διεξήχθησαν αποκλειστικές διαπραγματεύσεις καθώς και ότι με τους προσφέροντες, των οποίων οι οριστικές προσφορές δεν περιείχαν την εν λόγω επιβεβαίωση χρηματοδότησης, δεν διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις σε εύλογο χρονικό πλαίσιο, αφού μια τέτοια επιβεβαίωση μπορούσε να πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων.

(245)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 54, η σύμβαση αγοράς περιλαμβάνει μια ρήτρα σύμφωνα με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να εκτελέσουν τη σύμβαση μόνο αν: 1) η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση από την οποία προκύπτει ότι ούτε ο αγοραστής ούτε η επιχείρηση εκμετάλλευσής του πρέπει να θεωρούνται ως δικαιούχοι των ενισχύσεων που εξετάζονται εδώ και ότι, ως εκ τούτου, ενδεχόμενες αξιώσεις επιστροφής δεν απευθύνονται ούτε στον αγοραστή ούτε στην εταιρεία εκμετάλλευσης και 2α) η προθεσμία για δικαστική αναθεώρηση της απόφασης της Επιτροπής παρέλθει χωρίς άσκηση προσφυγής είτε 2β) μετά την άσκηση προσφυγής, εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου η οποία επιβεβαιώνει την απόφαση της Επιτροπής. Η Γερμανία εξήγησε ότι αυτή η ρήτρα οφείλεται στην απροθυμία των προσφερόντων να αναλάβουν τον κίνδυνο της ευθύνης για ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων, ότι οι πωλητές είχαν αποδεχθεί αυτήν τη ρήτρα για να μπορούν να πωλούν τα περιουσιακά στοιχεία και ότι οι πωλητές, όπως εξηγήθηκε και στο πρώτο σχέδιο της σύμβασης αγοράς, είχαν επισημάνει στους προσφέροντες από την αρχή της διαδικασίας υποβολής προσφορών ότι ήταν πρόθυμοι να μιλήσουν με τους προσφέροντες σχετικά με τις επιπτώσεις της διαδικασίας ενίσχυσης (178). Η Γερμανία δήλωσε επίσης ότι τέθηκε ως όρος για τη σύμβαση αγοράς στην [προσφέρων 2] και την [3 προσφέρων] μια απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση για το Nürburgring στις αναπροσαρμογές της Capricorn.

(246)

Τέταρτον, δεν καθορίζονται όροι για τους προσφέροντες, εκτός από τους περιορισμούς που επιβάλλονται από το νομικό πλαίσιο, όπως προκύπτει σαφώς από την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και τις επιστολές της KPMG προς τους προσφέροντες.

(247)

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αυτή η διαδικασία επιλογής εξασφαλίζει αυτή καθεαυτή επαρκώς ότι η τιμή των περιουσιακών στοιχείων που πωλούνται στον αγοραστή αντιστοιχεί στην αγοραία αξία. Με αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων στην αγοραία τιμή έγινε διότι τα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον προσφέροντα μέσω μιας ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών στον προσφέροντα που υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά, με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.

6.1.3.   Ταυτότητα του αγοραστή

(248)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν συνδέσεις μεταξύ του νέου ιδιοκτήτη των περιουσιακών στοιχείων και της NG, της MSR και της CMHN, με αποτέλεσμα να μπορεί να αποκλειστεί η ευθύνη του νέου ιδιοκτήτη σε περίπτωση πιθανής ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά.

(249)

Μεταξύ της Capricorn και της NG, της MSR, της CMHN ή των εταίρων τους ή των έως τότε μισθωτών του Nürburgring δεν υπάρχουν συνδέσεις εταιρικού δικαίου ούτε προσωπικές, άμεσες ή έμμεσες συνδέσεις. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν συνδέσεις μεταξύ του ομίλου Nürburgring και των εταίρων του αφενός και των νέων ιδιοκτητών και των εταίρων τους αφετέρου.

(250)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αγοραστής είναι επιχείρηση ανεξάρτητη από την NG, την MSR και τη CMHN.

6.1.4.   Χρόνος της πώλησης

(251)

Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει κατά πόσον η χρονική στιγμή της διαδικασίας υποβολής προσφορών μπορεί να οδηγήσει σε παράκαμψη της απόφασης της Επιτροπής σχετικά με την ανάκτηση ενισχύσεων ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά.

(252)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σε συνέχεια της επέκτασης της κύριας διαδικασίας έρευνας στα μέτρα που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή ως ενισχύσεις διάσωσης, το αρμόδιο γερμανικό περιφερειακό δικαστήριο κίνησε τη διαδικασία αφερεγγυότητας το 2012 και διορίστηκαν σύνδικοι πτωχεύσεως. Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων κινήθηκε τον Μάιο του 2013 από τους συνδίκους πτωχεύσεως, πριν εκδοθεί απόφαση της Επιτροπής στο τέλος της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Επειδή ο αγοραστής επιμένει ότι η μεταβίβαση γίνεται μόνο αν μια οριστική απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί στο δικαστήριο, η σύμβαση αγοράς θα τεθεί σε ισχύ μόνο μετά την έκδοση αυτής της απόφασης ανάκτησης και μόνο τότε θα ολοκληρωθεί η διαδικασία αφερεγγυότητας. Η καταβολή της πρώτης δόσης του τιμήματος αγοράς πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοση αυτής της απόφασης. Σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης, η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων τίθεται σε ισχύ κατά την ημέρα όπου θα αποκτήσει νομική ισχύ η παρούσα απόφαση.

(253)

Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι η εκποίηση κινήθηκε από τους συνδίκους πτωχεύσεως που διορίστηκαν από το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο και η απόφαση για τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων ελήφθη πριν από την έκδοση αυτής της απόφασης της Επιτροπής, κατά την άποψη της Επιτροπής δεν υποδεικνύει σαφώς οικονομική συνέχεια, όπως θα συνέβαινε αν η απόφαση πώλησης λαμβανόταν από τους ίδιους τους δικαιούχους ενίσχυσης ή η διαδικασία πώλησης θα κινείτο μόνο μετά την έκδοση αυτής της απόφασης.

6.1.5.   Οικονομική λογική της συναλλαγής

(254)

Το κριτήριο της οικονομικής λογικής χρησιμεύει για να εκτιμηθεί κατά πόσον ο αγοραστής των περιουσιακών στοιχείων θα τα χρησιμοποιήσει με τον ίδιο τρόπο όπως ο πρώην ιδιοκτήτης ή αντίθετα για άλλη δραστηριότητα ή στρατηγική.

(255)

Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο νέος ιδιοκτήτης θα έχει τη δυνατότητα να ασκεί τις δραστηριότητές του υπό άλλους όρους από ό,τι η NG, η MSR και η CMHN και να εφαρμόζει το δικό του επιχειρηματικό μοντέλο.

(256)

Η επιχειρηματική μέθοδος των πωλητών δεν αναλαμβάνεται από τον αγοραστή. Οι δύο υπάρχουσες πίστες (πίστα Grand Prix και Nordschleife) θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον […], οι οποίες επιτρέπουν […]. Για τον σκοπό αυτό, η Capricorn σχεδιάζει να κατασκευάσει πρόσθετες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό […]. Ένα μέρος των εγκαταστάσεων, οι οποίες κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του επιμέρους τομέα ΙΙ του «Έργου Nürburgring 2009» θα παροπλιστεί (π.χ. […]). Το ringoracer θα πωληθεί και η ringocard θα καταργηθεί ως σύστημα πληρωμών. Στο ringoboulevard οι […].

(257)

Επιπλέον, το Nürburgring σύμφωνα με τα σχέδια του αγοραστή θα μετατραπεί από τουριστική ατραξιόν σε τεχνολογική περιοχή και σε βιομηχανική κοινοπραξία. Η χρήση των πιστών αγώνων για […] και […] αναμένεται να δημιουργήσουν ένα κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων στο Nürburgring. Επιπλέον, αναμένεται να αυξηθούν μέσω […]. Ο αγοραστής σχεδιάζει επίσης το […] στο Nürburgring, όπου […].

(258)

Ως εκ τούτου, ο αγοραστής θα δεν χρησιμοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία με τον ίδιο τρόπο όπως οι αφερέγγυες εταιρείες. Αντίθετα, η Capricorn επιθυμεί να ενσωματώσει στη δική της επιχειρηματική μέθοδο τα περιουσιακά στοιχεία που αγοράστηκαν και να δημιουργήσει συνέργειες, γεγονός που δικαιολογεί το ενδιαφέρον της για την αγορά των περιουσιακών στοιχείων. Σε σύγκριση με το τρέχον επιχειρηματικό μοντέλο, η Capricorn έχει αναπτύξει νέα μέθοδο για τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, η λειτουργία ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ήταν διαρθρωτικά ελλειμματική, πράγμα που θα μπορούσε να απαιτήσει περαιτέρω μέτρα αναδιάρθρωσης και βελτιστοποίησης.

(259)

Οι εν λόγω πτυχές καταδεικνύουν ότι η οικονομική λογική της προσφοράς της Capricorn δεν συνίσταται στη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας του ομίλου Nürburgring, αλλά στην ενσωμάτωση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων και μέρος του εργατικού δυναμικού του ομίλου Nürburgring σε έναν όμιλο, ο οποίος ακολουθεί τη δική του οικονομική λογική.

(260)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οικονομική λογική της λειτουργίας συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας στον νέο ιδιοκτήτη να χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία της NG, της MSR και της CMHN υπό άλλους όρους και όχι στη συνέχιση της στρατηγικής αυτών των επιχειρήσεων.

6.1.6.   Συμπέρασμα για την οικονομική συνέχεια της NG, της MSR και της CMHN μέσω της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων

(261)

Τα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν μέσω μιας ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών, στην αγοραία αξία που εξακριβώθηκε τότε, στον προσφέροντα που υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά, με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση. Η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή ότι ο αγοραστής δεν έχει συνδέσεις, οικονομικές ή εταιρικού δικαίου, με την NG, την MSR ή τη CMHN. Η απόφαση εκποίησης ελήφθη από μια πιθανή αρνητική απόφαση της Επιτροπής σε σχέση με την επίσημη διαδικασία έρευνας. Ο νέος ιδιοκτήτης θα χρησιμοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία υπό άλλους όρους και σύμφωνα με άλλο επιχειρηματικό μοντέλο από ό,τι η NG, η MSR και η CMHN. Το αντικείμενο των δραστηριοτήτων του θα διαφέρει σημαντικά από τις δραστηριότητες του ομίλου Nürburgring.

(262)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μεταξύ της NG, της MSR και της CMHN και του αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων, της Capricorn, ή της εταιρείας εκμετάλλευσής της δεν υπάρχει οικονομική συνέχεια, με αποτέλεσμα να μην είναι υπεύθυνες για πιθανές κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες θα έπρεπε να ανακτηθούν από τους δικαιούχους.

6.1.7.   Εξάρτηση της εκτέλεσης της σύμβασης από απόφαση της Επιτροπής

(263)

Η σύμβαση αγοράς που συνήφθη από τους πωλητές και την Capricorn σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρα σύμφωνα με την οποία η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring διεξάγεται μόνο, μόλις διαπιστωθεί με οριστική απόφαση της Επιτροπής ότι η ενίσχυση δεν θα ανακτηθεί από τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 56, τα εκποιούμενα περιουσιακά στοιχεία, εφόσον στις αρχές του 2015 δεν υπάρχει ακόμη οριστική απόφαση της Επιτροπής, τα πωληθέντα περιουσιακά στοιχεία θα μεταβιβαστούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2015 στη NewCo, στην οποία ο αγοραστής θα διατηρεί το 95,1 % των μεριδίων και ένας ανεξάρτητος θεματοφύλακας το 4,9 %. Ο θεματοφύλακας ενεργεί προς το συμφέρον των πιστωτών και όχι του αφερέγγυου δικαιούχου ενίσχυσης, ωστόσο δεν δεσμεύεται από τις οδηγίες των πιστωτών. Επιπλέον θα συναφθεί σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας μεταξύ της NewCo και της OpCo, η οποία θα λήξει με έναρξη ισχύος από την ημέρα εκτέλεσης. Οι συναλλαγές της OpCo θα εκτελούνται με την ονομασία της, βάσει του επιχειρηματικού σχεδίου της και με εργαζόμενους της επιλογής της. Η NewCo λαμβάνει από την OpCo ετήσιο μίσθωμα συνολικού ύψους [4,6-5,1] εκατ. ευρώ ετησίως, το οποίο θα συμπεριληφθεί στην πτωχευτική περιουσία των επιχειρήσεων του Nürburgring (όλες οι πληρωμές υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας θα διαβιβάζονται στους λογαριασμούς θεματοφύλακα των συνδίκων πτωχεύσεως αποκλειστικά με σκοπό την εξόφληση στους πιστωτές). Μόλις οριστικοποιηθεί η απόφαση της Επιτροπής, ο θεματοφύλακας θα μεταβιβάσει στον αγοραστή όλα τα μερίδιά του στη NewCo. Ωστόσο, αν ο αγοραστής δεν εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις πληρωμής, ο θεματοφύλακας δεν μπορεί να πωλήσει τα περιουσιακά στοιχεία. Σε περίπτωση που ακυρωνόταν η απόφαση της Επιτροπής, τα περιουσιακά στοιχεία θα επέστρεφαν στους συνδίκους πτωχεύσεως, οι οποίοι τότε θα έπρεπε να τα πωλήσουν αμελλητί, διότι ακόμη και σε τέτοια περίπτωση η υποχρέωση εκκαθάρισης εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο περί αφερεγγυότητας. Δεν υπάρχει δυνατότητα συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων του Nürburgring από τη NewCo.

(264)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι με αυτήν την προσέγγιση:

α)

η πραγματική πώληση των περιουσιακών στοιχείων του δικαιούχου θα πραγματοποιηθεί εντός τεσσάρων μηνών από την έκδοση της παρούσας απόφασης·

β)

ακόμη και αν η σύναψη της συναλλαγής πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, ο αγοραστής ασκεί ήδη ενδιάμεσα έλεγχο στην εταιρεία, η οποία διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία των περιουσιακών στοιχείων και όπου το παραμένον μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων ανήκει σε θεματοφύλακα, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τους δανειολήπτες και δεν υπόκειται σε οδηγίες·

γ)

η ανάκτηση δεν αναστέλλεται· και

δ)

οι δικαιούχοι αποχωρούν αμετάκλητα από την αγορά και δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα ή λαμβάνουν χρηματικές ροές. Θα ρευστοποιηθούν μόλις ρυθμιστούν οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις τους και διεκπεραιωθούν οι απαραίτητες διατυπώσεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 55).

(265)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επιπλέον ότι οι προσφορές άλλων προσφερόντων, οι οποίοι έφτασαν ή σχεδόν έφτασαν στο τελικό στάδιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών, περιείχαν παρόμοιους όρους (179). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση η παράκαμψη της ανάκτησης ούτε επιδιώκεται ούτε απειλεί και ότι η επίμαχη προσέγγιση επιδιώκει μόνο το σκοπό της συντεταγμένης εκκαθάρισης.

6.2.   ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

6.2.1.   Καταγγελίες των καταγγελλόντων 1 και 2

(266)

Με βάση τα στοιχεία των συνδίκων πτωχεύσεως και των καταγγελλόντων 1 έως 4, η Επιτροπή δεν θεωρεί δικαιολογημένες τις επικρίσεις που υποβλήθηκαν από τον καταγγέλλοντα 1 και τον καταγγέλλοντα 2. Τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring χωρίστηκαν σε 11 μονάδες αξιοποίησης. Με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από τους συνδίκους πτωχεύσεως και τους καταγγέλλοντες 1 έως 4, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφέροντες σε μια ανοικτή, διαφανή και αμερόληπτη διαδικασία επιλογής μπόρεσαν να υποβάλουν προσφορές για ένα περιουσιακό στοιχείο, περισσότερα ή όλα τα περιουσιακά στοιχεία. Ακόμη και αν η Capricorn ως προσφέρων με την ανώτατη προσφορά με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση έλαβε τελικά την κατακύρωση για όλα τα περιουσιακά στοιχεία, αυτό το γεγονός από μόνο του δεν αποτελεί απόδειξη οικονομικής συνέχειας (βλέπε επίσης τμήμα 6.2.7). Η Επιτροπή υποθέτει σε αυτό το πλαίσιο ότι οι καταγγέλλοντες 1 και 2 επιδίωκαν να αποτρέψουν τη μεταβίβαση της πίστας αγώνων σε ιδιώτη επενδυτή.

(267)

Οι προσφέροντες που υπέβαλαν, όπως ο καταγγέλλων 2, προσφορά μόνο για τις επιμέρους μονάδες αξιοποίησης δεν είχαν ενημερωθεί για την παράταση της προθεσμίας για την υποβολή δεσμευτικών προσφορών έως τις 17 Φεβρουαρίου 2014, διότι οι ενδεικτικές προσφορές τους, λόγω των χαμηλών αξιών προσφοράς, δεν ήταν επιλέξιμες για τη δεύτερη φάση της διαδικασίας επιλογής. Ωστόσο, κατά την άποψη της Επιτροπής αυτό δεν αποτελεί παραβίαση της αρχής της διαφάνειας, δεδομένου ότι οι εν λόγω προσφέροντες ενημερώθηκαν ότι θα μπορούσαν να αυξήσουν την ενδεικτική προσφορά τους ανά πάσα στιγμή πριν από την παροχή της κατακύρωσης και μπορεί να υποτεθεί ότι οι σύνδικοι πτωχεύσεως σε αυτήν την περίπτωση θα ενημέρωναν τους προσφέροντες για την παράταση της προθεσμίας σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

(268)

Η Επιτροπή θεωρεί λογικό και αποτελεσματικό ότι μόνο οι προσφέροντες των οποίων η αξία της προσφοράς ήταν αρκετά υψηλή είχαν πρόσβαση σε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία (με βάση τα οποία θα μπορούσαν να αξιολογήσουν μεταξύ άλλων τη μελλοντική επενδυτική ανάγκη). Δεδομένων των πληροφοριών που χορηγήθηκαν στις διάφορες φάσεις της διαδικασίας, η Επιτροπή είναι επίσης της άποψης ότι δόθηκαν στους προσφέροντες αρκετές πληροφορίες για να καταρτίσουν τις προσφορές τους. Επιπλέον, οι καταγγέλλοντες 1 και 2 δεν ανέφεραν συγκεκριμένες πληροφορίες που θα τους εμπόδιζαν να υποβάλουν προσφορά.

(269)

Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες συμβατικές σχέσεις που προκύπτουν από τα έγγραφα για τη διαδικασία υποβολής προσφορών, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι στην προκειμένη περίπτωση της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων οι συμβάσεις εργασίας και μίσθωσης μεταφέρονται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, ότι οι συμβάσεις διοργάνωσης μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται μόνο αν συμφωνήσουν τα δύο συμβαλλόμενα μέρη και ότι οι συμβάσεις διοργάνωσης δεν έχουν κατ' ανάγκη μεγάλη οικονομική σημασία για τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων. Για το ερώτημα κατά πόσον με τη λειτουργία της NGB χορηγήθηκαν νέες ενισχύσεις, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η NGB ιδρύθηκε από τους συνδίκους πτωχεύσεως μόνο ως όχημα έως το τέλος 2014 για την προσωρινή εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια τη διαδικασίας αφερεγγυότητας και υποβολής προσφορών. Η μέριμνα για την επιχείρηση εκμετάλλευσης από μια προσωρινά υφιστάμενη θυγατρική μιας αφερέγγυας επιχείρησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας επιτρέπεται σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο και δεν μπορεί να απαγορευτεί στους συνδίκους πτωχεύσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι σύνδικοι πτωχεύσεως έδωσαν επίσης οικονομική αιτιολόγηση για την ύπαρξη της NBG για την NG, την MSR και τη CMHN, αφού η ίδρυση της NBG κατά την άποψη των συνδίκων πτωχεύσεως αύξησε την αξία των περιουσιακών στοιχείων της NG, της MSR και της CMHN και ως εκ τούτου του αντικειμένου της εκκαθάρισης. Παρ' όλα αυτά, η Επιτροπή σημειώνει τις περιστάσεις της ίδρυσης της NBG, δηλαδή ότι η NBG είναι θυγατρική των δικαιούχων ενίσχυσης NG, MSR και CMHN, αφού έλαβε το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού τους, είναι ο νόμιμος διάδοχός τους, ότι η NBG έλαβε αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού δωρεάν και όχι βάσει διαδικασίας υποβολής προσφορών ή έκθεσης αξιολόγησης, απασχολεί ακριβώς τους ίδιους εργαζόμενους και συνεχίζει την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μεταξύ της NBG και των δικαιούχων ενίσχυσης NG, MSR και CMHN υφίσταται οικονομική συνέχεια και για τον λόγο αυτό πρέπει να ανακτηθούν και από την NGB κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά υπέρ της NG, της MSR και της CMHN.

(270)

Η Επιτροπή είναι επίσης της άποψης ότι η σύμβαση μεταξύ της NBG και του σωματείου ver.di συνήφθη για να συνεχιστεί η επιχείρηση εκμετάλλευσης της NBG μέχρι την πώληση των περιουσιακών στοιχείων, όχι όμως για να διατηρηθεί η οικονομική συνέχεια του Nürburgring μετά την εκποίηση. Οι συμβάσεις εργασίας μεταβιβάζονται από την NBG στην Capricorn βάσει του γερμανικού εργατικού δικαίου και όχι βάσει της συλλογικής σύμβασης. Επειδή δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των πωλητών και της Capricorn, κατά την άποψη της Επιτροπής σημασία έχει μόνο ότι η Capricorn μπορεί να αποφασίσει κατά κατά τη διακριτική της ευχέρεια ποιες συμβάσεις εργασίας θα αναληφθούν από την NBG και ότι η Capricorn προτίθεται να μην αναλάβει περίπου το 20 % αυτών των συμβάσεων.

(271)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απορρίπτει την καταγγελία των καταγγελλόντων 1 και 2 ως αδικαιολόγητη, αφού τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον προσφέροντα, ο οποίος υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά στο πλαίσιο μιας ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης.

6.2.2.   Καταγγελία του καταγγέλλοντος 3

(272)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ενδεικτική και η τελική προσφορά του καταγγέλλοντος 3 δεν περιλαμβάνουν αποδεικτικά στοιχεία της ικανότητας χρηματοδότησής τους. Αυτό γνωστοποιήθηκε στον καταγγέλλοντα 3 από τους πωλητές με τις επιστολές της 17ης Οκτωβρίου 2013, της 11ης, 17ης και 18ης Δεκεμβρίου 2013, καθώς και με τα e-mail της 18ης Φεβρουαρίου 2014 και της 9ης Απριλίου 2014. Ο καταγγέλλων 3 μέχρι τη χορήγηση της κατακύρωσης από την επιτροπή πιστωτών στις 11 Μαρτίου 2014 και μετά δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία της χρηματοδότησης της προσφοράς του, τα οποία θα είχαν δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι πωλητές δεν χορηγούν την κατακύρωση σε καμία από τις δύο προσφορές με αποδεδειγμένη χρηματοδότηση, αλλά αναμένουν την υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης του καταγγέλλοντος 3. Σε αυτό το πλαίσιο, εφιστάται η προσοχή στα εξής: α) Στο e-mail της 21ης Φεβρουαρίου 2014 ο καταγγέλλων 3 δήλωσε ότι ήταν βέβαιος ότι θα ελάμβανε όλες τις δεσμευτικές υποχρεώσεις χρηματοδότησης στα επόμενες δύο έως πέντε εβδομάδες· β) στην επιστολή του της 11ης Μαρτίου 2014, ο καταγγέλλων 3 ανέφερε ότι θα μπορούσε να υποβάλει όλες τις δεσμευτικές υποχρεώσεις χρηματοδότησης έως την 31η Μαρτίου 2014· γ) σε ένα ανυπόγραφο έγγραφο της 31ης Μαρτίου 2014, της […] (επιχείρησης επενδυτικής τράπεζας και παροχής συμβουλών), το οποίο υπέβαλε ο καταγγέλλων 3 στην KPMG στις 2 Απριλίου 2014, αναφέρεται ότι ένας δυνητικός επενδυτής θα μπορούσε να διαθέσει στον καταγγέλλοντα 3 […] εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση της εξαγοράς του Nürburgring. Ωστόσο, αυτή η υποτιθέμενη χρηματοδότηση υπόκειτο στην επιφύλαξη της σύναψης δέουσας επιμέλειας που να ικανοποιεί όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, καθώς και της κατάρτισης και διαβίβασης των οριστικών εγγράφων. Ο δυνητικός επενδυτής δεν κατονομάστηκε. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο καταγγέλλων, 3 ακόμη και μετά την παροχή κατακύρωσης στην Capricorn για τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring, δεν υπέβαλε δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης ενός συγκεκριμένου εταίρου χρηματοδότησης για την αγορά του Nürburgring από πρώτο χέρι. Αντ' αυτού, ο καταγγέλλων 3 διαβίβασε στους πωλητές μόνο: α) μια οριστική προσφορά η οποία αναφερόταν σε υπόσχεση χρηματοδότησης για 30 εκατ. ευρώ, αλλά κανένα αποδεικτικό στοιχείο γι' αυτήν την υπόσχεση (π.χ. με τη μορφή δεσμευτικής επιστολής επιβεβαίωσης του αντίστοιχου εταίρου χρηματοδότησης) και χωρίς λεπτομερέστερα στοιχεία για το πότε ανέμενε ο καταγγέλλων 3 τις εκκρεμείς υποσχέσεις χρηματοδότησης και πότε θα καθορίζονταν οριστικά οι όροι συναλλαγών της προσφοράς· β) ένα ανυπόγραφο έγγραφο στο οποίο γινόταν αναφορά στη χρηματοδότηση ενός μη κατονομαζόμενου επενδυτή, η οποία ωστόσο εξαρτάτο από την ικανοποιητική σύναψη δέουσας επιμέλειας καθώς και από τη διαβίβαση των οριστικών εγγράφων (επιστολή της […], της 31ης Μαρτίου 2014). Κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν έχει αποδειχτεί ότι η υποτιθέμενη υπόσχεση χρηματοδότησης της Jupiter Financial Group της 26ης Μαρτίου 2014 διαβιβάστηκε ποτέ στους πωλητές. Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι οι πωλητές δεν παρέτειναν την προθεσμία για την υποβολή αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης του καταγγέλλοντος 3, διότι υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι ο [προσφέρων 2] σε περίπτωση παράτασης της προθεσμίας θα απέσυρε την προσφορά του. Η [ΠΡΟΣΦΕΡΩΝ 2] είχε δηλώσει π.χ. μέσω e-mail του εκπροσώπου της [προσφέρων 2] στην KPMG στις 13 Ιανουαρίου 2014, ότι όλοι οι όροι πώλησης θα έπρεπε να πληρούνται πριν από την 3η Απριλίου 2014, αφού σε διαφορετική περίπτωση η [προσφέρων 2] θα απέσυρε την προσφορά της. Επιπλέον, οι πωλητές έλαβαν υπόψη ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε ακόμη και να μειωθεί αργότερα, αφού η επιρροή του αγοραστή στην επιχειρηματική δραστηριότητα κατά τη σεζόν 2014 θα μειωνόταν και θα έπρεπε να ξεκινήσει η σύναψη των συμβάσεων για το 2015. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο καταγγέλλων 3 δεν εμποδιζόταν να υποβάλει τα αποδεικτικά στοιχεία χρηματοδότησης για την επιβεβαιωτική προσφορά του στην τελική φάση της διαδικασίας πώλησης, εφόσον δεν είχε υπογραφεί οριστική σύμβαση αγοράς. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη της Επιτροπής η συμπεριφορά του πωλητή αντιστοιχεί με εκείνη ενός ο πωλητή στην οικονομία της αγοράς. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της προσφοράς του καταγγέλλοντος 3 είναι σύμφωνη με την αγορά.

(273)

Ταυτόχρονα η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι πωλητές διεξήγαγαν συνομιλίες με την [προσφέρων 2] και στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων πώλησης με την [προσφέρων 2] και την Capricorn, αφού η [προσφέρων 2] είχε υποβάλει προσφορά ύψους 35 εκατ. ευρώ (βλέπε πίνακα 10) και επιβεβαιωμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Capricorn και της […] είχαν ως αποτέλεσμα την υπόσχεση χρηματοδότησης της τράπεζας της 10ης Μαρτίου 2014. Όσον αφορά την αξιολόγηση της προσφοράς της Capricorn, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Capricorn υπέβαλε υπόσχεση χρηματοδότησης του εταίρου χρηματοδότησής της […] για δάνειο ύψους 45 εκατ. ευρώ. Αυτή η υπόσχεση της 10ης Μαρτίου 2014 υπεβλήθη στους πωλητές στις 11 Μαρτίου 2014, δηλαδή την ημέρα της συνεδρίασης της επιτροπής πιστωτών, κατά την οποία αυτή επρόκειτο να αποφασίσει σχετικά με την κατακύρωση για το Nürburgring. Η Capricorn υπέβαλε υπόσχεση για μεγαλύτερη χρηματοδότηση από την [προσφέρων 2], αφού η υπόσχεση χρηματοδότησης για την [προσφέρων 2] ίσχυε για ποσό [32-39] εκατ. ευρώ. Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι η συνολική προσφορά της Capricorn ύψους 77 εκατ. ευρώ ήταν υψηλότερη από την προσφορά της [προσφέρων 2] ύψους [47-52] εκατ. ευρώ. Για τη συνολική προσφορά της [προσφέρων 2] θα έπρεπε να καταβληθούν [30-33] εκατ. ευρώ το 2014, εκ των οποίων ωστόσο [22-27] εκατ. ευρώ θα έπρεπε να παραμείνουν σε δεσμευμένο λογαριασμό έως τον Μάρτιο του 2015. Τα υπόλοιπα [16,5-18] εκατ. ευρώ θα έπρεπε να καταβληθούν κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018.

(274)

Όσον αφορά τον όρο εκτέλεσης της σύμβασης αγοράς που συνήφθη μεταξύ των πωλητών και της Capricorn, σύμφωνα με τον οποίο η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring γίνεται μόνο όταν υπάρχει οριστική απόφαση της Επιτροπής, με την οποία καθορίζεται ότι η ενίσχυση δεν ανακτάται από τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τους όρους των σχετικών μερών των αναπροσαρμογών του καταγγέλλοντος 3 που έχουν υποβληθεί από τους συνδίκους πτωχεύσεων και τη Γερμανία, ο αγοραστής και ο πωλητής θα μπορούσαν να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση, εάν έως τη 15η Ιουλίου 2014 (σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης της 14ης Ιανουαρίου 2014) ή έως την 31η Δεκεμβρίου 2014 (σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης της 14ης Φεβρουαρίου 2014) δεν είχε εκδοθεί θετική απόφαση της Επιτροπής. Αυτό το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν ήταν υπό προθεσμία.

(275)

Για τους περαιτέρω ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος 3, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι:

α)

Η Επιτροπή δεν είναι της άποψης ότι ο καταγγέλλων 3 θα έπρεπε να αναλάβει όλες τις υφιστάμενες συμβάσεις ή υποχρεώσεις της NBG (εκτός από συμβάσεις, όπως ορισμένες συμβάσεις εργασίας ή μίσθωσης, που μεταβιβάζονται αυτοδικαίως). Αυτό εξέφρασαν με σαφήνεια οι πωλητές έναντι του καταγγέλλοντος 3 με την επιστολή της KPMG της 11ης Δεκεμβρίου 2013. Επιπλέον, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι ήταν στη διακριτική ευχέρεια του καταγγέλλοντος 3 να αποφασίσει σε ποια έκταση θα αναλάμβανε τις συμβάσεις και εξαρτάτο από τη μέθοδο λειτουργίας και χρήσης του για το Nürburgring. Εκτός αυτού, η Επιτροπή δεν βρήκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι η μέθοδος εκποίησης τροποποιήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών ή άλλοι προσφέροντες εκτός του καταγγέλλοντος 3 είχαν κάνει καταγγελία σχετικά με μια υποτιθέμενη τροποποίηση της δομής συναλλαγής. Με την επιστολή της KPMG της 11ης Δεκεμβρίου 2013, ο καταγγέλλων 3 ενημερώθηκε ότι κανένας άλλος προσφέρων δεν είχε παραπονεθεί.

β)

Η διαδικασία υποβολής προσφορών δεν είχε υπερβολικά μεγάλη διάρκεια.

γ)

Με την επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2013, ο καταγγέλλων 3 ενημερώθηκε από τους πωλητές σχετικά με την προθεσμία που διαρκούσε έως τις 17 Φεβρουαρίου 2014 για την υποβολή επιβεβαιωτικής προσφοράς. Επιπλέον, ενημερώθηκε ότι οι πωλητές θα επέλεγαν τους προεπιλεγμένους προσφέροντες πιθανώς λίγο μετά τη λήξη της παρατεταμένης προθεσμίας. Οι προεπιλεγμένοι προσφέροντες δεν εμποδίζονταν να τροποποιήσουν τις επιβεβαιωτικές προσφορές τους ή να υποβάλουν τα αποδεικτικά στοιχεία χρηματοδότησής τους μετά την παρέλευση αυτής της προθεσμίας, εφόσον δεν είχε υπογραφεί οριστική σύμβαση αγοράς (180). Με αυτόν τον τρόπο, η προθεσμία έως τη 17η Φεβρουαρίου 2014 πράγματι παρατάθηκε, για να δοθεί σε όλους τους προσφέροντες η δυνατότητα να τροποποιήσουν τις προσφορές τους, να υποβάλουν τα αποδεικτικά στοιχεία χρηματοδότησης ή να κάνουν νέες προσφορές. Επειδή αυτή η τροποποίηση διαδικασίας ήταν γνωστή σε κάθε προεπιλεγμένο προσφέροντα, δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης.

δ)

Επειδή οι πωλητές έθεσαν στη διάθεση όλων των προσφερόντων ταυτόχρονα και τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την τελική απόφαση της επιτροπής πιστωτών να κατακυρώσουν στην Capricorn τα περιουσιακά στοιχεία, υπήρχε αρκετός χρόνος για την προετοιμασία και την οριστικοποίηση των προσφορών. Με αυτόν τον τρόπο τηρήθηκε η αρχή της διαφάνειας. Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι ο καταγγέλλων 3 ενημερώθηκε επαρκώς εκ των προτέρων με την επιστολή των πωλητών της 19ης Ιουλίου 2013, της 17ης Οκτωβρίου 2013 και της 17ης Δεκεμβρίου 2013 για τους κανόνες της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων τηρήθηκε επίσης όσον αφορά την πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες, αφού δόθηκε η ίδια ποσότητα πληροφοριών στους προσφέροντες που είχαν προεπιλεγεί για την αντίστοιχη φάση της διαδικασίας.

ε)

Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι η Capricorn πριν από τη σύναψη της σύμβασης αγοράς διαπραγματευόταν με έναν προμηθευτή μπύρας ή με το «Rock am Ring». Σύμφωνα με τους συνδίκους πτωχεύσεως, η NBG διεξήγαγε όλες τις σχετικές διαπραγματεύσεις.

στ)

Η συμβολαιογραφική επικύρωση της σύμβασης αγοράς των δύο πλειοδοτών (Capricorn και [προσφέρων 2]), η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από τη συνεδρίαση της επιτροπής πιστωτών στις 11 Μαρτίου 2014, δεν αποτελεί ένδειξη παραβίασης των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η Capricorn είχε ενημερωθεί για το αποτέλεσμα της διαδικασίας υποβολής προσφορών πριν από τη συνεδρίαση της επιτροπής πιστωτών στις 11 Μαρτίου 2014.

ζ)

Κανένας από τους προσφέροντες δεν υπέβαλε εγγύηση χρηματοδότησης για την πλήρη τιμή αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο, οι πωλητές δεν παραβίασαν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όταν εφάρμοσαν λιγότερο αυστηρά την απαίτηση σχετικά με την ασφάλεια της χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

η)

Η υποβολή αναπροσαρμογής της σύμβασης αγοράς ήταν μέρος των επιχειρηματικών διαπραγματεύσεων και είναι άνευ σημασίας από την άποψη των κρατικών ενισχύσεων.

θ)

Οι πωλητές διεξήγαγαν εκτιμήσεις βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας για την προσφορά του καταγγέλλοντος 3 μόνο διότι δεν είχε υποστηρίξει την προσφορά του με χρηματοδότηση. Αυτές οι εκτιμήσεις δεν αποτέλεσαν μέρος των κριτηρίων για την επιλογή του επιτυχούς προσφέροντος και, ως εκ τούτου, δεν είχαν επιρροή στην έκβαση της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

ι)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του καταγγέλλοντος 3, ότι η Capricorn και οι πωλητές σε σχέση με την επίμαχη διαδικασία υποβολής προσφορών έλαβαν συμβουλές από το ίδιο δικηγορικό γραφείο ([…]) και ειδικότερα από έναν συγκεκριμένο δικηγόρο αυτού του γραφείου σε ζητήματα κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι αυτό το γραφείο και οι δικηγόροι του, σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας α) δεν παρείχαν συμβουλές στους πωλητές στην αντίστοιχη διαδικασία υποβολής προσφορών (συμπεριλαμβανομένου του συνδίκου πτωχεύσεων και της επιτροπής πιστωτών), β) δεν είχαν πρόσβαση σε πληροφορίες από τις προσφορές άλλων ενδιαφερόμενων επενδυτών, γ) είχαν πρόσβαση μόνο στην αίθουσα δεδομένων και στις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες στον Τύπο σχετικά με τη διαδικασία υποβολής προσφορών και δ) δεν έδωσαν καμία σύσταση στους πωλητές ή στην επιτροπή πιστωτών. Όσον αφορά τον δικηγόρο του γραφείου στον οποίο αναφέρεται ο καταγγέλλων 3 στην καταγγελία του, η Γερμανία δήλωσε ότι α) αυτός ο δικηγόρος εργάστηκε από τον Μάιο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2013 για το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου, δηλαδή πριν από την έναρξη της διαδικασίας υποβολής προσφορών τον Ιούνιο του 2013· β) αυτός ο δικηγόρος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών δεν ήταν σε επαφή ούτε με το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου, ούτε με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας· γ) αυτός ο δικηγόρος ποτέ δεν έδωσε συμβουλές στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου και στους πωλητές όσον αφορά τη διαδικασία υποβολής προσφορών· δ) ο ίδιος δικηγόρος συμμετείχε μόνο ως ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας κατά την ακρόαση του κοινοβουλίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου στις 20 Ιουνίου 2013, για τον νόμο για την πρόσβαση του κοινού στην πίστα αγώνων Nürburgring. Εκτός αυτού, η Γερμανία επισήμανε ότι τα ζητήματα κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων της διαδικασίας υποβολής προσφορών —δηλαδή το γεγονός ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών έπρεπε να είναι ανοικτή, διαφανής, άνευ όρων και χωρίς διακρίσεις, ούτως ώστε ο αγοραστής να μην ευθύνεται σε περίπτωση πιθανής ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά για τους αγοραστές του Nürburgring— γνωστοποιήθηκαν σε όλους τους προσφέροντες με τον εξής τρόπο: α) μέσω των αποφάσεων της Επιτροπής της 21ης Μαρτίου 2012 (έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας) και της 7ης Αυγούστου 2012 (επέκταση της διαδικασίας), β) μέσω των πωλητών σε όλα τα σχετικά έγγραφα που καταρτίστηκαν στην αίθουσα δεδομένων που διαμορφώθηκε για τη διαδικασία υποβολής προσφορών, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν επίσης η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Γερμανίας που αφορούσε αυτήν την υπόθεση και γ) μέσω της σχετικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Επιτροπής.

(276)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απορρίπτει την καταγγελία του καταγγέλλοντος 3 ως αδικαιολόγητη, αφού τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον προσφέροντα, ο οποίος υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά στο πλαίσιο μιας ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης.

6.2.3.   Καταγγελία του καταγγέλλοντος 4

(277)

Σύμφωνα με τη σύγκριση του πίνακα 10, με την προσφορά της Capricorn στην πώληση επιτυγχάνονται υψηλότερα έσοδα από ό,τι μέσω της προσφοράς της [προσφέρων 2].

(278)

Για τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος 4, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι:

α)

Η Επιτροπή σημειώνει τη δήλωση του συνδίκου πτωχεύσεως ότι οι δύο προσφορές της [προσφέρων 2] και της Capricorn παρέχουν επαρκή ασφάλεια της χρηματοδότησης για τους πωλητές, ακόμη και αν δεν επιτυγχάνεται ο υψηλότερος δυνατός βαθμός ασφάλειας με από καμία από τις δύο προσφορές. Με την επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2014 η [προσφέρων 2] ενημέρωσε τους πωλητές σχετικά με τς χρηματοοικονομικές ικανότητες του ομίλου [προσφέρων 2] και δήλωσε ότι για την επένδυση είναι διαθέσιμα περίπου [930-1 030] εκατ. ευρώ. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι η […] με την επιβεβαίωση χρηματοδότησής της της 10ης Μαρτίου 2014 σύστησε δανειακή διευκόλυνση, με την οποία διατέθηκε στην Capricorn δανειακή χρηματοδότηση συνολικά έως [41-49] εκατ. ευρώ.

β)

Όσον αφορά τις πληρωμές «εκ των προτέρων», οι πωλητές, αν υπάρξει οριστική απόφαση της Επιτροπής το 2014, θα είχαν σύμφωνα με την προσφορά της [προσφέρων 2] πρόσβαση σε [30-33] εκατ. ευρώ και σύμφωνα με την προσφορά της Capricorn σε [58-63] εκατ. ευρώ (συν περίπου 6 εκατ. ευρώ από την ταμειακή ροή της NBG).

γ)

Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος 4 και του συνδίκου πτωχεύσεως, συνολικά δεν μπορεί να αναγνωριστεί ότι ο κίνδυνος εκτέλεσης στην προσφορά της Capricorn ήταν υψηλότερος από ό,τι στην προσφορά της [προσφέρων 2]

δ)

Σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 48, η ικανότητα των προσφερόντων δεν ήταν κριτήριο επιλογής.

ε)

Σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 48, το ύψος της επένδυσης μετά την πώληση δεν ήταν κριτήριο επιλογής.

στ)

Η επικοινωνία των πωλητών με την [προσφέρων 2] κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών ήταν αποδεκτή.Η [προσφέρων 2] δεν εμποδίστηκε να βελτιώσει ή να τροποποιήσει την προσφορά της έως τη συνεδρίαση της επιτροπής πιστωτών στις 11 Μαρτίου 2014.

(279)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν βρήκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο διακρίσεων της [προσφέρων 2] στη διαδικασία υποβολής προσφορών. Συνεπώς, δεν είναι δικαιολογημένη η κατηγορία ότι η [προσφέρων 2] είχε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από άλλους προσφέροντες, συμπεριλαμβανομένης της Capricorn. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η [προσφέρων 2] έδωσε επιβεβαιωτική προσφορά, διαπραγματεύτηκε τη σύμβαση και υπέγραψε το οριστικοποιημένο σχέδιο σύμβασης ως δεύτερος καλύτερος προσφέρων με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση. Όσον αφορά το κριτήριο της οριστικής απόφασης της Επιτροπής, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κεφάλαια που διατέθηκαν από την [προσφέρων 2], με εξαίρεση μια δόση ύψους [7,1-7,6] εκατ. ευρώ, πρέπει να παραμείνουν σε δεσμευμένο λογαριασμό και είτε να διαβιβαστούν στους πωλητές όταν θα υπάρξει οριστική απόφαση της Επιτροπής είτε, αν ο αγοραστής δεν υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ακόμη και αν δεν υπάρχει οριστική απόφαση (όπου δεν αποκλείεται η παράταση της προθεσμίας υπαναχώρησης), έως την 31η Μαρτίου 2015.

(280)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απορρίπτει την καταγγελία του καταγγέλλοντος 4 ως αδικαιολόγητη, αφού τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον προσφέροντα, ο οποίος υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά στο πλαίσιο μιας ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων της χρηματοδότησης.

6.2.4.   Συμπέρασμα

(281)

Από τους λόγους που παρουσιάστηκαν και βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή δεν βρήκε αποδεικτικά στοιχεία για παραβίαση της αρχής της ανοιχτής, διαφανούς, αμερόληπτης και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της NG, της MSR και της CMHN ή για προσφορά που βρίσκεται πάνω από την προσφορά τιμήματος της Capricorn με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.

7.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(282)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα μέρος του μέτρου 2 (δάνειο στην FSZ) καθώς και τα μέτρα 8, 11 και 15 δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1.

(283)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία εφαρμόζει παράνομα το μέτρο 1, ένα μέρος του μέτρου 2 (δάνεια της NG για την EWN, την MAN, την TTI, την Camp4Fun, την BWN1, την BWNB και την BWN2) καθώς και τα μέτρα 3 έως 7, 9 και 10, 12 έως 14 και 16 έως 19 και με αυτόν τον τρόπο έχει παραβιάσει το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(284)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο 1, ένα μέρος του μέτρου 2 (δάνεια της NG στην EWN, την MAN, την TTI, την Camp4Fun, την BWN1, την BWNB και BWN2) και τα μέτρα 3 έως 7, 9 και 10, 12 έως 14 και 16 έως 19 υπέρ της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH, της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH, της Cash Settlement and Ticketing GmbH, της Nürburgring Automotive GmbH, της Erlebnispark Nürburgring GmbH & Co. KG, της Motorsport Akademie Nürburgring GmbH & Co. KG, της Test & Training International GmbH, της Bike World Nürburgring GmbH, της BikeWorld Nürburgring Besitz GmbH, της BikeWorld Nürburgring GmbH, της Camp 4 Fun GmbH & Co. KG, της IPC Gesellschaft für internationale Projektcoordination mbH και της MI-Beteiligungs- und Verwaltungs GmbH συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 και δεν είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά, αφού δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης και δεν διαπιστώθηκε καμία άλλη βάση για το συμβιβάσιμό τους με την εσωτερική αγορά.

(285)

Η Επιτροπή καταλήγει περαιτέρω στα εξής συμπεράσματα:

Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH δεν οδηγεί σε οικονομική συνέχεια μεταξύ της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH, αφενός, και του νέου ιδιοκτήτη των περιουσιακών στοιχείων, της Capricorn NÜRBURGRING Besitzgesellschaft GmbH, ή των θυγατρικών της αφετέρου. Ως εκ τούτου, οι ενδεχόμενες ανακτήσεις ενισχύσεων ασυμβίβαστων με την κοινή αγορά δεν αφορούν την Capricorn NÜRBURGRING Besitzgesellschaft GmbH, η οποία αγόρασε τα περιουσιακά στοιχεία που πωλήθηκαν μέσω της διαδικασίας υποβολής προσφορών, ή τις θυγατρικές της,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παρακάτω μέτρα που εφαρμόστηκαν από τη Γερμανία δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ:

 

Μέρος του μέτρου 2

Δάνεια συνολικού ύψους 646 738,12 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην Fahrsicherheitszentrum am Nürburgring GmbH & Co. KG μεταξύ της 12ης Απριλίου 2002 και του Μαρτίου του 2008 από την Nürburgring GmbH·

 

Μέτρο 8

Δάνεια της Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz GmbH για τη Nürburgring GmbH της 28ης Ιουλίου 2010, ύψους 96 574 200 και 113 590 800 ευρώ, για τη Motorsport Resort Nürburgring GmbH ύψους 92 000 000 ευρώ και για την Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH ύψους 23 100 000 ευρώ·

 

Μέτρο 11

Δάνεια συνολικού ύψους 85 484 000 ευρώ, που χορηγήθηκαν στη Motorsport Resort Nürburgring GmbH μεταξύ της 27ης Μαΐου 2008 και της 7ης Ιουλίου 2009 από τη Rheinland-Pfälzische Gesellschaft für Immobilien und Projektmanagement GmbH·

 

Μέτρο 15

Μεταβίβαση του 49,5 % των μεριδίων της Motorsport Resort Nürburgring GmbH από τη Mediinvest GmbH στη Nürburgring GmbH με τίμημα 1 ευρώ στις 25 Μαρτίου 2010·

Μεταβίβαση του 33,8 % των μεριδίων της Motorsport Resort Nürburgring GmbH από την Geisler & Trimmel General Contractor GmbH στη Nürburgring GmbH με τίμημα 1 ευρώ στις 25 Μαρτίου 2010·

Μεταβίβαση του 6,7 % των μεριδίων της Motorsport Resort Nürburgring GmbH από την Weber Projektierungs- und Realisierungs GmbH στη Rheinland-Pfälzische Gesellschaft für Immobilien und Projektmanagement GmbH με τίμημα 1 ευρώ στις 25 Μαρτίου 2010.

Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH.

Άρθρο 2

Οι ακόλουθες κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες εφαρμόστηκαν παράνομα από τη Γερμανία, με τη μορφή των ακόλουθων μέτρων, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά:

 

Μέτρο 1

Κεφάλαιο με τη μορφή μεταφορών στο αποθεματικό κεφάλαιο, το οποίο χορηγήθηκε στη Nürburgring GmbH, την 1η Μαΐου 2002, ύψους 2 179 000 ευρώ και την 21η Δεκεμβρίου 2004 ύψους 22 839 241 ευρώ από το κρατίδιο Ρηνανίας-Παλατινάτου·

Κεφάλαιο με τη μορφή αυξήσεων ιδίων κεφαλαίων, το οποίο χορηγήθηκε στη Nürburgring GmbH την 31η Αυγούστου 2004 ύψους 4 398 300 ευρώ και την 4η Σεπτεμβρίου 2007 ύψους 9 000 000 ευρώ από το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου και την 31η Αυγούστου 2004 ύψους 488 700 ευρώ και την 4η Σεπτεμβρίου 2007 ύψους 1 000 000 ευρώ από την περιφέρεια Ahrweiler·

 

Μέρος του μέτρου 2

Δάνεια συνολικού ύψους 6 195 170,02 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην Erlebnispark Nürburgring GmbH & Co. KG μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2006 και της 29ης Απριλίου 2009 από τη Nürburgring GmbH·

Δάνεια ύψους 100 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην Motorsport Akademie Nürburgring GmbH & Co. KG τη 10η Δεκεμβρίου 2002 από τη Nürburgring GmbH·

Δάνεια ύψους 25 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην Test & Training International GmbH τη 15η Αυγούστου 2002 από τη Nürburgring GmbH·

Δάνεια συνολικού ύψους 450 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην Camp 4 Fun GmbH & Co. KG μεταξύ της 26ης Μαΐου 2009 και της 18ης Δεκεμβρίου 2009 από τη Nürburgring GmbH·

Δάνεια συνολικού ύψους 500 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην BikeWorld Nürburgring Besitz GmbH μεταξύ της 17ης Οκτωβρίου 2003 και της 27ης Οκτωβρίου 2004 από τη Nürburgring GmbH·

Δάνεια συνολικού ύψους 1 660 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην BikeWorld Nürburgring Besitz GmbH μεταξύ της 4ης Φεβρουαρίου 2004 και της 22ας Ιουλίου 2005 από τη Nürburgring GmbH·

Δάνεια συνολικού ύψους 1 600 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην BikeWorld Nürburgring Besitz GmbH μεταξύ της 20ής Σεπτεμβρίου 2005 και της 4ης Απριλίου 2007 από τη Nürburgring GmbH·

 

Μέτρο 3

Δάνεια συνολικού ύψους 399 805 370 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στη Nürburgring GmbH από την 30ή Ιουνίου 2003 έως την 11η Μαΐου 2010 από το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου·

 

Μέτρο 4

Δάνεια ύψους 300 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στη Motorsport Resort Nürburgring GmbH την 27η Δεκεμβρίου 2007 από τη Nürburgring GmbH·

 

Μέρος του μέτρου 5

Δάνεια συνολικού ύψους 11 032 060 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στην Cash Settlement and Ticketing GmbH από την 27η Αυγούστου 2008 έως τη 18η Απριλίου 2011 από τη Nürburgring GmbH·

Διοικητική επιστολή της NG για την CST της 23ης Δεκεμβρίου 2009, στην οποία η NG έως την 31η Δεκεμβρίου 2011 δεσμευόταν να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την αποτροπή της αφερεγγυότητας της CST·

Συμφωνία υπαγωγής, την οποία δήλωσε η NG στις 13 Δεκεμβρίου 2010 σε σχέση με τις απαιτήσεις της στην CST ύψους 10,4 εκατ. ευρώ·

 

Μέτρο 6

Αποζημίωση συνολικού ύψους 640 000 ευρώ, η οποία καταβλήθηκε από τη Nürburgring GmbH στην IPC Gesellschaft für internationale Projektcoordination mbH για τις υπηρεσίες της κατά την αναζήτηση ιδιωτών επενδυτών·

Δάνεια ύψους 2 941 000 ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν στη Motorsport Resort Nürburgring GmbH τη 15η Οκτωβρίου 2008 από τη Nürburgring GmbH·

 

Μέτρο 7

Αντιπαροχή ύψους 1 476 830,88 EUR, η οποία καταβλήθηκε στην MI-Beteiligungs- und Verwaltungs GmbH από τη Nürburgring GmbH για την εκχώρηση που πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου 2009 των απαιτήσεων της MI-Beteiligungs- und Verwaltungs GmbH από τα δάνεια που ελήφθησαν από την Cash Settlement and Ticketing GmbH ως δανειολήπτη στην Nürburgring GmbH·

 

Μέτρο 9

Εγγύηση, η οποία χορηγήθηκε στις 28 Ιουλίου 2010 από το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου για την κάλυψη των υποχρεώσεων της Nürburgring GmbH (96 574 200 ευρώ και 113 590 800 ευρώ), της Motorsport Resort Nürburgring GmbH (92 000 000 ευρώ) και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH (23 100 000 ευρώ) από τα δάνεια που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του μέτρου 8·

 

Μέτρο 10

Καθορισμός από την Nürburgring GmbH μισθώματος που βρισκόταν κάτω από το σύνηθες στην αγορά μίσθωμα, γεγονός που εξασφάλισε στην Nürburgring Automotive GmbH πλεονέκτημα ύψους 9 εκατ. ευρώ από την 1η Μαΐου 2010 έως την 31η Οκτωβρίου 2012·

 

Μέτρο 12

Εγγύηση, η οποία χορηγήθηκε στην Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz GmbH από το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου, μέσω της οποίας η Motorsport Resort Nürburgring GmbH μπόρεσε να λάβει δάνεια ύψους 85 484 000 EUR ευρώ·

 

Μέτρο 13

Επιχορηγήσεις τις οποίες χορήγησε το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου στη Nürburgring GmbH από τα έσοδά της από ένα φόρο στα καζίνο στις 29 Δεκεμβρίου 2009 (1,6 εκατ. ευρώ), στις 29 Οκτωβρίου 2010 (3,2 εκατ. ευρώ) και στις 29 Μαρτίου 2011 (3,2 εκατ. ευρώ)·

 

Μέτρο 14

Δάνεια τις οποίες χορήγησε το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου στη Nürburgring GmbH στις 21 Αυγούστου 2007 (20 εκατ. ευρώ), στις 22 Δεκεμβρίου 2009 (10 εκατ. ευρώ), στις 28 Δεκεμβρίου 2010 (4,65 εκατ. ευρώ), στις 26 Απριλίου 2011 (3,2 εκατ. ευρώ) και στις 9 Δεκεμβρίου 2011 (4,95 εκατ. ευρώ)·

Συμφωνία υπαγωγής του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου της 29ης Αυγούστου 2007 έναντι της Nürburgring GmbH σε σχέση με τις απαιτήσεις του ύψους 20,0 εκατ. ευρώ·

 

Μέτρο 16

Δάνειο ύψους 40 405 000 ευρώ, το οποίο χορηγήθηκε στη Nürburgring GmbH την 11η Ιανουαρίου 2011 από το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου·

Επιχορήγηση ύψους 13,5 εκατ. ευρώ, το οποίο χορηγήθηκε στη Nürburgring GmbH τον Ιούλιο του 2011 από το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου·

 

Μέτρο 17

Αντιστάθμιση, η οποία χορηγήθηκε στη Nürburgring Automotive GmbH βάσει της σύμβασης παραχώρησης της Formula 1 από τις 13 Δεκεμβρίου 2010 έως τις 27 Νοεμβρίου 2012 από τη Nürburgring GmbH·

 

Μέτρο 18

Αναβολή των πληρωμών τόκων ύψους 1,473 εκατ. ευρώ, η οποία χορηγήθηκε στη Nürburgring GmbH στις 15 Μαΐου 2012 από την Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz GmbH·

Αναβολή των πληρωμών τόκων ύψους 1,205 εκατ. ευρώ, η οποία χορηγήθηκε στη Motorsport Resort Nürburgring GmbH στις 15 Μαΐου 2012 από την Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz GmbH·

Αναβολή των πληρωμών τόκων ύψους 303 000 ευρώ, η οποία χορηγήθηκε στην Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH στις 15 Μαΐου 2012 από την Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz GmbH·

 

Μέτρο 19

Δήλωση απαλλαγής, η οποία εκδόθηκε στις 15 Μαΐου 2012 από το κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου σε σχέση με τις υποχρεώσεις της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH από τα δάνεια που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του μέτρου 8 ύψους 254 εκατ. ευρώ.

Συμφωνία υπαγωγής του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου της 15ης Μαΐου 2012 έναντι της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH σε σχέση με τις απαιτήσεις της που απορρέουν από το μέτρο 8 σχετικά με το ποσό της απαίτησης μειωμένης εξασφάλισης ύψους έως 254 εκατ. ευρώ το οποίο οφειλόταν κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης για τη συμφωνία υπαγωγής.

Άρθρο 3

1.   Η Γερμανία ζητεί την ανάκτηση από τον δικαιούχο της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στο πλαίσιο των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 και είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, συμπεριλαμβανομένης της Nürburgring Betriebsgesellschaft mbH ως οικονομικού διαδόχου της Nürburgring GmbH, της Motorsport Resort Nürburgring GmbH και της Congress- und Motorsport Hotel Nürburgring GmbH.

2.   Ο αγοραστής των περιουσιακών στοιχείων που πωλήθηκαν μετά τη διαδικασία υποβολής προσφορών, η capricorn NÜRBURGRING Besitzgesellschaft GmbH και οι θυγατρικές της δεν επηρεάζονται από την πιθανή ανάκτηση ασυμβίβαστων κρατικών ενισχύσεων.

3.   Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί περιλαμβάνει τόκους για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης προς τον δικαιούχο έως την ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης. Η Γερμανία δεν ανακοινώνει σε αυτήν την απόφαση τους ακριβείς χρόνους κατά τους οποίους χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις από το κρατίδιο.

4.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (181) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής (182), ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

5.   Η Γερμανία κατά την ημερομηνία έκδοσης αυτής της απόφασης αναστέλλει όλες τις εκκρεμείς πληρωμές της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2.

Άρθρο 4

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Η Γερμανία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γερμανία υποβάλλει στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και σχεδιάζονται, με στόχο τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τους δικαιούχους η επιστροφή της ενίσχυσης.

2.   Η Γερμανία τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Εφόσον ζητηθεί εκ μέρους της Επιτροπής, η Γερμανία παρέχει αμελλητί όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζονται για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Η Γερμανία παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 1η Οκτωβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.31550 (2012/C) ( ΕΕ C 216 της 21.7.2012, σ. 14) και υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.34890 (2012/C) (ΕΕ C 333 της 30.10.2012, σ. 1).

(2)  Με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2012, η Επιτροπή απέστειλε στη Γερμανία διορθωτικό της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012.

(3)  ΕΕ C 216 της 21.7.2012, σ. 14.

(4)  Στις 22 Αυγούστου 2012, η υπόθεση SA.34890 (2012/C), η οποία κινήθηκε με την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2012 για την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, συγχωνεύτηκε διοικητικά με την υπόθεση SA.31550 (2012/C).

(5)  ΕΕ C 333 της 30.10.2012, σ. 1.

(6)  Αυτό βασίστηκε στη σύμβαση διακανονισμού μεταξύ της NG, της NAG και της NBG της 27ης Νοεμβρίου 2012.

(7)  Πιο συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής επεσήμαναν ότι: 1) σε περίπτωση αποκλεισμού της πίστας αγώνων από τη διαδικασία υποβολής προσφορών, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η ύπαρξη περαιτέρω ενισχύσεων υπέρ του αγοραστή, καθώς και η μεταφορά «παλαιών» ενισχύσεων· 2) η προσβασιμότητα της πίστας αγώνων για το κοινό —με την εξαίρεση τη χρήση της πίστας αγώνων του Nürburgring για εμπορικούς σκοπούς, όπως δοκιμαστικές διαδρομές της αυτοκινητοβιομηχανίας— θα μπορούσε να θεωρηθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις ουδέτερο στοιχείο στην εκκρεμή διαδικασία ενίσχυσης· 3) σε σχέση με την εγγύηση της απασχόλησης για τους εργαζομένους μέχρι τα τέλη του 2016 θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση κρατικών ενισχύσεων SERNAM (απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2012 απόφαση SA.34547 — Γαλλία — Reprise des actifs du groupe SERNAM dans le cadre de son redressement judiciaire)· 4) η πώληση δεν αναμένεται να οδηγήσει εκ των προτέρων σε μεταβίβαση κρατικής ενίσχυσης που πρέπει πιθανώς να ανακτηθεί από τους ιδιοκτήτες των περιουσιακών στοιχείων στον πιθανό αγοραστή ή αγοραστές των περιουσιακών στοιχείων.

(8)  Μετά την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης μεταξύ της NG και της NAG τον Φεβρουάριο του 2012, ο καταγγέλλων 1, ένας από τους δύο πρώτους καταγγέλλοντες, εγκατέλειψε την αρνητική του στάση όσον αφορά την κρατική ενίσχυση για την πίστα αγώνων και δήλωσε ότι τα μέτρα που δηλώθηκαν το 2012 ως ενίσχυση διάσωσης θα έπρεπε να εγκριθούν, ότι η ίδια η πίστα αγώνων δεν είχε λάβει ενισχύεις και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να εξαιρεθεί από τη διαδικασία έρευνας και ότι η λειτουργία του Nürburgring αφορά υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ).

(9)  «Κρατίδιο Ρηνανίας-Παλατινάτου».

(10)  Επιχειρηματικός σκοπός της NG είναι η προώθηση του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και των αγώνων αυτοκινήτων, καθώς και η προώθηση του τουρισμού στην περιφέρεια Eifel. Το NG ανήκει κατά 90 % στο κρατίδιο και κατά 10 % στην περιφέρεια Ahrweiler. Το κρατίδιο και η περιφέρεια Ahrweiler εκπροσωπούνται ως εταίροι της NG στο εποπτικό συμβούλιο της NG.

(11)  Μια περιγραφή του συγκροτήματος Nürburgring βρίσκεται στο τμήμα 2.1 της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012.

(12)  Επιχειρηματικός σκοπός της MSR είναι η ανάπτυξη του έργου και η κατασκευή ακινήτων, παραθεριστικών συγκροτημάτων, ξενοδοχείων και θερέτρων, καθώς και η συμμετοχή σε επιχειρήσεις που συνδέονται με την ανάπτυξη του έργου στο Nürburgring. Από την 25η Μαρτίου 2010, η MSR ανήκει κατά 93,3 % στην NG και κατά 6,7 % στην RIM. Πριν από την 25η Μαρτίου 2010, η Mediinvest GmbH (49,5 %), η Geisler & Trimmel General Contractor GmbH (33,8 %), η NG (10 %) και η Weber Projektierungs- und Realisierungs GmbH (6,7 %) ήταν εταίροι της MSR.

(13)  Επιχειρηματικός σκοπός της CMHN είναι η κατασκευή και εκμετάλλευση ξενοδοχείων, καταλυμάτων διακοπών και θερέτρων. Η CMHN είναι θυγατρική της MSR κατά 100 %.

(14)  Επιχειρηματικός σκοπός της NAG είναι η εκμετάλλευση των πιστών αγώνων Nürburgring, των ξενοδοχείων, του κέντρου οδηγικής ασφάλειας, της σχολής οδηγών αγώνων, των πολυλειτουργικών αιθουσών, του ringowerk, καθώς και όλων των άλλων προορισμών του Nürburgring. Εταίροι της NAG είναι η Mediinvest GmbH και η Lindner Unternehmensgruppe GmbH & Co Hotel KG κατά 50 % η κάθε μία.

(15)  Τις επιχειρήσεις παροχής καταλύματος και εστίασης εκμεταλλευόταν η Lindner Hotels AG, βάσει σύμβασης με τη NAG.

(16)  Η εκκαθάριση της IPC καταχωρίστηκε στο εμπορικό μητρώο στις 4 Δεκεμβρίου 2008. Η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης δεν έχει κοινοποιηθεί ακόμη στο εμπορικό μητρώο.

(17)  Η Weber εκτέλεσε την κατασκευή των επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης. Στις 23 Νοεμβρίου 2010 εκκινήθηκε η εκκαθάριση της Weber.

(18)  Επιχειρηματικός σκοπός της CST ήταν η εκμετάλλευση ενός συστήματος πληρωμών χωρίς μετρητά, στο οποίο οι πελάτες πληρώνουν με κάρτα (ringocard) για την επίσκεψή τους σε όλες τις ατραξιόν του συγκροτήματος Nürburgring με κάρτα (ringocard). Εταίροι της CST έως την 1η Νοεμβρίου 2012 ήταν η NG και η MIB κατά 50 % η κάθε μία. Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, η NG άρχισε την εκκαθάριση ως ιδιοκτήτρια κατά 100 %. Τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάστηκαν στη NG. Σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας, η επιχείρηση διαγράφηκε από το εμπορικό μητρώο στις 22 Μαΐου 2014.

(19)  Επιχειρηματικός σκοπός της Mediinvest είναι η μεσολάβηση στη σύναψη συμβάσεων οικοπέδων και κτιρίων, η ανάπτυξη του έργου, καθώς και η κατασκευή ακινήτων, παραθεριστικών συγκροτημάτων και θερέτρων. Η Mediinvest ανήκει κατά 100 % στον κ. Kai Richter. Στις 18 Ιουνίου 2013, η Mediinvest μετονομάστηκε σε Return Projektmanagement GmbH.

(20)  Η Geisler & Trimmel εκτέλεσε την κατασκευή των επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης.

(21)  Επιχειρηματικός σκοπός της FSZ είναι η κατασκευή, η ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση ενός κέντρου οδηγικής ασφάλειας. Ανήκε κατά 41 % στην NG. Τον Οκτώβριο του 2013, οι πλειοψηφικοί εταίροι τερμάτισαν τη συμμετοχή στην NG.

(22)  Επιχειρηματικός σκοπός της EWN ήταν η λειτουργία του «Κόσμου Εμπειριών» με ατραξιόν προσανατολισμένες στον μηχανοκίνητο αθλητισμό στο Nürburgring. Στις 31 Μαρτίου 2011, η εταιρεία μετονομάστηκε σε ringowerk GmbH & Co. KG· μοναδικός εταίρος μέχρι τις 24 Αυγούστου 2011 ήταν η NG — εκείνη την εποχή τα περιουσιακά στοιχεία της EWN περιήλθαν στην NG, με αποτέλεσμα η λύση της εταιρείας να καταχωριστεί στο εμπορικό μητρώο χωρίς επίσημη εκκαθάριση.

(23)  Επιχειρηματικός σκοπός της MAN ήταν η προώθηση του γερμανικού μηχανοκίνητου αθλητισμού μέσω λειτουργίας ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος. Μοναδική ιδιοκτήτρια ήταν η NG. Η επιχείρηση εκκαθαρίστηκε και στις 11 Δεκεμβρίου 2013 διαγράφηκε από το εμπορικό μητρώο. Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων μεταβιβάστηκαν στη NG.

(24)  Επιχειρηματικός σκοπός της TTI ήταν η προώθηση, το λανσάρισμα, η κατασκευή και η λειτουργία κέντρων οδηγικής ασφάλειας. Η NG κατείχε το 26 % της επιχείρησης, ενώ το υπόλοιπο 74 % ανήκε στην Brands Hatch Leisure Group Limited, Fawkham Longfield, Kent/Ηνωμένο Βασίλειο (26 %), στην Test & Training Gesellschaft mbH, Teesdorf/Αυστρία (26 %) και την Tilke GmbH, Aachen/Γερμανία (22 %). Η επιχείρηση λύθηκε. Στις 4 Δεκεμβρίου 2007, η επιχείρηση διαγράφηκε από το εμπορικό μητρώο.

(25)  Επιχειρηματικός σκοπός της BWN ήταν η εμπορία καινούριων και μεταχειρισμένων μοτοσικλετών, καθώς και η προώθηση του τουρισμού με μοτοσικλέτες στην περιφέρεια Eifel. Με ισχύ από την 6η Σεπτεμβρίου 2005, η Bike World Nürburgring GmbH («BWN») συγχωνεύτηκε με την BikeWorld Nürburgring Besitz GmbH («BWNB»). Η αγοράστρια επιχείρηση BWNB στη συνέχεια μετονομάστηκε σε BikeWorld Nürburgring GmbH («BWN2»). Στις 15 Μαΐου 2007, η NG πώλησε το μερίδιό της ύψους 49 % στην τελευταία επιχείρηση στον κ. Norbert Brückner και στον κ. Jörg Jovy και παραιτήθηκε από την αποπληρωμή των δανείων της. Η BWN2 διέκοψε την επιχειρηματική της δραστηριότητα στο Nürburgring το 2008. Σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας, η BWN2 μετονομάστηκε σε Bikeworld GmbH και η έδρα της επιχείρησης μεταφέρθηκε στο St. Ingbert, στο κρατίδιο του Σάαρ.

(26)  Επιχειρηματικός σκοπός της Camp4Fun ήταν η εκμετάλλευση ενός πάρκου εκτός δρόμου. Έως τη 18η Οκτωβρίου 2010, η NG ήταν ο μοναδικός ετερόρρυθμος εταίρος της επιχείρησης, στη συνέχεια τα περιουσιακά στοιχεία της μεταβιβάστηκαν στην NG και η λύση της επιχείρησης χωρίς επίσημη εκκαθάριση καταχωρίστηκε στο γερμανικό εμπορικό μητρώο.

(27)  Επιχειρηματικός σκοπός της MIB ήταν η συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις και η ανάληψη της διαχείρισής τους. Η MIB ανήκε κατά 80 % στον κ. Kai Richter και κατά 20 % στον κ. Klaus König. Στις 18 Ιουνίου 2013 πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση μεταξύ της ΜΙΒ και της NAG.

(28)  Μια πιο λεπτομερής περιγραφή των τμημάτων Ι και ΙΙ του έργου Nürburgring βρίσκεται στο τμήμα 2.2 της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012.

(29)  Αποθεματικά κεφάλαια είναι πρόσθετες πληρωμές των εταίρων στα ίδια κεφάλαια που δεν αποτελούν εγγεγραμμένο κεφάλαιο. Ο όρος αναφέρεται συχνά σε ισολογισμούς ως μέρος των ιδίων κεφαλαίων μιας ανώνυμης εταιρείας. Το αποθεματικό κεφάλαιο χρησιμεύει για να λαμβάνεται υπόψη το τμήμα των ιδίων κεφαλαίων, το οποίο υπερβαίνει την ονομαστική αξία των μετοχών (κοινές μετοχές) σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου. Οι εκδοθείσες και οι εξοφληθείσες κοινές μετοχές συν το αποθεματικό κεφάλαιο μαζί δίνουν το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε από τους επενδυτές για τις μετοχές κατά την έκδοση.

(30)  Μεταφορά 2 179 000 ευρώ στο αποθεματικό κεφάλαιο με παραίτηση από τους τόκους που ήταν ληξιπρόθεσμοι το 1999 για ένα δάνειο που ανέλαβε το κρατίδιο το 1981 από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας («Παλαιό δάνειο ομοσπονδίας»).

(31)  Μεταφορά 22 839 241 ευρώ στο αποθεματικό κεφάλαιο με παραίτηση από απαιτήσεις σε σχέση με ένα δάνειο που ανέλαβε το κρατίδιο το 1981 από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας («Παλαιό δάνειο ομοσπονδίας»).

(32)  Το ποσό των 4 887 000 ευρώ αποτελείται από μια συνεισφορά του κρατιδίου με παραίτηση από απαιτήσεις σε σχέση με ένα δάνειο που ανέλαβε το κρατίδιο το 1981 από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας («Παλαιό δάνειο ομοσπονδίας») ύψους 4 398 300 ευρώ και μια συνεισφορά της περιφέρειας Ahrweiler μέσω παροχής ρευστότητας ύψους 488 700 ευρώ.

(33)  Από το 2002, εξοφλήθηκαν τα δάνεια για την EWN ύψους 722 264,49 ευρώ.

(34)  Από το 2002, εξοφλήθηκαν τα δάνεια για την FSZ μέχρι του ποσού των […] ευρώ, το οποίο αντισταθμίστηκε στο πλαίσιο μιας πληρωμής αντιστάθμισης ύψους […] ευρώ σε σχέση με τον αποκλεισμό της NG από το κέντρο οδηγικής ασφάλειας στη Nürburgring Verwaltungs GmbH και τον τερματισμό της συμμετοχής της NG στην FSZ.

(35)  Η MAN εξόφλησε το δάνειο στο σύνολό του στις 28 Νοεμβρίου 2005.

(36)  Η Camp4Fun εξόφλησε το δάνειο στο σύνολό του στις 18 Δεκεμβρίου 2003.

(37)  […]: οι πληροφορίες εντός των αγκυλών διέπονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.

(38)  Στο πλαίσιο του έργου «Nürburgring 2009», το κρατίδιο διέθεσε στην ISB τα εξής ποσά: 285 265 000 ευρώ στις 30 Ιουλίου 2010, 5 εκατ. ευρώ στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, 5 εκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2010, 5 εκατ. ευρώ στις 31 Μαρτίου 2011, 5 εκατ. ευρώ στις 31 Μαΐου 2011 και 10 εκατ. ευρώ στις 31 Ιουλίου 2011. Συνολικά η ISB κατά την περίοδο από τις 31 Ιουλίου 2010 έως την 31η Οκτωβρίου 2011 χρησιμοποίησε ένα ποσό ύψους 315 265 000 ευρώ από το απόθεμα ρευστότητας του κρατιδίου για την αναχρηματοδότηση του δανείου που χορήγησε στην NG, την MSR και την CMHN ύψους 325 265 000 ευρώ (μέτρο 8). Μέχρι την πλήρη αποπληρωμή των δανείων τον Νοέμβριο του 2011, το επιτόκιο καθοριζόταν καθημερινά. Οι τόκοι ανήλθαν σε 2 326 680 ευρώ συνολικά και καταβάλλονταν κάθε φορά στα τέλη του επόμενου μήνα.

(39)  Το έργο «Nürburgring 2009» αποτελείται από τους επιμέρους τομείς Ι και ΙΙ: Ο επιμέρους τομέας Ι περιλαμβάνει κερκίδες, το welcomeocenter, το ringoarena (για έως και 5 100 επισκέπτες) και μέτρα αξιοποίησης, το ringoboulevard (εμπορικό κέντρο με τον μεγαλύτερο τοίχο βίντεο multitouch στον κόσμο), το WARSTEINER Event Center (για έως και 1 500 επισκέπτες), κόσμους αυτοκινήτου (επιφάνειες έκθεσης και πώλησης για κατασκευαστές αυτοκινήτων), το ringowerk (εσωτερικές ατραξιόν, όπως ένα θέατρο πολυμέσων, μια ιστορική έκθεση, διαδραστικές εφαρμογές και το ringoracer, το γρηγορότερο τρενάκι λούνα παρκ στον κόσμο), καθώς και το ringokartbahn (πίστα καρτ σε εσωτερικό χώρο). Ο επιμέρους τομέας II αποτελείται από δύο ξενοδοχεία (συμπεριλαμβανομένου ενός καζίνο), 100 παραθεριστικές κατοικίες, πέντε εστιατόρια, μια ντισκοτέκ και ένα κατάστημα merchandising.

(40)  Για τα προβλήματα κατά τη διαχείριση και τη χρηματοδότηση του αποθέματος ρευστότητας, βλέπε ετήσια έκθεση 2011 του Ελεγκτικού Συνεδρίου του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, Μέρος II, σ. 7-15, η οποία είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.rechnungshof-rlp.de/Jahresberichte/.

(41)  Τα δάνεια από το απόθεμα ρευστότητας αποπληρώθηκαν πλήρως (πρβλ. πίνακα 6). Πληρώθηκαν τόκοι συνολικού ύψους 5 059 174,46 ευρώ.

(42)  Οι πληρωμές βασίζονταν σε συμβατική συμφωνία που συνήφθη στις 20 Φεβρουαρίου 2003 μεταξύ του κρατιδίου και της NG για το απόθεμα ρευστότητας. Οι τόκοι για το αντίστοιχο δάνειο βασίζονταν σε ημερήσιο επιτόκιο, το οποίο ελάμβανε το κρατίδιο στην αγορά. Οι τόκοι υπολογίζονταν για κάθε ημέρα χωριστά (εκάστοτε επιτόκιο/360).

(43)  Στις 31 Δεκεμβρίου 2010 εξοφλήθηκε ποσό ύψους 3 589 297,04 ευρώ. Για τα προβλήματα κατά τη διαχείριση και τη χρηματοδότηση της CST, βλέπε ετήσια έκθεση 2011 του Ελεγκτικού Συνεδρίου του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, Μέρος II, σ. 16-21, η οποία είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.rechnungshof-rlp.de/Jahresberichte/.

(44)  Το δάνειο αποπληρώθηκε πλήρως στις 22 Ιανουαρίου 2009· καταβλήθηκαν τόκοι συνολικού ύψους 48 500 ευρώ. Η Γερμανία δήλωσε, ωστόσο, ότι το δάνειο αποπληρώθηκε από την Geisler & Trimmel στην NG, όχι από την MSR στην PNG και από την PNG στην NG.

(45)  1 450 000 ευρώ συν τόκοι 26 830,88 ευρώ.

(46)  Το 2010, η NG υπολόγισε το δάνειο με τις υποχρεώσεις της προς την CST σε ύψος 1 439 297,04 ευρώ. Οι υπόλοιπες υποχρεώσεις της CST έναντι της NG ύψους 37 533,84 ευρώ μειώθηκαν στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της CST και της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της στην NG.

(47)  Στις 25 Μαΐου 2008, η Bank für Tirol und Vorarlberg AG χορήγησε στην CMHN δάνειο ύψους […] ευρώ.

(48)  Στις 18 Ιανουαρίου 2010, η Kreissparkasse Ahrweiler der MSR χορήγησε στην MSR δάνειο ύψους […] ευρώ.

(49)  Σύμφωνα με την εντολή πίστωσης που δόθηκε από το κρατίδιο, η ISB δεν ακολούθησε τις συνήθεις διαδικασίες του πιστωτικού ελέγχου.

(50)  Όσον αφορά τη δόση 2, η NG δεν χρησιμοποίησε ποσό 4 735 000 ευρώ από το δάνειο ύψους 118 325 800 ευρώ που έλαβε, με αποτέλεσμα το κρατίδιο να καταβάλει στην NG ποσό 113 590 800· σε αυτό το πλαίσιο η NG κατέβαλε στην ISB αποζημίωση ύψους 141 835,54 ευρώ.

(51)  Για το μέσο επιτόκιο ΕΟΝΙΑ την 28η Ιουλίου 2010, βλέπε www.global-rates.com/interest-rates/eonia/2010.aspx

(52)  Κατά τη στιγμή της υπογραφής της αντίστοιχης σύμβασης μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η Nürburgring GmbH ήταν ο μοναδικός εταίρος της Nürburgring Adventure GmbH. Στις 25 Οκτωβρίου 2010, η Nürburgring Adventure GmbH συγχωνεύτηκε με την NG.

(53)  Όταν υπογράφηκε η σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας στις 25 Μαρτίου 2010, η επωνυμία της NAG ήταν ακόμη GrundKapital Management GmbH.

(54)  Με τη μονομερή επιλογή για την NAG να παρατείνει τη σύμβαση μίσθωσης δύο φορές κατά 5 έτη.

(55)  Η σύμβαση μίσθωσης προβλέπει τα εξής: α) ένα ελάχιστο μίσθωμα και β) ένα μίσθωμα ανάλογα με το κέρδος προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) του μισθωτή (μίσθωμα EBITDA): από την 1η Μαΐου 2010 έως την 30ή Απριλίου 2011, 90 % του EBITDA του μισθωτή, από την 1η Μαΐου 2011 έως την 30ή Απριλίου 2012, 90 % του EBITDA του μισθωτή, τουλάχιστον όμως 5 εκατ. ευρώ, από την 1η Μαΐου 2012 έως την 30ή Απριλίου 2013: εφόσον εξαλειφθούν τα κατασκευαστικά ελαττώματα έως την 30ή Απριλίου 2012: 85 % του EBITDA του μισθωτή, τουλάχιστον όμως 11,5 εκατ. ευρώ, ειδάλλως 90 % του EBITDA του μισθωτή, τουλάχιστον όμως 10 εκατ. ευρώ, και από την 1η Μαΐου 2013 ετησίως 85 % του EBITDA του μισθωτή, τουλάχιστον όμως 15 εκατ. ευρώ. Μια κριτική αξιολόγηση του καθορισμένου μισθώματος μπορεί να βρεθεί στην ετήσια έκθεση 2012 του Ελεγκτικού Συνεδρίου του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, σ. 98-102, η οποία είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.rechnungshof-rlp.de/Jahresberichte/.

(56)  Μίσθωμα […] ευρώ συν […] ευρώ βάσει της σύμβασης διακανονισμού.

(57)  Τα δάνεια με τη μορφή των σιωπηλών συμμετοχών αποπληρώθηκαν στη RIM στις 30 Ιουλίου 2010 στο ακέραιο. Συνολικά η Mediinvest κατέβαλε στη RIM τόκους ύψους […] ευρώ. Η Γερμανία δεν διευκρίνισε κατά πόσον η MSR αποπλήρωσε τα δάνεια που της χορήγησε η Mediinvest.

(58)  Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου του κρατιδίου, το πλεονέκτημα ως προς τα επιτόκια της Mediinvest από τα αυξημένα επιτόκια ανέρχεται συνολικά σε […] ευρώ (γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου της 15ης Ιουνίου 2010, μέρος II, σ. 20).

(59)  Η εγγύηση ύψους έως και 50 εκατ. ευρώ στις 28 Αυγούστου 2008 αυξήθηκε σε 80 εκατ. ευρώ στις 17 Δεκεμβρίου 2008 και ως εκ τούτου σε 140 εκατ. ευρώ στις 26 Μαΐου 2009.

(60)  Ο δεδηλωμένος στόχος των δανείων της 28ης Δεκεμβρίου 2010 και της 26ης Απριλίου 2011 ήταν —όπως προκύπτει από την έκθεση της Ernst & Young της 9ης Σεπτεμβρίου 2010— η αντιστάθμιση των αρνητικών ταμειακών ροών από τον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό της NG για την περίοδο 2010-2030.

(61)  Επομένως, η NG κατέχει επί του παρόντος το 93,3 % και η RIM το 6,7 % των μεριδίων της MSR. Η σύμβαση πώλησης δεν απάλλαξε τους πωλητές από την ευθύνη τους και ούτε η NG, ούτε η RIM δεν ανέλαβαν οικονομικές υποχρεώσεις.

(62)  Μια κριτική αξιολόγηση του ύψους της αντιστάθμισης μπορεί να βρεθεί στην ετήσια έκθεση 2012 του Ελεγκτικού Συνεδρίου του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, σ. 103-107, η οποία είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση www.rechnungshof-rlp.de/Jahresberichte.

(63)  Η συμβατικώς συμφωνηθείσα αντιστάθμιση, την οποία έλαβε η NAG, περιλάμβανε ένα κατ' αποκοπήν ποσό επιστροφής ύψους […] ευρώ για τα πωληθέντα εισιτήρια, […] % των εσόδων από την πώληση των εισιτηρίων που πωλήθηκαν μετά τα πρώτα […] εισιτήρια, καθώς και τα έσοδα από […] πωληθέντα εισιτήρια το 2011 και […] πωληθέντα εισιτήρια κατά τα επόμενα έτη. Για τη διεξαγωγή της εκδήλωσης της Formula 1 το 2011, ο κατώτατος μισθός ήταν βασικά […] ευρώ· εφόσον τα έσοδα από την πώληση των εισιτηρίων ήταν κάτω από […] ευρώ, το ύψος της αντιστάθμισης μειώθηκε κατά […] ευρώ ανά […] ευρώ, κατά τα οποία τα έσοδα υπολείπονταν από τα […] ευρώ (παράδειγμα: σε έσοδα από την πώληση εισιτηρίων ύψους […] ευρώ, η αντιστάθμιση ανερχόταν σε […] ευρώ). Ωστόσο, συμφωνήθηκε ελάχιστο ύψος αντιστάθμισης […] ευρώ. Οι αμοιβές που καταβάλλονται στους διοργανωτές και τους οδηγούς των αγώνων Formula 1 καθώς και οι παροχές για τη συντήρηση της πίστας για την αδειοδότηση βαθμού 1 της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αυτοκινήτου («FIA») βάρυναν πλήρως την NG και εξαιρέθηκαν από την υποχρέωση παροχής της NAG.

(64)  Επιστολή διαδικασίας της 19ης Ιουλίου 2013«Project RING — information and procedures for the submission of an indicative offer», σ. 3, τμήμα «Indicative Offer».

(65)  Επιστολή διαδικασίας της 12ης Σεπτεμβρίου 2013«Project RING — Project RING — Extension of the timeline for the submission of indicative offers», σ. 1, τμήμα«Extension of the Deadline for the Indicative Offers».

(66)  Επιστολή διαδικασίας της 17ης Δεκεμβρίου 2013«Project RING — Extension of the timeline for the submission of final offers», σ. 1, τμήμα«Extension of the timeline for the final offers».

(67)  1A. Πίστα Grand Prix, 1B. Nordschleife, 2. Ξενοδοχείο 4 αστέρων, 3. Eifeldorf «Grüne Hölle» με ξενοδοχείο 3 αστέρων, 4. Πάρκο διακοπών Drees, 5. Οικόπεδο με δικαίωμα εμφύτευσης Dorint, 6. Offroad Park, 7. Κτήριο προσωπικού Adenau, 8. Κτήρια κατοικιών Balkhausen, 9. Οικία Licht, 10. Άλλοι χώροι πρασίνου.

(68)  Τμήμα «Πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring» της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος.

(69)  Επιστολή διαδικασίας της 19ης Ιουλίου 2013«Project RING — information and procedures for the submission of an indicative offer», σ. 1, τμήμα «Indicative Offer».

(70)  Τα κριτήρια επιλογής παρουσιάζονται στη σελίδα 4 της επιστολής διαδικασίας της 19ης Ιουλίου 2013«Project RING — information and procedures for the submission of an indicative offer», καθώς και στη σελίδα 6 της επιστολής διαδικασίας της 17ης Οκτωβρίου 2013«Project RING — procedures for the submission of a final offer».

(71)  9 προσφορές αναφέρονταν σε όλες τις μονάδες αξιοποίησης, 3 προσφορές αφορούσαν τις πίστες αγώνων και 11 προσφορές άλλες μονάδες αξιοποίησης ή επιμέρους περιουσιακά στοιχεία.

(72)  Η συνολική προσφορά με την υψηλότερη τιμή βαθμολογήθηκε με 100 %. Συνολικά υποβλήθηκαν 6 ενδεικτικές συνολικές προσφορές, οι οποίες προσέφεραν πάνω από το 25 % της βέλτιστης προσφοράς. Οι συνολικές προσφορές που δεν φθάνουν το 25 % της βέλτιστης προσφοράς αρχικά δεν εξετάστηκαν περαιτέρω, λόγω του ύψους της τιμής αγοράς. Το ίδιο ίσχυσε για τις προσφορές για την πίστα αγώνων, οι οποίες μαζί με τις μεμονωμένες προσφορές για τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία συνολικά δεν έφθασαν το 25 % της βέλτιστης προσφοράς. Επειδή πέντε από τις έξι προεπιλεγμένες συνολικές προσφορές κατά τη στιγμή της υποβολής των ενδεικτικών προσφορών παρουσίαζαν ακόμη ασαφή χρηματοδότηση, κλήθηκαν να παρουσιάσουν την οικονομική βιωσιμότητα της συναλλαγής.

(73)  Βλέπε υποσημείωση 60.

(74)  Σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας, η κατανομή του τιμήματος αγοράς ύψους 77 εκατ. ευρώ στις τρεις αφερέγγυες εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με το γερμανικό πτωχευτικό και φορολογικό δίκαιο.

(75)  Ο Όμιλος Capricorn είναι ένας γερμανικός όμιλος επιχειρήσεων, ο οποίος δραστηριοποιείται διεθνώς στους τομείς της κατασκευής συγκροτημάτων για αγώνες, δοκιμές αγωνιστικών αυτοκινήτων και συντήρηση ιστορικών αγωνιστικών οχημάτων. Όλα τα μερίδια της capricorn HOLDING GmbH διατηρούνται από τον κ. Robertino Wild.

(76)  Η GetSpeed GmbH & Co KG είναι μια γερμανική επιχείρηση μηχανοκίνητου αθλητισμού. Οι υπηρεσίες της επιχείρησης περιλαμβάνουν υπηρεσίες εργαστηρίου, φροντίδα εκδηλώσεων αγώνων και καθοδήγηση των οδηγών. Το 99 % των μεριδίων διατηρούνται από τον κ. Axel Heinemann και 1 % από τον κ. Adam Osieka.

(77)  Άρθρο 613α του γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB).

(78)  Απόφαση του Ομοσπονδιακού Εργατοδικείου (BAG) της 19ης Δεκεμβρίου 2013 — 6 AZR 790/12· απόφαση του BAG της 20ής Μαρτίου 2003 — 8 AZR 97/02.

(79)  Οι σύνδικοι πτωχεύσεως και ο αγοραστής συμφώνησαν στις 13 Αυγούστου 2014 η δεύτερη δόση του τιμήματος αγοράς να είναι ληξιπρόθεσμη την 31η Οκτωβρίου 2014 αντί της 31ης Ιουλίου 2014 και οι τόκοι γι' αυτήν ύψους 8 % να αυξηθούν και να δοθεί εμπράγματη εξασφάλιση (που αντικαθιστά την εξασφάλιση σε μετρητά [3-9] εκατ. ευρώ) με τις εξής εξασφαλίσεις: α) τα μερίδια της Capricorn από τον κ. Robertino Wild, εταίρο της Capricorn· β) όλες τις απαιτήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων του Ομίλου Capricorn· γ) τις απαιτήσεις βάσει σύμβασης πώλησης (που πρόκειται να συναφθεί) σε σχέση με το έργο «Campus» και δ) τη συλλογή έργων τέχνης του κ. Robertino Wild. Το κρατίδιο δεν συμμετείχε στη διαπραγμάτευση της εν λόγω σύμβασης.

(80)  Η ομοσπονδιακή ρύθμιση-πλαίσιο για δάνεια με χαμηλό επιτόκιο («προσωρινή ομοσπονδιακή ρύθμιση-πλαίσιο») που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 19 Φεβρουαρίου 2009 στην υπόθεση C 38/2009 ισχύει για επιχειρήσεις που δεν ήταν προβληματικές την 1η Ιουλίου 2008. Οι επιχειρήσεις, οι οποίες εκείνη τη στιγμή δεν ήταν προβληματικές, αλλά αντιμετώπισαν δυσκολίες στη συνέχεια λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης μπορούν να επωφεληθούν από το καθεστώς ενίσχυσης.

(81)  Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η NG δεν πληροί τα σκληρά κριτήρια του σημείου 10 των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης, ότι με τα αδύναμα κριτήρια του σημείου 11 των κατευθυντήριων γραμμών δεν προκύπτει σαφής εικόνα και ότι δεν ισχύει ούτε η γενική διάταξη του σημείου 9 των κατευθυντήριων γραμμών.

(82)  Η Γερμανία αναφέρει ότι η επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας ήταν αντίθετη προς τον σκοπό των ενισχύσεων διάσωσης· με την ενίσχυση αναμενόταν να αποτραπεί η άμεση αφερεγγυότητα της NG, της MSR και της CMHN και να εξασφαλιστεί στις εταιρείες χρόνος έξι μηνών για την κατάρτιση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης. Εκτός αυτού, οι εταίροι ήταν έτοιμοι να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένους στόχους του σχεδίου αναδιάρθρωσης, οι οποίοι περιελάμβαναν μεταξύ άλλων την πώληση των περιουσιακών στοιχείων και την επακόλουθη εκκαθάριση της NG, της MSR και της CMHN. Επειδή μέχρι σήμερα δεν εκδόθηκε απόφαση ανάκτησης κατά της NG, δεν πληρούνταν τα κριτήρια της νομολογίας Deggendorf και επρόκειτο για εφάπαξ σενάριο, η έγκριση της ενίσχυσης διάσωσης δεν θα δημιουργούσε προηγούμενο.

(83)  Η Γερμανία εδώ παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2000, BP Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-237/99, Συλλογή 2000, II-3849, σκέψη 37· απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2005, Saxonia Edelmetalle GmbH, T-111/01, Συλλογή 2001, II-2335, σκέψη 26, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 1989, Publishers Association κατά Επιτροπής, C-56/89, Συλλογή 1989, 1693, σκέψη 39· απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 1993, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-29/92 (R), Συλλογή 1992, II-2161, σκέψη 38 κ.ε.

(84)  Η Γερμανία εδώ παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, Kahla/Thüringen Porzellan GmbH κατά Επιτροπής, T-20/03, Συλλογή 2008, ΙΙ-2305, σκέψη 124 κ.ε. Η Γερμανία αναφέρει ότι αυτά τα μέτρα από την άποψη των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να θεωρηθούν έκτακτες δραστηριότητες και όχι μέρος της τακτικής οικονομικής δραστηριότητας της NG και ότι τόσο οι εταίροι όσο και οι διαχειριστές είδαν την NG ως όχημα για να παραμείνουν οι αθλητικές υποδομές «Nürburgring» στην ιδιοκτησία του δημοσίου και να εκτελούνται μη αποδοτικές αθλητικές εκδηλώσεις, οι οποίες δεν θα είχαν προσφερθεί χωρίς την ευθύνη του δημόσιου τομέα γι' αυτές τις ζημίες. Χωρίς αυτήν τη βασική κατανόηση, ούτε οι εταίροι ούτε η διαχείριση της NG θα είχαν εγκρίνει την ανάπτυξη των υποχρεώσεων με αυτόν τον τρόπο. Ως εκ τούτου, το κόστος αυτών των έκτακτων δραστηριοτήτων δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στην εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης.

(85)  Για την έννοια της «εφάπαξ ενίσχυσης», βλέπε τμήμα 3.3 των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

(86)  Τα εν λόγω μέτρα έπρεπε να εγκριθούν από το εποπτικό συμβούλιο της NG, τα μέλη του οποίου διορίζονται από το κρατίδιο και από την περιφέρεια.

(87)  Ο όγκος επένδυσης του επιμέρους τομέα I ανέρχεται σε 215 εκατ. ευρώ (185 εκατ. ευρώ από το απόθεμα ρευστότητας και 30 εκατ. ευρώ από ένα δάνειο εταίρων του κρατιδίου).

(88)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt (T-443/08) και Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig-Halle GmbH (Τ-455/08) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Συλλογή 2011, II-1311, η οποία επιβεβαιώθηκε στην κατ' αναίρεση διαδικασία, βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig-Halle GmbH κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, C-288/11, Συλλογή 2012, I-0000.

(89)  Η Γερμανία υποστηρίζει ότι μια τέτοια τροποποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Επιτροπής είναι αντίθετη προς την Λευκή Βίβλο για τον Αθλητισμό και την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Μια τέτοια τροποποίηση θα μπορούσε να ισχύει μόνο για μελλοντικές περιπτώσεις, όχι όμως για την κατασκευή αθλητικών υποδομών στο Nürburgring, η οποία ολοκληρώθηκε ήδη το 2011. Μια απαγόρευση των ενισχύσεων για τη χρηματοδότηση της κατασκευής και της λειτουργίας αθλητικών υποδομών θα σήμαινε μετατόπιση της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών και κατά συνέπεια θα παραβίαζε την αρχή της επικουρικότητας.

(90)  Η Γερμανία επισημαίνει ότι μεταξύ του 1999 και του 2011 κατασκευάστηκαν σε όλο τον κόσμο 8 από 11 χτισμένες πίστες αγώνων με κρατικούς πόρους. Εδώ γίνεται παραπομπή στη μελέτη Formula Money της Communication & Network Consulting από το 2011, σ. 145.

(91)  Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η Formula 1 συνδέεται με σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα στις διοργανώτριες χώρες (η αναλογία μεταξύ των επιδοτήσεων και των αποτελεσμάτων τους πρέπει να είναι 1:5).

(92)  Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η λήψη πόρων από το απόθεμα ρευστότητας για το έργο αποτελεί εξαιρετική περίπτωση, η οποία δεν ανταποκρίνεται στη συνήθη χρήση του αποθέματος. Η χρηματοδότηση μέσω του αποθέματος ρευστότητας πραγματοποιείται προσωρινά για την προχρηματοδότηση των τρεχουσών δραστηριοτήτων έργων έως την αντικατάσταση από μακροπρόθεσμο επενδυτή.

(93)  Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι ο σκοπός του αποθέματος ρευστότητας είναι η βελτιστοποίηση της ταμειακής ροής μεταξύ του κρατιδίου και των διαφόρων θυγατρικών με οικονομικά ουσιαστικό τρόπο, ιδίως για τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της εταιρείας συμμετοχών, ότι η βραχυπρόθεσμη ζήτηση από το κρατίδιο καλύπτεται μέσω της κεφαλαιαγοράς και ότι ο τοκισμός για τη χρήση των πόρων από το απόθεμα ρευστότητας πραγματοποιείται με τα ημερήσια επιτόκια που επιτυγχάνονται για το κρατίδιο στην ελεύθερη αγορά, ότι δεν προκύπτουν δαπάνες τόκων για το κρατίδιο, οι όροι της αγοράς μεταβιβάζονται 1:1 στους συμμετέχοντες του αποθέματος ρευστότητας και το Υπουργείο Οικονομικών του κρατιδίου λειτουργεί απλά ως πλατφόρμα εκκαθάρισης.

(94)  Αναφερόμενη στην αιτιολογική σκέψη 137 της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, η Γερμανία δηλώνει ότι στην περίπτωση των τραπεζών ανάπτυξης (ειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα) μπορεί να υπάρχουν δικαιούχοι σε δύο επίπεδα, αφενός τα ειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα και αφετέρου οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν χρηματοδοτήσεις από ειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα. Τα πλεονεκτήματα ευθύνης για ειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα κατοχυρώνονται στη συμφωνία II του 2002. Στην απόφαση της 21η Μαρτίου 2012 θεωρείται ότι η δανειοδοτική δραστηριότητα των ειδικευμένων πιστωτικών ιδρυμάτων περιορίζεται σε καταστάσεις στις οποίες ο δανειολήπτης δεν θα λάμβανε δάνειο στην αγορά με τους ίδιους όρους. Αντιθέτως, η Γερμανία υποστηρίζει ότι οι αναπτυξιακές τράπεζες μπορούν απολύτως να χορηγούν δάνεια με όρους της αγοράς (η δραστηριότητα των ειδικευμένων πιστωτικών ιδρυμάτων δεν περιορίζεται στη χορήγηση ενισχύσεων) και ότι, ως εκ τούτου, στην εκάστοτε μεμονωμένη περίπτωση πρέπει να διενεργείται αξιολόγηση κρατικών ενισχύσεων.

(95)  Όσον αφορά το δάνειο ISB (μέτρο 8), η Γερμανία υποστηρίζει ότι το πλεονέκτημα αντιστοιχεί το πολύ στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου που πράγματι καταβλήθηκε, αλλά σε καμία περίπτωση στο συνολικό ποσό του δανείου. Εφόσον η Επιτροπή έχει αμφιβολίες γι' αυτό, πρέπει να ανατεθεί γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων.

(96)  Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή είχε συμφωνήσει με τη συμφωνία ΙΙ για τη διατήρηση πλεονεκτημάτων ευθύνης υπέρ των νομίμως αυτόνομων ειδικευμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον η δραστηριότητά τους περιορίζεται σε μια σαφώς καθορισμένη εργασία δημόσιας ενίσχυσης. Υπό αυτούς τους όρους, π.χ. η χρήση εγγυήσεων, όπως ευθύνη του εγγυητή, η επιβάρυνση ιδρύματος και οι εγγυήσεις αναχρηματοδότησης, είναι συμβιβάσιμη με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Η Γερμανία επισημαίνει επίσης ότι η Επιτροπή στην απόφασή της 16ης Ιουνίου 2004 στην υπόθεση κρατικών ενισχύσεων Ν179/04 —Φινλανδικές δημοτικές εγγυήσεις— αναγνώρισε ότι τα ειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι επιχειρήσεις, εφόσον αποκτούν κέρδη μόνο σε σχέση με τη δημόσια αποστολή της κρατικής ενίσχυσης.

(97)  Η Γερμανία υποστηρίζει ότι οι όροι του δανείου καθορίστηκαν περιοριστικά και ανεξάρτητα στην εντολή πίστωσης του κρατιδίου· για την ISB μέχρι στιγμής δεν υπάρχει περιθώριο. Η απόφαση για τη χορήγηση του δανείου και οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτήν παραμένουν στο κρατίδιο, το οποίο ευθύνεται επιπλέον στο ακέραιο ως εγγυητής για το δάνειο, σύμφωνα με τον γερμανικό Αστικό Κώδικα (BGB), βάσει της εντολής πίστωσης.

(98)  Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι δεν έχει σημασία κατά πόσον το κόστος κατασκευής μπορεί να αποσβεστεί μέσω μετέπειτα εκμίσθωσης ή όχι, αφού οι επενδυτικές δαπάνες αποτελούν μη ανακτήσιμες δαπάνες που δεν έχουν καμία επίδραση στις μελλοντικές αποφάσεις ενός συνετού ιδιώτη επενδυτή. Ακόμη και αν οι επενδυτικές δαπάνες έπρεπε να αποσβεστούν μέσω της μίσθωσης, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στις σχεδιαζόμενες επενδύσεις χωρίς απρόβλεπτες αυξήσεις του κόστους. Τα έξοδα που εκτιμήθηκαν κατά τον σχεδιασμό του κόστους ανέρχονταν αρχικά σε 215 εκατ. ευρώ (135 εκατ. ευρώ για τον επιμέρους τομέα I του έργου «Nürburgring 2009» και 80 εκατ. ευρώ για τον επιμέρους τομέα II του έργου «Nürburgring 2009»), ενώ τα πραγματικά έξοδα ανέρχονταν σε 330 εκατ. ευρώ (215 εκατ. ευρώ για τον επιμέρους τομέα I του έργου «Nürburgring 2009» του έργου και 115 εκατ. ευρώ για τον επιμέρους τομέα ΙΙ του έργου «Nürburgring 2009»). Ως εκ τούτου, ακόμη και το ελάχιστο μίσθωμα ύψους περίπου 280 εκατ. ευρώ θα εξασφάλιζε την απόσβεση των σχεδιαζόμενων επενδύσεων.

(99)  Η Γερμανία επισημαίνει ότι οι πόροι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση της ζημίας της NG σε σχέση με τις επενδύσεις για την αύξηση της τουριστικής ελκυστικότητας του Nürburgring, στο πλαίσιο του έργου «Nürburgring 2009», στόχος του οποίου ήταν να αυξήσει την ελκυστικότητα του Nürburgring καθ' όλη τη διάρκεια του έτους και με αυτόν τον τρόπο να προωθήσει οικονομικά την υποβαθμισμένη περιφέρεια Eifel μέσω της ενίσχυσης του τουρισμού.

(100)  Η Γερμανία παραπέμπει στην υπόθεση C-72/91 Sloman Neptun.

(101)  Επιπλέον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι αυτό το σύστημα είναι προσανατολισμένο να προσελκύει όσο το δυνατόν περισσότερους επισκέπτες, για να βοηθά το κρατίδιο να μεγιστοποιεί τα θετικά οικονομικά αποτελέσματα και να καλύπτει τις σημαντικές δαπάνες για την NG (αμοιβή πεδίου οδηγών, άδεια χρήσης της πίστας αγώνων FIA Grade 1).

(102)  Η Γερμανία υποστηρίζει ότι είναι λανθασμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η NG την 1η Ιουλίου 2008 ήταν προβληματική επιχείρηση, ότι είναι εσφαλμένη η εφαρμογή της αρχής της εφάπαξ ενίσχυσης στη δηλωμένη ενίσχυση διάσωσης, ότι η επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν είναι αναλογική και ότι τα μέτρα είναι χωρίς ενίσχυση.

(103)  Η Γερμανία υποστηρίζει ότι οι διεθνείς πελάτες δεν έρχονται λόγω των επιχειρήσεων παροχής καταλύματος και εστίασης, αλλά λόγω της πίστας αγώνων. Ως εκ τούτου, η Γερμανία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν επιπτώσεις στις τουριστικές ροές.

(104)  Η Γερμανία παραπέμπει στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33728 — χρηματοδότηση νέου πολυλειτουργικού χώρου εκδηλώσεων στην Κοπεγχάγη, αιτιολογική σκέψη 33.

(105)  Η Γερμανία παραπέμπει στην απόφαση της Επιτροπής στις υποθέσεις σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31722 — Φορολογικές ελαφρύνσεις για την προώθηση του ουγγρικού τομέα του αθλητισμού, αιτιολογική σκέψη 86 κ.ε. και SA.33952 — Γερμανία, Εγκαταστάσεις αναρρίχησης του σωματείου Deutscher Alpenverein, αιτιολογική σκέψη 68.

(106)  Η Γερμανία παραπέμπει στις υποθέσεις σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33168 — Χώρος εκδηλώσεων στην Ουψάλα και SA.33728 — Χρηματοδότηση νέου πολυλειτουργικού χώρου εκδηλώσεων στην Κοπεγχάγη.

(107)  Απόφαση του Oberlandesgericht Koblenz της 13.12.2012 στην υπόθεση U 73/12 Kart.

(108)  Η Γερμανία αναφέρεται στις υποθέσεις σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 158/2010 — Μουσείο ποδοσφαίρου Ντόρτμουντ και N 164/2010 — Σύλλογος ιππασίας και αγώνων Λειψίας Scheibenholz. Ωστόσο, η Γερμανία δεν αποδεικνύει ότι η πίστα αγώνων προστατεύεται ως πολιτιστικό μνημείο βάσει του γερμανικού δικαίου.

(109)  Η Γερμανία ισχυρίζεται τα εξής: Το δημόσιο συμφέρον έγκειται στα οικονομικά ή περιφερειακά οικονομικά αποτελέσματα και την προαγωγή του αθλητισμού και του πολιτισμού· υπήρχε μια ανεπάρκεια της αγοράς, αφού τα μέτρα δεν θα ήταν δυνατά χωρίς κρατική στήριξη· ο κύκλος εργασιών της NG κατά τα τρία έτη πριν από τα μέτρα θα ήταν κάτω από 100 εκατ. ευρώ και η ενίσχυση κάτω από 30 εκατ. ευρώ ετησίως· η εταιρική σύμβαση της NG και η άδεια που καλύφθηκε από αντίστοιχη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του κρατιδίου από το εποπτικό συμβούλιο της NG αποτέλεσαν την πράξη ανάθεσης· οι παράμετροι για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης θα μπορούσαν να προέρχονται από τα επικαιροποιημένα επιχειρηματικά σχέδια. Η Γερμανία επισημαίνει επίσης ότι το πακέτο ΥΓΟΣ τέθηκε σε ισχύ μόλις τα τέλη του 2006, ότι για το προηγούμενο χρονικό διάστημα δεν υπήρχαν πρόσθετοι κανόνες σχετικά με τη μορφή της πράξης ανάθεσης και ότι για το επόμενο χρονικό διάστημα ενδείκνυται η ταξινόμηση ως υφιστάμενη ενίσχυση.

(110)  ΕΕ C 6 της 11.1.2011, σ. 6.

(111)  Η Γερμανία παραπέμπει στις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις C 38/2005 Όμιλος Biria, αιτιολογική σκέψη 93, C-51/06 της Arcelor Huta Warszawa, αιτιολογική σκέψη 111 κ.ε., C 43/2001 Chemischen Werke Piesteritz, αιτιολογικές σκέψεις 107 κ.ε., και στην απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010, Freistaat Sachsen (Γερμανία) κατά Επιτροπής, T-102/07 και Τ-120/07, Συλλογή 2010, ΙΙ-585, σκέψη 218.

(112)  Πρώτο μέρος του γερμανικού κανονισμού περί αφερεγγυότητας (InsO).

(113)  Ο καταγγέλλων 1 υπέβαλε μια επιστολή του αρμόδιου περιφερειακού δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 2014, στην οποία το Δικαστήριο δήλωσε ότι στην περίπτωση της αυτοδιαχείρισης το πτωχευτικό δικαστήριο και ο σύνδικος πτωχεύσεως δεν πραγματοποιούν την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων, παρά μόνο επιβλέπουν τη διαδικασία, με αποτέλεσμα, κατά την άποψη του δικαστηρίου, να μην υπάρχει βάση για επέμβαση του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων.

(114)  Οι σύνδικοι πτωχεύσεως εδώ επικαλούνται την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Seydaland, C-239/09, Συλλογή 2010, I-13083, σκέψη 34.

(115)  Η NBG έκλεισε επιτυχώς το οικονομικό έτος 2013 με EBITDA (προ μισθώματος) ύψους 2 920 000 ευρώ. Το 2013 η NBG κατέβαλε μίσθωμα ύψους 2 661 000 ευρώ.

(116)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16).

(117)  Ο καταγγέλλων 3 αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2008 σχετικά με την κρατική ενίσχυση της Αυστρίας για την ιδιωτικοποίηση της Bank Burgenland και στην απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2013, C-214/12P, C-215/12, C-223/12 P (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

(118)  Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, η επίμαχη προσφορά αποτελείτο από τα εξής: 1) 90 εκατ. ευρώ σε μετρητά κατά τη σύναψη, 2) 20 εκατ. ευρώ στις 31 Μαρτίου 2014 και 3) ένα ποσό το πολύ 40 εκατ. ευρώ, ως καταβολή βάσει αποτελεσμάτων ύψους 20 % του σχετικού ετήσιου EBITDA του συγκροτήματος Nürburgring μετά την αγορά από τον καταγγέλλοντα 3. Επιπλέον, ο καταγγέλλων 3 δεσμεύτηκε να ιδρύσει ένα ταμείο ανάπτυξης 200 εκατ. ευρώ για τις γειτονικές κοινότητες του Nürburgring.

(119)  Ο καταγγέλλων 3 αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2008 για την Bank Burgenland.

(120)  Ούτως, ο καταγγέλλων 3, βάσει των εγγράφων που διέθεσαν οι πωλητές, θεώρησε ότι η αγορά των περιουσιακών στοιχείων και η ανάληψη της εκμετάλλευσης είναι δυνατές βάσει καθαρού ισολογισμού («clean balance sheet»), δηλαδή χωρίς παλαιές ή βραχυπρόθεσμες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις βάσει υφιστάμενων συμβατικών σχέσεων, ότι επιθυμούσε να διαπραγματευτεί νέες συμβάσεις με νέους όρους με τους πελάτες και τους χορηγούς, προκειμένου να αναχρηματοδοτήσει με αυτόν τον τρόπο την επένδυσή του, ότι τότε απεδείχθη ωστόσο ότι όλες οι σχετικές συμφωνίες για τη λειτουργία του Nürburgring με τρίτο μέρος (την NGB) είχαν συναφθεί βάσει νέας σύμβασης μίσθωσης με τους πωλητές και ότι αυτό θα σήμαινε τελικά ότι ο καταγγέλλων —όταν έλαβε την κατακύρωση για τα περιουσιακά στοιχεία— θα υποχρεωνόταν να αναλάβει τόσο τη σύμβαση μίσθωσης όσο και μερικές άλλες συμφωνίες μεταξύ της NBG και τρίτων, ότι άλλες συμφωνίες που συνήφθησαν από την NGB δεν θα μεταφέρονταν αυτόματα σε αυτόν, αλλά θα πρέπει να τηρηθούν από αυτόν, ιδίως διότι οι πωλητές είχαν απαιτήσει από αυτόν, όπως ισχυρίζεται, να αναλάβει την πλήρη οικονομική ευθύνη σε περίπτωση προσφυγών για αποζημίωση (λόγω της μη διάθεσης των εγκαταστάσεων του Nürburgring από την NBG) και ότι ο καταγγέλλων 3 θα έπρεπε συνεπώς να μεταβάλει, κατά τους ισχυρισμούς, το επιχειρηματικό του μοντέλο: Ενώ ο καταγγέλλων 3 αρχικά είχε προγραμματίσει να διασφαλίσει την ενδιάμεση χρηματοδότηση της αγοράς του Nürburgring —εν μέρει— μέσω σύναψης κατάλληλων συμφωνιών με πελάτες και χορηγούς του Nürburgring, αναγκάστηκε να λάβει υπόψη ή τουλάχιστον να τηρήσει από οικονομική άποψη τις υφιστάμενες συμβάσεις.

(121)  Ο καταγγέλλων 3 αφενός ισχυρίζεται ότι υπήρχε εύλογη αμφιβολία ότι η Capricorn τη 17η Φεβρουαρίου 2014, την προθεσμία για την υποβολή των προσφορών, θα μπορούσε να υποβάλει δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης για το σύνολο του τιμήματος αγοράς και ότι για τον λόγο αυτό η απόφαση σχετικά με την κατακύρωση για την καλύτερη προσφορά θα καθυστερούσε έως ότου η Capricorn εκπλήρωνε όλα τα τυπικά κριτήρια· αφετέρου, ο καταγγέλλων 3, όπως αναφέρεται στην τελική προσφορά, θα ήταν σε θέση να υποβάλει δεσμευτική υπόσχεση χρηματοδότησης για 90 εκατ. ευρώ.

(122)  Ο καταγγέλλων 3 αναφέρει επιπλέον ότι όχι μόνο ο ίδιος αλλά και άλλοι προσφέροντες έλαβαν λανθασμένες πληροφορίες, ότι ο καταγγέλλων 3 είχε προγραμματίσει να αρχίσει την άνοιξη του 2014 διαπραγματεύσεις με τους δικούς του προτιμώμενους προμηθευτές, προκειμένου να συντονίσει επιμέρους λεπτομέρειες στην προσφορά αγοράς του για τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring και ότι οι πωλητές του είχαν ωστόσο πει ότι η σύμβαση προμήθειας μπύρας για το 2014 δεν θα μπορούσε πλέον να τροποποιηθεί, αφού ειδάλλως ο καταγγέλλων 3 σε περίπτωση απαιτήσεων αποζημίωσης λόγω αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων της NGB θα ήταν υπεύθυνος έναντι του τρέχοντος προμηθευτή μπύρας. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα 3, η αλλαγή από τη μπύρα Warsteiner στη μπύρα Bitburger θα αποδείκνυε ότι οι πληροφορίες που έλαβε ήταν λανθασμένες και ότι είχε εξαπατηθεί στοχευμένα ως προσφέρων.

(123)  Ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι στην επιστολή διαδικασίας της 17ης Ιουνίου 2013, απαιτήθηκε η παροχή εγγύησης για την καταβολή του τιμήματος αγοράς, η οποία θα ήταν πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση και θα είχε εκδοθεί από σοβαρή ευρωπαϊκή τράπεζα, ότι η Capricorn δεν παρέσχε καμία εγγύηση για το συνολικό τίμημα αγοράς και ότι οι πωλητές θα έπρεπε να μεταβάλουν τους όρους πληρωμής τους, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η κατακύρωση θα συμφωνούσε με τα δημοσιευμένα κριτήρια κατακύρωσης.

(124)  Ο καταγγέλλων 3 ισχυρίζεται ότι είχε υποβάλει την προσφορά μετά γνώσεως και με τήρηση των διατάξεων για την προστασία από τον θόρυβο.

(125)  Ο καταγγέλλων 3 αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2001, Stardust Marine, C-482/99, Συλλογή 2002, I-4397, σκέψεις 54-55 και στις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις σχετικά με την κρατική ενίσχυση Georgsmarienhütte (ΕΕ C 199 της 14.7.2001, σ. 4), σκέψη 27, Flughafen Dortmund (ΕΕ C 217 της 15.9.2007, σ. 25), σκέψεις 54-55, και N 510/2008 Alitalia.

(126)  Ο καταγγέλλων 3 αναφέρεται στις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων CDA της 16ης Δεκεμβρίου 2000 αιτιολογική σκέψη 117, και Biria Group της 14ης Δεκεμβρίου 2010, αιτιολογικές σκέψεις 79-80, καθώς και στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Olympic Airways, T-415/05, Συλλογή 2010, II-4749, σκέψη 157, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T-123/09, σκέψη 135 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

(127)  Οι σύνδικοι πτωχεύσεως αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-56/06 — ιδιωτικοποίηση της Bank Burgenland και στην απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιουνίου 2013 στην υπόθεση SA.36197 — ιδιωτικοποίηση της ANA — Aeroportos de Portugal καθώς και στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την πώληση ακινήτων.

(128)  Ο καταγγέλλων 4 αναφέρει ότι η Capricorn κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είχε έρθει σε επαφή με πολλές επιχειρήσεις σε σχέση με τη χρηματοδότηση της προσφοράς της, η Capricorn παρουσίασε λανθασμένα τη χρηματοδοτική στήριξη για τους πωλητές σε προηγουμένη φάση της διαδικασίας, η δομή των εταίρων της GetSpeed που συμμετέχει κατά ένα τρίτο στην κοινοπραξία Capricorn δεν είναι εντελώς σαφής, η επιτροπή πιστωτών δεν ενημερώθηκε πλήρως για τη χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn από την […] και η Capricorn παραδέχτηκε δημόσια ότι δεν διαθέτει χρηματοδότηση για την ανακοινωθείσα επένδυση 25 εκατ. ευρώ στα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring. Επιπλέον, η επιτροπή πιστωτών δεν είχε αρκετό χρόνο για να εξετάσει τους όρους της επιβεβαίωσης χρηματοδότηση της […] για την προσφορά της Capricorn.

(129)  Ο καταγγέλλων 4 δηλώνει ότι η προσφορά της [προσφέρων 2] περιελάμβανε μια πληρωμή εκ των προτέρων ύψους 32,5 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο του 2014, ενώ η προσφορά της Capricorn περιείχε μόνο τις πληρωμές εκ των προτέρων ύψους 5 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο του 2014, 5 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο του 2014 και 5 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2014.

(130)  Ο καταγγέλλων 4 ισχυρίζεται ότι στην προσφορά του η ολοκλήρωση προβλεπόταν ήδη για τον Απρίλιο του 2014, οι πληρωμές της [προσφέρων 2] ήταν εγγυημένες ή εξαρτώντο από την κερδοφορία της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τα μέλη της [προσφέρων 2] είναι σημαντικές επιχειρήσεις με σταθερή χρηματοδότηση, με πετυχημένο ισολογισμό στον τομέα των συγχωνεύσεων και των εξαγορών, ενώ η προσφορά της Capricorn θα ετίθετο σε ισχύ το νωρίτερο την 1η Ιανουαρίου 2015, περαιτέρω πληρωμές της Capricorn θα ήταν καταβλητέες μεταξύ άλλων μόλις μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης υφιστάμενων κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή και ενδεχόμενων διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων της ΕΕ, οι πωλητές, στην περίπτωση όπου η Επιτροπή δεν ολοκλήρωνε την εξέτασή της έως την 1η Ιανουαρίου 2015, θα είχαν χορηγήσει στην Capricorn το δικαίωμα επιλογής να εκμισθώσει τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring από εκείνη τη στιγμή μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης, η Capricorn είναι μια μικρή επιχείρηση με λίγα κεφάλαια, λίγη εμπειρία στον τομέα των συγχωνεύσεων και των εξαγορών και με μια σειρά ημιτελών έργων κατά το πρόσφατο παρελθόν.

(131)  Ο καταγγέλλων 4 αναφέρει ότι η [προσφέρων 2] διαθέτει πείρα ως ιδιοκτήτης και διαχειριστής των πολλών σημαντικών πιστών αγώνων, ως φορέας εκμετάλλευσης ξενοδοχείων και εγκαταστάσεων αναψυχής και ως διοργανωτής φεστιβάλ και ότι η [προσφέρων 2] είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στη Formula 1 και επενδύει σε μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες και επιχειρήσεις ψυχαγωγίας, ενώ η Capricorn δεν έχει αποκτήσει ακόμη πείρα από την εκμετάλλευση πιστών αγώνων ή ξενοδοχείων, τη διοργάνωση φεστιβάλ, την προώθηση αγώνων ή την εισαγωγή προϊόντων στην αγορά.

(132)  Ο καταγγέλλων 4 επισημαίνει ότι στην [προσφέρων 2] δόθηκαν λιγότερες ευκαιρίες για επικοινωνία με τους πωλητές από ό,τι στην Capricorn, ότι η προθεσμία για την τελική προσφορά παρατάθηκε αρχικά από την 11η Δεκεμβρίου 2013 στη 17η Φεβρουαρίου 2014 και στη συνέχεια την 11η Μαρτίου 2014, λίγες ώρες μετά την παραλαβή της προσφοράς της Capricorn, διακόπηκε και δεν δόθηκε στην [προσφέρων 2] η δυνατότητα να αυξήσει ή να τροποποιήσει την προσφορά της.

(133)  Οι ταμειακές ροές της NBG για το 2014 στην περίπτωση της Capricorn (6 εκατ. ευρώ) και οι καταβολές βάσει αποτελεσμάτων στην περίπτωση της [προσφέρων 2] για τα έτη 2015-2017 (15 εκατ. ευρώ) εξαρτώνται από την επιτυχία της αντίστοιχης επιχείρησης εκμετάλλευσης. Στην περίπτωση της [προσφέρων 2], οι πωλητές, σε αντίθεση με την περίπτωση της Capricorn, δεν έχουν επιρροή σε αυτήν την επιχείρηση.

(134)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(135)  Κέρδη προ φόρων (Earnings before taxes — EBT)

(136)  Αύξηση των ζημιών, κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης των δαπανών για εκδηλώσεις ύψους 21,2 εκατ. ευρώ το 2005 σε 44,0 εκατ. ευρώ το 2006.

(137)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010, Freistaat Sachsen (Γερμανία) κατά Επιτροπής, T-102/07 και MB Immobilien και MB System κατά Επιτροπής, T-120/07, Συλλογή 2010, ΙΙ-585, σκέψη 106.

(138)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 38/2007 Arbel Fauvet Rail (ΕΕ L 238 της 5.9.2008, σ. 27), η οποία επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2011, T-267/08 και T-279/08, Συλλογή 2011, ΙΙ-1999, σκέψη 141· απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 27/2010 United Textiles (ΕΕ L 279 της 12.10.2012, σ. 30).

(139)  Γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου της 15ης Ιουνίου 2010, μέρος I, σ. 14

(140)  Βλέπε υποσημείωση ανωτέρω.

(141)  Γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου της 15ης Ιουνίου 2010, μέρος I, σ. 15.

(142)  Γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου της 15ης Ιουνίου 2010, μέρη I και II.

(143)  Βλέπε την περιγραφή της RIM στη διεύθυνση http://test.isb.rlp.de/de/die-isb/beteiligungen/rheinland-pfaelzische-gesellschaft-fuer-immobilien-und-projektmanagement/

(144)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen, Flughafen Leipzig/Halle κ.ά. κατά Επιτροπής T-443/08 και T-455/08, Συλλογή 2011, II-1311, η οποία επιβεβαιώθηκε στην κατ' αναίρεση διαδικασία, βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig/Halle GmbH κατά Επιτροπής C-288/11 P (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

(145)  C 53/2002 Space Park Development.

(146)  SA.35440 Χώρος εκδηλώσεων στην Ιένα. Σε σχέση με τις επαγγελματικές αθλητικές υποδομές, βλέπε SA.31722 Hungarian tax benefit scheme. Για τη λειτουργία αθλητικών κέντρων που προορίζονται για το ευρύ κοινό και απαιτούν εισιτήριο, βλέπε SA.33952 Εγκαταστάσεις αναρρίχησης του γερμανικού συλλόγου αλπινισμού.

(147)  SA.33618 Χώρος εκδηλώσεων στην Ουψάλα· SA.35135 Χώρος εκδηλώσεων στο Έρφουρτ· SA.35440 Χώρος εκδηλώσεων στην Ιένα.

(148)  N 118/2000 Support to professional sport clubs.

(149)  Βλέπε π.χ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής («Alfa Romeo»), C-305/89, Συλλογή 1991, I-1603 σκέψεις 18 και 19· απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, Cityflyer Express κατά Επιτροπής, T-16/96, Συλλογή 1998, II-757, σκέψη 51· απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 1999, Neue Maxhütte Stahlwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής, T-129/95, T-2/96 και T-97/96, σκέψη 1999, II-17, σκέψη 104· απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Land Burgenland και Αυστρία κατά Επιτροπής, T-268/08 και T-281/08, Συλλογή 2012, II-0000, σκέψη 48.

(150)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues SA και Bouygues Télécom SA κατά Επιτροπής, C-399/10 P και C-401/10 P (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή)· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, BP Chemicals κατά Επιτροπής, T-11/95, Συλλογή 1998, II-3235, σκέψη 171.

(151)  Η συναλλαγή pari passu είναι μια συναλλαγή που διεξάγεται από δημόσιους φορείς και ιδιώτες επιχειρηματίες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, με τους ίδιους όρους (και, ως εκ τούτου, με εξίσου υψηλούς κινδύνους και αποδόσεις).

(152)  Τα δάνεια, τα οποία χορήγησαν οι δύο εταίροι μειοψηφίας της MSR (Geisler & Trimmel: […] εκατ. ευρώ· Weber: […] εκατ. ευρώ· αμφότερα χωρίς εξασφαλίσεις, με επιτόκιο […] %), δεν έχουν σημασία, αφού αυτές οι επιχειρήσεις εκτέλεσαν την κατασκευή των εγκαταστάσεων υποδομής και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως συμμετέχοντες στο έργο με δικά τους συμφέροντα.

(153)  Το έργο έφερε την ονομασία «Erlebnisregion Nürburgring» και περιελάμβανε επίσης ένα ξενοδοχείο.

(154)  Βασικό σενάριο (ούτε χειρότερο ούτε καλύτερο σενάριο).

(155)  Αποτελέσματα για την περίοδο 2010-2030.

(156)  Χειρότερο σενάριο.

(157)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2006 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(158)  Βλέπε http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/reference_rates.html

(159)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6).

(160)  Βλέπε την ετήσια έκθεση 2009 του Ελεγκτικού Συνεδρίου του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, σ. 3 και 4, η οποία είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.landtag.rlp.de/landtag/drucksachen/4741-15.pdf.

(161)  ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10.

(162)  Η ενίσχυση ανέρχεται στο εξής ποσό (σε εκατ. ευρώ): 1,6 + 12 + (12,3/2) – [0 + 5 + (11,5/2)] = 9.

(163)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-364/90, Συλλογή 1993, I-2097, σκέψη 20.

(164)  Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι η περιφέρεια Ahrweiler επίσης δεν εμφανίζεται ως ενισχυόμενη περιοχή στον χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων 2007-2013.

(165)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-70/72, Συλλογή 1973, 813, σκέψη 13.

(166)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-278/92, C-279/92 και C-280/92, σ. 1994, I-4103, σκέψη 75.

(167)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-75/97, Συλλογή 1999, I-30671, σκέψεις 64-65.

(168)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(169)  Σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας, η επιχείρηση διαγράφηκε από το εμπορικό μητρώο στις 22 Μαΐου 2014.

(170)  Η NG, η MSR και η CMHN βρίσκονται από την 1η Νοεμβρίου 2012 σε διαδικασία εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας. Σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, ο επιχειρηματικός στόχος της επιχείρησης δεν μεταβάλλεται με την κίνηση της διαδικασίας εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας: Η επιχείρηση δεν δραστηριοποιείται πλέον πλήρως, αλλά είναι μια αμιγής εταιρεία εκκαθάρισης που θα λυθεί σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο. Ωστόσο, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης, η επιχείρηση πρέπει να χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής οικονομικής διαχείρισης ως εταιρεία εκκαθάρισης.

(171)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής («Merco»), C-42/93, Συλλογή 1994, I-4175.

(172)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1986, Επιτροπή κατά Βελγίου («Merco»), C-52/84, Συλλογή 1986, 89.

(173)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, Ιταλική Δημοκρατία και SIM 2 Multimedia SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, C-328/99 και C-399/00, Συλλογή 2003 I-4035.

(174)  Απόφαση της Επιτροπής της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, κρατικές ενισχύσεις N 321/2008, N 322/2008 και N 323/2008 — Ελλάδα — Vente de certains actifs d'Olympic Airlines/Olympic Airways Services· απόφαση της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2008, κρατική ενίσχυση N 510/2008 — Ιταλία — Sale of assets of Alitalia· απόφαση της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2012 SA.34547 — Γαλλία — Reprise des actifs du groupe SERNAM dans le cadre de son redressement judiciaire.

(175)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair Ltd. κατά Επιτροπής, T-123/09, ECLI:EU:T:2012:164.

(176)  Απόφαση του Ομοσπονδιακού Εργατοδικείου (BAG) της 19ης Δεκεμβρίου 2013 (6 AZR 790/12)· απόφαση του BAG της 20ής Μαρτίου 2003 (8 AZR 97/02).

(177)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Seydaland, C-239/09, Συλλογή 2010, I-13083, σκέψη 34.

(178)  Το αντίστοιχο απόσπασμα του πρώτου σχεδίου της σύμβασης αγοράς έχει ως εξής: «Ο προσφέρων γνωρίζει ότι προς το παρόν εκκρεμεί μια διαδικασία εξέτασης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει ως αντικείμενο το παραδεκτό των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο Nürburgring και την πιθανή ανάκτησή τους. Οι πωλητές βρίσκονται σε τακτική επαφή με την αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και προσπαθούν να επιτύχουν μια επίσημη απόφαση από την οποία να προκύπτει ότι δεν διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων από τον αγοραστή. Είναι αντιμέτωποι με μια εποικοδομητική συζήτηση με τον προσφέροντα, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης στο πλαίσιο της πώλησης μεμονωμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και ενδεχομένως με μεταβατική περίοδο έως την απόφαση της Επιτροπής».

(179)  Η προσφορά τής [προσφέρων 2] προέβλεπε ιδίως ότι η προσφερόμενη τιμή αγοράς θα ήταν καταβλητέα μόνο αν υπήρχε οριστική απόφαση της Επιτροπής, με την οποία θα αποκλειόταν η ανάκτηση των ενισχύσεων από τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων. Η προσφορά της [προσφέρων 3] περιείχε τη ρήτρα ότι ο αγοραστής θα μπορούσε να υπαναχωρήσει από την αγορά, ακόμη και αν υπήρχε απόφαση της Επιτροπής, κατά τη διακριτική του ευχέρεια.

(180)  Το σχετικό μέρος της επιστολής της 17ης Δεκεμβρίου 2013 έχει ως εξής: «For the sake of clarity, offers handed in after that timeline will, in principle, also be considered provided that the terms of the offer qualify for the further process. Any disadvantage caused by the delay will not be compensated for and will have to be fully borne by the investor. Please note that the Vendors may choose the parties which will qualify for the further process shortly after the updated timeline ends».

(181)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.).

(182)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1).


10.2.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 34/68


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/152 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Οκτωβρίου 2014

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.27339 (12/C) (πρώην 11/NN) την οποία χορήγησε η Γερμανία στον αερολιμένα Zweibrücken και στις αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5063]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με την/τις εν λόγω διάταξη/διατάξεις (2) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με κοινοβουλευτική ερώτηση που υποβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2008, η βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Hiltrud Breyer έθεσε το ζήτημα της δημόσιας χρηματοδότησης του αερολιμένα Zweibrücken (3). Ισχυρίστηκε ότι κατά το διάστημα 2005-2006, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου (εφεξής «ομόσπονδο κράτος») χρηματοδότησε την Flugplatz GmbH Aeroville Zweibrücken (εφεξής «FGAZ») με το ποσό των 2,4 εκατ. ευρώ, το οποίο η FGAZ χρησιμοποίησε με τη σειρά της για να χρηματοδοτήσει την πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική της, Flughafen Zweibrücken GmbH (εφεξής «FZG»). Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι, κατά το ίδιο διάστημα, το ομόσπονδο κράτος κάλυψε εξ ολοκλήρου τις κατασκευαστικές εργασίες στον αερολιμένα αξίας 6,96 εκατ. ευρώ.

(2)

Στην κοινοβουλευτική ερώτηση απάντησε ο επίτροπος Tajani στις 6 Ιανουαρίου 2009. Επιπλέον, έχει καταχωρισθεί ως καταγγελία με αριθμό πρωτοκόλλου CP 5/2009. Στις 22 Ιανουαρίου 2009, στις 24 Σεπτεμβρίου 2010 και στις 15 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τη Γερμανία, οι οποίες παρασχέθηκαν με επιστολές της 23ης Μαρτίου 2009, της 27ης Ιανουαρίου 2011 και της 19ης Μαΐου 2011.

(3)

Στις 8 Απριλίου 2008 η Επιτροπή ζήτησε επίσης συμπληρωματικές πληροφορίες από την αεροπορική εταιρεία Ryanair, η οποία τις παρέσχε στις 15 Ιουλίου 2011. Στις 18 Αυγούστου 2011 διαβιβάστηκε στη Γερμανία μετάφραση στη γερμανική γλώσσα των πληροφοριών που υπέβαλε η Ryanair και στις 26 Σεπτεμβρίου 2011 η Γερμανία δήλωσε ότι δεν προτίθετο να υποβάλει παρατηρήσεις επί των πληροφοριών αυτών.

(4)

Με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης διαδικασία (εφεξής «απόφαση κίνησης της διαδικασίας») σχετικά με τη δημόσια χρηματοδότηση του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Zweibrücken και τα κίνητρα υπέρ των αεροπορικών εταιρειών που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα.

(5)

Με επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες μετά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας. Η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας στις 4 Μαΐου 2012 και ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Επιτροπής για συμπληρωματικές πληροφορίες στις 16 Απριλίου 2012.

(6)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εικαζόμενη ενίσχυση.

(7)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις τεσσάρων ενδιαφερόμενων μερών και ειδικότερα των Ryanair, Airport Marketing Services (εφεξής «AMS»), Germanwings και TUIFly. Στη συνέχεια τις διαβίβασε στη Γερμανία, στην οποία δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσει εντός προθεσμίας ενός μηνός· η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της Γερμανίας με επιστολή της 26ης Οκτωβρίου 2012.

(8)

Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε συμπληρωματικές παρατηρήσεις από τη Ryanair στις 20 Δεκεμβρίου 2013, στις 17 Ιανουαρίου 2014 και στις 31 Ιανουαρίου 2014. Τα σχετικά έγγραφα διαβιβάστηκαν στη Γερμανία, η οποία δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να τα σχολιάσει.

(9)

Με επιστολές της 6ης Νοεμβρίου 2013, της 14ης Μαρτίου 2014 και της 2ας Απριλίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Η Γερμανία ανταποκρίθηκε στα αιτήματα της Επιτροπής για συμπληρωματικές πληροφορίες στις 16 Δεκεμβρίου 2013, στις 15 Ιανουαρίου 2014, στις 5 Απριλίου 2014, στις 15 Απριλίου 2014, στις 24 Απριλίου 2014, στις 11 Ιουνίου 2014 και στις 27 Ιουνίου 2014.

(10)

Με επιστολή της 25ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία για την έκδοση, στις 20 Φεβρουαρίου 2014, των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές (5) και για το γεγονός ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα εφαρμοστούν στην επίμαχη υπόθεση από την ημερομηνία της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδωσε δε στη Γερμανία την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και την εφαρμογή τους εντός 20 εργάσιμων ημερών από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα.

(11)

Με επιστολές της 24ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη για την έκδοση, στις 20 Φεβρουαρίου 2014, των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές και για το γεγονός ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα εφαρμοστούν στην επίμαχη υπόθεση από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδωσε δε στα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη την ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και την εφαρμογή τους εντός 20 εργάσιμων ημερών από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα.

(12)

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 4 Απριλίου 2014. Αντικατέστησαν τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994 για τις αεροπορικές μεταφορές (6) καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές (7).

(13)

Στις 15 Απριλίου 2014 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση με την οποία τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνταν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές στην εξεταζόμενη υπόθεση εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσής τους (8).

(14)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της Γερμανίας σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στις 8 Μαΐου 2014. Η Γερμανία συμφώνησε με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές στην παρούσα υπόθεση. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη.

(15)

Με επιστολή της 17ης Ιουλίου 2014, η Γερμανία συμφώνησε να παραιτηθεί κατ' εξαίρεση από τα δικαιώματά της που απορρέουν από το άρθρο 342 της Συνθήκης σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1/1958 (9) και να αποδεχθεί την έκδοση και την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 297 της Συνθήκης στην αγγλική γλώσσα.

2.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.1.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ ZWEIBRÜCKEN

(16)

Ο αερολιμένας Zweibrücken ήταν στρατιωτικός αερολιμένας έως το 1991, οπότε εγκαταλείφθηκε από τον στρατό των ΗΠΑ. Από το 1992 έως το 1999 στον αερολιμένα υλοποιήθηκε έργο μετατροπής, το οποίο συγχρηματοδοτήθηκε από την Ένωση (10). Η χρηματοδότηση της Ένωσης χρησιμοποιήθηκε για να καταστεί ο αερολιμένας διαθέσιμος για την πολιτική αεροπορία και τα απαραίτητα έργα περιελάμβαναν την απομάκρυνση εμποδίων, τον εκσυγχρονισμό και την εγκατάσταση πύργου και την αποστράγγιση του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης. Οι ιδιώτες επενδυτές του έργου προέβλεπαν επίσης τη μεταγενέστερη δημιουργία επιχειρηματικού πάρκου, πάρκου πολυμέσων και εγκαταστάσεων αναψυχής.

(17)

Από το 2000 έως το 2006 ο αερολιμένας δεν χρησιμοποιούνταν εν γένει για εμπορικές αεροπορικές μεταφορές. Χρησιμοποιούνταν από στρατιωτικά αεροσκάφη, ιδιωτικά αεροσκάφη, για πτήσεις αναψυχής και μόνον περιστασιακά για εμπορικές πτήσεις. Οι περισσότεροι επιβάτες που ταξίδευαν από και προς τον αερολιμένα Zweibrücken μεταφέρονταν με στρατιωτικές πτήσεις, ενώ οι υπόλοιποι χρησιμοποιούσαν εταιρικά αεροσκάφη ή πτήσεις αεροταξί. Οι προσπάθειες προσέλκυσης εμπορικών φορέων εκμετάλλευσης δεν ευοδώθηκαν. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην ύπαρξη ζώνης εκπαίδευσης σε αερομαχίες του NATO (POLYGONE), η οποία περιόριζε σημαντικά τη δυνατότητα μη στρατιωτικών φορέων εκμετάλλευσης να προσεγγίζουν τον αερολιμένα Zweibrücken ή να αναχωρούν από αυτόν κατά τις ώρες λειτουργίας της ζώνης εκπαίδευσης.

(18)

Η προσέλκυση εμπορικού φορέα εκμετάλλευσης έγινε εφικτή μόνον μετά τη δημιουργία ζώνης ελέγχου (CTR Zweibrücken) για τη ρύθμιση της χρήσης του εναέριου χώρου από πολιτικά και στρατιωτικά αεροσκάφη. Η εμπορική κίνηση με τακτικές και ναυλωμένες πτήσεις εγκαινιάστηκε με την πρώτη πτήση της Germanwings προς το Βερολίνο στις 15 Σεπτεμβρίου 2006. Η επιχείρηση ναυλωμένων πτήσεων TUIFly ξεκίνησε τη δραστηριότητά της στις 30 Μαρτίου 2007. Η Ryanair εκτελούσε το μοναδικό δρομολόγιό της από τον αερολιμένα Zweibrücken (στον αερολιμένα Stansted του Λονδίνου) στο διάστημα από τις 28 Οκτωβρίου 2008 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2009 και στη συνέχεια διέκοψε τις υπηρεσίες της στον αερολιμένα Zweibrücken.

(19)

Η ετήσια χωρητικότητα του αερολιμένα Zweibrücken ανέρχεται επί του παρόντος σε περίπου 700 000 επιβάτες, αλλά μπορεί να αυξηθεί σε ένα εκατομμύριο επιβάτες λαμβανομένης υπόψη της ικανότητας εξυπηρέτησης του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης και των χώρων επίγειας εξυπηρέτησης.

(20)

Στον Table 1 παρουσιάζεται η ανάπτυξη του αερολιμένα Zweibrücken όσον αφορά τον αριθμό επιβατών και τις κινήσεις αεροσκαφών στο διάστημα από το 2006 έως το 2012.

Πίνακας 1

Αριθμός επιβατών 2006 — 2012  (11)

Έτος

Επιβάτες

Κινήσεις αεροσκαφών

2006

78 000

23 160

2007

288 000

26 474

2008

327 000

27 000

2009

338 000

21 000

2010

265 000

16 000

2011

224 000

14 500

2012

242 880

13 230

2.2.   ΓΕΩΓΡΑΦΙΚH ΘEΣΗ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜEΝΑ ZWEIBRÜCKEN

(21)

Ο αερολιμένας Zweibrücken βρίσκεται σε απόσταση 4 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της πόλης Zweibrücken στο γερμανικό ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Οι πλησιέστεροι (12) αερολιμένες είναι:

α)

Αερολιμένας Saarbrücken (περίπου 39 χιλιόμετρα ή περίπου 29 λεπτά με αυτοκίνητο)

β)

Αερολιμένας Frankfurt-Hahn (περίπου 128 χιλιόμετρα ή περίπου 84 λεπτά με αυτοκίνητο)

γ)

Αερολιμένας Frankfurt (Main) (περίπου 163 χιλιόμετρα ή περίπου 91 λεπτά με αυτοκίνητο)

δ)

Αερολιμένας Λουξεμβούργου (περίπου 145 χιλιόμετρα ή περίπου 86 λεπτά με αυτοκίνητο)

ε)

Αερολιμένας Karlsruhe/Baden-Baden (περίπου 105 χιλιόμετρα ή περίπου 88 λεπτά με αυτοκίνητο)

στ)

Αερολιμένας Metz-Nancy (περίπου 129 χιλιόμετρα ή περίπου 78 λεπτά με αυτοκίνητο)

ζ)

Αερολιμένας Στρασβούργου (περίπου 113 χιλιόμετρα ή περίπου 87 λεπτά με αυτοκίνητο)

(22)

Σύμφωνα με τη μελέτη της «Desel Consulting» και της «Airport Research GmbH» του 2009 (13), κατά μέσο όρο το 15 % περίπου των επιβατών ετησίως προέρχεται από άλλα κράτη μέλη (Λουξεμβούργο και Γαλλία). Οι υπόλοιποι επιβάτες προέρχονται από τη Γερμανία, κυρίως από την περιοχή του νοτιοδυτικού Saarpfalz, την πόλη Saarbrücken, την πόλη Saarlouis και την περιοχή Saarpfalz-Kreis.

2.3.   ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ ZWEIBRÜCKEN

(23)

Ο αερολιμένας Zweibrücken ανήκει στην FZG η οποία και τον εκμεταλλεύεται. Η FZG είναι πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική της FGAZ, με την οποία έχει συνάψει συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης (εφεξής «συμφωνία αποτελεσμάτων χρήσης»). Με τη συμφωνία αποτελεσμάτων χρήσης διασφαλίζεται ότι το σύνολο των ζημιών της FZG καλύπτεται από την FGAZ, στην οποία μεταβιβάζονται επίσης όλα τα κέρδη.

(24)

Από την άλλη πλευρά, η FGAZ τελεί υπό καθεστώς συγκυριότητας. Το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου κατέχει το 50 % των μετοχών, ενώ το υπόλοιπο 50 % ανήκει στη Zweckverband Entwicklungsgebiet Flugplatz Zweibrücken (εφεξής «ZEF»), η οποία συνιστά ένωση δημόσιων εδαφικών οντοτήτων στη Ρηνανία-Παλατινάτο. Οι δημόσιοι ιδιοκτήτες της FGAZ καλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της με ετήσιες εισφορές κεφαλαίου. Σύμφωνα με τη Γερμανία, η ίδια η FGAZ δεν ασκεί αεροπορικές δραστηριότητες. Όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές, η FGAZ μεταβιβάζει απλώς στην FZG τη δημόσια χρηματοδότηση. Ωστόσο, η FGAZ ασκεί ορισμένες δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την εμπορία τεμαχίων γης πλησίον του αερολιμένα.

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(25)

Η Επιτροπή διερεύνησε διάφορα μέτρα τα οποία αφορούν τον αερολιμένα Zweibrücken. Η Επιτροπή αξιολόγησε κατά πόσον τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση και κατά πόσον τυχόν κρατική ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

(26)

Τα ακόλουθα μέτρα διερευνήθηκαν ως δυνητική κρατική ενίσχυση προς την FGAZ και την FZG:

α)

άμεση δημόσια χρηματοδότηση από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και τη ZEF των δαπανών του αερολιμένα Zweibrücken όσον αφορά:

επενδύσεις σε υποδομές (2000-2009),

λειτουργικές δαπάνες (2000-2009)·

β)

τραπεζικό δάνειο και συμμετοχή στο εσωτερικό κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου.

(27)

Τα ακόλουθα μέτρα διερευνήθηκαν ως δυνητική κρατική ενίσχυση προς τις αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον αερολιμένα Zweibrücken:

α)

εκπτώσεις αερολιμενικών τελών για διάφορες αεροπορικές εταιρείες (Germanwings, TUIFly και Ryanair)·

β)

οι συμβάσεις υπηρεσιών μάρκετινγκ με τη Ryanair.

3.1.   ΔΗΜΟΣΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ ZWEIBRÜCKEN ΑΠΟ ΤΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ-ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ZEF

3.1.1.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(28)

Η δημόσια χρηματοδότηση του αερολιμένα Zweibrücken χορηγήθηκε με δύο διαφορετικές μορφές. Πρώτον, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και η ZEF στήριξαν με άμεσες επιχορηγήσεις συγκεκριμένες επενδύσεις σε υποδομές της FZG. Δεύτερον, οι ιδιοκτήτες της FGAZ κατέβαλλαν ετήσιες εισφορές κεφαλαίου στην FGAZ. Σκοπός των εν λόγω εισφορών κεφαλαίου, οι οποίες κάλυπταν τις ζημίες της FGAZ, ήταν να μπορεί η FGAZ να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συμφωνία αποτελεσμάτων χρήσης, βάσει της οποίας η FGAZ οφείλει να καλύπτει τις ζημίες της FZG.

(29)

Οι άμεσες επιχορηγήσεις για τη στήριξη συγκεκριμένων επενδύσεων σε υποδομές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα μεταξύ 2000 και 2005 και στο διάστημα μεταξύ 2006 και 2009 απαριθμούνται στον πίνακα 2 και στον πίνακα 3.

Πίνακας 2

Επενδύσεις σε υποδομές 2000-2005

Zuwendungs-bescheid vom

Maßnahmen

Gesamtkosten der Investitions-maßnahmen

Landesmittel

Mittel des Trägers

Ausgezahlte Mittel insgesamt

Davon Landesmittel für Baumaßnahmen

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2000

 

 

 

 

 

 

5.6.2000

Wendehämmer, Bodengeräte, usw.

[…] (14)

[…]

[…]

[…]

[…]

30.11.2000

Flugzeughalle 25 × 25

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

30.11.2000

Flugzeughalle 56 × 18

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

24.11.2000

Renovierung Halle 360

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

1.12.2000

Renovierung Halle 370

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2000

 

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2001

 

 

 

 

 

 

23.7.2001

TODA 1. Phase

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

22.11.2001

Umorg. Sicherheitsbereich

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2001

 

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2002

 

 

 

 

 

 

16.7.2002

außerord. Rep. Start- u. Landebahn

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2002

 

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2003

 

 

 

 

 

 

14.4.2003

Überarb. Markierungen Flugbetr. fläche

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

15.9.2003

2. Phase TODA

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2003

 

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2004

 

 

 

 

 

 

26.1.2004

Gebäude 320

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

1.11.2004

Luftsicherheitsmaßn.

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2004

 

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2005

 

 

 

 

 

 

4.8.2005

Feuerlöschfahrzeug

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

13.12.2005

Feuerlöschfahrzeug

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2005

 

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]


Πίνακας 3

Επενδύσεις σε υποδομές 2006-2009

Zuwendungs bescheid vom

Maßnahme

Gesamtkosten der Investitions- maßnahme

Landesmittel

Mittel des ZEF

Mittel des Trägers

ausgezahlte Mittel des Landes

ausgezahlte Mittel des ZEF

Davon Landesmittel für Baumaß-nahme

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2006

 

 

 

 

 

 

 

 

22/11/2006

Trinkwasseranlage

[…]

[…]

 

[…]

[…]

 

 

21/11/2006

Verbesserung Verkehrssicherheit

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

13/12/2006

Erweiterung des Terminals

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2006

 

[…]

[…]

 

[…]

[…]

 

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2007

 

 

 

 

 

 

 

 

23/11/2007

Erweiterung Terminal, Mehrkosten

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

30/01/2007

Ausrüstung Abfertigung von Luftfahrz.

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

30/09/2007

Sicherheitsmaßnahmen

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

27/09/2007

Verbesserung der Verkehrssicherheit

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

31/10/2007

LFZ-Enteisungsfahrzeug

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

09/12/2007

Luftsicherheitsgeräte

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2007

 

[…]

[…]

 

[…]

[…]

 

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2008

 

 

 

 

 

 

 

 

23/11/2007

Erweiterung Terminal, Mehrkosten

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

28/03/2008

Erweiterung Terminal, Mehrkosten

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

17/06/2008

Sicherheit Vorfeld 1

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

09/08/2008

Schlepper, Funk

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

21/10/2008

Vorfeldbeleuchtung

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

27/10/2008

Heizgerät

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

09/11/2008

Sanierung Landebahn

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

31/10/2008

Umbau Terminal

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

24/11/2008

Wetterbeobachtungssystem

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

24/11/2008

Geräte, Fahrzeuge

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2008

 

[…]

[…]

 

[…]

[…]

 

[…]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2009

 

 

 

 

 

 

 

 

12/08/2009

Landebahnsanierung

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

02/09/2009

Erstellung DES

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

16/10/2009

Guard Lights

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

19/10/2009

Flugzeugschlepper, Förderband

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Gesamt 2009

 

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

(30)

Το συνολικό ποσό της επένδυσης στο διάστημα από το 2000 έως το 2009 ανήλθε σε 27 987 281 ευρώ, ενώ το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων από το ομόσπονδο κράτος ανήλθε σε 21 588 534 ευρώ. Οι μεγαλύτερες μεμονωμένες επενδύσεις ήταν η επέκταση του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης το 2001/2003 ([…] ευρώ), ο εκσυγχρονισμός του τερματικού σταθμού το 2006 ([….] ευρώ) και ο εκσυγχρονισμός του διαδρόμου το 2008/2009 ([…] ευρώ).

(31)

Στον πίνακα 4 παρέχονται τα στοιχεία σχετικά με τις εισφορές κεφαλαίου από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου / τη ZEF στην FGAZ και σχετικά με την κάλυψη των ζημιών της FZG από την FGAZ.

(32)

Πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι, παρότι το ομόσπονδο κράτος και η ZEF κατείχαν από 50 % των μετοχών της FGAZ στο διάστημα από το 2000 έως το 2009 και παρείχαν, καταρχήν, ίσες εισφορές κεφαλαίου, στην πραγματικότητα το ομόσπονδο κράτος επιδοτούσε το μερίδιο της ZEF. Έως τα τέλη του 2005 το ομόσπονδο κράτος κάλυπτε, επιπλέον του 50 % των απαιτούμενων εισφορών κεφαλαίου που του αναλογούσε, το 90 % του μεριδίου της ZEF. Έπειτα, το ομόσπονδο κράτος μείωσε το τελευταίο αυτό ποσοστό, αρχικά σε 80 % το 2006 και στη συνέχεια σε 60 % από το 2007 και μετά. Ως εκ τούτου, το ομόσπονδο κράτος κάλυπτε από 95 % (έως το 2005) έως 80 % (από το 2007 και έπειτα) των ετήσιων ζημιών της FGAZ.

Πίνακας 4

Εισφορές κεφαλαίου και αποτελέσματα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

Έτος

Εισφορές κεφαλαίου ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου / ZEF στη FGAZ

Ετήσια αποτελέσματα της FGAZ

Ετήσια αποτελέσματα FZG

EBITDA (κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων) FZG

2000

[…]

[…]

[…]

[…]

2001

[…]

[…]

[…]

[…]

2002

[…]

[…]

[…]

[…]

2003

[…]

[…]

[…]

[…]

2004

[…]

[…]

[…]

[…]

2005

[…]

[…]

[…]

[…]

2006

[…]

[…]

[…]

[…]

2007

[…]

[…]

[…]

[…]

2008

[…]

[…]

[…]

[…]

2009

[…]

[…]

[…]

[…]

Σύνολο

[…]

[…]

[…]

[…]

3.1.2.   ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(33)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της δημόσιας χρηματοδότησης των επενδύσεων στις υποδομές του αερολιμένα Zweibrücken και, αφετέρου, της δημόσιας χρηματοδότησης των λειτουργικών δαπανών του.

3.1.2.1.    Επενδύσεις σε υποδομές

Ύπαρξη ενίσχυσης

(34)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται καταρχάς ότι, όσον αφορά τις επενδύσεις σε αερολιμενικές υποδομές, η FZG αποτελεί επιχείρηση για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Υπενθυμίζεται ότι στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Leipzig/Halle (15), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οντότητα η οποία κατασκευάζει και εκμεταλλεύεται αερολιμενικές υποδομές επιβάλλοντας παράλληλα τέλος στους χρήστες ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν ορισμένες δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν προνομίες δημόσιας εξουσίας· οι εν λόγω δραστηριότητες χαρακτηρίζονται μη οικονομικής φύσης και, επομένως, δεν υπόκεινται στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ζητήθηκε επίσης από τη Γερμανία να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες που μπορούν να χαρακτηριστούν μη οικονομικής φύσης.

(35)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας σημειώνεται επίσης ότι η ίδια η FGAZ δεν ασκεί δραστηριότητες που σχετίζονται με τον αερολιμένα αλλά μεταβιβάζει απλώς στην FZG τη δημόσια χρηματοδότηση που λαμβάνει. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η FGAZ ασκεί ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες σχετικές με τεμάχια γης τα οποία βρίσκονται πλησίον του αερολιμένα. Λόγω των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, η Επιτροπή έκρινε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι η FGAZ αποτελεί επίσης επιχείρηση για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(36)

Λαμβανομένου υπόψη ότι οι άμεσες επιχορηγήσεις για τα επενδυτικά έργα χρηματοδοτήθηκαν από τον προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους και ότι οι εισφορές κεφαλαίου υπέρ της FGAZ (και τελικώς της FZG) προέρχονταν από τον δημόσιο προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους και της ZEF, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι τα μέτρα χρηματοδοτήθηκαν με δημόσιους πόρους.

(37)

Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον η FGAZ και η FZG αποκόμισαν πλεονέκτημα, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται ότι η δημόσια χρηματοδότηση δεν συνιστά πλεονέκτημα εάν ο δημόσιος φορέας που τη χορηγεί ενεργεί ως ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς (στο εξής «ΙΕΟΑ»). Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή επεσήμανε ότι η Γερμανία δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ότι κατά τη χορήγηση της δημόσιας χρηματοδότησης ενήργησε ως ΙΕΟΑ. Αντιθέτως, κατέστη εμφανές ότι, εν αντιθέσει με έναν ιδιώτη επενδυτή, οι δημόσιες αρχές, κατά τη χορήγηση της χρηματοδότησης, λάμβαναν υπόψη παράγοντες περιφερειακής και κοινωνικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, καθώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι δημόσιες αρχές ενήργησαν ως ΙΕΟΑ, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας διατυπώνεται το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η δημόσια χρηματοδότηση χορήγησε πλεονέκτημα στις FGAZ/FZG.

(38)

Στη συνέχεια, επισημαίνεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι η δημόσια χρηματοδότηση χορηγήθηκε μόνον στις FGAZ/FZG, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν επιλεκτικής φύσης.

(39)

Τέλος, η Επιτροπή εξήγησε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι, λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ περιφερειακών αερολιμένων, κάθε πλεονέκτημα που χορηγούνταν στον αερολιμένα του Zweibrücken μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ειδική αναφορά γίνεται στον αερολιμένα Saarbrücken, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση μόλις 39 χιλιομέτρων οδικώς από τον αερολιμένα Zweibrücken. Λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη τις προβλέψεις για την εξέλιξη της κίνησης στον αερολιμένα Zweibrücken, η Επιτροπή επεσήμανε επίσης ότι το πλεονέκτημα κατά πάσα πιθανότητα είχε επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(40)

Συμπερασματικά, η Επιτροπή έκρινε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι, εφόσον πληρούνται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, η δημόσια χρηματοδότηση των επενδύσεων σε υποδομές στον αερολιμένα Zweibrücken συνιστά κρατική ενίσχυση.

Συμβατότητα

(41)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές παρέχουν το πλαίσιο βάσει του οποίου πρέπει να αξιολογηθεί το συμβιβάσιμο της δημόσιας χρηματοδότησης των επενδύσεων σε υποδομές. Οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν ορισμένα κριτήρια τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης. Βάσει του σημείου 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, η εν λόγω δημόσια χρηματοδότηση είναι συμβιβάσιμη εάν:

α)

η κατασκευή και η εκμετάλλευση ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης κ.λπ.)·

β)

η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη με τον καθορισμένο στόχο·

γ)

η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υποδομών που ήδη υπάρχουν·

δ)

η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις· και

ε)

η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το ενωσιακό συμφέρον.

(42)

Επιπλέον, οι κρατικές ενισχύσεις προς αερολιμένες, όπως κάθε άλλο μέτρο κρατικής ενίσχυσης, θα πρέπει να έχουν χαρακτήρα κινήτρου και να είναι αναγκαίες και ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό στόχο, ώστε να είναι συμβιβάσιμες.

(43)

Όσον αφορά το ερώτημα του κατά πόσον η κατασκευή και η εκμετάλλευση των υποδομών ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται ότι ο αερολιμένας Zweibrücken συμβάλλει στη βελτίωση της προσβασιμότητας του τμήματος του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου στο οποίο βρίσκεται. Υπενθυμίζεται περαιτέρω ο ισχυρισμός της Γερμανίας ότι ο αερολιμένας προάγει την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Ωστόσο, υπενθυμίζεται επίσης ότι ο αερολιμένας άρχισε να παρέχει υπηρεσίες εμπορικών αεροπορικών μεταφορών μόλις το 2006 και ότι άλλοι αερολιμένες, κυρίως εκείνος του Saarbrücken, βρίσκονται κοντά και παρέχουν συνδεσιμότητα με την περιοχή. Λαμβανομένης υπόψη της τελευταίας αυτής διαπίστωσης, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας εκφράζονται αμφιβολίες όσον αφορά το κατά πόσον η δημόσια χρηματοδότηση των υποδομών του αερολιμένα Zweibrücken εξυπηρετούσε στόχο γενικού συμφέροντος ή απλώς αναπαρήγε τις ήδη υφιστάμενες διαθέσιμες υποδομές στην περιοχή.

(44)

Όσον αφορά την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των υποδομών, η Γερμανία υποστήριξε ότι πραγματοποιήθηκαν μόνον οι επενδύσεις εκείνες οι οποίες ήταν αναγκαίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του αερολιμένα με όλα τα σχετικά πρότυπα ασφάλειας. Ωστόσο, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή επεσήμανε ότι ο αερολιμένας Zweibrücken βρίσκεται πλησίον του αερολιμένα Saarbrücken και ότι οι δύο αερολιμένες πρέπει να θεωρούνται ανταγωνιστές. Και άλλοι αερολιμένες ενδέχεται να ανταγωνίζονται άμεσα τον αερολιμένα Zweibrücken, ιδίως όσον αφορά τις εμπορευματικές μεταφορές ή τα ταξίδια αναψυχής. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας για το κατά πόσον οι υποδομές στον αερολιμένα Zweibrücken ήταν αναγκαίες και ανάλογες προς τον δηλωμένο στόχο.

(45)

Όσον αφορά τις προοπτικές των υποδομών, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή υπενθύμισε τον ισχυρισμό της Γερμανίας ότι ο αριθμός επιβατών αναμενόταν να αυξηθεί σε περίπου 335 000 το 2015 και ενδεχομένως να υπερβεί το 1 000 000 έως το 2025. Η Γερμανία δήλωσε επίσης ότι ανέμενε ότι ο αερολιμένας Zweibrücken θα καθίστατο κερδοφόρος έως το 2015. Ωστόσο, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο αερολιμένας Zweibrücken κατέγραψε αυξημένες ζημίες από την έναρξη των εμπορικών αεροπορικών μεταφορών το 2006, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα του αερολιμένα να παραγάγει κέρδος στο μέλλον. Οι αμφιβολίες αυτές επιβεβαιώνονται από την εγγύτητα του αερολιμένα Saarbrücken, ο οποίος μπορεί να ανταγωνίζεται τον αερολιμένα Zweibrücken για τους ίδιους επιβάτες. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές χρήσης των αερολιμενικών υποδομών.

(46)

Τέλος, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η πρόσβαση στις υποδομές είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις. Έθεσε επίσης το ερώτημα του κατά πόσον η ανάπτυξη των συναλλαγών θα επηρεαστεί αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το ενωσιακό συμφέρον, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της εγγύτητας του αερολιμένα Saarbrücken.

3.1.2.2.    Ενισχύσεις λειτουργίας

Ύπαρξη ενίσχυσης

(47)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή υπενθύμισε καταρχάς το προηγούμενο συμπέρασμά της ότι τόσο η FGAZ όσο και η FZG είναι επιχειρήσεις για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Υπενθύμισε επίσης ότι, καθώς οι εισφορές κεφαλαίου προήλθαν απευθείας από δημόσιες αρχές, συνιστούν μεταφορά κρατικών πόρων και είναι καταλογιστέες στο κράτος. Λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας απαλλάσσουν τον δικαιούχο από μέρος των δαπανών που σχετίζονται με την επιχειρηματική του δραστηριότητα, οι εισφορές κεφαλαίου χορήγησαν στην FGAZ και στην FZG οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχαν εξασφαλίσει υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας μπορούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών όπως και η δημόσια χρηματοδότηση των επενδύσεων σε υποδομές, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας με τη μορφή εισφορών κεφαλαίου υπέρ της FGAZ και της FZG συνιστούν κρατική ενίσχυση.

Συμβιβάσιμο — απόφαση ΥΓΟΣ

(48)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι ο αερολιμένας Zweibrücken έχει επιφορτιστεί με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (στο εξής «ΥΓΟΣ») και ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης και είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005 (16). Αφού παρατήρησε ότι ο αερολιμένας Zweibrücken εξυπηρετεί λιγότερους από 1 000 000 επιβάτες ετησίως και, ως εκ τούτου, πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005, η Επιτροπή εξέφρασε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας αμφιβολίες όσον αφορά το κατά πόσον η εκμετάλλευση του αερολιμένα συνιστά ΥΓΟΣ.

(49)

Ειδικότερα, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα της Γερμανίας ότι η συμβολή στην περιφερειακή και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής επαρκεί για να χαρακτηριστεί συνολικά η λειτουργία του αερολιμένα ως ΥΓΟΣ. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας τονίζεται ότι η περιοχή εξυπηρετούνταν ήδη επαρκώς από άλλους αερολιμένες και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι προφανής ο λόγος για τον οποίο έπρεπε να επιφορτιστεί ο αερολιμένας Zweibrücken με την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ).

(50)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή εξήγησε επίσης ότι, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, δεν είναι σαφές κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005. Η γενική υποχρέωση λειτουργίας του αερολιμένα, η οποία περιέχεται στο άρθρο 45 του Luftverkehrs-Zulassungs-Ordnung (διάταγμα για τη χορήγηση αδειών αεροπορικών μεταφορών, στο εξής το «LuftVZO»), δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005 και, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω υποχρέωση δεν θα υφίσταται εάν αποφασιστεί το κλείσιμο του αερολιμένα. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι, λόγω έλλειψης στοιχείων, δεν κατόρθωσε να αξιολογήσει τη συμμόρφωση με το άρθρο 5 της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005.

(51)

Τέλος, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, καθώς η απόφαση ΥΓΟΣ του 2012 (17) απαλλάσσει από την υποχρέωση κοινοποίησης μόνον τις κρατικές ενισχύσεις για αερολιμένες με λιγότερους από 200 000 επιβάτες, κάθε ενίσχυση προς τον αερολιμένα Zweibrücken έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή για το διάστημα από τις 31 Ιανουαρίου 2014 και έπειτα, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνη με την απόφαση ΥΓΟΣ του 2005.

Συμβιβάσιμο — Κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές

(52)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας δεν είναι γενικά συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά και ότι μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες μόνον κατ' εξαίρεση και υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το σημείο 27 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, οι ενισχύσεις λειτουργίας μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες μόνον για αερολιμένες που βρίσκονται στις πλέον μειονεκτούσες περιοχές της Ένωσης, δηλαδή, εκείνες που εμπίπτουν στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της Συνθήκης καθώς και σε υπεραπομακρυσμένες περιοχές και σε περιοχές με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο αερολιμένας Zweibrücken δεν βρίσκεται σε καμία από τις εν λόγω περιοχές και, επομένως, η ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη βάσει του σημείου 27 των κατευθυντήριων γραμμών.

(53)

Όσον αφορά το ενδεχόμενο κήρυξης των ενισχύσεων λειτουργίας συμβιβάσιμων βάσει του τμήματος 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται ότι τα κριτήρια συμβατότητας που προβλέπονται στο εν λόγω τμήμα είναι παρόμοια με τα απαριθμούμενα στην απόφαση ΥΓΟΣ του 2005. Καθώς η Επιτροπή είχε καταλήξει στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(54)

Τέλος, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται επίσης ότι, από τις 31 Ιανουαρίου 2012, οι κανόνες που περιέχονται στο τμήμα 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές συμπληρώνονται από τις διατάξεις του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012 (18). Αυτό σημαίνει ότι κάθε δημόσια χρηματοδότηση η οποία καλύπτεται από την απόφαση ΥΓΟΣ του 2005, αλλά όχι από την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012, θα πρέπει, από τις 31 Ιανουαρίου 2014 και έπειτα, να πληροί τόσο τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τμήμα 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές όσο και τις διατάξεις του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012.

Συμβιβάσιμο — Κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση

(55)

Τέλος, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή σχολίασε την ενδεχόμενη συμβατότητα των εισφορών κεφαλαίου βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (19). Παρατήρησε ότι, καθώς η εμπορική εκμετάλλευση του αερολιμένα ξεκίνησε μόλις το 2006, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί «νέα επιχείρηση» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, αποκλείοντας, ως εκ τούτου, την εφαρμογή τους. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι δεν υποβλήθηκε κανένα σχέδιο αναδιάρθρωσης βάσει του οποίου θα μπορούσε να έχει χορηγηθεί η ενίσχυση.

(56)

Ως εκ τούτου, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας προς τις FZG/FGAZ δεν μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

3.2.   ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ-ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟΥ

3.2.1.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΈΤΡΟΥ

(57)

Στις 20 Οκτωβρίου 2009 η FZG εξασφάλισε δάνειο ύψους […] εκατ. από τη Sparkasse Südwestpfalz. Το επιτόκιο ορίστηκε σε 2,05 % ετησίως έως τις 15 Οκτωβρίου 2012, οπότε οι συμβαλλόμενοι μπορούσαν να επαναδιαπραγματευτούν τους όρους του. Το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου εγγυήθηκε εξ ολοκλήρου το δάνειο της FZG χωρίς να ζητήσει ως αντάλλαγμα οποιαδήποτε αμοιβή ή εξασφάλιση.

(58)

Από τις 26 Φεβρουαρίου 2003, η FGAZ είχε επίσης δικαίωμα συμμετοχής σε «κοινό ταμείο» (δηλαδή, ταμείο χρηματοδότησης), το οποίο σύστησε το Υπουργείο Οικονομικών του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Το κοινό ταμείο είναι ένας μηχανισμός αναχρηματοδότησης που είναι ανοικτός σε επιχειρήσεις στις οποίες το ομόσπονδο κράτος κατέχει τουλάχιστον το 50 % των μετοχών.

(59)

Το μέγιστο ποσό δανείου που μπορούσε να αντλήσει η FGAZ από το κοινό ταμείο ορίστηκε σε 3,5 εκατ. ευρώ από τις 16 Ιανουαρίου 2009 και έπειτα, και αυξήθηκε σε 6 εκατ. ευρώ την 1η Οκτωβρίου 2009. Η FGAZ δεν υποχρεούται να παράσχει εξασφάλιση, τα επιτόκια είναι επιτόκια ημερήσιου δανεισμού και τα δάνεια αποπληρώνονται όταν η FGAZ έχει διαθέσιμη ρευστότητα.

(60)

Η Γερμανία εξήγησε ότι το κοινό ταμείο λειτουργεί ως εξής: η FGAZ ζητεί κεφάλαια από το κοινό ταμείο για να εξασφαλίσει τη ρευστότητά της και το ομόσπονδο κράτος παρέχει τα εν λόγω κεφάλαια από το κοινό ταμείο. Τα επιτόκια είναι επιτόκια ημερήσιου δανεισμού βασισμένα στην αγορά. Εάν το υπόλοιπο του κοινού ταμείου είναι αρνητικό, το ομόσπονδο κράτος το ανατροφοδοτεί λαμβάνοντας δάνεια από την αγορά στο όνομά του. Η Γερμανία εξήγησε περαιτέρω ότι το ομόσπονδο κράτος μετακυλίει ουσιαστικά τους όρους που εξασφαλίζει στην κεφαλαιαγορά στους συμμετέχοντες στο κοινό ταμείο, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό στους συμμετέχοντες —οι επιχειρήσεις στις οποίες το ομόσπονδο κράτος κατέχει την πλειονότητα των μετοχών— τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούνται υπό τους ίδιους όρους με το ομόσπονδο κράτος.

(61)

Η Γερμανία ανέφερε ότι, έως τον Μάιο του 2006, το υπόλοιπο του FGAZ στο κοινό ταμείο ήταν πάντοτε θετικό και ότι άρχισε να είναι αρνητικό μόνον μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Η Γερμανία διαβίβασε τα στοιχεία που παρατίθενται στον πίνακα 5 σχετικά με το υπόλοιπο της FGAZ στο κοινό ταμείο στο διάστημα από το 2006 έως το 2009.

Πίνακας 5

Υπόλοιπο FGAZ στο κοινό ταμείο στο διάστημα από 2006 έως 2009

Έτος

Καταθέσεις

Αναλήψεις

Υπόλοιπο στις 31.12

2006

[…]

[…]

[…]

2007

[…]

[…]

[…]

2008

[…]

[…]

[…]

2009

[…]

[…]

[…]

3.2.2.   ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

3.2.2.1.    Ύπαρξη ενίσχυσης

(62)

Η Επιτροπή, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επεσήμανε καταρχάς ότι η FZG και η FGAZ συνιστούν επιχειρήσεις για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Στη συνέχεια ανέφερε ότι είναι σαφές ότι η εγγύηση και το κοινό ταμείο ήταν καταλογιστέα στο κράτος και χορηγούνταν από δημόσιους πόρους. Ωστόσο, όσον αφορά το ίδιο το δάνειο, η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τη Γερμανία σχετικά με το ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος της χορήγησης του δανείου από τη Sparkasse Südwestpfalz, η οποία είναι δημόσια τράπεζα.

(63)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εφάρμοσε τον έλεγχο του κριτηρίου του ΙΕΟΑ προκειμένου να καθορίσει κατά πόσον το δάνειο, η εγγύηση ή το κοινό ταμείο χορήγησαν πλεονέκτημα στις FZG/FGAZ. Επεσήμανε ότι, όσον αφορά το δάνειο και το κοινό ταμείο, έπρεπε να αξιολογηθεί κατά πόσον πληρούσαν και τα δύο τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην ανακοίνωση του 2008 για τα επιτόκια αναφοράς (20). Καθώς δεν είχαν παρασχεθεί πληροφορίες σχετικά με το αντίστοιχο επιτόκιο αναφοράς, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία να παράσχει κάθε απαραίτητη πληροφορία για να αξιολογηθεί αν το δάνειο και το κοινό ταμείο πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην ανακοίνωση του 2008 για τα επιτόκια αναφοράς.

(64)

Όσον αφορά την εγγύηση που χορήγησε το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου, η Επιτροπή παρατήρησε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι το κατά πόσον η εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση πρέπει να αξιολογηθεί βάσει της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις (21). Επισημαίνοντας ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες, η Επιτροπή ζήτησε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας από τη Γερμανία να παράσχει κάθε απαραίτητη πληροφορία για την αξιολόγηση της εγγύησης στο πλαίσιο της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις.

(65)

Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη ότι το δάνειο, η εγγύηση και το κοινό ταμείο ήταν διαθέσιμα μόνον στις FGAZ/FZG, η Επιτροπή διαπίστωσε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι τα μέτρα είναι επιλεκτικά. Έκρινε επίσης ότι —όπως και στην περίπτωση της δημόσιας χρηματοδότησης των υποδομών και των ενισχύσεων λειτουργίας— δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στρέβλωσης του ανταγωνισμού από το δάνειο, την εγγύηση και το κοινό ταμείο.

(66)

Επομένως, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι το δάνειο, η δημόσια εγγύηση και το κοινό ταμείο συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Δεν αξιολογήθηκε το ενδεχόμενο συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων.

3.3.   ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΕΛΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ RYANAIR, GERMANWINGS ΚΑΙ TUIFly

3.3.1.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(67)

Η κλίμακα τελών που προσκόμισε η Γερμανία τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2005. Σύμφωνα με την εν λόγω κλίμακα, τα τέλη προσγείωσης καθορίζονται με βάση το μέγιστο βάρος απογείωσης του αεροσκάφους και τον αριθμό των επιβατών. Ωστόσο, για τακτικές πτήσεις με περισσότερους από 50 επιβάτες προβλέπεται πάγιο ποσό 6 ευρώ ανά επιβάτη. Το συγκεκριμένο πάγιο ποσό καλύπτει όλα τα αερολιμενικά τέλη, συμπεριλαμβανομένου του τέλους ασφάλειας ύψους 3,58 ευρώ.

(68)

Προβλέπονται διάφορες εκπτώσεις όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις:

α)

Νέες τακτικές συνδέσεις: ο αερολιμένας χορηγεί έκπτωση 100 % στα τέλη προσγείωσης, επίγειας εξυπηρέτησης και επιβατών για διάστημα 12 μηνών σε κάθε αεροπορική εταιρεία η οποία εκτελεί νέο δρομολόγιο από τον αερολιμένα Zweibrücken, εφόσον ο νέος προορισμός εξυπηρετείται καθημερινά κατά τη θερινή περίοδο και τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα κατά τη χειμερινή περίοδο. Εάν η αεροπορική εταιρεία χρησιμοποιεί τον αερολιμένα ως βάση για ένα αεροσκάφος, η έκπτωση 100 % μπορεί να παραταθεί για έξι επιπλέον μήνες.

β)

Νέες συνδέσεις ναυλωμένων πτήσεων: ο αερολιμένας χορηγεί έκπτωση 100 % στα τέλη προσγείωσης, επίγειας εξυπηρέτησης και επιβατών σε κάθε νέα αεροπορική εταιρεία που εκτελεί πτήσεις από τον αερολιμένα Zweibrücken έως την επίτευξη κατώτατου ορίου 100 000 επιβατών· επομένως, για τους πρώτους 100 000 επιβάτες, δεν καταβάλλονται τέλη προσγείωσης, επίγειας εξυπηρέτησης και επιβατών. Η αεροπορική εταιρεία πρέπει να εκτελεί το νέο δρομολόγιο καθημερινά κατά τη θερινή περίοδο και τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα κατά τη χειμερινή περίοδο. Στις αεροπορικές εταιρείες που πληρούν συμπληρωματικές προϋποθέσεις —όπως αύξηση της συχνότητας των υπηρεσιών τους κατά 50 % — 100 % σε δύο διαδοχικές θερινές περιόδους και επίτευξη ορισμένου κατώτατου ορίου επιβατών— παρέχεται περαιτέρω έκπτωση 100 % για επιπλέον 50 000-100 000 επιβάτες.

3.3.1.1.    Τέλη καταβληθέντα από την Germanwings

(69)

Τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 2006, η Germanwings και η FZG συνήψαν συμφωνία για την καθιέρωση του δρομολογίου Zweibrücken — Βερολίνο-Schönefeld, αρχής γενομένης από τον Σεπτέμβριο του 2006. Η σύμβαση προέβλεπε τέλη ύψους […] ευρώ ανά επιβάτη, τα οποία κάλυπταν τα τέλη προσγείωσης, στάθμευσης, επιβατών και ασφάλειας. Για το πρώτο έτος εκμετάλλευσης, τα τέλη μειώθηκαν κατά […]. Από τις 16 Σεπτεμβρίου 2007 και έπειτα, η Germanwings κατέβαλε […] ευρώ ανά επιβάτη, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2008 και έπειτα το εν λόγω ποσό μειώθηκε σε […] ευρώ ανά επιβάτη. Στις 9 Ιανουαρίου 2011, η Germanwings διέκοψε τις υπηρεσίες της προς και από τον αερολιμένα Zweibrücken.

3.3.1.2.    Τέλη καταβληθέντα από την TUIFly

(70)

Η Γερμανία προσκόμισε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ της FZG και της TUIFly, σύμφωνα με την οποία η TUIFly έπρεπε να καταβάλλει πάγιο ποσό ύψους […] ευρώ ανά επιβάτη, το οποίο κάλυπτε όλα τα σχετικά τέλη. Ωστόσο, ανέφερε επίσης ότι η TUIFly απαλλάχθηκε από κάθε τέλος για τους πρώτους […] επιβάτες. Μετά την επίτευξη του συγκεκριμένου αριθμού επιβατών την 1η Αυγούστου 2010, η TUIFly κατέβαλλε πάγιο ποσό […] ευρώ ανά επιβάτη.

3.3.1.3.    Τέλη καταβληθέντα από τη Ryanair

(71)

Η Ryanair εκτελούσε το δρομολόγιο Zweibrücken — Λονδίνο-Stansted από τις 28 Οκτωβρίου 2008 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2009. Για το πρώτο έτος εκμετάλλευσης, η FZG και η Ryanair είχαν συμφωνήσει στο ποσό των […] ευρώ. Ως αντάλλαγμα, η Ryanair δεσμεύτηκε να επιτύχει αριθμό τουλάχιστον […] επιβατών ετησίως. Σύμφωνα με τη Γερμανία, η Ryanair κατέβαλε […].

3.3.1.4.    Υπηρεσίες ληφθείσες από τις Germanwings, TUIFly και Ryanair

(72)

Όλες οι συμβάσεις μεταξύ της FZG και των διαφόρων αεροπορικών εταιρειών περιέχουν ενότητα σχετικά με πρόσθετες υπηρεσίες και τέλη. Στον πίνακα 6 παρατίθεται σύγκριση των σημαντικότερων πρόσθετων υπηρεσιών και των τιμών που χρεώνονταν στις εν λόγω αεροπορικές εταιρείες.

Πίνακας 6

Πρόσθετες υπηρεσίες και τέλη

Υπηρεσία

Τιμή TUIFly

Τιμή Germanwings

Τιμή Ryanair

Μονάδα αεροεκκινητήρα

[…]

[…]

[…]

Επίγεια μονάδα ισχύος

[…]

[…]

[…]

Καθαρισμός αεροσκάφους (τυποποιημένος)

[…]

[…]

[…]

Καθαρισμός αεροσκάφους (διανυκτέρευση)

[…]

[…]

[…]

Αποπάγωση αεροσκάφους

[…]

[…]

[…]

Υγρό και νερό για αποπάγωση

[…]

[…]

[…]

Κενός χώρος σε επιφάνεια τοίχου για διαφήμιση

[…]

[…]

[…]

Χώρος για γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων

[…]

[…]

[…]

Πρόσβαση σε υπόστεγο για έκτακτη τεχνική συντήρηση

[…]

[…]

[…]

Τουλάχιστον 4 συνεντεύξεις Τύπου ετησίως

[…]

[…]

[…]

Δύο ταξίδια για δημοσιογράφους ετησίως, οργανωμένα από τον αερολιμένα

[…]

[…]

[…]

Υπολογιστής, εκτυπωτές, τηλέφωνα, φαξ και εξοπλισμός SITA

[…]

[…]

[…]

3.3.2.   ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

3.3.2.1.    Ύπαρξη ενίσχυσης

(73)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή παρατήρησε καταρχάς ότι, δεδομένου ότι η FZG, η οποία χορήγησε τις εκπτώσεις των αερολιμενικών τελών στις διάφορες αεροπορικές εταιρείες, ανήκε εξ ολοκλήρου στο κράτος και τελούσε εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχό του, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω εκπτώσεις χορηγήθηκαν με διαφυγόντες κρατικούς πόρους. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι είναι πολύ πιθανό το κράτος να είχε ανάμειξη στην πραγματική σύναψη των συμβάσεων με τις διάφορες αεροπορικές εταιρείες και ότι η οικεία δημόσια εποπτική αρχή έπρεπε να εγκρίνει την κλίμακα τελών του αερολιμένα, με αποτέλεσμα η χορήγηση εκπτώσεων επί των αερολιμενικών τελών στις διάφορες αεροπορικές εταιρείες να είναι καταλογιστέα στο κράτος.

(74)

Για να απαντηθεί το ερώτημα του κατά πόσον οι εκπτώσεις χορήγησαν πλεονέκτημα στις αντίστοιχες αεροπορικές εταιρείες, η Επιτροπή υπενθύμισε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι πρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσον η FZG ενήργησε ως ΙΕΟΑ κατά τη χορήγηση των εκπτώσεων. Για τη συμμόρφωση με το κριτήριο του ΙΕΟΑ, πρέπει να καταδειχθεί ότι η απόφαση χορήγησης των εκπτώσεων βασίστηκε σε ορθό οικονομικό σκεπτικό και βελτίωσε την αποδοτικότητα του αερολιμένα. Επιπλέον, τα έσοδα που αποκομίζει ο αερολιμένας από σύμβαση με συγκεκριμένη αεροπορική εταιρεία δεν πρέπει να είναι κατώτερα του κόστους παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών στη συγκεκριμένη αεροπορική εταιρεία.

(75)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Γερμανία συνέκρινε τα αναμενόμενα έσοδα και έξοδα κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων συμβάσεων με τις αεροπορικές εταιρείες. Η Γερμανία διαβίβασε μόνο ένα μεσοπρόθεσμο επιχειρηματικό σχέδιο, το οποίο κάλυπτε την περίοδο 2011 — 2015. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι είναι αμφίβολο κατά πόσον τα έσοδα από τις συμβάσεις με τις αεροπορικές εταιρείες επαρκούσαν για την κάλυψη των δαπανών που σχετίζονταν με την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών σε αυτές. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, από την έναρξη των εμπορικών δραστηριοτήτων της, η FZG κατέγραφε αυξανόμενες ζημίες και ότι οι συμβάσεις δεν περιείχαν ρήτρα που είναι συνήθης σε άλλες συμβάσεις και η οποία θα επέτρεπε στην FZG να ανακτήσει τις εκπτώσεις σε περίπτωση που οι αεροπορικές εταιρείες αποφάσιζαν να διακόψουν τις δραστηριότητές τους από τον αερολιμένα Zweibrücken.

(76)

Η Επιτροπή έκρινε επίσης στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι, εάν ο αερολιμένας Zweibrücken είχε ενεργήσει ως ΙΕΟΑ, θα είχε εξετάσει αν το κλείσιμο του αερολιμένα θα ήταν λιγότερο δαπανηρό από τη συνέχιση της εκμετάλλευσής του. Η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το κόστος κλεισίματος του αερολιμένα σε σύγκριση με το κόστος συνέχισης της εκμετάλλευσής του. Τέλος, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται ότι οι εκπτώσεις φαίνεται ότι περιλάμβαναν τα τέλη ασφάλειας τα οποία η FZG όφειλε να καταβάλλει στην υπηρεσία ασφάλειας. Η Επιτροπή σημείωσε ότι οποιαδήποτε τιμή χρεωνόταν στις αεροπορικές εταιρείες η οποία δεν επέτρεπε στην FZG να ανακτήσει τα εν λόγω έξοδα θα συνιστούσε πλεονέκτημα για τις αεροπορικές εταιρείες. Συμπερασματικά, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμόρφωση των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν στις διάφορες αεροπορικές εταιρείες με την αρχή του ΙΕΟΑ.

(77)

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αεροπορικές εταιρείες λειτουργούσαν σε ανταγωνιστική αγορά και ότι κάθε χορηγηθέν σε αυτές πλεονέκτημα τούς επέτρεπε να ενισχύσουν τη θέση τους στην εν λόγω αγορά, η Επιτροπή έκρινε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι η χορηγηθείσα επί των τελών έκπτωση ήταν πιθανό να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(78)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας διατυπώνεται το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι οι εκπτώσεις των τελών συνιστούν κρατική ενίσχυση προς τις αντίστοιχες αεροπορικές εταιρείες (Germanwings, TUIFly και Ryanair).

3.3.2.2.    Συμβιβάσιμο

(79)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή αξιολόγησε κατά πόσον τα μειωμένα τέλη μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν συμβιβάσιμη ενίσχυση για την έναρξη νέων γραμμών βάσει του τμήματος 5 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Στην αξιολόγησή της η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον πληρούνται οι διάφορες προϋποθέσεις για το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων για την έναρξη νέων γραμμών.

(80)

Ειδικότερα, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας αναφερόταν ότι:

α)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς δεν είναι σαφές κατά πόσον και με ποιον τρόπο οι εκπτώσεις συνδέονταν με την αύξηση του αριθμού των επιβατών·

β)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχείο δ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς δεν είναι σαφές κατά πόσον οι εκπτώσεις μειώνονταν προοδευτικά και ήταν χρονικά περιορισμένες·

γ)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχείο ε) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς δεν είναι σαφές ποιες δαπάνες καλύπτονταν από τα μειωμένα τέλη·

δ)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχείο στ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς το μέτρο δεν φαίνεται να συνδέεται με επιλέξιμο κόστος·

ε)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχείο η) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η FZG δημοσιοποίησε την πρόθεσή της να χορηγήσει τις εκπτώσεις και τις πρόσφερε και σε άλλες αεροπορικές εταιρείες·

στ)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχείο θ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς δεν παρασχέθηκε κανένα επιχειρηματικό σχέδιο για την αποδοτικότητα των δρομολογίων που επωφελούνταν των μειωμένων τελών και δεν ήταν σαφές αν υπήρξε οποιαδήποτε επίπτωση σε ανταγωνιστικά δρομολόγια·

ζ)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχείο ι) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς δεν υπάρχει καμία ένδειξη κατάρτισης του απαιτούμενου καταλόγου·

η)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 79 στοιχεία ια) και ιβ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές· και

θ)

είναι αμφίβολο κατά πόσον τα μειωμένα τέλη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 80 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, καθώς δεν είναι σαφές αν τα μειωμένα τέλη σωρεύτηκαν με άλλους τύπους ενίσχυσης.

(81)

Συμπερασματικά, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι τα μειωμένα τέλη δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμη ενίσχυση για την έναρξη νέων γραμμών, καθώς δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο τμήμα 5 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

3.4.   ΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΜΕ ΤΗ RYANAIR ΚΑΙ ΤΗΝ AMS

3.4.1.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(82)

Συνήφθησαν δύο συμβάσεις υπηρεσιών μάρκετινγκ με τη Ryanair και τη θυγατρική της AMS. Βάσει της πρώτης σύμβασης, η οποία συνήφθη μεταξύ της Ryanair και της FZG, η τελευταία κατέβαλε […] ευρώ στη Ryanair για διάφορες δραστηριότητες μάρκετινγκ τις οποίες εκτέλεσε η Ryanair.

(83)

Η δεύτερη σύμβαση συνήφθη στις 6 Οκτωβρίου 2008 μεταξύ, αφενός, του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, εκπροσωπούμενου από τον υπουργό Οικονομικών, Μεταφορών, Γεωργίας και Αμπελουργίας, και, αφετέρου, της AMS. Στη σύμβαση αυτή δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη ούτε η FGAZ ούτε η FZG. Βάσει της σύμβασης, η AMS παρείχε διάφορες υπηρεσίες μάρκετινγκ, όπως τοποθέτηση στον δικτυακό τόπο της Ryanair συνδέσμων προς δικτυακούς τόπους τους οποίους καθόρισε το ομόσπονδο κράτος, και ανάρτηση σύντομων κειμένων σχετικά με το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου στον δικτυακό τόπο της Ryanair. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, το ομόσπονδο κράτος κατέβαλε στην AMS το συνολικό ποσό των […] ευρώ, ενώ για το δεύτερο έτος οι υπηρεσίες επρόκειτο να μειωθούν και το ομόσπονδο κράτος επρόκειτο να καταβάλει […] ευρώ.

(84)

Καθώς η Ryanair διέκοψε την παροχή των υπηρεσιών της προς και από τον αερολιμένα Zweibrücken ύστερα από λιγότερο από ένα έτος, η σύμβαση υπηρεσιών μάρκετινγκ για το δεύτερο έτος ακυρώθηκε τελικά και η τιμή για το πρώτο έτος μειώθηκε σε […] της συμφωνηθείσας τιμής. Στην πράξη, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου κατέβαλε τότε το συνολικό ποσό των 320 833 ευρώ στην AMS για υπηρεσίες μάρκετινγκ. Φαίνεται ότι η AMS εκτέλεσε όλες τις συμφωνηθείσες δραστηριότητες.

3.4.2.   ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

3.4.2.1.    Ύπαρξη ενίσχυσης

(85)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή παρατήρησε καταρχάς ότι οι πληρωμές του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου προς τις AMS/Ryanair εμπεριέχουν κρατικούς πόρους και είναι καταλογιστέες στο κράτος. Εφόσον η τιμή που κατέβαλε το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου υπερβαίνει την οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρείχαν οι AMS/Ryanair, οι πληρωμές συνιστούν απώλεια κρατικών πόρων.

(86)

Για να αξιολογήσει κατά πόσον οι συμβάσεις υπηρεσιών μάρκετινγκ χορήγησαν πλεονέκτημα στις AMS/Ryanair, η Επιτροπή έπρεπε να εφαρμόσει και πάλι την αρχή του ΙΕΟΑ. Παρατήρησε ότι στον αερολιμένα Zweibrücken, μόνον η Ryanair είχε λάβει στήριξη μάρκετινγκ σε βαθμό τέτοιο ώστε οι πληρωμές να μην εξαρτώνται κατά τα φαινόμενα από μετρήσιμο αντίκτυπο των μέτρων μάρκετινγκ (όπως αύξηση του αριθμού των επιβατών), και ότι δεν ήταν γνωστό κατά πόσον το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου ασκούσε οποιονδήποτε έλεγχο στην παροχή των υπηρεσιών μάρκετινγκ από τις AMS/Ryanair. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας επισημαίνεται περαιτέρω ότι η σύμβαση υπηρεσιών μάρκετινγκ συνδεόταν σαφώς με το δρομολόγιο Zweibrücken — Λονδίνο-Stansted, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί κίνητρο για το συγκεκριμένο νέο δρομολόγιο που καθιέρωσε η Ryanair τον Οκτώβριο του 2008. Εκτιμώντας ότι η Ryanair επωφελήθηκε άμεσα από τις δραστηριότητες μάρκετινγκ, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ryanair έπρεπε να καλύψει τουλάχιστον μέρος του σχετικού κόστους. Συμπερασματικά, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου ενήργησε ως ΙΕΟΑ, θεωρώντας κατ' επέκταση ότι χορήγησε πλεονέκτημα στις AMS/Ryanair.

(87)

Καθώς η στήριξη μάρκετινγκ χορηγήθηκε μόνον στις AMS/Ryanair, είναι σαφές ότι το μέτρο ήταν επιλεκτικό. Για τους ίδιους λόγους που περιγράφονται σχετικά με τα μειωμένα αερολιμενικά τέλη, η Επιτροπή έκρινε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι το μέτρο επηρέασε τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και νόθευσε ή απείλησε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η στήριξη μάρκετινγκ αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

3.4.2.2.    Συμβιβάσιμο

(88)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή αξιολόγησε κατά πόσον η στήριξη μάρκετινγκ που χορηγήθηκε στις AMS/Ryanair μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά συμβιβάσιμη ενίσχυση για την έναρξη νέων γραμμών βάσει του τμήματος 5 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Στην αξιολόγησή της, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον πληρούνται οι διάφορες προϋποθέσεις για το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων για την έναρξη νέων γραμμών. Οι λόγοι είναι ουσιαστικά ίδιοι με τους απαριθμούμενους στην αιτιολογική σκέψη 80 της παρούσας απόφασης όσον αφορά το συμβιβάσιμο των μειωμένων τελών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η στήριξη μάρκετινγκ δεν συνιστά συμβιβάσιμη ενίσχυση για την έναρξη νέων γραμμών.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

4.1.   ΔΗΜΟΣΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ ZWEIBRÜCKEN ΑΠΟ ΤΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ-ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟΥ / ΤΗ ZEF

4.1.1.   ΥΠΟΔΟΜΗ

4.1.1.1.    Ύπαρξη ενίσχυσης

Οικονομική δραστηριότητα και πλεονέκτημα

(89)

Οι γερμανικές αρχές υπενθύμισαν καταρχάς ότι δεν συμφωνούν με τη θέση της Επιτροπής ότι η κατασκευή των αερολιμενικών υποδομών αποτελεί οικονομική δραστηριότητα. Επισημαίνοντας ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε κυρίως στην απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση Leipzig/Halle, η Γερμανία επεσήμανε ότι εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση ασκηθείσα κατά της εν λόγω απόφασης και επιφυλάχθηκε να διατυπώσει τη θέση της μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου.

(90)

Δεύτερον, οι γερμανικές αρχές υποστήριξαν ότι καμία από τις επενδύσεις σε υποδομές που πραγματοποιήθηκαν πριν από το 2006, έτος κατά το οποίο ο αερολιμένας Zweibrücken ξεκίνησε τις εμπορικές δραστηριότητές του, δεν εμπίπτει στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Έως το 2006 ο αερολιμένας εξυπηρετούσε μόνον σκοπούς γενικής αεροπορίας και στρατιωτικής αεροπορίας και οι γερμανικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών για τους εν λόγω σκοπούς δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση, υποστήριξαν ότι, λόγω της μικρής κλίμακας των δραστηριοτήτων στον αερολιμένα Zweibrücken έως το 2006 (ο αριθμός των επιβατών δεν υπερέβη ποτέ τους 30 000 ετησίως έως το 2006), τυχόν δημόσια χρηματοδότηση δεν στρέβλωσε ούτε απείλησε να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και δεν επηρέασε τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(91)

Τρίτον, οι γερμανικές αρχές υποστήριξαν ότι η πλειονότητα των επενδύσεων που έλαβαν στήριξη με δημόσιες επιχορηγήσεις εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Τόνισαν ότι οι περισσότερες επενδύσεις ήταν απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια των δραστηριοτήτων στον αερολιμένα (ιδίως μετά την εντολή της οικείας εποπτικής αρχής ασφάλειας και τις καταγγελίες της ένωσης πιλότων «Cockpit»). Επομένως, όλα τα μέτρα που συνδέονται με τη διασφάλιση της ασφάλειας των δραστηριοτήτων στον αερολιμένα θεωρούνται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους.

(92)

Η Γερμανία εξέφρασε την έντονη αντίθεσή της στην ιδέα ότι οποιοδήποτε μέτρο το οποίο εμπίπτει στις αρμοδιότητες του κράτους μπορεί, έστω και μερικώς, να χορηγεί πλεονέκτημα στον επίμαχο αερολιμένα, εάν η σχετική χρηματοδότηση δεν χορηγείται χωρίς διακρίσεις σε όλους τους λοιπούς αερολιμένες του κράτους μέλους. Η Γερμανία υποστήριξε ότι η χρηματοδότηση μέτρων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ένας ή όλοι οι αερολιμένες πρέπει να επιβαρυνθούν με το κόστος των εν λόγω μέτρων. Συναφώς, θα πρέπει να υπάρχει ομοιόμορφη ερμηνεία της έννοιας «αρμοδιότητες του κράτους», ιδίως λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών ερμηνειών της έννοιας από τα κράτη μέλη.

(93)

Η Γερμανία υπέβαλε κατάλογο των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν σε σχέση με τις αρμοδιότητες του κράτους στο διάστημα από το 2006 έως το 2009 (συγκριτικά, το ποσό των συνολικών επενδύσεων κατά την εν λόγω περίοδο ανήλθε σε 22 476 812 ευρώ).

Πίνακας 7

Επισκόπηση δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους υποβληθείσα από τη Γερμανία  (22)

 

Μέτρα

Δαπάνες

Συνολικές δαπάνες

2006

[…]

[…]

[…]

2007

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2008

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

2009

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Γενικό σύνολο

19 707 315 ευρώ

(94)

Η Γερμανία ανέφερε ότι εκτιμά ότι η πρόβλεψη μέτρων ασφάλειας αερολιμένα βάσει του άρθρου 8 του Luftsicherheitsgesetz (νόμος για την ασφάλεια των αεροπορικών μεταφορών), μέτρων για την επιχειρησιακή ασφάλεια, μέτρων ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων βάσει του άρθρου 27c παράγραφος 2 του Luftverkehrsgesetz (νόμος για την εναέρια κυκλοφορία), μετεωρολογικών υπηρεσιών και πυροσβεστικών υπηρεσιών εμπίπτει στις αρμοδιότητες του κράτους, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για επενδύσεις ή λειτουργικές δαπάνες.

(95)

Η Γερμανία υποστήριξε ότι, όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων, η χρηματοδότηση των εν λόγω δραστηριοτήτων πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο του άρθρου 27c παράγραφος 2 του Luftverkehrsgesetz. Βάσει της εν λόγω διάταξης, γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, ορισμένων αερολιμένων στους οποίους η χρηματοδότηση των συγκεκριμένων μέτρων ασφάλειας σε ομοσπονδιακό επίπεδο θεωρείται απαραίτητη για λόγους ασφάλειας και πολιτικής μεταφορών και, αφετέρου, άλλων περιφερειακών αερολιμένων στους οποίους τα συγκεκριμένα μέτρα δεν θεωρούνται απολύτως αναγκαία από ομοσπονδιακή άποψη. Για τον λόγο αυτό είναι δικαιολογημένη η χρηματοδότηση από το ομόσπονδο κράτος των μέτρων ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων σε περιφερειακούς αερολιμένες, όπως αυτός του Zweibrücken, καθώς σε διαφορετική περίπτωση ο αερολιμένας θα έπρεπε να επωμιστεί τις εν λόγω δαπάνες. Ως εκ τούτου, η Γερμανία θεωρεί ότι η χρηματοδότηση των μέτρων ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων, είτε απευθείας από το κράτος σε ομοσπονδιακό επίπεδο είτε από τα ομόσπονδα κράτη, εμπίπτει σε κάθε περίπτωση στις αρμοδιότητες του κράτους.

(96)

Επιπλέον, σύμφωνα με τη Γερμανία, οι δαπάνες της πυροσβεστικής υπηρεσίας δεν ρυθμίζονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά υπάγονται στην αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατών, και για τον λόγο αυτό η πυροσβεστική υπηρεσία δεν χρηματοδοτείται από το κράτος σε όλους τους αερολιμένες. Η Γερμανία υποστήριξε ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση οφείλεται τόσο σε ιστορικούς όσο και αντικειμενικούς λόγους. Κυρίως λόγω της φύσης των αερολιμενικών δραστηριοτήτων, οι μικρότεροι περιφερειακοί αερολιμένες δεν μπορούν να επωμιστούν το υψηλό πάγιο κόστος της πυροσβεστικής υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, το κόστος αυτό βαρύνει το οικείο ομόσπονδο κράτος.

(97)

Όσον αφορά την ανακαίνιση του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης, η Γερμανία υποστήριξε ότι τα σχετικά μέτρα εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους, καθώς ήταν επείγοντα και απαραίτητα για τη διασφάλιση της ασφαλούς χρήσης του αερολιμένα Zweibrücken. Συναφώς, η Γερμανία υποστήριξε ότι η χρήση του αερολιμένα, ακόμη και για στρατιωτικούς σκοπούς δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τα εν λόγω μέτρα. Ως εκ τούτου, η ανακαίνιση ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστεί η δυνατότητα χρήσης είτε για στρατιωτικούς σκοπούς είτε για σκοπούς γενικής αεροπορίας. Επομένως, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι οι δαπάνες ανακαίνισης δεν συνδέονται αποκλειστικά με τις εμπορικές αεροπορικές μεταφορές.

(98)

Συναφώς, η Γερμανία ανέφερε ότι το είδος της ανακαίνισης και οι σχετικές με αυτήν δαπάνες υπαγορεύτηκαν από τη στρατιωτική ιστορία του αερολιμένα. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι εργασίες ενείχαν ορισμένους κινδύνους, καθώς δεν μπορούσε να αποκλειστεί η ύπαρξη βομβών από την εποχή του πολέμου, οι οποίες δεν είχαν εκραγεί. Πράγματι, φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης απομακρύνθηκαν δύο βόμβες οι οποίες δεν είχαν εκραγεί.

(99)

Κατά τα λοιπά, οι εργασίες ανακαίνισης περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, προσαρμογή του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης σε σύγχρονα πρότυπα όσον αφορά το πλάτος, ανανέωση του συστήματος αποστράγγισης, φώτα πλοήγησης και προειδοποιητικά φώτα ασφάλειας, σήμανση, παροχή ισχύος ανάγκης με παραλληλισμό δικτύου και επέκταση της περίφραξης και του τροχοδρόμου. Οι ανακαινίσεις που αφορούσαν τα φώτα, τη σήμανση και την ανύψωση του τροχοδρόμου αποτελούσαν αιτήματα που είχαν διατυπωθεί σε καταγγελίες της ένωσης πιλότων «Cockpit». Ένα άλλο σημαντικό μέρος της ανακαίνισης αφορούσε την αναδιοργάνωση της ασφάλειας του αερολιμένα, συμπεριλαμβανομένων νέων περιφράξεων, θυρών, συστήματος επιτήρησης μέσω βίντεο και συστήματος ενδοεπικοινωνίας, εγκατάστασης συρόμενων θυρών, ναρθήκων καλωδιώσεων κ.λπ.

(100)

Τέλος, η Γερμανία υποστήριξε ότι το κλείσιμο του αερολιμένα Zweibrücken δεν θεωρήθηκε ποτέ βιώσιμη επιλογή, καθώς η συνεχής λειτουργία του αερολιμένα είναι απαραίτητη λόγω των σκοπών στρατιωτικής και γενικής αεροπορίας που εξυπηρετεί. Συναφώς, η Γερμανία υποστήριξε περαιτέρω ότι το κλείσιμο και η κατεδάφιση του αερολιμένα θα συνεπάγονταν αδικαιολόγητες δαπάνες οι οποίες θα υπερέβαιναν κατά πολύ τα επενδυμένα ποσά. Ωστόσο, η Γερμανία δεν υπέβαλε καμία εκτίμηση των σχετικών με το κλείσιμο δαπανών ούτε σύγκριση των εν λόγω δαπανών με το κόστος συνέχισης της λειτουργίας.

(101)

Με βάση τα ανωτέρω, η Γερμανία υποστήριξε ότι η παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών στις εμπορικές αεροπορικές μεταφορές έχει νόημα από οικονομική άποψη. Η Γερμανία υποστήριξε ότι το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί ούτως ή άλλως προκειμένου να είναι δυνατή η παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών στους χρήστες της στρατιωτικής και της γενικής αεροπορίας (υποδομές κ.λπ.) και ότι, επομένως, η εξυπηρέτηση και των εμπορικών αεροπορικών μεταφορών συνεπάγεται μόνον περιορισμένες πρόσθετες δαπάνες, ενώ δημιουργεί πρόσθετα έσοδα.

Στρέβλωση του ανταγωνισμού και αντίκτυπος στις συναλλαγές

(102)

Η Γερμανία υποστήριξε ότι η δημόσια χρηματοδότηση των υποδομών του αερολιμένα Zweibrücken δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και δεν έχει αντίκτυπο στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Η Γερμανία ανέφερε περαιτέρω ότι ούτε η στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε ο αντίκτυπος στις συναλλαγές μπορούν να συναχθούν απλώς και μόνο από το γεγονός ότι πλησίον του αερολιμένα Zweibrücken υπάρχουν και άλλοι αερολιμένες. Η Γερμανία υποστήριξε ότι ο αερολιμένας Zweibrücken δεν ανταγωνίζεται τους αερολιμένες που απαριθμούνται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, και κυρίως τον αερολιμένα Saarbrücken.

(103)

Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των αερολιμένων Zweibrücken και Saarbrücken, η Γερμανία ανέφερε ότι οι δύο αερολιμένες συμπληρώνουν μάλλον παρά ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Η Γερμανία εξήγησε ότι οι δύο αερολιμένες έχουν διαφορετικά προφίλ λόγω των διαφορετικών υποδομών τους: ο αερολιμένας Saarbrücken διαθέτει επιβατικές υποδομές ανώτερης ποιότητας (όπως σύγχρονο τερματικό σταθμό) και επικεντρώνεται σε τακτικές πτήσεις και επιβάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους· από την άλλη πλευρά, ο αερολιμένας Zweibrücken διαθέτει μακρύτερο διάδρομο απογείωσης/προσγείωσης με υψηλότερη φέρουσα ικανότητα, πράγμα που τον καθιστά καταλληλότερο για βαρύτερα αεροσκάφη τα οποία εκτελούν πτήσεις μεγάλων αποστάσεων ή εμπορευματικές μεταφορές. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη Γερμανία, ο αερολιμένας Zweibrücken επικεντρώνεται σε ναυλωμένες πτήσεις και εμπορευματικές μεταφορές.

(104)

Βασιζόμενη στην εικαζόμενη συμπληρωματικότητα των αερολιμένων Zweibrücken και Saarbrücken, η Γερμανία ανέφερε ότι προβλέπεται στενότερη συνεργασία μεταξύ των δύο αερολιμένων. Η Γερμανία υποστήριξε περαιτέρω ότι οι αντίστοιχες περιφερειακές κυβερνήσεις έχουν ήδη αποφασίσει να συνεργαστούν στενότερα στο μέλλον, προβλέποντας τη δημιουργία κοινού αερολιμένα (εφεξής «αερολιμένας Σάαρ-Παλατινάτου») με δύο τοποθεσίες (Saarbrücken και Zweibrücken). Κατά την άποψη της Γερμανίας, η συνεργασία θα αποφέρει συνέργειες και θα συμβάλει στην εξοικονόμηση κεφαλαίων. Τέλος, η Γερμανία υπογράμμισε τη ζήτηση για αεροπορικές υπηρεσίες στην περιοχή (οι δύο αερολιμένες έχουν ήδη από κοινού 750 000 επιβάτες), υποστηρίζοντας ότι οι αερολιμένες Saarbrücken και Zweibrücken μπορούν μόνον από κοινού να ικανοποιήσουν την εν λόγω ζήτηση, κυρίως επειδή οι άλλοι γειτονικοί αερολιμένες δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα. Επομένως, σύμφωνα με τη Γερμανία, ο νέος «αερολιμένας Σάαρ-Παλατινάτου» δεν θα ανταγωνίζεται τους γειτονικούς αερολιμένες, όπως τον αερολιμένα του Λουξεμβούργου, τον αερολιμένα Metz-Nancy-Lorraine και τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn.

4.1.1.2.    Συμβιβάσιμο

(105)

Η Γερμανία εξήγησε ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η δημόσια χρηματοδότηση των μέτρων υποδομών συνιστά κρατική ενίσχυση, αυτή θα είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Προτού αναφερθεί σε κάθε απαιτούμενο στοιχείο, η Γερμανία τόνισε ότι οι επενδύσεις σε υποδομές που πραγματοποιήθηκαν στον αερολιμένα Zweibrücken είναι σχετικά ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με εκείνες που κρίθηκαν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά σε άλλους δημόσια χρηματοδοτούμενους περιφερειακούς αερολιμένες και αποσκοπούσαν μόνον στη μετατροπή υφιστάμενων στρατιωτικών υποδομών σε υποδομές για μη στρατιωτική χρήση.

Η κατασκευή και η εκμετάλλευση της υποδομής ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος

(106)

Η Γερμανία υποστήριξε καταρχάς ότι η δημόσια στήριξη των επενδύσεων σε υποδομές ανταποκρίνεται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος: οι επενδύσεις σε υποδομές πραγματοποιήθηκαν σε ενισχυόμενη περιφέρεια κατηγορίας Γ με στόχο τη βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών δομών. Η Γερμανία επεσήμανε ότι χρηματοδότηση της Ένωσης (η οποία παρασχέθηκε από το 1991 και έπειτα μέσω των προγραμμάτων Konver I, Konver II και PERIFRA) χρησιμοποιήθηκε για τη μετατροπή των στρατιωτικών υποδομών σε υποδομές για μη στρατιωτική χρήση, χρηματοδοτώντας για παράδειγμα τον εκσυγχρονισμό και την εγκατάσταση πύργου και την αποστράγγιση του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης. Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι δεν αντιλαμβάνεται για ποιον λόγο η Επιτροπή έχει αμφιβολίες όσον αφορά τον στόχο γενικού συμφέροντος, αφού έλαβε μέρος στη χρηματοδότηση της μετατροπής του πρώην στρατιωτικού αερολιμένα.

(107)

Παρουσιάζοντας το ιστορικό πλαίσιο, η Γερμανία εξήγησε ότι η αποχώρηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από τον αερολιμένα Zweibrücken το 1991 προκάλεσε σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα στην περιοχή, όπως ποσοστό ανεργίας της τάξης του 20 % στην πόλη Zweibrücken. Η Γερμανία δήλωσε ότι, ως εκ τούτου, η μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα σε μη στρατιωτικό αερολιμένα εξυπηρετούσε τον σκοπό της δημιουργίας θέσεων εργασίας και της βελτίωσης των περιφερειακών οικονομικών υποδομών. Η Γερμανία υποστήριξε επίσης ότι οι υπηρεσίες που παρέχει ο αερολιμένας είναι απαραίτητες για την περιοχή και ότι η περιφερειακή οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εύκολη πρόσβαση σε αεροπορικές υποδομές.

(108)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή αμφιβάλλει για τη συμμόρφωση προς το συγκεκριμένο κριτήριο φαίνεται να είναι και πάλι η εγγύτητα με τον αερολιμένα Saarbrücken και ο θεωρούμενος ανταγωνισμός με αυτόν. Συναφώς, η Γερμανία αναφέρθηκε εκ νέου στη συμπληρωματικότητα των δύο αερολιμένων, αποκλείοντας κάθε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Επιπλέον, ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η εγγύτητα με άλλους περιφερειακούς αερολιμένες δεν έχει σημασία όσον αφορά το κατά πόσον οι επιδοτούμενες υποδομές ανταποκρίνονται σε στόχο γενικού συμφέροντος. Η Γερμανία δήλωσε επίσης ότι ο μόνος σχετικός παράγοντας είναι το συμφέρον του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, καθώς πρόθεσή του ήταν να εξυπηρετήσει το γενικό συμφέρον στο έδαφός του χωρίς να εξαρτάται από υποδομές οι οποίες βρίσκονται σε άλλες περιφέρειες.

Η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του επιδιωκόμενου στόχου

(109)

Η Γερμανία εξήγησε ότι η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του καθορισμένου στόχου. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι επενδύσεις σε υποδομές περιορίστηκαν σε κάθε περίπτωση στη συμπλήρωση και στην επέκταση υφιστάμενων υποδομών, χωρίς τη δημιουργία περιττών εξειδικευμένων ή δαπανηρών πρόσθετων εγκαταστάσεων. Τόνισε ότι δεν κατασκευάστηκε νέος αερολιμένας στο Zweibrücken, αλλά ότι απλώς μετατράπηκε ένας πρώην στρατιωτικός αερολιμένας σε μη στρατιωτικό αερολιμένα. Η Γερμανία τόνισε επίσης ότι οι υποδομές είναι αναγκαίες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τη Γερμανία, σε ολόκληρο το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου δημιουργήθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, περίπου 5 000 θέσεις εργασίας σε σχέση με τον αερολιμένα Zweibrücken. Εξ αυτών, 2 708 θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν άμεσα ή έμμεσα στον αερολιμένα ή στη γύρω περιοχή μετατροπής του αερολιμένα έως το 2011. Οι εν λόγω θέσεις εργασίας συνέβαλαν επίσης στην εξοικονόμηση κοινωνικών δαπανών (25 εκατ. ευρώ ετησίως) και στη δημιουργία φορολογικών εσόδων. Η Γερμανία επεσήμανε περαιτέρω ότι οι θέσεις εργασίας έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία το ποσοστό ανεργίας είναι κατά 2 % υψηλότερο του μέσου όρου του ομόσπονδου κράτους. Η Γερμανία ανέφερε ότι η σημασία του αερολιμένα για την περιφερειακή οικονομία υπογραμμίζεται σε δύο γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων (23).

(110)

Η Γερμανία τόνισε εκ νέου ότι η εγγύτητα του αερολιμένα Saarbrücken δεν υπονομεύει την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των υποδομών στον αερολιμένα Zweibrücken. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι υποδομές στον αερολιμένα Zweibrücken είναι αναγκαίες για μεγάλα και βαρέα αεροσκάφη, διότι η προσγείωση αυτών των αεροσκαφών είναι δυνατή μόνον στον αερολιμένα Zweibrücken, καθώς ο διάδρομος απογείωσης/προσγείωσης του αερολιμένα Saarbrücken δεν έχει το απαιτούμενο μήκος. Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι ο αερολιμένας Zweibrücken παρέχει επίσης τη δυνατότητα εκτέλεσης νυχτερινών πτήσεων, οι οποίες είναι σημαντικές για τις εμπορευματικές μεταφορές.

Η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα

(111)

Η Γερμανία ανέφερε ότι η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα. Τόνισε ότι ο αριθμός των επιβατών στον αερολιμένα Zweibrücken αυξήθηκε από μόλις 17 732 επιβάτες το 2005 σε 223 165 επιβάτες το 2011. Εξήγησε ότι, βάσει του συγκεκριμένου κριτηρίου, συναφείς είναι μόνον οι προβλέψεις σχετικά με τον αριθμό των επιβατών και ότι αυτές υποδεικνύουν αυξανόμενη ζήτηση στην περιοχή. Παραπέμποντας σε μελέτη προβλέψεων της «Desel Consulting» και της «Airport Research GmbH» του 2009, η Γερμανία υποστήριξε ότι έως το 2025 μπορεί να αναμένεται αύξηση του αριθμού των επιβατών στον αερολιμένα Zweibrücken σε τουλάχιστον 1 350 000.

(112)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε για ακόμη μία φορά ότι η εγγύτητα του αερολιμένα Saarbrücken δεν μειώνει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές χρήσης του αερολιμένα Zweibrücken. Υπέβαλε προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες αύξηση του αριθμού των επιβατών μπορεί να αναμένεται και στον αερολιμένα Saarbrücken, και υποστήριξε ότι η προβλεπόμενη συνεργασία των δύο αερολιμένων θα διασφαλίσει ότι στο μέλλον δεν θα δημιουργηθεί ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αερολιμένων για τους ίδιους επιβάτες.

Ισότιμη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις υποδομές

(113)

Η Γερμανία ανέφερε ότι η πρόσβαση στις υποδομές είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις. Η κλίμακα τελών του 2005 εφαρμόζεται καταρχήν ομοιόμορφα σε όλους τους χρήστες του αερολιμένα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Η Γερμανία, παρότι ανέφερε ότι συμφωνήθηκαν στην πράξη ορισμένες παρεκκλίσεις από την επίσημη κλίμακα τελών για τακτικές και ναυλωμένες πτήσεις, επέμεινε ότι μειωμένα τέλη για το πρώτο έτος και εκπτώσεις προσφέρθηκαν σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες χωρίς διακρίσεις, με συγκρίσιμες ποσοστώσεις.

Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το ενωσιακό συμφέρον· οι γενικές αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας

(114)

Η Γερμανία εξήγησε ότι η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το γενικό συμφέρον βάσει των επιχειρημάτων που ήδη προβλήθηκαν. Σύμφωνα με τη Γερμανία, τα μέτρα είναι αναγκαία επειδή ο αερολιμένας Saarbrücken δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον αερολιμένα Zweibrücken. Η Γερμανία δήλωσε επίσης ότι οι επενδύσεις σε υποδομές περιορίστηκαν σε μέτρα αναγκαία για την επιχειρησιακή ασφάλεια του αερολιμένα. Τόνισε, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο εκσυγχρονισμός του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης θα ήταν αναγκαίος ακόμη και αν ο αερολιμένας δεν είχε χρησιμοποιηθεί για σκοπούς εμπορικών αεροπορικών μεταφορών.

4.1.2.   ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

4.1.2.1.    Ύπαρξη ενίσχυσης

(115)

Όσον αφορά το κατά πόσον η εκμετάλλευση αερολιμένα συνιστά οικονομική δραστηριότητα, η Γερμανία επανέλαβε ότι, προτού αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες εμπορικών αεροπορικών μεταφορών το 2006, ο αερολιμένας εξυπηρετούσε απλώς σκοπούς γενικής και στρατιωτικής αεροπορίας. Συναφώς, η Γερμανία υποστήριξε ότι η χρηματοδότηση της εκμετάλλευσης του αερολιμένα όσον αφορά τις συγκεκριμένες δραστηριότητες δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

(116)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι περισσότερες ζημίες της FZG τις οποίες καλύπτει η FGAZ μέσω της συμφωνίας αποτελεσμάτων χρήσης απορρέουν από την άσκηση εκ μέρους της FZG καθηκόντων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Σύμφωνα με τη Γερμανία, η κάλυψη δαπανών που σχετίζονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση.

(117)

Όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία του ορισμού της κρατικής ενίσχυσης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η Γερμανία παρέπεμψε στα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς όσον αφορά τα μέτρα επενδύσεων σε υποδομές, υποστηρίζοντας ότι ισχύουν ομοίως και στην προκειμένη περίπτωση.

4.1.2.2.    Συμβιβάσιμο

Απόφαση ΥΓΟΣ του 2005

(118)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι οι ετήσιες πληρωμές που καλύπτουν τις ζημίες της FZG είναι σύμφωνες με τις αρχές της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005. Η Γερμανία υποστήριξε ότι η άδεια εκμετάλλευσης του αερολιμένα, η οποία επιβάλλει υποχρέωση λειτουργίας, συνιστά την πράξη ανάθεσης. Επιπλέον, η Γερμανία ανέφερε ότι στον αερολιμένα ανατέθηκε τουλάχιστον «εκ των πραγμάτων» η παροχή ΥΓΟΣ. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Γερμανία, ακόμη και αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι δεν υφίσταται πράξη ανάθεσης, οι ενισχύσεις λειτουργίας προς τον αερολιμένα συμμορφώνονται με τις αρχές των κανόνων για τις ΥΓΟΣ και πρέπει, επομένως, να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

(119)

Επιπλέον, η Γερμανία απέρριψε την παρατήρηση της Επιτροπής ότι η υποχρέωση λειτουργίας που απορρέει από την άδεια εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα τερματιστεί αυτομάτως εάν ο αερολιμένας διακόψει τη δραστηριότητά του. Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η χρηματοδοτική στήριξη στον αερολιμένα έχει ως στόχο να καταστήσει δυνατή τη συνέχιση της λειτουργίας του και, επομένως, της εκπλήρωσης της υποχρέωσης λειτουργίας του, δηλαδή του καθήκοντος παροχής των ΥΓΟΣ που του έχουν ανατεθεί. Η Γερμανία ισχυρίστηκε επίσης ότι ο βασικός στόχος της υποχρέωσης λειτουργίας είναι να αποφευχθεί το κλείσιμο του αερολιμένα.

(120)

Παραπέμποντας στην ευρεία διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών όσον αφορά τον ορισμό των ΥΓΟΣ, η Γερμανία επεσήμανε ότι έχει τη διακριτική ευχέρεια να καθορίσει την αναγκαιότητα και την έκταση της ανάθεσης ΥΓΟΣ στον αερολιμένα. Ως προς την αναφορά της Επιτροπής στην εγγύτητα του αερολιμένα Saarbrücken, η Γερμανία τόνισε εκ νέου ότι, χωρίς τους δύο αερολιμένες, η περιοχή θα ερχόταν αντιμέτωπη με σοβαρή έλλειψη προσφοράς αερολιμενικών υπηρεσιών, γεγονός που θα συνεπάγονταν την ανάθεση ΥΓΟΣ και στους δύο αερολιμένες.

Τμήματα 4.2 και 4.3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές

(121)

Η Γερμανία υποστήριξε ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης βάσει της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005, είναι συμβιβάσιμες βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(122)

Καταρχάς, η Γερμανία τόνισε ότι μεγάλο μέρος των καλυπτόμενων ζημιών προκύπτει από την άσκηση από τον αερολιμένα δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Επιπλέον, επεσήμανε ότι η συμφωνία αποτελεσμάτων χρήσης δεν καλύπτει δαπάνες οι οποίες βαρύνουν «συνήθως» τον φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα. Στο πλαίσιο αυτό, ισχυρίστηκε ότι μεγάλο μέρος των δαπανών που δεν σχετίζονται με την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους προκύπτουν από το ιδιαίτερο παρελθόν του αερολιμένα Zweibrücken και, υπό την έννοια αυτή, δεν συνιστούν «συνήθεις δαπάνες». Η Γερμανία υποστήριξε ότι ο αερολιμένας έχει την υποχρέωση να παρέχει υπηρεσίες γενικής αεροπορίας και ότι είχε υποχρεωθεί να καλύψει τις δαπάνες για τη μετατροπή των στρατιωτικών υποδομών που υπήρχαν.

(123)

Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία υποστήριξε ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα τμήματα 4.2 και 4.3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές πληρούνται «εκ των πραγμάτων». Ειδικότερα, η Γερμανία δήλωσε ότι, καθώς καλύπτονται μόνον οι πραγματικές ζημίες, μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη υπεραντιστάθμισης.

4.2.   ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ-ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟΥ

(124)

Όσον αφορά το τραπεζικό δάνειο, η Γερμανία υποστήριξε ότι η Sparkasse Südwestpfalz, η οποία χορήγησε το δάνειο, λειτουργεί ως συνήθης εμπορική τράπεζα και ότι ενήργησε ως τέτοια κατά τη χορήγηση του δανείου, με αποτέλεσμα η απόφαση χορήγησης του δανείου να μην είναι καταλογιστέα στο κράτος. Η Γερμανία δήλωσε επίσης ότι κατά τη σύναψη του δανείου, η FZG συνέκρινε προσφορές από διάφορες τράπεζες, και το δάνειο της Sparkasse πληρούσε τους όρους της αγοράς.

(125)

Όσον αφορά την πλήρη εγγύηση του δανείου από το ομόσπονδο κράτος, η Γερμανία υποστήριξε ότι αποτελεί συνήθη εμπορική πρακτική η εγγύηση από μέτοχο των δανείων που λαμβάνουν οι θυγατρικές του. Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι το δάνειο χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τον εκσυγχρονισμό του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης, ο οποίος ήταν αναγκαίος για λόγους ασφάλειας και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στις αρμοδιότητες του κράτους. Επομένως, καθώς το μέτρο που χρηματοδοτήθηκε από το δάνειο δεν υπόκειται στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η εγγύηση που χορήγησε το ομόσπονδο κράτος δεν συνιστά ούτε αυτή ενίσχυση. Τέλος, η Γερμανία υποστήριξε ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η εγγύηση υπόκειται στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, η FZG δεν απέκτησε κανένα πλεονέκτημα καθώς το επιτόκιο του εγγυημένου δανείου εξακολουθούσε να είναι υψηλότερο από εκείνο συγκρίσιμων δανείων που χορηγήθηκαν στην FGAZ τα οποία δεν ήταν εξασφαλισμένα με εγγύηση.

(126)

Όσον αφορά το εσωτερικό κοινό ταμείο, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι το εσωτερικό κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους αποτελεί συνήθη χρηματοδοτικό μηχανισμό ο οποίος χρησιμοποιείται στις σχέσεις μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών. Η Γερμανία ανέφερε ότι το κοινό ταμείο είναι χρηματοδοτικό μέσο το οποίο σύστησε το ομόσπονδο κράτος το 2002. Στον μηχανισμό του κοινού ταμείου μπορούν να συμμετέχουν θεσμικά όργανα και ιδρύματα του ομόσπονδου κράτους και όλες οι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου στις οποίες το ομόσπονδο κράτος κατέχει ποσοστό άνω του 50 %. Η Γερμανία εξήγησε ότι το «Landeshauptkasse» του ομόσπονδου κράτους διαχειρίζεται σε καθημερινή βάση το υπόλοιπο του λογαριασμού του κοινού ταμείου.

(127)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, το κοινό ταμείο δεν χρηματοδοτείται άμεσα από τον προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους, αλλά από το πλεόνασμα ρευστών διαθεσίμων των συμμετεχόντων. Η Γερμανία εξήγησε περαιτέρω ότι τυχόν πλεόνασμα ρευστών διαθεσίμων στο κοινό ταμείο επενδύεται στις κεφαλαιαγορές· αντίστοιχα, τυχόν έλλειμμα καλύπτεται με δάνεια από την κεφαλαιαγορά. Ως εκ τούτου, η Γερμανία εκφράζει την άποψη ότι κάθε οικονομική στήριξη από τον μηχανισμό του κοινού ταμείου δεν χορηγείται μέσω κρατικών πόρων και επίσης δεν είναι καταλογιστέα στο κράτος.

(128)

Η Γερμανία επεσήμανε ότι, παρότι δεν απαιτούνται ασφάλειες από τις επιχειρήσεις που επωφελούνται από το κοινό ταμείο, οι επιχειρήσεις αυτές τελούν υπό την εποπτεία του ομόσπονδου κράτους και, υπό την ιδιότητα του πλειοψηφικού μετόχου της FGAZ, το ομόσπονδο κράτος μπορεί σε κάθε περίπτωση να ζητήσει εξασφαλίσεις.

(129)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, το γεγονός ότι η μητρική εταιρεία παρέχει τη δυνατότητα στις θυγατρικές της να χρηματοδοτούνται με επιτόκια συγκρίσιμα εκείνων που είναι διαθέσιμα για τη μητρική εταιρεία —εν προκειμένω, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου— έχει νόημα από οικονομική άποψη. Επομένως, σύμφωνα με τη Γερμανία, η χρηματοδότηση που προκύπτει από το κοινό ταμείο δεν μπορεί να συγκριθεί με σύνηθες δάνειο. Τέλος, η Γερμανία ανέφερε ότι το ομόσπονδο κράτος δεν συνεισέφερε ποτέ πόρους από τον τακτικό προϋπολογισμό του στο κοινό ταμείο, αλλά ότι αντιθέτως άντλησε κεφάλαια από την αγορά, όποτε κρίθηκε αναγκαίο.

(130)

Ισχυριζόμενη ότι το δάνειο, η εγγύηση και το κοινό ταμείο δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, η Γερμανία δεν ανέπτυξε επιχειρήματα σχετικά με το συμβιβάσιμό τους.

4.3.   ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΕΛΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ RYANAIR, GERMANWINGS ΚΑΙ TUIFly

(131)

Η Γερμανία υποστήριξε ότι οι συμβάσεις μεταξύ του αερολιμένα Zweibrücken και των διαφόρων αεροπορικών εταιρειών δεν περιέχουν καμία κρατική ενίσχυση καθώς δεν είναι εξαρχής καταλογιστέες στο κράτος. Υποστήριξε ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη των εν λόγω συμφωνιών ήταν ευθύνη της FZG, στο πλαίσιο των αμιγώς εμπορικών καθηκόντων της. Σύμφωνα με τη Γερμανία, παρότι οι συμβάσεις συζητήθηκαν με το εποπτικό συμβούλιο της FZG, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου συμμετείχε μόνον έμμεσα σε αυτές, μέσω των εκπροσώπων του στο εποπτικό συμβούλιο της FGAZ. Η Γερμανία ανέφερε επίσης ότι το ομόσπονδο κράτος δεν συμμετείχε άμεσα σε καμία διαπραγμάτευση με τις αεροπορικές εταιρείες σχετικά με εκπτώσεις. Τέλος, η Γερμανία υποστήριξε ότι η δυνατότητα καταλογισμού δεν μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι η κλίμακα τελών έπρεπε να εγκριθεί από δημόσια εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 43a του LuftVZO, καθώς η έγκριση αυτή αποτελεί γενική κανονιστική απαίτηση η οποία ισχύει τόσο για τους δημόσιους όσο και για τους ιδιωτικούς αερολιμένες.

(132)

Η Γερμανία υποστήριξε επίσης ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν σε διάφορες αεροπορικές εταιρείες δεν χορήγησαν επιλεκτικό πλεονέκτημα σε αυτές, καθώς οι εκπτώσεις ήταν διαθέσιμες εξίσου σε όλες τις ενδιαφερόμενες αεροπορικές εταιρείες. Υποστήριξε ότι οι εκπτώσεις θα χορηγούσαν επιλεκτικό πλεονέκτημα μόνον εάν είχαν διατεθεί κατά τρόπο που να δημιουργούνταν διακρίσεις και εάν μια αεροπορική εταιρεία είχε καταβάλει υψηλότερα ή χαμηλότερα τέλη από άλλες, χωρίς να υφίσταται αντικειμενικός λόγος για τη διαφοροποίηση αυτή.

(133)

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τη Γερμανία, η χορήγηση των εκπτώσεων είχε οικονομικό αντίκτυπο για την FZG, καθώς παρείχε τη δυνατότητα στις αεροπορικές εταιρείες να δραστηριοποιηθούν σε έναν αερολιμένα που μόλις ξεκινούσε δραστηριότητες εμπορικών αεροπορικών μεταφορών. Η Γερμανία υποστήριξε ότι, χορηγώντας τις εκπτώσεις, ο αερολιμένας κατένειμε τον κίνδυνο που ενείχε η δημιουργία νέου δρομολογίου μεταξύ του ιδίου και των αεροπορικών εταιρειών, παρέχοντας επίσης και στα δύο μέρη τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τον αυξανόμενο αριθμό επιβατών. Η Γερμανία υποστήριξε ότι, χωρίς τις εκπτώσεις, οι αεροπορικές εταιρείες δεν θα ήταν πρόθυμες να δραστηριοποιηθούν στον αερολιμένα Zweibrücken.

(134)

Η Γερμανία δήλωσε ότι οι εκπτώσεις προς τις αεροπορικές εταιρείες πρέπει να εκληφθούν ως δυνατότητα παραγωγής πρόσθετων εσόδων για την FZG, καθώς οι πάγιες λειτουργικές δαπάνες του αερολιμένα έπρεπε να καταβληθούν σε κάθε περίπτωση (για την εξυπηρέτηση σκοπών γενικής και στρατιωτικής αεροπορίας), ενώ η εγκατάσταση νέων αεροπορικών εταιρειών συνεπάγεται μόνον πολύ οριακές πρόσθετες μεταβλητές δαπάνες. Σύμφωνα με τη Γερμανία, επειδή η εξυπηρέτηση νέων αεροπορικών εταιρειών δεν έχει ως αποτέλεσμα αξιοσημείωτες πρόσθετες δαπάνες, δεν ήταν αναγκαία η εκ των προτέρων κατάρτιση επιχειρηματικών σχεδίων για να διαπιστωθεί αν μια σύμβαση με αεροπορική εταιρεία θα απέφερε πρόσθετα κέρδη.

(135)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, τα μειωμένα αερολιμενικά τέλη δεν είναι επιλεκτικά, διότι χορηγούνται χωρίς διακρίσεις. Ως εκ τούτου, η Γερμανία ήταν της γνώμης ότι δεν υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η Γερμανία υποστήριξε ότι οι αεροπορικές εταιρείες δεν μπορούν να ενισχύσουν τη θέση τους στην αγορά βάσει των εν λόγω τελών.

(136)

Υποστηρίζοντας ότι οι εκπτώσεις προς τις διάφορες αεροπορικές εταιρείες δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, η Γερμανία δεν ανέπτυξε επιχειρήματα σχετικά με το συμβιβάσιμό τους.

4.4.   ΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΜΕ ΤΗ RYANAIR ΚΑΙ ΤΗΝ AMS

(137)

Η Γερμανία τόνισε ότι οι συμβάσεις υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνήφθησαν μεταξύ του ομόσπονδου κράτους και της AMS είναι ανεξάρτητες από την FZG. Η Γερμανία υποστήριξε ότι στόχος των συμβάσεων υπηρεσιών μάρκετινγκ ήταν η προμήθεια υπηρεσιών μάρκετινγκ σε τιμή αγοράς πρωτίστως για την προώθηση του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου ως τουριστικού προορισμού και ως προορισμού για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τη Γερμανία, καθώς η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ δεν προοριζόταν συγκεκριμένα για την προώθηση του αερολιμένα, δεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ των μέτρων μάρκετινγκ και του αριθμού των επιβατών. Η Γερμανία δήλωσε ότι τα μέτρα μάρκετινγκ παρεμπιπτόντως αποσκοπούσαν επίσης στην προώθηση του αερολιμένα Zweibrücken.

(138)

Τονίζοντας ότι με τη σύναψη της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ το ομόσπονδο κράτος προμηθεύτηκε απλώς υπηρεσίες μάρκετινγκ σε τιμή αγοράς, η Γερμανία υποστήριξε ότι η σύμβαση υπηρεσιών μάρκετινγκ δεν περιέχει κρατική ενίσχυση και δεν πρέπει να αξιολογηθεί ως μέτρο ενίσχυσης υπέρ αεροπορικής εταιρείας βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

5.1.   RYANAIR

5.1.1.   ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΕΛΩΝ

(139)

Η Ryanair ισχυρίστηκε ότι οι εκπτώσεις που χορήγησε η FZG σε διάφορες αεροπορικές εταιρείες δεν περιλαμβάνουν κρατική ενίσχυση, επειδή είναι σύμφωνες με την αρχή του ΙΕΟΑ. Πρώτον, η Ryanair ισχυρίστηκε ότι, κατά την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ στη σχέση μεταξύ αερολιμένα και αεροπορικών εταιρειών, θα πρέπει μόνον να τίθεται το ερώτημα του κατά πόσον η σύμβαση αποφέρει πρόσθετη αποδοτικότητα στον αερολιμένα. Σύμφωνα με τη Ryanair, όλες οι δαπάνες που αφορούν τις υποδομές και οι πάγιες λειτουργικές δαπάνες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μη ανακτήσιμες δαπάνες. Σύμφωνα με τη Ryanair, κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον η σύμβαση είναι σύμφωνη με την αρχή του ΙΕΟΑ, η Επιτροπή θα πρέπει, επομένως, να λάβει υπόψη μόνον τις πρόσθετες δαπάνες του αερολιμένα, οι οποίες συνδέονται άμεσα με την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών στην επίμαχη αεροπορική εταιρεία, και να εξετάσει κατά πόσον τα συνολικά έσοδα που προκύπτουν από τη σύμβαση υπερβαίνουν τις εν λόγω πρόσθετες δαπάνες. Στο πλαίσιο αυτό, η Ryanair υπογράμμισε ότι καμία από τις δαπάνες που αφορούν τις υποδομές δεν πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τη συμφωνία μεταξύ της Ryanair και της FZG και, ως εκ τούτου, αυτές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως πρόσθετες δαπάνες που συνδέονται με την εν λόγω συμφωνία.

(140)

Από την άλλη πλευρά, η Ryanair υποστήριξε ότι, κατά την αξιολόγηση των εσόδων, η Επιτροπή πρέπει να λάβει επίσης υπόψη τις εξωτερικές επιπτώσεις δικτύου που αναμενόταν να προκύψουν όταν η FZG και η Ryanair συνήψαν τη σύμβαση υπηρεσιών το 2008. Η Ryanair ανέφερε ότι το γεγονός ότι οι εν λόγω εξωτερικές επιπτώσεις δικτύου δεν προέκυψαν τελικά δεν μπορούσε να είχε προβλεφθεί και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελές.

(141)

Η Ryanair εξήγησε επίσης ότι η έκπτωση δεν ευνόησε επιλεκτικά τη Ryanair. Η Ryanair υποστήριξε ότι η έκπτωση για το πρώτο έτος λειτουργίας προσφέρθηκε ως αναγνώριση του σημαντικού εμπορικού κινδύνου που αυτή ανέλαβε με την καθιέρωση τακτικών πτήσεων καθ' όλη τη διάρκεια του έτους σε έναν αερολιμένα που ήταν άγνωστος τότε. Σύμφωνα με τη Ryanair, στην περίπτωση του αερολιμένα Zweibrücken, δεν θα ήταν λογικό για τη Ryanair να αποδεχθεί έναν τέτοιο εμπορικό κίνδυνο χωρίς καθεστώς παροχής κινήτρων.

(142)

Επιπλέον, η Ryanair δήλωσε ότι παρόμοια συμφωνία ήταν ανοικτή σε οποιαδήποτε άλλη αεροπορική εταιρεία, δηλαδή η έκπτωση των τελών αερολιμενικών υπηρεσιών για το πρώτο έτος λειτουργίας ήταν διαθέσιμη σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες που εγκαινίαζαν νέα δρομολόγια από τον αερολιμένα Zweibrücken. Ειδικότερα, η Ryanair τόνισε ότι η σύμβασή της με την FZG περιελάμβανε ρήτρα η οποία προέβλεπε ότι «[η] παρούσα συμφωνία συνάπτεται σε μη αποκλειστική βάση. Οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι οι όροι που παραχωρούνται στη Ryanair βάσει της συμφωνίας είναι επίσης διαθέσιμοι, με διαφανή τρόπο και χωρίς διακρίσεις, σε κάθε άλλη αεροπορική εταιρεία που θα δεσμευτεί για παρόμοιο όγκο αεροπορικής δραστηριότητας στον αερολιμένα (24)

(143)

Σε κάθε περίπτωση, η Ryanair ισχυρίστηκε ότι οι συμφωνίες μεταξύ αυτής και της FZG δεν μπορούν να περιέχουν κρατική ενίσχυση καθώς δεν είναι καταλογιστέες στο κράτος. Η Ryanair ισχυρίστηκε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καταδείξει τη δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος δεν επαρκούν, καθώς μπορεί να αντικατοπτρίζουν το συμφέρον των δημόσιων αρχών όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις και το μέλλον του αερολιμένα, αλλά δεν καταδεικνύουν καμία πραγματική ανάμειξη οποιασδήποτε δημόσιας αρχής στις διαπραγματεύσεις και στις συμφωνίες της FZG με τη Ryanair.

(144)

Επιπλέον, η Ryanair υπέβαλε σειρά υπομνημάτων που συνέταξε η Oxera, καθώς και ανάλυση που εκπόνησε ο καθηγητής Damien P. McLoughlin.

Υπόμνημα 1 της Oxera — Προσδιορισμός της αγοραίας τιμής αναφοράς κατά την ανάλυση συγκρίσιμων αερολιμένων ενόψει των ελέγχων του κριτηρίου του ΙΕΟΑ. Υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων που αφορούν τη Ryanair, υπόμνημα που συνέταξε η Oxera για τη Ryanair στις 9 Απριλίου 2013

(145)

Η Oxera εκτιμά ότι η μέθοδος της Επιτροπής που συνίσταται στο να αποδέχεται ως συγκρίσιμους αερολιμένες μόνον αυτούς που βρίσκονται στην ίδια ζώνη επιρροής με αυτή του αερολιμένα που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας είναι εσφαλμένη.

(146)

Η Oxera ισχυρίστηκε ότι οι αγοραίες τιμές αναφοράς που ελήφθησαν από συγκρίσιμους αερολιμένες δεν επηρεάζονται από τις κρατικές ενισχύσεις προς γειτονικούς αερολιμένες. Επομένως, είναι δυνατό να εκτιμηθεί με αξιόπιστο τρόπο μια αγοραία αξία αναφοράς κατά τον έλεγχο του κριτηρίου του ΙΕΟΑ.

(147)

Αυτό συμβαίνει διότι:

α)

οι συγκριτικές αναλύσεις χρησιμοποιούνται ευρέως κατά τον έλεγχο του κριτηρίου του ΙΕΟΑ και σε άλλους τομείς εκτός από τις κρατικές ενισχύσεις·

β)

οι επιχειρήσεις αλληλοεπηρεάζονται κατά τη λήψη των αποφάσεών τους μόνο στο μέτρο που τα προϊόντα τους είναι υποκατάστατα ή συμπληρωματικά·

γ)

οι αερολιμένες εντός της ίδιας ζώνης επιρροής δεν ανταγωνίζονται κατ' ανάγκη μεταξύ τους, και οι συγκρίσιμοι αερολιμένες που χρησιμοποιούνται στις υποβληθείσες εκθέσεις αντιμετωπίζουν περιορισμένο μόνον ανταγωνισμό από κρατικούς αερολιμένες εντός των αντίστοιχων ζωνών επιρροής τους [κάτω του 1/3 των εμπορικών αερολιμένων εντός των ζωνών επιρροής των συγκρίσιμων αερολιμένων είναι εξ ολοκλήρου κρατικοί, και κανένας εξ αυτών δεν αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας στο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων (σύμφωνα με στοιχεία του Απριλίου του 2013)]·

δ)

ακόμη και όταν οι συγκρίσιμοι αερολιμένες αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό από κρατικούς αερολιμένες στην ίδια ζώνη επιρροής, ενδέχεται να υπάρχουν λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά τους είναι σύμφωνη με την αρχή του ΙΕΟΑ (π.χ. εάν ο ιδιωτικός τομέας κατέχει σημαντική συμμετοχή ή η διαχείριση του αερολιμένα ασκείται από ιδιωτικό φορέα)·

ε)

οι αερολιμένες ΙΕΟΑ δεν καθορίζουν τιμές χαμηλότερες του πρόσθετου κόστους.

Υπόμνημα 2 της Oxera — Αρχές που διέπουν την ανάλυση της αποδοτικότητας κατά τη διάρκεια των ελέγχων με βάση την αρχή του ΙΕΟΑ. Υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων που αφορούν τη Ryanair, υπόμνημα που συνέταξε η Oxera για τη Ryanair στις 9 Απριλίου 2013

(148)

Η Oxera προέβαλε το επιχείρημα ότι η ανάλυση της αποδοτικότητας που εκπόνησε η ίδια στις εκθέσεις της που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή τηρεί τις αρχές που θα υιοθετούσε ένας συνετός επενδυτής του ιδιωτικού τομέα και αντικατοπτρίζει τη μέθοδο που προκύπτει από την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής.

(149)

Οι αρχές που διέπουν την ανάλυση της αποδοτικότητας είναι οι εξής:

α)

η αξιολόγηση θα έπρεπε να γίνεται σταδιακά·

β)

δεν θα ήταν υποχρεωτικό να υπάρχει εκ των προτέρων επιχειρηματικό σχέδιο·

γ)

στην περίπτωση ενός μη κορεσμένου αεροδρομίου, η μέθοδος του ενιαίου ταμείου θα ήταν η κατάλληλη μέθοδος τιμολόγησης·

δ)

θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα εισοδήματα που συνδέονται με την οικονομική δραστηριότητα του αερολιμένα·

ε)

θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη η συνολική διάρκεια της συμφωνίας καθώς και οι ενδεχόμενες παρατάσεις·

στ)

οι μελλοντικές χρηματοδοτικές ροές θα έπρεπε να προεξοφλούνται με σκοπό να αξιολογηθεί η αποδοτικότητα των συμφωνιών·

ζ)

η πρόσθετη αποδοτικότητα που αποφέρουν οι συμφωνίες που έχει συνάψει η Ryanair με τους αερολιμένες θα έπρεπε να αξιολογηθεί με βάση τις εκτιμήσεις για τον εσωτερικό συντελεστή απόδοσης ή με βάση μετρήσεις που βασίζονται στην καθαρή παρούσα αξία.

Ανάλυση του καθηγητή Damien P. McLoughlin — Ανάπτυξη εμπορικού σήματος: γιατί και πώς οι λιγότερο γνωστοί αερολιμένες πρέπει να επενδύσουν στο μάρκετινγκ, ανάλυση που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ryanair στις 10 Απριλίου 2013

(150)

Σκοπός του εν λόγω εγγράφου είναι να καθοριστεί το εμπορικό σκεπτικό που διέπει τις αποφάσεις των περιφερειακών αερολιμένων για την αγορά διαφημιστικών υπηρεσιών στον δικτυακό τόπο Ryanair.com από την AMS.

(151)

Στο έγγραφο διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός πολύ ισχυρών, ευρέως γνωστών και συνήθως χρησιμοποιούμενων αερολιμένων. Οι ασθενέστεροι ανταγωνιστές πρέπει να ξεπεράσουν τη στατική αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών προκειμένου να διασφαλίσουν την επέκταση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Οι μικρότεροι περιφερειακοί αερολιμένες πρέπει να αναζητήσουν τρόπους ώστε να προβάλλουν σε μόνιμη βάση το εμπορικό σήμα τους σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό. Οι παραδοσιακές μορφές διαφημιστικής προβολής προϋποθέτουν δαπάνες οι οποίες υπερβαίνουν τους πόρους τους.

Υπομνήματα 3 και 4 της Oxera που εκπονήθηκαν στις 17 και 31 Ιανουαρίου 2014 — Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι συμφωνίες της AMS κατά την ανάλυση αποδοτικότητας στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ;

(152)

Η Ryanair υπέβαλε επιπρόσθετες εκθέσεις που κατάρτισε η εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Oxera. Στις εν λόγω εκθέσεις, η Oxera εξέτασε τις αρχές που θα πρέπει, σύμφωνα με την άποψη της αεροπορικής εταιρείας, να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ κατά την ανάλυση της αποδοτικότητας, αφενός, των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ της Ryanair και αερολιμένων και, αφετέρου, των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ μεταξύ της AMS και των ίδιων αερολιμένων (25). Η Ryanair τόνισε ότι οι εκθέσεις αυτές δεν μεταβάλλουν κατά κανένα τρόπο τη θέση της εταιρείας που διατυπώθηκε ανωτέρω ότι οι συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ θα πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο χωριστών ελέγχων του κριτηρίου του ΙΕΟΑ.

(153)

Από τις εκθέσεις προέκυψε ότι τα κέρδη που παράγονται από την AMS θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ως έσοδα σε κοινή ανάλυση σχετικά με την αποδοτικότητα, ενώ οι δαπάνες της AMS θα πρέπει να ενσωματώνονται στο κόστος. Προς τον σκοπό αυτό, στις εκθέσεις προτάθηκε η εφαρμογή μεθοδολογίας βάσει των ταμειακών ροών στην κοινή ανάλυση της αποδοτικότητας, η οποία συνεπάγεται τη δυνατότητα αντιμετώπισης των δαπανών των αερολιμένων για την AMS ως πρόσθετων λειτουργικών δαπανών.

(154)

Στις εκθέσεις δόθηκε έμφαση στο γεγονός ότι οι δραστηριότητες μάρκετινγκ συμβάλλουν στη δημιουργία και στη στήριξη της αξίας του εμπορικού σήματος, το οποίο συνδράμει στην παραγωγή αποτελεσμάτων και οφελών όχι μόνο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, αλλά και μετά τη λήξη της. Αυτό συμβαίνει ιδίως σε περιπτώσεις όπου, λόγω του γεγονότος ότι η Ryanair έχει συνάψει συμφωνία με τον συγκεκριμένο αερολιμένα, εγκαθίστανται στον αερολιμένα και άλλες αεροπορικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να προσελκύονται περισσότερα καταστήματα στον αερολιμένα και να παράγονται, συνεπώς, περισσότερα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες για τον αερολιμένα. Κατά την άποψη της Ryanair, εάν η Επιτροπή προβαίνει σε κοινή ανάλυση της αποδοτικότητας, τα εν λόγω οφέλη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με την αντιμετώπιση των δαπανών της AMS ως πρόσθετων λειτουργικών δαπανών, αφαιρουμένων των πληρωμών προς την AMS.

(155)

Επιπλέον, η Ryanair φρονεί ότι στις προβλέψεις των πρόσθετων κερδών κατά τη λήξη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται μια τελική αξία, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η παραγόμενη αξία μετά τη λήξη της συμφωνίας. Η τελική αξία θα μπορούσε να αναπροσαρμόζεται βάσει της πιθανότητας «ανανέωσης», με τον υπολογισμό της προσδοκώμενης συνέχισης της παραγωγής κερδών μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας με τη Ryanair ή εφόσον συμφωνηθούν παρόμοιοι όροι με άλλες αεροπορικές εταιρείες. Η Ryanair θεώρησε ότι, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν εφικτό να υπολογιστεί χαμηλότερο όριο για τα από κοινού παραγόμενα οφέλη στο πλαίσιο της συμφωνίας με την AMS και της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, αντικατοπτρίζοντας με τον τρόπο αυτόν τον αβέβαιο χαρακτήρα των πρόσθετων κερδών μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών.

(156)

Προς συμπλήρωση της συγκεκριμένης προσέγγισης, στις εκθέσεις παρατέθηκε συγκεφαλαιωτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων μελετών σχετικά με τις επιπτώσεις του μάρκετινγκ στην αξία του εμπορικού σήματος. Οι εν λόγω μελέτες αναγνωρίζουν το γεγονός ότι το μάρκετινγκ μπορεί να στηρίξει την αξία ενός εμπορικού σήματος και δύναται να συνδράμει στη δημιουργία πελατειακής βάσης. Σύμφωνα με τις εκθέσεις, στην περίπτωση αερολιμένα, το μάρκετινγκ στον δικτυακό τόπο Ryanair.com αυξάνει ιδίως την προβολή του εμπορικού σήματος. Επιπλέον, στις εκθέσεις επισημαίνεται ότι οι μικρότεροι περιφερειακοί αερολιμένες που επιθυμούν να αυξήσουν την εναέρια κυκλοφορία τους μπορούν, επομένως, να αυξήσουν ειδικά την αξία του εμπορικού τους σήματος με τη σύναψη συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS.

(157)

Τέλος, στις εκθέσεις αναφέρεται ότι η υιοθέτηση μεθόδου βάσει των ταμειακών ροών είναι προτιμότερη από τη μέθοδο της κεφαλαιοποίησης, στην οποία οι δαπάνες για τις υπηρεσίες μάρκετινγκ που παρέχει η AMS αντιμετωπίζονται ως κεφαλαιουχικές δαπάνες σε άυλο στοιχείο ενεργητικού (δηλαδή, την αξία του εμπορικού σήματος) (26). Η μέθοδος κεφαλαιοποίησης θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη μόνο το ποσοστό των δαπανών μάρκετινγκ που καταλογίζονται στα άυλα στοιχεία ενεργητικού ενός αερολιμένα. Οι δαπάνες μάρκετινγκ θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως κεφαλαιουχικές δαπάνες σε άυλο στοιχείο ενεργητικού και στη συνέχεια να αποσβένονται για τη διάρκεια της σύμβασης, λαμβανομένης υπόψη μιας υπολειμματικής αξίας κατά την προβλεπόμενη λήξη ισχύος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών. Η συγκεκριμένη μέθοδος δεν θα λάμβανε υπόψη τα πρόσθετα κέρδη που θα απέφερε η σύναψη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair και είναι επίσης δύσκολο να υπολογιστεί η αξία του άυλου στοιχείου ενεργητικού λόγω των δαπανών του εμπορικού σήματος και της χρονικής περιόδου χρήσης του στοιχείου ενεργητικού. Η μέθοδος βάσει των ταμειακών ροών κρίνεται καταλληλότερη από τη μέθοδο της κεφαλαιοποίησης, καθώς στη μέθοδο της κεφαλαιοποίησης δεν συνεκτιμώνται τα οφέλη που αναμένεται να προκύψουν για τον αερολιμένα από την υπογραφή της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair.

5.1.2.   ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

(158)

Η Ryanair τόνισε ότι οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ της AMS είναι χωριστές από τις συμφωνίες της Ryanair με αερολιμένες και θα πρέπει να αξιολογηθούν χωριστά, καθώς οι δύο εταιρείες δεν μπορούν να θεωρηθούν ενιαίος δικαιούχος. Οι συμφωνίες αποτέλεσαν αντικείμενο χωριστών διαπραγματεύσεων, αφορούσαν διαφορετικές υπηρεσίες και δεν υφίσταται μεταξύ τους κανένας σύνδεσμος που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους ως ενιαίου εικαζόμενου μέτρου κρατικής ενίσχυσης. Η σύναψη συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εκτέλεση δρομολογίων από τη Ryanair προς και από έναν αερολιμένα. Η Ryanair τόνισε ότι η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ της AMS συνήφθη με το υπουργείο, συνιδιοκτήτη του αερολιμένα, και ωφέλησε τον αερολιμένα, αλλά δεν αποσκοπούσε στη βελτίωση του συντελεστή πληρότητας ή της απόδοσης στα δρομολόγια της Ryanair.

(159)

Όσον αφορά την αξία της εμπορικής προώθησης, η Ryanair ισχυρίστηκε ότι ο χώρος που διατίθεται για εμπορική προώθηση στον δικτυακό τόπο της Ryanair είναι πόρος εν ανεπαρκεία και η ζήτηση για τον συγκεκριμένο χώρο είναι υψηλή, μεταξύ άλλων από επιχειρήσεις που δεν είναι αερολιμένες. Κατά την άποψη της Ryanair, ακόμη και οι παραδοσιακές αεροπορικές εταιρείες αντιλαμβάνονται πλέον την αξία των δικτυακών τόπων τους για σκοπούς μάρκετινγκ και διαφήμισης. Η Ryanair υποστήριξε ότι οι αερολιμένες επιλέγουν να στηρίξουν την ανάπτυξη του εμπορικού τους σήματος διαφημιζόμενοι στον δικτυακό τόπο Ryanair.com ή στους δικτυακούς τόπους άλλων αεροπορικών εταιρειών. Η Ryanair δήλωσε επίσης ότι η αυξημένη αυτή αναγνώριση του εμπορικού σήματος μπορεί να ωφελήσει τους αερολιμένες με διάφορους αμοιβαίως ενισχυτικούς και συμπληρωματικούς τρόπους. Ο αερολιμένας Zweibrücken είναι πολύ λιγότερο γνωστός διεθνώς από τον αερολιμένα του Παρισιού ή τον αερολιμένα Heathrow και πρέπει, ως εκ τούτου, να επενδύσει σε διαφήμιση για να βελτιώσει την αναγνώριση του εμπορικού του σήματος και να μεγιστοποιήσει τον αριθμό των εισερχόμενων επιβατών. Η Ryanair κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ομόσπονδο κράτος είχε διττό κίνητρο να συνάψει τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS: πρώτον, ένα αμιγώς εμπορικό κίνητρο, ως συνιδιοκτήτης κατά 50 % του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Zweibrücken· δεύτερον, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να προωθήσει τον τουρισμό και τις επιχειρηματικές ευκαιρίες στο ομόσπονδο κράτος. Ως εκ τούτου, η Ryanair είναι της άποψης ότι το ομόσπονδο κράτος προμηθεύτηκε πολύτιμες υπηρεσίες μάρκετινγκ σε τιμή αγοράς.

5.2.   AIRPORT MARKETING SERVICES (AMS)

(160)

Η AMS υποστήριξε ότι, αντίθετα με τα αναφερόμενα στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη συμφωνία της FZG με τη Ryanair και τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ του ομόσπονδου κράτους με την AMS ως συνδεόμενες μεταξύ τους αλλά ως δύο χωριστές επιχειρηματικές συναλλαγές. Η AMS ανέφερε ότι είναι θυγατρική της Ryanair με πραγματικά αυτόνομο εμπορικό σκοπό, η οποία συστάθηκε για την ανάπτυξη δραστηριότητας που δεν εμπίπτει στη βασική εμπορική δραστηριότητα της Ryanair. Η AMS διευκρίνισε ότι η Ryanair τη χρησιμοποιεί ως ενδιάμεσο φορέα για την πώληση διαφημιστικού χώρου στον δικτυακό τόπο της. Η AMS ισχυρίστηκε επιπλέον ότι, καταρχήν, οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ της AMS με αερολιμένες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συνάπτονται χωριστά από τις συμφωνίες της Ryanair με τους ίδιους αερολιμένες. Η AMS ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία μεταξύ της AMS και του ομόσπονδου κράτους δεν χορηγεί κανένα πλεονέκτημα στη Ryanair· η Ryanair δεν ασκεί πιέσεις στους εταίρους της ώστε να συνάπτουν συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS και οι επιδόσεις των δρομολογίων της Ryanair είναι γενικά ίδιες σε δρομολόγια προς αερολιμένες με τους οποίους έχει συναφθεί συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS και σε αερολιμένες με τους οποίους δεν έχει συναφθεί τέτοια συμφωνία.

(161)

Η AMS υποστήριξε περαιτέρω ότι, κατά την αγορά υπηρεσιών μάρκετινγκ, η FZG ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ΙΕΟΑ, καθώς η διαφήμιση στον δικτυακό τόπο Ryanair.com θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει υψηλή πραγματική αξία για το ομόσπονδο κράτος, και ότι η τιμή που χρέωσε η AMS ήταν η αγοραία τιμή για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες. Η AMS ισχυρίστηκε ότι οι τιμές στις οποίες παρέχει διαφημιστικό χώρο και οι όγκοι του χώρου που αγοράζεται δεν συνιστούν διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτών διαφημιζομένων. Η AMS δήλωσε περαιτέρω ότι φέρεται ότι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την απόκτηση πρόσβασης στον περιορισμένο χώρο διαφήμισης στον δικτυακό τόπο Ryanair.com. Αυτό σημαίνει, κατά την άποψη της AMS, ότι οι συμφωνίες της AMS με δημόσιους αερολιμένες δεν μπορούν να περιέχουν κρατική ενίσχυση, καθώς η AMS μπορεί εξίσου εύκολα να πωλήσει τον χώρο στον δικτυακό τόπο σε ιδιωτική εταιρεία, σε συγκρίσιμη τιμή.

(162)

Η AMS υπογράμμισε επίσης ότι είναι λογικό για έναν μικρό περιφερειακό αερολιμένα να προμηθεύεται υπηρεσίες μάρκετινγκ από την AMS. Η AMS υποστήριξε ότι οι εν λόγω αερολιμένες έχουν συνήθως ανάγκη να αυξήσουν την αναγνωρισιμότητα του εμπορικού τους σήματος τους και η διαφήμιση σε δικτυακό τόπο αεροπορικής εταιρείας μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των πιο αποδοτικών αλλοδαπών επιβατών (οι αλλοδαποί επιβάτες παράγουν περισσότερα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες από ό,τι οι εξερχόμενοι επιβάτες οι οποίοι προέρχονται από την περιοχή στην οποία βρίσκεται ο αερολιμένας). Η AMS τόνισε ότι το ομόσπονδο κράτος ενήργησε όχι μόνον ως συνιδιοκτήτης του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, με άμεσο συμφέρον στη βελτίωση του κύρους του αερολιμένα και των εσόδων, αλλά και ως αρχή επιφορτισμένη με το καθήκον της προώθησης του τουρισμού και των επιχειρηματικών ευκαιριών στο ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης ειδικότερα της διαφήμισης.

5.3.   GERMANWINGS

(163)

Πληροφοριακά, η Germanwings εξήγησε εν συντομία για ποιον λόγο αποφάσισε αρχικά να δραστηριοποιηθεί στον αερολιμένα Zweibrücken. Ανέφερε ότι επέλεξε τον αερολιμένα Zweibrücken αντί του αερολιμένα του Saarbrücken λόγω του καλύτερου διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης του Zweibrücken, επισημαίνοντας ότι η τοπογραφία του διαδρόμου στον αερολιμένα Saarbrücken είναι δύσκολη. Η Germanwings εξήγησε επίσης ότι το 2006, όταν αποφάσισε να ξεκινήσει πτήσεις από τον αερολιμένα Zweibrücken, ο συγκεκριμένος αερολιμένας ήταν καλύτερα εξοπλισμένος για ενόργανη προσγείωση (σύστημα CAT) και ο χρόνος πτήσης για το Βερολίνο ήταν ελαφρώς μικρότερος. Η Germanwings ισχυρίστηκε ότι το 2011 αποφάσισε, λόγω της μη αποδοτικότητας του δρομολογίου του Βερολίνου, να διακόψει τις πτήσεις της από τον αερολιμένα Zweibrücken.

(164)

Η Germanwings υποστήριξε, πρώτον, ότι οι συμβάσεις της με την FZG δεν περιέχουν κρατική ενίσχυση, επειδή δεν είναι καταλογιστέες στο κράτος. Ισχυρίστηκε ότι διάφορα δελτία Τύπου πολιτικών προσώπων δεν μπορούν να αποδείξουν την ανάμειξη του κράτους στη διαπραγμάτευση ή στη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων και ότι η υποχρέωση έγκρισης κλίμακας τελών από την εποπτική αρχή βάσει του άρθρου 43a του LuftVZO δεν ισχύει για τις ατομικές συμφωνίες.

(165)

Δεύτερον, η Germanwings ισχυρίστηκε ότι κατά τη σύναψη των διαφόρων συμφωνιών η FZG ενήργησε ως ΙΕΟΑ. Τόνισε ότι, σύμφωνα με την αρχή του ΙΕΟΑ, δεν είναι απαραίτητο ο επενδυτής να μην καταγράψει ζημίες βραχυπρόθεσμα και ότι κάτι τέτοιο αποτελεί συνήθη επιχειρηματική στρατηγική για την αποκόμιση κερδών μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα. Η ιδέα ότι ένας αερολιμένας δεν μπορεί να επιβάλλει τέλη τα οποία δεν καλύπτουν τις δαπάνες του, η οποία αντικατοπτρίζεται, σύμφωνα με την Germanwings, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, φαίνεται ότι απορρέει από το άρθρο 102 της Συνθήκης και ότι εφαρμόζεται μόνον στο πλαίσιο της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και ότι, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων.

5.4.   TUIFly

(166)

Πληροφοριακά, η TUIFly εξήγησε για ποιον λόγο μετέφερε αρχικά τις δραστηριότητές της από τον αερολιμένα Saarbrücken στον αερολιμένα Zweibrücken. Η TUIFly δήλωσε ότι μεταφέρθηκε στον αερολιμένα Zweibrücken λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια στον αερολιμένα Saarbrücken. Η TUIFly υποστήριξε ότι, υπό κακές καιρικές συνθήκες, λόγω των υποδομών και των τοπογραφικών χαρακτηριστικών του αερολιμένα Saarbrücken, ένα αεροσκάφος τύπου B737-800 της TUIFly με πλήρες φορτίο δεν μπορούσε να προσγειωθεί με ορθό τρόπο στον αερολιμένα και ότι, ως εκ τούτου, τα συγκεκριμένα αεροσκάφη αναγκάζονταν να αλλάζουν πορεία και να χρησιμοποιούν τον αερολιμένα Zweibrücken ακόμη και πριν από την έναρξη των εμπορικών δραστηριοτήτων του. Σύμφωνα με την TUIFly, εκτός από την πρόκληση καθυστερήσεων και ταλαιπωρίας για τους επιβάτες, οι εν λόγω εκτροπές συνεπάγονταν πρόσθετα έξοδα και οργανωτικά προβλήματα για την αεροπορική εταιρεία. Η TUIFly ισχυρίστηκε ότι οι σοβαρές ανησυχίες για την ασφάλεια στον αερολιμένα Saarbrücken κατέστησαν τις δραστηριότητές της εκεί μη βιώσιμες και τη μετακίνησή της στον αερολιμένα Zweibrücken αναπόφευκτη. Επιπλέον, επεσήμανε ότι ο μικρός διάδρομος απογείωσης/προσγείωσης στον αερολιμένα Saarbrücken καθιστούσε αδύνατη την απογείωση ορισμένων αεροσκαφών με πλήρες φορτίο, με αποτέλεσμα πτήσεις μέσης απόστασης (π.χ. για τα Κανάρια Νησιά) να αναγκάζονται να ξεκινούν με τις δεξαμενές καυσίμων πλήρεις μόνον κατά το ήμισυ και να κάνουν στάση για ανεφοδιασμό στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία.

(167)

Η TUIFly ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία της με την FZG δεν περιείχε καμία κρατική ενίσχυση και ότι τα τέλη που κατέβαλε η TUIFly ήταν σύμφωνα με τις τιμές της αγοράς. Υποστήριξε ότι οι συνθήκες στον αερολιμένα Zweibrücken και στη γύρω περιοχή είναι τέτοιες ώστε να απαιτούνται χαμηλά αερολιμένα τέλη για να μπορεί μια αεροπορική εταιρεία να λειτουργεί αποδοτικά από τον αερολιμένα Zweibrücken. Ειδικότερα, η TUIFly αναφέρθηκε στην κατάσταση των υποδομών για τους επιβάτες στον αερολιμένα Zweibrücken, στην έλλειψη κατάλληλων δημόσιων μεταφορών (σιδηρόδρομος) προς και από τον αερολιμένα, στην τοποθεσία του αερολιμένα σε περιοχή με χαμηλή αγοραστική δύναμη, στην αρχικά κακή κατάσταση του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης, στην απουσία καταλυμάτων για το πλήρωμα κ.λπ. Η TUIFly ισχυρίστηκε επίσης ότι, αντίθετα με τον αερολιμένα Saarbrücken (ή οποιονδήποτε άλλον αερολιμένα στον οποίο εκτελεί πτήσεις η TUIFly), ο αερολιμένας Zweibrücken δεν έχει καθεστώς «τελωνειακού αερολιμένα», με αποτέλεσμα η TUIFly να υποχρεούται να καταβάλλει «τελωνειακό τέλος» ύψους από […] ευρώ έως […] ευρώ ανά πτήση. Σύμφωνα με την TUIFly, αυτό αντιπροσωπεύει πρόσθετη δαπάνη περίπου […] ευρώ ανά επιβάτη και αυξάνει τις συνολικές λειτουργικές δαπάνες της TUIFly κατά περισσότερα από […] ευρώ ετησίως.

6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

6.1.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ RYANAIR

(168)

Η Γερμανία εξέφρασε την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις της Ryanair επιβεβαιώνουν τη θέση της Γερμανίας ότι ούτε ο αερολιμένας Zweibrücken ούτε οι αεροπορικές εταιρείες που εκτελούν πτήσεις από τον αερολιμένα Zweibrücken έλαβαν κρατικές ενισχύσεις. Συμφώνησε επίσης ότι η σύμβαση μεταξύ του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου και της AMS πρέπει να αξιολογηθεί χωριστά από τη σύμβαση μεταξύ της FZG και της Ryanair, ότι η πρώτη έχει πραγματική αξία για το ομόσπονδο κράτος και ότι συνήφθη σε τιμή αγοράς. Η Γερμανία τόνισε ειδικότερα τη σημασία του τουρισμού για την περιοχή, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία με την AMS αποσκοπούσε στην προώθηση του τουρισμού.

6.2.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ AMS

(169)

Καθώς η AMS επιβεβαίωσε τη θέση της Γερμανίας ότι η σύμβαση μεταξύ της AMS και του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου δεν περιείχε καμία κρατική ενίσχυση, η Γερμανία δεν σχολίασε αναλυτικά τις επιμέρους παρατηρήσεις.

6.3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ GERMANWINGS

(170)

Η Γερμανία περιόρισε την απάντησή της στις παρατηρήσεις της Germanwings στον σχολιασμό ορισμένων παρατηρήσεων οι οποίες αφορούν πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, τόνισε ότι, αντίθετα προς τα όσα φαίνεται να υποδηλώνει η Germanwings, δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των αερολιμένων Zweibrücken και Saarbrücken, αλλά οι δύο αερολιμένες θεωρούσαν πάντοτε ότι συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον. Η Γερμανία υποστήριξε ότι η επιλογή μιας αεροπορικής εταιρείας ως προς τον ποιον αερολιμένα θα εξυπηρετεί είναι προϊόν στρατηγικής απόφασης της συγκεκριμένης αεροπορικής εταιρείας, την οποία η Γερμανία δεν μπορεί να σχολιάσει.

7.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

(171)

Βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(172)

Τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης είναι σωρευτικά. Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον το υπό εξέταση μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που παρατίθενται κατωτέρω. Συγκεκριμένα, η χρηματοδοτική στήριξη πρέπει:

α)

να χορηγείται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων·

β)

να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής·

γ)

να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό· και

δ)

να επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

7.1.   ΔΗΜΟΣΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ ZWEIBRÜCKEN ΑΠΟ ΤΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ-ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟΥ / ΤΗ ZEF

7.1.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

7.1.1.1.    Οικονομική δραστηριότητα και έννοια της επιχείρησης

(173)

Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή πρέπει καταρχάς να διαπιστώσει κατά πόσον οι FGAZ και FZG είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδότησής του (27). Συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα διάθεσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά (28).

(174)

Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Leipzig/Halle, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η εκμετάλλευση αερολιμένα για εμπορικούς σκοπούς και η κατασκευή των αερολιμενικών υποδομών συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (29). Από τη στιγμή που ένας φορέας εκμετάλλευσης αερολιμένα ασκεί οικονομικές δραστηριότητες παρέχοντας αερολιμενικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του, συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, μπορούν να εφαρμοστούν οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της Συνθήκης στα πλεονεκτήματα που εκχωρούνται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα (30).

(175)

Όσον αφορά το χρονικό σημείο από το οποίο η κατασκευή και η λειτουργία αερολιμένων θεωρείται οικονομική δραστηριότητα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η σταδιακή ανάπτυξη των δυνάμεων της αγοράς στον τομέα των αερολιμένων δεν επιτρέπει τον καθορισμό ακριβούς ημερομηνίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει την εξέλιξη της φύσης των αερολιμενικών δραστηριοτήτων, και στην απόφασή του στην υπόθεση Leipzig/Halle έκρινε ότι από το 2000 και μετά δεν μπορούσε πλέον να εξαιρείται η εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στη χρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών. Ως εκ τούτου, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris (12 Δεκεμβρίου 2000) (31), η εκμετάλλευση και η κατασκευή υποδομών αερολιμένων πρέπει να θεωρείται οικονομική δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

Οικονομική ενότητα

(176)

Ωστόσο, προτού εξεταστεί η φύση των δραστηριοτήτων που ασκούν η FGAZ και η FZG, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι δύο χωριστές νομικές οντότητες μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Η εν λόγω οικονομική ενότητα λογίζεται στη συνέχεια ως η σχετική επιχείρηση.

(177)

Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, «ο όρος “επιχείρηση”, εντασσόμενος στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, πρέπει να νοηθεί ως οικονομική ενότητα […], έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα» (32). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι περισσότερες οντότητες μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούν από κοινού μια οικονομική δραστηριότητα, αποτελώντας ως εκ τούτου οικονομική ενότητα, υπό ειδικές προϋποθέσεις (33).

(178)

Προκειμένου να διαπιστώσει αν περισσότερες οντότητες αποτελούν οικονομική ενότητα, το Δικαστήριο εξετάζει την ύπαρξη πλειοψηφικής συμμετοχής ή λειτουργικών, οικονομικών ή οργανικών δεσμών (34).

(179)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτιμά ότι η FGAZ και η FZG συνδέονται τόσο στενά ώστε πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν μία οικονομική ενότητα για τους σκοπούς των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η FZG είναι πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική της FGAZ, γεγονός το οποίο παρέχει στην FGAZ την εξουσία να ελέγχει την FZG μέσω της συνέλευσης των μετόχων. Επιπλέον, η FGAZ και η FZG συνδέονται μέσω συμφωνίας μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης, το οποίο σημαίνει, κατά την άποψη της Γερμανίας, ότι οι δύο οντότητες αντιμετωπίζονται ως οικονομική ενότητα βάσει του γερμανικού φορολογικού δικαίου. Σύμφωνα με το καταστατικό της FZG, τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου της είναι πάντοτε ίδια με εκείνα του εποπτικού συμβουλίου της FGAZ. Και στις δύο επιχειρήσεις, FGAZ και FZG, η διοίκηση διορίζεται από το αντίστοιχο εποπτικό συμβούλιο (το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είναι το ίδιο και για τις δύο οντότητες). Στην πράξη, ο/η […] ήταν σε κάθε κρίσιμη χρονική στιγμή διευθύνων(-ουσα) σύμβουλος τόσο της FGAZ όσο και της FZG (επιπλέον, διορίστηκε δεύτερος(-η) διευθύνων(-ουσα) σύμβουλος μόνο για την FZG και όχι για την FGAZ). Επομένως, ως μοναδικός(-ή) διευθύνων(-ουσα) σύμβουλος της FGAZ, ο/η […] εκπροσωπούσε την FGAZ στη συνέλευση των μετόχων της FZG, με μοναδικό μέτοχο την FGAZ.

(180)

Στην πράξη, όπως καταδεικνύεται από τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν τον αερολιμένα Zweibrücken λαμβάνονται κατά κανόνα στο επίπεδο της FGAZ και στη συνέχεια δίνονται αντίστοιχες οδηγίες στην FZG. Οι πληροφορίες που παρέσχε η Γερμανία σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης το 2008/2009 είναι διαφωτιστικές εν προκειμένω. Αρχικά, το εποπτικό συμβούλιο της FGAZ έλαβε την απόφαση για τον εκσυγχρονισμό του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης. Ακολούθως, η συνέλευση των μετόχων της FGAZ ζήτησε από τη διοίκηση της FGAZ να συγκαλέσει συνέλευση των μετόχων της FZG. Στη συνέχεια, η διοίκηση της FGAZ εκπροσώπησε την FGAZ ως μοναδικό μέτοχο στη συνέλευση των μετόχων της FZG και ζήτησε από τη διοίκηση της FZG να υλοποιήσει την απόφαση της FGAZ για τον εκσυγχρονισμό του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης.

(181)

Συμπερασματικά, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι δεσμοί μεταξύ της FGAZ και της FZG είναι επαρκώς στενοί ώστε οι δύο οντότητες να αντιμετωπιστούν ως οικονομική ενότητα. Ειδικότερα, η FZG εξαρτάται πλήρως από οικονομική και νομική άποψη από την FGAZ και δεν έχει αυτόνομη εμπορική βούληση. Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, οι FGAZ/FZG αποτελούν μία επιχείρηση.

Οικονομική δραστηριότητα

(182)

Οι FGAZ/FZG ασχολούνται με την κατασκευή, τη συντήρηση και την εκμετάλλευση του αερολιμένα Zweibrücken. Οι FGAZ/FZG παρέχουν αερολιμενικές υπηρεσίες και χρεώνουν τους χρήστες —εμπορικοί αερομεταφορείς καθώς και χρήστες μη εμπορικών γενικών αεροπορικών μεταφορών— για τη χρήση των αερολιμενικών υποδομών, εκμεταλλευόμενες κατ' επέκταση εμπορικά τις υποδομές. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 174-175, πρέπει να συναχθεί ότι οι FGAZ/FZG ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris (δηλαδή, στις 12 Δεκεμβρίου 2000) και έπειτα.

(183)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή τονίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα των FGAZ/FZG δεν ξεκίνησε μόνον με την έναρξη των δραστηριοτήτων εμπορικών αεροπορικών μεταφορών στον αερολιμένα Zweibrücken το 2006.

(184)

Πρώτον, είναι σαφές από τα υπομνήματα της Γερμανίας ότι ο αερολιμένας Zweibrücken είχε ήδη επιχειρήσει προηγουμένως —ανεπιτυχώς— να προσελκύσει εμπορικές αεροπορικές μεταφορές στον αερολιμένα, επιδεικνύοντας πρόθεση εισόδου στην αγορά αυτή.

(185)

Δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι η κατασκευή και η εκμετάλλευση αερολιμένα ισοδυναμεί με οικονομική δραστηριότητα μόνον μετά την επιτυχημένη προσέλκυση εμπορικών αεροπορικών μεταφορών οδηγεί σε μη αποδεκτά συμπεράσματα: δεν θα πρέπει να διακρίνεται η προπαρασκευαστική δραστηριότητα που συνίσταται στην κατασκευή ή στην επέκταση υποδομής από τη μεταγενέστερη εμπορική χρήση της υποδομής αυτής· πράγματι, ο οικονομικός ή μη χαρακτήρας της μεταγενέστερης χρησιμοποιήσεως της κατασκευασμένης υποδομής καθορίζει αναγκαστικά τον χαρακτήρα της δραστηριότητας (35). Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Leipzig/Halle, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η εκμετάλλευση αερολιμένα αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, αναπόσπαστο μέρος της οποίας είναι η κατασκευή αερολιμενικών υποδομών.

(186)

Τέλος, επισημαίνεται ότι η παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών για σκοπούς γενικής αεροπορίας συνιστά επίσης οικονομική δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών σε στρατιωτικούς χρήστες έναντι αμοιβής (36). Επομένως, οι FGAZ/FZG ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα ήδη πριν από το 2006.

(187)

Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι από τις 12 Δεκεμβρίου 2000 και έπειτα οι FGAZ/FZG ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα, και ότι αποτελούν, ως οικονομική ενότητα, επιχείρηση για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

Αρμοδιότητες του κράτους

(188)

Επομένως, μολονότι πρέπει να θεωρηθεί ότι οι FGAZ/FZG αποτελούν επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι δραστηριότητες ενός ιδιοκτήτη και φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα δεν είναι αναγκαστικά όλες οικονομικής φύσεως (37).

(189)

Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο (38), δραστηριότητες οι οποίες κανονικά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους κατά την άσκηση των εξουσιών του ως δημόσιας αρχής δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα και δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, την ασφάλεια, τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας, την αστυνόμευση, τις τελωνειακές υπηρεσίες κ.λπ. Η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων αυτών πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στην αποζημίωση του κόστους που επιφέρουν οι εν λόγω δραστηριότητες και να μην διοχετεύεται προς άλλες δραστηριότητες οικονομικής φύσεως (39).

(190)

Κατά συνέπεια, η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους ή των υποδομών που συνδέονται άμεσα με τις εν λόγω δραστηριότητες δεν συνιστά εν γένει κρατική ενίσχυση (40). Σε έναν αερολιμένα, δραστηριότητες όπως ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας, η αστυνόμευση, οι τελωνειακές υπηρεσίες, η πυρόσβεση, οι δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομων επεμβάσεων, καθώς και οι επενδύσεις που αφορούν τις υποδομές και τον εξοπλισμό που απαιτούνται για την εκτέλεση των εν λόγω δραστηριοτήτων, θεωρούνται εν γένει μη οικονομικού χαρακτήρα (41).

(191)

Ωστόσο, η δημόσια χρηματοδότηση μη οικονομικών δραστηριοτήτων που συνδέονται αναγκαστικά με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας δεν πρέπει να οδηγεί σε αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ αεροπορικών εταιρειών και φορέων διαχείρισης αερολιμένων. Μάλιστα, κατά πάγια νομολογία, υφίσταται πλεονέκτημα όταν δημόσιες αρχές απαλλάσσουν επιχειρήσεις από το κόστος που συνδέεται με τις οικονομικές δραστηριότητές τους (42). Συνεπώς, όταν αποτελεί συνήθη πρακτική βάσει δεδομένου νομικού συστήματος να επιβαρύνονται αεροπορικές εταιρείες ή φορείς διαχείρισης αερολιμένων με τις δαπάνες ορισμένων υπηρεσιών, ενώ άλλες αεροπορικές εταιρείες ή άλλοι φορείς διαχείρισης αερολιμένων που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες δεν επιβαρύνονται με τις εν λόγω δαπάνες, ενδέχεται να παρέχεται πλεονέκτημα στις δεύτερες αυτές αεροπορικές εταιρείες ή φορείς διαχείρισης αερολιμένων, ακόμη και αν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες θεωρούνται αυτές καθαυτές μη οικονομικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, κρίνεται απαραίτητη η ανάλυση του νομικού πλαισίου που διέπει τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, ούτως ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον οι φορείς διαχείρισης αερολιμένων ή οι αεροπορικές εταιρείες υποχρεούνται δυνάμει του εν λόγω νομικού πλαισίου να επιβαρύνονται με τις δαπάνες της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων, οι οποίες ενδέχεται να είναι αυτές καθαυτές μη οικονομικού χαρακτήρα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με την ανάπτυξη των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.

(192)

Η Γερμανία υποστήριξε ότι οι δαπάνες που προκύπτουν από τις ακόλουθες δραστηριότητες (είτε ως επενδυτικές δαπάνες είτε ως λειτουργικές δαπάνες) πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους: μέτρα ασφάλειας αερολιμένα βάσει του άρθρου 8 του Luftsicherheitsgesetz (νόμος για την ασφάλεια των αεροπορικών μεταφορών, εφεξής: «LuftSiG»), μέτρα για την επιχειρησιακή ασφάλεια, μέτρα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων βάσει του άρθρου 27c παράγραφος 2 του Luftverkehrsgesetz (νόμος για την εναέρια κυκλοφορία, εφεξής «LuftVG»), μετεωρολογικές υπηρεσίες και πυροσβεστική υπηρεσία.

(193)

Η Επιτροπή φρονεί ότι τα μέτρα βάσει του άρθρου 8 του LuftSiG, τα μέτρα βάσει του άρθρου 27c παράγραφος 2 του LuftVG (συμπεριλαμβανομένων των μετεωρολογικών υπηρεσιών) και οι πυροσβεστικές υπηρεσίες μπορούν, καταρχήν και με την επιφύλαξη της ανάλυσης που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 195 και επόμενες, να θεωρηθούν ότι συνιστούν δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους.

(194)

Ωστόσο, όσον αφορά τα μέτρα που αφορούν αποκλειστικά την επιχειρησιακή ασφάλεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διασφάλιση της ασφαλούς λειτουργίας του αερολιμένα είναι σύνηθες μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της εκμετάλλευσης ενός αερολιμένα (43). Με την επιφύλαξη λεπτομερέστερης επανεξέτασης επιμέρους δραστηριοτήτων και δαπανών, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα που έχουν σχεδιαστεί για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των λειτουργιών στον αερολιμένα δεν αποτελούν δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να αναλάβει την εκμετάλλευση ενός αερολιμένα πρέπει να εξασφαλίζει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων, όπως του διαδρόμου και των χώρων στάθμευσης των αεροσκαφών.

(195)

Ως προς το νομικό πλαίσιο, η Γερμανία υποστήριξε ότι, όσον αφορά την πυροσβεστική υπηρεσία, δεν υπάρχουν νομικές διατάξεις που επιβάλλουν αυστηρά τις εν λόγω δαπάνες στον φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απόδοση των δαπανών για την πυροσβεστική υπηρεσία εμπίπτει στη νόμιμη αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατών και οι δαπάνες αυτές αποδίδονται συνήθως από τις αρμόδιες περιφερειακές αρχές. Η απόδοση περιορίζεται στο αναγκαίο για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών μέτρο.

(196)

Όσον αφορά τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας και τις μετεωρολογικές υπηρεσίες, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 27d και το άρθρο 27f του LuftVG προβλέπουν ότι οι δαπάνες που σχετίζονται με το άρθρο 27c του LuftVG καλύπτονται από το κράτος για ορισμένους συγκεκριμένους αερολιμένες. Μολονότι, στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή δεν χρειάζεται να αποφασίσει κατά πόσον η διάταξη αυτή μπορεί να χορηγεί πλεονέκτημα στους εν λόγω αερολιμένες που επωφελούνται κρατικής χρηματοδότησης βάσει του άρθρου 27d και του άρθρου 27f του LuftVG, είναι σαφές ότι ο νόμος προβλέπει ότι όλοι οι λοιποί αερολιμένες βαρύνονται με τις σχετικές δαπάνες. Βάσει των ανωτέρω, οι δαπάνες που σχετίζονται με τις υπηρεσίες ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και τις μετεωρολογικές υπηρεσίες πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν συνήθεις λειτουργικές δαπάνες τουλάχιστον των αερολιμένων που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 27d και του άρθρου 27f του LuftVG.

(197)

Όσον αφορά τα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 8 του LuftSiG, φαίνεται ότι η Γερμανία θεωρεί ότι όλες οι δαπάνες που αφορούν τα προβλεπόμενα σε αυτό μέτρα μπορούν να καλύπτονται από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές. Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι, βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του LuftSiG, επιτρέπεται η επιστροφή μόνον των δαπανών που σχετίζονται με τη διάθεση και συντήρηση χώρων και εγκαταστάσεων που είναι αναγκαίοι για την άσκηση των δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 του LuftSiG. Όλες οι άλλες δαπάνες πρέπει να καλύπτονται από τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα. Συνεπώς, στον βαθμό που η χορηγηθείσα στην FGAZ/FZG δημόσια χρηματοδότηση απάλλαξε την εν λόγω επιχείρηση από δαπάνες τις οποίες έπρεπε να επωμιστεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του LuftSiG, η συγκεκριμένη δημόσια χρηματοδότηση δεν εξαιρείται από τον έλεγχο βάσει των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

Συμπεράσματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του κράτους

(198)

Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να διατυπώσει πιο συγκεκριμένα συμπεράσματα όσον αφορά τις επενδυτικές δαπάνες και τις λειτουργικές δαπάνες που εικάζεται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους.

(199)

Όσον αφορά τις λειτουργικές δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα από το 2000 έως το 2009, η Επιτροπή δέχεται ότι οι λειτουργικές δαπάνες που σχετίζονται άμεσα με την πυροσβεστική υπηρεσία θεωρούνται δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους, εφόσον η απόδοση των εν λόγω δαπανών περιορίζεται στο αυστηρά αναγκαίο για την άσκηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων μέτρο. Όσον αφορά τις λειτουργικές δαπάνες για μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 8 του LuftSiG, η Επιτροπή θεωρεί ότι μόνον οι δαπάνες για τις οποίες ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δικαιούται επιστροφή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του LuftSiG μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων καθώς και τις μετεωρολογικές υπηρεσίες βάσει του άρθρου 27c παράγραφος 2 του LuftVG, και επισημαίνοντας ότι ο αερολιμένας Zweibrücken δεν συγκαταλέγεται στους αερολιμένες για τους οποίους η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει αντίστοιχη ανάγκη βάσει του άρθρου 27d παράγραφος 1 και του άρθρου 27f παράγραφος 1 του LuftVG, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι λειτουργικές δαπάνες για μέτρα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων καθώς και για μετεωρολογικές υπηρεσίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Επίσης, οι λειτουργικές δαπάνες που αφορούν την επιχειρησιακή ασφάλεια του αερολιμένα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους.

(200)

Όσον αφορά τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα από το 2000 έως το 2009, η Επιτροπή δέχεται ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται άμεσα με την πυροσβεστική υπηρεσία μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Επιπλέον, η απόδοση από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές περιορίστηκε στο αναγκαίο για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών μέτρο. Όσον αφορά τις επενδύσεις για μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 8 του LuftSiG, η Επιτροπή εκτιμά ότι μόνον οι δαπάνες για τις οποίες ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δικαιούται επιστροφή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του LuftSiG μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Όσον αφορά τις επενδύσεις που σχετίζονται με μέτρα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων καθώς και τις μετεωρολογικές υπηρεσίες βάσει του άρθρου 27c παράγραφος 2 του LuftVG, και επισημαίνοντας ότι ο αερολιμένας Zweibrücken δεν συγκαταλέγεται στους αερολιμένες για τους οποίους η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει αντίστοιχη ανάγκη βάσει του άρθρου 27d και του άρθρου 27f του LuftVG, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με μέτρα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και ασφάλειας των πτήσεων καθώς και με μετεωρολογικές υπηρεσίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Επίσης, οι επενδύσεις που αφορούν την επιχειρησιακή ασφάλεια του αερολιμένα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Ειδικότερα, αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση του διαδρόμου απογείωσης/προσγείωσης καθώς και για την εγκατάσταση προειδοποιητικών φώτων ασφάλειας κ.λπ. δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους.

(201)

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το αν από νομική άποψη οι εν λόγω δαπάνες εμπίπτουν ή όχι στην αρμοδιότητα του κράτους, έχει αποδειχθεί ότι αυτές πρέπει να βαρύνουν τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Κατά συνέπεια, αν το κράτος κατέβαλλε τις δαπάνες αυτές, ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα απαλλασσόταν από δαπάνες τις οποίες θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί.

Οικονομική δραστηριότητα και χρήση από τον στρατό

(202)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο αερολιμένας Zweibrücken χρησιμοποιείται επίσης από τις γερμανικές και άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, μεταξύ άλλων για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι ο αερολιμένας Zweibrücken δεν είναι στρατιωτικός αλλά πολιτικός αερολιμένας (44).

(203)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι, καταρχήν, η παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών στον στρατό, μεταξύ άλλων από πολιτικούς αερολιμένες, μπορεί να συνιστά δραστηριότητα που εμπίπτει στις αρμοδιότητες του κράτους. Ωστόσο, δεν είναι σαφές σε ποιον βαθμό η Γερμανία φρονεί ότι η δημόσια χρηματοδότηση του αερολιμένα καλύπτει μόνον τις δαπάνες που προκύπτουν από την εξυπηρέτηση των αναγκών του στρατού για αερολιμενικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ιδίως όσον αφορά τις λειτουργικές δαπάνες, η Γερμανία δεν περιλαμβάνει τις δαπάνες που προκύπτουν από την παρουσία του στρατού στις δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους. Το ίδιο ισχύει, καταρχήν, για τις επενδύσεις, στις περιπτώσεις που η Γερμανία δεν επισημαίνει ότι οι επενδύσεις συνδέονται αυστηρά με τους στρατιωτικούς χρήστες του αερολιμένα.

(204)

Ωστόσο, η Γερμανία υποστηρίζει ότι η συνεχιζόμενη χρήση του αερολιμένα από τον στρατό είναι ένας από τους λόγους που δικαιολογούν την απόλυτη αναγκαιότητα των επενδύσεων στην ασφάλεια του αερολιμένα (διάδρομος απογείωσης/προσγείωσης κ.λπ.) και την αδυναμία κλεισίματος του αερολιμένα.

(205)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο αερολιμένας Zweibrücken φαίνεται να παρέχει αερολιμενικές υπηρεσίες στον στρατό έναντι αμοιβής. Στα πρακτικά της συνεδρίασης του εποπτικού συμβουλίου της FGAZ της 2ας Οκτωβρίου 2006 παρατίθεται συζήτηση σχετικά με στρατιωτικές ασκήσεις στον αερολιμένα Zweibrücken. Η διοίκηση τονίζει ότι ένας από τους λόγους που συνηγορούν υπέρ της διεξαγωγής των εν λόγω ασκήσεων είναι τα έσοδα που παράγονται από αυτές, γεγονός που υποδηλώνει ότι, για τις FGAZ/FZG, η παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών στον στρατό αποτελεί οικονομική δραστηριότητα. Στη συζήτηση εξετάζεται επίσης κατά πόσον η FZG θα πρέπει να επιτρέψει τη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων στον αερολιμένα Zweibrücken στο μέλλον, γεγονός που υποδηλώνει ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των FGAZ/FZG η εξυπηρέτηση ή μη του στρατού.

(206)

Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι η αδυναμία της Γερμανίας να προσδιορίσει τυχόν συγκεκριμένες δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν είτε ως επενδύσεις είτε ως λειτουργικές δαπάνες και οι οποίες συνδέονται ειδικά με τους στρατιωτικούς χρήστες του αερολιμένα μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη ότι ο στρατός αποτελεί, πράγματι, απλώς έναν ακόμη πελάτη του αερολιμένα Zweibrücken.

(207)

Συμπερασματικά, η Επιτροπή θεωρεί ότι η παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών στον στρατό αποτελεί οικονομική δραστηριότητα στον αερολιμένα Zweibrücken, επισημαίνοντας ειδικότερα την αδυναμία προσδιορισμού τυχόν δαπανών οι οποίες συνδέονται μεμονωμένα με την παρουσία του στρατού στον αερολιμένα Zweibrücken και την (εν μέρει) οικονομική αιτιολογία της FGAZ/FZG για την εξυπηρέτηση των αναγκών του στρατού.

(208)

Ακόμη και σε περίπτωση υιοθέτησης του εναλλακτικού σεναρίου —δηλαδή, εάν η Επιτροπή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες που προκύπτουν από την παρουσία του στρατού μπορούν να καλύπτονται από το κράτος ως εμπίπτουσες στις αρμοδιότητες του κράτους—, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δημόσια χρηματοδότηση της μη οικονομικής δραστηριότητας του αερολιμένα που συνίσταται στην εξυπηρέτηση του στρατού δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε διασταυρούμενη επιδότηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του αερολιμένα. Ειδικότερα, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το σύνολο των επενδύσεων σε στοιχεία ενεργητικού που χρησιμοποιούνται επίσης από τον στρατό (διάδρομος απογείωσης/προσγείωσης κ.λπ.) ή των πάγιων λειτουργικών δαπανών εμπίπτει στις αρμοδιότητες του κράτους.

7.1.1.2.    Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(209)

Για να συνιστούν κρατική ενίσχυση, τα υπό εξέταση μέτρα πρέπει να χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους και η απόφαση χορήγησης του μέτρου πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος.

(210)

Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης εφαρμόζεται σε οιοδήποτε πλεονέκτημα παρέχεται με κρατικούς πόρους είτε από το ίδιο το κράτος είτε από ενδιάμεσο φορέα ο οποίος ενεργεί δυνάμει εξουσιών που του έχουν εκχωρηθεί (45). Για τους σκοπούς του άρθρου 107 της Συνθήκης, οι πόροι των τοπικών αρχών θεωρούνται κρατικοί πόροι (46).

(211)

Στην παρούσα υπόθεση, τα σχετικά μέτρα, ήτοι οι άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις στην FZG και οι ετήσιες εισφορές κεφαλαίου υπέρ των FGAZ/FZG, χορηγήθηκαν απευθείας από τον προϋπολογισμό των τοπικών αρχών. Οι επενδυτικές επιχορηγήσεις προήλθαν απευθείας από τους πόρους του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, ενώ οι εισφορές κεφαλαίου συγχρηματοδοτήθηκαν από το ομόσπονδο κράτος και τη ZEF, μια ένωση τοπικών δημόσιων εδαφικών οντοτήτων.

(212)

Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι επενδύσεις χρηματοδοτήθηκαν με κρατικούς πόρους και πρέπει επίσης να καταλογιστούν στο κράτος.

7.1.1.3.    Οικονομικό πλεονέκτημα

(213)

Πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, είναι κάθε οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει μια επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή χωρίς κρατική παρέμβαση (47). Αυτό που έχει σημασία είναι μόνο το αποτέλεσμα του μέτρου στην επιχείρηση και όχι η αιτία ούτε ο στόχος της κρατικής παρέμβασης (48). Κάθε φορά που η οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης βελτιώνεται ως αποτέλεσμα της κρατικής παρέμβασης, υπάρχει πλεονέκτημα.

(214)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ακόμη ότι «τα κεφάλαια που τίθενται από το κράτος, άμεσα ή έμμεσα, στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, υπό συνθήκες οι οποίες ανταποκρίνονται στους συνήθεις όρους της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις» (49). Στην παρούσα υπόθεση, για να διαπιστωθεί κατά πόσον η δημόσια χρηματοδότηση του αερολιμένα του Zweibrücken παρέχει στις FGAZ/FZG πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχαν αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να συγκρίνει τη συμπεριφορά των δημόσιων αρχών που παρέχουν τις άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις και τις εισφορές κεφαλαίου με εκείνη ενός ΙΕΟΑ ο οποίος ενεργεί με γνώμονα τις μακροπρόθεσμες προοπτικές αποδοτικότητας (50).

(215)

Στην αξιολόγηση δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τυχόν θετικές επιπτώσεις στην οικονομία της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται ο αερολιμένας, εφόσον το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το ζητούμενο κατά την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ είναι το κατά πόσον «υπό παρόμοιες περιστάσεις, ιδιώτης εταίρος στηριζόμενος στις προβλέψιμες δυνατότητες αποδοτικότητας, ανεξάρτητα από κάθε άποψη κοινωνικής, περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής, θα είχε προβεί σε παρόμοια εισφορά κεφαλαίου» (51).

(216)

Στην απόφασή του στην υπόθεση Stardust Marine, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «[…] για να εξακριβωθεί αν το Δημόσιο επέδειξε συμπεριφορά συνετού επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του Δημοσίου ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κριθεί εντός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μεταγενέστερες καταστάσεις» (52).

(217)

Επιπλέον, στην απόφασή του στην υπόθεση EDF, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «[…] οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόστηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος» (53).

(218)

Για να είναι σε θέση να εφαρμόσει την αρχή του ΙΕΟΑ, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη τα δεδομένα κατά τη χρονική στιγμή που ελήφθη η κάθε απόφαση για τη χορήγηση δημόσιας χρηματοδότησης στις FGAZ/FZG. Η Επιτροπή πρέπει επίσης να βασίσει την αξιολόγησή της στις πληροφορίες και τις παραδοχές που είχαν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες τοπικές αρχές κατά τη χρονική στιγμή της λήψης της απόφασης σχετικά με τις ρυθμίσεις χρηματοδότησης των εξεταζόμενων μέτρων υποδομής.

Άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις

(219)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις κάλυπταν μέρος των επενδυτικών δαπανών στις οποίες υποβλήθηκαν οι FGAZ/FZG στο πλαίσιο της οικονομικής τους δραστηριότητας. Κατά κανόνα, το σύνολο των δαπανών που αφορούν την κατασκευή και τη λειτουργία ενός αερολιμένα (με εξαίρεση τις δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους και τις οποίες ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δεν υποχρεούται συνήθως να αναλάβει βάσει του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου), συμπεριλαμβανομένων των επενδυτικών δαπανών, βαρύνουν τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, με αποτέλεσμα η κάλυψη μέρους των εν λόγω δαπανών να απαλλάσσει τις FGAZ/FZG από μια επιβάρυνση την οποία, υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν υποχρεωμένες να επωμιστούν.

(220)

Η Γερμανία δεν υποστήριξε ρητά ότι οι άμεσες επενδυτικές χορηγήσεις συνάδουν με την αρχή του ΙΕΟΑ. Απεναντίας, ισχυρίστηκε ότι η παύση λειτουργίας του αερολιμένα ουδέποτε αποτέλεσε ρεαλιστική επιλογή για τις τοπικές αρχές και ότι, δεδομένης της ανάγκης λειτουργίας του αερολιμένα, ήταν εύλογο, από οικονομική άποψη, να αρχίσει επίσης να εξυπηρετεί και εμπορικές πτήσεις. Σε άλλα σημεία, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι οι επενδύσεις στον αερολιμένα στηρίχθηκαν στη βούληση να τονωθεί οικονομικά η περιφέρεια, και ότι οι δημόσιες επιδοτήσεις ήταν απαραίτητες, διότι τα έσοδα που απέφερε η εμπορική εκμετάλλευση του αερολιμένα δεν θα ήταν επαρκή για την κάλυψη των αντίστοιχων δαπανών.

(221)

Η Γερμανία τόνισε επίσης ότι οι υποδομές ήταν αναγκαίες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας (περίπου 5 000 σε ολόκληρη την επικράτεια του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, εκ των οποίων 2 708 θέσεις εργασίας εξαρτώνται άμεσα από τον αερολιμένα), την εξοικονόμηση κοινωνικών δαπανών (25 εκατ. ευρώ ετησίως) και τη δημιουργία φορολογικών εσόδων. Η Γερμανία επισήμανε περαιτέρω ότι οι θέσεις εργασίας είναι εξέχουσας σημασίας στη συγκεκριμένη περιοχή εάν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό ανεργίας είναι επί του παρόντος κατά 2 % υψηλότερο από τον μέσο όρο του ομόσπονδου κράτους. Η Γερμανία ανέφερε επίσης ότι η σημασία του αερολιμένα για την οικονομία της περιφέρειας υπογραμμίζεται και από δύο γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων (54).

(222)

Ωστόσο, οι κοινωνικές και περιφερειακές παράμετροι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τον έλεγχο του κριτηρίου του ΙΕΟΑ. Επιπλέον, ακόμη και αν η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη τις εν λόγω κοινωνικές και περιφερειακές παραμέτρους, οι μελέτες που υπέβαλε η Γερμανία καταδεικνύουν ότι, τον Ιούνιο του 2012, η FZG δημιούργησε μόνον 115 θέσεις εργασίας στον αερολιμένα του Zweibrücken αυτόν καθαυτόν. Οι μελέτες αυτές επιβεβαιώνουν ότι η εμπορική ζώνη γύρω από τον μετατραπέντα αερολιμένα παρέχει συνολικά 2 708 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας. Εντούτοις, μόνο το 7,8 % των εν λόγω θέσεων εργασίας, ήτοι 210 θέσεις εργασίας, συνδέονται με τη μεταφορά και την αποθήκευση, δηλαδή με δραστηριότητες οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την παρουσία του αερολιμένα.

(223)

Παρότι θα μπορούσε, καταρχήν, να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις σε μια επιχείρηση που ανήκει εξ ολοκλήρου στην κυριότητα του κράτους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμες με την αγορά επενδύσεις, η Γερμανία δεν προσκόμισε επιχειρηματικό σχέδιο ούτε εκ των προτέρων υπολογισμούς σχετικά με την προβλεπόμενη αποδοτικότητα των επενδυτικών επιχορηγήσεων. Οι μοναδικές προβλέψεις που υποβλήθηκαν ήταν μια μελέτη του 2003, στην οποία παρουσιάζεται συνοπτικά ο αριθμός επιβατών των εμπορικών αερομεταφορών που θα μπορούσε να εξασφαλίσει κερδοφορία, και οι προβλέψεις του 2010 αναφορικά με τα αναμενόμενα ετήσια αποτελέσματα κατά την περίοδο μεταξύ του 2011 και του 2015. Στη δεύτερη περίπτωση προβλεπόταν ότι η FZG θα μπορούσε να καταστεί κερδοφόρα μόνον το 2015, με την παραδοχή ότι ο αριθμός επιβατών θα αυξανόταν και θα υπερέβαινε τους 500 000 επιβάτες ετησίως.

(224)

Οι επενδύσεις σε υποδομές στον αερολιμένα του Zweibrücken συνεπάγονται σημαντικό κόστος (βλέπε τις επενδυτικές δαπάνες που παρατίθενται αναλυτικά στους πίνακες Table 2 και Table 3, μετά την αφαίρεση τυχόν επενδύσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους, όπως προσδιορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200, και των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000), καθώς και μακρά χρονική περίοδο αρνητικών αποτελεσμάτων (τουλάχιστον έως το 2015 σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις).

(225)

Παρά τις εγγενείς και σημαντικές αβεβαιότητες που συνδέονται με το έργο, όπως ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας του, δεν υπήρξε ούτε εκ των προτέρων επιχειρηματικό σχέδιο ούτε ανάλυση ευαισθησίας για τυχόν βασικές παραδοχές αποδοτικότητας. Αυτό δεν συνάδει με το είδος της ανάλυσης στην οποία θα είχε προβεί ένας συνετός επενδυτής για ανάλογο έργο.

(226)

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, από το 2000, οι FGAZ/FZG παρουσιάζουν κάθε χρόνο ζημίες, με τάση επιδείνωσης από το 2005 και μετά.

(227)

Πρώτον, οι άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις ήταν εκ φύσεως μη επιστρεπτέες και δεν απέφεραν απόδοση της επένδυσης. Δεύτερον, η Γερμανία δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι επενδυτικές επιχορηγήσεις τέθηκαν στη διάθεση της FZG υπό όρους της αγοράς. Τρίτον, η Γερμανία δεν βασίζεται στην αρχή του ΙΕΟΑ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι οι άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις τις οποίες χορήγησε το ομόσπονδο κράτος υπέρ της FZG μετά τις 12 Δεκεμβρίου 2000 παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στην FZG (στον βαθμό που οι επενδυτικές επιχορηγήσεις δεν συνδέονταν αμιγώς με δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους όπως συνάγεται στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200).

Ετήσιες εισφορές κεφαλαίου

(228)

Οι ετήσιες εισφορές κεφαλαίου από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και τη ZEF χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των ετήσιων ζημιών της FGAZ, οι οποίες με τη σειρά τους οφείλονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στις ετήσιες ζημίες της FZG (βλέπε πίνακα 4). Επομένως, οι ετήσιες εισφορές κεφαλαίου διοχετεύτηκαν εντέλει για την κάλυψη μέρους των συνήθων επενδυτικών και λειτουργικών δαπανών των FGAZ/FZG, με αποτέλεσμα την απαλλαγή της επιχείρησης από μια οικονομική επιβάρυνση την οποία, υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν υποχρεωμένη να επωμιστεί.

(229)

Για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται συνοπτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 222 έως 228 όσον αφορά τις άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις στην FZG, η Επιτροπή κρίνει επίσης ότι οι ετήσιες εισφορές κεφαλαίου υπέρ των FGAZ/FZG δεν χορηγήθηκαν υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Ειδικότερα, η Γερμανία δεν ισχυρίστηκε ότι οι εισφορές κεφαλαίου αποτελούσαν συνήθεις επενδύσεις της αγοράς. Η Γερμανία δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν εκ των προτέρων εκτιμήσεις αποδοτικότητας, ούτε διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους ένας ΙΕΟΑ θα συνέχιζε να εισφέρει κεφάλαια σε μια επιχείρηση η οποία είναι σταθερά ζημιογόνα. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι ετήσιες εισφορές κεφαλαίου παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στις FGAZ/FZG.

Συμπέρασμα

(230)

Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή εκτιμά ότι, ελλείψει εκ των προτέρων επιχειρηματικού σχεδίου ή άλλων εύλογων μελετών αποδοτικότητας, ένας ΙΕΟΑ δεν θα είχε λάβει την απόφαση να ξεκινήσει το υπό εξέταση επενδυτικό έργο και να αναλάβει, σε σταθερή ετήσια βάση, την κάλυψη των αυξανόμενων ζημιών των FGAZ/FZG. Ως εκ τούτου, η απόφαση του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου και της ZEF να θέσουν σε εφαρμογή τα εν λόγω μέτρα παρέχει στην FGAZ/FZG οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

7.1.1.4.    Επιλεκτικότητα

(231)

Προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ένα κρατικό μέτρο πρέπει να ευνοεί «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής». Επομένως, από τα μέτρα που ευνοούν επιχειρήσεις μόνον όσα παρέχουν πλεονέκτημα κατά τρόπο επιλεκτικό εμπίπτουν στην έννοια της κρατικής ενίσχυσης.

(232)

Στην υπό εξέταση υπόθεση, οι άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις και οι ετήσιες εισφορές κεφαλαίου ωφελούν αποκλειστικά τις FGAZ/FZG. Ως εκ τούτου, αμφότερα τα μέτρα είναι εξ ορισμού επιλεκτικά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

7.1.1.5.    Στρέβλωση του ανταγωνισμού και αντίκτυπος στις συναλλαγές

(233)

Εάν η ενίσχυση που χορηγεί ένα κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά, θεωρείται ότι η εσωτερική αγορά επηρεάζεται από την ενίσχυση (55). Το οικονομικό πλεονέκτημα που παρέχεται με τις υπό εξέταση άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις και τις ετήσιες εισφορές κεφαλαίου ενισχύει την οικονομική θέση του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, διότι ο τελευταίος ήταν σε θέση να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες χωρίς να επωμίζεται όλες τις εγγενείς επενδυτικές και λειτουργικές δαπάνες.

(234)

Όπως εκτιμάται στις αιτιολογικές σκέψεις 173 και εξής, η λειτουργία ενός αερολιμένα συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Ανταγωνισμός υπάρχει, αφενός, μεταξύ αερολιμένων για την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών και της αντίστοιχης εναέριας κυκλοφορίας (επιβατικής και εμπορευματικής) και, αφετέρου, μεταξύ φορέων διαχείρισης των αερολιμένων, οι οποίοι μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εξασφάλιση της διαχείρισης ενός δεδομένου αερολιμένα. Επιπλέον, ιδίως όσον αφορά τους αερομεταφορείς χαμηλού κόστους και τις επιχειρήσεις ναυλωμένων πτήσεων, και αερολιμένες που δεν βρίσκονται στις ίδιες ζώνες επιρροής, ή βρίσκονται ακόμη και σε διαφορετικά κράτη μέλη, μπορεί επίσης να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση αυτών των αεροπορικών εταιρειών.

(235)

Όπως αναφέρεται στο σημείο 40 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές και επιβεβαιώνεται στο σημείο 45 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, δεν είναι δυνατό να εξαιρεθούν ακόμη και μικροί αερολιμένες από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Επιπλέον, στο σημείο 45 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές αναφέρεται ρητά ότι «το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχείρησης που λαμβάνει δημόσια χρηματοδότηση δεν αποκλείει a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών».

(236)

Ο αερολιμένας του Zweibrücken εξυπηρετεί σήμερα περίπου 242 000 επιβάτες ετησίως, ενώ κατά το παρελθόν έχει εξυπηρετήσει έως και περίπου 340 000 επιβάτες ετησίως. Σύμφωνα με τις προβλέψεις που υπέβαλε η Γερμανία, ο αριθμός των επιβατών θα μπορούσε να αυξηθεί σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο επιβάτες ετησίως το 2025. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 21, ο αερολιμένας του Zweibrücken βρίσκεται σε άμεση εγγύτητα με τον αερολιμένα Saarbrücken (39 χιλιόμετρα) και εντός δύο ωρών οδικώς από άλλους έξι αερολιμένες. Σύμφωνα με τη μελέτη για τις προβλέψεις της εναέριας κυκλοφορίας που υπέβαλε η Γερμανία, κατά μέσο όρο το 15 % των επιβατών που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα του Zweibrücken προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (Γαλλία και Λουξεμβούργο). Από τον αερολιμένα του Zweibrücken εκτελούνται διεθνείς πτήσεις προς προορισμούς όπως η Μαγιόρκα ή η Αττάλεια. Ο διάδρομος απογείωσης/προσγείωσης στο Zweibrücken έχει επαρκές μήκος (3 000 μέτρα) και επιτρέπει στις αεροπορικές εταιρείες να εξυπηρετούν διεθνείς προορισμούς μεσαίων αποστάσεων. Βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να θεωρηθεί ότι η δημόσια χρηματοδότηση των FGAZ/FZG νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και έχει τουλάχιστον πιθανές επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(237)

Εκτός από αυτές τις γενικές εκτιμήσεις, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken βρίσκεται, ή βρισκόταν, σε άμεσο ανταγωνισμό με τον αερολιμένα του Saarbrücken. Πρώτον, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι η TUIFly, πρώην μεγαλύτερος πελάτης του αερολιμένα Saarbrücken, αποχώρησε από τον εν λόγω αερολιμένα και μεταφέρθηκε στο Zweibrücken το 2007. Δεύτερον, για μεγάλο χρονικό διάστημα, προσφέρονταν παράλληλα πτήσεις προς το Βερολίνο από το Zweibrücken (Germanwings) και από το Saarbrücken (Air Berlin και Luxair), γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των αερολιμένων όσο και μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών. Στη σύμβαση αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ της FZG και της Germanwings προβλεπόταν ακόμη και η καταβολή υψηλότερων τελών υπηρεσιών από την FZG σε περίπτωση διακοπής των πτήσεων της Air Berlin από το Saarbrücken προς το Βερολίνο.

(238)

Εκτός από αυτούς τους δείκτες για τον ανταγωνισμό μεταξύ των αερολιμένων Zweibrücken και Saarbrücken, υπάρχουν επίσης αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι, παρά την επίσημη δήλωση της Γερμανίας ότι οι δύο αερολιμένες ουδέποτε θεώρησαν ότι βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό, υπάλληλοι του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου έχουν σαφώς αντιληφθεί την ύπαρξη ανταγωνισμού. Σε δύο εσωτερικά υπομνήματα της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου του 2003, οι συντάκτες τους υποστήριξαν ότι η συνεργασία μεταξύ των αερολιμένων Zweibrücken και Saarbrücken δεν ήταν εφικτή/σκόπιμη εκείνη τη χρονική στιγμή. Αντιθέτως, ένα υπόμνημα εξηγούσε ότι, τουλάχιστον για όσο διάστημα η FRAPORT AG συμμετείχε στον αερολιμένα του Saarbrücken, η σχέση μεταξύ των δύο αερολιμένων θα ήταν ανταγωνιστική (56). Τα υπομνήματα ανέφεραν ακόμη ότι «από τη σκοπιά της Ρηνανίας-Παλατινάτου, μπορεί να αναμένεται ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken θα επικρατήσει μακροπρόθεσμα σε αυτόν τον ανταγωνισμό» (57). Από τις δηλώσεις αυτές συνάγεται ότι, τουλάχιστον το 2003, υπήρχε η αντίληψη ότι η σχέση μεταξύ των δύο αερολιμένων ήταν πράγματι ανταγωνιστική.

(239)

Στο πλαίσιο αυτό, η δημόσια χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στις FGAZ/FZG πρέπει να θεωρηθεί ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

7.1.1.6.    Συμπέρασμα

(240)

Βάσει των εκτιμήσεων που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 173-239, η Επιτροπή θεωρεί ότι η δημόσια χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στις FGAZ/FZG υπό μορφή άμεσων επενδυτικών επιχορηγήσεων και ετήσιων εισφορών κεφαλαίου κατά την περίοδο από το 2000 έως 2009 συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

7.1.2.   ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(241)

Σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τυχόν σχέδια θέσπισης ή τροποποίησης ενισχύσεων και δεν μπορούν να εφαρμόσουν τα σχεδιαζόμενα μέτρα έως ότου η διαδικασία κοινοποίησης καταλήξει στη λήψη τελικής απόφασης.

(242)

Δεδομένου ότι η χρηματοδότηση έχει ήδη τεθεί στη διάθεση των FGAZ/FZG, η Επιτροπή εκτιμά ότι η Γερμανία δεν τήρησε την απαγόρευση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης (58).

7.1.3.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ

7.1.3.1.    Η εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 και του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές

(243)

Στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, βάσει του οποίου οι κρατικές ενισχύσεις δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Η εξεταζόμενη ενίσχυση μπορεί να αξιολογηθεί με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, που ορίζει ότι: «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον» δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

(244)

Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014 παρέχουν ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση του κατά πόσον οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε αερολιμένες μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

(245)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων  (59) εφαρμόζεται στις παράνομες επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες. Στο πλαίσιο αυτό, αν η παράνομη επενδυτική ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από τις 4 Απριλίου 2014, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τους κανόνες συμβατότητας που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της παράνομης επενδυτικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές στην περίπτωση των παράνομων επενδυτικών ενισχύσεων σε αερολιμένες οι οποίες χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Απριλίου 2014. (60)

(246)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις της ανακοίνωσής της σχετικά με τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε εκκρεμούσες υποθέσεις παράνομων ενισχύσεων λειτουργίας σε αερολιμένες, που χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Απριλίου 2014. Αντιθέτως, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν ενισχύσεις λειτουργίας (εκκρεμούσες κοινοποιήσεις και παράνομες μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις) σε αερολιμένες, ακόμη και εάν οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Απριλίου 2014 και την έναρξη της μεταβατικής περιόδου (61).

(247)

Η Επιτροπή έχει ήδη συμπεράνει στην αιτιολογική σκέψη 242 ότι οι άμεσες και ετήσιες εισφορές κεφαλαίου συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από τις 4 Απριλίου 2014.

7.1.3.2.    Διάκριση μεταξύ επενδυτικών ενισχύσεων και ενισχύσεων λειτουργίας

(248)

Με βάση τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 245 και 246, η Επιτροπή οφείλει να διαπιστώσει αν το επίμαχο μέτρο συνιστά παράνομη επενδυτική ενίσχυση ή ενίσχυση λειτουργίας.

(249)

Σύμφωνα με το σημείο 25 υποσημείο 18 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, ως επενδυτικές ενισχύσεις νοούνται «οι ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως για την κάλυψη του “ελλείμματος χρηματοδότησης του κόστους κεφαλαίου”». Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο 25 υποσημείο 21 των κατευθυντήριων γραμμών, οι επενδυτικές ενισχύσεις μπορεί να αφορούν τόσο προκαταβολή της ενίσχυσης (δηλαδή για την κάλυψη των αρχικών επενδυτικών δαπανών) όσο και την καταβολή της ενίσχυσης με τη μορφή περιοδικών δόσεων (για την κάλυψη του κόστους κεφαλαίου, όσον αφορά τις ετήσιες αποσβέσεις και έξοδα χρηματοδότησης).

(250)

Απεναντίας, οι ενισχύσεις λειτουργίας αφορούν την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών λειτουργίας ενός αερολιμένα, οι οποίες ορίζονται ως «το υποκείμενο κόστος ενός αερολιμένα το οποίο σχετίζεται με την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών και στο οποίο περιλαμβάνονται κατηγορίες δαπανών όπως οι δαπάνες προσωπικού, υπηρεσίες επί συμβάσει, επικοινωνίες, απορρίμματα, ενέργεια, συντήρηση, μισθώματα και διοίκηση, αλλά δεν περιλαμβάνονται οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, η στήριξη της εμπορικής προώθησης (μάρκετινγκ) ή οποιοδήποτε άλλο κίνητρο που παρέχεται σε αεροπορικές εταιρείες από τον αερολιμένα, καθώς και οι δαπάνες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους» (62).

(251)

Βάσει αυτών των ορισμών, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι άμεσες εισφορές κεφαλαίου, οι οποίες συνδέονταν όλες με συγκεκριμένα επενδυτικά έργα, συνιστούν επενδυτική ενίσχυση υπέρ των FGAZ/FZG.

(252)

Αντιθέτως, το μέρος των ετήσιων εισφορών κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη ετήσιων λειτουργικών ζημιών (63) των FGAZ/FZG, μετά την αφαίρεση των δαπανών που περιλαμβάνονται στα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) και θεωρείται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους, όπως διαπιστώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200, καθώς και των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000, συνιστά ενίσχυση λειτουργίας υπέρ των FGAZ/FZG.

(253)

Τέλος, το μέρος των ετήσιων εισφορών κεφαλαίου που καλύπτει τις ζημίες των FGAZ/FZG οι οποίες δεν περιλαμβάνονται ήδη στα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) (δηλαδή την ετήσια απόσβεση των στοιχείων ενεργητικού, το κόστος χρηματοδότησης κ.λπ.), αφαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους, όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200, καθώς και των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000, συνιστά επενδυτική ενίσχυση.

7.1.3.3.    Συμβιβάσιμο της επενδυτικής ενίσχυσης

(254)

Σύμφωνα με το σημείο 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει εάν πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)

η κατασκευή και η εκμετάλλευση ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης κ.λπ.)·

β)

η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη με τον καθορισμένο στόχο·

γ)

η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υποδομών που ήδη υπάρχουν·

δ)

η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις· και

ε)

η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το ενωσιακό συμφέρον.

(255)

Επιπλέον, οι κρατικές ενισχύσεις προς αερολιμένες, όπως κάθε άλλο μέτρο κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να έχουν χαρακτήρα κινήτρου και να είναι αναγκαίες και ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό στόχο, ώστε να είναι συμβιβάσιμες.

(256)

Η Γερμανία διαβεβαιώνει ότι η επενδυτική ενίσχυση υπέρ των FGAZ/FZG πληροί όλα τα κριτήρια συμβατότητας των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

α)   Συμβολή στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος

(257)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές δεν καθορίζονται επακριβή κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογείται κατά πόσον οι επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες συμβάλλουν στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, απλώς και μόνο η αλληλεπικάλυψη υφιστάμενων αερολιμενικών υποδομών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί την επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος.

(258)

Ως προς το σημείο αυτό, συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει, πρωτίστως, κατά πόσον ο αερολιμένας του Zweibrücken επικαλύπτει υφιστάμενες αερολιμενικές υποδομές στην περιοχή.

Αλληλεπικάλυψη: αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των αερολιμένων του Zweibrücken και του Saarbrücken

(259)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken βρίσκεται σε άμεση εγγύτητα με τον αερολιμένα του Saarbrücken. Η απόσταση σε ευθεία γραμμή μεταξύ των δύο αερολιμένων είναι περίπου 20 χιλιόμετρα, δηλαδή περίπου 39 χιλιόμετρα οδικώς. Ο χρόνος μετακίνησης μεταξύ των δύο αερολιμένων είναι περίπου 30 λεπτά με αυτοκίνητο. Επιπλέον, υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι έξι αερολιμένες που απέχουν λιγότερο από δύο ώρες από τον αερολιμένα του Zweibrücken.

(260)

Η εγγύτητα μεταξύ των δύο αερολιμένων σημαίνει ότι αμφότεροι εξυπηρετούν σχεδόν την ίδια ζώνη επιρροής. Οι διάφορες μελέτες που υπέβαλε η Γερμανία στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης (64), καθώς και κατά την παράλληλη επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τον αερολιμένα του Saarbrücken (65), επιβεβαιώνουν ότι η πλειονότητα των επιβατών που χρησιμοποιούν τους δύο αερολιμένες προέρχονται από τη Δυτική Ρηνανία-Παλατινάτο και το Σάαρ.

(261)

Οι αερολιμένες Saarbrücken και Zweibrücken παρουσιάζουν επίσης σχετικά παρόμοια χαρακτηριστικά. Όταν ξεκίνησε η εκτέλεση εμπορικών πτήσεων στο Zweibrücken το 2006, ο πρώτος πελάτης ήταν η Germanwings, η οποία προσέφερε ένα δρομολόγιο με προορισμό το Βερολίνο. Το ίδιο δρομολόγιο εξυπηρετείτο από τον αερολιμένα Saarbrücken από τη Luxair και, από το 2007 και μετά, από την Air Berlin. Ο δεύτερος μεγαλύτερος πελάτης του Zweibrücken ήταν η TUIFly, η οποία προσέφερε πτήσεις προς διάφορους προορισμούς διακοπών, κυρίως στη Μεσόγειο. Πριν αρχίσει να εκτελεί πτήσεις από τον αερολιμένα του Zweibrücken, η TUIFly ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες του αερολιμένα του Saarbrücken.

(262)

Ο αερολιμένας του Zweibrücken επιχείρησε επίσης να επεκταθεί δυναμικότερα στην αγορά των αερομεταφορέων χαμηλού κόστους μέσω της σύναψης σύμβασης με τη Ryanair, η οποία διατήρησε ωστόσο μόνο το δρομολόγιο προς τον αερολιμένα Stansted του Λονδίνου για χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους. Τελικά, αποχώρησε και η Germanwings από τον αερολιμένα, γεγονός που είχε ως συνέπεια ο αερολιμένας του Zweibrücken να επικεντρώνεται από το τέλος του 2011 σχεδόν αποκλειστικά σε ναυλωμένες πτήσεις σε προορισμούς διακοπών και σε ορισμένες εμπορευματικές αεροπορικές μεταφορές.

(263)

Ωστόσο, ναυλωμένες πτήσεις σε προορισμούς διακοπών προσέφερε, και εξακολουθεί να προσφέρει, και ο αερολιμένας του Saarbrücken. Το σημαντικό στοιχείο που προκύπτει είναι ότι οι κυριότεροι προορισμοί που εξυπηρετούνται από τον αερολιμένα του Zweibrücken εξυπηρετούνται σε τακτική βάση και από τον αερολιμένα του Saarbrücken. Για παράδειγμα, από το πρόγραμμα τακτικών πτήσεων καταδεικνύεται ότι οι δύο συχνότεροι προορισμοί που εξυπηρετήθηκαν το καλοκαίρι του 2014 από το Zweibrücken ήταν η Αττάλεια και η Palma de Mallorca, αντιπροσωπεύοντας συνολικά το 70 % των εβδομαδιαίων πτήσεων. Παράλληλα, αμφότεροι οι προορισμοί εξυπηρετούνταν επίσης από τον αερολιμένα του Saarbrücken, και μάλιστα με παρεμφερή συχνότητα: την εβδομάδα μεταξύ της 16ης Ιουνίου 2014 και της 23ης Ιουνίου 2014, αναχώρησαν από τον αερολιμένα του Zweibrücken 16 πτήσεις με προορισμό την Αττάλεια ή την Palma de Mallorca, ενώ από τον αερολιμένα του Saarbrücken αναχώρησαν προς τους ίδιους προορισμούς 18 πτήσεις.

Αλληλεπικάλυψη: χωρητικότητα, αριθμός επιβατών και ετήσια αποτελέσματα

(264)

Μετά την είσοδο του αερολιμένα του Zweibrücken στην αγορά εμπορικών πτήσεων, ο αριθμός επιβατών αυξήθηκε ταχύτατα, από 78 000 επιβάτες το 2006 σε 338 000 επιβάτες το 2009. Μετά την εν λόγω περίοδο ταχείας ανάπτυξης, ο αριθμός επιβατών άρχισε να μειώνεται, σημειώνοντας πτώση σε 242 000 επιβάτες το 2012. Εάν ληφθεί υπόψη ότι η χωρητικότητα στον αερολιμένα του Zweibrücken ανέρχεται σε 700 000 επιβάτες, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο αερολιμένας ουδέποτε λειτούργησε σε ποσοστό άνω του 50 % της διαθέσιμης χωρητικότητάς του, και λειτουργεί επί του παρόντος σε ποσοστό περίπου 35 % της διαθέσιμης χωρητικότητας.

(265)

Συγκριτικά, ο αριθμός επιβατών στον αερολιμένα του Saarbrücken ήταν ουσιαστικά σταθερός, της τάξης περίπου των 450 000 επιβατών ετησίως, μέχρι την είσοδο του αερολιμένα του Zweibrücken στην αγορά εμπορικών πτήσεων, οπότε ο αριθμός των επιβατών μειώθηκε από 487 000 επιβάτες το 2005 σε 350 000 επιβάτες το 2007. Μετά την αναπροσαρμογή των αερολιμενικών τελών, ο αερολιμένας του Saarbrücken κατόρθωσε να προσελκύσει την Air Berlin το 2007, γεγονός που επέφερε μικρή βελτίωση και αύξηση του αριθμού των επιβατών, ο οποίος άγγιξε το 2008 το ανώτατο όριο των 518 000 επιβατών. Το 2012, 425 000 επιβάτες χρησιμοποίησαν τον αερολιμένα του Saarbrücken. Δεδομένου ότι επί του παρόντος η χωρητικότητα του Saarbrücken ανέρχεται επίσης σε 700 000 επιβάτες ετησίως, χρησιμοποιήθηκε μόνο το 50-75 % της διαθέσιμης χωρητικότητάς του. Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η χωρητικότητα του αερολιμένα του Saarbrücken θα μπορούσε να είναι υψηλότερη (δηλαδή 750 000-800 000 επιβάτες ετησίως) εάν δεν περιοριζόταν λόγω του αριθμού των ελέγχων ασφαλείας επιβατών που δύναται να διενεργεί σε ωριαία βάση ο αερολιμένας. Ο περιορισμός αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι ο αερολιμένας του Saarbrücken διαθέτει επί του παρόντος μόνο δύο σαρωτές ασφαλείας.

(266)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι αμφότεροι οι αερολιμένες του Saarbrücken και του Zweibrücken ήταν ζημιογόνοι κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου (2000-2009). Κατά κύριο λόγο, οι ετήσιες ζημίες και στους δύο αερολιμένες αυξήθηκαν ραγδαία από το 2006 και μετά, όταν ο αερολιμένας του Zweibrücken εισήλθε στην αγορά εμπορικών πτήσεων.

Αλληλεπικάλυψη: αποδεικτικά στοιχεία άμεσου ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αερολιμένων

(267)

Η Επιτροπή έχει επισημάνει ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 237 και 238 ότι υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες ο αερολιμένας του Zweibrücken βρισκόταν σε άμεσο ανταγωνισμό με τον αερολιμένα του Saarbrücken. Πρώτον, πρέπει να υπενθυμιστεί ακόμη μία φορά ότι η TUIFly, πρώην μεγαλύτερος πελάτης του αερολιμένα Saarbrücken, αποχώρησε από τον εν λόγω αερολιμένα και μεταφέρθηκε στον αερολιμένα του Zweibrücken το 2007 (66). Δεύτερον, για μεγάλο χρονικό διάστημα, προσφέρονταν παράλληλα πτήσεις προς το Βερολίνο από το Zweibrücken (Germanwings) και από το Saarbrücken (Air Berlin και Luxair), γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των αερολιμένων όσο και μεταξύ των εξυπηρετούμενων δρομολογίων από τις αεροπορικές εταιρείες. Στη σύμβαση αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ της FZG και της Germanwings προβλεπόταν ακόμη και η καταβολή υψηλότερων τελών υπηρεσιών από την FZG σε περίπτωση διακοπής των πτήσεων της Air Berlin από το Saarbrücken προς το Βερολίνο.

(268)

Εκτός από τους επιπρόσθετους δείκτες που έχουν ήδη αναφερθεί (βλέπε αιτιολογική σκέψη 238), η Επιτροπή εφιστά επίσης την προσοχή στα πρακτικά της συνεδρίασης του εποπτικού συμβουλίου της FGAZ της 26ης Ιουνίου 2009. Κατά τη συνοπτική παρουσίαση της έκθεσης του διοικητικού συμβουλίου καταγράφεται στα πρακτικά μια συνεδρίαση μεταξύ της διοίκησης της FGAZ, της Ryanair και του Υπουργείου Οικονομικών της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνεδρίασης, στην οποία συζητήθηκε το μέλλον της σχέσης της Ryanair με τον αερολιμένα του Zweibrücken, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου «επισήμανε στη [Ryanair] ότι η κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου θα θεωρούσε εξαιρετικά δυσάρεστη ενέργεια εκ μέρους της Ryanair την έναρξη πτήσεων στον αερολιμένα του Saarbrücken». Η επισήμανση αυτή δεν καταδεικνύει τη συμπληρωματικότητα μεταξύ των δύο αερολιμένων· απεναντίας, είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι οι δύο αερολιμένες βρίσκονταν σε επιχειρηματικό ανταγωνισμό.

Αλληλεπικάλυψη: εμπορευματικές μεταφορές

(269)

Η Επιτροπή παρατηρεί περαιτέρω ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken ασκεί επίσης δραστηριότητες διακίνησης αερομεταφερόμενου φορτίου. Παρότι οι εμπορευματικές μεταφορές δεν αποτελούν σημαντική πτυχή των δραστηριοτήτων στον αερολιμένα του Saarbrücken, συνιστούν κεντρικό στοιχείο του επιχειρηματικού μοντέλου του αερολιμένα Frankfurt-Hahn. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 21, ο αερολιμένας Frankfurt-Hahn απέχει από τον αερολιμένα του Zweibrücken μόνο περίπου 128 χιλιόμετρα ή 84 λεπτά με αυτοκίνητο. Επιπλέον, διακίνηση αερομεταφερόμενου φορτίου γίνεται επίσης στον αερολιμένα του Λουξεμβούργου, ο οποίος απέχει περίπου 145 χιλιόμετρα, ή περίπου 86 λεπτά με αυτοκίνητο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21) από τον αερολιμένα του Zweibrücken.

(270)

Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι εμπορευματικές μεταφορές χαρακτηρίζονται συνήθως από υψηλότερη κινητικότητα σε σύγκριση με τις επιβατικές μεταφορές (67). Εν γένει, θεωρείται ότι η ακτίνα της ζώνης επιρροής για τους εμπορευματικούς αερολιμένες αντιστοιχεί τουλάχιστον σε περίπου 200 χιλιόμετρα και διάρκεια μετάβασης δύο ωρών. Έως έναν ορισμένο βαθμό, φαίνεται ότι ο κλάδος προτείνει ως γενικώς αποδεκτό μέγιστο χρόνο οδικής μεταφοράς μισή ημέρα (δηλαδή χρόνο οδήγησης έως και 12 ώρες με φορτηγό) (68).

(271)

Δεδομένου ότι η ζώνη επιρροής για τις εμπορευματικές μεταφορές είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι για τις επιβατικές μεταφορές, ο αερολιμένας Frankfurt-Hahn και ο αερολιμένας του Λουξεμβούργου παρέχουν επαρκή χωρητικότητα εμπορευματικών αερομεταφορών για την περιοχή.

Αλληλεπικάλυψη: εξέταση των διαπιστώσεων

(272)

Βάσει των εκτιμήσεων που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 259-270, η Επιτροπή κρίνει ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken επικαλύπτει τις διαθέσιμες αερολιμενικές υποδομές στον αερολιμένα του Saarbrücken. Ειδικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι ακόμη και πριν από την είσοδο του Zweibrücken στην αγορά εμπορικών πτήσεων, η περιοχή διέθετε άρτιες συνδέσεις μέσω των υφιστάμενων αερολιμένων, κυρίως μέσω του αερολιμένα του Saarbrücken, και ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken δεν ενισχύει τη συνδεσιμότητα της περιοχής.

(273)

Επιπλέον, τυχόν ζήτηση για αεροπορικές υπηρεσίες που δεν καλύπτεται από τον αερολιμένα του Saarbrücken θα μπορούσε να καλυφθεί εύκολα από τους άλλους έξι αερολιμένες στους οποίους η πρόσβαση είναι δυνατή σε λιγότερο από δύο ώρες από τον αερολιμένα Saarbrücken. Όσον αφορά ιδίως τις τουριστικές πτήσεις, οι χρόνοι μετακίνησης που δεν υπερβαίνουν τις δύο ώρες είναι εν γένει αποδεκτοί. Το ίδιο ισχύει επίσης σε ό,τι αφορά τη ζήτηση για υπηρεσίες εμπορευματικών αεροπορικών μεταφορών.

(274)

Η Γερμανία δεν προσκόμισε στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι οι προβλέψεις σχετικά με τον αριθμό επιβατών απαιτούσαν την είσοδο του αερολιμένα του Zweibrücken στην αγορά. Πιο συγκεκριμένα, μολονότι η είσοδος του αερολιμένα στην αγορά εμπορικών πτήσεων πραγματοποιήθηκε το 2006, η πρώτη μελέτη σχετικά με τον προβλεπόμενο αριθμό των επιβατών ανέφερε ημερομηνίες από τον Σεπτέμβριο του 2009 (69). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι η δημόσια χρηματοδότηση από το 2000 αποσκοπούσε στην κάλυψη της ζήτησης για αεροπορικές υπηρεσίες η οποία δεν θα μπορούσε να καλυφθεί διαφορετικά.

(275)

Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι, σύμφωνα με προβλέψεις του αερολιμένα του Saarbrücken το 1997, ο αριθμός επιβατών του αερολιμένα αναμενόταν να αυξηθεί έως το 2010 σε 676 000 επιβάτες (70). Λόγω του ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken δεν είχε δραστηριοποιηθεί ακόμη, εκείνη την εποχή, στην αγορά εμπορικών πτήσεων, μπορεί να θεωρηθεί ότι η πρόβλεψη αυτή αποτελούσε την πλέον αξιόπιστη πρόβλεψη όσον αφορά τον αριθμό των επιβατών για την περιοχή. Δεδομένου ότι ο αερολιμένας του Saarbrücken διαθέτει χωρητικότητα της τάξης των 700 000 — 800 000 επιβατών ετησίως, καθίσταται σαφές ότι ο αερολιμένας του Saarbrücken θα μπορούσε από μόνος του να εξυπηρετήσει για σημαντικό χρονικό διάστημα τον αριθμό των επιβατών που είχε προβλεφθεί το 1997.

(276)

Η Επιτροπή είναι εξάλλου της άποψης ότι δεν καταδεικνύεται τυχόν ανεπάρκεια της χωρητικότητας του Saarbrücken για την κάλυψη της ζήτησης στην περιοχή ούτε με βάση τον πραγματικό αριθμό επιβατών στους αερολιμένες του Zweibrücken και του Saarbrücken. Είναι γεγονός ότι ο συνολικός αριθμός επιβατών στους αερολιμένες του Saarbrücken και του Zweibrücken ανήλθε σχεδόν σε 850 000 επιβάτες το 2008 και σε 810 000 το 2009, αριθμητικά στοιχεία που υπερβαίνουν τη μέγιστη χωρητικότητα του αερολιμένα του Saarbrücken. Παράλληλα, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία παρουσιάζουν ελαφρώς στρεβλωμένη εικόνα της πραγματικής ζήτησης στην περιοχή: πρώτον, ο υψηλός αριθμός επιβατών φαίνεται να διαμορφώνεται από τον άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ των δρομολογίων με προορισμό το Βερολίνο τα οποία προσφέρονται από τους αερολιμένες του Zweibrücken και του Saarbrücken (και από τις αεροπορικές εταιρείες Germanwings και Air Berlin / Luxair, αντίστοιχα) και τα οποία προσέλκυσαν προσωρινά επιπρόσθετο αριθμό επιβατών. Ωστόσο, μόλις η Germanwings διέκοψε την εκτέλεση του μη κερδοφόρου δρομολογίου της με προορισμό το Βερολίνο, η ζήτηση για το συγκεκριμένο δρομολόγιο μειώθηκε. Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά (βλέπε τμήμα 7.3) ότι η Germanwings, η TUIFly και η Ryanair αποκόμισαν και οι τρεις οφέλη από τη μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση που τους χορήγησαν οι FGAZ/FZG. Στον βαθμό που η εν λόγω ενίσχυση μεταφράστηκε ενδεχομένως σε μειωμένες τιμές εισιτηρίων, είναι αμφίβολο το κατά πόσον ο επιδοτούμενος κατά τον τρόπο αυτόν αριθμός επιβατών στο Zweibrücken αντιπροσώπευε την πραγματική ζήτηση στην περιοχή. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι ο συνολικός αριθμός επιβατών έχει σημειώσει πτώση από το 2009: ο συνολικός αριθμός επιβατών για το Zweibrücken και το Saarbrücken ανήλθε περίπου σε 670 000 επιβάτες το 2012, και επομένως ήταν χαμηλότερος από την οριακή τιμή της χωρητικότητας του αερολιμένα του Saarbrücken.

(277)

Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα που προβάλλει η Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο οι δύο αερολιμένες είναι μόνο συμπληρωματικοί —και όχι ανταγωνιστικοί— μεταξύ τους. Πρώτον, μολονότι φαίνεται να υπάρχει σχετική διαφορά ανάμεσα στα επιχειρηματικά μοντέλα των δύο αερολιμένων, είναι σαφές ότι η κύρια δραστηριότητα του αερολιμένα Zweibrücken (πτήσεις προς τόπους διακοπών, ιδίως προς την Αττάλεια και την Palma de Mallorca) εξυπηρετείται επίσης από το Saarbrücken. Αντιθέτως, το Saarbrücken εστιάζει πράγματι στις τακτικές πτήσεις σε μεγάλες πόλεις, όπως το Λουξεμβούργο, το Βερολίνο και το Αμβούργο. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ένα μικρό μόνο μέρος της δραστηριότητας του Zweibrücken φαίνεται ότι δεν καλύπτεται ή δεν θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί από το Saarbrücken.

(278)

Η Επιτροπή κρίνει επίσης ότι οι διαφορές ως προς τις υποδομές που πράγματι υπάρχουν μεταξύ των δύο αερολιμένων δεν κλονίζουν τη διαπίστωσή της ότι ο αερολιμένας του Zweibrücken επικαλύπτει τις αερολιμενικές υποδομές που προϋπήρχαν ήδη στο Saarbrücken. Μολονότι αληθεύει ότι το Zweibrücken διαθέτει διάδρομο απογείωσης/προσγείωσης μεγαλύτερου μήκους, ο οποίος καθιστά τον αερολιμένα καταλληλότερο για πτήσεις μεγάλων αποστάσεων και βαρέων εμπορευματικών αεροσκαφών, οι διαφορές αυτές δεν είναι επαρκείς ώστε να αιτιολογείται η λειτουργία δύο αερολιμένων σε τόσο μεγάλη εγγύτητα. Πρώτον, όπως επεξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 269 και 270, η ζήτηση για εμπορευματικές αεροπορικές μεταφορές εξυπηρετείται επαρκώς από τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn και τον αερολιμένα του Λουξεμβούργου, στους οποίους δεν επιβάλλονται —σύμφωνα με τις πληροφορίες της Επιτροπής— σχετικοί περιορισμοί όσον αφορά το βάρος των αεροσκαφών. Δεύτερον, η Γερμανία δεν απέδειξε ότι για σημαντικό αριθμό εμπορικών επιβατικών πτήσεων που αναχωρούν από το Zweibrücken, δεν θα ήταν δυνατή η εκτέλεσή τους από το Saarbrücken.

(279)

Τέλος, δεδομένου ότι, πριν από την είσοδο του αερολιμένα του Zweibrücken στην αγορά, ο αερολιμένας του Saarbrücken ήταν προφανώς σε θέση να εξυπηρετήσει τη ζήτηση για αεροπορικές υπηρεσίες την οποία πλέον καλύπτει εν μέρει ο αερολιμένας του Zweibrücken, η διαφορά όσον αφορά τις υποδομές δεν αιτιολογεί την αλληλεπικάλυψη των υποδομών που υπήρχαν ήδη στο Saarbrücken.

Συμπέρασμα

(280)

Βάσει των πραγματικών περιστατικών και των εκτιμήσεων που παρουσιάζονται και εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 255 έως 279, η Επιτροπή κρίνει ότι η επενδυτική ενίσχυση υπέρ των FGAZ/FZG χρησίμευσε για τη δημιουργία ή τη συντήρηση υποδομών οι οποίες επικαλύπτουν απλώς τον (μη αποδοτικό) αερολιμένα του Saarbrücken. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επενδυτική ενίσχυση συμβάλλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος.

(281)

Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις συμβατότητας που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 254 είναι σωρευτικές, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τις υπόλοιπες προϋποθέσεις συμβατότητας. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που συνιστά κρατική ενίσχυση, η επενδυτική ενίσχυση δεν θα πρέπει να χαρακτηριστεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

(282)

Λαμβανομένου υπόψη ότι ούτε η Γερμανία προέβαλε ούτε η Επιτροπή εντόπισε τυχόν εναλλακτικούς βάσιμους λόγους συμβατότητας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, στον βαθμό που συνιστά κρατική ενίσχυση, η επενδυτική ενίσχυση υπέρ των FGAZ/FZG δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

7.1.3.4.    Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης λειτουργίας βάσει των κανόνων ΥΓΟΣ

(283)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η δημόσια χρηματοδότηση όσον αφορά τη χορήγηση ενίσχυσης λειτουργίας υπέρ των FGAZ/FZG πρέπει να χαρακτηριστεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά ως αντιστάθμιση για την παροχή ΥΓΟΣ σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(284)

Το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης ορίζει ότι «Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των Συνθηκών ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης».

(285)

Το άρθρο αυτό προβλέπει (μερική) παρέκκλιση από την απαγόρευση της κρατικής ενίσχυσης που περιέχεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, στον βαθμό που η κρατική ενίσχυση είναι απαραίτητη και αναλογική για τη διασφάλιση της εκτέλεσης της ΥΓΟΣ υπό αποδεκτούς οικονομικούς όρους.

(286)

Έως την 31η Ιανουαρίου 2012, το πλαίσιο του 2005 για τις ΥΓΟΣ (71) και η απόφαση του 2005 για τις ΥΓΟΣ αποτελούσαν την πολιτική της Επιτροπής κατά την εφαρμογή της παρέκκλισης του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(287)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι και οι δύο αυτές πράξεις επιβάλλουν την υποχρέωση η υπό εξέταση επιχείρηση να είναι επιφορτισμένη με πραγματική ΥΓΟΣ. Η ανάθεση αποστολών δημόσιας υπηρεσίας σε έναν αερολιμένα πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο «μίας ή περισσότερων επίσημων πράξεων» οι οποίες πρέπει να προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την «ακριβή φύση της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας» (72).

Πραγματική ΥΓΟΣ

(288)

Όσον αφορά, καταρχάς, το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον η λειτουργία του αερολιμένα Zweibrücken συνιστά πραγματική ΥΓΟΣ, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι μια δραστηριότητα, για να θεωρηθεί ΥΓΟΣ, θα πρέπει να εμφανίζει ειδικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις συνήθεις οικονομικές δραστηριότητες και ότι ο στόχος γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται δεν μπορεί να συνίσταται απλώς στην ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών όπως προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης (73). Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν τμήμα της περιοχής που εξυπηρετείται από τον αερολιμένα θα ήταν, χωρίς τον αερολιμένα, απομονωμένο από την υπόλοιπη Ένωση σε βαθμό που θα έβλαπτε την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή του (74).

(289)

Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός αλληλεπικάλυψης μεταξύ του ορθού ορισμού μιας ΥΓΟΣ και του ερωτήματος σχετικά με το κατά πόσον η δημόσια χρηματοδότηση ενός αερολιμένα (συμπεριλαμβανομένων αμφότερων των επενδυτικών και των λειτουργικών δαπανών) συμβάλλει στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος. Η Επιτροπή υπενθυμίζει στις αιτιολογικές σκέψεις 257 και εξής ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η δημόσια χρηματοδότηση που συνεπάγεται την αλληλεπικάλυψη αερολιμενικών υποδομών σε μια δεδομένη περιοχή συμβάλλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 294 και εξής). Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι η συνολική διαχείριση ενός αερολιμένα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ΥΓΟΣ «εάν τμήμα της περιοχής που δυνητικά εξυπηρετείται από τον αερολιμένα θα ήταν, χωρίς τον αερολιμένα, απομονωμένο από την υπόλοιπη Ένωση σε βαθμό που θα έβλαπτε την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή του» (75). Στη βάση αυτή, η Επιτροπή εκτιμά ομοίως ότι η λειτουργία ενός αερολιμένα που επικαλύπτει άλλον αερολιμένα στην ίδια περιοχή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί πραγματική ΥΓΟΣ (76).

(290)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, στον βαθμό που συνιστά κρατική ενίσχυση, η δημόσια χρηματοδότηση των υποδομών του αερολιμένα Zweibrücken δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά διότι επικαλύπτει υφιστάμενες υποδομές. Ομοίως, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η λειτουργία του αερολιμένα του Zweibrücken δεν αποτελεί πραγματική υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Στον βαθμό που η Γερμανία θεωρεί ότι η λειτουργία του αερολιμένα του Zweibrücken αποτελεί ΥΓΟΣ, συνάγεται ότι έχει υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα ως προς τον ορισμό της ΥΓΟΣ (77).

Πράξη ανάθεσης

(291)

Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι FGAZ/FZG δεν ήταν σε καμία περίπτωση επιφορτισμένες με τη διαχείριση του αερολιμένα του Zweibrücken ως ΥΓΟΣ. Ως σχετικές πράξεις ανάθεσης, η Γερμανία υπέδειξε μόνο τη γενική άδεια λειτουργίας του αερολιμένα και την «υποχρέωση διαχείρισής του» σύμφωνα με το άρθρο 45 του LuftVZO. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τη Γερμανία, η επιβολή υποχρέωσης διαχείρισης ήταν το αποτέλεσμα αναβάθμισης του αερολιμένα του Zweibrücken από «αεροδρόμιο» σε «αερολιμένα» κατά την έννοια του άρθρου 49 και του άρθρου 38 του LuftVZO (78). Ωστόσο, η εν λόγω αναβάθμιση πραγματοποιήθηκε μόλις στις αρχές του 2010, γεγονός που σημαίνει ότι, κατά την υπό εξέταση περίοδο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης (2000-2009), δεν τεκμαίρεται καμία ανάθεση από το άρθρο 45 του LuftVZO.

(292)

Η Γερμανία υποστηρίζει περαιτέρω ότι «εκτός από την άδεια λειτουργίας και την ένταξη στο έργο μετατροπής της Ρηνανίας-Παλατινάτου, δεν πραγματοποιήθηκε γενική επίσημη ανάθεση ΥΓΟΣ στην FZG». Δεδομένου ότι η Γερμανία δεν διευκρίνισε τον τρόπο με τον οποίο η άδεια λειτουργίας, αυτή καθαυτή, μπορεί να συνιστά κατάλληλη πράξη ανάθεσης που να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 287, ούτε τον τρόπο με τον οποίο η ένταξη στο έργο μετατροπής συνιστά κατάλληλη πράξη ανάθεσης, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι FGAZ/FZG δεν ήταν δεόντως επιφορτισμένες με την παροχή πραγματικής ΥΓΟΣ.

(293)

Ως εκ τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 288 και εξής, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η δημόσια χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στις FGAZ/FZG και συνιστά ενίσχυση λειτουργίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά αντιστάθμιση για την παροχή ΥΓΟΣ.

7.1.3.5.    Συμβιβάσιμο των ενισχύσεων λειτουργίας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές

(294)

Στο τμήμα 5.1 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές καθορίζονται τα κριτήρια που θα εφαρμόζει η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των ενισχύσεων λειτουργίας με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης. Σύμφωνα με το σημείο 172 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τα εν λόγω κριτήρια σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν ενισχύσεις λειτουργίας, στις οποίες περιλαμβάνονται εκκρεμούσες κοινοποιήσεις και παράνομες μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις.

(295)

Παράνομες ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές μπορεί να θεωρούνται συμβιβάσιμες ως προς το σύνολο των μη καλυπτόμενων λειτουργικών δαπανών, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις (79):

α)

συμβολή στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος: η προϋπόθεση αυτή πληρούται, μεταξύ άλλων, εάν η ενίσχυση αυξάνει την κινητικότητα των πολιτών της Ένωσης και τη συνδεσιμότητα των διαφόρων περιοχών ή διευκολύνει την περιφερειακή ανάπτυξη (80)·

β)

ανάγκη για κρατική παρέμβαση: οι κρατικές ενισχύσεις πρέπει να είναι προσανατολισμένες σε καταστάσεις στις οποίες οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να επιφέρουν ουσιαστική βελτίωση την οποία δεν δύναται να επιτύχει η ίδια η αγορά (81)·

γ)

λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου: η προϋπόθεση αυτή πληρούται εάν είναι πιθανόν, σε περίπτωση μη χορήγησης ενίσχυσης λειτουργίας και λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή παρουσία επενδυτικής ενίσχυσης και το μέγεθος της κίνησης, να μειωθεί σημαντικά το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας του συγκεκριμένου αερολιμένα (82)·

δ)

αναλογικότητα του ποσού της ενίσχυσης (περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο): για να είναι αναλογικές, οι ενισχύσεις λειτουργίας σε αερολιμένες πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ενισχυόμενης δραστηριότητας (83)·

ε)

αποφυγή αδικαιολόγητων αρνητικών επιπτώσεων για τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές  (84).

α)   Συμβολή στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος

(296)

Στο σημείο 114 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές αναφέρεται ότι «η αύξηση του αριθμού των μη αποδοτικών αερολιμένων στην ίδια περιοχή δεν συμβάλλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος». Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 259 και εξής όσον αφορά το συμβιβάσιμο της επενδυτικής ενίσχυσης υπέρ των FGAZ/FZG σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ισχύουν εξίσου για το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης λειτουργίας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η ενίσχυση λειτουργίας που χορηγήθηκε στις FGAZ/FZG επικαλύπτει απλώς τη λειτουργία ενός μη αποδοτικού αερολιμένα και, κατά συνέπεια, δεν συμβάλλει στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση λειτουργίας στις FGAZ/FZG, στον βαθμό που συνιστά κρατική ενίσχυση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

Συμπέρασμα

(297)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση λειτουργίας που χορηγήθηκε στις FGAZ/FZG δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, ούτε σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης ούτε σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης. Λαμβανομένου υπόψη ότι ούτε η Γερμανία προέβαλε ούτε η Επιτροπή εντόπισε τυχόν εναλλακτικούς βάσιμους λόγους συμβατότητας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, στον βαθμό που συνιστά κρατική ενίσχυση, η ενίσχυση λειτουργίας υπέρ των FGAZ/FZG δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

7.2.   ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ-ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟΥ

7.2.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

7.2.1.1.    Οικονομική δραστηριότητα και έννοια της επιχείρησης

(298)

Για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 173 και εξής, πρέπει να θεωρηθεί ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, οι FGAZ/FZG συνιστούν επιχείρηση.

7.2.1.2.    Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(299)

Για να συνιστούν κρατική ενίσχυση, τα υπό εξέταση μέτρα πρέπει να χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους και η απόφαση χορήγησης του μέτρου πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος.

(300)

Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης εφαρμόζεται σε οιοδήποτε πλεονέκτημα παρέχεται με κρατικούς πόρους είτε από το ίδιο το κράτος είτε από ενδιάμεσο φορέα ο οποίος ενεργεί δυνάμει εξουσιών που του έχουν εκχωρηθεί (85). Για τους σκοπούς του άρθρου 107 της Συνθήκης, οι πόροι των τοπικών αρχών θεωρούνται κρατικοί πόροι (86).

Κρατική εγγύηση 100 %

(301)

Κάθε κρατική εγγύηση συνεπάγεται δυνητική απώλεια πόρων για το κράτος. Δεδομένου ότι η κρατική εγγύηση 100 % εκδόθηκε απευθείας από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου, χορηγήθηκε με κρατικούς πόρους και καταλογίζεται επίσης στο κράτος.

Κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους

(302)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου δεν χρηματοδοτείται απευθείας από τον δημόσιο προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους. Ισχυρίζεται ότι όλα τα κεφάλαια του κοινού ταμείου είτε προέρχονται από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις είτε λαμβάνονται υπό μορφή δανείων από την κεφαλαιαγορά.

(303)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι, στην υπό εξέταση υπόθεση, το κράτος ασκούσε σε όλες τις κρίσιμες χρονικές περιόδους άμεσο ή έμμεσο έλεγχο επί των πόρων του κοινού ταμείου, και ως εκ τούτου οι πόροι αυτοί συνιστούν κρατικούς πόρους. Πρώτον, στο κοινό ταμείο δύνανται να συμμετέχουν μόνο επιχειρήσεις που ανήκουν κατά πλειοψηφία στην κυριότητα του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου (ποσοστό κυριότητας 50 % κατ' ελάχιστο). Λόγω της κατά πλειοψηφία κρατικής κυριότητας, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις συνιστούν σαφώς δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής (87). Εφόσον όλες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις είναι συνεπώς δημόσιες επιχειρήσεις, οι πόροι τους συνιστούν κρατικούς πόρους. Αυτό και μόνο το γεγονός σημαίνει ότι τα κεφάλαια του κοινού ταμείου, στον βαθμό που αντλούνται από τις καταθέσεις που πραγματοποιούν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις, συνιστούν κρατικούς πόρους.

(304)

Δεύτερον, σε περίπτωση που οι καταθέσεις των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στο κοινό ταμείο δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας ενός συμμετέχοντος, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου εξασφαλίζει από τη χρηματοπιστωτική αγορά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση στο δικό του όνομα και μεταβιβάζει τα κεφάλαια αυτά στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο κοινό ταμείο. Δεδομένου ότι το ομόσπονδο κράτος εξασφαλίζει την αναγκαία δανειοδότηση στο δικό του όνομα, πρέπει να θεωρηθεί ότι και τα κεφάλαια που αντλούνται κατά τον τρόπο αυτό επίσης συνιστούν κρατικούς πόρους.

(305)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η χρηματοδότηση που χορηγείται από το κοινό ταμείο χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους, διότι τόσο οι καταθέσεις από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις όσο και τα δάνεια που εξασφαλίζονται από το ομόσπονδο κράτος για την κάλυψη των ελλειμμάτων ρευστότητας στο κοινό ταμείο συνιστούν κρατικούς πόρους.

(306)

Είναι άλλωστε σαφές ότι το ομόσπονδο κράτος είχε τον γενικό έλεγχο της διαχείρισης του κοινού ταμείου, και ως εκ τούτου η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις καταλογίζεται στο κράτος. Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι η συμφωνία συμμετοχής στο κοινό ταμείο συνάπτεται μεταξύ του ομόσπονδου κράτους και των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Συνεπώς, η απόφαση για την έγκριση της συμμετοχής μιας επιχείρησης στο κοινό ταμείο λαμβάνεται απευθείας από το ομόσπονδο κράτος. Το ομόσπονδο κράτος αποφασίζει επίσης το μέγιστο ποσό που μια επιχείρηση δύναται να αντλήσει από το κοινό ταμείο υπό τη μορφή πιστωτικού ορίου. Επιπλέον, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου διαχειρίζεται απευθείας τις καθημερινές πράξεις του κοινού ταμείου μέσω του «Landeshauptkasse», ενός οργανισμού του Υπουργείου Οικονομικών του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου. Επίσης, το «Landeshauptkasse» εκπροσωπεί επισήμως το ομόσπονδο κράτος κατά την εξασφάλιση κεφαλαίων από την αγορά για την κάλυψη των ελλειμμάτων ρευστότητας στο κοινό ταμείο.

(307)

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το κράτος είναι σε θέση να ασκεί απευθείας έλεγχο στις δραστηριότητες του κοινού ταμείου, και κυρίως όσον αφορά το ποιες επιχειρήσεις δύνανται να συμμετέχουν σε αυτό και το επιμέρους πιστωτικό όριο που χορηγείται σε κάθε συμμετέχουσα επιχείρηση. Επομένως, οι αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή στο κοινό ταμείο και σχετικά με το ποσοστό της εν λόγω συμμετοχής καταλογίζονται στο κράτος.

Δάνειο που χορηγήθηκε από τη Sparkasse Südwestpfalz

(308)

Όσον αφορά το δάνειο αυτό καθαυτό, η Επιτροπή κάνει δεκτό τον ισχυρισμό ότι η Sparkasse Südwestpfalz είναι μια ανεξάρτητη τράπεζα η οποία λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη χορήγηση δανείων με δική της ευθύνη. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η απόφαση για τη χορήγηση του δανείου στις FGAZ/FZG καταλογίζεται στο κράτος. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο δεν καταλογίζεται στο κράτος.

7.2.1.3.    Οικονομικό πλεονέκτημα

Κρατική εγγύηση 100 %

(309)

Σύμφωνα με το σημείο 3.2 της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις, μια μεμονωμένη κρατική εγγύηση δεν συνιστά ενίσχυση εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: «α) ο δανειολήπτης δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες […]· β) η εμβέλεια της εγγύησης μπορεί να μετρηθεί ορθά κατά το χρόνο παροχής της, […] γ) η εγγύηση δεν καλύπτει ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου ή άλλης οικονομικής υποχρέωσης […]· δ) καταβάλλεται για την εγγύηση τιμή που καθορίζεται βάσει κριτηρίων αγοράς […]».

(310)

Στην παρούσα υπόθεση, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου παρέσχε εγγύηση 100 % για την εξασφάλιση ενός δανείου που χορηγήθηκε υπέρ των FGAZ/FZG, με συνέπεια η εγγύηση να υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 80 % του οφειλόμενου δανείου. Επίσης, όπως διευκρινίζεται κατωτέρω, δεν καταβλήθηκε η αγοραία τιμή της εγγύησης. Επομένως, η εγγύηση συνεπάγεται σαφώς πλεονέκτημα.

(311)

Σύμφωνα με το σημείο 4.2 δεύτερο εδάφιο της ανακοίνωσης για τις εγγυήσεις, το πλεονέκτημα μπορεί να υπολογιστεί ως η διαφορά μεταξύ του συγκεκριμένου επιτοκίου της αγοράς που θα έπρεπε να καταβάλουν οι FGAZ/FZG χωρίς την εγγύηση και του επιτοκίου που επιτεύχθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση, αφού ληφθούν υπόψη οι καταβληθείσες προμήθειες.

(312)

Όσον αφορά την εγγύηση που εξέδωσε το ομόσπονδο κράτος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι FGAZ/FZG έλαβαν την εν λόγω κρατική ενίσχυση 100 % δωρεάν και χωρίς να παράσχουν εξασφαλίσεις. Είναι προφανές ότι, υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, οι FGAZ/FZG θα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλουν προμήθεια για να λάβουν εγγύηση επί των δανείων τους από τρίτους.

(313)

Δεδομένου ότι οι FGAZ/FZG δεν υποχρεώθηκαν να καταβάλουν προμήθεια, αποκόμισαν οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο διαφορετικά δεν θα ήταν διαθέσιμο στην αγορά. Το ποσό του εν λόγω πλεονεκτήματος ισοδυναμεί με την προμήθεια που θα είχαν υποχρεωθεί να καταβάλουν οι FGAZ/FZG υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς.

Κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους

(314)

Όσον αφορά τη συμμετοχή των FGAZ/FZG στο κοινό ταμείο, η Γερμανία εξήγησε ότι το κοινό ταμείο λειτουργεί ως εξής: η FGAZ ζητεί κεφάλαια από το κοινό ταμείο για να εξασφαλίσει τη ρευστότητά της, και το ομόσπονδο κράτος παρέχει τα εν λόγω κεφάλαια από το κοινό ταμείο. Τα επιτόκια που επιβάλλονται είναι επιτόκια ημερήσιου δανεισμού με βάση την αγορά, στο επίπεδο που είναι διαθέσιμα και για το ίδιο το ομόσπονδο κράτος. Όταν οι καταθέσεις των συμμετεχουσών επιχειρήσεων δεν επαρκούν για να καλύψουν την αίτηση, το ομόσπονδο κράτος αναπληρώνει το κοινό ταμείο με την εξασφάλιση δανείων στο δικό του όνομα. Η Γερμανία διευκρινίζει περαιτέρω ότι το ομόσπονδο κράτος μετακυλίει ουσιαστικά τους όρους που εξασφαλίζει από την κεφαλαιαγορά στους συμμετέχοντες στο κοινό ταμείο, παρέχοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στους συμμετέχοντες —στις θυγατρικές επιχειρήσεις του ομόσπονδου κράτους— τη δυνατότητα αναχρηματοδότησής τους υπό τους ίδιους όρους με το ίδιο το ομόσπονδο κράτος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πιστοληπτική τους ικανότητα. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εν λόγω χρηματοδότηση είναι διαθέσιμη στις επιχειρήσεις για απεριόριστο χρονικό διάστημα.

(315)

Στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού, παρέχεται πλεονέκτημα στην FGAZ όταν οι όροι υπό τους οποίους το ομόσπονδο κράτος χορηγεί δάνεια από το κοινό ταμείο είναι ευνοϊκότεροι από τους όρους που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν διαθέσιμοι για την FGAZ στην αγορά. Οι όροι δανειοδότησης από το κοινό ταμείο είναι ίδιοι με τους όρους που είναι διαθέσιμοι και για την αναχρηματοδότηση του ίδιου του ομόσπονδου κράτους. Δεδομένου ότι, ως δημόσια αρχή, το ομόσπονδο κράτος είναι σε θέση να εξασφαλίζει δάνεια υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους (διότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένας κίνδυνος αθέτησης υποχρεώσεων), η Επιτροπή εκτιμά ότι το επιτόκιο με το οποίο η FGAZ μπορεί να εξασφαλίζει δάνεια από το κοινό ταμείο είναι ευνοϊκότερο από εκείνο που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν διαθέσιμο για την ίδια. Επιπλέον, η FGAZ δεν υποχρεούται να παρέχει εξασφαλίσεις για τα εν λόγω δάνεια και δεν λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση / πιστοληπτική ικανότητα της επιχείρησης. Ως εκ τούτου, επιτρέποντας τη συμμετοχή της FGAZ στο κοινό ταμείο, το ομόσπονδο κράτος παρέσχε στην επιχείρηση FGAZ/FZG οικονομικό πλεονέκτημα (88).

7.2.1.4.    Επιλεκτικότητα

(316)

Δεδομένου ότι η 100 % κρατική εγγύηση και το δικαίωμα συμμετοχής στο κοινό ταμείο χορηγήθηκαν μόνο στις FGAZ/FZG (και, στην περίπτωση του κοινού ταμείου, μόνο σε επιχειρήσεις στις οποίες το ομόσπονδο κράτος κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών), και τα δύο μέτρα πρέπει θεωρηθούν μέτρα επιλεκτικού χαρακτήρα.

7.2.1.5.    Στρέβλωση του ανταγωνισμού και αντίκτυπος στις συναλλαγές

(317)

Για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 233 και εξής, η Επιτροπή θεωρεί ότι οποιοδήποτε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε στις FGAZ/FZG είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

7.2.1.6.    Συμπέρασμα

(318)

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή αποφαίνεται ότι το ομόσπονδο κράτος, παρέχοντας στις FGAZ/FZG δωρεάν 100 % εγγύηση επί τραπεζικού δανείου και επιτρέποντας τη συμμετοχή της FGAZ στο κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους, χορήγησε κρατική ενίσχυση στις FGAZ/FZG.

(319)

Επιπλέον, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι το δάνειο από τον οργανισμό Sparkasse Südwestpfalz αυτό καθαυτό δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

7.2.2.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ

(320)

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι εκτιμήσεις σχετικά με τη συμβατότητα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 248 και εξής και 283 και εξής όσον αφορά την κρατική ενίσχυση υπό τη μορφή άμεσων επενδυτικών ενισχύσεων και ετήσιων εισφορών κεφαλαίου διέπουν εξίσου την κρατική ενίσχυση υπό τη μορφή εγγύησης και συμμετοχής στο κοινό ταμείο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφαίνεται ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε μέσω της δωρεάν παροχής 100 % εγγύησης στις FGAZ/FZG και της δυνατότητας συμμετοχής τους στο κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

7.3.   ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΜΕ ΤΗ RYANAIR

7.3.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

7.3.1.1.    Οικονομική δραστηριότητα και έννοια της επιχείρησης

(321)

Μέσω της παροχής υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών, οι αεροπορικές εταιρείες ασκούν οικονομική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, αποτελούν επιχειρήσεις για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Επομένως, πρέπει να αναλυθεί κατά πόσον οι συμφωνίες μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών και του υπό εξέταση αερολιμένα, εφόσον καταλογίζονται στο κράτος και συνεπάγονται τη μεταφορά κρατικών πόρων, παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στις εν λόγω αεροπορικές εταιρείες.

7.3.1.2.    Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(322)

Το μέτρο πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος και να χορηγείται από κρατικούς πόρους. Στην απόφασή του στην υπόθεση Stardust Marine (89), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι πόροι επιχείρησης συσταθείσας βάσει του ιδιωτικού δικαίου, στην οποία την πλειονότητα των μετοχών κατέχει το Δημόσιο, αποτελούν κρατικούς πόρους. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά πάγια πρακτική της Επιτροπής, τεκμαίρεται ότι, ανεξάρτητα από το εάν μια δημόσια επιχείρηση είναι ζημιογόνα ή κερδοφόρα, όλοι οι πόροι της πρέπει να θεωρούνται κρατικοί πόροι (90).

(323)

Όσον αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού, στην απόφασή του στην υπόθεση Stardust Marine, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επιπλέον ότι το γεγονός ότι το Δημόσιο ή οντότητα του Δημοσίου είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο μέτοχος πλειοψηφίας επιχείρησης δεν επαρκεί για να διαπιστωθεί ότι μεταφορά πόρων από την εν λόγω επιχείρηση μπορεί να καταλογιστεί στους δημόσιους μετόχους της (91). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ακόμη και αν το Δημόσιο είναι σε θέση να ελέγχει μια δημόσια επιχείρηση και να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των συναλλαγών της, η αποτελεσματική άσκηση τέτοιου ελέγχου δεν μπορεί να τεκμαίρεται αυτόματα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς ο βαθμός ανεξαρτησίας της δημόσιας επιχείρησης αποτελεί συνάρτηση των περιθωρίων που της αφήνει το Δημόσιο.

(324)

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί δυνατότητα καταλογισμού είναι οι εξής (92):

α)

το γεγονός ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορούσε να λάβει την επίμαχη απόφαση χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών·

β)

το γεγονός ότι η επιχείρηση έπρεπε να λάβει υπόψη τις οδηγίες δημόσιων αρχών·

γ)

η ένταξη της δημόσιας επιχείρησης στις δομές της δημόσιας διοίκησης·

δ)

η φύση των δραστηριοτήτων της δημόσιας επιχείρησης και η άσκησή τους στην αγορά υπό συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις·

ε)

το νομικό καθεστώς της επιχείρησης·

στ)

ο βαθμός της εποπτείας που ασκούν οι δημόσιες αρχές στη διαχείριση της επιχείρησης·

ζ)

οποιαδήποτε άλλη ένδειξη από την οποία να συνάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι έχουν εμπλακεί ή ότι είναι απίθανο να μην έχουν εμπλακεί οι δημόσιες αρχές στη λήψη ορισμένου μέτρου, αν ληφθούν υπόψη η έκταση του μέτρου, το περιεχόμενό του ή οι συνθήκες που δημιουργεί.

Κρατικοί πόροι

(325)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι FGAZ/FZG ανήκουν σε ποσοστό 100 % στην κυριότητα του κράτους, και ειδικότερα κατά 50 % στο ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και κατά 50 % στη ZEF. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι FGAZ/FZG αποτελούν δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/111/ΕΚ. Δεδομένου ότι το κράτος αποτελεί τον μοναδικό μέτοχο των FGAZ/FZG και διορίζει τα (πανομοιότυπα) εποπτικά συμβούλια των FGAZ/FZG (που διορίζουν με τη σειρά τους τη διοίκηση), τεκμαίρεται ευλόγως ότι το κράτος ασκεί αποφασιστική επιρροή στις FGAZ/FZG, και δύναται να ελέγχει τους πόρους τους. Ως εκ τούτου, οιοδήποτε πλεονέκτημα παρέχεται από τους πόρους των FGAZ/FZG συνεπάγεται απώλεια κρατικών πόρων, και αποτελεί συνεπώς μεταφορά κρατικών πόρων.

Δυνατότητα καταλογισμού

(326)

Μολονότι η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η σύναψη συμβάσεων μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών και της FZG δεν καταλογίζεται στο κράτος, αναγνωρίζει ότι το κράτος —εκπροσωπούμενο από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και τη ZEF— εμπλέκεται έμμεσα, ιδίως μέσω των εκπροσώπων του στο εποπτικό συμβούλιο της FGAZ, της μητρικής εταιρείας της FZG. Σύμφωνα με το καταστατικό της FGAZ και της FZG, τα εποπτικά συμβούλια και των δύο οντοτήτων απαρτίζονται εξ ολοκλήρου από εκπροσώπους που διορίζονται από δημόσιες αρχές, δηλαδή από το ομόσπονδο κράτος και τη ZEF. Ένας εκπρόσωπος που διορίζεται από το ομόσπονδο κράτος γίνεται αυτομάτως πρόεδρος και των δύο εποπτικών συμβουλίων. Τα εποπτικά συμβούλια διορίζουν τα μέλη της διοίκησης της FGAZ και της FZG. Και στις δύο οντότητες, τα εποπτικά συμβούλια πρέπει να εγκρίνουν όλες τις συναλλαγές αξίας άνω των […] ευρώ, αρμοδιότητα που τους εκχωρεί τον ευρύτερο έλεγχο επί των οικονομικών δραστηριοτήτων των FGAZ/FZG.

(327)

Κατά δεύτερον, από τα πρακτικά του εποπτικού συμβουλίου της FGAZ καταδεικνύεται ότι το εποπτικό συμβούλιο ήταν ενήμερο και ζητήθηκε η γνώμη του για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη συμβάσεων με αεροπορικές εταιρείες. Πέραν τούτου, από τα πρακτικά καταδεικνύεται επίσης ότι, κατά τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων, η διοίκηση των FGAZ/FZG έπρεπε να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών. Για παράδειγμα, από τα πρακτικά της συνεδρίασης του συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2006 προκύπτει ότι αφού η διοίκηση παρουσίασε την επιτυχή σύναψη της σύμβασης με την Germanwings, ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου δήλωσε ότι το ομόσπονδο κράτος ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένο με τη συγκεκριμένη εξέλιξη, επισημαίνοντας ότι θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία θέσεων εργασίας και να συνδράμει στην οικονομική αιτιολόγηση της λειτουργίας του αερολιμένα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο πρόεδρος υποστήριξε ότι αυτές οι θετικές επιπτώσεις —η δημιουργία θέσεων εργασίας και η οικονομική αιτιολόγηση της λειτουργίας του αερολιμένα— θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παράταση της συμφωνίας αποτελεσμάτων χρήσης μεταξύ της FGAZ και της FZG. Δεδομένης της ζωτικής σημασίας εξάρτησης της FZG από τη συμφωνία αποτελεσμάτων χρήσης για την κάλυψη των λειτουργικών ζημιών της, και λαμβανομένου υπόψη ότι το ομόσπονδο κράτος και η ZEF είχαν την εξουσία να μην παρατείνουν τη συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης ή να διακόψουν τις εισφορές κεφαλαίου που καθιστούσαν δυνατή τη λειτουργία της, είναι σαφές ότι η διοίκηση των FGAZ/FZG έπρεπε να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών εάν ήθελε να διασφαλιστεί η δική τους οικονομική επιβίωση.

(328)

Από τα πρακτικά του εποπτικού συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2006 προκύπτει επίσης ότι η εκτέλεση στρατιωτικής άσκησης που είχε πραγματοποιηθεί στον αερολιμένα του Zweibrücken είχε ως συνέπεια καταγγελίες εκ μέρους του πληθυσμού για την πρόκληση ηχορύπανσης. Η διοίκηση επισήμανε ότι η στρατιωτική άσκηση από τις ολλανδικές αεροπορικές δυνάμεις δημιούργησε σημαντικά έσοδα. Εντούτοις, ο πρόεδρος συνέστησε στη διοίκηση να εξετάζει προσεκτικά στο μέλλον αν θα έπρεπε να εκτελούνται στρατιωτικές ασκήσεις και να ενημερώνει εγκαίρως τον πληθυσμό. Όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι δημόσιες αρχές εμπλέκονταν στις καθημερινές αποφάσεις της διοίκησης των FGAZ/FZG και παρείχαν την έγκρισή τους.

(329)

Από τα πρακτικά της συνεδρίασης του εποπτικού συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2009 αφήνεται επιπλέον να εννοηθεί ότι το κράτος, εκπροσωπούμενο από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου, συμμετείχε άμεσα στις διαπραγματεύσεις με τις αεροπορικές εταιρείες. Στα πρακτικά καταγράφεται η έκθεση την οποία υπέβαλε η διοίκηση στο εποπτικό συμβούλιο, όπου αναφέρεται μια συνάντηση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ της διοίκησης, ενός εκπροσώπου του Υπουργείου Οικονομικών της Ρηνανίας-Παλατινάτου και της Ryanair στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνάντησης συζητήθηκε η σχέση μεταξύ της Ryanair και του αερολιμένα του Zweibrücken. Η ενεργός συμμετοχή του Υπουργείου γίνεται αντιληπτή όχι μόνον από την παρουσία εκπροσώπου σε αυτές τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, αλλά και από το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος του Υπουργείου υπενθύμισε στη Ryanair ότι η κυβέρνηση της Ρηνανίας-Παλατινάτου θα θεωρούσε «δυσάρεστη ενέργεια» την εκτέλεση πτήσεων στον αερολιμένα του Saarbrücken.

(330)

Το μέλλον της δραστηριότητας της Ryanair στον αερολιμένα του Zweibrücken συζητήθηκε κατόπιν στο πλαίσιο του εποπτικού συμβουλίου, το οποίο έκρινε σκόπιμο να ταχθεί υπέρ της πρότασης της διοίκησης για τη διακοπή της συγκεκριμένης σχέσης, λόγω της έλλειψης αξιόλογης βελτίωσης στις τακτικές πτήσεις της Ryanair και λαμβανομένης υπόψη της χρηματικής συνεισφοράς που ζήτησε η Ryanair (93). Εάν ληφθεί υπόψη η χρηματική συνεισφορά που ζήτησε η Ryanair, η οποία θα καθιστούσε υποχρεωτική την έγκριση νέας σύμβασης από το εποπτικό συμβούλιο, και η συμμετοχή των δημόσιων αρχών στις διαπραγματεύσεις ήδη από τα πρώτα στάδια, καθίσταται σαφές ότι το εποπτικό συμβούλιο είχε τον γενικό έλεγχο της εμπορικής απόφασης της διοίκησης. Το στοιχείο αυτό μπορεί να εκληφθεί ως επιπρόσθετη ένδειξη του γεγονότος ότι η διοίκηση έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις των δημόσιων αρχών κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, και καταδεικνύει τον βαθμό στον οποίο το εποπτικό συμβούλιο ασκούσε έλεγχο και επιρροή στις εμπορικές αποφάσεις των FGAZ/FZG.

(331)

Βάσει των προαναφερόμενων εκτιμήσεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ώστε να αποφανθεί ότι η σύναψη συμβάσεων αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ των FGAZ/FZG και των διαφόρων αεροπορικών εταιρειών καταλογίζεται στο κράτος.

7.3.1.3.    Οικονομικό πλεονέκτημα

(332)

Για να διαπιστωθεί κατά πόσον μια συμφωνία μεταξύ κρατικού αερολιμένα και αεροπορικής εταιρείας παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στην αεροπορική εταιρεία, πρέπει να αναλυθεί κατά πόσον η εν λόγω συμφωνία τηρεί την αρχή του ΙΕΟΑ. Κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ΙΕΟΑ σε μια συμφωνία μεταξύ αερολιμένα και αεροπορικής εταιρείας, πρέπει να αξιολογείται κατά πόσον, κατά την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα ανέμενε ότι η συμφωνία θα απέφερε κέρδος υψηλότερο από εκείνο που θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετικά. Αυτό το υψηλότερο κέρδος υπολογίζεται από τη διαφορά μεταξύ των πρόσθετων εσόδων που αναμενόταν να παραχθούν από τη συμφωνία (δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των εσόδων που θα δημιουργούνταν με τη σύναψη της συμφωνίας και εκείνων που θα δημιουργούνταν χωρίς αυτήν) και των πρόσθετων δαπανών που αναμενόταν να πραγματοποιηθούν ως αποτέλεσμα της σύμβασης (δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των δαπανών που θα προέκυπταν με τη σύναψη της συμφωνίας και των δαπανών που θα προέκυπταν χωρίς αυτήν), με εφαρμογή κατάλληλου συντελεστή προεξόφλησης στις προκύπτουσες ταμειακές ροές.

(333)

Στην εν λόγω ανάλυση πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα συναφή πρόσθετα έσοδα και οι πρόσθετες δαπάνες που συνδέονταν με τη συμφωνία. Τα διάφορα στοιχεία (εκπτώσεις επί των αερολιμενικών τελών, επιχορηγήσεις εμπορικής προώθησης, άλλα οικονομικά κίνητρα) δεν πρέπει να αξιολογηθούν χωριστά. Για την ακρίβεια, όπως αναφέρεται στην απόφαση στην υπόθεση Charleroi: «Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, απαιτείται η εξέταση της εμπορικής πράξεως στο σύνολό της προκειμένου να ελεγχθεί αν η κρατική οντότητα και η ελεγχόμενη απ' αυτήν οντότητα συμπεριφέρθηκαν, από κοινού λαμβανόμενες, ως ορθολογιστές επιχειρηματίες υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Πράγματι, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση των επίδικων μέτρων, όλα τα λυσιτελή στοιχεία και την αλληλουχία τους […]» (94).

(334)

Στα προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα πρέπει να περιλαμβάνονται ειδικότερα τα έσοδα από αερολιμενικά τέλη, λαμβανομένων υπόψη των εκπτώσεων και της πρόσθετης επιβατικής κίνησης που αναμένεται να δημιουργηθεί από τη συμφωνία, καθώς και τα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες που αναμένεται να προκύψουν από την πρόσθετη κίνηση. Στις αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες πρέπει να περιλαμβάνεται ειδικότερα το σύνολο των πρόσθετων λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών που δεν θα είχαν προκύψει χωρίς τη συμφωνία, καθώς και το κόστος των επιχορηγήσεων εμπορικής προώθησης και άλλων οικονομικών κινήτρων.

(335)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η διαφοροποίηση των τιμών (συμπεριλαμβανομένης της στήριξης εμπορικής προώθησης και άλλων κινήτρων) συνιστά συνήθη επιχειρηματική πρακτική. Ωστόσο, τέτοιου είδους πολιτικές διαφοροποιημένης τιμολόγησης θα πρέπει να δικαιολογούνται από εμπορική άποψη (95).

Εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ στις υπό εξέταση συμφωνίες, ιδίως με τη Ryanair

(336)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής της εν λόγω αρχής, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει σε πρώτο στάδιο να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα:

α)

Η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ και η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, οι οποίες υπεγράφησαν με χρονική διαφορά δύο εβδομάδων μεταξύ τους, θα πρέπει να αναλυθούν χωριστά ή από κοινού;

β)

Τι είδους οφέλη θα μπορούσε να προσδοκά να αποκομίσει από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ ένας υποθετικός ΙΕΟΑ εάν ενεργούσε στη θέση των FGAZ/FZG και του ομόσπονδου κράτους;

γ)

Ποια είναι η σημασία της σύγκρισης των όρων των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών που καλύπτονται από την επίσημη διαδικασία έρευνας με τα αερολιμενικά τέλη που χρεώνονται σε άλλους αερολιμένες για την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ;

(337)

Αφού απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, η Επιτροπή θα εφαρμόσει σε επόμενο στάδιο την αρχή του ΙΕΟΑ στα διάφορα υπό συζήτηση μέτρα.

α)   Όσον αφορά την από κοινού ανάλυση της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ και της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών

(338)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι δύο είδη μέτρων τα οποία αποτελούν αντικείμενο της επίσημης έρευνας στην παρούσα υπόθεση, και συγκεκριμένα η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ, πρέπει να αξιολογηθούν από κοινού ως ενιαίο μέτρο. Η συγκεκριμένη προσέγγιση αφορά τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών που συνήφθη μεταξύ της Ryanair και της FZG, αφενός, και τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνήφθησαν μεταξύ της FZG και της Ryanair, καθώς και μεταξύ της AMS και του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, αφετέρου. Η Ryanair δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνήφθη απευθείας μεταξύ της Ryanair και της FZG πρέπει να αξιολογηθεί από κοινού με τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το ίδιο ισχύει και για τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνήφθη με την AMS.

(339)

Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες οι συγκεκριμένες συμφωνίες θα πρέπει να αξιολογηθούν ως ενιαίο μέτρο, διότι συνήφθησαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας συναλλαγής.

(340)

Πρώτον, οι συμφωνίες συνήφθησαν ουσιαστικά μεταξύ των ίδιων μερών σχεδόν την ίδια χρονική στιγμή:

α)

Η AMS είναι πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική της Ryanair. Η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ υπεγράφη εξ ονόματος της AMS από τον κ. Edward Wilson, ο οποίος ήταν τότε διευθυντικό στέλεχος της AMS και της Ryanair ταυτόχρονα (96). Για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, η AMS και η Ryanair θεωρούνται ενιαία επιχείρηση, υπό την έννοια ότι η AMS ενεργεί ως ενδιάμεσος για το συμφέρον και υπό τον έλεγχο της Ryanair. Για τις συμφωνίες της παρούσας υπόθεσης, αυτό συνάγεται επίσης από το γεγονός ότι στο προοίμιο της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ αναφέρεται ότι «η AMS έχει την αποκλειστική άδεια να παρέχει υπηρεσίες μάρκετινγκ στον ταξιδιωτικό δικτυακό τόπο www.ryanair.com, τον δικτυακό τόπο του ιρλανδικού αερομεταφορέα χαμηλού κόστους Ryanair».

Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 326 και εξής επισημάνθηκε ότι η απόφαση των FGAZ/FZG να συνάψουν συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών με αεροπορικές εταιρείες όπως η Ryanair καταλογίζονται στο κράτος. Τον έλεγχο επί των FGAZ/FZG ασκούσαν, εν προκειμένω, το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και η ZEF. Εάν, ωστόσο, ληφθεί υπόψη ότι ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου των FGAZ/FZG διοριζόταν ανέκαθεν από το ομόσπονδο κράτος, και ότι το ομόσπονδο κράτος χρηματοδοτούσε ουσιαστικά ποσοστό από 80 % έως 95 % των ζημιών των FGAZ/FZG (ασκώντας κατά τον τρόπο αυτό σημαντική επιρροή στη ZEF και έχοντας μεγαλύτερο οικονομικό συμφέρον στην επιχείρηση), μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι οι FGAZ/FZG τελούσαν πραγματικά υπό τον έλεγχο του ομόσπονδου κράτους. Όσον αφορά την εμπορική σχέση μεταξύ της Ryanair και των FGAZ/FZG, αφενός, και του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, αφετέρου, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι FGAZ/FZG και το ομόσπονδο κράτος είχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αμοιβαίο συμφέρον να συνάψουν τις αντίστοιχες συμφωνίες. Πράγματι, αμφότερες ενδιαφέρονταν για την αύξηση της κίνησης στον αερολιμένα, και ήταν άνευ σημασίας για το ομόσπονδο κράτος εάν η σύναψη της συμφωνίας θα γινόταν από τις FGAZ/FZG (το κόστος της οποίας θα έπρεπε να επιστραφεί σε μεταγενέστερο στάδιο μέσω της συμφωνίας αποτελεσμάτων χρήσης) ή από το ίδιο το ομόσπονδο κράτος. Στη βάση αυτή, το γεγονός ότι μία από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ συνήφθη απευθείας με το ομόσπονδο κράτος ενώ η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών συνήφθη με την ελεγχόμενη θυγατρική του δεν μπορεί να συνηγορήσει κατά της αξιολόγησης των συμφωνιών ως μιας ενιαίας εμπορικής συναλλαγής.

β)

Επίσης, οι συμφωνίες συνήφθησαν σχεδόν την ίδια χρονική στιγμή, καθώς η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών (22 Σεπτεμβρίου 2008) συνήφθη ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS (6 Οκτωβρίου 2008).

(341)

Δεύτερον, η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS ορίζει στο πρώτο τμήμα της, με τίτλο «Σκοπός της συμφωνίας», ότι η συμφωνία «θεμελιώνεται στη δέσμευση της Ryanair να εκτελεί ένα δρομολόγιο μεταξύ του Zweibrücken και του Λονδίνου». Η διατύπωση αυτή δημιουργεί σαφή άμεσο σύνδεσμο μεταξύ της συμφωνίας παροχής υπηρεσιών και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ υπό την έννοια ότι η μία δεν θα είχε συναφθεί χωρίς την άλλη. Η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ βασίζεται στη σύναψη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και στις υπηρεσίες που παρέχει η Ryanair. Για την ακρίβεια, στο προοίμιο της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ αναφέρεται ότι το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου προτίθεται να απευθυνθεί στους επιβάτες της Ryanair με σκοπό την προώθηση του τουρισμού και επιχειρηματικών ευκαιριών στην περιοχή, και ιδίως του αερολιμένα του Zweibrücken ως προορισμού.

(342)

Τρίτον, στο προοίμιο της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ αναφέρεται ότι το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου αποφάσισε να «προωθήσει ενεργά τον αερολιμένα του Zweibrücken ως τουριστικό προορισμό για διεθνείς αεροπορικούς ταξιδιώτες, καθώς και ως ελκυστικό επιχειρηματικό κέντρο». Αυτό αποτελεί ένδειξη του γεγονότος ότι η σύναψη της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ έχει ως πρωταρχικό και συγκεκριμένο σκοπό την προώθηση ειδικά του αερολιμένα του Zweibrücken (και της γύρω περιοχής).

(343)

Τέταρτον, η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ προβλέπει ρητώς την ανάρτηση δύο συνδέσμων στη δεξιά γραμμή περιήγησης της σελίδας προορισμού Zweibrücken και πέντε παραγράφων στη στήλη με τίτλο «Top Five Things To Do» (Τα πέντε κορυφαία πράγματα που πρέπει να κάνετε) της σελίδας του προορισμού Zweibrücken του δικτυακού τόπου Ryanair.com. Από τις διατάξεις αυτές μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο σκοπός της συμφωνίας είναι ειδικά η υποστήριξη του αερολιμένα του Zweibrücken και όχι του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου συνολικά.

(344)

Πέμπτον, η συμφωνία μπορεί να καταγγελθεί άμεσα από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου σε περίπτωση που η Ryanair διακόψει την εκτέλεση του δρομολογίου μεταξύ του Zweibrücken και του Λονδίνου. Αυτό καταδεικνύει και πάλι ότι η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ και η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.

(345)

Εν κατακλείδι, η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνήφθη μεταξύ του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου και της AMS συνδέεται άρρηκτα με τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών που υπεγράφη από τη Ryanair και την FZG. Από τις προαναφερόμενες εκτιμήσεις καταδεικνύεται ότι, χωρίς τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, δεν θα είχε συναφθεί η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ. Πράγματι, η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ ορίζει ρητώς ότι βασίζεται στην εξυπηρέτηση της γραμμής Zweibrücken-Λονδίνο από τη Ryanair, και προβλέπει ουσιαστικά την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ με σκοπό την προώθηση του εν λόγω δρομολογίου. Παράλληλα, φαίνεται ότι η σύναψη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών ήταν επίσης αλληλένδετη με τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ: παρότι η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών είχε συναφθεί σε προγενέστερο χρόνο, δεν υποχρέωνε τη Ryanair να αναλάβει την παροχή υπηρεσιών από το Zweibrücken. Αντιθέτως, όριζε ρητώς ότι «σε περίπτωση που η παροχή υπηρεσιών δεν έχει ξεκινήσει έως τις 28 Οκτωβρίου 2008, η παρούσα συμφωνία παύει να ισχύει, χωρίς να φέρει ευθύνη κανένας εκ των συμβαλλομένων». Στην πραγματικότητα, η Ryanair ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα του Zweibrücken μόνο μετά τη σύναψη της συμφωνίας με την AMS.

(346)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή εκτιμά ότι ενδείκνυται η από κοινού ανάλυση της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών της 22ας Σεπτεμβρίου 2008 και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ της 6ης Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον συνιστούν ή όχι κρατική ενίσχυση.

β)   Όσον αφορά τα οφέλη τα οποία θα μπορούσε να προσδοκά να αποκομίσει ένας ΙΕΟΑ από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ και την τιμή που θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει για τις εν λόγω υπηρεσίες

(347)

Για να είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ στην υπό εξέταση υπόθεση, η συμπεριφορά των FGAZ/FZG και του ομόσπονδου κράτους ως συμβαλλομένων μερών στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών με τη Ryanair και στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ με την AMS, πρέπει να συγκριθεί με τη συμπεριφορά ενός υποθετικού ΙΕΟΑ, επιφορτισμένου με τη διαχείριση του αερολιμένα του Zweibrücken.

(348)

Κατά την ανάλυση της υπό εξέταση συναλλαγής, θα ήταν σκόπιμο να αξιολογηθούν τα οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει από την αγορά υπηρεσιών μάρκετινγκ ο υποθετικός αυτός ΙΕΟΑ, με κίνητρο την προοπτική κέρδους. Στην ανάλυση δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γενικές επιπτώσεις αυτών των υπηρεσιών στον τουρισμό και στις οικονομικές επιδόσεις της περιφέρειας. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνον οι επιπτώσεις των υπηρεσιών αυτών στην αποδοτικότητα του αερολιμένα, καθώς αυτό θα ήταν το μόνο μέλημα ενός υποθετικού ΙΕΟΑ.

(349)

Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπηρεσίες μάρκετινγκ θα πρέπει να τονώσουν την επιβατική κίνηση των αεροπορικών δρομολογίων που καλύπτονται από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ και τις αντίστοιχες συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών, καθώς οι υπηρεσίες μάρκετινγκ έχουν σχεδιαστεί για την προώθηση των συγκεκριμένων αεροπορικών δρομολογίων. Ακόμη και αν οι επιπτώσεις αυτές θα ωφελήσουν κατά κύριο λόγο τη συγκεκριμένη αεροπορική εταιρεία, μπορεί επίσης να αποβούν επωφελείς και για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα. Συγκεκριμένα, η αύξηση της επιβατικής κίνησης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εσόδων από ορισμένα αερολιμενικά τέλη για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, καθώς και σε αύξηση των εσόδων από μη αεροπορικές δραστηριότητες, ιδίως από χώρους στάθμευσης οχημάτων, εστιατόρια και άλλες επιχειρήσεις.

(350)

Είναι, συνεπώς, αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ένας ΙΕΟΑ, ο οποίος θα διαχειριζόταν τον αερολιμένα του Zweibrücken στη θέση των FGAZ/FZG και του ομόσπονδου κράτους, θα είχε λάβει υπόψη αυτό το θετικό αποτέλεσμα κατά την εξέταση του ενδεχομένου σύναψης συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ και της αντίστοιχης συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών. Ο ΙΕΟΑ θα είχε λάβει υπόψη τις επιπτώσεις του επίμαχου αεροπορικού δρομολογίου στα μελλοντικά έσοδα και στις μελλοντικές δαπάνες, προβαίνοντας, εν προκειμένω, σε εκτίμηση του αριθμού των επιβατών που χρησιμοποιούν τα εν λόγω δρομολόγια, ο οποίος θα αντικατόπτριζε το θετικό αποτέλεσμα των υπηρεσιών μάρκετινγκ. Επιπλέον, αυτό το αποτέλεσμα θα αξιολογούνταν σε όλη τη διάρκεια εκμετάλλευσης των συγκεκριμένων δρομολογίων, όπως προβλέπεται στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ.

(351)

Όταν ένας φορέας εκμετάλλευσης αερολιμένα συνάπτει συμφωνία για την προώθηση ορισμένων αεροπορικών δρομολογίων, συνιστά πάγια πρακτική η πρόβλεψη του ποσοστού πληρότητας (ή συντελεστή πληρότητας) (97) για τα υπό εξέταση αεροπορικά δρομολόγια και ο συνυπολογισμός του κατά την εκτίμηση των μελλοντικών εσόδων του. Η Επιτροπή συμφωνεί με τη Ryanair ως προς αυτό το θέμα, δηλαδή ότι οι συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ δεν παράγουν μόνο δαπάνες για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, αλλά μπορεί επίσης να συνοδεύονται από οφέλη.

(352)

Επιπροσθέτως, είναι σκόπιμο να διαπιστωθεί αν θα μπορούσαν ευλόγως να αναμένονται και να προσδιοριστούν ποσοτικά για έναν υποθετικό ΙΕΟΑ, ο οποίος θα ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση του αερολιμένα του Zweibrücken στη θέση των FGAZ/FZG και του ομόσπονδου κράτους, και άλλα οφέλη εκτός από εκείνα που προκύπτουν από τη θετική επίπτωση στην επιβατική κίνηση των αεροπορικών δρομολογίων που καλύπτονται από τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσης αυτών των δρομολογίων, όπως προβλέπεται στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ ή τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών.

(353)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη υποστηρίζουν την άποψη αυτή, ιδίως η Ryanair στη μελέτη της 17ης Ιανουαρίου 2014. Η μελέτη της 17ης Ιανουαρίου 2014 βασίζεται στη θεωρία ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ τις οποίες αγοράζει ένας φορέας εκμετάλλευσης αερολιμένα, όπως οι FGAZ/FZG και το ομόσπονδο κράτος, θα συμβάλουν στην ενίσχυση του κύρους του αερολιμένα και, κατά συνέπεια, στη σταθερή αύξηση του αριθμού των επιβατών οι οποίοι χρησιμοποιούν τον συγκεκριμένο αερολιμένα, πέραν των δρομολογίων που καλύπτονται από τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ και τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών για τη διάρκεια εκμετάλλευσης που προβλέπεται στις εν λόγω συμφωνίες. Ειδικότερα, στη μελέτη της η Ryanair κατέληξε στο πόρισμα ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ θα έχουν βιώσιμα θετικά αποτελέσματα για την επιβατική κίνηση του αερολιμένα ακόμη και μετά τη λήξη της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ.

(354)

Θα πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, κατά τη σύναψη της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ, ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα ή το ομόσπονδο κράτος προέβλεψε, και ακόμη λιγότερο προσδιόρισε ποσοτικά, τις πιθανές θετικές επιπτώσεις της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ και σε άλλα αεροπορικά δρομολόγια πέραν εκείνων που καλύπτονται από την εν λόγω συμφωνία ή την πιθανότητα διατήρησης των εν λόγω επιπτώσεων μετά τη λήξη αυτής της συμφωνίας. Η Γερμανία, εξάλλου, δεν έχει προτείνει μέθοδο που θα επέτρεπε να εκτιμηθεί η ενδεχόμενη αξία την οποία θα απέδιδε σε αυτές τις επιπτώσεις ένας υποθετικός ΙΕΟΑ, ο οποίος θα διαχειριζόταν τον αερολιμένα του Zweibrücken στη θέση των FGAZ/FZG και του ομόσπονδου κράτους, κατά την αξιολόγηση της σκοπιμότητας σύναψης ή μη των συμφωνιών του 2008.

(355)

Επιπλέον, ο βιώσιμος χαρακτήρας των εν λόγω επιπτώσεων δεν μπορεί να αξιολογηθεί με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες. Είναι πιθανό η διαφημιστική προβολή του Zweibrücken και της ευρύτερης περιοχής στον δικτυακό τόπο της Ryanair να ενθάρρυνε όσους επισκέπτονταν τον συγκεκριμένο δικτυακό τόπο να αγοράσουν εισιτήρια της Ryanair με προορισμό το Zweibrücken κατά τον χρόνο αρχικής ανάρτησης της εν λόγω διαφήμισης ή αμέσως μετά. Ωστόσο, είναι ελάχιστα πιθανό να διήρκεσαν τα αποτελέσματα αυτής της διαφήμισης στους επισκέπτες ή να επηρέασαν τις αγορές αεροπορικών εισιτηρίων για διάστημα μεγαλύτερο από μερικές εβδομάδες μετά την ανάρτησή της στον δικτυακό τόπο της Ryanair. Μια διαφημιστική εκστρατεία είναι πιθανότερο να έχει διαρκή αποτελέσματα όταν οι δραστηριότητες προώθησης πραγματοποιούνται με τη χρήση ενός ή περισσότερων διαφημιστικών μέσων, στα οποία οι καταναλωτές εκτίθενται συχνά κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, μια διαφημιστική εκστρατεία σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς γενικού περιεχομένου, σε δικτυακούς τόπους πολύ μεγάλης επισκεψιμότητας και/ή σε διάφορες διαφημιστικές πινακίδες σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς δημόσιους χώρους μπορεί να έχει διαρκές αποτέλεσμα εάν οι καταναλωτές είναι αποδέκτες αυτών των μηνυμάτων σε τακτική βάση. Ωστόσο, ενέργειες προώθησης που περιορίζονται αποκλειστικά στον διαδικτυακό τόπο της Ryanair έχουν ελάχιστες πιθανότητες να παραγάγουν αποτέλεσμα που διαρκεί για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από τη διάρκεια των εν λόγω ενεργειών.

(356)

Πράγματι, κατά πάσα πιθανότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν επισκέπτονται τον δικτυακό τόπο της Ryanair αρκετά συχνά ώστε με τη διαφήμιση και μόνο στον εν λόγω δικτυακό τόπο να διατηρούν σαφή ανάμνηση της εν λόγω περιοχής. Το επιχείρημα αυτό υποστηρίζεται από δύο παράγοντες. Πρώτον, βάσει των όρων της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ, η προώθηση της περιοχής του Zweibrücken στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου της Ryanair περιοριζόταν σε πέντε παραγράφους 150 λέξεων υπό τον τίτλο «Top Five Things To Do» (Τα πέντε κορυφαία πράγματα που πρέπει να κάνετε) στη σελίδα που αφορούσε τον προορισμό Zweibrücken, στην παρουσία ενός απλού συνδέσμου, για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (16 ημέρες), στην αρχική σελίδα www.ryanair.com, ο οποίος οδηγούσε σε έναν δικτυακό τόπο τον οποίο διατηρούσε το ομοσπονδιακό κράτος, και στην παρουσία δύο απλών συνδέσμων στη σελίδα που αφορούσε τον προορισμό Zweibrücken, οι οποίοι οδηγούσαν και πάλι σε έναν δικτυακό τόπο τον οποίο διατηρούσε το ομοσπονδιακό κράτος. Και τα δύο είδη δραστηριοτήτων προώθησης (ένας απλός σύνδεσμος με περιορισμένη αξία μάρκετινγκ) και ο σύντομος κύκλος ζωής τους μείωναν σημαντικά τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων αυτών μετά το πέρας της προώθησης, ιδίως εφόσον οι εν λόγω δραστηριότητες περιορίζονταν απλώς στον δικτυακό τόπο της Ryanair και δεν υποστηρίζονταν από κανένα άλλο μέσο. Δεύτερον, η εμβέλεια των δραστηριοτήτων εμπορικής προώθησης (μάρκετινγκ) που προβλέπονται στη συμφωνία που συνήφθη με την AMS περιορίζονταν μόνο στην ιστοσελίδα του δικτυακού τόπου σχετικά με τον προορισμό Zweibrücken. Είναι πολύ πιθανό οι περισσότεροι άνθρωποι να μην επισκέπτονται συχνά τη συγκεκριμένη σελίδα· εάν και όταν το πράττουν, είναι πιθανώς μόνον επειδή ενδιαφέρονται ήδη για τον συγκεκριμένο προορισμό.

(357)

Συνεπώς, ακόμη και αν οι υπηρεσίες μάρκετινγκ κατόρθωσαν πράγματι να τονώσουν την επιβατική κίνηση στα αεροπορικά δρομολόγια που καλύπτονται από τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ κατά την περίοδο εφαρμογής τους, το αποτέλεσμα αυτό ήταν κατά πάσα πιθανότητα μηδενικό ή αμελητέο μετά το πέρας αυτής της περιόδου και εξίσου ασήμαντο σε άλλα αεροπορικά δρομολόγια.

(358)

Επίσης, από τις μελέτες της Ryanair της 17ης και της 31ης Ιανουαρίου 2014 συνάγεται ότι η αποκόμιση οφελών που εκτείνονται πέραν των αεροπορικών δρομολογίων που καλύπτονται από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ ή μετά την περίοδο εκμετάλλευσης αυτών των δρομολογίων, όπως προβλέπεται στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ και στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, είναι εξαιρετικά αβέβαια και δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά με αξιοπιστία που θα κρινόταν επαρκής από έναν συνετό ΙΕΟΑ.

(359)

Επομένως, για παράδειγμα, σύμφωνα με τη μελέτη της 17ης Ιανουαρίου 2014, «μελλοντικά πρόσθετα κέρδη μετά την προγραμματισμένη λήξη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών είναι εγγενώς αβέβαια». Επιπλέον, στην εν λόγω μελέτη προτείνονται δύο μέθοδοι για την a priori αξιολόγηση των θετικών αποτελεσμάτων των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ: η προσέγγιση των «ταμειακών ροών» και η προσέγγιση της «κεφαλαιοποίησης».

(360)

Η προσέγγιση που βασίζεται στις «ταμειακές ροές» συνίσταται στην αξιολόγηση των οφελών από τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ και τις συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών υπό μορφή μελλοντικών εσόδων που θα μπορούσαν να προκύψουν για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα από τις υπηρεσίες μάρκετινγκ και τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, μετά την αφαίρεση των αντίστοιχων δαπανών. Στην προσέγγιση που βασίζεται στην «κεφαλαιοποίηση», η βελτίωση του κύρους του αερολιμένα μέσω των υπηρεσιών μάρκετινγκ αντιμετωπίζεται ως άυλο στοιχείο ενεργητικού, το οποίο αποκτάται έναντι του τιμήματος που ορίζεται στη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ.

(361)

Ωστόσο, στη μελέτη υπογραμμίζονται οι σημαντικές δυσκολίες που παρουσιάζει η προσέγγιση που βασίζεται στην «κεφαλαιοποίηση» και καταδεικνύεται ότι τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μεθόδου ενδέχεται να μην είναι αξιόπιστα· υποδεικνύεται ως καλύτερη η προσέγγιση που βασίζεται στις «ταμειακές ροές». Στη μελέτη επισημαίνεται ειδικότερα το εξής:

«Η προσέγγιση που βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνο το ποσοστό των δαπανών μάρκετινγκ που καταλογίζονται στα άυλα στοιχεία ενεργητικού ενός αερολιμένα. Ωστόσο, μπορεί να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το ποσοστό των δαπανών μάρκετινγκ που προορίζονται για την παραγωγή μελλοντικών προσδοκώμενων εσόδων για τον αερολιμένα (δηλαδή μια επένδυση στη βάση των άυλων στοιχείων ενεργητικού του αερολιμένα) εν αντιθέσει προς την παραγωγή τρεχόντων εσόδων για τον αερολιμένα.».

Τονίζεται επίσης ότι:

«Για την εφαρμογή της προσέγγισης που βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση, είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί η μέση διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ένας αερολιμένας θα μπορέσει να διατηρήσει έναν πελάτη λόγω της εκστρατείας μάρκετινγκ της AMS. Στην πράξη, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η μέση περίοδος διατήρησης πελάτη σε συνέχεια εκστρατείας της AMS, λόγω ανεπάρκειας στοιχείων.».

(362)

Στη μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014 προτείνεται ένας πρακτικός τρόπος εφαρμογής της προσέγγισης που βασίζεται στις «ταμειακές ροές». Βάσει της συγκεκριμένης προσέγγισης, τα οφέλη των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ και των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών τα οποία διαρκούν ακόμη και μετά τη λήξη της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ εκφράζονται ως «τελική αξία», η οποία υπολογίζεται κατά την ημερομηνία λήξης της συμφωνίας. Αυτή η τελική αξία υπολογίζεται με βάση τα προσδοκώμενα πρόσθετα κέρδη από τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ κατά το τελευταίο έτος εφαρμογής της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών. Τα εν λόγω κέρδη παρατείνονται κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου, για διάστημα ίσο με τη διάρκεια της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, αναπροσαρμοζόμενα σε συνάρτηση με τον ρυθμό ανάπτυξης της αγοράς των αερομεταφορών στην Ευρώπη και με τη χρήση συντελεστή πιθανότητας που αποσκοπεί στην αποτύπωση της ικανότητας της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ να συμβάλουν στα κέρδη του αερολιμένα μετά τη λήξη ισχύος τους. Σύμφωνα με τη μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014, αυτή η ικανότητα δημιουργίας οφελών μακράς διάρκειας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, «μεταξύ των οποίων η ενίσχυση της φήμης και του εμπορικού σήματος, καθώς και οι εξωτερικές επιπτώσεις του δικτύου και οι επανερχόμενοι επιβάτες», χωρίς ωστόσο να παρέχονται περαιτέρω λεπτομέρειες για τους παράγοντες αυτούς. Επιπλέον, η εν λόγω μέθοδος λαμβάνει υπόψη ένα προεξοφλητικό επιτόκιο που αντανακλά το κόστος κεφαλαίου.

(363)

Όσον αφορά τον συντελεστή πιθανότητας, η μελέτη προτείνει ποσοστό 30 %, το οποίο κρίνει συνετό. Ωστόσο, λόγω του ιδιαίτερα θεωρητικού χαρακτήρα της, η συγκεκριμένη μελέτη δεν παρέχει καμία σοβαρή αιτιολόγηση, είτε ποσοτική είτε ποιοτική, σχετικά με τον εν λόγω συντελεστή. Δεν βασίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο συναφές με τις δραστηριότητες της Ryanair, τις αγορές αεροπορικών μεταφορών ή αερολιμενικών υπηρεσιών για να τεκμηριώσει αυτό τον συντελεστή 30 %. Δεν συνδέει καθόλου αυτόν τον συντελεστή πιθανότητας με τους παράγοντες που παραθέτει πολύ συνοπτικά (φήμη, ισχυρό εμπορικό σήμα, εξωτερικές επιπτώσεις του δικτύου και επανερχόμενοι επιβάτες), και οι οποίοι εικάζεται ότι παρατείνουν τα οφέλη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ μετά τη λήξη ισχύος τους. Τέλος, δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο σχετικά με το συγκεκριμένο περιεχόμενο των υπηρεσιών μάρκετινγκ που προβλέπονται στις διάφορες συμβάσεις με την AMS κατά την ανάλυση του βαθμού στον οποίο οι υπηρεσίες αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους προαναφερόμενους παράγοντες.

(364)

Επιπλέον, η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι υπάρχει οποιαδήποτε πιθανότητα, με τη λήξη ισχύος της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ, να παραταθούν στο μέλλον τα κέρδη που προέκυψαν για τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα από τις συμφωνίες αυτές κατά το τελευταίο έτος εφαρμογής τους. Ομοίως, δεν παρέχει κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της αγοράς αερομεταφορών στην Ευρώπη αποτελεί χρήσιμο δείκτη για τον υπολογισμό των επιπτώσεων μιας συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και μιας συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ για έναν δεδομένο αερολιμένα.

(365)

Ως εκ τούτου, η «τελική αξία» υπολογιζόμενη σύμφωνα με τη μέθοδο που προτείνει η Ryanair θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να ληφθεί υπόψη από έναν συνετό ΙΕΟΑ κατά τη λήψη της απόφασής του σχετικά με τη σύναψη ή μη μιας συμφωνίας.

(366)

Η μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014 καταδεικνύει, συνεπώς, ότι τα αποτελέσματα της προσέγγισης βάσει των «ταμειακών ροών» θα ήταν λίαν αβέβαια και αναξιόπιστα, όπως και τα αποτελέσματα της μεθόδου «κεφαλαιοποίησης».

(367)

Εξάλλου, ούτε η Γερμανία ούτε άλλα τρίτα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η μέθοδος που πρότεινε η Ryanair στη μελέτη της 31ης Ιανουαρίου 2014, ή οποιαδήποτε άλλη μέθοδος που αποσκοπεί στον ποσοτικό προσδιορισμό των πιθανών κερδών μετά τη λήξη ισχύος των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών και των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ, εφαρμόστηκε επιτυχώς από φορείς εκμετάλλευσης περιφερειακών αερολιμένων συγκρίσιμων με τον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα Zweibrücken. Η Γερμανία δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τις μελέτες της 17ης και της 31ης Ιανουαρίου 2014.

(368)

Επιπλέον, η τελική αξία υπολογιζόμενη σύμφωνα με τη μέθοδο που προτείνει η Ryanair είναι θετική (και, επομένως, τείνει να αυξήσει την αποδοτικότητα της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ) μόνον εφόσον είναι θετικό και το προσδοκώμενο πρόσθετο κέρδος από τις εν λόγω συμφωνίες κατά το τελευταίο έτος εφαρμογής της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών. Εάν αυτό είναι αρνητικό, η συνεκτίμηση της τελικής αξίας μειώνει κατά κανόνα την αποδοτικότητα των συμφωνιών. Στη συνέχεια θα καταδειχθεί (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 378 και εξής) ότι οι συμφωνίες του 2008 είχαν ως αποτέλεσμα αρνητικές πρόσθετες ταμειακές ροές.

(369)

Επιπλέον, όπως αναφέρεται ανωτέρω (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 341 και εξής), οι υπηρεσίες μάρκετινγκ απευθύνονται σαφώς σε άτομα που είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν το δρομολόγιο που καλύπτεται από τη συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ. Εάν το εν λόγω δρομολόγιο δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών, είναι απίθανο οι υπηρεσίες μάρκετινγκ να εξακολουθήσουν να έχουν θετικές επιπτώσεις στην επιβατική κίνηση του αερολιμένα μετά τη λήξη της συμφωνίας. Είναι, συνεπώς, πολύ δύσκολο για έναν φορέα εκμετάλλευσης αερολιμένα να αξιολογήσει την πιθανότητα να επιδιώξει μια αεροπορική εταιρεία να συνεχίσει την εκμετάλλευση ενός δρομολογίου πέραν της περιόδου για την οποία έχει δεσμευθεί στη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών. Οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους, ειδικότερα, έχουν δείξει ότι, όταν πρόκειται να δημιουργήσουν και να καταργήσουν δρομολόγια, ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στις συνθήκες της αγοράς, οι οποίες συνήθως μεταβάλλονται ταχέως. Ως εκ τούτου, κατά τη σύναψη μιας πράξης, όπως αυτής που εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς δεν θα μπορούσε να βασιστεί στη βούληση της αεροπορικής εταιρείας να παρατείνει την εκμετάλλευση του σχετικού δρομολογίου μετά τη λήξη της συμφωνίας.

(370)

Εν κατακλείδι, από τα προαναφερόμενα στοιχεία συνάγεται σαφώς ότι το μόνο όφελος που θα προσδοκούσε να αποκομίσει ένας συνετός ΙΕΟΑ από μια συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ και το οποίο θα προσδιόριζε ποσοτικά για να αποφασίσει σχετικά με τη σύναψη ή μη μιας τέτοιας συμφωνίας, σε συνδυασμό με συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών, θα ήταν η πιθανή θετική επίπτωση των υπηρεσιών μάρκετινγκ στον αριθμό των επιβατών που χρησιμοποιούν τα δρομολόγια που καλύπτονται από τις εν λόγω συμφωνίες, για τη διάρκεια της εκμετάλλευσης αυτών των δρομολογίων, όπως προβλέπεται στις συμφωνίες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οποιαδήποτε άλλα πιθανά οφέλη είναι εξαιρετικά αβέβαια για να προσδιοριστούν ποσοτικά και να ληφθούν υπόψη.

γ)   Σκοπιμότητα της σύγκρισης του αερολιμένα του Zweibrücken με άλλους ευρωπαϊκούς αερολιμένες

(371)

Σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ, η ύπαρξη τυχόν ενίσχυσης προς μια αεροπορική εταιρεία που χρησιμοποιεί συγκεκριμένο αερολιμένα μπορεί καταρχήν να εξαιρείται, όταν η τιμή που χρεώνεται για τις αερολιμενικές υπηρεσίες αντιστοιχεί στην αγοραία τιμή ή εάν μπορεί να αποδειχθεί μέσω εκ των προτέρων ανάλυσης —δηλαδή με βάση τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης και τις προβλέψιμες εξελίξεις κατά τον χρόνο αυτό— ότι η ρύθμιση μεταξύ αερολιμένα/αεροπορικής εταιρείας θα οδηγήσει σε θετική πρόσθετη συμβολή στα κέρδη για τον αερολιμένα (98). Ωστόσο, όσον αφορά την πρώτη προσέγγιση (σύγκριση με την «αγοραία τιμή»), η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες για τη δυνατότητα να προσδιοριστεί κατά το παρόν στάδιο ένα ενδεδειγμένο σημείο αναφοράς ώστε να καθοριστεί μια αγοραία τιμή που να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι αερολιμένες. Ως εκ τούτου, θεωρεί την εκ των προτέρων ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας ως το πλέον σημαντικό κριτήριο για την αξιολόγηση των ρυθμίσεων που συνομολογούνται μεταξύ αερολιμένων και μεμονωμένων αεροπορικών εταιρειών (99).

(372)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά κανόνα, η εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ με βάση τη μέση τιμή σε άλλες παρόμοιες αγορές μπορεί να είναι χρήσιμη εάν μια τέτοια τιμή μπορεί ευλόγως να προσδιοριστεί ή να συναχθεί από άλλους δείκτες της αγοράς. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή δεν είναι κατάλληλη στην περίπτωση των αερολιμενικών υπηρεσιών, καθώς η διάρθρωση των δαπανών και των εσόδων τείνει να διαφέρει σημαντικά μεταξύ των αερολιμένων. Αυτό συμβαίνει διότι οι δαπάνες και τα έσοδα εξαρτώνται από τον βαθμό ανάπτυξης του αερολιμένα, από τον αριθμό των αεροπορικών εταιρειών που τον χρησιμοποιούν, από τη χωρητικότητά του όσον αφορά την επιβατική κίνηση, την κατάσταση των υποδομών και τις σχετικές επενδύσεις, από το κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, καθώς και από τυχόν χρέη ή υποχρεώσεις που προκύπτουν από συμβάσεις που έχει συνάψει ο αερολιμένας κατά το παρελθόν (100).

(373)

Επιπλέον, η ελευθέρωση της αγοράς των αερομεταφορών περιπλέκει κάθε συγκριτική ανάλυση με τη στενή έννοια του όρου. Όπως φαίνεται στην παρούσα υπόθεση, οι εμπορικές πρακτικές μεταξύ αερολιμένων και αεροπορικών εταιρειών δεν βασίζονται πάντοτε αποκλειστικά σε δημοσιευμένη κλίμακα τελών. Αντιθέτως, αυτές οι εμπορικές σχέσεις παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Περιλαμβάνουν καταμερισμό των κινδύνων όσον αφορά την επιβατική κίνηση και κάθε σχετικής εμπορικής και οικονομικής ευθύνης, τυποποιημένους μηχανισμούς παροχής κινήτρων και μεταβολή της κατανομής των κινδύνων κατά τη διάρκεια των συμβάσεων. Κατά συνέπεια, οι συναλλαγές δεν είναι ουσιαστικά συγκρίσιμες μεταξύ τους βάσει τιμής ανά πτήση ή ανά επιβάτη.

(374)

Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να διαπιστωθεί, βάσει έγκυρης συγκριτικής ανάλυσης, ότι οι «τιμές» των διαφόρων συναλλαγών που αποτελούν αντικείμενο αυτής της αξιολόγησης είναι ισοδύναμες ή υψηλότερες από τις «αγοραίες τιμές» που διαπιστώνονται μέσω συγκριτικού δείγματος συναλλαγών, η Επιτροπή δεν θα ήταν ωστόσο σε θέση να συμπεράνει εξ αυτού ότι οι εν λόγω συναλλαγές πληρούν το κριτήριο του ΙΕΟΑ εάν ανακύψει ότι, όταν καθορίστηκαν οι εν λόγω τιμές, ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα ανέμενε ότι θα συνεπάγονταν πρόσθετες δαπάνες υψηλότερες από τα πρόσθετα έσοδα. Επομένως, ένας ΙΕΟΑ δεν έχει κίνητρο να προσφέρει αγαθά ή υπηρεσίες σε «αγοραία τιμή», εάν κάτι τέτοιο συνεπάγεται πρόσθετη ζημία.

(375)

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, δεν έχει λόγο να μην εφαρμόσει την προσέγγιση που συνιστάται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής του ΙΕΟΑ στις σχέσεις μεταξύ αερολιμένων και αεροπορικών εταιρειών, δηλαδή την εκ των προτέρων ανάλυση της πρόσθετης αποδοτικότητας.

7.3.1.4.    Εκτίμηση πρόσθετων δαπανών και εσόδων

Χρονοδιάγραμμα

(376)

Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη σκοπιμότητα της σύναψης ή μη μιας συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών και/ή συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ, ένας ΙΕΟΑ θα επέλεγε ως χρονικό ορίζοντα της αξιολόγησής του είτε τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω συμφωνιών είτε την περίοδο που προβλέπεται σε καθεμία από τις συμφωνίες χωριστά. Εν ολίγοις, θα προέβαινε σε εκτίμηση των πρόσθετων δαπανών και εσόδων κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των συμφωνιών.

(377)

Δεν φαίνεται να συντρέχουν λόγοι για την επιλογή μεγαλύτερης χρονικής περιόδου. Κατά την ημερομηνία υπογραφής των συμφωνιών, ένας συνετός ΙΕΟΑ δεν θα βασιζόταν στην ανανέωση των συμφωνιών μετά τη λήξη ισχύος τους, είτε υπό τους ίδιους είτε υπό νέους όρους. Εξάλλου, ένας εν γένει συνετός φορέας εκμετάλλευσης έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους όπως η Ryanair χαρακτηρίζονταν ανέκαθεν από την ταχύτατη ικανότητα προσαρμογής τους στις εξελίξεις της αγοράς, τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη διακοπή δρομολογίων, καθώς και κατά την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού πτήσεων.

Εκτίμηση

(378)

Η Γερμανία διαβεβαιώνει ότι οι FGAZ/FZG δεν κατάρτισαν εκ των προτέρων επιχειρηματικά σχέδια προτού συνάψουν μεμονωμένες συμφωνίες αερολιμενικών υπηρεσιών με τις διάφορες αεροπορικές εταιρείες. Διευκρίνισε δε ότι, εφόσον οι δαπάνες του αερολιμένα μπορούσαν να χαρακτηριστούν στην πλειονότητά τους ως πάγιες δαπάνες και ότι η πιθανή επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων δεν θα συνεπαγόταν σημαντικές πρόσθετες δαπάνες, δεν ήταν απαραίτητη η κατάρτιση αυτών των εκ των προτέρων επιχειρηματικών σχεδίων.

(379)

Ωστόσο, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Γερμανία εκπόνησε επισκόπηση των αναμενόμενων πρόσθετων δαπανών και εσόδων κατά τον χρόνο σύναψης των σχετικών συμφωνιών. Η Γερμανία ετοίμασε τα εν λόγω στοιχεία για καθεμία από τις συμφωνίες που είχε συνάψει με αεροπορικές εταιρείες κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, δηλαδή κατά την περίοδο 2000 — 2009, όπως παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα 8.

Πίνακας 8

Πρόσθετη αποδοτικότητα των συμβάσεων με τις Germanwings, TUIFly και Ryanair

 

Germanwings

(σύμβαση 15.9.2006 — 15.9.2009)

Germanwings

(σύμβαση 30.6.2008 — 31.12.2011) (101)

TUIFly

(σύμβαση 1.4.2008 — 31.3.2011) (102)

Ryanair

(σύμβαση 22.9.2008 — 21.9.2009) (103)

Αναμενόμενος αριθμός επιβατών

[…]

[…]

[…]

[…]

Προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα από αεροπορικές δραστηριότητες

[…]

[…]

[…]

[…]

Προσδοκώμενα πρόσθετα έσοδα από μη αεροπορικές δραστηριότητες

[…]

[…]

[…]

[…]

Αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες

[…]

[…]

[…]

[…]

Δαπάνες στήριξης μάρκετινγκ

[…]

[…]

[…]

[…]

Προσδοκώμενο ονομαστικό αποτέλεσμα

[…]

[…]

[…]

[…]

Προεξοφλητικό επιτόκιο

[…]

[…]

[…]

[…]

Προσδοκώμενο προεξοφλημένο αποτέλεσμα

[…]

[…]

[…]

[…]

(380)

Για την κατάρτιση του πίνακα 8, η Γερμανία έλαβε υπόψη τις ακόλουθες παραμέτρους:

α)

Ο αναμενόμενος αριθμός των επιβατών αφαιρέθηκε από τον προβλεπόμενο αριθμό των πτήσεων εβδομαδιαίως και χρησιμοποιήθηκε κατά παρέκταση καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας.

β)

Τα προσδοκώμενα έσοδα από αεροπορικές δραστηριότητες (τέλη υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης και προσγείωσης, καθαρισμός και αποπάγωση κ.λπ.) υπολογίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας βάσει των συμφωνηθέντων όρων με κάθε αεροπορική εταιρεία, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εκπτώσεων και κινήτρων.

γ)

Τα προσδοκώμενα έσοδα από μη αεροπορικές δραστηριότητες (τέλη στάθμευσης και παραμονής στον τερματικό σταθμό κ.λπ.) υπολογίστηκαν επίσης καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας.

δ)

Οι αναμενόμενες πρόσθετες δαπάνες υπολογίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, λαμβανομένης υπόψη της απόσβεσης των απαραίτητων επενδύσεων για την εξυπηρέτηση των εμπορικών πτήσεων (ο νέος τερματικός σταθμός, νέες θυρίδες ελέγχου εισιτηρίων, χώροι στάθμευσης κ.λπ.), καθώς και των πρόσθετων δαπανών προσωπικού και υλικών. Ελήφθησαν υπόψη μόνον οι δαπάνες που αφορούσαν κάθε μεμονωμένη αεροπορική εταιρεία. Βάσει των στοιχείων αυτών, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι οι δαπάνες του νέου τερματικού σταθμού και η ενδεχόμενη πρόσληψη νέου προσωπικού αφορούσαν αρχικά την εξαγορά των δραστηριοτήτων του αερολιμένα του Zweibrücken από την Germanwings, με συνέπεια τον καταλογισμό των δαπανών αυτών κυρίως στην πρώτη σύμβαση με την Germanwings.

ε)

Κατ' αίτημα της Επιτροπής, οι πληρωμές για τη στήριξη της εμπορικής προώθησης που καταβλήθηκαν στη Ryanair στο πλαίσιο της συμφωνίας μεταξύ του ομόσπονδου κράτους και της AMS ελήφθησαν υπόψη ως πρόσθετες δαπάνες της σύμβασης με τη Ryanair.

στ)

Το προεξοφλητικό επιτόκιο βασίστηκε στα προεξοφλητικά επιτόκια της γερμανικής ομοσπονδιακής τράπεζας Bundesbank με έτος έναρξης το 2008.

(381)

Η Επιτροπή συμφωνεί με την ορθότητα της προσέγγισης που ακολούθησε η Γερμανία για την εκτίμηση του αριθμού των επιβατών και τον υπολογισμό στη βάση αυτή των προσδοκώμενων εσόδων από αεροπορικές και μη αεροπορικές δραστηριότητες. Το ίδιο ισχύει και για την εφαρμογή των προεξοφλητικών επιτοκίων.

(382)

Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω τη διαφωνία της Γερμανίας ότι, κατά τον υπολογισμό των πρόσθετων εσόδων μόνο κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, δεν λαμβάνονται υπόψη τα μακροπρόθεσμα κέρδη. Απαντώντας εν προκειμένω, η Επιτροπή παραπέμπει στο σκεπτικό της, το οποίο αναπτύσσει στις αιτιολογικές σκέψεις 376 και 377, σύμφωνα με το οποίο ενδείκνυται πράγματι να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πρόσθετα έξοδα και έσοδα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας.

(383)

Η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη την παρατήρηση της Γερμανίας ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η συμφωνία υπηρεσιών μάρκετινγκ δημιουργεί μόνο δαπάνες, αλλά θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι παράγει παράλληλα και έσοδα. Η Γερμανία δεν προτείνει καμία μεθοδολογία για την αξιολόγηση των συγκεκριμένων πρόσθετων εσόδων που παράγονται στο πλαίσιο της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ πέρα από την αυξανόμενη κίνηση (και επομένως και τα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες) στον αερολιμένα. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή έχει ήδη διατυπώσει στις αιτιολογικές σκέψεις 347 και εξής το συμπέρασμα ότι ένας ΙΕΟΑ θα λάμβανε υπόψη μόνο τα πρόσθετα έσοδα του αερολιμένα κατά την αξιολόγηση των θετικών αποτελεσμάτων της συμφωνίας υπηρεσιών μάρκετινγκ.

(384)

Όσον αφορά τις πρόσθετες λειτουργικές δαπάνες ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να στηριχθεί στα δεδομένα που υπέβαλαν η Γερμανία και οι FGAZ/FZG, εφόσον αυτά φαίνονται εύλογα, διότι η ίδια δεν είναι σε θέση να προβεί σε ανεξάρτητη εκτίμηση των εν λόγω δαπανών. Το ίδιο ισχύει, καταρχήν, και για τις πρόσθετες επενδυτικές δαπάνες, δεδομένου ότι η Γερμανία και οι FGAZ/FZG είναι οι πλέον αρμόδιες να εκτιμήσουν ποιες επενδύσεις μπορούν να αναχθούν απευθείας σε συγκεκριμένη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών. Μετά την ανάλυση των στοιχείων που υπέβαλε η Γερμανία, η Επιτροπή αποδέχεται ως εύλογο τον γενικό υπολογισμό των πρόσθετων δαπανών.

(385)

Φαίνεται άλλωστε εύλογη η δυνατότητα αναγωγής της πρόσληψης πρόσθετου προσωπικού για την εξυπηρέτηση της Germanwings και των αρχικών επενδύσεων κατά την ανακαίνιση του τερματικού σταθμού στην πρώτη συμφωνία που συνήφθη με την Germanwings, διότι η εν λόγω συμφωνία αποτέλεσε το έναυσμα για την αναγκαστική έναρξη εξυπηρέτησης εμπορικών πτήσεων στον αερολιμένα του Zweibrücken.

Συμπέρασμα

(386)

Δεδομένου ότι το προσδοκώμενο προεξοφλημένο αποτέλεσμα είναι αρνητικό για την πρώτη συμφωνία της Germanwings, καθώς και για τις συμφωνίες της TUIFly και της Ryanair, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι FGAZ/FZG δεν ενήργησαν ως ΙΕΟΑ κατά τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών. Ο αερολιμένας δεν μπορούσε να προσδοκά ότι θα καλύψει τουλάχιστον τις πρόσθετες δαπάνες που θα προέκυπταν από οποιαδήποτε από τις συμφωνίες αυτές. Επομένως, εφόσον οι FGAZ/FZG δεν ενήργησαν ως ΙΕΟΑ, με την απόφασή τους να συνάψουν τις συμφωνίες υπό τους συγκεκριμένους όρους, χορήγησαν στην Germanwings, την TUIFly και τη Ryanair οικονομικό πλεονέκτημα.

(387)

Αντιθέτως, μπορούσε να αναμένεται ότι η δεύτερη συμφωνία με την Germanwings θα οδηγούσε σε θετικό προεξοφλημένο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, κατά τη σύναψη της συγκεκριμένης συμφωνίας, οι FGAZ/FZG δεν χορήγησαν οικονομικό πλεονέκτημα στην Germanwings.

7.3.1.5.    Επιλεκτικότητα

(388)

Το οικονομικό πλεονέκτημα που προσδιορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 376 και εξής χορηγήθηκε σε επιλεκτική βάση, καθώς ωφελήθηκαν από αυτό μόνον οι αεροπορικές εταιρείες που εκτελούσαν πτήσεις από τον αερολιμένα του Zweibrücken.

(389)

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που προβάλλει η Γερμανία ότι οι εκπτώσεις στα αερολιμενικά τέλη που χορηγήθηκαν σε αεροπορικές εταιρείες οι οποίες εκτελούν πτήσεις από το Zweibrücken δεν ήταν επιλεκτικές. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω εκπτώσεις ήταν ανοικτές σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες που επιθυμούσαν να εκτελούν πτήσεις από το Zweibrücken, γεγονός που τις καθιστά, σύμφωνα με τον εν λόγω ισχυρισμό, μη επιλεκτικές.

(390)

Στην απάντησή της η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς ότι οι μεμονωμένες συμφωνίες που συνήφθησαν με τις αεροπορικές εταιρείες αποκλίνουν τόσο από την κλίμακα τελών όσο και μεταξύ τους (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 72), και περιέχουν συνεπώς όρους επιμέρους διαπραγματεύσεων. Ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε ακριβώς για τον λόγο αυτό είναι προφανώς επιλεκτικό όσον αφορά κάθε μεμονωμένη αεροπορική εταιρεία.

(391)

Κατά δεύτερον, ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ακόμη και αν η κλίμακα τελών εφαρμοζόταν με τον ίδιο τρόπο για κάθε αεροπορική εταιρεία που επιθυμούσε να εξυπηρετεί πτήσεις από το Zweibrücken, τυχόν εκχωρούμενο πλεονέκτημα σε αυτό το πλαίσιο θα εξακολουθούσε να θεωρείται επιλεκτικό. Σύμφωνα με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στην υπόθεση Deutsche Lufthansa AG κατά Flughafen Frankfurt-Hahn GmbH, η αποδοχή της επιχειρηματολογίας της Γερμανίας οδηγεί σε «απόλυτο αποκλεισμό της δυνατότητας χαρακτηρισμού ως κρατικών ενισχύσεων των όρων υπό τους οποίους δημόσια επιχείρηση παρέχει τις υπηρεσίες της, όταν οι όροι αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλους τους αντισυμβαλλομένους της» (104). Ο γενικός εισαγγελέας Mengozzi επισήμανε περαιτέρω τα εξής:

«Όπως ορθώς, κατά την άποψή μου, παρατήρησε η Επιτροπή, ένας τέτοιος αποκλεισμός δεν ευθυγραμμίζεται ούτε με τη νομολογιακή θέση ότι επιλεκτικό χαρακτήρα δύνανται να έχουν ακόμη και δημόσιες παρεμβάσεις οι οποίες αφορούν αδιακρίτως όλες τις επιχειρήσεις συγκεκριμένου οικονομικού κλάδου ούτε με νομολογιακά προηγούμενα στο πλαίσιο των οποίων πλεονεκτήματα απορρέοντα από την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών από μέρους δημοσίων (ή ιδιωτικών) επιχειρήσεων με τιμές ή υπό όρους όμοιους για το σύνολο των επιχειρήσεων που ασκούσαν συγκεκριμένη δραστηριότητα θεωρήθηκαν ως επιλεκτικά.» (105).

7.3.1.6.    Στρέβλωση του ανταγωνισμού και αντίκτυπος στις συναλλαγές

(392)

Ένα μέτρο που χορηγείται από το κράτος θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, όταν είναι ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της δικαιούχου επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες ανταγωνίζεται (106). Για πρακτικούς λόγους, η νόθευση του ανταγωνισμού τεκμαίρεται μόλις το κράτος παράσχει οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε ελευθερωμένο τομέα όπου υπάρχει, ή θα μπορούσε να υπάρχει, ανταγωνισμός. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης, οι ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά είναι ικανές να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (107).

(393)

Από την έναρξη ισχύος της τρίτης δέσμης μέτρων για την ελευθέρωση των αεροπορικών μεταφορών την 1η Ιανουαρίου 1993 (108), οι αερομεταφορείς μπορούν να εκτελούν ελεύθερα πτήσεις σε ενδοευρωπαϊκές συνδέσεις. Όπως παρατηρεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:

«όταν μία επιχείρηση δρα σε κάποιο τομέα … όπου υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός από παραγωγούς διαφόρων κρατών μελών, κάθε ενίσχυση που λαμβάνει από το δημόσιο είναι δυνατό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να θίξει τον ανταγωνισμό, στο μέτρο που η διατήρησή της στην αγορά εμποδίζει τους ανταγωνιστές να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά και μειώνει τις δυνατότητές τους να αυξήσουν τις εξαγωγές τους» (109).

(394)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι FGAZ/FZG και το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου χορήγησαν επιλεκτικό πλεονέκτημα στην Germanwings, την TUIFly και τη Ryanair. Οι εν λόγω αεροπορικές εταιρείες δραστηριοποιούνται σε μια ανταγωνιστική αγορά σε επίπεδο Ένωσης και το πλεονέκτημα που αποκόμισαν ήταν ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση τους στη συγκεκριμένη αγορά. Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή κρίνει ότι το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Germanwings, την TUIFly και τη Ryanair μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

7.3.1.7.    Συμπέρασμα

(395)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή αποφαίνεται ότι η Germanwings, η TUIFly και η Ryanair έλαβαν κρατική ενίσχυση, το ποσό της οποίας ανέρχεται περίπου σε 1 054 985 ευρώ, 232 781 ευρώ και 464 879 ευρώ, αντιστοίχως.

7.3.2.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ

(396)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Γερμανία δεν προέβαλε επιχειρήματα προκειμένου να καταδείξει ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην TUIFly, την Germanwings και τη Ryanair είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

(397)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (110), εναπόκειται στη Γερμανία να υποδείξει τη νομική βάση σύμφωνα με την οποία ένα μέτρο κρατικής ενίσχυσης μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά και να αποδείξει ότι πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον θα μπορούσε να διαπιστωθεί το συμβιβάσιμο δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές. Ωστόσο, η Γερμανία δεν υπέβαλε παρατηρήσεις με σκοπό να καταδείξει ότι πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις των συμβιβάσιμων ενισχύσεων για την έναρξη νέων γραμμών σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005. Ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις προέβαλαν επιχειρήματα προς επίρρωση του συμβιβάσιμου του μέτρου κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά.

(398)

Η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο, ωστόσο, να εξετάσει εν συντομία αν η επίμαχη κρατική ενίσχυση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβιβάσιμη ενίσχυση για την έναρξη νέων γραμμών.

7.3.2.1.    Ισχύον νομικό πλαίσιο

(399)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές ορίζουν ότι:

«η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές σε όλα τα κοινοποιούμενα μέτρα ενίσχυσης για την έναρξη νέων γραμμών για τα οποία θα κληθεί να εκδώσει απόφαση από τις 4 Απριλίου 2014, ακόμη και αν τα μέτρα είχαν κοινοποιηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή θα εφαρμόζει για τις παράνομες ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών τους κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν θα εφαρμόζει τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές για τις παράνομες ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών οι οποίες έχουν χορηγηθεί πριν από τις 4 Απριλίου 2014» (111).

(400)

Ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ορίζουν ότι:

«Η Επιτροπή θα εξετάζει τη συμβατότητα … κάθε ενίσχυσης για την έναρξη νέας γραμμής, η οποία χορηγείται χωρίς την έγκρισή της και άρα κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της Συνθήκης [νυν άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης], με βάση τις παρούσες κατευθύνσεις, εφόσον η ενίσχυση άρχισε να χορηγείται μετά τη δημοσίευση των κατευθύνσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

(401)

Δεδομένου ότι οι συμφωνίες με την Germanwings, την TUIFly και τη Ryanair συνήφθησαν μετά τη δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές στην Επίσημη Εφημερίδα στις 9 Δεκεμβρίου 2005, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν την εφαρμοστέα νομική βάση για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των συμφωνιών αυτών με την εσωτερική αγορά.

7.3.2.2.    Αξιολόγηση του συμβιβάσιμου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές

(402)

Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις συμβατότητας των ενισχύσεων για την έναρξη νέων γραμμών που κατοχυρώνονται στο σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές είναι σωρευτικές, η Επιτροπή φρονεί ότι αρκεί να καταδειχθεί ότι δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις αυτές για να αποφανθεί ότι η κρατική ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιρειών είναι ασυμβίβαστη. Η Επιτροπή ξεκινά την ανάλυσή της με την προϋπόθεση που προβλέπεται στο σημείο 79 στοιχείο δ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(403)

Το σημείο 79 στοιχείο δ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι το ύψος της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει, κάθε έτος, το 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους του έτους αυτού και, ως προς τη διάρκεια της ενίσχυσης, το 30 % κατά μέσο όρο του επιλέξιμου κόστους. Ως επιλέξιμο κόστος ορίζεται «το πρόσθετο κόστος της έναρξης νέων γραμμών που αφορά την έναρξη της νέας γραμμής ή τη συχνότητά της, το οποίο ο αερομεταφορέας δεν θα μπορούσε να αναλάβει υπό κανονικούς ρυθμούς» (112).

(404)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι συμφωνίες με την Germanwings, την TUIFly και τη Ryanair δεν παρείχαν καμία σύνδεση μεταξύ της ενίσχυσης που χορηγήθηκε και του επιλέξιμου κόστους. Για τον λόγο αυτό, η Γερμανία κλήθηκε να παράσχει λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ενίσχυσης και του επιλέξιμου κόστους. Ούτε η Γερμανία ούτε τα τρίτα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας παρείχαν τα εν λόγω στοιχεία. Βάσει των προαναφερομένων, και δεδομένου ότι στις συμφωνίες με τις υπό εξέταση αεροπορικές εταιρείες δεν γίνεται μνεία των δαπανών των αεροπορικών εταιρειών, πόσο μάλλον του επιλέξιμου κόστους, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση συμβατότητας που κατοχυρώνεται στο σημείο 79 στοιχείο δ) των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(405)

Εν κατακλείδι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιρειών συνιστά συμβιβάσιμη ενίσχυση για την έναρξη νέων γραμμών, διότι δεν πληρούται μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις συμβατότητας. Ως εκ τούτου, η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Germanwings, την TUIFly και τη Ryanair συνιστά παράνομη και μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση, η οποία πρέπει να ανακτηθεί.

8.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(406)

Σύμφωνα με τη Συνθήκη και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ενίσχυση (113) όταν διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Επίσης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του κράτους να καταργήσει την ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έχει θεωρήσει μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά σκοπό έχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (114). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί όταν ο λαβών την ενίσχυση έχει αποδώσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομης ενίσχυσης, χάνοντας με τον τρόπο αυτό το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και όταν επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση (115).

(407)

Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (116) προβλέπει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

(408)

Κατά συνέπεια, η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται ανωτέρω (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 282, 297, 318, 320, 395 και 405, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 198 έως 200) πρέπει να επιστραφεί στη Γερμανία, εφόσον έχει καταβληθεί.

(409)

Στον πίνακα 9 παρουσιάζονται τα κατά προσέγγιση ποσά προς ανάκτηση.

Πίνακας 9

Πληροφορίες σχετικά με τα εισπραχθέντα, προς ανάκτηση και ήδη ανακτηθέντα ποσά ενισχύσεων

Ταυτότητα του δικαιούχου

Συνολικό κατά προσέγγιση ύψος της ενίσχυσης που εισπράχθηκε (σε ευρώ)

Συνολικό κατά προσέγγιση ύψος της προς ανάκτηση ενίσχυσης (117) (σε ευρώ)

(αρχικό κεφάλαιο)

Συνολικό ήδη επιστραφέν ποσό (σε ευρώ)

Αρχικό κεφάλαιο

Τόκοι ανάκτησης (118)

FGAZ/FZG: Άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις

 

 

 

 

FGAZ/FZG: Εισφορές κεφαλαίου

 

 

 

 

FGAZ/FZG: Εγγύηση 100 %

 

 

 

 

FGAZ/FZG: Συμμετοχή στο κοινό ταμείο

 

 

 

 

Germanwings

1 115 971

1 115 971

 

 

TUIFly

233 002

233 002

 

 

Ryanair/AMS

469 132

469 132

 

 

(410)

Για να ληφθεί υπόψη το πραγματικό πλεονέκτημα που αποκόμισαν οι αεροπορικές εταιρείες και οι θυγατρικές τους βάσει των συμφωνιών, τα ποσά που περιλαμβάνονται στον πίνακα 9 μπορούν να προσαρμοστούν, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Γερμανία, βάσει i) της διαφοράς μεταξύ, αφενός, των πραγματικών πληρωμών, όπως παρουσιάστηκαν εκ των υστέρων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από την αεροπορική εταιρεία σε σχέση με τα αερολιμενικά τέλη (συμπεριλαμβανομένων του τέλους προσγείωσης, του τέλους επιβατών και των υπηρεσιών επίγειας εξυπηρέτησης βάσει της συμφωνίας αερολιμενικών υπηρεσιών) και, αφετέρου, των προβλεπόμενων ταμειακών ροών (εκ των προτέρων) για τα συγκεκριμένα στοιχεία εσόδων τα οποία παρατίθενται στον πίνακα 8, και ii) της διαφοράς μεταξύ, αφενός, των πραγματικών πληρωμών μάρκετινγκ, όπως παρουσιάστηκαν εκ των υστέρων, οι οποίες καταβλήθηκαν στην αεροπορική εταιρεία ή στις θυγατρικές της βάσει των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ και, αφετέρου, των δαπανών μάρκετινγκ, όπως προβλέφθηκαν εκ των προτέρων, οι οποίες αντιστοιχούν στα ποσά που αναφέρονται στον πίνακα 8,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η κρατική ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε παράνομα από τη Γερμανία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, υπέρ της Flugplatz GmbH Aeroville Zweibrücken («FGAZ») / Flughafen Zweibrücken GmbH («FZG») κατά την περίοδο από το 2000 έως το 2009 υπό τη μορφή άμεσων επενδυτικών επιχορηγήσεων, ετήσιων εισφορών κεφαλαίου, δωρεάν παροχής εγγύησης 100 % επί τραπεζικού δανείου, καθώς και της δυνατότητας συμμετοχής της FGAZ στο κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

2.   Η κρατική ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε παράνομα από τη Γερμανία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, υπέρ της Germanwings, της TUIFly και της Ryanair/AMS μέσω των συμφωνιών αερολιμενικών υπηρεσιών και των συμφωνιών υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνήφθησαν στις 15 Σεπτεμβρίου 2006 (Germanwings), την 1η Απριλίου 2008 (TUIFly) και στις 22 Σεπτεμβρίου 2008/6 Οκτωβρίου 2008 (Ryanair/Airport Marketing Services («AMS»)) είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.   Το δάνειο το οποίο χορηγήθηκε στην FZG από τη Sparkasse Südwestpfalz δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

2.   Η συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών η οποία συνήφθη μεταξύ της FZG και της Germanwings στις 30 Ιουνίου 2008 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

Άρθρο 3

1.   Η Γερμανία ανακτά από τους δικαιούχους την ασυμβίβαστη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2.   Η FGAZ και η FZG είναι από κοινού υπεύθυνες για την επιστροφή της κρατικής ενίσχυσης που έλαβε οποιαδήποτε εξ αυτών.

3.   Η Ryanair και η AMS είναι από κοινού υπεύθυνες για την επιστροφή της κρατικής ενίσχυσης που έλαβε οποιαδήποτε εξ αυτών.

4.   Τα προς ανάκτηση ποσά έχουν ως εξής:

α)

όσον αφορά τις άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις που χορηγήθηκαν από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και τη ZEF υπέρ της FZG: 20 564 170 ευρώ που χορηγήθηκαν μεταξύ της 12ης Δεκεμβρίου 2000 και της 31ης Δεκεμβρίου 2009, αφαιρουμένων των δαπανών των πυροσβεστικών υπηρεσιών και των δαπανών για τις οποίες ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δικαιούται επιστροφή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του Luftsicherheitsgesetz, στον βαθμό που καλύπτονταν από τις άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις·

β)

όσον αφορά τις ετήσιες εισφορές κεφαλαίου που χορηγήθηκαν από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου και τη ZEF υπέρ της FGAZ: 26 629 000 ευρώ που χορηγήθηκαν μεταξύ του 2000 και του 2009, αφαιρουμένων των δαπανών των πυροσβεστικών υπηρεσιών και των δαπανών για τις οποίες ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δικαιούται επιστροφή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του Luftsicherheitsgesetz, στον βαθμό που καλύπτονταν από τις ετήσιες εισφορές κεφαλαίου, και αφαιρουμένων των ποσών που χορηγήθηκαν πριν από τις 12 Δεκεμβρίου 2000·

γ)

όσον αφορά την εγγύηση 100 % επί του τραπεζικού δανείου που χορηγήθηκε από το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου υπέρ της FZG: τα ταμειακά ισοδύναμα της αξίας της εγγύησης, τα οποία καθορίζονται βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων·

δ)

όσον αφορά τη συμμετοχή της FGAZ στο κοινό ταμείο του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου: τα ταμειακά ισοδύναμα των ευνοϊκών δανειακών όρων, τα οποία καθορίζονται βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης, αφαιρουμένου τυχόν πλεονεκτήματος που αποκομίστηκε επί δανείων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των δαπανών πυροσβεστικών υπηρεσιών και των δαπανών για τις οποίες ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δικαιούται επιστροφή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του Luftsicherheitsgesetz·

ε)

όσον αφορά τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών που συνήφθη μεταξύ της Germanwings και της FZG στις 15 Σεπτεμβρίου 2006: το ποσό της ασυμβίβαστης ενίσχυσης·

στ)

όσον αφορά τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών που συνήφθη μεταξύ της TUIFly και της FZG την 1η Απριλίου 2008: το ποσό της ασυμβίβαστης ενίσχυσης·

ζ)

όσον αφορά τη συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών και τις συμφωνίες υπηρεσιών μάρκετινγκ που συνήφθησαν μεταξύ της Ryanair και της FZG στις 22 Σεπτεμβρίου 2008 και μεταξύ της AMS και του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου στις 6 Οκτωβρίου 2008: το ποσό της ασυμβίβαστης ενίσχυσης.

5.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

6.   Η Γερμανία παρέχει τις ακριβείς ημερομηνίες κατά τις οποίες η ενίσχυση που χορηγήθηκε από το κράτος τέθηκε στη διάθεση των αντίστοιχων δικαιούχων.

7.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (119).

8.   Η Γερμανία ακυρώνει κάθε εκκρεμούσα καταβολή της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Η Γερμανία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γερμανία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που εισέπραξαν οι δικαιούχοι, και ειδικότερα:

i)

το ποσό των άμεσων επενδυτικών επιχορηγήσεων, των εισφορών κεφαλαίου και των ταμειακών ισοδύναμων των ευνοϊκών δανείων που κάλυψαν τις δαπάνες των πυροσβεστικών υπηρεσιών και τις δαπάνες για τις οποίες ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα δικαιούται επιστροφή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του LuftSiG,

ii)

στοιχεία σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα των FGAZ/FZG κατά τον χρόνο έκδοσης της εγγύησης 100 % και κατά τον χρόνο χορήγησης κάθε δανείου από το κοινό ταμείο, ούτως ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να καθορίσει τα ταμειακά ισοδύναμα της εγγύησης και τους ευνοϊκούς όρους των δανείων από το κοινό ταμείο σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων και την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης, αντιστοίχως·

β)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

γ)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

δ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Γερμανία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 1η Οκτωβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, από τα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»). Οι δύο σειρές άρθρων είναι κατ' ουσίαν ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται, κατά περίπτωση, ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 αντιστοίχως της Συνθήκης ΕΚ. Η ΣΛΕΕ επέφερε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως η αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση» και του όρου «κοινή αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά». Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιείται η ορολογία της ΣΛΕΕ.

(2)  ΕΕ C 216 της 21.7.2012, σ. 56.

(3)  Γραπτή ερώτηση E-6470/08 της 2ας Δεκεμβρίου 2008, υποβληθείσα από την Hiltrud Breyer (Verts/ALE) προς την Επιτροπή σχετικά με επιδότηση του αερολιμένα Zweibrücken από τη Ρηνανία-Παλατινάτο.

(4)  ΕΕ C 216 της 21.7.2012, σ. 56.

(5)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες (ΕΕ C 99 της 4.4.2014, σ. 3).

(6)  Εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (ΕΕ C 350 της 10.12.1994, σ. 5).

(7)  Κοινοτικές κατευθύνσεις για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες (ΕΕ C 312 της 9.12.2005, σ. 1).

(8)  ΕΕ C 113 της 15.4.2014, σ. 30.

(9)  Κανονισμός αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58).

(10)  Απόφαση της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1993 — K (93) 3964/6 — Konver I — και απόφαση της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 1995 — K (95) 3208 — Konver II. Για τη Ρηνανία-Παλατινάτο, τα έργα μετατροπής περιελάμβαναν το έργο «στρατιωτικός αερολιμένας Zweibrücken». Η χρηματοδότηση από την Ένωση ανήλθε σε 9 εκατ. ευρώ.

(11)  http://www.flughafen-zweibruecken.de/de/wir-ueber-uns-de/daten-und-fakten-de

(12)  Όλες οι αποστάσεις σε οδικά χιλιόμετρα, βάσει της συντομότερης διαδρομής. Πηγή: maps.google.com, 25 Ιουνίου 2014.

(13)  Desel Consulting und Airport Research Center GmbH, «Fluggast- und Flugbewegungsprognose für den Flughafen Zweibrücken bis zum Jahr 2025», Gutachten im Auftrag der Flughafen Zweibrücken GmbH, Σεπτέμβριος 2009, σ. 56.

(14)  εμπίπτει στην υποχρέωση περί επαγγελματικού απορρήτου.

(15)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-443/08 και T-455/08, Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig-Halle GmbH κατά Επιτροπής (εφεξής «απόφαση Leipzig/Halle»), Συλλογή 2011, σ. II-1311, ιδίως σκέψεις 93-94· επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση C-288/11 Ρ, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle GmbH κατά Επιτροπής, [2012] ECLI:EU:C:2012:821.

(16)  Απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 67).

(17)  Απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 7 της 11.1.2012, σ. 3).

(18)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2011) (ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 15).

(19)  Ανακοίνωση της Επιτροπής: Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (2004) (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).

(20)  Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6).

(21)  Ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10).

(22)  Υποβλήθηκε ως παράρτημα 8 του υπομνήματος της Γερμανίας της 27ης Ιανουαρίου 2011.

(23)  Prof. Dr. Heuer und Prof. Dr. Klophaus, unter Mitarbeit von Dr. Berster and Wilken, Deutsches Zentrum für Luft — und Raumfahrt, Januar 2006, «Regionalökonomische Bedeutung und Perspektiven des Flugplatzes Zweibrücken», σ. 146· Desel Consulting und Airport Research Center GmbH, «Fluggast- und Flugbewegungsprognose für den Flughafen Zweibrücken bis zum Jahr 2025», Gutachten im Auftrag der Flughafen Zweibrücken GmbH, Σεπτέμβριος 2009, σ. 85.

(24)  Συμφωνία αερολιμενικών υπηρεσιών μεταξύ της Ryanair και της FZG της 22ας Σεπτεμβρίου 2008, ενότητα 3.

(25)  Oxera, «How should AMS agreements be treated within the profitability analysis as part of the market economy operator test?» (Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι συμφωνίες της AMS κατά την ανάλυση αποδοτικότητας στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ;), εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ryanair στις 17 Ιανουαρίου 2014.

(26)  Oxera, «How should AMS agreements be treated within the profitability analysis as part of the market economy operator test?Practical application» (Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι συμφωνίες της AMS κατά την ανάλυση αποδοτικότητας στο πλαίσιο του ελέγχου του κριτηρίου του ΙΕΟΑ; — Πρακτική εφαρμογή), εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ryanair την 31η Ιανουαρίου 2014.

(27)  Υπόθεση C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I-3851· υπόθεση C-41/90, Höfner και Elser, Συλλογή 1991, σ. I-1979· υπόθεση C-244/94, Fédération Française des Sociétés d'Assurances κατά Ministère de l'Agriculture et de la Pêche, Συλλογή 1995, σ. I-4013· υπόθεση C-55/96, Job Centre, Συλλογή 1997, σ. I-7119.

(28)  Υπόθεση 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2599· υπόθεση C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I-3851.

(29)  Απόφαση Leipzig/Halle, και ιδίως σκέψεις 93-94· επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση C-288/11 Ρ, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, [2012] ECLI:EU:C:2012:821, · βλέπε επίσης υπόθεση T-128/89, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3929, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση C-82/01P, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-9297, και υπόθεση T-196/04, Ryanair κατά Επιτροπής («απόφαση Charleroi»), Συλλογή 2008, σ. II-3643.

(30)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91, Poucet κατά AGF και Pistre κατά Cancava, Συλλογή 1993, σ. I-637.

(31)  Απόφαση Leipzig/Halle, σκέψεις 42-43.

(32)  Υπόθεση C-170/83, Hydrotherm, Συλλογή 1984, σ. I-2999, σκέψη 11. Βλέπε επίσης υπόθεση T-137/02, Pollmeier Malchow κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3541, σκέψη 50.

(33)  Η από κοινού άσκηση οικονομικής δραστηριότητας αξιολογείται συνήθως μέσω εξέτασης της ύπαρξης λειτουργικών, οικονομικών και οργανικών δεσμών μεταξύ των οντοτήτων. Βλέπε για παράδειγμα, υπόθεση C-480/09 P, AceaElectrabel Produzione SpA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-13355,σκέψεις 47-55· υπόθεση C-222/04, Ministero dell'Economia e delle Finanze κατά Cassa di Risparmio di Firenze SpA κ.ά., Συλλογή 2006, σ. I-289, σκέψη 112.

(34)  Υπόθεση C-480/09 P, AceaElectrabel Produzione SpA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-13355, σκέψεις 47-55· υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze SpA κ.ά., Συλλογή 2006, σ. I-289, σκέψη 112.

(35)  Απόφαση Leipzig/Halle, σκέψη 95. Βλέπε επίσης, κατ' αναλογία, υπόθεση C-205/03, FENIN κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-6295, σκέψη 26.

(36)  Βλέπε πρακτικά του εποπτικού συμβουλίου της FGAZ, της 2ας Οκτωβρίου 2006, στα οποία αναφέρεται ότι ο αερολιμένας εισπράττει αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών σε στρατιωτικούς χρήστες.

(37)  Υπόθεση C-364/92, SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, Συλλογή 1994, σ. I-43.

(38)  Υπόθεση C-118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψεις 7 και 8, και υπόθεση C-30/87, Bodson κατά Pompes funèbres des régions libérées, Συλλογή 1988, σ. I-2479, σκέψη 18.

(39)  Υπόθεση C-343/95, Calì & Figli κατά Servizi ecologici porto di Genova, Συλλογή 1997, σ. I-1547· απόφαση αριθ. N 309/02 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2003· απόφαση αριθ. N 438/02 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2002, με τίτλο «Επιχορηγήσεις προς τις βελγικές λιμενικές αρχές για την εκτέλεση καθηκόντων δημοσίων αρχών» (ΕΕ C 284 της 21.11.2002).

(40)  Απόφαση αριθ. N 309/02 της Επιτροπής της 19ης Μαρτίου 2003.

(41)  Βλέπε, ιδίως, υπόθεση C-364/92, SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, Συλλογή 1994, σ. I-43, σκέψη 30, και υπόθεση C-113/07 P, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-2207, σκέψη 71.

(42)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, υπόθεση C-172/03, Wolfgang Heiser κατά Finanzamt Innsbruck, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(43)  Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 2014, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.35847 (2012/N) — Τσεχική Δημοκρατία — Αερολιμένας Ostrava, αιτιολογική σκέψη 16, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(44)  Ο αερολιμένας Zweibrücken δεν περιλαμβάνεται στη δημοσίευση στρατιωτικών αεροναυτικών πληροφοριών της Γερμανίας (MIL AIP Germany), η οποία περιλαμβάνει κατάλογο όλων των στρατιωτικών αερολιμένων της Γερμανίας.

(45)  Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής («Stardust Marine»), Συλλογή 2002, σ. I-4397.

(46)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-267/08 και T-279/08, Nord-Pas-de-Calais, [2011], ECLI:EU:T:2011:209, σκέψη 108.

(47)  Υπόθεση C-39/94 Syndicat français de l'Express international (SFEI) κ.λπ. κατά La Poste κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 60 και υπόθεση C-342/96 Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, σ. I-2459, σκέψη 41.

(48)  Υπόθεση 173/73, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 13.

(49)  Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής («Stardust Marine»), Συλλογή 2002, σ. I-4397, σκέψη 69.

(50)  Υπόθεση C-305/89 Ιταλία κατά Επιτροπής («Alfa Romeo»), Συλλογή 1991, σ. I-1603, σκέψη 23· υπόθεση T-296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-03871, σκέψη 84.

(51)  Υπόθεση 40/85, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. I-2321.

(52)  Stardust Marine, σκέψη 71.

(53)  Υπόθεση C-124/10P, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Électricité de France («EDF»), [2012], ECLI:EU:C:2012:318, σκέψη 85.

(54)  Βλέπε υποσημείωση 22.

(55)  Υπόθεση T-214/95, Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-717.

(56)  Vorlage für den Ministerrat, Gemeinsame Kabinettssitzung der Regierung des Saarlandes und der Landesregierung von Rheinland-Pfalz am 27. Mai 2003, Ministerium für Wirtschaft, Verkehr, Landwirtschaft und Weinbau, 15 Μαΐου 2003.

(57)  Einschätzung der rheinland-pfälzischen Innenministeriums, 15 Μαΐου 2003.

(58)  Υπόθεση T-109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-127.

(59)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.

(60)  Σημείο 173 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(61)  Σημείο 172 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(62)  Σημείο 25 υποσημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(63)  Εκφραζόμενο σε κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων («EBITDA»).

(64)  Desel Consulting und Airport Research Center GmbH, «Fluggast- und Flugbewegungsprognose für den Flughafen Zweibrücken bis zum Jahr 2025», Gutachten im Auftrag der Flughafen Zweibrücken GmbH, Σεπτέμβριος 2009· Intraplan Consult GmbH, «Luftverkehrsprognose Flughafen Saarbrücken — Vorgehensweise und Ergebnisse», Οκτώβριος 2010.

(65)  Απόφαση της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.26190 — Γερμανία — Αερολιμένας Saarbrücken, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(66)  Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η TUIFly ισχυρίστηκε ότι η απόφασή της να αποχωρήσει από το Saarbrücken και να μεταφερθεί στο Zweibrücken στηρίχθηκε σε προβληματισμούς ασφαλείας που αφορούσαν τον διάδρομο απογείωσης/προσγείωσης του Saarbrücken. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία διαβεβαίωσε, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην υπόθεση SA.26190, ότι οι αποφάσεις των αεροπορικών εταιρειών να αποχωρήσουν από το Saarbrücken ουδέποτε αιτιολογήθηκαν με βάση τις υποδομές του Saarbrücken. Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προβεί σε εικασίες όσον αφορά τα ακριβή κίνητρα της TUIFly για τη μεταφορά της από το Saarbrücken στο Zweibrücken.

(67)  Για παράδειγμα, ο αερολιμένας Leipzig/Halle βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τον αερολιμένα του Vatry (Γαλλία) για την εγκατάσταση του ευρωπαϊκού κόμβου της DHL. Βλέπε απόφαση Leipzig/Halle, σκέψη 93.

(68)  Απάντηση του αερολιμένα της Λιέγης στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(69)  Desel Consulting und Airport Research Center GmbH, «Fluggast- und Flugbewegungsprognose für den Flughafen Zweibrücken bis zum Jahr 2025», Gutachten im Auftrag der Flughafen Zweibrücken GmbH, Σεπτέμβριος 2009.

(70)  Απόφαση της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.26190 — Γερμανία — Αερολιμένας Saarbrücken, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(71)  ΕΕ C 297 της 29.11.2005.

(72)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 66. Βλέπε επίσης άρθρο 4 της απόφασης του 2005 για τις ΥΓΟΣ.

(73)  Βλέπε απόφαση N 381/04 — Γαλλία — Δίκτυο τηλεπικοινωνιών υψηλής ταχύτητας της περιφέρειας Pyrénées-Atlantiques (DORSAL) (ΕΕ C 162 της 2.7.2005, σ. 5).

(74)  Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 72.

(75)  Σημείο 72 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές. Βλέπε επίσης σημείο 34 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(76)  Βλέπε επίσης υπόθεση T-79/10, Colt Télécommunications France κατά Επιτροπής, [2013], ECLI:EU:T:2013:463, σκέψεις 150-151, 154, 158 και 166.

(77)  Ό.π., σκέψεις 92, 119.

(78)  Στοιχεία που υπέβαλε η Γερμανία στις 27 Ιανουαρίου 2011, σ. 17: «Aus der Aufstufung des Flughafens [vom Verkehrslandeplatz zum Verkehrsflughafen] folgt des Weiteren eine Betriebspflicht des Flughafens».

(79)  Σύμφωνα με το σημείο 137 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν κατά το παρελθόν δεν διέπονται από όλες τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο τμήμα 5.1 των κατευθυντήριων γραμμών.

(80)  Σημεία 137, 113 και 114 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(81)  Σημεία 137 και 116 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(82)  Σημεία 137 και 124 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(83)  Σημεία 137 και 125 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(84)  Σημεία 137 και 131 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(85)  Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής («Stardust Marine»), Συλλογή 2002, σ. I-4397.

(86)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-267/08 και T-279/08, Nord-Pas-de-Calais, [2011], ECLI:EU:T:2011:209, σκέψη 108.

(87)  Οδηγία 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (ΕΕ L 318 της 17.11.2006, σ. 17).

(88)  Η λειτουργία του κοινού ταμείου προσομοιάζει αρκετά με την εγγύηση 100 % που παρέχεται στις FGAZ/FZG δωρεάν, χωρίς τη χρέωση προμήθειας ή την απαίτηση εξασφαλίσεων. Το ομόσπονδο κράτος αναλαμβάνει τον κίνδυνο της αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους της FGAZ/FZG, χωρίς να λαμβάνει για αντάλλαγμα αντισταθμιστική πληρωμή.

(89)  Stardust Marine, σκέψη 51 και εξής.

(90)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση C 41/2005 της Επιτροπής — Λανθάνον κόστος στην Ουγγαρία (ΕΕ C 324 της 21.12.2005, σ. 12), με περαιτέρω παραπομπές.

(91)  Stardust Marine, σκέψη 51 και εξής.

(92)  Ό.π.

(93)  Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνάντησης, η Ryanair πρότεινε να διατηρήσει ανοικτό το δρομολόγιο μεταξύ Λονδίνου και Zweibrücken κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου «έναντι του ποσού των […] ευρώ», και ότι θα ήταν πρόθυμη να ξεκινήσει δύο νέα δρομολόγια (Βαρκελώνη και Αλικάντε) από το Zweibrücken «έναντι του ποσού των […] ευρώ».

(94)  Υπόθεση T-196/04, Ryanair κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-3643, σκέψη 59.

(95)  Βλέπε απόφαση 2011/60/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 12/08 (πρώην NN 74/07) — Σλοβακία — Συμφωνία μεταξύ του αερολιμένα της Bratislava και της Ryanair (ΕΕ L 27 της 1.2.2011, σ. 24).

(96)  Βλέπε http://corporate.ryanair.com/investors/biographies/, ως είχε στις 23 Ιουνίου 2014.

(97)  Ο συντελεστής πληρότητας ορίζεται ως το ποσοστό κατειλημμένων θέσεων στα αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται για την εκμετάλλευση του σχετικού δρομολογίου.

(98)  Βλέπε σημείο 53 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(99)  Βλέπε σημεία 59 και 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(100)  Βλέπε υποσημείωση 94.

(101)  […]

(102)  […]

(103)  […]

(104)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, υπόθεση C-284/12, Lufthansa κατά Flughafen Frankfurt-Hahn, [2013], δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη, σκέψη 50.

(105)  Ό.π. (παραλείπονται οι εσωτερικές υποσημειώσεις). Ό.π., βλέπε επίσης σκέψεις 51-52.

(106)  Υπόθεση 730/79, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1980, σ. 267, σκέψη 11, και συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως 607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Alzetta Mauro και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2000, σ. II-2325, σκέψη 80.

(107)  Υπόθεση 730/79, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1980, σ. 2671, σκέψεις 11 και 12, και υπόθεση T-214/95 Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-717, σκέψεις 48-50.

(108)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2407/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων (ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 1) και κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών (ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 8) και κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2409/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για τους ναύλους και τα κόμιστρα των αεροπορικών γραμμών (ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 15).

(109)  Υπόθεση C-305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-1603, σκέψη 26.

(110)  Βλέπε ιδίως υπόθεση C-364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-2097, σκέψη 20.

(111)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 174.

(112)  Κατευθυντήριες γραμμές του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές, σημείο 79 στοιχείο ε).

(113)  Υπόθεση C-70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1973, σ. 813, σκέψη 13.

(114)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4103, σκέψη 75.

(115)  Υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψεις 64-65.

(116)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(117)  Τα προς ανάκτηση ποσά από τις FGAZ/FZG πρέπει να υπολογιστούν με βάση τον τύπο που καθορίζεται στο άρθρο 3 και δεν μπορούν στο παρόν στάδιο να προσδιοριστούν κατά προσέγγιση.

(118)  Δεδομένου ότι η ενίσχυση ήταν στη διάθεση των αεροπορικών εταιρειών σε σταθερή βάση καθ' όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, η Επιτροπή θεωρεί αποδεκτό το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο ως ημερομηνία έναρξης υπολογισμού του τόκου ανάκτησης ορίζεται η τελευταία ημέρα της περιόδου για την οποία υπολογίστηκε το ύψος της ενίσχυσης (για παράδειγμα, 31 Δεκεμβρίου, εάν η εν λόγω περίοδος είναι ένα ημερολογιακό έτος, ή 31 Οκτωβρίου, εάν η περίοδος αυτή αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Οκτωβρίου). Σε αυτό το πλαίσιο, με την επιλογή της τελευταίας ημέρας της επίμαχης περιόδου, η Επιτροπή υιοθετεί την προσέγγιση η οποία είναι η πλέον ευνοϊκή για τους δικαιούχους.

(119)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).


10.2.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 34/132


ΑΠΌΦΑΣΗ (EE) 2016/153 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Ιουλίου 2015

σχετικά με το μέτρο SA.31883 — 2015/N, 2011/C που εφάρμοσε και σχεδιάζει να συνεχίσει να εφαρμόζει η Αυστρία υπέρ της Österreichische Volksbanken-AG και της Volksbanken-Verbund και για την τροποποίηση της απόφασης 2013/298/ΕΕ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 4635]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 9 Δεκεμβρίου 2008 (2) (εφεξής «απόφαση του 2008»), η Επιτροπή ενέκρινε το αυστριακό καθεστώς στήριξης των τραπεζών, το οποίο παρατάθηκε στη συνέχεια τέσσερις φορές (3) και το οποίο έληξε τελικά στις 30 Ιουνίου 2011.

(2)

Τον Απρίλιο του 2009, η Österreichische Volksbanken-AG (εφεξής «ÖVAG») έλαβε εισφορά κεφαλαίων ύψους 1 δισεκατ. ευρώ στο πλαίσιο του αυστριακού καθεστώτος στήριξης των τραπεζών. Στο πλαίσιο του ίδιου καθεστώτος. η ÖVAG προέβη σε τρεις επιπλέον εκδόσεις στην αγορά με την εγγύηση του κράτους ύψους 1 δισεκατ. ευρώ η καθεμία, στις 9 Φεβρουαρίου, στις 18 Μαρτίου και στις 14 Σεπτεμβρίου 2009 Η Αυστρία χορήγησε τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης βασιζόμενη στην παραδοχή ότι η ÖVAG αποτελούσε υγιές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και υπέβαλε το σχέδιο εξυγίανσης στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.

(3)

Κατά την εξέταση με γνώμονα τις διατάξεις για τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή κατέληξε ωστόσο στο συμπέρασμα, με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (4) (εφεξής «ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης»), ότι η τράπεζα δεν μπορούσε να θεωρηθεί υγιής τη χρονική στιγμή της εισφοράς κεφαλαίων, κατά την έννοια της ανακοίνωσης περί ανακεφαλαιοποίησης. Η Αυστρία συνέχισε μεν να υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της ÖVAG πρόκειται για υγιή τράπεζα, υπέβαλε όμως σχέδιο αναδιάρθρωσης για την ÖVAG στις 2 Νοεμβρίου 2010.

(4)

Με επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2011 (5), η Επιτροπή ενημέρωσε την Αυστρία σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίων ύψους 1 δισεκατ. ευρώ και την εγγύηση ύψους 3 δισεκατ. ευρώ που χορηγήθηκε από την Αυστρία υπέρ της ÖVAG και ζήτησε από την Αυστρία να υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης, η τελική μορφή του οποίου υποβλήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2012 (εφεξής «σχέδιο αναδιάρθρωσης του 2012»).

(5)

Στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή περάτωσε την επίσημη διαδικασία έρευνας με την απόφαση (2013/298/ΕΕ), με την οποία κήρυξε συμβατή με την εσωτερική αγορά την ενίσχυση αναδιάρθρωσης για την ÖVAG, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 2 της παρούσας απόφασης, της εισφοράς κεφαλαίου 250 εκατ. ευρώ, με τη μορφή κοινών μετοχών και εγγύησης στοιχείων ενεργητικού, η οποία προκάλεσε την αύξηση του κεφαλαίου κατά 100 εκατ. ευρώ (εφεξής «απόφαση του 2012») (6). Η εν λόγω απόφαση βασίστηκε στο σχέδιο αναδιάρθρωσης του 2012 και στον κατάλογο δεσμεύσεων στο παράρτημα της απόφασης του 2012 (εφεξής «Κατάλογος δεσμεύσεων του 2012»).

(6)

Η απόφαση του 2012 βασιζόταν σε μια αναδιοργάνωση του Συνδέσμου Volksbanken (Volksbanken-Verbund) στην Αυστρία (εφεξής «Σύνδεσμος») ως οργανισμού συλλογικής ευθύνης. Αυτός ο οργανισμός συλλογικής ευθύνης περιλάμβανε 51 ανεξάρτητες πρωτοβάθμιες τράπεζες και την ÖVAG. Ενώ για τις πρωτοβάθμιες τράπεζες υπήρχε περιορισμένη ευθύνη μόνο έναντι της ÖVAG, η ÖVAG, στη λειτουργία της ως κορυφαίου ιδρύματος στο πλαίσιο του μοντέλου διασυνδεδεμένης λειτουργίας, ευθυνόταν για όλες τις υποχρεώσεις του Συνδέσμου (7).

(7)

Από τη διεξοδική αξιολόγηση που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (εφεξής «Συνολική αξιολόγηση της ΕΚΤ και της ΕΑΤ»), τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στις 26 Οκτωβρίου 2014, προέκυψε ότι τόσο στο βασικό σενάριο όσο και στο σενάριο ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Συνδέσμου (ο οποίος περιλαμβάνει την ÖVAG) υπάρχει κεφαλαιακό έλλειμμα στο βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1 (εφεξής «CET1»).

(8)

Η Αυστρία δήλωσε δημοσίως ότι δεν θα διαθέσει περαιτέρω πόρους στον Σύνδεσμο. Τα μέτρα που είχαν ληφθεί υπόψη τότε από τον Σύνδεσμο για την κάλυψη του κεφαλαιακού ελλείμματος [ιδίως η πώληση όλων των θυγατρικών που δεν ανήκουν στον βασικό πυρήνα δραστηριοτήτων και μια περαιτέρω μείωση των στοιχείων ενεργητικού σταθμισμένου κινδύνου (εφεξής «ΠΣΣΚ»)] δεν θα αρκούσαν μόνα τους για την κάλυψη του κεφαλαιακού ελλείμματος εντός της προθεσμίας που είχε οριστεί από τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism), εφεξής «ΕΕΜ»).

(9)

Στις 23 Δεκεμβρίου 2014, πραγματοποιήθηκε έκτακτη γενική συνέλευση της ÖVAG, στην οποία αποφασίστηκε να ληφθούν τα απαιτούμενα μέτρα για την εκκαθάριση της ÖVAG ως οντότητας εκκαθάρισης, με την επιφύλαξη της άδειας από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τον ΕΕΜ και την Επιτροπή. Οι βασικές λειτουργίες της ÖVAG ως κεντρικής οργάνωσης του Συνδέσμου σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης (εφεξής «νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης») για τον Σύνδεσμο, ο οποίος περιλαμβάνει αλληλέγγυα ευθύνη, θα μεταβιβαστούν σε μία από τις πρωτοβάθμιες τράπεζες.

(10)

Το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης αποτελεί σημαντική τροποποίηση σε σχέση με το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 2012 και απαιτεί τροποποιητική απόφαση της Επιτροπής.

(11)

Κατά την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2015, η Αυστρία, ο ΕΕΜ και ο Σύνδεσμος συζήτησαν το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο μιας σειράς τηλεφωνικών διασκέψεων και γραπτώς. Η Επιτροπή συνεδρίασε στις 18 Δεκεμβρίου 2014 με εκπροσώπους της ÖVAG και της Αυστρίας και στις 7 Μαΐου 2015 με εκπροσώπους του Συνδέσμου.

(12)

Στις 28 Μαΐου 2015 η γενική συνέλευση της ÖVAG ενέκρινε τη μεταβίβαση των βασικών λειτουργιών της στην Volksbank Wien-Baden (εφεξής «VBWB») και, για τις υπόλοιπες λειτουργίες, τη δημιουργία μιας οντότητας εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 162 του ομοσπονδιακού νόμου για την εξυγίανση και εκκαθάριση των τραπεζών (εφεξής «BaSAG»).

(13)

Στις 29 Μαΐου 2015 η γενική συνέλευση της VBWB ενέκρινε τη μεταβίβαση των βασικών λειτουργιών της ÖVAG και αύξηση κεφαλαίου ύψους 113 εκατ. ευρώ.

(14)

Στις 29 Μαΐου 2015 οι περιφερειακές Volksbanken, που αντιπροσωπεύουν το 97,83 % των ΠΣΣΚ του Συνδέσμου, είχαν ήδη υπογράψει τη σύμβαση Συνδέσμου και τη σύμβαση συνεργασίας.

(15)

Ο Σύνδεσμος υπέβαλε την τελική μορφή του νέου σχεδίου αναδιάρθρωσης στις 23 Ιουνίου 2015.

(16)

Στις 25 Ιουνίου 2015, η Αυστρία υπέβαλε κατάλογο δεσμεύσεων, ο οποίος επισυνάπτεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

(17)

Επειδή η παρούσα απόφαση εκδίδεται βάσει των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, σε καμία περίπτωση δεν θίγει τυχόν υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ελέγχου των συγχωνεύσεων, οι οποίες πιθανώς ισχύουν για τα μέρη που συμμετέχουν στη συναλλαγή.

2.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ

2.1.   Ο ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ

(18)

Ο Σύνδεσμος περιλαμβάνει επί του παρόντος i) 51 νομικά ανεξάρτητες πρωτοβάθμιες τράπεζες (41 περιφερειακές συνεταιριστικές τράπεζες, πέντε εξειδικευμένες τράπεζες, τέσσερις πιστωτικούς συνεταιρισμούς και μία εταιρεία στεγαστικής πίστης), ii) την κεντρική οργάνωση ÖVAG καθώς και iii) το προβλεπόμενο από τον νόμο ίδρυμα προστασίας καταθέσεων Volksbank Haftungsgenossenschaft eG. Η ÖVAG είναι το κεντρικό όργανο του Συνδέσμου και παρέχει ως τέτοιο υπηρεσίες για τις πρωτοβάθμιες τράπεζες με τη μορφή κεντρικών δραστηριοτήτων διοίκησης και διαχείρισης ρευστότητας. Οι πρωτοβάθμιες τράπεζες είναι μικρές τράπεζες (συνολικός ισολογισμός μεταξύ 65 εκατ. ευρώ και 3 600 εκατ. ευρώ), οι οποίες παρέχουν ουσιαστικά τραπεζικές υπηρεσίες σε ιδιώτες και εταιρικούς πελάτες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

(19)

Ο Σύνδεσμος έχει μερίδιο αγοράς στην Αυστρία περίπου 6 % και διαθέτει περίπου 900 000 ιδιώτες πελάτες και 80 000 εταιρικούς πελάτες. Οι πρωτοβάθμιες τράπεζες διαθέτουν πάνω από 500 υποκαταστήματα με 4 900 υπαλλήλους. Ο συνολικός όγκος των απαιτήσεων από πελάτες ανέρχεται σε περίπου 30 δισεκατ. ευρώ, ενώ το συνολικό ύψος των υποχρεώσεων προς πελάτες σε περίπου 27 δισεκατ. ευρώ.

(20)

Τα μέλη του Συνδέσμου έχουν συνάψει συμφωνία που προβλέπει αλληλέγγυα ευθύνης και μεταβίβαση ρευστότητας (ελεγχόμενη μεταβίβαση ρευστότητας). Στο πλαίσιο του τρέχοντος συστήματος, η Κεντρική Οργάνωση (ÖVAG) ευθύνεται απεριόριστα για τις πρωτοβάθμιες τράπεζες, ενώ η ευθύνη των πρωτοβάθμιων τραπεζών για την κεντρική οργάνωση είναι περιορισμένη, στον βαθμό που ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων μιας πρωτοβάθμιας τράπεζας δεν επιτρέπεται να πέσει για τον λόγο αυτό κάτω από τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις.

(21)

Η ÖVAG ανήκει επί του παρόντος κατά 51,6 % στις πρωτοβάθμιες τράπεζες, και μάλιστα μέσω της εταιρείας συμμετοχών τους, της Volksbanken Holding. Στο αυστριακό κράτος ανήκει το 43,3 % της ÖVAG. Άλλοι σημαντικοί μέτοχοι είναι η DZ Bank AG (3,8 %) και η Raiffeisen Zentralbank (0,9 %)· το 0,4 % ανήκει σε άλλους μετόχους.

(22)

Η σημαντικότερη γεωγραφική αγορά του Συνδέσμου είναι η Αυστρία. Ωστόσο, η ÖVAG είχε εξάλλου δραστηριοποιηθεί σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες, με εξαίρεση τη Ρουμανία, έλεγχε μόνο ισχνό μερίδιο της αγοράς.

(23)

Οι πηγές των δυσχερειών της ÖVAG ήταν πολυπληθείς: οι δεσμεύσεις που ανέλαβε σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με τη συνένωση των θυγατρικών της επιχειρήσεων στον τομέα της λιανικής τραπεζικής υπό τη στέγη της VB International AG (εφεξής «VBI»), οι δραστηριότητές της στον τομέα της χρηματοδότησης οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης και της χρηματοδότησης υποδομών, οι δραστηριότητές της στον τομέα των ακινήτων, το γεγονός ότι το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων περιείχε μεταξύ άλλων τίτλους που είχαν εκδοθεί από την Lehman Brothers και τις ισλανδικές τράπεζες και η εξάρτησή της από τις αναχρηματοδοτήσεις στη διατραπεζική αγορά (8). Οι εν λόγω παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί η ÖVAG σημαντικές απώλειες το έτος 2008 και να θεσπίσει η Αυστρία τα μέτρα στήριξης που χορηγήθηκαν στην τράπεζα το 2009 (9). Λόγω των υψηλών ζημιών το 2011, ελήφθησαν περαιτέρω κρατικά μέτρα (10). Παρά τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης το 2014, σύμφωνα με τη συνολική αξιολόγηση της ΕΚΤ και της ΕΑΤ του 2014 υπήρχε ένα περαιτέρω κεφαλαιακό έλλειμμα στο επίπεδο του Συνδέσμου (συμπεριλαμβανομένης της ÖVAG), το οποίο οφειλόταν κυρίως σε κινδύνους και τις αδυναμίες της ÖVAG (11).

2.2.   ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΟΥ 2009 ΚΑΙ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ

Μέτρα ενίσχυσης

(24)

Τον Απρίλιο του 2009 το αυστριακό κράτος κάλυψε με εγγραφή πιστοποιητικά συμμετοχής υπέρ της ÖVAG ύψους 1 δισεκατ. ευρώ (εφεξής «εισφορά κεφαλαίων του 2009»). Με τα πιστοποιητικά συμμετοχής, το κράτος δεν απέκτησε δικαιώματα ψήφου, αλλά προτιμησιακό τοκομερίδιο και δικαίωμα μετατροπής. Τα πιστοποιητικά συμμετοχής ίσχυαν για αόριστο χρονικό διάστημα και εγγράφηκαν λογιστικά ως κεφάλαιο κατηγορίας 1 (βασικό κεφάλαιο). Επιπλέον, τα πιστοποιητικά συμμετοχής συμμετέχουν σε τυχόν ζημίες κατ' αναλογία προς τα συνολικά κεφάλαια που συμμετέχουν στις ζημίες. Η ÖVAG είχε το δικαίωμα να εξαγοράσει το σύνολο ή τμήματα των πιστοποιητικών συμμετοχής ανά πάσα στιγμή. Το κράτος είχε το δικαίωμα να μετατρέψει τα πιστοποιητικά συμμετοχής σε κοινές μετοχές της ÖVAG· ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκε τέτοια μετατροπή.

(25)

Στην ÖVAG δόθηκαν επιπλέον κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του αυστριακού καθεστώτος στήριξης των τραπεζών, ενώ προχώρησε σε έκδοση ομολόγων το 2009 αξίας 3 δισεκατ. ευρώ με λήξη το 2012 και το 2013.

Αναδιάρθρωση

(26)

Η ÖVAG είχε ήδη κινήσει τη διαδικασία αναδιάρθρωσης το 2009, στόχος της οποίας ήταν, μεταξύ άλλων, να αποχωρισθούν από την Τράπεζα οι δραστηριότητες που αποτελούσαν και την κύρια αιτία για τα προβλήματα του πιστωτικού ιδρύματος. Εντούτοις, ορισμένοι από τους κινδύνους που πήγαζαν από το παλαιό χαρτοφυλάκιο προξένησαν εκ νέου προβλήματα στην τράπεζα το 2011. Οι υπό εξέταση κίνδυνοι ήταν ιδίως οι εξής:

α)

οι ζημίες των θυγατρικών εταιρειών της VBI και οι διορθώσεις των στοιχείων για τη λογιστική αξία του χαρτοφυλακίου τους στα λογιστικά βιβλία της ÖVAG συνολικού ύψους 380 εκατ. ευρώ·

β)

οι απομειώσεις της αξίας κατά ποσό 300 εκατ. ευρώ για τις επενδύσεις της ÖVAG που συνδέονται με τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση του δημόσιου χρέους·

γ)

η απόσβεση του υπόλοιπου των κεφαλαίων συμμετοχής της ÖVAG στην Kommunalkredit, κατά 142 εκατ. ευρώ·

δ)

η διόρθωση της λογιστικής αξίας των Investkredit [πιστώσεων για επενδύσεις] (εφεξής «IK») κατά ποσό —323 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο της συγχώνευσης με απορρόφηση με την ÖVAG.

2.3.   ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΟΥ 2012 ΚΑΙ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ

Μέτρα ενίσχυσης

(27)

Το μέγεθος των ζημιών της ÖVAG κατά το έτος 2011 απαίτησε περαιτέρω κρατικά μέτρα ενίσχυσης και δη εισφορά κεφαλαίου ύψους 250 εκατ. ευρώ από το κράτος υπό μορφή κοινών μετοχών (εφεξής «εισφορά κεφαλαίου του 2012») και εγγύηση των στοιχείων ενεργητικού.

(28)

Η εισφορά κεφαλαίου του 2012 πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια. Πρώτον, το κεφάλαιο της τράπεζας μειώθηκε κατά 70 % για να αντισταθμιστούν οι συσσωρευμένες ζημίες. Με αυτήν την περικοπή κεφαλαίου, μειώθηκαν επίσης κατ' αναλογία τα πιστοποιητικά συμμετοχής τα οποία είχαν διανεμηθεί στην Αυστρία το 2009, με αποτέλεσμα να απομείνουν στην ÖVAG μόνο 300 εκατ. ευρώ για τα κρατικά συμμετοχικά κεφάλαια. Στο δεύτερο στάδιο, η ÖVAG έλαβε νέα κεφάλαια συνολικού ύψους 484 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 250 εκατ. ευρώ καλύφθηκαν από την Αυστρία και το υπόλοιπο από την Volksbanken Holding. Η τιμή ανά μετοχή ήταν 2,181 ευρώ.

(29)

Ως εκ τούτου, η κρατική συμμετοχή στην ÖVAG ανήλθε σε 43,4 %. Συνεπώς, το κράτος είναι ο δεύτερος σε μέγεθος μέτοχος της Volksbanken Holding (τότε 50,2 %). Τα ποσοστά των υπόλοιπων μετόχων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην εισφορά κεφαλαίου αποδυναμώθηκαν κατά την τότε χρονική στιγμή ως εξής: DZ-Bank: 3,8 %, ERGO: 1,5 %, RZB: 0,9 %, διάσπαρτη ιδιοκτησία: 0,1 %.

(30)

Από την εγγύηση στοιχείων ενεργητικού, με την οποία καλύφθηκαν οι ζημίες από το ασφαλισμένο χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το κεφάλαιο της ÖVAG αυξήθηκε κατά 100 εκατ. ευρώ. Η ÖVAG μπορεί να επωφεληθεί από την εγγύηση μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες θα επανεξεταστούν στις 31 Δεκεμβρίου 2015 (12). Η εγγύηση στοιχείων ενεργητικού αμείβεται με 10 % ετησίως (δηλαδή ως εισφορά κεφαλαίου) και λήγει την 1η Ιανουαρίου 2016.

Αναδιάρθρωση

(31)

Κατά τη διάρκεια των μέτρων ενίσχυσης του 2012, η ÖVAG επανεπεξεργάστηκε εξάλλου το αρχικό της σχέδιο αναδιάρθρωσης και αποφάσισε να προχωρήσει σε ριζικότερη αναδιάρθρωση. Τα μέτρα εγκρίθηκαν με την απόφαση του 2012. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 2012, στο οποίο βασίστηκε η απόφαση του 2012, προέβλεπε μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα σημεία:

α)

Η ÖVAG δημιούργησε ένα εσωτερικό τμήμα εκκαθάρισης, στο πλαίσιο του οποίου ορισμένα στοιχεία ενεργητικού, το αποκαλούμενο μη βασικό σκέλος, έπρεπε να εκκαθαριστούν.

β)

Ο συνολικός ισολογισμός και τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού (ΠΣΣΚ) της ÖVAG έπρεπε να συρρικνωθούν έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 σε 18,4 δισεκατ. ευρώ και 10,1 δισεκατ. ευρώ, αντίστοιχα. Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης έπρεπε να επιτευχθεί στο μη βασικό σκέλος, ενώ ο συνολικός ισολογισμός και τα ΠΣΣΚ του βασικού σκέλους πρέπει να υποχωρήσουν μόνο ελαφρώς (τιμές στόχοι 5,4 δισεκατ. ευρώ και 4,5 δισεκατ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2017).

γ)

Η ÖVAG στο πλαίσιο του βασικού σκέλους πρέπει να ασκεί μόνο τα καθήκοντά της ως κεντρικής οργάνωσης του Συνδέσμου και να παρέχει προϊόντα και υπηρεσίες για τις πρωτοβάθμιες τράπεζες και τους πελάτες τους. Δεν επιτρέπονταν πλέον στην ÖVAG δανειοδοτικές συναλλαγές με τρίτους για δικό της λογαριασμό.

δ)

Η ÖVAG έπρεπε να αποσυρθεί από ορισμένους επιχειρηματικούς τομείς, ιδίως από τους τομείς «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» και «χρηματοδότηση μοντέλων».

ε)

Η ÖVAG έπρεπε να πωλήσει τις συμμετοχές της στις επιχειρήσεις VBLI, Malta/IK Malta Volksbank, Volksbank Romania και RZB σε μέρη ανεξάρτητα από τον Σύνδεσμο και τη Δημοκρατία της Αυστρίας.

στ)

Οι μέτοχοι DZ Bank, Ergo Gruppe και RZB θα έπρεπε να λάβουν ορισμένα μέτρα για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της ÖVAG.

ζ)

Η ÖVAG δεν θα επιτρεπόταν έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης στις 31 Δεκεμβρίου 2017 να πραγματοποιεί εξαγορές, να καταβάλλει μερίσματα, να κατέχει ηγετική θέση στον καθορισμό των τιμών στον επιχειρηματικό τομέα των διαδικτυακών τραπεζικών συναλλαγών (Live Bank), να διαφημίζεται με τις κρατικές ενισχύσεις και η αμοιβή των διευθυντικών στελεχών της έπρεπε να ακολουθεί ορισμένους κανόνες.

η)

Η ÖVAG δεσμεύτηκε να εξοφλήσει πλήρως τα υπόλοιπα κρατικά συμμετοχικά κεφάλαια ύψους 300 εκατ. ευρώ μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017, ενώ τουλάχιστον 150 εκατ. ευρώ θα έπρεπε να καταβληθούν έως τα μέσα του 2017. Οι πρωτοβάθμιες τράπεζες θα έπρεπε να συμμετάσχουν σε αυτήν την εξόφληση, στον βαθμό που αυτό επιτρεπόταν από τις κανονιστικές ελάχιστες απαιτήσεις για την επάρκεια ιδίων κεφαλαίων.

(32)

Κατά τα έτη 2012 έως 2014, η ÖVAG κατάφερε να μειώσει ταχύτερα τον συνολικό ισολογισμό της και τα ΠΣΣΚ της, τόσο στο μη βασικό σκέλος όσο και στο βασικό σκέλος, από ό,τι είχε καθοριστεί στην απόφαση του 2012. Την 31η Δεκεμβρίου 2014, ο συνολικός ισολογισμός της ÖVAG ανήλθε σε 15,1 δισεκατ. ευρώ και τα ΠΣΣΚ είχαν όγκο 8,7 δισεκατ. ευρώ. Ο δείκτης βασικών κεφαλαίων της ÖVAG την 31η Δεκεμβρίου 2014 ήταν 6,21 %.

2.4.   ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΑΤ

(33)

Το 2014 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) διεξήγαγαν συνολική αξιολόγηση, στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκαν 130 από τις μεγαλύτερες τράπεζες της ζώνης του ευρώ ως προς την ποιότητα των ισολογισμών τους και τη χρηματοοικονομική ανθεκτικότητά τους. Τα αποτελέσματα της συνολικής αξιολόγησης δημοσιεύτηκαν στις 26 Οκτωβρίου 2014. Εδώ ο Σύνδεσμος ελέγχθηκε σε ενοποιημένη βάση (συμπεριλαμβανομένης της ÖVAG) σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) και το άρθρο 30 του αυστριακού νόμου για το τραπεζικό σύστημα (14). Ο Σύνδεσμος ήταν μία από τις 25 τράπεζες που δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους ελάχιστους δείκτες ιδίων κεφαλαίων στα σενάρια που εξετάστηκαν. Συνεπώς, ο δείκτης CET1 του Συνδέσμου που υπολογίστηκε για το έτος 2016 στο βασικό σενάριο ήταν 7,2 % (κατώτατο όριο: 8 %) και στο σενάριο ακραίων καταστάσεων 2,1 % (κατώτατο όριο: 5,5 %). Η μέγιστη διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων της δοκιμής και του κατώτατου ορίου αντιστοιχεί σε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ύψους 865 εκατ. ευρώ για κεφάλαιο CET1.

(34)

Η ΕΚΤ έδωσε στον Σύνδεσμο χρόνο μέχρι την 26η Ιουλίου 2015 για να καλύψει αυτήν την κεφαλαιακή απαίτηση και να επιτύχει δείκτη CET1 14,63 %.

2.5.   ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΟ 2015

(35)

Λόγω των δυσκολιών που αναφέρθηκαν, ο Σύνδεσμος ανέλαβε μια ριζική μετατροπή με τη συμφωνία της Δημοκρατίας της Αυστρίας. Αυτό το σχέδιο αναδιάρθρωσης στηρίζεται στις εξής βασικές αρχές:

α)

Η λειτουργία της κεντρικής οργάνωσης (ΚΟ) μεταβιβάζεται από την ÖVAG στη Volksbank Wien-Baden.

β)

Μετά τον διαχωρισμό της ΚΟ, η ÖVAG θα αποσχιστεί από τον Σύνδεσμο.

γ)

Η αποσχισμένη ÖVAG θα εκκαθαριστεί και θα παραδώσει την τραπεζική της άδεια, με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται πλέον να πληροί τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ισχύουν για τις τράπεζες.

δ)

Οι 51 πρωτοβάθμιες τράπεζες του Συνδέσμου θα συγχωνευτούν σε δέκα μεγαλύτερα ιδρύματα και θα συνεργάζονται πιο στενά από ό,τι πριν.

ε)

Οι πρωτοβάθμιες τράπεζες θα ευθύνονται στο μέλλον απεριόριστα για τις υποχρεώσεις του Συνδέσμου ή της κεντρικής οργάνωσης και όχι όπως μέχρι τώρα, όπου ευθύνονταν μόνο στον βαθμό που μπορούσαν να καλύπτουν τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους.

(36)

Τα μέτρα του σχεδίου μετατροπής, κυρίως η εκκαθάριση της ÖVAG με παράδοση της τραπεζικής άδειάς της και η απόσχισή της από τον Σύνδεσμο, θα επιτρέψουν την άμεση επίτευξη δείκτη CET1 [9-11] (15) %. Επιπλέον, ο Σύνδεσμος εισήγαγε συμπληρωματικά μέτρα που αναμένεται να αποδεσμεύσουν ίδια κεφάλαια. Αυτά περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη μείωση των θέσεων κινδύνου στους τομείς των εταιρειών και των ακινήτων (σωρευτικό αποτέλεσμα CET1 από τον Ιανουάριο του 2014 έως τον Δεκέμβριο του 2017 [100-200] εκατ. ευρώ), την πώληση εταιρειών προϊόντων ([100-200] εκατ. ευρώ) και την πώληση χρεογράφων ([50-100] εκατ. ευρώ). Ωστόσο, με αυτά τα μέτρα έως το τέλος του 2017 θα μπορέσουν να ελευθερωθούν ίδια κεφάλαια μόνο [450-550] εκατ. ευρώ, ποσό που δεν επαρκεί για να καλύψει το κεφαλαιακό έλλειμμα των 865 εκατ. ευρώ.

Μεταβίβαση της λειτουργίας της κεντρικής οργάνωσης

(37)

Η VBWB αναλαμβάνει τη λειτουργία της κεντρικής οργάνωσης (ΚΟ) του Συνδέσμου, την οποία εκτελούσε μέχρι τώρα η ÖVAG. Τα στοιχεία ενεργητικού που είναι απαραίτητα γι' αυτήν τη λειτουργία θα μεταβιβαστούν στην VBWB μαζί με τα αντίστοιχα στοιχεία παθητικού της ÖVAG στις 30 Ιουνίου 2015 με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015. Συνολικά θα μεταβιβαστούν στοιχεία ενεργητικού και παθητικού ύψους περίπου 8,6 δισεκατ. ευρώ. Αυτό το ποσό περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία ενεργητικού τα οποία η απόφαση του 2012 απέδωσε στο βασικό σκέλος, με εξαίρεση τις τρεις μικρότερες συμμετοχές (VB Factoring, VB Mobilienleasing και VB Investments), οι οποίες παραμένουν στην ÖVAG και αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 10 % του συνολικού ποσού.

Απόσχιση και εκκαθάριση της ÖVAG

(38)

Μετά τη μεταβίβαση της λειτουργίας της κεντρικής οργάνωσης και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, η ÖVAG στις 4 Ιουλίου 2015 θα τεθεί υπό εκκαθάριση και θα μετατραπεί σε οντότητα εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 162 του BaSAG. Το όνομα του ιδρύματος θα τροποποιηθεί σε immigon portfolioabbau ag (εφεξής «Immigon»). Τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού ύψους 7,4 δισεκατ. ευρώ θα εκκαθαριστούν έως την 31η Δεκεμβρίου 2017. Σε αυτά περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες τις οποίες η απόφαση του 2012 απέδωσε στο μη βασικό σκέλος, καθώς και οι συμμετοχές που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 37 στην VB Factoring, στην VB Mobilienleasing και στην VB Investments.

(39)

Τα έσοδα από την εκκαθάριση επαρκούν σύμφωνα με τον σημερινό σχεδιασμό για να εξυπηρετήσουν πλήρως τις υπόλοιπες υποχρεώσεις. Τα ίδια κεφάλαια της ÖVAG καθώς και τα κεφάλαια συμμετοχής θα μειωθούν κατά 96,65 % κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης. Αυτή η μείωση αφορά επίσης τα υπόλοιπα κρατικά κεφάλαια συμμετοχής ύψους 300 εκατ. ευρώ.

(40)

Η υφιστάμενη εγγύηση στοιχείων ενεργητικού παραμένει στην ÖVAG/Immigon, ωστόσο με αλλαγές. Σύμφωνα με τις τρέχουσες ρυθμίσεις, όλα τα στοιχεία ενεργητικού που θεμελιώνουν δικαιώματα θα δηλωθούν έως την 31η Δεκεμβρίου 2015. Το ποσό των απαιτήσεων που απορρέουν από αυτό θα εξοφληθεί έως την 31η Ιουλίου 2016. Σύμφωνα με την τροποποιημένη συμφωνία, η 31η Δεκεμβρίου 2015 παραμένει η προθεσμία για τη δήλωση των απαιτήσεων. Αντίθετα, η εξόφληση αυτών των απαιτήσεων μπορεί να ζητηθεί ανά πάσα στιγμή μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 2015 και της λήξης της περιόδου εκκαθάρισης κατά το έτος 2017. Ταυτόχρονα μειώνεται το κατώτατο όριο κάτω από το οποίο η ÖVAG/Immigon μπορεί να ζητήσει την εξόφληση των απαιτήσεων και μάλιστα από δείκτη βασικών κεφαλαίων (CET) 10 % σε αναλογία ιδίων κεφαλαίων 0, δηλαδή, οι απαιτήσεις από την εγγύηση μπορούν να εξοφληθούν μόνον εφόσον η ÖVAG/Immigon θα ήταν ειδάλλως αφερέγγυα κατά τη διαδικασία του διακανονισμού. Η προμήθεια εγγύησης θα ανέρχεται επίσης σε 10 % ετησίως κατά τη διάρκεια της διευρυμένης περιόδου εξόφλησης.

(41)

Για να μπορέσουν να υλοποιηθούν τα θετικά κεφαλαιακά αποτελέσματα αυτής της μετατροπής, ο Σύνδεσμος πρέπει να λάβει δύο σημαντικά μέτρα:

α)

Η επιστροφή της τραπεζικής άδειας από την ÖVAG/Immigon για να απαλλαγεί η επιχείρηση από τους ισχύοντες κανόνες για τα ίδια κεφάλαια για τις ανεξάρτητες τράπεζες.

β)

Η απόσχιση της ÖVAG/Immigon από τον Σύνδεσμο, ούτως ώστε ο Σύνδεσμος να μην χρειάζεται να πληροί σε ενοποιημένη βάση τους ισχύοντες κανόνες για τα ίδια κεφάλαια για την ÖVAG/Immigon.

(42)

Στις 10 Δεκεμβρίου 2014, η ÖVAG υπέγραψε σύμβαση με τη ρουμανική τράπεζα Banca Transilvania σχετικά με την πώληση της συμμετοχής της ύψους 51 % στη Volksbank Romania SA· με αυτόν τον τρόπο εξαλείφθηκε ένα σημαντικό εμπόδιο για την επιστροφή της τραπεζικής άδειας. Το κλείσιμο πραγματοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 2015. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ÖVAG εκπλήρωσε ταυτόχρονα μια απαίτηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης του 2012. Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο του 2014 η ÖVAG ολοκλήρωσε την πώληση της VB Malta και αποφάσισε να εκκαθαρίσει την IK Malta. Κατ' αυτόν τον τρόπο ικανοποίησε τους όρους της απόφασης του 2012.

(43)

Για να μπορέσει να αποσχιστεί η Immigon, ο Σύνδεσμος πρέπει να μειώσει το ποσοστό του στην Immigon σε μειοψηφική συμμετοχή. Για τον σκοπό αυτό, το 8,5 % του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει η Volksbanken Holding ύψους 51,6 % μεταβιβάζεται σε τρίτο ανεξάρτητο από τον Σύνδεσμο, την εταιρεία ειδικού σκοπού GPVAUBEOE Beteiligungen GmbH.

(44)

Στο πλαίσιο της μεταβίβασης της λειτουργίας της κεντρικής οργάνωσης, ένα μεγάλο μέρος των υποχρεώσεων της ÖVAG έναντι του Συνδέσμου μεταβιβάζεται στην VBWB. Ωστόσο, ο Σύνδεσμος μετά τη διάσπαση θα έχει θέση κινδύνου ύψους [700-800] εκατ. ευρώ έναντι της Immigon με τη μορφή διαφόρων χρηματοδοτικών μέσων που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της ÖVAG.

(45)

Για την εξουδετέρωση του κινδύνου από τις υπόλοιπες θέσεις έναντι της Immigon, ο Σύνδεσμος θα λάβει τα εξής μέτρα:

α)

Οι θέσεις αξίας [200-300] εκατ. ευρώ θα πωλούνται αμέσως στην αγορά. Η αξία των υπόλοιπων θέσεων ανέρχεται σε [400-600] εκατ. ευρώ. Η συναλλαγή πώλησης θα προκαλέσει στον Σύνδεσμο ζημίες ύψους [0-100] εκατ. ευρώ.

β)

Οι υπόλοιπες θέσεις αξίας [400-600] εκατ. ευρώ θα καλυφθούν από εγγύηση που θα αποκτηθεί στην αγορά με ετήσιο κόστος [0-5] % του εγγυημένου ποσού. Η εγγύηση ενεργοποιείται μόνο αφότου ο Σύνδεσμος υποστεί ο ίδιος ζημίες ύψους [0-200] εκατ. ευρώ από τις εγγυημένες θέσεις.

γ)

Για το πρώτο τμήμα ζημίας ύψους [0-200] εκατ. ευρώ, ο Σύνδεσμος δημιουργεί προβλέψεις ίδιου ύψους. Με αυτόν τον τρόπο, τα οικονομικά αποτελέσματα του έτους 2015 μειώνονται κατά περαιτέρω [0-200] εκατ. ευρώ.

Μετατροπή του Συνδέσμου

(46)

Ο Σύνδεσμος περιλαμβάνει επί του παρόντος 51 πρωτοβάθμιες τράπεζες. Στο πλαίσιο του σχεδίου μετασχηματισμού, αυτά τα 51 ιδρύματα θα συγχωνευτούν σε δέκα μεγαλύτερες τράπεζες. Πρόκειται για οκτώ περιφερειακές τράπεζες με συνολικό ισολογισμό 1,9 δισεκατ. ευρώ έως 5,3 δισεκατ. ευρώ, οι οποίες θα δραστηριοποιούνται σε διάφορα μέρη της αυστριακής ομοσπονδιακής επικράτειας, καθώς και για δύο εξειδικευμένες τράπεζες, τη Sparda Bank Austria (0,8 δισεκατ. ευρώ) και την Ärzte-/Apothekerbank (1,1 δισεκατ. ευρώ). Οι απαραίτητες συγχωνεύσεις θα πραγματοποιηθούν έως το τέλος του 2017. Οι εταιρείες στεγαστικής πίστης του Συνδέσμου, οι οποίες είναι ενωμένες στην start:bausparkasse, πιθανώς να πωληθούν.

(47)

Οι σχέσεις μεταξύ των πρωτοβάθμιων τραπεζών εντός του Συνδέσμου θα διέπονται από δύο συμβάσεις, τη σύμβαση Συνδέσμου σύμφωνα με το άρθρο 30α του BWG και τη σύμβαση συνεργασίας.

(48)

Η σύμβαση Συνδέσμου θα συναφθεί μεταξύ της κεντρικής οργάνωσης υπό τη μορφή της VBWB, των πρωτοβάθμιων τραπεζών και της Volksbank Haftungsgenossenschaft eG και θα περιλαμβάνει ουσιαστικά τα εξής:

α)

Η κεντρική οργάνωση εξασφαλίζει την παροχή ρευστότητας στις πρωτοβάθμιες τράπεζες, καθώς και τη συμμόρφωση με τις ρυθμιστικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. Τα μέλη δεσμεύονται να συνάψουν συμφωνίες σχετικά με την τιμή μεταβίβασης των κεφαλαίων (fund transfer pricing(για την κατανομή των ιδίων κεφαλαίων.

β)

Η κεντρική οργάνωση ευθύνεται, όπως μέχρι τώρα, απεριόριστα στην περίπτωση της καταβολής εισφορών σε μέλη. Στη νέα σύμβαση Συνδέσμου τώρα ευθύνονται απεριόριστα και οι πρωτοβάθμιες τράπεζες.

γ)

Η κεντρική οργάνωση αποκτά ισχυρότερα δικαιώματα έκδοσης οδηγιών και μπορεί πλέον να εκδίδει οδηγίες που επηρεάζουν τα συμφέροντα συγκεκριμένων τραπεζών του Συνδέσμου. Μπορεί να επιβάλει κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεων. Αυτά τα ισχυρότερα δικαιώματα έκδοσης οδηγιών αφορούν ιδίως τη διοικητική, χρηματοοικονομική και τεχνική επίβλεψη, τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του Συνδέσμου, την τήρηση εποπτικών διατάξεων, τους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου για τα μέλη, την εκτίμηση του κινδύνου, τη μέτρηση του κινδύνου και τις διαδικασίες ελέγχου του κινδύνου, καθώς και κριτήρια για τη συνεχή επιχειρηματική δραστηριότητα των μελών.

δ)

Οι αποσύρσεις και οι μειώσεις κεφαλαίων επιτρέπονται, όπως μέχρι τώρα, μόνο με τη συγκατάθεση της κεντρικής οργάνωσης.

(49)

Η σύμβαση συνεργασίας διέπει εκείνους τους τομείς που δεν καλύπτονται από τη σύμβαση Συνδέσμου. Συμβαλλόμενα μέρη είναι οι πρωτοβάθμιες τράπεζες του Συνδέσμου και η Volksbank Haftungsgenossenschaft eG. Στόχος της σύμβασης συνεργασίας είναι να αυξήσει τις συνέργειες στον Σύνδεσμο μέσω της υλοποίησης των σχεδιαζόμενων συγχωνεύσεων και της ενισχυμένης συνεργασίας των μελών. Οι εξουσίες λήψης αποφάσεων για τους τομείς που καλύπτονται από τη σύμβαση συνεργασίας μεταβιβάζονται στη Volksbank Haftungsgenossenschaft. Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Volksbank Haftungsgenossenschaft είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη. Η σύμβαση συνεργασίας διέπει ειδικότερα τους τομείς: μάρκετινγκ, ενιαία στρατηγική πωλήσεων, πολιτική προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων-πλαισίων με τρίτους παρόχους, έλεγχος πωλήσεων, βελτιστοποίηση και τυποποίηση λειτουργικών διαδικασιών, προμήθεια πληροφορικής και νομική εκπροσώπηση.

(50)

Σε περίπτωση διαφωνίας, η κεντρική οργάνωση αποφασίζει κατά πόσον ένα μέτρο σύμφωνα με τη σύμβαση συνεργασίας αποτελεί απαράδεκτη παρέμβαση στους τομείς της αρμοδιότητάς της σύμφωνα με τη σύμβαση Συνδέσμου. Σε περίπτωση απαιτήσεων τροποποίησης της ρυθμιστικής αρχής σε σχέση με τη σύμβαση Συνδέσμου, η σύμβαση συνεργασίας περιλαμβάνει ρήτρα που παρέχει τη δυνατότητα αντίστοιχης προσαρμογής της σύμβασης Συνεργασίας.

(51)

Η διάρθρωση στην οποία στοχεύει το σχέδιο του σχεδίου μετασχηματισμού είναι o συνδυασμός οκτώ ισχυρών περιφερειακών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής οργάνωσης, και δύο εξειδικευμένων τραπεζών. Τα τοπικά καταστήματα θα επικεντρωθούν στις πωλήσεις και την επιτόπια εξυπηρέτηση πελατών, ενώ η διοίκηση θα είναι συγκεντρωμένη στις περιφερειακές τράπεζες και την κεντρική οργάνωση.

(52)

Ο Σύνδεσμος θα επικεντρωθεί σε πελάτες στην Αυστρία, όπου θα είναι στο επίκεντρο οι συναλλαγές με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, οι συναλλαγές με ιδιώτες πελάτες, η χρηματοδότηση κατασκευής κατοικιών και η εξυπηρέτηση εύπορων πελατών.

Χρηματοοικονομικός προγραμματισμός

(53)

Με βάση το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης, ο Σύνδεσμος υπέβαλε στην Επιτροπή υπολογισμούς σχεδιασμού για την προβλεπόμενη εξέλιξη σημαντικών χρηματοοικονομικών δεικτών κατά τα επόμενα πέντε έτη. Αυτοί οι υπολογισμοί έγιναν για δύο σενάρια: ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων.

(54)

Ο χρηματοοικονομικός προγραμματισμός που υποβλήθηκε περιλαμβάνει την επίδραση της εξουδετέρωσης του κινδύνου των θέσεων της Immigon (16) και τις προβλεπόμενες πληρωμές για τη συμμετοχή στα κέρδη της Δημοκρατίας της Αυστρίας στο πλαίσιο του καταλόγου δεσμεύσεων.

(55)

Το βασικό σενάριο στηρίζεται στην παραδοχή μέτριας οικονομικής ανάπτυξης στη βασική αγορά της Αυστρίας, η οποία θα ανέλθει ονομαστικά σε 0,8 % (2015), σε 1,5 % (2016) και κατά τα επόμενα έτη έως το 2019 σε 1,7 %. Οι ετήσιοι ρυθμοί πληθωρισμού είναι μεταξύ 1,1 % και 2,2 %, το επιτόκιο Euribor τριών μηνών θα αυξηθεί από 0,1 % το 2015 σε 1,9 % το 2019. Βάσει αυτών των παραδοχών, ο Σύνδεσμος προβλέπει ζημία για το οικονομικό έτος 2015, αλλά θετική απόδοση ιδίων κεφαλαίων (Return on EquityRoE) [8-9] % για το οικονομικό έτος 2019. Ο δείκτης CET1 αναμένεται να αυξηθεί από [9-11] % το 2015 σε [11-13] % το 2019. Η ανάπτυξη περαιτέρω δεικτών εμφανίζεται στον παρακάτω πίνακα.

Πίνακας 1

Χρηματοοικονομικά στοιχεία στο βασικό σενάριο

[…]

(56)

Το σενάριο ακραίων καταστάσεων βασίζεται στην παραδοχή πιστωτικής στενότητας που θα προκληθεί από αδυναμίες στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, την οποία δεν θα μπορέσουν να εξαλείψουν οι δραστηριότητες ξένων χρηματοδοτών και της ΕΚΤ. Η πραγματική οικονομική ανάπτυξη είναι ελαφρώς αρνητική, με αργή ανάκαμψη από το 2017. Κατά τα έτη 2015 και 2016, ο ρυθμός πληθωρισμού θα είναι αρνητικός, κατά τα επόμενα έτη θετικός στη χαμηλή περιοχή. Τα επιτόκια θα παραμείνουν εξαιρετικά χαμηλά και το ελβετικό φράγκο θα ανατιμηθεί περαιτέρω έναντι του ευρώ. Βάσει αυτών των παραδοχών, ο Σύνδεσμος προβλέπει αρνητική απόδοση ιδίων κεφαλαίων (Return on EquityRoE) για τα οικονομικά έτη 2015 και 2016, η οποία όμως θα ανέλθει σε [5-8] % το 2019. Ο δείκτης CET1 θα αυξανόταν από [8-10] % το 2015 σε [10-12] % το 2019. Η ανάπτυξη περαιτέρω δεικτών εμφανίζεται στον παρακάτω πίνακα.

Πίνακας 2

Χρηματοοικονομικά στοιχεία στο σενάριο ακραίων καταστάσεων

[…]

Νέες δεσμεύσεις και μέτρα για την αποζημίωση της Αυστρίας

(57)

Η Αυστρία έχει αναλάβει μια σειρά δεσμεύσεων για την εφαρμογή του νέου σχεδίου αναδιάρθρωσης. Οι εν λόγω δεσμεύσεις αναφέρονται σε χωριστό έγγραφο, το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση ως παράρτημα.

(58)

Σύμφωνα με το τμήμα 5 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, πρέπει να υποβάλλονται συστηματικές εκθέσεις, προκειμένου να ελέγχει η Επιτροπή κατά πόσο το σχέδιο αναδιάρθρωσης υλοποιείται δεόντως. Η Αυστρία διορίζει επιβλέποντα εντολοδόχο, ο οποίος συνεπικουρεί την Επιτροπή κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός της να ελέγχει την ορθή εφαρμογή της απόφασης. Ο εντολοδόχος παρακολούθησης υποβάλλει ανά εξάμηνο εξαμηνιαία έκθεση παρακολούθησης. Η πρώτη έκθεση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο έξι μήνες μετά την έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Κατά την άποψη της Επιτροπής, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται επομένως η δέουσα παρακολούθηση της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης

Κανονιστική έγκριση για το σχέδιο αναδιάρθρωσης

(59)

Το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, αντιστοιχεί με το σχέδιο αύξησης κεφαλαίου που υποβλήθηκε στην ΕΚΤ ή τον ΕΕΜ και έχει ως στόχο να αναδιοργανώσει τον Σύνδεσμο με τρόπο ώστε να μπορέσει να καλυφθεί το έλλειμμα ιδίων κεφαλαίων που εντοπίστηκε στη συνολική αξιολόγηση της ΕΚΤ και της ΕΑΤ.

(60)

Ο ΕΕΜ προέβλεψε κανονιστική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων ύψους 14,63 %, η οποία πρέπει να εκπληρωθεί από την 26η Ιουλίου 2015.Σε αυτήν την ημερομηνία, ο ΕΕΜ θα επανεξετάσει την κανονιστική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την εφαρμογή του νέου σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η διαδικασία εφαρμογής αρχίζει με την καταχώριση των μέτρων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 35 α), β) και γ) στο αυστριακό μητρώο εταιρειών. Για να μπορέσει το αυστριακό μητρώο εταιρειών να πραγματοποιήσει την καταχώριση, ο ΕΕΜ ως αρμόδια εποπτική αρχή πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή της για τις τροποποιήσεις.

3.   Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

(61)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι έχει κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, ως συνέπεια της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του 2012 (2013/298/ΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, κατέστη απαραίτητη η τροποποίηση της εν λόγω απόφασης (17).

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

(62)

Η Αυστρία έχει αποκλείσει σε δημόσιες δηλώσεις κάθε νέα ενίσχυση για τον Σύνδεσμο. Κατά συνέπεια, η Αυστρία είναι επίσης της γνώμης ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε δεν αποτελεί νέα ενίσχυση.

(63)

Η Αυστρία αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης αποτελεί σημαντική τροποποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης του 2012, ούτως ώστε πριν από την εφαρμογή να απαιτείται τροποποιητική απόφαση της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η Αυστρία κοινοποίησε στην Επιτροπή το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(64)

Η Αυστρία αναγνωρίζει επίσης ότι ο Σύνδεσμος από την άποψη των διατάξεων για τις κρατικές ενισχύσεις πρέπει να θεωρείται διάδοχος της ÖVAG και, ως εκ τούτου, είναι επίσης αποδέκτης της παρούσας τροποποιητικής απόφασης.

(65)

Ταυτόχρονα, η Αυστρία υποστηρίζει ότι το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης με τον αντίστοιχο κατάλογο δεσμεύσεων διατηρεί την ισορροπία της απόφασης του 2012 και, κατά συνέπεια, διατηρεί την αρχική συμβατότητα της ενίσχυσης.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

5.1.   ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και οικονομικός διάδοχος

(66)

Όσον αφορά τα μέτρα που είχε εγκρίνει η Επιτροπή το 2009 και το 2012 ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης για την ÖVAG, η Επιτροπή έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά τα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, δεν είναι απαραίτητο να διεξαχθεί στην παρούσα απόφαση επανεξέταση αυτών των μέτρων σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

(67)

Ένα κεντρικό στοιχείο του σχεδίου αναδιάρθρωσης του 2012, στο οποίο αναφερόταν η απόφαση του 2012, ήταν ο επαναπροσδιορισμός της ÖVAG για τη λειτουργία της ως κεντρικής οργάνωσης στο πλαίσιο ενός συστήματος αλληλέγγυας ευθύνης με τις πρωτοβάθμιες τράπεζες. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, η ÖVAG ως κεντρική οργάνωση ευθύνεται απεριόριστα για τις πρωτοβάθμιες τράπεζες, ενώ η ευθύνη των πρωτοβάθμιων τραπεζών για την κεντρική οργάνωση ήταν περιορισμένη, στον βαθμό που ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων μιας πρωτοβάθμιας τράπεζας δεν επιτρεπόταν να πέσει κάτω από τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις.

(68)

Ορισμένες από τις δεσμεύσεις της Αυστρίας από το 2012 αφορούσαν επίσης τις πρωτοβάθμιες τράπεζες· εξασφαλίστηκαν ορισμένες πηγές εσόδων της ÖVAG ως κορυφαίου ιδρύματος (δέσμευση 9) και οι πρωτοβάθμιες τράπεζες δεσμεύτηκαν «στο μέτρο που το επιτρέπουν οι ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις» να συμβάλουν στην εξόφληση των κεφαλαίων συμμετοχής στην ÖVAG (δέσμευση 11.2). Αυτές οι δεσμεύσεις απαιτούνταν λόγω των ειδικών συμφωνιών ευθύνης στον Σύνδεσμο, ούτως ώστε η ενίσχυση να μπορέσει να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά. Σε συνδυασμό με τις ειδικές συμφωνίες ευθύνης, οι εν λόγω δεσμεύσεις επέτρεψαν τη χωριστή αντιμετώπιση της Επιτροπής, της ÖVAG και του Συνδέσμου.

(69)

Σύμφωνα με το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης, οι κύριες δραστηριότητες της ÖVAG συνεχίζονται από την VBWB, μία από τις πρωτοβάθμιες τράπεζες. Συνεπώς, η VBWB θα αναλάβει τον ρόλο της ÖVAG ως κεντρικής οργάνωσης του Συνδέσμου με ταυτόχρονη μεταβίβαση των λειτουργιών και των στοιχείων ενεργητικού της ÖVAG στη VBWB. Συνολικά θα μεταβιβαστούν στοιχεία ενεργητικού και παθητικού ύψους 8,6 δισεκατ. ευρώ. Αυτό το ποσό περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία ενεργητικού τα οποία η απόφαση του 2012 απέδωσε στο βασικό σκέλος, με εξαίρεση τις τρεις μικρότερες συμμετοχές — VB Factoring (με συνολικό ισολογισμό 86 εκατ. ευρώ), VB Mobilienleasing (700 εκατ. ευρώ) και VB Investments (30 εκατ. ευρώ), οι οποίες παραμένουν στην οντότητα εκκαθάρισης Immigon.

(70)

Σε αντίθεση με την προηγούμενη ασύμμετρη δομή ευθύνης μεταξύ των πρωτοβάθμιων τραπεζών και της κεντρικής οργάνωσης, ο Σύνδεσμος σύμφωνα με το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης ενσωματώνεται σε συνολικό σύστημα ευθύνης. Σε συνδυασμό με περαιτέρω διαρθρωτικές μεταβολές στον Σύνδεσμο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49), η νέα κεντρική οργάνωση, η VBWB, δεν μπορεί πλέον να εξεταστεί χωριστά από τις πρωτοβάθμιες τράπεζες. Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται και από την ενοποιημένη προσέγγιση του ΕΕΜ στη συνολική αξιολόγηση, καθώς και από το γεγονός ότι η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε συνολικό επίπεδο (Σύνδεσμος).

(71)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι ο Σύνδεσμος πρέπει να θεωρηθεί οικονομικός διάδοχος της ÖVAG, η οποία υποστηρίχθηκε σύμφωνα με την απόφαση του 2012.Ως εκ τούτου, ο Σύνδεσμος είναι δικαιούχος της υφιστάμενης ενίσχυσης.

Δεν υπάρχουν νέες κρατικές ενισχύσεις για την ÖVAG, την Immigon, την VBWB ή τον Σύνδεσμο

(72)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να εξετάσει, όσον αφορά το ζήτημα της μεταβίβασης της υφιστάμενης ενίσχυσης στον οικονομικό διάδοχο, κατά πόσον συνδέονται νέες κρατικές ενισχύσεις με το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(73)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με την Αυστρία, κατά την εφαρμογή του νέου σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν χορηγούνται νέες κρατικές ενισχύσεις.

(74)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές». Για να μπορεί να ταξινομηθεί ένα μέτρο ως ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1, πρέπει να πληροί σωρευτικά τις εξής προϋποθέσεις: α) Το μέτρο πρέπει να καταλογιστεί στο κράτος και να χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους, β) πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα στον δικαιούχο, γ) αυτό το πλεονέκτημα πρέπει να είναι επιλεκτικό και δ) το μέτρο πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(75)

Το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν παρέχει νέο πλεονέκτημα ούτε στην ÖVAG ούτε στην Immigon. Η ÖVAG εκκαθαρίζεται, το βασικό σκέλος της και τα αντίστοιχα στοιχεία παθητικού μεταβιβάζονται στην VBWB και τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού εκκαθαρίζονται μέσω της οντότητας εκκαθάρισης Immigon. Σύμφωνα με το τρέχον σχέδιο αναδιάρθρωσης, για την εκκαθάριση της Immigon θα αναλωθούν σχεδόν εντελώς τα ίδια κεφάλαια, χωρίς να χρειαστεί να αξιοποιηθεί η εγγύηση στοιχείων ενεργητικού. Για τον λόγο αυτό, θεωρείται ότι θα παρουσιαστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα μέσα CET1 της ÖVAG, συμπεριλαμβανομένης της ζημίας της συμμετοχής της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην ÖVAG, ύψους 250 εκατ. ευρώ, και των ανεξόφλητων κεφαλαίων συμμετοχής ονομαστικού ύψους 300 εκατ. ευρώ.

(76)

Η εγγύηση στοιχείων ενεργητικού θα εξακολουθήσει να παραμένει στην ÖVAG/Immigon. Σύμφωνα με τις τρέχουσες συμβατικές συμφωνίες, η εγγύηση μπορεί να ληφθεί μόνον στις 31 Δεκεμβρίου 2015, βάσει απαιτήσεων που θα δηλωθούν έως αυτήν την ημερομηνία και μόνον μέχρι το ποσό που είναι απαραίτητο για την επίτευξη δείκτη CET1 10 %. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αυστρίας, το ποσό των χρεογράφων, για τα οποία δηλώθηκε απαίτηση για αποζημίωση, ήδη υπερβαίνει την εγγύηση στοιχείων ενεργητικού που περιορίζεται στα 100 εκατ. ευρώ. Ενώ δεν θα ληφθεί απόφαση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με την εκτίμηση των απαιτήσεων που έχουν δηλωθεί, η διαχείριση της Immigon σύμφωνα με τις νόμιμες υποχρεώσεις της για την προστασία των συμφερόντων των ιδιοκτητών δεν έχει άλλη επιλογή από το να δηλώσει όλες τις πιθανές αξιώσεις έως τα τέλη του 2015.

(77)

Την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Immigon ως οντότητα εκκαθάρισης δεν θα χρειάζεται πλέον να πληροί κεφαλαιακές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να αξιολογηθεί ένας συνδεδεμένος με δείκτη CET1 όρος για την καταβολή στο πλαίσιο της εγγύησης. Επειδή αυτή η εκτίμηση υπάγεται αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο, η Επιτροπή αποδέχεται τις παρατηρήσεις της Αυστρίας, σύμφωνα με τις οποίες η Αυστρία είναι της άποψης ότι η μεταβίβαση της ÖVAG σε μια οντότητα εκκαθάρισης, σύμφωνα με το άρθρο 162 του BaSAG, δεν έχει επίδραση στη συνέχιση της ύπαρξης της εγγύησης ελαττωμάτων που παρέχεται από την Ομοσπονδία. Σύμφωνα με την άποψη της Αυστρίας και δεδομένου του γεγονότος ότι το κεφάλαιο της Immigon θα έχει ήδη μειωθεί κατά 96,65 % έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, ένας όρος που συνδέεται με δείκτη CET1 10 % πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται. Κατά συνέπεια, θα ήταν απαραίτητη μια πλήρης καταβολή όλων των απαιτήσεων που θα χαρακτηριστούν δικαιολογημένες την 31η Δεκεμβρίου 2015.

(78)

Υπό αυτούς τους όρους, οι μεταβολές της σύμβασης εγγύησης μειώνουν –—α) μια παράταση της περιόδου εκπλήρωσης για τις πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης, χωρίς την άδεια να δηλωθούν περαιτέρω απαιτήσεις μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015 και β) ένας περιορισμός για τις πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης σε περίπτωση που το κεφάλαιο της Immigon σε διαφορετική περίπτωση θα έπεφτε κάτω από το μηδέν— τον κίνδυνο για τον εγγυητή να πραγματοποιηθούν πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης. Επιπλέον, η αμοιβή της εγγύησης θα παραταθεί κατά δύο έτη με την καταβολή 10 % ετησίως. Ως εκ τούτου, οι μεταβολές ενισχύουν μόνο τη θέση του εγγυητή και δεν παρέχουν κανένα πρόσθετο όφελος στην ÖVAG/Immigon.

(79)

Ούτε στον Σύνδεσμο, συμπεριλαμβανομένης της νέας κεντρικής οργάνωσης, της VBWB, δεν παρέχεται νέο πλεονέκτημα από το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω (18), ο Σύνδεσμος είναι δικαιούχος της υφιστάμενης ενίσχυσης. Σύμφωνα με την απόφαση του 2012, οι πρωτοβάθμιες τράπεζες έπρεπε να συμβάλουν στην εξόφληση των υπολοίπων κρατικών κεφαλαίων συμμετοχής ύψους 300 εκατ. ευρώ που πρέπει να πραγματοποιηθεί έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2017, εφόσον το επέτρεπαν οι ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις για την επάρκεια ίδιων κεφαλαίων. Υπενθυμίζεται ότι το κεφαλαιακό έλλειμμα στη συνολική αξιολόγηση δεν έχει προσδιοριστεί μόνο σε επίπεδο ÖVAG, αλλά στο επίπεδο του Συνδέσμου στο σύνολό του.

(80)

Ενώ τα συμμετοχικά κεφάλαια που φέρουν κίνδυνο αναλώνονται για την εκκαθάριση της ÖVAG/Immigon, στις νέες δεσμεύσεις της Αυστρίας προβλέπεται πληρωμή από την πλευρά του Συνδέσμου στην Αυστρία ύψους 300 εκατ. ευρώ (και μάλιστα μέσω χορήγησης δικαιώματος συμμετοχής στα κέρδη για την Αυστρία). Ο Σύνδεσμος δεσμεύτηκε να καταβάλει έως τα τέλη του [2020-2025] συνολικά 300 εκατ. ευρώ, ενώ για την […], την […] και την […] προβλέπονται σταθερά σωρευτικά κατώτατα όρια πληρωμής.

(81)

Με τη νέα δέσμευση για την καταβολή 300 εκατ. ευρώ, στην Αυστρία, ο Σύνδεσμος επαναφέρει την απαίτηση για το ύψος του αρχικού ποσού που πρέπει να επιστραφεί. Αυτή η αρχική αξίωση θα χαθεί κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης της ÖVAG, αφού εμφανίζονται κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στα κεφάλαια συμμετοχής. Παρά το γεγονός ότι, σε σύγκριση με την αρχική δέσμευση, το νέο σχέδιο πληρωμής συνδέεται με σημαντικές ληξιπρόθεσμες οφειλές, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, τόσο σε περίπτωση απλής εκκαθάρισης της ÖVAG όσο και στην περίπτωση του αντίστροφου σεναρίου εκκαθάρισης ολόκληρου του Συνδέσμου, όλες οι απαιτήσεις του κράτους, τα ίδια κεφάλαια και τα κεφάλαια συμμετοχής θα χάνονταν.

(82)

Επιπλέον, αυτή η νέα δέσμευση εκ μέρους του Συνδέσμου τώρα είναι δεσμευτική γι' αυτόν, όπου οι διανομή μερίσματος από τη συμμετοχή στα κέρδη εξακολουθεί να εξαρτάται από τα κέρδη. Ταυτόχρονα, στις δεσμεύσεις εξασφαλίζεται ότι αυτές οι πληρωμές θα πραγματοποιούνται κατά προτεραιότητα σε σχέση με όλες τις άλλες διανομές μερισμάτων. Επιπλέον, η Αυστρία θα λαμβάνει — επιπροσθέτως προς τα μερίσματα από τη συμμετοχή στα κέρδη — για τυχόν πληρωμές μερισμάτων σε συμβαλλόμενα μέρη εκτός του ενοποιημένου Συνδέσμου, πληρωμή αποζημίωσης στο ύψος της διανομής μερισμάτων.

(83)

Εκτός αυτού, η Αυστρία λαμβάνει ποσοστό στη VBWB ύψους 25 % + 1 μετοχή ως εγγύηση για τις πληρωμές συμμετοχής στα κέρδη. Σε περίπτωση που δεν τηρηθούν κάποια από τα κατώτατα όρια πληρωμής, οι μέτοχοι της VBWB θα μεταβιβάσουν δωρεάν περαιτέρω μετοχές στην Αυστρία, οι οποίες θα αυξήσουν τη συμμετοχή της Αυστρίας στην VBWB σε [26-40] %. Επιπλέον, η Αυστρία μπορεί να ρευστοποιήσει την εγγύηση αυτήν τη στιγμή.

(84)

Παρά το γεγονός ότι η νέα δέσμευση σε ορισμένες πτυχές διαφέρει από την αρχική δέσμευση, είναι ισάξια με την αρχική δέσμευση· ως εκ τούτου, δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα στην ÖVAG, την Immigon, την VBWB ή τον Σύνδεσμο.

(85)

Εκτός από τη νέα δέσμευση να εξυπηρετηθεί ένα δικαίωμα συμμετοχής που χορηγήθηκε πρόσφατα στην VBWG με ποσό ύψους της αρχικής αξίας των κεφαλαίων συμμετοχής στην ÖVAG, στο νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν υπάρχουν άλλες σημαντικές μεταβολές στη σχέση με τη Δημοκρατία της Αυστρίας, οι οποίες θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως εγγύηση ενός πλεονεκτήματος υπέρ της VBWB ή του Συνδέσμου.

(86)

Επειδή με αυτόν τον τρόπο το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης της ÖVAG δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα στην Immigon, την VBWB και τον Σύνδεσμο, δεν απαιτείται αξιολόγηση των λοιπών σωρευτικών κριτηρίων για τις κρατικές ενισχύσεις. Σε αυτήν τη βάση, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι τα μέτρα που προβλέπονται στο νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν νέα ενίσχυση για την ÖVAG, την Immigon την VBWB ή τον Σύνδεσμο, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

5.2.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(87)

Όπως αναφέρεται στο τμήμα 5.1, το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν περιέχει καμία νέα ενίσχυση. Ωστόσο, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην απόφαση του 2012 υπέρ της ÖVAG θα μεταβιβαστούν στον Σύνδεσμο ως οικονομικό διάδοχο της ÖVAG.

(88)

Από την άποψη της απόφασης του 2012, η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να αξιολογήσει κατά πόσον τα μέτρα ενίσχυσης του 2012 θα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά, ακόμη και μετά το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης και τον κατάλογο δεσμεύσεων. Αυτή η εξέταση πρέπει να διεξαχθεί με τη νομική βάση που ισχύει για την απόφαση του 2012, δηλαδή με βάση την ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης και την ανακοίνωση περί παράτασης του 2011 (19) καθώς και την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης (20).

(89)

Οι αιτιολογικές σκέψεις 83 έως 92 της απόφασης του 2012, στις οποίες εξετάστηκε η συμβατότητα των ενισχύσεων του 2012 με βάση την ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης και την ανακοίνωση περί παράτασης του 2011, εξακολουθούν να ισχύουν. Η εισφορά κεφαλαίου ύψους 250 εκατ. ευρώ που χορηγήθηκε στην ÖVAG και τα υπόλοιπα κεφάλαια συμμετοχής ύψους 300 εκατ. ευρώ θα παραμείνουν στην Immigon και θα χρησιμοποιηθούν πλήρως στην εκκαθάριση μέχρι το 2017 σύμφωνα με τον σχεδιασμό.

(90)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 93 της απόφασης του 2012, σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, η αναδιάρθρωση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος υπό τις συνθήκες της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης συμβιβάζεται μόνο τότε με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όταν οδηγεί σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας της τράπεζας, περιλαμβάνει επαρκή ίδια συνεισφορά και κατάλληλο επιμερισμό των βαρών και περιέχει επαρκή μέτρα για τον περιορισμό της νόθευσης του ανταγωνισμού. Όσον αφορά αυτά τα τρία στοιχεία, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει σε ποιο βαθμό οι υποβληθείσες μεταβολές στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και στον κατάλογο δεσμεύσεων διατηρούν τη συμβατότητα των μέτρων που διαπιστώθηκε στην απόφαση του 2012.

Βιωσιμότητα στο βασικό σενάριο

(91)

Όπως διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 71, η ενίσχυση του 2012 μεταβιβάζεται στον Σύνδεσμο, ο οποίος καλύπτεται επίσης πλήρως από το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Εδώ πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Συνδέσμου στη νέα μορφή του θα αποκατασταθεί στο πλαίσιο του νέου προγράμματος αναδιάρθρωσης του 2019.

(92)

Για τον σκοπό αυτό, η Αυστρία υπέβαλε χρηματοοικονομικό προγραμματισμό έως το 2019, ο οποίος περιλαμβάνει ένα βασικό σενάριο και ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων για το σύνολο του Συνδέσμου και βάσει του οποίου η Επιτροπή διεξήγαγε την ανάλυσή της.

(93)

Η μετατροπή του Συνδέσμου μέσω της συγχώνευσης των τοπικών πρωτοβάθμιων τραπεζών σε περιφερειακά ιδρύματα πρέπει να αξιολογηθεί ως συμφέρουσα στον βαθμό που οι διαφορές που υπάρχουν στον Σύνδεσμο όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια και την αποδοτικότητα εξαλείφονται κάπως και μπορούν να χρησιμοποιηθούν οικονομίες κλίμακας και να δοθούν δυνατότητες συνέργειας. Το παρακάτω γράφημα δείχνει σαφώς σε σύγκριση τη μειωμένη διασπορά στην κεφαλαιακή επάρκεια (CET1) και την αποδοτικότητα (RoE) στον Σύνδεσμο «πριν» και «τώρα».

Image

(94)

Η Επιτροπή χαιρετίζει το γεγονός ότι οι δυνητικές συνέργειες έχουν ενσωματωθεί στον χρηματοοικονομικό προγραμματισμό μόνο στην πλευρά του κόστους που είναι ευκολότερο να προσδιοριστεί ποσοτικά σε σύγκριση με τα έσοδα και έχουν εκτιμηθεί μόνο σε [70-80] % των ήδη προσδιορισμένων δυνατοτήτων. Με κάτω από [10-20] % ετησίως στην πλευρά των δαπανών προσωπικού και κάτω από [5-10] % ετησίως στην πλευρά των λειτουργικών εξόδων, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι επελέγη μάλλον μια προσεκτική εκτίμηση και θα μπορούσαν να υπάρχουν δυνατότητες επιπλέον των συνεργειών που έχουν ήδη συνυπολογιστεί στον χρηματοοικονομικό προγραμματισμό.

(95)

Η επιχειρηματική στρατηγική του Συνδέσμου στη νέα του μορφή παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη. Η εστίαση είναι σαφώς σε τοπικούς και περιφερειακούς πελάτες, σε συναλλαγές με ιδιώτες και εταιρείες καθώς και σε συναλλαγές με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτοί οι επιχειρηματικοί τομείς σήμερα ήδη αποτελούν το σημαντικότερο μέρος του χαρτοφυλακίου, είναι κερδοφόροι και δεν έχουν θεωρηθεί προβληματικοί ούτε στην απόφαση του 2012. Στο βασικό σενάριο, το τοκοφόρο μέρος του ενεργητικού σε αυτούς τους τομείς θα αυξηθεί κατά περίπου [5-7] % έως το 2019, δηλαδή λιγότερο από το ήμισυ της υποτιθέμενης πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης ύψους περίπου 15 % κατά την ίδια περίοδο. (21). Μόνο σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς τομείς, όπως π.χ. στις υπηρεσίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, θα επιδιωχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης. Λόγω της πολύ περιορισμένης έκτασης αυτών των τομέων, φαίνεται ότι είναι δικαιολογημένες οι παραδοχές για υψηλότερη ανάπτυξη.

(96)

Από την πλευρά του παθητικού, τονίζεται η ιδιαίτερη σημασία των συναλλαγών με καταθέσεις ιδιωτών πελατών (περίπου το 80 % του συνόλου των στοιχείων παθητικού). Αυτό το είδος χρηματοδότησης σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙΙ κατατάσσεται ως ιδιαίτερα αξιόπιστη και, ως εκ τούτου, υπολογίζεται ψηλά για τους δείκτες χρηματοδότησης, όπως ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας και ο καθαρός δείκτη σταθερής χρηματοδότησης. Επίσης, ο Σύνδεσμος έχει προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την ιδιαίτερη σταθερότητα των συναλλαγών με καταθέσεις, ακόμη και κατά τη διάρκεια της κρίσης, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να κατατάσσει την κατάσταση χρηματοδότησης του Συνδέσμου ως ιδιαίτερα ισχυρή. Και στις συναλλαγές με καταθέσεις, η ανάπτυξη έως το 2019 κατά περίπου [5-7] % θα είναι χαμηλότερη κατά πάνω από 50 % από την υποτιθέμενη πραγματική οικονομική ανάπτυξη.

(97)

Και οι παραδοχές κινδύνου σχετικά με τα διάφορα δανειακά χαρτοφυλάκια φαίνονται λογικές. Στο βασικό σενάριο, οι προγραμματισμένες τιμές για προβλέψεις για κινδύνους και απομειώσεις αξίας αντιστοιχούν με τυπικούς συντελεστές κόστους κινδύνου περίπου [7-15] μονάδες βάσης για τις συναλλαγές με ιδιώτες πελάτες και [30-45] μονάδες βάσης για τις συναλλαγές με εταιρικούς πελάτες. Αυτές οι παραδοχές φαίνονται εύλογες για την οικονομική κατάσταση στην αυστριακή αγορά δανείων, αν όχι συντηρητικές.

(98)

Το σχέδιο στο βασικό σενάριο οδηγεί τον Σύνδεσμο από αρνητικό RoE με δείκτη CET1 [9-11] % το 2015 σε RoE μετά τους φόρους [8-9] % με δείκτη CET1 [11-13] % το 2019. Δεδομένου του μέτριου προφίλ κινδύνου του επιχειρηματικού μοντέλου του Συνδέσμου, ο προγραμματισμένος RoE μετά τους φόρους μπορεί να εκτιμηθεί ως ενδεδειγμένη αμοιβή κεφαλαίου.

(99)

Οι εκτιμήσεις στις αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 98 για τον χρηματοοικονομικό προγραμματισμό όσον αφορά την ανάπτυξη, τη ρευστότητα, τα έξοδα, τον έλεγχο των κινδύνων και την κερδοφορία, οδηγούν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο έχει υπολογιστεί σταθερά και βάσει προσεκτικών παραδοχών και είναι κατάλληλο για να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Συνδέσμου και ως εκ τούτου την ικανότητά του για την κεφαλαιαγορά.

Βιωσιμότητα στο σενάριο ακραίων καταστάσεων

(100)

Αυτή η εκτίμηση της μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας και βιωσιμότητας επιβεβαιώνεται επίσης από το σενάριο ακραίων καταστάσεων. Εδώ θεωρείται ότι υπάρχουν ταυτόχρονες ακραίες καταστάσεις λόγω α) ενός περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων που διαρκεί περισσότερο από ό,τι έχει σχεδιαστεί αυτήν τη στιγμή καθώς και β) μιας πιστωτικής κρίσης. Για όσο χρόνο τα χαμηλά επιτόκια που διαρκούν περισσότερο ασκούν πίεση στο περιθώριο επιτοκίου, η πιστωτική κρίση θα πρέπει ταυτόχρονα να χρηματοδοτείται μέσω υψηλότερων προβλέψεων για κινδύνους και απομειώσεων αξίας, καθώς και μέσω γενικά υψηλότερης στάθμισης κινδύνου στα χαρτοφυλάκια δανείων, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

(101)

Λόγω της υποβαθμισμένης κατάστασης των αποδόσεων και της πρόσθετης ανάγκης που προέκυψε για προβλέψεις για κινδύνους και απομειώσεις αξίας, ο Σύνδεσμος αναμένεται να υποστεί σημαντικές ζημίες το 2015 και περαιτέρω ελαφρές ζημίες το 2016. Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτές οι ζημίες μπορούν να καλυφθούν ακόμη και χωρίς αντίμετρα, όπως ένα πρόγραμμα εξοικονόμησης δαπανών ή η προσαρμογή των περιθωρίων τιμών πάνω από τον τρέχοντα δείκτη βασικών κεφαλαίων και επηρεάζουν μόνο περιορισμένα τη μακροπρόθεσμη απόδοση κερδών του Συνδέσμου. Ο δείκτης βασικών κεφαλαίων σε αυτό το σενάριο δεν πέφτει κάτω από [8-10] %, ενώ ο Σύνδεσμος επιτυγχάνει παρ' όλα αυτά αποδοτικότητα μετά τους φόρους [5-8] % το 2019.

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

(102)

Ως αποτέλεσμα του κεφαλαιακού ελλείμματος που αναφέρεται στη συνολική αξιολόγηση της εποπτικής αρχής του 2014, ο Σύνδεσμος αυτήν τη στιγμή έχει στόχο να επιτύχει δείκτη βασικών κεφαλαίων CET1 14,63 % έως τις 26 Ιουλίου 2015. Στον χρηματοοικονομικό προγραμματισμό στην τρέχουσα μορφή του δεν επιτυγχάνεται αυτός ο δείκτης.

(103)

Η Επιτροπή επισημαίνει επιπλέον ότι τα μέτρα του Συνδέσμου για την εξουδετέρωση του κινδύνου από θέσεις έναντι της Immigon (22) θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον δείκτη CET1 ύψους περίπου [0-2] %. Επιπλέον, ο υπολογισμός σχεδιασμού που υποβλήθηκε βασίζεται στην παραδοχή ότι αυτές οι θέσεις […] και […] μπορούν να μειωθούν μέσω περαιτέρω πωλήσεων. Αυτές οι πωλήσεις θα οδηγήσουν σε αναμενόμενες ζημίες [0-200] εκατ. ευρώ, με πρόσθετο κίνδυνο ζημιών [0-100] εκατ. ευρώ, αν δεν μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι προγραμματισμένες πωλήσεις και το τμήμα ζημίας [0-200] εκατ. ευρώ καταστεί πλήρως πληρωτέο. Πρόσθετες ζημίες [0-100] εκατ. ευρώ αναμένεται να μειώσουν τον δείκτη CET1 κατά περαιτέρω [0-2] ποσοστιαίες μονάδες.

(104)

Αντίθετα, ο Σύνδεσμος έχει προσδιορίσει, συμπληρωματικά προς το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης, περαιτέρω μέτρα για να μειώσει τα στοιχεία ενεργητικού σταθμισμένου κινδύνου του πάνω από τον βαθμό που προβλέπεται στον υπολογισμό σχεδιασμού. Περαιτέρω πιθανά μέτρα συμπεριλαμβάνουν έναν μηχανισμό τιτλοποίησης για χαρτοφυλάκιο δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και την πώληση της start:bausparkasse και της IMMO-Bank, η εφαρμογή των οποίων θα αυξήσει τον δείκτη βασικών κεφαλαίων έως [10-15] %, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλεπόμενα κατώτατα όρια πληρωμής στο πλαίσιο της συμμετοχής της Αυστρίας στα κέρδη. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ταυτόχρονη εφαρμογή όλων αυτών των μέτρων —αν χρειαστούν— θα έχει αρνητικές συνέπειες στη μελλοντική βιωσιμότητα της τράπεζας.

(105)

Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά, δεδομένου του περιορισμένου ύψους των κινδύνων και της έκτασης των προαναφερθέντων μέτρων ΠΣΣΚ, ότι ο σχεδιασμός παρέχει επαρκή περιθώρια για να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες στη βιωσιμότητα. Αυτή η άποψη ενισχύεται από τη θετική απόφαση του ΕΕΜ όσον αφορά τα μέτρα στην αιτιολογική σκέψη 35 α), β) και γ) σε σχέση με την καταχώρισή τους στο αυστριακό μητρώο εταιρειών. Αυτή η θετική απόφαση του ΕΕΜ βασίζεται στον ίδιο σχεδιασμού, στον οποίο βασίζεται επίσης η παρούσα απόφαση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι και ο ΕΕΜ θα κρίνει ότι ο Σύνδεσμος είναι σε θέση —ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι πιθανοί κίνδυνοι στο σχέδιο— να καλύψει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ισχύουν μετά την εξέταση της 26ης Ιουλίου 2015.

Ίδια συνεισφορά και επιμερισμός των βαρών

(106)

Η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίσει ότι ο νέος κατάλογος δεσμεύσεων είναι κατάλληλος για να αντικαταστήσει τον κατάλογο δεσμεύσεων του 2012 και για να εξασφαλίσει τη συμβατότητα της υφιστάμενης ενίσχυσης για τον Σύνδεσμο, τον οικονομικό διάδοχο της ÖVAG. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ενδείκνυνται η ίδια συνεισφορά και ο επιμερισμός των βαρών.

(107)

Όσον αφορά την ίδια συνεισφορά και τον επιμερισμό των βαρών, ο κατάλογος δεσμεύσεων, ο οποίος επισυνάφθηκε στην απόφαση του 2012 ως παράρτημα, περιείχε διατάξεις σχετικά με την αμοιβή και την εξόφληση α) της εγγύησης των στοιχείων ενεργητικού και β) των συμμετοχικών κεφαλαίων, καθώς και την απαγόρευση διανομής μερισμάτων.

(108)

Όσον αφορά τις μεταβολές της εγγύησης στοιχείων ενεργητικού, το τρέχον σχέδιο εκκαθάρισης δεν βασίζεται σε πληρωμές με μετρητά στο πλαίσιο της εγγύησης για μια φερέγγυα εκκαθάριση. Σε περίπτωση που υλοποιηθούν όλες οι παραδοχές και η οντότητα εκκαθάρισης παραμένει φερέγγυα χωρίς ενεργοποίηση της εγγύησης, η πληρωμή σε μετρητά του συνολικού ποσού όλων των δικαιολογημένων απαιτήσεων που θα πραγματοποιηθεί τον Ιούλιο του 2016 βάσει της εγγύησης απλά θα συμβάλει στην αύξηση της πτωχευτικής περιουσίας υπό εκκαθάριση της Immigon, η οποία στο τέλος της εκκαθάρισης θα είναι στη διάθεση όλων των κατόχων συμμετοχικών κεφαλαίων και ιδίων κεφαλαίων. Το τρέχον σχέδιο, να προβλεφθεί η καταβολή της εγγύησης μόνο στην περίπτωση επικείμενης πτώχευσης της Immigon, μειώνει στο ελάχιστο τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί μια κρατική ενίσχυση για την αποζημίωση των κατόχων μέσων ιδίων κεφαλαίων.

(109)

Σύμφωνα με τον κατάλογο δεσμεύσεων του 2012, η ÖVAG έως τα τέλη του 2017 πρέπει να επιστρέψει συμμετοχικά κεφάλαια ύψους 300 εκατ. ευρώ, όπου ο Σύνδεσμος, εφόσον το επιτρέπουν οι ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις, πρέπει να συμμετάσχει στην εξόφληση (23). Η διατύπωση καθιστά σαφές ότι αυτή η δέσμευση αποτελεί μάλλον δήλωση προθέσεων παρά νομικά δεσμευτική υποχρέωση.

(110)

Στον νέο κατάλογο δεσμεύσεων υπάρχει νέα δεσμευτική υποχρέωση για τον Σύνδεσμο. Συγκεκριμένα, ο Σύνδεσμος έχει δεσμευτεί να θέσει στη διάθεση της Αυστρίας ένα νέο χρηματοδοτικό μέσο (δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη) ασήμαντης ονομαστικής αξίας, με την απαίτηση να λαμβάνει μερίσματα εξαρτώμενα από τα κέρδη σε αυτό το μέσο, τα οποία έχουν υψηλότερη προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων υβριδικών διανομών ή διανομών μερισμάτων και θα ανέλθουν στο ποσό των 300 εκατ. ευρώ έως το [2020-2025], μείον τις πληρωμές που θα προκύψουν ενδεχομένως από την πτωχευτική περιουσία της ÖVAG.

(111)

Οι ροές πληρωμών που αντιστοιχούν στη συμμετοχή στα κέρδη διασφαλίζονται περαιτέρω ως εξής: Η Αυστρία λαμβάνει ποσοστό στη VBWB ύψους 25 % + 1 μετοχή για την αποστολή (μειοψηφία αρνησικυρίας) ως εγγύηση καθώς και το δικαίωμα να διορίζει το ήμισυ των μελών του εποπτικού συμβουλίου της VBWB.

(112)

Για τον σκοπό αυτό, προβλέπονται τα ακόλουθα κατώτατα όρια για τις πληρωμές που αφορούν τη συμμετοχή στα κέρδη: [0-50] εκατ. ευρώ το έτος […], [0-100] εκατ. ευρώ το έτος […], [0-200] εκατ. ευρώ το έτος […] και 300 εκατ. ευρώ το έτος [2020 — 2025]. Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί ένα από αυτά τα κατώτατα όρια, η Αυστρία αποκτά το δικαίωμα εκμετάλλευσης για το ποσοστό μετοχών της που έχει διατηρήσει ως εγγύηση, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα επιστρέψει δωρεάν στην κυριότητα του Συνδέσμου μετά την απόκτηση του πλήρους ποσού των 300 εκατ. ευρώ. Σε περίπτωση μη τήρησης ενός από τα κατώτατα όρια πληρωμών, η Αυστρία θα λάβει επιπλέον [1-15] % των μετοχών της VBWB καθώς και το δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτών των εγγυήσεων. Επιπλέον, ο Σύνδεσμος πρέπει να υποβάλει νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο στη συνέχεια η Αυστρία θα πρέπει να κοινοποιήσει στην Επιτροπή.

(113)

Η Επιτροπή εξέτασε την επίδραση μιας τέτοιας ρύθμισης επιστροφών στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι αρκετά σταθερό για να μπορεί να πραγματοποιείται η εξόφληση όπως έχει σχεδιαστεί, χωρίς να επιβαρύνεται αδικαιολόγητα ο δείκτης βασικών κεφαλαίων. Το κατώφλι του [0-50] εκατ. ευρώ για […] παραμένει εφικτό, ακόμη και στο σενάριο ακραίων καταστάσεων που υποβλήθηκε. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ταυτόχρονη εφαρμογή όλων των μέτρων μείωσης των ΠΣΣΚ (24) που προσδιορίστηκαν θα επηρεάσει αρνητικά τη βιωσιμότητα της τράπεζας, γεγονός που με τη σειρά του θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το σχέδιο εξόφλησης.

(114)

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η νέα δέσμευση, όσον αφορά την εξόφληση της ενίσχυσης, εγγυάται την περαιτέρω συμβατότητα της υφιστάμενης ενίσχυσης, για τους εξής λόγους:

α)

Μέσω αυτής της δέσμευσης, δημιουργείται μια νέα απαίτηση για την Αυστρία, η οποία αντικαθιστά με κατάλληλο τρόπο την ακυρωθείσα απαίτηση προς την ÖVAG. Ως οντότητα εκκαθάρισης, δεν αναμένεται από την ÖVAG να εξοφλήσει από το συμμετοχικό κεφάλαιο ποσό μεγαλύτερο από το πλεόνασμα που θα μπορέσει τελικά να επιτύχει από την εκκαθάριση.

β)

Ο συνδυασμός των σωρευτικών κατωτάτων ορίων και των προαιρετικών διανομών (25) από τη συμμετοχή στα κέρδη που περιγράφονται στη συνέχεια αποτελεί ενδεδειγμένο συμβιβασμό μεταξύ της εγγύησης για την εξόφληση της ενίσχυσης και της αποκατάστασης της βιωσιμότητας του Συνδέσμου.

γ)

Σε αυτή τη βάση, μπορεί να γίνει δεκτή επίσης η επέκταση της υποχρέωσης εξόφλησης.

δ)

Η Αυστρία μπορεί, αν χρειαστεί, να χρησιμοποιήσει τη μειοψηφική αρνησικυρία της για να τροποποιήσει το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(115)

Η σχετική δέσμευση για την απαγόρευση διανομής μερισμάτων (26) που επισυνάπτεται στην απόφαση του 2012 ως παράρτημα θα συνεχίσει να ισχύει στην τροποποιημένη μορφή. Σύμφωνα με τη νέα δέσμευση, θα μπορούν να καταβάλλονται μερίσματα σε εξωτερικούς επενδυτές, εφόσον

α)

το άθροισμα όλων των διανεμόμενων μερισμάτων είναι μικρότερο από [5-8] εκατ. ευρώ·

β)

η συμμετοχή στα κέρδη σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα κατώτατα όρια και κατά το ίδιο έτος εξυπηρετήθηκε κατά προτεραιότητα, τουλάχιστον στο ίδιο ύψος·

γ)

η Αυστρία λάβει πρόσθετη πληρωμή αντιστάθμισης στο ίδιο ύψος όπως τα προτεινόμενα μερίσματα, και

δ)

δημιουργηθεί νέο, εξωτερικό, βασικό κεφάλαιο, τουλάχιστον στο ίδιο ύψος με τα μερίσματα συν την πληρωμή αντιστάθμισης.

(116)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο συνδυασμός της προτεραιότητας της υποχρέωσης εξόφλησης, η πληρωμή αντιστάθμισης και η δημιουργία νέου, εξωτερικού, βασικού κεφαλαίου επαρκούν για να εξασφαλίσουν ότι οι ενισχύσεις δεν θα χρησιμεύουν για την αμοιβή του κεφαλαίου και ότι τα τυχόν μερίσματα θα καταβάλλονται αποκλειστικά από το πλεόνασμα των κερδών.

(117)

Συνολικά, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο νέος κατάλογος δεσμεύσεων εξασφαλίζει τη συμβατότητα της υφιστάμενης ενίσχυσης όσον αφορά την ίδια συνεισφορά και τον επιμερισμό των βαρών.

Μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

(118)

Η Επιτροπή πρέπει να ελέγξει κατά πόσον ο νέος κατάλογος δεσμεύσεων αντικαθιστά επαρκώς τον κατάλογο δεσμεύσεων του 2012 και εγγυάται την περαιτέρω συμβατότητα της υφιστάμενης ενίσχυσης για τον Σύνδεσμο. Κατά συνέπεια, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον οι τυχόν περιορισμοί του ανταγωνισμού που προκαλούνται από την ενίσχυση μπορούν να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό.

(119)

Ο κατάλογος δεσμεύσεων του 2012 περιείχε μια σειρά μέτρων που αφορούσαν την ÖVAG για την ελαχιστοποίηση των περιορισμών του ανταγωνισμού: i) μείωση του συνολικού ισολογισμού και των ΠΣΣΚ, ii) περιορισμός τις επιχειρηματικής δραστηριότητας της ÖVAG σε συναλλαγές που αφορούν τον Σύνδεσμο, κατά την έννοια της δραστηριότητας ως κεντρικής οργάνωσης του Συνδέσμου, iii) απαγόρευση των εξαγορών, iv) απαγόρευση της ηγετικής θέσης κατά τον καθορισμό των τιμών στη θυγατρική της ÖVAG, Live Bank (επιγραμμικές τραπεζικές συναλλαγές), v) απαγόρευση της αναφοράς στα μέτρα ενίσχυσης για διαφημιστικούς λόγους και vi) κανόνες δεοντολογίας για την αμοιβή και τη διαχείριση κινδύνων.

(120)

Ο νέος κατάλογος δεσμεύσεων που επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση ως παράρτημα διατηρεί την αρχική ισορροπία όσον αφορά τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούνται από την ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η μείωση του συνολικού ισολογισμού και των ΠΣΣΚ πραγματοποιείται κατά την εκκαθάριση της ÖVAG, ενώ διευκρινίζεται η εστίαση στις λειτουργίες της κεντρικής οργάνωσης του Συνδέσμου μέσω της μεταβίβασης αυτών των λειτουργιών στην VBWB. Ο νέος κατάλογος δεσμεύσεων διατηρεί επίσης τις απαγορεύσεις σχετικά με την ηγετική θέση κατά τον καθορισμό των τιμών, την εξαγορά και τη διαφήμιση της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων, καθώς και τους άλλους κανόνες δεοντολογίας.

(121)

Βάσει της απαγόρευσης της ηγετικής θέσης κατά τον καθορισμό των τιμών, η Live Bank απαγορεύεται να προσφέρει καλύτερους όρους σε ζητήματα επιτοκίων (για όλες τις ληξιπρόθεσμες διάρκειες) από τον ανταγωνιστή της με τις τρίτες καλύτερες συνθήκες στην αυστριακή αγορά στο πεδίο των άμεσων επιγραμμικών τραπεζικών συναλλαγών.

(122)

Για τον Σύνδεσμο ισχύει απαγόρευση εξαγορών, δηλαδή ο Σύνδεσμος δεν μπορεί να αποκτά συμμετοχές ελέγχου, μειοψηφικές συμμετοχές ή πακέτα στοιχείων ενεργητικού. Οι μοναδικές εξαιρέσεις είναι α) οι εξαγορές επιχειρήσεων που πρέπει να γίνουν κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η σταθερότητα σε χρηματοοικονομικό επίπεδο ή στο επίπεδο του Συνδέσμου προς το συμφέρον του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εφόσον αυτές οι εξαγορές έχουν εγκριθεί εκ των προτέρων από την Επιτροπή και β) οι εξαγορές επιχειρήσεων που ανήκουν, με κριτήριο τη διαχείριση των υφιστάμενων υποχρεώσεων των πελατών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες πληρωμής, στις συνήθεις τρέχουσες επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας τράπεζας.

(123)

Για τον Σύνδεσμο ισχύει επιπλέον απαγόρευση της διαφήμισης, δηλαδή ο Σύνδεσμος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τα μέτρα ενίσχυσης ή τα προνόμια που προκύπτουν από αυτά για διαφημιστικούς σκοπούς.

(124)

Οι λοιποί κανόνες δεοντολογίας ορίζουν ότι ο Σύνδεσμος πρέπει να εξασφαλίσει ικανοποιητικά συστήματα αμοιβής και διαχείρισης κινδύνων. Συνεπώς, τα συστήματα αμοιβών του Συνδέσμου πρέπει να είναι διαφανή, να βασίζονται σε κίνητρα που εμποδίζουν την έκθεση σε δυσανάλογους κινδύνους και να προσανατολίζονται σε βιώσιμους και μακροπρόθεσμους επιχειρηματικούς στόχους. Ο Σύνδεσμος θα επεκτείνει περαιτέρω τη διαχείριση κινδύνων και θα ασκεί συνετή και σταθερή επιχειρηματική πολιτική προσανατολισμένη στην αρχή της βιωσιμότητας.

(125)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι ο νέος κατάλογος δεσμεύσεων περιορίζει κατάλληλα τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που δημιουργούνται από την υφιστάμενη ενίσχυση υπέρ της ÖVAG,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης της 23ης Ιουνίου 2015 και ο κατάλογος δεσμεύσεων που συνδέεται με αυτό δεν συνιστούν νέες κρατικές ενισχύσεις.

2.   Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης της 23ης Ιουνίου 2015 και ο κατάλογος δεσμεύσεων που συνδέεται με αυτό είναι τέτοιας μορφής, ώστε τα μέτρα στα οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 1 της απόφασης 2013/298/ΕΕ να παραμένουν συμβατά με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.   Το άρθρο 2 της απόφασης 2013/298/ΕΕ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Η Αυστρία εξασφαλίζει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015 εφαρμόζεται πλήρως, συμπεριλαμβανομένων των δεσμεύσεων του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.».

2.   Το παράρτημα της απόφασης 2013/298/ΕΚ αντικαθίσταται από το παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Αυστρίας.

Βρυξέλλες, 2 Ιουλίου 2015.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 46 της 17.2.2012, σ. 3.

(2)  Απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2008, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης N 557/2008 — Maßnahmen nach dem Finanzmarktstabilitäts- und dem Interbankmarktstärkungsgesetz für Kreditinstitute und Versicherungsunternehmen in Österreich (ΕΕ C 3 της 8.1.2009, σ. 2).

(3)  Η πρώτη παράταση του καθεστώτος ενισχύσεων, η οποία περιλάμβανε ορισμένες τροποποιήσεις, εγκρίθηκε στις 30 Ιουνίου 2009 (ΕΕ C 172 της 24.7.2009, σ. 4), η δεύτερη παράταση στις 17 Δεκεμβρίου 2009 (ΕΕ C 28 της 4.2.2010, σ. 6), η τρίτη παράταση στις 25 Ιουνίου 2010 (ΕΕ C 250 της 17.9.2010, σ. 4) και η τέταρτη παράταση στις 16 Δεκεμβρίου 2010 (ΕΕ C 20 της 21.1.2011, σ. 3).

(4)  Βλέπε σημείο 13 και παράρτημα της ανακοίνωσης της Επιτροπής (ΕΕ C 10 της 15.1.2009, σ. 2).

(5)  Απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2011, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.31883 (2011/C) (πρώην N 516/2010) — Αναδιάρθρωση της Österreichische Volksbanken-AG (ΕΕ C 46 της 17.2.2012, σ. 3).

(6)  Απόφαση 2013/298/ΕΕ της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31883 (2011/C) (πρώην N 516/2010) που χορήγησε και σχεδιάζει να χορηγήσει η Αυστρία στην Österreichische Volksbanken-AG (ΕΕ L 168 της 20.6.2013, σ. 30).

(7)  Ο Σύνδεσμος περιγράφεται πιο διεξοδικά στην αιτιολογική σκέψη 18 κ.ε.

(8)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14 της απόφασης του 2012.

(9)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 24 και 25.

(10)  Περισσότερες λεπτομέρειες περιλαμβάνουν οι αιτιολογικές σκέψεις 27 έως 30 της απόφασης του 2012.

(11)  Αυτό το κεφαλαιακό έλλειμμα εξηγείται λεπτομερέστερα στην αιτιολογική σκέψη 33.

(12)  Περισσότερες λεπτομέρειες περιλαμβάνουν οι αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 29 της απόφασης του 2012.

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(14)  Νόμος για το τραπεζικό σύστημα (εφεξής «BWG»).

(15)  Εμπιστευτικές πληροφορίες

(16)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 45.

(17)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, με τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(18)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 71.

(19)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 82 της απόφασης του 2012.

(20)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 93 της απόφασης του 2012.

(21)  Όλες οι παραδοχές για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό προέρχονται από την εαρινή έκθεση 2015 της Επιτροπής.

(22)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 45.

(23)  Σημείο 11.2 του καταλόγου δεσμεύσεων στο παράρτημα της απόφασης του 2012.

(24)  Αυτά τα μέτρα περιγράφονται λεπτομερέστερα στην αιτιολογική σκέψη 100.

(25)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 115.

(26)  Βλέπε σημείο 9.3 του καταλόγου δεσμεύσεων, ο οποίος επισυνάπτεται στην απόφαση του 2012 ως παράρτημα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ SA.31883 ÖSTERREICHISCHE VOLKSBANKEN AG

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Με την απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, η κρατική ενίσχυση SA.31883 (2011/C) που χορήγησε η Αυστρία στην Österreichische Volksbanken AG (ÖVAG) θεωρήθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Μέσω της αναδιάρθρωσης του τομέα των Volksbanken που απαιτήθηκε πρόσφατα, ο τρέχων κατάλογος δεσμεύσεων καταρτίστηκε αφού ελήφθη υπόψη ο παλαιός κατάλογος δεσμεύσεων και το σχέδιο αναδιάρθρωσης και εκκαθάρισης (“σχέδιο αναδιάρθρωσης”) της ÖVAG στο οποίο βασίστηκε. Με αυτόν τον τρόπο, τίθενται εκτός ισχύος οι διατάξεις του παλαιού καταλόγου δεσμεύσεων που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση της Επιτροπής της της 19ης Σεπτεμβρίου 2012.

Το τροποποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν προβλέπει πρόσθετα κρατικά μέτρα στήριξης της ÖVAG. Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της ÖVAG, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού της Δημοκρατίας της Αυστρίας ύψους 43,3 % (που αντιστοιχεί με περίπου 250 εκατ. ευρώ), καθώς και η ταυτόχρονη μείωση του κεφαλαίου συμμετοχής της Δημοκρατίας της Αυστρίας ύψους 300 εκατ. ευρώ κατά 96,65 % δεν συνιστούν νέα ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (1).

Η Δημοκρατία της Αυστρίας προσφέρεται να αναλάβει τις ακόλουθες δεσμεύσεις που αφορούν την Österreichische Volksbanken-Aktiengesellschaft (“ÖVAG”) και την Volksbankenverbund, που εκπροσωπείται από τη Volksbank Wien-Baden AG (“VBWB”) ως νέα κεντρική οργάνωση του Verbund (εφεξής: Σύνδεσμος), προκειμένου να είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε θέση να διαπιστώσει με απόφαση, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ÖVAG συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

Το κείμενο αυτό θα πρέπει να ερμηνεύεται στο γενικό πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου και με αναφορά στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999, καθώς και σε σχέση με την απόφαση στην οποία προσαρτώνται οι υποχρεώσεις υπό μορφή υποχρεώσεων και/ή οι όροι και προϋποθέσεις.

1.   Γενικές παρατηρήσεις

1.1.   Η Δημοκρατία της Αυστρίας διασφαλίζει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκε στα τέλη Ιουνίου 2015 για την ÖVAG είναι ορθό και εφαρμόζεται πλήρως.

1.2.   Η Δημοκρατία της Αυστρίας διασφαλίζει κατά την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης ότι οι δεσμεύσεις (“δεσμεύσεις”) που απαριθμούνται στη συνέχεια τηρούνται πλήρως.

1.3.   Η φάση αναδιάρθρωσης θα λήξει κατά την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης της VBWB, η οποία θα πραγματοποιηθεί για τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του 2019, όμως το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2020. Κατά τη φάση αναδιάρθρωσης εφαρμόζονται οι ακόλουθες δεσμεύσεις, εφόσον αυτές δεν προβλέπουν κάτι διαφορετικό.

2.   Σχέδιο αναδιάρθρωσης και εκκαθάρισης

2.1.   Το μετοχικό κεφάλαιο της ÖVAG ύψους 577 328 623,46 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού της Δημοκρατίας της Αυστρίας ύψους 43,3 %) θα μειωθεί σε 19 335 951,23 ευρώ. Τα κρατικά κεφάλαια συμμετοχής ύψους 300 εκατ. ευρώ μειώνονται κατά την ίδια αναλογία, κατά 96,65 %.

2.2.   Η λειτουργία κεντρικής οργάνωσης και κεντρικού ιδρύματος της ÖVAG μεταβιβάζεται αναδρομικά με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2014 από αυτήν ως απορροφουμένη εταιρεία στην VBWB ως απορροφώσα εταιρεία με διατήρηση της απορροφουμένης εταιρείας έναντι παραχώρησης μετοχών.

2.3.   Η ÖVAG, κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας εποπτικής αρχής (ΕΚΤ), θα αποχωρήσει από τον Σύνδεσμο στις 4 Ιουλίου 2015, θα λειτουργεί κατόπιν άδειας βάσει των εποπτικών διατάξεων ως οντότητα εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 162 ομοσπονδιακού νόμου για την εξυγίανση και εκκαθάριση των τραπεζών (BaSAG) και δεν θα διαθέτει πλέον ως τέτοια άδεια λειτουργίας τράπεζας, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου για το τραπεζικό σύστημα (BWG). Η επωνυμία της οντότητας εκκαθάρισης τροποποιείται σε “immigon portfolioabbau ag”.

2.4.   Η αξίωση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης βάσει της εγγύησης στοιχείων ενεργητικού ύψους 100 εκατ. ευρώ είναι αποδεκτή σύμφωνα με τη συμφωνία για την εγγύηση καλής εκτέλεσης της 15ης Μαρτίου 2013 στο σχέδιο της συμπληρωματικής συμφωνίας της 25 Ιουνίου 2015, από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 έως και την ημέρα της σύνταξης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της ÖVAG για το οικονομικό έτος 2017.

2.5.   Προϋποθέσεις για την αξίωση βάσει της εγγύησης στοιχείων ενεργητικού είναι η μερική ή πλήρης αδυναμία είσπραξης των απαιτήσεων της ÖVAG ή η επίσημη πτώχευση του οφειλέτη, καθώς και η ανάγκη να αποτραπεί μια υφιστάμενη ή επικείμενη υπερχρέωση βάσει του πτωχευτικού δικαίου της ÖVAG, με την επιφύλαξη της τήρησης των λοιπών προϋποθέσεων σύμφωνα με την παραπάνω συμπληρωματική συμφωνία. Προθεσμία για την αξιολόγηση των εξασφαλισμένων απαιτήσεων από το απόθεμα απαιτήσεων σύμφωνα με το παράρτημα 1 της συμφωνίας για την εγγύηση καλής εκτέλεσης της 15ης Μαρτίου 2013, όπως τροποποιήθηκε με την προαναφερθείσα συμπληρωματική συμφωνία, είναι η 31η Δεκεμβρίου 2015. Δεν θα γίνουν αποδεκτές περαιτέρω απαιτήσεις μετά την εν λόγω προθεσμία.

2.6.   Το σχέδιο εκκαθάρισης της ÖVAG έχει στόχο την εκκαθάριση των στοιχείων ενεργητικού έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017. Επιπλέον, από το σχέδιο διάλυσης της ÖVAG προκύπτει ότι απομένει θετικό προϊόν ρευστοποίησης. Ως μερική αποζημίωση για τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της ÖVAG που ανήκει στη Δημοκρατία της Αυστρίας, ο Σύνδεσμος και η Volksbanken Holding eGen θα εκχωρήσουν στη Δημοκρατία της Αυστρίας τις απαιτήσεις τους στο προϊόν ρευστοποίησης της ÖVAG. Επιπλέον, ο Σύνδεσμος ανέλαβε τη δέσμευση ότι θα καταβάλλει προσπάθειες ώστε και οι λοιποί μέτοχοι της ÖVAG να εκχωρήσουν τις απαιτήσεις τους στη Δημοκρατία της Αυστρίας.

3.   Πώληση συμμετοχών της ÖVAG

Η ÖVAG σε εφαρμογή του παρόντος σχεδίου της συμφωνίας αναδιάρθρωσης με τη Δημοκρατία της Αυστρίας της 23ης Ιουνίου 2015 (“συμφωνία αναδιάρθρωσης”) θα εκποιήσει πλήρως όλα τα μερίδια στην RZB έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 (“Signing”).

4.   Μέτρα της RZB

Η Αυστρία εξασφαλίζει ότι τα μέτρα που σχεδιάζει η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG (RZB) για την ελάφρυνση ιδίων κεφαλαίων της ÖVAG, όπως καθορίζεται στη συμφωνία αναδιάρθρωσης της 26ης Απριλίου 2012, θα εφαρμοστούν έως τις […] στο υπόλοιπο ποσό των [0-20] εκατ. ευρώ.

5.   Νέα διανομή κερδών από τον Σύνδεσμο

5.1.   Οι διανομές κερδών από τους ενοποιημένους λογαριασμούς του Συνδέσμου πιστωτικών ιδρυμάτων των Volksbanken, σύμφωνα με το άρθρο 30α παράγραφος 1 του BWG, σε τρίτα (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα επιτρέπονται καταρχήν μόνο αν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στα σημεία 5.2 έως 5.6 αυτής της συμφωνίας.

5.2.   Η συμμετοχή της Δημοκρατίας της Αυστρίας στα κέρδη πραγματοποιείται δυνάμει της συμφωνίας αναδιάρθρωσης· ειδικότερα, η μη τήρηση των κατωτάτων ορίων που ορίζονται εκεί δίνει το δικαίωμα στη Δημοκρατία της Αυστρίας να διαθέσει σύμφωνα με τη συμφωνία αναδιάρθρωσης τις μετοχές της VBWB που της μεταβιβάστηκαν.

5.3.   Η συμμετοχή της Δημοκρατίας της Αυστρίας στα κέρδη δυνάμει της συμφωνίας αναδιάρθρωσης πραγματοποιείται κατά προτεραιότητα, τουλάχιστον στο ύψος του μερίσματος.

5.4.   Το συνολικό ύψος όλων των μερισμάτων περιορίζεται σε [5-8] εκατ. ευρώ ετησίως.

5.5.   Η Δημοκρατία της Αυστρίας θα λάβει πληρωμή αποζημίωσης στο ύψος της διανομής μερισμάτων, ανεξάρτητη από το σημείο 5.3. Οι διανομές μερισμάτων από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, οι οποίες εγγράφηκαν μετά τις 29 Ιουνίου 2015 για την ενίσχυση και εξυγίανση του Συνδέσμου, δεν συνεπάγονται πληρωμή αποζημίωσης στη Δημοκρατία της Αυστρίας.

5.6.   Ο Σύνδεσμος συνεισφέρει νέο, εξωτερικό, βασικό κεφάλαιο (καθαρά, μετά την αφαίρεση των εξοφλήσεων) τουλάχιστον στο ύψος που αντιστοιχεί με το άθροισμα των ετήσιων μερισμάτων και πληρωμών αποζημίωσης (υποκατάστατο για τις αποθεματοποιήσεις).

6.   Απαγόρευση διανομής μερισμάτων της ÖVAG

Η ÖVAG δεν θα καταβάλει μερίσματα έως το τέλος της εκκαθάρισης. Εφόσον μπορούν να διαχωριστούν νομικά, οι πληρωμές για την αμοιβή των ενισχύσεων παραμένουν ανεπηρέαστες.

7.   Απαγόρευση ηγετικής θέσης κατά τον καθορισμό των τιμών

Απαγορεύεται στην Live Bank έως το τέλος της εκκαθάρισης να προσφέρει καλύτερους όρους σε ζητήματα επιτοκίων (για όλες τις ληξιπρόθεσμες διάρκειες) από τον ανταγωνιστή της με τις τρίτες καλύτερες συνθήκες στην αυστριακή αγορά στο πεδίο των άμεσων επιγραμμικών τραπεζικών συναλλαγών, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής.

8.   Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Αυστρίας στη Volksbank Wien-Baden AG ως κεντρική οργάνωση του Συνδέσμου

8.1.   Η Δημοκρατία της Αυστρίας, όταν θα τεθεί σε ισχύ η διάσπαση της ÖVAG και η μεταβίβαση της λειτουργίας της κεντρικής οργάνωσης του Συνδέσμου στην VBWB, θα λάβει δωρεάν από τον Σύνδεσμο ποσοστό 25 % συν μία μετοχή (“25 % + 1”).

8.2.   Σε περίπτωση μη τήρησης της εξόφλησης, σύμφωνα με το σημείο 9.3 αυτής της συμφωνίας, η Δημοκρατία της Αυστρίας θα λάβει δωρεάν από τον Σύνδεσμο περαιτέρω μετοχές της VBWB μέχρι συνολικό ποσοστό [26-40] %. Η Δημοκρατία της Αυστρίας έχει επίσης το δικαίωμα διάθεσης των μετοχών που διατηρεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας αναδιάρθρωσης.

8.3.   Στη Δημοκρατία της Αυστρίας εξασφαλίζεται από τον Σύνδεσμο το δικαίωμα διορισμού του ημίσεως των μελών του εποπτικού συμβουλίου της VBWB που θα καθοριστούν από τον ιδιοκτήτη.

9.   Αμοιβή για τα μέτρα ενίσχυσης

9.1.   Για την εγγύηση για στοιχεία ενεργητικού ύψους 100 εκατ. ευρώ που έχει συστήσει η Δημοκρατία της Αυστρίας για την ÖVAG, παρέχεται αμοιβή υπό μορφή ανεξάρτητης από τα κέρδη πριμοδότησης 10 % ετησίως.

9.2.   Η VBWB αναγνωρίζει στη Δημοκρατία της Αυστρίας συμμετοχή στα κέρδη ως αποζημίωση για τα κρατικά κεφάλαια συμμετοχής ύψους 300 εκατ. ευρώ που μειώθηκαν στην ÖVAG κατά τη διάσπαση, σύμφωνα με τη συμφωνία αναδιάρθρωσης. Από τη συμμετοχή στα κέρδη πρέπει να αφαιρεθούν τα κρατικά κεφάλαια συμμετοχής που διατηρήθηκαν κατά τη διάσπαση και έχουν αποζημιωθεί κανονικά.

9.3.   Η πληρωμή για τη συμμετοχή στα κέρδη πρέπει να πραγματοποιηθεί με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της VBWB […] σε ποσό τουλάχιστον [0-50] εκατ. ευρώ και με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της VBWB […] σε ποσό τουλάχιστον [0-100] εκατ. ευρώ. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί ένα από αυτά τα κατώτατα όρια, θα πρέπει να κοινοποιηθεί νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Σημειώνεται ότι η συμφωνία σχεδίου αναδιάρθρωσης με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της VBWB […] προβλέπει επιμερισμό ύψους τουλάχιστον [0-200] εκατ. ευρώ και με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της VBWB [2020-2025] πλήρη επιμερισμό.

10.   Άλλοι κανόνες δεοντολογίας

10.1.   Η ÖVAG και ο Σύνδεσμος δεσμεύονται σε απαγόρευση εξαγοράς. Αυτό ισχύει τόσο για την αγορά επιχειρήσεων με δική τους νομική δομή και μερίδια επιχειρήσεων, όσο και για πακέτα στοιχείων ενεργητικού που συναπαρτίζουν το εμπορικό κατάστημα ή την επιμέρους επιχείρηση. Από αυτό εξαιρούνται οι εξαγορές επιχειρήσεων που πρέπει να γίνουν κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η σταθερότητα σε χρηματοοικονομικό επίπεδο ή σε επίπεδο Συνδέσμου προς το συμφέρον του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εφόσον αυτές οι εξαγορές έχουν εγκριθεί εκ των προτέρων από την Επιτροπή. Εξαιρούνται επιπλέον οι εξαγορές επιχειρήσεων που ανήκουν, με κριτήριο τη διαχείριση των υφιστάμενων υποχρεώσεων των πελατών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες πληρωμής, στις συνήθεις τρέχουσες επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας τράπεζας.

10.2.   Η ÖVAG και ο Σύνδεσμος δεν θα χρησιμοποιήσουν τα μέτρα ενίσχυσης ή τα προνόμια που προκύπτουν από αυτά για διαφημιστικούς σκοπούς.

10.3.   Η ÖVAG και ο Σύνδεσμος πρέπει να ελέγξουν τα συστήματα αμοιβών τους ως προς τη λειτουργία τους ως κινήτρων και την καταλληλότητά τους και να μεριμνήσουν, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του αστικού δικαίου, ώστε τα συστήματα αυτά να μη συντελούν στην έκθεση σε δυσανάλογους κινδύνους αλλά να προσανατολίζονται σε βιώσιμους και μακροπρόθεσμους επιχειρηματικούς στόχους και να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια.

10.4.   Ο Σύνδεσμος θα επεκτείνει περαιτέρω τα συστήματα παρακολούθησης και επιτήρησης κινδύνων και θα ασκεί συνετή και σταθερή επιχειρηματική πολιτική προσανατολισμένη στην αρχή της βιωσιμότητας.

11.   Επιβλέπων εντολοδόχος

11.1.   Η Δημοκρατία της Αυστρίας διασφαλίζει ότι η πλήρης και ορθή υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης της ÖVAG και του Συνδέσμου, καθώς και η πλήρης και ορθή εφαρμογή όλων των δεσμεύσεων του παρόντος καταλόγου δεσμεύσεων παρακολουθούνται σε μόνιμη βάση από επιβλέποντα εντολοδόχο, ο οποίος διαθέτει επαρκή προσόντα και είναι ανεξάρτητος υπέχει δε ειδική υποχρέωση εχεμύθειας.

11.2.   Ο διορισμός, τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και η απαλλαγή του επιβλέποντος εντολοδόχου παρατίθενται στο παράρτημα “Εντολοδόχος”.

11.3.   Η Δημοκρατία της Αυστρίας μεριμνά ώστε η Επιτροπή ή ο εντολοδόχος να έχουν κατά την εφαρμογή της απόφασης απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας απόφασης. Η Επιτροπή και ο εντολοδόχος δύνανται να ζητήσουν από την ÖVAG και τον Σύνδεσμο επεξηγήσεις και διευκρινίσεις. Η Δημοκρατία της Αυστρίας, η ÖVAG και ο Σύνδεσμος συνεργάζονται πλήρως με την Επιτροπή και με τον επιβλέποντα εντολοδόχο σε όλα τα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με την επιτήρηση της εκτέλεσης της παρούσας απόφασης.».


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, με τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).


10.2.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 34/152


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/154 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 22ας Ιουλίου 2015

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.13869 (C 68/2002) (πρώην NN 80/2002) — Κεφαλαιοποίηση των λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της EDF

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 4959]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο (2),

και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ («η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας») σχετικά με το πλεονέκτημα που είχε προκύψει λόγω της μη καταβολής του οφειλόμενου φόρου εταιρειών από τη δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα «Electricité de France (E.D.F.), Service National» («EDF», η οποία μετατράπηκε στην ανώνυμη εταιρεία Electricité de France SA στα τέλη του 2004), κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της το 1997, για μέρος των λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του γαλλικού δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης («ΔΜΥΤ») (réseau d'alimentation général — RAG) και κεφαλαιοποιήθηκαν.

(2)

Στις παρατηρήσεις τους που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές αμφισβήτησαν ότι η EDF αποκόμισε φορολογικό πλεονέκτημα και υποστήριξαν ιδίως ότι η συμπληρωματική εισφορά κεφαλαίου διόρθωνε την ανεπάρκεια κεφαλαίων και, ως εκ τούτου, ήταν δικαιολογημένη.

(3)

Με επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή διαβίβασε στη Γαλλία τις μόνες παρατηρήσεις που έλαβε από έναν τρίτο ενδιαφερόμενο και την κάλεσε να τις σχολιάσει. Η Γαλλία δεν υπέβαλε σχόλια για τις εν λόγω παρατηρήσεις.

(4)

Στις 12 Φεβρουαρίου 2003 πραγματοποιήθηκε τεχνική σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών και στη συνέχεια η Επιτροπή υπέβαλε αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών στις 4 Ιουλίου 2003.

(5)

Στις 11 Νοεμβρίου 2003 η Γαλλία υπέβαλε νέα στοιχεία. Στις 17 Νοεμβρίου 2003, διοργανώθηκε νέα τεχνική σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής, των γαλλικών αρχών και εκπροσώπων της EDF. Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες στις 20 Νοεμβρίου 2003.

(6)

Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (3), η Επιτροπή κήρυξε το μέτρο ενίσχυσης από το οποίο είχε επωφεληθεί η EDF ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και απαίτησε την ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης με τόκους. Η ενίσχυση επεστράφη τον Φεβρουάριο του 2004.

(7)

Με την απόφασή του της 15ης Δεκεμβρίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής (4). Η Γαλλία κατέβαλε εκ νέου στην EDF το ποσό της ενίσχυσης που της είχε επιστραφεί το 2004.

(8)

Με την απόφασή του της 5ης Ιουνίου 2012, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που υπέβαλε η Επιτροπή κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου (5).

(9)

Με απόφαση της 2ας Μαΐου 2013, η Επιτροπή επέκτεινε την επίσημη διαδικασία έρευνας («απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας») (6).

(10)

Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή την 1η Ιουλίου 2013.

(11)

Με επιστολή της 13ης Αυγούστου 2013, η Επιτροπή διαβίβασε στη Γαλλία τις παρατηρήσεις της 29ης Ιουλίου 2013 του μόνου ενδιαφερόμενου τρίτου μέρους, της EDF, και την κάλεσε να τις σχολιάσει. Στις 11 Οκτωβρίου 2013, η Γαλλία υπέβαλε τα σχόλιά της για τις παρατηρήσεις της EDF.

(12)

Στις 18 Οκτωβρίου 2013, η EDF διαβίβασε στην Επιτροπή μελέτη που συνέταξε εταιρεία συμβούλων (Oxera) με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 2013. Στις 22 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή διαβίβασε την εν λόγω μελέτη στη Γαλλία, καλώντας τη να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Η πρόσκληση αυτή, ωστόσο, τελούσε υπό επιφύλαξη, δεδομένου ότι η μελέτη υποβλήθηκε αφού είχε παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δυόμισι μηνών από την εκπνοή της προθεσμίας που όρισε η απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας και, επιπλέον, είχε συνταχθεί μετά τη λήψη της απόφασης για την επένδυση στην EDF την οποία επικαλείται η Γαλλία. Στις 6 Νοεμβρίου 2013, η Γαλλία υπέβαλε τα σχόλιά της για τη μελέτη.

(13)

Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών στις 14 Νοεμβρίου 2013. Στις 15 Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε νέες πληροφορίες και διευκρινίσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις της Γαλλίας, οι οποίες διαβιβάστηκαν στις 23 Δεκεμβρίου 2013.

(14)

Στις 22 Νοεμβρίου 2013, η EDF διαβίβασε στην Επιτροπή νομική γνωμοδότηση που συντάχθηκε κατά παραγγελία της EDF, ως πρόσθετο στοιχείο και για να στηρίξει τις παρατηρήσεις της της 29ης Ιουλίου 2013.

(15)

Κατόπιν αιτήματος της EDF, πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαρτίου 2014 σύσκεψη με την Επιτροπή, στην οποία παρέστησαν οι γαλλικές αρχές.

(16)

Στις 13 Μαΐου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους σχετικά με την υποβληθείσα από την EDF νομική γνωμοδότηση καθώς και διευκρινίσεις και πρόσθετες πληροφορίες, τις οποίες υπέβαλαν με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2014.

1.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

1.1.   Ο ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ: EDF, ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ

(17)

Η EDF συστάθηκε δυνάμει του νόμου αριθ. 46-628 της 8ης Απριλίου 1946 σχετικά με την εθνικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου («ο νόμος αριθ. 46-628»)· βάσει του άρθρου 1 του εν λόγω νόμου εθνικοποιήθηκαν η παραγωγή, η μεταφορά, η διανομή και η εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία. Ο νόμος αυτός ανέθετε τη διαχείριση των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού σε έναν εθνικό δημόσιο οργανισμό βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Electricité de France (E.D.F.), Service National».

(18)

Το άρθρο 16 του νόμου αριθ. 46-628 προέβλεπε ότι το καθαρό υπόλοιπο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που μεταβιβάστηκαν στην EDF αποτελούσε το κεφάλαιό της, ανήκε στο έθνος, ήταν αναπαλλοτρίωτο και ότι, σε περίπτωση ζημίας εκμετάλλευσης, έπρεπε να ανασυσταθεί βάσει των αποτελεσμάτων των επόμενων χρήσεων. Βάσει του άρθρου 1 του διατάγματος αριθ. 56-493, της 14ης Μαΐου 1956, περί των εισφορών κεφαλαίου προς την EDF, οι εν λόγω εισφορές κεφαλαίου υπόκεινται στους κανόνες που ορίζει το άρθρο 16 του προαναφερθέντος νόμου. Βάσει του άρθρου 2 του ίδιου διατάγματος, για τις εισφορές αυτές αποδίδονται στο κράτος τόκοι και μέρισμα.

(19)

Δυνάμει του νόμου αριθ. 46-628, η EDF ήταν από τη δημιουργία της, και εξακολουθούσε να είναι το 1997, εθνική δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα μη υπαγόμενη στις διατάξεις που διέπουν τις ανώνυμες εταιρείες. Μια δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα δεν διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο, σε αντίθεση με μια ανώνυμη εταιρεία δημοσίου δικαίου η οποία ανήκει στους μετόχους της (7). Μολονότι στα σχετικά κείμενα χρησιμοποιούνται οι όροι «κεφάλαιο» και «εισφορά κεφαλαίου», η EDF δεν διέθετε μετοχικό κεφάλαιο λόγω του καθεστώτος της ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ο νόμος αριθ. 2004-803 της 9ης Αυγούστου 2004 σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου («ο νόμος αριθ. 2004-803») προέβλεπε την αλλαγή αυτού του καθεστώτος στο μέλλον. Το άρθρο 24 του νόμου αριθ. 2004-803 διευκρίνιζε ότι η EDF, ποσοστό άνω του 70 % του κεφαλαίου της οποίας ανήκε στο κράτος, θα διέπονταν από τους ισχύοντες για τις ανώνυμες εταιρείες νόμους, πλην αντιθέτων νομοθετικών διατάξεων. Το άρθρο 47 αυτού του νόμου προέβλεπε επίσης τη μεταγενέστερη μετατροπή της δημόσιας επιχείρησης EDF σε ανώνυμη εταιρεία, με την επιφύλαξη της δημοσίευσης διατάγματος σχετικά με το νέο καθεστώς της. Το άρθρο 46 όριζε ότι ο ισολογισμός της εταιρείας EDF την 31η Δεκεμβρίου 2004 θα καταρτιζόταν με βάση τον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2003 και τον λογαριασμό αποτελεσμάτων για το οικονομικό έτος 2004 της δημόσιας επιχείρησης EDF.

(20)

Η μετατροπή της EDF σε ανώνυμη εταιρεία πραγματοποιήθηκε κατ' εφαρμογή του διατάγματος αριθ. 2004-1224 της 17ης Νοεμβρίου 2004 περί του καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας Electricité de France. Το καταστατικό που προσαρτήθηκε στο διάταγμα προέβλεπε ότι η EDF θα ήταν στο εξής ανώνυμη εταιρεία που διέπεται από τους νόμους και κανονισμούς οι οποίοι εφαρμόζονται στις εμπορικές εταιρείες, και ιδίως από τον εμπορικό κώδικα, στον βαθμό που δεν παρεκκλίνει από τις ειδικότερες διατάξεις, περιλαμβανομένου του ίδιου του καταστατικού.

(21)

Το άρθρο 6 του καταστατικού της EDF προβλέπει ότι το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, που αρχικά ανήκε εξ ολοκλήρου στο κράτος, ορίζεται στο ποσό των 8,129 δισεκατ. ευρώ, διαιρούμενο σε 1 625 800 000 μετοχές αξίας 5 ευρώ εκάστη. Το μετοχικό κεφάλαιο της νέας ανώνυμης εταιρείας EDF καθορίστηκε τον Νοέμβριο του 2004 στο ίδιο ποσό με αυτό του κεφαλαίου και των εισφορών κεφαλαίου της δημόσιας επιχείρησης οικονομικού κι εμπορικού χαρακτήρα EDF που είχαν συσσωρευτεί μέχρι τότε, ήτοι σε 8,1 δισεκατ. ευρώ. Το εν λόγω ποσό κεφαλαίου και των εισφορών κεφαλαίου είχε επιτευχθεί κατ' εφαρμογή του νόμου αριθ. 97-1026, της 10ης Νοεμβρίου 1997, περί διαφόρων μέτρων οικονομικού και εμπορικού χαρακτήρα («ο νόμος αριθ. 97-1026») και παρέμεινε αμετάβλητο από το 1997.

(22)

Σύμφωνα με τον νόμο 2004-803 και το καταστατικό της EDF, το κράτος όφειλε, και οφείλει, να κατέχει, ανά πάσα στιγμή, ποσοστό άνω του 70 % του κεφαλαίου της εταιρείας. Τον Νοέμβριο του 2005, νέες μετοχές της EDF εισηγμένες στο Euronext προσφέρθηκαν σε τιμή ανοίγματος («OPO»), γεγονός που παρείχε την πραγματική δυνατότητα συμμετοχής στο κεφάλαιο της EDF και άλλων μετόχων εκτός από το κράτος.

1.2.   Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΥΨΗΛΗΣ ΤΑΣΗΣ

(23)

Βάσει των διατάξεων του άρθρου 36 του νόμου αριθ. 46-628, έγινε μεταβίβαση του συνόλου των εθνικοποιημένων παραχωρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας. Για τις εν λόγω παραχωρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 37 του νόμου, ο παραχωρησιούχος υποχρεούται να τηρεί μια πρότυπη συγγραφή υποχρεώσεων. Οι διάφορες παραχωρήσεις μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που μεταβιβάστηκαν από το Δημόσιο στην EDF ενοποιήθηκαν το 1958 σε μία ενιαία παραχώρηση που καλείται παραχώρηση δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης.

(24)

Ελλείψει λογιστικών κανόνων ειδικά για τις παραχωρήσεις, ήδη από το 1946, η EDF θεωρούσε ότι ήταν ιδιοκτήτης των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το ΔΜΥΤ και εγγράφει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία στο ενεργητικό του ισολογισμού της. Βάσει του άρθρου 8 της συγγραφής υποχρεώσεων που εγκρίθηκε με το διάταγμα αριθ. 56-1225 της 28ης Νοεμβρίου 1956, η EDF υποχρεούται να εκτελεί με ίδιο κόστος όλες τις εργασίες συντήρησης και ανανέωσης που απαιτούνται για την άρτια κατάσταση λειτουργίας των έργων της παραχώρησης.

(25)

Το 1987, μετά την τροποποίηση του 1982 του γενικού λογιστικού σχεδίου που περιελάμβανε ειδικούς κανόνες για τα περιουσιακά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέλθουν στο Δημόσιο μετά τη λήξη της παραχώρησης, η EDF τροποποίησε τη λογιστική πρακτική της και ταξινόμησε τα στοιχεία του ενεργητικού που αφορούσαν το ΔΜΥΤ στη θέση του ισολογισμού «Περιουσιακά στοιχεία υπό παραχώρηση». Η EDF εφάρμοσε στα στοιχεία του ενεργητικού της τους ειδικούς λογιστικούς κανόνες που ισχύουν στη Γαλλία για τα παραχωρηθέντα περιουσιακά στοιχεία που πρέπει να επιστραφούν στο κράτος μετά τη λήξη της παραχώρησης, και δημιούργησε προβλέψεις με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ.

(26)

Σε έκθεση του 1994 (8), το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι, εφόσον υπάρχει ένας μόνο και μόνιμος παραχωρησιούχος του κράτους, ο οποίος ορίζεται από τον νόμο, εν προκειμένω η EDF, ήταν δύσκολο να θεωρηθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν το ΔΜΥΤ πρέπει να περιέλθουν στο Δημόσιο μετά τη λήξη της παραχώρησης, σε αντίθεση με τα περιουσιακά στοιχεία του ΔΜΥΤ που ανήκουν στην EDF. Με άλλα λόγια, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε αδικαιολόγητη την τροποποίηση του λογιστικού σχεδίου από την EDF το 1987 που συνεπαγόταν τη δημιουργία προβλέψεων με φοροαπαλλαγή. Άρχισαν άμεσα εργασίες διευθέτησης της κατάστασης της EDF μεταξύ της επιχείρησης και των εποπτικών αρχών.

(27)

Το 1997, στους λογαριασμούς της EDF υπήρχαν δύο είδη προβλέψεων που είχαν δημιουργηθεί με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ: οι μη χρησιμοποιηθείσες μέχρι τότε προβλέψεις ύψους 38,5 δισεκατ. γαλλικών φράγκων (FRF) και τα δικαιώματα του παραχωρούντος, που αφορούσαν ήδη πραγματοποιηθείσες πράξεις ανανέωσης, ύψους 18,345 δισεκατ. FRF.

1.3.   Η ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ

(28)

Ο νόμος αριθ. 97-1026 διασαφήνισε το καθεστώς των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν το ΔΜΥΤ. Το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου ορίζει:

«I.

Τα έργα του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσεως ανήκουν στην κυριότητα της Électricité de France κατόπιν της παραχωρήσεως του δικτύου αυτού στην εν λόγω εταιρεία.

II.

Για την εφαρμογή των διατάξεων της [παραγράφου] I, την 1η Ιανουαρίου 1997, το ποσό που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα στοιχεία ενεργητικού του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσεως, όπως αναγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού της Électricité de France, καταχωρίζεται, μη περιλαμβανομένων των αντίστοιχων διαφορών αναπροσαρμογής, στη θέση “Εισφορές κεφαλαίου” […].».

(29)

Σε κάθε πράξη κεφαλαίου της EDF πρέπει να εφαρμόζεται ο νόμος. Πράγματι, στην ισχύουσα μορφή του το 1997, το άρθρο 16 του νόμου 46-628 προέβλεπε ότι το κεφάλαιο της EDF ήταν αναπαλλοτρίωτο και ανήκε στο έθνος. Συνεπώς, οι εισφορές στο κεφάλαιο της EDF που προέκυψαν από την αναταξινόμηση των προβλέψεων για ανανέωση του ΔΜΥΤ υπάγονταν κατά το γαλλικό δίκαιο σε αυτό τον νόμο.

(30)

Ο νόμος αριθ. 97-1026 ορίζει την κυριότητα των στοιχείων ενεργητικού του ΔΜΥΤ. Συνεπώς, ο ισολογισμός της EDF αναδιοργανώθηκε με τον νόμο αριθ. 97-1026. Οι προβλέψεις που δημιουργήθηκαν από την EDF κατά το διάστημα από το 1987 έως το 1996 για την ανανέωση του ΔΜΥΤ με σκοπό την επιστροφή αυτών των στοιχείων ενεργητικού στο Δημόσιο, είτε είχαν χρησιμοποιηθεί είτε όχι, ήταν άνευ αντικειμένου, εάν η κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων του ΔΜΥΤ θεωρηθεί ότι ανήκει στην EDF.

(31)

Σε επιστολή του υπουργού οικονομίας, οικονομικών και βιομηχανίας, του υφυπουργού προϋπολογισμού και του υφυπουργού βιομηχανίας προς την EDF, που στάλθηκε στην EDF στις 22 Δεκεμβρίου 1997 (στο εξής «η επιστολή του υπουργού οικονομίας»), εξηγείται στο παράρτημα 1 της επιστολής η αναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων και του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της EDF, κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 97-1026:

«—

Αναταξινόμηση των “δικαιωμάτων του παραχωρούντος” (18 345 563 605 F):

Ενοποίηση σε χορηγήσεις κεφαλαίων του ποσού που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα υλικά περιουσιακά στοιχεία του ΔΜΥΤ ύψους 14 119 065 335 FRF.

Ομαδοποίηση των διαφορών αναπροσαρμογής του ΔΜΥΤ του 1959 (2 425 εκατ. FRF) και του 1976 (μη αποσβέσιμα πάγια στοιχεία: 97 εκατ. FRF) με το κονδύλιο “Διαφορές αναπροσαρμογής ΔΜΥΤ”, το ύψος του οποίου ανέρχεται πλέον σε 4 145 εκατ. FRF από 1 720 εκατ. FRF.

Ομαδοποίηση των νομοθετικά προβλεπόμενων προβλέψεων για την αναπροσαρμογή των αποσβέσιμων πάγιων στοιχείων του ενεργητικού του 1976 (1 704 εκατ. FRF), με αποτέλεσμα το κονδύλιο να ανέρχεται πλέον σε 2 581 εκατ. FRF από 877 εκατ. FRF.

Αναταξινόμηση των προβλέψεων για ανανέωση που κατέστησαν αδικαιολόγητες (38 520 943 408 FRF) με μεταφορά στο επόμενο έτος, κατ' εφαρμογή της γνωμοδότησης του εθνικού συμβουλίου λογιστικής αριθ. 97-06 της 18ης Ιουνίου 1997 σχετικά με τις λογιστικές μεταβολές.».

(32)

Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF, οι γαλλικές αρχές εφάρμοσαν τη γνωμοδότηση αριθ. 97-06 της 18ης Ιουνίου 1997 του εθνικού συμβουλίου λογιστικής σχετικά με την αλλαγή των λογιστικών μεθόδων, την αλλαγή των εκτιμήσεων, την αλλαγή των φορολογικών επιλογών και τη διόρθωση σφαλμάτων («γνωμοδότηση του εθνικού συμβουλίου λογιστικής»), η οποία ορίζει ότι οι διορθώσεις λογιστικών σφαλμάτων που από τη φύση τους αφορούν τη λογιστική καταχώριση πράξεων του παρελθόντος «καταχωρίζονται λογιστικά στο αποτέλεσμα της χρήσης στη διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκαν».

(33)

Σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 97-1026 και την επιστολή του υπουργού Οικονομίας, οι διαφορές αναπροσαρμογής μεταφέρθηκαν στη θέση «ίδια κεφάλαια» χωρίς καμία φορολογική επίπτωση, διότι αφορούσαν αυξήσεις της αξίας που είχαν πραγματοποιηθεί με φοροαπαλλαγή ή υπό καθεστώς φορολογικής ουδετερότητας, δυνάμει των νόμων περί αναπροσαρμογής του 1959 και του 1976.

1.4.   ΟΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ

(34)

Στο παράρτημα 3 της επιστολής του υπουργού οικονομίας ορίζονται επίσης οι φορολογικές επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF. Παρατηρείται μεταβολή του καθαρού ενεργητικού με την αναταξινόμηση των μη χρησιμοποιηθεισών προβλέψεων για ανανέωση, ύψους 38,5 δισεκατ. FRF, και τη μεταφορά τους στο επόμενο έτος, η οποία υπόκειται στον φόρο εταιρειών με τον συντελεστή του 41,66 % που ίσχυε το 1997. Έτσι, οι μη χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις ύψους 38,5 δισεκατ. FRF φορολογήθηκαν κανονικά από τις γαλλικές αρχές. Αντιθέτως, δεν φορολογήθηκε το μέρος των προβλέψεων που συστάθηκε επίσης αφορολόγητα και ενοποιήθηκε ως εισφορά κεφαλαίου και αντιστοιχεί στα δικαιώματα του παραχωρούντος.

(35)

Σε σημείωμα της γενικής διεύθυνσης προσόδων της 9ης Απριλίου 2002 προς την Επιτροπή, οι γαλλικές αρχές αναφέρουν ότι «τα δικαιώματα του παραχωρούντος που συνδέονται με το ΔΜΥΤ αποτελούν αχρεώστητη οφειλή, η οποία με την ενσωμάτωσή της στο κεφάλαιο απαλλάχθηκε από φόρο με αδικαιολόγητο τρόπο» και ότι «το απόθεμα αυτό έπρεπε, πριν από την ενσωμάτωσή του στο κεφάλαιο, να μεταφερθεί από το παθητικό του οργανισμού, όπου είχε εγγραφεί εσφαλμένα, σε ένα λογαριασμό καθαρής θέσης, με αποτέλεσμα τη θετική μεταβολή του καθαρού φορολογητέου ενεργητικού κατ' εφαρμογήν του άρθρου 38-2» του γενικού φορολογικού κώδικα. Οι γαλλικές αρχές διαπιστώνουν ότι «το φορολογικό πλεονέκτημα που αποκτήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο [το 1997 από την EDF] μπορεί να εκτιμηθεί σε 5,88 δισεκατ. φράγκα (14,119 × 41,66 %).».

2.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(36)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι η παράτυπη δημιουργία πρόσθετων προβλέψεων για ανανέωση του ΔΜΥΤ κατά την περίοδο 1987-1996 είχε ευνοήσει την EDF κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η πράξη αυτή της παρείχε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα που προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ της κεφαλαιοποιηθείσας αξίας του φόρου εταιρειών που δεν καταβλήθηκε για τις προβλέψεις της ίδιας περιόδου και του ποσού του φόρου εταιρειών που κατέβαλε η EDF το 1997, μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 97-1026.

(37)

Παρά το γεγονός ότι η EDF ασκούσε στη Γαλλία δραστηριότητες σε ορισμένες αγορές που υπόκεινται σε μονοπωλιακά δικαιώματα πριν να τεθεί σε ισχύ η οδηγία 96/92/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) που απελευθέρωσε τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή θεωρούσε ότι τα εν λόγω μέτρα ενισχύσεων υπέρ της EDF νόθευαν ή υπήρχε κίνδυνος να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Αυτό ήταν απόρροια ιδίως του γεγονότος ότι, αν και η EDF απολάμβανε ορισμένα αποκλειστικά δικαιώματα στην άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων στη Γαλλία, υπήρχαν παρ' όλα αυτά ορισμένες συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών σε αυτές τις αγορές. Επιπλέον, υπήρχε ελεύθερος ανταγωνισμός στις παρεπόμενες αγορές στις οποίες η EDF είχε ήδη διαφοροποιήσει τις δραστηριότητές της πέραν του πεδίου των αποκλειστικών δικαιωμάτων της (τόσο από γεωγραφική όσο και από τομεακή άποψη). Οι επιπτώσεις αυτές είχαν ήδη εκδηλωθεί πριν από την ελευθέρωση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

(38)

Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι επρόκειτο για νέα ενίσχυση που, κατά τα φαινόμενα, δεν επέτρεπε να θεωρηθεί ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ. Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές δεν είχαν επικαλεστεί την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΤΡΙΤΟΥ

(39)

Με επιστολή της 6ης Ιανουαρίου 2003, το Syndicat National des Producteurs Indépendants d'Electricité Thermique (εθνικό συνδικάτο ανεξάρτητων παραγωγών θερμοηλεκτρικής ενέργειας — SNPIET) υπέβαλε παρατηρήσεις στην Επιτροπή στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, όσον αφορά τη μη καταβολή, το 1997 του φόρου εταιρειών για μέρος των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ, η EDF δεν συμμορφώθηκε με τους κανόνες που διέπουν τις βιομηχανικές και εμπορικές εταιρείες, κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αριθ. 46-628 της 8ης Απριλίου 1946.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(40)

Οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Αμφισβητούν τον χαρακτήρα της κρατικής ενίσχυσης που αποδίδεται στη μη καταβολή το 1997 του φόρου εταιρειών για μέρος των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ.

(41)

Καταρχάς, οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν το ύψος των προβλέψεων για την ανανέωση του ΔΜΥΤ που παρουσιάζει η Επιτροπή. Στη συνέχεια, οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι, ακόμη και χωρίς τις προβλέψεις για την ανανέωση του ΔΜΥΤ, η EDF δεν ήταν σε θέση να καταβάλει το φόρο εταιρειών από το 1987 έως το 1996 λόγω των μεταφορών μεγάλων φορολογικών ελλειμμάτων. Επιπλέον, καθώς το κράτος είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης της EDF και παραχωρούσα αρχή του ΔΜΥΤ, οι γαλλικές αρχές θεώρησαν ότι τα δικαιώματα του παραχωρούντος δεν συνιστούσαν ένα πραγματικά απαιτητό χρέος για το κράτος. Επομένως, κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού το 1997, ενέταξαν τα δικαιώματα του παραχωρούντος στα ίδια κεφάλαια της EDF, προκειμένου να διορθώσουν την υποκεφαλαιοποίησή της, χωρίς ωστόσο να τα υποβάλουν στον φόρο εταιρειών.

(42)

Οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι η λογιστική αναδιάρθρωση που πραγματοποιήθηκε το 1997 μπορεί να ερμηνευθεί ως συμπληρωματική εισφορά κεφαλαίου, το ύψος του οποίου αντιστοιχεί στη μερική φοροαπαλλαγή, η οποία αποσκοπούσε επίσης στη διόρθωση της υποκεφαλαιοποίησης. Η EDF και το Δημόσιο θέλησαν να μετατρέψουν τα οιονεί ίδια κεφάλαια σε κεφάλαιο, μετά από αφαίρεση του φόρου εταιρειών. Κρίθηκε ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο και ουδέτερο μέτρο το να μετατραπεί απευθείας το συνολικό ποσό των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε ίδια κεφάλαια αντί της εκτέλεσης πράξεων ισοδύναμου αποτελέσματος, όπως η μετατροπή σε κεφάλαιο καθαρού ποσού μετά από αφαίρεση του φόρου εταιρειών, η καταβολή εκ μέρους της EDF του αναλογούντος φόρου εταιρειών για τη μεταβολή του καθαρού ενεργητικού και, τέλος, η συμπληρωματική εισφορά κεφαλαίου ισόποση με τον καταβληθέντα φόρο.

(43)

Οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι μια τέτοια πρόσθετη εισφορά ήταν δικαιολογημένη από τις προοπτικές αποδοτικότητας που παρείχε η EDF το 1997, οι οποίες, εξάλλου, επαληθεύτηκαν κατά τα επόμενα έτη. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, σε παρόμοιες συνθήκες, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς θα προέβαινε σε αυτή την εισφορά κεφαλαίου.

(44)

Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν επίσης ότι η αμοιβή του Δημοσίου μειώθηκε αδικαιολόγητα από το 1987 έως το 1996 μετά τη δημιουργία των εν λόγω προβλέψεων. Αναφέρουν ότι, ακόμη και αν το καθαρό αποτέλεσμα ήταν υψηλότερο, η αμοιβή του Δημοσίου δεν θα ήταν μεγαλύτερη, διότι κατά το διάστημα εκείνο το επίπεδο της αμοιβής δεν αντιστοιχούσε σε προκαθορισμένο ποσοστό του καθαρού αποτελέσματος της επιχείρησης. Το επίπεδο αυτό καθορίστηκε ελεύθερα από το κράτος σε απόλυτη τιμή και θα μπορούσε να μη καθοριστεί σε συνάρτηση με τη χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης. Επιπλέον, η εν λόγω αμοιβή δεν εισπράττονταν υποχρεωτικά από τα καθαρά κέρδη κάθε χρήσης. Στο πνεύμα αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη τις μεταφορές ζημιών από προηγούμενες χρήσεις της EDF, οι γαλλικές αρχές υπογραμμίζουν ότι το κράτος εισέπραξε τελικά από το 1987 έως το 1996 μέρισμα το ύψος του οποίου υπερέβη σημαντικά τα όρια που καθορίζει το εταιρικό δίκαιο.

(45)

Οι γαλλικές αρχές εκτιμούν, εξάλλου, ότι, ακόμη και αν η δημιουργία των προβλέψεων για την ανανέωση του ΔΜΥΤ παρείχε πλεονέκτημα, αυτό θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ακυρώθηκε από την αύξηση του φόρου εταιρειών που καταβλήθηκε το 1997. Εκτιμούν επίσης ότι κατά το διάστημα 1987-1996, η EDF κατέβαλε συνολικά στο Δημόσιο ποσό υψηλότερο από τον φόρο εταιρειών που θα είχε καταβάλει μια εμπορική εταιρεία η οποία δεν θα είχε δημιουργήσει προβλέψεις για την ανανέωση του ΔΜΥΤ και θα είχε καταβάλει στους μετόχους της μέρισμα ίσο με 37,5 % του καθαρού αποτελέσματος μετά τους φόρους.

(46)

Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι, ακόμη και αν διαπιστωνόταν η ύπαρξη αθέμιτου πλεονεκτήματος, θα επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση και όχι για νέα ενίσχυση, λόγω της δεκαετούς περιόδου παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου  (10), η οποία υπολογίζεται από τη χορήγηση των πρώτων στοιχείων ενίσχυσης. Λαμβάνοντας υπόψη το πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 2001, τυχόν στοιχεία ενίσχυσης που είχαν χορηγηθεί πριν από το 1991 έχουν παραγραφεί. Οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι η παρέμβαση του νομοθέτη το 1997 δεν είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της εν λόγω παραγραφής, καθώς τέτοιες συνέπειες μπορούν να έχουν μόνον τα μέτρα της Επιτροπής. Τέλος, οι γαλλικές αρχές εκτιμούν ότι πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για υφιστάμενη ενίσχυση, εφόσον χορηγήθηκε πριν από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

(47)

Στην επιστολή τους της 20ής Νοεμβρίου 2003, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν τα επιχειρήματά τους όσον αφορά τις διαφορές αναπροσαρμογής που περιλαμβάνονται στο ποσό των δικαιωμάτων του παραχωρούντος που εμφανίζεται στους λογαριασμούς της εταιρείας καθώς και όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα της παραγραφής. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι ο συντελεστής του εταιρικού φόρου που έπρεπε να εφαρμοσθεί στην αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF είναι ο συντελεστής του 1996 (36,67 %) και όχι αυτός του 1997 (41,66 %). Πράγματι, θεωρούν ότι η εν λόγω αναδιάρθρωση πραγματοποιήθηκε βάσει φορολογικής δήλωσης που κατατέθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1997, δηλαδή μετά το κλείσιμο της χρήσης του 1996, αλλά πριν από το κλείσιμο της χρήσης του 1997.

(48)

Συνεπώς, οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η EDF αποκόμισε πλεονέκτημα το 1997 λόγω της μη καταβολής εταιρικού φόρου για μέρος των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ.

5.   ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(49)

Στην απόφασή του της 15ης Δεκεμβρίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για τον λόγο ότι ήταν καθήκον της Επιτροπής να διαπιστώσει κατά πόσον ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς θα προέβαινε σε επένδυση ανάλογου ύψους σε παρόμοιες συνθήκες. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να επαληθεύσει αν η επένδυση πληρούσε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ.

(50)

Στην απόφασή του της 5ης Ιουνίου 2012, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που υπέβαλε η Επιτροπή κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έκρινε ιδίως ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στη διαπίστωσή του ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να εξακριβώσει εάν τα κεφάλαια χορηγήθηκαν από το Δημόσιο υπό συνθήκες αντίστοιχες προς τους συνήθεις όρους της αγοράς, ανεξάρτητα από τη μορφή στην οποία χορηγήθηκαν. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη και στην περίπτωση που έγινε χρήση μέσων φορολογικής φύσεως, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο

6.   Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(51)

Ως επακόλουθο της ακύρωσης της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή οφείλει να εκδώσει νέα απόφαση δυνάμει του άρθρου 266 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 για να περατώσει τη διαδικασία, συμμορφούμενη με τα νομικά ζητήματα που έχουν κριθεί τελεσίδικα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Μετά την ακύρωση της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή όφειλε να επανεξετάσει τα ζητήματα που σχετίζονται με τα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω απόφασης.

(52)

Αφενός, ούτε το Δικαστήριο ούτε το Γενικό Δικαστήριο θεώρησαν ότι η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας ήταν παράτυπη. Μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει τη βάση μιας νέας τελικής απόφασης. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο υπέδειξε με σαφήνεια τα κριτήρια της δυνατότητας εφαρμογής και της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Τα κριτήρια αυτά βασίζονται ιδίως στην ύπαρξη αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων που δείχνουν ότι η απόφαση του κράτους μέλους ήταν σαφώς να επενδύσει στην ελεγχόμενη δημόσια επιχείρηση, στηριζόμενο σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες θα είχε προβεί ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία (11).

(53)

Στην απόφαση για την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή ανέφερε ότι, σε εκείνο το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, δεν είχε υποβληθεί κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή έγγραφο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό των γαλλικών αρχών ότι η μεταρρύθμιση του λογιστικού συστήματος του 1997 ισοδυναμούσε με πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου ποσού ίσου με το ύψος της μερικής απαλλαγής από τον φόρο. Σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις των γαλλικών αρχών, δεν υπήρχε ούτε κάποιο άλλο στοιχείο που να δείχνει ότι μια τέτοια εισφορά κεφαλαίου δεν συνιστούσε ενίσχυση, αλλά ότι ήταν επένδυση στην οποία θα είχε προβεί σε παρόμοιες συνθήκες ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς, δικαιολογημένη από τις προοπτικές κερδοφορίας που παρείχε η EDF το 1997, οι οποίες επαληθεύτηκαν, εξάλλου, τα επόμενα έτη.

(54)

Κατά συνέπεια, στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας, η Επιτροπή περιέγραφε σαφώς, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και έγγραφα, στην προκαταρκτική της ανάλυση το ενδεχόμενο οικονομικό πλεονέκτημα που προέκυπτε από το γεγονός ότι η EDF δεν κατέβαλε το 1997 τον εταιρικό φόρο για το μέρος των προβλέψεων που αντιστοιχούσε σε ποσό 14,119 δισεκατ. FRF δικαιωμάτων του παραχωρούντος οι οποίες κεφαλαιοποιήθηκαν.

(55)

Ως προς αυτό, από τη συνολική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υπόθεσης φαίνεται ότι το εν λόγω μέτρο εμπίπτει στο πεδίο άσκησης δημόσιας εξουσίας, γεγονός που αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επενδυτή. Πράγματι, για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους, οι γαλλικές αρχές δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο ή επιχειρηματικό σχέδιο προγενέστερο ή σύγχρονο της απόφασης να μην εισπράξουν τον φόρο από την EDF, το οποίο θα αποδείκνυε την αποδοτικότητα μιας τέτοιας πράξης. Συγκεκριμένα, με βάση τα κριτήρια που παρέθεσε το Δικαστήριο, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Γαλλία θα έπρεπε να τεκμηριώσει δεόντως την ημερομηνία των υποβληθέντων εγγράφων και να αποδείξει ότι τα έγγραφα αυτά είχαν εξεταστεί από τους αρμόδιους υπουργούς και υπαλλήλους και τα κοινοβουλευτικά σώματα πριν από την έκδοση της επίμαχης απόφασης.

(56)

Αντιθέτως, ελλείψει αυτών των εγγράφων, φαίνεται ότι, κατά την άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων, το γαλλικό κράτος εφάρμοσε παρεκκλίνουσα φορολογική μεταχείριση της αναμόρφωσης των ιδίων κεφαλαίων και του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της EDF, όσον αφορά την αναταξινόμηση των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 του νόμου αριθ. 97-1026. Καμία ρητή δημοσιονομική διάταξη δεν προέβλεπε την εκ των προτέρων διάθεση αυτών των φορολογικών εσόδων προς όφελος της EDF, ούτε είχαν τεθεί σε εφαρμογή κανόνες ή έλεγχοι σε θέματα επενδύσεων, ώστε να παράσχουν τη νομική βάση για την εικαζόμενη επένδυση.

(57)

Επίσης, στην απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας, η Επιτροπή προέβαλε ως επικουρικό επιχείρημα το ότι, ακόμη κι αν εφαρμοζόταν η αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου θα οδηγούσε στο συμπέρασμα, σε εκείνο το στάδιο, ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε επενδύσει ποσό 5,88 δισεκατ. FRF στην εισφορά κεφαλαίου στην EDF το 1997. Εφόσον οι γαλλικές αρχές δεν είχαν υποβάλει στοιχεία, κατά τα φαινόμενα, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα πραγματοποιούσε υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς την εικαζόμενη επένδυση χωρίς να εξετάσει προηγουμένως αντικειμενικές και αξιόπιστες μελέτες που θα είχαν συνταχθεί κατά προτίμηση από έναν αμερόληπτο ανεξάρτητο επενδυτικό σύμβουλο, και όχι από τη δικαιούχο επιχείρηση, οι οποίες θα καταδείκνυαν ιδίως την απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων, τον χρονικό ορίζοντα της απόδοσης της επένδυσης και τους εγγενείς κινδύνους, και σε απόλυτες τιμές και σε σχέση με τους τρόπους αμοιβής για μια τέτοια επένδυση.

(58)

Συναφώς, στους παράγοντες τους οποίους θα εξέταζε ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής πριν δεσμεύσει τα κεφάλαιά του, η Επιτροπή πρόσθετε την αβεβαιότητα σχετικά με το ποσό και την εξέλιξη των επιβαρύνσεων για τη χρηματοδότηση των συντάξεων τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσει η EDF το 1997, κατ' εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος της, και την αξιολόγηση που θα μπορούσε να κάνει ένας επενδυτής εκείνη την περίοδο.

(59)

Υπό αυτές τις συνθήκες, η μερική απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών το 1997 δεν έδινε την εντύπωση μιας παραγωγικής επένδυσης εκ μέρους του κράτους-μετόχου, αλλά μάλλον ενός μέτρου παρέκκλισης φορολογικού χαρακτήρα που θα μπορούσε να αποφέρει οικονομικό πλεονέκτημα στην EDF.

(60)

Εξάλλου, φαινόταν ότι η μη είσπραξη του οφειλόμενου από την EDF εταιρικού φόρου έθετε σε κίνδυνο κρατικούς πόρους και μπορούσε να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, γεγονός που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(61)

Ελλείψει νομικής βάσης που επέτρεπε να τεκμηριωθεί η συμβατότητα με την εσωτερική αγορά μιας ενίσχυσης λειτουργίας που ενδυναμώνει τη θέση της EDF έναντι των ανταγωνιστών της, στην απόφαση της 2ας Μαΐου 2013, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Ανάλογες αμφιβολίες είχαν εξάλλου διατυπωθεί και στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

7.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ

(62)

Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2013, η EDF υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας. Η EDF διατύπωσε τρεις κύριες επικρίσεις κατά της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται σε αυτή την απόφαση. i) η απόφαση αγνοεί τα στοιχεία της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου και παραγνωρίζει τον πραγματικό χαρακτήρα της εκτελεσθείσας από το Δημόσιο ανακεφαλαιοποίησης της EDF, ii) η απόφαση είναι υπέρμετρα τυπολατρική, προτάσσοντας λανθασμένα την αναγκαιότητα ενός επιχειρηματικού σχεδίου σε σχέση με την επένδυση, ενώ η ανακεφαλαιοποίηση είναι αποτέλεσμα ενός ώριμου προγραμματισμού, όπως επιβεβαιώνεται από πολυάριθμα έγγραφα της περιόδου εκείνης, και iii) η απόφαση κρίνει, χωρίς αποδείξεις, ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος στην πλησιέστερη θέση με αυτήν του Δημοσίου δεν θα προέβαινε σε παρόμοια επένδυση, σε αντίθεση με τα πραγματικά στοιχεία που παρέχει η EDF για να τεκμηριώσει αυτές τις παρατηρήσεις.

(63)

Κατά την άποψη της EDF, η Επιτροπή εξακολούθησε να αναλύει το μέτρο που έλαβε το γαλλικό κράτος το 1997 με μοναδικό γνώμονα τις εικαζόμενες φορολογικές επιπτώσεις του, ενώ το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε με σαφήνεια αυτή την προσέγγιση. Όπως δήλωσε το Γενικό Δικαστήριο, το μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή από το κράτος, με την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε εισφορές κεφαλαίου, συνιστά πράξη ανακεφαλαιοποίησης της EDF που αποσκοπεί στην άρση των ανισορροπιών του ισολογισμού της EDF με την προοπτική του ανοίγματος των αγορών της ενέργειας στον ανταγωνισμό. Η επιστολή του Υπουργού Οικονομίας της 22ας Δεκεμβρίου 1997 δεν περιέχει φορολογική απόφαση χωριστή από τον νόμο του 1997, αλλά χρησιμεύει στη διαπίστωση των φορολογικών επιπτώσεων. Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι το ένα και αδιαίρετο μέτρο ανακεφαλαιοποίησης και όχι οι εικαζόμενες φορολογικές επιπτώσεις που αποσυνδέονται τεχνητά στην απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας.

(64)

Κατά την άποψη της EDF, η νομολογία δεν επιβάλλει την ύπαρξη επιχειρηματικού σχεδίου ειδικού για την επένδυση και δεν θεσπίζει καμία τυπολογία για το θέμα αυτό, αλλά απαιτεί αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία προγενέστερα ή σύγχρονα του εξεταζόμενου μέτρου. Καταρχήν, ένα τέτοιο επιχειρηματικό σχέδιο δεν ήταν απολύτως αναγκαίο για το κράτος το 1997. Το Δημόσιο είχε πέντε εκπροσώπους στο διοικητικό συμβούλιο της EDF, κατείχε το σύνολο του κεφαλαίου της EDF από το 1946 και την εποχή των εξεταζόμενων πραγματικών περιστατικών, είχε άριστη γνώση της επιχείρησης και συμμετείχε στη διαχείρισή της και στον καθορισμό των στρατηγικών της κατευθύνσεων, στα πλαίσια μιας μακροχρόνιας προοπτικής. Κατά την EDF, μια τέτοια μακροχρόνια προοπτική ήταν απολύτως ενδεδειγμένη στην περίπτωση της EDF, διότι η δραστηριότητά της χαρακτηρίζεται από υψηλή ένταση κεφαλαίου και η διάρκεια ζωής των εγκαταστάσεών της εκτείνεται σε διάστημα δεκαετιών, από 30 έως και 75 έτη σε ορισμένες περιπτώσεις.

(65)

Το κράτος πραγματοποίησε μια τέτοια επένδυση στην EDF ως μέτοχος και όχι κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως αποδεικνύουν πολυάριθμα έγγραφα της περιόδου εκείνης, βάσει συγκεκριμένων αναλύσεων και αξιολογήσεων προοπτικών. Έτσι, ήδη από το 1995 άρχισαν οι εργασίες της EDF και των υπουργείων εποπτείας της για να αντληθούν τα συμπεράσματα από τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 26. Οι εργασίες αυτές αφορούσαν ιδίως την αναδιοργάνωση του ισολογισμού της επιχείρησης και την αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Κατέληξαν στην υπογραφή της σύμβασης επιχείρησης μεταξύ του κράτους και της EDF για την περίοδο 1997-2000, στις 8 Απριλίου 1997, και την ταυτόχρονη κατάθεση, στις 2 Απριλίου 1997, ενός νομοσχεδίου με διάφορες διατάξεις οικονομικού και δημοσιονομικού περιεχομένου, το άρθρο 45 του οποίου επαναλάμβανε αυτούσιες τις διατάξεις του άρθρου 4 του νόμου 97-1026. Οι νομοπαρασκευαστικές εργασίες της Εθνοσυνέλευσης και της Γερουσίας, αλλά και ο ίδιος ο νόμος αποδεικνύουν, κατά την άποψη της EDF, ότι η παρέμβαση του κράτους είχε τον ίδιο χαρακτήρα με αυτήν ενός ιδιώτη επενδυτή: μια εισφορά κεφαλαίου για την ανακεφαλαιοποίηση της EDF.

(66)

Όπως επιβεβαιώνουν σαράντα περίπου έγγραφα της περιόδου εκείνης που επισύναψε η EDF στις επιστολές της, στις αναλύσεις και τους προβληματισμούς του, το κράτος είχε ως γνώμονα τέσσερα βασικά μελήματα:

να λάβει υπόψη το νέο πλαίσιο του ανταγωνισμού με το άνοιγμα των αγορών μετά την έκδοση της οδηγίας 96/92/ΕΚ·

να εξομαλυνθούν οι χρηματοοικονομικές σχέσεις του με την EDF βάσει του κοινού δικαίου, θέτοντας τέρμα στις ασάφειες που υπήρχαν ενδεχομένως στο παρελθόν·

να αρθεί η σημαντική ανισορροπία που έπληττε τη διάρθρωση του ισολογισμού της EDF, μέσω της ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων της·

να διευκολυνθούν οι συγκρίσεις σε διεθνές επίπεδο, ώστε να αυξηθεί η αξιοπιστία της επιχείρησης στην κοινότητα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

(67)

Τέλος, κατά την EDF, το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς πρέπει να εφαρμοστεί όχι μόνο για τους προβληθέντες λόγους, αλλά και διότι πληρούται στην παρούσα υπόθεση, εφόσον το κράτος ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής. Κατά την άποψη της EDF, το Δικαστήριο έκρινε (σκέψεις 78 και 89 της απόφασης) ότι έπρεπε να προσδιοριστεί το κατά πόσον θα μπορούσε η EDF να αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς το ίδιο πλεονέκτημα με αυτό το οποίο της παρασχέθηκε με χρήση κρατικών πόρων και εάν το πλεονέκτημα αυτό, λόγω των αποτελεσμάτων του, θα μπορούσε να νοθεύσει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(68)

Διάφορα έγγραφα της εποχής καταδεικνύουν ακόμη ότι το κράτος εξέτασε διεξοδικά και προσδιόρισε ποσοτικά την αποδοτικότητα της επένδυσής του, όπως θα έπραττε ένας ιδιώτης μοναδικός μέτοχος της επιχείρησης, και αναπτύσσοντας μια μακροχρόνια προοπτική. Σε αυτή τη βάση καθορίστηκε η αμοιβή του κράτους στη σύμβαση επιχείρησης της EDF 1997-2000, αμοιβή η οποία την εποχή εκείνη ήταν σύμφωνη με τις αμοιβές των μετόχων συγκρίσιμων επιχειρήσεων. Έτσι, το κράτος εξέτασε πριν από τη σύναψη της σύμβασης τις εκτιμήσεις των ποσών τα οποία θα έπρεπε να καταβάλλει η EDF σε αυτό από το 1997 έως το 2000.

(69)

Εξάλλου, στις παρατηρήσεις του Ιουλίου 2013, η EDF ανέφερε ότι ανέμενε μια μελέτη την οποία είχε αναθέσει στην Oxera και η οποία δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί όταν η EDF υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Η EDF ισχυριζόταν ότι η μελέτη της Oxera συνέκρινε τον αναμενόμενο συντελεστή εσωτερικής απόδοσης της επένδυσης του κράτους το 1997 με τον συντελεστή που απαιτούν οι κεφαλαιαγορές για μια παρόμοια επένδυση και θα καταδείκνυε ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα πραγματοποιούσε την επένδυση σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στη σύμβαση επιχείρησης 1997-2000.

(70)

Η EDF διαβίβασε στην Επιτροπή, στις 18 Οκτωβρίου 2013, αυτή τη μελέτη της Oxera, της 15ης Οκτωβρίου 2013 (12), χωρίς περαιτέρω σχόλια. Όπως προανέφερε η EDF στις παρατηρήσεις της του Ιουλίου 2013, η μελέτη της Oxera έκρινε ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς θα είχε επενδύσει στην αύξηση του ποσού της εισφοράς κεφαλαίου στην EDF. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι η αποδοτικότητα (συντελεστής εσωτερικής απόδοσης) την οποία θα μπορούσε να αναμένει ένας τέτοιος επενδυτής το 1997 κυμαινόταν μεταξύ του 35 % και 15 % και κατά μέσο όρο στο 27 % σε χρονικό ορίζοντα πενταετίας, που σε κάθε περίπτωση ήταν ανώτερη από τον συντελεστή απόδοσης του 12,7 % που θα επεδίωκε ένας επενδυτής. Η απόδοση υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την αξία, στην αρχή και στο τέλος της περιόδου, της πώλησης των δικαιωμάτων που κατείχε στην EDF το Δημόσιο.

(71)

Η EDF εκτιμά ότι, εξαιρουμένης της ανεπάρκειας των ιδίων κεφαλαίων, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της EDF ήταν υγιή το 1997, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των αναλυτών της περιόδου εκείνης, οι οποίοι δεν εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα ή τις εμπορικές προοπτικές τη χρονική στιγμή που το κράτος πραγματοποίησε την επένδυσή του. Η διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της EDF ήταν άριστη (Aaa από τη Moody's από το 1992 έως το 1997, AAA από τη Standard & Poor's το 1996-1997) και θα παρέμενε αμετάβλητη, ακόμη κι αν υποβαθμιζόταν κατά μία ή δύο βαθμίδες για να ληφθεί υπόψη η εγγύηση του κράτους την οποία απολάμβανε η EDF ως δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα. Από πολλά έγγραφα της εποχής προκύπτει ότι το επίπεδο της αμοιβής του γαλλικού κράτους από την EDF ήταν συγκρίσιμο με τα ποσοστά απόδοσης σε μέρισμα των εισηγμένων στο χρηματιστήριο CAC40 εταιρειών (4,5 % έως 5 % του κεφαλαίου) καθώς και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ενεργειακό κλάδο (κατ' εκτίμηση 4,7 % και 5,27 % αντίστοιχα για το 1996 και το 1997). Αυτό, εξάλλου, αποδεικνύει ότι η EDF θα μπορούσε να αντλήσει ισόποσο κεφάλαιο στις κεφαλαιαγορές και, ως εκ τούτου, το μέτρο δεν θα μπορούσε, ως προς τα αποτελέσματά του, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(72)

Ειδικότερα, η EDF θεωρεί ότι ένας ιδιώτης επενδυτής που κατέχει το συνολικό κεφάλαιο μιας θυγατρικής θα ήταν σε θέση να υλοποιήσει, σε συγκρίσιμες συνθήκες, μια παρόμοια επένδυση στην εν λόγω θυγατρική, κεφαλαιοποιώντας μια οποιαδήποτε απαίτησή του έναντι αυτής. Η εν λόγω ανάλυση δικαιώθηκε από νομική γνωμοδότηση που εκδόθηκε με αίτημα της EDF. Στην προσπάθειά του να διορθώσει μια δυσανάλογη χρηματοοικονομική διάρθρωση λόγω της ανεπάρκειας των ιδίων κεφαλαίων σε σύγκριση με το χρέος, το Δημόσιο επέτρεψε επίσης στην επιχείρηση να ανταγωνιστεί άλλες μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου στην Ένωση. Ο ίδιος ο μέτοχος δεν θα άφηνε, συνεπώς, συνειδητά να διαιωνιστεί μια σημαντική ανισορροπία στον ισολογισμό της θυγατρικής του με υγιή βασικά οικονομικά μεγέθη, ενώ είχε στη διάθεσή του ένα ευχερές μέσο να άρει αυτή την ανισορροπία με την κεφαλαιοποίηση μιας απαίτησης.

(73)

Κατά την άποψη της EDF, είναι, συνεπώς, εύλογο να θεωρηθεί ότι ένας ιδιώτης επενδυτής που θα βρισκόταν σε όσο το δυνατό πλησιέστερη θέση με αυτήν του κράτους, αν δηλαδή κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της επιχείρησης, αναπτύσσοντας μια μακροχρόνια προοπτική, σε μια αγορά υψηλής εντάσεως κεφαλαίου που επρόκειτο να ανοίξει άμεσα στον ανταγωνισμό, θα πραγματοποιούσε την ίδια επένδυση.

8.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(74)

Οι γαλλικές αρχές θεωρούν, κατά κύριο λόγο, ότι το κράτος ενήργησε ως συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς, όταν αναταξινόμησε με απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών τα δικαιώματα του παραχωρούντος ως εισφορές κεφαλαίου της EDF. Θεωρούν ότι, σε αντίθεση με τον τρόπο που παρουσιάζεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας της 16ης Οκτωβρίου 2002 και στην απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας της 2ας Μαΐου 2013, το μέτρο που πρέπει να αναλύσει η Επιτροπή είναι ένα ενιαίο μέτρο ανακεφαλαιοποίησης της EDF μέσω της θέσπισης του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 9-1026 και όχι της χορήγησης φοροαπαλλαγής σχετικά με την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος ως εισφοράς κεφαλαίου που θα αποσυνδεόταν από τους όρους αυτού του νόμου. Βασίζονται στα στοιχεία που υπάρχουν σε ορισμένα έγγραφα του 1996 και του 1997 που προσάρτησαν στις παρατηρήσεις τους, τα οποία τεκμηριώνουν και επιβεβαιώνουν, κατά την άποψή τους, αυτό τον ισχυρισμό. Τα εν λόγω έγγραφα αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 108. Οι γαλλικές αρχές αναφέρουν ότι και άλλα έγγραφα που υπέβαλε η EDF επιβεβαιώνουν τις παρατηρήσεις της Γαλλίας.

(75)

Ως επικουρικό επιχείρημα, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι αμφισβητούν το ποσό της ενίσχυσης και επαναλαμβάνουν τις παρατηρήσεις τους της 20ής Νοεμβρίου 2003, σύμφωνα με τις οποίες ο συντελεστής φορολόγησης που πρέπει να εφαρμοστεί στον εν λόγω φόρο θα έπρεπε να είναι ο συντελεστής του 1996 και όχι του 1997, όπως αναλύεται στην αιτιολογική σκέψη 47.

Εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς

(76)

Οι γαλλικές αρχές αντικρούουν το ότι η επίμαχη φοροαπαλλαγή σχετίζεται με την ιδιότητά του γαλλικού κράτους ως φορέα δημόσιας εξουσίας, το οποίο καθιστά ανεφάρμοστη την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς. Θεωρούν ότι το Δικαστήριο δεν απαιτεί από το κράτος μέλος να υποβάλει πραγματικό επιχειρηματικό σχέδιο που να αφορά το επίμαχο μέτρο.

(77)

Συναφώς, υπενθυμίζουν, καταρχάς, ότι η EDF ήταν το 1997 δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα υπό την εποπτεία του κράτους το οποίο, λόγω αυτού του γεγονότος, είχε άριστη γνώση της επιχείρησης καθώς και της βιομηχανικής της στρατηγικής και των οικονομικών προοπτικών της. Θεωρούν, συνεπώς, αποδεκτά τα στοιχεία και τις αξιολογήσεις που είχε στη διάθεσή του το κράτος πριν να λάβει το επίμαχο μέτρο που αποδεικνύουν την αποδοτικότητα της επένδυσης. Η Επιτροπή οφείλει να πραγματοποιήσει σφαιρική ανάλυση που θα περιλαμβάνει όλα αυτά τα στοιχεία καθώς και κάθε άλλο συναφές στοιχείο.

(78)

Δεύτερον, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το περιεχόμενο του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 97-1026, οι γαλλικές αρχές εκτιμούν ότι το κράτος ενήργησε ως μέτοχος παρέχοντας απαλλαγή από τον φόρο στην αναταξινόμηση των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος. Συνεπώς, πριν από τον νόμο αυτό υπεγράφη, στις 8 Απριλίου 1997, η σύμβαση επιχείρησης μεταξύ του κράτους και της EDF για την περίοδο 1997-2000, προϋπόθεση για την εκτέλεση της οποίας ήταν η λήψη νομοθετικών μέτρων για την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της. Προηγουμένως, σε επιστολή της 12ης Ιουλίου 1996, οι εποπτικές αρχές είχαν επισημάνει στην EDF ότι η εν λόγω σύμβαση έπρεπε να καθορίζει στην EDF έναν φιλόδοξο στόχο για την αμοιβή του κράτους. Ο τίτλος III της σύμβασης προέβλεπε μια αμοιβή του κράτους που προκύπτει από δύο στοιχεία: i) μια αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου με σταθερό επιτόκιο 3 % και ii) μια πρόσθετη αμοιβή ίση με το 40 % του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος της EDF, ενώ το συνδυασμένο ποσό των δύο δεν θα μπορούσε, ωστόσο, να υπερβαίνει το 6 % του ποσού των εισφορών κεφαλαίου.

(79)

Το κράτος θα εξέταζε την εν λόγω αμοιβή υπό μορφή προοπτικών μερισμάτων, τις οποίες προσδιόρισε ποσοτικά, όσον αφορά τη συμπληρωματική αμοιβή, σε 3,5 δισεκατ. FRF, που θα μπορούσαν να ανέλθουν σε 6 δισεκατ. FRF για την εν λόγω περίοδο, όπως επιβεβαιώνει η επιστολή της 22ας Απριλίου 1997 των εποπτικών αρχών στην EDF. Η εκτίμηση αυτή βασιζόταν στις οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές που είχε κοινοποιήσει η EDF στις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας στις 19 Φεβρουαρίου 1997 και στις υποθέσεις της σύμβασης επιχείρησης. Η έκθεση του Σεπτεμβρίου 1997 του εισηγητή στη Γερουσία σχετικά με τον νόμο αριθ. 97-1026 περιελάμβανε επίσης τις αναλύσεις των υπηρεσιών του Υπουργείου σχετικά με την αναμενόμενη επίπτωση στην αμοιβή του κράτους-μετόχου για το 1998, ύψους 2,6 δισεκατ. FRF εκ των οποίων τα 1,5 δισεκατ. FRF θα ήταν σταθεροί τόκοι και 1,1 δισεκατ. FRF πρόσθετη αμοιβή. Συνεπώς, το κράτος εκτίμησε τις μελλοντικές προβλέψεις αμοιβής πριν λάβει το εν λόγω μέτρο, όπως θα έκανε κάθε μέτοχος που θα επιθυμούσε να συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου της επιχείρησής του.

(80)

Τρίτον, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι η κεφαλαιοποίηση προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος και, ευρύτερα, η αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF και η ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων έλυναν το πρόβλημα της αδυναμίας της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης της επιχείρησης. Εάν το πρόβλημα αυτό συνεχιζόταν, η EDF θα ήταν μάλλον αναγκασμένη να αντιμετωπίσει αύξηση του επιτοκίου για το χρέος της και δυσκολία με τους εμπορικούς της εταίρους λόγω αρνητικής πρόσληψης του κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Μια τέτοια ανησυχία του κράτους μετόχου συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 4 του νομοσχεδίου που στη συνέχεια έγινε νόμος αριθ. 97-1026, όπως ακριβώς και από τον λόγο του αρμόδιου υπουργού κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου στη Γερουσία στις 2 Οκτωβρίου 1997.

(81)

Οι εκθέσεις του βουλευτή και του γερουσιαστή που ήταν εισηγητές για το νομοσχέδιο στην Εθνική Συνέλευση και τη Γερουσία αντίστοιχα έδιναν έμφαση, εξάλλου, στη θετική επίπτωση της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF στους δείκτες χρέους προς ίδια κεφάλαια: η πρώτη έκθεση τα έκρινε (24,2 δισεκατ. FRF) ανεπαρκή σε σχέση με τα δανειακά χρέη (131,9 δισεκατ. FRF) και με το καθαρό ενεργητικό (696,4 εκατ. FRF)· η ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων παρείχε στην EDF διάρθρωση ισολογισμού που αποτυπώνει καλύτερα στην πραγματική κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων της, παρέχοντας τη δυνατότητα καταλληλότερων συγκρίσεων με τους ευρωπαίους ανταγωνιστές· η δεύτερη έκθεση έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη θετική επίπτωση που θα είχε στην EDF μια αυξημένη αξιοπιστία έναντι της κοινότητας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των δυνητικών εταίρων της. Συνεπώς, για τις γαλλικές αρχές, η ενίσχυση της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης μιας επιχείρησης ανταποκρίνεται σε μια ανησυχία ενός συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς ευρισκόμενο σε συγκρίσιμη κατάσταση.

(82)

Κατά συνέπεια, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι η δοκιμή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς έπρεπε πράγματι να εφαρμοστεί, εφόσον το Δημόσιο ενήργησε ως μέτοχος προβαίνοντας σε αφορολόγητη αναταξινόμηση των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε εισφορές κεφαλαίου στην EDF.

Σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς

(83)

Καταρχάς, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η σύμβαση επιχείρησης μεταξύ του κράτους και της EDF προέβλεπε αμοιβή του Δημοσίου που προκύπτει από δύο στοιχεία: i) μια αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου με σταθερό επιτόκιο 3 % και ii) μια πρόσθετη αμοιβή ίση με το 40 % του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος της EDF, γεγονός που αποδεικνύει ότι το κράτος διέθετε στοιχεία σχετικά με την αναμενόμενη απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων. Όπως αποδεικνύει, εξάλλου, η προαναφερθείσα έκθεση του βουλευτή της Εθνοσυνέλευσης, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης σταθερού επιτοκίου στις εισφορές κεφαλαίου, η κεφαλαιοποίηση των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση σε απόλυτες τιμές της αμοιβής του κράτους λόγω της διεύρυνσης της βάσης.

(84)

Στη συνέχεια, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι η αποδοτικότητα της επένδυσης στην EDF το 1997 έπρεπε να οριστεί στα πλαίσια μιας μακροπρόθεσμης προοπτικής σε σχέση με τις μελλοντικές πληρωμές στο Δημόσιο και με βάση την αύξηση της αξίας της επιχείρησης. Έτσι, στα θετικά καθαρά αποτελέσματα μετά τους φόρους και την αμοιβή του κράτους (1,4 δισεκατ. FRF επιπλέον της αμοιβής του Δημοσίου των 2,5 δισεκατ. FRF το 1998) προστέθηκε η δημιουργία σημαντικών πόρων της τάξης των 70 δισεκατ. FRF την περίοδο 1997-2000, όπως προέβλεπε η σύμβαση επιχείρησης. Όπως τονίζεται στην επιστολή της EDF της 19ης Φεβρουαρίου 1997, το κράτος είχε πράγματι ορίσει ένα στόχο για την αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που υπολογίστηκε σε αυτό το ποσό και ως αποτέλεσμα της μείωσης του χρέους, τη δημιουργία στοιχείων ενεργητικού και αναπτυξιακών επενδύσεων, παρέχοντας προοπτικές ανάπτυξης της αξίας του κεφαλαίου της EDF.

(85)

Τέλος, κατά την εκτίμηση των κινδύνων της επένδυσης, το κράτος-μέτοχος έλαβε υπόψη τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κύριας δραστηριότητας της EDF που αναπτυσσόταν κυρίως στη Γαλλία, βασιζόμενο στην αρχή της ρυθμιζόμενης τιμολόγησης που έπρεπε να καλύπτει τα έξοδα της επιχείρησης. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά μείωναν τον επενδυτικό κίνδυνο και, κατά συνέπεια, την απαίτηση κερδοφορίας. Υπόμνημα της EDF της 27ης Ιουλίου 1996, που διαβιβάστηκε στη Γερουσία στις 15 Σεπτεμβρίου 1997, καταδείκνυε ότι οι αμοιβές των μετόχων σε αλλοδαπές επιχειρήσεις διέφεραν σημαντικά, ανάλογα με το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο του εξεταζόμενου κλάδου στην κάθε χώρα.

(86)

Ως εκ τούτου, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, το κράτος ενήργησε ως συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς με την αναταξινόμηση των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε εισφορές κεφαλαίου χωρίς την επιβολή εταιρικού φόρου. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τις παρατηρήσεις της EDF, συμπεριλαμβανομένων των μελετών και αναλύσεων στις οποίες βασίζονται, όπως παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 73. Ειδικότερα, όσον αφορά την υποβληθείσα από την EDF οικονομική μελέτη της Oxera, οι γαλλικές αρχές εκτιμούν ότι η Επιτροπή οφείλει να πραγματοποιήσει την ίδια ανάλυση για να διαπιστώσει αν η ανακεφαλαιοποίηση της EDF από το κράτος το 1997 αντιπροσωπεύει ή όχι μια συνετή επένδυση.

Τα έγγραφα που διαβίβασε η Γαλλία για να υποστηρίξει τις παρατηρήσεις της

(87)

Για να υποστηρίξουν την απάντησή τους στην απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν εννέα νέα έγγραφα στην Επιτροπή μαζί με τις παρατηρήσεις τους της 1ης Ιουλίου 2013. Αυτά τα εννέα έγγραφα υποβλήθηκαν για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους που είχαν ήδη διατυπώσει στις 11 Δεκεμβρίου 2002, ότι μια πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου ισοδύναμη με το προϊόν του μη εισπραχθέντος φόρου ήταν δικαιολογημένη από τις προοπτικές κερδοφορίας που πρόσφερε η EDF το 1997, οι οποίες εξάλλου συγκεκριμενοποιήθηκαν κατά τα επόμενα έτη. Με την επιφύλαξη των στοιχείων που υπέβαλε η Γαλλία στις παρατηρήσεις της, πρέπει να διεξαχθεί συστηματική ανάλυση των κύριων στοιχείων που περιέχονται σε αυτά τα έγγραφα.

(88)

Τα έγγραφα αφορούν είτε την προετοιμασία είτε την εκτέλεση της σύμβασης επιχείρησης μεταξύ του Δημοσίου και της EDF για την περίοδο 1997-2000, δηλαδή τη συζήτηση του νομοσχεδίου, του μετέπειτα νόμου αριθ. 97-1026. Πρόκειται για έγγραφα του 1996 και του 1997 και, συνεπώς, της περιόδου της εικαζόμενης επενδυτικής απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, τα έγγραφα αυτά είναι η σύμβαση επιχείρησης 1997-2000 (13), αλληλογραφία των υπουργείων εποπτείας με την επιχείρηση (14), αλληλογραφία της επιχείρησης με υπηρεσίες του υπουργείου ή της Γερουσίας (15) και έγγραφα και δύο εκθέσεις της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και της Γερουσίας κατά τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες του νομοσχεδίου (16). Το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων αναλύεται διεξοδικότερα στη συνέχεια.

(89)

Με επιστολή της 12ης Ιουλίου 1996 στον πρόεδρο της EDF, οι εποπτεύοντες υπουργοί εκφράζουν την ικανοποίησή τους για τα αποτελέσματα της προγραμματικής σύμβασης 1993-1996 μεταξύ της EDF και του Δημοσίου και, ενόψει της προθεσμίας της 31ης Δεκεμβρίου 1996, αρχίζουν την επεξεργασία της προγραμματικής σύμβασης 1997-2000. Επιπλέον, η αλληλογραφία διευκρινίζει ότι ο ορισμός των χρηματοοικονομικών ανισορροπιών της προγραμματικής σύμβασης 1997-2000 έπρεπε να ενταχθεί σε ένα νέο πλαίσιο εξομάλυνσης της λογιστικής και φορολογικής κατάστασης της EDF, μετά τα έργα που είχαν υλοποιηθεί από το 1995. Η επιστολή αυτή ζητούσε να ξεκινήσουν οι εργασίες και οι συζητήσεις μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών και της EDF, γνωστοποιώντας στην επιχείρηση τους τρεις πρώτους στόχους που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στη μελλοντική σύμβαση.

πρωτίστως, οι υπουργοί ζητούσαν: «η αύξηση της παραγωγικότητας που πέτυχε η επιχείρηση εκτιμάται ότι θα της επιτρέψει να συνεχίσει την πολιτική της των χαμηλών τιμολογίων, συμβάλλοντας στην ανταγωνιστικότητα της γαλλικής βιομηχανίας και στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εγχώριων καταναλωτών»·

η EDF έπρεπε επίσης ταυτόχρονα να διατηρήσει την προσπάθεια της για μείωση του χρέους της και να ορίσει ένα φιλόδοξο στόχο αμοιβής του κράτους, με ένα μηχανισμό που θα παρέχει κίνητρο στην EDF να βελτιώνει τα αποτελέσματά της·

τέλος, η προγραμματική σύμβαση θα έπρεπε επίσης να καθορίζει τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ανάπτυξης της EDF σε διεθνές επίπεδο, με ιεράρχηση των προτεραιοτήτων.

(90)

Μετά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της σύμβασης, στις 19 Φεβρουαρίου 1997, ο οικονομικός διευθυντής της EDF διαβίβασε στη διεύθυνση Δημόσιου Ταμείου υπόμνημα της EDF της 18ης Φεβρουαρίου 1997. Το υπόμνημα περιείχε τις βασικές υποθέσεις του χρηματοοικονομικού σεναρίου σε σχέση με τη σύμβαση επιχείρησης μεταξύ της EDF και του κράτους για την περίοδο 1997-2000, που περιλαμβάνει ιδίως τους λογαριασμούς ετήσιων αποτελεσμάτων και τους προσωρινούς πίνακες αποτελεσμάτων για την εν λόγω περίοδο.

(91)

Το υπόμνημα πρόβλεπε πτωτική κίνηση των τιμών κάθε έτος (– […] (17) %, – […] %, – […] %, – […] %), επενδύσεις βιομηχανικής ανάπτυξης ύψους […] FRF, εκ των οποίων […] FRF στη διεθνή δραστηριότητα, […] FRF στην κύρια δραστηριότητα την περίοδο 1997-2000. Αναφέρεται επίσης εκπίπτουσα από τον φόρο αμοιβή 3 % για τις εισφορές κεφαλαίου επί φορολογητέας βάσης εκτιμώμενης σε 50 δισεκατ. FRF μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού και 40 % του καθαρού αποτελέσματος μετά το σταθερό μέρος της αμοιβής και του εταιρικού φόρου. Το χρέος στο τέλος του έτους θα έπρεπε επίσης να έχει μειωθεί από […] FRF στα τέλη του 1996 σε […] FRF στα τέλη του 2000. Επίσης, το υπόλοιπο του χρέους, αφαιρουμένων των στοιχείων ενεργητικού, θα έπρεπε να έχει μειωθεί από […] FRF στα τέλη του 1996 σε […] FRF στα τέλη του 2000.

(92)

Από όλα τα έγγραφα που συνυπέβαλαν οι γαλλικές αρχές με τις παρατηρήσεις τους, το υπόμνημα της EDF της 18ης Φεβρουαρίου 1997 που υποβλήθηκε στις εποπτικές αρχές την επομένη είναι το μόνο που περιέχει συστηματικές προβλέψεις και προβολές και αριθμητικά στοιχεία για τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά αποτελέσματα της EDF. Βάσει αυτών των προβλέψεων του Φεβρουαρίου 1997, το κράτος-μέτοχος μπορούσε να αναμένει απόδοση επί του επενδυμένου κεφαλαίου 2,1 δισεκατ. FRF το 1997, 2,5 δισεκατ. το 1998, 2,4 δισεκατ. το 1999 και 2,4 δισεκατ. το 2000, ήτοι 2,35 δισεκατ. FRF κατά μέσο όρο ετησίως. Ο λογαριασμός κερδών και ζημιών της EDF την περίοδο 1997-2000 που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα είναι οι ακόλουθες:

Πίνακας 1

Λογαριασμός κερδών και ζημιών της EDF την περίοδο 1997-2000 (δισεκατ. FRF σε τρέχουσες τιμές)

 

1997

1998

1999

2000

Έσοδα

186,3

184,2

185,7

187,5

Έξοδα

177,0

177,2

179,1

180,9

εκ των οποίων καύσιμα και αγορές ενέργειας

36,9

36,8

37,8

38,5

εκ των οποίων δαπάνες εκμετάλλευσης

88,3

91,2

93,6

95,7

Αποτέλεσμα της κύριας δραστηριότητας

9,3

7,0

6,6

6,6

Αποτέλεσμα πριν από την αμοιβή του Δημοσίου

6,8

6,5

6,1

6,1

Αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου

1,5

1,5

1,5

1,5

Πρόσθετη αμοιβή

0,6

1,0

0,9

0,9

Φόρος επιχειρήσεων

3,9

2,6

2,4

2,3

Καθαρό αποτέλεσμα

0,9

1,4

1,3

1,4

Πηγή: Υπόμνημα της EDF της 18 Φεβρουαρίου 1997«Σύμβαση επιχείρησης — Οικονομικές και χρηματοοικονομικές προοπτικές»

(93)

Όπως διευκρινίζεται στο υπόμνημα της EDF, η καταβαλλόμενη στο κράτος αμοιβή εκπίπτει από τον φόρο. Αυτό συνιστά παρέκκλιση από την αρχή ότι ο εταιρικός φόρος εισπράττεται επί του αποτελέσματος της επιχείρησης μετά την απόσβεση και τους τόκους, γεγονός που μειώνει τα καθαρά κέρδη και, ως εκ τούτου, το πιθανό ποσό που προορίζεται για την καταβολή μερισμάτων. Αυτή η ad hoc παρέκκλιση θα μπορούσε εν δυνάμει να αυξήσει την αμοιβή που καταβάλλεται στο κράτος-μέτοχο, αλλά θα μείωνε εξίσου τον φόρο που πρέπει να καταβληθεί στο Δημόσιο. Στην απάντησή τους της 23ης Δεκεμβρίου 2013, οι γαλλικές αρχές διευκρινίζουν ότι η αμοιβή των εισφορών κεφαλαίου εξομοιώθηκε με μέρισμα του κοινού δικαίου από το 2001 και, ως εκ τούτου, η έκπτωση φόρου για την εν λόγω αμοιβή καταργήθηκε. Αυτός ο κανόνας της εξομοίωσης εφαρμόστηκε για τη σύμβαση μεταξύ της EDF και του Δημοσίου για την περίοδο 2001-2003, η οποία διαδέχθηκε τη σύμβαση 1997-2000.

(94)

Στις 8 Απριλίου 1997, συνάφθηκε σύμβαση επιχείρησης μεταξύ του Δημοσίου και της EDF για την περίοδο 1997-2000 και υπεγράφη από τους εποπτεύοντες υπουργούς και τον πρόεδρο και τον γενικό διευθυντή της EDF. Η σύμβαση διευκρίνιζε τις βασικές κατευθύνσεις τις οποίες η EDF όφειλε να δώσει για τη δραστηριότητά της μεσοπρόθεσμα, περιείχε τις αμοιβαίες δεσμεύσεις των συμβαλλομένων μερών και υπενθύμιζε ότι οι εν λόγω δεσμεύσεις είχαν αναληφθεί βάσει γενικών υποθέσεων αναφοράς και θα μπορούσαν να επανεξεταστούν μόνο λόγω μιας σημαντικής μεταβολής του ευρύτερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η σύμβαση περιείχε διάφορες δεσμεύσεις σε τρεις τίτλους: επιβεβαίωση των βασικών αποστολών της δημόσιας επιχείρησης (τίτλος I), προετοιμασία σε παρόντα χρόνο του μέλλοντος της επιχείρησης (τίτλος II) και ένταξη της επιχείρησης σε ένα νέο χρηματοοικονομικό και θεσμικό πλαίσιο (τίτλος III). Σε δύο παραρτήματα της σύμβασης αναλύονταν οι εφαρμοζόμενοι δείκτες επιδόσεων για την εκτέλεση (παράρτημα I) και οι προβλεπόμενες τιμολογιακές κινήσεις ανά έτος από το 1997 έως το 2000 (παράρτημα II).

(95)

Οι βασικές δεσμεύσεις και κατευθύνσεις που ορίζονται στη σύμβαση σε σχέση με το αντικείμενο της παρούσας απόφασης είναι οι ακόλουθες:

το κράτος επαναβεβαίωνε τη βούλησή του να διατηρήσει το καθεστώς της επιχείρησης η οποία, μεταξύ άλλων, είχε αποδείξει την αποτελεσματικότητά της και έπρεπε να συνεχίσει να αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στη μελλοντική εξέλιξη, με βάση τις δυνατότητες που παρείχε η ευρωπαϊκή οδηγία σχετικά με την οργάνωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (18). Από την πλευρά της, η EDF έπρεπε να συμμετέχει στον χωροταξικό σχεδιασμό και την εθνική αλληλεγγύη, θέτοντας ιδίως σε εφαρμογή μια φιλόδοξη πολιτική για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης υπαγόμενη στην υπηρεσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης για να τους βοηθήσει να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης, βελτιώνοντας την κατάσταση των πελατών της που διαθέτουν τα λιγότερα μέσα (τίτλος I)·

η ανάπτυξη της EDF έπρεπε να ευνοεί «την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των γαλλικών επιχειρήσεων»· συνεπώς, η αύξηση της παραγωγικότητας για την οποία δεσμεύτηκε η επιχείρηση έπρεπε να συνδεθεί κατά προτεραιότητα με τη μείωση του μέσου επιπέδου των τιμών. Οι αναπροσαρμογές των τιμών θα έπρεπε να έχουν ως αποτέλεσμα τις σταθερές μειώσεις των μέσων τιμών σε γαλλικά φράγκα κατά […] % τον Απρίλιο του 1997, […] % τον Απρίλιο του 1998, και στη συνέχεια κατά […] % τον Απρίλιο του 1999 και […] % τον Απρίλιο του 2000. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της EDF έπρεπε να αποσκοπεί στην κατάκτηση νέων αγορών, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ευρώπη (τίτλος II)·

ο ισολογισμός της EDF έπρεπε να αναδιαρθρωθεί με τον διττό στόχο, αφενός, να ενισχυθεί η καθαρή θέση της επιχείρησης και, αφετέρου, να σταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική σχέση της με το Δημόσιο σε βάσεις που συνάδουν περισσότερο με το κοινό δίκαιο· έτσι, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να υποβάλει στο Κοινοβούλιο νομοθετική πράξη για την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF το 1997, με ημερομηνία έναρξης ισχύος της αναδιάρθρωσης την 1η Ιανουαρίου 1997. Η σύμβαση προέβλεπε αμοιβή του κράτους-μετόχου αποτελούμενη από δύο στοιχεία: μια αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου με επιτόκιο 3 % και πρόσθετη αμοιβή ίση με το 40 % του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος, με ανώτατο όριο του αθροίσματος αυτών των δύο συνιστωσών το 6 % του ποσού των εισφορών κεφαλαίου, χωρίς να περιλαμβάνει εκτίμηση των προβλεπόμενων ποσών σε απόλυτες τιμές. Επιπλέον, για την περίοδο 1997-2000, η EDF δεσμεύτηκε ιδίως να διαθέσει ποσό […] FRF για βιομηχανικές επενδύσεις σε διεθνή κλίμακα, να μειώσει το ακαθάριστο χρέος της σε […] FRF στα τέλη 2000 κατά […] FRF, ώστε να ενταχθεί σε μια πορεία που θα επέτρεπε να επιτευχθεί μηδενισμός του χρέους με ορίζοντα την ανανέωση του συνολικού συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος, η σύμβαση πρόβλεπε ότι ενδεχόμενη υπέρβαση των στόχων που αντιστοιχεί σε πλεόνασμα πόρων θα έπρεπε να διατίθεται «κατά προτεραιότητα σε πρόσθετη μείωση των τιμών», πριν από την αμοιβή του κράτους-μετόχου ή τη συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη της επιχείρησης (τίτλος III).

(96)

Επιστολή των υπουργών που συνυπέγραψαν τη σύμβαση επιχείρησης προς τον πρόεδρο της EDF, της 22ας Απριλίου 1997, επιβεβαιώνει τον συναινετικό και οριστικό χαρακτήρα των παραδοχών αναφοράς και των χρηματοοικονομικών προβολών που περιέχονται στο υπόμνημα της EDF της 18ης Φεβρουαρίου 1997 στις οποίες βασιζόταν η σύμβαση επιχείρησης 1997-2000. Πράγματι, η επιστολή αναφερόταν ρητά στην εκ των προτέρων διαβούλευση μεταξύ της EDF και των δημόσιων αρχών κατά την επεξεργασία του χρηματοοικονομικού σεναρίου. Επαναλαμβάνει τον στόχο μιας μέσης μείωσης των τιμών της EDF κατά […] % σε διάστημα τεσσάρων ετών.

(97)

Η επιστολή της 22ας Απριλίου 1997 αναφέρει τις διατάξεις του τροποποιημένου διατάγματος της 14ης Μαΐου 1956 και τους τρόπους αμοιβής που καταβάλλεται στο Δημόσιο και ορίζονται στον τίτλο III της σύμβασης επιχείρησης. Σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, η επιστολή διευκρινίζει ότι «από το σενάριο αναφοράς προκύπτει ποσό πρόσθετης αμοιβής ύψους 3,5 δισεκατ. φράγκων κατά την εν λόγω περίοδο» 1997-2000 και ότι αυτοί οι όροι καθιστούσαν πιθανή την επίτευξη της καταβολής συνολικής αμοιβής στο Δημόσιο ύψους 5,1 δισεκατ. το 1997, περιλαμβανομένου του σταθερού επιτοκίου και της προκαταβολής επί του φόρου εταιρειών. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στα ποσά που αναφέρονταν στο υπόμνημα της EDF της 18ης Φεβρουαρίου 1997. Η αντιστοιχία των ποσών της πρόσθετης αμοιβής που υπολογίζεται βάσει των αποτελεσμάτων της επιχείρησης επιβεβαιώνει ότι τα πάσης φύσεως ποσά (έσοδα, έξοδα, καθαρό κέρδος κ.λπ.) που προβλέπονται στις προβλέψεις κερδών και ζημιών της EDF για την περίοδο 1997-2000 εξετάστηκαν, επαληθεύτηκαν και υιοθετήθηκαν από τις εποπτικές αρχές.

(98)

Η επιστολή των εποπτευόντων υπουργών της 22ας Απριλίου 1997 τονίζει επίσης ότι οι μεγάλες ισορροπίες της σύμβασης εντάσσονταν στο λογιστικό και δημοσιονομικό πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF, που έπρεπε να τεθεί σε ισχύ, με την επιφύλαξη των αναγκαίων νομοθετικών διατάξεων, την 1η Ιανουαρίου 1997. Συναφώς, η επιστολή διευκρινίζει ότι «οι αναλυτικές λεπτομέρειες εφαρμογής αυτής της αναδιάρθρωσης, τόσο σε λογιστικό όσο και σε φορολογικό πλαίσιο, θα εξεταστούν διεξοδικότερα, βάσει του καθεστώτος που θα αποφασιστεί για τη συνέχεια, με την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των εποπτικών αρχών και της επιχείρησης».

(99)

Πράγματι, λίγο πριν από αυτή την επιστολή, η κυβέρνηση είχε καταθέσει στην Εθνοσυνέλευση νομοσχέδιο που εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο στις 5 Απριλίου 1997 σχετικά με διάφορες διατάξεις οικονομικού και χρηματοοικονομικού χαρακτήρα, του οποίου το άρθρο 45 προέβλεπε την αναταξινόμηση των λογιστικών προβλέψεων της EDF. Η αιτιολογική έκθεση αυτού του νομοσχεδίου εξηγούσε ότι οι προβλεπόμενες λογιστικές προσαρμογές θα επέτρεπαν στην EDF να διαθέτει ισολογισμό που να ανταποκρίνεται καλύτερα στην πραγματική οικονομική της κατάσταση, με επίπεδο ιδίων κεφαλαίων αντίστοιχο με τον όγκο δραστηριότητάς της. Το νομοσχέδιο δεν εξετάστηκε εξαιτίας της διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης στις 21 Απριλίου 1997.

(100)

Μετά τη διαβίβαση στο Κοινοβούλιο του νομοσχεδίου περί επειγόντων μέτρων φορολογικού και χρηματοοικονομικού χαρακτήρα, που μετέπειτα εκδόθηκε ως νόμος αριθ. 97-1026, η Εθνοσυνέλευση και η Γερουσία όρισαν τους εισηγητές τους. Η έκθεση αριθ. 204 της Εθνοσυνέλευσης παραθέτει το ιστορικό της δημιουργίας της ανάγκης να αποσαφηνιστεί το περιουσιακό καθεστώς των έργων μεταφοράς ενέργειας της EDF, το οποίο καθιστούσε άκυρες τις λογιστικές πρακτικές που αμφισβητήθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο στην ειδική έκθεσή του σχετικά με τις παραχωρήσεις της EDF αριθ. 1993 της 10ης Οκτωβρίου 1994. Εξηγεί τις λογιστικές τροποποιήσεις που θα είναι αναγκαίες και παρέχει τις ακόλουθες συγκεκριμένες εκτιμήσεις των επιπτώσεών τους στις διάφορες θέσεις του ισολογισμού:

Πίνακας 2

Επιπτώσεις της αναδιοργάνωσης των ιδίων κεφαλαίων της EDF που προκύπτουν από το άρθρο 4 του νόμου ΕΦΔΜ στους λογαριασμούς του 1996 (δισεκατ. FRF)

 

Τέλη 1996

Επίπτωση του άρθρου

Ίδια κεφάλαια

24,2

79,8

εκ των οποίων (θέσεις παθητικού):

 

 

Κεφάλαιο

2,6

2,6

Εισφορές κεφαλαίου

36,6

50,7

Διαφορές αναπροσαρμογής

2,1

6,2

Κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας

0,15

0,15

Νέα κέρδη (19)

– 20,2

18,3

Αποτέλεσμα χρήσης μετά την αμοιβή του Δημοσίου

1,9

1,9

Πηγή: Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών

(101)

Η έκθεση της Εθνοσυνέλευσης καταδεικνύει τις επιπτώσεις του νομοσχεδίου για να καταστήσει περισσότερο συναφείς τις συγκρίσεις με τους δείκτες χρέους άλλων ευρωπαίων ανταγωνιστών (Αυστρία, Μεγάλη Βρετανία, Σουηδία, Ισπανία, Γερμανία): μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού, ο δείκτης χρέους προς ίδια κεφάλαια της EDF μειώθηκε από 480 % σε 148 %.

(102)

Επιπλέον, η έκθεση της Εθνοσυνέλευσης υπογραμμίζει τις αλλαγές στις χρηματοοικονομικές σχέσεις μεταξύ του κράτους και της EDF. Εξηγεί το νομικό καθεστώς και την αμοιβή των κεφαλαιακών εισφορών στην EDF, που διέπονται από το διάταγμα αριθ. 56-493 της 14ης Μαΐου 1956, όπως τροποποιήθηκε από το διάταγμα αριθ. 86-1360 της 30ής Δεκεμβρίου 1986. Το εν λόγω καθεστώς προέβλεπε αμοιβή με ανώτατο επιτόκιο 8 % και πρόσθετη αμοιβή επί των κερδών της EDF μετά φόρων και σταθερό επιτόκιο. Οι αναφερόμενες στην έκθεση καταβολές που πραγματοποίησε η EDF κατά την περίοδο 1991 έως 1996 ανέρχονταν σε 3,41 δισεκατ. FRF ετησίως κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου· σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια στα τέλη του 1996, οι καταβολές αυτές δημιουργούσαν τρέχουσα μέση απόδοση 14,1 % για το κράτος-μέτοχο (20)· οι εν λόγω καταβολές ανακεφαλαιώνονται στον κατωτέρω πίνακα:

Πίνακας 3

Χρηματοοικονομικές σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και της EDF (σε εκατ. FRF σε τρέχουσες τιμές)

 

1991

1992

1993

1994

1995

1996

Τόκοι επί των εισφορών κεφαλαίου (ΓΠ — γραμμή 407)

1 816

1 816

1 816

1 816

1 816

1 816

Πρόσθετη αμοιβή των εισφορών κεφαλαίου (ΓΠ — γραμμή 116)

500

665

965

1 938

1 500

4 002

Σύνολο

2 316

2 481

2 781

3 754

3 316

5 818

Πηγή: Έκθεση Εθνοσυνέλευσης, σ. 77, Υπολογισμοί της Επιτροπής για το «Σύνολο»

(103)

Η έκθεση της Εθνοσυνέλευσης διευκρινίζει, αναφορικά με τις τροποποιήσεις που προβλέπονται στον ισολογισμό της EDF ότι «εφόσον οι εισφορές κεφαλαίου συνιστούν τη βάση του σταθερού επιτοκίου, η αύξησή τους την οποία εισάγει το παρόν άρθρο υπάρχει κίνδυνος να επιβαρύνει την είσπραξη από την EDF. Ως εκ τούτου, προβλέπεται τροποποίηση των όρων αμοιβής τους στη σύμβαση μεταξύ του Δημοσίου και της επιχείρησης της περιόδου 1997-2000 που υπεγράφη στις 8 Απριλίου 1997. Το σταθερό επιτόκιο μειώνεται σε 3 % με σκοπό να αντισταθμιστεί η επίπτωση της αύξησης της φορολογικής βάσης.» Η έκθεση επισημαίνει επιπλέον ότι, παρά την ύπαρξη κερδών από το 1990, η EDF δεν είχε καταβάλει φόρο εταιρειών και η αύξηση των προβλέψεων σε σχέση με την παραχώρηση του ΔΜΥΤ θα επέτρεπε την εφάπαξ εκκαθάριση των συσσωρευμένων εκ νέου λογιστικών και φορολογικών μεταφορών. Ως εκ τούτου, η έκθεση αναφέρει ότι, σύμφωνα με το εποπτεύον υπουργείο, η δημόσια επιχείρηση (EDF) έπρεπε να καταβάλει 3 δισεκατ. FRF και 2,5 δισεκατ. FRF το 1998 για τον φόρο εταιρειών.

(104)

Η έκθεση της Εθνοσυνέλευσης επικαλείται την εξέταση μιας κοινοβουλευτικής τροπολογίας του νόμου που υποβλήθηκε και απορρίφθηκε σε κοινοβουλευτική επιτροπή. Σκοπός της τροπολογίας ήταν να προσδιορίσει ότι οι αποχαρακτηρισμένες λογιστικές προβλέψεις έπρεπε να μετατραπούν σε ίδια κεφάλαια που δεν θα υπερέβαιναν τον λογαριασμό αποτελεσμάτων της EDF, έτσι ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο εμφάνισης υψηλότατου κέρδους που θα μπορούσε να δελεάσει το κράτος να εισπράξει ένα μέρος του. Για τον σκοπό αυτό, η τροπολογία πρόβλεπε να περιληφθεί στον νόμο μια λογιστική μέθοδος και να διευκρινιστεί ότι το Δημόσιο δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει καμία πρόσθετη είσπραξη φόρου από την EDF κατά τη μεταβίβαση της κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων του ΔΜΥΤ. Η έκθεση αναφέρει ότι «Η εγγραφή της λογιστικής μεθόδου για τη μετατροπή των λογιστικών προβλέψεων σε ίδια κεφάλαια στον νόμο απορρίφθηκε κατ' απαίτηση του Συμβουλίου Επικρατείας, διότι δεν ήταν νομοθετικής φύσεως»· κατά τη συζήτηση, η έκθεση της Γερουσίας παραθέτει αρκετές γνώμες βουλευτών που υποστηρίζουν ότι το Δημόσιο θα έπρεπε να είναι σε θέση να εισπράττει μεγαλύτερα ποσά από την EDF, η επιχείρηση θα έπρεπε να καταβάλλει τον φόρο για τα κέρδη της και ότι το πραγματικό ερώτημα ήταν «πόσα θα μπορούσε να εισπράξει η κυβέρνηση από την EDF και με ποιον τρόπο».

(105)

Παράλληλα, η έκθεση της Γερουσίας που συντάχθηκε ενόψει της συζήτησης του νομοσχεδίου διευκρινίζει τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της δημιουργίας των λογιστικών προβλέψεων για την ανανέωση των περιουσιακών στοιχείων του ΔΜΥΤ από το 1987. Η ομιλία του αρμόδιου υπουργού ενώπιον της Γερουσίας στις 2 Οκτωβρίου 1997 κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου καταδεικνύει τον «εικονικό» χαρακτήρα των ζημιών της EDF και της μη καταβολής του φόρου εταιρειών που ήταν αποτέλεσμα αυτών των προβλέψεων. Ο υπουργός διαβεβαίωσε τη Γερουσία στην ομιλία του για το γεγονός ότι το διατακτικό δεν αμφισβητούσε καθόλου το μονοπώλιο που κατείχε η EDF. Η έκθεση της Γερουσίας παρουσιάζει τις συνέπειες του άρθρου που εξετάστηκε στα κεφάλαια του ισολογισμού της EDF πριν και μετά την αναταξινόμηση των προβλέψεων, βάσει ανάλογης ανάλυσης των αριθμητικών στοιχείων με εκείνη που εξετάστηκε στην έκθεση της Εθνοσυνέλευσης, που παρατίθεται στον πίνακα 2 κατωτέρω. Η έκθεση διευκρινίζει ότι οι μικρές τροποποιήσεις του ισολογισμού διευκόλυναν τη σύγκριση με τους ισολογισμούς των ανταγωνιστών της EDF· αυτό θα προσέδιδε μεγαλύτερη αξιοπιστία στην EDF έναντι της κοινότητας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, που αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία εφόσον το κόστος της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους της εξαρτιόταν κυρίως από τον δείκτη χρέους προς ίδια κεφάλαια.

(106)

Αναφορικά με τη «διασαφήνιση» των χρηματοοικονομικών σχέσεων της EDF με το Δημόσιο, η έκθεση της Γερουσίας διευκρινίζει ότι «σε αντιστάθμιση των φορολογικών εσόδων που θα απέδιδε η δημόσια επιχείρηση εφεξής στο Δημόσιο, η σύμβαση επιχείρησης που υπεγράφη στις 8 Απριλίου 1997 για τα έτη 1997 έως το 2000 προβλέπει ελαφρά μείωση των καταβολών της EDF στο Δημόσιο». Ως αποτέλεσμα του θετικού καταλογισμού της πρόβλεψης για ανανέωση ποσού 38,5 δισεκατ. FRF που θα καθιστούσε την EDF υπόχρεη στον φόρο εταιρειών, η έκθεση της Γερουσίας διευκρινίζει ότι «οι χρηματοοικονομικές σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και της EDF αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω».

(107)

Τέλος, τα άλλα έγγραφα που υπέβαλε η Γαλλία περιλαμβάνουν συνοδευτική επιστολή της διεύθυνσης χρηματοοικονομικών της EDF στη διοίκηση της Γερουσίας της 15ης Σεπτεμβρίου 1997. Στην επιστολή της EDF επισυνάφθηκαν ένας πίνακας με αριθμητικά στοιχεία για τις επιπτώσεις του άρθρου 4 του νόμου και τις επιπτώσεις στον ισολογισμό, αντίγραφο των οδηγιών της 27ης Ιουλίου 1993 σχετικά με τις παραχωρήσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και εσωτερικό υπόμνημα της EDF με εκτιμήσεις σχετικά με τις εμπειρίες στο εξωτερικό όσον αφορά την αμοιβή των μετόχων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, της 27ης Ιουλίου 1996. Αυτό το τελευταίο έγγραφο εξηγεί τις βασικές αρχές που εφαρμόζονται στις αμοιβές του μετόχου, τις διαφορές και τα στοιχεία κερδοφορίας ορισμένων επιχειρήσεων του κλάδου: 60-80 % των κερδών στις Ηνωμένες Πολιτείες, 40 % για τη National Power και την Power Gen, 78 % για τη Union Fenosa και 30 % για την Endesa, η οποία είχε αποφέρει στο ισπανικό Δημόσιο κερδοφορία 28 % την περίοδο 1991-1996, λαμβανομένων υπόψη των μερισμάτων και της αύξησης της τιμής της μετοχής.

(108)

Μολονότι αυτά τα άλλα δύο έγγραφα διαβιβάστηκαν στη Γερουσία από την EDF στην επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 1997, η έκθεση της Γερουσίας δεν ανέλυσε ούτε ανέφερε τις αρχές, τα αριθμητικά στοιχεία και τον τρόπο που εφαρμόστηκαν στην αμοιβή του μετόχου από την EDF που παρουσιάστηκαν στο υπόμνημα της 27ης Ιουλίου 1996. Αντιθέτως, η έκθεση της Γερουσίας, όπως ακριβώς και η έκθεση της Εθνοσυνέλευσης, διευκρινίζει ότι η προβλεφθείσα μείωση της αμοιβής που έπρεπε να καταβάλει η EDF στο κράτος για τις εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποίησε το κράτος-μέτοχος: «για να ληφθεί υπόψη η αύξηση των εισφορών κεφαλαίου την οποία είχε σκοπό να θεσπίσει το παρόν άρθρο».

9.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ: ΎΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(109)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως». Η εφαρμογή των σωρευτικών προϋποθέσεων για την απαλλαγή από τον φόρο που παραχώρησε το γαλλικό κράτος στην EDF εξετάζεται στη συνέχεια.

9.1.   ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

(110)

Καθώς ο νόμος αριθ. 97-1026 όρισε ότι η EDF θεωρείται κύριος του ΔΜΥΤ που της χορηγήθηκε με παραχώρηση, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον ο εν λόγω νόμος συνεπάγεται μεταβίβαση της κυριότητας του ΔΜΥΤ.

(111)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές, η EDF μπορεί εύλογα να θεωρηθεί κύριος του ΔΜΥΤ από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στα ακόλουθα στοιχεία: στα χαρακτηριστικά των διαφόρων τύπων συμβάσεων παραχώρησης κατά το γαλλικό δίκαιο, τα ειδικά χαρακτηριστικά της αρχικής σύμβασης παραχώρησης στην EDF, που δεν περιελάμβανε ρητή ρήτρα επανεκχώρησης, στη διαδικασία απόκτησης των οικείων στοιχείων ενεργητικού, για τα οποία η EDF κατέβαλε ένα τέλος παρόμοιο με αποζημίωση απαλλοτρίωσης, και στους όρους χρηματοδότησης της συντήρησης και της ανάπτυξης του ΔΜΥΤ με έξοδα της EDF. Ως εκ τούτου, η «διασαφήνιση» του ζητήματος της κυριότητας του ΔΜΥΤ, που παρείχε ο νόμος αριθ. 97-1026, φαίνεται ότι δεν συνιστά καθαυτή οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της EDF.

(112)

Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί αν ο νόμος αριθ. 97-1026 αξιολόγησε όλες τις φορολογικές συνέπειες της «διασαφήνισης» αυτής σε σχέση με την κυριότητα του ΔΜΥΤ και, σε αντίθετη περίπτωση, κατά πόσον η EDF αποκόμισε φορολογικό πλεονέκτημα.

9.1.1.   Η παραίτηση από την είσπραξη του οφειλόμενου από την EDF φόρου συνιστά εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό πλεονέκτημα

(113)

Στο διάστημα 1987-1996, η EDF δημιούργησε προβλέψεις με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ, τον παράνομο χαρακτήρα των οποίων επισήμανε το γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο. Το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 97-1026 που αναγνώριζε την EDF ως κύριο του ΔΜΥΤ κατέστησε τις εν λόγω προβλέψεις άνευ αντικειμένου και, ως εκ τούτου, αυτές ταξινομήθηκαν σε άλλες θέσεις του ισολογισμού.

(114)

Από την επιστολή του υπουργού οικονομίας, στην οποία καθορίζονται οι φορολογικές συνέπειες της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF, προκύπτει ότι οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις μη χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις για την ανανέωση του ΔΜΥΤ σε φόρο εταιρειών με συντελεστή 41,66 % που ίσχυε το 1997).

(115)

Αντιθέτως, το μέρος αυτών των προβλέψεων που αντιστοιχούσε στις ήδη εκτελεσθείσες πράξεις ανανέωσης, το οποίο είναι γνωστό ως δικαιώματα του παραχωρούντος, αναταξινομήθηκε ως εισφορές κεφαλαίου ύψους 14,119 δισεκατ. FRF. Για την εν λόγω αναταξινόμηση προβλέψεων δεν καταβλήθηκε ο εταιρικός φόρος. Η φορολογική διοίκηση αναγνωρίζει τον παράνομο χαρακτήρα αυτής της πράξης, όπως προκύπτει από το υπόμνημα της Γενικής Διεύθυνσης Φόρων της 9ης Απριλίου 2002 που υποβλήθηκε στην Επιτροπή και παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 35.

(116)

Κατά τη γνώμη του εθνικού συμβουλίου λογιστικής, οι διορθώσεις σφαλμάτων πρέπει να καταλογίζονται στο αποτέλεσμα της χρήσης κατά την οποία διαπιστώνονται. Αφετέρου, εάν οι μη χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις που είχαν δημιουργηθεί με φοροαπαλλαγή για ποσό ύψους 38,5 δισεκατ. FRF υποβλήθηκαν σε φόρο εταιρειών με συντελεστή 41,66 % το 1997, δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός λόγος μη φορολόγησης με τον ίδιο συντελεστή του υπόλοιπου μέρους των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή.

(117)

Τα δικαιώματα του παραχωρούντος έπρεπε να είχαν φορολογηθεί ταυτόχρονα και με τον ίδιο συντελεστή όπως και οι άλλες λογιστικές προβλέψεις που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι το ποσό των 14,119 δισεκατ. FRF των δικαιωμάτων του παραχωρούντος έπρεπε να προστεθεί στα 38,5 δισεκατ. FRF των προβλέψεων που δεν χρησιμοποιήθηκαν και να φορολογηθεί με τον συντελεστή του 41,66 % που εφαρμόστηκε στην αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF. Με το να μη καταβάλλει τον συνολικό φόρο εταιρειών που οφειλόταν κατά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της, η EDF εξοικονόμησε ποσό 5 882 849 762 FRF οφειλόμενου φόρου.

(118)

Το φορολογικό μέτρο είχε ευνοϊκές επιπτώσεις στην EDF το 1997, εφόσον το ποσό των 5,88 δισεκατ. FRF της απαλλαγής από τον φόρο που περιλαμβάνεται στο ποσό των 14,119 δισεκατ. FRF είχε εγγραφεί στον ισολογισμό της EDF ως δικαιώματα του παραχωρούντος, που κεφαλαιοποιήθηκαν από το κράτος όταν τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος αριθ. 97-1026 με αναδρομική ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1997. Οι φορολογικές συνέπειες του νόμου παρατίθενται στην επιστολή του υπουργού οικονομίας με ημερομηνία εφαρμογής την ίδια ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 1997.

(119)

Οι γαλλικές αρχές ισχυρίζονται ότι, ακόμη και χωρίς τη δημιουργία προβλέψεων για την ανανέωση του ΔΜΥΤ, η EDF δεν ήταν σε θέση να καταβάλει τον φόρο εταιρειών από το 1987 έως το 1996 λόγω της μεταφοράς φορολογικών ελλειμμάτων. Το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Το φορολογικό πλεονέκτημα προέκυψε το 1997 και όχι κατά τα προηγούμενα έτη. Επιπλέον, οι παράτυπες προβλέψεις προκάλεσαν εν μέρει μεταφορές φορολογικών ελλειμμάτων. Οι μεταφορές των φορολογικών ελλειμμάτων είχαν εξαλειφθεί σταδιακά από το 1987 έως το 1996, με αποτέλεσμα, το 1997, το ποσό του οφειλόμενου από την EDF φόρου να είναι σαφώς υψηλότερο απ' ό,τι ήταν, ακόμη και χωρίς να ληφθεί υπόψη η μη καταβολή φόρου για την αναταξινόμηση των δικαιωμάτων του παραχωρούντος.

(120)

Οι γαλλικές αρχές εκτιμούν επίσης ότι, αν και η δημιουργία προβλέψεων για την ανανέωση του ΔΜΥΤ απέφερε πλεονέκτημα, αυτό θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εξουδετερώθηκε λόγω της αύξησης του φόρου εταιρειών που καταβλήθηκε το 1997. Όπως αναφέρουν οι ίδιες οι γαλλικές αρχές στο υπόμνημα της 9ης Απριλίου 2002 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 35, μολονότι οι μη χρησιμοποιηθείσες προβλέψεις για την ανανέωση φορολογήθηκαν κανονικά, τα δικαιώματα του παραχωρούντος αναταξινομήθηκαν ως εισφορές κεφαλαίων χωρίς την καταβολή του φόρου εταιρειών. Επομένως, ο φόρος που κατέβαλε η EDF το 1997 είναι χαμηλότερος από τον κανονικά οφειλόμενο.

(121)

Οι γαλλικές αρχές ισχυρίζονται επίσης ότι κατά το διάστημα 1987-1996, η EDF κατέβαλε συνολικά στο κράτος ποσό υψηλότερο από τον φόρο εταιρειών που θα είχε καταβάλει μία εταιρεία του κοινού εμπορικού δικαίου, η οποία δεν θα είχε δημιουργήσει προβλέψεις για ανανέωση του ΔΜΥΤ και θα είχε καταβάλει στους μετόχους της μέρισμα ίσο με 37,5 % του καθαρού αποτελέσματος μετά φόρων. Εξάλλου, ο συντελεστής φόρου εταιρειών που έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί στην αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF είναι ο συντελεστής του 1996 και όχι εκείνος του 1997.

(122)

Αφενός, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 32 και 116, το εθνικό συμβούλιο λογιστικής θεωρεί ότι τα λογιστικά σφάλματα πρέπει να διορθώνονται στη διάρκεια της λογιστικής χρήσης κατά την οποία διαπιστώθηκαν. Καθώς οι προβλέψεις για την ανανέωση του ΔΜΥΤ κατέστησαν άνευ αντικειμένου μετά την ψήφιση του νόμου αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997, έπρεπε να είχαν αναταξινομηθεί στη διάρκεια της λογιστικής χρήσης του 1997, και επομένως να φορολογηθούν με τον συντελεστή φόρου εταιρειών που ίσχυε στη διάρκεια της χρήσης αυτής. Αφετέρου, οι ίδιες οι γαλλικές αρχές έχουν εφαρμόσει τον συντελεστή του φόρου εταιρειών του 1997 στο μέρος των προβλέψεων που φορολογήθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 34.

(123)

Η μη καταβολή από την EDF, το 1997, φόρου εταιρειών ύψους 5 882 849 762 FRF συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα για την εν λόγω επιχείρηση. Η EDF μπόρεσε να χρησιμοποιήσει αυτό το ποσό για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της χωρίς να καταφύγει σε εξωτερικό δανεισμό. Εάν είχε πράγματι καταβληθεί ο οφειλόμενος φόρος και η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων είχε χρηματοδοτηθεί από τα κέρδη της επιχείρησης, αυτή θα ήταν αναγκασμένη να συμπιέσει το κόστος της, να αυξήσει τα έσοδά της ή να παραιτηθεί από επενδυτικές δαπάνες. Με το να έχει στη διάθεσή της κεφάλαια τα οποία θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί ως φόρος εταιρειών, η EDF ήταν δικαιούχος ενός μέτρου που εφαρμόστηκε μόνο σε αυτήν και την ευνόησε έναντι των γαλλικών επιχειρήσεων που βρίσκονταν σε ανάλογη θέση και οι οποίες έπρεπε να καταβάλουν τον φόρο εταιρειών για αναταξινομήσεις αχρεωστήτων προβλέψεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 38-2 του γενικού φορολογικού κώδικα που ίσχυε το 1997, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 35.

(124)

Παρ' όλα αυτά, στις παρατηρήσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2002, η Γαλλία επικαλέστηκε την εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Όπως ορίζουν οι αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ένωσης, ιδίως εκείνες που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8, στην προκειμένη περίπτωση, μια πρόσθετη εισφορά κεφαλαίου προς όφελος της EDF που αντιστοιχεί στον οφειλόμενο φόρο δεν θα ευνοούσε τη δικαιούχο επιχείρηση παρέχοντάς της οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, εάν διαπιστωνόταν ότι ένας υποθετικός ιδιώτης επενδυτής θα είχε επενδύσει στην EDF το ίδιο ποσό, σε παρόμοιες συνθήκες και κατάσταση, σε σχέση με το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

(125)

Το Δικαστήριο, στη σκέψη 99 της προαναφερθείσας απόφασής του της 5ης Ιουνίου 2012, διευκρίνισε ότι, με την προσβληθείσα απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε προδικάσει ούτε τη δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς ούτε το αποτέλεσμα της ενδεχόμενης εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί, διαδοχικά, η δυνατότητα εφαρμογής και η εφαρμογή αυτής της αρχής στα εξεταζόμενα πραγματικά περιστατικά, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των κριτηρίων που όρισε το Δικαστήριο.

9.1.2.   Εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς

(126)

Για να αποφασιστεί αν πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, πρέπει να διαπιστωθεί, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής αξιολόγησης, εάν η φορολογική απαλλαγή χορηγήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία με την ιδιότητά της ως μετόχου ή ως φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας. Το Δικαστήριο διευκρινίζει στην απόφασή του της 5ης Ιουνίου 2012 διάφορα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε αυτή τη σφαιρική αξιολόγηση. Τα εν λόγω στοιχεία, που εξετάζονται διεξοδικότερα στη συνέχεια σε σχέση με τα περιστατικά της υπόθεσης, είναι τα ακόλουθα:

σε περίπτωση αμφιβολίας, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου (21)· από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος, την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην ελεγχόμενη από αυτό δημόσια επιχείρηση (22)·

συναφώς, μπορεί να απαιτηθούν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της (23)· η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί να εξετάσει αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα από τη λήψη της απόφασης για πραγματοποίηση της επίμαχης επένδυσης (24)·

ενδέχεται να είναι συναφή η φύση και το αντικείμενο του μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και ο σκοπός και οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το εν λόγω μέτρο (25)·

η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή θα είχε καταστήσει δυνατό να διαπιστωθεί εάν ιδιώτης μέτοχος θα είχε εισφέρει, υπό παρόμοιες συνθήκες, ποσό ίσο προς τον οφειλόμενο φόρο σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της EDF (26).

(127)

Στις παρατηρήσεις τους της 11ης Δεκεμβρίου 2002 που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 42, οι γαλλικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι είχαν κρίνει πιο αποτελεσματικό και ουδέτερο για την EDF να μετατρέψουν απευθείας ολόκληρο το ποσό των δικαιωμάτων του παραχωρούντος σε ίδια κεφάλαια, χωρίς την καταβολή του φόρου εταιρειών. Ωστόσο, κανένα από τα προγενέστερα ή σύγχρονα έγγραφα της εικαζόμενης απόφασης να μην εισπραχθεί ο φόρος, που υπέβαλαν τη Γαλλία ή την EDF για να στηρίξουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας, δεν περιέχει άμεση ή έμμεση αναφορά στην εικαζόμενη επενδυτική απόφαση, στις συνέπειες, τα πλεονεκτήματα και τις ελλείψεις της ή σε ανάλογη απόφαση να αυξηθεί το ποσό των εισφορών κεφαλαίου μέσω της μη είσπραξης του φόρου. Τα έγγραφα που υποβλήθηκαν από τις γαλλικές αρχές και αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 108 δεν αναφέρουν και, κατά μείζονα λόγο, δεν αναλύουν τα πλεονεκτήματα και τα προβλήματα που συνεπάγεται για το Δημόσιο η απόφαση να μην εισπραχθεί ο φόρος εταιρειών για το μέρος των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος που αναταξινομήθηκαν ως εισφορές κεφαλαίου της EDF βάσει του νόμου αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997.

(128)

Εναπόκειται στο γαλλικό κράτος, σε περίπτωση αμφιβολιών για τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, όπως αυτές που διατύπωσε η Επιτροπή, να αποδείξει πλήρως και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου. Όμως, βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, φαίνεται ότι η απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης με παραίτηση από την είσπραξη του οφειλόμενου από την EDF φόρου εταιρειών πρέπει να θεωρηθεί ότι λήφθηκε σιωπηρά, χωρίς αιτιολογημένη νομική πράξη που θα επέτρεπε να γνωστοποιηθούν ή να επαληθευτούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής της απόφασης, οι λόγοι και η νομική βάση που τη στηρίζουν και από ποια αρμόδια αρχή και σε ποια ημερομηνία λήφθηκε. Όσον αφορά τα στοιχεία που όρισε το Δικαστήριο για να επαληθευτεί η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, δηλαδή ιδίως η ανάγκη ύπαρξης αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων, ένα μέτρο που έχει εφαρμοστεί πραγματικά ή προγενέστερες οικονομικές αξιολογήσεις, η απουσία παραπομπών ή υλικών αποδείξεων πρέπει να θεωρηθεί ως μια πρώτη ένδειξη της μη δυνατότητας εφαρμογής αυτής της αρχής.

(129)

Ελλείψει εγγράφων που θα επέτρεπαν τον εντοπισμό της εικαζόμενης απόφασης, πρέπει να περιγραφεί το πιθανό επενδυτικό μέτρο που θα είχε θέσει σε εφαρμογή το γαλλικό κράτος. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς θα επέτρεπε να διαπιστωθεί εάν ένας ιδιώτης μέτοχος θα είχε εισφέρει, υπό παρόμοιες συνθήκες, ποσό 5,88 δισεκατ. FRF σε μια επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της EDF. Ενδεχόμενη επένδυση από το γαλλικό Δημόσιο θα συνεπαγόταν την παραίτηση από την είσπραξη αυτού του ποσού με σκοπό την αποκόμιση κέρδους που θα υπερέβαινε τους αρχικά διατεθέντες πόρους. Η ανάλυση πρέπει, συνεπώς, να διεξαχθεί σε συνάρτηση με το οφειλόμενο ποσό του φόρου εταιρειών.

(130)

Συναφώς, το γεγονός ότι τα υποβληθέντα από τη Γαλλία ή την EDF στοιχεία δεν περιέχουν ειδικές μελέτες, παραπομπές ή αναλύσεις της αποδοτικότητας της επένδυσης για το ποσό της απαλλαγής από τον φόρο, δυσχεραίνει την προσπάθεια εντοπισμού των επιπτώσεων της εικαζόμενης επένδυσης. Η δυσκολία αυτή δεν είναι ανυπέρβλητη εφόσον, για τις ανάγκες της ανάλυσης των περισσότερων παραγόντων που έχουν συνάφεια για την επαλήθευση της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, θεωρείται ότι η επιπλέον εισφορά στο κεφάλαιο της EDF για το ποσό του μη εισπραχθέντος φόρου ωφέλησε τα δικαιώματα που συνδέονταν με το σύνολο των εισφορών. Συνεπώς, εάν οι εισφορές κεφαλαίου αμείβονταν με ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, το επιτόκιο αυτό θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί, και εκ των πραγμάτων εφαρμόστηκε κατά τον χρόνο της μη είσπραξης του φόρου. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που λαμβάνεται υπόψη η οριακή ή η πρόσθετη επίπτωση, τα στοιχεία που υπέβαλε η Γαλλία ή η EDF δεν επιτρέπουν να φανεί εκ πρώτης όψεως η επίπτωση της μη είσπραξης που ήταν να αυξηθεί το ποσό των εισφορών κατά το ποσό του μη εισπραχθέντος φόρου.

(131)

Η μη είσπραξη του φόρου είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της εισφοράς κεφαλαίου στην EDF και, κατ' επέκταση, των ιδίων κεφαλαίων της EDF κατά επιπλέον 5,88 δισεκατ. FRF εντός του συνολικού ποσού των 14,119 δισεκατ. FRF των προβλέψεων που κεφαλαιοποιήθηκαν. Οι εν λόγω προβλέψεις, που δεν αντιστοιχούσαν σε εκ των προτέρων εισφορά νέου χρήματος από το κράτος-μέτοχο, αναταξινομήθηκαν ως εισφορές κεφαλαίου, με εγγραφή τους στην αντίστοιχη θέση του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της EDF, μαζί με τα άλλα ίδια κεφάλαια (κεφάλαιο, εισφορές κ.λπ. - πίνακας 2 -). Χωρίς τη φοροαπαλλαγή, τα ίδια κεφάλαια της EDF, τα οποία έπρεπε να ανέλθουν σε 79,8 δισεκατ. FRF το 1997, θα ανέρχονταν σε 72,1 δισεκατ. FRF, σύμφωνα με τα έγγραφα που εξετάστηκαν εκείνη την περίοδο (αιτιολογική σκέψη 100, πίνακας 2). Αντί των 50,7 δισεκατ. FRF, οι εισφορές του Δημοσίου στο κεφάλαιο της EDF θα ανέρχονταν σε 44,8 δισεκατ. FRF.

Εικαζόμενη επενδυτική απόφαση στοιχεία ανάλυσης

(132)

Καταρχάς, όπως υπογραμμίζουν οι γαλλικές αρχές, εφόσον η ενσωμάτωση του ποσού του μη καταβληθέντος φόρου αύξανε τη φορολογική βάση των εισφορών και αυτή αμειβόταν με σταθερό επιτόκιο (3 %), η απόλυτη τιμή της αμοιβής του Δημοσίου αυξήθηκε με την απαλλαγή από τον φόρο ή τη μη είσπραξη φόρου (αιτιολογική σκέψη 83). Παρ' όλα αυτά, η αύξηση της εισφοράς κεφαλαίου που αντιστοιχεί στη φοροαπαλλαγή δεν αποτυπώθηκε σε αύξηση της αμοιβής του Δημοσίου. Ως προς αυτό, κατά πάγια διαπίστωση, η αμοιβή των εισφορών του Δημοσίου στο κεφάλαιο της EDF προβλέπεται από το διάταγμα αριθ. 56-1360 της 30ής Δεκεμβρίου 1956 (αιτιολογικές σκέψεις 18 και 103). Εξάλλου, οι προγενέστερες και μεταγενέστερες της σύμβασης της περιόδου 1997-2000 συμβάσεις επιχείρησης προέβλεπαν την καταβολή αμοιβών, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 93 και 102. Η αρχή της αμοιβής προϋπήρχε της εικαζόμενης απόφασης και διατηρήθηκε και μετά από αυτήν.

(133)

Επιπλέον, η εξέταση των πραγματικών περιστατικών καταδεικνύει ότι η εν λόγω φοροαπαλλαγή είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αμοιβής της επένδυσης του Δημοσίου. Από την έκθεση της Εθνοσυνέλευσης του Σεπτεμβρίου 1997 συνάγεται χωρίς καμία αμφιβολία ότι η αύξηση του συνολικού ποσού της εισφοράς είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αμοιβής της με σκοπό να μην «αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση της EDF» (αιτιολογική σκέψη 103). Η έκθεση της Γερουσίας επικύρωσε αυτή τη μείωση που επιθυμούσαν οι δημόσιες αρχές (αιτιολογική σκέψη 108).

(134)

Από το 1991 έως το 1996, η EDF παρείχε στο κράτος υψηλότερη αμοιβή για μικρότερη βάση εισφορών κεφαλαίου σε σχέση με αυτήν που προβλεπόταν για το διάστημα 1997 έως 2000 για μεγαλύτερη φορολογική βάση. Η μέση ετήσια αμοιβή σε απόλυτες τιμές ύψους 3,41 δισεκατ. FRF για την περίοδο 1991-1996, κατά την οποία το ποσό των εισφορών ανήλθε σε 36,6 δισεκατ. FRF, ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αμοιβή των 2,35 δισεκατ. FRF που είχε προβλεφθεί για διευρυμένη βάση των 50,7 δισεκατ. FRF κατά την περίοδο 1997-2000 (αιτιολογικές σκέψεις 92 και 102-103, πίνακας 3). Κατά συνέπεια, η τρέχουσα οριακή απόδοση της αύξησης του ποσού της εισφοράς κεφαλαίου ύψους 5,88 δισεκατ. FRF που αναμενόταν για την περίοδο 1997-2000 από το κράτος-μέτοχο θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητική σε σχέση με την απόδοση της περιόδου 1991-1996.

(135)

Πράγματι, οι γαλλικές αρχές μερίμνησαν ώστε η καταβαλλόμενη στο γαλλικό κράτος απόλυτη και σχετική αμοιβή για την εισφορά κεφαλαίου να είναι τόσο χαμηλότερη σε απόλυτες και σχετικές τιμές όσο αυξανόταν η βάση της εισφοράς, όπως καταδεικνύουν αναμφίβολα οι εκθέσεις που συνέταξαν η Εθνοσυνέλευση και η Γερουσία. Κατά συνέπεια, αυξάνοντας το ποσό της συνολικής εισφοράς για την οποία η καταβαλλόμενη αμοιβή ήταν χαμηλότερη από εκείνη της εισφοράς που ίσχυε πριν από τον νόμο αριθ. 97-1026, η απόφαση για τη χορήγηση φοροαπαλλαγής δεν φαίνεται να συνιστά αναγκαστικά επένδυση.

(136)

Δεύτερον, ο τρόπος πρόβλεψης και καθορισμού της αμοιβής για την αύξηση των κεφαλαιακών εισφορών δεν είναι αυτός τον οποίο θα επέλεγε ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς.

(137)

Πράγματι, όπως δείχνουν οι παραπομπές τόσο στις επιστολές των εποπτευόντων υπουργών όσο και στις κοινοβουλευτικές εκθέσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 97, 103 και 106, κατά την εξέταση το 1997 της αμοιβής του γαλλικού Δημοσίου μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF, οι γαλλικές αρχές συνεκτίμησαν ταυτόχρονα την αμοιβή των εισφορών στο κεφάλαιο που προορίζεται για το κράτος-μέτοχο με τη στενή έννοια του όρου και το προσδοκώμενο ποσό φόρου που θα εισέπραττε το κράτος από το 1997 μετά από πολλά έτη μεταφοράς φορολογικών ελλειμμάτων στο κράτος ως φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας για την είσπραξη του φόρου. Όπως καταδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 93, η αμοιβή των εισφορών ήταν, με τη σειρά της, απαλλασσόταν από τον φόρο εταιρειών, κατά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο.

(138)

Το σχέδιο που εξετάστηκε και υιοθετήθηκε από τις γαλλικές αρχές το 1997 ήταν, συνεπώς, αυτό του αθροιστικού υπολογισμού της συνολικής επιβάρυνσης της EDF με τον φόρο και την αμοιβή του μετόχου. Το συνολικό ποσό του εισπραχθέντος φόρου επί της EDF, ακόμη και μετά την επίμαχη απαλλαγή, βάσει των φορολογικών προνομίων, και η αμοιβή που καταβλήθηκε στο κράτος ως μέτοχο παρουσιάζονται χωρίς διάκριση μεταξύ τους στα έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές. Παρ' όλα αυτά, υποστηρίζουν ότι τα εν λόγω έγγραφα αποδεικνύουν την ύπαρξη επενδυτικής απόφασης. Αντιθέτως, αυτός ο συστηματικός συνυπολογισμός της πληρωμής των οφειλόμενων από την EDF φόρων στον εισπρακτικό μηχανισμό του Δημοσίου, και μέσω της διευθέτησης και εκκαθάρισης του μη εισπραχθέντος φόρου πριν από τον νόμο αριθ. 97-1026 με σκοπό την εξέταση και τον καθορισμό της αμοιβής του κράτους-μετόχου, υποδηλώνει ότι η επίμαχη φοροαπαλλαγή παραχωρήθηκε από το κράτος κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και όχι από το κράτος με την ιδιότητα του επενδυτή.

(139)

Η ένδειξη αυτή ενισχύεται, εξάλλου, από τη φύση των στόχων που καθόρισε το κράτος για την EDF το 1997 βάσει εκτιμήσεων και στόχων ενός φορέας άσκησης δημόσιας εξουσίας και όχι ενός μετόχου. Οι ανησυχίες αυτές είναι πρόδηλες στον καθορισμό των τιμολογίων της EDF, όπως συμφωνήθηκε στη σύμβαση επιχείρησης για την περίοδο 1997-2000, από τον οποίο εξαρτιόταν η αμοιβή του κράτους-μετόχου. Πράγματι, το κράτος ζητούσε από την EDF να συμβάλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γαλλικής βιομηχανίας και της αγοραστικής δύναμης των γαλλικών νοικοκυριών. Πέραν του ότι τέτοιου είδους προβληματισμοί είναι άσχετοι με τα κίνητρα συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, είναι, επιπλέον, και αντίθετοι με τα οικονομικά συμφέροντα αυτού του υποθετικού επενδυτή. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον στόχο που καθορίστηκε για την EDF στη σύμβαση επιχείρησης 1997-2000, να θέσει σε εφαρμογή μια φιλόδοξη πολιτική για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης με το να τεθεί στην υπηρεσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (αιτιολογικές σκέψεις 89 και 95).

Οικονομικές εκτιμήσεις για τους σκοπούς του καθορισμού της αποδοτικότητας της εικαζόμενης επένδυσης

(140)

Η σύμβαση επιχείρησης μεταξύ του Δημοσίου και της EDF που υπογράφηκε στις 8 Απριλίου 1997 περιείχε αξιολογήσεις προγενέστερες του χρηματοοικονομικού σεναρίου, οι οποίες περιείχαν προβλέψεις απόδοσης των επενδύσεων του κράτους-μετόχου σε εισφορές κεφαλαίου στην EDF (αιτιολογική σκέψη 92). Τα έγγραφα αυτά και οι αναλύσεις που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές αφορούν τις αναμενόμενες επιπτώσεις της κεφαλαιοποίησης όλων των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν από την EDF, ανεξάρτητα από το αν είχαν επιβληθεί ή όχι και από το αν ήταν ή όχι αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου αριθ. 97-1026. Η μόνη συστηματική αξιολόγηση που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές και περιέχεται στο υπόμνημα της EDF της 18ης Φεβρουαρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 92) είναι γενική και περιορίζεται στην κανονιστική ρύθμιση που εφαρμόζεται στις εισφορές κεφαλαίου, που περιλαμβάνουν και εκείνες που προηγήθηκαν της αναδιάρθρωσης του ισολογισμού της EDF, αλλά δεν περιλαμβάνουν την αμοιβή του κεφαλαίου εκτός εισφορών ούτε την αμοιβή των ιδίων κεφαλαίων.

(141)

Κανένα έγγραφο από αυτά που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές και η EDF δεν αποδεικνύει ότι η επενδυτική απόφαση που υποτίθεται ότι ελήφθη, δηλαδή να χορηγηθεί μεγαλύτερη εισφορά κεφαλαίου στην EDF μέσω της μη είσπραξης φόρου επί της αναταξινόμησης, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης ή ειδικών μελετών ή αναλύσεων. Παρ' όλα αυτά, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών ποσών, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς θα πραγματοποιούσε κατά πάσα πιθανότητα χρηματοοικονομική και οικονομική ανάλυση πριν λάβει απόφαση για το κατά πόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες ρυθμίσεις σχετικά με την απόδοση των κεφαλαιακών εισφορών, το ποσό των 5,88 δισεκατ. FRF της φοροαπαλλαγής ήταν αναγκαίο για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη απόδοση της συνολικής επένδυσης της επιχείρησης και για την ικανοποιητική αμοιβή του μετόχου για τον σκοπό αυτό. Δεν υπάρχει τέτοια προγενέστερη οικονομική μελέτη, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί στη σκέψη 84 της απόφασής του ως ένα από τα στοιχεία που επιτρέπουν να διαπιστωθεί η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

(142)

Έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημανθεί ότι, πέραν της αμοιβής που θα χορηγούνταν στο Δημόσιο κατά την περίοδο 1997-2000, δεν πραγματοποιήθηκε καμία μελέτη σχετικά με την αμοιβή ούτε την πιο μακροπρόθεσμη κερδοφορία, ενώ η Γαλλία ισχυρίζεται ακριβώς ότι πραγματοποίησε μια μακροπρόθεσμη επένδυση. Όμως, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς θα πραγματοποιούσε οπωσδήποτε ανάλυση αποδοτικότητας για την περίοδο μετά το έτος 2000.

(143)

Εφόσον θεωρείται λογικό να λάβει υπόψη του ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς τις επιπτώσεις της μείωσης του ποσοστού του χρέους της EDF, αυτό οδηγεί στη διαπίστωση ότι η επίκληση του πλεονεκτήματος της EDF να δανείζεται με χαμηλότερο κόστος λόγω του βελτιωμένου δείκτη χρέους προς ίδια κεφάλαια είναι γενικόλογη σε ορισμένα έγγραφα που υπέβαλαν η Γαλλία (αιτιολογικές σκέψεις 101 και 105) και η EDF. Παρ' όλα αυτά, κανένα στοιχείο δεν αναφέρει τα πλεονεκτήματα και την αποδοτικότητα που συνεπάγεται για το κράτος-μέτοχο μια μείωση του κόστους δανεισμού της EDF ή ένας χαμηλότερος δείκτης χρέους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της περιόδου εκείνης που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 101, ο δείκτης καθαρού χρέους προς ίδια κεφάλαια της EDF έπρεπε να βρίσκεται στο 148 % με τη νέα εισφορά κεφαλαίου στο σύνολό της, η οποία ανερχόταν σε 50,7 δισεκατ. FRF, στα οποία περιλαμβάνονται τα 5,88 δισεκατ. FRF της επίμαχης φοροαπαλλαγής. Χωρίς τη φοροαπαλλαγή, ο δείκτης αυτός θα ανερχόταν περίπου στο 163 %, θα ήταν δηλαδή τρεις φορές χαμηλότερος από τον δείκτη του 480 % πριν από τον νόμο αριθ. 97-1026. Εάν εξεταστεί απομονωμένα από τις άλλες επιπτώσεις της ανακατάταξης των διαφόρων προβλέψεων, η συμβολή της φοροαπαλλαγής στη βελτίωση αυτού του δείκτη είναι σχεδόν ασήμαντη και το συγκεκριμένο αποτέλεσμά της στη μείωση του κόστους δανεισμού για την EDF πολύ αμφίβολο (αιτιολογικές σκέψεις 170 έως 172). Σε κάθε περίπτωση, τα υποβληθέντα από τις γαλλικές αρχές έγγραφα δεν αναφέρουν ούτε αναλύουν ως επένδυση ούτε την αμοιβή του μετόχου που θα προέκυπτε από έναν δείκτη 148 % ούτε, πολύ περισσότερο, την αμοιβή που θα προέκυπτε από έναν δείκτη 163 %. Δεν υπάρχει, όσον αφορά το θέμα αυτό, καμία προγενέστερη οικονομική αξιολόγηση συγκρίσιμη με αυτές τις οποίες θα είχε διενεργήσει ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς, όπως αυτή που αναφέρει το Δικαστήριο στη σκέψη 84 της απόφασής του.

(144)

Συναφώς, η οικονομική μελέτη που υπέβαλε η EDF για να στηρίξει τις παρατηρήσεις της (αιτιολογικές σκέψεις 69-70) δεν αποδεικνύει ότι η Γαλλία ενήργησε ως επενδυτής και όχι ως φορέας άσκησης δημόσιας εξουσίας. Η μελέτη συντάχθηκε μετά την εικαζόμενη επενδυτική απόφαση που λήφθηκε το 1997 και δεν εξετάστηκε από τις αρμόδιες αρχές για να ληφθεί μια τέτοια απόφαση. Και μόνο γι' αυτόν τον λόγο, η μελέτη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Δικαστηρίου (αιτιολογική σκέψη 126, σκέψη 104 της απόφασης της 5ης Ιουνίου). Το γεγονός ότι η μελέτη πραγματοποιήθηκε βάσει αυθεντικών βασικών δεδομένων που ήταν διαθέσιμα την εποχή εκείνη δεν μπορεί να ακυρώσει αυτό το συμπέρασμα. Η παραγγελία της μελέτης έγινε για τις ανάγκες της υπόθεσης μετά την επέκταση της διαδικασίας τον Μάιο του 2013 και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ήταν κατά τα φαινόμενα γνωστά στην EDF τον Ιούλιο του 2013, ενώ η μελέτη είναι του Οκτωβρίου 2013. Εξάλλου, τα αριθμητικά αποτελέσματα στα οποία κατέληξε η μελέτη ήταν άκυρα και για άλλους λόγους και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν το έρεισμα των συμπερασμάτων που συνάγει από αυτά η EDF για να στηρίξει τις παρατηρήσεις της, και συγκεκριμένα:

Η μελέτη τροφοδοτείται με βασικά δεδομένα σχεδόν εξ ολοκλήρου της περιόδου εκείνης και εφαρμόζει γενικά αποδεκτές μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την αποτίμηση της αξίας των επιχειρήσεων, με τις σημαντικές επιφυλάξεις που διατυπώνονται κατωτέρω. Παρ' όλα αυτά, είναι παράλληλα μια ιδιαίτερα σύνθετη οικονομική αξιολόγηση, μετά από μια σχετικά διεξοδική αναζήτηση δεδομένων, για την υλοποίηση και επικύρωσή της οποίας απαιτήθηκε διάστημα περίπου τριών μηνών. Η εν λόγω επεξεργασία περιέχει διαδοχικές και πολλαπλές μεθοδολογικές επιλογές, ορισμένες φορές αμφισβητήσιμες. Χωρίς την εν λόγω επεξεργασία, είναι απολύτως αδύνατο, με αφετηρία βασικά δεδομένα, διάσπαρτα και προερχόμενα από διάφορες πηγές, να διαμορφωθεί μια συνοπτική εικόνα ή πιθανή πρόβλεψη των ποσοτικά προσδιορισμένων αποτελεσμάτων που θα παρουσίαζε η μελέτη όσον αφορά την απόδοση που θα μπορούσε να αναμένει το γαλλικό κράτος το 1997. Ωστόσο, το Δικαστήριο απαιτεί η εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς να βασίζεται στις προβλέψιμες αξιολογήσεις κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης (σκέψη 105 της απόφασης της 5ης Ιουνίου 2012). Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της EDF, το γεγονός καθαυτό ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του γαλλικού κράτους δεν διενήργησαν από μόνες τους ούτε ανέθεσαν τη σύνταξη μιας μελέτης αυτής της κλίμακας και πολυπλοκότητας, με βάση τα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα το 1996-1997, αποτελεί ένδειξη ότι το κατάλληλο κριτήριο για να λάβουν οι γαλλικές αρχές την απόφασή τους δεν ήταν αποκλειστικά η απόδοση της εικαζόμενης επένδυσης για τον μέτοχο.

Η μελέτη αναλύει τη συμπεριφορά του γαλλικού κράτους σε σχέση με την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς βάσει πολύ διαφορετικών πληροφοριών και παραδοχών από αυτές που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 108 και οι οποίες, κατά τις γαλλικές αρχές, αποτέλεσαν το κίνητρο και την αιτιολόγηση της απόφασης που υποτίθεται ότι έχει ληφθεί. Όμως, την απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης δεν την έλαβε η EDF και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου (σκέψεις 82 και 83 της απόφασής του της 5ης Ιουνίου 2012), το γαλλικό κράτος είναι αυτό που οφείλει να προβάλει τα στοιχεία που αναδεικνύουν τη φύση και το πλαίσιο της ληφθείσας απόφασης. Εφόσον η Γαλλία ισχυρίζεται ότι έλαβε την απόφασή της με βάση τις πληροφορίες και τα δεδομένα που υπέβαλε, η μελέτη και, κατά συνέπεια η EDF, υποκαθιστούν εκ των πραγμάτων τον υποτιθέμενο επενδυτή και ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλύτερα απ' ό,τι το γαλλικό κράτος τις εκτιμήσεις και τα στοιχεία που αποτέλεσαν το πραγματικό κίνητρο για την απόφαση που είχε ήδη ληφθεί και τις παραδοχές που αυτό έλαβε υπόψη. Ως εκ τούτου, η μελέτη βασίζεται σε εικασίες σχετικά με τα δεδομένα, τις πληροφορίες και τις παραδοχές τις οποίες οι γαλλικές αρχές θα μπορούσαν να είχαν λάβει υπόψη — και μεταξύ άλλων δεν μπορούν να αποκλειστούν- το 1997 και, κατά συνέπεια, δεν έχουν αποδεικτική ισχύ το 2015 (ή τον Οκτώβριο του 2013 όταν πραγματοποιήθηκε), ώστε να εξηγήσουν και να διασαφηνίσουν την απόφαση που πράγματι έλαβαν οι γαλλικές αρχές το 1997, την οποία οι εν λόγω αρχές εξηγούν βάσει διαφορετικών δεδομένων και παραδοχών.

Αυτή η απουσία αποδεικτικής αξίας είναι ακόμη περισσότερο εμφανής για τον λόγο ότι, για να καταλήξει στα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 70, η μελέτη βασίζεται σε υποθέσεις είτε αυθαίρετες είτε παρακινδυνευμένες, που είτε δεν επιβεβαιώνονται από τα πραγματικά περιστατικά είτε είναι αντίθετες με τα στοιχεία που συνάγονται από τα έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές και τα οποία, κατά την άποψή τους, καταδεικνύουν τη δυνατότητα εφαρμογής και τη θετική εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Έτσι, καταρχάς, η μελέτη εικάζει ότι, μετά το 2000, η αμοιβή που έλαβε το κράτος-μέτοχος δεν διέπεται από διάταγμα ούτε αποτυπώνεται σε σύμβαση επιχείρησης μεταξύ του κράτους και της EDF, αλλά καθορίστηκε με αναφορά στα μερίσματα τα οποία κατέβαλλαν άλλες επιχειρήσεις του κλάδου το 1996-1997 (27). Ωστόσο, η αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου στην EDF είχε ρυθμιστεί με διάταγμα από το 1956 (αιτιολογική σκέψη 102) και καθορίστηκε με κανονιστική διάταξη και αποτυπωνόταν σε πολυετείς συμβάσεις επιχείρησης πριν και μετά το 1997, σε συνάρτηση με εκτιμήσεις άσχετες με τα μερίσματα που κατέβαλλαν επιχειρήσεις του κλάδου οι οποίες δραστηριοποιούνται σε άλλες αγορές εκτός της Γαλλίας (αιτιολογικές σκέψεις 94 και 95). Δεύτερον, η μελέτη επανεισήγαγε χωρίς αιτιολόγηση στον λογαριασμό αποτελεσμάτων της EDF προβλέψεις που προέρχονταν από τους λογαριασμούς της εταιρείας EDF για ποσό 11,6 δισεκατ. FRF (χωρίς φόρους) και 7,3 δισεκατ. (μετά φόρων) (28) αυξάνοντας τεχνητά κατά το ποσό αυτό της αξία της EDF, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι διαθέσιμες πληροφορίες και οι προβλέψιμες εξελίξεις το 1997 ως προς το βάρος των υποχρεώσεων της EDF στο συνταξιοδοτικό σύστημα του προσωπικού της (αιτιολογικές σκέψεις 168-169).

Τρίτον, η αύξηση της αξίας της EDF που προέκυψε από την αύξηση των επιστροφών και των κερδών στη μελέτη υπολογίζεται με βάση τις «προσδοκίες της αγοράς» το 1997 (29). Οι γαλλικές αρχές διέθεταν προβλέψεις εσόδων και ειδικών και ποσοτικά προσδιορισμένων αποτελεσμάτων για την EDF για την περίοδο 1997 έως 2000, που επιβεβαιώθηκαν στο πλαίσιο της επεξεργασίας της σύμβασης επιχείρησης για την ίδια περίοδο και ισχυρίζονται ότι στηρίχθηκαν σε αυτές τις προβλέψεις και τα στοιχεία για να λάβουν την απόφασή τους (αιτιολογικές σκέψεις 78-79, 90, 94, 96), και παράλληλα είχαν καλή γνώση της επιχείρησης και των χρηματοοικονομικών προοπτικών της (αιτιολογική σκέψη 77). Η χρήση «προσδοκιών της αγοράς» προερχόμενων από τρίτους για τον τελικό καθορισμό μιας εκτίμησης της αξίας της EDF σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι ούτε αποδεδειγμένη ούτε σύμφωνη με τα επιχειρήματα που προβάλλει η Γαλλία για να εξηγήσει και να τεκμηριώσει την απόφαση που υποτίθεται ότι είχαν λάβει προηγουμένως οι αρχές της. Και αυτό κυρίως διότι οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η βασική δραστηριότητα της EDF ασκούνταν στη Γαλλία σε ρυθμιζόμενες το 1997 (αιτιολογική σκέψη 85). Εξάλλου, οι τιμές αυτές είχαν καθοριστεί σε χαμηλό επίπεδο με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γαλλικής βιομηχανίας και της αγοραστικής δύναμης των γαλλικών νοικοκυριών (αιτιολογικές σκέψεις 89 και 95). Η μελέτη δεν εξηγεί, και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογεί πειστικά, γιατί η αμοιβή, τα μερίσματα και τα κέρδη επιχειρήσεων που είχαν συσταθεί ως εισηγμένες ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες δεν είχαν σημαντική παρουσία στη Γαλλία και λειτουργούσαν σε αγορές με διαφορετικούς ανταγωνιστικούς και κανονιστικούς περιορισμούς (π.χ. Endesa, Gas Natural και Union Fenosa στην Ισπανία-, RWE, EON και Verbund στη Γερμανία- Fluxys στο Βέλγιο κ.λπ.), μπορούσαν να καθορίσουν τα αποτελέσματα, την αμοιβή και τα μερίσματα της EDF, που περιλαμβάνονται στις υποθέσεις από τις οποίες εξαρτώνται τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 70 (30).

Τέλος, τέταρτον, η μελέτη υποστηρίζει χωρίς καμία αιτιολόγηση ότι μια αύξηση της εισφοράς στο κεφάλαιο της EDF το 1997 ισοδυναμούσε, τουλάχιστον εν μέρει, με την απόκτηση ενός ρευστού χρηματοοικονομικού στοιχείου (31). Παρ' όλα αυτά, η EDF ήταν το 1997 δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο (αιτιολογική σκέψη 19), ενώ οι γαλλικές αρχές και η EDF ισχυρίζονταν ότι θα διατηρούσε το ίδιο καθεστώς στο μέλλον (αιτιολογικές σκέψεις 95 και 105). Ο παρακινδυνευμένος χαρακτήρας αυτού του ισχυρισμού από τον οποίο εξαρτώνται, παρ' όλα αυτά, σε καθοριστικό βαθμό τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύεται διεξοδικότερα στις αιτιολογικές σκέψεις 179 έως 181.

Φύση και αντικείμενο του μέτρου, πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και κανόνες στους οποίους υπόκειται το μέτρο.

(145)

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η φύση του μέτρου που έχει ληφθεί αποτελεί μέρος των σχετικών στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί θετικά η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς (σκέψη 86 της απόφασης). Η απόφαση χορήγησης πρόσθετου ποσού εισφοράς κεφαλαίου στην EDF χωρίς την είσπραξη φόρου για την αναταξινόμηση παράτυπων προβλέψεων που αφορούν το ΔΜΥΤ είναι ταυτόχρονα μια απόφαση λογιστικού χαρακτήρα για ανακατανομή των πιστώσεων μεταξύ θέσεων του ισολογισμού της EDF (αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 105) και απόφαση φορολογικού χαρακτήρα, εφόσον οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι ο φόρος εταιρειών θα έπρεπε να εισπράττεται πριν από την αναταξινόμηση (αιτιολογική σκέψη 35), ενώ ο φόρος έχει καταβληθεί για άλλες αναταξινομηθείσες λογιστικές προβλέψεις. Δεν έχει, συνεπώς, διαπιστωθεί, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των γαλλικών αρχών, ότι το λογιστικό και φορολογικό σκέλος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα σε ένα ενιαίο μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή από τον νόμο αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997.

(146)

Το άρθρο 4 παράγραφος 2 του νόμου προέβλεπε ότι το ποσό που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα υλικά στοιχεία ενεργητικού του ΔΜΥΤ, όπως αναγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού της EDF έπρεπε να καταχωριστεί, χωρίς τις αντίστοιχες διαφορές αναπροσαρμογής, στη θέση «Εισφορές κεφαλαίου» (αιτιολογική σκέψη 28). Μπορεί να συναχθεί ότι ο νόμος προέβλεπε ότι, εκτός από τυχόν διαφορές αναπροσαρμογής, καμία λογιστική και φορολογική αναθεώρηση δεν έπρεπε να περικόψει το ποσό που αντιστοιχεί σε αυτό που θα έπρεπε να εγγραφεί ως εισφορά στο κεφάλαιο της EDF. Η απόφαση, ωστόσο, της είσπραξης ή μη του φόρου από την EDF δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου βάσει του άρθρου 34 του γαλλικού συντάγματος και ο νόμος αριθ. 97-1026 δεν θα μπορούσε να περιέχει έγκυρη διάταξη σχετική με αυτό το ζήτημα. Το εν λόγω άρθρο περιορίζει τις νομοθετικές αρμοδιότητες του κοινοβουλίου σε φορολογικά θέματα στον καθορισμό της φορολογητέας βάσης, του συντελεστή φορολόγησης και των τρόπων είσπραξης των φορολογικών απαιτήσεων πάσης φύσεως. Συνεπώς, η EDF κατέβαλλε τον φόρο εταιρειών για ορισμένες λογιστικές προβλέψεις αλλά όχι για κάποιες άλλες ως επακόλουθο της ίδιας πράξης αναταξινόμησης βάσει του νόμου.

(147)

Τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 104 προπαρασκευαστικά έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές καταδεικνύουν, εξάλλου, ότι το Συμβούλιο Επικρατείας είχε την άποψη το 1997 ότι οι διατάξεις μη νομοθετικού χαρακτήρα έπρεπε να μη περιληφθούν στο κείμενο του νομοσχεδίου· επιπλέον, απορρίφθηκε και ένα νομοσχέδιο για την τροποποίηση του κυβερνητικού νομοσχεδίου που αποσκοπούσε στον περιορισμό των φόρων τους οποίους θα μπορούσε να εισπράξει το Δημόσιο από την EDF κατ' εφαρμογή του νόμου. Τέλος, οι αρμόδιοι υπουργοί έκριναν, τον Απρίλιο του 1997, ότι για τις λεπτομερείς διατάξεις εφαρμογής της αναδιάρθρωσης της EDF σε λογιστικό και σε φορολογικό επίπεδο θα έπρεπε να γίνουν πρόσθετες διαβουλεύσεις μεταξύ των εποπτικών αρχών και της επιχείρησης (αιτιολογική σκέψη 98).

(148)

Από τα στοιχεία αυτά, που διευκρινίζονται και προσδιορίζονται ποσοτικά στην επιστολή εφαρμογής που απέστειλε το εποπτεύον υπουργείο στην EDF στις 22 Δεκεμβρίου 1997, μετά την έκδοση του νόμου (αιτιολογική σκέψη 31), συνάγεται ότι οι φορολογικές πτυχές της εφαρμογής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις διατάξεις του νόμου αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997. Οι εν λόγω υπουργοί, στην επιστολή τους προς την EDF, εξηγούν την αναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων και του μακροπρόθεσμου χρέους του ισολογισμού της EDF κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997 και φαίνεται ότι αποφάσισαν σιωπηρά τις φορολογικές επιπτώσεις της εν λόγω αναδιάρθρωσης, χωρίς να τίθεται ζήτημα για οποιαδήποτε αποδοτική επένδυση ούτε για απαρέγκλιτες διατάξεις του νόμου.

(149)

Όσον αφορά το πλαίσιο του μέτρου, που το Δικαστήριο προβάλλει ως συναφές στοιχείο μεταξύ άλλων για την αξιολόγηση της ενδεχόμενης δυνατότητας εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, οι προπαρασκευαστικές συσκέψεις και τα δικαιολογητικά έγγραφα της περιόδου που οδήγησαν στην υπογραφή της σύμβασης επιχείρησης μεταξύ του Δημοσίου και της EDF στις 8 Απριλίου 1997 δείχνουν ότι η κεφαλαιοποίηση των προβλέψεων εντασσόταν στο πλαίσιο της προοπτικής της μερικής απελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ένωση, που είχε αποφασιστεί ήδη από το 1996. Επίσης, στη σύμβαση επιχείρησης 1997-2000 και στα προπαρασκευαστικά της έγγραφα, αποτυπώνεται η βούληση για την περαιτέρω διεθνοποίηση των δραστηριοτήτων της EDF, όπως εξάλλου και στα έγγραφα του κοινοβουλίου. Η ίδια η σύμβαση επιχείρησης προϋποθέτει ότι για την εκτέλεσή της απαιτείται η έκδοση νομοθετικής πράξης τακτοποίησης, παρόμοιας με αυτήν που προβλέπει ο νόμος αριθ. 97-1026, που να διαπιστώνει μια εκ των πραγμάτων συνέχεια μεταξύ των στόχων της σύμβασης και των στόχων του νομοθέτη. Όμως, ούτε η σύμβαση που συνάφθηκε τον Απρίλιο του 1997 ούτε τα προπαρασκευαστικά έγγραφα και οι διαβουλεύσεις με τις εποπτικές αρχές της EDF διατυπώνουν θέση για το συγκεκριμένο ποσό του φόρου.

(150)

Το πλαίσιο αυτό, το οποίο συνάγεται από τα στοιχεία που παρέθεσαν οι γαλλικές αρχές στις παρατηρήσεις τους, δεν επιτρέπει, ωστόσο, να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ότι το μέτρο είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς ενός μετόχου που πραγματοποιεί μια επένδυση. Πράγματι, η ανάγκη εξάλειψης των παρατυπιών που διαπίστωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο τον Οκτώβριο του 1994 εντάσσεται επίσης σε αυτό το πλαίσιο. Ενώ, από τη μία πλευρά, έπρεπε να διορθωθεί μια λογιστική παρατυπία που είχε επιτρέψει στην EDF να μην καταβάλλει τον φόρο εταιρειών για διάστημα πολλών ετών, οι γαλλικές αρχές υπογράμμιζαν ότι το διατακτικό δεν έθετε υπό αμφισβήτηση το μονοπώλιο της EDF (αιτιολογική σκέψη 105) και ότι το σταθερό πλαίσιο που δημιουργήθηκε με την απελευθέρωση της αγοράς έπρεπε να διατηρηθεί (αιτιολογική σκέψη 95). Πράγματι, η απελευθέρωση της αγοράς δημιουργούσε προοπτικές επέκτασης στις εθνικές αγορές άλλων κρατών μελών και είχαν προβλεφθεί ορισμένες ενέργειες στη σύμβαση επιχείρησης 1997-2000 με σκοπό την περαιτέρω διεθνοποίηση της EDF. Επιπλέον, η μέριμνα των δημόσιων αρχών να ενισχύσουν τις εθνικές επιχειρήσεις με μέτρα χρηματοοικονομικής στήριξης ενόψει απελευθέρωσης της αγοράς δεν περιορίστηκε μόνο στις δημόσιες επιχειρήσεις, ούτε αποτελεί στοιχείο συμπεριφοράς ενός συνετού μετόχου δημόσιας επιχείρησης.

(151)

Τέλος, το Συνέδριο αναφέρει ότι η εξέταση των κανόνων στους οποίους υπόκειται το επίμαχο μέτρο είναι κατάλληλη για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα του είτε ως επένδυσης από το κράτος-μέτοχο είτε ως προνομίου άσκησης δημόσιας εξουσίας από αυτό. Για την ταξινόμηση του μέτρου στη μία ή την άλλη κατηγορία μπορεί, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη η τήρηση των εφαρμοστέων κανόνων στους οποίους υπόκειται. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν οι κανόνες που διέπουν την επένδυση φορολογικών πόρων σε επιχειρήσεις όπως η EDF. Χωρίς το επίμαχο μέτρο, το μη εισπραχθέν προϊόν του φόρου εταιρειών θα είχε καταβληθεί στα γενικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού της Γαλλίας του 1997. Όπως προβλέπει το άρθρο 18 του διατάγματος αριθ. 59-2 της 2ας Ιανουαρίου 1959 περί οργανικού νόμου σχετικά με τους νόμους του προϋπολογισμού, που ίσχυε την περίοδο εκείνη, το σύνολο των εσόδων που διασφαλίζουν την εκτέλεση του συνόλου των δαπανών, όλα τα έσοδα και όλες οι δαπάνες του κράτους καταλογίζονται σε έναν ενιαίο λογαριασμό, που ονομάζεται γενικός προϋπολογισμός. Έτσι, τα έσοδα από τον φόρο καταβάλλονται στον προϋπολογισμό και προς όφελος του Δημοσίου και όχι προς όφελος των δημοσίων επιχειρήσεων.

(152)

Ο εν λόγω προϋπολογισμός υπόκειται στη συνταγματική αρχή της καθολικότητας βάσει της οποίας το σύνολο των εσόδων και το σύνολο των πιστώσεων εγγράφονται σε δύο χωριστές ενότητες, χωρίς τη θέσπιση καμίας ειδικής σύνδεσης, π.χ. μεταξύ ενός εσόδου από τον φόρο εταιρειών και μιας χρήσης όπως η εισφορά κεφαλαίου προς όφελος μιας δημόσιας επιχείρησης όπως η EDF. Ασφαλώς, ο προορισμός ενός φορολογικού πόρου για ένα νομικό πρόσωπο πλην του κράτους, υπό μορφή επιχορήγησης ή για επενδυτικούς σκοπούς, επιτρέπεται κατά το γαλλικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι ο προορισμός αυτός προβλέπεται ρητά από κάποια διάταξη. Το άρθρο 18 του διατάγματος αριθ. 59-2 προέβλεπε ότι, με εξαίρεση ιδίως τα δάνεια και τις προκαταβολές, ο προορισμός εσόδων του Δημοσίου είναι έκτακτος και μπορεί να προκύψει μόνον από διάταξη του νόμου του προϋπολογισμού με πρωτοβουλία της κυβέρνησης.

(153)

Όμως, ο νόμος αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997 δεν ήταν νόμος του προϋπολογισμού και δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να προορίσει ένα φορολογικό έσοδο προς όφελος του μετοχικού κεφαλαίου της EDF. Εξάλλου, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις με πρωτοβουλία της κυβέρνησης σε νόμο περί των δημοσίων οικονομικών εφαρμοστέο στον προϋπολογισμό του 1997 για τον προορισμό του προϊόντος του οφειλόμενου από την EDF φόρου στις δαπάνες του γαλλικού Δημοσίου για οποιαδήποτε επένδυση στο κεφάλαιο της EDF στο πλαίσιο του ίδιου προϋπολογισμού. Αυτός ο κανόνας που επιτρέπει την επένδυση ενός φορολογικού πόρου που δημιουργείται προς όφελος του κράτους, σε ένα νομικό πρόσωπο διακριτό από το κράτος, όπως η EDF, δεν φαίνεται να έχει εφαρμοστεί.

(154)

Από τη συντριπτική πλειοψηφία των προαναφερθέντων στοιχείων συνάγεται σαφώς ότι το γαλλικό κράτος δεν έλαβε, πριν από ή ταυτόχρονα με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τη μη καταβολή του φόρου εταιρειών, την απόφαση να πραγματοποιήσει, μέσω της φοροαπαλλαγής, επένδυση στην EDF. Ως εκ τούτου, η αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς φαίνεται ότι δεν έχει εφαρμογή σε αυτό το μέτρο. Οι εκτιμήσεις που ακολουθούν σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς έχουν συνεπώς επικουρικό χαρακτήρα.

9.1.3.   Εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς

(155)

Στην απόφασή του της 5ης Ιουνίου 2012 στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή θα επέτρεπε να διαπιστωθεί αν ιδιώτης μέτοχος θα είχε εισφέρει, υπό παρόμοιες συνθήκες, ποσό ίσο προς τον οφειλόμενο φόρο σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της EDF (αιτιολογική σκέψη 95 της απόφασης). Για να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει η εν λόγω αρχή, μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ του κόστους που βαρύνει τον ιδιώτη επενδυτή και εκείνου που βαρύνει το Δημόσιο ως επενδυτή (αιτιολογική σκέψη 96 της απόφασης).

(156)

Η εκτίμηση πραγματοποιείται σε σχέση με τα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία και τις εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επενδύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 102 και 105 της απόφασης). Κατά την εν λόγω εκτίμηση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλεονεκτήματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου ως μετόχου, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (αιτιολογική σκέψη 79 της απόφασης).

(157)

Λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης και των χαρακτηριστικών της EDF, η οποία υπήρχε ως δημόσια επιχείρηση υπό τον πλήρη έλεγχο του γαλλικού κράτους για διάστημα μεγαλύτερο των 50 ετών, πρέπει να ληφθεί ως στοιχείο αναφοράς ένας επενδυτής που επιδιώκει έναν στόχο μακροπρόθεσμης κερδοφορίας και να εξεταστούν ειδικότερα τα στοιχεία που υπέβαλε η Γαλλία, όπως αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 108. Πράγματι, αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης που έλαβαν οι γαλλικές αρχές το 1997.

(158)

Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η απόδοση που πρόσφερε η EDF στον μέτοχό της το 1997. Η απόδοση αυτή πρέπει να συγκριθεί με τις τιμές αναφοράς. Το 1997, το μέσο επιτόκιο αμοιβής των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών (30 ετών) της Γαλλίας ανερχόταν στο 6,35 %. Ακόμη και για μικρότερες διάρκειες (10 ετών), που είναι μικρότερες από τον κύκλο ζωής των εγκαταστάσεων της EDF, το μέσο επιτόκιο αμοιβής των γαλλικών κρατικών ομολογιών ήταν 5,58 % (32). Οι τιμές αυτές αντιπροσωπεύουν ταυτόχρονα την απόδοση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που θεωρούνται χαμηλού κινδύνου και το κόστος μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης του γαλλικού κράτους εκείνη την περίοδο. Μια επένδυση σε μια επιχείρηση όπως η EDF το 1997 ήταν επένδυση υψηλότερου κινδύνου σε σύγκριση με την κατοχή κρατικών ομολόγων εκείνη την εποχή. Ως εκ τούτου, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς θα απαιτούσε μεγαλύτερη απόδοση από αυτήν των κρατικών ομολόγων.

(159)

Ωστόσο, η εξέταση της τρέχουσας απόδοσης την οποία θα μπορούσε να αναμένει το γαλλικό κράτος το 1996-1997, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές, δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η επένδυση πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

(160)

Οι γαλλικές αρχές έχουν διαβιβάσει τον λογαριασμό κερδών και ζημιών της EDF για την περίοδο μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού, όπως εξετάστηκε το 1997 από τις αρμόδιες αρχές (αιτιολογική σκέψη 92, πίνακας 1). Οι εκτιμήσεις του πίνακα επιβεβαιώνονται από άλλα έγγραφα της περιόδου (αιτιολογικές σκέψεις 96-97, 103). Οι εκτιμήσεις αυτές του σεναρίου αναφοράς της EDF για την επερχόμενη περίοδο είχαν επικυρωθεί από τις κρατικές αρχές (αιτιολογική σκέψη 97). Βάσει αυτού του λογαριασμού κερδών και ζημιών και των αναμενόμενων ποσών των πόρων που επένδυσε το κράτος στην EDF (αιτιολογική σκέψη 100, πίνακας 2), μπορεί να υπολογιστεί η απόδοση την οποία θα μπορούσε να αναμένει το κράτος, αντίστοιχα, σε σχέση με τις εισφορές κεφαλαίου, το συνολικό κεφάλαιο (αρχικό κεφάλαιο και εισφορές) και τα ίδια κεφάλαια της EDF (συνολικό κεφάλαιο, αποκλίσεις επανεκτίμησης, κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας και νέα μεταφορά) (33), σύμφωνα με τον πίνακα 4.

Πίνακας 4

Πρόβλεψη αμοιβής των κεφαλαίων στον ισολογισμό της EDF 1997-2000 (δισεκατ. FRF)

 

1997

1998

1999

2000

1997-2000

Μέρος με σταθερό επιτόκιο 3 %

1,5

1,5

1,5

1,5

6,0

Μέρος με μεταβλητό επιτόκιο

0,6

1,0

0,9

0,9

3,4

Μέρη με σταθερό και μεταβλητό επιτόκιο

2,1

2,5

2,4

2,4

9,4

Απόδοση ιδίων κεφαλαίων (79,8 δισεκατ. FRF) (%)

2,63

3,13

3,01

3,01

2,94

Απόδοση κεφαλαίου και εισφορών (53,3 δισεκατ. FRF) (%)

3,94

4,69

4,50

4,50

4,41

Απόδοση εισφορών στο κεφάλαιο (50,7 δισεκατ. FRF) (%)

4,14

4,93

4,73

4,73

4,64

Πηγή: Υπολογισμοί της Επιτροπής με βάση τους πίνακες 1 και 2.

(161)

Από τα προαναφερθέντα έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές συνάγεται ότι, το 1997, η αναμενόμενη από το κράτος-μέτοχο αμοιβή από την EDF για το σύνολο της περιόδου 1997-2000 ανέρχονταν σε 9,4 δισεκατ. FRF, εκ των οποίων τα 6 δισεκατ. FRF ήταν για το μέρος με το σταθερό επιτόκιο και τα 3,4 δισεκατ. FRF για το σύνολο της περιόδου για το πρόσθετο μερίδιο, μετά την αναταξινόμηση του επέφερε ο νόμος αριθ. 97-1026. Με βάση τις επιβεβαιωθείσες την περίοδο εκείνη εκτιμήσεις, κατά μέσο όρο, η τρέχουσα μελλοντική αποδοτικότητα την οποία θα μπορούσε να αναμένει το κράτος-μέτοχος ήταν 2,94 % επί του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων της EDF, 4,41 % επί του επενδυμένου κεφαλαίου του Δημοσίου στην EDF και 4,64 % επί του ποσού των εισφορών κεφαλαίου. Αυτή η αμοιβή, η οποία εφαρμόζεται κατά τον χρόνο της απαλλαγής από τον φόρο που ταξινομείται εκ νέου ως εισφορά κεφαλαίου υπολειπόταν κατά πολύ της απόδοσης του 6,35 % των ομολογιών που εξέδιδε το γαλλικό Δημόσιο το 1997 για τη μακροπρόθεσμη ίδια χρηματοδότησή του. Ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς θα διαπίστωνε ότι η αναμενόμενη τρέχουσα απόδοση για ποσό 5,88 δισεκατ. FRF που αντιστοιχεί στο ποσό της φοροαπαλλαγής ήταν ανεπαρκές για να δικαιολογήσει την επένδυση.

(162)

Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 96 της απόφασής του της 5ης Ιουνίου 2012 ότι είναι πιθανό στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς να λαμβάνεται υπόψη ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ του κόστους που βαρύνει τον ιδιώτη επενδυτή και εκείνου που επωμίζεται το κράτος. Αυτό, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, συνεπάγεται τη σύγκριση της απόδοσης η οποία δικαιολόγησε την πράξη της κεφαλαιοποίησης των προβλέψεων των δικαιωμάτων του παραχωρούντος μέχρι το ποσό της φοροαπαλλαγής με την απόδοση που θα επιτύγχανε ένας ιδιώτης μέτοχος που θα εκτελούσε την ίδια πράξη ανακεφαλαιοποίησης σε μια επιχείρηση καθόλα παρόμοια με την EDF, εξαιρουμένου του προνομίου, στο οποίο δεν έχει πρόσβαση ο ιδιώτης επενδυτής, να απαλλάσσει τις εισφορές κεφαλαίου από τον φόρο εταιρειών.

(163)

Μια τέτοια επιχείρηση ο μέτοχος της οποίας θα διέθετε 5,88 δισεκατ. FRF για την ανακεφαλαιοποίησή της με όρους ταυτόσημους με αυτούς της EDF θα είχε προοπτική ετήσιας απόδοσης 4,64 % επί του επενδυμένου κεφαλαίου του μετόχου, ή 272 εκατ. FRF ετησίως, χωρίς τον φόρο εταιρειών. Με την εφαρμογή του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων 41,66 % που εφαρμοζόταν το 1997, η προοπτική απόδοσης διαμορφώνεται σε 159 εκατ. ευρώ ετησίως για την ίδια εισφορά κεφαλαίου, ήτοι ονομαστικό ετήσιο ποσοστό απόδοσης 2,7 %. Ένα τέτοιο ποσοστό για συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης με τους κινδύνους που συνδέονται με μια τέτοια επένδυση πρέπει να συγκριθεί με αμοιβή 6,35 % για τα ομόλογα του γαλλικού Δημοσίου εκείνης της εποχής. Η χαμηλή απόδοση θα απέτρεπε έναν ιδιώτη επενδυτή που δεν θα διέθετε τα φορολογικά προνόμια του κράτους. Με τόσο ασθενείς προοπτικές αποδοτικότητας των επενδυμένων κεφαλαίων, θεωρείται απίθανο ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής υπόχρεος του φόρου εταιρειών για τις εισφορές κεφαλαίου, ευρισκόμενος στη θέση της Γαλλίας, θα συμμετείχε στην αύξηση του κεφαλαίου της EDF το 1997.

(164)

Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον τα υποβληθέντα από τη Γαλλία στοιχεία που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για την αναταξινόμηση των προβλέψεων χωρίς την είσπραξη του φόρου περιέχουν πρόσθετες ενδείξεις οι οποίες θα είχαν πείσει έναν ιδιώτη επενδυτή να πραγματοποιήσει την εικαζόμενη επένδυση παρά την εμφανή πολύ χαμηλή αποδοτικότητα. Οι ενδείξεις αυτές μπορεί να σχετίζονται ιδίως με την ικανότητα της EDF i) να αυξήσει τα έσοδά της μακροπρόθεσμα, ii) να βελτιώσει τα αποτελέσματά εκμετάλλευσής της με τη βελτίωση της αποδοτικότητας, iii) να αυξήσει την καθαρή αξία των παραγωγικών στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης ή iv) να παρέχει σταθερή και επαρκή αμοιβή στον μέτοχό της. Αυτοί είναι παράγοντες που μπορούν να δημιουργήσουν αξία για τον μέτοχο μακροπρόθεσμα, με θετικές προοπτικές, αλλά μειώνουν την αξία, με αρνητικές προοπτικές.

(165)

Ως προς αυτό, κανένα από τα έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές δεν περιέχει ποσοτικό προσδιορισμό, ούτε καν ποιοτική αξιολόγηση, μιας ενδεχόμενης δημιουργίας αξίας για τον μέτοχο, που θα εξέταζαν και θα λάμβαναν υπόψη οι γαλλικές αρχές για την περίοδο 1997-2000 ή μετέπειτα. Παρουσιάζονται μόνο γενικές παραπομπές σε μια καλύτερη συνεκτίμηση των συμφερόντων του κράτους-μετόχου. Αυτό υποδηλώνει ότι η αύξηση της αξίας της επιχείρησης ως επένδυση για το κράτος-μέτοχο δεν έχει ληφθεί υπόψη για τη λήψη της εικαζόμενης επενδυτικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση τεσσάρων παραγόντων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αξία για τον μέτοχο δεν επιτρέπει την πρόβλεψη μιας αύξησης με βάση τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα το 1997, και ιδίως τις προβλέψεις αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης 1997-2000 της EDF και τις προβλέψεις του χρηματοοικονομικού σεναρίου τις οποίες έλαβαν υπόψη οι εποπτικές αρχές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 92, πίνακας 1, αιτιολογική σκέψη 96).

(166)

Όσον αφορά τα συνολικά έσοδα της EDF, το κράτος-μέτοχος μπορούσε να προσδοκά μια πολύ μικρή αύξηση κατά 0,64 %. Αυτή η οιονεί στασιμότητα μπορεί να εξηγηθεί με τον στόχο που έθεσε το κράτος να συμβάλει «στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση της αγοραστικής δύναμης του εγχώριου καταναλωτή», που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά μέσο όρο κατά […] % των τιμών της EDF σε διάστημα τεσσάρων ετών (αιτιολογικές σκέψεις 89, 95-96), δηλαδή ετήσια μείωση […] %. Η δραστηριότητα της EDF ασκούνταν κατά κύριο λόγο στη Γαλλία, εφόσον το 89 % των εσόδων της EDF για την περίοδο 1997 έως 2000 προβλεπόταν ότι θα προέλθει από τη γαλλική αγορά. Ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εσόδων εξαρτιόταν από τις επιλογές του κράτους όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα αντιλαμβανόταν οπωσδήποτε τον ζημιογόνο χαρακτήρα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του από τον καθορισμό στόχων πολιτικής του Δημοσίου οι οποίοι θα ήταν αντίθετοι με τα συμφέροντά του ως μετόχου. Κανένας συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν δεχόταν μείωση της αμοιβής της επένδυσής του για να ευνοηθεί η ανταγωνιστικότητα των γαλλικών επιχειρήσεων.

(167)

Η θέση στον λογαριασμό κερδών και ζημιών 1997-2000 που παρουσιάζει τα αποτελέσματα της κύριας δραστηριότητας της EDF θα έπρεπε επίσης να μειωθεί κατά 29 % κατά τη διάρκεια της περιόδου από 9,3 δισεκατ. FRF το 1997 σε 6,6 δισεκατ. FRF το 2000. Οι δαπάνες εκμετάλλευσης θα έπρεπε, από την πλευρά τους, να αυξηθούν κατά 2,2 %, κυρίως λόγω της τρέχουσας αύξησης των λειτουργικών εξόδων, εφόσον τα χρηματοοικονομικά έξοδα, η απόσβεση και οι τόκοι, χωρίς την αμοιβή του κεφαλαίου έπρεπε να μειωθούν. Με την προσθήκη των εισφορών στις αποσβέσεις και των χρηματοοικονομικών εξόδων στα αποτελέσματα της κύριας δραστηριότητας, η προβλεπόμενη εξέλιξη για την περίοδο 1997-2000 ήταν επίσης αρνητική, εφόσον αυτό το μακροοικονομικό μέγεθος έπρεπε να μειωθεί από 62,6 δισεκατ. FRF σε 53,9 δισεκατ. FRF, δηλαδή κατά 13,9 %. Αυτό που καθορίζει μακροπρόθεσμα την ικανότητα της επιχείρησης να δημιουργεί αξία και θετικές ταμειακές ροές είναι η εξέλιξη του αποτελέσματος της τρέχουσας δραστηριότητας πριν τις αποσβέσεις και τους τόκους. Εκτός από την προβλεφθείσα επιδείνωση, κατά την επιδίωξη στόχων οικονομικής πολιτικής ή ρύθμισης, το κράτος είχε θέσει για την EDF τον στόχο να διατεθούν τα ενδεχόμενα κέρδη από την αύξηση της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας της επιχείρησης κατά προτεραιότητα για την επιπλέον μείωση των τιμών και μετά για την καλύτερη αμοιβή του μετόχου (αιτιολογική σκέψη 95). Κατά συνέπεια, η τρέχουσα δραστηριότητα της EDF, υπό το βάρος στόχων οικονομικής πολιτικής του κράτους, δεν πρόσφερε ικανοποιητική προοπτική μελλοντικής αμοιβής.

(168)

Όπως επισήμανε η Επιτροπή στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα είχε λάβει υπόψη την αβεβαιότητα ως προς το ποσό και την εξέλιξη των δαπανών για τη χρηματοδότηση των συντάξεων που έπρεπε να αντιμετωπίσει η EDF το 1997, κατ' εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στους κλάδους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Στην περίπτωση της EDF το 1997, τα συνταξιοδοτικά βάρη και, κατά μείζονα λόγο, οι σχετικές υποχρεώσεις εκτός προϋπολογισμού αντιπροσώπευαν μια υποθήκη που θα συνεπαγόταν πρόσθετες αφαιμάξεις οι οποίες θα συρρίκνωναν τα ήδη χαμηλά καθαρά κέρδη της επιχείρησης.

(169)

Ενώ το σύνολο των παροχών για συντάξεις γήρατος της EDF ανερχόταν σε 12,2 δισεκατ. FRF το 1997, χωρίς αλλαγή της νομοθεσίας, το σύνολο των παροχών θα αυξανόταν σημαντικά κατά τα επόμενα έτη για το καθεστώς στο σύνολό του (περιλαμβανομένης της GDF και των μη εθνικοποιημένων επιχειρήσεων) σε 20 δισεκατ. FRF το 2010 και σε 25 δισεκατ. FRF το 2020 (34). Με την εφαρμογή μιας μεθόδου κατανομής στην EDF του 78,4 %, που αντικατοπτρίζει το βάρος του συνολικού μισθολογικού κόστους της στις βιομηχανίες που υπάγονται σε αυτό το καθεστώς, το μερίδιο που αντιστοιχούσε στην EDF θα ανερχόταν σε 15,7 δισεκατ. FRF το 2010 και σε 19,6 δισεκατ. FRF το 2020, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ενδεχόμενη δημιουργία προβλέψεων των μελλοντικών υποχρεώσεων, χωρίς μεταβολή της νομοθεσίας (35). Η προβλέψιμη αύξηση των συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων ήταν συνεπώς μεγαλύτερη από το καθαρό αποτέλεσμα, μετά την αμοιβή του κράτους και τους φόρους, που αναμενόταν για την περίοδο 1997-2000, όπως φαίνεται στον πίνακα 1. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση την οποία θα μπορούσε να κάνει ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς το 1997 ο οποίος, όπως και το γαλλικό κράτος, θα είχε επισταμένη γνώση της κατάστασης της επιχείρησης, θα τον οδηγούσε στο συμπέρασμα της προσαύξησης των μελλοντικών επιβαρύνσεων της επιχείρησης και της ισοδύναμης μείωσης των προοπτικών απόδοσης της επένδυσης.

(170)

Επιπλέον, ο συνετός ιδιώτης επενδυτής μπορούσε να αναμένει σημαντική μείωση του χρέους της EDF, το οποίο επρόκειτο να μειωθεί από […] FRF σε […] FRF σε διάστημα τεσσάρων ετών (αιτιολογικές σκέψεις 91 και 95). Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η EDF διατήρησε διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας Aaa από τον οργανισμό Moody's από το 1992 έως το 1996, με δείκτη χρέους 480 %. Οι γαλλικές αρχές αναφέρονται επίσης με μεγάλη ασάφεια σε δημιουργία πόρων 70 δισεκατ. FRF από την EDF για την περίοδο 1997-2000 (αιτιολογική σκέψη 84). Παρ' όλα αυτά, η μείωση του χρέους της EDF και η μηχανική επίπτωσή της στην αξία του καθαρού ενεργητικού της επιχείρησης δεν αναμενόταν να εκφραστεί σε βελτίωση της αμοιβής του γαλλικού κράτους κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου αλλά, αντίθετα, με μια καθαρή επιδείνωση σε σχέση με την περίοδο από το 1991 έως το 1996 (αιτιολογική σκέψη 134).

(171)

Όπως επισημαίνει η EDF, ενδεχόμενη υποβάθμιση της διαβάθμισης της EDF από οργανισμούς όπως η Moody's ή η Standard & Poor's δεν θα εμπόδιζε την EDF να διατηρήσει μια άριστη βαθμολογία (αιτιολογική σκέψη 71). Εξάλλου, ένας από τους στόχους που καθορίστηκαν το διάστημα 1997 έως 2000 ήταν η μείωση του χρέους της EDF σε […] FRF. Αναμενόταν, συνεπώς, σημαντική μείωση των συνολικών επιβαρύνσεων τόκων που επωμιζόταν η EDF. Μια μικρότερη εισφορά κεφαλαίου, συνεπώς, ύψους 44,8 δισεκατ. FRF αντί των 50,7 δισεκατ. FRF δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη μείωση του συνολικού χρέους της EDF ούτε το συνολικό κόστος του, ούτε τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα που προκύπτουν για το κράτος-μέτοχο. Ένας δείκτης χρέους προς ίδια κεφάλαια 163 % αντί του 148 % που προβλεπόταν λόγω της απαλλαγής από τον φόρο δεν θα προκαλούσε ζημία σε βάρος των συμφερόντων του μετόχου. Συνεπώς, δεν υπάρχει άριστη χρηματοοικονομική διάρθρωση και η έκθεση της Εθνοσυνέλευσης (αιτιολογική σκέψη 100) καταδεικνύει ότι οι δείκτες χρέους προς ίδια κεφάλαια στον κλάδο κυμαίνονται από 250 % (Verbund, Αυστρία) μέχρι 10-15 % (Veba, Γερμανία, και PowerGen, Μεγάλη Βρετανία).

(172)

Το χρέος επέτρεψε στην EDF να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της και τα αποτελέσματά της χωρίς πρόσθετα κεφάλαια του μετόχου, χρησιμοποιώντας το χρέος ως μοχλό για την αύξηση της αποδοτικότητας των κεφαλαίων που είχε ήδη επενδύσει το κράτος. Ωστόσο, είχε δοθεί προτεραιότητα στη μείωση του χρέους, ενώ η EDF είχε άριστη διαβάθμιση πριν από την προβλεφθείσα μείωση του χρέους (αιτιολογική σκέψη 71). Εξάλλου, η άριστη διαβάθμιση που αντανακλά την ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών της EDF στους πιστωτές της πριν από το 1996 δεν είναι ασυμβίβαστη με μια χαμηλή αμοιβή του μετόχου. Αντιθέτως, όσο χαμηλότερη ήταν η αμοιβή του μετόχου της, τόσο καλύτερη ήταν η διαβάθμιση των χρεογράφων που εξέδιδε η EDF. Εντός του χρονικού ορίζοντα που αναφέρουν οι υποβληθείσες από τις γαλλικές αρχές προβολές, η προβλέψιμη μείωση του αποτελέσματος της μόχλευσης και, σε κάθε περίπτωση, η χαμηλή επίπτωση του ποσού του φόρου στον δείκτη χρέους θα οδηγούσε ένα συνετό ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς είτε στο να μειώσει τις προοπτικές απόδοσης της επένδυσής του είτε να θεωρήσει ότι η επένδυση σε ίδια κεφάλαια για το ποσό του φόρου δεν δικαιολογούνταν από την ανάγκη να βελτιωθεί η κατάσταση χρέους της EDF το 1997.

(173)

Τέλος, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα είχε την τάση να βασίσει την απόφασή του να επενδύσει στην αξιολόγηση της ικανότητας της επιχείρησης να του εγγυηθεί μια σταθερή και επαρκή αμοιβή. Ως προς αυτό, η αμοιβή του κράτους-μετόχου που είχε προβλεφθεί για την περίοδο 1997-2000, όπως αναφέρθηκε από τις γαλλικές αρχές, ήταν κατά πολύ χαμηλότερη από το 6,35 % που απέδιδαν τα ομόλογα του γαλλικού Δημοσίου την ίδια περίοδο. Επιπλέον, η αμοιβή αυτή μπορούσε εκ των πραγμάτων να μειωθεί για να ληφθεί υπόψη ο φόρος που καταβαλλόταν στο κράτος (αιτιολογικές σκέψεις 103 και 106). Η αμοιβή του μετόχου ήταν επίσης σημαντικά συρρικνωμένη ακόμη και κατά τον χρόνο της πραγματοποίησης από το κράτος της εικαζόμενης επένδυσης. Κάθε μέτοχος θα έκρινε αρνητικά την απότομη και σημαντικότατη μείωση της αμοιβής των κεφαλαιακών εισφορών. Η αμοιβή αυτή επρόκειτο να μειωθεί από πραγματικό ποσοστό 9,32 % κατά μέσο όρο την περίοδο 1991-1996 σε 4,64 % που προβλεπόταν για την περίοδο 1997-2000, δηλαδή μειώθηκε κατά περισσότερο από το ήμισυ. Σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια, η απόδοση μειώθηκε από 14,1 % κατά μέσο όρο στα τέλη του 1996 σε 2,94 % που προβλεπόταν για την ίδια περίοδο (αιτιολογικές σκέψεις 92 και 102, πίνακες 1 και 3).

(174)

Ασφαλώς, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής μπορεί να δεχθεί μια μείωση της τρέχουσας αμοιβής του με την προοπτική της ανάπτυξης της επιχείρησης που θα συνεπαγόταν είτε μια καλύτερη αμοιβή στο μέλλον, είτε μια ανατίμηση της αξίας της επιχείρησης που θα μπορούσε να δημιουργήσει υπεραξία σε περίπτωση πώλησης του ενεργητικού της, αποφέροντας δικαίωμα ιδιοκτησίας στην επιχείρηση. Ως προς αυτό, αφενός, η τρέχουσα απόδοση που μπορούσε να αναμένεται το 1997 δεν θα επέτρεπε την αντιστάθμιση της απότομης μείωσης της προηγούμενης απόδοσης. Αφετέρου, η εξέταση τεσσάρων παραγόντων που εν δυνάμει δημιουργούν αξία για τον μέτοχο, οι οποίοι προσδιορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 164 έως 173 δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι θα υπάρξει προβλέψιμη αύξηση της αξίας της επιχείρησης από τον μέτοχο, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων στα έγγραφα που κοινοποίησαν οι γαλλικές αρχές.

(175)

Εξάλλου, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος στη θέση της Γαλλίας το 1997 θα μπορούσε να βασιστεί σε μια υπεραξία που θα αντιστάθμιζε την ανεπάρκεια της τρέχουσας αμοιβής του κράτους, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες. Οι γαλλικές αρχές δεν συνέταξαν καμία μελέτη της αξίας της EDF πριν και μετά την κεφαλαιοποίηση των προβλέψεων το 1997.

(176)

Συν τοις άλλοις, το 1997, η EDF ήταν, επί διάστημα μεγαλύτερο των πενήντα ετών, δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα και όχι ανώνυμη εταιρεία. Βάσει του άρθρου 16 του νόμου αριθ. 46-628, το κεφάλαιό της ανήκε στο γαλλικό έθνος και ήταν αναπαλλοτρίωτο (αιτιολογική σκέψη 18). Διαπιστώνεται επίσης ότι, ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού της EDF που επήλθε με τον νόμο αριθ. 97-1026, το 1997 το συνολικό καθαρό χρέος της EDF, ύψους 118 δισεκατ. FRF περίπου, υπερέβαινε κατά πολύ την αξία των ιδίων κεφαλαίων της, η οποία ανερχόταν σε 79,8 δισεκατ. FRF (αιτιολογική σκέψη 101, πίνακας 2).

(177)

Κανένα από τα έγγραφα που φωτίζουν την εικαζόμενη απόφαση της επένδυσης των γαλλικών αρχών δεν αναφέρεται σε σχέδιο ενδεχόμενης ιδιωτικοποίησης της EDF με την πώληση του συνόλου ή μέρους του κεφαλαίου που κατέχει το κράτος. Αυτό θα απαιτούσε την προηγούμενη απόκτηση καθεστώτος ανώνυμης εταιρείας και την εγκατάλειψη του καθεστώτος της δημόσιας επιχείρησης βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, η μοναδική αναφορά στο καθεστώς της EDF που περιέχεται σε αυτά τα έγγραφα ήταν η επαναβεβαίωση της βούλησης του κράτους να διατηρηθεί το ειδικό καθεστώς της EDF το οποίο «έπρεπε να παραμείνει σταθερή αναφορά στη μελλοντική εξέλιξη» στους κόλπους της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (αιτιολογική σκέψη 95). Σε αυτές τις πληροφορίες στηρίζει η Γαλλία τον ισχυρισμό της ότι είχε ληφθεί απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης. Αυτά τα πραγματικά περιστατικά πρέπει, συνεπώς, να παραμείνουν το πλαίσιο αναφοράς για την ανάλυση της υποτιθέμενης απόφασης.

(178)

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα ήταν λογικό και συνετό εκ μέρους ενός επενδυτή να προσδοκά υπεραξία κεφαλαίου που θα εξαρτιόταν, αφενός, από την παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας έναντι των διατάξεων του νόμου που θέσπισαν οι γαλλικές αρχές το 1946 και εφάρμοσαν ανελλιπώς και, αφετέρου, από τη ρητή βούληση του κράτους, που επιβεβαιώθηκε από τον αρμόδιο για τις συμμετοχές του Δημοσίου υπουργό την εποχή των πραγματικών περιστατικών το 1997, να διατηρηθεί το ειδικό νομικό καθεστώς της EDF σε μια απελευθερωμένη εσωτερική αγορά της ενέργειας σε ενωσιακό επίπεδο. Οι υποθέσεις στις οποίες βασίζονται τα συμπεράσματα της EDF σχετικά με την απόδοση της επένδυσης την οποία θα προσδοκούσε ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής, με βάση την αρχική και μελλοντική αξία των μετοχών της EDF το 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 69 και 70), δεν λαμβάνουν υπόψη το καθεστώς της EDF το 1997 και αντικρούονται από τα έγγραφα που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές και αναφέρονται σε αυτά.

(179)

Όπως υπογραμμίζουν οι γαλλικές αρχές, ως δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, το 1997 η EDF δεν διέθετε μετοχικό κεφάλαιο, σε αντίθεση π.χ. με μια ανώνυμη εταιρεία το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκει στους μετόχους (αιτιολογική σκέψη 19), οι οποίοι μπορούν να πωλήσουν τις μετοχές τους ανά πάσα στιγμή. Επιπλέον, το 1997 ο επενδυτής αναφοράς θα είχε προσδιορίσει ορισμένες παραμέτρους ή διατυπώσει υποθέσεις εκ των πραγμάτων αμφισβητήσιμες, όπως i) σε ποια χρονική στιγμή το κράτος θα καθόριζε το μετοχικό κεφάλαιο μιας μελλοντικής ανώνυμης εταιρείας, ιδίως με το να περιλάβει ή όχι οιονεί ίδια κεφάλαια, στοιχείο που καθορίζει την ικανότητα της εταιρείες να εξασφαλίσει ένα σταθερό μέρισμα· ii) ποιος θα ήταν ο αριθμός μετοχών στις οποίες θα διαιρούνταν το κεφάλαιο, εφόσον το κατά το μάλλον ή ήττον υψηλό ποσό καθορίζει εν μέρει την ελκυστικότητά τους στην αγορά· iii) ποια θα ήταν η πιθανή μορφή μιας αύξησης κεφαλαίου με έκδοση νέων μετοχών και για ποιο ποσό, στοιχείο που καθορίζει τον βαθμό της πιθανής απομείωσης της αξίας της συμμετοχής του· τέλος, iv) σε ποια χρονική στιγμή θα υλοποιούνταν η πράξη, το οποίο, λόγω των ισχνών προοπτικών αύξησης της αξίας που παρουσίαζαν οι προβλέψεις αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης της EDF μέχρι το 2000 (αιτιολογική σκέψη 167) θα μπορούσε να τοποθετηθεί χρονικά μόνο στο απώτερο μέλλον. Κανένα από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές για την περίοδο πριν από την εικαζόμενη επένδυση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτές οι αβεβαιότητες θα μπορούσαν να είχαν αρθεί το 1997.

(180)

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ενδεχόμενη αύξηση της αξίας του δικαιώματος που κατείχε το Δημόσιο στο κεφάλαιο της EDF που θα προέκυπτε από την επίμαχη εισφορά κεφαλαίου, αν υποτεθεί ότι έχει διαπιστωθεί — το οποίο προφανώς δεν ισχύει — θα απαιτούσε εκ μέρους ενός συνετού ιδιώτη επενδυτή να προβεί σε υποθέσεις ως προς τουλάχιστον τέσσερις βασικούς παράγοντες τους οποίους, σε αντίθεση με τον νομοθέτη και τον ρυθμιστικό φορέα, δεν θα μπορούσε ούτε να επηρεάσει και για τους οποίους, σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχαν διαθέσιμες έγκυρες πληροφορίες το 1997. Ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα αγνοούσε την οιονεί έλλειψη ρευστότητας της επένδυσής του. Ως εκ τούτου, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα είχε λάβει υπόψη αυτό το στοιχείο όταν θα αποφάσιζε να πραγματοποιήσει ή να μην πραγματοποιήσει την επένδυση. Αυτή η έλλειψη ρευστότητας μπορεί να μειώσει το ενδιαφέρον για μια ενδεχόμενη αύξηση της αξίας της επιχείρησης.

(181)

Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 144, η δοκιμή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς πρέπει να βασίζεται κυρίως στις πληροφορίες και τα στοιχεία που υποβάλλει το κράτος μέλος σε περίπτωση που έχει ήδη ληφθεί η απόφαση, ενώ το ίδιο το κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι αυτά τα στοιχεία έλαβε υπόψη και όχι κάποια άλλα περισσότερο υποθετικά, ή και αντικρουόμενα με τα υποβληθέντα στοιχεία Ωστόσο, το Δικαστήριο απαιτεί η εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς να βασίζεται στις προβλέψιμες αξιολογήσεις κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης (σκέψη 105 της απόφασης της 5ης Ιουνίου 2012). Συνεπώς, οι γαλλικές αρχές διαβεβαίωναν το 1997 ότι το καθεστώς της EDF, το οποίο δεν επέτρεπε τη δημιουργία και τη μεταπώληση μετοχών της EDF, θα διατηρούνταν ως σταθερό σημείο αναφοράς, και μάλιστα στο πλαίσιο μιας απελευθερωμένης ευρωπαϊκής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 95). Η υιοθέτηση παραδοχών που αντικρούουν τη διαβεβαίωση των γαλλικών αρχών απομακρύνει τη δοκιμή του εν λόγω κριτηρίου από την κατάσταση του κράτους μέλους, κατά παράβαση της νομολογίας (αιτιολογική σκέψη 126).

(182)

Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί για τις ανάγκες της ανάλυσης, ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα είχε ενδεχομένως λάβει υπόψη μια μελλοντική ανατίμηση της αξίας της επένδυσής του σε μια αβέβαιη χρονική στιγμή επιπλέον της συνήθους απόδοσης, ώστε να λάβει απόφαση για την εικαζόμενη επένδυση, ο επενδυτής θα είχε επιλέξει την ικανότητα της επιχείρησης να παράγει μερίσματα μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο του γαλλικού κράτους που ασκεί τον έλεγχο της EDF από το 1946. Για να εκτιμήσει την αξία του δικαιώματος ιδιοκτησίας του στην EDF, ο συνετός ιδιώτης επενδυτής θα εξαιρούσε τη λογιστική αξία του καθαρού ενεργητικού της επιχείρησης, ακόμη και βασιζόμενος στη μείωση του χρέους και τη δημιουργία πόρων που προβάλλουν οι γαλλικές αρχές (αιτιολογική σκέψη 84). Η αξία των στοιχείων ενεργητικού, τα ποσά των επενδύσεων ή η μείωση του χρέους δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με την πραγματική οικονομική αξία για τον σκοπό του καθορισμού μιας τιμής συναλλαγής. Συνεπώς, δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο υπόψη το γεγονός ότι η πλήρης εξόφληση των χρεών της EDF το 1997 θα απαιτούσε ποσά που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ίδια κεφάλαια της EDF (αιτιολογική σκέψη 177). Μακροπρόθεσμα, η αξία μιας επιχείρησης συναρτάται περισσότερο με την ικανότητά της να παράγει αξία για τον μέτοχο υπό μορφή μερισμάτων ή ανατίμησης του κεφαλαίου, παρά με τη λογιστική αξία του ενεργητικού της ή των περιουσιακών στοιχείων της.

(183)

Μεταξύ των διαφόρων μεθόδων που χρησιμοποιούνται στα οικονομικά για την εκτίμηση του κόστους ευκαιρίας ή της απαιτούμενης απόδοσης ενός μεταβιβάσιμου δικαιώματος ιδιοκτησίας εξ επαχθούς αιτίας στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης, η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη είναι η μέθοδος του μοντέλου αποτίμησης πάγιου κεφαλαίου («ΜΑΠΚ») (στα αγγλικά: Capital Asset Pricing Model — «CAPM») (36). Όπως φαίνεται στον πίνακα 5, η εφαρμογή του ΜΑΠΚ σε μια επένδυση στο κεφάλαιο της EDF το 1997 καθορίζει μια τιμή-στόχο απαιτούμενης απόδοσης 12 %, η οποία θα μπορούσε να ανέλθει και σε 13,4 % για ένα ρευστοποιήσιμο στοιχείο ενεργητικού, όπως μια μετοχή της EDF. Αυτή η τιμή-στόχος πρέπει, ωστόσο, να θεωρείται ως ελάχιστη τιμή. Εκτός του ότι προϋποθέτει ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας επί της EDF που θα καθιστούσε δυνατή την ύπαρξη και τη δυνατότητα μεταβίβασης μιας τέτοιας μετοχής, θα απαιτούσε επιπλέον την ύπαρξη μιας αγοράς υψηλής ρευστότητας, ενώ το κράτος κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της και η EDF δεν μπορούσε να εκδώσει μετοχές. Στην απαιτούμενη απόδοση ενός ρευστοποιήσιμου στοιχείου ενεργητικού θα πρέπει να προστεθεί και μια αμοιβή μεταξύ 0,5 % και 1,5 % (37) που θα αντανακλά τη μεγάλη αβεβαιότητα που είναι απόρροια των παραγόντων οι οποίοι εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 179 και 180 σε σχέση με τη δυνατότητα ρευστοποίησης των τίτλων της EDF την οποία θα είχε ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής το 1997.

(184)

Σε κάθε περίπτωση, η εγκυρότητα μιας τάξης μεγέθους του 12 % χωρίς ασφάλιστρο ρευστότητας προσεγγίζει, αν και είναι χαμηλότερη, την τρέχουσα απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του 14 % με την οποία η EDF αποζημίωνε το γαλλικό Δημόσιο από το 1991 έως το 1996 (αιτιολογική σκέψη 102, πίνακας 3). Κανονικά η αναμενόμενη απόδοση για το μέλλον υπολογίζεται με βάση την πραγματική απόδοση. Η εγκυρότητα αυτής της τάξης μεγέθους του 12 % επιβεβαιώνεται επίσης από τη χρησιμοποίηση και άλλων παραμέτρων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία της εποχής, περιλαμβανομένων των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στην αναφερόμενη στην αιτιολογική σκέψη 70 μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της EDF, η οποία καθορίζει μια τιμή στόχο σε ένα εύρος τιμών μεταξύ 11,9 % και 13,5 %, με μέσο όρο 12,7 %. Εφόσον τα αποτελέσματα της ανάλυσης δεν αλλάζουν με μια αμοιβή ρευστότητας ανώτερη της απόδοσης στόχου του 12 % περίπου, ή με την εφαρμογή από το 1997 και μετά της πραγματικής απόδοσης του 14 % στο πρόσφατο παρελθόν, δεν είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη αυτή η αμοιβή και η πραγματική απόδοση.

Πίνακας 5

Απαιτούμενη απόδοση στόχος για μια επένδυση σε μετοχές της EDF το 1997: τιμές υπολογισμού

Παράμετρος

Τιμή

Πηγή

Επιτόκιο μηδενικού κινδύνου

6,35 – 5,58

Ετήσια μέση τιμή το 1997 του ημερήσιου επιτοκίου χορηγήσεων αναφοράς 30 και 10 ετών της Γαλλικής Δημοκρατίας, πηγή Τράπεζα Γαλλίας: Επιτόκια αναφοράς κρατικών χρεογράφων και ομολογιών Γαλλικού Δημόσιου (OAT), http://www.banque-france.fr/economie-et-statistiques/changes-et-taux

Συντελεστής βήτα της EDF (με το χρέος)

0,45 – 0,54 – 0,62

1. Bêta d'EDF — Vernimmen κ.ά. ό.π., γραφική παράσταση, σ. 427. 2/και 3/Μελέτη Oxera, πίνακας 3.8, Συντελεστής βήτα των εταιρειών του κλάδου της ΕΕ.

Χρέος (%)

60

Διάρθρωση του κεφαλαίου της EDF μετά την αναδιάρθρωση το 1997

Συντελεστής βήτα της EDF (χωρίς το χρέος)

0,84 – 0,89– 1,36

1. και 2. Υπολογισμός της Επιτροπής. 3. Μελέτη Oxera, πίνακας 3.8

Ασφάλιστρο κινδύνου μετοχών

6,3 – 7,3

1. Vernimmen ό.π. σ. 423 που παραθέτει Mehra Prescott 2/2003 T.2 FR 1973-98. 2. Προβλεπόμενο ασφάλιστρο κινδύνου στη Γαλλία κατά μέσο όρο της περιόδου 1988-1996 (το ασφάλιστρο αυτό ήταν 10,1 % το 1996). «An examination of Equity Risk Premium Forecasts in the G-6 Countries», Khorana, Moyer & Pattel, I/B/E/S Working Paper, Αύγουστος 1997, σ. 25.

Εύρος τιμών αποδοτικότητας στόχου

11,7 – 12,1 – 13,4

Υπολογισμός της Επιτροπής

Διάμεση αποδοτικότητα

12

Υπολογισμός της Επιτροπής

(185)

Για να λάβει την επενδυτική του απόφαση το 1997, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος στην πλησιέστερη δυνατή κατάσταση με αυτή των γαλλικών αρχών θα υιοθετούσε τις συστηματικές εκτιμήσεις των μελλοντικών αποτελεσμάτων της EDF που θα είχαν επιβεβαιωθεί από τις αρμόδιες αρχές και επιλεγεί ως χρηματοοικονομικό σενάριο, όπως αυτές εμφανίζονται στις προβλέψεις κερδών και ζημιών της EDF για την περίοδο 1997-2000 (αιτιολογικές σκέψεις 90-92 πίνακας 1, αιτιολογική σκέψη 97). Η απαλλαγή από τον φόρο αντιπροσώπευε το 11 % του ποσού των 53,3 δισεκατ. FRF κεφαλαίων και εισφορών κεφαλαίου της EDF το 1997, μετά την αναδιάρθρωση του ισολογισμού. Μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι η επένδυση δημιουργούσε δικαίωμα είσπραξης μερισμάτων 11 % (αμοιβή των εισφορών κεφαλαίου, όπως υπολογίζονται στους πίνακες 1 και 4) και της αξίας της EDF. Για τον καθορισμό αυτής της αξίας, πρέπει να εφαρμοστεί ένα μοντέλο υπολογισμού της μακροπρόθεσμης αξίας της επιχείρησης, δηλαδή το μοντέλο προεξόφλησης μερισμάτων (στα αγγλικά «dividend discount model»«DDM») (38).

(186)

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης με το μοντέλο DDM μιας επένδυσης 5,88 δισεκατ. FRF με βάση τα προβλεπόμενα μερίσματα στις προβλέψεις κερδών και ζημιών της EDF για την περίοδο 1997-2000 (αμοιβή για τις εισφορές κεφαλαίου και πρόσθετη αμοιβή στον πίνακα 1) παρουσιάζονται στον πίνακα 6, βαθμολογώντας τον συντελεστή εσωτερικής απόδοσης (ΣΕΑ) των χρηματοοικονομικών ροών και την καθαρή παρούσα αξία («ΚΠΑ») για ποσοστά απόδοσης-στόχου 12 %, 6,35 % και 5,58 % (39). Τα αποτελέσματα αυτά υπολογίζονται για σενάριο αναφοράς βασιζόμενο στην τρέχουσα πρακτική διεξαγωγής αναλύσεων (πίνακας 6.1), με τρεις λιγότερο ευλογοφανείς αναλύσεις ευαισθησίας οι οποίες μετριάζουν τις παραδοχές του σεναρίου αναφοράς και, συνεπώς, παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη απόδοση για τον μέτοχο από αυτή του σεναρίου αναφοράς (πίνακες 6.2, 6.3 και 6.4).

Πίνακας 6

Εκτίμηση της απόδοσης (ΚΠΑ) μιας επένδυσης ύψους 5,88 δισεκατ. FRF με το μοντέλο DDM βάσει του λογαριασμού κερδών και ζημιών της EDF 1997-2000 (πίνακας 1) (δισεκατ. FRF)

6.1   Κεντρικό σενάριο (Προβλεπόμενη αύξηση των μερισμάτων στο τέλος της περιόδου 1999-2000)

 

 

1.1.1997

31.12.1997

31.12.1998

31.12.1999

31.12.2000

31.12.2000

 

 

Επενδύσεις

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

τιμή DDM

 

 

– 5,88

0,23

0,28

0,26

0,26

2,21

ΚΠΑ 12 %

– 3,43

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 6,35 %

– 3,17

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 5,58 %

– 3,12

 

 

 

 

 

 

ΣΕΑ

– 13 %

 

 

 

 

 

 

Σημείωση: Η ανάγνωση του πίνακα είναι η ακόλουθη: για τις προβλεπόμενες χρηματοοικονομικές ροές μεταξύ 1.1.1997 και 31.12.2000, η ΚΠΑ με προεξοφλητικό επιτόκιο 12 % ανέρχεται σε – 3,43 δισεκατ. FRF […] και ο ΣΕΑ είναι – 13 %.


6.2   Βαθμός ευαισθησίας 1 (ɗ μερίσματα = 4,51 % ετήσιο ποσοστό 1997-2000)

 

 

1.1.1997

31.12.1997

31.12.1998

31.12.1999

31.12.2000

31.12.2000

 

 

Επενδύσεις

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

τιμή DDM

 

 

– 5,88

0,23

0,28

0,26

0,26

3,69

ΚΠΑ 12 %

– 2,68

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 6,35 %

– 2,14

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 5,58 %

– 2,05

 

 

 

 

 

 

ΣΕΑ

– 4,7 %

 

 

 

 

 

 


6.3   Βαθμός ευαισθησίας 2 (Κεντρικό σενάριο + πρόσθετο 11 % οιονεί ιδίων κεφαλαίων)

 

 

1.1.1997

31.12.1997

31.12.1998

31.12.1999

31.12.2000

31.12.2000

 

 

Επενδύσεις

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

τιμή DDM

 

 

– 5,88

0,23

0,28

0,26

0,26

4,93

ΚΠΑ 12 %

– 2,06

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 6,35 %

– 1,29

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 5,58 %

– 1,16

 

 

 

 

 

 

ΣΕΑ

0,3 %

 

 

 

 

 

 


6.4   Βαθμός ευαισθησίας 3 (Βαθμός ευαισθησίας 1 + πρόσθετο 11 % οιονεί ιδίων κεφαλαίων)

 

 

1.1.1997

31.12.1997

31.12.1998

31.12.1999

31.12.2000

31.12.2000

 

 

Επενδύσεις

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

Μέρισμα

τιμή DDM

 

 

– 5,88

0,23

0,28

0,26

0,26

6,41

ΚΠΑ 12 %

– 1,30

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 6,35 %

– 0,26

 

 

 

 

 

 

ΚΠΑ 5,58 %

– 0,08

 

 

 

 

 

 

ΣΕΑ

5,2 %

 

 

 

 

 

 

(187)

Από τις εκτιμήσεις του πίνακα 6 προκύπτει ότι, εάν το ποσό της εικαζόμενης επένδυσης των 5,88 δισεκατ. FRF παρείχε δικαίωμα κτήσης ενός ανάλογου ποσοστού των μερισμάτων και της αξίας της EDF, η πράξη θα παρουσίαζε έντονα αρνητική καθαρή παρούσα αξία (– 3,43 δισεκατ. FRF). Για να παρουσιάζει η επένδυση χρηματοοικονομικό συμφέρον για έναν ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, στην πλέον αποδεκτή υπόθεση (πίνακας 6.1), θα έπρεπε ο συνετός ιδιώτης επενδυτής να αρκεστεί σε μια κατά πολύ χαμηλότερη αμοιβή από κόστος ευκαιρίας κεφαλαίου 12 % για μια επένδυση σε ρευστοποιήσιμες μετοχές της EDF, ακόμη και χαμηλότερη από την προσφερόμενη αμοιβή για τα τριακονταετή ομόλογα του γαλλικού Δημοσίου (6,35 %) και για τα δεκαετή ομόλογα (5,58 %) το 1997. Είναι προφανές ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα πραγματοποιούσε την επένδυση με αυτούς τους όρους.

(188)

Τα συμπεράσματα αυτά δεν μεταβάλλονται από ποιοτική άποψη με την εφαρμογή, ως δοκιμής ευαισθησίας, άλλων παραδοχών οι οποίες, αν και λιγότερο ευλογοφανείς, προσφέρουν μεγαλύτερη αμοιβή στην εικαζόμενη επένδυση (πίνακες 6.2 έως 6.4) (40). Σε κάθε περίπτωση, η προσφερόμενη απόδοση είναι χαμηλότερη από 12 %, ακόμη και από την απόδοση το 1997 των ομολόγων του γαλλικού Δημοσίου διάρκειας 30 και 10 ετών. Τέλος, η εξέταση άλλων διαθέσιμων παραμέτρων σχετικά με τις προβλέψεις αποτελεσμάτων χρήσεως της EDF, όπως οι προβλέψεις εσόδων, αποτελεσμάτων κύριας δραστηριότητας ή του καθαρού αποτελέσματος (αιτιολογικές σκέψεις 166 έως 168), δεν θα επέτρεπε σε ένα συνετό ιδιώτη επενδυτή να αναμένει μια πλήρη αντιστροφή τάσης που θα επέτρεπε μια καλύτερη αμοιβή ή τη δημιουργία αξίας για το κράτος-μέτοχο στη συνέχεια. Αυτές οι προβλέψιμες και προβλεφθείσες εξελίξεις το 1997 επιβεβαιώνουν περισσότερο τα συμπεράσματα και την παρέκτασή τους στην περίοδο μετά το 2000, σε σημείο που ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε να το προβλέψει το 1997 με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές.

(189)

Ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα προσδοκούσε μια απόδοση σε κεφάλαιο εκτός από τη συνήθη αποδοτικότητα της EDF, το οποίο ουδόλως συνάγεται από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι γαλλικές αρχές, και επιπλέον θα ήταν υπερβολικά παρακινδυνευμένο να ελπίζει δεδομένου του καθεστώτος της EDF το 1997, αποκλείεται να είχε προβεί στην εικαζόμενη επένδυση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς δείχνει ότι, ακόμη κι αν η φοροαπαλλαγή ύψους 5,88 δισεκατ. FRF ήταν στην πραγματικότητα μια επενδυτική απόφαση εκ μέρους του κράτους-μετόχου, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής που θα διέθετε τα στοιχεία που προβάλλουν οι γαλλικές αρχές δεν θα προέβαινε σε αυτή την πράξη.

(190)

Συναφώς, οι παρατηρήσεις της EDF που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 71, ότι δηλαδή η φοροαπαλλαγή δεν είχε καμία επιζήμια επίπτωση στον ανταγωνισμό ούτε παρείχε πλεονέκτημα στην EDF, εφόσον αυτή θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίσει ισοδύναμη χρηματοδότηση στις κεφαλαιαγορές αντικρούονται από τα γεγονότα. Είναι αποδεδειγμένο ότι η EDF δεν μπορούσε να εκδώσει μετοχές στις αγορές για να χρηματοδοτηθεί με αυτό το ποσό. Ακόμη κι αν η EDF μπορούσε μάλλον να βρει δανειοδότη, θα έπρεπε να καταβληθεί αμοιβή για το αντίστοιχο δάνειο ή την έκδοση ομολόγων, με επιτόκιο το οποίο κατά πάσα βεβαιότητα θα ήταν υψηλότερο από αυτό που υπολόγιζε το γαλλικό κράτος για τις εισφορές κεφαλαίου στην EDF για την περίοδο 1997-2000 και από αυτό του κόστους αναχρηματοδότησης που ισοδυναμούσε με τα κρατικά ομόλογα το 1997. Εάν η EDF μπορούσε να διαθέτει ισοδύναμο ποσό σε κεφάλαιο, το κόστος χρηματοδότησης που θα επωμιζόταν θα ήταν μεγαλύτερο από το κόστος της εικαζόμενης επένδυσης. Έστω και έτσι, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη μια αποπληρωμή κεφαλαίου την οποία η EDF δεν όφειλε να πραγματοποιήσει για το ποσό της φοροαπαλλαγής ή για το ισοδύναμο ποσό σε εισφορές κεφαλαίου το 1997, το μέτρο θα παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στην η EDF εφόσον θα μείωνε τις χρηματοοικονομικές δαπάνες της.

(191)

Ακόμη κι αν εφαρμοζόταν η αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, όσον αφορά τα έγγραφα που διαβίβασαν οι γαλλικές αρχές τα οποία, κατά την άποψή τους, κατέστησαν σαφείς τις προοπτικές αποδοτικότητας και τους κινδύνους που συνδέονται με την εικαζόμενη επένδυση υπό μορφή φοροαπαλλαγής, η εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε επενδύσει ποσό ίσο με τον οφειλόμενο φόρο στην αύξηση κεφαλαίου της EDF το 1997.

(192)

Η μη καταβολή από την EDF φόρου εταιρειών ύψους 5,88 δισεκατ. FRF δεν φαίνεται να αποτελεί παραγωγική επένδυση εκ μέρους του κράτους-μετόχου βάσει της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Φαίνεται περισσότερο ως μέτρο παρέκκλισης ad hoc φοροαπαλλαγής που παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στην EDF, ισοδύναμο με το μη καταβληθέν ποσό φόρου. Ένα τέτοιο πλεονέκτημα ενισχύει αναγκαστικά τη θέση της EDF έναντι των ανταγωνιστών της, εφόσον το ύψος των ιδίων πόρων καθορίζει, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ικανότητα και τους όρους εξωτερικής χρηματοδότησης μιας επιχείρησης, ενώ οι εξοικονομούμενοι με αυτό τον τρόπο πόροι μπόρεσαν, εξάλλου, να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς όπως, κυρίως, η επένδυση στη Γαλλία ή σε άλλα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιούνταν ανταγωνιστές το 1997.

(193)

Επομένως, το πλεονέκτημα προκαλεί νόθευση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Το πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό, εφόσον η μη καταβολή του φόρου εταιρειών για μέρος αυτών των λογιστικών προβλέψεων συνιστά εξαίρεση από τη φορολογική μεταχείριση που εφαρμόζεται κανονικά σε μια τέτοια πράξη και, στην προκειμένη περίπτωση, η εξαίρεση αυτή εφαρμόστηκε μόνο στην επιχείρηση EDF.

9.2.   ΚΡΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ

(194)

Η έννοια της ενίσχυσης δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές, όπως οι επιδοτήσεις, αλλά και κάθε παρέμβαση των δημόσιων αρχών που μειώνει τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχείρησης και έχει συνέπειες ταυτόσημες με αυτές των επιδοτήσεων (41). Κατά πάγια νομολογία (42), η μη είσπραξη από το κράτος ενός φόρου που έπρεπε να εισπραχθεί ισοδυναμεί με κατανάλωση ενός κρατικού πόρου.

(195)

Αυτή η μη είσπραξη του συνολικού οφειλόμενου φόρου εταιρειών για τη χρήση του 1997 απορρέει άμεσα από τις φορολογικές διατάξεις που έλαβαν οι γαλλικές αρχές για να θέσουν σε εφαρμογή νομοθετική πράξη του κράτους, τον νόμο αριθ. 97-1026 της 10ης Νοεμβρίου 1997.

9.3.   ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

(196)

Από τη σύστασή της το 1946 και έως την έναρξη ισχύος της οδηγίας 96/92/ΕΚ, η EDF απολάμβανε στη γαλλική αγορά καθεστώτος μονοπωλίου με αποκλειστικά δικαιώματα μεταφοράς, διανομής καθώς και εισαγωγής και εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, η EDF ανταγωνιζόταν ήδη τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας των άλλων κρατών μελών, πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ η οδηγία 96/92/ΕΚ. Επιπλέον, υπήρχε ελεύθερος ανταγωνισμός στις παρεπόμενες αγορές που δεν υπόκεινται σε αποκλειστικά δικαιώματα, στις οποίες η EDF είχε ήδη διαφοροποιήσει τις δραστηριότητές της πέραν των αποκλειστικών δικαιωμάτων της, και σε γεωγραφικό και σε τομεακό επίπεδο. Επομένως, επιπτώσεις στις συναλλαγές υπήρχαν πολύ πριν από την προβλεπόμενη στην οδηγία 96/92/ΕΚ απελευθέρωση της αγοράς.

(197)

Η ηλεκτρική ενέργεια αποτελούσε αντικείμενο σημαντικών και αυξανόμενων συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών στις οποίες η EDF συμμετείχε ενεργά. Οι συναλλαγές αυτές, οι οποίες ενισχύθηκαν μετά την έγκριση της οδηγίας 90/547/ΕΟΚ του Συμβουλίου (43), πραγματοποιούνταν βάσει εμπορικών συμφωνιών μεταξύ των διαφόρων φορέων εκμετάλλευσης των δικτύων ηλεκτρισμού υψηλής τάσης στα κράτη μέλη. Στις ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ, οι εισαγωγές ηλεκτρισμού αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό ανώτερο του 7 % μεταξύ 1980 και 1990. Από το 1981 έως το 1989, το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου ηλεκτρισμού της EDF εννεαπλασιάσθηκε, με καθαρές εξαγωγές ύψους 42 TWh, που αντιπροσώπευαν το 10 % της συνολικής παραγωγής της. Το 1985, η EDF εξήγαγε ήδη 19 TWh προς τα άλλα κράτη μέλη.

(198)

Πριν ακόμη από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 96/92/ΕΚ τον Φεβρουάριο του 1999, ορισμένα κράτη μέλη είχαν ήδη λάβει μονομερώς μέτρα που αποσκοπούσαν στο άνοιγμα των δικών τους αγορών ηλεκτρισμού. Ειδικότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο άνοιξε την αγορά του σε ποσοστό 100 % για τους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες το 1990. Η Σουηδία άνοιξε τη δική της αγορά σε ποσοστό 100 % το 1996, η Φινλανδία άρχισε να ανοίγει την αγορά της το 1995 και έφθασε το 100 % το 1997, η Γερμανία άνοιξε την αγορά της σε ποσοστό 100 % το 1998 και οι Κάτω Χώρες άνοιξαν πλήρως την αγορά τους για τους βιομηχανικούς πελάτες το 1998. Σε αυτές τις συνθήκες, πριν ακόμη από την καθορισθείσα στην οδηγία ημερομηνία για το άνοιγμα στον ανταγωνισμό, οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνταν σε επιχειρήσεις που απολάμβαναν μονοπωλιακό καθεστώς σε ένα κράτος μέλος που συμμετείχε ενεργά στις συναλλαγές στο εσωτερικό της Ένωσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της EDF, μπορούσαν να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(199)

Στην ετήσια έκθεσή της για το 1997, η EDF ανέφερε ότι κατατάσσεται «μεταξύ των κορυφαίων διεθνών φορέων εκμετάλλευσης στον τομέα του ηλεκτρισμού, με ανειλημμένες υποχρεώσεις εκτός Γαλλίας που υπερβαίνουν τα 13 δισεκατ. FRF, ένα σύνολο παραγωγικών μονάδων με εγκατεστημένη ισχύ που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 11 % της εγκατεστημένης ισχύος του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής της Γαλλίας και περισσότερους από 8 εκατ. πελάτες». Η έκθεση υπογράμμιζε επίσης ότι το 1997, η EDF «πολλαπλασίασε και ενίσχυσε τις επενδύσεις της στην Ευρώπη επεκτείνοντας την παρουσία της στην Αυστρία και την Πολωνία» και ότι «εξήγαγε ποσότητα μεγαλύτερη των 70 TWh στην Ευρώπη». Οι εξαγωγές αυτές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο σχέσεων ανταγωνισμού με εναλλακτικούς προμηθευτές στις σχετικές αγορές.

(200)

Η σύμβαση επιχείρησης 1997–2000, που υπογράφηκε στις 8 Απριλίου 1997 μεταξύ του κράτους και της EDF, προέβλεπε ότι η EDF θα διέθετε περίπου 12-13 δισεκατ. FRF σε διεθνείς επενδύσεις και ότι οι περιφέρειες της Ευρώπης περιλαμβάνονταν στις προτεραιότητές της. Μεταξύ 2000 και 2002, η EDF απέκτησε το ένα τρίτο του κεφαλαίου της γερμανικής επιχείρησης EnBW, αύξησε τις ικανότητες παραγωγής και διανομής της βρετανικής θυγατρικής της London Electricity, απέκτησε τον άμεσο έλεγχο της ιταλικής επιχείρησης Fenice και σύναψε εταιρική σχέση με τη Fiat για την αγορά της Montedison (που μετονομάστηκε σε Edison).

(201)

Το 1997 η SDS, θυγατρική που ανήκει κατά 100 % στην EDF, συγκέντρωνε τις δραστηριότητες που συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες πελάτες, επιχειρήσεις και τοπικές αρχές. Η SDS ασκούσε δραστηριότητες στους τομείς της επεξεργασίας αποβλήτων, του φωτισμού οδών και της παροχής άλλων υπηρεσιών που συνδέονται με την ενέργεια, με συνεισφορά στις πωλήσεις που ισοδυναμούσε με 685 εκατ. ευρώ το 1998 έναντι 650 εκατ. ευρώ το 1997. Το 2000, η EDF σύναψε εταιρική σχέση με τη Veolia Environnement μέσω της εταιρείας Dalkia, κορυφαίας ευρωπαϊκής επιχείρησης παροχής ενεργειακών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η Dalkia παρέχει υπηρεσίες ενεργειακής μηχανικής και ενεργειακής συντήρησης, διαχειρίζεται θερμοηλεκτρικές μονάδες παραγωγής και τεχνικές υπηρεσίες που συνδέονται με τη λειτουργία των κτηρίων και αναλαμβάνει την εκμετάλλευση δικτύων θέρμανσης, συμπαραγωγής, εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας και βιομηχανικών αερίων.

(202)

Η EDF ανέπτυξε επίσης δραστηριότητες στην αγορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το 1997, η κοινοπραξία CHART, θυγατρική που ανήκει κατά 100 % στην EDF, επικέντρωνε τις δραστηριότητές της στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η γεωθερμική και η αιολική ενέργεια. Η συνεισφορά της στον ενοποιημένο κύκλο εργασιών ανερχόταν σε 70 εκατ. ευρώ.

(203)

Τέλος, ως εταιρεία παραγωγής και διανομής ηλεκτρισμού, η EDF ανταγωνιζόταν και ανταγωνίζεται ακόμη τους προμηθευτές άλλων υποκατάστατων πηγών ενέργειας, όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το αέριο, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στις διεθνείς αγορές. Ενδεικτικά, στη Γαλλία, η EDF ξεκίνησε με επιτυχία εκστρατεία για την ενθάρρυνση της χρήσης του ηλεκτρισμού για σκοπούς θέρμανσης. Έτσι, αύξησε το μερίδιο αγοράς της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της που προμηθεύουν υποκατάστατες μορφές ενέργειας, όπως πετρέλαιο ή αέριο. Στον τομέα του χάλυβα, οι ηλεκτρικοί κλίβανοι ανταγωνίζονται τους κλιβάνους αερίου και πετρελαίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ένα μέτρο σαν το εξεταζόμενο μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό με τους προμηθευτές εναλλακτικών μορφών ενέργειας, όπως η Gaz de France.

(204)

Η EDF κατείχε, συνεπώς, σημαντική θέση στις συναλλαγές στον τομέα της ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών το 1997 ενώ, επί του παρόντος, η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία είναι πλήρως ανοικτή και δραστηριοποιούνται σε αυτήν πολλοί ευρωπαίοι προμηθευτές. Επομένως, φαίνεται ότι το 1997 η EDF ήταν ήδη καλά εγκατεστημένη σε ορισμένες αγορές άλλων κρατών μελών και ότι η ενίσχυση που προκύπτει από τη μη καταβολή από την EDF του φόρου εταιρειών για μέρος των προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ επηρέασε αναπόφευκτα τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(205)

Οι ανωτέρω εκτιμήσεις παρατίθενται στην απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας. Ούτε η Γαλλία ούτε η EDF αμφισβήτησαν στις παρατηρήσεις τους το ότι η ενίσχυση μπορούσε να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(206)

Συνεπώς, εφόσον πληρούνται τα τέσσερα κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η μη καταβολή από την EDF του φόρου εταιρειών για ένα μέρος των λογιστικών προβλέψεων που δημιουργήθηκαν με φοροαπαλλαγή για την ανανέωση του ΔΜΥΤ, συνιστά κρατική ενίσχυση. Πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια η συμβατότητα αυτής της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά.

10.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

(207)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι ενισχύσεις που πληρούν τα κριτήρια που παραθέτει είναι καταρχήν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά. Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στο κράτος μέλος να προβάλει τους πάσης φύσεως λόγους και τα στοιχεία που καθιστούν μια κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά (44). Στην προκειμένη περίπτωση, η Γαλλική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα λόγο ούτε υπέβαλε κάποιο συναφές στοιχείο.

(208)

Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ δεν ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση λόγω της φύσης της ενίσχυσης, εφόσον αυτή δεν επιδιώκει τους στόχους που απαριθμούνται στην εν λόγω παράγραφο.

(209)

Η εξεταζόμενη ενίσχυση δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις εξαιρέσεις στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της ΣΛΕΕ για τις ενισχύσεις που προορίζονται για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης ορισμένων περιοχών, καθόσον μάλιστα πρόκειται για λειτουργική ενίσχυση. Πράγματι, δεν εξαρτάται από επενδύσεις ή από τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (45).

(210)

Το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ προβλέπει επίσης εξαίρεση για τις ενισχύσεις που αποσκοπούν στην προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Στην προκειμένη περίπτωση, το υπό εξέταση μέτρο ενίσχυσης δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της εξαίρεσης αυτής. Η εξαίρεση από το εφαρμοστέο φορολογικό δίκαιο, από την οποία επωφελείται μία μόνον επιχείρηση, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προορίζεται για την προώθηση της ανάπτυξης κάποιας δραστηριότητας. Μοναδικός σκοπός της είναι, πράγματι, να ενισχύσει μία επιχείρηση μειώνοντας τις λειτουργικές δαπάνες της.

(211)

Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ) της ΣΛΕΕ, το εξεταζόμενο μέτρο ενίσχυσης δεν προορίζεται για την προώθηση σχεδίου κοινού ενδιαφέροντος ούτε για την άρση σοβαρής διαταραχής της γαλλικής οικονομίας, ούτε για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

(212)

Συνεπώς, τα κριτήρια συμβατότητας που αναφέρονται στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ δεν πληρούνται. Εξάλλου, όσον αφορά την αντιστάθμιση του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας, οι γαλλικές αρχές δεν επικαλέστηκαν σε σχέση με το φορολογικό πλεονέκτημα την εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, αλλά τόνισαν ότι η EDF ασκεί καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας. Ωστόσο, οι γαλλικές αρχές δεν υπέβαλαν καμία αξιολόγηση του κόστους που συνεπάγονται τα καθήκοντα αυτά για την EDF. Η Επιτροπή δεν μπορεί, επομένως, να κρίνει εάν το επίμαχο φορολογικό πλεονέκτημα αντισταθμίζει ή όχι το ενδεχόμενο πρόσθετο κόστος που συνδέεται με την άσκηση καθηκόντων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που της έχουν επιβληθεί. Σε κάθε περίπτωση, εάν η μη καταβολή του φόρου έπρεπε να χαρακτηριστεί ως αντιστάθμιση για την παροχή μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, δεν έχει διαπιστωθεί ότι μια τέτοια αντιστάθμιση είχε καθοριστεί εκ των προτέρων με βάση διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια και υπολογιστεί σε σχέση με το κόστος μιας αποτελεσματικής επιχείρησης.

(213)

Επομένως, δεν είναι δυνατή στην προκειμένη περίπτωση η εξέταση της τήρησης των προϋποθέσεων που διατυπώνονται στην απόφαση Altmark (46), οι οποίες επιτρέπουν την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ούτε η εξέταση των κριτηρίων εφαρμογής του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(214)

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, φαίνεται ότι η εξεταζόμενη ενίσχυση συνιστά λειτουργική ενίσχυση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικής θέσης της EDF έναντι των ανταγωνιστών της. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

(215)

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των γαλλικών αρχών, ο κανόνας της παραγραφής δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. Βεβαίως, η EDF δημιούργησε τις προβλέψεις με φοροαπαλλαγή από το 1987 έως το 1996. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί αφενός ότι, σύμφωνα με το εθνικό συμβούλιο λογιστικής, οι διορθώσεις σφαλμάτων που αφορούν από τη φύση τους τη λογιστική καταχώρηση πράξεων του παρελθόντος πρέπει να καταχωρούνται λογιστικά στο αποτέλεσμα της χρήσης κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώνονται, και αφετέρου ότι ο νόμος που ορίζει ότι τα δικαιώματα του παραχωρούντος αναταξινομούνται σε χορηγήσεις κεφαλαίων χωρίς να υπόκεινται σε εταιρικό φόρο χρονολογείται από τις 10 Νοεμβρίου 1997. Συνεπώς, το φορολογικό πλεονέκτημα χρονολογείται από το 1997 και η παραγραφή δεν εφαρμόζεται σε μια νέα ενίσχυση που καταβλήθηκε εκείνη την ημερομηνία, εφόσον η πρώτη πράξη της Επιτροπής σχετικά με αυτό το μέτρο χρονολογείται από τις 10 Ιουλίου 2001. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα εκκρεμεί διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων.

11.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(216)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία χορήγησε παράνομα την εν λόγω ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών για ποσό 5 882 849 762 FRF σχετικά με την αναταξινόμηση ως εισφορά κεφαλαίου, που προβλέφθηκε από τον νόμο αριθ. 97-1026, λογιστικών προβλέψεων που αντιστοιχούν στις εργασίες ανανέωσης του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης που έχουν ήδη υλοποιηθεί, ύψους 14 119 065 335 FRF, συνιστά παράνομη ενίσχυση και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

(217)

Βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να υποχρεώσει το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να καταργήσει ή να τροποποιήσει την εν λόγω ενίσχυση. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, «Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.».

(218)

Ο σκοπός τον οποίο επεδίωκε η Επιτροπή, απαιτώντας από το κράτος μέλος την ανάκτηση των ασυμβίβαστων προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεων είναι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (47). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται όταν οι δικαιούχοι έχουν επιστρέψει τα ποσά που χορηγήθηκαν παράνομα με την ενίσχυση, χάνοντας ως εκ τούτου το πλεονέκτημα από το οποίο είχαν επωφεληθεί έναντι των ανταγωνιστών τους. Με τον τρόπο αυτό, αποκαθίσταται η κατάσταση που επικρατούσε πριν τη χορήγηση της ενίσχυσης (48).

(219)

Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνεται ότι καμία γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων που έχουν διαπιστωθεί. Ειδικότερα, ούτε η Γαλλία ούτε τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη υπέβαλαν κάποιο συναφές επιχείρημα.

(220)

Κατά συνέπεια, η Γαλλία οφείλει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσει από την EDF την παράνομη ενίσχυση που καταβλήθηκε υπό μορφή απαλλαγής από τον φόρο εταιρειών για ποσό 5 882 849 762 FRF σε σχέση με την κεφαλαιοποίηση μέρους των προβλέψεων ποσού ύψους 14 119 065 335 FRF.

(221)

Για τους σκοπούς της εν λόγω ανάκτησης, οι γαλλικές αρχές οφείλουν επίσης να προσθέσουν στο ποσό της ενίσχυσης τους τόκους ανάκτησης που αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση της επιχείρησης, δηλαδή την ημερομηνία την οποία κατέστη απαιτητός ο φόρος εταιρειών για τη χρήση του 1997, μέχρι την πραγματική ανάκτησή της (49), σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (50).

(222)

Βάσει της υποχρέωσης της καλόπιστης συνεργασίας που έχει η Γαλλία στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης, το ποσό αυτό πρέπει να καθοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, βάσει στοιχείων που θα υποβάλουν οι γαλλικές αρχές και τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τις ισοτιμίες μεταξύ του ECU/ευρώ και του γαλλικού φράγκου (FRF) που ενδεχομένως θα εφαρμόζονταν στις δόσεις πληρωμής από την EDF του φόρου εταιρειών κατά τη διάρκεια του έτους 1997 και της επιστροφής στην EDF των ενισχύσεων μετά την ακύρωση της πρώτης αρνητικής απόφασης το 2009. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, οι τόκοι δεν οφείλονται για την περίοδο κατά την οποία η ενίσχυση δεν ήταν πλέον στη διάθεση της επιχείρησης, δηλαδή κατά το διάστημα από την πραγματική ανάκτηση της ενίσχυσης από τη Γαλλία μέχρι την επιστροφή της στην EDF. Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι τόκοι τους οποίους έχει ενδεχομένως καταβάλει το γαλλικό Δημόσιο στην EDF.

(223)

Οι γαλλικές αρχές πρέπει να ανακτήσουν το προαναφερθέν ποσό εντός 4 μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

(224)

Κατά πάγια νομολογία, όταν ένα κράτος μέλος συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, οφείλει να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις προκειμένου να τις αξιολογήσει η Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλουν να συνεργαστούν καλόπιστα για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες, με την πλήρη τήρηση των διατάξεων (51) της ΣΛΕΕ.

(225)

Η Επιτροπή καλεί, συνεπώς, τη Γαλλία να της γνωστοποιήσει αμέσως οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίσει κατά την εκτέλεση της παρούσας απόφασης.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η απαλλαγή της επιχείρησης Electricité de France από τον φόρο εταιρειών ύψους 5 882 849 762 γαλλικών φράγκων, σχετικά με την αναταξινόμηση των προβλέψεων που αντιστοιχεί στα παραχωρηθέντα υλικά περιουσιακά στοιχεία του δικτύου μεταφοράς υψηλής τάσης, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

2.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 ενίσχυση που τέθηκε σε εφαρμογή παράνομα από τη Γαλλική Δημοκρατία είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.   Η Γαλλική Δημοκρατία οφείλει να ανακτήσει από τον δικαιούχο το ισόποσο σε ευρώ της αναφερόμενης στο άρθρο 1 ενίσχυσης.

2.   Τα προς ανάκτηση ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής τους.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Η Γαλλική Δημοκρατία μεριμνά για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Γαλλική Δημοκρατία υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό και τόκους) προς ανάκτηση από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των ήδη ληφθέντων μέτρων και των σχεδιαζόμενων μέτρων για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση· και

γ)

τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Γαλλική Δημοκρατία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Διαβιβάζει πάραυτα, με απλή αίτηση της Επιτροπής, τα στοιχεία σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προβλέψει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Υποβάλλει επίσης αναλυτικά στοιχεία για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 22 Ιουλίου 2015.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Τα δύο σύνολα διατάξεων είναι ουσιαστικά ταυτόσημα. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι παραπομπές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ θεωρούνται, κατά περίπτωση, παραπομπές στα άρθρα 87 και 88 αντιστοίχως της Συνθήκης ΕΚ. Η ΣΛΕΕ εισήγαγε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως η αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση», του όρου «κοινή αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά» και του όρου «Πρωτοδικείου» από τον όρο «Γενικό Δικαστήριο». Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιείται η ορολογία της ΣΛΕΕ.

(2)  ΕΕ C 280 της 16.11.2002, σ. 8.

(3)  ΕΕ L 49 της 22.2.2005, σ. 9.

(4)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-156/04-EDF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-04503.

(5)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή-EDF, UE:C:2012:318.

(6)  ΕΕ C 186 της 28.6.2013, σ. 73.

(7)  Απάντηση των γαλλικών αρχών της 23.12.2013, σημεία 71 και 72.

(8)  Ειδική έκθεση σχετικά με τις παραχωρήσεις αριθ. 1993 της EDF, της 10ης Οκτωβρίου 1994.

(9)  Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 27 της 30.1.1997, σ. 20).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(11)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή κατά EDF, UE:C:2012:318, σκέψη 84.

(12)  «Does the 1997 recapitalisation of EDF by the French State meet the private investor test?». Τελική έκθεση της 15 Οκτωβρίου 2013.

(13)  Σύμβαση επιχείρησης Γαλλικού Δημοσίου/EDF 1997-2000, που υπεγράφη στις 8 Απριλίου 1997.

(14)  Επιστολή της 12ης Ιουλίου 1996 του υπουργού οικονομίας και οικονομικών και του υπουργού βιομηχανίας, ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών στον πρόεδρο της EDF, επιστολή της 22ας Απριλίου 1997 του υπουργού οικονομίας και οικονομικών, του υφυπουργού προϋπολογισμού και του υπουργού βιομηχανίας, ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών στον πρόεδρο της EDF.

(15)  Επιστολή του οικονομικού διευθυντή της EDF στον προϊστάμενο των χρηματοδοτικών υπηρεσιών και των συμμετοχών του Δημόσιου ταμείου της 19ης Φεβρουαρίου 1997· αναλυτικό υπόμνημα της EDF, της 27ης Ιουλίου 1996, σχετικά με την αμοιβή του μετόχου, που διαβιβάστηκε στη Γερουσία στις 15 Σεπτεμβρίου 1997.

(16)  Αιτιολογική έκθεση του άρθρου 45 του νομοσχεδίου σχετικά με διάφορες διατάξεις οικονομικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα που εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο στις 5 Απριλίου 1997· έκθεση της επιτροπής οικονομικών, γενικής οικονομίας και προγραμματισμού της Εθνοσυνέλευσης που υποβλήθηκε από τον βουλευτή Didier MIGAUD, της 10ης Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με το νομοσχέδιο αριθ. 201 περί επειγόντων μέτρων φορολογικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα· έκθεση του γερουσιαστή Alain Lambert για το νομοσχέδιο περί επειγόντων μέτρων φορολογικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα που υποβλήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1997· ομιλία του υπουργού οικονομίας, οικονομικών και βιομηχανίας κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου περί επειγόντων μέτρων φορολογικού και χρηματοοικονομικού χαρακτήρα ενώπιον της Γερουσίας στις 2 Οκτωβρίου 1997.

(17)  Επαγγελματικό απόρρητο.

(18)  Η σύμβαση παραπέμπει στην οδηγία 96/92/ΕΚ. Η εν λόγω οδηγία, όπως και οι διάδοχές της, δεν προβλέπει κανόνες σχετικά με το εταιρικό καθεστώς των παραγωγών, των μεταφορέων ή των εταιρειών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας εντός της εσωτερικής αγοράς.

(19)  Οι τροποποιήσεις σχετικά με τη νέα μεταφορά δεν αποτελούν μέρος των επιπτώσεων του άρθρου με τη στενή έννοια του όρου, αλλά ένα λογικό επακόλουθό του.

(20)  Η απόδοση για το κράτος-μέτοχο εξηγείται από την ανεπάρκεια της βάσης των κεφαλαιακών εισφορών ύψους 36 δισεκατ. FRF (παρονομαστής της αναλογίας) και από το ύψος των λογιστικών προβλέψεων. Μετά τη λογιστική τους εγγραφή, μέχρι το 1996, το καθαρό ετήσιο αποτέλεσμα της EDF έγινε αρνητικό. Η εκ νέου αρνητική μεταφορά του λογαριασμού αποτελεσμάτων αντικατοπτριζόταν υπό μορφή κατανάλωσης ίδιων κεφαλαίων στον ισολογισμό, που καθορίστηκαν σε 24,2 δισεκατ. FRF (βλέπε πίνακα 2, στήλη «Τέλος 1996» που δείχνει πώς τα ίδια κεφάλαια της EDF μειώθηκαν εκ νέου από μια αρνητική μεταφορά ύψους 20,2 δισεκατ. FRF, πριν από την τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 97-1026). Εφόσον δεν είχε εισπραχθεί φόρος επί των αρνητικών αποτελεσμάτων, η πολύ θετική απόδοση για το κράτος-μέτοχο ήταν εις βάρος του εισπρακτικού μηχανισμού του κράτους.

(21)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή κατά EDF, UE:C:2012:318, σκέψη 82.

(22)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή κατά EDF, UE:C:2012:318, σκέψη 83.

(23)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή κατά EDF, UE:C:2012:318, σκέψη 84.

(24)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή κατά EDF, UE:C:2012:318, σκέψη 104.

(25)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή κατά EDF, UE:C:2012:318, σκέψη 86.

(26)  Απόφαση στην υπόθεση C-124/10P, Επιτροπή κατά EDF, UE:C:2012:318, σκέψη 95.

(27)  Μελέτη της Oxera, σημεία 3.3, 3.24-3.25

(28)  Μελέτη της Oxera, πίνακας Α2.2

(29)  Μελέτη της Oxera, σημείο 3.3.

(30)  Μελέτη της Oxera, σημεία 3.3, 3.15, πίνακας 3.2, πίνακας 3.8 για συντελεστή βήτα και παράρτημα 5.

(31)  Μελέτη της Oxera, σημεία 3.5, 3.13, 3.20 έως 3.23.

(32)  Ετήσια μέση τιμή του γαλλικού ημερήσιου επιτοκίου χορηγήσεων αναφοράς 30 και 10 ετών, πηγή Τράπεζα Γαλλίας: Επιτόκια αναφοράς κρατικών χρεογράφων και ομολογιών Γαλλικού Δημόσιου (OAT), http://www.banque-france.fr/economie-et-statistiques/changes-et-taux.

(33)  Η καταλληλότητα ενός υπολογισμού της απόδοσης επί του συνόλου των παγίων ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης σε σχέση μόνο με τα επενδυμένα κεφάλαια υπό μορφή εισφορών κεφαλαίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, στη σύμβαση μεταξύ του κράτους και της EDF για την περίοδο 2001-2003, η αμοιβή του κράτους ως ποσοστό του καθαρού αποτελέσματος (37,5 %) έχει υπολογιστεί σε ένα εύρος τιμών ελάχιστου (1,5 %) και ανώτατου (4,5 %) ποσοστού της βάσης των ιδίων κεφαλαίων. Απάντηση των γαλλικών αρχών της 23.12.2013, σημείο 53.

(34)  Ετήσια έκθεση 1997 της EDF, σ. 103.

(35)  Με το άρθρο 2 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2003 [C(2003) 4637 final] (ΕΕ L 49 της 22.2.2005, σ. 9), η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των επιχειρήσεων του τομέα του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου στο οποίο υπαγόταν η EDF. Η μεταρρύθμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθούν στο γενικό καθεστώς της κοινωνικής ασφάλισης οι υποχρεώσεις και η ανάληψη των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του ειδικού καθεστώτος του προσωπικού της EDF και των άλλων επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε αυτό.

(36)  Το μοντέλο αυτό αξιολογεί την απόδοση-στόχο που επιδιώκει ένας επενδυτής στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης (k) ως το αποτέλεσμα μιας πρόσθετης απόδοσης ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου το οποίο θεωρείται άνευ κινδύνου ή χαμηλού κινδύνου, όπως ένα κρατικό ομόλογο σε μια κεφαλαιαγορά αναφοράς (rf), μια αμοιβή για τον κίνδυνο αγοράς που αντανακλά τον υψηλότερο κίνδυνο μιας επένδυσης σε μετοχές (Km – rf) πολλαπλασιαζόμενης επί έναν συντελεστή ειδικού κινδύνου της μετοχής της οικείας επιχείρησης (β), που θα μπορούσε να είναι, κατά προτίμηση, ο συντελεστής της ίδιας της επιχείρησης ή, εάν δεν υπάρχει, ο συντελεστής συγκρίσιμων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούνται ως στοιχεία αναφοράς. Η παράμετρος β πρέπει να υπολογίζεται για μια επιχείρηση χωρίς χρέος (gearing), ώστε να μετρηθεί ο εγγενής κίνδυνος της (μετοχής της) επιχείρησης σε σχέση με την αγορά. Το μοντέλο είναι k = rf + β × (Km – rf). Η Επιτροπή εφάρμοσε το μοντέλο ΜΑΠΚ για να εκτιμήσει την απαιτούμενη απόδοση της κεφαλαιακής επένδυσης σε μια επιχείρηση που έχει εγκριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Υπόθεση T-319/12, Ισπανία κατά Επιτροπής, «Ciudad de la Luz», EU:T:2014:604, σκέψεις 48 έως 66. Για αναλυτικότερη περιγραφή, βλέπε Vernimmen κ.ά. «Corporate Finance», Εκδόσεις John Wiley & Sons, 2η έκδοση, 2009, κεφ. 22· όσον αφορά τα αποτελέσματα ερευνών σχετικά με τη συχνότητα χρησιμοποίησης των μεθόδων αξιολόγησης, βλέπε σ. 460. Οι θεωρητικές βάσεις και μια ψηφιακή εφαρμογή του ΜΑΠΚ στην προκειμένη περίπτωση περιέχονται επίσης στη μελέτη που συνέταξε η Oxera για λογαριασμό της EDF (αιτιολογική σκέψη 70), και ιδίως στο παράρτημα I.

(37)  Vernimmen κ.ά. «Corporate Finance», Εκδόσεις John Wiley & Sons, 2η έκδοση, 2009, σσ 433-4.

(38)  Το μοντέλο DDM αναπαριστά την αξία της επιχείρησης με βάση το (τελευταίο) καταβληθέν μέρισμα (Dt), το ποσοστό αύξησης των μερισμάτων (ɗD) και την αμοιβή-στόχο, ή το κόστος ευκαιρίας κεφαλαίου (K) σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο Vr = Dt (1 + ɗD)/(K – ɗD). Το μοντέλο DDM χρησιμοποιείται επίσης στη μελέτη που συνέταξε η Oxera για λογαριασμό της EDF (σημεία 3.27-3.31, πίνακας 3.4), αλλά με διαφορετικές τιμές και, όσον αφορά κάποιες από αυτές, σε μεγάλο βαθμό ανεδαφικές. Η μελέτη της Oxera υιοθετεί ένα ποσοστό αύξησης των μερισμάτων 9,3 % ετησίως. Ποσοστά αύξησης του μερίσματος συνδέονται, σε υπολογισμό εις το διηνεκές όπως αυτός του μοντέλου DDM, με την ανάπτυξη της επιχείρησης. Ποσοστά αύξησης της τάξης του 9,3 %, που είναι κατά πολύ υψηλότερα από τον πληθωρισμό και από το ποσοστό αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος («ΑΕΠ») μακροπρόθεσμα, υποδηλώνουν ότι, μακροπρόθεσμα, η EDF θα συσσώρευε το συνολικό ΑΕΠ της Γαλλίας.

(39)  Μια αρνητική καθαρή παρούσα αξία για δεδομένο επιτόκιο (προεξόφληση-χρηματοδότηση) αποτελεί ένδειξη ότι η επένδυση δεν είναι αποδοτική με αυτό το επιτόκιο. Ο θετικός συντελεστής εσωτερικής απόδοσης («ΣΕΑ») δείχνει το πραγματικό επιτόκιο με το οποίο οι αναμενόμενες χρηματοοικονομικές ροές αμείβουν μια επένδυση.

(40)  Η υπόθεση ότι το μέρισμα της EDF θα αυξανόταν κατά 4,51 % (βαθμός ευαισθησίας 1, πίνακας 6.2) φαίνεται αισιόδοξη· προκύπτει από την ανάγνωση του προβλεπόμενου ποσοστού αύξησης για τα τέσσερα έτη προβλέψεων 1997-2000. Εκτός από τη συνήθη πρακτική, κατά την οποία υιοθετείται η αύξηση των μερισμάτων κατά το τέλος της περιόδου (κεντρικό σενάριο), στην πραγματικότητα, τα μερίσματα που θα κατέβαλλε η EDF θα ήταν μειωμένα την περίοδο 1997-2000 σε σχέση με το την περίοδο 1991-1996 και το 1999 και το 2000 σε σχέση με το 1998. Σε κάθε περίπτωση, ένα ποσοστό 4,51 % εις το διηνεκές είναι υψηλό σε απόλυτη τιμή. Η υπόθεση (βαθμός ευαισθησίας 2, πίνακας 6.3) ότι ο μέτοχος θα προσέθετε -ή ο αγοραστής θα πλήρωνε- (κατ' αναλογία) οιονεί ίδια κεφάλαια της EDF, όπως εκτιμήθηκαν το 1997 στην υπολογισθείσα αντικειμενική αξία της EDF, όπως υπολογίστηκε, δεν λαμβάνει υπόψη τον ρυθμιστικό χαρακτήρα ορισμένων ιδίων κεφαλαίων (αποθεματικών). Η υπόθεση αυτή σε συνδυασμό με το μοντέλο DDM είναι επίσης αισιόδοξη, διότι σημαίνει ότι αποδίδεται στον μέτοχο (ποσοστό 11 %) των οιονεί ιδίων κεφαλαίων (εκτός του εγγεγραμμένου κεφαλαίου) που επιτρέπουν στην επιχείρηση να απορροφήσει τις πιθανές ζημίες και, μακροπρόθεσμα, ακόμη και να χορηγεί τακτικό μέρισμα και αμοιβή στον μέτοχο. Προϋποθέτει ότι τα οιονεί ίδια κεφάλαια της EDF που καθορίστηκαν το 1997-2000 θα ήταν μονίμως διαθέσιμα, ενώ το μοντέλο DDM εξαιρεί τις άλλες πηγές αμοιβής εκτός από το μέρισμα. Είναι συνεπώς μια ελάχιστα αξιόπιστη υπόθεση. Οι δύο υποθέσεις αθροιστικά (βαθμός ευαισθησίας 3, πίνακας 6.4) μειώνουν τα αντίστοιχα μειονεκτήματα ή τις αδυναμίες τους και καθιστούν ακόμη πιο απίθανα και παρακινδυνευμένα τα αποτελέσματα του υπολογισμού.

(41)  Αποφάσεις 30/59, Gezamenlijke Steenkolenmijnen c/Haute Autorité, EU:C:1961:2· απόφαση C-387/92, Banco de Crédito Industrial, EU:C:1994:100· απόφαση C-39/94, SFEI, EU:C:1996:285· απόφαση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, EU:C:1996:353· απόφαση T-106/95, FFSA κατά Επιτροπής, EU:T:1997:23.

(42)  Βλέπε ιδίως απόφαση T-67/94, Ladbroke κατά Επιτροπής, EU:T:1998:7, σκέψη 109.

(43)  Οδηγία 90/547/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1990, για τη διαμετακόμιση ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των μεγάλων δικτύων (ΕΕ L 313 της 13.11.1990, σ. 30).

(44)  Υπόθεση C-364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:C:1993:157, σκέψη 20.

(45)  Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ C 209 της 23.7.2013, s. 1).

(46)  C-280/00 — Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg· C-97/08 P, EU:C:2003:415.

(47)  Αποφάσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής, EU:C:1994:325, σκέψη 75.

(48)  Απόφαση C-75/97, Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής, EU:C:1999:311, σκέψεις 64-65.

(49)  Βλέπε άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 659/99 (προαναφερθέν).

(50)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(51)  Απόφαση C-94/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, EU:C:1989:46, σκέψη 9, και απόφαση C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, EU:C:1995:95, σκέψη 17.