ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ό έτος
28 Ιανουαρίου 2016


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία έναρξης ισχύος του πρωτοκόλλου της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου, για συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τυνησίας σχετικά με τις γενικές αρχές που διέπουν τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Τυνησίας στα προγράμματα της Ένωσης

1

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των γενικών όρων λειτουργίας των σωμάτων εποπτών ( 1 )

2

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/99 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τον προσδιορισμό της επιχειρησιακής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

21

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/100 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, σχετικά με τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εξειδίκευση της διαδικασίας κοινής απόφασης όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων χορήγησης ορισμένων αδειών προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

45

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/101 της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τη συνετή αποτίμηση βάσει του άρθρου 105 παράγραφος 14 ( 1 )

54

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/102 της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2016, για την έγκριση μη ήσσονος σημασίας τροποποίησης των προδιαγραφών ονομασίας καταχωρισμένης στο μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Eichsfelder Feldgieker/Eichsfelder Feldkieker (ΠΓΕ)]

66

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/103 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS)

67

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/104 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με την έγκριση παρασκευάσματος Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για ήσσονος σημασίας μηρυκαστικά προς πάχυνση και γαλακτοπαραγωγή (κάτοχος της άδειας: Prosol SpA) ( 1 )

71

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/105 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με την έγκριση της διφαινυλ-2-όλης ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 2, 4, 6 και 13 ( 1 )

74

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/106 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

79

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/107 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με την άρνηση έγκρισης της ουσίας cybutryne ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 21 ( 1 )

81

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/108 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με την άρνηση έγκρισης του υπεροξειδίου της βουτανόνης-2 ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1 και 2 ( 1 )

83

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/109 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη μη έγκριση της PHMB (1600, 1.8) ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 6 και 9 ( 1 )

84

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/110 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με την άρνηση έγκρισης της τρικλοσάνης ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 1 ( 1 )

86

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στην εκτελεστική οδηγία (EE) 2015/1955 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2015, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά ( ΕΕ L 284 της 30.10.2015 )

88

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/1


Ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία έναρξης ισχύος του πρωτοκόλλου της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου, για συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τυνησίας σχετικά με τις γενικές αρχές που διέπουν τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Τυνησίας στα προγράμματα της Ένωσης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Τυνησίας κοινοποίησαν αμοιβαία, στις 26 Οκτωβρίου 2015 και στις 11 Ιανουαρίου 2016 αντιστοίχως, την ολοκλήρωση των αναγκαίων διαδικασιών για την έναρξη ισχύος του εν θέματι πρωτοκόλλου. (1)

Ως εκ τούτου, το πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαρτίου 2015, θα αρχίσει να ισχύει την 1η Φεβρουαρίου 2016, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 αυτού.


(1)  ΕΕ L 96 της 11.4.2015, σ. 3.


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/2


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/98 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Οκτωβρίου 2015

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των γενικών όρων λειτουργίας των σωμάτων εποπτών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 51 παράγραφος 4 και το άρθρο 116 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εκτέλεση της χαρτογράφησης ενός ομίλου ιδρυμάτων, που θα προσδιορίζει τις οντότητες του ομίλου στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα και θα περιγράφει τη φύση και την τοποθεσία της κάθε οντότητας του ομίλου καθώς και τις αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία της, τις ισχύουσες απαλλαγές προληπτικής εποπτείας, τη σημασία της για τον όμιλο και τη σημασία για τη χώρα στην οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει εγκατασταθεί, καθώς και τα κριτήρια για τον καθορισμό της σημασίας αυτής, θεωρείται ζωτικό στοιχείο για τον προσδιορισμό των μελών και των δυνητικών παρατηρητών του σώματος. Στο πλαίσιο αυτό, οι πληροφορίες σχετικά με τη σημασία του υποκαταστήματος για τον όμιλο και τη σημασία του εν λόγω υποκαταστήματος για το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο είναι απαραίτητες για τον καθορισμό της συμμετοχής των αρμόδιων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους στις δραστηριότητες του σώματος. Οι πληροφορίες σχετικά με τη φύση των οντοτήτων του ομίλου, είτε είναι ιδρύματα, υποκαταστήματα είτε άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και για τη χώρα στην οποία έλαβαν άδεια λειτουργίας ή εγκαταστάθηκαν, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, είναι επίσης μείζονος σημασίας για τον προσδιορισμό των μελών και των παρατηρητών του σώματος.

(2)

Οι πληροφορίες σχετικά με τη σημασία της οντότητας του ομίλου για τον όμιλο και τη σημασία της για το κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή εγκατασταθεί είναι απαραίτητες για τον καθορισμό του επιπέδου της συμμετοχής της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους στις δραστηριότητες του σώματος και, ειδικότερα, για τη διεξαγωγή της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης.

(3)

Οι γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 115 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να καλύπτουν όλους τους τομείς εργασιών του σώματος για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των εποπτικών σωμάτων. Οι γραπτές ρυθμίσεις θα πρέπει επίσης να καλύπτουν τις συμφωνίες μεταξύ ορισμένων μελών του σώματος που συμμετέχουν σε συγκεκριμένες δραστηριότητες του σώματος, όπως αυτές που εκτελούνται μέσω ειδικών υποδομών του σώματος. Οι γραπτές ρυθμίσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν και τις επιχειρησιακές πτυχές των εργασιών του σώματος καθώς οι πτυχές αυτές είναι απαραίτητες για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του σώματος, τόσο σε περίοδο ομαλής λειτουργίας όσο και κατά τη διάρκεια καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η συνεργασία στο πλαίσιο του σώματος πριν από και για τον σκοπό της παροχής πληροφοριών για θέματα εξυγίανσης του ομίλου, στις γραπτές ρυθμίσεις θα πρέπει να προβλέπονται οι διαδικασίες για τον συντονισμό των σχετικών πληροφοριών, καθώς και οι αρμοδιότητες και ο ρόλος της αρχής ενοποιημένης εποπτείας όσον αφορά την κοινοποίηση των πληροφοριών μέσω της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 44) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), στο σώμα εξυγίανσης. Οι γραπτές ρυθμίσεις θα πρέπει να είναι περιεκτικές, συνεκτικές και πλήρεις και θα πρέπει να παρέχουν επαρκή και κατάλληλη βάση προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εκπληρώνουν τις σχετικές αρμοδιότητες και τα καθήκοντά τους εντός, και όχι εκτός του σώματος.

(4)

Τα σώματα συνιστούν βασικό εργαλείο για την ανταλλαγή πληροφοριών, την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, και επιτρέπουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας να διεξάγει αποτελεσματική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Για να διασφαλιστεί η συνοχή και προκειμένου η ΕΑΤ να είναι σε θέση να προβεί στην εκτέλεση των καθηκόντων της όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και το άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, κρίνεται σκόπιμο η ΕΑΤ να συμμετέχει σε όλα τα σώματα ως μέλος.

(5)

Για την εκτέλεση όλων των δραστηριοτήτων του σώματος, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα άλλα μέλη του σώματος θα πρέπει να έχουν μια γενική εικόνα των δραστηριοτήτων που διεξάγονται από όλες τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διεξάγουν χρηματοοικονομικές δραστηριότητες χωρίς να χαρακτηριστούν ως ιδρύματα και εκείνων που λειτουργούν εκτός της Ένωσης. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, των μελών του σώματος, των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, των δημόσιων αρχών ή των φορέων που είναι αρμόδιοι ή συμμετέχουν στην εποπτεία μιας οντότητας του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου ή των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με στόχο τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή την προστασία των καταναλωτών, θα πρέπει να προωθηθεί επιτρέποντας στις εν λόγω τρίτες χώρες, στις εποπτικές αρχές και στις δημόσιες αρχές ή φορείς να συμμετάσχουν στις εργασίες του σώματος ως παρατηρητές, ανάλογα με την περίπτωση.

(6)

Τα μέλη του σώματος θα πρέπει να συζητήσουν και να συμφωνήσουν σχετικά με το πεδίο εφαρμογής και το επίπεδο συμμετοχής των παρατηρητών, εφόσον υφίστανται, στο σώμα. Το πλαίσιο συμμετοχής παρατηρητών στο σώμα θα πρέπει να αναφέρεται σαφώς στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας και θα πρέπει να κοινοποιείται στους παρατηρητές.

(7)

Τα μέλη του σώματος εποπτών θα πρέπει να εργάζονται από κοινού, συντονίζοντας τις εποπτικές δράσεις τους στον μέγιστο δυνατό βαθμό και να συνεργάζονται στενά για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων τους, για την αποφυγή της αλληλεπικάλυψης αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της αλληλεπικάλυψης των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απευθύνονται στις εποπτευόμενες οντότητες του ομίλου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συμφωνίες για την ανάθεση εργασιών και αρμοδιοτήτων θα πρέπει να εξετάζονται σε τακτική βάση από τα μέλη του σώματος, και τουλάχιστον όταν μέλη του σώματος καταρτίζουν το δικό τους πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης.

(8)

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της και θα πρέπει να ενεργεί ως συντονιστής για τη συλλογή και τη διάδοση των πληροφοριών που λαμβάνονται από οποιοδήποτε μέλος ή παρατηρητή του σώματος ή από οποιαδήποτε οντότητα του ομίλου, ή για οποιαδήποτε στοιχεία ελήφθησαν από το σώμα εξυγίανσης, ιδίως από τη σχετική αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη του σώματος. Συγκεκριμένα, όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καθορίζει τη σημασία των συγκεκριμένων πληροφοριών για άλλο μέλος του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα, θα πρέπει να αποφεύγει τον αδικαιολόγητο αποκλεισμό των μελών του σώματος από τη λήψη των πληροφοριών.

(9)

Τα μέλη του σώματος που συμμετέχουν στην εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρύνονται να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την εκτίμηση των κύριων στοιχείων της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 97 της εν λόγω οδηγίας, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι η διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης μπορεί να πραγματοποιείται με διαφορετικό τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη, ανάλογα με τη μεταφορά των εν λόγω κανόνων της Ένωσης στην εθνική νομοθεσία, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(10)

Για να διευκολυνθούν η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ο συντονισμός τυχόν αποφάσεων που προορίζονται για την αντιμετώπιση των ζητημάτων της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις όσον αφορά τις προσεγγίσεις που χρειάζονται άδεια από τις αρμόδιες αρχές πριν χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων (χρήση των εσωτερικών μοντέλων για τον πιστωτικό κίνδυνο, κίνδυνος αγοράς, κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και λειτουργικός κίνδυνος), θα πρέπει να διευκρινίζονται οι όροι της συνεργασίας μεταξύ της ενοποιημένης εποπτείας και των αρμόδιων αρχών για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις επιδόσεις αυτών των εσωτερικών προσεγγίσεων, καθώς και για τη συζήτηση και την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τα μέτρα για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών που εντοπίζονται.

(11)

Για να διευκολυνθεί ο εντοπισμός των μηνυμάτων έγκαιρης προειδοποίησης, των ενδεχόμενων κινδύνων και των τρωτών σημείων για τον όμιλο και τις οντότητές του και για το σύστημα στο οποίο λειτουργούν, τα μέλη του σώματος αναμένεται να ανταλλάσσουν ποσοτικά στοιχεία, για τον όμιλο και τις οντότητές του, κατά τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να καλύπτουν τους βασικούς τομείς των πληροφοριών που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (4) για τον καθορισμό των ενιαίων μορφοτύπων, των συχνοτήτων, των ημερομηνιών υποβολής εκθέσεων, των ορισμών και των λύσεων ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για σκοπούς εποπτικών αναφορών, και θα πρέπει να ανταλλάσσονται ενόσω οι αρμόδιες αρχές βρίσκονται στη διαδικασία εκπόνησης της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και επίτευξης των κοινών αποφάσεων επί της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Κάθε σώμα θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με το ακριβές σύνολο των πληροφοριών που πρέπει να ανταλλάσσονται για τους σκοπούς αυτούς.

(12)

Για την κατάρτιση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, τα μέλη του σώματος λαμβάνουν υπόψη την έκθεση αξιολόγησης κινδύνου του ομίλου και το αποτέλεσμα της κοινής απόφασης σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα με στόχο τον καλύτερο εντοπισμό των προτεραιοτήτων κοινής εργασίας. Συνεπώς, η κατάρτιση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος θα πρέπει να αρχίσει όταν θα έχουν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου και η κοινή διαδικασία λήψης αποφάσεων, ενώ για την οριστικοποίησή της, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάσουν τα καθήκοντα που έχουν δεσμευτεί να εκτελούν σε εθνικό επίπεδο, τους πόρους που διατίθενται για τα εν λόγω καθήκοντα και τις αντίστοιχες προθεσμίες για την εκτέλεσή τους.

(13)

Τα μέλη του σώματος θα πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητές τους κατά την προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και κατά τη διάρκεια των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, καθώς δυσμενείς εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, ή άλλες καταστάσεις που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν ρητά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση ενός τραπεζικού ομίλου ή οποιασδήποτε από τις θυγατρικές του. Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός και ο συντονισμός των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών κατά την προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και κατά τη διάρκεια αυτών θα πρέπει να περιλαμβάνουν ενδεικτικά τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ· ιδίως οι δραστηριότητες που αποσκοπούν στον συντονισμό του σχεδιασμού ανάκαμψης του ομίλου και στην παροχή συντονισμένων πληροφοριών στις αρχές εξυγίανσης, όπου χρειάζεται, θα πρέπει να θεωρηθούν παραδείγματα των δραστηριοτήτων κατά την προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και κατά τη διάρκεια αυτών.

(14)

Κατά την αντιμετώπιση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, τα μέλη του σώματος, υπό τον συντονισμό της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, θα πρέπει να στοχεύουν στην ανάπτυξη συντονισμένης εποπτικής αξιολόγησης της κατάστασης, στην επίτευξη συμφωνίας όσον αφορά τη συντονισμένη εποπτική απόκριση και στην παρακολούθηση της εφαρμογής των αποκρίσεών τους ώστε να διασφαλιστεί ότι έχει δεόντως αξιολογηθεί και αντιμετωπιστεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε εξωτερική επικοινωνία γίνεται με συντονισμένο τρόπο και καλύπτει τα στοιχεία που έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων μεταξύ των μελών του σώματος.

(15)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά μεταξύ τους, διότι αφορούν τους γενικούς όρους της λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Για να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 51 παράγραφος 4 και του άρθρου 116 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(16)

Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα των εποπτικών σωμάτων σε ολόκληρη την ΕΕ συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, φαίνεται πιο ενδεδειγμένο πρώτα να προσδιοριστούν οι όροι όσον αφορά τα σώματα βάσει του άρθρου 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ πριν από τον προσδιορισμό εκείνων των σωμάτων βάσει του άρθρου 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθόσον η πρώτη κατηγορία φαίνεται να αποτελεί περισσότερο τη γενική περίπτωση, ενώ η δεύτερη παρουσιάζεται ως ειδική περίπτωση.

(17)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ) στην Επιτροπή.

(18)

Η ΕΑΤ διεξήγαγε ανοικτή δημόσια διαβούλευση όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους γενικούς όρους της λειτουργίας του σώματος εποπτών («σώμα») που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 116 και το άρθρο 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΟΡΟΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 116 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ

ΤΜΗΜΑ 1

Σύσταση και λειτουργία των σωμάτων

Άρθρο 2

Σύσταση της χαρτογράφησης ενός ομίλου ιδρυμάτων

1.   Προκειμένου να προσδιοριστούν τα μέλη και οι πιθανοί παρατηρητές του σώματος εποπτών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προβαίνει στη χαρτογράφηση ενός ομίλου ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99 της Επιτροπής (5).

2.   Η χαρτογράφηση ενός ομίλου ιδρυμάτων έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό των ακόλουθων οντοτήτων του ομίλου:

α)

ιδρύματα με άδεια λειτουργίας και υποκαταστήματα που έχουν εγκατασταθεί σε ένα κράτος μέλος·

β)

οντότητες του χρηματοοικονομικού τομέα με άδεια λειτουργίας σε ένα κράτος μέλος·

γ)

ιδρύματα με άδεια λειτουργίας και υποκαταστήματα που έχουν εγκατασταθεί σε τρίτη χώρα.

3.   Οι ακόλουθες πληροφορίες αντικατοπτρίζονται στη χαρτογράφηση κάθε ιδρύματος με άδεια λειτουργίας και υποκαταστήματος εγκατεστημένου σε ένα κράτος μέλος:

α)

το κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας το ίδρυμα ή είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα·

β)

η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του ιδρύματος ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα, καθώς και άλλες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα του εν λόγω κράτους μέλους, όπως οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή την προστασία των καταναλωτών·

γ)

όσον αφορά ένα ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της θυγατρικής μιας μητρικής επιχείρησης της ΕΕ που είναι εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος, καθώς και της ίδιας της μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, οι πληροφορίες ως προς το αν υπάγεται το ίδρυμα σε προληπτική εποπτεία σε μεμονωμένη βάση ή αν έχει χορηγηθεί απαλλαγή από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στα μέρη δύο έως οκτώ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) σε μεμονωμένη βάση σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 ή 10 του εν λόγω κανονισμού·

δ)

όσον αφορά ένα ίδρυμα, πληροφορίες σχετικά με τη σημασία του ιδρύματος για το κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια και τα σχετικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές για τον προσδιορισμό αυτής της σημασίας, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τη σημασία του εν λόγω ιδρύματος για τον όμιλο, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων του εν λόγω ιδρύματος υπερβαίνει το 1 % των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων του ομίλου σε ενοποιημένη βάση·

ε)

όσον αφορά ένα υποκατάστημα, πληροφορίες σχετικά με τη σημασία του υποκαταστήματος στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο, ιδίως αν το εν λόγω υποκατάστημα έχει χαρακτηριστεί ή προτείνεται να χαρακτηριστεί ως σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τη σημασία του εν λόγω υποκαταστήματος για τον όμιλο, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων του υποκαταστήματος υπερβαίνει το 1 % των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

4.   Οι ακόλουθες πληροφορίες αποτυπώνονται στη χαρτογράφηση κάθε οντότητας, ιδρύματος ή υποκαταστήματος του χρηματοπιστωτικού τομέα που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 2:

α)

το κράτος μέλος στο οποίο η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή η τρίτη χώρα στην οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα·

β)

η υπεύθυνη αρχή για ή που συμμετέχει στην εποπτεία της εν λόγω οντότητας, ιδρύματος ή υποκαταστήματος του χρηματοπιστωτικού τομέα·

γ)

πληροφορίες σχετικά με τη σημασία της οντότητας, του ιδρύματος ή του υποκαταστήματος του χρηματοπιστωτικού τομέα για τον όμιλο, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων της εν λόγω οντότητας, ιδρύματος ή υποκαταστήματος του χρηματοπιστωτικού τομέα υπερβαίνει το 1 % των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 3

Διορισμός των μελών και των παρατηρητών του σώματος

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καλεί τις ακόλουθες αρχές να γίνουν μέλη του σώματος:

α)

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των ιδρυμάτων που αποτελούν θυγατρικές ενός μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μιας μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρεται στο άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ των κρατών μελών που, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, συμμετέχουν στην προληπτική εποπτεία των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α), οι οποίες όμως δεν είναι αρμόδιες αρχές·

γ)

την ΕΑΤ.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να καλέσει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής, όπου έχουν εγκατασταθεί μη σημαντικά υποκαταστήματα, να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να καλέσει τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ιδρύματα ή έχουν εγκατασταθεί υποκαταστήματα να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να καλέσει τις ακόλουθες αρχές να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99:

α)

τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, που δεν είναι εξουσιοδοτημένες από την εθνική νομοθεσία για την εποπτεία ενός ιδρύματος εγκατεστημένου ή υποκαταστήματος εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος·

β)

τις δημόσιες αρχές ή φορείς ενός κράτους μέλους που είναι αρμόδια ή συμμετέχουν στην εποπτεία ενός ιδρύματος του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που είναι υπεύθυνες για την προληπτική εποπτεία των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου ή των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή την προστασία των καταναλωτών.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος καθορίζουν τις λεπτομέρειες που αφορούν τη συμμετοχή των παρατηρητών στο σώμα στις γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 5 στοιχείο γ). Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τους παρατηρητές για τις εν λόγω ρυθμίσεις.

Άρθρο 4

Ανακοίνωση της σύστασης και της σύνθεσης του σώματος

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ανακοινώνει στη μητρική επιχείρηση του ομίλου που είναι εγκαταστημένη στην ΕΕ τη σύσταση ενός σώματος και την ταυτότητα των μελών και των παρατηρητών του, καθώς και τυχόν αλλαγές της σύνθεσης.

Άρθρο 5

Σύναψη των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας

Οι γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 115 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

πληροφορίες σχετικά με τη γενική δομή του ομίλου που καλύπτουν όλες τις οντότητες του ομίλου·

β)

προσδιορισμό των μελών και των παρατηρητών του σώματος·

γ)

περιγραφή των όρων που αφορούν τη συμμετοχή των παρατηρητών στο σώμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη συμμετοχή τους στους διαφόρους διαλόγους και στις διαδικασίες του σώματος, και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών·

δ)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών συμπεριλαμβανομένου του πεδίου εφαρμογής, της συχνότητας και των διαύλων επικοινωνίας·

ε)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών·

στ)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·

ζ)

περιγραφή οποιωνδήποτε υποδομών του σώματος·

η)

περιγραφή πλαισίου για τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας·

θ)

περιγραφή του πλαισίου για τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά την προετοιμασία αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και κατά τη διάρκεια αυτών, συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης, των εργαλείων και διαδικασιών επικοινωνίας·

ι)

περιγραφή της επικοινωνιακής πολιτικής της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των μελών του σώματος με τη μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ και τις οντότητες του ομίλου·

ια)

συμφωνημένες διαδικασίες και προθεσμίες που πρέπει να ακολουθούνται για την κυκλοφορία των εγγράφων των συνεδριάσεων·

ιβ)

οποιαδήποτε άλλη συμφωνία μεταξύ των μελών του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνημένων ενδείξεων για τον εντοπισμό των μηνυμάτων έγκαιρης προειδοποίησης, των ενδεχόμενων κινδύνων και των τρωτών σημείων·

ιγ)

περιγραφή του πλαισίου για την παροχή συντονισμένων πληροφοριών στην αρχή εξυγίανσης, ιδίως για την παροχή συντονισμένων πληροφοριών χωρίς περιορισμό, για τους σκοπούς της διαδικασίας διαβούλευσης που προβλέπεται στα άρθρα 12, 13, 16, 18, 91 και 92 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

ιδ)

περιγραφή του ρόλου της ενοποιημένης εποπτείας, ιδίως όσον αφορά το συντονισμό της παροχής εισερχόμενων στοιχείων που αναφέρονται στο σημείο ιγ) στο σχετικό σώμα εξυγίανσης, μέσω της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

ιε)

διατάξεις που καλύπτουν ρυθμίσεις σε περίπτωση που ένα μέλος ή ένας παρατηρητής τερματίζει τη συμμετοχή του στο σώμα.

Άρθρο 6

Συμμετοχή σε συνεδριάσεις και δραστηριότητες του σώματος

1.   Κατά τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τις αρχές που θα συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή δραστηριότητα του σώματος, σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τα θέματα που θα συζητηθούν και τον στόχο της συνεδρίασης ή της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά την καταλληλότητά του για κάθε οντότητα του ομίλου·

β)

τη σημασία της οντότητας του ομίλου για το κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει εγκατασταθεί η οντότητα του ομίλου, και τη σημασία της για τον όμιλο.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος διασφαλίζουν ότι οι καταλληλότεροι εκπρόσωποι συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή στις δραστηριότητες του σώματος, με βάση τα προς συζήτηση θέματα και τους επιδιωκόμενους στόχους. Οι εν λόγω εκπρόσωποι πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να δεσμεύουν τις αρχές τους ως μέλη του σώματος, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, σχετικά με τις αποφάσεις που προβλέπεται να ληφθούν κατά τις συνεδριάσεις ή τις δραστηριότητες.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να καλεί εκπροσώπους των οντοτήτων του ομίλου να συμμετάσχουν σε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος, με βάση τα θέματα και τους στόχους των συνεδριάσεων ή των δραστηριοτήτων του σώματος.

Άρθρο 7

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Κατά την κατάρτιση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, σύμφωνα με το άρθρο 16, και την επικαιροποίησή του όταν είναι απαραίτητο, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ιδιαίτερα αν η εν λόγω ανάθεση αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία, ιδίως με την εξάλειψη της περιττής αλληλεπικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων σε σχέση με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

2.   Η σύναψη συμφωνίας για την ανάθεση των καθηκόντων ή την ανάθεση αρμοδιοτήτων κοινοποιείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προς τη μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, και από την αρμόδια αρχή, η οποία εκχωρεί εξουσίες της στο σχετικό ίδρυμα.

Άρθρο 8

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του σώματος και του ομίλου ιδρυμάτων

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι αρμόδια για την κοινοποίηση και την αίτηση παροχής πληροφοριών από τη μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ. Τα μέλη του σώματος είναι αρμόδια για την κοινοποίηση και την αίτηση παροχής πληροφοριών από τα ιδρύματα και τα υποκαταστήματα στο πλαίσιο των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους.

2.   Όταν, κατ' εξαίρεση, ένα μέλος του σώματος σκοπεύει να κοινοποιήσει ή να ζητήσει πληροφορίες από τη μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, οφείλει να ενημερώσει εκ των προτέρων την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

3.   Όταν, κατ' εξαίρεση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προτίθεται να κοινοποιήσει ή να ζητήσει πληροφορίες από ένα ίδρυμα ή υποκατάστημα εκτός των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, ενημερώνει εκ των προτέρων το μέλος του σώματος που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία αυτού του ιδρύματος ή υποκαταστήματος.

ΤΜΗΜΑ 2

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας

Άρθρο 9

Γενικοί όροι για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των μελών του σώματος

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 112 και 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο τμήμα II του κεφαλαίου 1 στον τίτλο VII της εν λόγω οδηγίας και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν επίσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ανεξαρτήτως εάν λαμβάνονται από μια οντότητα του ίδιου ομίλου, μια αρμόδια ή εποπτική αρχή ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και σύμφωνα με το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99. Οι πληροφορίες αυτές είναι επαρκώς κατάλληλες, ακριβείς και έγκαιρες.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών για τη διενέργεια αξιολογήσεων κινδύνου του ομίλου και τη λήψη κοινών αποφάσεων

1.   Για τους σκοπούς της λήψης κοινών αποφάσεων σχετικά με απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου ανταλλάσσουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, τόσο σε μεμονωμένο όσο και σε ενοποιημένο επίπεδο, για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση.

2.   Ειδικότερα, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι πληροφορίες αυτές παρέχουν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, τουλάχιστον όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ανάλυση του επιχειρηματικού μοντέλου, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της βιωσιμότητας του σημερινού επιχειρηματικού μοντέλου και της βιωσιμότητας της μελλοντικής επιχειρηματικής στρατηγικής του ιδρύματος·

β)

ρυθμίσεις εσωτερικής διακυβέρνησης και έλεγχοι σε ολόκληρο το ίδρυμα·

γ)

μεμονωμένοι κίνδυνοι όσον αφορά το κεφάλαιο του ιδρύματος, που καλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

εγγενείς μεμονωμένοι κίνδυνοι·

ii)

διαχείριση κινδύνων και έλεγχοι·

δ)

αξιολόγηση της επάρκειας κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των προτεινόμενων απαιτητών ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ε)

κίνδυνοι όσον αφορά τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση του ιδρύματος, που καλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

κίνδυνοι ρευστότητας και χρηματοδότησης·

ii)

διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και χρηματοδότησης·

στ)

αξιολόγηση της επάρκειας της ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των προτεινόμενων ποσοτικών και ποιοτικών μέτρων ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 105 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ζ)

άλλα εποπτικά μέτρα ή μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που έχουν ληφθεί ή σχεδιάζεται να ληφθούν για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις που επισημάνθηκαν στο πλαίσιο της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης·

η)

αποτελέσματα των εποπτικών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 100 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

θ)

πορίσματα από τις επιτόπιες επιθεωρήσεις και τους μη επιτόπιους ελέγχους που έχουν σημασία για την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου του ομίλου ή οποιασδήποτε άλλης από τις οντότητές του.

Άρθρο 11

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη διαρκή εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων και μη σημαντικών επεκτάσεων ή αλλαγών στα εσωτερικά υποδείγματα

1.   Για τους σκοπούς της διασφάλισης της συνοχής και του συντονισμού όσον αφορά τη διαρκή εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων όπως αναφέρεται στο άρθρο 101 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος, που εποπτεύουν ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια για τη χρήση εσωτερικών προσεγγίσεων σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφος 4 ή 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2, ή το άρθρο 363 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία σχετικά με την έκβαση αυτής της διαρκούς εξέτασης και κάθε άλλη σχετική πληροφορία.

2.   Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή οποιοδήποτε σχετικό μέλος του σώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαπιστώσει ότι ένα ίδρυμα που έχει άδεια σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, δεν πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή μιας εσωτερικής προσέγγισης ή έχει εντοπίσει αδυναμίες σύμφωνα με το άρθρο 101 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν αμέσως τις ακόλουθες πληροφορίες, ανάλογα με την περίπτωση, για τους σκοπούς της διευκόλυνσης της πρόσβασης στην κοινή συμφωνία όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99:

α)

αξιολόγηση του αποτελέσματος των αδυναμιών που εντοπίστηκαν και των ζητημάτων μη συμμόρφωσης και της σπουδαιότητάς τους·

β)

αξιολόγηση του σχεδίου για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης και την αντιμετώπιση των αδυναμιών που εντοπίστηκαν, όπως παρουσιάστηκε από το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ ή οποιοδήποτε ίδρυμα με άδεια λειτουργίας σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του·

γ)

πληροφορίες για την πρόθεση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή οποιουδήποτε σχετικού μέλους του σώματος να ανακαλέσει την άδεια ή να περιορίσει τη χρήση του μοντέλου στα συμμορφούμενα τμήματα ή στα τμήματα στα οποία η συμμόρφωση είναι εφικτή εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος ή σε εκείνα τα τμήματα που δεν επηρεάζονται από τις αδυναμίες που εντοπίστηκαν·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τις προτεινόμενες πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ως εποπτικό μέτρο για την αντιμετώπιση των ζητημάτων της μη συμμόρφωσης ή των αδυναμιών που εντοπίστηκαν.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανταλλάσσουν επίσης πληροφορίες σχετικά με τις επεκτάσεις ή αλλαγές σε αυτά τα εσωτερικά μοντέλα που δεν αποτελούν σημαντικές επεκτάσεις ή αλλαγές του μοντέλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/100 της Επιτροπής (8).

4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 θα συζητούνται και λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάπτυξη της αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου και τη λήψη κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 12

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με μηνύματα έγκαιρης προειδοποίησης, ενδεχόμενους κινδύνους και τρωτά σημεία

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που συμμετέχουν στην ανάπτυξη της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της έκθεσης αξιολόγησης των κινδύνων ρευστότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας, για τους σκοπούς της επίτευξης κοινών αποφάσεων σχετικά με απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο ανταλλάσσουν ποσοτικά στοιχεία για τον προσδιορισμό των μηνυμάτων έγκαιρης προειδοποίησης, των ενδεχόμενων κινδύνων και των τρωτών σημείων, και για την κοινοποίηση της έκθεση αξιολόγησης κινδύνων του ομίλου και της έκθεσης αξιολόγησης κινδύνων ρευστότητας του ομίλου.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αναπτύσσονται με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014, προκειμένου να διασφαλιστούν η συνοχή και η συγκρισιμότητα των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν. Οι πληροφορίες αυτές καλύπτουν τουλάχιστον όλες τις οντότητες του ομίλου που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή είναι εγκατεστημένες σε ένα κράτος μέλος, και τουλάχιστον τους ακόλουθους τομείς:

α)

κεφάλαιο·

β)

ρευστότητα·

γ)

ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού·

δ)

χρηματοδότηση·

ε)

αποδοτικότητα·

στ)

κίνδυνος συγκέντρωσης.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται ο όμιλος ιδρυμάτων και οι οντότητες του ομίλου.

Άρθρο 13

Ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τη μη συμμόρφωση και τις κυρώσεις

1.   Τα μέλη του σώματος κοινοποιούν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις κατά τις οποίες τα μέλη του σώματος έχουν διαπιστώσει ότι ένα ίδρυμα ή ένα υποκατάστημα στο πλαίσιο των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους δεν έχει συμμορφωθεί με το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο ή με τις απαιτήσεις, σε σχέση την προληπτική εποπτεία ή τη συμπεριφορά της αγοράς και την εποπτεία των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και οποιασδήποτε από τις διοικητικές κυρώσεις ή λοιπών διοικητικών μέτρων που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 64 έως 67 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν οι πληροφορίες αυτές επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το προφίλ κινδύνου του ομίλου ή οποιαδήποτε άλλη από τις οντότητες του ομίλου. Τα μέλη του σώματος συζητούν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας τον πιθανό αντίκτυπο αυτών των ζητημάτων της μη συμμόρφωσης και των κυρώσεων στις οντότητες του ομίλου ή στον όμιλο ως σύνολο.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει να κοινοποιήσει τις πληροφορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1, στα μέλη του σώματος με τα οποία σχετίζονται οι εν λόγω πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

Άρθρο 14

Ανταλλαγή πληροφοριών για την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν επίσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για όσους συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σχετικά με τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου στα μέλη του σώματος ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διασφαλίζει ότι όλα τα μέλη του σώματος είναι κατάλληλα ενημερωμένα σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σχετικά με το χρονοδιάγραμμα που ακολουθείται για την επανεξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου και υποδεικνύει μια ημερομηνία στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομάδας προκειμένου να διατυπώσει τις συστάσεις της, αν υπάρχουν, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 15

Ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με τις συμφωνίες χρηματοδοτικής στήριξης του ομίλου

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διασφαλίζει ότι όλα τα μέλη του σώματος είναι κατάλληλα ενημερωμένα όσον αφορά τους κύριους όρους των εγκρίσεων των συμφωνιών χρηματοδοτικής στήριξης του ομίλου που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία λήψης κοινών αποφάσεων που αναφέρεται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 16

Εκπόνηση και επικαιροποίηση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος

1.   Για τους σκοπούς της εκπόνησης του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος προσδιορίζουν τις εποπτικές δραστηριότητες που πρέπει να αναληφθούν.

2.   Το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τους τομείς κοινών εργασιών που προσδιορίζονται ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης κινδύνων του ομίλου και της αξιολόγησης κινδύνων ρευστότητας του ομίλου και της λήψης κοινών αποφάσεων σχετικά με απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή ως αποτέλεσμα οποιωνδήποτε άλλων αναληφθεισών δραστηριοτήτων του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών αύξησης της αποτελεσματικότητας εποπτείας και κατάργησης της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών καθηκόντων, σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της εν λόγω οδηγίας·

β)

τα αντίστοιχα προγράμματα εποπτικής εξέτασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των μελών του σώματος για τη μητρική επιχείρηση και για όλα τα ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας και τα υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

τα κύρια σημεία εστίασης των εργασιών του σώματος και τις προγραμματισμένες εποπτικές δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένων των προγραμματισμένων επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

δ)

τα μέλη του σώματος που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των προγραμματισμένων εποπτικών δραστηριοτήτων·

ε)

τα αναμενόμενα χρονοδιαγράμματα, τόσο όσον αφορά τον χρόνο εφαρμογής όσο και τη διάρκεια, για καθεμία από τις προγραμματισμένες εποπτικές δραστηριότητες.

3.   Η σύσταση και η επικαιροποίηση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

ΤΜΗΜΑ 3

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά την προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και κατά τη διάρκεια των καταστάσεων αυτών

Άρθρο 17

Δημιουργία πλαισίου σώματος για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος καθορίζουν ένα πλαίσιο σώματος, εν αναμονή πιθανών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (στο εξής «πλαίσιο σώματος εποπτών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης»), λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τη δομή του ομίλου ιδρυμάτων.

2.   Το πλαίσιο σώματος για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τις διαδικασίες ειδικά για το σώμα που εφαρμόζονται όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

το ελάχιστο σύνολο των πληροφοριών που ανταλλάσσονται όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Το ελάχιστο σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

τη συνοπτική περιγραφή της κατάστασης που έχει προκύψει, συμπεριλαμβανομένης της βασικής αιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, και τον αναμενόμενο αντίκτυπο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στις οντότητες του ομίλου και στον όμιλο ως σύνολο, στη ρευστότητα της αγοράς και στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

β)

την επεξήγηση των μέτρων και δράσεων που έχουν ληφθεί ή σχεδιάζεται να ληφθούν, από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή οποιοδήποτε από τα μέλη του σώματος, ή από τις ίδιες τις οντότητες του ομίλου·

γ)

τις τελευταίες διαθέσιμες ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή θέση των οντοτήτων του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε μεμονωμένη και ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 18

Γενικοί όροι όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο τμήμα II του κεφαλαίου 1 στον τίτλο VII της εν λόγω οδηγίας, και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Αφού ειδοποιηθεί για την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης από οποιοδήποτε μέλος ή παρατηρητή του σώματος ή εφόσον διαπιστώσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο β), σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο α), προς τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, και την ΕΑΤ.

3.   Ανάλογα με τη φύση, τη σοβαρότητα, τον δυνητικό συστημικό αντίκτυπο ή άλλον αντίκτυπο, και την πιθανότητα μετάδοσης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύνανται να αποφασίσουν να ανταλλάξουν πρόσθετες πληροφορίες.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εξετάζει εάν οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 είναι συναφείς για την εκπλήρωση των καθηκόντων του σώματος εξυγίανσης. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί τις πληροφορίες αυτές στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, όπως ορίζεται στο σημείο 44 του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, ανάλογα με την περίπτωση, επικαιροποιούνται αμέσως μόλις είναι διαθέσιμες νέες πληροφορίες.

6.   Όταν η ανταλλαγή πληροφοριών και η κοινοποίησή τους όπως αναφέρονται στο παρόν άρθρο γίνονται προφορικά, οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές θα τις αποστέλλουν στη συνέχεια με γραπτή κοινοποίηση σε εύθετο χρόνο.

Άρθρο 19

Συντονισμός της εποπτικής αξιολόγησης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντονίζει την αξιολόγηση της κατάστασης αυτής (στο εξής «συντονισμένη εποπτική αξιολόγηση»), σε συνεργασία με τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

2.   Η συντονισμένη εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 14 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99 περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη φύση και τη σοβαρότητα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης·

β)

τον αντίκτυπο ή τον δυνητικό αντίκτυπο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τον όμιλο και για οποιαδήποτε από τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν·

γ)

τον κίνδυνο διασυνοριακής μετάδοσης.

3.   Κατά την εκτίμηση του σημείου γ) της παραγράφου 2, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εξετάζει τις πιθανές συστημικές συνέπειες σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας οι οντότητες του ομίλου ή όπου έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα.

Άρθρο 20

Συντονισμός της εποπτικής απόκρισης σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση ύπαρξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντονίζει την εκπόνηση της εποπτικής απόκρισης (στο εξής «συντονισμένη εποπτική απόκριση»), σε συνεργασία με τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

2.   Η συντονισμένη εποπτική αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 19 αποτελεί τη βάση της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης, η οποία καθορίζει τις εποπτικές ενέργειες που απαιτούνται, το πεδίο εφαρμογής τους, καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους.

3.   Η συντονισμένη εποπτική απόκριση αναπτύσσεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που επιβλέπουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Άρθρο 21

Παρακολούθηση της εφαρμογής της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που επιβλέπουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης παρακολουθούν και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης που αναφέρεται στο άρθρο 20.

2.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται περιλαμβάνουν τουλάχιστον μια επικαιροποίηση σχετικά με την εφαρμογή των συμφωνημένων δράσεων εντός του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, και την ανάγκη για ενημέρωση ή προσαρμογή των εν λόγω δράσεων.

Άρθρο 22

Συντονισμός της εξωτερικής επικοινωνίας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης

1.   Στο πλαίσιο της εφαρμοστέας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης συντονίζουν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις εξωτερικές επικοινωνίες τους.

2.   Για τον σκοπό του συντονισμού της εξωτερικής επικοινωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος συμφωνούν στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την κατανομή των αρμοδιοτήτων για τον συντονισμό της εξωτερικής επικοινωνίας στα διάφορα στάδια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης·

β)

το επίπεδο των πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιηθούν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διατήρησης της εμπιστοσύνης της αγοράς και τυχόν άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης όταν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από οντότητες του ομίλου και που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο σε μία ή περισσότερες οργανωμένες αγορές στην Ένωση·

γ)

τον συντονισμό των δημόσιων δηλώσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που γίνονται από ένα μόνο μέλος του σώματος, ιδίως όταν αυτές είναι πιθανό να έχουν συνέπειες στις οντότητες του ομίλου που εποπτεύονται από άλλα μέλη του σώματος·

δ)

την κατανομή των αρμοδιοτήτων και την κατάλληλη χρονική στιγμή για την επικοινωνία με τις οντότητες του ομίλου·

ε)

την κατανομή αρμοδιοτήτων και δράσεων που πρέπει να αναληφθούν για την εξωτερική κοινοποίηση συντονισμένων δράσεων για την αντιμετώπιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης·

στ)

την περιγραφή του πιθανού συντονισμού με άλλον όμιλο ή σώμα που ενδέχεται να συμμετέχει στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης που αφορά τον όμιλο, όπως μια ομάδα διαχείρισης κρίσεων ή ένα σώμα εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΟΡΟΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 51 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ

ΤΜΗΜΑ 1

Σύσταση και λειτουργία σωμάτων

Άρθρο 23

Διορισμός των μελών και των παρατηρητών του σώματος

1.   Κατόπιν της εκτέλεσης της χαρτογράφησης του ιδρύματος με υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης καλούν τις ακόλουθες αρχές για να γίνουν μέλη του σώματος:

α)

τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής όπου έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα·

β)

τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ των κρατών μελών που, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, συμμετέχουν στην προληπτική εποπτεία των σημαντικών υποκαταστημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α), οι οποίες όμως δεν είναι οι αρμόδιες αρχές·

γ)

την ΕΑΤ.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δύνανται να καλέσουν τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής όπου έχουν εγκατασταθεί μη σημαντικά υποκαταστήματα να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δύνανται να καλέσουν τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών όπου έχουν εγκατασταθεί μη σημαντικά υποκαταστήματα να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δύνανται να καλέσουν τις ακόλουθες αρχές να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99:

α)

τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ που δεν είναι εξουσιοδοτημένες από την εθνική νομοθεσία για την εποπτεία ενός ιδρύματος ή υποκαταστήματος εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος·

β)

τις δημόσιες αρχές ή τους φορείς ενός κράτους μέλους που έχουν την αρμοδιότητα ή συμμετέχουν στην εποπτεία ενός ιδρύματος ή των υποκαταστημάτων του, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή την προστασία των καταναλωτών.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος καθορίζουν τις ρυθμίσεις που αφορούν τη συμμετοχή των παρατηρητών του σώματος στις γραπτές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνουν τους παρατηρητές σχετικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις.

Άρθρο 24

Ανακοίνωση της σύστασης και της σύνθεσης σώματος εποπτών

Οι αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στη μητρική επιχείρηση του ομίλου που είναι εγκαταστημένη στην ΕΕ τη σύσταση ενός σώματος εποπτών και την ταυτότητα των μελών και των παρατηρητών του, καθώς και τυχόν αλλαγές της σύνθεσης.

Άρθρο 25

Θέσπιση γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας

Η συγκρότηση και λειτουργία σωμάτων εποπτών για τα σημαντικά υποκαταστήματα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ βασίζονται στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26

Συμμετοχή σε συνεδριάσεις και δραστηριότητες του σώματος

1.   Κατά τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τις αρχές που θα συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή δραστηριότητα του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τα θέματα που θα συζητηθούν και τον στόχο της συνεδρίασης ή της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά τη συνάφειά τους για κάθε υποκατάστημα·

β)

τη σημασία του υποκαταστήματος στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο και τη σημασία του για το ίδρυμα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος διασφαλίζουν ότι οι καταλληλότεροι εκπρόσωποι συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή στις δραστηριότητες του σώματος, με βάση τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν και τους επιδιωκόμενους στόχους. Οι εν λόγω εκπρόσωποι πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να δεσμεύουν τις αρχές τους ως μέλη του σώματος, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, σχετικά με τις αποφάσεις που προβλέπεται να ληφθούν κατά τις συνεδριάσεις ή τις δραστηριότητες.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δύνανται να καλέσουν εκπροσώπους των οντοτήτων του ομίλου να συμμετάσχουν σε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος, με βάση τα θέματα και τους στόχους των συνεδριάσεων ή των δραστηριοτήτων του σώματος.

Άρθρο 27

Όροι επικοινωνίας

1.   Η επικοινωνία με το ίδρυμα και τα υποκαταστήματά του οργανώνεται σύμφωνα με τις εποπτικές αρμοδιότητες που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και στα μέλη του σώματος βάσει του κεφαλαίου 4 του τίτλου V και του τίτλου VII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Οι συνεδριάσεις και οι δραστηριότητες του σώματος διοργανώνονται σύμφωνα με το άρθρο 18 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

ΤΜΗΜΑ 2

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας

Άρθρο 28

Γενικοί όροι για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης και των μελών του σώματος

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διευκόλυνση της συνεργασίας στο πλαίσιο του άρθρου 50 και του άρθρου 51 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν, επίσης, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διευκόλυνση της συνεργασίας που προβλέπεται στα άρθρα 6, 7 και 8 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, είτε λαμβάνονται από το ίδρυμα, την αρμόδια ή εποπτική αρχή είτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι επαρκώς κατάλληλες, ακριβείς και έγκαιρες.

Άρθρο 29

Ανταλλαγή πληροφοριών για το αποτέλεσμα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης

Οι πληροφορίες που πρόκειται να κοινοποιηθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης στα μέλη του σώματος περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4, στο άρθρο 5, στα άρθρα 7 έως 13 και στο άρθρο 17 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 524/2014 της Επιτροπής (9) ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 30

Ανταλλαγή πληροφοριών για την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης στο μέτρο που είναι σχετικό με το ανωτέρω υποκατάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης παρέχουν το σχέδιο ανάκαμψης του ιδρύματος στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής όπου έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα σύμφωνα με το άρθρο 19 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διασφαλίζουν ότι όλα τα μέλη του σώματος είναι κατάλληλα ενημερωμένα σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 31

Κατάρτιση και επικαιροποίηση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος

1.   Για τους σκοπούς της σύστασης του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 99 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος προσδιορίζουν τις εποπτικές δραστηριότητες που πρέπει να αναληφθούν.

2.   Το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τους τομείς κοινών εργασιών που προσδιορίζονται ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή ως αποτέλεσμα οποιωνδήποτε άλλων αναληφθεισών δραστηριοτήτων του σώματος·

β)

τα κύρια σημεία των εργασιών του σώματος και τις προγραμματισμένες εποπτικές δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένων των προγραμματισμένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων των σημαντικών υποκαταστημάτων σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

γ)

τα μέλη του σώματος που είναι αρμόδια για την ανάληψη των προγραμματισμένων εποπτικών δραστηριοτήτων·

δ)

τα αναμενόμενα χρονοδιαγράμματα, τόσο όσον αφορά τον χρόνο εκτέλεσης όσο και τη διάρκεια, για καθεμία από τις προγραμματισμένες εποπτικές δραστηριότητες.

3.   Κατά την κατάρτιση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος και την επικαιροποίησή του όταν είναι απαραίτητο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και εκχώρηση αρμοδιοτήτων, ιδίως αν η εν λόγω ανάθεση αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία, ειδικότερα με την εξάλειψη της περιττής αλληλεπικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων σε σχέση με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

4.   Η σύναψη συμφωνίας για την ανάθεση των καθηκόντων ή την εκχώρηση αρμοδιοτήτων κοινοποιείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης προς το ενδιαφερόμενο ίδρυμα, και από την αρμόδια αρχή, η οποία αναθέτει τις εξουσίες της στο σχετικό ίδρυμα.

5.   Η κατάρτιση και η επικαιροποίηση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 20 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/99.

ΤΜΗΜΑ 3

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά την προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και κατά τη διάρκεια των καταστάσεων αυτών, και τελικές διατάξεις

Άρθρο 32

Δημιουργία πλαισίου σώματος εποπτών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος καθορίζουν πλαίσιο του σώματος, εν αναμονή των πιθανών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (στο εξής «πλαίσιο σώματος εποπτών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης»).

2.   Το πλαίσιο του σώματος για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τις διαδικασίες ειδικά για το σώμα που εφαρμόζονται όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

το ελάχιστο σύνολο των πληροφοριών που ανταλλάσσονται όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Το ελάχιστο σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τη συνοπτική περιγραφή της κατάστασης που έχει προκύψει, συμπεριλαμβανομένης της βασικής αιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, και τον αναμενόμενο αντίκτυπο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο ίδρυμα, στη ρευστότητα της αγοράς και στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

β)

την επεξήγηση των μέτρων και δράσεων που έχουν αναληφθεί ή σχεδιάζεται να αναληφθούν, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή οποιοδήποτε από τα μέλη του σώματος ή από το ίδιο το ίδρυμα·

γ)

τα τελευταία διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία σχετικά με τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή θέση του ιδρύματος.

Άρθρο 33

Γενικοί όροι όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος εποπτών ανταλλάσσουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο τμήμα II του κεφαλαίου 1 στον τίτλο VII της εν λόγω οδηγίας και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Αφού ειδοποιηθούν για την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης από οποιοδήποτε μέλος ή παρατηρητή του σώματος εποπτών, ή εφόσον εντοπιστεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 2 στοιχείο β), σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο το άρθρο 32 παράγραφος 2 στοιχείο α), προς τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τα υποκαταστήματα που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, και την ΕΑΤ.

3.   Ανάλογα με τη φύση, τη σοβαρότητα, τον δυνητικό συστημικό αντίκτυπο ή άλλον αντίκτυπο, και την πιθανότητα μετάδοσης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τα υποκαταστήματα που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δύνανται να αποφασίσουν να ανταλλάξουν πρόσθετες πληροφορίες.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης εξετάζουν εάν οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 είναι συναφείς για την εκπλήρωση των καθηκόντων του σώματος εξυγίανσης. Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην αρχή εξυγίανσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, ανάλογα με την περίπτωση, επικαιροποιούνται αμέσως μόλις είναι διαθέσιμες νέες πληροφορίες.

6.   Όταν η ανταλλαγή πληροφοριών και η κοινοποίησή τους όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο γίνονται προφορικά, οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές επανέρχονται στη συνέχεια εγκαίρως με γραπτή κοινοποίηση.

Άρθρο 34

Συντονισμός της εποπτικής αξιολόγησης κατάστασης έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης συντονίζουν την αξιολόγηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης (στο εξής «συντονισμένη εποπτική αξιολόγηση»), σε συνεργασία με τα μέλη του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Η συντονισμένη εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η οποία εκπονείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη φύση και τη σοβαρότητα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης·

β)

τον αντίκτυπο ή τον δυνητικό αντίκτυπο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης για το ίδρυμα και για οποιοδήποτε από τα υποκαταστήματα που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν·

γ)

τον κίνδυνο διασυνοριακής μετάδοσης.

3.   Κατά την εκτίμηση του σημείου γ) της παραγράφου 2, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης εξετάζουν τις πιθανές συστημικές συνέπειες σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα.

Άρθρο 35

Συντονισμός της εποπτικής απόκρισης σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση ύπαρξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης συντονίζουν την εκπόνηση εποπτικής απόκρισης στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης (στο εξής «συντονισμένη εποπτική απόκριση»), σε συνεργασία με τα μέλη του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Η συντονισμένη εποπτική αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 34 αποτελεί τη βάση της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης, η οποία καθορίζει τις εποπτικές ενέργειες που απαιτούνται, το πεδίο εφαρμογής τους, καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους.

Άρθρο 36

Παρακολούθηση της εφαρμογής της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος που εποπτεύουν υποκαταστήματα τα οποία επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης παρακολουθούν και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης που αναφέρεται στο άρθρο 35.

2.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται περιλαμβάνουν τουλάχιστον μια επικαιροποίηση σχετικά με την εφαρμογή των συμφωνημένων δράσεων εντός του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2 και την ανάγκη για επικαιροποίηση ή προσαρμογή των εν λόγω δράσεων.

Άρθρο 37

Συντονισμός της εξωτερικής επικοινωνίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος που είναι αρμόδια για την εποπτεία των υποκαταστημάτων που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από κατάσταση έκτακτης ανάγκης συντονίζουν στο μέτρο του δυνατού τις εξωτερικές επικοινωνίες τους, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2, καθώς και τις νομικές υποχρεώσεις ή περιορισμούς βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 38

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338.

(2)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(4)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/99 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τον προσδιορισμό της επιχειρησιακής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(8)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/100 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, σχετικά με τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εξειδίκευση της διαδικασίας κοινής απόφασης όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων χορήγησης ορισμένων αδειών προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 45 της παρούσας Επίσημης Εφημρίδας).

(9)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2014 της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν τις πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσης και υποδοχής (ΕΕ L 148 της 20.5.2014, σ. 6).


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/21


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/99 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Οκτωβρίου 2015

για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τον προσδιορισμό της επιχειρησιακής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 51 παράγραφος 5 και το άρθρο 116 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διαδικασία για τη χαρτογράφηση, καθώς και την επικαιροποίησή της, των οντοτήτων του ομίλων στην Ένωση και σε τρίτες χώρες θα πρέπει να καθοδηγείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, που θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα δυνητικά μέλη του σώματος έχουν τη δυνατότητα να σχολιάζουν και να συμβάλλουν σε αυτήν την άσκηση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλες οι οντότητες ομίλων προσδιορίζονται αποτελεσματικά και η χαρτογράφηση αντανακλά ακριβείς και ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις οντότητες, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων του ομίλου. Προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεση της άσκησης χαρτογράφησης, να διασφαλιστεί ότι όλες οι αναγκαίες πληροφορίες συγκεντρώνονται και αντανακλώνται στη χαρτογράφηση του ομίλου ιδρυμάτων και να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης, τόσο για την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσο και για τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα άλλα μέλη του σώματος, η χαρτογράφηση θα πρέπει να διεξάγεται με χρήση κοινού προτύπου.

(2)

Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προτίθεται να καλέσει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής, όπου έχουν ιδρυθεί μη σημαντικά υποκαταστήματα, τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, καθώς και άλλες σχετικές αρχές να συμμετάσχουν στο σώμα ως παρατηρητές, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι τα μέλη του σώματος θα ενημερωθούν εκ των προτέρων για την εν λόγω πρόθεση και θα τους δοθεί αρκετός χρόνος προκειμένου να εκτιμήσουν την πρόταση, να συμφωνήσουν με αυτήν ή να εναντιωθούν σε αυτήν. Για να διασφαλιστεί ότι η διαχείριση της διαδικασίας διεξάγεται με τον κατάλληλο τρόπο, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει, πρώτα, να καλέσει τις αρχές που είναι επιλέξιμες για να γίνουν μέλη του σώματος και, στη συνέχεια, θα πρέπει να προχωρήσει σε προσκλήσεις σε δυνητικούς παρατηρητές του σώματος.

(3)

Πριν από την αποδοχή μιας πρόσκλησης που απευθύνεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στους δυνητικούς παρατηρητές του σώματος, αυτοί οι εν δυνάμει παρατηρητές θα πρέπει να λάβουν γνώση των όρων της συμμετοχής τους, όπως έχουν συμφωνηθεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να υποχρεούται να συμπεριλαμβάνει τους όρους της συμμετοχής του παρατηρητή στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας του σώματος.

(4)

Η διαδικασία σύναψης και τροποποίησης των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας θα πρέπει να καθοδηγείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, που θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα μέλη του σώματος έχουν τη δυνατότητα να σχολιάζουν και να παρέχουν τη συμβολή τους στις προτεινόμενες ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των όρων συμμετοχής του παρατηρητή. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ρυθμίσεις που έχουν συναφθεί από εποπτικά σώματα είναι συνεπείς, όσον αφορά τη δομή και τις διατάξεις που καλύπτονται, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν την κατάλληλη ευελιξία για τη συμπερίληψη ειδικών για το σώμα ρυθμίσεων και συμφωνιών, θα πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με ένα κοινό πρότυπο.

(5)

Κατά τη διοργάνωση διαβουλεύσεων με μέλη του σώματος σχετικά με διάφορες λειτουργικές πτυχές των εργασιών του σώματος, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να κοινοποιεί με σαφήνεια μια κατάλληλη προθεσμία έως την οποία αναμένονται σχόλια και απόψεις από μέλη του σώματος.

(6)

Αναγνωρίζοντας τα διάφορα εποπτικά καθήκοντα τα οποία πρέπει να εκτελούν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα άλλα μέλη του σώματος, καθώς και την πολυπλοκότητά τους, η ελάχιστη αναμενόμενη συχνότητα των συνεδριάσεων του σώματος θα πρέπει να ορίζεται σε μία φορά ανά έτος.

(7)

Δεδομένου ότι τα εποπτικά σώματα μπορούν να οργανώνονται σε διάφορες υπο-δομές, είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι όλα τα μέλη του σώματος ενημερώνονται εγκαίρως και επαρκώς σχετικά με τις συζητήσεις και τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο ειδικών υπο-δομών.

(8)

Για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης και των μελών του σώματος, τα σώματα εποπτών θα πρέπει να ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν ασφαλή μέσα επικοινωνίας.

(9)

Η αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών προϋποθέτει ότι τα μέλη του σώματος ανταλλάσσουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που τους επιτρέπουν να εκτιμούν και να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών και των επενδυτών στα κράτη μέλη τους και για την προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εντός της Ένωσης. Ως εκ τούτου, εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θεωρεί ότι κάποια συγκεκριμένη πληροφορία δεν είναι συναφής για ένα μέλος του σώματος, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να αιτιολογήσει την απόφασή της, αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με το εν λόγω μέλος και του παράσχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εκτίμηση της συνάφειας.

(10)

Εφόσον η διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων αποκαλύψει αδυναμίες, σύμφωνα με το άρθρο 101 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι σημαντικό να συνεργάζονται η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που εποπτεύει τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται από αυτές τις αδυναμίες, προκειμένου να αξιολογηθεί η σημαντικότητα αυτών των αδυναμιών και να ληφθεί απόφαση για τη λήψη κατάλληλων μέτρων. Κάθε απόφαση σχετικά με την επιβολή κεφαλαιακών προσαυξήσεων ή για την ανάκληση του εγκεκριμένου υποδείγματος θα πρέπει να λαμβάνεται από κοινού από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος.

(11)

Προκειμένου να διευκολυνθεί ο προσδιορισμός των ενδείξεων έγκαιρης προειδοποίησης, των ενδεχόμενων κινδύνων και των τρωτών σημείων για την ενημέρωση της έκθεσης εκτίμησης κινδύνου του ομίλου και της έκθεσης εκτίμησης του κινδύνου ρευστότητας, είναι σημαντικό να συμφωνήσουν εκ των προτέρων η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα άλλα μέλη του σώματος σε ένα σύνολο δεικτών, που πρέπει να ανταλλάσσονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Για να διασφαλιστούν η συνοχή και η συγκρισιμότητα, αυτοί οι δείκτες θα πρέπει να υπολογίζονται βάσει των εποπτικών στοιχείων που συγκεντρώνουν οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (2).

(12)

Η διαδικασία για τη διαμόρφωση και την επικαιροποίηση ενός πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις θα πρέπει να καθοδηγείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, οι οποίες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του σώματος έχουν τη δυνατότητα να σχολιάζουν και να παρέχουν τη συμβολή τους στο προτεινόμενο πλαίσιο.

(13)

Κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι λαμβάνει χώρα αποτελεσματική και αποδοτική συνεργασία μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και όλων των μελών του σώματος που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία των οντοτήτων του ομίλου που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, καθώς και ότι η εκτίμηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η εποπτική απόκριση στην έκτακτη κατάσταση, όπως και η παρακολούθηση και η επικαιροποίηση αυτής της εποπτικής απόκρισης διεξάγονται με συντονισμένο τρόπο, με κατάλληλη συμμετοχή της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και όλων των μελών του σώματος που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία των οντοτήτων του ομίλου και επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν από την εν λόγω κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Επιπροσθέτως, όλα τα μέλη του σώματος χρειάζεται να ενημερώνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σχετικά με τα κύρια στοιχεία των αποφάσεων που λαμβάνονται ή των πληροφοριών που ανταλλάσσονται για την αντιμετώπιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

(14)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά μεταξύ τους, διότι ρυθμίζουν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών. Για να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν όλα τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 51 παράγραφος 5 και του άρθρου 116 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(15)

Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα των εποπτικών σωμάτων στην ΕΕ συγκροτούνται σύμφωνα με το άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, φαίνεται πιο ενδεδειγμένο να προσδιοριστεί, σε πρώτη φάση, η επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων βάσει του άρθρου 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, πριν από τον προσδιορισμό εκείνης των σωμάτων βάσει του άρθρου 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ· η πρώτη εμφανίζεται περισσότερο ως γενική περίπτωση, ενώ η δεύτερη ως ειδική περίπτωση.

(16)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ) στην Επιτροπή.

(17)

Η ΕΑΤ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει την επιχειρησιακή λειτουργία του σώματος εποπτών («σώμα») που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 116 και το άρθρο 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 116 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ

ΤΜΗΜΑ 1

Σύσταση και λειτουργία των σωμάτων

Άρθρο 2

Χαρτογράφηση ενός ομίλου ιδρυμάτων και επικαιροποίησή της

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει το σχέδιο χαρτογράφησης, το οποίο καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής (4), στις αρχές που είναι επιλέξιμες για να γίνουν μέλη του σώματος, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98 (εφεξής «δυνητικά μέλη του σώματος»), καλώντας τες να διατυπώσουν τις απόψεις τους και αναφέροντας την κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή των εν λόγω απόψεων.

2.   Για τους σκοπούς της ολοκλήρωσης της χαρτογράφησης και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις που εκφράζονται από τα δυνητικά μέλη του σώματος.

3.   Μετά την ολοκλήρωση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί τη χαρτογράφηση του ομίλου σε όλα τα δυνητικά μέλη του σώματος.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας επικαιροποιεί τη χαρτογράφηση, εφαρμόζοντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 3, τουλάχιστον σε ετήσια βάση ή συχνότερα, σε περίπτωση που υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στη δομή του ομίλου.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας χρησιμοποιεί το υπόδειγμα του παραρτήματος I για τη χαρτογράφηση ενός ομίλου ιδρυμάτων και την επικαιροποίησή της.

Άρθρο 3

Σύσταση σώματος

1.   Για να συστήσει ένα σώμα, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ακολουθεί τα παρακάτω βήματα:

α)

η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποστέλλει τις προσκλήσεις στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98·

β)

η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί, στα μέλη του σώματος που έχουν αποδεχθεί την πρόσκληση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, την πρόθεσή της να αποστείλει πρόσκληση στις αρμόδιες αρχές μη σημαντικού υποκαταστήματος για να συμμετέχουν ως παρατηρητές στο σώμα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98·

γ)

η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί, στα μέλη του σώματος που έχουν αποδεχθεί την πρόσκληση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, την πρόθεσή της να αποστείλει πρόσκληση στην εποπτική αρχή τρίτης χώρας για να συμμετέχει ως παρατηρητής στο σώμα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98·

δ)

η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί, στα μέλη του σώματος που έχουν αποδεχθεί την πρόσκληση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, την πρόθεσή της να αποστείλει πρόσκληση σε κάθε αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, για να συμμετέχει ως παρατηρητής στο σώμα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία β), γ) και δ), η κοινοποίηση συνοδεύεται από την πρόταση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας σχετικά με τους όρους της συμμετοχής του παρατηρητή στο σώμα, που πρέπει να περιλαμβάνονται στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 στοιχείο γ) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

Επιπροσθέτως, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), η κοινοποίηση συνοδεύεται από τη γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας σχετικά με την εκτίμηση της ισοδυναμίας των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που εφαρμόζονται στην εποπτική αρχή της τρίτης χώρας.

Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο προβλέπει κατάλληλη προθεσμία, εντός της οποίας κάθε μέλος σώματος που διαφωνεί μπορεί να εκφράσει γραπτώς την πλήρως αιτιολογημένη αντίρρησή του σε οποιαδήποτε πτυχή της πρότασης ή της γνώμης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

2.   Κατόπιν συμφωνίας όλων των μελών του σώματος σχετικά με την πρόταση, η οποία συνάγεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εάν δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση εντός της προθεσμίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποστέλλει την πρόσκληση στην αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), γ) ή δ), για να γίνει παρατηρητής του σώματος. Η πρόσκληση συνοδεύεται από τους όρους της συμμετοχής του παρατηρητή, όπως συμφωνήθηκαν από τα μέλη του σώματος και που περιλαμβάνονται στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.

3.   Οι αρχές που λαμβάνουν πρόσκληση για να γίνουν μέλη ή παρατηρητές αποκτούν αυτό το καθεστώς μετά την αποδοχή της πρόσκλησης. Οι αρχές που λαμβάνουν πρόσκληση για να γίνουν παρατηρητές αποδέχονται επίσης τους όρους της συμμετοχής του παρατηρητή, όπως τους έχουν κοινοποιηθεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

4.   Οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β), γ) και δ) μπορούν να ζητήσουν να γίνουν παρατηρητές σε ένα σώμα. Η σχετική αίτηση απευθύνεται στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίσει να καλέσει αυτές τις αρχές να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές, εφαρμόζει τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β), γ) και δ), κατά περίπτωση.

Άρθρο 4

Κατάρτιση και επικαιροποίηση καταλόγων επαφών

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διατηρεί και μοιράζεται τα πλήρη στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων επικοινωνίας εκτός ωραρίου εργασίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται σε έκτακτες καταστάσεις, στην επικοινωνία της με τα μέλη και τους παρατηρητές του σώματος, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα του παραρτήματος II. Ο κατάλογος επαφών και ο κατάλογος επαφών έκτακτης ανάγκης επισυνάπτονται στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

2.   Τα μέλη του σώματος παρέχουν τα στοιχεία επικοινωνίας τους στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ενημερώνουν για κάθε μεταβολή αυτών των στοιχείων, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Κάθε επικαιροποιημένη έκδοση του καταλόγου επαφών και του καταλόγου επαφών έκτακτης ανάγκης κοινοποιείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στα μέλη του σώματος.

Άρθρο 5

Σύναψη και τροποποίηση των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει την πρότασή της για τη σύναψη γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 115 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και το άρθρο 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την πρότασή της στα μέλη του σώματος, καλώντας τα να διατυπώσουν τις απόψεις τους και αναφέροντας την κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή αυτών των απόψεων.

3.   Για τους σκοπούς της ολοκλήρωσης των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις που εκφράζονται από τα μέλη του σώματος και εξηγεί, εάν είναι αναγκαίο, τον λόγο για τη μη συμπερίληψή τους.

4.   Μετά την ολοκλήρωση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας στα μέλη του σώματος.

5.   Αν κριθεί αναγκαίο από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος, η εφαρμογή των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας υποβάλλεται σε δοκιμή με τη βοήθεια ασκήσεων προσομοίωσης ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, κατά περίπτωση.

6.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη τροποποίησης των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας σε περίπτωση μεταβολών σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία του, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

Οι γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας τροποποιούνται ώστε να αντικατοπτρίζουν τυχόν αλλαγές των μελών του σώματος.

Στοιχεία των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στο πλαίσιο του σώματος κατά την προετοιμασία για έκτακτες καταστάσεις και κατά τη διάρκειά τους, επανεξετάζονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος σε περιοδική βάση που πρέπει να προσδιορίζεται σε αυτές τις ρυθμίσεις.

7.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος τροποποιούν τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, ακολουθώντας τη διαδικασία που περιγράφεται στις παραγράφους 1 έως 4.

8.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας χρησιμοποιεί το υπόδειγμα του παραρτήματος II για τη σύναψη και την τροποποίηση των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας.

Άρθρο 6

Λειτουργικές πτυχές των συνεδριάσεων και των δραστηριοτήτων του σώματος

1.   Τα σώματα συγκαλούν τουλάχιστον μία επιτόπια συνεδρίαση ετησίως. Ωστόσο, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με τη συναίνεση όλων των μελών του σώματος, αφού λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ομίλου, μπορεί να καθορίσει διαφορετική συχνότητα των επιτόπιων συνεδριάσεων.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καθορίζει με σαφήνεια τους στόχους των συνεδριάσεων του σώματος. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διασφαλίζει ότι οι εν λόγω στόχοι αντικατοπτρίζονται στην ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων και καλεί όλα τα μέλη του σώματος να προτείνουν επιπρόσθετα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει υπόψη τυχόν προτάσεις σχετικά με θέματα της ημερήσιας διάταξης που υποβάλλονται από τα μέλη του σώματος και εξηγεί, εφόσον ζητηθεί, τους λόγους για τη μη συμπερίληψή τους.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που συμμετέχουν σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή συνεδρίαση του σώματος ανταλλάσσουν έγγραφα και εισηγήσεις ή παρατηρήσεις σε έγγραφα εργασίας εγκαίρως, για να δώσουν τη δυνατότητα σε όλους τους συμμετέχοντες στη συνεδρίαση του σώματος να συμβάλουν ενεργά στις συζητήσεις.

ΤΜΗΜΑ 2

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

Άρθρο 7

Γενικό πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, των μελών και των παρατηρητών του σώματος

1.   Όταν ληφθούν από ένα μέλος του σώματος, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98:

α)

στα άλλα μέλη του σώματος·

β)

στους παρατηρητές, όπως κρίνει σκόπιμο η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και σύμφωνα με τους όρους της συμμετοχής τους στο σώμα.

2.   Αν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κρίνει ότι κάποια πληροφορία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν είναι σημαντική για ένα συγκεκριμένο μέλος του σώματος, συμβουλεύεται προηγουμένως το εν λόγω μέλος και του παρέχει τα βασικά σημεία των πληροφοριών για να δοθεί η δυνατότητα στο εν λόγω μέλος να προσδιορίσει την πραγματική σημασία της.

3.   Όταν το σώμα είναι οργανωμένο σε διάφορες υπο-δομές, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πλήρως όλα τα μέλη του σώματος, εγκαίρως, σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται ή τα μέτρα που λαμβάνονται στις διάφορες υπο-δομές του σώματος.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος συμφωνούν σχετικά με τα μέσα για την ανταλλαγή πληροφοριών και προσδιορίζουν αυτήν τη συμφωνία στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

Άρθρο 8

Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων

1.   Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις για την εφαρμογή μιας εσωτερικής προσέγγισης, σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφος 4 ή 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 ή το άρθρο 363 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν πληρούνται πλέον από κάποιο από τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου του μητρικού ιδρύματος στην ΕΕ, ή, σε περίπτωση που διαπιστωθούν αδυναμίες, σύμφωνα με το άρθρο 101 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από κάποιο σχετικό μέλος του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και το εν λόγω μέλος του σώματος συνεργάζονται, κατόπιν εκτενούς διαβούλευσης, για να συμφωνήσουν από κοινού στην ανάκληση της άδειας χρήσης της προσέγγισης, στην επιβολή των κεφαλαιακών προσαυξήσεων ή στον περιορισμό της χρήσης του εσωτερικού υποδείγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ) του εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού.

2.   Η απόφαση για την ανάκληση ενός εγκεκριμένου υποδείγματος λαμβάνεται από κοινού από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος που εποπτεύουν τις οντότητες που χρησιμοποιούν το εγκεκριμένο υπόδειγμα και επηρεάζονται από τις ανεπάρκειες που εντοπίστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η συνεργασία μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και τα εν λόγω μέλη του σώματος ακολουθεί τη διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/100 της Επιτροπής (5).

3.   Η απόφαση που καταλήγει στην επιβολή κεφαλαιακών προσαυξήσεων λαμβάνεται μέσω της διαδικασίας λήψης κοινής απόφασης κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει όλα τα άλλα μέλη του σώματος σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, εφόσον κρίνει ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι πιθανό να επηρεάσουν άλλες δραστηριότητες του σώματος ή είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων άλλων μελών του σώματος.

Άρθρο 9

Κοινοποίηση μη σημαντικών επεκτάσεων ή αλλαγών στα εσωτερικά υποδείγματα

1.   Για τις μη σημαντικές επεκτάσεις του υποδείγματος ή αλλαγές που επηρεάζουν κάποιο από τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής επιχείρησης στην ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει όλα τα σχετικά μέλη του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, για όλες τις εν λόγω επεκτάσεις ή αλλαγές, χωρίς καθυστέρηση.

2.   Ένα σχετικό μέλος του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, ενημερώνει την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σχετικά με οποιεσδήποτε μη σημαντικές επεκτάσεις ή αλλαγές που επηρεάζουν κάποιο από τα ιδρύματα που υπάγονται στην εποπτική αρμοδιότητα του εν λόγω σχετικού μέλους του σώματος.

3.   Σε περίπτωση που ένα σχετικό μέλος του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, εκφράζει τις ανησυχίες του όσον αφορά την ταξινόμηση μιας επέκτασης ή αλλαγής ως μη σημαντικής, κοινοποιεί αυτές τις ανησυχίες στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η οποία διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στα άλλα σχετικά μέλη του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει ανησυχίες όσον αφορά την ταξινόμηση μιας επέκτασης ή αλλαγής ως μη σημαντικής, κοινοποιεί αυτές τις ανησυχίες σε όλα τα σχετικά μέλη του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, συζητούν τις λεπτομέρειες των εν λόγω ανησυχιών για τους σκοπούς της επίτευξης κοινής άποψης σχετικά με τη σημαντικότητα της επέκτασης ή της αλλαγής.

4.   Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα σχετικά μέλη του σώματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, θεωρήσουν ότι οι επεκτάσεις ή αλλαγές σε ένα εσωτερικό υπόδειγμα έχουν ταξινομηθεί εσφαλμένα από το ενδιαφερόμενο ίδρυμα ως μη σημαντικές, ενημερώνουν το εν λόγω ίδρυμα, χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με ενδείξεις έγκαιρης προειδοποίησης, ενδεχόμενους κινδύνους και τρωτά σημεία

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που συμμετέχουν στην κατάρτιση της έκθεσης εκτίμησης κινδύνου του ομίλου η οποία αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή της έκθεσης εκτίμησης του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου η οποία αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας, για τους σκοπούς της επίτευξης κοινών αποφάσεων σχετικά με ειδικές για το ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, συμφωνούν σχετικά με τους δείκτες για τον προσδιορισμό των ενδείξεων έγκαιρης προειδοποίησης, των ενδεχόμενων κινδύνων και των τρωτών σημείων, που αναφέρονται στο άρθρο 12 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

Αυτοί οι δείκτες υπολογίζονται με βάση τις πληροφορίες τις οποίες συγκεντρώνουν οι αρμόδιες αρχές από τα εποπτευόμενα ιδρύματα, σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014.

Οι συμφωνημένοι δείκτες καθορίζονται στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

2.   Κάθε μέλος του σώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κοινοποιεί στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις τιμές των συμφωνημένων δεικτών για τα ιδρύματα που υπάγονται στις εποπτικές αρμοδιότητές του, κατά περίπτωση.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει τις τιμές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και τις τιμές των συμφωνημένων δεικτών για τη μητρική επιχείρηση στην ΕΕ και σε ενοποιημένο επίπεδο, σε κάθε μέλος του σώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανταλλάσσουν τις τιμές των συμφωνημένων δεικτών τουλάχιστον σε ετήσια βάση ή συχνότερα, εφόσον συμφωνηθεί από αυτές τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 11

Κατάρτιση και επικαιροποίηση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος

1.   Μόλις καταλήξουν σε κοινές αποφάσεις σχετικά με τις ειδικές για το ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 113 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα μέλη του σώματος υποβάλλουν την εισήγησή τους στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, για τους σκοπούς της κατάρτισης του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, που αναφέρεται στο άρθρο 116 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

2.   Μετά την παραλαβή των εισηγήσεων από τα μέλη του σώματος, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει ένα σχέδιο προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το σχέδιο προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος στα μέλη του σώματος, καλώντας τα να διατυπώσουν τις απόψεις τους στους τομείς των κοινών εργασιών και ορίζοντας την κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή αυτών των απόψεων.

4.   Για τους σκοπούς της ολοκλήρωσης του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις που εκφράζονται από τα μέλη του σώματος και εξηγεί, εάν είναι αναγκαίο, τον λόγο για τη μη συμπερίληψή τους.

5.   Μετά την ολοκλήρωση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί στα μέλη του σώματος το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος.

6.   Το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος επικαιροποιείται τουλάχιστον ετησίως, ή συχνότερα αν κριθεί αναγκαίο, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, σύμφωνα με το άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή ως αποτέλεσμα κοινών αποφάσεων σχετικά με τις ειδικές για το ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 113 της εν λόγω οδηγίας.

7.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας επικαιροποιεί το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 5.

ΤΜΗΜΑ 3

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων

Άρθρο 12

Διαμόρφωση και επικαιροποίηση του πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει την πρότασή της για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας υποβάλλει την πρότασή της στα μέλη του σώματος, καλώντας τα να διατυπώσουν τις απόψεις τους και ορίζοντας την κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή των εν λόγω απόψεων.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις που εκφράζονται από τα μέλη του σώματος και εξηγεί, εάν είναι αναγκαίο, τους λόγους για τη μη συμπερίληψή τους.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί στα μέλη του σώματος την τελική έκδοση του πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος λαμβάνουν υπόψη, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την ανάγκη επικαιροποίησης του πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις.

6.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος επικαιροποιούν το πλαίσιο του σώματος για έκτακτες καταστάσεις ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 4.

Άρθρο 13

Ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αντιληφθεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που επηρεάζει ή είναι πιθανό να επηρεάσει ένα ίδρυμα ή υποκατάστημα του ομίλου που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή, αντίστοιχα, είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ειδοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την ΕΑΤ και το μέλος του σώματος που εποπτεύει το ίδρυμα ή το υποκατάστημα που επηρεάζεται ή είναι πιθανό να επηρεαστεί από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

2.   Σε περίπτωση που ένα μέλος του σώματος αντιληφθεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επηρεάζει ή είναι πιθανό να επηρεάσει ένα ίδρυμα ή υποκατάστημα του ομίλου που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή, αντίστοιχα, είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το μέλος του σώματος ενημερώνει την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διασφαλίζει ότι όλα τα άλλα μέλη του σώματος ενημερώνονται επαρκώς σχετικά με τα εξής κύρια στοιχεία:

α)

τη συντονισμένη εποπτική εκτίμηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14·

β)

τη συντονισμένη εποπτική απόκριση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών που έχουν αναληφθεί ή έχει προγραμματιστεί να αναληφθούν, και την παρακολούθησή της, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16·

γ)

τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 27, το άρθρο 28 και το άρθρο 29 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), κατά περίπτωση, αφού ληφθεί υπόψη η ανάγκη για συντονισμό αυτών των μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 30 της εν λόγω οδηγίας, ή τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας.

4.   Σε περίπτωση που η συντονισμένη εποπτική απόκριση σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15, είναι πιθανό να είναι πιο αποτελεσματική αν συμμετάσχουν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών ή οι αρχές εξυγίανσης περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, οι κεντρικές τράπεζες, τα αρμόδια υπουργεία και τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει υπόψη τη συμμετοχή των εν λόγω αρχών.

5.   Σε περίπτωση που μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη οντότητα του ομίλου, η διαχείριση της κατάστασης γίνεται από το μέλος του σώματος που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία της εν λόγω ενδιαφερόμενης οντότητας του ομίλου, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Άρθρο 14

Συντονισμός της εποπτικής εκτίμησης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντονίζει την κατάρτιση σχεδίου συντονισμένης εποπτικής εκτίμησης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, με βάση τη δική της εκτίμηση και την εκτίμηση των μελών του σώματος που εποπτεύουν τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

2.   Το σχέδιο συντονισμένης εποπτικής εκτίμησης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης καλύπτει τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν. Οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των μελών του σώματος που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία των εν λόγω οντοτήτων του ομίλου λαμβάνονται δεόντως υπόψη από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

3.   Σε περίπτωση που η κατάσταση έκτακτης ανάγκης περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη οντότητα του ομίλου, το μέλος του σώματος που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία της εν λόγω οντότητας του ομίλου διεξάγει, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την εποπτική εκτίμηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Άρθρο 15

Συντονισμός της εποπτικής απόκρισης σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 20 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καθοδηγεί τη διαμόρφωση μιας συντονισμένης εποπτικής απόκρισης στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης όσον αφορά τον όμιλο και τις οντότητές του που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν. Οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των μελών του σώματος που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία αυτών των οντοτήτων του ομίλου λαμβάνονται δεόντως υπόψη από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

2.   Σε περίπτωση που η κατάσταση έκτακτης ανάγκης περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη οντότητα του ομίλου, το μέλος του σώματος που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία της εν λόγω οντότητας του ομίλου προβαίνει, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στη διαμόρφωση της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος εκτελούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τα καθήκοντα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η κατάρτιση της συντονισμένης εποπτικής εκτίμησης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14, και η διαμόρφωση της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης σε αυτήν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης μπορούν να διεξάγονται εκ παραλλήλου.

Άρθρο 16

Παρακολούθηση και επικαιροποίηση της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 21 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντονίζει την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνημένων ενεργειών που καθορίζονται στη συντονισμένη εποπτική απόκριση που αναφέρεται στο άρθρο 15.

2.   Τα μέλη του σώματος που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία των οντοτήτων του ομίλου που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενημερώνουν την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και την εφαρμογή των συμφωνημένων ενεργειών που αφορούν τις αντίστοιχες οντότητες του ομίλου τους, κατά περίπτωση.

3.   Τυχόν επικαιροποιήσεις της παρακολούθησης της συντονισμένης εποπτικής απόκρισης παρέχονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στα μέλη του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ, και καλύπτουν την όμιλο και τις οντότητες του ομίλου που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τα μέλη του σώματος που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία των οντοτήτων του ομίλου που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης εξετάζουν την ανάγκη να επικαιροποιηθεί η συντονισμένη εποπτική απόκριση, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρέχουν μεταξύ τους, κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής της.

5.   Οι απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4 εφαρμόζονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 51 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ

ΤΜΗΜΑ 1

Σύσταση και λειτουργία των σωμάτων

Άρθρο 17

Χαρτογράφηση ενός ιδρύματος και επικαιροποίησή της, σύσταση ενός σώματος, κατάρτιση και επικαιροποίηση των καταλόγων επαφών, καθώς και σύναψη και τροποποίηση των γραπτών ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας

Για σώματα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης προβαίνουν στη χαρτογράφηση ενός ιδρύματος και στην επικαιροποίησή της, συστήνουν ένα σώμα, καταρτίζουν και επικαιροποιούν καταλόγους επαφών, καθώς επίσης συνάπτουν και τροποποιούν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως 5, στον βαθμό που ενδείκνυται.

Άρθρο 18

Λειτουργικές πτυχές των συνεδριάσεων και των δραστηριοτήτων του σώματος

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης καθιερώνουν τακτική συνεργασία με μέλη του σώματος, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή συνεδριάσεων ή άλλων δραστηριοτήτων.

2.   Η οργάνωση των συνεδριάσεων και δραστηριοτήτων του σώματος, καθώς και των στόχων τους, κοινοποιείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης στα μέλη του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης καθορίζουν με σαφήνεια τους στόχους των συνεδριάσεων του σώματος. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω στόχοι αντικατοπτρίζονται στα θέματα της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων και καλούν όλα τα μέλη του σώματος να προτείνουν πρόσθετα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν υπόψη τυχόν προτάσεις σχετικά με θέματα της ημερήσιας διάταξης που υποβάλλονται από τα μέλη του σώματος και εξηγούν, εφόσον ζητηθεί, τους λόγους για τη μη συμπερίληψή τους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος που συμμετέχουν σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή συνεδρίαση του σώματος διαβιβάζουν έγγραφα και εισηγήσεις ή παρατηρήσεις σε έγγραφα εργασίας εγκαίρως, για να δώσουν τη δυνατότητα σε όλους τους συμμετέχοντες στο σώμα να συμβάλουν ενεργά στις συζητήσεις.

ΤΜΗΜΑ 2

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

Άρθρο 19

Γενικό πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης, των μελών και των παρατηρητών του σώματος

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 28 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, τα μέλη του σώματος διαβιβάζουν τις πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

στα μέλη του σώματος·

β)

στους παρατηρητές, όπως κρίνουν σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και σύμφωνα με τους όρους της συμμετοχής τους στο σώμα.

3.   Αν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κρίνουν ότι κάποια πληροφορία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν είναι σημαντική για ένα συγκεκριμένο μέλος του σώματος, συμβουλεύονται προηγουμένως το εν λόγω μέλος και του παρέχουν τα βασικά σημεία των πληροφοριών, για να δοθεί η δυνατότητα στο εν λόγω μέλος να προσδιορίσει την πραγματική σημασία της.

4.   Όταν το σώμα είναι οργανωμένο σε διάφορες υπο-δομές, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνουν πλήρως όλα τα μέλη του σώματος, εγκαίρως, σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται ή τα μέτρα που λαμβάνονται στις διάφορες υπο-δομές του σώματος.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος συμφωνούν σχετικά με τα μέσα για την ανταλλαγή πληροφοριών και προσδιορίζουν αυτήν τη συμφωνία στις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

Άρθρο 20

Κατάρτιση και επικαιροποίηση του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος

1.   Για τους σκοπούς της κατάρτισης του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, που αναφέρεται στο άρθρο 99 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, τα μέλη του σώματος υποβάλλουν την εισήγησή τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

2.   Μετά την παραλαβή των εισηγήσεων από τα μέλη του σώματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης καταρτίζουν ένα σχέδιο προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν το σχέδιο προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος στα μέλη του σώματος, καλώντας τα να διατυπώσουν τις απόψεις τους στους τομείς των κοινών εργασιών και ορίζοντας την κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή των εν λόγω απόψεων.

4.   Για τους σκοπούς της ολοκλήρωσης του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις που εκφράζονται από τα μέλη του σώματος και εξηγούν, εάν είναι αναγκαίο, τον λόγο για τη μη συμπερίληψή τους.

5.   Μετά την ολοκλήρωση, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν στα μέλη του σώματος το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος.

6.   Το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος επικαιροποιείται τουλάχιστον ετησίως, ή συχνότερα αν κριθεί αναγκαίο, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, σύμφωνα με το άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

7.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης επικαιροποιούν το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του σώματος ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 5.

ΤΜΗΜΑ 3

Προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων και τελικές διατάξεις

Άρθρο 21

Διαμόρφωση και επικαιροποίηση του πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις

1.   Για τους σκοπούς της διαμόρφωσης του πλαισίου του σώματος για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης καταρτίζουν πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 32 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης υποβάλλουν την πρότασή τους στα μέλη του σώματος, καλώντας τα να διατυπώσουν τις απόψεις τους και ορίζοντας την κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή των εν λόγω απόψεων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις που εκφράζονται από τα μέλη του σώματος και εξηγούν, εάν είναι αναγκαίο, τους λόγους για τη μη συμπερίληψή τους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν στα μέλη του σώματος την τελική έκδοση του πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος λαμβάνουν υπόψη, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την ανάγκη επικαιροποίησης του πλαισίου του σώματος για έκτακτες καταστάσεις.

6.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και τα μέλη του σώματος επικαιροποιούν το πλαίσιο του σώματος για έκτακτες καταστάσεις ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 4.

Άρθρο 22

Ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης αντιληφθούν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επηρεάζει ή είναι πιθανό να επηρεάσει το ίδρυμα, ειδοποιούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την ΕΑΤ και τα μέλη του σώματος.

2.   Σε περίπτωση που ένα μέλος του σώματος αντιληφθεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επηρεάζει ή είναι πιθανό να επηρεάσει ένα υποκατάστημα υπό τη δικαιοδοσία του ειδοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

Άρθρο 23

Συντονισμός της εποπτικής εκτίμησης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης

Για τους σκοπούς του άρθρου 34 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν την εποπτική εκτίμηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στα μέλη του σώματος που εποπτεύουν τα υποκαταστήματα που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Άρθρο 24

Συντονισμός και παρακολούθηση της εποπτικής απόκρισης σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 35 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαμορφώνουν μια συντονισμένη εποπτική απόκριση σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι απόψεις των μελών του σώματος που εποπτεύουν υποκαταστήματα που επηρεάζονται ή είναι πιθανό να επηρεαστούν από αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, κατά περίπτωση, συντονίζουν την παρακολούθηση της εφαρμογής τυχόν ενεργειών που καθορίζονται στην εποπτική απόκριση.

3.   Τα μέλη του σώματος ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και την εφαρμογή τυχόν συμφωνημένων ενεργειών που αφορούν τα υποκαταστήματα υπό τη δικαιοδοσία τους.

4.   Τυχόν επικαιροποιήσεις της παρακολούθησης της εποπτικής απόκρισης παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης στα μέλη του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ.

5.   Η κατάρτιση της εποπτικής εκτίμησης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, και η διαμόρφωση της εποπτικής απόκρισης σε αυτή την κατάσταση μπορούν να διεξάγονται εκ παραλλήλου.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό των γενικών προϋποθέσεων λειτουργίας των σωμάτων εποπτών (βλέπε σελίδα 2 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/100 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, σχετικά με τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εξειδίκευση της διαδικασίας κοινής απόφασης όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων χορήγησης ορισμένων αδειών προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 45 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Υπόδειγμα χαρτογράφησης

Μητρικό ίδρυμα στην ΕΕ / μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών στην ΕΕ / μεικτή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών στην ΕΕ / ίδρυμα

 

Συνολικό ποσό στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων εκτός ισολογισμού (σε εκατ. ευρώ)

 

Έχει προσδιοριστεί ως παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα (G-SII) ή άλλο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα (O-SII);

 

Έχει χορηγηθεί απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 7 ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (απαλλαγές από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις); (Ν/Ο)

 

Έχει χορηγηθεί απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (απαλλαγές από τις απαιτήσεις ρευστότητας); (Ν/Ο)

 


Ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος / Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος

Είναι το ίδρυμα / η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα σημαντικό/-ή για τον όμιλο;

(Ν/Ο)

Είναι το ίδρυμα / η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα σημαντικό/-ή για το κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας;

(Ν/Ο)

Συνολικό ποσό στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων εκτός ισολογισμού του ιδρύματος / της οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα (σε εκατ. ευρώ)

Κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της σημασίας για το κράτος μέλος, κατά περίπτωση

Κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της σημασίας για τον όμιλο, κατά περίπτωση

Έχει χορηγηθεί απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 7 ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

(απαλλαγές από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις);

(Ν/Ο)

Αρμόδια αρχή / Άλλη αρχή

Κράτος μέλος

Ίδρυμα / Οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας, όταν υπάρχει τέτοιος κωδικός (προ-αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας ή παγκόσμιο σύστημα αναγνωριστικών κωδικών νομικής οντότητας)

Προσδιορίζεται το ίδρυμα / η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ως O-SII;

Άμεση μητρική εταιρεία του ιδρύματος / της οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας, όταν υπάρχει τέτοιος κωδικός (προ-αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας ή παγκόσμιο σύστημα αναγνωριστικών κωδικών νομικής οντότητας)

Προσδιορίζεται η άμεση μητρική εταιρεία ως O-SII;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σώμα εξυγίανσης:

Χώρες μέλη και παρατηρητές:

Αρχές μέλη και παρατηρητές:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ομάδα διαχείρισης κρίσης (ΟΔΚ):

Χώρες μέλη:

Αρχές μέλη:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

Ονομασία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης:

 

Διεύθυνση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης:

 

Υπεύθυνος επικοινωνίας (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αριθμός τηλεφώνου) της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης:

 

 

Έχει χορηγηθεί απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (απαλλαγές από τις απαιτήσεις ρευστότητας); (Ν/Ο)

Είναι η αρμόδια αρχή μέλος ή παρατηρητής στο σώμα; Εάν ναι και αυτή αποτελεί μέρος μιας ειδικής υπο-δομής σώματος, παρακαλούμε διευκρινίστε.

Υποκαταστήματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος

Είναι το υποκατάστημα σημαντικό για τον όμιλο;

(Ν/Ο)

Κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της σημασίας, κατά περίπτωση

Είναι το υποκατάστημα σημαντικό για το κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ;

(Ν/Ο)

Είναι η αρμόδια αρχή μέλος ή παρατηρητής στο σώμα; Εάν ναι και αυτή αποτελεί μέρος μιας ειδικής υπο-δομής σώματος, παρακαλούμε διευκρινίστε.

Αρμόδια αρχή / Άλλη αρχή

Κράτος μέλος

Υποκατάστημα

Ίδρυμα υπό το οποίο έχει συσταθεί το υποκατάστημα

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας του ιδρύματος υπό το οποίο έχει συσταθεί το υποκατάστημα, όταν υπάρχει τέτοιος κωδικός (προ-αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας ή παγκόσμιο σύστημα αναγνωριστικών κωδικών νομικής οντότητας)

Προσδιορίζεται το ίδρυμα υπό το οποίο έχει συσταθεί το υποκατάστημα ως O-SII; (Ν/Ο)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ιδρύματα με άδεια λειτουργίας και υποκαταστήματα που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα

Είναι το ίδρυμα / υποκατάστημα σημαντικό για τον όμιλο;

(Ν/Ο)

Κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της σημασίας, κατά περίπτωση

Εκτιμώνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που εφαρμόζονται στην εποπτική αρχή της τρίτης χώρας ως ισότιμες από όλα τα μέλη του σώματος;

(Ν/Ο)

Είναι η εποπτική αρχή της τρίτης χώρας παρατηρητής στο σώμα; Εάν ναι και αυτή αποτελεί μέρος μιας ειδικής υπο-δομής σώματος, παρακαλούμε διευκρινίστε.

Εποπτική αρχή τρίτης χώρας

Τρίτη χώρα

Ίδρυμα / υποκατάστημα

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας του ιδρύματος, όταν υπάρχει τέτοιος κωδικός (προ-αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας ή παγκόσμιο σύστημα αναγνωριστικών κωδικών νομικής οντότητας)

Άμεση μητρική εταιρεία του ιδρύματος

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας της άμεσης μητρικής εταιρείας, όταν υπάρχει τέτοιος κωδικός (προ-αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας ή παγκόσμιο σύστημα αναγνωριστικών κωδικών νομικής οντότητας)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υπάρχει άλλη, μη ευρωπαϊκή δομή σώματος; (Ν/Ο) (εάν ναι, παρακαλούμε διευκρινίστε το όνομα του σώματος και της εποπτικής αρχής του κράτους υποδοχής):

Χώρες μέλη:

Αρχές μέλη:

 

 

 

Όνομα σώματος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Υπόδειγμα για τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας του εποπτικού σώματος που συστάθηκε για

τον Όμιλο <XY> / το Ίδρυμα <A>

Image Image Image Image Image Image Image

28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/45


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/100 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Οκτωβρίου 2015

σχετικά με τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εξειδίκευση της διαδικασίας κοινής απόφασης όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων χορήγησης ορισμένων αδειών προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 20 παράγραφος 8,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Κατά την αξιολόγηση της πληρότητας των αιτήσεων χορήγησης ορισμένων αδειών προληπτικής εποπτείας, πριν από τη λήψη απόφασης για τη χορήγηση ή μη των αδειών που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν έγκαιρη και αποτελεσματική αμοιβαία συνεργασία και να αναπτύσσουν κοινή αντίληψη σχετικά με την παραλαβή της πλήρους αίτησης ή σχετικά με τις πτυχές της αίτησης που θεωρούνται ελλιπείς.

(2)

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να επιβεβαιώνει την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης στον αιτούντα και στις σχετικές αρμόδιες αρχές, με σκοπό τη διασφάλιση σαφήνειας όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία έναρξης της εξάμηνης περιόδου για την επίτευξη κοινής απόφασης και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων πιθανών διαφορών ως προς το εν λόγω σημείο έναρξης.

(3)

Η αξιολόγηση της πληρότητας της αίτησης θα πρέπει να διενεργείται με βάση τα στοιχεία τα οποία οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αξιολογήσουν προκειμένου να αποφασίσουν αν θα χορηγήσουν την αιτούμενη άδεια. Η σχέση μεταξύ της αξιολόγησης που πρέπει να εκτελείται από τις αρμόδιες αρχές και των πληροφοριών που αναμένεται να περιλαμβάνονται στις υποβαλλόμενες αιτήσεις είναι θεμελιώδους σημασίας ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των αιτήσεων και εξασφαλίζει τη συνέπεια μεταξύ των εποπτικών σωμάτων, όσον αφορά τόσο το περιεχόμενο των αιτήσεων όσο και την αξιολόγηση της πληρότητας.

(4)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της διαδικασίας για την επίτευξη κοινής απόφασης, είναι σημαντικό να καθορίζεται σαφώς κάθε στάδιο. Μια σαφώς καθορισμένη διαδικασία διευκολύνει την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών, εξασφαλίζει την αναλογική κατανομή και την αποτελεσματική διαχείριση των εποπτικών πόρων, προωθεί την αμοιβαία κατανόηση, δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των εποπτικών αρχών και προωθεί την αποτελεσματική εποπτεία.

(5)

Η αξιολόγηση της πληρότητας της αίτησης δεν θα πρέπει να επεκτείνεται στην αξιολόγηση της αίτησης που διενεργείται από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διαμορφώσουν γνώμη σχετικά με το εάν θα χορηγήσουν την άδεια. Ο χρόνος που αφιερώνεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας κοινής απόφασης θα πρέπει επομένως να είναι ανάλογος με την πολυπλοκότητα και την έκταση του συγκεκριμένου σταδίου, λαμβανομένου υπόψη του ότι δεν μπορεί να παραταθεί ή να ανασταλεί η χρονική περίοδος για τη λήψη κοινής απόφασης.

(6)

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσει κατά πόσο και με ποιον τρόπο το υπόδειγμα το οποίο αφορά η αιτούμενη άδεια καλύπτει ανοίγματα σε περιοχές δικαιοδοσίας εκτός της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προωθηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, ώστε να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να προβούν σε πλήρη αξιολόγηση των επιδόσεων του υποδείγματος.

(7)

Ο έγκαιρος και ρεαλιστικός προγραμματισμός για τη διαδικασία κοινής απόφασης έχει καθοριστική σημασία. Κάθε εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή θα πρέπει να παρέχει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας την εισήγησή της όσον αφορά την κοινή απόφαση με έγκαιρο και αποτελεσματικό τρόπο.

(8)

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής, θα πρέπει να καθοριστούν τα στάδια που πρέπει να ακολουθούνται για τη διενέργεια της αξιολόγησης και την επίτευξη κοινής απόφασης, ενώ θα αναγνωρίζεται ότι ορισμένα καθήκοντα της διαδικασίας μπορούν να εκτελούνται παράλληλα και άλλα διαδοχικά.

(9)

Για να διευκολυνθεί η επίτευξη κοινών αποφάσεων, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων να διεξάγουν διάλογο μεταξύ τους, ιδίως πριν από την οριστικοποίηση των κοινών αποφάσεων.

(10)

Για να εξασφαλιστεί η καθιέρωση αποτελεσματικής διαδικασίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να έχει την τελική ευθύνη για τον καθορισμό των σταδίων που πρέπει να ακολουθηθούν για την επίτευξη κοινής απόφασης όσον αφορά την έγκριση εσωτερικών υποδειγμάτων.

(11)

Ο καθορισμός σαφών διατάξεων για το περιεχόμενο των κοινών αποφάσεων θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι κοινές αποφάσεις είναι πλήρως αιτιολογημένες και να συμβάλλει στην αποτελεσματική παρακολούθηση τυχόν όρων και προϋποθέσεων.

(12)

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται μετά την επίτευξη κοινής απόφασης, να υπάρχει διαφάνεια ως προς την αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της απόφασης και να διευκολυνθούν οι ενδεδειγμένες επακόλουθες ενέργειες, όπου χρειάζεται, θα πρέπει να καθοριστούν πρότυπα όσον αφορά τη γνωστοποίηση της κοινής απόφασης.

(13)

Το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας για την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με τις αιτήσεις χορήγησης αδειών που αφορούν ουσιώδεις επεκτάσεις ή μεταβολές υποδειγμάτων και την κατανομή των εργασιών μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμόδιων αρχών θα πρέπει να είναι ανάλογο με την έκταση των εν λόγω ουσιωδών επεκτάσεων ή μεταβολών υποδειγμάτων.

(14)

Η διαδικασία κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 περιλαμβάνει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση. Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της συγκεκριμένης πτυχής της διαδικασίας, και ιδίως η διατύπωση πλήρως αιτιολογημένων αποφάσεων και η αποσαφήνιση του τρόπου αντιμετώπισης τυχόν απόψεων και επιφυλάξεων των σχετικών αρμόδιων αρχών, θα πρέπει να καθοριστούν πρότυπα που να καλύπτουν το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης και τη γνωστοποίησή τους.

(15)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(16)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός εξειδικεύει τη διαδικασία κοινής απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 και το άρθρο 363 του εν λόγω κανονισμού, με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «σχετική αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή, εκτός από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία θυγατρικών που συμμετέχουν στην υποβολή της κοινής αίτησης, ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε κράτος μέλος και η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οφείλει να καταλήξει σε κοινή απόφαση σχετικά με την αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού·

2)   «αιτών»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή οι θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, που υποβάλλουν την αίτηση·

3)   «έκθεση αξιολόγησης»: η έκθεση που περιλαμβάνει την αξιολόγηση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΟΙΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Άρθρο 3

Συμμετοχή εποπτικών αρχών τρίτης χώρας στη διαδικασία αξιολόγησης

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να αποφασίσει τη συμμετοχή στην αξιολόγηση των αιτήσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εποπτικών αρχών τρίτης χώρας που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής (3). Στην περίπτωση αυτή, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι εν λόγω αρχές καταλήγουν σε συμφωνία σχετικά με την έκταση της συμμετοχής των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

υποβολή των εισηγήσεών τους στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσον αφορά την έκθεση αξιολόγησης που εκπονήθηκε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

β)

προσθήκη των εισηγήσεων, που αναφέρονται στο στοιχείο α), ως παραρτημάτων στην έκθεση αξιολόγησης που εκπονήθηκε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

2.   Όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει τη συμμετοχή των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δεν παρέχει τις εκθέσεις αξιολόγησης που εκπονήθηκαν από οποιαδήποτε σχετική αρμόδια αρχή στις αρχές εποπτείας τρίτης χώρας, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της εν λόγω σχετικής αρμόδιας αρχής.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πλήρως τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά την έκταση, το επίπεδο και τη φύση της συμμετοχής των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών στη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και τον βαθμό στον οποίο οι εισηγήσεις τους ήταν επωφελείς για την έκθεση αξιολόγησης που εκπονήθηκε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Άρθρο 4

Αξιολόγηση της πληρότητας της αίτησης

1.   Αμέσως μετά την παραλαβή της αίτησης χορήγησης άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 ή το άρθρο 363 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία υποβάλλεται από τον αιτούντα, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προωθεί την αίτηση στις σχετικές αρμόδιες αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και πάντως εντός 10 ημερών.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές αξιολογούν την πληρότητα της αίτησης εντός έξι εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

3.   Η αίτηση θεωρείται πλήρης εφόσον περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να αξιολογήσουν την αίτηση σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και ιδίως στα άρθρα 143, 144, 151, 283, 312 και 363 του εν λόγω κανονισμού.

4.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν την αξιολόγησή τους για την πληρότητα της αίτησης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

5.   Η αξιολόγηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 4 αναφέρει όλα τα στοιχεία της αίτησης που αξιολογούνται ως ελλιπή ή ελλείποντα.

6.   Εάν η σχετική αρμόδια αρχή δεν διαβιβάσει την αξιολόγησή της όσον αφορά την πληρότητα της αίτησης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2, η σχετική αρμόδια αρχή θεωρείται ότι έκρινε την αίτηση πλήρη.

7.   Όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές θεωρεί ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στην αίτηση είναι ελλιπείς, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τον αιτούντα για τις πτυχές της αίτησης που θεωρείται ότι είναι ελλιπείς ή ότι λείπουν και δίνει στον αιτούντα την ευκαιρία να υποβάλει τις ελλείπουσες πληροφορίες.

8.   Όταν ο αιτών παράσχει τις ελλείπουσες πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 7, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στις σχετικές αρμόδιες αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και πάντως εντός 10 ημερών από την παραλαβή των εν λόγω πληροφοριών.

9.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές αξιολογούν την πληρότητα της αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσθετες πληροφορίες εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή των εν λόγω πληροφοριών από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 3 έως 6.

10.   Σε περίπτωση που μια πλήρης αίτηση έχει προηγουμένως αξιολογηθεί ως ελλιπής, η εξάμηνη προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 λογίζεται ότι αρχίζει κατά την ημερομηνία παραλαβής από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας των πληροφοριών με τις οποίες συμπληρώθηκε η αίτηση.

11.   Μετά την αξιολόγηση της αίτησης ως πλήρους, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τον αιτούντα και τις σχετικές αρμόδιες αρχές για το γεγονός αυτό, καθώς και για την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης ή την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών με τις οποίες συμπληρώθηκε η αίτηση.

12.   Σε κάθε περίπτωση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές μπορεί να καλέσει τον αιτούντα να προσκομίσει συμπληρωματικές πληροφορίες για τους σκοπούς της αξιολόγησης της αίτησης και της επίτευξης κοινής απόφασης σχετικά με την αίτηση.

Άρθρο 5

Προγραμματισμός των σταδίων της διαδικασίας κοινής απόφασης

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές συμφωνούν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας κοινής απόφασης, σε ένα χρονοδιάγραμμα για τα στάδια που πρέπει να ακολουθηθούν κατά την εν λόγω διαδικασία και στην κατανομή των εργασιών. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καθορίζει το χρονοδιάγραμμα, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των σχετικών αρμόδιων αρχών. Το χρονοδιάγραμμα καθορίζεται εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της πλήρους αίτησης. Μόλις οριστικοποιηθεί, το χρονοδιάγραμμα διαβιβάζεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

2.   Το χρονοδιάγραμμα περιλαμβάνει την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9, και τουλάχιστον τα ακόλουθα στάδια:

α)

συμφωνία σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και την κατανομή των εργασιών μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμόδιων αρχών·

β)

συμφωνία σχετικά με την έκταση της συμμετοχής των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 3·

γ)

διάλογο μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, των σχετικών αρμόδιων αρχών και του αιτούντα σχετικά με τα λεπτομερή στοιχεία της αίτησης, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις σχετικές αρμόδιες αρχές·

δ)

υποβολή των εκθέσεων αξιολόγησης από τις σχετικές αρμόδιες αρχές στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2·

ε)

διάλογο σχετικά με τις εκθέσεις αξιολόγησης μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2·

στ)

κατάρτιση και υποβολή του σχεδίου κοινής απόφασης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 3 και 4·

ζ)

διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο κοινής απόφασης με τον αιτούντα, σε περίπτωση που απαιτείται από τη νομοθεσία κράτους μέλους·

η)

διάλογο μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμόδιων αρχών σχετικά με το σχέδιο κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4·

θ)

υποβολή του σχεδίου κοινής απόφασης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις σχετικές αρμόδιες αρχές για συμφωνία και επίτευξη κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 8·

ι)

γνωστοποίηση της κοινής απόφασης στον αιτούντα σύμφωνα με το άρθρο 9.

3.   Το χρονοδιάγραμμα πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι ανάλογο με την έκταση της αίτησης·

β)

αντικατοπτρίζει την έκταση και την πολυπλοκότητα κάθε εργασίας που εκτελείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές και την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καθώς και την πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων του ομίλου στον οποίο πρόκειται να εφαρμόζεται η κοινή απόφαση·

γ)

λαμβάνει υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τις άλλες δραστηριότητες που αναλαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις σχετικές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του σώματος, που αναφέρεται στο άρθρο 16 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/98.

4.   Η κατανομή των εργασιών αντικατοπτρίζει τα εξής:

α)

την έκταση και την πολυπλοκότητα της αίτησης·

β)

τη σημαντικότητα της έκτασης της αίτησης για κάθε ίδρυμα·

γ)

το είδος και τη θέση των ανοιγμάτων ή κινδύνων στα οποία αναφέρεται η αίτηση·

δ)

τον βαθμό στον οποίο τα ανοίγματα ή οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται σε συγκεκριμένη περιοχή δικαιοδοσίας συμβάλλουν στη σημαντικότητα των μεταβολών ή επεκτάσεων των υποδειγμάτων, όταν αξιολογούνται σε ενοποιημένο επίπεδο·

ε)

την ικανότητα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και κάθε σχετικής αρμόδιας αρχής να εκτελέσουν τα αναγκαία καθήκοντα για τη διενέργεια της αξιολόγησης και να εκδώσουν πλήρως αιτιολογημένη γνώμη.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), όταν η γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων ή των κινδύνων είναι διαφορετική από τη θέση στην οποία πραγματοποιείται η διαχείριση, η πίστωση ή η διαπραγμάτευση των ανοιγμάτων ή των κινδύνων, η κατανομή των εργασιών καθορίζει χωριστές αρμοδιότητες για τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα ανοίγματα ή οι κίνδυνοι και για τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η διαχείριση, η πίστωση ή η διαπραγμάτευση των εν λόγω ανοιγμάτων ή κινδύνων.

5.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ανακοινώνει στον αιτούντα την ενδεικτική ημερομηνία για τον διάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) και την εκτιμώμενη ημερομηνία για τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο θ).

6.   Όταν καθίσταται αναγκαίο να επικαιροποιηθεί το χρονοδιάγραμμα ή η κατανομή των εργασιών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας το πράττει σε συνεννόηση με τις σχετικές αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 6

Κατάρτιση των εκθέσεων αξιολόγησης

1.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αξιολογούν την αίτηση με βάση την κατανομή των εργασιών που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1. Οι εν λόγω αξιολογήσεις λαμβάνουν τη μορφή εκθέσεων αξιολόγησης.

2.   Κάθε σχετική αρμόδια αρχή διαβιβάζει την οικεία έκθεση αξιολόγησης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας έως την ημερομηνία που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο δ).

3.   Κάθε έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα ακόλουθα:

α)

γνώμη σχετικά με το εάν θα πρέπει ή όχι να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια, με βάση τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 ή το άρθρο 363 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μαζί με το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η γνώμη·

β)

όρους και προϋποθέσεις, εάν υπάρχουν, στους οποίους πρέπει να υπόκειται η άδεια, συμπεριλαμβανομένων του αντίστοιχου σκεπτικού και χρονοδιαγράμματος για την εκπλήρωσή τους·

γ)

τις αξιολογήσεις σχετικά με τα θέματα τα οποία οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αξιολογήσουν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις άδειες που αναφέρονται στα άρθρα 143, 144, 151, 283, 312 ή 363 του εν λόγω κανονισμού·

δ)

συστάσεις, εάν υπάρχουν, για την αποκατάσταση των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν κατά την αξιολόγηση της αίτησης και την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με την αίτηση.

Άρθρο 7

Κατάρτιση του σχεδίου κοινής απόφασης

1.   Κάθε έκθεση αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 6 κοινοποιείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε μια σχετική αρμόδια αρχή, εάν η εν λόγω εισήγηση παρουσιάζει σημασία για την αξιολόγηση από την εν λόγω αρμόδια αρχή.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμμετέχει σε διάλογο, όπως αναφέρεται στο χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο ε), με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, με βάση τις εκθέσεις αξιολόγησης που εκπονήθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις σχετικές αρμόδιες αρχές, με σκοπό την κατάρτιση σχεδίου κοινής απόφασης.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει πλήρως αιτιολογημένο σχέδιο κοινής απόφασης. Το σχέδιο κοινής απόφασης προσδιορίζει καθένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ονομασία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν στο σχέδιο κοινής απόφασης·

β)

την επωνυμία του ομίλου και κατάλογο όλων των ιδρυμάτων του ομίλου τα οποία αφορά το σχέδιο κοινής απόφασης και στα οποία εφαρμόζεται, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου κοινής απόφασης·

γ)

τις παραπομπές στις εφαρμοστέες διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου που αφορούν την κατάρτιση, την οριστικοποίηση και την εφαρμογή του σχεδίου κοινής απόφασης·

δ)

την ημερομηνία του σχεδίου κοινής απόφασης και κάθε σχετικής επικαιροποίησης σε περίπτωση ουσιωδών επεκτάσεων ή μεταβολών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 13·

ε)

γνώμη σχετικά με τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, με βάση τις εκθέσεις αξιολόγησης που αναφέρονται στο άρθρο 6·

στ)

εάν η γνώμη που αναφέρεται στο στοιχείο ε) είναι θετική για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, την ημερομηνία από την οποία χορηγείται η εν λόγω άδεια·

ζ)

σύντομη περιγραφή των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων για κάθε ίδρυμα εντός του ομίλου·

η)

τυχόν συστάσεις για την αποκατάσταση των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν κατά την αξιολόγηση της αίτησης και την επίτευξη κοινής απόφασης σχετικά με την αίτηση·

θ)

τυχόν όρους και προϋποθέσεις τους οποίους πρέπει να πληροί ο αιτών, συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου σκεπτικού, πριν χρησιμοποιήσει την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 ή το άρθρο 363 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση·

ι)

την ημερομηνία αναφοράς στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία ζ), η) και θ)·

ια)

το χρονοδιάγραμμα για την εκπλήρωση των όρων και προϋποθέσεων που αναφέρονται στο στοιχείο θ) ή για την εφαρμογή των συστάσεων που αναφέρονται στο στοιχείο η), κατά περίπτωση·

ιβ)

το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του σχεδίου κοινής απόφασης με αντίστοιχες εθνικές άδειες, κατά περίπτωση.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το σχέδιο κοινής απόφασης στις σχετικές αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του διαλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο η), κατά περίπτωση.

Άρθρο 8

Επίτευξη της κοινής απόφασης

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναθεωρεί το σχέδιο κοινής απόφασης, εφόσον απαιτείται, ώστε να αποτυπώνονται τα συμπεράσματα του διαλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 4, και συντάσσει τελικό σχέδιο κοινής απόφασης.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποστέλλει το τελικό σχέδιο κοινής απόφασης στις σχετικές αρμόδιες αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο θ), θέτοντας προθεσμία εντός της οποίας οι εν λόγω αρχές οφείλουν να υποβάλουν τη γραπτή συγκατάθεσή τους, η οποία μπορεί να αποσταλεί με ηλεκτρονικά μέσα.

3.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν το τελικό σχέδιο κοινής απόφασης και δεν διαφωνούν με αυτό υποβάλλουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τη γραπτή συγκατάθεσή τους εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

4.   Θεωρείται ότι έχει επιτευχθεί κοινή απόφαση μόνον όταν όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές έχουν δώσει τη γραπτή συγκατάθεσή τους.

5.   Η κοινή απόφαση περιλαμβάνει την κοινή απόφαση και τις γραπτές συγκαταθέσεις που επισυνάπτονται σε αυτήν. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει την κοινή απόφαση σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 9

Γνωστοποίηση της κοινής απόφασης

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί την κοινή απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της κοινής απόφασης με αντίστοιχες εθνικές άδειες, κατά περίπτωση, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο ι).

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας επιβεβαιώνει στις σχετικές αρμόδιες αρχές ότι έχει γνωστοποιήσει την κοινή απόφαση στον αιτούντα.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι σχετικές αρμόδιες αρχές συζητούν, κατά περίπτωση, την κοινή απόφαση με τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στη δικαιοδοσία τους και υπόκεινται στην κοινή απόφαση, προκειμένου να εξηγήσουν τις λεπτομέρειες της απόφασης και την εφαρμογή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΚΟΙΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Άρθρο 10

Διαδικασία λήψης αποφάσεων ελλείψει κοινής απόφασης

1.   Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον το ζητήσει μία από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, συμβουλεύεται την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ). Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.

2.   Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού τεκμηριώνεται εγγράφως και λαμβάνεται κατά τη μεταγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α)

ένα μήνα μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον καμία από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού·

β)

ένα μήνα μετά την παροχή οποιασδήποτε συμβουλής από την ΕΑΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύτηκε την ΕΑΤ εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

ένα μήνα μετά από κάθε απόφαση που λαμβάνεται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Σε περίπτωση που έχει ζητηθεί η γνώμη της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 1, η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει επεξήγηση για τυχόν αποκλίσεις από τις συμβουλές της ΕΑΤ.

Άρθρο 11

Σύνταξη των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ελλείψει κοινής απόφασης περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 7 παράγραφος 3, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 12

Γνωστοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται ελλείψει κοινής απόφασης

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί την απόφασή της στον αιτούντα και στις σχετικές αρμόδιες αρχές χωρίς καθυστέρηση, σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΝ Ή ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΈΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 13

Ουσιώδεις επεκτάσεις ή μεταβολές υποδειγμάτων

1.   Σε περίπτωση που αίτηση χορήγησης άδειας αφορά ουσιώδεις επεκτάσεις ή μεταβολές υποδείγματος, σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 3, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 ή 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 ή το άρθρο 363 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των ιδρυμάτων τα οποία επηρεάζονται από αυτές τις ουσιώδεις επεκτάσεις ή μεταβολές υποδειγμάτων συνεργάζονται, σε πλήρη συνεννόηση, προκειμένου να αποφασίσουν αν θα χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 3 έως 9 του παρόντος κανονισμού.

2.   Το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας κοινής απόφασης για τη χορήγηση άδειας σχετικά με ουσιώδεις επεκτάσεις και μεταβολές πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι ανάλογο με την έκταση των ουσιωδών επεκτάσεων ή μεταβολών υποδειγμάτων·

β)

είναι ανάλογο με τα καθήκοντα και την κατανομή των εργασιών μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των σχετικών αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των ιδρυμάτων τα οποία επηρεάζονται από τις εν λόγω ουσιώδεις επεκτάσεις ή μεταβολές υποδειγμάτων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), όταν η αίτηση αφορά ουσιώδη επέκταση ή μεταβολή υποδείγματος η οποία επηρεάζει ιδρύματα εγκατεστημένα σε ένα μόνο κράτος μέλος, περιορίζεται στο ελάχιστο ο χρόνος που διαθέτει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας για όλες τις πτυχές της διαδικασίας σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 9.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12),

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των γενικών όρων λειτουργίας των σωμάτων εποπτών (βλέπε σ. 2 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/54


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/101 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Οκτωβρίου 2015

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τη συνετή αποτίμηση βάσει του άρθρου 105 παράγραφος 14

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 105 παράγραφος 14 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 105 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφέρεται στα πρότυπα συνετής αποτίμησης που εφαρμόζονται σε όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Ωστόσο, το άρθρο 34 του εν λόγω κανονισμού απαιτεί από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν τα πρότυπα του άρθρου 105 σε όλα τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτιμώνται σε εύλογη αξία. Ο συνδυασμός των παραπάνω άρθρων προϋποθέτει ότι οι απαιτήσεις συνετής αποτίμησης εφαρμόζονται σε όλες τις θέσεις εύλογης αξίας, ανεξάρτητα από το κατά πόσον διατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή όχι, όπου ο όρος «θέσεις», αναφέρεται αποκλειστικά σε χρηματοπιστωτικά μέσα και βασικά εμπορεύματα.

(2)

Εφόσον η εφαρμογή της συνετής αποτίμησης θα οδηγούσε σε χαμηλότερη απόλυτη λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού ή υψηλότερη απόλυτη λογιστική αξία των στοιχείων παθητικού από αυτήν που αναγνωρίζεται στη λογιστική καταχώριση, μια πρόσθετη προσαρμογή αποτίμησης (ΠΠΑ) θα πρέπει να υπολογίζεται ως η απόλυτη τιμή της διαφοράς μεταξύ των δύο, αφού η συνετή αξία θα πρέπει πάντα να είναι ίση ή μικρότερη από την εύλογη αξία των στοιχείων ενεργητικού και ίση ή μεγαλύτερη από την εύλογη αξία των στοιχείων παθητικού.

(3)

Για τις θέσεις αποτίμησης για τις οποίες μια μεταβολή της λογιστικής αποτίμησης έχει μόνο μερικό ή μηδενικό αντίκτυπο στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, οι ΠΠΑ θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο με βάση την αναλογία της αλλαγής της λογιστικής αποτίμησης που έχει αντίκτυπο στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Αυτές περιλαμβάνουν θέσεις που υπάγονται στη λογιστική αντιστάθμισης, διαθέσιμες προς πώληση θέσεις στον βαθμό που οι αλλαγές στην αποτίμησή τους υπόκεινται σε εποπτικές προσαρμογές και θέσεις συμψηφισμού πλήρους αντιστοίχισης.

(4)

Οι ΠΠΑ προσδιορίζονται μόνο για σκοπούς υπολογισμού των προσαρμογών στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται. Οι ΠΠΑ δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (εκτός αν ισχύει η παρέκκλιση για μικρές δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 94 του εν λόγω κανονισμού).

(5)

Προκειμένου να παρασχεθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο με το οποίο να υπολογίζονται οι ΠΠΑ από τα ιδρύματα, είναι απαραίτητος ένας σαφής ορισμός του επιπέδου-στόχου βεβαιότητας και των στοιχείων αβεβαιότητας αποτίμησης που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό μιας συνετής αξίας, μαζί με μεθοδολογίες που έχουν οριστεί για την επίτευξη του απαιτούμενου επιπέδου βεβαιότητας με βάση τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς.

(6)

Οι ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά, εξόδων εκκαθάρισης και κινδύνου υποδείγματος θα πρέπει να υπολογίζονται με βάση ανοίγματα αποτίμησης, τα οποία βασίζονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα ή χαρτοφυλάκια χρηματοπιστωτικών μέσων. Για τους σκοπούς αυτούς, τα χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να συνδυαστούν με χαρτοφυλάκια όταν, για ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά και εξόδων εκκαθάρισης, τα μέσα αποτιμώνται με βάση τον ίδιο παράγοντα κινδύνου ή όταν, για ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος, αποτιμώνται με βάση το ίδιο υπόδειγμα τιμολόγησης.

(7)

Δεδομένου ότι ορισμένες ΠΠΑ που σχετίζονται με την αβεβαιότητα αποτίμησης δεν είναι προσθετικές, θα πρέπει να επιτρέπεται μια προσέγγιση άθροισης που μπορεί να λάβει υπόψη τα οφέλη της διαφοροποίησης εντός ορισμένων κατηγοριών ΠΠΑ για τα στοιχεία της ΠΠΑ που δεν σχετίζονται με ένα στοιχείο αναμενόμενου κόστους εξόδου το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην εύλογη αξία. Για τους σκοπούς της άθροισης των ΠΠΑ, θα πρέπει επίσης να δοθεί η δυνατότητα αποκόμισης οφελών διαφοροποίησης από τη διαφορά μεταξύ της αναμενόμενης αξίας και της συνετής αξίας, ούτως ώστε οι τράπεζες με εύλογη αξία, η οποία είναι ήδη πιο συνετή από την αναμενόμενη αξία, να μην αποκομίζουν λιγότερο όφελος διαφοροποίησης από εκείνες που χρησιμοποιούν την αναμενόμενη αξία ως εύλογη αξία.

(8)

Επειδή τα ιδρύματα με μικρά χαρτοφυλάκια εύλογης αξίας τυπικά υπόκεινται σε περιορισμένη αβεβαιότητα αποτίμησης, θα πρέπει να τους επιτρέπεται να εφαρμόζουν μια απλούστερη προσέγγιση για την εκτίμηση των ΠΠΑ από ό,τι τα ιδρύματα με μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια εύλογης αξίας. Το μέγεθος των χαρτοφυλακίων εύλογης αξίας, για τους σκοπούς του προσδιορισμού του κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί απλούστερη προσέγγιση, θα πρέπει να αξιολογείται σε κάθε επίπεδο στο οποίο υπολογίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(9)

Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να αξιολογούν κατά πόσον τα ιδρύματα έχουν εφαρμόσει ορθώς τις απαιτήσεις για την αξιολόγηση του συγκεντρωτικού επιπέδου των ΠΠΑ που απαιτούνται, θα πρέπει να διατηρούνται από τα ιδρύματα τα κατάλληλα έγγραφα, συστήματα και έλεγχοι.

(10)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην Επιτροπή.

(11)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Μεθοδολογία για τον υπολογισμό των πρόσθετων προσαρμογών αποτίμησης (ΠΠΑ)

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις συνολικές πρόσθετες προσαρμογές αποτίμησης (ΠΠΑ) που είναι απαραίτητες για να προσαρμοστούν οι εύλογες αξίες στη συνετή αξία και υπολογίζουν αυτές τις ΠΠΑ ανά τρίμηνο σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3, εκτός αν πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της μεθόδου που προβλέπεται στο κεφάλαιο 2.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «θέση αποτίμησης»: ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή βασικό εμπόρευμα ή χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων ή βασικών εμπορευμάτων που διατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και αποτιμώνται στην εύλογη αξία·

β)   «δεδομένο αποτίμησης»: μια παρατηρήσιμη ή μη παρατηρήσιμη στην αγορά παράμετρος ή πίνακας παραμέτρων που επηρεάζει την εύλογη αξία μιας θέσης αποτίμησης·

γ)   «άνοιγμα αποτίμησης»: το ποσό μιας θέσης αποτίμησης, η οποία είναι ευαίσθητη στην κίνηση ενός δεδομένου αποτίμησης.

Άρθρο 3

Πηγές των δεδομένων της αγοράς

1.   Όταν τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ΠΠΑ με βάση δεδομένα της αγοράς, λαμβάνουν υπόψη το ίδιο εύρος δεδομένων της αγοράς, όπως τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τη διαδικασία ανεξάρτητης επαλήθευσης των τιμών («ΑΕΤ») που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη των προσαρμογών που περιγράφονται στο παρόν άρθρο.

2.   Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη ένα πλήρες εύρος διαθέσιμων και αξιόπιστων πηγών δεδομένων της αγοράς για να καθορίσουν μια συνετή αξία, συμπεριλαμβανομένων των εξής στοιχείων, κατά περίπτωση:

α)

τιμές χρηματιστηρίου σε μια ρευστή αγορά·

β)

συναλλαγές στο ίδιο ακριβώς ή σε πολύ παρεμφερές μέσο, είτε από τα ίδια τα αρχεία του ιδρύματος είτε, όπου είναι διαθέσιμες, συναλλαγές από ολόκληρη την αγορά·

γ)

εμπορεύσιμες προσφορές τιμής από μεσίτες και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά·

δ)

δεδομένα υπηρεσίας συναίνεσης·

ε)

ενδεικτικές προσφορές τιμής από μεσίτες·

στ)

αποτιμήσεις εξασφαλίσεων του αντισυμβαλλομένου.

3.   Για τις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται προσέγγιση με βάση εμπειρογνώμονες για τους σκοπούς των άρθρων 9, 10 και 11, λαμβάνονται υπόψη εναλλακτικές μέθοδοι και πηγές πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένων των εξής στοιχείων, κατά περίπτωση:

α)

χρήση δεδομένων υποκατάστασης με βάση παρόμοια μέσα για τα οποία είναι διαθέσιμα επαρκή δεδομένα·

β)

εφαρμογή συνετών μεταβολών σε δεδομένα αποτίμησης·

γ)

προσδιορισμός φυσικών ορίων για την αξία ενός μέσου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΠΑ

Άρθρο 4

Προϋποθέσεις για τη χρήση της απλουστευμένης προσέγγισης

1.   Τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν την απλουστευμένη προσέγγιση που περιγράφεται στο παρόν κεφάλαιο μόνον εφόσον το άθροισμα της απόλυτης αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού εύλογης αξίας, όπως αναφέρεται στις οικονομικές καταστάσεις του ιδρύματος σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο, είναι μικρότερο από 15 δισεκατ. ευρώ.

2.   Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού εύλογης αξίας πλήρους αντιστοίχισης και συμψηφισμού εξαιρούνται από τον υπολογισμό της παραγράφου 1. Για στοιχεία ενεργητικού και παθητικού εύλογης αξίας για τα οποία μια μεταβολή της λογιστικής αποτίμησης έχει μερικό ή μηδενικό αντίκτυπο στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 («CET1»), οι αξίες τους περιλαμβάνονται μόνο κατ' αναλογία προς τον αντίκτυπο της σχετικής αλλαγής αποτίμησης στο κεφάλαιο CET1.

3.   Το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Εφόσον το όριο παραβιαστεί σε ενοποιημένη βάση, η βασική προσέγγιση εφαρμόζεται σε όλες τις οντότητες που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση.

4.   Εφόσον τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την απλουστευμένη προσέγγιση δεν πληρούν την προϋπόθεση της παραγράφου 1 για δύο συνεχόμενα τρίμηνα, ενημερώνουν αμέσως τη σχετική αρμόδια αρχή και συμφωνούν σε ένα σχέδιο για την εφαρμογή της προσέγγισης που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3, εντός των επόμενων δύο τριμήνων.

Άρθρο 5

Προσδιορισμός των ΠΠΑ με την απλουστευμένη προσέγγιση

Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ΠΠΑ στο πλαίσιο της απλουστευμένης προσέγγισης ως 0,1 % του αθροίσματος της απόλυτης αξίας στοιχείων ενεργητικού και παθητικού εύλογης αξίας που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 4.

Άρθρο 6

Προσδιορισμός των συνολικών ΠΠΑ που υπολογίζονται με την απλουστευμένη προσέγγιση

Για τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την απλουστευμένη προσέγγιση, οι συνολικές ΠΠΑ για τους σκοπούς του άρθρου 1 είναι οι ΠΠΑ που προκύπτουν από τον υπολογισμό του άρθρου 5.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΠΑ

Άρθρο 7

Επισκόπηση της βασικής προσέγγισης

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ΠΠΑ σύμφωνα με τη βασική προσέγγιση, εφαρμόζοντας την εξής διαδικασία δύο σταδίων:

α)

υπολογίζουν ΠΠΑ για κάθε μία από τις κατηγορίες που περιγράφονται στο άρθρο 105 παράγραφοι 10 και 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 («ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας»), σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

β)

αθροίζουν τα ποσά που προκύπτουν από το στοιχείο α) για κάθε μία από τις ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας, προκειμένου να υπολογιστούν οι συνολικές ΠΠΑ για τους σκοπούς του άρθρου 1.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας με έναν από τους εξής τρόπους:

α)

σύμφωνα με τα άρθρα 9 έως 17·

β)

σε περίπτωση που η εφαρμογή των άρθρων 9 έως 17 δεν είναι δυνατή για ορισμένες θέσεις, σύμφωνα με μια «εφεδρική προσέγγιση», βάσει της οποίας προσδιορίζουν τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και υπολογίζουν μια ΠΠΑ ως το άθροισμα των εξής:

i)

100 % των καθαρών μη πραγματοποιηθέντων κερδών επί των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων·

ii)

10 % της ονομαστικής αξίας των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων στην περίπτωση των παραγώγων·

iii)

25 % της απόλυτης αξίας της διαφοράς μεταξύ της εύλογης αξίας και των μη πραγματοποιηθέντων κερδών, όπως ορίζεται στο σημείο i), των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων στην περίπτωση των μη παραγώγων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) σημείο i) του πρώτου εδαφίου, ως «μη πραγματοποιηθέντα κέρδη» νοείται η αλλαγή, εφόσον είναι θετική, της εύλογης αξίας από την έναρξη της συναλλαγής, η οποία καθορίζεται σε βάση FIFO.

Άρθρο 8

Γενικές διατάξεις για τους υπολογισμούς των ΠΠΑ σύμφωνα με τη βασική προσέγγιση

1.   Για στοιχεία ενεργητικού και παθητικού εύλογης αξίας για τα οποία μια μεταβολή της λογιστικής αποτίμησης έχει μερικό ή μηδενικό αντίκτυπο στο κεφάλαιο CET1, οι ΠΠΑ υπολογίζονται μόνο με βάση την αναλογία της μεταβολής της λογιστικής αποτίμησης που έχει αντίκτυπο στο κεφάλαιο CET1.

2.   Σε σχέση με τις ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας που περιγράφονται στα άρθρα 14 έως 17, τα ιδρύματα αποσκοπούν να επιτύχουν ένα επίπεδο βεβαιότητας στη συνετή αξία που είναι ισοδύναμη με εκείνη που ορίζεται στα άρθρα 9 έως 13.

3.   Οι ΠΠΑ θεωρούνται ότι είναι οι υπερβάλλουσες προσαρμογές της αποτίμησης που απαιτούνται για την επίτευξη της προσδιορισμένης συνετής αξίας, πάνω από κάθε προσαρμογή που εφαρμόζεται στην εύλογη αξία του ιδρύματος και μπορεί να προσδιοριστεί ότι αντιμετωπίζει την ίδια πηγή αβεβαιότητας αποτίμησης όπως η ΠΠΑ. Όταν μια προσαρμογή που εφαρμόζεται στην εύλογη αξία του ιδρύματος δεν μπορεί να προσδιοριστεί ότι αντιμετωπίζει μια συγκεκριμένη κατηγορία ΠΠΑ στο επίπεδο στο οποίο υπολογίζονται οι σχετικές ΠΠΑ, η εν λόγω προσαρμογή δεν περιλαμβάνεται στον υπολογισμό των ΠΠΑ.

4.   Οι ΠΠΑ πάντοτε είναι θετικές, ακόμη και σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης, επίπεδο κατηγορίας, τόσο πριν όσο και μετά την άθροιση.

Άρθρο 9

Υπολογισμός της ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά

1.   Οι ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά υπολογίζονται σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης («ατομικές ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά»).

2.   Η ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά αξιολογείται ότι έχει μηδενική αξία μόνον όταν πληρούνται και οι δύο παρακάτω όροι:

α)

το ίδρυμα διαθέτει ισχυρές ενδείξεις για μια εμπορεύσιμη τιμή για ένα άνοιγμα αποτίμησης ή μια τιμή που μπορεί να προσδιοριστεί από αξιόπιστα δεδομένα που βασίζονται σε μια ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης (με επαρκείς συνθήκες ρευστότητας), όπως περιγράφεται στο άρθρο 338 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

οι πηγές των δεδομένων της αγοράς που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 δεν δείχνουν καμία σημαντική αβεβαιότητα αποτίμησης.

3.   Σε περίπτωση που το άνοιγμα αποτίμησης δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει μηδενική ΠΠΑ, κατά την αξιολόγηση της αβεβαιότητας της τιμής της αγοράς τα ιδρύματα ΠΠΑ χρησιμοποιούν τις πηγές δεδομένων που ορίζονται στο άρθρο 3. Σε αυτήν την περίπτωση, ο υπολογισμός της ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά διεξάγεται όπως περιγράφεται στις παραγράφους 4 και 5.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ΠΠΑ για ανοίγματα αποτίμησης που σχετίζονται με κάθε δεδομένο αποτίμησης που χρησιμοποιείται στο σχετικό υπόδειγμα αποτίμησης.

α)

Η διασπορά στην οποία αξιολογούνται οι εν λόγω ΠΠΑ είναι μία από τις εξής:

i)

όταν είναι επιμερισμένη, όλα τα δεδομένα αποτίμησης που απαιτούνται για τον υπολογισμό μιας τιμής εξόδου για τη θέση αποτίμησης·

ii)

η τιμή του μέσου·

β)

Κάθε ένα από τα δεδομένα αποτίμησης που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο i) αντιμετωπίζεται χωριστά. Όταν ένα δεδομένο αποτίμησης αποτελείται από πίνακα παραμέτρων, οι ΠΠΑ υπολογίζονται με βάση τα ανοίγματα αποτίμησης που σχετίζονται με κάθε παράμετρο εντός του εν λόγω πίνακα. Όταν ένα δεδομένο αποτίμησης δεν αναφέρεται σε εμπορεύσιμα μέσα, τα ιδρύματα αντιστοιχίζουν το δεδομένο αποτίμησης και το σχετικό άνοιγμα αποτίμησης σε ένα σύνολο μέσων εμπορεύσιμων στην αγορά. Τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν τον αριθμό των παραμέτρων του δεδομένου αποτίμησης για τους σκοπούς του υπολογισμού των ΠΠΑ, χρησιμοποιώντας κάθε κατάλληλη μεθοδολογία, υπό την προϋπόθεση να πληρούν οι μειωμένες παράμετροι όλες τις παρακάτω απαιτήσεις:

i)

η συνολική αξία του μειωμένου ανοίγματος αποτίμησης να είναι η ίδια με τη συνολική αξία του αρχικού ανοίγματος αποτίμησης·

ii)

το μειωμένο σύνολο παραμέτρων να μπορεί να αντιστοιχιστεί με ένα σύνολο μέσων εμπορεύσιμων στην αγορά·

iii)

ο λόγος του μέτρου διακύμανσης 2 που ορίζεται κατωτέρω προς το μέτρο διακύμανσης 1 που ορίζεται κατωτέρω, με βάση τα ιστορικά δεδομένα από τις 100 πιο πρόσφατες ημέρες συναλλαγών, να είναι μικρότερος από 0,1·

γ)

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως «μέτρο διακύμανσης 1» νοείται η διακύμανση κερδών και ζημιών του ανοίγματος αποτίμησης με βάση το ακέραιο δεδομένο αποτίμησης και ως «μέτρο διακύμανσης 2» νοείται η διακύμανση κερδών και ζημιών του ανοίγματος αποτίμησης με βάση το ακέραιο δεδομένο αποτίμησης μείον το άνοιγμα αποτίμησης με βάση το μειωμένο δεδομένο αποτίμησης. Όταν χρησιμοποιείται μειωμένος αριθμός παραμέτρων για τους σκοπούς του υπολογισμού των ΠΠΑ, ο προσδιορισμός ότι πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο στοιχείο β) υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση της μεθοδολογίας συμψηφισμού και εσωτερικής επικύρωσης από τη λειτουργία ελέγχου τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

5.   Οι ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά προσδιορίζονται ως εξής:

α)

όταν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να κατασκευαστεί μια σειρά εύλογων αξιών για δεδομένο αποτίμησης:

i)

για ένα δεδομένο αποτίμησης όπου το εύρος εύλογων τιμών βασίζεται στις τιμές εξόδου, τα ιδρύματα εκτιμούν ένα σημείο εντός του εύρους όπου έχουν κατά 90 % βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν να εξέλθουν από το άνοιγμα αποτίμησης στην εν λόγω τιμή ή σε καλύτερη·

ii)

για ένα δεδομένο αποτίμησης όπου το εύρος εύλογων τιμών δημιουργείται από τις μεσαίες τιμές, τα ιδρύματα εκτιμούν ένα σημείο εντός του εύρους στο οποίο έχουν 90 % βεβαιότητα ότι η μεσαία τιμή την οποία θα μπορούσαν να επιτύχουν κατά την έξοδο από το άνοιγμα αποτίμησης θα ήταν στην εν λόγω τιμή ή σε καλύτερη·

β)

όπου υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα για να κατασκευαστεί ένα εύλογο εύρος τιμών για ένα δεδομένο αποτίμησης, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μια προσέγγιση με βάση εμπειρογνώμονες, χρησιμοποιώντας ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες για να επιτευχθεί ένα επίπεδο βεβαιότητας στη συνετή αξία του δεδομένου αποτίμησης που είναι ισοδύναμη με την αξία-στόχο του στοιχείου α). Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τα ανοίγματα αποτίμησης για τα οποία εφαρμόζεται αυτή η προσέγγιση και για τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ΠΠΑ·

γ)

τα ιδρύματα υπολογίζουν την ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά με βάση μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

i)

εφαρμόζουν τη διαφορά μεταξύ των τιμών του δεδομένου αποτίμησης που εκτιμώνται σύμφωνα με το στοιχείο α) ή το στοιχείο β) και των τιμών του δεδομένου αποτίμησης που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της εύλογης αξίας προς το άνοιγμα αποτίμησης της κάθε θέσης αποτίμησης·

ii)

συνδυάζουν τις τιμές του δεδομένου αποτίμησης που εκτιμώνται σύμφωνα με το στοιχείο α) ή το στοιχείο β) και ανατιμούν θέσεις αποτίμησης με βάση τις εν λόγω αξίες. Στη συνέχεια τα ιδρύματα λαμβάνουν τη διαφορά μεταξύ των ανατιμημένων θέσεων και των θέσεων εύλογης αξίας.

6.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνολική ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας για την αβεβαιότητα των τιμών στην αγορά εφαρμόζοντας, στις ατομικές ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά, τους τύπους είτε για τη μέθοδο 1 είτε για τη μέθοδο 2 που προβλέπονται στο παράρτημα.

Άρθρο 10

Υπολογισμός της ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης

1.   Οι ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης υπολογίζονται σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης («ατομικές ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης»).

2.   Όταν ένα ίδρυμα έχει υπολογίσει μια ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά για ένα άνοιγμα αποτίμησης με βάση μια τιμή εξόδου, η ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης μπορεί να αξιολογηθεί ότι έχει μηδενική αξία.

3.   Όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει την παρέκκλιση που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης μπορεί να αξιολογηθεί ότι έχει μηδενική αξία, υπό τον όρο να προσκομίσει το ίδρυμα αποδεικτικά στοιχεία ότι έχει κατά 90 % βεβαιότητα ότι υπάρχει επαρκής ρευστότητα για να υποστηρίξει την έξοδο των σχετικών ανοιγμάτων αποτίμησης στη μεσαία τιμή.

4.   Σε περίπτωση που το άνοιγμα αποτίμησης δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει μηδενική ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις πηγές δεδομένων που ορίζονται στο άρθρο 3. Σε αυτήν την περίπτωση, ο υπολογισμός της ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης διενεργείται όπως περιγράφεται στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος άρθρου.

5.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης για ανοίγματα αποτίμησης που σχετίζονται με κάθε δεδομένο αποτίμησης που χρησιμοποιείται στο σχετικό υπόδειγμα αποτίμησης.

α)

Η διασπορά στην οποία αξιολογούνται οι εν λόγω ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης είναι μία από τις εξής:

i)

όταν είναι επιμερισμένη, όλα τα δεδομένα αποτίμησης που απαιτούνται για τον υπολογισμό μιας τιμής εξόδου για τη θέση αποτίμησης·

ii)

η τιμή του μέσου.

β)

Καθένα από τα δεδομένα αποτίμησης που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο i) αντιμετωπίζεται χωριστά. Όταν ένα δεδομένο αποτίμησης αποτελείται από πίνακα παραμέτρων, τα ιδρύματα αξιολογούν την ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης με βάση τα ανοίγματα αποτίμησης που σχετίζονται με κάθε παράμετρο εντός του εν λόγω πίνακα. Όταν ένα δεδομένο αποτίμησης δεν αναφέρεται σε εμπορεύσιμα μέσα, τα ιδρύματα αντιστοιχίζουν ρητώς το δεδομένο αποτίμησης και το σχετικό άνοιγμα αποτίμησης σε ένα σύνολο μέσων εμπορεύσιμων στην αγορά. Τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν τον αριθμό των παραμέτρων του δεδομένου αποτίμησης για τους σκοπούς του υπολογισμού των ΠΠΑ, χρησιμοποιώντας κάθε κατάλληλη μεθοδολογία, υπό την προϋπόθεση να πληρούν οι μειωμένες παράμετροι όλες τις παρακάτω απαιτήσεις:

i)

η συνολική αξία του μειωμένου ανοίγματος αποτίμησης να είναι η ίδια με τη συνολική αξία του αρχικού ανοίγματος αποτίμησης·

ii)

το μειωμένο σύνολο παραμέτρων να μπορεί να αντιστοιχιστεί με ένα σύνολο μέσων εμπορεύσιμων στην αγορά·

iii)

ο λόγος του μέτρου διακύμανσης 2 προς το μέτρο διακύμανσης 1, με βάση τα ιστορικά δεδομένα από τις 100 πιο πρόσφατες ημέρες συναλλαγών, να είναι μικρότερος από 0,1.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως μέτρο διακύμανσης 1 νοείται η διακύμανση κερδών και ζημιών του ανοίγματος αποτίμησης με βάση το ακέραιο δεδομένο αποτίμησης και ως μέτρο διακύμανσης 2 νοείται η διακύμανση κερδών και ζημιών του ανοίγματος αποτίμησης με βάση το ακέραιο δεδομένο αποτίμησης μείον το άνοιγμα αποτίμησης με βάση το μειωμένο δεδομένο αποτίμησης.

γ)

Όταν χρησιμοποιείται μειωμένος αριθμός παραμέτρων για τους σκοπούς του υπολογισμού των ΠΠΑ, ο προσδιορισμός ότι πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο στοιχείο β) υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση και εσωτερική επικύρωση από τη λειτουργία ελέγχου τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

6.   Οι ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης προσδιορίζονται ως εξής:

α)

όταν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να κατασκευαστεί ένα εύρος εύλογων ανοιγμάτων τιμών αγοράς και πώλησης για ένα δεδομένο αποτίμησης, τα ιδρύματα εκτιμούν ένα σημείο εντός του εύρους όπου έχουν κατά 90 % βεβαιότητα ότι το άνοιγμα τιμών το οποίο θα μπορούσαν να επιτύχουν κατά την έξοδο από το άνοιγμα αποτίμησης θα ήταν στην εν λόγω τιμή ή σε καλύτερη·

β)

όπου υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα για να κατασκευαστεί ένα εύλογο εύρος τιμών αγοράς και πώλησης, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μια προσέγγιση με βάση εμπειρογνώμονες, χρησιμοποιώντας ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες για να επιτευχθεί ένα επίπεδο βεβαιότητας στη συνετή αξία που είναι ισοδύναμη με εκείνη που στοχεύεται όταν είναι διαθέσιμο ένα εύρος εύλογων αξιών. Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τα ανοίγματα αποτίμησης για τα οποία εφαρμόζεται αυτή η προσέγγιση και για τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ΠΠΑ·

γ)

τα ιδρύματα υπολογίζουν την ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης εφαρμόζοντας το 50 % του εκτιμώμενου εύρους τιμών αγοράς και πώλησης, που υπολογίζεται σύμφωνα είτε με το στοιχείο α) είτε με το στοιχείο β) για τα ανοίγματα αποτίμησης που σχετίζονται με τα δεδομένα αποτίμησης που ορίζονται στην παράγραφο 5.

7.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνολική ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας για έξοδα εκκαθάρισης εφαρμόζοντας, στις ατομικές ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης, τους τύπους είτε για τη μέθοδο 1 είτε για τη μέθοδο 2 που προβλέπονται στο παράρτημα.

Άρθρο 11

Υπολογισμός της ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν μια ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος για κάθε υπόδειγμα αποτίμησης («ατομική ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος»), λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο του υποδείγματος αποτίμησης που προκύπτει λόγω της ενδεχόμενης ύπαρξης μιας σειράς διαφορετικών υποδειγμάτων ή βαθμονομήσεων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται από τους συμμετέχοντες στην αγορά και λόγω της έλλειψης μιας σταθερής τιμής εξόδου για το συγκεκριμένο προϊόν που αποτιμάται. Τα ιδρύματα δεν λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο του υποδείγματος αποτίμησης που προκύπτει λόγω βαθμονομήσεων από παραμέτρους που προκύπτουν από την αγορά, ο οποίος αποτυπώνεται σύμφωνα με το άρθρο 9.

2.   Η ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος υπολογίζεται με χρήση μιας από τις προσεγγίσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4.

3.   Όπου είναι δυνατόν, τα ιδρύματα υπολογίζουν την ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος προσδιορίζοντας ένα εύρος εύλογων αποτιμήσεων που παράγονται από κατάλληλες εναλλακτικές προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων και βαθμονόμησης. Σε αυτήν την περίπτωση, τα ιδρύματα εκτιμούν ένα σημείο εντός του εύρους αποτιμήσεων που προκύπτει όπου έχουν κατά 90 % βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν να εξέλθουν από το άνοιγμα αποτίμησης στην εν λόγω τιμή ή σε καλύτερη.

4.   Όταν τα ιδρύματα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο που ορίζεται στην παράγραφο 3, εφαρμόζουν μια προσέγγιση με βάση εμπειρογνώμονες για την εκτίμηση της ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος.

5.   Η προσέγγιση με βάση εμπειρογνώμονες λαμβάνει υπόψη όλα τα παρακάτω στοιχεία:

α)

πολυπλοκότητα των προϊόντων που σχετίζονται με το υπόδειγμα·

β)

πολυμορφία των πιθανών μαθηματικών προσεγγίσεων και των παραμέτρων υποδειγμάτων, όταν οι εν λόγω παράμετροι υποδειγμάτων δεν έχουν σχέση με μεταβλητές της αγοράς·

γ)

βαθμός στον οποίο η αγορά των σχετικών προϊόντων είναι «μιας κατεύθυνσης»·

δ)

ύπαρξη μη αντισταθμιζόμενων κινδύνων σε σχετικά προϊόντα·

ε)

επάρκεια του υποδείγματος στην αποτύπωση της συμπεριφοράς της αποπληρωμής των προϊόντων στο χαρτοφυλάκιο.

Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τα υποδείγματα για τα οποία εφαρμόζεται αυτή η προσέγγιση και για τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ΠΠΑ.

6.   Όταν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 4, η σύνεση της μεθόδου επιβεβαιώνεται ετησίως μέσω της σύγκρισης των εξής στοιχείων:

α)

ΠΠΑ που υπολογίζονται με χρήση της μεθόδου που περιγράφεται στην παράγραφο 4, εάν είχαν εφαρμοστεί σε σημαντικό δείγμα των υποδειγμάτων αποτίμησης, για τα οποία το ίδρυμα εφαρμόζει τη μέθοδο της παραγράφου 3· και

β)

ΠΠΑ που παράγονται με τη μέθοδο της παραγράφου 3 για το ίδιο δείγμα υποδειγμάτων αποτίμησης.

7.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνολική ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας για κίνδυνο υποδείγματος εφαρμόζοντας, στις ατομικές ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος, τους τύπους είτε για τη μέθοδο 1 είτε για τη μέθοδο 2 που προβλέπονται στο παράρτημα.

Άρθρο 12

Υπολογισμός των ΠΠΑ των μη δεδουλευμένων πιστωτικών περιθωρίων

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ΠΠΑ των μη δεδουλευμένων πιστωτικών περιθωρίων ώστε να αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα αποτίμησης στην προσαρμογή που είναι απαραίτητη, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο λογιστικό πλαίσιο, ώστε να περιλαμβάνει την τρέχουσα αξία των αναμενόμενων ζημιών λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου σε θέσεις παραγώγων.

2.   Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν το στοιχείο της ΠΠΑ σχετικά με την αβεβαιότητα των τιμών στην αγορά εντός της κατηγορίας ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά. Το στοιχείο της ΠΠΑ σχετικά με την αβεβαιότητα των εξόδων εκκαθάρισης περιλαμβάνεται στην κατηγορία ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης. Το στοιχείο της ΠΠΑ σχετικά με τον κίνδυνο υποδείγματος περιλαμβάνεται στην κατηγορία ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος.

Άρθρο 13

Υπολογισμός της ΠΠΑ των επενδυτικών εξόδων και των εξόδων χρηματοδότησης

1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την ΠΠΑ των επενδυτικών εξόδων και των εξόδων χρηματοδότησης ώστε να αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα αποτίμησης στα έξοδα χρηματοδότησης που χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό της τιμής εξόδου σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο.

2.   Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν το στοιχείο της ΠΠΑ σχετικά με την αβεβαιότητα των τιμών στην αγορά εντός της κατηγορίας ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά. Το στοιχείο της ΠΠΑ σχετικά με την αβεβαιότητα των εξόδων εκκαθάρισης περιλαμβάνεται στην κατηγορία ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης. Το στοιχείο της ΠΠΑ σχετικά με τον κίνδυνο υποδείγματος περιλαμβάνεται στην κατηγορία ΠΠΑ κινδύνου υποδείγματος.

Άρθρο 14

Υπολογισμός της ΠΠΑ συγκεντρωμένων θέσεων

1.   Τα ιδρύματα εκτιμούν μια ΠΠΑ συγκεντρωμένης θέσης για συγκεντρωμένες θέσεις αποτίμησης («ατομικές ΠΠΑ συγκεντρωμένων θέσεων») εφαρμόζοντας την παρακάτω προσέγγιση τριών σταδίων:

α)

προσδιορίζουν τις συγκεντρωμένες θέσεις αποτίμησης·

β)

για κάθε συγκεντρωμένη θέση αποτίμησης που προσδιορίζεται, όπου δεν είναι διαθέσιμη τιμή της αγοράς που να εφαρμόζεται για το μέγεθος της θέσης αποτίμησης, εκτιμούν μια συνετή περίοδο εξόδου·

γ)

όταν η συνετής περίοδος εξόδου υπερβαίνει τις 10 ημέρες, εκτιμούν μια ΠΠΑ λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβλητότητα του δεδομένου αποτίμησης, τη μεταβλητότητα του εύρους τιμών αγοράς και πώλησης και τον αντίκτυπο της υποθετικής στρατηγικής εξόδου στις τιμές της αγοράς.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), ο προσδιορισμός των συγκεντρωμένων θέσεων αποτίμησης λαμβάνει υπόψη όλα τα εξής στοιχεία:

α)

το μέγεθος όλων των θέσεων αποτίμησης σε σχέση με τη ρευστότητα της σχετικής αγοράς·

β)

την ικανότητα του ιδρύματος να πραγματοποιεί συναλλαγές στην εν λόγω αγορά·

γ)

τον μέσο ημερήσιο όγκο της αγοράς και τον τυπικό ημερήσιο όγκο συναλλαγών του ιδρύματος.

Τα ιδρύματα καταρτίζουν και τεκμηριώνουν τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό των συγκεντρωμένων θέσεων αποτίμησης, για τις οποίες υπολογίζεται μια ΠΠΑ συγκεντρωμένων θέσεων.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνολική ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας για τις ΠΠΑ συγκεντρωμένων θέσεων ως το άθροισμα των ατομικών ΠΠΑ συγκεντρωμένων θέσεων.

Άρθρο 15

Υπολογισμός της ΠΠΑ μελλοντικών διοικητικών δαπανών

1.   Όταν ένα ίδρυμα υπολογίζει τις ΠΠΑ αβεβαιότητας των τιμών στην αγορά και των εξόδων εκκαθάρισης για ένα άνοιγμα αποτίμησης, οι οποίες συνεπάγονται την πλήρη έξοδο από το άνοιγμα, το ίδρυμα μπορεί να εκτιμήσει μηδενική ΠΠΑ για μελλοντικά διοικητικά έξοδα.

2.   Όταν το άνοιγμα αποτίμησης δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει μηδενική ΠΠΑ σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν την ΠΠΑ μελλοντικών διοικητικών δαπανών («ατομική ΠΠΑ μελλοντικών διοικητικών δαπανών») λαμβάνοντας υπόψη τις διοικητικές δαπάνες και τις μελλοντικές δαπάνες αντιστάθμισης κατά τη διάρκεια της αναμενόμενης ζωής των ανοιγμάτων αποτίμησης, για τα οποία δεν εφαρμόζεται τιμή άμεσης εξόδου για την ΠΠΑ εξόδων εκκαθάρισης, προεξοφλώντας με χρήση επιτοκίου που προσεγγίζει το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα μελλοντικά διοικητικά έξοδα περιλαμβάνουν όλα τα επιπρόσθετα έξοδα στελέχωσης και πάγια έξοδα που είναι πιθανό να πραγματοποιηθούν κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου, αλλά μπορεί να υποτεθεί μια μείωση των εν λόγω εξόδων όσο μειώνεται το μέγεθος του χαρτοφυλακίου.

4.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνολική ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας για τις ΠΠΑ μελλοντικών διοικητικών δαπανών ως το άθροισμα των ατομικών ΠΠΑ μελλοντικών διοικητικών δαπανών.

Άρθρο 16

Υπολογισμός της ΠΠΑ πρόωρης λήξης

Τα ιδρύματα εκτιμούν μια ΠΠΑ πρόωρης λήξης λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές ζημίες που προκύπτουν από μη συμβατικές, πρόωρες λήξεις των συναλλαγών του πελάτη. Η ΠΠΑ πρόωρης λήξης υπολογίζεται αφού ληφθούν υπόψη το ποσοστό των συναλλαγών του πελάτη που έχουν ιστορικά λήξει πρόωρα και οι ζημίες που προκύπτουν στις εν λόγω περιπτώσεις.

Άρθρο 17

Υπολογισμός της ΠΠΑ λειτουργικού κινδύνου

1.   Τα ιδρύματα εκτιμούν μια ΠΠΑ λειτουργικού κινδύνου εκτιμώντας τις πιθανές ζημίες που μπορεί να προκύψουν ως αποτέλεσμα του λειτουργικού κινδύνου που σχετίζεται με διαδικασίες αποτίμησης. Αυτή η εκτίμηση περιλαμβάνει εκτίμηση των θέσεων αποτίμησης που κρίνονται ότι είναι σε κίνδυνο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τεκμηρίωσης του ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων λόγω νομικών διαφορών.

2.   Όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει την εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου, όπως προσδιορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος III κεφάλαιο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μπορεί να αναφέρει μηδενική ΠΠΑ λειτουργικού κινδύνου, υπό την προϋπόθεση να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο λειτουργικός κίνδυνος που σχετίζεται με τη διαδικασία αποτίμησης, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, λαμβάνεται πλήρως υπόψη από τον υπολογισμό της εξελιγμένης προσέγγισης μέτρησης.

3.   Σε άλλες περιπτώσεις πλην εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το ίδρυμα υπολογίζει μια ΠΠΑ λειτουργικού κινδύνου ύψους 10 % του αθροίσματος των συγκεντρωτικών ΠΠΑ επιπέδου κατηγορίας για την αβεβαιότητα των τιμών στην αγορά και τα έξοδα εκκαθάρισης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ, ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Άρθρο 18

Απαιτήσεις τεκμηρίωσης

1.   Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν επαρκώς τη μεθοδολογία συνετής αποτίμησης. Αυτή η τεκμηρίωση περιλαμβάνει τις εσωτερικές πολιτικές που παρέχουν καθοδήγηση για όλα τα παρακάτω στοιχεία:

α)

εύρος των μεθοδολογιών για την ποσοτικοποίηση των ΠΠΑ για κάθε θέση αποτίμησης·

β)

ιεράρχηση των μεθοδολογιών για κάθε κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού, προϊόν ή θέση αποτίμησης·

γ)

ιεράρχηση των πηγών δεδομένων της αγοράς που χρησιμοποιούνται στη μεθοδολογία ΠΠΑ·

δ)

απαιτούμενα χαρακτηριστικά των δεδομένων της αγοράς για να δικαιολογηθεί η μηδενική ΠΠΑ για κάθε κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού, προϊόν ή θέση αποτίμησης·

ε)

μεθοδολογία που εφαρμόζεται όταν για τον προσδιορισμό της ΠΠΑ χρησιμοποιείται προσέγγιση με βάση εμπειρογνώμονες·

στ)

μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του κατά πόσον μια θέση αποτίμησης απαιτεί ΠΠΑ συγκεντρωμένης θέσης·

ζ)

τεκμαιρόμενος ορίζοντας εξόδου για τους σκοπούς του υπολογισμού των ΠΠΑ για συγκεντρωμένες θέσεις, κατά περίπτωση·

η)

στοιχεία ενεργητικού και παθητικού εύλογης αξίας για τα οποία μια μεταβολή της λογιστικής αποτίμησης έχει μερικό ή μηδενικό αντίκτυπο στο κεφάλαιο CET1, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 και το άρθρο 8 παράγραφος 1.

2.   Τα ιδρύματα διατηρούν επίσης αρχεία για να υπάρχει δυνατότητα ανάλυσης του υπολογισμού των ΠΠΑ σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης, και παρέχονται πληροφορίες από τη διαδικασία υπολογισμού των ΠΠΑ στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, ώστε να υπάρχει δυνατότητα κατανόησης του επιπέδου της αβεβαιότητας αποτίμησης των θέσεων εύλογης αξίας στο χαρτοφυλάκιο του ιδρύματος.

3.   Η τεκμηρίωση που προσδιορίζεται στην παράγραφο 1 επανεξετάζεται τουλάχιστον ετησίως και εγκρίνεται από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη.

Άρθρο 19

Απαιτήσεις για συστήματα και έλεγχους

1.   Οι ΠΠΑ αρχικά εγκρίνονται, και στη συνέχεια παρακολουθούνται, από ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου.

2.   Τα ιδρύματα διαθέτουν αποτελεσματικούς ελέγχους σχετικά με τη διακυβέρνηση όλων των θέσεων εύλογης αξίας, καθώς και επαρκείς πόρους για την εφαρμογή των εν λόγω ελέγχων και τη διασφάλιση αξιόπιστων διαδικασιών αποτίμησης, ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ακραίων συνθηκών. Αυτές οι ενέργειες περιλαμβάνουν όλα τα παρακάτω:

α)

τουλάχιστον μια ετήσια επανεξέταση της επίδοσης του υποδείγματος αποτίμησης·

β)

έγκριση από τη διοίκηση όλων των σημαντικών αλλαγών στις πολιτικές αποτίμησης·

γ)

μια σαφή δήλωση της διάθεσης του ιδρύματος για ανάληψη κινδύνων για άνοιγμα σε θέσεις που υπόκεινται σε αβεβαιότητα αποτίμησης, η οποία παρακολουθείται σε συνολικό επίπεδο ιδρύματος·

δ)

ανεξαρτησία στη διαδικασία αποτίμησης μεταξύ των μονάδων ανάληψης κινδύνων και ελέγχου·

ε)

μια ολοκληρωμένη διαδικασία εσωτερικού ελέγχου σχετικά με τις διαδικασίες αποτίμησης και τους ελέγχους.

3.   Τα ιδρύματα εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν αποτελεσματικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται με συνέπεια σε σχέση με τη διαδικασία αποτίμησης για θέσεις εύλογης αξίας. Αυτοί οι έλεγχοι αποτελούν αντικείμενο τακτικής εσωτερικής επανεξέτασης ελέγχου. Οι έλεγχοι περιλαμβάνουν όλα τα παρακάτω στοιχεία:

α)

μια επακριβώς καθορισμένη απογραφή των προϊόντων σε όλο το ίδρυμα, η οποία διασφαλίζει ότι κάθε θέση αποτίμησης αντιστοιχίζεται μοναδικά με έναν ορισμό προϊόντος·

β)

μεθοδολογίες αποτίμησης, για κάθε προϊόν στην απογραφή που καλύπτουν την επιλογή και τη βαθμονόμηση του υποδείγματος, τις προσαρμογές της εύλογης αξίας, τις ΠΠΑ, τις μεθοδολογίες ανεξάρτητης επαλήθευσης των τιμών που εφαρμόζονται στο προϊόν, καθώς και τη μέτρηση της αβεβαιότητας αποτίμησης·

γ)

τη διαδικασία επικύρωσης με την οποία εξασφαλίζεται ότι, για κάθε προϊόν, τόσο τα τμήματα ανάληψης κινδύνων όσο και τα σχετικά τμήματα ελέγχου εγκρίνουν τις μεθοδολογίες σε επίπεδο προϊόντος που περιγράφονται στο στοιχείο β) και βεβαιώνουν ότι αυτές αντικατοπτρίζουν την πραγματική πρακτική για κάθε θέση αποτίμησης που αντιστοιχίζεται με το προϊόν·

δ)

καθορισμένα όρια που βασίζονται σε παρατηρούμενα δεδομένα της αγοράς για τον προσδιορισμό του πότε τα μοντέλα αποτίμησης δεν είναι πλέον αρκετά αξιόπιστα·

ε)

μια επίσημη διαδικασία ανεξάρτητης επαλήθευσης των τιμών που βασίζεται σε τιμές ανεξάρτητες από τη σχετική μονάδα διαπραγμάτευσης·

στ)

μια νέα διαδικασία έγκρισης προϊόντων που αναφέρεται στην απογραφή προϊόντων και περιλαμβάνει όλα τα εσωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν σχέση με τη μέτρηση του κινδύνου, τον έλεγχο του κινδύνου, την υποβολή χρηματοοικονομικών αναφορών και την ταξινόμηση και επαλήθευση των αποτιμήσεων χρηματοπιστωτικών μέσων·

ζ)

μια νέα διαδικασία επανεξέτασης συμφωνιών για να εξασφαλιστεί ότι χρησιμοποιούνται δεδομένα τιμολόγησης από νέες συναλλαγές για να εκτιμηθεί κατά πόσον οι αποτιμήσεις παρόμοιων ανοιγμάτων αποτίμησης παραμένουν επαρκώς συνετές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Οκτωβρίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τύποι που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του αθροίσματος των ΠΠΑ βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 6, του άρθρου 10 παράγραφος 7 και του άρθρου 11 παράγραφος 7

Μέθοδος 1

APVA

=

(FV – PV) – 50 % · (FV – PV)

= (50 % · (FV – PV)

AVA

=

Σ APVA

Μέθοδος 2

APVA

=

max {0, (FV – PV) – 50 % · (EV – PV)}

= max {0, FV – 50 % · (EV + PV)}

AVA

=

Σ APVA

Όπου:

FV

=

η εύλογη αξία σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης, ύστερα από κάθε λογιστική προσαρμογή που εφαρμόζεται στην εύλογη αξία του ιδρύματος και μπορεί να προσδιοριστεί ότι αντιμετωπίζει την ίδια πηγή αβεβαιότητας αποτίμησης όπως η σχετική AVA (ΠΠΑ),

PV

=

η συνετή αξία σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης, προσδιορισμένη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

EV

=

η αναμενόμενη αξία σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης, η οποία έχει ληφθεί από ένα εύρος πιθανών τιμών,

APVA

=

η AVA (ΠΠΑ) σε επίπεδο ανοίγματος αποτίμησης μετά την προσαρμογή για άθροισμα,

AVA

=

η συνολική AVA (ΠΠΑ) επιπέδου κατηγορίας μετά την προσαρμογή για άθροισμα.


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/66


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/102 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Ιανουαρίου 2016

για την έγκριση μη ήσσονος σημασίας τροποποίησης των προδιαγραφών ονομασίας καταχωρισμένης στο μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Eichsfelder Feldgieker/Eichsfelder Feldkieker (ΠΓΕ)]

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 52 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η Επιτροπή εξέτασε την αίτηση της Γερμανίας για την έγκριση τροποποίησης των προδιαγραφών της προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης «Eichsfelder Feldgieker»/«Eichsfelder Feldkieker», η οποία καταχωρίσθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 452/2013 της Επιτροπής (2).

(2)

Δεδομένου ότι η εν λόγω τροποποίηση δεν είναι ήσσονος σημασίας κατά την έννοια του άρθρου 53 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η Επιτροπή δημοσίευσε την αίτηση τροποποίησης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3).

(3)

Δεδομένου ότι δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή καμία δήλωση ένστασης βάσει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, πρέπει να εγκριθεί η τροποποίηση των προδιαγραφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται η τροποποίηση των προδιαγραφών η οποία έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά την ονομασία «Eichsfelder Feldgieker»/«Eichsfelder Feldkieker» (ΠΓΕ).

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Phil HOGAN

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 452/2013 της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2013, για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Eichsfelder Feldgieker/Eichsfelder Feldkieker (ΠΓΕ)], (ΕΕ L 133 της 17.5.2013, σ. 5).

(3)  ΕΕ C 281 της 26.8.2015, σ. 12.


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/67


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/103 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (1), και ιδίως το άρθρο 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 συστάθηκε επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS).

(2)

Ο ρόλος της επιτροπής COSS είναι να συγκεντρώσει τα καθήκοντα των επιτροπών που έχουν συσταθεί με βάση την ενωσιακή νομοθεσία που αφορά την ασφάλεια στη ναυτιλία, την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία και την προστασία των όρων διαβίωσης και εργασίας στα πλοία.

(3)

Όλη η νέα νομοθεσία της Ένωσης που έχει θεσπισθεί στον τομέα της ασφάλειας στη ναυτιλία και της πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία πρέπει να προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στην COSS.

(4)

Μετά την τελευταία τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 πολλές νέες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης που εκδόθηκαν στο πεδίο της ασφάλειας στη ναυτιλία και της πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία προβλέπουν ότι η Επιτροπή πρέπει να επικουρείται από την COSS, και συγκεκριμένα, το άρθρο 28 της οδηγίας 2008/106/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), το άρθρο 6 της οδηγίας 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), το άρθρο 31 της οδηγίας 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), το άρθρο 19 της οδηγίας 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), το άρθρο 10 της οδηγίας 2009/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), το άρθρο 11 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και το άρθρο 38 της οδηγίας 2014/90/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(5)

Επιπλέον, το άρθρο 4δ παράγραφος 2 της οδηγίας 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου (11), το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 530/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και το άρθρο 19 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 788/2014 της Επιτροπής (13) προβλέπουν την προσφυγή στην COSS.

(6)

Μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002, καταργήθηκαν οι ακόλουθες ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού: κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 613/91 του Συμβουλίου (14), οδηγία 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου (15), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου (16), οδηγία 98/18/ΕΚ του Συμβουλίου (17), οδηγία 2001/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), οδηγία 2002/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) και κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20).

(7)

Αναδιατυπώθηκαν οι ακόλουθες πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002: η οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου (21) η οποία αναδιατυπώθηκε σε οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) και σε κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), ενώ η οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου (24) αναδιατυπώθηκε σε οδηγία 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

(8)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Ως “κοινοτική ναυτιλιακή νομοθεσία” νοούνται οι ακόλουθες πράξεις:

α)

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2978/94 του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1994, για την εκτέλεση του ψηφίσματος Α.747(18) του ΙΜΟ σχετικά με την εφαρμογή της καταμέτρησης της χωρητικότητας των χώρων έρματος στα πετρελαιοφόρα διαχωρισμένου έρματος (26)·

β)

οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων (27)·

γ)

οδηγία 97/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1997, για θέσπιση εναρμονισμένου καθεστώτος για τα αλιευτικά σκάφη μήκους 24 μέτρων και άνω (28)·

δ)

οδηγία 98/41/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την καταγραφή των ατόμων που ταξιδεύουν με επιβατηγά πλοία που εκτελούν δρομολόγια προς ή από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας (29)·

ε)

οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ (30) για την εφαρμογή του άρθρου 4 στοιχείο δ) σημείο 2) αυτής·

στ)

οδηγία 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με ένα σύστημα υποχρεωτικών επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση τακτικών δρομολογίων από οχηματαγωγά ro- ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη (31)·

ζ)

οδηγία 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου (32)·

η)

οδηγία 2001/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό εναρμονισμένων απαιτήσεων και διαδικασιών για την ασφαλή φόρτωση και εκφόρτωση των φορτηγών πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην (33)·

θ)

οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου (34)·

ι)

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 782/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, για την απαγόρευση οργανοκασσιτερικών ενώσεων σε πλοία (35)·

ια)

οδηγία 2003/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, σχετικά με ειδικές απαιτήσεις ευστάθειας για επιβατικά οχηματαγωγά πλοία (ro-ro) (36)·

ιβ)

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 789/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη μετανηολόγηση φορτηγών και επιβατηγών πλοίων στο εσωτερικό της Κοινότητας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 613/91 του Συμβουλίου (37)·

ιγ)

οδηγία 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων, για αδικήματα ρύπανσης (38)·

ιδ)

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 336/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας εντός της Κοινότητας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου (39)·

ιε)

οδηγία 2008/106/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών (40)·

ιστ)

οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (41)·

ιζ)

οδηγία 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (42)·

ιη)

οδηγία 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43)·

ιθ)

οδηγία 2009/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για την τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους σημαίας (44)·

κ)

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων (45)·

κα)

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος (46)·

κβ)

οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (47)·

κγ)

κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 530/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους (48)·

κδ)

κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 788/2014 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (49)·

κε)

οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (50).

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1.

(2)  Οδηγία 2008/106/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών (ΕΕ L 323 της 3.12.2008, σ. 33).

(3)  Οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 47).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 11).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 24).

(6)  Οδηγία 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 57).

(7)  Οδηγία 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 114).

(8)  Οδηγία 2009/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για την τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους σημαίας (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 132).

(9)  Οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (ΕΕ L 163 της 25.6.2009, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 146).

(11)  Οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ (ΕΕ L 121 της 11.5.1999, σ. 13).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 530/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους (ΕΕ L 172 της 30.6.2012, σ. 3).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 788/2014 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 214 της 19.7.2014, σ. 12).

(14)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 613/91 του Συμβουλίου της 4ης Μαρτίου 1991 για τη μετανηολόγηση πλοίων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ L 68 της 15.3.1991, σ. 1).

(15)  Οδηγία 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα (ΕΕ L 247 της 5.10.1993, σ. 19

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1995, για τη διαχείριση της ασφάλειας των επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων, Roll-on/Roll-off (ro-ro) (ΕΕ L 320 της 30.12.1995, σ. 14

(17)  Οδηγία 98/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1998, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (ΕΕ L 144 της 15.5.1998, σ. 1).

(18)  Οδηγία 2001/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών (ΕΕ L 136 της 18.5.2001, σ. 17).

(19)  Οδηγία 2002/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας (ΕΕ L 67 της 9.3.2002, σ. 31).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2978/94 του Συμβουλίου (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 1).

(21)  Οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 20

(22)  Οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 47).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 11).

(24)  Οδηγία 95/21/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα (ΕΕ L 157 της 7.7.1995, σ. 1).

(25)  Οδηγία 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 57).


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/71


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/104 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

σχετικά με την έγκριση παρασκευάσματος Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για ήσσονος σημασίας μηρυκαστικά προς πάχυνση και γαλακτοπαραγωγή (κάτοχος της άδειας: Prosol SpA)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 προβλέπει τη χορήγηση άδειας για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων και καθορίζει τους όρους και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της άδειας αυτής.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, υποβλήθηκε αίτηση για την έγκριση παρασκευάσματος Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885. Η εν λόγω αίτηση συνοδευόταν από τα στοιχεία και τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(3)

Η εν λόγω αίτηση αφορά την έγκριση παρασκευάσματος Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για ήσσονος σημασίας μηρυκαστικά προς πάχυνση και γαλακτοπαραγωγή, ώστε να ταξινομηθεί στην κατηγορία πρόσθετων υλών «ζωοτεχνικές πρόσθετες ύλες».

(4)

Η πρόσθετη ύλη έχει ήδη εγκριθεί για χρήση σε χοιρίδια με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 170/2011 της Επιτροπής (2), σε αγελάδες γαλακτοπαραγωγής και ίππους με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1119/2010 της Επιτροπής (3), σε χοιρομητέρες με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 896/2009 της Επιτροπής (4) και σε βοοειδή προς πάχυνση με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1059/2013 της Επιτροπής (5).

(5)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή») στη γνωμοδότησή της της 9ης Ιουλίου 2015 (6) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσης, το παρασκεύασμα Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 θεωρείται ότι δεν έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των ζώων, την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Η Αρχή έκρινε ότι τα συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις για τα σημαντικότερα είδη προς πάχυνση και γαλακτοπαραγωγή είναι δυνατόν να προεκταθούν στα ήσσονος σημασίας μηρυκαστικά προς πάχυνση και γαλακτοπαραγωγή. Η Αρχή κρίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για ειδικές απαιτήσεις παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά. Η Αρχή επαλήθευσε επίσης την έκθεση σχετικά με τη μέθοδο ανάλυσης της πρόσθετης ύλης ζωοτροφών στις ζωοτροφές, η οποία υποβλήθηκε από το εργαστήριο αναφοράς το οποίο συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(6)

Από την αξιολόγηση του παρασκευάσματος Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση άδειας που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003. Συνεπώς, πρέπει να εγκριθεί η χρήση αυτού του παρασκευάσματος όπως προσδιορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παρασκεύασμα που παρατίθεται στο παράρτημα, το οποίο ανήκει στην κατηγορία πρόσθετων υλών «ζωοτεχνικές πρόσθετες ύλες» και στη λειτουργική ομάδα «σταθεροποιητές της χλωρίδας των εντέρων», εγκρίνεται ως πρόσθετη ύλη που μπορεί να χρησιμοποιείται στη διατροφή των ζώων υπό τους όρους που παρατίθενται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 170/2011 της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη χορήγηση άδειας για τη χρήση του Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για χοιρίδια (απογαλακτισμένα) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1200/2005 (κάτοχος της άδειας: Prosol SpA) (ΕΕ L 49 της 24.2.2011, σ. 8).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1119/2010 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 2010, για τη χορήγηση άδειας για τη χρήση του Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για αγελάδες γαλακτοπαραγωγής και ίππους και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1520/2007 (κάτοχος της άδειας: Prosol SpA) (ΕΕ L 317 της 3.12.2010, σ. 9).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 896/2009 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την έγκριση νέας χρήσης του παρασκευάσματος Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για χοιρομητέρες (κάτοχος άδειας: Prosol SpA) (ΕΕ L 256 της 29.9.2009, σ. 6).

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1059/2013 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με την έγκριση παρασκευάσματος Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για βοοειδή προς πάχυνση και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 492/2006 (κάτοχος της άδειας: Prosol SpA) (ΕΕ L 289 της 31.10.2013, σ. 30).

(6)  Δελτίο EFSA (2015)· 13(7):4199.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθμός αναγνώρισης της πρόσθετης ύλης

Επωνυμία του κατόχου της άδειας

Πρόσθετη ύλη

Σύνθεση, χημικός τύπος, περιγραφή, αναλυτική μέθοδος

Είδος ή κατηγορία ζώου

Μέγιστη ηλικία

Ελάχιστη περιεκτικότητα

Μέγιστη περιεκτικότητα

Λοιπές διατάξεις

Λήξη της περιόδου έγκρισης

Μονάδες δραστικότητας (CFU) ανά kg πλήρους ζωοτροφής με περιεκτικότητα σε υγρασία 12 %

Κατηγορία ζωοτεχνικών πρόσθετων υλών. Λειτουργική ομάδα: σταθεροποιητές της χλωρίδας των εντέρων

4b1710

Prosol SpA

Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885

Σύνθεση πρόσθετης ύλης

Παρασκεύασμα Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885 με ελάχιστη περιεκτικότητα:

1 × 1010 CFU/g πρόσθετης ύλης

Σε στερεά μορφή

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας

Βιώσιμα κύτταρα Saccharomyces cerevisiae MUCL 39885

Αναλυτική μέθοδος  (1)

Καταμέτρηση: Τεχνική της απόχυσης με τη χρήση θρεπτικού μέσου chloramphenicol glucose yeast extract agar (EN 15789:2009)

Στοιχεία ταυτοποίησης: Αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR)

Ήσσονος σημασίας μηρυκαστικά προς πάχυνση

4 × 109

1.

Στις οδηγίες χρήσης της πρόσθετης ύλης και του προμείγματος πρέπει να αναφέρονται οι συνθήκες αποθήκευσης και η σταθερότητα έναντι σχηματισμού συσφαιρωμάτων.

2.

Για ασφάλεια: να χρησιμοποιούνται γυαλιά και γάντια ασφάλειας κατά τον χειρισμό.

17 Φεβρουαρίου 2026

Ήσσονος σημασίας μηρυκαστικά προς γαλακτοπαραγωγή

2 × 109


(1)  Λεπτομέρειες σχετικά με τις αναλυτικές μεθόδους διατίθενται στην ακόλουθη διεύθυνση του εργαστηρίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις πρόσθετες ύλες ζωοτροφών: https://ec.europa.eu/jrc/en/eurl/feed-additives/evaluation-reports


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/74


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/105 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

σχετικά με την έγκριση της διφαινυλ-2-όλης ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 2, 4, 6 και 13

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 89 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής (2) θεσπίζει κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογούνται με σκοπό την πιθανή τους έγκριση για χρήση σε βιοκτόνα. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνεται η διφαινυλ-2-όλη.

(2)

Η διφαινυλ-2-όλη αξιολογήθηκε για χρήση στον τύπο προϊόντων 1 (Υγιεινή του ανθρώπου), στον τύπο προϊόντων 2 (Απολυμαντικά και φυκοκτόνα που δεν προορίζονται για άμεση εφαρμογή στους ανθρώπους ή τα ζώα), στον τύπο προϊόντων 4 (Χώροι τροφίμων και ζωοτροφών), στον τύπο προϊόντων 6 (Συντηρητικά για αποθηκευμένα προϊόντα), και στον τύπο προϊόντων 13 (Συντηρητικά ρευστών κατεργασίας και κοπής), όπως ορίζονται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(3)

Η Ισπανία ορίστηκε ως αρμόδια αρχή αξιολόγησης, και υπέβαλε τις εκθέσεις αξιολόγησης μαζί με τις συστάσεις της στις 2 Ιουνίου 2014.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1062/2014, οι γνώμες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων διατυπώθηκαν στις 5 Φεβρουαρίου 2015 και στις 15 Ιουνίου 2015 από την επιτροπή για τα βιοκτόνα προϊόντα, λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης.

(5)

Σύμφωνα με τις γνώμες αυτές, τα βιοκτόνα που χρησιμοποιούνται για τους τύπους προϊόντων 1, 2, 4, 6 και 13 και τα οποία περιέχουν διφαινυλ-2-όλη μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού 528/2012, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένοι όροι σχετικά με τη χρήση της εν λόγω ουσίας.

(6)

Συνεπώς, είναι σκόπιμο να εγκριθεί η διφαινυλ-2-όλη για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 2, 4, 6 και 13, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με ορισμένες προδιαγραφές και ορισμένους όρους.

(7)

Όσον αφορά τη χρήση στον τύπο προϊόντων 4, κατά την αξιολόγηση δεν εξετάστηκε η ενσωμάτωση βιοκτόνων που περιέχουν διφαινυλ-2-όλη σε υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν, άμεσα ή έμμεσα, σε επαφή με τρόφιμα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3). Για τα υλικά αυτά ενδέχεται να απαιτείται η θέσπιση ειδικών ορίων μετανάστευσης στα τρόφιμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, η έγκριση δεν θα πρέπει να καλύπτει τη συγκεκριμένη χρήση, εκτός εάν η Επιτροπή έχει θεσπίσει σχετικά όρια ή εάν έχει διαπιστωθεί δυνάμει του εν λόγω κανονισμού ότι δεν είναι αναγκαία η θέσπιση τέτοιων ορίων.

(8)

Πριν από την έγκριση δραστικής ουσίας θα πρέπει να προβλέπεται εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να λάβουν τα αναγκαία προπαρασκευαστικά μέτρα για την ικανοποίηση των νέων απαιτήσεων.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται η διφαινυλ-2-όλη ως δραστική ουσία για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 2, 4, 6 και 13, με την επιφύλαξη των προδιαγραφών και των όρων του παραρτήματος.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2014, σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών για τη συστηματική εξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που περιέχονται σε βιοκτόνα τα οποία αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 294 της 10.10.2014, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα και με την κατάργηση των οδηγιών 80/590/ΕΟΚ και 89/109/ΕΟΚ (ΕΕ L 338 της 13.11.2004, σ. 4).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κοινή ονομασία

Ονομασία IUPAC

Αριθμοί ταυτοποίησης

Ελάχιστος βαθμός καθαρότητας της δραστικής ουσίας (1)

Ημερομηνία έγκρισης

Ημερομηνία λήξης της έγκρισης

Τύπος προϊόντων

Ειδικοί όροι

Διφαινυλ-2-όλη

Ονομασία IUPAC:

ορθοφαινυλοφαινόλη

Αριθ. EC: 201-993-5

Αριθ. CAS: 90-43-7

995 g/kg

1η Ιουλίου 2017

30 Ιουνίου 2027

1

Κατά την αξιολόγηση του προϊόντος δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους τρόπους έκθεσης, στους κινδύνους και στην αποτελεσματικότητα που σχετίζονται με χρήσεις οι οποίες καλύπτονται από την αίτηση χορήγησης άδειας, αλλά δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης επικινδυνότητας της δραστικής ουσίας σε ενωσιακό επίπεδο.

2

Κατά την αξιολόγηση του προϊόντος δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους τρόπους έκθεσης, στους κινδύνους και στην αποτελεσματικότητα που σχετίζονται με χρήσεις οι οποίες καλύπτονται από την αίτηση χορήγησης άδειας, αλλά δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης επικινδυνότητας της δραστικής ουσίας σε ενωσιακό επίπεδο.

Οι άδειες για βιοκτόνα υπόκεινται στον ακόλουθο όρο:

Για τους επαγγελματίες χρήστες, καθορίζονται ασφαλείς επιχειρησιακές διαδικασίες και κατάλληλα οργανωτικά μέτρα. Τα προϊόντα χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας αν δεν είναι εφικτός ο περιορισμός της έκθεσης σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.

4

Κατά την αξιολόγηση του προϊόντος δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους τρόπους έκθεσης, στους κινδύνους και στην αποτελεσματικότητα που σχετίζονται με χρήσεις οι οποίες καλύπτονται από την αίτηση χορήγησης άδειας, αλλά δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης επικινδυνότητας της δραστικής ουσίας σε ενωσιακό επίπεδο.

Οι άδειες για βιοκτόνα υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

(1)

Για τους βιομηχανικούς ή τους επαγγελματίες χρήστες, καθορίζονται ασφαλείς επιχειρησιακές διαδικασίες και κατάλληλα οργανωτικά μέτρα. Τα προϊόντα χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, αν δεν είναι εφικτός ο περιορισμός της έκθεσης σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.

(2)

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που εντοπίστηκαν για τα επιφανειακά ύδατα, τα ιζήματα και το έδαφος, δεν χορηγείται άδεια σε βιοκτόνα για απολύμανση μεγάλης κλίμακας, εκτός εάν είναι δυνατόν να καταδειχθεί ότι είναι εφικτός ο περιορισμός των κινδύνων σε αποδεκτά επίπεδα.

(3)

Για τα προϊόντα που ενδεχομένως συνεπάγονται την παρουσία καταλοίπων στα τρόφιμα ή στις ζωοτροφές, εξακριβώνεται κατά πόσον είναι αναγκαίο να καθοριστούν νέα ανώτατα όρια καταλοίπων (ΑΟΚ) ή να τροποποιηθούν τα υφιστάμενα ΑΟΚ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 470/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), και λαμβάνονται τα δέοντα μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου, ώστε να αποκλείεται η υπέρβαση των ισχυόντων ΑΟΚ.

(4)

Τα προϊόντα δεν ενσωματώνονται σε υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), εκτός εάν η Επιτροπή έχει θεσπίσει ειδικά όρια μετανάστευσης της διφαινυλ-2-όλης στα τρόφιμα ή εάν έχει διαπιστωθεί, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, ότι δεν είναι αναγκαία η θέσπιση τέτοιων ορίων.

6

Κατά την αξιολόγηση του προϊόντος δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους τρόπους έκθεσης, στους κινδύνους και στην αποτελεσματικότητα που σχετίζονται με χρήσεις οι οποίες καλύπτονται από την αίτηση χορήγησης άδειας, αλλά δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης επικινδυνότητας της δραστικής ουσίας σε ενωσιακό επίπεδο.

Οι άδειες για βιοκτόνα υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

(1)

Για τους βιομηχανικούς ή τους επαγγελματίες χρήστες, καθορίζονται ασφαλείς επιχειρησιακές διαδικασίες και κατάλληλα οργανωτικά μέτρα. Τα προϊόντα χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, αν δεν είναι εφικτός ο περιορισμός της έκθεσης σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.

(2)

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που εντοπίστηκαν για το υδάτινο περιβάλλον, δεν πρέπει να χορηγείται άδεια σε βιοκτόνα για τη διατήρηση των υγρών πλύσης και καθαρισμού και άλλων απορρυπαντικών για επαγγελματική χρήση, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι κίνδυνοι για το περιβάλλον μπορούν να μειωθούν σε αποδεκτό επίπεδο.

13

Κατά την αξιολόγηση του προϊόντος δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους τρόπους έκθεσης, στους κινδύνους και στην αποτελεσματικότητα που σχετίζονται με χρήσεις οι οποίες καλύπτονται από την αίτηση χορήγησης άδειας, αλλά δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης επικινδυνότητας της δραστικής ουσίας σε ενωσιακό επίπεδο.

Οι άδειες για βιοκτόνα υπόκεινται στον ακόλουθο όρο:

Για τους βιομηχανικούς ή τους επαγγελματίες χρήστες, καθορίζονται ασφαλείς επιχειρησιακές διαδικασίες και κατάλληλα οργανωτικά μέτρα. Τα προϊόντα χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, αν δεν είναι εφικτός ο περιορισμός της έκθεσης σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.


(1)  Η καθαρότητα που αναγράφεται στη στήλη αυτή είναι ο ελάχιστος βαθμός καθαρότητας της δραστικής ουσίας που χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ. Η δραστική ουσία στο προϊόν που διατίθεται στην αγορά μπορεί να είναι ίσης ή διαφορετικής καθαρότητας, αν έχει αποδειχθεί τεχνικά ισοδύναμη με την αξιολογηθείσα δραστική ουσία.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 470/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τον καθορισμό ορίων καταλοίπων των φαρμακολογικά δραστικών ουσιών στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 του Συμβουλίου και τροποποίηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 152 της 16.6.2009, σ. 11).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα και με την κατάργηση των οδηγιών 80/590/ΕΟΚ και 89/109/ΕΟΚ (ΕΕ L 338 της 13.11.2004, σ. 4).


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/79


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/106 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

IL

236,2

MA

71,0

TN

116,3

TR

102,2

ZZ

131,4

0707 00 05

MA

86,8

TR

161,0

ZZ

123,9

0709 93 10

MA

50,4

TR

146,2

ZZ

98,3

0805 10 20

EG

50,4

MA

62,1

TN

49,3

TR

65,0

ZZ

56,7

0805 20 10

IL

147,6

MA

83,5

ZZ

115,6

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

IL

129,5

JM

154,6

MA

65,6

TR

82,3

ZZ

108,0

0805 50 10

TR

100,8

ZZ

100,8

0808 10 80

CL

86,9

US

122,2

ZZ

104,6

0808 30 90

CN

94,8

TR

82,0

ZA

84,4

ZZ

87,1


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1106/2012 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, όσον αφορά την επικαιροποίηση της ονοματολογίας των χωρών και εδαφών (ΕΕ L 328 της 28.11.2012, σ. 7). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/81


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/107 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

σχετικά με την άρνηση έγκρισης της ουσίας cybutryne ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 21

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 89 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής (2) θεσπίζει κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογούνται για πιθανή έγκρισή τους για χρήση σε βιοκτόνα προϊόντα. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει την ουσία cybutryne.

(2)

Η ουσία cybutryne αξιολογήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) για χρήση στον τύπο προϊόντων 21, αντιρρυπαντικά επιχρίσματα, όπως ορίζεται στο παράρτημα V της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο προϊόντων 21 που ορίζεται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(3)

Οι Κάτω Χώρες ορίστηκαν αρμόδια αρχή αξιολόγησης και υπέβαλαν έκθεση αξιολόγησης, μαζί με τις συστάσεις τους, στην Επιτροπή στις 7 Απριλίου 2011, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφοι 4 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1451/2007 της Επιτροπής (4).

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1062/2014, η γνώμη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων διατυπώθηκε στις 17 Ιουνίου 2015 από την επιτροπή βιοκτόνων, αφού ελήφθησαν υπόψη τα συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης.

(5)

Από την ανωτέρω γνώμη προκύπτει ότι τα βιοκτόνα που χρησιμοποιούνται για τον τύπο προϊόντων 21 και περιέχουν την ουσία cybutryne δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 5 της οδηγίας 98/8/ΕΚ. Τα σενάρια που αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης περιβαλλοντικού κινδύνου εντόπισαν μη αποδεκτούς κινδύνους.

(6)

Επομένως, δεν κρίνεται σκόπιμο να εγκριθεί η ουσία cybutryne με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 21.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ουσία cybutryne (αριθ. EC 248-872-3, αριθ. CAS 28159-98-0) δεν εγκρίνεται ως δραστική ουσία για χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 21.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2014, σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών για τη συστηματική εξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που περιέχονται σε βιοκτόνα τα οποία αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 294 της 10.10.2014, σ. 1).

(3)  Οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1451/2007 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 325 της 11.12.2007, σ. 3).


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/83


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/108 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

σχετικά με την άρνηση έγκρισης του υπεροξειδίου της βουτανόνης-2 ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1 και 2

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 89 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής (2) θεσπίζει κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογούνται για πιθανή έγκρισή τους για χρήση σε βιοκτόνα προϊόντα. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει το υπεροξείδιο της βουτανόνης-2.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1062/2014, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων έχει ενημερώσει την Επιτροπή ότι όλοι οι συμμετέχοντες διέκοψαν τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα επανεξέτασης για το υπεροξείδιο της βουτανόνης-2 για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1 και 2.

(3)

Ως εκ τούτου, το υπεροξείδιο της βουτανόνης-2 δεν θα πρέπει να εγκριθεί ως υπάρχουσα δραστική ουσία για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1 και 2.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το υπεροξείδιο της βουτανόνης-2 (αριθ. ΕC 215-661-2, αριθ. CAS 1338-23-4) δεν εγκρίνεται ως δραστική ουσία για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1 και 2.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014/της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2014, σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών για τη συστηματική εξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που περιέχονται σε βιοκτόνα τα οποία αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 294 της 10.10.2014, σ. 1).


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/84


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/109 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

σχετικά με τη μη έγκριση της PHMB (1600, 1.8) ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 6 και 9

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 89 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής (2) θεσπίζει κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογούνται για πιθανή έγκρισή τους για χρήση σε βιοκτόνα προϊόντα. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει την ουσία PHMB (1600, 1.8).

(2)

Η ουσία PHMB (1600, 1.8) έχει αξιολογηθεί για χρήση στον τύπο προϊόντων 1, για την υγιεινή του ανθρώπου, τον τύπο προϊόντων 6, συντηρητικά για αποθηκευμένα προϊόντα, και τον τύπο προϊόντων 9, συντηρητικά ινών, δέρματος, καουτσούκ και πολυμερών, όπως ορίζονται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(3)

Η Γαλλία ορίστηκε αρμόδια αρχή αξιολόγησης και υπέβαλε τις εκθέσεις αξιολόγησης, μαζί με τις συστάσεις της, στις 5 Σεπτεμβρίου 2013, στις 8 Οκτωβρίου 2013 και στις 14 Φεβρουαρίου 2014, αντίστοιχα.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1062/2014, οι γνώμες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων διατυπώθηκαν στις 16 και 17 Ιουνίου 2015 από την επιτροπή βιοκτόνων, αφού ελήφθησαν υπόψη τα συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης.

(5)

Σύμφωνα με τις γνώμες αυτές, τα βιοκτόνα που χρησιμοποιούνται για τους τύπους προϊόντων 1, 6 και 9 και περιέχουν την ουσία PHMB (1600, 1.8) δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα ικανοποιούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012. Για τους εν λόγω τύπους προϊόντων, με βάση τα σενάρια που αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο των εκτιμήσεων του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και του περιβαλλοντικού κινδύνου, διαπιστώθηκαν μη αποδεκτοί κίνδυνοι.

(6)

Επομένως, δεν είναι σκόπιμο να εγκριθεί η ουσία PHMB (1600, 1.8) για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 6 και 9.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ουσία PHMB (1600, 1.8) (αριθ. ΕΚ: δ.υ., αριθ. CAS 27083-27-8 και 32289-58-0) δεν εγκρίνεται ως δραστική ουσία για χρήση σε βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 1, 6 και 9.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2014, σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών για τη συστηματική εξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που περιέχονται σε βιοκτόνα τα οποία αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 294 της 10.10.2014, σ. 1).


28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/86


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/110 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιανουαρίου 2016

σχετικά με την άρνηση έγκρισης της τρικλοσάνης ως υπάρχουσας δραστικής ουσίας με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 1

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (1), και ιδίως το άρθρο 89 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής (2) θεσπίζει κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογούνται για πιθανή έγκρισή τους για χρήση σε βιοκτόνα προϊόντα. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει την τρικλοσάνη.

(2)

Η τρικλοσάνη αξιολογήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) για χρήση στον τύπο προϊόντων 1, βιοκτόνα προϊόντα για την ανθρώπινη υγιεινή, όπως ορίζεται στο παράρτημα V της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο προϊόντων 1 που ορίζεται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012.

(3)

Η Δανία ορίστηκε ως αρμόδια αρχή αξιολόγησης και υπέβαλε έκθεση αξιολόγησης, μαζί με τις συστάσεις της, στις 8 Απριλίου 2013.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1062/2014, η γνώμη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων διατυπώθηκε στις 17 Ιουνίου 2015 από την επιτροπή βιοκτόνων, αφού ελήφθησαν υπόψη τα συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης.

(5)

Από την ανωτέρω γνώμη προκύπτει ότι τα βιοκτόνα που χρησιμοποιούνται για τον τύπο προϊόντων 1 και περιέχουν την τρικλοσάνη δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 5 της οδηγίας 98/8/ΕΚ. Τα σενάρια που αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο της εκτίμησης περιβαλλοντικού κινδύνου εντόπισαν μη αποδεκτούς κινδύνους.

(6)

Επομένως, δεν κρίνεται σκόπιμο να εγκριθεί η τρικλοσάνη με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 1.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η τρικλοσάνη (αριθ. EC 222-182-2, αριθ. CAS 3380-34-5) δεν εγκρίνεται ως δραστική ουσία για χρήση σε βιοκτόνα για τον τύπο προϊόντων 1.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1062/2014 της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2014, σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών για τη συστηματική εξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που περιέχονται σε βιοκτόνα τα οποία αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 294 της 10.10.2014, σ. 1).

(3)  Οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1).


Διορθωτικά

28.1.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 21/88


Διορθωτικό στην εκτελεστική οδηγία (EE) 2015/1955 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2015, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί εμπορίας σπόρων δημητριακών προς σπορά

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 284 της 30ής Οκτωβρίου 2015 )

Στη σελίδα 142, στην αιτιολογική σκέψη 1:

αντί:

«τεχνική της κυτταροπλασματικής στειρότητας του άρρενος»

διάβαζε:

«τεχνική της κυτταροπλασματικής αρρενοστειρότητας».

Στη σελίδα 142, στην αιτιολογική σκέψη 2:

αντί:

«Η κυτταροπλασματική στειρότητα του άρρενος (CMS) έχει γίνει αποδεκτή σε όλο τον κόσμο ως αναπαραγωγική τεχνική για την παραγωγή υβριδικών ποικιλιών κριθής. Περιλαμβάνει ένα γενετικό σύστημα που ζει κατά φυσικό τρόπο στο κυτταρόπλασμα των φυτών.»

διάβαζε:

«Η κυτταροπλασματική αρρενοστειρότητα (CMS) έχει γίνει αποδεκτή σε όλο τον κόσμο ως τεχνική βελτίωσης για την παραγωγή υβριδικών ποικιλιών κριθής. Περιλαμβάνει ένα γενετικό σύστημα που απαντάται φυσικώς στο κυτταρόπλασμα των φυτών.».

Στη σελίδα 142, στην αιτιολογική σκέψη 4:

αντί:

«Η πείρα έχει δείξει ότι το συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής μειγμάτων που εφαρμόζεται στον τομέα, […]»

διάβαζε:

«Η πείρα έχει δείξει ότι το συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής με μείξη που εφαρμόζεται στον αγρό, […]».

Στη σελίδα 144, στο παράρτημα, στο σημείο 1, που τροποποιεί το παράρτημα I της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στοιχείο α):

αντί:

«κυτταροπλασματική στειρότητα του άρρενος»

διάβαζε:

«κυτταροπλασματική αρρενοστειρότητα».

Στη σελίδα 144, στο παράρτημα, στο σημείο 1, που τροποποιεί το παράρτημα I της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στοιχείο β) σημείο 5α στοιχείο β) σημείο i) πρώτη περίπτωση:

αντί:

«για τον συντηρητή και τη σειρά αποκατάστασης»

διάβαζε:

«για τη σειρά διατήρησης και τη σειρά επανόρθωσης».

Στη σελίδα 144, στο παράρτημα, στο σημείο 1, που τροποποιεί το παράρτημα I της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στοιχείο β) σημείο 5α στοιχείο β) σημείο i) δεύτερη περίπτωση:

αντί:

«για τον συντηρητή»

διάβαζε:

«για τη σειρά επανόρθωσης».

Στη σελίδα 144, στο παράρτημα, στο σημείο 1, που τροποποιεί το παράρτημα I της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στοιχείο β) σημείο 5α στοιχείο β) σημείο i) δεύτερη περίπτωση:

αντί:

«μεμονωμένο υβρίδιο»

διάβαζε:

«απλό υβρίδιο».

Στη σελίδα 144, στο παράρτημα, στο σημείο 1, που τροποποιεί το παράρτημα I της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στοιχείο β) σημείο 5α στοιχείο γ):

αντί:

«Οι πιστοποιημένοι σπόροι προς σπορά μπορούν να παράγονται σε μεικτές καλλιέργειες στείρων θηλέων-αρρένων γονέων με άρρενα γονέα, πράγμα που αποκαθιστά τη γονιμότητα.»

διάβαζε:

«Οι πιστοποιημένοι σπόροι προς σπορά μπορούν να παράγονται σε μεικτές καλλιέργειες αρρενόστειρου θήλεος γονέα με άρρενα γονέα, ο οποίος αποκαθιστά τη γονιμότητα.».

Στη σελίδα 145, στο παράρτημα, στο σημείο 2, που τροποποιεί το παράρτημα II της οδηγίας 66/402/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στοιχείο α) σημείο Γ τρίτο εδάφιο:

αντί:

«Οι προσμείξεις εκτός του συντηρητή δεν υπερβαίνουν το 2 %.»

διάβαζε:

«Οι προσμείξεις εκτός της σειράς επανόρθωσης δεν υπερβαίνουν το 2 %.».