ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
28 Αυγούστου 2014


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ

73

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 911/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την πολυετή χρηματοδότηση της δράσης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ( 1 )

115

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 912/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου διαχείρισης της χρηματοδοτικής ευθύνης σε σχέση με δικαστήρια επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους που συστήνονται βάσει διεθνών συμφωνιών στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος

121

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2014/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό

135

 

*

Οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου ( 1 )

146

 

*

Οδηγία 2014/91/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τις λειτουργίες θεματοφύλακα, τις πολιτικές αποδοχών και τις κυρώσεις ( 1 )

186

 

*

Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά ( 1 )

214

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 909/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ), από κοινού με τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση μετασυναλλακτικών υποδομών που διασφαλίζουν την ορθή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και προσφέρουν στους συμμετέχοντες στην αγορά εγγυήσεις ότι οι συναλλαγές τίτλων εκτελούνται σωστά και έγκαιρα, ακόμη και κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίων πιέσεων.

(2)

Λόγω της καίριας θέσης που κατέχουν στο πλαίσιο της διαδικασίας διακανονισμού, τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ έχουν συστημική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών. Τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ αφενός διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα συστήματα διακράτησης τίτλων μέσω των οποίων οι συμμετέχοντες σε αυτά παρέχουν στοιχεία σχετικά με τα χαρτοφυλάκια τίτλων των επενδυτών, και αφετέρου λειτουργούν ως απαραίτητο εργαλείο για τον έλεγχο της ακεραιότητας μιας έκδοσης, αποτρέποντας την αδικαιολόγητη δημιουργία αξιογράφων ή την αδικαιολόγητη μείωση των εκδοθέντων αξιογράφων και διαδραματίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Επιπλέον, τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην παροχή ασφάλειας για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής καθώς και στην παροχή ασφάλειας μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και ως εκ τούτου αποτελούν σημαντικούς φορείς στις διαδικασίες παροχής ασφαλειών.

(3)

Μολονότι η οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) περιόρισε την αναστάτωση που επιφέρει σε ένα σύστημα η διαδικασία αφερεγγυότητας που στρέφεται κατά ενός συμμετέχοντος στο σύστημα, είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν και άλλοι κίνδυνοι που διατρέχουν τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, καθώς και ο κίνδυνος αφερεγγυότητας ή διαταραχής της λειτουργίας των ΚΑΤ που διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Ορισμένα ΚΑΤ υπόκεινται σε πιστωτικούς κινδύνους και κινδύνους ρευστότητας που απορρέουν από την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών σε σχέση με τον διακανονισμό.

(4)

Ο αυξανόμενος αριθμός διασυνοριακών διακανονισμών, που οφείλεται στην ανάπτυξη συμφωνιών διασύνδεσης μεταξύ ΚΑΤ, θέτει υπό αμφισβήτηση την ανθεκτικότητα των ΚΑΤ όταν εισάγουν κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα ΚΑΤ άλλων κρατών μελών, ελλείψει κοινών κανόνων προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, παρά την αύξηση των διασυνοριακών διακανονισμών, οι ωθούμενες από την αγορά αλλαγές προς μια πιο ολοκληρωμένη αγορά για τις υπηρεσίες ΚΑΤ έχει διαπιστωθεί ότι προχωρούν με πολύ βραδείς ρυθμούς. Μια ανοιχτή εσωτερική αγορά διακανονισμού αξιογράφων θα πρέπει να επιτρέπει σε κάθε επενδυτή στην Ένωση να επενδύει σε κάθε αξιόγραφο της Ένωσης με την ίδια ευκολία και χρησιμοποιώντας τις ίδιες διαδικασίες όπως και για τα εγχώρια αξιόγραφα. Ωστόσο, οι αγορές διακανονισμού στην Ένωση παραμένουν κατακερματισμένες μεταξύ των κρατών μελών και το κόστος του διασυνοριακού διακανονισμού εξακολουθεί να είναι υψηλότερο, λόγω της ύπαρξης διαφορετικών εθνικών κανόνων όσον αφορά τον διακανονισμό και τις δραστηριότητες των ΚΑΤ και λόγω περιορισμένου ανταγωνισμού μεταξύ των ΚΑΤ. Ο εν λόγω κατακερματισμός εμποδίζει τον διασυνοριακό διακανονισμό και δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους και επιπλέον κόστος. Δεδομένου του συστημικού ρόλου των ΚΑΤ, πρέπει να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΚΑΤ ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ παρόχων και να μειωθεί η εξάρτηση από έναν συγκεκριμένο πάροχο υποδομής. Λόγω της έλλειψης πανομοιότυπων υποχρεώσεων για τους διαχειριστές της αγοράς και κοινών προτύπων προληπτικής εποπτείας για τα ΚΑΤ, τα πιθανώς αποκλίνοντα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο θα έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στην ασφάλεια, στην αποτελεσματικότητα και στον ανταγωνισμό στις αγορές διακανονισμού της Ένωσης. Είναι απαραίτητο να αρθούν τα σημαντικά αυτά εμπόδια για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, καθώς και να αποτραπεί η εμφάνιση παρόμοιων εμποδίων και στρεβλώσεων στο μέλλον. Η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αγοράς διακανονισμού αξιογράφων, χωρίς διάκριση μεταξύ εθνικών και διασυνοριακών συναλλαγών αξιογράφων είναι αναγκαία για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια, το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση.

(5)

Είναι απαραίτητο να θεσπιστούν μέσω κανονισμού ορισμένες ομοιόμορφες υποχρεώσεις που θα επιβληθούν στους συμμετέχοντες στην αγορά όσον αφορά ορισμένες πτυχές του κύκλου και των κανόνων διακανονισμού και να προβλεφθεί ένα σύνολο κοινών απαιτήσεων για τα ΚΑΤ που διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Οι κανόνες ενός κανονισμού, όντας άμεσα εφαρμόσιμοι, θα διασφαλίζουν ότι όλοι οι διαχειριστές της αγοράς και τα ΚΑΤ υπόκεινται σε πανομοιότυπες, άμεσα εφαρμόσιμες υποχρεώσεις, πρότυπα και κανόνες. Ένας κανονισμός θα αυξήσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του διακανονισμού στην Ένωση, αποτρέποντας αποκλίνοντες εθνικούς κανόνες που είναι δυνατόν να προκύψουν ως αποτέλεσμα της μεταφοράς μιας οδηγίας στην εθνική νομοθεσία. Ένας κανονισμός θα μειώσει την κανονιστική πολυπλοκότητα για τους διαχειριστές της αγοράς και τα ΚΑΤ, η οποία προκύπτει από διαφορετικούς εθνικούς κανόνες, και θα δώσει τη δυνατότητα στα ΚΑΤ να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε διασυνοριακή βάση χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διαφορετικές εθνικές απαιτήσεις, όπως αυτές που αφορούν την αδειοδότηση, την εποπτεία και την οργάνωση ή τους κινδύνους των ΚΑΤ. Ένας κανονισμός που επιβάλλει πανομοιότυπες απαιτήσεις στα ΚΑΤ θα συνεισφέρει επίσης στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(6)

Στις 20 Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) απηύθυνε έκκληση για ισχυρότερες βασικές υποδομές της αγοράς και ζήτησε την αναθεώρηση και ενίσχυση των υφισταμένων προτύπων. Τον Απρίλιο του 2012, η Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού (CPSS) της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) και η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) ενέκριναν παγκόσμια πρότυπα για τις υποδομές των χρηματαγορών. Τα πρότυπα αυτά αντικατέστησαν τις συστάσεις της ΤΔΔ του 2001, οι οποίες προσαρμόστηκαν μέσω μη δεσμευτικών κατευθυντηρίων γραμμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο το 2009 από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και την Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Ευρωπαϊκών Αγορών Κινητών Αξιών (ΕΡΑΕΑΚΑ). Λαμβάνοντας υπόψη τον παγκόσμιο χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών αγορών και τη συστημική σημασία των ΚΑΤ, είναι απαραίτητο να επιτευχθεί διεθνής σύγκλιση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας στις οποίες υπόκεινται. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού πρέπει να ακολουθούν τις υπάρχουσες αρχές που διέπουν τις υποδομές των χρηματαγορών όπως έχουν διατυπωθεί από τις ΤΔΔ-IOSCO. Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, θα πρέπει να διασφαλίσουν τη συνοχή με τα υφιστάμενα πρότυπα και τη μελλοντική τους εξέλιξη όταν θα σχεδιάσουν ή θα προτείνουν την αναθεώρηση των κανονιστικών τεχνικών και εκτελεστικών προτύπων, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(7)

Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της ασφάλειας και της αρτιότητας των συστημάτων διακανονισμού τίτλων και αντιμετώπισης των νομικών εμποδίων στις μετασυναλλακτικές υπηρεσίες στην Ένωση.

(8)

Ένα από τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ είναι η προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα μέλη του ΕΣΚΤ ασκούν εποπτικά καθήκοντα διασφαλίζοντας αποτελεσματικά και υγιή συστήματα εκκαθάρισης και πληρωμών. Τα μέλη του ΕΣΚΤ συχνά ενεργούν ως διακανονιστές για το χρηματικό σκέλος των συναλλαγών τίτλων. Επίσης, είναι σημαντικοί πελάτες των ΚΑΤ, τα οποία συχνά διαχειρίζονται την παροχή ασφάλειας για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής. Τα μέλη του ΕΣΚΤ θα πρέπει να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο, συμμετέχοντας με διαβούλευση στη διαδικασία αδειοδότησης και εποπτείας των ΚΑΤ, αναγνώρισης ΚΑΤ τρίτων χωρών και έγκρισης ορισμένων συνδέσεων μεταξύ ΚΑΤ. Προκειμένου να αποφευχθεί η ανάπτυξη παράλληλων πλαισίων κανόνων, θα πρέπει επίσης να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο συμμετέχοντας με διαβούλευση στη θέσπιση ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων αν και η κύρια ευθύνη για τη θέσπιση των εν λόγω τεχνικών προτύπων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων πρέπει να ανήκει στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ, όπως προβλέπει ο παρών κανονισμός. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών για τη διασφάλιση αποτελεσματικών και υγιών συστημάτων εκκαθάρισης και πληρωμών εντός της Ένωσης και σε άλλες χώρες. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει την πρόσβαση των μελών του ΕΣΚΤ σε πληροφορίες σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας που ασκούν στα ΚΑΤ και σε άλλες υποδομές της χρηματαγοράς.

(9)

Τα μέλη του ΕΣΚΤ, τυχόν άλλοι φορείς που ασκούν παρόμοια καθήκοντα σε ορισμένα κράτη μέλη ή άλλοι δημόσιοι φορείς που έχουν αναλάβει ή που παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους στην Ένωση μπορούν να παρέχουν οι ίδιοι ορισμένες υπηρεσίες που τους καθιστούν ΚΑΤ, όπως για παράδειγμα η διαχείριση ενός συστήματος διακανονισμού αξιογράφων. Τέτοιου είδους ιδρύματα, όταν ενεργούν ως ΚΑΤ χωρίς τη σύσταση ξεχωριστής οντότητας, θα πρέπει να εξαιρούνται από τις απαιτήσεις αδειοδότησης και εποπτείας, από ορισμένες οργανωτικές και κεφαλαιακές απαιτήσεις και απαιτήσεις περί επενδυτικής πολιτικής, αλλά θα πρέπει να εξακολουθούν να υπόκεινται σε όλες τις υπόλοιπες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα ΚΑΤ. Όταν τέτοιου είδους ιδρύματα ενός κράτους μέλους ενεργούν ως ΚΑΤ, δεν θα πρέπει να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι τα μέλη του ΕΣΚΤ ενεργούν ως διακανονιστές για τους σκοπούς του διακανονισμού, θα πρέπει επίσης να εξαιρούνται από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV του παρόντος κανονισμού.

(10)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στον διακανονισμό συναλλαγών σχετικά με όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις δραστηριότητες των ΚΑΤ εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν άλλης νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με ειδικά χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως για παράδειγμα της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

(11)

Η καταχώριση των αξιογράφων υπό μορφή λογιστικής εγγραφής συνιστά ένα σημαντικό βήμα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού και τη διασφάλιση της ακεραιότητας μιας έκδοσης αξιογράφων, ιδίως στο πλαίσιο της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των μεθόδων διακράτησης και μεταβίβασης. Για λόγους ασφάλειας, ο παρών κανονισμός προβλέπει την καταχώριση υπό μορφή λογιστικής εγγραφής όλων των κινητών αξιών που εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή υπόκεινται σε διαπραγμάτευση σε τόπους διαπραγμάτευσης που ρυθμίζονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιβάλλει συγκεκριμένη μέθοδο για την αρχική λογιστική εγγραφή, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή ακινητοποίησης ή άμεσης αποϋλοποίησης. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιβάλλει συγκεκριμένο είδος ιδρύματος που οφείλει να καταχωρίζει τα αξιόγραφα υπό μορφή λογιστικής εγγραφής μετά την έκδοσή τους, θα πρέπει όμως να επιτρέπει σε διάφορους φορείς, συμπεριλαμβανομένων υπεύθυνων μητρώου, να εκτελούν αυτό το καθήκον. Εντούτοις, εάν οι συναλλαγές με αντικείμενο τα εν λόγω αξιόγραφα πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης που ρυθμίζονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014ή εάν παρέχονται ως ασφάλεια δυνάμει των προϋποθέσεων της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), τα εν λόγω αξιόγραφα θα πρέπει να καταχωρίζονται σε σύστημα λογιστικών εγγραφών ΚΑΤ, ούτως ώστε να διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα σχετικά αξιόγραφα μπορούν να διακανονιστούν σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων. Η ακινητοποίηση και η αποϋλοποίηση δεν θα πρέπει να συνεπάγονται ουδεμία απώλεια δικαιωμάτων για τους κατόχους των αξιογράφων και πρέπει να πραγματοποιούνται με τρόπο που να διασφαλίζει ότι οι κάτοχοι των αξιογράφων μπορούν να επαληθεύουν τα δικαιώματά τους.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια του διακανονισμού, κάθε συμμετέχων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που πωλεί ή αγοράζει ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, ήτοι κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δικαιώματα εκπομπής, θα πρέπει να διακανονίζει την οφειλή του την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

(13)

Οι μεγαλύτερες περίοδοι διακανονισμού των συναλλαγών κινητών αξιών προκαλούν ασάφεια και αυξημένο κίνδυνο για τους συμμετέχοντες σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Οι διαφορετικές περίοδοι διακανονισμού στα διάφορα κράτη μέλη εμποδίζουν την προσέγγιση και αποτελούν πηγή σφαλμάτων για τους εκδότες, τους επενδυτές και τους διαμεσολαβητές. Συνεπώς είναι απαραίτητη η πρόβλεψη μιας κοινής περιόδου διακανονισμού, η οποία θα διευκολύνει τον καθορισμό της προβλεπόμενης ημερομηνίας διακανονισμού και θα διευκολύνει την εφαρμογή μέτρων συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του διακανονισμού. Η προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού συναλλαγών επί κινητών αξιών που πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης ρυθμιζόμενους από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να είναι το αργότερο η δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά τη διαπραγμάτευση. Για πολύπλοκες πράξεις που περιλαμβάνουν πλείονες συναλλαγές όπως συμφωνίες επαναγοράς ή δανεισμού τίτλων, η απαίτηση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται στην πρώτη συναλλαγή που συνεπάγεται μεταβίβαση τίτλων. Λόγω του μη τυποποιημένου χαρακτήρα τους, αυτή η απαίτηση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συναλλαγές που αποτελούν αντικείμενο ιδιωτικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών αλλά πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης που ρυθμίζονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε διμερή βάση αλλά διαβιβάζονται σε τόπο διαπραγμάτευσης που ρυθμίζεται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Επιπλέον, αυτή η απαίτηση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στην πρώτη συναλλαγή κατά την οποία οι σχετικές κινητές αξίες υπόκεινται στην αρχική καταχώριση υπό μορφή λογιστικής εγγραφής.

(14)

Τα ΚΑΤ και άλλες υποδομές της αγοράς θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού. Οι σχετικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα και άμεσα στην Ένωση. Συγκεκριμένα, τα ΚΑΤ και άλλες υποδομές της αγοράς θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν διαδικασίες που τους δίνουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αναστολή τυχόν συμμετεχόντων που προκαλούν συστηματικά αδυναμία διακανονισμού και για τη δημοσιοποίηση της ταυτότητάς τους στο κοινό, εφόσον οι εν λόγω συμμετέχοντες έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν από τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης.

(15)

Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την αντιμετώπιση περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού είναι να απαιτείται από τους υπερήμερους συμμετέχοντες να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση της αρχικής συμφωνίας. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ομοιόμορφους κανόνες όσον αφορά τις κυρώσεις και ορισμένες πτυχές της αγοράς κάλυψης («buy-in») για όλες τις κινητές αξίες, τα μέσα χρηματαγοράς, τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και τα δικαιώματα εκπομπής, όπως η χρονική στιγμή και η τιμολόγηση. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες των διαφόρων αγορών τίτλων, ορισμένων τόπων διαπραγμάτευσης όπως οι αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ όπως ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και ορισμένων σύνθετων πράξεων όπως οι συμφωνίες επαναγοράς ή δανεισμού εξαιρετικά βραχυπρόθεσμων αξιογράφων, προκειμένου να αποφευχθεί ο αρνητικός αντίκτυπος στη ρευστότητα και την αποδοτικότητα των αγορών τίτλων. Οι κανόνες για τη συμμόρφωση προς τη διαδικασία διακανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο που να παρέχει κίνητρα για τον διακανονισμό των συναλλαγών επί όλων των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων έως την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

(16)

Οι διαδικασίες και οι κυρώσεις που αφορούν περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού θα πρέπει να είναι αναλογικές προς το εύρος και τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης ενώ συγχρόνως θα πρέπει να κλιμακώνονται με τρόπο που να διαφυλάσσει και να προστατεύει τη ρευστότητα των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων. Ειδικότερα, οι δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην παροχή ρευστότητας στις αγορές εντός της Ένωσης, ιδίως σε τίτλους μειωμένης ρευστότητας. Η λήψη μέτρων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμίας διακανονισμού πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με την ανάγκη διατήρησης και προστασίας της ρευστότητας στους σχετικούς τίτλους. Οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στους υπερήμερους συμμετέχοντες θα πρέπει εφόσον είναι δυνατόν να πιστώνονται στους μη υπερήμερους πελάτες ως αποζημίωση και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελούν πηγή εσόδων για το ΚΑΤ. Τα ΚΑΤ πρέπει να διαβουλεύονται με τις υποδομές της αγοράς σε σχέση με τις οποίες παρέχουν υπηρεσίες ΚΑΤ σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

(17)

Στις περισσότερες περιπτώσεις μη παράδοσης των χρηματοπιστωτικών μέσων εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, πρέπει να κινηθεί διαδικασία αγοράς κάλυψης («buy-in»). Ωστόσο, στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων μη ευχερώς ρευστοποιήσιμων, είναι σκόπιμη η παράταση της περιόδου έως την κίνηση της διαδικασίας αγοράς κάλυψης ώστε να διαρκεί εφτά εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο. Η βάση για τον χαρακτηρισμό ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ως μη ευχερώς ρευστοποιήσιμου πρέπει να οριστεί μέσω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, λαμβάνοντας υπόψη τις αξιολογήσεις που έχουν ήδη γίνει στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο χαρακτηριστεί μη ευχερώς ρευστοποιήσιμο βάσει των ανωτέρω, η παραταθείσα προθεσμία για την κίνηση της διαδικασίας αγοράς κάλυψης πρέπει να είναι 7 εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο.

(18)

Είναι σκόπιμο να παρέχεται στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ η ευελιξία να μην εφαρμόζουν τη διαδικασία αγοράς κάλυψης πριν από την παρέλευση 15 ημερών κατά μέγιστο μετά τη διενέργεια της διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ρευστότητα τέτοιου είδους αγορών και να καταστεί δυνατή η δραστηριοποίηση ειδικών διαπραγματευτών σε αυτές τις αγορές μειωμένης ρευστότητας. Τα μέτρα συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που αφορούν ειδικά τις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε αυτές τις αγορές. Όπως αναγνωρίζεται στο υπηρεσιακό έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2011, που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε χρηματοδότηση», η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές θα πρέπει να αναπτυχθεί εναλλακτικά προς τον τραπεζικό δανεισμό προς τις ΜΜΕ και είναι συνεπώς σκόπιμο να διαμορφωθούν κανόνες για την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών των εν λόγω αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ.

(19)

Τα ΚΑΤ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβλέπουν την εκτέλεση της αγοράς κάλυψης ως προς πολλαπλές εντολές διακανονισμού, επί των ίδιων χρηματοπιστωτικών μέσων και με την ίδια ημερομηνία λήξης της περιόδου παράτασης, με στόχο την ελαχιστοποίηση του αριθμού αγορών κάλυψης στον βαθμό που συνάδει με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(20)

Δεδομένου ότι ο κύριος σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να θεσπίσει ορισμένες νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται άμεσα στους διαχειριστές αγοράς, οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση καταχώρισης όλων των κινητών αξιών υπό μορφή λογιστικής εγγραφής σε ΚΑΤ, εφόσον οι εν λόγω κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε τόπους διαπραγμάτευσης ρυθμιζόμενους από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή παρέχονται ως ασφάλεια δυνάμει των προϋποθέσεων της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, και την υποχρέωση διακανονισμού των οφειλών τους το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία της διαπραγμάτευσης, και επειδή τα ΚΑΤ είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και για την εφαρμογή μέτρων για την παροχή έγκαιρου διακανονισμού στην Ένωση, είναι απαραίτητο να κατοχυρωθεί η ασφάλεια και η ευρωστία όλων των ΚΑΤ, καθώς και η διαρκής συμμόρφωσή τους με τις αυστηρές οργανωτικές απαιτήσεις, τον κώδικα δεοντολογίας, συμπεριλαμβανομένης της λήψης όλων των εύλογων μέτρων για τον περιορισμό της απάτης και της αμέλειας, και τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Συνεπώς, η θέσπιση ομοιόμορφων και άμεσα εφαρμόσιμων κανόνων σχετικά με την αδειοδότηση και τη συνεχή εποπτεία των ΚΑΤ σχετίζεται άμεσα με τις νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους συμμετέχοντες στην αγορά δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αποτελεί βασικό επακόλουθό τους. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν κανόνες σχετικά με την αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ στην ίδια πράξη που ορίζει τις νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους συμμετέχοντες στην αγορά.

(21)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε σύνολο κοινών απαιτήσεων και προκειμένου να εξαλειφθούν τα υφιστάμενα εμπόδια στον διασυνοριακό διακανονισμό, κάθε ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας θα πρέπει να είναι ελεύθερο να παρέχει τις υπηρεσίες του εντός της εδαφικής επικράτειας της Ένωσης, μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος. Προκειμένου να διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ΚΑΤ από ΚΑΤ σε κράτος μέλος υποδοχής, τα εν λόγω ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε ειδική διαδικασία που θεσπίζεται στον παρόντα κανονισμό στις περιπτώσεις που σκοπεύουν να παράσχουν ορισμένες βασικές υπηρεσίες ΚΑΤ που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό ή να ιδρύσουν υποκατάστημα στο κράτος-μέλος υποδοχής.

(22)

Σε μια ευρωπαϊκή αγορά διακανονισμού χωρίς σύνορα, είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν οι αρμοδιότητες των διαφόρων αρχών που εμπλέκονται στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές υπεύθυνες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, στις οποίες θα πρέπει να ανατεθούν οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Κάθε ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκειται στην αδειοδότηση και εποπτεία της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του, η οποία κατέχει την πλέον κατάλληλη για τον σκοπό αυτό θέση και θα πρέπει να έχει την εξουσία να παρακολουθεί τη λειτουργία των ΚΑΤ σε ημερήσια βάση, να διεξάγει τακτικούς ελέγχους και να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα οσάκις κρίνεται απαραίτητο. Ωστόσο, η εν λόγω αρχή θα πρέπει να διαβουλεύεται σε πρώιμο στάδιο και να συνεργάζεται με άλλες σχετικές αρχές, όπως για παράδειγμα οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία κάθε συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ, οι κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν τα πλέον κατάλληλα νομίσματα διακανονισμού, κατά περίπτωση, οι σχετικές κεντρικές τράπεζες που ενεργούν ως διακανονιστές για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων και, επίσης, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές άλλων συλλογικών οντοτήτων. Η συνεργασία αυτή συνεπάγεται ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των οικείων αρχών και την άμεση ενημέρωση των εμπλεκόμενων αρχών σε περίπτωση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που επηρεάζουν τη ρευστότητα και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε κράτος μέλος είναι εγκατεστημένο το ΚΑΤ ή οι συμμετέχοντες σε αυτό.

(23)

Όταν ένα ΚΑΤ παρέχει τις υπηρεσίες του σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τις δραστηριότητες του ΚΑΤ τις οποίες κρίνει συναφείς. Αυτές οι πληροφορίες μπορεί να αφορούν ειδικότερα τις υπηρεσίες που παρέχονται σε χρήστες του ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής, τα μέσα ή τα νομίσματα υπό επεξεργασία και μπορεί να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με δυσμενείς εξελίξεις, με τα αποτελέσματα αξιολογήσεων κινδύνου και με διορθωτικά μέτρα, με σκοπό τον αποτελεσματικό συντονισμό της εποπτείας. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει επίσης να έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που υποβάλλεται μέσω περιοδικών εκθέσεων στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής από το ΚΑΤ.

(24)

Σε περίπτωση που το ΚΑΤ παρέχει τις υπηρεσίες του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο, μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος, η κύρια υπεύθυνη για την εποπτεία του εν λόγω ΚΑΤ είναι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Εάν οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ σε ένα κράτος μέλος υποδοχής έχουν αποκτήσει ουσιαστική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και για την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες και οι σχετικές αρχές των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας για την εποπτεία των δραστηριοτήτων του εν λόγω ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται επίσης να αποφασίσει ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας θα προβλέπουν πολυμερή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας συλλογικής φύσης, μεταξύ της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής και των αρμόδιων αρχών και των σχετικών αρχών των εμπλεκόμενων κρατών μελών υποδοχής. Τέτοιου είδους συμφωνίες συνεργασίας ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συστήνουν σώματα εποπτών, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Κανένα κράτος μέλος ή ομάδα κρατών μελών δεν πρέπει να υφίσταται άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις ως τόπος λειτουργίας ΚΑΤ και παροχής υπηρεσιών διακανονισμού. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ουδεμία αρχή επιτρέπεται να προβαίνει, άμεσα ή έμμεσα, σε διακρίσεις εις βάρος επιχείρησης άλλου κράτους μέλους. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού, ΚΑΤ κράτους μέλους δεν πρέπει να εμποδίζεται ή να δυσχεραίνεται να προβεί σε διακανονισμό χρηματοπιστωτικών μέσων εκφρασμένων στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους ή στο νόμισμα τρίτης χώρας.

(25)

Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία την υποχρέωση θέσπισης ειδικού νομικού πλαισίου για την καθημερινή συνεργασία σε εθνικό επίπεδο μεταξύ της αρμόδιας αρχής του ΚΑΤ και άλλων σχετικών αρχών. Το εν λόγω εθνικό νομικό πλαίσιο θα πρέπει να είναι συμβατό με τις κατευθύνσεις που ενδεχομένως εκδίδει η ΕΑΚΑΑ βάσει του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις πρακτικές εποπτείας και τη συνεργασία μεταξύ των αρχών.

(26)

Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο εμπίπτει στον ορισμό ενός ΚΑΤ πρέπει να αδειοδοτηθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές πριν ξεκινήσει τις δραστηριότητές του. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, ένα ΚΑΤ θα πρέπει να ορίζεται με σημείο αναφοράς ορισμένες βασικές υπηρεσίες, δηλαδή υπηρεσίες διακανονισμού, που συνεπάγονται τη διαχείριση συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, συμβολαιογραφικές υπηρεσίες και υπηρεσίες κεντρικής διατήρησης λογαριασμών αξιογράφων. Ένα ΚΑΤ θα πρέπει τουλάχιστον να διαχειρίζεται ένα σύστημα διακανονισμού αξιογράφων και να παρέχει μία ακόμη βασική υπηρεσία. Ο ανωτέρω συνδυασμός είναι απαραίτητος προκειμένου τα ΚΑΤ να διαδραματίζουν τον ρόλο τους στον διακανονισμό αξιογράφων και να διασφαλίζουν την ακεραιότητα μιας έκδοσης αξιογράφων. Από τον παρόντα ορισμό εξαιρούνται οι οντότητες που δεν διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, όπως οι υπεύθυνοι μητρώου, οι φορείς μεταβίβασης ή οι δημόσιες αρχές και φορείς που είναι υπεύθυνοι για το σύστημα μητρώου που έχει καθιερωθεί δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ή οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(27)

Τα ΚΑΤ θα πρέπει να διαθέτουν σχέδια αποκατάστασης λειτουργίας για να διασφαλίσουν τη συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών τους. Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν τη θέσπιση επαρκούς σχεδίου ανάκαμψης και ότι αυτό διατηρείται για κάθε ΚΑΤ σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία.

(28)

Προκειμένου να παρέχονται αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την κλίμακα του διακανονισμού αξιογράφων εκτός συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και να διασφαλίζεται ότι οι κίνδυνοι που ανακύπτουν μπορούν να παρακολουθούνται και να αντιμετωπίζονται, κάθε ίδρυμα εκτός των ΚΑΤ το οποίο αναλαμβάνει τον διακανονισμό συναλλαγών επί αξιογράφων εκτός συστήματος διακανονισμού αξιογράφων θα πρέπει να γνωστοποιεί τις εν λόγω δραστηριότητές του στις αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές στις οποίες απευθύνεται η εν λόγω γνωστοποίηση πρέπει στη συνέχεια να διαβιβάζουν τις σχετικές πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ και να ειδοποιούν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με κάθε δυνητικό κίνδυνο που προκύπτει από τις ανωτέρω δραστηριότητες διακανονισμού. Από την πλευρά της, η ΕΑΚΑΑ πρέπει να παρακολουθεί τις εν λόγω δραστηριότητες διακανονισμού και να λαμβάνει υπόψη τους δυνητικούς κινδύνους που αυτές δημιουργούν.

(29)

Προκειμένου να αποφευχθεί η ανάληψη κινδύνων από τα ΚΑΤ σε άλλες δραστηριότητες εκτός από αυτές που υπόκεινται σε αδειοδότηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας θα πρέπει να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στην παροχή των υπηρεσιών που καλύπτονται από την άδεια ή έχουν κοινοποιηθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δεν θα πρέπει να έχουν συμμετοχή, όπως αυτή ορίζεται στον παρόντα κανονισμό με αναφορά στην οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), ή ενδεχόμενη κατοχή, άμεση ή έμμεση, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου σε άλλα ιδρύματα, εκτός αυτών που παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες, εκτός εάν η συμμετοχή αυτή έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές των ΚΑΤ λόγω του ότι δεν αυξάνει σημαντικά το προφίλ κινδύνου των ΚΑΤ.

(30)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ασφαλής λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων, τα εν λόγω συστήματα θα πρέπει να τελούν υπό τη διαχείριση μόνο των ΚΑΤ ή των κεντρικών τραπεζών που λειτουργούν ως ΚΑΤ που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό.

(31)

Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων της φορολογικής νομοθεσίας των κρατών μελών, θα πρέπει να επιτρέπεται στα ΚΑΤ να παρέχουν υπηρεσίες επικουρικές ως προς τις βασικές τους υπηρεσίες, οι οποίες συμβάλλουν στην ενίσχυση της ασφάλειας, της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας των αγορών κινητών αξιών και δεν συνεπάγονται αδικαιολόγητους κινδύνους για τις βασικές τους υπηρεσίες. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να αναφέρονται απλώς ενδεικτικά στον παρόντα κανονισμό προκειμένου να μπορέσουν τα ΚΑΤ να ανταποκριθούν στις μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών όταν αφορά παρακράτηση φόρου στην πηγή και υποχρεώσεις αναφοράς στις φορολογικές αρχές, θα εξακολουθήσει να διενεργείται σύμφωνα με τη νομοθεσία των οικείων κρατών μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, η εξουσία για την έγκριση μέτρων δυνάμει του άρθρου 114 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις φορολογικές διατάξεις. Στην απόφασή του της 29ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση C-338/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (13), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε ότι η έκφραση «φορολογικές διατάξεις» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι «καλύπτει όχι μόνον τις διατάξεις που προσδιορίζουν τα υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, τις φορολογητέες πράξεις, τη βάση επιβολής του φόρου, τους συντελεστές και τις απαλλαγές από αμέσους και εμμέσους φόρους, αλλά και τις διατάξεις τις σχετικές με τον τρόπο εισπράξεως αυτών». Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει τις διαδικασίες για την είσπραξη φόρων για τις οποίες θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί διαφορετική νομική βάση.

(32)

Κάθε ΚΑΤ που επιθυμεί να αναθέσει μια βασική υπηρεσία σε τρίτους ή να παράσχει μια νέα βασική υπηρεσία ή επικουρική υπηρεσία που δεν παρατίθεται στον παρόντα κανονισμό, να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, να χρησιμοποιήσει άλλο διακανονιστή ή να δημιουργήσει συνδέσεις ΚΑΤ που συνεπάγονται σημαντικούς κινδύνους θα πρέπει να υποβάλει αίτηση χορήγησης άδειας, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία με αυτήν που απαιτείται για την αρχική χορήγηση άδειας, με την εξαίρεση ότι η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενημερώσει το αιτούν ΚΑΤ εντός τριών μηνών σχετικά με τη χορήγηση της άδειας ή την απόρριψη της αίτησης. Ωστόσο, οι συνδέσεις ΚΑΤ που δεν συνεπάγονται σημαντικούς κινδύνους ή οι διαλειτουργικές συνδέσεις ΚΑΤ που αναθέτουν τις υπηρεσίες τους που αφορούν αυτές τις διαλειτουργικές συνδέσεις σε δημόσιους φορείς, όπως τα μέλη του ΕΣΚΤ, δεν πρέπει να υπόκεινται σε υποχρέωση προηγούμενης αδειοδότησης αλλά θα πρέπει να κοινοποιούνται από τα ενδιαφερόμενα ΚΑΤ στις αρμόδιες αρχές τους.

(33)

Όταν ένα ΚΑΤ σκοπεύει να επεκτείνει τις υπηρεσίες του σε επικουρικές υπηρεσίες μη τραπεζικού τύπου οι οποίες παρατίθενται ρητά στον παρόντα κανονισμό και δεν συνεπάγονται αύξηση του προφίλ κινδύνου του ΚΑΤ, θα πρέπει να είναι σε θέση να προβεί σε αυτή την ενέργεια κατόπιν κοινοποίησης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του.

(34)

Τα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα θα πρέπει να μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ένωση μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος. Προκειμένου να διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ΚΑΤ από ΚΑΤ τρίτης χώρας, τα εν λόγω ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε αναγνώριση της ΕΑΚΑΑ εάν σκοπεύουν να παράσχουν ορισμένες υπηρεσίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό ή να ιδρύσουν υποκατάστημα στην Ένωση. Όταν δεν υπάρχει τέτοια αναγνώριση, τα ΚΑΤ τρίτων χωρών θα πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν συνδέσεις με ΚΑΤ εγκατεστημένα στην Ένωση, υπό τον όρο ότι η αντίστοιχη αρμόδια αρχή δεν αντιτίθεται σε κάτι τέτοιο. Λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών αγορών, η ΕΑΚΑΑ είναι ο καταλληλότερος φορέας για την αναγνώριση ΚΑΤ τρίτων χωρών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να αναγνωρίζει ΚΑΤ τρίτων χωρών μόνον εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπόκεινται σε νομικό και εποπτικό πλαίσιο ουσιαστικά ισοδύναμο με αυτό που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, εάν υπόκεινται σε αποτελεσματική αδειοδότηση, επίβλεψη και εποπτεία στη χώρα εγκατάστασής τους και εάν έχουν θεσπιστεί συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών και των σχετικών αρχών των ΚΑΤ. Η αναγνώριση από την ΕΑΚΑΑ παρέχεται υπό την προϋπόθεση αποτελεσματικής ισοδύναμης αναγνώρισης ισοδυναμίας του πλαισίου προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζεται για τα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και έχουν αδειοδοτηθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(35)

Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα και τον συστημικό χαρακτήρα των ΚΑΤ και των υπηρεσιών που παρέχουν, διαφανείς κανόνες διακυβέρνησης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ανώτατη διοίκηση, τα μέλη του διοικητικού οργάνου, οι μέτοχοι και οι συμμετέχοντες που είναι σε θέση να ασκούν έλεγχο όπως ορίζεται βάσει οδηγίας 2013/34/ΕΕ, στη λειτουργία του ΚΑΤ, είναι κατάλληλοι για τη διασφάλιση υγιούς και συνετής διαχείρισης του ΚΑΤ.

(36)

Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν διάφορες δομές διακυβέρνησης. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για ενιαίο και/ή διπλό διοικητικό συμβούλιο. Οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται στον παρόντα κανονισμό αποσκοπούν θα πρέπει να καλύπτουν όλες τις υφιστάμενες δομές χωρίς να συνηγορούν υπέρ κάποιας συγκεκριμένης δομής και να είναι καθαρά λειτουργικοί για τον στόχο της διατύπωσης κανόνων που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανεξαρτήτως του εθνικού εταιρικού δικαίου που εφαρμόζεται στα ιδρύματα εκάστου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου οι ορισμοί δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική κατανομή αρμοδιοτήτων δυνάμει του εθνικού εταιρικού δικαίου.

(37)

Διαφανείς κανόνες διακυβέρνησης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των μετόχων, της διοίκησης και του προσωπικού των ΚΑΤ, αφενός, και τα συμφέροντα των χρηστών τους οποίους εξυπηρετούν σε τελική ανάλυση τα ΚΑΤ, αφετέρου. Οι εν λόγω αρχές διακυβέρνησης θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του μοντέλου ιδιοκτησίας που έχει υιοθετήσει το ΚΑΤ. Θα πρέπει να συσταθούν επιτροπές χρηστών για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ, ώστε να προσφέρεται στους χρήστες η ευκαιρία να ενημερώνουν το διοικητικό όργανο του ΚΑΤ σχετικά με τα βασικά ζητήματα που τους αφορούν και θα πρέπει να τους διατεθούν τα μέσα που χρειάζονται για να ανταποκριθούν στον ρόλο τους. Τα συμφέροντα διαφορετικών χρηστών των ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των κατόχων διαφορετικών τύπων αξιογράφων, πρέπει να εκπροσωπούνται στην κοινότητα των χρηστών.

(38)

Τα ΚΑΤ πρέπει να μπορούν να προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση της λειτουργίας των υπηρεσιών τους υπό τον όρο να διαχειρίζονται τους κινδύνους που απορρέουν από την εν λόγω ανάθεση. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των καθηκόντων που ανατίθενται στα ΚΑΤ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαγορεύει στα ΚΑΤ να μεταβιβάζουν τις ευθύνες τους σε τρίτους μέσω εξωτερικής ανάθεσης των δραστηριοτήτων τους σε τρίτους βάσει σύμβασης. Η εξωτερική ανάθεση των εν λόγω δραστηριοτήτων θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις που διατηρούν την ευθύνη των ΚΑΤ για τις δραστηριότητές τους και διασφαλίζουν ότι δεν υπονομεύεται η εποπτεία των ΚΑΤ. Η εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων ενός ΚΑΤ σε δημόσιους φορείς μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξαιρείται από τις ανωτέρω απαιτήσεις.

(39)

Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη που επιτρέπουν συστήματα άμεσης διακράτησης τίτλων να προβλέπουν στην εσωτερική τους νομοθεσία ότι άλλα μέρη εκτός των ΚΑΤ επιτελούν ή μπορούν να επιτελέσουν ορισμένα καθήκοντα, τα οποία σε ορισμένα άλλα είδη συστημάτων διακράτησης τίτλων επιτελούνται συνήθως από τα ΚΑΤ και να καθορίζουν με ποιόν τρόπο θα πρέπει να ασκούνται αυτά τα καθήκοντα. Ειδικότερα, σε ορισμένα κράτη μέλη οι διαχειριστές λογαριασμών ή οι συμμετέχοντες σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση τα ΚΑΤ, καταχωρίζουν εγγραφές σε λογαριασμούς αξιογράφων που τηρούνται από τα ΚΑΤ χωρίς απαραίτητα να είναι οι ίδιοι πάροχοι των λογαριασμών. Με δεδομένη την ανάγκη για ασφάλεια δικαίου σχετικά με τις εγγραφές που πραγματοποιούνται σε λογαριασμούς σε επίπεδο ΚΑΤ, ο ειδικός ρόλος που διαδραματίζουν τα εν λόγω άλλα μέρη θα πρέπει να αναγνωριστεί από τον παρόντα κανονισμό. Θα πρέπει λοιπόν να είναι δυνατόν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και με την επιφύλαξη αυστηρών κανόνων που προβλέπει ο νόμος, είτε να κατανέμεται η ευθύνη μεταξύ του ΚΑΤ και του συγκεκριμένου άλλου μέρους ή να προβλέπεται η αποκλειστική ευθύνη του άλλου μέρους για ορισμένες πτυχές που άπτονται της τήρησης λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο με την προϋπόθεση ότι το άλλο μέρος υπόκειται σε κατάλληλη ρύθμιση και εποπτεία. Δεν πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί ως προς τον βαθμό καταμερισμού της ευθύνης.

(40)

Οι κανόνες δεοντολογίας θα πρέπει να προβλέπουν τη διαφάνεια στις σχέσεις του ΚΑΤ με τους χρήστες του. Συγκεκριμένα, ένα ΚΑΤ θα πρέπει να θεσπίζει και να δημοσιοποιεί διαφανή, αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια για τη συμμετοχή στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, τα οποία θα επιτρέπουν τον περιορισμό της πρόσβασης των συμμετεχόντων μόνον λόγω των συνεπαγόμενων κινδύνων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέτρο για την αντιμετώπιση τυχόν αδικαιολόγητης άρνησης των ΚΑΤ να παράσχουν τις υπηρεσίες τους σε συμμετέχοντες. Τα ΚΑΤ θα πρέπει να δημοσιεύουν τις τιμές και τις χρεώσεις για τις υπηρεσίες τους. Προκειμένου να παρέχει ανοιχτή πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στις υπηρεσίες ΚΑΤ και δεδομένης της σημαντικής ισχύος στην αγορά που απολαμβάνουν ακόμη τα ΚΑΤ στην επικράτεια των κρατών μελών τους, ένα ΚΑΤ δεν επιτρέπεται να αποκλίνει από τη δημοσιευμένη του πολιτική τιμολόγησης για τις βασικές υπηρεσίες του και θα πρέπει να τηρεί χωριστούς λογαριασμούς για τα έξοδα και τα έσοδα που σχετίζονται με κάθε μία από τις βασικές του υπηρεσίες και με τις επικουρικές του υπηρεσίες. Οι εν λόγω διατάξεις συμμετοχής συμπληρώνουν και ενισχύουν το δικαίωμα των συμμετεχόντων στην αγορά να χρησιμοποιούν σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους όπως προβλέπεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ.

(41)

Προκειμένου να διευκολύνουν την αποτελεσματική καταχώρηση, διακανονισμό και πληρωμή, τα ΚΑΤ θα πρέπει, κατά τις διαδικασίες επικοινωνίας τους με τους συμμετέχοντες και με τις υποδομές της αγοράς με τις οποίες συνδέονται, να ακολουθούν τις σχετικές διεθνείς ανοικτές διαδικασίες επικοινωνίας και τα πρότυπα ανταλλαγής μηνυμάτων και δεδομένων αναφοράς.

(42)

Λαμβάνοντας υπόψη τον κεντρικό ρόλο των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα ΚΑΤ θα πρέπει, κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση του έγκαιρου διακανονισμού των συναλλαγών αξιογράφων και της ακεραιότητας της έκδοσης αξιογράφων. Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών που ρυθμίζουν τις διακρατήσεις τίτλων και στις ρυθμίσεις για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας των εκδόσεων αξιογράφων. Ωστόσο, προκειμένου να ενισχύσει την προστασία των συμμετεχόντων σε ΚΑΤ και των πελατών τους, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί από τα ΚΑΤ να διαχωρίζουν τους λογαριασμούς αξιογράφων που τηρούνται για κάθε συμμετέχοντα και να παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, περαιτέρω διαχωρισμό των λογαριασμών των πελατών των συμμετεχόντων, ο οποίος θα μπορούσε να διατεθεί μόνο με υψηλότερο κόστος που θα επιβάρυνε τους πελάτες των συμμετεχόντων που θα ζητούσαν περαιτέρω διαχωρισμό. Τα KAT και οι συμμετέχοντές τους πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν τόσο συνολικό διαχωρισμό πελατών όσο και διαχωρισμό ανά πελάτη προκειμένου οι πελάτες να μπορούν να επιλέξουν τον βαθμό διαχωρισμού που κρίνουν ότι αντιστοιχεί στις ανάγκες τους.

Μοναδική εξαίρεση από την ανωτέρω υποχρέωση θα πρέπει να είναι η περίπτωση στην οποία, λόγω άλλων απαιτήσεων δημόσιας πολιτικής, κυρίως σε σχέση με την αποδοτική και διαφανή είσπραξη φόρων, το ΚΑΤ και οι συμμετέχοντές του οφείλουν να παρέχουν διαχωρισμό ανά πελάτη για φυσικά πρόσωπα με ιθαγένεια και τόπο διαμονής ή για νομικά πρόσωπα με εγκατάσταση σε κράτος μέλος όπου, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, ο εν λόγω διαχωρισμός ανά πελάτη είναι υποχρεωτικός βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους δυνάμει της οποίας έχουν συσταθεί τα αξιόγραφα και μόνον για φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους ή διαμένουν εκεί, ή για νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος. Τα ΚΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω απαιτήσεις εφαρμόζονται ξεχωριστά σε κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζονται. Με την επιφύλαξη της παροχής επικουρικών υπηρεσιών, τα ΚΑΤ δεν πρέπει να χρησιμοποιούν για ίδιο λογαριασμό αξιόγραφα που ανήκουν σε κάποιον συμμετέχοντα εκτός εάν έχουν λάβει σχετική ρητή εξουσιοδότηση από τον εν λόγω συμμετέχοντα και σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν για ίδιο λογαριασμό αξιόγραφα που δεν τους ανήκουν. Επιπλέον, τα ΚΑΤ πρέπει να υποχρεώνουν τους συμμετέχοντές τους να εξασφαλίζουν εκ των προτέρων κάθε απαραίτητη συγκατάθεση από τους πελάτες τους.

(43)

Η οδηγία 98/26/ΕΚ προβλέπει ότι οι εντολές μεταβίβασης που εισάγονται στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων σύμφωνα με τους κανόνες αυτών των συστημάτων θα πρέπει να είναι νομικώς εκτελεστές και δεσμευτικές έναντι τρίτων. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 98/26/ΕΚ δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στα ΚΑΤ που διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει για λόγους σαφήνειας, να απαιτεί από τα ΚΑΤ να καθορίζουν τη χρονική στιγμή ή τις χρονικές στιγμές κατά τις οποίες οι εντολές μεταβίβασης εισάγονται στα συστήματά τους και καθίστανται αμετάκλητες σύμφωνα με τους κανόνες της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου, τα ΚΑΤ θα πρέπει να κοινοποιούν στους συμμετέχοντες τη χρονική στιγμή κατά την οποία η μεταβίβαση αξιογράφων ή χρηματικών ποσών σε ένα σύστημα διακανονισμού αξιογράφων είναι νομικά εκτελεστή και δεσμευτική έναντι τρίτων, σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τους κανόνες που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία. Τα ΚΑΤ θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι μεταβιβάσεις αξιογράφων και χρηματικών ποσών καθίστανται νομικά εκτελεστές και δεσμευτικές έναντι τρίτων το αργότερο κατά το τέλος της εργάσιμης ημέρας της πραγματικής ημερομηνίας διακανονισμού.

(44)

Προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι διακανονισμού που οφείλονται στην αφερεγγυότητα του διακανονιστή, τα ΚΑΤ θα πρέπει να διακανονίζουν, όποτε αυτό είναι εφικτό και πρακτικό, το χρηματικό σκέλος της συναλλαγής αξιογράφων μέσω λογαριασμών σε κεντρική τράπεζα. Εάν αυτή η επιλογή δεν είναι πρακτική και εφικτή, το ΚΑΤ θα πρέπει να μπορεί να διακανονίζει μέσω λογαριασμών σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί δυνάμει των προϋποθέσεων της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) και με την επιφύλαξη ειδικής διαδικασίας αδειοδότησης και απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον τίτλο IV του παρόντος κανονισμού.

(45)

Τραπεζικές δραστηριότητες επικουρικές σε σχέση με τον διακανονισμό οι οποίες ενέχουν πιστωτικούς κινδύνους και κινδύνους ρευστότητας θα πρέπει να αναλαμβάνονται αποκλειστικά από ΚΑΤ ή να ανατίθενται σε οντότητες που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες επικουρικές σε σχέση με τον διακανονισμό, όπως προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(46)

Προκειμένου να κατοχυρωθεί η αποτελεσματικότητα που προκύπτει από την παροχή τόσο υπηρεσιών ΚΑΤ όσο και τραπεζικών υπηρεσιών εντός του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων, οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να εμποδίζουν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με το ΚΑΤ. Είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ρυθμίσεις βάσει των οποίων μπορεί να επιτρέπεται στα ΚΑΤ να παρέχουν, στους συμμετέχοντες σε αυτά και σε άλλες οντότητες, επικουρικές υπηρεσίες μέσα από την ίδια νομική οντότητα ή μέσα από ξεχωριστή νομική οντότητα η οποία μπορεί να είναι μέρος του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων που εντέλει ελέγχεται ή όχι από την ίδια μητρική επιχείρηση. Όταν πιστωτικό ίδρυμα που δεν είναι κεντρική τράπεζα ενεργεί ως διακανονιστής, θα πρέπει να μπορεί να παρέχει στους συμμετέχοντες του ΚΑΤ τις υπηρεσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι οποίες καλύπτονται από την άδεια, αλλά δεν θα πρέπει να παρέχει άλλες τραπεζικές υπηρεσίες από την ίδια νομική οντότητα, προκειμένου να περιορίζονται οι κίνδυνοι έκθεσης του συστήματος διακανονισμού στους κινδύνους που απορρέουν από την πτώχευση του πιστωτικού ιδρύματος.

(47)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2013/36/ΕΕ δεν εξετάζει συγκεκριμένα τον ενδοημερήσιο πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας που προκύπτουν από την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών σε σχέση με τον διακανονισμό, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΚΑΤ που παρέχουν τις ανωτέρω υπηρεσίες θα πρέπει να υπόκεινται επίσης σε ειδικές, αυξημένες απαιτήσεις μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένης πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει κινδύνου η οποία αντικατοπτρίζει τους σχετικούς κινδύνους. Αυτές οι αυξημένες απαιτήσεις μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας πρέπει να συνάδουν με τα παγκόσμια πρότυπα για τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών και με τις αρχές που διατυπώνονται στο έγγραφο «Monitoring Indicators for Intraday Liquidity Management» που δημοσίευσε τον Απρίλιο του 2013 η Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας.

(48)

Ορισμένα ΚΑΤ που λειτουργούν επίσης ως πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται στις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων και υποβολής εκθέσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. Δεδομένης της συστηματικής σημασίας αυτών των ΚΑΤ κρίνεται δέον να υπόκεινται στις πλέον αυστηρές απαιτήσεις που προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο σωρευτικής εφαρμογής διαφορετικών ενωσιακών κανόνων, για παράδειγμα όσον αφορά τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα ίδια κεφάλαια. Σε κάθε τομέα όπου διαπιστώνεται ότι ο κίνδυνος αλληλεπικάλυψης των απαιτήσεων είναι υπαρκτός, η ΕΑΚΑΑ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) (ΕΑΤ) πρέπει να γνωμοδοτούν επί της δέουσας εφαρμογής των ενωσιακών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 αντίστοιχα.

(49)

Επιπλέον των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οδηγία 2013/36/ΕΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΚΑΤ πρέπει να υπόκεινται σε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να αντικατοπτρίζει τους κινδύνους, όπως τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας, που απορρέουν από την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης μεταξύ άλλων στους συμμετέχοντες συστήματος διακανονισμού αξιογράφων ή σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών των ΚΑΤ.

(50)

Προκειμένου να διασφαλιστεί πλήρης συμμόρφωση προς ειδικά μέτρα που έχουν σκοπό τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τα ΚΑΤ να ορίζουν ως διακανονιστές περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα, όποτε είναι σε θέση να αποδείξουν, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ότι η έκθεση ενός πιστωτικού ιδρύματος στη συγκέντρωση πιστωτικών κινδύνων και κινδύνων ρευστότητας δεν έχει επαρκώς μετριασθεί. Τα ΚΑΤ θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα.

(51)

Η εποπτεία της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν ορισθεί ως διακανονιστές ή των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια παροχής τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών σε σχέση με τον διακανονισμό με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ανατεθεί στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των εποπτικών προτύπων, είναι δέον οι τραπεζικές υπηρεσίες των ΚΑΤ οι οποίες, λόγω της κλίμακας και της φύσης τους, είναι δυνατόν να προκαλέσουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης να υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (17) σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(52)

Το πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες επικουρικές σε σχέση με τον διακανονισμό θα πρέπει να συμμορφώνεται με κάθε υφιστάμενη ή μελλοντική ενωσιακή νομοθεσία που εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και κάθε άλλης μελλοντικής νομοθετικής πράξης της Ένωσης σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

(53)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας και συνέχειας των παρεχόμενων υπηρεσιών, τα ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε ειδικές, ομοιόμορφες και άμεσα εφαρμόσιμες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και κεφαλαιακής επάρκειας που μετριάζουν όντως τους νομικούς, λειτουργικούς και επενδυτικούς κινδύνους.

(54)

Η ασφάλεια των συμφωνιών σύνδεσης μεταξύ ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκειται σε ειδικές απαιτήσεις, ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση των αντίστοιχων συμμετεχόντων σε άλλα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Η παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου από χωριστή νομική οντότητα δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα ΚΑΤ να είναι αποδέκτες των εν λόγω υπηρεσιών, ιδίως όταν συμμετέχουν σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση άλλου ΚΑΤ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μειώνεται δεόντως κάθε πιθανός κίνδυνος που απορρέει από τις συμφωνίες σύνδεσης, όπως οι πιστωτικοί κίνδυνοι, οι κίνδυνοι ρευστότητας, οι οργανωτικοί κίνδυνοι ή κάθε άλλος σχετικός κίνδυνος για τα ΚΑΤ. Όσον αφορά τις διαλειτουργικές συνδέσεις, είναι σημαντικό τα συνδεδεμένα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων να προβλέπουν πανομοιότυπους χρόνους εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης στο σύστημα και το αμετάκλητο παρόμοιων διαταγών μεταβιβάσεων και να χρησιμοποιούν ισοδύναμους κανόνες όσον αφορά τον χρόνο που οι μεταβιβάσεις αξιογράφων και μετρητών καθίσταται αμετάκλητες. Οι ίδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζονται στα ΚΑΤ που χρησιμοποιούν κοινή υποδομή τεχνολογίας πληροφοριών για τον διακανονισμό.

(55)

Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να εποπτεύουν αποτελεσματικά τις δραστηριότητες των ΚΑΤ, τα ΚΑΤ πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις τήρησης αρχείων. Τα ΚΑΤ θα πρέπει να διατηρούν για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών όλα τα αρχεία και τα δεδομένα που αφορούν όλες τις υπηρεσίες που παρέχουν, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων των συναλλαγών για υπηρεσίες διαχείρισης ασφαλειών οι οποίες περιλαμβάνουν τη διεκπεραίωση συμφωνιών επαναγοράς ή δανεισμού αξιογράφων. Τα ΚΑΤ ενδέχεται να χρειαστεί να ορίσουν έναν κοινό μορφότυπο για την υποβολή των στοιχείων των συναλλαγών από τους πελάτες τους προκειμένου να τηρηθεί η ανωτέρω απαίτηση τήρησης αρχείων, σε συμμόρφωση με κάθε σχετικό ρυθμιστικό και εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(56)

Σε πολλά κράτη μέλη οι εκδότες υποχρεούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να εκδίδουν συγκεκριμένα είδη τίτλων, ιδίως μετοχές, εντός των εθνικών τους ΚΑΤ. Προκειμένου να αρθεί αυτό το εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της μετασυναλλακτικής («post-trading») αγοράς της Ένωσης και να μπορούν οι εκδότες να επιλέγουν τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης των τίτλων τους, οι εκδότες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν οιοδήποτε ΚΑΤ εγκατεστημένο στην Ένωση για την καταχώριση των τίτλων τους και την παροχή κάθε χρήσιμης υπηρεσίας ΚΑΤ. Καθώς η εναρμόνιση των εθνικών εταιρικών δικαίων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα εν λόγω εθνικά εταιρικά δίκαια και άλλες παρεμφερείς νομοθεσίες βάσει των οποίων συστήνονται οι τίτλοι πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν και να ληφθεί μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις των εν λόγω εθνικών εταιρικών δικαίων και άλλων παρεμφερών νομοθεσιών θα μπορούν να τηρηθούν όταν επιλέγεται το κατάλληλο ΚΑΤ. Τα εν λόγω εθνικά εταιρικά δίκαια και άλλες παρεμφερείς νομοθεσίες βάσει των οποίων συστήνονται οι τίτλοι διέπουν τη σχέση μεταξύ του εκδότη και των κατόχων των τίτλων ή άλλων τρίτων, καθώς και τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέονται με τους τίτλους όπως τα δικαιώματα ψήφου, τα μερίσματα και οι εταιρικές πράξεις. Η άρνηση παροχής υπηρεσιών σε εκδότη θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον βάσει συνολικής ανάλυσης των κινδύνων ή εάν το συγκεκριμένο ΚΑΤ δεν προσφέρει υπηρεσίες έκδοσης για τίτλους που συστήνονται βάσει του εταιρικού δικαίου ή άλλης παρόμοιας νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέσο για την αντιμετώπιση τυχόν αδικαιολόγητης άρνησης των ΚΑΤ να παράσχουν τις υπηρεσίες τους σε εκδότες.

(57)

Ενόψει της αύξησης των διασυνοριακών διακρατήσεων και μεταβιβάσεων τίτλων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, είναι εξαιρετικά επείγον και σημαντικό να θεσπιστούν στο πλαίσιο της μελλοντικής ενωσιακής νομοθεσίας για το δίκαιο των αξιογράφων σαφείς κανόνες για το εφαρμοστέο δίκαιο όσον αφορά την κυριότητα επί των τίτλων που διακρατούνται σε λογαριασμούς που τηρούν τα ΚΑΤ. Ωστόσο αυτό είναι ένα οριζόντιο θέμα που εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και θα ήταν δυνατόν να ρυθμιστεί με μελλοντικές ενωσιακές νομοθετικές πράξεις.

(58)

Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας για την εκκαθάριση και τον διακανονισμό, της 7ης Νοεμβρίου 2006 διαμόρφωσε ένα εθελοντικό πλαίσιο που επιτρέπει την πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς. Ωστόσο, ο μετασυναλλακτικός τομέας παραμένει κατακερματισμένος σε εθνικές αγορές, καθιστώντας τις διασυνοριακές συναλλαγές αδικαιολόγητα δαπανηρές. Είναι απαραίτητο να θεσπιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για τις συνδέσεις μεταξύ των ΚΑΤ και για την πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς. Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα ΚΑΤ να παρέχουν στους συμμετέχοντες σε αυτά πρόσβαση σε άλλες αγορές, θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καταστούν συμμετέχοντες σε άλλα ΚΑΤ ή να ζητούν από άλλα ΚΑΤ να αναπτύξουν ειδικές λειτουργίες για να έχουν πρόσβαση σε αυτές. Αυτή η πρόσβαση πρέπει να παρέχεται υπό όρους δίκαιους, εύλογους και χωρίς διακρίσεις και η σχετική αίτηση θα πρέπει να απορρίπτεται μόνον εάν απειλεί την ομαλή και εύτακτη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δημιουργεί συστημικό κίνδυνο. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέτρο για την αντιμετώπιση κάθε αδικαιολόγητης άρνησης ΚΑΤ να παράσχει πρόσβαση σε άλλο ΚΑΤ. Στις περιπτώσεις που οι συνδέσεις ΚΑΤ προκαλούν σημαντικούς κινδύνους για τον διακανονισμό, θα πρέπει να υπόκεινται στην αδειοδότηση και την αυξημένη εποπτεία των σχετικών αρμόδιων αρχών.

(59)

Τα ΚΑΤ θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές από κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους ή τόπους διαπραγμάτευσης και οι εν λόγω υποδομές της αγοράς θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ. Η σχετική αίτηση πρόσβασης μπορεί να απορριφθεί μόνον εάν απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δημιουργεί συστημικό κίνδυνο και δεν είναι δυνατή η απόρριψή της με το αιτιολογικό της απώλειας μεριδίου αγοράς.

(60)

Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέτρο για την αντιμετώπιση τυχόν αδικαιολόγητης άρνησης των ΚΑΤ ή των υποδομών της αγοράς να παράσχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες τους. Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τις διευθετήσεις πρόσβασης που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 μεταξύ των τόπων διαπραγμάτευσης, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των ΚΑΤ, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς στις μετασυναλλακτικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της μετασυναλλακτικής υποδομής και θα πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να παρεμβαίνει, προκειμένου να αποφεύγεται η εμφάνιση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

(61)

Ένα υγιές εποπτικό και δεοντολογικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά συστήματα εποπτείας και επιβολής κυρώσεων. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες δράσης και να μπορούν να στηρίζονται σε αποτρεπτικά συστήματα κυρώσεων που χρησιμοποιούνται έναντι κάθε παράνομης συμπεριφοράς. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 με τίτλο «Ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση των υφιστάμενων εξουσιών επιβολής κυρώσεων και της πρακτικής εφαρμογής τους με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των κυρώσεων σε όλο το φάσμα των εποπτικών δραστηριοτήτων.

(62)

Κατά συνέπεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού των ΚΑΤ, των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν οριστεί ως διακανονιστές, των μελών των διοικητικών οργάνων τους και τυχόν άλλων προσώπων που ελέγχουν τις δραστηριότητές τους ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα που είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

(63)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτρεπτική δύναμη και η συνεπής εφαρμογή των κυρώσεων σε όλα τα κράτη μέλη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κατάλογο των σημαντικότερων διοικητικών κυρώσεων και λοιπών μέτρων που πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές, την εξουσία επιβολής των εν λόγω κυρώσεων και λοιπών μέτρων σε όλα τα πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, που ευθύνονται για μια παράβαση, κατάλογο των σημαντικότερων κριτηρίων για τον προσδιορισμό του επιπέδου και του είδους των ως άνω κυρώσεων και λοιπών μέτρων και συγκεκριμένα επίπεδα διοικητικών προστίμων. Τα διοικητικά πρόστιμα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως τυχόν οικονομικά οφέλη που διαπιστώθηκε ότι προέκυψαν από την παράβαση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, τυχόν επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες, την ανάγκη αποτρεπτικού χαρακτήρα των διοικητικών προστίμων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να περιλαμβάνουν μια έκπτωση για συνεργασία με την αρμόδια αρχή. Η έγκριση και δημοσίευση των κυρώσεων θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα που ορίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»), και ιδιαίτερα το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 7), το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8) και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου (άρθρο 47).

(64)

Για τον εντοπισμό πιθανών παραβιάσεων, θα πρέπει να θεσπιστούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί που να ενθαρρύνουν την καταγγελία στις αρμόδιες αρχές ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω μηχανισμοί θα πρέπει να περιλαμβάνουν επαρκείς διασφαλίσεις για τα πρόσωπα που καταγγέλλουν ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και για τα πρόσωπα που κατηγορούνται για τέτοιες παραβιάσεις. Θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες διαδικασίες ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο κατηγορούμενος απολαύει του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του δικαιώματος υπεράσπισης και ακρόασης πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης που τον αφορά, καθώς και του δικαιώματος άσκησης πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου εναντίον κάθε απόφασης ή μέτρου που τον αφορά.

(65)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων του δικαίου των κρατών μελών σχετικά με ποινικές κυρώσεις.

(66)

Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18). Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργεί η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19). Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(67)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται συγκεκριμένα στον Χάρτη, ιδίως τα δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη, την επιχειρηματική ελευθερία, και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(68)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού διασφαλίζοντας τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης από τις εθνικές αρμόδιες αρχές και επιλύοντας τις διαφωνίες που προκύπτουν μεταξύ τους.

(69)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να υποβάλλει στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις όπου αξιολογούνται οι τάσεις και οι δυνητικοί κίνδυνοι στις αγορές που καλύπτει ο παρών κανονισμός. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον αξιολόγηση των εξής: αποδοτικότητα διακανονισμού, εσωτερικοποιημένος διακανονισμός, διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, λόγοι άρνησης δικαιωμάτων πρόσβασης και κάθε άλλο ουσιώδες εμπόδιο στον ανταγωνισμό στις μετασυναλλακτικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων όσων εμποδίων απορρέουν από την αθέμιτη χρήση των ρυθμίσεων χορήγησης αδειών, καταλληλότητα των κυρώσεων σε περίπτωση αδυναμίας διακανονισμού και ιδίως ως προς την ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας στις κυρώσεις για αδυναμία διακανονισμού στην περίπτωση μη ευχερώς ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων, την εφαρμογή των κανόνων των κρατών μελών σχετικά με την αστική ευθύνη για ζημίες με υπαιτιότητα των ΚΑΤ, προϋποθέσεις για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των αξιογράφων των συμμετεχόντων και των πελατών τους, και καθεστώς κυρώσεων· οι εν λόγω εκθέσεις είναι επίσης δυνατόν να περιέχουν, όποτε απαιτείται, συστάσεις για προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να διενεργεί αξιολογήσεις ομοτίμων με αντικείμενο τις δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου και σε συμμόρφωση με τους κανόνες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Δεδομένης της συστημικής σημασίας των ΚΑΤ και του γεγονότος ότι ρυθμίζονται για πρώτη φορά σε επίπεδο Ένωσης, κρίνεται σκόπιμο να απαιτηθεί οι εν λόγω αξιολογήσεις ομοτίμων να διενεργούνται αρχικά ανά τριετία τουλάχιστον όσον αφορά την εποπτεία των ΚΑΤ που ασκούν το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών ή συμμετοχής σε διαλειτουργική σύνδεση.

(70)

Κρίνεται σκόπιμο και αποδοτικό να αναλάβει η ΕΑΚΑΑ, ως φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης τεχνογνωσίας στους τομείς των αξιογράφων και των αγορών αξιογράφων, την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα υποβληθούν στην Επιτροπή. Κατά περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται στενά με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΤ.

(71)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 όσον αφορά τις λεπτομέρειες των μέτρων συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού· την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εσωτερικοποιημένο διακανονισμό· τις πληροφορίες και λοιπά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις αιτήσεις αδειοδότησης ΚΑΤ· τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές των ΚΑΤ δύνανται να εγκρίνουν τις συμμετοχές τους στο κεφάλαιο ορισμένων νομικών οντοτήτων, τις πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι διάφορες αρχές κατά την εποπτεία των ΚΑΤ· τις πληροφορίες που το αιτούν ΚΑΤ παρέχει στην ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο της αίτησής του για αναγνώριση· τα στοιχεία των μηχανισμών διακυβέρνησης όσον αφορά τα ΚΑΤ· τις λεπτομέρειες των αρχείων που πρέπει να τηρούνται από τα ΚΑΤ· τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ κατά τη διενέργεια συνολικής αξιολόγησης κινδύνων, και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων απόρριψης των αιτημάτων πρόσβασης· τα στοιχεία της διαδικασίας για την πρόσβαση των συμμετεχόντων και των εκδοτών στα ΚΑΤ, την πρόσβαση μεταξύ ΚΑΤ και την πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς· τα λεπτομερή μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα ΚΑΤ για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας μιας έκδοσης· τον μετριασμό των λειτουργικών και επενδυτικών κινδύνων και των κινδύνων που απορρέουν από τις συνδέσεις ΚΑΤ· τις λεπτομέρειες των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τα ΚΑΤ· τις λεπτομέρειες της αίτησης χορήγησης άδειας για την παροχή επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών· τις λεπτομέρειες των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας για τα ΚΑΤ και για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν ορισθεί ως διακανονιστές και τα οποία έχουν λάβει άδεια παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών.

(72)

Θα πρέπει επίσης να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 όσον αφορά τα τυποποιημένα έντυπα και υποδείγματα για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εσωτερικοποιημένο διακανονισμό, για τις αιτήσεις αδειοδότησης των ΚΑΤ, την παροχή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της εποπτείας των ΚΑΤ, τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής, τους μορφότυπους των αρχείων που πρέπει να τηρούνται από τα ΚΑΤ, τις διαδικασίες σε περιπτώσεις όπου απορρίπτεται η πρόσβαση ενός συμμετέχοντα ή ενός εκδότη σε ΚΑΤ, που απορρίπτεται η πρόσβαση μεταξύ ΚΑΤ ή μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς, τη διαβούλευση με διάφορες αρχές πριν από τη χορήγηση άδειας σε διακανονιστή.

(73)

Για να επιτευχθούν οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά συγκεκριμένες λεπτομέρειες που αφορούν κάποιους ορισμούς, τις παραμέτρους για τον υπολογισμό των χρηματικών ποινών για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού, τα κριτήρια δυνάμει των οποίων οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για το εν λόγω κράτος μέλος. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(74)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αξιολόγηση των κανόνων τρίτων χωρών για τους σκοπούς της αναγνώρισης ΚΑΤ τρίτων χωρών. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20).

(75)

Κατά την αξιολόγηση των σχετικών κανόνων τρίτων χωρών, θα πρέπει να ακολουθείται αναλογική, βασισμένη στα αποτελέσματα προσέγγιση, η οποία θα επικεντρώνεται στη συμμόρφωση προς τους εφαρμοστέους ενωσιακούς κανόνες και, κατά περίπτωση, προς τα διεθνή πρότυπα. Μπορεί επίσης να χορηγείται υπό όρους ή προσωρινή αναγνώριση, εφόσον δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές που θα είχαν προβλέψιμες επιβλαβείς συνέπειες για τις αγορές της Ένωσης.

(76)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση ομοιόμορφων απαιτήσεων για τον διακανονισμό καθώς και για τα ΚΑΤ, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω του εύρους της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(77)

Είναι απαραίτητο να τροποποιηθεί η οδηγία 98/26/ΕΚ, ούτως ώστε να συνάδει με την οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), δυνάμει της οποίας τα καθορισμένα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων δεν κοινοποιούνται πλέον στην Επιτροπή αλλά στην ΕΑΚΑΑ.

(78)

Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός εναρμονίζει σε επίπεδο Ένωσης τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης αδυναμιών διακανονισμού και έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, όσον αφορά τέτοιου είδους μέτρα, από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), είναι αναγκαίο να καταργηθεί το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού.

(79)

Τα ΚΑΤ θα πρέπει να εξαιρούνται από την εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 όταν παρέχουν υπηρεσίες που προβλέπονται ρητά στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι οντότητες που παρέχουν/ασκούν επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες υπόκεινται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και για να αποφεύγονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων τύπων παρόχων τέτοιων υπηρεσιών, είναι αναγκαίο να απαιτείται από τα ΚΑΤ που παρέχουν/ασκούν επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο πλαίσιο των επικουρικών τους υπηρεσιών να υπόκεινται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(80)

Η εφαρμογή των απαιτήσεων αδειοδότησης και αναγνώρισης του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναβληθεί, ούτως ώστε να παρασχεθεί στα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση ή σε τρίτες χώρες επαρκής χρόνος για να υποβάλουν αίτηση αδειοδότησης και αναγνώρισης των δραστηριοτήτων τους, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Έως ότου ληφθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αδειοδότηση ή την αναγνώριση των ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων ΚΑΤ, θα πρέπει να εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι εθνικοί κανόνες αδειοδότησης και αναγνώρισης των ΚΑΤ.

(81)

Επίσης, είναι απαραίτητο να αναβληθεί η εφαρμογή των απαιτήσεων καταχώρισης ορισμένων κινητών αξιών υπό μορφή λογιστικής εγγραφής και διακανονισμού των υποχρεώσεων σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από τη διαπραγμάτευση, ούτως ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά που κατέχουν αξιόγραφα σε έντυπη μορφή ή που χρησιμοποιούν μεγαλύτερες περιόδους διακανονισμού να έχουν αρκετό χρόνο να συμμορφωθούν με τις εν λόγω απαιτήσεις,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες απαιτήσεις για τον διακανονισμό χρηματοπιστωτικών μέσων στην Ένωση και κανόνες σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων (ΚΑΤ), με σκοπό την προώθηση ασφαλούς, αποτελεσματικού και ομαλού διακανονισμού.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στον διακανονισμό όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων και των δραστηριοτήτων των ΚΑΤ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα και, ιδίως, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

4.   Τα άρθρα 10 έως 20, 22 έως 24 και 27, το άρθρο 28 παράγραφος 6, το άρθρο 30 παράγραφος 4 και τα άρθρα 46 και 47, οι διατάξεις του τίτλου IV και οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων στις αρμόδιες αρχές ή στις σχετικές αρχές ή συμμόρφωσης προς τις εντολές τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στα μέλη του ΕΣΚΤ, σε άλλους εθνικούς φορείς των κρατών μελών που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες ή σε άλλους δημόσιους φορείς που έχουν αναλάβει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν σε αυτήν στην Ένωση, σε σχέση με οποιοδήποτε ΚΑΤ το οποίο διαχειρίζονται άμεσα οι ανωτέρω φορείς υπό την ευθύνη του ίδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο έχει πρόσβαση στα κεφάλαια του φορέα αυτού και δεν αποτελεί χωριστή οντότητα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «κεντρικό αποθετήριο τίτλων» ή «ΚΑΤ» νοείται νομικό πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που αναφέρεται στο τμήμα Α σημείο 3 του παραρτήματος και παρέχει τουλάχιστον μία ακόμη βασική υπηρεσία αναφερόμενη στο τμήμα Α του παραρτήματος·

2)

ως «ΚΑΤ τρίτης χώρας» νοείται νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα το οποίο παρέχει παρόμοια υπηρεσία με τη βασική υπηρεσία που αναφέρεται στο τμήμα Α σημείο 3 του παραρτήματος και εκτελεί τουλάχιστον μία ακόμη βασική υπηρεσία αναφερόμενη στο τμήμα Α του παραρτήματος·

3)

ως «ακινητοποίηση» νοείται η πράξη συγκέντρωσης των υλικών τίτλων σε ΚΑΤ, κατά τρόπο ώστε οι μεταγενέστερες μεταφορές να μπορούν να πραγματοποιηθούν με λογιστική εγγραφή·

4)

ως «άυλη μορφή» νοείται η μορφή των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία υπάρχουν μόνον ως αρχεία λογιστικών εγγραφών·

5)

ως «ΚΑΤ στο οποίο απευθύνεται αίτημα» νοείται το ΚΑΤ στο οποίο υποβάλλει αίτημα άλλο ΚΑΤ, προκειμένου να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες του μέσω σύνδεσης KAT («CSD link»)·

6)

ως «αιτούν ΚΑΤ» νοείται το ΚΑΤ το οποίο υποβάλλει αίτημα για πρόσβαση στις υπηρεσίες άλλου ΚΑΤ, μέσω σύνδεσης ΚΑΤ·

7)

ως «διακανονισμός» νοείται η ολοκλήρωση μιας συναλλαγής αξιογράφων οπουδήποτε πραγματοποιείται, με στόχο την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μερών της εν λόγω συναλλαγής μέσω της μεταφοράς μετρητών ή αξιογράφων ή και των δύο·

8)

ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» ή «αξιόγραφα» νοούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15 της οδηγίας 2014/..65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων·

9)

ως «εντολή μεταβίβασης» νοείται η εντολή μεταβίβασης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο θ) δεύτερη περίπτωση της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

10)

ως «σύστημα διακανονισμού αξιογράφων» νοείται ένα σύστημα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση της οδηγίας 98/26/ΕΚ, το οποίο δεν τελεί υπό τη διαχείριση κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και η δραστηριότητα του οποίου συνίσταται στην εκτέλεση εντολών μεταβίβασης·

11)

ως «εσωτερικοποιητής διακανονισμού» νοείται οποιαδήποτε οντότητα, περιλαμβανομένων αυτών που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, η οποία εκτελεί εντολές μεταβίβασης για λογαριασμό πελατών ή για ίδιο λογαριασμό, αλλά όχι μέσω συστήματος διακανονισμού αξιογράφων·

12)

ως «προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού» νοείται η ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων ως η ημερομηνία του διακανονισμού και κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να πραγματοποιηθεί ο διακανονισμός·

13)

ως «περίοδος διακανονισμού» νοείται η χρονική περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας διαπραγμάτευσης και της προβλεπόμενης ημερομηνίας διακανονισμού·

14)

ως «εργάσιμη ημέρα» νοείται η εργάσιμη ημέρα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιδ) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

15)

ως «αδυναμία διακανονισμού» νοείται η μη πραγματοποίηση ή η μερική πραγματοποίηση του διακανονισμού συναλλαγής αξιογράφων κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, λόγω έλλειψης αξιογράφων ή χρημάτων, ανεξάρτητα από την υποκείμενη αιτία·

16)

ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» (ή «CCP») νοείται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

17)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται η αρχή η οποία ορίζεται από έκαστο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 11, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό·

18)

ως «σχετική αρχή» νοείται οποιαδήποτε από τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 12·

19)

ως «συμμετέχων» νοείται κάθε συμμετέχων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 98/26/ΕΚ σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

20)

ως «συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια της πρώτης πρότασης του άρθρου 2 σημείο 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % ή πλέον των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

21)

ως «έλεγχος» νοείται η σχέση μεταξύ δύο επιχειρήσεων όπως περιγράφεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

22)

ως «θυγατρική» νοείται μια θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 10 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

23)

ως «κράτος μέλος καταγωγής» νοείται το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο το ΚΑΤ·

24)

ως «κράτος μέλος υποδοχής» νοείται το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο έχει υποκατάστημα ή παρέχει τις υπηρεσίες του το ΚΑΤ·

25)

ως «υποκατάστημα» νοείται τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας διαφορετικός από την έδρα, ο οποίος αποτελεί μέρος του ΚΑΤ, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ για τις οποίες έχει αδειοδοτηθεί το ΚΑΤ·

26)

ως «αθέτηση υποχρέωσης» σε σχέση με συμμετέχοντα νοείται η κατάσταση κατά την οποία κινείται διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι συμμετέχοντος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ι) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

27)

ως «παράδοση έναντι πληρωμής» (ή «DVP») νοείται ένας μηχανισμός διακανονισμού αξιογράφων που συνδέει μια μεταφορά αξιογράφων με μια μεταφορά μετρητών, κατά τρόπο ώστε η παράδοση των αξιογράφων να πραγματοποιείται μόνο εάν πραγματοποιηθεί η αντίστοιχη μεταφορά μετρητών και αντιστρόφως·

28)

ως «λογαριασμός αξιογράφων» νοείται ο λογαριασμός στον οποίο μπορούν να χρεώνονται ή να πιστώνονται αξιόγραφα·

29)

ως «σύνδεση ΚΑΤ» νοείται η συμφωνία μεταξύ ΚΑΤ, σύμφωνα με την οποία ένα ΚΑΤ συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ, προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταβίβαση αξιογράφων από τους συμμετέχοντές του δεύτερου ΚΑΤ στους συμμετέχοντες του πρώτου ΚΑΤ ή ένα ΚΑΤ έχει πρόσβαση σε άλλο ΚΑΤ εμμέσως μέσω μεσάζοντος. Στις συνδέσεις ΚΑΤ συγκαταλέγονται οι τυποποιημένες συνδέσεις, οι εξατομικευμένες συνδέσεις, οι έμμεσες συνδέσεις και οι διαλειτουργικές συνδέσεις·

30)

ως «τυποποιημένη σύνδεση» νοείται η σύνδεση ΚΑΤ στο πλαίσιο της οποίας ένα ΚΑΤ συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ισχύουν για κάθε άλλο συμμετέχοντα στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται το δεύτερο ΚΑΤ·

31)

ως «εξατομικευμένη σύνδεση» νοείται η σύνδεση ΚΑΤ στο πλαίσιο της οποίας σε ένα ΚΑΤ που συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ παρέχονται ειδικές υπηρεσίες επιπλέον αυτών που παρέχονται κανονικά από το εν λόγω ΚΑΤ στους συμμετέχοντες στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

32)

ως «έμμεση σύνδεση» νοείται σύνδεση μεταξύ ΚΑΤ και τρίτου συμβαλλόμενου, εκτός ΚΑΤ, ο οποίος συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ· Τέτοια σύνδεση θεσπίζεται από ένα ΚΑΤ προκειμένου να διευκολύνει τη μεταφορά αξιογράφων στους δικούς του συμμετέχοντες από τους συμμετέχοντες άλλου ΚΑΤ·

33)

ως «διαλειτουργική σύνδεση» νοείται η σύνδεση ΚΑΤ στο πλαίσιο της οποίας τα ΚΑΤ συμφωνούν να θεσπίσουν αμοιβαίες τεχνικές λύσεις για διακανονισμό στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζονται·

34)

ως «διεθνείς ανοικτές διαδικασίες επικοινωνίας και πρότυπα» νοούνται διεθνώς αποδεκτά πρότυπα για τις διαδικασίες επικοινωνίας, όπως τυποποιημένοι μορφότυποι μηνυμάτων και απεικόνιση δεδομένων, που διατίθενται κατά τρόπο δίκαιο, ανοικτό και αμερόληπτο σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος·

35)

ως «κινητές αξίες» νοούνται οι κινητές αξίες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

36)

ως «μετοχές» νοούνται οι κινητές αξίες που αναφέρονται στο σημείο 44 στοιχείο α) του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

37)

ως «μέσα χρηματαγοράς» νοούνται τα μέσα χρηματαγοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

38)

ως «μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων» νοούνται τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων όπως αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

39)

ως «δικαίωμα εκπομπής» νοείται το δικαίωμα εκπομπής όπως περιγράφεται στο σημείο 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εξαιρουμένων των παραγώγων δικαιωμάτων εκπομπής·

40)

ως «ρυθμιζόμενη αγορά» νοείται η ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

41)

ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» νοείται ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

42)

ως «τόπος διαπραγμάτευσης» νοείται ένας τόπος διαπραγμάτευσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

43)

ως «διακανονιστής» νοείται ο διακανονιστής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

44)

ως «αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ» νοείται η αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

45)

ως «διοικητικό όργανο» νοείται το όργανο ή τα όργανα του ΚΑΤ, τα οποία διορίζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου και τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του ΚΑΤ και τα οποία επιβλέπουν και ελέγχουν τη λήψη των αποφάσεων διαχείρισης. Σε αυτό συμμετέχουν πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του ΚΑΤ.

Όταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, το διοικητικό όργανο απαρτίζεται από διάφορα όργανα με συγκεκριμένες αρμοδιότητες, οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο σε εκείνα τα μέλη του διοικητικού οργάνου που έχουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες δυνάμει του εθνικού δικαίου·

46)

ως «ανώτατα διοικητικά στελέχη» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ΚΑΤ και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διαχείριση του ΚΑΤ.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 67 όσον αφορά μέτρα για την περαιτέρω διευκρίνιση των επικουρικών υπηρεσιών μη τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Β σημεία 1 έως 4 του παραρτήματος και των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Λογιστική εγγραφή

Άρθρο 3

Λογιστική εγγραφή

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, κάθε εκδότης εγκατεστημένος στην Ένωση που εκδίδει ή έχει εκδώσει κινητές αξίες που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης μεριμνά για την απεικόνιση διά λογιστικής εγγραφής των εν λόγω αξιών μέσω ακινητοποίησης ή μετά από απευθείας έκδοση σε άυλη μορφή.

2.   Σε περίπτωση που η συναλλαγή σε κινητές αξίες πραγματοποιείται σε τόπο διαπραγμάτευσης, οι σχετικές αξίες καταχωρίζονται ως λογιστική εγγραφή σε ΚΑΤ την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού ή νωρίτερα, εκτός εάν έχουν ήδη καταχωριστεί με τον τρόπο αυτόν.

Σε περίπτωση που κινητές αξίες μεταβιβάζονται κατόπιν συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, οι εν λόγω κινητές αξίες καταχωρίζονται ως λογιστική εγγραφή σε ΚΑΤ πριν από την ημερομηνία του διακανονισμού, εκτός εάν έχουν ήδη καταχωριστεί με τον τρόπο αυτόν.

Άρθρο 4

Εφαρμογή

1.   Οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εκδότης που εκδίδει κινητές αξίες διασφαλίζουν την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 1.

2.   Οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) διασφαλίζουν ότι εφαρμόζεται το άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού, όταν οι αξίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης.

3.   Οι αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της οδηγίας 2002/47/ΕΚ εξασφαλίζουν ότι το άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται κατά τη μεταβίβαση των αξιογράφων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, κατόπιν συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Περίοδοι διακανονισμού

Άρθρο 5

Προβλεπόμενες ημερομηνίες διακανονισμού

1.   Κάθε συμμετέχων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων ο οποίος διακανονίζει εντός του συστήματος συναλλαγές σε κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δικαιώματα εκπομπής, για ίδιο λογαριασμό ή εξ ονόματος τρίτου, διακανονίζει αυτές τις συναλλαγές κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

2.   Όσον αφορά τις συναλλαγές σε κινητές αξίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες εκτελούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης, η προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού είναι το αργότερο η δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία της διαπραγμάτευσης. Η απαίτηση αυτή δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές που είναι αντικείμενο ιδιωτικής διαπραγμάτευσης, αλλά εκτελούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης, σε συναλλαγές που εκτελούνται διμερώς, αλλά αναφέρονται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή στην πρώτη συναλλαγή όπου οι σχετικές κινητές αξίες υπόκεινται στην αρχική καταχώριση υπό μορφή λογιστικής εγγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν την εφαρμογή της παραγράφου 1.

Οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν την εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Συμμόρφωση προς τη διαδικασία διακανονισμού

Άρθρο 6

Μέτρα πρόληψης της αδυναμίας διακανονισμού

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθιερώνουν διαδικασίες που παρέχουν τη δυνατότητα επιβεβαίωσης των σχετικών λεπτομερειών των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, κατά την ημερομηνία που εκτελέστηκε η συναλλαγή.

2.   Ανεξάρτητα από την απαίτηση που καθορίζεται στην παράγραφο 1, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν αδειοδοτηθεί δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ λαμβάνουν, κατά περίπτωση, μέτρα για τον περιορισμό του αριθμού των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, διευθετήσεις μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και των επαγγελματιών πελατών της, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται η άμεση γνωστοποίηση της διάθεσης αξιών σε συναλλαγή, η επιβεβαίωση της διάθεσης αυτής και η επιβεβαίωση της αποδοχής ή της απόρριψης των όρων εγκαίρως πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, σχετικά με τις τυποποιημένες διαδικασίες και τα πρωτόκολλα αποστολής μηνυμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για τη συμμόρφωση με το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

3.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει διαδικασίες που διευκολύνουν τους διακανονισμούς συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, με ελάχιστη έκθεση των συμμετεχόντων του σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και κίνδυνο ρευστότητας και με χαμηλό ποσοστό περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού. Προάγει την ταχεία πραγματοποίηση του διακανονισμού κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού μέσω κατάλληλων μηχανισμών.

4.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ λαμβάνει μέτρα για να παροτρύνει και να δώσει κίνητρα για τον έγκαιρο διακανονισμό των συναλλαγών από τους συμμετέχοντες σε αυτό. Τα ΚΑΤ απαιτούν από τους συμμετέχοντες να διακανονίζουν τις συναλλαγές τους κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, τις λεπτομέρειες των διαδικασιών που διευκολύνουν τον διακανονισμό που αναφέρονται στην παράγραφο 3, καθώς και τις λεπτομέρειες των μέτρων για την παρότρυνση και την παροχή κινήτρων για τον έγκαιρο διακανονισμό των συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 7

Μέτρα αντιμετώπισης της αδυναμίας διακανονισμού

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει σύστημα που παρακολουθεί τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Υποβάλλει τακτικές αναφορές στην αρμόδια αρχή και στις οικείες αρχές, όσον αφορά τον αριθμό και τα στοιχεία των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες περιλαμβανομένων των μέτρων που εξετάζουν τα ΚΑΤ και των συμμετεχόντων σε αυτά για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού.. Οι εν λόγω αναφορές δημοσιεύονται ετησίως σε συγκεντρωτική και ανώνυμη μορφή από τα ΚΑΤ. Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν με την ΕΑΚΑΑ τυχόν σημαντικές πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού.

2.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει διαδικασίες που διευκολύνουν τον διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, οι οποίες δεν έχουν διακανονιστεί κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού. Οι ανωτέρω διαδικασίες προβλέπουν μηχανισμό κυρώσεων ο οποίος θα λειτουργεί ως αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού.

Πριν από τη θέσπιση των διαδικασιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το ΚΑΤ διαβουλεύεται με τους σχετικούς τόπους διαπραγμάτευσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους στους οποίους παρέχει υπηρεσίες διακανονισμού.

Ο μηχανισμός κυρώσεων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει χρηματικές ποινές για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού («υπερήμεροι συμμετέχοντες». Οι χρηματικές ποινές υπολογίζονται σε ημερήσια βάση για κάθε εργάσιμη ημέρα καθυστέρησης του διακανονισμού της συναλλαγής μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού και έως το πέρας της διαδικασίας αγοράς κάλυψης [«buy-in»] που αναφέρεται στην παράγραφο 3, όχι όμως πέραν της ημέρας πραγματοποίησης του διακανονισμού. Οι χρηματικές ποινές δεν προβλέπονται ως πηγή εσόδων για το ΚΑΤ.

3.   Με την επιφύλαξη του μηχανισμού χρηματικών κυρώσεων όπως προβλέπονται στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου και του δικαιώματος διμερούς ακύρωσης της συναλλαγής, όταν ο υπερήμερος συμμετέχων δεν παραδίδει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στον αποδέκτη συμμετέχοντα εντός 4 εργάσιμων ημερών μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού («περίοδος παράτασης») ξεκινά διαδικασία αγοράς κάλυψης «buy-in», κατά την οποία τα εν λόγω μέσα διατίθενται προς διακανονισμό και παραδίδονται στον αποδέκτη συμμετέχοντα εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος.

Όταν η συναλλαγή αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, η περίοδος παράτασης ορίζεται σε 15 ημέρες, εκτός αν η εν λόγω αγορά αποφασίσει να εφαρμόσει βραχύτερη περίοδο.

4.   Ισχύουν οι ακόλουθες απαλλαγές από την απαίτηση της παραγράφου 3:

α)

βάσει του είδους του τίτλου και της ρευστότητας των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, η περίοδος παράτασης μπορεί να αυξηθεί από 4 εργάσιμες ημέρες σε 7 εργάσιμες ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο, όταν η πρόβλεψη βραχύτερης περιόδου παράτασης θα επηρέαζε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των σχετικών χρηματοπιστωτικών αγορών·

β)

για πράξεις που αποτελούνται από περισσότερες συναλλαγές, περιλαμβανομένων των συμφωνιών επαναγοράς ή δανεισμού τίτλων, η της διαδικασίας αγοράς κάλυψης [«buy-in»] που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν εφαρμόζεται όταν το χρονικό πλαίσιο αυτών των πράξεων είναι αρκούντως βραχύ και καθιστά τη διαδικασία αγοράς κάλυψης αναποτελεσματική.

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, οι απαλλαγές της παραγράφου 4 δεν ισχύουν σε σχέση με συναλλαγές για μετοχές όταν οι συναλλαγές αυτές είναι αντικείμενο εκκαθάρισης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

6.   Με την επιφύλαξη των του μηχανισμού κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, όταν το τίμημα των μετοχών που είχε συμφωνηθεί κατά τον χρόνο της διαπραγμάτευσης είναι υψηλότερο από το τίμημα που καταβάλλεται για την εκτέλεση της αγοράς κάλυψης «buy-in», η αντίστοιχη διαφορά καταβάλλεται στον αποδέκτη συμμετέχοντα από τον υπερήμερο συμμετέχοντα, το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοση των αναφερόμενων στο άρθρο 5 παράγραφος 1 χρηματοπιστωτικών μέσων που ακολουθεί την αγορά κάλυψης.

7.   Αν η αγορά κάλυψης «buy-in» αποτύχει ή δεν είναι δυνατή, ο αποδέκτης συμμετέχων μπορεί να επιλέξει είτε να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση είτε να οριστεί ο χρόνος εκτέλεσης της αγοράς κάλυψης σε κατάλληλη μεταγενέστερη ημερομηνία («περίοδος αναβολής»). Αν τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 1 χρηματοπιστωτικά μέσα δεν παραδοθούν στον αποδέκτη συμμετέχοντα κατά το πέρας της περιόδου αναβολής, καταβάλλεται η χρηματική αποζημίωση.

Η χρηματική αποζημίωση καταβάλλεται στον αποδέκτη συμμετέχοντα το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το πέρας είτε της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 διαδικασίας αγοράς κάλυψης «buy-in» είτε της περιόδου αναβολής, όταν έχει επιλεγεί η περίοδος αναβολής.

8.   Ο υπερήμερος συμμετέχων επιστρέφει στην οντότητα που εκτελεί την αγορά κάλυψης «buy-in» όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 5, περιλαμβανομένων των τυχόν προμηθειών εκτέλεσης που προκύπτουν από την αγορά κάλυψης. Οι προμήθειες αυτές γνωστοποιούνται με σαφήνεια στους συμμετέχοντες.

9.   Τα ΚΑΤ, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης θεσπίζουν διαδικασίες που τους επιτρέπουν να αναστέλλουν, μετά από διαβούλευση με την αντίστοιχη αρμόδια αρχή, τη συμμετοχή συμμετέχοντος που κατ’ επανάληψη και συστηματικά και δεν παραδίδει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, καθώς και να δημοσιοποιούν την ταυτότητα του εν λόγω συμμετέχοντος, μόνον αφού δώσουν στον συμμετέχοντα αυτόν την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του και υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές των ΚΑΤ, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των τόπων διαπραγμάτευσης, καθώς και του εν λόγω συμμετέχοντος έχουν ενημερωθεί όπως αρμόζει. Πέραν της διαβούλευσης πριν από την αναστολή, τα ΚΑΤ, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την αντίστοιχη αρμόδια αρχή για την αναστολή της συμμετοχής συμμετέχοντος. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως τις σχετικές αρχές σχετικά με την αναστολή της συμμετοχής του εν λόγω συμμετέχοντος.

Η δημοσιοποίηση της αναστολής δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

10.   Οι παράγραφοι 2 έως 9 εφαρμόζονται σε όλες τις συναλλαγές με αντικείμενο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή αντικείμενο εκκαθάρισης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ως εξής:

α)

Για τις συναλλαγές που εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι η οντότητα που εκτελεί τη ν αγορά κάλυψης «buy-in», σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 8.

β)

Για τις συναλλαγές που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, αλλά εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, ο τόπος διαπραγμάτευσης προβλέπει στους εσωτερικούς του κανόνες υποχρέωση, για τα μέλη του και τους συμμετέχοντες σε αυτόν, να υποβληθούν στα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 έως 8.

γ)

Για όλες τις λοιπές συναλλαγές εκτός αυτών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του παρόντος εδαφίου, τα ΚΑΤ προβλέπουν στους εσωτερικούς τους κανονισμούς υποχρέωση για τους συμμετέχοντες να υποβληθούν στα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 έως 8.

Τα ΚΑΤ παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τον διακανονισμό στους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τους τόπους διαπραγμάτευσης, προκειμένου να τους επιτρέψουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις της παρούσας παραγράφου.

Με την επιφύλαξη των στοιχείων α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου, τα ΚΑΤ μπορούν να επιβλέπουν την εκτέλεση των αγορών κάλυψης «buy-in» που αναφέρονται στα εν λόγω στοιχεία, σε ό,τι αφορά τις πολλαπλές εντολές διακανονισμού, επί των ίδιων χρηματοπιστωτικών μέσων με την ίδια ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εκτέλεσης, με σκοπό την ελαχιστοποίηση του αριθμού των αγορών κάλυψης που πρέπει να εκτελεστούν και, ως εκ τούτου, του αντικτύπου στις τιμές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων.

11.   Οι παράγραφοι 2 έως 9 δεν εφαρμόζονται σε υπερήμερους συμμετέχοντες που είναι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.

12.   Οι παράγραφοι 2 έως 9 δεν εφαρμόζονται αν έχει ξεκινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του υπερήμερου συμμετέχοντος.

13.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν ο κύριος τόπος διαπραγμάτευσης των μετοχών βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η τοποθεσία του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης θα καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16 το κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

14.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 67, προκειμένου να καθορισθούν οι παράμετροι για τον υπολογισμό του αποτρεπτικού και αναλογικού ύψους των χρηματικών ποινών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο, με βάση το είδος του τίτλου, τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου και το είδος της συναλλαγής, ώστε να διασφαλίζεται υψηλός βαθμός συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού και η ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των σχετικών χρηματοπιστωτικών αγορών

15.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν τα κατωτέρω:

α)

οι λεπτομέρειες του συστήματος παρακολούθησης των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού και των αναφορών για τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

οι διαδικασίες είσπραξης και αναδιανομής των χρηματικών ποινών, όπως και κάθε άλλου πιθανού εσόδου που προκύπτει από τις ποινές αυτές σύμφωνα με την παράγραφο 2·

γ)

οι λεπτομέρειες της λειτουργίας της κατάλληλης διαδικασίας αγοράς κάλυψης «buy-in» που αναφέρεται στις παραγράφους 3 έως 8, περιλαμβανομένων των κατάλληλων χρονικών πλαισίων για την παράδοση του χρηματοπιστωτικού μέσου μετά τη διαδικασία αγοράς κάλυψης που αναφέρεται στην παράγραφο 3. Τα χρονικά αυτά πλαίσια προσδιορίζονται λαμβάνοντας υπόψη το είδος του τίτλου και τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ)

οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιμηκυνθεί η περίοδος παράτασης, ανάλογα με το είδος του τίτλου και τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 4 στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια εκτίμησης της ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

ε)

το είδος των πράξεων και τα συγκεκριμένα χρονικά τους πλαίσια που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ) που καθιστούν την αγορά κάλυψης αναποτελεσματική·

στ)

η μεθοδολογία υπολογισμού της χρηματικής αποζημίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 7·

ζ)

οι συνθήκες υπό τις οποίες θεωρείται ότι ο συμμετέχων κατ’ επανάληψη και συστηματικά δεν παραδίδει τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 9· και

η)

οι βασικές πληροφορίες για τον διακανονισμό που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 10.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 8

Εφαρμογή

1.   Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που διαχειρίζεται το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, η σχετική αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του οικείου συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, καθώς και οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης, των επενδυτικών εταιρειών και των κεντρικών αντισυμβαλλομένων είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της εφαρμογής των άρθρων 6 και 7 από τους φορείς που τελούν υπό την επίβλεψή τους και για την παρακολούθηση της εφαρμογής των επιβαλλόμενων κυρώσεων. Όταν είναι αναγκαίο, οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί, οι οποίες αποτελούν μέρος της εποπτικής δομής σε εθνικό επίπεδο.

2.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή συνεπών, αποτελεσματικών και αποδοτικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης σε σχέση με τα άρθρα 6 και 7 του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η παράβαση των κανόνων που περιέχονται στον παρόντα τίτλο δεν επηρεάζει το κύρος των ιδιωτικών συμβάσεων με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα ούτε τη δυνατότητα των συμβαλλομένων να επιβάλλουν την εφαρμογή των όρων ιδιωτικών συμβάσεων με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Εσωτερικοποιημένος διακανονισμός

Άρθρο 9

Εσωτερικοποιητές διακανονισμών

1.   Οι εσωτερικοποιητές διακανονισμών υποβάλλουν σε τριμηνιαία βάση στις αρμόδιες αρχές του τόπου εγκατάστασής τους στοιχεία σχετικά με τον συνολικό όγκο και αξία όλων των συναλλαγών που διακανονίζουν εκτός συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων.

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει του πρώτου εδαφίου και ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με οποιοδήποτε δυνητικό συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από αυτήν τη δραστηριότητα διακανονισμού.

2.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικευθεί περαιτέρω το περιεχόμενο της εν λόγω υποβολής στοιχείων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την υποβολή των στοιχείων και τη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΑ ΤΙΤΛΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Αδειοδότηση και εποπτεία των ΚΑΤ

Τμήμα 1

Αρχές υπεύθυνες για την αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ

Άρθρο 10

Αρμόδια αρχή

Με την επιφύλαξη της επίβλεψης από τα μέλη του ΕΣΚΤ που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, τα ΚΑΤ υπόκεινται σε χορήγηση άδειας και σε εποπτεία από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής τους.

Άρθρο 11

Ορισμός της αρμόδιας αρχής

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά την αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός του και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ.

Εάν κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, προσδιορίζει τους αντίστοιχους ρόλους τους και ορίζει μία μόνον αρχή ως υπεύθυνη για τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, τις σχετικές αρχές την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ στις περιπτώσεις που αναφέρονται συγκεκριμένα στον παρόντα κανονισμό.

2.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 12

Σχετικές αρχές

1.   Οι ακόλουθες αρχές συμμετέχουν στην αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ στις περιπτώσεις που αναφέρονται συγκεκριμένα στον παρόντα κανονισμό:

α)

η αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση ΚΑΤ στο κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο εφαρμόζεται στο εν λόγω σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

β)

οι κεντρικές τράπεζες της Ένωσης που εκδίδουν τα πιο σημαντικά νομίσματα στα οποία πραγματοποιείται ο διακανονισμός·

γ)

όπου αρμόζει, η κεντρική τράπεζα εντός της Ένωσης, στα βιβλία της οποίας διακανονίζεται το χρηματικό σκέλος του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται το ΚΑΤ.

2.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των σχετικών αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθοριστούν οι όροι υπό τους οποίους τα νομίσματα της Ένωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) θεωρούνται ως τα πιο σημαντικά, καθώς και για να καθοριστούν αποτελεσματικές πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαβούλευση με τις σχετικές αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της εν λόγω παραγράφου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 13

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρμόδιες αρχές, οι σχετικές αρχές και η ΕΑΚΑΑ ανταλλάσσουν μεταξύ τους, κατόπιν αιτήματος και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι σχετικές αρχές, η ΕΑΚΑΑ και άλλοι φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 14

Συνεργασία μεταξύ αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές, οι σχετικές αρχές και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται στενά, μεταξύ άλλων ανταλλάσσοντας όλες τις πληροφορίες που είναι σημαντικές για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Όποτε κρίνεται κατάλληλο και σκόπιμο, η εν λόγω συνεργασία περιλαμβάνει άλλες δημόσιες αρχές και φορείς, ιδίως όσες/όσους έχουν συσταθεί ή οριστεί δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή συνεπών, αποτελεσματικών και αποδοτικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σχετικών αρχών στις διάφορες αξιολογήσεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όλα τα άλλα σχετικά κράτη μέλη, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στο άρθρο 15, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών.

Άρθρο 15

Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

Με την επιφύλαξη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 98/26/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές και οι σχετικές αρχές ενημερώνουν αμέσως την ΕΑΚΑΑ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) και η μια την άλλη σχετικά με οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά ένα ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη ρευστότητα της αγοράς, στη σταθερότητα του νομίσματος στο οποίο πραγματοποιείται ο διακανονισμός, στην ακεραιότητα της νομισματικής πολιτικής ή στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένο το ΚΑΤ ή ένας από τους συμμετέχοντες σε αυτό.

Τμήμα 2

Προϋποθέσεις και διαδικασίες για την αδειοδότηση ΚΑΤ

Άρθρο 16

Αδειοδότηση ΚΑΤ

1.   Κάθε νομικό πρόσωπο που εμπίπτει στον ορισμό του ΚΑΤ λαμβάνει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο, πριν ξεκινήσει τις δραστηριότητές του.

2.   Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος και τις επικουρικές υπηρεσίες μη τραπεζικού τύπου που επιτρέπονται βάσει του τμήματος Β του παραρτήματος, τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει το ΚΑΤ.

3.   Το ΚΑΤ πληροί ανά πάσα στιγμή τους αναγκαίους όρους χορήγησης της άδειας λειτουργίας.

4.   Το ΚΑΤ, όπως και οι ανεξάρτητοι ελεγκτές του, ενημερώνουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σχετικά με κάθε σημαντική μεταβολή που επηρεάζει τη συμμόρφωση με τους όρους αδειοδότησης.

Άρθρο 17

Διαδικασία χορήγησης της άδειας λειτουργίας

1.   Το αιτούν ΚΑΤ υποβάλλει αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας στην αρμόδια αρχή του.

2.   Η αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας συνοδεύεται από όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι το αιτούν ΚΑΤ έχει προβεί, κατά τη στιγμή της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού. Η αίτηση άδειας λειτουργίας περιέχει πρόγραμμα δραστηριοτήτων που προσδιορίζει τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική δομή του ΚΑΤ.

3.   Εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης, η αρμόδια αρχή κρίνει αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το αιτούν ΚΑΤ οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει το αιτούν ΚΑΤ όταν η αίτηση θεωρηθεί πλήρης.

4.   Μόλις η αίτηση θεωρηθεί πλήρης, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση στις σχετικές αρχές και διαβουλεύεται με τις εν λόγω αρχές σχετικά με τα χαρακτηριστικά του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση του αιτούντος ΚΑΤ. Κάθε σχετική αρχή μπορεί να κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή τη γνώμη της εντός 3 μηνών από τη λήψη των πληροφοριών από τη σχετική αρχή.

5.   Στις περιπτώσεις όπου το αιτούν ΚΑΤ σκοπεύει να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, πέραν της παροχής των επικουρικών υπηρεσιών μη τραπεζικού τύπου που ρητώς απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και διαβουλεύεται με την εν λόγω αρχή για την ικανότητα συμμόρφωσης του αιτούντος ΚΑΤ προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

6.   Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια στο αιτούν ΚΑΤ, διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του άλλου εμπλεκόμενου κράτους μέλους, στις εξής περιπτώσεις:

α)

εάν το ΚΑΤ είναι θυγατρική άλλου ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

β)

εάν το ΚΑΤ είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

εάν το ΚΑΤ τελεί υπό τον έλεγχο των ίδιων φυσικών ή νομικών προσώπων που ελέγχουν άλλο ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

7.   Η διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 καλύπτει τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

την καταλληλότητα των μετόχων και των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 6 και τη φήμη και την πείρα των προσώπων που διευθύνουν ουσιαστικά τις δραστηριότητες του ΚΑΤ που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 4, στις περιπτώσεις που οι εν λόγω μέτοχοι και πρόσωπα είναι κοινά για το εν λόγω ΚΑΤ και για το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

β)

εάν οι σχέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 6 μεταξύ του ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος και του αιτούντος ΚΑΤ δεν επηρεάζουν την ικανότητα του δεύτερου να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

8.   Εντός έξι μηνών από την υποβολή της πλήρους αίτησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει εγγράφως το αιτούν ΚΑΤ, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, αν έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ή αν έχει απορριφθεί η αίτησή του.

9.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει το αιτούν ΚΑΤ στην αρμόδια αρχή με την αίτηση άδειας λειτουργίας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για την αίτηση άδειας λειτουργίας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 18

Αποτελέσματα της άδειας λειτουργίας

1.   Οι δραστηριότητες του ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας περιορίζονται στην παροχή των υπηρεσιών οι οποίες καλύπτονται από την άδεια που έχει λάβει ή από κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 8.

2.   Η διαχείριση των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων μπορεί να πραγματοποιείται μόνον από τα ΚΑΤ που διαθέτουν άδεια λειτουργίας, περιλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών που λειτουργούν ως ΚΑΤ.

3.   Το ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας μπορεί να έχει συμμετοχή μόνο σε νομικό πρόσωπο, οι δραστηριότητες του οποίου περιορίζονται στην παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος, εκτός αν η συμμετοχή αυτή εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του βάσει του ότι δεν αυξάνει σημαντικά το προφίλ κινδύνου του εν λόγω ΚΑΤ.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές για να εγκρίνουν τη συμμετοχή των ΚΑΤ σε νομικά πρόσωπα πέραν αυτών που παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος. Στα κριτήρια αυτά μπορεί να συγκαταλέγεται το αν οι υπηρεσίες που παρέχονται από το εν λόγω νομικό πρόσωπο είναι συμπληρωματικές αυτών παρέχονται από το ΚΑΤ, καθώς και ο βαθμός έκθεσης του ΚΑΤ σε ζημίες που προκύπτουν από αυτήν τη συμμετοχή.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 19

Επέκταση και εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών

1.   ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας υποβάλλει αίτημα χορήγησης άδειας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, όποτε επιθυμεί να αναθέσει εξωτερικά μια βασική υπηρεσία σε τρίτους δυνάμει του άρθρου 30 ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε έναν ή περισσότερους από τους κατωτέρω τομείς:

α)

τις πρόσθετες βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος οι οποίες δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια·

β)

επιπρόσθετες επικουρικές υπηρεσίες που επιτρέπονται δυνάμει του τμήματος Β του παραρτήματος αλλά δεν παρατίθενται ρητά σε αυτό, οι οποίες δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια·

γ)

τη λειτουργία άλλου συστήματος διακανονισμού αξιογράφων·

δ)

τον διακανονισμό του συνόλου ή μέρους του χρηματικού σκέλους του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων στα βιβλία άλλου διακανονιστή·

ε)

τη δημιουργία διαλειτουργικής σύνδεσης, μεταξύ άλλων με ΚΑΤ τρίτης χώρας.

2.   Για τη χορήγηση της άδειας δυνάμει της παραγράφου 1 ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει το αιτούν ΚΑΤ αν η αίτησή του έχει εγκριθεί ή απορριφθεί, εντός τριών μηνών από την υποβολή της πλήρους αίτησης.

3.   Τα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και σκοπεύουν να δημιουργήσουν διαλειτουργική σύνδεση υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους, όπως απαιτείται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1. Οι αρχές αυτές διαβουλεύονται μεταξύ τους σχετικά με την έγκριση της σύνδεσης ΚΑΤ. Σε περίπτωση που εκδοθούν αποκλίνουσες αποφάσεις και εφόσον συμφωνηθεί και από τις δύο αρμόδιες αρχές, το ζήτημα μπορεί να παραπεμφθεί στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να δράσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αρνούνται τη χορήγηση άδειας σε σύνδεση μόνον όταν η εν λόγω σύνδεση ΚΑΤ μπορεί να απειλήσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή να προκαλέσει συστημικό κίνδυνο.

5.   Οι διαλειτουργικές συνδέσεις ΚΑΤ που προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση ορισμένων υπηρεσιών τους, σχετικών με τις συνδέσεις αυτές, σε δημόσια οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 5, καθώς και οι συνδέσεις ΚΑΤ που δεν αναφέρονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1, δεν υπόκεινται σε αδειοδότηση βάσει του εν λόγω στοιχείου, αλλά σε κοινοποίηση στις αρμόδιες και στις σχετικές αρχές των ΚΑΤ, πριν από την υλοποίησή τους, παρέχοντας όλες τις σχετικές πληροφορίες που επιτρέπουν στις αρχές αυτές να αξιολογήσουν τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις του άρθρου 48.

6.   Το ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένο και έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση μπορεί να διατηρήσει ή να δημιουργήσει σύνδεση με ΚΑΤ τρίτης χώρας, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Όταν οι συνδέσεις δημιουργούνται με ΚΑΤ τρίτης χώρας, οι πληροφορίες που παρέχονται από το αιτούν ΚΑΤ επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να εκτιμήσει αν οι εν λόγω συνδέσεις συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 48 ή προς απαιτήσεις ισοδύναμες με αυτές του άρθρου 48.

7.   Η αρμόδια αρχή του αιτούντος ΚΑΤ απαιτεί από το ΚΑΤ να διακόψει τη σύνδεση ΚΑΤ που έχει κοινοποιηθεί, αν η εν λόγω σύνδεση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 48 και μπορεί, ως εκ τούτου, να απειλήσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή να προκαλέσει συστημικό κίνδυνο. Η αρμόδια αρχή που ζητεί από ΚΑΤ να διακόψει τη σύνδεση ΚΑΤ ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3.

8.   Οι πρόσθετες επικουρικές υπηρεσίες που αναφέρονται ρητώς στο τμήμα Β του παραρτήματος δεν υπόκεινται σε αδειοδότηση, αλλά σε κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή πριν από την παροχή τους.

Άρθρο 20

Ανάκληση της άδειας

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή μέτρων δυνάμει του τίτλου V, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακαλεί την άδεια, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

αν το ΚΑΤ δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας για χρονικό διάστημα 12 μηνών, αν παραιτείται ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει δραστηριότητες κατά το προηγούμενο εξάμηνο·

β)

όταν το ΚΑΤ απέκτησε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο·

γ)

αν το ΚΑΤ δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας και δεν έχει προβεί στις διορθωτικές ενέργειες που ζήτησε η αρμόδια αρχή εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος·

δ)

αν το ΚΑΤ έχει διαπράξει σοβαρές ή συστηματικές παραβάσεις των απαιτήσεων που θέτει ο παρών κανονισμός ή, κατά περίπτωση, η οδηγία 2014/65/ΕΕ ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Μόλις λάβει γνώση ότι συντρέχει μια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται αμέσως με τις σχετικές αρχές και, κατά περίπτωση, με την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σχετικά με την ανάγκη ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

3.   Η ΕΑΚΑΑ και κάθε σχετική αρχή και, κατά περίπτωση, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δύνανται, οποτεδήποτε, να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να εξετάσει κατά πόσον το ΚΑΤ εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας.

4.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να περιορίσει την ανάκληση άδειας σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτικό μέσο.

5.   Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ΚΑΤ προβλέπει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη διαδικασία που διασφαλίζει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό και μεταφορά των τίτλων των πελατών και των συμμετεχόντων σε άλλο ΚΑΤ.

Άρθρο 21

Μητρώο ΚΑΤ

1.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει των άρθρων 16, 19 και 20 κοινοποιούνται αμέσως στην ΕΑΚΑΑ.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες ενημερώνουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με οποιοδήποτε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων διαχειρίζονται.

3.   Η ονομασία κάθε ΚΑΤ το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή αναγνώριση δυνάμει του άρθρου 16, 19 ή 25, καταχωρίζεται σε μητρώο που προσδιορίζει τις υπηρεσίες και, κατά περίπτωση, τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων για τις οποίες έχει λάβει άδεια το ΚΑΤ. Το μητρώο περιλαμβάνει τα υποκαταστήματα που τελούν υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ σε άλλα κράτη μέλη, τις συνδέσεις ΚΑΤ και τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 31 όταν τα κράτη μέλη έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει το μητρώο στον ειδικό δικτυακό της τόπο και το τηρεί ενήμερο.

Τμήμα 3

Εποπτεία των ΚΑΤ

Άρθρο 22

Επανεξέταση και αξιολόγηση

1.   Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει, τουλάχιστον επί ετησίας βάσης, τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από το ΚΑΤ, όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, και αξιολογεί τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί το ΚΑΤ ή τους κινδύνους που προξενεί για την ομαλή λειτουργία των αγορών τίτλων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ΚΑΤ να υποβάλει στις αρμόδιες αρχές κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για να εξασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων δραστηριοτήτων του.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να καταρτίζεται και να διατηρείται κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για κάθε ΚΑΤ, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια τουλάχιστον των βασικών λειτουργιών του, έχοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του σχετικού ΚΑΤ, καθώς και κάθε σχετικό σχέδιο ανάκαμψης που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ.

4.   Η αρμόδια αρχή ορίζει τη συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, έχοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του σχετικού ΚΑΤ. Η επανεξέταση και η αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

5.   Η αρμόδια αρχή υποβάλλει το ΚΑΤ σε επιτόπιες επιθεωρήσεις.

6.   Κατά την εκτέλεση της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας με τις σχετικές αρχές, ιδίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων τα οποία διαχειρίζεται το ΚΑΤ, καθώς και, κατά περίπτωση, με την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

7.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το έτος, τις σχετικές αρχές και, κατά περίπτωση, την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των τυχών διορθωτικών ενεργειών ή των κυρώσεων.

8.   Κατά την εκτέλεση της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές που έχουν επιφορτιστεί με την εποπτεία των ΚΑΤ, οι οποίες διατηρούν τα είδη των σχέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχεία α), β) και γ) ανταλλάσσουν μεταξύ τους όλες τις σχετικές πληροφορίες που ενδέχεται να διευκολύνουν τα καθήκοντά τους.

9.   Η αρμόδια αρχή απαιτεί από το ΚΑΤ που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού να προβεί εγκαίρως στις απαραίτητες ενέργειες ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν τα ακόλουθα:

α)

οι πληροφορίες που παρέχει το ΚΑΤ στην αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της επανεξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

οι πληροφορίες που παρέχει η αρμόδια αρχή στις σχετικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 7·

γ)

οι πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 8.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 10 πρώτο εδάφιο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 4

Παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος

Άρθρο 23

Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος

1.   ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας μπορεί να παρέχει υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα στο έδαφος της Ένωσης, μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υπηρεσίες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας.

2.   ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας και σκοπεύει να παρέχει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2 του τμήματος Α του παραρτήματος, σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1, ή να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται στη διαδικασία των παραγράφων 3 έως 7.

3.   Κάθε ΚΑΤ που επιθυμεί να παράσχει για πρώτη φορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να τροποποιήσει το φάσμα των εν λόγω παρεχόμενων υπηρεσιών, κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής:

α)

το κράτος μέλος στο οποίο το ΚΑΤ προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες·

β)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο θα αναφέρει ιδίως τις υπηρεσίες τις οποίες σκοπεύει να παρέχει το ΚΑΤ·

γ)

το νόμισμα ή τα νομίσματα στα οποία το ΚΑΤ σκοπεύει να συναλλάσσεται·

δ)

όταν υπάρχει υποκατάστημα, την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος και τα ονόματα των υπεύθυνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος·

ε)

ενδεχομένως, αξιολόγηση των μέτρων που σκοπεύει να λάβει το ΚΑΤ για να επιτρέψει στους χρήστες του να συμμορφωθούν προς τις εθνικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1.

4.   Εντός τριών μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εκτός εάν, λαμβάνοντας υπόψη τη σκοπούμενη παροχή υπηρεσιών, έχει λόγους να αμφισβητεί την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της οικονομικής κατάστασης του ΚΑΤ που επιθυμεί να παράσχει τις υπηρεσίες του στο κράτος μέλος υποδοχής.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις σχετικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με κάθε κοινοποίηση που έλαβε σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίσει σύμφωνα με την παράγραφο 4 να μην κοινοποιήσει όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο σχετικό ΚΑΤ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 6 στοιχείο α). Όταν κοινοποιούνται πληροφορίες σε συνέχεια τέτοιου αιτήματος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δεν προχωρεί στην κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 στοιχείο α).

6.   Το ΚΑΤ μπορεί να ξεκινήσει να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

μετά τη λήψη κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, με την οποία επιβεβαιώνεται η παραλαβή από αυτήν της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 και, ενδεχομένως, με την οποία εγκρίνεται η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο ε)·

β)

σε περίπτωση μη λήψης κοινοποίησης, τρεις μήνες μετά την ημερομηνία διαβίβασης της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

7.   Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3, το ΚΑΤ ειδοποιεί γραπτώς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για τη μεταβολή αυτή, έναν μήνα τουλάχιστον πριν υλοποιήσει τη μεταβολή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την εν λόγω μεταβολή.

Άρθρο 24

Συνεργασία μεταξύ αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής και διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους

1.   Εάν το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε ένα κράτος μέλος ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής συνεργάζονται στενά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως όταν διενεργούν επιτόπιες επιθεωρήσεις στο εν λόγω υποκατάστημα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, να διενεργεί επιτόπιες επιθεωρήσεις στο εν λόγω υποκατάστημα αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή υποδοχής αντίστοιχα.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα ΚΑΤ που παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 23 να υποβάλλουν σε αυτήν περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους στα εν λόγω κράτη μέλη υποδοχής, μεταξύ άλλων με σκοπό τη συλλογή στατιστικών στοιχείων. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αυτές τις περιοδικές εκθέσεις στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΚΑΤ, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής και χωρίς καθυστέρηση, κοινοποιεί την ταυτότητα των εκδοτών και των συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ, το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις δραστηριότητες του εν λόγω ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής.

4.   Σε περίπτωση που, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ έχουν αποκτήσει ουσιαστική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και για την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής και οι σχετικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής θεσπίζουν ρυθμίσεις συνεργασίας για την εποπτεία των δραστηριοτήτων του εν λόγω ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής.

Εάν ένα ΚΑΤ έχει αποκτήσει ουσιαστική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη υποδοχής, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να αποφασίσει ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας περιλαμβάνουν και σώματα εποπτών.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει σαφείς και αποδείξιμους λόγους να πιστεύει ότι το ΚΑΤ που παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος του σύμφωνα με το άρθρο 23 παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και την ΕΑΚΑΑ.

Εάν, παρά τη λήψη μέτρων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή λόγω της ανεπάρκειας των εν λόγω μέτρων, το ΚΑΤ εξακολουθεί να παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνεται για τα μέτρα αυτά χωρίς καθυστέρηση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να δράσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τα μέλη του ΕΣΚΤ, οργανώνει και διενεργεί τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια αξιολόγηση από ομότιμους της εποπτείας των ΚΑΤ που κάνουν χρήση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 23 ή συμμετέχουν σε διαλειτουργική σύνδεση.

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ ζητεί, όπου αρμόζει, γνώμη ή συμβουλή από την Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 67, σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων οι δραστηριότητες του ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής μπορούν να θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για τη συνεργασία που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 3 και 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 5

Σχέσεις με τρίτες χώρες

Άρθρο 25

Τρίτες χώρες

1.   ΚΑΤ τρίτης χώρας μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα στο έδαφος της Ένωσης μεταξύ άλλων και μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ΚΑΤ τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2 του τμήματος Α του παραρτήματος, σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ή να ιδρύσει υποκατάστημα σε κράτος μέλος υπόκειται στη διαδικασία που αναφέρεται στις παραγράφους 4 έως 11 του παρόντος άρθρου.

3.   ΚΑΤ που έχει την έδρα του και έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση μπορεί να διατηρεί ή να αποκτά σύνδεση με ΚΑΤ σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 48.

4.   Κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναγνωρίζει ΚΑΤ τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση αναγνώρισης για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 9·

β)

το ΚΑΤ τρίτης χώρας υπόκειται σε αποτελεσματικές διαδικασίες αδειοδότησης, εποπτείας και επίβλεψης, ή, αν το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων τελεί υπό τη διαχείριση κεντρικής τράπεζας, επίβλεψης, οι οποίες διασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωσή του με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)

έχουν συναφθεί συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των υπεύθυνων αρχών της τρίτης χώρας αυτής («υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας»), σύμφωνα με την παράγραφο 10·

δ)

ενδεχομένως, το ΚΑΤ τρίτης χώρας λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέψει στους χρήστες τους να συμμορφωθούν προς τις σχετικές εθνικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και η καταλληλότητα αυτών των μέτρων έχει επιβεβαιωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, στο οποίο το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ.

5.   Κατά την αξιολόγηση σχετικά με το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, η ΕΑΚΑΑ πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με:

α)

τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ, συγκεκριμένα σχετικά με το πως το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να συμμορφωθεί με την απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ)·

β)

τις σχετικές αρχές·

γ)

τις υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την αδειοδότηση, την εποπτεία και την επίβλεψη των ΚΑΤ.

6.   Το ΚΑΤ τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 υποβάλλει την αίτηση αναγνώρισής του στην ΕΑΚΑΑ.

Το αιτούν ΚΑΤ παρέχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που κρίνονται αναγκαίες για την αναγνώρισή του. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ κρίνει αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το αιτούν ΚΑΤ οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ αξιολογούν τη συμμόρφωση του εν λόγω ΚΑΤ τρίτης χώρας προς τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ) και ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, σχετικά με το αν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις, εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των αναγκαίων πληροφοριών από την ΕΑΚΑΑ.

Η απόφαση αναγνώρισης βασίζεται στα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 4.

Εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως το αιτούν ΚΑΤ, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, εάν εγκρίνεται ή απορρίπτεται η αίτηση αναγνώρισης.

7.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών -στα οποία το ΚΑΤ τρίτης χώρας, το οποίο έχει αναγνωριστεί δεόντως σύμφωνα με την παράγραφο 4, παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ- σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, δύνανται να ζητούν από τις υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας:

α)

να υποβάλλουν περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του εν λόγω ΚΑΤ τρίτης χώρας σε αυτά τα κράτη μέλη υποδοχής, μεταξύ άλλων με σκοπό τη συλλογή στατιστικών στοιχείων·

β)

να κοινοποιούν εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος την ταυτότητα των εκδοτών και συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται το ΚΑΤ τρίτης χώρας, το οποίο παρέχει υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και κάθε άλλη σημαντική πληροφορία που αφορά τις δραστηριότητες του εν λόγω ΚΑΤ τρίτης χώρας στο κράτος μέλος υποδοχής.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5, επανεξετάζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 4 έως 6, την αναγνώριση του ΚΑΤ τρίτης χώρας, σε περίπτωση επέκτασης των υπηρεσιών του στην Ένωση.

Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την αναγνώριση του εν λόγω ΚΑΤ εάν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 δεν πληρούνται πλέον ή στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20.

9.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίσει ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας διασφαλίζουν ότι τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις που είναι πράγματι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ότι τα εν λόγω ΚΑΤ υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία, επίβλεψη και επιβολή του νόμου στην εν λόγω τρίτη χώρα σε συνεχή βάση, καθώς και ότι το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα για την αναγνώριση των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 2.

Κατά τον καθορισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί επίσης να εξετάζει κατά πόσον αυτές οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας απηχούν τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα των CPSS/IOSCO, εφόσον τα εν λόγω πρότυπα δεν αντιβαίνουν προς τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό.

10.   Σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ θεσπίζει ρυθμίσεις συνεργασίας με τις υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας των οποίων τα νομοθετικά και εποπτικά πλαίσια έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα με τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 9. Οι σχετικές ρυθμίσεις καθορίζουν τουλάχιστον:

α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής και των υπεύθυνων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες που ζητεί η ΕΑΚΑΑ για τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες και, ιδίως, της πρόσβασης σε πληροφορίες στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7·

β)

τον μηχανισμό άμεσης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ σε περίπτωση που υπεύθυνη αρχή τρίτης χώρας θεωρεί ότι ένα ΚΑΤ που τελεί υπό την εποπτεία της παραβιάζει τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας ή άλλο εφαρμοστέο δίκαιο·

γ)

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων, εάν κρίνεται σκόπιμο, των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

Εάν η ρύθμιση συνεργασίας προβλέπει τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από κράτος μέλος, για την εν λόγω διαβίβαση τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και εάν η ρύθμιση συνεργασίας προβλέπει τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από την ΕΑΚΑΑ, για την εν λόγω διαβίβαση τηρούνται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 45/2001.

11.   Σε περίπτωση που ΚΑΤ τρίτης χώρας έχει αναγνωριστεί, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως 8, το εν λόγω ΚΑΤ μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα στο έδαφος της Ένωσης μεταξύ άλλων και μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος.

12.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει το αιτούν ΚΑΤ στην ΕΑΚΑΑ στην αίτηση αναγνώρισής του, σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Απαιτήσεις όσον αφορά τα ΚΑΤ

Τμήμα 1

Οργανωτικές απαιτήσεις

Άρθρο 26

Γενικές διατάξεις

1.   Το ΚΑΤ διαθέτει εύρωστο σύστημα διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινή, διαφανή και συνεπή κατανομή των αρμοδιοτήτων, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και ενδεδειγμένες πολιτικές αποδοχών και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.

2.   Το ΚΑΤ εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες είναι αρκούντως αποτελεσματικές, ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του με όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Το ΚΑΤ διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει και να διαχειρίζεται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ, αφενός, του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών, των υπαλλήλων του, των μελών του διοικητικού οργάνου του ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους, άμεσα ή έμμεσα, και, αφετέρου, των συμμετεχόντων του ή των πελατών τους. Διατηρεί και εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες επίλυσης διαφορών, κάθε φορά που προκύπτει πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.

4.   Το ΚΑΤ δημοσιοποιεί τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του και τους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητά του.

5.   Το ΚΑΤ διαθέτει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες που επιτρέπουν στους υπαλλήλους του να επισημαίνουν ενδεχόμενες παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού μέσω ειδικού διαύλου.

6.   Το ΚΑΤ υπόκειται σε τακτικούς και ανεξάρτητους λογιστικούς ελέγχους. Τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων γνωστοποιούνται στο διοικητικό όργανο και τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και, σε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο να ληφθεί υπόψη πιθανή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μελών της επιτροπής χρηστών και του ΚΑΤ, της επιτροπής χρηστών.

7.   Το ΚΑΤ, σε περίπτωση που αποτελεί τμήμα ομίλου επιχειρήσεων που περιλαμβάνει άλλα ΚΑΤ ή πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στον τίτλο IV, θεσπίζει λεπτομερείς πολιτικές και διαδικασίες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου στον όμιλο και στις διάφορες οντότητές του.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει σε επίπεδο ΚΑΤ και σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7:

α)

τα εργαλεία για την παρακολούθηση των κινδύνων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

τις ευθύνες του αρμόδιου προσωπικού όσον αφορά τους κινδύνους του·

γ)

τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

δ)

τις μεθόδους λογιστικού ελέγχου, που αναφέρονται στην παράγραφο 6, και

ε)

τις συνθήκες υπό τις οποίες θα ήταν σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των μελών της επιτροπής χρηστών και του ΚΑΤ, να κοινοποιούνται τα αποτελέσματα του λογιστικού ελέγχου στην επιτροπή χρηστών σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο στις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 27

Ανώτατη διοίκηση, διοικητικό όργανο και μέτοχοι

1.   Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ΚΑΤ διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ διαθέτει διοικητικό όργανο που απαρτίζεται τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο από ανεξάρτητα μέλη, χωρίς τα ανεξάρτητα αυτά μέλη να μπορούν να είναι λιγότερα από δύο.

3.   Η αμοιβή των ανεξάρτητων και των λοιπών μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού οργάνου δεν συνδέεται με τις επιχειρηματικές επιδόσεις του ΚΑΤ.

4.   Το διοικητικό όργανο απαρτίζεται από κατάλληλα μέλη που διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και κατάλληλο συνδυασμό δεξιοτήτων, πείρας και γνώσεων σχετικά με την οντότητα και με την αγορά. Τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού οργάνου καθορίζουν στόχο όσον αφορά την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο και θεσπίζουν πολιτική για την αύξηση του αριθμού των εκπροσώπων του φύλου αυτού στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος. Ο στόχος, η πολιτική και η υλοποίησή τους δημοσιοποιούνται.

5.   Το ΚΑΤ καθορίζει σαφώς τους ρόλους και τις αρμοδιότητες του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό δίκαιο. Το ΚΑΤ θέτει τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου, στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και του ελεγκτή κατόπιν σχετικού αιτήματος.

6.   Οι μέτοχοι του ΚΑΤ και τα πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο στη διοίκηση του ΚΑΤ πρέπει να είναι κατάλληλοι να διασφαλίζουν τη χρηστή και συνετή διαχείριση του ΚΑΤ.

7.   Το ΚΑΤ:

α)

παρέχει στην αρμόδια αρχή και δημοσιοποιεί τις πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ΚΑΤ και, ιδίως, την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων των μερών που είναι σε θέση να ασκούν έλεγχο στη λειτουργία του·

β)

ενημερώνει και ζητεί έγκριση από την αρμόδια αρχή για κάθε απόφαση που αφορά μεταβίβαση δικαιωμάτων κυριότητας τα οποία επιφέρουν μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν έλεγχο στη λειτουργία του ΚΑΤ. Αφού λάβει την έγκριση της αρμόδιας αρχής, το ΚΑΤ δημοσιοποιεί την ενδεχόμενη μεταβίβαση δικαιωμάτων κυριότητας.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση το ΚΑΤ και την αρμόδια αρχή του σχετικά με την απόφασή του να αποκτήσει ή να διαθέσει δικαιώματα κυριότητας, γεγονός που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν έλεγχο στη λειτουργία του ΚΑΤ.

8.   Εντός 60 εργάσιμων ημερών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 7, η αρμόδια αρχή λαμβάνει απόφαση σχετικά με τις προτεινόμενες αλλαγές στον έλεγχο του ΚΑΤ. Η αρμόδια αρχή αρνείται να εγκρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές στον έλεγχο του ΚΑΤ, εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και αποδείξιμοι λόγοι για να πιστεύει ότι οι εν λόγω αλλαγές θα απειλούσαν τη χρηστή και συνετή διαχείριση του ΚΑΤ ή την ικανότητά του να συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 28

Επιτροπή χρηστών

1.   Το ΚΑΤ συγκροτεί επιτροπές χρηστών για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, οι οποίες αποτελούνται από εκπροσώπους των εκδοτών και των συμμετεχόντων στα εν λόγω συστήματα. Οι συμβουλές της επιτροπής χρηστών είναι ανεξάρτητες από οποιαδήποτε άμεση επιρροή της διοίκησης του ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ καθορίζει χωρίς να εισάγει διακρίσεις την εντολή κάθε συγκροτούμενης επιτροπής χρηστών, τις αναγκαίες ρυθμίσεις διακυβέρνησης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της και των λειτουργικών της διαδικασιών, καθώς και τα κριτήρια αποδοχής και τον μηχανισμό εκλογής των μελών της. Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης δημοσιοποιούνται και διασφαλίζουν ότι η επιτροπή χρηστών υποβάλλει αναφορές απευθείας στο διοικητικό όργανο και πραγματοποιεί τακτικές συνεδριάσεις.

3.   Οι επιτροπές χρηστών συμβουλεύουν το διοικητικό όργανο του ΚΑΤ σχετικά με σημαντικές ρυθμίσεις που επηρεάζουν τα μέλη τους, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αποδοχής εκδοτών ή συμμετεχόντων στα αντίστοιχα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τους και του επιπέδου εξυπηρέτησης.

4.   Οι επιτροπές χρηστών μπορούν να υποβάλλουν μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις στο διοικητικό συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση όσον αφορά τη διάρθρωση των τιμών του ΚΑΤ.

5.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των αρμοδίων αρχών να ενημερώνονται δεόντως, τα μέλη των επιτροπών χρηστών δεσμεύονται από υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Εάν ο πρόεδρος επιτροπής χρηστών διαπιστώσει ότι ένα μέλος βρίσκεται σε κατάσταση πραγματικής ή δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων σε συγκεκριμένο θέμα, δεν επιτρέπεται στο εν λόγω μέλος να ψηφίσει επί του θέματος αυτού.

6.   Το ΚΑΤ ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή και την επιτροπή χρηστών σχετικά με κάθε απόφαση όπου το διοικητικό όργανο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής χρηστών. Η επιτροπή χρηστών μπορεί να ενημερώνει την αρμόδια αρχή για περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρεί ότι δεν εισακούστηκε η συμβουλή της επιτροπής χρηστών.

Άρθρο 29

Τήρηση αρχείων

1.   Το ΚΑΤ διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, όλα τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των επικουρικών υπηρεσιών που αναφέρονται στα τμήματα Β και Γ του παραρτήματος, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Το ΚΑΤ θέτει, κατόπιν αιτήματος, τα αρχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και των σχετικών αρχών καθώς και κάθε άλλης δημόσιας αρχής η οποία δυνάμει του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου των κρατών μελών υποδοχής έχει την εξουσία να απαιτεί πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία, με σκοπό την εκτέλεση της αποστολής τους.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις λεπτομέρειες των αρχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία πρέπει να τηρούνται για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των ΚΑΤ με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει το μορφότυπο των αρχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία πρέπει να τηρούνται για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των ΚΑΤ με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 30

Εξωτερική ανάθεση

1.   Όταν το ΚΑΤ προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε τρίτους, παραμένει εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του βάσει του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνεται ανά πάσα στιγμή με τους ακόλουθους όρους:

α)

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα μεταβίβαση της ευθύνης του·

β)

η σχέση και οι υποχρεώσεις του ΚΑΤ έναντι των συμμετεχόντων ή των εκδοτών του δεν μεταβάλλονται·

γ)

δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά οι όροι χορήγησης άδειας λειτουργίας στο ΚΑΤ·

δ)

η εξωτερική ανάθεση δεν εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων εποπτείας και επίβλεψης, συμπεριλαμβανομένης της επιτόπιας πρόσβασης για τη λήψη σχετικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των ανωτέρω καθηκόντων·

ε)

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί το ΚΑΤ τα αναγκαία συστήματα και μέσα ελέγχου προκειμένου να διαχειρίζεται τους κινδύνους που αντιμετωπίζει·

στ)

το ΚΑΤ διατηρεί την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη και τους αναγκαίους πόρους προκειμένου να αξιολογεί την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την οργανωτική και κεφαλαιακή επάρκεια του παρόχου υπηρεσιών, καθώς και να εποπτεύει αποτελεσματικά τα ανατεθέντα καθήκοντα και να διαχειρίζεται σε συνεχή βάση τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

ζ)

το ΚΑΤ έχει άμεση πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις ανατεθείσες υπηρεσίες·

η)

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή και τις σχετικές αρχές όσον αφορά τις ανατεθείσες δραστηριότητες·

θ)

το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληροί τα πρότυπα που ορίζονται από τη σχετική νομοθεσία προστασίας δεδομένων, η οποία θα εφαρμοζόταν εάν οι πάροχοι υπηρεσιών είχαν την έδρα τους στην Ένωση. Το ΚΑΤ είναι υπεύθυνο να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω πρότυπα ορίζονται σε σύμβαση μεταξύ των μερών και ότι τα πρότυπα αυτά τηρούνται.

2.   Το ΚΑΤ ορίζει σε γραπτή συμφωνία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών. Η συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης επιτρέπει στο ΚΑΤ να καταγγείλει τη συμφωνία.

3.   Το ΚΑΤ και ο πάροχος υπηρεσιών θέτουν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και των σχετικών αρχών, κατόπιν αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τη συμμόρφωση των ανατεθέντων καθηκόντων προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Η εξωτερική ανάθεση μιας βασικής υπηρεσίας υπόκειται σε έγκριση της αρμόδιας αρχής βάσει του άρθρου 19.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εφαρμόζονται όταν το ΚΑΤ αναθέτει ορισμένες από τις υπηρεσίες ή δραστηριότητές του σε δημόσια οντότητα και όταν η εν λόγω ανάθεση διέπεται από ειδικό νομικό, κανονιστικό και λειτουργικό πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί και επικυρωθεί από κοινού από τη δημόσια οντότητα και το σχετικό ΚΑΤ και έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 31

Υπηρεσίες παρεχόμενες από τρίτα μέρη πλην των ΚΑΤ

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, και εφόσον απαιτείται από το εθνικό δίκαιο, τρίτο πρόσωπο πλην των ΚΑΤ δύναται να έχει την ευθύνη για την καταχώριση εγγραφών σε λογαριασμούς αξιογράφων που τηρούνται από τα ΚΑΤ.

2.   Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν σε άλλα μέρη πλην των ΚΑΤ να παρέχουν ορισμένες βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1, προσδιορίζουν στο εθνικό τους δίκαιο τις απαιτήσεις που θα εφαρμόζονται σε τέτοια περίπτωση. Οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι οποίες εφαρμόζονται τόσο στο ΚΑΤ όσο και, κατά περίπτωση, στο τρίτο μέρος.

3.   Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν σε άλλα μέρη πλην των ΚΑΤ να παρέχουν ορισμένες βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1 κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ όλες τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την παροχή αυτών των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των οικείων εθνικών ρυθμίσεων.

Η ΕΑΚΑΑ υποχρεούται να συμπεριλαμβάνει τις πληροφορίες αυτές στο μητρώο ΚΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 21.

Τμήμα 2

Κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας

Άρθρο 32

Γενικές διατάξεις

1.   Το ΚΑΤ έχει σαφώς καθορισμένους στόχους και σκοπούς που είναι εφικτοί, για παράδειγμα στους τομείς των επιπέδων ελάχιστης εξυπηρέτησης, των προσδοκιών σχετικά με τη διαχείριση κινδύνου και των επιχειρηματικών προτεραιοτήτων.

2.   Το ΚΑΤ διαθέτει διαφανείς κανόνες για τον χειρισμό των παραπόνων.

Άρθρο 33

Απαιτήσεις για τη συμμετοχή

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείρισή του, το ΚΑΤ δημοσιοποιεί κριτήρια συμμετοχής που επιτρέπουν ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση σε όλα τα νομικά πρόσωπα που προτίθενται να γίνουν συμμετέχοντες. Τα εν λόγω κριτήρια είναι διαφανή, αντικειμενικά και αμερόληπτα, ώστε να διασφαλίζεται ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση στο ΚΑΤ, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ομαλή λειτουργία των αγορών. Κριτήρια που περιορίζουν την πρόσβαση επιτρέπονται μόνον στον βαθμό που αποσκοπούν, δικαιολογημένα στον έλεγχο συγκεκριμένου κινδύνου για το ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ επεξεργάζεται αμέσως τα αιτήματα πρόσβασης, δίδοντας απάντηση στα εν λόγω αιτήματα το αργότερο εντός ενός μηνός, και δημοσιοποιεί τις διαδικασίες επεξεργασίας των αιτημάτων πρόσβασης.

3.   Το ΚΑΤ δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση σε συμμετέχοντα που πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μόνον κατόπιν δέουσας γραπτής δικαιολόγησης και βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου.

Σε περίπτωση άρνησης, ο αιτών συμμετέχων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που του αρνήθηκε την πρόσβαση.

Η εν λόγω αρμόδια αρχή εξετάζει δεόντως την καταγγελία, αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης, και παρέχει στον αιτούντα συμμετέχοντα αιτιολογημένη απάντηση.

Η εν λόγω αρμόδια αρχή συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή της έδρας του αιτούντος συμμετέχοντος σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν η αρχή του αιτούντος συμμετέχοντος διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε από τις δύο αρμόδιες αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση του ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στον αιτούντα συμμετέχοντα θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που αρνήθηκε την πρόσβαση εκδίδει εντολή, απαιτώντας από το ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στον αιτούντα συμμετέχοντα.

4.   Το ΚΑΤ διαθέτει αντικειμενικές και διαφανείς διαδικασίες για την αναστολή και την ομαλή αποχώρηση των συμμετεχόντων οι οποίοι δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια συμμετοχής που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ, όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων, και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης, σύμφωνα με την παράγραφο 3, καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 34

Διαφάνεια

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείρισή του, καθώς και για καθεμία από τις άλλες βασικές υπηρεσίες που παρέχει, το ΚΑΤ δημοσιεύει τις σχετικές τιμές και τέλη για τις βασικές παρεχόμενες από αυτό υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος. Δημοσιεύει τις τιμές και τα τέλη των επιμέρους παρεχόμενων υπηρεσιών και λειτουργιών χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων. Επιτρέπει στους πελάτες του χωριστή πρόσβαση στις επιμέρους παρεχόμενες υπηρεσίες.

2.   Το ΚΑΤ δημοσιεύει τον τιμοκατάλογό του ούτως ώστε να διευκολύνει τη σύγκριση των προσφορών και να επιτρέπει στους πελάτες να προβλέπουν την τιμή που θα πρέπει να καταβάλουν για τη χρήση των υπηρεσιών.

3.   Το ΚΑΤ δεσμεύεται από τη δημοσιευμένη πολιτική τιμολόγησής του για τις βασικές του υπηρεσίες.

4.   Το ΚΑΤ παρέχει στους πελάτες του πληροφορίες που επιτρέπουν την αντιπαραβολή του τιμολογίου με τους δημοσιευμένους τιμοκαταλόγους.

5.   Το ΚΑΤ παρέχει σε όλους τους πελάτες πληροφορίες που τους επιτρέπουν να αξιολογήσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

6.   Το ΚΑΤ τηρεί χωριστούς λογαριασμούς για το κόστος και τα έσοδα των παρεχόμενων βασικών υπηρεσιών και κοινοποιεί τις σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή.

7.   Το ΚΑΤ τηρεί λογαριασμούς για το κόστος και τα έσοδα για το σύνολο των παρεχόμενων επικουρικών υπηρεσιών και κοινοποιεί τις σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή.

8.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός, μεταξύ άλλων, της διασταυρούμενης επιδότησης των επικουρικών υπηρεσιών από βασικές υπηρεσίες, το ΚΑΤ τηρεί αναλυτικούς λογαριασμούς των δραστηριοτήτων του. Οι αναλυτικοί αυτοί λογαριασμοί θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να διαχωρίζουν το κόστος και τα έσοδα που συνδέονται με κάθε μία από τις βασικές υπηρεσίες από το κόστος και τα έσοδα που συνδέονται με τις επικουρικές υπηρεσίες.

Άρθρο 35

Διαδικασίες επικοινωνίας με συμμετέχοντες και άλλες υποδομές της αγοράς

Στις διαδικασίες επικοινωνίας τους με τους συμμετέχοντες των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζονται και με τις υποδομές της αγοράς με τις οποίες συνδέονται, τα ΚΑΤ χρησιμοποιούν διεθνείς ανοιχτές διαδικασίες επικοινωνίας και πρότυπα ανταλλαγής μηνυμάτων και δεδομένων αναφοράς, προκειμένου να διευκολυνθούν η αποτελεσματική καταχώριση, πληρωμή και διακανονισμός.

Τμήμα 3

Απαιτήσεις για τις υπηρεσίες ΚΑΤ

Άρθρο 36

Γενικές διατάξεις

Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διαθέτει κατάλληλους κανόνες και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων άρτιων λογιστικών πρακτικών και ελέγχων, ούτως ώστε να συμβάλλει στη διασφάλιση της ακεραιότητας των εκδόσεων αξιογράφων, στη μείωση και διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τη φύλαξη και τον διακανονισμό των συναλλαγών σε αξιόγραφα.

Άρθρο 37

Ακεραιότητα της έκδοσης

1.   Το ΚΑΤ λαμβάνει κατάλληλα μέτρα αντιστοίχισης για να επαληθεύσει ότι ο αριθμός των αξιογράφων που απαρτίζουν μια έκδοση αξιογράφων ή μέρος μιας έκδοσης αξιογράφων που έχει υποβληθεί στο ΚΑΤ ισούται με το σύνολο των αξιογράφων που έχουν καταχωριστεί στους λογαριασμούς αξιογράφων των συμμετεχόντων του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται το ΚΑΤ και, όπου αρμόζει, στους λογαριασμούς δικαιούχων που τηρούνται από το ΚΑΤ. Τα σχετικά μέτρα αντιστοίχισης εφαρμόζονται τουλάχιστον καθημερινά.

2.   Όπου κρίνεται σκόπιμο και εάν εμπλέκονται στη διαδικασία αντιστοίχισης για μια συγκεκριμένη έκδοση αξιογράφων άλλες οντότητες, όπως ο εκδότης, οι υπεύθυνοι μητρώου, οι φορείς έκδοσης, οι φορείς μεταβίβασης, τα κοινά αποθετήρια, άλλα ΚΑΤ ή άλλες οντότητες, το ΚΑΤ και οποιεσδήποτε άλλες τέτοιες οντότητες καθιερώνουν επαρκή μέτρα συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ τους, ούτως ώστε να διατηρηθεί η ακεραιότητα της έκδοσης.

3.   Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις αξιογράφων, τα χρεωστικά υπόλοιπα ή η δημιουργία αξιογράφων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση ΚΑΤ.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα μέτρα αντιστοίχισης που πρέπει να λαμβάνει το ΚΑΤ δυνάμει των παραγράφων 1 έως 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 38

Προστασία των αξιογράφων των συμμετεχόντων και των αξιογράφων των πελατών τους

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, οποτεδήποτε και χωρίς καθυστέρηση, να διαχωρίζει στους λογαριασμούς με το ΚΑΤ, τα αξιόγραφα ενός συμμετέχοντος από τα αξιόγραφα οποιουδήποτε άλλου συμμετέχοντος και, εάν συντρέχει περίπτωση, από τα στοιχεία ενεργητικού του ιδίου του ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που επιτρέπουν σε οποιονδήποτε συμμετέχοντα να διαχωρίζει τα αξιόγραφά του από τα αξιόγραφα των πελατών του.

3.   Το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που επιτρέπουν σε οποιονδήποτε συμμετέχοντα να τηρεί σε έναν λογαριασμό αξιογράφων τα αξιόγραφα που ανήκουν στους διάφορους πελάτες του εν λόγω συμμετέχοντος («συνολικός διαχωρισμός πελατών»).

4.   Το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που επιτρέπουν σε κάθε συμμετέχοντα να διαχωρίζει τα αξιόγραφα οποιουδήποτε από τους πελάτες του, εάν και όπως απαιτείται από τον συμμετέχοντα («διαχωρισμός ανά πελάτη»).

5.   Ο συμμετέχων προσφέρει στον πελάτη του τουλάχιστον τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στον συνολικό διαχωρισμό πελατών και τον διαχωρισμό ανά πελάτη και τους ενημερώνει σχετικά με το κόστος και τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις δυνατότητες αυτές.

Ωστόσο, το ΚΑΤ και οι συμμετέχοντές του παρέχουν διαχωρισμό ανά πελάτη για πολίτες και κατοίκους κράτους μέλους, καθώς και για νομικά πρόσωπα που εδρεύουν σε αυτό, όταν αυτό απαιτείται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους δυνάμει της οποίας έχουν δημιουργηθεί οι τίτλοι, όπως αυτή ισχύει κατά τη 17η Σεπτεμβρίου 2014. Η υποχρέωση αυτή ισχύει εφόσον η εθνική νομοθεσία δεν τροποποιηθεί ή καταργηθεί και εφόσον οι σκοποί της εξακολουθούν να ισχύουν.

6.   Τα ΚΑΤ και οι συμμετέχοντές τους δημοσιοποιούν τα επίπεδα προστασίας και τα κόστη που συνδέονται με τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού που παρέχουν και προσφέρουν τις ανωτέρω υπηρεσίες υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι λεπτομέρειες για τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού περιλαμβάνουν περιγραφή των κυριότερων νομικών συνεπειών του αντίστοιχου προσφερόμενου επιπέδου διαχωρισμού, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για το εφαρμοστέο δίκαιο περί αφερεγγυότητας στην οικεία δικαιοδοσία.

7.   Το ΚΑΤ δεν χρησιμοποιεί αξιόγραφα που δεν του ανήκουν για κανέναν λόγο. Το ΚΑΤ δύναται ωστόσο να χρησιμοποιεί τα αξιόγραφα συμμετέχοντος, όταν έχει λάβει τη ρητή εκ των προτέρων συγκατάθεση του εν λόγω συμμετέχοντος. Το ΚΑΤ υποχρεώνει τους συμμετέχοντες να εξασφαλίζουν την απαραίτητη εκ των προτέρων συγκατάθεση από τους πελάτες τους.

Άρθρο 39

Αμετάκλητο του διακανονισμού

1.   Το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται προσφέρει επαρκή προστασία στους συμμετέχοντες. Τα κράτη μέλη ορίζουν και κοινοποιούν το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

2.   Το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται καθορίζει τον χρόνο εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης και τον χρόνο κατά τον οποίο γίνονται αμετάκλητες οι εντολές αυτές στο εν λόγω σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

3.   Το ΚΑΤ δημοσιοποιεί τους κανόνες που διέπουν το αμετάκλητο των μεταβιβάσεων αξιογράφων και μετρητών σε ένα σύστημα διακανονισμού αξιογράφων.

4.   Οι παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων που εφαρμόζονται για τις συνδέσεις ΚΑΤ και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του άρθρου 48.

5.   Το ΚΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει ότι, σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, το αμετάκλητο των μεταβιβάσεων αξιογράφων και μετρητών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 επιτυγχάνεται είτε σε πραγματικό χρόνο είτε στη διάρκεια της ημέρας και, οπωσδήποτε, το αργότερο μέχρι τη λήξη της εργάσιμης ημέρας της πραγματικής ημερομηνίας διακανονισμού.

6.   Όταν το ΚΑΤ προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, διασφαλίζει ότι οι εισπράξεις μετρητών από διακανονισμούς αξιογράφων είναι διαθέσιμες για τους αποδέκτες το αργότερο μέχρι τη λήξη της εργάσιμης ημέρας της προβλεπόμενης ημερομηνίας διακανονισμού.

7.   Όλες οι συναλλαγές αξιογράφων έναντι μετρητών μεταξύ άμεσων συμμετεχόντων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ και διακανονίζονται σε αυτό το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων διακανονίζονται βάσει συστήματος ταυτόχρονης παράδοσης και πληρωμής («σύστημα DVP»).

Άρθρο 40

Διακανονισμός τοις μετρητοίς

1.   Για συναλλαγές εκφρασμένες στο νόμισμα της χώρας στην οποία πραγματοποιείται ο διακανονισμός, το ΚΑΤ διακανονίζει τις πληρωμές τοις μετρητοίς του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων μέσω λογαριασμών σε κεντρική τράπεζα που εκδίδει το σχετικό νόμισμα, όποτε αυτό είναι εφικτό και λειτουργικό.

2.   Όταν ο διακανονισμός σε λογαριασμούς κεντρικής τράπεζας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, δεν είναι λειτουργικός και εφικτός, το ΚΑΤ μπορεί να προσφερθεί να διακανονίζει τις πληρωμές σε μετρητά για το σύνολο ή μέρος των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων του μέσω λογαριασμών σε πιστωτικό ίδρυμα ή μέσω των δικών του λογαριασμών. Εάν το ΚΑΤ προσφέρεται να πραγματοποιεί τον διακανονισμό σε λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος ή μέσω των δικών του λογαριασμών, το πράττει σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου IV.

3.   Το ΚΑΤ μεριμνά ώστε οι πληροφορίες που παρέχονται στους συμμετέχοντες στην αγορά σχετικά με τους κινδύνους και το κόστος που συνδέονται με τον διακανονισμό σε πιστωτικά ιδρύματα ή μέσω των δικών του λογαριασμών να είναι σαφείς, ακριβείς και μη παραπλανητικές. Το ΚΑΤ καθιστά διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, ώστε να μπορούν να προσδιορίζουν και να αξιολογούν τους κινδύνους και το κόστος που συνδέονται με τον διακανονισμό μέσω λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα ή μέσω των δικών του λογαριασμών και παρέχει τις πληροφορίες αυτές κατόπιν αιτήματος.

Άρθρο 41

Κανόνες και διαδικασίες σχετικά με την αθέτηση υποχρέωσης συμμετεχόντων

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διαθέτει αποτελεσματικούς και σαφώς καθορισμένους κανόνες και διαδικασίες για τη διαχείριση της αθέτησης υποχρέωσης ενός ή περισσοτέρων συμμετεχόντων, διασφαλίζοντας ότι το ΚΑΤ μπορεί να λάβει εγκαίρως μέτρα για τον περιορισμό των ζημιών και των πιέσεων ρευστότητας και να εξακολουθήσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.

2.   Το ΚΑΤ θέτει τους κανόνες και τις σχετικές διαδικασίες του περί αθέτησης στη διάθεση του κοινού.

3.   Το ΚΑΤ, μαζί με τους συμμετέχοντες και άλλους σχετικούς ενδιαφερομένους, εκτελεί περιοδικούς ελέγχους και επανεξετάζει τις διαδικασίες του περί αθέτησης για να διασφαλίσει ότι είναι λειτουργικές και αποτελεσματικές.

4.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 4

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Άρθρο 42

Γενικές απαιτήσεις

Το ΚΑΤ θεσπίζει άρτιο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου για την ολοκληρωμένη διαχείριση του νομικού, του επιχειρηματικού, του λειτουργικού και άλλων άμεσων ή έμμεσων κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων περιορισμού των περιπτώσεων απάτης και αμέλειας.

Άρθρο 43

Νομικοί κίνδυνοι

1.   Για τους σκοπούς αδειοδότησης και εποπτείας, καθώς και για την ενημέρωση των πελατών του, το ΚΑΤ διαθέτει κανόνες, διαδικασίες και συμβάσεις που είναι σαφείς και κατανοητές για όλα τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται και για όλες τις λοιπές υπηρεσίες που παρέχει.

2.   Το ΚΑΤ σχεδιάζει τους κανόνες, τις διαδικασίες και τις συμβάσεις κατά τρόπο, ώστε να μπορούν να επιβληθούν σε όλες τις σχετικές δικαιοδοσίες, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του συμμετέχοντος.

3.   Το ΚΑΤ που έχει δραστηριότητες σε διάφορες δικαιοδοσίες λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να προσδιορίζει και να μετριάζει τους κινδύνους που προκύπτουν από ενδεχόμενες συγκρούσεις νόμων μεταξύ δικαιοδοσιών.

Άρθρο 44

Γενικός επιχειρηματικός κίνδυνος

Το ΚΑΤ διαθέτει άρτια συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, καθώς και εργαλεία τεχνολογίας πληροφοριών (ΤΠ) για τον προσδιορισμό, την παρακολούθηση και τη διαχείριση των γενικών επιχειρηματικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών που προκύπτουν από κακή εκτέλεση της επιχειρηματικής στρατηγικής, από αρνητικές ταμειακές ροές και από λειτουργικά έξοδα.

Άρθρο 45

Λειτουργικοί κίνδυνοι

1.   Το ΚΑΤ προσδιορίζει όλες τις πηγές λειτουργικού κινδύνου, εσωτερικές και εξωτερικές, και ελαχιστοποιεί τον αντίκτυπό τους μέσω της χρησιμοποίησης κατάλληλων εργαλείων ΤΠ, ελέγχων και διαδικασιών, μεταξύ άλλων για όλα τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται.

2.   Το ΚΑΤ διατηρεί κατάλληλα εργαλεία ΤΠ που διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο ασφάλειας και λειτουργικής αξιοπιστίας και διαθέτουν επαρκείς δυνατότητες. Τα εργαλεία ΤΠ είναι κατάλληλα για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και των ειδών των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να κατοχυρώνονται υψηλά επίπεδα ασφαλείας, καθώς και η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα των διατηρούμενων πληροφοριών.

3.   Για τις υπηρεσίες που παρέχει καθώς και για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, για να διασφαλίσει τη διάσωση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ΚΑΤ, σε περίπτωση γεγονότων που προκαλούν σημαντικό κίνδυνο διακοπής των λειτουργιών.

4.   Το σχέδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 προβλέπει την αποκατάσταση όλων των συναλλαγών και των θέσεων των συμμετεχόντων κατά τον χρόνο της διακοπής, ώστε να μπορέσουν οι συμμετέχοντες του ΚΑΤ να εξακολουθήσουν να λειτουργούν με ασφάλεια και να ολοκληρώσουν τον διακανονισμό στην καθορισμένη ημερομηνία, μεταξύ άλλων διασφαλίζοντας ότι τα κρίσιμα συστήματα ΤΠ μπορούν ταχέως να αποκαταστήσουν τη λειτουργία τους ως είχε τη στιγμή της διακοπής. Περιλαμβάνει τη δημιουργία δεύτερου χώρου επεξεργασίας με επαρκείς πόρους, ικανότητες, λειτουργικές δυνατότητες και κατάλληλες ρυθμίσεις ως προς την επάνδρωση.

5.   Το ΚΑΤ σχεδιάζει και εκτελεί πρόγραμμα δοκιμών των ρυθμίσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4.

6.   Το ΚΑΤ προσδιορίζει, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τους κινδύνους που ενδέχεται να συνεπάγονται για τις δραστηριότητές του οι βασικοί συμμετέχοντες στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών και υπηρεσιών κοινής ωφελείας, άλλα ΚΑΤ ή άλλες υποδομές της αγοράς. Παρέχει πληροφορίες στις αρμόδιες και τις σχετικές αρχές, κατόπιν αιτήματος, σχετικά με οποιονδήποτε τέτοιον κίνδυνο εντοπιστεί.

Ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή και τις σχετικές αρχές σχετικά με οποιαδήποτε περιστατικά που αφορούν τη λειτουργία του και οφείλονται στους εν λόγω κινδύνους.

7.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τους λειτουργικούς κινδύνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 6, τις μεθόδους ελέγχου, αντιμετώπισης ή ελαχιστοποίησης των εν λόγω κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών αδιάλειπτης λειτουργίας και των σχεδίων αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, καθώς και των μεθόδων αξιολόγησής τους.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 46

Επενδυτική πολιτική

1.   Το ΚΑΤ διατηρεί τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού του σε κεντρικές τράπεζες, σε πιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας ή σε ΚΑΤ με άδεια λειτουργίας.

2.   Το ΚΑΤ διαθέτει άμεση πρόσβαση στα στοιχεία ενεργητικού του, όταν απαιτείται.

3.   Το ΚΑΤ επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του μόνον σε χρήμα ή σε άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο. Οι εν λόγω επενδύσεις είναι ταχέως ρευστοποιήσιμες, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές.

4.   Το ποσό του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών του ΚΑΤ που δεν επενδύονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 47 παράγραφος 1.

5.   Το ΚΑΤ μεριμνά ώστε η συνολική του έκθεση σε κίνδυνο έναντι οιουδήποτε μεμονωμένου αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος ή αδειοδοτημένου ΚΑΤ στο οποίο διατηρεί τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού του, να παραμένει εντός αποδεκτών ορίων συγκέντρωσης.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικευθούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να θεωρηθούν άκρως ρευστοποιήσιμα με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 3, το κατάλληλο χρονικό πλαίσιο για την πρόσβαση στα στοιχεία ενεργητικού, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2, και τα όρια συγκέντρωσης, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 5. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται, όποτε κρίνεται δέον, με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 47

Κεφαλαιακές απαιτήσεις

1.   Το κεφάλαιο, μαζί με τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του ΚΑΤ, είναι ανάλογο με τους κινδύνους που προκύπτουν από τις δραστηριότητές του. Επαρκεί ανά πάσα στιγμή για:

α)

να διασφαλίσει ότι το ΚΑΤ διαθέτει επαρκή προστασία έναντι των λειτουργικών και νομικών κινδύνων, των κινδύνων θεματοφυλακής, των επενδυτικών και των επιχειρηματικών κινδύνων, ώστε το ΚΑΤ να μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει τις υπηρεσίες του ως λειτουργούσα οντότητα·

β)

να διασφαλίσει την εύτακτη εκκαθάριση ή αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του ΚΑΤ εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος, τουλάχιστον έξι μηνών, σε διάφορα σενάρια ακραίων καταστάσεων.

2.   Το ΚΑΤ διατηρεί σχέδιο για τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

τη συγκέντρωση πρόσθετου κεφαλαίου εάν το μετοχικό του κεφάλαιο προσεγγίσει ή μειωθεί κάτω από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1·

β)

την επίτευξη εύτακτης εκκαθάρισης ή αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του σε περίπτωση που το ΚΑΤ δεν μπορέσει να συγκεντρώσει νέα κεφάλαια.

Το εν λόγω σχέδιο εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο ή από κατάλληλη επιτροπή του διοικητικού οργάνου και επικαιροποιείται τακτικά. Εκάστη επικαιροποίηση του σχεδίου κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτήσει από το ΚΑΤ να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα ή να λαμβάνει εναλλακτικά μέτρα εφόσον η εν λόγω αρχή κρίνει ανεπαρκές το σχέδιο του ΚΑΤ.

3.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τις απαιτήσεις ως προς το κεφάλαιο, τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του ΚΑΤ, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τμήμα 5

Απαιτήσεις για τις συνδέσεις ΚΑΤ

Άρθρο 48

Συνδέσεις ΚΑΤ

1.   Πριν από τη δημιουργία σύνδεσης ΚΑΤ και επί συνεχούς βάσεως μετά τη δημιουργία της, όλα τα ενδιαφερόμενα ΚΑΤ προσδιορίζουν, αξιολογούν, παρακολουθούν και διαχειρίζονται όλες τις ενδεχόμενες πηγές κινδύνου για τα ίδια και για τους συμμετέχοντες, οι οποίες προκύπτουν από τη σύνδεση ΚΑΤ και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τον μετριασμό τους.

2.   Τα ΚΑΤ που πρόκειται να δημιουργήσουν συνδέσεις υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας στην αρμόδια αρχή του αιτούντος ΚΑΤ, όπως απαιτείται από το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή ενημερώνουν τις αρμόδιες και σχετικές αρχές του αιτούντος ΚΑΤ, όπως απαιτείται από το άρθρο 19 παράγραφος 5.

3.   Η σύνδεση παρέχει επαρκή προστασία στα συνδεδεμένα ΚΑΤ και στους συμμετέχοντές τους, ιδίως όσον αφορά ενδεχόμενες πιστώσεις τις οποίες λαμβάνουν τα ΚΑΤ και τους κινδύνους συγκέντρωσης και ρευστότητας λόγω της συμφωνίας σύνδεσης.

Η σύνδεση υποστηρίζεται από κατάλληλες συμβατικές ρυθμίσεις που ορίζουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συνδεδεμένων ΚΑΤ και, εάν συντρέχει περίπτωση, των συμμετεχόντων τους. Μια συμβατική ρύθμιση που εμπλέκει διάφορες δικαιοδοσίες προβλέπει μια σαφή επιλογή του δικαίου που διέπει κάθε πτυχή των δραστηριοτήτων της σύνδεσης.

4.   Σε περίπτωση προσωρινής μεταβίβασης αξιογράφων μεταξύ συνδεδεμένων ΚΑΤ, απαγορεύεται η αναμεταβίβαση αξιογράφων πριν καταστεί οριστική η πρώτη μεταβίβαση.

5.   Το ΚΑΤ που χρησιμοποιεί έμμεση σύνδεση ή διαμεσολαβητή για τη λειτουργία σύνδεσης ΚΑΤ με ένα άλλο ΚΑΤ μετρά, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τους πρόσθετους κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση της εν λόγω έμμεσης σύνδεσης ή του διαμεσολαβητή και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τον μετριασμό τους.

6.   Τα συνδεδεμένα ΚΑΤ διαθέτουν άρτιες διαδικασίες αντιστοίχισης για να διασφαλίζουν ότι τα αντίστοιχα αρχεία τους είναι ακριβή.

7.   Οι συνδέσεις μεταξύ ΚΑΤ επιτρέπουν τον διακανονισμό DVP των συναλλαγών μεταξύ συμμετεχόντων σε συνδεδεμένα ΚΑΤ, όποτε αυτό είναι εφικτό και λειτουργικό. Οι αναλυτικοί λόγοι για την τυχόν ύπαρξη σύνδεσης ΚΑΤ που δεν επιτρέπει τον διακανονισμό DVP κοινοποιούνται στις σχετικές και τις αρμόδιες αρχές.

8.   Τα διαλειτουργικά συστήματα διακανονισμού αξιογράφων και τα ΚΑΤ που χρησιμοποιούν κοινή υποδομή διακανονισμού καθορίζουν πανομοιότυπες χρονικές στιγμές:

α)

εισαγωγής εντολών μεταβίβασης στο σύστημα·

β)

αμετάκλητου των εντολών μεταβίβασης·

Τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων και τα ΚΑΤ που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο χρησιμοποιούν ισοδύναμους κανόνες όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίον οι μεταβιβάσεις αξιογράφων και μετρητών καθίσταται αμετάκλητες.

9.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2019 όλοι οι διαλειτουργικοί σύνδεσμοι μεταξύ ΚΑΤ που λειτουργούν στα κράτη μέλη καθίστανται, όπου αρμόζει, διαλειτουργικές συνδέσεις στήριξης διακανονισμού DVP.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3, βάσει των οποίων κάθε είδος συμφωνίας σύνδεσης παρέχει επαρκή προστασία για τα συνδεδεμένα ΚΑΤ και τους συμμετέχοντές τους, ιδίως όταν ένα ΚΑΤ σκοπεύει να συμμετάσχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση άλλου ΚΑΤ, την παρακολούθηση και διαχείριση των πρόσθετων κινδύνων, που αναφέρονται στην παράγραφο 5 και προκύπτουν από την προσφυγή σε διαμεσολαβητές, τις μεθόδους αντιστοίχισης, που αναφέρονται στην παράγραφο 6, τις περιπτώσεις στις οποίες ο διακανονισμός βάσει συστήματος ταυτόχρονης παράδοσης και πληρωμής (DVP) μέσω συνδέσεων ΚΑΤ είναι λειτουργικός και εφικτός, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 7 και τις μεθόδους αξιολόγησης των ανωτέρω.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Πρόσβαση σε ΚΑΤ

Τμήμα 1

Πρόσβαση εκδοτών σε ΚΑΤ

Άρθρο 49

Ελευθερία έκδοσης σε ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια στην Ένωση

1.   Ο εκδότης έχει το δικαίωμα να καταχωρίσει τα αξιόγραφά του, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, σε οποιοδήποτε ΚΑΤ με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται από το ΚΑΤ οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 23.

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος του εκδότη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εξακολουθεί να εφαρμόζεται το εταιρικό δίκαιο ή άλλη παρόμοια νομοθεσία του κράτους μέλους, βάσει των οποίων έχουν συσταθεί οι τίτλοι.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εκπονείται κατάλογος των βασικών σχετικών διατάξεων των νομοθεσιών τους που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν τον κατάλογο αυτό στην ΕΑΚΑΑ έως τις 18 Δεκεμβρίου 2014. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον κατάλογο έως τις 18 Ιανουαρίου 2015.

Το ΚΑΤ δύναται να χρεώσει εύλογη εμπορική αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών του στους εκδότες βάσει απολογιστικής τιμολόγησης («cost-plus»), εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά και από τις δύο πλευρές.

2.   Όταν ο εκδότης υποβάλλει αίτημα καταχώρισης των αξιογράφων του σε ΚΑΤ, αυτό επεξεργάζεται το αίτημα άμεσα και αμερόληπτα και απαντά στον αιτούντα εκδότη εντός τριών μηνών.

3.   Το ΚΑΤ μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τις υπηρεσίες του στον εκδότη. Η άρνηση αυτή μπορεί να βασίζεται μόνον σε συνολική ανάλυση των κινδύνων ή στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο ΚΑΤ δεν προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο 1 του τμήματος Α του παραρτήματος σχετικά με τίτλους που έχουν συσταθεί βάσει του εταιρικού δικαίου ή άλλης παρόμοιας νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

4.   Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (26), αν το ΚΑΤ αρνηθεί να παράσχει υπηρεσίες σε εκδότη, γνωστοποιεί γραπτώς στον αιτούντα εκδότη τους πλήρεις λόγους της άρνησής του.

Σε περίπτωση άρνησης, ο αιτών εκδότης έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, το οποίο αρνείται να παράσχει τις υπηρεσίες του.

Η αρμόδια αρχή του εν λόγω ΚΑΤ εξετάζει δεόντως την καταγγελία αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης που αναφέρει το ΚΑΤ και παρέχει στον εκδότη αιτιολογημένη απάντηση.

Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή της έδρας του αιτούντος εκδότη σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν η αρμόδια αρχή της έδρας του αιτούντος εκδότη διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε από τις δύο αρμόδιες αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση του ΚΑΤ να παράσχει τις υπηρεσίες του σε εκδότη θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η υπεύθυνη αρμόδια αρχή εκδίδει εντολή που απαιτεί από το ΚΑΤ να παράσχει τις υπηρεσίες του στον αιτούντα εκδότη.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ, όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων, και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4, καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 2

Πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ

Άρθρο 50

Πρόσβαση τυποποιημένης σύνδεσης

Το ΚΑΤ έχει το δικαίωμα να γίνει συμμετέχων ενός άλλου ΚΑΤ και να δημιουργήσει τυποποιημένη σύνδεση με αυτό σύμφωνα με το άρθρο 33 και με την επιφύλαξη της προηγούμενης κοινοποίησης της σύνδεσης ΚΑΤ δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 5.

Άρθρο 51

Πρόσβαση εξατομικευμένης σύνδεσης

1.   Εάν ένα ΚΑΤ ζητά από άλλο ΚΑΤ να αναπτύξει εξατομικευμένη σύνδεση προκειμένου να έχει πρόσβαση σε αυτό, το ΚΑΤ στο οποίο απευθύνεται το σχετικό αίτημα δύναται να το απορρίψει μόνο βάσει εκτιμήσεων κινδύνου. Δεν δύναται να απορρίψει ένα αίτημα για λόγους απώλειας μεριδίου αγοράς.

2.   Το ΚΑΤ που λαμβάνει το αίτημα δύναται να χρεώσει στο αιτούν ΚΑΤ εύλογη εμπορική αμοιβή οριζόμενη βάσει απολογιστικής τιμολόγησης («cost-plus») για να του παραχωρήσει πρόσβαση εξατομικευμένης σύνδεσης, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τα δύο ΚΑΤ.

Άρθρο 52

Διαδικασία για συνδέσεις ΚΑΤ

1.   Όταν ένα ΚΑΤ υποβάλλει αίτημα πρόσβασης σε άλλο ΚΑΤ δυνάμει των άρθρων 50 και 51, το δεύτερο επεξεργάζεται άμεσα το αίτημα και απαντά στο αιτούν ΚΑΤ εντός τριών μηνών.

2.   Το ΚΑΤ δύναται να αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση σε αιτούν ΚΑΤ μόνον σε περίπτωση που η εν λόγω πρόσβαση θα απειλούσε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή θα προκαλούσε συστημικό κίνδυνο. Η εν λόγω άρνηση μπορεί να βασίζεται μόνο σε συνολική ανάλυση κινδύνου.

Εάν ένα ΚΑΤ αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση, γνωστοποιεί στο αιτούν ΚΑΤ τους πλήρεις λόγους της άρνησής του.

Σε περίπτωση άρνησης, το αιτούν ΚΑΤ έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που του αρνήθηκε την πρόσβαση.

Η αρμόδια αρχή του λαμβάνοντος την αίτηση ΚΑΤ, εξετάζει δεόντως την καταγγελία, αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης και παρέχει στο αιτούν ΚΑΤ αιτιολογημένη απάντηση.

Η αρμόδια αρχή του λαμβάνοντος την αίτηση ΚΑΤ, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του αιτούντος ΚΑΤ και τη σχετική αρχή του αιτούντος ΚΑΤ που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 12 παράγραφος 1 σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν οποιαδήποτε από τις αρχές του αιτούντος ΚΑΤ διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε εκ των αρχών δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση του ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στο αιτούν ΚΑΤ θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η αρμόδια αρχή του λαμβάνοντος την αίτηση ΚΑΤ εκδίδει εντολή που απαιτεί από το εν λόγω ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στο αιτούν ΚΑΤ.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τις διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 3

Πρόσβαση μεταξύ ενός ΚΑΤ και μιας άλλης υποδομής της αγοράς

Άρθρο 53

Πρόσβαση μεταξύ ενός ΚΑΤ και μιας άλλης υποδομής της αγοράς

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και ο τόπος διαπραγμάτευσης παρέχουν πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές σε αμερόληπτη και διαφανή βάση σε ένα ΚΑΤ κατόπιν σχετικού αιτήματος από το ΚΑΤ και μπορούν να χρεώνουν εύλογη εμπορική αμοιβή για τις εν λόγω πληροφορίες στο αιτούν ΚΑΤ, οριζόμενη βάσει απολογιστικής τιμολόγησης, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών.

Το ΚΑΤ παρέχει πρόσβαση στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων του σε αμερόληπτη και διαφανή βάση σε ένα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή έναν τόπο διαπραγμάτευσης και μπορεί να χρεώνει εύλογη εμπορική αμοιβή για την εν λόγω πρόσβαση, οριζόμενη βάσει απολογιστικής τιμολόγησης, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών.

2.   Εάν ένα μέρος υποβάλει αίτημα πρόσβασης σε άλλο μέρος σύμφωνα με την παράγραφο 1, η επεξεργασία του εν λόγω αιτήματος γίνεται άμεσα και παρέχεται απάντηση στο αιτούν μέρος εντός τριών μηνών.

3.   Το μέρος που λαμβάνει το αίτημα δύναται να αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση μόνον σε περίπτωση που η εν λόγω πρόσβαση θα επηρέαζε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή θα προκαλούσε συστημικό κίνδυνο. Δεν δύναται να απορρίψει ένα αίτημα για λόγους απώλειας μεριδίου αγοράς.

Ένα μέρος που αρνείται να παραχωρήσει πρόσβαση παρέχει γραπτώς στο αιτούν μέρος τους πλήρεις λόγους για την άρνησή του βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου. Σε περίπτωση άρνησης, το αιτούν μέρος έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του μέρους που του αρνήθηκε την πρόσβαση.

Η αρμόδια αρχή του μέρους που λαμβάνει το αίτημα και η σχετική αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 12 παράγραφος 1 εξετάζουν δεόντως την καταγγελία αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης και παρέχουν στο αιτούν μέρος αιτιολογημένη απάντηση.

Η αρμόδια αρχή του μέρους που λαμβάνει το αίτημα συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του αιτούντος μέρους και τη σχετική αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 12 παράγραφος 1 σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν οποιαδήποτε από τις αρχές του αιτούντος μέρους διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε εξ αυτών δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση ενός μέρους να παραχωρήσει πρόσβαση θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η υπεύθυνη αρμόδια αρχή εκδίδει εντολή που απαιτεί από το εν λόγω μέρος να παραχωρήσει εντός τριών μηνών πρόσβαση στις υπηρεσίες του.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης σύμφωνα με την παράγραφο 3, καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τη διαδικασία που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΣΤΑ ΚΑΤ

Άρθρο 54

Άδεια και ορισμός για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου

1.   Το ΚΑΤ δεν παρέχει το ίδιο οποιεσδήποτε από τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, εκτός αν έχει λάβει πρόσθετη άδεια για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Το ΚΑΤ που προτίθεται να προβεί σε διακανονισμό του σκέλους μετρητών του συνόλου ή μέρους του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων του σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2 ή επιθυμεί να προσφέρει οποιεσδήποτε από τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εξουσιοδοτείται για ένα από τα ακόλουθα:

α)

να προσφέρει το ίδιο αυτές τις υπηρεσίες υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, ή

β)

να ορίσει για τον σκοπό αυτόν ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Αν το ΚΑΤ επιθυμεί να παρέχει οποιεσδήποτε υπηρεσίες τραπεζικού τύπου μέσα από την ίδια νομική οντότητα που διαχειρίζεται το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, η άδεια η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 χορηγείται μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ΚΑΤ πρέπει να έχει άδεια να λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

το ΚΑΤ πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3 και 4, και τις απαιτήσεις εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 60·

γ)

η άδεια που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που προβλέπονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, και όχι για την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων·

δ)

το ΚΑΤ πρέπει να υπόκειται σε μία ακόμη πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να ανακλά τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, που απορρέουν από την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης μεταξύ άλλων στους συμμετέχοντες συστήματος διακανονισμού αξιογράφων ή σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών των ΚΑΤ·

ε)

το ΚΑΤ πρέπει να υποβάλλει έκθεση στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, και σε ετήσια βάση στο πλαίσιο της ετήσιας δημοσιοποίησης, όπως προβλέπει το όγδοο τμήμα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σχετικά με το μέγεθος και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας στη διάρκεια της ημέρας σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχείο ι) του παρόντος κανονισμού και

στ)

το ΚΑΤ πρέπει να έχει υποβάλει στην αρμόδια αρχή κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για να εξασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων δραστηριοτήτων του, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις όπου προκύπτει κίνδυνος ρευστότητας ή πιστωτικός κίνδυνος ως αποτέλεσμα της παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου.

Σε περίπτωση αντικρουόμενων διατάξεων που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, τα ΚΑΤ που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου συμμορφώνονται με τις πλέον αυστηρές απαιτήσεις περί προληπτικής εποπτείας. Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα των άρθρων 47 και 59 του παρόντος κανονισμού αποσαφηνίζουν τις περιπτώσεις αντικρουόμενων διατάξεων.

4.   Αν το ΚΑΤ επιθυμεί να ορίσει πιστωτικό ίδρυμα για να παρέχει οποιεσδήποτε επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου μέσα από ξεχωριστή νομική οντότητα η οποία δύναται να ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων που ελέγχονται τελικά από την ίδια μητρική επιχείρηση ή όχι, η άδεια η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 χορηγείται μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να έχει άδεια να λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3 και 4, και τις απαιτήσεις εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 60·

γ)

η ξεχωριστή νομική οντότητα δεν πρέπει να παρέχει η ίδια οποιαδήποτε από τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος·

δ)

η άδεια που αναφέρεται στο στοιχείο α) πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που προβλέπονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, και όχι για την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων·

ε)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να υπόκειται σε μία ακόμη πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να ανακλά τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, που απορρέουν από την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης μεταξύ άλλων στους συμμετέχοντες συστήματος διακανονισμού αξιογράφων ή σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών των ΚΑΤ·

στ)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να υποβάλλει έκθεση τουλάχιστον σε μηνιαία βάση στην αρμόδια αρχή και σε ετήσια βάση στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης, όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με το μέγεθος και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας στη διάρκεια της ημέρας σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχείο ι) του παρόντος κανονισμού· και

ζ)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να έχει υποβάλει στην αρμόδια αρχή κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για να εξασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων δραστηριοτήτων του, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις όπου προκύπτει κίνδυνος ρευστότητας ή πιστωτικός κίνδυνος ως αποτέλεσμα της παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου μέσα από ξεχωριστή νομική οντότητα.

5.   Οι παράγραφοι 4 και 5 δεν εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) που προσφέρονται να διακανονίζουν τις πληρωμές τοις μετρητοίς για μέρος του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ, εφόσον το σύνολο της αξίας του εν λόγω διακανονισμού τοις μετρητοίς μέσω λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, υπολογιζόμενο για μια περίοδο ενός έτους, δεν υπερβαίνει το ένα τοις εκατό της συνολικής αξίας του συνόλου των συναλλαγών αξιογράφων έναντι μετρητών που διακανονίζονται στα βιβλία του ΚΑΤ και δεν υπερβαίνει μέγιστο ποσό 2,5 δισεκατ. ευρώ ανά έτος.

Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί τουλάχιστον άπαξ ανά έτος ότι τηρείται το όριο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο και υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην ΕΑΚΑΑ. Όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι έχει υπάρξει υπέρβαση του κατωτάτου ορίου, απαιτεί από το οικείο ΚΑΤ να ζητήσει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 4. Το οικείο ΚΑΤ διαθέτει εξάμηνη προθεσμία προκειμένου να υποβάλει την αίτησή του για τη χορήγηση άδειας.

6.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από το ΚΑΤ να ορίσει περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα ή να ορίσει για την παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου κι ένα πιστωτικό ίδρυμα, επιπλέον της παροχής υπηρεσιών από το ίδιο, αν θεωρεί ότι δεν μετριάζεται επαρκώς η έκθεση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στη συγκέντρωση κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφοι 3 και 4. Τα ορισθέντα πιστωτικά ιδρύματα θεωρούνται διακανονιστές.

7.   Τα ΚΑΤ που διαθέτουν άδεια για την παροχή οποιωνδήποτε επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου και τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) πρέπει να πληρούν πάντα τις προϋποθέσεις αδειοδότησης που ορίζει ο παρών κανονισμός και να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές για κάθε ουσιαστική αλλαγή στους όρους αδειοδότησης.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τη συμπληρωματική πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση βάσει κινδύνου που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 3, στο στοιχείο δ) της παραγράφου 3 και στο στοιχείο ε) της παραγράφου 4.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 55

Διαδικασία χορήγησης και άρνησης χορήγησης άδειας για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου

1.   Το ΚΑΤ υποβάλλει την αίτησή του για τη χορήγηση άδειας ορισμού πιστωτικού ιδρύματος ή παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 54, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο.

2.   Η αίτηση περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι το ΚΑΤ και, κατά περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα έχουν προβεί, κατά τον χρόνο χορήγησης της άδειας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού. Περιλαμβάνει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο ορίζει τις σκοπούμενες επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, την οργανωτική δομή των σχέσεων μεταξύ του ΚΑΤ και των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά περίπτωση, και τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω ΚΑΤ ή, κατά περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να εκπληρώσει τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3 και 4 και τις άλλες προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 54.

3.   Η αρμόδια αρχή εφαρμόζει τη διαδικασία του άρθρου 17 παράγραφοι 3 και 8.

4.   Από τη στιγμή που η αίτηση θεωρηθεί πλήρης, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση στις κατωτέρω αρχές:

α)

στις σχετικές αρχές·

β)

στη σχετική αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

στις αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος (ή κράτη μέλη), όπου το ΚΑΤ έχει εγκαταστήσει διαλειτουργικές συνδέσεις με άλλο ΚΑΤ, εκτός αν το ΚΑΤ έχει εγκαταστήσει τις διαλειτουργικές συνδέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 5·

δ)

στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο οι δραστηριότητες του ΚΑΤ είναι ουσιαστικής σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και για την προστασία των επενδυτών κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφος 4·

ε)

στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συμμετεχόντων του ΚΑΤ, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στα τρία κράτη μέλη με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών που έχουν διακανονιστεί στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ, σε συγκεντρωτική βάση και για χρονικό διάστημα ενός έτους·

στ)

στην ΕΑΚΑΑ και

ζ)

στην ΕΑΤ.

5.   Οι αρχές που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 εκδίδουν αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αδειοδότηση εντός 30 ημερών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Αν η αρχή δεν εκδώσει γνώμη μέσα στην προθεσμία, θεωρείται ότι έχει εκδώσει θετική γνώμη.

Αν τουλάχιστον μια από τις αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 εκδώσει αρνητική αιτιολογημένη γνώμη, η αρμόδια αρχή που επιθυμεί να χορηγήσει την άδεια κοινοποιεί εντός 30 ημερών στις αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 αιτιολογημένη απόφαση που απαντά στην αρνητική γνώμη.

Αν μετά την πάροδο 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, οποιαδήποτε εκ των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 εκδώσει αρνητική γνώμη και η αρμόδια αρχή εξακολουθεί να επιθυμεί τη χορήγηση της άδειας, οποιαδήποτε από τις αρχές που γνωμοδότησε αρνητικά δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ για συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Αν μετά την πάροδο 30 ημερών από την παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ το ζήτημα δεν έχει διευθετηθεί, η αρμόδια αρχή που επιθυμεί να χορηγήσει την άδεια λαμβάνει την τελική απόφαση και παρέχει εγγράφως λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της στις αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4.

Αν η αρμόδια αρχή επιθυμεί να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας, το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΚΑΑ.

Στις αρνητικές γνώμες περιέχεται έγγραφη, πλήρης και λεπτομερής αιτιολόγηση, η οποία εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.

6.   Εάν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι η αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει άδεια η οποία ενδέχεται να αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει το ΚΑΤ στην αρμόδια αρχή ώστε να επιτύχει τη χορήγηση των σχετικών αδειών για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών του διακανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για τη διαβούλευση με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, πριν από τη χορήγηση της άδειας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 56

Επέκταση επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου

1.   Το ΚΑΤ που επιθυμεί να επεκτείνει τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, για τις οποίες ορίζει πιστωτικό ίδρυμα ή τις οποίες παρέχει το ίδιο σύμφωνα με το άρθρο 54, υποβάλλει αίτημα επέκτασης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.

2.   Το αίτημα επέκτασης υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 55.

Άρθρο 57

Ανάκληση της άδειας

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή μέτρων δυνάμει του τίτλου V, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ανακαλεί τις άδειες που αναφέρονται στο άρθρο 54, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

όταν το ΚΑΤ δεν έχει κάνει χρήση της άδειας εντός 12 μηνών, όταν παραιτείται ρητώς από αυτήν ή όταν το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει παράσχει υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει δραστηριότητες κατά το προηγούμενο εξάμηνο·

β)

όταν το ΚΑΤ απέκτησε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο·

γ)

όταν το ΚΑΤ ή το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνονται πλέον με τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια και δεν έχουν προβεί στις διορθωτικές ενέργειες που ζήτησε η αρμόδια αρχή εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος·

δ)

όταν το ΚΑΤ ή το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα έχουν διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση μιας εκ των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται αμέσως τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 σχετικά με την ανάγκη ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, οποιαδήποτε σχετική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) και οποιαδήποτε αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 1 ή, αντίστοιχα, οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 μπορούν ανά πάσα στιγμή να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του να εξετάσει κατά πόσον το ΚΑΤ και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθούν να συμμορφώνονται με τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια.

4.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να περιορίσει την ανάκληση σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτικό μέσο.

5.   Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ΚΑΤ και το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα προβλέπουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλη διαδικασία που επιτρέπει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό και μεταβίβαση των τίτλων πελατών και συμμετεχόντων σε άλλον διακανονιστή.

Άρθρο 58

Μητρώο ΚΑΤ

1.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει των άρθρων 54, 56 και 57 κοινοποιούνται στην ΕΑΚΑΑ.

2.   Η ΕΑΚΑΑ εισάγει τις ακόλουθες πληροφορίες στο μητρώο που υποχρεούται να δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3:

α)

την επωνυμία κάθε ΚΑΤ για το οποίο ελήφθη απόφαση δυνάμει των άρθρων 54, 56 και 57·

β)

την επωνυμία κάθε ορισθέντος πιστωτικού ιδρύματος·

γ)

τον κατάλογο των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που έχει την άδεια να παρέχει στους συμμετέχοντες του ΚΑΤ το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 54.

3.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα ιδρύματα που παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας έως τις 16 Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 59

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε πιστωτικά ιδρύματα ή ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

1.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου παρέχει μόνον τις υπηρεσίες που προβλέπονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, οι οποίες καλύπτονται από την άδεια.

2.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με την ισχύουσα ή μελλοντική νομοθεσία που εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα.

3.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, για τους πιστωτικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις εν λόγω υπηρεσίες όσον αφορά κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων:

α)

θεσπίζει άρτιο πλαίσιο για τη διαχείριση των αντίστοιχων πιστωτικών κινδύνων·

β)

προσδιορίζει, συχνά και τακτικά, τις πηγές του εν λόγω πιστωτικού κινδύνου, υπολογίζει και παρακολουθεί τα αντίστοιχα πιστωτικά ανοίγματα και χρησιμοποιεί κατάλληλα εργαλεία διαχείρισης κινδύνου για τον έλεγχο των σχετικών κινδύνων·

γ)

καλύπτει πλήρως τα αντίστοιχα πιστωτικά ανοίγματα σε μεμονωμένους συμμετέχοντες πιστούχους χρησιμοποιώντας ασφάλειες και άλλους ισοδύναμους χρηματοοικονομικούς πόρους·

δ)

αν χρησιμοποιείται ασφάλεια για τη διαχείριση του αντίστοιχου πιστωτικού κινδύνου, αποδέχεται ασφάλειες άκρως ρευστοποιήσιμες με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς· μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλα είδη ασφάλειας σε συγκεκριμένες καταστάσεις, εφόσον εφαρμόζεται κατάλληλος συντελεστής απομείωσης («haircut»)·

ε)

ορίζει και εφαρμόζει επαρκώς συντηρητικούς συντελεστές απομείωσης και όρια συγκέντρωσης των αξιών εξασφάλισης που δημιουργούνται για να καλύψουν τα πιστωτικά ανοίγματα που αναφέρονται στο στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό διασφάλισης ότι η ασφάλεια μπορεί να ρευστοποιηθεί άμεσα χωρίς σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές·

στ)

θεσπίζει όρια για τα αντίστοιχα πιστωτικά ανοίγματα·

ζ)

αναλύει και σχεδιάζει τρόπους αντιμετώπισης τυχόν υπολειπόμενων πιστωτικών ανοιγμάτων, θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την υλοποίηση των εν λόγω σχεδίων·

η)

παρέχει πίστωση μόνο σε συμμετέχοντες που τηρούν λογαριασμούς ταμείου σε αυτό·

θ)

προβλέπει αποτελεσματικές διαδικασίες επιστροφής ενδοημερήσιων πιστώσεων και αποθαρρύνει την πίστωση ημερονυκτίου μέσω της εφαρμογής συντελεστή κυρώσεων που θα έχει κατάλληλη αποτρεπτική δράση.

4.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, για τους κινδύνους ρευστότητας που σχετίζονται με τις εν λόγω υπηρεσίες όσον αφορά κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων:

α)

διαθέτει άρτιο πλαίσιο και εργαλεία για τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων ρευστότητας στη διάρκεια της ημέρας, για κάθε νόμισμα του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, για το οποίο ενεργεί ως διακανονιστής·

β)

υπολογίζει και παρακολουθεί συνεχώς και εγκαίρως, τουλάχιστον μια φορά ανά ημέρα, τις ανάγκες ρευστότητάς του και το επίπεδο των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που κατέχει, ενώ παράλληλα, προσδιορίζει την αξία των διαθέσιμων ρευστών στοιχείων του ενεργητικού του, λαμβάνοντας υπόψη τους κατάλληλους συντελεστές απομείωσης για τα στοιχεία αυτά·

γ)

διατηρεί επαρκή ρευστά διαθέσιμα σε όλα τα σημαντικά νομίσματα για την έγκαιρη παροχή υπηρεσιών διακανονισμού, σε διάφορα σενάρια ακραίων καταστάσεων, τα οποία λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο ρευστότητας που γεννάται από την αθέτηση υποχρέωσης τουλάχιστον ενός συμμετέχοντος, περιλαμβανομένων των μητρικών και θυγατρικών επιχειρήσεων, στον οποίο έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα·

δ)

μετριάζει τους αντίστοιχους κινδύνους ρευστότητας με ρευστά διαθέσιμα που πληρούν τις προϋποθέσεις σε κάθε νόμισμα, όπως ρευστά διαθέσιμα στην κεντρική τράπεζα που εκδίδει το νόμισμα, καθώς και σε άλλα φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεσμευμένες πιστώσεις ή άλλες παρόμοιες διευθετήσεις και άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες ή επενδύσεις άμεσα διαθέσιμες και μετατρέψιμες σε ρευστά διαθέσιμα με προκαθορισμένες και άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις χρηματοδότησης, ακόμη και σε ακραίες αλλά ευλογοφανείς συνθήκες της αγοράς. Προσδιορίζει, υπολογίζει και παρακολουθεί τον κίνδυνο ρευστότητας που απορρέει από τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητάς του·

ε)

στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται προκαθορισμένες ρυθμίσεις χρηματοδότησης, επιλέγει ως παρόχους ρευστότητας μόνον φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλα όρια συγκέντρωσης για καθένα από τους αντίστοιχους παρόχους ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής του επιχείρησης και των θυγατρικών του·

στ)

προσδιορίζει και ελέγχει την επάρκεια των αντίστοιχων πόρων μέσω τακτικών και αυστηρών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων·

ζ)

αναλύει και σχεδιάζει τρόπους αντιμετώπισης απρόβλεπτων και δυνητικά ακάλυπτων ελλείψεων ρευστότητας και θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την υλοποίηση των εν λόγω σχεδίων·

η)

στις περιπτώσεις που αυτό είναι πρακτικό και εφικτό και με την επιφύλαξη των κανόνων επιλεξιμότητας της κεντρικής τράπεζας, έχει πρόσβαση σε λογαριασμούς της κεντρικής τράπεζας και σε άλλες υπηρεσίες της, προκειμένου να ενδυναμώσει τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητάς του, ενώ τα πιστωτικά ιδρύματα της Ένωσης καταθέτουν τα αντίστοιχα ταμειακά υπόλοιπα σε ειδικούς λογαριασμούς στις κεντρικές τράπεζες της Ένωσης που εκδίδουν το σχετικό νόμισμα·

θ)

διαθέτει προκαθορισμένες και άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι μπορεί να ρευστοποιήσει εγκαίρως την ασφάλεια που του παρέχεται από αθετούντα πελάτη.

ι)

υποβάλλει τακτικά σχετικές εκθέσεις στις αρχές του άρθρου 60 παράγραφος 1 και γνωστοποιεί στο κοινό το πώς μετρά, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τους κινδύνους ρευστότητας που διατρέχει, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων ρευστότητας εντός της ίδιας ημέρας.

5.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει περαιτέρω τις λεπτομέρειες των πλαισίων και των εργαλείων για την παρακολούθηση, τον υπολογισμό, τη διαχείριση, την αναφορά και τη γνωστοποίηση στο κοινό των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων επέρχονται εντός της ίδιας ημέρας, που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, όποτε κρίνεται δέον, ευθυγραμμίζονται με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 60

Εποπτεία των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 17 και 22 του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο σημείο 40 του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είναι υπεύθυνες για την αδειοδότηση ως πιστωτικών ιδρυμάτων και την εποπτεία ως πιστωτικών ιδρυμάτων, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οδηγία 2013/36/ΕΕ, των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια δυνάμει του παρόντος κανονισμού να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου.

Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο θα είναι επίσης υπεύθυνες για την εποπτεία των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 59 του παρόντος κανονισμού.

Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αξιολογεί τακτικά, και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, κατά πόσο το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με το άρθρο 59, και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, η οποία με τη σειρά της ενημερώνει τις αρχές του άρθρου 55 παράγραφος 4, σχετικά με τα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων τυχών διορθωτικών ενεργειών ή κυρώσεων, της εποπτείας της δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

2.   Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναθεωρεί και αξιολογεί τουλάχιστον ετησίως τα εξής:

α)

στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του άρθρου 54 παράγραφος 2, κατά πόσον όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις μεταξύ των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ τους επιτρέπουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

β)

στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 54 παράγραφος 2, κατά πόσον οι ρυθμίσεις σχετικά με τη χορήγηση άδειας παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου επιτρέπουν στο ΚΑΤ να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ ενημερώνει τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το έτος, τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή κυρώσεων.

Στην περίπτωση που ένα ΚΑΤ ορίζει αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 54, με σκοπό την προστασία των συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι έχει πρόσβαση μέσω του πιστωτικού ιδρύματος που ορίζει σε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και αναφέρει τυχόν παραβάσεις των διατάξεών του στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ και στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής, αποτελεσματική και αποδοτική εποπτεία εντός της Ένωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια για να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, η ΕΑΤ μπορεί, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 61

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες, διασφαλίζοντας ότι οι αρμόδιες αρχές τους διαθέτουν τη σχετική εξουσία επιβολής, σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 63 στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο όταν οι παραβάσεις που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο υπόκεινται ήδη σε ποινικές κυρώσεις στην εθνική ποινική νομοθεσία τους το αργότερο έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας.

Το αργότερο στις 18 Σεπτεμβρίου 2016 τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ. Τα κράτη μέλη αναφέρουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιεσδήποτε μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα σε ΚΑΤ, σε ορισθέντα πιστωτικά ιδρύματα και, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που θέτει το εθνικό δίκαιο στους τομείς που δεν εναρμονίζονται από τον παρόντα κανονισμό, στα μέλη των διοικητικών τους οργάνων και σε τυχόν άλλα πρόσωπα που ελέγχουν ουσιαστικά τις δραστηριότητές τους, καθώς και σε οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο, βάσει του εθνικού δικαίου, ευθύνεται για παράβαση.

3.   Κατά την άσκηση των εξουσιών τους για την επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 63, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά για να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα βάσει του παρόντος κανονισμού και συντονίζουν τη δράση τους προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε επανάληψη ή αλληλεπικάλυψη κατά την εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων και λοιπών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 14.

4.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 63, διασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, και τις θέτουν στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώσουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

5.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης χρηματικών ποινών.

6.   Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα που έχουν επιβάλει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 63, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

7.   Όποτε η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως διοικητικές κυρώσεις ή διοικητικά μέτρα ή ποινικές κυρώσεις, αναφέρει παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.

8.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους σύμφωνα με τα εθνικά τους πλαίσια:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υπό την ευθύνη τους, αλλά με ανάθεση σε οντότητες στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του παρόντος κανονισμού· ή

δ)

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 62

Δημοσίευση αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στους επίσημους δικτυακούς τόπους τους κάθε απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή λοιπού μέτρου για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και κατόπιν ενημέρωσης του τιμωρούμενου προσώπου σχετικά με την απόφαση αυτή. Η σχετική δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση.

Όταν η απόφαση επιβολής κύρωσης ή λοιπού μέτρου αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον της σχετικής δικαστικής ή άλλης σχετικής αρχής, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης, στον επίσημο δικτυακό τόπο τους, πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της προσφυγής και την έκβασή της. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση περί επιβολής κυρώσεως ή μέτρου.

Σε περίπτωση που η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων κρίνεται από την αρμόδια αρχή δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διεξαγόμενη έρευνα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές πράττουν ένα από τα ακόλουθα:

α)

καθυστερούν τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή λοιπού μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση·

β)

δημοσιεύουν την απόφαση για την επιβολή κύρωσης ή λοιπού μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, αν η ανώνυμη αυτή δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

δεν δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή λοιπού μέτρου στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ανωτέρω δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών·

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών στην περίπτωση μέτρων που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσίευση της κύρωσης ή λοιπού μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν σύμφωνα με στοιχείο γ) του τρίτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προσφυγών και της έκβασής τους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσπελάσιμη μόνον από τις αρμόδιες αρχές και ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

2.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο δικτυακό τόπο τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών από δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται μόνο στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 63

Κυρώσεις για παραβάσεις

1.   Το παρόν άρθρο ισχύει για τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος κανονισμού:

α)

παροχή των υπηρεσιών που καθορίζονται στα τμήματα Α, Β και Γ του παραρτήματος κατά παράβαση των άρθρων 16, 25 και 54·

β)

απόκτηση των αδειών που απαιτούνται κατά τα άρθρα 16 και 54 βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 57 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

γ)

μη τήρηση του απαιτούμενου κεφαλαίου από τα ΚΑΤ, κατά παράβαση του άρθρου 47 παράγραφος 1·

δ)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις οργανωτικές απαιτήσεις, κατά παράβαση των άρθρων 26 έως 30·

ε)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, κατά παράβαση των άρθρων 32 έως 35·

στ)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις απαιτήσεις για τις υπηρεσίες ΚΑΤ, κατά παράβαση των άρθρων 37 έως 41·

ζ)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, κατά παράβαση των άρθρων 43 έως 47·

η)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις απαιτήσεις για τις συνδέσεις ΚΑΤ, κατά παράβαση του άρθρου 48·

θ)

καταχρηστική άρνηση των ΚΑΤ να χορηγήσουν διάφορους τύπους πρόσβασης, κατά παράβαση των άρθρων 49 έως 53·

ι)

μη συμμόρφωση των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων με τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που σχετίζονται με τους πιστωτικούς κινδύνους, κατά παράβαση του άρθρου 59 παράγραφος 3·

ια)

μη συμμόρφωση των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων με τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που σχετίζονται με τους κινδύνους ρευστότητας, κατά παράβαση του άρθρου 59 παράγραφος 4.

2.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών, τουλάχιστον σε περίπτωση παράβασης που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την εθνική νομοθεσία, να επιβάλουν, κατ’ ελάχιστον, τις κατωτέρω διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα:

α)

δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το πρόσωπο που ευθύνεται για την παράβαση και τη φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 62·

β)

εντολή που υποχρεώνει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

γ)

ανάκληση των αδειών που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 16 ή 54, σύμφωνα με το άρθρο 20 ή 57·

δ)

προσωρινή ή, για επαναλαμβανόμενες σοβαρές παραβάσεις, μόνιμη απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή άλλου υπεύθυνου φυσικού προσώπου να ασκεί διοικητικά καθήκοντα στο εν λόγω ίδρυμα·

ε)

μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές που ανέρχονται τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

στ)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές ύψους τουλάχιστον 5 εκατ. ευρώ ή, στα κράτη μέλη όπου το ευρώ δεν είναι το επίσημο νόμισμα, ποινές αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο έγκρισης του παρόντος κανονισμού·

ζ)

όσον αφορά νομικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τουλάχιστον 20 εκατ. ευρώ ή έως 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο· εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εσόδων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές οδηγίες με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της ανώτατης μητρικής επιχείρησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαθέτουν και άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων, πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και μπορούν να προβλέψουν υψηλότερα επίπεδα διοικητικών χρηματικών ποινών από αυτά που ορίζονται στην ανωτέρω παράγραφο.

Άρθρο 64

Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:

α)

η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση·

γ)

η χρηματοοικονομική ισχύς του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπεύθυνου νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα του υπεύθυνου φυσικού προσώπου·

δ)

η σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν, των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση ή των ζημιών για τρίτους που προκύπτουν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

ε)

το επίπεδο συνεργασίας του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης διασφάλισης της επιστροφής των κερδών που αποκτήθηκαν ή της αποφυγής ζημιών από το εν λόγω πρόσωπο·

στ)

οι προηγούμενες παραβάσεις του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση.

Άρθρο 65

Αναφορά παραβιάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να ενθαρρύνουν την αναφορά πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων του παρόντος κανονισμού στις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και τη διερεύνηση αναφορών πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων και τη συνέχεια που δίδεται, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές·

β)

κατάλληλη προστασία για εργαζομένους ιδρυμάτων που κοινοποιούν πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών μη δίκαιης μεταχείρισης·

γ)

προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το πρόσωπο που αναφέρει πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις και με το κατηγορούμενο για παράβαση φυσικό πρόσωπο, σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ·

δ)

προστασία της ταυτότητας του προσώπου που αναφέρει πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις και του κατηγορούμενου για παράβαση φυσικού προσώπου σε όλα τα στάδια των διαδικασιών, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοι σε αυτά να καταγγέλλουν πραγματικές ή πιθανές παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Ο δίαυλος αυτός μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Ισχύει η ίδια προστασία με εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία β), γ) και δ).

Άρθρο 66

Δικαίωμα προσφυγής

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού να αιτιολογούνται δεόντως και να υπόκεινται σε δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ισχύει σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης χορήγησης άδειας η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ισχύουσες διατάξεις στοιχεία.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΝΑΘΕΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Ανάθεση αρμοδιοτήτων

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 14 και στο άρθρο 24 παράγραφος 7 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων απονέμεται στην Επιτροπή για περίοδο ετών από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 14 και στο άρθρο 24 παράγραφος 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2, του άρθρου 7 παράγραφος 14 και του άρθρου 24 παράγραφος 7 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 68

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (27). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 εφαρμόζεται.

Άρθρο 69

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα ιδρύματα που λειτουργούν ως ΚΑΤ, το αργότερο έως τις 16 Δεκεμβρίου 2014.

2.   Τα ΚΑΤ υποβάλλουν αίτηση για όλες τις άδειες που είναι απαραίτητες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και γνωστοποιούν τις σχετικές συνδέσεις ΚΑΤ, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος όλων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων κατά τα άρθρα 17, 26, 45, 47, 48 και, όπου αρμόζει, τα άρθρα 55 και 59.

3.   Τα ΚΑΤ τρίτης χώρας υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης από την ΕΑΚΑΑ όπου σκοπεύουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους βάσει του άρθρου 25, εντός περιόδου έξι μηνών από την έναρξη ισχύος είτε των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στα άρθρα 12, 17, 25, 26, 45, 47, 48 και, κατά περίπτωση, των άρθρων 55 και 59, είτε της εκτελεστικής απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 9, επιλέγοντας τη μεταγενέστερη εκ των δύο ημερομηνιών.

4.   Έως ότου ληφθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αδειοδότηση ή την αναγνώριση ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων ΚΑΤ, συνεχίζουν να εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι εθνικοί κανόνες αδειοδότησης και αναγνώρισης των ΚΑΤ.

5.   Τα ΚΑΤ που τελούν υπό τη διαχείριση των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις το παρόντος κανονισμού το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 70

Τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ

Η οδηγία 98/26/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο στοιχείο α) του άρθρου 2 της οδηγίας 98/26/ΕΚ, η τρίτη περίπτωση του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

η οποία, υπό την επιφύλαξη άλλων αυστηρότερων όρων γενικής εφαρμογής που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, ορίζεται ως σύστημα και ανακοινώνεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών από το κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου είναι εφαρμοστέο, εφόσον αυτό το κράτος μέλος κρίνει ικανοποιητικούς τους κανόνες του συστήματος.».

2)

Στο άρθρο 11, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Το αργότερο στις 18 Μαρτίου 2015 τα κράτη μέλη εκδίδουν, δημοσιεύουν και ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με το άρθρο 2 στοιχείο α), πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση της οδηγίας 98/26/ΕΚ.».

Άρθρο 71

Τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το στοιχείο ιε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιε)

στα ΚΑΤ, με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).»."

2)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«64)   “κεντρικό αποθετήριο τίτλων” ή “ΚΑΤ”: κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014.».

3)

Στο παράρτημα I τμήμα Β, το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1)

Φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων εξ ονόματος πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την πρόβλεψη και τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο (“υπηρεσία κεντρικής διατήρησης”) όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014.».

Άρθρο 72

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012

Το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 διαγράφεται.

Άρθρο 73

Εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού δεν υποχρεούνται να διαθέτουν άδεια δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για να παράσχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται ρητώς στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Όταν ένα ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού παρέχει μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες, πέραν της παροχής των υπηρεσιών που αναφέρονται ρητώς στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού, θα ισχύει η οδηγία 2014/65/ΕΕ, εξαιρουμένων των άρθρων 5 έως 8, του άρθρου 9 παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6 και των άρθρων 10 έως 13, και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 74

Εκθέσεις

1.   Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές και τις οικείες αρχές, υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις στην Επιτροπή, παρέχοντας εκτιμήσεις των τάσεων, των δυνητικών κινδύνων και των τρωτών σημείων, και, όπου είναι αναγκαίο, συστάσεις για προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες στις αγορές των υπηρεσιών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνουν τουλάχιστον αξιολόγηση των εξής:

α)

της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού για τις εγχώριες και τις διασυνοριακές πράξεις για κάθε κράτος μέλος, με βάση τον αριθμό και τον όγκο των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού, το ποσό των κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, τον αριθμό και τον όγκο των συναλλαγών αγορών κάλυψης («buy-in») που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και 4, καθώς και κάθε άλλο σχετικό κριτήριο·

β)

της καταλληλότητας των κυρώσεων σε περίπτωση αδυναμίας διακανονισμού, ιδίως ως προς την ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας στις κυρώσεις για αδυναμία διακανονισμού στην περίπτωση μη ευχερώς ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων, βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 4·

γ)

της μέτρησης του διακανονισμού που δεν λαμβάνει χώρα στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τα οποία τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ, με βάση τον αριθμό και τον όγκο των συναλλαγών βάσει των στοιχείων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 9, καθώς και κάθε άλλο σχετικό κριτήριο·

δ)

της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, με βάση τον αριθμό και τον τύπο συνδέσεων ΚΑΤ, τον αριθμό των αλλοδαπών συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ, τον αριθμό και τον όγκο των συναλλαγών στις οποίες εμπλέκονται οι εν λόγω συμμετέχοντες, τον αριθμό των αλλοδαπών εκδοτών που καταχωρίζουν τα αξιόγραφά τους σε ΚΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 49, καθώς και κάθε άλλο σχετικό κριτήριο·

ε)

διεκπεραίωση των αιτημάτων πρόσβασης στα άρθρα 49, 52 και 53 με στόχο τον προσδιορισμό των λόγων απόρριψης των αιτημάτων πρόσβασης από ΚΑΤ, κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, τόπους διαπραγμάτευσης, τυχόν τάσεων στις εν λόγω απορρίψεις και των τρόπων με τους οποίους οι κίνδυνοι που εντοπίζονται θα μπορούσαν να μετριαστούν στο μέλλον ώστε να εγκρίνεται η πρόσβαση, καθώς επίσης τον προσδιορισμό κάθε άλλου ουσιώδους εμποδίου στον ανταγωνισμό στις μετασυναλλακτικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες·

στ)

διεκπεραίωση των αιτήσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφοι 3 έως 7 και στο άρθρο 25 παράγραφοι 4 έως 10·

ζ)

όπου συντρέχει περίπτωση, αξιολόγηση των πορισμάτων της διαδικασίας αξιολόγησης από ομοτίμους για τη διασυνοριακή εποπτεία στο άρθρο 24 παράγραφος 6 και του κατά πόσο η συχνότητα των εν λόγω αξιολογήσεων από ομοτίμους θα μπορούσε να μειωθεί στο μέλλον, παρέχοντας μεταξύ άλλων μια ένδειξη για το εάν τα εν λόγω πορίσματα δείχνουν ότι υφίσταται ανάγκη σύστασης πιο επίσημων σωμάτων εποπτών·

η)

της εφαρμογής των κανόνων των κρατών μελών περί αστικής ευθύνης σχετικά με τις ζημίες με υπαιτιότητα των ΚΑΤ·

θ)

διαδικασίες και προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα ΚΑΤ έχουν λάβει άδεια να ορίζουν πιστωτικά ιδρύματα ή να παρέχουν τα ίδια επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης των αποτελεσμάτων που ενδέχεται να έχει αυτού του είδους η διάταξη στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον ανταγωνισμό για υπηρεσίες διακανονισμού και επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου στην Ένωση·

ι)

εφαρμογή των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 38 σχετικά με την προστασία των αξιογράφων των συμμετεχόντων και των αξιογράφων των πελατών τους, ιδίως αυτών του άρθρου 38 παράγραφος 5·

ια)

της εφαρμογής των κυρώσεων και ειδικότερα της ανάγκης περαιτέρω εναρμόνισης των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των απαιτήσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες καλύπτουν ένα ημερολογιακό έτος, διαβιβάζονται στην Επιτροπή πριν από τις 30 Απριλίου του επόμενου ημερολογιακού έτους.

Άρθρο 75

Επανεξέταση

Το αργότερο στις 18 Σεπτεμβρίου 2019 η Επιτροπή επανεξετάζει τον παρόντα κανονισμό συντάσσει δε σχετική γενική έκθεση. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει ειδικότερα τα ζητήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια) του άρθρου 74 παράγραφος 1, κατά πόσο υφίστανται άλλα ουσιώδη εμπόδια στον ανταγωνισμό όσον αφορά τις υπηρεσίες που καλύπτει ο παρών κανονισμός τα οποία δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς και τυχόν ανάγκη νέων μέτρων ώστε να περιοριστεί ο αντίκτυπος της κατάρρευσης των ΚΑΤ στους φορολογούμενους. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

Άρθρο 76

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Το άρθρο 3 παράγραφος 1 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2023 όσον αφορά τις κινητές αξίες που εκδίδονται μετά από αυτή την ημερομηνία από την 1η Ιανουαρίου 2025 για όλες τις κινητές αξίες.

3.   Το άρθρο 5 παράγραφος 2 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, στην περίπτωση τόπου διαπραγμάτευσης που έχει πρόσβαση σε ΚΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 5, εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 2 τουλάχιστον έξι μήνες πριν προβεί το ΚΑΤ σε ανάθεση των δραστηριοτήτων του στη σχετική δημόσια οντότητα και, σε κάθε περίπτωση, από την 1η Ιανουαρίου 2016.

4.   Τα μέτρα συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης την οποία εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5.

5.   Τα μέτρα συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 έως 13 και η τροποποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 72 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης την οποία εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 15.

Ένας ΠΜΔ που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ υπόκειται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού:

α)

έως τον τελικό καθορισμό της αίτησής του για καταχώριση δυνάμει του άρθρου 33 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή

β)

σε περίπτωση που ένας ΠΜΔ δεν έχει αιτηθεί την καταχώριση δυνάμει του άρθρου 33 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, έως τις 13 Ιουνίου 2017.

6.   Τα μέτρα υποβολής στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εκτελεστικής πράξης την οποία εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3.

7.   Οι παραπομπές στον παρόντα κανονισμό στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρούνται, πριν από τις 3 Ιανουαρίου 2017 ως παραπομπές στην οδηγία 2004/39/ΕΚ σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, στον βαθμό που ο εν λόγω πίνακας περιέχει διατάξεις που αναφέρονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 310 της 13.10.2012, σ. 12.

(2)  ΕΕ C 299 της 4.10.2012, σ. 76.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(4)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(7)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(9)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(12)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(13)  Συλλογή 2004, σ. I-04829.

(14)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(18)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(21)  Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(25)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(26)  Οδηγία 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2006, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό του πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου και τα τεχνικά κριτήρια για την εφαρμογή της απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και την εφαρμογή της εξαίρεσης σε περιπτώσεις άσκησης χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας σε περιστασιακή ή πολύ περιορισμένη βάση (ΕΕ L 214 της 4.8.2006, σ. 29).

(27)  Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ A

Βασικές υπηρεσίες των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων

1.

Αρχική καταχώριση αξιογράφων σε σύστημα λογιστικής εγγραφής («συμβολαιογραφική υπηρεσία»).

2.

Παροχή και τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο («υπηρεσία κεντρικής διατήρησης»).

3.

Διαχείριση συστήματος διακανονισμού αξιογράφων («υπηρεσία διακανονισμού»).

ΤΜΗΜΑ B

Μη τραπεζικές επικουρικές υπηρεσίες των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων οι οποίες δεν συνεπάγονται πιστωτικό κίνδυνο ή κίνδυνο ρευστότητας

Υπηρεσίες που παρέχονται από τα ΚΑΤ, οι οποίες συμβάλλουν στην ενίσχυση της ασφάλειας, της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας των αγορών αξιογράφων, στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:

1.

Υπηρεσίες που σχετίζονται με την υπηρεσία διακανονισμού, όπως:

α)

Οργάνωση μηχανισμού δανεισμού αξιογράφων, ως μεσάζων μεταξύ των συμμετεχόντων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

β)

Παροχή υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλειών, ως μεσάζων για τους συμμετέχοντες σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

γ)

Αντιστοίχιση διακανονισμών, δρομολόγηση εντολών, επιβεβαίωση συναλλαγών, επαλήθευση συναλλαγών.

2.

Υπηρεσίες που σχετίζονται με τις συμβολαιογραφικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες κεντρικής διατήρησης, όπως:

α)

Υπηρεσίες που σχετίζονται με τα μητρώα των μετόχων·

β)

Υποστήριξη και επεξεργασία εταιρικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων φορολογικών πράξεων, γενικών συνελεύσεων και υπηρεσιών ενημέρωσης·

γ)

Υπηρεσίες νέων εκδόσεων, που περιλαμβάνουν την κατανομή και διαχείριση κωδικών ISIN και ανάλογων κωδικών·

δ)

Δρομολόγηση και επεξεργασία εντολών, συλλογή και είσπραξη τελών και υποβολή σχετικών αναφορών.

3.

Δημιουργία συνδέσεων ΚΑΤ, παροχή, διατήρηση ή διαχείριση λογαριασμών αξιογράφων που σχετίζονται με την υπηρεσία διακανονισμού, διαχείριση ασφαλειών, άλλες επικουρικές υπηρεσίες.

4.

Οποιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες, όπως:

α)

Παροχή γενικών υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλειών ως μεσάζων·

β)

Παροχή υπηρεσιών υποβολής κανονιστικών εκθέσεων·

γ)

Παροχή πληροφοριών, δεδομένων και στατιστικών σε υπηρεσίες αγοράς/απογραφής ή άλλες οντότητες κυβερνητικής ή διακυβερνητικής φύσης·

δ)

Παροχή υπηρεσιών ΤΠ.

ΤΜΗΜΑ Γ

Επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

Υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που σχετίζονται άμεσα με τις βασικές ή επικουρικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β, όπως:

α)

Παροχή λογαριασμών ταμείου σε και αποδοχή καταθέσεων από συμμετέχοντες σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων και κατόχους λογαριασμών αξιογράφων, κατά την έννοια του σημείου 1 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

Παροχή ταμειακών πιστώσεων που πρέπει να επιστραφούν το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, δανεισμός μετρητών για την προχρηματοδότηση επιχειρηματικών πράξεων και δανεισμός αξιογράφων σε κατόχους λογαριασμών αξιογράφων, κατά την έννοια του σημείου 2 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

γ)

Υπηρεσίες πληρωμών που περιλαμβάνουν την επεξεργασία συναλλαγών σε μετρητά και σε συνάλλαγμα, κατά την έννοια του σημείου 4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

δ)

Εγγυήσεις και δεσμεύσεις σχετικές με δανειοδοτικές και δανειοληπτικές πράξεις σε αξιόγραφα, κατά την έννοια του σημείου 6 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ε)

Δραστηριότητες διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων σε συνάλλαγμα και κινητές αξίες σε σχέση με τη διαχείριση των θέσεων αγοράς των συμμετεχόντων, κατά την έννοια του σημείου 7 στοιχεία β) και ε) του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.


28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/73


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 910/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης στο επιγραμμικό περιβάλλον είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, ιδίως λόγω της φαινόμενης έλλειψης ασφάλειας δικαίου, κάνει τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες αρχές να διστάζουν να πραγματοποιούν συναλλαγές ηλεκτρονικά και να υιοθετήσουν νέες υπηρεσίες.

(2)

Επιδίωξη του κανονισμού είναι να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές συναλλαγές εντός της εσωτερικής αγοράς, με την παροχή κοινής βάσης για ασφαλείς ηλεκτρονικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτών, των επιχειρήσεων και των δημόσιων αρχών, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των δημόσιων και ιδιωτικών επιγραμμικών υπηρεσιών, του ηλεκτρονικού επιχειρείν και του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ένωση.

(3)

Η οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), αφορούσε τις ηλεκτρονικές υπογραφές, χωρίς να παρέχει ένα ολοκληρωμένο διασυνοριακό και διατομεακό πλαίσιο για ασφαλείς, αξιόπιστες και εύχρηστες ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ο παρών κανονισμός ενισχύει και αναπτύσσει το κεκτημένο της εν λόγω οδηγίας.

(4)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 26ης Αυγούστου 2010 με τίτλο «Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη» εντοπίζει τον κατακερματισμό της ψηφιακής αγοράς, την έλλειψη διαλειτουργικότητας και την αύξηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος ως σημαντικά εμπόδια στον ενάρετο κύκλο της ψηφιακής οικονομίας. Στην έκθεσή της του 2010 για την ιθαγένεια της ΕΕ, με τίτλο «Άρση των εμποδίων στα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ» η Επιτροπή υπογράμμισε περαιτέρω την ανάγκη επίλυσης των βασικών προβλημάτων που εμποδίζουν τους πολίτες της Ένωσης να απολαύσουν τα οφέλη μιας ψηφιακής ενιαίας αγοράς και των διασυνοριακών ψηφιακών υπηρεσιών.

(5)

Στα συμπεράσματά του της 4ης Φεβρουαρίου 2011 και της 23ης Οκτωβρίου 2011, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να δημιουργήσει μια ψηφιακή ενιαία αγορά έως το 2015 προκειμένου να επιτευχθεί ταχεία πρόοδος σε βασικούς τομείς της ψηφιακής οικονομίας και να προωθηθεί μια πλήρως ολοκληρωμένη ψηφιακή ενιαία αγορά με τη διευκόλυνση της διασυνοριακής χρήσης των επιγραμμικών υπηρεσιών, με ιδιαίτερη προσοχή στη διευκόλυνση της ασφαλούς ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας.

(6)

Στα συμπεράσματά του της 27ης Μαΐου 2011, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να συμβάλει στην ψηφιακή ενιαία αγορά με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την αμοιβαία αναγνώριση των βασικών εργαλείων σε διασυνοριακό επίπεδο, όπως η ηλεκτρονική ταυτοποίηση, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, οι ηλεκτρονικές υπογραφές και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικής παράδοσης δεδομένων, καθώς και για τις διαλειτουργικές υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε ολόκληρη την η Ευρωπαϊκή Ένωση.

(7)

Στο ψήφισμά του της 21ης Σεπτεμβρίου 2010 για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς για το ηλεκτρονικό εμπόριο (4), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπογράμμισε τη σημασία της ασφάλειας των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, ιδίως των ηλεκτρονικών υπογραφών, καθώς και την ανάγκη να δημιουργηθεί μια υποδομή δημόσιου κλειδιού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και κάλεσε την Επιτροπή να συστήσει μια ευρωπαϊκή πύλη αρχών επικύρωσης που θα εξασφαλίζει τη διασυνοριακή διαλειτουργικότητα των ηλεκτρονικών υπογραφών και θα ενισχύσει την ασφάλεια των συναλλαγών που διενεργούνται μέσω του διαδικτύου.

(8)

Η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) απαιτεί από τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν υπηρεσίες μιας στάσης («κέντρα ενιαίας εξυπηρέτησης») για την εύκολη ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων όσον αφορά την πρόσβαση σε μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών και την άσκησή της, από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω της κατάλληλης υπηρεσίας μιας στάσης και με τις αρμόδιες αρχές. Πολλές επιγραμμικές υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες μέσω κέντρων ενιαίας εξυπηρέτησης απαιτούν ηλεκτρονική ταυτοποίηση, επαλήθευση της ταυτότητας και υπογραφή.

(9)

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πολίτες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία ηλεκτρονικής ταυτοποίησής τους για να ταυτοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος, επειδή τα εθνικά συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στη χώρα τους δεν αναγνωρίζονται σε άλλα κράτη μέλη. Αυτός ο ηλεκτρονικός φραγμός δεν επιτρέπει στους παρόχους υπηρεσιών να απολαμβάνουν πλήρως τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς. Τα αμοιβαίως αναγνωρισμένα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης θα διασφαλίσουν τη διασυνοριακή παροχή πολυάριθμων υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά και θα δώσουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση χωρίς να αντιμετωπίζουν εμπόδια στις συναλλαγές τους με δημόσιες αρχές.

(10)

Η οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) δημιουργεί ένα δίκτυο εθνικών αρχών υπεύθυνων για την ηλεκτρονική υγεία. Για να ενισχυθεί η ασφάλεια και η συνέχεια της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης, το δίκτυο καλείται να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διασυνοριακή πρόσβαση στα ηλεκτρονικά δεδομένα και υπηρεσίες υγείας, μεταξύ άλλων με την υποστήριξη «κοινών μέτρων ταυτοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας, ώστε να διευκολύνεται η δυνατότητα διαβίβασης δεδομένων στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη». Η αμοιβαία αναγνώριση της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας είναι το κλειδί για να γίνει πραγματικότητα η διασυνοριακή παροχή υγειονομικής περίθαλψης στους Ευρωπαίους πολίτες. Όταν οι άνθρωποι ταξιδεύουν για λόγους υγείας, τα ιατρικά τους δεδομένα θα πρέπει να είναι προσβάσιμα στη χώρα όπου θα νοσηλευτούν. Αυτό απαιτεί ένα στερεό, σαφές και αξιόπιστο πλαίσιο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

(11)

Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να τηρούνται πλήρως οι αρχές της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Σχετικά, και όσον αφορά την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, η επαλήθευση ταυτότητας για επιγραμμική υπηρεσία αφορά την επεξεργασία μόνο εκείνων των στοιχείων ταυτοποίησης που είναι κατάλληλα, συναφή προς το θέμα και όχι υπερβολικά για τη χορήγηση πρόσβασης στην εν λόγω επιγραμμική υπηρεσία. Περαιτέρω, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης και τα εποπτικά όργανα θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ όσον αφορά το απόρρητο και την ασφάλεια επεξεργασίας.

(12)

Ένας από τους στόχους του παρόντος κανονισμού είναι η άρση των υφιστάμενων φραγμών στη διασυνοριακή χρήση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη για ταυτοποίηση τουλάχιστον στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο παρών κανονισμός δεν αποσκοπεί να παρέμβει ως προς τα συστήματα διαχείρισης ηλεκτρονικών ταυτοτήτων και τις συναφείς υποδομές που έχουν θεσπιστεί στα κράτη μέλη. Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να διασφαλιστεί ότι είναι δυνατή η ασφαλής ηλεκτρονική ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας για την πρόσβαση στις διασυνοριακές επιγραμμικές υπηρεσίες που προσφέρονται από τα κράτη μέλη.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να χρησιμοποιούν ή θα εισάγουν μέσα πρόσβασης σε επιγραμμικές υπηρεσίες για σκοπούς ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Επίσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν εάν ο ιδιωτικός τομέας θα συμμετέχει στην παροχή των μέσων αυτών. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εφαρμόζουν. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν εάν θα κοινοποιήσουν στην Επιτροπή όλα, ορισμένα ή κανένα από τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που χρησιμοποιούν σε εθνικό επίπεδο για την πρόσβαση τουλάχιστον σε δημόσιες επιγραμμικές υπηρεσίες ή σε συγκεκριμένες υπηρεσίες.

(14)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ορισμένες προϋποθέσεις σε σχέση με τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης τα οποία θα πρέπει να αναγνωρίζονται και τον τρόπο κοινοποίησής των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Οι προϋποθέσεις αυτές θα βοηθούν τα κράτη μέλη να αναπτύσσουν την απαραίτητη εμπιστοσύνη στα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που το καθένα εφαρμόζει και να αναγνωρίζουν αμοιβαία τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που υπάγονται στα κοινοποιημένα συστήματά τους. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να ισχύει εάν το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης του κοινοποιούντος κράτους μέλους πληροί τους όρους της κοινοποίησης και η κοινοποίηση έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μολαταύτα, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να αφορά μόνο την επαλήθευση ταυτότητας σε επιγραμμική υπηρεσία. Η πρόσβαση στις εν λόγω επιγραμμικές υπηρεσίες και η τελική παροχή τους στον αιτούντα θα πρέπει να συνδέονται άμεσα με το δικαίωμα λήψης των υπηρεσιών αυτών, υπό τους όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

(15)

Η υποχρέωση αναγνώρισης μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης θα πρέπει να σχετίζεται μόνο με εκείνα τα συστήματα των οποίων το επίπεδο ασφαλούς ταυτοποίησης αντιστοιχεί ή υπερβαίνει το επίπεδο που απαιτείται για την εν λόγω επιγραμμική υπηρεσία. Επιπροσθέτως, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο εφόσον ο εν λόγω φορέας του δημόσιου τομέα χρησιμοποιεί το βασικό ή το υψηλό επίπεδο διασφάλισης για την πρόσβαση σε αυτή την επιγραμμική υπηρεσία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα, βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, να αναγνωρίζουν μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης με χαμηλότερα επίπεδα διασφάλισης ταυτότητας.

(16)

Τα επίπεδα διασφάλισης θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τον βαθμό εμπιστοσύνης ενός μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης όσον αφορά την εξακρίβωση της ταυτότητας ενός προσώπου, βεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτόν ότι το πρόσωπο που επικαλείται συγκεκριμένη ταυτότητα είναι στην πραγματικότητα το πρόσωπο στο οποίο έχει αποδοθεί η ταυτότητα αυτή. Το επίπεδο διασφάλισης εξαρτάται από τον βαθμό εμπιστοσύνης που παρέχει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης όσον αφορά την ταυτότητα την οποία επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο, λαμβανομένων υπόψη των διαδικασιών (για παράδειγμα, απόδειξη ταυτότητας και εξακρίβωση και επαλήθευση ταυτότητας), των δραστηριοτήτων διαχείρισης (για παράδειγμα, την οντότητα που εκδίδει τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και τη διαδικασία έκδοσης των μέσων αυτών) και των πραγματοποιούμενων τεχνικών ελέγχων. Υπάρχουν διάφοροι τεχνικοί ορισμοί και περιγραφές των επιπέδων διασφάλισης, οι οποίοι έχουν προκύψει από πιλοτικές εφαρμογές μεγάλης κλίμακας διεξαγόμενες υπό ενωσιακή χρηματοδότηση, από διαδικασίες τυποποίησης και από διεθνείς δραστηριότητες. Ειδικότερα, η πιλοτική εφαρμογή μεγάλης κλίμακας STORK και το ISO 29115 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα επίπεδα 2, 3 και 4, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν οπωσδήποτε υπόψη κατά την κατάρτιση των ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων, προτύπων και διαδικασιών για το χαμηλό, το βασικό και το υψηλό επίπεδο διασφάλισης κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ταυτόχρονα με τη διασφάλιση της συνεκτικής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά το υψηλό επίπεδο διασφάλισης σε σχέση με την απόδειξη της ταυτότητας για την έκδοση εγκεκριμένων πιστοποιητικών. Οι απαιτήσεις που θεσπίζονται θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερες. Θα πρέπει να είναι δυνατή η επίτευξη των απαραίτητων απαιτήσεων ασφαλείας μέσω διαφορετικών τεχνολογιών.

(17)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παροτρύνουν τον ιδιωτικό τομέα να χρησιμοποιεί εθελοντικά, για τους σκοπούς της ταυτοποίησης, μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο κοινοποιημένου συστήματος, όταν απαιτείται σε επιγραμμικές υπηρεσίες ή ηλεκτρονικές συναλλαγές. Η χρήση των εν λόγω μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης θα παρείχε στον ιδιωτικό τομέα τη δυνατότητα να βασίζεται στην ηλεκτρονική ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας που χρησιμοποιείται ήδη ευρέως σε πολλά κράτη μέλη τουλάχιστον σε δημόσιες υπηρεσίες και να διευκολύνει την πρόσβαση στις επιγραμμικές υπηρεσίες για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες σε διασυνοριακό επίπεδο. Προκειμένου να διευκολύνεται η χρήση των εν λόγω μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης από τον ιδιωτικό τομέα σε διασυνοριακό επίπεδο, η δυνατότητα επαλήθευσης της ταυτότητας που παρέχει οιοδήποτε κράτος μέλος θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα τα οποία είναι εγκατεστημένα εκτός της επικράτειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για τα βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα που είναι εγκατεστημένα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Συνεπώς, όσον αφορά τα βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα, το κοινοποιούν κράτος μέλος μπορεί να ορίζει όρους πρόσβασης στα μέσα επαλήθευσης ταυτότητας. Στους εν λόγω όρους πρόσβασης μπορεί να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με το εάν τα μέσα επαλήθευσης της ταυτότητας που σχετίζονται με το κοινοποιημένο σύστημα διατίθενται επί του παρόντος σε βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα.

(18)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την ευθύνη του κοινοποιούντος κράτους μέλους, του μέρους που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και του μέρους που χειρίζεται τη διαδικασία επαλήθευσης ταυτότητας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις οικείες υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Εντούτοις, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης. Ως εκ τούτου, δεν θίγει τους εν λόγω εθνικούς κανόνες, όπως, για παράδειγμα, τους κανόνες σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας ή τους οικείους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, περιλαμβανομένου του βάρους απόδειξης.

(19)

Η ασφάλεια των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης είναι βασικό στοιχείο για την αξιόπιστη διασυνοριακή αμοιβαία αναγνώριση των ηλεκτρονικών μέσων ταυτοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν σε θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης σε ενωσιακό επίπεδο. Κάθε φορά που για ένα σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης απαιτείται ειδικό υλικό ή λογισμικό προς χρήση από τα βασιζόμενα μέρη σε εθνικό επίπεδο, τα εν λόγω κράτη μέλη δεν επιβάλλουν τις εν λόγω απαιτήσεις και τις σχετικές δαπάνες στα βασιζόμενα μέρη που είναι εγκατεστημένα εκτός της επικράτειάς του, για λόγους διασυνοριακής διαλειτουργικότητας. Σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να συζητούνται και να διαμορφώνονται κατάλληλες λύσεις, εντός του πεδίου εφαρμογής του πλαισίου διαλειτουργικότητας. Εντούτοις, απαιτήσεις σε τεχνικό επίπεδο λόγω εγγενών προδιαγραφών των εθνικών μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης οι οποίες ενδεχομένως να επηρεάζουν τους κατόχους αυτών των ηλεκτρονικών μέσων (π.χ. κάρτες με μικροκυκλώματα — «έξυπνες κάρτες») είναι αναπόφευκτες.

(20)

Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών θα πρέπει να διευκολύνει την τεχνική διαλειτουργικότητα των κοινοποιημένων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, προκειμένου να διαμορφώνεται υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και ασφάλειας, ανάλογο του βαθμού επικινδυνότητας. Η ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών με στόχο την αμοιβαία αναγνώρισή τους θα βοηθήσει την εν λόγω συνεργασία.

(21)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει επίσης γενικό νομικό πλαίσιο για τη χρήση των υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Εντούτοις, δεν θα πρέπει να παράγει γενική υποχρέωση χρήσης τους ή εγκατάστασης σημείου πρόσβασης για όλες τις υφιστάμενες υπηρεσίες εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να καλύπτει την παροχή υπηρεσιών οι οποίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά εντός κλειστών συστημάτων μεταξύ καθορισμένου συνόλου συμμετεχόντων και δεν έχουν καμία επίπτωση σε τρίτους. Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού συστήματα που εγκαθίστανται σε επιχειρήσεις ή δημόσιες υπηρεσίες για τη διαχείριση εσωτερικών διαδικασιών και κάνουν χρήση υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Μόνον οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται στο κοινό και έχουν επιπτώσεις σε τρίτους θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επίσης να καλύπτει θέματα που αφορούν τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών υποχρεώσεων, εφόσον υφίστανται απαιτήσεις ως προς τον τύπο, απορρέουσες από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο. Επίσης, δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις εθνικές απαιτήσεις περί τύπου που αφορούν τα δημόσια μητρώα, ιδιαίτερα τα εμπορικά μητρώα και τα κτηματολόγια.

(22)

Προκειμένου να συμβάλλουν στη γενική διασυνοριακή χρήση των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες σε όλα τα κράτη μέλη. Εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

(23)

Στον βαθμό που ο παρών κανονισμός καθιστά υποχρεωτική την αναγνώρισης μιας υπηρεσίας εμπιστοσύνης, παρόμοια υπηρεσία εμπιστοσύνης μπορεί να απορριφθεί μόνο εάν ο αποδέκτης της υποχρέωσης αδυνατεί να την αναγνώσει ή να την επαληθεύσει για τεχνικούς λόγους οι οποίοι εκφεύγουν του άμεσου ελέγχου του αποδέκτη. Εντούτοις, η εν λόγω υποχρέωση καθεαυτή δεν απαιτεί την απόκτηση από δημόσιο φορέα του απαιτούμενου υλικού και λογισμικού για την τεχνική αναγνωσιμότητα όλων των υφιστάμενων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(24)

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις συνάδουσες προς το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με υπηρεσίες εμπιστοσύνης, εάν οι εν λόγω υπηρεσίες δεν εναρμονίζονται πλήρως με τον παρόντα κανονισμό. Εντούτοις, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά.

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να καθορίζουν άλλους τύπους υπηρεσιών εμπιστοσύνης πέραν αυτών που απαρτίζουν τον κλειστό κατάλογο υπηρεσιών εμπιστοσύνης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να αναγνωρίζονται σε εθνικό επίπεδο ως εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης.

(26)

Λόγω του ρυθμού των τεχνολογικών εξελίξεων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υιοθετήσει μια προσέγγιση ανοιχτή στην καινοτομία.

(27)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερος. Η νομική ισχύς που παρέχει θα πρέπει να μπορεί να επιτευχθεί με οιοδήποτε τεχνικό μέσο υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(28)

Για να ενισχυθεί κυρίως η εμπιστοσύνη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και να προωθηθεί η χρήση των υπηρεσιών και των προϊόντων εμπιστοσύνης, θα πρέπει να εισαχθούν οι έννοιες των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, με σκοπό να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις που εξασφαλίζουν υψηλού επιπέδου ασφάλεια κατά τη χρήση ή την παροχή οιωνδήποτε εγκεκριμένων υπηρεσιών και προϊόντων εμπιστοσύνης.

(29)

Σύμφωνα με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου (8) και ιδίως με το άρθρο 9 της σύμβασης, τα άτομα με αναπηρίες θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης και τα προϊόντα τελικού χρήστη που χρησιμοποιούνται κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς καταναλωτές. Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται και τα προϊόντα τελικού χρήστη που χρησιμοποιούνται κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να είναι προσβάσιμα από άτομα με αναπηρίες, εφόσον είναι εφικτό. Στην εκτίμηση εφικτότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, τεχνικές και οικονομικές παράμετροι.

(30)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν εποπτικό φορέα ή εποπτικούς φορείς για τη διεξαγωγή των εποπτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αποφασίζουν, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με άλλο κράτος μέλος, για τον ορισμό εποπτικού φορέα στην επικράτεια του συγκεκριμένου άλλου κράτους μέλους.

(31)

Οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να συνεργάζονται με τις αρχές προστασίας δεδομένων, για παράδειγμα ενημερώνοντας τις εν λόγω αρχές σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν παραβιαστεί κανόνες προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η παροχή πληροφοριών θα πρέπει ιδίως να καλύπτει συμβάντα σχετικά με την ασφάλεια και με παραβιάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(32)

Θα πρέπει να εναπόκειται σε όλους τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης να εφαρμόζουν ορθές πρακτικές ασφάλειας ανάλογες προς τους κινδύνους που συνδέονται με τις δραστηριότητές τους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των χρηστών στην ενιαία αγορά.

(33)

Διατάξεις περί χρήσης ψευδωνύμων στα πιστοποιητικά δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ζητούν εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

(34)

Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν κοινές βασικές απαιτήσεις εποπτείας προκειμένου να διασφαλίζεται ένα συγκρίσιμο επίπεδο ασφάλειας για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης. Προκειμένου να διευκολύνουν την ομοιόμορφη εφαρμογή αυτών των απαιτήσεων σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εγκρίνουν συγκρίσιμες διαδικασίες και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις εποπτικές δραστηριότητες και τις βέλτιστες πρακτικές τους στον τομέα αυτό.

(35)

Όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ειδικότερα όσον αφορά την ασφάλεια και την ευθύνη για τη διασφάλιση της δέουσας επιμέλειας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών τους. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση, όσον αφορά τις εν λόγω απαιτήσεις, μεταξύ εγκεκριμένων και μη εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(36)

Κατά τη θέσπιση εποπτικού καθεστώτος για όλους τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να διασφαλίζεται ισότιμο πλαίσιο ασφάλειας και υπευθυνότητας για πράξεις και υπηρεσίες, συμβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προστασία των χρηστών και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι μη εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να υπόκεινται σε ήπιες και αντενεργές εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, δικαιολογούμενες από τη φύση των υπηρεσιών και των πράξεων. Ως εκ τούτου, ο εποπτικός φορέας δεν θα πρέπει να φέρει γενική ευθύνη εποπτείας μη εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών. Ο εποπτικός φορέας θα πρέπει να αναλαμβάνει δράση μόνο όταν πληροφορείται (για παράδειγμα από τον ίδιο τον μη εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσίας εμπιστοσύνης, από άλλον εποπτικό φορέα, μέσω ειδοποίησης από χρήστη ή επιχειρηματικό εταίρο ή κατόπιν έρευνας του ίδιου του φορέα) ότι μη εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσίας εμπιστοσύνης δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(37)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ευθύνη όλων των παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, θεσπίζει το καθεστώς ευθύνης υπό το οποίο όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να φέρουν ευθύνη για ζημίες που προκαλούνται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω αδυναμίας συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αξιολόγηση του οικονομικού κινδύνου που ενδέχεται να πρέπει να αναλάβουν οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή να καλύψουν με ασφαλιστήρια συμβόλαια, ο παρών κανονισμός επιτρέπει στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης να θέτουν περιορισμούς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στη χρήση των υπηρεσιών που παρέχουν και να μη φέρουν ευθύνη για ζημίες που προκύπτουν από χρήση υπηρεσιών υπερβαίνουσα αυτούς τους περιορισμούς. Οι πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται δεόντως και εκ των προτέρων σχετικά με τους περιορισμούς. Οι εν λόγω περιορισμοί θα πρέπει να είναι αναγνωρίσιμοι από τρίτους, για παράδειγμα μέσω της συμπερίληψης των πληροφοριών για τους περιορισμούς στους όρους και τις προϋποθέσεις της παρεχόμενης υπηρεσίας ή μέσω άλλων αναγνωρίσιμων μέσων. Προκειμένου να εκπληρώνονται οι εν λόγω αρχές, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός δεν θίγει αυτούς τους εθνικούς κανόνες, για παράδειγμα, ως προς τον ορισμό της ζημίας, της πρόθεσης, της αμέλειας, ή τους σχετικούς ισχύοντες δικονομικούς κανόνες.

(38)

Η κοινοποίηση των παραβιάσεων της ασφάλειας και των αξιολογήσεων κινδύνων για την ασφάλεια είναι ουσιώδης για την επαρκή ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών, σε περίπτωση παραβίασης της ασφάλειας ή απώλειας της ακεραιότητας.

(39)

Για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού κοινοποίησης των παραβιάσεων που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να καλούνται να παρέχουν συνοπτικές πληροφορίες στην Επιτροπή και τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA).

(40)

Για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού ενισχυμένης εποπτείας που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να καλούνται να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Αυτό θα συνέβαλε στη διευκόλυνση της ανταλλαγής ορθών πρακτικών μεταξύ των εποπτικών φορέων και θα επιβεβαίωνε ότι οι βασικές απαιτήσεις εποπτείας εφαρμόζονται με συνέπεια και αποτελεσματικότητα σε όλα τα κράτη μέλη.

(41)

Για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η διάρκεια των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των χρηστών στην απρόσκοπτη λειτουργία των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να επαληθεύουν την ύπαρξη και την ορθή εφαρμογή των διατάξεων περί σχεδίων παύσης, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πάροχοι εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης παύουν τις δραστηριότητές τους.

(42)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, για παράδειγμα, όταν ένας πάροχος παρέχει τις υπηρεσίες του στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους στο οποίο δεν υπόκειται σε εποπτεία ή όταν οι υπολογιστές ενός παρόχου βρίσκονται στην επικράτεια κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των εποπτικών φορέων στα κράτη μέλη.

(43)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των υπηρεσιών που παρέχουν προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, θα διεξάγονται αξιολογήσεις συμμόρφωσης από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι δε εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικές με τις επακόλουθες αξιολογήσεις της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα. Στις περιπτώσεις που ο εποπτικός φορέας απαιτεί από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να υποβάλει ad hoc έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ο εποπτικός φορέας θα πρέπει να τηρεί ιδίως την αρχή της χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια, ο εποπτικός φορέας θα πρέπει να αιτιολογεί δεόντως την απόφαση με την οποία ζητά ad hoc αξιολόγηση της συμμόρφωσης.

(44)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην εξασφάλιση ενός συνεκτικού πλαισίου, που θα παρέχει υψηλό επίπεδο ασφάλειας δικαίου και γενικότερης ασφάλειας σε ό,τι αφορά τις υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Υπό αυτό το πρίσμα, κατά την εξέταση της αξιολόγησης της συμμόρφωσης προϊόντων και υπηρεσιών, η Επιτροπή θα πρέπει, εφόσον απαιτείται, να επιδιώκει συνέργειες με υφιστάμενους συναφείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς μηχανισμούς, όπως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) ο οποίος καθορίζει τις απαιτήσεις διαπίστευσης των φορέων αξιολόγησης συμμόρφωσης και εποπτείας της αγοράς προϊόντων.

(45)

Προκειμένου να καταστεί αποδοτική η διαδικασία έναρξης, η οποία θα πρέπει να οδηγεί στη συμπερίληψη των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης που προσφέρουν σε καταλόγους εμπιστοσύνης, θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι προκαταρκτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελλοντικών εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και του αρμόδιου εποπτικού φορέα με σκοπό τη διευκόλυνση της δέουσας επιμέλειας που οδηγεί στην παροχή εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(46)

Οι κατάλογοι εμπιστοσύνης αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των φορέων της αγοράς, δεδομένου ότι αναδεικνύουν την κατάσταση αναγνώρισης του παρόχου υπηρεσιών κατά τον χρόνο εποπτείας.

(47)

Για να μπορούν οι χρήστες να αξιοποιούν πλήρως και να στηρίζονται συνειδητά στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες είναι απαραίτητο να υπάρχει εμπιστοσύνη στις επιγραμμικές υπηρεσίες και να διασφαλίζεται η ευχρηστία τους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης που θα επισημαίνει τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Το εν λόγω ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης για εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης θα κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των εγκεκριμένων και των λοιπών υπηρεσιών εμπιστοσύνης, συνεισφέροντας έτσι στη διαφάνεια στην αγορά. Η χρήση ενωσιακού σήματος εμπιστοσύνης από τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα είναι εθελοντική και δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άλλες απαιτήσεις επιπλέον των ήδη προβλεπόμενων στον παρόντα κανονισμό.

(48)

Παρόλο που απαιτείται υψηλό επίπεδο ασφάλειας για να εξασφαλιστεί η αμοιβαία αναγνώριση ηλεκτρονικών υπογραφών, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως στο πλαίσιο της απόφασης 2009/767/ΕΚ της Επιτροπής (10), θα πρέπει να γίνονται επίσης αποδεκτές ηλεκτρονικές υπογραφές με χαμηλότερο επίπεδο ασφάλειας.

(49)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει την αρχή ότι δεν θα πρέπει να απορρίπτεται η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής με την αιτιολογία ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Ωστόσο, εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών, εκτός από την απαίτηση που περιέχεται στον παρόντα κανονισμό και προβλέπει ότι η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή θα πρέπει να έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.

(50)

Δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη χρησιμοποιούν επί του παρόντος διαφορετικές μορφές προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών για την υπογραφή των εγγράφων τους με ηλεκτρονικά μέσα, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι τουλάχιστον ένας αριθμός μορφών προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών μπορεί να υποστηρίζεται τεχνικά από τα κράτη μέλη όταν λαμβάνουν έγγραφα με ηλεκτρονική υπογραφή. Ομοίως, όταν οι αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη χρησιμοποιούν προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες, θα είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι υποστηρίζουν τουλάχιστον έναν αριθμό μορφών προηγμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων.

(51)

Θα πρέπει να είναι δυνατό για τον υπογράφοντα να αναθέτει τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικών υπογραφών στην επιμέλεια τρίτου μέρους, με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται οι κατάλληλοι μηχανισμοί και διαδικασίες ώστε να διασφαλιστεί ότι ο υπογράφων έχει τον αποκλειστικό έλεγχο της χρήσης των δεδομένων δημιουργίας της ηλεκτρονικής υπογραφής του, καθώς και ότι η χρήση της διάταξης πληροί τις απαιτήσεις όσον αφορά τις εγκεκριμένες υπογραφές.

(52)

Η δημιουργία εξ αποστάσεως ηλεκτρονικών υπογραφών, όπου το περιβάλλον της δημιουργίας της ηλεκτρονικής υπογραφής θα τελεί υπό τη διαχείριση παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης εξ ονόματος του υπογράφοντος, πρόκειται να ενταθεί, λόγω των πολλαπλών οικονομικών πλεονεκτημάτων της. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω ηλεκτρονικές υπογραφές θα τυγχάνουν της ίδιας νομικής αναγνώρισης με τις ηλεκτρονικές υπογραφές που δημιουργούνται σε περιβάλλον το οποίο τελεί υπό την πλήρη διαχείριση του χρήστη, οι πάροχοι υπηρεσιών εξ αποστάσεως ηλεκτρονικής υπογραφής οφείλουν να εφαρμόζουν συγκεκριμένες διαχειριστικές και διοικητικές διαδικασίες ασφαλείας, να χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα, όπου περιλαμβάνονται ειδικότερα ασφαλείς ηλεκτρονικοί δίαυλοι επικοινωνίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία του περιβάλλοντος δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και να υπάρχουν εγγυήσεις ότι το περιβάλλον αυτό χρησιμοποιήθηκε με αποκλειστικό έλεγχο του υπογράφοντος. Όταν μια εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει δημιουργηθεί με χρήση διάταξης εξ αποστάσεως δημιουργίας ηλεκτρονικών υπογραφών, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι απαιτήσεις που ισχύουν για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης βάσει του παρόντος κανονισμού.

(53)

Η αναστολή εγκεκριμένων πιστοποιητικών αποτελεί καθιερωμένη επιχειρησιακή πρακτική των παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης σε πολλά κράτη μέλη, η οποία διαφέρει από την ανάκληση, καθώς συνεπάγεται προσωρινή παύση της ισχύος του πιστοποιητικού. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει πάντοτε να δηλώνεται σαφώς η αναστολή πιστοποιητικού. Προς τούτο, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να έχουν την ευθύνη να δηλώνουν σαφώς το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού και, εάν έχει ανασταλεί, το ακριβές διάστημα της αναστολής του. Ο κανονισμός δεν θα πρέπει να επιβάλλει τη χρήση της αναστολής στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης ούτε στα κράτη μέλη, αλλά όταν και όπου ισχύει η πρακτική αυτή, θα πρέπει να προβλέπει κανόνες διαφάνειας.

(54)

H διασυνοριακή αναγνώριση και διαλειτουργικότητα των εγκεκριμένων πιστοποιητικών αποτελεί προαπαιτούμενο για τη διασυνοριακή αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Ως εκ τούτου, τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεωτικές απαιτήσεις που υπερβαίνουν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, η εισαγωγή ειδικών χαρακτηριστικών, όπως τα μοναδικά αναγνωριστικά, σε εγκεκριμένα πιστοποιητικά θα πρέπει να επιτρέπεται, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά δεν παρακωλύουν τη διασυνοριακή αναγνώριση και τη διαλειτουργικότητα των εγκεκριμένων πιστοποιητικών και των ηλεκτρονικών υπογραφών.

(55)

Η πιστοποίηση της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων με βάση διεθνή πρότυπα, όπως το ISO 15408 και συναφείς μέθοδοι αξιολόγησης και ρυθμίσεις αμοιβαίας αναγνώρισης, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την εξακρίβωση της ασφάλειας των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και θα πρέπει να προωθηθεί. Ωστόσο, διάφορες καινοτόμες λύσεις και υπηρεσίες (όπως η υπογραφή μέσω κινητών συσκευών και η υπογραφή μέσω εφαρμογών νέφους) στηρίζονται σε τεχνικές και οργανωτικές λύσεις για εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικών υπογραφών για τις οποίες ενδέχεται να μην υπάρχουν ακόμη πρότυπα ασφάλειας ή η πρώτη πιστοποίηση της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων να βρίσκεται υπό εξέλιξη. Το επίπεδο ασφαλείας παρόμοιων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής μπορεί να αξιολογείται με τη χρήση εναλλακτικών διαδικασιών μόνον όταν δεν είναι διαθέσιμα αυτά τα πρότυπα ασφαλείας ή όταν η πρώτη πιστοποίηση της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων βρίσκεται υπό εξέλιξη. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να είναι συγκρίσιμες με τα πρότυπα πιστοποίησης της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων στον βαθμό που τα επίπεδα ασφάλειάς τους είναι ισοδύναμα. Οι διαδικασίες αυτές θα μπορούσαν να διευκολύνονται με αξιολόγηση από ομοτίμους.

(56)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίσει απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής προκειμένου να εξασφαλίζεται η λειτουργικότητα των προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει ολόκληρο το περιβάλλον του συστήματος στο οποίο λειτουργούν οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής για την πιστοποίηση εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας υπογραφής θα πρέπει να περιορίζεται στο υλικό και στο λογισμικό του συστήματος που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση και την προστασία των δεδομένων δημιουργίας υπογραφής που δημιουργούνται, αποθηκεύονται ή αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στη συσκευή δημιουργίας υπογραφής. Όπως αναφέρεται αναλυτικά σε σχετικά πρότυπα, οι εφαρμογές δημιουργίας υπογραφής θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο της υποχρέωσης πιστοποίησης.

(57)

Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου σχετικά με την εγκυρότητα της υπογραφής, είναι απαραίτητο να προσδιορισθούν τα συστατικά στοιχεία εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής εκείνα τα οποία θα πρέπει να αξιολογούνται από το βασιζόμενο μέρος που διενεργεί την επικύρωση. Επιπλέον, ο προσδιορισμός των απαιτήσεων για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που μπορούν να παρέχουν εγκεκριμένη υπηρεσία επικύρωσης σε βασιζόμενα μέρη που δεν είναι πρόθυμα ή σε θέση να πραγματοποιήσουν μόνα τους την επικύρωση εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών, θα παρακινούσε τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα να επενδύσει στις εν λόγω υπηρεσίες. Αμφότερα τα στοιχεία αυτά θα καθιστούσαν την επικύρωση εγκεκριμένων υπογραφών εύκολη και άνετη διαδικασία για όλα τα μέρη σε επίπεδο Ένωσης.

(58)

Όταν μια συναλλαγή απαιτεί εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα από νομικό πρόσωπο, η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του νομικού προσώπου θα πρέπει να γίνεται εξίσου αποδεκτή.

(59)

Οι ηλεκτρονικές σφραγίδες θα πρέπει να χρησιμεύουν ως απόδειξη ότι ένα ηλεκτρονικό έγγραφο έχει εκδοθεί από ένα νομικό πρόσωπο, βεβαιώνοντας την προέλευση και την ακεραιότητα του εγγράφου.

(60)

Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής σφραγίδας θα πρέπει να εφαρμόζουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να μπορούν να προσδιορίζουν την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που εκπροσωπεί νομικό πρόσωπο στο οποίο χορηγείται το εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας, όταν απαιτείται μια τέτοια εξακρίβωση σε εθνικό επίπεδο στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας.

(61)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη διαφύλαξη των πληροφοριών για τη διασφάλιση της νομικής εγκυρότητας της ηλεκτρονικής υπογραφής και των ηλεκτρονικών σφραγίδων για μεγάλα χρονικά διαστήματα και για την εξασφάλιση πως θα μπορούν να επικυρωθούν ανεξάρτητα από τις μελλοντικές τεχνολογικές αλλαγές.

(62)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί τη χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας ή προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ή άλλης ισοδύναμης μεθόδου. Θεωρείται εύλογη η πρόβλεψη ότι η καινοτομία θα μπορέσει να οδηγήσει σε νέες τεχνολογίες που θα έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν ισοδύναμο επίπεδο ασφάλειας για τις χρονοσφραγίδες. Όποτε χρησιμοποιείται μέθοδος διαφορετική από την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα ή την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, θα πρέπει να εναπόκειται στον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να αποδείξει, στην έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ότι η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει ισοδύναμο επίπεδο ασφάλειας και είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός.

(63)

Τα ηλεκτρονικά έγγραφα είναι επίσης σημαντικά για την περαιτέρω ανάπτυξη των διασυνοριακών ηλεκτρονικών συναλλαγών στην εσωτερική αγορά. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει την αρχή ότι δεν θα πρέπει να απορρίπτεται η ισχύς του ηλεκτρονικού εγγράφου με την αιτιολογία ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν θα απορρίπτεται μια ηλεκτρονική συναλλαγή με μόνη αιτιολόγηση το γεγονός ότι το έγγραφο είναι σε ηλεκτρονική μορφή.

(64)

Η Επιτροπή, όταν ασχολείται με τις μορφές προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών και σφραγίδων, θα πρέπει να βασίζεται στις ισχύουσες πρακτικές, πρότυπα και νομοθεσίες και ιδίως στην απόφαση 2011/130/ΕΕ της Επιτροπής (11).

(65)

Εκτός από την πιστοποίηση της γνησιότητας του εγγράφου που έχει εκδοθεί από το νομικό πρόσωπο, οι ηλεκτρονικές σφραγίδες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πιστοποίηση της γνησιότητας οποιουδήποτε ψηφιακού περιουσιακού στοιχείου του νομικού προσώπου, όπως κώδικα λογισμικού ή διακομιστών.

(66)

Είναι σημαντικό να προβλεφθεί νομικό πλαίσιο που να διευκολύνει τη διασυνοριακή αναγνώριση της ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης μεταξύ των υφιστάμενων εθνικών νομικών συστημάτων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν επίσης να δημιουργηθούν νέες εμπορικές ευκαιρίες για την προσφορά νέων πανευρωπαϊκών ηλεκτρονικών υπηρεσιών συστημένης παράδοσης από τους ενωσιακούς παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(67)

Οι υπηρεσίες επαλήθευσης της ταυτότητας ιστοτόπων αποτελούν ένα μέσο με το οποίο ένας επισκέπτης του ιστότοπου μπορεί να βεβαιωθεί ότι υπάρχει πραγματική και νόμιμη οντότητα πίσω από τον ιστότοπο. Οι υπηρεσίες αυτές συμβάλλουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της πίστης στην άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε απευθείας σύνδεση, διότι οι χρήστες θα έχουν εμπιστοσύνη σε έναν δικτυακό τόπο του οποίου έχει επαληθευθεί η ταυτότητα. Η παροχή και η χρήση υπηρεσιών επαλήθευσης της ταυτότητας ιστοτόπων είναι απολύτως εθελοντικές. Ωστόσο, προκειμένου η επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων να γίνει ένα μέσο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, παρέχοντας βελτιωμένη εμπειρία στο χρήστη και συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει ελάχιστες υποχρεώσεις ασφάλειας και ευθύνης για τους παρόχους και τις υπηρεσίες τους. Προς τον σκοπό αυτό, έχουν ληφθεί υπόψη τα αποτελέσματα των υφιστάμενων βιομηχανικών πρωτοβουλιών, για παράδειγμα αρχών πιστοποίησης/φόρουμ φυλλομετρητών — φόρουμ CA/Β. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση άλλων μέσων ή μεθόδων για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστότοπου που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ούτε θα πρέπει να εμποδίζει τους παρόχους υπηρεσιών επαλήθευσης της ταυτότητας ιστοτόπων από τρίτες χώρες να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πελάτες στην Ένωση. Ωστόσο, ένας πάροχος από τρίτη χώρα θα πρέπει να επιδιώκει την αναγνώριση των υπηρεσιών του για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων ως εγκεκριμένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, μόνο εάν έχει συναφθεί διεθνής συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της χώρας εγκατάστασης του παρόχου.

(68)

Η έννοια του «νομικού προσώπου» σύμφωνα με τις σχετικές με την εγκατάσταση διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) επιτρέπει στους οικονομικούς φορείς να επιλέγουν τη νομική μορφή που θεωρούν κατάλληλη για την άσκηση της δραστηριότητάς τους. Κατά συνέπεια, ως «νομικά πρόσωπα» κατά την έννοια της ΣΛΕΕ νοούνται όλες οι οντότητες που ιδρύονται σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους ή διέπονται από αυτήν, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους.

(69)

Τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες της Ένωσης ενθαρρύνονται να αναγνωρίζουν την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό για τους σκοπούς της διοικητικής συνεργασίας αξιοποιώντας ιδίως τις υφιστάμενες ορθές πρακτικές και τα αποτελέσματα των υπό εξέλιξη σχεδίων στους τομείς που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

(70)

Για να συμπληρωθούν ορισμένες λεπτομερείς τεχνικές πτυχές του παρόντος κανονισμού κατά τρόπο ευέλικτο και ταχύ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τα κριτήρια που θα πρέπει να πληρούν τα όργανα που είναι υπεύθυνα για την πιστοποίηση διατάξεων δημιουργίας εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(71)

Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες, ιδίως για τον προσδιορισμό των αριθμών αναφοράς προτύπων, η χρήση των οποίων θα αποτελούσε τεκμήριο συμμόρφωσης με ορισμένες απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(72)

Κατά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα πρότυπα και τις τεχνικές προδιαγραφές που εκπονούνται από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και φορείς τυποποίησης, ιδίως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων (ETSI), το Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO) και τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU), με σκοπό να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και εμπιστοσύνης.

(73)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας, η οδηγία 1999/93/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(74)

Για να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου για τους φορείς της αγοράς που χρησιμοποιούν ήδη εγκεκριμένα πιστοποιητικά εκδοθέντα από φυσικό πρόσωπο σύμφωνα με την οδηγία 1999/93/ΕΚ, είναι απαραίτητη η πρόβλεψη επαρκούς μεταβατικής περιόδου. Ομοίως, θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικά μέτρα για τις ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας υπογραφών, των οποίων η συμμόρφωση έχει καθοριστεί σύμφωνα με την οδηγία 1999/93/ΕΚ, καθώς και για τους παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά πριν από την 1η Ιουλίου 2016. Τέλος, είναι επίσης απαραίτητο να παρασχεθούν στην Επιτροπή μέσα για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων πριν από την ημερομηνία αυτή.

(75)

Οι ημερομηνίες εφαρμογής που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό δεν θίγουν τις υφιστάμενες υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, ιδίως σύμφωνα με την οδηγία 2006/123/ΕΚ.

(76)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και συνεπώς, λόγω της κλίμακας της δράσης, μπορούν όμως να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(77)

Έγινε διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) και αυτός εξέδωσε γνώμη στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 (14),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς παράλληλα με την επίτευξη ενός επαρκούς επιπέδου ασφάλειας στα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και στις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ο παρών κανονισμός:

α)

καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης φυσικών και νομικών προσώπων που εμπίπτουν σε κοινοποιημένο σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης άλλου κράτους μέλους·

β)

θεσπίζει κανόνες για τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ιδίως για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και

γ)

θεσπίζει νομικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές, τις ηλεκτρονικές σφραγίδες, τις ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης και τις υπηρεσίες πιστοποιητικών για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούνται από κράτος μέλος και στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών εμπιστοσύνης που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά εντός κλειστών συστημάτων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο ή από συμφωνίες μεταξύ καθορισμένων μερών.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων ως προς τον τύπο.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ηλεκτρονική ταυτοποίηση»: η διαδικασία χρήσης δεδομένων ταυτοποίησης προσώπου σε ηλεκτρονική μορφή που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένα φυσικό πρόσωπο που εκπροσωπεί ένα νομικό πρόσωπο·

2)   «μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης»: υλική και/ή άυλη μονάδα η οποία περιέχει δεδομένα ταυτοποίησης προσώπου και χρησιμοποιείται για την επαλήθευση ταυτότητας σε επιγραμμικές υπηρεσίες·

3)   «δεδομένα ταυτοποίησης προσώπου»: δέσμη δεδομένων που επιτρέπει την εξακρίβωση της ταυτότητας φυσικού ή νομικού προσώπου ή φυσικού προσώπου που εκπροσωπεί νομικό πρόσωπο·

4)   «σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης»: σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του οποίου εκδίδονται μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή σε φυσικά πρόσωπα που εκπροσωπούν νομικά πρόσωπα·

5)   «επαλήθευση ταυτότητας»: ηλεκτρονική διαδικασία που επιτρέπει να επιβεβαιωθεί η ηλεκτρονική ταυτοποίηση φυσικού ή νομικού προσώπου ή της προέλευσης και της ακεραιότητας δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή·

6)   «βασιζόμενο μέρος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο βασίζεται σε ηλεκτρονική ταυτοποίηση ή σε υπηρεσία εμπιστοσύνης·

7)   «φορέας του δημόσιου τομέα»: οι κρατικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή οι ενώσεις ενός ή περισσότερων τέτοιων αρχών ή ενός ή περισσότερων φορέων δημοσίου δικαίου, ή ιδιωτική οντότητα που έχει εξουσιοδοτηθεί από τουλάχιστον μία από τις εν λόγω αρχές, φορείς ή ενώσεις να παρέχει δημόσιες υπηρεσίες, όταν ενεργεί υπό αυτή την ιδιότητα·

8)   «οργανισμός δημοσίου δικαίου»: όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

9)   «υπογράφων»: φυσικό πρόσωπο που δημιουργεί ηλεκτρονική υπογραφή·

10)   «ηλεκτρονική υπογραφή»: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράφει·

11)   «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή»: ηλεκτρονική υπογραφή που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 26·

12)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή»: προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής·

13)   «δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής»: μοναδικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής·

14)   «πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής»: ηλεκτρονική βεβαίωση που συνδέει τα δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής υπογραφής με φυσικό πρόσωπο και επιβεβαιώνει τουλάχιστον το όνομα ή το ψευδώνυμο του εν λόγω προσώπου·

15)   «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής»: πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα I απαιτήσεις·

16)   «υπηρεσία εμπιστοσύνης»: ηλεκτρονική υπηρεσία, συνήθως παρεχόμενη έναντι αμοιβής, η οποία συνίσταται:

α)

στη δημιουργία, εξακρίβωση και επικύρωση ηλεκτρονικών υπογραφών, ηλεκτρονικών σφραγίδων ή ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων, ηλεκτρονικών υπηρεσιών συστημένης παράδοσης και πιστοποιητικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές, ή

β)

στη δημιουργία, εξακρίβωση και επικύρωση πιστοποιητικών για επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων, ή

γ)

στη διαφύλαξη ηλεκτρονικών υπογραφών, σφραγίδων ή πιστοποιητικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές·

17)   «εγκεκριμένη υπηρεσία εμπιστοσύνης»: υπηρεσία εμπιστοσύνης η οποία πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό·

18)   «οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: οργανισμός, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008, ο οποίος έχει διαπιστευθεί σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό ως ικανός να αξιολογεί τη συμμόρφωση εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης που παρέχουν·

19)   «πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες εμπιστοσύνης είτε ως εγκεκριμένος είτε ως μη εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

20)   «εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης»: ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος παρέχει μία ή περισσότερες εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης και έχει αναγνωριστεί ως τέτοιος από τον εποπτικό φορέα·

21)   «προϊόν»: το υλικό ή το λογισμικό ή τα συναφή συστατικά στοιχεία υλικού ή λογισμικού τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την παροχή υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

22)   «διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής»: διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής·

23)   «εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής»: διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II·

24)   «δημιουργός σφραγίδας»: νομικό πρόσωπο που δημιουργεί ηλεκτρονική σφραγίδα·

25)   «ηλεκτρονική σφραγίδα»: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, με σκοπό τη διασφάλιση της προέλευσης και της ακεραιότητάς τους·

26)   «προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα»: ηλεκτρονική σφραγίδα που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 36·

27)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα»: προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας·

28)   «δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας»: μοναδικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται από τον δημιουργό της ηλεκτρονικής σφραγίδας για τη δημιουργία ηλεκτρονικής σφραγίδας·

29)   «πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας»: ηλεκτρονική βεβαίωση που συνδέει τα δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής σφραγίδας με νομικό πρόσωπο και επιβεβαιώνει το όνομα του εν λόγω προσώπου·

30)   «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας»: πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα III απαιτήσεις·

31)   «διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας»: διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής σφραγίδας·

32)   «εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας»: διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας που πληροί κατ’ αναλογία τις οριζόμενες στο παράρτημα II απαιτήσεις·

33)   «ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα»: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία συνδέουν άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή με ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τεκμηριώνοντας ότι τα εν λόγω δεδομένα υπήρχαν κατά το χρονικό σημείο εκείνο·

34)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα»: ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα που πληροί τις οριζόμενες στο άρθρο 42 απαιτήσεις·

35)   «ηλεκτρονικό έγγραφο»: οποιοδήποτε περιεχόμενο έχει αποθηκευτεί σε ηλεκτρονική μορφή και ειδικότερα ως κείμενο ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή·

36)   «ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης»: υπηρεσία η οποία καθιστά δυνατή τη διαβίβαση δεδομένων μεταξύ τρίτων μερών με ηλεκτρονικά μέσα και παρέχει τεκμήρια σχετικά με τον χειρισμό των διαβιβαζόμενων δεδομένων, περιλαμβανομένης απόδειξης της αποστολής και της παραλαβής των δεδομένων, και η οποία προστατεύει τα διαβιβαζόμενα δεδομένα από τον κίνδυνο απώλειας, κλοπής, βλάβης ή τροποποίησης τους χωρίς άδεια·

37)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης»: ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης που πληροί τις οριζόμενες στο άρθρο 44 απαιτήσεις·

38)   «πιστοποιητικό γνησιότητας ιστότοπου»: βεβαίωση η οποία επιτρέπει την επαλήθευση της γνησιότητας ενός ιστότοπου και συνδέει τον ιστότοπο με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό·

39)   «εγκεκριμένο πιστοποιητικό για την επαλήθευση της γνησιότητας ιστότοπου»: πιστοποιητικό για την επαλήθευση της γνησιότητας ιστότοπου που εκδίδεται από αναγνωρισμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα IV απαιτήσεις·

40)   «δεδομένα επικύρωσης»: δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την επικύρωση ηλεκτρονικής υπογραφής ή ηλεκτρονικής σφραγίδας·

41)   «επικύρωση»: η διαδικασία ελέγχου και επιβεβαίωσης ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα είναι έγκυρη.

Άρθρο 4

Αρχές της εσωτερικής αγοράς

1.   Δεν υφίσταται κανένας περιορισμός στην παροχή υπηρεσιών εμπιστοσύνης στην επικράτεια κράτους μέλους από πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένος σε άλλα κράτη μέλη για λόγους που εμπίπτουν στους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά.

Άρθρο 5

Επεξεργασία και προστασία δεδομένων

1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

2.   Με την επιφύλαξη των εννόμων συνεπειών των ψευδωνύμων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η χρήση ψευδωνύμων στις ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν απαγορεύεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 6

Αμοιβαία αναγνώριση

1.   Όταν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή την εθνική διοικητική πρακτική, απαιτούνται ηλεκτρονική ταυτοποίηση με τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και επαλήθευση της ταυτότητας για την απόκτηση πρόσβασης σε υπηρεσία η οποία παρέχεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα σε ορισμένο κράτος μέλος, το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος αναγνωρίζεται στο πρώτο κράτος μέλος για τους σκοπούς της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας για την εν λόγω υπηρεσία που προσφέρεται επιγραμμικά, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

το εν λόγω μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδίδεται στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που περιλαμβάνεται στον κατάλογο τον οποίο δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9·

β)

το επίπεδο διασφάλισης του εν λόγω μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης αντιστοιχεί σε επίπεδο διασφάλισης ίσο ή ανώτερο από αυτό που απαιτείται από τον οικείο φορέα του δημόσιου τομέα για την επιγραμμική πρόσβαση στην εν λόγω υπηρεσία στο πρώτο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι το επίπεδο διασφάλισης του εν λόγω μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης αντιστοιχεί στο βασικό ή το υψηλό επίπεδο διασφάλισης·

γ)

ο οικείος φορέας του δημόσιου τομέα χρησιμοποιεί το βασικό ή το υψηλό επίπεδο διασφάλισης για την πρόσβαση σε αυτή την επιγραμμική υπηρεσία.

Η έγκριση αυτή πραγματοποιείται το αργότερο 12 μήνες αφότου η Επιτροπή δημοσιεύσει τον κατάλογο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α).

2.   Το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδεται στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης περιλαμβανόμενου στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 και το οποίο αντιστοιχεί στο χαμηλό επίπεδο διασφάλισης μπορεί να αναγνωρίζεται από φορείς του δημόσιου τομέα για τους σκοπούς της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας για την υπηρεσία που παρέχεται επιγραμμικά από τους εν λόγω φορείς.

Άρθρο 7

Επιλεξιμότητα για την κοινοποίηση των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης

Ένα σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης είναι επιλέξιμο για κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδίδονται:

i)

από το κοινοποιούν κράτος μέλος,

ii)

με εντολή του κοινοποιούντος κράτους μέλους, ή

iii)

ανεξάρτητα από το κοινοποιούν κράτος μέλος και είναι αναγνωρισμένα από το κράτος αυτό·

β)

τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πρόσβαση τουλάχιστον σε μία υπηρεσία που παρέχεται από φορέα του δημόσιου τομέα που απαιτεί ηλεκτρονική ταυτοποίηση στο κοινοποιούν κράτος μέλος·

γ)

το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται βάσει αυτού πληρούν τις απαιτήσεις ενός τουλάχιστον από τα επίπεδα διασφάλισης τα οποία παρατίθενται στην εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3·

δ)

το κοινοποιούν κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τα δεδομένα ταυτοποίησης προσώπου που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό το εν λόγω πρόσωπο αποδίδονται, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες για το οικείο επίπεδο διασφάλισης που ορίζονται στην εκτελεστική πράξη του άρθρου 8 παράγραφος 3, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 1 κατά την έκδοση του μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος·

ε)

το μέρος που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος διασφαλίζει ότι το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης αποδίδεται στο πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες για το οικείο επίπεδο διασφάλισης που ορίζονται στην εκτελεστική πράξη του άρθρου 8 παράγραφος 3·

στ)

το κοινοποιούν κράτος μέλος εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της επαλήθευσης της ταυτότητας επιγραμμικά, ώστε κάθε βασιζόμενο μέρος που είναι εγκατεστημένο στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους να μπορεί να επιβεβαιώνει τα δεδομένα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης προσώπου τα οποία έχει λάβει σε ηλεκτρονική μορφή.

Για τα βασιζόμενα μέρη, εκτός από τους φορείς του δημόσιου τομέα, το κοινοποιούν κράτος μέλος μπορεί να ορίσει τους όρους πρόσβασης στην εν λόγω επαλήθευση της ταυτότητας. Η εν λόγω διασυνοριακή επαλήθευση ταυτότητας παρέχεται δωρεάν όταν διενεργείται σε σχέση με υπηρεσία που παρέχεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν ειδικές τεχνικές απαιτήσεις δυσανάλογου χαρακτήρα στα βασιζόμενα μέρη που προτίθενται να προβούν σε τέτοια επαλήθευση ταυτότητας όταν οι εν λόγω απαιτήσεις αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν σημαντικά τη διαλειτουργικότητα των κοινοποιηθέντων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ζ)

τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στα άλλα κράτη μέλη, για τους σκοπούς που αφορούν την υποχρέωση του άρθρου 12 παράγραφος 5, περιγραφή του εν λόγω συστήματος σύμφωνα με τις διαδικαστικές λεπτομέρειες που καθορίζονται με τις εκτελεστικές πράξεις του άρθρου 12 παράγραφος 7·

η)

το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης πληροί τις απαιτήσεις της εκτελεστικής πράξης του άρθρου 12 παράγραφος 8.

Άρθρο 8

Επίπεδα διασφάλισης των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης

1.   Το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 προσδιορίζει το επίπεδο διασφάλισης —χαμηλό, βασικό και/ή υψηλό— των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται στο πλαίσιό του.

2.   Το χαμηλό, το βασικό και το υψηλό επίπεδο διασφάλισης πληρούν αντιστοίχως τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το χαμηλό επίπεδο διασφάλισης αναφέρεται σε μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, εκδιδόμενο στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο παρέχει ικανό βαθμό εμπιστοσύνης στην ταυτότητα που επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο και στο οποίο αποδίδεται χαρακτηρισμός βάσει των σχετικών τεχνικών προδιαγραφών, προτύπων και διαδικασιών, περιλαμβανομένων των τεχνικών ελέγχων, σκοπός των οποίων είναι η ικανή μείωση του κινδύνου κατάχρησης ή αλλοίωσης της ταυτότητας·

β)

το βασικό επίπεδο διασφάλισης αναφέρεται σε μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδιδόμενο στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, το οποίο παρέχει βασικό βαθμό εμπιστοσύνης στην ταυτότητα που επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο και στο οποίο αποδίδεται χαρακτηρισμός βάσει των σχετικών τεχνικών προδιαγραφών, προτύπων και διαδικασιών, περιλαμβανομένων των τεχνικών ελέγχων, σκοπός των οποίων είναι η ικανή μείωση του κινδύνου κατάχρησης ή αλλοίωσης της ταυτότητας·

γ)

το υψηλό επίπεδο διασφάλισης αναφέρεται σε μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδιδόμενο στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο παρέχει υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στην ταυτότητα που επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο και στο οποίο αποδίδεται χαρακτηρισμός βάσει των σχετικών τεχνικών προδιαγραφών, προτύπων και διαδικασιών, περιλαμβανομένων των τεχνικών ελέγχων, σκοπός των οποίων είναι η αποτροπή της κατάχρησης ή της αλλοίωσης της ταυτότητας.

3.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών διεθνών προτύπων και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η Επιτροπή εκδίδει, με εκτελεστικές πράξεις, τις ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες βάσει των οποίων καθορίζονται τα επίπεδα διασφάλισης —χαμηλό, βασικό και υψηλό— των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

Οι εν λόγω ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές, πρότυπα και διαδικασίες καθορίζονται με κριτήριο την αξιοπιστία και την ποιότητα των ακόλουθων στοιχείων:

α)

της διαδικασίας απόδειξης και εξακρίβωσης της ταυτότητας φυσικών ή νομικών προσώπων που ζητούν την έκδοση μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

β)

της διαδικασίας έκδοσης του μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει ζητηθεί·

γ)

του μηχανισμού επαλήθευσης της ταυτότητας, μέσω του οποίου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο χρησιμοποιεί το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης για να βεβαιώσει την ταυτότητά του έναντι βασιζόμενου μέρους·

δ)

της οντότητας που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ε)

κάθε άλλου φορέα που συμμετέχει στην αίτηση για την έκδοση του μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, και

στ)

των τεχνικών προδιαγραφών και των προδιαγραφών ασφάλειας του εκδιδόμενου μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Κοινοποίηση

1.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες και τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση:

α)

περιγραφή του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στα επίπεδα διασφάλισής του, στον εκδότη ή τους εκδότες των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος·

β)

το εφαρμοστέο καθεστώς εποπτείας και πληροφορίες για το καθεστώς ευθύνης όσον αφορά τα εξής:

i)

το μέρος που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, και

ii)

το μέρος που χειρίζεται τη διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας·

γ)

την αρχή ή τις αρχές που είναι υπεύθυνες για το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

δ)

πληροφορίες σχετικά με την οντότητα ή τις οντότητες που διαχειρίζονται την καταγραφή των μοναδικών δεδομένων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης προσώπου·

ε)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο πληρούνται οι απαιτήσεις των εκτελεστικών πράξεων του άρθρου 12 παράγραφος 8·

στ)

περιγραφή της επαλήθευσης ταυτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο στ)·

ζ)

τις ρυθμίσεις για την αναστολή ή την ανάκληση είτε του κοινοποιούμενου συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης ή της επαλήθευσης ταυτότητας είτε των σχετικών τμημάτων αυτών που έχουν εκτεθεί σε κίνδυνο.

2.   Ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8, η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον κατάλογο των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις βασικές πληροφορίες για αυτά.

3.   Εάν η Επιτροπή λάβει κοινοποίηση μετά την πάροδο της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 περιόδου, δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις τροποποιήσεις του καταλόγου της παραγράφου 2 εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω κοινοποίησης.

4.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή αίτημα για να διαγραφεί από τον κατάλογο της παραγράφου 2 το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει κοινοποιήσει. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις αντίστοιχες τροποποιήσεις του καταλόγου εντός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος του κράτους μέλους.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις περιστάσεις, τους μορφότυπους και τις διαδικασίες για την κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Παραβίαση ασφάλειας

1.   Όταν είτε το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 είτε η επαλήθευση ταυτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο στ) έχουν παραβιαστεί ή εκτεθεί μερικώς σε κίνδυνο κατά τρόπο που θίγει την αξιοπιστία της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας του εν λόγω συστήματος, το κοινοποιούν κράτος μέλος αναστέλλει ή ανακαλεί χωρίς καθυστέρηση την εν λόγω διασυνοριακή επαλήθευση ταυτότητας ή τα σχετικά τμήματα που έχουν εκτεθεί σε κίνδυνο και ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

2.   Όταν αντιμετωπιστεί η παραβίαση ή η έκθεση σε κίνδυνο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το κοινοποιούν κράτος μέλος αποκαθιστά τη διασυνοριακή επαλήθευση ταυτότητας και ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Αν η παραβίαση ή ο κίνδυνος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν αντιμετωπιστούν εντός τριών μηνών από την αναστολή ή την ανάκληση, το κοινοποιούν κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή την απόσυρση του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

Η Επιτροπή δημοσιεύει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις αντίστοιχες τροποποιήσεις του καταλόγου του άρθρου 9 παράγραφος 2.

Άρθρο 11

Ευθύνη

1.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στο άρθρο 7 στοιχεία δ) και στ) στο πλαίσιο διασυνοριακής συναλλαγής.

2.   Το μέρος που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωσή του που προβλέπεται στο άρθρο 7 στοιχείο ε) στο πλαίσιο διασυνοριακής συναλλαγής.

3.   Το μέρος που χειρίζεται τη διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μη διασφάλισης της ορθής λειτουργίας της επαλήθευσης της ταυτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο στ) στο πλαίσιο διασυνοριακής συναλλαγής.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης.

5.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 ισχύουν με την επιφύλαξη της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο ευθύνης των μερών συναλλαγής στην οποία χρησιμοποιούνται μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εμπίπτουν στο πλαίσιο του κοινοποιημένου συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.

Άρθρο 12

Συνεργασία και διαλειτουργικότητα

1.   Τα εθνικά συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 είναι διαλειτουργικά.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 θεσπίζεται πλαίσιο διαλειτουργικότητας.

3.   Το πλαίσιο διαλειτουργικότητας πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

έχει στόχο να είναι τεχνολογικά ουδέτερο και δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ συγκεκριμένων εθνικών τεχνικών λύσεων για την ηλεκτρονική ταυτοποίηση εντός του κράτους μέλους·

β)

ακολουθεί τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, όταν αυτό είναι εφικτό·

γ)

διευκολύνει την από σχεδίου εφαρμογή της αρχής της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, και

δ)

εξασφαλίζει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

4.   Το πλαίσιο διαλειτουργικότητας περιλαμβάνει τα εξής:

α)

αναφορά ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων σχετικά με τα επίπεδα διασφάλισης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

β)

αντιστοίχιση των εθνικών επιπέδων διασφάλισης των κοινοποιημένων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης με τα επίπεδα διασφάλισης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

γ)

αναφορά ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων για τη διαλειτουργικότητα·

δ)

αναφορά σε ένα ελάχιστο σύνολο δεδομένων ταυτοποίησης προσώπου που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο και διατίθενται από τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ε)

κανονισμό λειτουργίας·

στ)

ρυθμίσεις για την επίλυση διαφορών, και

ζ)

κοινά πρότυπα λειτουργικής ασφάλειας.

5.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται ως προς τα ακόλουθα:

α)

τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 και των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που προτίθενται να κοινοποιήσουν, και

β)

την ασφάλεια των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

6.   Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών περιλαμβάνει τα εξής:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών, πείρας και καλών πρακτικών σχετικά με τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και ιδίως σε ό,τι αφορά τις τεχνικές απαιτήσεις σχετικά με τη διαλειτουργικότητα και τα επίπεδα διασφάλισης·

β)

ανταλλαγή πληροφοριών, πείρας και καλών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των επιπέδων διασφάλισης των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

γ)

αξιολόγηση από ομοτίμους των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, και

δ)

εξέταση των σχετικών εξελίξεων στον τομέα της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

7.   Έως τις 18 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις αναγκαίες διαδικαστικές λεπτομέρειες προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών που αναφέρεται στις παραγράφους 5 και 6, με σκοπό την προώθηση υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης και ασφάλειας αντίστοιχου με το βαθμό κινδύνου.

8.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 και για τον σκοπό της θέσπισης ενιαίων όρων για την εφαρμογή της απαίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με το πλαίσιο διαλειτουργικότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4, με την επιφύλαξη των κριτηρίων της παραγράφου 3 και λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών.

9.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8 του παρόντος άρθρου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 13

Ευθύνη και βάρος απόδειξης

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ευθύνονται για ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μιας μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επικαλείται τη ζημία του πρώτου εδαφίου φέρει το βάρος για την απόδειξη της πρόθεσης ή της αμέλειας μη εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

Τεκμαίρεται ότι συντρέχει πρόθεση ή αμέλεια εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εκτός εάν ο εν λόγω εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης αποδείξει ότι η ζημία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο προκλήθηκε χωρίς να συντρέχει πρόθεση ή αμέλειά του.

2.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ενημερώνουν εκ των προτέρων και με τον αρμόζοντα τρόπο τους πελάτες τους σχετικά με τους περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση των υπηρεσιών που παρέχουν και στις περιπτώσεις που οι περιορισμοί αυτοί είναι αναγνωρίσιμοι στους τρίτους, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης δεν ευθύνονται για ζημίες που προκαλούνται από χρήση των υπηρεσιών καθ’ υπέρβαση των δηλωθέντων περιορισμών.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης.

Άρθρο 14

Διεθνείς πτυχές

1.   Οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες αναγνωρίζονται ως νομικά ισοδύναμες προς τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης εγκατεστημένους εντός της Ένωσης, εφόσον οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που προέρχονται από την τρίτη χώρα αναγνωρίζονται δυνάμει συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας ή διεθνούς οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 218 ΣΛΕΕ.

2.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν, ιδίως, τα εξής:

α)

ότι οι απαιτήσεις που εφαρμόζονται στους εγκατεστημένους στην Ένωση παρόχους εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης καθώς και στις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που αυτοί παρέχουν τηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης στην τρίτη χώρα ή τους διεθνείς οργανισμούς που είναι συμβαλλόμενα μέρη των συμφωνιών, όπως επίσης και από τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που αυτοί παρέχουν·

β)

ότι οι εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης εγκατεστημένους στην Ένωση αναγνωρίζονται ως νομικά ισοδύναμες με τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό που είναι συμβαλλόμενο μέρος των συμφωνιών.

Άρθρο 15

Προσβασιμότητα για άτομα με αναπηρίες

Εφόσον είναι εφικτό, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται και τα προϊόντα τελικού χρήστη που χρησιμοποιούνται στην παροχή των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να είναι προσβάσιμα για άτομα με αναπηρίες.

Άρθρο 16

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΤΜΗΜΑ 2

Εποπτεία

Άρθρο 17

Εποπτικός φορέας

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν εποπτικό φορέα εγκατεστημένο στην επικράτειά τους - ή, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με άλλο κράτος μέλος, εποπτικό φορέα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος αυτό. Ο εν λόγω φορέας είναι υπεύθυνος για την άσκηση καθηκόντων εποπτείας στο κράτος μέλος που τον ορίζει.

Στους εποπτικούς φορείς ανατίθενται οι αναγκαίες εξουσίες και διατίθενται επαρκείς πόροι για την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αντίστοιχων εποπτικών φορέων που έχουν ορίσει.

3.   Ο εποπτικός φορέας έχει τον ακόλουθο ρόλο:

α)

εποπτεύει τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια του κράτους μέλους που τους έχει ορίσει, προκειμένου να διασφαλίζει, με εκ των προτέρων και εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, ότι οι εν λόγω εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν πληρούν τις απαιτήσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός·

β)

αναλαμβάνει δράση, όταν είναι αναγκαίο, σχετικά με μη εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια του κράτους μέλους που τον έχει ορίσει, με εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, όταν γίνεται αποδέκτης πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν εικάζεται ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 και με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται σε αυτήν, ο εποπτικός φορέας έχει καθήκον, ιδίως:

α)

να συνεργάζεται με άλλους εποπτικούς φορείς και να τους παρέχει βοήθεια, σύμφωνα με το άρθρο 18·

β)

να αναλύει τις εκθέσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και στο άρθρο 21 παράγραφος 1·

γ)

να ενημερώνει τους λοιπούς εποπτικούς φορείς και το κοινό σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης της ασφάλειας ή απώλειας της ακεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2·

δ)

να αναφέρει στην Επιτροπή σχετικά με τις κύριες δραστηριότητές του σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου·

ε)

να διενεργεί ελέγχους ή να ζητεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης να πραγματοποιήσει αξιολόγηση της συμμόρφωσης εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2·

στ)

να συνεργάζεται με τις αρχές προστασίας δεδομένων, ιδίως ενημερώνοντάς τες, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν παραβιαστεί οι κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ζ)

να χορηγεί έγκριση στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης και στις υπηρεσίες που αυτοί παρέχουν, καθώς και να αποσύρει την έγκριση αυτή σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21·

η)

να ενημερώνει τον φορέα που είναι αρμόδιος για τον εθνικό κατάλογο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 σχετικά με τις αποφάσεις του για τη χορήγηση ή την απόσυρση έγκρισης, εκτός αν ο εν λόγω φορέας είναι επίσης ο εποπτικός φορέας·

θ)

να ελέγχει την ύπαρξη και την ορθή εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τα σχέδια τερματισμού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης παύει τις δραστηριότητές του, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο διασφαλίζεται η πρόσβαση στις πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 στοιχείο η)·

ι)

να απαιτεί από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης να αίρουν οποιαδήποτε παράλειψη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν ότι ο εν λόγω εποπτικός φορέας δημιουργεί, διατηρεί και ενημερώνει υποδομή εμπιστοσύνης, σύμφωνα με τους όρους του εθνικού δικαίου.

6.   Έως τις 31 Μαρτίου εκάστου έτους, κάθε εποπτικός φορέας υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, όπως επίσης και συνοπτική παρουσίαση των κοινοποιήσεων παραβίασης που έλαβε από παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

7.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών την ετήσια έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

8.   Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους μορφότυπους και τις διαδικασίες για την έκθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 6. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Αμοιβαία συνδρομή

1.   Οι εποπτικοί φορείς συνεργάζονται για την ανταλλαγή ορθών πρακτικών.

Εποπτικός φορέας που λαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα από άλλον εποπτικό φορέα παρέχει στον αιτούντα φορέα συνδρομή με σκοπό τη συνεκτική διεξαγωγή των δραστηριοτήτων των εποπτικών φορέων. Η αμοιβαία συνδρομή μπορεί να καλύπτει, ιδίως, αιτήματα παροχής πληροφοριών και εποπτικά μέτρα, όπως αιτήματα για τη διενέργεια επιθεωρήσεων σε σχέση με τις εκθέσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στα άρθρα 20 και 21.

2.   Εποπτικός φορέας στον οποίο απευθύνεται αίτημα συνδρομής μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στο εν λόγω αίτημα όταν συντρέχει οποιοσδήποτε από τις ακόλουθους λόγους:

α)

ο εποπτικός φορέας δεν είναι αρμόδιος να παρέχει τη συνδρομή που ζητείται·

β)

η συνδρομή που ζητείται δεν είναι ανάλογη προς τις εποπτικές δραστηριότητες του εποπτικού φορέα οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17·

γ)

η παροχή της συνδρομής που ζητείται θα ήταν ασυμβίβαστη με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους οικείους εποπτικούς φορείς τους να διεξάγουν κοινές έρευνες στις οποίες συμμετέχει προσωπικό των εποπτικών φορέων άλλων κρατών μελών. Οι ρυθμίσεις και οι διαδικασίες για κοινές δράσεις αυτού του είδους συμφωνούνται και θεσπίζονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με τα εθνικά τους δίκαια.

Άρθρο 19

Απαιτήσεις ασφάλειας για τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης

1.   Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγκεκριμένοι και μη, λαμβάνουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα διαχείρισης των κινδύνων για την ασφάλεια των υπηρεσιών εμπιστοσύνης που παρέχουν. Λαμβανομένων υπόψη των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων, τα εν λόγω μέτρα διασφαλίζουν ότι το επίπεδο ασφαλείας είναι ανάλογο προς τον βαθμό του κινδύνου. Συγκεκριμένα, λαμβάνονται μέτρα για την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση του αντικτύπου των συμβάντων που άπτονται της ασφάλειας, καθώς και για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων σχετικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις τυχόν παρόμοιων συμβάντων.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγκεκριμένοι και μη, ενημερώνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 24 ωρών αφότου έλαβαν γνώση σχετικά, τον εποπτικό φορέα και, κατά περίπτωση, άλλους σχετικούς φορείς, όπως τον αρμόδιο εθνικό φορέα για την ασφάλεια των πληροφοριών ή την αρχή προστασίας δεδομένων, για οποιαδήποτε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας που έχει σημαντικό αντίκτυπο στην παρεχόμενη υπηρεσία εμπιστοσύνης ή στα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Όταν η παραβίαση της ασφάλειας ή η απώλεια της ακεραιότητας είναι πιθανόν να επηρεάσει δυσμενώς φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει παρασχεθεί η υπηρεσία εμπιστοσύνης, ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης ενημερώνει επίσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την παραβίαση της ασφάλειας ή την απώλεια της ακεραιότητας.

Κατά περίπτωση, ιδίως εάν η παραβίαση της ασφάλειας ή η απώλεια της ακεραιότητας αφορά δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ο εποπτικός φορέας που έχει ενημερωθεί ενημερώνει τους εποπτικούς φορείς των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και τον ENISA.

Ο εποπτικός φορέας που έχει ενημερωθεί ενημερώνει το κοινό ή ζητεί από τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να το πράξει, εφόσον κρίνει ότι η δημοσιοποίηση της παραβίασης της ασφάλειας ή της απώλειας της ακεραιότητας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

3.   Ο εποπτικός φορέας παρέχει μία φορά ετησίως στον ENISA σύνοψη των κοινοποιήσεων παραβίασης της ασφάλειας ή της απώλειας της ακεραιότητας που έχει λάβει από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

4.   Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εξειδικεύει περαιτέρω τα μέτρα της παραγράφου 1, και

β)

να καθορίζει τους μορφότυπους και τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών, που ισχύουν για τον σκοπό της παραγράφου 2.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 3

Εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης

Άρθρο 20

Εποπτεία εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης

1.   Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ελέγχονται, με δικές τους δαπάνες τουλάχιστον κάθε 24 μήνες, από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Σκοπός του ελέγχου είναι να επιβεβαιώνεται ότι οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι παρεχόμενες από αυτούς εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης υποβάλλουν την προκύπτουσα έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα εντός τριών εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο εποπτικός φορέας μπορεί ανά πάσα στιγμή να διενεργεί ελέγχους ή να ζητεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης τη διενέργεια αξιολόγησης της συμμόρφωσης για εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης, με δαπάνες των εν λόγω εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιώνεται ότι οι ίδιοι και οι παρεχόμενες από αυτούς εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού. Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν παραβιαστεί οι κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο εποπτικός φορέας ενημερώνει τις αρχές προστασίας δεδομένων για τα αποτελέσματα των ελέγχων του.

3.   Όταν ο εποπτικός φορέας απαιτεί από τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να άρει την παράλειψη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και όταν ο εν λόγω πάροχος δεν ενεργεί ανάλογα, κατά περίπτωση εντός προθεσμίας που τάσσει ο εποπτικός φορέας, ο εν λόγω φορέας μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την έκταση, τη διάρκεια και τις επιπτώσεις της παράλειψης αυτής, να αποσύρει την έγκριση του εν λόγω παρόχου ή της θιγόμενης υπηρεσίας που παρέχεται από αυτόν και να ενημερώσει τον φορέα που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3, προκειμένου να ενημερώσει τους κατάλογους εμπιστοσύνης που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1. Ο εποπτικός φορέας ενημερώνει τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης σχετικά με την απόσυρση της έγκρισής του ή της έγκρισης της σχετικής υπηρεσίας.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εξής πρότυπα:

α)

πρότυπα για τη διαπίστευση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για την έκθεση αξιολόγησης της πιστότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

πρότυπα για τους κανόνες ελέγχου βάσει των οποίων οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα διενεργούν την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 21

Έναρξη εγκεκριμένης υπηρεσίας εμπιστοσύνης

1.   Εάν πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που δεν είναι εγκεκριμένοι σκοπεύουν να αρχίσουν να παρέχουν εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης, υποβάλλουν στον εποπτικό φορέα κοινοποίηση της πρόθεσής τους μαζί με έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης εκδοθείσα από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Ο εποπτικός φορέας εξακριβώνει αν ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, και ιδίως τις απαιτήσεις που προβλέπονται για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης και για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν.

Εάν ο εποπτικός φορέας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχει συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, χορηγεί έγκριση στον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και στις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχει. Ενημερώνει τον φορέα που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 προκειμένου να ενημερώσει τους καταλόγους εμπιστοσύνης που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1, το αργότερο τρεις μήνες από την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Εάν η εξακρίβωση δεν ολοκληρωθεί εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, ο εποπτικός φορέας ενημερώνει τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης εξηγώντας τους λόγους της καθυστέρησης και ορίζοντας την προθεσμία εντός της οποίας θα ολοκληρωθεί η εξακρίβωση.

3.   Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης μπορούν να αρχίσουν να παρέχουν τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης αφού η έγκριση καταχωριστεί στους καταλόγους εμπιστοσύνης που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, μορφότυπους και διαδικασίες για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 22

Κατάλογοι εμπιστοσύνης

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει καταλόγους εμπιστοσύνης συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης για τους οποίους είναι αρμόδιο, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν.

2.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν, τηρούν και δημοσιεύουν, με ασφαλή τρόπο, ηλεκτρονικά υπογεγραμμένους ή σφραγισμένους καταλόγους εμπιστοσύνης, όπως προβλέπονται στην παράγραφο 1, σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, πληροφορίες για τον φορέα που είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση, την τήρηση και τη δημοσίευση εθνικών καταλόγων εμπιστοσύνης και στοιχεία για την τοποθεσία όπου δημοσιεύονται οι εν λόγω κατάλογοι, τα πιστοποιητικά που χρησιμοποιούνται για την υπογραφή ή τη σφράγισή τους και τυχόν τροποποιήσεις τους.

4.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού, μέσω ασφαλούς διαύλου, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σε ηλεκτρονικά υπογεγραμμένη ή σφραγισμένη μορφή, κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 η Επιτροπή διευκρινίζει, με την έκδοση εκτελεστικών πράξεων, τις πληροφορίες που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές και τους μορφότυπους των καταλόγων εμπιστοσύνης που ισχύουν για τον σκοπό των παραγράφων 1 έως 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 23

Ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης για εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης

1.   Αφού καταχωριστεί στον κατάλογο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 η έγκριση που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης μπορούν να χρησιμοποιούν το ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης για να επισημαίνουν με απλό, αναγνωρίσιμο και σαφή τρόπο τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που προσφέρουν.

2.   Κατά τη χρήση του ενωσιακού σήματος εμπιστοσύνης για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης μεριμνούν ώστε να υπάρχει στον ιστότοπό τους σύνδεσμος προς τον σχετικό κατάλογο εμπιστοσύνης.

3.   Έως την 1η Ιουλίου 2015 η Επιτροπή ορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις προδιαγραφές σχετικά με τη μορφή και ιδίως την παρουσίαση, τη σύνθεση, το μέγεθος και το σχέδιο του ενωσιακού σήματος εμπιστοσύνης για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 24

Απαιτήσεις για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης

1.   Κατά την έκδοση εγκεκριμένου πιστοποιητικού για υπηρεσία εμπιστοσύνης, ο εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης προβαίνει, με κατάλληλα μέσα και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σε εξακρίβωση της ταυτότητας και, κατά περίπτωση, τυχόν ειδικών χαρακτηριστικών του φυσικού ή νομικού προσώπου για το οποίο εκδίδεται εγκεκριμένο πιστοποιητικό.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εξακριβώνονται από τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης είτε άμεσα είτε μέσω τρίτου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο:

α)

με φυσική παρουσία του φυσικού προσώπου ή εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, ή

β)

εξ αποστάσεως, με τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης για τα οποία, πριν από την έκδοση του εγκεκριμένου πιστοποιητικού, έχει διασφαλιστεί η φυσική παρουσία του φυσικού προσώπου ή εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του νομικού προσώπου και τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 8 όσον αφορά το «βασικό» ή το «υψηλό» επίπεδο διασφάλισης, ή

γ)

μέσω πιστοποιητικού εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β), ή

δ)

με τη χρήση άλλων μεθόδων ταυτοποίησης αναγνωρισμένων σε εθνικό επίπεδο που παρέχουν διασφάλιση ισοδύναμη με τη φυσική παρουσία. Η ισοδύναμη διασφάλιση επιβεβαιώνεται από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών που παρέχουν εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης:

α)

ενημερώνουν τον εποπτικό φορέα για κάθε αλλαγή όσον αφορά την παροχή των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης του, περιλαμβανομένης της πρόθεσης παύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων·

β)

απασχολούν προσωπικό και, κατά περίπτωση, υπεργολάβους που διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία, αξιοπιστία, πείρα και προσόντα και έχουν λάβει κατάλληλη εκπαίδευση σχετικά με την ασφάλεια και τους κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμόζουν δε διοικητικές και διαχειριστικές διαδικασίες που ανταποκρίνονται σε ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα·

γ)

όσον αφορά την ευθύνη για τις ζημίες σύμφωνα με το άρθρο 13, διατηρούν επαρκείς οικονομικούς πόρους και/ή αποκτούν κατάλληλη ασφαλιστική κάλυψη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο·

δ)

προτού συνάψουν συμβατική σχέση, ενημερώνουν, με σαφή και ολοκληρωμένο τρόπο, κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει εγκεκριμένη υπηρεσία εμπιστοσύνης σχετικά με τους ακριβείς όρους και τις προϋποθέσεις για τη χρήση της εν λόγω υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν περιορισμών όσον αφορά τη χρήση της·

ε)

χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα τα οποία προστατεύονται από τροποποιήσεις και διασφαλίζουν την τεχνική ασφάλεια και αξιοπιστία των διεργασιών που υποστηρίζονται από αυτά·

στ)

χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα για την αποθήκευση των δεδομένων που τους παρέχονται, σε επαληθεύσιμη μορφή, ούτως ώστε:

i)

να είναι δημοσίως διαθέσιμα για άντληση μόνον εφόσον έχει ληφθεί η συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα,

ii)

μόνον εξουσιοδοτημένα πρόσωπα να μπορούν να πραγματοποιούν καταχωρίσεις και τροποποιήσεις στα αποθηκευμένα δεδομένα,

iii)

να μπορεί να ελέγχεται η αυθεντικότητα των δεδομένων·

ζ)

λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα κατά της πλαστογραφίας και της κλοπής δεδομένων·

η)

καταγράφουν και διατηρούν προσβάσιμο για κατάλληλη χρονική περίοδο, ακόμη και μετά την παύση των δραστηριοτήτων του εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης, το σύνολο των συναφών πληροφοριών που αφορούν δεδομένα τα οποία έχουν εκδοθεί και ληφθεί από τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης, ιδίως για την παροχή αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες και για τη διασφάλιση της συνέχειας της υπηρεσίας· η καταγραφή αυτή δύναται να πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα·

θ)

διαθέτουν ενημερωμένο σχέδιο τερματισμού με σκοπό την εξασφάλιση της συνέχειας της υπηρεσίας σύμφωνα με διατάξεις ελεγμένες από τον εποπτικό φορέα δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 4 στοιχείο θ)·

ι)

εξασφαλίζουν τη νόμιμη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ·

ια)

σε περίπτωση εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά, συγκροτούν βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά, την οποία τηρούν ενημερωμένη.

3.   Όταν εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά αποφασίζουν να ανακαλέσουν ένα πιστοποιητικό, καταχωρίζουν την εν λόγω ανάκληση στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και δημοσιοποιούν την ανάκληση του πιστοποιητικού εγκαίρως και σε κάθε περίπτωση εντός 24 ωρών από την παραλαβή της αίτησης. Η ανάκληση αυτή αρχίζει να ισχύει αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή της.

4.   Αναφορικά με την παράγραφο 3, οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά παρέχουν σε κάθε βασιζόμενο μέρος πληροφορίες για την ισχύ ή την ανάκληση των εγκεκριμένων πιστοποιητικών που έχουν εκδοθεί από αυτούς. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες, τουλάχιστον για κάθε χωριστό πιστοποιητικό, ανά πάσα στιγμή και πέραν της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού, κατά τρόπο αυτοματοποιημένο που είναι αξιόπιστος, δωρεάν και αποτελεσματικός.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα που είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 στοιχεία ε) και στ) του παρόντος άρθρου. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο τεκμαίρεται εφόσον τα αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα πληρούν τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 4

Ηλεκτρονικές υπογραφές

Άρθρο 25

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή βασιζόμενη σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 26

Απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές

Μία προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα·

β)

είναι ικανή να ταυτοποιεί τον υπογράφοντα·

γ)

δημιουργείται με δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία ο υπογράφων μπορεί, με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και

δ)

συνδέεται με τα δεδομένα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με αυτήν κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση των εν λόγω δεδομένων.

Άρθρο 27

Ηλεκτρονικές υπογραφές σε δημόσιες υπηρεσίες

1.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή για τη χρήση επιγραμμικής υπηρεσίας που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές, τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που βασίζονται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής και τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές τουλάχιστον με τους μορφότυπους ή με τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό για τη χρήση μιας επιγραμμικής υπηρεσίας που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που βασίζονται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό και τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές τουλάχιστον με τους μορφότυπους ή με τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

3.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν για τη διασυνοριακή χρήση μιας υπηρεσίας που προσφέρεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα ηλεκτρονική υπογραφή με επίπεδο ασφάλειας υψηλότερο από αυτό της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 26 τεκμαίρεται όταν η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 και λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών πρακτικών, των προτύπων και των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τους μορφότυπους αναφοράς των προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών ή τις μεθόδους αναφοράς όταν χρησιμοποιούνται εναλλακτικοί μορφότυποι. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 28

Εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος I.

2.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών δεν υπόκεινται σε καμία υποχρεωτική απαίτηση που υπερβαίνει τις απαιτήσεις του παραρτήματος I.

3.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής μπορούν να περιλαμβάνουν μη υποχρεωτικά πρόσθετα ειδικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν επηρεάζουν τη διαλειτουργικότητα και την αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών.

4.   Εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών ανακληθεί μετά την αρχική ενεργοποίησή του, παύει να ισχύει από τη στιγμή της ανάκλησής του και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς ισχύος.

5.   Υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν εθνικούς κανόνες για την προσωρινή αναστολή εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής:

α)

εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής έχει ανασταλεί προσωρινά, παύει να ισχύει όσο διαρκεί η αναστολή·

β)

η διάρκεια της αναστολής αναφέρεται σαφώς στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και η αναστολή είναι ορατή, στη διάρκεια της αναστολής, στην υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I τεκμαίρεται εφόσον το εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 29

Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Οι εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος II.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II τεκμαίρεται εφόσον η εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 30

Πιστοποίηση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Η συμμόρφωση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος II πιστοποιείται από αρμόδιους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που ορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες στη διάθεση των κρατών μελών.

3.   Η πιστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα:

α)

διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειας διενεργούμενη σύμφωνα με κάποιο από τα πρότυπα για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων πληροφορικής που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τον οποίο καταρτίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, ή

β)

διαδικασία διαφορετική από την αναφερόμενη στην περίπτωση α), εφόσον η διαδικασία αυτή χρησιμοποιεί συγκρίσιμα επίπεδα ασφάλειας και ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 γνωστοποιεί τη διαδικασία αυτή στην Επιτροπή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που δεν υφίστανται τα πρότυπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή όταν βρίσκεται εν εξελίξει μια διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειας όπως αναφέρεται στο στοιχείο α).

Η Επιτροπή καταρτίζει με εκτελεστικές πράξεις κατάλογο προτύπων για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων πληροφορικής που αναφέρεται στο στοιχείο α). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 47 σχετικά με τον καθορισμό συγκεκριμένων κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται από τους οριζόμενους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 31

Δημοσίευση καταλόγου πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο έναν μήνα από τη χορήγηση της πιστοποίησης, πληροφορίες για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής οι οποίες έχουν πιστοποιηθεί από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1. Κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο έναν μήνα από την ακύρωση της πιστοποίησης, πληροφορίες για τις διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που δεν είναι πλέον πιστοποιημένες.

2.   Βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει, η Επιτροπή καταρτίζει, δημοσιεύει και τηρεί κατάλογο πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, μορφές και διαδικασίες για τους σκοπούς της παραγράφου 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 32

Απαιτήσεις για την επικύρωση εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Η διαδικασία επικύρωσης εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής εφόσον:

α)

το πιστοποιητικό που τεκμηριώνει την υπογραφή ήταν κατά τη στιγμή της υπογραφής εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής σύμφωνα με το παράρτημα I·

β)

το εγκεκριμένο πιστοποιητικό εκδόθηκε από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και ήταν έγκυρο κατά τη στιγμή της υπογραφής·

γ)

τα στοιχεία επικύρωσης της υπογραφής αντιστοιχούν στα δεδομένα που παρέχονται στο βασιζόμενο μέρος·

δ)

το μοναδικό σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν τον υπογράφοντα στο πιστοποιητικό παρέχεται ορθώς στο βασιζόμενο μέρος·

ε)

η χρήση οποιουδήποτε ψευδώνυμου δηλώνεται εμφανώς στο βασιζόμενο μέρος, εάν χρησιμοποιήθηκε ψευδώνυμο κατά τη στιγμή της υπογραφής·

στ)

η ηλεκτρονική υπογραφή δημιουργήθηκε από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής·

ζ)

η ακεραιότητα των υπογεγραμμένων δεδομένων δεν έχει τεθεί σε κίνδυνο·

η)

κατά τη στιγμή της υπογραφής πληρούνταν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 26.

2.   Το σύστημα που χρησιμοποιείται για την επικύρωση της ηλεκτρονικής υπογραφής παρέχει στο βασιζόμενο μέρος το ορθό αποτέλεσμα της διαδικασίας επικύρωσης και του επιτρέπει να εντοπίζει τυχόν ζητήματα ασφαλείας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για την επικύρωση εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον η επικύρωση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 33

Εγκεκριμένη υπηρεσία επικύρωσης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Εγκεκριμένη υπηρεσία επικύρωσης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών μπορεί να παρέχεται μόνο από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης οι οποίοι:

α)

παρέχουν επικύρωση σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1·

β)

επιτρέπουν στα βασιζόμενα μέρη να λαμβάνουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας επικύρωσης με αυτοματοποιημένο τρόπο ο οποίος είναι αξιόπιστος, αποτελεσματικός και φέρει την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του παρόχου της εγκεκριμένης υπηρεσίας επικύρωσης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες επικύρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον η υπηρεσία επικύρωσης των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 34

Εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών μπορεί να παρέχεται μόνο από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος χρησιμοποιεί διαδικασίες και τεχνολογίες ικανές να επεκτείνουν την αξιοπιστία της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής πέραν της περιόδου τεχνολογικής ισχύος.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για την εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον οι ρυθμίσεις για την εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών πληρούν τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 5

Ηλεκτρονικές σφραγίδες

Άρθρο 35

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών σφραγίδων

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικής σφραγίδας ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα χαίρει του τεκμηρίου της ακεραιότητας των δεδομένων και της ορθότητας της προέλευσης των δεδομένων με τα οποία συνδέεται.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα βασιζόμενη σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 36

Απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες

Μία προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα·

β)

είναι ικανή να ταυτοποιεί τον υπογράφοντα·

γ)

δημιουργείται με δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία ο υπογράφων μπορεί, με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και

δ)

συνδέεται με τα δεδομένα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με αυτήν κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση των εν λόγω δεδομένων.

Άρθρο 37

Ηλεκτρονικές σφραγίδες σε δημόσιες υπηρεσίες

1.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες, προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες βάσει εγκεκριμένου πιστοποιητικού για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες και εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες τουλάχιστον με τη μορφή ή τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα που βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες βάσει εγκεκριμένου πιστοποιητικού και εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες τουλάχιστον με τη μορφή ή τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

3.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν για διασυνοριακή χρήση σε υπηρεσία που προσφέρεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα ηλεκτρονική σφραγίδα με επίπεδο ασφάλειας υψηλότερο από αυτό της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 36 τεκμαίρεται εφόσον η προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015, και λαμβάνοντας υπόψη τις πρακτικές, τα πρότυπα και τις ενωσιακές νομικές πράξεις που βρίσκονται σε ισχύ, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τις μορφές αναφοράς των προηγμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων ή μεθόδους αναφοράς όταν χρησιμοποιούνται εναλλακτικές μορφές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 38

Εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.

2.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων δεν υπόκεινται σε καμία υποχρεωτική απαίτηση που υπερβαίνει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες μπορούν να περιλαμβάνουν μη υποχρεωτικά πρόσθετα ειδικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν επηρεάζουν τη διαλειτουργικότητα και την αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων.

4.   Εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας ανακληθεί μετά την αρχική ενεργοποίησή του, παύει να ισχύει από τη στιγμή της ανάκλησής του και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς ισχύος.

5.   Υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν εθνικούς κανόνες για την προσωρινή αναστολή εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής σφραγίδας:

α)

εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας έχει ανασταλεί προσωρινά, παύει να ισχύει όσο διαρκεί η αναστολή·

β)

η διάρκεια της αναστολής αναφέρεται σαφώς στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και η αναστολή είναι ορατή, στη διάρκεια της αναστολής, στην υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III τεκμαίρεται εφόσον το εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 39

Εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας

1.   Το άρθρο 29 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας.

2.   Το άρθρο 30 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην πιστοποίηση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας.

3.   Το άρθρο 31 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη δημοσίευση καταλόγου πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας.

Άρθρο 40

Επικύρωση και διαφύλαξη των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων

Τα άρθρα 32, 33 και 34 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην επικύρωση και τη διαφύλαξη των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων.

ΤΜΗΜΑ 6

Ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες

Άρθρο 41

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικής χρονοσφραγίδας ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής χρονοσφραγίδας.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα χαίρει του τεκμηρίου της ακρίβειας της ημερομηνίας και της ώρας που αναφέρει καθώς και της ακεραιότητας των δεδομένων με τα οποία συνδέονται η ημερομηνία και η ώρα.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα κράτη μέλη.

Άρθρο 42

Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες

1.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

συνδέει την ημερομηνία και την ώρα με τα δεδομένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται ευλόγως η δυνατότητα μη ανιχνεύσιμης τροποποίησης των δεδομένων·

β)

βασίζεται σε χρονική πηγή ακριβείας συνδεδεμένη με τη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα· και

γ)

φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή έχει υπογραφεί με κάποια άλλη ανάλογη μέθοδο.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τη σύνδεση της ημερομηνίας και της ώρας με τα δεδομένα καθώς και για τις χρονικές πηγές ακριβείας. Η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 τεκμαίρεται εφόσον η σύνδεση ημερομηνίας και ώρας με τα δεδομένα και τη χρονική πηγή ακριβείας πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 7

Ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης

Άρθρο 43

Νομική ισχύς ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό δεδομένων που αποστέλλονται και λαμβάνονται με τη χρήση ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης ως αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης.

2.   Τα δεδομένα που αποστέλλονται και λαμβάνονται με τη χρήση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης χαίρουν του τεκμηρίου της ακεραιότητας των δεδομένων, της αποστολής από τον ταυτοποιημένο αποστολέα και της παραλαβής από τον ταυτοποιημένο αποδέκτη των δεδομένων και της ακρίβειας της ημερομηνίας και της ώρας αποστολής και λήψης των δεδομένων που αναφέρονται από την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης.

Άρθρο 44

Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης

1.   Οι εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

παρέχονται από έναν ή περισσότερους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

β)

εξασφαλίζουν με υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης την ταυτοποίηση του αποστολέα·

γ)

εξασφαλίζουν την ταυτοποίηση του αποδέκτη πριν από την παράδοση των δεδομένων·

δ)

η αποστολή και η λήψη των δεδομένων διασφαλίζονται με προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης κατά τρόπο που να αποκλείει τη δυνατότητα μη ανιχνεύσιμης τροποποίησης των δεδομένων·

ε)

οποιαδήποτε τροποποίηση των δεδομένων που απαιτούνται για τους σκοπούς της αποστολής ή της λήψης των δεδομένων δηλώνεται σαφώς στον αποστολέα και στον αποδέκτη των δεδομένων·

στ)

η ημερομηνία και ο χρόνος αποστολής, παραλαβής και οποιαδήποτε αλλαγή των στοιχείων αναφέρεται με εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα.

Σε περίπτωση μεταφοράς των δεδομένων μεταξύ δύο ή περισσότερων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, οι απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) έως στ) εφαρμόζονται σε όλους τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις διαδικασίες αποστολής και λήψης δεδομένων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον η διαδικασία αποστολής και λήψης δεδομένων πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 8

Πιστοποίηση γνησιότητας ιστοτόπων

Άρθρο 45

Απαιτήσεις για εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστότοπου

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστοτόπων πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος IV.

2.   Η Επιτροπή δύναται, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να καθορίζει αριθμούς αναφοράς προτύπων για εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστοτόπων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα IV τεκμαίρεται εφόσον ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό γνησιότητας ιστότοπου πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

Άρθρο 46

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών εγγράφων

Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικού εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 47

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014.

3.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 30 παράγραφος 4 εξουσιοδότηση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 48

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 49

Επανεξέταση

Η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το αργότερο την 1η Ιουλίου 2020. Η Επιτροπή αξιολογεί ιδίως αν είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή συγκεκριμένων διατάξεών του, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 6, του άρθρου 7 στοιχείο στ) και των άρθρων 34, 43, 44 και 45, λαμβανομένης υπόψη της πείρας από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, καθώς και των τεχνολογικών, εμπορικών και νομικών εξελίξεων.

Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνοδεύεται, αν χρειάζεται, από νομοθετικές προτάσεις.

Επιπλέον, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κάθε τέσσερα έτη μετά την έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο σχετικά με την πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 50

Κατάργηση

1.   Η οδηγία 1999/93/ΕΚ καταργείται από την 1η Ιουλίου 2016.

2.   Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 51

Μεταβατικά μέτρα

1.   Οι ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας υπογραφής των οποίων η συμμόρφωση έχει διαπιστωθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ θεωρούνται εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Εγκεκριμένα πιστοποιητικά που εκδίδονται για φυσικά πρόσωπα σύμφωνα με την οδηγία 1999/93/ΕΚ θεωρούνται εγκεκριμένα πιστοποιητικά για τις ηλεκτρονικές υπογραφές βάσει του παρόντος κανονισμού μέχρι την ημερομηνία λήξης τους.

3.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά δυνάμει της οδηγίας 1999/93/ΕΚ υποβάλλουν έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο την 1η Ιουλίου 2017. Μέχρι την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης της συμμόρφωσης και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από τον εποπτικό φορέα, οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης θεωρούνται εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Εάν πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδει εγκεκριμένα πιστοποιητικά δυνάμει της οδηγίας 1999/93/ΕΚ δεν υποβάλει έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα εντός της προθεσμίας της παραγράφου 3, ο εν λόγω πάροχος δεν θεωρείται εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης δυνάμει του παρόντος κανονισμού από τις 2 Ιουλίου 2017.

Άρθρο 52

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2016, με εξαίρεση τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 9 παράγραφος 5, το άρθρο 12 παράγραφοι 2 ως 9, το άρθρο 17 παράγραφος 8, το άρθρο 19 παράγραφος 4, το άρθρο 20 παράγραφος 4, το άρθρο 21 παράγραφος 4, το άρθρο 22 παράγραφος 5, το άρθρο 23 παράγραφος 3, το άρθρο 24 παράγραφος 5, το άρθρο 27 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 28 παράγραφος 6, το άρθρο 29 παράγραφος 2, το άρθρο 30 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 31 παράγραφος 3, το άρθρο 32 παράγραφος 3, το άρθρο 33 παράγραφος 2, το άρθρο 34 παράγραφος 2, το άρθρο 37 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 38 παράγραφος 6, το άρθρο 42 παράγραφος 2, το άρθρο 44 παράγραφος 2, το άρθρο 45 παράγραφος 2, τα άρθρα 47 και 48 θα τεθούν σε ισχύ από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014·