ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

58ο έτος
2 Ιουνίου 2015


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/850 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2015, για την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα ( 1 )

1

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/851 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2015, για την τροποποίηση των παραρτημάτων II, III και VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής

8

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/852 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής που μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή της προθεσμίας πληρωμής ή σε αναστολή των πληρωμών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Θάλασσας και Αλιείας

13

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/853 της Επιτροπής, της 1ης Ιουνίου 2015, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

18

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Εκτελεστική απόφαση (EE) 2015/854 της Επιτροπής, της 1ης Ιουνίου 2015, για τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία θα αρχίσει να λειτουργεί το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) στη δέκατη ένατη περιφέρεια

20

 

 

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/855 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και την κατάργηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2015/11)

23

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΚΤ/2015/12)

29

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΜΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Απόφαση αριθ. 1 του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ΕΕ — Σερβίας, της 21ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού του [2015/857]

35

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/850 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 30ής Ιανουαρίου 2015

για την τροποποίηση του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 28 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η επίπτωση στα ίδια κεφάλαια δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη σε ό,τι αφορά τόσο τις διανομές επί κάθε επιμέρους μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όσο και τις διανομές επί του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσδιοριστεί η έννοια της δυσανάλογης επίπτωσης στα ίδια κεφάλαια, με τη θέσπιση κανόνων που θα καλύπτουν και τις δύο αυτές πτυχές.

(2)

Η εντολή για τη δυνητική δυσανάλογη επίπτωση στα ίδια κεφάλαια, που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν καλύπτει τα μέσα που εμπίπτουν στο άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι αυτά εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο η) σημείο iii) του εν λόγω κανονισμού.

(3)

Η έννοια των προνομιακών διανομών θα πρέπει να βασίζεται σε χαρακτηριστικά των μέσων που να αντικατοπτρίζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο η) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με το οποίο δεν θα πρέπει να υφίσταται προνομιακή μεταχείριση στη διανομή σε σχέση με τη σειρά των διανομών ή άλλων προνομιακών δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων και για τις προνομιακές διανομές των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε σχέση με άλλα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Δεδομένου ότι το άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο η) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των προνομιακών δικαιωμάτων για την καταβολή των διανομών και των προνομίων σε σχέση με τη σειρά καταβολής των διανομών, οι κανόνες για τις προνομιακές διανομές θα πρέπει να καλύπτουν και τις δύο περιπτώσεις.

(4)

Θα πρέπει να ισχύουν διαφορετικοί κανόνες για τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 («μη μετοχικές εταιρείες»), εφόσον αυτό δικαιολογείται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μέσων με δικαίωμα ψήφου και των μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου. Όταν μόνον οι κάτοχοι των μέσων με δικαίωμα ψήφου μπορούν να αναλάβουν τις μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, τότε δεν υφίσταται στέρηση των δικαιωμάτων ψήφου των κατόχων μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ως εκ τούτου, η διαφοροποιημένη διανομή επί του μέσου χωρίς δικαίωμα ψήφου των μη μετοχικών εταιρειών δεν βασίζεται στην απουσία δικαιώματος ψήφου, όπως ισχύει για τις ανώνυμες εταιρείες. Επίσης, όταν προβλέπεται ανώτατο όριο για τη διανομή του μέσου με δικαίωμα ψήφου που έχει καθοριστεί βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, τα όρια που καθορίζονται για τις ανώνυμες εταιρείες θα πρέπει να αντικαθίστανται από άλλους κανόνες, ώστε να διασφαλίζεται η απουσία προνομιακού δικαιώματος για την καταβολή των διανομών.

(5)

Η διαφορετική μεταχείριση των μη μετοχικών εταιρειών δικαιολογείται μόνον εφόσον τα πρώην ιδρύματα δεν εκδίδουν κεφαλαιακά μέσα με προκαθορισμένη πολλαπλάσια διανομή η οποία καθορίζεται με σύμβαση ή στο καταστατικό του ιδρύματος. Εάν το πράττουν, οι ανησυχίες σχετικά με το προνομιακό δικαίωμα για την καταβολή των διανομών είναι οι ίδιες που ισχύουν και για τις ανώνυμες εταιρείες και θα πρέπει, επομένως, να εφαρμόζεται η ίδια μεταχείριση.

(6)

Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις μη μετοχικές εταιρείες να εκδίδουν άλλα κεφαλαιακά μέσα με διαφοροποιημένη διανομή, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύουν ότι τα μέσα αυτά δεν δημιουργούν προνομιακό δικαίωμα για την καταβολή των διανομών. Η εν λόγω απόδειξη θα πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση του επιπέδου των διανομών επί των μέσων με δικαίωμα ψήφου και του επιπέδου των διανομών επί του συνόλου των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Το ίδρυμα θα πρέπει να αποδείξει ότι το επίπεδο των διανομών επί των μέσων με δικαίωμα ψήφου είναι χαμηλό σε σχέση με άλλα κεφαλαιακά μέσα και ότι ο δείκτης διανομής μερισμάτων επί των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είναι χαμηλός.

(7)

Για να αξιολογούν οι μη μετοχικές εταιρείες αν το επίπεδο του δείκτη διανομής μερισμάτων είναι χαμηλό, θα πρέπει να καθοριστεί δείκτης αναφοράς. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη ότι οι δείκτες διανομής μερισμάτων μπορεί να αυξομειώνονται ανάλογα με το ετήσιο αποτέλεσμα, ο εν λόγω δείκτης αναφοράς θα πρέπει να βασίζεται στον μέσο όρο των προηγούμενων πέντε ετών. Λόγω του καινοφανούς χαρακτήρα της θέσπισης του εν λόγω κανόνα και των δυνητικών του επιπτώσεων σε ορισμένα από τα εν λόγω ιδρύματα, θα πρέπει να προβλεφθεί σταδιακή εφαρμογή των κανόνων για τον υπολογισμό του επιπέδου του δείκτη διανομής μερισμάτων, όταν κρίνεται αναγκαίο. Τα όρια για τον δείκτη διανομής μερισμάτων μπορούν να αρχίσουν να εφαρμόζονται σταδιακά κατά τα πρώτα πέντε έτη έως τα τέλη του 2017, ενώ ο κανόνας θα πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως από όλα τα ιδρύματα το 2018.

(8)

Ορισμένες μη μετοχικές εταιρείες δεν είναι σε θέση να εκδίδουν μέσα που να είναι τόσο ευέλικτα όσο οι κοινές μετοχές σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης έκτακτης ανάγκης, όταν τα ιδρύματα υπόκεινται σε μέτρα έγκαιρης παρέμβασης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα εν λόγω ιδρύματα θα χρειαστεί να εκδίδουν κεφαλαιακά μέσα για τη διευκόλυνση της ανάκαμψης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιτρέπεται στα εν λόγω ιδρύματα, όπου τα μέσα χωρίς δικαίωμα ψήφου ανήκουν συνήθως μόνο σε κατόχους μέσων με δικαίωμα ψήφου, να πωλούν, κατ' εξαίρεση, μέσα χωρίς δικαίωμα ψήφου και σε εξωτερικούς επενδυτές. Επιπλέον, τα κεφαλαιακά μέσα που παρέχονται για την ανακεφαλαιοποίηση έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την προοπτική κατάλληλου επικείμενου πλεονεκτήματος που θα προκύψει μετά τη φάση της ανάκαμψης. Επομένως, θα πρέπει να επιτρέπεται στα εν λόγω ιδρύματα να υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλονται για τον δείκτη διανομής μερισμάτων μετά τη φάση της ανάκαμψης, ώστε να διασφαλίζεται το εν λόγω δυνητικό πλεονέκτημα για τους κατόχους των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχονται για τους σκοπούς της ανακεφαλαιοποίησης έκτακτης ανάγκης.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εν μέρει ή πλήρως, να απαλλάσσουν από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο δεύτερο έως όγδοο μέρος του εν λόγω κανονισμού πιστωτικά ιδρύματα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό. Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν από την εφαρμογή του δεύτερου έως όγδοου μέρους του εν λόγω κανονισμού τον κεντρικό οργανισμό σε ατομική βάση, εφόσον τα ιδρύματα που συνδέονται με τον κεντρικό οργανισμό εγγυώνται πλήρως τα στοιχεία του παθητικού ή τις υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού. Βάσει του εν λόγω άρθρου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να αίρουν τις απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού για ενδοομιλικά κεφαλαιακά μέσα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αξιολογούν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω απαλλαγών, ιδίως όσον αφορά τον υπολογισμό του δείκτη διανομής μερισμάτων.

(10)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην Επιτροπή.

(11)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(12)

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 241/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 7α:

«Άρθρο 7α

Πολλαπλάσιες διανομές που προκαλούν δυσανάλογη επίπτωση στα ίδια κεφάλαια

1.   Οι διανομές επί των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, που αναφέρονται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θεωρείται ότι δεν προκαλούν δυσανάλογη επίπτωση στο κεφάλαιο, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το πολλαπλάσιο μέρισμα είναι πολλαπλάσιο της διανομής που καταβάλλεται για τα μέσα με δικαίωμα ψήφου και όχι προκαθορισμένο συγκεκριμένο ποσό·

β)

το πολλαπλάσιο μέρισμα καθορίζεται με σύμβαση ή βάσει του καταστατικού του ιδρύματος·

γ)

το πολλαπλάσιο μέρισμα είναι μη αναθεωρήσιμο·

δ)

το ίδιο πολλαπλάσιο μέρισμα ισχύει για όλα τα μέσα με πολλαπλάσιο μέρισμα·

ε)

το ποσό της διανομής επί ενός μέσου με πολλαπλάσιο μέρισμα δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 125 % του ποσού της διανομής επί ενός μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με δικαίωμα ψήφου.

Αυτό εκφράζεται με τον τύπο:

Formula

όπου:

 

το k αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου χωρίς πολλαπλάσιο μέρισμα·

 

το l αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου με πολλαπλάσιο μέρισμα·

στ)

το συνολικό ποσό των διανομών το οποίο καταβάλλεται επί όλων των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια ενός έτους δεν υπερβαίνει το 105 % του ποσού που θα είχε καταβληθεί, εάν τα μέσα με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου λάμβαναν τις ίδιες διανομές με τα μέσα με δικαίωμα ψήφου.

Αυτό εκφράζεται με τον τύπο:

Formula

όπου:

 

το k αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου χωρίς πολλαπλάσιο μέρισμα·

 

το l αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου με πολλαπλάσιο μέρισμα·

 

το X αντιπροσωπεύει τον αριθμό των μέσων με δικαίωμα ψήφου·

 

το Y αντιπροσωπεύει τον αριθμό των μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο τύπος εφαρμόζεται σε ετήσια βάση.

2.   Όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 στοιχείο στ), μόνο το ποσό των μέσων με πολλαπλάσιο μέρισμα το οποίο υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται εκεί θεωρείται ότι προκαλεί δυσανάλογη επίπτωση στο κεφάλαιο.

3.   Εάν δεν πληρούται κάποια από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α) έως ε), όλα τα ανεξόφλητα μέσα με πολλαπλάσιο μέρισμα θεωρείται ότι προκαλούν δυσανάλογη επίπτωση στο κεφάλαιο.»

.

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 7β:

«Άρθρο 7β:

Προνομιακές διανομές σχετικά με προνομιακά δικαιώματα για την καταβολή διανομών

1.   Για τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η διανομή επί ενός μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θεωρείται προνομιακή σε σχέση με άλλα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εφόσον υφίστανται διαφοροποιημένα επίπεδα διανομών, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7α του παρόντος κανονισμού.

2.   Για μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου τα οποία εκδίδονται από ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν η διανομή είναι πολλαπλάσιο της διανομής επί των μέσων με δικαίωμα ψήφου και η εν λόγω πολλαπλάσια διανομή καθορίζεται με σύμβαση ή στο καταστατικό, οι διανομές δεν θεωρούνται προνομιακές, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το πολλαπλάσιο μέρισμα είναι πολλαπλάσιο της διανομής που καταβάλλεται για τα μέσα με δικαίωμα ψήφου και όχι προκαθορισμένο συγκεκριμένο ποσό·

β)

το πολλαπλάσιο μέρισμα καθορίζεται με σύμβαση ή βάσει του καταστατικού του ιδρύματος·

γ)

το πολλαπλάσιο μέρισμα είναι μη αναθεωρήσιμο·

δ)

το ίδιο πολλαπλάσιο μέρισμα ισχύει για όλα τα μέσα με πολλαπλάσιο μέρισμα·

ε)

το ποσό της διανομής επί ενός μέσου με πολλαπλάσιο μέρισμα δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 125 % του ποσού της διανομής επί ενός μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με δικαίωμα ψήφου.

Αυτό εκφράζεται με τον τύπο:

Formula

όπου:

 

το k αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου χωρίς πολλαπλάσιο μέρισμα·

 

το l αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου με πολλαπλάσιο μέρισμα·

στ)

το συνολικό ποσό των διανομών το οποίο καταβάλλεται επί όλων των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια ενός έτους δεν υπερβαίνει το 105 % του ποσού που θα είχε καταβληθεί, εάν τα μέσα με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου λάμβαναν τις ίδιες διανομές με τα μέσα με δικαίωμα ψήφου.

Αυτό εκφράζεται με τον τύπο:

Formula

όπου:

 

το k αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου χωρίς πολλαπλάσιο μέρισμα·

 

το l αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου με πολλαπλάσιο μέρισμα·

 

το X αντιπροσωπεύει τον αριθμό των μέσων με δικαίωμα ψήφου·

 

το Y αντιπροσωπεύει τον αριθμό των μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο τύπος εφαρμόζεται σε ετήσια βάση.

3.   Όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 2 στοιχείο στ), μόνο το ποσό των μέσων με πολλαπλάσιο μέρισμα το οποίο υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται εκεί δεν είναι αποδεκτό ως κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

4.   Εάν δεν πληρούται κάποια από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως ε), όλα τα ανεξόφλητα μέσα με πολλαπλάσιο μέρισμα δεν είναι αποδεκτά ως κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, όταν οι διανομές των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκφράζονται, για τα μέσα με δικαίωμα ψήφου ή για τα μέσα χωρίς δικαίωμα ψήφου, σε σχέση με την τιμή αγοράς κατά την έκδοση του μέσου, οι τύποι προσαρμόζονται ως εξής, για το μέσο ή τα μέσα που εκφράζονται σε σχέση με την τιμή αγοράς κατά την έκδοση:

α)

το l αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου χωρίς πολλαπλάσιο μέρισμα, διαιρούμενο με την τιμή αγοράς κατά την έκδοση του εν λόγω μέσου·

β)

το k αντιπροσωπεύει το ποσό της διανομής επί ενός μέσου με πολλαπλάσιο μέρισμα, διαιρούμενο με την τιμή αγοράς κατά την έκδοση του εν λόγω μέσου.

6.   Για μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου τα οποία εκδίδονται από ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν η διανομή δεν είναι πολλαπλάσιο της διανομής επί των μέσων με δικαίωμα ψήφου, οι διανομές δεν θεωρούνται προνομιακές, εφόσον πληρούνται μία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7 και αμφότερες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 8.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, εφαρμόζεται είτε η προϋπόθεση α) είτε η προϋπόθεση β), ως ακολούθως:

α)

πληρούνται αμφότερα τα ακόλουθα σημεία i) και ii):

i)

το μέσο με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου μπορεί να αναληφθεί και να κατέχεται μόνο από τους κατόχους μέσων με δικαίωμα ψήφου·

ii)

ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου κάθε μεμονωμένου κατόχου είναι περιορισμένος·

β)

οι διανομές επί των μέσων με δικαίωμα ψήφου, που εκδίδονται από τα ιδρύματα, υπόκεινται σε ανώτατο όριο που καθορίζεται βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

8.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, εφαρμόζονται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα αποδεικνύει ότι ο μέσος όρος των διανομών επί των μέσων με δικαίωμα ψήφου, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πέντε ετών, είναι χαμηλός σε σχέση με άλλα συγκρίσιμα μέσα·

β)

το ίδρυμα αποδεικνύει ότι ο δείκτης διανομής μερισμάτων είναι χαμηλός, εφόσον ο δείκτης διανομής μερισμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7γ. Χαμηλός θεωρείται ο δείκτης διανομής μερισμάτων κάτω του 30 %.

9.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 7 στοιχείο α), τα δικαιώματα ψήφου κάθε μεμονωμένου κατόχου θεωρούνται περιορισμένα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν κάθε κάτοχος λαμβάνει μόνο ένα δικαίωμα ψήφου, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μέσων με δικαίωμα ψήφου για κάθε κάτοχο·

β)

όταν ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου υπόκειται σε ανώτατο όριο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μέσων με δικαίωμα ψήφου που κατέχει κάθε κάτοχος·

γ)

όταν ο αριθμός των μέσων με δικαίωμα ψήφου που μπορεί να κατέχει κάθε κάτοχος περιορίζεται βάσει του καταστατικού του ιδρύματος ή βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

10.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η περίοδος ενός έτους θεωρείται ότι λήγει κατά την ημερομηνία των τελευταίων οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος.

11.   Τα ιδρύματα αξιολογούν τη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8 και ενημερώνουν την αρμόδια αρχή σχετικά με το αποτέλεσμα της αξιολόγησής τους, τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

κάθε φορά που λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το ποσό των διανομών επί των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

β)

κάθε φορά που εκδίδεται νέα κατηγορία μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με λιγότερα δικαιώματα ψήφου ή χωρίς δικαιώματα ψήφου.

12.   Όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 8 στοιχείο β), μόνο το ποσό των μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου, για το οποίο οι διανομές υπερβαίνουν το όριο που καθορίζεται εκεί, θεωρείται ότι συνεπάγεται προνομιακές διανομές.

13.   Όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 8 στοιχείο α), οι διανομές επί όλων των ανεξόφλητων μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου θεωρούνται προνομιακές, εκτός εάν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

14.   Όταν δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7, οι διανομές επί όλων των ανεξόφλητων μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου θεωρούνται προνομιακές, εκτός εάν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

15.   Η απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο α) σημείο i) ή η απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 8 στοιχείο β) ή και οι δύο απαιτήσεις μπορούν να αρθούν, ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, ταχέως επιδεινούμενης χρηματοπιστωτικής κατάστασης, είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να παραβιάσει τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

η αρμόδια αρχή απαιτεί από το ίδρυμα να αυξήσει επειγόντως το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και εκτιμά ότι το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να επανορθώσει ή να αποτρέψει την παράβαση που αναφέρεται στο στοιχείο α) εντός της καθορισμένης προθεσμίας, χωρίς να γίνει χρήση της άρσης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.»

.

3)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 7γ:

«Άρθρο 7γ:

Υπολογισμός του δείκτη διανομής μερισμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 7β παράγραφος 8 στοιχείο β)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 7β παράγραφος 8 στοιχείο β), τα ιδρύματα επιλέγουν τον τρόπο που περιγράφεται είτε στο στοιχείο α) είτε στο στοιχείο β) για τον υπολογισμό του δείκτη διανομής μερισμάτων. Το ίδρυμα ακολουθεί τον τρόπο που επιλέχθηκε κατά τρόπο διαχρονικά σταθερό:

α)

ως το άθροισμα των διανομών που σχετίζονται με το σύνολο των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, διά του αθροίσματος των κερδών που σχετίζονται με τα προηγούμενα πέντε έτη·

β)

για την περίοδο από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 μόνον:

i)

το 2014, ως το άθροισμα των διανομών που σχετίζονται με το σύνολο των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, διά του αθροίσματος των κερδών που σχετίζονται με το προηγούμενο έτος·

ii)

το 2015, ως το άθροισμα των διανομών που σχετίζονται με το σύνολο των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δύο ετών, διά του αθροίσματος των κερδών που σχετίζονται με τα προηγούμενα δύο έτη·

iii)

το 2016, ως το άθροισμα των διανομών που σχετίζονται με το σύνολο των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τριών ετών, διά του αθροίσματος των κερδών που σχετίζονται με τα προηγούμενα τρία έτη·

iv)

το 2017, ως το άθροισμα των διανομών που σχετίζονται με το σύνολο των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων ετών, διά του αθροίσματος των κερδών που σχετίζονται με τα προηγούμενα τέσσερα έτη.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως κέρδη νοείται το ποσό που αναφέρεται στο παράρτημα III υπόδειγμα 2 γραμμή 670 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (*) ή, κατά περίπτωση, το ποσό που αναφέρεται στο παράρτημα IV υπόδειγμα 2 γραμμή 670 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(*)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1.).»"

.

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 7δ:

«Άρθρο 7δ:

Προνομιακές διανομές σε σχέση με τη σειρά καταβολής των διανομών

Για τους σκοπούς του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η διανομή επί ενός μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θεωρείται προνομιακή σε σχέση με άλλα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και όσον αφορά τη σειρά καταβολής των διανομών, εφόσον πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι διανομές αποφασίζονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές·

β)

οι διανομές καταβάλλονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές·

γ)

ο εκδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει τις διανομές επί ενός είδους μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πριν από την καταβολή των διανομών επί άλλου είδους μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

δ)

καταβάλλεται η διανομή επί ορισμένων μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αλλά όχι επί άλλων, εκτός εάν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 7β παράγραφος 7 στοιχείο α).»

.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 30 Ιανουαρίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα (ΕΕ L 74 της 14.3.2014, σ. 8).


2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/8


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/851 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Μαρτίου 2015

για την τροποποίηση των παραρτημάτων II, III και VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 3, το άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 20 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013, η Κροατία κοινοποίησε στην Επιτροπή πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2015 τις αποναρκοθετημένες εκτάσεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου για γεωργικές δραστηριότητες το 2014, τον αριθμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης που ήταν διαθέσιμα για τους γεωργούς στις 31 Δεκεμβρίου 2014 και το ποσό του ειδικού εθνικού αποθεματικού αποναρκοθέτησης που έμεινε αδιάθετο την ίδια ημερομηνία.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013, το ποσό που πρέπει να προστεθεί στα εθνικά ανώτατα όρια που καθορίζονται για την Κροατία στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού πρέπει να υπολογιστεί από την Επιτροπή με βάση τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από την Κροατία σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού και τον εκτιμώμενο μέσο όρο των άμεσων ενισχύσεων ανά εκτάριο στην Κροατία για το σχετικό έτος.

(3)

Ο μέσος όρος των άμεσων ενισχύσεων ανά εκτάριο για το 2015 θα πρέπει να υπολογιστεί με τη διαίρεση του εθνικού ανώτατου ορίου για την Κροατία το 2015, αφού αφαιρεθεί το ποσό του ειδικού εθνικού αποθεματικού αποναρκοθέτησης που έμεινε αδιάθετο στις 31 Δεκεμβρίου 2014, με τον αριθμό των δικαιωμάτων ενίσχυσης που ήταν διαθέσιμα για τους γεωργούς την ίδια ημερομηνία. Το ποσό που πρέπει να προστεθεί στο εθνικό ανώτατο όριο για το 2015 και τα επόμενα έτη υπολογίζεται με βάση το χρονοδιάγραμμα αυξήσεων που αναφέρεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 και αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι με την κοινοποίηση της 31ης Ιανουαρίου 2015 επιτεύχθηκαν τα μέγιστα ποσά των ετήσιων προσαυξήσεων που παρατίθενται στο παράρτημα VII του εν λόγω κανονισμού για το ημερολογιακό έτος 2015 και μετά.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013, το παράρτημα VI του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να προσαρμοστεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες της εκ νέου χρήσης αποναρκοθετημένων εκτάσεων για γεωργικές δραστηριότητες το 2014, όπως κοινοποιήθηκαν από την Κροατία.

(5)

Ως εκ τούτου, τα παραρτήματα II, III και VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(6)

Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός έχει ουσιαστική σημασία για την απρόσκοπτη και έγκαιρη έγκριση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1, στο άρθρο 36 παράγραφος 4, στο άρθρο 42 παράγραφος 2, στο άρθρο 47 παράγραφος 3, στο άρθρο 49 παράγραφος 2, στο άρθρο 51 παράγραφος 4 και στο άρθρο 53 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013, είναι σκόπιμο να τεθεί σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα II, III και VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Μαρτίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 608.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα παραρτήματα II, ΙΙΙ και VΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013 τροποποιούνται ως εξής:

1.

Το παράρτημα II αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Εθνικά ανώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 6

(σε χιλιάδες EUR)

Ημερολογιακό έτος

2015

2016

2017

2018

2019

2020

Βέλγιο

523 658

509 773

502 095

488 964

481 857

505 266

Βουλγαρία

721 251

792 449

793 226

794 759

796 292

796 292

Τσεχική Δημοκρατία

844 854

844 041

843 200

861 708

861 698

872 809

Δανία

870 751

852 682

834 791

826 774

818 757

880 384

Γερμανία

4 912 772

4 880 476

4 848 079

4 820 322

4 792 567

5 018 395

Εσθονία

114 378

114 562

123 704

133 935

143 966

169 366

Ιρλανδία

1 215 003

1 213 470

1 211 899

1 211 482

1 211 066

1 211 066

Ελλάδα

1 921 966

1 899 160

1 876 329

1 855 473

1 834 618

1 931 177

Ισπανία

4 842 658

4 851 682

4 866 665

4 880 049

4 893 433

4 893 433

Γαλλία

7 302 140

7 270 670

7 239 017

7 214 279

7 189 541

7 437 200

Κροατία (*)

183 735

202 865

241 125

279 385

317 645

306 080

Ιταλία

3 902 039

3 850 805

3 799 540

3 751 937

3 704 337

3 704 337

Κύπρος

50 784

50 225

49 666

49 155

48 643

48 643

Λετονία

181 044

205 764

230 431

255 292

280 154

302 754

Λιθουανία

417 890

442 510

467 070

492 049

517 028

517 028

Λουξεμβούργο

33 604

33 546

33 487

33 460

33 432

33 432

Ουγγαρία

1 345 746

1 344 461

1 343 134

1 343 010

1 342 867

1 269 158

Μάλτα

5 241

5 241

5 242

5 243

5 244

4 690

Κάτω Χώρες

749 315

736 840

724 362

712 616

700 870

732 370

Αυστρία

693 065

692 421

691 754

691 746

691 738

691 738

Πολωνία

3 378 604

3 395 300

3 411 854

3 431 236

3 450 512

3 061 518

Πορτογαλία

565 816

573 954

582 057

590 706

599 355

599 355

Ρουμανία

1 599 993

1 772 469

1 801 335

1 872 821

1 903 195

1 903 195

Σλοβενία

137 987

136 997

136 003

135 141

134 278

134 278

Σλοβακία

438 299

441 478

444 636

448 155

451 659

394 385

Φινλανδία

523 333

523 422

523 493

524 062

524 631

524 631

Σουηδία

696 890

697 295

697 678

698 723

699 768

699 768

Ηνωμένο Βασίλειο

3 173 324

3 179 880

3 186 319

3 195 781

3 205 243

3 591 683

.

2.

Το παράρτημα IIΙ αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Καθαρά ανώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 7

(σε εκατ. EUR)

Ημερολογιακό έτος

2015

2016

2017

2018

2019

2020

Βέλγιο

523,7

509,8

502,1

489,0

481,9

505,3

Βουλγαρία

720,9

788,8

789,6

791,0

792,5

798,9

Τσεχική Δημοκρατία

840,1

839,3

838,5

856,7

856,7

872,8

Δανία

870,2

852,2

834,3

826,3

818,3

880,4

Γερμανία

4 912,8

4 880,5

4 848,1

4 820,3

4 792,6

5 018,4

Εσθονία

114,4

114,5

123,7

133,9

143,9

169,4

Ιρλανδία

1 214,8

1 213,3

1 211,8

1 211,4

1 211,0

1 211,1

Ελλάδα

2 109,8

2 087,0

2 064,1

2 043,3

2 022,4

2 119,0

Ισπανία

4 902,3

4 911,3

4 926,3

4 939,7

4 953,1

4 954,4

Γαλλία

7 302,1

7 270,7

7 239,0

7 214,3

7 189,5

7 437,2

Κροατία (**)

183,7

202,9

241,1

279,4

317,6

306,1

Ιταλία

3 897,1

3 847,3

3 797,2

3 750,0

3 702,4

3 704,3

Κύπρος

50,8

50,2

49,7

49,1

48,6

48,6

Λετονία

181,0

205,7

230,3

255,0

279,8

302,8

Λιθουανία

417,9

442,5

467,1

492,0

517,0

517,0

Λουξεμβούργο

33,6

33,5

33,5

33,5

33,4

33,4

Ουγγαρία

1 276,7

1 275,5

1 274,1

1 274,0

1 273,9

1 269,2

Μάλτα

5,2

5,2

5,2

5,2

5,2

4,7

Κάτω Χώρες

749,2

736,8

724,3

712,5

700,8

732,4

Αυστρία

693,1

692,4

691,8

691,7

691,7

691,7

Πολωνία

3 359,2

3 375,7

3 392,0

3 411,2

3 430,2

3 061,5

Πορτογαλία

565,9

574,0

582,1

590,8

599,4

599,5

Ρουμανία

1 600,0

1 772,5

1 801,3

1 872,8

1 903,2

1 903,2

Σλοβενία

138,0

137,0

136,0

135,1

134,3

134,3

Σλοβακία

435,5

438,6

441,8

445,2

448,7

394,4

Φινλανδία

523,3

523,4

523,5

524,1

524,6

524,6

Σουηδία

696,8

697,2

697,6

698,7

699,7

699,8

Ηνωμένο Βασίλειο

3 169,8

3 176,3

3 182,7

3 191,4

3 200,8

3 591,7

.

3.

Το παράρτημα VI αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Δημοσιονομικές διατάξεις των άρθρων 10 και 19 που εφαρμόζονται στην Κροατία

A.

Ποσό για την εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο α):

382 600 000 EUR

B.

Συνολικά ποσά των συμπληρωματικών εθνικών αμέσων ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3:

(σε χιλιάδες EUR)

2015

2016

2017

2018

2019

2020

2021

248 690

229 560

191 300

153 040

114 780

76 520

38 260 »


(*)  Για την Κροατία, το εθνικό ανώτατο όριο για το ημερολογιακό έτος 2021 ανέρχεται σε 344 340 000 ευρώ και για το 2022 σε 382 600 000 ευρώ.»

(**)  Για την Κροατία, το καθαρό ανώτατο όριο για το ημερολογιακό έτος 2021 ανέρχεται σε 344 340 000ευρώ και για το 2022 σε 382 600 000 ευρώ.»


2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/13


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/852 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Μαρτίου 2015

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής που μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή της προθεσμίας πληρωμής ή σε αναστολή των πληρωμών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Θάλασσας και Αλιείας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2328/2003, (ΕΚ) αριθ. 861/2006, (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και (ΕΚ) αριθ. 791/2007 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 102,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑΠ) δεν θα πρέπει να υπονομευθεί από κράτη μέλη που παραβιάζουν τους κανόνες της ΚΑλΠ. Σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), η χρηματοδοτική βοήθεια από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΤΘΑ) εξαρτάται από την τήρηση των κανόνων της ΚΑΠ από τα κράτη μέλη. Η μη συμμόρφωση των κρατών μελών με τους κανόνες της ΚΑΠ μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή ή αναστολή των πληρωμών ή στην εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων σχετικά με την οικονομική βοήθεια που χορηγεί η Ένωση στο πλαίσιο της ΚΑΠ.

(2)

Στα άρθρα 83 παράγραφος 1 και 142 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), ορίζονται οι όροι βάσει των οποίων μπορούν να επιβληθούν, αντίστοιχα, η διακοπή της προθεσμίας πληρωμής ή η αναστολή των πληρωμών. Τα δύο αυτά άρθρα προβλέπουν ότι οι ειδικοί κανόνες για το ΕΤΘΑ μπορεί να αποτελέσουν ειδική βάση για διακοπή και αναστολή που συνδέεται με τη μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που ισχύουν στο πλαίσιο της ΚΑΠ.

(3)

Για να διασφαλισθούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και των φορολογουμένων της, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της ΚΑΠ ή εφόσον η Επιτροπή έχει στοιχεία που υποδηλώνουν αυτή την έλλειψη συμμόρφωσης, επιτρέπεται στην Επιτροπή, ως προληπτικό μέτρο, να διακόπτει τις προθεσμίες πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 100 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014.

(4)

Πέρα από τη διακοπή της προθεσμίας πληρωμής και, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος πληρωμής μη επιλέξιμων δαπανών, η Επιτροπή δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 101 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014, να αναστέλλει τις πληρωμές που συνδέονται με σοβαρή παράβαση των κανόνων της ΚΑΠ.

(5)

Οι οικονομικές συνέπειες που επιβάλλονται στα κράτη μέλη σε περίπτωση που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες της ΚΑΠ, θα πρέπει να είναι αναλογικές προς τη φύση, την έκταση, τη διάρκεια και τη συχνότητα των παραβάσεων

(6)

Για να υπάρχει ασφάλεια δικαίου για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων στο πλαίσιο του ΕΤΘΑ, είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τους κανόνες της ΚΑΠ, που είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας, η μη τήρηση των οποίων μπορεί να προκαλέσει τη διακοπή της προθεσμίας πληρωμής ή την αναστολή των πληρωμών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 508/2014. Ο καθορισμός αυτών των περιπτώσεων εξυπηρετεί τους στόχους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014 και διασφαλίζει την εφαρμογή του άρθρου 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, με την επιφύλαξη άλλων κυρώσεων που επιβάλλονται από τους κανόνες της ΚΑΠ.

(7)

Σοβαρές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τους κανόνες της ΚΑλΠ, που είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διαφύλαξη των θαλάσσιων βιολογικών πόρων πρέπει να θεωρούνται εκείνες κατά τις οποίες το κράτος μέλος δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης η οποία αποτέλεσε αιτία της διακοπής της προθεσμίας πληρωμής.

(8)

Πριν από τη διακοπή ή την αναστολή των πληρωμών, η Επιτροπή οφείλει να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 100 παράγραφος 2 και 101 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014, οι οποίες θα προσδιορίζουν επακριβώς τις περιπτώσεις μη εκπλήρωσης εκ μέρους του κράτους μέλους των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τους κανόνες της ΚΑΠ και ενδέχεται να επηρεάσουν τις δαπάνες για τις οποίες ζητείται ενδιάμεση πληρωμή.

(9)

Επειδή είναι σημαντικό να διασφαλισθεί η εναρμονισμένη και ίση μεταχείριση των επιχειρήσεων σε όλα τα κράτη μέλη από την αρχή της περιόδου προγραμματισμού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Περιπτώσεις μη — συμμόρφωσης

Οι περιπτώσεις μη εκπλήρωσης εκ μέρους του κράτους μέλους των υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑΠ), που ενδέχεται να προκαλέσουν τη διακοπή της προθεσμίας πληρωμής για μια αίτηση ενδιάμεσης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 100 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014, εμφαίνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Σοβαρές περιπτώσεις μη — συμμόρφωσης

Οι σοβαρές περιπτώσεις μη εκπλήρωσης εκ μέρους του κράτους μέλους των υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της ΚΑΠ, που μπορεί να οδηγήσουν σε αναστολή των πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 101 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014, απαριθμούνται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού αν, επιπροσθέτως:

α)

συνεπάγονται τη διακοπή της προθεσμίας πληρωμής για μια αίτηση ενδιάμεσης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 100 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014· και

β)

το κράτος μέλος δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης κατά το διάστημα που θα έχει διακοπή η προθεσμία πληρωμή σε σχέση με τις περιπτώσεις αυτές.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Μαρτίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 149 της 20.5.2014, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την κοινή αλιευτική πολιτική, για την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης του Συμβουλίου 2004/585/ΕΚ (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/20 06 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 320).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατηγορία 1:   Μη συμβολή στην επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 που είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διαφύλαξη των θαλάσσιων βιολογικών πόρων

1.1.

Μη διασφάλιση της τήρησης της κατανομής των αλιευτικών δυνατοτήτων στα κράτη μέλη σύμφωνα με τα άρθρα 16-17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

1.2.

Μη τήρηση των απαιτήσεων που προβλέπονται σε διαφορετικά είδη μέτρων διατήρησης του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

Κατηγορία 2:   Μη τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων όσον αφορά τη διατήρηση

2.1.

Μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

Κατηγορία 3:   Μη διασφάλιση της ισορροπίας ανάμεσα στον στόλο και στους φυσικούς πόρους

3.1.

Μη υποβολή της έκθεσης σχετικά με την ισορροπία μεταξύ της αλιευτικής ικανότητας του στόλου και των αλιευτικών δυνατοτήτων που να πληροί όλες τις απαιτήσεις του άρθρου 22 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

3.2.

Μη εφαρμογή του σχεδίου δράσης σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, εάν περιλαμβάνεται τέτοιο σχέδιο στην έκθεση που υποβάλλεται ετησίως·

3.3.

Μη διασφάλιση του ότι, όπως προβλέπεται στα άρθρα 22 παράγραφος 5 και 22 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, σε περίπτωση απόσυρσης της αλιευτικής ικανότητας που έχει χορηγηθεί δυνάμει κρατικής ενίσχυσης, θα ανακαλούνται εκ των προτέρων οι αντίστοιχες αλιευτικές άδειες και εγκρίσεις και δεν θα αντικαθίσταται η παραγωγική ικανότητα·

3.4.

Μη διασφάλιση του ότι η αλιευτική ικανότητα δεν θα υπερβαίνει σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 22, παράγραφος 7 και στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

3.5.

Μη εφαρμογή το καθεστώτος εισόδου/εξόδου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

3.6.

Μη διαχείριση του μητρώου αλιευτικών σκαφών σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 26/2004 της Επιτροπής (1).

Κατηγορία 4:   Μη εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 όπως διευκρινίζεται περαιτέρω στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 199/2008  (2) του Συμβουλίου που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη πληροφοριών για τους φυσικούς πόρους

4.1.

Μη συλλογή και επεξεργασία βιολογικών, περιβαλλοντικών, τεχνικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων, απαραίτητων για τη διαχείριση της αλιείας, όπως ορίζεται στα άρθρα 4, 13 και 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008·

4.2.

Μη υποβολή έκθεσης, σε ετήσια βάση, σχετικά με την εκτέλεση των εθνικών προγραμμάτων συλλογής δεδομένων και δημοσιοποίηση της εν λόγω έκθεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008·

4.3.

Μη διασφάλιση του συντονισμού, σε εθνικό επίπεδο, της συλλογής και επεξεργασίας επιστημονικών δεδομένων για τη διαχείριση της αλιείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008·

4.4.

Μη συντονισμός των ενεργειών συλλογής δεδομένων με άλλα κράτη μέλη στην ίδια περιοχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008·

4.5.

Μη έγκαιρη έγκαιρη παροχή στοιχείων στους τελικούς χρήστες σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008.

Κατηγορία 5:   Μη εφαρμογή αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου και επιβολής

5.1.

Μη τήρηση των γενικών αρχών ελέγχου και επιβολής σύμφωνα με τον τίτλο II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου (3)·

5.2.

Μη διασφάλιση της τήρησης των γενικών προϋποθέσεων πρόσβασης σε ύδατα και πόρους σύμφωνα με τον τίτλο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

5.3.

Μη έλεγχος της εμπορίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική ιχνηλασιμότητα των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

5.4.

Μη διεξαγωγή αποτελεσματικής εποπτείας και επιθεωρήσεων, και μη διασφάλιση της συστηματικής και κατάλληλης δράσης επιβολής σχετικά με τυχόν παραβάσεις των κανόνων της ΚΑλΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις των τίτλων VI, VII και VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

5.5.

Μη θέσπιση και εφαρμογή εθνικών προγραμμάτων ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και, κατά περίπτωση, μη εκτέλεση ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης που θεσπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τον τίτλο IX του εν λόγω κανονισμού·

5.6.

Μη συνεργασία με την Επιτροπή προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεση των καθηκόντων των υπαλλήλων της κατά τη διάρκεια αποστολών τους που αφορούν δράσεις επαλήθευσης, αυτόνομες επιθεωρήσεις και ελέγχους σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου X του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

5.7.

Μη εφαρμογή των μέτρων που έχουν αποφασιστεί από την Επιτροπή για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των κρατών μελών με τους στόχους της ΚΑλΠ, όπως σχέδια δράσης και οιαδήποτε άλλα μέτρα σύμφωνα με τον τίτλο XI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

5.8.

Μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανάλυση, την επικύρωση, την πρόσβαση και την ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών, σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου XII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

5.9.

Μη διενέργεια ελέγχου της εφαρμογής ενός αποτελεσματικού συστήματος πιστοποίησης αλιευμάτων που προβλέπεται επίσης στο κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008 του Συμβουλίου (4)·

5.10.

Μη ανάληψη δράσης σε σχέση με εικαζόμενη ή καταγγελθείσα παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία (ΠΛΑ) σύμφωνα με τα άρθρα 26 παράγραφος 3, 39 και 40 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008.

Κατηγορία 6:   Μη θέσπιση και εφαρμογή συστήματος αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων

6.1.

Μη ενημέρωση σε περιπτώσεις παραβάσεων του κράτους μέλους σημαίας, του κράτους μέλους του οποίου ο υπήκοος είναι ο δράστης και κάθε άλλου κράτους μέλους που ενδιαφέρεται για την παρακολούθηση των μέτρων που λαμβάνονται για τη συμμόρφωση σύμφωνα με το άρθρο 89, παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

6.2.

Μη λήψη άμεσων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 91 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, τα οποία να αποτρέπουν τους πλοιάρχους αλιευτικών σκαφών, ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είχαν συλληφθεί επ' αυτοφώρω κατά τη διάπραξη σοβαρής παράβασης, από το να εξακολουθούν να διαπράττουν σοβαρές παραβάσεις·

6.3.

Μη θέσπιση κριτηρίων για τον καθορισμό της σοβαρότητας της παράβασης των κανόνων της ΚΑλΠ, σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008·

6.4.

Μη διασφάλιση της συστηματικής εφαρμογής αποτελεσματικών κυρώσεων για παραβάσεις των κανόνων της ΚΑλΠ και του ότι το επίπεδο των εν λόγω κυρώσεων είναι επαρκώς αυστηρό και ανάλογο με τη σοβαρότητα των παραβάσεων αυτών, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα και ότι τουλάχιστον, οι εν λόγω κυρώσεις στερούν αποτελεσματικά τους δράστες από το οικονομικό όφελος που προκύπτει από την παράβασή τους σύμφωνα με τον τίτλο VIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

6.5.

Μη εφαρμογή του συστήματος μορίων για σοβαρές παραβάσεις για τους κατόχους αδειών αλιείας καθώς και για τους πλοιάρχους σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

6.6.

Αδυναμία ως προς την κατάρτιση και την κατάλληλη διαχείριση του εθνικού μητρώου παραβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 93 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 26/2004 της Επιτροπής, της 30ής Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με το μητρώο του κοινοτικού αλιευτικού στόλου (ΕΕ L 5 της 9.1.2004, σ. 25).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική (ΕΕ L 60 της 5.3.2008, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1005/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, περί δημιουργίας κοινοτικού συστήματος πρόληψης, αποτροπής και εξάλειψης της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας, τροποποίησης των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1936/2001 και (ΕΚ) αριθ. 601/2004 και κατάργησης των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1093/94 και (ΕΚ) αριθ. 1447/1999 (ΕΕ L 286 της 29.10.2008, σ. 1).


2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/18


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/853 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Ιουνίου 2015

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 1ης Ιουνίου 2015.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

AL

56,4

MA

94,4

MK

108,8

TR

80,1

ZZ

84,9

0707 00 05

AL

34,4

MK

36,9

TR

105,8

ZZ

59,0

0709 93 10

TR

126,8

ZZ

126,8

0808 10 80

AR

92,8

BR

102,7

CL

160,8

NZ

129,3

US

221,5

ZA

121,9

ZZ

138,2

0809 29 00

US

715,4

ZZ

715,4


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1106/2012 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, όσον αφορά την επικαιροποίηση της ονοματολογίας των χωρών και εδαφών (ΕΕ L 328 της 28.11.2012, σ. 7). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/20


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (EE) 2015/854 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Ιουνίου 2015

για τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία θα αρχίσει να λειτουργεί το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) στη δέκατη ένατη περιφέρεια

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (κανονισμός VIS) (1), και ιδίως το άρθρο 48 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση 2013/493/ΕΕ της Επιτροπής (2), η δέκατη ένατη περιφέρεια, όπου θα αρχίσουν η συλλογή και διαβίβαση δεδομένων στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) για όλες τις αιτήσεις, περιλαμβάνει τη Βόρεια Κορέα, την Ιαπωνία, την Κίνα, τη Μογγολία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν.

(2)

Τα κράτη μέλη κοινοποίησαν στην Επιτροπή ότι έχουν προβεί στις απαραίτητες τεχνικές και νομικές διευθετήσεις προκειμένου να συγκεντρώσουν και να διαβιβάσουν στο VIS τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 767/2008 για όλες τις αιτήσεις στην περιφέρεια αυτή, συμπεριλαμβανομένων των διευθετήσεων για τη συγκέντρωση και/ή τη διαβίβαση δεδομένων εξ ονόματος άλλου κράτους μέλους.

(3)

Δεδομένου ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στην πρώτη φράση του άρθρου 48 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008, είναι αναγκαίο να καθοριστεί η ημερομηνία από την οποία το VIS θα αρχίσει να λειτουργεί στη δέκατη ένατη περιφέρεια.

(4)

Δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2008 αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αποφάσισε να εφαρμόσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 767/2008 στο εθνικό της δίκαιο. Ως εκ τούτου, η Δανία δεσμεύεται, βάσει του διεθνούς δικαίου, να εφαρμόσει την παρούσα απόφαση.

(5)

Η παρούσα απόφαση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (3). Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν δεσμεύεται από την παρούσα απόφαση ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(6)

Η παρούσα απόφαση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (4). Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν δεσμεύεται από την παρούσα απόφαση ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(7)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα απόφαση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των εν λόγω χωρών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (5), διατάξεις οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (6).

(8)

Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα απόφαση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (7), διατάξεις οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (8).

(9)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, η παρούσα απόφαση αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου που υπογράφηκε μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (9), διατάξεις οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (10).

(10)

Η παρούσα απόφαση συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή συνδέεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια, αντιστοίχως, του άρθρου 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2003, του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2005 και του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2011.

(11)

Λόγω της ανάγκης καθορισμού της ημερομηνίας για την έναρξη λειτουργίας του VIS στη δέκατη ένατη περιφέρεια στο προσεχές μέλλον, η παρούσα απόφαση πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις αρχίζει να λειτουργεί στη δέκατη ένατη περιφέρεια, που καθορίζεται από την εκτελεστική απόφαση 2013/493/ΕΕ, στις 12 Οκτωβρίου 2015.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 1η Ιουνίου 2015.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 60.

(2)  Εκτελεστική απόφαση 2013/493/ΕΕ της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του τρίτου και τελευταίου συνόλου περιφερειών στις οποίες θα αρχίσει να λειτουργεί το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) (ΕΕ L 268 της 10.10.2013, σ. 13).

(3)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(4)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).

(5)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(6)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(7)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(8)  Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(10)  Απόφαση 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/23


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ (ΕΕ) 2015/855 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 12ης Μαρτίου 2015

για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και την κατάργηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2015/11)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 127 και 128,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 12.1 και 14.3, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3.1, 5 και 16,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση, το Ευρωσύστημα αποδίδει μέγιστη σημασία σε μια προσέγγιση που στο επίκεντρό του τοποθετεί τη λογοδοσία, τη διαφάνεια και τους αυστηρότερους δυνατούς κανόνες δεοντολογίας. Η τήρηση των εν λόγω αρχών αποτελεί βασικό στοιχείο της αξιοπιστίας του Ευρωσυστήματος και είναι ουσιώδης για τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων πολιτών.

(2)

Ενόψει τούτου, κρίνεται απαραίτητο να θεσπιστεί πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος, το οποίο να καθορίζει κανόνες δεοντολογίας διά της τήρησης των οποίων διαφυλάσσονται η αξιοπιστία και η φήμη του, καθώς και η εμπιστοσύνη του κοινού στην ακεραιότητα και την αμεροληψία των μελών των οργάνων και του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (εφεξής: «το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος»). Το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος ενδείκνυται να αποτελείται από την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή, με την οποία καθορίζονται οι αρχές που το διέπουν, από ένα σύνολο βέλτιστων πρακτικών για την υλοποίησή τους και από εσωτερικούς κανόνες και πρακτικές που υιοθετεί κάθε κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος.

(3)

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6 (1) θεσπίζει ελάχιστους κανόνες δεοντολογίας, τους οποίους εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος όταν διενεργούν πράξεις νομισματικής πολιτικής και πράξεις συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και όταν διαχειρίζονται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της τελευταίας. Το διοικητικό συμβούλιο κρίνει απαραίτητη την επέκταση των ελάχιστων αυτών κανόνων στην εκτέλεση όλων των καθηκόντων που ανατίθενται στο Ευρωσύστημα, προς διασφάλιση της εφαρμογής των ίδιων δεοντολογικών κανόνων στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού που συμμετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων του Ευρωσυστήματος και προς διαφύλαξη εν γένει της φήμης του Ευρωσυστήματος. Κατά συνέπεια, η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6 θα πρέπει να αντικατασταθεί από την παρούσα.

(4)

Εξάλλου, οι ισχύοντες ελάχιστοι κανόνες της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 σχετικά με την αποτροπή της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικότερη η αποτροπή της κατάχρησης τέτοιων πληροφοριών από μέλη των οργάνων ή του προσωπικού της ΕΚΤ ή των ΕθνΚΤ και να αποκλειστούν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων προερχόμενες από ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Ενόψει τούτου, το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια τις βασικές έννοιες που το διέπουν, καθώς επίσης και τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων οργάνων. Επίσης, πέραν της γενικής απαγόρευσης της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών, το ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να καθορίζει επιπλέον περιορισμούς όσον αφορά πρόσωπα με πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες. Ακόμη, θα πρέπει να θεσπίζει υποχρεώσεις σε θέματα παρακολούθησης της συμμόρφωσης και γνωστοποίησης περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

(5)

Το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει ελάχιστους κανόνες για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων και την αποδοχή δώρων και φιλοξενίας.

(6)

Το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να διέπει την εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου. Είναι ευκταίο οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος να εφαρμόζουν αντίστοιχους κανόνες για τα μέλη του προσωπικού ή τους εξωτερικούς συνεργάτες τους που συμμετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων τα οποία δεν αφορούν το Ευρωσύστημα.

(7)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη της εκάστοτε εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας. ΕθνΚΤ που αδυνατεί να εφαρμόσει διάταξη της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής λόγω της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ενημερώνει σχετικά την ΕΚΤ. Επίσης, εξετάζει το ενδεχόμενο λήψης κάθε εύλογου μέτρου ευρισκόμενου στη διάθεσή της, προκειμένου να άρει το εμπόδιο που θέτει το εθνικό δίκαιο.

(8)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη του κώδικα συμπεριφοράς των μελών του διοικητικού συμβουλίου (2).

(9)

Δεδομένου ότι το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος περιορίζεται στην εκτέλεση καθηκόντων του τελευταίου, το διοικητικό συμβούλιο υιοθέτησε αντίστοιχο πλαίσιο δεοντολογίας σε σχέση με την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων από την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος»: η ΕΚΤ και κάθε ΕθνΚΤ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ·

2)   «καθήκοντα του Ευρωσυστήματος»: τα καθήκοντα που ανατίθενται στο Ευρωσύστημα βάσει της Συνθήκης και του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας·

3)   «εμπιστευτική πληροφορία»: κάθε πληροφορία που μπορεί να επηρεάσει τις αγορές, άπτεται της εκτέλεσης καθηκόντων του Ευρωσυστήματος από τις κεντρικές του τράπεζες και δεν έχει δημοσιοποιηθεί ή δεν είναι προσβάσιμη από το κοινό·

4)   «πληροφορία που μπορεί να επηρεάσει τις αγορές»: ακριβής πληροφορία η δημοσιοποίηση της οποίας ενδέχεται να επιδρά σημαντικά στις τιμές περιουσιακών στοιχείων ή στις τιμές στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

5)   «κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών»: μέλος των οργάνων ή του προσωπικού που έχει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο·

6)   «μέλος του προσωπικού»: κάθε πρόσωπο που συνδέεται με σχέση απασχόλησης με κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος, εξαιρουμένων όσων είναι επιφορτισμένα αποκλειστικά με καθήκοντα που δεν άπτονται της εκτέλεσης καθηκόντων του Ευρωσυστήματος·

7)   «μέλος των οργάνων»: κάθε μέλος των αρμόδιων για τη λήψη αποφάσεων οργάνων ή άλλων εσωτερικών οργάνων των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος, εκτός των μελών του προσωπικού·

8)   «χρηματοοικονομικές εταιρείες»: οι χρηματοοικονομικές εταιρείες υπό την έννοια του σημείου 2.55 του κεφαλαίου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

9)   «σύγκρουση συμφερόντων»: κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας προσωπικά συμφέροντα μελών των οργάνων ή του προσωπικού μπορούν να επηρεάσουν ή φαίνεται ότι μπορούν να επηρεάσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους·

10)   «προσωπικό συμφέρον»: κάθε υφιστάμενο ή δυνητικό ωφέλημα, χρηματικής ή μη χρηματικής φύσης, για μέλη των οργάνων ή του προσωπικού ή των οικογενειών τους, για λοιπά συγγενικά τους πρόσωπα ή πρόσωπα του φιλικού τους περιβάλλοντος και του στενού κύκλου γνωριμιών τους·

11)   «όφελος»: κάθε δώρο, φιλοξενία ή άλλο ωφέλημα, χρηματικής ή μη χρηματικής φύσης, που βελτιώνει αντικειμενικά την οικονομική, νομική ή προσωπική κατάσταση του αποδέκτη του και το οποίο ο ίδιος κατά τα λοιπά δεν δικαιούται.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται στις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος κατά την εκτέλεση από αυτές των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος τα οποία υπέχουν. Εν προκειμένω, οι εσωτερικοί κανόνες τους οποίους οι ίδιες εκδίδουν συμμορφούμενες με τις διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής εφαρμόζονται στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

2.   Στο βαθμό που είναι νομικώς εφικτό, οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μεριμνούν για την επέκταση των υποχρεώσεων που ορίζονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής σε πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων του Ευρωσυστήματος και δεν είναι μέλη του προσωπικού τους.

3.   Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής από τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος αυστηρότερων κανόνων δεοντολογίας για τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

Άρθρο 3

Ρόλοι και αρμοδιότητες

1.   Με την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τις αρχές του πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και θεσπίζει βέλτιστες πρακτικές για τον τρόπο εφαρμογής τους, ενόψει της αρμοδιότητάς του να καθορίζει τη νοοτροπία σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης και δεοντολογίας στο επίπεδο του Ευρωσυστήματος.

2.   Η επιτροπή επιθεώρησης, η επιτροπή εσωτερικών επιθεωρητών και η επιτροπή οργανωτικής ανάπτυξης συμμετέχουν στην εφαρμογή και παρακολούθηση του πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος εντός των ορίων των οικείων αρμοδιοτήτων τους.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος καθορίζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των οργάνων, μονάδων και μελών του προσωπικού τους που ασχολούνται σε τοπικό επίπεδο με την υλοποίηση, εφαρμογή και παρακολούθηση του πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση και ενημέρωση

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος συντάσσουν τους εσωτερικούς κανόνες τους για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής με σαφήνεια και διαφάνεια, τους κοινοποιούν στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους και διασφαλίζουν ευχερή πρόσβαση σε αυτούς.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ενημέρωση των μελών των οργάνων και του προσωπικού τους, έτσι ώστε αυτά να κατανοούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 5

Παρακολούθηση της συμμόρφωσης

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τους κανόνες εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τη διενέργεια τακτικών ή/και ad hoc ελέγχων συμμόρφωσης. Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος εγκρίνουν τις ενδεδειγμένες διαδικασίες για την άμεση ανταπόκριση σε καταστάσεις μη συμμόρφωσης και την αντιμετώπισή τους.

2.   Η παρακολούθηση της συμμόρφωσης τελεί υπό την επιφύλαξη εσωτερικών κανόνων που επιτρέπουν εσωτερικές έρευνες όπου υπάρχουν υπόνοιες περί παράβασης κανόνων για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής από μέλος των οργάνων ή του προσωπικού.

Άρθρο 6

Γνωστοποίηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης και ενεργή παρακολούθηση της εξέλιξής τους

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικές διαδικασίες για τη γνωστοποίηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την παροχή πληροφοριών εκ των ένδον («whistleblowing») σύμφωνα με τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος λαμβάνουν μέτρα προς διασφάλιση της ενδεδειγμένης προστασίας των προσώπων που γνωστοποιούν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν την ενεργή παρακολούθηση της εξέλιξης των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιβολής αναλογικών πειθαρχικών μέτρων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους πειθαρχικούς κανόνες και διαδικασίες.

4.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος γνωστοποιούν αμελλητί στο διοικητικό συμβούλιο, μέσω της επιτροπής οργανωτικής ανάπτυξης και σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εσωτερικές διαδικασίες, κάθε μείζον συμβάν που αφορά παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Σε επείγουσες περιπτώσεις μπορούν να γνωστοποιούν απευθείας στο διοικητικό συμβούλιο τέτοια μείζονα συμβάντα μη συμμόρφωσης. Σε κάθε περίπτωση οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος ενημερώνουν παράλληλα την επιτροπή επιθεώρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 7

Γενική απαγόρευση κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μεριμνούν για την απαγόρευση της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών από τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

2.   Η απαγόρευση κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών καλύπτει κατ' ελάχιστον: α) τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών για σκοπούς ιδιωτικών συναλλαγών διενεργούμενων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων· β) τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε οποιονδήποτε τρίτο, εκτός αν αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εκτέλεσης επαγγελματικών καθηκόντων και ο τρίτος είναι απαραίτητο να γνωρίζει τις πληροφορίες· και γ) τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών προκειμένου οι κάτοχοί τους να συστήσουν σε τρίτους ή να τους παροτρύνουν να διενεργήσουν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

Άρθρο 8

Ειδικοί περιορισμοί όσον αφορά κατόχους εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες περιορίζεται στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους στα οποία οι εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι όλοι οι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών υπόκεινται σε ειδικούς περιορισμούς όσον αφορά κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Μια ιδιωτική χρηματοοικονομική συναλλαγή θεωρείται κρίσιμη εφόσον συνδέεται ή μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με την εκτέλεση καθηκόντων του Ευρωσυστήματος. Στους εσωτερικούς τους κανόνες οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος παραθέτουν κατάλογο των κρίσιμων αυτών συναλλαγών, οι οποίες περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

συναλλαγές σε μετοχές και ομόλογα που εκδίδονται από χρηματοοικονομικές εταιρείες εγκατεστημένες στην Ένωση·

β)

συναλλαγές σε συνάλλαγμα, σε χρυσό, διαπραγμάτευση τίτλων που εκδίδονται από κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ·

γ)

βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, δηλαδή αγορά και εν συνεχεία πώληση ή πώληση και εν συνεχεία αγορά του ίδιου χρηματοδοτικού μέσου εντός συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς·

δ)

συναλλαγές σε παράγωγα μέσα που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά μέσα των ως άνω στοιχείων α) έως γ) και συμμετοχές σε σχήματα συλλογικών επενδύσεων κύριος σκοπός των οποίων είναι η επένδυση σε τέτοια χρηματοδοτικά μέσα.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που καθορίζουν τους ειδικούς περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται οι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, συνεκτιμώντας παράγοντες που αφορούν την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα και την αναλογικότητα. Οι εν λόγω ειδικοί περιορισμοί μπορούν να περιλαμβάνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα, μεμονωμένα ή συνδυαστικά:

α)

απαγόρευση συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

β)

θέσπιση υποχρέωσης προηγούμενης έγκρισης συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

γ)

θέσπιση υποχρέωσης εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων γνωστοποίησης συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών· ή/και

δ)

θέσπιση περιόδων απαγόρευσης (embargo) συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

4.   Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος η εφαρμογή των ειδικών αυτών περιορισμών και σε μέλη του προσωπικού εκτός των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών.

5.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι οι κατάλογοι των κρίσιμων ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών προσαρμόζονται άμεσα ώστε να αποτυπώνουν τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

6.   Στους εσωτερικούς τους κανόνες οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος καθορίζουν τους όρους και τα εχέγγυα για την απαλλαγή από τους ειδικούς περιορισμούς του παρόντος άρθρου των μελών των οργάνων και του προσωπικού που αναθέτουν τη διαχείριση των ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών τους σε ανεξάρτητους τρίτους βάσει έγγραφης συμφωνίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Άρθρο 9

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό για την αποφυγή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο υποψήφιων μελών του προσωπικού λόγω προηγούμενων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή προσωπικών σχέσεων.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που υποχρεώνουν τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, να αποφεύγουν κάθε κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων και να γνωστοποιούν τέτοιες καταστάσεις. Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μεριμνούν ώστε, οσάκις γνωστοποιείται κάποια περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, να διαθέτουν πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή της, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής του υποκειμένου της από την αρμοδιότητα επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό για την αξιολόγηση και την αποτροπή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης, από μέλη των οργάνων τους και υψηλόβαθμα μέλη του προσωπικού τους που αναφέρονται απευθείας στα εκτελεστικά όργανα, επαγγελματικών δραστηριοτήτων μετά τη λύση της εργασιακής τους σχέσης με εκείνες.

4.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος οφείλουν να διαθέτουν, εφόσον απαιτείται, μηχανισμό για την αξιολόγηση και την αποτροπή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης από μέλη του προσωπικού τους επαγγελματικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια άδειας άνευ αποδοχών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ

Άρθρο 10

Απαγόρευση λήψης οφελών

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που απαγορεύουν στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους να ζητούν, να λαμβάνουν ή να αποδέχονται υποσχέσεις με σκοπό τον προσπορισμό οφέλους συνδεόμενου με οποιονδήποτε τρόπο με την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων.

2.   Στους εσωτερικούς κανόνες τους οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μπορούν να ορίζουν εξαιρέσεις από την απαγόρευση της παραγράφου 1 όσον αφορά οφέλη προσφερόμενα από κεντρικές τράπεζες, θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, διεθνείς οργανισμούς και κυβερνητικές υπηρεσίες, καθώς και οφέλη εθιμοτυπικής ή αμελητέας αξίας από τον ιδιωτικό τομέα, στην τελευταία αυτή περίπτωση υπό την προϋπόθεση ότι τα οφέλη δεν προσφέρονται συχνά και δεν προέρχονται από την ίδια πηγή. Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις δεν επηρεάζουν ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία και αμεροληψία των μελών των οργάνων και του προσωπικού τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Κατάργηση

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6 καταργείται.

Άρθρο 12

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων και εφαρμογή

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την ημέρα της κοινοποίησής της στις ΕθνΚΤ.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος λαμβάνουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και τη συμμόρφωση με αυτή, και τα εφαρμόζουν από τις 18 Μαρτίου 2016. Οι ΕθνΚΤ ενημερώνουν την ΕΚΤ για τυχόν εμπόδια στην εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και την ειδοποιούν για τα κείμενα και τα μέσα που σχετίζονται με τα εν λόγω μέτρα έως τις 18 Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 13

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Οι ΕθνΚΤ υποβάλλουν στην ΕΚΤ σε ετήσια βάση εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή τουλάχιστον ανά τριετία.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος.

Φρανκφούρτη, 12 Μαρτίου 2015.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6, της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΕ L 270 της 8.10.2002, σ. 14).

(2)  Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Κώδικας Συμπεριφοράς των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ΕΕ C 123 της 24.5.2002, σ. 9).

(3)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΚΤ/2015/12) (βλέπε σελίδα 29 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 174 της 26.6.2013, σ. 1).


2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/29


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ (ΕΕ) 2015/856 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 12ης Μαρτίου 2015

για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΚΤ/2015/12)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1) (εφεξής «ο κανονισμός ΕΕΜ»), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παράγραφος 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποδίδει μέγιστη σημασία σε μία προσέγγιση που στο επίκεντρο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) τοποθετεί τη λογοδοσία, τη διαφάνεια και τους αυστηρότερους δυνατούς κανόνες δεοντολογίας. Η τήρηση των εν λόγω αρχών αποτελεί βασικό στοιχείο της αξιοπιστίας του ΕΕΜ και είναι ουσιώδης για τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων πολιτών.

(2)

Ενόψει τούτου κρίνεται απαραίτητο να θεσπιστεί πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ, το οποίο να καθορίζει κανόνες δεοντολογίας διά της τήρησης των οποίων διαφυλάσσεται η αξιοπιστία και η φήμη του, καθώς και η εμπιστοσύνη του κοινού στην ακεραιότητα και την αμεροληψία των μελών των οργάνων και του προσωπικού της ΕΚΤ και των εθνικών αρμόδιων αρχών (ΕΑΑ) των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ (εφεξής «το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ»). Το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ ενδείκνυται να αποτελείται από την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή, με την οποία καθορίζονται οι αρχές που το διέπουν, από ένα σύνολο βέλτιστων πρακτικών για την υλοποίησή τους και από εσωτερικούς κανόνες και πρακτικές που υιοθετούν η ΕΚΤ και κάθε ΕΑΑ.

(3)

Οι ελάχιστοι κανόνες σχετικά με την αποτροπή της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών θα πρέπει να καταστήσουν αποτελεσματικότερη την αποτροπή της κατάχρησης τέτοιων πληροφοριών από μέλη των οργάνων ή του προσωπικού της ΕΚΤ ή των ΕΑΑ και να αποκλείσουν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων προερχόμενες από ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Ενόψει τούτου το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ θα πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια τις βασικές έννοιες που το διέπουν, καθώς επίσης και τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων οργάνων. Επίσης, πέραν της γενικής απαγόρευσης της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών, το ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να καθορίζει επιπλέον περιορισμούς όσον αφορά πρόσωπα με πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες. Ακόμη θα πρέπει να θεσπίζει υποχρεώσεις σε θέματα παρακολούθησης της συμμόρφωσης και γνωστοποίησης περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

(4)

Το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει ελάχιστους κανόνες για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων και την αποδοχή δώρων και φιλοξενίας.

(5)

Το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ θα πρέπει να διέπει την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος. Είναι ευκταίο η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ να εφαρμόζουν αντίστοιχους κανόνες για τα μέλη του προσωπικού ή τους εξωτερικούς συνεργάτες τους που συμμετέχουν στην εκτέλεση άλλων καθηκόντων.

(6)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη της εκάστοτε εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας. ΕΑΑ που αδυνατεί να εφαρμόσει διάταξη της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής λόγω της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ενημερώνει σχετικά την ΕΚΤ. Επίσης εξετάζει το ενδεχόμενο λήψης κάθε εύλογου μέτρου ευρισκόμενου στη διάθεσή της προκειμένου να άρει το εμπόδιο που θέτει το εθνικό δίκαιο.

(7)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη του κώδικα συμπεριφοράς των μελών του διοικητικού συμβουλίου (2) και του κώδικα συμπεριφοράς των μελών του εποπτικού συμβουλίου (3).

(8)

Δεδομένου ότι το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ περιορίζεται στην εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων, το διοικητικό συμβούλιο υιοθέτησε αντίστοιχο πλαίσιο δεοντολογίας σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (4),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «εθνική αρμόδια αρχή» (ΕΑΑ): εθνική αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2 του κανονισμού EEM. Ο ορισμός αυτός δεν θίγει τυχόν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις που αναθέτουν ορισμένα εποπτικά καθήκοντα σε εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) η οποία δεν έχει οριστεί ως ΕΑΑ. Η όποια αναφορά της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής σε ΕΑΑ καταλαμβάνει, κατά περίπτωση, και την ΕθνΚΤ ως προς τα καθήκοντα που της έχουν τυχόν ανατεθεί βάσει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας·

2)   «εμπιστευτική πληροφορία»: κάθε πληροφορία που μπορεί να επηρεάσει τις αγορές, άπτεται της εκτέλεσης καθηκόντων του Ευρωσυστήματος από τις κεντρικές του τράπεζες και δεν έχει δημοσιοποιηθεί ή δεν είναι προσβάσιμη από το κοινό·

3)   «πληροφορία που μπορεί να επηρεάσει τις αγορές»: ακριβής πληροφορία η δημοσιοποίηση της οποίας ενδέχεται να επιδρά σημαντικά στις τιμές περιουσιακών στοιχείων ή στις τιμές στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

4)   «κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών»: μέλος των οργάνων ή του προσωπικού που έχει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο·

5)   «μέλος του προσωπικού»: κάθε πρόσωπο που συνδέεται με σχέση απασχόλησης με την ΕΚΤ ή με ΕΑΑ, εξαιρουμένων όσων είναι επιφορτισμένα αποκλειστικά με καθήκοντα που δεν άπτονται της εκτέλεσης καθηκόντων στο πλαίσιο του κανονισμού ΕΕΜ·

6)   «μέλος των οργάνων»: κάθε μέλος των αρμόδιων για τη λήψη αποφάσεων οργάνων ή άλλων εσωτερικών οργάνων της ΕΚΤ ή των ΕΑΑ, εκτός των μελών του προσωπικού·

7)   «χρηματοοικονομικές εταιρείες»: οι χρηματοοικονομικές εταιρείες υπό την έννοια του σημείου 2.55 του κεφαλαίου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5)·

8)   «σύγκρουση συμφερόντων»: κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας προσωπικά συμφέροντα μελών των οργάνων ή του προσωπικού μπορούν να επηρεάσουν ή φαίνεται ότι μπορούν να επηρεάσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους·

9)   «προσωπικό συμφέρον»: κάθε υφιστάμενο ή δυνητικό ωφέλημα, χρηματικής ή μη χρηματικής φύσης, για μέλη των οργάνων ή του προσωπικού ή των οικογενειών τους, για λοιπά συγγενικά τους πρόσωπα ή πρόσωπα του φιλικού τους περιβάλλοντος και του στενού κύκλου γνωριμιών τους·

10)   «όφελος»: κάθε δώρο, φιλοξενία ή άλλο ωφέλημα, χρηματικής ή μη χρηματικής φύσης, που βελτιώνει αντικειμενικά την οικονομική, νομική ή προσωπική κατάσταση του αποδέκτη του και το οποίο ο ίδιος κατά τα λοιπά δεν δικαιούται.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται στην ΕΚΤ και στις ΕΑΑ κατά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ. Εν προκειμένω οι εσωτερικοί κανόνες τους οποίους οι ίδιες εκδίδουν συμμορφούμενες με τις διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής εφαρμόζονται στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

2.   Στον βαθμό που είναι νομικώς εφικτό, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μεριμνούν για την επέκταση των υποχρεώσεων που ορίζονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής σε πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων και δεν είναι μέλη του προσωπικού τους.

3.   Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής από την ΕΚΤ και τις ΕΑΑ αυστηρότερων κανόνων δεοντολογίας για τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

Άρθρο 3

Ρόλοι και αρμοδιότητες

1.   Με την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τις αρχές του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ και θεσπίζει βέλτιστες πρακτικές για τον τρόπο εφαρμογής τους, ενόψει της αρμοδιότητάς του να καθορίζει τη νοοτροπία σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης και δεοντολογίας στο επίπεδο του ΕΕΜ.

2.   Η επιτροπή επιθεώρησης, η επιτροπή εσωτερικών επιθεωρητών και η επιτροπή οργανωτικής ανάπτυξης συμμετέχουν στην εφαρμογή και παρακολούθηση του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ εντός των ορίων των οικείων αρμοδιοτήτων τους.

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ καθορίζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των οργάνων, των μονάδων και των μελών του προσωπικού τους που ασχολούνται σε τοπικό επίπεδο με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την παρακολούθηση του πλαισίου δεοντολογίας του ΕΕΜ.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση και ενημέρωση

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ συντάσσουν τους εσωτερικούς κανόνες τους για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής με σαφήνεια και διαφάνεια, τους κοινοποιούν στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους και διασφαλίζουν ευχερή πρόσβαση σε αυτούς.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ενημέρωση των μελών των οργάνων και του προσωπικού τους, έτσι ώστε αυτά να κατανοούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το πλαίσιο δεοντολογίας του ΕΕΜ.

Άρθρο 5

Παρακολούθηση της συμμόρφωσης

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τους κανόνες εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τη διενέργεια τακτικών ή/και ad hoc ελέγχων συμμόρφωσης. Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ εγκρίνουν τις ενδεδειγμένες διαδικασίες για την άμεση ανταπόκριση σε καταστάσεις μη συμμόρφωσης και την αντιμετώπισή τους.

2.   Η παρακολούθηση της συμμόρφωσης τελεί υπό την επιφύλαξη εσωτερικών κανόνων που επιτρέπουν εσωτερικές έρευνες όπου υπάρχουν υπόνοιες περί παράβασης κανόνων για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής από μέλος των οργάνων ή του προσωπικού.

Άρθρο 6

Γνωστοποίηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης και ενεργή παρακολούθηση της εξέλιξής τους

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικές διαδικασίες για τη γνωστοποίηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την παροχή πληροφοριών εκ των ένδον («whistleblowing») σύμφωνα με τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν μέτρα προς διασφάλιση της ενδεδειγμένης προστασίας των προσώπων που γνωστοποιούν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διασφαλίζουν την ενεργή παρακολούθηση της εξέλιξης των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιβολής αναλογικών πειθαρχικών μέτρων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους πειθαρχικούς κανόνες και διαδικασίες.

4.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ γνωστοποιούν αμελλητί στο διοικητικό συμβούλιο, μέσω της επιτροπής οργανωτικής ανάπτυξης και σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εσωτερικές διαδικασίες, κάθε μείζον συμβάν που αφορά παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Σε επείγουσες περιπτώσεις μπορούν να γνωστοποιούν απευθείας στο διοικητικό συμβούλιο τέτοια μείζονα συμβάντα μη συμμόρφωσης. Σε κάθε περίπτωση η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ ενημερώνουν παράλληλα την επιτροπή επιθεώρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 7

Γενική απαγόρευση κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μεριμνούν για την απαγόρευση της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών από τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

2.   Η απαγόρευση κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών καλύπτει κατ' ελάχιστον: α) τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών για σκοπούς ιδιωτικών συναλλαγών διενεργούμενων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων· β) τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε οποιονδήποτε τρίτο, εκτός αν αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εκτέλεσης επαγγελματικών καθηκόντων και ο τρίτος είναι απαραίτητο να γνωρίζει τις πληροφορίες· και γ) τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών προκειμένου οι κάτοχοί τους να συστήσουν σε τρίτους ή να τους παροτρύνουν να διενεργήσουν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

Άρθρο 8

Ειδικοί περιορισμοί όσον αφορά κατόχους εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες περιορίζεται στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους στα οποία οι εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διασφαλίζουν ότι όλοι οι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών υπόκεινται σε ειδικούς περιορισμούς όσον αφορά κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Μία ιδιωτική χρηματοοικονομική συναλλαγή θεωρείται κρίσιμη εφόσον συνδέεται ή μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με την εκτέλεση καθηκόντων του Ευρωσυστήματος. Στους εσωτερικούς τους κανόνες η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ παραθέτουν κατάλογο των κρίσιμων αυτών συναλλαγών, οι οποίες περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

συναλλαγές σε μετοχές και ομόλογα που εκδίδονται από χρηματοοικονομικές εταιρείες εγκατεστημένες στην Ένωση·

β)

βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, ήτοι αγορά και εν συνεχεία πώληση ή πώληση και εν συνεχεία αγορά του ίδιου χρηματοδοτικού μέσου εντός συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς·

γ)

συναλλαγές σε παράγωγα μέσα που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά μέσα του ως άνω στοιχείου α) και συμμετοχές σε σχήματα συλλογικών επενδύσεων κύριος σκοπός των οποίων είναι η επένδυση σε τέτοια χρηματοδοτικά μέσα.

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που καθορίζουν τους ειδικούς περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται οι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, συνεκτιμώντας παράγοντες που αφορούν την αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και αναλογικότητα. Οι εν λόγω ειδικοί περιορισμοί μπορούν να περιλαμβάνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα, μεμονωμένα ή συνδυαστικά:

α)

απαγόρευση συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

β)

θέσπιση υποχρέωσης προηγούμενης έγκρισης συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

γ)

θέσπιση υποχρέωσης εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων γνωστοποίησης συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών· ή/και

δ)

θέσπιση περιόδων απαγόρευσης (embargo) συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

4.   Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ και των ΕΑΑ η εφαρμογή των ειδικών αυτών περιορισμών και σε μέλη του προσωπικού εκτός των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών.

5.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διασφαλίζουν ότι οι κατάλογοι των κρίσιμων ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών προσαρμόζονται άμεσα ώστε να αποτυπώνουν τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

6.   Στους εσωτερικούς τους κανόνες η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ καθορίζουν τους όρους και τα εχέγγυα για την απαλλαγή από τους ειδικούς περιορισμούς του παρόντος άρθρου των μελών των οργάνων και του προσωπικού που αναθέτουν τη διαχείριση των ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών τους σε ανεξάρτητους τρίτους βάσει έγγραφης συμφωνίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Άρθρο 9

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό για την αποφυγή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο υποψήφιων μελών του προσωπικού λόγω προηγούμενων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή προσωπικών σχέσεων.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που υποχρεώνουν τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους να αποφεύγουν κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους κάθε κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων, και να γνωστοποιούν τέτοιες καταστάσεις. Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μεριμνούν ώστε, οσάκις γνωστοποιείται κάποια περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, να διαθέτουν πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή της, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής του υποκειμένου της από την αρμοδιότητα επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

3.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό για την αξιολόγηση και την αποτροπή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης, από μέλη των οργάνων τους και υψηλόβαθμα μέλη του προσωπικού τους που αναφέρονται απευθείας στα εκτελεστικά όργανα, επαγγελματικών δραστηριοτήτων μετά τη λύση της εργασιακής τους σχέσης με εκείνες.

4.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ οφείλουν να διαθέτουν, εφόσον απαιτείται, μηχανισμό για την αξιολόγηση και την αποτροπή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης από μέλη του προσωπικού τους επαγγελματικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια άδειας άνευ αποδοχών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ

Άρθρο 10

Απαγόρευση λήψης οφελών

1.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που απαγορεύουν στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους να ζητούν, να λαμβάνουν ή να αποδέχονται υποσχέσεις με σκοπό τον προσπορισμό οφέλους συνδεόμενου καθ' οιονδήποτε τρόπο με την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων.

2.   Στους εσωτερικούς κανόνες τους η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ μπορούν να ορίζουν εξαιρέσεις από την απαγόρευση της παραγράφου 1 όσον αφορά οφέλη προσφερόμενα από κεντρικές τράπεζες, θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, διεθνείς οργανισμούς και κυβερνητικές υπηρεσίες, καθώς και οφέλη εθιμοτυπικής ή αμελητέας αξίας από τον ιδιωτικό τομέα, στην τελευταία αυτή περίπτωση υπό την προϋπόθεση ότι τα οφέλη δεν προσφέρονται συχνά και δεν προέρχονται από την ίδια πηγή. Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ διασφαλίζουν ότι οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις δεν επηρεάζουν ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των μελών των οργάνων και του προσωπικού τους.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, δεν επιτρέπονται εξαιρέσεις για οφέλη που προσφέρουν πιστωτικά ιδρύματα σε μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ ή της ΕΑΑ στη διάρκεια επιτόπιων επιθεωρήσεων ή αποστολών ελέγχου, εκτός αν πρόκειται για αμελητέας αξίας φιλοξενία προσφερόμενη σε επαγγελματικό πλαίσιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων και εφαρμογή

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την ημέρα της κοινοποίησής της στις ΕΑΑ.

2.   Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ λαμβάνουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και της συμμόρφωσης με αυτή και τα εφαρμόζουν από τις 18 Μαρτίου 2016. Οι ΕΑΑ ενημερώνουν την ΕΚΤ για τυχόν εμπόδια στην εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και ειδοποιούν την ΕΚΤ για τα κείμενα και τα μέσα που σχετίζονται με τα εν λόγω μέτρα έως τις 18 Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 12

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ σε ετήσια βάση εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή τουλάχιστον ανά τριετία.

Άρθρο 13

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στην ΕΚΤ και στις ΕΑΑ.

Φρανκφούρτη, 12 Μαρτίου 2015.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Κώδικας συμπεριφοράς των μελών του διοικητικού συμβουλίου (ΕΕ C 123 της 24.5.2002, σ. 9).

(3)  Κώδικας συμπεριφοράς των μελών του εποπτικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ C 93 της 20.3.2015, σ. 2).

(4)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/855 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και την κατάργηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2015/11) (βλέπε σελίδα 23 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 174 της 26.6.2013, σ. 1).


ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΜΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/35


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 1 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΊΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΫΝΔΕΣΗΣ ΕΕ — ΣΕΡΒΊΑΣ

της 21ης Οκτωβρίου 2013

για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού του [2015/857]

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σερβίας (καλούμενης στο εξής ως «Σερβία»), αφετέρου (καλούμενη εφεξής «συμφωνία»), και ιδίως τα άρθρα 119, 120, 122 και 124,

Εκτιμώντας ότι η συμφωνία ετέθη σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2013.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Προεδρία

Το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης προεδρεύεται εναλλάξ για περιόδους 12 μηνών από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και από έναν εκπρόσωπο της κυβέρνησης της Σερβίας. Η πρώτη περίοδος αρχίζει την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2013.

Άρθρο 2

Συνεδριάσεις

Το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης συνεδριάζει σε υπουργικό επίπεδο μία φορά το χρόνο. Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε από τα μέρη, και εφόσον τα μέρη συμφωνούν, μπορούν να πραγματοποιούνται έκτακτες συνεδριάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τα μέρη, κάθε συνεδρίαση του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης πραγματοποιείται στον συνήθη χώρο συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ημερομηνία που συμφωνείται και από τα δύο μέρη. Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης αποφασίζονται από κοινού από τους Γραμματείς του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης σε συμφωνία με τον Πρόεδρο.

Άρθρο 3

Εκπροσώπηση

Τα μέλη του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, εάν δεν είναι σε θέση να παρευρεθούν, μπορούν να εκπροσωπούνται. Αν ένα μέλος επιθυμεί να ορίσει εκπρόσωπο, γνωστοποιεί στον Πρόεδρο το όνομα του εκπροσώπου του πριν από τη συνεδρίαση στην οποία πρόκειται να εκπροσωπηθεί κατ' αυτόν τον τρόπο. Ο εκπρόσωπος ενός μέλους του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ασκεί όλα τα δικαιώματα του συγκεκριμένου μέλους.

Άρθρο 4

Αντιπροσωπείες

Τα μέλη του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μπορούν να συνοδεύονται από υπαλλήλους. Πριν από κάθε συνεδρίαση, ο Πρόεδρος ενημερώνεται για την προβλεπόμενη σύνθεση της αντιπροσωπείας κάθε μέρους. Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ως παρατηρητής, εφόσον περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη θέματα που αφορούν την Τράπεζα. Το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μπορεί να προσκαλέσει μη μέλη να παρευρεθούν σε συνεδριάσεις του για να παράσχουν πληροφορίες για συγκεκριμένα θέματα

Άρθρο 5

Γραμματεία

Ένας υπάλληλος της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένας υπάλληλος της αποστολής της Σερβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργούν από κοινού ως γραμματείς του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης.

Άρθρο 6

Αλληλογραφία

Η αλληλογραφία που απευθύνεται στο Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης αποστέλλεται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης στη διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι δύο γραμματείς διασφαλίζουν ότι η αλληλογραφία προωθείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης και, όταν κρίνεται σκόπιμο, διαβιβάζεται σε άλλα μέλη του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Η αλληλογραφία που διαβιβάζεται κατ' αυτόν τον τρόπο απευθύνεται στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής, στις μόνιμες αντιπροσωπείες των κρατών μελών και στην αποστολή της Σερβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι ανακοινώσεις του Προέδρου του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης αποστέλλονται στους παραλήπτες από τους δύο γραμματείς και διαβιβάζονται, όταν κρίνεται σκόπιμο, στα άλλα μέλη του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης όπως προσδιορίζεται στο δεύτερο εδάφιο.

Άρθρο 7

Δημοσιότητα

Εκτός αν αποφασιστεί διαφορετικά, οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης δεν διεξάγονται δημοσίως.

Άρθρο 8

Ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων

1.   Ο Πρόεδρος καταρτίζει προσωρινή ημερήσια διάταξη για κάθε συνεδρίαση. Η εν λόγω ημερήσια διάταξη προωθείται από τους γραμματείς του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης στις διευθύνσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6, το αργότερο 15 ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η προσωρινή ημερήσια διάταξη περιλαμβάνει τα θέματα για τα οποία υποβλήθηκε στον Πρόεδρο αίτηση εγγραφής του στην ημερήσια διάταξη το αργότερο 21 ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης, αν και τα θέματα εγγράφονται στην προσωρινή ημερήσια διάταξη μόνον εφόσον διαβιβασθούν στους γραμματείς τα σχετικά έγγραφα το αργότερο κατά την ημερομηνία αποστολής της ημερήσιας διάταξης. Η ημερήσια διάταξη εγκρίνεται από το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης κατά την έναρξη κάθε συνεδρίασης. Μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη θέμα εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται στην προσωρινή διάταξη, εάν συμφωνήσουν τα δύο μέρη.

2.   Ο Πρόεδρος δύναται, σε συμφωνία με τα δύο μέρη, να επισπεύσει τις προθεσμίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1, για να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις τυχόν ειδικών περιπτώσεων.

Άρθρο 9

Πρακτικά

Οι δύο γραμματείς συντάσσουν σχέδιο πρακτικών για κάθε συνεδρίαση. Τα πρακτικά περιλαμβάνουν συνήθως για κάθε σημείο της ημερήσιας διάταξης:

 

τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης,

 

τις δηλώσεις που ζητά να καταχωρισθούν ένα μέλος του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης,

 

τις αποφάσεις που λαμβάνονται και τις συστάσεις που διατυπώνονται, τις δηλώσεις που συμφωνούνται και τα συμπεράσματα που υιοθετούνται.

Το σχέδιο πρακτικών υποβάλλεται προς έγκριση στο Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Μετά την έγκρισή τους, τα πρακτικά υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τους δύο γραμματείς. Τα πρακτικά αρχειοθετούνται στα αρχεία της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία λειτουργεί ως θεματοφύλακας των εγγράφων του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Επικυρωμένο αντίγραφο διαβιβάζεται σε καθέναν από τους αποδέκτες που αναφέρονται στο άρθρο 6.

Άρθρο 10

Αποφάσεις και συστάσεις

1.   Το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης λαμβάνει τις αποφάσεις του και προβαίνει σε συστάσεις με κοινή συμφωνία των μερών. Το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μπορεί να λάβει αποφάσεις ή να προβεί σε συστάσεις με γραπτή διαδικασία εφόσον συμφωνούν τα μέρη.

2.   Οι αποφάσεις και οι συστάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, κατά την έννοια του άρθρου 121 της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, φέρουν τον τίτλο αντιστοίχως «απόφαση» και «σύσταση» ο οποίος συνοδεύεται από έναν αύξοντα αριθμό, την ημερομηνία της έγκρισής τους και περιγραφή του περιεχομένου τους. Οι αποφάσεις και οι συστάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης υπογράφονται από τον Πρόεδρο και επικυρώνονται από τους δύο γραμματείς. Οι αποφάσεις και οι συστάσεις αποστέλλονται σε καθέναν από τους αποδέκτες που αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο 6. Κάθε μέρος μπορεί να αποφασίσει για τη δημοσίευση των αποφάσεων και των συστάσεων του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης στην αντίστοιχη επίσημη δημοσίευσή του.

Άρθρο 11

Γλώσσες

Οι επίσημες γλώσσες του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης είναι οι επίσημες γλώσσες των δύο μερών. Εκτός αν αποφασιστεί διαφορετικά, το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης βασίζει τις αποφάσεις του σε έγγραφα που έχουν συνταχθεί στις εν λόγω γλώσσες.

Άρθρο 12

Δαπάνες

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Σερβία καλύπτουν εκάστη τις δαπάνες που πραγματοποιούν για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, τόσο όσον αφορά τα έξοδα προσωπικού, ταξιδιού και διαμονής όσο και τα έξοδα ταχυδρομείου και τηλεπικοινωνιών. Οι δαπάνες διερμηνείας κατά τις συνεδριάσεις μετάφρασης και αναπαραγωγής των εγγράφων αναλαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαιρουμένων των δαπανών διερμηνείας και μετάφρασης από και προς τη σερβική γλώσσα, τις οποίες αναλαμβάνει η Σερβία. Άλλες δαπάνες που συνδέονται με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων αναλαμβάνονται από το μέρος που οργανώνει τις συνεδριάσεις.

Άρθρο 13

Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης

1.   Συστήνεται Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης για να επικουρεί το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης στην άσκηση των καθηκόντων του. Η επιτροπή απαρτίζεται από αντιπροσώπους του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντιπροσώπους της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, και από αντιπροσώπους της κυβέρνησης της Σερβίας, αφετέρου, κατά κανόνα σε επίπεδο ανώτερων δημόσιων υπαλλήλων.

2.   Η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης προετοιμάζει τις συνεδριάσεις και τις εργασίες του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, εφαρμόζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης όταν κρίνεται σκόπιμο και, εν γένει, διασφαλίζει τη συνέχεια της σχέσης σύνδεσης και την ορθή λειτουργία της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Η επιτροπή εξετάζει κάθε θέμα που παραπέμπεται σε αυτήν από το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης καθώς και οποιοδήποτε άλλο θέμα το οποίο μπορεί να προκύψει κατά την καθημερινή εφαρμογή της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Η επιτροπή υποβάλλει προτάσεις ή οποιαδήποτε σχέδια αποφάσεων ή συστάσεων προς έγκριση στο Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης.

3.   Σε περιπτώσεις που η Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης προβλέπει την υποχρέωση ή τη δυνατότητα διενέργειας διαβουλεύσεων, οι εν λόγω διαβουλεύσεις μπορούν να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Οι διαβουλεύσεις μπορούν να συνεχιστούν στο Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης εφόσον συμφωνούν τα δύο μέρη.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης προσαρτάται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 14

Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή απαρτιζόμενη από εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και τους κοινωνικούς εταίρους και άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας

1.   Συνίσταται Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή απαρτιζόμενη από εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και από τους κοινωνικούς εταίρους και άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας, στην οποία ανατίθεται το καθήκον να επικουρεί το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, με στόχο την ενίσχυση του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Σερβία. Αυτός ο διάλογος και η συνεργασία θα περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές πτυχές των σχέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Σερβίας, όπως προκύπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Ο εν λόγω διάλογος και η συνεργασία αποβλέπουν, ιδίως, στα εξής:

α)

στην προετοιμασία των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας για τη λειτουργία τους στο πλαίσιο της μελλοντικής προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

β)

στην προετοιμασία των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας για τη συμμετοχή τους στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής μετά την προσχώρηση της Σερβίας·

γ)

στην ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, ιδίως για την ενημέρωση σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας προσχώρησης, καθώς και την προετοιμασία των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας για αυτήν τη διαδικασία·

δ)

στην προαγωγή της ανταλλαγής εμπειριών, των ορθών πρακτικών και του διαρθρωμένου διαλόγου μεταξύ α) των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας και β) των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών από τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, και με τη δικτύωση σε συγκεκριμένους τομείς όπου οι άμεσες επαφές και η συνεργασία μπορούν να αποδειχθούν ως ο αποτελεσματικότερος τρόπος επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων·

ε)

στη συζήτηση οποιουδήποτε άλλου σχετικού θέματος που θα προκύψει από το ένα ή το άλλο μέρος από την εφαρμογή της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης και στο πλαίσιο προενταξιακών συνομιλιών.

2.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 απαρτίζεται από εννέα εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και εννέα εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας. Η μεικτή συμβουλευτική επιτροπή μπορεί επίσης να καλεί παρατηρητές.

3.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, εκτελεί τα καθήκοντά της βάσει διαβουλεύσεων του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ή, σε ό,τι αφορά την προώθηση του διαλόγου μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών κύκλων, με δική της πρωτοβουλία.

4.   Τα μέλη επιλέγονται κατά τρόπο που διασφαλίζει ότι η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, αποτελεί την πιστότερη δυνατή εικόνα των διαφόρων κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στη Σερβία. Τα μέλη της Σερβίας διορίζονται από την κυβέρνηση της Σερβίας βάσει προτάσεων των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Οι εν λόγω προτάσεις στηρίζονται σε περιεκτικές και διαφανείς διαδικασίες επιλογής μεταξύ κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.

5.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, συμπροεδρεύεται από ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και έναν εκπρόσωπο των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας.

6.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

7.   Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, αφενός, και η κυβέρνηση της Σερβίας, αφετέρου, αναλαμβάνουν τις αντίστοιχες δαπάνες συμμετοχής των αντιπροσώπων τους στις συνεδριάσεις της Μικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και των ομάδων εργασίας τους όσον αφορά τα έξοδα προσωπικού, ταξιδιού και διαμονής.

8.   Στον εσωτερικό κανονισμό της Μικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, καθορίζονται λεπτομερείς ρυθμίσεις για τα έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης. Οι λοιπές δαπάνες που αφορούν τη διοργάνωση των συνεδριάσεων επιβαρύνουν το μέρος που διοργανώνει τις συνεδριάσεις.

Άρθρο 15

Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή απαρτιζόμενη από τους εκπροσώπους της Επιτροπής των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των περιφερειακών και τοπικών αρχών της Σερβίας

1.   Συνίσταται Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή απαρτιζόμενη από εκπροσώπους της Επιτροπής των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των περιφερειακών και τοπικών αρχών της Σερβίας, στην οποία ανατίθεται το καθήκον να επικουρεί το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, με στόχο την ενίσχυση του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ των τοπικών και περιφερειακών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Σερβίας. Ο εν λόγω διάλογος και η συνεργασία αποβλέπουν, ιδίως, στα εξής:

α)

στην προετοιμασία των τοπικών και περιφερειακών αρχών της Σερβίας για τη λειτουργία τους στο πλαίσιο της μελλοντικής προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

β)

στην προετοιμασία των τοπικών και περιφερειακών αρχών της Σερβίας για τη συμμετοχή τους στις εργασίες της Επιτροπής των Περιφερειών μετά την προσχώρηση της Σερβίας·

γ)

στην ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τρέχοντα θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, ιδίως για τη μέχρι σήμερα κατάσταση όσον αφορά τη διαδικασία προσχώρησης και τους τομείς της πολιτικής για τους οποίους οι συνθήκες προβλέπουν ότι πρέπει να ζητείται η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών, καθώς και στην προετοιμασία των τοπικών και περιφερειακών αρχών της Σερβίας για τις εν λόγω πολιτικές·

δ)

στην προαγωγή του πολυμερούς διαρθρωμένου διαλόγου μεταξύ α) των κοινωνικών εταίρων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών της Σερβίας και β) των τοπικών και περιφερειακών αρχών από τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων και με τη δικτύωση σε συγκεκριμένους τομείς όπου οι άμεσες επαφές και η συνεργασία μεταξύ των τοπικών και περιφερειακών αρχών της Σερβίας και των τοπικών και περιφερειακών αρχών από τα κράτη μέλη μπορούν να αποδειχθούν ο αποτελεσματικότερος τρόπος εξέτασης ειδικών θεμάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος·

ε)

στη διοργάνωση τακτικών ανταλλαγών πληροφοριών σχετικά με τη διαπεριφερειακή συνεργασία μεταξύ των περιφερειακών και των τοπικών αρχών της Σερβίας και εκείνων των κρατών μελών·

στ)

στην προώθηση της ανταλλαγής εμπειριών και γνώσεων σε τομείς πολιτικής στους οποίους η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι η Επιτροπή των Περιφερειών διατυπώνει τη γνώμη της, μεταξύ i) των σερβικών τοπικών και περιφερειακών αρχών και ii) των τοπικών και περιφερειακών αρχών των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά την τεχνογνωσία και τις τεχνικές σχετικά με την προετοιμασία των τοπικών και περιφερειακών αναπτυξιακών σχεδίων ή στρατηγικών και την αποτελεσματικότερη δυνατή χρήση των προενταξιακών και διαρθρωτικών ταμείων·

ζ)

στην παροχή συνδρομής προς τις τοπικές και περιφερειακές αρχές της Σερβίας, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών για την πρακτική εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας σε όλες τις πτυχές διαβίωσης σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·

η)

στη συζήτηση οποιουδήποτε άλλου σχετικού θέματος που θα προκύψει από το ένα ή το άλλο μέρος από την εφαρμογή της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης και στο πλαίσιο προενταξιακών συνομιλιών.

2.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 απαρτίζεται από επτά εκπροσώπους της Επιτροπής των Περιφερειών, αφενός, και επτά εκλεγμένους αντιπροσώπους των τοπικών και περιφερειακών αρχών της Σερβίας, αφετέρου. Διορίζεται ισοδύναμος αριθμός αναπληρωματικών μελών.

3.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 εκτελεί τα καθήκοντά της βάσει διαβουλεύσεων του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ή, σε ό,τι αφορά την προώθηση του διαλόγου μεταξύ τοπικών και περιφερειακών αρχών, με δική της πρωτοβουλία.

4.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 δύναται να υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης.

5.   Τα μέλη επιλέγονται κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, αποτελεί πιστή εικόνα των διαφόρων επιπέδων των τοπικών και περιφερειακών αρχών τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στη Σερβία. Ο επίσημος διορισμός των μελών της Σερβίας θα πραγματοποιηθεί από την κυβέρνηση της Σερβίας βάσει προτάσεων οργανώσεων που εκπροσωπούν τις τοπικές και περιφερειακές αρχές στη Σερβία. Οι εν λόγω προτάσεις στηρίζονται σε συνολικές και διαφανείς διαδικασίες επιλογής μεταξύ εκπροσώπων στους οποίους έχει ανατεθεί τοπική ή περιφερειακή αιρετή εντολή.

6.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

7.   Η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 συμπροεδρεύεται από ένα μέλος της Επιτροπής των Περιφερειών και έναν εκπρόσωπο των τοπικών και περιφερειακών αρχών της Σερβίας.

8.   Η Επιτροπή των Περιφερειών, αφενός, και η κυβέρνηση της Σερβίας, αφετέρου, αναλαμβάνουν τις αντίστοιχες δαπάνες συμμετοχής των αντιπροσώπων τους και του προσωπικού στήριξης στις συνεδριάσεις της Μικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, ιδίως όσον αφορά τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής.

9.   Στον εσωτερικό κανονισμό της Μικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, καθορίζονται λεπτομερείς ρυθμίσεις για τα έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης. Οι λοιπές δαπάνες που αφορούν τη διοργάνωση των συνεδριάσεων επιβαρύνουν το μέρος που διοργανώνει τις συνεδριάσεις.

Λουξεμβούργο, 21 Οκτωβρίου 2013.

Για την Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης

H Πρόεδρος

C. ASHTON


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗΣ

Άρθρο 1

Προεδρία

Η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης προεδρεύεται εναλλάξ για περιόδους 12 μηνών από έναν αντιπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και από έναν εκπρόσωπο της κυβέρνησης της Σερβίας. Η πρώτη περίοδος αρχίζει την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2013.

Άρθρο 2

Συνεδριάσεις

Η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης συνεδριάζει κάθε φορά που το απαιτούν οι περιστάσεις, με συμφωνία των δύο μερών. Κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης πραγματοποιείται σε τόπο και σε χρόνο που συμφωνούνται και από τα δύο μέρη. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης συγκαλούνται από τον Πρόεδρο.

Άρθρο 3

Αντιπροσωπείες

Πριν από κάθε συνεδρίαση, ο Πρόεδρος ενημερώνεται για την προβλεπόμενη σύνθεση της αντιπροσωπείας κάθε μέρους.

Άρθρο 4

Γραμματεία

Ένας υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας υπάλληλος της κυβέρνησης της Σερβίας ενεργούν από κοινού ως γραμματείς της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Όλες οι ανακοινώσεις προς και από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση διαβιβάζονται στους γραμματείς της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης και στους γραμματείς και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης.

Άρθρο 5

Δημοσιότητα

Εκτός διαφορετικής απόφασης, οι συνεδριάσεις της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης δεν διεξάγονται δημοσίως.

Άρθρο 6

Ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων

1.   Ο Πρόεδρος καταρτίζει προσωρινή ημερήσια διάταξη για κάθε συνεδρίαση. Η εν λόγω ημερήσια διάταξη διαβιβάζεται από τους γραμματείς της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης στους αποδέκτες που αναφέρονται στο άρθρο 4, το αργότερο 15 ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η προσωρινή ημερήσια διάταξη περιλαμβάνει τα θέματα σχετικά με τα οποία ο Πρόεδρος έλαβε αίτηση να συμπεριληφθούν στην ημερήσια διάταξη το αργότερο 21 ημέρες πριν από την έναρξη της συνεδρίασης, αν και τα θέματα εγγράφονται στην προσωρινή ημερήσια διάταξη μόνον εφόσον έχουν διαβιβαστεί τα σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης στους γραμματείς το αργότερο μέχρι την ημερομηνία αποστολής της ημερήσιας διάταξης. Η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μπορεί να ζητήσει να παρευρεθούν στις συνεδριάσεις της εμπειρογνώμονες για να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με ειδικά θέματα. Η ημερήσια διάταξη εγκρίνεται από την Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης κατά την έναρξη κάθε συνεδρίασης. Μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη θέμα εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται στην προσωρινή διάταξη, εάν συμφωνήσουν τα δύο μέρη.

2.   Ο Πρόεδρος δύναται, σε συμφωνία με τα δύο μέρη, να επισπεύσει τις προθεσμίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1, για να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις τυχόν ειδικών περιπτώσεων.

Άρθρο 7

Πρακτικά

Για κάθε συνεδρίαση τηρούνται πρακτικά τα οποία βασίζονται σε συντασσόμενη από τον Πρόεδρο περίληψη των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Μόλις τα πρακτικά εγκριθούν από την Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης υπογράφονται από τον Πρόεδρο και από τους γραμματείς και αρχειοθετούνται από κάθε μέρος. Αντίγραφο των πρακτικών διαβιβάζεται σε καθέναν από τους αποδέκτες που αναφέρονται στο άρθρο 4.

Άρθρο 8

Αποφάσεις και συστάσεις

Στις ειδικές περιπτώσεις που η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης εξουσιοδοτείται από το Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, δυνάμει του άρθρου 122 της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, να λάβει αποφάσεις ή να προβεί σε συστάσεις, οι εν λόγω πράξεις φέρουν αντίστοιχα τον τίτλο «απόφαση» και «σύσταση», ο οποίος συνοδεύεται από έναν αύξοντα αριθμό, την ημερομηνία έγκρισής τους και περιγραφή του περιεχομένου τους. Οι αποφάσεις και οι συστάσεις υιοθετούνται κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των μερών. Η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μπορεί να λάβει αποφάσεις ή να προβεί σε συστάσεις με γραπτή διαδικασία εφόσον συμφωνούν τα μέρη. Οι αποφάσεις και οι συστάσεις της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης υπογράφονται από τον Πρόεδρο, επικυρώνονται από τους δύο γραμματείς και διαβιβάζονται στις διευθύνσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 του παρόντος παραρτήματος. Κάθε μέρος μπορεί να αποφασίσει για τη δημοσίευση των αποφάσεων και των συστάσεων της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης στην αντίστοιχη επίσημη εφημερίδα του.

Άρθρο 9

Δαπάνες

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Σερβία καλύπτουν εκάστη τις δαπάνες που συνεπάγεται η συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, τόσο όσον αφορά τα έξοδα προσωπικού, ταξιδιού και διαμονής όσο και τα έξοδα ταχυδρομείου και τηλεπικοινωνιών. Οι δαπάνες διερμηνείας κατά τις συνεδριάσεις μετάφρασης και αναπαραγωγής των εγγράφων αναλαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαιρουμένων των δαπανών διερμηνείας και μετάφρασης από και προς τη σερβική γλώσσα, τις οποίες αναλαμβάνει η Σερβία. Άλλες δαπάνες που συνδέονται με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων αναλαμβάνονται από το μέρος που οργανώνει τις συνεδριάσεις.

Άρθρο 10

Υποεπιτροπές και ειδικές ομάδες

Η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μπορεί να συστήσει υποεπιτροπές ή ειδικές ομάδες οι οποίες εργάζονται υπό την εποπτεία της Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, την οποία και ενημερώνουν έπειτα από κάθε συνεδρίασή τους. Η Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μπορεί να αποφασίσει να καταργήσει υπάρχουσες υποεπιτροπές ή ομάδες, να καθορίσει ή να τροποποιήσει τις αρμοδιότητές τους ή να συστήσει άλλες υποεπιτροπές ή ομάδες που θα την επικουρούν στην εκτέλεση των καθηκόντων της. Αυτές οι υποεπιτροπές και ομάδες δεν έχουν εξουσία λήψεως αποφάσεων.