ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
12 Ιουνίου 2014


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 597/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 812/2004 του Συμβουλίου για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με παρεμπίπτοντα αλιεύματα κητοειδών κατά την αλιεία

62

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 598/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί κανόνων και διαδικασιών για την επιβολή περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου στους αερολιμένες της Ένωσης στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης προσέγγισης, και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/30/ΕΚ

65

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 599/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου περί κοινοτικού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης

79

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ( 1 )

84

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων ( 1 )

149

 

*

Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς)

179

 

*

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ( 1 )

190

 

*

Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ( 1 )

349

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η δημιουργία μιας πραγματικά εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι σημαντική για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ένωση.

(2)

Προϋπόθεση για μια ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και διαφανή χρηματοπιστωτική αγορά είναι η ακεραιότητα της αγοράς. Η ομαλή λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και η εμπιστοσύνη του κοινού στις αγορές αποτελούν προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Η κατάχρηση της αγοράς βλάπτει την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στις κινητές αξίες και τα παράγωγα μέσα.

(3)

Η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) συμπλήρωσε και επικαιροποίησε το νομικό πλαίσιο της Ένωσης για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς. Ωστόσο, δεδομένων των εξελίξεων στη νομοθεσία, στην αγορά και στην τεχνολογία μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες έφεραν σημαντικές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό τοπίο, η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να αντικατασταθεί. Επιπλέον, ένα νέο νομοθετικό μέσο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση ενιαίων κανόνων και της αποσαφήνισης βασικών εννοιών, καθώς και για τη διασφάλιση ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων που θα ακολουθεί τα συμπεράσματα της έκθεσης της 25ης Φεβρουαρίου 2009 της ομάδας υψηλού επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ, υπό την προεδρία του Jacques de Larosière (η «Ομάδα de Larosière»).

(4)

Υπάρχει ανάγκη θέσπισης ενός περισσότερο ενιαίου και ισχυρότερου πλαισίου για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς, την αποφυγή ενδεχόμενου ρυθμιστικού αρμπιτράζ και τη διασφάλιση λογοδοσίας σε περίπτωση απόπειρας χειραγώγησης, καθώς και για την παροχή μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου και λιγότερης κανονιστικής πολυπλοκότητας για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Ο παρών κανονισμός έχει στόχο να συνεισφέρει αποφασιστικά στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και κατά συνέπεια θα πρέπει να βασίζεται στο άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως ερμηνεύονται παγίως στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(5)

Για να εξαλειφθούν τα εναπομένοντα εμπόδια στις συναλλαγές και οι σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που οφείλονται σε αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και να αποτραπεί η δημιουργία τυχόν περαιτέρω εμποδίων στις συναλλαγές και σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, είναι αναγκαία η θέσπιση ενός κανονισμού για τη δημιουργία μιας περισσότερο ομοιόμορφης ερμηνείας του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς, ώστε να ορίζονται σαφέστερα κανόνες εφαρμοστέοι σε όλα τα κράτη μέλη. Η διαμόρφωση του πλαισίου για την κατάχρηση της αγοράς υπό μορφή κανονισμού θα διασφαλίσει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις θα είναι άμεσα εφαρμόσιμες. Έτσι θα διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες αποτρέποντας την υιοθέτηση αποκλινουσών εθνικών απαιτήσεων, στις οποίες θα κατέληγε η ενσωμάτωση μιας οδηγίας στα εθνικά συστήματα δικαίου. Ο παρών κανονισμός έχει ως αποτέλεσμα την εισαγωγή ομοίων κανόνων για όλα τα πρόσωπα σε όλη την Ένωση. Επιπλέον, θα μειώσει την κανονιστική πολυπλοκότητα και το κόστος της συμμόρφωσης των εταιρειών, ιδιαίτερα για επιχειρήσεις που λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση, και θα συνεισφέρει στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(6)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις — Μια “Small Business Act” για την Ευρώπη» καλεί την Ένωση και τα κράτη μέλη να σχεδιάσουν κανόνες για τον περιορισμό των διοικητικών εμποδίων, να προσαρμόσουν τη νομοθεσία στις ανάγκες των εκδοτών στις αγορές μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και να διευκολύνουν την πρόσβαση των εν λόγω εκδοτών στη χρηματοδότηση. Ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2003/6/ΕΚ επιβαρύνουν τους εκδότες, και ιδιαίτερα αυτούς των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, με διοικητικό φόρτο, ο οποίος θα πρέπει να μειωθεί.

(7)

Η κατάχρηση της αγοράς είναι μια έννοια που καλύπτει την παράνομη συμπεριφορά στις χρηματοπιστωτικές αγορές και για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ερμηνεύεται ως συνιστάμενη σε κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, σε παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών και σε χειραγώγηση της αγοράς. Οι ανωτέρω συμπεριφορές αποτρέπουν την πλήρη και κατάλληλη διαφάνεια της αγοράς, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή όλων των οικονομικών φορέων στη διαπραγμάτευση σε συνδεδεμένες χρηματοπιστωτικές αγορές.

(8)

Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ είχε ως επίκεντρο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει ζητηθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν ολοένα και περισσότερο αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). Υπάρχουν επίσης χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται μόνο σε άλλα είδη οργανωμένων μηχανισμών διαπραγμάτευσης (ΟΜΔ) ή διαπραγματεύονται μόνο εξωχρηματιστηριακώς (Over the Counter). Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καταλαμβάνει οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο διαπραγματεύεται σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΟΜΔ, και οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά ή πράξη που μπορεί να έχει επιπτώσεις σε ένα τέτοιο χρηματοπιστωτικό μέσο ανεξαρτήτως εάν αυτή η συμπεριφορά ή πράξη συντελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή όχι. Στην περίπτωση ορισμένων τύπων ΠΜΔ που, όπως και οι ρυθμιζόμενες αγορές, βοηθούν τις εταιρείες να αντλήσουν κεφάλαια, η απαγόρευση της κατάχρησης της αγοράς ισχύει και όταν έχει γίνει αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε έναν ΠΜΔ. Με αυτόν τον τρόπο βελτιώνεται η προστασία των επενδυτών, διατηρείται η ακεραιότητα των αγορών και διασφαλίζεται ότι απαγορεύεται ρητά η κατάχρηση της αγοράς σε αυτά τα μέσα.

(9)

Για λόγους διαφάνειας, οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΟΜΔ θα πρέπει να γνωστοποιούν αμελλητί στην αρμόδια αρχή τους λεπτομερή στοιχεία για τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς διαπραγμάτευση, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή τα οποία ήδη διαπραγματεύονται στον τόπο διαπραγμάτευσης των διαχειριστών αυτών. Μια δεύτερη γνωστοποίηση θα πρέπει να γίνεται όταν το χρηματοπιστωτικό μέσο παύει να είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση. Τέτοιες υποχρεώσεις θα πρέπει να ισχύουν και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης των διαχειριστών αυτών, καθώς και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Οι γνωστοποιήσεις θα πρέπει να υποβάλλονται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) από τις αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δημοσιεύει κατάλογο όλων των γνωστοποιηθέντων χρηματοπιστωτικών μέσων. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα ασχέτως εάν αυτά περιλαμβάνονται ή όχι στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την ΕΑΚΑΑ.

(10)

Ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν διαπραγματεύονται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για πράξεις κατάχρησης της αγοράς. Αυτό περιλαμβάνει χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η τιμή ή αξία εξαρτάται από χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή τα επηρεάζει, ή των οποίων η διαπραγμάτευση επιδρά στην τιμή ή αξία άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων σε τόπο διαπραγμάτευσης. Παραδείγματα όπου μέσα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για πράξεις κατάχρησης αγοράς περιλαμβάνουν προνομιακές πληροφορίες που σχετίζονται με μια μετοχή ή ένα ομόλογο και που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αγορά ενός παραγώγου αυτής της μετοχής ή του ομολόγου ή ενός δείκτη του οποίου η αξία εξαρτάται από αυτή τη μετοχή ή το ομόλογο. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο χρησιμοποιείται ως τιμή αναφοράς, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ένα εξωχρηματιστηριακό παράγωγο για την άντληση οφέλους από χειραγωγούμενες τιμές ή για τη χειραγώγηση της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου σε τόπο διαπραγμάτευσης. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο σχεδιασμός της έκδοσης μιας νέας σειράς κινητών αξιών οι οποίες κατά τα άλλα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, αλλά οι συναλλαγές επί των οποίων θα μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή ή αξία υπαρχόντων εισηγμένων κινητών αξιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός καλύπτει επίσης την περίπτωση κατά την οποία η τιμή ή αξία ενός μέσου που διαπραγματεύεται σε τόπο διαπραγμάτευσης εξαρτάται από εξωχρηματιστηριακό μέσο. Η ίδια αρχή θα πρέπει να ισχύει για τα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων των οποίων οι τιμές βασίζονται στην τιμή ενός παραγώγου, καθώς και για την αγορά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, με αναφορά στα οποία ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα προσδιορίζονται.

(11)

Οι συναλλαγές επί κινητών αξιών ή συνδεόμενων μέσων με στόχο τη σταθεροποίηση των κινητών αξιών ή οι συναλλαγές σε ίδιες μετοχές στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς μπορεί να είναι νόμιμες, για οικονομικούς λόγους και συνεπώς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως κατάχρηση της αγοράς, εφόσον οι σχετικές πράξεις πραγματοποιούνται με την απαιτούμενη διαφάνεια όταν γνωστοποιούνται πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα σταθεροποίησης ή επαναγοράς.

(12)

Οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης επί ιδίων μετοχών στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς, καθώς και για τη σταθεροποίηση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο δεν θα είχε το ευεργέτημα των εξαιρέσεων βάσει του παρόντος κανονισμού, δεν θα πρέπει αφ’ εαυτών να θεωρείται ότι στοιχειοθετούν αυτομάτως κατάχρηση της αγοράς.

(13)

Τα κράτη μέλη, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), τα υπουργεία και άλλοι οργανισμοί και οχήματα ειδικού σκοπού ενός ή περισσότερων κρατών μελών, καθώς και η Ένωση και ορισμένοι άλλοι δημόσιοι φορείς ή πρόσωπα που ενεργούν αντ’ αυτών δεν θα πρέπει να περιορίζονται στη διεξαγωγή της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής ή της πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους, υπό τον όρο ότι οι πολιτικές αυτές ασκούνται για το δημόσιο συμφέρον και μόνο στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών. Επίσης, οι συναλλαγές ή εντολές ή ενέργειες της Ένωσης, των οχημάτων ειδικού σκοπού που ενεργούν για λογαριασμό ενός ή περισσότερων κρατών μελών, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ή των διεθνών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που δημιουργούνται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να περιορίζονται όσον αφορά την άντληση χρηματοδοτικών πόρων και την παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας προς όφελος των μελών τους. Μια τέτοια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μπορεί, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, να διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς που έχουν την ευθύνη ή παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους καθώς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών. Ταυτόχρονα, οι εξαιρέσεις για τη νομισματική πολιτική, τη συναλλαγματική πολιτική και την πολιτική διαχείρισης του δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εν λόγω δημόσιοι φορείς προβαίνουν σε συναλλαγές, εντολές ή ενέργειες που δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της άσκησης αυτών των πολιτικών ή όταν πρόσωπα που εργάζονται για τους εν λόγω φορείς προβαίνουν σε συναλλαγές, εντολές ή ενέργειες για δικό τους λογαριασμό.

(14)

Οι συνετοί επενδυτές βασίζουν τις επενδυτικές αποφάσεις τους σε πληροφορίες που τους είναι ήδη διαθέσιμες, δηλαδή σε εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες. Συνεπώς, το ερώτημα αν υπάρχει πιθανότητα, κατά τη λήψη μιας επενδυτικής απόφασης, ένας συνετός επενδυτής να λάβει υπόψη του συγκεκριμένες πληροφορίες θα πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των εκ των προτέρων διαθέσιμων πληροφοριών. Μια τέτοια αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αναμενόμενο αντίκτυπο των πληροφοριών βάσει των συνολικών δραστηριοτήτων του σχετικού εκδότη, την αξιοπιστία της πηγής πληροφοριών και τυχόν άλλες μεταβλητές της αγοράς που ενδέχεται να επηρεάσουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα σχετικά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή τα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα επί δικαιωμάτων εκπομπής στις δεδομένες περιστάσεις.

(15)

Οι εκ των υστέρων πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ελεγχθεί η υπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με τιμές, αλλά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη λήψη μέτρων εναντίον προσώπων που εξήγαγαν εύλογα συμπεράσματα βάσει εκ των προτέρων πληροφοριών που είχαν.

(16)

Αν μια προνομιακή πληροφορία αφορά διαδικασία που πραγματοποιείται σε στάδια, κάθε στάδιο της διαδικασίας, καθώς και η συνολική διαδικασία, ενδέχεται να συνιστούν προνομιακή πληροφορία. Το επιμέρους στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας μπορεί αφ’ εαυτού να συνιστά μια υφιστάμενη κατάσταση ή γεγονός ή να υπάρχει ρεαλιστική προοπτική ότι θα υπάρξει ή θα συμβεί, βάσει μιας συνολικής εκτίμησης των παραγόντων που επενεργούν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Εντούτοις, η έννοια αυτή δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος της επίδρασης της εν λόγω κατάστασης ή γεγονότος στην τιμή των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων. Το επιμέρους στάδιο θα πρέπει να θεωρείται προνομιακή πληροφορία εάν αυτοτελώς πληροί τα κριτήρια που θέτει ο παρών κανονισμός για τις προνομιακές πληροφορίες.

(17)

Η πληροφορία που σχετίζεται με ένα γεγονός ή σύνολο περιστάσεων που αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας μπορεί, για παράδειγμα, να σχετίζεται με την πορεία των διαπραγματεύσεων των συμβάσεων, τους προσωρινά συμφωνηθέντες όρους σε διαπραγματεύσεις συμβάσεων, την πιθανότητα διάθεσης χρηματοπιστωτικών μέσων, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα διατεθούν στην αγορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τους προσωρινούς όρους διάθεσης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ή το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο σε έναν σημαντικό δείκτη ή να διαγραφεί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο από έναν τέτοιο δείκτη.

(18)

Η ασφάλεια δικαίου για τους συμμετέχοντες στην αγορά θα πρέπει να ενισχυθεί με έναν σαφέστερο ορισμό των δύο από τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον ορισμό της προνομιακής πληροφορίας, και συγκεκριμένα του συγκεκριμένου χαρακτήρα της εν λόγω πληροφορίας και της σημασίας της ενδεχόμενης επίδρασής της στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων, των συνδεόμενων συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων επί δικαιωμάτων εκπομπής. Για παράγωγα μέσα που συνιστούν ενεργειακά προϊόντα χονδρικής πώλησης, οι πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση απαιτείται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) θα πρέπει ιδίως να θεωρούνται προνομιακές πληροφορίες.

(19)

Ο παρών κανονισμός δεν αποσκοπεί στην απαγόρευση της διεξαγωγής συζητήσεων γενικής φύσεως σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις εξελίξεις στην αγορά μεταξύ των μετόχων και της διοίκησης σε ό,τι αφορά τους εκδότες. Οι σχέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και δεν θα πρέπει να απαγορεύονται από τον παρόντα κανονισμό.

(20)

Οι αγορές άμεσης παράδοσης και οι σχετικές αγορές παραγώγων συνδέονται ιδιαίτερα μεταξύ τους και είναι παγκόσμιες, και η κατάχρηση της αγοράς ενδέχεται να λάβει χώρα σε διάφορες αγορές και διάφορες χώρες, κάτι που μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς συστημικούς κινδύνους. Αυτό ισχύει τόσο για την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών όσο και για τη χειραγώγηση της αγοράς. Συγκεκριμένα, οι προνομιακές πληροφορίες από μια αγορά άμεσης παράδοσης μπορούν να ωφελήσουν ένα πρόσωπο που συναλλάσσεται σε χρηματοπιστωτική αγορά. Οι προνομιακές πληροφορίες που αφορούν παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων θα πρέπει να ορίζονται ως οι πληροφορίες που, αφενός, ανταποκρίνονται στον γενικό ορισμό των προνομιακών πληροφοριών σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και, αφετέρου, απαιτείται η δημοσιοποίησή τους σύμφωνα με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο, κανόνες της αγοράς, συμβάσεις, ή συναλλακτικά ήθη της σχετικής αγοράς παραγώγων επί εμπορευμάτων ή άμεσης παράδοσης. Αξιοσημείωτα παραδείγματα τέτοιων κανόνων είναι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 για την αγορά ενέργειας και η Κοινή βάση δεδομένων JODI για το πετρέλαιο. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για την απόφαση των συμμετεχόντων στην αγορά να συνάψουν συμβόλαια παραγώγων επί εμπορευμάτων ή τα συνδεόμενα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποτελούν προνομιακές πληροφορίες υποκείμενες σε υποχρέωση δημοσιοποίησης όταν είναι πιθανό να έχουν σημαντική επίδραση στην τιμή αυτών των παραγώγων ή των συνδεόμενων συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων.

Επιπλέον, οι στρατηγικές χειραγώγησης μπορεί να εκτείνονται σε διάφορες αγορές άμεσης παράδοσης και σε αγορές παραγώγων. Η διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των παράγωγων μέσων επί εμπορευμάτων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χειραγώγηση σχετικών συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων και τα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χειραγώγηση συνδεομένων χρηματοπιστωτικών μέσων. Η απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς θα πρέπει να καλύπτει αυτές τις διασυνδέσεις. Ωστόσο δεν είναι σκόπιμη ούτε πρακτική η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε συμπεριφορές που δεν αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, παραδείγματος χάρη, σε συναλλαγές επί συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων που επηρεάζουν μόνο την αγορά άμεσης παράδοσης. Στην ειδική περίπτωση των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των ορισμών του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 όταν εφαρμόζουν τους ορισμούς της προνομιακής πληροφορίας, της κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας και της χειραγώγησης αγοράς του παρόντος κανονισμού σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής.

(21)

Σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και άλλοι επισήμως καθορισμένοι φορείς είναι μεταξύ άλλων υπεύθυνοι για την τεχνική έκδοση δικαιωμάτων εκπομπής, τη δωρεάν κατανομή τους σε επιλέξιμους βιομηχανικούς τομείς και νεοεισερχόμενους, και γενικότερα την ανάπτυξη και εφαρμογή του πλαισίου κλιματικής πολιτικής της Ένωσης στο οποίο βασίζεται η χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής σε αγοραστές που υπόκεινται σε υποχρέωση συμμόρφωσης στο πλαίσιο του συστήματος της Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Κατά την άσκηση των καθηκόντων αυτών, οι εν λόγω δημόσιοι φορείς μπορούν να έχουν, μεταξύ άλλων, πρόσβαση σε μη δημοσιοποιούμενες πληροφορίες που επηρεάζουν τις τιμές, και, σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ, χρειάζεται ενδεχομένως να προβούν σε ορισμένες πράξεις στην αγορά σε σχέση με τα δικαιώματα εκπομπής. Συνεπεία της κατάταξης των δικαιωμάτων εκπομπής ως χρηματοπιστωτικών μέσων στο πλαίσιο της επανεξέτασης της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), τα εν λόγω μέσα θα εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Για να διαφυλαχθεί η δυνατότητα της Επιτροπής, των κρατών μελών και άλλων επισήμως καθορισμένων φορέων να αναπτύσσουν και να υλοποιούν την κλιματική πολιτική της Ένωσης, οι δραστηριότητες αυτών των δημόσιων φορέων, εφόσον αναλαμβάνονται προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και αποκλειστικώς κατά την άσκηση αυτής της πολιτικής και σε σχέση με τα δικαιώματα εκπομπής, θα πρέπει να εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να έχει αρνητικό αντίκτυπο επί της γενικής διαφανείας της αγοράς, καθώς αυτοί οι δημόσιοι φορείς έχουν καταστατικές υποχρεώσεις να λειτουργούν κατά τρόπο που εξασφαλίζει τη δέουσα, δίκαιη και χωρίς διακρίσεις δημοσιοποίηση και πρόσβαση σε οιεσδήποτε νέες αποφάσεις, εξελίξεις και δεδομένα, που επηρεάζουν τις τιμές. Επιπλέον, η οδηγία 2003/87/ΕΚ και οι εκτελεστικές πράξεις που θεσπίζονται δυνάμει αυτής προβλέπουν εγγυήσεις μιας δίκαιης και χωρίς διακρίσεις δημοσιοποίησης ειδικών πληροφοριών που επηρεάζουν τις τιμές και οι οποίες ευρίσκονται στην κατοχή των δημόσιων αρχών. Ταυτόχρονα, η απαλλαγή για τους δημόσιους φορείς που λειτουργούν εντός του πλαισίου της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπου αυτοί οι δημόσιοι φορείς προβαίνουν σε δραστηριότητες ή συναλλαγές εκτός του πλαισίου άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης ή όταν τα πρόσωπα που εργάζονται για τους εν λόγω φορείς προβαίνουν σε δραστηριότητες ή συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

(22)

Σύμφωνα με το άρθρο 43 της ΣΛΕΕ και για την εφαρμογή διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και άλλοι επισήμως καθορισμένοι φορείς έχουν μεταξύ άλλων την ευθύνη για την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης (ΚΓΠ) και της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑΠ). Κατά την άσκηση αυτών των καθηκόντων, οι εν λόγω δημόσιοι φορείς αναλαμβάνουν δραστηριότητες και λαμβάνουν μέτρα με στόχο τη διαχείριση των γεωργικών αγορών και της αλιείας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων δημόσιας παρέμβασης και της επιβολής πρόσθετων ή της αναστολής εισαγωγικών δασμών. Υπό το πρίσμα του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο οποίος κατά ορισμένες διατάξεις του εφαρμόζεται επίσης στα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων που επηρεάζουν ή είναι πιθανόν να επηρεάσουν χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και στα χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η αξία εξαρτάται από την αξία συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων και τα οποία επηρεάζουν ή είναι πιθανόν να επηρεάσουν συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, καθίσταται αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η δραστηριότητα της Επιτροπής, των κρατών μελών και άλλων επισήμως καθορισμένων φορέων για την εφαρμογή της ΚΓΠ και της ΚΑΠ δεν θα υφίσταται περιορισμούς. Για να διατηρηθεί η ικανότητα της Επιτροπής, των κρατών μελών και άλλων επισήμως καθορισμένων φορέων να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν την ΚΓΠ και την ΚΑΠ, οι δραστηριότητές τους οι οποίες αναλαμβάνονται προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και μόνο στο πλαίσιο εφαρμογής αυτών των πολιτικών, θα πρέπει να εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να έχει αρνητικό αντίκτυπο επί της γενικής διαφάνειας της αγοράς, καθώς αυτοί οι δημόσιοι φορείς έχουν καταστατικές υποχρεώσεις να λειτουργούν κατά τρόπο που εξασφαλίζει τη δέουσα, δίκαιη και χωρίς διακρίσεις δημοσιοποίηση και πρόσβαση σε οιεσδήποτε νέες αποφάσεις, εξελίξεις και δεδομένα, που επηρεάζουν τις τιμές. Ταυτόχρονα, η εξαίρεση για τους δημόσιους φορείς που λειτουργούν εντός του πλαισίου εφαρμογής της ΚΓΠ και της ΚΑΠ δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπου αυτοί οι δημόσιοι φορείς προβαίνουν σε συμπεριφορές ή συναλλαγές εκτός του πλαισίου εφαρμογής της ΚΓΠ και της ΚΑΠ ή όταν τα πρόσωπα που εργάζονται για τους εν λόγω φορείς προβαίνουν σε συμπεριφορές ή συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

(23)

Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών συνίσταται στην άντληση αθέμιτου πλεονεκτήματος χάρη στις προνομιακές πληροφορίες εις βάρος τρίτων οι οποίοι δεν έχουν γνώση των πληροφοριών αυτών και, κατά συνέπεια, σε υπονόμευση της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Επομένως, η απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να ισχύει όταν ένας κάτοχος προνομιακών πληροφοριών προσπορίζεται αθέμιτο όφελος από το πλεονέκτημα που παρέχουν οι πληροφορίες αυτές και προβαίνει σε συναλλαγές στην αγορά βάσει των πληροφοριών αυτών, αποκτώντας ή διαθέτοντας, επιχειρώντας να αποκτήσει ή να διαθέσει, ακυρώνοντας ή τροποποιώντας, ή επιχειρώντας να ακυρώσει ή να τροποποιήσει μια εντολή απόκτησης ή διάθεσης, για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία σχετίζονται οι εν λόγω πληροφορίες. Η χρήση προνομιακών πληροφοριών μπορεί επίσης να συνίσταται σε συναλλαγές επί δικαιωμάτων εκπομπής και συναφή παράγωγα και σε συμμετοχή σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων συναφών εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων οι οποίοι διεξάγονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής (8).

(24)

Όταν ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο που είναι κάτοχος προνομιακών πληροφοριών αποκτά ή διαθέτει, ή επιχειρεί να αποκτήσει ή διαθέσει, για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικά μέσα με τα οποία σχετίζονται οι εν λόγω πληροφορίες, θα πρέπει να θεωρείται ότι χρησιμοποίησε αυτές τις πληροφορίες. Το τεκμήριο αυτό νοείται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Το ζήτημα κατά πόσον ένα πρόσωπο έχει παραβιάσει την απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, ή έχει επιχειρήσει να καταχραστεί προνομιακές πληροφορίες, θα πρέπει να αναλύεται υπό το πρίσμα του σκοπού του παρόντος κανονισμού, που είναι η προστασία της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, κάτι που, με τη σειρά του, βασίζεται στη διαβεβαίωση ότι οι επενδυτές έχουν ισότιμη μεταχείριση και προστατεύονται από την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.

(25)

Οι εντολές που εισάγονται πριν ένα πρόσωπο γίνει κάτοχος προνομιακών πληροφοριών δεν θα πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Ωστόσο, όταν το πρόσωπο έχει γίνει κάτοχος προνομιακών πληροφοριών, κάθε σχετιζόμενη με τις πληροφορίες αυτές υστερόχρονη μεταβολή των εντολών που εισήχθησαν πριν το πρόσωπο γίνει κάτοχος των πληροφοριών αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης ή τροποποίησής τους, ή της απόπειρας ακύρωσης ή τροποποίησης, θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι συνιστά κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Το τεκμήριο αυτό είναι ωστόσο μαχητό και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να το αντικρούσει αν αποδείξει ότι δεν χρησιμοποίησε τις προνομιακές πληροφορίες κατά τη διενέργεια της συναλλαγής.

(26)

Η χρήση προνομιακών πληροφοριών μπορεί να συνίσταται στην απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικού μέσου, ή εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος που βασίζεται σε δικαιώματα εκπομπής, ή στην ακύρωση ή τροποποίηση μιας εντολής, ή σε απόπειρα αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού προϊόντος ή ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες είναι προνομιακές. Εν προκειμένω, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν τι γνωρίζει ή τι όφειλε να γνωρίζει ο μέσος και συνετός άνθρωπος στις συγκεκριμένες περιστάσεις.

(27)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό προς τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να προστατεύονται τα συμφέροντα των κατόχων κινητών αξιών οι οποίες παρέχουν δικαιώματα ψήφου εντός μιας εταιρείας (ή οι οποίες μπορούν να παρέχουν τέτοια δικαιώματα συνεπεία άσκησης δικαιώματος προαίρεσης ή μετατροπής), όταν οι κινητές αξίες της εταιρείας αποτελούν αντικείμενο δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών ή οποιασδήποτε άλλης πρότασης που συνεπάγεται αλλαγή του ελέγχου της. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό προς τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που έχουν εγκριθεί σε σχέση με τις δημόσιες προτάσεις αγοράς κινητών αξιών, πράξεις συγχώνευσης και άλλες πράξεις σχετιζόμενες με την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο εταιρειών, που ρυθμίζονται από τις εποπτικές αρχές τις οποίες έχουν ορίσει τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(28)

Έρευνες και εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται σε δεδομένα που έχουν δημοσιοποιηθεί δεν θα πρέπει αφ εαυτών να θεωρούνται ως προνομιακές πληροφορίες και, ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι μια συναλλαγή διενεργείται βάσει ερευνών ή εκτιμήσεων δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Ωστόσο, όταν π.χ. η δημοσιοποίηση ή διανομή των πληροφοριών αποτελεί πάγια προσδοκία της αγοράς και όταν τέτοια δημοσιοποίηση ή διανομή συμβάλλει στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων, ή όταν οι πληροφορίες περιέχουν εκτιμήσεις αναγνωρισμένου σχολιαστή της αγοράς ή φορέα, οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις τιμές των σχετικών χρηματοπιστωτικών προϊόντων, οι πληροφορίες ενδέχεται να συνιστούν προνομιακές πληροφορίες. Οι συμμετέχοντες στην αγορά πρέπει συνεπώς να εξετάζουν τον βαθμό στον οποίο οι πληροφορίες δεν είναι δημόσιες και την ενδεχόμενη επίδραση στα χρηματοπιστωτικά μέσα εάν διενεργήσουν συναλλαγές βάσει αυτών πριν από τη δημοσίευση ή διανομή τους, ώστε να συναγάγουν εάν θα διενεργούσαν συναλλαγές βάσει προνομιακών πληροφοριών.

(29)

Για να αποφευχθεί η αθέλητη απαγόρευση θεμιτών μορφών χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, ειδικότερα όταν δεν κατατείνουν σε κατάχρηση της αγοράς, είναι απαραίτητο να αναγνωριστούν ορισμένες σύννομες συμπεριφορές. Αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να περιλαμβάνει την αναγνώριση του ρόλου των ειδικών διαπραγματευτών όταν ενεργούν υπό τη θεμιτή ιδιότητα του παρόχου ρευστότητας στην αγορά.

(30)

Το γεγονός και μόνον ότι ειδικοί διαπραγματευτές ή πρόσωπα αδειοδοτημένα να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι περιορίζονται στην άσκηση της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που συνίσταται στην αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι πρόσωπα αδειοδοτημένα να εκτελούν εντολές εξ ονόματος τρίτων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες περιορίζονται στην ευσυνείδητη εκτέλεση της ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στοιχειοθετεί κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Εντούτοις, η προστασία βάσει του παρόντος κανονισμού στους ειδικούς διαπραγματευτές, σε φορείς αδειοδοτημένους να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι ή σε πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην εκτέλεση εντολών για λογαριασμό τρίτων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, δεν επεκτείνεται σε δραστηριότητες οι οποίες σαφώς απαγορεύονται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης για παράδειγμα της πρακτικής που είναι κοινώς γνωστή ως «front-running» («προήγηση»). Όταν τα νομικά πρόσωπα έχουν λάβει κάθε εύλογο μέτρο για την αποφυγή κατάχρησης της αγοράς αλλά παρά ταύτα κάποιος υπάλληλός τους διαπράττει κατάχρηση για λογαριασμό των νομικών προσώπων αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται κατάχρηση της αγοράς τελεσθείσα από το νομικό πρόσωπο. Άλλο παράδειγμα που δεν θα πρέπει να θεωρείται κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών είναι οι συναλλαγές που διενεργούνται προς εκπλήρωση μιας προηγουμένως αναληφθείσας υποχρέωσης που έχει καταστεί απαιτητή. Το γεγονός και μόνον της πρόσβασης σε προνομιακές πληροφορίες που αφορούν μια άλλη εταιρεία και η χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών με σκοπό την απόκτηση του ελέγχου της συγκεκριμένης εταιρείας ή την υποβολή πρότασης συγχώνευσης με αυτήν, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στοιχειοθετεί κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.

(31)

Δεδομένου ότι η απόκτηση ή η διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων σημαίνει ότι οπωσδήποτε έχει ληφθεί προηγουμένως απόφαση για απόκτηση ή διάθεση εκ μέρους του προσώπου που προβαίνει στις ενέργειες αυτές, το γεγονός και μόνον της απόκτησης ή διάθεσης δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά χρήση προνομιακών πληροφοριών. Οι ενέργειες βάσει των σχεδίων και συναλλακτικών στρατηγικών του ίδιου του συμμετέχοντος στην αγορά δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστούν χρήση προνομιακών πληροφοριών. Εντούτοις, κανένα από τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα αυτά δεν θα πρέπει να προστατεύεται δυνάμει των επαγγελματικών του καθηκόντων· θα πρέπει να προστατεύεται μόνο εάν ενεργεί με κατάλληλο και ενδεδειγμένο τρόπο, ανταποκρινόμενο στα πρότυπα που απαιτούνται από το επάγγελμά του και από τον παρόντα κανονισμό, δηλαδή την ακεραιότητα της αγοράς και την προστασία των επενδυτών. Ωστόσο, μπορεί και πάλι να θεωρηθεί ότι διεπράχθη παράβαση εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπήρχε παράνομη σκοπιμότητα πίσω από αυτές τις συναλλαγές ή εντολές ή συμπεριφορά, ή ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο χρησιμοποίησε προνομιακές πληροφορίες.

(32)

Οι βολιδοσκοπήσεις της αγοράς είναι επαφές μεταξύ ενός πωλητή χρηματοπιστωτικών μέσων και ενός ή περισσότερων δυνητικών επενδυτών, πριν από την ανακοίνωση μιας συναλλαγής, για να διαπιστωθεί το ενδιαφέρον των δυνητικών επενδυτών για μια ενδεχόμενη συναλλαγή καθώς και η τιμολόγησή της, το μέγεθός της και η διάρθρωσή της. Οι βολιδοσκοπήσεις της αγοράς μπορεί να περιλαμβάνουν μια αρχική ή δευτερογενή προσφορά συναφών τίτλων και διακρίνονται από τη συνήθη συναλλακτική δραστηριότητα. Αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για την ανίχνευση της γνώμης των δυνητικών επενδυτών, για την ενίσχυση του διαλόγου των μετόχων και για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη εκτέλεση των συναλλαγών και ότι οι απόψεις των εκδοτών, των υπαρχόντων μετόχων και των δυνητικών νέων επενδυτών συγκλίνουν. Ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμες όταν οι αγορές δεν έχουν εμπιστοσύνη, όταν δεν διαθέτουν ένα σχετικό σημείο αναφοράς ή όταν είναι ευμετάβλητες. Επομένως, η δυνατότητα διενέργειας βολιδοσκοπήσεων της αγοράς είναι σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, και οι βολιδοσκοπήσεις αυτές δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι, αφ’ εαυτών, συνιστούν κατάχρηση της αγοράς.

(33)

Παραδείγματα βολιδοσκόπησης της αγοράς περιλαμβάνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η επιχείρηση που εμπλέκεται στην πώληση έχει κάνει συζητήσεις με έναν εκδότη για μια ενδεχόμενη συναλλαγή και αποφασίζει να ανιχνεύσει το ενδεχόμενο ενδιαφέρον επενδυτών, για να προσδιορίσει τους όρους της συναλλαγής· όταν ένας εκδότης προτίθεται να αναγγείλει μια έκδοση χρεωστικών τίτλων ή μια προσφορά μετοχών και μια επιχείρηση που εμπλέκεται στην πώληση έρχεται σε επαφή με βασικούς επενδυτές και τους γνωστοποιεί όλους τους όρους της συμφωνίας, για να επιτύχει χρηματοοικονομική δέσμευση συμμετοχής στη συναλλαγή· ή όταν η επιχείρηση που εμπλέκεται στην πώληση σκοπεύει να διαθέσει μεγάλη ποσότητα κινητών αξιών για λογαριασμό ενός επενδυτή και επιδιώκει να εκτιμήσει το ενδεχόμενο ενδιαφέρον άλλων δυνητικών επενδυτών για τις αξίες αυτές.

(34)

Η πραγματοποίηση βολιδοσκοπήσεων της αγοράς μπορεί να απαιτεί την αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών σε δυνητικούς επενδυτές. Δυνατότητα αποκόμισης οικονομικού οφέλους από διενέργεια συναλλαγών βάσει προνομιακών πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν στο πλαίσιο βολιδοσκόπησης της αγοράς θα υπάρχει κατά κανόνα μόνο εάν υπάρχει αγορά για το χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο της βολιδοσκόπησης της αγοράς ή για σχετιζόμενο χρηματοπιστωτικό μέσο. Δεδομένου του χρονικού σημείου στο οποίο γίνονται οι συζητήσεις αυτές, είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν προνομιακές πληροφορίες στον δυνητικό επενδυτή κατά τη διάρκεια μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς μετά την εισαγωγή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τη διαπραγμάτευση του σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ. Πριν δρομολογήσει μια βολιδοσκόπηση της αγοράς, ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες θα πρέπει να αξιολογεί κατά πόσον αυτή η βολιδοσκόπηση συνεπάγεται αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών.

(35)

Η αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να θεωρείται θεμιτή όταν οι πληροφορίες αποκαλύπτονται στη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων ενός προσώπου. Όταν μια βολιδοσκόπηση της αγοράς συνεπάγεται την αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών, ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει θα θεωρείται ότι ενεργεί στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του εάν, τη στιγμή κατά την οποία συντελείται η αποκάλυψη, ενημερώνει, και λαμβάνει τη συγκατάθεση του προσώπου προς το οποίο γίνεται η αποκάλυψη, ότι ενδέχεται να του δοθούν προνομιακές πληροφορίες· ότι απαγορεύεται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, να πραγματοποιήσει συναλλαγές ή να ενεργήσει βάσει των πληροφοριών αυτών· ότι χρειάζεται να ληφθούν εύλογα μέτρα για να προστατευθεί η διατήρηση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών· και ότι οφείλει να ενημερώσει τον συμμετέχοντα στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει για την ταυτότητα όλων των φυσικών και νομικών προσώπων στα οποία πρόκειται να γνωστοποιηθούν οι πληροφορίες στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας απάντησης στη βολιδοσκόπηση της αγοράς. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει θα πρέπει επίσης να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις, οι οποίες θα καθοριστούν λεπτομερώς σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, σχετικά με την τήρηση εγγραφών για τις αποκαλυπτόμενες πληροφορίες. Οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι δεν συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού κατά την πραγματοποίηση βολιδοσκοπήσεων της αγοράς δεν θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι έχουν προβεί σε παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών, αλλά δεν θα πρέπει να μπορούν να επωφεληθούν από την εξαίρεση που παρέχεται σε όσους έχουν συμμορφωθεί προς τις διατάξεις αυτές. Το ζήτημα κατά πόσον έχουν παραβιάσει την απαγόρευση της παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να αναλύεται υπό το πρίσμα όλων των σχετικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, και όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι αποκαλύπτουν θα πρέπει να υποχρεούνται να καταχωρίζουν γραπτώς, πριν από την έναρξη της βολιδοσκόπησης της αγοράς, την εκτίμησή τους για το αν η συγκεκριμένη βολιδοσκόπηση της αγοράς συνεπάγεται την αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών.

(36)

Από την πλευρά τους, οι δυνητικοί επενδυτές οι οποίοι υπόκεινται σε μια βολιδοσκόπηση της αγοράς θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσον οι πληροφορίες που τους αποκαλύπτονται ισοδυναμούν με προνομιακές πληροφορίες οι οποίες θα απέκλειαν τη δυνατότητά τους να διενεργήσουν συναλλαγές βάσει αυτών ή να αποκαλύψουν περαιτέρω τις εν λόγω πληροφορίες. Οι δυνητικοί επενδυτές δεν παύουν να υπόκεινται στους κανόνες για την κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας και την παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών, όπως ορίζει ο παρών κανονισμός. Προκειμένου να βοηθούνται οι δυνητικοί επενδυτές στις εκτιμήσεις τους και στα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνουν για να μην υποπέσουν σε παράβαση του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές.

(37)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 προβλέπει δύο παράλληλα συστήματα κατάχρησης της αγοράς που εφαρμόζονται στους πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής. Ωστόσο, συνεπεία του χαρακτηρισμού των δικαιωμάτων εκπομπής ως χρηματοπιστωτικών μέσων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αποτελέσει ένα ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τα μέτρα περί κατάχρησης της αγοράς που εφαρμόζονται σε όλη την έκταση της πρωτογενούς και της δευτερογενούς αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης σε συμπεριφορές και συναλλαγές, περιλαμβανομένων των προσφορών, οι οποίες είναι συναφείς με δημοπρατήσεις σε χώρο πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά, περιλαμβανομένων των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, ο οποίος έχει αδειοδοτηθεί ως ρυθμιζόμενη αγορά.

(38)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει μέτρα που αφορούν τη χειραγώγηση της αγοράς, τα οποία να μπορούν να προσαρμοστούν σε νέες μορφές διαπραγμάτευσης ή σε νέες στρατηγικές που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση. Για να αντικατοπτρίζεται το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση σε χρηματοπιστωτικά μέσα είναι ολοένα και πιο αυτοματοποιημένη, ενδείκνυται ο ορισμός της χειραγώγησης της αγοράς να παρέχει παραδείγματα συγκεκριμένων καταχρηστικών στρατηγικών που ενδέχεται να διεξαχθούν μέσω οιωνδήποτε διαθέσιμων μεθόδων συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των αλγοριθμικών συναλλαγών και των συναλλαγών υψηλής συχνότητας. Τα παραδείγματα που δίδονται δεν πρέπει να θεωρηθούν εξαντλητικά, ούτε έχουν σκοπό να υποδηλώσουν ότι οι ίδιες στρατηγικές, διεξαγόμενες με διαφορετικούς τρόπους, δεν θα μπορούσαν να είναι εξίσου καταχρηστικές.

(39)

Η απαγόρευση κατάχρησης της αγοράς θα πρέπει να καλύπτει και τα πρόσωπα τα οποία συνεργάζονται για τη διάπραξη κατάχρησης της αγοράς. Παραδείγματα είναι, μεταξύ άλλων, οι χρηματομεσίτες που επινοούν και συνιστούν μια συναλλακτική στρατηγική που αποσκοπεί σε κατάχρηση της αγοράς, τα πρόσωπα που ενθαρρύνουν έναν κάτοχο προνομιακών πληροφοριών να προβεί σε παράνομη ανακοίνωση των πληροφοριών αυτών, και τα πρόσωπα που αναπτύσσουν λογισμικό σε συνεργασία με έναν συναλλασσόμενο για να διευκολυνθεί η κατάχρηση της αγοράς.

(40)

Για να εξασφαλιστεί ότι αποδίδεται ευθύνη τόσο στο νομικό πρόσωπο όσο και σε οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του νομικού προσώπου, είναι αναγκαίο να αναγνωριστούν οι διάφοροι εθνικοί νομικοί μηχανισμοί των κρατών μελών. Οι εν λόγω μηχανισμοί θα πρέπει να σχετίζονται άμεσα με τις μεθόδους απόδοσης ευθύνης στο εθνικό δίκαιο.

(41)

Για να συμπληρωθεί η απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει την απαγόρευση της απόπειρας χειραγώγησης της αγοράς. Θα πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ της απόπειρας χειραγώγησης της αγοράς και της συμπεριφοράς που είναι πιθανό να καταλήξει σε χειραγώγηση της αγοράς, καθώς αμφότερες αυτές οι δραστηριότητες απαγορεύονται βάσει του παρόντος κανονισμού. Μια τέτοια απόπειρα μπορεί να περιλαμβάνει καταστάσεις όπου η δραστηριότητα αρχίζει αλλά δεν ολοκληρώνεται, για παράδειγμα λόγω τεχνολογικής αστοχίας ή επειδή μια εντολή συναλλαγής δεν εκτελείται. Η απαγόρευση των αποπειρών χειραγώγησης της αγοράς είναι αναγκαία ώστε να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν κυρώσεις για τις εν λόγω απόπειρες.

(42)

Με την επιφύλαξη του σκοπού του παρόντος κανονισμού και των άμεσα εφαρμοστέων διατάξεών του, το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε συναλλαγές ή δίνει εντολές για την πραγματοποίηση συναλλαγών οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς ενδέχεται να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι λόγοι διενέργειας των εν λόγω συναλλαγών ή τοποθέτηση των εντολών ήταν νόμιμοι και ότι οι συναλλαγές και εντολές συνάδουν προς αποδεκτή πρακτική της συγκεκριμένης αγοράς. Μία αποδεκτή πρακτική της αγοράς μπορεί να καθιερωθεί μόνο από την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της κατάχρησης της αγοράς στη συγκεκριμένη αγορά. Πρακτική που κρίνεται αποδεκτή σε συγκεκριμένη αγορά δεν μπορεί να θεωρείται εφαρμοστέα σε άλλες αγορές, εκτός εάν η εν λόγω πρακτική έχει γίνει επισήμως αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές των άλλων αγορών. Ωστόσο, μπορεί και πάλι να θεωρηθεί ότι διεπράχθη παράβαση εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπήρχε παράνομος λόγος για την εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή την τοποθέτηση των εντολών.

(43)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να διευκρινίζει ότι η χειραγώγηση της αγοράς ή η απόπειρα χειραγώγησης της αγοράς σε χρηματοπιστωτικό μέσο μπορεί να λάβει τη μορφή της χρήσης συνδεόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως είναι τα παράγωγα μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλο τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

(44)

Πολλά χρηματοπιστωτικά μέσα αποτιμώνται με βάση δείκτες αναφοράς. Η πραγματική ή επιχειρούμενη χειραγώγηση δεικτών αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των διατραπεζικών επιτοκίων δανεισμού, μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη της αγοράς και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες για τους επενδυτές ή να στρεβλώσει την πραγματική οικονομία. Συνεπώς, επιβάλλεται να θεσπισθούν ειδικές διατάξεις για τους δείκτες αναφοράς, προκειμένου να διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των αγορών και να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές θα είναι σε θέση να επιβάλουν τη σαφή απαγόρευση της χειραγώγησης των δεικτών αναφοράς. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να καλύπτουν όλους τους δημοσιευόμενους δείκτες αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι προσβάσιμοι μέσω διαδικτύου, είτε δωρεάν είτε όχι, όπως οι δείκτες αναφοράς των CDS και οι δείκτες δεικτών. Είναι αναγκαίο να συμπληρωθεί η γενική απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς με την απαγόρευση της χειραγώγησης των ίδιων των δεικτών αναφοράς και της τυχόν διαβίβασης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, της παροχής ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων, ή οποιασδήποτε άλλης συμπεριφοράς που συνεπάγεται τη χειραγώγηση του υπολογισμού εντός δείκτη αναφοράς, σύμφωνα με έναν ευρύ ορισμό του υπολογισμού ώστε να περιλαμβάνονται η λήψη και αξιολόγηση όλων των δεδομένων που σχετίζονται με τον υπολογισμό του εν λόγω δείκτη αναφοράς, και ειδικότερα τα επεξεργασμένα δεδομένα και η μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς, ανεξαρτήτως αν αυτή διαμορφώνεται εν όλω ή εν μέρει επί τη βάσει αλγορίθμων ή εκτιμήσεων. Οι εν λόγω κανόνες είναι επιπλέον των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 που απαγορεύει τη σκόπιμη παροχή ψευδών πληροφοριών σε επιχειρήσεις που εκπονούν αξιολογήσεις τιμών ή εκθέσεις για τις αγορές ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των συμμετεχόντων στην αγορά που ενεργούν βάσει των εν λόγω αξιολογήσεων τιμών ή εκθέσεων για τις αγορές.

(45)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες αγοράς μεταξύ των τόπων και των μηχανισμών διαπραγμάτευσης που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, κάθε πρόσωπο που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ θα πρέπει να υποχρεούται να θεσπίζει και να διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες με στόχο την πρόληψη και τον εντοπισμό πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς και καταχρηστικών πρακτικών.

(46)

Η χειραγώγηση ή η απόπειρα χειραγώγησης χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί να συνίσταται και στην τοποθέτηση εντολών που μπορεί να μην εκτελεστούν. Επιπλέον, ένα χρηματοπιστωτικό μέσο μπορεί να υποστεί χειραγώγηση μέσω συμπεριφορών που λαμβάνουν χώρα εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση ή εκτέλεση συναλλαγών υποχρεούνται να θεσπίζουν και να διατηρούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες εντοπισμού και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουν ύποπτες εντολές και συναλλαγές που διενεργούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης.

(47)

Η χειραγώγηση ή η απόπειρα χειραγώγησης χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί επίσης να συνίσταται στη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να συνίσταται στην επινόηση εντελώς ψευδών πληροφοριών, αλλά επίσης και στην εκ προθέσεως παράλειψη σημαντικών γεγονότων, καθώς και στην εν γνώσει ανακριβή αναφορά πληροφοριών. Αυτή η μορφή χειραγώγησης της αγοράς είναι ιδιαίτερα επιζήμια για τους επενδυτές, καθώς εξαιτίας της βασίζουν τις επενδυτικές αποφάσεις τους σε λανθασμένες ή διαστρεβλωμένες πληροφορίες. Επίσης, είναι επιζήμια για τους εκδότες γιατί μειώνει την εμπιστοσύνη στις διαθέσιμες πληροφορίες που τους αφορούν. Η έλλειψη εμπιστοσύνης της αγοράς μπορεί με τη σειρά της να θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα ενός εκδότη να εκδίδει νέα χρηματοπιστωτικά μέσα ή να εξασφαλίζει πιστώσεις από άλλους συμμετέχοντες στην αγορά για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του. Οι πληροφορίες διαδίδονται πολύ γρήγορα στην αγορά. Σαν αποτέλεσμα, η ζημία για τους επενδυτές και τους εκδότες μπορεί να διαρκέσει για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να διαπιστωθεί ότι οι πληροφορίες είναι ψευδείς ή παραπλανητικές και μπορούν να διορθωθούν από τον εκδότη ή από τα πρόσωπα που ευθύνονται για τη διάδοσή τους. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων φημών και ψευδών ή παραπλανητικών ειδήσεων, να θεωρείται παράβαση του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να μην επιτρέπεται στα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές να εκφράζουν ελεύθερα πληροφορίες αντίθετες με την προσωπική τους γνώμη ή την κρίση τους, για τις οποίες γνωρίζουν ή θα πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι ψευδείς ή παραπλανητικές, εις βάρος επενδυτών και εκδοτών.

(48)

Δεδομένης της αυξημένης χρήσης ιστοτόπων, ιστολογίων (blogs) και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών μέσω του διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένων ιστοτόπων κοινωνικής δικτύωσης ή ανώνυμων ιστολογίων, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνη που διαπράττεται μέσω περισσότερο παραδοσιακών διαύλων επικοινωνίας.

(49)

Η δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών από έναν εκδότη είναι απαραίτητη για να αποτραπεί η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών και για να διασφαλιστεί ότι δεν θα παραπλανούνται οι επενδυτές. Συνεπώς, οι εκδότες θα πρέπει να υποχρεούνται να ενημερώνουν όσο το δυνατόν συντομότερα το κοινό σχετικά με προνομιακές πληροφορίες. Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή ενδέχεται, υπό ειδικές περιστάσεις, να βλάψει τα νόμιμα συμφέροντα του εκδότη. Σε τέτοιες περιστάσεις, η καθυστέρηση της δημοσιοποίησης θα πρέπει να επιτρέπεται εάν μια αναβολή δεν θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό και ο εκδότης είναι σε θέση να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών. Ο εκδότης υπόκειται στην υποχρέωση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών μόνο εάν έχει αιτηθεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση ή έχει εγκριθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου.

(50)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής των απαιτήσεων που διέπουν τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών και την αναβολή της δημοσιοποίησης αυτής, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, τα νόμιμα συμφέροντα μπορεί ειδικότερα να σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τις ακόλουθες περιστάσεις: α) υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις, ή συναφείς ενέργειες, όπου η έκβαση ή η συνήθης πορεία των διαπραγματεύσεων θα ήταν πιθανό να επηρεαστεί από τη δημοσιοποίηση. Ειδικότερα, σε περίπτωση όπου η οικονομική βιωσιμότητα του εκδότη βρίσκεται σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο χωρίς να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πτωχευτικού δικαίου, η δημοσιοποίηση πληροφοριών μπορεί να αναβληθεί για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα εάν τέτοια δημοσιοποίηση θα συνιστούσε σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα των υπαρχόντων και δυνητικών μετόχων, υπονομεύοντας την περάτωση συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων που αποσκοπούν σε μακροπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη του εκδότη· β) αποφάσεις που λαμβάνονται ή συμβάσεις που συνάπτονται από το διευθυντικό όργανο ενός εκδότη και χρειάζονται την έγκριση ενός άλλου οργάνου του εκδότη για να τεθούν σε ισχύ, εάν η οργάνωση του εκδότη απαιτεί διαχωρισμό μεταξύ αυτών των οργάνων, υπό την προϋπόθεση ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών πριν από την έγκριση αυτή, σε συνδυασμό με ταυτόχρονη γνωστοποίηση ότι η έγκριση εξακολουθεί να εκκρεμεί, θα έθετε σε κίνδυνο την ενδεικνυόμενη αξιολόγηση των πληροφοριών από το κοινό.

(51)

Επιπλέον, η απαίτηση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να καταλαμβάνει τους συμμετέχοντες στην αγορά εκπομπών άνθρακα. Για να αποφευχθεί η έκθεση της αγοράς σε αναφορές που δεν είναι χρήσιμες, καθώς και να διατηρηθεί η σχέση κόστους-αποδοτικότητας του προβλεπόμενου μέτρου, φαίνεται αναγκαίος ο περιορισμός του κανονιστικού αντικτύπου της εν λόγω απαιτήσεως μόνο σε εκείνους τους διαχειριστές του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ οι οποίοι, λόγω του μεγέθους και των δραστηριοτήτων τους, αναμένεται ευλόγως να έχουν σημαντική επίδραση στην τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συναφών παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και στη συμμετοχή σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010. Η Επιτροπή, μέσω πράξης κατ’ εξουσιοδότηση, θα πρέπει να θεσπίζει μέτρα που καθορίζουν ένα ελάχιστο όριο για τους σκοπούς της εφαρμογής της απαλλαγής αυτής. Οι προς δημοσιοποίηση πληροφορίες θα πρέπει να αφορούν τις πραγματικές πράξεις της δημοσιοποιούσας πλευράς και όχι τα σχέδια ή τις στρατηγικές της για διενέργεια συναλλαγών επί δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συναφών παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. Εάν οι συμμετέχοντες στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής συμμορφώνονται ήδη με αντίστοιχα καθήκοντα δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών, ιδιαίτερα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1227/2011, η υποχρέωση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τα δικαιώματα εκπομπής δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αναπαραγωγή των υποχρεωτικών δημοσιοποιήσεων με το ίδιο ουσιαστικά περιεχόμενο. Στην περίπτωση των οντοτήτων που συμμετέχουν σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής με συνολικές εκπομπές ή ονομαστική θερμική ισχύ στο καθορισμένο όριο ή κάτω από αυτό, δεδομένου ότι οι πληροφορίες για τις υλικές τους ενέργειες δεν θεωρούνται σημαντικές για τους σκοπούς της δημοσιοποίησης, θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι δεν έχουν σημαντική επίδραση στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συνδεόμενων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. Οι εν λόγω οντότητες που συμμετέχουν στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής θα πρέπει ωστόσο να καλύπτονται από την απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών σε σχέση με οποιεσδήποτε πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση και οι οποίες είναι προνομιακές.

(52)

Για να προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον, να διαφυλάσσεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, για παράδειγμα, να αποφεύγεται το ενδεχόμενο κρίσεις ρευστότητας σε χρηματοδοτικά ιδρύματα να μετατρέπονται σε κρίσεις φερεγγυότητας λόγω αιφνίδιας ανάληψης χρημάτων, ενδεχομένως ενδείκνυται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, η καθυστέρηση της δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών για πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Ειδικότερα, αυτό μπορεί να ισχύσει για πληροφορίες σχετιζόμενες με προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, εάν χρειάζεται δανειοδότηση από κεντρική τράπεζα, συμπεριλαμβανομένης της έκτακτης παροχής ρευστότητας, και η δημοσιοποίηση των πληροφοριών θα είχε συστημικό αντίκτυπο. Η καθυστέρηση αυτή θα πρέπει να προϋποθέτει ότι ο εκδότης έχει τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής και ότι είναι σαφές πως το ευρύτερο δημόσιο και οικονομικό συμφέρον για αναβολή της δημοσιοποίησης υπεραντισταθμίζει το συμφέρον της αγοράς να λάβει τις πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση αναβάλλεται.

(53)

Όσον αφορά τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, ιδίως σε περίπτωση που λαμβάνουν δανειοδότηση από κεντρική τράπεζα, συμπεριλαμβανομένης της έκτακτης παροχής ρευστότητας, η αξιολόγηση σχετικά με το κατά πόσον οι πληροφορίες είναι συστημικής σημασίας και κατά πόσον η αναβολή της δημοσιοποίησης είναι προς το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να γίνεται από την αρμόδια αρχή, ύστερα από την ενδεικνυόμενη διαβούλευση με την εθνική κεντρική τράπεζα, την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας ή οποιαδήποτε άλλη σχετική εθνική αρχή.

(54)

Η χρησιμοποίηση ή η απόπειρα χρησιμοποίησης προνομιακών πληροφοριών σε διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου θα πρέπει να απαγορεύονται ρητά. Η χρησιμοποίηση προνομιακών πληροφοριών μπορεί επίσης να συνίσταται σε συναλλαγές επί δικαιωμάτων εκπομπής και συναφών παραγώγων και σε συμμετοχή σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων συναφών εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων, οι οποίοι διεξάγονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, από πρόσωπα που γνωρίζουν, ή όφειλαν να γνωρίζουν, ότι οι πληροφορίες που κατέχουν είναι προνομιακές πληροφορίες. Πληροφορίες που αφορούν τα σχέδια και τις στρατηγικές συναλλαγών του ίδιου του συμμετέχοντος στην αγορά δεν θα πρέπει να θεωρούνται προνομιακές, αν και οι πληροφορίες που αφορούν τα σχέδια και τις στρατηγικές συναλλαγών ενός τρίτου ενδέχεται να αποτελούν προνομιακές πληροφορίες.

(55)

Η απαίτηση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών μπορεί να αποτελεί μεγάλη επιβάρυνση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, λόγω του κόστους παρακολούθησης των πληροφοριών που κατέχουν και χρήσης νομικών συμβουλών σχετικά με το αν και πότε πρέπει να δημοσιοποιηθούν οι πληροφορίες. Ωστόσο, η άμεση δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης των επενδυτών σε αυτούς τους εκδότες. Κατά συνέπεια, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθούν τους εκδότες να τηρούν την υποχρέωση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η προστασία των επενδυτών.

(56)

Οι κατάλογοι των προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τις ρυθμιστικές αρχές όταν ερευνούν πιθανή κατάχρηση της αγοράς, αλλά οι εθνικές διαφορές όσον αφορά τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω καταλόγους επιβάλλουν περιττό διοικητικό φόρτο στους εκδότες. Συνεπώς, τα πεδία των δεδομένων που απαιτούνται για τους καταλόγους προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες θα πρέπει να είναι ομοιόμορφα ώστε να μειωθεί το σχετικό κόστος. Είναι σημαντικό τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω καταλόγους να ενημερώνονται για το γεγονός αυτό και για τις συνέπειές του δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Η απαίτηση διατήρησης και συνεχούς επικαιροποίησης των καταλόγων των προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες συνεπάγεται διοικητικό φόρτο, ιδιαίτερα για τους εκδότες σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ. Καθώς οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν αποτελεσματική εποπτεία της κατάχρησης της αγοράς χωρίς να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή τους σχετικούς καταλόγους για αυτούς τους εκδότες, οι εκδότες αυτοί θα πρέπει να εξαιρούνται από αυτή την υποχρέωση για να περιοριστεί το διοικητικό κόστος που επιβάλλεται με τον παρόντα κανονισμό. Εντούτοις, οι εκδότες αυτοί θα πρέπει να διαβιβάζουν στην αρμόδια αρχή, όποτε το ζητήσει, κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες.

(57)

Η κατάρτιση, από τους εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους, ενός καταλόγου με τα πρόσωπα που εργάζονται για αυτούς, με σύμβαση εργασίας, παροχής υπηρεσιών ή άλλη σχέση, και έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες σχετιζόμενες άμεσα ή έμμεσα με τον εκδότη αποτελεί ένα πολύτιμο μέτρο για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς. Οι κατάλογοι αυτοί μπορούν να χρησιμεύσουν στους εκδότες ή στα πρόσωπα αυτά για να ελέγξουν τη ροή προνομιακών πληροφοριών και, κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούν να συμβάλουν στη διαχείριση των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας. Επιπλέον, οι κατάλογοι αυτοί μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές, για να προσδιορίζουν κάθε πρόσωπο που έχει πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες και την ημερομηνία κατά την οποία απέκτησε την πρόσβαση αυτή. Η πρόσβαση προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό σε προνομιακές πληροφορίες σχετιζόμενες, άμεσα ή έμμεσα, με τον εκδότη τελεί υπό την επιφύλαξη των εκ του παρόντος κανονισμού απαγορεύσεων.

(58)

Η αύξηση της διαφάνειας των συναλλαγών που διεξάγονται από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε επίπεδο εκδότη και, εάν συντρέχει περίπτωση, από πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά, συνιστά προληπτικό μέτρο κατά της κατάχρησης της αγοράς, και ιδίως κατά κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών. Η δημοσίευση των εν λόγω συναλλαγών τουλάχιστον σε μεμονωμένη βάση μπορεί επίσης να αποτελέσει πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τους επενδυτές. Κρίνεται αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η υποχρέωση δημοσίευσης των συναλλαγών των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα περιλαμβάνει επίσης την ενεχυρίαση ή τη δανειοδότηση χρηματοπιστωτικών μέσων, δεδομένου ότι η ενεχυρίαση μετοχών μπορεί να έχει σημαντική και δυνητικά αποσταθεροποιητική επίπτωση στην εταιρεία σε περίπτωση αιφνίδιας, απρόβλεπτης πώλησης. Χωρίς τη δημοσιοποίηση, η αγορά δεν θα γνώριζε ότι υπήρχε, για παράδειγμα, αυξημένη πιθανότητα για σημαντική μελλοντική μεταβολή στη μετοχική ιδιοκτησία, για αύξηση της προσφοράς μετοχών στην αγορά ή για απώλεια δικαιωμάτων ψήφου στη συγκεκριμένη εταιρεία. Για τον λόγο αυτό, απαιτείται γνωστοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού όταν η ενεχυρίαση τίτλων γίνεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συναλλαγής, όπου το διευθυντικό στέλεχος ενεχυριάζει τους τίτλους ως ασφάλεια για πιστοδότηση από τρίτον. Επιπροσθέτως, η πλήρης και ενδεδειγμένη διαφάνεια της αγοράς αποτελεί προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη όσων συμμετέχουν στην αγορά και, ιδίως, για την εμπιστοσύνη των μετόχων κάθε εταιρείας. Είναι επίσης αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η υποχρέωση δημοσίευσης των συναλλαγών αυτών των διευθυντικών στελεχών περιλαμβάνει τις συναλλαγές άλλου προσώπου που ασκεί διακριτική ευχέρεια εκ μέρους του προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα. Για να διασφαλιστεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ του επιπέδου διαφάνειας και του αριθμού των αναφορών που γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό, θα πρέπει να θεσπιστούν όρια στον παρόντα κανονισμό κάτω των οποίων δεν χρειάζεται να δημοσιοποιούνται οι συναλλαγές.

(59)

Η γνωστοποίηση των συναλλαγών που διενεργούνται από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα για δικό τους λογαριασμό, ή από πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με αυτά, δεν είναι μόνο πολύτιμη πληροφόρηση για τους συμμετέχοντες στην αγορά, αλλά αποτελεί και ένα πρόσθετο μέσο για την εποπτεία των αγορών από τις αρμόδιες αρχές. Η υποχρέωση γνωστοποίησης των συναλλαγών τελεί υπό την επιφύλαξη των εκ του παρόντος κανονισμού απαγορεύσεων.

(60)

Η γνωστοποίηση των συναλλαγών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων οι οποίοι τίθενται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(61)

Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να συναλλάσσονται πριν από την ανακοίνωση μιας περιοδικής οικονομικής έκθεσης ή ετήσιας έκθεσης την οποία ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιήσει δυνάμει των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης όπου οι μετοχές του εκδότη έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, εκτός από ειδικές και περιορισμένες περιστάσεις οι οποίες θα δικαιολογούσαν να επιτρέπει ο εκδότης σε πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα τη διενέργεια συναλλαγών. Εντούτοις, μια τέτοια άδεια διενέργειας συναλλαγών τελεί υπό την επιφύλαξη των εκ του παρόντος κανονισμού απαγορεύσεων.

(62)

Ένα σύνολο αποτελεσματικών εργαλείων, εξουσιών και πόρων για την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους εγγυάται την αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικότερα μια ελάχιστη δέσμη εποπτικών και ερευνητικών εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται, εφόσον το απαιτεί η εθνική νομοθεσία, με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενεργούν αντικειμενικά και αμερόληπτα και να παραμένουν αυτόνομες όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεών τους.

(63)

Οι φορείς της αγοράς και όλοι οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει και αυτοί να συνεισφέρουν στην ακεραιότητα της αγοράς. Υπό αυτή την έννοια, ο διορισμός μιας ενιαίας αρμόδιας αρχής για την κατάχρηση της αγοράς δεν θα πρέπει να αποκλείει δυνατότητες συνεργασίας ή ανάθεση καθηκόντων υπό την ευθύνη της αρμόδιας αρχής, μεταξύ της εν λόγω αρχής και των φορέων της αγοράς με στόχο την εξασφάλιση αποτελεσματικής εποπτείας της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Όταν τα πρόσωπα που παράγουν ή διανέμουν επενδυτικές συστάσεις ή άλλες πληροφορίες που συνιστούν ή προτείνουν μια επενδυτική στρατηγική για ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα διενεργούν επίσης συναλλαγές σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να μπορούν να απαιτήσουν ή να ζητήσουν από τα πρόσωπα αυτά κάθε αναγκαία πληροφορία για να προσδιοριστεί εάν οι συστάσεις τις οποίες παράγουν ή διανέμουν τα εν λόγω πρόσωπα συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό.

(64)

Για τους σκοπούς του εντοπισμού πράξεων κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, δυνατότητα πρόσβασης σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων για να κατάσχουν έγγραφα. Η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη σε περίπτωση εύλογης υπόνοιας ότι υπάρχουν έγγραφα και άλλα στοιχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο της έρευνας και ενδέχεται να αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτησης μιας υπόθεσης κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγησης της αγοράς. Επιπλέον, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη όταν: το πρόσωπο από το οποίο έχουν ζητηθεί οι πληροφορίες δεν έχει συμμορφωθεί με την απαίτηση, εν όλω ή εν μέρει, ή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι εάν υποβληθεί αίτηση δεν θα υπάρξει ανταπόκριση ή ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που σχετίζονται με την απαίτηση παροχής πληροφοριών θα απομακρυνθούν, θα παραποιηθούν ή θα καταστραφούν. Εάν χρειάζεται προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μετά τη χορήγηση αυτής της προηγούμενης δικαστικής άδειας.

(65)

Τα υπάρχοντα στοιχεία της καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εκτελούν συναλλαγές και τεκμηριώνουν την εκτέλεση αυτών, καθώς και τα υπάρχοντα στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων από φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών αποτελούν κρίσιμα, και κάποιες φορές τα μοναδικά, αποδεικτικά στοιχεία για τον εντοπισμό και την απόδειξη πράξεων κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς. Μέσω των στοιχείων για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και των αρχείων διακίνησης δεδομένων μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα ενός προσώπου που είναι υπεύθυνο για τη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή μπορεί να διαπιστωθεί ότι κάποια πρόσωπα επικοινώνησαν μια ορισμένη στιγμή και ότι υφίσταται μια σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικών επικοινωνιών και αρχεία διακίνησης δεδομένων τα οποία τηρούνται από επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Η πρόσβαση σε αρχεία διακίνησης δεδομένων και καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων είναι αναγκαία για την παροχή αποδεικτικών στοιχείων και ερευνητικών πληροφοριών σχετικά με πιθανή κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών ή πιθανή χειραγώγηση της αγοράς, και κατά συνέπεια για τον εντοπισμό της κατάχρησης της αγοράς και την επιβολή κυρώσεων. Για να καθιερωθούν, στο πλαίσιο της Ένωσης, ίσοι όροι όσον αφορά την πρόσβαση σε στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και στα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από εταιρείες τηλεπικοινωνιών ή στα υπάρχοντα στοιχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία να έχουν τη δυνατότητα να τους παραδίδονται υπάρχοντα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και υπάρχοντα στοιχεία διακίνησης δεδομένων τα οποία τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και υπάρχοντα στοιχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων, τα οποία τηρούνται από επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τέτοια αρχεία, σχετιζόμενα με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή έρευνας, αποτελούν ενδεχομένως κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία σε υπόθεση κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού. Η πρόσβαση στα στοιχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δεν περιλαμβάνει την πρόσβαση στο περιεχόμενο φωνητικών τηλεφωνικών επικοινωνιών.

(66)

Παρότι ο παρών κανονισμός ορίζει μια ελάχιστη δέσμη εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές, οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται στο πλαίσιο ενός πλήρους συστήματος εθνικής νομοθεσίας το οποίο θα εξασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Για την άσκηση των εξουσιών αυτών, η οποία μπορεί να συνεπάγεται σοβαρές παρεμβάσεις στο δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν θεσπίσει κατάλληλες και αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι οιασδήποτε κατάχρησης, για παράδειγμα όταν απαιτείται προηγούμενη άδεια από τις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν αυτές τις παρεμβατικές εξουσίες στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την κατάλληλη διερεύνηση σοβαρών περιπτώσεων στις οποίες δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέσα για την αποτελεσματική επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος.

(67)

Εφόσον η κατάχρηση της αγοράς μπορεί να γίνεται σε διάφορες χώρες και αγορές, σε όλες τις περιπτώσεις πλην εξαιρετικών περιστάσεων οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με άλλες αρμόδιες και ρυθμιστικές αρχές, και με την ΕΑΚΑΑ, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ερευνητικές δραστηριότητες. Εάν μια αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη ότι λαμβάνει χώρα ή έχει λάβει χώρα κατάχρηση αγοράς σε άλλο κράτος μέλος ή ότι επηρεάζει χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ. Σε περιπτώσεις κατάχρησης της αγοράς με διασυνοριακές επιπτώσεις, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να συντονίσει την έρευνα αν της ζητηθεί από μία από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(68)

Είναι απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία για την αποτελεσματική επιτήρηση των βιβλίων εντολών πέραν των ορίων μιας αγοράς. Δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να ζητούν και να λαμβάνουν δεδομένα από άλλες αρμόδιες αρχές τα οποία σχετίζονται με τα βιβλία εντολών, ως βοήθεια για την παρακολούθηση και τον εντοπισμό πράξεων χειραγώγησης της αγοράς σε διασυνοριακή βάση.

(69)

Για να διασφαλιστούν οι ανταλλαγές πληροφοριών και η συνεργασία με αρχές τρίτων χωρών για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καταρτίζουν συμφωνίες συνεργασίας με τους ομολόγους τους σε τρίτες χώρες. Πάσα μεταβίβαση προσωπικών δεδομένων βάσει των ανωτέρω συμφωνιών θα πρέπει να συμμορφώνεται με την οδηγία 95/46/ΕΚ και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(70)

Ένα άρτιο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας και κανόνων συμπεριφοράς του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά συστήματα εποπτείας, έρευνας και κυρώσεων. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες για να δράσουν και θα πρέπει να μπορούν να στηρίζονται σε ισότιμα, ισχυρά και αποτρεπτικά συστήματα κολασμού κάθε οικονομικού παραπτώματος ενώ οι σχετικές κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικά. Ωστόσο, η ομάδα de Larosière κατέληξε ότι επί του παρόντος δεν υφίσταται κανένα από τα ανωτέρω στοιχεία. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την ενίσχυση των συστημάτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση των υφιστάμενων εξουσιών επιβολής κυρώσεων και της πρακτικής εφαρμογής τους με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των κυρώσεων κατά μήκος των εποπτικών δραστηριοτήτων.

(71)

Συνεπώς, θα πρέπει να προβλέπεται ένα σύνολο διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων για τη διασφάλιση μιας κοινής προσέγγισης στα κράτη μέλη και την ενίσχυση του αποτρεπτικού χαρακτήρα τους. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα να απαγορεύει σε πρόσωπα την άσκηση διευθυντικών καθηκόντων σε επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις θα πρέπει να καθορίζονται συνεκτιμώντας, ενδεχομένως, παράγοντες όπως η αποστέρηση του οικονομικού οφέλους που έχει εντοπιστεί, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, τυχόν παράγοντες επιδείνωσης ή μετριασμού, η ανάγκη αποτρεπτικού χαρακτήρα των προστίμων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να περιλαμβάνουν μια έκπτωση για συνεργασία με την αρμόδια αρχή. Ειδικότερα, το πραγματικό ποσό των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να ανέρχεται στο μέγιστο επίπεδο που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό ή στο ανώτατο επίπεδο που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, για ιδιαίτερα σοβαρές παραβάσεις, ενώ μπορούν να επιβάλλονται πρόστιμα σημαντικά χαμηλότερα από το μέγιστο επίπεδο για παραβάσεις ήσσονος σημασίας ή σε περίπτωση διακανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν υψηλότερες διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα.

(72)

Παρότι τίποτα δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες τόσο για διοικητικές όσο και για ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού οι οποίες υπόκεινται ήδη στο εθνικό ποινικό δίκαιο έως τις 3 Ιουλίου 2016. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά μπορούν να το πράττουν αν επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση των ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 2014/57/ΕΕ δεν θα πρέπει να μειώνουν ή να επηρεάζουν με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών σχετικά με τη συνεργασία και την πρόσβαση και την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ακόμη και έπειτα από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές για να ασκηθεί ποινική δίωξη.

(73)

Για να εξασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα για το ευρύτερο κοινό, θα πρέπει κανονικά να δημοσιεύονται. Η δημοσίευση των αποφάσεων συνιστά επίσης σημαντικό εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την ενημέρωση των φορέων της αγοράς σχετικά με το ποια συμπεριφορά συνιστά παράβαση του παρόντος κανονισμού και για την προώθηση καλής συμπεριφοράς μεταξύ των φορέων της αγοράς. Αν η εν λόγω δημοσίευση προκαλεί δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τυχόν διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα σε ανώνυμη βάση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή να καθυστερεί τη δημοσίευση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την επιλογή να μη δημοσιεύουν κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα σε περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση σε ανώνυμη βάση ή η καθυστέρηση της δημοσίευσης δεν θεωρούνται επαρκή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να υποχρεούνται επίσης να δημοσιεύουν μέτρα τα οποία θεωρούνται ήσσονος σημασίας και των οποίων η δημοσίευση θα ήταν δυσανάλογη προς τη σημασία τους.

(74)

Οι πληροφοριοδότες ενδέχεται να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές νέες πληροφορίες οι οποίες τις διευκολύνουν στον εντοπισμό και την επιβολή κυρώσεων επί υποθέσεων που αφορούν κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς. Ωστόσο, την παροχή πληροφοριών μπορεί να αποτρέψει ο φόβος αντίποινων ή η έλλειψη κινήτρων. Η αναφορά των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εντοπίζουν την κατάχρηση της αγοράς και να επιβάλλουν σχετικές κυρώσεις. Τα μέτρα σχετικά με τους πληροφοριοδότες είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση του εντοπισμού περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς και για τη διασφάλιση της προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων του πληροφοριοδότη και του κατηγορουμένου. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει συνεπώς να διασφαλίσει ότι υφίστανται επαρκείς ρυθμίσεις που επιτρέπουν στους πληροφοριοδότες να ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με πιθανές παραβάσεις του κανονισμού και που τους προστατεύουν από τυχόν αντίποινα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν οικονομικά κίνητρα για τα πρόσωπα που προσφέρουν ακριβείς πληροφορίες για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, οι πληροφοριοδότες θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι για τα εν λόγω κίνητρα μόνο όταν αποκαλύπτουν νέες πληροφορίες που δεν είναι ακόμα υποχρεωμένοι να δημοσιοποιήσουν βάσει νόμου και εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες οδηγούν σε κυρώσεις για παράβαση του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα πληροφοριοδότησης που εφαρμόζουν περιλαμβάνουν μηχανισμούς που παρέχουν ικανοποιητική προστασία σε έναν κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του και διαδικασίες που διασφαλίζουν το δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου πριν τη λήψη μιας απόφασης που τον αφορά, καθώς και το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου κατά αποφάσεως που τον αφορά.

(75)

Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει νομοθεσία για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ και ότι θα πρέπει να εκδοθούν οι προβλεπόμενες πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό για να μπορέσει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά το εισαγόμενο πλαίσιο, είναι απαραίτητη η αναβολή της εφαρμογής των ουσιωδών διατάξεων του παρόντος κανονισμού για επαρκές χρονικό διάστημα.

(76)

Για να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση στην έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι πρακτικές της αγοράς που ισχύουν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και γίνονται αποδεκτές από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 (14) της Επιτροπής για τους σκοπούς εφαρμογής του σημείου 2 στοιχείο α) του άρθρου 1 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται, υπό την προϋπόθεση ότι κοινοποιούνται στην ΕΑΚΑΑ σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μέχρι η αρμοδία αρχή να λάβει απόφαση για τη συνέχιση των πρακτικών αυτών βάσει του παρόντος κανονισμού.

(77)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης). Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές. Ειδικότερα, όταν ο παρών κανονισμός αναφέρεται σε κανόνες που διέπουν την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία έκφρασης σε άλλα μέσα, καθώς και σε κανόνες ή κώδικες που διέπουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι ελευθερίες όπως κατοχυρώνονται στην Ένωση και στα κράτη μέλη και αναγνωρίζονται στο άρθρο 11 του Χάρτη και σε άλλες σχετικές διατάξεις.

(78)

Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και να βελτιωθεί η ενημέρωση σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν ανωνυμοποιημένα και συγκεντρωτικά δεδομένα στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση. Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν τον αριθμό των ερευνών που έχουν ανοίξει, που βρίσκονται σε εξέλιξη και που έχουν κλείσει κατά τη σχετική περίοδο.

(79)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και υπό την εποπτεία των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, και συγκεκριμένα των δημόσιων ανεξάρτητων αρχών που διορίζονται από τα κράτη μέλη. Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή μεταβίβαση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ. Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή μεταβίβαση πληροφοριών από την ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(80)

Ο παρών κανονισμός, καθώς και οι εκτελεστικές πράξεις, οι πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και οι κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίθηκαν σύμφωνα με αυτόν ισχύουν με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης σχετικά με τον ανταγωνισμό.

(81)

Για να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ώστε αυτή να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών που διαθέτουν συμφωνία σύνδεσης με την Ένωση κατά την έννοια του άρθρου 25 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, σχετικά με τις ενδείξεις πράξεων χειραγώγησης που αναφέρονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού, τα όρια για τον προσδιορισμό της εφαρμογής της υποχρέωσης δημοσιοποίησης για τους συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής, τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούν να επιτραπούν συναλλαγές κατά τη διάρκεια μιας κλειστής περιόδου και σχετικά με τους τύπους συναλλαγών που διεξάγονται από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα ή από πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά οι οποίες γεννούν υποχρέωση γνωστοποίησης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(82)

Για να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την τήρηση των διαδικασιών αναφοράς των παραβάσεων του κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τον προσδιορισμό των διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των τρόπων παρακολούθησης των αναφορών και των μέτρων για την προστασία των προσώπων που εργάζονται δυνάμει σύμβασης απασχόλησης ή παροχής υπηρεσιών και μέτρων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι εξουσίες αυτές ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(83)

Τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν ομοιόμορφες συνθήκες σε ολόκληρη την Ένωση σε θέματα που καλύπτει ο παρών κανονισμός. Κρίνεται σκόπιμο και αποδοτικό να αναλάβει η ΕΑΚΑΑ, ως φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης τεχνογνωσίας, την ανάπτυξη των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα κατατεθούν στην Επιτροπή.

(84)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που εκπονεί η ΕΑΚΑΑ για τον προσδιορισμό του περιεχομένου των γνωστοποιήσεων που θα πρέπει να πραγματοποιούνται από τους διαχειριστές ρυθμιζόμενων αγορών, ΠΜΔ και ΟΜΔ όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση, διαπραγματεύονται ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης των διαχειριστών αυτών, τον τρόπο και τις συνθήκες κατάρτισης, δημοσίευσης και διατήρησης του καταλόγου των μέσων αυτών από την ΕΑΚΑΑ, καθώς και για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν τα προγράμματα επαναγοράς και οι πράξεις σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων διαπραγμάτευσης, των περιορισμών όσον αφορά τον χρόνο και τον όγκο, των απαιτήσεων δημοσιοποίησης και αναφοράς και των προϋποθέσεων τιμών για τη σταθεροποίηση, όσον αφορά τα συστήματα διαδικασιών και ρυθμίσεων για τους τόπους διαπραγμάτευσης με στόχο την πρόληψη και τον εντοπισμό της κατάχρησης της αγοράς, τα συστήματα και τα πρότυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και την κοινοποίηση ύποπτων εντολών και συναλλαγών, για τον προσδιορισμό κατάλληλων ρυθμίσεων, διαδικασιών και απαιτήσεων τήρησης αρχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας βολιδοσκόπησης της αγοράς, και όσον αφορά τις τεχνικές ρυθμίσεις για κατηγορίες προσώπων για την αντικειμενική παρουσίαση πληροφοριών που συστήνουν μια επενδυτική στρατηγική και για τη δημοσιοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων ή ενδείξεων συγκρούσεων συμφερόντων μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16). Έχει ιδιαίτερη σημασία, κατά το προπαρασκευαστικό της έργο, η Επιτροπή να διενεργήσει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

(85)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να έχει την εξουσία να εγκρίνει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ και κατά το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αναλάβει την κατάρτιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προς υποβολή στην Επιτροπή σχετικά με τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών, τους μορφότυπους των καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και τους μορφότυπους και τις διαδικασίες για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών των αρμόδιων αρχών μεταξύ τους και με την ΕΑΚΑΑ.

(86)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς από πρόσωπα που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, η παράνομη ανακοίνωση τέτοιων πληροφοριών, και η χειραγώγηση της αγοράς δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων των μέτρων, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(87)

Επειδή οι διατάξεις της οδηγίας 2003/6/ΕΚ δεν είναι πλέον συναφείς ή επαρκείς, η οδηγία αυτή θα πρέπει να καταργηθεί με ισχύ από τις 3 Ιουλίου 2016. Οι απαιτήσεις και οι απαγορεύσεις του παρόντος κανονισμού σχετίζονται αυστηρά με αυτές της οδηγίας 2014/65/EE και συνεπώς θα πρέπει να αρχίσουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω οδηγίας.

(88)

Για την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα κράτη μέλη πρέπει απαραιτήτως να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα διασφαλίζοντας ότι το εθνικό τους δίκαιο συμμορφώνεται πριν από τις 3 Ιουλίου 2016 προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν τις αρμόδιες αρχές και τις εξουσίες τους, τη θέσπιση διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, την αναφορά παραβάσεων και τη δημοσίευση αποφάσεων.

(89)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων γνωμοδότησε στις 10 Φεβρουαρίου 2012 (17),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ένα κοινό κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, την παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών και τη χειραγώγηση της αγοράς («κατάχρηση αγοράς»), καθώς και μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση και για την ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών και της εμπιστοσύνης στις εν λόγω αγορές.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ακόλουθα:

α)

χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

β)

χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε ΠΜΔ, που έχουν εισαχθεί σε διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ·

γ)

χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε ΟΜΔ·

δ)

χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α), β) ή γ), των οποίων η τιμή ή η αξία εξαρτάται ή έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στα εν λόγω στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης και των συμβάσεων επί διαφορών.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης σε συμπεριφορές ή συναλλαγές, περιλαμβανομένων των προσφορών, που σχετίζονται με δημοπρασίες, σε χώρο πλειστηριασμών που έχει αδειοδοτηθεί ως ρυθμιζόμενη αγορά, δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά, περιλαμβανομένων των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010. Με την επιφύλαξη των τυχόν ειδικών διατάξεων που αναφέρονται σε προσφορές υποβαλλόμενες στο πλαίσιο πλειοδοτικής διαδικασίας, οιεσδήποτε απαιτήσεις και απαγορεύσεις του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται σε εντολές διαπραγμάτευσης εφαρμόζονται στις εν λόγω προσφορές.

2.   Τα άρθρα 12 και 15 εφαρμόζονται επίσης σε:

α)

συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, που δεν είναι ενεργειακά προϊόντα χονδρικής πώλησης, εάν η συναλλαγή, εντολή ή άλλη συμπεριφορά έχει ή θα μπορούσε να έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία κάποιου χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων συμβάσεων παραγώγων ή παράγωγων μέσων για τη μετακύληση του πιστωτικού κινδύνου, εάν η συναλλαγή, εντολή, προσφορά ή άλλη συμπεριφορά έχει ή θα μπορούσε να έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων του οποίου η τιμή ή η αξία εξαρτάται από την τιμή ή την αξία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων· και

γ)

συμπεριφορές που σχετίζονται με δείκτες αναφοράς.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε κάθε συναλλαγή, εντολή ή συμπεριφορά που αφορά οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω συναλλαγή, εντολή ή συμπεριφορά λαμβάνει, ή όχι, χώρα σε τόπο διαπραγμάτευσης.

4.   Οι απαγορεύσεις και οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται σε ενέργειες και παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα εντός της Ένωσης και σε τρίτες χώρες, και αφορούν τα μέσα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

2)

ως «επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» νοείται κάθε επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

3)

ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται κάθε πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18)·

4)

ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

5)

ως «διαχειριστής αγοράς» νοείται κάθε διαχειριστής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

6)

ως «ρυθμιζόμενη αγορά» νοείται μια ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

7)

ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» νοείται ένα πολυμερές σύστημα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

8)

ως «οργανωμένος μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΟΜΔ» νοείται ένα σύστημα ή ένας μηχανισμός στην Ένωση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

9)

ως «αποδεκτή πρακτική αγοράς» νοείται μια συγκεκριμένη πρακτική αγοράς η οποία γίνεται αποδεκτή από την αρμόδια αρχή κατά το άρθρο 13·

10)

ως «τόπος διαπραγμάτευσης» νοείται ένας τόπος διαπραγμάτευσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

11)

ως «αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ» νοείται αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

12)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται η διορισμένη ως αρχή κατά το άρθρο 22, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό·

13)

ως «πρόσωπο» νοείται ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

14)

ως «εμπόρευμα» νοείται ένα εμπόρευμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (19)·

15)

ως «συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων» νοείται μια σύμβαση για την προμήθεια εμπορεύματος το οποίο διαπραγματεύεται σε αγορά άμεσης παράδοσης και το οποίο παραδίδεται αμέσως μετά τον διακανονισμό της συναλλαγής, καθώς και οποιαδήποτε σύμβαση για την προμήθεια εμπορεύματος η οποία δεν είναι χρηματοπιστωτικό μέσο, περιλαμβανομένων των προθεσμιακών συμβάσεων που εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση·

16)

ως «αγορά άμεσης παράδοσης» νοείται μια αγορά χρηματιστηριακών εμπορευμάτων στην οποία τα εμπορεύματα πωλούνται τοις μετρητοίς και παραδίδονται αμέσως μετά τον διακανονισμό της συναλλαγής, καθώς και άλλες μη χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως οι προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων·

17)

ως «πρόγραμμα επαναγοράς» νοούνται οι συναλλαγές σε ίδιες μετοχές σύμφωνα με τα άρθρα 21 έως 27 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

18)

ως «αλγοριθμικές συναλλαγές» νοούνται οι αλγοριθμικές συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 39 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

19)

ως «δικαίωμα εκπομπής» νοείται το δικαίωμα εκπομπής κατά την έννοια του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

20)

ως «συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο πραγματοποιεί συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης και της τοποθέτησης εντολών για διενέργεια συναλλαγών, σε δικαιώματα εκπομπής, σε, εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή σε παράγωγα αυτών, και το οποίο δεν τυγχάνει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο·

21)

ως «εκδότης» νοείται νομική οντότητα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, η οποία εκδίδει ή προτίθεται να εκδώσει χρηματοπιστωτικά μέσα· σε περίπτωση αποθετηρίου εγγράφου παραστατικού χρηματοπιστωτικών μέσων, εκδότης είναι ο εκδότης του αντιπροσωπευόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου·

22)

ως «ενεργειακό προϊόν χονδρικής» νοείται ένα ενεργειακό προϊόν χονδρικής κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011·

23)

ως «εθνική ρυθμιστική αρχή» νοείται μια εθνική ρυθμιστική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011·

24)

ως «παράγωγα επί εμπορευμάτων» νοούνται παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)·

25)

ως «πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα» νοείται το πρόσωπο εντός εκδότη, ο συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλη οντότητα του άρθρου 19 παράγραφος 10 που είναι:

α)

μέλος του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της οντότητας αυτής, ή

β)

ανώτερο στέλεχος χωρίς την ιδιότητα του μέλους των οργάνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), το οποίο έχει τακτική πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την οντότητα αυτή, καθώς και την εξουσία να λαμβάνει διευθυντικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη μελλοντική πορεία και τις επιχειρηματικές προοπτικές της εν λόγω οντότητας·

26)

ως «πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς νοείται ένα από τα ακόλουθα:

α)

ο (η) σύζυγος ή ο (η) σύντροφος που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εξομοιώνεται με σύζυγο·

β)

τα εξαρτώμενα τέκνα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·

γ)

συγγενής ο οποίος, κατά την ημερομηνία της σχετικής συναλλαγής, συνοικούσε στο ίδιο σπίτι επί τουλάχιστον ένα έτος·

δ)

νομικό πρόσωπο, καταπίστευμα ή προσωπική εταιρεία, τα διευθυντικά καθήκοντα του οποίου ασκούνται από πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή από πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α), β) ή γ), ή το οποίο ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από ένα τέτοιο πρόσωπο, το οποίο συστάθηκε προς όφελος ενός τέτοιου προσώπου, ή του οποίου τα οικονομικά συμφέροντα είναι ουσιωδώς ταυτόσημα με τα οικονομικά συμφέροντα ενός τέτοιου προσώπου·

27)

ως «αρχεία δεδομένων κίνησης» νοούνται αρχεία «δεδομένων κίνησης» κατά την έννοια του άρθρου 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22)·

28)

ως «πρόσωπο που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβεί στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελεί συναλλαγές» νοείται το πρόσωπο που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με τη λήψη και διαβίβαση εντολών ή την εκτέλεση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα·

29)

ως «δείκτης αναφοράς» νοείται κάθε αναλογία, δείκτης ή αριθμητικό στοιχείο, προσβάσιμο από το κοινό ή δημοσιευόμενο, το οποίο, κατά περιόδους ή τακτικά, υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός τύπου στην αξία, ή με βάση την αξία, ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τιμών, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, των τρεχόντων ή εκτιμώμενων επιτοκίων ή άλλων μεγεθών, ή των ερευνών, και βάσει του οποίου προσδιορίζεται το πληρωτέο ποσό στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

30)

ως «ειδικός διαπραγματευτής» νοείται κάθε ειδικός διαπραγματευτής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

31)

ως «απόκτηση εταιρικής συμμετοχής» νοείται η απόκτηση τίτλων σε μια εταιρεία η οποία δεν συνεπάγεται νομική ή κανονιστική υποχρέωση για ανακοίνωση δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών σε σχέση με την εν λόγω εταιρεία·

32)

ως «συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες» νοείται το πρόσωπο το οποίο εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) ή στο άρθρο 11 παράγραφος 2, και το οποίο αποκαλύπτει πληροφορίες κατά τη διάρκεια μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς·

33)

ως «διαπραγμάτευση υψηλής συχνότητας» νοείται η διαπραγμάτευση υψηλής συχνότητας κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 40 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

34)

ως «σύσταση» ή «πρόταση μιας επενδυτικής στρατηγικής» νοούνται πληροφορίες:

i)

που παράγονται από ανεξάρτητο αναλυτή, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικό ίδρυμα, κάθε άλλο πρόσωπο του οποίου κύρια δραστηριότητα είναι η παραγωγή επενδυτικών συστάσεων ή από φυσικό πρόσωπο που εργάζεται για λογαριασμό των παραπάνω δυνάμει σύμβασης απασχόλησης ή άλλως, το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, εκφράζει συγκεκριμένες επενδυτικές προτάσεις όσον αφορά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή έναν εκδότη· ή

ii)

που παράγονται από πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο σημείο i) και οι οποίες προτείνουν άμεσα μια συγκεκριμένη επενδυτική απόφαση όσον αφορά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο·

35)

ως «επενδυτικές συστάσεις» νοείται κάθε πληροφορία που συνιστά ή προτείνει μια επενδυτική στρατηγική, ρητά ή έμμεσα, όσον αφορά ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τους εκδότες, συμπεριλαμβανομένης κάθε γνώμης όσον αφορά την παρούσα ή μελλοντική αξία ή τιμή των μέσων αυτών, οι οποίες προορίζονται για διαύλους επικοινωνίας ή για το κοινό.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 5, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «κινητές αξίες» νοούνται:

i)

μετοχές και άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές·

ii)

ομολογίες και άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους· ή

iii)

τιτλοποιημένο χρέος μετατρέψιμο ή ανταλλάξιμο σε μετοχές ή σε άλλους τίτλους που ισοδυναμούν με μετοχές·

β)

ως «συνδεόμενα μέσα» νοούνται τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τα οποία δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή δεν διαπραγματεύονται σε τόπο διαπραγμάτευσης, ή για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής σε τόπο διαπραγμάτευσης:

i)

συμβάσεις ή δικαιώματα προεγγραφής, απόκτησης ή πώλησης κινητών αξιών·

ii)

χρηματοπιστωτικά παράγωγα επί κινητών αξιών·

iii)

εάν οι κινητές αξίες είναι μετατρέψιμοι ή ανταλλάξιμοι χρεωστικοί τίτλοι, οι κινητές αξίες στις οποίες μπορούν να μετατραπούν ή με τις οποίες μπορούν να ανταλλαγούν αυτοί οι μετατρέψιμοι ή ανταλλάξιμοι χρεωστικοί τίτλοι·

iv)

μέσα τα οποία εκδίδονται ή έχουν εγγύηση από τον εκδότη ή τον εγγυητή των κινητών αξιών και των οποίων η αγοραία τιμή είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά την τιμή των κινητών αξιών, ή αντιστρόφως·

v)

εάν οι κινητές αξίες είναι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές, οι μετοχές που αντιπροσωπεύονται από αυτούς τους τίτλους και οποιοιδήποτε άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με αυτές τις μετοχές·

γ)

ως «σημαντική διάθεση» νοείται μια αρχική ή δευτερογενής προσφορά κινητών αξιών, η οποία διαφέρει από τη συνήθη διαπραγμάτευση τόσο από την άποψη της αξίας των προσφερόμενων κινητών αξιών όσο και από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο πώλησης·

δ)

ως «πράξη σταθεροποίησης» νοείται η αγορά ή προσφορά για την αγορά κινητών αξιών, ή η συναλλαγή σε συνδεόμενα μέσα που είναι ισοδύναμη, την οποία διενεργούν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο σημαντικής διάθεσης των σχετικών κινητών αξιών με αποκλειστικό σκοπό τη στήριξη της αγοραίας τιμής των σχετικών κινητών αξιών για προκαθορισμένη χρονική περίοδο, λόγω πίεσης που ασκείται στις τιμές αυτών των κινητών αξιών από εντολές πώλησης.

Άρθρο 4

Γνωστοποιήσεις και κατάλογος χρηματοπιστωτικών μέσων

1.   Οι διαχειριστές ρυθμιζόμενων αγορών καθώς και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ γνωστοποιούν αμελλητί στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο την πρώτη φορά που υποβάλλεται αίτηση εισαγωγής του προς διαπραγμάτευση, που εισάγεται προς διαπραγμάτευση ή που διαπραγματεύεται στον τόπο διαπραγμάτευσής τους.

Υποβάλλουν επίσης γνωστοποίηση στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο παύει να διαπραγματεύεται ή να είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση, εκτός εάν η ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο παύει να διαπραγματεύεται ή να είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση είναι γνωστή και περιλαμβάνεται στη γνωστοποίηση που έγινε σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τις ονομασίες και τους κωδικούς αναγνώρισης των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και την ημερομηνία και ώρα της υποβολής αίτησης εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, και την ημερομηνία και ώρα της πρώτης συναλλαγής.

Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών διαβιβάζουν επίσης στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης τις πληροφορίες που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή είχαν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση πριν από τις 2 Ιουλίου 2014 και τα οποία εξακολουθούν να είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή να διαπραγματεύονται κατά την ημερομηνία αυτή.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ αμελλητί τις γνωστοποιήσεις που λαμβάνουν δυνάμει της παραγράφου 1. Η ΕΑΚΑΑ τις δημοσιεύει αμέσως μόλις τις λάβει στον δικτυακό της τόπο, υπό μορφή καταλόγου. Η ΕΑΚΑΑ επικαιροποιεί τον εν λόγω κατάλογο αμέσως μόλις λάβει γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης. Ο εν λόγω κατάλογος δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

3.   Ο κατάλογος περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις ονομασίες και τους κωδικούς αναγνώρισης των χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, που για πρώτη φορά εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή που διαπραγματεύονται για πρώτη φορά σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ·

β)

τις ημερομηνίες και ώρες της υποβολής αιτήσεων εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, των εισαγωγών προς διαπραγμάτευση ή των πρώτων συναλλαγών·

γ)

λεπτομέρειες σχετικά με τους τόπους διαπραγμάτευσης στους οποίους τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο αίτησης εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται για πρώτη φορά· και

δ)

την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα παύουν να διαπραγματεύονται ή να είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό:

α)

του περιεχομένου των γνωστοποιήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και

β)

του τρόπου και των συνθηκών κατάρτισης, δημοσίευσης και διατήρησης του καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρο 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23).

5.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση των όρων εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του χρονοδιαγράμματος, μορφότυπου και προτύπου για την υποβολή των γνωστοποιήσεων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο κατά το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 5

Απαλλαγή για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης

1.   Οι απαγορεύσεις των άρθρων 14 και 15 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε συναλλαγές σε ίδιες μετοχές που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς εφόσον:

α)

τα πλήρη στοιχεία του προγράμματος δημοσιοποιούνται πριν από την έναρξη της διαπραγμάτευσης·

β)

οι συναλλαγές αναφέρονται ως μέρος του προγράμματος επαναγοράς στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 και στη συνέχεια δημοσιοποιούνται στο κοινό·

γ)

τηρούνται επαρκή όρια όσον αφορά την τιμή και τον όγκο, και

δ)

εκτελούνται σύμφωνα με τους στόχους που ορίζονται στην παράγραφο 2 και τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

2.   Προκειμένου να τύχει ένα πρόγραμμα επαναγοράς της απαλλαγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρέπει να έχει ως μοναδικό σκοπό:

α)

να μειώνει το κεφάλαιο ενός εκδότη·

β)

να εκπληρώνει υποχρεώσεις που απορρέουν από χρεωστικά χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι μετατρέψιμα σε μετοχικούς τίτλους, ή

γ)

να εκπληρώνει υποχρεώσεις που απορρέουν από προγράμματα χορήγησης δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή άλλες διαθέσεις μετοχών, σε εργαζομένους ή σε μέλη της διοίκησης ή των εποπτικών οργάνων του εκδότη ή συνδεόμενης εταιρείας.

3.   Προκειμένου να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ο εκδότης πρέπει να αναφέρει προς την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται, κάθε συναλλαγή που σχετίζεται με προγράμματα επαναγοράς, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 26 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

4.   Οι απαγορεύσεις των άρθρων 14 και 15 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές επί κινητών αξιών ή συνδεομένων μέσων για τη σταθεροποίηση κινητών αξιών εφόσον:

α)

οι πράξεις σταθεροποίησης διεξάγονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα·

β)

οι πληροφορίες σχετικά με τις πράξεις σταθεροποίησης δημοσιοποιούνται και γνωστοποιούνται στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 5·

γ)

τηρούνται επαρκή όρια όσον αφορά την τιμή, και

δ)

οι εν λόγω συναλλαγές συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις για τις πράξεις σταθεροποίησης που ορίζονται στο ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 1, τα στοιχεία όλων των συναλλαγών πράξεων σταθεροποίησης πρέπει να κοινοποιούνται από τους εκδότες, τους προσφέροντες ή τις οντότητες που αναλαμβάνουν τις πράξεις σταθεροποίησης, ανεξάρτητα από το αν ενεργούν ή όχι για λογαριασμό των προσώπων αυτών, στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης το αργότερο μέχρι τη λήξη της έβδομης ημερήσιας συνεδρίασης μετά την ημερομηνία εκτέλεσης των συναλλαγών αυτών.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα προγράμματα επαναγοράς και τα μέτρα σταθεροποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων διαπραγμάτευσης, των περιορισμών όσον αφορά τον χρόνο και τον όγκο, των απαιτήσεων δημοσιοποίησης και αναφοράς και των προϋποθέσεων τιμών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 6

Απαλλαγή για τις δραστηριότητες νομισματικής διαχείρισης και διαχείρισης δημοσίου χρέους και για τις δραστηριότητες κλιματικής πολιτικής

1.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές, κατά την άσκηση της νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή της πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους από:

α)

ένα κράτος μέλος·

β)

τα μέλη του ΕΣΚΤ·

γ)

υπουργείο, οργανισμό ή όχημα ειδικού σκοπού ενός ή περισσότερων κρατών μελών ή από πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματός τους, και

δ)

στην περίπτωση κράτους μέλους που είναι ομοσπονδιακό κράτος, από ένα μέλος της ομοσπονδίας.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο όργανο επισήμως εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτό ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό της κατά την άσκηση πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους.

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται επίσης σε τέτοιες συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές οι οποίες διενεργούνται από:

α)

την Ένωση·

β)

τυχόν όχημα ειδικού σκοπού για ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

γ)

την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

δ)

το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας·

ε)

τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας·

στ)

διεθνές χρηματοοικονομικό ίδρυμα που έχει συσταθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη με στόχο την κινητοποίηση της χρηματοδότησης και την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής προς όφελος των μελών του τα οποία βιώνουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες ενός κράτους μέλους, της Επιτροπής ή τυχόν άλλου επισήμως καθορισμένου φορέα, ή οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός τους, όσον αφορά δικαιώματα εκπομπής και που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες ενός κράτους μέλους, της Επιτροπής ή τυχόν άλλου επισήμως καθορισμένου φορέα, ή οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός τους, κατά την άσκηση της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης ή της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης σύμφωνα με πράξεις που έχουν εγκριθεί ή με διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί δυνάμει της ΣΛΕΕ.

5.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, κατά το άρθρο 35, για τη διεύρυνση της απαλλαγής που ορίζεται στην παράγραφο 1 ώστε αυτή να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών.

Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ετοιμάζει και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016 με την οποία αξιολογείται η διεθνής μεταχείριση των δημόσιων φορέων που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του, καθώς και των κεντρικών τραπεζών σε τρίτες χώρες.

Η έκθεση περιλαμβάνει συγκριτική ανάλυση της αντιμετώπισης των εν λόγω οργάνων και των κεντρικών τραπεζών εντός του νομικού πλαισίου των τρίτων χωρών, καθώς και των προτύπων διαχείρισης κινδύνου που ισχύουν για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται από τα εν λόγω όργανα και τις κεντρικές τράπεζες στις δικαιοδοσίες αυτές. Αν η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα, ιδίως όσον αφορά τη συγκριτική ανάλυση, ότι είναι απαραίτητη η απαλλαγή των νομισματικών αρμοδιοτήτων των εν λόγω κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών από τις υποχρεώσεις και τις απαγορεύσεις του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή διευρύνει την απαλλαγή της παραγράφου 1 καλύπτοντας και τις κεντρικές τράπεζες των εν λόγω τρίτων χωρών.

6.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται επίσης να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, κατά το άρθρο 35, για τη διεύρυνση της απαλλαγής που ορίζεται στην παράγραφο 3 ώστε αυτή να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών που διαθέτουν συμφωνία σύνδεσης με την Ένωση δυνάμει του άρθρου 25 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

7.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας, παροχής υπηρεσιών ή με διαφορετικό τρόπο στις οντότητες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, όταν τα πρόσωπα αυτά προβαίνουν σε συναλλαγές ή εντολές ή συμπεριφορές, άμεσα ή έμμεσα, για ίδιο λογαριασμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ, ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Άρθρο 7

Προνομιακές πληροφορίες

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως προνομιακές πληροφορίες νοούνται τα ακόλουθα είδη πληροφοριών:

α)

πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά ή στην τιμή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

όσον αφορά τα παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων, πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων ή αφορά άμεσα το σχετικό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω παράγωγων μέσων ή των συνδεομένων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, και εφόσον πρόκειται για πληροφορία που αναμένεται ευλόγως να δημοσιοποιηθεί ή απαιτείται να δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με νομοθετικές ή ρυθμιστικές διατάξεις σε επίπεδο Ένωσης ή σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, με τις συμβάσεις, τις πρακτικές ή τα συναλλακτικά ήθη, που αφορούν τις σχετικές αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων ή αγορές άμεσης παράδοσης·

γ)

όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ή τα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά, πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, η οποία δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα από τα ανωτέρω μέσα, και η οποία εάν δημοσιοποιούταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω μέσων ή στην τιμή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ)

για πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην εκτέλεση εντολών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, σημαίνει επίσης πληροφορία η οποία διαβιβάζεται από πελάτη και σχετίζεται με εκκρεμείς εντολές του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα, έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, στην τιμή των συνδεόμενων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή στην τιμή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια πληροφορία θα θεωρείται συγκεκριμένη εάν αφορά σε κατάσταση που υφίσταται ή που ευλόγως αναμένεται να υπάρξει ή ένα γεγονός που έχει συμβεί ή ευλόγως αναμένεται να υπάρξει και είναι επαρκώς συγκεκριμένη ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με την πιθανή επίδραση αυτής της κατάστασης ή αυτού του γεγονότος στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεομένων με αυτά παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, στα σχετικά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, ή στα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε δικαιώματα εκπομπής. Εν προκειμένω, στην περίπτωση μιας παρατεταμένης διαδικασίας που αποσκοπεί σε ή έχει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένη κατάσταση ή συγκεκριμένο γεγονός, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά συγκεκριμένη πληροφορία η εν λόγω μελλοντική κατάσταση ή το εν λόγω μελλοντικό γεγονός, καθώς επίσης και τα επιμέρους στάδια της διαδικασίας αυτής, τα οποία συνδέονται με την πρόκληση ή την πραγματοποίηση της εν λόγω μελλοντικής κατάστασης ή μελλοντικού γεγονότος.

3.   Ένα επιμέρους στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας θα θεωρείται ότι συνιστά προνομιακή πληροφορία αν πληροί αφ’ εαυτού τα κριτήρια προνομιακής πληροφορίας που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως πληροφορία η οποία, εάν δημοσιοποιούταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή χρηματοπιστωτικών μέσων, παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, συνδεόμενων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε δικαιώματα εκπομπής νοείται η πληροφορία που ένας συνετός επενδυτής θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, κατά τη λήψη των επενδυτικών αποφάσεών του.

Στην περίπτωση των οντοτήτων που συμμετέχουν στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής με συνολικές εκπομπές ή αναλογική θερμική ισχύ στο καθορισμένο όριο ή κάτω από αυτό, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17 παράγραφος 2, οι πληροφορίες για τις υλικές τους δραστηριότητες θεωρείται ότι δεν έχουν σημαντική επίδραση στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συναφών παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

5.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό την κατάρτιση ενός μη εξαντλητικού, ενδεικτικού καταλόγου πληροφοριών που αναμένεται ευλόγως ή απαιτείται να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών, σύμφωνα με κανόνες της αγοράς, με συμβάσεις, πρακτικές ή συναλλακτικά ήθη, που αφορούν τις σχετικές αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων ή αγορές άμεσης παράδοσης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των αγορών αυτών.

Άρθρο 8

Κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας συντρέχει όταν ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία και τη χρησιμοποιεί για να αποκτήσει ή να διαθέσει, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία. Η χρήση προνομιακής πληροφορίας διά της ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής σχετικά με χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο αφορά η πληροφορία, η οποία εντολή δόθηκε πριν αποκτήσει το πρόσωπο την προνομιακή πληροφορία, θεωρείται επίσης ότι συνιστά κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας. Όσον αφορά σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων πλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά και οι οποίες λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, η χρήση προνομιακής πληροφορίας περιλαμβάνει επίσης την υποβολή, την τροποποίηση ή την απόσυρση μιας προσφοράς από ένα πρόσωπο για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η σύσταση προς άλλο πρόσωπο να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή η παρότρυνση άλλου προσώπου να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, συντρέχει, στις περιπτώσεις στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία και:

α)

συνιστά, βάσει της εν λόγω πληροφορίας, σε άλλο πρόσωπο να αποκτήσει ή να διαθέσει χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία, ή παροτρύνει το εν λόγω πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω απόκτηση ή διάθεση, ή

β)

συνιστά, βάσει της εν λόγω πληροφορίας, σε άλλο πρόσωπο να ακυρώσει ή να τροποποιήσει μια εντολή σχετική με χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εν λόγω πληροφορίας, ή παροτρύνει το εν λόγω πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω ακύρωση ή τροποποίηση.

3.   Η χρήση των συστάσεων ή παροτρύνσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 συνιστά κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας υπό την έννοια του παρόντος άρθρου, εάν το πρόσωπο που χρησιμοποιεί τη σύσταση ή την παρότρυνση γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι βασίζεται σε προνομιακή πληροφορία.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο το οποίο κατέχει προνομιακή πληροφορία λόγω του ότι:

α)

είναι μέλος των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων του εκδότη ή του συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

β)

μετέχει στο κεφάλαιο του εκδότη ή του συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

γ)

έχει πρόσβαση στην πληροφορία κατά την άσκηση της εργασίας ή του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του· ή

δ)

εμπλέκεται σε εγκληματικές δραστηριότητες.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατέχει προνομιακή πληροφορία υπό διαφορετικές περιστάσεις από αυτές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον το πρόσωπο αυτό γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι πρόκειται για προνομιακή πληροφορία.

5.   Όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, και στα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν, στην απόφαση πραγματοποίησης της απόκτησης, διάθεσης, ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.

Άρθρο 9

Σύννομη συμπεριφορά

1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα νομικό πρόσωπο κατέχει ή κατείχε προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας βάσει μιας πράξης απόκτησης ή διάθεσης, εφόσον το εν λόγω νομικό πρόσωπο:

α)

είχε θεσπίσει, εφαρμόσει και διατηρήσει κατάλληλες και αποτελεσματικές εσωτερικές ρυθμίσεις και διαδικασίες που να διασφαλίζουν αποτελεσματικά ότι ούτε το φυσικό πρόσωπο που έλαβε την απόφαση εξ ονόματός του για την απόκτηση ή τη διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία, ούτε κανένα άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να ασκήσει οιαδήποτε επιρροή στην εν λόγω απόφαση κατείχε την εν λόγω προνομιακή πληροφορία, και

β)

δεν ενθάρρυνε, συνέστησε, παρότρυνε ή επηρέασε κατ’ άλλον τρόπο το φυσικό πρόσωπο το οποίο, εξ ονόματος του νομικού προσώπου, προέβη στην απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η πληροφορία.

2.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το πρόσωπο αυτό έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας βάσει μιας πράξης απόκτησης ή διάθεσης, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο:

α)

για το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εν λόγω πληροφορία, είναι ειδικός διαπραγματευτής ή πρόσωπο αδειοδοτημένο να ενεργεί ως αντισυμβαλλόμενος, και η απόκτηση ή διάθεση των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία πραγματοποιείται νομίμως στα συνήθη πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του ως ειδικού διαπραγματευτή ή ως αντισυμβαλλόμενου για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο· ή

β)

είναι αδειοδοτημένο να εκτελεί εντολές εξ ονόματος τρίτων και η απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η συγκεκριμένη εντολή πραγματοποιείται για τη νόμιμη εκτέλεση της εντολής αυτής στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του προσώπου αυτού.

3.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας βάσει μιας πράξης απόκτησης ή διάθεσης, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο πραγματοποιεί συναλλαγή για απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων και η εν λόγω συναλλαγή πραγματοποιείται προς εκπλήρωση μιας απαιτητής υποχρέωσης καλόπιστα και όχι προκειμένου να παρακαμφθεί η απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας, και:

α)

η εν λόγω υποχρέωση απορρέει από εντολή που δόθηκε ή συμφωνία που συνήφθη πριν την απόκτηση της προνομιακής πληροφορίας από το εν λόγω πρόσωπο· ή

β)

η εν λόγω συναλλαγή πραγματοποιείται προς εκπλήρωση μιας νομικής ή κανονιστικής υποχρέωσης που προέκυψε προτού το εν λόγω πρόσωπο αποκτήσει την προνομιακή πληροφορία.

4.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο έχει αποκτήσει την προνομιακή πληροφορία αυτή στο πλαίσιο μιας δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών ή μιας συγχώνευσης με άλλη εταιρεία και χρησιμοποιεί την εν λόγω πληροφορία αποκλειστικά για την πραγματοποίηση της εν λόγω συγχώνευσης ή δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο έγκρισης της συγχώνευσης ή της αποδοχής της δημόσιας πρότασης από τους μετόχους της εν λόγω εταιρείας, η τυχόν προνομιακή πληροφορία έχει δημοσιοποιηθεί ή έχει άλλως πάψει να αποτελεί προνομιακή πληροφορία.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στην απόκτηση εταιρικής συμμετοχής (stakebuilding).

5.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνο ότι ένα πρόσωπο χρησιμοποιεί την ιδία αυτού γνώση ότι έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να διαθέσει χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την απόκτηση ή διάθεση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων δεν συνιστά από μόνο του χρήση προνομιακής πληροφορίας.

6.   Χωρίς να θίγονται οι παράγραφοι 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, μπορεί παρά ταύτα να θεωρηθεί ότι διεπράχθη η προβλεπόμενη στο άρθρο 14 κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπήρχε παράνομος λόγος για τις εν λόγω εντολές για διενέργεια συναλλαγής, συναλλαγές ή συμπεριφορές.

Άρθρο 10

Παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας συντρέχει όταν ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία και τη γνωστοποιεί σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν η ανακοίνωση γίνεται κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του.

Η παράγραφος αυτή ισχύει για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στις καταστάσεις ή περιστάσεις του άρθρου 8 παράγραφος 4.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η επακόλουθη ανακοίνωση των συστάσεων ή παροτρύνσεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ισοδυναμεί με παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, εφόσον το πρόσωπο που ανακοινώνει τη σύσταση ή την παρότρυνση γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι βασίζεται ότι βασίζεται σε προνομιακή πληροφορία.

Άρθρο 11

Βολιδοσκοπήσεις της αγοράς

1.   Μια βολιδοσκόπηση της αγοράς περιλαμβάνει τη διαβίβαση πληροφοριών, πριν από την ανακοίνωση μιας συναλλαγής, με σκοπό την εκτίμηση του ενδιαφέροντος δυνητικών επενδυτών για πιθανή συναλλαγή και των συνθηκών που σχετίζονται με αυτήν, όπως το ενδεχόμενο μέγεθος ή η τιμολόγησή της, σε έναν ή περισσότερους δυνητικούς επενδυτές από:

α)

εκδότη·

β)

δευτερογενώς προσφέροντα χρηματοπιστωτικό μέσο, σε ποσότητα ή αξία με την οποία η συναλλαγή καθίσταται διακριτή από τη συνήθη συναλλακτική δραστηριότητα και περιλαμβάνει μέθοδο πώλησης η οποία βασίζεται στην εκ των προτέρων εκτίμηση του ενδεχόμενου ενδιαφέροντος δυνητικών επενδυτών·

γ)

συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής· ή

δ)

οιονδήποτε τρίτο ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό προσώπου που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) ή γ).

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 3, η δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας, από πρόσωπο που σκοπεύει να υποβάλει δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών μιας εταιρείας ή να προχωρήσει σε συγχώνευση με μια εταιρεία, σε μέρη που διαθέτουν δικαιώματα στις εν λόγω κινητές αξίες, συνιστά επίσης βολιδοσκόπηση της αγοράς, εφόσον:

α)

η πληροφορία είναι απαραίτητη προκειμένου να είναι σε θέση τα μέρη που διαθέτουν δικαιώματα στις κινητές αξίες να σχηματίσουν γνώμη σχετικά με την πρόθεσή τους να προσφέρουν τις κινητές αξίες τους, και

β)

η πρόθεση των μερών που διαθέτουν δικαιώματα στις κινητές αξίες να προσφέρουν τις εν λόγω κινητές αξίες ευλόγως απαιτείται για την απόφαση υποβολής δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών ή για τη συγχώνευση.

3.   Ένας συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες, πριν πραγματοποιήσει μια βολιδοσκόπηση της αγοράς, θα πρέπει να εξετάζει συγκεκριμένα κατά πόσον αυτή η βολιδοσκόπηση της αγοράς συνεπάγεται την αποκάλυψη προνομιακής πληροφορίας. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες καταχωρεί εγγράφως το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και την αιτιολόγηση αυτού. Παρέχει τα εν λόγω έγγραφα αρχεία στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για κάθε αποκάλυψη πληροφοριών κατά τη διάρκεια της βολιδοσκόπησης της αγοράς. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες επικαιροποιεί αναλόγως τα έγγραφα αρχεία που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 1, τυχόν αποκάλυψη προνομιακής πληροφορίας που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων ενός προσώπου, εφόσον ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 5 του παρόντος άρθρου.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες, πριν προβεί στην αποκάλυψη:

α)

λαμβάνει τη συγκατάθεση του προσώπου το οποίο είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς όσον αφορά τη λήψη προνομιακής πληροφορίας·

β)

ενημερώνει το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς ότι θα απαγορεύεται σε αυτόν η χρήση της εν λόγω πληροφορίας ή η απόπειρα χρήσης αυτής, για την απόκτηση ή διάθεση, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία·

γ)

ενημερώνει το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς ότι θα απαγορεύεται σε αυτόν η χρήση της εν λόγω πληροφορίας ή η απόπειρα χρήσης αυτής, για την ακύρωση ή τροποποίηση μιας εντολής η οποία έχει ήδη καταχωρισθεί και σχετίζεται με χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εν λόγω πληροφορία· και

δ)

ενημερώνει το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς ότι η συμφωνία του όσον αφορά τη λήψη της πληροφορίας συνεπάγεται επίσης συμφωνία και υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα της πληροφορίας.

Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες δημιουργεί και τηρεί αρχείο όλων των πληροφοριών που παρέχονται στο πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου, καθώς και της ταυτότητας των δυνητικών επενδυτών στους οποίους έχουν αποκαλυφθεί οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομικών και φυσικών προσώπων που ενεργούν εξ ονόματος του δυνητικού επενδυτή, καθώς και της ημερομηνίας και ώρας κάθε αποκάλυψης. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες παρέχει το αρχείο αυτό στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος.

6.   Σε περίπτωση που η πληροφορία που έχει αποκαλυφθεί σε ένα πρόσωπο σε πλαίσιο βολιδοσκόπησης της αγοράς παύσει να συνιστά προνομιακή πληροφορία σύμφωνα με την εκτίμηση του συμμετέχοντος στην αγορά, ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες, ο τελευταίος ενημερώνει το ταχύτερο δυνατό τον αποδέκτη.

Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες τηρεί αρχείο των πληροφοριών που δίδονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και το παρέχει στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος.

7.   Μη θιγομένου του παρόντος άρθρου, το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς κρίνει μόνο του κατά πόσο κατέχει προνομιακή πληροφορία ή πότε παύει να κατέχει προνομιακής πληροφορία.

8.   Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες τηρεί τα αρχεία που αναφέρονται στο παρόν άρθρο για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών.

9.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις κατάλληλες ρυθμίσεις, διαδικασίες και απαιτήσεις τήρησης αρχείων προκειμένου τα πρόσωπα να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 4, 5, 6 και 8.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τα συστήματα και πρότυπα κοινοποίησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα πρόσωπα για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στις παραγράφους 4, 5, 6 και 8 του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά την ακριβή μορφή των αρχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 8 και τα τεχνικά μέσα για την κατάλληλη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 6 στο πρόσωπο που λαμβάνει τη βολιδοσκόπηση της αγοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κατά το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τα πρόσωπα που λαμβάνουν τη βολιδοσκόπηση της αγοράς, όσον αφορά:

α)

τους παράγοντες τους οποίους τα εν λόγω πρόσωπα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όταν τους αποκαλύπτεται πληροφορία στο πλαίσιο μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς, ώστε να κρίνουν κατά πόσο η εν λόγω πληροφορία συνιστά προνομιακή πληροφορία·

β)

τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα εν λόγω πρόσωπα, εάν τους έχουν αποκαλυφθεί προνομιακή πληροφορία, για να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 10 του παρόντος κανονισμού· και

γ)

τα αρχεία που πρέπει να τηρούν τα εν λόγω πρόσωπα, για να καταδείξουν ότι έχουν συμμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 10 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12

Χειραγώγηση της αγοράς

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η χειραγώγηση αγοράς συνίσταται στις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

διενέργεια συναλλαγής, τοποθέτησης εντολής για τη διενέργεια συναλλαγής ή οιαδήποτε άλλη συμπεριφορά η οποία:

i)

δίδει, ή είναι πιθανόν να δώσει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ενός σχετικού συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής·

ii)

διαμορφώνει, ή είναι πιθανόν να διαμορφώσει, την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συνδεόμενου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο·

εκτός εάν το πρόσωπο που πραγματοποίησε τις συναλλαγές ή έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών ή προέβη σε οιαδήποτε άλλη ενέργεια αποδεικνύει ότι πραγματοποίησε αυτές τις συναλλαγές ή έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών ή προέβη στην εν λόγω ενέργεια για θεμιτούς λόγους και ότι ακολούθησε τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς ως ορίζονται κατά το άρθρο 13·

β)

διενέργεια συναλλαγής, τοποθέτηση εντολής για τη διενέργεια συναλλαγής ή οιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ή συμπεριφορά που επηρεάζει, ή είναι πιθανόν να επηρεάσει την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συνδεόμενου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής και η οποία χρησιμοποιεί παραπλανητική μεθόδευση ή κάθε άλλης μορφής παραπλάνηση ή τέχνασμα·

γ)

διάδοση πληροφοριών διά των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, η οποία δίδει, ή είναι πιθανόν να δώσει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ενός συνδεδεμένου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής ή διαμορφώνει, ή είναι πιθανόν να διαμορφώσει, την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συνδεομένου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης φημών, εφόσον το πρόσωπο που τις διέδωσε γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει, ότι οι πληροφορίες ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές·

δ)

διαβίβαση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή χορήγηση ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων για ένα δείκτη αναφοράς, εφόσον το πρόσωπο που πραγματοποίησε τη διαβίβαση ή τη χορήγηση των στοιχείων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές, ή κάθε άλλη συμπεριφορά που συνεπάγεται τη χειραγώγηση του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς.

2.   Οι ακόλουθες συμπεριφορές, ενδεικτικά, συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς:

α)

η συμπεριφορά, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν συντονισμένα, η οποία οδηγεί στην εξασφάλιση δεσπόζουσας θέσης επί της προσφοράς ή της ζήτησης σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή στα συνδεόμενα με αυτά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, ή σε ένα εκπληστειριαζόμενο προϊόν βασιζόμενο σε δικαιώματα εκπομπής η οποία έχει ή είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό, άμεσα ή έμμεσα, της τιμής αγοράς ή της τιμής πώλησης ή δημιουργεί ή είναι πιθανόν να δημιουργήσει άλλες αθέμιτες συνθήκες στις συναλλαγές·

β)

η αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, κατά την περίοδο διαμόρφωσης της τιμής ανοίγματος ή της τιμής κλεισίματος της αγοράς, η οποία έχει ή είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των επενδυτών που ενεργούν βάσει των προβαλλόμενων τιμών, συμπεριλαμβανομένων των τιμών ανοίγματος ή κλεισίματος·

γ)

η τοποθέτηση εντολών σε τόπο διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης ή τροποποίησής τους, με τη χρησιμοποίηση οιουδήποτε διαθέσιμου μέσου συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων, όπως στρατηγικές αλγοριθμικών συναλλαγών και συναλλαγών υψηλής συχνότητας, και η οποία έχει ένα από τα αποτελέσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β), μέσω:

i)

της διακοπής ή της καθυστέρησης, ή της ενδεχόμενης διακοπής ή καθυστέρησης, της λειτουργίας του συστήματος συναλλαγών του χώρου διαπραγμάτευσης·

ii)

της αύξησης ή της ενδεχόμενης αύξησης της δυσκολίας εντοπισμού από άλλα πρόσωπα των γνησίων εντολών στο σύστημα συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, μεταξύ άλλων μέσω της καταχώρισης εντολών που οδηγούν σε υπερφόρτωση ή αποσταθεροποίηση του βιβλίου εντολών· ή

iii)

της δημιουργίας ή της ενδεχομένης δημιουργίας ψευδών ή παραπλανητικών ενδείξεων σχετικά με την προσφορά ή τη ζήτηση ή σχετικά με την τιμή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, ιδίως μέσω της καταχώρισης εντολών για την έναρξη ή ενίσχυση μιας τάσης·

δ)

η εκμετάλλευση της περιστασιακής ή τακτικής πρόσβασης στα καθιερωμένα ή ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης εκφράζοντας μια γνώμη σχετικά με ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή το συνδεόμενο με αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ένα εκπληστειριαζόμενο προϊόν βασιζόμενο σε δικαιώματα εκπομπής (ή έμμεσα σχετικά με τον εκδότη του) ενώ έχει προηγηθεί η δημιουργία θέσης στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο ή στο συνδεόμενο με αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή σε εκπληστειριαζόμενο προϊόν βασιζόμενο σε δικαιώματα εκπομπής και η επακόλουθη άντληση οφέλους από τον αντίκτυπο των γνωμών που εκφράστηκαν σχετικά με την τιμή του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου ή του συνδεόμενου με αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή του εκπληστειριαζόμενου προϊόντος που βασίζεται σε δικαιώματα εκπομπής, χωρίς παράλληλα να έχει δημοσιοποιηθεί η ανωτέρω σύγκρουση συμφερόντων με τον αρμόζοντα και αποτελεσματικό τρόπο·

ε)

η αγορά ή πώληση στη δευτερογενή αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή συνδεόμενων παραγώγων πριν τον πλειστηριασμό που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 με αποτέλεσμα τον προσδιορισμό της τιμής εκκαθάρισης των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο ή την παραπλάνηση των προσώπων που υποβάλλουν προσφορές στις δημοπρασίες.

3.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), και με την επιφύλαξη των συμπεριφορών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το παράρτημα I ορίζει κάποιες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, όσον αφορά τη χρήση παραπλανητικών μεθοδεύσεων ή κάθε άλλης παραπλάνησης ή τεχνάσματος, και ορισμένες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, που αφορούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις και τον τεχνητό προσδιορισμό των τιμών.

4.   Εάν το πρόσωπο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο είναι νομικό πρόσωπο, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και σε φυσικά πρόσωπα που, συμμετέχουν στην απόφαση πραγματοποίησης δραστηριοτήτων για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, κατά το άρθρο 35, με τις οποίες διευκρινίζονται οι ενδείξεις που αναφέρονται στο παράρτημα I, για να αποσαφηνίσει τα στοιχεία τους και να λάβει υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Άρθρο 13

Αποδεκτές πρακτικές αγοράς

1.   Η απαγόρευση του άρθρου 15 δεν εφαρμόζεται για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α), υπό την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο που διενεργεί συναλλαγή, τοποθετεί εντολή για διενέργεια συναλλαγής ή πραγματοποιεί οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά, αποδεικνύει ότι η εν λόγω συναλλαγή, εντολή ή συμπεριφορά έχει διενεργηθεί για νόμιμους λόγους και είναι σύμφωνη με μία αποδεκτή πρακτική αγοράς, όπως καθιερώνεται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

2.   Η αρμόδια αρχή δύναται να καθιερώνει μια αποδεκτή πρακτική αγοράς λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

εάν η πρακτική αγοράς παρέχει σημαντικό επίπεδο διαφάνειας στην αγορά·

β)

εάν η πρακτική αγοράς εξασφαλίζει υψηλό βαθμό διασφαλίσεων όσον αφορά τη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς και την κατάλληλη αλληλεπίδραση μεταξύ των δυνάμεων προσφοράς και ζήτησης·

γ)

εάν η πρακτική αγοράς έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς·

δ)

εάν η πρακτική αγοράς λαμβάνει υπόψη τον μηχανισμό διαπραγμάτευσης της οικείας αγοράς και επιτρέπει στους συμμετέχοντες στην αγορά να ανταποκρίνονται κατάλληλα και έγκαιρα στις νέες συνθήκες της αγοράς που δημιουργεί η εν λόγω πρακτική·

ε)

εάν η πρακτική αγοράς δεν δημιουργεί κινδύνους για την ακεραιότητα των άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενων αγορών, ρυθμιζόμενων ή μη, για το αντίστοιχο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ολόκληρη την Ένωση·

στ)

το αποτέλεσμα τυχόν έρευνας επί την εν λόγω πρακτικής αγοράς από κάποια αρμόδια ή άλλη αρχή, ιδίως όσον αφορά την παραβίαση από την εν λόγω πρακτική αγοράς κανόνων ή κανονισμών για την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς ή κωδίκων δεοντολογίας, ανεξάρτητα από το εάν αφορά την οικεία αγορά ή άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενες αγορές στο εσωτερικό της Ένωσης· και

ζ)

τα δομικά χαρακτηριστικά της αντίστοιχης αγοράς, μεταξύ άλλων εάν πρόκειται για ρυθμιζόμενη ή όχι αγορά, οι τύποι των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ο τύπος των συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών στην αγορά αυτή.

Πρακτική αγοράς που έχει καθιερωθεί από αρμόδια αρχή ως αποδεκτή πρακτική αγοράς σε συγκεκριμένη αγορά δεν θεωρείται εφαρμοστέα σε άλλες αγορές, εκτός εάν η εν λόγω πρακτική έχει γίνει αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές των άλλων αγορών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

3.   Πριν από την καθιέρωση μιας αποδεκτής πρακτικής αγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με την πρόθεση καθιέρωσης μιας αποδεκτής πρακτικής αγοράς και παρέχει λεπτομερή στοιχεία της αξιολόγησης που έχει διενεργήσει σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο 2. Η γνωστοποίηση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την προγραμματισμένη έναρξη ισχύος της αποδεκτής πρακτικής αγοράς.

4.   Εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα της αποδεκτής πρακτικής αγοράς με την παράγραφο 2 και με τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται δυνάμει της παραγράφου 7. Η ΕΑΚΑΑ εξετάζει επίσης κατά πόσον η καθιέρωση της αποδεκτής πρακτικής αγοράς ενδέχεται να αποτελέσει κίνδυνο για την εμπιστοσύνη της αγοράς στη χρηματοπιστωτική αγορά της Ένωσης. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

5.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή καθιερώνει αποδεκτή πρακτική αγοράς η οποία αντιβαίνει στη γνωμοδότηση που έχει εκδώσει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της, εντός 24 ωρών από την καθιέρωση της αποδεκτής πρακτικής αγοράς, ανακοίνωση στην οποία εκθέτει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους το έπραξε και τους λόγους για τους οποίους η αποδεκτή πρακτική αγοράς δεν αποτελεί κίνδυνο για την εμπιστοσύνη της αγοράς.

6.   Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή θεωρεί ότι κάποια άλλη αρμόδια αρχή έχει καθιερώσει μια αποδεκτή πρακτική αγοράς η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, η ΕΑΚΑΑ συνδράμει για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των εν λόγω αρχών, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Αν οι εν λόγω αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λάβει απόφαση κατά το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Χάριν συνεπούς εναρμονίσεως του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα κριτήρια, τη διαδικασία και τις απαιτήσεις για την καθιέρωση μιας αποδεκτής πρακτικής αγοράς δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4, καθώς και τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της, τον τερματισμό της, ή την τροποποίηση των προϋποθέσεων για την αποδοχή της.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

8.   Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά διετία τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς που έχουν καθιερώσει, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη σημαντικές μεταβολές που έχουν επέλθει εν τω μεταξύ στο περιβάλλον της οικείας αγοράς, όπως τροποποιήσεις σε κανόνες διαπραγμάτευσης ή σε υποδομές της αγοράς, με σκοπό τη λήψη απόφασης σχετικά με τη διατήρηση τους, τον τερματισμό τους, ή την τροποποίηση των προϋποθέσεων για την αποδοχή των εν λόγω πρακτικών.

9.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αποδεκτών πρακτικών αγοράς και των κρατών μελών στα οποία είναι εφαρμοστέες.

10.   Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των αποδεκτών πρακτικών αγοράς και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στις αντίστοιχες αγορές.

11.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς που έχουν καθιερώσει έως τις 2 Ιουλίου 2014 εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της παραγράφου 7.

Οι αποδεκτές πρακτικές αγοράς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου συνεχίζουν να ισχύουν στα οικεία κράτη μέλη μέχρι να λάβει απόφαση η αρμόδια αρχή σχετικά με τη συνέχιση των πρακτικών αυτών έπειτα από γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 14

Απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και της παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών

Απαγορεύεται:

α)

η κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή η απόπειρα κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας·

β)

η σύσταση προς άλλο πρόσωπο να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή παρότρυνση άλλου προσώπου να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας· ή

γ)

η παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας.

Άρθρο 15

Απαγόρευση της χειραγώγησης αγοράς

Απαγορεύεται η χειραγώγηση αγοράς ή η απόπειρα χειραγώγησης αγοράς.

Άρθρο 16

Πρόληψη και εντοπισμός κατάχρησης αγοράς

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες με σκοπό την πρόληψη και τον εντοπισμό των πράξεων κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας, χειραγώγησης της αγοράς και σχετικών αποπειρών αντιστοίχως σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 54 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Κάθε πρόσωπο αναφερόμενο στο πρώτο εδάφιο γνωστοποιεί αμελλητί στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης εντολές και συναλλαγές, ή ακύρωση ή τροποποίηση αυτών, οι οποίες θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, χειραγώγηση της αγοράς ή απόπειρα κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς.

2.   Οποιοδήποτε πρόσωπο διαμεσολαβεί κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελεί συναλλαγές θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες εντοπισμού και αναφοράς ύποπτων εντολών και συναλλαγών. Όποτε το εν λόγω πρόσωπο έχει εύλογες υπόνοιες ότι μια εντολή ή συναλλαγή σε οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε έχει εισαχθεί ή εκτελεστεί εντός είτε εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, θα μπορούσε να συνιστά κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, χειραγώγηση της αγοράς ή απόπειρα κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς, το πρόσωπο αυτό ενημερώνει την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 χωρίς καθυστέρηση.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22, τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελούν συναλλαγές υπόκεινται στους κανόνες γνωστοποίησης του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την καταστατική έδρα ή διαθέτουν κεντρικά γραφεία, ή στην περίπτωση των υποκαταστημάτων, του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα. Η γνωστοποίηση απευθύνεται στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές της παραγράφου 3 που λαμβάνουν τη γνωστοποίηση σχετικά με τις ύποπτες εντολές ή συναλλαγές διαβιβάζουν αμέσως τις εν λόγω πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των οικείων τόπων διαπραγμάτευσης.

5.   Για την εξασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα εξής:

α)

τις κατάλληλες ρυθμίσεις, συστήματα, και διαδικασίες για τη συμμόρφωση των προσώπων με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2· και

β)

τα πρότυπα κοινοποίησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 17

Δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών

1.   Κάθε εκδότης ενημερώνει το κοινό όσο το δυνατόν συντομότερα σχετικά με προνομιακές πληροφορίες οι οποίες αφορούν άμεσα τον εν λόγω εκδότη.

Ο εκδότης εξασφαλίζει ότι η δημοσιοποίηση των προνομιακών πληροφοριών πραγματοποιείται με τρόπο που επιτρέπει την ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες και την πλήρη, ορθή και έγκαιρη αξιολόγηση των πληροφοριών από το κοινό, καθώς και, όπου εφαρμόζεται, στο πλαίσιο του επίσημα καθορισμένου μηχανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24). Ο εκδότης δεν πρέπει να συνδυάζει τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών με την εμπορική προώθηση των δραστηριοτήτων του. Ο εκδότης αναρτά και διατηρεί στον επίσημο δικτυακό τόπο του για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών, όλες τις προνομιακές πληροφορίες που υποχρεούται να δημοσιοποιήσει.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε εκδότες που έχουν ζητήσει την εισαγωγή ή των οποίων έχει εγκριθεί η εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους ή, στην περίπτωση των μέσων που διαπραγματεύονται μόνο σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ, εκδότες των οποίων έχει εγκριθεί η διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών μέσων τους σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή που έχουν αιτηθεί την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ κράτους μέλους.

2.   Κάθε συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής δημοσιοποιεί αποτελεσματικά και εγκαίρως προνομιακές πληροφορίες που αφορούν δικαιώματα εκπομπής, τις οποίες κατέχει σχετικά με την επιχείρησή του, συμπεριλαμβανομένων των αεροπορικών δραστηριοτήτων όπως ορίζεται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ή εγκαταστάσεων υπό την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο ε) της οδηγίας αυτής τις οποίες κατέχει ή ελέγχει ο εν λόγω συμμετέχων, κάποια μητρική ή συνδεδεμένη επιχείρησή του, ή για τις οποίες είναι υπεύθυνος όσον αφορά τα λειτουργικά θέματα ο εν λόγω συμμετέχων ή κάποια μητρική ή συνδεδεμένη επιχείρησή του, εν όλω ή εν μέρει. Σε ό,τι αφορά τις εγκαταστάσεις, η εν λόγω δημοσιοποίηση περιλαμβάνει πληροφορίες που αφορούν τη χωρητικότητα και τη χρήση των εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της προγραμματισμένης ή μη έλλειψης διαθεσιμότητας των εν λόγω εγκαταστάσεων.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε οντότητα που συμμετέχει στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής εάν οι εγκαταστάσεις ή οι αεροπορικές δραστηριότητες που κατέχει, ελέγχει ή για τις οποίες είναι υπεύθυνος το προηγούμενο έτος είχαν εκπομπές οι οποίες δεν υπερέβησαν ένα ελάχιστο όριο αερίων ισοδύναμων προς το διοξείδιο του άνθρακα και, εάν διεξάγουν δραστηριότητες καύσης, είχαν ονομαστική θερμική ισχύ που δεν υπερέβη ένα ελάχιστο όριο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 35 που ορίζουν το ελάχιστο όριο αερίων ισοδύναμων προς το διοξείδιο του άνθρακα και το ελάχιστο όριο ονομαστικής θερμικής ισχύος για τους σκοπούς της εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 35 για τον καθορισμό της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τις γνωστοποιήσεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

4.   Κάθε εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής δύναται, υπ’ ευθύνη του, να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η άμεση δημοσιοποίηση ενδέχεται βλάψει τα νόμιμα συμφέροντά του·

β)

η αναβολή της δημοσιοποίησης δεν ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό·

γ)

ο εκδότης ή ο συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής μπορεί να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα της εν λόγω πληροφορίας.

Στην περίπτωση μιας παρατεταμένης διαδικασίας η οποία εξελίσσεται ι σε στάδια και αποσκοπεί ή οδηγεί σε συγκεκριμένη κατάσταση ή σε συγκεκριμένο γεγονός, ένας εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής δύναται, υπ’ ευθύνη του, να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας που σχετίζεται με την εν λόγω διαδικασία, σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου.

Εάν ένας εκδότης ή ένας συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής έχει αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας δυνάμει της παρούσας παραγράφου, ενημερώνει την κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή σχετικά με το γεγονός της αναβολής και παρέχει εγγράφως εξηγήσεις σχετικά με το πώς πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας. Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι οι έγγραφες εξηγήσεις και το σχετικό αρχείο θα παρέχονται μόνο κατόπιν αιτήματος της κατά την παράγραφο 3 αρμόδιας αρχής.

5.   Για να διασφαλισθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κάθε εκδότης ο οποίος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, δύναται, υπ’ ευθύνη του να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένης πληροφορίας που σχετίζεται με προσωρινό πρόβλημα ρευστότητας και ιδίως με την ανάγκη για προσωρινή παροχή ρευστότητας από κεντρική τράπεζα ή δανειστή ύστατης ανάγκης, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας συνεπάγεται κίνδυνο υπονόμευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του εκδότη και του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

β)

η αναβολή της δημοσιοποίησης εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον·

γ)

μπορεί να διασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα της πληροφορίας· και

δ)

η αρμόδια αρχή της παραγράφου 3 έχει δώσει τη συγκατάθεσή της για την αναβολή βασιζόμενη στο γεγονός ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ).

6.   Για τους σκοπούς των στοιχείων α) έως δ) της παραγράφου 5, ο εκδότης κοινοποιεί στην κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή την πρόθεσή του να αναβάλει τη δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας και να παράσχει αποδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 5. Η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή διαβουλεύεται κατά περίπτωση με την εθνική κεντρική τράπεζα ή την τυχόν υφισταμένη αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας ή άλλως με τις παρακάτω αρχές:

α)

αν ο εκδότης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με την αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25)·

β)

στις υπόλοιπες περιπτώσεις πλην αυτές του στοιχείου α), με κάθε άλλη εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του εκδότη.

Η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι η δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας αναβάλλεται μόνο για τόσο διάστημα όσο είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή αξιολογεί κατ’ ελάχιστο σε εβδομαδιαία βάση εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 5.

Αν η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή δεν δώσει τη συγκατάθεσή της για την αναβολή δημοσιοποίησης της προνομιακής πληροφορίας, ο εκδότης δημοσιοποιεί αμέσως την προνομιακή πληροφορία.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες η αναβολή δημοσιοποίησης της προνομιακής πληροφορίας δεν αποφασίζεται από τον εκδότη σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Η αναφορά στην κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου δεν περιορίζει τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να ασκεί τις αρμοδιότητές της με οποιονδήποτε των τρόπων του άρθρου 23 παράγραφος 1.

7.   Όπου η δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας έχει αναβληθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 4 ή 5 και η εμπιστευτικότητα της πληροφορίας αυτής δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη, ο εκδότης ή ο συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής υποχρεούται να δημοσιοποιήσει την πληροφορία αυτή το συντομότερο δυνατό.

Η παρούσα παράγραφος περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες μια φήμη αναφέρεται ρητά σε προνομιακή πληροφορία της οποίας η δημοσιοποίηση έχει αναβληθεί δυνάμει των παραγράφων 4 ή 5, όταν η φήμη είναι επαρκώς ακριβής ώστε να καταδεικνύεται ότι η εμπιστευτικότητα της εν λόγω πληροφορίας δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη.

8.   Εάν ένας εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής, ή ένα πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του, δημοσιοποιήσει τυχόν προνομιακή πληροφορία σε οποιονδήποτε τρίτο στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, οφείλει να δημοσιοποιήσει πλήρως και αποτελεσματικά την εν λόγω πληροφορία στο κοινό, ταυτόχρονα σε περίπτωση εκ προθέσεως δημοσιοποίησης ή άμεσα εάν η δημοσιοποίηση ήταν ακούσια. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται εάν το πρόσωπο που λαμβάνει την πληροφορία έχει δεσμευτεί με υποχρέωση εμπιστευτικότητας, ανεξαρτήτως εάν η εν λόγω υποχρέωση βασίζεται σε νόμο, κανονισμούς, καταστατικό ή σε σύμβαση.

9.   Η προνομιακή πληροφορία που αφορά εκδότες, των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, δύνανται να αναρτηθούν από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον δικτυακό του τόπο και όχι στον δικτυακό τόπο του εκδότη, εφόσον ο τόπος διαπραγμάτευσης επιλέξει να παράσχει αυτή την υπηρεσία στους εκδότες της εν λόγω αγοράς.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό:

α)

των τεχνικών μέσων για την κατάλληλη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2, 8 και 9· και

β)

των τεχνικών μέσων για την αναβολή της δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών όπως αναφέρεται στις παραγράφους 4 και 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό την κατάρτιση ενός μη εξαντλητικού, ενδεικτικού καταλόγου των νόμιμων συμφερόντων εκδότη, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο α), και καταστάσεων στις οποίες τυχόν αναβολή δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών είναι πιθανό να παραπλανήσει το κοινό ως αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 4.

Άρθρο 18

Κατάλογοι προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες

1.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό τους:

α)

καταρτίζουν έναν κατάλογο όλων των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία και τα οποία εργάζονται για αυτούς δυνάμει σύμβασης εργασίας, παροχής υπηρεσιών, ή άλλως πως ασκούν καθήκοντα μέσω των οποίων έχουν πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία, όπως σύμβουλοι, λογιστές ή οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (κατάλογοι προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες)·

β)

επικαιροποιεί άμεσα τον κατάλογο σύμφωνα με την παράγραφο 4· και

γ)

παρέχουν τον κατάλογο στην αρμόδια αρχή το συντομότερο δυνατό κατόπιν αιτήματος.

2.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι κάθε πρόσωπο που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία αναγνωρίζει εγγράφως τις νομοθετικές και κανονιστικές υποχρεώσεις που υπέχει και έχει γνώση των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση πράξεων κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας, και παράνομης ανακοίνωσης προνομιακής πληροφορίας.

Όταν κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εκδότη αναλαμβάνει την κατάρτιση και επικαιροποίηση του καταλόγου προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία, ο εκδότης παραμένει πλήρως υπεύθυνος για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο. Ο εκδότης διατηρεί πάντα δικαίωμα πρόσβασης στον κατάλογο.

3.   Ο κατάλογος προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

την ταυτότητα κάθε προσώπου που έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία·

β)

την αιτία για την οποία περιλαμβάνεται το εν λόγω πρόσωπο στον κατάλογο·

γ)

την ημερομηνία και την ώρα κατά την οποία το εν λόγω πρόσωπο απόκτησε πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία· και

δ)

την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε ο κατάλογος προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία.

4.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους επικαιροποιούν άμεσα τον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας επικαιροποίησης, στις παρακάτω περιστάσεις:

α)

όταν υπάρχει κάποια αλλαγή όσον αφορά την αιτία για την οποία περιλαμβάνεται ήδη ένα πρόσωπο στον κατάλογο των προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία·

β)

όταν υπάρχει κάποιο νέο πρόσωπο το οποίο έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία και το οποίο πρέπει, κατά συνέπεια, να προστεθεί στον κατάλογο· προσώπων που έχουν πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία· και

γ)

όταν ένα πρόσωπο παύει να έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία.

Σε κάθε επικαιροποίηση προσδιορίζεται η ημερομηνία και η ώρα κατά την οποία συνέβη η αλλαγή που προκάλεσε την επικαιροποίηση.

5.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους διατηρούν τον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία για περίοδο τουλάχιστον 5 ετών μετά την κατάρτιση ή επικαιροποίησή του.

6.   Οι εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ απαλλάσσονται από την κατάρτιση του εν λόγω καταλόγου προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία, αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο εκδότης λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι κάθε πρόσωπο που έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία αναγνωρίζει τις διά νόμου και διά των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων υποχρεώσεις του και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας και παράνομης ανακοίνωσης προνομιακής πληροφορίας, και

β)

ο εκδότης είναι σε θέση να παράσχει στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος, κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία.

7.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε εκδότες που έχουν αιτηθεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση ή των οποίων έχει εγκριθεί η εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους ή, σε περίπτωση μέσου που διαπραγματεύεται μόνο σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ, έχει εγκριθεί η διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών τους μέσων σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή έχουν αιτηθεί την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ κράτους μέλους.

8.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης:

α)

στους συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής όσον αφορά προνομιακές πληροφορίες σε σχέση με δικαιώματα εκπομπής οι οποίες προκύπτουν στο πλαίσιο των υλικών δραστηριοτήτων των εν λόγω συμμετεχόντων στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

β)

σε κάθε χώρο πλειστηριασμών, σε κάθε εκπλειστηριαστή και στον επιτηρητή πλειστηριασμών όσον αφορά πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010.

9.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ακριβούς μορφότυπου των καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και του μορφότυπου ανανέωσης των εν λόγω καταλόγων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 19

Συναλλαγές προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα

1.   Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά, γνωστοποιούν στον εκδότη ή στον συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής και την αρμόδια αρχή της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο:

α)

όσον αφορά τους εκδότες, κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται για ίδιο λογαριασμό και η οποία σχετίζεται με τις μετοχές ή τους χρεωστικούς τίτλους του εν λόγω εκδότη ή με παράγωγα μέσα ή άλλα συνδεδεμένα χρηματοπιστωτικά μέσα·

β)

όσον αφορά τους συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής, κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται για ίδιο λογαριασμό σε δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά ή συνδεόμενα παράγωγα.

Οι γνωστοποιήσεις αυτές πραγματοποιούνται άμεσα και το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία συναλλαγής.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται μόλις ο συνολικός αριθμός συναλλαγών φτάσει το όριο που ορίζεται στην παράγραφο 8 ή 9, αναλόγως, εντός ενός ημερολογιακού έτους.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν άλλες υποχρεώσεις γνωστοποίησης εκτός αυτών που ορίζονται από το παρόν άρθρο, όλες οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται για ίδιο λογαριασμό προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, γνωστοποιούνται από τα πρόσωπα αυτά στις αρμόδιες αρχές.

Οι κανόνες γνωστοποίησης με τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται τα πρόσωπα της παραγράφου 1 είναι εκείνοι του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του ο εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής. Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία συναλλαγής και απευθύνεται στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους. Αν ο εκδότης δεν εδρεύει σε κράτος μέλος, η εν λόγω γνωστοποίηση απευθύνεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ ή ελλείψει αυτής στην αρμοδία αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης.

3.   Ο εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δημοσιοποιούνται άμεσα και το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά τη συναλλαγή, με τρόπο ο οποίος επιτρέπει την ταχεία πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες με τρόπο ισότιμο και σύμφωνα με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 17 παράγραφος 10.

Ο εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής χρησιμοποιεί μέσα που ευλόγως μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα για την αποτελεσματική διάδοση πληροφοριών στο κοινό σε ολόκληρη την Ένωση και, κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί τον επίσημα καθορισμένο μηχανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

Εναλλακτικά, το εθνικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει ότι μια αρμόδια αρχή μπορεί να δημοσιοποιεί η ίδια τις πληροφορίες.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε εκδότες:

α)

οι οποίοι έχουν αιτηθεί την εισαγωγή ή των οποίων έχει εγκριθεί η αίτηση εισαγωγής των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή

β)

σε περίπτωση μέσου που διαπραγματεύεται μόνο σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ, των οποίων έχει εγκριθεί η διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών τους μέσων σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή οι οποίοι έχουν αιτηθεί την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ.

5.   Οι εκδότες και συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ενημερώνουν εγγράφως τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σχετικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος άρθρου. Οι εκδότες και οι συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής καταρτίζουν κατάλογο όλων των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και των προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά.

Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα ενημερώνουν εγγράφως τα πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με τα ίδια σχετικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος άρθρου και διατηρούν ένα αντίγραφο της εν λόγω γνωστοποίησης.

6.   Η γνωστοποίηση των συναλλαγών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις παρακάτω πληροφορίες:

α)

το όνομα του προσώπου·

β)

την αιτία για τη γνωστοποίηση·

γ)

το όνομα του σχετικού εκδότη ή του συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

δ)

περιγραφή και κωδικό αναγνώρισης του χρηματοπιστωτικού μέσου·

ε)

τη φύση των συναλλαγών (π.χ. απόκτηση ή διάθεση), με παράλληλη αναφορά σχετικά με το αν συνδέεται με την εκτέλεση προγραμμάτων χορήγησης δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή με τα συγκεκριμένα παραδείγματα που ορίζονται στην παράγραφο 7·

στ)

την ημερομηνία και τον τόπο των συναλλαγών· και

ζ)

την τιμή και τον όγκο των συναλλαγών. Σε περίπτωση ενεχυρίασης της οποίας οι όροι προβλέπουν μεταβολή της αξίας της, αυτό θα πρέπει να δημοσιοποιείται μαζί με την αξία της κατά την ημερομηνία της ενεχυρίασης.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στις συναλλαγές που πρέπει να κοινοποιούνται συγκαταλέγονται επίσης:

α)

η ενεχυρίαση ή ο δανεισμός χρηματοπιστωτικών μέσων από ή εξ ονόματος προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή έχει στενούς δεσμούς με ένα τέτοιο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

συναλλαγές που αναλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβεί στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελεί συναλλαγές ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξ ονόματος προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή προσώπου που έχει στενούς δεσμούς με ένα τέτοιο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων όπου ασκείται διακριτική ευχέρεια·

γ)

συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, όπως ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), όπου:

i)

ο ασφαλισμένος είναι πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με ένα τέτοιο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1,

ii)

ο ασφαλισμένος φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο, και

iii)

ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα ή τη διακριτική ευχέρεια να λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις αναφορικά με συγκεκριμένα μέσα στο πλαίσιο του εν λόγω ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής ή να εκτελεί συναλλαγές που αφορούν συγκεκριμένα μέσα για το εν λόγω ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), ένα ενέχυρο ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια εμπράγματη ασφάλεια η οποία αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με την κατάθεση χρηματοπιστωτικά μέσα σε λογαριασμό θεματοφυλακής δεν υπόκειται σε υποχρέωση γνωστοποίησης, παρά μόνο σε περίπτωση που το εν λόγω ενέχυρο ή άλλη εμπράγματη ασφάλεια α προορίζεται για την ασφάλιση συγκεκριμένης πιστωτικής διευκόλυνσης.

Στον βαθμό που ο ασφαλισμένος στο πλαίσιο ενός ασφαλιστήριου συμβολαίου υποχρεούται να γνωστοποιεί συναλλαγές σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η ασφαλιστική εταιρεία δεν υπόκειται σε υποχρέωση γνωστοποίησης.

8.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μετέπειτα συναλλαγή μετά τη συμπλήρωση συνολικού ποσού 5 000 EUR εντός ενός ημερολογιακού έτους. Το όριο των 5 000 EUR υπολογίζεται με την πρόσθεση, χωρίς συμψηφισμό, όλων των συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

9.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει το όριο που ορίζεται στην παράγραφο 8 σε 20 000 EUR, ενημερώνει δε την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την απόφαση για θέσπιση υψηλότερου ορίου και αιτιολογεί την απόφαση αυτή με συγκεκριμένη αναφορά στις συνθήκες της αγοράς πριν από την εφαρμογή της. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της τον κατάλογο των ορίων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τις αιτιολογήσεις που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές για τα όρια αυτά.

10.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε συναλλαγές προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε κάθε χώρο πλειστηριασμών, εκπλειστηριαστή και επιτηρητή πλειστηριασμών σε σχέση με πλειστηριασμούς διενεργουμένους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, καθώς και σε πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με τα πρόσωπα αυτά, στον βαθμό που οι συναλλαγές τους αφορούν δικαιώματα εκπομπής, παράγωγα αυτών ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά. Τα πρόσωπα αυτά γνωστοποιούν τις συναλλαγές τους στους χώρους πλειστηριασμού, στους εκπλειστηριαστές και στους επιτηρητές πλειστηριασμών, ως ισχύει, και στην αρμοδία αρχή όπου ο ανωτέρω χώρος, εκπλειστηριαστής ή επιτηρητής, ως ισχύει, είναι καταχωρημένος. Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο δημοσιοποιούνται από τους χώρους εκπλειστηριασμών, τους εκπλειστηριαστές, τον επιτηρητή πλειστηριασμών ή την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3.

11.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 15, ένα πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε ένα εκδότη δεν πραγματοποιεί συναλλαγές για λογαριασμού του ιδίου ή για λογαριασμού τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, οι οποίες σχετίζονται με τις μετοχές ή τους χρεωστικούς τίτλους του εκδότη ή με παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με αυτά, κατά τη διάρκεια μιας κλειστής περιόδου 30 ημερολογιακών ημερών πριν από την ανακοίνωση μιας ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης ή μιας ετήσιας έκθεσης την οποία ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιήσει σύμφωνα με:

α)

τους κανόνες του χώρου διαπραγμάτευσης στον οποίο οι μετοχές του εκδότη έχουν γίνει δεκτές προς διαπραγμάτευση, ή

β)

σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

12.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 15, ένας εκδότης μπορεί να επιτρέψει σε πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα για τον εν λόγω εκδότη να εκτελεί συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου ή για λογαριασμό τρίτου κατά τη διάρκεια της κλειστής περιόδου της παραγράφου 11, είτε

α)

κατά περίπτωση λόγω της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες απαιτούν την άμεση πώληση μετοχών, όπως σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, είτε

β)

λόγω των χαρακτηριστικών των σχετικών συναλλαγών, όσον αφορά συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ή σχετίζονται με σύστημα συμμετοχής των εργαζομένων στο κεφάλαιο, με αποταμιευτικά προγράμματα, με δικαιώματα επί μετοχών ή δικαιώματα επί μετοχών ή συναλλαγές στις οποίες δεν μεταβάλλεται το έννομο συμφέρον στον σχετικό τίτλο.

13.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 που διευκρινίζουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί ο εκδότης να επιτρέπει την εκτέλεση συναλλαγών κατά τη διάρκεια μιας κλειστής περιόδου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 12, συμπεριλαμβανομένων των περιστάσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξαιρετικές και των τύπων συναλλαγών που θα δικαιολογούσαν τη χορήγηση άδειας για διενέργεια συναλλαγών.

14.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 που διευκρινίζουν τους τύπους των συναλλαγών οι οποίες ενεργοποιούν την απαίτηση της παραγράφου 1.

15.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον μορφότυπο και το πρότυπο με τον οποίο πρέπει να γνωστοποιούνται και να δημοσιοποιούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 20

Επενδυτικές συστάσεις και στατιστικά στοιχεία

1.   Τα πρόσωπα που παράγουν ή διαδίδουν επενδυτικές συστάσεις ή άλλες πληροφορίες που συνιστούν ή προτείνουν μια επενδυτική στρατηγική, επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια για να διασφαλίσουν ότι οι σχετικές πληροφορίες παρουσιάζονται με αντικειμενικό τρόπο και για να δημοσιοποιήσουν τα συμφέροντά τους ή να αναφέρουν συγκρούσεις συμφερόντων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες.

2.   Οι δημόσιοι οργανισμοί που διαδίδουν στατιστικά στοιχεία ή προβλέψεις που ενδέχεται να έχουν σημαντική επίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές τα διαδίδουν με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις τεχνικές ρυθμίσεις για τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, που αφορούν την αντικειμενική παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων ή άλλων πληροφοριών που συνιστούν ή προτείνουν μια επενδυτική στρατηγική και για τη δημοσιοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων ή ενδείξεων συγκρούσεων συμφερόντων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι τεχνικές ρυθμίσεις που ορίζονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεν εφαρμόζονται σε δημοσιογράφους που υπόκεινται σε ισοδύναμες κατάλληλες κανονιστικές ρυθμίσεις στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων ισοδύναμων κατάλληλων διατάξεων αυτορρύθμισης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανονιστικές ρυθμίσεις επιτυγχάνουν παρόμοια αποτελέσματα με τις εν λόγω τεχνικές ρυθμίσεις. Το κράτος μέλος γνωστοποιεί το κείμενο της εν λόγω ισοδύναμης κατάλληλης κανονιστικής ρύθμισης στην Επιτροπή.

Άρθρο 21

Δημοσιοποίηση ή διάδοση πληροφοριών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης

Για τους σκοπούς του άρθρου 10, του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 20, όταν δημοσιοποιούνται ή διαδίδονται πληροφορίες και όταν διατυπώνονται ή διαδίδονται συστάσεις για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή οποιαδήποτε άλλης μορφής έκφραση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η εν λόγω δημοσιοποίηση ή διάδοση πληροφοριών αξιολογείται με βάση τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία έκφρασης στα λοιπά μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και τους κανόνες ή τους κώδικες που διέπουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα, εκτός εάν:

α)

τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά αντλούν, άμεσα ή έμμεσα, όφελος ή κέρδη από τη δημοσιοποίηση ή διάδοση των εν λόγω πληροφοριών· ή

β)

η δημοσιοποίηση ή διάδοση πραγματοποιείται με στόχο την παραπλάνηση της αγοράς σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΑΚΑΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 22

Αρμόδιες αρχές

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των δικαστικών αρχών, κάθε κράτος μέλος διορίζει μια ενιαία διοικητική αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και άλλες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού στην επικράτειά της, όσον αφορά όλες τις πράξεις που λαμβάνουν χώρα στην επικράτειά της, αλλά και τις πράξεις που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό και σχετίζονται με μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα οποία εκπλειστηριάζονται σε χώρο πλειστηριασμών ή τα οποία διαπραγματεύονται σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ που δραστηριοποιείται στην επικράτειά της.

Άρθρο 23

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους με οιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές ή με τους φορείς της αγοράς·

γ)

με ανάθεση κατ’ εξουσιοδότηση, υπό την ευθύνη τους, προς τις αρχές αυτές ή προς τους φορείς της αγοράς·

δ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.   Για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:

α)

να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και άλλα δεδομένα οποιασδήποτε μορφής και να λαμβάνουν ή να παίρνουν αντίτυπο αυτών·

β)

να ζητούν ή να απαιτούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων όσων συμμετέχουν διαδοχικά στη μεταβίβαση εντολών ή στη διεξαγωγή των σχετικών εργασιών, καθώς και τους εντολείς αυτών και, όταν απαιτείται, να καλούν και να ανακρίνουν οποιοδήποτε πρόσωπο με στόχο την απόκτηση πληροφοριών·

γ)

όσον αφορά τα παράγωγα επί εμπορευμάτων, να ζητούν πληροφορίες από συμμετέχοντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω των τυποποιημένων μορφότυπων, να λαμβάνουν αναφορές σχετικά με συναλλαγές και να έχουν άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών·

δ)

να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες σε χώρους που δεν αποτελούν ιδιωτικές κατοικίες φυσικών προσώπων·

ε)

δύνανται, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, να εισέρχονται σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων για την κατάσχεση εγγράφων και δεδομένων οποιασδήποτε μορφής εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα ή δεδομένα που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή έρευνας ενδέχεται να είναι κρίσιμα για τη στοιχειοθέτηση υπόθεσης κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού·

στ)

να παραπέμπουν ζητήματα για ποινική διερεύνηση·

ζ)

να ζητούν τα υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα·

η)

να ζητούν, αν αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι σημαντικά για την έρευνα παραβάσεων του άρθρου 14 στοιχείο α) ή β) ή του άρθρου 15·

θ)

να ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, ή και τα δύο·

ι)

να αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων·

ια)

να ζητούν την προσωρινή διακοπή κάθε πρακτικής την οποία η αρμόδια αρχή θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

ιβ)

να επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας· και

ιγ)

να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή ενημέρωση του κοινού, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών που δημοσιοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων απαιτώντας από οποιονδήποτε εκδότη ή άλλο πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες τη δημοσίευση διορθωτικής δήλωσης.

Εάν κατά την εθνική νομοθεσία χρειάζεται προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους για την είσοδο σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων κατά τα διαλαμβανόμενα στο στοιχείο ε) του πρώτου εδαφίου, η εν λόγω εξουσία ασκείται μόνο αφού δοθεί άδεια.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη νόμων, κανονισμών και διοικητικών διατάξεων που έχουν εγκριθεί σε σχέση με δημόσιες προτάσεις αγοράς κινητών αξιών, συναλλαγές συγχώνευσης και άλλες συναλλαγές που αφορούν την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο εταιρειών που ρυθμίζονται από τις εποπτικές αρχές που έχουν ορισθεί από τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ και οι οποίοι επιβάλλουν απαιτήσεις επιπλέον των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού.

4.   Η γνωστοποίηση πληροφοριών στην αρμόδια αρχή από κάποιο πρόσωπο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν θεωρείται ότι παραβιάζει κάποιον περιορισμό στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται διά συμβολαίου ή διά νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης, και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στη γνωστοποίηση καμία απολύτως νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω γνωστοποίηση.

Άρθρο 24

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές προσκομίζουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή των καθηκόντων τους, κατά το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα έντυπα ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 25

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και με την ΕΑΚΑΑ εφόσον κρίνεται απαραίτητο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εκτός αν ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν υποστήριξη στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην ΕΑΚΑΑ. Συγκεκριμένα, ανταλλάσσουν πληροφορίες, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας, εποπτείας και επιβολής του νόμου.

Η υποχρέωση συνεργασίας και υποστήριξης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά την Επιτροπή σε σχέση με την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εμπορεύματα που είναι γεωργικά προϊόντα και αναφέρονται στο παράρτημα I της ΣΛΕΕ.

Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ιδίως το άρθρο 35.

Αν τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, κατά το άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με ποινικές έρευνες ή ποινικές διώξεις που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, και να τις θέτουν στη διάθεση των άλλων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση της μεταξύ τους συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αίτησης πληροφόρησης ή αίτησης συνεργασίας στο πλαίσιο έρευνας μόνο στις ακόλουθες εξαιρετικές περιστάσεις:

α)

η διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, ιδίως στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών εγκλημάτων·

β)

η συμμόρφωση με την αίτηση ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις δικές της δραστηριότητες έρευνας ή επιβολής του νόμου ή, όπου εφαρμόζεται της εν λόγω αρμόδιας αρχής ή μια ποινική έρευνα·

γ)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση· ή

δ)

έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά των ιδίων προσώπων και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται με τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ), που ιδρύθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27) και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές των κρατών μελών ώστε να εξασφαλίζουν ότι υιοθετείται μια συντονισμένη προσέγγιση για την επιβολή των σχετικών κανόνων εφόσον οι συναλλαγές, οι εντολές για διενέργεια συναλλαγής ή άλλες πράξεις ή συμπεριφορές σχετίζονται με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, καθώς και με ένα ή περισσότερα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής στα οποία εφαρμόζονται τα άρθρα 3, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των ορισμών του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 και των διατάξεων των άρθρων 3, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 κατά την εφαρμογή των άρθρων 7, 8 και 12 του παρόντος κανονισμού σε χρηματοπιστωτικά μέσα που σχετίζονται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής.

4.   Κατόπιν αιτήματος, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν άμεσα οποιεσδήποτε πληροφορίες απαιτούνται για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

5.   Εάν ορισμένη αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη ότι διενεργούνται ή έχουν διενεργηθεί πράξεις οι οποίες αντίκεινται προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους ή ότι πράξεις επηρεάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ενημερώνει σχετικά, με όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο τρόπο την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και την ΕΑΚΑΑ και, όσον αφορά ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, τον ΟΣΡΑΕ. Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών που εμπλέκονται συμβουλεύονται η μία την άλλη και την ΕΑΚΑΑ και, όσον αφορά ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τον ΟΣΡΑΕ, σχετικά με τις κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν και ενημερώνουν η μία την άλλη σχετικά με σημαντικές ενδιάμεσες εξελίξεις. Συντονίζουν τη δράση τους, για να αποφύγουν τον πιθανό διπλασιασμό και την αλληλοεπικάλυψη κατά την εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων, προστίμων και άλλων διοικητικών μέτρων στις εν λόγω διασυνοριακές υποθέσεις σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31, και αλληλοϋποστηρίζονται στην εφαρμογή των αποφάσεών τους.

6.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις ή έρευνες.

Η αιτούσα αρμόδια αρχή μπορεί να ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ σχετικά με οποιαδήποτε αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση έρευνας ή επιθεώρησης με διασυνοριακό αποτέλεσμα, η ΕΑΚΑΑ συντονίζει την έρευνα ή την επιθεώρηση εάν της ζητηθεί από μία από τις αρμόδιες αρχές.

Εάν μια αρμόδια αρχή λάβει το αίτημα της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους για τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας ή επιθεώρησης, μπορεί να προβεί σε μία από τις κατωτέρω πράξεις:

α)

να διεξαγάγει η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

β)

να επιτρέψει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει σε μια επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

γ)

να επιτρέψει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να διεξαγάγει η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

δ)

να διορίσει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για να διεξαγάγουν την επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

ε)

να μοιραστεί ειδικά καθήκοντα που σχετίζονται με εποπτικές δραστηριότητες με τις άλλες αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των χρηματικών κυρώσεων.

7.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, εάν μια αρμόδια αρχή δεν λάβει ανταπόκριση στο αίτημα ενημέρωσης ή υποστήριξης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 3, 4 και 5 εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή εάν το αίτημά της για ενημέρωση ή υποστήριξη απορριφθεί, μπορεί να αναφέρει τη σχετική απόρριψη ή την παράλειψη δράσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην ΕΑΚΑΑ.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργήσει κατά το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη της δυνατότητάς της να ενεργήσει κατά το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού.

8.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες με σχετικές εθνικές ρυθμιστικές αρχές και αρχές τρίτων χωρών που είναι υπεύθυνες για τις σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης εάν έχουν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι διεξάγονται ή έχουν διεξαχθεί πράξεις που συνιστούν κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας„ παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγηση της αγοράς κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω συνεργασία διασφαλίζει την ενοποιημένη επισκόπηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης και τον εντοπισμό πράξεων καταχρηστικών της αγοράς που υπερβαίνουν τα όρια μιας αγοράς και μιας χώρας καθώς και την επιβολή σχετικών κυρώσεων.

Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται δυνάμει του πρώτου εδαφίου διασφαλίζεται επίσης μέσω:

α)

του επιτηρητή πλειστηριασμών, όσον αφορά πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων πλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010· και

β)

των αρμόδιων αρχών, των διαχειριστών μητρώων, συμπεριλαμβανομένου του Κεντρικού Διαχειριστή και άλλων δημόσιων φορέων που έχουν επιφορτιστεί με την εποπτεία της συμμόρφωσης με την οδηγία 2003/87/ΕΚ.

Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκτελεί έργο διευκόλυνσης και συντονισμού για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και εποπτικών αρχών σε άλλα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες. Όποτε είναι δυνατόν, οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών που είναι υπεύθυνες για τις σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης κατά το άρθρο 26.

9.   Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα έντυπα ανταλλαγής πληροφοριών και υποστήριξης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 26

Συνεργασία με τρίτες χώρες

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνάπτουν, όπου είναι αναγκαίο, συμφωνίες συνεργασίας με άλλες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές σε τρίτες χώρες και την εφαρμογή των υποχρεώσεων που προκύπτουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε τρίτες χώρες. Με τις εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας διασφαλίζεται τουλάχιστον η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών, η οποία επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εκτελούν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Κάθε αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ότι πρόκειται να υπογράψει τέτοια συμφωνία.

2.   Η ΕΑΚΑΑ, όπου είναι εφικτό, διευκολύνει και συντονίζει την ανάπτυξη συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σχετικών εποπτικών αρχών τρίτων χωρών.

Για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που περιλαμβάνουν ένα πρότυπο έγγραφο για συμφωνίες συνεργασίας, στα οποία πρέπει να προσφεύγουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όπου είναι δυνατόν.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Επίσης, η ΕΑΚΑΑ, όπου είναι εφικτό, διευκολύνει και συντονίζει την ανταλλαγή μεταξύ των αρμόδιων αρχών των πληροφοριών που ελήφθησαν από τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών οι οποίες ενδέχεται να είναι σχετικές με τη λήψη μέτρων δυνάμει των άρθρων 30 και 31.

3.   Οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μόνο εάν οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται υπόκεινται σε εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 27. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να στοχεύει στην εκτέλεση των καθηκόντων των ανωτέρω αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 27

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπόκεινται στις προϋποθέσεις του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού που αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές και υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι η πληροφορία αυτή δύναται να γνωστοποιηθεί ή ότι η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

3.   Η υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για οιαδήποτε αρχή ή φορέα της αγοράς στην οποία ή στον οποίο έχει αναθέσει τις εξουσίες της η αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που έχει προσλάβει. Απαγορεύεται η κοινοποίηση των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή εκτός εάν προβλέπεται από τις διατάξεις του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

Άρθρο 28

Προστασία δεδομένων

Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές εκτελούν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις οι οποίες ενσωματώνουν την οδηγία 95/46/ΕΚ. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνεται με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τηρούνται για μέγιστο διάστημα πέντε ετών.

Άρθρο 29

Δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες

1.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και μόνο κατά περίπτωση. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και ότι η τρίτη χώρα δεν διαβιβάζει τα δεδομένα σε άλλη τρίτη χώρα, εκτός εάν λάβει ρητή έγγραφη άδεια και συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

2.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους δημοσιοποιεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έλαβε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σε εποπτική αρχή τρίτης χώρας μόνο εάν έχει λάβει τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που μεταβίβασε τα δεδομένα και, εάν συντρέχει περίπτωση, τα δεδομένα δημοσιοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της η αρμόδια αρχή.

3.   Εάν μια συμφωνία συνεργασίας προβλέπει ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να συμμορφώνεται με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις με τις οποίες ενσωματώνεται η οδηγίας 95/46/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 30

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν ποινικών κυρώσεων και με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών κατά το άρθρο 23, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα κατ’ ελάχιστον για τις ακόλουθες παραβάσεις:

α)

τις παραβάσεις των άρθρων 14 και 15, του άρθρου 16 παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 17 παράγραφοι 1, 2, 4, 5, και 8, του άρθρου 18 παράγραφοι 1 έως 6, του άρθρου 19 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 11 και του άρθρου 20 παράγραφος 1· και

β)

μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση με έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη μπορούν έως τις 3 Ιουλίου 2016 να αποφασίσουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β) του εν λόγω εδαφίου υπόκεινται ήδη σε ποινικές κυρώσεις δυνάμει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αναλυτικά στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες του ποινικού δικαίου.

Έως τις 3 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αναλυτικά τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ. Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και/ή να επιβάλλουν τα κατωτέρω διοικητικά μέτρα και κυρώσεις κατ’ ελάχιστον, στην περίπτωση των παραβάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α):

α)

εντολή που υποχρεώνει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β)

αποστέρηση των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών λόγω της παράβασης, στον βαθμό που αυτά δύνανται να προσδιοριστούν·

γ)

δημόσια προειδοποίηση που αναφέρει το πρόσωπο που ευθύνεται και τη φύση της παράβασης·

δ)

ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας μιας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

ε)

η προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

στ)

σε περίπτωση επανειλημμένης παράβασης των άρθρων 14 ή 15, η μόνιμη απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

ζ)

η προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό·

η)

μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές που ανέρχονται έως και στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

θ)

όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές κατ’ ελάχιστον:

i)

για παραβάσεις των άρθρων 14 και 15, 5 000 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014·

ii)

για παραβάσεις των άρθρων 16 και 17, 1 000 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014· και

iii)

για παραβάσεις των άρθρων 18, 19 και 20, 500 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014· και

ι)

όσον αφορά νομικά πρόσωπα, μέγιστες διοικητικές χρηματικές κυρώσεις κατ’ ελάχιστον:

i)

για παραβάσεις των άρθρων 14 και 15, 15 000 000 EUR ή 15 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014·

ii)

για παραβάσεις των άρθρων 16 και 17, 2 500 000 EUR ή 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014, και

iii)

για παραβάσεις των άρθρων 18, 19 και 20, 1 000 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014.

Οι αναφορές στην αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου δεν περιορίζουν τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να ασκεί τις αρμοδιότητές της με οποιονδήποτε από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο ι) πρώτο εδάφιο σημεία i) και ii), εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Συμβουλίου (28), ο εφαρμοστέος συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδημάτων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές οδηγίες —οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (29) για τις τράπεζες και οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου (30) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις— σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εκχωρούν στις αρμόδιες αρχές, βάσει του εθνικού δικαίου, άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και μπορούν να προβλέψουν υψηλότερα επίπεδα κυρώσεων από αυτά που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο.

Άρθρο 31

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και επιβολή κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων στοιχείων, όπου κρίνεται σκόπιμο:

α)

τη σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης·

β)

τον βαθμό ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου, όπως υποδηλώνεται για παράδειγμα από το συνολικό κύκλο εργασιών ενός νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα ενός φυσικού προσώπου·

δ)

τη σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί·

ε)

το επίπεδο συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης αποστέρησης των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών από το εν λόγω πρόσωπο·

στ)

τις προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου· και

ζ)

τα μέτρα που έχουν ληφθεί από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο για να αποτραπεί τυχόν επανάληψη της παράβασης.

2.   Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 30, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά για να διασφαλίσουν ότι οι ασκούμενες εποπτικές και ερευνητικές εξουσίες τους, οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν και τα άλλα διοικητικά μέτρα που λαμβάνουν, είναι αποτελεσματικά και κατάλληλα δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Συντονίζουν επίσης τη δράση τους, κατά το άρθρο 25, για να αποφύγουν τον πιθανό διπλασιασμό και την αλληλοεπικάλυψη κατά την άσκηση των εποπτικών και ερευνητικών εξουσιών τους και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και προστίμων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

Άρθρο 32

Αναφορά παραβάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές καθιερώνουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς με τους οποίους καθίσταται δυνατή η αναφορά πραγματικών ή πιθανών παραβάσεων του παρόντος κανονισμού στις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για τη λήψη αναφορών παραβάσεων και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές·

β)

στο πλαίσιο της εργασίας και της παροχής υπηρεσιών, κατάλληλη προστασία για πρόσωπα που εργάζονται δυνάμει σύμβασης εργασίας ή παροχής υπηρεσιών και τα οποία αναφέρουν παραβάσεις ή κατηγορούνται για παραβάσεις, έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άδικης μεταχείρισης, κατ’ ελάχιστον· και

γ)

προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που αναφέρει την παράβαση όσο και του φυσικού προσώπου το οποίο φέρεται ως υπεύθυνο για αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας σε σχέση με τη διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων δημοσιοποίησης των πληροφοριών δυνάμει του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο ερευνών ή μετέπειτα δικαστικών διαδικασιών.

3.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τους εργοδότες που συμμετέχουν σε δραστηριότητες οι οποίες υπάγονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών να διαθέτουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, ώστε να μπορούν οι υπάλληλοί τους να αναφέρουν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την παροχή οικονομικών κινήτρων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, στα πρόσωπα που προσφέρουν ακριβείς πληροφορίες για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα δεν έχουν άλλη προϋφιστάμενη νομική ή συμβατική υποχρέωση να αναφέρουν τις εν λόγω πληροφορίες, και εφόσον οι πληροφορίες είναι νέες και έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή διοικητικής ή ποινικής κύρωσης ή τη λήψη άλλου διοικητικού μέτρου για την παράβαση του παρόντος κανονισμού.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την εξειδίκευση των διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των τρόπων αναφοράς και παρακολούθησης των αναφορών καθώς και μέτρων προστασίας των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας και μέτρων προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

Άρθρο 33

Ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις, τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες σε ετήσια έκθεση. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν επίσης ετησίως στην ΕΑΚΑΑ ανωνυμοποιημένα και συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με όλες τις διοικητικές έρευνες που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα.

2.   Αν τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, κατά το άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ ανωνυμοποιημένα και συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν κινηθεί και τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις δικαστικές αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

3.   Εάν η αρμόδια αρχή έχει δημοσιοποιήσει στο κοινό διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα, ενημερώνει παράλληλα και την ΕΑΚΑΑ.

4.   Εάν μία δημοσιευμένη διοικητική ή ποινική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο αφορά μια επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, η ΕΑΚΑΑ θα προσθέσει μια αναφορά της δημοσιευμένης κύρωσης ή μέτρου στο μητρώο των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχουν συσταθεί δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3 της ανωτέρω οδηγίας.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα έντυπα ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 34

Δημοσίευση των αποφάσεων

1.   Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον δικτυακό τους τόπο κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται μια διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο για παράβαση του παρόντος κανονισμού, αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο. Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

Ωστόσο, εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων τα οποία αφορά η απόφαση ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων θα ήταν δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή αν η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή πράττει ένα από τα ακόλουθα:

α)

αναβάλει τη δημοσίευση της απόφασης μέχρι να παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για την εν λόγω αναβολή·

β)

δημοσιεύει την απόφαση σε ανώνυμη βάση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτή η δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

δεν δημοσιεύει καθόλου την απόφαση, αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η δημοσίευση σύμφωνα με τα στοιχεία α) ή β) δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· ή

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης τω εν λόγω αποφάσεων σχετικά με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Αν αρμοδία αρχή αποφασίσει να δημοσιεύσει μία απόφαση με ανώνυμο τρόπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο στοιχείο β) του τρίτου εδαφίου, μπορεί να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων επί εύλογο χρονικό διάστημα όταν προβλέπεται ότι οι λόγοι της ανώνυμης δημοσίευσης θα παύσουν κατά την περίοδο αυτή.

2.   Εάν η απόφαση υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των σχετικών εθνικών δικαστικών, διοικητικών ή άλλων αρχών, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης, αμέσως, στον δικτυακό τόπο τους τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με τα αποτελέσματα της προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει απόφαση η οποία υπόκειται σε προσφυγή.

3.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε απόφαση που δημοσιεύεται κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει προσβάσιμη στον δικτυακό τόπο τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά τη δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στην εν λόγω δημοσίευση διατηρούνται στον δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 35

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και παράγραφος 3 και στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14, ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Η ανάθεση αρμοδιοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και παράγραφος 3 και στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της ανάθεσης των αρμοδιοτήτων που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαικής Ενωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία, η οποία καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και παράγραφος 3 ή στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14, τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 36

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή υποστηρίζεται στο έργο της από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (31). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 37

Κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ και των εκτελεστικών της μέτρων

Η οδηγία 2003/6/ΕΚ και οι οδηγίες της Επιτροπής 2004/72/ΕΚ (32), 2003/125/ΕΚ (33) και 2003/124/ΕΚ (34) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής (35) καταργούνται στις 3 Ιουλίου 2016. Οι αναφορές στην οδηγία 2003/6/ΕΚ ερμηνεύονται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που ορίζει το παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 38

Έκθεση

Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση επί της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, μαζί με νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση του, εφόσον είναι απαραίτητο. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί, μεταξύ άλλων:

α)

την καταλληλότητα της θέσπισης κοινών κανόνων σχετικά με την ανάγκη να προβλέπουν όλα τα κράτη μέλη διοικητικές κυρώσεις για τις πράξεις κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας και χειραγώγησης της αγοράς·

β)

την επάρκεια του ορισμού της προνομιακής πληροφορίας όσον αφορά την κάλυψη όλων των πληροφοριών που είναι σημαντικές για τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αποτελεσματικής καταπολέμησης της κατάχρησης της αγοράς·

γ)

την καταλληλότητα των συνθηκών υπό τις οποίες επιβάλλεται απαγόρευση των συναλλαγών κατά το άρθρο 19 παράγραφος 11, με σκοπό να προσδιοριστεί κατά πόσο υπάρχουν άλλες περιστάσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να εφαρμόζεται η απαγόρευση·

δ)

την αξιολόγηση της δυνατότητας καθιέρωσης ενός πλαισίου της Ένωσης για την επιτήρηση των βιβλίων εντολών πέραν των ορίων μιας αγοράς όσον αφορά τυχόν κατάχρηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων συστάσεων για ένα τέτοιο πλαίσιο· και

ε)

το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τους δείκτες αναφοράς.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ χαρτογραφεί την εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων και, αν τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, κατά το άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, την εφαρμογή των εν λόγω ποινικών κυρώσεων στα κράτη μέλη. Η εν λόγω χαρτογράφηση περιλαμβάνει επίσης τυχόν δεδομένα τα οποία διατίθενται δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφοι 1 και 2.

Άρθρο 39

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 3 Ιουλίου 2016, με εξαίρεση το άρθρο 4 παράγραφοι 4 και 5, άρθρο 5 παράγραφος 6, άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, το άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφοι 9, 10 και 11, το άρθρο 12 παράγραφος 5, το άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 11, το άρθρο 16 παράγραφος 5, το τρίτο εδάφιο του άρθρου 17 παράγραφος 2, το άρθρο 17 παράγραφοι 3, 10 και 11, το άρθρο 18 παράγραφος 9, το άρθρο 19 παράγραφοι 13, 14 και 15, το άρθρο 20 παράγραφος 3, το άρθρο 24 παράγραφος 3 το άρθρο 25 παράγραφος 9, το άρθρο 26 παράγραφος 2 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, το άρθρο 32 παράγραφος 5 και το άρθρο 33 παράγραφος 5, τα οποία εφαρμόζονται στις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Έως τις 3 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 22, 23 και 30, το άρθρο 31 παράγραφος 1 και τα άρθρα 32 και 34.

4.   Οι απαντώμενες στον παρόντα κανονισμό παραπομπές στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 λογίζονται, πριν από τις 3 Ιανουαρίου 2017, ως παραπομπές στην οδηγία 2004/39/ΕΚ σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV της οδηγίας 2014/65/ΕΕ στον βαθμό που ο εν λόγω πίνακας περιλαμβάνει διατάξεις που παραπέμπουν στην οδηγία 2004/39/ΕΚ.

Όταν στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού γίνεται αναφορά σε ΟΜΔ, αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά, οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε ΟΜΔ, αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά έως τις 3 Ιανουαρίου 2017.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 161 της 7.6.2012, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 181 της 21.6.2012, σ. 64.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2014.

(4)  Οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(7)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).

(10)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (βλέπε σελίδα 349 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(11)  Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (βλέπε σελίδα 179 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(12)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 336 της 23.12.2003, σ. 33).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(17)  ΕΕ C 177 της 20.6.2012, σ. 1.

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 74).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(22)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(24)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(25)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(26)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 1).

(28)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(29)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(30)  Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7).

(31)  Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).

(32)  Οδηγία 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών (ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 70).

(33)  Οδηγία 2003/125/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη θεμιτή παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων και τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων (ΕΕ L 339 της 24.12.2003, σ. 73).

(34)  Οδηγία 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς (ΕΕ L 339 της 24.12.2003, σ. 70).

(35)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 336 της 23.12.2003, σ. 33).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Α.   Ενδείξεις συμπεριφορών χειραγώγησης που συνίστανται στη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών ενδείξεων και στον τεχνητό προσδιορισμό των τιμών

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, και με την επιφύλαξη των μορφών συμπεριφοράς που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, οι αρμόδιες αρχές και οι συμμετέχοντες στην αγορά λαμβάνουν υπόψη, όταν εξετάζουν συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών, τις ακόλουθες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και οι οποίες δεν πρέπει απαραιτήτως να θεωρούνται ότι αυτές καθαυτές συνιστούν πράξεις χειραγώγησης αγοράς:

α)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές διαπραγμάτευσης ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του ημερήσιου όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το συνδεόμενο προς αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή στο εκπλειστηριαζόμενο προϊόν επί δικαιωμάτων εκπομπής, ιδιαίτερα όταν οι εν λόγω δραστηριότητες οδηγούν σε σημαντική μεταβολή των τιμών τους·

β)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές από πρόσωπα με σημαντική θέση αγοράς ή πώλησης στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το συνδεόμενο προς αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή στο εκπλειστηριαζόμενο προϊόν επί δικαιωμάτων εκπομπής, οδηγούν σε σημαντική μεταβολή της τιμής του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου, του συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή του εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής·

γ)

κατά πόσο οι διενεργηθείσες συναλλαγές συνεπάγονται ή όχι αλλαγή του πραγματικού δικαιούχου του χρηματοπιστωτικού μέσου, του συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή του εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής·

δ)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές ή οι ακυρωμένες εντολές οδηγούν σε βραχυπρόθεσμες αντιστροφές θέσεων και αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, στο συνδεόμενο προς αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή στο εκπλειστηριαζόμενο προϊόν επί δικαιωμάτων εκπομπής, και ενδέχεται να συνδέονται με σημαντικές μεταβολές στην τιμή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής·

ε)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές επικεντρώνονται σε μικρό χρονικό διάστημα της συνεδρίασης και οδηγούν σε μεταβολή τιμής η οποία στη συνέχεια αντιστρέφεται·

στ)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών μεταβάλλουν τις καλύτερες τιμές προσφοράς και ζήτησης ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής, ή γενικότερα τις τιμές που καταγράφονται στο βιβλίο εντολών των συμμετεχόντων στην αγορά, και οι οποίες αποσύρονται πριν εκτελεσθούν· και

ζ)

τον βαθμό στον οποίο δίδονται εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή διενεργούνται συναλλαγές σε, ή γύρω από, συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπολογίζονται οι τιμές αναφοράς, οι τιμές εκκαθάρισης και οι αποτιμήσεις, και οι οποίες οδηγούν σε μεταβολές τιμών που επηρεάζουν αυτές τις τιμές και τις αποτιμήσεις.

Β.   Ενδείξεις συμπεριφορών που συνίστανται στη χρήση παραπλανητικών μεθοδεύσεων ή κάθε άλλης παραπλάνησης ή τεχνάσματος

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, και με την επιφύλαξη των συμπεριφορών που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, οι συμμετέχοντες στην αγορά και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη, όταν εξετάζουν συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών, τις ακόλουθες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και οι οποίες δεν πρέπει απαραιτήτως να θεωρούνται ότι αυτές καθαυτές συνιστούν πράξεις χειραγώγησης αγοράς:

α)

εάν, πριν ή μετά τις δοθείσες εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών ή τις διενεργηθείσες συναλλαγές από πρόσωπα, διαδίδονται ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες από τα ίδια αυτά πρόσωπα ή από άλλα πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά· και

β)

εάν δίδονται εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή διενεργούνται συναλλαγές από πρόσωπα, προτού ή αφότου τα ίδια αυτά πρόσωπα ή άλλα πρόσωπα τα οποία συνδέονται με αυτά εκπονήσουν ή διαδώσουν επενδυτικές συστάσεις, οι οποίες είναι εσφαλμένες ή μεροληπτικές ή προδήλως επηρεασμένες από σημαντικά συμφέροντα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Παρών κανονισμός (MAR)

Οδηγία 2003/6/ΕΚ

Άρθρο 1

 

Άρθρο 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 10 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 2

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 4

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 6

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 8

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 10

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 11

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 12

Άρθρο 1 παράγραφος 7

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 13

Άρθρο 1 παράγραφος 6

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημεία 14 έως 35

 

Άρθρο 4

 

Άρθρο 5

Άρθρο 8

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 7

Άρθρο 6 παράγραφος 2

 

Άρθρο 6 παράγραφος 3

 

Άρθρο 6 παράγραφος 4

 

Άρθρο 6 παράγραφος 5

 

Άρθρο 6 παράγραφος 6

 

Άρθρο 6 παράγραφος 7

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 4

 

Άρθρο 7 παράγραφος 5

 

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2

 

Άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 3 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο β)

 

Άρθρο 8 παράγραφος 3

 

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4

Άρθρο 8 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 1

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4

 

Άρθρο 9 παράγραφος 5

 

Άρθρο 9 παράγραφος 6

 

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 3 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 2

 

Άρθρο 11

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

 

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίπτωση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

 

Άρθρο 12 παράγραφος 3

 

Άρθρο 12 παράγραφος 4

 

Άρθρο 12 παράγραφος 5

Άρθρο 1 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1

 

Άρθρο 13 παράγραφος 2

 

Άρθρο 13 παράγραφος 3

 

Άρθρο 13 παράγραφος 4

 

Άρθρο 13 παράγραφος 5

 

Άρθρο 13 παράγραφος 6

 

Άρθρο 13 παράγραφος 7

 

Άρθρο 13 παράγραφος 8

 

Άρθρο 13 παράγραφος 9

 

Άρθρο 13 παράγραφος 10

 

Άρθρο 13 παράγραφος 11

 

Άρθρο 14 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 στοιχείο β)

Άρθρο 3 στοιχείο β)

Άρθρο 14 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 στοιχείο α)

Άρθρο 15

Άρθρο 5

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 9

Άρθρο 16 παράγραφος 3

 

Άρθρο 16 παράγραφος 4

 

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 10 έβδομη περίπτωση

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 2

 

Άρθρο 17 παράγραφος 3

 

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 5

 

Άρθρο 17 παράγραφος 6

 

Άρθρο 17 παράγραφος 7

 

Άρθρο 17 παράγραφος 8

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 9

 

Άρθρο 17 παράγραφος 10

Άρθρο 6 παράγραφος 10 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 11

 

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 2

 

Άρθρο 18 παράγραφος 3

 

Άρθρο 18 παράγραφος 4

 

Άρθρο 18 παράγραφος 5

 

Άρθρο 18 παράγραφος 6

 

Άρθρο 18 παράγραφος 7

Άρθρο 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 8

 

Άρθρο 18 παράγραφος 9

Άρθρο 6 παράγραφος 10 τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β)

 

Άρθρο 19 παράγραφος 2

 

Άρθρο 19 παράγραφος 3

 

Άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο α)

 

Άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο β)

 

Άρθρο 19 παράγραφοι 5 έως 13

 

Άρθρο 19 παράγραφος 14

Άρθρο 6 παράγραφος 10 πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 19 παράγραφος 15

Άρθρο 6 παράγραφος 10 πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 8

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 10 έκτη περίπτωση και άρθρο 6 παράγραφος 11

Άρθρο 21

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) δεύτερη πρόταση

Άρθρο 22

Άρθρο 11 πρώτο εδάφιο και άρθρο 10

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο η)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο θ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ι)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ια)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ιβ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο η)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 6 παράγραφος 7

Άρθρο 23 παράγραφος 3

 

Άρθρο 23 παράγραφος 4

 

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 15α παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 15α παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

 

Άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο β)

 

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίπτωση και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 3

 

Άρθρο 25 παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 25 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφος 7

Άρθρο 16 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 8

 

Άρθρο 25 παράγραφος 9

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 26

 

Άρθρο 27 παράγραφος 1

 

Άρθρο 27 παράγραφος 2

 

Άρθρο 27 παράγραφος 3

Άρθρο 13

Άρθρο 28

 

Άρθρο 29

 

Άρθρο 30 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο α)

 

Άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 30 παράγραφος 2

 

Άρθρο 30 παράγραφος 3

 

Άρθρο 31

 

Άρθρο 32

 

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 2

 

Άρθρο 33 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 4

Άρθρο 14 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 5

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 34 παράγραφος 2

 

Άρθρο 34 παράγραφος 3

 

Άρθρο 35

 

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 36 παράγραφος 2

 

Άρθρο 37

Άρθρο 20

Άρθρο 38

 

Άρθρο 39

Άρθρο 21

Παράρτημα

 


12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/62


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 597/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 812/2004 του Συμβουλίου για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με παρεμπίπτοντα αλιεύματα κητοειδών κατά την αλιεία

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 812/2004 του Συμβουλίου (3) ανατίθενται αρμοδιότητες στην Επιτροπή για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του εν λόγω κανονισμού. Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(2)

Για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική προσαρμογή ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 812/2004 ώστε να αντικατοπτρίζεται η τεχνική και επιστημονική πρόοδος, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές και τους όρους, από άποψη χαρακτηριστικών σήματος και εφαρμογής, της χρήσης ακουστικών αποτρεπτικών συσκευών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Η Επιτροπή, όταν καταρτίζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των συναφών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(3)

Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 812/2004 που θέτει κανόνες για τη διαδικασία και τη μορφή υποβολής των εκθέσεων τις οποίες υποχρεούνται να υποβάλλουν τα κράτη μέλη, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(4)

Σε συνάρτηση με την απαίτηση να λάβουν τα κράτη μέλη τα απαιτούμενα μέτρα για την καθιέρωση συστήματος αυστηρής προστασίας των κητοειδών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 812/2004, και δεδομένων των αδυναμιών του κανονισμού αυτού τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή, η καταλληλότητα και η αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να επανεξετασθούν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015. Μετά την επανεξέταση αυτή και εάν χρειάζεται η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο γενική νομοθετική πρόταση για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των κητοειδών, μεταξύ άλλων μέσω της διαδικασίας περιφερειοποίησης.

(5)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 812/2004 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 812/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι ακουστικές αποτρεπτικές συσκευές που χρησιμοποιούνται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 1 πληρούν τεχνικές προδιαγραφές και όρους χρήσης. Οι όροι και οι προδιαγραφές καθορίζονται στο παράρτημα II. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το παράρτημα II εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις τεχνικές και επιστημονικές προόδους, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α, για την ενημέρωση των χαρακτηριστικών σήματος και των αντίστοιχων χαρακτηριστικών εφαρμογής που αναφέρονται σε αυτό. Κατά την έκδοση αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή παρέχει επαρκή χρόνο για την εφαρμογή των εν λόγω προσαρμογών.».

2)

Στο άρθρο 7, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η Επιτροπή προβαίνει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 σε επανεξέταση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που ορίζονται με τον παρόντα κανονισμό και, κατά περίπτωση, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο γενική νομοθετική πρόταση για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των κητοειδών.».

3)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Εφαρμογή

Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με τη διαδικασία και τη μορφή υποβολής των εκθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8β παράγραφος 2.».

4)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 8α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 2 Ιουλίου 2014. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εντός διαστήματος εννέα μηνών πριν από το τέλος της τετραετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις για την εν λόγω παράταση, το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνον εάν δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες.

Άρθρο 8β

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22)."

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 11 της 15.1.2013, σ. 85.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 3ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 812/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με παρεμπίπτοντα αλιεύματα κητοειδών κατά την αλιεία και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 88/98 (ΕΕ L 150 της 30.4.2004, σ. 12).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/65


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 598/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

περί κανόνων και διαδικασιών για την επιβολή περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου στους αερολιμένες της Ένωσης στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης προσέγγισης, και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/30/ΕΚ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί βασικό στόχο της κοινής πολιτικής μεταφορών για την επίτευξη του οποίου απαιτείται ολοκληρωμένη προσέγγιση, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η αποτελεσματική λειτουργία των μεταφορικών συστημάτων της Ένωσης όσο και η προστασία του περιβάλλοντος.

(2)

Η βιώσιμη ανάπτυξη των αεροπορικών μεταφορών απαιτεί μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεων από τους θορύβους των αεροπλάνων στους αερολιμένες της Ένωσης. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να βελτιώσουν τις συνθήκες θορύβου στον περίγυρο των αερολιμένων της Ευρώπης για να διασφαλισθεί ή να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των περιοίκων και η συμβίωση αεροπορικών μεταφορών και οικιστικών περιοχών, ιδίως όσον αφορά τις νυκτερινές πτήσεις.

(3)

Το ψήφισμα A33/7 του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) εισάγει την έννοια της «ισορροπημένης προσέγγισης» για τη διαχείριση του θορύβου και θεσπίζει ομοιόμορφη μέθοδο για την αντιμετώπιση του θορύβου των αεροσκαφών. Η ισορροπημένη προσέγγιση θα πρέπει να παραμείνει η βάση της ρύθμισης του θορύβου για τις αεροπορικές μεταφορές ως παγκόσμιου κλάδου δραστηριότητας. Η ισορροπημένη προσέγγιση αναγνωρίζει —και δεν θίγει— τις σχετικές νομικές υποχρεώσεις, καθώς και τις ισχύουσες συμφωνίες, νομοθεσίες και πολιτικές. Η ενσωμάτωση των διεθνών κανόνων της ισορροπημένης προσέγγισης στον παρόντα κανονισμό αναμένεται να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο διεθνών διενέξεων σε περίπτωση που αερομεταφορείς τρίτων χωρών επηρεάζονται από περιορισμούς λειτουργίας λόγω θορύβου.

(4)

Μετά την απόσυρση των πλέον θορυβωδών αεροσκαφών, δυνάμει των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2002/30/ΕΚ (4) και 2006/93/ΕΚ (5), απαιτείται ενημέρωση ως προς τον τρόπο χρήσης των μέτρων περιορισμού της λειτουργίας προκειμένου οι αρχές να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα υφιστάμενα πλέον θορυβώδη αεροσκάφη με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών θορύβου στον περίγυρο των αερολιμένων της Ένωσης εντός του διεθνούς πλαισίου της ισορροπημένης προσέγγισης.

(5)

Η έκθεση της Επιτροπής της 15ης Φεβρουαρίου 2008 με τίτλο «Λειτουργικοί περιορισμοί σε συνάρτηση με τον θόρυβο στους αερολιμένες της ΕΕ» τόνισε την ανάγκη να διευκρινιστεί στο κείμενο της οδηγίας 2002/30/ΕΚ η κατανομή των αρμοδιοτήτων και οι ακριβείς υποχρεώσεις και δικαιώματα των ενδιαφερόμενων μερών κατά τη διαδικασία αξιολόγησης του θορύβου, ώστε να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται οικονομικώς αποδοτικά μέτρα για την επίτευξη των στόχων μείωσης του θορύβου για κάθε αερολιμένα.

(6)

Η θέσπιση περιορισμών λειτουργίας από τα κράτη μέλη στους αερολιμένες της ΕΕ, με παράλληλο περιορισμό του δυναμικού, μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες θορύβου στον περίγυρο των αερολιμένων. Ωστόσο, υπάρχει το ενδεχόμενο νόθευσης του ανταγωνισμού, ή παρακώλυσης της συνολικής απόδοσης του δικτύου αεροπορικών μεταφορών της Ένωσης, αν η χρήση του υφιστάμενου δυναμικού δεν είναι αποδοτική. Εφόσον ο συγκεκριμένος στόχος μείωσης του θορύβου που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί αντιθέτως να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα από την Ένωση μέσω εναρμονισμένων κανόνων για τη διαδικασία θέσπισης περιορισμών της λειτουργίας ως μέρος της διαδικασίας διαχείρισης του θορύβου, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού. Μια τέτοια εναρμονισμένη μέθοδος δεν επιβάλλει στόχους όσον αφορά την ποιότητα του θορύβου, οι οποίοι εξακολουθούν να απορρέουν από την οδηγία 2002/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) ή από άλλους σχετικούς κανόνες της Ένωσης ή τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους, ούτε προδικάζει την επιλογή συγκεκριμένων μέτρων.

(7)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμοστεί μόνο στα κράτη μέλη με αεροδρόμια με περισσότερες από 50 000 κινήσεις πολιτικών αεροσκαφών ανά ημερολογιακό έτος και εξετάζεται για τα αεροδρόμια αυτά η θέσπιση περιορισμού λειτουργίας λόγω θορύβου.

(8)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αεροσκάφη πολιτικής αεροπορίας. Δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στα στρατιωτικά αεροσκάφη και σε αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται για τελωνειακές, αστυνομικές και πυροσβεστικές υπηρεσίες. Επιπλέον, διάφορες επιχειρήσεις εξαιρετικού χαρακτήρα, όπως πτήσεις για επείγουσα ανθρωπιστική βοήθεια, επείγουσες δράσεις έρευνας και διάσωσης, ιατρικής συνδρομής και παροχής βοήθειας σε καταστροφές, θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον παρόντα κανονισμό.

(9)

Μολονότι η αξιολόγηση του θορύβου θα πρέπει να γίνεται σε τακτικά διαστήματα σύμφωνα με την οδηγία 2002/49/ΕΚ, τέτοιου είδους αξιολογήσεις θα πρέπει να καταλήγουν στη λήψη πρόσθετων μέτρων μείωσης του θορύβου μόνο αν ο τρέχων συνδυασμός μέτρων μετριασμού του θορύβου δεν επιτυγχάνει τους στόχους μείωσης του θορύβου, λαμβανομένων υπόψη των σχεδιαζόμενων έργων ανάπτυξης στους αερολιμένες. Για τους αερολιμένες με πρόβλημα θορύβου, θα πρέπει να προσδιοριστούν πρόσθετα μέτρα μείωσης του θορύβου σύμφωνα με τη μεθοδολογία περί ισορροπημένης προσέγγισης. Για να διασφαλιστεί ευρεία εφαρμογή της ισορροπημένης προσέγγισης στην Ένωση, η χρήση της συνιστάται όποτε κρίνεται σκόπιμο από το οικείο κράτος μέλος, μπορεί δε να υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Θα πρέπει να επιβάλλονται περιορισμοί λειτουργίας λόγω θορύβου μόνο όταν τα πρόσθετα μέτρα της ισορροπημένης προσέγγισης δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων μείωσης του θορύβου.

(10)

Ενώ μια ανάλυση κόστους-οφέλους παρέχει ενδείξεις των συνολικών επιπτώσεων στην οικονομική ευημερία με τη σύγκριση του συνόλου των εξόδων και των οφελών, μια αξιολόγηση της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας εστιάζει στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου με τον πιο οικονομικά αποδοτικό τρόπο με τη σύγκριση μόνο των εξόδων. Ο κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν ανάλυση κόστους-οφέλους ανάλογα με την περίπτωση.

(11)

Η σημασία των πτυχών της υγείας πρέπει να αναγνωριστεί σε σχέση με τα προβλήματα του θορύβου, και είναι συνεπώς σημαντικό οι εν λόγω πτυχές να εξετάζονται με συνεκτικό τρόπο σε όλους τους αερολιμένες όταν λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με τους στόχους μείωσης του θορύβου, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης κοινών κανόνων της Ένωσης στον τομέα αυτό. Ως εκ τούτου, οι πτυχές υγείας θα πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων του θορύβου.

(12)

Η αξιολόγηση του θορύβου θα πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια, κοινά για όλα τα κράτη μέλη, καθώς και στις διαθέσιμες πληροφορίες, όπως τα στοιχεία που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2002/49/ΕΚ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές είναι αξιόπιστες, ότι έχουν ληφθεί κατά τρόπο διαφανή και ότι είναι προσιτές στις αρμόδιες αρχές και τους ενδιαφερομένους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να θεσπίζουν τα απαραίτητα μέσα παρακολούθησης.

(13)

Η αρμόδια αρχή η υπεύθυνη για τη θέσπιση μέτρων περιορισμού της λειτουργίας για λόγους θορύβου θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από οποιονδήποτε οργανισμό που εμπλέκεται στην εκμετάλλευση του αερολιμένα, τις αεροπορικές μεταφορές ή την παροχή υπηρεσιών αεροναυτιλίας, ή που εκπροσωπούν σχετικά συμφέροντα, ή τους περιοίκους του οικείου αερολιμένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαιτείται από τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τις διοικητικές δομές τους ή τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

(14)

Έχει διαπιστωθεί ότι τα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει περιορισμούς λειτουργίας λόγω θορύβου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, με βάση αναγνωρισμένες σε εθνικό επίπεδο μεθόδους κατά του θορύβου, οι οποίες μπορεί (ακόμη) να μη συνάδουν πλήρως με τη μέθοδο που περιγράφεται στην επίσημη έκθεση της Ευρωπαϊκής διάσκεψης Πολιτικής Αεροπορίας (ECAC), έγγραφο 29 με τίτλο «Πρότυπη μέθοδος υπολογισμού των περιγραμμάτων των θορύβων γύρω από πολιτικούς αερολιμένες», και να μη χρησιμοποιούν τις διεθνώς αναγνωρισμένες πληροφορίες για τα ηχητικά χαρακτηριστικά των αεροσκαφών. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα και η απόδοση του περιορισμού της λειτουργίας για λόγους θορύβου θα πρέπει να αξιολογείται με τις μεθόδους που περιγράφονται στο έγγραφο 29 της ECAC και την ισορροπημένη προσέγγιση. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσαρμόσουν τις αξιολογήσεις των περιορισμών λειτουργίας κατά την εθνική νομοθεσία με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με το έγγραφο 29 της ECAC.

(15)

Θα πρέπει να προστεθεί νέος και ευρύτερος ορισμός των περιορισμών λειτουργίας σε σύγκριση με την οδηγία 2002/30/ΕΚ για να διευκολυνθεί η εφαρμογή νέων τεχνολογιών και επιχειρησιακών δυνατοτήτων των αεροσκαφών και του εξοπλισμού εδάφους. Η εφαρμογή του δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε καθυστέρηση εφαρμογής λειτουργικών μέτρων που θα μπορούσαν αμέσως να ελαττώσουν τον αντίκτυπο του θορύβου χωρίς να επηρεάσουν σημαντικά την επιχειρησιακή ικανότητα του αερολιμένα. Ένα τέτοιο μέτρο δεν θα πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ως νέος περιορισμός της λειτουργίας.

(16)

Η συγκεντροποίηση των συναφών με τον θόρυβο πληροφοριών θα μείωνε σημαντικά τον διοικητικό φόρτο για τους φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών και αερολιμένων. Επί του παρόντος, τέτοιου είδους πληροφορίες συγκεντρώνονται και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας σε κάθε αερολιμένα χωριστά. Τα δεδομένα αυτά πρέπει να τίθενται στη διάθεση φορέων εκμετάλλευσης αεροσκαφών και αερολιμένων για επιχειρησιακούς σκοπούς. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται η τράπεζα δεδομένων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας («ο Οργανισμός») σχετικά με την πιστοποίηση των επιδόσεων εκπομπής θορύβου ως μέσο επικύρωσης των δεδομένων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (Eurocontrol) σχετικά με κάθε πτήση. Τα δεδομένα αυτά ζητούνται ήδη συστηματικά με στόχο την κεντρική διαχείριση της ροής, αλλά δεν διατίθενται επί του παρόντος στην Επιτροπή ή τον Οργανισμό και πρέπει να προσδιοριστούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και για τη ρύθμιση των επιδόσεων της διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας. Η εύκολη πρόσβαση σε επικυρωμένα στοιχεία κατάρτισης μοντέλων, τα οποία ορίζονται σύμφωνα με τις διεθνώς αναγνωρισμένες διαδικασίες και βέλτιστες πρακτικές, αναμένεται να βελτιώσει την ποιότητα της αποτύπωσης της καμπύλης θορύβου των διαφόρων αερολιμένων προς στήριξη των πολιτικών αποφάσεων.

(17)

Η Επιτροπή, προς αποφυγή ανεπιθύμητων συνεπειών για την ασφάλεια των πτήσεων, το δυναμικό των αερολιμένων και τον ανταγωνισμό, θα πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές όταν κρίνει ότι η τηρούμενη διαδικασία για τη θέσπιση περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξετάσει την κοινοποίηση της Επιτροπής και να την ενημερώσει σχετικά με τις προθέσεις της, πριν επιβάλει περιορισμούς λειτουργίας.

(18)

Για να ληφθεί υπόψη η ισορροπημένη προσέγγιση, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα εξαιρέσεων σε ειδικές περιστάσεις για τους φορείς εκμετάλλευσης αναπτυσσόμενων τρίτων χωρών, άνευ των οποίων οι εν λόγω φορείς θα υφίσταντο υπερβολική ζημία. Η αναφορά στις «αναπτυσσόμενες χώρες» πρέπει να τοποθετηθεί στη συγκεκριμένη συνάρτηση της αεροπορίας και δεν περιλαμβάνει σίγουρα όλες τις χώρες που, στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αναπτυσσόμενες. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τέτοιες εξαιρέσεις δεν είναι ασύμβατες με την αρχή της μη εισαγωγής διακρίσεων.

(19)

Για να ληφθεί υπόψη η συνεχής τεχνολογική πρόοδος στις τεχνολογίες κινητήρων και ατράκτων και οι μέθοδοι αποτύπωσης των καμπυλών θορύβου, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκή Ένωσης, όσον αφορά την τακτική αναπροσαρμογή των προτύπων θορύβου για τα αεροσκάφη που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό και της αναφοράς των σχετικών μεθόδων πιστοποίησης, καθώς και την επικαιροποίηση της αναφοράς στη μέθοδο υπολογισμού των καμπυλών θορύβου, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τα σχετικά έγγραφα του ICAO. Επίσης, πρέπει να εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τεχνικές προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές του εγγράφου 29 της Ευρωπαϊκής διάσκεψης Πολιτικής Αεροπορίας, κατά περίπτωση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων των διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή διασφαλίζει, κατά την προετοιμασία και σύνταξη των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, την ταυτόχρονη, έγκαιρη και απαραίτητη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(20)

Ενώ ο παρών κανονισμός απαιτεί τακτική αξιολόγηση του θορύβου στους αερολιμένες, η αξιολόγηση αυτή δεν συνεπάγεται αναγκαίως τη θέσπιση νέων περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου ή την επανεξέταση υφιστάμενων περιορισμών. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός δεν απαιτεί την επανεξέταση των περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου που ήδη ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, περιλαμβανομένων αυτών που απορρέουν από δικαστικές αποφάσεις ή τοπικές διαδικασίες μεσολάβησης. Μικρές τεχνικές τροποποιήσεις μέτρων χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις στο δυναμικό ή τη λειτουργία δεν θεωρούνται νέοι περιορισμοί λειτουργίας λόγω θορύβου.

(21)

Αν η διαδικασία διαβούλευσης που προηγείται της θέσπισης περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου είχε ξεκινήσει υπό το καθεστώς της οδηγίας 2002/30/ΕΚ και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να επιτραπεί η λήψη τελικής απόφασης σύμφωνα με την οδηγία 2002/30/ΕΚ, για να διαφυλαχθεί η πρόοδος που έχει ήδη επιτευχθεί στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας.

(22)

Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για ομοιόμορφη εφαρμογή της μεθόδου αξιολόγησης του θορύβου στο πλαίσιο της αγοράς αερομεταφορών της Ένωσης, ο παρών κανονισμός ορίζει κοινούς κανόνες περί περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου.

(23)

Ως εκ τούτου, η οδηγία 2002/30/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο, στόχος και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για την ακολουθητέα διαδικασία όταν εντοπίζεται πρόβλημα θορύβου, όσον αφορά τη θέσπιση περιορισμών λειτουργίας λόγω θορύβου με ομοιόμορφο τρόπο σε κάθε συγκεκριμένο αερολιμένα, ώστε να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών θορύβου και να περιορίσει ή να μειώσει τον αριθμό των ατόμων που θίγονται σημαντικά από τις πιθανές επιβλαβείς συνέπειες του θορύβου των αεροσκαφών, σύμφωνα με την ισορροπημένη προσέγγιση.

2.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι:

α)

να διευκολύνει την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων μείωσης του θορύβου, όπου περιλαμβάνονται και οι πτυχές της υγείας, στο επίπεδο κάθε συγκεκριμένου αερολιμένα, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών κανόνων της Ένωσης, ιδίως δε εκείνων που θεσπίστηκαν με την οδηγία 2002/49/ΕΚ, και της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους·

β)

να επιτρέψει τη χρήση περιορισμών της λειτουργίας σύμφωνα με την ισορροπημένη προσέγγιση ώστε να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη του δυναμικού του αερολιμένα και του δικτύου διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας με βάση την προσέγγιση «από πύλη σε πύλη».

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας. Δεν ισχύει για αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται για στρατιωτικές, τελωνειακές, αστυνομικές ή ανάλογες υπηρεσίες.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1)   «αεροσκάφος»: αεροσκάφος σταθερών πτερύγων με μέγιστη πιστοποιημένη μάζα απογείωσης 34 000 kg και άνω ή με πιστοποιημένη μέγιστη εσωτερική χωρητικότητα, για τον συγκεκριμένο τύπο αεροσκάφους, που υπερβαίνει τις 19 θέσεις επιβατών, εκτός από τις θέσεις που προορίζονται αποκλειστικά για το πλήρωμα·

2)   «αερολιμένας»: αερολιμένας ο οποίος εμφανίζει περισσότερες από 50 000 κινήσεις πολιτικών αεροσκαφών ανά ημερολογιακό έτος (όπου κίνηση είναι μία απογείωση ή μία προσγείωση), βάσει του μέσου όρου των κινήσεων των τριών τελευταίων ημερολογιακών ετών πριν από την αξιολόγηση του θορύβου·

3)   «ισορροπημένη προσέγγιση»: η μέθοδος που θεσπίστηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας, στο πλαίσιο της οποίας το φάσμα των διαθέσιμων μέτρων, κυρίως η μείωση του θορύβου των αεροσκαφών στην πηγή, ο σχεδιασμός και η διαχείριση της χρήσης γης, οι επιχειρησιακές διαδικασίες για τη μείωση των θορύβων και οι περιορισμοί της λειτουργίας, εξετάζεται με συνεκτικό τρόπο με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματος του θορύβου με τον αποδοτικότερο από απόψεως κόστους τρόπο σε κάθε αερολιμένα·

4)   «οριακά συμμορφούμενα αεροσκάφη»: τα αεροσκάφη τα οποία έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με τις οριακές τιμές οι οποίες καθορίζονται στον τόμο 1 μέρος II κεφάλαιο 3 του παραρτήματος 16 της σύμβασης που υπεγράφη στις 7 Δεκεμβρίου 1944 για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία (σύμβαση του Σικάγου), με σωρευτικό περιθώριο που δεν υπερβαίνει τα 8 EPNdB (Effective Perceived Noise in decibels — πραγματικά αντιληπτός θόρυβος σε decibel), για μεταβατική περίοδο που λήγει στις 14 Ιουνίου 2020 και με σωρευτικό περιθώριο που δεν υπερβαίνει τα 10 EPNdB μετά το τέλος της μεταβατικής περιόδου, όπου το σωρευτικό περιθώριο, εκφραζόμενο σε EPNdB, προκύπτει από το άθροισμα των επιμέρους περιθωρίων (δηλαδή των διαφορών μεταξύ της πιστοποιημένης στάθμης του θορύβου και της ανώτατης επιτρεπόμενης στάθμης θορύβου) στο καθένα από τα τρία βασικά σημεία αναφοράς μέτρησης του θορύβου, όπως αυτά καθορίζονται στον τόμο 1 μέρος II κεφάλαιο 3 του παραρτήματος 16 της σύμβασης του Σικάγου·

5)   «μέτρα λόγω θορύβου»: κάθε μέτρο που επηρεάζει τις συνθήκες θορύβου στον περίγυρο των αερολιμένων, για το οποίο ισχύουν οι αρχές της ισορροπημένης προσέγγισης, συμπεριλαμβανομένων άλλων μη επιχειρησιακών μέτρων που μπορούν να επηρεάσουν τον αριθμό των ατόμων που εκτίθενται στον θόρυβο των αεροσκαφών.

6)   «περιορισμοί της λειτουργίας»: μέτρα λόγω θορύβου τα οποία περιορίζουν την πρόσβαση σε αερολιμένα ή μειώνουν την επιχειρησιακή ικανότητα αερολιμένα, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών της λειτουργίας που αποσκοπούν στην απόσυρση οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών σε συγκεκριμένους αερολιμένες, καθώς και επιμέρους περιορισμών της λειτουργίας, που εφαρμόζονται, για παράδειγμα, σε μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας ή μόνο για ορισμένους διαδρόμους του αερολιμένα.

Άρθρο 3

Αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη στα οποία βρίσκεται αερολιμένας κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2 ορίζουν μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές υπεύθυνες για τον καθορισμό της ακολουθητέας διαδικασίας κατά τη θέσπιση περιορισμών της λειτουργίας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές είναι ανεξάρτητες από οποιονδήποτε οργανισμό δυνάμενο να επηρεαστεί από τα μέτρα που λαμβάνονται λόγω θορύβου. Η ανεξαρτησία μπορεί να επιτευχθεί μέσω διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν εγκαίρως στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αρμόδιων αρχών κατά την παράγραφο 1. Η Επιτροπή δημοσιεύει τα στοιχεία.

Άρθρο 4

Δικαίωμα προσφυγής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται δικαίωμα προσφυγής κατά των περιορισμών λειτουργίας που θεσπίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού ενώπιον δευτεροβάθμιου οργάνου διαφορετικού από την αρχή που αποφάσισε τον επίμαχο περιορισμό, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και διαδικασίες.

2.   Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται αερολιμένας κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2 κοινοποιεί εγκαίρως στην Επιτροπή το όνομα και τη διεύθυνση του ορισθέντος δευτεροβάθμιου οργάνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή, αναλόγως, τις ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι θα ορισθεί ένα τέτοιο όργανο.

Άρθρο 5

Γενικοί κανόνες για τη διαχείριση του θορύβου των αεροσκαφών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 σημείο 2 συνθήκες θορύβου στον κάθε αερολιμένα αξιολογούνται σύμφωνα με την οδηγία 2002/49/ΕΚ.

2.   Για τους αερολιμένες με πρόβλημα θορύβου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι θεσπίζεται η ισορροπημένη προσέγγιση για τη διαχείριση του θορύβου αεροσκαφών. Προς τούτο διασφαλίζουν ότι:

α)

καθορίζεται ο στόχος μείωσης του θορύβου για τον συγκεκριμένο αερολιμένα, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, το άρθρο 8 και το παράρτημα V της οδηγίας 2002/49/ΕΚ·

β)

προσδιορίζονται τα διαθέσιμα μέτρα μείωσης των επιπτώσεων του θορύβου·

γ)

αξιολογείται ενδελεχώς η πιθανή σχέση κόστους-αποδοτικότητας των μέτρων μετριασμού του θορύβου·

δ)

επιλέγονται τα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών όσον αφορά τις προοπτικές ανάπτυξης των αερολιμένων, χωρίς να θίγεται η ασφάλεια·

ε)

πραγματοποιείται διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, με διαφάνεια, σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μέτρα·

στ)

τα μέτρα θεσπίζονται και προβλέπεται επαρκής κοινοποίηση·

ζ)

τα μέτρα εφαρμόζονται· και

η)

προβλέπεται επίλυση των διαφορών.

3.   Κατά τη λήψη μέτρων λόγω θορύβου, τα κράτη μέλη φροντίζουν να εξετάζεται ο ακόλουθος συνδυασμός διαθέσιμων μέτρων, με σκοπό τον προσδιορισμό του αποδοτικότερου οικονομικά μέτρου ή συνδυασμού μέτρων:

α)

η προβλεπόμενη επίδραση της μείωσης του θορύβου των αεροσκαφών στην πηγή·

β)

ο σχεδιασμός και η διαχείριση της χρήσης γης·

γ)

οι επιχειρησιακές διαδικασίες μείωσης του θορύβου·

δ)

επιβολή περιορισμών λειτουργίας όχι ως πρώτο μέτρο αλλά μόνον αφού εξεταστούν τα άλλα μέτρα της ισορροπημένης προσέγγισης.

Τα διαθέσιμα μέτρα μπορεί, εάν κριθεί αναγκαίο, να περιλαμβάνουν την απόσυρση των οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών. Τα κράτη μέλη ή αναλόγως οι φορείς διαχείρισης του αερολιμένα μπορούν να παράσχουν κίνητρα στους φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών να χρησιμοποιούν λιγότερο θορυβώδη αεροσκάφη κατά τη μεταβατική περίοδο του άρθρου 2 σημείο 4). Τα εν λόγω οικονομικά κίνητρα τηρούν τους ισχύοντες κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

4.   Τα μέτρα μπορούν, στο πλαίσιο της ισορροπημένης προσέγγισης, να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τύπο του αεροσκάφους, τις επιδόσεις θορύβου του αεροσκάφους, τη χρήση του αερολιμένα και των υπηρεσιών και εγκαταστάσεων αεροναυτιλίας, τον διάδρομο και/ή το καλυπτόμενο χρονικό διάστημα.

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, οι περιορισμοί λειτουργίας με τη μορφή απόσυρσης των οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών από τους αερολιμένες δεν θίγουν τα υποηχητικά πολιτικά αεροπλάνα τα οποία πληρούν, με το αρχικό τους πιστοποιητικό ή με νέα πιστοποίηση, το πρότυπο θορύβου όπως ορίζεται στον τόμο 1 μέρος II κεφάλαιο 4 του παραρτήματος 16 της σύμβασης του Σικάγου.

6.   Τα μέτρα ή ο συνδυασμός των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για έναν συγκεκριμένο αερολιμένα δεν μπορεί να είναι περιοριστικότερα του αναγκαίου για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων για τον μετριασμό των θορύβων που έχουν τεθεί για τον αερολιμένα. Οι περιορισμοί λειτουργίας επιβάλλονται χωρίς διακρίσεις, ιδίως λόγω εθνικότητας ή ταυτότητας, και κατά μη αυθαίρετο τρόπο.

Άρθρο 6

Κανόνες αξιολόγησης του θορύβου

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι η κατάσταση θορύβου στους αερολιμένες ευθύνης τους αξιολογείται τακτικά, σύμφωνα με την οδηγία 2002/49/ΕΚ και τη νομοθεσία που εφαρμόζεται σε κάθε κράτος μέλος. Οι αρμόδιες αρχές μπορεί να ζητούν τη στήριξη του φορέα επανεξέτασης των επιδόσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 691/2010 της Επιτροπής (7).

2.   Εάν η αξιολόγηση της παραγράφου 1 δείξει ότι μπορεί να απαιτηθούν νέα μέτρα περιορισμού της λειτουργίας για την αντιμετώπιση προβλήματος θορύβου σε κάποιον αερολιμένα, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι:

α)

πριν από τη θέσπιση περιορισμών λειτουργίας, εφαρμόζονται η μέθοδος, οι δείκτες και οι πληροφορίες του παραρτήματος I με τρόπο ώστε να ληφθεί δεόντως υπόψη η συμβολή κάθε είδους μέτρου στο πλαίσιο της ισορροπημένης προσέγγισης·

β)

στο κατάλληλο επίπεδο, θεσπίζεται τεχνική συνεργασία μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα, του φορέα εκμετάλλευσης αεροσκαφών και του φορέα παροχής υπηρεσιών αεροναυτιλίας, για την εξέταση μέτρων μετριασμού του θορύβου. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν επίσης ότι γίνονται διαβουλεύσεις με τους κατοίκους της περιοχής ή τους εκπροσώπους τους και τις σχετικές τοπικές αρχές και ότι τους παρέχονται τεχνικές πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα μετριασμού του θορύβου·

γ)

η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας κάθε νέου περιορισμού λειτουργίας αξιολογείται, σύμφωνα με το παράρτημα II. Μικρές τεχνικές τροποποιήσεις μέτρων χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις στο δυναμικό ή τη λειτουργία δεν θεωρούνται νέοι λειτουργικοί περιορισμοί·

δ)

η διαδικασία διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη, η οποία μπορεί να διεξαχθεί υπό τη μορφή διαδικασίας μεσολάβησης, οργανώνεται εγκαίρως και με ουσιαστικό τρόπο, διασφαλίζοντας τον ανοικτό χαρακτήρα και τη διαφάνεια όσον αφορά τα δεδομένα και τη μεθοδολογία υπολογισμού. Τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από τη θέσπιση των νέων περιορισμών λειτουργίας για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Τα ενδιαφερόμενα μέρη περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

i)

κατοίκους που ζουν στον περίγυρο των αερολιμένων και οι οποίοι θίγονται από τον θόρυβο της εναέριας κυκλοφορίας ή τους εκπροσώπους τους, και τις οικείες τοπικές αρχές·

ii)

εκπροσώπους τοπικών επιχειρήσεων που έχουν έδρα στον περίγυρο των αερολιμένων, οι δραστηριότητες των οποίων θίγονται από την εναέρια κυκλοφορία και τη λειτουργία του αερολιμένα·

iii)

φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένα·

iv)

εκπροσώπους των φορέων εκμετάλλευσης αεροσκαφών που ενδέχεται να επηρεαστούν από τα μέτρα λόγω θορύβου·

v)

αρμόδιους φορείς παροχής υπηρεσιών αεροναυτιλίας·

vi)

τον διαχειριστή δικτύου, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 677/2011 της Επιτροπής (8)·

vii)

κατά περίπτωση, τον ορισθέντα συντονιστή των χρονοθυρίδων (slots).

3.   Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν και εποπτεύουν την εφαρμογή των περιορισμών της λειτουργίας και αναλαμβάνουν δράση κατά περίπτωση. Διασφαλίζουν ότι οι σχετικές πληροφορίες παρέχονται δωρεάν και ότι είναι ευχερώς και αμέσως προσβάσιμες στους περιοίκους του αερολιμένα και στις οικείες τοπικές αρχές.

4.   Οι σχετικές πληροφορίες μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, πληροφορίες σχετικά με τις επικαλούμενες παραβάσεις που οφείλονται σε αλλαγές στις διαδικασίες πτήσης, από απόψεως επίπτωσης καθώς και τους λόγους για τους οποίους επήλθαν οι αλλαγές αυτές·

β)

τα γενικά κριτήρια που εφαρμόζονται κατά την κατανομή και διαχείριση της κυκλοφορίας σε κάθε αερολιμένα, στον βαθμό που τα συγκεκριμένα κριτήρια δύνανται να έχουν επίπτωση στο περιβάλλον ή να προκαλούν θόρυβο· και

γ)

στοιχεία τα οποία συλλέγονται από τυχόν συστήματα μέτρησης του θορύβου.

Άρθρο 7

Πληροφορίες για τις επιδόσεις θορύβου

1.   Οι αποφάσεις για τους περιορισμούς λειτουργίας λόγω θορύβου βασίζονται στις επιδόσεις εκπομπής θορύβων του αεροσκάφους όπως καθορίζονται από τη διαδικασία πιστοποίησης που διενεργείται σύμφωνα με τον τόμο 1 του παραρτήματος 16 της σύμβασης του Σικάγου, έκτη έκδοση του Μαρτίου 2011.

2.   Κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, οι φορείς εκμετάλλευσης αεροσκάφους κοινοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον θόρυβο του αεροσκάφους τους που χρησιμοποιεί αερολιμένες της Ένωσης:

α)

την εθνικότητα και το εμπορικό σήμα του αεροσκάφους·

β)

το πιστοποιητικό θορύβου του αεροσκάφους που χρησιμοποιείται, μαζί με το σχετικό μέγιστο βάρος απογείωσης·

γ)

κάθε τροποποίηση του αεροσκάφους η οποία επηρεάζει τις επιδόσεις θορύβου του αεροσκάφους και αναγράφεται στο πιστοποιητικό θορύβου.

3.   Κατόπιν αιτήσεως του Οργανισμού, οι κάτοχοι πιστοποιητικού τύπου αεροσκάφους ή συμπληρωματικού πιστοποιητικού τύπου, που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), καθώς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λειτουργούν αεροσκάφος για το οποίο δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό τύπου δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, παρέχουν στοιχεία που αφορούν τον θόρυβο και τις επιδόσεις για τους σκοπούς της κατάρτισης μοντέλων θορύβου. Ο Οργανισμός εξειδικεύει τα απαιτούμενα στοιχεία, καθώς και τον χρόνο, τη μορφή και τον τρόπο παροχής τους. Ο Οργανισμός ελέγχει τα στοιχεία που λαμβάνει σχετικά με τον θόρυβο και τις επιδόσεις για τους σκοπούς της κατάρτισης μοντέλων και διαθέτει τα εν λόγω στοιχεία σε άλλους φορείς για τους σκοπούς της κατάρτισης μοντέλων θορύβου.

4.   Τα στοιχεία των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία και παρέχονται δωρεάν, κατά το δυνατόν σε ηλεκτρονική μορφή, με χρήση του υποδείγματος που ορίζει η Επιτροπή.

5.   Ο Οργανισμός ελέγχει τα δεδομένα θορύβου και επιδόσεων των αεροσκαφών για τους σκοπούς κατάρτισης μοντέλων στο πλαίσιο των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008.

6.   Τα δεδομένα εισάγονται σε κεντρική βάση δεδομένων και τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, των φορέων εκμετάλλευσης αεροσκαφών, των παρόχων υπηρεσιών αεροναυτιλίας και των φορέων εκμετάλλευσης αερολιμένων για επιχειρησιακούς σκοπούς.

Άρθρο 8

Κανόνες για τη θέσπιση λειτουργικών περιορισμών

1.   Πριν από τη θέσπιση περιορισμού λειτουργίας, οι αρμόδιες αρχές την κοινοποιούν στα κράτη μέλη, την Επιτροπή και τα ενδιαφερόμενα μέρη με περίοδο προειδοποίησης έξι μηνών, που λήγει τουλάχιστον δύο μήνες πριν από τον καθορισμό των παραμέτρων συντονισμού των χρονοθυρίδων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο ιγ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 95/93 του Συμβουλίου (10) για τον οικείο αερολιμένα και για τη συγκεκριμένη περίοδο προγραμματισμού.

2.   Μετά την αξιολόγηση που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού, η κοινοποίηση συνοδεύεται από γραπτή έκθεση σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 που εξηγεί τους λόγους θέσπισης των περιορισμών λειτουργίας, τον στόχο μείωσης του θορύβου που καθορίστηκε για τον αερολιμένα, τα μέτρα που εξετάστηκαν για την επίτευξη αυτού του στόχου και την αξιολόγηση της ενδεχόμενης σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας των διαφόρων μέτρων που εξετάστηκαν, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των διασυνοριακών επιπτώσεών τους.

3.   Κατόπιν αίτησης κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή μπορεί, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης δυνάμει της παραγράφου 1, να επανεξετάσει τη διαδικασία για τη θέσπιση περιορισμού λειτουργίας. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η θέσπιση περιορισμού λειτουργίας λόγω θορύβου δεν ακολουθεί τη διαδικασία που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό, μπορεί να ενημερώσει σχετικά τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Η ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή εξετάζει την κοινοποίηση της Επιτροπής και την ενημερώνει σχετικά με τις προθέσεις της, προτού θεσπίσει τον περιορισμό λειτουργίας.

4.   Αν ο περιορισμός λειτουργίας αφορά την απόσυρση οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών από αερολιμένα, δεν θα επιτρέπεται σε αυτόν τον αερολιμένα, έξι μήνες μετά την κοινοποίηση της παραγράφου 1, κανένα πρόσθετο δρομολόγιο που υπερβαίνει τον αριθμό των κινήσεων των οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε οι αρμόδιες αρχές να αποφασίζουν σχετικά με το ετήσιο ποσοστό μείωσης του αριθμού των κινήσεων οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών από τον στόλο των θιγόμενων φορέων στον εν λόγω αερολιμένα, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του αεροσκάφους και τη σύνθεση του συνολικού στόλου. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 5, το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 25 % του αριθμού των κινήσεων οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών για κάθε φορέα εκμετάλλευσης που χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο αερολιμένα.

Άρθρο 9

Αναπτυσσόμενες χώρες

1.   Για να αποφευχθεί υπερβολική οικονομική ζημία, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν οριακά συμμορφούμενα αεροσκάφη νηολογημένα σε αναπτυσσόμενες χώρες από τους περιορισμούς λειτουργίας λόγω θορύβου υπό τον όρο ότι:

α)

στα αεροσκάφη αυτά έχει χορηγηθεί πιστοποιητικό θορύβου σύμφωνα με τα πρότυπα που καθορίζονται στο κεφάλαιο 3, τόμος 1 του παραρτήματος 16 της σύμβασης του Σικάγου·

β)

τα αεροσκάφη αυτά χρησιμοποιούνταν στην Ένωση στην πενταετία που προηγείται της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού·

γ)

ήταν νηολογημένα στην εν λόγω αναπτυσσόμενη χώρα τη συγκεκριμένη πενταετία· και

δ)

εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους στη χώρα αυτή.

2.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος χορηγεί εξαίρεση η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και την Επιτροπή.

Άρθρο 10

Εξαίρεση για αεροπορικές πτήσεις έκτακτου χαρακτήρα

Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε αερολιμένες ευθύνης τους συγκεκριμένες δραστηριότητες οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών οι οποίες δεν θα μπορούσαν να εκτελεσθούν βάσει του παρόντος κανονισμού.

Η εξαίρεση περιορίζεται στα εξής:

α)

πτήσεις τόσο εξαιρετικού χαρακτήρα ώστε θα ήταν παράλογο να απορριφθεί η χορήγηση προσωρινής εξαίρεσης, συμπεριλαμβανομένων των πτήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας· ή

β)

πτήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα για λόγους μετασκευής, επισκευής ή συντήρησης.

Άρθρο 11

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12 σχετικά με:

α)

τεχνικές προσαρμογές των προτύπων πιστοποίησης του θορύβου που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5 και στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) και της διαδικασίας πιστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1·

β)

τεχνικές προσαρμογές της μεθοδολογίας και των δεικτών που εκτίθενται στο παράρτημα I.

Στόχος των προσαρμογών αυτών είναι να λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές των σχετικών διεθνών κανόνων, κατά περίπτωση.

Άρθρο 12

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 11 ανατίθεται στην Επιτροπή για πενταετές χρονικό διάστημα από τις 13 Ιουνίου 2016. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για χρονικές περιόδους της ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί στην παράταση αυτή το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε χρονικής περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση του άρθρου 11 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση ως καθορίζεται στη σχετική απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εγκριθείσα κατά το άρθρο 11 τίθεται σε ισχύ μόνο εάν δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτή ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να προβάλουν αντίρρηση. Η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 13

Πληροφόρηση και επανεξέταση

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Το αργότερο στις 14 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Η έκθεση συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις για αναθεώρηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 14

Υφιστάμενοι περιορισμοί λειτουργίας

Οι περιορισμοί λειτουργίας σε συνάρτηση με τον θόρυβο, οι οποίοι έχουν ήδη θεσπισθεί πριν από τις 13 Ιουνίου 2016 παραμένουν σε ισχύ μέχρις ότου αποφασίσουν οι αρμόδιες αρχές να τους αναθεωρήσουν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 15

Κατάργηση

Η οδηγία 2002/30/ΕΚ καταργείται από τις 13 Ιουνίου 2016.

Άρθρο 16

Μεταβατικές διατάξεις

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού, οι περιορισμοί λειτουργίας σε συνάρτηση με τον θόρυβο που θεσπίζονται μετά τις 13 Ιουνίου 2016 μπορούν να θεσπιστούν σύμφωνα με την οδηγία 2002/30/ΕΚ, στις περιπτώσεις όπου η διαδικασία διαβούλευσης που προηγείται της θέσπισής τους βρισκόταν σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία αυτή και υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί θεσπίζονται το αργότερο ένα έτος από την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 17

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 13 Ιουνίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 181 της 21.6.2012, σ. 173.

(2)  ΕΕ C 277 της 13.9.2012, σ. 110.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 24ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2002/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2002, περί της καθιέρωσης των κανόνων και διαδικασιών για τη θέσπιση περιορισμών λειτουργίας σε συνάρτηση με τον προκαλούμενο θόρυβο στους κοινοτικούς αερολιμένες (ΕΕ L 85 της 28.3.2002, σ. 40).

(5)  Οδηγία 2006/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη ρύθμιση της χρησιμοποίησης των αεροπλάνων που υπάγονται στο παράρτημα 16 της σύμβασης για τη διεθνή πολιτική αεροπορία, τόμος 1, δεύτερο μέρος, κεφάλαιο 3, δεύτερη έκδοση (1988) (ΕΕ L 374 της 27.12.2006, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2002/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, σχετικά με την αξιολόγηση και τη διαχείριση του περιβαλλοντικού θορύβου (ΕΕ L 189 της 18.7.2002, σ. 12).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 691/2010 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2010, για καθορισμό μηχανισμού επιδόσεων των υπηρεσιών αεροναυτιλίας και των λειτουργιών δικτύου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2096/2005 περί καθορισμού κοινών απαιτήσεων για την παροχή υπηρεσιών αεροναυτιλίας (ΕΕ L 201 της 3.8.2010, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 677/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2011, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων εκτέλεσης λειτουργιών δικτύου διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας (ΔΕΚ) και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 691/2010 (ΕΕ L 185 της 15.7.2011, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφαλείας της Αεροπορίας, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/670/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 19.3.2008, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 95/93 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1993, σχετικά με τους κοινούς κανόνες κατανομής του διαθέσιμου χρόνου χρήσης (slots) στους κοινοτικούς αερολιμένες (ΕΕ L 14 της 22.1.1993, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΘΟΡΥΒΟΥ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑ

Μεθοδολογία:

1. Οι αρμόδιες αρχές θα μεριμνούν ώστε να χρησιμοποιούνται μέθοδοι αξιολόγησης του θορύβου που έχουν αναπτυχθεί σύμφωνα με την έκθεση της European Civil Aviation Conference με τίτλο «Έκθεση για την πρότυπη μέθοδο υπολογισμού των περιγραμμάτων του θορύβου γύρω από τους πολιτικούς αερολιμένες», έγγραφο 29, 3η έκδοση.

Δείκτες:

1.

Ο θόρυβος της εναέριας κυκλοφορίας θα περιγράφεται, τουλάχιστον, με βάση τους δείκτες θορύβου Lden and Lnight, οι οποίοι ορίζονται και υπολογίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I της οδηγίας 2002/49/ΕΚ.

2.

Μπορούν να χρησιμοποιούνται συμπληρωματικοί δείκτες θορύβου που έχουν αντικειμενική βάση.

Πληροφορίες διαχείρισης του θορύβου:

1.   Πρόσφατη απογραφή

1.1.

Περιγραφή του αερολιμένα, στην οποία περιλαμβάνονται πληροφορίες για το μέγεθός του, την τοποθεσία του, τα περίχωρα, τον όγκο της εναέριας κυκλοφορίας και τον συνδυασμό των δρομολογίων.

1.2.

Περιγραφή των περιβαλλοντικών στόχων για τον αερολιμένα και του εθνικού πλαισίου. Σε αυτή θα περιλαμβάνεται περιγραφή των στόχων μείωσης του θορύβου των αεροσκαφών για τον αερολιμένα.

1.3.

Αναλυτικά στοιχεία για τις καμπύλες θορύβου για συγκεκριμένα προηγούμενα έτη — συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης του αριθμού των ατόμων που θίγονται από τους θορύβους των αεροσκαφών, σύμφωνα με το παράρτημα II της οδηγίας 2002/49/ΕΚ.

1.4.

Περιγραφή των υφιστάμενων και προγραμματισμένων μέτρων για τη διαχείριση του θορύβου των αεροσκαφών που έχουν ήδη εφαρμοστεί στο πλαίσιο της ισορροπημένης προσέγγισης και τον αντίκτυπο και τη συμβολή τους στο επίπεδο του θορύβου, σε σχέση με τα ακόλουθα:

1.4.1.

Μείωση του θορύβου στην πηγή:

α)

πληροφορίες για τον τρέχοντα στόλο αεροσκαφών και πιθανές αναμενόμενες τεχνολογικές βελτιώσεις·

β)

ειδικά σχέδια για τον εκσυγχρονισμό του στόλου·

1.4.2.

Σχεδιασμός και διαχείριση της χρήσης γης:

α)

μέσα σχεδιασμού σε ισχύ, όπως συνολικός σχεδιασμός ή οριοθέτηση θορύβων·

β)

μέτρα μετριασμού σε ισχύ, όπως κανονισμοί δόμησης, προγράμματα ηχομόνωσης ή μέτρα για τη μείωση των ευαίσθητων περιοχών χρήσης γης·

γ)

διαδικασία διαβούλευσης για τα μέτρα χρήσης γης·

δ)

έλεγχος καταπατήσεων.

1.4.3.

Λειτουργικά μέτρα μετριασμού του θορύβου, στον βαθμό που τα εν λόγω μέτρα δεν περιορίζουν τη χωρητικότητα ενός αερολιμένα:

α)

χρήση προτιμησιακών διαδρόμων·

β)

χρήση προτιμησιακών διαδρομών θορύβου·

γ)

χρήση διαδικασιών για απογείωση και προσέγγιση με μετριασμό του θορύβου·

δ)

αναφορά του βαθμού στον οποίο τα εν λόγω μέτρα ρυθμίζονται με βάση περιβαλλοντικούς δείκτες, όπως αναφέρονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 691/2010 της Επιτροπής.

1.4.4.

Περιορισμοί λειτουργίας:

α)

χρήση γενικών περιορισμών, όπως ανώτατα όρια κινήσεων ή ποσοστώσεις θορύβων·

β)

χρήση περιορισμών ειδικά για αεροσκάφη, όπως η απόσυρση των οριακά συμμορφούμενων αεροσκαφών·

γ)

χρήση επιμέρους περιορισμών, κάνοντας διάκριση μεταξύ των μέτρων ημέρας και νύκτας.

1.4.5.

Χρηματοοικονομικά μέσα σε ισχύ, όπως τέλη αερολιμένα σε συνάρτηση με τον θόρυβο.

2.   Προβλέψεις, χωρίς τη λήψη νέων μέτρων

2.1.

Περιγραφή των έργων ανάπτυξης στους αερολιμένες, εάν προβλέπονται, τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί και είναι ενταγμένα στο πρόγραμμα, όπως, για παράδειγμα, για την αύξηση του δυναμικού, την επέκταση των διαδρόμων προσγείωσης/απογείωσης και/ή των τερματικών σταθμών, τις προβλέψεις προσέγγισης και απογείωσης, τον προβλεπόμενο συνδυασμό αεροπορικών δρομολογίων στο μέλλον και τους υπολογιζόμενους ρυθμούς ανάπτυξης και διεξοδική μελέτη του αντίκτυπου του θορύβου στη γύρω περιοχή που προκαλείται από την αύξηση του δυναμικού, την επέκταση των διαδρόμων προσγείωσης/απογείωσης και τερματικών σταθμών και μέσω της τροποποίησης των αεροδιαδρόμων και της πορείας προσέγγισης και απογείωσης.

2.2.

Στην περίπτωση της επέκτασης της χωρητικότητας των αερολιμένων, τα οφέλη από τη διαθέσιμη πρόσθετη χωρητικότητα στο ευρύτερο δίκτυο των αερομεταφορών και της περιοχής.

2.3.

Περιγραφή των επιπτώσεων στο επίπεδο του θορύβου σε περίπτωση που δεν ληφθούν άλλα μέτρα καθώς και των μέτρων που έχουν ήδη προγραμματιστεί για μείωση των επιπτώσεων του θορύβου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

2.4.

Προβλέψεις για τις καμπύλες θορύβου —συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης του αριθμού των ατόμων που ενδέχεται να θίγονται από τους θορύβους των αεροπλάνων—, διακρίνοντας μεταξύ δομημένων οικιστικών περιοχών ή νεόκτιστων και σχεδιαζόμενων οικιστικών περιοχών και σχεδιαζόμενων μελλοντικών οικιστικών περιοχών για τις οποίες έχει ήδη δοθεί σχετική άδεια από τις αρμόδιες αρχές.

2.5.

Αξιολόγηση των επιπτώσεων και του πιθανού κόστους που θα προκύψει εάν δεν ληφθούν μέτρα για τη μείωση του αντίκτυπου από την αύξηση των θορύβων, αν αναμένεται ότι θα προκύψει.

3.   Αξιολόγηση πρόσθετων μέτρων

3.1.

Σκιαγράφηση των διαθέσιμων πρόσθετων μέτρων και μνεία των βασικών λόγων που οδήγησαν στην επιλογή τους. Περιγραφή των μέτρων εκείνων που έχουν επιλεγεί προς περαιτέρω ανάλυση και παροχή πληροφοριών για το αποτέλεσμα της ανάλυσης της σχέσης κόστους-αποδοτικότητας, συγκεκριμένα του κόστους θέσπισης των εν λόγω μέτρων· του αριθμού των ατόμων που αναμένεται ότι θα επωφεληθούν και το χρονοδιάγραμμα· τέλος, διαβάθμιση της συνολικής αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων μέτρων.

3.2.

Ανασκόπηση των πιθανών περιβαλλοντικών και ανταγωνιστικών επιπτώσεων που θα έχουν τα προτεινόμενα μέτρα σε άλλους αερολιμένες, φορείς εκμετάλλευσης και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.3.

Λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή της προτιμητέας εναλλακτικής λύσης.

3.4.

Σύνοψη των μη τεχνικών σημείων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Αξιολόγηση της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας των περιορισμών λειτουργίας σε συνάρτηση με τον προκαλούμενο θόρυβο

Η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των προβλεπόμενων περιορισμών λειτουργίας σε συνάρτηση με τον θόρυβο θα αξιολογείται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία, στο μέτρο του δυνατού, σε ποσοτικοποιημένους όρους:

1)

το αναμενόμενο όφελος από τη μείωση του θορύβου με βάση τα προβλεπόμενα μέτρα, τώρα και στο μέλλον·

2)

ασφάλεια των αεροπορικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου βλάβης τρίτων·

3)

χωρητικότητα του αερολιμένα·

4)

επιπτώσεις για το ευρωπαϊκό δίκτυο αερομεταφορών.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

1)

υγεία και ασφάλεια των κατοίκων που ζουν στην περιοχή γύρω από τον αερολιμένα·

2)

περιβαλλοντική βιωσιμότητα, συμπεριλαμβανομένων των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ θορύβου και εκπομπών·

3)

άμεσες, έμμεσες και καταλυτικές επιπτώσεις στην απασχόληση.


Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της οδηγίας 2002/49/ΕΚ

Η Επιτροπή διεξάγει συζητήσεις με τα κράτη μέλη επί του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2002/49/ΕΚ (μέθοδοι υπολογισμού θορύβου), με σκοπό την έγκρισή του κατά τους προσεχείς μήνες.

Η Επιτροπή σκοπεύει να αναθεωρήσει το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2002/49/ΕΚ (αξιολόγηση των επιπτώσεων στην υγεία, καμπύλες δόσης-απόκρισης), βάσει των εργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη στον ΠΟΥ σχετικά με τη μεθοδολογία αξιολόγησης των επιπτώσεων του θορύβου στην υγεία.


12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/79


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 599/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου περί κοινοτικού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου (2) επιβάλλει τη διενέργεια αποτελεσματικού ελέγχου στα είδη διπλής χρήσης κατά την εξαγωγή τους από ή τη διαμετακόμισή τους διαμέσου της Ένωσης ή κατά την παράδοσή τους σε τρίτη χώρα ως αποτέλεσμα υπηρεσιών μεσιτείας οι οποίες παρέχονται από μεσίτη που έχει την κατοικία του ή την έδρα του στην Ένωση.

(2)

Για να είναι τα κράτη μέλη και η Ένωση σε θέση να τηρούν τις διεθνείς δεσμεύσεις τους, το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 θεσπίζει τον κοινό κατάλογο των ειδών διπλής χρήσης τα οποία υπόκεινται σε ελέγχους στην Ένωση. Οι αποφάσεις για τα είδη που υπόκεινται σε ελέγχους λαμβάνονται εντός του πλαισίου της Ομάδας της Αυστραλίας, του Καθεστώτος Ελέγχου Πυραυλικής Τεχνολογίας, της Ομάδας Πυρηνικών Προμηθευτών, της Ρύθμισης του Wassenaar και της σύμβασης για τα Χημικά Όπλα.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 προβλέπει ότι ο κατάλογος ειδών διπλής χρήσης που παρατίθεται στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού ενημερώνεται σύμφωνα με τις συναφείς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις και τις τυχόν τροποποιήσεις αυτών, που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη ως συμβαλλόμενα μέρη των διεθνών καθεστώτων μη διάδοσης και διευθετήσεων ελέγχου των εξαγωγών ή με την κύρωση των οικείων διεθνών συνθηκών.

(4)

Ο κατάλογος ειδών διπλής χρήσης που παρατίθεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 είναι ανάγκη να ενημερώνεται τακτικά, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων ασφαλείας και η διαφάνεια και να διατηρείται η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγέων. Οι καθυστερήσεις στην ενημέρωση του εν λόγω καταλόγου ειδών διπλής χρήσης μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ασφάλεια και τις διεθνείς προσπάθειες για τη μη διάδοση, καθώς και στην άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων των εξαγωγέων στην Ένωση. Ταυτόχρονα, ο τεχνικός χαρακτήρας των τροποποιήσεων και το γεγονός ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις οφείλουν να συνάδουν με τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο των διεθνών συστημάτων ελέγχου των εξαγωγών επιβάλλουν τη χρήση ταχείας διαδικασίας για τη θέση σε ισχύ των αναγκαίων ενημερώσεων στην Ένωση.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 θεσπίζει τις γενικές άδειες εξαγωγής της Ένωσης ως έναν από τους τέσσερις τύπους αδειών εξαγωγής που είναι διαθέσιμοι βάσει του εν λόγω κανονισμού. Αυτές οι γενικές άδειες εξαγωγής της Ένωσης επιτρέπουν στους εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση να εξάγουν ορισμένα προσδιοριζόμενα είδη προς ορισμένους προσδιοριζόμενους προορισμούς με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στις εν λόγω άδειες.

(6)

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 παραθέτει τις γενικές άδειες εξαγωγής της Ένωσης οι οποίες ισχύουν σήμερα στην Ένωση. Δεδομένου του χαρακτήρα αυτών των γενικών αδειών εξαγωγής της Ένωσης, ενδέχεται να είναι απαραίτητο να καταργηθούν ορισμένοι προορισμοί από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω αδειών, ιδίως εάν λόγω των μεταβαλλόμενων περιστάσεων διαπιστωθεί ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπονται πλέον οι διευκολύνσεις εξαγωγικών συναλλαγών βάσει των γενικών αδειών εξαγωγής της Ένωσης για ένα συγκεκριμένο προορισμό. Η κατάργηση αυτή ενός προορισμού από το πεδίο μιας γενικής άδειας εξαγωγής της Ένωσης δεν θα πρέπει να στερεί από τον εξαγωγέα το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για άλλο τύπο άδειας εξαγωγής βάσει των σχετικών διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009.

(7)

Για να διασφαλιστεί η τακτική και έγκαιρη ενημέρωση του κοινού καταλόγου ειδών διπλής χρήσης σύμφωνα με τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των διεθνών συστημάτων ελέγχου των εξαγωγών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) για την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 κατά την έννοια του άρθρου 15 του εν λόγω κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή τις αναγκαίες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, μεταξύ άλλων, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

(8)

Για να υπάρχει δυνατότητα ταχείας ανταπόκρισης της Ένωσης στις μεταβαλλόμενες συνθήκες όσον αφορά την εκτίμηση της ευαισθησίας των εξαγωγών που καλύπτονται από γενικές άδειες εξαγωγής της Ένωσης, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ για την τροποποίηση του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 όσον αφορά την κατάργηση προορισμών από το πεδίο των γενικών αδειών εξαγωγής της Ένωσης. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις αυτές θα πρέπει να γίνονται μόνο κατόπιν αύξησης του κινδύνου που εκτιμάται ότι ενέχουν οι σχετικές εξαγωγές και καθώς η συνέχιση της χρήσης των γενικών αδειών εξαγωγής της Ένωσης για τις εν λόγω εξαγωγές ενδέχεται να συνεπάγεται επικείμενη δυσμενή επίδραση στην ασφάλεια της Ένωσης και των κρατών μελών της, η Επιτροπή μπορεί να ακολουθεί τη διαδικασία επείγουσας ανάγκης.

(9)

Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των συναφών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(10)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 9 παράγραφος 1, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι γενικές άδειες εξαγωγής της Ένωσης των παραρτημάτων ΙΙα έως ΙΙστ καλύπτουν μόνο συναλλαγές χαμηλού κινδύνου, εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 23α, για την κατάργηση προορισμών από το πεδίο των εν λόγω γενικών αδειών εξαγωγής της Ένωσης, εφόσον οι προορισμοί αυτοί υπόκεινται σε εμπάργκο όπλων όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2.

Όταν, σε περιπτώσεις που υφίσταται το προαναφερθέν εμπάργκο όπλων, λόγοι επιτακτικής ανάγκης επιβάλλουν την κατάργηση συγκεκριμένων προορισμών από το πεδίο μιας γενικής άδειας εξαγωγής της Ένωσης, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23β.»,

2)

στο άρθρο 15, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23α για την ενημέρωση του καταλόγου ειδών διπλής χρήσης που παρατίθεται στο παράρτημα I. Η ενημέρωση του παραρτήματος I διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Όταν η ενημέρωση του παραρτήματος I αφορά είδη διπλής χρήσης τα οποία απαριθμούνται επίσης στα παραρτήματα ΙΙα έως ΙΙζ ή στο παράρτημα IV, τα εν λόγω παραρτήματα τροποποιούνται ανάλογα.»,

3)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 23α

1.   Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και στο άρθρο 15 παράγραφος 3 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών υπολογιζόμενη από τις 2 Ιουλίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την αρμοδιότητα που της έχει ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η ανάθεση αρμοδιότητας παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας με την αρχική, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσουν αντιρρήσεις για την εν λόγω παράταση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και στο άρθρο 15 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η απόφαση τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση. Η ανάκληση δεν επηρεάζει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 15 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν προβάλουν αντίρρηση σε αυτήν ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίρρηση. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 23β

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο τίθενται σε ισχύ αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους έγινε χρήση της διαδικασίας επείγουσας ανάγκης.

2.   Είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις σχετικά με μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23α παράγραφος 5. Σε αυτήν την περίπτωση, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μετά την κοινοποίηση της απόφασης έγερσης αντιρρήσεων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ C 68 E της 7.3.2014, σ. 112) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 3ης Μαρτίου 2014 (ΕΕ C 100 της 4.4.2014, σ. 6). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου, της 5ης Μαΐου 2009, περί κοινοτικού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης (ΕΕ L 134 της 29.5.2009, σ. 1).


Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την επανεξέταση του συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών διπλής χρήσης

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνωρίζουν ότι είναι σημαντικό να ενισχύεται συνεχώς η αποτελεσματικότητα και συνοχή του συστήματος ελέγχου των στρατηγικών εξαγωγών της ΕΕ, να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο ασφάλειας και επαρκούς διαφάνειας, χωρίς να παρεμποδίζεται η ανταγωνιστικότητα και το νόμιμο εμπόριο ειδών διπλής χρήσης.

Τα τρία θεσμικά όργανα θεωρούν ότι απαιτούνται εκσυγχρονισμός και περαιτέρω σύγκλιση του συστήματος προκειμένου να προσαρμοστεί στην εμφάνιση των νέων απειλών και στις ταχείες τεχνολογικές εξελίξεις, να μειωθούν οι στρεβλώσεις, να δημιουργηθεί μια γνήσια κοινή αγορά ειδών διπλής χρήσης (ομοιόμορφοι όροι ανταγωνισμού για τους εξαγωγείς) και να εξακολουθήσει να χρησιμεύει για τις τρίτες χώρες ως πρότυπο ελέγχου των εξαγωγών.

Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητος ο εξορθολογισμός των μεθόδων για την επικαιροποίηση των καταλόγων ελέγχου (Παραρτήματα του κανονισμού), η ενίσχυση της αξιολόγησης των κινδύνων και της ανταλλαγής πληροφοριών, η ανάπτυξη βελτιωμένων κανόνων στον συγκεκριμένο κλάδο και η μείωση των διαφορών στην εφαρμογή.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνωρίζουν τα προβλήματα όσον αφορά την εξαγωγή ορισμένων τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ), οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σχέση με την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και για την υπονόμευση της ασφάλειας της ΕΕ, ιδίως δε προκειμένου για τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για μαζική παρακολούθηση, επιτήρηση, εντοπισμό και λογοκρισία, καθώς και για τρωτότητες λογισμικών.

Έχουν ξεκινήσει σχετικές διαβουλεύσεις τεχνικής φύσης, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του ενωσιακού προγράμματος επισκέψεων ομοτίμων για τα αγαθά διπλή χρήση, της συντονιστικής ομάδας «διπλή χρήση» και των καθεστώτων ελέγχου των εξαγωγών, ενώ εξακολουθούν να αναλαμβάνονται δράσεις για την αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων μέσω επιβολής κυρώσεων (δυνάμει του άρθρου 215 της ΣΛΕΕ), ή εθνικών μέτρων. Θα εντατικοποιηθούν επίσης οι προσπάθειες για την προώθηση της σύναψης πολυμερών συμφωνιών στα πλαίσια των καθεστώτων ελέγχου των εξαγωγών και θα διερευνηθούν λύσεις για την αντιμετώπιση του θέματος, στα πλαίσια της εν εξελίξει εξέτασης της ενωσιακής πολιτικής ελέγχου των εξαγωγών ειδών διπλής χρήσης και της προετοιμασίας ανακοίνωσης της Επιτροπής. Επί του θέματος αυτού, τα τρία θεσμικά όργανα σημείωσαν τη συμφωνία η οποία επιτεύχθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ των κρατών που συμμετέχουν στο Διακανονισμό Wassenaar προκειμένου να θεσπιστούν έλεγχοι πολύπλοκων συσκευών παρακολούθησης οι οποίες επιτρέπουν την άνευ αδείας διείσδυση σε συστήματα πληροφορικής, καθώς και συστημάτων παρακολούθησης των δικτύων ΙΡ.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναλαμβάνουν επίσης τη δέσμευση να τελειοποιήσουν τον υφιστάμενο περισυλλεκτικό («catch-all») μηχανισμό για είδη διπλής χρήσης που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του Παραρτήματος I του κανονισμού, προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω το σύστημα ελέγχου των εξαγωγών και η εφαρμογή του στα πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.


Δήλωση της Επιτροπής για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη δέσμευση που έχει αναλάβει, στην παράγραφο 15 της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλήρη δυνατή ενημέρωση και τεκμηρίωση σχετικά με τις συναντήσεις της με εθνικούς εμπειρογνώμονες στα πλαίσια των εργασιών της για την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.


Δήλωση της Επιτροπής για την επικαιροποίηση του κανονισμού

Προκειμένου να διασφαλισθεί πιο ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση της κυκλοφορίας (εξαγωγή, μεταφορά, μεσιτεία και διαμετακόμιση) στρατηγικών αγαθών, η Επιτροπή θα υποβάλει, το ταχύτερο δυνατό, νέα πρόταση για την επικαιροποίηση του κανονισμού.


12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/84


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση κατέστησε εμφανείς τις αδυναμίες σχετικά με τη διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών που μπορούν να συμβάλουν στην πρόκληση επιβλαβών κοινωνικοοικονομικών συνεπειών. Η ενίσχυση της διαφάνειας συγκαταλέγεται στις κοινές αρχές για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως επιβεβαιώθηκε με τη δήλωση των ηγετών της Ομάδας G20 στο Λονδίνο στις 2 Απριλίου 2009. Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών μέσων, θα πρέπει να εφαρμοστεί νέο πλαίσιο που θα καθιερώνει ενιαίες απαιτήσεις για τη διαφάνεια των συναλλαγών στις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να καθιερώνει περιεκτικούς κανόνες για ένα ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων. Θα πρέπει να συμπληρώνει τις απαιτήσεις για τη διαφάνεια εντολών και συναλλαγών σε μετοχές που θεσπίστηκαν με την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(2)

Η ομάδα υψηλού επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ, υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière, κάλεσε την Ένωση να καταρτίσει ένα πιο εναρμονισμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων. Στο πλαίσιο της μελλοντικής ευρωπαϊκής εποπτικής αρχιτεκτονικής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009 τόνισε την ανάγκη σύνταξης ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων, το οποίο θα ισχύει για όλους τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της εσωτερικής αγοράς.

(3)

Η νέα νομοθεσία θα πρέπει, κατά συνέπεια, να αποτελείται από δύο διαφορετικές νομικές πράξεις, μια οδηγία και τον παρόντα κανονισμό. Οι δύο αυτές νομικές πράξεις, από κοινού, θα πρέπει να αποτελούν το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους παρόχους υπηρεσιών γνωστοποίησης δεδομένων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, επομένως, να συνδυάζεται με την οδηγία. Η ανάγκη θέσπισης ενιαίου συνόλου κανόνων για όλα τα ιδρύματα όσον αφορά ορισμένες απαιτήσεις και αποφυγής ενδεχόμενης καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, καθώς και παροχής μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου και λιγότερο πολύπλοκων ρυθμίσεων στους συμμετέχοντες στην αγορά, δικαιολογεί τη χρήση νομικής βάσης που επιτρέπει την κατάρτιση κανονισμού. Ως εκ τούτου, για να εξαλειφθούν τα απομένοντα εμπόδια στις συναλλαγές και οι σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που απορρέουν από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και για να προληφθεί τυχόν εμφάνιση νέων πιθανών εμποδίων στις συναλλαγές και σημαντικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, είναι αναγκαίο να εκδοθεί κανονισμός που θα θεσπίζει ενιαίους κανόνες εφαρμοστέους σε όλα τα κράτη μέλη. Αυτή η νομική πράξη, η οποία εφαρμόζεται άμεσα, αποσκοπεί να συμβάλει καθοριστικά στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και θα πρέπει, κατά συνέπεια, να βασιστεί στο άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(4)

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ θέσπισε κανόνες για να καταστούν οι συναλλαγές σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά διαφανείς προ και μετά τη συναλλαγή και για να γνωστοποιούνται οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά στις αρμόδιες αρχές. Η οδηγία πρέπει να αναδιατυπωθεί, ώστε να αντικατοπτρίζει ορθά τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να αντιμετωπισθούν οι αδυναμίες και να κλείσουν τα κενά που κατέστησαν μεταξύ άλλων εμφανή κατά την κρίση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

(5)

Οι διατάξεις σχετικά με τις συναλλαγές και τις κανονιστικές απαιτήσεις διαφάνειας πρέπει να περιβληθούν τον τύπο νομοθεσίας με άμεση ισχύ και εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες θα πρέπει να ακολουθούν ενιαίους κανόνες σε όλες τις ενωσιακές αγορές, ώστε να υπάρξει ομοιόμορφη εφαρμογή ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στη διαφάνεια των αγορών σε ολόκληρη την Ένωση, να μειωθεί η πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων και το κόστος συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, ιδίως για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση, και να υπάρξει συμβολή στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Η έκδοση κανονισμού που εξασφαλίζει την άμεση ισχύ είναι η καταλληλότερη λύση για την εκπλήρωση αυτών των κανονιστικών στόχων και την εξασφάλιση ενιαίων συνθηκών, προλαμβάνοντας τη θέσπιση διαφορετικών εθνικών απαιτήσεων συνεπεία της μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

(6)

Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα διενεργούνται στο μέτρο του δυνατού σε οργανωμένους τόπους διαπραγμάτευσης και ότι όλοι αυτοί οι τόποι υπόκεινται στη δέουσα ρύθμιση. Βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, αναπτύχθηκαν ορισμένα συστήματα διαπραγμάτευσης, τα οποία δεν καλύφθηκαν επαρκώς από το ρυθμιστικό καθεστώς. Κάθε σύστημα διαπραγμάτευσης σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως οι οντότητες που είναι αυτή τη στιγμή γνωστές ως δίκτυα διασταύρωσης εντολών, θα πρέπει στο μέλλον να υφίσταται τη δέουσα ρύθμιση και να αδειοδοτείται βάσει ενός από τους τύπους πολυμερών τόπων διαπραγμάτευσης ή ως συστηματικός εσωτερικοποιητής με βάση τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2014/65/ΕΕ (5).

(7)

Οι ορισμοί της ρυθμιζόμενης αγοράς και του πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) θα πρέπει να διευκρινιστούν και να παραμείνουν στενά εναρμονισμένοι μεταξύ τους ώστε να εκφράζουν το γεγονός ότι αμφότεροι οι όροι αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά την ίδια λειτουργία οργανωμένης διαπραγμάτευσης. Οι ορισμοί θα πρέπει να εξαιρούν τα διμερή συστήματα στα οποία επιχείρηση επενδύσεων συμμετέχει στη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό, έστω και ως αντισυμβαλλόμενος ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ αγοραστή και πωλητή χωρίς να αναλαμβάνει κίνδυνο. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι ΠΜΔ δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να εκτελούν εντολές πελατών βάσει ιδίων κεφαλαίων. Ο όρος «σύστημα» περιλαμβάνει όλες τις αγορές που αποτελούνται από σύνολο κανόνων και από χώρο συναλλαγών, καθώς και τις αγορές που λειτουργούν μόνο βάσει συνόλου κανόνων. Δεν υπάρχει υποχρέωση λειτουργίας «τεχνικού» συστήματος αντιστοίχησης των εντολών για τις ρυθμιζόμενες αγορές και τα ΠΜΔ, τα οποία πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν άλλα πρωτόκολλα διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων στα οποία οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται έναντι ζευγών εντολών τις οποίες ζητούν από πολλαπλούς παρόχους. Αγορά που αποτελείται μόνον από σύνολο κανόνων σχετικών με την ιδιότητα του μέλους, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων στη διαπραγμάτευση, τις συναλλαγές μεταξύ μελών, την υποβολή δηλώσεων, και —ανάλογα με την περίπτωση— τις υποχρεώσεις διαφάνειας, αποτελεί ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, οι δε συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο αυτών των κανόνων θεωρούνται πραγματοποιούμενες εντός των συστημάτων ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ. Ο όρος «ενδιαφέρον για την αγορά και την πώληση» πρέπει να ερμηνευτεί με ευρεία έννοια και υποδηλώνει εντολές, ζεύγη εντολών και κάθε άλλη εκδήλωση ενδιαφέροντος.

Μια από τις σημαντικές απαιτήσεις αφορά την υποχρέωση τα ενδιαφέροντα αυτά να συναντώνται στο εσωτερικό του συστήματος με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια και τους οποίους καθορίζει ο διαχειριστής αγοράς. Αυτή η απαίτηση σημαίνει ότι η συνάντησή τους γίνεται με τους κανόνες του συστήματος ή με τα πρωτόκολλα ή τις εσωτερικές λειτουργικές διαδικασίες του, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που είναι ενσωματωμένες σε λογισμικό Η/Υ. Η έκφραση «κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια» σημαίνει κανόνες που δεν αφήνουν στη ρυθμιζόμενη αγορά ή στον διαχειριστή αγοράς ή στην επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται έναν ΠΜΔ καμία διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο αλληλεπίδρασης των εν λόγω ενδιαφερόντων. Οι ορισμοί απαιτούν την αντιστοίχηση των ενδιαφερόντων με τρόπο που να οδηγεί στην κατάρτιση σύμβασης, η οποία υλοποιείται κατά την εκτέλεση της συναλλαγής σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος ή με τα πρωτόκολλα ή τις εσωτερικές λειτουργικές διαδικασίες του συστήματος.

(8)

Προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια των ενωσιακών χρηματοοικονομικών αγορών και να δημιουργηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων τόπων που προσφέρουν πολυμερείς υπηρεσίες διαπραγμάτευσης, είναι αναγκαίο να εισαχθεί η νέα κατηγορία τόπου διαπραγμάτευσης του μηχανισμού οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ) για ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα, και να εξασφαλιστεί ότι υφίσταται τη δέουσα ρύθμιση και εφαρμόζει κανόνες που δεν εισάγουν διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση στον μηχανισμό. Ο ορισμός αυτής της νέας κατηγορίας είναι ευρύς, ώστε και τώρα και στο μέλλον να είναι σε θέση να καλύπτει όλους τους τύπους οργανωμένης εκτέλεσης και τακτοποίησης συναλλαγών, οι οποίοι δεν αντιστοιχούν στις λειτουργίες ή στις κανονιστικές προδιαγραφές των υφιστάμενων τόπων διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, πρέπει να εφαρμοστούν οι κατάλληλες οργανωτικές απαιτήσεις και κανόνες διαφάνειας που υποστηρίζουν την αποτελεσματική αναζήτηση της τιμής. Η νέα κατηγορία περιλαμβάνει συστήματα επιλέξιμα για διαπραγμάτευση παραγώγων που είναι επιλέξιμα προς εκκαθάριση και έχουν επαρκή ρευστότητα.

Δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει μηχανισμούς στους οποίους δεν διενεργείται πραγματική εκτέλεση ή τακτοποίηση συναλλαγών στο σύστημα, όπως πίνακες ανακοινώσεων που χρησιμοποιούνται για τη διαφήμιση ενδιαφερόντων για αγορά και πώληση, άλλες οντότητες που αθροίζουν ή ομαδοποιούν δυνητικά ενδιαφέροντα για αγορά ή πώληση, ηλεκτρονικές υπηρεσίες επιβεβαίωσης μετά τη συναλλαγή ή συμπίεση χαρτοφυλακίου, η οποία μειώνει τους μη αγοραίους κινδύνους υφιστάμενων χαρτοφυλακίων παραγώγων χωρίς να αλλάζει τον κίνδυνο αγοράς των χαρτοφυλακίων. Η συμπίεση χαρτοφυλακίου μπορεί να παρέχεται από ένα φάσμα επιχειρήσεων που δεν υφίστανται ρύθμιση καθαυτές από τον παρόντα κανονισμό ή από την οδηγία 2014/65/ΕΕ, όπως είναι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP), τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, καθώς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς. Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι όταν επιχειρήσεις επενδύσεων και διαχειριστές αγοράς εκτελούν συμπίεση χαρτοφυλακίου, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν έχουν εφαρμογή όσον αφορά τη συμπίεση χαρτοφυλακίου. Δεδομένου ότι τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) θα υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις, όπως οι επιχειρήσεις επενδύσεων όταν παρέχουν ορισμένες υπηρεσίες επενδύσεων ή εκτελούν ορισμένες επενδυτικές δραστηριότητες, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει επίσης να μην έχουν εφαρμογή σε επιχειρήσεις που δεν ρυθμίζονται σε αυτά όταν εκτελούν συμπίεση χαρτοφυλακίου.

(9)

Αυτή η νέα κατηγορία ΜΟΔ θα συμπληρώσει τους υφιστάμενους τύπους τόπων διαπραγμάτευσης. Ενώ οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι ΠΜΔ διαθέτουν κανόνες χωρίς διακριτική ευχέρεια για την εκτέλεση των συναλλαγών, ο διαχειριστής ΜΟΔ θα πρέπει να εκτελεί τις εντολές με διακριτική ευχέρεια υποκείμενος, όπου αρμόζει, στις προσυναλλακτικές απαιτήσεις διαφάνειας και τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης. Κατά συνέπεια, οι κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, οι υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης και οι υποχρεώσεις χειρισμού των εντολών των πελατών θα πρέπει να εφαρμόζονται στις συναλλαγές που διενεργούνται σε ΜΟΔ, τον οποίο εκμεταλλεύεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς. Επιπλέον, κάθε διαχειριστής αγοράς που έχει λάβει άδεια λειτουργίας για ΜΟΔ θα πρέπει να συμμορφώνεται με το κεφάλαιο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ αναφορικά με τους όρους και τις διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας στις επιχειρήσεις επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ θα πρέπει να μπορεί να ασκεί διακριτική ευχέρεια σε δύο διαφορετικά επίπεδα: πρώτον, όταν αποφασίζει να αποστείλει μια εντολή στον ΜΟΔ ή να την αποσύρει και, δεύτερον, όταν αποφασίζει να μην αντιστοιχίσει μια συγκεκριμένη εντολή με τις εντολές που είναι διαθέσιμες στο σύστημα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, υπό τον όρο ότι αυτό συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από πελάτες και με τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης.

Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, ο διαχειριστής θα πρέπει να μπορεί να αποφασίζει εάν, πότε και πόσες εκ δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να αντιστοιχίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση θα πρέπει να μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών ως προς το συναλλακτικό ενδιαφέρον μιας συναλλαγής. Και στα δύο επίπεδα διακριτικής ευχέρειας ο διαχειριστής ΜΟΔ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ο διαχειριστής αγοράς ή η επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται έναν ΜΟΔ θα πρέπει να διευκρινίζει στους χρήστες του τόπου πώς πρόκειται να ασκεί τη διακριτική ευχέρεια. Επειδή ένας ΜΟΔ αποτελεί γνήσιο χώρο συναλλαγών, ο διαχειριστής του θα πρέπει να είναι ουδέτερος. Επομένως, η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ θα πρέπει να υπόκειται σε υποχρεώσεις όσον αφορά τη μη διακριτική εκτέλεση και ούτε η επιχείρηση επενδύσεων ούτε ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ούτε άλλη οντότητα που είναι τμήμα του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την επιχείρηση επενδύσεων και/ή τον διαχειριστή αγοράς δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να εκτελεί εντολές πελατών σε ΜΟΔ βάσει των ιδίων κεφαλαίων του.

Προς διευκόλυνση της εκτέλεσης μιας ή περισσότερων εντολών πελατών σε ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως υποκείμενα στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), ο διαχειριστής του ΜΟΔ μπορεί να χρησιμοποιεί την «αντιστοιχισμένη κύρια» διαπραγμάτευση κατά την έννοια της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης είναι ενήμερος για αυτή τη διαδικασία. Σε σχέση με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά, μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται έναν ΜΟΔ θα πρέπει να μπορεί να επιδίδεται σε συναλλαγές για δικό του λογαριασμό, εκτός από αντιστοιχισμένη κύρια διαπραγμάτευση. Όταν χρησιμοποιείται η αντιστοιχισμένη κύρια διαπραγμάτευση, πρέπει να συνάδει με όλες τις προσυναλλακτικές και μετασυναλλακτικές απαιτήσεις διαφάνειας, καθώς και με τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης. Ο διαχειριστής ΜΟΔ ή οποιαδήποτε οντότητα αποτελεί τμήμα του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την επιχείρηση επενδύσεων ή τον διαχειριστή αγοράς, δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής στον ΜΟΔ τον οποίο διαχειρίζεται. Επιπλέον, ο διαχειριστής ενός ΜΟΔ θα πρέπει να υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις όπως και ενός ΠΜΔ όσον αφορά τη χρηστή διαχείριση ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων.

(10)

Κάθε οργανωμένη διαπραγμάτευση θα πρέπει να διεξάγεται σε ρυθμιζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης και να είναι πλήρως διαφανής, τόσο πριν όσο και μετά τη συναλλαγή. Ως εκ τούτου, κατάλληλα βαθμονομημένες απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους τύπους τόπων διαπραγμάτευσης και σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η διαπραγμάτευση γίνεται σε αυτούς.

(11)

Προκειμένου να διασφαλιστούν περισσότερες διαπραγματευτικές κινήσεις στους οργανωμένους τόπους διαπραγμάτευσης και τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές, στον παρόντα κανονισμό πρέπει να ενσωματωθεί για τις επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρέωση διαπραγμάτευσης για μετοχές που εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που διαπραγματεύονται σε τόπο διαπραγμάτευσης. Αυτή η υποχρέωση διαπραγμάτευσης απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να αναλαμβάνουν όλες τις διαπραγματεύσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων εκτελούν για ίδιο λογαριασμό, και τις διαπραγματεύσεις που αφορούν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ, συστηματικό εσωτερικοποιητή ή σε ισοδύναμο τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας. Ωστόσο, θα πρέπει να παρέχεται εξαίρεση από αυτή την υποχρέωση διαπραγμάτευσης εφόσον υπάρχει θεμιτός λόγος. Παραδείγματα τέτοιων λόγων είναι οι μη συστηματικές, οι ad hoc, οι μη τακτικές και οι μη συχνές διαπραγματεύσεις, καθώς και οι τεχνικές διαπραγματεύσεις, όπως οι διαπραγματεύσεις που ανατίθενται σε τρίτο, οι οποίες δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής. Μια τέτοια εξαίρεση από αυτή την υποχρέωση διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την παράκαμψη των περιορισμών που έχουν εισαχθεί σχετικά με τη χρήση της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς και της απαλλαγής λόγω τιμής διαπραγμάτευσης ή για τη λειτουργία δικτύου διασταύρωσης εντολών ή άλλου συστήματος διασταύρωσης.

Η δυνατότητα εκτέλεσης των διαπραγματεύσεων σε συστηματικό εσωτερικοποιητή, γίνεται με την επιφύλαξη του καθεστώτος συστηματικού εσωτερικοποιητή που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Σκοπός είναι να πραγματοποιηθεί η διαπραγμάτευση ως τέτοια, εάν η επιχείρηση επενδύσεων πληροί τα σχετικά κριτήρια που διευκρινίζονται στον παρόντα κανονισμό προκειμένου να θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής για συγκεκριμένη μετοχή. Εντούτοις, εάν δεν θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής για συγκεκριμένη μετοχή, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να μπορεί να πραγματοποιήσει τη διαπραγμάτευση σε άλλον συστηματικό εσωτερικοποιητή εφόσον τούτο συνάδει με τις υποχρεώσεις της περί βέλτιστης εκτέλεσης και διαθέτει αυτή τη δυνατότητα. Επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις σχετικά με μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα υφίστανται τη δέουσα ρύθμιση, μια επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται ένα σύστημα εσωτερικής αντιστοίχισης σε πολυμερή βάση πρέπει να αδειοδοτείται ως ΠΜΔ. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι οι απαιτήσεις βέλτιστης εκτέλεσης που εκτίθενται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να μην παρεμποδίζουν τις υποχρεώσεις διαπραγμάτευσης βάσει του παρόντος κανονισμού.

(12)

Η διαπραγμάτευση πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών, παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλων μετοχών εκτός των εισηγμένων προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά γίνεται σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο τρόπο και εκπληρώνει σχεδόν ταυτόσημο οικονομικό σκοπό με τη διαπραγμάτευση μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά. Οι διατάξεις που αφορούν τη διαφάνεια και εφαρμόζονται σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές θα πρέπει επομένως να επεκταθούν και σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

(13)

Ενώ, καταρχήν, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα ενός καθεστώτος απαλλαγών από την προσυναλλακτική διαφάνεια για τη στήριξη της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών, οι κείμενες διατάξεις απαλλαγών για τις μετοχές που εφαρμόζονται βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (7), χρειάζεται να ελεγχθούν ως προς τη συνεχιζόμενη καταλληλότητά τους από την άποψη του πεδίου εφαρμογής και τον εφαρμοστέων προϋποθέσεων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των απαλλαγών από την προσυναλλακτική διαφάνεια στις μετοχές και ενδεχομένως σε άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και σε μη μετοχικά προϊόντα όσον αφορά συγκεκριμένα μοντέλα αγοράς και είδη και μεγέθη εντολών, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) (ΕΑΚΑΑ), θα πρέπει να αξιολογεί το συμβατό των μεμονωμένων αιτημάτων εφαρμογής μιας απαλλαγής με τους κανόνες του παρόντος κανονισμού και τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Η αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει τη μορφή γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Επιπλέον, οι ήδη ισχύουσες απαλλαγές για μετοχές θα πρέπει να επανεξεταστούν από την ΕΑΚΑΑ εντός του κατάλληλου χρονικού πλαισίου και να διενεργηθεί αξιολόγηση, με την ίδια διαδικασία, σχετικά με το κατά πόσον συμμορφώνονται ακόμη με τους κανόνες που ορίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(14)

Η χρηματοπιστωτική κρίση κατέστησε εμφανείς συγκεκριμένες αδυναμίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες για τις ευκαιρίες συναλλαγών και τις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων πλην των μετοχών διατίθενται στους συμμετέχοντες στην αγορά, ιδίως από την άποψη του χρόνου, του βαθμού λεπτομέρειας, της ίσης πρόσβασης και της αξιοπιστίας. Επομένως, θα πρέπει να θεσπιστούν απαιτήσεις έγκαιρης προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά και δομές της αγοράς συγκεκριμένων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων πλην των μετοχών και θα είναι βαθμονομημένες σε διάφορους τύπους συστημάτων διαπραγμάτευσης, μεταξύ των οποίων συστήματα βιβλίου εντολών, ζεύγους εντολών, υβριδικά συστήματα, συστήματα περιοδικής δημοπρασίας και προφορικής διαπραγμάτευσης. Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα άρτιο πλαίσιο διαφάνειας για όλα τα σημαντικά χρηματοπιστωτικά μέσα, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται στις ομολογίες, στα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων και στα παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Κατά συνέπεια, οι εξαιρέσεις από την προσυναλλακτική διαφάνεια και οι προσαρμογές των απαιτήσεων όσον αφορά τη χρονική μετάθεση της δημοσίευσης πρέπει να είναι διαθέσιμες μόνο σε ορισμένες καθορισμένες περιπτώσεις.

(15)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστεί το κατάλληλο επίπεδο συναλλακτικής διαφάνειας στις αγορές ομολογιών, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων και παραγώγων, ώστε να διευκολυνθεί η αποτίμηση των προϊόντων, καθώς και η αποτελεσματικότητα της διαμόρφωσης των τιμών. Τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα θα πρέπει ιδίως να περιλαμβάνουν τους τίτλους που εξασφαλίζονται με περιουσιακά στοιχεία, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής (9), στους οποίους υπάγονται μεταξύ άλλων και οι εγγυημένες δανειακές υποχρεώσεις.

(16)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή ενιαίων προϋποθέσεων μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης, στα διάφορα είδη τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ίδιες απαιτήσεις προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας. Οι απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει να βαθμονομούνται ανάλογα με τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, στα οποία περιλαμβάνονται μετοχές, ομολογίες και παράγωγα, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα επενδυτών και εκδοτών, συμπεριλαμβανομένων των εκδοτών κρατικών ομολόγων, και η ρευστότητα της αγοράς. Οι απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει επίσης να είναι βαθμονομημένες στα διάφορα είδη διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων του βιβλίου εντολών και συστημάτων βάσει ζευγών εντολών (quote-driven), όπως τα συστήματα αίτησης προσδιορισμού τιμής, καθώς και των υβριδικών και παραδοσιακών προφορικών συστημάτων, και να λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού περιτροπής, και άλλα σχετικά κριτήρια.

(17)

Προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενος αρνητικός αντίκτυπος στη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών, είναι απαραίτητο να θεσπισθεί ο κατάλληλος μηχανισμός μέγιστου όγκου εντολών για εντολές που εισάγονται σε συστήματα βασιζόμενα σε μέθοδο διαπραγμάτευσης κατά την οποία η τιμή καθορίζεται βάσει τιμής αναφοράς και για συγκεκριμένες διαπραγματευόμενες συναλλαγές. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός θα πρέπει να έχει διπλό μέγιστο όριο, ήτοι ένα μέγιστο όριο σε κάθε τόπο διαπραγμάτευσης που αξιοποιεί αυτές τις απαλλαγές έτσι ώστε να μπορεί να πραγματοποιείται μόνο ένα ορισμένο ποσοστό της διαπραγμάτευσης σε κάθε τόπο διαπραγμάτευσης, και να εφαρμόζεται ένα συνολικό μέγιστο όριο, του οποίου η υπέρβαση οδηγεί στην αναστολή της χρήσης των εν λόγω απαλλαγών ανά την Ένωση. Όσον αφορά τις συναλλαγές βάσει διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του τρέχοντος σταθμισμένου κατά τον όγκο ανοίγματος τιμών που αντικατοπτρίζεται στο βιβλίο εντολών ή στα ζεύγη εντολών των ειδικών διαπραγματευτών του τόπου διαπραγμάτευσης που αξιοποιεί αυτό το σύστημα. Θα πρέπει να εξαιρούνται οι συναλλαγές βάσει διαπραγμάτευσης με μη ρευστοποιήσιμους τίτλους, μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίων, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά ή άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και οι συναλλαγές που υπόκεινται σε προϋποθέσεις πέραν της τρέχουσας τιμής αγοράς, καθώς δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής.

(18)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται εξωχρηματιστηριακά δεν θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική αναζήτηση τιμών ή την ύπαρξη διαφανών, ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ μέσων συναλλαγών, θα πρέπει να ισχύουν οι κατάλληλες απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν πράξεις εξωχρηματιστηριακά για ίδιο λογαριασμό σε χρηματοπιστωτικά μέσα, εφόσον οι συναλλαγές διενεργούνται υπό την ιδιότητά τους ως συστηματικών εσωτερικοποιητών και αφορούν μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά ή άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, καθώς και ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα που υφίστανται διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά.

(19)

Η επιχείρηση επενδύσεων που εκτελεί εντολές πελατών βάσει των ιδίων κεφαλαίων της θα πρέπει να θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, εκτός εάν οι συναλλαγές πραγματοποιούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης ευκαιριακά, για συγκεκριμένη περίπτωση και σε μη τακτική βάση. Συνεπώς, ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές θα πρέπει να οριστούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες συναλλάσσονται κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και ουσιαστικά, για ίδιο λογαριασμό, εκτελώντας εντολές πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Οι απαιτήσεις για τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να ισχύουν για επιχείρηση επενδύσεων μόνο όσον αφορά κάθε μεμονωμένο χρηματοπιστωτικό μέσο (π.χ. σε επίπεδο κωδικού ISIN) στο οποίο είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αντικειμενική και αποτελεσματική εφαρμογή του ορισμού του συστηματικού εσωτερικοποιητή στις επιχειρήσεις επενδύσεων, θα πρέπει να εφαρμοστεί προκαθορισμένο όριο για τη συστηματική εσωτερικοποίηση όπου να περιγράφεται με ακρίβεια τι σημαίνει η φράση «συχνά, συστηματικά και ουσιαστικά».

(20)

Ενώ ΜΟΔ είναι κάθε σύστημα ή μηχανισμός στον οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του συστήματος, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να επιφέρει την προσέγγιση ενδιαφερόντων τρίτων για αγορά και πώληση. Για παράδειγμα, ο επονομαζόμενος χώρος συναλλαγών μοναδικού διαπραγματευτή, όπου οι συναλλαγές πραγματοποιούνται πάντα βάσει μιας επιχείρησης επενδύσεων, θα πρέπει να θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής αν πρόκειται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, ο χώρος συναλλαγών πολλαπλών διαπραγματευτών, όπου πολλοί διαπραγματευτές αλληλεπιδρούν για το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο, δεν θα πρέπει να θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής.

(21)

Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν, βάσει της εμπορικής τους πολιτικής και με τρόπο αντικειμενικό που να μη δημιουργεί διακρίσεις, τους πελάτες στους οποίους δίνουν πρόσβαση στα ζεύγη εντολών που ανακοινώνουν, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στις κατηγορίες πελατών προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές μεταξύ των πελατών, για παράδειγμα σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να ανακοινώνουν δημόσια δεσμευτικά ζεύγη εντολών, να εκτελούν εντολές πελατών και να δίνουν πρόσβαση στα ζεύγη εντολών σε σχέση με συναλλαγές με αντικείμενο μετοχικό κεφάλαιο μεγέθους μεγαλύτερου από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς και συναλλαγές με μη μετοχικό αντικείμενο μεγέθους μεγαλύτερου από αυτό που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Η συμμόρφωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών με τις υποχρεώσεις τους θα πρέπει να ελέγχεται, και πρέπει να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες που θα τους επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

(22)

Ο παρών κανονισμός δεν έχει στόχο να επιβάλει την εφαρμογή κανόνων προσυναλλακτικής διαφάνειας στις συναλλαγές εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών, με εξαίρεση όσες εκτελούνται στο εσωτερικό ενός συστηματικού εσωτερικοποιητή.

(23)

Τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει καθίστανται εύκολα και γρήγορα διαθέσιμα στους χρήστες σε μορφή όσο το δυνατόν πιο αναλυτική, ώστε να μπορούν οι επενδυτές, και οι πάροχοι υπηρεσιών δεδομένων που εξυπηρετούν τις ανάγκες τους, να εξατομικεύουν λύσεις για τα δεδομένα στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Επομένως, τα δεδομένα προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού «διαχωρισμένα», για να μειώνεται το κόστος της αγοράς δεδομένων για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

(24)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), θα πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την ανταλλαγή, διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ιδίως του τίτλου IV, από τα κράτη μέλη και την ΕΑΚΑΑ.

(25)

Λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τα μέλη της G20 στη σύνοδο κορυφής του Πίτσμπουργκ την 25η Σεπτεμβρίου 2009, να μεταφερθεί η διαπραγμάτευση των τυποποιημένων συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στα χρηματιστήρια ή σε ηλεκτρονικούς χώρους συναλλαγών, ανάλογα με την περίπτωση, θα πρέπει να καθοριστεί τυπική κανονιστική διαδικασία για την ανάθεση εντολών συναλλαγών μεταξύ χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων και μεγάλων μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων σε όλα τα παράγωγα τα οποία έχουν θεωρηθεί επιλέξιμα προς εκκαθάριση και τα οποία έχουν επαρκή ρευστότητα για να εισαχθούν σε ένα φάσμα τόπων διαπραγμάτευσης που υπόκεινται σε συγκρίσιμες κανονιστικές ρυθμίσεις και δίνουν τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να συναλλάσσονται με πλείονες αντισυμβαλλομένους. Η εκτίμηση για την ύπαρξη επαρκούς ρευστότητας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων όπως ο αριθμός και το είδος των συμμετεχόντων σε συγκεκριμένη αγορά, και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών, όπως το μέγεθος και η συχνότητα των συναλλαγών στην εν λόγω αγορά.

Η ρευστή αγορά σε μια κατηγορία προϊόντος παραγώγων θα χαρακτηρίζεται από υψηλό αριθμό ενεργώς συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του κατάλληλου μείγματος παρόχων ρευστότητας και ληπτών ρευστότητας, ανάλογα με τον αριθμό των προς διαπραγμάτευση προϊόντων, οι οποίοι διαπραγματεύονται συχνά τα εν λόγω προϊόντα σε μεγέθη μικρότερα από εκείνα που στοιχειοθετούν το μεγάλο μέγεθος. Η εν λόγω δραστηριότητα της αγοράς θα πρέπει να υποδηλώνεται από τον μεγάλο αριθμό προσφορών αγοράς και πώλησης ορισμένης διάρκειας του σχετικού παραγώγου που οδηγεί σε περιορισμένα ανοίγματα τιμών για μια συναλλαγή κανονικού μεγέθους αγοράς. Η αξιολόγηση της επαρκούς ρευστότητας θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι η ρευστότητα ενός παραγώγου μπορεί να ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και τον κύκλο ζωής του.

(26)

Λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τα μέλη της G20 στο Πίτσμπουργκ την 25η Σεπτεμβρίου 2009, να μεταφερθεί η διαπραγμάτευση των τυποποιημένων συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στα χρηματιστήρια ή σε ηλεκτρονικούς χώρους συναλλαγών, ανάλογα με την περίπτωση, αφενός, και της σχετικά χαμηλότερης ρευστότητας διαφόρων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, αφετέρου, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί το κατάλληλο φάσμα επιλέξιμων τόπων διαπραγμάτευσης, στους οποίους μπορούν να πραγματοποιούνται συναλλαγές σύμφωνα με τη δέσμευση αυτή. Όλοι οι επιλέξιμοι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υπόκεινται σε στενά εναρμονισμένες κανονιστικές απαιτήσεις όσον αφορά τις οργανωτικές και λειτουργικές πτυχές, τις ρυθμίσεις για τον μετριασμό συγκρούσεων συμφερόντων, την επιτήρηση της όλης συναλλακτικής δραστηριότητας, την προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική διαφάνεια βαθμονομημένη ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους τύπους συστημάτων διαπραγμάτευσης, καθώς και τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ πλειόνων συναλλακτικών ενδιαφερόντων τρίτων. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα των διαχειριστών τόπων διαπραγμάτευσης να κανονίζουν συναλλαγές σύμφωνα με τη δέσμευση αυτή μεταξύ πλειόνων τρίτων κάνοντας χρήση διακριτικής ευχέρειας, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες εκτέλεσης και η ρευστότητα.

(27)

Η υποχρέωση να πραγματοποιούνται συναλλαγές σε παράγωγα που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία έχει χαρακτηριστεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά, ΠΜΔ, ΜΟΔ ή τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας δεν θα πρέπει να ισχύει για τα στοιχεία των υπηρεσιών μετασυναλλακτικού περιορισμού του κινδύνου που δεν επιφέρουν διαμόρφωση τιμών και μειώνουν τους κινδύνους που δεν αφορούν την αγορά στα υφιστάμενα εξωχρηματιστηριακά χαρτοφυλάκια παραγώγων, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 χωρίς να αλλάζει ο κίνδυνος αγοράς των χαρτοφυλακίων. Επιπλέον, ενώ είναι σκόπιμο να θεσπιστεί ειδική διάταξη για τη συμπίεση χαρτοφυλακίου, ο παρών κανονισμός δεν έχει πρόθεση να αποτρέψει τη χρήση άλλων υπηρεσιών μετασυναλλακτικού περιορισμού του κινδύνου.

(28)

Η υποχρέωση διαπραγμάτευσης που θεσπίζεται για τα παράγωγα αυτά θα πρέπει να επιτρέπει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ των επιλέξιμων τόπων διαπραγμάτευσης. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω τόποι διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να δικαιούνται να διεκδικήσουν αποκλειστικά δικαιώματα σε σχέση με τα παράγωγα που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης αυτή, αποκλείοντας άλλους τόπους διαπραγμάτευσης από του να προσφέρουν διαπραγμάτευση σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης παραγώγων, είναι ουσιαστικής σημασίας να έχουν οι τόποι διαπραγμάτευσης μη διακριτική και διαφανή πρόσβαση στους CCP. Η μη διακριτική πρόσβαση σε CCP θα πρέπει να σημαίνει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης έχει το δικαίωμα μη διακριτικής μεταχείρισης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που τελούν υπό διαπραγμάτευση στον χώρο του από την άποψη των απαιτήσεων εξασφάλισης και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων και συνεκτίμησης περιθωρίων ασφάλισης συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP, καθώς και της απουσίας διακριτικής μεταχείρισης ως προς τα τέλη εκκαθάρισης.

(29)

Οι εξουσίες των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να συμπληρωθούν με έναν σαφή μηχανισμό για την απαγόρευση ή τον περιορισμό της διάθεσης στην αγορά, της διανομής και της πώλησης οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου ή δομημένων καταθέσεων προκαλεί σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την προστασία των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και με τις κατάλληλες εξουσίες συντονισμού και αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης για την ΕΑΚΑΑ ή, για δομημένες καταθέσεις, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12). Για την άσκηση των εξουσιών αυτών από τις αρμόδιες αρχές και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από την ΕΑΚΑΑ ή την ΕΑΤ, θα πρέπει να είναι αναγκαία η πλήρωση ορισμένων ειδικών προϋποθέσεων. Όπου πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, η αρμόδια αρχή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ΕΑΚΑΑ ή η ΕΑΤ, θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλει απαγόρευση ή περιορισμό σε προληπτική βάση προτού ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή δομημένη κατάθεση διατεθεί στην αγορά, διανεμηθεί ή πωληθεί σε πελάτες.

Οι εξουσίες αυτές δεν συνεπάγονται οποιαδήποτε απαίτηση θέσπισης ή εφαρμογής μιας διαδικασίας έγκρισης ή αδειοδότησης προϊόντος από την αρμόδια αρχή, την ΕΑΚΑΑ ή την ΕΑΤ, και δεν απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την ευθύνη να συμμορφώνονται με όλες τις σχετικές απαιτήσεις που ορίζονται από τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Η ομαλή λειτουργία και η ακεραιότητα των αγορών βασικών εμπορευμάτων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως κριτήρια για παρέμβαση από τις αρμόδιες αρχές έτσι ώστε να καταστεί δυνατό να ληφθούν μέτρα για να αντιμετωπιστούν ενδεχόμενοι αρνητικοί εξωτερικοί παράγοντες κόστους των αγορών βασικών εμπορευμάτων λόγω των δραστηριοτήτων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό ισχύει, ιδίως, για τις αγορές γεωργικών προϊόντων, των οποίων σκοπός είναι να εξασφαλίζουν τον σταθερό εφοδιασμό τροφίμων για τον πληθυσμό. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να υπάρχει συντονισμός με τις αρχές που είναι αρμόδιες για τις εν λόγω αγορές βασικών προϊόντων.

(30)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα λεπτομερή στοιχεία για κάθε αίτημά τους που αφορά μείωση θέσης σε σχέση με ένα συμβόλαιο παραγώγου, για τυχόν έκτακτα όρια, καθώς και για εκ των προτέρων ισχύοντα όρια θέσεων, ώστε να βελτιωθεί ο συντονισμός και η σύγκλιση στον τρόπο εφαρμογής των εξουσιών αυτών. Οι βασικές λεπτομέρειες για εκ των προτέρων ισχύοντα όρια θέσεων που εφαρμόζει μια αρμόδια αρχή θα πρέπει να δημοσιεύονται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

(31)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να ζητεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με τη θέση του σε ένα συμβόλαιο παραγώγου, να ζητεί τη μείωση της θέσης αυτής, καθώς και να περιορίζει την ικανότητα των προσώπων να διενεργούν μεμονωμένες συναλλαγές που αφορούν παράγωγα επί εμπορευμάτων. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, στη συνέχεια, να κοινοποιεί στις οικείες αρμόδιες αρχές τα μέτρα που προτίθεται να λάβει και θα πρέπει να δημοσιεύει τα μέτρα αυτά.

(32)

Οι λεπτομέρειες των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές, για να τους δίνεται η δυνατότητα να εντοπίζουν και να διερευνούν δυνητικές περιπτώσεις κατάχρησης αγοράς, να παρακολουθούν τη δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία των αγορών, καθώς και τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων. Το πεδίο της επίβλεψης αυτής περιλαμβάνει όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και τα χρηματοπιστωτικά μέσα όταν το υποκείμενο μέσο είναι χρηματοπιστωτικό μέσο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή όταν το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης ή καλάθι αποτελούμενο από χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Η υποχρέωση θα πρέπει να ισχύει είτε οι συναλλαγές αυτές σε οποιοδήποτε από τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα πραγματοποιήθηκαν σε τόπο διαπραγμάτευσης είτε όχι. Για να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη διοικητική επιβάρυνση των επιχειρήσεων επενδύσεων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία δεν υπάρχει ενδεχόμενο κατάχρησης αγοράς θα πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση αναφοράς. Οι αναφορές θα πρέπει να χρησιμοποιούν έναν αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας, σε συμφωνία με τις δεσμεύσεις της G-20. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη λειτουργία αυτού του συστήματος αναφορών προς τις αρμόδιες αρχές, η δε Επιτροπή θα πρέπει να προχωρεί στην πρόταση αλλαγών, εφόσον ενδείκνυται.

(33)

Ο διαχειριστής ενός τόπου διαπραγμάτευσης θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή του τα σχετικά δεδομένα αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα. Οι κοινοποιήσεις αυτές θα πρέπει να διαβιβάζονται αμελλητί από τις αρμόδιες αρχές στην ΕΑΚΑΑ, η οποία θα πρέπει να τις δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της, ώστε η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν, να αναλύουν και να ανταλλάσσουν τις αναφορές συναλλαγών.

(34)

Προκειμένου να εκπληρώνουν τον σκοπό τους ως εργαλείου παρακολούθησης της αγοράς, οι αναφορές συναλλαγών θα πρέπει να αναφέρουν την ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την επενδυτική απόφαση, καθώς και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεσή της. Πέρα από το καθεστώς διαφάνειας που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), η σήμανση των εντολών ανοικτής πώλησης προσφέρει χρήσιμες πρόσθετες πληροφορίες που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να επιβλέπουν τα επίπεδα των ανοικτών πωλήσεων. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν πλήρη πρόσβαση στις καταχωρίσεις σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εκτέλεσης εντολών, από την αρχική απόφαση για τη συναλλαγή και μέχρι την εκτέλεσή της. Επομένως, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να τηρούν αρχεία για όλες τις εντολές τους και όλες τις συναλλαγές τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα και οι διαχειριστές χωρών συναλλαγών απαιτείται να τηρούν αρχεία για όλες τις εντολές που υποβάλλονται στα συστήματά τους. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συντονίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, για να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρχές έχουν πρόσβαση σε όλες τις καταχωρίσεις συναλλαγών και εντολών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εισάγονται σε χώρους συναλλαγών οι οποίοι λειτουργούν εκτός της επικράτειάς τους, για χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό την εποπτεία τους.

(35)

Θα πρέπει να αποφευχθεί η διπλή αναφορά των ίδιων πληροφοριών. Οι αναφορές οι οποίες υποβάλλονται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωρηθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και οι οποίες περιέχουν όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για τους σκοπούς της γνωστοποίησης συναλλαγών δεν θα πρέπει να αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές, αλλά θα πρέπει να διαβιβάζονται σε αυτές από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει να τροποποιηθεί προς τούτο.

(36)

Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή μεταβίβαση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 ο οποίος θα πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού

(37)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 καθορίζει τα κριτήρια με βάση τα οποία κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Προλαμβάνει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, απαιτώντας μη διακριτική πρόσβαση σε CCP που προσφέρουν εκκαθάριση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και μη διακριτική πρόσβαση των CCP που προσφέρουν εκκαθάριση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στις πληροφορίες συναλλαγών των τόπων διαπραγμάτευσης. Δεδομένου ότι τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα ορίζονται ως συμβόλαια παραγώγων η εκτέλεση των οποίων δεν πραγματοποιείται σε ρυθμιζόμενη αγορά, υπάρχει ανάγκη να θεσπιστούν παρόμοιες απαιτήσεις για τις ρυθμιζόμενες αγορές βάσει του παρόντος κανονισμού. Τα παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές θα πρέπει επίσης να εκκαθαρίζονται κεντρικά.

(38)

Επιπλέον των απαιτήσεων της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι οποίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να περιορίζουν αδικαιολόγητα την πρόσβαση στη μετασυναλλακτική υποδομή, όπως στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου και εκκαθάρισης, είναι αναγκαίο ο παρών κανονισμός να άρει διάφορους άλλους εμπορικούς φραγμούς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον αποκλεισμό του ανταγωνισμού κατά την εκκαθάριση των χρηματοπιστωτικών μέσων. Για να αποφευχθούν πρακτικές που δημιουργούν διακρίσεις, οι CCP θα πρέπει να δέχονται να εκκαθαρίζουν συναλλαγές που εκτελούνται σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης, στον βαθμό που οι εν λόγω τόποι συμμορφώνονται με τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων διαχείρισης κινδύνου. Πρόσβαση θα πρέπει να παρέχεται από CCP εάν πληρούνται ορισμένα κριτήρια πρόσβασης που προσδιορίζονται σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα. Όσον αφορά νεοσυσταθέντες κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή έχουν αναγνωριστεί για περίοδο μικρότερη των τριών ετών κατά τη στιγμή έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, ως προς τις μεταβιβάσιμες αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εγκρίνουν μια μεταβατική περίοδο μέγιστης διάρκειας δυόμιση ετών πριν εκτεθούν σε πλήρη μη διακριτική πρόσβαση σε σχέση με τις μεταβιβάσιμες αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς. Εντούτοις, εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιλέξει να επωφεληθεί της μεταβατικής ρύθμισης, δεν θα πρέπει να μπορεί να επωφεληθεί των δικαιωμάτων πρόσβασης σε τόπο διαπραγμάτευσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταβατικής ρύθμισης. Επιπλέον, κανένας τόπος διαπραγμάτευσης στενά συνδεδεμένος με τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο δεν θα πρέπει να μπορεί να απολαμβάνει τα δικαιώματα πρόσβασης σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο δυνάμει του παρόντος κανονισμού καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταβατικής ρύθμισης.

(39)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να χορηγείται μη διακριτική πρόσβαση μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τόπων διαπραγμάτευσης για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ορίζει τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα ως παράγωγα η εκτέλεση των οποίων δεν πραγματοποιείται σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε αγορά τρίτης χώρας που θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Προκειμένου να αποφευχθούν κενά ή αλληλεπικαλύψεις και να εξασφαλιστεί συνοχή ανάμεσα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και τον παρόντα κανονισμό, οι απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό σχετικά με τη μη διακριτική πρόσβαση μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τόπων διαπραγμάτευσης ισχύουν για τα παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές ή σε αγορά τρίτης χώρας που θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και για όλα τα μη παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα.

(40)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των ροών δεδομένων, σε διαφανή και μη διακριτική βάση, στους CCP που επιθυμούν να εκκαθαρίζουν συναλλαγές που εκτελούνται στον τόπο διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, για αυτό δεν θα πρέπει να απαιτείται η χρήση ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας για την εκκαθάριση συναλλαγών παραγώγων ή τον κατακερματισμό της ρευστότητας κατά τρόπο που θα απειλούσε την ομαλή και αδιάλειπτη λειτουργία των αγορών. Ένας τόπος διαπραγμάτευσης θα πρέπει να μπορεί να απορρίπτει την πρόσβαση μόνο αν δεν ικανοποιούνται ορισμένα κριτήρια πρόσβασης που ορίζονται σε ρυθμιστικές τεχνικές προδιαγραφές. Όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα, θα ήταν δυσανάλογη η απαίτηση από τους μικρότερους τόπους διαπραγμάτευσης, ιδιαίτερα αυτούς που συνδέονται στενά με τους CCP, να συμμορφώνονται άμεσα με προϋποθέσεις μη διακριτικής πρόσβασης εάν δεν διαθέτουν ακόμη την τεχνολογική ικανότητα να διαπραγματεύονται επί ίσους όροις με το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς των μετασυναλλακτικών υποδομών. Ως εκ τούτου, οι τόποι διαπραγμάτευσης κάτω του σχετικού ορίου θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα να απαλλάσσονται, και, συνεπώς, και οι συνδεδεμένοι CCP, από προϋποθέσεις μη διακριτικής πρόσβασης όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα, για περίοδο 30 μηνών, με δυνατότητα επακόλουθων ανανεώσεων. Εντούτοις, εάν ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιλέξει να απαλλαγεί, δεν θα πρέπει να μπορεί να απολαμβάνει τα δικαιώματα πρόσβασης σε CCP δυνάμει του παρόντος κανονισμού κατά τη διάρκεια της απαλλαγής.

Επιπλέον, κανένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στενά συνδεδεμένος με τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να μπορεί να απολαμβάνει τα δικαιώματα πρόσβασης σε τόπο διαπραγμάτευσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού κατά τη διάρκεια της απαλλαγής. Στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 αναφέρεται ότι όταν εμπορικά δικαιώματα και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αφορούν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που σχετίζονται με συμβάσεις παραγώγων, οι άδειες θα πρέπει να παρέχονται υπό αναλογικούς δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους όρους. Συνεπώς, η πρόσβαση σε άδειες και οι πληροφορίες σχετικά με κριτήρια αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της αξίας των χρηματοπιστωτικών μέσων θα πρέπει να παρέχονται στους CCP και σε άλλους τόπους διαπραγμάτευσης σε αναλογική, δίκαιη, εύλογη και μη διακριτική βάση, ενώ κάθε άδεια πρέπει να βασίζεται σε εύλογους εμπορικούς όρους. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων περί ανταγωνισμού, όταν αναπτύσσεται οποιοσδήποτε νέος δείκτης αναφοράς μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, η υποχρέωση χορήγησης άδειας θα πρέπει να αρχίζει 30 μήνες αφότου έχει αρχίσει να υφίσταται διαπραγμάτευση ή έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που παραπέμπει σε αυτόν τον δείκτη αναφοράς. Η πρόσβαση στις άδειες είναι ζωτικής σημασίας για τη διευκόλυνση της πρόσβασης μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης και CCP δυνάμει των άρθρων 35 και 36, διότι, διαφορετικά, οι συμφωνίες αδειοδότησης θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να παρεμποδίζουν την πρόσβαση μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης και CCP που έχουν ζητήσει πρόσβαση.

Η εξάλειψη των φραγμών και των διακριτικών πρακτικών αποσκοπεί στην αύξηση του ανταγωνισμού για την εκκαθάριση και τη διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών μέσων, ώστε να μειωθεί το κόστος επενδύσεων και δανεισμού, να εξαλειφθούν οι ανεπάρκειες και να ενθαρρυνθεί η καινοτομία στις ενωσιακές αγορές. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της μετασυναλλακτικής υποδομής και θα πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να παρεμβαίνει, προκειμένου να αποφεύγεται η εμφάνιση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, ιδίως όταν η άρνηση πρόσβασης σε υποδομή ή σε δείκτες αναφοράς αντιβαίνει στα άρθρα 101 ή 102 ΣΛΕΕ. Τα καθήκοντα αδειοδότησης βάσει του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική υποχρέωση των ιδιοκτητών δεικτών αναφοράς, βάσει του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού και των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ ιδίως, σχετικά με την πρόσβαση σε δείκτες αναφοράς που είναι απαραίτητα για την είσοδο σε μια νέα αγορά. Οι εγκρίσεις από αρμόδιες αρχές για μη εφαρμογή δικαιωμάτων πρόσβασης για μεταβατικές περιόδους δεν αποτελούν αδειοδοτήσεις ή τροποποιήσεις αδειοδοτήσεων.

(41)

Η παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση υπόκειται σε εθνικά καθεστώτα και απαιτήσεις. Τα εν λόγω καθεστώτα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές και οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με αυτά δεν απολαύουν της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ούτε του δικαιώματος εγκατάστασης σε κράτος μέλος. Είναι σκόπιμο να θεσπιστεί ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο σε ενωσιακό επίπεδο. Το σχετικό καθεστώς θα πρέπει να εναρμονίσει το υφιστάμενο μη ενιαίο πλαίσιο, να διασφαλίσει τη βεβαιότητα και την ενιαία μεταχείριση των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που εισέρχονται στην Ένωση, να εξασφαλίσει ότι έχει πραγματοποιηθεί αξιολόγηση ουσιαστικής ισοδυναμίας από την Επιτροπή σε σχέση με το πλαίσιο εποπτείας και επιχειρηματικής συμπεριφοράς των τρίτων χωρών και θα πρέπει να προβλέπει συγκρίσιμο επίπεδο προστασίας των πελατών της Ένωσης στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες από επιχειρήσεις τρίτων χωρών.

Κατά την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στα πεδία που καλύπτονται από τις δεσμεύσεις της G-20 και τις συμφωνίες της Ένωσης με τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της, να λαμβάνουν υπόψη τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η Ένωση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και να εξασφαλίζουν ότι η εφαρμογή των απαιτήσεων τρίτων χωρών δεν εμποδίζουν τους προερχόμενους από την Ένωση επενδυτές και εκδότες να επενδύουν ή να αντλούν χρηματοδότηση σε τρίτες χώρες, ή τους προερχόμενους από τρίτες χώρες επενδυτές και εκδότες να επενδύουν, να αντλούν κεφάλαια ή να δέχονται άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στις αγορές της Ένωσης, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο για αντικειμενικούς και βασιζόμενους σε αποδεικτικά στοιχεία προληπτικούς λόγους. Κατά τη διενέργεια των αξιολογήσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το έγγραφο «Στόχοι και αρχές της ρύθμισης στον τομέα των κινητών αξιών» της Διεθνούς Οργάνωσης Επιτροπών Κινητών Αξιών (IOSCO) και τις συστάσεις του, όπως έχουν τροποποιηθεί και ερμηνευτεί από την IOSCO.

Όταν δεν είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση που να διαπιστώνει την ουσιαστική ισοδυναμία, η παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση εξακολουθεί να υπόκειται σε εθνικά καθεστώτα. Η Επιτροπή θα πρέπει να δρομολογεί την αξιολόγηση ισοδυναμίας με δική της πρωτοβουλία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να δηλώνουν το ενδιαφέρον τους προκειμένου μια ορισμένη τρίτη χώρα ή ορισμένες τρίτες χώρες να αξιολογηθούν από την Επιτροπή ως προς την ισοδυναμία του κανονιστικού και εποπτικού τους συστήματος, χωρίς όμως αυτό να δεσμεύει την Επιτροπή ως προς τη δρομολόγηση της διαδικασίας ισοδυναμίας. Η αξιολόγηση ισοδυναμίας θα πρέπει να βασίζεται στα αποτελέσματα· θα πρέπει να εκτιμά σε ποιο βαθμό το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας επιφέρει παρόμοια και επαρκή αποτελέσματα και σε ποιο βαθμό επιτυγχάνει τους ίδιους στόχους με τη νομοθεσία της Ένωσης. Όταν δρομολογεί αυτές τη διαδικασία αξιολόγησης, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ορίζει προτεραιότητες μεταξύ των δικαιοδοσιών τρίτων χωρών λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντικότητα της διαπίστωσης ισοδυναμίας για τις επιχειρήσεις και τους πελάτες της Ένωσης, την ύπαρξη συμφωνιών εποπτείας και συνεργασίας μεταξύ της τρίτης χώρας και των κρατών μελών, την ύπαρξη ενός συστήματος ουσιαστικής ισοδυναμίας για την αναγνώριση των επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν αδειοδοτηθεί βάσει άλλων καθεστώτων καθώς και το ενδιαφέρον και την προθυμία της τρίτης χώρας να συνεργαστεί στη διαδικασία αξιολόγησης ισοδυναμίας. Η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί οποιεσδήποτε σημαντικές αλλαγές στο ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας και να επανεξετάζει τις αποφάσεις ισοδυναμίας όπου κρίνεται απαραίτητο.

(42)

Βάσει του παρόντος κανονισμού, η παροχή υπηρεσιών χωρίς υποκαταστήματα θα πρέπει να περιορίζεται στους επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους και στους πελάτες που θεωρούνται επαγγελματίες. Θα πρέπει να υπόκειται σε εγγραφή στα μητρώα της ΕΑΚΑΑ και σε εποπτεία στην τρίτη χώρα. Θα πρέπει να συνάπτονται κατάλληλες συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών της τρίτης χώρας.

(43)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που διέπουν την παροχή υπηρεσιών ή την άσκηση δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών δεν θα πρέπει να θίγουν τη δυνατότητα προσώπων εγκατεστημένων στην Ένωση να δέχονται επενδυτικές υπηρεσίες από επιχείρηση τρίτης χώρας με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία, ή επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης να δέχονται επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες από επιχείρηση τρίτης χώρας με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία, ή πελατών επιχειρήσεων επενδύσεων να δέχονται με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες από επιχείρηση τρίτης χώρας με τη μεσολάβηση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων. Όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες με αποκλειστική πρωτοβουλία προσώπου εγκατεστημένου στην Ένωση, οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι παρέχονται στο έδαφος της Ένωσης. Σε περίπτωση που επιχείρηση τρίτης χώρας ενεργεί για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών στην Ένωση ή προωθεί ή διαφημίζει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ένωση, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι οι υπηρεσίες παρέχονται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.

(44)

Σε ό,τι αφορά την αναγνώριση επιχειρήσεων τρίτων χωρών και σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης δυνάμει της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου καθώς και της Γενικής συμφωνίας για τις Συναλλαγές στον τομέα των Υπηρεσιών, οι αποφάσεις για την αναγνώριση κανονιστικών και εποπτικών πλαισίων τρίτων χωρών ως ισοδύναμων με το κανονιστικό και εποπτικό καθεστώς της Ένωσης θα πρέπει να λαμβάνονται μόνον εφόσον το νομικό και εποπτικό καθεστώς της τρίτης χώρας προβλέπει αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα για την αναγνώριση επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει άλλων νομικών καθεστώτων, σύμφωνα με τους γενικούς κανονιστικούς στόχους και πρότυπα που καθόρισε η G-20 τον Σεπτέμβριο του 2009 για τη βελτίωση της διαφάνειας στις αγορές παραγώγων, τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου και την προστασία από κατάχρηση αγοράς. Ένα τέτοιο σύστημα θα πρέπει να θεωρείται ισοδύναμο εφόσον εξασφαλίζει ότι το ουσιαστικό αποτέλεσμα του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου είναι παρεμφερές με τις απαιτήσεις της Ένωσης και θα πρέπει να θεωρείται αποτελεσματικό εάν οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται με συνέπεια.

(45)

Διάφορες δόλιες πρακτικές έχουν σημειωθεί στις δευτερογενείς αγορές άμεσης παράδοσης δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, γεγονός που θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, τα οποία θεσπίστηκαν με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), και λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση του συστήματος των μητρώων δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων και των προϋποθέσεων ανοίγματος λογαριασμού για την εμπορία δικαιωμάτων. Για να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία των εν λόγω αγορών, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους εποπτείας της συναλλακτικής δραστηριότητας, είναι σκόπιμο να συμπληρωθούν τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, με την πλήρη υπαγωγή των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) και της οδηγίας 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), κατατάσσοντάς τα στα χρηματοπιστωτικά μέσα.

(46)

Θα πρέπει να δοθεί η εξουσία στην Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει να εκδίδονται για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού σε κεντρικές τράπεζες που δεν είναι μέλη του ΕΣΚΤ, για συγκεκριμένες λεπτομέρειες που αφορούν τους ορισμούς, για ειδικές διατάξεις για θέματα κόστους που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα δεδομένων της αγοράς, για την πρόσβαση στις αγορές, για τα μεγέθη στα οποία ή κάτω των οποίων η επιχείρηση πραγματοποιεί συναλλαγές με κάθε άλλον πελάτη στη διάθεση του οποίου έχει τεθεί η προσφορά, για τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και για τον περαιτέρω προσδιορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες απειλές για την προστασία των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης ενδέχεται να δικαιολογούν την ανάληψη δράσης από την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΤ ή τις αρμόδιες αρχές, για τις αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων, για την παράταση της μεταβατικής περιόδου βάσει του άρθρου 35 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού για ορισμένο χρονικό διάστημα και για τον αποκλεισμό των διαπραγματεύσιμων σε χρηματιστήριο παραγώγων από το πεδίο εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού για ορισμένο χρονικό διάστημα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(47)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να μεταβιβαστούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες για την έκδοση της απόφασης ισοδυναμίας σχετικά με το νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτων χωρών για την παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών ή τόπους διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών, όσον αφορά την επιλεξιμότητα ως τόπων διαπραγμάτευσης για παράγωγα που υπόκεινται σε υποχρέωση διαπραγμάτευσης, και πρόσβασης κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών και τόπων διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών και κεντρικών αντισυμβαλλομένων εγκατεστημένων στην Ένωση. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(48)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση ομοιόμορφων απαιτήσεων σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα όσον αφορά την ανακοίνωση δεδομένων για τις συναλλαγές, την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές, τη διαπραγμάτευση παραγώγων προϊόντων σε οργανωμένους τόπους συναλλαγών, τη μη διακριτική πρόσβαση στην εκκαθάριση, τις αρμοδιότητες παρέμβασης σχετικά με προϊόντα και τις αρμοδιότητες σχετικά με τη διαχείριση θέσεων και τα όρια θέσεων, καθώς και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή τις δραστηριότητες από επιχειρήσεις τρίτων χωρών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη διότι, αν και οι εθνικές αρμόδιες αρχές μπορούν καλύτερα να παρακολουθούν τις εξελίξεις στην αγορά, η γενικότερη επίπτωση των προβλημάτων που σχετίζονται με τη συναλλακτική διαφάνεια, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών, τη διαπραγμάτευση παραγώγων και τις απαγορεύσεις προϊόντων και πρακτικών μπορεί να γίνει πλήρως αντιληπτή μόνο στο πλαίσιο της Ένωσης, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεών του, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(49)

Καμία ενέργεια αρμόδιας αρχής ή ΕΑΚΑΑ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δεν θα πρέπει να εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις κατά κράτους μέλους ή ομάδας κρατών μελών ως τόπου παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων σε οποιοδήποτε νόμισμα. Οι δράσεις της ΕΑΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων της βάσει του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει άμεσα ή έμμεσα να συνιστούν διάκριση σε βάρος οποιουδήποτε κράτους μέλους ή ομάδας κρατών μελών.

(50)

Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν την επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΕΑΚΑΑ είναι φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης πείρας, θα ήταν συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί η εκπόνηση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα υποβάλλονται στην Επιτροπή.

(51)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που εκπονούνται από την ΕΑΚΑΑ, όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά των απαιτήσεων συναλλακτικής διαφάνειας, όσον αφορά τις εργασίες νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή πολιτικής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τους τύπους ορισμένων σχετικών συναλλαγών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τους λεπτομερείς όρους για την απαλλαγή από τις απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας, όσον αφορά τη χρονική μετάθεση της δημοσίευσης, όσον αφορά την υποχρέωση να καταστούν διαθέσιμα ξεχωριστά τα στοιχεία πριν και μετά τη συναλλαγή„ όσον αφορά τα κριτήρια για την εφαρμογή των υποχρεώσεων προσυναλλακτικής διαφάνειας από συστηματικούς εσωτερικοποιητές, όσον αφορά το περιεχόμενο και τη συχνότητα των αιτήσεων δεδομένων για την παροχή πληροφοριών για λόγους διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς, όσον αφορά συναλλαγές που δεν συνεισφέρουν στη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών, όσον αφορά με τα δεδομένα εντολών που θα διατηρούνται, όσον αφορά το περιεχόμενο και τις προδιαγραφές των αναφορών συναλλαγών, όσον αφορά το περιεχόμενο και τον προσδιορισμό των δεδομένων αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όσον αφορά τους τύπους συμβάσεων που έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι αναγκαία η υποχρέωση διαπραγμάτευσης για παράγωγα όσον αφορά τις απαιτήσεις για συστήματα και διαδικασίες ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές σε εκκαθαρισμένα παράγωγα υποβάλλονται και γίνονται δεκτές προς εκκαθάριση, όσον αφορά τον προσδιορισμό τύπων ρυθμίσεων υπηρεσιών έμμεσης εκκαθάρισης, όσον αφορά όσον αφορά παράγωγα που υπόκεινται σε υποχρέωση διαπραγμάτευσης σε οργανωμένους τόπους διαπραγμάτευσης, όσον αφορά τη μη διακριτική πρόσβαση σε CCP και σε τόπο διαπραγμάτευσης, όσον αφορά τη μη διακριτική πρόσβαση σε δείκτες αναφοράς και την υποχρέωση παροχής άδειας χρήσης, και όσον αφορά τις πληροφορίες που η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας θα πρέπει να υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ με την αίτηση εγγραφής στο μητρώο, Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(52)

Το άρθρο 95 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ προβλέπει μεταβατική εξαίρεση για ορισμένες συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων τύπου C6. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο τα τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν την υποχρέωση εκκαθάρισης, τα οποία καταρτίζει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 να το λαμβάνουν αυτό υπόψη και να μην επιβάλλουν υποχρέωση εκκαθάρισης σε συμβάσεις παραγώγων οι οποίες στη συνέχεια θα υπαχθούν στη μεταβατική εξαίρεση για συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων τύπου C6.

(53)

Η εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναβληθεί, για να ευθυγραμμιστεί η εφαρμογή τους με την εφαρμογή, κατόπιν μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, των κανόνων της αναδιατυπωμένης οδηγίας και να θεσπιστούν όλα τα βασικά εκτελεστικά μέτρα. Η όλη δέσμη κανονιστικών διατάξεων θα πρέπει στη συνέχεια να εφαρμοστεί από την ίδια χρονική στιγμή. Μόνο η εφαρμογή των εξουσιοδοτήσεων για την έκδοση εκτελεστικών μέτρων δεν θα πρέπει να αναβληθεί, ώστε οι αναγκαίες ενέργειες για τη σύνταξη και έκδοση των εν λόγω εκτελεστικών μέτρων να αρχίσουν το συντομότερο δυνατόν.

(54)

Ο παρών κανονισμός τηρεί τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται ειδικότερα από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8), την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16), το δικαίωμα προστασίας του καταναλωτή (άρθρο 38), το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου (άρθρο 47) και το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (άρθρο 50), και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(55)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 10 Φεβρουαρίου 2012 (18),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες υποχρεώσεις σε σχέση με τα εξής:

α)

ανακοίνωση συναλλακτικών δεδομένων στο κοινό·

β)

γνωστοποίηση συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές·

γ)

διαπραγμάτευση παραγώγων προϊόντων σε οργανωμένους τόπους διαπραγμάτευσης·

δ)

μη διακριτική πρόσβαση στην εκκαθάριση και μη διακριτική πρόσβαση στη διαπραγμάτευση βάσει δεικτών αναφοράς·

ε)

αρμοδιότητες παρέμβασης των αρμοδίων αρχών, της ΕΑΚΑΑ και της ΕΑΤ σχετικά με προϊόντα και αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με ελέγχους διαχείρισης θέσεων και τα όρια θέσεων·

στ)

παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριότητες από επιχειρήσεις τρίτων χωρών, σε συνέχεια ισχύουσας απόφασης ισοδυναμίας από την Επιτροπή, με ή χωρίς υποκατάστημα.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) όταν τα εν λόγω ιδρύματα παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, και σε διαχειριστές αγοράς, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε τόπων διαπραγμάτευσης διαχειρίζονται.

3.   Ο τίτλος V του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται επίσης σε όλους τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και σε όλους τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που εμπίπτουν στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού.

4.   Ο τίτλος VI του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται επίσης στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP) και στα πρόσωπα που διαθέτουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί δεικτών αναφοράς.

5.   Ο τίτλος VIII του παρόντος κανονισμού ισχύει για εταιρείες τρίτων χωρών οι οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν δραστηριότητες εντός της Ένωσης, σε συνέχεια ισχύουσας απόφασης ισοδυναμίας από την Επιτροπή, με ή χωρίς υποκατάστημα.

6.   Τα άρθρα 8, 10, 18 και 21 δεν εφαρμόζονται σε ρυθμιζόμενες αγορές, διαχειριστές αγοράς και επιχειρήσεις επενδύσεων εφόσον πρόκειται για συναλλαγή στην οποία ο αντισυμβαλλόμενος είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και όταν η εν λόγω συναλλαγή συνάπτεται σε εκτέλεση νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή πολιτικής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την οποία το εν λόγω μέλος του ΕΣΚΤ είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένο να ασκεί και όταν το εν λόγω μέλος έχει ενημερώσει, εκ των προτέρων, τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο ότι η εν λόγω συναλλαγή εξαιρείται.

7.   Η παράγραφος 6 δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές που συνάπτονται από οποιοδήποτε μέλος του ΕΣΚΤ κατά την εκτέλεση των επενδυτικών δραστηριοτήτων του.

8.   Η ΕΑΚΑΑ σε στενή συνεργασία με το ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου προσδιορίζονται οι εργασίες νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή πολιτικής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τους τύπους συναλλαγών στους οποίους εφαρμόζονται οι παράγραφοι 6 και 8.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 για επέκταση του πεδίου εφαρμογής της παραγράφου 6 σε άλλες κεντρικές τράπεζες.

Προς το σκοπό αυτό, έως την 1η Ιουνίου 2015, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση με την οποία αξιολογείται η αντιμετώπιση των συναλλαγών των κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών που για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνει και την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Η έκθεση περιλαμβάνει ανάλυση των θεσμοθετημένων καθηκόντων τους και των όγκων συναλλαγών τους εντός της Ένωσης. Στην έκθεση:

α)

εντοπίζονται οι κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στις αντίστοιχες τρίτες χώρες για τη γνωστοποίηση των συναλλαγών των κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που αναλαμβάνονται από μέλη του ΕΣΚΤ σε εκείνες τις τρίτες χώρες, και

β)

εκτιμάται ο ενδεχόμενος αντίκτυπος που μπορεί να έχουν στις συναλλαγές κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών οι κανονιστικές υποχρεώσεις γνωστοποίησης εντός της Ένωση.

Εάν η έκθεση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 6 είναι απαραίτητη σε ό,τι αφορά συναλλαγές στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος είναι κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας που ενεργεί στο πλαίσιο άσκησης νομισματικής πολιτικής, συναλλαγματικής πολιτικής ή πολιτικής για χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η Επιτροπή προβλέπει ότι η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται στην κεντρική τράπεζα της εν λόγω τρίτης χώρας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «επιχείρηση επενδύσεων»: η επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

2)   «επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

3)   «παρεπόμενες υπηρεσίες»: οι παρεπόμενες υπηρεσίες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

4)   «εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

5)   «διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

6)   «ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: ειδικός διαπραγματευτής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

7)   «πελάτης»: ο πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

8)   «επαγγελματίας πελάτης»: ο επαγγελματίας πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

9)   «χρηματοπιστωτικό μέσο»: το χρηματοπιστωτικό μέσο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

10)   «διαχειριστής αγοράς»: ο διαχειριστής αγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

11)   «πολυμερές σύστημα»: το πολυμερές σύστημα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

12)   «συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser)»: ο συστηματικός εσωτερικοποιητής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

13)   «ρυθμιζόμενη αγορά»: η ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

14)   «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

15)   «μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: ο μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

16)   «τόπος διαπραγμάτευσης»: ο τόπος διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

17)   «ρευστή αγορά»:

α)

για τους σκοπούς των άρθρων 9, 11 και 18, αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:

i)

μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων·

ii)

αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν·

iii)

μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο·

β)

για τους σκοπούς των άρθρων 4, 5 και 14, αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου επί των οποίων καταρτίζονται συναλλαγές σε καθημερινή βάση και η αγορά αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

i)

τη διασπορά·

ii)

το μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα·

iii)

τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα·

18)   «αρμόδια αρχή»: η αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 26 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

19)   «πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20),

20)   «υποκατάστημα»: το υποκατάστημα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

21)   «στενοί δεσμοί»: οι στενοί δεσμοί όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

22)   «διοικητικό όργανο»: το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

23)   «δομημένη κατάθεση»: η δομημένη κατάθεση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

24)   «κινητές αξίες»: οι κινητές αξίες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

25)   «αποθετήρια έγγραφα»: τα αποθετήρια έγγραφα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 45 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

26)   «διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο»: το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 46 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

27)   «πιστοποιητικά»: οι αξίες που είναι διαπραγματεύσιμες στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες σε περίπτωση επιστροφής του κεφαλαίου από τον εκδότη κατατάσσονται πάνω από τις μετοχές, αλλά κάτω από τις μη εξασφαλισμένες ομολογίες και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα·

28)   «δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα»: αξίες οι οποίες δημιουργούνται για την τιτλοποίηση και τη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με μια ομάδα χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και οι οποίες παρέχουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα είσπραξης σε τακτικά διαστήματα ποσών που εξαρτώνται από τις ταμειακές ροές που δημιουργούν τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού·

29)   «παράγωγα»: τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο σημείο 44 στοιχείο γ) του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 4 έως 10 αυτής·

30)   «παράγωγα επί εμπορευμάτων»: τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία ορίζονται στο σημείο 44 στοιχείο γ) του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και σχετίζονται με εμπόρευμα ή με υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή στα σημεία 5, 6, 7 και 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I αυτής·

31)   «CCP»: ένας CCP (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

32)   «χρηματιστηριακό παράγωγο»: παράγωγο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε αγορά τρίτης χώρας που θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού, και ως τέτοιο δεν εμπίπτει στον ορισμό του εξωχρηματιστηριακού παραγώγου όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

33)   «επιδεκτική εκτέλεσης εκδήλωση ενδιαφέροντος»: μήνυμα από ένα μέλος ή συμμετέχοντα προς άλλον εντός ενός συστήματος διαπραγμάτευσης σχετικά με την ύπαρξη συναλλακτικού ενδιαφέροντος, το οποίο περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να συμφωνήσουν στην πραγματοποίηση συναλλαγής·

34)   «εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσίευσης» ή «ΕΜΔ»: ο εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσίευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

35)   «πάροχος ενοποιημένου δελτίου» ή «ΠΕΔ»: ο πάροχος ενοποιημένου δελτίου όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 53 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

36)   «εγκεκριμένος μηχανισμός αναφορών» ή «ΕΜΑ»: ο εγκεκριμένος μηχανισμός αναφορών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 54 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

37)   «κράτος μέλος καταγωγής»: το κράτος μέλος καταγωγής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 55 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

38)   «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 56 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

39)   «δείκτης αναφοράς»: κάθε τιμή, δείκτης ή αριθμητικό στοιχείο, που τίθεται στη διάθεση του κοινού ή δημοσιεύεται, το οποίο καθορίζεται περιοδικά ή τακτικά με την εφαρμογή ενός τύπου στην αξία, ή βάσει της αξίας ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τιμών, συμπεριλαμβανομένων εκτιμώμενων τιμών, πραγματικών ή εκτιμώμενων επιτοκίων ή άλλων αξιών ή ερευνών και βάσει του οποίου προσδιορίζεται το πληρωτέο ποσό βάσει ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή η αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου·

40)   «ρύθμιση διαλειτουργικότητας»: η ρύθμιση διαλειτουργικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

41)   «χρηματοπιστωτικός οργανισμός τρίτης χώρας»: η οντότητα, τα κεντρικά γραφεία της οποίας είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα, η οποία διαθέτει έγκριση ή άδεια βάσει της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας για την εκτέλεση οποιασδήποτε από τις υπηρεσίες ή την άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, στην οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), στην οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), στην οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) ή στην οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24)·

42)   «επιχείρηση τρίτης χώρας»: η επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 57 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

43)   «ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: το ενεργειακό προϊόν χονδρικής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25)·

44)   «παράγωγα επί/αγροτικών προϊόντων»: οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο παράρτημα I μέρος I έως ΧΧ και XXIV/1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26),

45)   «κατακερματισμός ρευστότητας»: η κατάσταση κατά την οποία:

α)

οι συμμετέχοντες σε τόπο διαπραγμάτευσης δεν είναι σε θέση να καταρτίσουν συναλλαγή με έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες στον συγκεκριμένο τόπο, εξαιτίας της απουσίας ρυθμίσεων εκκαθάρισης στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι συμμετέχοντες, ή

β)

ένα εκκαθαριστικό μέλος ή οι πελάτες του θα αναγκάζονταν να διατηρήσουν τις θέσεις τους επί ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε περισσότερους του ενός κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα συμψηφισμού εκθέσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα·

46)   «κρατικός χρεωστικός τίτλος»: ο κρατικός χρεωστικός τίτλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 61 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

47)   «συμπίεση χαρτοφυλακίου»: υπηρεσία περιορισμού του κινδύνου κατά την οποία δύο ή περισσότεροι αντισυμβαλλόμενοι προβαίνουν σε ολικό ή μερικό κλείσιμο των θέσεών τους σε ορισμένα ή όλα τα παράγωγα τα οποία υπέβαλαν οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι για συμμετοχή στη συμπίεση χαρτοφυλακίου και αντικαθιστούν τις εν λόγω θέσεις σε παράγωγα με άλλες θέσεις σε άλλα παράγωγα των οποίων η συνδυασμένη θεωρητική αξία είναι μικρότερη από τη συνδυασμένη θεωρητική αξία των θέσεων σε παράγωγα που έκλεισαν.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50, στις οποίες προσδιορίζει ορισμένα τεχνικά στοιχεία των ορισμών της παραγράφου 1, προκειμένου να τα προσαρμόζει στις εξελίξεις της αγοράς.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διαφάνεια για τους τόπους διαπραγμάτευσης

Άρθρο 3

Υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τις τρέχουσες τιμές αγοράς και πώλησης και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές που ανακοινώνονται μέσω των συστημάτων τους για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Η υποχρέωση αυτή ισχύει επίσης και για τις επιδεκτικές εκτέλεσης εκδηλώσεις ενδιαφέροντος. Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες αυτές στο κοινό συνεχώς κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών.

2.   Οι υποχρεώσεις συναλλακτικής διαφάνειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προσαρμόζονται ανάλογα με τους διάφορους τύπους συστημάτων διαπραγμάτευσης, περιλαμβανομένων των συστημάτων διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών, των συστημάτων διαπραγμάτευσης βάσει προσφορών (ζευγών εντολών), των υβριδικών συστημάτων διαπραγμάτευσης και των συστημάτων διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία.

3.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης παρέχουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 14, να δημοσιοποιούν προσφορές για την αγορά και πώληση μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών της παραγράφου 1.

Άρθρο 4

Απαλλαγές για τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τους διαχειριστές αγοράς και τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης από την υποχρέωση να δημοσιοποιούν τις αναφερόμενες στο άρθρο 3 παράγραφος 1 πληροφορίες, όσον αφορά:

α)

συστήματα ταύτισης εντολών βάσει μεθοδολογίας διαπραγμάτευσης με την οποία η τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 προέρχεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη αρχικά προς διαπραγμάτευση ή από τη σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά, εφόσον η εν λόγω τιμή αναφοράς δημοσιοποιείται ευρέως και θεωρείται αξιόπιστη τιμή αναφοράς από τους συμμετέχοντες στην αγορά. Η συνεχής χρήση αυτής της απαλλαγής υπόκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 5·

β)

συστήματα στα οποία καταρτίζονται κατ’ ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές οι οποίες:

i)

πραγματοποιούνται εντός του τρέχοντος σταθμισμένου κατά τον όγκο ανοίγματος τιμών που αντικατοπτρίζεται στο βιβλίο εντολών ή στις προσφορές αγοράς και πώλησης των ειδικών διαπραγματευτών του τόπου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί το σχετικό σύστημα, ενώ υπόκεινται στις προϋποθέσεις του άρθρου 5,

ii)

αφορούν μη ρευστή μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν εμπίπτει στον ορισμό της ρευστής αγοράς, και πραγματοποιούνται εντός ενός ποσοστού απόκλισης από την κατάλληλη τιμή αναφοράς, η οποία καθορίζεται μαζί με το εν λόγω ποσοστό εκ των προτέρων από τον διαχειριστή του συστήματος, ή

iii)

υπόκεινται σε όρους άλλους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου,

γ)

εντολές μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς,

δ)

εντολές που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών του τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά.

2.   Η τιμή αναφοράς της παραγράφου 1 στοιχείο α) ορίζεται λαμβάνοντας μία από τις ακόλουθες τιμές:

α)

του μέσου σημείου των τρεχουσών τιμών αγοράς και πώλησης του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη αρχικά προς διαπραγμάτευση ή από τη σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά· ή

β)

όταν δεν είναι διαθέσιμη η τιμή που αναφέρεται στο στοιχείο a), η τιμή ανοίγματος ή κλεισίματος της σχετικής συνεδρίασης.

Εντολές με τιμή αναφοράς μία από τις τιμές που αναφέρονται στο στοιχείο β) επιτρέπονται μόνο εκτός της συνεχούς φάσης διαπραγμάτευσης της σχετικής συνεδρίασης.

3.   Στην περίπτωση όπου τόποι διαπραγμάτευσης λειτουργούν συστήματα στα οποία καταρτίζονται κατ’ ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο i):

α)

οι εν λόγω συναλλαγές καταρτίζονται σύμφωνα με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

ο τόπος διαπραγμάτευσης εξασφαλίζει ότι διαθέτει/μηχανισμούς, συστήματα και διαδικασίες για την αποτροπή και τον εντοπισμό περιπτώσεων κατάχρησης αγοράς ή απόπειρας κατάχρησης αγοράς σε σχέση με κατ’ ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

γ)

ο τόπος διαπραγμάτευσης αναπτύσσει, διατηρεί και εφαρμόζει συστήματα για τον εντοπισμό κάθε απόπειρας χρήσης της απαλλαγής για αποφυγή συμμόρφωσης σε άλλες υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και για την αναφορά τέτοιων αποπειρών στην αρμόδια αρχή.

Όταν μια αρμόδια αρχή χορηγεί απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο i) ή iii), η εν λόγω αρμόδια αρχή παρακολουθεί τη χρήση της απαλλαγής από τον τόπο διαπραγμάτευσης ώστε να εξασφαλίσει ότι τηρούνται οι όροι χρήσης της απαλλαγής.

4.   Πριν από τη χορήγηση απαλλαγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις άλλες αρμόδιες αρχές τη σκοπούμενη χρήση κάθε μεμονωμένης απαλλαγής και εξηγούν τη λειτουργία της, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων του τόπου διαπραγμάτευσης από τον οποίο προέρχεται/στον οποίο ορίζεται η τιμή αναφοράς κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 στοιχείο α). Η κοινοποίηση της πρόθεσης για χορήγηση απαλλαγής πραγματοποιείται τουλάχιστον τέσσερις μήνες πριν τη σκοπούμενη χρήση της απαλλαγής. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει μη δεσμευτική γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα κάθε απαλλαγής με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στην παράγραφο 1 και εξειδικεύονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 6. Στην περίπτωση όπου η εν λόγω αρμόδια αρχή χορηγήσει απαλλαγή και η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους διαφωνεί, η δεύτερη μπορεί να παραπέμψει και πάλι το θέμα ενώπιον της ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να αποφασίσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των απαλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στην πράξη.

5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί, είτε με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα μιας άλλης αρμόδιας αρχής, να ανακαλέσει μια απαλλαγή που χορηγήθηκε δυνάμει της παραγράφου 1 σύμφωνα με την παράγραφο 6, εάν διαπιστώσει ότι η απαλλαγή χρησιμοποιείται κατά τρόπο που παρεκκλίνει από τον αρχικό σκοπό της ή εάν κρίνει ότι η απαλλαγή χρησιμοποιείται για την αποφυγή συμμόρφωσης στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με το παρόν άρθρο.

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις λοιπές αρμόδιες αρχές την ανάκληση αυτή αιτιολογώντας πλήρως την απόφασή τους.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζοντας τα εξής:

α)

το εύρος των τιμών αγοράς και πώλησης ή των προσφορών των ειδικών διαπραγματευτών και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές, τα οποία πρέπει να δημοσιοποιούνται για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, λαμβάνοντας υπόψη την απαιτούμενη βαθμονόμηση για τα διαφορετικά είδη συστημάτων διαπραγμάτευσης κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2·

β)

τη σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α)·

γ)

τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας κατ’ ιδίαν διαπραγματευθείσας συναλλαγής σε σχέση με τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους το μέλος ή ο συμμετέχων ενός τόπου διαπραγμάτευσης μπορεί να καταρτίσει αυτή τη συναλλαγή·

δ)

τις κατ’ ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές που δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση τιμών και δύνανται να καταρτίζονται κάνοντας χρήση της απαλλαγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο iii)·

ε)

το μέγεθος των εντολών μεγάλου μεγέθους και τον τύπο και το ελάχιστο μέγεθος των εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών ενός τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά για τις οποίες δύναται να χορηγηθεί απαλλαγή από την υποχρέωση προ-συναλλακτικής διαφάνειας δυνάμει της παραγράφου 1 για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων·

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Απαλλαγές που έχουν χορηγηθεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 29 παράγραφος 2 και 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και με τα άρθρα 18, 19 και 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 πριν από τις 3 Ιανουαρίου 2017 επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2019. Η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί κατά πόσον κάθε μιας από τις απαλλαγές αυτές παραμένει συμβατή με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που βασίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 5

Μηχανισμός μέγιστου/ορίου συναλλαγών

1.   Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χρήση των απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i) δεν πλήττει αδικαιολόγητα τη διαμόρφωση των τιμών, η κατάρτιση συναλλαγών στο πλαίσιο αυτών των απαλλαγών περιορίζεται ως εξής:

α)

το ποσοστό συναλλαγών επί ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που καταρτίσθηκαν σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης με χρήση αυτών των απαλλαγών περιορίζεται στο 4 % του συνολικού ύψους των συναλλαγών επί αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου που καταρτίσθηκαν σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης ανά την Ένωση κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών·

β)

το συνολικό ύψος των συναλλαγών επί ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που καταρτίσθηκαν στην Ένωση στο πλαίσιο αυτών των απαλλαγών περιορίζεται στο 8 % του συνολικού ύψους συναλλαγών που καταρτίσθηκαν επί αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης ανά την Ένωση κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών.

Ο συγκεκριμένος μηχανισμός μέγιστου ορίου συναλλαγών δεν ισχύει για κατ’ ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) και οι οποίες καταρτίζονται εντός ενός ποσοστού απόκλισης από την κατάλληλη τιμή αναφοράς κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), ή για συναλλαγές που υπόκεινται σε όρους άλλους από την τρέχουσα τιμή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iii).

2.   Όταν το ποσοστό συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικού μέσου που καταρτίζονται σε τόπο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο των απαλλαγών έχει υπερβεί το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), η αρμόδια αρχή που χορήγησε τις εν λόγω απαλλαγές σε αυτόν τον τόπο αναστέλλει, εντός δύο εργάσιμων ημερών, τη δυνατότητα χρήσης των χορηγηθεισών απαλλαγών σε αυτόν τον τόπο επί αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου, βάσει των στοιχείων που δημοσιεύει η ΕΑΚΑΑ κατά την παράγραφο 4, για περίοδο έξι μηνών.

3.   Όταν το ποσοστό συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικού μέσου που καταρτίζονται σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης ανά την Ένωση στο πλαίσιο αυτών των απαλλαγών έχει υπερβεί το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο β), όλες οι αρμόδιες αρχές αναστέλλουν, εντός δύο εργάσιμων ημερών, τη δυνατότητα χρήσης των εν λόγω χορηγηθεισών απαλλαγών ανά την Ένωση για περίοδο έξι μηνών.

4.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, το συνολικό ύψος των συναλλαγών στην Ένωση ανά χρηματοπιστωτικό μέσο κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, το ποσοστό των συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικού μέσου που πραγματοποιήθηκαν ανά την Ένωση στο πλαίσιο αυτών των απαλλαγών και σε κάθε τόπο διαπραγμάτευσης κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού αυτών των ποσοστών.

5.   Σε περίπτωση που η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εντοπίζει οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο το ύψος των συναλλαγών επί οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου που καταρτίσθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω απαλλαγών έχει υπερβεί το 3,75 % του συνολικού ύψους συναλλαγών επί του χρηματοπιστωτικού μέσου αυτού στην Ένωση, κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει συμπληρωματική έκθεση, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την 15η ημέρα του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο δημοσιεύεται η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Η εν λόγω έκθεση περιέχει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παράγραφο 4 όσον αφορά εκείνα τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία έχει σημειωθεί υπέρβαση του προαναφερθέντος ποσοστού 3,75 %.

6.   Σε περίπτωση που η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εντοπίζει ότι το συνολικό ύψος συναλλαγών επί οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου στην Ένωση που καταρτίσθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω απαλλαγών έχει υπερβεί το 7,75 % του συνολικού ύψους συναλλαγών επί του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου στην Ένωση, κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει συμπληρωματική έκθεση εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την 15η ημέρα του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο δημοσιεύεται η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Η εν λόγω έκθεση περιέχει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παράγραφο 4 όσον αφορά εκείνα τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία έχει σημειωθεί υπέρβαση του προαναφερθέντος ποσοστού 7,75 %.

7.   Προκειμένου να διασφαλισθεί αξιόπιστη βάση για την παρακολούθηση των συναλλαγών που καταρτίζονται με χρήση των εν λόγω απαλλαγών και προκειμένου να διαπιστώνεται τυχόν υπέρβαση των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης υποχρεούνται να διαθέτουν συστήματα και διαδικασίες ώστε:

α)

να καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό όλων των συναλλαγών που καταρτίσθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω απαλλαγών· και

β)

να διασφαλίζουν ότι σε κάθε περίπτωση τηρείται το όριο για συναλλαγές που καταρτίζονται με χρήση των εν λόγω απαλλαγών κατά την παράγραφο 1 στοιχείο α).

8.   Η περίοδος για τη δημοσίευση των στοιχείων των συναλλαγών από την ΕΑΚΑΑ και για την οποία η κατάρτιση συναλλαγών επί ενός χρηματοπιστωτικού μέσου με χρήση των εν λόγω απαλλαγών πρέπει να παρακολουθείται ξεκινά στις 3 Ιανουαρίου 2016. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 5, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναστέλλουν τη δυνατότητα χρήσης των χορηγηθεισών απαλλαγών από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και στη συνέχεια, σε μηνιαία βάση.

9.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο, συμπεριλαμβανομένης της σήμανσης των συναλλαγών, με την οποία συλλέγει, υπολογίζει και δημοσιεύει τα στοιχεία των συναλλαγών, ως ορίζεται στην παράγραφο 4, ώστε να παρέχει έναν ακριβή υπολογισμό του συνολικού ύψους των συναλλαγών ανά χρηματοπιστωτικό μέσο, και των ποσοστών των συναλλαγών με χρήση των εν λόγω απαλλαγών σε κάθε τόπο διαπραγμάτευσης ανά την Ένωση.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις μετα-συναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν την τιμή, τον όγκο και το χρόνο των συναλλαγών που καταρτίζονται/ολοκληρώνονται/συνάπτονται επί μετοχών, πιστοποιητικών κατάθεσης, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία τελούν υπό διαπραγμάτευση σε αυτό τον τόπο διαπραγμάτευσης. Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, δημοσιοποιούν τα στοιχεία όλων αυτών των συναλλαγών όσο πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό.

2.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης παρέχουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 20, να δημοσιεύουν τα στοιχεία των συναλλαγών επί μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για την κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δημοσιοποίηση των πληροφοριών.

Άρθρο 7

Άδεια χρονικής μετάθεσης της δημοσίευσης

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν άδεια στους διαχειριστές αγοράς και στις επιχειρήσεις επενδύσεων υπηρεσιών που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσίευση των στοιχείων των συναλλαγών ανάλογα με το είδος ή το μέγεθός τους.

Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν άδεια για τη μετάθεση του χρόνου δημοσιοποίησης των συναλλαγών που είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο ή για τη συγκεκριμένη κατηγορία μετοχών, πιστοποιητικών κατάθεσης, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών ή άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης λαμβάνουν εκ των προτέρων έγκριση της αρμόδιας αρχής για τις προτεινόμενες ρυθμίσεις βάσει των οποίων θα μεταθέτουν χρονικά τη δημοσιοποίηση των συναλλαγών και ανακοινώνουν ευκρινώς τις ρυθμίσεις αυτές στους συμμετέχοντες στην αγορά και στο κοινό. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων χρονικής μετάθεσης της δημοσιοποίησης των συναλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στην πράξη.

Εάν μια αρμόδια αρχή χορηγήσει άδεια για τη χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης και μια αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους διαφωνεί με αυτό ή διαφωνεί με την πρακτική εφαρμογή της χορηγηθείσας άδειας, η τελευταία μπορεί να παραπέμψει και πάλι το θέμα ενώπιον της ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να δράσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία προσδιορίζονται τα ακόλουθα στοιχεία προκειμένου να καταστεί δυνατή η δημοσίευση πληροφοριών βάσει του άρθρου 64 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ:

α)

τα στοιχεία των συναλλαγών τις οποίες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών και των διαχειριστών αγοράς και των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης, θέτουν στη διάθεση του κοινού για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωριστικών στοιχείων για τα διάφορα είδη συναλλαγών που δημοσιεύονται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 και του άρθρου 20, διακρίνοντας μεταξύ εκείνων που καθορίζονται από παράγοντες συνδεδεμένους κυρίως με την αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και εκείνων που καθορίζονται από άλλους παράγοντες·

β)

το χρονικό όριο/περιθώριο που θεωρείται ότι είναι σε συμμόρφωση με την υποχρέωση δημοσιοποίησης όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο, περιλαμβάνοντας τις περιπτώσεις όπου οι συναλλαγές εκτελούνται εκτός των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης·

γ)

τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται άδεια σε επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών και σε διαχειριστές αγοράς και σε επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων συναλλαγών για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 20 παράγραφος 1·

δ)

τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίζονται οι συναλλαγές για τις οποίες, λόγω του μεγέθους τους ή του τύπου, περιλαμβανομένης της ρευστότητας της μετοχής, πιστοποιητικού αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, πιστοποιητικού ή άλλου παρόμοιου χρηματοπιστωτικού μέσου, επιτρέπεται η χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διαφάνεια για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα

Άρθρο 8

Υποχρεώσεις προ-συναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τις τρέχουσες τιμές/προσφοράς και ζήτησης και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές που ανακοινώνονται μέσω των συστημάτων τους για ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Η υποχρέωση αυτή ισχύει επίσης και για τις επιδεκτικές εκτέλεσης εκδηλώσεις ενδιαφέροντος. Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες αυτές στο κοινό συνεχώς κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών. Αυτή η υποχρέωση δημοσιοποίησης δεν ισχύει για τις συναλλαγές σε παράγωγα μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που έχουν άμεση σχέση με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης του μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου ή αυτής της ομάδας.

2.   Οι υποχρεώσεις διαφάνειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 βαθμονομούνται ανάλογα με τους διάφορους τύπους συστημάτων διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών, των συστημάτων διαπραγμάτευσης βάσει προσφορών, των υβριδικών συστημάτων διαπραγμάτευσης, των συστημάτων διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία και των συστημάτων προφορικής διαπραγμάτευσης.

3.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης παρέχουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 18, να δημοσιοποιούν προσφορές για την αγορά και πώληση ομολογιών, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων και παραγώγων, πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευση, στους οποίους έχει χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο β), δημοσιοποιούν τουλάχιστον σε προ-συναλλακτικό επίπεδο ενδεικτικές τιμές αγοράς και πώλησης που πλησιάζουν την τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που ανακοινώνεται μέσω των συστημάτων τους για ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης καθιστούν τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στο κοινό μέσω κατάλληλων ηλεκτρονικών μέσων, συνεχώς κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών. Αυτές οι ρυθμίσεις διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες παρέχονται υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις.

Άρθρο 9

Απαλλαγές για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τους διαχειριστές αγοράς και τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης από την υποχρέωση να δημοσιοποιούν τις αναφερόμενες στο άρθρο 8 παράγραφος 1 πληροφορίες όσον αφορά:

α)

τις εντολές μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς και τις εντολές που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών του τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους·

β)

τις επιδεκτικές εκτέλεσης εκδηλώσεις ενδιαφέροντος σε συστήματα διαπραγμάτευσης με πρόσκληση υποβολής προσφορών και σε συστήματα προφορικής διαπραγμάτευσης οι οποίες υπερβαίνουν συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο θα εξέθετε τους παρόχους ρευστότητας σε αδικαιολόγητο κίνδυνο και λαμβάνει υπόψη εάν οι οικείοι συμμετέχοντες στην αγορά είναι επενδυτές λιανικής ή χονδρικής·

γ)

παράγωγα μη υποκείμενα στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης που προβλέπεται στο άρθρο 28 και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία δεν υφίσταται ρευστή αγορά.

2.   Πριν από τη χορήγηση απαλλαγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις άλλες αρμόδιες αρχές τη σκοπούμενη χρήση κάθε μεμονωμένης απαλλαγής και εξηγούν τη λειτουργία της. Η κοινοποίηση της πρόθεσης για χορήγηση απαλλαγής πραγματοποιείται τουλάχιστον 4 μήνες πριν η απαλλαγή πρόκειται να τεθεί σε ισχύ. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα της απαλλαγής με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στην παράγραφο 1 και διευκρινίζονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 5. Εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή χορηγήσει απαλλαγή και η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους διαφωνεί, η εν λόγω αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει και πάλι το θέμα ενώπιον της ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να δράσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των απαλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στην πράξη.

3.   Οι αρμόδιες αρχές, μπορούν, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής, να ανακαλέσουν απαλλαγή που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 εφόσον διαπιστώσουν ότι η απαλλαγή χρησιμοποιείται κατά τρόπο που παρεκκλίνει από τον αρχικό σκοπό της ή εάν θεωρήσουν ότι η απαλλαγή χρησιμοποιείται για την αποφυγή συμμόρφωσης στις υποχρεώσεις που θεσπίζει το παρόν άρθρο.

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις λοιπές αρμόδιες αρχές την ανάκληση αυτή χωρίς καθυστέρηση και πριν τεθεί σε ισχύ, αιτιολογώντας πλήρως την απόφασή τους.

4.   H αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ενός ή περισσοτέρων τόπων διαπραγμάτευσης στον οποίο τελεί υπό διαπραγμάτευση συγκεκριμένη κατηγορία ομολογιών, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων ή παραγώγων, μπορεί, εφόσον η ρευστότητα αυτής της κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων καθίσταται χαμηλότερη από ένα προκαθορισμένο όριο, να αναστείλει προσωρινά τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8. Το προκαθορισμένο όριο καθορίζεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ειδικά για την αγορά του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου. Κοινοποίηση της εν λόγω προσωρινής αναστολής δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της σχετικής αρμόδιας αρχής.

Η προσωρινή αναστολή ισχύει για αρχική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από τη δημοσίευσή της στον ιστότοπο της σχετικής αρμόδιας αρχής. Οποιαδήποτε αναστολή μπορεί να ανανεωθεί για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους τρεις μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι της προσωρινής αναστολής εξακολουθούν να ισχύουν. Στην περίπτωση που η προσωρινή αναστολή δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω τρίμηνη περίοδο, παύει να ισχύει αυτομάτως.

Πριν την αναστολή ή την ανανέωση της προσωρινής αναστολής των υποχρεώσεων βάσει της παρούσας παραγράφου που αναφέρονται στο άρθρο 8, η σχετική αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για την πρόθεσή της και παρέχει εξηγήσεις. Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνωμοδότηση προς την αρμόδια αρχή, το συντομότερο δυνατόν, σχετικά με το αν κατά την άποψή της δικαιολογείται η αναστολή ή η ανανέωση της προσωρινής αναστολής σύμφωνα με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

5.   Η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία καθορίζονται τα ακόλουθα:

α)

οι παράμετροι και οι μέθοδοι υπολογισμού του κατώτατου ορίου ρευστότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 4 σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο. Οι παράμετροι και οι μέθοδοι για τον υπολογισμό στα κράτη μέλη του κατώτατου ορίου ορίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όταν προσεγγίζεται το κατώτατο όριο, τούτο να αντιπροσωπεύει σημαντική μείωση της ρευστότητας σε όλους του τόπους διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, βάσει των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17·

β)

το εύρος των τιμών προσφοράς και ζήτησης ή των προσφορών (για αγορά και πώληση) (ζευγών εντολών) και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές, ή οι ενδεικτικές σε προ-συναλλακτικό επίπεδο τιμές αγοράς και πώλησης που πλησιάζουν την τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος, τα οποία πρέπει να δημοσιοποιούνται για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 4, λαμβάνοντας υπόψη την απαραίτητη βαθμονόμηση για τους διάφορους τύπους συστημάτων διαπραγμάτευσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2·

γ)

το μέγεθος των εντολών μεγάλου μεγέθους και τον τύπο και το ελάχιστο μέγεθος των εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους που μπορούν να απαλλαγούν δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου από την προ-συναλλακτική δημοσιοποίηση για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ)

το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και τον ορισμό των συστημάτων διαπραγμάτευσης με πρόσκληση υποβολής προσφορών και των συστημάτων προφορικής διαπραγμάτευσης που μπορούν να απαλλαγούν δυνάμει της παραγράφου 1 από την υποχρέωση προ-συναλλακτικής δημοσιοποίησης,

Κατά τον καθορισμό του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που θα εξέθετε τους παρόχους ρευστότητας σε αδικαιολόγητο κίνδυνο και λαμβάνει υπόψη εάν οι οικείοι συμμετέχοντες στην αγορά είναι επενδυτές λιανικής ή χονδρικής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

i)

εάν, στα μεγέθη αυτά, οι πάροχοι ρευστότητας θα είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τους κινδύνους τους·

ii)

εφόσον η αγορά του χρηματοπιστωτικού μέσου, ή της κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, αποτελείται εν μέρει από επενδυτές λιανικής, τη μέση αξία των συναλλαγών που καταρτίζουν εν λόγω επενδυτές,

ε)

τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά και που δυνάμει της παραγράφου 1 δύνανται να απαλλαγούν από την υποχρέωση προ-συναλλακτικής δημοσιοποίησης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 10

Υποχρεώσεις μετα-συναλλακτικής διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν την τιμή, τον όγκο και το χρόνο των συναλλαγών που καταρτίζονται σε ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, δημοσιοποιούν τις λεπτομέρειες όλων αυτών των συναλλαγών όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό.

2.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης παρέχουν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 21, να δημοσιοποιούν τα στοιχεία των συναλλαγών τους σε ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα, πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 11

Άδεια χρονικής μετάθεσης της δημοσιοποίησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν άδεια στους διαχειριστές αγοράς και στις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης για τη χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης των στοιχείων συναλλαγών ανάλογα με το μέγεθος ή το είδος της συναλλαγής.

Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τη χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης των συναλλαγών οι οποίες:

α)

είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος αγοράς για τη συγκεκριμένη ομολογία, το δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, το δικαίωμα εκπομπής ρύπων ή το παράγωγο που τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης, ή για τη συγκεκριμένη κατηγορία ομολογίας, δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, δικαιώματος εκπομπής ρύπων ή παραγώγου που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης· ή

β)

σχετίζονται με ομολογία, δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, δικαίωμα εκπομπής ρύπων ή παράγωγο που διαπραγματεύονται σε τόπο διαπραγμάτευσης, ή με κατηγορία ομολογίας, δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, δικαιώματος εκπομπής ρύπων ή παραγώγου που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά·

γ)

υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο μέγεθος για αυτή την ομολογία, το δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, το δικαίωμα εκπομπής ρύπων ή το παράγωγο που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, ή για τη συγκεκριμένη κατηγορία ομολογίας, δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, δικαιώματος εκπομπής ρύπων ή παραγώγου που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, το οποίο θα εξέθετε τους παρόχους ρευστότητας σε αδικαιολόγητο κίνδυνο, και λαμβάνει υπόψη εάν οι σχετικοί συμμετέχοντες στην αγορά είναι επενδυτές λιανικής ή χονδρικής.

Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης λαμβάνουν εκ των προτέρων έγκριση της αρμόδιας αρχής για τις προτεινόμενες ρυθμίσεις βάσει των οποίων θα μεταθέτουν χρονικά τη δημοσιοποίηση των συναλλαγών και ανακοινώνουν ευκρινώς τους τρόπους αυτούς στους συμμετέχοντες στην αγορά και στο κοινό. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων χρονικής μετάθεσης της δημοσιοποίησης των συναλλαγών και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο χρησιμοποίησής τους στην πράξη.

2.   H αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ενός ή περισσοτέρων τόπων διαπραγμάτευσης όπου τελεί υπό διαπραγμάτευση συγκεκριμένη κατηγορία ομολογίας, δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, δικαιώματος εκπομπής ρύπων ή παραγώγου, μπορεί, εφόσον η ρευστότητα της εν λόγω κατηγορίας χρηματοπιστωτικού μέσου καθίσταται χαμηλότερη από το καθορισμένο κατώτατο όριο, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο α), να αναστείλει προσωρινά τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10. Το εν λόγω κατώτατο όριο καθορίζεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ειδικών για την αγορά του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου. Τέτοια προσωρινή αναστολή δημοσιεύεται στον ιστότοπο της σχετικής αρμόδιας αρχής.

Η προσωρινή αναστολή ισχύει για αρχική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από τη δημοσίευσή της στον ιστότοπο της σχετικής αρμόδιας αρχής. Τέτοια αναστολή δύναται να ανανεωθεί για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους τρεις μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι της προσωρινής αναστολής εξακολουθούν να ισχύουν. Στην περίπτωση που η προσωρινή αναστολή δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω τρίμηνη περίοδο, παύει να ισχύει αυτομάτως.

Πριν την αναστολή ή την ανανέωση της προσωρινής αναστολής των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10, η σχετική αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για την πρόθεσή της και παρέχει εξηγήσεις. Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνωμοδότηση στην αρμόδια αρχή το συντομότερο δυνατόν για το αν κατά την άποψή της δικαιολογείται η αναστολή ή η ανανέωση της προσωρινής αναστολής σύμφωνα με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε συνδυασμό με την άδεια για χρονική μετάθεση της δημοσίευσης:

α)

να ζητούν τη δημοσιοποίηση μέρους λεπτομερειών συναλλαγής ή τη δημοσιοποίηση λεπτομερειών πολλών συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή ή συνδυασμού τους, κατά την περίοδο της χρονικής μετάθεσης·

β)

να επιτρέπουν την παράλειψη της δημοσίευσης του όγκου μεμονωμένης συναλλαγής κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου χρονικής μετάθεσης·

γ)

όσον αφορά τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν αποτελούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση πολλών συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου χρονικής μετάθεσης·

δ)

όσον αφορά κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση πολλών συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή επί αορίστου χρόνου.

Στην περίπτωση των κρατικών χρεωστικών τίτλων, τα στοιχεία β) και δ) μπορούν να χρησιμοποιούνται μεμονωμένα ή διαδοχικά, έτσι ώστε, όταν παρέλθει η παρατεταμένη περίοδος για την παράλειψη δημοσιοποίησης του όγκου των συναλλαγών, να μπορούν να δημοσιοποιηθούν οι όγκοι των συναλλαγών αθροιστικά.

Στην περίπτωση όλων των άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, όταν παρέλθει η περίοδος χρονικής μετάθεσης, δημοσιοποιούνται μεμονωμένα οι εκκρεμείς λεπτομέρειες της συναλλαγής και όλες οι λεπτομέρειες των συναλλαγών.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που απαιτούνται με βάση το άρθρο 64 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στα οποία διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

α)

οι λεπτομέρειες των συναλλαγών τις οποίες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών καθώς και οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης, πρέπει να θέτουν στη διάθεση του κοινού για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων και των αναγνωριστικών στοιχείων για τα διάφορα είδη συναλλαγών που δημοσιεύονται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 1 και του άρθρου 21 παράγραφος 1, διακρίνοντας μεταξύ εκείνων που καθορίζονται από παράγοντες συνδεόμενους κυρίως με την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και εκείνων που καθορίζονται από άλλους παράγοντες·

β)

το χρονικό όριο/περιθώριο που θεωρείται ότι είναι σε συμμόρφωση με την υποχρέωση δημοσιοποίησης όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο, περιλαμβάνοντας τις περιπτώσεις όπου οι συναλλαγές εκτελούνται εκτός των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης·

γ)

τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται άδεια σε επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, σε διαχειριστές αγοράς και σε επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης, να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσιοποίηση των λεπτομερειών συναλλαγών για κάθε σχετική κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 21 παράγραφος 4·

δ)

τα κριτήρια που εφαρμόζονται κατά τον προσδιορισμό του μεγέθους ή του είδους της συναλλαγής για την οποία επιτρέπονται, σύμφωνα με την παράγραφο 3, η χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης και η δημοσιοποίηση μέρους των λεπτομερειών ή η δημοσιοποίηση λεπτομερειών πολλών συναλλαγών αθροιστικά ή η παράλειψη της δημοσιοποίησης του όγκου μιας συναλλαγής, με ιδιαίτερη αναφορά στην έγκριση παρατεταμένης περιόδου χρονικής μετάθεσης για ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ανάλογα με τη ρευστότητά τους.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Υποχρέωση διάθεσης συναλλακτικών στοιχείων χωριστά και υπό εύλογους εμπορικούς όρους

Άρθρο 12

Υποχρέωση διάθεσης προ-συναλλακτικών και μετα-συναλλακτικών στοιχείων χωριστά

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης θέτουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6 έως 11 στη διάθεση του κοινού, προσφέροντας τα προ-συναλλακτικά και τα μετα-συναλλακτικά δεδομένα χωριστά.

2.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζεται η προσφορά στοιχείων προ-συναλλακτικής και μετα-συναλλακτικής διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων που πρέπει να διατίθενται στο κοινό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 13

Υποχρέωση διάθεσης προ-συναλλακτικών και μετα-συναλλακτικών στοιχείων υπό εύλογους εμπορικούς όρους

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης θέτουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6 έως 11 στη διάθεση του κοινού υπό εύλογους εμπορικούς όρους και διασφαλίζουν την άνευ διακρίσεων πρόσβαση στις πληροφορίες. Αυτές οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσιοποίηση.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50, με τις οποίες αποσαφηνίζεται τι συνιστά εύλογους εμπορικούς όρους για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΙ ΕΞΩΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΑ

Άρθρο 14

Υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να ανακοινώνουν δημόσια δεσμευτικές προσφορές όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν δεσμευτικές προσφορές όσον αφορά τις εν λόγω μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και τα άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για τα οποία δραστηριοποιούνται ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές και για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά.

Όταν δεν υπάρχει ρευστή αγορά για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές οφείλουν να γνωστοποιούν προσφορές στους πελάτες τους, κατόπιν αιτήματός τους.

2.   Το παρόν άρθρο και τα άρθρα 15, 16 και 17 εφαρμόζονται στους συστηματικούς εσωτερικοποιητές όταν διενεργούν συναλλαγές το μέγεθος των οποίων δεν είναι μεγαλύτερο από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δεν υπόκεινται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 15, 16 και 17 όταν διενεργούν συναλλαγές το μέγεθος των οποίων υπερβαίνει το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς.

3.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αποφασίζουν το μέγεθος ή τα μεγέθη για τα οποία δίνουν προσφορές ή ορίζουν τιμές. Το ελάχιστο μέγεθος προσφοράς είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με το 10 % του συνήθους μεγέθους συναλλαγών της αγοράς για μια μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Για συγκεκριμένη μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, κάθε προσφορά περιλαμβάνει δεσμευτική(-ές) τιμή ή τιμές αγοράς και πώλησης για μέγεθος ή μεγέθη που μπορεί να είναι μικρότερο(-α) ή ίσο(-α) με το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς για την κατηγορία μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών ή άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων στην οποία ανήκει το χρηματοπιστωτικό μέσο. Η τιμή ή οι τιμές αντανακλούν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά για την εν λόγω μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο.

4.   Μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα κατατάσσονται σε κατηγορίες βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για το εκάστοτε χρηματοπιστωτικό μέσο. Το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς για κάθε κατηγορία μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων είναι αντιπροσωπευτικό της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που περιλαμβάνονται σε κάθε κατηγορία.

5.   H αγορά για κάθε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο συμπεριλαμβάνει όλες τις εντολές που εκτελούνται στην Ένωση σε σχέση με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, εξαιρουμένων των εντολών ο όγκος των οποίων είναι μεγάλος σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος συναλλαγών της αγοράς.

6.   Η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 26 για κάθε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό και άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο ορίζει τουλάχιστον μία φορά ετησίως, βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, την κατηγορία στην οποία ανήκει. Η πληροφορία αυτή ανακοινώνεται σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά και γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ, η οποία δημοσιοποιεί την πληροφορία στον ιστότοπό της.

7.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική αποτίμηση μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων και να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα να επιτύχει η επιχείρηση επενδύσεων την καλύτερη συμφωνία για τους πελάτες της, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται περαιτέρω οι όροι της δημοσιοποίησης δεσμευτικών προσφορών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο καθορισμός του πότε οι τιμές αντανακλούν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, και του συνήθους μεγέθους συναλλαγών της αγοράς που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 15

Εκτέλεση εντολών πελατών

1.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν δημόσια τις προσφορές τους σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών. Δύνανται να επικαιροποιούν τις προσφορές ανά πάσα στιγμή. Υπό εξαιρετικές δε συνθήκες αγοράς, τους επιτρέπεται να ανακαλούν τις προσφορές τους.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στον ορισμό του συστηματικού εσωτερικοποιητή να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή τους. Η εν λόγω ενημέρωση διαβιβάζεται στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο με όλους τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές στην Ένωση.

Οι προσφορές ανακοινώνονται δημοσία με τρόπο εύκολα προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά και υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

2.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές, σε συμμόρφωση του άρθρου 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκτελούν τις εντολές που λαμβάνουν από τους πελάτες τους και που αφορούν τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και τα άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία είναι συστηματικοί εσωτερικοποιητές στη δημοσιοποιημένη τιμή κατά τη στιγμή παραλαβής της εντολής, τηρώντας ταυτόχρονα.

Ωστόσο, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, μπορούν να εκτελούν τις εν λόγω εντολές σε καλύτερη τιμή, εφόσον η τιμή κείται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς.

3.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δύνανται να εκτελούν εντολές που λαμβάνουν από επαγγελματίες πελάτες τους σε τιμές διαφορετικές από τις περιλαμβανόμενες στις προσφορές που δημοσιοποιούν χωρίς την υποχρέωση συμμόρφωσης με την παράγραφο 2, προκειμένου περί σύνθετων συναλλαγών που περιλαμβάνουν την εκτέλεση επιμέρους πράξεων επί πολλών τίτλων, ή προκειμένου περί εντολών που υπόκεινται σε όρους άλλους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς.

4.   Σε περίπτωση όπου συστηματικός εσωτερικοποιητής, ο οποίος δημοσιοποιεί μόνο μία προσφορά ή το μέγεθος της προσφοράς με την υψηλότερη τιμή είναι χαμηλότερο από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς, λάβει από έναν πελάτη εντολή, το μέγεθος για το οποίο έχει ορίσει τιμή, αλλά μικρότερο από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς, δύναται να αποφασίσει να εκτελέσει εκείνο το μέρος της εντολής το μέγεθος για το οποίο έχει ορίσει τιμή, υπό την προϋπόθεση ότι το μέρος αυτό εκτελείται στη δημοσιοποιημένη στην προσφορά του τιμή, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σύμφωνα με τους όρους των παραγράφων 2 και 3. Σε περίπτωση όπου ο συστηματικός εσωτερικοποιητής δημοσιοποιεί προσφορές για διαφορετικά μεγέθη και λάβει εντολή η οποία κυμαίνεται μεταξύ των μεγεθών αυτών και την οποία επιλέγει να εκτελέσει, εκτελεί την εντολή σε μία από τις δημοσιοποιημένες στις προσφορές του τιμές σύμφωνα με το άρθρο 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σύμφωνα με τους όρους των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 για την αποσαφήνιση της έννοιας της εύλογης εμπορικής βάσης για τη δημόσια ανακοίνωση ζευγών εντολών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 16

Υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών

Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν τα εξής:

α)

ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τακτικά τις τιμές αγοράς και πώλησης που δημοσιοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 14 και διατηρούν τιμές που αντανακλούν τις κρατούσες συνθήκες της αγοράς·

β)

ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν τους όρους βελτίωσης των τιμών που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Πρόσβαση στις προσφορές

1.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επιτρέπεται να επιλέγουν, βάσει της εμπορικής τους πολιτικής και με τρόπο αντικειμενικό που δε δημιουργεί διακρίσεις, τους πελάτες στους οποίους παρέχουν πρόσβαση στις προσφορές που δημοσιοποιούν. Για τον σκοπό αυτό εφαρμόζουν σαφή πρότυπα διαχείρισης της πρόσβασης στις προσφορές τους. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αρνούνται να συνάψουν ή να διακόπτουν εμπορικές σχέσεις με επενδυτές„ βάσει εμπορικών κριτηρίων όπως η πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη, ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και ο τελικός διακανονισμός της συναλλαγής.

2.   Προκειμένου να περιορίζεται ο κίνδυνος έκθεσης σε πολλαπλές συναλλαγές με τον ίδιο πελάτη, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επιτρέπεται να θέτουν, με τρόπο που δε δημιουργεί διακρίσεις, όρια στον αριθμό των συναλλαγών του ιδίου πελάτη που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν υπό τους όρους που δημοσιοποιούν. Δύνανται, με τρόπο που δε δημιουργεί διακρίσεις και σύμφωνα με το άρθρο 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, να περιορίζουν τον συνολικό αριθμό ταυτόχρονων συναλλαγών με διαφορετικούς πελάτες, εφόσον τούτο μπορεί να επιτραπεί, μόνο σε περίπτωση όπου ο αριθμός και ο όγκος των εντολών που λαμβάνουν από τους πελάτες υπερβαίνει σημαντικά τα συνήθη επίπεδα.

3.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική αποτίμηση μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων και να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα να επιτύχει η επιχείρηση επενδύσεων τους καλύτερους όρους για τους πελάτες της, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 με τις οποίες προσδιορίζονται:

α)

τα κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων στις οποίες μία προσφορά δημοσιοποιείται σε τακτική και συνεχή βάση και είναι ευκόλως προσβάσιμη όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να συμμορφώνονται με την υποχρέωση δημοσιοποίησης των προσφορών τους, οι οποίοι περιλαμβάνουν ιδίως τις ακόλουθες δυνατότητες:

i)

μέσω των υποδομών οποιασδήποτε ρυθμιζόμενης αγοράς στην οποία έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο,

ii)

μέσω Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ,

iii)

μέσω δικών τους μηχανισμών·

β)

τα κριτήρια προσδιορισμού των σύνθετων συναλλαγών που περιλαμβάνουν την εκτέλεση επιμέρους πράξεων επί πολλών τίτλων, ή των εντολών εκείνων που υπόκεινται σε όρους άλλους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3·

γ)

τα κριτήρια προσδιορισμού του ποιες μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικές συνθήκες αγοράς επιτρέπουσες την ανάκληση των προσφορών καθώς και των όρων επικαιροποίησης των προσφορών όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1·

δ)

τα κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων στις οποίες ο αριθμός και/ή ο όγκος των εντολών πελατών υπερβαίνει σημαντικά τα κανονικά επίπεδα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2·

ε)

τα κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων στις οποίες οι τιμές κινούνται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να δημοσιοποιούν προσφορές όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν δεσμευτικές προσφορές όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, για τα οποία δραστηριοποιούνται ως συστηματικός εσωτερικοποιητής και για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τους ζητείται από πελάτη να δώσουν προσφορά ως συστηματικός εσωτερικοποιητή·

β)

συμφωνούν να παράσχουν προσφορά.

2.   Προκειμένου περί ομολογιών, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων και παραγώγων που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές οφείλουν να γνωστοποιούν προσφορές στους πελάτες τους, κατόπιν σχετικού αιτήματος, εφόσον συμφωνούν να παράσχουν προσφορές. Η εν λόγω υποχρέωση δύναται να αίρεται όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.

3.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δύνανται να επικαιροποιούν τις προσφορές τους ανά πάσα στιγμή. Υπό εξαιρετικές συνθήκες αγοράς, δύνανται να ανακαλούν τις προσφορές τους.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στον ορισμό του συστηματικού εσωτερικοποιητή να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή τους. Η εν λόγω ενημέρωση διαβιβάζεται στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο με όλους τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές στην Ένωση.

5.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές θέτουν τα δεσμευτικές προσφορές που δημοσιοποιούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στη διάθεση άλλων πελατών τους. Παρ’ όλα αυτά, επιτρέπεται να επιλέγουν, βάσει της εμπορικής τους πολιτικής και με τρόπο αντικειμενικό που δε δημιουργεί διακρίσεις, τους πελάτες στους οποίους δίνουν πρόσβαση στις προσφορές που δημοσιοποιούν. Για τον σκοπό αυτό, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές διαθέτουν σαφή πρότυπα διαχείρισης της πρόσβασης στις προσφορές τους. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δύνανται να αρνούνται να συνάψουν ή να διακόπτουν εμπορικές σχέσεις με επενδυτές, βάσει εμπορικών κριτηρίων, όπως η πιστοληπτική ικανότητα του επενδυτή, ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και ο τελικός διακανονισμός της συναλλαγής.

6.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές αναλαμβάνουν να εκτελέσουν συναλλαγές υπό τους δημοσιευμένους όρους με κάθε άλλον πελάτη στη διάθεση του οποίου έχει τεθεί η προσφορά σύμφωνα με την παράγραφο 5 όταν το μέγεθος της δημοσιοποιημένης προσφοράς είναι ίσο ή μικρότερο από το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο δ).

Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δεν υπόκεινται στην υποχρέωση δημοσιοποίησης δεσμευτικών προσφορών δυνάμει της παραγράφου 1 για χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η ρευστότητα καθίσταται μικρότερη από το ελάχιστο όριο ρευστότητας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4.

7.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επιτρέπεται να θέτουν, με τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις και με διαφάνεια, όρια στον αριθμό των συναλλαγών που αναλαμβάνουν να καταρτίσουν με πελάτες τους έναντι οποιασδήποτε προσφοράς.

8.   Οι προσφορές που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 5 και εκείνες των οποίων το μέγεθος είναι ίσο ή μικρότερο από το μέγεθος που αναφέρεται στην παράγραφο 6 ανακοινώνονται δημοσία με τρόπο εύκολα προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά και υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

9.   Η ανακοινωθείσα τιμή ή οι τιμές της προσφοράς πρέπει να είναι τέτοια (-ες) που να διασφαλίζουν ότι ο συστηματικός εσωτερικοποιητής συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όπου αρμόζει, και αντανακλούν τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς σε σχέση με τις τιμές στις οποίες καταρτίζονται συναλλαγές για τα ίδια ή παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα σε τόπο διαπραγμάτευσης.

Όμως, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δύνανται να εκτελούν εντολές σε καλύτερη τιμή, εφόσον η τιμή εμπίπτει εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς.

10.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δεν υπόκεινται στο παρόν άρθρο όταν διενεργούν συναλλαγές το μέγεθος των οποίων είναι μεγαλύτερο από το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο δ).

Άρθρο 19

Παρακολούθηση από την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ παρακολουθούν την εφαρμογή του άρθρου 18 όσον αφορά τα μεγέθη των προσφορών που διατίθενται στους πελάτες της επιχείρησης επενδύσεων και σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά σε σχέση με την υπόλοιπη συναλλακτική δραστηριότητα της επιχείρησης, καθώς και τον βαθμό στον οποίο οι προσφορές αντανακλούν τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς προκειμένου για συναλλαγές στο ίδιο ή σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα σε τόπο διαπραγμάτευσης. Έως τις 3 Ιανουαρίου 2019, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 18. Σε περίπτωση όπου παρατηρηθεί σημαντική δραστηριοποίηση στην ανακοίνωση προσφορών και στην εκτέλεση συναλλαγών έστω κατ’ ελάχιστον πέραν του ελάχιστου ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 6 ή εκτός των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή πριν από την ημερομηνία αυτή.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50, με τις οποίες προσδιορίζονται τα μεγέθη που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 6, στα οποία η επιχείρηση πραγματοποιεί συναλλαγές με κάθε άλλον πελάτη στη διάθεση του οποίου έχει τεθεί η προσφορά. Το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο καθορίζεται σύμφωνα προς τα κριτήρια του άρθρου 9 παράγραφος 5 στοιχείο δ).

3.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50, στις οποίες αποσαφηνίζεται τι συνιστά εύλογους εμπορικούς όρους για τη δημόσια ανακοίνωση προσφορών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 8.

Άρθρο 20

Μετα-συναλλακτική πληροφόρηση που πρέπει να δημοσιοποιούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελατών, καταρτίζουν συναλλαγές σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, δημοσιοποιούν τον όγκο και την τιμή των συναλλαγών αυτών και τον χρόνο κατά τον οποίο ολοκληρώθηκαν. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται μέσω Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.

2.   Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τα χρονικά όρια εντός των οποίων αυτές δημοσιοποιούνται είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α). Εάν τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 προβλέπουν χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης των πληροφοριών για ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, η δυνατότητα αυτή εφαρμόζεται επίσης σε αυτές τις συναλλαγές όταν διενεργούνται εκτός τόπων διαπραγμάτευσης.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία προσδιορίζονται τα εξής:

α)

αναγνωριστικά στοιχεία για τα διάφορα είδη συναλλαγών που δημοσιοποιούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, διακρίνονται μεταξύ εκείνων που καθορίζονται από παράγοντες συνδεόμενους κυρίως με την αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και εκείνων που καθορίζονται από άλλους παράγοντες·

β)

η εφαρμογή της υποχρέωσης της παραγράφου 1 σε συναλλαγές στις οποίες χρησιμοποιούνται τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα για παροχή ασφάλειας, δανεισμό ή άλλους σκοπούς, όπου η ανταλλαγή των χρηματοπιστωτικών μέσων καθορίζεται από παράγοντες άλλους από την τρέχουσα αποτίμηση του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά·

γ)

το μέρος μιας συναλλαγής το οποίο οφείλει να δημοσιοποιήσει τη συναλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 1 εάν και τα δύο μέρη της συναλλαγής είναι επιχειρήσεις επενδύσεων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 21

Υποχρεώσεις μετα-συναλλακτικής διαφάνειας για επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, μετά τη συναλλαγή όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελατών, καταρτίζουν συναλλαγές σε ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, δημοσιοποιούν τον όγκο και την τιμή των συναλλαγών αυτών και τον χρόνο κατάρτισής τους. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται μέσω Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.

2.   Κάθε μία συναλλαγή δημοσιοποιείται άπαξ μέσω ενός και μοναδικού Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.

3.   Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα χρονικά όρια εντός των οποίων αυτές δημοσιοποιούνται συνάδουν με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β).

4.   Οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσιοποίηση, ή δύνανται να ζητούν τη δημοσιοποίηση μέρους των λεπτομερειών της συναλλαγής ή τη δημοσιοποίηση λεπτομερειών πολλών συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή, ή συνδυασμό αυτών, κατά την περίοδο της χρονικής μετάθεσης, ή δύνανται να επιτρέπουν την παράλειψη της δημοσιοποίησης του όγκου μεμονωμένων συναλλαγών κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου χρονικής μετάθεσης, ή στην περίπτωση μη μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία δεν αποτελούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, δύνανται να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση διαφόρων συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή κατά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χρονικής μετάθεσης, ή στην περίπτωση κρατικών χρεωστικών τίτλων δύνανται να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση πολλών συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή επί αορίστου χρόνου, και δύνανται να αναστέλλουν προσωρινά τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τους ίδιους όρους με εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 11.

Στην περίπτωση όπου τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 προβλέπουν χρονική μετάθεση δημοσιοποίησης και δημοσιοποίηση μέρους των λεπτομερειών σε συγκεντρωτική μορφή, ή συνδυασμό αυτών, ή παράλειψη της δημοσιοποίησης του όγκου ορισμένων κατηγοριών συναλλαγών σε ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων ή παράγωγα, που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, η εν λόγω δυνατότητα εφαρμόζεται επίσης σε αυτές τις συναλλαγές όταν διενεργούνται εκτός τόπων διαπραγμάτευσης.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που απαιτείται με βάση το άρθρο 64 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ με τα οποία προσδιορίζονται τα εξής:

α)

τα αναγνωριστικά στοιχεία για τα διάφορα είδη συναλλαγών που δημοσιεύονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, διακρίνοντας μεταξύ εκείνων που καθορίζονται από παράγοντες συνδεόμενους κυρίως με την αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και εκείνων που καθορίζονται από άλλους παράγοντες·

β)

η εφαρμογή της υποχρέωσης της παραγράφου 1 σε συναλλαγές στις οποίες χρησιμοποιούνται τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα για παροχή ασφάλειας, δανεισμό ή άλλους σκοπούς, όπου η ανταλλαγή των χρηματοπιστωτικών μέσων καθορίζεται από παράγοντες άλλους από την τρέχουσα αποτίμηση του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά·

γ)

το συμβαλλόμενο μέρος μιας συναλλαγής το οποίο οφείλει να δημοσιοποιήσει τη συναλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 1 εάν και τα δύο μέρη της συναλλαγής είναι επιχειρήσεις επενδύσεων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 22

Παροχή πληροφοριών για τους σκοπούς της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς

1.   Προκειμένου να πραγματοποιηθούν υπολογισμοί για τον καθορισμό των υποχρεώσεων για την προ-συναλλακτική και τη μετα-συναλλακτική διαφάνεια και τα καθεστώτα υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που επιβάλλουν τα άρθρα 3 έως 11, τα άρθρα 14 έως 21 και το άρθρο 32, που εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και για να προσδιορισθεί αν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητούν πληροφορίες από:

α)

τόπους διαπραγμάτευσης·

β)

Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και

γ)

Π.Ε.ΔΗ.ΣΥ.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι ΠΕΔ αποθηκεύουν τα απαραίτητα στοιχεία για επαρκές χρονικό διάστημα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ αυτές τις πληροφορίες όπως απαιτεί η ΕΑΚΑΑ για να καταρτίσει τις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4, 5 και 6.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με στόχο να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τη συχνότητα των αιτημάτων για παροχή δεδομένων και τη μορφή και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου οι τόποι συναλλαγών, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι Π.Ε.ΔΗ.ΣΥ. οφείλουν να απαντούν στα αιτήματα αυτά σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τον τύπο στοιχείων που πρέπει να αποθηκεύονται και το ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι Π.Ε.ΔΗ.ΣΥ. οφείλουν να αποθηκεύουν στοιχεία προκειμένου να είναι σε θέση να απαντήσουν σε τέτοια αιτήματα σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 23

Υποχρέωση διαπραγμάτευσης για επιχειρήσεις επενδύσεων

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων εξασφαλίζει ότι οι συναλλαγές, τις οποίες αναλαμβάνει να καταρτίσει σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, καταρτίζονται σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή ή σε τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που έχει αξιολογηθεί ως ισοδύναμος σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όπου αρμόζει, εκτός αν στα χαρακτηριστικά τους περιλαμβάνεται ότι:

α)

είναι μη συστηματικές, ad hoc, μη τακτικές και μη συχνές, ή

β)

διενεργούνται μεταξύ επιλέξιμων ή/επαγγελματιών αντισυμβαλλόμενων και δεν συμβάλλουν στη διαδικασία εξεύρεσης τιμής.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία διαχειρίζεται εσωτερικό σύστημα ταύτισης το οποίο εκτελεί εντολές πελατών σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα σε πολυμερή βάση πρέπει να εξασφαλίζει ότι έχει αδειοδοτηθεί ως ΠΜΔ βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ότι συμμορφώνεται με όλες τις σχετικές διατάξεις που διέπουν τέτοιες αδειοδοτήσεις.

3.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προσδιορίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συναλλαγών σε μετοχές οι οποίες δεν συμβάλλουν στη διαδικασία εξεύρεσης τιμών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπ’ όψιν περιπτώσεις όπως:

α)

συναλλαγές μη προσβάσιμης ρευστότητας· ή

β)

συναλλαγές κατά τις οποίες η ανταλλαγή των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων καθορίζεται από παράγοντες διαφορετικούς από την τρέχουσα αποτίμηση του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Άρθρο 24

Υποχρέωση διατήρησης της ακεραιότητας των αγορών

Με την επιφύλαξη του καταμερισμού των ευθυνών για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι αρμόδιες αρχές, συντονιζόμενες από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, παρακολουθούν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι αυτές ενεργούν με τρόπο έντιμο, δίκαιο, επαγγελματικό και ο οποίος κατοχυρώνει την ακεραιότητα της αγοράς.

Άρθρο 25

Υποχρέωση τήρησης αρχείων

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, για πέντε χρόνια, τα στοιχεία σχετικά με όλες τις εντολές και όλες τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν διενεργήσει, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελάτη. Στην περίπτωση συναλλαγών που διενεργήθηκαν για λογαριασμό πελάτη, τα αρχεία περιέχουν όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία της ταυτότητας του πελάτη, καθώς και τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27). Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητεί πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι διαχειριστές τόπου διαπραγμάτευσης τηρούν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, για πέντε τουλάχιστον χρόνια, τα στοιχεία σχετικά με όλες τις εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα που ανακοινώνονται μέσω των συστημάτων τους. Τα αρχεία πρέπει να περιέχουν τα σχετικά στοιχεία που αποτελούν τα χαρακτηριστικά της εντολής, συμπεριλαμβανομένων όσων συνδέουν την εντολή με την εκτελεσθείσα συναλλαγή ή συναλλαγές οι οποίες προκύπτουν από την εντολή αυτήν και οι λεπτομέρειες των οποίων γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 3. Η ΕΑΚΑΑ εκτελεί ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού όσον αφορά την πρόσβαση των αρμοδίων αρχών στις πληροφορίες βάσει της παρούσας παραγράφου.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορισθούν οι λεπτομέρειες των σχετικών στοιχείων των εντολών που απαιτείται να καταχωρούνται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και δεν αναφέρονται στο άρθρο 26.

Σε αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων περιλαμβάνονται ο κωδικός αναγνώρισης του μέλους ή συμμετέχοντος που διαβίβασε την εντολή, ο κωδικός αναγνώρισης της εντολής, η ημερομηνία και ώρα διαβίβασης της εντολής, τα χαρακτηριστικά της εντολής, συμπεριλαμβανομένου του είδους της εντολής, της οριακής τιμής, εφόσον αρμόζει, της περιόδου ισχύος, οποιασδήποτε συγκεκριμένης οδηγίας περί της εντολής, λεπτομέρειες οποιασδήποτε τροποποίησης, ακύρωσης, μερικής ή πλήρους εκτέλεσης της εντολής, η ιδιότητα ως διαμεσολαβητή ή ως ενεργούντος για ίδιο λογαριασμό.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 26

Υποχρέωση γνωστοποίησης συναλλαγών

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα γνωστοποιούν πλήρεις και ακριβείς λεπτομέρειες των συναλλαγών αυτών στην αρμόδια αρχή το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 85 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τους αναγκαίους μηχανισμούς προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων επίσης λαμβάνει τις πληροφορίες αυτές και.

Οι αρμόδιες αρχές θέτουν στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ, κατόπιν σχετικού αιτήματος, οποιεσδήποτε πληροφορίες έχουν γνωστοποιηθεί σε αυτές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Η υποχρέωση της παραγράφου 1 ισχύει για:

α)

τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση·

β)

τα χρηματοπιστωτικά μέσα όπου η υποκείμενη αξία είναι χρηματοπιστωτικό μέσο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης· και

γ)

τα χρηματοπιστωτικά μέσα όπου η υποκείμενη αξία είναι δείκτης ή καλάθι αποτελούμενο από χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης.

Η υποχρέωση ισχύει για συναλλαγές στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) είτε οι συναλλαγές αυτές διενεργούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης είτε όχι.

3.   Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει ειδικότερα λεπτομέρειες σχετικά με τα ονόματα και τον αριθμό των χρηματοπιστωτικών μέσων που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν, τον όγκο, την ημερομηνία και την ώρα εκτέλεσης, τις τιμές των συναλλαγών, σήμανση για τον της ταυτότητας των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων έχει εκτελέσει τη συγκεκριμένη συναλλαγή, σήμανση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων και των υπολογιστικών αλγορίθμων στο εσωτερικό της επιχείρησης επενδύσεων που είναι υπεύθυνα για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής, σήμανση για τον προσδιορισμό της απαλλαγής από την υποχρέωση προ-συναλλακτικής διαφάνειας στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε η συναλλαγή, τα μέσα προσδιορισμού της ταυτότητας της οικείας επιχείρησης επενδύσεων και σήμανση για τον προσδιορισμό της ανοικτής πώλησης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 όσον αφορά τις μετοχές και τους κρατικούς/δημόσιους χρεωστικούς τίτλους κατά την έννοια των άρθρων 12, 13 και 17 του εν λόγω κανονισμού. Για συναλλαγές που δεν καταρτίζονται σε τόπο διαπραγμάτευσης, η γνωστοποίηση περιλαμβάνει σήμανση για τον προσδιορισμό του είδους της συναλλαγής σύμφωνα με τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του άρθρου 21 παράγραφος 5 στοιχείο α). Για παράγωγα επί εμπορευμάτων, στη γνωστοποίηση σημειώνεται εάν η συναλλαγή μειώνει τον κίνδυνο κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 57 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαβιβάζουν εντολές περιλαμβάνουν στη διαβίβαση της εντολής όλες τις λεπτομέρειες όπως διευκρινίζονται στις παραγράφους 1 και 3. Αντί να συμπεριλάβει τις αναφερόμενες λεπτομέρειες κατά τη διαβίβαση εντολών, η επιχείρηση επενδύσεων δύναται να επιλέξει να γνωστοποιήσει τη διαβιβασθείσα εντολή, εφόσον εκτελεστεί, ως συναλλαγή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Στην περίπτωση αυτή, η γνωστοποίηση συναλλαγής εκ μέρους της επιχείρησης επενδύσεων θα αναφέρει ότι αφορά διαβιβασθείσα εντολή.

5.   Ο διαχειριστής τόπου διαπραγμάτευσης γνωστοποιεί τις λεπτομέρειες των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζεται, οι οποίες εκτελούνται μέσω των συστημάτων του από επιχείρηση η οποία δεν υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3.

6.   Κατά τη γνωστοποίηση της σήμανσης για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών, όπως απαιτείται βάσει των παραγράφων 3 και 4, οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν έναν αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας που θεσπίζεται για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών που είναι νομικά πρόσωπα.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει έως τις 3 Ιανουαρίου 2016 κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ώστε να εξασφαλιστεί ότι η εφαρμογή του αναγνωριστικού στοιχείου νομικής οντότητας στην Ένωση είναι σύμφωνη με τις διεθνείς προδιαγραφές, ιδίως εκείνες που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

7.   Οι γνωστοποιήσεις υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων, από εγκεκριμένο μηχανισμό γνωστοποίησης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.) που ενεργεί για λογαριασμό της ή από τον τόπο διαπραγμάτευσης, με το σύστημα του οποίου ολοκληρώθηκε η συναλλαγή, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 3 και 9.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων φέρουν ευθύνη για την πληρότητα, την ακρίβεια και την έγκαιρη υποβολή των γνωστοποιήσεων που υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από την εν λόγω ευθύνη, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί λεπτομέρειες των συναλλαγών αυτών μέσω ενός Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό της ή μέσω τόπου διαπραγμάτευσης, η επιχείρηση επενδύσεων δεν φέρει ευθύνη για αστοχίες στην πληρότητα, την ακρίβεια ή την έγκαιρη υποβολή των γνωστοποιήσεων που μπορεί να αποδοθούν στον Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. ή στον τόπο διαπραγμάτευσης. Στις περιπτώσεις αυτές και με την επιφύλαξη του άρθρου 66 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. ή ο τόπος διαπραγμάτευσης θεωρούνται υπεύθυνοι για αυτές τις αστοχίες.

Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να επαληθεύουν την πληρότητα, την ακρίβεια και την έγκαιρη υποβολή των γνωστοποιήσεων συναλλαγών που υποβλήθηκαν για λογαριασμό τους.

Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί ο τόπος διαπραγμάτευσης, όταν υποβάλλει γνωστοποίηση για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, να διαθέτει κατάλληλους μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους έτσι ώστε να εγγυώνται την ασφάλεια και πιστοποίηση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των στοιχείων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης σε αυτά και την αποτροπή διαρροής πληροφοριών, διατηρώντας ανά πάσα στιγμή την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι τόποι διαπραγμάτευσης να διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να διατηρούν τις υπηρεσίες τους ανά πάσα στιγμή.

Συστήματα ταύτισης ή γνωστοποίησης συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωρηθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με τον τίτλο VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, μπορούν να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή ως Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. για την υποβολή γνωστοποιήσεων συναλλαγών προς την αρμόδια αρχή δυνάμει των παραγράφων 1, 3 και 9.

Στις περιπτώσεις όπου οι συναλλαγές έχουν αναφερθεί σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 που έχει εγκριθεί ως Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και οι αναφορές αυτές περιέχουν τις λεπτομέρειες που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 3 και 9 και διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή από το αρχείο καταγραφής συναλλαγών εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1, η υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων βάσει της παραγράφου 1 θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί.

Όταν υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις στη γνωστοποίηση συναλλαγών, ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., η επιχείρηση επενδύσεων ή ο τόπος διαπραγμάτευσης που γνωστοποιούν τη συναλλαγή διορθώνουν τις πληροφορίες και υποβάλλουν διορθωμένη γνωστοποίηση στην αρμόδια αρχή.

8.   Όταν οι προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο γνωστοποιήσεις διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η εν λόγω αρχή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίσουν ότι δεν επιθυμούν να τις λαμβάνουν.

9.   Η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα εξής:

α)

πρότυπα και μορφότυπους για τις προς γνωστοποίηση πληροφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων και διαδικασιών γνωστοποίησης των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και της μορφής και του περιεχομένου των αναφορών·

β)

τα κριτήρια προσδιορισμού της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1·

γ)

τα στοιχεία γνωστοποίησης των χρηματοπιστωτικών μέσων που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν, τον όγκο, την ημερομηνία και την ώρα εκτέλεσης των εντολών, τις τιμές των συναλλαγών, τις πληροφορίες και τα στοιχεία της ταυτότητας του πελάτη, σήμανση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων έχει εκτελέσει τη συγκεκριμένη συναλλαγή, σήμανση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων και των υπολογιστικών αλγορίθμων στο εσωτερικό της επιχείρησης επενδύσεων που είναι υπεύθυνα για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής, σήμανση για τον προσδιορισμό της απαλλαγής από την υποχρέωση προ-συναλλακτικής διαφάνειας στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε η συναλλαγή, τα μέσα προσδιορισμού της ταυτότητας της οικείας επιχείρησης επενδύσεων, τον τρόπο εκτέλεσης της συναλλαγής, τα πεδία πληροφόρησης που είναι αναγκαία για την επεξεργασία και ανάλυση των γνωστοποιήσεων συναλλαγής σύμφωνα με την παράγραφο 3· και

δ)

τη σήμανση για τον προσδιορισμό των ανοικτών πωλήσεων μετοχών και των κρατικών/δημόσιων χρεωστικών τίτλων όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3·

ε)

τις σχετικές κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων για τις οποίες ισχύει η υποχρέωση γνωστοποίησης συναλλαγών σύμφωνα με την παράγραφο 2·

στ)

τους όρους βάσει των οποίων αναπτύσσονται, αποδίδονται και διατηρούνται τα αναγνωριστικά στοιχεία, από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 6, και τους όρους υπό τους οποίους αυτά τα αναγνωριστικά στοιχεία χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τη σήμανση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πελατών που προβλέπεται στις παραγράφους 3, 4 και 5 στις γνωστοποιήσεις συναλλαγών που είναι υποχρεωμένες να υποβάλλουν σύμφωνα με την παράγραφο 1·

ζ)

την εφαρμογή της υποχρέωσης γνωστοποίησης των συναλλαγών στα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων·

η)

το τι συνιστά συναλλαγή και εκτέλεση συναλλαγής για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου·

θ)

το πότε μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται ότι έχει διαβιβάσει μια εντολή για τους σκοπούς της παραγράφου 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

10.   Το αργότερο στις 3 Ιανουαρίου 2019 η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει την αλληλεπίδρασή της με τις σχετικές υποχρεώσεις γνωστοποίησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κατά πόσον το περιεχόμενο και η μορφή των γνωστοποιήσεων συναλλαγών που λαμβάνονται και ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών συνολικά καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην υποβολή προτάσεων για τροποποιήσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων μπορούν να προβλέπουν τη διαβίβαση των γνωστοποιήσεων συναλλαγών μόνο σε ένα ενιαίο σύστημα ορισμένο από την ΕΑΚΑΑ και όχι στις αρμόδιες αρχές. Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση της ΕΑΚΑΑ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 27

Υποχρέωση παροχής στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή σε ΜΟΔ, οι εν λόγω τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν συστηματικά στις αρμόδιες αρχές στοιχεία αναφοράς για την αναγνώριση των χρηματοπιστωτικών μέσων, για το σκοπό της γνωστοποίησης συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 26.

Σε σχέση με άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία καλύπτονται από το άρθρο 26 παράγραφος 2 και τελούν υπό διαπραγμάτευση στο σύστημά του, κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής παρέχει στην αρμόδια αρχή του δεδομένα γνωστοποίησης σχετικά με αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

Αναγνωριστικά στοιχεία αναφοράς διατίθενται προς υποβολή στην αρμόδια αρχή σε ηλεκτρονική και τυποποιημένη μορφή πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου στο οποίο αναφέρονται. Τα στοιχεία αναφοράς των χρηματοπιστωτικών μέσων επικαιροποιούνται όταν σημειώνονται μεταβολές στα στοιχεία που αφορούν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Οι κοινοποιήσεις αυτές πρέπει να διαβιβάζονται αμελλητί από τις αρμόδιες αρχές στην ΕΑΚΑΑ, η οποία τις δημοσιοποιεί αμέσως στον δικτυακό της τόπο. Η ΕΑΚΑΑ παρέχει στις αρμόδιες αρχές πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία αναφοράς.

2.   Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να παρακολουθούν, σύμφωνα με το άρθρο 26, τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που προάγει την ακεραιότητα της αγοράς, η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές αναπτύσσουν τους απαραίτητους μηχανισμούς, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι:

α)

η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν με αποτελεσματικό τρόπο τα στοιχεία αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

η ποιότητα των στοιχείων που λαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο είναι κατάλληλη για το σκοπό της γνωστοποίησης των συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 26·

γ)

τα στοιχεία αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανταλλάσσονται με αποτελεσματικό τρόπο μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών.

3.   Η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα εξής:

α)

πρότυπα και μορφότυπους για τα στοιχεία αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων και ρυθμίσεων για την παροχή των στοιχείων και οιασδήποτε επικαιροποίησής τους στις αρμόδιες αρχές και τη διαβίβασή τους στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 1 καθώς και της μορφής και του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων·

β)

τα τεχνικά μέτρα που είναι απαραίτητα σε σχέση με τις ρυθμίσεις τις οποίες θεσπίζουν η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΠΑΡΑΓΩΓΑ

Άρθρο 28

Υποχρέωση διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ

1.   Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού καταρτίζουν συναλλαγές, οι οποίες δεν αποτελούν ούτε εντός ομίλου συναλλαγές στο εσωτερικό ομίλου όπως ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, ούτε συναλλαγές που καλύπτονται από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 89 του ίδιου κανονισμού, με άλλους τέτοιους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, ή με άλλους τέτοιους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε παράγωγα που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 32 και είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 34, μόνο σε:

α)

ρυθμιζόμενες αγορές·

β)

ΠΜΔ·

γ)

ΜΟΔ ή

δ)

τόπους διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 και ότι η τρίτη χώρα προβλέπει αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα για την αναγνώριση των τόπων διαπραγμάτευσης που έχουν άδεια δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εισάγουν προς διαπραγμάτευση ή να διαπραγματεύονται παράγωγα τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως υποκείμενα σε υποχρέωση διαπραγμάτευσης στην εν λόγω τρίτη χώρα σε μη αποκλειστική βάση.

2.   Η υποχρέωση διαπραγμάτευσης εφαρμόζεται επίσης στους αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίοι καταρτίζουν συναλλαγές σε παράγωγα που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων που έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τρίτων χωρών ή με άλλες οντότητες τρίτων χωρών, οι οποίες θα υπόκειντο στην υποχρέωση εκκαθάρισης, εάν ήσαν εγκατεστημένες στην Ένωση. Η υποχρέωση διαπραγμάτευσης εφαρμόζεται επίσης στις οντότητες τρίτων χωρών οι οποίες θα υπόκειντο στην υποχρέωση εκκαθάρισης, εάν ήσαν εγκατεστημένες στην Ένωση και οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές σε παράγωγα ανήκοντα σε κατηγορία παραγώγων που έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης, με την προϋπόθεση ότι η σύμβαση έχει άμεσο, σημαντικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης ή η εν λόγω υποχρέωση είναι απαραίτητη ή ενδεδειγμένη για να αποφευχθεί η προσπάθεια αποφυγής εφαρμογής οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί σε τακτική βάση τις δραστηριότητες σε παράγωγα που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως υποκείμενα στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, ούτως ώστε να εντοπίζονται περιπτώσεις στις οποίες μια συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων ενδέχεται να ενέχει συστημικό κίνδυνο και να αποτρέπεται καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου κανονιστικού καθεστώτος μεταξύ συναλλαγών με παράγωγα που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης και των αντίστοιχων συναλλαγών που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης.

3.   Τα παράγωγα που έχουν χαρακτηριστεί ως υποκείμενα στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης της παραγράφου 1 είναι επιλέξιμα για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για διαπραγμάτευση σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε μη αποκλειστική και σε μη διακριτική βάση.

4.   Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 51 παράγραφος 2, να εκδίδει αποφάσεις, με τις οποίες κρίνεται ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης που έχει άδεια λειτουργίας στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα συμμορφώνεται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις για τους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) ή γ) του παρόντος άρθρου, οι οποίες προκύπτουν από τον παρόντα κανονισμό, από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και οι οποίες υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή της εφαρμογής στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται αποκλειστικά για τον καθορισμό ενός τόπου διαπραγμάτευσης ως επιλέξιμου για τη διαπραγμάτευση παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης.

Το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας θεωρείται ότι έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα όταν το εν λόγω πλαίσιο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι τόποι διαπραγμάτευσης της εν λόγω τρίτης χώρας υπόκεινται σε αδειοδότηση και αποτελεσματική εποπτεία και εφαρμογή των υποχρεώσεων σε συνεχή βάση·

β)

οι τόποι διαπραγμάτευσης έχουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, ώστε να καθίσταται δυνατή η διαπραγμάτευση τους με δίκαιο, ομαλό και αποτελεσματικό τρόπο και τα οποία είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα·

γ)

οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων υπόκεινται σε υποχρεώσεις περιοδικής και συνεχούς πληροφόρησης που διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών·

δ)

διασφαλίζει τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της αγοράς μέσω κανόνων που αντιμετωπίζουν την κατάχρηση αγοράς υπό τη μορφή κατάχρησης προνομιακής πληροφόρησης και χειραγώγησης της αγοράς.

Η απόφαση της Επιτροπής δυνάμει της παρούσας παραγράφου μπορεί να περιορίζεται σε μία ή σε πολλές κατηγορίες τόπων διαπραγμάτευσης. Στην περίπτωση αυτή, ένας τόπος διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας περιλαμβάνεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), μόνο εφόσον εμπίπτει σε κατηγορία που καλύπτεται από απόφαση της Επιτροπής.

5.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία προσδιορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 είδη συμβάσεων, τα οποία έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης και οι περιπτώσεις στις οποίες η υποχρέωση διαπραγμάτευσης είναι απαραίτητη ή ενδεδειγμένη για να αποφευχθεί η προσπάθεια παράκαμψης οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Όπου είναι δυνατόν και αρμόζει, τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο είναι πανομοιότυπα εκείνων που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Άρθρο 29

Υποχρέωση εκκαθάρισης για τα παράγωγα που διαπραγματεύονται σε ρυθμιζόμενες αγορές και χρονισμός της αποδοχής προς εκκαθάριση

1.   Ο διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς διασφαλίζει ότι όλες οι συναλλαγές σε παράγωγα οι οποίες καταρτίζονται στη ρυθμιζόμενη αγορά, εκκαθαρίζονται από CCP.

2.   Οι CCP, οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ενεργούν ως εκκαθαριστικά μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις σε σχέση με εκκαθαριζόμενα παράγωγα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι συναλλαγές εκκαθαριζόμενων παραγώγων υποβάλλονται και γίνονται αποδεκτές για εκκαθάριση με τη μεγαλύτερη τεχνολογικά δυνατή ταχύτητα διά της χρήσης αυτοματοποιημένων συστημάτων.

Στην παρούσα παράγραφο, ως «εκκαθαριζόμενα παράγωγα» νοούνται:

α)

όλα τα παράγωγα, τα οποία υπόκεινται σε υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

β)

όλα τα παράγωγα των οποίων η εκκαθάριση έχει κατά τα άλλα συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις ελάχιστες απαιτήσεις για συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρονοδιαγραμμάτων αποδοχής, δυνάμει του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλισθεί ορθή διαχείριση των επιχειρησιακών ή άλλων κινδύνων.

Η ΕΑΚΑΑ διαθέτει διαρκή αρμοδιότητα για να καθορίσει περαιτέρω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα προκειμένου να επικαιροποιήσει τα ισχύοντα εάν θεωρεί ότι αυτό απαιτείται καθώς τα επιχειρησιακά πρότυπα εξελίσσονται.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 30

Ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης

1.   Οι ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης όσον αφορά παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστήριο επιτρέπονται υπό τον όρο ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν αυξάνουν τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και εξασφαλίζουν ότι τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις του αντισυμβαλλομένου απολαμβάνουν προστασία με ισοδύναμο αποτέλεσμα με εκείνο που προβλέπεται στα άρθρα 39 και 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τους τύπους ρυθμίσεων έμμεσης εκκαθάρισης, εφόσον υπάρχουν, που πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εξασφαλίζοντας συνέπεια με τις διατάξεις για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, βάσει του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 149/2013 (28).

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 31

Συμπίεση χαρτοφυλακίου

1.   Όταν παρέχουν συμπίεση χαρτοφυλακίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς δεν υπόκεινται στην υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης του άρθρου 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τις υποχρεώσεις διαφάνειας των άρθρων 8, 10, 18 και 21 του παρόντος κανονισμού και την υποχρέωση του άρθρου 1 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Το κλείσιμο ή η αντικατάσταση των παραγώγων που συμμετέχουν στη συμπίεση χαρτοφυλακίου δεν υπόκειται στο άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που παρέχουν συμπίεση χαρτοφυλακίου δημοσιοποιούν μέσω ΕΜΔ τους όγκους συναλλαγών που καταρτίζονται στο πλαίσιο συμπίεσης χαρτοφυλακίου και τη χρονική στιγμή κατά την οποία καταρτίστηκαν εντός των χρονικών ορίων που προσδιορίζονται στο άρθρο 10.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που παρέχουν συμπίεση χαρτοφυλακίου διατηρούν πλήρες και ακριβές αρχείο με όλες τις συμπιέσεις χαρτοφυλακίου που διενεργούν ή στις οποίες συμμετέχουν. Το αρχείο αυτό τίθεται αμέσως στη διάθεση της σχετικής αρμόδιας αρχής ή της ΕΑΚΑΑ, κατόπιν αιτήματος τους.

4.   Η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50, να θεσπίζει μέτρα με τα οποία προσδιορίζονται τα εξής:

α)

τα στοιχεία της συμπίεσης χαρτοφυλακίου·

β)

τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται βάσει της παραγράφου 2,

με τέτοιο τρόπο ώστε να αξιοποιούνται όσο το δυνατόν περισσότερο οι απαιτήσεις τήρησης μητρώων, υποβολής αναφορών ή δημοσίευσης.

Άρθρο 32

Διαδικασία σχετική με την υποχρέωση διαπραγμάτευσης

1.   Η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα εξής:

α)

ποια από τις κατηγορίες παραγώγων που έχουν χαρακτηριστεί ως υποκείμενες στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή ποιο σχετικό υποσύνολο αυτής θα αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού·

β)

την ημερομηνία ή τις ημερομηνίες από την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης ενδεχόμενης μεταβατικής περιόδου, και τις κατηγορίες αντισυμβαλλομένων για τους οποίους ισχύει η υποχρέωση όταν στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 προβλέπονται τέτοια μεταβατική περίοδος και τέτοιες κατηγορίες αντισυμβαλλομένων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή εντός έξι μηνών από την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 από την Επιτροπή.

Πριν υποβάλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς έγκριση στην Επιτροπή, η ΕΑΚΑΑ διεξάγει δημόσια διαβούλευση και, εφόσον χρειάζεται, μπορεί να διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Για να αρχίσει να ισχύει η υποχρέωση διαπραγμάτευσης:

α)

η κατηγορία παραγώγων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) ή το σχετικό υποσύνολο αυτής πρέπει να έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τουλάχιστον ένα τόπο διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 και

β)

πρέπει να υφίσταται επαρκές ενδιαφέρον τρίτων για αγορά και πώληση για την κατηγορία αυτή των παραγώγων ή το σχετικό υποσύνολο της ούτως ώστε η εν λόγω κατηγορία παραγώγων να θεωρείται ότι έχει επαρκή ρευστότητα για να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1.

3.   Κατά την εκπόνηση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ κρίνει την επάρκεια της ρευστότητας της κατηγορίας παραγώγων ή του σχετικού υποσυνόλου αυτής βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

τη μέση συχνότητα και το μέσο μέγεθος συναλλαγών υπό διαφορετικές συνθήκες αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων που ανήκουν στην κατηγορία των παραγώγων·

β)

τον αριθμό και το είδος των ενεργώς συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου συμμετεχόντων προς τα προϊόντα/συμβάσεις που διαπραγματεύονται σε συγκεκριμένη αγορά προϊόντων·

γ)

το μέσο μέγεθος ανοίγματος τιμών.

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τις αναμενόμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η εν λόγω υποχρέωση διαπραγμάτευσης στη ρευστότητα μιας κατηγορίας παραγώγων ή του σχετικού υποσυνόλου αυτής, και στις εμπορικές δραστηριότητες των τελικών χρηστών οι οποίοι δεν αποτελούν χρηματοοικονομικές οντότητες.

Η ΕΑΚΑΑ καθορίζει εάν η κατηγορία παραγώγων ή σχετικό υποσύνολο αυτής έχει επαρκή ρευστότητα για συναλλαγές που δεν υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο μέγεθος.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 2 και μετά από δημόσια διαβούλευση, εντοπίζει και γνωστοποιεί στην Επιτροπή τις κατηγορίες παραγώγων ή τα μεμονωμένα συμβόλαια παραγώγων που θα έπρεπε να υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1, αλλά για τα οποία κανένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει ακόμη λάβει άδεια βάσει του άρθρου 14 ή 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή τα οποία δεν είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ούτε αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων σε τόπο διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 1.

Μετά από τη γνωστοποίηση της ΕΑΚΑΑ που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύσει πρόσκληση διαμόρφωσης προτάσεων για τη διαπραγμάτευση των εν λόγω παραγώγων στους τόπους διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με την παράγραφο 1, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την τροποποίηση, αναστολή ή κατάργηση υφιστάμενων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, όποτε υπάρχει ουσιώδης μεταβολή στα κριτήρια της παραγράφου 2. Προηγουμένως, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διαβουλεύεται, εφόσον χρειάζεται, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία εξειδικεύονται τα κριτήρια της παραγράφου 2 στοιχείο β).

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει σχέδια για τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2012.

Άρθρο 33

Μηχανισμοί για την αποφυγή αλληλεπικαλυπτόμενων ή αλληλοσυγκρουόμενων κανόνων

1.   Η ΕΑΚΑΑ συνδράμει την Επιτροπή στην παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων, σε ετήσια βάση τουλάχιστον, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή διεθνώς των αρχών που ορίζονται στα άρθρα 28 και 29, ιδίως όσον αφορά τυχόν αλληλεπικαλυπτόμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες απαιτήσεις για τους συμμετέχοντες στην αγορά, και υποβάλλουν συστάσεις για ενδεχόμενες ενέργειες.

2.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες δηλώνει ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις καθώς και οι ρυθμίσεις εξασφάλισης της τήρησης της νομοθεσίας της οικείας τρίτης χώρας:

α)

είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τα άρθρα 28 και 29·

β)

εξασφαλίζουν προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμη προς αυτή που ρυθμίζει ο παρών κανονισμός·

γ)

εφαρμόζονται και επιβάλλονται αποτελεσματικά και με ισότιμο και μη στρεβλωτικό τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εποπτεία και τήρηση των κανόνων στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 51.

3.   Η εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, έχει ως αποτέλεσμα οι αντισυμβαλλόμενοι που προβαίνουν σε συναλλαγή η οποία υπόκειται στον παρόντα κανονισμό να νοούνται πως έχουν εκπληρώσει την υποχρέωση των άρθρων 28 και 29 όταν ένας τουλάχιστον αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στην εν λόγω τρίτη χώρα και οι αντισυμβαλλόμενοι πληρούν τις νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις και τις ρυθμίσεις εξασφάλισης της τήρησης της οικείας τρίτης χώρας.

4.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, παρακολουθεί την αποτελεσματική εφαρμογή των ισοδύναμων απαιτήσεων προς αυτές των άρθρων 28 και 29 εκ μέρους τρίτων χωρών, για τις οποίες έχει εκδοθεί εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας, και υποβάλλει τακτικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παρουσίαση της έκθεσης εφόσον η έκθεση διαπιστώσει σημαντικό έλλειμμα ή ασυνέπεια στην εφαρμογή των ισοδύναμων απαιτήσεων από τις αρχές τρίτης χώρας, η Επιτροπή παύει να αναγνωρίζει ως ισοδύναμο το νομικό πλαίσιο της περί ης ο λόγος τρίτης χώρας. Σε περίπτωση που αποσυρθεί εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας, οι συναλλαγές των αντισυμβαλλομένων υπόκεινται εκ νέου αυτομάτως σε όλες τις απαιτήσεις των άρθρων 28 και 29 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 34

Μητρώο παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί στον ιστότοπό της μητρώο στο οποίο αναφέρονται, με εξαντλητικό και ισοδύναμο τρόπο, τα παράγωγα που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης στους τόπους που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης στους οποίους είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι ημερομηνίες από τις οποίες αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΜΗ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ

Άρθρο 35

Μη διακριτική πρόσβαση σε CCP

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ένας CCP δέχεται να εκκαθαρίζει χρηματοπιστωτικά μέσα, χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια, μεταξύ άλλων και αναφορικά με τις απαιτήσεις παροχής ασφάλειας και τις χρεώσεις για την παροχή πρόσβασης, ανεξαρτήτως του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελείται μια συναλλαγή. Αυτό ειδικότερα διασφαλίζει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης έχει το δικαίωμα μη διακριτικής μεταχείρισης των συμβολαίων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτό τον τόπο διαπραγμάτευσης σε ό,τι αφορά:

α)

τις απαιτήσεις παροχής ασφάλειας και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων, όταν η ένταξη τέτοιων συμβολαίων στις διαδικασίες εκκαθαριστικού και λοιπών ειδών συμψηφισμού ενός CCP με βάση το ισχύον δίκαιο περί αφερεγγυότητας δε θέτει σε κίνδυνο την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία, την εγκυρότητα ή την εξασφάλιση της ολοκλήρωσης τέτοιων διαδικασιών· και

β)

του συνυπολογισμού περιθωρίων ασφάλειας μεταξύ συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP βάσει μοντέλου κινδύνου που είναι σύμφωνο με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Ένας CCP μπορεί να απαιτεί ο τόπος διαπραγμάτευσης να συμμορφώνεται με λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που έχει θεσπίσει, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων περί διαχείρισης κινδύνου. Η απαίτηση της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζεται σε συμβόλαια παραγώγων που υπόκεινται ήδη στις υποχρεώσεις πρόσβασης δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν δεσμεύεται από το παρόν άρθρο εφόσον έχει στενούς δεσμούς με τόπο διαπραγμάτευσης που έχει καταθέσει κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 5.

2.   Η αίτηση πρόσβασης σε CCP ενός τόπου διαπραγμάτευσης υποβάλλεται επίσημα στον CCP, στην αντίστοιχη αρμόδια αρχή και στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης. Στην αίτηση διευκρινίζονται οι κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων για τις οποίες ζητείται πρόσβαση.

3.   Ο CCP απαντά εγγράφως στον τόπο διαπραγμάτευσης εντός τριών μηνών στην περίπτωση κινητών αξιών και μέσων χρηματαγοράς και εντός έξι μηνών στην περίπτωση χρηματιστηριακών παραγώγων, είτε επιτρέποντας την πρόσβαση, υπό τον όρο ότι η αντίστοιχη αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει άδεια πρόσβασης σύμφωνα με την παράγραφο 4, είτε αρνούμενος την πρόσβαση. Ο CCP μπορεί να απορρίψει αίτηση πρόσβασης μόνο υπό τους όρους της παραγράφου 6 στοιχείο α). Εάν ο CCP αρνηθεί την πρόσβαση, παρέχει πλήρη αιτιολόγηση στην απάντησή του και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του εγγράφως για την απόφασή του. Όταν ο τόπος διαπραγμάτευσης είναι εγκατεστημένος σε διαφορετικό κράτος μέλος από τον CCP, ο CCP παρέχει επίσης την εν λόγω κοινοποίηση και αιτιολόγηση στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης. Ο CCP καθιστά δυνατή την πρόσβαση εντός τριών μηνών από την παροχή θετικής απάντησης στην αίτηση πρόσβασης.

4.   Η αρμόδια αρχή του CCP ή του τόπου διαπραγμάτευσης χορηγεί σε τόπο διαπραγμάτευσης άδεια πρόσβασης σε CCP μόνο εάν η εν λόγω πρόσβαση:

α)

δεν απαιτεί ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, στην περίπτωση των παραγώγων που δεν είναι εξωχρηματιστηριακά παράγωγα δυνάμει του άρθρου 2 σημείο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ή

β)

δεν απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών, ιδίως λόγω κατακερματισμού της ρευστότητας ή δεν επηρεάζει αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο.

Καμία διάταξη του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου δεν αποτρέπει τη χορήγηση άδειας πρόσβασης εφόσον η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 απαιτεί διαλειτουργικότητα και ο τόπος διαπραγμάτευσης και όλοι οι CCP που συμμετέχουν στις προτεινόμενες ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για τις ρυθμίσεις και οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ο υπάρχων CCP και οι οποίοι προκύπτουν από θέσεις που εκκαθαρίζονται μεταξύ CCP καλύπτονται με την παροχή ασφάλειας σε τρίτο.

Στην περίπτωση που η ανάγκη ύπαρξης ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας αποτελεί τον λόγο ή έναν από τους λόγους για απόρριψη αίτησης, ο τόπος διαπραγμάτευσης ειδοποιεί το CCP και ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τους υπόλοιπους CCP που έχουν πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης και η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές ούτως ώστε οι επιχειρήσεις επενδύσεων να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους δυνάμει του άρθρου 37 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σε σχέση με τους εν λόγω CCP προκειμένου να διευκολύνεται η χρήση εναλλακτικών ρυθμίσεων πρόσβασης.

Εάν η αρμόδια αρχή αρνηθεί τη χορήγηση άδειας πρόσβασης, εκδίδει την απόφασή της εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και παρέχει πλήρη αιτιολόγηση, στην άλλη αρμόδια αρχή, στον CCP και στον τόπο διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβάνοντας τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η απόφαση.

5.   Όσον αφορά τις κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς, ένας νεοσυσταθείς CCP, ο οποίος, εντός της τριετούς περιόδου που προηγείται της 2ας Ιουλίου 2014, έχει συσταθεί και είτε έχει λάβει άδεια ως CCP, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, να εκκαθαρίζει βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει λάβει άδεια βάσει προϋπάρχοντος εθνικού καθεστώτος χορήγησης αδειών, δύναται, πριν από τις 3 Ιανουαρίου 2017, να ζητήσει από την οικεία αρμόδια αρχή του άδεια να επωφεληθεί μεταβατικών ρυθμίσεων. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται για τον CCP όσον αφορά τις κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς, για μεταβατική περίοδο έως τις 3 Ιουλίου 2019.

Εφόσον εγκριθεί μεταβατική περίοδος, ο CCP δεν δύναται να επωφεληθεί από τα δικαιώματα πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 36 ή το παρόν άρθρο σε σχέση με κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβατικής περιόδου. Οσάκις εγκρίνεται μεταβατική περίοδος, η αρμόδια αρχή το κοινοποιεί στα μέλη του σώματος των αρμοδίων αρχών για τον CCP και την ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κατάλογο όλων των κοινοποιήσεων που λαμβάνει.

Όταν ένας CCP για τον οποίο έχει εγκριθεί μεταβατική ρύθμιση βάσει της παρούσης παραγράφου συνδέεται με στενούς δεσμούς με έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, οι εν λόγω τόποι διαπραγμάτευσης δεν δύνανται να επωφελούνται από τα δικαιώματα πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 36 ή το παρόν άρθρο σε σχέση με κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

Ένας CCP που έχει λάβει άδεια εντός της τριετούς περιόδου που προηγείται της έναρξης ισχύος, αλλά προέκυψε μέσω συγχώνευσης ή εξαγοράς με τουλάχιστον έναν CCP ο οποίος έχει λάβει άδεια πριν από την περίοδο αυτήν, δεν δύναται να υποβάλει αίτηση για τις μεταβατικές ρυθμίσεις βάσει της παρούσης παραγράφου.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται:

α)

οι συγκεκριμένοι όροι βάσει των οποίων ένας CCP μπορεί να απορρίψει αίτηση για παροχή πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένων του αναμενόμενου ύψους των συναλλαγών, του αριθμού και του είδους των χρηστών, των ρυθμίσεων για τη διαχείριση του επιχειρησιακού κινδύνου και της πολυπλοκότητας ή άλλων παραγόντων που δημιουργούν σημαντικούς αδικαιολόγητους κινδύνους,

β)

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση από CCP, συμπεριλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τη φάση ανάπτυξης, της απουσίας διακρίσεων και της διαφάνειας σχετικά με τις χρεώσεις εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις ασφάλειας και τις λειτουργικές απαιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό περιθωρίων ασφάλειας,

γ)

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η χορήγηση άδειας πρόσβασης θα απειλήσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή θα επηρεάσει αρνητικά το συστημικό κίνδυνο,

δ)

η διαδικασία υποβολής κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 5,

ε)

οι όροι μη διακριτικής μεταχείρισης σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που διαπραγματεύονται σε αυτόν τον τόπο διαπραγμάτευσης από την άποψη των απαιτήσεων ασφάλειας και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων και συνυπολογισμού περιθωρίων ασφάλειας μεταξύ συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 36

Μη διακριτική πρόσβαση σε τόπους διαπραγμάτευσης

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ένας τόπος διαπραγμάτευσης παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες συναλλαγών, χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια, μεταξύ άλλων και αναφορικά με τις σχετικές με την πρόσβαση χρεώσεις, κατόπιν αιτήσεως σε κάθε CCP που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει αναγνωρισθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και ο οποίος επιθυμεί να εκκαθαρίζει συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συναφθεί στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης. Η απαίτηση αυτή δεν εφαρμόζεται σε συμβόλαια παραγώγων που υπόκεινται ήδη στις υποχρεώσεις πρόσβασης δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Ένας τόπος διαπραγμάτευσης δεν δεσμεύεται από το παρόν άρθρο εάν συνδέεται με στενούς δεσμούς με CCP που έχει κοινοποιήσει την πρόθεση του να επωφεληθεί των μεταβατικών ρυθμίσεων δυνάμει του άρθρου 35 παράγραφος 5.

2.   Η αίτηση πρόσβασης σε τόπο διαπραγμάτευσης από CCP υποβάλλεται επίσημα στον τόπο διαπραγμάτευσης, στην αντίστοιχη αρμόδια αρχή και στην αρμόδια αρχή του CCP.

3.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης απαντά εγγράφως στον CCP εντός τριών μηνών στην περίπτωση κινητών αξιών και μέσων χρηματαγοράς και εντός έξι μηνών στην περίπτωση χρηματιστηριακών παραγώγων, είτε επιτρέποντας την πρόσβαση, υπό τον όρο ότι η αντίστοιχη αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει άδεια πρόσβασης σύμφωνα με την παράγραφο 4, είτε αρνούμενος την πρόσβαση. Ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση μόνο υπό τους όρους της παραγράφου 6 στοιχείο α). Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης αρνηθεί την πρόσβαση, παρέχει πλήρη αιτιολόγηση στην απάντησή του και ενημερώνει την οικεία αρμόδια αρχή εγγράφως για την απόφασή του. Όταν ο CCP είναι εγκατεστημένος σε διαφορετικό κράτος μέλος από τον τόπο διαπραγμάτευσης, ο τελευταίος παρέχει επίσης την εν λόγω κοινοποίηση και αιτιολόγηση στην αρμόδια αρχή του CCP. Ο τόπος διαπραγμάτευσης καθιστά δυνατή την πρόσβαση εντός τριών μηνών από την παροχή θετικής απάντησης στην αίτηση πρόσβασης.

4.   Η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης ή του CCP χορηγεί στον CCP άδεια πρόσβασης σε τόπο διαπραγμάτευσης μόνο εάν η εν λόγω πρόσβαση:

α)

δεν απαιτεί ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, στην περίπτωση παραγώγων που δεν είναι εξωχρηματιστηριακά παράγωγα δυνάμει του άρθρου 2 σημείο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ή

β)

δεν απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών, ιδίως λόγω κατακερματισμού της ρευστότητας και ο τόπος διαπραγμάτευσης έχει εγκαταστήσει κατάλληλους μηχανισμούς για την αποτροπή του κατακερματισμού αυτού ή δεν επηρεάζει αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο.

Το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου δεν αποτρέπει τη χορήγηση άδειας πρόσβασης στην περίπτωση όπου η αίτηση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 απαιτεί διαλειτουργικότητα και ο τόπος διαπραγμάτευσης και όλοι οι CCP που συμμετέχουν στις προτεινόμενες ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για τις ρυθμίσεις και οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ο υπάρχων CCP και οι οποίοι προκύπτουν από θέσεις που εκκαθαρίζονται μεταξύ CCP καλύπτονται με την παροχή ασφάλειας σε τρίτο.

Στην περίπτωση όπου η ανάγκη ύπαρξης ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας αποτελεί τον λόγο ή ένα από τους λόγους για απόρριψη αίτησης, ο τόπος διαπραγμάτευσης ειδοποιεί το CCP και ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τους υπόλοιπους CCP που έχουν πρόσβαση σε αυτόν και η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές ούτως ώστε οι επιχειρήσεις επενδύσεων να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους δυνάμει του άρθρου 37 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σε σχέση με τους εν λόγω CCP προκειμένου να διευκολύνεται η εφαρμογή εναλλακτικών ρυθμίσεων πρόσβασης.

Εάν η αρμόδια αρχή αρνηθεί τη χορήγηση άδειας πρόσβασης, εκδίδει την απόφασή της εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και παρέχει πλήρη αιτιολόγηση, στην άλλη αρμόδια αρχή, στον τόπο διαπραγμάτευσης και στον CCP, συμπεριλαμβάνοντας τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η απόφασή της.

5.   Όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα, ένας τόπος διαπραγμάτευσης ο οποίος δεν υπερβαίνει το σχετικό όριο κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δύναται, πριν από τη θέση σε εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, να ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ και την αρμόδια αρχή του ότι δεν επιθυμεί να υπόκειται στην υποχρέωση του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα που περιλαμβάνονται σε αυτό το όριο, για περίοδο 30 μηνών από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Τόπος διαπραγμάτευσης που παραμένει κάτω από το σχετικό όριο για κάθε έτος της εν λόγω, ή οποιασδήποτε περαιτέρω, 30μηνης περιόδου δύναται, στη λήξη της περιόδου, να ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και την αρμόδια αρχή της ότι επιθυμεί να εξακολουθήσει να μην υπόκειται στην υποχρέωση του παρόντος άρθρου για επιπλέον 30 μήνες. Δοθείσας της κοινοποίησης, ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν δύναται να επωφελείται των δικαιωμάτων πρόσβασης βάσει του άρθρου 35 ή του παρόντος άρθρου για χρηματιστηριακά παράγωγα που περιλαμβάνονται στο σχετικό κατώτατο όριο, κατά τη διάρκεια της απαλλαγής του από την υποχρέωση. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει κατάλογο όλων των κοινοποιήσεων που λαμβάνει.

Το σχετικό όριο για την απαλλαγή είναι ετήσια ονομαστική αξία συναλλαγών ύψους 1 000 000 εκατ. EUR. Η ονομαστική αξία συναλλαγών είναι μονού υπολογισμού και περιλαμβάνει όλες τις συναλλαγές σε χρηματιστηριακά παράγωγα που καταρτίζονται σύμφωνα με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.

Στην περίπτωση όπου ένας τόπος διαπραγμάτευσης αποτελεί μέρος ομίλου εταιρειών που συνδέονται με στενούς δεσμούς, το όριο υπολογίζεται επί της συνολικής ετήσιας ονομαστικής αξίας συναλλαγών που καταρτίστηκαν σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης του ομίλου που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Στην περίπτωση όπου τόπος διαπραγμάτευσης που έχει προβεί σε κοινοποίηση βάσει της παρούσης παραγράφου συνδέεται με στενούς δεσμούς με έναν ή περισσότερους CCP, οι εν λόγω CCP δεν δύνανται να επωφελούνται των δικαιωμάτων πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 35 ή το παρόν άρθρο για τα χρηματιστηριακά παράγωγα η ονομαστική αξία συναλλαγών των οποίων δεν υπερβαίνει το όριο κατά τη διάρκεια της απαλλαγής από την υποχρέωση.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται:

α)

οι συγκεκριμένοι όροι βάσει των οποίων ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να αρνηθεί πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των όρων που βασίζονται στο αναμενόμενο ύψος των συναλλαγών, τον αριθμό των χρηστών, των ρυθμίσεων για τη διαχείριση του επιχειρησιακού κινδύνου και της πολυπλοκότητας ή άλλων παραγόντων που δημιουργούν σημαντικούς αδικαιολόγητους κινδύνους·

β)

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να χορηγείται πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τη φάση ανάπτυξης, της απουσίας διακρίσεων και της διαφάνειας σχετικά με τις χρεώσεις για την παροχή πρόσβασης·

γ)

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η χορήγηση πρόσβασης θα απειλήσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή επηρεάζει αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο·

δ)

τη διαδικασία για την υποβολή κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 5, συμπεριλαμβανομένων των περαιτέρω προδιαγραφών υπολογισμού της ονομαστικής αξίας συναλλαγών και της μεθόδου με την οποία η ΕΑΚΑΑ μπορεί να επαληθεύσει τον υπολογισμό της εν λόγω αξίας και να εγκρίνει την απαλλαγή.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 37

Μη διακριτική πρόσβαση σε δείκτες αναφοράς και υποχρέωση παροχής άδειας χρήσης δεικτών αναφοράς

1.   Στην περίπτωση όπου η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου υπολογίζεται βάσει δείκτη αναφοράς, τα πρόσωπα που διαθέτουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του δείκτη αναφοράς διασφαλίζουν ότι επιτρέπεται στους CCP και στους τόπους διαπραγμάτευσης, για τους σκοπούς της διαπραγμάτευσης και της εκκαθάρισης, μη διακριτική πρόσβαση:

α)

στις σχετικές ροές τιμών και δεδομένων, καθώς και στις πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση, τη μεθοδολογία και τον καθορισμό τιμών του εν λόγω δείκτη αναφοράς για τους σκοπούς της εκκαθάρισης και της διαπραγμάτευσης, και

β)

στις άδειες χρήσης.

Άδεια, συμπεριλαμβανομένης πρόσβασης σε πληροφορίες, χορηγείται με δίκαιο, εύλογο και μη διακριτικό τρόπο εντός τριών μηνών από την αίτηση ενός CCP ή ενός τόπου διαπραγμάτευσης.

Πρόσβαση παρέχεται σε λογική εμπορική τιμή λαμβάνοντας υπόψη την τιμή στην οποία παρέχεται πρόσβαση στο δείκτη αναφοράς ή στην οποία χορηγείται άδεια χρήσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας με ισοδύναμους όρους σε άλλον CCP, τόπους διαπραγμάτευσης ή άλλα σχετιζόμενα πρόσωπα για σκοπούς εκκαθάρισης και διαπραγμάτευσης. Διαφορετικές τιμές είναι δυνατόν να χρεώνονται σε διαφορετικούς CCP, τόπους διαπραγμάτευσης ή οποιαδήποτε σχετιζόμενα πρόσωπα μόνον όταν αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά ως προς εύλογους εμπορικούς όρους, όπως η ποσότητα, ο σκοπός ή το πεδίο της ζητούμενης χρήσης.

2.   Στην περίπτωση όπου ένας νέος δείκτης αναφοράς αναπτυχθεί μετά τις 3 Ιανουαρίου 2017, η υποχρέωση χορήγησης άδειας χρήσης αρχίζει να ισχύει όχι αργότερα από 30 μήνες αφότου ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται σε αυτόν τον δείκτη αναφοράς έχει αρχίσει να τελεί υπό διαπραγμάτευση ή έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση. Στην περίπτωση όπου πρόσωπο με ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί νέου δείκτη αναφοράς κατέχει υπάρχοντα δείκτη αναφοράς, το εν λόγω πρόσωπο εξασφαλίζει ότι, σε σύγκριση με οποιοδήποτε τέτοιο υπάρχοντα δείκτη αναφοράς, ο νέος δείκτης αναφοράς πληροί σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο νέος δείκτης αναφοράς δεν είναι απλή αντιγραφή ή προσαρμογή οποιουδήποτε υπάρχοντος δείκτη αναφοράς και η μεθοδολογία, συμπεριλαμβανομένων των υποκείμενων δεδομένων, του νέου δείκτη αναφοράς διαφέρει ουσιαστικά από οποιοδήποτε υπάρχον δείκτη αναφοράς· και

β)

ο νέος δείκτης αναφοράς δεν αποτελεί υποκατάστατο οποιουδήποτε υπάρχοντος δείκτη αναφοράς.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού και, ειδικότερα, των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

3.   Οι CCP, οι τόποι διαπραγμάτευσης ή άλλα σχετιζόμενα πρόσωπα δεν δύνανται να συνάπτουν συμφωνία με οποιονδήποτε πάροχο δείκτη αναφοράς, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν:

α)

να αποκλείεται η πρόσβαση οποιουδήποτε άλλου CCP ή τόπου διαπραγμάτευσης στις πληροφορίες ή στα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1· ή

β)

να αποκλείεται η πρόσβαση οποιουδήποτε άλλου CCP ή τόπου διαπραγμάτευσης στην άδεια χρήσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται:

α)

οι πληροφορίες που πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες μέσω αδείας βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο α), προς αποκλειστική χρήση του CCP ή του τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

άλλες προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων πληροφοριών·

γ)

τις προδιαγραφές που καθορίζουν πώς μπορεί να αποδειχθεί ότι ένας δείκτης αναφοράς είναι νέος σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχεία α) και β).

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 38

Πρόσβαση για CCP και τόπους διαπραγμάτευσης τρίτων χωρών

1.   Τόπος διαπραγμάτευσης εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα μπορεί να αιτείται πρόσβαση σε CCP εγκατεστημένο στην Ένωση, μόνον εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 4 για την εν λόγω τρίτη χώρα. Ένας CCP εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα μπορεί να αιτείται πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω CCP αναγνωρίζεται δυνάμει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. CCP και τόποι διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα δικαιώματα πρόσβασης των άρθρων 35 έως 36 μόνο εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3, με την οποία αποφαίνεται ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας παρέχει ένα αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα που επιτρέπει σε CCP και τόπους διαπραγμάτευσης αδειοδοτημένους από αλλοδαπά καθεστώτα την πρόσβαση σε CCP και τόπους διαπραγμάτευσης εγκατεστημένους στην εν λόγω τρίτη χώρα.

2.   CCP και τόποι διαπραγμάτευσης εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες μπορούν να αιτούνται άδεια χρήσης και δικαιώματα πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 37 μόνον εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, στην οποία αποφαίνεται ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας παρέχει ένα αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα βάσει του οποίου επιτρέπεται σε CCP και τόπους διαπραγμάτευσης αδειοδοτημένους σε αλλοδαπές περιοχές δικαιοδοσίας να έχουν πρόσβαση, με δίκαιο και εύλογο και χωρίς διακρίσεις τρόπο:

α)

στις σχετικές ροές τιμών και δεδομένων, και στις πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση, τη μεθοδολογία και τον καθορισμό τιμών των εν λόγω δεικτών αναφοράς για σκοπούς εκκαθάρισης και διαπραγμάτευσης, και

β)

στις άδειες χρήσης,

από πρόσωπα με ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί δεικτών αναφοράς, που είναι εγκατεστημένα στην εν λόγω τρίτη χώρα.

3.   Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 51, να εκδίδει αποφάσεις, με τις οποίες αποφαίνεται ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης και CCP που έχει άδεια λειτουργίας στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνεται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες των απαιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και οι οποίες υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και εφαρμογή στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμο όταν το εν λόγω πλαίσιο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι τόποι διαπραγμάτευσης της εν λόγω τρίτης χώρας υπόκεινται σε διαδικασία αδειοδότησης και αποτελεσματική εποπτεία και εφαρμογή των υποχρεώσεων σε συνεχή βάση·

β)

προβλέπει ένα αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα που επιτρέπει σε CCP και τόπους διαπραγμάτευσης αδειοδοτημένους από αλλοδαπά καθεστώτα την πρόσβαση σε CCP και τόπους διαπραγμάτευσης εγκατεστημένους στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)

το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας παρέχει ένα αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα βάσει του οποίου επιτρέπεται σε CCP και τόπους διαπραγμάτευσης αδειοδοτημένους σε ξένες περιοχές δικαιοδοσίας να έχουν πρόσβαση, με δίκαιο, εύλογο και χωρίς διακρίσεις τρόπο:

i)

σε σχετικές ροές τιμών και δεδομένων και σε πληροφορίες για τη σύνθεση, τη μεθοδολογία και την τιμολόγηση των δεικτών αναφοράς για τους σκοπούς της εκκαθάρισης και της διαπραγμάτευσης· και

ii)

σε άδειες χρήσης

από πρόσωπα με ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί δεικτών αναφοράς, που είναι εγκατεστημένα στην εν λόγω τρίτη χώρα.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εποπτεία της αγοράς και παρεμβάσεις σε προϊόντα

Άρθρο 39

Εποπτεία της αγοράς

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ εποπτεύει την αγορά για χρηματοπιστωτικά μέσα που διατίθενται στην αγορά, διανέμονται ή πωλούνται στην Ένωση.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ εποπτεύει την αγορά για δομημένες καταθέσεις που διατίθενται στην αγορά, διανέμονται ή πωλούνται στην Ένωση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν την αγορά για χρηματοπιστωτικά μέσα και δομημένες καταθέσεις που διατίθενται στην αγορά, διανέμονται ή πωλούνται στην Ένωση στο ή από το κράτος μέλος τους.

Άρθρο 40

Εξουσίες προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3, προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει στην Ένωση:

α)

τη διάθεση στην αγορά, τη διανομή ή την πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοπιστωτικών μέσων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά· ή

β)

ένα είδος χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής.

Η απαγόρευση ή ο περιορισμός μπορεί να ισχύει σε ορισμένες περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την ΕΑΚΑΑ.

2.   Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η προτεινόμενη ενέργεια αντιμετωπίζει μια σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή μία απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης·

β)

οι κανονιστικές απαιτήσεις βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν αντιμετωπίζουν την απειλή·

γ)

η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής ή τα μέτρα που έχουν λάβει δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να επιβάλει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε προληπτική βάση προτού ένα χρηματοπιστωτικό μέσο διατεθεί στην αγορά, διανεμηθεί ή πωληθεί σε πελάτες.

3.   Κατά τη λήψη μέτρων βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι το μέτρο:

α)

δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τους επενδυτές, δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη του μέτρου·

β)

δεν δημιουργεί τον κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, και

γ)

έχει ληφθεί μετά από διαβούλευση με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, εφόσον το μέτρο αφορά παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων.

Όταν μια αρμόδια αρχή ή αρμόδιες αρχές έχουν λάβει μέτρα βάσει του άρθρου 42, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, χωρίς να εκδώσει τη γνωμοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 43.

4.   Πριν αποφασίσει τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές το μέτρο που προτείνει να ληφθεί.

5.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση για τη λήψη μέτρων βάσει του παρόντος άρθρου. Στην ανακοίνωση αναφέρονται οι λεπτομέρειες της απαγόρευσης ή του περιορισμού και ορίζεται η χρονική στιγμή, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, από την οποία θα αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός εφαρμόζονται μόνο σε ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων.

6.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν η απαγόρευση ή ο περιορισμός δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω τρίμηνη περίοδο, αίρεται.

7.   Μέτρο που εγκρίνεται από την ΕΑΚΑΑ βάσει του παρόντος άρθρου υπερισχύει έναντι κάθε προηγούμενου μέτρου που έχει ληφθεί από αρμόδια αρχή.

8.   Η Επιτροπή θεσπίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 με τις οποίες προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να προσδιορίζεται πότε υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

Μεταξύ των παραγόντων αυτών και των κριτηρίων περιλαμβάνονται:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου και η σχέση με την κατηγορία του πελάτη για τον οποίο διατίθεται στην αγορά και πωλείται·

β)

το μέγεθος ή η ονομαστική αξία έκδοσης χρηματοπιστωτικών μέσων·

γ)

ο βαθμός καινοτομίας χρηματοπιστωτικού μέσου, δραστηριότητας ή πρακτικής·

δ)

η μόχλευση που παρέχει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια πρακτική.

Άρθρο 41

Εξουσίες προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΤ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ μπορεί, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3, προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει στην Ένωση:

α)

τη διάθεση στην αγορά, τη διανομή ή την πώληση ορισμένων δομημένων καταθέσεων ή δομημένων καταθέσεων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά· ή

β)

ένα είδος χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής.

Η απαγόρευση ή ο περιορισμός μπορεί να ισχύει σε ορισμένες περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την ΕΑΤ.

2.   Η ΕΑΤ λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το προτεινόμενο μέτρο αντιμετωπίζει σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης·

β)

οι κανονιστικές απαιτήσεις βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στη σχετική δομημένη κατάθεση ή δραστηριότητα δεν αντιμετωπίζουν την απειλή·

γ)

η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής ή τα μέτρα που έχουν λάβει δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΤ μπορεί να επιβάλει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε προληπτική βάση προτού μια δομημένη κατάθεση διατεθεί στην αγορά, διανεμηθεί ή πωληθεί σε πελάτες.

3.   Κατά τη λήψη μέτρων βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ διασφαλίζει ότι το μέτρο:

α)

δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τους επενδυτές, δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη του μέτρου· και

β)

δεν δημιουργεί κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Όταν μια αρμόδια αρχή ή αρμόδιες αρχές έχουν λάβει μέτρα βάσει του άρθρου 42, η ΕΑΤ μπορεί να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, χωρίς να εκδώσει τη γνωμοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 43.

4.   Πριν αποφασίσει τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές το μέτρο που προτείνει να ληφθεί.

5.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση για τη λήψη μέτρων βάσει του παρόντος άρθρου. Στην ανακοίνωση αναφέρονται οι λεπτομέρειες της απαγόρευσης ή του περιορισμού και ορίζεται η χρονική στιγμή, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, από την οποία θα αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός εφαρμόζονται μόνο σε δράση που αναλαμβάνεται μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων.

6.   Η ΕΑΤ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν η απαγόρευση ή ο περιορισμός δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω τρίμηνη περίοδο, αίρεται.

7.   Μέτρο που λαμβάνεται από την ΕΑΤ βάσει του παρόντος άρθρου υπερισχύει έναντι κάθε προηγούμενου μέτρου που έχει ληφθεί από αρμόδια αρχή.

8.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 με τις οποίες προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την ΕΑΤ, προκειμένου να προσδιορίζεται πότε υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων και για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

Μεταξύ των παραγόντων αυτών και των κριτηρίων περιλαμβάνονται:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας μιας δομημένης κατάθεσης και η σχέση με την κατηγορία του πελάτη για τον οποίο διατίθεται στην αγορά και πωλείται·

β)

το μέγεθος ή η ονομαστική αξία έκδοσης δομημένων καταθέσεων·

γ)

ο βαθμός καινοτομίας μιας δομημένης κατάθεσης, μιας δραστηριότητας ή πρακτικής·

δ)

η μόχλευση που παρέχει μια δομημένη κατάθεση ή μια πρακτική.

Άρθρο 42

Παρέμβαση των αρμοδίων αρχών σε προϊόντα

1.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει τα ακόλουθα στο εν λόγω κράτος μέλος ή με προέλευση το εν λόγω κράτος μέλος:

α)

τη διάθεση στην αγορά, τη διανομή ή την πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων ή χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά· ή

β)

ένα είδος χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής.

2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφόσον θεωρεί ευλόγως ότι:

α)

είτε

i)

ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, δομημένη κατάθεση ή μια δραστηριότητα ή μια πρακτική προκαλεί σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την προστασία των επενδυτών ή ενέχει απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή αγορών βασικών εμπορευμάτων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος τουλάχιστον σε ένα κράτος μέλος· ή

ii)

ένα παράγωγο προϊόν έχει αρνητικές συνέπειες στον μηχανισμό διαμόρφωσης τιμών της υποκείμενης αγοράς·

β)

οι υφιστάμενες κανονιστικές απαιτήσεις βάσει του ενωσιακού δικαίου που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, δομημένη κατάθεση ή τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ή πρακτική δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τους κινδύνους που αναφέρονται στο στοιχείο α), η δε αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω βελτιωμένης εποπτείας ή επιβολής της εφαρμογής των υφιστάμενων απαιτήσεων·

γ)

το μέτρο είναι αναλογικό, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των κινδύνων που έχουν εντοπισθεί, της ειδίκευσης των ενδιαφερομένων επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά και των πιθανών επιπτώσεων του μέτρου στους επενδυτές και τους συμμετέχοντες στην αγορά που ενδεχομένως κατέχουν, χρησιμοποιούν ή επωφελούνται από το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη δομημένη κατάθεση ή τη δραστηριότητα ή πρακτική·

δ)

η αρμόδια αρχή έχει προβεί στην προσήκουσα διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ενδέχεται να επηρεαστούν σημαντικά από το μέτρο·

ε)

το μέτρο δεν προκαλεί διακρίσεις εις βάρος υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που παρέχονται από άλλο κράτος μέλος· και

στ)

έχει διαβουλευθεί καταλλήλως με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη, τη διοίκηση και τη ρύθμιση φυσικών γεωργικών αγορών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, σε περίπτωση που ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια δραστηριότητα ή μια πρακτική ενέχει σοβαρή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα της φυσικής γεωργικής αγοράς.

Όταν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πληρούνται, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε προληπτική βάση πριν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια δομημένη κατάθεση διατεθεί στην αγορά, διανεμηθεί ή πωληθεί σε πελάτες.

Η απαγόρευση ή ο περιορισμός μπορεί να ισχύει σε ορισμένες περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.

3.   Η αρμόδια αρχή δεν επιβάλλει απαγόρευση ή περιορισμό βάσει του παρόντος άρθρου, εκτός εάν, τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την προβλεπόμενη θέση σε ισχύ του μέτρου, έχει γνωστοποιήσει εγγράφως, ή με άλλον τρόπο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των αρχών, σε όλες τις άλλες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ λεπτομερή στοιχεία σχετικά με:

α)

το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη δραστηριότητα ή την πρακτική την οποία αφορά το προτεινόμενο μέτρο·

β)

την ακριβή φύση της απαγόρευσης ή του περιορισμού που προτείνονται και τη χρονική στιγμή που προβλέπεται να αρχίσουν να ισχύουν· και

γ)

τα στοιχεία αξιολόγησης στα οποία έχει βασίσει την απόφασή της και βάσει των οποίων θεωρεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

4.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις όταν η αρμόδια αρχή εκτιμά ότι πρέπει να αναληφθεί επείγουσα δράση δυνάμει του παρόντος άρθρου για να προληφθεί η ζημία που οφείλεται σε χρηματοπιστωτικά μέσα, δομημένες καταθέσεις, πρακτικές ή δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή μπορεί σε προληπτική βάση να ενημερώνει γραπτώς, τουλάχιστον 24 ώρες πριν την προγραμματισμένη εφαρμογή του μέτρου, όλες τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ ή για δομημένες καταθέσεις την ΕΑΤ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλα τα κριτήρια του παρόντος άρθρου και ότι, επιπλέον, προκύπτει σαφώς ότι η περίοδος κοινοποίησης του ενός μηνός δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης ανησυχίας ή απειλής. Η αρμόδια αρχή δεν αναλαμβάνει δράση βάσει της παρούσας παραγράφου για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

5.   Η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση επιβολής απαγόρευσης ή περιορισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Στην ανακοίνωση αναφέρονται οι λεπτομέρειες της απαγόρευσης ή του περιορισμού, η χρονική στιγμή, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, από την οποία θα αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα και τα στοιχεία αξιολόγησης βάσει των οποίων θεωρεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός εφαρμόζονται μόνο σε δράσεις που αναλαμβάνονται μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης.

6.   Η αρμόδια αρχή ανακαλεί την απαγόρευση ή τον περιορισμό, εάν δεν ισχύουν πλέον οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

7.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 με τις οποίες προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να προσδιορίζεται πότε υφίσταται η σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή η απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή αγορές βασικών εμπορευμάτων ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

Μεταξύ των παραγόντων αυτών και των κριτηρίων περιλαμβάνονται:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας δομημένης κατάθεσης και η σχέση με την κατηγορία του πελάτη για τον οποίο διατίθεται στην αγορά, διανέμεται και πωλείται·

β)

ο βαθμός καινοτομίας χρηματοπιστωτικού μέσου, δομημένης κατάθεσης, δραστηριότητας ή πρακτικής·

γ)

η μόχλευση που παρέχει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μία δομημένη κατάθεση ή μια πρακτική·

δ)

σε σχέση με την ομαλή λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών εμπορευμάτων, το μέγεθος ή η ονομαστική αξία μιας έκδοσης χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων.

Άρθρο 43

Συντονισμός από την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ

1.   Η ΕΑΚΑΑ ή, για τις δομημένες καταθέσεις, η ΕΑΤ, αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 42. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ ή, για τις δομημένες καταθέσεις, η ΕΑΤ, εξασφαλίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνει μια αρμόδια αρχή είναι δικαιολογημένα και ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και ότι, όταν χρειάζεται, οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν συνεπή προσέγγιση.

2.   Μετά τη λήψη της γνωστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42 για μέτρα που πρόκειται να επιβληθούν βάσει του εν λόγω άρθρου, η ΕΑΚΑΑ ή, για τις δομημένες καταθέσεις, η ΕΑΤ, εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με το κατά πόσο η απαγόρευση ή ο περιορισμός είναι δικαιολογημένα και ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Εάν η ΕΑΚΑΑ ή, για τις δομημένες καταθέσεις, η ΕΑΤ, κρίνει ότι η λήψη μέτρων από άλλες αρμόδιες αρχές είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του κινδύνου, το αναφέρει στη γνωμοδότησή της. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ ή, για τις δομημένες καταθέσεις, στην ΕΑΤ.

3.   Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να λάβει ή λαμβάνει μέτρα αντίθετα προς γνωμοδότηση που έχει εκδώσει η ΕΑΚΑΑ ή, για τις δομημένες καταθέσεις, η ΕΑΤ βάσει της παραγράφου 2 ή αρνείται να λάβει μέτρα αντίθετα προς την εν λόγω γνωμοδότηση, δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία εξηγεί πλήρως τους λόγους για τους οποίους το έπραξε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Θέσεις

Άρθρο 44

Συντονισμός εθνικών μέτρων διαχείρισης θέσεων και ορίων θέσεων από την ΕΑΚΑΑ

1.   Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2 στοιχεία ιε) και ιστ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν συνεπή προσέγγιση ως προς το πότε ασκούνται οι εν λόγω αρμοδιότητες, τη φύση και το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που επιβάλλονται και τη διάρκεια και παρακολούθηση των μέτρων.

2.   Μετά τη λήψη γνωστοποίησης για οποιοδήποτε μέτρο βάσει του άρθρου 79 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η ΕΑΚΑΑ καταγράφει το μέτρο και τους λόγους για τους οποίους ελήφθη. Για τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2 στοιχεία ιε) ή ιστ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τηρεί και δημοσιεύει στον ιστότοπό της βάση δεδομένων με συνοπτική περιγραφή των μέτρων που ισχύουν, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για τα πρόσωπα που αφορούν, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τυχόν όρια στο μέγεθος των θέσεων που μπορούν να κατέχουν ανά πάσα στιγμή τα πρόσωπα, τυχόν εξαιρέσεις που έχουν παραχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 57 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 45

Αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

ζητεί από οποιοδήποτε πρόσωπο όλες τις σχετικές πληροφορίες για το μέγεθος και τον σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε μέσω παραγώγου·

β)

μετά από ανάλυση των πληροφοριών που λαμβάνει σύμφωνα με το στοιχείο α), επιβάλλει στο πρόσωπο αυτό να προχωρήσει στη μείωση του μεγέθους ή στο κλείσιμο της θέσης ή της έκθεσης σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 10 στοιχείο β)·

γ)

ως έσχατη λύση, περιορίζει την ικανότητα του προσώπου για απόκτηση θέσης συναλλαγών σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.

2.   Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέτρα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 αντιμετωπίζουν μια απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων σύμφωνα με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και μεταξύ άλλων όσον αφορά ρυθμίσεις φυσικής παράδοσης εμπορευμάτων, ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης·

β)

η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής ή τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

Η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί την τήρηση των όρων των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα κριτήρια και τους παράγοντες που προσδιορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη της παραγράφου 10 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου.

3.   Κατά τη λήψη των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι το μέτρο:

α)

αντιμετωπίζει ουσιαστικά την απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων σύμφωνα με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και μεταξύ άλλων για τις ρυθμίσεις φυσικής παράδοσης εμπορευμάτων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης ή βελτιώνει σημαντικά την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν την απειλή όπως μετράται σύμφωνα με τα κριτήρια και τους παράγοντες που προσδιορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη της παραγράφου 10 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου·

β)

δεν δημιουργεί κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού καθεστώτος όπως αποτιμάται σύμφωνα με την παράγραφο 10 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου·

γ)

δεν έχει καμία από τις ακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις επί της αποτελεσματικότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών σε βαθμό δυσανάλογο προς τα οφέλη του μέτρου: μείωση της ρευστότητας στις αγορές αυτές, περιορισμό των συνθηκών για τη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες ενός μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου, ή δημιουργία αβεβαιότητας για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

Η ΕΑΚΑΑ συμβουλεύεται τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29) πριν λάβει οποιαδήποτε μέτρα που συνδέονται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής.

Η ΕΑΚΑΑ συμβουλεύεται τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία, τη διεύθυνση και τη ρύθμιση των γεωργικών αγορών βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, πριν λάβει οποιαδήποτε μέτρα σχετικά με παράγωγα γεωργικών εμπορευμάτων.

4.   Πριν αποφασίσει να λάβει ή να ανανεώσει οποιοδήποτε μέτρο αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές το μέτρο που προτείνει να ληφθεί. Σε περίπτωση λήψης μέτρου δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία α) ή β), η γνωστοποίηση περιλαμβάνει τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων τα οποία αφορά το μέτρο, καθώς και τις λεπτομέρειες και τους σχετικούς λόγους. Σε περίπτωση λήψης μέτρου βάσει του στοιχείου γ) της παραγράφου 1, η γνωστοποίηση περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για το πρόσωπο που αφορά, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τα σχετικά ποσοτικά μέτρα, όπως το μέγιστο μέγεθος θέσης που μπορεί να αποκτήσει το συγκεκριμένο πρόσωπο και τους σχετικούς λόγους.

5.   Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν την προβλεπόμενη έναρξη ισχύος ή ανανέωση του μέτρου. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να πραγματοποιήσει τη γνωστοποίηση σε διάστημα μικρότερο από 24 ώρες πριν από την προβλεπόμενη έναρξη ισχύος του μέτρου στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί η 24ωρη προθεσμία προειδοποίησης.

6.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση επιβολής ή ανανέωσης μέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για το πρόσωπο που αφορά, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τα σχετικά ποσοτικά μέτρα, όπως το μέγιστο μέγεθος θέσης που μπορεί να αποκτήσει το συγκεκριμένο πρόσωπο και τους σχετικούς λόγους.

7.   Ένα μέτρο που ελήφθη βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο γ) τίθεται σε ισχύ κατά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης ή σε χρόνο που καθορίζεται στην ανακοίνωση, μετά τη δημοσίευσή της, και ισχύει μόνο για συναλλαγές που πραγματοποιούνται μετά την έναρξη ισχύος του μέτρου.

8.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει τα μέτρα του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 που έχει λάβει σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Εάν ένα μέτρο δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω τρίμηνη περίοδο, λήγει αυτόματα. Οι παράγραφοι 2 έως 8 εφαρμόζονται επίσης και στην ανανέωση των μέτρων.

9.   Μέτρο που λαμβάνεται από την ΕΑΚΑΑ βάσει του παρόντος άρθρου υπερισχύει έναντι κάθε προηγούμενου μέτρου που έχει ληφθεί από αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχεία ιε) ή ιστ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

10.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 με τις οποίες προσδιορίζονται τα κριτήρια και οι παράγοντες προκειμένου να διαπιστώνονται:

α)

η ύπαρξη απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων σύμφωνα με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και μεταξύ άλλων και σχετικά με τις ρυθμίσεις φυσικής παράδοσης εμπορευμάτων, ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό στον οποίο οι θέσεις χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση θέσεων σε εμπορεύματα ή συμβόλαια εμπορευμάτων και ο βαθμός στον οποίο οι τιμές στις υποκείμενες αγορές καθορίζονται σε αναφορά με τις τιμές των παραγώγων επί εμπορευμάτων,

β)

η κατάλληλη μείωση θέσης ή έκθεσης μέσω παραγώγου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου,

γ)

οι καταστάσεις κατά τις οποίες μπορεί να ανακύψει κίνδυνος καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού καθεστώτος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

Τα εν λόγω κριτήρια και παράγοντες λαμβάνουν υπόψη τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και διαφοροποιούνται για καταστάσεις στις οποίες η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει μέτρα επειδή η αρμόδια αρχή παρέλειψε να ενεργήσει από εκείνες στις οποίες η ΕΑΚΑΑ εξετάζει πρόσθετο κίνδυνο τον οποίο η αρμόδια αρχή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2 στοιχεία ι) ή ιε) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΠΑΡΟΧΉ ΥΠΗΡΕΣΙΏΝ ΚΑΙ ΆΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΉΤΩΝ ΑΠΌ ΕΠΙΧΕΙΡΉΣΕΙς ΤΡΊΤΩΝ ΧΩΡΏΝ ΒΆΣΕΙ ΑΠΌΦΑΣΗς ΙΣΟΔΥΝΑΜΊΑς ΜΕ Ή ΧΩΡΊς ΥΠΟΚΑΤΆΣΤΗΜΑ

Άρθρο 46

Γενικές διατάξεις

1.   Επιχείρηση τρίτης χώρας μπορεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους και σε επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος I του Παραρτήματος II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εγκατεστημένους στην Ένωση χωρίς την εγκατάσταση υποκαταστήματος εφόσον είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που τηρείται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 47.

2.   Η ΕΑΚΑΑ εγγράφει στο μητρώο επιχείρηση τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση σύμφωνα με την παράγραφο 1, μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1·

β)

η επιχείρηση έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένα τα κεντρικά γραφεία της, για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση των δραστηριοτήτων που πρόκειται να παρασχεθούν ή να ασκηθούν στην Ένωση και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεών της που διασφαλίζουν πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ισχύουν στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα·

γ)

έχουν συναφθεί συμφωνίες συνεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2.

3.   Όταν επιχείρηση τρίτης χώρας είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις στην επιχείρηση τρίτης χώρας για τα θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ και δεν μεταχειρίζονται επιχειρήσεις τρίτων χωρών περισσότερο ευνοϊκά από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

4.   Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην ΕΑΚΑΑ μετά την έκδοση από την Επιτροπή της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 47, με την οποία κρίνεται ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας στην οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας η επιχείρηση τρίτης χώρας είναι ισοδύναμο με τις απαιτήσεις που περιγράφονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1.

Η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εγγραφή της στο μητρώο. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Η απόφαση εγγραφής στο μητρώο βασίζεται στις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

Εντός 180 εργάσιμων ημερών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως την αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας με πλήρη αιτιολόγηση της απόφασής της εάν η εγγραφή στο μητρώο έχει εγκριθεί ή απορριφθεί.

Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους και σε επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος I του Παραρτήματος II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ στο έδαφός τους σύμφωνα με εθνικά καθεστώτα, εάν δεν υφίσταται απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 ή εάν η εν λόγω απόφαση δεν είναι πλέον σε ισχύ.

5.   Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο ενημερώνουν τους πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, ότι δεν επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλους πελάτες πλην των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων και των επαγγελματιών πελατών κατά την έννοια του τμήματος I του παραρτήματος II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ότι δεν υπόκεινται σε εποπτεία στην Ένωση. Αναφέρουν την ονομασία και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία στην τρίτη χώρα.

Οι πληροφορίες του πρώτου εδαφίου παρέχονται εγγράφως και με ευδιάκριτο τρόπο.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ή ένας επαγγελματίας πελάτης κατά την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, που είναι εγκατεστημένος ή βρίσκεται στην Ένωση, δρομολογήσει με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία την παροχή σε αυτόν επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση δραστηριότητας από επιχείρηση τρίτης χώρας, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στην παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή την άσκηση δραστηριότητας εκ μέρους της επιχείρησης τρίτης χώρας προς το εν λόγω πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Η πρωτοβουλία πελατών με βάση το προηγούμενο εδάφιο δεν παρέχει στην επιχείρηση τρίτης χώρας το δικαίωμα εμπορικής προώθησης νέων κατηγοριών επενδυτικών προϊόντων ή υπηρεσιών στο πρόσωπο αυτό.

6.   Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες ή ασκούν δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, πριν από την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε σχέση με πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, προσφέρουν τη δυνατότητα υποβολής οιωνδήποτε διαφορών σχετικά με αυτές τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες στη δικαιοδοσία δικαστηρίου ή διαιτητικού δικαστηρίου κράτους μέλους.

7.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία εξειδικεύονται οι πληροφορίες που η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας πρέπει να υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ με την αίτηση εγγραφής στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 4 και η μορφή των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 47

Απόφαση ισοδυναμίας

1.   Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 51 παράγραφος 2 να εκδίδει απόφαση για μια τρίτη χώρα στην οποία να διαπιστώνεται ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις της εν λόγω τρίτης χώρας διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα συμμορφώνονται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και επιχειρηματικής συμπεριφοράς, οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στα εκτελεστικά μέτρα που έχουν εκδοθεί βάσει του παρόντος κανονισμού και βάσει των εν λόγω οδηγιών και ότι το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει ένα ουσιαστικά ισοδύναμο σύστημα για την αναγνώριση επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών.

Το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας και επιχειρηματικής συμπεριφοράς μιας τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ότι έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα όταν το εν λόγω πλαίσιο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε αδειοδότηση και σε αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων σε συνεχή βάση·

β)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε απαιτήσεις επαρκών κεφαλαίων και σε κατάλληλες απαιτήσεις για τους μετόχους και τα μέλη του διοικητικού τους οργάνου·

γ)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων υπόκεινται σε κατάλληλες οργανωτικές απαιτήσεις στον τομέα των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου·

δ)

οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων υπόκεινται σε κατάλληλους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας·

ε)

διασφαλίζει τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της αγοράς προλαμβάνοντας την κατάχρηση αγοράς υπό τη μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.

2.   Η ΕΑΚΑΑ συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομικό και εποπτικό πλαίσιο έχει αναγνωριστεί ως ουσιαστικά ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες για τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που έχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες τις οποίες ζητεί η ΕΑΚΑΑ·

β)

τον μηχανισμό άμεσης γνωστοποίησης στην ΕΑΚΑΑ, στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή τρίτης χώρας κρίνει ότι μια επιχείρηση τρίτης χώρας, την οποία εποπτεύει και την οποία η ΕΑΚΑΑ έχει εγγράψει στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 48, παραβαίνει τους όρους της άδειάς της ή άλλη νομοθεσία την οποία υποχρεούται να τηρεί·

γ)

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων, όταν χρειάζεται, των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

3.   Μια επιχείρηση τρίτης χώρας εγκατεστημένη σε χώρα το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της οποίας έχει αναγνωριστεί ως ουσιαστικά ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 1 και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 39 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες που καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους και σε επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος I του Παραρτήματος II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης χωρίς την εγκατάσταση νέων υποκαταστημάτων. Για το σκοπό αυτό, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις πληροφόρησης για τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών και άσκηση δραστηριοτήτων του άρθρου 34 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Το υποκατάστημα εξακολουθεί να υπόκειται στην εποπτεία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 39 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ωστόσο, και με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων συνεργασίας που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να θεσπίζουν αναλογικές συμφωνίες συνεργασίας ώστε να εξασφαλίζουν ότι το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες εντός της Ένωσης προσφέρει το κατάλληλο επίπεδο προστασίας των επενδυτών.

4.   Μια επιχείρηση τρίτης χώρας δεν μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 46 παράγραφος 1 αν η Επιτροπή εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 2, ανακαλώντας την απόφασή της βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σε σχέση με την εν λόγω τρίτη χώρα.

Άρθρο 48

Μητρώο

Η ΕΑΚΑΑ εγγράφει σε μητρώο τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 46. Το κοινό έχει πρόσβαση μέσω του ιστότοπου της ΕΑΚΑΑ στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες τις οποίες επιτρέπεται να παρέχουν ή να ασκούν οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών και αναφορά της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα.

Άρθρο 49

Ανάκληση της εγγραφής

1.   Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή επιχείρησης τρίτης χώρας στο μητρώο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 48, όταν:

α)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα στοιχεία αξιολόγησης να πιστεύει ότι, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση, η επιχείρηση τρίτης χώρας ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, ή

β)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα στοιχεία αξιολόγησης να πιστεύει ότι, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ένωση, η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων που ισχύουν για αυτήν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1·

γ)

η ΕΑΚΑΑ έχει παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας και η εν λόγω αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα που χρειάζονται για την προστασία των επενδυτών και για την ορθή λειτουργία των αγορών στην Ένωση ή δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση της τρίτης χώρας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτήν στην τρίτη χώρα· και

δ)

η ΕΑΚΑΑ έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας για την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εγγραφή στο μητρώο της επιχείρησης της τρίτης χώρας τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ανάκληση.

2.   Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 και δημοσιεύει την απόφασή της στον ιστότοπό της.

3.   Η Επιτροπή εκτιμά κατά πόσον οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 εξακολουθούν να ισχύουν σε σχέση με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Άρθρο 50

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 9, στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 15 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 3, στο άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 40 παράγραφος 8, στο άρθρο 41 παράγραφος 8, στο άρθρο 42 παράγραφος 7, στο άρθρο 45 παράγραφος 10 και στο άρθρο 52 παράγραφοι 10 και 12 ανατίθεται επ’ αόριστον από τις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 9, στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 15 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 3, στο άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 40 παράγραφος 8, στο άρθρο 41 παράγραφος 8, στο άρθρο 42 παράγραφος 7, στο άρθρο 45 παράγραφος 10 και στο άρθρο 52 παράγραφοι 10 και 12 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Μόλις εκδώσει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 9, το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 5, το άρθρο 17 παράγραφος 3, το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 40 παράγραφος 8, το άρθρο 41 παράγραφος 8, το άρθρο 42 παράγραφος 7, το άρθρο 45 παράγραφος 10 και το άρθρο 52 παράγραφοι 10 ή 12 τίθενται σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημέρωσαν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εκτελεστικές πράξεις

Άρθρο 51

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που έχει συσταθεί με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (30). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΤΙΤΛΟΣ X

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 52

Εκθέσεις και επανεξέταση

1.   Έως τις 3 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις επιπτώσεις στην πράξη των υποχρεώσεων συναλλαγματικής διαφάνειας που θεσπίζονται δυνάμει των άρθρων 3 έως 13, και ιδίως σχετικά με τις επιπτώσεις του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών που περιγράφεται στο άρθρο 5, μεταξύ άλλων όσον αφορά το κόστος διαπραγμάτευσης για επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους και επαγγελματίες πελάτες, τη διαπραγμάτευση σε μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, την αποτελεσματικότητά του στο να εξασφαλιστεί ότι η χρήση των σχετικών απαλλαγών δεν βλάπτει τη διαμόρφωση τιμών, και όσον αφορά το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένας κατάλληλος μηχανισμός επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του μέγιστου ορίου τιμών, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή και τη συνεχιζόμενη καταλληλότητα των απαλλαγών από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 9 παράγραφοι 2 έως 5.

2.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τον αντίκτυπο που έχει στις ευρωπαϊκές μετοχικές αγορές η χρήση της απαλλαγής βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στοιχείο β) σημείο i) και ο μηχανισμός μέγιστου ορίου συναλλαγών βάσει του άρθρου 5, με ιδιαίτερη αναφορά στα ακόλουθα:

α)

στο επίπεδο και την τάση της διαπραγμάτευσης βάσει μη παρέχοντος προσυναλλακτική διαφάνεια βιβλίου εντολών στην Ένωση από την εισαγωγή του παρόντος κανονισμού·

β)

στις επιπτώσεις επί του ανοίγματος των προσυναλλακτικά δημοσιοποιημένων τιμών αγοράς και πώλησης·

γ)

στις επιπτώσεις στο βάθος ρευστότητας στα μη παρέχοντα προσυναλλακτική διαφάνεια βιβλία εντολών·

δ)

στις επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στους επενδυτές εντός της Ένωσης·

ε)

στις επιπτώσεις στη διαπραγμάτευση μετοχών εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης·

στ)

στις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο και τις συζητήσεις με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

3.   Αν η έκθεση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χρήση της απαλλαγής βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στοιχείο β) σημείο i) βλάπτει τη διαμόρφωση τιμής, ή τη διαπραγμάτευση σε μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, η Επιτροπή, όπου αρμόζει, διατυπώνει προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού, σχετικά με τη χρήση των εν λόγω απαλλαγών. Οι προτάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν εκτίμηση των επιπτώσεων από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, και να λαμβάνουν υπόψη τις επιδιώξεις του παρόντος κανονισμού και τις επιπτώσεις στη διατάραξη της λειτουργίας της αγοράς και τον ανταγωνισμό, καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις στους επενδυτές εντός της Ένωσης.

4.   Έως τις 3 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία του άρθρου 26, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει κατά πόσον το περιεχόμενο και η μορφή των γνωστοποιήσεων συναλλαγών που λαμβάνονται και ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών συνολικά καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1. Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων μπορούν να προβλέπουν τη γνωστοποίηση συναλλαγών σε σύστημα ορισμένο από την ΕΑΚΑΑ και όχι στις αρμόδιες αρχές, το οποίο επιτρέπει στις σχετικές αρμόδιες αρχές να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και για τον εντοπισμό πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

5.   Έως τις 3 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με κατάλληλες λύσεις για τον περιορισμό της ασυμμετρίας πληροφόρησης μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά καθώς και σχετικά με εργαλεία με τα οποία οι ρυθμιστικές αρχές θα μπορούσαν να παρακολουθούν καλύτερα τις δραστηριότητες παροχής τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης. Η εν λόγω έκθεση εκτιμά τουλάχιστον τη σκοπιμότητα της ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού συστήματος εντοπισμού των καλύτερων τιμών αγοράς και πώλησης σε ενοποιημένο επίπεδο, προς εκπλήρωση αυτών των στόχων.

6.   Έως τις 3 Μαρτίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τη μεταφορά της διαπραγμάτευσης των τυποποιημένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε χρηματιστήρια ή σε ηλεκτρονικούς τόπους εκτέλεσης συναλλαγών σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 28.

7.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εξέλιξη των τιμών για την παροχή πρόσβασης σε προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική πληροφόρηση, από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

8.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την επανεξέταση των διατάξεων περί διαλειτουργικότητας του άρθρου 36 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

9.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 35 και 36 του παρόντος κανονισμού και των άρθρων 7 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Έως τις 3 Ιουλίου 2021 η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 37.

10.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση προς το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο σχετικά με τις επιπτώσεις των άρθρων 35 και 36 του παρόντος κανονισμού στους νεοσυσταθέντες CCP που έχουν λάβει άδεια, όπως αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 5, και τους τόπους διαπραγμάτευσης που συνδέονται με στενούς δεσμούς με αυτούς τους CCP και για το εάν πρέπει να παραταθεί η μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 35 παράγραφος 5, σταθμίζοντας τα δυνητικά οφέλη που θα έχουν για τους καταναλωτές η βελτίωση του ανταγωνισμού και οι δυνατότητες επιλογής που θα είναι διαθέσιμες στους συμμετέχοντες στην αγορά έναντι των δυνητικών δυσανάλογων επιπτώσεων αυτών των διατάξεων στους νεοσυσταθέντες CCP που έχουν λάβει άδεια και των περιορισμών των συμμετεχόντων στις τοπικές αγορές όσον αφορά την απόκτηση πρόσβασης στους διεθνείς CCP και την ομαλή λειτουργία της αγοράς.

Βάσει των συμπερασμάτων της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 50 για παράταση της μεταβατικής περιόδου σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 5 για μέγιστο διάστημα 30 μηνών.

11.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το κατά πόσον το όριο που προσδιορίζεται στο άρθρο 36 παράγραφος 5 παραμένει κατάλληλο και αν πρέπει να εξακολουθήσει να είναι διαθέσιμος ο μηχανισμός απαλλαγής σχετικά με χρηματιστηριακά παράγωγα.

12.   Έως τις 3 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή, με βάση εκτίμηση κινδύνου που διενεργείται από την ΕΑΚΑΑ σε διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, στην οποία εκτιμά την ανάγκη να αποκλειστούν προσωρινά τα χρηματιστηριακά παράγωγα από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 35 και 36. Η εν λόγω έκθεση λαμβάνει υπόψη τους τυχόν κινδύνους που απορρέουν από διατάξεις παροχής μη διακριτικής πρόσβασης όσον αφορά στα χρηματιστηριακά παράγωγα, σε σχέση με τη συνολική σταθερότητα και την ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών σε ολόκληρη την Ένωση.

Βάσει των συμπερασμάτων της έκθεσης, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 50, προκειμένου να αποκλείσει τα χρηματιστηριακά παράγωγα από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 35 και 36 για διάστημα έως 30 μηνών από τις 3 Ιανουαρίου 2017.

Άρθρο 53

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά την ανάπτυξη των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων βάσει της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΚΑΑ δεν θίγει τη μεταβατική διάταξη ως προς τις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6 όπως ορίζονται στο άρθρο 95 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ (31).

(31)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»."

2)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει λάβει άδεια να εκκαθαρίζει συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δέχεται να εκκαθαρίζει τις εν λόγω συμβάσεις χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις απαιτήσεις ασφάλειας και τις σχετικές με την πρόσβαση χρεώσεις, ανεξαρτήτως από τους τόπους διαπραγμάτευσης. Αυτό ειδικότερα διασφαλίζει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης έχει το δικαίωμα μη διακριτικής μεταχείρισης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης από την εξής άποψη:

α)

απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων, όπου η ένταξη τέτοιων συμβολαίων στις διαδικασίες εκκαθαριστικού και λοιπών ειδών συμψηφισμού ενός CCP με βάση το ισχύον δίκαιο περί αφερεγγυότητας δεν θέτει σε κίνδυνο την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία, την εγκυρότητα ή τη δυνατότητα εφαρμογής τέτοιων διαδικασιών· και

β)

μεταφοράς περιθωρίων ασφάλειας μεταξύ συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP βάσει μοντέλου κινδύνου που είναι σύμφωνο με το άρθρο 41.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει ο τόπος διαπραγμάτευσης να συμμορφώνεται με τις επιχειρησιακές και τεχνικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνου.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη μη διακριτική μεταχείριση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτό τον τόπο διαπραγμάτευσης από την άποψη των απαιτήσεων ασφάλειας και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων και μεταφοράς περιθωρίων ασφάλειας μεταξύ συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP, προσδιορίζονται περαιτέρω από τα τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 6 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (32).».

3)

Στο άρθρο 81 παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών διαβιβάζουν δεδομένα στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (32)».

Άρθρο 54

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών μπορούν να εξακολουθήσουν να παρέχουν υπηρεσίες και να ασκούν δραστηριότητες στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά καθεστώτα μέχρι τρία έτη μετά την έκδοση από την Επιτροπή απόφασης που αφορά την εκάστοτε τρίτη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 47.

2.   Εάν η Επιτροπή εκτιμήσει ότι δεν υπάρχει ανάγκη να αποκλειστούν τα χρηματιστηριακά παράγωγα από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 35 και 36 σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 12, ένας CCP ή ένας τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί, πριν από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του άδεια να κάνει χρήση των μεταβατικών ρυθμίσεων. Η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που απορρέουν από την εφαρμογή των δικαιωμάτων πρόσβασης βάσει του άρθρου 35 ή 36 στα χρηματιστηριακά παράγωγα σχετικά με την ομαλή λειτουργία του σχετικού CCP ή τόπου διαπραγμάτευσης, μπορεί να αποφασίσει ότι το άρθρο 35 ή 36 δεν έχει εφαρμογή στον σχετικό CCP ή τόπο διαπραγμάτευσης, αντίστοιχα, για μεταβατική περίοδο έως τις 3 Ιουλίου 2019. Όταν εγκρίνεται τέτοια μεταβατική περίοδος, ο CCP ή ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να επωφεληθεί από τα δικαιώματα πρόσβασης βάσει του άρθρου 35 ή 36, όσον αφορά τα χρηματιστηριακά παράγωγα για τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου. Η αρμόδια αρχή, όποτε εγκρίνεται μεταβατική περίοδος, κοινοποιεί τη σχετική απόφαση στην ΕΑΚΑΑ, και στην περίπτωση ενός CCP στο σώμα των αρμοδίων αρχών για τον εν λόγω CCP.

Όταν ένας CCP για τον οποίο έχουν εγκριθεί μεταβατικές ρυθμίσεις συνδέεται με στενούς δεσμούς με έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, αυτοί οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν επωφελούνται από δικαιώματα πρόσβασης βάσει του άρθρου 35 ή 36 για χρηματιστηριακά παράγωγα για τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου.

Όταν ένας τόπος διαπραγμάτευσης, για τον οποίο έχουν εγκριθεί μεταβατικές ρυθμίσεις συνδέεται με στενούς δεσμούς με έναν ή περισσότερους CCP, αυτοί οι CCP δεν επωφελούνται από δικαιώματα πρόσβασης βάσει του άρθρου 35 ή 36 για χρηματιστηριακά παράγωγα για τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου.

Άρθρο 55

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2017.

Παρά το δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 1 παράγραφοι 8 και 9, το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 5 παράγραφος 6 και 9, το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 9 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφος 4, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 7, το άρθρο 15 παράγραφος 5, το άρθρο 17 παράγραφος 3, το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 20 παράγραφος 3, το άρθρο 21 παράγραφος 5, το άρθρο 22 παράγραφος 4, το άρθρο 23 παράγραφος 3, το άρθρο 25 παράγραφος 3, το άρθρο 26 παράγραφος 9, το άρθρο 27 παράγραφος 3, το άρθρο 28 παράγραφος 4, το άρθρο 28 παράγραφος 5, το άρθρο 29 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 2, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 32 παράγραφος 1, 5 και 6, το άρθρο 33 παράγραφος 2, το άρθρο 35 παράγραφος 6, το άρθρο 36 παράγραφος 6, το άρθρο 37 παράγραφος 4, το άρθρο 38 παράγραφος 3, το άρθρο 40 παράγραφος 8, το άρθρο 41 παράγραφος 8, το άρθρο 42 παράγραφος 7, το άρθρο 45 παράγραφος 10, το άρθρο 46 παράγραφος 7, το άρθρο 47 παράγραφοι 1 και 4, το άρθρο 52 παράγραφοι 10 και 12, και το άρθρο 54 παράγραφος 1, εφαρμόζονται αμέσως με την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Παρά το δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 37 παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 161 της 7.6.2012, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 143 της 22.5.2012, σ. 74.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.

(4)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (βλέπε σελίδα 349 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις πληροφορίες που περιέχονται στα ενημερωτικά δελτία, καθώς επίσης και τη μορφή, την ενσωμάτωση με παραπομπή και τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και την κοινοποίηση των δημοσιεύσεων (ΕΕ L 149 της 30.4.2004, σ. 1).

(10)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(16)  Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (βλέπε σελίδα 179 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(18)  ΕΕ C 147 της 25.5.2012, σ. 1.

(19)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(21)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(22)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(23)  Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

(24)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(26)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(27)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(28)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης, την υποχρέωση εκκαθάρισης, το δημόσιο μητρώο, την πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, τις τεχνικές μετριασμού του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 11).

(29)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 1).

(30)  Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).

(32)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).


ΟΔΗΓΙΕΣ

12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/149


ΟΔΗΓΊΑ 2014/49/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί σημαντικά (4). Επειδή πρόκειται να τροποποιηθεί περαιτέρω, κρίνεται σκόπιμο να αναδιατυπωθεί η οδηγία για λόγους σαφήνειας.

(2)

Είναι αναγκαίο, προκειμένου να διευκολυνθούν η ανάληψη της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και η άσκησή της, να απαλειφθούν ορισμένες διαφορές μεταξύ των δικαίων των κρατών μελών ως προς το καθεστώς των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΣΕΚ) στο οποίο υπόκεινται τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα.

(3)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί ουσιώδες μέσο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, τόσο όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης όσο και την ελεύθερη παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την ταυτόχρονη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των καταθετών. Λόγω του κόστους που συνεπάγεται για την οικονομία στο σύνολό της η πτώχευση ενός πιστωτικού ιδρύματος και των αρνητικών της επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη των καταθετών, δεν θα πρέπει μόνο να προβλέπεται η αποζημίωση των καταθετών αλλά και να παρέχεται στα κράτη μέλη επαρκής ευελιξία ώστε να μπορούν τα ΣΕΚ να εφαρμόζουν μέτρα για τον περιορισμό της πιθανότητας μελλοντικής άσκησης αξιώσεων κατ’ αυτών. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει πάντα να συμμορφώνονται με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(4)

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η προϊούσα ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να είναι δυνατή η συγχώνευση των ΣΕΚ διάφορων κρατών μελών ή η δημιουργία ξεχωριστών διασυνοριακών συστημάτων σε εκούσια βάση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν επαρκή σταθερότητα και ισόρροπη σύνθεση των νέων και των υπαρχόντων ΣΕΚ. Θα πρέπει να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, π.χ. όταν μόνο πιστωτικά ιδρύματα με υψηλό προφίλ κινδύνου μεταφέρονται σε διασυνοριακό ΣΕΚ.

(5)

Η οδηγία 94/19/ΕΚ επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να υποβάλλει, κατά περίπτωση, προτάσεις για την τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας. Η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει την εναρμόνιση των μηχανισμών χρηματοδότησης των ΣΕΚ, την εισαγωγή εισφορών με βάση τους κινδύνους και την εναρμόνιση του εύρους των καλυπτόμενων προϊόντων και καταθετών.

(6)

Η οδηγία 94/19/ΕΚ βασίζεται στην αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης. Κατά συνέπεια, υπάρχει σήμερα στην Ένωση μια ποικιλία ΣΕΚ με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ως αποτέλεσμα των κοινών απαιτήσεων που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία, θα πρέπει να παρέχεται ομοιόμορφο επίπεδο προστασίας στους καταθέτες όλης της Ένωσης, ενώ ταυτοχρόνως εξασφαλίζεται ίδιο επίπεδο σταθερότητας όσον αφορά τα ΣΕΚ. Συγχρόνως, αυτές οι κοινές απαιτήσεις είναι ύψιστης σπουδαιότητας προκειμένου να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς. Η παρούσα οδηγία συμβάλλει συνεπώς στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.

(7)

Με τη θέσπιση της παρούσας οδηγίας οι καταθέτες θα επωφελούνται από σημαντικά βελτιωμένη πρόσβαση στα ΣΕΚ, χάρη σε ευρύτερο και σαφέστερο πεδίο κάλυψης, συντομότερες προθεσμίες καταβολής αποζημιώσεων, καλύτερη ενημέρωση και αυστηρές απαιτήσεις χρηματοδότησης. Κατά τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί η εμπιστοσύνη του καταναλωτή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς.

(8)

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ΣΕΚ να λειτουργούν σύμφωνα με υγιείς πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης και να υποβάλλουν ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.

(9)

Με την παύση των εργασιών ενός αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος, οι καταθέτες υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της έδρας του πιστωτικού ιδρύματος θα πρέπει να προστατεύονται από το ίδιο ΣΕΚ όπως οι υπόλοιποι καταθέτες του πιστωτικού ιδρύματος.

(10)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής της τα πιστωτικά ιδρύματα όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) που εξαιρούνται από το πεδίο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 5 αυτής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζουν ότι, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο κεντρικός οργανισμός και όλα τα συνδεόμενα με αυτόν ιδρύματα αντιμετωπίζονται ως ένα μοναδικό πιστωτικό ίδρυμα.

(11)

Η παρούσα οδηγία απαιτεί καταρχήν από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα να συμμετέχουν σε ένα ΣΕΚ. Το κράτος μέλος που επιτρέπει την εγκατάσταση υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος το οποίο έχει την έδρα του σε τρίτη χώρα θα πρέπει να αποφασίζει πώς θα εφαρμόζει την παρούσα οδηγία στα εν λόγω υποκαταστήματα και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να προστατεύονται οι καταθέτες και να διατηρηθεί η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι καταθέτες αυτών των υποκαταστημάτων θα πρέπει να έχουν πλήρη γνώση των εγγυήσεων που τους αφορούν.

(12)

Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι υπάρχουν θεσμικά συστήματα προστασίας (ΘΣΠ) που προστατεύουν το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα και που, ιδίως, διασφαλίζουν τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους. Όταν τα συστήματα αυτά είναι χωριστά από τα ΣΕΚ, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο επιπρόσθετος διασφαλιστικός ρόλος τους κατά τον προσδιορισμό των εισφορών των μελών στα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Το εναρμονισμένο επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει τα συστήματα που προστατεύουν το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα, εκτός εάν επιστρέφουν καταθέσεις.

(13)

Κάθε πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να αποτελεί μέρος ενός ΣΕΚ αναγνωρισμένου βάσει της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποφεύγεται η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας. Τα ΣΕΚ θα πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία αυτή ανά πάσα στιγμή.

(14)

Η βασική αποστολή των ΣΕΚ έγκειται στην προστασία των καταθετών από τις συνέπειες της αφερεγγυότητας ενός πιστωτικού ιδρύματος. Τα ΣΕΚ θα πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία αυτή με διάφορους τρόπους. Τα ΣΕΚ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά πρώτο λόγο για την καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία (να προορίζονται αμιγώς για την παροχή αποζημίωσης).

(15)

Τα ΣΕΚ θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(16)

Θα πρέπει εξάλλου να είναι δυνατόν, όταν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο, να υπερβαίνουν τα ΣΕΚ τον ρόλο τους που συνίσταται αμιγώς στην παροχή αποζημίωσης και να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ώστε να προλαμβάνεται η πτώχευση πιστωτικού ιδρύματος και να αποφεύγονται τα έξοδα αποζημίωσης των καταθετών και άλλες αρνητικές επιπτώσεις. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει ωστόσο να εφαρμόζονται εντός σαφώς καθορισμένου πλαισίου και εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Τα ΣΕΚ θα πρέπει ιδίως να έχουν κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για την επιλογή και την εφαρμογή των μέτρων και για την παρακολούθηση των σχετικών κινδύνων. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών θα πρέπει να συνδέεται με την επιβολή όρων στο πιστωτικό ίδρυμα, οι οποίοι περιλαμβάνουν τουλάχιστον αυστηρότερη παρακολούθηση του κινδύνου και ενισχυμένα δικαιώματα ελέγχου του ΣΕΚ. Το κόστος των μέτρων που λαμβάνονται για την πρόληψη της πτώχευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κόστος εκπλήρωσης της εκ του νόμου ή συμβατικής εντολής του αντίστοιχου ΣΕΚ όσον αφορά την προστασία των καλυπτόμενων καταθέσεων στο πιστωτικό ίδρυμα ή του ίδιου του ιδρύματος.

(17)

Τα ΣΕΚ θα πρέπει επίσης να μπορούν να λάβουν τη μορφή θεσμικού συστήματος προστασίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζουν τα θεσμικά συστήματα προστασίας ως ΣΕΚ, εφόσον πληρούν όλα τα κριτήρια της παρούσας οδηγίας.

(18)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στα συστήματα συμβατικής προστασίας ή στα ΘΣΠ που δεν είναι αναγνωρισμένα επίσημα ως ΣΕΚ, παρά μόνο για περιορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τη διαφήμιση και την ενημέρωση των καταθετών σε περίπτωση αποκλεισμού ή αποχώρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος. Εν πάση περιπτώσει, τα συστήματα συμβατικής προστασίας και τα ΘΣΠ υπόκεινται στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(19)

Κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, οι ασυντόνιστες αυξήσεις της κάλυψης στα διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης ώθησαν σε ορισμένες περιπτώσεις τους καταθέτες να μεταφέρουν χρήματα σε πιστωτικά ιδρύματα χωρών όπου οι εγγυήσεις των καταθέσεων ήταν υψηλότερες. Αυτές οι ασυντόνιστες αυξήσεις έχουν στερήσει ρευστότητα από τα πιστωτικά ιδρύματα σε καιρούς ακραίων καταστάσεων. Σε καιρούς σταθερότητας, η διαφορετική κάλυψη ενδέχεται να οδηγήσει τους καταθέτες να επιλέξουν την υψηλότερη προστασία των καταθέσεων και όχι το καταθετικό προϊόν που τους αρμόζει περισσότερο. Η διαφορετική αυτή κάλυψη ενδέχεται να οδηγήσει σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Επομένως, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί εναρμονισμένο επίπεδο προστασίας των καταθέσεων από όλα τα αναγνωρισμένα ΣΕΚ, ανεξαρτήτως του τόπου όπου ευρίσκονται οι καταθέσεις εντός της Ένωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατόν ορισμένες καταθέσεις, λόγω της ιδιαίτερης προσωπικής κατάστασης των καταθετών, να καλύπτονται σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

(20)

Το ίδιο επίπεδο κάλυψης θα πρέπει να ισχύει για όλους τους καταθέτες, ανεξαρτήτως του αν το νόμισμα του κράτους μέλους είναι το ευρώ. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να στρογγυλοποιούν τα ποσά που προκύπτουν από τη μετατροπή, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την ισοδύναμη προστασία των καταθετών.

(21)

Αφενός, για την προστασία των καταναλωτών και για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η κάλυψη που ορίζει η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να αφήνει απροστάτευτο υπερβολικά μεγάλο μέρος των καταθέσεων. Αφετέρου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το κόστος της χρηματοδότησης των συστημάτων. Είναι συνεπώς εύλογο να καθοριστεί η εναρμονισμένη κάλυψη σε 100 000 EUR.

(22)

Η παρούσα οδηγία διατηρεί την αρχή του εναρμονισμένου ύψους ανά καταθέτη και όχι ανά κατάθεση. Είναι ως εκ τούτου σκόπιμο να ληφθούν υπόψη οι καταθέσεις καταθετών που είτε δεν αναφέρονται ως δικαιούχοι του λογαριασμού είτε δεν είναι οι μόνοι δικαιούχοι του λογαριασμού. Το όριο αυτό θα πρέπει να εφαρμόζεται για κάθε καταθέτη του οποίου διαπιστώνεται η ταυτότητα. Η αρχή ότι το ύψος εφαρμόζεται για κάθε καταθέτη του οποίου διαπιστώνεται η ταυτότητα δεν θα πρέπει να ισχύει στην περίπτωση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, οι οποίοι υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες προστασίας που δεν υπάρχουν για τις εν λόγω καταθέσεις.

(23)

Η εισαγωγή, με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), σταθερού επιπέδου κάλυψης που ανέρχεται σε 100 000 EUR, έχει οδηγήσει ορισμένα κράτη μέλη σε μια κατάσταση που τους επιβάλλει να μειώσουν το επίπεδο κάλυψής τους, με αποτέλεσμα κίνδυνο υπονόμευσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Μολονότι η εναρμόνιση είναι ουσιώδης προκειμένου να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην εσωτερική αγορά, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος υπονόμευσης της εμπιστοσύνης των καταθετών. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόσουν υψηλότερο επίπεδο κάλυψης εάν προέβλεπαν επίπεδο κάλυψης υψηλότερο από το εναρμονισμένο πριν από την εφαρμογή της οδηγίας 2009/14/ΕΚ. Το υψηλότερο αυτό επίπεδο θα πρέπει να είναι περιορισμένο, τόσο χρονικά όσο και από άποψη εμβέλειας, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσαρμόσουν ανάλογα το επίπεδο-στόχο και τις εισφορές που καταβάλλονται ανάλογα στα ΣΕΚ. Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να προσαρμοστεί το επίπεδο-στόχος εάν το επίπεδο κάλυψης είναι απεριόριστο, θα ήταν σκόπιμο να αφορά η εναλλακτική δυνατότητα μόνο τα κράτη μέλη τα οποία την 1η Ιανουαρίου 2008 εφήρμοζαν επίπεδο κάλυψης εντός ορίων που καθορίζονται μεταξύ 100 000 και 300 000 EUR. Προκειμένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις των διαφορετικών επιπέδων κάλυψης και δεδομένου ότι η Επιτροπή θα επανεξετάσει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, είναι σκόπιμο να υπάρχει η δυνατότητα αυτή το αργότερο έως την ημερομηνία αυτή.

(24)

Η δυνατότητα των ΣΕΚ να συμψηφίζουν τις οφειλές του καταθέτη με τις απαιτήσεις του για καταβολή αποζημιώσεων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο αν οι εν λόγω οφειλές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά ή πριν από την ημερομηνία μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων. Ο συμψηφισμός αυτός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα των ΣΕΚ να επιστρέφουν καταθέσεις εντός της οριζόμενης από την παρούσα οδηγία προθεσμίας. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα όσον αφορά τα δικαιώματα των ΣΕΚ στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθάρισης ή αναδιοργάνωσης πιστωτικού ιδρύματος.

(25)

Θα πρέπει να είναι δυνατόν να αποκλείονται από την καταβολή αποζημιώσεων καταθέσεις κατά τις οποίες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κατατιθέμενα κεφάλαια δεν είναι στη διάθεση του καταθέτη επειδή ο καταθέτης και το πιστωτικό ίδρυμα έχουν συμφωνήσει συμβατικά ότι η κατάθεση θα χρησιμεύσει αποκλειστικά για την εξόφληση δανείου που συνάπτεται για την αγορά ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι καταθέσεις αυτές θα πρέπει να συμψηφίζονται με το εναπομένον ποσό του δανείου.

(26)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι καταθέσεις που απορρέουν από ορισμένες συναλλαγές ή εξυπηρετούν ορισμένους κοινωνικούς ή άλλους σκοπούς να προστατεύονται άνω του ορίου των 100 000 EUR για δεδομένο χρονικό διάστημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφασίζουν προσωρινή ανώτατη κάλυψη όσον αφορά τις καταθέσεις αυτές και κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τη σημασία της προστασίας για τους καταθέτες και τις συνθήκες διαβίωσης στα κράτη μέλη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να τηρούνται οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(27)

Είναι απαραίτητο να εναρμονιστούν οι μέθοδοι χρηματοδότησης των ΣΕΚ. Αφενός, το κόστος της χρηματοδότησης των ΣΕΚ θα πρέπει να βαρύνει, καταρχήν, τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και, αφετέρου, η χρηματοδοτική ικανότητα των ΣΕΚ θα πρέπει να είναι ανάλογη των υποχρεώσεών τους. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι καταθέτες σε όλα τα κράτη μέλη θα απολαύουν αντίστοιχα υψηλού επιπέδου προστασίας, θα πρέπει να εναρμονιστεί σε υψηλό επίπεδο η χρηματοδότηση των ΣΕΚ, με ενιαία εκ των προτέρων κάλυψη του επιπέδου-στόχου για όλα τα ΣΕΚ.

(28)

Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πιστωτικά ιδρύματα είναι δυνατόν να δρουν σε αγορά με υψηλή συγκέντρωση, όπου τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα έχουν τέτοιο μέγεθος και βαθμό διασύνδεσης που θα καθιστούσαν μάλλον αδύνατη την εκκαθάρισή τους με τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και συνεπώς θα ήταν πιθανότερο να υπόκεινται σε διαδικασίες εύρυθμης εξυγίανσης. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζεται στα συστήματα χαμηλότερο επίπεδο-στόχος.

(29)

Το ηλεκτρονικό χρήμα και τα ποσά που λαμβάνονται έναντι ηλεκτρονικού χρήματος δεν θα πρέπει, σύμφωνα με την οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), να θεωρούνται ως καταθέσεις ούτε, επομένως, να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(30)

Προκειμένου να περιοριστεί η προστασία των καταθέσεων στον αναγκαίο βαθμό για να κατοχυρωθούν ασφάλεια δικαίου και διαφάνεια για τους καταθέτες και να αποφευχθεί η μεταφορά των επενδυτικών κινδύνων στα ΣΕΚ, ορισμένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο κάλυψης, εξαιρουμένων των υπαρχόντων αποταμιευτικών προϊόντων που βεβαιώνονται με πιστοποιητικό καταθέσεων στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου.

(31)

Ορισμένοι καταθέτες δεν θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι για προστασία των καταθέσεων, ιδίως οι δημόσιες αρχές ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο περιορισμένος αριθμός τους, σε σύγκριση με όλους τους άλλους καταθέτες, ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σε περίπτωση πτώχευσης πιστωτικού ιδρύματος. Εξάλλου, οι αρχές διαθέτουν πολύ ευκολότερη πρόσβαση σε πιστώσεις από ό,τι οι πολίτες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει ωστόσο να επιτρέπεται να αποφασίζουν ότι καλύπτονται οι καταθέσεις των τοπικών αρχών με ετήσιο προϋπολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 500 000 EUR. Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις θα πρέπει, καταρχήν, να καλύπτονται, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους.

(32)

Καταθέτες οι δραστηριότητες των οποίων περιλαμβάνουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπό την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 ή 3 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), θα πρέπει να αποκλείονται από επιστροφή από ΣΕΚ.

(33)

Το κόστος, για τα πιστωτικά ιδρύματα, της συμμετοχής σε ένα ΣΕΚ είναι ασυγκρίτως χαμηλότερο από το κόστος μιας γενικευμένης απόσυρσης καταθέσεων, όχι μόνο από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες, αλλά επίσης και από υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

(34)

Είναι απαραίτητο να ανέρχονται τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ σε ένα ορισμένο επίπεδο-στόχο και να μπορούν να εισπράττονται έκτακτες εισφορές. Όπου χρειάζεται, τα ΣΕΚ θα πρέπει να έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις εναλλακτικής χρηματοδότησης, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις έναντι αυτών. Θα πρέπει να είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ ρευστά, καταθέσεις, δεσμεύσεις πληρωμής και στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, που μπορούν να ρευστοποιούνται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Τα ποσά εισφορών στα ΣΕΚ θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον οικονομικό κύκλο ή, αλλιώς, τη σταθερότητα του τομέα καταθέσεων και τις υπάρχουσες υποχρεώσεις του συστήματος.

(35)

Τα ΣΕΚ θα πρέπει να επενδύουν στα στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου.

(36)

Οι εισφορές στα ΣΕΚ θα πρέπει να βασίζονται στο ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων και στο βαθμό κινδύνου που αναλαμβάνει το αντίστοιχο μέλος. Με τον τρόπο αυτόν, θα μπορεί να αντικατοπτρίζονται τα προφίλ κινδύνου των επιμέρους πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων των διάφορων επιχειρηματικών μοντέλων τους. Θα πρέπει επίσης να υπολογίζονται δίκαια οι εισφορές, όπως και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο επιχειρηματικό μοντέλο. Προκειμένου να προσαρμόζονται οι εισφορές στις συνθήκες της αγοράς και τα προφίλ κινδύνου, τα ΣΕΚ θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις μεθόδους με βάση τον κίνδυνο που εφαρμόζουν. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τομείς ιδιαίτερα χαμηλού κινδύνου που ρυθμίζονται βάσει του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν αντίστοιχες μειώσεις των εισφορών, τηρώντας ταυτοχρόνως το επίπεδο-στόχο για κάθε ΣΕΚ. Εν πάση περιπτώσει οι μέθοδοι υπολογισμού θα πρέπει να εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό των μεθόδων υπολογισμού των εισφορών.

(37)

Η προστασία των καταθέσεων αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και απαραίτητο συμπλήρωμα του συστήματος εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω της αλληλεγγύης που επιβάλλει μεταξύ όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων μιας δεδομένης χρηματοπιστωτικής αγοράς σε περίπτωση που ένα ίδρυμα αδυνατεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν στα ΣΕΚ τη δυνατότητα αμοιβαίου δανεισμού σε εκούσια βάση.

(38)

Η ισχύουσα προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων αντίκειται στην ανάγκη να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Επομένως, η προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων θα πρέπει να μειωθεί ώστε να καλύπτει χρονικό διάστημα επτά εργάσιμων ημερών.

(39)

Σε πολλές, ωστόσο, περιπτώσεις δεν υφίστανται ακόμη οι απαραίτητες διαδικασίες για την καταβολή αποζημιώσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να έχουν την εναλλακτική δυνατότητα, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, να μειώσουν βαθμιαία την προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων σε επτά εργάσιμες ημέρες. Η μέγιστη προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων που ορίζεται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα ΣΕΚ να επιστρέφουν νωρίτερα τις καταθέσεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί ωστόσο ότι οι καταθέτες, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, δεν θα αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πιστωτικού τους ιδρύματος, θα πρέπει να προβλέπεται η πρόσβασή τους, κατόπιν αιτήσεως, σε τμήμα των καλυπτόμενων καταθέσεών τους ανάλογο με το κόστος ζωής τους. Η πρόσβαση αυτή θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που παρέχει το πιστωτικό ίδρυμα. Λόγω του διαφορετικού κόστους ζωής στα διάφορα κράτη μέλη, το ποσό αυτό θα πρέπει να προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη.

(40)

Κατά τον καθορισμό του χρόνου που απαιτείται για την καταβολή αποζημιώσεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περιπτώσεις στις οποίες τα συστήματα δυσκολεύονται να καθορίσουν το ποσό προς αποζημίωση και τα δικαιώματα του καταθέτη, ιδίως αν οι καταθέσεις προκύπτουν από συναλλαγές επί ακινήτων ή από ιδιαίτερα γεγονότα της ζωής, αν ο καταθέτης δεν είναι ο απόλυτος δικαιούχος των ποσών του λογαριασμού, αν ο λογαριασμός είναι αντικείμενο διαφοράς ή υπάρχουν ανταγωνιστικές απαιτήσεις για τα έσοδα του λογαριασμού ή εάν η κατάθεση υπόκειται στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων από μέρους εθνικών κυβερνήσεων ή διεθνών φορέων.

(41)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταβολή αποζημιώσεων, τα ΣΕΚ θα πρέπει να μπορούν να υποκατασταθούν στα δικαιώματα των σχετικών καταθετών έναντι πτωχεύσαντος πιστωτικού ιδρύματος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίσουν το χρονικό διάστημα εντός του οποίου οι καταθέτες στους οποίους δεν επιστράφηκαν καταθέσεις ή των οποίων οι καταθέσεις δεν αναγνωρίστηκαν εντός της προθεσμίας καταβολής αποζημιώσεων μπορούν να αξιώσουν την καταβολή της αποζημίωσής τους, ώστε να επιτραπεί στο ΣΕΚ να ασκήσει τα δικαιώματα στα οποία έχει υποκατασταθεί έως την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω δικαιώματα πρέπει να ασκηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

(42)

Τα ΣΕΚ στα κράτη μέλη όπου ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει ιδρύσει υποκαταστήματα θα πρέπει να ενημερώνουν τους καταθέτες και να επιστρέφουν τις καταθέσεις για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας το πιστωτικό ίδρυμα. Είναι αναγκαία η παροχή διασφαλίσεων για να εξασφαλιστεί ότι το ΣΕΚ που επιστρέφει τις καταθέσεις λαμβάνει από το ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής τα απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα και οδηγίες πριν από την καταβολή αποζημιώσεων. Τα σχετικά ΣΕΚ θα πρέπει να συνάπτουν συμφωνίες εκ των προτέρων, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εργασίες αυτές.

(43)

Η πληροφόρηση των καταθετών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για την προστασία τους. Επομένως, οι καταθέτες θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με την κάλυψή τους και το αρμόδιο ΣΕΚ στο αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού τους. Οι μελλοντικοί καταθέτες θα πρέπει να λαμβάνουν την ίδια ενημέρωση μέσω τυποποιημένου ενημερωτικού δελτίου το οποίο θα τους ζητείται να λάβουν υπόψη. Το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών θα πρέπει να είναι ταυτόσημο για όλους τους καταθέτες. Η ανεξέλεγκτη, στο πλαίσιο διαφημίσεων, χρήση πληροφοριών για το επίπεδο κάλυψης και την εμβέλεια ενός ΣΕΚ θα μπορούσε να υπονομεύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος ή να κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταθετών. Επομένως, αναφορές σε ΣΕΚ στις διαφημίσεις θα πρέπει να περιορίζονται σε σύντομη απλή μνεία.

(44)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα ΣΕΚ και οι σχετικές αρχές θα πρέπει να χειρίζονται τα δεδομένα που αφορούν ατομικές καταθέσεις με εξαιρετική προσοχή και να εφαρμόζουν υψηλό επίπεδο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με την οδηγία αυτή.

(45)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την ευθύνη των κρατών μελών ή των αρχών τους έναντι των καταθετών, εφόσον το κράτος μέλος ή η εν λόγω αρχή έχουν θεσπίσει και επίσημα αναγνωρίσει ένα ή περισσότερα ΣΕΚ ή των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να εξασφαλίζεται η αποζημίωση ή η προστασία των καταθετών υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(46)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ανέθεσε ορισμένα καθήκοντα όσον αφορά την οδηγία 94/19/ΕΚ στην ΕΑΤ.

(47)

Σεβόμενη την εποπτεία των ΣΕΚ από τα κράτη μέλη, η ΕΑΤ θα πρέπει να συντελέσει στην επίτευξη του στόχου ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση των πιστωτικών ιδρυμάτων να αναλαμβάνουν και να ασκούν τις δραστηριότητές τους, με ταυτόχρονη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των καταθετών και ελαχιστοποίηση του κινδύνου για τους φορολογουμένους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να γνωστοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ την ταυτότητα της ορισθείσας αρχής τους, λόγω της απαίτησης συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΤ και των ορισθεισών αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

(48)

Είναι αναγκαία η καθιέρωση κατευθυντήριων γραμμών στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ώστε να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και επαρκής προστασία των καταθετών σε ολόκληρη την Ένωση. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να εκδίδονται για τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού των εισφορών που βασίζονται στον κίνδυνο.

(49)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία των ΣΕΚ και η ισόρροπη εξέταση της θέσης τους στα διάφορα κράτη μέλη, η ΕΑΤ θα πρέπει να μπορεί να επιλύει τις μεταξύ τους διαφορές, με δεσμευτικό αποτέλεσμα.

(50)

Τα κράτη μέλη, λόγω των διαφορετικών διοικητικών πρακτικών που εφαρμόζουν όσον αφορά τα ΣΕΚ, θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να αποφασίζουν ποια αρχή καθορίζει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων.

(51)

Οι αρμόδιες ορισθείσες αρχές, οι ορισθείσες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες διοικητικές αρχές και το ΣΕΚ θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Θα πρέπει να συνεργάζονται από τα πρώτα στάδια της εκπόνησης και εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, καθορίζοντας το ποσό για το οποίο είναι υπεύθυνα τα ΣΕΚ όταν χρησιμοποιούνται τα χρηματοδοτικά μέσα στο πλαίσιο της εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων.

(52)

Θα πρέπει να δοθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), προκειμένου να προσαρμόζει το επίπεδο κάλυψης που θεσπίζει η παρούσα οδηγία για το σύνολο των καταθέσεων του ίδιου καταθέτη, ανάλογα με τον πληθωρισμό στην Ένωση, με βάση τις αλλαγές του δείκτη τιμών καταναλωτή. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξάγει η Επιτροπή τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προπαρασκευή και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(53)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (13), τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης κρίνει ότι είναι αιτιολογημένη η διαβίβαση των εγγράφων αυτών.

(54)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, και ιδίως η εναρμόνιση των κανόνων περί λειτουργίας των ΣΕΚ, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(55)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν ουσιαστική τροποποίηση σε σύγκριση με τις παλαιότερες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από τις προϋπάρχουσες οδηγίες.

(56)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα II,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τη σύσταση και τη λειτουργία των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων (ΣΕΚ).

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα εξής:

α)

νομοθετικά προβλεπόμενα ΣΕΚ·

β)

συμβατικά ΣΕΚ που αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

γ)

θεσμικά συστήματα προστασίας που αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

δ)

πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στα συστήματα τα οποία αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) της παρούσας παραγράφου.

3.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 16 παράγραφοι 5 και 7, τα ακόλουθα συστήματα δεν διέπονται από την παρούσα οδηγία:

α)

συμβατικά συστήματα που δεν αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ, περιλαμβανομένων των συστημάτων που προσφέρουν επιπλέον προστασία πέραν του επιπέδου κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1·

β)

θεσμικά συστήματα προστασίας (ΘΣΠ) που δεν αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα συστήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου έχουν προβλέψει κατάλληλα χρηματοδοτικά μέσα ή σχετικές ρυθμίσεις χρηματοδότησης ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «συστήματα εγγύησης καταθέσεων» ή «ΣΕΚ»: τα συστήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του άρθρου 1 παράγραφος 2·

2)   «θεσμικά συστήματα προστασίας» ή «ΘΣΠ»: τα θεσμικά συστήματα προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

3)   «κατάθεση»: το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, περιλαμβανομένων των καταθέσεων προθεσμίας και των καταθέσεων ταμιευτηρίου, αλλά εξαιρουμένου του πιστωτικού υπολοίπου όταν:

α)

η ύπαρξή του μπορεί να αποδειχθεί μόνον με χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), εκτός εάν πρόκειται για αποταμιευτικό προϊόν που βεβαιώνεται με πιστοποιητικό κατάθεσης στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου και το οποίο υφίσταται ήδη σε κράτος μέλος στις 2 Ιουλίου 2014,

β)

το κεφάλαιό του δεν είναι επιστρεπτέο στο άρτιο,

γ)

το κεφάλαιό του είναι επιστρεπτέο στο άρτιο μόνον δυνάμει ειδικής εγγύησης ή συμφωνίας που παρέχεται από το πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτο μέρος·

4)   «επιλέξιμες καταθέσεις»: καταθέσεις που δεν εξαιρούνται από την προστασία σύμφωνα με το άρθρο 5·

5)   «καλυπτόμενες καταθέσεις»: το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων που δεν υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που αναφέρεται στο άρθρο 6·

6)   «καταθέτης»: ο κάτοχος ή, σε περίπτωση κοινού λογαριασμού, κάθε κάτοχος της κατάθεσης·

7)   «κοινός λογαριασμός»: λογαριασμός που ανοίγεται στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων ή επί του οποίου δύο ή περισσότερα πρόσωπα έχουν δικαιώματα που ασκούνται μέσω της υπογραφής ενός ή περισσότερων από τα πρόσωπα αυτά·

8)   «μη διαθέσιμη κατάθεση»: κατάθεση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η οποία δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα βάσει των ισχυόντων νόμιμων ή συμβατικών όρων, και ως προς την οποία:

α)

οι σχετικές διοικητικές αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι το ίδρυμα θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον, ή

β)

δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, έλαβε απόφαση η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή του δικαιώματος των καταθετών να εγείρουν αξιώσεις έναντι του ιδρύματος·

9)   «πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

10)   «υποκατάστημα»: η έδρα εκμετάλλευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος σε κράτος μέλος, η οποία δεν έχει ίδια νομική προσωπικότητα και διενεργεί απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος·

11)   «επίπεδο-στόχος»: το ύψος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων στο οποίο πρέπει να φθάνουν τα ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2, εκφραζόμενο ως ποσοστό των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών τους·

12)   «διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα»: μετρητά, καταθέσεις και στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει την καθοριζόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 1, και δεσμεύσεις πληρωμής έως το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3·

13)   «δεσμεύσεις πληρωμής»: δεσμεύσεις πληρωμής πιστωτικού ιδρύματος έναντι ΣΕΚ οι οποίες είναι πλήρως εξασφαλισμένες, με την προϋπόθεση ότι η εξασφάλιση:

α)

συνίσταται σε στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου,

β)

δεν βαρύνεται από δικαιώματα τρίτων και ευρίσκεται στη διάθεση του ΣΕΚ·

14)   «στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου»: στοιχεία ενεργητικού που εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία που αναφέρονται στον πίνακα 1 του άρθρου 336 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού που κρίνονται εξίσου ασφαλή και ρευστά από την αρμόδια ή ορισθείσα αρχή·

15)   «κράτος μέλος προέλευσης»: κράτος μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

16)   «κράτος μέλος υποδοχής»: κράτος μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

17)   «αρμόδια αρχή»: εθνική αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

18)   «ορισθείσα αρχή»: ο φορέας που διοικεί ένα ΣΕΚ σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή, όταν τη λειτουργία του ΣΕΚ διοικεί ιδιωτική οντότητα, μια δημόσια αρχή που ορίζει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για την εποπτεία του συστήματος αυτού σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Όταν η παρούσα οδηγία παραπέμπει στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ένας φορέας που διοικεί ΣΕΚ ή, η αρμόδια για την εποπτεία του συστήματος αυτού δημόσια αρχή, όταν το ΣΕΚ διοικείται από ιδιωτική οντότητα, θεωρείται, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

3.   Τα μερίδια οικοδομικών συνεταιρισμών του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Ιρλανδίας, εκτός από εκείνα που έχουν χαρακτήρα κεφαλαίου και καλύπτονται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β), θεωρούνται ως καταθέσεις.

Άρθρο 3

Σχετικές διοικητικές αρχές

1.   Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τη σχετική διοικητική αρχή στο έδαφός τους για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α).

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι ορισθείσες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης και οι σχετικές διοικητικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Η αρμόδια διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις.

Άρθρο 4

Επίσημη αναγνώριση, συμμετοχή και εποπτεία

1.   Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωριστούν επίσημα στο έδαφός του ένα ή περισσότερα ΣΕΚ.

Αυτό δεν εμποδίζει τη συγχώνευση ΣΕΚ διαφορετικών κρατών μελών ή τη σύσταση διασυνοριακών ΣΕΚ. Οι συστάσεις διασυνοριακών ΣΕΚ ή η συγχώνευση ΣΕΚ εγκρίνονται από τα κράτη μέλη όπου έχουν συσταθεί τα σχετικά ΣΕΚ.

2.   Συμβατικό σύστημα όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας είναι δυνατόν να αναγνωρίζεται επίσημα ως ΣΕΚ εφόσον είναι σύμφωνο με την παρούσα οδηγία.

Ένα ΘΣΠ είναι δυνατόν να αναγνωρίζεται επίσημα ως ΣΕΚ εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και είναι σύμφωνο με την παρούσα οδηγία.

3.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν επιτρέπεται να αποδέχεται καταθέσεις εάν δεν συμμετέχει σε σύστημα αναγνωρισμένο επίσημα στο κράτος μέλος προέλευσής του σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει ως μέλος ΣΕΚ, ενημερώνονται άμεσα οι αρμόδιες αρχές οι οποίες, σε συνεργασία με το ΣΕΚ, λαμβάνουν αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα, περιλαμβανομένης, εάν είναι αναγκαίο, της επιβολής κυρώσεων, για να εξασφαλίσουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα τηρεί τις υποχρεώσεις του.

5.   Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 4, το πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του, το ΣΕΚ μπορεί, με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου και τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών, να κοινοποιεί εντός προθεσμίας ενός μηνός τουλάχιστον ότι προτίθεται να αποκλείσει το πιστωτικό ίδρυμα από τη συμμετοχή του στο ΣΕΚ. Οι καταθέσεις που έγιναν πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής εξακολουθούν να καλύπτονται πλήρως από το ΣΕΚ. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, το ΣΕΚ αποκλείει το εν λόγω ίδρυμα.

6.   Οι καταθέσεις που υφίστανται κατά την ημερομηνία αποκλεισμού του πιστωτικού ιδρύματος από τη συμμετοχή στο ΣΕΚ εξακολουθούν να καλύπτονται από το εν λόγω ΣΕΚ.

7.   Τα ΣΕΚ που αναφέρονται στο άρθρο 1 εποπτεύονται από τις ορισθείσες αρχές, επί συνεχούς βάσεως, ως προς τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία.

Τα διασυνοριακά ΣΕΚ εποπτεύονται από εκπροσώπους των ορισθεισών αρχών των κρατών μελών όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ, ανά πάσα στιγμή και κατ’ αίτησή τους, λαμβάνουν από τα μέλη τους κάθε αναγκαία πληροφορία προκειμένου να προετοιμάσουν την καταβολή αποζημιώσεων, περιλαμβανομένων των επισημάνσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4.

9.   Τα ΣΕΚ διασφαλίζουν το απόρρητο και την προστασία των δεδομένων που αφορούν τους λογαριασμούς των καταθετών. Η επεξεργασία των δεδομένων αυτών πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

10.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ΣΕΚ να διενεργούν ελέγχους αντοχής των συστημάτων τους και να ενημερώνονται σε περίπτωση που οι αρμόδιες για την εποπτεία του ιδρύματος αρχές διαπιστώνουν προβλήματα σε κάποιο πιστωτικό ίδρυμα, τα οποία ενδέχεται να ενεργοποιήσουν την παρέμβαση των ΣΕΚ.

Οι εν λόγω έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται τουλάχιστον ανά τριετία και συχνότερα όποτε απαιτείται. Ο πρώτος έλεγχος διενεργείται το αργότερο στις 3 Ιουλίου 2017.

Βάσει των αποτελεσμάτων των ασκήσεων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, η ΕΑΤ διενεργεί, τουλάχιστον ανά πενταετία, αξιολογήσεις από ομότιμους φορείς, σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να εξεταστεί η ανθεκτικότητα των ΣΕΚ. Τα ΣΕΚ υπόκεινται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 70 του εν λόγω κανονισμού, όταν ανταλλάσσουν πληροφορίες με την ΕΑΤ.

11.   Τα ΣΕΚ χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια ελέγχων αντοχής στα συστήματά τους αποκλειστικά στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών και τις διατηρούν μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τον σκοπό αυτό.

12.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ τους εφαρμόζουν χρηστές και διαφανείς πρακτικές διακυβέρνησης. Τα ΣΕΚ εκπονούν ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητές τους.

Άρθρο 5

Επιλεξιμότητα των καταθέσεων

1.   Εξαιρούνται από οποιαδήποτε καταβολή αποζημιώσεων από τα ΣΕΚ τα ακόλουθα:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, οι καταθέσεις που γίνονται από άλλα πιστωτικά ιδρύματα στο όνομά τους και για ίδιο λογαριασμό·

β)

τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

οι καταθέσεις που απορρέουν από συναλλαγές σε σχέση με τις οποίες υπήρξε ποινική καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

δ)

οι καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

οι καταθέσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

στ)

οι καταθέσεις των οποίων η ταυτότητα κατόχου δεν έχει διαπιστωθεί ποτέ, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, όταν καθίστανται μη διαθέσιμες·

ζ)

οι καταθέσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 έως 6 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

η)

οι καταθέσεις των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων·

θ)

οι καταθέσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων·

ι)

οι καταθέσεις δημόσιων αρχών·

ια)

πιστωτικοί τίτλοι εκδοθέντες από πιστωτικό ίδρυμα και οφειλές που προέκυψαν από αποδοχές ιδίων συναλλαγματικών και γραμματίων.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να μεριμνούν ώστε να περιλαμβάνονται τα κατωτέρω στο επίπεδο κάλυψης που ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1:

α)

καταθέσεις από ατομικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα μικρομεσαίων επιχειρήσεων·

β)

καταθέσεις τοπικών αρχών με ετήσιο προϋπολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 500 000 EUR.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι καταθέσεις που μπορούν να αποδεσμευθούν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αποκλειστικά για την εξόφληση δανείου επί ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας προς το πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο οργανισμό που έχει την κατάθεση εξαιρούνται από επιστροφή από ΣΕΚ.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα επισημαίνουν τις επιλέξιμες καταθέσεις κατά τρόπο που να επιτρέπει τον άμεσο εντοπισμό των εν λόγω καταθέσεων.

Άρθρο 6

Επίπεδο κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το ποσό για το επίπεδο κάλυψης του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται σε 100 000 EUR σε περίπτωση που οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

2.   Επιπλέον από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ακόλουθες καταθέσεις προστατεύονται άνω των 100 000 EUR για τρεις μήνες τουλάχιστον και όχι πέραν των 12 μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το ποσό πιστώθηκε ή από τη στιγμή κατά την οποία οι καταθέσεις αυτές καθίσταται δυνατόν να μεταβιβασθούν νομίμως:

α)

καταθέσεις από συναλλαγές επί ακινήτων που αφορούν ιδιωτικές κατοικίες·

β)

καταθέσεις που εξυπηρετούν κοινωνικούς σκοπούς οριζόμενους στο εθνικό δίκαιο και οι οποίες συνδέονται με ιδιαίτερα γεγονότα της ζωής, όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η συνταξιοδότηση, η απόλυση και η απόλυση για οικονομικούς λόγους, η αναπηρία ή ο θάνατος του καταθέτη·

γ)

καταθέσεις που εξυπηρετούν σκοπούς οριζόμενους στο εθνικό δίκαιο και οι οποίες προέρχονται από την καταβολή ασφαλιστικών παροχών ή αποζημιώσεων για σωματική βλάβη από εγκληματική πράξη ή δικαστική πλάνη.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να καθιερώνουν συστήματα που προστατεύουν προϊόντα ασφάλισης γήρατος και συντάξεις, υπό την προϋπόθεση ότι τα συστήματα αυτά δεν καλύπτουν μόνον τις καταθέσεις, αλλά προσφέρουν συνολική κάλυψη για όλα τα σχετικά προϊόντα και καταστάσεις.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εκταμιεύσεις καταβάλλονται σε οποιοδήποτε από τα κατωτέρω νομίσματα:

α)

στο νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ΣΕΚ·

β)

στο νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο κάτοχος του λογαριασμού·

γ)

σε ευρώ·

δ)

στο νόμισμα του λογαριασμού·

ε)

στο νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο λογαριασμός.

Οι καταθέτες πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με το νόμισμα στο οποίο γίνεται η καταβολή αποζημιώσεων.

Εάν οι λογαριασμοί τηρούνταν σε άλλο νόμισμα, διαφορετικό από το νόμισμα της εξόφλησης, εφαρμόζεται η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή κατά την οποία η δικαστική αρχή εκδίδει την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β).

5.   Τα κράτη μέλη τα οποία μετατρέπουν στο εθνικό τους νόμισμα το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ποσό χρησιμοποιούν αρχικά για τη μετατροπή τη συναλλαγματική ισοτιμία η οποία ισχύει στις 3 Ιουλίου 2015.

Τα κράτη μέλη μπορούν να στρογγυλοποιούν τα ποσά τα οποία προκύπτουν από τη μετατροπή, υπό την προϋπόθεση ότι η στρογγυλοποίηση αυτή δεν υπερβαίνει τα 5 000 EUR.

Υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου, τα κράτη μέλη προσαρμόζουν, ανά πενταετία, τα επίπεδα κάλυψης που έχουν μετατραπεί σε άλλο νόμισμα στο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη προβαίνουν νωρίτερα στην προσαρμογή των επιπέδων κάλυψης, αφού συμβουλευθούν την Επιτροπή, σε περίπτωση απρόβλεπτων γεγονότων, π.χ. συναλλαγματικών διακυμάνσεων.

6.   Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 επανεξετάζεται περιοδικά, και τουλάχιστον ανά πενταετία, από την Επιτροπή. Η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, πρόταση οδηγίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την αναπροσαρμογή του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την εξέλιξη του τραπεζικού τομέα και την οικονομική και νομισματική κατάσταση στην Ένωση. Η πρώτη επανεξέταση γίνεται αφού παρέλθει η 3η Ιουλίου 2020 εκτός αν χρειαστεί να διεξαχθεί νωρίτερα λόγω απρόβλεπτων γεγονότων.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18 για την αναπροσαρμογή του ποσού, τουλάχιστον ανά πενταετία, που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, ανάλογα με τον πληθωρισμό στην Ένωση βάσει των από την προηγούμενη αναπροσαρμογή μεταβολών του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύει η Επιτροπή.

Άρθρο 7

Προσδιορισμός του ποσού προς αποζημίωση

1.   Το όριο του άρθρου 6 παράγραφος 1 ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που διατηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των καταθέσεων, το νόμισμα και τον τόπο κατάθεσης εντός της Ένωσης.

2.   Το μερίδιο που αναλογεί σε κάθε καταθέτη κοινού λογαριασμού συνυπολογίζεται κατά τον υπολογισμό του ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

Εάν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη, ο λογαριασμός κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των καταθετών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι οι καταθέσεις σε λογαριασμό του οποίου δύο ή περισσότερα πρόσωπα είναι δικαιούχοι υπό την ιδιότητά τους ως εταίρων προσωπικής εταιρείας, ένωσης ή οντότητας παρόμοιου χαρακτήρα, χωρίς νομική προσωπικότητα, είναι δυνατόν να ενοποιούνται και να θεωρούνται κατάθεση ενός καταθέτη, για τον υπολογισμό του ορίου του άρθρου 6 παράγραφος 1.

3.   Όταν ο καταθέτης δεν δικαιούται απόλυτα τα ποσά που τηρούνται σε έναν λογαριασμό, από την εγγύηση καλύπτεται το άτομο που τα δικαιούται απόλυτα, εφόσον η ταυτότητά του διαπιστώνεται ή μπορεί να διαπιστωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β). Στην περίπτωση που πολλά άτομα δικαιούνται απόλυτα τα ποσά, κατά τον υπολογισμό του ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα δυνάμει των ρυθμίσεων που διέπουν τη διαχείριση των ποσών.

4.   Η ημερομηνία αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση είναι η ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος σημείο 8) στοιχείο α) ή η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β). Κατά τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση, δεν λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις του καταθέτη έναντι του πιστωτικού ιδρύματος.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι οι υποχρεώσεις του καταθέτη έναντι του πιστωτικού ιδρύματος λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση, όταν έχουν καταστεί απαιτητές κατά ή πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β) στον βαθμό που επιτρέπεται ο συμψηφισμός σύμφωνα με τις νομικές και συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη σύμβαση μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του καταθέτη.

Το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τους καταθέτες πριν από τη σύναψη της σύμβασης πότε λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις τους έναντι του ιδρύματος κατά τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ δύνανται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσουν από τα πιστωτικά ιδρύματα να τα ενημερώσουν σχετικά με το συνολικό ποσό των επιλέξιμων καταθέσεων κάθε καταθέτη.

7.   Οι τόκοι των καταθέσεων, οι οποίοι είναι δεδουλευμένοι αλλά δεν έχουν πιστωθεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή μία δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β) επιστρέφονται από το ΣΕΚ, χωρίς υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

8.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι ορισμένες κατηγορίες καταθέσεων οι οποίες εξυπηρετούν κοινωνικό σκοπό που καθορίζεται στο εθνικό δίκαιο, για τις οποίες έχει παρασχεθεί από τρίτο μέρος εγγύηση σύμφωνη με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, δεν λαμβάνονται υπόψη όταν ενοποιούνται οι καταθέσεις τις οποίες διατηρεί ο ίδιος καταθέτης στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στις περιπτώσεις αυτές, η εγγύηση του τρίτου μέρους περιορίζεται στο επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

9.   Όταν στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να χρησιμοποιούν διαφορετικά εμπορικά σήματα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες ενημερώνονται σαφώς ότι το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικά σήματα και ότι το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1, 2 και 3 της παρούσας οδηγίας ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που διατηρεί ο καταθέτης στο πιστωτικό ίδρυμα. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται στις πληροφορίες για τους καταθέτες σύμφωνα με το άρθρο 16 και το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 8

Καταβολή αποζημιώσεων

1.   Τα ΣΕΚ διασφαλίζουν ότι το ποσό της αποζημίωσης είναι διαθέσιμο εντός επτά εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία μια σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β).

2.   Ωστόσο τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν για μεταβατική περίοδο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023 τις ακόλουθες περιόδους αποζημίωσης μέχρι:

α)

20 εργάσιμες ημέρες έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018·

β)

15 εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020·

γ)

10 εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να προβλέπεται μεγαλύτερη περίοδος καταβολής αποζημιώσεων για τις καταθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3, η οποία, πάντως, δεν θα υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β)

4.   Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023 και όταν τα ΣΕΚ δεν μπορούν να καταστήσουν το ή τα ποσά προς αποζημίωση διαθέσιμα εντός επτά εργάσιμων ημερών, τα ΣΕΚ διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες αποκτούν πρόσβαση σε ποσό από τις καλυπτόμενες καταθέσεις τους που επαρκεί για την κάλυψη του κόστους διαβίωσής τους, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υποβολή αιτήματος.

Τα ΣΕΚ ορίζουν ότι η πρόσβαση σε επαρκές ποσό όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται με βάση τα στοιχεία που παρέχει το ΣΕΚ ή το πιστωτικό ίδρυμα.

Το επαρκές ποσό όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αφαιρείται από το επιστρεπτέο ποσό προς αποζημίωση όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 7.

5.   Η καταβολή αποζημιώσεων που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 4 είναι δυνατόν να αναβληθεί όταν:

α)

είναι αβέβαιο εάν ένα πρόσωπο έχει νόμιμο δικαίωμα να λάβει αποζημίωση ή η κατάθεση αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας·

β)

η κατάθεση υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί από εθνικές κυβερνήσεις ή διεθνή όργανα·

γ)

κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, τους τελευταίους 24 μήνες δεν έχει πραγματοποιηθεί συναλλαγή σχετική με την κατάθεση (ο λογαριασμός είναι αδρανής)·

δ)

το ποσό προς αποζημίωση κρίνεται ότι αποτελεί μέρος πρόσκαιρου υψηλού υπολοίπου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2· ή

ε)

το ποσό προς αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί από το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2.

6.   Το ποσό προς αποζημίωση είναι διαθέσιμο χωρίς να απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος στα ΣΕΚ. Για τον σκοπό αυτό, το πιστωτικό ίδρυμα διαβιβάζει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις καταθέσεις και τους καταθέτες, μόλις ζητηθούν από τα ΣΕΚ.

7.   Κάθε αλληλογραφία μεταξύ του ΣΕΚ και του καταθέτη συντάσσεται:

α)

στην επίσημη γλώσσα των οργάνων της Ένωσης την οποία χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο τηρείται η καλυπτόμενη κατάθεση, όταν επικοινωνεί με τον καταθέτη· ή

β)

στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η καλυπτόμενη κατάθεση.

Εάν πιστωτικό ίδρυμα δραστηριοποιείται άμεσα σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να έχει ιδρύσει υποκαταστήματα, οι πληροφορίες παρέχονται στη γλώσσα που επελέγη από τον καταθέτη όταν ανοίχτηκε ο λογαριασμός.

8.   Παρά την προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση όπου καταθέτης ή άλλο άτομο που δικαιούται ή έχει συμφέρον σε ποσά που τηρούνται σε λογαριασμό, βαρύνεται με κατηγορία σχετική με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, το ΣΕΚ μπορεί να αναστέλλει οποιαδήποτε καταβολή, εν αναμονή της απόφασης του δικαστηρίου.

9.   Δεν καταβάλλεται αποζημίωση όταν τους τελευταίους 24 μήνες δεν έλαβε χώρα συναλλαγή σχετική με την κατάθεση και η αξία της κατάθεσης είναι μικρότερη από το διοικητικό κόστος που θα προκαλούσε στο ΣΕΚ η καταβολή της αποζημίωσης αυτής.

Άρθρο 9

Απαιτήσεις έναντι των ΣΕΚ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα αποζημίωσης των καταθετών θα δύνανται να αποτελούν αντικείμενο αγωγής κατά του ΣΕΚ.

2.   Υπό την επιφύλαξη δικαιωμάτων που ενδεχομένως έχει δυνάμει του εθνικού δικαίου, το ΣΕΚ που προβαίνει σε πληρωμές καλυπτόμενες από την εγγύηση σε εθνικό πλαίσιο έχει το δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα των καταθετών σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή αναδιοργάνωσης και για ποσό ίσο προς τις πληρωμές τους. Όταν ένα ΣΕΚ προχωρά σε πληρωμές στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσιών εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 11, το ΣΕΚ έχει απαίτηση έναντι του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος για ποσό ίσο με τις πληρωμές του. Η εν λόγω απαίτηση κατατάσσεται στην ίδια σειρά όπως και οι καλυπτόμενες καταθέσεις βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κοινές διαδικασίες αφερεγγυότητας όπως καθορίζονται από την οδηγία 2014/59/ΕΕ.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίσουν την προθεσμία εντός της οποίας οι καταθέτες, των οποίων οι καταθέσεις δεν αποζημιώθηκαν ούτε αναγνωρίστηκαν από το ΣΕΚ εντός των προθεσμιών των άρθρων 8 παράγραφοι 1 και 3, μπορούν να απαιτήσουν την αποζημίωση των καταθέσεών τους.

Άρθρο 10

Χρηματοδότηση των ΣΕΚ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς για τον προσδιορισμό των δυνητικών υποχρεώσεών τους. Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ πρέπει να είναι ανάλογα των υποχρεώσεων αυτών.

Τα ΣΕΚ αντλούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα από εισφορές που καταβάλλουν τα μέλη τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Αυτό δεν αποκλείει πρόσθετη χρηματοδότηση από άλλες πηγές.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως τις 3 Ιουλίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ θα αντιστοιχούν τουλάχιστον στο επίπεδο-στόχο του 0,8 % επί του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών του. Σε περίπτωση που η ικανότητα χρηματοδότησης υστερεί έναντι του επιπέδου-στόχου, η καταβολή των εισφορών συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρις ότου επιτευχθεί εκ νέου το επίπεδο-στόχος.

Εάν, αφού έχει επιτευχθεί για πρώτη φορά το επίπεδο-στόχος, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μειωθούν σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, η τακτική εισφορά ορίζεται σε επίπεδο που επιτρέπει να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος μέσα σε έξι χρόνια.

Η τακτική εισφορά λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και την επίπτωση που μπορεί να έχουν οι προκυκλικές εισφορές κατά τον καθορισμό των ετήσιων εισφορών στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κατά τέσσερα έτη κατά μέγιστο, εφόσον το ΣΕΚ εκταμίευσε σωρευτικά ποσά που υπερβαίνουν το 0,8 % των καλυπτόμενων καταθέσεων.

3.   Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που λαμβάνονται υπόψη ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος μπορούν να περιλαμβάνουν δεσμεύσεις πληρωμής. Το συνολικό μερίδιο των δεσμεύσεων πληρωμής ανέρχεται, κατ’ ανώτερο, σε 30 % επί του συνολικού ύψους των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων που συγκεντρώνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις δεσμεύσεις πληρωμής.

4.   Ανεξάρτητα από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος μπορεί, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να αυξήσει τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μέσω των υποχρεωτικών εισφορών που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα σε υφιστάμενα συστήματα υποχρεωτικών εισφορών τα οποία έχει θεσπίσει ένα κράτος μέλος στην επικράτειά του με σκοπό να καλύψει το κόστος που σχετίζεται με τον συστημικό κίνδυνο, την περιέλευση σε αδυναμία και την εξυγίανση ιδρυμάτων.

Τα ΣΕΚ δικαιούνται ποσό ίσο με το ύψος αυτών των εισφορών μέχρι το επίπεδο-στόχο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το οποίο το κράτος μέλος θα καταστήσει άμεσα διαθέσιμο στα εν λόγω ΣΕΚ ύστερα από αίτημα, προς χρήση αποκλειστικά για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 11.

Τα ΣΕΚ δικαιούνται το ποσό αυτό μόνο όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσουν έκτακτες εισφορές από τα μέλη τους, και τα ΣΕΚ οφείλουν να επιστρέψουν το ποσό αυτό μέσω εισφορών από τα μέλη τους σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2.

5.   Οι εισφορές σε ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης βάσει του τίτλου VII της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων που λαμβάνονται υπόψη ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος των ρυθμίσεων χρηματοδότησης της εξυγίανσης του άρθρου 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δεν συνυπολογίζονται για την επίτευξη του επιπέδου-στόχος.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, όταν αυτό δικαιολογείται δεόντως και κατόπιν έγκρισης από την Επιτροπή, να ορίσουν ελάχιστο επίπεδο-στόχο χαμηλότερο από αυτό που ορίζεται στην παράγραφο 2, με την προϋπόθεση να πληρούνται οι εξής όροι:

α)

η μείωση βασίζεται στην παραδοχή ότι είναι απίθανο ένα σημαντικό μέρος των διαθέσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων να χρησιμοποιηθεί για μέτρα προστασίας των καλυπτόμενων καταθετών, εκτός από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 6· και

β)

ο τραπεζικός τομέας εντός του οποίου δραστηριοποιούνται τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με το ΣΕΚ παρουσιάζει υψηλή συγκέντρωση με μεγάλη αξία στοιχείων του ενεργητικού να κατέχονται από μικρό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων ή τραπεζικών ομίλων, που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, τα οποία, λόγω του μεγέθους τους, σε περίπτωση περιέλευσης σε αδυναμία, είναι πιθανό να υποβληθούν σε διαδικασίες εξυγίανσης.

Το εν λόγω μειωμένο επίπεδο-στόχος δεν δύναται να είναι χαμηλότερο από 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεων.

7.   Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ επενδύονται κατά τρόπο που εξασφαλίζει χαμηλό κίνδυνο και επαρκή διαφοροποίηση.

8.   Εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων όταν οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες, τα μέλη του καταβάλλουν έκτακτες εισφορές οι οποίες δεν υπερβαίνουν το 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεών τους ανά ημερολογιακό έτος. Τα ΣΕΚ μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής να απαιτούν υψηλότερες εισφορές.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει σε πιστωτικό ίδρυμα συνολική ή μερική απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής έκτακτων εισφορών στο ΣΕΚ αν οι εισφορές θα έθεταν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, αλλά δύναται να ανανεωθεί, κατόπιν αιτήματος του πιστωτικού ιδρύματος. Οι απαλλαχθείσες δυνάμει του παρόντος εδαφίου εισφορές καταβάλλονται όταν η πληρωμή αυτή δεν θέτει πια σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ έχουν καθιερώσει κατάλληλες ρυθμίσεις εναλλακτικής χρηματοδότησης, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις έναντι αυτών των ΣΕΚ.

10.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν, πριν από τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, την ΕΑΤ σχετικά με το ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων στην επικράτειά τους, καθώς και σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων των ΣΕΚ τους από τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

Άρθρο 11

Χρήση των κεφαλαίων

1.   Τα χρηματοδοτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 10 χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την καταβολή αποζημιώσεων στους καταθέτες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Τα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 109 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Κατόπιν διαβούλευσης με το ΣΕΚ, η αρχή εξυγίανσης ορίζει το ποσό για το οποίο ευθύνεται το ΣΕΚ.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στο ΣΕΚ να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα για τη λήψη εναλλακτικών μέτρων προκειμένου να εμποδίσει τη θέση σε εκκαθάριση ενός πιστωτικού ιδρύματος υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι εξής όροι:

α)

η αρχή εξυγίανσης δεν έχει προβεί σε δράση εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 32 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

β)

το ΣΕΚ έχει τα κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για την επιλογή και την υλοποίηση εναλλακτικών μέτρων και για την παρακολούθηση σχετικών κινδύνων·

γ)

το κόστος των μέτρων δεν υπερβαίνει το κόστος εκπλήρωσης του εκ του νόμου ή συμβατικού σκοπού του ΣΕΚ·

δ)

η χορήγηση της δυνατότητας λήψης εναλλακτικών μέτρων από το ΣΕΚ συνδέεται με την επιβολή όρων στο υποστηριζόμενο πιστωτικό ίδρυμα, οι οποίοι περιλαμβάνουν τουλάχιστον αυστηρότερη παρακολούθηση του κινδύνου και ενισχυμένα δικαιώματα ελέγχου για το ΣΕΚ·

ε)

η χορήγηση της δυνατότητας λήψης εναλλακτικών μέτρων από το ΣΕΚ συνδέεται με δεσμεύσεις εκ μέρους του υποστηριζόμενου πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση στις καλυπτόμενες καταθέσεις·

στ)

η ικανότητα των συμμετεχόντων στο σύστημα πιστωτικών ιδρυμάτων να καταβάλουν τις έκτακτες εισφορές σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου είναι, σύμφωνα με την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής, επιβεβαιωμένη.

Το ΣΕΚ συμβουλεύεται την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή σχετικά με τα μέτρα και τους όρους που θα επιβληθούν στο πιστωτικό ίδρυμα.

4.   Εναλλακτικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται όταν η αρμόδια αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης, θεωρεί ότι πληρούνται οι όροι για δράση εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Αν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα χρησιμοποιηθούν βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα συμμετέχοντα στο σύστημα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν αμέσως στο ΣΕΚ τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για τη λήψη εναλλακτικών μέτρων, όπου κρίνεται σκόπιμο με τη μορφή έκτακτων εισφορών, αν:

α)

προκύψει ανάγκη να αποζημιωθούν οι καταθέτες και τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΣΕΚ ανέρχονται σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου·

β)

στον βαθμό που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα κατέλθουν του 25 % του επιπέδου-στόχου.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση μέτρων διατήρησης της πρόσβασης των καταθετών σε καλυπτόμενες καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και της λογιστικής μεταφοράς καταθέσεων, στο πλαίσιο των εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, υπό τον όρο ότι το κόστος που βαραίνει το ΣΕΚ δεν υπερβαίνει το καθαρό ποσό αποζημίωσης των καλυπτόμενων καταθετών στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 12

Δανεισμός μεταξύ ΣΕΚ

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ΣΕΚ να χορηγούν δάνεια σε άλλα ΣΕΚ εντός της Ένωσης, σε εκούσια βάση, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ΣΕΚ που λαμβάνει δάνειο δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 λόγω έλλειψης διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων όπως αναφέρονται στο άρθρο 10·

β)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ έχει προσφύγει σε έκτακτες εισφορές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 8·

γ)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ αναλαμβάνει την έννομη υποχρέωση ότι τα δανειακά κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1·

δ)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ δεν οφείλει ήδη να εξοφλήσει δάνειο σε άλλα ΣΕΚ βάσει του παρόντος άρθρου·

ε)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ αναφέρει το ζητούμενο ποσό χρημάτων·

στ)

το συνολικό ποσό του δανείου δεν υπερβαίνει το 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεων του δανειοληπτικού ΣΕΚ·

ζ)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΤ και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, καθώς και το ζητούμενο ποσό χρημάτων.

2.   Το δάνειο υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ πρέπει να εξοφλήσει το δάνειο το αργότερο εντός πέντε ετών. Δύναται να εξοφλεί το δάνειο με ετήσιες δόσεις. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι μόνον κατά την ημερομηνία εξόφλησης·

β)

το επιτόκιο πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με το οριακό επιτόκιο της δανειοδοτικής διευκόλυνσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της περιόδου δανεισμού·

γ)

το δανειοδοτικό ΣΕΚ πρέπει να ενημερώσει την ΕΑΤ για το αρχικό επιτόκιο καθώς και για τη διάρκεια του δανείου.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εισφορές που επιβάλλονται από το δανειοληπτικό ΣΕΚ είναι επαρκείς για την επιστροφή του ποσού του δανείου και για την επάνοδο, το συντομότερο δυνατόν, στο επίπεδο-στόχο.

Άρθρο 13

Υπολογισμός των εισφορών στα ΣΕΚ

1.   Οι εισφορές στα ΣΕΚ που αναφέρονται στο άρθρο 10 βασίζονται στο ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων και στον βαθμό κινδύνου που αναλαμβάνει το αντίστοιχο μέλος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μικρότερες εισφορές για τομείς χαμηλού κινδύνου που ρυθμίζονται βάσει του εθνικού δικαίου.

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι τα μέλη ενός ΘΣΠ καταβάλλουν χαμηλότερες εισφορές στο ΣΕΚ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στον κεντρικό οργανισμό και σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι μόνιμα συνδεδεμένα με αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να υπόκεινται ως σύνολο στη στάθμιση κινδύνου που καθορίζεται για τον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεόμενα με αυτόν ιδρύματα σε ενοποιημένη βάση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να καταβάλλουν ελάχιστη εισφορά, ανεξαρτήτως του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεών τους.

2.   Τα ΣΕΚ δύνανται να χρησιμοποιούν τις δικές τους μεθόδους υπολογισμού κινδύνου για τον προσδιορισμό και τον υπολογισμό των εισφορών των μελών τους με βάση τον κίνδυνο. Ο υπολογισμός των εισφορών είναι ανάλογος του κινδύνου των μελών και λαμβάνει δεόντως υπόψη το προφίλ κινδύνου των διαφόρων επιχειρηματικών προτύπων. Οι μέθοδοι αυτές μπορούν επίσης να λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία που αφορούν το ενεργητικό του ισολογισμού και δείκτες κινδύνου, όπως η κεφαλαιακή επάρκεια, η ποιότητα του ενεργητικού καθώς και η ρευστότητα.

Κάθε μέθοδος εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή σε συνεργασία με την ορισθείσα αρχή. Η ΕΑΤ ενημερώνεται σχετικά με τις μεθόδους που έχουν εγκριθεί.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015 εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για τον καθορισμό των μεθόδων υπολογισμού των εισφορών στα ΣΕΚ σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει, ειδικότερα, τύπο υπολογισμού, ειδικούς δείκτες, κατηγορίες κινδύνου για τα μέλη, κατώτατα όρια των σταθμίσεων κινδύνου που αποδίδονται στις συγκεκριμένες κατηγορίες κινδύνου και άλλα αναγκαία στοιχεία.

Έως τις 3 Ιουλίου 2017 και τουλάχιστον κάθε πέντε έτη στη συνέχεια, η ΕΑΤ επανεξετάζει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο βάσει κινδύνου ή την εναλλακτική μέθοδο βάσει ιδίου κινδύνου που εφαρμόζουν τα ΣΕΚ.

Άρθρο 14

Συνεργασία εντός της Ένωσης

1.   Τα ΣΕΚ καλύπτουν τους καταθέτες υποκαταστημάτων τα οποία έχουν ιδρυθεί από πιστωτικά ιδρύματα του κράτους μέλους τους σε άλλα κράτη μέλη.

2.   Οι καταθέτες υποκαταστημάτων τα οποία έχουν ιδρυθεί από πιστωτικά ιδρύματα σε άλλο κράτος μέλος αποζημιώνονται από το ΣΕΚ στο κράτος μέλος υποδοχής για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής. Το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής καταβάλλει τα ποσά προς αποζημίωση σύμφωνα με τις οδηγίες του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής. Το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής δεν ευθύνεται όσον αφορά ενέργειες που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις οδηγίες του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής. Το ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής παρέχει την αναγκαία χρηματοδότηση πριν από την εκταμίευση και αποζημιώνει το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής για όλα τα πραγματοποιηθέντα έξοδα.

Το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει επίσης τους ενδιαφερόμενους καταθέτες για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής και είναι αρμόδιο να λαμβάνει αλληλογραφία από τους εν λόγω καταθέτες για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής.

3.   Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύσει να είναι μέλος ενός ΣΕΚ και προσχωρήσει σε άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές τις οποίες κατέβαλε κατά το δωδεκάμηνο προτού παύσει να είναι μέλος του ΣΕΚ, εξαιρέσει των δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 8 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ. Η παρούσα διάταξη δεν ισχύει εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει αποκλειστεί από το σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5.

Αν ορισμένες δραστηριότητες ενός πιστωτικού ιδρύματος μεταφερθούν σε άλλο κράτος μέλος και έτσι καλύπτονται από άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές που κατέβαλε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς, εξαιρέσει των δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 8 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ κατ’ αναλογία του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων που μεταφέρθηκαν.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 7 ή παράγραφοι 8 και 10 με τα ΣΕΚ των κρατών μελών υποδοχής. Ισχύουν οι περιορισμοί που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να μεταφερθεί από ένα ΣΕΚ σε άλλο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή τουλάχιστον ένα εξάμηνο νωρίτερα. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, το πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να έχει υποχρέωση εισφοράς στο αρχικό ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 10, σε επίπεδο τόσο εκ των προτέρων όσο και εκ των υστέρων χρηματοδότησης.

5.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των ΣΕΚ, ιδίως όσον αφορά το παρόν άρθρο και το άρθρο 12, τα ΣΕΚ ή, ενδεχομένως, οι ορισθείσες αρχές συνάπτουν έγγραφες συμφωνίες συνεργασίας. Στις συμφωνίες αυτές λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 9.

Η ορισθείσα αρχή ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών και η ΕΑΤ μπορεί να εκδώσει γνώμες σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν οι ορισθείσες αρχές ή τα ΣΕΚ δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία ή εάν προκύψει διαφορά ως προς την ερμηνεία μιας συμφωνίας, έκαστο των μερών μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και η ΕΑΤ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

Η απουσία τέτοιων συμφωνιών δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις των καταθετών βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 ή των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ύπαρξη κατάλληλων διαδικασιών ώστε τα ΣΕΚ να έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να επικοινωνούν αποτελεσματικά με άλλα ΣΕΚ, με τα συνδεόμενα με αυτά πιστωτικά ιδρύματα και με τις σχετικές αρμόδιες και ορισθείσες αρχές εντός της επικράτειάς τους καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, με άλλους φορείς σε διασυνοριακή βάση.

7.   Η ΕΑΤ και οι αρμόδιες και ορισθείσες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ την ταυτότητα της ορισθείσας αρχής τους μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

8.   Η ΕΑΤ συνεργάζεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) το οποίο θσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) για την ανάλυση του συστημικού κινδύνου που αφορά τα ΣΕΚ.

Άρθρο 15

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες

1.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν κατά πόσον τα υποκαταστήματα που ιδρύονται στην επικράτειά τους από πιστωτικά ιδρύματα με έδρα εκτός της Ένωσης διαθέτουν προστασία ισοδύναμη με αυτή της παρούσας οδηγίας.

Αν η προστασία δεν είναι ισοδύναμη, τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 47 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι τα υποκαταστήματα που ιδρύονται από πιστωτικό ίδρυμα με έδρα εκτός της Ένωσης υποχρεωτικά συμμετέχουν σε ΣΕΚ που λειτουργεί στην επικράτειά τους.

Όταν προχωρούν στον έλεγχο που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη ελέγχουν τουλάχιστον ότι οι καταθέτες απολαύουν του ίδιου επιπέδου κάλυψης και την ίδια έκταση προστασίας με αυτά που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

2.   Κάθε υποκατάστημα που ιδρύεται από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει έδρα εκτός της Ένωσης και το οποίο δεν είναι μέλος ΣΕΚ που λειτουργεί σε κράτος μέλος παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις ρυθμίσεις εγγύησης των καταθέσεων των σημερινών και των μελλοντικών καταθετών στο εν λόγω υποκατάστημα.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 παρέχονται στη γλώσσα που συμφωνήθηκε μεταξύ του καταθέτη και του πιστωτικού ιδρύματος όταν ανοίχτηκε ο λογαριασμός ή στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο ιδρύεται το υποκατάστημα όπως ορίζει η εθνική νομοθεσία, και είναι σαφείς και κατανοητές.

Άρθρο 16

Πληροφόρηση καταθετών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν στους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς καταθέτες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αναγνώριση του ΣΕΚ στο οποίο το ίδρυμα και τα οικεία υποκαταστήματα είναι μέλη εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν τους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς καταθέτες σχετικά με τις ισχύουσες εξαιρέσεις από την προστασία των ΣΕΚ.

2.   Πριν από τη σύναψη σύμβασης αποδοχής καταθέσεων, παρέχονται στους καταθέτες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι καταθέτες επιβεβαιώνουν ότι παρέλαβαν τις πληροφορίες αυτές. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται το υπόδειγμα του παραρτήματος I.

3.   Στο αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού των καταθετών παρέχεται επιβεβαίωση ότι οι καταθέσεις τους είναι επιλέξιμες καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένης αναφοράς στο ενημερωτικό δελτίο του παραρτήματος I. Στο ενημερωτικό δελτίο αναφέρεται ο δικτυακός τόπος του σχετικού ΣΕΚ. Το ενημερωτικό δελτίο του παραρτήματος I παρέχεται στον καταθέτη τουλάχιστον ετησίως.

Ο δικτυακός τόπος του ΣΕΚ περιλαμβάνει τις απαραίτητες για τους καταθέτες πληροφορίες, και ειδικότερα πληροφορίες σχετικά με τις διατάξεις για τη διαδικασία και τους όρους της εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

4.   Οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 παρέχονται με τον τρόπο που ορίζει η εθνική νομοθεσία στη γλώσσα που συμφωνήθηκε μεταξύ του καταθέτη και του πιστωτικού ιδρύματος όταν ανοίχτηκε ο λογαριασμός ή στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο ιδρύεται υποκατάστημα.

5.   Τα κράτη μέλη περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών των παραγράφων 1, 2 και 3 στις διαφημίσεις σε απλή μνεία του ΣΕΚ το οποίο εγγυάται το προϊόν που αναφέρεται στη διαφήμιση και στις επιπλέον πληροφορίες που απαιτεί η εθνική νομοθεσία.

Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν ακόμα να περιλαμβάνουν την απλή περιγραφή της λειτουργίας του ΣΕΚ, αλλά δεν μπορούν να κάνουν αναφορά σε απεριόριστη κάλυψη των καταθέσεων.

6.   Στην περίπτωση μιας συγχώνευσης, μετατροπής θυγατρικών σε υποκαταστήματα ή παρεμφερών εταιρικών πράξεων, οι καταθέτες ενημερώνονται τουλάχιστον έναν μήνα πριν η πράξη αρχίσει να παράγει έννομα αποτελέσματα, εκτός αν η αρμόδια αρχή επιτρέψει συντομότερη προθεσμία για λόγους επιχειρηματικού απορρήτου ή χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Στους καταθέτες παρέχεται τρίμηνη προθεσμία μετά τη γνωστοποίηση της συγχώνευσης ή μετατροπής ή παρόμοιας πράξης προκειμένου να τους δοθεί η ευκαιρία να αποσύρουν ή να μεταφέρουν σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς να επιβαρυνθούν με οποιαδήποτε ποινή, τις επιλέξιμες καταθέσεις τους συμπεριλαμβανομένων όλων των δεδουλευμένων τόκων και των οφελών, στον βαθμό που αυτές υπερβαίνουν το επίπεδο κάλυψης του άρθρου 6 κατά τον χρόνο της πράξης.

7.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αν ένα πιστωτικό ίδρυμα αποσυρθεί ή αποκλειστεί από ΣΕΚ, το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στους καταθέτες του την εν λόγω απόσυρση ή αποκλεισμό εντός ενός μηνός.

8.   Εάν ο καταθέτης χρησιμοποιεί διαδικτυακή τραπεζική, οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας μπορούν να γνωστοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα. Κατόπιν αιτήματος του καταθέτη, οι πληροφορίες παρέχονται εγγράφως.

Άρθρο 17

Κατάλογος αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, όταν γνωστοποιούν στην ΕΑΤ τις άδειες λειτουργίας που χορηγούν σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δηλώνουν το ΣΕΚ στο οποίο είναι μέλος το πιστωτικό ίδρυμα.

2.   Όταν δημοσιεύει και επικαιροποιεί τον κατάλογο πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η ΕΑΤ υποδεικνύει το ΣΕΚ στο οποίο είναι μέλος κάθε πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 18

Άσκηση της ανάθεσης αρμοδιότητας

1.   Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 7 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον.

3.   Η αναφερόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 7 ανάθεση αρμοδιότητας μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τη γνωστοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 7 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα γνωστοποίησης της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

Άρθρο 19

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Σε περίπτωση που ορισμένες καταθέσεις ή κατηγορίες καταθέσεων ή άλλα μέσα παύσουν να καλύπτονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ΣΕΚ μετά την ενσωμάτωση της παρούσας οδηγίας ή της οδηγίας 2009/14/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν να καλύπτονται οι καταθέσεις και τα άλλα μέσα με συγκεκριμένη αρχική ημερομηνία λήξης μέχρι αυτή την αρχική ημερομηνία λήξης εφόσον καταβλήθηκαν ή εκδόθηκαν πριν από τις 2 Ιουλίου 2014.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες ενημερώνονται σχετικά με τις καταθέσεις ή τις κατηγορίες καταθέσεων ή άλλα μέσα που δεν θα καλύπτονται πλέον από ΣΕΚ από τις 3 Ιουλίου 2015.

3.   Μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος για πρώτη φορά, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τα όρια του άρθρου 11 παράγραφος 5 σε ό,τι αφορά τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 2008, παρείχαν επίπεδο κάλυψης μεταξύ 100 000 EUR και 300 000 EUR μπορούν να εφαρμόσουν ξανά αυτό το υψηλότερο επίπεδο κάλυψης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Στην περίπτωση αυτή, το επίπεδο-στόχος και οι εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων προσαρμόζονται αναλόγως.

5.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση και, εφόσον ενδείκνυται, νομοθετική πρόταση, στην οποία περιγράφεται με ποιον τρόπο τα ΣΕΚ που λειτουργούν στην Ένωση μπορούν να συνεργαστούν στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού συστήματος για την πρόληψη των κινδύνων που προκύπτουν από τις δραστηριότητες διασυνοριακού χαρακτήρα και την προστασία των καταθέσεων από τους κινδύνους αυτούς.

6.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή επικουρούμενη από την ΕΑΤ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση προόδου της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η εν λόγω έκθεση θα πρέπει να καλύπτει ιδίως:

α)

το επίπεδο-στόχο βάσει των καλυπτόμενων καταθέσεων, με αξιολόγηση του κατά πόσον το ποσοστό που έχει οριστεί είναι το ενδεδειγμένο, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία των πιστωτυικών ιδρυμάτων στην Ένωση κατά το παρελθόν·

β)

τον αντίκτυπο των εναλλακτικών μέτρων που χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στην προστασία των καταθετών και τη συνοχή τους με τη διαδικασία συντεταγμένης εκκαθάρισης στον τραπεζικό τομέα·

γ)

τον αντίκτυπο στην ποικιλομορφία των τραπεζικών μοντέλων·

δ)

την επάρκεια του υφιστάμενου επιπέδου κάλυψης για τους καταθέτες· και

ε)

κατά πόσον τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο έχουν αντιμετωπιστεί κατά τρόπον ώστε να διατηρείται η προστασία των καταθετών.

Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα μοντέλα υπολογισμού και τη σχετικότητα που έχουν για τον επιχειρηματικό κίνδυνο των μελών. Στην έκθεσή της η ΕΑΤ λαμβάνει δεόντως υπόψη τα προφίλ κινδύνου των διαφόρων επιχειρηματικών μοντέλων.

Άρθρο 20

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς τα άρθρα 1 έως 4, το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία δ) έως ια), το άρθρο 5 παράγραφοι 2, 3 και 4 το άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 7, το άρθρο 7 παράγραφοι 4 έως 9, το άρθρο 8 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 9, το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3, τα άρθρα 10 έως 16, 18 και 19 και το παράρτημα I έως τις 3 Ιουλίου 2015. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 8 παράγραφος 4 έως την 31η Μαΐου 2016.

Αν, ύστερα από ενδελεχή εξέταση, οι κατάλληλες αρχές βεβαιωθούν ότι ένα ΣΕΚ δεν είναι ακόμα σε θέση να συμμορφωθεί με το άρθρο 13 έως τις 3 Ιουλίου 2015, οι σχετικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τίθενται σε ισχύ μέχρι τις 31 Μαΐου 2016.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, τα μέτρα αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από τέτοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της αναφοράς και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στο πεδίο που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 21

Κατάργηση διατάξεων

Η οδηγία 94/19/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II, καταργείται από τις 4 Ιουλίου 2019, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και τις ημερομηνίες εφαρμογής των οδηγιών που ορίζονται στο παράρτημα II.

Οι αναφορές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος III.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ), το άρθρο 6 παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφοι 1 έως 3, το άρθρο 8 παράγραφος 8, το άρθρο 9 παράγραφος 1 και το άρθρο 17 τίθενται σε ισχύ από τις 4 Ιουλίου 2015.

Άρθρο 23

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 99 της 31.3.2011, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2012 (ΕΕ C 249 E της 30.8.2013, σ. 81) και απόφαση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 3ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5).

(4)  Βλέπε παράρτημα III.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(7)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 190 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης (ΕΕ L 68 της 13.3.2009, σ. 3).

(9)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(10)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(12)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995 της σ. 31).

(13)  Κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14).

(14)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(16)  Οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 299 της 8.11.2008, σ. 25).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΘΕΤΕΣ

Βασικές πληροφορίες σχετικά με την προστασία των καταθέσεων

Οι καταθέσεις στο [συμπληρώνεται η επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος] προστατεύονται από:

[συμπληρώνεται η επωνυμία του σχετικού ΣΕΚ] (1)

Όριο προστασίας:

100 000 EUR ανά καταθέτη ανά πιστωτικό ίδρυμα (2)

[αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ]

[όπου ισχύει:] Τα ακόλουθα εμπορικά σήματα είναι μέρη του πιστωτικού σας ιδρύματος [συμπληρώνονται όλα τα σήματα που λειτουργούν βάσει της ίδιας άδειας]

Αν έχετε περισσότερες καταθέσεις στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα:

Όλες οι καταθέσεις σας στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα «ενοποιούνται» και το σύνολο υπόκειται στο όριο των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ] (2)

Αν έχετε κοινό λογαριασμό με άλλο(-α) πρόσωπο(-α):

Το όριο των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ] ισχύει για κάθε καταθέτη χωριστά (3)

Περίοδος αποζημίωσης σε περίπτωση πτώχευσης του πιστωτικού ιδρύματος:

7 εργάσιμες ημέρες (4)

[σημειώνεται άλλη ημερομηνία αν ισχύει]

Νόμισμα της αποζημίωσης:

ευρώ [σημειώνεται άλλο νόμισμα κατά περίπτωση]

Επικοινωνία:

[συμπληρώνονται τα στοιχεία επικοινωνίας του σχετικού ΣΕΚ

(διεύθυνση, τηλέφωνο, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κ.λπ.)]

Για περισσότερες πληροφορίες:

[συμπληρώνεται ο δικτυακός τόπος του σχετικού ΣΕΚ]

Επιβεβαίωση εκ μέρους του καταθέτη:

 

Πρόσθετες πληροφορίες (όλα ή κάποια από τα παρακάτω)


(1)  [Μόνον όπου ισχύει:] Η κατάθεσή σας καλύπτεται από συμβατικό σύστημα που αναγνωρίζεται επίσημα ως σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πιστωτικού σας ιδρύματος, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

[Μόνον όπου ισχύει:] Το πιστωτικό σας ίδρυμα αποτελεί μέλος θεσμικού συστήματος προστασίας που αναγνωρίζεται επίσημα ως σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα ιδρύματα που είναι μέλη αυτού του συστήματος υποστηρίζονται αμοιβαία για την αποφυγή αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

[Μόνον όπου ισχύει:] Η κατάθεσή σας καλύπτεται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που προβλέπεται από τον νόμο και συμβατικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πιστωτικού σας ιδρύματος, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν σε κάθε περίπτωση μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

[Μόνον όπου ισχύει:] Η κατάθεσή σας καλύπτεται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που προβλέπεται από τον νόμο. Επιπλέον, το πιστωτικό σας ίδρυμα αποτελεί μέλος θεσμικού συστήματος προστασίας στο οποίο όλα τα μέλη υποστηρίζονται αμοιβαία για την αποφυγή αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR] από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.

(2)  Αν μια κατάθεση δεν είναι διαθέσιμη επειδή ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων καταβάλλει αποζημίωση στους καταθέτες. Η καταβολή αποζημιώσεων καλύπτει κατ’ ανώτατο όριο ποσό 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ] ανά πιστωτικό ίδρυμα. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι καταθέσεις στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα προστίθενται προκειμένου να προσδιοριστεί το επίπεδο κάλυψης. Εάν, για παράδειγμα, ένας καταθέτης διατηρεί λογαριασμό ταμιευτηρίου με 90 000 EUR και τρεχούμενο λογαριασμό με 20 000 EUR, θα αποζημιωθεί μόνον 100 000 EUR.

[Μόνον όπου ισχύει:] Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα λειτουργεί με διαφορετικά σήματα. Ο/η/το [συμπληρώνεται η επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος όπου τηρείται ο λογαριασμός] λειτουργεί επίσης υπό την επωνυμία [συμπληρώνονται όλα τα άλλα εμπορικά σήματα του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος]. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι καταθέσεις σε ένα ή περισσότερα από αυτά τα σήματα καλύπτονται συνολικά μέχρι το ύψος των 100 000 EUR.

(3)  Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, το όριο των 100 000 EUR ισχύει για έκαστο καταθέτη.

[Μόνον όπου ισχύει:] Ωστόσο, οι καταθέσεις σε λογαριασμό του οποίου είναι δικαιούχοι δύο ή περισσότερα πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως εταίρων προσωπικής εταιρείας, ένωσης ή οντότητας παρόμοιου χαρακτήρα, χωρίς νομική προσωπικότητα, ενοποιούνται και θεωρούνται ως κατάθεση ενός καταθέτη, για τον υπολογισμό του ορίου των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

Σε ορισμένες περιπτώσεις [να σημειωθούν περιπτώσεις που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία] οι καταθέσεις προστατεύονται πάνω από τα 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR]. Για περισσότερες πληροφορίες: [συμπληρώνεται ο δικτυακός τόπος του σχετικού ΣΕΚ].

(4)  

Αποζημίωση

Το αρμόδιο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων είναι [συμπληρώνονται επωνυμία και διεύθυνση, αριθμός τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και δικτυακός τόπος]. Θα σας αποζημιώσει για τις καταθέσεις σας (μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ]) εντός [συμπληρώνεται η περίοδος καταβολής αποζημιώσεων βάσει της εθνικής νομοθεσίας] το αργότερο, από [την 31η Δεκεμβρίου 2023] εντός [7 εργάσιμων ημερών].

[Προστίθενται πληροφορίες σχετικά με την επείγουσα/ενδιάμεση καταβολή αποζημίωσης αν το ή τα ποσά προς αποζημίωση δεν είναι διαθέσιμα εντός 7 εργάσιμων ημερών].

Εάν δεν σας έχει επιστραφεί το ποσό μέσα σε αυτές τις προθεσμίες, θα πρέπει να έρθετε σε επαφή με το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, διότι μπορεί να λήξει η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να απαιτηθεί αποζημίωση. Για περισσότερες πληροφορίες: [συμπληρώνεται ο δικτυακός τόπος του αρμόδιου ΣΕΚ].

Άλλες σημαντικές πληροφορίες

Όλες οι καταθέσεις του κοινού και των επιχειρήσεων καλύπτονται εν γένει από συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Οι εξαιρέσεις ορισμένων καταθέσεων αναφέρονται στον δικτυακό τόπο του αρμόδιου συστήματος εγγύησης των καταθέσεων. Το πιστωτικό σας ίδρυμα θα σας ενημερώσει επίσης, εφόσον το ζητήσετε, αν καλύπτονται ή όχι ορισμένα προϊόντα. Εάν καλύπτονται οι καταθέσεις, το πιστωτικό ίδρυμα το επιβεβαιώνει επίσης στο αντίγραφο κίνησης λογαριασμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΜΕΡΟΣ A

Καταργούμενες οδηγίες μαζί με τις διαδοχικές τροποποιήσεις τους (που αναφέρονται στο άρθρο 21)

Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

Οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

ΜΕΡΟΣ B

Προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο (που αναφέρονται στο άρθρο 21)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

94/19/ΕΚ

1.7.1995

2009/14/ΕΚ

30.6.2009

2009/14/ΕΚ [άρθρο 1 σημείο) 3i) δεύτερο εδάφιο, άρθρο 7 παράγραφοι 1α και 3 και άρθρο 10 παράγραφος 1 της οδηγίας 94/19/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ]

31.12.2010


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 94/19/ΕΚ

Οδηγία 2009/14/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1)

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3)

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4)

Άρθρο 1 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 7)

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8)

Άρθρο 1 παράγραφος 4

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 9)

Άρθρο 1 παράγραφος 5

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 10)

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 11) έως 18)

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

Άρθρο 2 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 1

 

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 2

 

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 5 και 6

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 9

 

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 10 και 11

Άρθρο 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 1

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 10

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 5

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο η)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 6

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημεία 3, 4

 

Άρθρο παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 12

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3

 

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 5

 

Άρθρο 6 παράγραφος 6

 

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 7

Άρθρο 8

 

Άρθρο 7 παράγραφοι 1, 2 και 3

 

 

Άρθρο 7 παράγραφοι 4 έως 9

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 6 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 10 παράγραφος 4

 

Άρθρο 8 παράγραφος 7

Άρθρο 10 παράγραφος 5

 

Άρθρο 8 παράγραφος 8

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 9

Άρθρο 7 παράγραφος 6

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 11

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3

 

 

Άρθρα 10-13

Άρθρο 4 παράγραφος 1

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 14 παράγραφοι 2 έως 8

Άρθρο 6

 

Άρθρο 15

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

Άρθρο 16 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 13

 

Άρθρο 17

 

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 18


12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/179


ΟΔΗΓΊΑ 2014/57/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 83 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για μια ενοποιημένη και αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά και για ενισχυμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών, η αγορά πρέπει να είναι ακεραία. Η ομαλή λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και η διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτές είναι απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Η κατάχρηση αγοράς θίγει την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στις κινητές αξίες, τα παράγωγα μέσα και τα κριτήρια αξιολόγησης.

(2)

Η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) συμπλήρωσε και επικαιροποίησε το νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς. Επίσης επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις εξουσίες έρευνας και εντοπισμού των καταχρήσεων αγοράς. Μη θιγομένου του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, η οδηγία 2003/6/ΕΚ απαιτούσε επίσης από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι θα μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβληθούν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις κατά των υπευθύνων παραβίασης των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

(3)

Η έκθεση της 25ης Φεβρουαρίου 2009 της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ, υπό την προεδρία του Jacques de Larosière (η «Ομάδα de Larosière») διατύπωσε τη σύσταση ότι ένα άρτιο εποπτικό πλαίσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά συστήματα εποπτείας και κυρώσεων. Για τον σκοπό αυτό, η Ομάδα de Larosière θεώρησε ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες δράσης και ότι πρέπει να υπάρχουν ταυτόσημα, ισχυρά και αποτρεπτικά συστήματα κυρώσεων για κάθε οικονομικό έγκλημα, με κυρώσεις αποτελεσματικές που θα διαφυλάξουν την ακεραιότητα της αγοράς. Η Ομάδα de Larosière κατέληξε ότι, κατά γενικό κανόνα, τα καθεστώτα κυρώσεων στα κράτη μέλη είναι αδύναμα και ανομοιογενή.

(4)

Για την καλή λειτουργία ενός νομοθετικού πλαισίου για τις καταχρήσεις αγοράς χρειάζεται η αποτελεσματική εφαρμογή του. Η αξιολόγηση των εθνικών καθεστώτων διοικητικών κυρώσεων βάσει της οδηγίας 2003/6/ΕΚ κατέδειξε ότι δεν διέθεταν όλες οι εθνικές αρμόδιες αρχές ένα πλήρες σύνολο αρμοδιοτήτων ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις καταχρήσεις αγοράς επιβάλλοντας την κατάλληλη κύρωση. Ειδικότερα, δεν είχαν θεσπίσει όλα τα κράτη μέλη χρηματικές διοικητικές κυρώσεις όσον αφορά τις πράξεις κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς, το δε επίπεδο των κυρώσεων διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Μία νέα νομοθετική πράξη είναι, επομένως, απαραίτητη για τη διασφάλιση ενιαίων ελάχιστων κανόνων σε ολόκληρη την Ένωση.

(5)

Η θέσπιση των διοικητικών κυρώσεων από τα κράτη μέλη έχει έως τώρα αποδειχθεί ανεπαρκής ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους κανόνες για την πρόληψη και την καταπολέμηση των καταχρήσεων αγοράς.

(6)

Είναι βασικό να ενισχυθεί η συμμόρφωση προς τους κανόνες για τις καταχρήσεις αγοράς διά ποινικών κυρώσεων, οι οποίες θα αντικατοπτρίζουν μια ισχυρότερη κοινωνική απαξία από την εκφραζομένη διά της επιβολής διοικητικών ποινών. Η ποινικοποίηση τουλάχιστον στις σοβαρές μορφές καταχρήσεων αγοράς σημασιοδοτεί σαφώς, από άποψη δικαίου, τις συμπεριφορές αυτές οι οποίες θεωρούνται απαράδεκτες και απευθύνει ένα μήνυμα στο κοινό και τους επίδοξους παραβάτες ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τις συμπεριφορές αυτές.

(7)

Δεν έχουν προβλέψει όλα τα κράτη μέλη ποινικές κυρώσεις για ορισμένες μορφές σοβαρών παραβάσεων της εθνικής νομοθεσίας εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ. Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις από τα κράτη μέλη υπονομεύουν την ομοιομορφία των όρων λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και μπορούν να ενθαρρύνουν ορισμένα πρόσωπα στη διάπραξη καταχρήσεων αγοράς στα κράτη μέλη εκείνα που δεν έχουν ποινικοποιήσει τα εν λόγω αδικήματα. Επιπλέον, δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα σε όλη την Ένωση συμφωνία επί των ορισμών των συμπεριφορών εκείνων οι οποίες στοιχειοθετούν σοβαρές παραβάσεις των κανόνων για τις καταχρήσεις αγοράς. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καθοριστούν ελάχιστοι κανόνες όσον αφορά τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων που διαπράττονται από φυσικά πρόσωπα, την ευθύνη των νομικών προσώπων καθώς και τις σχετικές ποινικές κυρώσεις. Η ύπαρξη κοινών ελάχιστων κανόνων θα καταστήσει επίσης δυνατή τη χρήση αποτελεσματικότερων μεθόδων έρευνας και αποτελεσματικής συνεργασίας τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών μελών. Από τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης, φάνηκε ότι n χειραγώγηση της αγοράς δύναται να ζημιώσει σημαντικά τις ζωές εκατ. ανθρώπων. Το πρόσφατο σκάνδαλο Libor, το οποίο απετέλεσε σοβαρή περίπτωση χειραγώγησης ενός κριτηρίου αξιολόγησης, κατέδειξε ότι ανάλογα προβλήματα και κενά κλονίζουν σοβαρά την εμπιστοσύνη στις αγορές και μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές απώλειες για τους επενδυτές και σε στρεβλώσεις της πραγματικής οικονομίας. Η απουσία κοινής ποινικής αντιμετωπίσεως στην Ένωση παρέχει στους δράστες, σε περίπτωση καταχρήσεων αγοράς, τη δυνατότητα να επωφελούνται από το επιεικέστερο σύστημα ορισμένων κρατών μελών. Η επιβολή ποινικών κυρώσεων για τις περιπτώσεις κατάχρησης της αγοράς θα έχει μεγαλύτερο αποτρεπτικό αποτέλεσμα στους επίδοξους παραβάτες.

(8)

Η πρόβλεψη από όλα τα κράτη μέλη ποινικών κυρώσεων τουλάχιστον για τα σοβαρά αδικήματα κατάχρησης αγοράς είναι συνεπώς απαραίτητη για μια αποτελεσματική εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής για την καταπολέμηση των καταχρήσεων αγοράς.

(9)

Προκειμένου το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να ευθυγραμμιστεί με αυτό του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), οι συναλλαγές επί ιδίων μετοχών σε προγράμματα επαναγοράς και οι συναλλαγές σε κινητές αξίες ή συνδεόμενα με αυτές μέσα για τη σταθεροποίηση των κινητών αξιών, καθώς και οι συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές που εντάσσονται στο πλαίσιο της πολιτικής νομισματικής διαχείρισης ή διαχείρισης δημόσιου χρέους και οι δραστηριότητες που αναφέρονται σε δικαιώματα εκπομπής στο πλαίσιο άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης και δραστηριότητες στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης και της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης, θα πρέπει να εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία.

(10)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να προβλέψουν ότι τουλάχιστον σοβαρές περιπτώσεις πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, η χειραγώγηση της αγοράς και η παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών, συνιστούν ποινικά αδικήματα εφόσον διαπράττονται εκ προθέσεως.

(11)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και η παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών θα πρέπει να θεωρούνται επιζήμιες σε περιπτώσεις όπως εκείνες όπου υπάρχει σοβαρός αντίκτυπος για την ακεραιότητα της αγοράς, το πραγματικό ή δυνητικό κέρδος που αποκομίζεται ή η ζημία που αποφεύγεται, το επίπεδο των ζημιών που προκαλούνται στην αγορά, ή η συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που διαπραγματεύονται είναι υψηλή. Άλλες συνθήκες που θα μπορούσαν επίσης να ληφθούν υπόψη είναι επί παραδείγματι η διάπραξη του αδικήματος στο πλαίσιο μιας εγκληματικής οργάνωσης ή το γεγονός ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος τέτοιας αξιόποινης πράξης είναι υπότροπος.

(12)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η χειραγώγηση της αγοράς θα πρέπει να θεωρείται σοβαρή σε περιπτώσεις μεταξύ άλλων που υπάρχει σοβαρός αντίκτυπος στην ακεραιότητα της αγοράς, το πραγματικό ή δυνητικό κέρδος που προσκομίζεται ή ζημία που αποφεύγεται, το επίπεδο της ζημίας που προκλήθηκε στην αγορά, το επίπεδο της μεταβολής της αξίας του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή το ύψος των κονδυλίων που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά είναι υψηλό ή όταν η χειραγώγηση διαπράττεται από πρόσωπο που απασχολείται ή εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή σε εποπτική ή ρυθμιστική αρχή.

(13)

Λόγω των δυσμενών επιπτώσεων που έχουν για την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις αγορές αυτές οι απόπειρες κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγησης της αγοράς, οι εν λόγω συμπεριφορές θα πρέπει επίσης να διώκονται ποινικώς.

(14)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις στο εθνικό τους δίκαιο όσον αφορά πράξεις προσώπων που συνιστούν κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών, χειραγώγηση της αγοράς και παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών, οι οποίες εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να δημιουργεί υποχρεώσεις όσον αφορά την επιβολή σχετικών κυρώσεων ή την εφαρμογή οιουδήποτε άλλου διαθέσιμου συστήματος επιβολής του νόμου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

(15)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να επιβάλλει στα κράτη μέλη να κολάζουν ποινικώς και την υποκίνηση και συνέργεια στη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων.

(16)

Προκειμένου οι κυρώσεις για τα αδικήματα της παρούσης οδηγίας να είναι αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να τεθεί ένα ελάχιστο όριο για τη μέγιστη διάρκεια φυλάκισης.

(17)

Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νομικό πλαίσιο που έχει τεθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και τα μέτρα εφαρμογής του.

(18)

Για μια αποτελεσματική εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, όπως αυτή εκτίθεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επεκτείνουν την ευθύνη για αδικήματα της παρούσης οδηγίας και σε νομικά πρόσωπα, μέσω της επιβολής ποινικών ή μη ποινικών κυρώσεων ή άλλων αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών μέτρων, όπως εκείνα που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014. Οι εν λόγω κυρώσεις και τα άλλα μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν τη δημοσίευση μιας τελεσίδικης απόφασης σχετικά με μία κύρωση συμπεριλαμβανομένης και της γνωστοποίησης της ταυτότητας του ενεχόμενου νομικού προσώπου, λαμβανομένων υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της αρχής της αναλογικότητας, των κινδύνων για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εκκρεμουσών ερευνών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, κατά περίπτωση και εφόσον προβλέπεται από την εθνική τους νομοθεσία ποινική ευθύνη νομικών προσώπων, να επεκτείνουν την εν λόγω ποινική ευθύνη και επί των αδικημάτων που προβλέπει η παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να δημοσιεύουν τελεσίδικες αποφάσεις σχετικά με την ευθύνη ή τις κυρώσεις.

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου οι διωκτικές και δικαστικές αρχές ή άλλες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη διερεύνηση ή δίωξη των αδικημάτων της παρούσης οδηγίας να έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά ανακριτικά μέσα. Λαμβανομένης, μεταξύ άλλων, υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, η χρήση των μέσων αυτών, κατά το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τη φύση και τη βαρύτητα των αξιόποινων πράξεων που διερευνώνται.

(20)

Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία προβλέπει ελάχιστους κανόνες, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους ποινικούς κανόνες για τις καταχρήσεις αγοράς.

(21)

Τα κράτη μέλη μπορούν, για παράδειγμα, να προβλέπουν ότι πράξεις χειραγώγησης της αγοράς συνιστούν ποινικό αδίκημα, εφόσον γίνονται από ελαφρά ή βαρεία αμέλεια.

(22)

Οι εκ της παρούσης οδηγίας υποχρεώσεις να προβλεφθούν στο εθνικό δίκαιο ποινές σε φυσικά πρόσωπα και κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα δεν απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα για τις παραβιάσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 εκτός αν τα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014, να θεσπίσουν μόνο ποινικές κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις στο εθνικό τους δίκαιο.

(23)

Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας καθορίζεται κατά τρόπον που να συμπληρώνει και να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014. Ενώ ένα αδίκημα πρέπει να είναι αξιόποινο, δυνάμει της παρούσας οδηγίας εφόσον διαπράττεται εκ προθέσεως και, τουλάχιστον σε σοβαρές περιπτώσεις, η επιβολή κυρώσεων για παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 δεν προϋποθέτει ότι η πρόθεση έχει αποδειχθεί ή ότι έχει χαρακτηρισθεί ως σοβαρό. Κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου μεταφοράς της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η επιβολή ποινικών κυρώσεων επί αδικημάτων κατά την παρούσα οδηγία και διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής κατά την οποία δεν χωρεί νέα δίωξη για το ίδιο αδίκημα (ne bis in idem).

(24)

Με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων του εθνικού ποινικού δικαίου για την εφαρμογή και την εκτέλεση ποινών σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης, οι επιβαλλόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αναλογικές και να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη που έχουν αποκομιστεί ή οι ζημίες που έχουν αποφευχθεί από τα άτομα που θεωρούνται υπεύθυνα καθώς και η ζημία που έχει προκαλέσει το αδίκημα σε άλλα άτομα και ενδεχομένως στη λειτουργία των αγορών ή της ευρύτερης οικονομίας.

(25)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να εξασφαλιστεί η ύπαρξη σε όλη την Ένωση ποινικών κυρώσεων για τουλάχιστον τα σοβαρά αδικήματα κατάχρησης αγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και κατά συνέπεια, λόγω των διαστάσεων και των επιπτώσεων της παρούσας οδηγίας, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(26)

Η αύξηση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων απαιτεί αποτελεσματική και αποδοτική συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την έρευνα και τη δίωξη των αδικημάτων κατάχρησης της αγοράς. Η οργάνωση και οι αρμοδιότητες των εθνικών αρχών στα διάφορα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν τη συνεργασία μεταξύ τους.

(27)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»), όπως αυτά κατοχυρώνονται στη ΣΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να εφαρμόζεται με τον δέοντα σεβασμό του δικαιώματος προστασίας προσωπικών δεδομένων (άρθρο 8), του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης (άρθρο 11), της ελευθερίας του επιχειρείν (άρθρο 16), του δικαιώματος λυσιτελούς προσφυγής και δίκαιας δίκης (άρθρο 47), του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος υπεράσπισης (άρθρο 48), των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών (άρθρο 49) και του δικαιώματος του προσώπου να μην δικάζεται ή να μην τιμωρείται δύο φορές στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών για την ίδια αξιόποινη πράξη (άρθρο 50).

(28)

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν τα δικονομικά δικαιώματα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Οι υποχρεώσεις τους βάσει της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Η παρούσα οδηγία δεν έχει σκοπό να περιορίσει την ελευθερία του Τύπου ή την ελευθερία της έκφρασης στα μέσα ενημέρωσης, στον βαθμό που οι ελευθερίες αυτές κατοχυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη μέλη, ειδικότερα δυνάμει του άρθρου 11 του Χάρτη και άλλων σχετικών διατάξεων. Αυτό θα πρέπει να τονισθεί ιδίως όσον αφορά τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας που ρυθμίζουν μια τέτοια δημοσιοποίηση.

(29)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα συμμετάσχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και συνεπώς δεν δεσμεύεται από την εφαρμογή της ούτε υπόκειται σε αυτήν.

(30)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Ιρλανδία δήλωσε ότι επιθυμεί να συμμετάσχει στην έκδοση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(31)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, που έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της οδηγίας και συνεπώς δεν δεσμεύεται από την εφαρμογή της ούτε υπόκειται σε αυτήν.

(32)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων γνωμοδότησε στις 10 Φεβρουαρίου 2012 (6),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Με την παρούσα οδηγία θεσπίζονται ελάχιστοι κανόνες σε θέματα ποινικών κυρώσεων για πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, για παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών και για τη χειραγώγηση της αγοράς, για να διασφαλισθεί η ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση και να ενισχυθεί η προστασία και η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις εν λόγω αγορές.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)

στα χρηματοπιστωτικά μέσα τα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής σε ρυθμιζόμενη αγορά·

β)

στα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση, που είναι δεκτά για διαπραγμάτευση ή για τα οποία έχει ζητηθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε έναν πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ)·

γ)

στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένο μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΟΜΔ)·

δ)

στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α), β) ή γ), των οποίων η τιμή ή η αξία εξαρτάται από ή έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στα εν λόγω στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ή συμβάσεων επί διαφοράς.

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε συμπεριφορές και συναλλαγές, περιλαμβανομένων των προσφορών, οι οποίες είναι συναφείς με δημοπρατήσεις σε χώρους πλειστηριασμού εγκεκριμένους ως ρυθμιζόμενη αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων βασιζόμενων στα δικαιώματα αυτά, περιλαμβανομένης της περίπτωσης που τα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής (7). Τηρουμένων των τυχόν ειδικών διατάξεων που αναφέρονται σε προσφορές υποβαλλόμενες στο πλαίσιο πλειοδοτικής διαδικασίας, κάθε υποχρέωση ή διάταξη της παρούσας οδηγίας η οποία αναφέρεται σε εντολές διαπραγμάτευσης εφαρμόζεται στις εν λόγω προσφορές.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)

στις πράξεις επί ιδίων μετοχών στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς, όταν οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται κατά το άρθρο 5 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

β)

στις πράξεις επί κινητών αξιών ή συνδεόμενων με αυτές μέσων για τη σταθεροποίηση των κινητών αξιών, όπως αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 όταν οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται κατά το άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του ανωτέρω κανονισμού·

γ)

στις συναλλαγές, εντολές ή ενέργειες που διεξάγονται στο πλαίσιο της διαχείρισης της νομισματικής πολιτικής, της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή του δημόσιου χρέους, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, στις εντολές συναλλαγών ή συμπεριφορές που διεξάγονται κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2, στις δραστηριότητες στο πλαίσιο άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3, ή στις δραστηριότητες στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης ή της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης κατά το άρθρο 6 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.

4.   Το άρθρο 5 εφαρμόζεται επίσης:

α)

σε συμβάσεις άμεσης παράδοσης εμπορευμάτων, που δεν είναι ενεργειακά προϊόντα χονδρικής πώλησης, εάν η συναλλαγή, εντολή ή άλλη ενέργεια έχει ή ενδέχεται ή πρόκειται να έχει επίπτωση στην τιμή ή αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

β)

σε είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων συμβάσεων παραγώγων ή παράγωγων μέσων για τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου, εάν η συναλλαγή, εντολή, προσφορά ή άλλη ενέργεια έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων του οποίου η τιμή ή η αξία εξαρτάται από την τιμή ή την αξία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων·

γ)

σε συμπεριφορά σε σχέση με τα κριτήρια αναφοράς.

5.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε συναλλαγή, εντολή ή ενέργεια που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 4 του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω συναλλαγή, εντολή ή ενέργεια λαμβάνει χώρα σε χώρο διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«χρηματοπιστωτικό μέσο», χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του σημείου 15 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)·

2)

«συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων», συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

3)

«πρόγραμμα επαναγοράς», οι συναλλαγές σε ίδιες μετοχές κατά τα άρθρα 21 έως 27 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

4)

«εμπιστευτικές πληροφορίες», πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

5)

«δικαίωμα εκπομπής», δικαίωμα εκπομπής όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

6)

«κριτήριο αξιολόγησης», κριτήριο αξιολόγησης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

7)

«αποδεκτές πρακτικές αγοράς», συγκεκριμένες πρακτικές στην αγορά οι οποίες γίνονται αποδεκτές από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους κατά το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

8)

«σταθεροποίηση», η σταθεροποίηση κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

9)

«ρυθμιζόμενη αγορά», ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

10)

«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ», ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

11)

«οργανωμένος μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΟΜΔ», ο οργανωμένος μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

12)

«τόπος διαπραγμάτευσης», ο τόπος διαπραγμάτευσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

13)

«ενεργειακό προϊόν χονδρικής πώλησης», ενεργειακό προϊόν χονδρικής πώλησης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)·

14)

«εκδότης», ο εκδότης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

Άρθρο 3

Πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, σύσταση ή ενθάρρυνση προσώπου να συμμετάσχει σε κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι πράξεις προσώπων που συνιστούν κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών και η σύσταση σε άλλο πρόσωπο ή η παρακίνησή του να συμμετέχει σε κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2 έως 8, συνιστούν ποινικά αδικήματα τουλάχιστον σε σοβαρές περιπτώσεις και εφόσον διαπράττονται εκ προθέσεως.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών διαπράττεται όταν ένα πρόσωπο κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες και τις χρησιμοποιεί αγοράζοντας ή πουλώντας, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες.

3.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες λόγω του ότι το πρόσωπο αυτό:

α)

είναι μέλος των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων του εκδότη ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

β)

είναι κάτοχος συμμετοχής στο κεφάλαιο του εκδότη ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

γ)

έχει πρόσβαση στις πληροφορίες κατά την εργασία ή την άσκηση επαγγέλματος ή καθηκόντων· ή

δ)

εμπλέκεται σε εγκληματικές δραστηριότητες.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε κάθε πρόσωπο το οποίο έχει αποκτήσει εμπιστευτικές πληροφορίες, υπό περιστάσεις διαφορετικές από εκείνες του πρώτου εδαφίου, όταν γνωρίζει ότι πρόκειται για πληροφορίες εμπιστευτικές.

4.   Η χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών μέσω ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορούν οι πληροφορίες, εάν η εντολή εστάλη πριν αποκτήσει το πρόσωπο τις εμπιστευτικές πληροφορίες, θεωρείται επίσης πράξη προσώπου που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες.

5.   Όσον αφορά πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, η χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει επίσης υποβολή, τροποποίηση ή απόσυρση μιας προσφοράς για ίδιο λογαριασμό του προσώπου που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες ή για λογαριασμό τρίτου.

6.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η υπόδειξη να πραγματοποιήσει άλλο πρόσωπο πράξεις βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών ή η παρότρυνση άλλου προσώπου να πραγματοποιήσει πράξεις βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών, ανακύπτει στις περιπτώσεις στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες και:

α)

συνιστά, βάσει των εν λόγω πληροφοριών, σε άλλο πρόσωπο να αγοράσει ή να διαθέσει χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες, ή παροτρύνει το εν λόγω πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω αγορά ή διάθεση· ή

β)

συνιστά σε άλλο πρόσωπο, βάσει των εν λόγω πληροφοριών, να ακυρώσει ή να τροποποιήσει μια εντολή σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες, ή παροτρύνει το εν λόγω πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω ακύρωση ή τροποποίηση.

7.   Η συμμόρφωση προς τις συστάσεις ή παροτρύνσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 ισοδυναμεί με πράξη προσώπου που κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες, εάν το πρόσωπο που ακολουθεί τη σύσταση ή την παρότρυνση γνωρίζει ότι αυτή βασίζεται σε εμπιστευτικές πληροφορίες.

8.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο έχει ή είχε στην κατοχή του εμπιστευτικές πληροφορίες δεν συνεπάγεται ότι το πρόσωπο αυτό έχει χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες αυτές και κατά συνέπεια έχει διενεργήσει πράξεις που συνιστούν κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών στη βάση της απόκτησης ή διάθεσης, αν η ενέργειά του θεωρείται θεμιτή συμπεριφορά βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

Άρθρο 4

Παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι η παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2 έως 5, αποτελεί ποινικό αδίκημα τουλάχιστον σε σοβαρές περιπτώσεις και εφόσον διαπράττεται εκ προθέσεως.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών υπάρχει όταν ένα πρόσωπο κατέχει εμπιστευτικές πληροφορίες και τις γνωστοποιεί σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν η γνωστοποίηση γίνεται κατά την άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του, καθώς και αν η δημοσιοποίηση χαρακτηρίζεται ως διερεύνηση της αγοράς κατά το άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

3.   Το παρόν άρθρο ισχύει για κάθε άτομο που υπάγεται στις καταστάσεις ή περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3.

4.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η επακολουθούσα δημοσιοποίηση των συστάσεων ή παροτρύνσεων κατ’ άρθρο 3 παράγραφος 6 ισοδυναμεί με παράνομη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου, εάν το πρόσωπο που δημοσιοποιεί τη σύσταση ή την παρότρυνση γνωρίζει ότι αυτή βασίζεται σε εμπιστευτικές πληροφορίες.

5.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σύμφωνα με την ανάγκη προστασίας της ελευθερίας του Τύπου και της ελευθερίας της έκφρασης.

Άρθρο 5

Χειραγώγηση της αγοράς

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι η χειραγώγηση της αγοράς, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, συνιστά ποινικό αδίκημα τουλάχιστον σε σοβαρές περιπτώσεις και εφόσον διαπράττεται εκ προθέσεως.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η χειραγώγηση αγοράς συνίσταται στις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

πραγματοποίηση συναλλαγής, αποστολή εντολής διαπραγμάτευσης ή οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά ή δραστηριότητα η οποία:

i)

παρέχει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας συναφούς με αυτό σύμβασης χρηματιστηριακού εμπορεύματος τοις μετρητοίς· ή

ii)

διαμορφώνει σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων·

εκτός εάν οι λόγοι για την ενέργεια αυτή του προσώπου που πραγματοποίησε τη συναλλαγή ή έδωσε τις εντολές διαπραγμάτευσης είναι νόμιμοι και οι εν λόγω συναλλαγές ή εντολές διαπραγμάτευσης είναι σύμφωνες με αποδεκτές πρακτικές της αγοράς στον σχετικό τόπο διαπραγμάτευσης·

β)

πραγματοποίηση συναλλαγής, διαβίβαση εντολής διαπραγμάτευσης ή οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ή συμπεριφορά η οποία επηρεάζει την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, με χρησιμοποίηση εικονικής διάταξης ή κάθε άλλης μορφής παραπλάνηση ή τέχνασμα·

γ)

διάδοση πληροφοριών μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, που παρέχουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, ή η διαμόρφωση σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο της τιμής ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, όταν τα εν λόγω πρόσωπα προσπορίζονται από τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών ίδιο ή υπέρ τρίτου πλεονέκτημα ή όφελος· ή

δ)

η διαβίβαση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ή η διενέργεια ψευδών ή παραπλανητικών εισροών, ή κάθε άλλη συμπεριφορά συνεπαγομένη τη χειραγώγηση του τρόπου υπολογισμού του κριτηρίου αξιολόγησης.

Άρθρο 6

Υποκίνηση, συνέργεια και απόπειρα

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η υποκίνηση και η συνέργεια στη διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 έως 5 και στα άρθρα 4 και 5, τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η απόπειρα διάπραξης οιουδήποτε αδικήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 έως 5 και 7 και στο άρθρο 5, τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα.

3.   Το άρθρο 3 παράγραφος 8 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 7

Ποινικές κυρώσεις σε φυσικά πρόσωπα

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 6 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 5 τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας ανέρχεται τουλάχιστον σε τέσσερα έτη.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι το αδίκημα του άρθρου 4 τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών.

Άρθρο 8

Ευθύνη νομικών προσώπων

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 6 τα οποία διαπράττονται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε ενεργεί ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, με την ιδιότητα:

α)

εντολοδόχου εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·

β)

πληρεξούσιου λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου· ή

γ)

πληρεξούσιου άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα αναγκαία μέτρα ώστε τα νομικά πρόσωπα να είναι δυνατό να καθίστανται υπεύθυνα στις περιπτώσεις που λόγω πλημμελούς εποπτείας ή ελέγχου, οφειλόμενης σε πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, κατέστη δυνατή η διάπραξη αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 3 έως 6, επ’ ωφελεία του νομικού προσώπου, από πρόσωπο που υπόκειται στην εξουσία αυτού.

3.   Η δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 ευθύνη των νομικών προσώπων δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον των φυσικών προσώπων που είναι φυσικοί αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 6.

Άρθρο 9

Κυρώσεις κατά νομικών προσώπων

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι νομικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη κατά το άρθρο 8 υπόκειται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικά πρόστιμα με ποινικό ή μη χαρακτήρα και, ενδεχομένως, άλλες κυρώσεις, όπως:

α)

αποκλεισμός από παροχές ή ενισχύσεις του δημοσίου·

β)

μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας·

γ)

θέση υπό δικαστική εποπτεία·

δ)

δικαστική λύση·

ε)

προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση του αδικήματος.

Άρθρο 10

Δικαιοδοσία

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη θέσπιση της δικαιοδοσίας τους σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 6 εφόσον το αδίκημα έχει διαπραχθεί:

α)

εξ ολοκλήρου ή εν μέρει εντός της επικράτειάς τους· ή

β)

από υπήκοό τους, τουλάχιστον σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η πράξη θεωρείται ποινικό αδίκημα στον τόπο όπου διαπράχθηκε.

2.   Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή του να θεμελιώσει περαιτέρω δικαιοδοσία για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 6 τα οποία έχουν διαπραχθεί εκτός του εδάφους του, όταν:

α)

ο δράστης είναι συνήθης κάτοικος στην επικράτειά του· ή

β)

το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στο έδαφός του.

Άρθρο 11

Εκπαίδευση

Με την επιφύλαξη της δικαστικής ανεξαρτησίας και των διαφορών στην οργάνωση των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης ανά την Ένωση, τα κράτη μέλη ζητούν από τους υπευθύνους για την κατάρτιση των δικαστών, των εισαγγελέων, των αστυνομικών, των δικαστικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν σε ποινικές διαδικασίες και έρευνες, να παράσχουν κατάλληλη εκπαίδευση λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 12

Έκθεση

Έως τις 4 Ιουλίου 2018, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση επί της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και, αν παρίσταται ανάγκη, επί του κατά πόσον είναι απαραίτητη η τροποποίησή της, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία των σοβαρών περιπτώσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1, του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 1, το επίπεδο των ποινικών κυρώσεων που προβλέπουν τα κράτη μέλη και το βαθμό υλοποίησης των προαιρετικών στοιχείων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία.

Η έκθεση της Επιτροπής συνοδεύεται, ενδεχομένως, από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 13

Μεταφορά της οδηγίας

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο εντός τις 3 Ιουλίου 2016, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που καθίστανται αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των συγκεκριμένων διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 3 Ιουλίου 2016 με την επιφύλαξη της έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 15

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 161 της 7.6.2012, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 181 της 21.6.2012, σ. 64.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2014.

(4)  Οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  ΕΕ C 177 της 20.6.2012, σ. 1.

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2011/61/ΕΕ και της οδηγίας 2002/92/ΕΚ (βλέπε σελίδα 349 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(9)  Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 74).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).


12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/190


ΟΔΗΓΊΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι υπάρχει σε επίπεδο Ένωσης σημαντική έλλειψη επαρκών εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μη υγιών ή προβληματικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων («ιδρύματα»). Τα εν λόγω εργαλεία είναι ιδίως απαραίτητα για την πρόληψη της αφερεγγυότητας ή, όταν προκύπτουν περιπτώσεις αφερεγγυότητας, για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων, μέσω της διατήρησης των συστημικά σημαντικών λειτουργιών του σχετικού ιδρύματος. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι προκλήσεις αυτές αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα που ανάγκασε τα κράτη μέλη να διασώσουν ιδρύματα χρησιμοποιώντας χρήματα των φορολογούμενων. Ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση αποσκοπεί στην αποτροπή, στο μέτρο του δυνατού, της ανάγκης για χρήση της δράσης αυτής.

(2)

Η χρηματοπιστωτική κρίση έλαβε συστημικές διαστάσεις υπό την έννοια ότι επηρέασε την πρόσβαση μεγάλου μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων στη χρηματοδότηση. Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πτώχευσης, με επιπτώσεις για ολόκληρη την οικονομία, για την αντιμετώπιση της εν λόγω κρίσης πρέπει να ληφθούν μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση υπό ισοδύναμους όρους για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι κατά τα άλλα φερέγγυες. Τέτοια μέτρα προϋποθέτουν γενική στήριξη της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και παροχή εγγυήσεων από τα κράτη μέλη για τίτλους που εκδίδουν φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα.

(3)

Οι χρηματοοικονομικές αγορές στην Ένωση είναι ενοποιημένες και διασυνδεδεμένες σε μεγάλο βαθμό, ενώ πολλά ιδρύματα ασκούν εκτεταμένες δραστηριότητες πέραν των εθνικών συνόρων. Η πτώχευση ενός διασυνοριακού ιδρύματος είναι ικανή να επηρεάσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στα διάφορα κράτη μέλη στα οποία αναπτύσσει δραστηριότητες. Η αδυναμία των κρατών μελών να αποκτήσουν τον έλεγχο ενός προβληματικού ιδρύματος και να το εξυγιάνουν κατά τρόπο που να αποτρέπει αποτελεσματικά ευρύτερες συστημικές ζημίες μπορεί να υπονομεύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και την αξιοπιστία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών αποτελεί, επομένως, ουσιώδη προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(4)

Επί του παρόντος, δεν υπάρχει σε ενωσιακό επίπεδο εναρμόνιση των διαδικασιών εξυγίανσης των ιδρυμάτων. Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν στα ιδρύματα τις ίδιες διαδικασίες που εφαρμόζουν και σε άλλες αφερέγγυες επιχειρήσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν προσαρμοστεί στα δεδομένα των ιδρυμάτων. Υπάρχουν πολλές ουσιώδεις και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την αφερεγγυότητα των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη. Επιπλέον, η οικονομική κρίση κατέδειξε ότι οι γενικές διαδικασίες αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων μπορεί να μην είναι πάντοτε κατάλληλες για τα ιδρύματα, καθώς μπορεί να μην διασφαλίζουν πάντοτε αρκετά ταχεία παρέμβαση, τη συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών των ιδρυμάτων ούτε τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(5)

Ως εκ τούτου, χρειάζεται ένα καθεστώς που θα παρέχει στις αρχές ένα αξιόπιστο σύνολο εργαλείων για να παρεμβαίνουν αρκετά έγκαιρα και γρήγορα σε ένα μη υγιές ή προβληματικό ίδρυμα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων χρηματοοικονομικών και οικονομικών λειτουργιών του και παράλληλα να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της πτώχευσης του ιδρύματος στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το καθεστώς αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ζημίες βαρύνουν πρώτα τους μετόχους και μετά τους πιστωτές, αρκεί κανείς πιστωτής να μην βαρύνεται με ζημίες μεγαλύτερες απ’ όσες θα αναλάμβανε εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Νέες εξουσίες θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρχές, για παράδειγμα, να διατηρούν απρόσκοπτη πρόσβαση σε καταθέσεις και πράξεις πληρωμών, να πωλούν βιώσιμα τμήματα του ιδρύματος, κατά περίπτωση, και να κατανέμουν τις ζημίες κατά τρόπο δίκαιο και προβλέψιμο. Οι εν λόγω στόχοι θα πρέπει να συμβάλλουν στην αποτροπή της αποσταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών και στην ελαχιστοποίηση του κόστους για τους φορολογουμένους.

(6)

Η υπό εξέλιξη αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου, ιδίως η ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων και των αποθεμάτων ρευστότητας και η δημιουργία καλύτερων εργαλείων για μακροπροληπτικές πολιτικές, θα πρέπει να μειώσει την πιθανότητα εκδήλωσης κρίσεων στο μέλλον και να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των ιδρυμάτων έναντι οικονομικών ακραίων καταστάσεων, είτε αυτές οφείλονται σε συστημικές διαταραχές είτε σε γεγονότα που αφορούν ειδικά το συγκεκριμένο ίδρυμα. Ωστόσο, δεν είναι εφικτή η δημιουργία ενός ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου που θα μπορούσε να προστατεύει πάντα τα ιδρύματα αυτά από το να βρεθούν σε δύσκολη θέση. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα και να διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση προς αντιμετώπιση καταστάσεων που σχετίζονται τόσο με συστημικές κρίσεις όσο και με πτωχεύσεις επιμέρους ιδρυμάτων. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν μηχανισμούς που να επιτρέπουν στις αρχές να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα υπό πτώχευση ή πιθανή πτώχευση ιδρύματα.

(7)

Στο πλαίσιο της άσκησης των εν λόγω εξουσιών και της λήψης μέτρων, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της πτώχευσης. Αν το πρόβλημα αφορά ένα συγκεκριμένο ίδρυμα ενώ δεν επηρεάζει το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αρχές θα πρέπει να μπορούν να ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης που διαθέτουν χωρίς να προβληματίζονται ιδιαίτερα για φαινόμενα μετάδοσης. Αντίθετα, σε ένα ασταθές περιβάλλον, θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην αποσόβηση ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών.

(8)

Για την εξυγίανση ενός ιδρύματος η οποία το διατηρεί σε λειτουργία είναι δυνατόν, ως ύστατη λύση, να χρησιμοποιούνται εργαλεία κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διαρθρωθούν οι εξουσίες εξυγίανσης και οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις για την εξυγίανση κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι φορολογούμενοι να είναι εκείνοι που θα επωφεληθούν από τυχόν πλεόνασμα το οποίο ενδέχεται να προκύψει από την αναδιάρθρωση ιδρύματος από τις αρχές σε υγιή βάση. Η ανάληψη ευθύνης και κινδύνου θα πρέπει να συνοδεύεται από ανταμοιβή.

(9)

Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη προβεί σε νομοθετικές αλλαγές που καθιερώνουν μηχανισμούς εξυγίανσης προβληματικών ιδρυμάτων· άλλα έχουν κοινοποιήσει την πρόθεσή τους να καθιερώσουν μηχανισμούς αυτού του είδους, αν δεν προβλεφθούν σε επίπεδο Ένωσης. Η μη ύπαρξη κοινών όρων, εξουσιών και διαδικασιών εξυγίανσης των ιδρυμάτων ενδέχεται να αποτελέσει εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρακωλύσει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών κατά την αντιμετώπιση διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων που πτωχεύουν. Αυτό ισχύει ιδίως όταν οι διαφορετικές προσεγγίσεις συνεπάγονται ότι οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο ελέγχου ή την ίδια ικανότητα εξυγίανσης ιδρυμάτων. Οι εν λόγω διαφορές στα καθεστώτα εξυγίανσης ενδέχεται επίσης να επηρεάσουν με διαφορετικό τρόπο τις δαπάνες για τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη και πιθανώς να δημιουργήσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ των ιδρυμάτων. Τα αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα δεν μπορούν να περιορίζονται κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εγκατάστασής τους στην εσωτερική αγορά από τη χρηματοοικονομική δυνατότητα του κράτους μέλους καταγωγής τους να διαχειριστεί την πτώχευσή τους.

(10)

Τα εμπόδια αυτά θα πρέπει να εξαλειφθούν και να θεσπιστούν κανόνες ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν υπονομεύονται οι διατάξεις της εσωτερικής αγοράς. Για τον σκοπό αυτόν, οι κανόνες που διέπουν την εξυγίανση των ιδρυμάτων θα πρέπει να υπόκεινται σε κοινούς κανόνες ελάχιστης εναρμόνισης.

(11)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια με την υφιστάμενη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, καθώς και το μέγιστο δυνατό επίπεδο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ολόκληρο το φάσμα των ιδρυμάτων, το καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ιδρύματα που υπόκεινται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Το καθεστώς θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών οι οποίες προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), μεικτές εταιρείες συμμετοχών και χρηματοδοτικά ιδρύματα, όταν αυτά αποτελούν θυγατρικές ιδρύματος ή χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής εταιρείας συμμετοχών και καλύπτονται από την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης σε ενοποιημένη βάση. Η κρίση απέδειξε ότι η αφερεγγυότητα μιας οντότητας συνδεδεμένης με έναν όμιλο μπορεί να επηρεάσει ραγδαία τη φερεγγυότητα ολόκληρου του ομίλου και, συνεπώς, να έχει τις δικές της συστημικές επιπλοκές. Οι αρχές θα πρέπει, επομένως, να διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα δράσης όσον αφορά αυτές τις οντότητες, προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο μετάδοσης και να διαμορφώσουν έναν συνεκτικό μηχανισμό εξυγίανσης για το σύνολο του ομίλου, καθώς η αφερεγγυότητα μιας οντότητας συνδεδεμένης με έναν όμιλο θα μπορούσε να επηρεάσει ραγδαία τη φερεγγυότητα ολόκληρου του ομίλου.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια στο ρυθμιστικό πλαίσιο, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ), όπως ορίζονται στον επικείμενο κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων, θα μπορούσαν να καλυφθούν από μια χωριστή νομοθετική πρωτοβουλία που να δημιουργεί ένα πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης για τις εν λόγω οντότητες.

(13)

Η χρήση των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ενδέχεται να επιφέρει αναστάτωση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών. Συγκεκριμένα, η εξουσία των αρχών να μεταβιβάζουν τις μετοχές ή το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος σε ιδιώτες αγοραστές, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων, επηρεάζει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μετόχων. Επιπλέον, η εξουσία να αποφασίζουν ποιες υποχρεώσεις θα μεταφέρουν από ένα ίδρυμα που πτωχεύει, με βάση τους στόχους να διασφαλιστεί η συνέχεια των υπηρεσιών και να αποφευχθούν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενδέχεται να επηρεάσει την ίση μεταχείριση των πιστωτών. Κατά συνέπεια, δράση εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνεται μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο χάριν του δημόσιου συμφέροντος, ενώ κάθε παρέμβαση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών που προκύπτει από τα μέτρα εξυγίανσης θα πρέπει να είναι συμβατή με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης). Ειδικότερα, όταν οι πιστωτές της ίδιας κατηγορίας αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι διακρίσεις αυτές θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον, να χαρακτηρίζονται από αναλογικότητα σε σχέση με τους αντιμετωπιζόμενους κινδύνους και να μην να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας.

(14)

Οι αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη μετοχική δομή, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος, το νομικό καθεστώς και τις διασυνδέσεις ενός ιδρύματος με άλλα ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικά συστήματα γενικότερα, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, κατά πόσον συμμετέχει σε θεσμικό σύστημα προστασίας ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και η πτώχευσή του και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό φυσιολογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοοικονομικές αγορές, στα λοιπά ιδρύματα, στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, στο πλαίσιο των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και όταν οι εθνικές αρχές ασκούν τις διάφορες εξουσίες και χρησιμοποιούν τα διάφορα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή του καθεστώτος με τρόπο κατάλληλο και αναλογικό και την ελαχιστοποίηση της διοικητικής επιβάρυνσης που συνδέεται με τις υποχρεώσεις προετοιμασίας του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης. Όταν το περιεχόμενο και οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στο παράρτημά της καθορίζουν ένα ελάχιστο πρότυπο για ιδρύματα προφανούς συστημικής σπουδαιότητας, οι αρχές μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικές ή σημαντικά μειωμένες απαιτήσεις σχεδιασμού και πληροφόρησης για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ως προς το συγκεκριμένο ίδρυμα καθώς και μικρότερη από ετήσια συχνότητα για τις επικαιροποιήσεις. Για τα μικρά ιδρύματα που εμφανίζουν μικρή διασύνδεση και πολυπλοκότητα, το σχέδιο ανάκαμψης θα μπορούσε να περιορίζεται σε ορισμένες βασικές πληροφορίες για τη δομή τους, τα εναύσματα για δράσεις ανάκαμψης και τις επιλογές ανάκαμψης. Εφόσον ένα ίδρυμα αφεθεί να καταστεί αφερέγγυο, θα μπορούσε να μειωθεί το σχέδιο εξυγίανσης. Επιπλέον, το καθεστώς αυτό θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών. Ειδικότερα, σε καταστάσεις όπου υπάρχουν μεγαλύτερα προβλήματα ή ακόμα και αμφιβολίες σχετικά με την ανθεκτικότητα πολλών ιδρυμάτων, είναι σημαντικό να εξετάσουν οι αρχές τον κίνδυνο μετάδοσης που συνεπάγονται οι δράσεις που αναλαμβάνονται σε σχέση με οποιοδήποτε επιμέρους ίδρυμα.

(15)

Προκειμένου να διασφαλίσουν την απαιτούμενη ταχύτητα στην ανάληψη δράσης, να εγγυηθούν ανεξαρτησία από τους οικονομικούς φορείς και να αποτρέψουν συγκρούσεις συμφερόντων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές που διαθέτουν τις δημόσιες διοικητικές εξουσίες να εκτελούν τις λειτουργίες και τα καθήκοντα όσον αφορά την εξυγίανση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθενται κατάλληλοι πόροι στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης. Ο καθορισμός δημόσιων αρχών δεν θα πρέπει να αποκλείει τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων υπό την ευθύνη μιας αρχής εξυγίανσης. Ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί επακριβώς το είδος της αρχής ή των αρχών που θα πρέπει να ορίζουν τα κράτη μέλη ως αρχή εξυγίανσης. Μολονότι η εναρμόνιση σε αυτό το θέμα μπορεί να διευκόλυνε τον συντονισμό, θα παρενέβαινε ωστόσο σε μεγάλο βαθμό στα συνταγματικά και διοικητικά συστήματα των κρατών μελών. Μπορεί να επιτευχθεί επαρκής βαθμός συντονισμού και με λιγότερο παρεμβατική απαίτηση: όλες οι εθνικές αρχές που εμπλέκονται στην εξυγίανση ιδρυμάτων θα πρέπει να εκπροσωπούνται σε «σώματα εξυγίανσης», όπου θα πρέπει να λαμβάνει χώρα συντονισμός σε διασυνοριακό ή ενωσιακό επίπεδο. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να επιλέγουν ποιες αρχές θα είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και για την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει την αρχή που είναι υπεύθυνη για την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων (αρμόδια αρχή) ως αρχή εξυγίανσης, θα πρέπει να εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις που θα διαχωρίζουν τα εποπτικά καθήκοντα της αρχής από τα καθήκοντα εξυγίανσης. Ο διαχωρισμός αυτός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη λειτουργία εξυγίανσης από το να έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που είναι διαθέσιμη για την εποπτική λειτουργία.

(16)

Υπό το πρίσμα των συνεπειών που ενδέχεται να έχει η πτώχευση ενός ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην οικονομία ενός κράτους μέλους, καθώς και της πιθανής ανάγκης να χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι για την αντιμετώπιση μιας κρίσης, τα Υπουργεία Οικονομικών ή άλλα σχετικά υπουργεία των κρατών μελών θα πρέπει να συμμετέχουν εκ του σύνεγγυς, σε πρώιμο στάδιο, στη διαδικασία διαχείρισης και επίλυσης της κρίσης.

(17)

Για την αποτελεσματική εξυγίανση ιδρυμάτων ή οντοτήτων ομίλων που λειτουργούν στο επίπεδο της Ένωσης απαιτείται συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών εξυγίανσης, στο πλαίσιο σωμάτων εποπτείας και εξυγίανσης, σε όλα τα στάδια που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, από την προπαρασκευή των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης μέχρι την πραγματοποίηση της εξυγίανσης του ιδρύματος. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των εθνικών αρχών σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν έναντι των ιδρυμάτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), θα πρέπει, ως ύστατη λύση, να αναλαμβάνει ρόλο διαμεσολάβησης, όπου αυτό ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παρούσα οδηγία προβλέπει δεσμευτική διαιτησία της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Αυτή η δεσμευτική διαιτησία δεν αποκλείει τη μη δεσμευτική διαιτησία σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σε άλλες περιπτώσεις.

(18)

Κατά την εξυγίανση ιδρυμάτων ή ομίλων που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την Ένωση, οι αποφάσεις που λαμβάνονται θα πρέπει επίσης να αποσκοπούν στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και να ελαχιστοποιούν τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή ο όμιλος.

(19)

Για να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικό τρόπο τα προβληματικά ιδρύματα, οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν προπαρασκευαστικά και προληπτικά μέτρα.

(20)

Δεδομένης της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων της ΕΑΤ, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι διατίθενται χωρίς καθυστέρηση επαρκείς ανθρώπινοι και χρηματοδοτικοί πόροι. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει τα εν λόγω καθήκοντα να λαμβάνονται δεόντως υπόψη στη διαδικασία για την κατάρτιση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού της, όπως ορίζεται στα άρθρα 63 και 64 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι βέλτιστες προδιαγραφές αποτελεσματικότητας.

(21)

Είναι απαραίτητο τα ιδρύματα να καταρτίζουν και να επικαιροποιούν τακτικά τα σχέδια ανάκαμψης, στα οποία περιγράφονται τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα εν λόγω ιδρύματα για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής τους θέσης μετά από σημαντική επιδείνωση. Τα σχέδια αυτά θα πρέπει να είναι λεπτομερή και να στηρίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές, που να ισχύουν για ένα φάσμα τεκμηριωμένων και δυσμενών σεναρίων. Η απαίτηση κατάρτισης ενός σχεδίου ανάκαμψης θα πρέπει, ωστόσο, να εφαρμόζεται με αναλογικό τρόπο και να αντικατοπτρίζει τη συστημική σημασία του ιδρύματος ή του ομίλου και των διασυνδέσεών του, μεταξύ άλλων μέσω συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων. Συνεπώς, το απαιτούμενο περιεχόμενο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη φύση των πόρων χρηματοδότησης του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων ή υποχρεώσεων υπό αμοιβαία εγγύηση, και τον βαθμό στον οποίο θα υπάρχει αξιόπιστη προοπτική στήριξης από τον όμιλο. Τα ιδρύματα θα πρέπει να υποβάλλουν τα σχέδιά τους για πλήρη αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες θα αξιολογούν, μεταξύ άλλων, τον βαθμό πληρότητάς τους και τη δυνατότητά τους να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα του ιδρύματος εγκαίρως, ακόμη και σε περιόδους ακραίων οικονομικών πιέσεων.

(22)

Τα σχέδια ανάκαμψης θα πρέπει να περιλαμβάνουν ενδεχόμενα μέτρα που θα μπορούσε να λαμβάνει η διοίκηση του ιδρύματος όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση.

(23)

Όταν προσδιορίζει κατά πόσον μια δράση του ιδιωτικού τομέα θα μπορούσε να αποτρέψει σε εύλογο χρονικό διάστημα την πτώχευση ενός ιδρύματος, η ενδιαφερόμενη αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αποτελεσματικότητα των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που ελήφθησαν εντός του χρονικού πλαισίου που είχε καθορίσει η αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση σχεδίων ανάκαμψης ομίλου, λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτισή τους ο ενδεχόμενος αντίκτυπος των μέτρων ανάκαμψης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(24)

Εάν ένα ίδρυμα δεν υποβάλει κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένες να απαιτούν από το εν λόγω ίδρυμα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση των ουσιαστικών ελλείψεων του σχεδίου. Η απαίτηση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει την επιχειρηματική ελευθερία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος είναι αναγκαίος προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ειδικότερα, ο εν λόγω περιορισμός είναι αναγκαίος προκειμένου να ενισχυθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα ιδρύματα να μεγεθυνθούν υπέρμετρα ή να αναλάβουν υπερβολικούς κινδύνους χωρίς να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις αποτυχίες και τις ζημίες και να ανασυστήσουν την κεφαλαιακή τους βάση. Ο περιορισμός είναι αναλογικός, διότι επιτρέπει προληπτική δράση στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις, και άρα συμβιβάζεται με το άρθρο 52 του Χάρτη.

(25)

Ο σχεδιασμός της εξυγίανσης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για αποτελεσματική εξυγίανση. Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να προσδιορίσουν και να διασφαλίσουν τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών. Το περιεχόμενο ενός σχεδίου εξυγίανσης θα πρέπει, ωστόσο, να είναι ανάλογο προς τη συστημική σημασία του ιδρύματος ή του ομίλου.

(26)

Δεδομένου ότι τα ιδρύματα έχουν ιδιαίτερες γνώσεις όσον αφορά την ίδια τους τη λειτουργία και τα ενδεχόμενα προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν, τα σχέδια εξυγίανσης θα πρέπει να καταρτίζονται από τις αρχές εξυγίανσης βάσει, μεταξύ άλλων, των πληροφοριών που τους παρέχουν τα σχετικά ιδρύματα.

(27)

Προκειμένου να συμμορφωθούν με την αρχή της αναλογικότητας και να αποφευχθεί υπερβολική διοικητική επιβάρυνση, θα πρέπει να επιτρέπεται η δυνατότητα των αρμόδιων αρχών και, κατά περίπτωση, των αρχών εξυγίανσης να αίρουν κατά περίπτωση τις απαιτήσεις που σχετίζονται με την προετοιμασία των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, στις περιορισμένες περιπτώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν ιδρύματα που συνδέονται με έναν κεντρικό οργανισμό και εν όλω ή εν μέρει εξαιρούνται από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και ιδρύματα που ανήκουν σε ένα θεσμικό σύστημα προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση απαλλαγής θα πρέπει να υπόκειται στους όρους που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

(28)

Λαμβανομένης υπόψη της κεφαλαιακής διάρθρωσης των ιδρυμάτων που συνδέονται με κεντρικό οργανισμό, τα εν λόγω ιδρύματα δεν θα πρέπει να υποχρεούνται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, να καταρτίζουν χωριστά σχέδια ανάκαμψης ή εξυγίανσης μόνο εφόσον ο κεντρικός οργανισμός με τον οποίο συνδέονται τελεί υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

(29)

Οι αρχές εξυγίανσης, βάσει της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης από τις ενδιαφερόμενες αρχές εξυγίανσης, θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν αλλαγές στη δομή και την οργάνωση των ιδρυμάτων, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λαμβάνουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα και αναλογικά για να μειώσουν ή να εξαλείψουν τα ουσιαστικά εμπόδια στην εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και να διασφαλίζουν τη δυνατότητα εξυγίανσης των σχετικών οντοτήτων. Λόγω του δυνητικού συστημικού χαρακτήρα όλων των ιδρυμάτων, έχει καίρια σημασία, για να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να διαθέτουν οι αρχές τη δυνατότητα να εξυγιάνουν οποιοδήποτε ίδρυμα. Προκειμένου να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας, που αναγνωρίζεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, η διακριτική ευχέρεια των αρχών θα πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο ώστε να απλουστευθεί η δομή και οι λειτουργίες του ιδρύματος, με σκοπό μόνον τη βελτίωση της δυνατότητας εξυγίανσής του. Επιπλέον, κάθε μέτρο που επιβάλλεται για τους σκοπούς αυτούς θα πρέπει να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Τα μέτρα δεν θα πρέπει να συνεπάγονται ούτε άμεσες ούτε έμμεσες διακρίσεις βάσει της εθνικότητας, και η εφαρμογή τους θα πρέπει να δικαιολογείται βάσει του επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Εξάλλου, η δράση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ελάχιστο αναγκαίο όριο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων. Κατά τον καθορισμό των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(30)

Τα μέτρα που προτείνονται για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου δεν θα πρέπει να αποτρέπουν τα ιδρύματα να ασκούν το δικαίωμα εγκατάστασης που τους αναγνωρίζεται από τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(31)

Τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης δεν θα πρέπει να θεωρούν δεδομένη την πρόσβαση σε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη ούτε να εκθέτουν τους φορολογουμένους σε κινδύνους ζημίας.

(32)

Η προβλεπόμενη στην παρούσα οδηγία μεταχείριση των ομίλων όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους τους ομίλους ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση, συμπεριλαμβανομένων των ομίλων των οποίων οι επιχειρήσεις συνδέονται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη χρηματοοικονομική, τεχνική και επιχειρηματική διάρθρωση του σχετικού ομίλου. Σε περίπτωση κατάρτισης επιμέρους σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης για ιδρύματα που αποτελούν μέρος ομίλου, οι ενδιαφερόμενες αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συνέπεια με τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης του υπόλοιπου ομίλου.

(33)

Κατά γενικό κανόνα, σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να καταρτίζονται για τον όμιλο ως σύνολο και θα προσδιορίζουν μέτρα σε σχέση με το μητρικό ίδρυμα καθώς και όλες τις επιμέρους θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου. Οι ενδιαφερόμενες αρχές, ενεργώντας εντός του σώματος εξυγίανσης, θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την αξιολόγηση και την έγκριση των εν λόγω σχεδίων. Ωστόσο, σε ειδικές περιπτώσεις, όπου έχει καταρτισθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο ανάκαμψης ή εξυγίανσης, το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου που αξιολογείται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ή το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που αποφασίστηκε από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, δεν θα πρέπει να καλύπτει τις οντότητες του ομίλου για τις οποίες τα επιμέρους σχέδια έχουν αξιολογηθεί ή εκπονηθεί από τις ενδιαφερόμενες αρχές.

(34)

Στην περίπτωση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, θα πρέπει λαμβάνεται κατά την κατάρτισή τους ιδιαιτέρως υπόψη ο ενδεχόμενος αντίκτυπος των μέτρων εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος. Οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία ο όμιλος διαθέτει θυγατρικές θα πρέπει να συμμετέχουν στην κατάρτιση του σχεδίου.

(35)

Τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν, όποτε ενδείκνυται, διαδικασίες για την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ανάκαμψης και εξυγίανσης. Εν προκειμένω θα πρέπει, κατά περίπτωση, να τηρούνται οι συλλογικές συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, όπως επίσης το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με τη συμμετοχή των συνδικάτων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στις διαδικασίες αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων.

(36)

Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα των πληροφοριών που περιέχουν, οι εμπιστευτικές πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης θα πρέπει να υπόκεινται σε διατάξεις περί εμπιστευτικότητας, όπως θεσπίζεται στην παρούσα οδηγία.

(37)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια ανάκαμψης και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις τους στις ενδιαφερόμενες αρχές εξυγίανσης, όπως και οι τελευταίες θα πρέπει να διαβιβάζουν τα σχέδια ανάκαμψης και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις τους στις πρώτες, έτσι ώστε όλες οι ενδιαφερόμενες αρχές εξυγίανσης να είναι πάντα πλήρως ενημερωμένες.

(38)

Η παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης από μια οντότητα ενός διασυνοριακού ομίλου σε μια άλλη οντότητα του ιδίου ομίλου περιορίζεται επί του παρόντος από μια σειρά διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν στην προστασία των πιστωτών και των μετόχων κάθε οντότητας. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη την αλληλεξάρτηση μεταξύ των οντοτήτων του ιδίου ομίλου. Επομένως, είναι σκόπιμο να καθοριστεί υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να μεταβιβαστεί χρηματοπιστωτική στήριξη μεταξύ των οντοτήτων ενός διασυνοριακού ομίλου ιδρυμάτων, με γνώμονα τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ολόκληρου του ομίλου χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη στήριξη. Η χρηματοπιστωτική στήριξη μεταξύ των οντοτήτων ενός ομίλου θα πρέπει να παρέχεται εθελοντικά και να υπόκειται σε κατάλληλες διασφαλίσεις. Είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να μην θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης την ύπαρξη συμφωνίας για παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν την ενδοομιλική οικονομική στήριξη δεν θίγουν τις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις ευθύνης μεταξύ ιδρυμάτων οι οποίες προστατεύουν τα συμμετέχοντα ιδρύματα μέσω διασταυρούμενων εγγυήσεων και ισοδύναμων ρυθμίσεων. Εάν μια αρμόδια αρχή περιορίσει ή απαγορεύσει την ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη και το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου αναφέρεται σε ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η εν λόγω απαγόρευση ή περιορισμός θα πρέπει να θεωρείται ουσιώδης αλλαγή στο πλαίσιο της εξέτασης του σχεδίου ανάκαμψης.

(39)

Κατά τα στάδια της ανάκαμψης και της έγκαιρης παρέμβασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, οι μέτοχοι θα πρέπει να διατηρούν πλήρη ευθύνη και έλεγχο του ιδρύματος, εκτός εάν η αρμόδια αρχή διορίσει προσωρινό διαχειριστή. Δεν θα πρέπει ωστόσο να διατηρούν την ευθύνη αυτή από τη στιγμή που το ίδρυμα θα έχει τεθεί υπό εξυγίανση.

(40)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι σημαντικό να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να ανορθώσουν τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος, η οποία έχει επιδεινωθεί, πριν αυτό φτάσει σε σημείο που οι αρχές να μην έχουν άλλη εναλλακτική λύση πλην της εξυγίανσής του. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να διορίζουν προσωρινό διαχειριστή (επίτροπο), ο οποίος είτε να αντικαθιστά είτε να συνεργάζεται προσωρινά με το διοικητικό όργανο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος. Καθήκον του προσωρινού διαχειριστή θα πρέπει να είναι να ασκεί όλες τις εξουσίες που διαθέτει με σκοπό να προωθήσει λύσεις για την ανόρθωση της χρηματοοικονομικής του κατάστασης του ιδρύματος. Ο διορισμός του προσωρινού διαχειριστή δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στα δικαιώματα των μετόχων ή των ιδιοκτητών ή στις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο ενωσιακό ή το εθνικό εταιρικό δίκαιο, ούτε παραβιάσεις των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης ή των κρατών μελών όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων. Οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης θα πρέπει να περιλαμβάνουν εκείνες που ήδη προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ για περιπτώσεις πέραν εκείνων που θεωρούνται ως έγκαιρη παρέμβαση, καθώς και άλλες καταστάσεις που θεωρούνται αναγκαίες για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας ενός ιδρύματος.

(41)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να προβλέπει έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, πριν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καταστεί αφερέγγυο σε επίπεδο ισολογισμού και πριν εξαντληθεί όλο το μετοχικό του κεφάλαιο. Η εξυγίανση θα πρέπει να αρχίζει όταν μια αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, κρίνει ότι ένα ίδρυμα βρίσκεται ή κινδυνεύει να βρεθεί σε πτώχευση και ότι εναλλακτικά μέτρα όπως αυτά που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα απέτρεπαν αυτό το ενδεχόμενο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Κατ’ εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εκτός της αρμόδιας αρχής, τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα βρίσκεται ή κινδυνεύει να βρεθεί σε πτώχευση μπορεί να την κάνει και η αρχή εξυγίανσης μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή. Το γεγονός αυτό καθαυτό ότι ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις της άδειας λειτουργίας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, ιδίως εάν το ίδρυμα είναι ακόμη ή πιθανόν να είναι βιώσιμο. Ένα ίδρυμα θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται ή κινδυνεύει να βρεθεί σε πτώχευση όταν παραβιάζει ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να παραβιάσει τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας, όταν τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπολείπονται ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να υπολειφθούν των υποχρεώσεών του, όταν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές, ή όταν το ίδρυμα επιζητεί έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, παρεκτός στις ιδιαίτερες περιστάσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Η ανάγκη για επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από μια κεντρική τράπεζα δεν θα πρέπει να αποτελεί καθαυτή προϋπόθεση που καταδεικνύει επαρκώς ότι ένα ίδρυμα δεν είναι, ή δεν θα είναι στο εγγύς μέλλον, σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές.

Εάν μια τέτοια διευκόλυνση τελεί υπό την εγγύηση του δημοσίου, το ίδρυμα που προσφεύγει σε αυτήν θα υπόκειται στο πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων. Προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως σε περίπτωση συστημικής έλλειψης ρευστότητας, οι κρατικές εγγυήσεις σε ταμειακές διευκολύνσεις που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες ή οι κρατικές εγγυήσεις για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός κράτους μέλους, δεν θα πρέπει να ενεργοποιούν το πλαίσιο εξυγίανσης, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, τα κρατικά εγγυοδοτικά μέτρα θα πρέπει να εγκρίνονται βάσει του πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και θα πρέπει να μην αποτελούν μέρος ευρύτερης δέσμης ενισχύσεων, η δε χρήση των εγγυοδοτικών μέτρων θα πρέπει να είναι αυστηρά περιορισμένη χρονικά. Η παροχή εγγυήσεων από τα κράτη μέλη για απαιτήσεις επί ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να απαγορεύεται. Κατά την παροχή εγγύησης για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, εκτός από το μετοχικό κεφάλαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εγγύηση αμείβεται επαρκώς από το ίδρυμα. Επιπλέον, η παροχή έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης δεν θα πρέπει να ενεργοποιεί διαδικασία εξυγίανσης σε περιπτώσεις όπου, ως προληπτικό μέτρο, ένα κράτος μέλος αποκτά μετοχικό μερίδιο σε ένα ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των ιδρυμάτων που ανήκουν στο δημόσιο, το οποίο ανταποκρίνεται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του. Αυτό μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, όταν ένα ίδρυμα απαιτείται να αντλήσει νέα κεφάλαια λόγω των αποτελεσμάτων μιας προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων βάσει σεναρίου ή μιας ισοδύναμης δοκιμής εκ μέρους των αρχών μακροπροληπτικής εποπτείας, όπου συμπεριλαμβάνεται μια απαίτηση που επιβάλλεται για λόγους διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε πλαίσιο συστημικής κρίσης, αλλά το ίδρυμα αδυνατεί να αντλήσει ιδιωτικά κεφάλαια στις αγορές. Ένα ίδρυμα δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι πτώχευσε ή κινδυνεύει να πτωχεύσει αποκλειστικά και μόνο στη βάση του γεγονότος ότι του δόθηκε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη πριν τεθεί σε ισχύ η παρούσα οδηγία. Εν κατακλείδι, η πρόσβαση σε ταμειακές διευκολύνσεις που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της επείγουσας στήριξης της ρευστότητας, μπορεί να αποτελεί κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις.

(42)

Σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ο ενδεχόμενος αντίκτυπος της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή ο όμιλος.

(43)

Οι εξουσίες των αρχών εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να ισχύουν και για εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση που τόσο η εταιρεία συμμετοχών βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει όσο και ένα θυγατρικό ίδρυμα, εντός της Ένωσης ή σε τρίτη χώρα, βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι μια εταιρεία συμμετοχών μπορεί να μην βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή να κινδυνεύει να πτωχεύσει, οι εξουσίες των αρχών εξυγίανσης θα πρέπει να ισχύουν και για την εταιρεία συμμετοχών, σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα πληρούν τις προϋποθέσεις για εξυγίανση, ή ένα ίδρυμα τρίτης χώρας πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση στην εν λόγω τρίτη χώρα, και είναι αναγκαία η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης έναντι της εταιρείας συμμετοχών, για την εξυγίανση μιας ή περισσότερων από τις θυγατρικές της ή για την εξυγίανση ολόκληρου του ομίλου.

(44)

Εάν ένα ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μια ελάχιστη εναρμονισμένη δέσμη εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης. Η άσκησή τους θα πρέπει να υπόκειται σε κοινές προϋποθέσεις, στόχους και γενικές αρχές. Άπαξ και η αρχή εξυγίανσης έχει λάβει την απόφαση να θέσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, θα πρέπει να αποκλείεται η εφαρμογή κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν χρειάζεται να συνδυασθούν με τη χρήση εργαλείων εξυγίανσης και με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αναθέτουν στις αρχές εξυγίανσης εξουσίες και να τους παρέχουν εργαλεία επιπλέον εκείνων που τους ανατίθενται και τους παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Όμως, αυτά τα επιπρόσθετα εργαλεία και εξουσίες θα πρέπει να συνάδουν με τις αρχές και τους στόχους της εξυγίανσης, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, η χρήση των εν λόγω εργαλείων ή εξουσιών δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.

(45)

Προκειμένου να αποτρέπεται ο ηθικός κίνδυνος, κάθε ίδρυμα που πτωχεύει θα πρέπει να είναι σε θέση να εξέρχεται από την αγορά, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τις διασυνδέσεις του, χωρίς να προκαλεί συστημική διαταραχή. Ένα ίδρυμα που πτωχεύει θα έπρεπε καταρχήν να εκκαθαρίζεται με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Ωστόσο, η εκκαθάριση με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να διακόψει την παροχή κρίσιμων λειτουργιών και να επηρεάσει την προστασία των καταθετών. Σε αυτήν την περίπτωση, ενδέχεται να είναι θέμα δημοσίου συμφέροντος να τεθεί το ίδρυμα σε εξυγίανση και να χρησιμοποιηθούν εργαλεία εξυγίανσης αντί να χρησιμοποιηθούν κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Επομένως, οι στόχοι της εξυγίανσης θα πρέπει να είναι να διασφαλίζει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών, να αποτρέπει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να προστατεύει τους δημόσιους πόρους ελαχιστοποιώντας την εξάρτηση από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς ιδρύματα που πτωχεύουν και να προστατεύει τους καλυμμένους καταθέτες, τους επενδυτές, τα κεφάλαια των πελατών και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.

(46)

Πριν εφαρμοστούν εργαλεία εξυγίανσης, θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται η περίπτωση εκκαθάρισης ενός ιδρύματος που πτωχεύει μέσω κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας. Ένα ίδρυμα που πτωχεύει θα πρέπει, μέσω της προσφυγής σε εργαλεία εξυγίανσης, να διατηρείται σε λειτουργία με χρήση, στο μέτρο του δυνατού, ιδιωτικών κεφαλαίων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της πώλησης σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα ή της συγχώνευσής του με αυτόν, είτε κατόπιν της απομείωσης των υποχρεώσεων του ιδρύματος, είτε κατόπιν της μετατροπής του χρέους του σε μετοχικό κεφάλαιο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ανακεφαλαιοποίηση.

(47)

Όταν εφαρμόζουν εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για να διασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με ορισμένες αρχές, μεταξύ των οποίων το ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές αναλαμβάνουν κατάλληλο μερίδιο των ζημιών, ότι η διοίκηση καταρχήν θα πρέπει να αντικαθίσταται, ότι το κόστος της εξυγίανσης του ιδρύματος ελαχιστοποιείται και ότι οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται ισότιμα. Ειδικότερα, όταν οι πιστωτές της ίδιας τάξης αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της δράσης εξυγίανσης, οι διακρίσεις αυτές θα πρέπει να δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον και να μην να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις για λόγους εθνικότητας. Όταν η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να εκτιμώνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων. Μπορεί να τίθεται θέμα κρατικής ενίσχυσης, μεταξύ άλλων, όταν γίνεται παρέμβαση με πόρους για εξυγίανση ή από ταμεία εγγύησης των καταθέσεων ως συμβολή στην εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης.

(48)

Κατά την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και κατά την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει, εφόσον ενδείκνυται, να ενημερώνουν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων και να διεξάγουν διαβουλεύσεις με αυτούς. Ως προς το θέμα αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη, κατά περίπτωση, συλλογικές συμφωνίες ή άλλες ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους.

(49)

Οι περιορισμοί στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με το άρθρο 52 του Χάρτη. Επομένως, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον στα ιδρύματα που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν, και μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επιδίωξη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν το ίδρυμα δεν δύναται να εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, χωρίς να αποσταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και τα μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η ταχεία μεταβίβαση και η συνέχεια των συστημικά σημαντικών λειτουργιών, και όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική για εναλλακτική λύση από τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της όποιας αύξησης κεφαλαίου από τους υφιστάμενους μετόχους ή τρίτο μέρος, που να επαρκεί για να αποκαταστήσει την πλήρη βιωσιμότητα του ιδρύματος. Επιπλέον, κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και κατά τη χρήση των εξουσιών εξυγίανσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας και οι ιδιαιτερότητες της νομικής μορφής του ιδρύματος.

(50)

Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη. Οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί κατά τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση για εξυγίανση. Σε περίπτωση μεταβίβασης εν μέρει των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατική τράπεζα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος υπό εξυγίανση θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Προκειμένου να προστατευθούν οι μέτοχοι και οι πιστωτές που απομένουν στη διαδικασία εκκαθάρισης του ιδρύματος, θα πρέπει να δικαιούνται να λάβουν, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους στη διαδικασία εκκαθάρισης, όχι λιγότερα από όσα υπολογίζεται ότι θα είχαν ανακτήσει εάν ολόκληρο το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(51)

Για τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος των μετόχων και των πιστωτών, θα πρέπει να καθορίζονται σαφείς υποχρεώσεις όσον αφορά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος και, εφόσον απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, να αποτιμάται η μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να αρχίσει αποτίμηση ήδη στη φάση της έγκαιρης παρέμβασης. Πριν αναληφθεί οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται αντικειμενική και ρεαλιστική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος. Η εν λόγω αποτίμηση θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος αμφισβήτησης μόνον μαζί με την απόφαση εξυγίανσης. Επιπλέον, όποτε απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, αφού έχουν εφαρμοστεί τα εργαλεία εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται σύγκριση εκ των υστέρων μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας όντως έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές και της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εάν κριθεί ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές έχουν λάβει, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους, λιγότερα από όσα θα είχαν λάβει υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, θα πρέπει να δικαιούνται καταβολή της διαφοράς όποτε απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία. Σε αντίθεση με την αποτίμηση πριν από τη δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί αυτή η σύγκριση χωριστά από την απόφαση εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να αποφασίζουν τη διαδικασία για τον τρόπο καταβολής, στους μετόχους και τους πιστωτές, της όποιας διαφοράς έχει προσδιοριστεί ως προς τη μεταχείριση. Η ενδεχόμενη διαφορά θα πρέπει να καταβάλλεται από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που καθιερώνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(52)

Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι ζημίες κατά την πτώχευση του ιδρύματος. Η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων των ιδρυμάτων που πτωχεύουν πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές, συνετές και εύλογες παραδοχές κατά τη στιγμή που εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης. Η αξία των υποχρεώσεων δεν πρέπει ωστόσο να επηρεάζεται από τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος. Θα πρέπει να είναι δυνατόν, για λόγους επείγοντος χαρακτήρα, να προβαίνουν οι αρχές εξυγίανσης σε ταχεία αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης. Η αποτίμηση αυτή θα πρέπει να είναι προσωρινή και να ισχύει μέχρις ότου διενεργηθεί ανεξάρτητη αποτίμηση. Τα δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα της ΕΑΤ σχετικά με τη μεθοδολογία της αποτίμησης θα πρέπει να ορίζουν ένα πλαίσιο αρχών προς εφαρμογή κατά τη διενέργεια αυτών των αποτιμήσεων, καθώς και να αφήνουν περιθώρια για την εφαρμογή, κατά περίπτωση, διαφορετικών μεθοδολογιών εκ μέρους των αρχών εξυγίανσης και των ανεξάρτητων αποτιμητών.

(53)

Είναι αναγκαία η ταχεία και συντονισμένη ανάληψη δράσεων ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι μετάδοσης. Όταν ένα ίδρυμα θεωρείται ότι πτωχεύει ή ενδέχεται να πτωχεύσει και δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι κάποια εναλλακτική δράση του ιδιωτικού τομέα ή εποπτική δράση θα μπορούσε να αποτρέψει την πτώχευση του ιδρύματος σε εύλογο χρονικό διάστημα, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση κατάλληλες και συντονισμένες δράσεις προς το δημόσιο συμφέρον. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επέλθει η χρεωκοπία ενός ιδρύματος, και ιδίως λαμβανομένου υπόψη του ενδεχόμενου επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρχές εξυγίανσης να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης, χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση να χρησιμοποιούνται πρώτα οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης.

(54)

Κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και να ακολουθούν τα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια εξυγίανσης, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης.

(55)

Εάν η παρούσα οδηγία δεν ορίζει ρητά κάτι άλλο, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν από κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τον δημόσιο τομέα ή ισοδύναμη έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς ένα ίδρυμα. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση πόρων από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ή πόρων για εξυγίανση προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες τις οποίες διαφορετικά θα υφίσταντο καλυπτόμενοι καταθέτες ή πιστωτές που αποκλείστηκαν βάσει διακριτικής ευχέρειας. Εν προκειμένω, η χρήση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πόρων για εξυγίανση ή συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, ως συμβολή στην εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης, θα πρέπει να τηρεί τις σχετικές διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων.

(56)

Όταν προκύπτουν προβλήματα σε χρηματοοικονομικές αγορές της Ένωσης λόγω καταστάσεων που αφορούν ολόκληρο το σύστημα, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην οικονομία της Ένωσης όσο και στους πολίτες της. Κατά συνέπεια, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να είναι κατάλληλα να ανταποκριθούν σε ευρύ φάσμα εν πολλοίς απρόβλεπτων σεναρίων, δεδομένου ότι μπορεί να υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κρίση ενός μόνο ιδρύματος και σε μια ευρύτερη συστημική τραπεζική κρίση.

(57)

Όταν η Επιτροπή εξετάζει τα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης της παρούσας οδηγίας από την άποψη της έγκρισης κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να αξιολογεί ξεχωριστά κατά πόσον τα κοινοποιηθέντα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης δεν συνιστούν παράβαση οποιωνδήποτε συναφών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την απαίτηση της παρούσας οδηγίας για ελάχιστη απορρόφηση ζημιών 8 %, και κατά πόσον συντρέχει μια όλως εξαιρετική κατάσταση συστημικής κρίσης που δικαιολογεί την προσφυγή στα εργαλεία αυτά βάσει της παρούσας οδηγίας με ταυτόχρονη διασφάλιση των ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται πριν από οποιαδήποτε χρησιμοποίηση δημόσιου εργαλείου σταθεροποίησης.

(58)

Η εφαρμογή των δημόσιων εργαλείων σταθεροποίησης θα πρέπει να μεσοπρόθεσμα ουδέτερη από δημοσιονομική άποψη.

(59)

Τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την πώληση της δραστηριότητας ή μετοχών του υπό εξυγίανση ιδρύματος, τη σύσταση μεταβατικού ιδρύματος, τον διαχωρισμό των αποδοτικών από τα τοξικά ή μη αποδοτικά περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος που πτωχεύει και τη διάσωσή του με ίδια μέσα από τους μετόχους και τους πιστωτές.

(60)

Στις περιπτώσεις όπου τα εργαλεία εξυγίανσης χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταβίβαση των συστημικά σημαντικών υπηρεσιών ή βιώσιμων δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος σε μια υγιή οντότητα, όπως είναι ένας αγοραστής του ιδιωτικού τομέα ή ένα μεταβατικό ίδρυμα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος θα πρέπει να εκκαθαρίζεται εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του χρεωκοπημένου ιδρύματος να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη, προκειμένου ο αγοραστής ή το μεταβατικό ίδρυμα να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης.

(61)

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να πραγματοποιούν πώληση του ιδρύματος ή ορισμένων δραστηριοτήτων του σε έναν ή περισσότερους αγοραστές, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων. Όταν εφαρμόζουν το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, οι αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε ρυθμίσεις για τη θέση σε πώληση του εν λόγω ιδρύματος ή μέρους των δραστηριοτήτων του με ανοικτή, διαφανή διαδικασία που δεν εισάγει διακρίσεις, στοχεύοντας παράλληλα στη μεγιστοποίηση, όσο είναι δυνατόν, της τιμής πώλησης. Όταν, λόγω επείγουσας ανάγκης, είναι αδύνατον να εφαρμοστεί μια τέτοια διαδικασία, οι αρχές πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για την εξουδετέρωση των δυσμενών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στην εσωτερική αγορά.

(62)

Οι τυχόν καθαρές εισπράξεις από τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να αποδίδονται στο ίδρυμα που απομένει στη διαδικασία εκκαθάρισης. Οι τυχόν καθαρές εισπράξεις από τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που είχε εκδώσει το υπό εξυγίανση ίδρυμα υπό εξυγίανση όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων θα πρέπει να αποδίδονται στους ιδιοκτήτες των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας. Το προϊόν θα πρέπει να υπολογίζεται μετά την αφαίρεση των εξόδων που προκύπτουν από την πτώχευση του ιδρύματος και από τη διαδικασία εξυγίανσης.

(63)

Προκειμένου να εκτελείται η πώληση δραστηριοτήτων εγκαίρως και να προστατεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η αξιολόγηση του αγοραστή μιας ειδικής συμμετοχής θα πρέπει να διενεργείται εγκαίρως ώστε να μην καθυστερήσει η εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, κατά παρέκκλιση από τις προθεσμίες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στην οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(64)

Οι πληροφορίες σχετικά με τη θέση σε πώληση ενός χρεωκοπημένου ιδρύματος και τις διαπραγματεύσεις με πιθανούς αγοραστές πριν από την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ενδέχεται να είναι συστημικής σημασίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων, που απαιτείται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), είναι σημαντικό να μπορεί να καθυστερήσει για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση της εξυγίανσης του ιδρύματος, σύμφωνα με τις καθυστερήσεις που επιτρέπονται βάσει του καθεστώτος κατάχρησης αγοράς.

(65)

Ως ίδρυμα που τελεί εν όλω ή εν μέρει υπό την κυριότητα μιας ή περισσότερων δημόσιων αρχών ή που ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης, ένα μεταβατικό ίδρυμα θα έχει ως πρωταρχικό σκοπό του να διασφαλίζει ότι εξακολουθούν να παρέχονται βασικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στους πελάτες του πτωχευμένου ιδρύματος και ότι εξακολουθούν να ασκούνται βασικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Το μεταβατικό ίδρυμα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση και να επανεντάσσεται στην αγορά μόλις οι συνθήκες είναι κατάλληλες και εντός της περιόδου που ορίζει η παρούσα οδηγία ή να εκκαθαρίζεται, εάν δεν είναι βιώσιμη.

(66)

Το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος υπό εξυγίανση σε έναν χωριστό φορέα. Το εργαλείο αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία, ώστε να αποφεύγεται αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ του προβληματικού ιδρύματος.

(67)

Ένα αποτελεσματικό καθεστώς εξυγίανσης θα πρέπει να ελαχιστοποιεί το κόστος της εξυγίανσης ενός προβληματικού ιδρύματος, το οποίο βαρύνει τους φορολογουμένους. Θα πρέπει να διασφαλίζει τη δυνατότητα εξυγίανσης συστημικών ιδρυμάτων, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα επιτυγχάνει τον εν λόγω στόχο, διασφαλίζοντας ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές του προβληματικού ιδρύματος υφίστανται τις δέουσες ζημίες και αναλαμβάνουν ανάλογο μέρος αυτού του κόστους που προκύπτει από την πτώχευση του ιδρύματος. Το εργαλείο διάσωσης παρέχει συνεπώς στους μετόχους και στους πιστωτές ισχυρότερο κίνητρο για την παρακολούθηση της κατάστασης του ιδρύματος υπό κανονικές συνθήκες και ανταποκρίνεται στη σύσταση του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να περιλαμβάνονται στο πλαίσιο εξυγίανσης νόμιμες εξουσίες απομείωσης και μετατροπής του χρέους, ως επιπρόσθετη επιλογή σε συνδυασμό με άλλα εργαλεία εξυγίανσης.

(68)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία για τον επιμερισμό των ζημιών στους πιστωτές σε ένα φάσμα περιπτώσεων, κρίνεται σκόπιμο να είναι σε θέση οι εν λόγω αρχές να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, τόσο όταν ο στόχος είναι η εξυγίανση του προβληματικού ιδρύματος ως λειτουργούσας επιχείρησης, εάν υπάρχει ρεαλιστική προοπτική ότι μπορεί να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του ιδρύματος, όσο και όταν συστημικά σημαντικές υπηρεσίες μεταβιβάζονται σε μεταβατικό ίδρυμα και το εναπομένον μέρος του ιδρύματος παύει να λειτουργεί και εκκαθαρίζεται.

(69)

Όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα με στόχο την αποκατάσταση του κεφαλαίου του ιδρύματος που πτωχεύει, προκειμένου να κατορθώσει να συνεχίσει να λειτουργεί ως λειτουργούσα επιχείρηση, η εξυγίανση μέσω διάσωσης με ίδια μέσα θα πρέπει να συνοδεύεται από αντικατάσταση της διοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η διατήρηση της διοίκησης είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης, και επακόλουθη αναδιάρθρωση του ιδρύματος και των δραστηριοτήτων του, κατά τρόπο ώστε να αντιμετωπιστούν οι λόγοι της πτώχευσής του. Η εν λόγω αναδιάρθρωση θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω της εφαρμογής ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης. Αναλόγως με την περίπτωση, τα εν λόγω σχέδια θα πρέπει να συμβιβάζονται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλλει το ίδρυμα στην Επιτροπή βάσει του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις. Ειδικότερα, επιπλέον των μέτρων με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος, το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα για τον περιορισμό της ενίσχυσης στο ελάχιστο και επιμερισμό των βαρών, καθώς και μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(70)

Δεν κρίνεται σκόπιμη η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε απαιτήσεις στο μέτρο που είναι εξασφαλισμένες ή με άλλο τρόπο εγγυημένες. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα είναι αποτελεσματικό και επιτυγχάνει τους στόχους του, είναι επιθυμητό να μπορεί να εφαρμόζεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα των μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων ενός προβληματικού ιδρύματος. Παρ’ όλα ταύτα, κρίνεται σκόπιμη η εξαίρεση ορισμένων ειδών μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. Για την προστασία των κατόχων καλυπτόμενων καταθέσεων, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις καταθέσεις που προστατεύονται από την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Προκειμένου να διασφαλίσει τη συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ορισμένες υποχρεώσεις προς υπαλλήλους του ιδρύματος που πτωχεύει ούτε σε εμπορικές απαιτήσεις που αφορούν αγαθά και υπηρεσίες με κρίσιμη σημασία για την καθημερινή λειτουργία του ιδρύματος. Προκειμένου να καλυφθούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και οι παρελθούσες ή τρέχουσες οφειλές σε συνταξιοδοτικούς φορείς, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις του ιδρύματος που πτωχεύει έναντι συνταξιοδοτικών φορέων. Ωστόσο, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα θα πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των υποχρεώσεων για συνταξιοδοτικές παροχές λόγω μεταβλητών αμοιβών οι οποίες δεν απορρέουν από συλλογικές συμβάσεις και στη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αλυσιδωτών επιπτώσεων στο σύστημα, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και έχουν απομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών ή υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών.

(71)

Δεδομένου ότι η προστασία των καλυπτόμενων καταθετών είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς στόχους της εξυγίανσης, οι καλυπτόμενες καταθέσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα. Ωστόσο, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων θα πρέπει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της διαδικασίας εξυγίανσης απορροφώντας ζημίες μέχρι του ύψους των καθαρών ζημιών που θα ήταν υποχρεωμένο να αναλάβει αφού αποζημιώσει τους καταθέτες στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Με την άσκηση των εξουσιών διάσωσης με ίδια μέσα θα διασφαλίζεται ότι οι καταθέτες θα εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους έως τουλάχιστον το εγγυημένο επίπεδο, πράγμα το οποίο ήταν ο κυριότερος λόγος για την καθιέρωση των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων. Το να μην προβλεφθεί συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα σε τέτοιες περιπτώσεις θα αποτελούσε αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων πιστωτών, οι οποίοι υπόκεινται στην άσκηση των εξουσιών από την αρχή εξυγίανσης.

(72)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει υποχρεώσεις σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ άλλων όταν δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με ίδια μέσα οι εν λόγω υποχρεώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όταν η εξαίρεση είναι απολύτως απαραίτητη και αναλογική προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων, ή όταν η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε υποχρεώσεις θα προκαλούσε καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει υποχρεώσεις όταν αυτό είναι αναγκαίο για να αποτραπεί η μετάδοση και η χρηματοοικονομική αστάθεια η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές στην οικονομία κράτους μέλους. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζουν τις συνέπειες από την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα σε υποχρεώσεις οι οποίες πηγάζουν από επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων πέραν του επιπέδου κάλυψης που παρέχεται βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

(73)

Όταν εφαρμόζονται οι εν λόγω εξαιρέσεις, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων μπορεί να αυξηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξαιρέσεις αυτές, υπό τον όρο ότι τηρείται η αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Όταν οι ζημίες δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλους πιστωτές, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων την απαίτηση να έχουν ήδη καλυφθεί με ίδια μέσα ζημίες που ανέρχονται τουλάχιστον στο 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, και η χρηματοδότηση που παρέχεται από το ταμείο εξυγίανσης να περιορίζεται στο χαμηλότερο από δύο ποσά: ή 5 % των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων ή τα μέσα που διαθέτει το ταμείο εξυγίανσης και το ποσό που μπορεί να συγκεντρωθεί με εκ των υστέρων συνεισφορές μέσα σε διάστημα τριών ετών.

(74)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν οι υποχρεώσεις έχουν εξαιρεθεί και το ταμείο εξυγίανσης χρησιμοποιήθηκε για να συνεισφέρει στη διάσωση με ίδια μέσα αντί των εν λόγω υποχρεώσεων μέχρι το επιτρεπτό ανώτατο όριο, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί να αναζητήσει χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

(75)

Το ελάχιστο ποσό διάσωσης με ίδια μέσα, που ανέρχεται σε 8 % των συνολικών υποχρεώσεων ή, κατά περίπτωση, σε 20 % των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού θα πρέπει να υπολογίζεται, για τους σκοπούς της εξυγίανσης, με βάση την αποτίμηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι παλαιότερες ζημίες τις οποίες έχουν ήδη απορροφήσει οι μέτοχοι μέσω μείωσης των ιδίων κεφαλαίων πριν από την εν λόγω αποτίμηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα ποσοστά αυτά.

(76)

Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να χρηματοδοτούν ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης με πόρους του γενικού προϋπολογισμού.

(77)

Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των πιστωτών και η εκ του νόμου σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων σύμφωνα με το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο. Οι ζημίες θα πρέπει να απορροφώνται κατά πρώτον από μέσα υποχρεωτικών κεφαλαίων και θα πρέπει να επιμερίζονται στους μετόχους είτε με ακύρωση ή μεταβίβαση μετοχών είτε με σοβαρή απομείωση. Εάν τα μέσα αυτά δεν επαρκούν, θα πρέπει να μετατρέπεται ή να απομειώνεται το χρέος μειωμένης εξασφάλισης. Οι υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης θα πρέπει να μετατρέπονται ή να απομειώνονται, εφόσον έχουν μετατραπεί ή απομειωθεί εξ ολοκλήρου οι κατηγορίες μειωμένης εξασφάλισης.

(78)

Όταν εξαιρούνται ορισμένες υποχρεώσεις, όπως έναντι συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, υπαλλήλων ή εμπορικών πιστωτών, ή όταν υπάρχει προνομιακή μεταχείριση ως προς τη σειρά εξοφλητικής προτεραιότητας, όπως για τις καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων, οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται όχι μόνο στην Ένωση αλλά και στις τρίτες χώρες. Για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα μιας, κατά περίπτωση, απομείωσης ή μετατροπής υποχρεώσεων σε τρίτες χώρες, η αναγνώριση αυτή της δυνατότητας θα πρέπει να περιέχεται στις συμβάσεις στις οποίες εφαρμόζεται η νομοθεσία της τρίτης χώρας, ιδίως όσον αφορά τις υποχρεώσεις οι οποίες βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία εκείνων που θα κληθούν να συμμετάσχουν στη διάσωση με ίδια μέσα. Δεν θα πρέπει ωστόσο να απαιτείται τέτοια συμβατική ρήτρα για τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από τη διάσωση με ίδια μέσα, για τις καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων, ή σε περίπτωση που η νομοθεσία της τρίτης χώρας ή μια δεσμευτική συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα επιτρέπουν στην αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους να ασκήσει τις εξουσίες της όσον αφορά την απομείωση ή μετατροπή.

(79)

Προκειμένου να αποφεύγεται να διαρθρώνουν τα ιδρύματα τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο που εμποδίζει την αποτελεσματικότητα του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι τα ιδρύματα θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να διαθέτουν ένα συνολικό ποσό ιδίων κεφαλαίων και υποχρεώσεων μειωμένης και υψηλής εξασφάλισης που υπόκεινται στο εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, εκφρασμένο ως ποσοστό των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος που δεν είναι αποδεκτές ως ίδια κεφάλαια για τους σκοπούς της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν, κατά περίπτωση, αυτό το ποσοστό να αποτελείται εν όλω ή εν μέρει από ίδια κεφάλαια ή από συγκεκριμένου τύπου υποχρεώσεις.

(80)

Η παρούσα οδηγία υιοθετεί μια προσέγγιση «από πάνω προς τα κάτω» ως προς τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις στο εσωτερικό ενός ομίλου (MREL). Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει επίσης ότι η δράση εξυγίανσης εφαρμόζεται στο επίπεδο του κάθε νομικού προσώπου, και ότι είναι επιτακτική ανάγκη η ικανότητα απορρόφησης των ζημιών να ανήκει ή να είναι προσβάσιμη στην οντότητα εκείνη εντός του ομίλου στην οποία παρουσιάζονται ζημίες. Για τον σκοπό αυτό, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ικανότητα απορρόφησης ζημιών εντός ενός ομίλου κατανέμεται σε όλον τον όμιλο σύμφωνα με το επίπεδο κινδύνου στα συστατικά του νομικά πρόσωπα. Η αναγκαία ελάχιστη απαίτηση για κάθε θυγατρική θα πρέπει να αξιολογείται χωριστά. Επιπλέον, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όλα τα κεφάλαια και οι υποχρεώσεις που συνυπολογίζονται στην ενοποιημένη ελάχιστη απαίτηση βρίσκονται σε οντότητες όπου ενδέχεται να εμφανιστούν ζημίες, ή ότι είναι κατ’ άλλον τρόπο διαθέσιμες για την απορρόφηση ζημιών. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αφήνει περιθώρια για εξυγίανση είτε «πολλαπλών σημείων έναρξης» είτε «μοναδικού σημείου έναρξης». Οι MREL θα πρέπει να αντανακλούν τη στρατηγική εξυγίανσης που ενδείκνυται για έναν όμιλο όπως ορίζεται στο σχέδιο εξυγίανσης. Ειδικότερα, οι MREL θα πρέπει να απαιτούνται στο κατάλληλο επίπεδο εντός του ομίλου, ώστε να αντανακλούν την περιεχόμενη στο σχέδιο εξυγίανσης προσέγγιση πολλαπλών σημείων έναρξης ή μοναδικού σημείου έναρξης, ενώ συγχρόνως δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ενδέχεται να υπάρξουν περιστάσεις κατά τις οποίες θα χρησιμοποιηθεί προσέγγιση διαφορετική εκείνης που περιέχεται στο σχέδιο επειδή, για παράδειγμα, θα επέτρεπε αποδοτικότερη επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης. Στο πλαίσιο αυτό, και ασχέτως αν ο όμιλος έχει επιλέξει την προσέγγιση πολλαπλών σημείων έναρξης ή μοναδικού σημείου έναρξης, όλα τα ιδρύματα και λοιπά νομικά πρόσωπα του ομίλου, όπου απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης, θα πρέπει να ανταποκρίνονται ανά πάσα στιγμή σε εύρωστες MREL, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος μετάδοσης ή ο κίνδυνος μαζικής απόσυρσης καταθέσεων.

(81)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1 και της Κατηγορίας 2 απορροφούν πλήρως τις ζημίες, στο σημείο μη βιωσιμότητας του ιδρύματος που πραγματοποιεί την έκδοση. Συνεπώς, σε αυτό το σημείο θα πρέπει να απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης να απομειώνουν πλήρως τα εν λόγω μέσα ή να τα μετατρέπουν σε μέσα Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, στο σημείο μη βιωσιμότητας και πριν από την ανάληψη άλλων δράσεων εξυγίανσης. Για τον σκοπό αυτό, το σημείο μη βιωσιμότητας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως η στιγμή κατά την οποία η ενδιαφερόμενη αρχή προσδιορίζει ότι το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης ή η στιγμή κατά την οποία η αρχή αποφασίζει ότι το ίδρυμα παύει να είναι βιώσιμο, εάν δεν απομειωθούν τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα. Το γεγονός ότι τα μέσα πρόκειται να απομειώνονται ή να μετατρέπονται από τις αρχές, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να αναγνωρίζεται στις ρήτρες που διέπουν το μέσο, καθώς και σε κάθε ενημερωτικό δελτίο ή έγγραφο προσφοράς που δημοσιεύεται ή παρέχεται σε σχέση με τα μέσα.

(82)

Για την επίτευξη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατή η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

(83)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να κάνουν μόνο μερική χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, σε περίπτωση που από την εκτίμηση των ενδεχόμενων επιπτώσεων στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη και στην υπόλοιπη Ένωση προκύπτει ότι η πλήρης χρήση του θα ήταν αντίθετη προς το γενικό δημόσιο συμφέρον του κράτους μέλους ή της Ένωσης στο σύνολό της.

(84)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες νόμιμες εξουσίες οι οποίες, σε διάφορους συνδυασμούς, δύνανται να ασκούνται κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης. Αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις εξουσίες μεταβίβασης μετοχών, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης σε άλλη οντότητα, όπως άλλο ίδρυμα ή μεταβατικό ίδρυμα, τις εξουσίες απομείωσης ή ακύρωσης μετοχών, ή απομείωσης ή μετατροπής των υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης, την εξουσία αντικατάστασης της διοίκησης και την εξουσία επιβολής προσωρινής αναστολής στην εξόφληση απαιτήσεων. Χρειάζονται συμπληρωματικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να απαιτούν συνέχιση των βασικών υπηρεσιών από άλλα μέλη του ομίλου.

(85)

Δεν είναι αναγκαίο να καθοριστούν τα επακριβή μέσα με τα οποία θα πρέπει να παρεμβαίνουν οι αρχές εξυγίανσης στο ίδρυμα που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της ανάληψης του ελέγχου μέσω άμεσης παρέμβασης στο ίδρυμα ή μέσω εκτελεστικής διάταξης. Θα πρέπει να αποφασίζουν ανάλογα με τις περιστάσεις της περίπτωσης. Δεν φαίνεται αναγκαίο, για τον σκοπό της αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, να επιβληθεί ενιαίο μοντέλο στο παρόν στάδιο.

(86)

Το πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικαστικές απαιτήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δράσεις εξυγίανσης κοινοποιούνται δεόντως και, εκτός των περιορισμένων εξαιρέσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, γνωστοποιούνται στο κοινό. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης και τους επαγγελματικούς συμβούλους τους κατά τη διαδικασία εξυγίανσης πιθανόν να είναι ευαίσθητες, πριν από τη γνωστοποίηση στο κοινό της απόφασης εξυγίανσης, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό καθεστώς εμπιστευτικότητας. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης και το αποτέλεσμα οποιασδήποτε αξιολόγησης των σχεδίων αυτών ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο, ιδίως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Κάθε πληροφορία που παρέχεται σχετικά με μια απόφαση πριν από τη λήψη της απόφασης αυτής, είτε πρόκειται για το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης είτε για τη χρησιμοποίηση ενός συγκεκριμένου εργαλείου ή την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει αντίκτυπο στα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα που αφορά η δράση. Ωστόσο, και μόνο η πληροφορία ότι η αρχή εξυγίανσης εξετάζει ένα συγκεκριμένο ίδρυμα θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο ίδρυμα αυτό. Είναι επομένως αναγκαίο να εξασφαλιστεί η ύπαρξη κατάλληλων μηχανισμών για τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας τέτοιων πληροφοριών, όπως σχετικά με το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης ή σχετικά με το αποτέλεσμα οποιασδήποτε σχετικής αξιολόγησης.

(87)

Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν επικουρικές εξουσίες, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της μεταβίβασης μετοχών ή χρεωστικών μέσων και περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Υπό την επιφύλαξη των διασφαλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εξουσία άρσης των δικαιωμάτων τρίτων μερών από τα μεταβιβασθέντα χρεωστικά μέσα ή περιουσιακά στοιχεία, την εξουσία αναγκαστικής εκτέλεσης συμβάσεων και πρόβλεψης της συνέχισης των ρυθμίσεων όσον αφορά τον αποδέκτη των μεταβιβασμένων περιουσιακών στοιχείων και μετοχών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θίγονται τα δικαιώματα των εργαζομένων να καταγγείλουν μια σύμβαση εργασίας. Ούτε θα πρέπει να θίγεται το δικαίωμα ενός μέρους να καταγγείλει μια σύμβαση με ίδρυμα υπό εξυγίανση ή με θυγατρική του, για λόγους πέραν της εξυγίανσης του ιδρύματος που πτωχεύει. Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει επίσης να διαθέτουν την επικουρική εξουσία να απαιτούν από το εναπομένον ίδρυμα το οποίο εκκαθαρίζεται υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, να παρέχει υπηρεσίες οι οποίες είναι αναγκαίες ώστε να είναι σε θέση το ίδρυμα στο οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία ή οι μετοχές, δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, να ασκεί τις δραστηριότητές του.

(88)

Σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα δίκαιης δίκης και ουσιαστικής ένδικης προστασίας έναντι των μέτρων που τα θίγουν. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος προσφυγής.

(89)

Τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων που λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης ενδέχεται να απαιτούν σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις και μεγάλη διακριτική ευχέρεια. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την απαιτούμενη ειδική εμπειρογνωσία για την πραγματοποίηση τέτοιων εκτιμήσεων και τον προσδιορισμό της ενδεικνυόμενης προσφυγής στη διακριτική ευχέρεια. Είναι επομένως σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν εν προκειμένω οι εθνικές αρχές εξυγίανσης θα χρησιμοποιούνται ως βάση από τα εθνικά δικαστήρια όταν εξετάζουν τα σχετικά μέτρα διαχείρισης κρίσεων. Εντούτοις, η συνθετότητα των εκτιμήσεων αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η αρχή εξυγίανσης είναι πραγματολογικώς ακριβή, αξιόπιστα και συνεκτικά, αν τα στοιχεία αυτά περιέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να τεκμηριώσει τα συμπεράσματά της.

(90)

Επειδή η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να καλύψει καταστάσεις εξαιρετικά επείγοντος χαρακτήρα και επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο η αναστολή εφαρμογής οποιασδήποτε απόφασης των αρχών εξυγίανσης να διακόψει τη συνέχιση κρίσιμων λειτουργιών, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι η κατάθεση αίτησης δικαστικού ελέγχου δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η απόφαση της αρχής εξυγίανσης θα πρέπει να είναι άμεσα εκτελεστή, τεκμαιρομένου ότι η αναστολή της θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.

(91)

Επιπλέον, όποτε απαιτείται για να προστατευθούν τρίτα μέρη που έχουν αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση καλή την πίστει, στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές, και προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, το δικαίωμα προσφυγής δεν θα πρέπει να επηρεάζει τυχόν μεταγενέστερες διοικητικές πράξεις ή συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν βάσει ακυρωμένης απόφασης. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης θα πρέπει να περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστησαν τα θιγόμενα πρόσωπα.

(92)

Δεδομένου ότι τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων μπορεί να χρειαστεί να ληφθούν επειγόντως λόγω του σοβαρού κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη και στην Ένωση, κάθε διαδικασία βάσει του εθνικού δικαίου σχετικά με την αίτηση για εκ των προτέρων δικαστική έγκριση ενός μέτρου διαχείρισης κρίσεων και η εξέταση της αίτησης εκ μέρους του δικαστηρίου θα πρέπει να είναι ταχείες. Λόγω της απαίτησης για επείγουσα λήψη μέτρων διαχείρισης κρίσεων, το δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει την απόφασή του εντός 24 ωρών και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η ενδιαφερόμενη αρχή μπορεί να λάβει απόφαση αμέσως μετά την έγκριση του δικαστηρίου. Αυτό δεν θίγει το ενδεχόμενο δικαίωμα των ενδιαφερόμενων μερών να ζητήσουν από το δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση, επί περιορισμένο χρονικό διάστημα αφότου η αρχή εξυγίανσης έλαβε το μέτρο διαχείρισης κρίσεων.

(93)

Είναι προς όφελος της αποτελεσματικής εξυγίανσης, και προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις δικαιοδοσίας, να μην ανοίγουν ούτε να συνεχίζονται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας έναντι του ιδρύματος υπό πτώχευση, ενόσω η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης ή εφαρμόζει τα εργαλεία εξυγίανσης, παρεκτός με πρωτοβουλία ή με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Είναι χρήσιμο και αναγκαίο να αναστέλλονται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις, ούτως ώστε η αρχή εξυγίανσης να έχει στη διάθεσή της χρόνο για να θέσει σε εφαρμογή τα εργαλεία εξυγίανσης. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται για υποχρεώσεις σχετιζόμενες με τα συστήματα που αναφέρονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τις κεντρικές τράπεζες. Η οδηγία 98/26/ΕΚ περιορίζει τον κίνδυνο που συνδέεται με τη συμμετοχή σε συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως μειώνοντας τη διαταραχή σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάλληλη εφαρμογή αυτών των προστατευτικών ρυθμίσεων σε καταστάσεις κρίσης, με ταυτόχρονη διαφύλαξη της δέουσας ασφάλειας για τους διαχειριστές των συστημάτων πληρωμών και των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και για τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, η παρούσα οδηγία προβλέπει ότι ένα μέτρο πρόληψης κρίσεων ή ένα μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται αυτομάτως ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι οι ουσιώδεις συμβατικές υποχρεώσεις εξακολουθούν να εκπληρώνονται. Εντούτοις, καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θίγει τη δυνατότητα λειτουργίας ενός συστήματος που προβλέπεται στην οδηγία 98/26/ΕΚ ούτε το δικαίωμα επί της πρόσθετης ασφάλειας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

(94)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης, κατά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα ή σε μεταβατικό ίδρυμα, έχουν στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο για να εντοπίσουν συμβάσεις που χρειάζεται να μεταβιβαστούν, θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη η επιβολή αναλογικών περιορισμών στα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων να εκκαθαρίζουν, να επισπεύδουν ή να καταγγέλλουν με άλλον τρόπο τις χρηματοοικονομικές συμβάσεις, πριν πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση. Ο εν λόγω περιορισμός θα ήταν αναγκαίος προκειμένου οι αρχές να αποκτήσουν πραγματική εικόνα του ισολογισμού του ιδρύματος που πτωχεύει, χωρίς τις αλλαγές στην αξία και το πεδίο εφαρμογής τις οποίες θα επέφερε εκτεταμένη άσκηση των δικαιωμάτων καταγγελίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ελάχιστη απαραίτητη παρέμβαση επί των συμβατικών δικαιωμάτων των αντισυμβαλλομένων, ο περιορισμός των δικαιωμάτων καταγγελίας θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με το μέτρο πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένου οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή του μέτρου αυτού, ενώ τα δικαιώματα καταγγελίας που προκύπτουν από κάθε άλλη αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας πληρωμής ή κατάθεσης περιθωρίου ασφάλειας, θα πρέπει να διατηρούνται.

(95)

Προκειμένου να διατηρηθούν οι νόμιμες ρυθμίσεις της κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση μεταβίβασης ορισμένων, αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που πτωχεύει, κρίνεται σκόπιμη η συμπερίληψη διασφαλίσεων, ώστε να αποτρέπεται ο διαχωρισμός συνδεδεμένων υποχρεώσεων, δικαιωμάτων και συμβάσεων, κατά περίπτωση. Ο εν λόγω περιορισμός επιλεγμένων πρακτικών όσον αφορά συνδεδεμένες συμβάσεις θα πρέπει να επεκτείνεται και σε συμβάσεις με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο που καλύπτονται από συμφωνίες εγγυοδοσίας, συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), συμφωνίες εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting), και συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης. Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται η διασφάλιση, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να δεσμεύονται να μεταβιβάζουν όλες τις συνδεδεμένες συμβάσεις στο πλαίσιο μιας προστατευμένης ρύθμισης ή να τις αφήνουν όλες στο εναπομείναν χρεωκοπημένο ίδρυμα. Με αυτά τα μέτρα αναμένεται να διασφαλίζεται ότι δεν θίγεται η μεταχείριση, ως προς τα υποχρεωτικά κεφάλαια, των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που καλύπτονται από συμφωνία συμψηφισμού για τους σκοπούς της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(96)

Μολονότι η διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν στη διάθεσή τους τα ίδια εργαλεία και εξουσίες θα διευκολύνει τη συντονισμένη δράση σε περίπτωση χρεωκοπίας ενός διασυνοριακού ομίλου, κρίνεται αναγκαία η ανάληψη περαιτέρω δράσεων για την προώθηση της συνεργασίας και την αποτροπή κατακερματισμένων εθνικών επεμβάσεων. Θα πρέπει να απαιτείται από τις αρχές εξυγίανσης να διαβουλεύονται μεταξύ τους και να συνεργάζονται, όταν πρόκειται για εξυγίανση συνδεδεμένων οντοτήτων του ομίλου, στο πλαίσιο σωμάτων εξυγίανσης, με σκοπό να υπάρξει συμφωνία επί ενός μηχανισμού εξυγίανσης του ομίλου. Τα σώματα εξυγίανσης θα πρέπει να συγκροτούνται γύρω από τον πυρήνα των υφιστάμενων σωμάτων εποπτείας, στα οποία προστίθενται οι αρχές εξυγίανσης και όπου συμμετέχουν αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, η ΕΑΤ και, ανάλογα με την περίπτωση, αρχές αρμόδιες για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων. Σε περίπτωση κρίσης, τα σώματα εξυγίανσης θα πρέπει να αποτελούν ένα φόρουμ για την ανταλλαγή πληροφοριών και τον συντονισμό των μέτρων εξυγίανσης.

(97)

Για την εξυγίανση των διασυνοριακών ομίλων θα πρέπει να επιτυγχάνεται εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της ανάγκης για διαδικασίες που λαμβάνουν υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και προσφέρουν αποτελεσματικές, δίκαιες και έγκαιρες λύσεις για ολόκληρο τον όμιλο και, αφετέρου, της αναγκαιότητας να προστατευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος. Οι διάφορες αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις απόψεις τους στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης. Οι δράσεις εξυγίανσης που προτείνονται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να προετοιμάζονται και να συζητούνται μεταξύ των διάφορων αρχών εξυγίανσης στο πλαίσιο των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων. Τα σώματα εξυγίανσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των αρχών εξυγίανσης όλων των κρατών μελών στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος, προκειμένου να διευκολύνεται η ταχεία και από κοινού λήψη αποφάσεων, όποτε είναι δυνατόν. Στις δράσεις εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρχές εξυγίανσης του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη μια θυγατρική θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα να προβάλλουν αντιρρήσεις έναντι των αποφάσεων της αρχής εξυγίανσης ομίλου, όχι μόνον ως προς την καταλληλότητα των δράσεων και μέτρων εξυγίανσης, αλλά και βάσει της ανάγκης να προστατευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

(98)

Το σώμα εξυγίανσης δεν είναι όργανο λήψης αποφάσεων, αλλά μια πλατφόρμα που διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων από τις εθνικές αρχές. Οι κοινές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από τις σχετικές εθνικές αρχές.

(99)

Η διαμόρφωση ενός μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να διευκολύνει τη συντονισμένη εξυγίανση, η οποία είναι πρόσφορη να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλα τα ιδρύματα του ομίλου. Η αρχή εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να προτείνει τον μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου και να υποβάλει την πρόταση στο σώμα εξυγίανσης. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης που διαφωνούν με τον μηχανισμό ή αποφασίζουν να αναλάβουν ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης θα πρέπει να εξηγούν τους λόγους της διαφωνίας τους και να γνωστοποιούν τους λόγους αυτούς, μαζί με λεπτομέρειες για κάθε ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης που προτίθενται να λάβουν, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις άλλες αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Όποια εθνική αρχή αποφασίζει να απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι άλλες αρχές εξυγίανσης και τις πιθανές επιπτώσεις σε άλλα τμήματα του ομίλου.

(100)

Στο πλαίσιο ενός μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, οι αρχές θα πρέπει να καλούνται να εφαρμόζουν το ίδιο εργαλείο στα νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις για εξυγίανση. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει επίσης να διαθέτουν την εξουσία να εφαρμόζουν το εργαλείο μεταβατικής τράπεζας σε επίπεδο ομίλου (πράγμα το οποίο ενδέχεται να περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, συμφωνίες επιμερισμού των βαρών) για τη σταθεροποίηση του συνόλου του ομίλου. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας των θυγατρικών θα μπορούσαν να μεταβιβάζονται στη μεταβατική τράπεζα, με προοπτική τη μετέπειτα πώλησή τους, υπό μορφή πακέτου ή μεμονωμένα, όταν οι συνθήκες της αγοράς είναι κατάλληλες. Επιπλέον, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εφαρμόζει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σε επίπεδο μητρικής επιχείρησης.

(101)

Για την αποτελεσματική εξυγίανση ιδρυμάτων και ομίλων με διεθνείς δραστηριότητες απαιτείται συνεργασία μεταξύ των αρχών εξυγίανσης στην Ένωση, στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες. Η συνεργασία θα διευκολύνεται εάν τα καθεστώτα εξυγίανσης στις τρίτες χώρες βασίζονται σε κοινές αρχές και προσεγγίσεις, που βρίσκονται στο στάδιο της διαμόρφωσης από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την G20. Για τον σκοπό αυτόν, η ΕΑΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να καταρτίζει και να προσχωρεί σε μη δεσμευτικές ρυθμίσεις-πλαίσια διοικητικής συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι δε εθνικές αρχές θα πρέπει να δύνανται να προβαίνουν σε διμερείς ρυθμίσεις σύμφωνες με τις ρυθμίσεις-πλαίσια της ΕΑΤ. Η καθιέρωση αυτών των ρυθμίσεων μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση της πτώχευσης παγκόσμιων εταιρειών θα πρέπει να αποτελεί ένα μέσο διασφάλισης αποτελεσματικού σχεδιασμού, λήψης αποφάσεων και συντονισμού όσον αφορά τους διεθνείς ομίλους. Κατά κανόνα, θα πρέπει να υπάρχει αμοιβαιότητα ως προς τις ρυθμίσεις αυτές. Οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, ως τμήμα του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης, θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να επιβάλλουν, κατά περίπτωση, διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών στις περιστάσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

(102)

Η συνεργασία θα πρέπει να λαμβάνει χώρα τόσο όσον αφορά τις θυγατρικές ομίλων της Ένωσης ή τρίτων χωρών και όσον αφορά υποκαταστήματα ιδρυμάτων της Ένωσης ή τρίτων χωρών. Οι θυγατρικές ομίλων τρίτων χωρών είναι επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση και, άρα, υπόκεινται πλήρως στο ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων εξυγίανσης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Είναι, ωστόσο, αναγκαίο να διατηρούν τα κράτη μέλη το δικαίωμα να δρουν σε σχέση με υποκαταστήματα ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, σε περίπτωση που η αναγνώριση και η εφαρμογή διαδικασιών τρίτων χωρών όσον αφορά το υποκατάστημα θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση ή σε περίπτωση που οι καταθέτες στην Ένωση δεν θα ετύγχαναν ίσης μεταχείρισης με τους καταθέτες της τρίτης χώρας. Στις περιστάσεις αυτές, και σε άλλες περιστάσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα, κατόπιν διαβούλευσης με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης, να αρνούνται την αναγνώριση διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών όσον αφορά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών στην Ένωση.

(103)

Σε ορισμένες περιστάσεις, η αποτελεσματικότητα των εργαλείων εξυγίανσης που εφαρμόζονται ενδέχεται να εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης για το ίδρυμα ή ένα μεταβατικό ίδρυμα, την παροχή εγγυήσεων σε πιθανούς αγοραστές ή την παροχή κεφαλαίου στο μεταβατικό ίδρυμα. Παρά τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην παροχή ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ακόμη και σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, είναι σημαντικό να καθιερώσουν τα κράτη μέλη ρυθμίσεις χρηματοδότησης, προκειμένου να αποφευχθεί τα κεφάλαια που χρειάζονται για τέτοιους σκοπούς να προέρχονται από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Ο χρηματοοικονομικός κλάδος, στο σύνολό του, θα πρέπει να είναι εκείνος που χρηματοδοτεί τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(104)

Κατά γενικό κανόνα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τις εθνικές τους χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω ταμείων που ελέγχονται από τις αρχές εξυγίανσης, τα οποία θα χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπεται αυστηρά οριοθετημένη εξαίρεση ώστε να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τις εθνικές τους χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω υποχρεωτικών συνεισφορών από ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους και τα οποία δεν ανήκουν σε ταμείο που ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσής τους, υπό τον όρο να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

(105)

Κατ’ αρχήν, οι συνεισφορές θα πρέπει να εισπράττονται από τον κλάδο πριν από και ανεξάρτητα από κάθε πράξη εξυγίανσης. Όταν η προηγούμενη χρηματοδότηση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απώλειες ή το κόστος το οποίο συνεπάγεται η χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης, θα πρέπει να συγκεντρώνονται πρόσθετες συνεισφορές για την ανάληψη του επιπλέον κόστους ή ζημίας.

(106)

Προκειμένου να επιτευχθεί κρίσιμη μάζα και να αποφευχθούν φιλοκυκλικές επιπτώσεις, οι οποίες θα προέκυπταν εάν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις ήταν υποχρεωμένες να βασίζονται μόνο στις εκ των υστέρων συνεισφορές σε περίπτωση συστημικής κρίσης, τα εκ των προτέρων διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα από τις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητο να ανέρχονται τουλάχιστον σε ένα ορισμένο κατώτατο επίπεδο-στόχο.

(107)

Προκριμένου να διασφαλιστεί δίκαιος υπολογισμός των συνεισφορών και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο, για τις συνεισφορές στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου ρευστότητας και κινδύνου αγοράς στον οποίο εκτίθενται τα ιδρύματα.

(108)

Η διασφάλιση της αποτελεσματικής εξυγίανσης των ιδρυμάτων στην Ένωση που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης αποτελεί βασικό στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Η πτώχευση των εν λόγω ιδρυμάτων έχει επιπτώσεις όχι μόνον στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των αγορών όπου δραστηριοποιούνται άμεσα, αλλά και σε ολόκληρη τη χρηματοοικονομική αγορά της Ένωσης. Με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, έχει ενισχυθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων εθνικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Τα ιδρύματα δραστηριοποιούνται πέραν του κράτους μέλους εγκατάστασής τους και αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους μέσω της διατραπεζικής και άλλων αγορών, οι οποίες κατ’ ουσία είναι πανευρωπαϊκές. Η διασφάλιση αποτελεσματικής χρηματοδότησης της εξυγίανσης των ιδρυμάτων αυτών στα διάφορα κράτη μέλη δεν είναι μόνο προς το συμφέρον των κρατών μελών όπου αναπτύσσουν δραστηριότητες τα ιδρύματα αυτά, αλλά και όλων των κρατών μελών εν γένει, καθώς αποτελεί ένα μέσο για τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού και για τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής χρηματοοικονομικής αγοράς στην Ένωση. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοδοτικών ρυθμίσεων θα πρέπει να διασφαλίσει ότι όλα τα ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση υπόκεινται σε εξίσου αποτελεσματικές ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης, και να συμβάλει στη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς.

(109)

Προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του εν λόγω ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, και σύμφωνα με τον στόχο που επιβάλλει να προέρχεται η χρηματοδότηση κατά κύριο λόγο από μετόχους και πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος και, στη συνέχεια, από τον ίδιο τον κλάδο αντί από τους δημόσιους προϋπολογισμούς, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αιτούνται δάνεια από άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε περίπτωση ανάγκης. Ομοίως, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν δάνεια σε άλλες ρυθμίσεις που έχουν ανάγκη. Τα δάνεια αυτά θα πρέπει να είναι αυστηρώς εθελοντικά. Η απόφαση δανεισμού σε άλλες ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται από τη χρηματοδοτική ρύθμιση που δανείζει, αλλά λόγω δυνητικών δημοσιονομικών επιπτώσεων τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν διαβούλευση ή συγκατάθεση του αρμόδιου υπουργείου.

(110)

Μολονότι οι ρυθμίσεις χρηματοδότησης καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αλληλέγγυα στο πλαίσιο εξυγίανσης ομίλων, εφόσον υπάρχει συμφωνία μεταξύ των εθνικών αρχών για την εξυγίανση του ιδρύματος. Οι καταθέσεις που καλύπτονται από συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δεν θα πρέπει να υφίστανται ζημίες κατά τη διαδικασία εξυγίανσης. Όταν μια δράση εξυγίανσης διασφαλίζει ότι οι καταθέτες εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων στα οποία είναι μέλος ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση θα πρέπει να καλούνται να εισφέρουν μέχρι του ύψους των ζημιών τις οποίες θα είχαν την υποχρέωση να αναλάβουν εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(111)

Ενώ οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται από ζημίες κατά την εξυγίανση, άλλες επιλέξιμες καταθέσεις είναι δυνητικά διαθέσιμες για σκοπούς απορρόφησης των ζημιών. Προκειμένου να παρασχεθεί ένα ορισμένο επίπεδο προστασίας για φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που κατέχουν επιλέξιμες καταθέσεις πάνω από το επίπεδο των καλυπτόμενων καταθέσεων, οι καταθέσεις αυτές θα πρέπει να έχουν υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τις απαιτήσεις των απλών ακάλυπτων, μη προνομιούχων πιστωτών βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η αξίωση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων θα πρέπει να έχει ακόμα υψηλότερη κατάταξη βάσει του εθνικού δικαίου από τις προαναφερθείσες κατηγορίες επιλέξιμων καταθέσεων. Σε αυτόν τον τομέα απαιτείται εναρμόνιση της εθνικής τους νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η έκθεση των ταμείων εξυγίανσης των κρατών μελών δυνάμει της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

(112)

Σε περίπτωση που οι καταθέσεις μεταβιβάζονται σε άλλο ίδρυμα στο πλαίσιο της εξυγίανσης του ιδρύματος, οι καταθέτες δεν θα πρέπει να ασφαλίζονται πέραν του επιπέδου κάλυψης που προβλέπεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ. Επομένως, οι απαιτήσεις όσον αφορά τις καταθέσεις που παραμένουν στο υπό εξυγίανση ίδρυμα θα πρέπει να περιορίζονται στη διαφορά μεταξύ των μεταβιβασθέντων κεφαλαίων και του επιπέδου κάλυψης που προβλέπεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ. Εάν οι μεταβιβασθείσες καταθέσεις είναι υψηλότερες από το επίπεδο κάλυψης, ο καταθέτης δεν θα πρέπει να έχει άλλη απαίτηση έναντι του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων όσον αφορά τις καταθέσεις που παραμένουν στο υπό εξυγίανση ίδρυμα.

(113)

Η καθιέρωση ρυθμίσεων χρηματοδότησης, με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοδοτικών ρυθμίσεων που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να διασφαλίσει συντονισμό στη χρήση των διαθέσιμων κεφαλαίων σε εθνικό επίπεδο για τους σκοπούς της εξυγίανσης.

(114)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον προσδιορισμό των κριτηρίων για τον ορισμό των «κρίσιμων λειτουργιών» και των «βασικών επιχειρηματικών τομέων» για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις περιστάσεις κατά τις οποίες είναι απαραίτητη η εξαίρεση ορισμένων υποχρεώσεων από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής υπό την παρούσα οδηγία, τις κατηγορίες συμφωνιών για τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν κατάλληλη προστασία στις εν μέρει μεταβιβάσεις, τον τρόπο προσαρμογής των συνεισφορών των ιδρυμάτων σε ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους, τις υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής, υποβολής εκθέσεων και τις λοιπές υποχρεώσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι οι εκ των προτέρων συνεισφορές όντως καταβάλλονται, και τον καθορισμό των περιστάσεων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα ίδρυμα μπορεί να απαλλάσσεται προσωρινά από τις εκ των υστέρων εισφορές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(115)

Όποτε προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, είναι σκόπιμο η ΕΑΤ να προωθεί τη σύγκλιση των πρακτικών των εθνικών αρχών μέσω κατευθυντήριων γραμμών σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Για τους τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, η ΕΑΤ έχει τη δυνατότητα να εκδίδει, ιδία πρωτοβουλία, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

(116)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης για να αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν τα άλλα θεσμικά όργανα για την πρόθεσή τους να μην εγείρουν αντιρρήσεις.

(117)

Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να διευκολύνουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΕΑΤ είναι όργανο με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης πείρας, θα ήταν συμφέρον και σκόπιμο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία να της ανατεθεί η εκπόνηση των σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, προς υποβολή στην Επιτροπή.

(118)

Όπου αυτό προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία καταρτίζει η ΕΑΤ, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης, όπου αυτό προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, να θεσπίσει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων τα οποία καταρτίζει η ΕΑΤ, μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(119)

Η οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση και επιβολή της εφαρμογής σε όλα τα κράτη μέλη των αποφάσεων σχετικά με την εξυγίανση ή την εκκαθάριση των ιδρυμάτων που διαθέτουν υποκαταστήματα σε κράτη μέλη πέραν αυτού στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα τους. Η εν λόγω οδηγία διασφαλίζει ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία βρίσκονται, αντιμετωπίζονται με μια ενιαία διαδικασία στο κράτος μέλος καταγωγής και ότι οι πιστωτές στα κράτη μέλη υποδοχής αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι πιστωτές στο κράτος μέλος καταγωγής. Προκειμένου να επιτυγχάνεται αποτελεσματική εξυγίανση, η οδηγία 2001/24/ΕΚ θα πρέπει να εφαρμόζεται και στην περίπτωση όπου τα μέσα που παρέχονται από τα εργαλεία εξυγίανσης εφαρμόζονται όχι μόνο σε ιδρύματα αλλά και σε άλλες οντότητες που καλύπτονται από το καθεστώς εξυγίανσης. Επομένως, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 2001/24/ΕΚ.

(120)

Οι οδηγίες της Ένωσης σχετικά με το δίκαιο των εταιρειών περιέχουν υποχρεωτικούς κανόνες για την προστασία των μετόχων και των πιστωτών των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών. Στην περίπτωση όπου οι αρχές εξυγίανσης χρειάζεται να δράσουν άμεσα, οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρακωλύσουν την αποτελεσματική δράση τους και τη χρήση εργαλείων και εξουσιών εκ μέρους των αρχών εξυγίανσης, άρα θα πρέπει να περιληφθούν στην παρούσα οδηγία κατάλληλες παρεκκλίσεις. Προκειμένου να κατοχυρωθεί ο μέγιστος βαθμός ασφάλειας δικαίου για τους ενδιαφερομένους, οι παρεκκλίσεις θα πρέπει να ορίζονται στενά και με σαφήνεια, και να χρησιμοποιούνται μόνον προς το δημόσιο συμφέρον και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εξυγίανσης. Η χρήση των εργαλείων εξυγίανσης προϋποθέτει ότι τηρούνται οι στόχοι εξυγίανσης και οι προϋποθέσεις για εξυγίανση που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(121)

Η οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) περιέχει κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των μετόχων να αποφασίζουν επί των αυξήσεων και μειώσεων του κεφαλαίου, το δικαίωμά τους να συμμετέχουν σε κάθε νέα έκδοση μετοχών με εισφορές σε μετρητά, την προστασία των πιστωτών σε περίπτωση κεφαλαιακής μείωσης και τη σύγκληση συνέλευσης των μετόχων σε περίπτωση σοβαρής απώλειας κεφαλαίου. Οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρακωλύσουν την ταχεία δράση των αρχών εξυγίανσης, άρα θα πρέπει να προβλέπονται οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από αυτούς.

(122)

Η οδηγία 2011/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) θεσπίζει, μεταξύ άλλων, κανόνες για την έγκριση των συγχωνεύσεων από τις γενικές συνελεύσεις καθεμίας εκ των εταιρειών που συγχωνεύονται, για τις απαιτήσεις όσον αφορά το σχέδιο συγχώνευσης, την έκθεση των διαχειριστικών οργάνων και την έκθεση των εμπειρογνωμόνων, καθώς και για την προστασία των πιστωτών. Η οδηγία 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου (18) περιέχει παρεμφερείς κανόνες σχετικά με τη διάσπαση των ανωνύμων εταιρειών. Η οδηγία 2005/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) προβλέπει αντίστοιχους κανόνες σχετικά με τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από τις εν λόγω οδηγίες, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα ταχείας δράσης από τις αρχές εξυγίανσης.

(123)

Η οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), περιέχει υποχρέωση υποβολής υποχρεωτικής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς όλων των μετοχών της εταιρείας σε δίκαιη τιμή, όπως ορίζεται στην εν λόγω οδηγία, εάν ένας μέτοχος αποκτά, άμεσα ή έμμεσα, μόνος του ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, ένα συγκεκριμένο ποσοστό μετοχών της εταιρείας, το οποίο του δίνει τον έλεγχο της εν λόγω εταιρείας και καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Ο σκοπός του κανόνα υποχρεωτικής προσφοράς είναι η προστασία των μειοψηφούντων μετόχων σε περίπτωση αλλαγής στον έλεγχο. Ωστόσο, η προοπτική μιας τέτοιας δαπανηρής υποχρέωσης ενδέχεται να αποτρέψει πιθανούς επενδυτές για το θιγόμενο ίδρυμα, δυσχεραίνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα των αρχών εξυγίανσης να χρησιμοποιήσουν όλες τις εξουσίες τους για εξυγίανση. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από τον κανόνα υποχρεωτικής προσφοράς, στον βαθμό που απαιτείται για τη χρήση των εξουσιών εξυγίανσης, ενώ μετά την περίοδο εξυγίανσης ο κανόνας υποχρεωτικής προσφοράς θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε μέτοχο που αποκτά τον έλεγχο του θιγόμενου ιδρύματος.

(124)

Η οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) αφορά τα διαδικαστικά δικαιώματα των μετόχων σε θέματα που σχετίζονται με τις γενικές συνελεύσεις. Η οδηγία 2007/36/ΕΚ προβλέπει μεταξύ άλλων την ελάχιστη προθεσμία ειδοποίησης για γενικές συνελεύσεις και το περιεχόμενο της ειδοποίησης για τη διεξαγωγή γενικής συνέλευσης. Οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να παρακωλύσουν την ταχεία δράση των αρχών εξυγίανσης και θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από την οδηγία. Πριν από την εξυγίανση, ενδέχεται να υπάρχει ανάγκη ταχείας αύξησης κεφαλαίου, όταν το ίδρυμα δεν πληροί ή ενδέχεται να μην πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και μια αύξηση κεφαλαίου είναι πιθανό να αποκαταστήσει τη χρηματοπιστωτική κατάσταση και να αποτρέψει μια κατάσταση όπου πληρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις για εξυγίανση. Σε τέτοιες καταστάσεις, θα πρέπει να προβλέπεται δυνατότητα να συγκαλείται γενική συνέλευση σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, οι μέτοχοι θα πρέπει να διατηρούν την εξουσία λήψης αποφάσεων σχετικά με την επιμήκυνση ή τη συντόμευση του χρονικού διαστήματος της ειδοποίησης για τη διεξαγωγή γενικής συνέλευσης. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από την οδηγία 2007/36/ΕΚ για την καθιέρωση αυτού του μηχανισμού.

(125)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εξυγίανσης αντιπροσωπεύονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), και να διασφαλιστεί ότι η ΕΑΤ διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη για να εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ώστε να συμπεριληφθούν οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία, στην έννοια των αρμοδίων αρχών κατά τον εν λόγω κανονισμό. Η εξομοίωση αυτή μεταξύ αρχών εξυγίανσης και αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, είναι συνεπής με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού αριθ. 1093/2010, να συνεισφέρει και συμμετέχει ενεργά στην κατάρτιση και τον συντονισμό των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, καθώς και να συντελεί στη διευκόλυνση της εξυγίανσης ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης, και ιδίως διασυνοριακών ομίλων.

(126)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των ιδρυμάτων, των προσώπων που ασκούν ουσιαστικό έλεγχο επί των δραστηριοτήτων τους και της διοίκησής τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και να διασφαλίζεται ότι τα ιδρύματα τυγχάνουν παρόμοιας μεταχείρισης σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα που να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Ως εκ τούτου, οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις ως προς τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιβληθεί ορισμένη κύρωση ή να εφαρμοστεί λοιπό διοικητικό μέτρο, τη δημοσίευση των κυρώσεων ή των λοιπών διοικητικών μέτρων, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών προστίμων. Τηρώντας αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο, η ΕΑΤ θα πρέπει να διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για όλες τις διοικητικές κυρώσεις και πληροφορίες σχετικά με τις προσφυγές που της αναφέρουν οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης.

(127)

Η παρούσα οδηγία αναφέρεται τόσο στις διοικητικές κυρώσεις όσο και στα λοιπά διοικητικά μέτρα, ώστε να καλύπτει όλες τις ενέργειες που είναι επακόλουθο της διάπραξης κάποιας παράβασης και που αποσκοπούν στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως κυρώσεων ή ως λοιπών διοικητικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου.

(128)

Μολονότι τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές αλλά και ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά μπορούν να το πράττουν εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να μειώνει ούτε να επηρεάζει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών για συνεργασία, πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ακόμη και μετά από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί δίωξη.

(129)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής για τα επεξηγηματικά έγγραφα της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (24), τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων που λαμβάνουν για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση μεταξύ των διαφόρων μερών της εν λόγω οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση των εγγράφων αυτών είναι αιτιολογημένη.

(130)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη, και ιδίως το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και το δικαίωμα της υπεράσπισης.

(131)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών εξυγίανσης των ιδρυμάτων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω των επιπτώσεων που θα είχε η πτώχευση ενός ιδρύματος σε ολόκληρη την Ένωση, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(132)

Όταν λαμβάνουν αποφάσεις ή αναλαμβάνουν δράσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να έχουν πάντα δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των αποφάσεών και των ενεργειών τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και στην οικονομική κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη, και να εξετάζουν τη σημασία της κάθε θυγατρικής ή υποκαταστήματος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία του κράτους μέλος όπου αυτή η θυγατρική ή το υποκατάστημα είναι εγκατεστημένα, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η εν λόγω θυγατρική ή υποκατάστημα είναι ήσσονος σημασίας για τον όμιλο.

(133)

Η Επιτροπή θα επανεξετάσει τη γενική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και ιδίως θα μελετήσει, υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν δυνάμει οποιασδήποτε ενωσιακής νομοθετικής πράξης δημιουργεί μηχανισμό εξυγίανσης που καλύπτει πάνω από ένα κράτος μέλος, την άσκηση των εξουσιών της ΕΑΤ, βάσει της παρούσας οδηγίας, να προβαίνει σε διαμεσολάβηση ανάμεσα σε αρχή εξυγίανσης σε κράτος μέλος που συμμετέχει στο μηχανισμό και αρχή εξυγίανσης σε κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στο μηχανισμό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των εξής οντοτήτων:

α)

ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση·

β)

χρηματοοικονομικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, όταν το χρηματοοικονομικό ίδρυμα είναι θυγατρική επιχείρηση ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας που αναφέρεται στο στοιχείο γ) ή δ), και καλύπτεται από την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές εταιρείες συμμετοχών που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

δ)

μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση·

ε)

υποκαταστήματα ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης, σύμφωνα με τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των απαιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας και όταν χρησιμοποιούν τα διάφορα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη μετοχική δομή, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος και το νομικό καθεστώς της οντότητας, τις διασυνδέσεις της με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, τη συμμετοχή της σε θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ) που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους κανόνες ή πρόσθετους κανόνες πέραν αυτών που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση ή στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί έχουν γενική ισχύ και δεν αντίκεινται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «εξυγίανση»: η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή ενός εργαλείου που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 9, προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης όπως ορίζονται στο άρθρο 31 παράγραφος 2·

2)   «ίδρυμα»: κάθε ίδρυμα που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

3)   «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

4)   «χρηματοοικονομικό ίδρυμα» ή «χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

5)   «θυγατρική»: κάθε θυγατρική που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

6)   «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

7)   «ενοποιημένη βάση»: η βάση της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 47) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

8)   «θεσμικό σύστημα προστασίας» ή «ΘΣΠ»: ρύθμιση που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

9)   «χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» ή «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

10)   «μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

11)   «μεικτή εταιρεία συμμετοχών»: μεικτή εταιρεία συμμετοχών που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

12)   «μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

13)   «μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

14)   «μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

15)   «μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

16)   «στόχοι εξυγίανσης»: οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 2·

17)   «υποκατάστημα»: κάθε υποκατάστημα που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

18)   «αρχή εξυγίανσης»: αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 3·

19)   «εργαλείο εξυγίανσης»: εργαλείο εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 37 παράγραφος 3·

20)   «εξουσία εξυγίανσης»: η εξουσία που ορίζεται στα άρθρα 63 έως 72·

21)   «αρμόδια αρχή»: η αρμόδια αρχή που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (25)·

22)   «αρμόδια υπουργεία»: τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα υπουργεία αρμόδια των κρατών μελών, τα οποία είναι αρμόδια για οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητες και τα οποία έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5·

23)   «ίδρυμα»: ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων·

24)   «διοικητικό όργανο»: διοικητικό όργανο, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

25)   «ανώτατα διοικητικά στελέχη»: ανώτατα διοικητικά στελέχη, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

26)   «όμιλος»: μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της·

27)   «διασυνοριακός όμιλος»: όμιλος με οντότητες ομίλου εγκατεστημένες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη·

28)   «έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη»: κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ή οιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή ενός ομίλου του οποίου το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα αποτελεί μέρος·

29)   «επείγουσα στήριξη της ρευστότητας»: η παροχή από κεντρική τράπεζα χρήματος κεντρικής τράπεζας, ή οιαδήποτε άλλη στήριξη που μπορεί να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας, σε ένα φερέγγυο χρηματοδοτικό ίδρυμα ή έναν όμιλο φερέγγυων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς η ενέργεια αυτή να εντάσσεται στη νομισματική πολιτική·

30)   «συστημική κρίση»: η αποδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία. Όλες οι μορφές χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικές σε κάποιο βαθμό·

31)   «οντότητα του ομίλου»: ένα νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος ενός ομίλου·

32)   «σχέδιο ανάκαμψης»: σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από ένα ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 5·

33)   «σχέδιο ανάκαμψης ομίλου»: σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που καταρτίζεται και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 7·

34)   «σημαντικό υποκατάστημα»: υποκατάστημα που στο κράτος μέλος υποδοχής θα κρινόταν σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

35)   «κρίσιμες λειτουργίες»: οι δραστηριότητες, υπηρεσίες ή λειτουργίες των οποίων η διακοπή ενδέχεται, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής ζωτικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω του μεγέθους του ιδρύματος ή του ομίλου, του μεριδίου του στην αγορά, των εξωτερικών και εσωτερικών του διασυνδέσεων, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή λειτουργιών·

36)   «βασικοί επιχειρηματικοί τομείς»: οι επιχειρηματικοί τομείς και οι συναφείς υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν ουσιώδεις πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για ένα ίδρυμα ή για έναν όμιλο του οποίου το ίδρυμα αποτελεί μέρος·

37)   «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»: η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

38)   «ίδια κεφάλαια»: τα ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

39)   «προϋποθέσεις εξυγίανσης»: οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1·

40)   «δράση εξυγίανσης»: η απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με το άρθρο 32 ή το άρθρο 33, η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή η άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης·

41)   «σχέδιο εξυγίανσης»: σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για ένα ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10·

42)   «εξυγίανση ομίλου»: οιοδήποτε από τα εξής:

α)

η ανάληψη δράσης εξυγίανσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ή

β)

ο συντονισμός της εφαρμογής εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά τις οντότητες ομίλου που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

43)   «σχέδιο εξυγίανσης ομίλου»: σχέδιο εξυγίανσης ενός ομίλου, που καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13·

44)   «αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου»: η αρχή εξυγίανσης στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

45)   «μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου»: σχέδιο που καταρτίζεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 91·

46)   «σώμα εξυγίανσης»: σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 88 για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1·

47)   «κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας»: η συλλογική πτωχευτική διαδικασία λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η οποία συνεπάγεται τη μερική ή ολική εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων και τον διορισμό εκκαθαριστή ή διαχειριστή, και η οποία συνήθως εφαρμόζεται σε ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου και είτε είναι εξειδικευμένη για τα εν λόγω ιδρύματα είτε εφαρμόζεται γενικά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

48)   «χρεωστικά μέσα» που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και ι): ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων·

49)   «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

50)   «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση»: μητρικό ίδρυμα της ΕΕ, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

51)   «απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων»: οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 92 έως 98 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

52)   «σώμα εποπτείας»: σώμα εποπτών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

53)   «πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις»: το πλαίσιο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που έχουν διατυπωθεί ή εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 4 ή του άρθρου 109 της ΣΛΕΕ·

54)   «εκκαθάριση»: η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

55)   «εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων»: ο μηχανισμός για την πραγματοποίηση μεταβίβασης, από μια αρχή εξυγίανσης, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης σε έναν φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 42·

56)   «φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 παράγραφος 2·

57)   «εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα»: ο μηχανισμός για την άσκηση, από την αρχή εξυγίανσης, των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 43·

58)   «εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων»: ο μηχανισμός για την εκτέλεση της μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 38·

59)   «μεταβατικό ίδρυμα»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 40 παράγραφος 2·

60)   «εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος»: ο μηχανισμός για τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, σε μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 40·

61)   «μέσα ιδιοκτησίας»: μετοχές, άλλα μέσα που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, και μέσα που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

62)   «μέτοχοι»: μέτοχοι ή κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

63)   «εξουσίες μεταβίβασης»: οι εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από ίδρυμα υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

64)   «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP), όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

65)   «παράγωγα»: τα παράγωγα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

66)   «εξουσίες απομείωσης και μετατροπής»: οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ)·

67)   «εξασφαλισμένη υποχρέωση»: υποχρέωση όπου το δικαίωμα του πιστωτή για πληρωμή ή άλλης μορφής αντιστάθμισμα εξασφαλίζεται με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ενέχυρο ή εμπράγματο δικαίωμα, ή συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις επαναγοράς και άλλες συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου·

68)   «μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1»: κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του άρθρου 28 παράγραφοι 1 έως 4, του άρθρου 29 παράγραφοι 1 έως 5 ή του άρθρου 31 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

69)   «πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1»: κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του άρθρου 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

70)   «συνολικό ποσό»: το συνολικό ποσό κατά το οποίο έχει εκτιμήσει η αρχή εξυγίανσης ότι πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1·

71)   «επιλέξιμες υποχρεώσεις»: οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

72)   «σύστημα εγγύησης των καταθέσεων»: σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από ένα κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

73)   «μέσα της κατηγορίας 2»: κεφαλαιακά μέσα ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που πληρούν τους όρους του άρθρου 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

74)   «σχετικά κεφαλαιακά μέσα»: πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2, για τους σκοπούς του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 και του τίτλου IV κεφάλαιο V·

75)   «συντελεστής μετατροπής»: ο συντελεστής που καθορίζει τον αριθμό των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στον οποίο μετατρέπεται μια υποχρέωση συγκεκριμένης κατηγορίας, με αναφορά είτε σε ένα μόνον μέσο της εν λόγω κατηγορίας είτε σε μια συγκεκριμένη μονάδα αξίας μιας χρεωστικής απαίτησης·

76)   «θιγόμενος πιστωτής»: πιστωτής του οποίου η απαίτηση αφορά υποχρέωση που μειώνεται ή μετατρέπεται σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, μέσω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής με χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα·

77)   «θιγόμενος κάτοχος»: κάτοχος μέσων ιδιοκτησίας του οποίου τα μέσα ιδιοκτησίας ακυρώνονται μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο η)·

78)   «ενδεδειγμένη αρχή»: η αρχή του κράτους μέλους, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 61, που είναι αρμόδια, βάσει του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3·

79)   «σχετικό μητρικό ίδρυμα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, για το οποίο ή την οποία εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα·

80)   «αποδέκτης»: η οντότητα στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, χρεόγραφα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή οποιοσδήποτε συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση·

81)   «εργάσιμη ημέρα»: κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή αργίας στο οικείο κράτος μέλος·

82)   «δικαίωμα καταγγελίας»: το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει·

83)   «ίδρυμα υπό εξυγίανση»: ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, για το οποίο ή την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

84)   «θυγατρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση»: ίδρυμα το οποίο είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και είναι θυγατρικό ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας·

85)   «μητρική επιχείρηση της Ένωσης»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση·

86)   «ίδρυμα τρίτης χώρας»: οντότητα, της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης, θα ενέπιπτε στον ορισμό του ιδρύματος·

87)   «μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας»: μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα·

88)   «διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα»: δράση βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της πτώχευσης ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις δράσεις εξυγίανσης βάσει της παρούσας οδηγίας·

89)   «υποκατάστημα της Ένωσης»: υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που βρίσκεται σε κράτος μέλος·

90)   «σχετική αρχή τρίτης χώρας»: αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα των αρχών εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

91)   «ρύθμιση χρηματοδότησης ομίλου»: η ρύθμιση ή οι ρυθμίσεις χρηματοδότησης που προβλέπονται από το κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

92)   «συναλλαγή αντιστήριξης»: μια συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ δύο οντοτήτων του ομίλου για το σκοπό της μεταβίβασης, εν όλω ή εν μέρει, του κινδύνου που δημιουργείται από άλλη συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ μιας από αυτές τις οντότητες του ομίλου και ενός τρίτου μέρους·

93)   «ενδοομιλική εγγύηση»: σύμβαση με την οποία μια οντότητα του ομίλου εγγυάται για τις υποχρεώσεις άλλης οντότητας του ομίλου προς ένα τρίτο μέρος·

94)   «καλυπτόμενες καταθέσεις»: οι καλυπτόμενες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

95)   «επιλέξιμες καταθέσεις»: οι επιλέξιμες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

96)   «καλυμμένο ομόλογο»: μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26)·

97)   «συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων»: συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27)·

98)   «συμφωνία συμψηφισμού»: συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως ή όπου ορίζεται), επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών, ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητές, ή να λήγουν και σε κάθε περίπτωση να μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή αντικαθίστανται από αυτήν και στις δύο περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των «ρητρών συμψηφισμού», κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) σημείο i) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, ή «συμψηφίζονται» σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ια) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

99)   «συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού (set-off)»: συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται εκατέρωθεν η μία με την άλλη·

100)   «χρηματοπιστωτική σύμβαση»: περιλαμβάνει τις ακόλουθες συμβάσεις και συμφωνίες:

α)

συμβάσεις τίτλων, όπου συμπεριλαμβάνονται:

i)

συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός τίτλου, μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

ii)

δικαιώματα προαίρεσης επί ενός τίτλου ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

iii)

συναλλαγή πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγή αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου τίτλου, ομάδας ή δείκτη τίτλων·

β)

συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων, όπου συμπεριλαμβάνονται:

i)

συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων για μελλοντική παράδοση,

ii)

δικαιώματα προαίρεσης επί ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων,

iii)

συναλλαγές πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγές αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου βασικού εμπορεύματος, ομάδας ή δείκτη·

γ)

συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και προθεσμιακές συμβάσεις (forwards), όπου συμπεριλαμβάνονται συμβάσεις (εκτός από σύμβαση βασικών εμπορευμάτων) για αγορά, πώληση ή μεταβίβαση, σε μελλοντική ημερομηνία, βασικού εμπορεύματος ή περιουσιακού στοιχείου κάθε άλλης φύσεως, υπηρεσίας, δικαιώματος ή τόκου σε συγκεκριμένη τιμή·

δ)

συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), όπου συμπεριλαμβάνονται:

i)

συμβάσεις ανταλλαγής και δικαιώματα προαίρεσης που σχετίζονται με: επιτόκια· συμφωνίες άμεσης παράδοσης ή άλλες συμφωνίες συναλλάγματος· ανταλλαγή νομισμάτων· δείκτες μετοχών ή μετοχές· δείκτες χρέους ή χρέος· δείκτες βασικών εμπορευμάτων ή βασικά εμπορεύματα· το κλίμα, τις εκπομπές ρύπων ή τον πληθωρισμό,

ii)

συμβάσεις ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, πιστωτικών περιθωρίων ή πιστωτικού κινδύνου,

iii)

κάθε συμφωνία ή συναλλαγή που είναι παρεμφερής με συμφωνία που αναφέρεται στα σημεία i) ή ii) και η οποία αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης στις αγορές συμβάσεων ανταλλαγής ή παραγώγων·

ε)

διατραπεζικές συμφωνίες δανεισμού με διάρκεια δανεισμού τρεις μήνες κατ’ ανώτατο όριο,

στ)

γενικές συμφωνίες για οποιεσδήποτε από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε),

101)   «μέτρο πρόληψης κρίσεων»: η άσκηση εξουσιών για να κατευθυνθεί η αντιμετώπιση των ελλείψεων ή η εξάλειψη των εμποδίων προς τη δυνατότητα ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6, η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 17 ή 18, η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή (επιτρόπου) σύμφωνα με το άρθρο 29, ή η άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59·

102)   «μέτρο διαχείρισης κρίσεων»: δράση εξυγίανσης ή διορισμός ειδικού διαχειριστή (επιτρόπου) δυνάμει του άρθρου 35 ή ενός προσώπου δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 2 ή του άρθρου 72 παράγραφος 1·

103)   «δυνατότητα ανάκαμψης»: η δυνατότητα ενός ιδρύματος να αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική του θέση μετά από σημαντική επιδείνωση·

104)   «καταθέτης»: ο καταθέτης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

105)   «επενδυτής»: ο επενδυτής κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 4 της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28)·

106)   «ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη Σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τη μακροπροληπτική εντολή των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)·

107)   «πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις»: πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως ορίζονται με βάση το κριτήριο του ετήσιου κύκλου εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (29).

108)   «ρυθμιζόμενη αγορά»: ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών και πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο 35) όσον αφορά τον ορισμό των «κρίσιμων λειτουργιών» και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών τομέων και των συναφών υπηρεσιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο 36) όσον αφορά τον ορισμό των «βασικών επιχειρηματικών τομέων».

Άρθρο 3

Ορισμός αρμόδιων αρχών για την εξυγίανση

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή, κατ’ εξαίρεση, περισσότερες αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης.

2.   Η αρχή εξυγίανσης είναι αρχή δημόσιας διοίκησης ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί εξουσίες δημόσιας διοίκησης.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να είναι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία ή άλλες δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί διοικητικές εξουσίες. Κατ’ εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αρχή εξυγίανσης μπορεί να είναι οι αρμόδιες αρχές εποπτείας για τους σκοπούς του κανονισμού αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής και των λειτουργιών των αρχών εξυγίανσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των υποχρεώσεων συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, μεταξύ των αρμοδίων αρχών, εθνικών κεντρικών τραπεζών, αρμοδίων υπουργείων ή άλλων αρχών, υπάρχει οργανωτική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και της εποπτικής ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής.

Το προσωπικό που συμμετέχει στην επιτέλεση των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας είναι διαρθρωτικά διαχωρισμένο και υπόκειται σε χωριστούς διαύλους αναφοράς από το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή σχετίζονται με άλλες λειτουργίες της σχετικής αρχής.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη ή η αρχή εξυγίανσης θα υιοθετούν και θα δημοσιοποιούν κάθε αναγκαίο σχετικό εσωτερικό κανόνα, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές που ασκούν την εποπτεία και τις λειτουργίες εξυγίανσης και από τα πρόσωπα που ασκούν αυτά τα καθήκοντα εξ ονόματός τους να συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης, τόσο όταν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή είναι χωριστές οντότητες όσο και όταν τα καθήκοντα ασκούνται από την ίδια οντότητα.

5.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα μόνον υπουργείο το οποίο είναι υπεύθυνο για την άσκηση των λειτουργιών του αρμόδιου υπουργείου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

6.   Όταν η αρχή εξυγίανσης σε ένα κράτος μέλος δεν είναι το αρμόδιο υπουργείο, η αρχή ενημερώνει το αρμόδιο υπουργείο για τις αποφάσεις της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από το εθνικό δίκαιο, λαμβάνει την έγκρισή του πριν εφαρμόσει αποφάσεις που έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο ή συστημικές συνέπειες.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις αρχές εξυγίανσης και την ΕΑΤ βάσει της παρούσας οδηγίας συνεκτιμούν τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή ο όμιλος και ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα εν λόγω κράτη μέλη. Οι αποφάσεις της ΕΑΤ εμπίπτουν στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε αρχή εξυγίανσης αναπτύσσει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα να εφαρμόζει δράσεις εξυγίανσης και είναι σε θέση να ασκεί τις εξουσίες της με την ταχύτητα και την ευελιξία που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

9.   Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης, διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα και παρακολουθεί την εφαρμογή της παραγράφου 8, μεταξύ άλλων με περιοδικές αξιολογήσεις από ομοτίμους.

10.   Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες από μία αρχές για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, προβαίνει σε κοινοποίηση προς την ΕΑΤ και την Επιτροπή με την οποία αιτιολογεί δεόντως την ενέργεια αυτή και επιμερίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες μεταξύ των εν λόγω αρχών, διασφαλίζει επαρκή συντονισμό μεταξύ τους και ορίζει μία και μόνη αρχή ως αρχή επικοινωνίας για τους σκοπούς της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών.

11.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με την εθνική αρχή ή αρχές που έχουν οριστεί ως αρχές εξυγίανσης και την αρχή επικοινωνίας και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σχετικά με τις ειδικές λειτουργίες και αρμοδιότητές τους. Η ΕΑΤ δημοσιεύει τον κατάλογο των εν λόγω αρχών εξυγίανσης και των αρχών επικοινωνίας.

12.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 85, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ευθύνη της αρχής εξυγίανσης, της αρμόδιας αρχής και του προσωπικού τους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

Σχεδιασμός της ανάκαμψης και της εξυγίανσης

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 4

Απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένα ιδρύματα

1.   Έχοντας υπόψη τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η πτώχευση ενός ιδρύματος, λόγω της φύσης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, της μετοχικής δομής του, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος του, της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, της συμμετοχής σε ΘΣΠ ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και εάν η πτώχευσή του και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό φυσιολογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης να προσδιορίζουν:

α)

το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 12·

β)

την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 5, στο άρθρο 10 παράγραφος 6 και στο άρθρο 13 παράγραφος 3·

γ)

το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τα ιδρύματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και στο άρθρο 12 παράγραφος 2, καθώς και στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος·

δ)

το εύρος των λεπτομερειών για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 15 και 16 και στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης, πραγματοποιούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έπειτα από διαβούλευση, όποτε ενδείκνυται, με τις εθνικές αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση εφαρμογής απλουστευμένων υποχρεώσεων, οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν ανά πάσα στιγμή να επιβάλλουν πλήρεις, μη απλουστευμένες υποχρεώσεις.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής και, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.

5.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για την εκτίμηση, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης.

6.   Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2, για την εκτίμηση, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν την ΕΑΤ με ποιον τρόπο εφήρμοσαν τις παραγράφους 1, 8, 9 και 10 στα ιδρύματα υπό τη δικαιοδοσία τους. Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1, 8, 9 και 10. Ειδικότερα, η εν λόγω έκθεση ταυτοποιεί τυχόν διαφορές στην εφαρμογή των παραγράφων 1, 8, 9 και 10 σε εθνικό επίπεδο.

8.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 9 και 10, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξαιρούν:

α)

από την εφαρμογή των απαιτήσεων των τμημάτων 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου τα ιδρύματα που συνδέονται με κεντρικό οργανισμό και εξαιρούνται πλήρως ή μερικώς από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

από την εφαρμογή των απαιτήσεων του τμήματος 2 τα ιδρύματα που είναι μέλη ενός ΘΣΠ.

9.   Όταν χορηγείται εξαίρεση σύμφωνα με την παράγραφο 8, τα κράτη μέλη:

α)

εφαρμόζουν τις απαιτήσεις των τμημάτων 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη βάση στον κεντρικό οργανισμό και στα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

απαιτούν από το ΘΣΠ να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του τμήματος 2 σε συνεργασία με καθένα από τα μέλη του στα οποία έχει χορηγηθεί εξαίρεση.

Για τον σκοπό αυτό, κάθε αναφορά σε όμιλο που γίνεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου περιλαμβάνει έναν κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις θυγατρικές τους, και κάθε αναφορά σε μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ περιλαμβάνει επίσης τον κεντρικό οργανισμό.

10.   Τα ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 ή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενός κράτους μέλους, καταρτίζουν δικά τους σχέδια ανάκαμψης σύμφωνα με το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου και υπόκεινται σε ειδικά σχέδια εξυγίανσης σύμφωνα με το τμήμα 3.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι λειτουργίες ενός ιδρύματος θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συνολική αξία του ενεργητικού τους υπερβαίνει τα 30 000 000 000 EUR· ή

β)

το ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού τους ως προς το ΑΕΠ του κράτους μέλους εγκατάστασης υπερβαίνει το 20 %, εκτός εάν η συνολική αξία του ενεργητικού τους δεν υπερβαίνει τα 5 000 000 000 EUR.

11.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό ενιαίων μορφοτύπων, υποδειγμάτων και ορισμών σχετικά με τον προσδιορισμό και τη διαβίβαση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης στην ΕΑΤ για τους σκοπούς της παραγράφου 7, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τμήμα 2

Σχεδιασμός της ανάκαμψης

Άρθρο 5

Σχέδια ανάκαμψης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα, που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει, τα μέτρα που θα λάβει το ίδρυμα για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής του θέσης έπειτα από σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής του κατάστασης. Τα σχέδια ανάκαμψης θεωρούνται ρύθμιση διακυβέρνησης κατά την έννοια του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως ή έπειτα από μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος, στις δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του κατάσταση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά ή να απαιτήσει αλλαγή στο σχέδιο ανάκαμψης. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από τα ιδρύματα να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους σε συχνότερη βάση.

3.   Τα σχέδια ανάκαμψης δεν προβλέπουν πρόσβαση σε ή λήψη έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης.

4.   Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, μια ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και προσδιορίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν να περιλαμβάνονται αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψης.

Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν ενδεχόμενα μέτρα που μπορεί να λαμβάνει το ίδρυμα όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 27.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν τα σχέδια ανάκαμψης να περιλαμβάνουν κατάλληλες προϋποθέσεις και διαδικασίες για να διασφαλίζουν την έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, καθώς και ένα ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης. Τα κράτη μέλη απαιτούν τα σχέδια ανάκαμψης να λαμβάνουν υπόψη διάφορα σενάρια σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων που επηρεάζουν ολόκληρο το σύστημα, πιέσεων που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα και πιέσεων που επηρεάζουν το σύνολο του ομίλου.

7.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τον περαιτέρω καθορισμό ενός φάσματος σεναρίων που πρόκειται να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν από τα ιδρύματα να διατηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες το ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος.

9.   Το διοικητικό όργανο του ιδρύματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης πριν το υποβάλει στην αρμόδια αρχή.

10.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4, τις πληροφορίες τις οποίες πρέπει να περιλαμβάνει το σχέδιο ανάκαμψης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 6

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που υποχρεούνται να εκπονούν σχέδια ανάκαμψης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 7 παράγραφος 1, να υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή προς εξέταση. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να αποδεικνύουν στην αρμόδια αρχή ότι τα σχέδια αυτά πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 2.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, εντός έξι μηνών από την υποβολή κάθε σχεδίου και μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, εφόσον το σχέδιο αφορά το συγκεκριμένο υποκατάστημα, εξετάζουν τα εν λόγω σχέδια και αξιολογούν κατά πόσον κάθε σχέδιο ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 5, καθώς και τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η εφαρμογή των ρυθμίσεων που προτείνονται στο σχέδιο είναι ευλόγως πιθανό να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή του ομίλου, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών μέτρων που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει το ίδρυμα·

β)

το σχέδιο και οι συγκεκριμένες επιλογές στο πλαίσιο του σχεδίου είναι ευλόγως πιθανό να εφαρμοστούν ταχέως και αποτελεσματικά σε καταστάσεις οικονομικής πίεσης, αποφεύγοντας στο μέγιστο δυνατόν βαθμό τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και σεναρίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και άλλα ιδρύματα να εφαρμόσουν σχέδια ανάκαμψης εντός της ιδίας χρονικής περιόδου.

3.   Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των σχεδίων ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την καταλληλότητα της δομής του κεφαλαίου του ιδρύματος και της χρηματοδοτικής του δομής σε σχέση με τον βαθμό πολυπλοκότητας της οργανωτικής δομής και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος.

4.   Η αρμόδια αρχή παρέχει το σχέδιο ανάκαμψης στην αρχή εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξετάσει το σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να προσδιορίσει δράσεις περιλαμβανόμενες στο σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος και να υποβάλει συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τα θέματα αυτά.

5.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του, κοινοποιεί στο ίδρυμα ή τη μητρική επιχείρηση του ομίλου την αξιολόγησή της και απαιτεί από αυτό να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα εφόσον το εγκρίνουν οι αρχές, αναθεωρημένο σχέδιο, παρουσιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι εν λόγω ελλείψεις ή εμπόδια.

Η αρμόδια αρχή, πριν ζητήσει από ένα ίδρυμα να υποβάλει εκ νέου σχέδιο ανάκαμψης, παρέχει την ευκαιρία στο ίδρυμα να διατυπώσει τη γνώμη του για την απαίτηση αυτή.

Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι ελλείψεις και τα εμπόδια δεν αντιμετωπίσθηκαν επαρκώς στο αναθεωρημένο σχέδιο, μπορεί να συστήσει στο ίδρυμα να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο.

6.   Εάν το ίδρυμα δεν υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης ή εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι το αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις ελλείψεις και τα πιθανά εμπόδια που εντοπίστηκαν κατά την αρχική της αξιολόγηση, και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επαρκώς οι ελλείψεις ή τα εμπόδια μέσω σύστασης για συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο, η αρμόδια αρχή απαιτεί από το ίδρυμα να προσδιορίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, αλλαγές τις οποίες μπορεί να επιφέρει στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης.

Εάν το ίδρυμα δεν προσδιορίσει τις αλλαγές αυτές εντός της ορισθείσας από την αρμόδια αρχή προθεσμίας, ή εάν η αρμόδια αρχή εκτιμήσει ότι οι προτεινόμενες από το ίδρυμα δράσεις δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια, η αρμόδια αρχή μπορεί να συστήσει στο ίδρυμα να λάβει κάθε μέτρο που κρίνει απαραίτητο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των ελλείψεων και των εμποδίων και την επίπτωση των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος.

Η αρμόδια αρχή μπορεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, να συστήσει στο ίδρυμα:

α)

να μειώσει το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ρευστότητας·

β)

να καταστήσει δυνατή την έγκαιρη λήψη μέτρων ανακεφαλαιοποίησης·

γ)

να επανεξετάσει τη στρατηγική και τη δομή του ιδρύματος·

δ)

να πραγματοποιήσει αλλαγές στη στρατηγική χρηματοδότησης, ώστε να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

ε)

να πραγματοποιηθούν αλλαγές στη δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος.

Ο κατάλογος μέτρων που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα δυνάμει του εθνικού δικαίου.

7.   Όταν η αρμόδια αρχή απαιτεί από ένα ίδρυμα να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 6, η απόφασή της σχετικά με τα μέτρα είναι αιτιολογημένη και αναλογική.

Η απόφαση κοινοποιείται γραπτώς στο ίδρυμα και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 8 παράγραφος 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 7

Σχέδια ανάκαμψης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης εκπονούν και υποβάλλουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου. Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου συνίστανται σε σχέδιο ανάκαμψης για ολόκληρο τον όμιλο επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην. Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προβλέπει μέτρα που ενδέχεται να εφαρμοστούν στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης και σε κάθε θυγατρική.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 8, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητήσουν από τις θυγατρικές να εκπονήσουν και να υποβάλουν σχέδια ανάκαμψης σε ατομική βάση.

3.   Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου:

α)

στις οικείες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό στον οποίο τα σχέδια αφορούν το συγκεκριμένο υποκατάστημα·

γ)

στη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· και

δ)

στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

4.   Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου έχει ως στόχο να επιτευχθεί η σταθεροποίηση του ομίλου ως συνόλου ή οποιουδήποτε ιδρύματος του ομίλου, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα αίτια των δυσχερειών και να αποκατασταθεί η χρηματοοικονομική θέση του ομίλου ή του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη χρηματοοικονομική θέση άλλων οντοτήτων του ομίλου.

Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του συντονισμού και της συνέπειας των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένη στην Ένωση και στο επίπεδο των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), καθώς των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο των θυγατρικών και, όπου αυτό προβλέπεται σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, στο επίπεδο σημαντικών υποκαταστημάτων.

5.   Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, καθώς και κάθε σχέδιο που υλοποιείται για μια επιμέρους θυγατρική, περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 5. Τα εν λόγω σχέδια περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, ρυθμίσεις για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, που υιοθετούνται με βάση συμφωνία για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η οποία έχει συναφθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

6.   Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου περιλαμβάνουν σειρά επιλογών ανάκαμψης, όπου παρουσιάζονται οι ενέργειες για την αντιμετώπιση των σεναρίων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 6.

Για κάθε ένα από τα σενάρια, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προσδιορίζει αν υπάρχουν εμπόδια στην εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης εντός του ομίλου, καθώς και σε επίπεδο επιμέρους οντοτήτων που καλύπτει το σχέδιο, και αν υπάρχουν ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου.

7.   Το διοικητικό όργανο της οντότητας που εκπονεί το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 1, αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, πριν το υποβάλει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Άρθρο 8

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης ομίλου

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εξετάζει, από κοινού με τις αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 116α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τις αρμόδιες αρχές των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό αφορά το σημαντικό υποκατάστημα, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τα κριτήρια των άρθρων 6 και 7. Η αξιολόγηση αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 και με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων ανάκαμψης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές προσπαθούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με τα εξής:

α)

την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου·

β)

αν θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου· και

γ)

την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6.

Τα μέρη προσπαθούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με την εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου ή σχετικά με οποιαδήποτε άλλα μέτρα που απαιτείται να λάβει η μητρική επιχείρηση της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τα ζητήματα αυτά. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει απόφαση συνεκτιμώντας τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφαση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

Αν, κατά το τέλος της εν λόγω τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 7 έχει παραπέμψει θέμα που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

4.   Ελλείψει κοινής αποφάσεως μεταξύ των αρμόδιων αρχών εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με:

α)

το αν θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας αρμόδιας αρχής· και

β)

την εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6·

κάθε αρμόδια αρχή αποφασίζει η ίδια επί του εν λόγω ζητήματος.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή για τη θυγατρική αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.

5.   Οι άλλες αρμόδιες αρχές που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 4 μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου η οποία καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.

6.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ελλείψει κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα οικεία κράτη μέλη.

7.   Μετά από αίτημα αρμόδιας αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4, η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010 σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης και την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 στοιχεία α), β) και δ).

Άρθρο 9

Δείκτες σχεδίου ανάκαμψης

1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 5 έως 8, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν ώστε κάθε σχέδιο ανάκαμψης να περιλαμβάνει πλαίσιο δεικτών που καταρτίζεται από το ίδρυμα και προσδιορίζει τα σημεία στα οποία μπορούν να ληφθούν οι αναφερόμενες στο σχέδιο κατάλληλες δράσεις. Οι δείκτες αυτοί συμφωνούνται από τις αρμόδιες αρχές όταν προβαίνουν σε αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8. Οι δείκτες μπορεί να είναι ποιοτικής ή ποσοτικής φύσης, σχετιζόμενης με τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος, και θα είναι δυνατή η εύκολη παρακολούθησή τους. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα να εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση των δεικτών.

Παρά το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δύναται:

α)

να αναλάβει δράση στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψής του σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι όροι του σχετικού δείκτη, αλλά και όταν το διοικητικό όργανο του ιδρύματος το κρίνει σκόπιμο λόγω των συνθηκών· ή

β)

να μην αναλάβει τέτοιου είδους δράση εάν το διοικητικό όργανο του ιδρύματος δεν το κρίνει σκόπιμο λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων.

Η απόφαση να αναληφθεί μια δράση που αναφέρεται στο σχέδιο ανάκαμψης ή η απόφαση να μην αναληφθεί η δράση αυτή πρέπει να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση.

2.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, καταρτίζει, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζουν το κατώτατο όριο των ποιοτικών και των ποσοτικών δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Τμήμα 3

Σχεδιασμός της εξυγίανσης

Άρθρο 10

Σχέδια εξυγίανσης

1.   Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου υποκείμενο σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις ενέργειες εξυγίανσης στις οποίες μπορεί να προβεί η αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση. Οι πληροφορίες της παραγράφου 7 στοιχείο α) τίθενται εν γνώσει του σχετικού ιδρύματος.

2.   Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης εντοπίζει οποιαδήποτε σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και, όπου είναι αναγκαίο και αναλογικό, επισημαίνει τις σχετικές δράσεις μέσω των οποίων τα εμπόδια αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν, σύμφωνα με το κεφάλαιο II του παρόντος τίτλου.

3.   Το σχέδιο εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη σχετικά σενάρια, μεταξύ των οποίων και την περίπτωση ότι η πτώχευση ενδέχεται να είναι ιδιοσυγκρασιακή ή να εμφανίζεται σε μια περίοδο ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος. Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει τα ακόλουθα:

α)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

γ)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

4.   Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει μια ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως ασφάλειες.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα να τις βοηθούν στην κατάρτιση και την επικαιροποίηση των σχεδίων.

6.   Τα σχέδια εξυγίανσης επανεξετάζονται, και επικαιροποιούνται κατά περίπτωση, τουλάχιστον ετησίως και έπειτα από κάθε ουσιαστική μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος ή στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του θέση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου ή κατ’ άλλο τρόπο επιβάλλει αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης.

Για τον σκοπό της αναθεώρησης ή επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές επικοινωνούν αμέσως στις αρχές εξυγίανσης οποιαδήποτε αλλαγή η οποία καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή επικαιροποίηση.

7.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, στο σχέδιο εξυγίανσης παρουσιάζονται επιλογές για την εφαρμογή στο ίδρυμα των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στον τίτλο IV. Το σχέδιο περιλαμβάνει, προσδιορίζοντας ποσοτικά όταν αυτό ενδείκνυται και είναι εφικτό, τα εξής στοιχεία:

α)

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου·

β)

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα, οι οποίες έχουν επέλθει μετά την υποβολή των πλέον πρόσφατων πληροφοριών σχετικά με την εξυγίανση·

γ)

παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς, στον αναγκαίο βαθμό, από άλλες λειτουργίες, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια σε περίπτωση πτώχευσης του ιδρύματος·

δ)

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

ε)

λεπτομερή περιγραφή της εκτίμησης ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 15·

στ)

περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 17 για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 15·

ζ)

περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών, των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

η)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση των αρχών εξυγίανσης, ανά πάσα στιγμή·

θ)

επεξήγηση, από την αρχή εξυγίανσης, του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι επιλογές εξυγίανσης, χωρίς να προϋποτίθεται οιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, πέραν της χρήσης των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100,

ii)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

iii)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

ι)

λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα πιθανά σενάρια, καθώς και τα εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση χρονοδιαγράμματα·

ια)

περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων·

ιβ)

περιγραφή των επιλογών για τη διατήρηση της πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης και άλλων υποδομών και εκτίμηση της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων πελατών·

ιγ)

ανάλυση του αντικτύπου που θα έχει το σχέδιο στους υπαλλήλους του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τα εθνικά συστήματα διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους, όπου ισχύουν·

ιδ)

σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και με το κοινό·

ιε)

την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 και προθεσμία επίτευξης του επιπέδου αυτού, κατά περίπτωση·

ιστ)

κατά περίπτωση, την ελάχιστη απαίτηση των ιδίων κεφαλαίων και των συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1, καθώς και προθεσμία επίτευξης του επιπέδου αυτού, κατά περίπτωση·

ιζ)

περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος·

ιη)

κατά περίπτωση, οποιαδήποτε γνώμη διατυπώνεται από το ίδρυμα σε σχέση με το σχέδιο εξυγίανσης.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν από τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να τηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες το ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να θέτει προθεσμία εντός της οποίας το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) οφείλει να είναι σε θέση να παρουσιάσει αυτά τα αρχεία. Η ίδια προθεσμία ισχύει για όλα τα ιδρύματα και οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίζει διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 100. Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την εξουσία της αρμόδιας αρχής για συγκέντρωση πληροφοριών.

9.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται περαιτέρω το περιεχόμενο του σχεδίου εξυγίανσης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 11

Πληροφορίες για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης και της συνεργασίας από το ίδρυμα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από τα ιδρύματα:

α)

να συνεργάζονται όσο χρειάζεται κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης·

β)

να τους παρέχουν, είτε άμεσα είτε μέσω της αρμόδιας αρχής, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίων εξυγίανσης.

Συγκεκριμένα, οι αρχές εξυγίανσης να έχουν την εξουσία να απαιτούν, μεταξύ άλλων πληροφοριών, τις πληροφορίες και την ανάλυση που καθορίζονται στο τμήμα Β του παραρτήματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές στα σχετικά κράτη μέλη συνεργάζονται με τις αρχές εξυγίανσης, προκειμένου να επαληθεύουν αν είναι ήδη διαθέσιμες κάποιες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες, οι αρμόδιες αρχές τις παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες και ένα ελάχιστο σύνολο τυποποιημένων μορφότυπων και υποδειγμάτων για την παροχή των πληροφοριών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 12

Σχέδια εξυγίανσης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου να καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης ομίλων, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που το ζήτημα αφορά το συγκεκριμένο υποκατάστημα. Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου περιλαμβάνουν ένα σχέδιο εξυγίανσης στο επίπεδο του ομίλου που έχει επικεφαλής τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, ως συνόλου, είτε μέσω εξυγίανσης στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης είτε μέσω διάσπασης και εξυγίανσης των θυγατρικών. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου προσδιορίζει μέτρα για την εξυγίανση:

α)

της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης·

β)

των θυγατρικών που συμμετέχουν στον όμιλο και που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

γ)

των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)· και

δ)

βάσει του τίτλου VI, των θυγατρικών που συμμετέχουν στον όμιλο και που είναι εγκατεστημένες εκτός Ένωσης.

2.   Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται βάσει των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 11.

3.   Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου:

α)

παρουσιάζει τις δράσεις εξυγίανσης που πρέπει να αναληφθούν σε σχέση με τις οντότητες του ομίλου, τόσο μέσω δράσεων εξυγίανσης που αφορούν τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία β), γ) και δ), τη μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά ιδρύματα, όσο και μέσω συντονισμένων δράσεων εξυγίανσης που αφορούν θυγατρικά ιδρύματα, στα σενάρια που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3·

β)

εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα εργαλεία και οι εξουσίες εξυγίανσης θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και να ασκηθούν, κατά συντονισμένο τρόπο, σε οντότητες του ομίλου που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διευκόλυνση της αγοράς, από τρίτο μέρος, ολόκληρου του ομίλου ή χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή δραστηριοτήτων που ασκούνται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου ή συγκεκριμένες οντότητες του ομίλου, και προσδιορίζει πιθανά εμπόδια στη συντονισμένη εξυγίανση·

γ)

όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει οντότητες που έχουν συσταθεί σε τρίτες χώρες, προσδιορίζει τις κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας και συντονισμού με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών καθώς και τις συνέπειες για την εξυγίανση εντός της Ένωσης·

δ)

προσδιορίζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού συγκεκριμένων λειτουργιών ή επιχειρηματικών τομέων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης του ομίλου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση·

ε)

προσδιορίζει οποιεσδήποτε επιπλέον δράσεις δεν αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και τις οποίες η αρχή εξυγίανσης του ομίλου προτίθεται να αναλάβει για την εξυγίανση του ομίλου·

στ)

προσδιορίζει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι δράσεις εξυγίανσης του ομίλου και, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν η χρηματοδοτική ρύθμιση, θέτει τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης για την εν λόγω χρηματοδότηση μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης στα διάφορα κράτη μέλη. Το σχέδιο δεν προϋποθέτει κανένα από τα ακόλουθα:

i)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100,

ii)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

iii)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Οι αρχές αυτές ορίζονται βάσει δίκαιων και ισόρροπων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τις διατάξεις του άρθρου 107 παράγραφος 5 και τον αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

4.   Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρο 16 διεξάγεται ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την ενημέρωση των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 16.

5.   Το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου δεν έχει δυσανάλογα μεγάλο αντίκτυπο σε κανένα κράτος μέλος.

6.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς επιχειρηματικούς μορφότυπους των ομίλων στην εσωτερική αγορά.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 13

Απαιτήσεις και διαδικασία για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου

1.   Οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σύμφωνα με το άρθρο 11. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ).

Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο:

α)

στην ΕΑΤ·

β)

στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών·

γ)

στις αρμόδιες αρχές των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα·

δ)

στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ· και

ε)

στις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ).

Οι παρεχόμενες πληροφορίες από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προς τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών, τις αρχές εξυγίανσης των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και τις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη θυγατρική ή το σημαντικό υποκατάστημα. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην ΕΑΤ περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετική με τον ρόλο της ΕΑΤ όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με θυγατρικές σε τρίτες χώρες, η αρχή εξυγίανσης του ομίλου δεν είναι υποχρεωμένη να διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές χωρίς τη συναίνεση της οικείας εποπτικής αρχής ή της αρχής εξυγίανσης της τρίτης χώρας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών στις περιοχές δικαιοδοσίας κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταρτίζουν και διατηρούν σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δύνανται, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια και με την επιφύλαξη ότι τηρούν τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 98 της παρούσας οδηγίας, να ζητήσουν να συμμετάσχουν στην εκπόνηση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου αρχές εξυγίανσης από τρίτες χώρες όπου ο όμιλος έχει εγκατεστημένες θυγατρικές ή χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σημαντικά υποκαταστήματα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται τουλάχιστον άπαξ ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.

4.   Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.

Οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου. Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις γνώμες και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών. Η απόφαση διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

6.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, κάθε αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για μια θυγατρική λαμβάνει τη δική της απόφαση και καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο εξυγίανσης για τις οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της. Κάθε μεμονωμένη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη της τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών και αρχών εξυγίανσης. Κάθε αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η σχετική αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

7.   Οι άλλες αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 6 μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.

8.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 7, και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης.

9.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος άρθρου, κατ’ αίτηση μιας αρχής εξυγίανσης, η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκτός εάν οποιαδήποτε σχετική αρχή εξυγίανσης εκτιμήσει ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

10.   Σε περίπτωση που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 7, και που μια αρχή εξυγίανσης εκτιμά στο πλαίσιο της παραγράφου 9 ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δρομολογεί μια επανεκτίμηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Άρθρο 14

Διαβίβαση σχεδίων εξυγίανσης στις αρμόδιες αρχές

1.   Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

Δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 15

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, να αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί, εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο η αρχή εξυγίανσης είτε να το εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να το εξυγιάνει, εφαρμόζοντας στο ίδρυμα τα διάφορα εργαλεία και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ίδρυμα, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από το ίδρυμα. Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που κάποιο ίδρυμα θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

2.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει, τουλάχιστον, τα θέματα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

3.   Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται από την αρχή εξυγίανσης ταυτόχρονα και για τους σκοπούς κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10.

4.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου εξειδικεύονται τα θέματα προς εξέταση και τα κριτήρια για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων ή των ομίλων, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 16.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 16

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, και μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών αυτών, καθώς και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ)

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Ένας όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο οι αρχές εξυγίανσης είτε να εκκαθαρίσουν τις οντότητες του ομίλου στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να εξυγιάνουν τις οντότητες του ομίλου, εφαρμόζοντας σε αυτές τα διάφορα εργαλεία και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι οντότητες του ομίλου, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από τις οντότητες του ομίλου, είτε διότι αυτές μπορούν να διαχωριστούν εύκολα και εγκαίρως είτε με άλλα μέσα. Οι αρχές εξυγίανσης ομίλου ενημερώνουν εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που ένας όμιλος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου εξετάζεται από τα σώματα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 88.

2.   Για τους σκοπούς της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν, τουλάχιστον, τα θέματα που εξειδικεύονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

3.   Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται ταυτόχρονα και για τους σκοπούς της κατάρτισης και της επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 12. Η εκτίμηση γίνεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του άρθρου 13.

Άρθρο 17

Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν, σύμφωνα με μια εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, μια αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως τη διαπίστωση αυτή στο σχετικό ίδρυμα, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

2.   Η απαίτηση για τις αρχές εξυγίανσης να καταρτίσουν σχέδια εξυγίανσης και για τις σχετικές αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, του άρθρου 10 παράγραφος 1 και του άρθρου 13 παράγραφος 4 αντιστοίχως, αναστέλλεται ύστερα από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1, το ίδρυμα προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά ή εξαλείφονται τα εν λόγω ουσιαστικά εμπόδια.

4.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι τα μέτρα που προτείνει ένα ίδρυμα σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από το ίδρυμα, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λάβει εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου και κοινοποιεί εγγράφως τα εν λόγω μέτρα στο ίδρυμα, το οποίο εντός ενός μηνός προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς τα μέτρα αυτά.

Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει με ποιον τρόπο τα μέτρα που πρότεινε το ίδρυμα δεν θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην εξυγίανση και ότι τα προταθέντα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που συνιστούν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος, τη σταθερότητά του και την ικανότητά του να συμβάλλει στην οικονομία.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να λαμβάνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να απαιτούν από το ίδρυμα να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε ενδοομιλικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, ή να επανεξετάσει την απουσία τους, ή να καταρτίσει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών (είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη) για να καλύψει την επιτέλεση κρίσιμων λειτουργιών·

β)

να απαιτούν από το ίδρυμα να περιορίσει τα μέγιστα ατομικά και συνολικά ανοίγματά του·

γ)

να επιβάλλουν απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης·

δ)

να απαιτούν από το ίδρυμα να εκχωρήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

ε)

να απαιτούν από το ίδρυμα να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

στ)

να περιορίζουν ή να αποτρέπουν την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων·

ζ)

να απαιτούν αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου, η οποία βρίσκεται είτε άμεσα είτε έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

η)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία μητρική επιχείρηση να συστήσει μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση·

θ)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 45·

ι)

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να λάβει άλλα μέτρα για την τήρηση της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 45, και ειδικότερα να επιχειρήσει, μεταξύ άλλων, να επαναδιαπραγματευθεί οποιαδήποτε επιλέξιμη υποχρέωση, πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 2 που έχει εκδώσει, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου να είναι εφαρμοστέες σύμφωνα με το δίκαιο της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει αυτή την υποχρέωση ή το μέσο· και

ια)

στην περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι η θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτήσει από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο του ιδρύματος, εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση του ιδρύματος και να αποφευχθεί η περίπτωση να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στο μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου από την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IV.

6.   Η απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 4 πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

στηρίζεται σε αιτιολόγηση της εν λόγω εκτίμησης ή προσδιορισμού·

β)

αναφέρει με ποιον τρόπο η εν λόγω εκτίμηση ή προσδιορισμός συμμορφώνεται με την απαίτηση περί αναλογικής εφαρμογής, που προβλέπεται στην παράγραφο 4· και

γ)

μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης προσφυγής.

7.   Πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, την ορισθείσα αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στο συγκεκριμένο ίδρυμα, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της.

8.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, με τις οποίες προσδιορίζονται περαιτέρω λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 και τις περιστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί κάθε μέτρο.

Άρθρο 18

Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης: αντιμετώπιση σε επίπεδο ομίλου

1.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζουν την εκτίμηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 16 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε σχέση με όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν στον όμιλο.

2.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες τη διαβιβάζουν στις θυγατρικές που υπάγονται στην εποπτεία τους, και στις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα. Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια στην αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο. Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρησιακό μοντέλο του ιδρύματος και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.

3.   Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της Ένωσης μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

4.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

5.   Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης ή από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας της παραγράφου 3, αναλόγως με το ποια ημερομηνία προηγείται. Είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε επίπεδο ομίλου.

Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

7.   Ελλείψει κοινής απόφασης, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών λαμβάνουν οι ίδιες αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν οι θυγατρικές σε ατομικό επίπεδο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4. Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη σχετική θυγατρική από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

8.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 6 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης.

9.   Ελλείψει κοινής απόφασης σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ζ), η) ή ια), η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 6 ή 7 του παρόντος άρθρου, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, όπως ορίζεται το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

Ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη

Άρθρο 19

Συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) ή δ) και οι θυγατρικές της σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα που καλύπτονται από την ενοποιημένη εποπτεία της μητρικής επιχείρησης, μπορούν να συνάπτουν συμφωνία παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης σε κάθε άλλο μέρος της συμφωνίας το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου.

2.   Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις ενδοομιλικές χρηματοπιστωτικές συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών χρηματοδότησης και της εφαρμογής συμφωνιών κεντρικής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι κανένα από τα μέρη των συμφωνιών αυτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης.

3.   Η συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση:

α)

για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου σε οιαδήποτε οντότητα του ομίλου αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικές δυσκολίες εάν το ίδρυμα το αποφασίσει, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις πολιτικές του ομίλου, εφόσον αυτό δεν συνιστά κίνδυνο για το σύνολο του ομίλου· ή

β)

για την ανάπτυξη δραστηριότητας σε κράτος μέλος.

4.   Τα κράτη μέλη εξαλείφουν κάθε νομικό εμπόδιο της εθνικής νομοθεσίας στις συναλλαγές στήριξης εντός ομίλου οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς στις ενδοομιλικές συναλλαγές βάσει εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζει τις επιλογές που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που ενσωματώνει την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή που απαιτεί τον διαχωρισμό τμημάτων ενός ομίλου, ή δραστηριοτήτων που διεξάγονται εντός ενός ομίλου, για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

5.   Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου δύναται:

α)

να καλύπτει μία ή περισσότερες θυγατρικές του ομίλου, και να προβλέπει χρηματοπιστωτική στήριξη από τη μητρική επιχείρηση προς θυγατρικές, από θυγατρικές προς τη μητρική επιχείρηση, μεταξύ θυγατρικών του ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, ή κάθε άλλου συνδυασμού αυτών των οντοτήτων·

β)

να προβλέπει χρηματοπιστωτική στήριξη με τη μορφή δανείου, παροχής εγγυήσεων ή παροχής περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως εξασφάλιση, ή οποιονδήποτε συνδυασμό των εν λόγω μορφών χρηματοπιστωτικής στήριξης, σε μία ή περισσότερες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών μεταξύ του δικαιούχου της στήριξης και τρίτου μέρους.

6.   Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου, μια οντότητα του ομίλου συμφωνήσει να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη σε άλλη οντότητα του ομίλου, η συμφωνία μπορεί να περιλαμβάνει αμοιβαία συμφωνία εκ μέρους της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη στην οντότητα του ομίλου που παρέχει τη στήριξη.

7.   Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου προσδιορίζει τις αρχές του υπολογισμού του ανταλλάγματος για κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται δυνάμει της συμφωνίας. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν την υποχρέωση το αντάλλαγμα να καθορίζεται κατά την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης. Η συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των αρχών υπολογισμού του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης και των λοιπών όρων της συμφωνίας, συμμορφώνεται προς τις ακόλουθες αρχές:

α)

κάθε μέρος πρέπει να ενεργεί ελεύθερα κατά τη σύναψη της συμφωνίας·

β)

κατά τη σύναψη της συμφωνίας και τον καθορισμό του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης, κάθε μέρος πρέπει να δρα προς το μέγιστο συμφέρον του, στο οποίο μπορεί να συγκαταλέγεται κάθε άμεσο ή έμμεσο όφελος που ενδέχεται να προκύψει για ένα μέρος ως αποτέλεσμα της παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης·

γ)

κάθε μέρος που παρέχει χρηματοπιστωτική στήριξη πρέπει να έχει πλήρη γνώση των σχετικών πληροφοριών από τα μέρη που λαμβάνουν χρηματοπιστωτική στήριξη πριν από τον καθορισμό του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης και πριν από κάθε απόφαση για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης·

δ)

το αντάλλαγμα για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή του μέρους που παρέχει χρηματοπιστωτική στήριξη βάσει του γεγονότος ότι ανήκει στον ίδιο όμιλο με το μέρος που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη και οι οποίες δεν είναι δημοσιοποιημένες στην αγορά· και

ε)

οι αρχές υπολογισμού του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν είναι υποχρεωτικό να λαμβάνουν υπόψη οιονδήποτε αναμενόμενο προσωρινό αντίκτυπο στις αγοραίες τιμές ο οποίος προκύπτει από γεγονότα εξωτερικά προς τον όμιλο.

8.   Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου μπορεί να συνάπτεται μόνον εφόσον, κατά τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας, οι οικείες αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι κανένα από τα μέρη δεν πληροί τις προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε δικαίωμα, απαίτηση ή ενέργεια που προκύπτει από τη συμφωνία δύναται να ασκείται μόνον από τα μέρη της συμφωνίας χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου, εξαιρουμένων τρίτων μερών.

Άρθρο 20

Εξέταση της προτεινόμενης συμφωνίας από τις αρμόδιες αρχές και διαμεσολάβηση

1.   Το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση υποβάλλει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας αίτηση για έγκριση κάθε προτεινόμενης συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης που προτείνεται βάσει του άρθρου 19. Η αίτηση περιλαμβάνει το κείμενο της προτεινόμενης συμφωνίας και προσδιορίζει τις οντότητες του ομίλου που προτείνονται ως συμβαλλόμενα μέρη.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την αίτηση στις αρμόδιες αρχές κάθε θυγατρικής που προτείνεται ως συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας, προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, χορηγεί την άδεια εφόσον οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης που καθορίζονται στο άρθρο 23.

4.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας εάν κρίνεται ότι δεν συνάδει με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης δυνάμει του άρθρου 23.

5.   Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εφαρμογής της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης οιασδήποτε δημοσιονομικής συνέπειας, σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος, ως προς το αν οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις για χρηματοπιστωτική στήριξη που καθορίζονται στο άρθρο 23, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, το οποίο διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών εντός τεσσάρων μηνών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφασή της στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

7.   Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιανδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Άρθρο 21

Έγκριση της προτεινόμενης συμφωνίας από τους μετόχους

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν κάθε προτεινόμενη συμφωνία, για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να υποβάλλεται προς έγκριση στους μετόχους κάθε οντότητας του ομίλου που προτίθεται να συνάψει τη συμφωνία. Στην περίπτωση αυτή, η συμφωνία ισχύει μόνο για τα μέρη των οποίων οι μέτοχοι ενέκριναν τη συμφωνία σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης του ομίλου είναι έγκυρη ως προς μια οντότητα του ομίλου μόνο εφόσον οι μέτοχοί της έχουν εξουσιοδοτήσει το διοικητικό όργανο της εν λόγω οντότητας του ομίλου να αποφασίσει ότι η οντότητα αυτή παρέχει ή λαμβάνει χρηματοπιστωτική στήριξη σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο και η εν λόγω έγκριση των μετόχων δεν έχει ανακληθεί.

3.   Το διοικητικό όργανο κάθε οντότητας που αποτελεί μέρος της συμφωνίας υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση στους μετόχους σχετικά με την εκτέλεση της συμφωνίας και την εφαρμογή κάθε απόφασης που λαμβάνεται σύμφωνα με αυτήν.

Άρθρο 22

Διαβίβαση των συμφωνιών χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου στις αρχές εξυγίανσης

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης τις συμφωνίες χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου που έχουν εγκρίνει και τυχόν αλλαγές σε αυτές.

Άρθρο 23

Προϋποθέσεις για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου

1.   Η χρηματοπιστωτική στήριξη μπορεί να παρέχεται από οντότητα του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19 μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η παρεχόμενη στήριξη αναμένεται ευλόγως να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της οντότητας του ομίλου η οποία τη λαμβάνει,

β)

η παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης στοχεύει στη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ολόκληρου του ομίλου ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου και είναι προς το συμφέρον της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

γ)

η χρηματοπιστωτική στήριξη παρέχεται υπό όρους, συμπεριλαμβανομένου ανταλλάγματος σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 7·

δ)

αναμένεται ευλόγως, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση παροχής της χρηματοπιστωτικής στήριξης, ότι το αντάλλαγμα για τη στήριξη θα καταβληθεί και, εάν η στήριξη παρασχεθεί υπό μορφή δανείου, ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί από την οντότητα του ομίλου η οποία λαμβάνει τη στήριξη. Εάν η στήριξη παρασχεθεί υπό μορφή εγγύησης ή υπό οιαδήποτε μορφή χρεογράφου, ο ίδιος όρος ισχύει για την υποχρέωση που προκύπτει για τον αποδέκτη, εάν η εγγύηση ή το χρεόγραφο εκτελεστούν·

ε)

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν θέτει σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

στ)

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν απειλεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

ζ)

η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη συμμορφώνεται, κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΚ όσον αφορά το κεφάλαιο ή τη ρευστότητα και με κάθε απαίτηση που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΚ, η δε παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν οδηγεί την οντότητα του ομίλου σε παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων, εκτός εάν το επιτρέψει η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

η)

η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη συμμορφώνεται, κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, με τις απαιτήσεις περί μεγάλων ανοιγμάτων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε εθνικής νομοθεσίας προσφεύγει στις δυνατότητες που προβλέπονται σε αυτήν, η δε παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν οδηγεί την οντότητα του ομίλου σε παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων, εκτός εάν το επιτρέψει η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

θ)

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν υπονομεύει τη δυνατότητα εξυγίανσης της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α), γ), ε) και θ).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών όσον αφορά τη διευκρίνιση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 στοιχεία β), δ), στ), ζ) και η) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 24

Απόφαση για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης

Η απόφαση παροχής ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης, στο πλαίσιο της συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και αναφέρει τον στόχο της προτεινόμενης χρηματοπιστωτικής στήριξης. Ειδικότερα, στην απόφαση εξηγείται πώς η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 23 παράγραφος 1. Η απόφαση αποδοχής της ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης, στο πλαίσιο της συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου η οποία λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη.

Άρθρο 25

Δικαίωμα εναντίωσης των αρμόδιων αρχών

1.   Πριν από την παροχή στήριξης στο πλαίσιο συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου, το διοικητικό όργανο μιας οντότητας του ομίλου η οποία σκοπεύει να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη κοινοποιεί την πρόθεσή της:

α)

στην αρμόδια αρχή της·

β)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ), κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

γ)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη· και

δ)

στην ΕΑΤ.

Η σχετική κοινοποίηση περιλαμβάνει την αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 24 και τις λεπτομέρειες της προτεινόμενης χρηματοπιστωτικής στήριξης, συμπεριλαμβανομένου αντιγράφου της συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου.

2.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης, η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη μπορεί να συμφωνήσει για την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή να την απαγορεύσει ή περιορίσει εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου που θεσπίζονται στο άρθρο 23. Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη είναι αιτιολογημένη.

3.   Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να χορηγήσει, να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη κοινοποιείται πάραυτα:

α)

στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

β)

στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη· και

γ)

στην ΕΑΤ.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πάραυτα τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

4.   Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την οντότητα του ομίλου που λαμβάνει στήριξη έχει αντιρρήσεις σχετικά με την απόφαση απαγόρευσης ή περιορισμού της χρηματοπιστωτικής στήριξης, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ εντός δύο ημερών και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν απαγορεύσει ούτε περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στην παράγραφο 2, ή εάν συμφωνήσει πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος για την παροχή της εν λόγω στήριξης, η χρηματοπιστωτική στήριξη δύναται να παρασχεθεί σύμφωνα με τους όρους που έχουν υποβληθεί στην αρμόδια αρχή.

6.   Η απόφαση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος που παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη διαβιβάζεται:

α)

στην αρμόδια αρχή·

β)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ), και κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

γ)

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη, και

δ)

στην ΕΑΤ.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πάραυτα τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

7.   Εάν η αρμόδια αρχή περιορίσει ή απαγορεύσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και εάν το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 5 μνημονεύει ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου σε σχέση με την οποία περιορίζεται ή απαγορεύεται η στήριξη μπορεί να ζητήσει από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να δρομολογήσει μια επανεκτίμηση του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 8 ή, σε περίπτωση που το σχέδιο ανάκαμψης καταρτίζεται σε ατομική βάση, να ζητήσει από την οντότητα του ομίλου να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης.

Άρθρο 26

Γνωστοποίηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες ομίλου δημοσιοποιούν κατά πόσον έχουν συνάψει συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19 και ότι δημοσιοποιούν στο κοινό περιγραφή των γενικών όρων κάθε τέτοιας συμφωνίας και των επωνυμιών των οντοτήτων ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, και επικαιροποιούν τις εν λόγω πληροφορίες τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.

Εφαρμόζονται τα άρθρα 431 έως 434 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τη μορφή και το περιεχόμενο της περιγραφής που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Άρθρο 27

Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

1.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, μιας ταχέως επιδεινούμενης χρηματοπιστωτικής κατάστασης, στην οποία συμπεριλαμβάνονται επιδεινούμενη κατάσταση από πλευράς ρευστότητας και αυξανόμενο επίπεδο μόχλευσης, μη εξυπηρετούμενων δανείων ή συγκέντρωσης ανοιγμάτων, όπως η κατάσταση αυτή αποτιμάται βάσει ενός συνόλου ορίων ενεργοποίησης, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για το ίδρυμα προσαυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, του τίτλου II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή οποιουδήποτε από τα άρθρα 3 έως 7, 14 έως 17 και 24, 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους, με την επιφύλαξη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης ή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, να επικαιροποιήσει το σχέδιο ανάκαμψης αν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές του αρχικού σχεδίου ανάκαμψης και να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα του επικαιροποιημένου σχεδίου εντός ορισμένης προθεσμίας και με στόχο να εξασφαλιστεί ότι δεν ισχύουν πια οι περιστάσεις που αναφέρονται στην εισαγωγική πρόταση·

β)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να εξετάσει την κατάσταση, να προσδιορίσει μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων, καθώς και χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του·

γ)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να συγκαλέσει συνέλευση ή, εάν το διοικητικό όργανο δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, να συγκαλέσουν άμεσα συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να ορίσουν την ημερήσια διάταξη, καθώς και να απαιτήσουν την εξέταση ορισμένων αποφάσεων προς έγκριση από τους μετόχους·

δ)

να απαιτήσουν να απομακρυνθεί ή να αντικατασταθεί ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου ή ανώτατα διοικητικά στελέχη εάν τα εν λόγω πρόσωπα κριθούν ακατάλληλα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το άρθρο 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε)

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να καταρτίσει σχέδιο προς διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους με έναν ή όλους τους πιστωτές του σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, κατά περίπτωση·

στ)

να απαιτήσουν την αναθεώρηση της επιχειρηματικής στρατηγικής του ιδρύματος·

ζ)

να απαιτήσουν την εισαγωγή αλλαγών στις νομικές ή επιχειρησιακές δομές του ιδρύματος· και

η)

να συγκεντρώσουν, μεταξύ άλλων με επιτόπιες επιθεωρήσεις, και να διαβιβάσουν στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και να προετοιμάσουν την ενδεχόμενη εξυγίανση του ιδρύματος και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 36.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρχές εξυγίανσης όταν διαπιστώνουν ότι οι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 σε σχέση με ένα ίδρυμα, και στις εξουσίες των αρχών εξυγίανσης να περιλαμβάνεται η εξουσία να απαιτούν από το ίδρυμα έρθει σε επαφή με πιθανούς αγοραστές προκειμένου να προετοιμαστεί η εξυγίανση του ιδρύματος, υπό την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 και των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 84.

3.   Για καθένα από τα μέτρα της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές θέτουν κατάλληλη προθεσμία για την υλοποίησή του και προκειμένου να είναι σε θέση η αρμόδια αρχή να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου.

4.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθηθεί η συνεπής εφαρμογή της ενεργοποίησης για τη χρήση των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

5.   Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 4, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει ένα ελάχιστο σύνολο ορίων ενεργοποίησης για τη χρησιμοποίηση των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 28

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου

Σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης ενός ιδρύματος ή σημειώνονται σοβαρές παραβάσεις νόμων ή κανονισμών ή των καταστατικών των ιδρυμάτων ή σοβαρές διοικητικές παρατυπίες, και τα άλλα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 27 δεν επαρκούν για να αντιστραφεί η εν λόγω επιδείνωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να απαιτήσουν την απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος, είτε εν συνόλω είτε σε ατομική βάση. Ο διορισμός των νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του νέου διοικητικού οργάνου πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο και υπόκειται στην έγκριση ή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 29

Προσωρινός διαχειριστής

1.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει την αντικατάσταση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28, ανεπαρκή για την επανόρθωση της κατάστασης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να διορίσουν στο ίδρυμα έναν ή περισσότερους ειδικούς διαχειριστές (επιτρόπους). Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις, να διορίζουν οποιονδήποτε προσωρινό διαχειριστή προκειμένου είτε για να αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό όργανα του ιδρύματος είτε για να συνεργαστεί προσωρινά με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, απόφαση που η αρμόδια αρχή καθορίζει κατά τη στιγμή του διορισμού. Εάν η αρμόδια αρχή διορίσει προσωρινό διαχειριστή προκειμένου να συνεργαστεί με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, η αρμόδια αρχή διευκρινίζει περαιτέρω, κατά τη στιγμή του διορισμού, τον ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, καθώς και κάθε απαίτηση έναντι του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος να ζητά τη γνώμη ή να εξασφαλίζει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την ανάληψη ορισμένων δράσεων. Η αρμόδια αρχή οφείλει να δημοσιοποιεί τον διορισμό οποιουδήποτε προσωρινού διαχειριστή, εκτός εάν ο προσωρινός διαχειριστής δεν έχει αρμοδιότητα εκπροσώπησης του ιδρύματος. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι κάθε προσωρινός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του και ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.

2.   Η αρμόδια αρχή προσδιορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού του, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις. Οι εν λόγω εξουσίες μπορούν να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος βάσει του καταστατικού του ιδρύματος και του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του διαχειριστή να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος. Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή όσον αφορά το ίδρυμα συμμορφώνονται προς το εφαρμοστέο εταιρικό δίκαιο.

3.   Ο ρόλος και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή διευκρινίζονται από την αρμόδια αρχή κατά τη στιγμή του διορισμού και μπορούν να περιλαμβάνουν την επιβεβαίωση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, τη διαχείριση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή μέρους των εν λόγω δραστηριοτήτων του ιδρύματος με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, και τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος. H αρμόδια αρχή διευκρινίζει τα όρια του ρόλου και των καθηκόντων του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για τον διορισμό και την απομάκρυνση κάθε προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απομακρύνει έναν προσωρινό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο. Η αρμόδια αρχή μπορεί να τροποποιήσει τους όρους διορισμού ενός προσωρινού διαχειριστή ανά πάσα στιγμή, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου.

5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί ως προϋπόθεση την πρότερη συγκατάθεσή της για ορισμένες δράσεις του προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή διευκρινίζει κάθε σχετική απαίτηση κατά τη στιγμή του διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ή κατά τη στιγμή οιασδήποτε τροποποίησης των όρων διορισμού του προσωρινού διαχειριστή.

Σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος και να διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνον με την πρότερη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.

6.   Η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από τον προσωρινό διαχειριστή να συντάσσει εκθέσεις με θέμα τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διορισμού του, ανά χρονικά διαστήματα που ορίζονται από την αρμόδια αρχή και κατά τη λήξη της θητείας του.

7.   Ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν υπερβαίνει σε διάρκεια το ένα έτος. Η εν λόγω περίοδος μπορεί κατ’ εξαίρεση να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις διορισμού του προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη να αποφασίσει εάν οι συνθήκες επιτρέπουν την παραμονή του προσωρινού διαχειριστή και να δικαιολογήσει κάθε σχετική απόφαση στους μετόχους.

8.   Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν θίγει τα δικαιώματα των μετόχων τα οποία προβλέπονται από το ενωσιακό ή το εθνικό εταιρικό δίκαιο.

9.   Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη κάθε προσωρινού διαχειριστή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ειδικού διαχειριστή βάσει της παραγράφου 3.

10.   Ο προσωρινός διαχειριστής που διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται σκιώδης διευθυντής ή de facto διευθυντής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 30

Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμός προσωρινού διαχειριστή για τους ομίλους

1.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 27 ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 29 όσον αφορά μητρική επιχείρηση της Ένωσης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας.

2.   Μετά την εν λόγω ειδοποίηση και διαβούλευση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα του άρθρου 27 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 29 ως προς τη σχετική μητρική επιχείρηση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφαση στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

3.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 27 ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 29 όσον αφορά θυγατρική μητρικής επιχείρησης της Ένωσης, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση και σκοπεύει να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Κατά την παραλαβή της κοινοποίησης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να εκτιμήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή απαιτήσεων δυνάμει του άρθρου 27 ή από τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 29 στο οικείο ίδρυμα, στον όμιλο ή σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη. Διαβιβάζει την εν λόγω εκτίμηση στην αρμόδια αρχή εντός τριών ημερών.

Μετά την εν λόγω κοινοποίηση και διαβούλευση, η αρμόδια αρχή αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα του άρθρου 27 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 29. Στην απόφαση συνεκτιμάται δεόντως οποιαδήποτε εκτίμηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφαση στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

4.   Σε περίπτωση που περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 27 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα του ίδιου ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές εξετάζουν εάν ενδείκνυται περισσότερο ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες ή να συντονίσουν την εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων του άρθρου 27 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν τυχόν ενέργειες αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης του σχετικού ιδρύματος. Η εκτίμηση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των υπόλοιπων σχετικών αρμοδίων αρχών. H κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο που παρέχει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων αρχών, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Ελλείψει κοινής αποφάσεως εντός πέντε ημερών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών μπορούν να λάβουν μεμονωμένες αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα ιδρύματα για τα οποία είναι υπεύθυνες καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 27.

5.   Όταν σχετική αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση που έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή την παράγραφο 3, ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 6.

6.   Η ΕΑΤ μπορεί, κατ’ αίτηση οποιασδήποτε αρμόδια αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές που σκοπεύουν να εφαρμόσουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τα σημεία 4), 10), 11) και 19) του τμήματος A του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της παρούσας οδηγίας ή του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο εβ) της παρούσας οδηγίας να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Η απόφαση κάθε αρμόδιας αρχής είναι αιτιολογημένη. Η απόφαση λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 3 ή το χρονικό διάστημα πέντε ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4, καθώς και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα σχετικά κράτη μέλη. Οι αποφάσεις διαβιβάζονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και στις θυγατρικές από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, εάν, πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος πέντε ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές αρμόδιες αρχές αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε τις αποφάσεις τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός τριών ημερών. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη του πενθημέρου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

8.   Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών ημερών, εφαρμόζονται μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 3, ή την παράγραφο 4 τρίτο εδάφιο.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

Στόχοι, προϋποθέσεις και γενικές αρχές

Άρθρο 31

Στόχοι της εξυγίανσης

1.   Όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και επιλέγουν τα εργαλεία και τις εξουσίες που επιτυγχάνουν καλύτερα τους στόχους που αντιστοιχούν στις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

2.   Οι στόχοι της εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι οι εξής:

α)

να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών·

β)

να αποφευχθούν σημαντικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης, μεταξύ άλλων στις υποδομές της αγοράς, και με τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά·

γ)

να προστατευθούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

δ)

να προστατευθούν οι καταθέτες που καλύπτονται από την οδηγία 2014/49/ΕΕ και οι επενδυτές που καλύπτονται από την οδηγία 97/9/ΕΚ·

ε)

να προστατευθούν τα κεφάλαια των πελατών και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.

Κατά την επιδίωξη των ανωτέρω στόχων, η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το κόστος της εξυγίανσης και να την καταστροφή αξίας εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης.

3.   Υπό την επιφύλαξη των διαφόρων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, οι στόχοι εξυγίανσης είναι ίσης σημασίας, και οι αρχές εξυγίανσης τους εξισορροπούν δεόντως ανάλογα με τη φύση και τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Άρθρο 32

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να αναλαμβάνουν δράση για την εξυγίανση ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει γίνεται από την αρμόδια αρχή ύστερα από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ή, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων της παραγράφου 2, από την αρχή εξυγίανσης ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή·

β)

λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους, κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων του ΘΣΠ) και καμία εποπτική δράση (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 2 που αναλαμβάνεται έναντι του ιδρύματος δεν προσδοκάται ρεαλιστικά ότι θα αποτρέψει την πτώχευση του ιδρύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

γ)

η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εκτός της αρμόδιας αρχής τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 μπορεί να την κάνει και η αρχή εξυγίανσης μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, μόνο εάν οι βάσει της εθνικής νομοθεσίας αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τα αναγκαία μέσα, και ιδίως επαρκή πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες, για να προβούν στη διαπίστωση αυτή. Η αρμόδια αρχή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρχή εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία την οποία ζητά η αρχή εξυγίανσης για να τεκμηριώσει την εκτίμησή της.

3.   Η προηγούμενη λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27 δεν αποτελεί προϋπόθεση για να αναληφθεί δράση εξυγίανσης.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το ίδρυμα παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον τις απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση της άδειας λειτουργίας, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων διότι το ίδρυμα έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του·

β)

τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται, των υποχρεώσεών του·

γ)

το ίδρυμα δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι το ίδρυμα δεν θα είναι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να εξοφλήσει τις οφειλές του ή να ανταποκριθεί σε άλλες υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

δ)

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη εκτός εάν, προκειμένου να αποτραπεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός κράτους μέλους και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λάβει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

i)

κρατική εγγύηση για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχονται από κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με τους όρους των κεντρικών τραπεζών,

ii)

κρατική εγγύηση για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, ή

iii)

εισφορά ιδίων κεφαλαίων ή αγορά κεφαλαιακών μέσων σε τιμές και με όρους που δεν παρέχουν πλεονέκτημα υπέρ του ιδρύματος, εφόσον δεν υφίστανται ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στην παρούσα παράγραφο στοιχεία α), β) ή γ) ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 κατά τη στιγμή της χορήγησης της κρατικής στήριξης.

Σε καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία i), ii) και iii) του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου, τα αναφερόμενα εγγυοδοτικά ή ισοδύναμα μέτρα περιορίζονται σε φερέγγυα ιδρύματα και υπόκεινται σε έγκριση δυνάμει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων στην Ένωση. Τα μέτρα αυτά έχουν προληπτικό και προσωρινό χαρακτήρα, είναι αναλογικά ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής και δεν χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν ζημίες που ήδη έχει υποστεί το ίδρυμα ή είναι πιθανό να υποστεί στο εγγύς μέλλον.

Τα μέτρα στήριξης του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ) σημείο iii) περιορίζονται στις εισφορές τις αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη κεφαλαίων που έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο εθνικό, ενωσιακό ή ενιαίου μηχανισμού εποπτείας (SSM), ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου ελέγχου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ΕΑΤ ή των εθνικών αρχών, κατά περίπτωση, με επιβεβαίωση από την αρμόδια αρχή.

Έως τις 3 Ιανουαρίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με το είδος των προαναφερθεισών προσομοιώσεων, ελέγχων ή διερευνήσεων που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε τέτοια στήριξη.

Έως την 31η Δεκεμβρίου2015, η Επιτροπή επανεξετάζει κατά πόσον εξακολουθεί να χρειάζεται να επιτρέπονται τα μέτρα στήριξης του στοιχείου δ) σημείου iii) του πρώτου εδαφίου και ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σε περίπτωση συνέχισης, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Εφόσον ενδείκνυται, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 31, και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.

6.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά την ερμηνεία των διαφόρων περιστάσεων όπου το ίδρυμα θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει.

Άρθρο 33

Προϋποθέσεις εξυγίανσης όσον αφορά χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εταιρείες συμμετοχών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 τόσο ως προς το χρηματοοικονομικό ίδρυμα όσο και ως προς τη μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 τόσο ως προς την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) όσο και ως προς μία ή περισσότερες θυγατρικές οι οποίες είναι ιδρύματα ή, σε περίπτωση που η θυγατρική δεν είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, όταν η αρχή της τρίτης χώρας έχει διαπιστώσει ότι η θυγατρική πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση βάσει της νομοθεσίας της τρίτης χώρας.

3.   Σε περίπτωση που τα θυγατρικά ιδρύματα μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου να αναλαμβάνονται έναντι της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, και δεν αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της μεικτής εταιρείας συμμετοχών.

4.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου παρά το γεγονός ότι μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να αναλάβουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), όταν μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές οι οποίες είναι ιδρύματα πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφοι 1, 4 και 5, επίσης δε τα περιουσιακά τους στοιχεία και οι υποχρεώσεις τους είναι τέτοιου είδους ώστε η πτώχευσή τους να απειλεί το ίδρυμα ή τον όμιλο στο σύνολό του, ή το πτωχευτικό δίκαιο του κράτους μέλους να απαιτεί να αντιμετωπίζονται οι όμιλοι ως σύνολο και η δράση έναντι της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) είναι αναγκαία για την εξυγίανση των θυγατρικών αυτών οι οποίες είναι ιδρύματα ή για την εξυγίανση ολόκληρου του ομίλου.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 και του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, όταν αξιολογούν κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 σε σχέση με μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ιδρύματα, η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος και η αρχή εξυγίανσης της οντότητας που αναφέρεται στα στοιχεία γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 μπορούν, με κοινή συμφωνία, να αγνοήσουν οποιεσδήποτε ενδοομιλικές μεταφορές κεφαλαίων ή ζημιών μεταξύ των οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής.

Άρθρο 34

Γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης λαμβάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

οι μέτοχοι του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν πρώτοι τις ζημίες·

β)

οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν ζημίες μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζει η παρούσα οδηγία·

γ)

το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση αντικαθίστανται, εκτός από περιπτώσεις κατά τις οποίες η παραμονή του διοικητικού οργάνου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών, εν όλω ή εν μέρει, όπως ενδείκνυται βάσει των περιστάσεων, κρίνεται αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης·

δ)

το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση παρέχουν κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

ε)

τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθίστανται υπόλογα, υπό την επιφύλαξη του δικαίου του κράτους μέλους, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου, για την ευθύνη που φέρουν για την πτώχευση του ιδρύματος·

στ)

πλην αντιθέτου διατάξεως της παρούσας οδηγίας, οι πιστωτές της ιδίας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

ζ)

κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις των άρθρων 73 έως 75·

η)

οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται πλήρως· και

θ)

η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι οντότητα ομίλου, με την επιφύλαξη του άρθρου 31, οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης κατά τρόπο που ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στις λοιπές οντότητες του ομίλου και στο σύνολο του ομίλου, καθώς και τις δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, και ιδίως στις χώρες όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

3.   Όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, τα κράτη μέλη φροντίζουν, ανάλογα με την περίπτωση, να συμμορφώνονται με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

4.   Όταν σε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος ή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα θεωρείται ως υποκείμενο σε πτωχευτικές διαδικασίες ή ανάλογες διαδικασίες αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου (30).

5.   Κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης, όποτε ενδείκνυται, ενημερώνουν και ζητούν τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων.

6.   Οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν εξουσίες εξυγίανσης υπό την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα συμβούλια της εταιρείας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

Ειδική διαχείριση

Άρθρο 35

Ειδική διαχείριση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή (επίτροπο) προς αντικατάσταση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος υπό εξυγίανση. Οι αρχές εξυγίανσης γνωστοποιούν στο κοινό τον διορισμό του ειδικού διαχειριστή. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.   Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος. Ωστόσο, ο ειδικός διαχειριστής μπορεί να ασκεί τις εξουσίες αυτές μόνο υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης.

3.   Ο ειδικός διαχειριστής έχει το νόμιμο καθήκον να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προώθηση των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 και την εφαρμογή δράσεων εξυγίανσης σύμφωνα με την απόφαση της αρχής εξυγίανσης. Εν ανάγκη, το καθήκον αυτό υπερισχύει κάθε άλλου διοικητικού καθήκοντος σύμφωνα με το καταστατικό του ιδρύματος ή το εθνικό δίκαιο, όταν προκύπτει θέμα ασυμβίβαστου μεταξύ τους. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν αύξηση κεφαλαίου, αναδιοργάνωση της ιδιοκτησιακής δομής του ιδρύματος ή εξαγορές από ιδρύματα που είναι υγιή από χρηματοοικονομική και οργανωτική άποψη, σύμφωνα με τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να θέτουν όρια στη δράση του ειδικού διαχειριστή ή να προβάλλουν την απαίτηση να υπόκεινται ορισμένες δράσεις του στην προγενέστερη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν ανά πάσα στιγμή να απομακρύνουν τον ειδικό διαχειριστή από τα καθήκοντά του.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον ειδικό διαχειριστή να καταρτίζει εκθέσεις για την αρχή εξυγίανσης η οποία τον διόρισε σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ανά τακτά διαστήματα τα οποία ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς επίσης και κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας του.

6.   Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται για χρονική διάρκεια που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Η θητεία του μπορεί να ανανεωθεί, κατ’ εξαίρεση, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αποφανθεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις για τον διορισμό ειδικού διαχειριστή.

7.   Εάν περισσότερες από μία αρχές εξυγίανσης σκοπεύουν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή σε μια οντότητα συνδεδεμένη με όμιλο, εξετάζουν κατά πόσον θα ήταν προτιμότερο να διορίσουν τον ίδιο ειδικό διαχειριστή για όλες τις εμπλεκόμενες οντότητες, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή λύσεων για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των οντοτήτων αυτών.

8.   Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, και εφόσον το εθνικό δίκαιο προβλέπει τον διορισμό οργάνου διαχείρισης αφερεγγυότητας, η διαχείριση αυτή μπορεί να ανατίθεται σε ειδικό διαχειριστή, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

Αποτίμηση

Άρθρο 36

Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης

1.   Πριν αναλάβουν δράση εξυγίανσης ή ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, καθώς και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ). Με την επιφύλαξη της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 85, όταν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου η αποτίμηση θεωρείται οριστική.

2.   Σε περίπτωση που η ανεξάρτητη αποτίμηση δυνάμει της παραγράφου 1 είναι αδύνατη, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να προβαίνουν σε προσωρινή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου.

3.   Στόχος της αποτίμησης είναι η εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 32 και 33.

4.   Οι σκοποί της αποτίμησης είναι:

α)

να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα εάν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις εξυγίανσης ή οι προϋποθέσεις απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων·

β)

εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την ανάληψη κατάλληλης δράσης εξυγίανσης για το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ)

όταν ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης ή της αραίωσης (dilution) των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, καθώς και σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων·

δ)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των επιλέξιμων υποχρεώσεων·

ε)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος ή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση, καθώς και σχετικά με την αξία κάθε αντιτίμου που πρέπει να καταβληθεί στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

στ)

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση περί περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή μετοχών ή λοιπών μέσων ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 38·

ζ)

σε κάθε περίπτωση, να διασφαλισθεί ότι οιαδήποτε ζημία επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) αναγνωρίζεται πλήρως κατά τη στιγμή της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων.

5.   Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές, μεταξύ άλλων ως προς τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και το μέγεθος των ζημιών. Η αποτίμηση δεν θεωρεί δεδομένη την ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή οιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) από τη στιγμή που αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης ή ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων. Επιπλέον, η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση που εφαρμοστεί εργαλείο εξυγίανσης:

α)

η αρχή εξυγίανσης και οιαδήποτε χρηματοδοτική ρύθμιση δυνάμει του άρθρου 101 μπορεί να ανακτήσει κάθε εύλογη δαπάνη που δεόντως προέκυψε από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 7·

β)

η ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης μπορεί να περιλαμβάνει χρέωση τόκων ή προμηθειών για κάθε δάνειο ή εγγύηση που παρέχεται προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 101.

6.   Η αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία και αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 στοιχείο β), γ) ή δ):

α)

ενημερωμένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

ανάλυση και εκτίμηση της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων·

γ)

κατάλογο των εκκρεμών εντός και εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων που εμφανίζονται στα βιβλία και στα αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και των βαθμών προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

7.   Κατά περίπτωση, και προκειμένου να λαμβάνονται με εμπεριστατωμένο τρόπο οι αποφάσεις της παραγράφου 4 στοιχεία ε) και στ), οι πληροφορίες του στοιχείου β) της παραγράφου 6 μπορούν να συνοδεύονται από ανάλυση και εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βάσει αγοραίας αξίας.

8.   Στην αποτίμηση αναφέρεται η κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις, σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου, και εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών, εάν το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) υφίστατο εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζει την τήρηση της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, που εφαρμόζεται κατά την έννοια του άρθρου 74.

9.   Σε περίπτωση που, λόγω έκτακτων περιστάσεων, δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 6 και 8 ή ισχύει η παράγραφος 2, πραγματοποιείται προσωρινή αποτίμηση. Η προσωρινή αποτίμηση συνάδει με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 και, στον βαθμό που ευλόγως το επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 6 και 8.

Η προσωρινή αποτίμηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο περιλαμβάνει απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες, δεόντως αιτιολογημένο.

10.   Αποτίμηση που δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου θεωρείται προσωρινή, έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο πρόσωπο αποτίμηση η οποία να είναι απολύτως συμβατή με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν. Μπορεί να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 74, ή ταυτόχρονα με εκείνη και από το ίδιο ανεξάρτητο πρόσωπο, αλλά είναι διαφορετική από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74.

Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι:

α)

να διασφαλιστεί ότι οιεσδήποτε ζημίες επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου παράγραφος 1 1 στοιχείο β), γ) ή δ) καταγράφονται πλήρως στα λογιστικά βιβλία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

να ληφθεί εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξηση της αξίας του καταβληθέντος αντιτίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 11.

11.   Σε περίπτωση που από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση προκύψει καθαρή αξία ενεργητικού του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μεγαλύτερη από αυτήν της προσωρινής αποτίμησης της καθαρής αξίας ενεργητικού του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να ασκήσει τις εξουσίες της και να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των πιστωτών ή των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα·

β)

να εισηγηθεί σε μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων να καταβάλει προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση επιπλέον αντίτιμο για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, ή, ανάλογα με την περίπτωση, για τις μετοχές ή τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

12.   Παρά την παράγραφο 1, η προσωρινή αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με τις παραγράφους 9 και 10 αποτελεί έγκυρη βάση προκειμένου οι αρχές εξυγίανσης να προβούν σε ενέργειες εξυγίανσης, μεταξύ άλλων να αναλάβουν τον έλεγχο ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης, ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, ή να ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων.

13.   Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης ή για την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, ή της απόφασης για την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων. Η αποτίμηση αυτή καθεαυτή δεν υπόκειται σε χωριστό δικαίωμα προσφυγής αλλά μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής μόνο μαζί με την απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 85.

14.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα πρόσωπο είναι ανεξάρτητο από την αρχή εξυγίανσης και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς του άρθρου 74.

15.   Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα κριτήρια για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 3 και 9 του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς του άρθρου 74:

α)

τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων δυνάμει των άρθρων 36 και 74·

γ)

τη μέθοδο υπολογισμού και συμπερίληψης του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες στην προσωρινή αποτίμηση.

16.   Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 14 το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στις παραγράφους 14 και 15, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV

Εργαλεία εξυγίανσης

Τμήμα 1

Γενικές αρχές

Άρθρο 37

Γενικές αρχές των εργαλείων εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης σε ιδρύματα και σε οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις για εξυγίανση.

2.   Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εφαρμόσει ένα εργαλείο εξυγίανσης σε ίδρυμα ή σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και η εν λόγω δράση εξυγίανσης προκαλέσει ζημίες που επιβαρύνουν τους πιστωτές ή οδηγήσει σε μετατροπή των απαιτήσεών τους, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59 αμέσως πριν ή παράλληλα με την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης.

3.   Τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα εξής:

α)

το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

β)

το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος·

γ)

το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων·

δ)

το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα.

4.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 5, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης είτε μεμονωμένα είτε υπό οιονδήποτε συνδυασμό.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων μόνο σε συνδυασμό με άλλο εργαλείο εξυγίανσης.

6.   Όταν χρησιμοποιούνται μόνο τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου, και χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση μόνο μέρους των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, το εναπομένον ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), από το οποίο ή την οποία έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις, εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η εκκαθάριση αυτή πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 65, προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης, και λαμβανομένου επίσης υπόψη κάθε άλλου λόγου ο οποίος επιτάσσει τη συνέχιση της λειτουργίας του εναπομένοντος ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της εξυγίανσης ή να τηρούνται οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 34.

7.   Η αρχή εξυγίανσης και οιαδήποτε χρηματοδοτική ρύθμιση δυνάμει του άρθρου 101 μπορεί να ανακτά κάθε εύλογη δαπάνη που προέκυψε από την άσκηση των εργαλείων εξυγίανσης ή των εξουσιών ή των εργαλείων κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

υπό μορφή παρακράτησης από οιοδήποτε αντίτιμο καταβάλλεται από αποδέκτη προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

β)

από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, ως προνομιακός πιστωτής· ή

γ)

από τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος ή του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ως προνομιακός πιστωτής.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες του εθνικού πτωχευτικού δικαίου οι οποίοι άπτονται της ακυρωσίας και της κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών δεν εφαρμόζονται στις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση προς άλλη οντότητα δυνάμει της εφαρμογής εργαλείου εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσίας εξυγίανσης ή της χρήσης εργαλείου κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης.

9.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στις αρχές εξυγίανσης πρόσθετα εργαλεία και εξουσίες που μπορούν να ασκούνται όταν ένα ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, εφόσον:

α)

όταν εφαρμόζονται σε διασυνοριακό όμιλο, οι εν λόγω πρόσθετες εξουσίες δεν θέτουν εμπόδια στην αποτελεσματική εξυγίανση του ομίλου· και

β)

συνάδουν με τους στόχους της εξυγίανσης και με τις γενικές αρχές περί εξυγίανσης, όπως καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34.

10.   Στην εντελώς εξαιρετική περίπτωση συστημικής κρίσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητά χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρησιμοποιώντας τα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης των άρθρων 56 έως 58, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας, οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και οι κάτοχοι άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων έχουν συνεισφέρει, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο, στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που ισοδυναμεί στο 8 % τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36·

β)

χορηγείται προηγούμενη και τελική έγκριση βάσει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων της Ένωσης.

Τμήμα 2

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

Άρθρο 38

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα:

α)

μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό εξυγίανση·

β)

όλα ή οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του αγοραστή και χωρίς να τηρούνται διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 39.

2.   Μια μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

3.   Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο ώστε να εξασφαλίσουν εμπορικούς όρους για τη μεταβίβαση οι οποίοι συνάδουν με την αποτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 36, έχοντας υπόψη τις εκάστοτε περιστάσεις.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, οιοδήποτε αντάλλαγμα καταβάλλεται από τον αγοραστή αποβαίνει προς όφελος:

α)

των κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων προς τον αγοραστή μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης προς τον αγοραστή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

5.   Μετά την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

6.   Κατόπιν της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, με τη συγκατάθεση του αγοραστή, να ασκήσουν τις εξουσίες μεταβίβασης όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί στον αγοραστή, προκειμένου να αναμεταβιβαστούν τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στο ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι μετοχές ή τα λοιπά μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν πίσω κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή μετοχή ή άλλο μέσο ιδιοκτησίας.

7.   Ένας αγοραστής διαθέτει τη δέουσα άδεια λειτουργίας προκειμένου να διεκπεραιώσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνει όταν πραγματοποιείται η μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν την έγκαιρη εξέταση της αίτησης χορήγησης της άδειας, σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση.

8.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 22 έως 25 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από την απαίτηση κοινοποίησης στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 26 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 11 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση που μια μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα του είδους που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος πραγματοποιεί εγκαίρως την εκτίμηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

9.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 8 κατά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων από την αρχή εξυγίανσης, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

η εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή παράγει αμέσως έννομες συνέπειες·

β)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), τα δικαιώματα ψήφου του αγοραστή βάσει των εν λόγω μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλεται και εκχωρείται αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υποχρεούται να ασκεί τα σχετικά δικαιώματα ψήφου και δεν φέρει οιαδήποτε ευθύνη για την άσκηση ή την παράλειψη άσκησης αυτών των δικαιωμάτων ψήφου·

γ)

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), οι κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών σύμφωνα με τα άρθρα 66, 67 και 68 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν ισχύουν για την εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)

αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκτίμησης από την αρμόδια αρχή, η αρμόδια αρχή ειδοποιεί εγγράφως την αρχή εξυγίανσης και τον αγοραστή σχετικά με την εκ μέρους της έγκριση ή, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αντίθεση στη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή·

ε)

εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή, τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας θεωρείται πλήρως εκχωρηθέν στον αγοραστή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρχή εξυγίανσης και ο αγοραστής λαμβάνουν την εν λόγω ειδοποίηση περί έγκρισης από την αρμόδια αρχή·

στ)

εάν η αρμόδια αρχή αντιταχθεί στη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή:

i)

τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όπως προβλέπεται στο στοιχείο β), παραμένει σε πλήρη ισχύ·

ii)

η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να εκποιήσει αυτές τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας εντός περιόδου εκποίησης που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, αφού ληφθούν υπόψη οι επικρατούσες συνθήκες στην αγορά· και

iii)

εάν ο αγοραστής δεν ολοκληρώσει την εν λόγω εκποίηση εντός της περιόδου εκποίησης που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, η αρμόδια αρχή, με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης, μπορεί να επιβάλει στον αγοραστή κυρώσεις και λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών βάσει των άρθρων 66, 67 και 68 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

10.   Οι μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII του τίτλου IV.

11.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

12.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αγοραστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια, σε συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

δεν εμποδίζεται η πρόσβαση επειδή ο αγοραστής δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο·

β)

σε περίπτωση που ο αγοραστής δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του αγοραστή προς την αρχή εξυγίανσης.

13.   Με την επιφύλαξη του τίτλου IV κεφάλαιο VII, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Άρθρο 39

Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων: διαδικαστικές απαιτήσεις

1.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, όταν εφαρμόζει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων σε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η αρχή εξυγίανσης θέτει σε πώληση, ή προβαίνει σε ρυθμίσεις για τη θέση σε πώληση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που σκοπεύει να μεταφέρει η αρχή. Ομάδες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων δύνανται να τεθούν σε πώληση χωριστά.

2.   Υπό την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, η θέση σε πώληση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη και δεν αλλοιώνει ουσιαστικά την εικόνα των περιουσιακών στοιχείων, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που σκοπεύει να μεταφέρει η αρχή, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και ιδίως την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β)

δεν ευνοεί αδικαιολόγητα κάποιους δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

γ)

δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

δ)

δεν προσφέρει τυχόν αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή·

ε)

λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·

στ)

στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου, οι αρχές που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να αποκλείσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

Κάθε γνωστοποίηση στο κοινό της θέσης σε πώληση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, που κανονικά θα απαιτείτο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΚ) αριθ. 596/2014, μπορεί να καθυστερήσει σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 ή 5 της εν λόγω οδηγίας.

3.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων χωρίς να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για τη θέση σε πώληση που καθορίζονται στην παράγραφο 1, όταν διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης, και ειδικότερα εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όταν θεωρεί ότι υπάρχει ουσιαστική απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προερχόμενη ή επιδεινούμενη από την πτώχευση ή πιθανή πτώχευση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

β)

όταν θεωρεί ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ως προς την αντιμετώπιση της απειλής αυτής ή την επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο β).

4.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προκειμένου να εξειδικεύσει τις πραγματικές περιστάσεις που συνιστούν ουσιαστική απειλή, και τα στοιχεία σχετικά την αποτελεσματικότητα του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β).

Τμήμα 3

Το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος

Άρθρο 40

Εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος

1.   Προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διατήρησης των βασικών λειτουργιών στο μεταβατικό ίδρυμα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε μεταβατικά ιδρύματα:

α)

μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ένα ή περισσότερα ιδρύματα υπό εξυγίανση·

β)

όλα ή ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση.

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οιουδήποτε τρίτου μέρους εκτός του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

2.   Το μεταβατικό ίδρυμα είναι νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, μεταξύ των οποίων μπορεί να συγκαταλέγεται η αρχή εξυγίανσης ή η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

δημιουργείται με σκοπό την απόκτηση και την κατοχή ορισμένων ή όλων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση με με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρονται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, τη συνέχιση ορισμένων ή όλων των λειτουργιών, υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους.

Η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν παρακωλύει την ικανότητα της αρχής εξυγίανσης να ελέγχει το μεταβατικό ίδρυμα.

3.   Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η ολική αξία των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα να μην υπερβαίνει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή παρέχονται από άλλες πηγές.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από το μεταβατικό ίδρυμα αποβαίνει προς όφελος:

α)

των κατόχων των μετοχών ή των μέσων ιδιοκτησίας, όταν η μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση, από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων, προς το μεταβατικό ίδρυμα μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν η μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση προς το μεταβατικό ίδρυμα.

5.   Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

6.   Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να αναμεταβιβάζει δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν πίσω κάθε σχετικό περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή μετοχή ή άλλο μέσο ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 7,

β)

να μεταβιβάζει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα σε τρίτους.

7.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναμεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση εάν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

η δυνατότητα να μπορούν να αναμεταβιβάζονται οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δηλώνεται ρητώς στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β)

οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις όντως δεν εμπίπτουν, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις να εμπίπτουν, στις κατηγορίες μεταβιβαστέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που καθορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση.

Κάθε τέτοια αναμεταβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται εντός οιουδήποτε χρονικού διαστήματος και πληροί οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που δηλώνονται στην εν λόγω πράξη για τον σχετικό σκοπό.

8.   Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή των αρχικών κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, αφενός, και του μεταβατικού ιδρύματος, αφετέρου, υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV κεφάλαιο VII.

9.   Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, ένα μεταβατικό ίδρυμα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Για άλλους σκοπούς, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν το μεταβατικό ίδρυμα να θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και να έχει το μεταβατικό ίδρυμα τη δυνατότητα να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα που ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

10.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

Παρά το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

δεν εμποδίζεται η πρόσβαση επειδή το μεταβατικό ίδρυμα δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο·

β)

σε περίπτωση που το μεταβατικό ίδρυμα δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του μεταβατικού ιδρύματος προς την αρχή εξυγίανσης.

11.   Με την επιφύλαξη του τίτλου IV κεφάλαιο VII, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, έναντι του διοικητικού οργάνου του ή έναντι των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.

12.   Οι στόχοι του μεταβατικού ιδρύματος δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και το διοικητικό όργανο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων και πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που θίγει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν περαιτέρω την ευθύνη ενός μεταβατικού ιδρύματος και του διοικητικού του οργάνου ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 41

Λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το μεταβατικό ίδρυμα να λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων απαιτήσεων:

α)

το περιεχόμενο της συστατικής πράξης του μεταβατικού ιδρύματος εγκρίνεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής του μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό όργανο του μεταβατικού ιδρύματος·

γ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και καθορίζει τις αρμοδιότητές τους·

δ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του μεταβατικού ιδρύματος·

ε)

το μεταβατικό ίδρυμα λαμβάνει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, αναλόγως με την περίπτωση, και διαθέτει την αναγκαία άδεια, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες που αποκτά δυνάμει της μεταβίβασης που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 63 της παρούσας οδηγίας·

στ)

το μεταβατικό ίδρυμα πληροί τις εποπτικές απαιτήσεις και υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, αναλόγως με την περίπτωση·

ζ)

η λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος συνάδει προς το ενωσιακό πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων, και η αρχή εξυγίανσης μπορεί να θέσει σχετικούς περιορισμούς στις δραστηριότητές του.

Παρά τις διατάξεις των στοιχείων ε) και στ) του πρώτου εδαφίου, και εφόσον αυτό απαιτείται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συσταθεί και να λάβει άδεια λειτουργίας χωρίς να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των οδηγιών 2013/36/ΕΚ ή 2014/65/ΕΕ για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του. Προς τον σκοπό αυτό, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει σχετικό αίτημα στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει να χορηγήσει την εν λόγω άδεια, υποδεικνύει την περίοδο για την οποία το μεταβατικό ίδρυμα απαλλάσσεται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών.

2.   Υπό την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ενωσιακούς ή τους εθνικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, η διοίκηση του μεταβατικού ιδρύματος διευθύνει το μεταβατικό ίδρυμα με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος, ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ), και των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών του, σε έναν ή περισσότερους αγοραστές του ιδιωτικού τομέα, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες και εντός της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου ή, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

3.   Η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι το μεταβατικό ίδρυμα δεν αποτελεί πλέον μεταβατικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 40 παράγραφος 2 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις προκύψει πρώτη:

α)

το μεταβατικό ίδρυμα συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

β)

το μεταβατικό ίδρυμα παύει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 40 παράγραφος 2·

γ)

πώληση εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του μεταβατικού ιδρύματος σε τρίτο μέρος·

δ)

λήξη της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 5 ή, αναλόγως με την περίπτωση, στην παράγραφο 6·

ε)

τα περιουσιακά στοιχεία του μεταβατικού ιδρύματος έχουν εξαντληθεί και οι υποχρεώσεις του έχουν εκπληρωθεί στο σύνολό τους.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει την πώληση του μεταβατικού ιδρύματος ή των περιουσιακών του στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, το μεταβατικό ίδρυμα ή τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις τίθενται προς πώληση φανερά και με διαφανή τρόπο και ότι η πώληση δεν παρουσιάζει ουσιωδώς ανακριβή εικόνα τους ούτε ευνοεί ή διακρίνει αυθαίρετα μεταξύ δυνητικών αγοραστών.

Κάθε τέτοια πώληση πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

5.   Εάν δεν προκύψει κανένα από τα συμβάντα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α), β), γ) και ε), η αρχή εξυγίανσης περατώνει τη λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταβίβαση από ίδρυμα υπό εξυγίανση δυνάμει του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος.

6.   Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για μία ή περισσότερες μονοετείς περιόδους, όταν:

α)

με την εν λόγω παράταση υποστηρίζονται τα αποτελέσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), β), γ) ή ε)· ή

β)

η εν λόγω παράταση είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συνέχειας των βασικών τραπεζικών ή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

7.   Κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 αιτιολογείται και περιλαμβάνει λεπτομερή αξιολόγηση της κατάστασης που δικαιολογεί την παράταση, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών και των προοπτικών της αγοράς.

8.   Σε περίπτωση που οι λειτουργίες του μεταβατικού ιδρύματος παύσουν υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία γ) ή δ), το μεταβατικό ίδρυμα εκκαθαρίζεται στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, οι μέτοχοι του μεταβατικού ιδρύματος καρπώνονται τυχόν έσοδα από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος.

9.   Σε περίπτωση που ένα μεταβατικό ίδρυμα χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περισσότερων του ενός ιδρυμάτων υπό εξυγίανση, η υποχρέωση της παραγράφου 8 αφορά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί από κάθε ένα από τα ιδρύματα υπό εξυγίανση και όχι το ίδιο το μεταβατικό ίδρυμα.

Τμήμα 4

Το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων·

Άρθρο 42

Εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων

1.   Προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

2.   Για τους σκοπούς του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι το νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή ελέγχεται από μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνεται η αρχή εξυγίανσης ή η ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

έχει δημιουργηθεί με σκοπό να λάβει ορισμένα ή όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος.

3.   Ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται σε αυτόν με σκοπό να μεγιστοποιήσει την αξία τους μέσω ενδεχόμενης πώλησης ή συντεταγμένης εκκαθάρισης.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων διατάξεων:

α)

το περιεχόμενο της συστατικής πράξης του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων εγκρίνεται από την αρχή εξυγίανσης·

β)

με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, η αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό όργανο του φορέα·

γ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και καθορίζει τις σχετικές αρμοδιότητές τους·

δ)

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ασκούν την εξουσία που ορίζεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων μόνο εφόσον:

α)

η κατάσταση της συγκεκριμένης αγοράς για αυτά τα περιουσιακά στοιχεία είναι πιθανό να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές σε περίπτωση εκκαθάρισης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας·

β)

η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος· ή

γ)

η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα έσοδα από την εκκαθάριση.

6.   Όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν το αντίτιμο έναντι του οποίου μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 36 και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει το αντίτιμο να έχει την ονομαστική ή αρνητική αξία.

7.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, το ίδρυμα υπό εξυγίανση καρπώνεται κάθε αντίτιμο που καταβάλλεται από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που αποκτώνται απευθείας από το ίδρυμα υπό εξυγίανση. Το αντίτιμο μπορεί να καταβάλλεται υπό μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

8.   Σε περίπτωση που έχει εφαρμοστεί το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μπορεί, μετά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα.

9.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το ίδρυμα υπό εξυγίανση σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, καθώς επίσης και να αναμεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 10.

Το ίδρυμα υπό εξυγίανση υποχρεούται να δεχθεί εκ νέου κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση.

10.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναμεταβιβάζουν δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο ίδρυμα υπό εξυγίανση σε μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

όταν η δυνατότητα αναμεταβίβασης των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων δηλώνεται ρητώς στην εντολή με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β)

όταν τα συγκεκριμένα δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων που διευκρινίζονται στην εντολή με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης της εν λόγω εντολής.

Σε οιαδήποτε από τις περιπτώσεις των στοιχείων α) και β), η αναμεταβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται εντός οιουδήποτε χρονικού διαστήματος και συνάδει με κάθε προϋπόθεση που ρητώς ορίζεται στη σχετική προς αυτόν τον σκοπό εντολή.

11.   Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται στις διασφαλίσεις για τις μερικές μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες προβλέπονται στο κεφάλαιο VII του τίτλου IV.

12.   Με την επιφύλαξη του κεφαλαίου VII του τίτλου IV, οι μέτοχοι και οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ούτε έναντι του διοικητικού οργάνου του ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.

13.   Οι στόχοι του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και το διοικητικό όργανο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων και πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που θίγει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη ενός φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και του διοικητικού οργάνου του ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

14.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά τη διαπίστωση πότε, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων υπό κανονικές διαδικασίες πτώχευσης μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές.

Τμήμα 5

Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα

Υποτμήμα 1

Στόχος και πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Άρθρο 43

Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις εξουσίες εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να εφαρμόσουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 31, σύμφωνα με τις αρχές εξυγίανσης που ορίζει το άρθρο 34, για οποιονδήποτε από τους εξής σκοπούς:

α)

για την ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος, ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης σε βαθμό που να επιτρέπει την αποκατάσταση της δυνατότητας συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας (εφόσον οι εν λόγω προϋποθέσεις ισχύουν για την οντότητα), τη συνέχιση της διεκπεραίωσης των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΚ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ (όταν χορηγείται άδεια στην οντότητα δυνάμει των εν λόγω οδηγιών), καθώς και τη διατήρηση επαρκούς εμπιστοσύνης των αγορών στο ίδρυμα ή την οντότητα·

β)

για τη μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο ή τη μείωση της αξίας των απαιτήσεων ή των χρεωστικών μέσων που μεταβιβάζονται:

i)

σε μεταβατικό ίδρυμα, με σκοπό την παροχή κεφαλαίου για το εν λόγω μεταβατικό ίδρυμα, ή

ii)

στο πλαίσιο εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου μόνον εφόσον ευλόγως διαφαίνεται ότι η εφαρμογή του εν λόγω εργαλείου, σε συνδυασμό με άλλα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων που απαιτείται βάσει του άρθρου 52, θα αποκαταστήσει τη χρηματοπιστωτική ευρωστία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), επιτυγχάνοντας, επιπλέον, τους σχετικούς στόχους της εξυγίανσης.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν οποιοδήποτε από τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και γ), και το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σε όλα τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), τηρώντας τη νομική μορφή του σχετικού ιδρύματος ή της σχετικής οντότητας, ή μπορούν να τροποποιούν τη νομική μορφή.

Άρθρο 44

Πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις υποχρεώσεις ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω εργαλείου, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν ασκούν τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:

α)

καλυπτόμενες καταθέσεις·

β)

εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων χρησιμοποιούμενων για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και εξασφαλίζονται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν των καλυμμένων ομολόγων·

γ)

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή, από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών που έχουν στην κατοχή τους για λογαριασμό ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 9009/65/ΕΚ, ή ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας·

δ)

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) (ως καταπιστευματοδόχου) και ενός άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας ή του αστικού δικαίου·

ε)

υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών·

στ)

υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα·

ζ)

υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:

i)

εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση·

ii)

εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, που συνδέεται με την παροχή στο ίδρυμα ή στην οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) αγαθών και υπηρεσιών, κρίσιμων για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων·

iii)

φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο·

iv)

συστήματα εγγύησης καταθέσεων τα οποία προκύπτουν από τις συνεισφορές που οφείλονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ.

Το στοιχείο ζ) σημείο i) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλα τα εξασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τη δέσμη κάλυψης καλυμμένων ομολόγων να μην επηρεάζονται, να παραμένουν διαχωρισμένα και να διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση. Ούτε η απαίτηση αυτή ούτε το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εμποδίζουν τις αρχές εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκούν τις εξουσίες αυτές όσον αφορά οιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης ή υποχρέωσης για την οποία έχει ενεχυριαστεί εξασφάλιση που υπερβαίνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων, του ενεχύρου, του εμπράγματου δικαιώματος ή της εξασφάλισης που παρέχονται ως ασφάλεια.

Το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου δεν εμποδίζει τις αρχές εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκούν τις εξουσίες αυτές όσον αφορά κάθε ποσό κατάθεσης που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

Με την επιφύλαξη των κανόνων περί μεγάλων ανοιγμάτων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και ομίλων, οι αρχές εξυγίανσης περιορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, τον βαθμό στον οποίο άλλα ιδρύματα κατέχουν υποχρεώσεις επιλέξιμες για το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, εκτός από τις υποχρεώσεις τις οποίες κατέχουν οντότητες που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου.

3.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής όταν:

α)

δεν είναι δυνατή η διάσωση με ίδια μέσα της συγκεκριμένης υποχρέωσης εντός εύλογου χρόνου, παρά τις καλόπιστες προσπάθειες των αρχών εξυγίανσης,

β)

η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων κατά τρόπο που διατηρεί την ικανότητα του ιδρύματος υπό εξυγίανση να συνεχίζει τις κεντρικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές του,

γ)

η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί ευρεία μετάδοση, ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών τους, κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης, ή

δ)

η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε αυτές τις υποχρεώσεις θα προκαλέσει καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα.

Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή κατηγορία επιλέξιμων υποχρεώσεων δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις μπορεί να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις τηρεί την αρχή του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

4.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή κατηγορία επιλέξιμων υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ώστε να επιτύχει το ένα ή και τα δύο ακόλουθα:

α)

να καλυφθούν τυχόν ζημίες που δεν απορροφήθηκαν από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και να μηδενισθεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α),

β)

να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β).

5.   Η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης προβαίνει στη συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 4 μόνον όταν:

α)

οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας και οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων έχουν συνεισφέρει στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που αντιστοιχεί στο 8 % τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο· και

β)

η συνεισφορά της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36.

6.   Η συνεισφορά της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 μπορεί να χρηματοδοτηθεί με:

α)

το διαθέσιμο στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης ποσό που συγκεντρώθηκε μέσω συνεισφορών των ιδρυμάτων και των υποκαταστημάτων της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6 και το άρθρο 103·

β)

το ποσό που μπορεί να αντληθεί μέσω εκ των υστέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 104 εντός περιόδου τριών ετών· και

γ)

σε περίπτωση που τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου ποσά δεν επαρκούν, ποσά που συγκεντρώνονται από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 105.

7.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης αφού προηγουμένως:

α)

έχει καλυφθεί το όριο του 5 % που προβλέπεται στην παράγραφο 5· και

β)

έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί πλήρως όλες οι με εξασφαλισμένες, μη προνομιούχες υποχρεώσεις, πλην των επιλέξιμων καταθέσεων.

Ως εναλλακτική ή πρόσθετη λύση, όταν πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να προβεί σε συνεισφορά από πόρους που συγκεντρώθηκαν μέσω εκ των προτέρων συνεισφορών σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6 και το άρθρο 103 και οι οποίοι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμα.

8.   Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) της παραγράφου 5, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί επίσης να προβεί σε συνεισφορά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 υπό τον όρο ότι:

α)

η συνεισφορά στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 5 ισούται με ποσό τουλάχιστον ίσο με το 20 % των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του σχετικού ιδρύματος,

β)

η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης του σχετικού κράτους μέλους έχει στη διάθεσή της, μέσω εκ των προτέρων συνεισφορών (μη συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών σε σύστημα εγγύησης των καταθέσεων) που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6και το άρθρο 103, ποσό το οποίο ισούται με το 3 % τουλάχιστον των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, και

γ)

το σχετικό ίδρυμα διαθέτει περιουσιακά στοιχεία με αξία μικρότερη των 900 δισεκατ. EUR σε ενοποιημένη βάση.

9.   Κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας βάσει της παραγράφου 3, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τα εξής:

α)

την αρχή ότι οι ζημίες επιβαρύνουν πρωτίστως τους μετόχους και στη συνέχεια, γενικά, τους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος κατά σειρά προτεραιότητας·

β)

το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών που θα διατηρούσε το υπό εκκαθάριση ίδρυμα εάν είχε εξαιρεθεί η υποχρέωση ή κατηγορία υποχρεώσεων· και

γ)

την ανάγκη διατήρησης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης.

10.   Οι εξαιρέσεις δυνάμει της παραγράφου 3 μπορούν να εφαρμόζονται είτε προκειμένου να εξαιρεθεί εντελώς μια υποχρέωση από την απομείωση ή προκειμένου να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσης που εφαρμόζεται στην εν λόγω υποχρέωση.

11.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, με σκοπό να διασαφηνίζονται οι περιπτώσεις που καθιστούν επιτακτική την εξαίρεση προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

12.   Πριν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την εξαίρεση υποχρέωσης δυνάμει της παραγράφου 3, η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί την Επιτροπή. Εάν η εξαίρεση απαιτεί συνεισφορά από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης ή μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης δυνάμει των παραγράφων 4 έως 8, η Επιτροπή δύναται, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης, ή μεγαλύτερου διαστήματος κατόπιν συγκατάθεσης της αρχής εξυγίανσης, να απαγορεύσει ή να απαιτήσει τροποποιήσεις στην προτεινόμενη εξαίρεση εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς. Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς να θίγεται η εφαρμογή του πλαισίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή.

Υποτμήμα 2

Ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

Άρθρο 45

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα πληρούν ανά πάσα στιγμή την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η ελάχιστη απαίτηση υπολογίζεται ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων εκφρασμένο ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παραγράφου 6, βάσει των οποίων καθορίζεται για κάθε ίδρυμα ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του χρέους μειωμένης εξασφάλισης και του μη εξασφαλισμένου χρέους με εξοφλητική προτεραιότητα εναπομένουσας διάρκειας τουλάχιστον 12 μηνών τα οποία υπόκεινται στις εξουσίες διάσωσης με ίδια μέσα, καθώς και όσα χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίως κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

3.   Παρά την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης εξαιρούν τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από καλυμμένα ομόλογα τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις, από την υποχρέωση της συμμόρφωσης, ανά πάσα στιγμή, προς την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, δεδομένου ότι:

α)

τα ιδρύματα αυτά εξυγιαίνονται μέσω εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, ή μέσω άλλων διαδικασιών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 38, 40 ή 42 της παρούσας οδηγίας, προβλεπόμενων ειδικά για τα εν λόγω ιδρύματα· και

β)

αυτές οι εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ή άλλες διαδικασίες, εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημίες κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης.

4.   Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μόνον εάν πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το μέσο έχει εκδοθεί και έχει καταβληθεί πλήρως·

β)

η υποχρέωση δεν οφείλεται, δεν εξασφαλίζεται ούτε αποτελεί αντικείμενο εγγύησης από το ίδιο το ίδρυμα·

γ)

η αγορά του μέσου δεν χρηματοδοτήθηκε άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα·

δ)

η υποχρέωση έχει εναπομένουσα διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους·

ε)

η υποχρέωση δεν προκύπτει από παράγωγο·

στ)

η υποχρέωση δεν προκύπτει από κατάθεση η οποία τυγχάνει προτιμησιακής αντιμετώπισης στην εθνική πτωχευτική ιεραρχία σύμφωνα με το άρθρο 108.

Για τον σκοπό του στοιχείου δ), όταν από μια υποχρέωση προσδίδει στον κάτοχό της το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης, η εν λόγω υποχρέωση καθίσταται απαιτητή την πρώτη ημέρα κατά την οποία προκύπτει αυτό το δικαίωμα.

5.   Όταν μια υποχρέωση διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτήσουν από το ίδρυμα να τεκμηριώσει ότι οιαδήποτε απόφαση αρχής εξυγίανσης περί απομείωσης ή μετατροπής της εν λόγω υποχρέωσης θα εκτελεστεί δυνάμει του δικαίου της εν λόγω τρίτης χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της σύμβασης που διέπει την υποχρέωση, τις διεθνείς συμφωνίες περί αναγνώρισης των διαδικασιών εξυγίανσης και άλλα συναφή θέματα. Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν συμφωνήσει με την εκτέλεση απόφασης υπό το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας, η υποχρέωση δεν συνυπολογίζεται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

6.   Η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων κάθε ιδρύματος, δυνάμει της παραγράφου 1, καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·

β)

την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου το ίδρυμα να μπορεί να πληροί αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας, να συνεχίσει να διεκπεραιώνει τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να διατηρήσει επαρκή εμπιστοσύνη των αγορών στο ίδρυμα ή την οντότητα·

γ)

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 3, ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς λοιπές επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζει ότι οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ότι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου το ίδρυμα να είναι σε θέση να πληροί αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να διεκπεραιώνει τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ)

το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος·

ε)

το βαθμό στον οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 109·

στ)

το βαθμό στον οποίο η πτώχευση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, εξαιτίας της μεταδοτικότητας σε άλλα ιδρύματα, λόγω της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

7.   Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο σε ατομική βάση.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει την ελάχιστη απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

8.   Επιπροσθέτως προς την παράγραφο 7, οι μητρικές επιχειρήσεις στην Ένωση πληρούν σε ενοποιημένη βάση τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε ενοποιημένο επίπεδο μιας μητρικής επιχείρησης της Ένωσης καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με την παράγραφο 9, τουλάχιστον βάσει των κριτηρίων που θεσπίζονται στην παράγραφο 6 και λαμβανομένου υπόψη κατά πόσον οι θυγατρικές του ομίλου σε τρίτες χώρες πρόκειται να εξυγιανθούν χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.

9.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε μεμονωμένη βάση καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με το ύψος της ελάχιστης απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο.

Η κοινή απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην Ένωση από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Ελλείψει κοινής απόφασης εντός τεσσάρων μηνών, λαμβάνεται απόφαση για την ενοποιημένη ελάχιστη απαίτηση από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κατόπιν δέουσας συνεκτίμησης της αξιολόγησης των θυγατρικών που πραγματοποιείται από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης. Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της εν αναμονή οιασδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Η κοινή απόφαση και, ελλείψει κοινής απόφασης, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι δεσμευτικές για τις αρχές εξυγίανσης των οικείων κρατών μελών.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

10.   Οι αρχές εξυγίανσης ορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις που ισχύουν για τις θυγατρικές του ομίλου σε ατομική βάση. Οι εν λόγω ελάχιστες απαιτήσεις ορίζονται σε επίπεδο κατάλληλο για κάθε θυγατρική, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

τα κριτήρια της παραγράφου 6, ιδιαίτερα το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο και το προφίλ κινδύνου της θυγατρικής, περιλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων της· και

β)

την ενοποιημένη απαίτηση που έχει οριστεί για τον όμιλο δυνάμει της παραγράφου 9.

Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε ατομική βάση καταβάλλουν κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης που ισχύει για κάθε αντίστοιχη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.

Η κοινή απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στις θυγατρικές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση από την αρχή εξυγίανσης των θυγατρικών και από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αντιστοίχως.

Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρχών εξυγίανσης εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων μηνών, η απόφαση λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες συνεκτιμούν δεόντως τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε ατομική βάση αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε τις αποφάσεις τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση εφόσον το επίπεδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης για τη θυγατρική δεν απέχει κατά μία εκατοστιαία μονάδα από το ενοποιημένο επίπεδο που ορίζεται δυνάμει της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου.

Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.

Οι κοινές αποφάσεις και, ελλείψει κοινής απόφασης, κάθε απόφαση που λαμβάνεται από τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών είναι δεσμευτικές για τις σχετικές αρχές εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

11.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μπορεί να απαλλάξει εξ ολοκλήρου από την εφαρμογή της μεμονωμένης ελάχιστης απαίτησης ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, όταν:

α)

το εγκατεστημένο στην Ένωση μητρικό ίδρυμα συμμορφώνεται σε ενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση της παραγράφου 8· και

β)

η αρμόδια αρχή του εγκατεστημένου στην Ένωση μητρικού ιδρύματος έχει απαλλάξει πλήρως το ίδρυμα από την εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομική βάση στο ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

12.   Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής μπορεί να απαλλάξει πλήρως από την εφαρμογή της παραγράφου 7 μια θυγατρική όταν:

α)

τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική επιχείρηση υπόκεινται στην υποχρέωση απόκτησης άδειας λειτουργίας και την εποπτεία του ίδιου κράτους μέλους·

β)

η θυγατρική περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του ιδρύματος που είναι η μητρική επιχείρηση·

γ)

το ανώτατο ίδρυμα ομίλου στο κράτος μέλος της θυγατρικής, όταν είναι άλλο από το εγκατεστημένο στην Ένωση μητρικό ίδρυμα, συμμορφώνεται σε υποενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση της παραγράφου 7·

δ)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση προς όφελος της θυγατρικής·

ε)

είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

στ)

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική·

ζ)

η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής· και

η)

η αρμόδια αρχή της θυγατρικής έχει απαλλάξει πλήρως τη θυγατρική από την εφαρμογή των μεμονωμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομική βάση δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

13.   Στις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπεται η μερική ικανοποίηση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε ατομική βάση, με τη χρήση συμβατικών μέσων διάσωσης με ίδια μέσα.

14.   Για τον χαρακτηρισμό ενός μέσου ως συμβατικού μέσου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει της παραγράφου 13, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι το μέσο:

α)

περιέχει συμβατικό όρο ο οποίος προβλέπει ότι, όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για ένα ίδρυμα, το μέσο απομειώνεται ή μετατρέπεται στον δέοντα βαθμό πριν από την απομείωση ή τη μετατροπή άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων· και

β)

υπόκειται σε δεσμευτική συμφωνία μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας, δέσμευση ή διάταξη δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, έπεται σε προτεραιότητα άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων, και δεν μπορεί να αποπληρωθεί προτού διευθετηθούν οι άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που εκκρεμούν εκείνη τη στιγμή.

15.   Οι αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, επιβάλλουν και επιβεβαιώνουν την τήρηση από τα ιδρύματα της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και, όπου απαιτείται, της απαίτησης της παραγράφου 13, λαμβάνουν δε κάθε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο παράλληλα με την κατάρτιση και τη διατήρηση των σχεδίων εξυγίανσης.

16.   Οι αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, και, όπου απαιτείται, σχετικά με την απαίτηση της παραγράφου 13, οι οποίες έχουν οριστεί για κάθε ίδρυμα που τελεί υπό τη δικαιοδοσία τους.

17.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό ενιαίων μορφότυπων, υποδειγμάτων και ορισμών σχετικά με τον εντοπισμό και τη μετάδοση στην ΕΑΤ πληροφοριών από τις αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, για τους σκοπούς της παραγράφου 16.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

18.   Βάσει των αποτελεσμάτων της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 19, η Επιτροπή υποβάλλει ενδεχομένως, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για την εναρμονισμένη εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η εν λόγω νομοθετική πρόταση περιλαμβάνει, ενδεχομένως, προτάσεις για την εισαγωγή κατάλληλου αριθμού ελάχιστων επιπέδων για τις ελάχιστες απαιτήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων και των ομίλων. Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης κάθε ενδεδειγμένη προσαρμογή των παραμέτρων της ελάχιστης απαίτησης, και, εφόσον είναι απαραίτητο, κατάλληλες τροποποιήσεις της εφαρμογής της ελάχιστης απαίτησης στους ομίλους.

19.   Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Οκτωβρίου 2016 τουλάχιστον για τα ακόλουθα:

α)

τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε εθνικό επίπεδο, και ειδικότερα κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις στα επίπεδα που ορίστηκαν για παρόμοια ιδρύματα σε διάφορα κράτη μέλη·

β)

τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε σε όλα τα κράτη μέλη η υποχρέωση των ιδρυμάτων να συμμορφωθούν προς την ελάχιστη απαίτηση μέσω συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, και κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις σε αυτές τις προσεγγίσεις·

γ)

τον προσδιορισμό επιχειρηματικών μοντέλων που αποτυπώνουν τα συνολικά προφίλ κινδύνου του ιδρύματος·

δ)

το κατάλληλο επίπεδο της ελάχιστης απαίτηση για κάθε επιχειρηματικό μοντέλο που προσδιορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο γ)·

ε)

κατά πόσον πρέπει να οριστεί ένα επίπεδο για την ελάχιστη απαίτηση για κάθε επιχειρηματικό μοντέλο·

στ)

την κατάλληλη μεταβατική περίοδο εντός της οποίας τα ιδρύματα πρέπει να επιτύχουν τη συμμόρφωση προς οιαδήποτε εναρμονισμένα ελάχιστα επίπεδα καθοριστούν·

ζ)

κατά πόσον οι απαιτήσεις του άρθρου 45 επαρκούν για να εξασφαλιστεί ότι κάθε ίδρυμα διαθέτει επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και, σε αντίθετη περίπτωση, ποιες περαιτέρω βελτιώσεις χρειάζονται για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος·

η)

κατά πόσον χρειάζονται αλλαγές στη μέθοδο υπολογισμού που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η ελάχιστη απαίτηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατάλληλος δείκτης για την ικανότητα του ιδρύματος να απορροφήσει ζημίες·

θ)

κατά πόσον ενδείκνυται να βασίζεται η απαίτηση στις συνολικές υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια, και ιδίως κατά πόσον είναι προτιμότερο να χρησιμοποιηθούν ως παρονομαστής για την απαίτηση τα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος σταθμισμένα βάσει κινδύνου·

ι)

κατά πόσον είναι κατάλληλη η προσέγγιση του παρόντος άρθρου για την εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης σε ομίλους, και ιδίως κατά πόσον η προσέγγιση αυτή εξασφαλίζει ότι η ικανότητα απορρόφησης ζημιών του ομίλου εμπεριέχεται ή είναι προσιτή στις οντότητες όπου μπορούν να ανακύψουν ζημίες·

ια)

κατά πόσον είναι κατάλληλες οι προϋποθέσεις για εξαίρεση από την ελάχιστη απαίτηση, και ιδίως κατά πόσον αυτές οι εξαιρέσεις θα είναι διαθέσιμες για τις θυγατρικές σε διασυνοριακή βάση·

ιβ)

κατά πόσον ενδείκνυται να μπορούν οι αρχές εξυγίανσης να επιβάλλουν συμμόρφωση προς την ελάχιστη απαίτηση μέσω συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, και κατά πόσον χρειάζεται να εναρμονιστούν περαιτέρω τα συμβατικά εργαλεία διάσωσης με ίδια μέσα·

ιγ)

κατά πόσον είναι κατάλληλες οι απαιτήσεις για τα συμβατικά μέσα διάσωσης με ίδια μέσα στην παράγραφο 14· και

ιδ)

κατά πόσον τα ιδρύματα και οι όμιλοι ενδείκνυται να υποχρεούνται να κοινοποιούν την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων τους, ή το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων τους, και, εάν ισχύει αυτό, ποια είναι η ενδεδειγμένη συχνότητα και μορφή αυτής της κοινοποίησης.

20.   Η έκθεση της παραγράφου 19 καλύπτει τουλάχιστον την περίοδο από τις 2 Ιουλίου 2014 έως τις 30 Ιουνίου 2016 και λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα κατωτέρω στοιχεία:

α)

τον αντίκτυπο της ελάχιστης απαίτησης και κάθε προτεινόμενου εναρμονισμένου επιπέδου της ελάχιστης απαίτησης όσον αφορά:

i)

τις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικά και, ειδικότερα, τις αγορές μη εξασφαλισμένων χρεωστικών τίτλων και παραγώγων,

ii)

τα επιχειρηματικά μοντέλα και τη διάρθρωση του ισολογισμού των ιδρυμάτων, ιδίως δε το χρηματοδοτικό προφίλ και τη χρηματοδοτική στρατηγική των ιδρυμάτων, καθώς και τη νομική και λειτουργική δομή των ομίλων,

iii)

την κερδοφορία των ιδρυμάτων, και ιδίως το κόστος της χρηματοδότησης,

iv)

τη μεταφορά των ανοιγμάτων σε οντότητες που δεν υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία,

v)

την οικονομική καινοτομία,

vi)

το προβάδισμα των συμβατικών εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, καθώς και τον χαρακτήρα και την εμπορευσιμότητα αυτών των εργαλείων,

vii)

τη συμπεριφορά των ιδρυμάτων όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων,

viii)

το επίπεδο επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού των ιδρυμάτων,

ix)

τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν τα ιδρύματα προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις ελάχιστες απαιτήσεις, και ιδίως τον βαθμό συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις αυτές με απομόχλευση, έκδοση μακροπρόθεσμων χρεωστικών τίτλων και άντληση κεφαλαίων, και

x)

το επίπεδο δανεισμού από ιδρύματα, με ιδιαίτερη έμφαση στη δανειοδότηση πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τοπικών αρχών, περιφερειακών κυβερνήσεων και φορέων του δημόσιου τομέα, καθώς και τη χρηματοδότηση του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της δανειοδότησης στο πλαίσιο δημόσιων προγραμμάτων ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων·

β)

την αλληλεπίδραση των ελάχιστων απαιτήσεων με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τον συντελεστή μόχλευσης και τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ·

γ)

την ικανότητα των ιδρυμάτων να αντλούν αυτοτελώς κεφάλαια ή χρηματοδότηση από τις αγορές προκειμένου να συμμορφωθούν προς οιεσδήποτε προτεινόμενες εναρμονισμένες ελάχιστες απαιτήσεις·

δ)

τη συμβατότητα με τις ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες σχετίζονται με τυχόν διεθνή πρότυπα που καταρτίζονται από διεθνή φόρουμ.

Υποτμήμα 3

Εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Άρθρο 46

Εκτίμηση του ποσού διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν σε εκτίμηση βάσει αποτίμησης σύμφωνης με το άρθρο 36 του συνόλου:

α)

κατά περίπτωση, του ποσού κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν οι επιλέξιμες απαιτήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος είναι μηδενική· και

β)

κατά περίπτωση, του ποσού κατά το οποίο οι επιλέξιμες υποχρεώσεις πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές ή άλλου είδους κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είτε:

i)

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, είτε

ii)

του μεταβατικού ιδρύματος.

2.   Με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή, να καθοριστεί, κατά περίπτωση, ο εν λόγω δείκτης για το μεταβατικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας, καθώς και προκειμένου να διατηρηθεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα και να δοθεί η δυνατότητα στο ίδρυμα να εξακολουθήσει, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον ενός έτους, να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2006/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Εάν οι αρχές εξυγίανσης προτίθενται να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 42, το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να μειωθούν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις λαμβάνει δεόντως υπόψη μια συνετή εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών του φορές διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

3.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κεφάλαιο έχει απομειωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 έχει εφαρμοστεί διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2, και το επίπεδο απομείωσης βασιζόμενο στην προκαταρκτική αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 36 υπερβαίνει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την οριστική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 10, μπορεί να εφαρμόζεται μηχανισμός ανατίμησης για την αποζημίωση των πιστωτών και, εν συνεχεία, των μετόχων στον απαιτούμενο βαθμό.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν και διατηρούν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι η εκτίμηση και η αποτίμηση βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Άρθρο 47

Μεταχείριση των μετόχων σε περιπτώσεις διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 ή η απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε μία ή και στις δύο από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να ακυρώνουν τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή να τα μεταβιβάζουν σε πιστωτές που έχουν υποστεί τη διάσωση με ίδια μέσα·

β)

υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36, το ίδρυμα υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, να αποδυναμώνουν τους υφιστάμενους μετόχους και κατόχους άλλων μέσων ιδιοκτησίας μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας:

i)

των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει το ίδρυμα, βάσει της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2, ή

ii)

επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει εκδώσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με την εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο στ).

Όσον αφορά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

2.   Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται επίσης έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε περίπτωση που οι εν λόγω μετοχές ή τα άλλα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας εκδόθηκαν ή εκχωρήθηκαν υπό τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με συμβατικές ρήτρες των αρχικών χρεωστικών μέσων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που προηγήθηκε ή επήλθε ταυτοχρόνως με την εκτίμηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση·

β)

κατόπιν της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 60.

3.   Όταν εξετάζουν ποια δράση θα αναληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη

α)

την αποτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36·

β)

τα ποσά με βάση τα οποία η αρχή εξυγίανσης εκτίμησε ότι τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 πρέπει να μειωθούν και τα οικεία κεφαλαιακά μέσα πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1· και

γ)

τα συνολικά ποσά που εκτιμήθηκαν από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 46.

4.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 22 έως 25 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 26 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σε περίπτωση που η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή η μετατροπή κεφαλαιακών μέσων θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές πραγματοποιούν εγκαίρως την εκτίμηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 4 κατά την ημερομηνία εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή της μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, το άρθρο 38 παράγραφος 9 εφαρμόζεται σε κάθε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής από τον αποκτώντα που προκύπτει από την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή κεφαλαιακών μέσων.

6.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2016, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις περιστάσεις όπου θα ήταν ενδεδειγμένη κάθε μία από τις ενέργειες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 48

Ακολουθία απομείωσης και μετατροπής σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης να ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, με την επιφύλαξη ενδεχόμενων εξαιρέσεων δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 44, τηρώντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μειώνονται σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 60 παράγραφος 1·

β)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση σύμφωνα με το στοιχείο α) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν την αξία των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 στον βαθμό που απαιτείται και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους·

γ)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν την αξία των μέσων της κατηγορίας 2 στον βαθμό που απαιτείται και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους·

δ)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν στον απαιτούμενο βαθμό την αξία του χρέους μειωμένης εξασφάλισης που δεν είναι πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 ή της Κατηγορίας 2 σύμφωνα με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ)·

ε)

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ), οι αρχές μειώνουν στον απαιτούμενο βαθμό την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των υπολοίπων επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει της ιεράρχησης των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της διαβάθμισης των καταθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 108, σύμφωνα με το άρθρο 44, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α), β), γ) και δ) της παρούσας παραγράφου, ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ).

2.   Όταν εφαρμόζουν τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, οι αρχές εξυγίανσης επιμερίζουν τις ζημίες τις οποίες αντιπροσωπεύει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) εξίσου μεταξύ των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των επιλέξιμων υποχρεώσεων ιδίας τάξεως, μειώνοντας την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των επιλέξιμων υποχρεώσεων στον ίδιο βαθμό κατ’ αναλογία προς την αξία τους, εκτός εάν, για τις περιστάσεις που καθορίζονται στο άρθρο 44 παράγραφος 3, επιτρέπεται διαφορετικός επιμερισμός ζημιών μεταξύ των υποχρεώσεων ιδίας τάξεως.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει υποχρεώσεις που έχουν εξαιρεθεί από τη διαδικασία διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 2 και 3 να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από επιλέξιμες υποχρεώσεις ιδίας τάξεως σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

3.   Προτού εφαρμοστεί η απομείωση ή η μετατροπή που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1, οι αρχές εξυγίανσης μετατρέπουν ή μειώνουν την αξία των μέσων που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) της παραγράφου 1 όταν τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν τους εξής όρους και δεν έχουν ήδη μετατραπεί:

α)

ρήτρα που προβλέπει τη μείωση της αξίας του μέσου, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που επηρεάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα ή τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1·

β)

ρήτρα που προβλέπει τη μετατροπή των μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σε περίπτωση επέλευσης τέτοιου γεγονότος.

4.   Σε περίπτωση που έχει μειωθεί η αξία του μέσου, αλλά δεν έχει μηδενιστεί, σύμφωνα με ρήτρες του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), πριν από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής στο εναπομένον ποσό αυτού του μέσου, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

5.   Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το κατά πόσον οι υποχρεώσεις πρόκειται να απομειωθούν ή να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο, οι αρχές εξυγίανσης δεν μετατρέπουν μία κατηγορία υποχρεώσεων εάν άλλη κατηγορία υποχρεώσεων χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας εξακολουθεί κατά βάση να μην έχει μετατραπεί σε μετοχές ή να μην έχει απομειωθεί, εκτός εάν επιτρέπεται διαφορετικός τρόπος ενεργείας βάσει του άρθρου 44 παράγραφοι 2 και 3.

6.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για κάθε ερμηνεία της σχέσης μεταξύ των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 49

Παράγωγα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, όταν οι αρχές εξυγίανσης θέτουν σε εφαρμογή τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά υποχρέωση που προκύπτει από παράγωγο μόνο ταυτόχρονα ή μετά από την εκκαθάριση των παραγώγων. Κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης εξουσιοδοτούνται να καταγγέλλουν και να εκκαθαρίζουν κάθε σύμβαση παραγώγου για τον σκοπό αυτό.

Όταν υποχρέωση από παράγωγα εξαιρείται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφοι 3, οι αρχές εξυγίανσης δεν υποχρεούνται να καταγγείλουν ή να εκκαθαρίσουν τη σύμβαση του παράγωγου μέσου.

3.   Όταν συναλλαγές παραγώγων υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η αρχή εξυγίανσης ή ανεξάρτητος εκτιμητής προσδιορίζουν στο πλαίσιο της αποτίμησης δυνάμει του άρθρου 36 την υποχρέωση που προκύπτει από τις εν λόγω συναλλαγές σε καθαρή βάση, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν την αξία των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα σύμφωνα με τα εξής:

α)

κατάλληλες μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό της αξίας των κατηγοριών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών συμψηφισμού·

β)

αρχές για τον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα πρέπει να καθοριστεί η αξία μιας θέσης παραγώγων, και

γ)

κατάλληλες μεθοδολογίες για σύγκριση της καταστροφής αξίας που θα προέκυπτε από την εκκαθάριση και την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα στην περίπτωση παραγώγων με τις απώλειες που θα υφίσταντο τα παράγωγα σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα.

5.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών («ΕΑΚΑΑ»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, όπου διευκρινίζονται οι μεθοδολογίες και οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α), β) και γ) σχετικά με την αποτίμηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα.

Σε σχέση με τις συναλλαγές επί παραγώγων που υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τη μεθοδολογία εκκαθάρισης που προσδιορίζεται στη συμφωνία συμψηφισμού.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 50

Συντελεστής μετατροπής του χρέους σε μετοχικό κεφάλαιο

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, όταν ασκούν τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο στ), μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες κεφαλαιακών μέσων και υποχρεώσεων σύμφωνα με μία ή και αμφότερες τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση του θιγόμενου πιστωτή για οποιαδήποτε ζημία που υφίσταται λόγω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής.

3.   Όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις που θεωρούνται υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου είναι υψηλότερος από τον συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.

4.   Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τον καθορισμό των συντελεστών μετατροπής.

Στις κατευθυντήριες γραμμές διευκρινίζεται, ιδίως, πώς μπορούν να αποζημιώνονται κατάλληλα οι θιγόμενοι πιστωτές μέσω του συντελεστή μετατροπής, όπως και διευκρινίζονται οι σχετικοί συντελεστές μετατροπής που θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν κατάλληλα την προτεραιότητα των υποχρεώσεων υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

Άρθρο 51

Μέτρα ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης που συνοδεύουν τη διάσωση με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσουν ένα ίδρυμα ή μία οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α), να προβλέπονται ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται για το συγκεκριμένο ίδρυμα ή τη συγκεκριμένη οντότητα η κατάρτιση και η εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης σύμφωνα με το άρθρο 52.

2.   Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν τον διορισμό από την αρχή εξυγίανσης προσώπου ή προσώπων που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1, με στόχο την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης που απαιτείται βάσει του άρθρου 52.

Άρθρο 52

Σχέδιο αναδιοργάνωσης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, εντός ενός μηνός από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α), το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 να καταρτίζουν και να υποβάλουν στην αρχή εξυγίανσης σχέδιο αναδιοργάνωσης το οποίο να πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εν λόγω σχέδιο συμβιβάζεται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλει το ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στην Επιτροπή βάσει αυτού του πλαισίου.

2.   Όταν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α) εφαρμόζεται σε δύο ή περισσότερες οντότητες ομίλου, το σχέδιο αναδιοργάνωσης καταρτίζεται από το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση, καλύπτει όλα τα ιδρύματα του ομίλου σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 7 και 8, και υποβάλλεται στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει το σχέδιο στις άλλες αρμόδιες αρχές εξυγίανσης και στην ΕΑΤ.

3.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατά δύο μήνες το πολύ μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα.

Όταν η αναδιοργάνωση πρέπει να κοινοποιηθεί εντός του πλαισίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία της παραγράφου 1 κατά δύο μήνες το πολύ μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή μέχρι την προθεσμία που ορίζεται από το πλαίσιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, εφαρμόζοντας εκείνην από τις δύο προθεσμίες η οποία λήγει νωρίτερα.

4.   Στο σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης παρουσιάζονται τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή τμημάτων των δραστηριοτήτων τους, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα μέτρα αυτά βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές όσον αφορά την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργεί το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές των χρηματοπιστωτικών αγορών, αντικατοπτρίζοντας παραδοχές βάσει του ευνοϊκότερου σεναρίου και του δυσμενέστερου σεναρίου, συμπεριλαμβανομένου του συνδυασμού γεγονότων που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των κυριότερων ευάλωτων σημείων του ιδρύματος. Οι παραδοχές συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για ολόκληρο τον τομέα.

5.   Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

λεπτομερή διάγνωση των παραγόντων και των προβλημάτων που προκάλεσαν την πτώχευση ή την πιθανή πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), και τις περιστάσεις που οδήγησαν στις δυσχέρειες αυτές·

β)

περιγραφή των μέτρων τα οποία πρόκειται να ληφθούν με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ)

χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

6.   Τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορούν να συμπεριλαμβάνουν:

α)

την αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

τροποποιήσεις στα λειτουργικά συστήματα και στις εσωτερικές υποδομές του ιδρύματος·

γ)

την απόσυρση από ζημιογόνες δραστηριότητες·

δ)

την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δραστηριοτήτων που μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές·

ε)

την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων.

7.   Εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί την πιθανότητα, με την εφαρμογή του σχεδίου, να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ). Η αξιολόγηση ολοκληρώνεται σε συμφωνία με τη σχετική αρμόδια αρχή.

Εάν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή πεισθούν ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το σχέδιο.

8.   Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν πεισθεί ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί ο στόχος της παραγράφου 7, η αρχή εξυγίανσης, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, κοινοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 τα θέματα που την προβληματίζουν και απαιτεί τροποποίηση του σχεδίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά.

9.   Εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης της παραγράφου 8, το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 υποβάλλουν τροποποιημένο σχέδιο προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί το τροποποιημένο σχέδιο και, εντός μιας εβδομάδας, γνωστοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 αν έχει πεισθεί ότι με το σχέδιο, όπως τροποποιήθηκε, αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που του κοινοποίησε ή αν απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις.

10.   Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο αναδιοργάνωσης, όπως συμφωνήθηκε από την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή, και υποβάλλουν τουλάχιστον ανά εξάμηνο στην αρχή εξυγίανσης έκθεση σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής του σχεδίου.

11.   Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 αναθεωρούν το σχέδιο, εάν, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου που καθορίζεται στην παράγραφο 4, και υποβάλλουν την κάθε αναθεώρηση προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης.

12.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

α)

τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 5· και

β)

το ελάχιστο περιεχόμενο των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 10.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

13.   Έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 7.

14.   Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 13, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 7.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Υποτμήμα 4

Εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα: Επικουρικές διατάξεις

Άρθρο 53

Αποτέλεσμα της διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια αρχή εξυγίανσης ασκεί μια εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ), η μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, η μετατροπή ή η ακύρωση παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους πιστωτές και μετόχους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να ολοκληρώσει ή να ζητήσει να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ), στα οποία συμπεριλαμβάνονται:

α)

η τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων·

β)

η διαγραφή ή η απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων·

γ)

η εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ)

η εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού δελτίου δυνάμει τη ς οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32).

3.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης μηδενίζει την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, μέσω μιας εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ε), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.

4.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης μειώνει εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία – ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο – μιας υποχρέωσης, μέσω μιας εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ε):

α)

η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της μείωσης·

β)

το σχετικό μέσο ή συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αξίας, και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ι).

Άρθρο 54

Άρση των διαδικαστικών εμποδίων στη διάσωση με ίδια μέσα

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 63 παράγραφος 1 στοιχείο θ), τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), να διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ούτως ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) έναντι ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή κάποιας από τις θυγατρικές τους, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να μην εμποδίζεται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης κρίνουν κατά πόσον είναι σκόπιμο να επιβάλουν την απαίτηση της παραγράφου 1 στην περίπτωση συγκεκριμένου ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή όμιλο, έχοντας υπόψη, ιδίως, τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στο σχέδιο αυτό. Εάν στο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η ενδεχόμενη εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξακριβώνουν αν το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο ή άλλα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 είναι επαρκή για την κάλυψη του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ).

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια στη μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, βάσει της συστατικής πράξης της εταιρείας ή του καταστατικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των τροποποιήσεων των οδηγιών 82/891/ΕΟΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ και 2011/35/ΕΕ και της οδηγίας 2012/30/ΕΕ, που προβλέπονται στον τίτλο X της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 55

Συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ) να συμπεριλαμβάνουν συμβατική ρήτρα σύμφωνα με την οποία ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από μια αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω υποχρέωση:

α)

δεν εξαιρείται δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

β)

δεν αποτελεί κατάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 108 στοιχείο α)·

γ)

διέπεται από νομοθεσία τρίτης χώρας· και

δ)

εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την ημερομηνία κατά την οποία κράτος μέλος εφαρμόζει τις διατάξεις που εγκρίνονται για τη μεταφορά του παρόντος τμήματος.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους προσδιορίζει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα του πρώτου εδαφίου μπορούν να υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους δυνάμει του δικαίου τρίτης χώρας ή δεσμευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την εν λόγω τρίτη χώρα.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 να παρέχουν στις αρχές νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας ρήτρας.

2.   Εάν ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν συγκεκριμένη υποχρέωση ρήτρα που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τον κατάλογο των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση της παραγράφου 1 και το περιεχόμενο των συμβατικών διατάξεων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα των οικείων ιδρυμάτων ή οντοτήτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 56

Δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παράσχουν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη μέσω πρόσθετων εργαλείων χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 37 παράγραφος 10 και το πλαίσιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, για τους σκοπούς της συμμετοχής στην εξυγίανση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 στοιχείο β), γ) ή δ), μεταξύ άλλων παρεμβαίνοντας άμεσα για να αποφευχθεί η εκκαθάριση του ιδρύματος ή της οντότητας, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης του άρθρου 31 παράγραφος 2 σε σχέση με το κράτος μέλος ή την Ένωση ως σύνολο. Η δράση αυτή αναλαμβάνεται υπό την καθοδήγηση του αρμόδιου υπουργείου ή της κυβέρνησης σε στενή συνεργασία με την αρχή εξυγίανσης.

2.   Προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις τους διαθέτουν τις σχετικές εξουσίες εξυγίανσης που προσδιορίζονται στα άρθρα 63 έως 72, και μεριμνούν για την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 66, 68, 83 και 117.

3.   Τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης χρησιμοποιούνται ως έσχατο μέσο αφού προηγουμένως αξιολογηθούν και αξιοποιηθούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα άλλα εργαλεία εξυγίανσης με ταυτόχρονη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως προσδιορίζει το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση ύστερα από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης.

4.   Κατά την εφαρμογή των δημόσιων εργαλείων χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις και η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία μόνο εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 και πληρείται επίσης μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την κεντρική τράπεζα και την αρμόδια αρχή, προσδιορίζουν ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την αποφυγή σημαντικών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β)

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζουν ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη χορηγηθεί στο ίδρυμα έκτακτη στήριξη ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα·

γ)

σε σχέση με το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης, προσδιορίζει ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη χορηγηθεί στο ίδρυμα στήριξη ιδίων κεφαλαίων μέσω του εργαλείου κεφαλαιακής στήριξης.

5.   Τα εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης περιλαμβάνουν:

α)

ένα εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 57·

β)

ένα εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 58.

Άρθρο 57

Εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σε πλαίσιο τήρησης του εθνικού εταιρικού δικαίου, να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας παρέχοντας στο ίδρυμα ή στην οντότητα κεφάλαιο με αντάλλαγμα τα ακόλουθα μέσα, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α)

μέσα κοινών μετοχών του κεφαλαίου της κατηγορίας 1·

β)

πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 2.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στον βαθμό που το επιτρέπει το μετοχικό τους μερίδιο σε ίδρυμα ή σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ώστε η διαχείριση του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας όπου εφαρμόζεται το εργαλείο της δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης να γίνεται σε εμπορική και επαγγελματική βάση.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζει ότι η συμμετοχή του στο ίδρυμα ή στην οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μεταφέρεται στον ιδιωτικό τομέα αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

Άρθρο 58

Εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) υπό προσωρινή δημόσια ιδιοκτησία.

2.   Για τον σκοπό αυτό, το κράτος μέλος μπορεί να δίνει μία ή περισσότερες εντολές μεταβίβασης μετοχών στις οποίες ο εκδοχέας είναι:

α)

εντολοδόχος του κράτους μέλους· ή

β)

εταιρεία υπό την πλήρη ιδιοκτησία του κράτους μέλους.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα ή οι οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στα οποία εφαρμόζεται το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο να τελούν υπό διαχείριση σε εμπορική και επαγγελματική βάση και να μεταβιβάζονται στον ιδιωτικό τομέα αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ V

Απομείωση των κεφαλαιακών μέσων

Άρθρο 59

Απαίτηση απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων

1.   Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων μπορεί να ασκείται:

α)

είτε ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης·

β)

είτε σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, όταν πληρούνται οι όροι εξυγίανσης που καθορίζονται στα άρθρα 32 και 33.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να απομειώνουν ή να μετατρέπουν τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ιδρυμάτων και οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές εξυγίανσης να ασκούν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60, χωρίς καθυστέρηση, όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), όταν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει διαπιστωθεί, πριν από την ανάληψη οιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 32 και 33·

β)

η ενδεδειγμένη αρχή διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εν λόγω εξουσία όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 θα παύσει να είναι βιώσιμο·

γ)

σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρική και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής διαπιστώνουν από κοινού, με τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

δ)

σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από τη μητρική επιχείρηση και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης ή σε ενοποιημένη βάση, και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

ε)

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο δ) σημείο iii).

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή ο όμιλος τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει·

β)

λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών παραμέτρων, καμία δράση, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής δράσης του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης), πλην της απομείωσης ή της μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δεν αναμένεται ευλόγως να αποτρέψει την πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α), ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει όταν παραβιάζει, ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που καταδεικνύουν ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις ενοποιημένης προληπτικής εποπτείας κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.

7.   Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρική δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερη έκταση ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει της παραγράφου 3 στοιχείο γ), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.

8.   Όταν η ενδεδειγμένη αρχή καταλήγει στη διαπίστωση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αποστέλλει αμέσως κοινοποίηση στην αρχή εξυγίανσης που είναι αρμόδια για το σχετικό ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή.

9.   Πριν καταλήξει στη διαπίστωση της παραγράφου 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωριζόμενα ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η ενδεδειγμένη αρχή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις κοινοποίησης και διαβούλευσης που καθορίζονται στο άρθρο 62.

10.   Πριν ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 36, αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1. Η εν λόγω αποτίμηση αποτελεί τη βάση υπολογισμού της απομείωσης που πρόκειται να εφαρμοστεί στα σχετικά κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες, καθώς και του βαθμού μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1.

Άρθρο 60

Διατάξεις που διέπουν την απομείωση ή μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων

1.   Κατά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 59, οι αρχές εξυγίανσης ασκούν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής βάσει της προτεραιότητας των απαιτήσεων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, κατά τρόπο που επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

α)

τα μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 υφίστανται μείωση πρώτα κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και στα όρια των δυνατοτήτων τους και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει μία ή αμφότερες τις δράσεις που ορίζονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 έναντι των κατόχων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1·

β)

η αξία των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

γ)

η αξία των μέσων της κατηγορίας 2 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο.

2.   Σε περίπτωση που η αξία του σχετικού κεφαλαιακού μέσου απομειώνεται:

α)

η μείωση της εν λόγω αξίας είναι μόνιμη, με την επιφύλαξη τυχόν απομείωσης σύμφωνα με τον μηχανισμό επιστροφής στο άρθρο 46 παράγραφος 3·

β)

δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση έναντι του κατόχου του σχετικού κεφαλαιακού μέσου στο πλαίσιο ή σε σχέση με την αξία του μέσου που απομειώθηκε, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων και τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσης που μπορεί να προκύψει κατόπιν προσφυγής κατά της νομιμότητας της άσκησης της εξουσίας απομείωσης·

γ)

καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται σε κανέναν κάτοχο των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 3.

Το στοιχείο β) δεν εμποδίζει τη διάθεση μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε έναν κάτοχο σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) την έκδοση μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 προς τους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων. Η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή από μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με τη σύμφωνη γνώμη της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) ή, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης·

β)

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με σκοπό την παροχή ιδίων κεφαλαίων από το κράτος ή από κρατικό φορέα·

γ)

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 αποδίδονται και μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά την άσκηση της εξουσίας μετατροπής·

δ)

ο συντελεστής μετατροπής που προσδιορίζει τον αριθμό των μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατίθενται για κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο είναι σύμφωνος με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 50 και οιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 4.

4.   Για τη διάθεση των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 3, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να κατέχουν, ανά πάσα στιγμή, την απαιτούμενη εκ των προτέρων άδεια για την έκδοση του σχετικού αριθμού μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

5.   Όταν ένα ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση και η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει ένα εργαλείο εξυγίανσης στο εν λόγω ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3, πριν εφαρμόσει το εργαλείο εξυγίανσης.

Άρθρο 61

Αρχές αρμόδιες για τη διαπίστωση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που είναι αρμόδιες να προβαίνουν στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 είναι εκείνες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει στο εθνικό του δίκαιο την ενδεδειγμένη αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει σε διαπιστώσεις δυνάμει του άρθρου 59. Η ενδεδειγμένη αρχή μπορεί να είναι η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 32.

3.   Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας είναι η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.   Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που είναι θυγατρική και αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 είναι η ακόλουθη:

α)

η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας·

β)

η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι αρμόδια να προβαίνει στην κοινή διαπίστωση που λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης και αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 62

Ενοποιημένη εφαρμογή: διαδικασία διαπίστωσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν προβούν στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β), γ), δ) ή ε) όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και ενοποιημένη βάση, οι ενδεδειγμένες αρχές συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

μια ενδεδειγμένη αρχή που σκέπτεται να προβεί σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ), δ) ή ε) αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, αν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

β)

μια ενδεδειγμένη αρχή που σκέπτεται να προβεί σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, εάν πραγματοποιηθεί η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

2.   Οι ενδεδειγμένες αρχές, όταν προβαίνουν σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), δ) ή ε) όσον αφορά την εξυγίανση ιδρύματος ή ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία το ίδρυμα ή ο όμιλος ασκεί δραστηριότητα.

3.   Η ενδεδειγμένη αρχή συνοδεύει την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 με επεξήγηση των λόγων για τους οποίους σκέπτεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.

4.   Όταν έχει πραγματοποιηθεί η κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3·

β)

εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

γ)

εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ως εναλλακτικά μέτρα νοούνται τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 27 της παρούσας οδηγίας, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.

6.   Εάν, δυνάμει της παραγράφου 4, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, εξασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων αυτών.

7.   Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 4, η ενδεδειγμένη αρχή αποφασίζει εάν είναι σκόπιμο να προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3, η οποία ήταν υπό εξέταση.

8.   Σε περίπτωση που η ενδεδειγμένη αρχή αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση του άρθρου 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4. Ελλείψει κοινής απόφασης δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει του άρθρου 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

9.   Οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών εντός των οποίων είναι εγκατεστημένη κάθε επηρεαζόμενη θυγατρική εφαρμόζουν αμέσως την απόφαση απόφαση απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των περιστάσεων.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VI

Εξουσίες εξυγίανσης

Άρθρο 63

Γενικές εξουσίες

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης σε ιδρύματα και οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις για εξυγίανση. Ειδικότερα, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις ακόλουθες εξουσίες εξυγίανσης, τις οποίες μπορούν να ασκούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

α)

την εξουσία να απαιτούν από κάθε πρόσωπο να παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αρχή εξυγίανσης προκειμένου να αποφασίζει και να προετοιμάζει μια δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησής τους και των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέχονται στα σχέδια εξυγίανσης, καθώς και να απαιτούν την παροχή πληροφοριών μέσω της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων·

β)

την εξουσία να αποκτούν τον έλεγχο ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση και να ασκούν όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους μετόχους, στους λοιπούς ιδιοκτήτες και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

γ)

την εξουσία να μεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση·

δ)

την εξουσία να μεταβιβάζουν σε άλλη οντότητα, με τη συγκατάθεση της εν λόγω οντότητας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

ε)

την εξουσία να μειώνουν, συμπεριλαμβανομένου του μηδενισμού, την αξία —ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο— των επιλέξιμων υποχρεώσεων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

στ)

την εξουσία να μετατρέπουν επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε κοινές μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ενός σχετικού μητρικού ιδρύματος ή ενός μεταβατικού ιδρύματος στο οποίο μεταβιβάζονται περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

ζ)

την εξουσία να ακυρώνουν χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 2·

η)

την εξουσία να μειώνουν, ή και να μηδενίζουν, την ονομαστική αξία μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση καθώς και να ακυρώνουν τέτοιες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας·

θ)

την εξουσία να απαιτούν από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή από σχετικό μητρικό ίδρυμα να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή άλλα κεφαλαιακά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και των υπό αίρεση μετατρέψιμων μέσων·

ι)

την εξουσία να τροποποιούν ή να μεταβάλλουν τη διάρκεια των χρεωστικών μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή να τροποποιούν το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων ή την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, μεταξύ άλλων αναστέλλοντας την πληρωμή για προσωρινό χρονικό διάστημα, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 2·

ια)

την εξουσία να καταγγέλλουν και να λύουν χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις παραγώγων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 49·

ιβ)

την εξουσία να απομακρύνουν ή να αντικαθιστούν το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

ιγ)

την εξουσία να απαιτούν από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως έναν αγοραστή ειδικής συμμετοχής, κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο άρθρο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλίζουν ότι, όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης δεν υπόκεινται σε καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας ή σύμβασης ή άλλων διατάξεων:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 6 και του άρθρου 85 παράγραφος 1, απαιτήσεις να λάβουν την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ιδιωτικού ή δημόσιου, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων ή των πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

β)

πριν από την άσκηση της εξουσίας εξυγίανσης, διαδικαστικές απαιτήσεις κοινοποίησης προς οιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης κάθε απαίτησης δημοσίευσης οιασδήποτε κοινοποίησης ή ενημερωτικών δελτίων ή αρχειοθέτησης ή καταχώρισης οιουδήποτε εγγράφου σε οιαδήποτε άλλη αρχή.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να ασκήσουν τις εξουσίες βάσει του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από κάθε περιορισμό, ή απαίτηση για συγκατάθεση, όσον αφορά τη μεταβίβαση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, που μπορεί διαφορετικά να εφαρμοζόταν.

Το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των άρθρων 81 και 83 και των απαιτήσεων κοινοποίησης βάσει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που κάποια από τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας λόγω της ειδικής νομικής μορφής της, οι αρχές εξυγίανσης έχουν όσο είναι δυνατόν παρόμοιες εξουσίες, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα αποτελέσματά τους.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης ασκούν εξουσίες σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφαρμόζονται στα επηρεαζόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των πιστωτών και των αντισυμβαλλομένων, οι διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας ή διασφαλίσεις που παράγουν ταυτόσημο αποτέλεσμα.

Άρθρο 64

Επικουρικές εξουσίες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 78, να μεριμνούν ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων· για τον σκοπό αυτό, οιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης βάσει της παρούσας οδηγίας δεν θεωρείται υποχρέωση ή επιβάρυνση·

β)

να αίρουν τα δικαιώματα περαιτέρω απόκτησης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

γ)

να απαιτούν από τη σχετική αρχή να διακόπτει ή να αναστέλλει την αποδοχή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων σε χρηματιστήριο αξιών, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33)·

δ)

να προβλέπουν τη μεταχείριση του αποδέκτη σαν να ήταν το ίδρυμα υπό εξυγίανση για τους σκοπούς οιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή ενεργειών στις οποίες έχει προβεί το ίδρυμα υπό εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 38 και 40, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που αφορούν τη συμμετοχή σε υποδομές αγοράς·

ε)

να απαιτούν από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή τον αποδέκτη να παρέχουν αμοιβαία πληροφορίες και συνδρομή· και

στ)

να ακυρώνουν ή να τροποποιούν τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι μέρος το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή να το υποκαθιστούν με έναν αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1, όταν η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι ενδείκνυνται για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα μιας δράσης ή να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι στόχοι εξυγίανσης.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ασκούν μια εξουσία εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να προβλέπουν τη συνέχιση των ρυθμίσεων που είναι αναγκαίες προκειμένου η δράση εξυγίανσης να είναι αποτελεσματική και, κατά περίπτωση, ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκήσει τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν. Αυτή η συνέχιση των ρυθμίσεων περιλαμβάνει συγκεκριμένα:

α)

τη συνέχιση συμβάσεων τις οποίες έχει συνάψει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, ούτως ώστε ο αποδέκτης να αναλάβει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση που αφορούν κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί, και να υποκαθιστά το ίδρυμα υπό εξυγίανση (είτε ρητά είτε σιωπηρά) σε όλα τα σχετικά έγγραφα των συμβάσεων·

β)

την υποκατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση από τον αποδέκτη σε κάθε δικαστική διαδικασία που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί.

4.   Οι εξουσίες της παραγράφου 1 στοιχείο δ) και της παραγράφου 3 στοιχείο β) δεν επηρεάζουν τα εξής:

α)

το δικαίωμα ενός υπαλλήλου του ιδρύματος υπό εξυγίανση να καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας·

β)

με την επιφύλαξη των άρθρων 69, 70 και 71, κάθε δικαίωμα ενός μέρους μιας σύμβασης να ασκήσει δικαιώματα βάσει της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να την καταγγείλει, εφόσον το δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, λόγω πράξης ή παράλειψης από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, πριν από τη σχετική μεταβίβαση, ή από τον αποδέκτη, μετά τη σχετική μεταβίβαση.

Άρθρο 65

Εξουσία απαίτησης παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή από οιαδήποτε οντότητα του ομίλου του, να παρέχει τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκεί όντως τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή η σχετική οντότητα του ομίλου υπόκειται ήδη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσής τους έχουν εξουσίες ώστε να επιβάλλουν την τήρηση υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1, από αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών, σε οντότητες ομίλου εγκατεστημένες στην επικράτειά τους.

3.   Οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιορίζονται στις επιχειρησιακές υπηρεσίες και εγκαταστάσεις, και δεν περιλαμβάνουν καμία μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης.

4.   Οι παρεχόμενες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 υπηρεσίες και εγκαταστάσεις παρέχονται υπό τους ακόλουθους όρους:

α)

σε περίπτωση που οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις παρασχέθηκαν στο ίδρυμα υπό εξυγίανση στο πλαίσιο συμφωνίας αμέσως πριν από την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης, υπό τους ιδίους όρους καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας·

β)

σε περίπτωση που δεν υφίσταται συμφωνία ή που η συμφωνία έχει λήξει, υπό εύλογους όρους.

5.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τον καθορισμό ελάχιστου καταλόγου υπηρεσιών ή εγκαταστάσεων που είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορεί ο αποδέκτης να ασκεί όντως τις δραστηριότητες που του μεταβιβάζονται.

Άρθρο 66

Εξουσία επιβολής της εφαρμογής μέτρων διαχείρισης κρίσης ή μέτρων πρόληψης κρίσης από άλλα κράτη μέλη

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο της αρχής εξυγίανσης ή δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπόκεινται στο δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης, η μεταβίβαση παράγει έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο ή βάσει του δικαίου του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης, που έχει πραγματοποιήσει ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει τη μεταβίβαση, κάθε εύλογη βοήθεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η μεταβίβαση στον αποδέκτη των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις του εθνικού δικαίου.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα τρίτα μέρη που θίγονται από τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν δικαιούνται να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να ακυρώνουν με ένδικα μέσα τη μεταβίβαση βάσει διάταξης του δικαίου του κράτους μέλους όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία ή βάσει του δικαίου που διέπει τις μετοχές, τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις.

4.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους (κράτος μέλος Α) ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, μεταξύ άλλων έναντι κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ή τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

μέσα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης που άσκησε τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής (κράτος μέλος Β)·

β)

υποχρεώσεις προς πιστωτές που βρίσκονται στο κράτος μέλος Β,

το κράτος μέλος Β διασφαλίζει τη μείωση της αξίας των εν λόγω υποχρεώσεων ή μέσων ή τη μετατροπή των υποχρεώσεων ή των μέσων, σύμφωνα με την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους Α.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πιστωτές που θίγονται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν δικαιούνται να αμφισβητούν, με ένδικα μέσα, τη μείωση της αξίας του μέσου ή της υποχρέωσης ή τη μετατροπή τους, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει διάταξης του δικαίου του κράτους μέλους B.

6.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει τον προσδιορισμό των κατωτέρω στοιχείων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της αρχής εξυγίανσης:

α)

το δικαίωμα των μετόχων, των πιστωτών και των τρίτων μερών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με άρθρο 85, μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β)

το δικαίωμα των πιστωτών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με άρθρο 85, τη μείωση της αξίας ή τη μετατροπή ενός μέσου ή μιας υποχρέωσης που καλύπτεται από την παράγραφο 4 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου·

γ)

τις διασφαλίσεις για τις εν μέρει μεταβιβάσεις, όπως αναφέρονται στο κεφάλαιο VII, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 67

Εξουσία όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις μετοχές και άλλα μέσα ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε τρίτες χώρες

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περιπτώσεις όπου η δράση εξυγίανσης συνεπάγεται ενέργειες όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να απαιτούν:

α)

από τον διαχειριστή, τον σύνδικο ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση και από τον αποδέκτη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παράγει αποτελέσματα·

β)

από τον διαχειριστή, τον σύνδικο ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση να διακρατεί τις μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα περιουσιακά στοιχεία ή τα δικαιώματα ή να εξοφλεί τις υποχρεώσεις εξ ονόματος του αποδέκτη μέχρις ότου η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παραγάγει αποτελέσματα·

γ)

τα εύλογα έξοδα του αποδέκτη, τα οποία προκύπτουν κανονικά κατά την εκτέλεση οιασδήποτε απαιτούμενης ενέργειας βάσει των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου, να καλύπτονται με κάποιον από τους τρόπους που καθορίζονται στο άρθρο 37 παράγραφος 7.

2.   Όταν η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι, παρόλο που ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα από τον διαχειριστή, σύνδικο ή άλλο πρόσωπο σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), η μεταβίβαση, μετατροπή ή δράση είναι άκρως απίθανο να παραγάγει αποτελέσματα σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή σε σχέση με μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπάγονται στο δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης δεν προβαίνει στη μεταβίβαση, απομείωση, μετατροπή ή δράση. Εάν η αρχή εξυγίανσης έχει ήδη δώσει εντολή για τη μεταβίβαση, απομείωση, μετατροπή ή δράση, η εντολή αυτή είναι άκυρη όσον αφορά το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, μετοχές, μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Άρθρο 68

Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών στην έγκαιρη παρέμβαση και εξυγίανση

1.   Οιοδήποτε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων που λαμβάνεται σχετικά με μία οντότητα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή που περιλαμβάνει την επέλευση οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή αυτού του μέτρου, δεν θεωρείται αφ’ εαυτού, σε πλαίσιο σύμβασης που συνάπτει η οντότητα, ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση κατά την έννοια της οδηγίας 2002/47/ΕΚ ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

Επιπροσθέτως, το εν λόγω μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θεωρείται αφ’ εαυτού ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο σύμβασης που συνάφθηκε από:

α)

θυγατρική, της οποίας οι απορρέουσες υποχρεώσεις τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη της μητρικής επιχείρησης· ή

β)

οιαδήποτε οντότητα ομίλου που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

2.   Εάν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 94, ή εάν λάβει τέτοια απόφαση η αρχή εξυγίανσης, οι διαδικασίες αυτές αποτελούν, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μέτρο διαχείρισης κρίσεων.

3.   Υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας, κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου, δεν παρέχει αφ’ εαυτού σε κανέναν τη δυνατότητα:

α)

να ασκεί οιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση την οποία έχει συνάψει:

i)

θυγατρική, των οποίων οι απορρέουσες υποχρεώσεις τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη οιασδήποτε οντότητας του ομίλου,

ii)

οιαδήποτε οντότητα ομίλου που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

β)

να αποκτά κατοχή, να ασκεί έλεγχο ή να επιβάλλει οιαδήποτε εγγύηση επί περιουσιακού στοιχείου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή οιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

γ)

να θίγει οιαδήποτε συμβατικά δικαιώματα του σχετικού ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή οιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

4.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα προσώπου να αναλάβει δράση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό απορρέει από γεγονός διάφορο από το μέτρο πρόληψης κρίσεων, το μέτρο διαχείρισης κρίσεων ή οιοδήποτε γεγονός άμεσα συνδεόμενο με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου.

5.   Αναστολή ή περιορισμός δυνάμει του άρθρου 69, 70 ή 71 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

6.   Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο θεωρούνται υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34).

Άρθρο 69

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα υπό εξυγίανση από τη δημοσίευση της κοινοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

2.   Σε περίπτωση που μια πληρωμή ή παράδοση θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής, η πληρωμή ή η παράδοση καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.

3.   Εάν οι συμβατικές υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης ιδρύματος υπό εξυγίανση αναστέλλονται δυνάμει της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης των αντισυμβαλλομένων του εν λόγω ιδρύματος στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

4.   Καμία αναστολή βάσει της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε:

α)

επιλέξιμες καταθέσεις·

β)

υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, κεντρικών αντισυμβαλλόμενων και κεντρικών τραπεζών·

γ)

επιλέξιμες απαιτήσεις για τον σκοπό της οδηγίας 97/9/ΕΚ.

5.   Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Άρθρο 70

Εξουσία να περιορίζεται η αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να περιορίζουν το δικαίωμα των εξασφαλισμένων πιστωτών ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας όσον αφορά οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω υπό εξυγίανση ιδρύματος από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν ασκούν την εξουσία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά συμφωνία παροχής ασφάλειας έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, κεντρικών αντισυμβαλλομένων και κεντρικών τραπεζών όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυριαστεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από το ίδρυμα υπό εξυγίανση.

3.   Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 80, οι αρχές εξυγίανσης μεριμνούν ώστε οι τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται δυνάμει της εξουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να εφαρμόζονται με συνέπεια για όλες τις οντότητες ομίλου έναντι των οποίων αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.

4.   Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Άρθρο 71

Εξουσία να αναστέλλονται προσωρινά τα δικαιώματα καταγγελίας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους βάσει μιας σύμβασης με ίδρυμα υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους σύμβασης με θυγατρική ιδρύματος υπό εξυγίανση εφόσον:

α)

οι υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω σύμβασης είναι εγγυημένες ή με άλλον τρόπο υποστηριζόμενες από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

τα δικαιώματα καταγγελίας βάσει της εν λόγω σύμβασης στηρίζονται μόνον στην αφερεγγυότητα ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

γ)

σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ή ενδέχεται να ασκηθεί εξουσία μεταβίβασης σε σχέση με το υπό εξυγίανση ίδρυμα, είτε

i)

όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις της θυγατρικής που σχετίζεται με την εν λόγω σύμβαση έχουν μεταβιβαστεί ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν και να αναληφθούν από τον αποδέκτη, είτε

ii)

η αρχή εξυγίανσης παρέχει καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο επαρκή προστασία αυτών των υποχρεώσεων.

Η αναστολή ισχύει από τη δημοσίευση της κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η θυγατρική του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

3.   Καμία αναστολή βάσει των παραγράφων 1 ή 2 δεν εφαρμόζεται έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ, κεντρικών αντισυμβαλλομένων ή κεντρικών τραπεζών.

4.   Ένα πρόσωπο μπορεί να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας στο πλαίσιο σύμβασης πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, εάν το πρόσωπο αυτό λάβει κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση:

α)

δεν μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα· ή

β)

δεν υφίστανται απομείωση ή μετατροπή στο πλαίσιο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α).

5.   Σε περίπτωση που αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου για να αναστείλει δικαιώματα καταγγελίας, και σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν από τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 68, ως εξής:

α)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβασθεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας, σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, μόνο σε περίπτωση επέλευσης οιουδήποτε συνεχιζόμενου ή μεταγενέστερου γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους της αποδέκτριας οντότητας·

β)

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, και η αρχή εξυγίανσης δεν έχει εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α) στην εν λόγω σύμβαση, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής δυνάμει της παραγράφου 1.

6.   Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

7.   Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να διατηρεί λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.

Κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής ή αρχής εξυγίανσης, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των αρμόδιων αρχών ή αρχών εξυγίανσης, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους σύμφωνα με το άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 7:

α)

ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών τις οποίες θα πρέπει να περιέχουν τα λεπτομερή αρχεία σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις· και

β)

τις περιστάσεις στις οποίες θα πρέπει να επιβάλλεται η απαίτηση αυτή.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 72

Άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου να αναλάβουν μια δράση εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να ασκούν τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση, ούτως ώστε:

α)

να διευθύνουν και να ασκούν τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος με όλες τις εξουσίες των μετόχων του και του διοικητικού οργάνου· και

β)

να διαχειρίζονται και να διαθέτουν τα περιουσιακά στοιχεία και την περιουσία του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Ο έλεγχος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να ασκείται άμεσα από την αρχή εξυγίανσης ή έμμεσα μέσω προσώπου ή προσώπων που διορίζονται από την αρχή εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του υπό εξυγίανση ιδρύματος να μην μπορούν να ασκηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξυγίανσης.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 85 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης με εκτελεστική διάταξη, σύμφωνα με τις εθνικές διοικητικές αρμοδιότητες και διαδικασίες, χωρίς να ασκούν έλεγχο στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης αποφασίζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον είναι σκόπιμο να εκτελέσουν τη δράση εξυγίανσης με τα μέσα που καθορίζονται στην παράγραφο 1 ή στην παράγραφο 2, έχοντας υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και τις γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση, τις ειδικές περιστάσεις του συγκεκριμένου υπό εξυγίανση ιδρύματος και την ανάγκη να διευκολύνεται η αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης δεν θεωρούνται σκιώδεις διευθυντές ή de facto διευθυντές δυνάμει των εθνικών δικαίων.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VII

Διασφαλίσεις

Άρθρο 73

Μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών σε περίπτωση εν μέρει μεταβιβάσεων και εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον έχουν εφαρμοσθεί ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης και, ιδίως, για τους σκοπούς του άρθρου 75:

α)

εκτός των περιπτώσεων όπου εφαρμόζεται το στοιχείο β), σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης μεταβιβάζουν μόνον μέρη των δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, οι μέτοχοι και οι πιστωτές εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβαστεί, λαμβάνουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β)

σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Άρθρο 74

Αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση

1.   Προκειμένου να αποτιμηθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τους σκοπούς του άρθρου 73, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης. Η εν λόγω αποτίμηση είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 36.

2.   Με την αποτίμηση της παραγράφου 1 προσδιορίζεται:

α)

η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές, ή τα οικεία συστήματα εγγύησης καταθέσεων, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σε σχέση με το οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β)

η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

γ)

αν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο β).

3.   Η αποτίμηση:

α)

βασίζεται στην παραδοχή ότι το ίδρυμα υπό εξυγίανση, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, θα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β)

βασίζεται στην παραδοχή ότι η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν έχουν πραγματοποιηθεί·

γ)

δεν λαμβάνει υπόψη οιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.

4.   Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης του παρόντος άρθρου, ιδίως δε τη μεθοδολογία προκειμένου να αποτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε τεθεί υπό διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 75

Διασφάλιση για τους μετόχους και τους πιστωτές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε μέτοχος ή πιστωτής που αναφέρεται στο άρθρο 73, ή το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1, έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης.

Άρθρο 76

Διασφαλίσεις για τους αντισυμβαλλομένους στις μεταβιβάσεις εν μέρει

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προστασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

μια αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα ή, κατά την εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης, από ένα μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο·

β)

μια αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 64 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν κατάλληλη προστασία των ακόλουθων συμφωνιών και των αντισυμβαλλομένων στις ακόλουθες συμφωνίες:

α)

συμφωνίες εγγυοδοσίας, βάσει των οποίων ένα πρόσωπο έχει, λόγω εγγύησης, υπάρχον ή ενδεχόμενο συμφέρον στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω συμφέρον εξασφαλίζεται με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα ή με κυμαινόμενες επιβαρύνσεις ή παρεμφερή ρύθμιση·

β)

συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, βάσει των οποίων παρέχονται εξασφαλίσεις για την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, με τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειοδότη στον ασφαλειολήπτη, υπό όρους που προβλέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειολήπτη, εάν εκτελεστούν αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις·

γ)

συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), βάσει των οποίων δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται η μία με την άλλη·

δ)

συμφωνίες (καθαρού) συμψηφισμού (netting)·

ε)

καλυμμένα ομόλογα·

στ)

συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων και των μέσων που χρησιμοποιούνται για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, οι οποίες συνεπάγονται την παροχή και την κατοχή εγγύησης από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή αντίκλητο.

Η μορφή προστασίας που είναι κατάλληλη, για τις κατηγορίες συμφωνιών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παρούσας παραγράφου, διευκρινίζεται περαιτέρω στα άρθρα 77 έως 80 και υπόκειται στους περιορισμούς που εξειδικεύονται στα άρθρα 68 έως 71.

3.   Η απαίτηση της παραγράφου 2 εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον αριθμό των μερών που συμμετέχουν στις συμφωνίες και από το αν οι συμφωνίες:

α)

δημιουργούνται από σύμβαση, καταπιστεύματα ή άλλα μέσα, ή απορρέουν αυτομάτως από την εφαρμογή του νόμου·

β)

απορρέουν ή διέπονται, εν όλω ή εν μέρει, από νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τις κατηγορίες συμφωνιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως στ) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 77

Προστασία των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται κατάλληλη προστασία για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων και τις συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού, ούτως ώστε να εμποδίζεται η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνία συμψηφισμού μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλου προσώπου, και η τροποποίηση ή η καταγγελία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από την εν λόγω συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνία συμψηφισμού μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως προστατευμένα βάσει τέτοιας συμφωνίας, εάν τα μέρη της συμφωνίας δικαιούνται να προβούν σε αλληλοσυμψηφισμό ή συμψηφισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

2.   Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαθεσιμότητα των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οιασδήποτε από τις συμφωνίες της παραγράφου 1 χωρίς να μεταφέρει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

β)

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 78

Προστασία των συμφωνιών εγγυοδοσίας

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία για υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με συμφωνία εγγυοδοσίας, προκειμένου να εμποδίζεται οποιοδήποτε από τα εξής:

α)

η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με τα οποία είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση, εκτός εάν μεταβιβάζονται επίσης η εν λόγω υποχρέωση και το όφελος της εγγύησης·

β)

η μεταβίβαση εξασφαλισμένης υποχρέωσης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και το όφελος της εγγύησης·

γ)

η μεταβίβαση του οφέλους της εγγύησης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης η εξασφαλισμένη υποχρέωση· ή

δ)

η τροποποίηση ή η καταγγελία μιας συμφωνίας εγγυοδοσίας, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, εάν το αποτέλεσμα της εν λόγω τροποποίησης ή καταγγελίας είναι να παύσει να είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση.

2.   Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαθεσιμότητα των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οιασδήποτε από τις συμφωνίες της παραγράφου 1 χωρίς να μεταφέρει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

β)

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 79

Προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και των καλυμμένων ομολόγων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), προκειμένου να εμποδίζεται οποιοδήποτε από τα εξής:

α)

η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος·

β)

η καταγγελία ή η τροποποίηση, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α)

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οποιασδήποτε από τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χωρίς να μεταφέρει λοιπά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος των ίδιων ρυθμίσεων· και

β)

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταγγέλλει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 80

Μεταβιβάσεις εν μέρει: προστασία των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης να μην επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης:

α)

μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα· ή

β)

κάνει χρήση των εξουσιών βάσει του άρθρου 64 για να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή για να το υποκαταστήσει με τον αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.   Ειδικότερα, με τη μεταβίβαση, ακύρωση ή τροποποίηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν ανακαλείται εντολή μεταβίβασης, κατά παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ· ούτε τροποποιείται ή αναιρείται το εκτελεστό των εντολών μεταβίβασης και του συμψηφισμού, όπως απαιτείται βάσει των άρθρων 3 και 5 της εν λόγω οδηγίας, της χρησιμοποίησης κεφαλαίων, αξιογράφων ή πιστωτικών διευκολύνσεων όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας ή η προστασία της ασφάλειας, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VIII

Διαδικαστικές υποχρεώσεις

Άρθρο 81

Απαιτήσεις κοινοποίησης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να αποστέλλει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, όταν κρίνει ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει κατά την έννοια του άρθρου 32 παράγραφος 4.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε κοινοποίηση έχουν λάβει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και σχετικά με κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή με κάθε δράση του άρθρου 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, που απαιτούν να λάβει το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τη διαπίστωση αυτή στις ακόλουθες αρχές, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

α)

στην αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β)

στην αρμόδια αρχή του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ)

στην αρμόδια αρχή κάθε υποκαταστήματος του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

δ)

στην αρχή εξυγίανσης κάθε υποκαταστήματος του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

ε)

στην κεντρική τράπεζα ·

στ)

στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον είναι αναγκαίο για να μπορέσει το σύστημα εγγύησης καταθέσεων να εκπληρώσει τα καθήκοντά του·

ζ)

στον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επιτέλεση της λειτουργίας των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης·

η)

ανάλογα με την περίπτωση, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

θ)

στο αρμόδιο υπουργείο·

ι)

εάν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας· και

ια)

στο ΕΣΣΚ και στην ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

4.   Εάν η διαβίβαση πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχεία στ) και ζ) δεν εγγυάται τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας, η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζουν εναλλακτικές διαδικασίες επικοινωνίας, οι οποίες επιτυγχάνουν τους ίδιους στόχους ενώ συγχρόνως εξασφαλίζουν τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας.

Άρθρο 82

Απόφαση της αρχής εξυγίανσης

1.   Μόλις λάβει από την αρμόδια αρχή την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 3, ή με δική της πρωτοβουλία, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 και το άρθρο 33, κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου όσον αφορά το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

2.   Η απόφαση για να αναληφθεί ή όχι δράση εξυγίανσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το σκεπτικό της απόφασης αυτής, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης ότι το ίδρυμα πληροί ή δεν πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

β)

τη δράση την οποία προτίθεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της προσφυγής σε διαδικασία εκκαθάρισης, του διορισμού διαχειριστή ή οιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των εφαρμοστέων κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 9, βάσει του εθνικού δικαίου.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις διαδικασίες και το περιεχόμενο που σχετίζονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3·

β)

την ειδοποίηση αναστολής που αναφέρεται στο άρθρο 83.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 83

Διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μόλις είναι ευλόγως εφικτό μετά την ανάληψη μιας δράσης εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

2.   Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε σχετική κοινοποίηση προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τις ακόλουθες αρχές, εφόσον πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

α)

την αρμόδια αρχή για το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β)

την αρμόδια αρχή για οποιοδήποτε υποκατάστημα του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

γ)

την κεντρική τράπεζα·

δ)

το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το πιστωτικό ίδρυμα υπό εξυγίανση·

ε)

τον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

στ)

ανάλογα με την περίπτωση, την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

ζ)

το αρμόδιο υπουργείο·

η)

εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

θ)

την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας και το ΕΣΣΚ·

ι)

την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την ΕΑΚΑΑ, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («ΕΑΑΕΣ») που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και την ΕΑΤ·

ια)

εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 98/26/ΕΚ, τους φορείς εκμετάλλευσης των συστημάτων στα οποία συμμετέχει.

3.   Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει αντίγραφο κάθε διάταξης ή πράξης δυνάμει της οποίας ασκούνται οι σχετικές εξουσίες και αναφέρει την ημερομηνία από την οποία η δράση εξυγίανσης ή οι δράσεις εξυγίανσης αρχίζουν να ισχύουν.

4.   Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση αντιγράφου της διάταξης ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης είτε ειδοποίησης όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης, και ιδίως τα αποτελέσματα για τους μικροεπενδυτές και, κατά περίπτωση, τους όρους και το χρονικό διάστημα της αναστολής ή του περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 69, 70 και 71, στα ακόλουθα μέσα:

α)

στον επίσημο ιστότοπό της·

β)

στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της ΕΑΤ·

γ)

στον ιστότοπο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

δ)

σε περίπτωση που οι μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή χρεωστικά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35).

5.   Εάν οι μετοχές, τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε, τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, να αποστέλλονται στους μετόχους και πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση, τους οποίους γνωρίζει μέσω του μητρώου ή των βάσεων δεδομένων του ιδρύματος υπό εξυγίανση που τίθενται στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης.

Άρθρο 84

Εμπιστευτικότητα

1.   Οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου είναι δεσμευτικές όσον αφορά τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

τις αρχές εξυγίανσης·

β)

τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ·

γ)

τα αρμόδια υπουργεία·

δ)

τους ειδικούς διαχειριστές (επιτρόπους) ή τους προσωρινούς διαχειριστές που διορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας·

ε)

τους πιθανούς αγοραστές με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι αρμόδιες αρχές ή τους οποίους προσκαλούν οι αρχές εξυγίανσης, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή ή πρόσκληση πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, και ανεξαρτήτως αν η πρόσκληση κατέληξε σε απόκτηση·

στ)

τους ελεγκτές, λογιστές, νομικούς και επαγγελματικούς συμβούλους, εκτιμητές και άλλους εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στο στοιχείο ε)·

ζ)

τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων·

η)

τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης επενδυτών·

θ)

τον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

ι)

τις κεντρικές τράπεζες και άλλες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

ια)

το μεταβατικό ίδρυμα ή τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

ιβ)

κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια)·

ιγ)

τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τους υπαλλήλους των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια) ανωτέρω, κατά τη διάρκεια του διορισμού τους και μετέπειτα.

2.   Προκειμένου να τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που εκτίθενται στις παραγράφους 1 και 3, τα πρόσωπα της παραγράφου 1 στοιχεία α), β), γ), ζ), ι) και ια) μεριμνούν ώστε να υπάρχουν εσωτερικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την εξασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών, μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.

3.   Υπό την επιφύλαξη του γενικού χαρακτήρα των απαιτήσεων της παραγράφου 1, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο απαγορεύεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έχουν λάβει κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή από αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις λειτουργίες της στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, σε οιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων ιδρυμάτων ή οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής ή του ιδρύματος ή της αναφερόμενης στο άρθρο 1 στοιχείο β), γ) ή δ) οντότητας που παρέσχε τις πληροφορίες.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε καμία εμπιστευτική πληροφορία να μην αποκαλύπτεται από πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και να αξιολογούνται οι πιθανές συνέπειες από την αποκάλυψη πληροφοριών στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική καθώς επίσης στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στον σκοπό των επιθεωρήσεων, στις έρευνες και στους λογιστικούς ελέγχους.

Η διαδικασία εξακρίβωσης των συνεπειών της αποκάλυψης πληροφοριών περιλαμβάνει μια ειδική αξιολόγηση των συνεπειών κάθε αποκάλυψης του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 5, 7, 10, 11 και 12 και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 6, 8 και 15.

Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπέχει αστική ευθύνη σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

4.   Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει:

α)

τους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των φορέων ή οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ι) από τη μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο εκάστου φορέα ή οντότητας· ή

β)

τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και με άλλες αρχές εξυγίανσης, άλλες αρμόδιες αρχές της Ένωσης, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, συστήματα εγγύησης καταθέσεων, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών, αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, αρμόδιους για τη διεξαγωγή νομίμων λογιστικών ελέγχων, την ΕΑΤ ή, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 98, αρχές τρίτων χωρών που επιτελούν ισοδύναμα καθήκοντα με τις αρχές εξυγίανσης, ή, υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με δυνητικό αγοραστή με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης.

5.   Παρά οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά περίπτωση, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης·

β)

κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες παρόμοιες οντότητες στο κράτος μέλος τους, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις· και

γ)

εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τα συστήματα πληρωμών, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι αρχές που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από αυτές, οι αρχές των κρατών μελών αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή νομίμων λογιστικών ελέγχων.

6.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.

7.   Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να καθορίσει με ποιόν τρόπο θα παρέχονται οι πληροφορίες σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IX

Δικαίωμα προσφυγής και αποκλεισμός άλλων μέτρων

Άρθρο 85

Εκ των προτέρων δικαστική έγκριση και δικαιώματα αμφισβήτησης των αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν ότι η απόφαση για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή μέτρου διαχείρισης κρίσεων υπόκειται σε εκ των προτέρων δικαστική έγκριση, υπό τον όρο ότι όσον αφορά απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η διαδικασία που αφορά την αίτηση για έγκριση και την εξέταση της αίτησης από το δικαστήριο έχει επείγοντα χαρακτήρα.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο το δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή απόφασης για την άσκηση οιασδήποτε εξουσίας, πλην του μέτρου διαχείρισης κρίσεων, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, διαθέτουν το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο δικαστικός έλεγχος είναι ταχύρρυθμος και ότι τα εθνικά δικαστήρια δέχονται ως βάση της εκτίμησής τους τις πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις των γεγονότων στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης.

4.   Το δικαίωμα προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υπόκειται στις ακόλουθες διατάξεις:

α)

η κατάθεση προσφυγής δεν συνεπάγεται αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης·

β)

η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται μαχητό τεκμήριο ότι η αναστολή της εκτέλεσής της αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον·

Όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να προστατεύονται τα συμφέροντα τρίτων μερών, τα οποία, ενεργώντας καλή την πίστει, έχουν αποκτήσει μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση στο πλαίσιο της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από αρχή εξυγίανσης, η ακύρωση απόφασης μιας αρχής εξυγίανσης δεν επηρεάζει οιεσδήποτε επακόλουθες διοικητικές πράξεις ή τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τη σχετική αρχή εξυγίανσης, οι οποίες βασίζονταν στην ακυρωθείσα απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης ή πράξης των αρχών εξυγίανσης περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστη ο προσφεύγων εξαιτίας της απόφασης ή της πράξης.

Άρθρο 86

Περιορισμός άλλων δικαστικών διαδικασιών

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 82 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν έναντι ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση, ότι δεν κινούνται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας παρά μόνο με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης και ότι απόφαση για να τεθεί ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας λαμβάνεται μόνο με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν αμελλητί κοινοποίηση κάθε αίτησης για έναρξη κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι ενός ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ανεξαρτήτως του αν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφοι 4 και 5·

β)

δεν εκδίδεται απόφαση επί της αίτησης εκτός εάν έχουν γίνει οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) και ισχύει μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

i)

η αρχή εξυγίανσης έχει κοινοποιήσει στις αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ότι δεν προτίθεται να αναλάβει καμία δράση εξυγίανσης έναντι του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ),

ii)

έχει παρέλθει περίοδος επτά ημερών, αρχομένη από την ημερομηνία κατά την οποία έγιναν οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α).

3.   Υπό την επιφύλαξη οποιουδήποτε περιορισμού στην αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 70, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από το δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων, για κατάλληλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο στόχο, επί δικαστικών ενεργειών ή διαδικασιών στις οποίες είναι ή καθίσταται διάδικος το ίδρυμα υπό εξυγίανση.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Άρθρο 87

Γενικές αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αφορούν περισσότερα του ενός κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά τη λήψη αποφάσεων ή την ανάληψη δράσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, οι αρχές τους να λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες γενικές αρχές:

α)

την επιτακτική ανάγκη για αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων και για τον κατά το δυνατόν περιορισμό του κόστους της εξυγίανσης όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

β)

οι αποφάσεις λαμβάνονται και δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη δέουσα ταχύτητα, όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο·

γ)

οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και οι λοιπές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να διασφαλισθεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

δ)

οι λειτουργίες και οι ευθύνες των αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος μέλος καθορίζονται με σαφήνεια·

ε)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών των εν λόγω κρατών μελών·

στ)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη θυγατρική και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αυτού του κράτους μέλους·

ζ)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτού του κράτους μέλους·

η)

λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των διάφορων εμπλεκόμενων κρατών μελών και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών μελών, μεταξύ άλλων αποφεύγοντας την άνιση κατανομή βάρους μεταξύ κρατών μελών·

θ)

κάθε υποχρέωση, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, για διαβούλευση με αρχή προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση συνεπάγεται τουλάχιστον υποχρέωση διαβούλευσης με αυτήν την αρχή για όσα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης έχουν ή ενδέχεται να έχουν:

i)

επίπτωση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, τη θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση, και

ii)

επίπτωση στη σταθερότητα του κράτους μέλους όπου έχει εγκατασταθεί ή βρίσκεται ή μητρική επιχείρηση της Ένωσης, η θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση·

ι)

κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη και ακολουθούν τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

ια)

απαίτηση διαφάνειας κάθε φορά που μια προτεινόμενη απόφαση ή δράση ενδέχεται να έχει επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών κάθε σχετικού κράτους μέλους· και

ιβ)

αναγνώριση ότι ο συντονισμός και η συνεργασία είναι μέσα με τα οποία είναι πιθανότερο να επιτευχθεί αποτέλεσμα που μειώνει το συνολικό κόστος της εξυγίανσης.

Άρθρο 88

Σώματα εξυγίανσης

1.   Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου συγκροτούν σώματα εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 12, 13, 16, 18, 45, 91 και 92, και, όπου ενδείκνυται, για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.

Ειδικότερα, τα σώματα εξυγίανσης αποτελούν ένα πλαίσιο για την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, τις άλλες αρχές εξυγίανσης και, όπου ενδείκνυται, τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρχές ενοποιημένης εποπτείας, για την εκτέλεση των εξής καθηκόντων:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σχετικά με την εφαρμογή σε ομίλους των εξουσιών προπαρασκευής και πρόληψης, καθώς και σχετικά με την εξυγίανση ομίλων·

β)

κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13·

γ)

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 16·

δ)

άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 18·

ε)

λήψη απόφασης όσον αφορά την ανάγκη να καθοριστεί μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 91 ή στο άρθρο 92·

στ)

επίτευξη της συμφωνίας για τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται σύμφωνα με το άρθρο 91 ή το άρθρο 92·

ζ)

συντονισμό της γνωστοποίησης στο κοινό των στρατηγικών και των μηχανισμών εξυγίανσης ομίλων·

η)

συντονισμό της χρήσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, που καθορίζονται στον τίτλο VII·

θ)

καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων για ομίλους σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο θυγατρικών, σύμφωνα με το άρθρο 45.

Επιπλέον, τα σώματα εξυγίανσης είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν ως βήμα συζήτησης οιωνδήποτε θεμάτων σχετίζονται με την εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου.

2.   Μέλη του σώματος εξυγίανσης είναι:

α)

η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

β)

οι αρχές εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη θυγατρική καλυπτόμενη από ενοποιημένη εποπτεία·

γ)

οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένη μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων του ομίλου, ήτοι οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

δ)

οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα·

ε)

η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εάν η αρχή εξυγίανσης είναι μέλος του σώματος εξυγίανσης. Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν είναι η κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους·

στ)

τα αρμόδια υπουργεία, εφόσον οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι μέλη του σώματος εξυγίανσης δεν είναι τα αρμόδια υπουργεία·

ζ)

η δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων κράτους μέλους, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αυτού του κράτους μέλους είναι μέλος σώματος εξυγίανσης·

η)

η ΕΑΤ, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών, όταν μητρική επιχείρηση ή ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση διαθέτει θυγατρική ή υποκατάστημα που θα εθεωρείτο σημαντικό εάν ήταν εγκατεστημένο στην Ένωση, μπορούν, κατόπιν αιτήματος τους, να συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης ως παρατηρητές, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκεινται σε ισοδύναμες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, με τις καθοριζόμενες στο άρθρο 98.

4.   Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΤ καλείται να παραστεί στις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης. Η ΕΑΤ δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα ψήφου στον βαθμό που οι ψηφοφορίες διεξάγονται στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης.

5.   Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προεδρεύει του σώματος εξυγίανσης. Υπ’ αυτήν την ιδιότητα:

α)

θεσπίζει γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης·

β)

συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του σώματος εξυγίανσης·

γ)

συγκαλεί όλες τις συνεδριάσεις του, προεδρεύει των συνεδριάσεων αυτών και ενημερώνει πλήρως, εκ των προτέρων, όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων του σώματος εξυγίανσης, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τα θέματα προς εξέταση·

δ)

κοινοποιεί στα μέλη του σώματος εξυγίανσης τις ενδεχόμενες προγραμματισμένες συνεδριάσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να συμμετάσχουν·

ε)

αποφασίζει ποια μέλη και παρατηρητές προσκαλούνται να παρευρεθούν σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης, με βάση ειδικές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του προς συζήτηση θέματος για τα εν λόγω μέλη και παρατηρητές, και ιδίως τις δυνητικές επιπτώσεις επί της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στα σχετικά κράτη μέλη·

στ)

ενημερώνει εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα αυτών των συνεδριάσεων.

Τα μέλη που συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης συνεργάζονται στενά.

Με την επιφύλαξη του στοιχείου ε), οι αρχές εξυγίανσης έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης οσάκις περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη θέματα που υπόκεινται σε κοινή λήψη απόφασης ή αφορούν οντότητα ομίλου που βρίσκεται στο κράτος μέλος τους.

6.   Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν υποχρεούνται να συγκροτούν σώμα εξυγίανσης, εάν άλλες ομάδες ή σώματα εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, πληρούν δε όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθούν όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 90. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

7.   Η ΕΑΤ, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 89

Ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης

1.   Σε περίπτωση που ίδρυμα τρίτης χώρας ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει θυγατρικές της Ένωσης εγκατεστημένες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ή δύο ή περισσότερα υποκαταστήματα εγκατεστημένα στην Ένωση τα οποία θεωρούνται σημαντικά από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρχές εξυγίανσης στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω θυγατρικές της Ένωσης ή τα εν λόγω σημαντικά υποκαταστήματα συγκροτούν ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης.

2.   Το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης εκτελεί τα καθήκοντα και τις εργασίες που καθορίζονται στο άρθρο 88 όσον αφορά τα θυγατρικά ιδρύματα καθώς και τα υποκαταστήματα, στον βαθμό που τα εν λόγω καθήκοντα σχετίζονται με αυτά.

3.   Εάν οι θυγατρικές στην Ένωση ή τα σημαντικά υποκαταστήματα ανήκουν σε χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης προεδρεύει η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, για τους σκοπούς της ενοποιημένης εποπτείας βάσει της εν λόγω οδηγίας.

Εάν δεν ισχύει η περίπτωση του πρώτου εδαφίου, τα μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης προτείνουν πρόεδρο και συμφωνούν για την επιλογή του.

4.   Τα κράτη μέλη δύναται, με αμοιβαία συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, να άρουν την υποχρέωση να συγκροτηθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, εάν άλλες ομάδες ή σώματα, συμπεριλαμβανομένου σώματος εξυγίανσης συσταθέντος δυνάμει του άρθρου 88, εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, πληρούν δε όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθούν όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 90. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

5.   Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης λειτουργεί κατά τα άλλα σύμφωνα με το άρθρο 88.

Άρθρο 90

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 84, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν μεταξύ τους κατόπιν αιτήματος όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας.

2.   Η αρχή εξυγίανσης ομίλου συντονίζει τη ροή όλων των αναγκαίων πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξυγίανσης. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει εγκαίρως στις αρχές εξυγίανσης στα άλλα κράτη μέλη όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία β) έως θ).

3.   Εάν ζητηθούν πληροφορίες τις οποίες παρέσχε μία αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης ζητά τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης της τρίτης χώρας για την περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας έχει ήδη συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.

Οι αρχές εξυγίανσης δεν υποχρεούνται να διαβιβάζουν πληροφορίες που παρασχέθηκαν από αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, αν η αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν έχει συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβασή τους.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν το αρμόδιο υπουργείο όταν πρόκειται για απόφαση ή ζήτημα που απαιτεί κοινοποίηση, διαβούλευση ή συγκατάθεση του αρμόδιου υπουργείου ή που ενδέχεται να επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά.

Άρθρο 91

Εξυγίανση ομίλου στην οποία εμπλέκεται θυγατρική του ομίλου

1.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι ένα ίδρυμα ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), που είναι θυγατρικές ενός ομίλου, πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33, η εν λόγω αρχή κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στα μέλη του σώματος εξυγίανσης για τον εν λόγω όμιλο:

α)

την απόφαση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33·

β)

τις δράσεις εξυγίανσης ή μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας τα οποία κρίνει κατάλληλα η αρχή εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή για την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

2.   Μόλις λάβει κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σχετικού σώματος εξυγίανσης, προβαίνει σε εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων από τις δράσεις εξυγίανσης, ή από άλλα μέτρα που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), στον όμιλο και σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, και ειδικότερα εκτιμά αν οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), δεν θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης η οποία είναι αρμόδια για το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορεί να αναλάβει δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

4.   Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, το αργότερο εντός 24 ωρών από την παραλαβή της κοινοποίησης βάσει της παραγράφου 1, προτείνει μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου και υποβάλλει την πρόταση στο σώμα εξυγίανσης. Η εικοσιτετράωρη αυτή προθεσμία μπορεί να παραταθεί με τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης η οποία πραγματοποιεί την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

5.   Ελλείψει αξιολόγησης εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εντός 24 ωρών, ή εντός μεγαλύτερης προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί, μετά τη λήψη της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης που προέβη στην κοινοποίηση της παραγράφου 1 μπορεί να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

6.   Ένας μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, που απαιτείται βάσει της παραγράφου 4:

α)

λαμβάνει υπόψη και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

β)

περιγράφει τις δράσεις εξυγίανσης που θα πρέπει να αναληφθούν από τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης έναντι της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, με σκοπό την επίτευξη των στόχων και των αρχών της εξυγίανσης όπως καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34·

γ)

προσδιορίζει τον τρόπο συντονισμού των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης·

δ)

καταρτίζει σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο λαμβάνει υπόψη το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο στ), και την αλληλέγγυα χρήση όπως καθορίζεται στο άρθρο 107.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Εάν κάποια αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, τους κοινοποιεί στη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις λοιπές αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει. Η εν λόγω αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

9.   Οι αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 8, μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες στο κράτος μέλος τους.

10.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 ή 9, και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης ελλείψει κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 8, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.

11.   Οι αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

12.   Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου, οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν.

13.   Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν οιαδήποτε δράση εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.

Άρθρο 92

Εξυγίανση ομίλου

1.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποφασίζει ότι μια μητρική επιχείρηση της Ένωσης, για την οποία είναι αρμόδια, πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33, κοινοποιεί αμελλητί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον πρόκειται για διαφορετική αρχή, και στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου.

Οι δράσεις εξυγίανσης ή τα μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 91 παράγραφος 1 στοιχείο β) μπορούν να περιλαμβάνουν την υλοποίηση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 6, εάν πληρούται οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα σε επίπεδο μητρικής εταιρείας, που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 1 στοιχείο β), οδηγούν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος·

β)

οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα στο επίπεδο μόνο της μητρικής εταιρείας δεν επαρκούν για τη σταθεροποίηση της κατάστασης ή ενδέχεται να μην καταλήξουν σε βέλτιστο αποτέλεσμα·

γ)

μία ή περισσότερες θυγατρικές πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33 κατά τη διαπίστωση των αρχών εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές αυτές· ή

δ)

από τις δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα σε επίπεδο ομίλου θα ωφεληθούν οι θυγατρικές του ομίλου κατά τρόπο που καθιστά ενδεδειγμένο έναν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

2.   Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου βάσει της παραγράφου 1 δεν περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει απόφαση μετά από διαβούλευση με τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη:

α)

και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

β)

τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα σχετικά κράτη μέλη.

3.   Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δυνάμει της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

4.   Εάν κάποια αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της, τους κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις λοιπές αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει. Η εν λόγω αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει με το μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου στο πλαίσιο της παραγράφου 4, μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες του ομίλου στο κράτος μέλος τους.

6.   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ή 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.

7.   Οι αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου, οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου.

Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 93

Συμφωνίες με τρίτες χώρες

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες όσον αφορά τους τρόπους συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των σχετικών αρχών τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων, με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης για ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, μητρικές επιχειρήσεις καθώς και ιδρύματα τρίτων χωρών, όσον αφορά τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας διαθέτει θυγατρικά ιδρύματα ή υποκαταστήματα που θεωρούνται σημαντικά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και η οποία διαθέτει θυγατρική ή σημαντικό υποκατάστημα σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, διαθέτει ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα σε τρίτη χώρα·

γ)

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και το οποίο διαθέτει μητρική επιχείρηση, θυγατρική ή σημαντικό υποκατάστημα σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, διαθέτει ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες.

2.   Με τις συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιδιώκεται, ιδίως, να διασφαλιστεί η καθιέρωση διαδικασιών και ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών, με στόχο τον συντονισμό κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 97.

3.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ρυθμίζουν σε μεμονωμένη βάση θέματα σχετικά με ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα τρίτων χωρών.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με τρίτη χώρα όσον αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 έως την έναρξη ισχύος συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον οι εν λόγω διμερείς συμφωνίες συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

Άρθρο 94

Αναγνώριση και επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

1.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όσον αφορά διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1. Εφαρμόζονται επίσης μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, εφόσον η αναγνώριση και η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 89, το σώμα αυτό λαμβάνει κοινή απόφαση ως προς το αν θα αναγνωριστούν, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 95, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας που:

α)

έχει θυγατρικές της Ένωσης ή υποκαταστήματα της Ένωσης που βρίσκονται και θεωρούνται σημαντικά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη· ή

β)

ατά τα άλλα, έχει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή διέπονται από τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών.

Εάν επιτευχθεί κοινή απόφαση όσον αφορά την αναγνώριση των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, οι αντίστοιχες εθνικές αρχές εξυγίανσης επιδιώκουν την επιβολή των αναγνωρισμένων διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

3.   Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση μεταξύ των αρχών εξυγίανσης που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, ή εάν δεν υπάρχει ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, κάθε ενδιαφερόμενη αρχή εξυγίανσης λαμβάνει δικά της απόφαση ως προς το αν θα αναγνωρίσει και θα επιβάλει, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 95, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Η απόφαση λαμβάνει δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή η μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας, και ιδίως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο που θα έχει η αναγνώριση και επιβολή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας στα άλλα τμήματα του ομίλου και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των σχετικών κρατών μελών.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν, τουλάχιστον, την εξουσία να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τα εξής:

i)

περιουσιακά στοιχεία ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας τα οποία βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους,

ii)

δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί στα βιβλία από το υποκατάστημα της Ένωσης στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, ή σε περίπτωση που οι απαιτήσεις επί των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι εκτελεστές στο οικείο κράτος μέλος·

β)

ολοκλήρωση, μεταξύ άλλων ζητώντας από άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες για την ολοκλήρωση, μεταβίβασης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε θυγατρική της Ένωσης εγκατεστημένη στο εντελλόμενο κράτος μέλος·

γ)

άσκηση των εξουσιών των άρθρων 69, 70 ή 71 όσον αφορά τα δικαιώματα οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εξουσίες αυτές είναι απαραίτητες για να επιβληθούν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας· και

δ)

το μη εκτελεστό κάθε συμβατικού δικαιώματος για καταγγελία, εκκαθάριση ή επίσπευση συμβάσεων, ή τροποποίηση των συμβατικών δικαιωμάτων, των οντοτήτων της παραγράφου 2 και άλλων οντοτήτων ομίλου, όταν τα δικαιώματα αυτά προκύπτουν από δράση εξυγίανσης που έχει αναληφθεί σε σχέση με το ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας των οντοτήτων αυτών ή άλλων οντοτήτων του ομίλου, είτε από την ίδια την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας είτε με διαφορετικού τύπου εφαρμογή των νομοθετικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων για τις διευθετήσεις εξυγίανσης στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας.

5.   Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, όποτε αυτό είναι αναγκαίο για λόγους δημόσιου συμφέροντος, να αναλάβουν δράση εξυγίανσης σε σχέση με μητρική επιχείρηση όταν η σχετική αρχή της τρίτης χώρας διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα που έχει συσταθεί στην τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης βάσει της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι εξουσιοδοτημένες να ασκούν οιαδήποτε εξουσία εξυγίανσης σε σχέση με την εν λόγω μητρική επιχείρηση και εφαρμόζεται το άρθρο 68.

6.   Η αναγνώριση και η επιβολή της εφαρμογής διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας πραγματοποιείται με την επιφύλαξη τυχόν κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 95

Δικαίωμα άρνησης της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με άλλες αρχές εξυγίανσης όταν έχει συσταθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης βάσει του άρθρου 89, μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει ή να επιβάλει την εφαρμογή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2, εφόσον κρίνει:

α)

ότι οι διαδικασίες εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η αρχή εξυγίανσης, ή ότι οι διαδικασίες θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε άλλο κράτος μέλος·

β)

ότι είναι αναγκαία η ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης, βάσει του άρθρου 96, όσον αφορά υποκατάστημα της Ένωσης, προκειμένου να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι από τους στόχους εξυγίανσης·

γ)

ότι, βάσει των διαδικασιών εξυγίανσης στην τρίτη χώρα καταγωγής, οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των καταθετών που βρίσκονται ή είναι πληρωτέοι σε ένα κράτος μέλος, δεν θα ετύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης με τους πιστωτές και τους καταθέτες της τρίτης χώρας οι οποίοι έχουν παρόμοια νόμιμα δικαιώματα·

δ)

ότι η αναγνώριση ή η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχε σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στο κράτος μέλος· ή

ε)

ότι οι συνέπειες της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής αυτής θα ήταν αντίθετες προς το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 96

Εξυγίανση υποκαταστημάτων στην Ένωση

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να ενεργούν όσον αφορά υποκατάστημα στην Ένωση το οποίο δεν υπόκειται σε διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας ή υπόκειται στις εν λόγω διαδικασίες τρίτης χώρας και ισχύει μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 95.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 68 εφαρμόζεται στην άσκηση των εξουσιών αυτών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτούμενες βάσει της παραγράφου 1 εξουσίες μπορούν να ασκούνται από τις αρχές εξυγίανσης, εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι είναι αναγκαίο να αναληφθεί δράση προς το δημόσιο συμφέρον, και πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκατάστημα στην Ένωση δεν πληροί πλέον, ή είναι πιθανόν να μην πληροί, τις προϋποθέσεις, που επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία, για την αδειοδότηση και τη λειτουργία του στο εν λόγω κράτος μέλος και δεν υπάρχει καμία προοπτική, με ενέργειες του ιδιωτικού τομέα, των αρχών εποπτείας ή της σχετικής τρίτης χώρας, να αποκατασταθεί η συμμόρφωση του υποκαταστήματος ή να αποφευχθεί η πτώχευση σε εύλογο χρονικό διάστημα·

β)

το ίδρυμα τρίτης χώρας, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί, ή πιθανόν να μην είναι σε θέση, να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του έναντι των ενωσιακών πιστωτών, ή τις υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί ή εγγραφεί μέσω του υποκαταστήματος, όταν καθίστανται απαιτητές, και η αρχή εξυγίανσης έχει πεισθεί ότι δεν έχουν κινηθεί ούτε θα κινηθούν από τρίτη χώρα, σε εύλογο χρονικό διάστημα, διαδικασίες εξυγίανσης ή διαδικασίες αφερεγγυότητας όσον αφορά αυτό το ίδρυμα τρίτης χώρας·

γ)

η σχετική αρχή της τρίτης χώρας έχει κινήσει διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας έναντι του ιδρύματος της τρίτης χώρας, ή έχει κοινοποιήσει στην αρχή εξυγίανσης την πρόθεσή της να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

3.   Όταν μια αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει ανεξάρτητη δράση έναντι υποκαταστήματος στην Ένωση, λαμβάνει υπόψη τους στόχους εξυγίανσης και αναλαμβάνει τη δράση σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές και απαιτήσεις, εφόσον είναι σχετικές με την προκειμένη περίπτωση:

α)

τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 34·

β)

τις απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IV κεφάλαιο III.

Άρθρο 97

Συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1. Εφαρμόζονται επίσης μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, εφόσον το αντικείμενο του παρόντος άρθρου δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

2.   Η ΕΑΤ δύναται να συνάπτει μη δεσμευτικό πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας με τις ακόλουθες σχετικές αρχές τρίτων χωρών:

α)

σε περιπτώσεις που ένα θυγατρική στην Ένωση είναι εγκατεστημένη σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με τις σχετικές αρχές της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένο το μητρικό ίδρυμα ή μια εταιρεία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)·

β)

σε περιπτώσεις που ίδρυμα τρίτης χώρας λειτουργεί υποκαταστήματα στην Ένωση τα οποία βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με τη σχετική αρχή της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένο αυτό το ίδρυμα·

γ)

σε περιπτώσεις που μια μητρική επιχείρηση ή μια εταιρεία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και με θυγατρικό ίδρυμα ή σημαντικό υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, έχει επίσης ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα θυγατρικά ιδρύματα·

δ)

σε περιπτώσεις που ένα ίδρυμα με θυγατρικό ίδρυμα ή σημαντικό υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος έχει ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα υποκαταστήματα.

Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν προβλέπονται όσον αφορά συγκεκριμένα ιδρύματα. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν επιβάλλουν νομικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη.

3.   Το πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, καθορίζει διαδικασίες και ρυθμίσεις μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν, με σκοπό την ανταλλαγή των απαιτούμενων πληροφοριών και τη συνεργασία κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων εξουσιών όσον αφορά τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ) ή τους ομίλους που περιλαμβάνουν τα εν λόγω ιδρύματα:

α)

κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 13 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

β)

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των εν λόγω ιδρυμάτων και ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18 και οιεσδήποτε παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

εφαρμογή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 27 και με παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

ε)

εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών που μπορούν να ασκούνται από τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών.

4.   Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, συνάπτουν μη δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας, σύμφωνες με το πλαίσιο ρυθμίσεων που συνάπτει η ΕΑΤ με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη ή τις αρμόδιες αρχές τους να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010.

5.   Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ των αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών και των τρίτων χωρών, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορούν να περιέχουν διατάξεις που αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης·

β)

τη διαβούλευση και τη συνεργασία για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών για την άσκηση των εξουσιών βάσει των άρθρων 94 και 96 και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ)

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ)

την έγκαιρη προειδοποίηση των μερών της ρύθμισης συνεργασίας ή τη διαβούλευση μεταξύ τους, πριν από την ανάληψη κάθε σημαντικής δράσης βάσει της παρούσας οδηγίας ή του δικαίου της σχετικής τρίτης χώρας το οποίο διέπει το ίδρυμα ή τον όμιλο που αφορά η ρύθμιση·

ε)

τον συντονισμό της επικοινωνίας με το κοινό, σε περίπτωση κοινών δράσεων εξυγίανσης·

στ)

διαδικασίες και ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία βάσει των στοιχείων α) έως ε), οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, ανάλογα με την περίπτωση, τη σύσταση και τη λειτουργία ομάδων διαχείρισης κρίσεων.

6.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΤ οιεσδήποτε ρυθμίσεις συνεργασίας έχουν συνάψει οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 98

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω αρχές τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη όλων των εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 84.

Στον βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά προσωπικά δεδομένα, ο χειρισμός και η διαβίβαση αυτών των προσωπικών δεδομένων σε αρχές τρίτων χωρών διέπονται από την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων·

β)

οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, των καθηκόντων τους περί εξυγίανσης βάσει της εθνικής νομοθεσίας τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και, με την επιφύλαξη του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

2.   Όταν οι εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία δεν γνωστοποιούν αυτές τις πληροφορίες στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες (η αρχή προέλευσης) συμφωνεί για την εν λόγω γνωστοποίηση·

β)

οι πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνον για τις σκοπούς που επιτρέπονται από την αρχή προέλευσης.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 99

Ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοδοτικών ρυθμίσεων

Θεσπίζεται ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοδοτικών ρυθμίσεων το οποίο περιλαμβάνει:

α)

εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β)

τον δανεισμό μεταξύ των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 106·

γ)

την αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων στην περίπτωση εξυγίανσης ομίλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 107.

Άρθρο 100

Απαίτηση θέσπισης ρυθμίσεων χρηματοδότησης της εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη καθιερώνουν μία ή περισσότερες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των εργαλείων και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων μπορεί να ενεργοποιηθεί από ορισθείσα δημόσια αρχή ή από αρχή στην οποία έχουν ανατεθεί εξουσίες δημόσιας διοίκησης.

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις χρησιμοποιούνται μόνον σύμφωνα με τους στόχους της εξυγίανσης και τις αρχές που καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν την ίδια διοικητική δομή όπως για τη χρηματοδοτική τους ρύθμιση για τους σκοπούς του συστήματός τους εγγύησης των καταθέσεών τους.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους.

4.   Για τον σκοπό που προβλέπεται στην παράγραφο 3, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις διαθέτουν ιδίως:

α)

την εξουσία να συγκεντρώνουν συνεισφορές εκ των προτέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 103, με προοπτική να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που αναφέρεται στο άρθρο 102,

β)

την εξουσία να συγκεντρώνουν έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104, εφόσον οι συνεισφορές που καθορίζονται στο στοιχείο α) είναι ανεπαρκείς, και

γ)

την εξουσία να συνάπτουν δάνεια και να λαμβάνουν άλλες μορφές στήριξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105.

5.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 6, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τις εθνικές του χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω ταμείου, η χρήση του οποίου μπορεί να ενεργοποιηθεί από την αρχή εξυγίανσής του, για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1.

6.   Παρά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος, προκειμένου να τηρήσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να θεσπίσει την εθνική του χρηματοδοτική ρύθμιση μέσω υποχρεωτικών συνεισφορών από ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο έδαφός του· οι εν λόγω συνεισφορές βασίζονται στα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 103 παράγραφος 7 και δεν συγκεντρώνονται σε ταμείο ελεγχόμενο από την αρχή εξυγίανσής του, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι κατωτέρω όροι:

α)

το ποσό που συγκεντρώνεται από τις εισφορές είναι τουλάχιστον ίσο με το ποσό που χρειάζεται να συγκεντρωθεί κατά το άρθρου 102·

β)

η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους δικαιούται ποσό ίσο με το ποσό των συνεισφορών αυτών, το ποσό το οποίο το κράτος μέλος καθιστά αμέσως διαθέσιμο στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κατόπιν αιτήματός της, προς χρήση αποκλειστικά για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 101·

γ)

το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή του να χρησιμοποιήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διαρθρώσει τη χρηματοδοτική του ρύθμιση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο·

δ)

το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου τουλάχιστον ετησίως· και

ε)

εκτός ρητής αντίθετης πρόβλεψης στην παρούσα παράγραφο, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 99 έως 102, του άρθρου 103 παράγραφοι 1 έως 4 και παράγραφος 6, και των άρθρων 104 έως 109.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102 μπορεί να περιλαμβάνουν υποχρεωτικές εισφορές από οιοδήποτε σύστημα υποχρεωτικών εισφορών που θεσπίζεται από ένα κράτος μέλος σε οιαδήποτε ημερομηνία μεταξύ της 17ης Ιουνίου 2010 και της 2ας Ιουλίου 2014 για ιδρύματα στο έδαφός του, ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες που σχετίζονται με τον συστημικό κίνδυνο, την πτώχευση και την εξυγίανση ιδρυμάτων, υπό τον όρο ότι το εν λόγω κράτος μέλος συμμορφώνεται με τον παρόντα τίτλο VII. Οι εισφορές σε συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δεν προσμετρώνται στο επίπεδο-στόχο των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης που ορίζεται στο άρθρο 102.

Άρθρο 101

Χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης

1.   Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100 μπορούν να χρησιμοποιούνται από την αρχή εξυγίανσης αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίος για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης, για τους εξής σκοπούς:

α)

να εγγυώνται τα περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση, των θυγατρικών του, ενός μεταβατικού ιδρύματος ή ενός φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

β)

να παρέχουν δάνεια στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, στις θυγατρικές του, σε ένα μεταβατικό ίδρυμα ή σε έναν φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

γ)

να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

δ)

να καταβάλλουν συνεισφορές σε μεταβατικό ίδρυμα και σε φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

ε)

να καταβάλλουν αποζημιώσεις στους μετόχους ή τους πιστωτές σύμφωνα με το άρθρο 75·

στ)

να καταβάλλουν συνεισφορά στο υπό εξυγίανση ίδρυμα αντί της απομείωσης ή μετατροπής υποχρεώσεων ορισμένων πιστωτών, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα και η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εξαιρέσει ορισμένους πιστωτές από το πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 3 έως 8·

ζ)

να δανείζουν σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε προαιρετική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 106·

η)

να επιλέγουν οποιονδήποτε συνδυασμό των δράσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ).

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται για την ανάληψη των δράσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο όσον αφορά τον αγοραστή στο πλαίσιο του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων.

2.   Η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης δεν χρησιμοποιείται άμεσα για την απορρόφηση των ζημιών ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή για την ανακεφαλαιοποίηση του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας. Σε περίπτωση που η χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οδηγεί εμμέσως στη μεταφορά μέρους των ζημιών ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, ισχύουν οι αρχές που διέπουν τη χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 44.

Άρθρο 102

Επίπεδο-στόχος

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών τους ρυθμίσεων ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν επίπεδα-στόχους άνω του ποσού αυτού.

2.   Κατά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι συνεισφορές στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103, κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου καθώς και του αντικτύπου προ-κυκλικών συνεισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των συνεισφερόντων ιδρυμάτων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την αρχική χρονική περίοδο κατά τέσσερα έτη το πολύ, εάν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις έχουν προβεί σε σωρευτικές εκταμιεύσεις που υπερβαίνουν το 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους οι οποίες είναι εγγυημένες βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

3.   Εάν, μετά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα είναι κατώτερα του επιπέδου-στόχου που καθορίζεται στην εν λόγω παράγραφο, οι τακτικές συνεισφορές οι οποίες συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 103 συνεχίζονται μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. Μετά την επίτευξη του επιπέδου-στόχου για πρώτη φορά και εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα έχουν μετέπειτα μειωθεί σε λιγότερο από δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, οι εν λόγω συνεισφορές καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι ετών.

Κατά τον καθορισμό των ετήσιων συνεισφορών στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, η τακτική συνεισφορά λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των προ-κυκλικών συνεισφορών.

4.   Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έως την 31η Οκτωβρίου 2016 έκθεση με συστάσεις όσον αφορά το κατάλληλο σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του επιπέδου-στόχου των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, και ειδικότερα κατά πόσον το σύνολο των υποχρεώσεων αποτελεί καταλληλότερη βάση απ’ ό,τι οι καλυπτόμενες καταθέσεις.

5.   Βάσει των αποτελεσμάτων της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή, εφόσον χρειάζεται, υποβάλλει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για το επίπεδο-στόχο των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης.

Άρθρο 103

Συνεισφορές εκ των προτέρων

1.   Προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συνεισφορές καταβάλλονται τουλάχιστον άπαξ ετησίως από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση.

2.   Η συνεισφορά κάθε ιδρύματος καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των υποχρεώσεών του (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, σε σύγκριση με τις συνολικές υποχρεώσεις (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του κράτους μέλους.

Οι συνεισφορές αυτές προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα κριτήρια που εγκρίνονται βάσει της παραγράφου 7.

3.   Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, μπορεί να περιλαμβάνουν αμετάκλητες αναλήψεις υποχρεώσεων πληρωμής οι οποίες καλύπτονται πλήρως από εξασφαλίσεις με περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου που δεν βαρύνονται από τυχόν δικαιώματα τρίτων μερών, βρίσκονται στην απόλυτη διάθεση των αρχών εξυγίανσης και προορίζονται για αποκλειστική χρήση από τις αρχές εξυγίανσης, για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1. Το μερίδιο των ανέκκλητων αναλήψεων υποχρεώσεων πληρωμής δεν υπερβαίνει το 30 % του συνολικού ποσού των συνεισφορών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η υποχρέωση εξόφλησης των συνεισφορών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι εκτελεστή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και ότι οι οφειλόμενες συνεισφορές εξοφλούνται πλήρως.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλη υποχρεωτική λογιστική, υποβολή εκθέσεων και άλλες υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων συνεισφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης τη λήψη μέτρων για την κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των συνεισφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της διαφυγής, της αποφυγής και της κατάχρησης.

5.   Τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1.

6.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 37, 38, 40, 41 και 42, τα ποσά που εισπράττονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα, οι τόκοι και άλλα κέρδη επί των επενδύσεων και οιαδήποτε άλλα κέρδη μπορούν να είναι προς όφελος των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της προσαρμογής των συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη σωρευτικά τα εξής:

α)

την έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους, συμπεριλαμβανομένης της σπουδαιότητας των εμπορικών του δραστηριοτήτων, των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων και του βαθμού μόχλευσής του·

β)

τη σταθερότητα και την ποικιλία των πηγών χρηματοδότησης της εταιρείας και τα μη βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ρευστότητας·

γ)

τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος·

δ)

την πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης·

ε)

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είχε επωφεληθεί στο παρελθόν από έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη·

στ)

την πολυπλοκότητα της δομής του ιδρύματος και τη δυνατότητα εξυγίανσής του·

ζ)

τη σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή της Ένωσης·

η)

κατά πόσον το ίδρυμα είναι μέρος ενός ΘΣΠ.

8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει:

α)

τις υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής, υποβολής εκθέσεων και τις λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται την παράγραφο 4 ώστε να διασφαλίσει ότι οι συνεισφορές όντως καταβάλλονται·

β)

τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 προκειμένου να διασφαλιστεί κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των συνεισφορών.

Άρθρο 104

Έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων

1.   Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι συγκεντρώνονται έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, προκειμένου να καλύπτονται τα επιπλέον ποσά. Οι εν λόγω έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές κατανέμονται μεταξύ των ιδρυμάτων σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο άρθρο 103 παράγραφος 2.

Οι έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ετήσιου ποσού των συνεισφορών το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 103.

2.   Για τις συνεισφορές που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφοι 4 έως 8.

3.   Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να χορηγήσει σε ίδρυμα συνολική ή μερική απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εκ των υστέρων συνεισφοράς προς τον χρηματοδοτικό μηχανισμό εξυγίανσης, αν οι εισφορές θα έθεταν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα του ιδρύματος. Η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, αλλά μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος. Οι απαλλαχθείσες δυνάμει της παρούσας παραγράφου συνεισφορές καταβάλλονται όταν η πληρωμή δεν θέτει πια σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του ιδρύματος.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115 για τον καθορισμό των περιστάσεων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα ίδρυμα μπορεί να απαλλάσσεται προσωρινά από τις εκ των υστέρων εισφορές κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 105

Εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους δύνανται να συνάπτουν δάνεια ή να λαμβάνουν άλλους τύπους στήριξης από ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη, σε περίπτωση που τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103 δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, και δεν υπάρχει αμέσως πρόσβαση στις έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 104 ή οι συνεισφορές αυτές δεν επαρκούν.

Άρθρο 106

Δανεισμός μεταξύ χρηματοδοτικών ρυθμίσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους μπορούν να υποβάλλουν αίτημα να δανείζονται από άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εντός της Ένωσης, σε περίπτωση που:

α)

τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103 δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων·

β)

δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στις έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 104· και

γ)

δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στα εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 105 υπό εύλογους όρους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους έχουν την εξουσία να δανείζουν σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εντός της Ένωσης στις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Μετά από αίτημα στο πλαίσιο της παραγράφου 1, εκάστη εκ των άλλων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων στην Ένωση αποφασίζει εάν θα δανείσει στη χρηματοδοτική ρύθμιση που έχει υποβάλει την αίτηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η απόφαση αυτή να λαμβάνεται μετά από διαβούλευση με το αρμόδιο υπουργείο ή κυβέρνηση ή με τη συγκατάθεσή τους. Η απόφαση λαμβάνεται με τη δέουσα ταχύτητα.

4.   Το επιτόκιο, η περίοδος εξόφλησης και άλλοι όροι και προϋποθέσεις των δανείων θα συμφωνηθούν μεταξύ της δανειοδοτούμενης χρηματοδοτικής ρύθμισης και των άλλων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων που αποφάσισαν να συμμετάσχουν. Τα δάνεια εκάστης συμμετέχουσας χρηματοδοτικής ρύθμισης θα έχουν το ίδιο επιτόκιο, περίοδο εξόφλησης και υπόλοιπους όρους και προϋποθέσεις, εκτός εάν συμφωνήσουν διαφορετικά όλες οι συμμετέχουσες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις.

5.   Το ποσό που χορηγείται από εκάστη συμμετέχουσα χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στο κράτος μέλος της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στα κράτη μέλη των συμμετεχουσών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης. Οι εν λόγω συντελεστές συνεισφοράς μπορούν να ποικίλλουν κατόπιν συμφωνίας όλων των συμμετεχουσών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

6.   Τα ανεξόφλητα δάνεια μιας χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου θεωρούνται ως περιουσιακό στοιχείο της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης που παρέσχε το δάνειο και μπορούν να συνυπολογίζονται στο επίπεδο-στόχο της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης.

Άρθρο 107

Αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων σε περίπτωση εξυγίανσης ομίλου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 91 ή στο άρθρο 92, η εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση καθενός από τα ιδρύματα τα οποία αποτελούν μέρος ενός ομίλου, συμμετέχει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ύστερα από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των ιδρυμάτων που αποτελούν μέρος του ομίλου, προτείνει, εάν είναι αναγκαίο πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ένα σχέδιο χρηματοδότησης ως μέρος του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου που προβλέπεται στα άρθρα 91 και 92.

Το σχέδιο χρηματοδότησης συμφωνείται βάσει της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ορίζεται στα άρθρα 91 και 92.

3.   Το σχέδιο χρηματοδότησης περιλαμβάνει:

α)

αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 36 όσον αφορά τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου·

β)

τις ζημίες που αναγνωρίζονται από κάθε επηρεαζόμενη οντότητα του ομίλου κατά τον χρόνο εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

γ)

για καθεμία από τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, τις ζημίες που θα υποστεί κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών·

δ)

τις τυχόν συνεισφορές που θα πρέπει να καταβάλουν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1·

ε)

τη συνολική συνεισφορά των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, καθώς και τον σκοπό και τη μορφή της συνεισφοράς·

στ)

τη βάση υπολογισμού του ποσού το οποίο οφείλει να συνεισφέρει καθεμία από τις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, προκειμένου να συγκεντρωθεί η συνολική συνεισφορά που αναφέρεται στο στοιχείο ε)·

ζ)

το ποσό το οποίο οφείλει η συνεισφέρει η εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση κάθε επηρεαζόμενης οντότητας του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου καθώς και τη μορφή των συνεισφορών αυτών·

η)

το ύψος των δανείων τα οποία θα συνάψουν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου με ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα και άλλα τρίτα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 105·

θ)

ένα χρονικό πλαίσιο για τη χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, το οποίο πρέπει να μπορεί να παραταθεί αν παραστεί ανάγκη.

4.   Η βάση με την οποία κατανέμεται η συνεισφορά που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 3 συνάδει προς την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και προς τις αρχές που ορίζονται στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο στ), εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης.

5.   Εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης, η βάση υπολογισμού της συνεισφοράς κάθε εθνικής χρηματοδοτικής ρύθμισης λαμβάνει ιδίως υπόψη τα εξής:

α)

το ποσοστό των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης·

β)

το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης·

γ)

το ποσοστό των ζημιών, στις οποίες οφείλεται η ανάγκη εξυγίανσης του ομίλου, που προέκυψαν σε οντότητες του ομίλου εποπτευόμενες από τις αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης· και

δ)

το ποσοστό των πόρων των ρυθμίσεων χρηματοδότησης του ομίλου οι οποίοι, σύμφωνα με το σχέδιο χρηματοδότησης, αναμένεται να χρησιμοποιηθούν προς άμεσο όφελος των οντοτήτων του ομίλου οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης.

6.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν εκ των προτέρων κανόνες και διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι κάθε εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση είναι σε θέση να καταβάλει αμέσως τη συνεισφορά της στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2.

7.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι επιτρέπεται στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 105, να συνάπτουν δάνεια ή να λαμβάνουν άλλες μορφές στήριξης από ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους μπορούν να εγγυηθούν οποιοδήποτε δάνειο συνάπτεται από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με την παράγραφο 7.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οιοδήποτε προϊόν ή οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων σε επίπεδο ομίλου κατανέμονται στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, ανάλογα με τις συνεισφορές τους στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 108

Κατάταξη των καταθέσεων στην πτωχευτική ιεραρχία

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στο εθνικό δίκαιο που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας:

α)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται για απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων και μη προνομιούχων πιστωτών:

i)

το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ,

ii)

οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός Ένωσης που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση, έχουν την ίδια σειρά κατάταξης με την κατάταξη που ορίζονται στο στοιχείο α)·

β)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται στο στοιχείο α):

i)

οι καλυπτόμενες καταθέσεις,

ii)

το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καλυπτόμενων καταθετών σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

Άρθρο 109

Χρήση συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της εξυγίανσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης και εφόσον η εν λόγω δράση εξασφαλίζει ότι οι καταθέτες συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το ίδρυμα ευθύνεται:

α)

όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, για το ποσό που θα απομειωνόταν για τις καλυπτόμενες καταθέσεις προκειμένου να απορροφηθούν οι ζημίες του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α), εάν οι καλυπτόμενες καταθέσεις είχαν περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα και είχαν απομειωθεί στον ίδιο βαθμό όπως οι πιστωτές με το ίδιο επίπεδο προτεραιότητας βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας· ή

β)

όταν χρησιμοποιούνται ένα ή περισσότερα εργαλεία εκτός της διάσωσης με ίδια μέσα, για το ύψος των ζημιών που θα υφίσταντο οι καλυπτόμενοι καταθέτες, εάν οι καλυπτόμενοι καταθέτες υφίσταντο ζημίες ανάλογες των ζημιών που υφίστανται οι πιστωτές με το ίδιο επίπεδο προτεραιότητας βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει το ύψος των ζημιών που θα χρειαζόταν να υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δεν υποχρεούται να συμβάλει στο κόστος της ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος ή του μεταβατικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Όταν έχει προσδιοριστεί με αποτίμηση βάσει του άρθρου 74 ότι η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στην εξυγίανση ήταν μεγαλύτερη από τις καθαρές ζημίες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 75.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο προσδιορισμός του ποσού για το οποίο ευθύνεται το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύμφωνα την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, πληροί τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 36.

3.   Η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων για τον σκοπό της παραγράφου 1 καταβάλλεται σε μετρητά.

4.   Εάν οι επιλέξιμες καταθέσεις σε ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα μέσω του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, οι καταθέτες δεν έχουν καμία απαίτηση δυνάμει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ κατά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων όσον αφορά οποιοδήποτε μέρος των καταθέσεών τους στο ίδρυμα υπό εξυγίανση που δεν μεταβιβάζονται, εφόσον το ύψος των χρηματικών ποσών που μεταβιβάζονται είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το συνολικό επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

5.   Παρά τις παραγράφους 1 έως 4, εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα συστήματος εγγύησης των καταθέσεων χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με αυτές και κατόπιν τούτου μειωθούν σε λιγότερο από δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, οι τακτικές συνεισφορές στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι ετών.

Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει ποσό ίσο προς το 50 % του επιπέδου-στόχου βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εθνικού τραπεζικού τομέα τους, να καθορίσουν ποσοστό ανώτερο του 50 %.

Υπό οιασδήποτε συνθήκες, η συμμετοχή του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας δεν υπερβαίνει τις απώλειες που θα είχε υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 110

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή τις σχετικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο εφαρμόζονται σε ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα και μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης, σε περίπτωση παράβασης μπορούν να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση βάσει του εθνικού δικαίου.

3.   Οι εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ανατίθεται στις αρχές εξυγίανσης ή, αν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις αρμόδιες αρχές, ανάλογα με το είδος της παράβασης. Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις ή τα λοιπά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, και συντονίζουν τις ενέργειές τους όταν ασχολούνται με διασυνοριακές υποθέσεις.

4.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την εθνική νομοθεσία με οποιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υπό την ευθύνη τους, με ανάθεση καθηκόντων σε άλλες αρχές·

δ)

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 111

Ειδικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα στους νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις τους, τουλάχιστον όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

δεν έχουν καταρτιστεί, δεν διατηρούνται ούτε επικαιροποιούνται τα σχέδια ανάκαμψης ή τα σχέδια εξυγίανσης του ομίλου, κατά παράβαση του άρθρου 5 ή 7·

β)

δεν έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια αρχή η πρόθεση να παρασχεθεί χρηματοοικονομική στήριξη στον όμιλο, κατά παράβαση του άρθρου 25·

γ)

δεν έχουν παρασχεθεί όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, κατά παράβαση του άρθρου 11·

δ)

το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) δεν έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή το γεγονός ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, κατά παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που μπορούν να ισχύσουν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοοικονομικό ίδρυμα, μητρική επιχείρηση της Ένωσης ή άλλο νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

β)

διαταγή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψή της στο μέλλον·

γ)

προσωρινή απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή άλλου φυσικού προσώπου, που θεωρείται υπαίτιο, να ασκεί διοικητικά καθήκοντα σε ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

δ)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών του εν λόγω νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση. Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση·

ε)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 2 Ιουλίου 2014·

στ)

διοικητικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο.

Άρθρο 112

Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, στον επίσημο ιστότοπό τους, τουλάχιστον τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την παρούσα οδηγία, όταν οι εν λόγω κυρώσεις δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ή όταν έχουν εξαντληθεί τα σχετικά δικαιώματα προσφυγής. Η δημοσίευση γίνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του φυσικού ή νομικού προσώπου για την κύρωση αυτή, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση κυρώσεων εναντίον των οποίων εκκρεμεί προσφυγή, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο ιστότοπό τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν σε ανώνυμη βάση τις κυρώσεις που επιβάλλουν, κατά τρόπο που συμμορφώνεται με την εθνική νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης·

β)

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα·

γ)

όταν η δημοσιοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει, στον βαθμό που είναι δυνατόν να καθοριστεί, δυσανάλογη ζημία στα ιδρύματα ή στις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή στα εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα.

Εναλλακτικά, στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι για ανώνυμη δημοσιοποίηση.

3.   Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσιοποίηση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο ιστότοπό τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσιοποίηση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης ή της αρμόδιας αρχής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων.

4.   Έως τις 3 Ιουλίου 2016, η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων από τα κράτη μέλη σε ανώνυμη βάση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, και ιδίως όταν έχουν διαπιστωθεί σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών εν προκειμένω. Η εν λόγω έκθεση καλύπτει οποιεσδήποτε σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια της δημοσιοποίησης των κυρώσεων σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία των κρατών μελών περί δημοσιοποίησης των κυρώσεων.

Άρθρο 113

Διατήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ

1.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου όπως αναφέρεται στο άρθρο 84, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν δυνάμει του άρθρου 111 και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους. Η ΕΑΤ διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρχές εξυγίανσης· μόνο οι αρχές εξυγίανσης έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρχές εξυγίανσης. Η ΕΑΤ διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές· μόνο οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

2.   Η ΕΑΤ διατηρεί ιστοσελίδα με συνδέσμους προς τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων εκ μέρους κάθε αρχής εξυγίανσης και κάθε αρμόδιας αρχής δυνάμει του άρθρου 112 και αναφέρει τη χρονική περίοδο για την οποία κάθε κράτος μέλος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις.

Άρθρο 114

Αποτελεσματική εφαρμογή των κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:

α)

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του οικείου φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ)

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, παραδείγματος χάριν όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

δ)

το ποσό των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

ε)

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης·

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

η)

οιεσδήποτε ενδεχόμενες συστημικές συνέπειες της παράβασης.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

Άρθρο 115

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 44 παράγραφος 11, στο άρθρο 76 παράγραφος 4, στο άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8 και στο άρθρο 104 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστη διάρκεια από τις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 44 παράγραφος 11, στο άρθρο 76 παράγραφος 4, στο άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8, και στο άρθρο 104 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην απόφαση αυτή. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 44 παράγραφος 11, το άρθρο 76 παράγραφος 4, το άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8, ή το άρθρο 104 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν διατυπώνεται αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν θα εγείρουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

6.   Η Επιτροπή δεν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σε περίπτωση που, λόγω διακοπής των εργασιών, ο χρόνος ενδελεχούς εξέτασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μειωθεί κάτω των πέντε μηνών, περιλαμβανομένης τυχόν παράτασης.

ΤΙΤΛΟΣ X

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 82/891/ΕΟΚ, 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ ΚΑΙ 2013/36/ΕΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 1093/2010 ΚΑΙ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 648/2012

Άρθρο 116

Τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ

Στο άρθρο 1 της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Εφαρμόζεται το άρθρο 1 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2011/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36).

Άρθρο 117

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/24/ΕΚ

Η οδηγία 2001/24/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37), και στα υποκαταστήματά τους που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο έχουν την έδρα τους.

4.   Σε περίπτωση εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38), η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, επιχειρήσεις και μητρικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Τα άρθρα 4 και 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 83 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

6.   Το άρθρο 33 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 84 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(37)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1)."

(38)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

—   “κράτος μέλος προέλευσης”: το κράτος μέλος προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

—   “κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος υποδοχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

—   “υποκατάστημα”: το υποκατάστημα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

—   “αρμόδια αρχή”: η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή η αρχή εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, σε σχέση με τα μέτρα αναδιοργάνωσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

—   “διαχειριστής”: πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση μέτρων αναδιοργάνωσης,

—   “διοικητικές ή δικαστικές αρχές”: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών οι αρμόδιες για τα μέτρα αναδιοργάνωσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης,

—   “μέτρα αναδιοργάνωσης”: τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση ιδρύματος ή επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή μείωσης των απαιτήσεων· τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ,

—   “εκκαθαριστής”: κάθε πρόσωπο ή όργανο διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης,

—   “διαδικασίες εκκαθάρισης”: οι συλλογικές διαδικασίες τις οποίες κινούν και ελέγχουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους με σκοπό τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό την εποπτεία των αρχών αυτών, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο,

—   “ρυθμιζόμενη αγορά”: ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39),

—   “χρηματοοικονομικά μέσα”: χρηματοοικονομικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 50) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(39)  Οδηγία (ΕΕ) αριθ. 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»."

3)

Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

Συμφωνίες συμψηφισμού

Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι συμφωνίες συμψηφισμού διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τα τις συμφωνίες αυτές.».

4)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Συμφωνίες επαναγοράς (repos)

Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και με την επιφύλαξη του άρθρου 24 της παρούσας οδηγίας, οι συμφωνίες επαναγοράς διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τις συμφωνίες αυτές.».

Άρθρο 118

Τροποποίηση της οδηγίας 2002/47/ΕΚ

Η οδηγία 2002/47/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Τα άρθρα 4 έως 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε οιονδήποτε περιορισμό της εκτέλεσης των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή οιονδήποτε περιορισμό στα αποτελέσματα των συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ρυθμίσεων εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting) ή αμοιβαίου συμψηφισμού (set-off) που επιβάλλονται δυνάμει του Τίτλου IV κεφάλαιο V ή VI της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (40), ή οιονδήποτε παρόμοιο περιορισμό που επιβάλλεται δυνάμει παρεμφερών εξουσιών στο δίκαιο κράτους μέλους σκοπό τη διευκόλυνση της ομαλής εξυγίανσης οιασδήποτε οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) σημείο iv) και στο στοιχείο δ), και που υπόκειται σε διασφαλίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του Τίτλου IV κεφάλαιο VII της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(40)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Το άρθρο 9α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9α

Οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ.».

Άρθρο 119

Τροποποίηση της οδηγίας 2004/25/ΕΚ

Στο άρθρο 4 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 5 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (41).

Άρθρο 120

Τροποποίηση της οδηγίας 2005/56/ΕΚ

Στο άρθρο 3 της οδηγίας 2005/56/ΕΟΚ, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην εταιρεία ή τις εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42).

Άρθρο 121

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/36/ΕΚ

Η οδηγία 2007/36/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43).

(43)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Στο άρθρο 5 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η γενική συνέλευση μπορεί, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των έγκυρων ψήφων, να αποφασίζει ή να τροποποιεί το καταστατικό ώστε να προβλέπει ότι, προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με αύξηση κεφαλαίου, η γενική συνέλευση συγκαλείται σε μικρότερη προθεσμία από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνέλευση δεν λαμβάνει χώρα εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της σύγκλησης, ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 27 ή 29 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και ότι η αύξηση κεφαλαίου είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθούν οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που θεσπίζονται στα άρθρα 32 και 33 της εν λόγω οδηγίας.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, δεν εφαρμόζονται η υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να ορίσει ενιαία προθεσμία στο άρθρο 6 παράγραφος 3, η υποχρέωση να διασφαλίσει έγκαιρη διαθεσιμότητα αναθεωρημένης ημερήσιας διάταξης στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και η υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να ορίσει ενιαία ημερομηνία καταγραφής στο άρθρο 7 παράγραφος 3.».

Άρθρο 122

Τροποποίηση της οδηγίας 2011/35/ΕΕ

Στο άρθρο 1 της οδηγίας 2011/35/ΕΕ, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην εταιρεία ή τις εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στη χρήση των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44).

Άρθρο 123

Τροποποίηση της οδηγίας 2012/30/ΕΕ

Στο άρθρο 45 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το άρθρο 10, το άρθρο 19 παράγραφος 1, το άρθρο 29 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 31 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 33 έως 36 και τα άρθρα 40, 41 και 42 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45).

Άρθρο 124

Τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Στο άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

Άρθρο 125

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4, το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)   “αρμόδια αρχή”:

i)

η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και κατά την έννοια των οδηγιών 2007/64/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ·

ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών·

iii)

όσον αφορά την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46), η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο 18) της εν λόγω οδηγίας·

iv)

όσον αφορά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (47), η αρχή εξυγίανσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο 18 της εν λόγω οδηγίας.

(46)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)."

(47)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

2)

Στο άρθρο 40 παράγραφος 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.».

Άρθρο 126

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Στο άρθρο 81 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια)

των αρχών εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48).

ΤΙΤΛΟΣ XI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 127

Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ΕΑΤ

Η ΕΑΤ συγκροτεί, σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μια μόνιμη εσωτερική επιτροπή για τον σκοπό της προπαρασκευής των αποφάσεων της ΕΑΤ που πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, όσον αφορά τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στις αρχές εξυγίανσης, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1039/2010, η ΕΑΤ διασφαλίζει ότι καμία από τις αναφερόμενες εκεί αποφάσεις δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή αποτελείται από τις αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της παρούσας οδηγίας.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ εξασφαλίζει διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της επιτροπής εξυγίανσης και των λοιπών καθηκόντων στα οποία παραπέμπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η επιτροπή εξυγίανσης προωθεί την ανάπτυξη και τον συντονισμό των σχεδίων εξυγίανσης και αναπτύσσει μεθόδους για την εξυγίανση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης.

Άρθρο 128

Συνεργασία με την ΕΑΤ

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 129

Επανεξέταση

Έως την 1η Ιουνίου 2018, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Προβαίνει σε εκτίμηση ιδίως:

α)

βάσει της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 7, της ανάγκης για τυχόν τροποποιήσεις όσον αφορά την ελαχιστοποίηση των διαφορών σε εθνικό επίπεδο·

β)

βάσει της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 19, της ανάγκης για τυχόν τροποποιήσεις όσον αφορά την ελαχιστοποίηση των διαφορών σε εθνικό επίπεδο·

γ)

της λειτουργίας και αποτελεσματικότητας του ρόλου που ανατίθεται στην ΕΑΤ δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της διαμεσολάβησης.

Εφόσον ενδείκνυται, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

Παρά την επανεξέταση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, έως τις 3 Ιουλίου 2017, η Επιτροπή επανεξετάζει ειδικά την εφαρμογή των άρθρων 13, 18 και 45 σε ό,τι αφορά τις εξουσίες της ΕΑΤ να προβαίνει σε δεσμευτική διαμεσολάβηση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις της νομοθεσίας περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η έκθεση αυτή και, κατά περίπτωση, οι ενδεχόμενες συνοδευτικές προτάσεις διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 130

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις που θεσπίζουν προκειμένου να συμμορφωθούν με τον τίτλο IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 από την 1η Ιανουαρίου 2016 το αργότερο.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 131

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 124 τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2015.

Άρθρο 132

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 39 της 12.2.2013, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 44 της 15.2.2013, σ. 68.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 7.2.2012, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(11)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (βλέπε σελίδα 349 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(13)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (βλέπε σελίδα 149 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(14)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(15)  Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ιδρυμάτων (ΕΕ L 125 της 5.5.2001, σ. 15).

(16)  Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 74).

(17)  Οδηγία 2011/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για τις συγχωνεύσεις των ανωνύμων εταιρειών (ΕΕ L 110 της 29.4.2011, σ. 1).

(18)  Έκτη οδηγία 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1982, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης για τη διάσπαση των ανωνύμων εταιρειών (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 47).

(19)  Οδηγία 2005/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών (ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).

(21)  Οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (ΕΕ L 184 της 14.7.2007, σ. 17).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(24)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(26)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(27)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(28)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

(29)  Σύσταση της Επιτροπής αριθ. 2003/361/ΕΚ, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(30)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16).

(31)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(32)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(33)  Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1).

(34)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6).

(35)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΜΗΜΑ Α

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης

Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου και σύνοψη της συνολικής δυνατότητας ανάκαμψης·

2.

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα από τότε που υπεβλήθη το πλέον πρόσφατο σχέδιο ανάκαμψης·

3.

σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο σκοπεύει η επιχείρηση να διαχειριστεί κάθε ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση της αγοράς·

4.

μια σειρά δράσεων σε επίπεδο κεφαλαίων και ρευστότητας οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος·

5.

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

6.

λεπτομερή περιγραφή κάθε ουσιώδους εμποδίου στην αποτελεσματική και έγκαιρη εκτέλεση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης του αντικτύπου στον υπόλοιπο όμιλο, στους πελάτες και στους αντισυμβαλλομένους·

7.

προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών·

8.

λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, των εργασιών και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

9.

λεπτομερή περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του σχεδίου ανάκαμψης στη δομή εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που διέπουν την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και τον προσδιορισμό των προσώπων στην επιχείρηση που είναι αρμόδια για την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου·

10.

ρυθμίσεις και μέτρα για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος·

11.

ρυθμίσεις και μέτρα για τη διασφάλιση ότι το ίδρυμα έχει επαρκή πρόσβαση σε έκτακτες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών πηγών ρευστότητας, της εκτίμησης των διαθέσιμων εξασφαλίσεων και της εκτίμησης της πιθανότητας μεταβίβασης ρευστότητας μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου και των επιχειρηματικών τομέων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όταν καθίστανται απαιτητές·

12.

ρυθμίσεις και μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου και της μόχλευσης·

13.

ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων·

14.

ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τομέων·

15.

ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς πρόσβασης στις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών·

16.

ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των υπηρεσιών πληροφορικής·

17.

προπαρασκευαστικές ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της πώλησης περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας·

18.

άλλες δράσεις ή στρατηγικές διαχείρισης για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας και εκτίμηση της αναμενόμενης χρηματοπιστωτικής επίπτωσης των εν λόγω δράσεων ή στρατηγικών·

19.

προπαρασκευαστικά μέτρα που έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει το ίδρυμα προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αναγκαία για τη δυνατότητα έγκαιρης ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος·

20.

πλαίσιο δεικτών που προσδιορίζει τα σημεία στα οποία είναι δυνατόν να αναληφθούν κατάλληλες δράσεις που αναφέρονται στο σχέδιο.

ΤΜΗΜΑ B

Πληροφορίες που μπορούν να ζητήσουν οι αρχές εξυγίανσης από τα ιδρύματα για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης

Για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από τα ιδρύματα να παρέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

1.

λεπτομερή περιγραφή της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου όλων των νομικών προσώπων·

2.

στοιχεία του άμεσου κατόχου και του ποσοστού δικαιωμάτων ψήφου και δικαιωμάτων άνευ ψήφου κάθε νομικού προσώπου·

3.

τον τόπο εγκατάστασης, την περιοχή δικαιοδοσίας της ιδρυτικής πράξης, την αδειοδότηση και τη βασική διοίκηση κάθε νομικού προσώπου·

4.

καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των ουσιωδών περιουσιακών τους στοιχείων και υποχρεώσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα·

5.

λεπτομερή περιγραφή των συστατικών μερών των υποχρεώσεων του ιδρύματος και όλων των νομικών του οντοτήτων, διαχωρίζοντας, τουλάχιστον, ανά τύπο και ποσό βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους, τις εξασφαλισμένες, μη εξασφαλισμένες και μειωμένης εξασφάλισης υποχρεώσεις·

6.

λεπτομερή στοιχεία των υποχρεώσεων του ιδρύματος που αποτελούν επιλέξιμες υποχρεώσεις·

7.

εντοπισμό των διαδικασιών που απαιτούνται για να προσδιοριστεί σε ποιον έχει ενεχυριάσει εξασφάλιση το ίδρυμα, το άτομο που κατέχει την εξασφάλιση και τη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η εξασφάλιση·

8.

περιγραφή των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων του ιδρύματος και των νομικών του οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις βασικές του λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του·

9.

τις σημαντικές αντισταθμίσεις κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους σε νομικά πρόσωπα·

10.

στοιχεία των σημαντικότερων ή κρισιμότερης σημασίας αντισυμβαλλομένων του ιδρύματος, καθώς και ανάλυση της επίπτωσης της χρεωκοπίας των σημαντικότερων αντισυμβαλλομένων στη χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος·

11.

κάθε σύστημα στο οποίο το ίδρυμα διενεργεί σημαντικό αριθμό συναλλαγών, σε όγκο ή αξία, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

12.

κάθε σύστημα πληρωμής, εκκαθάρισης ή διακανονισμού στο οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα μέλος το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής του στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

13.

λεπτομερή κατάλογο και περιγραφή των βασικών πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη διαχείριση κινδύνων, για τη λογιστική και για την υποβολή χρηματοοικονομικών και υποχρεωτικών εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

14.

στοιχεία των κατόχων των συστημάτων που προσδιορίζονται στο σημείο 13), τις συμφωνίες για το επίπεδο των υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτά, και κάθε λογισμικό και συστήματα ή άδειες, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις νομικές οντότητες, τις βασικές δραστηριότητες και βασικότερους επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

15.

στοιχεία και καταγραφή των νομικών οντοτήτων, καθώς και των διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων νομικών προσώπων, όπως:

προσωπικό, εγκαταστάσεις και συστήματα κοινά ή κοινής χρήσης,

ρυθμίσεις κεφαλαίου, χρηματοδότησης ή ρευστότητας,

υφιστάμενα ή ενδεχόμενα πιστωτικά ανοίγματα,

συμφωνίες διασταυρούμενων εγγυήσεων, ρυθμίσεις διασταυρούμενων εξασφαλίσεων, διατάξεις σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης και συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών,

μεταφορές κινδύνων και ρυθμίσεις συναλλαγών αντιστήριξης· συμφωνίες για το επίπεδο υπηρεσιών,

16.

την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης για κάθε νομικό πρόσωπο·

17.

το μέλος του διοικητικού οργάνου που είναι αρμόδιο για την παροχή πληροφοριών οι οποίες είναι απαραίτητες για την προετοιμασία του σχεδίου εξυγίανσης του ιδρύματος, καθώς και τα αρμόδια πρόσωπα, εφόσον είναι διαφορετικά, για τα διάφορα νομικά πρόσωπα, κρίσιμες λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς·

18.

περιγραφή των ρυθμίσεων που προβλέπει το ίδρυμα για να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, όπως καθορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, για την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης·

19.

όλες τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των ιδρυμάτων και των νομικών τους οντοτήτων και τρίτων μερών, των οποίων ενδέχεται η καταγγελία να ενεργοποιηθεί με την απόφαση των αρχών να εφαρμόσουν ένα εργαλείο εξυγίανσης, και κατά πόσον οι συνέπειες της καταγγελίας ενδέχεται να επηρεάσουν την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης·

20.

περιγραφή των πιθανών πηγών ρευστότητας για τη στήριξη της εξυγίανσης·

21.

πληροφορίες σχετικά με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ρευστά διαθέσιμα, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και πρακτικές εγγραφών στα βιβλία.

ΤΜΗΜΑ Γ

Ζητήματα που πρέπει να εξετάσει η αρχή εξυγίανσης κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία.

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ομίλου, η αναφορά σε ίδρυμα θεωρείται ότι περιλαμβάνει οιοδήποτε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) ή δ) εντός του ομίλου.

1.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·

2.

τον βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·

3.

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

4.

τον βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών που διατηρεί το ίδρυμα είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του ιδρύματος ·

5.

τον βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά τις συμφωνίες του για το επίπεδο υπηρεσιών·

6.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται βάσει συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών σε τρίτα μέρη, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων·

7.

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·

8.

την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων·

9.

τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·

10.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

11.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο το θιγόμενο ίδρυμα όσο και το νέο ίδρυμα, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·

12.

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει καθιερώσει κατάλληλες διαδικασίες για τη διασφάλιση ότι παρέχει στις αρχές εξυγίανσης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό των καταθετών και των ποσών που καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων·

13.

σε περίπτωση που ο όμιλος χρησιμοποιεί ενδοομιλικές εγγυήσεις, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς, και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω εγγυήσεις·

14.

σε περίπτωση που ο όμιλος προβαίνει σε συναλλαγές αντιστήριξης, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω συναλλακτικές πρακτικές·

15.

τον βαθμό στον οποίο η χρήση ενδοομιλικών εγγυήσεων ή η εγγραφή συναλλαγών αντιστήριξης αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο·

16.

τον βαθμό στον οποίο η νομική δομή του ομίλου καθιστά απαγορευτική τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου·

17.

τον αριθμό και το είδος των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ομίλου·

18.

σε περίπτωση που η εκτίμηση αφορά μεικτή εταιρεία συμμετοχών, τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση των οντοτήτων του ομίλου που είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου·

19.

την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών·

20.

κατά πόσον οι αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν τα αναγκαία εργαλεία εξυγίανσης για να στηρίξουν τις δράσεις εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης στην Ένωση, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών της Ένωσης και των τρίτων χωρών·

21.

κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων εργαλείων και της δομής του ιδρύματος·

22.

τον βαθμό στον οποίο η δομή του ομίλου παρέχει τη δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να εξυγιάνει ολόκληρο τον όμιλο ή μία ή περισσότερες από τις οντότητες του ομίλου, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία, και με προοπτική να μεγιστοποιήσει την αξία ολόκληρου του ομίλου·

23.

τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις ομίλων που έχουν θυγατρικές οι οποίες υπάγονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες·

24.

την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των εργαλείων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, τους αντισυμβαλλομένους, τους πελάτες και τους εργαζομένους, καθώς και των ενδεχόμενων δράσεων τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών·

25.

τον βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·

26.

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·

27.

τον βαθμό στον οποίο, με την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλα ιδρύματα ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

28.

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.


12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/349


ΟΔΗΓΊΑ 2014/65/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς (5). Δεδομένου ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω τροποποιήσεις, είναι σκόπιμο να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας.

(2)

Η οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6) σκοπούσε να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας θα μπορούσαν να παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες ή να εγκαθιστούν υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη βάσει της άδειας λειτουργίας που είχαν λάβει από τη χώρα καταγωγής τους και της σχετικής εποπτείας. Προς τον σκοπό αυτό, η οδηγία επεδίωκε να εναρμονίσει τους αρχικούς όρους για τη χορήγηση άδειας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Προέβλεπε επίσης την εναρμόνιση ορισμένων όρων λειτουργίας των ρυθμιζόμενων αγορών.

(3)

Ο αριθμός των επενδυτών που συμμετέχουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και το φάσμα των υπηρεσιών και των μέσων που τους προσφέρονται διευρύνθηκε και έγινε πιο πολύπλοκο. Ενόψει των εξελίξεων αυτών, το νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης θα πρέπει να καλύψει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που απευθύνονται στους επενδυτές. Για τον σκοπό αυτό, είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που απαιτείται για να προσφερθεί στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και να επιτραπεί στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ένωση, ως εσωτερική αγορά, βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής. Η οδηγία 93/22/ΕΟΚ αντικαταστάθηκε ως εκ τούτου από την οδηγία 2004/39/ΕΚ.

(4)

Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει αποκαλύψει τις αδυναμίες όσον αφορά τη λειτουργία και τη διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η εξέλιξη των χρηματοπιστωτικών αγορών έχει καταδείξει την ανάγκη ενίσχυσης του πλαισίου για τη ρύθμιση των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών στις αγορές αυτές (συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων) (OTC), με σκοπό την αύξηση της διαφάνειας, την καλύτερη προστασία των επενδυτών, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, την αντιμετώπιση των μη ρυθμιζόμενων τομέων και τη διασφάλιση της εκχώρησης επαρκών εξουσιών στους εποπτικούς φορείς για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

(5)

Τα ρυθμιστικά όργανα σε διεθνές επίπεδο συμφωνούν ότι οι αδυναμίες της εταιρικής διακυβέρνησης σε ορισμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, καθώς επίσης η απουσία ασφαλιστικών δικλείδων, έχουν αποτελέσει παράγοντα ο οποίος έχει συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική κρίση. Η υπέρμετρη και απερίσκεπτη ανάληψη κινδύνων μπορεί να οδηγήσει στη χρεοκοπία μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και σε συστημικά προβλήματα τόσο στα κράτη μέλη, όσο και παγκοσμίως. Η λανθασμένη διαχείριση των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες μπορεί να αποβεί επιζήμια για τον επενδυτή και να οδηγήσει σε απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυνητικά επιζήμιες επιπτώσεις αυτών των αδυναμιών στις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης, η οδηγία 2004/39/ΕΚ θα πρέπει να συμπληρωθεί με λεπτομερέστερες αρχές και ελάχιστα πρότυπα. Οι εν λόγω αρχές και τα πρότυπα θα πρέπει να εφαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων.

(6)

Η ομάδα υψηλού επιπέδου για την εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα στην ΕΕ κάλεσε την Ένωση να αναπτύξει ένα πιο εναρμονισμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών κανονιστικών ρυθμίσεων. Στο πλαίσιο της μελλοντικής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής όσον αφορά την εποπτεία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009 τόνισε επίσης την ανάγκη καθιέρωσης ενός ευρωπαϊκού ενιαίου συνόλου κανόνων που θα ισχύει για όλους τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της εσωτερικής αγοράς.

(7)

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ θα πρέπει επομένως να αναδιατυπωθεί εν μέρει με την παρούσα οδηγία και εν μέρει αντικαθίσταται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Οι δύο αυτές νομικές πράξεις θα πρέπει να αποτελέσουν από κοινού το νομικό πλαίσιο που διέπει τις απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες εντός της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συνδυάζεται με τον εν λόγω κανονισμό. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιέχει τις διατάξεις που διέπουν τη χορήγηση άδειας λειτουργίας επιχειρηματικής δραστηριότητας, την απόκτηση ειδικής συμμετοχής, την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, τους όρους λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία των επενδυτών, τις εξουσίες των εποπτικών αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής και το καθεστώς επιβολής κυρώσεων. Δεδομένου ότι ο κύριος στόχος και το θεματικό πεδίο της παρούσας οδηγίας είναι η εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τους αναφερθέντες τομείς, θα πρέπει να στηρίζεται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η οδηγία αποτελεί κατάλληλο μέσο για να διευκολυνθεί η προσαρμογή των εκτελεστικών διατάξεων στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, εφόσον απαιτείται, σε τυχόν υφιστάμενες ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης αγοράς και του νομικού συστήματος κάθε κράτους μέλους.

(8)

Είναι σκόπιμο να περιληφθούν στον κατάλογο των χρηματοπιστωτικών μέσων παράγωγα επί εμπορευμάτων και άλλα παράγωγα, ο τρόπος διάρθρωσης και διαπραγμάτευσης των οποίων εγείρει ζητήματα κανονιστικής ρύθμισης παρόμοια με τα ανακύπτοντα στα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά μέσα.

(9)

Στο φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων θα περιλαμβάνονται συμβάσεις ενέργειας που προβλέπουν φυσική παράδοση και οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μηχανισμό οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), εξαιρουμένων εκείνων που ρυθμίζονται ήδη βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Έχουν ληφθεί διάφορα μέτρα για να μετριαστούν οι επιπτώσεις αυτής της ενσωμάτωσης σε επιχειρήσεις που εμπορεύονται τα εν λόγω προϊόντα. Οι εν λόγω επιχειρήσεις εξαιρούνται σήμερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και η εξαίρεση αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 493 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού πριν αυτή λήξει το αργότερο το τέλος του 2017. Δεδομένου ότι οι εν λόγω συμβάσεις αποτελούν χρηματοπιστωτικά μέσα, θα ίσχυαν ευθύς εξαρχής οι απαιτήσεις του δικαίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές· ως εκ τούτου, θα εφαρμόζονταν οι απαιτήσεις σχετικά με τα όρια θέσεων, την αναφορά των συναλλαγών και την κατάχρηση της αγοράς από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Ωστόσο, προβλέπεται περίοδος 42 μηνών για την εφαρμογή της υποχρέωσης εκκαθάρισης και των απαιτήσεων παροχής περιθωρίου ασφαλείας που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(10)

Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής όσον αφορά τα παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και τα οποία επιδέχονται εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση θα πρέπει να είναι περιορισμένος ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία κενού που ενδέχεται να οδηγήσει σε καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου κανονιστικού καθεστώτος. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να προβλεφθεί μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για να διευκρινιστεί περαιτέρω η σημασία της φράσης «πρέπει να επιδέχονται εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση» λαμβάνοντας τουλάχιστον υπόψη τη δημιουργία μιας εκτελεστής και δεσμευτικής υποχρέωσης φυσικής παράδοσης, η οποία δεν μπορεί να καταργηθεί και για την οποία δεν προβλέπεται δικαίωμα εκκαθάρισης με ρευστά διαθέσιμα ή αντιστάθμισης συναλλαγών εκτός των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, αδυναμίας πληρωμής ή άλλης καλή την πίστει αδυναμίας παροχής υπηρεσιών.

(11)

Στις δευτερογενείς αγορές άμεσης παράδοσης δικαιωμάτων εκπομπής (EUA) έχουν παρουσιαστεί διάφορες δόλιες πρακτικές που ενδέχεται να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής θερμοκηπιακών αερίων, όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), και λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση του συστήματος μητρώων δικαιωμάτων εκπομπής και των όρων για το άνοιγμα λογαριασμού για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Προκειμένου να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών αυτών, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους εποπτείας της διαπραγματευτικής δραστηριότητας, ενδείκνυται η συμπλήρωση των μέτρων που λαμβάνονται βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με την πλήρη ένταξη των δικαιωμάτων εκπομπής στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), με την κατάταξη τους ως χρηματοπιστωτικά μέσα.

(12)

Η παρούσα οδηγία σκοπεί να περιλάβει στο πεδίο εφαρμογής της τις επιχειρήσεις των οποίων η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και/ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Το πεδίο εφαρμογής της δεν θα πρέπει να καλύπτει συνεπώς πρόσωπα με άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.

(13)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ένα πλήρες κανονιστικό πλαίσιο που να διέπει την εκτέλεση των συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, ανεξάρτητα από τις μεθόδους διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό, ώστε να εξασφαλισθεί η υψηλή ποιότητα στην εκτέλεση των συναλλαγών των επενδυτών και να διασφαλισθεί η ακεραιότητα και η αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο συνεκτικό και ικανό να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο, το οποίο θα ρυθμίζει τους κυριότερους τρόπους εκτέλεσης εντολών που χρησιμοποιούνται σήμερα στην ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά. Είναι απαραίτητο να αναγνωριστεί η εμφάνιση, παράλληλα με τις ρυθμιζόμενες αγορές, μιας νέας γενεάς οργανωμένων συστημάτων διαπραγμάτευσης, τα οποία θα πρέπει να υπαχθούν σε υποχρεώσεις που να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και να κατοχυρώνουν ότι τα οργανωμένα αυτά συστήματα διαπραγμάτευσης δεν επωφελούνται από κανονιστικά κενά.

(14)

Όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης, δηλαδή οι ρυθμιζόμενες αγορές, οι πολυμερείς μηχανισμοί διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) και οι ΜΟΔ θα πρέπει να ορίζουν διαφανείς και μη συνεπαγόμενους διακρίσεις κανόνες που θα διέπουν την πρόσβαση στον μηχανισμό. Ωστόσο, μολονότι οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι ΠΜΔ θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται σε παρόμοιες απαιτήσεις σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως μέλη ή συμμετέχοντες, οι ΜΟΔ θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν και να περιορίζουν την πρόσβαση βάσει, μεταξύ άλλων, του ρόλου που διαδραματίζουν και των υποχρεώσεων που έχουν έναντι των πελατών τους. Εν προκειμένω, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να μπορούν να ορίζουν παραμέτρους που διέπουν το σύστημα όπως ελάχιστο χρόνο απόκρισης, υπό τον όρο ότι αυτό πραγματοποιείται με ανοικτό και διαφανή τρόπο και δεν συνεπάγεται διακρίσεις από τον διαχειριστή της πλατφόρμας.

(15)

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP) ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ως νομικό πρόσωπο που παρεμβάλλεται μεταξύ των αντισυμβαλλομένων των υπό διαπραγμάτευση συμβάσεων σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές, αναλαμβάνοντας τον ρόλο αγοραστή έναντι κάθε πωλητή και τον ρόλο πωλητή έναντι κάθε αγοραστή. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν εμπίπτουν στον όρο «ΜΟΔ» σύμφωνα με τον ορισμό της παρούσας οδηγίας.

(16)

Τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές ή σε ΠΜΔ καλούνται μέλη ή συμμετέχοντες. Οι όροι αυτοί είναι εναλλάξιμοι. Οι εν λόγω όροι δεν περιλαμβάνουν χρήστες που έχουν πρόσβαση στους τόπους διαπραγμάτευσης μόνο μέσω άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης.

(17)

Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές θα πρέπει να ορίζονται ως επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες συναλλάσσονται κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, για ίδιο λογαριασμό, όταν εκτελούνται εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο στόχος και η αποτελεσματική εφαρμογή του ορισμού αυτού στις επιχειρήσεις επενδύσεων, κάθε διμερής διαπραγμάτευση που διεξάγεται με τους πελάτες θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και θα πρέπει να αναπτυχθούν κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων επενδύσεων που οφείλουν να καταχωριστούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές. Ενώ οι τόποι διαπραγμάτευσης είναι μηχανισμοί όπου υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για αγοραπωλησίες, ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να αντιστοιχίζει ενδιαφέροντα τρίτων για αγοραπωλησίες με τον ίδιο από λειτουργική άποψη τρόπο με εκείνον του τόπου διαπραγμάτευσης.

(18)

Τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τα ατομικά τους περιουσιακά στοιχεία και οι επιχειρήσεις που δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό σε χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εκτός εάν είναι ειδικοί διαπραγματευτές, μέλη ή συμμετέχοντες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, εφαρμόζουν τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, ή διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών.

(19)

Στην ανακοίνωση των υπουργών οικονομικών του G20 και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της 15ης Απριλίου 2011 αναφέρεται ότι οι συμμετέχοντες στις αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλη ρύθμιση και εποπτεία και για τον λόγο αυτό πρόκειται να τροποποιηθούν ορισμένες εξαιρέσεις από την οδηγία 2004/39/ΕΚ.

(20)

Τα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένων ειδικών διαπραγματευτών, σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, εκτός των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες ή προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών δεν θα πρέπει να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή είναι δραστηριότητα παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους σε επίπεδο ομίλου και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητα δεν είναι ούτε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών με την έννοια της παρούσας οδηγίας, ούτε οι τραπεζικές δραστηριότητες με την έννοια της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), ούτε ειδική διαπραγμάτευση σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων, και τα εν λόγω πρόσωπα δεν εφαρμόζουν τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας. Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να διασαφηνίζουν πότε μια δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητας.

Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες που πραγματοποιούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με το ύψος των επενδύσεων στην κύρια δραστηριότητα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Εν προκειμένω, τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν τουλάχιστον υπόψη την ανάγκη να αποτελούν οι παρεπόμενες δραστηριότητες το μικρότερο μέρος των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου, καθώς και το μέγεθος των συναλλαγών τους σε σύγκριση με τις συνολικές συναλλαγές σε αυτή την κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού. Όταν η υποχρέωση παροχής ρευστότητας σε τόπο απαιτείται από τις ρυθμιστικές αρχές σύμφωνα με ενωσιακές ή εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή από τόπους διαπραγμάτευσης, οι συναλλαγές που διενεργούνται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση του κατά πόσον η δραστηριότητα είναι παρεπόμενη.

(21)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, που ρυθμίζουν τόσο εξωχρηματιστηριακά παράγωγα όσο και παράγωγα μέσα διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο με την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι δραστηριότητες οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης καθώς και οι συναλλαγές εντός ομίλου θα πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο που συνάδει με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(22)

Τα πρόσωπα που διαπραγματεύονται παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών μπορούν επίσης να διαπραγματεύονται και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους για τη διαχείριση του εμπορικού και χρηματοδοτικού κινδύνου τους, για να προστατεύονται έναντι κινδύνων όπως ο κίνδυνος συναλλαγματικής ισοτιμίας. Έχει συνεπώς σημασία να διευκρινισθεί ότι οι εξαιρέσεις εφαρμόζονται σωρευτικά. Η εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) μπορεί, για παράδειγμα, να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

(23)

Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη κατάχρηση των εξαιρέσεων, οι ειδικοί διαπραγματευτές σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός των ειδικών διαπραγματευτών σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητά τους ειδικής διαπραγμάτευσης είναι παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους σε επίπεδο ομίλου και υπό τον όρο ότι δεν εφαρμόζουν τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και να μην επωφελούνται από τυχόν εξαιρέσεις. Τα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών ή εφαρμόζουν τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας θα πρέπει επίσης να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και να μην επωφελούνται από τυχόν εξαιρέσεις.

(24)

Η διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών θα πρέπει να περιλαμβάνει επιχειρήσεις που εκτελούν εντολές διαφορετικών πελατών βάσει αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό (back-to-back trading), η οποία θα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί ενέργεια ως εντολέας και θα πρέπει να υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, οι οποίες καλύπτουν την εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών και τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό.

(25)

Η εκτέλεση των εντολών σε χρηματοπιστωτικά μέσα ως παρεπόμενη δραστηριότητα μεταξύ δύο προσώπων των οποίων η κύρια δραστηριότητα, σε επίπεδο ομίλου, δεν είναι ούτε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, ούτε οι τραπεζικές δραστηριότητες κατά την έννοια της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δεν θα πρέπει να θεωρείται διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούνται εντολές πελατών.

(26)

Όπου γίνεται λόγος στο κείμενο για πρόσωπα, θα πρέπει να νοούνται τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα.

(27)

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι δραστηριότητες των οποίων υπόκεινται σε κατάλληλο έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές προληπτικής εποπτείας και οι οποίες διέπονται από την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όταν εκτελούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία.

(28)

Τα πρόσωπα που δεν παρέχουν υπηρεσίες σε τρίτους, αλλά έχουν ως δραστηριότητα την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, τις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές των μητρικών τους επιχειρήσεων, δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(29)

Ορισμένες τοπικές ενεργειακές επιχειρήσεις και ορισμένοι φορείς βιομηχανικών εγκαταστάσεων που καλύπτονται από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής της ΕΕ δεσμοποιούν και αναθέτουν σε τρίτους τις εμπορικές τους δραστηριότητες για την αντιστάθμιση εμπορικών κινδύνων σε μη ενοποιημένες θυγατρικές. Οι κοινές αυτές επιχειρήσεις δεν παρέχουν άλλες υπηρεσίες και έχουν ακριβώς την ίδια λειτουργία με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 28. Προκειμένου να καθιερωθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, οι κοινές επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι δυνατό να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εάν ανήκουν από κοινού σε τοπικές ενεργειακές επιχειρήσεις ή φορείς εκμετάλλευσης που εμπίπτουν στο άρθρο 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, οι οποίες παρέχουν μόνον επενδυτικές υπηρεσίες σε τοπικές ενεργειακές επιχειρήσεις ή τους φορείς εκμετάλλευσης που εμπίπτουν στο άρθρο 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2003/87/ΕΚ και υπό τον όρο ότι οι εν λόγω τοπικές ενεργειακές επιχειρήσεις ή οι εν λόγω φορείς εκμετάλλευσης θα εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) εάν παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες οι ίδιες. Ωστόσο, για να εξασφαλιστεί ότι υφίστανται κατάλληλες εγγυήσεις και ότι οι επενδυτές τυγχάνουν της δέουσας προστασίας, τα κράτη μέλη που επιλέγουν την εξαίρεση αυτών των κοινών επιχειρήσεων, θα πρέπει να εφαρμόζουν στις εν λόγω επιχειρήσεις απαιτήσεις τουλάχιστον ανάλογες με αυτές που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, ιδίως στη διαδικασία της χορήγησης άδειας λειτουργίας, κατά την αξιολόγηση της φήμης και της εμπειρίας τους και της καταλληλότητας των τυχόν μετόχων, κατά την αναθεώρηση των προϋποθέσεων αρχικής χορήγησης άδειας λειτουργίας και τη συνεχή εποπτεία καθώς και στις υποχρεώσεις όσον αφορά τους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς.

(30)

Τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες μόνο περιστασιακά κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις και ότι οι σχετικοί κανόνες δεν απαγορεύουν την παροχή, σε περιστασιακή βάση, επενδυτικών υπηρεσιών.

(31)

Τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση καθεστώτων συμμετοχής των εργαζομένων και τα οποία συνεπώς δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτους δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(32)

Θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι κεντρικές τράπεζες και οι λοιποί φορείς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες, καθώς και οι δημόσιοι φορείς που είναι επιφορτισμένοι με ή που παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, έννοια που καλύπτει και τις επενδύσεις που γίνονται στο πλαίσιο της διαχείρισης αυτής, εκτός από τους ημικρατικούς ή κρατικούς φορείς με ρόλο εμπορικό ή συνδεόμενο με την απόκτηση συμμετοχών.

(33)

Προκειμένου να διασαφηνιστεί το καθεστώς των εξαιρέσεων για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), άλλα εθνικά όργανα που εκτελούν παρόμοιες λειτουργίες και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, συνιστάται ο περιορισμός των εξαιρέσεων αυτών στα όργανα και τους φορείς που εκτελούν τις λειτουργίες τους σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους ή σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και στα διεθνή όργανα των οποίων δύο ή περισσότερα κράτη μέλη είναι μέλη και τα οποία έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας.

(34)

Είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, ανεξαρτήτως του αν συντονίζονται σε επίπεδο Ένωσης, καθώς και οι θεματοφύλακες και οι διαχειριστές αυτών των επιχειρήσεων, εφόσον υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες άμεσα προσαρμοσμένους στις δραστηριότητές τους.

(35)

Είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) και στο άρθρο 2 σημείο 4 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) όταν εκτελούν τα καθήκοντά τους δυνάμει των εν λόγω οδηγιών, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) ή των κωδικών των δικτύων και των κατευθυντηρίων γραμμών που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών πράξεων. Σύμφωνα με τις εν λόγω νομοθετικές πράξεις, οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις και ευθύνες, υπόκεινται σε ειδική πιστοποίηση και εποπτεύονται από ειδικές τομεακές αρμόδιες αρχές. Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς θα πρέπει επίσης να επωφελούνται από μια τέτοια εξαίρεση όταν χρησιμοποιούν άλλα πρόσωπα τα οποία ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να εκτελούν το έργο τους σύμφωνα με αυτές τις νομοθετικές πράξεις ή κώδικες δικτύου ή κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των εν λόγω κανονισμών. Οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να επωφελούνται από μια τέτοια εξαίρεση κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή κατά την άσκηση δραστηριοτήτων σε χρηματοπιστωτικά μέσα, μεταξύ άλλων, όταν διαχειρίζονται πλατφόρμα για διαπραγμάτευση επί χρηματοπιστωτικών δικαιωμάτων μεταφοράς σε δευτερογενή αγορά.

(36)

Για να επωφεληθεί των εξαιρέσεων της παρούσας οδηγίας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα πρέπει να πληροί διαρκώς τις εκάστοτε προϋποθέσεις. Ιδίως, αν ένα πρόσωπο που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες εξαιρείται από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας διότι οι εν λόγω υπηρεσίες ή δραστηριότητες είναι παρεπόμενες σε σχέση με την κύρια επιχειρηματική του δραστηριότητα, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει να παύσει να εμπίπτει στη σχετική με τις παρεπόμενες υπηρεσίες εξαίρεση αν η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών ή η άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων παύσει να είναι παρεπόμενη σε σχέση με την κύρια επιχειρηματική του δραστηριότητα.

(37)

Τα πρόσωπα που παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και/ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να έχουν λάβει άδεια από το κράτος μέλος καταγωγής τους προκειμένου να προστατεύονται οι επενδυτές και να διασφαλίζεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(38)

Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν θα πρέπει να χρήζουν άλλης άδειας στα πλαίσια της παρούσας οδηγίας για να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή για να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες. Οι αρμόδιες αρχές, πριν χορηγήσουν άδεια λειτουργίας δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε πιστωτικό ίδρυμα που αποφασίζει να παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκήσει επενδυτικές δραστηριότητες, θα πρέπει να επιβεβαιώνουν ότι το εν λόγω ίδρυμα συμμορφώνεται προς τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

(39)

Οι δομημένες καταθέσεις έχουν προκύψει ως μορφή επενδυτικού προϊόντος αλλά δεν καλύπτονται από κάποια νομοθετική πράξη για την προστασία των επενδυτών σε επίπεδο Ένωσης, ενώ άλλες δομημένες επενδύσεις καλύπτονται από παρόμοιες νομοθετικές πράξεις. Κατά συνέπεια, ενδείκνυται η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και η περισσότερο εναρμονισμένη κανονιστική αντιμετώπιση ως προς τη διανομή διαφορετικών δεσμών επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές προκειμένου να διασφαλίζεται ένα επαρκές επίπεδο προστασίας των επενδυτών σε όλη την Ένωση. Για τον λόγο αυτό, συνιστάται η συμπερίληψη των δομημένων καταθέσεων στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Στο πνεύμα αυτό, είναι αναγκαίο να διασαφηνιστεί ότι εφόσον οι δομημένες καταθέσεις αποτελούν μια μορφή επενδυτικού προϊόντος, δεν περιλαμβάνουν καταθέσεις που σχετίζονται αποκλειστικά με επιτόκια, όπως το Euribor ή το Libor, ανεξαρτήτως του αν τα επιτόκια αυτά είναι προκαθορισμένα, σταθερά, μεταβλητά, ή όχι. Κατά συνέπεια, οι καταθέσεις αυτές θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(40)

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα όταν πωλούν ή συμβουλεύουν πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις, εφόσον ενεργούν ως διαμεσολαβητές για τα προϊόντα αυτά, τα οποία εκδίδουν πιστωτικά ιδρύματα που μπορούν να δεχτούν καταθέσεις σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(41)

Τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) είναι συστημικώς σημαντικοί θεσμοί για τις χρηματαγορές, που διασφαλίζουν την αρχική καταγραφή χρεογράφων, τη διατήρηση των λογαριασμών που περιέχουν τα χρεόγραφα που εκδόθηκαν και τον διακανονισμό ουσιαστικά όλων των συναλλαγών τίτλων. Τα ΚΑΤ πρόκειται να ρυθμίζονται ειδικά από το δίκαιο της Ένωσης και να υπόκεινται, ιδίως, σε άδεια λειτουργίας και ορισμένους όρους λειτουργίας τους. Ωστόσο, τα ΚΑΤ ενδέχεται, πέραν των βασικών υπηρεσιών που αναφέρονται σε άλλο μέρος του ενωσιακού δικαίου, να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες που διέπονται από την παρούσα οδηγία.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλες οι οντότητες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες υπόκεινται στο ίδιο ρυθμιστικό πλαίσιο, είναι σκόπιμο να διασφαλίζεται ότι τα ΚΑΤ αυτά δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν την άδεια λειτουργίας και ορισμένους όρους λειτουργίας, αλλά ότι το ενωσιακό δίκαιο που ρυθμίζει τα ΚΑΤ καθ’ εαυτά θα πρέπει να διασφαλίζει ότι υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν των υπηρεσιών που εξειδικεύονται στο εν λόγω ενωσιακό δίκαιο.

(42)

Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών στην Ένωση, ενδείκνυται ο περιορισμός των όρων υπό τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν την εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες οι οποίοι, ως αποτέλεσμα, δεν προστατεύονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Ιδίως, ενδείκνυται να υποχρεώνονται τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν απαιτήσεις τουλάχιστον ανάλογες με αυτές που ορίζονται στην παρούσα οδηγία στα εν λόγω πρόσωπα, ιδίως κατά τη διαδικασία της χορήγησης άδειας λειτουργίας, κατά την αξιολόγηση της φήμης και της εμπειρίας τους και της καταλληλότητας των τυχόν μετόχων, κατά την αναθεώρηση των προϋποθέσεων αρχικής χορήγησης άδειας λειτουργίας και τη συνεχή εποπτεία καθώς και στις υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς.

Επιπλέον, τα πρόσωπα που αποκλείονται από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να καλύπτονται από σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αναγνωρισμένο σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) ή από ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης που εξασφαλίζει ισοδύναμη προστασία των πελατών τους, στις περιπτώσεις που καλύπτει η εν λόγω οδηγία.

(43)

Όταν επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε μη τακτική βάση μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί σε μη τακτική βάση μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες που δεν καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της, δεν χρειάζεται επιπλέον άδεια βάσει της παρούσας οδηγίας.

(44)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η δραστηριότητα της λήψης και της διαβίβασης εντολών θα πρέπει να περιλαμβάνει και την προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων επενδυτών, η οποία καταλήγει σε συναλλαγή μεταξύ των εν λόγω επενδυτών.

(45)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που διανέμουν χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδουν τα ίδια θα πρέπει να υπόκεινται στην παρούσα οδηγία όταν παρέχουν επενδυτικές συμβουλές στους πελάτες τους. Προκειμένου να περιοριστεί η αβεβαιότητα και να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών, συνιστάται η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όταν, στην πρωτογενή αγορά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα διανέμουν χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από αυτά χωρίς την παροχή συμβουλών. Για τον σκοπό αυτόν, ο ορισμός της επενδυτικής υπηρεσίας εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών θα πρέπει να διευρυνθεί.

(46)

Οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και της εποπτείας από το κράτος μέλος καταγωγής απαιτούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μην χορηγούν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας εάν παράγοντες όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, η γεωγραφική κατανομή ή το είδος των πραγματικά ασκούμενων δραστηριοτήτων καταδεικνύουν σαφώς ότι επιχείρηση επενδύσεων έχει επιλέξει το νομικό σύστημα κράτους μέλους με μόνο σκοπό να αποφύγει τη συμμόρφωση προς αυστηρότερες αρχές ισχύουσες σε άλλο κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου προτίθεται να ασκήσει ή ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της. Επιχείρηση επενδύσεων διαθέτουσα νομική προσωπικότητα θα πρέπει να λαμβάνει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου διατηρεί την καταστατική της έδρα. Επιχείρηση επενδύσεων άνευ νομικής προσωπικότητας θα πρέπει να λαμβάνει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία. Επιπρόσθετα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων να έχουν πάντα τα κεντρικά τους γραφεία στο κράτος μέλος καταγωγής και να ασκούν πράγματι δραστηριότητες στο κράτος αυτό.

(47)

Η οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) προβλέπει λεπτομερή κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση των σκοπούμενων αποκτήσεων συμμετοχής σε μια επιχείρηση επενδύσεων και τη διαδικασία για την εφαρμογή τους. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου, σαφήνεια και προβλεψιμότητα όσον αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και όσον αφορά το αποτέλεσμά της, ενδείκνυται η επιβεβαίωση των κριτηρίων και της διαδικασίας της προληπτικής αξιολόγησης που καθορίζεται στην εν λόγω οδηγία.

Ιδίως, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να κρίνουν την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντος και την οικονομική ευρωστία της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής βάσει όλων των ακόλουθων κριτηρίων: τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντος, τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής, την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντος, εάν η επιχείρηση επενδύσεων θα μπορεί να εκπληρώσει τις προληπτικές απαιτήσεις βάσει της παρούσας οδηγίας και άλλων οδηγιών, ιδίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) και 2013/36/ΕΕ, το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(48)

Επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής της θα πρέπει να δικαιούται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί δραστηριότητες σε όλη την Ένωση χωρίς να χρειάζεται άλλη άδεια από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου επιθυμεί να παρέχει/ασκεί τις εν λόγω υπηρεσίες ή δραστηριότητες.

(49)

Δεδομένου ότι ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων απαλλάσσονται από ορισμένες υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 2013/36/ΕΕ, θα πρέπει να υποχρεούνται να διατηρούν ελάχιστο κεφάλαιο ή να συνάπτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης ή να συνδυάζουν τα δύο. Κατά την προσαρμογή των ποσών της εν λόγω ασφάλισης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσαρμογές που γίνονται στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23). Η ειδική αυτή μεταχείριση για λόγους κεφαλαιακής επάρκειας δεν θα πρέπει να προδικάζει ενδεχόμενες αποφάσεις ως προς την κατάλληλη αξιολόγηση των εν λόγω επιχειρήσεων κατά τις μελλοντικές τροποποιήσεις της νομοθεσίας της Ένωσης για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων.

(50)

Δεδομένου ότι το πεδίο των ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να περιορίζεται στις οντότητες που διατηρούν χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σε επαγγελματική βάση και αποτελούν για τον λόγο αυτό πηγή κινδύνου αντισυμβαλλομένου για τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, οι οντότητες που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός από παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ειδικοί διαπραγματευτές, δεν διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, δεν είναι μέλη ή συμμετέχοντες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, δεν έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης και δεν εφαρμόζουν τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας.

(51)

Προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα κυριότητας και άλλα παρεμφερή δικαιώματα των επενδυτών επί των τίτλων, καθώς και τα δικαιώματά τους επί των κεφαλαίων που εμπιστεύονται σε επιχείρηση, τα εν λόγω δικαιώματα θα πρέπει ιδίως να διακρίνονται από τα δικαιώματα της επιχείρησης. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει την επιχείρηση να ασκεί δραστηριότητες στο όνομά της αλλά για λογαριασμό του επενδυτή, εφόσον η ίδια η φύση της συναλλαγής το απαιτεί και ο επενδυτής συναινεί, για παράδειγμα κατά τις πράξεις δανεισμού τίτλων.

(52)

Οι απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την προστασία των πελατών κατά την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να εξαιρεθούν όταν η πλήρης κυριότητα χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων μεταβιβάζεται σε επιχείρηση επενδύσεων για την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων. Αυτή η ευρεία δυνατότητα μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα και να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων σχετικά με τη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων των πελατών. Επομένως, τουλάχιστον όταν εμπλέκονται περιουσιακά στοιχεία πελάτη, ενδείκνυται ο περιορισμός της δυνατότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου όπως ορίζεται στην οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), με σκοπό τη διασφάλιση ή την κάλυψη των υποχρεώσεών τους.

(53)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί ο ρόλος των διοικητικών οργάνων των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ρυθμιζόμενων αγορών και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση των εν λόγω επιχειρήσεων, η ενίσχυση της ακεραιότητας της αγοράς και το συμφέρον των επενδυτών. Το διοικητικό όργανο μιας επιχείρησης επενδύσεων, των ρυθμιζόμενων αγορών και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει πάντοτε να αφιερώνει επαρκή χρόνο και να διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τις δραστηριότητες της επιχείρησης, καθώς και τους βασικούς κινδύνους. Για την αποφυγή της«ομαδικής σκέψης» και τη διευκόλυνση της έκφρασης προσωπικών απόψεων και την προαγωγή του κριτικού ελέγχου, τα εν λόγω διοικητικά όργανα θα πρέπει επομένως να εμφανίζουν επαρκή ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά την ηλικία, το φύλο, τη γεωγραφική καταγωγή, και το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των μελών τους, ώστε να παρουσιάζουν ποικιλία απόψεων και εμπειριών. Η εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά όργανα θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί θετικός τρόπος ενίσχυσης της ποικιλομορφίας, προσφέροντας μια σημαντική προοπτική και πραγματική γνώση της εσωτερικής λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η ποικιλομορφία θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα κριτήρια σύνθεσης των διοικητικών οργάνων. Η ποικιλομορφία θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται γενικότερα υπόψη στην πολιτική προσλήψεων των επιχειρήσεων. Η πολιτική αυτή θα πρέπει, για παράδειγμα, να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επιλέγουν υποψηφίους από πίνακες επιτυχόντων που περιλαμβάνουν εκπροσώπους και των δύο φύλων. Προκειμένου να υπάρξει μια συνεκτική προσέγγιση ως προς την εταιρική διακυβέρνηση, οι απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων κρίνεται σκόπιμο να ευθυγραμμιστούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό με αυτές που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(54)

Προκειμένου να επιτυγχάνεται αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχος όσον αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ρυθμιζόμενων αγορών και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, το διοικητικό όργανο θα πρέπει να είναι υπεύθυνο και να λογοδοτεί για τη συνολική στρατηγική της επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων και του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης. Το διοικητικό όργανο θα πρέπει να αναλαμβάνει σαφείς ευθύνες για ολόκληρο τον κύκλο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης, στους τομείς της καταγραφής και του καθορισμού των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής κινδύνου και της εσωτερικής δομής διακυβέρνησης της επιχείρησης, της έγκρισης της εσωτερικής της οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την επιλογή και την εκπαίδευση του προσωπικού, την αποτελεσματική επίβλεψη ανωτέρων στελεχών, τον ορισμό του συνόλου των πολιτικών που διέπουν την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής του προσωπικού πωλήσεων και της έγκρισης νέων προϊόντων προς διανομή στους πελάτες. Η περιοδική παρακολούθηση και αξιολόγηση των στρατηγικών στόχων των επιχειρήσεων επενδύσεων, της εσωτερικής τους οργάνωσης και των πολιτικών για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων θα πρέπει να διασφαλίζει διαρκώς την ικανότητα τους για ορθή και συνετή διαχείριση, προς όφελος της ακεραιότητας των αγορών και της προστασίας των επενδυτών. Η κατοχή ενός πολύ μεγάλου αριθμού θέσεων σε διοικητικά συμβούλια θα εμπόδιζε ένα μέλος του διοικητικού οργάνου να διαθέσει επαρκή χρόνο στην εκπλήρωση του εν λόγω εποπτικού ρόλου.

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να περιοριστεί ο αριθμός των θέσεων μέλους διοικητικού συμβουλίου που ένα μέλος του διοικητικού οργάνου επιχείρησης μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα σε διαφορετικές οντότητες. Ωστόσο, οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανώσεις που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους, όπως οι οργανώσεις χωρίς κέρδος ή οι φιλανθρωπικές οργανώσεις, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτού του ορίου.

(55)

Στα κράτη μέλη χρησιμοποιούνται διάφορες δομές διακυβέρνησης. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται μονιστική ή δυαδική δομή συμβουλίου. Οι ορισμοί της παρούσας οδηγίας αποσκοπούν να καλύψουν όλες τις υφιστάμενες δομές χωρίς να κλίνουν προς κάποια συγκεκριμένη δομή. Είναι καθαρά λειτουργικοί και έχουν ως στόχο τη διατύπωση κανόνων που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανεξαρτήτως του εθνικού εταιρικού δικαίου που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις εκάστου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου οι ορισμοί δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική κατανομή αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το εθνικό εταιρικό δίκαιο.

(56)

Το διευρυνόμενο φάσμα δραστηριοτήτων που πολλές επιχειρήσεις επενδύσεων ασκούν ταυτόχρονα αυξάνει την πιθανότητα συγκρούσεων μεταξύ των συμφερόντων που σχετίζονται με τις διάφορες αυτές δραστηριότητες και των συμφερόντων των πελατών τους. Είναι επομένως αναγκαίο να θεσπιστούν κανόνες για να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω συγκρούσεις δεν επηρεάζουν αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι επιχειρήσεις έχουν καθήκον να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων και να περιορίζουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις πιθανές συνέπειες αυτών των κινδύνων. Εάν παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος εις βάρος των συμφερόντων του πελάτη, θα πρέπει να κοινοποιηθούν στον πελάτη η εν γένει φύση και/ή οι πηγές σύγκρουσης των συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων, πριν αναληφθούν επιχειρηματικές δραστηριότητες για λογαριασμό του.

(57)

Η οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής (25) επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαιτούν, στο πλαίσιο των οργανωτικών απαιτήσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών. Η καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών είναι συμβατή με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) και δικαιολογείται προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών, να βελτιωθεί η εποπτεία της αγοράς και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου προς το συμφέρον των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους. Η σημασία των καταγραφών αυτών αναφέρεται επίσης στην τεχνική γνωμοδότηση προς την Επιτροπή, την οποία εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών στις 29 Ιουλίου 2010. Οι καταγραφές αυτές αναμένεται να διασφαλίζουν την ύπαρξη στοιχείων που θα αποδεικνύουν τους όρους των εντολών που έχουν δώσει οι πελάτες και τη συμφωνία τους με τις συναλλαγές που έχουν πραγματοποιήσει οι επιχειρήσεις επενδύσεων, καθώς και να εντοπίζουν συμπεριφορές που ενδέχεται να συνδέονται με κατάχρηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου οι επιχειρήσεις διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

Για τον σκοπό αυτόν, απαιτείται η καταγραφή όλων των συνομιλιών στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι επιχειρήσεων όταν διενεργούν ή σκοπεύουν να διενεργήσουν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Όταν οι εντολές δίνονται από τους πελάτες με άλλα μέσα πλην του τηλεφώνου, οι επικοινωνίες αυτές θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε σταθερό μέσο, όπως απλό ταχυδρομείο, φαξ, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή τεκμηρίωση των εντολών πελατών που πραγματοποιούνται σε συναντήσεις. Για παράδειγμα, το περιεχόμενο διά ζώσης συνομιλιών με πελάτη θα μπορούσε να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται τηλεφωνικά. Όταν καταγράφονται πρακτικά διά ζώσης συνομιλιών με πελάτες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλες εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα προκύψει ζημία για τον πελάτη σε περίπτωση που στα πρακτικά δεν αποδίδεται επακριβώς η επικοινωνία μεταξύ των μερών. Οι διασφαλίσεις αυτές δεν θα πρέπει να συνεπάγονται ανάληψη ευθύνης από τον πελάτη.

Για να υπάρξει ασφάλεια δικαίου όσον αφορά το εύρος της υποχρέωσης, είναι σκόπιμο να ισχύει για όλον τον εξοπλισμό που παρέχει η επιχείρηση ή που επιτρέπεται να χρησιμοποιείται από την επιχείρηση επενδύσεων και να απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι δεν χρησιμοποιείται ιδιωτικός εξοπλισμός στις συναλλαγές. Οι καταγραφές αυτές θα πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για την εκπλήρωση των εποπτικών τους καθηκόντων και την υλοποίηση των ενεργειών επιβολής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και την οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εντοπίζουν συμπεριφορές που δεν συνάδουν προς το νομικό πλαίσιο που διέπει τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι καταγραφές αυτές θα πρέπει να βρίσκονται επίσης στη διάθεση των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών ώστε να αποτυπώνονται τα στάδια της συνεργασίας τους όσον αφορά τις εντολές που διαβιβάζουν οι πελάτες και τις συναλλαγές που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις. Για τους λόγους αυτούς, ενδείκνυται να προβλεφθούν στην παρούσα οδηγία οι αρχές ενός γενικού καθεστώτος σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών.

(58)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής εποπτείας του Ιουνίου 2009 και προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση ενός ενιαίου συνόλου κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης, να προωθήσει περαιτέρω την ανάπτυξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τα κράτη μέλη και τους συμμετέχοντες στην αγορά, να ενισχύσει την προστασία των επενδυτών και να βελτιώσει την εποπτεία και την εφαρμογή, η Ένωση έχει δεσμευτεί να ελαχιστοποιήσει, όπου απαιτείται, τη διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στα κράτη μέλη βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Εκτός από την εισαγωγή στην παρούσα οδηγία ενός κοινού καθεστώτος για την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών, ενδείκνυται ο περιορισμός της δυνατότητας των αρμόδιων αρχών να αναθέτουν εποπτικά καθήκοντα σε ορισμένες περιπτώσεις, ο περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας ως προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την υποβολή αναφορών από υποκαταστήματα.

(59)

Η χρήση της τεχνολογίας συναλλαγών έχει εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως από τους συμμετέχοντες στην αγορά. Πολλοί συμμετέχοντες στην αγορά χρησιμοποιούν πλέον αλγοριθμικές συναλλαγές, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα τις πτυχές μιας εντολής με ελάχιστη ή καθόλου ανθρώπινη επέμβαση. Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τις αλγοριθμικές συναλλαγές θα πρέπει να υπόκεινται σε ρυθμίσεις. Ωστόσο, η χρήση αλγορίθμων στην επεξεργασία των εκτελεσθεισών συναλλαγών μετά τη συναλλαγή δεν συνιστά αλγοριθμική συναλλαγή. Η επιχείρηση επενδύσεων που πραγματοποιεί αλγοριθμικές συναλλαγές στο πλαίσιο στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να διενεργεί αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια προσδιορισμένου μέρους των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης. Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να διευκρινίζουν τι αποτελεί προσδιορισμένο μέρος των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης διασφαλίζοντας ότι το εν λόγω προσδιορισμένο μέρος είναι σημαντικό σε σχέση με το σύνολο των ωρών συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικού μέσου.

(60)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν αλγοριθμικές συναλλαγές στο πλαίσιο στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και ελέγχους για τη δραστηριότητα αυτή. Η δραστηριότητα αυτή θα πρέπει να νοείται εντός του συγκεκριμένου πλαισίου και σκοπού της. Ο ορισμός της δραστηριότητας αυτής είναι συνεπώς ανεξάρτητος από άλλους ορισμούς, όπως ο ορισμός των «δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης» στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27).

(61)

Ένα συγκεκριμένο υποσύνολο αλγοριθμικών συναλλαγών είναι οι αλγοριθμικές συναλλαγές υψηλής συχνότητας όπου ένα σύστημα διαπραγμάτευσης αναλύει δεδομένα ή σήματα από την αγορά με υψηλή ταχύτητα και, στη συνέχεια, αποστέλλει ή επικαιροποιεί μεγάλους αριθμούς εντολών εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος με βάση την εν λόγω ανάλυση. Ιδίως, οι αλγοριθμικές συναλλαγές υψηλής συχνότητας μπορεί να περιλαμβάνουν στοιχεία όπως η δημιουργία, η έναρξη, η δρομολόγηση και η εκτέλεση εντολών που καθορίζονται από το σύστημα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για κάθε επιμέρους συναλλαγή ή εντολή, σύντομο χρονικό πλαίσιο για την ανάληψη και την εκκαθάριση θέσεων, υψηλή ημερήσια ανακύκληση χαρτοφυλακίου, υψηλή ενδοημερήσια αναλογία εντολών προς συναλλαγές και κλείσιμο της ημέρας διαπραγμάτευσης σε σταθερή ή σχεδόν σταθερή θέση. Οι αλγοριθμικές συναλλαγές υψηλής συχνότητας χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από υψηλά ενδοημερήσια ποσοστά μηνυμάτων, τα οποία συνιστούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις. Κατά τον καθορισμό του τι συνιστά υψηλά ενδοημερήσια ποσοστά μηνυμάτων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ταυτότητα του πελάτη που βρίσκεται πίσω από τη δραστηριότητα, η διάρκεια της υπό παρακολούθηση περιόδου, η σύγκριση με τη συνολική δραστηριότητα της αγοράς κατά τη διάρκεια αυτής περιόδου, καθώς και η σχετική συγκέντρωση ή ο κατακερματισμός της δραστηριότητας. Οι αλγοριθμικές συναλλαγές υψηλής συχνότητας πραγματοποιούνται από τους διαπραγματευτές χρησιμοποιώντας δικά τους κεφάλαια και, χωρίς να αποτελούν στρατηγική αφ’ εαυτές, συνίστανται στη χρήση υψηλής τεχνολογίας για την εφαρμογή πιο παραδοσιακών στρατηγικών διαπραγμάτευσης, όπως η ειδική διαπραγμάτευση ή η διαμεσολάβηση (αρμπιτράζ).

(62)

Οι τεχνολογικές πρόοδοι έχουν καταστήσει εφικτές τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας και την εξέλιξη των επιχειρηματικών μοντέλων. Οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας διευκολύνονται από τον συντοπισμό των εγκαταστάσεων των συμμετεχόντων στην αγορά σε μικρή φυσική απόσταση από τη μηχανή αντιστοίχισης του τόπου διαπραγμάτευσης. Προκειμένου να διασφαλιστούν εύρυθμες και δίκαιες συνθήκες συναλλαγών, είναι καίριας σημασίας να υποχρεωθούν οι τόποι διαπραγμάτευσης να παρέχουν τις υπηρεσίες συντοπισμού κατά τρόπο αμερόληπτο, δίκαιο και διαφανή. Η χρήση της τεχνολογίας συναλλαγών έχει αυξήσει την ταχύτητα, την ικανότητα και την πολυπλοκότητα του τρόπου διαπραγμάτευσης των επενδυτών. Έχει επίσης επιτρέψει στους συμμετέχοντες στην αγορά να διευκολύνουν την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση από τους πελάτες τους στις αγορές μέσω της χρήσης των μηχανισμών διαπραγμάτευσης, άμεσης πρόσβασης στην αγορά ή πρόσβασης με χορηγό. Από την τεχνολογία συναλλαγών έχουν προκύψει οφέλη για την αγορά και τους συμμετέχοντες στην αγορά εν γένει, όπως ευρύτερη συμμετοχή στις αγορές, αυξημένη ρευστότητα, πιο περιορισμένα ανοίγματα τιμών, μειωμένη βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα και τα μέσα για την επίτευξη καλύτερης εκτέλεσης εντολών για τους πελάτες. Εντούτοις, αυτή η τεχνολογία συναλλαγών ενέχει επίσης ορισμένους πιθανούς κινδύνους, όπως αυξημένος κίνδυνος υπερφόρτωσης των συστημάτων των τόπων διαπραγμάτευσης λόγω των μεγάλων όγκων των εντολών, κίνδυνος οι αλγοριθμικές συναλλαγές να οδηγήσουν σε διπλές ή εσφαλμένες εντολές ή άλλου είδους δυσλειτουργία ούτως ώστε να ενδέχεται να δημιουργηθεί μια μη εύρυθμη αγορά.

Επιπροσθέτως, ενυπάρχει ο κίνδυνος τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών να υπεραντιδράσουν σε άλλα συμβάντα της αγοράς γεγονός που μπορεί να επιδεινώσει τη μεταβλητότητα εάν στην αγορά προϋπάρχει κάποιο πρόβλημα. Τέλος, οι αλγοριθμικές συναλλαγές ή οι τεχνικές αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, όπως και κάθε άλλη μορφή συναλλαγών, μπορούν να καταστήσουν δυνατές κάποιες μορφές συμπεριφοράς οι οποίες απαγορεύονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014. Οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας ενδέχεται επίσης, λόγω του ενημερωτικού πλεονεκτήματος που παρέχεται στους διαπραγματευτές υψηλής συχνότητας, να παρακινήσουν τους επενδυτές να επιλέξουν να πραγματοποιήσουν συναλλαγές σε τόπους όπου μπορούν να αποφύγουν την αλληλεπίδραση με διαπραγματευτές υψηλής συχνότητας. Καλό θα είναι οι τεχνικές αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας που βασίζονται σε συγκεκριμένα καθορισμένα χαρακτηριστικά να υπόκεινται σε ιδιαίτερο κανονιστικό έλεγχο. Μολονότι πρόκειται κατά κύριο λόγο για τεχνικές που βασίζονται στη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης όταν η εκτέλεση της τεχνικής είναι διαρθρωμένη κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η εκτέλεση για ίδιο λογαριασμό.

(63)

Οι επιπτώσεις από τους εν λόγω δυνητικούς κινδύνους από την αυξημένη χρήση της τεχνολογίας μετριάζονται καλύτερα με ένα συνδυασμό μέτρων και συγκεκριμένων ελέγχων κινδύνων που απευθύνονται σε επιχειρήσεις οι οποίες χρησιμοποιούν αλγοριθμικές συναλλαγές ή τεχνικές αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, με μέτρα που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση και με άλλα μέτρα που απευθύνονται στους διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους έχουν πρόσβαση τέτοιες επιχειρήσεις. Προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των αγορών δεδομένων των τεχνολογικών εξελίξεων, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν και να έχουν ως βάση τις τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («ΕΑΚΑΑ»), που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28), τον Φεβρουάριο του 2012 σχετικά με τα συστήματα και τους μηχανισμούς ελέγχου σε περιβάλλον αυτοματοποιημένων συναλλαγών για χώρους διαπραγμάτευσης, επιχειρήσεις επενδύσεων και αρμόδιες αρχές (ESMA/2012/122). Σκόπιμο είναι να διασφαλίζεται η χορήγηση άδειας λειτουργίας σε όλες τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αλγοριθμικές συναλλαγές υψηλής συχνότητας. Με την αδειοδότηση αυτή θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις υπόκεινται στις οργανωτικές απαιτήσεις της οδηγίας και ότι ελέγχονται καταλλήλως. Εντούτοις, οι οντότητες που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται βάσει του ενωσιακού δικαίου που ρυθμίζει τον χρηματοπιστωτικό τομέα και εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες όμως χρησιμοποιούν αλγοριθμικές συναλλαγές ή τεχνικές αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια δυνάμει της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να υπόκεινται μόνο στα μέτρα και στους ελέγχους που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου κινδύνου που προκύπτει από αυτά τα είδη συναλλαγών. Από αυτήν την άποψη, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό συντονιστικό ρόλο ορίζοντας τα ενδεδειγμένα ελάχιστα μεγέθη μεταβολής τιμών προκειμένου να διασφαλίζονται εύρυθμες αγορές σε επίπεδο Ένωσης.

(64)

Τόσο οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όσο και οι τόποι διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί ισχυρά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι αλγοριθμικές συναλλαγές ή οι τεχνικές αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας δεν δημιουργούν μη εύρυθμες αγορές και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά. Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι τα συστήματα συναλλαγών είναι ευέλικτα και έχουν δοκιμαστεί σωστά για την αντιμετώπιση των αυξημένων ροών εντολών ή των πιέσεων της αγοράς και ότι χρησιμοποιούνται διακόπτες στους τόπους διαπραγμάτευσης για την προσωρινή διακοπή ή τον περιορισμό των συναλλαγών σε περίπτωση αιφνίδιων μη αναμενόμενων μεταβολών των τιμών.

(65)

Είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα συστήματα προμηθειών των τόπων διαπραγμάτευσης είναι διαφανή, αμερόληπτα και δίκαια και δεν διαμορφώνονται κατά τρόπο που να προάγουν μη εύρυθμες συνθήκες αγοράς. Είναι επομένως σκόπιμο να επιτρέπεται στους τόπους διαπραγμάτευσης να προσαρμόζουν τα τέλη για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα διατήρησης της εντολής και να βαθμονομούν τα τέλη ανά χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορούν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν σε τόπους διαπραγμάτευσης να χρεώνουν υψηλότερα τέλη για την εισαγωγή εντολών που στη συνέχεια ακυρώνονται, καθώς επίσης σε συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών και προς εκείνους που εφαρμόζουν τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, ώστε να αντικατοπτρίζεται η πρόσθετη επιβάρυνση της χωρητικότητας του συστήματος, χωρίς να επωφελούνται κατ’ ανάγκην άλλοι συμμετέχοντες στην αγορά.

(66)

Εκτός των μέτρων που σχετίζονται με τις αλγοριθμικές συναλλαγές και τις τεχνικές αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, ενδείκνυται να απαγορευθεί η παροχή άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης στις αγορές από τις επιχειρήσεις επενδύσεων στους πελάτες τους όταν η πρόσβαση αυτή δεν υπόκειται σε κατάλληλα συστήματα και ελέγχους. Ανεξάρτητα από τη μορφή της παρεχόμενης άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, οι επιχειρήσεις που παρέχουν μια τέτοια πρόσβαση θα πρέπει να αξιολογούν και να επανεξετάζουν την καταλληλότητα των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία αυτή και να διασφαλίζουν ότι επιβάλλονται έλεγχοι κινδύνων όσον αφορά τη χρήση της υπηρεσίας και οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις συναλλαγές που διενεργούν οι πελάτες τους μέσω της χρήσης των συστημάτων τους ή με τη χρήση των κωδικών διαπραγμάτευσής τους. Ενδείκνυται η αναλυτική περιγραφή σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα λεπτομερών οργανωτικών απαιτήσεων σχετικά με αυτές τις νέες μορφές συναλλαγών. Με τον τρόπο αυτόν θα πρέπει να διασφαλίζεται η δυνατότητα τροποποίησης των απαιτήσεων, όπου απαιτείται, για την αντιμετώπιση των καινοτομιών και των εξελίξεων στον τομέα αυτό.

(67)

Προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική εποπτεία και να δοθεί η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να λάβουν ενδεδειγμένα μέτρα κατά ελαττωματικών ή δόλιων αλγοριθμικών στρατηγικών σε εύθετο χρόνο, είναι ανάγκη να σημαίνονται όλες οι εντολές που δημιουργούνται με αλγοριθμικές συναλλαγές. Με τη σήμανση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν και να διακρίνουν τις εντολές που προέρχονται από διαφορετικούς αλγορίθμους και να προβαίνουν σε αποτελεσματική αναδιαμόρφωση και αξιολόγηση των στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι αλγοριθμικοί διαπραγματευτές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να περιορισθεί ο κίνδυνος μη ορθής απόδοσης εντολών είτε σε αλγοριθμική στρατηγική είτε σε διαπραγματευτή. Η σήμανση παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να αντιδρούν ουσιαστικά και αποτελεσματικά κατά των στρατηγικών αλγοριθμικών συναλλαγών που παρουσιάζουν καταχρηστικότητα ή δημιουργούν κινδύνους για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(68)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση της ακεραιότητας της αγοράς λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να ζητεί τακτικά τη γνώμη εθνικών εμπειρογνωμόνων σχετικά με τις εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών υψηλής συχνότητας και νέων πρακτικών, που θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς, ώστε να εντοπίζονται και να προάγονται αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης και αντιμετώπισης τέτοιων περιπτώσεων κατάχρησης.

(69)

Επί του παρόντος λειτουργούν πολλοί τόποι διαπραγμάτευσης στην Ένωση, σε ορισμένους εκ των οποίων διαπραγματεύονται ταυτόσημα χρηματοπιστωτικά μέσα. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιθανοί κίνδυνοι για τα συμφέροντα των επενδυτών, είναι αναγκαία η επισημοποίηση και ο περαιτέρω συντονισμός των διαδικασιών σχετικά με τις συνέπειες που έχει για τη διαπραγμάτευση η ύπαρξη άλλων τόπων διαπραγμάτευσης, αν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται έναν τόπο διαπραγμάτευσης αποφασίσει να αναστείλει ή να αποσύρει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο από τη διαπραγμάτευση. Αποβλέποντας στην ασφάλεια δικαίου και στην ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων κατά την απόφαση αναστολής ή απόσυρσης χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι αν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται έναν τόπο διαπραγμάτευσης σταματήσει τη διαπραγμάτευση επειδή δεν συμμορφώνεται προς τους κανόνες του, οι υπόλοιποι τηρούν την απόφαση εάν αυτό αποφασίσουν οι αρμόδιες αρχές τους, εκτός αν η συνέχιση της διαπραγμάτευσης δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επισημοποίηση και η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών όσον αφορά την αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης. Οι ρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η χρήση, από τόπους διαπραγμάτευσης, πληροφοριών που διαβιβάζονται στο πλαίσιο αναστολής ή απόσυρσης από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου για εμπορικούς σκοπούς.

(70)

Περισσότεροι επενδυτές έχουν δραστηριοποιηθεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν στη διάθεσή τους ένα πολυπλοκότερο και ευρύτερο σύνολο υπηρεσιών και μέσων και, ενόψει των εξελίξεων αυτών, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί κάποια εναρμόνιση προκειμένου να παρασχεθεί στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλη την Ένωση. Όταν εκδόθηκε η οδηγία 2004/39/ΕΚ, η αυξανόμενη εξάρτηση των επενδυτών από προσωπικές συστάσεις κατέστησε αναγκαία την πρόβλεψη της υποχρέωσης χορήγησης άδειας για την παροχή επενδυτικών συμβουλών και την υπαγωγή της σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η διαρκής σημασία των προσωπικών συστάσεων για τους πελάτες και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα υπηρεσιών και μέσων απαιτούν τη βελτίωση των υποχρεώσεων επαγγελματικής συμπεριφοράς προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών.

(71)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους και είναι σε θέση να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει επομένως να κατανοούν τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων ή προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων και να θεσπίζουν και να επανεξετάζουν αποτελεσματικές πολιτικές και ρυθμίσεις για να εντοπίζουν την κατηγορία πελατών προς τους οποίους πρόκειται να παρασχεθούν προϊόντα και υπηρεσίες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω προϊόντα έχουν κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών εντός της σχετικής κατηγορίας πελατών, λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα διανέμονται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο και επανεξετάζουν περιοδικά την ταυτοποίηση της αγοράς-στόχου και τις επιδόσεις των προϊόντων που προσφέρουν. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προσφέρουν ή προτείνουν σε πελάτες χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν έχουν κατασκευάσει οι ίδιες θα πρέπει επίσης να διαθέτουν κατάλληλες ρυθμίσεις για να αποκτούν και να κατανοούν τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης προϊόντων, μεταξύ άλλων την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που προσφέρουν ή προτείνουν. Η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη τυχόν αξιολόγησης της συμβατότητας ή της καταλληλότητας που θα διενεργηθεί εν συνεχεία από την επιχείρηση επενδύσεων κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε επιμέρους πελάτες βάσεις των προσωπικών τους αναγκών, χαρακτηριστικών και στόχων.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα προσφέρονται και προτείνονται μόνον όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες προσφέρουν ή προτείνουν το προϊόν που έχει δημιουργηθεί από εταιρείες που δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις σχετικά με την παρακολούθηση του προϊόντος που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία ή έχει δημιουργηθεί από εταιρείες τρίτης χώρας, θα πρέπει επίσης να διαθέτουν κατάλληλες ρυθμίσεις για να αποκτούν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

(72)

Προκειμένου να παρέχονται όλες οι σχετικές πληροφορίες στους επενδυτές, ενδείκνυται να απαιτηθεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές να γνωστοποιούν το κόστος των συμβουλών, να διασαφηνίζουν το είδος των συμβουλών που παρέχουν, ιδίως το φάσμα προϊόντων τα οποία εξετάζουν όταν παρέχουν προσωπικές συστάσεις στους πελάτες, εάν παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση και εάν παρέχουν στους πελάτες περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που τους προτείνουν. Ενδείκνυται επίσης, να απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επεξηγούν στους πελάτες τους λόγους για τους οποίους παρέχουν τις σχετικές συμβουλές.

(73)

Προκειμένου να καθοριστεί περαιτέρω το κανονιστικό πλαίσιο για την παροχή επενδυτικών συμβουλών, αφήνοντας ταυτόχρονα την επιλογή στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους πελάτες, ενδείκνυται να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, όταν οι επιχειρήσεις ενημερώνουν τους πελάτες ότι η υπηρεσία παρέχεται σε ανεξάρτητη βάση. Όταν παρέχονται συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση θα πρέπει να αξιολογείται επαρκές φάσμα προϊόντων διαφόρων παρόχων πριν δοθεί προσωπική σύσταση. Δεν απαιτείται ο σύμβουλος να αξιολογεί τα επενδυτικά προϊόντα όλων των παρόχων ή των εκδοτών προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, αλλά το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων δεν θα πρέπει να περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδουν ή παρέχουν οντότητες που διατηρούν στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων ή με οποιουδήποτε άλλου είδους νομική ή οικονομική σχέση, όπως συμβατική σχέση, δυνητικά ικανή να αναιρέσει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της παρεχόμενης συμβουλής.

(74)

Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών και να αυξηθεί η σαφήνεια προς τους πελάτες ως προς την υπηρεσία την οποία λαμβάνουν, είναι επίσης σκόπιμο να περιοριστεί περαιτέρω η δυνατότητα των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσία επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση και υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου να αποδέχονται και να διατηρούν αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη από τρίτους και ειδικότερα, από εκδότες ή παρόχους προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αμοιβές, οι προμήθειες και άλλα χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο πρέπει να επιστρέφονται εξ ολοκλήρου στον πελάτη το ταχύτερο δυνατό μετά την είσπραξη αυτών των πληρωμών από την επιχείρηση, και η επιχείρηση δεν θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμψηφίζει πληρωμές τρίτων με τις αμοιβές που οφείλει ο πελάτης στην επιχείρηση. Ο πελάτης θα πρέπει να ενημερώνεται επακριβώς και, όπου κρίνεται σκόπιμο, σε περιοδική βάση σχετικά με όλες τις αμοιβές, τις προμήθειες και τα οφέλη που έχει λάβει η επιχείρηση σε σχέση με την επενδυτική υπηρεσία που έχει παράσχει στον πελάτη και τα οποία έχει μεταβιβάσει σε αυτόν. Οι επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ή διαχείριση χαρτοφυλακίου θα πρέπει επίσης να καταρτίσουν μια πολιτική ως μέρος των οργανωτικών τους απαιτήσεων, για να εξασφαλίσουν ότι οι εισπραττόμενες πληρωμές τρίτων επιμερίζονται και μεταβιβάζονται στους πελάτες. Θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, υπό τον όρο ότι γνωστοποιούνται ρητά στον πελάτη, ότι μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και ότι δεν μπορεί να κριθεί ότι υπονομεύουν την ικανότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων να ενεργούν προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους.

(75)

Κατά την παροχή υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση και υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου, οι αμοιβές, οι προμήθειες ή τα μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από ένα πρόσωπο εξ ονόματος του πελάτη θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον εάν το πρόσωπο αυτό γνωρίζει ότι οι συγκεκριμένες πληρωμές έχουν πραγματοποιηθεί εξ ονόματός του και ότι το ποσόν και η συχνότητα των πληρωμών έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πελάτη και της επιχείρησης επενδύσεων και δεν έχουν καθοριστεί από τρίτο. Στις περιπτώσεις που πληρούν την απαίτηση αυτή περιλαμβάνεται και εκείνη κατά την οποία ένας πελάτης πληρώνει απευθείας το τιμολόγιο μιας επιχείρησης ή το τιμολόγιο πληρώνεται από ανεξάρτητο τρίτο μέρος το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων όσον αφορά την επενδυτική υπηρεσία που παρέχεται στον πελάτη και ενεργεί μόνο κατόπιν εντολής του πελάτη, καθώς και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πελάτης διαπραγματεύεται την αμοιβή για την υπηρεσία που παρέχεται από την επιχείρηση επενδύσεων και καταβάλλει την εν λόγω αμοιβή. Αυτή είναι γενικά η περίπτωση λογιστών ή νομικών που ενεργούν βάσει ρητής εντολής πληρωμής του πελάτη ή όταν ένα πρόσωπο ενεργεί απλώς ως «μέσο» για την πληρωμή.

(76)

Η παρούσα οδηγία προβλέπει όρους και διαδικασίες με τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται τα κράτη μέλη όταν σκοπεύουν να επιβάλουν πρόσθετες απαιτήσεις. Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών μπορεί να περιλαμβάνεται η απαγόρευση ή ο περαιτέρω περιορισμός της προσφοράς ή αποδοχής αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών και μη χρηματικών οφελών που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες.

(77)

Για να προστατεύονται ακόμη περισσότερο οι καταναλωτές, είναι επίσης σκόπιμο να διασφαλίζεται ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν αμείβουν ή δεν αξιολογούν τις επιδόσεις του προσωπικού τους κατά τρόπον ο οποίος αντιβαίνει στο καθήκον των επιχειρήσεων να ενεργούν προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους, για παράδειγμα μέσω αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή άλλων τρόπων που παρέχουν κίνητρα για την προώθηση ή την πώληση συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ενώ υπάρχει άλλο προϊόν το οποίο ενδέχεται να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του πελάτη.

(78)

Όταν παρέχονται επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις ή τους κινδύνους σε σχέση με το ίδιο το χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με το υπόλοιπο δίκαιο της Ένωσης, τότε οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να θεωρούνται κατάλληλες για τους σκοπούς της παροχής πληροφοριών προς τους πελάτες δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα πιστωτικά ιδρύματα που διανέμουν αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο θα πρέπει να ενημερώνουν επίσης τους πελάτες τους σχετικά με όλα τα άλλα κόστη και συναφείς επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο.

(79)

Δεδομένης της πολυπλοκότητας των επενδυτικών προϊόντων και της συνεχούς καινοτομίας στον σχεδιασμό τους, είναι επίσης σημαντικό να διασφαλίζεται ότι το προσωπικό που παρέχει συμβουλές σχετικά με επενδυτικά προϊόντα ή πωλεί επενδυτικά προϊόντα σε ιδιώτες πελάτες διαθέτει ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων σε σχέση με τα προσφερόμενα προϊόντα. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εξασφαλίζουν στο προσωπικό τους επαρκή χρόνο και πόρους ώστε να κατακτήσει αυτό το επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων και να το χρησιμοποιεί κατά την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες.

(80)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στην εκτέλεση και/ή στη λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών, χωρίς την ανάγκη απόκτησης πληροφοριών σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη προκειμένου να αξιολογείται η καταλληλότητα της υπηρεσίας ή του χρηματοπιστωτικού μέσου για τον πελάτη. Καθώς οι υπηρεσίες αυτές ενέχουν μια σχετική μείωση της προστασίας των πελατών, συνιστάται η βελτίωση των όρων για την παροχή τους. Ιδίως, ενδείκνυται η εξαίρεση της δυνατότητας παροχής των υπηρεσιών αυτών σε συνδυασμό με την παρεπόμενη υπηρεσία που συνίσταται στη χορήγηση πιστώσεων ή δανείων στους επενδυτές προκειμένου να τους επιτρέπεται η διεξαγωγή μιας συναλλαγής στην οποία εμπλέκεται η επιχείρηση επενδύσεων, καθώς αυτό αυξάνει την πολυπλοκότητα της συναλλαγής και καθιστά δυσκολότερη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου. Ενδείκνυται επίσης ο καλύτερος καθορισμός των κριτηρίων για την επιλογή των χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία θα πρέπει να σχετίζονται οι εν λόγω υπηρεσίες, ώστε να εξαιρούνται ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ενσωματώνουν ένα παράγωγο ή έχουν δομή η οποία καθιστά δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου, μεριδίων σε οργανισμούς που δεν αποτελούν οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (μη-ΟΣΕΚΑ οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων) και δομημένους ΟΣΕΚΑ όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 583/2010 της Επιτροπής (29). Η αντιμετώπιση ορισμένων ΟΣΕΚΑ ως πολύπλοκων προϊόντων τελεί υπό την επιφύλαξη του μελλοντικού δικαίου της Ένωσης που θα καθορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτών των προϊόντων και τους κανόνες που εφαρμόζονται σε αυτά.

(81)

Οι πρακτικές των διασταυρούμενων πωλήσεων αποτελούν συνήθη στρατηγική των παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών λιανικής σε όλη την Ένωση. Μπορούν μεν να αποφέρουν οφέλη σε ιδιώτες πελάτες, αλλά μπορούν να συνδέονται και με πρακτικές όπου το συμφέρον του πελάτη δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη. Παραδείγματος χάριν, ορισμένες μορφές διασταυρούμενων πρακτικών, δηλαδή οι πρακτικές δέσμευσης όπου δύο ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες πωλούνται ως πακέτο και τουλάχιστον μία εκ των υπηρεσιών αυτών δεν διατίθεται χωριστά, μπορούν να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν αρνητικά την κινητικότητα του πελάτη και την ικανότητά του να κάνει τεκμηριωμένες επιλογές. Ένα παράδειγμα πρακτικών δέσμευσης αποτελεί το άνοιγμα τρεχόντων λογαριασμών στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικής υπηρεσίας σε ιδιώτη πελάτη. Από την άλλη πλευρά, οι πρακτικές δεσμοποίησης, όπου δύο ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες πωλούνται μεν ως πακέτο, αλλά κάθε υπηρεσία μπορεί επίσης να αγοραστεί χωριστά, παρόλο που μπορούν επίσης να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν αρνητικά την κινητικότητα των πελατών και την ικανότητα τους να κάνουν τεκμηριωμένες επιλογές, τουλάχιστον παρέχουν στον πελάτη δυνατότητα επιλογής και ως εκ τούτου συνεπάγονται μικρότερο κίνδυνο όσον αφορά τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις υποχρεώσεις τους βάσει της παρούσας οδηγίας. Η χρήση των πρακτικών αυτών θα πρέπει να αξιολογείται με προσοχή προκειμένου να προωθούνται ο ανταγωνισμός και οι επιλογές των καταναλωτών.

(82)

Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να προσδιορίζει με γραπτή δήλωση καταλληλότητας τον τρόπο με τον οποίο οι παρεχόμενες συμβουλές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τις ανάγκες και τα λοιπά χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη. Η δήλωση θα πρέπει να παρέχεται σε σταθερό μέσο, μεταξύ άλλων και σε ηλεκτρονική μορφή. Την ευθύνη για τη διενέργεια αξιολόγησης της καταλληλότητας και την παροχή ακριβούς έκθεσης καταλληλότητας στον πελάτη έχει η επιχείρηση επενδύσεων, και θα πρέπει να υφίστανται επαρκείς εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα προκύψει ζημία για τον πελάτη σε περίπτωση που η προσωπική σύσταση παρουσιάζεται στην έκθεση με ανακριβή ή άδικο τρόπο, μεταξύ άλλων ζητήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο η παρεχόμενη σύσταση είναι κατάλληλη για τον πελάτη και ποια είναι τα μειονεκτήματα του προτεινόμενου τρόπου δράσης.

(83)

Προκειμένου να προσδιορίσει τι συνιστά παροχή πληροφοριών σε εύθετο χρόνο πριν από ένα χρονικό σημείο που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, συνεκτιμώντας τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, τον χρόνο που χρειάζεται ο πελάτης για να διαβάσει και να κατανοήσει τις πληροφορίες προτού λάβει επενδυτική απόφαση. Εάν το προϊόν ή η υπηρεσία είναι πολύπλοκα ή άγνωστα στον πελάτη ή εάν ο πελάτης δεν είναι εξοικειωμένος με αυτήν, είναι πιθανό ότι θα απαιτηθεί περισσότερος χρόνος απ’ ό,τι εάν επρόκειτο για απλούστερο ή γνωστό προϊόν ή υπηρεσία ή για πελάτη με προηγούμενη σχετική εμπειρία.

(84)

Κανένα στοιχείο της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει υποχρεώνει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν άμεσα και ταυτόχρονα όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις, ή σχετικά με τη φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών ή των κεφαλαίων των πελατών, υπό τον όρο ότι συμμορφώνονται προς τη γενική υποχρέωση να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες σε εύθετο χρόνο, πριν από την προθεσμία που αναφέρεται στην παρούσα οδηγία. Εφόσον οι πληροφορίες κοινοποιούνται στον πελάτη σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή της υπηρεσίας, κανένα στοιχείο της παρούσας οδηγίας δεν υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές χωριστά ή να ενσωματώνουν τις πληροφορίες σε σύμβαση με τον πελάτη.

(85)

Μια υπηρεσία θα πρέπει να θεωρείται ότι παρέχεται με πρωτοβουλία του πελάτη, εκτός εάν ο πελάτης τη ζητήσει ανταποκρινόμενος σε προσωπική επικοινωνία από την ίδια την επιχείρηση ή από τρίτο πρόσωπο εκ μέρους της επιχείρησης προς τον συγκεκριμένο πελάτη, η οποία συνιστά πρόσκληση, ή σκοπεί να επηρεάσει, τον πελάτη ως προς συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή συγκεκριμένη συναλλαγή. Μια υπηρεσία μπορεί να θεωρείται ότι παρέχεται με πρωτοβουλία του πελάτη έστω και αν ο πελάτης τη ζητά βασιζόμενος σε ανακοινώσεις που περιέχουν διαφήμιση ή προσφορά χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον αυτές γίνονται με μέσο εκ φύσεως γενικό, που απευθύνεται στο κοινό ή σε ευρύτερη ομάδα ή κατηγορία πελατών ή δυνητικών πελατών.

(86)

Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία των επενδυτών. Τα μέτρα προστασίας των επενδυτών θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες καθεμιάς από τις διάφορες κατηγορίες επενδυτών (ιδιώτες, επαγγελματίες και αντισυμβαλλόμενοι). Ωστόσο, για να ενισχυθεί το κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών ανεξάρτητα από τις κατηγορίες των πελατών που αφορούν, ενδείκνυται να αποσαφηνιστεί το γεγονός ότι η υποχρέωση των επιχειρήσεων να ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο, καθώς και η υποχρέωση να είναι δίκαιες, σαφείς και μη παραπλανητικές, ισχύουν για τη σχέση με όλους τους πελάτες.

(87)

Οι επενδύσεις που συναρτώνται με ασφαλιστήρια συμβόλαια διατίθενται συχνά στους πελάτες ως πιθανές εναλλακτικές λύσεις ή υποκατάστατα χρηματοπιστωτικών μέσων που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία. Προκειμένου να παρέχεται συνεπής προστασία στους ιδιώτες πελάτες και να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για παρόμοια προϊόντα, είναι σημαντικό τα επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις. Οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας για την προστασία του επενδυτή θα πρέπει επομένως να εφαρμόζονται εξίσου στις επενδύσεις που συναρτώνται με ασφαλιστήρια συμβόλαια, λόγω όμως των διαφορετικών δομών αγοράς και των διαφορετικών χαρακτηριστικών των προϊόντων τους είναι σκοπιμότερο να καθοριστούν λεπτομερείς απαιτήσεις στο πλαίσιο της εν εξελίξει επανεξέτασης της οδηγίας 2002/92/ΕΚ παρά στην παρούσα οδηγία. Το μελλοντικό ενωσιακό δίκαιο για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει επομένως να εξασφαλίζει με τον δέοντα τρόπο μια συνεπή κανονιστική προσέγγιση όσον αφορά τη διανομή των διαφόρων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που ικανοποιούν παρόμοιες ανάγκες του επενδυτή και επομένως θέτουν συγκρίσιμες προκλήσεις όσον αφορά την προστασία του επενδυτή. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («ΕΑΑΕΣ») που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30) και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συνεργαστούν για να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια των αρχών επαγγελματικής συμπεριφοράς για τα εν λόγω επενδυτικά προϊόντα. Αυτές οι νέες απαιτήσεις για επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα θα πρέπει να καθοριστούν στην οδηγία 2002/92/ΕΚ.

(88)

Προκειμένου να ευθυγραμμιστούν οι κανόνες που διέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων, τις γενικές αρχές και την παροχή πληροφοριών προς τους πελάτες καθώς και να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιβάλουν περιορισμούς στις αμοιβές των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, η οδηγία 2002/92/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(89)

Τα επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα που δεν προσφέρουν επενδυτικές ευκαιρίες και οι καταθέσεις που είναι εκτεθειμένες αποκλειστικά στα επιτόκια θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Προσωπικά και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προϊόντα που έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την παροχή εισοδήματος στον επενδυτή κατά τη συνταξιοδότησή του θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων και των στόχων τους.

(90)

Κατά παρέκκλιση από την αρχή σύμφωνα με την οποία το κράτος μέλος καταγωγής χορηγεί άδεια λειτουργίας, ασκεί εποπτεία και ελέγχει την τήρηση των υποχρεώσεων των σχετικών με τη λειτουργία υποκαταστημάτων, είναι σκόπιμο να αναλάβει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής την ευθύνη της τήρησης ορισμένων υποχρεώσεων που θεσπίζει η παρούσα οδηγία σχετικών με τις δραστηριότητες που ασκούνται μέσω υποκαταστήματος εντός του εδάφους όπου βρίσκεται το εν λόγω υποκατάστημα, δεδομένου ότι η αρχή αυτή βρίσκεται πλησιέστερα στο υποκατάστημα και μπορεί καλύτερα να εντοπίσει παραβάσεις των κανόνων που διέπουν τις πράξεις του υποκαταστήματος και να παρέμβει.

(91)

Είναι αναγκαίο να επιβληθεί αποτελεσματική υποχρέωση «βέλτιστης εκτέλεσης» για να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκτελούν τις εντολές των πελατών με τους πλέον ευνοϊκούς γι’ αυτούς όρους. Η εν λόγω υποχρέωση θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν μια επιχείρηση έχει έναντι του πελάτη συμβατικές υποχρεώσεις ή υποχρεώσεις αντιπροσώπου.

(92)

Δεδομένου ότι στην Ένωση διατίθεται σήμερα ένα ευρύτερο φάσμα τόπων εκτέλεσης, είναι σκόπιμο να ενισχυθεί το πλαίσιο της βέλτιστης εκτέλεσης για ιδιώτες επενδυτές. Κατά την εφαρμογή του πλαισίου βέλτιστης εκτέλεσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην τεχνολογία παρακολούθησης της βέλτιστης εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 δεύτερο και τρίτο εδάφιο.

(93)

Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της βέλτιστης εκτέλεσης κατά την εκτέλεση εντολών ιδιωτών πελατών, το κόστος εκτέλεσης θα πρέπει να περιλαμβάνει την προμήθεια της ίδιας της επιχείρησης επενδύσεων ή τις αμοιβές που χρεώνονται στον πελάτη για ορισμένους σκοπούς, στις περιπτώσεις στις οποίες περισσότεροι του ενός τόποι που προβλέπονται στην πολιτική εκτέλεσης της επιχείρησης μπορούν να εκτελέσουν μια συγκεκριμένη εντολή. Στις περιπτώσεις αυτές, η προμήθεια της ίδιας της επιχείρησης και το κόστος εκτέλεσης της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη εάν η εντολή εκτελούνταν σε καθέναν από τους τόπους αυτούς. Ωστόσο, δεν απαιτείται από την επιχείρηση να συγκρίνει τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη της βάσει της πολιτικής εκτέλεσής της και των δικών της προμηθειών και αμοιβών με τα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να επιτευχθούν για τον ίδιο πελάτη από οιαδήποτε άλλη επιχείρηση επενδύσεων βάσει διαφορετικής πολιτικής εκτέλεσης ή διαφορετικής διάρθρωσης προμηθειών ή αμοιβών. Ούτε απαιτείται από την επιχείρηση να συγκρίνει εκείνες τις διαφορές στις δικές της προμήθειες οι οποίες μπορούν να αποδοθούν σε διαφορές στη φύση των υπηρεσιών που η επιχείρηση παρέχει στους πελάτες.

(94)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που προβλέπουν ότι το κόστος εκτέλεσης θα πρέπει να περιλαμβάνει την προμήθεια της ίδιας της επιχείρησης ή τις αμοιβές της ίδιας της επιχείρησης που χρεώνονται στον πελάτη για την παροχή μιας επενδυτικής υπηρεσίας δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τον προσδιορισμό των τόπων εκτέλεσης που θα πρέπει να περιληφθούν στην πολιτική εκτέλεσης της επιχείρησης για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 5 της παρούσας οδηγίας.

(95)

Θα πρέπει να θεωρείται ότι μία επιχείρηση επενδύσεων διαρθρώνει ή χρεώνει τις προμήθειές της με τρόπο που εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ τόπων εκτέλεσης όταν χρεώνει στους πελάτες διαφορετική προμήθεια ή αποδίδει τις διαφορές μεταξύ μέγιστης τιμής αγοράς και ελάχιστης τιμής πώλησης για εκτέλεση σε διαφορετικούς τόπους εκτέλεσης και η διαφορά αυτή δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές διαφορές στο κόστος για την επιχείρηση κατά την εκτέλεση στους τόπους αυτούς.

(96)

Προκειμένου να βελτιωθούν οι όροι υπό τους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με την υποχρέωσή τους για την εκτέλεση εντολών με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για τους πελάτες τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ενδείκνυται να απαιτείται από κάθε τόπο διαπραγμάτευσης και συστηματικό εσωτερικοποιητή όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και από κάθε τόπο εκτέλεσης όσον αφορά άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα η διάθεση στο κοινό δεδομένων σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών σε κάθε τόπο.

(97)

Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων στους πελάτες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης που εφαρμόζουν, είναι συχνά γενικές και τυποποιημένες και δεν επιτρέπουν στους πελάτες να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο μια εντολή θα εκτελεστεί και να επιβεβαιώνουν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με την υποχρέωσή τους για εκτέλεση των εντολών με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για τους πελάτες τους. Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών, ενδείκνυται να προσδιοριστούν οι αρχές που πρέπει να διέπουν την παροχή πληροφοριών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων στους πελάτες τους σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης και να απαιτηθεί από τις επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης στους οποίους εκτελέστηκαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος και να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες αυτές καθώς και τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται από τους τόπους εκτέλεσης σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης στις πολιτικές τους όσον αφορά τη βέλτιστη εκτέλεση.

(98)

Όταν συνάπτει εμπορική σχέση με τον πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να ζητεί από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να εκφράζει τη συναίνεσή του σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών και, ταυτόχρονα, σχετικά με τη δυνατότητα εκτέλεσης των εντολών τους εκτός τόπου διαπραγμάτευσης.

(99)

Τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες για λογαριασμό δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων, όταν εμπίπτουν στον ορισμό της παρούσας οδηγίας, δεν θα πρέπει να θεωρούνται συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι, αλλά επιχειρήσεις επενδύσεων πλην ορισμένων προσώπων που μπορούν να εξαιρούνται.

(100)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων να ασκούν δραστηριότητες διεπόμενες από άλλες οδηγίες και άλλες συναφείς δραστηριότητες σχετιζόμενες με χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή προϊόντα μη καλυπτόμενα από την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένων των ασκουμένων για λογαριασμό τμημάτων του ιδίου χρηματοπιστωτικού ομίλου.

(101)

Οι προϋποθέσεις για την άσκηση δραστηριοτήτων εκτός του χώρου της επιχείρησης επενδύσεων (κατ’ οίκον πωλήσεις) δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(102)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν θα πρέπει να εγγράφουν στο μητρώο ή θα πρέπει να διαγράφουν από αυτό συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, εφόσον από τις πράγματι ασκηθείσες δραστηριότητές του καταδεικνύεται σαφώς ότι έχει επιλέξει το νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους προκειμένου να αποφύγει τους αυστηρότερους κανόνες που ισχύουν σε άλλο κράτος μέλος, στην επικράτεια του οποίου προτίθεται να ασκήσει ή πράγματι ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του.

(103)

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να θεωρείται ότι ενεργούν ως πελάτες.

(104)

Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει καταδείξει ότι η ικανότητα των μη ιδιωτών πελατών να κατανοούν τον κίνδυνο των επενδύσεών τους είναι πεπερασμένη. Ενώ θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς θα πρέπει να επιβληθούν όσον αφορά τους επενδυτές που χρήζουν μεγαλύτερης προστασίας, ενδείκνυται να προσαρμοστούν καλύτερα οι απαιτήσεις που πρέπει να ισχύουν για τις διάφορες κατηγορίες πελατών. Προς τούτο, ενδείκνυται η επέκταση ορισμένων απαιτήσεων πληροφόρησης και ενημέρωσης στη σχέση με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους. Ιδίως, οι σχετικές απαιτήσεις θα πρέπει να αφορούν τη φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών καθώς και με τις απαιτήσεις πληροφόρησης και αναφοράς σχετικά με τα πιο πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα και συναλλαγές. Όσον αφορά την κατηγοριοποίηση των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενδείκνυται η σαφής εξαίρεσή τους από τον κατάλογο των επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων και των πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες, επιτρέποντας παράλληλα στους πελάτες αυτούς να ζητήσουν να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες πελάτες.

(105)

Όσον αφορά τις συναλλαγές μεταξύ επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων, η υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακών εντολών πελατών θα πρέπει να ισχύει μόνο στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δίνει ρητώς στην επιχείρηση επενδύσεων οριακή εντολή προς εκτέλεση.

(106)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν τον σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31) και την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32) που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33).

(107)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες συμμετοχής ή πρόσβασης στις ρυθμιζόμενες αγορές εντός της Ένωσης. Ανεξάρτητα από το πώς ρυθμίζονται επί του παρόντος οι συναλλαγές στα κράτη μέλη, έχει ουσιώδη σημασία να καταργηθούν οι τεχνικοί και νομικοί περιορισμοί στην πρόσβαση στις ρυθμιζόμενες αγορές.

(108)

Για να διευκολυνθεί η οριστικοποίηση των διασυνοριακών συναλλαγών, είναι επίσης σκόπιμο να διασφαλιστεί η πρόσβαση όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στα συστήματα εκκαθάρισης (clearing) και διακανονισμού εντός της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εάν οι συναλλαγές διενεργήθηκαν σε ρυθμιζόμενες αγορές του οικείου κράτους μέλους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επιθυμούν να συμμετέχουν άμεσα στα συστήματα διακανονισμού άλλων κρατών μελών θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις οικείες λειτουργικές και εμπορικές προϋποθέσεις για την απόκτηση ιδιότητας μέλους και με τα μέτρα προληπτικής εποπτείας που σκοπούν στη διασφάλιση της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(109)

Η παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση υπόκειται στα εθνικά καθεστώτα και απαιτήσεις. Οι επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα καθεστώτα αυτά δεν απολαύουν της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και του δικαιώματος εγκατάστασης σε κράτος μέλος πλην του κράτους εγκατάστασής τους. Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι το κατάλληλο επίπεδο προστασίας για τους ιδιώτες πελάτες του ή τους ιδιώτες πελάτες που έχουν ζητήσει να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες πελάτες μπορεί να επιτευχθεί με την εγκατάσταση υποκαταστήματος από την επιχείρηση της τρίτης χώρας, είναι σκόπιμη εισαγωγή ελάχιστου κοινού κανονιστικού πλαισίου σε επίπεδο Ένωσης όσον αφορά τις απαιτήσεις που ισχύουν για τα εν λόγω υποκαταστήματα και λαμβανομένης υπόψη της αρχής ότι οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ευνοϊκότερο τρόπο απ’ ό,τι οι επιχειρήσεις της Ένωσης.

(110)

Κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF) σχετικά με δικαιοδοσίες που έχουν στρατηγικές αδυναμίες στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στην καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και στις οποίες εφαρμόζονται μέτρα αντιμετώπισης ή σχετικά με δικαιοδοσίες που έχουν στρατηγικές αδυναμίες στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στην καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και οι οποίες δεν έχουν επιτελέσει επαρκή πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση των αδυναμιών ή δεν έχουν δεσμευτεί για την υλοποίηση σχεδίου δράσης που έχει καταρτίσει η FATF για την αντιμετώπιση των αδυναμιών.

(111)

Η πρόβλεψη της παρούσας οδηγίας για τη ρύθμιση της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στην Ένωση ή της άσκησης δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών δεν θα πρέπει να επηρεάζει τη δυνατότητα των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση να λαμβάνουν επενδυτικές υπηρεσίες από επιχείρηση τρίτης χώρας με δική τους αποκλειστική πρωτοβουλία. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες με την αποκλειστική πρωτοβουλία προσώπου εγκατεστημένου στην Ένωση, οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι παρέχονται εντός της επικράτειας της Ένωσης. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση τρίτης χώρας προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες εντός της Ένωσης ή προωθεί ή διαφημίζει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες μαζί με παρεπόμενες υπηρεσίες εντός της Ένωσης, αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως υπηρεσίες που παρέχονται με την αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.

(112)

Η άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς θα πρέπει να καλύπτει όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με την αναγραφή, την επεξεργασία, την εκτέλεση, την επιβεβαίωση και την κοινοποίηση των εντολών από τη λήψη τους από τη ρυθμιζόμενη αγορά έως τη διαβίβασή τους για μετέπειτα οριστικοποίηση, καθώς και τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση. Θα πρέπει επίσης να καλύπτονται οι συναλλαγές που διενεργούνται μέσω ειδικών διαπραγματευτών ορισμένων από τη ρυθμιζόμενη αγορά, στα πλαίσια των συστημάτων της και σύμφωνα με τους κανόνες που τα διέπουν. Δεν θεωρούνται διενεργούμενες στα πλαίσια των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ όλες οι συναλλαγές μελών ή συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ. Οι συναλλαγές, που διενεργούνται μεταξύ μελών ή συμμετεχόντων σε διμερή βάση και οι οποίες δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που έχουν θεσπιστεί για τις ρυθμιζόμενες αγορές, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ βάσει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να θεωρούνται ως συναλλαγές διενεργούμενες εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή του ΜΟΔ για τους σκοπούς της έννοιας των συστηματικών εσωτερικοποιητών (systematic internalisers). Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να ανακοινώνουν δημόσια τα δεσμευτικά ζεύγη εντολών θα πρέπει να εφαρμόζεται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που επιβάλλουν η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(113)

Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της παροχής ρευστότητας για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες χρησιμοποιούν αλγοριθμικές συναλλαγές για την εφαρμογή μιας στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να διαθέτουν γραπτές συμφωνίες με τους τόπους διαπραγμάτευσης στις οποίες θα ορίζονται σαφώς οι υποχρεώσεις παροχής ρευστότητας στην αγορά.

(114)

Κανένα στοιχείο της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εγκρίνουν ή να εξετάσουν το περιεχόμενο της γραπτής συμφωνίας μεταξύ της ρυθμιζόμενης αγοράς και της επιχείρησης επενδύσεων, συμφωνία η οποία απαιτείται από τη συμμετοχή σε ένα σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης. Ούτε όμως και τις εμποδίζει να το πράξουν, στο βαθμό που μια τέτοια έγκριση ή εξέταση αφορά μόνο τη συμμόρφωση των ρυθμιζόμενων αγορών προς τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 48.

(115)

Η παροχή βασικών υπηρεσιών δεδομένων της αγοράς που είναι καίριας σημασίας προκειμένου οι πελάτες να μπορούν να έχουν την επιθυμητή γενική εικόνα της συναλλακτικής δραστηριότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές της Ένωσης και προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν ακριβείς και σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τις σχετικές συναλλαγές, θα πρέπει να υπόκειται στη χορήγηση άδειας λειτουργίας και σε νομοθετική ρύθμιση για τη διασφάλιση του αναγκαίου επιπέδου ποιότητας.

(116)

Η εισαγωγή εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσιοποίησης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) θα πρέπει να βελτιώνει την ποιότητα των πληροφοριών συναλλακτικής διαφάνειας που δημοσιοποιούνται στον εξωχρηματιστηριακό χώρο και να συμβάλει σημαντικά στη διασφάλιση της δημοσιοποίησης των εν λόγω δεδομένων κατά τρόπο που διευκολύνει την ενοποίησή τους με δεδομένα τα οποία έχουν δημοσιοποιηθεί οι τόποι διαπραγμάτευσης.

(117)

Τώρα που υπάρχει μια δομή αγοράς που επιτρέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης, έχει καίρια σημασία να ενεργοποιηθεί το συντομότερο δυνατό ένα αποτελεσματικό και αναλυτικό ενοποιημένο δελτίο παρακολούθησης. Η εισαγωγή εμπορικής λύσης για ενοποιημένο δελτίο παρακολούθησης για τις μετοχές και τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία μιας πιο ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς και να διευκολύνει για τους συμμετέχοντες στην αγορά την απόκτηση πρόσβασης σε μια ενοποιημένη εικόνα των διαθέσιμων πληροφοριών συναλλακτικής διαφάνειας. Η προβλεπόμενη λύση βασίζεται στην αδειοδότηση, με βάση προκαθορισμένες και εποπτευόμενες παραμέτρους των παρόχων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να παρασχεθούν τεχνικά εξαιρετικά πολύπλοκες και καινοτόμες λύσεις, προς όφελος της αγοράς στο μέγιστο δυνατό βαθμό και για να εξασφαλιστεί η διάθεση δεδομένων για την αγορά με συνεπή και ακριβή τρόπο. Αν απαιτηθεί από όλους τους παρόχους ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.) να ενοποιούν τα δεδομένα από όλους τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και τους τόπους διαπραγμάτευσης, θα εξασφαλιστεί ότι ο ανταγωνισμός θα βασίζεται στην ποιότητα των υπηρεσιών προς τους πελάτες και όχι στο εύρος των καλυπτόμενων δεδομένων. Ωστόσο είναι σκόπιμο να ληφθεί τώρα μέριμνα για την καθιέρωση ενός ενοποιημένου δελτίου μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων εάν ο προβλεπόμενος μηχανισμός δεν έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη εξασφάλιση ενός αποτελεσματικού και αναλυτικού ενοποιημένου δελτίου για τις μετοχές και τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα.

(118)

Η θέσπιση ενοποιημένου δελτίου για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα θεωρείται ότι θα αντιμετωπίσει περισσότερες δυσκολίες εφαρμογής σε σχέση με το ενοποιημένο δελτίο για μετοχές και οι δυνητικοί πάροχοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν εμπειρία με τα υπόψη μέσα πριν να το δημιουργήσουν. Προκειμένου να διευκολυνθεί η σωστή θέσπιση του ενοποιημένου δελτίου για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, ενδείκνυται κατά συνέπεια να προβλεφθεί παράταση της προθεσμίας εφαρμογής των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης της σχετικής διάταξης. Ωστόσο είναι σκόπιμο να ληφθεί τώρα μέριμνα για την καθιέρωση ενός ενοποιημένου δελτίου μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων εάν ο προβλεπόμενος μηχανισμός δεν έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη εξασφάλιση ενός αποτελεσματικού και αναλυτικού ενοποιημένου δελτίου μη μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων.

(119)

Κατά τον καθορισμό, όσον αφορά τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, των τόπων διαπραγμάτευσης και των Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. που είναι ανάγκη να περιλαμβάνονται στις μετασυναλλακτικές πληροφορίες προς διάδοση από τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ., η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διασφαλίζει την επίτευξη του στόχου καθιέρωσης μιας ολοκληρωμένης ενωσιακής αγοράς για τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα και θα πρέπει να διασφαλίζει τη μη διακριτική μεταχείριση των Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και των τόπων διαπραγμάτευσης.

(120)

Το δίκαιο της Ένωσης περί απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις κεφαλαίου που οφείλουν να πληρούν οι ρυθμιζόμενες αγορές προκειμένου να τους χορηγηθεί άδεια λειτουργίας, και κατά τον καθορισμό αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των κινδύνων που ενέχουν αυτές οι αγορές.

(121)

Οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

(122)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που διέπουν την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων που εφαρμόζει η ρυθμιζόμενη αγορά δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή της οδηγίας 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34) και της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35). Η ρυθμιζόμενη αγορά δεν θα πρέπει να εμποδίζεται να επιβάλλει αυστηρότερες προϋποθέσεις από τις προβλεπόμενες με την παρούσα οδηγία στους εκδότες των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισάγει προς διαπραγμάτευση.

(123)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέτουν σε διαφορετικές αρμόδιες αρχές τον έλεγχο της εφαρμογής των εκτεταμένων υποχρεώσεων που προβλέπονται με την παρούσα οδηγία. Οι αρχές αυτές θα πρέπει να έχουν δημόσιο χαρακτήρα που να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους έναντι των οικονομικών φορέων και που να επιτρέπει να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν κατάλληλη χρηματοδότηση της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων σε άλλες δημόσιες αρχές δεν θα πρέπει να αποκλείει τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων υπό την ευθύνη της αρμόδιας αρχής.

(124)

Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η επικοινωνία μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με αναστολές, διαγραφές, δυσλειτουργίες, μη εύρυθμες συνθήκες διαπραγμάτευσης και συνθήκες οι οποίες ενδέχεται να σηματοδοτούν κατάχρηση αγοράς πραγματοποιείται με τρόπο αποτελεσματικό και έγκαιρα, απαιτείται ένα αποτελεσματικό σύστημα επικοινωνίας και συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών, το οποίο θα επιτευχθεί μέσω ρυθμίσεων που θα θεσπίσει η ΕΑΚΑΑ.

(125)

Στη σύνοδο του G20 στο Πίτσμπουργκ στις 25 Σεπτεμβρίου 2009 συμφωνήθηκε η βελτίωση της ρύθμισης, της λειτουργίας και της διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών εμπορευμάτων προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υπερβολική μεταβλητότητα των τιμών των εμπορευμάτων. Οι ανακοινώσεις της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 2009 για τη βελτίωση της λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στην Ευρώπη και της 2ας Φεβρουαρίου 2011 για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες ορίζουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Τον Σεπτέμβριο του 2011, η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων δημοσίευσε τις Αρχές για τη ρύθμιση και την εποπτεία των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων. Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν από τη διάσκεψη κορυφής G20 στις Κάννες, στις 4 Νοεμβρίου 2011, όπου ζητήθηκε να διαθέτουν οι ρυθμιστικές αρχές της αγοράς επίσημες εξουσίες διαχείρισης θέσης, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας εκ των προτέρων καθορισμού ορίων θέσης, ανάλογα με την περίπτωση.

(126)

Οι αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί στις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συμπληρωθούν με ρητές εξουσίες για την απαίτηση υποβολής πληροφοριών από κάθε πρόσωπο σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό μιας θέσης σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, και την απαίτηση το πρόσωπο να λάβει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους της θέσης στις συμβάσεις παραγώγων.

(127)

Χρειάζεται ένα εναρμονισμένο καθεστώς των ορίων θέσης για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερος συντονισμός και μεγαλύτερη συνέπεια στην εφαρμογή της συμφωνίας του G20, ειδικά για συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ολόκληρη την Ένωση. Συνεπώς, θα πρέπει να εκχωρούνται ρητές εξουσίες στις αρμόδιες αρχές για να καθορίζουν με βάση τη μέθοδο που θεσπίζει η ΕΑΚΑΑ τα όρια των θέσεων που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο, συνολικά σε επίπεδο ομίλου, σε μία σύμβαση παραγώγων σε σχέση με ένα εμπόρευμα για να αποτρέπεται κατάχρηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του στριμώγματος της αγοράς, και να υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού. συμπεριλαμβανομένης της αποφυγής θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά. Τα όρια αυτά θα πρέπει να προάγουν την ακεραιότητα της αγοράς παραγώγων και των υποκείμενων εμπορευμάτων με την επιφύλαξη της διαπίστωσης τιμών στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος και δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε θέσεις οι οποίες μειώνουν αντικειμενικά τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες σε σχέση με το εμπόρευμα. Η διάκριση μεταξύ σύμβασης για άμεση παράδοση εμπορευμάτων και σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί. Προκειμένου να επιτευχθεί ένα εναρμονισμένο καθεστώς, είναι επίσης σκόπιμο να παρακολουθεί η ΕΑΚΑΑ την εφαρμογή των ορίων θέσεων και οι αρμόδιες αρχές να καθορίσουν ρυθμίσεις συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της μεταξύ τους ανταλλαγής σχετικών δεδομένων, καθώς και να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και επιβολή των ορίων.

(128)

Όλοι οι τόποι που παρέχουν τη δυνατότητα συναλλαγών σε παράγωγα επί εμπορευμάτων θα πρέπει να έχουν καθορίσει κατάλληλους ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων, προβλέποντας τις αναγκαίες εξουσίες τουλάχιστον για την παρακολούθηση των πληροφοριών σχετικά με τις θέσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων και την πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες, την απαίτηση της μείωσης ή της παύσης αυτών των θέσεων και την απαίτηση επαναφοράς της ρευστότητας στην αγορά για να μετριασθούν οι επιπτώσεις μιας μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διατηρεί και να δημοσιεύει κατάλογο με τις περιλήψεις όλων των ορίων θέσεων και των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων. Η εφαρμογή των εν λόγω ορίων και ρυθμίσεων θα πρέπει να γίνεται με συνεπή τρόπο και με συνεκτίμηση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της εκάστοτε αγοράς. Θα πρέπει να διατυπώνονται σαφώς ο τρόπος εφαρμογής τους καθώς και τα συναφή ποσοτικά ανώτατα όρια που ενδέχεται να αποτελούν τα όρια ή να ενεργοποιούν άλλες υποχρεώσεις.

(129)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να δημοσιεύουν σε εβδομαδιαία βάση λεπτομερή συγκεντρωτικά στοιχεία των θέσεων που κατέχουν διάφορες κατηγορίες προσώπων για τις διάφορες συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα αυτών, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στις πλατφόρμες τους. Θα πρέπει να παρέχεται στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον σε ημερήσια βάση αναλυτική και λεπτομερής περιγραφή των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα. Οι ρυθμίσεις για την παροχή ενημέρωσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, κατά περίπτωση, τις απαιτήσεις παροχής ενημέρωσης αναφοράς που προβλέπονται ήδη σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011.

(130)

Ενώ η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ορίων θέσεων δεν θα πρέπει να δημιουργεί φραγμούς στην ανάπτυξη νέων παραγώγων επί εμπορευμάτων, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξασφαλίσει κατά τον καθορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού ότι η ανάπτυξη νέων παραγώγων επί εμπορευμάτων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να παρακάμπτεται το καθεστώς των ορίων θέσεων.

(131)

Τα όρια θέσεων θα πρέπει να καθορίζονται για κάθε επιμέρους σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων. Για να αποτραπεί η παράκαμψη του καθεστώτος των ορίων θέσεων μέσω της συνεχούς ανάπτυξης νέων συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι η μεθοδολογία υπολογισμού αποτρέπει κάθε παράκαμψη λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανοικτών συμβολαίων σε άλλα παράγωγα επί εμπορευμάτων με το ίδιο υποκείμενο εμπόρευμα.

(132)

Ενδείκνυται η διευκόλυνση της πρόσβασης στο κεφάλαιο για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και η διευκόλυνση της περαιτέρω ανάπτυξης των εξειδικευμένων αγορών που έχουν ως στόχο την κάλυψη των αναγκών των μικρομεσαίων εκδοτών. Οι εν λόγω αγορές που λειτουργούν συνήθως βάσει της παρούσας οδηγίας ως ΠΜΔ είναι κοινά γνωστές ως αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, αγορές ανάπτυξης ή παράλληλες αγορές. Η δημιουργία εντός της κατηγορίας ΠΜΔ μιας νέας υποκατηγορίας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ και η καταγραφή των αγορών αυτών θα πρέπει να αυξήσει τη διαφάνεια και τα χαρακτηριστικά τους και να συμβάλλει στην ανάπτυξη κοινών ρυθμιστικών προτύπων ανά την Ένωση για τις αγορές αυτές. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο μια μελλοντική ρύθμιση θα ενισχύσει και θα προωθήσει περαιτέρω τη χρήση αυτής της αγοράς ώστε να την καταστήσει ελκυστική για τους επενδυτές, θα μειώσει τον διοικητικό φόρτο και θα προσφέρει περαιτέρω κίνητρα για την πρόσβαση των ΜΜΕ σε αγορές κεφαλαίων μέσω αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ.

(133)

Οι απαιτήσεις που ισχύουν για τη νέα αυτή κατηγορία αγορών είναι ανάγκη να παρέχουν επαρκή ευελιξία ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλα τα επιτυχημένα μοντέλα αγοράς που υφίστανται αυτή τη στιγμή ανά την Ευρώπη. Ακόμη, απαιτείται η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας μεταξύ της διατήρησης υψηλών επιπέδων προστασίας των επενδυτών, η οποία είναι αναγκαία για την προώθηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στους εκδότες στις εν λόγω αγορές, με ταυτόχρονη μείωση του περιττού διοικητικού βάρους για τους εκδότες στις αγορές αυτές. Προτείνεται ο καθορισμός στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ή στα τεχνικά πρότυπα περισσότερων λεπτομερειών σχετικά με τις απαιτήσεις των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ, όπως αυτών που σχετίζονται με τα κριτήρια με βάση τα οποία επιτρέπεται η διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.

(134)

Δεδομένου ότι είναι σημαντικό να μην επηρεαστούν αρνητικά υφιστάμενες επιτυχημένες αγορές, θα πρέπει να διατηρηθεί η δυνατότητα των διαχειριστών αγορών που απευθύνονται σε μικρομεσαίους εκδότες, να συνεχίσουν τη λειτουργία μιας τέτοιας αγοράς σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, χωρίς να επιζητήσουν την καταχώρισή της ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ. Εάν ένας εκδότης είναι ΜΜΕ, δεν θα πρέπει να υποχρεούται να ζητά να εισάγονται τα χρηματοπιστωτικά του μέσα προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

(135)

Προκειμένου αυτή η νέα κατηγορία αγορών να αποβεί επωφελής για τις ΜΜΕ, τουλάχιστον 50 % των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, θα πρέπει να είναι ΜΜΕ. Η αξιολόγηση αυτή θα γίνεται ανά έτος. Το κριτήριο του 50 % θα πρέπει να εφαρμοσθεί με ευελιξία. Προσωρινή αδυναμία συμμόρφωσης προς το κριτήριο αυτό δεν σημαίνει ότι ο τόπος διαπραγμάτευσης θα πρέπει πάραυτα να διαγραφεί ή να μην είναι δυνατή η εγγραφή του ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εάν έχει ευλόγως προοπτικές να ανταποκριθεί στο κριτήριο του 50 % από το επόμενο έτος. Όσον αφορά την αξιολόγηση για τον καθορισμό του κατά πόσον ένας εκδότης είναι ΜΜΕ, η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς κατά τα τρία προηγούμενα ημερολογιακά έτη. Αυτό αναμένεται ότι θα διασφαλίσει την ομαλότερη μετάβαση των εκδοτών αυτών από τις εξειδικευμένες αυτές αγορές στις κύριες αγορές.

(136)

Οι τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που το σημείο επικοινωνίας κράτους μέλους λαμβάνει από το σημείο επικοινωνίας άλλου κράτους μέλους δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως αμιγώς εσωτερικής φύσεως.

(137)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η σύγκλιση των εξουσιών που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ισοδύναμη εφαρμογή των διατάξεων εντός της ενοποιημένης χρηματοπιστωτικής αγοράς. Η αποτελεσματικότητα της εποπτείας μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω ενός ελάχιστου κοινού αριθμού εξουσιών σε συνδυασμό με επαρκή μέσα. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει έναν ελάχιστο αριθμό εποπτικών και ερευνητικών εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται, εφόσον το απαιτεί η εθνική νομοθεσία, με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενεργούν αντικειμενικά και αμερόληπτα και να παραμένουν αυτόνομες όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεών τους.

(138)

Μολονότι η παρούσα οδηγία ορίζει έναν ελάχιστο αριθμό εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές, οι εξουσίες αυτές πρέπει να ασκούνται στο πλαίσιο ενός πλήρους συστήματος εθνικής νομοθεσίας το οποίο θα εξασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Για την άσκηση των εξουσιών αυτών, η οποία μπορεί να συνεπάγεται σοβαρές παρεμβάσεις στο δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν θεσπίσει κατάλληλες και αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι οιασδήποτε κατάχρησης, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται προηγούμενη άδεια από τις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν αυτές τις παρεμβατικές εξουσίες στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την κατάλληλη διερεύνηση σοβαρών περιπτώσεων στις οποίες δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέσα για την αποτελεσματική επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος.

(139)

Καμία ενέργεια αρμόδιας αρχής ή ΕΑΚΑΑ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δεν θα πρέπει να εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις κατά κράτους μέλους ή ομάδας κρατών μελών ως τόπου παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης δραστηριοτήτων σε οποιοδήποτε νόμισμα.

(140)

Λόγω των σημαντικών επιπτώσεων και του μεριδίου της αγοράς που κατέχουν διάφοροι ΠΜΔ, συνιστάται η διασφάλιση επαρκών συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής του ΠΜΔ και της αρμόδιας αρχής της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία ο ΠΜΔ παρέχει τις υπηρεσίες του. Για την πρόβλεψη παρόμοιων εξελίξεων, η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να επεκταθεί στους ΜΟΔ.

(141)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι διαχειριστές της αγοράς που διαθέτουν άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, οι ρυθμιζόμενες αγορές, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή οι εγκεκριμένοι μηχανισμοί γνωστοποίησης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.), όσοι ελέγχουν πραγματικά την επιχείρησή τους και τα μέλη του διοικητικού οργάνου των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ρυθμιζόμενων αγορών συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παρούσα οδηγία και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι υπόκεινται σε παρόμοια μεταχείριση σε όλη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεωθούν να προβλέψουν κυρώσεις και μέτρα που θα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. οι διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που ορίζονται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιαστικές απαιτήσεις σχετικά με τους αποδέκτες, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή μιας κύρωσης ή μέτρου, τη δημοσιοποίηση, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα διοικητικών χρηματικών προστίμων.

(142)

Ιδίως, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία επιβολής χρηματικών προστίμων που να είναι επαρκώς υψηλά για την αντιστάθμιση των ωφελειών που μπορούν να αναμένονται και αποτρεπτικά ακόμα και για μεγαλύτερους οργανισμούς και τη διοίκησή τους.

(143)

Είναι επίσης απαραίτητο να έχουν οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τον Χάρτη, τη δυνατότητα πρόσβασης σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων. Η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη όταν υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι υπάρχουν έγγραφα και άλλα στοιχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο έρευνας και αποτελούν ενδεχομένως κρίσιμα στοιχεία για την απόδειξη παράβασης της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Επιπροσθέτως, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη στην περίπτωση που: το πρόσωπο από το οποίο έχουν ζητηθεί οι πληροφορίες δεν έχει συμμορφωθεί με την απαίτηση (εν όλω ή εν μέρει)· ή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι, εάν υποβληθεί αίτηση, δεν θα υπάρξει συμμόρφωση ή ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που σχετίζονται με την απαίτηση παροχής πληροφοριών θα απομακρυνθούν, θα παραποιηθούν ή θα καταστραφούν. Εάν απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εξουσία πρόσβασης στις εγκαταστάσεις θα πρέπει να ασκείται μετά τη λήψη της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης.

(144)

Οι υπάρχουσες καταγραφές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων επιχειρήσεων επενδύσεων που εκτελούν συναλλαγές και τεκμηριώνουν την εκτέλεση αυτών, καθώς και τα υπάρχοντα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων φορέων εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών αποτελούν κρίσιμα, και ενίοτε τα μοναδικά, αποδεικτικά στοιχεία για να εντοπιστεί και να αποδειχθεί η ύπαρξη κατάχρησης της αγοράς καθώς και για να ελεγχθεί κατά πόσον οι επιχειρήσεις πληρούν τις απαιτήσεις για την προστασία του επενδυτή και άλλες απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Για το λόγο αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν τις υπάρχουσες καταγραφές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και τα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα. Η πρόσβαση σε αρχεία δεδομένων και τηλεφωνικών συνδιαλέξεων είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς ή παράβασης των απαιτήσεων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και την επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις αυτές.

Προκειμένου να καθιερωθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην Ένωση σε σχέση με την πρόσβαση σε αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ή σε υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχείρηση επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να μπορούν να ζητούν υπάρχοντα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχείρηση επενδύσεων στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τέτοια αρχεία, σχετιζόμενα με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή έρευνας, αποτελούν ενδεχομένως κρίσιμα στοιχεία για την απόδειξη συμπεριφορών που απαγορεύονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή παραβιάσεων των απαιτήσεων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Η πρόσβαση στα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει το περιεχόμενο φωνητικών τηλεφωνικών επικοινωνιών.

(145)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κυρώσεων σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι κατά τον καθορισμό του τύπου των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του επιπέδου των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις.

(146)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο ευρύ κοινό, θα πρέπει κατά κανόνα να δημοσιεύονται, εκτός από σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις. Η δημοσιοποίηση των αποφάσεων συνιστά επίσης σημαντικό εργαλείο με το οποίοι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ενημερώνουν τους συμμετέχοντες στην αγορά σχετικά με το ποια συμπεριφορά θεωρείται παράβαση της παρούσας οδηγίας και να προωθούν μια ευρύτερη καλή συμπεριφορά μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Αν η δημοσιοποίηση αυτή προκαλεί δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τυχόν διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να δημοσιεύει τις κυρώσεις και τα μέτρα σε ανώνυμη βάση, κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, ή να καθυστερεί τη δημοσίευση.

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εναλλακτική δυνατότητα να μη δημοσιεύουν κυρώσεις σε περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση σε ανώνυμη βάση ή η καθυστέρηση της δημοσίευσης δεν θεωρούνται επαρκή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιεύουν μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας, σε περίπτωση που η δημοσίευσή τους θα προξενούσε δυσανάλογο φόρτο. Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί μηχανισμός για τη γνωστοποίηση μη δημοσιευμένων κυρώσεων στην ΕΑΚΑΑ ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να τις λαμβάνουν υπόψη στη συνεχή εποπτεία τους. Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί τη δημοσίευση ποινικών κυρώσεων που επιβάλλονται για παραβάσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 αλλά ούτε και εμποδίζει τη δημοσίευση αυτή.

(147)

Προκειμένου να εντοπίζονται πιθανές παραβάσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες διερεύνησης και να μπορούν να θεσπίσουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για να ενθαρρύνουν την καταγγελία πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας των εργαζομένων που καταγγέλλουν παραβάσεις εντός της επιχείρησης στην οποία ασχολούνται. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν θα πρέπει να θίγουν την ύπαρξη επαρκών διασφαλίσεων για τους κατηγορούμενους. Θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίζεται ικανοποιητική προστασία σε έναν κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εν λόγω προσώπου, και διαδικασίες που διασφαλίζουν το δικαίωμα του κατηγορουμένου για υπεράσπιση και ακρόαση πριν την έκδοση απόφασης που τον αφορά, καθώς και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά της απόφασης που τον αφορά.

(148)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αναφέρεται σε κυρώσεις και μέτρα προκειμένου να καλύπτονται όλες οι ενέργειες που πραγματοποιούνται μετά τη διάπραξη παράβασης και οι οποίες έχουν ως σκοπό την αποφυγή περαιτέρω παραβάσεων, ασχέτως του χαρακτηρισμού τους ως κυρώσεις ή μέτρα βάσει του εθνικού δικαίου.

(149)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου των κρατών μελών σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις.

(150)

Μολονότι τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανόνες με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν κανόνες με διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά θα πρέπει να μπορούν να το πράττουν εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση των ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δεν θα πρέπει να μειώνει ή να επηρεάζει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών προς συνεργασία, πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ακόμη και έπειτα από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη.

(151)

Ενόψει της προστασίας των πελατών και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους ένδικης προστασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν τη σύσταση δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, τη συνεργασία για την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση 98/257/ΕΚ της Επιτροπής (36) και τη σύσταση 2001/310/ΕΚ της Επιτροπής (37). Κατά την εφαρμογή των διατάξεων για τις καταγγελίες και τις διαδικασίες εξωδικαστικού διακανονισμού των διαφορών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν τους υφιστάμενους μηχανισμούς διασυνοριακής συνεργασίας, και ιδίως το δίκτυο προσφυγής για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (FIN-Net).

(152)

Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών, άλλων αρχών, οργάνων ή προσώπων θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες, όπως αυτοί ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ. Οιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από την ΕΑΚΑΑ σε τρίτες χώρες θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες για τις διαβιβάσεις προσωπικών δεδομένων, όπως αυτοί ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(153)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών και οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών. Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ακόμα και σε καταστάσεις στις οποίες παραβάσεις ή πιθανολογούμενες παραβάσεις μπορούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρχών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών απαιτείται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή διαβίβαση των πληροφοριών και η προστασία ορισμένων δικαιωμάτων.

(154)

Όταν η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης ο οποίος έχει δημιουργήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, οι ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας που πρέπει να θεσπιστούν θα πρέπει να λαμβάνουν την κατάλληλη μορφή ανάμεσα σε πιθανούς τρόπους συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών καταγωγής και των κρατών μελών υποδοχής, η οποία θα είναι ανάλογη με τις ανάγκες μιας διασυνοριακής εποπτικής συνεργασίας και ιδίως θα προκύπτει από τη φύση και την κλίμακα των επιπτώσεων στις αγορές κινητών αξιών και στην προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως π.χ. η κατά περίπτωση ή περιοδική ανταλλαγή πληροφοριών, διαβούλευση και συνδρομή.

(155)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τις λεπτομέρειες που αφορούν εξαιρέσεις, τη διασαφήνιση των ορισμών, τα κριτήρια για την αξιολόγηση των σκοπούμενων αποκτήσεων συμμετοχής μιας επιχείρησης επενδύσεων, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ., τις οργανωτικές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων, τις υποχρεώσεις του επαγγελματικής συμπεριφοράς για την παροχή υπηρεσιών επενδύσεων, την εκτέλεση των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς όρους για τον πελάτη, τη διαχείριση των εντολών πελατών, τις συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, τις περιστάσεις που επιβάλλουν απαίτηση πληροφόρησης στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή στους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ και στους διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς, τις συνθήκες που συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς για τους σκοπούς της αναστολής και απόσυρσης χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ, ΟΜΔ ή ρυθμιζόμενη αγορά, τις αγορές ανάπτυξης των ΜΜΕ, τα όρια πέραν των οποίων ισχύουν οι υποχρεώσεις αναφοράς της θέσης και τα κριτήρια βάσει των οποίων η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να διεξάγει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις στο πλαίσιο των οικείων προπαρασκευαστικών εργασιών, συμπεριλαμβανομένων και των εργασιών σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(156)

Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επενδύουν σε δομημένες καταθέσεις, και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ως όργανο με πολύ εξειδικευμένη εμπειρογνωσία, η ανάθεση στην ΕΑΚΑΑ της σύνταξης σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν θα περιλαμβάνουν πολιτικές επιλογές, προς υποβολή στην Επιτροπή, θα ήταν μια αποτελεσματική και ορθή επιλογή. Για να διασφαλίζεται συνεπής προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών σε όλους τους τομείς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της, στο μέτρο του δυνατού, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38) και την ΕΑΑΕΣ.

(157)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που έχει καταρτίσει η ΕΑΚΑΑ σχετικά με απαλλαγές που αφορούν δραστηριότητες που θεωρούνται επικουρικές των κυρίων δραστηριοτήτων, σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται και ορισμένες απαιτήσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών έγκρισης και απόρριψης των αιτήσεων άδειας λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, σχετικά με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής, σχετικά με τις αλγοριθμικές συναλλαγές, σχετικά με την υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους, σχετικά με την αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή ΟΜΔ, σχετικά με την ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης δραστηριοτήτων, σχετικά με την ίδρυση υποκαταστήματος, σχετικά με την προσαρμοστικότητα των συστημάτων, τα μέτρα διακοπής συναλλαγών και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, σχετικά με τα μεγέθη μεταβολής τιμών, σχετικά με τον συγχρονισμό των συναλλακτικών ρολογιών, σχετικά με την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, σχετικά με τα όρια θέσεων και τους ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα βασικών εμπορευμάτων, σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων αδειοδότησης των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σχετικά με τις οργανωτικές απαιτήσεις για Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και σχετικά με τη συνεργασία αρμοδίων αρχών. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(158)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εγκρίνει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Στην ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να ανατεθεί η σύνταξη σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προς υποβολή στην Επιτροπή σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης των αιτήσεων άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων, σχετικά με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής, σχετικά με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίησης των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ, σχετικά με την αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση, σχετικά με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και άσκησης δραστηριοτήτων επενδύσεων, σχετικά με την ίδρυση υποκαταστήματος, σχετικά με την αναφορά της θέσης που κατέχουν ορισμένες κατηγορίες κατόχων θέσεων, σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης των αιτήσεων αδειοδότησης, σχετικά με τις διαδικασίες και τα έντυπα για την υποβολή πληροφοριών σχετικά με τη δημοσίευση αποφάσεων, σχετικά με την υποχρέωση συνεργασίας, σχετικά με τη συνεργασία αρμοδίων αρχών, σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και σχετικά με τις διαβουλεύσεις πριν την αδειοδότηση επιχείρησης επενδύσεων.

(159)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αξιολογώντας τη λειτουργία των ΜΟΔ, τη λειτουργία του καθεστώτος για τις αγορές ανάπτυξης των ΜΜΕ, τις επιπτώσεις των απαιτήσεων σχετικά με τις αυτοματοποιημένες και υψηλής συχνότητας συναλλαγές, την εμπειρία με το μηχανισμό απαγόρευσης ορισμένων προϊόντων ή πρακτικών και τις επιπτώσεις των μέτρων σχετικά με τις αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων.

(160)

Έως την 1η Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει έκθεση στην οποία θα αξιολογούνται οι δυνητικές επιπτώσεις που θα έχει η λήξη της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται για την εφαρμογή της υποχρέωσης εκκαθάρισης και των απαιτήσεων παροχής περιθωρίου ασφαλείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στις τιμές της ενέργειας και στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας. Εάν κριθεί σκόπιμο, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τη θέσπιση ή τροποποίηση του σχετικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης ειδικής τομεακής νομοθεσίας όπως ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011.

(161)

Η οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39) παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέπουν σε διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ) να παρέχουν ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες επιπλέον της συλλογικής διαχείρισης εναλλακτικών επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου επενδύσεων, επενδυτικών συμβουλών, φύλαξης και διοικητικής διαχείρισης μετοχών ή μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, καθώς και λήψης και διαβίβασης εντολών σχετικών με χρηματοπιστωτικά μέσα. Δεδομένου ότι οι απαιτήσεις που διέπουν την παροχή αυτών των υπηρεσιών εναρμονίζονται εντός της Ένωσης, οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων στους οποίους έχει δοθεί η άδεια από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρέωση λήψης επιπρόσθετης άδειας στο κράτος μέλος υποδοχής ούτε σε οιοδήποτε άλλο μέτρο που παράγει τα ίδια αποτελέσματα.

(162)

Βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και προτίθενται να τις παρέχουν σε κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους καταγωγής τους πρέπει να πληρούν πρόσθετες εθνικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης χωριστής νομικής οντότητας. Προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στη διασυνοριακή παροχή εναρμονισμένων επενδυτικών υπηρεσιών και να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οντοτήτων που παρέχουν τις ίδιες επενδυτικές υπηρεσίες με βάση τις ίδιες νομικές απαιτήσεις, οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες θα πρέπει να μπορούν να τις παρέχουν σε διασυνοριακή βάση, με την επιφύλαξη κατάλληλων απαιτήσεων κοινοποίησης, στο πλαίσιο της άδειας που έχει χορηγηθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους.

(163)

Συνεπώς, η οδηγία 2011/61/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(164)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, και συγκεκριμένα η δημιουργία ενοποιημένης χρηματοπιστωτικής αγοράς στην οποία οι επενδυτές προστατεύονται επαρκώς, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα η αποτελεσματικότητα και η ακεραιότητα του συνόλου της αγοράς, απαιτεί τη θέσπιση κοινών κανονιστικών προϋποθέσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπου και αν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης, και για τη λειτουργία των ρυθμιζόμενων αγορών και των άλλων συστημάτων συναλλαγών κατά τρόπο ώστε η έλλειψη διαφάνειας σε συγκεκριμένη αγορά ή η δυσλειτουργία της να μη θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική λειτουργία του συνόλου του ενωσιακού χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(165)

Λόγω των αυξημένων καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκείς ανθρώπινοι και χρηματοοικονομικοί πόροι.

(166)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, ιδίως το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα στην προστασία του καταναλωτή, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη και πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(167)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και εξέδωσε τη γνωμοδότησή του στις 10 Φεβρουαρίου 2012 (40).

(168)

Σύμφωνα με την Κοινή Πολιτική Δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (41), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύσουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη.

(169)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας των προϋπαρχουσών οδηγιών. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται κατ’ ουσία απορρέει από τις προϋπάρχουσες οδηγίες.

(170)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο και την ημερομηνία εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα III μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στους διαχειριστές αγοράς, στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος εντός της Ένωσης.

2.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα ακόλουθα:

α)

όροι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων,

β)

παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος,

γ)

χορήγηση άδειας λειτουργίας και λειτουργία ρυθμιζόμενων αγορών,

δ)

χορήγηση άδειας λειτουργίας και λειτουργία παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και

ε)

εποπτεία, συνεργασία και εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.

3.   Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν τα εν λόγω ιδρύματα παρέχουν/ασκούν μία ή πλείονες επενδυτικές υπηρεσίες/δραστηριότητες:

α)

το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 9 παράγραφος 3 και τα άρθρα 14 και 16 έως 20,

β)

το κεφάλαιο II του τίτλου II, εκτός του άρθρου 29 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

γ)

το κεφάλαιο III του τίτλου II, εκτός του άρθρου 34 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 35 παράγραφοι 2 έως 6 και 9,

δ)

τα άρθρα 67 έως 75 και τα άρθρα 80, 85 και 86.

4.   Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης σε επιχειρήσεις επενδύσεων και σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν τα εν λόγω ιδρύματα και επιχειρήσεις πωλούν ή συμβουλεύουν πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:

α)

το άρθρο 9 παράγραφος 3, το άρθρο 14 και το άρθρο 16 παράγραφοι 2, 3 και 6,

β)

τα άρθρα 23 έως 26, το άρθρο 28 και το άρθρο 29, εκτός του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 αυτού, και το άρθρο 30, και

γ)

τα άρθρα 67 έως 75.

5.   Το άρθρο 17 παράγραφοι 1 έως 6 εφαρμόζεται επίσης στα μέλη ή τους συμμετέχοντες ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται στη βάση της παρούσας οδηγίας, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχεία α), ε), θ) και ι).

6.   Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης σε πρόσωπα που εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 2.

7.   Όλα τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II για τους ΠΜΔ ή τους ΜΟΔ, ή τις διατάξεις του Τίτλου III για τις ρυθμιζόμενες αγορές.

Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, σε οργανωμένη, συχνή, συστηματική και ουσιαστική βάση, διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούνται εντολές πελατών, εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν σύμφωνα με τον τίτλο III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 και του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και που δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές πρέπει να συμμορφώνονται προς τις σχετικές διατάξεις του τίτλου III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 2

Εξαιρέσεις

1.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)

στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης που αναφέρονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ, όταν ασκούν τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω οδηγία,

β)

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,

γ)

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής,

δ)

στα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών και δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα πλην των παραγώγων επί εμπορευμάτων ή των δικαιωμάτων εκπομπής ή των παραγώγων επί των δικαιωμάτων αυτών, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά:

i)

είναι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers),

ii)

είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης,

iii)

εφαρμόζουν αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας ή

iv)

διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών.

Τα πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει των στοιχείων α), θ) ή ι) δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς τους όρους του παρόντος στοιχείου για να ισχύει η εξαίρεσή τους,

ε)

στους διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ οι οποίοι, όταν διαπραγματεύονται δικαιώματα εκπομπής, δεν εκτελούν εντολές πελατών και δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν του να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας,

στ)

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,

ζ)

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,

η)

στα μέλη του ΕΣΚΤ και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ένωση και σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν συγκροτηθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης,

θ)

στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε επίπεδο Ένωσης είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των οργανισμών,

ι)

στα πρόσωπα:

i)

τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή

ii)

που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους,

υπό τον όρο ότι:

σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωριστά και ως σύνολο αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας ούτε η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το να δρουν ως ειδικοί διαπραγματευτές για παράγωγα επί εμπορευμάτων,

τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας, και

τα εν λόγω πρόσωπα κοινοποιούν σε ετήσια βάση στη σχετική αρμόδια αρχή ότι κάνουν χρήση της εξαίρεσης αυτής και, εάν τους ζητηθεί, αναφέρουν στην αρμόδια αρχή τη βάση πάνω στην οποία στηρίζουν την πεποίθησή τους ότι η δραστηριότητά τους στο πλαίσιο των σημείων i) και ii) είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους,

ια)

στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών,

ιβ)

στις ενώσεις που συγκροτούνται από δανικά και φινλανδικά συνταξιοδοτικά ταμεία με μοναδικό σκοπό τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων που είναι μέλη τους,

ιγ)

στους «agenti di cambio» των οποίων οι δραστηριότητες και τα καθήκοντα διέπονται από το άρθρο 201 του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος αριθ. 58 της 24ης Φεβρουαρίου 1998,

ιδ)

στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ ή στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των εν λόγω οδηγιών, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω κανονισμών, στα πρόσωπα που ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των κανονισμών αυτών και σε κάθε φορέα διαχείρισης ή εκμετάλλευσης μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου ή συστήματος αγωγών για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας, όταν ασκούν τα καθήκοντα αυτά.

Η εξαίρεση αυτή ισχύει για πρόσωπα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες που περιγράφηκαν στο παρόν σημείο μόνον όταν ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σχετικές με παράγωγα επί εμπορευμάτων στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όσον αφορά τη λειτουργία μιας δευτερογενούς αγοράς, περιλαμβανομένων των συστημάτων για συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών δικαιωμάτων μεταφοράς στη δευτερογενή αγορά,

ιε)

στα ΚΑΤ που ρυθμίζονται ως τέτοια δυνάμει του ενωσιακού δικαίου, στον βαθμό που ρυθμίζονται δυνάμει του ενωσιακού δικαίου.

2.   Τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του ΕΣΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και με το πρωτόκολλο αριθ. 4 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.

3.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 89 με σκοπό να αποσαφηνιστεί για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) πότε μια δραστηριότητα ασκείται με περιστασιακό τρόπο.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι), τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επίπεδο ομίλου.

Στα κριτήρια αυτά λαμβάνονται υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

η αναγκαιότητα αυτές οι παρεπόμενες δραστηριότητες να αποτελούν μειονότητα των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου,

β)

ο όγκος της συναλλακτικής δραστηριότητάς τους σε σύγκριση με τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα στη συγκεκριμένη κατηγορία στοιχείων ενεργητικού.

Κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσο οι παρεπόμενες δραστηριότητες αποτελούν μειονότητα των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ορίζει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο όγκος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή της παρεπόμενης δραστηριότητας σε σχέση με τον όγκο των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των κύριων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, ο παράγοντας αυτός δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκής για να τεκμηριώνεται ότι η δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου.

Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο εξετάζονται σε επίπεδο ομίλου.

Από τα στοιχεία που αναφέρονται στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο εξαιρούνται:

α)

οι εντός ομίλου συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, που εξυπηρετούν σκοπούς διαχείρισης της ρευστότητας ή των κινδύνων εντός του ομίλου,

β)

συναλλαγές σε παράγωγα που αποδεικνύεται με αντικειμενική μέτρηση ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης της επιχείρησης,

γ)

συναλλαγές σε παράγωγα επί εμπορευμάτων και δικαιώματα εκπομπής, που εκτελούνται με σκοπό την εκπλήρωση υποχρέωσης για την παροχή ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης, όταν οι υποχρεώσεις αυτές επιβάλλονται από ρυθμιστικές αρχές σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, ή από τόπους διαπραγμάτευσης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 3

Προαιρετικές εξαιρέσεις

1.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παρούσα οδηγία σε πρόσωπα των οποίων είναι το κράτος μέλος καταγωγής, με την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες των προσώπων αυτών έχουν αδειοδοτηθεί και ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο και αυτά τα πρόσωπα:

α)

δεν επιτρέπεται να διατηρούν στην κατοχή τους χρήματα πελατών ή κινητές αξίες πελατών και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να είναι οφειλέτες των πελατών τους,

β)

δεν επιτρέπεται να παρέχουν καμία επενδυτική υπηρεσία, εκτός από τη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και/ή την παροχή επενδυτικών συμβουλών που σχετίζονται με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα, και

γ)

κατά την παροχή της υπηρεσίας αυτής επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές μόνο σε:

i)

επιχειρήσεις επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

ii)

πιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ,

iii)

υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα, υποκείμενα σε και συμμορφούμενα με κανόνες προληπτικής εποπτείας που κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους οριζόμενους στην παρούσα οδηγία, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στην οδηγία 2013/36/ΕΕ,

iv)

οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που βάσει της άδειας λειτουργίας που έχουν λάβει σε κράτος μέλος δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, και διαχειριστές τέτοιων οργανισμών, ή

v)

επιχειρήσεις επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου, κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 7 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42), οι τίτλοι των οποίων είναι εισηγμένοι ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους, ή

δ)

επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά σε εμπορεύματα, δικαιώματα εκπομπής και/ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, με μοναδικό σκοπό την αντιστάθμιση εμπορικών κινδύνων των πελατών τους, όταν οι εν λόγω πελάτες είναι αποκλειστικά τοπικές επιχειρήσεις ηλεκτρισμού όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 35 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ και/ή επιχειρήσεις φυσικού αερίου όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ, και εφόσον οι πελάτες αυτοί κατέχουν από κοινού το 100 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου των εν λόγω προσώπων, ασκούν έλεγχο από κοινού και καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της παρούσας οδηγίας εάν παρέχουν οι ίδιοι αυτές τις επενδυτικές υπηρεσίες, ή

ε)

επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά σε δικαιώματα εκπομπής και/ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, με μοναδικό σκοπό την αντιστάθμιση εμπορικών κινδύνων των πελατών τους, όταν οι πελάτες αυτοί είναι αποκλειστικά διαχειριστές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, και εφόσον οι πελάτες αυτοί κατέχουν από κοινού το 100 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου των ανωτέρω προσώπων, ασκούν έλεγχο από κοινού και καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της παρούσας οδηγίας εάν παρέχουν οι ίδιοι αυτές τις επενδυτικές υπηρεσίες.

2.   Τα καθεστώτα των κρατών μελών επιβάλλουν στα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 απαιτήσεις οι οποίες είναι τουλάχιστον ανάλογες με τις ακόλουθες απαιτήσεις βάσει της παρούσας οδηγίας:

α)

όροι και διαδικασίες αδειοδότησης και συνεχούς εποπτείας βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3, στα άρθρα 7 έως 10 και στα άρθρα 21, 22 και 23 και στις αντίστοιχες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 89,

β)

υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφοι 1, 3, 4, 5, 7 και 10 και στο άρθρο 25 παράγραφοι 2, 5 και 6 και, εφόσον το εθνικό καθεστώς επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να διορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, στο άρθρο 29, καθώς και στα αντίστοιχα μέτρα εφαρμογής,

γ)

οργανωτικές υποχρεώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 πρώτο, έκτο και έβδομο εδάφιο και στο άρθρο 16 παράγραφοι 6 και 7 και στις αντίστοιχες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 89.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου να καλύπτονται από σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αναγνωρισμένο σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να μην καλύπτονται από ένα τέτοιο σύστημα, εάν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης μέσω της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου και της νομικής φύσης των προσώπων που εξαιρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εξασφαλίζεται ισοδύναμη προστασία των πελατών τους.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη που ήδη διαθέτουν τέτοιες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις πριν από τις 2 Ιουλίου 2014 μπορούν, μέχρι τις 3 Ιουλίου 2019, να απαιτούν, όταν τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες της λήψης και διαβίβασης εντολών και/ή της παροχής επενδυτικών συμβουλών σχετικών με μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και ενεργούν ως διαμεσολαβητές με μια εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, να είναι τα εν λόγω πρόσωπα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνα μαζί με την εταιρεία διαχείρισης για τυχόν ζημίες του πελάτη σε σχέση με τις υπηρεσίες αυτές.

3.   Τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία δυνάμει της παραγράφου 1 δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 αντιστοίχως ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ ότι θα εφαρμόσουν τις προαιρετικές εξαιρέσεις του παρόντος άρθρου και εξασφαλίζουν ότι κάθε άδεια που χορηγούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 αναφέρει ότι χορηγείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

5.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι ανάλογες προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 4

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«επιχείρηση επενδύσεων»: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους και/ή η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιλαμβάνουν στον ορισμό των επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεις που δεν είναι νομικά πρόσωπα, εφόσον:

α)

το νομικό τους καθεστώς διασφαλίζει επίπεδο προστασίας των συμφερόντων των τρίτων ισοδύναμο με το προσφερόμενο από τα νομικά πρόσωπα και

β)

υπόκεινται σε ισοδύναμη και προσαρμοσμένη στη νομική τους μορφή προληπτική εποπτεία.

Ωστόσο, εάν φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες που συνεπάγονται την κατοχή κεφαλαίων ή κινητών αξιών τρίτων, το πρόσωπο αυτό μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση επενδύσεων για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 μόνον εφόσον, με την επιφύλαξη των άλλων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, το εν λόγω πρόσωπο πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα δικαιώματα κυριότητας των τρίτων επί των μέσων και των κεφαλαίων πρέπει να διασφαλίζονται, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της επιχείρησης ή των ιδιοκτητών της, κατάσχεσης, συμψηφισμού ή κάθε άλλης προβολής αξιώσεων εκ μέρους των δανειστών της επιχείρησης ή των ιδιοκτητών της,

β)

η επιχείρηση πρέπει να υπόκειται σε κανόνες εποπτείας της φερεγγυότητάς της και εκείνης των ιδιοκτητών της,

γ)

οι ετήσιοι λογαριασμοί της επιχείρησης πρέπει να ελέγχονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, νομιμοποιούνται να ελέγχουν λογαριασμούς,

δ)

εάν η επιχείρηση έχει έναν μόνο ιδιοκτήτη, το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την προστασία των επενδυτών σε περίπτωση παύσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης λόγω θανάτου ή ανικανότητάς του ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας κατάστασης,

2)

«επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος I οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I.

Η Επιτροπή εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 89, που προσδιορίζουν:

α)

τις συμβάσεις παράγωγου μέσου στις οποίες αναφέρεται το τμήμα Γ.6 του παραρτήματος I, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενεργειακών προϊόντων χονδρικής που πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση, και τις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6,

β)

τις συμβάσεις παράγωγου μέσου στις οποίες αναφέρεται το τμήμα Γ.7 του παραρτήματος I και έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,

γ)

τις συμβάσεις παράγωγου μέσου στις οποίες αναφέρεται το τμήμα Γ.10 του παραρτήματος I και έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγματεύσιμες σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΣΠ ή ΜΟΔ,

3)

«παρεπόμενη υπηρεσία»: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο τμήμα Β του παραρτήματος I,

4)

«επενδυτική συμβουλή»: η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα,

5)

«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους,

6)

«διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,

7)

«ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση, και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος,

8)

«διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,

9)

«πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες,

10)

«επαγγελματίας πελάτης»: πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα II,

11)

«ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης,

12)

«αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ»: ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την ανάπτυξη ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 33,

13)

«μικρομεσαία επιχείρηση»: για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200 000 000 EUR με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη,

14)

«οριακή εντολή» (limit order): εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα,

15)

«χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I,

16)

«συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου, αναφερόμενη στο τμήμα Γ.6 του παραρτήματος I η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση,

17)

«μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής,

18)

«διαχειριστής αγοράς»: πρόσωπο ή πρόσωπα που διευθύνουν και/ή διαχειρίζονται τις δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς και μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά,

19)

«πολυμερές σύστημα» οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα,

20)

«συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser): επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα.

O συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετράται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. O σημαντικός βαθμός μετράται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός, ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής,

21)

«ρυθμιζόμενη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων – εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια –κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων και/ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τον τίτλο III της παρούσας οδηγίας,

22)

«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων –εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II της παρούσας οδηγίας,

23)

«μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: πολυμερές σύστημα, άλλο από ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, και στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων δύνανται να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο II της παρούσας οδηγίας,

24)

«τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ,

25)

«ρευστή αγορά»: αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:

α)

μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων,

β)

αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν,

γ)

μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο,

26)

«αρμόδια αρχή»: η αρχή την οποία ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 67, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία,

27)

«πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

28)

«εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43),

29)

«συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μιας και μόνης επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, διαφημίζει τις επενδυτικές και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες,

30)

«υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, ο οποίος αποτελεί τμήμα επιχείρησης επενδύσεων, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί· όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος μέλος από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα,

31)

«ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10 % τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή,

32)

«μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 9 και του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45),

33)

«θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 10 και του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,

34)

«όμιλος»: ο όμιλος κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 11 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ,

35)

«στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

α)

σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

β)

«σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 22 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης· κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,

γ)

δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου,

36)

«διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που έχουν οριστεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία που έχουν την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της και περιλαμβάνουν πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας.

Για τα σημεία στα οποία η παρούσα οδηγία αναφέρεται στο διοικητικό όργανο και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι διοικητικές και εποπτικές λειτουργίες του διοικητικού οργάνου ανατίθενται σε διαφορετικά όργανα ή σε διαφορετικά μέλη ενός ενιαίου οργάνου, το κράτος μέλος προσδιορίζει τα όργανα ή τα μέλη του διοικητικού οργάνου που είναι υπεύθυνα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία,

37)

«ανώτερα στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επενδυτικής επιχείρησης, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της,

38)

«αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν την εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερες τις πλευρές να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως,

39)

«αλγοριθμικές συναλλαγές»: οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, τον χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν,

40)

«τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:

α)

τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων πληροφορικής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας,

β)

τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και

γ)

υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις,

41)

«άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη, ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο κατευθείαν (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά),

42)

«πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων»: η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο,

43)

«δομημένη κατάθεση»: κατάθεση όπως ορίζεται με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46), πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τυχόν τόκοι ή ασφάλιστρα καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:

α)

έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με έναν δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor,

β)

ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων,

γ)

ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων υλικών ή μη υλικών μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή

δ)

μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών,

44)

«κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:

α)

μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές,

β)

ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και αποθετήρια έγγραφα για τέτοιες κινητές αξίες,

γ)

κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμό με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ’ αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη,

45)

«αποθετήρια έγγραφα»: οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη,

46)

«διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ολόκληρη την ημέρα σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους,

47)

«πιστοποιητικά»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

48)

«δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

49)

«παράγωγα»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

50)

«παράγωγα επί εμπορευμάτων»: κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

51)

«CCP»: ένας CCP (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

52)

«εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσιοποίησης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

53)

«πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» ή «Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα 6, 7, 10, 12, 13, 20 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων ταυτόχρονης μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο,

54)

«εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ για λογαριασμό επιχειρήσεων επενδύσεων,

55)

«κράτος μέλος καταγωγής»:

α)

στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων:

i)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

ii)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,

iii)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

β)

στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή εάν, βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς,

γ)

στην περίπτωση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.:

i)

εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,

ii)

εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται η καταστατική του έδρα,

iii)

εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. δεν έχει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,

56)

«κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και/ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές,

57)

«επιχείρηση τρίτης χώρας»: μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε υπηρεσίες επενδύσεων ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες, ή επιχείρηση επενδύσεων εάν τα κεντρικά γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης,

58)

«ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011,

59)

«παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο παράρτημα I μέρος I έως ΧΧ και XXIV/1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (47),

60)

«εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: οιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:

i)

η Ένωση,

ii)

ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,

iii)

σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,

iv)

εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,

v)

ένα διεθνές χρηματοδοτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, ή

vi)

η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

61)

«κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: χρεωστικός τίτλος εκδοθείς από εκδότη κρατικών/δημόσιων τίτλων,

62)

«σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο:

α)

παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και

β)

επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών,

64)

«πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων»: Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για τον προσδιορισμό ορισμένων τεχνικών στοιχείων των ορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για να τους προσαρμόσει στις εξελίξεις της αγοράς, τις τεχνολογικές εξελίξεις και την εμπειρία από συμπεριφορές που απαγορεύονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και για να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

Άρθρο 5

Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

1.   Κάθε κράτος μέλος απαιτεί για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και/ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ως συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επαγγελματική βάση τη χορήγηση προηγούμενης άδειας, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια σε κάθε διαχειριστή αγοράς να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται η συμμόρφωσή τους προς το παρόν κεφάλαιο.

3.   Τα κράτη μέλη εγγράφουν σε μητρώο όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στην Ένωση. Ο εν λόγω κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες κάθε επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί επικαιροποιημένο τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της.

Όταν αρμόδια αρχή ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 στοιχεία β), γ) και δ), η εν λόγω ανάκληση παραμένει αναρτημένη στον κατάλογο επί πέντε έτη.

4.   Κάθε κράτος μέλος απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων:

α)

εάν είναι νομικά πρόσωπα, να έχουν τα κεντρικά τους γραφεία στο ίδιο κράτος μέλος όπου έχουν και την καταστατική τους έδρα,

β)

εάν δεν είναι νομικά πρόσωπα ή εάν είναι μεν νομικά πρόσωπα, αλλά βάσει του εθνικού τους δικαίου δεν έχουν καταστατική έδρα, να έχουν τα κεντρικά τους γραφεία στο κράτος μέλος όπου όντως ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Άρθρο 6

Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής μεριμνά ώστε η άδεια λειτουργίας να προσδιορίζει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει η επιχείρηση επενδύσεων. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο τμήμα Β του Παραρτήματος I. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.

2.   Επιχείρηση επενδύσεων που ζητά τη χορήγηση άδειας για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορηγήσεως της αρχικής άδειας υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της.

3.   Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια, σε όλη την Ένωση, είτε ασκώντας το δικαίωμα εγκατάστασης, μεταξύ άλλων και υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

Άρθρο 7

Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας

1.   Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων το οποίο καθορίζει μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το παρόν κεφάλαιο.

3.   Ο αιτών ενημερώνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίζει:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

β)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη διοίκηση των επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 6 και τις πληροφορίες για τις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5,

γ)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, βάσει του άρθρου 10 παράγραφοι 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 9 παράγραφος 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 8

Ανάκληση αδειών

Η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας επιχείρησης επενδύσεων εάν η επιχείρηση:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός εάν στο δίκαιο του οικείου κράτους μέλους προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,

β)

έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα η συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

δ)

έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι οποίες θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ε)

εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο με το οποίο ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 9

Διοικητικό όργανο

1.   Οι αρμόδιες αρχές για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 5 εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα διοικητικά όργανά τους συμμορφώνονται προς τα άρθρα 88 και 91 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΤ εγκρίνουν από κοινού τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 91 παράγραφος 12 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

2.   Όταν οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 5, μπορούν να επιτρέπουν στα μέλη του διοικητικού οργάνου να κατέχουν μία επιπλέον μη εκτελεστική διοικητική θέση από ό,τι επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 91 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σε τακτική βάση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις άδειες αυτές.

Η ΕΑΤ και η ΕΑΚΑΑ συντονίζουν τη συλλογή των πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και το άρθρο 91 παράγραφος 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε σχέση με τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο μιας επιχείρησης επενδύσεων προσδιορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη όσον αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στο πλαίσιο της επιχείρησης επενδύσεων και της πρόληψης συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.

Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλει το άρθρο 88 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο προσδιορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει:

α)

την οργάνωση της επιχείρησης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εμπειρίας που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η επιχείρηση,

β)

μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την επιχείρηση επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της επιχείρησης προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, όπου απαιτείται,

γ)

μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς και της δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.

Το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της επιχείρησης όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της επιχείρησης επενδύσεων και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

Τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

4.   Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν ικανό χρόνο στην άσκηση των καθηκόντων τους στην επιχείρηση επενδύσεων, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο της εταιρείας ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείρισή της και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή όλα τα μέλη του διοικητικού της οργάνου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και να της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν τουλάχιστον δύο πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 να διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητα μιας αιτούσας επιχείρησης επενδύσεων.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν άδεια σε επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι νομικά πρόσωπα διευθυνόμενα, σύμφωνα με το καταστατικό τους και την εθνική νομοθεσία, από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη απαιτούν:

α)

την ύπαρξη εναλλακτικών ρυθμίσεων που να εξασφαλίζουν την ορθή και συνετή διαχείριση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων και την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς,

β)

τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα να διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και να αφιερώνουν ικανό χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 10

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

1.   Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων μέχρις ότου πληροφορηθούν την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών με ειδική συμμετοχή, φυσικών ή νομικών προσώπων, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.

Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

2.   Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διαχείρισης της επιχείρησης επενδύσεων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση.

Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αιτήσεις έκδοσης δικαστικών εντολών ή την επιβολή κυρώσεων κατά διευθυντών και διαχειριστών, ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή μέλη.

Άρθρο 11

Κοινοποίηση σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή μαζί με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 % ή με αποτέλεσμα η επιχείρηση επενδύσεων να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως έγγραφη κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές της επιχείρησης επενδύσεων, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 13 παράγραφος 4.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων, να απευθύνει προηγουμένως γραπτή κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 30 % ή 50 % ή με αποτέλεσμα η επιχείρηση επενδύσεων να παύσει να είναι θυγατρική του.

Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

Όταν αξιολογούν εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές που κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής και/ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος I, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 («αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,

β)

μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, ή

γ)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή έχει σημασία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν επιχείρηση επενδύσεων λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται των ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σχετικά.

Τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν επίσης στην αρμόδια αρχή τα ονόματα των μετόχων και μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και μελών ή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που ισχύουν για τις εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

4.   Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν μέτρα, παρόμοια με τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 3, κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση των αρμόδιων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβάλλουν, προβλέπουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακυρότητα ή την ακυρωσία των αντίστοιχων ψήφων.

Άρθρο 12

Περίοδος αξιολόγησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αποκτώντα ότι τις παρέλαβαν.

Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 («περίοδος αξιολόγησης»).

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αποκτώντος, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντος, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή στην οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 έως 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:

α)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή που υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης,

β)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ ή 2013/36/ΕΕ.

4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος.

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

7.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή μεριδίων κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καταρτίσει πλήρη κατάλογο των προβλεπόμενων στο άρθρο 13 παράγραφος 4 πληροφοριών που οι υποψήφιοι αποκτώντες μεριδίων συμμετοχής οφείλουν να συμπεριλάβουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.   H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τους όρους της διαδικασίας διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών κατά το άρθρο11 παράγραφος 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 13

Αξιολόγηση

1.   Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντος στην επιχείρηση επενδύσεων, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντος και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντος,

β)

τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής,

γ)

την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντος, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την επιχείρηση επενδύσεων, για την οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,

δ)

την ικανότητα της επιχείρησης επενδύσεων να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει άλλων οδηγιών, ιδίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών,

ε)

το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 με τις οποίες αναπροσαρμόζονται τα κριτήρια που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνο εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αποκτώντος και της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

5.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προθέσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια επιχείρηση επενδύσεων, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες αμερόληπτα.

Άρθρο 14

Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών

Η αρμόδια αρχή εξακριβώνει ότι κάθε οντότητα που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, κατά το χρόνο της αδειοδότησής της, βάσει της οδηγίας 97/9/ΕΚ.

Η υποχρέωση του πρώτου εδαφίου εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

Άρθρο 15

Αρχικό κεφάλαιο

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.

Άρθρο 16

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί να συμμορφώνονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων με τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 10 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 17.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της παρούσας οδηγίας, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23.

Η επιχείρηση επενδύσεων που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει μια διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών που επιφέρει σε υπάρχοντα χρηματοπιστωτικά μέσα, πριν τα προωθήσει στην αγορά ή τα διανείμει σε πελάτες.

Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει μια συγκεκριμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, και εξασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται, καθώς και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

Η επιχείρηση επενδύσεων επανεξετάζει επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά τον δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, με σκοπό να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο συνεχίζει να εξυπηρετεί τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι η κατάλληλη.

Η επιχείρηση επενδύσεων που δημιουργεί χρηματοπιστωτικά μέσα διαθέτει στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισης του προϊόντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Αν μια επιχείρηση επενδύσεων προσφέρει ή συνιστά χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν κατασκευάζει η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πέμπτο εδάφιο και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.

Αυτές οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο ισχύουν με την επιφύλαξη κάθε άλλης υποχρέωσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κοινοποίηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, την ταυτοποίηση και διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί τα ευλόγως πρακτέα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και τακτική εκτέλεση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων εξασφαλίζει ώστε, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να αποφεύγεται κάθε αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε τη δυνατότητα των εποπτικών φορέων να εποπτεύουν τη συμμόρφωση της επιχείρησης με όλες τις υποχρεώσεις της.

Η επιχείρηση επενδύσεων οφείλει να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των αρμόδιων αρχών να απαιτούν πρόσβαση στις επικοινωνίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας, για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και πρόσβασης χωρίς άδεια και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται πάντοτε το απόρρητο των δεδομένων.

6.   Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα και να προβαίνει σε ενέργειες για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, της οδηγίας 2014/57/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών και της ακεραιότητας της αγοράς.

7.   Τα αρχεία περιλαμβάνουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνήφθησαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.

Οι εν λόγω τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν επίσης αυτές που αποσκοπούν σε συναλλαγές που συνήφθησαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμα και αν οι εν λόγω συνομιλίες ή επικοινωνίες δεν καταλήγουν στην εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών.

Προς τούτο, μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η επιχείρηση σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη εγκρίνεται ή επιτρέπεται από την επιχείρηση επενδύσεων.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων κοινοποιούν στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι θα καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση συναλλαγών.

Η κοινοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται μία φορά, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν παρέχουν από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.

Εντολές μπορούν να δίνονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε σταθερό μέσο, όπως ταχυδρομικές επιστολές, τηλεομοιοτυπικά, ηλεκτρονικά μηνύματα ή τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν διά ζώσης σε συναντήσεις. Ιδίως, το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών σε προσωπικές συνομιλίες με πελάτη μπορεί να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.

Η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να αποτρέπει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η επιχείρηση επενδύσεων δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.

Τα αρχεία της παρούσας παραγράφου παρέχονται στον εμπλεκόμενο πελάτη κατόπιν αιτήματος και φυλάσσονται για μέγιστη περίοδο πέντε ετών και, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.

8.   Εάν κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της επιχείρησης επενδύσεων, και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.

9.   Εάν κατέχει κεφάλαια πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύσει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.

10.   Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.

11.   Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα εφαρμόζει την υποχρέωση των παραγράφων 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.

Τα κράτη μέλη μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλουν απαιτήσεις σε επιχειρήσεις επενδύσεων όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, επιπλέον των διατάξεων των παραγράφων 8, 9 και 10 και των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παράγραφο 12. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι επιχειρήσεις επενδύσεων φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35.

Η Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, παρέχει τη γνώμη της για την αναλογικότητα και την αιτιολόγηση των πρόσθετων απαιτήσεων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν πρόσθετες απαιτήσεις που είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ, πριν από τις 2 Ιουλίου 2014 και εφόσον πληρούνται οι όροι που τίθενται στο άρθρο αυτό.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη και δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

12.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 89, για τον καθορισμό των συγκεκριμένων οργανωτικών προϋποθέσεων, οι οποίες καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 10 του παρόντος άρθρου, που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 41 για να παρέχουν/ασκούν τις διάφορες επενδυτικές υπηρεσίες/δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες ή συνδυασμούς υπηρεσιών.

Άρθρο 17

Αλγοριθμικές συναλλαγές

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου, κατάλληλους για τις εργασίες που διεκπεραιώνει, προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών της είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Μια τέτοια επιχείρηση χρησιμοποιεί επίσης αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσης δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή στους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτή συνδέεται. Η επιχείρηση επενδύσεων έχει καθιερώσει αποτελεσματικές διευθετήσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα συναλλαγών της και διασφαλίζει ότι τα συστήματά της έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών σε κράτος μέλος, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της και του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλος ή συμμετέχουσα στον τόπο διαπραγμάτευσης.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει, σε τακτική ή σε ad-hoc βάση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης που ακολουθεί, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα, τους βασικούς ελέγχους συμμόρφωσης και ελέγχους κινδύνου που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων της παραγράφου 1 και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων δύναται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες από την επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος αρμόδιας αρχής τόπου διαπραγμάτευσης ως μέλος ή συμμετέχουσα του οποίου η επιχείρηση επενδύσεων δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την επιχείρηση επενδύσεων που πραγματοποιεί αλγοριθμικές συναλλαγές.

Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Μια επιχείρηση επενδύσεων που χρησιμοποιεί τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα τηρεί, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που έχουν εισαχθεί, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων εντολών, των εντολών που εκτελέστηκαν και των προσφορών τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης, και τα διαθέτει στην αρμόδια αρχή εφόσον της ζητηθούν.

3.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές για να ακολουθήσει στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής:

α)

διενεργεί αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης,

β)

συνάπτει δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, τουλάχιστον, οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σύμφωνα με το στοιχείο α), και

γ)

εφαρμόζει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσει ότι εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συμφωνίας του στοιχείου β) ανά πάσα στιγμή.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 48 της παρούσας οδηγίας, μια επιχείρηση επενδύσεων που διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε ένα ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, όταν διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων ζευγών εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε πλειάδα τόπων διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.

5.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ορθή αξιολόγηση και αναθεώρηση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία, ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται να υπερβούν προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια, ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως και ότι με τους κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ή να συμβάλλουν σε μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίθεση με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.

Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίζει ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η επιχείρηση επενδύσεων παρακολουθεί τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίζει παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που μπορεί να σημαίνει κατάχρηση της αγοράς και η οποία πρέπει να αναφερθεί στην αρμόδια αρχή. Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι βάσει αυτής της συμφωνίας η επιχείρηση επενδύσεων υπέχει ευθύνη δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της και του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η επιχείρηση παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει, σε τακτική ή σε ad-hoc βάση, περιγραφή των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και αποδείξεις για την εφαρμογή τους.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος μιας αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο και τις οποίες λαμβάνει από την επιχείρηση επενδύσεων.

Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να ελέγξει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

6.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί ως γενικό εκκαθαριστικό μέλος για άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για την επιχείρηση επενδύσεων και την αγορά. Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του προσώπου σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

7.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις λεπτομέρειες των οργανωτικών απαιτήσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 6 και οι οποίες θα επιβληθούν στις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν διαφορετικές επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες ή συνδυασμούς αυτών των υπηρεσιών και/ή δραστηριοτήτων, όπου οι διευκρινίσεις που αφορούν τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 5 προσδιορίζουν συγκεκριμένες απαιτήσεις για την άμεση πρόσβαση στην αγορά και για την κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι έλεγχοι που εφαρμόζονται για την κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά είναι τουλάχιστον ισότιμοι με εκείνους που εφαρμόζονται για την άμεση πρόσβαση στην αγορά,

β)

τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων θα υποχρεούται να συνάψει τη συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης στην οποία αναφέρεται το στοιχείο β) της παραγράφου 3, καθώς και το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών, περιλαμβανομένης της αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3,

γ)

τις περιστάσεις που συνιστούν τις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 3, μεταξύ των οποίων περιστάσεις ακραίας μεταβλητότητας, πολιτικά και μακροοικονομικά ζητήματα, συστημικά και λειτουργικά ζητήματα, και συνθήκες που εμποδίζουν την επιχείρηση επενδύσεων να διατηρήσει συνετές πρακτικές διαχείρισης κινδύνου όπως ορίζεται στην παράγραφο 1,

δ)

το περιεχόμενο και τον μορφότυπο της εγκεκριμένης μορφής στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 πέμπτο εδάφιο, καθώς και το χρονικό διάστημα για το οποίο πρέπει να διατηρούνται τα αρχεία αυτά από την επιχείρηση επενδύσεων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 18

Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16, θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες δίκαιης και ομαλής διαπραγμάτευσης και καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών. Διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, μεταξύ των οποίων αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα πλαίσια των συστημάτων τους.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, ή να βεβαιώνονται ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του να μορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και με τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να καταρτίζουν, να δημοσιεύουν, να διατηρούν και να εφαρμόζουν διαφανείς και μη μεροληπτικούς, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες οι οποίοι να διέπουν την πρόσβαση στο σύστημά τους.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός, του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να συμμορφώνονται προς τα άρθρα 48 και 49 και να διαθέτουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις για να το πετύχουν.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να ενημερώνουν σαφώς τα μέλη ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του εν λόγω συστήματος. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ένα ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στα πλαίσια των συστημάτων του εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν να έχουν οι ΠΜΔ και οι ΜΟΔ τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους να έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.

8.   Εάν κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

9.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να συμμορφώνονται αμέσως με κάθε εντολή της αρμόδιας γι’ αυτές αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2, για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου.

10.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να παρέχουν στην αρμόδια αρχή λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφοι 1, 4 και 5, κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων και/ή χρηστών τους. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή της αγοράς γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο με όλους τους ΠΜΔ και ΜΟΔ στην Ένωση. Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες που παρέχει ένας ΠΜΔ ή ΜΟΔ και περιλαμβάνει τον μοναδικό κωδικό ταυτοποίησης του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ προς χρήση σε εκθέσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 10 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Ο κατάλογος επικαιροποιείται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί επικαιροποιημένο τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της.

11.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών πρότυπων για τον καθορισμό του περιεχομένου και της μορφής της περιγραφής και της γνωστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 10.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 19

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ, πέραν της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 16 και 18, θεσπίζουν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν τη συμμόρφωση των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ, με τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να διαθέτουν μηχανισμούς ώστε:

α)

να έχουν κατάλληλα μέσα που να τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, να εφαρμόζουν κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,

β)

να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων τους και

γ)

να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένοι.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα άρθρα 24 και 25, το άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 27 παράγραφοι 4 έως 10 και το άρθρο 28 δεν έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές που συνάπτονται στη βάση των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ μελών του ΠΜΔ ή συμμετεχόντων σ’ αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σ’ αυτόν σε σχέση με τη χρήση του. Ωστόσο, τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σ’ αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25, 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.

5.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

Άρθρο 20

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων και τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να διαθέτουν μηχανισμούς που να αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την επιχείρηση επενδύσεων ή τον διαχειριστή αγοράς.

2.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα μόνο εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διαδικασία.

Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν δύναται για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ διαθέτει μηχανισμούς που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον ορισμό της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38).

3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, εκτός της κατάρτισης αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά τα μέσα κρατικούς/δημόσιους χρεωστικούς τίτλους για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά.

4.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν τη λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας. Ένας ΜΟΔ δεν συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΜΟΔ δεν συνδέεται με άλλον ΜΟΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.

5.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ να αναθέτει σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση εάν συνδέεται στενά με την επιχείρηση επενδύσεων ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ να διεξάγεται με άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

Επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο σε μία ή και στις δυο από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή ακύρωση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται,

β)

όταν αποφασίζει να μην ταυτίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, με την προϋπόθεση ότι συμμορφούται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 27.

Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αποφασίζει εάν, πότε και τι τμήμα δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 4 και 5 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για σύστημα που κανονίζει συναλλαγές σε μη μετοχικές αξίες, η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ μπορεί να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.

Η υποχρέωση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27.

7.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί, είτε όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς αιτείται άδεια για τη διαχείριση ΜΟΔ είτε κατά περίπτωση, λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, και ιδίως πότε μια εντολή στον ΜΟΔ μπορεί να αποσυρθεί και πότε και πώς δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στο πλαίσιο του ΜΟΔ. Επιπλέον, η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς ενός ΜΟΔ παρέχει στην αρμόδια αρχή πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η αρμόδια αρχή επιβλέπει την κατάρτιση αντιστοιχισμένων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό από την επιχείρηση επενδύσεων ή το διαχειριστή αγοράς, ώστε να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση του με τον ορισμό της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό και να εξασφαλίζει ότι η κατάρτιση αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς και των πελατών τους.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Όροι λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 21

Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο I για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να καταρτίσουν κατάλληλες μεθόδους για να παρακολουθούν κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με την κατά την παράγραφο 1 υποχρέωσή τους. Από τις επιχειρήσεις επενδύσεων απαιτείται να γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους παρακολούθησης που προβλέπει η παρούσα παράγραφος.

Άρθρο 22

Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων με τρόπο που τους επιτρέπει να εκτιμούν τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμούν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με αυτές τις υποχρεώσεις.

Άρθρο 23

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτών των ιδίων, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους άμεσα ή έμμεσα με σχέση ελέγχου, και των πελατών τους, ή μεταξύ δύο πελατών τους, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που οφείλονται στη λήψη αντιπαροχών από τρίτους ή στα συστήματα αποδοχών της επιχείρησης επενδύσεων ή παροχής κινήτρων.

2.   Εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει κατά το άρθρο 16 παράγραφος 3 η επιχείρηση επενδύσεων για να προληφθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη τους δεν επαρκούν για να εξασφαλισθεί με εύλογη βεβαιότητα η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεασθούν αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί σαφώς στον πελάτη τη γενική φύση και/ή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον μετριασμό αυτών των κινδύνων, προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό του.

3.   Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2:

α)

πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο και

β)

περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.

4.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για:

α)

τον καθορισμό των μέτρων που εύλογα μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για να εντοπίζουν, να προλαμβάνουν, να διαχειρίζονται και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των διαφόρων επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών ή συνδυασμών αυτών των υπηρεσιών,

β)

τον καθορισμό κατάλληλων κριτηρίων για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της επιχείρησης επενδύσεων.

Τμήμα 2

Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών

Άρθρο 24

Γενικές αρχές και πληροφόρηση των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε επιχείρηση επενδύσεων να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών ή, κατά περίπτωση, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της, και να συμμορφώνεται ιδίως με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25.

2.   Επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, εξασφαλίζουν ότι αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών, εντός της αντίστοιχης κατηγορίας πελατών, ότι η στρατηγική για τη διανομή των χρηματοπιστωτικών μέσων είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και ότι η επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί τα ευλόγως πρακτέα για να εξασφαλίσει ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο διανέμεται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

Μια επιχείρηση επενδύσεων κατανοεί τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία προσφέρει ή συνιστά, αξιολογεί τη συμβατότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών στους οποίους παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 3, και εξασφαλίζει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.

3.   Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.

4.   Στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες παρέχεται εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:

α)

κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη:

i)

εάν οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι,

ii)

εάν οι συμβουλές στηρίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων και, ιδίως, εάν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων, ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως συμβατικές σχέσεις, που είναι τόσο στενές ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος εξασθένισης της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών,

iii)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων διαθέσει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται στον εν λόγω πελάτη,

β)

οι πληροφορίες για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω μέσα ή με την υιοθέτηση συγκεκριμένων επενδυτικών στρατηγικών και να αναφέρεται εάν το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη την προσδιορισμένη αγορά-στόχο σύμφωνα με την παράγραφο 2,

γ)

οι πληροφορίες για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες που να σχετίζονται τόσο με τις επενδυτικές όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες, περιλαμβάνοντας το κόστος των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, το κόστος του χρηματοπιστωτικού μέσου που συνιστάται ή διαφημίζεται στον πελάτη, και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί ο πελάτης να το πληρώσει, περιλαμβάνοντας και όλες τις πληρωμές προς τρίτους.

Οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοπιστωτικό μέσο, και που δεν προκαλούνται από την εμφάνιση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, αθροίζονται για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος καθώς και το αθροιστικό αποτέλεσμά του στην απόδοση της επένδυσης και, αν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Εφόσον απαιτείται, οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, στη διάρκεια ισχύος της επένδυσης.

5.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 9 παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου είδους του προσφερόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν τεκμηριωμένες επενδυτικές αποφάσεις. Τα κράτη μέλη μπορεί να ζητήσουν οι πληροφορίες αυτές να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.

6.   Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά τις απαιτήσεις στο πεδίο της παροχής πληροφοριών, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με τις παραγράφους 3, 4 και 5 υποχρεώσεις.

7.   Όταν η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων:

α)

αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά και τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφορετικά ως προς τον τύπο και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι μπορούν να επιτευχθούν κατάλληλα οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη, και δεν πρέπει να περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται:

i)

από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων ή από οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων ή

ii)

από άλλες οντότητες με τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει τόσο στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως για παράδειγμα συμβατικές σχέσεις, ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος εξασθένισης της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών,

β)

δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων να υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και να εξαιρούνται από το παρόν στοιχείο.

8.   Κατά την παροχή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι εμποδίζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων να υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς και να εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θεωρείται ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 23 ή δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή δέχονται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή ενός προσώπου για λογαριασμό του πελάτη, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η πληρωμή ή το όφελος:

α)

έχει σχεδιαστεί για τη βελτίωση της ποιότητας της εν λόγω υπηρεσίας προς τον πελάτη και

β)

δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με το καθήκον της να ενεργεί έντιμα, δίκαια και επαγγελματικά, σύμφωνα με τα συμφέροντα των πελατών της.

Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή του οφέλους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή, εάν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Αν συντρέχει περίπτωση, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για τη μεταβίβαση στον πελάτη της αμοιβής, της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας.

Η καταβολή αμοιβής ή οφέλους, που επιτρέπει ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως τα έξοδα φύλαξης, τα τέλη διακανονισμού και τα χρηματιστηριακά τέλη, τα ρυθμιστικά τέλη ή τα νομικά έξοδα, και η οποία δεν μπορεί από τη φύση της να οδηγήσει σε σύγκρουση με την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκειται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

10.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει υπηρεσίες επενδύσεων σε πελάτες, διασφαλίζει ότι η απόδοση του προσωπικού της δεν αμείβεται ούτε αξιολογείται κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον της να ενεργεί προς το συμφέρον των πελατών της. Ιδίως, δεν προβαίνει σε καμία ρύθμιση υπό τη μορφή αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή υπό άλλη μορφή, που θα αποτελούσε κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η επιχείρηση επενδύσεων θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.

11.   Εάν μια υπηρεσία επενδύσεων προσφέρεται σε συνδυασμό με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη εάν υπάρχει ή όχι η δυνατότητα αγοράς των διάφορων στοιχείων χωριστά και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.

Όταν οι κίνδυνοι που προκύπτουν από αυτή τη συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επαρκή περιγραφή των διαφορετικών στοιχείων της συμφωνίας ή πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.

Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ, καταρτίζει το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016, και επικαιροποιεί περιοδικά, κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση και την εποπτεία των διασταυρούμενων πωλήσεων, προσδιορίζοντας ιδίως καταστάσεις στις οποίες οι πρακτικές των διασταυρούμενων πωλήσεων δεν συνάδουν με τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1.

12.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων, σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να μπορούν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στο συγκεκριμένο κάθε φορά κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία έναρξης ισχύος της απαίτησης. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 34 και 35 της παρούσας οδηγίας.

Η Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, παρέχει τη γνώμη της για την αναλογικότητα και την αιτιολόγηση των πρόσθετων απαιτήσεων.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη και δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν πρόσθετες απαιτήσεις που είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ, πριν από τις 2 Ιουλίου 2014, εφόσον πληρούνται οι όροι που τίθενται στο εν λόγω άρθρο.

13.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις αρχές του παρόντος άρθρου κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους, περιλαμβανομένων:

α)

των όρων προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται οι πληροφορίες για να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές,

β)

των λεπτομερειών που αφορούν το περιεχόμενο και τη μορφή των πληροφοριών προς πελάτες σε σχέση με την κατηγοριοποίηση των πελατών, τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις υπηρεσίες που παρέχουν, των χρηματοπιστωτικών μέσων, του κόστους και των επιβαρύνσεών τους,

γ)

των κριτηρίων για την αξιολόγηση του φάσματος χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά,

δ)

των κριτηρίων για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων που λαμβάνουν αντιπαροχές προς την υποχρέωσή τους να ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον του πελάτη.

Κατά τη διατύπωση των απαιτήσεων για τις πληροφορίες επί των χρηματοπιστωτικών μέσων σε σχέση με το στοιχείο β) της παραγράφου 4, πρέπει να περιλαμβάνονται πληροφορίες για τη δομή του προϊόντος, εφόσον συντρέχει περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές τυποποιημένες πληροφορίες που ενδεχομένως απαιτούνται δυνάμει του ενωσιακού δικαίου.

14.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 13 λαμβάνουν υπόψη:

α)

τη φύση της υπηρεσίας ή των υπηρεσιών που προσφέρονται ή παρέχονται στον πελάτη ή στον δυνητικό πελάτη, λαμβανομένων υπόψη του είδους, του αντικειμένου, του όγκου και της συχνότητας των συναλλαγών,

β)

τη φύση και το φάσμα των προϊόντων που προσφέρονται ή προτείνονται συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών μέσων διαφορετικών τύπων,

γ)

την κατηγορία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη (ιδιώτης ή επαγγελματίας) ή, στην περίπτωση των παραγράφων 4 και 5, την κατηγοριοποίησή τους ως επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων.

Άρθρο 25

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και ενημέρωση προς πελάτες

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν, και να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές όταν τους ζητηθεί, ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 24 και του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων.

2.   Όταν η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές συμβουλές ή διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, καθώς και σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους του, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορεί η επιχείρηση επενδύσεων να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως, είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και με τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές συμβουλές στο πλαίσιο των οποίων συστήνει πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 11, το συνολικό πακέτο είναι κατάλληλο για τον πελάτη.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των μνημονευόμενων στην παράγραφο 2, ζητούν από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να δίνει πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα του στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με τον συγκεκριμένο τύπο προσφερόμενου ή αιτούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορεί η επιχείρηση επενδύσεων να εκτιμήσει κατά πόσο η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν ενδείκνυται για τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 11, στην αξιολόγηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι ενδεδειγμένο.

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων κρίνει, βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, οφείλει να τον προειδοποιήσει σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

Εάν οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες δεν παράσχουν τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα τους, ή αν παράσχουν ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, η επιχείρηση επενδύσεων τους προειδοποιεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι σε θέση να κρίνει κατά πόσον η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι κατάλληλα γι’ αυτούς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

4.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν αυτές παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών του πελάτη ή τη λήψη και διαβίβασή τους με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, εξαιρουμένης της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων όπως ορίζεται στο τμήμα Β.1 του παραρτήματος I που δεν περιλαμβάνονται σε υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και πιστωτικών διευκολύνσεων πελατών, να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν αναγκαστικά λάβει τις πληροφορίες ή καταλήξει στην κρίση που προβλέπονται στην παράγραφο 3, εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

οι υπηρεσίες που σχετίζονται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:

i)

μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών και εξαιρουμένων μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μη ΟΣΕΚΑ και μετοχών στις οποίες έχουν ενσωματωθεί παράγωγα,

ii)

ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, ή σε ΠΜΔ, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες έχουν ενσωματωθεί παράγωγα ή στις οποίες έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου,

iii)

μέσα χρηματαγοράς, εξαιρουμένων εκείνων στα οποία ενσωματώνονται παράγωγα ή στα οποία έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου,

iv)

μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕΚΑ εξαιρουμένων των δομημένων ΟΣΕΚΑ όπως αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (EE) αριθ. 583/2010,

v)

δομημένες καταθέσεις, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου για την απόδοση ή το κόστος της πρόωρης εξόδου από το προϊόν,

vi)

άλλα μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.

Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, εάν πληρούνται οι απαιτήσεις και η διαδικασία που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 τρίτο και τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά,

β)

η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη,

γ)

ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας η επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της υπηρεσίας που προσφέρονται ή παρέχονται και ότι επομένως ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή,

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 23 υποχρεώσεις της.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων τηρεί αρχείο όπου περιλαμβάνονται το ή τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και της επιχείρησης επενδύσεων και που αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους άλλους όρους υπό τους οποίους η επιχείρηση επενδύσεων θα παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

6.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη επαρκώς, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις υπηρεσίες που του παρέχει. Στις αναφορές αυτές περιλαμβάνονται περιοδικές ανακοινώσεις προς τους πελάτες, λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της πολυπλοκότητας των συναφών χρηματοπιστωτικών μέσων και της φύσης της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει η περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών και των υπηρεσιών που εκτελούνται ή παρέχονται για λογαριασμό του.

Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον πελάτη, πριν από τη συναλλαγή, δήλωση σχετικά με την καταλληλότητα σε σταθερό μέσο, όπου προσδιορίζονται οι συμβουλές που δόθηκαν και ο τρόπος με τον οποίο οι παρεχόμενες συμβουλές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και τα άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

Αν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου έχει συναφθεί μέσω επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που δεν καθιστά δυνατή την εκ των προτέρων παράδοση της δήλωσης καταλληλότητας, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να παρέχει τη γραπτή δήλωση σχετικά με την καταλληλότητα σε σταθερό μέσο, αμέσως μόλις ο πελάτης δεσμευθεί με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, και

β)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, ώστε να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας πριν από την ολοκλήρωσή της.

Αν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική έκθεση περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, τους στόχους και άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

7.   Αν μια πιστωτική συμφωνία που σχετίζεται με στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία υπόκειται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας για καταναλωτές που καθορίζεται στην οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48), έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της πιστωτικής συμφωνίας και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν την πιστωτική συμφωνία η οποία σχετίζεται με τη στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, ούτως ώστε το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η υπηρεσία αυτή δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

8.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις αρχές που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που λαμβάνονται κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας ή της συμβατότητας των υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών μέσων για τους πελάτες τους, των κριτηρίων για την αξιολόγηση μη πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών μέσων για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α) σημείο vi) του παρόντος άρθρου, του περιεχομένου και της μορφής των αρχείων και συμφωνιών για την παροχή υπηρεσιών προς τους πελάτες και των περιοδικών εκθέσεων στους πελάτες για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις λαμβάνουν υπόψη:

α)

τη φύση της υπηρεσίας ή των υπηρεσιών που προσφέρονται ή παρέχονται στον πελάτη ή στο δυνητικό πελάτη, έχοντας υπόψη το είδος, το αντικείμενο, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών,

β)

τη φύση των προϊόντων που προσφέρονται ή προτείνονται, περιλαμβανομένων των διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων,

γ)

την κατηγορία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη (ιδιώτης ή επαγγελματίας) ή, στην περίπτωση της παραγράφου 6, την κατηγοριοποίησή τους ως επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων.

9.   Η ΕΑΚΑΑ εγκρίνει, το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016, κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζουν κριτήρια για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1.

10.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016, και επικαιροποιεί περιοδικά, κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση των:

α)

χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία έχουν ενσωματωθεί μέσα που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α) σημεία ii) και iii),

β)

δομημένων καταθέσεων στις οποίες έχουν ενσωματωθεί δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου από την απόδοση ή το κόστος πρόωρης εξόδου από το προϊόν, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α) σημείο v).

11.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει, και να επικαιροποιεί περιοδικά, κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση χρηματοπιστωτικών μέσων που ταξινομούνται ως μη περίπλοκα για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α) σημείο vi), λαμβάνοντας υπόψη τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που έχουν εγκριθεί δυνάμει της παραγράφου 8.

Άρθρο 26

Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων, να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η τελευταία αυτή επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων μέσω της οποίας μεταφέρονται οι οδηγίες παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

Η επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει οδηγίες να παράσχει υπηρεσίες για λογαριασμό ενός πελάτη με τον τρόπο αυτόν μπορεί επίσης να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή έχουν δοθεί στον πελάτη από άλλη επιχείρηση επενδύσεων. Η επιχείρηση επενδύσεων μέσω της οποίας μεταφέρονται οι οδηγίες παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.

Η επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές ενός πελάτη μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής, βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος τίτλου.

Άρθρο 27

Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν επαρκή μέτρα ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβανομένων υπόψη της τιμής, του κόστους, της ταχύτητας, της πιθανότητας εκτέλεσης και διακανονισμού, του όγκου, της φύσης και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Μολαταύτα, όταν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και το κόστος που συνδέεται με την εκτέλεση, που περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, στα οποία περιλαμβάνονται τα τέλη που εισπράττει ο τόπος εκτέλεσης, τα τέλη εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλες οι λοιπές αμοιβές που καταβάλλονται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.

Για τους σκοπούς της επίτευξης του βέλτιστου αποτελέσματος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, όταν υπάρχουν περισσότεροι του ενός ανταγωνιστικοί τόποι για την εκτέλεση μιας εντολής που αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο, προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα για τον πελάτη που θα επιτυγχάνονταν με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της επιχείρησης επενδύσεων και μπορούν να εκτελέσουν τη σχετική εντολή, στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισπράττει η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων και τα κόστη που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν λαμβάνει καμία αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να κατευθύνει εντολές πελατών σε έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης κατά παράβαση των υποχρεώσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 16 παράγραφος 3 και στα άρθρα 23 και 24.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στη σχετική με τις συναλλαγές υποχρέωση των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 από κάθε τόπο διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικό εσωτερικοποιητή και, για τα λοιπά χρηματοπιστωτικά μέσα, από κάθε τόπο εκτέλεσης, να διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στον συγκεκριμένο τόπο σε τουλάχιστον ετήσια βάση και, μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων να πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή. Οι περιοδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με τις τιμές, το κόστος, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών μέσων.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με την παράγραφο 1. Ιδίως, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

5.   Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, στοιχεία σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή τόπου εκτέλεσης. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί συστηματικά να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών των πελατών.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στους πελάτες τους κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν. Οι εν λόγω πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες, τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων θα εκτελέσει τις εντολές για λογαριασμό του πελάτη. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν εκ των προτέρων τη συναίνεση των πελατών τους σχετικά με την εν λόγω πολιτική εκτέλεσης εντολών.

Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών των πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ιδίως, να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τη δυνατότητα αυτή. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών τους προτού εκτελέσουν εντολές πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εξασφαλίζουν την εν λόγω συναίνεση υπό μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών να συνοψίζουν και να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών, στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζουν και – όπου συντρέχει λόγος – να θεραπεύουν τυχόν ελλείψεις. Ιδίως, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξετάζουν σε τακτική βάση αν οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους ή αν χρειάζεται να επιφέρουν αλλαγές στις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων 3 και 6. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ειδοποιούν τους πελάτες με τους οποίους έχουν διαρκή πελατειακή σχέση, για κάθε ουσιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών.

8.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να είναι σε θέση να αποδείξουν στους πελάτες τους, αν αυτοί το ζητήσουν, ότι έχουν εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί η επιχείρηση επενδύσεων και να αποδείξουν στην αρμόδια αρχή, αν αυτή το ζητήσει, τη συμμόρφωσή τους με το παρόν άρθρο.

9.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με:

α)

τα κριτήρια προσδιορισμού της σχετικής σπουδαιότητας των διάφορων παραγόντων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 για τον προσδιορισμό του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος λαμβανομένου υπόψη του όγκου και του είδους της εντολής και της κατηγορίας (ιδιώτης ή επαγγελματίας) του πελάτη,

β)

τους παράγοντες που μπορεί να συνεκτιμά μια επιχείρηση επενδύσεων όταν επανεξετάζει τις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί και τις περιστάσεις υπό τις οποίες ενδέχεται να ενδείκνυται η τροποποίηση των ρυθμίσεων αυτών. Ιδίως, τους παράγοντες προσδιορισμού των τόπων που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να εξασφαλίζουν συστηματικά το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών,

γ)

τη φύση και την έκταση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους πελάτες κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 5 σχετικά με τις πολιτικές εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζουν.

10.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει:

α)

το συγκεκριμένο περιεχόμενο, τη μορφή και την περιοδικότητα των δεδομένων που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης τα οποία πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, λαμβάνοντας υπόψη την κατηγορία του τόπου εκτέλεσης και τον τύπο του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου,

β)

το περιεχόμενο και τη μορφή των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιεύουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 28

Κανόνες χειρισμού των εντολών πελατών

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών εφαρμόζουν διαδικασίες και μηχανισμούς που εγγυώνται την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών, σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων.

Οι εν λόγω διαδικασίες ή μηχανισμοί επιτρέπουν την εκτέλεση κατά τα άλλα συγκρίσιμων εντολών πελατών με βάση τον χρόνο λήψης τους από την επιχείρηση επενδύσεων.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει, εκτός εάν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, να λάβουν μέτρα για να διευκολύνουν την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής ανακοινώνοντας αμέσως δημόσια την οριακή εντολή του πελάτη με τρόπο ευπρόσιτο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους αυτή διαβιβάζοντας την εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να αίρει την υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακής εντολής η οποία είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

3.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με μέτρα που καθορίζουν:

α)

τους όρους και τη φύση των διαδικασιών και μηχανισμών που επιτρέπουν την άμεση, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών, καθώς και τις καταστάσεις στις οποίες, ή τα είδη συναλλαγών για τα οποία, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν εύλογα να αποκλίνουν από την άμεση εκτέλεση προκειμένου να επιτύχουν πιο ευνοϊκούς όρους για τους πελάτες,

β)

τις διάφορες μεθόδους με τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να ανακοινώσει στην αγορά τις μη άμεσα εκτελέσιμες οριακές εντολές πελατών της.

Άρθρο 29

Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους για την προώθηση των υπηρεσιών τους, για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών ή τη λήψη εντολών από πελάτες και δυνητικούς πελάτες και τη διαβίβασή τους, για την τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και για την παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και υπηρεσίες που προσφέρει η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων.

2.   Όταν επιχείρηση επενδύσεων αποφασίζει να ορίσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, τα κράτη μέλη απαιτούν να εξακολουθεί αυτή να ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου αντιπροσώπου όταν αυτός ενεργεί για λογαριασμό της. Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να εξασφαλίζει ότι ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος γνωστοποιεί την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί και την επιχείρηση επενδύσεων την οποία αντιπροσωπεύει όποτε έρχεται σε επαφή με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού συναλλαγεί μαζί του.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 6, 8 και 9, στους εγγεγραμμένους στην επικράτειά τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους να κατέχουν χρήματα και/ή χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών για λογαριασμό και υπό την πλήρη ευθύνη της επιχείρησης επενδύσεων, για λογαριασμό της οποίας δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους ή, σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριοποίησης, στο έδαφος κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου επιτρέπει στους συνδεδεμένους αντιπροσώπους να κατέχουν χρήματα πελατών.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ελέγχουν τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους, ώστε να εξασφαλίζουν ότι εξακολουθούν να συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία όταν ενεργούν μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

3.   Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της παραπομπές ή υπερσυνδέσμους προς τα δημόσια μητρώα που έχουν δημιουργηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου από τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι γίνονται δεκτοί για εγγραφή στο δημόσιο μητρώο μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι έχουν επαρκώς καλή φήμη και τις κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που τους επιτρέπουν να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι, εφόσον υπόκεινται στον κατάλληλο έλεγχο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επαληθεύουν κατά πόσο οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που έχουν ορίσει έχουν επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν τις γνώσεις και τις ικανότητες που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο.

Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Η πρόσβαση του κοινού σε αυτό είναι ελεύθερη.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους να λαμβάνουν επαρκή μέτρα ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στην παρούσα οδηγία δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που ασκεί αυτός για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται με επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα, ενώσεις τέτοιων οντοτήτων και άλλους φορείς για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε μητρώα και την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3. Ιδίως, η εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων μπορεί να γίνεται από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, ενώσεις τέτοιων οντοτήτων και άλλους φορείς υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν μόνο συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγγεγραμμένους στα δημόσια μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις αυστηρότερες από τις οριζόμενες στο παρόν άρθρο ή να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις για τους εγγεγραμμένους εντός του χώρου δικαιοδοσίας των συνδεδεμένους αντιπροσώπους.

Άρθρο 30

Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών και/ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και/ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές μπορούν να διακανονίζουν ή να διενεργούν συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις του άρθρου 24 εξαιρουμένων των παραγράφων 4 και 5, του άρθρου 25 εξαιρουμένης της παραγράφου 6, του άρθρου 27 και του άρθρου 28 παράγραφος 1 όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό και επικοινωνούν με τρόπο που είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

2.   Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τους ΟΣΕΚΑ και τις εταιρείες διαχείρισής τους, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις εταιρείες διαχείρισής τους, τους άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης ή εθνικού δικαίου κράτους μέλους, τις εθνικές κυβερνήσεις και τα αντίστοιχα γραφεία τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, τις κεντρικές τράπεζες και τους υπερεθνικούς οργανισμούς.

Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει του πρώτου εδαφίου δεν θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους άλλες επιχειρήσεις που πληρούν προκαθορισμένες αναλογικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων και ποσοτικών ορίων. Σε περίπτωση συναλλαγής στην οποία οι δυνητικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι εγκατεστημένοι σε τόπους διαφορετικών δικαιοδοσιών, η επιχείρηση επενδύσεων αποδέχεται το καθεστώς της άλλης επιχείρησης όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία ή τις πράξεις του κράτους μέλους εγκατάστασης της επιχείρησης αυτής.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η επιχείρηση επενδύσεων, όταν διενεργεί συναλλαγές με τέτοιες επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, να λαμβάνει από το δυνητικό της αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν να λαμβάνεται η επιβεβαίωση αυτή είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους οντότητες τρίτων χωρών ισοδύναμες με τις κατηγορίες οντοτήτων που μνημονεύονται στην παράγραφο 2.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους επιχειρήσεις τρίτων χωρών όπως εκείνες της παραγράφου 3 υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και με τις ίδιες απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.

5.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό:

α)

των διαδικασιών αίτησης μεταχείρισης ως πελατών σύμφωνα με την παράγραφο 2,

β)

των διαδικασιών λήψης της ρητής επιβεβαίωσης από τους δυνητικούς αντισυμβαλλομένους σύμφωνα με την παράγραφο 3,

γ)

των προκαθορισμένων αναλογικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτικών ορίων, που επιτρέπουν την αντιμετώπιση μιας επιχείρησης ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Τμήμα 3

Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς

Άρθρο 31

Έλεγχος της συμμόρφωσης με τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και με άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να δημιουργούν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες σχετικά με τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών του με τους κανόνες του. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων του, για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή για ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.

Οι αρμόδιες αρχές των επιχειρήσεων επενδύσεων και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών όσον αφορά τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η αρμόδια αρχή πρέπει να είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά προτού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαβιβάζουν επίσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στην αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη των καταχρήσεων της αγοράς αρχή και να της παρέχουν αμέριστη βοήθεια στη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.

4.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89, για τον προσδιορισμό των περιστάσεων οι οποίες επιβάλλουν την απαίτηση πληροφόρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 32

Αναστολή και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ

1.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος της αρμόδιας αρχής, κατά το άρθρο 69 παράγραφος 2, να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, μια επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, οι οποίοι αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας και τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δημοσιοποιούν την απόφαση αυτή σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και την κοινοποιούν τις σχετικές αποφάσεις στην αρμόδια αρχή.

Η αρμόδια αρχή, στης οποίας τη δικαιοδοσία αποφασίστηκε η αναστολή ή η διαγραφή, απαιτεί επιπλέον από τις ρυθμιζόμενες αγορές, εκτός των ΠΜΔ, των ΜΟΔ και των συστηματικών εσωτερικοποιητών που υπάγονται στη δικαιοδοσία της και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας και σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Η αρμόδια αρχή αμέσως δημοσιοποιεί και κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση αυτή.

Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, στις οποίες έχει κοινοποιηθεί η απόφαση, απαιτούν από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ, και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I που σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Κάθε αρμόδια αρχή η οποία λαμβάνει την κοινοποίηση διαβιβάζει την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβάνοντας και μια αιτιολόγηση, αν ελήφθη απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μη διαγραφεί το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα αναφερόμενα στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I παράγωγα τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Η παράγραφος αυτή ισχύει επίσης όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I και που συνδέονται με αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή το έχουν ως σημείο αναφοράς.

Η διαδικασία κοινοποίησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή ή απόσυρση από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I και που συνδέονται με αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή το έχουν ως σημείο αναφοράς λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2 στοιχεία ιγ) και ιδ).

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναλογική εφαρμογή της υποχρέωσης αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής των παραγώγων αυτών από τη διαπραγμάτευση, η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες η σύνδεση μεταξύ ενός παραγώγου όπως αναφέρεται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I και που σχετίζεται με ή έχει ως σημείο αναφοράς χρηματοπιστωτικό μέσο η διαπραγμάτευση του οποίου αναστέλλεται ή το ίδιο διαγράφεται, και του αρχικού χρηματοπιστωτικού μέσου, συνεπάγεται ότι η διαπραγμάτευση του παραγώγου πρέπει επίσης να ανασταλεί ή το παράγωγο να διαγραφεί, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τη μορφή και τον χρόνο των κοινοποιήσεων και της δημοσιοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με τον καθορισμό των συνθηκών που συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Τμήμα 4

Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

Άρθρο 33

Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο διαχειριστής ενός ΠΜΔ μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή καταγωγής του αίτηση καταχώρισης του ΠΜΔ ως αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή καταγωγής μπορεί να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ αν η αρμόδια αρχή λάβει την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και θεωρήσει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 3.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΠΜΔ υπόκεινται σε αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:

α)

τουλάχιστον 50 % των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα εισάγονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ είναι ΜΜΕ κατά τον χρόνο που το ΠΜΔ καταχωρίζεται ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος,

β)

ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική εισαγωγή προς διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά,

γ)

κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε διατίθεται κατάλληλο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής είτε ενημερωτικό δελτίο, εφόσον ισχύουν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική εισαγωγή του χρηματοπιστωτικού μέσου προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ,

δ)

υπάρχει κατάλληλη διαρκής περιοδική χρηματοπιστωτική έκθεση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, π.χ. ελεγμένες ετήσιες εκθέσεις,

ε)

εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 25) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που ισχύουν για αυτούς βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014,

στ)

η κανονιστική πληροφόρηση σχετικά με τους εκδότες και την αγορά αποθηκεύεται και διαδίδεται δημόσια,

ζ)

υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποτροπή και τον εντοπισμό κατάχρησης αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά, όπως απαιτείται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

4.   Τα κριτήρια της παραγράφου 3 δεν θίγουν τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ με άλλες υποχρεώσεις βάσει της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Επίσης, δεν αποτρέπουν την επιχείρηση επενδύσεων ή τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον ΠΜΔ από την επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων εκτός των καθοριζόμενων στην εν λόγω παράγραφο.

5.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή καταγωγής μπορεί να διαγράψει από το μητρώο έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται την αγορά αιτείται τη διαγραφή του,

β)

οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή καταγωγής καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ βάσει του παρόντος άρθρου, να ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ, τον οποίο και επικαιροποιεί.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, στην περίπτωση που ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ενός εκδότη εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε μία αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, το χρηματοπιστωτικό μέσο να μπορεί επίσης να διαπραγματεύεται σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση, ως προς την εν λόγω αγορά ΜΜΕ.

8.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με την περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Τα μέτρα λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη διατήρησης υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών για την προώθηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις εν λόγω αγορές, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον διοικητικό φόρτο για τους εκδότες στην αγορά, καθώς και ότι δεν αποφασίζονται διαγραφές ούτε απορρίπτονται καταχωρίσεις ως αποτέλεσμα μιας απλώς προσωρινής αδυναμίας εκπλήρωσης των προϋποθέσεων της παραγράφου 3 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων

Άρθρο 34

Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες και/ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφός τους, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία και/ή δραστηριότητα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

2.   Κάθε επιχείρηση επενδύσεων που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες ή να ασκήσει δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της:

α)

το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί,

β)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, που προτίθεται να παρέχει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της. Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τους όρους του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1. Κατόπιν αυτού, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.

4.   Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την εν λόγω μεταβολή.

5.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς επίσης παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του την ταυτότητα των εν λόγω αντιπροσώπων.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες.

6.   Χωρίς άλλη νομοθετική ή διοικητική απαίτηση, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΜΟΔ να εγκαθιστούν στο έδαφός τους κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.

7.   Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να εγκαταστήσει την υποδομή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ο ΠΜΔ ή ο ΜΟΔ σκοπεύει να εγκαταστήσει τις υποδομές.

H αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΠΜΔ γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4, 5 και 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες διαβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4, 5 και 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 35

Εγκατάσταση υποκαταστήματος

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται στο έδαφός τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την οδηγία 2013/36/ΕΕ μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, και ειδικότερα είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου σε κράτος μέλος άλλο του κράτους μέλους καταγωγής, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία και/ή δραστηριότητα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις, εκτός από όσες επιτρέπονται σύμφωνα με την παράγραφο 8, στην οργάνωση και τη λειτουργία των υποκαταστημάτων για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή τα κράτη μέλη στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά,

β)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται,

γ)

στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων,

δ)

στην περίπτωση συνδεδεμένων αντιπροσώπων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προβλεπόμενης χρήσης του/των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εντάσσεται στην εταιρική δομή της επιχείρησης επενδύσεων,

ε)

τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και

στ)

τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο του κράτους μέλους καταγωγής της, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα στο άλλο κράτος μέλος, και υπόκειται σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

3.   Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχείρησης επενδύσεων, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, εντός τριών μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 και ενημερώνει σχετικά την επιχείρηση επενδύσεων.

4.   Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η επιχείρηση επενδύσεων είναι μέλος σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

6.   Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.

7.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους καταγωγής για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και/ή δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και της διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχει λόγους να αμφιβάλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, εντός τριών μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα.

Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα υποκαταστήματα.

8.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το υποκατάστημα διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα εντός του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 14 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με τα μέτρα που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος υποδοχής κατ’ εφαρμογή τους όπου το επιτρέπει το άρθρο 24 παράγραφος 12.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το υποκατάστημα έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 14 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους όσον αφορά τις υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες που παρέχει στο έδαφός του το υποκατάστημα.

9.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι, αν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφός του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.

10.   Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει γραπτώς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.

11.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4, 7 και 10.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

12.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες διαβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4, 7 και 10.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 36

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων άλλων κρατών μελών οι οποίες έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό να έχουν το δικαίωμα να γίνουν μέλη των ρυθμιζόμενων αγορών που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους ή να έχουν πρόσβαση σε αυτές, με κάποιον από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστημάτων στα κράτη μέλη υποδοχής,

β)

αποκτώντας την ιδιότητα του εξ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης στο κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, εάν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς αυτής δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.

2.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν το δικαίωμα της παραγράφου 1 συμπληρωματικές κανονιστικές ή διοικητικές απαιτήσεις όσον αφορά τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 37

Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος εκκαθάρισης

1.   Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα κράτη μέλη απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων από άλλα κράτη μέλη να έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού στο έδαφός τους για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

Τα κράτη μέλη απαιτούν η άμεση ή έμμεση πρόσβαση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στα συστήματα αυτά να υπόκειται στα ίδια διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια χωρίς διακρίσεις όπως αυτά που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους. Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν τη χρήση των συστημάτων αυτών στην εκκαθάριση και το διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης στο έδαφός τους.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι ρυθμιζόμενες αγορές στο έδαφός τους να προσφέρουν σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα οι οποίες διενεργούνται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπάρχουν όσοι σύνδεσμοι και συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής απαιτούνται για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής,

β)

η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της ρυθμιζόμενης αγοράς αναγνωρίζει ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που επιλέγει η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η εν λόγω εκτίμηση της αρμόδιας αρχής της ρυθμιζόμενης αγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως εποπτών των συστημάτων διακανονισμού ή των άλλων εποπτικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς, ώστε να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας.

Άρθρο 38

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού ως προς τους ΠΜΔ

1.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση και/ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

2.   Η αρμόδια αρχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης και/ή συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 37 παράγραφος 2 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

Για να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που διαθέτουν αρμοδιότητα για τα εν λόγω συστήματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών

Τμήμα 1

Παροχή υπηρεσιών ή άσκηση δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος

Άρθρο 39

Εγκατάσταση υποκαταστήματος

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στο έδαφός τους επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II, να εγκαταστήσει για τον σκοπό αυτό υποκατάστημα στο έδαφός τους.

2.   Όταν κράτος μέλος απαιτεί από επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να προχωρήσει στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφός του να εγκαταστήσει υποκατάστημα, το υποκατάστημα λαμβάνει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεύεται στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας, με την οποία η αρμόδια αρχή έχει λάβει δεόντως υπόψη τυχόν συστάσεις της FATF για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,

β)

έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθεί το υποκατάστημα και της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ρυθμίσεις συνεργασίας σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών,

γ)

το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο,

δ)

ορίζονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1,

ε)

η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με το κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί το υποκατάστημα, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του ΟΟΣΑ σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών,

στ)

η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωρισθεί σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ.

3.   Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύει να εγκαταστήσει υποκατάστημα.

Άρθρο 40

Υποχρέωση ενημέρωσης

Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος ενός κράτους μέλους μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους, τα εξής:

α)

το όνομα της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα. Όταν για την εποπτεία είναι υπεύθυνες περισσότερες από μία αρχές, παρέχονται λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων,

β)

όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, έδρα και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και επιχειρησιακό πρόγραμμα με τις επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής οιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους,

γ)

τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει η τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 9 παράγραφος 1,

δ)

πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.

Άρθρο 41

Χορήγηση της άδειας λειτουργίας

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει ή σκοπεύει να εγκαταστήσει το υποκατάστημά της χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο όταν η αρμόδια αρχή έχει πειστεί:

α)

ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 39 και

β)

ότι το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, εάν της έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή όχι.

2.   Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 16 έως 20, στα άρθρα 23, 24, 25 και 27, στο άρθρο 28 παράγραφος 1 και στα άρθρα 30, 31 και 32 της παρούσας οδηγίας, όπως επίσης στα άρθρα 3 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή τους, και υπόκειται στην εποπτεία της αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος όπου χορηγείται η άδεια λειτουργίας.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις στην οργάνωση και τη λειτουργία των υποκαταστημάτων για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και δεν μεταχειρίζονται οποιοδήποτε υποκατάστημα επιχειρήσεων τρίτων χωρών ευνοϊκότερα από τις ενωσιακές επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 42

Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη υπό την έννοια του τμήματος II του παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ένωση, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας δυνάμει του άρθρου 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Η πρωτοβουλία των πελατών αυτών δεν δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος, στις περιπτώσεις που απαιτείται από το εθνικό δίκαιο να υπάρχει υποκατάστημα.

Τμήμα 2

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

Άρθρο 43

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

Η αρμόδια αρχή η οποία χορήγησε σε επιχείρηση τρίτης χώρας άδεια λειτουργίας βάσει του άρθρου 41, μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εάν η επιχείρηση:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο εξάμηνο, εκτός εάν στο δίκαιο του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια παύει να ισχύει,

β)

έλαβε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

δ)

έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας και εφαρμόζονται και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών,

ε)

εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο με το οποίο ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ

Άρθρο 44

Άδεια λειτουργίας και εφαρμοστέο δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς μόνο σε συστήματα που συνάδουν με τον παρόντα τίτλο.

Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς χορηγείται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πειστεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις του παρόντος τίτλου.

Προκειμένου περί ρυθμιζόμενης αγοράς που αποτελεί νομικό πρόσωπο και που τη διαχειρίζεται ή την εκμεταλλεύεται διαχειριστής αγοράς άλλος από την ίδια τη ρυθμιζόμενη αγορά, τα κράτη μέλη ορίζουν τον τρόπο επιμερισμού των διαφόρων υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία στον διαχειριστή αγοράς, μεταξύ της ρυθμιζόμενης αγοράς και του διαχειριστή αγοράς.

Ο διαχειριστής αγοράς παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων στο οποίο περιγράφονται μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπουμένων επιχειρηματικών πράξεων και η οργανωτική δομή, οι οποίες είναι αναγκαίες για να πειστεί η αρμόδια αρχή ότι η ρυθμιζόμενη αγορά έχει θεσπίσει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος τίτλου.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν να ασκεί ο διαχειριστής αγοράς τα καθήκοντά του σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τακτικά τη συμμόρφωση των ρυθμιζόμενων αγορών προς τον παρόντα τίτλο. Διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο διαχειριστής αγοράς να είναι υπεύθυνος να εξασφαλίζει ότι η ρυθμιζόμενη αγορά την οποία διαχειρίζεται πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος τίτλου.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν επίσης ότι ο διαχειριστής αγοράς δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στη ρυθμιζόμενη αγορά την οποία διαχειρίζεται βάσει της παρούσας οδηγίας.

4.   Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή της οδηγίας 2014/57/ΕΕ, το δημόσιο δίκαιο που διέπει τις συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιούνται στα πλαίσια των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς είναι εκείνο του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς.

5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά, αν η δικαιούχος:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,

β)

απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

δ)

έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ε)

εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η εθνική νομοθεσία προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

6.   Κάθε ανάκληση άδειας κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 45

Απαιτήσεις που αφορούν το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου κάθε διαχειριστή αγοράς να έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα πείρας.

2.   Τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν ιδίως να τηρούν τα εξής:

α)

Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου αφιερώνουν ικανό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του διαχειριστή αγοράς. Για τον αριθμό των θέσεων μέλους του ΔΣ τις οποίες μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού οργάνου, σε οιαδήποτε νομική οντότητα, λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες περιστάσεις και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς.

Τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαχειριστών αγοράς που είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης, φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, εκτός από εκείνα που εκπροσωπούν το κράτος μέλος, δεν κατέχουν ταυτόχρονα θέσεις πέραν ενός από τους ακόλουθους συνδυασμούς θέσεων:

i)

μία θέση εκτελεστικού μέλους ΔΣ και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ,

ii)

τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ.

Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ μέσα στον ίδιο όμιλο ή σε επιχειρήσεις στις οποίες ο διαχειριστής αγοράς έχει ειδική συμμετοχή θεωρούνται ως μία θέση μέλους ΔΣ.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρέχουν άδεια σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μία πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τακτικά την ΕΑΚΑΑ για την παροχή τέτοιων αδειών.

Οι θέσεις μέλους ΔΣ σε οργανισμούς που δεν επιδιώκουν κατά κύριο λόγο εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τον περιορισμό του αριθμού θέσεων μέλους που μπορεί να κατέχει μέλος διοικητικού οργάνου.

β)

Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του διαχειριστή αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των βασικών κινδύνων.

γ)

Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί αποτελεσματικά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται, και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων.

3.   Οι διαχειριστές αγοράς διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και χρηματικούς πόρους για τον ορισμό και εκπαίδευση μελών του διοικητικού οργάνου.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διαχειριστές αγοράς που είναι σημαντικοί από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους θεσπίζουν επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στον εν λόγω διαχειριστή αγοράς.

Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων πράττει τα εξής:

α)

εντοπίζει και προτείνει, προς έγκριση από το διοικητικό όργανο ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη των θέσεων του διοικητικού οργάνου. Για αυτόν το σκοπό, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων αξιολογεί συνδυαστικά την επάρκεια των γνώσεων, των δεξιοτήτων, της διαφοροποίησης και της πείρας των μελών του διοικητικού οργάνου. Περαιτέρω, η επιτροπή συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον αναμενόμενο χρόνο απασχόλησης. Επιπλέον, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων θέτει τον στόχο όσον αφορά στην εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο, και επεξεργάζεται πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός,

β)

αξιολογεί κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού οργάνου, και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο σχετικά με τυχόν μεταβολές,

γ)

αξιολογεί κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα των μεμονωμένων μελών του διοικητικού οργάνου και του διοικητικού οργάνου ως συνόλου, και ενημερώνει το διοικητικό όργανο σχετικά,

δ)

επανεξετάζει κατά περιόδους την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό όργανο για την επιλογή και τον διορισμό ανώτερων στελεχών, και κάνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο.

Η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό όργανο δεν κυριαρχείται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που να θίγει τα συμφέροντα του διαχειριστή αγοράς στο σύνολό του.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή αξιολόγησης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μορφή πηγών κρίνει κατάλληλη, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων.

Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του εθνικού δικαίου, το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οιουδήποτε εκ των μελών του, η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.

5.   Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τους διαχειριστές αγοράς και τις αντίστοιχες επιτροπές αξιολόγησης υποψηφίων να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στο διοικητικό όργανο και να εφαρμόζουν προς τον σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί τη διαφοροποίηση στο διοικητικό όργανο.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο ενός διαχειριστή αγοράς ορίζει και εποπτεύει την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση ενός οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον οργανισμό και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το διοικητικό όργανο να παρακολουθεί και να αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του διαχειριστή αγοράς και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.

Τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

7.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας αν δεν έχει πειστεί ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή αγοράς διαθέτουν την απαιτούμενη φήμη, έχουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα, και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή αν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση και την επαρκή εξέταση της ακεραιότητα της αγοράς

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας σε ρυθμιζόμενη αγορά, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία τεκμαίρεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

8.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από το διαχειριστή αγοράς να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού του οργάνου και κάθε μεταβολή των μελών του, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του διαχειριστή αγοράς με τις παραγράφους 1 έως 5.

9.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κατωτέρω:

α)

την έννοια της αφιέρωσης επαρκούς χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς,

β)

την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και πείρας σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β),

γ)

τις έννοιες της ειλικρίνειας, της ακεραιότητας και της ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ),

δ)

την έννοια των επαρκών ανθρώπινων και χρηματικών πόρων που αφιερώνονται για τον ορισμό και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 3,

ε)

την έννοια της διαφοροποίησης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει τις ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 46

Προϋποθέσεις σχετικές με τα πρόσωπα που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν να είναι κατάλληλα τα πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκήσουν, άμεσα ή έμμεσα, ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, ο διαχειριστής αγοράς της ρυθμιζόμενης αγοράς:

α)

να παρέχει στην αρμόδια αρχή και να ανακοινώνει στο κοινό πληροφορίες σχετικά με την ιδιοκτησία της ρυθμιζόμενης αγοράς και/ή του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διαχείρισή της,

β)

να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή και να ανακοινώνει στο κοινό κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς.

3.   Η αρμόδια αρχή αρνείται να εγκρίνει τις προτεινόμενες μεταβολές στα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο στη ρυθμιζόμενη αγορά και/ή στον διαχειριστή της εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι οι μεταβολές αυτές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς.

Άρθρο 47

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά:

α)

να διαθέτει μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που θα μπορούσε να συνεπάγεται για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή για τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες σε αυτήν, κάθε σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς, των ιδιοκτητών ή του διαχειριστή αγοράς της και της υγιούς λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, ιδίως αν αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων ενδέχεται να βλάψουν την επιτέλεση λειτουργιών που η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά,

β)

να έχει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών κινδύνων για τη λειτουργία της, και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,

γ)

να διαθέτει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,

δ)

να εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει διατυπώσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,

ε)

να διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων της,

στ)

να διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας της όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη.

2.   τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στους διαχειριστές αγοράς να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε καμιά από τις ρυθμιζόμενες αγορές που διαχειρίζονται.

Άρθρο 48

Ανθεκτικότητα των συστημάτων, μέτρα διακοπής διαπραγμάτευσης και ηλεκτρονική διαπραγμάτευση

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών είναι ανθεκτικά, έχουν επαρκή χωρητικότητα για την εξυπηρέτηση μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, μπορούν να διασφαλίσουν την εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών υπό ακραίες συνθήκες πίεσης στην αγορά, ελέγχονται πλήρως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων αυτών, και να διαθέτουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την αδιάλειπτη επιχειρησιακή λειτουργία που διασφαλίζουν τη συνέχιση των υπηρεσιών της σε περίπτωση αστοχίας των συστημάτων συναλλαγών.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει:

α)

γραπτές συμφωνίες με όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά,

β)

πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού επιχειρήσεων επενδύσεων στις συμφωνίες αυτές, οι οποίες απαιτούν την υποβολή σταθερών προσφορών σε ανταγωνιστικές τιμές έτσι ώστε να παρέχεται ρευστότητα σε τακτική και προβλέψιμη βάση, όπου ενδείκνυται τέτοια απαίτηση με βάση τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά.

3.   Η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καθορίζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με την παροχή ρευστότητας και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β),

β)

οποιαδήποτε κίνητρα με τη μορφή εκπτώσεων ή σε άλλη μορφή, που προσφέρει η ρυθμιζόμενη αγορά σε μια επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή ρευστότητας στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση και, όπου έχει εφαρμογή, οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απορρέουν για την επιχείρηση επενδύσεων από τη συμμετοχή της στο σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

Η ρυθμιζόμενη αγορά παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων προς τις απαιτήσεις των ανωτέρω δεσμευτικών γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με το περιεχόμενο της δεσμευτικής γραπτής συμφωνίας και παρέχει, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια αρχή κάθε περαιτέρω πληροφορία είναι απαραίτητη για να πειστεί η αρμόδια αρχή για τη συμμόρφωση της ρυθμιζόμενης αγοράς προς την παρούσα παράγραφο.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για την απόρριψη εντολών που υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών ή είναι σαφώς εσφαλμένες.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, μια ρυθμιζόμενη αγορά να είναι σε θέση να προβεί προσωρινά στη διακοπή ή τον περιορισμό της διαπραγμάτευσης σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά αυτή ή σε συναφή αγορά σε σύντομο χρονικό διάστημα και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, τροποποίηση ή διόρθωση οιασδήποτε συναλλαγής. Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να εξασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν προσαρμοστεί κατάλληλα, κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τα είδη των χρηστών και επαρκεί για την αποτροπή σημαντικών διαταράξεων στην εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί τις παραμέτρους για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης και οιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους στην αρμόδια αρχή με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο, και ότι η αρμόδια αρχή, με τη σειρά της, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά η οποία είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό προϊόν, όταν διακόπτει τη διαπραγμάτευση σε οιοδήποτε κράτος μέλος, ο εν λόγω τόπος διαπραγμάτευσης να διαθέτει τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν ότι θα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές προκειμένου οι τελευταίες να συντονίσουν την αντιμετώπιση για το σύνολο της αγοράς και να καθορίσουν κατά πόσον ενδείκνυται να διακόψουν τις συναλλαγές σε άλλους τόπους στους οποίους γίνεται διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου μέχρι να αρχίσει εκ νέου η διαπραγμάτευση στην αρχική αγορά.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, που περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες να εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες δοκιμαστικής λειτουργίας των αλγορίθμων και την παροχή περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των δοκιμών αυτών, οι οποίες να εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορούν να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά και να διαχειρίζονται τις συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών που ανακύπτουν από αυτά τα συστήματα κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών που μπορούν να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα, προς τις συναλλαγές, συστημάτων για την επιβράδυνση της ροής των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος, και συστημάτων για τον περιορισμό και την επιβολή του ελάχιστου βήματος τιμής στο οποίο μπορούν να εκτελεστούν οι συναλλαγές στην αγορά.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά που επιτρέπει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν την υπηρεσία αυτή μόνο αν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της παρούσας οδηγίας, ή πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί πρόσβαση, και ότι το μέλος ή ο συμμετέχων φέρει την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται μέσω της υπηρεσίας αυτής σε σχέση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν επίσης ότι η ρυθμιζόμενη αγορά ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους κινδύνου και τα όρια για τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης αυτής και μπορεί να διακρίνει τις εντολές ή τις συναλλαγές προσώπου που χρησιμοποιεί άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, και, όταν είναι αναγκαίο, να σταματάει την εισαγωγή τέτοιων εντολών ή τη διενέργεια τέτοιων συναλλαγών ξεχωριστά από άλλες εντολές ή συναλλαγές του μέλους ή του συμμετέχοντα.

Οι ρυθμιζόμενες αγορές διαθέτουν ρυθμίσεις για την αναστολή ή τη διακοπή της παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης από μέλος ή συμμετέχοντα σε πελάτη στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την παρούσα παράγραφο.

8.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να εξασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων είναι διαφανείς και δίκαιοι και δεν επιτρέπουν διακριτική μεταχείριση.

9.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να εξασφαλίζει ότι η διάρθρωση χρεώσεών της, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων εκτέλεσης, των παρεπόμενων χρεώσεων και τυχόν εκπτώσεων, είναι διαφανής και δίκαιη και δεν παρέχει διακρίσεις, καθώς και ότι δεν δημιουργεί κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για την εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή σε κατάχρηση αγοράς. Ιδίως, τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να επιβάλλει υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένες μετοχές ή σε κατάλληλο καλάθι μετοχών, σε αντάλλαγμα τυχόν εκπτώσεων που παρέχονται.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στη ρυθμιζόμενη αγορά να προσαρμόζει τις χρεώσεις της για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα παραμονής της εντολής, και να βαθμονομεί τις χρεώσεις της για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο εφαρμόζονται.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στη ρυθμιζόμενη αγορά να καθορίζει υψηλότερη χρέωση για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται από ό,τι για εντολή που εκτελείται, καθώς επίσης υψηλότερη χρέωση σε συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών προς εκτελεσμένες εντολές, και σε όσους εφαρμόζουν τεχνικές κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, προκειμένου να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση για τη χωρητικότητα του συστήματος.

10.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να είναι σε θέση να διακρίνει, μέσω επισήμανσης από μέλη ή συμμετέχοντες, τις εντολές που παράγονται μέσω συστημάτων για την κατάρτιση αλγοριθμικών συναλλαγών, τους διάφορους αλγόριθμους που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των εντολών, και τα σχετικά πρόσωπα που δίνουν τις εντολές αυτές. Αυτές οι πληροφορίες διατίθενται στις αρμόδιες αρχές κατόπιν αιτήματος.

11.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, οι ρυθμιζόμενες αγορές να παρέχουν στην αρμόδια αρχή στοιχεία σχετικά με το βιβλίο εντολών ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.

12.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζοντας τα εξής:

α)

τις απαιτήσεις για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας και της επαρκούς χωρητικότητας των συστημάτων συναλλαγών των ρυθμιζόμενων αγορών,

β)

τον λόγο που αναφέρεται στην παράγραφο 6, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η αξία των ανεκτέλεστων εντολών σε σχέση με την αξία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν,

γ)

τους ελέγχους σχετικά με την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι έλεγχοι που εφαρμόζονται στην απευθείας πρόσβαση είναι τουλάχιστον ισοδύναμοι με εκείνους που εφαρμόζονται για την άμεση πρόσβαση στην αγορά,

δ)

τις απαιτήσεις για την εξασφάλιση ότι οι υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων και η διάρθρωση χρεώσεων είναι δίκαιες και δεν επιτρέπουν διακρίσεις και ότι η διάρθρωση χρεώσεων δεν δημιουργεί κίνητρα για συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή κατάχρηση αγοράς,

ε)

τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες μια ρυθμιζόμενη αγορά είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο,

στ)

τις απαιτήσεις που διασφαλίζουν ότι τα πλαίσια ειδικής διαπραγμάτευσης είναι δίκαια και δεν επιτρέπουν διακρίσεις τις απαιτήσεις για τη θέσπιση ελάχιστων υποχρεώσεων ειδικής διαπραγμάτευσης τις οποίες πρέπει να προβλέπουν οι ρυθμιζόμενες αγορές όταν σχεδιάζουν πλαίσιο ειδικής διαπραγμάτευσης, και τους όρους υπό τους οποίους δεν ενδείκνυται η απαίτηση θέσπισης πλαισίου ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και αν η ρυθμιζόμενη αγορά προβλέπει ή επιτρέπει την κατάρτιση αλγοριθμικών συναλλαγών μέσω των συστημάτων της,

ζ)

τις απαιτήσεις για την εξασφάλιση της εφαρμογής κατάλληλων διαδικασιών δοκιμαστικής λειτουργίας, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, δεν μπορούν να προκαλέσουν ή να συμβάλουν σε συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών στην αγορά.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

13.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την κατάλληλη προσαρμογή των παραμέτρων για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης κατά την παράγραφο 5, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.

Άρθρο 49

Βήμα τιμής

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές να θεσπίσουν καθεστώτα βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία καταρτίζονται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με την παράγραφο 4.

2.   Τα καθεστώτα βήματος τιμής που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

βαθμονομούνται για να αντικατοπτρίζουν το προφίλ ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής προσφοράς-ζήτησης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να είναι αδικαιολόγητα υποχρεωτικός ο περαιτέρω περιορισμός του ανοίγματος τιμών,

β)

προσαρμόζουν το βήμα τιμής για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό του ελάχιστου βήματος τιμής ή των καθεστώτων βήματος τιμής για συγκεκριμένες μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα όπου κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, σύμφωνα με τους παράγοντες της παραγράφου 2 και τις τιμές, τα ανοίγματα τιμών και το βάθος της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των ελάχιστου βήματος τιμής ή των καθεστώτων βήματος τιμής για συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός εκείνων που απαριθμούνται στην παράγραφο 3, όπου κρίνεται απαραίτητο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, σύμφωνα με τους παράγοντες της παραγράφου 2 και τις τιμές, τα ανοίγματα τιμών και το βάθος της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 50

Συγχρονισμός των ρολογιών εργασίας

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης και τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς να συγχρονίσουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος.

2.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου προσδιορίζεται το επίπεδο ακριβείας του συγχρονισμού των ρολογιών αυτών σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 51

Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές να εφαρμόζουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.

Οι κανόνες αυτοί εξασφαλίζουν ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά επιδέχεται δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση και, προκειμένου, περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμο.

2.   Στην περίπτωση των παράγωγων προϊόντων, οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν ιδίως ότι οι όροι του συμβολαίου του παράγωγου προϊόντος επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.

3.   Εκτός από τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά να εισάγει και να διατηρεί αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν να εξακριβωθεί εάν οι εκδότες των εισαγόμενων προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά κινητών αξιών συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την αρχική, διαρκή ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση πληροφοριών.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά εισάγει μηχανισμούς που διευκολύνουν την πρόσβαση των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται βάσει του δικαίου της Ένωσης.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για τον τακτικό έλεγχο της συμμόρφωσης με τους όρους εισαγωγής των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισάγουν προς διαπραγμάτευση.

5.   Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των οικείων διατάξεων της οδηγίας 2003/71/ΕΚ. Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά για το γεγονός ότι οι τίτλοι του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τους τίτλους του χωρίς τη συγκατάθεσή του.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία:

α)

καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των διαφόρων κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη από τη ρυθμιζόμενη αγορά όταν αυτή εκτιμά εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο έχει εκδοθεί με τρόπο σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση στις διάφορες επιμέρους αγορές της,

β)

αποσαφηνίζονται οι μηχανισμοί που απαιτείται να εισαγάγει η ρυθμιζόμενη αγορά για να θεωρηθεί ότι έχει τηρήσει την υποχρέωσή της να εξακριβώσει εάν ο εκδότης κινητής αξίας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την αρχική, διαρκή και κατά περίπτωση δημοσιοποίηση των πληροφοριών,

γ)

αποσαφηνίζουν τους μηχανισμούς που πρέπει να εισαγάγει η ρυθμιζόμενη αγορά κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 για να διευκολύνει την πρόσβαση των μελών ή των συμμετεχόντων στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το δίκαιο της Ένωσης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 52

Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων σε ρυθμιζόμενη αγορά

1.   Με την επιφύλαξη του κατά το άρθρο 69 παράγραφος 2 δικαιώματος της αρμόδιας αρχής να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή την απόσυρση χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να αναστείλει τη διαπραγμάτευσης ή να αποσύρει από τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν συνάδει πλέον με τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς, εκτός εάν η αναστολή ή διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή αγοράς ο οποίος αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει χρηματοπιστωτικό να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει και τα παράγωγα όπως αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I τα οποία σχετίζονται ή τα οποία έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί την απόφασή του σχετικά με την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και κοινοποιεί στις σχετικές αποφάσεις στην αρμόδια αρχή του.

Η αρμόδια αρχή στης οποίας τη δικαιοδοσία δρομολογήθηκε η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή απαιτεί από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στη δικαιοδοσία της και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα όπως αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας τα οποία σχετίζονται ή τα οποία έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή ή διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Κάθε αρμόδια αρχή η οποία λαμβάνει την κοινοποίηση διαβιβάζει την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης αιτιολόγησης αν ελήφθη απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μην διαγραφεί το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα όπως αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I και τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Η αρμόδια αρχή αμέσως δημοσιοποιεί και κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, την απόφαση αυτή.

Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, που λαμβάνουν την κοινοποίηση, απαιτούν από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ, και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας τα οποία σχετίζονται ή έχουν ως σημείο αναφοράς το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή ή διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός αν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης όταν αίρεται η αναστολή από τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικού μέσου ή των παραγώγων όπως αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος I και τα οποία σχετίζονται ή αναφέρονται στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Η διαδικασία κοινοποίησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ισχύει επίσης στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή παραγώγων όπως αναφέρονται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I που σχετίζονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή αναφέρονται σε αυτό λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2 στοιχεία ιγ) και ιδ).

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναλογική εφαρμογή της υποχρέωσης αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής των παραγώγων αυτών, η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες η σύνδεση μεταξύ ενός παραγώγου που σχετίζεται με ή αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο, η διαπραγμάτευση του οποίου αναστέλλεται ή διαγράφεται, και του αρχικού χρηματοπιστωτικού μέσου, συνεπάγεται ότι η διαπραγμάτευση του παραγώγου πρέπει επίσης να ανασταλεί ή το παράγωγο να διαγραφεί προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τη μορφή και τον χρόνο των κοινοποιήσεων και των δημοσιοποιήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 σχετικά με τον καθορισμό των ειδικών συνθηκών που συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 53

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενη αγορά

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από ρυθμιζόμενη αγορά να θεσπίσει, να εφαρμόζει και να διατηρεί διαφανείς και άνευ διακρίσεων κανόνες, βασιζόμενους σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.

2.   Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν οι οποίες απορρέουν από:

α)

τις συστατικές και διοικητικές πράξεις της ρυθμιζόμενης αγοράς,

β)

τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές στην αγορά,

γ)

τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην αγορά,

δ)

τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 για τα πλην των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων μέλη ή συμμετέχοντες,

ε)

τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.

3.   Οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν να δέχονται ως μέλη ή συμμετέχοντες επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα με άδεια κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:

α)

επαρκώς καλή φήμη,

β)

επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας, γνώσεων και πείρας,

γ)

όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις,

δ)

επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως επιβάλει η ρυθμιζόμενη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου περί συναλλαγών που διενεργούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα μέλη και οι συμμετέχοντες δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28. Τα μέλη όμως της ρυθμιζόμενης αγοράς, ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν, τηρούν τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της ή τη συμμετοχή σε αυτήν προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.

6.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν, άνευ άλλης νομοθετικής ή διοικητικής προϋπόθεσης, στις ρυθμιζόμενες αγορές άλλων κρατών μελών να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στο έδαφός τους για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.

Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δημιουργήσει τα συστήματα. H αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος μέλος στο οποίο η ρυθμιζόμενη αγορά σκοπεύει να δημιουργήσει τα συστήματα. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς γνωστοποιεί, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής και χωρίς περιττή καθυστέρηση, την ταυτότητα των μελών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή των συμμετεχόντων σε αυτήν που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή αγοράς να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή της ρυθμιζόμενης αγοράς, σε τακτική βάση, τον κατάλογο των μελών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή των συμμετεχόντων σε αυτήν.

Άρθρο 54

Έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς και προς άλλες νόμιμες υποχρεώσεις

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, οι ρυθμιζόμενες αγορές να δημιουργούν και να διατηρούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων πόρων, για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών τους και των συμμετεχόντων με τους κανόνες τους. Οι ρυθμιζόμενες αγορές παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλουν, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που διενεργούν τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτές στο πλαίσιο των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζουν παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή ενέργειες που μπορεί να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους διαχειριστές αγοράς των ρυθμιζόμενων αγορών να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές τους σχετικά με σημαντικές περιπτώσεις παράβασης των κανόνων τους, με συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή με ενέργειες οι οποίες μπορεί να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο.

Οι αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων αγορών κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Όσον αφορά ενέργειες οι οποίες μπορούν να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει την πεποίθηση ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά προτού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές των υπόλοιπων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από τον διαχειριστή αγοράς να γνωστοποιεί χωρίς περιττή καθυστέρηση τις σχετικές πληροφορίες στην αρχή που είναι αρμόδια για τη διερεύνηση και τη δίωξη περιπτώσεων κατάχρησης αγοράς στη ρυθμιζόμενη αγορά, και να της παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς η οποία διαπράττεται στα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς ή μέσω αυτών.

4.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89, για τον προσδιορισμό των περιστάσεων οι οποίες επιβάλλουν την απαίτηση πληροφόρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 55

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.   Με την επιφύλαξη των τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τις ρυθμιζόμενες αγορές να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση και/ή τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχοντες στην αγορά στα πλαίσια των συστημάτων τους.

2.   Με την επιφύλαξη των Τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η αρμόδια αρχή ρυθμιζόμενης αγοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης και/ή συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 37 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

Για να μην υπάρχει περιττή επικάλυψη των ελέγχων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη/εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.

Άρθρο 56

Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών

Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων είναι κράτος μέλος καταγωγής και τον διαβιβάζει στα υπόλοιπα κράτη μέλη και στην ΕΑΚΑΑ. Παρόμοια διαβίβαση πραγματοποιείται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των ρυθμιζόμενων αγορών. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει τον μοναδικό κωδικό που έχει θεσπίσει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 6, όπου προσδιορίζονται οι ρυθμιζόμενες αγορές όσον αφορά τη χρήση στις εκθέσεις δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και του άρθρου 65 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 6, 10 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΟΡΙΑ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ, ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ

Άρθρο 57

Όρια θέσεων και έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ, ορίζουν και εφαρμόζουν όρια θέσης σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα όρια καθορίζονται με βάση όλες τις θέσεις που κατέχει ένα πρόσωπο και εκείνες που κατέχονται εξ ονόματός του σε συγκεντρωτικό επίπεδο ομίλου, προκειμένου:

α)

να αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς,

β)

να υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και της εξασφάλισης, ιδίως, της σύγκλισης των τιμών των παραγώγων κατά τον μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος.

Όρια θέσεων δεν εφαρμόζονται σε θέσεις που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή εξ ονόματός της και οι οποίες έχει διαπιστωθεί ποσοτικά με αντικειμενικό τρόπο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας.

2.   Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης την οποία μπορεί να κατέχει ορισμένο πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.

3.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μεθοδολογίας του υπολογισμού την οποία πρέπει να εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές για τον προσδιορισμό των ορίων θέσης επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα και των ορίων θέσης επί παραγώγων που λήγουν σε άλλο μήνα για παράγωγα επί εμπορευμάτων με φυσική παράδοση και με χρηματικό διακανονισμό, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του σχετικού παραγώγου. Στη μεθοδολογία του υπολογισμού λαμβάνονται υπόψη τουλάχιστον οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)

η διάρκεια των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων,

β)

η παραδοτέα ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος,

γ)

το σύνολο ανοικτών θέσεων για τη συγκεκριμένη σύμβαση και σύνολο ανοικτών θέσεων σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα με το ίδιο υποκείμενο εμπόρευμα,

δ)

η μεταβλητότητα των σχετικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων υποκατάστατων παραγώγων και των υποκείμενων αγορών εμπορευμάτων,

ε)

ο αριθμός και το μέγεθος των συμμετεχόντων στην αγορά,

στ)

τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων παραγωγής, κατανάλωσης και μεταφοράς στην αγορά,

ζ)

η ανάπτυξη νέων συμβάσεων.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη την εμπειρία σχετικά με τα όρια θέσεων των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και άλλων δικαιοδοσιών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η αρμόδια αρχή θέτει όρια για κάθε σύμβαση παραγώγου επί εμπορεύματος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 3. Το εν λόγω όριο θέσης ισχύει και για οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει τα όρια θέσης όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή στην παραδοτέα ποσότητα ή τις ανοικτές θέσεις ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στην αγορά, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοιχτών θέσεων από την αρμόδια αρχή, και αναπροσαρμόζει το όριο θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που αναπτύσσει η ΕΑΚΑΑ.

5.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα ακριβή όρια θέσης που προτίθενται να θέσουν σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που ορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 3. Εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα των ορίων θέσης με τους στόχους της παραγράφου 1 και τη μεθοδολογία υπολογισμού που ορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 3. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τη γνωμοδότηση στον ιστότοπό της. Η οικεία αρμόδια αρχή μεταβάλλει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ ή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν μια αρμόδια αρχή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους.

Όταν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι ένα όριο θέσης δεν είναι σύμφωνο με τη μεθοδολογία υπολογισμού της παραγράφου 3, λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρεί το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Όταν το ίδιο παράγωγο επί εμπορεύματος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών (η κεντρική αρμόδια αρχή) ορίζει το ενιαίο όριο θέσης που εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές με το συγκεκριμένο συμβόλαιο. Η κεντρική αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους το εν λόγω παράγωγο, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης. Οι αρμόδιες αρχές που διαφωνούν υποβάλλουν εγγράφως και λεπτομερώς όλους τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1. Η ΕΑΚΑΑ επιλύει τυχόν διαφορές που απορρέουν από διαφωνίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο των εξουσιών της που προβλέπονται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ίδιο παράγωγο εμπορεύματος και οι αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσεων στο εν λόγω παράγωγο εμπορεύματος συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής των σχετικών στοιχείων μεταξύ τους, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση και την επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης.

7.   Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί τουλάχιστον σε ετήσια βάση τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές έχουν εφαρμόσει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που ορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παραγράφου 3. Με τον τρόπο αυτό, η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει ότι τα ενιαία όρια θέσης εφαρμόζονται αποτελεσματικά στην ίδια σύμβαση ανεξάρτητα από τον τόπο διαπραγμάτευσής της σύμφωνα με την παράγραφο 6.

8.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες εξουσίες του τόπου διαπραγμάτευσης:

α)

να ελέγχει τις ανοικτές θέσεις των προσώπων,

β)

να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από πρόσωπα, σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικά με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν ρυθμίσεις εναρμόνισης, καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού στην υποκείμενη αγορά,

γ)

να απαιτεί από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, και να λαμβάνει μονομερώς τα ενδεδειγμένα μέτρα για να εξασφαλίζει το κλείσιμο ή τον περιορισμό της θέσης αν το οικείο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται και

δ)

να απαιτεί, όπου είναι σκόπιμο, από πρόσωπο να παρέχει ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο σε προσωρινή βάση με ρητή πρόθεση τον μετριασμό των επιπτώσεων μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.

9.   Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανείς και να μην εμπεριέχουν διακριτική μεταχείριση, να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση των συμβάσεων που υποβάλλονται προς διαπραγμάτευση σε αυτούς.

10.   Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τις λεπτομέρειες των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.

Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί τις ίδιες πληροφορίες, καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει ορίσει στην ΕΑΚΑΑ, η οποία δημοσιεύει και διατηρεί στον ιστότοπό της βάση δεδομένων με σύνοψη των ορίων θέσεων και των ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων.

11.   Τα όρια θέσεων της παραγράφου 1 επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιστ).

12.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τα κριτήρια και τις μεθόδους για τον προσδιορισμό του αν μια θέση μειώνει κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες,

β)

τις μεθόδους για τον προσδιορισμό του αν οι θέσεις ενός προσώπου πρέπει να αθροιστούν σε επίπεδο ομίλου,

γ)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του εάν μία σύμβαση αποτελεί σύμβαση εξωχρηματιστηριακού παραγώγου οικονομικά ισοδύναμη με συμβόλαιο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με τρόπο ώστε να διευκολύνεται η αναφορά θέσεων που έχουν αποκτηθεί σε ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων όπως ορίζεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2,

δ)

τους ορισμούς του ίδιου παραγώγου επί εμπορεύματος και των σημαντικών όγκων δυνάμει της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου,

ε)

τη μεθοδολογία για την άθροιση και τον συμψηφισμό θέσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και παραγώγων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε τόπους διαπραγμάτευσης, για τον καθορισμό της καθαρής θέσης για σκοπούς εκτίμησης της συμμόρφωσης προς τα όρια. Οι μεθοδολογίες αυτές καθορίζουν τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των θέσεων που μπορούν να συμψηφιστούν μεταξύ τους και δεν διευκολύνουν τη συγκέντρωση θέσεων κατά τρόπο ασύμβατο με τους στόχους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,

στ)

τη διαδικασία για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο τα πρόσωπα μπορούν να ζητούν την εξαίρεση δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και του τρόπου με τον οποίο η αρμόδια αρχή θα εγκρίνει τις αιτήσεις αυτές,

ζ)

τη μέθοδο υπολογισμού για τον προσδιορισμό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο λαμβάνει χώρα ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών σε παράγωγο επί εμπορεύματος, και των σημαντικών όγκων υπό την έννοια της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

13.   Οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλλουν όρια τα οποία είναι πιο περιοριστικά από αυτά που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εκτός ειδικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στο δικτυακό τους τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζουν να επιβάλουν, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στον δικτυακό τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων μπορούν να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Αν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο αυτών των έξι μηνών, λήγουν αυτόματα.

Όταν οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν να επιβάλουν περιοριστικότερα όρια θέσεων, το γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων. Η ΕΑΚΑΑ εντός 24 ωρών εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής περίπτωσης. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

Όταν μια αρμόδια αρχή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους.

14.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εξουσίες τους όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για

α)

θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που έχει θέσει η αρμόδια αρχή σε σχέση με συμβόλαια σε τόπους διαπραγμάτευσης που βρίσκονται ή ασκούν δραστηριότητα στο έδαφός τους ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων,

β)

θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 58

Αναφορά θέσης ανά κατηγορία κατόχου θέσης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης όπου αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους:

α)

δημοσιεύουν εβδομαδιαία έκθεση με τις συνολικές θέσεις ανά κατηγορία προσώπων για τα διάφορα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται, προσδιορίζοντας τον αριθμό θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπων, τις μεταβολές τους από την προηγούμενη έκθεση, το ποσοστό των συνολικών ανοιχτών θέσεων που αντιπροσωπεύει κάθε κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση σε κάθε κατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 4, και κοινοποιούν την έκθεση αυτή στην αρμόδια αρχή και στην ΕΑΚΑΑ· η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει κεντρικά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις αυτές,

β)

παρέχουν στην αρμόδια αρχή πλήρη ανάλυση των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών ή των συμμετεχόντων και των πελατών τους, στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση.

Η υποχρέωση που ορίζεται στο στοιχείο α) ισχύει μόνο όταν τόσο ο αριθμός των προσώπων όσο και οι ανοικτές θέσεις τους υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που συναλλάσσονται με παράγωγα εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους εκτός τόπου διαπραγμάτευσης παρέχουν, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους ή στην κεντρική αρμόδια αρχή όπου τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους, σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες, αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, καθώς και των θέσεων των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών μέχρι τον τελευταίο πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και, όπου έχει εφαρμογή, το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011.

3.   Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της τήρησης του άρθρου 57 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα μέλη ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ, ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς, και τους πελάτες των ΜΟΔ να αναφέρουν στην επιχείρηση επενδύσεων ή στον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τις οποίες κατέχουν στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, καθώς και τις θέσεις των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών έως τον τελικό πελάτη.

4.   Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις σε παράγωγο εμπορεύματος ή δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγά τους ταξινομούνται από την επιχείρηση επενδύσεων ή τον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και με βάση τυχόν ισχύουσα άδεια λειτουργίας, ως ένα από τα ακόλουθα:

α)

επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα,

β)

επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ, είτε ως εναλλακτικός διαχειριστής επενδυτικών κεφαλαίων όπως ορίζεται στην οδηγία 2011/61/ΕΕ,

γ)

άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών οργανισμών και οργανισμών αντασφάλισης όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ και ιδρύματα παροχής επαγγελματικών συντάξεων όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ,

δ)

εμπορικές επιχειρήσεις,

ε)

στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) καθορίζουν τον αριθμό των θετικών (long) και αρνητικών (short) θέσεων ανά κατηγορία προσώπου, τυχόν μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη αναφορά, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων ανά κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων σε κάθε κατηγορία.

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και οι καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διακρίνονται σε:

α)

θέσεις που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες και

β)

λοιπές θέσεις.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μορφής των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και οι καταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, η υποβολή εκθέσεων δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή αρμοδιότητα για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 89 για τον καθορισμό των ορίων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό αριθμό ανοιχτών θέσεων και το μέγεθός του, καθώς και τον συνολικό αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση.

7.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μέτρων τα οποία επιβάλλουν την αποστολή όλων των εκθέσεων του στοιχείου α) της παραγράφου 1 στην ΕΑΚΑΑ σε προκαθορισμένο χρόνο της εβδομάδας, για την κεντρική τους δημοσίευση από την ΕΑΚΑΑ.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1

Διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

Άρθρο 59

Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, η παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που αναφέρεται στο παράρτημα I, τμήμα Δ ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, να υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση άδειας σύμφωνα με το παρόν τμήμα. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης να παρέχει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων ενός Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξακρίβωσης της συμμόρφωσής τους με τον παρόντα τίτλο. Η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους.

3.   Τα κράτη μέλη εγγράφουν στο μητρώο όλους τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Το μητρώο είναι προσβάσιμο από το κοινό, και περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο με όλους τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στην Ένωση. Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο τον κατάλογο αυτό στον ιστότοπό της.

Όταν μια αρμόδια αρχή ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 62, η ανάκληση αυτή δημοσιεύεται στον κατάλογο για περίοδο πέντε ετών.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τακτικά τη συμμόρφωση των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων προς τον παρόντα τίτλο. Διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πληρούν ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας, που ορίζονται στον παρόντα τίτλο.

Άρθρο 60

Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής εξασφαλίζει ότι η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του.

2.   Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ένωση και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ένωση.

Άρθρο 61

Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας

1.   Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν έχει πειστεί πλήρως ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων στο οποίο καθορίζονται μεταξύ άλλων τα είδη των σχεδιαζόμενων δραστηριοτήτων και η οργανωτική δομή, για να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πειστεί ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

3.   Ο αιτών ενημερώνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει της παραγράφου 2, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

β)

τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 63 παράγραφος 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 63 παράγραφος 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 62

Ανάκληση αδειών

Η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, εάν ο πάροχος:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,

β)

έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ)

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια,

δ)

έχει παραβεί σοβαρά ή συστηματικά τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 63

Απαιτήσεις για το διοικητικό όργανο παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών όποτε αυτό είναι αναγκαίο και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί η λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση, όταν είναι αναγκαίο.

Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., του Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή του Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. συμπίπτουν με τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.

2.   Έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς ρόλους και καθήκοντα των εν λόγω μελών και την ανάγκη αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων ανάμεσα στα μέλη του διοικητικού οργάνου και τους χρήστες του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή όλα τα μέλη του οικείου διοικητικού οργάνου και κάθε μεταβολή στα μέλη του, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της οντότητας με την παράγραφο 1.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διαχείριση ενός οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον οργανισμό και της αποτροπής των συγκρούσεων συμφέροντος, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών του.

5.   Η αρμόδια αρχή αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας εάν δεν έχει πειστεί ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων κατέχουν καλή φήμη, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στο διοικητικό όργανο του παρόχου μπορεί να αποτελέσουν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών και την ακεραιότητα της αγοράς.

Τμήμα 2

Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.

Άρθρο 64

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 20 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον σε πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. να είναι σε θέση να διαδίδουν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που διευκολύνει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.

2.   Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από έναν Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον αναγνωριστικό κωδικό του χρηματοπιστωτικού μέσου,

β)

την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,

γ)

τον όγκο της συναλλαγής,

δ)

τη χρονική στιγμή της συναλλαγής,

ε)

τη χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,

στ)

την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,

ζ)

τον κωδικό του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, τον κωδικό «SI» αν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC»,

η)

αν έχει εφαρμογή, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε ειδικούς όρους.

3.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. να θεσπίσουν και να διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες. Ιδίως, ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις, εφαρμόζει δε και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

4.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. να διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, και την αποτροπή της διαρροής των πληροφοριών πριν τη δημοσίευση. Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να διατηρούν τις υπηρεσίες τους ανά πάσα στιγμή.

5.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. να διαθέτουν συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.

6.   Η ΕΑΚΑΑ συντάσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό κοινών μορφοτύπων, προτύπων και τεχνικών ρυθμίσεων που να διευκολύνουν την ενοποίηση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή αρμοδιότητα για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 89, όσον αφορά την αποσαφήνιση της έννοιας της εύλογης εμπορικής βάσης για τη δημοσίευση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αφορούν:

α)

τα μέσα με τα οποία οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. μπορούν να συμμορφώνονται με την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1,

β)

το περιεχόμενο των πληροφοριών που δημοσιεύονται βάσει της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 64,

γ)

τις συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3, 4 και 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 3

Όροι για τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

Άρθρο 65

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη συγκέντρωση των δημοσιευμένων πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

α)

αναγνωριστικό στοιχείο του χρηματοπιστωτικού μέσου,

β)

τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,

γ)

όγκος της συναλλαγής,

δ)

χρονική στιγμή της συναλλαγής,

ε)

χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,

στ)

ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,

ζ)

κωδικός του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, κωδικός «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά κωδικός «OTC»,

η)

όπου έχει εφαρμογή, προσδιορισμός του γεγονότος ότι υπολογιστικός αλγόριθμος στο εσωτερικό της επιχείρησης επενδύσεων είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση και την εκτέλεση της συναλλαγής,

θ)

αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους,

ι)

αν η υποχρέωση δημοσιοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 έχει αρθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) του εν λόγω κανονισμού, ένδειξη για το ποια από τις εξαιρέσεις αυτές είχε υπαχθεί η εν λόγω συναλλαγή.

Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφοτύπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

2.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για τη συγκέντρωση των δημοσιευμένων πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτή υπό εύλογους εμπορικούς όρους, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακόλουθων λεπτομερειών:

α)

αναγνωριστικό στοιχείο του χρηματοπιστωτικού μέσου,

β)

τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,

γ)

όγκος της συναλλαγής,

δ)

χρονική στιγμή της συναλλαγής,

ε)

χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,

στ)

ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,

ζ)

κωδικός του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή, κωδικός «SI» αν η συναλλαγή εκτελέστηκε μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, ή διαφορετικά κωδικός «OTC»,

η)

αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.

Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευσή τους από τον Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφότυπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.

3.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να διασφαλίζει ότι τα παρεχόμενα δεδομένα ενοποιούνται από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ, τους ΜΟΔ και τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καθορίζονται με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει της παραγράφου 8 στοιχείο γ).

4.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να θεσπίσουν και να διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ιδίως, ο διαχειριστής αγοράς ή ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, επεξεργάζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

5.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. να διατηρεί επαρκείς πόρους και να διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό προτύπων δεδομένων και μορφοτύπων για τις πληροφορίες προς δημοσίευση σύμφωνα με τα άρθρα 6, 10, 20 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπεριλαμβανομένων του αναγνωριστικού στοιχείου του χρηματοπιστωτικού μέσου, της τιμής, της ποσότητας, της χρονικής στιγμής, της ένδειξης συμβόλου τιμής, του αναγνωριστικού κωδικού του τόπου και ενδείξεων για τους συγκεκριμένους όρους στους οποίους υπόκεινται οι συναλλαγές, καθώς επίσης τεχνικές ρυθμίσεις προώθησης της αποτελεσματικής και συνεπούς διάδοσης των πληροφοριών με τρόπο που να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση και χρήση για τους συμμετέχοντες στην αγορά, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού πρόσθετων υπηρεσιών τις οποίες ο Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. θα μπορούσε να εκτελέσει, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της αγοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015 ως προς τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015 ως προς τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89, όσον αφορά την αποσαφήνιση της έννοιας των εύλογων εμπορικών όρων για την παροχή πρόσβασης σε ροές δεδομένων, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αφορούν:

α)

τα μέσα με τα οποία οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. μπορούν να συμμορφώνονται προς την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2,

β)

το περιεχόμενο των πληροφοριών που δημοσιεύονται βάσει των παραγράφων 1 και 2,

γ)

τα δεδομένα χρηματοπιστωτικών μέσων που πρέπει να παρέχονται στη ροή δεδομένων και, για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, τους τόπους διαπραγμάτευσης και τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. που πρέπει να περιληφθούν,

δ)

άλλα μέσα που να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που δημοσιεύονται από διαφορετικούς Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. είναι συνεπή, επιτρέπουν την πλήρη αποτύπωσή τους και την αντιστοίχιση τους, και της δυνατότητας διεξοδικής αντιστοίχισης και διασταύρωσης με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές, καθώς και είναι δυνατή η άθροισή τους σε επίπεδο Ένωσης,

ε)

τις συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 4 και 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 4

Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.

Άρθρο 66

Οργανωτικές απαιτήσεις

1.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί να διαθέτει ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. κατάλληλες πολιτικές και ρυθμίσεις για την υποβολή των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται εκείνης κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. να θεσπίσουν και να διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες τους. Ιδίως, ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις, και εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.

3.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. να διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, διατηρώντας πάντοτε την εμπιστευτικότητα των στοιχείων. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. να διατηρούν επαρκείς πόρους και να διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να διατηρούν τις υπηρεσίες τους ανά πάσα στιγμή.

4.   Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί, οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. να διαθέτουν συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα που προκαλούνται από την επιχείρηση επενδύσεων και, όπου υπάρχουν τέτοια σφάλματα ή παραλείψεις, να κοινοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων τις σχετικές λεπτομέρειες για τα σφάλματα ή τις παραλείψεις και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.

Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί επίσης οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. να διαθέτουν συστήματα που να τους επιτρέπουν να εντοπίζουν σφάλματα ή παραλείψεις που προκαλούνται από τους ίδιους τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. και να μπορούν οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. να διορθώνουν και να διαβιβάζουν ή να διαβιβάζουν νέου, ανάλογα με την περίπτωση, ορθές και πλήρεις εκθέσεις συναλλαγών στην αρμόδια αρχή.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αφορούν:

α)

τα μέσα με τα οποία οι Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. μπορούν να συμμορφώνονται προς την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, και

β)

τις συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Ορισμός, εξουσίες και διαδικασίες προσφυγής

Άρθρο 67

Ορισμός των αρμόδιων αρχών

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρμόδιες αρχές οι οποίες θα ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διάφορες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την άσκηση ενός εκάστου από τα καθήκοντα αυτά, καθώς και τυχόν κατανομή των εν λόγω καθηκόντων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές της παραγράφου 1 είναι δημόσιες αρχές, με την επιφύλαξη της ανάθεσης των καθηκόντων τους σε άλλες οντότητες στις περιπτώσεις στις οποίες αυτό προβλέπεται ρητά στο άρθρο 29 παράγραφος 4.

Κάθε ανάθεση καθηκόντων σε οντότητες πέραν των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν πρέπει να συνεπάγεται ούτε την άσκηση δημόσιας εξουσίας, ούτε τη χρήση διακριτικής ευχέρειας κατά την εκτίμηση. Τα κράτη μέλη απαιτούν, πριν από την ανάθεση οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι η οντότητα στην οποία θα ανατεθούν τα καθήκοντα έχει τις αναγκαίες ικανότητες και μέσα για την αποτελεσματική εκπλήρωση όλων των καθηκόντων της και ότι η ανάθεση χωρεί μόνον εφόσον έχει θεσπισθεί ένα σαφώς ορισμένο και τεκμηριωμένο πλαίσιο για την άσκηση των ανατιθέμενων καθηκόντων, το οποίο ορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται και τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να εκτελεστούν. Στους εν λόγω όρους περιλαμβάνεται ρήτρα με την οποία η οντότητα αυτή υποχρεούται να ενεργεί και να οργανώνεται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων και οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατά την εκπλήρωση των ανατιθέμενων καθηκόντων να μην χρησιμοποιούνται κατά τρόπο αθέμιτο ή για την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού. Την τελική ευθύνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία και τα μέτρα της εφαρμογής φέρουν η αρμόδια αρχή ή οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά την ανάθεση καθηκόντων, καθώς και τους ακριβείς όρους που διέπουν την εν λόγω ανάθεση.

3.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 68

Συνεργασία μεταξύ αρχών στο ίδιο κράτος μέλος

Αν κράτος μέλος ορίζει περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή μιας διάταξης της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμοδιότητες εκάστης αρχής προσδιορίζονται σαφώς και αυτές συνεργάζονται στενά.

Κάθε κράτος μέλος απαιτεί να υπάρχει επίσης στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των αρμόδιων αρχών στο ίδιο κράτος μέλος για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ΟΣΕΚΑ, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους.

Άρθρο 69

Εποπτικές εξουσίες

1.   Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών έρευνας και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες:

α)

να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οποιαδήποτε μορφή που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι μπορεί να είναι συναφές με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους, και να λαμβάνουν αντίγραφό του,

β)

να ζητούν ή να απαιτούν την παροχή πληροφοριών από οιοδήποτε πρόσωπο και, εάν απαιτείται, να καλούν και να θέτουν ερωτήματα σε κάποιο πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες,

γ)

να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες,

δ)

να απαιτούν τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχει επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ε)

να ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή αμφότερα,

στ)

να απαιτούν την προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας,

ζ)

να απαιτούν πληροφορίες από τους ελεγκτές λογαριασμών των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ρυθμιζόμενων αγορών και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων,

η)

να παραπέμπουν θέματα με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης,

θ)

να αναθέτουν σε λογιστές ή εμπειρογνώμονες να διενεργούν εξακριβώσεις ή έρευνες,

ι)

να απαιτούν ή να ζητούν την παροχή πληροφοριών συμπεριλαμβανομένης και κάθε σχετικής τεκμηρίωσης από οιονδήποτε σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό θέσης ή ανοίγματος που δημιουργήθηκε μέσω παράγωγου επί εμπορευμάτων, και για κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού στην υποκείμενη αγορά,

ια)

να απαιτούν την προσωρινή ή οριστική διακοπή κάθε πρακτικής ή συμπεριφοράς που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι είναι αντίθετη με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να προλαμβάνουν την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς,

ιβ)

να λαμβάνουν κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα για τα οποία ισχύει η παρούσα οδηγία ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις εκ του νόμου απαιτήσεις,

ιγ)

να ζητήσουν την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου,

ιδ)

να ζητούν την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο συναλλαγών,

ιε)

να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή ενός ανοίγματος,

ιστ)

να περιορίζουν τη δυνατότητα οιοδήποτε προσώπου να διενεργεί συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το άρθρο 57 της παρούσας οδηγίας,

ιζ)

να εκδίδουν δημόσιες ανακοινώσεις,

ιη)

να ζητούν, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στις περιπτώσεις που υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι σχετικά με την έρευνα σχετικά με παραβάσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

ιθ)

να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 40, 41 ή 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

κ)

να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο προς το άρθρο 16 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας,

κα)

να απαιτούν την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς.

Έως τις 3 Ιουλίου 2016 τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των παραγράφων 1 και 2 στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ. Κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ύπαρξη μηχανισμών που εξασφαλίζουν την καταβολή αποζημίωσης ή τη λήψη άλλων επανορθωτικών μέτρων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, για οποιαδήποτε χρηματοοικονομική ζημία ή άλλη βλάβη λόγω παράβασης της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 70

Κυρώσεις για παραβάσεις

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 69, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες και διασφαλίζουν ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και να λαμβάνουν μέτρα για κάθε παράβαση της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι εν λόγω κυρώσεις και μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, και να εφαρμόζονται ακόμα και για παραβάσεις που δεν αναφέρονται ρητά στις παραγράφους 3, 4 και 5.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας.

Έως τις 3 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών διατάξεων ποινικού δικαίου. Κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, είναι δυνατόν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία για τομείς που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, στα μέλη του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων και του διαχειριστή αγοράς και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ευθύνεται για παράβαση βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παράβαση τουλάχιστον μιας από τις ακόλουθες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρείται παράβαση της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

α)

στην παρούσα οδηγία:

i)

άρθρο 8 στοιχείο β),

ii)

άρθρο 9 παράγραφοι 1 έως 6,

iii)

άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3,

iv)

άρθρο 16 παράγραφοι 1 έως 11,

v)

άρθρο 17 παράγραφοι 1 έως 6,

vi)

άρθρο 18 παράγραφοι 1 έως 9 και άρθρο 18 παράγραφος 10 πρώτη περίοδος,

vii)

άρθρα 19 και 20,

viii)

άρθρο 21 παράγραφος 1,

ix)

άρθρο 23 παράγραφοι 1, 2 και 3,

x)

άρθρο 24 παράγραφοι 1 έως 5, άρθρο 24 παράγραφοι 7 έως 10 και άρθρο 24 παράγραφος 11 πρώτο και δεύτερο εδάφιο,

xi)

άρθρο 25 παράγραφοι 1 έως 6,

xii)

άρθρο 26 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος και άρθρο 26 παράγραφοι 2 και 3,

xiii)

άρθρο 27 παράγραφοι 1 έως 8,

xiv)

άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2,

xv)

άρθρο 29 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, άρθρο 29 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, άρθρο 29 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος, άρθρο 29 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο και άρθρο 29 παράγραφος 5,

xvi)

άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και άρθρο 30 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος,

xvii)

άρθρο 31 παράγραφος 1, άρθρο 31 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και άρθρο 31 παράγραφος 3,

xviii)

άρθρο 32 παράγραφος 1 και άρθρο 32 παράγραφος 2 πρώτο, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο,

xix)

άρθρο 33 παράγραφος 3,

xx)

άρθρο 34 παράγραφος 2, άρθρο 34 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος, άρθρο 34 παράγραφος 5 πρώτη περίοδος και άρθρο 34 παράγραφος 7 πρώτη περίοδος,

xxi)

άρθρο 35 παράγραφος 2, άρθρο 35 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο και άρθρο 35 παράγραφος 10 πρώτη περίοδος,

xxii)

άρθρο 36 παράγραφος 1,

xxiii)

άρθρο 37 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 37 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος και άρθρο 37 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

xxiv)

άρθρο 44 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο, άρθρο 44 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος, άρθρο 44 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο και άρθρο 44 παράγραφος 5 στοιχείο β),

xxv)

άρθρο 45 παράγραφοι 1 έως 6 και άρθρο 45 παράγραφος 8,

xxvi)

άρθρο 46 παράγραφος 1 και άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β),

xxvii)

άρθρο 47,

xxviii)

άρθρο 48 παράγραφοι 1 έως 11,

xxix)

άρθρο 49 παράγραφος 1,

xxx)

άρθρο 50 παράγραφος 1,

xxxi)

άρθρο 51 παράγραφοι 1 έως 4 και άρθρο 51 παράγραφος 5 δεύτερη περίοδος,

xxxii)

άρθρο 52 παράγραφος 1 και άρθρο 52 παράγραφος 2 πρώτο, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο,

xxxiii)

άρθρο 53 παράγραφοι 1, 2 και 3, άρθρο 53 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος και άρθρο 53 παράγραφος 7,

xxxiv)

άρθρο 54 παράγραφος 1, άρθρο 54 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και άρθρο 54 παράγραφος 3,

xxxv)

άρθρο 57 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 57 παράγραφος 8 και άρθρο 57 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο,

xxxvi)

άρθρο 58 παράγραφοι 1 έως 4,

xxxvii)

άρθρο 63 παράγραφοι 1, 3 και 4,

xxxviii)

άρθρο 64 παράγραφοι 1 έως 5,

xxxix)

άρθρο 65 παράγραφοι 1 έως 5,

xxxx)

άρθρο 66 παράγραφοι 1 έως 4 και

β)

στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

i)

άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 3,

ii)

άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,

iii)

άρθρο 6,

iv)

άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο πρώτη περίοδος,

v)

άρθρο 8 παράγραφοι 1, 3 και 4,

vi)

άρθρο 10,

vii)

άρθρο 11 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο πρώτη περίοδος και άρθρο 11 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

viii)

άρθρο 12 παράγραφος 1,

ix)

άρθρο 13 παράγραφος 1,

x)

άρθρο 14 παράγραφος 1, άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος και άρθρο 14 παράγραφος 3 δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίοδος,

xi)

άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη και τρίτη περίοδος, άρθρο 15 παράγραφος 2 και άρθρο 15 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος,

xii)

άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος,

xiii)

άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 18 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος, άρθρο 18 παράγραφος 5 πρώτη περίοδος, άρθρο 18 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο και άρθρο 18 παράγραφοι 8 και 9,

xiv)

άρθρο 20 παράγραφος 1 και άρθρο 20 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος,

xv)

άρθρο 21 παράγραφοι 1, 2 και 3,

xvi)

άρθρο 22 παράγραφος 2,

xvii)

άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 2,

xviii)

άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2,

xix)

άρθρο 26 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 26 παράγραφοι 2 έως 5, άρθρο 26 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο, άρθρο 26 παράγραφος 7 πρώτο έως πέμπτο εδάφιο και άρθρο 26 παράγραφος 7 όγδοο εδάφιο,

xx)

άρθρο 27 παράγραφος 1,

xxi)

άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 28 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

xxii)

άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 2,

xxiii)

άρθρο 30 παράγραφος 1,

xxiv)

άρθρο 31 παράγραφοι 2 και 3,

xxv)

άρθρο 35 παράγραφοι 1, 2 και 3,

xxvi)

άρθρο 36 παράγραφοι 1, 2 και 3,

xxvii)

άρθρο 37 παράγραφοι 1 και 3,

xxviii)

άρθρα 40, 41 και 42.

4.   Επίσης θεωρείται παράβαση της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων χωρίς την απαραίτητη άδεια ή έγκριση σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

α)

άρθρο 5 ή άρθρο 6 παράγραφος 2 ή άρθρα 34, 35, 39, 44 ή 59 της παρούσας οδηγίας ή

β)

άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος ή άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

5.   Η μη συνεργασία ή συμμόρφωση σε έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 69 θεωρείται επίσης παράβαση της οδηγίας.

6.   Στις περιπτώσεις των παραβάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 5, τα κράτη μέλη προβλέπουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να θεσπίζουν και να επιβάλλουν τουλάχιστον τις εξής διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:

α)

δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παραβίασης σύμφωνα με το άρθρο 71,

β)

εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει,

γ)

στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ, ρυθμιζόμενης αγοράς, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8, 43 και 65,

δ)

προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την άσκηση καθηκόντων διαχείρισης σε επιχειρήσεις επενδύσεων,

ε)

προσωρινή απαγόρευση οποιασδήποτε επιχείρησης επενδύσεων που είναι μέλος ή συμμετέχει σε ρυθμιζόμενες αγορές ή ΠΜΔ ή οποιουδήποτε πελάτη σε ΜΟΔ,

στ)

όσον αφορά νομικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τουλάχιστον 5 000 000 EUR, ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα στις 2 Ιουλίου 2014, ή έως 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών θεωρείται ότι είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εσόδων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές νομοθετικές πράξεις με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης,

ζ)

όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τουλάχιστον 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 2 Ιουλίου 2014,

η)

ανώτατα διοικητικά πρόστιμα τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία στ) και ζ).

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν είδη κυρώσεων, επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 6, ή να επιβάλλουν πρόστιμα που υπερβαίνουν τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία στ), ζ) και η) της παραγράφου 6.

Άρθρο 71

Δημοσιοποίηση αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να αναρτούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στους επίσημους ιστοτόπους τους κάθε απόφαση σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μετά την ενημέρωση του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση σχετικά με τη συγκεκριμένη απόφαση. Η ανάρτηση περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία για το είδος και τον χαρακτήρα της παράβασης και την ταυτότητα των υπαιτίων. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει για τις αποφάσεις για την επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

Ωστόσο, αν η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων κρίνεται από την αρμόδια αρχή δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διεξαγόμενη έρευνα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές πράττουν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α)

καθυστερούν τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση,

β)

δημοσιεύουν την απόφαση για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, αν η ανώνυμη αυτή δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)

δεν δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσίευση της κυρώσεως ή μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση.

2.   Στην περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής κύρωσης ή μέτρου ενώπιον των οικείων δικαστικών ή άλλων αρχών, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης άμεσα στον επίσημο ιστότοπό τους τα στοιχεία αυτά και τυχόν επακόλουθα στοιχεία σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση περί επιβολής κυρώσεως ή μέτρου.

3.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο ιστότοπό τους τουλάχιστον για διάστημα πέντε ετών από τη δημοσίευση. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο της αρμόδιας αρχής μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προσφυγών και της έκβασής τους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσιτή μόνο στις αρμόδιες αρχές και ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και τα μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για διοικητικά μέτρα διερευνητικής φύσης. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με το άρθρο 70, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

5.   Όποτε η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις ή ποινικές κυρώσεις, αναφέρει παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.

6.   Όταν μια δημοσιευθείσα ποινική ή διοικητική κύρωση αφορά επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς, πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες, ή υποκατάστημα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που διαθέτουν άδεια λειτουργίας δυνάμει της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει στο αντίστοιχο μητρώο αναφορά στη δημοσιευθείσα κύρωση.

7.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες και τις μορφές υποβολής των πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 72

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και των εξουσιών επιβολής κυρώσεων

1.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 69 και τις εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 70 σύμφωνα με τα εθνικά νομικά τους πλαίσια:

α)

άμεσα,

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές,

γ)

υπό την ευθύνη τους αλλά με ανάθεση σε οντότητες στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες βάσει του άρθρου 67 παράγραφος 2 ή

δ)

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου μιας διοικητικής κύρωσης ή την επιβολή ενός μέτρου στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών επιβολής κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 70, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο:

α)

της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης,

β)

του βαθμού ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

γ)

της οικονομικής ισχύος του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του υπαίτιου φυσικού προσώπου,

δ)

της σημασίας των κερδών που αποκομίστηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,

ε)

των ζημιών τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,

στ)

του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης της παραίτησης από αποκτηθέντα κέρδη ή αποφευχθείσες ζημίες,

ζ)

προηγούμενων παραβάσεων του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη άλλους παράγοντες, επιπλέον των αναφερομένων στο πρώτο εδάφιο, κατά τον προσδιορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και μέτρων.

Άρθρο 73

Καταγγελίες παραβάσεων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που καθιστούν δυνατή την καταγγελία στις αρμόδιες αρχές, ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Οι μηχανισμοί του πρώτου εδαφίου περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή καταγγελιών για ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω καταγγελίες,

β)

κατάλληλη προστασία για εργαζομένους χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης,

γ)

προστασία της ταυτότητας τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σε όλα τα στάδια των διαδικασιών, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται από την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω έρευνας ή μεταγενέστερων δικαστικών διαδικασιών.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τους διαχειριστές αγοράς, τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου οι εργαζόμενοί τους να μπορούν να καταγγέλλουν εσωτερικά ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις, μέσω ειδικού ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Άρθρο 74

Δικαίωμα προσφυγής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ισχύει επίσης εάν δεν ληφθεί απόφαση, σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι μηνών από την υποβολή της.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ένας ή περισσότεροι από τους ακόλουθους φορείς, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, μπορούν, προς το συμφέρον των καταναλωτών και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να προσφύγουν επίσης στα δικαστήρια ή στους αρμόδιους διοικητικούς φορείς προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α)

δημόσιοι φορείς ή εκπρόσωποί τους,

β)

οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών,

γ)

επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργούν για την προστασία των μελών τους.

Άρθρο 75

Εξωδικαστική επίλυση των διαφορών για τους καταναλωτές

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη θέσπιση αποδοτικών και αποτελεσματικών διαδικασιών υποβολής καταγγελιών και προσφυγής για την εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών που αφορούν την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων, με τη χρησιμοποίηση υφιστάμενων φορέων όταν συντρέχει η περίπτωση. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν περαιτέρω ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσχωρούν σε έναν ή περισσότερους από τους φορείς αυτούς, που εφαρμόζουν τις εν λόγω διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγής.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω φορείς συνεργάζονται ενεργά με τους ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τις διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγής κατά την παράγραφο 1 που είναι ενεργές στο σχετικό δίκαιό τους.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών.

Άρθρο 76

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβασθεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 67 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων επενδύσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που προβλέπονται στο εθνικό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

3.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλει το εθνικό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμοδίων αρχών που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμόδιων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για τον σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες και/ή στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Ωστόσο, εφόσον η αρμόδια αρχή ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες συγκατατίθεται, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.

4.   Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπει το παρόν άρθρο. Ωστόσο, το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με άλλες οδηγίες ή κανονισμούς που εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, ΟΣΕΚΑ, ΟΕΕ, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ρυθμιζόμενες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ΚΑΤ ή, διαφορετικά, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή φορέα ή φυσικού ή νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.

5.   Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 77

Σχέσεις με ελεγκτές

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι κάθε πρόσωπο που έχει λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (49), το οποίο εκτελεί σε επιχείρηση επενδύσεων, ρυθμιζόμενη αγορά ή πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων τα καθήκοντα του άρθρου 34 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή στο άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή οποιαδήποτε άλλη εκ του νόμου προβλεπόμενη αποστολή, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως στις αρμόδιες αρχές κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με την εν λόγω επιχείρηση της οποίας έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και η οποία ενδέχεται:

α)

να συνιστά σοβαρή παραβίαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων,

β)

να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχεια της λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων,

γ)

να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

Το πρόσωπο αυτό υποχρεούται επίσης να αναφέρει τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με επιχείρηση επενδύσεων στην οποία επιτελεί επίσης ελεγκτική αποστολή.

2.   Η καλόπιστη αναφορά στις αρμόδιες αρχές, από πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή κανονιστικών περιοριστικών διατάξεων των σχετικών με αποκάλυψη πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

Άρθρο 78

Προστασία δεδομένων

Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών εξουσιών, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία πραγματοποιείται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 όπου έχει εφαρμογή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την ΕΑΚΑΑ

Άρθρο 79

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 είτε στην εθνική νομοθεσία.

Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με το άρθρο 70, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με ποινικές έρευνες ή διαδικασίες που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις της παρούσα οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και τις θέτουν στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της ανάκτησης των προστίμων.

Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών τα κράτη μέλη καθορίζουν μία μόνο αρμόδια αρχή ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη τα ονόματα των αρχών που έχουν οριστεί να παραλαμβάνουν αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο αυτών των αρχών.

2.   Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και όταν η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παραβίαση των κανόνων που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος.

4.   Εάν αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει τη γνωστοποίηση προβαίνει στις δέουσες ενέργειες. Ενημερώνει τη γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής.

5.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 4, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές τις λεπτομέρειες των εξής:

α)

τυχόν αιτημάτων για τον περιορισμό του μεγέθους θέσης ή ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιε),

β)

τυχόν ορίων της ικανότητας προσώπων να εισέλθουν σε παράγωγο επί εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιστ).

Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ι), συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους, καθώς και το εύρος των ορίων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιστ), συμπεριλαμβανομένων του ενδιαφερομένου προσώπου, των εφαρμοστέων χρηματοπιστωτικών μέσων, τυχόν ορίων όσον αφορά το μέγεθος των θέσεων που μπορεί να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 57 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.

Οι γνωστοποιήσεις πραγματοποιούνται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές συνθήκες, η αρμόδια αρχή δύναται να προβεί στη γνωστοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν.

Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους που λαμβάνει γνωστοποίηση βάσει της παρούσας παραγράφου μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ιε) ή ιστ), αν πληρούται η προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή προβαίνει επίσης σε ειδοποίηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.

Εάν μια ενέργεια βάσει των στοιχείων α) ή β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η αρμόδια αρχή ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ) ο οποίος έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009.

6.   Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και του λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης προς την οδηγία 2003/87/ΕΚ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να έχουν ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.

7.   Σε ό,τι αφορά τα παράγωγα επί βασικών γεωργικών προϊόντων, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν εκθέσεις και συνεργάζονται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.

8.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89 για τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.

9.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τις ρυθμίσεις συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 80

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιες εξακριβώσεις ή σε έρευνες

1.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα. Στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς, η αρμόδια αρχή της ρυθμιζόμενης αγοράς δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτά, οπότε ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.

Όταν υποβάλλεται σε αρμόδια αρχή αίτημα σχετικό με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα, η εν λόγω αρχή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της,:

α)

προβαίνει η ίδια στην εξακρίβωση ή έρευνα,

β)

επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει την εξακρίβωση ή έρευνα,

γ)

αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν την εξακρίβωση ή έρευνα.

2.   Με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΚΑΑ δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες των εποπτικών σωμάτων εποπτικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπου εξακριβώσεων ή ερευνών, που διενεργούνται από κοινού από δυο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ αρμοδίων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο των εποπτικών τους δραστηριοτήτων, επιτόπιων ελέγχων και ερευνών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, επιτόπιους ελέγχους και έρευνες.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 81

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι οποίες έχουν οριστεί ως σημεία επαφής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 βάσει του άρθρου 79 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας ανταλλάσσουν αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, τα οποία προβλέπονται από τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Οι αρμόδιες αρχές που ανταλλάσσουν πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δύνανται να ορίζουν κατά την ανταλλαγή ότι οι ανωτέρω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συμφωνία τους και στην περίπτωση αυτή οι πληροφορίες δύνανται να ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

2.   Η αρμόδια αρχή που έχει οριστεί ως σημείο επαφής σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1 δύναται να διαβιβάζει στις αρχές του άρθρου 67 παράγραφος 1 τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 77 και 88. Οι αρχές αυτές δεν διαβιβάζουν τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το σημείο επαφής ενημερώνει αμέσως το σημείο επαφής που έστειλε τις πληροφορίες.

3.   Οι αρχές του άρθρου 71 και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 77 και 88 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:

α)

για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και να διευκολύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, την παρακολούθηση των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίων που επιβάλλει η οδηγία 2013/36/ΕΕ, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου·

β)

για να παρακολουθούν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης,

γ)

για την επιβολή κυρώσεων,

δ)

στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής,

ε)

στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 74,

στ)

στον μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 75.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Ούτε το παρόν άρθρο, ούτε τα άρθρα 76 ή 88 εμποδίζουν την αρμόδια αρχή να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, στις κεντρικές τράπεζες, στο ΕΣΚΤ και στην ΕΚΤ, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της Νομισματικής Αρχής και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθούν για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους που προβλέπει η παρούσα οδηγία ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 82

Δεσμευτική διαμεσολάβηση

1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις κατά τις οποίες αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος:

α)

για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 80, ή

β)

για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 81.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ δύναται να ενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτημα για πληροφόρηση προβλεπόμενη στο άρθρο 83 της παρούσας οδηγίας και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 83

Άρνηση συνεργασίας

Μια αρμόδια αρχή δύναται να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήματος για συνεργασία σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπου εξακρίβωσης ή εποπτικής δραστηριότητας του άρθρου 84 ή για ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 81 μόνον εάν:

α)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα,

β)

τα ίδια πρόσωπα έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτημα.

Σε περίπτωση άρνησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

Άρθρο 84

Διαβουλεύσεις πριν από την αδειοδότηση

1.   Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ζητείται πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων η οποία εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

είναι θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,

β)

είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας επιχείρησης επενδύσεων ή ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,

γ)

ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.

2.   Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζητείται πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,

β)

θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση,

γ)

ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια ασφαλιστική επιχείρηση στην Ένωση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους ιδίως κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των μετόχων ή των μελών και της φήμης και της εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου. Ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών και τη φήμη και της εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές πριν χορηγήσει οποιαδήποτε άδεια.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 85

Εξουσίες των κρατών μελών υποδοχής

1.   Τα κράτη μέλη υποδοχής μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή να δύναται, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στο έδαφός τους την υποβολή περιοδικών εκθέσεων σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.

2.   Στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων που τους παρέχει η παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους με τα εφαρμοζόμενα σε αυτά τα υποκαταστήματα πρότυπα που καθορίζει το κράτος μέλος υποδοχής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 35 παράγραφος 8. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν δύνανται να είναι πιο αυστηρές από τις προϋποθέσεις που τα ίδια κράτη μέλη επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τα πρότυπα αυτά.

Άρθρο 86

Προληπτικά μέτρα εκ μέρους των κρατών μελών υποδοχής

1.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί δραστηριότητες στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή ότι μία επιχείρηση επενδύσεων που έχει υποκατάστημα στην επικράτειά της παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας οι οποίες δεν παρέχουν εξουσίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών του κράτους μέλους υποδοχής, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις παραβάτιδες επιχειρήσεις επενδύσεων να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στην επικράτειά τους. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και

β)

η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Εάν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι επιχείρηση επενδύσεων η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην επικράτειά της παραβαίνει τις νομικές ή κανονιστικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας οι οποίες παρέχουν εξουσίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, οι εν λόγω αρχές απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

Εάν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η εν λόγω εταιρεία επενδύσεων θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος μέλος υποδοχής, η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβιάζει τις νομικές ή κανονιστικές διατάξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Επιπλέον, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία δύναται να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.

Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών του κράτους μέλους υποδοχής ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Επιπλέον, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1, 2 ή 3, τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.

Άρθρο 87

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να επιτελέσει το έργο της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Συνεργασία με τρίτες χώρες

Άρθρο 88

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

1.   Τα κράτη μέλη και, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 76. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.

Η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα από κράτος μέλος γίνεται σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΚΑΑΑ σε τρίτη χώρα πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 45/2001.

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ δύνανται επίσης να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:

α)

την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,

β)

την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλες παρόμοιες διαδικασίες,

γ)

τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

δ)

την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,

ε)

την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων,

στ)

την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής με στόχο την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης,

ζ)

την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.

Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο δύνανται να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 76. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Εάν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος, εφαρμόζεται το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ και εάν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

2.   Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δύνανται να κοινοποιηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 89

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 23 παράγραφος 4, στο άρθρο 24 παράγραφος 13, στο άρθρο 25 παράγραφος 8, στο άρθρο 27 παράγραφος 9, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 32 παράγραφος 4, στο άρθρο 33 παράγραφος 8, στο άρθρο 52 παράγραφος 4, στο άρθρο 54 παράγραφος 4, στο άρθρο 58 παράγραφος 6, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 65 παράγραφος 7 και στο άρθρο 79 παράγραφος 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 23 παράγραφος 4, στο άρθρο 24 παράγραφος 13, στο άρθρο 25 παράγραφος 8, στο άρθρο 27 παράγραφος 9, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 31 παράγραφος 4, στο άρθρο 32 παράγραφος 4, στο άρθρο 33 παράγραφος 8, στο άρθρο 52 παράγραφος 4, στο άρθρο 54 παράγραφος 4, στο άρθρο 58 παράγραφος 6, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 65 παράγραφος 7 και στο άρθρο 79 παράγραφος 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 3, του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφος 1, του άρθρου 16 παράγραφος 12, του άρθρου 23 παράγραφος 4, του άρθρου 24 παράγραφος 13, του άρθρου 25 παράγραφος 8, του άρθρου 27 παράγραφος 9, του άρθρου 28 παράγραφος 3, του άρθρου 30 παράγραφος 5, του άρθρου 31 παράγραφος 4, του άρθρου 32 παράγραφος 4, του άρθρου 33 παράγραφος 8, του άρθρου 52 παράγραφος 4, του άρθρου 54 παράγραφος 4, του άρθρου 58 παράγραφος 6, του άρθρου 64 παράγραφος 7, του άρθρου 65 παράγραφος 7 και του άρθρου 79 παράγραφος 8 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 90

Εκθέσεις και αναθεώρηση

1.   Πριν από τις 3 Μαρτίου 2019 η Επιτροπή υποβάλλει, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με:

α)

τη λειτουργία των ΜΟΔ, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής χρήσης αντιστοιχισμένης κύριας διαπραγμάτευσης από αυτούς, λαμβάνοντας υπόψη την εποπτική εμπειρία των αρμόδιων αρχών, τον αριθμό των ΜΟΔ που έχουν άδεια στην Ένωση και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν και ιδίως εξετάζοντας κατά πόσο χρειάζονται προσαρμογές στον ορισμό ενός ΜΟΔ και κατά πόσο το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτει η κατηγορία των ΜΟΔ εξακολουθεί να είναι ενδεδειγμένο,

β)

τη λειτουργία του καθεστώτος για τις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των ΠΜΔ που έχουν καταγραφεί ως αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, τον αριθμό των εκδοτών που είναι παρόντες σε αυτούς και τους αντίστοιχους όγκους συναλλαγών.

Ιδίως, στην έκθεση θα εκτιμάται κατά πόσον το όριο του άρθρου 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) παραμένει κατάλληλο ελάχιστο όριο για την επίτευξη των στόχων για αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, όπως αναφέρεται στην παρούσα οδηγία,

γ)

τον αντίκτυπο των απαιτήσεων όσον αφορά την αλγοριθμική διαπραγμάτευση, συμπεριλαμβανομένων των αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας,

δ)

την πείρα που έχει αποκτηθεί από το μηχανισμό απαγόρευσης ορισμένων προϊόντων ή πρακτικών, λαμβανομένου υπόψη του πόσες φορές ενεργοποιήθηκαν οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί και ποια ήταν τα αποτελέσματα,

ε)

την επιβολή των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων και ιδίως την ανάγκη για περαιτέρω εναρμόνιση των διοικητικών κυρώσεων για την παράβαση των απαιτήσεων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

στ)

τις επιπτώσεις από την εφαρμογή ορίων θέσης και διαχείρισης θέσης στη ρευστότητα, την κατάχρηση της αγοράς, την ομαλή διαμόρφωση των τιμών και στους όρους διακανονισμού στις αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων,

ζ)

την εξέλιξη των τιμών για τα προδιαπραγματευτικά και τα μεταδιαπραγματευτικά δεδομένα διαφάνειας των συναλλαγών από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.,

η)

τις συνέπειες της απαίτησης για κοινοποίηση αμοιβών, προμηθειών, και μη χρηματικών οφελών σε σχέση με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας στον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9, συμπεριλαμβανομένου του αντικτύπου της στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των διασυνοριακών επενδυτικών συμβουλών.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των ενοποιημένων δελτίων παρακολούθησης που καθιερώνονται σύμφωνα με τον τίτλο V. Η έκθεση σχετικά με το άρθρο 65 παράγραφος 1 υποβάλλεται έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2018. Η έκθεση σχετικά με το άρθρο 65 παράγραφος 2 υποβάλλεται έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2020.

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αξιολογούν τη λειτουργία του ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

διαθεσιμότητα και επικαιρότητα μεταδιαπραγματευτικών πληροφοριών σε ενοποιημένη μορφή, που να καλύπτουν όλες τις συναλλαγές ανεξαρτήτως του αν διενεργήθηκαν σε τόπους διαπραγμάτευσης ή όχι,

β)

διαθεσιμότητα και επικαιρότητα του συνόλου ή μέρους των μεταδιαπραγματευτικών πληροφοριών υψηλής ποιότητας, σε μορφές που τις καθιστούν προσιτές και εύχρηστες για τους συμμετέχοντες στην αγορά και διαθέσιμες υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

Όταν η Επιτροπή κρίνει ότι οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. δεν διέθεσαν τις πληροφορίες με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα κριτήρια του δευτέρου εδαφίου, η Επιτροπή επισυνάπτει στην έκθεσή της αίτημα προς την ΕΑΚΑΑ για την έναρξη διαδικασίας με διαπραγμάτευση για τον καθορισμό, μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων που θα διεξαγάγει η ΕΑΚΑΑ, της εμπορικής οντότητας που θα διαχειρίζεται το ενοποιημένο δελτίο. Η ΕΑΚΑΑ κινεί τη διαδικασία αφού λάβει το αίτημα από την Επιτροπή, υπό τους όρους που περιλαμβάνονται σε αυτό και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (50).

3.   Όταν δρομολογείται η διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 89, για την τροποποίηση των άρθρων 59 έως 65 και του τμήματος Δ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας, καθώς και του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, με τον καθορισμό μέτρων τα οποία:

α)

προβλέπουν τη διάρκεια της σύμβασης της εμπορικής οντότητας που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για την ανανέωση της σύμβασης και την έναρξη νέας διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων,

β)

προβλέπουν ότι η εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο το πράττει με αποκλειστικότητα και ότι καμία άλλη οντότητα δεν λαμβάνει άδεια ως Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. σύμφωνα με το άρθρο 59,

γ)

εξουσιοδοτούν την ΕΑΚΑΑ να εξασφαλίσει την τήρηση των όρων προσφοράς από την εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και έχει οριστεί μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων,

δ)

εξασφαλίζουν ότι οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες που παρέχονται από την εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο είναι υψηλής ποιότητας, σε μορφές που επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση και χρήση τους από τους συμμετέχοντες στην αγορά, και σε ενοποιημένη μορφή που καλύπτει ολόκληρη την αγορά,

ε)

εξασφαλίζουν ότι οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες παρέχονται υπό εύλογους εμπορικούς όρους, τόσο σε ενοποιημένη όσο και μη ενοποιημένη μορφή, και ανταποκρίνονται στις ανάγκες των χρηστών των πληροφοριών αυτών σε ολόκληρη την Ένωση,

στ)

εξασφαλίζουν ότι οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. θέτουν τα δεδομένα των διαπραγματεύσεων στη διάθεση της εμπορικής οντότητας που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και έχει οριστεί μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων εκτελούμενης από την ΕΑΚΑΑ, με εύλογο κόστος,

ζ)

καθορίζουν ρυθμίσεις για την περίπτωση που η εμπορική οντότητα που διαχειρίζεται ενοποιημένο δελτίο και έχει οριστεί μέσω διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων δεν πληροί τους όρους της προσφοράς,

η)

καθορίζουν ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. που αδειοδοτούνται δυνάμει του άρθρου 59 μπορούν να συνεχίσουν να διαχειρίζονται ενοποιημένο δελτίο όταν δεν χρησιμοποιείται η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ή όταν δεν ορίζεται οντότητα μέσω της διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων, μέχρι να ολοκληρωθεί η νέα διαδικασία δημόσιων συμβάσεων και να οριστεί εμπορική οντότητα για τη διαχείριση ενοποιημένου δελτίου.

4.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ και τον ΟΣΡΑΕ, για την εκτίμηση του ενδεχόμενου αντικτύπου στις τιμές της ενέργειας και τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, καθώς και για τη σκοπιμότητα και τα οφέλη σε σχέση με τη μείωση των κινδύνων αντισυμβαλλομένου και των συστημικών κινδύνων, όπως επίσης για το άμεσο κόστος των συμβάσεων ενεργειακών παραγώγων Γ6 που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, στις τεχνικές μείωσης του κινδύνου που καθορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 αυτού και τη συμπερίληψή τους στον υπολογισμό του κατωφλίου εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού.

Αν η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα ήταν εφικτό και χρήσιμο να περιληφθούν οι συμβάσεις αυτές, υποβάλλει, αν είναι σκόπιμο, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ανατίθεται στην Επιτροπή αρμοδιότητα για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 89 της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά την παράταση της περιόδου 42 μηνών που αναφέρεται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, μία φορά κατά δύο έτη και μία ακόμη φορά κατά ένα έτος.

Άρθρο 91

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/92/ΕΚ

Η οδηγία 2002/92/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο 3), το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με εξαίρεση το κεφάλαιο ΙΙΙΑ της παρούσας οδηγίας, οι δραστηριότητες αυτές, όταν ασκούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης που ενεργεί υπό την ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν θεωρούνται ασφαλιστική μεσολάβηση ή ασφαλιστική διανομή.»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«13)

Για τους σκοπούς του κεφαλαίου ΙΙΙΑ, «επενδυτικό ασφαλιστικό προϊόν βάσει ασφάλισης» είναι το ασφαλιστικό προϊόν που προσφέρει αξία ληκτότητας ή εξαγοράς πλήρως ή εν μέρει εκτεθειμένη, άμεσα ή έμμεσα, στις διακυμάνσεις της αγοράς και δεν περιλαμβάνει:

α)

ασφαλιστικά προϊόντα του κλάδου ασφάλισης ζημιών, όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ παράρτημα I (Κλάδοι ασφάλισης κατά ζημιών),

β)

συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπου οι παροχές από τη σύμβαση είναι πληρωτέες μόνο σε περίπτωση θανάτου ή για ανικανότητα λόγω τραυματισμού, ασθένειας ή αναπηρίας,

γ)

συνταξιοδοτικά προϊόντα τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, έχουν αναγνωριστεί ότι έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την καταβολή εισοδήματος στον επενδυτή κατά τη συνταξιοδότησή του και δίνουν στον επενδυτή το δικαίωμα σε ορισμένες παροχές,

δ)

επίσημα αναγνωρισμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/41/ΕΚ ή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,

ε)

ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα για τα οποία απαιτείται βάσει του εθνικού δικαίου η εισφορά του εργοδότη και στα οποία ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης δεν έχει δυνατότητα επιλογής ως προς το συνταξιοδοτικό προϊόν ή τον πάροχο του συνταξιοδοτικού προϊόντος.»,

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙΑ

Προσθετες απαιτησεις προστασιας των πελατων σε σχεση με ασφαλιστικα επενδυτικα προϊοντα

Άρθρο 13α

Πεδίο εφαρμογής

Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 3, το παρόν κεφάλαιο ορίζει πρόσθετες απαιτήσεις για τις δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και τις άμεσες πωλήσεις εκ μέρους ασφαλιστικών επιχειρήσεων όταν αφορούν ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα. Οι δραστηριότητες αυτές αναφέρονται ως δραστηριότητες διανομής προϊόντων ασφάλισης.

Άρθρο 13β

Πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων

Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις προκειμένου να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για την αποτροπή των συγκρούσεων συμφερόντων, όπως ορίζονται στο άρθρο 13γ, ώστε να μην επηρεαστούν δυσμενώς τα συμφέροντα των πελατών του/της.

Άρθρο 13γ

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον εντοπισμό συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτών των ιδίων, περιλαμβανομένων των διευθυντών τους, των υπαλλήλων τους και των συνδεδεμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών τους, ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους άμεσα ή έμμεσα με σχέση ελέγχου, και των πελατών τους, ή μεταξύ δύο πελατών τους, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων διανομής προϊόντων ασφάλισης.

2.   Αν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει σύμφωνα με το άρθρο 13β ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα ότι θα αποφευχθεί ο κίνδυνος βλάβης στα συμφέροντα των πελατών, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί σαφώς στον πελάτη τη γενική φύση και/ή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων, πριν αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό του.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή αρμοδιότητα για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 13ε για:

α)

τον καθορισμό των ενεργειών τις οποίες αναμένεται εύλογα ότι αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις για να εντοπίζουν, να προλαμβάνουν, να διαχειρίζονται και να κοινοποιούν συγκρούσεις συμφερόντων κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων διανομής προϊόντων ασφάλισης,

β)

τον καθορισμό κατάλληλων κριτηρίων για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων των οποίων η ύπαρξη θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή της ασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 13δ

Γενικές αρχές και πληροφόρηση των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση δραστηριότητας ασφαλιστικής διανομής, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενεργούν με έντιμο, θεμιτό και επαγγελματικό τρόπο, με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους.

2.   Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή ασφαλιστική επιχείρηση σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, επιβάλλεται να είναι θεμιτές, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να είναι διακριτές σαφώς ως τέτοιες.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν την αποδοχή ή είσπραξη αμοιβών, προμηθειών ή κάθε άλλων χρηματικών παροχών καταβαλλόμενων ή παρεχόμενων σε ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις, από τρίτα μέρη ή από πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματος τρίτου μέρους σε σχέση με τη διανομή σε πελάτες ασφαλιστικών επενδυτικών προϊόντων.

Άρθρο 13ε

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13γ εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13γ μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη σε ισχύ κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 13γ τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 92

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2011/61/ΕΕ

Η οδηγία 2011/61/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιη), προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«vii)

κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ΔΟΕΕ της ΕΕ παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4,»,

2)

το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

«Προϋποθέσεις για τη διαχείριση ΟΕΕ της ΕΕ εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, και για την παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη»,

β)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αδειοδοτημένοι ΔΟΕΕ της ΕΕ μπορούν, άμεσα ή με την εγκατάσταση υποκαταστήματος:

α)

να διαχειρίζονται ΟΕΕ της ΕΕ εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση ότι ο ΔΟΕΕ διαθέτει άδεια για τη διαχείριση του συγκεκριμένου τύπου ΔΟΕΕ,

β)

να παρέχουν σε άλλο κράτος μέλος τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 για τις οποίες έχουν λάβει άδεια.

2.   Οι ΔΟΕΕ που προτίθενται να αρχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες και να παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κοινοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους:

α)

το κράτος μέλος στο οποίο προτίθενται να διαχειριστούν άμεσα ΟΕΕ ή να εγκαταστήσουν υποκατάστημα και/ή να παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4,

β)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ιδίως οι υπηρεσίες τις οποίες σκοπεύουν να παρέχουν και/ή στο οποίο προσδιορίζονται οι ΟΕΕ τους οποίους σκοπεύουν να διαχειρίζονται.».

Άρθρο 93

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 3 Ιουλίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 3 Ιανουαρίου 2017 εκτός των διατάξεων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 65 παράγραφος 2 που εφαρμόζονται από τις 3 Σεπτεμβρίου 2018.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την παραπομπή αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Περιλαμβάνουν επίσης δήλωση ότι οι παραπομπές στις κείμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των οδηγιών που καταργούνται με την παρούσα οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα που καθορίζονται στο άρθρο 92 από τις 3 Ιουλίου 2015.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 94

Κατάργηση

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ, όπως τροποποιείται με τις πράξεις που παρατίθενται στο μέρος Α του παραρτήματος III της παρούσας οδηγίας, καταργείται με ισχύ από τις 3 Ιανουαρίου 2017, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που ορίζονται στο μέρος Β του παραρτήματος III της παρούσας οδηγίας.

Οι παραπομπές στην οδηγία 2004/39/ΕΚ ή στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ λογίζονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα IV της παρούσας οδηγίας.

Οι παραπομπές σε ορισμούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ ή σε άρθρα τους λογίζονται ως παραπομπές σε αντίστοιχο ορισμό της παρούσας οδηγίας ή σε άρθρο της.

Άρθρο 95

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Μέχρι τις 3 Ιουλίου 2020:

α)

η υποχρέωση εκκαθάρισης που καθορίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου που καθορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 αυτού δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 που συνάπτονται από μη χρηματοπιστωτικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή από μη χρηματοπιστωτικούς αντισυμβαλλομένους που αδειοδοτούνται για πρώτη φορά ως επιχειρήσεις επενδύσεων από τις 3 Ιανουαρίου 2017 και

β)

οι εν λόγω συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 δεν θεωρούνται συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για τους σκοπούς του ορίου εκκαθάρισης που ορίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Οι συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 που επωφελούνται από το μεταβατικό καθεστώς το οποίο ορίζεται στο πρώτο εδάφιο υπόκεινται σε όλες τις άλλες απαιτήσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 χορηγείται από τη σχετική αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ6 για τις οποίες έχει χορηγηθεί εξαίρεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάσταση των εν λόγω συμβάσεων ενεργειακών παραγώγων Γ6.

Άρθρο 96

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 97

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 161 της 7.6.2012, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 191 της 29.6.2012, σ. 80.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.

(4)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(5)  Βλέπε παράρτημα III, μέρος Α.

(6)  Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(13)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(14)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(16)  Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94).

(17)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003 (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 15).

(18)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005 (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 36).

(19)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

(20)  Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τροποποίηση της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

(21)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(22)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(23)  Οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3).

(24)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(25)  Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26).

(26)  Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (βλέπε σελίδα 179 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(27)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010 της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 2010 για την εφαρμογή της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές και ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές ή το ενημερωτικό δελτίο διατίθενται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού και μέσω δικτυακού τόπου (ΕΕ L 176 της 10.7.2010, σ. 1).

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(31)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(32)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(33)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(34)  Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1

(35)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(36)  Σύσταση 98/257/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης (ΕΕ L 115 της 17.4.1998, σ. 31).

(37)  Σύσταση 2001/310/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2001, περί αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (ΕΕ L 109 της 19.4.2001, σ. 56).

(38)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(39)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(40)  ΕΕ C 147 της 25.5.2012, σ. 1.

(41)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(42)  Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 74).

(43)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(44)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(45)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(46)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (βλέπε σελίδα 149 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(47)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(48)  Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4η Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

(49)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).

(50)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΤΜΉΜΑ Α

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες

1)

Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,

2)

εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών,

3)

διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό,

4)

διαχείριση χαρτοφυλακίου,

5)

επενδυτικές συμβουλές,

6)

αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων και/ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης,

7)

τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης,

8)

λειτουργία ΠΜΔ,

9)

λειτουργία ΜΟΔ.

ΤΜΉΜΑ B

Παρεπόμενες υπηρεσίες

1)

Φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο,

2)

παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο,

3)

παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων,

4)

υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών,

5)

έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα,

6)

υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή,

7)

επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες του είδους που αναφέρεται στο τμήμα Α ή Β του παραρτήματος I σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7) και 10) εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

ΤΜΉΜΑ Γ

Χρηματοπιστωτικά μέσα

1)

κινητές αξίες,

2)

μέσα χρηματαγοράς,

3)

μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,

4)

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, δικαιώματα εκπομπής ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα,

5)

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης,

6)

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση,

7)

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο σημείο 6) του παρόντος τμήματος και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,

8)

παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου,

9)

χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences),

10)

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ,

11)

δικαιώματα εκπομπής τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (Σύστημα εμπορίας εκπομπών).

ΤΜΉΜΑ Δ

Υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων

1)

Διαχείριση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.,

2)

διαχείριση Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.,

3)

διαχείριση Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Επαγγελματίας πελάτης είναι ο πελάτης που διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

I.   ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα:

1)

οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κατωτέρω κατάλογος θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές για τις αναφερόμενες οντότητες δραστηριότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή οδηγίας, οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:

α)

πιστωτικά ιδρύματα,

β)

επιχειρήσεις επενδύσεων,

γ)

άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις,

δ)

ασφαλιστικές εταιρείες,

ε)

οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισης τους,

στ)

συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους,

ζ)

διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων,

η)

τοπικές επιχειρήσεις,

θ)

άλλοι θεσμικοί επενδυτές,

2)

μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέθους, σε βάση επιμέρους εταιρείας:

—   σύνολο ισολογισμού: 20 000 000 EUR

—   καθαρός κύκλος εργασιών: 40 000 000 EUR

—   ίδια κεφάλαια: 2 000 000 EUR,

3)

εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η ΕΤΕ και άλλοι παρόμοιοι διεθνείς οργανισμοί,

4)

άλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.

Οι ανωτέρω οντότητες θεωρούνται επαγγελματίες. Πρέπει ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να δεχθούν να τους προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Αν ο πελάτης μιας επιχείρησης επενδύσεων είναι μια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ανωτέρω, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει, πριν του παράσχει υπηρεσίες, να τον ενημερώσει ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η επιχείρηση επενδύσεων, επαγγελματίας πελάτης και ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί, εκτός αν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά. Η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει επίσης να ενημερώσει τον πελάτη ότι μπορεί να ζητήσει τη μεταβολή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας.

Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας πρέπει να ζητήσει ο ίδιος υψηλότερο επίπεδο προστασίας αν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνει.

Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας θα παρέχεται όταν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την επιχείρηση επενδύσεων ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας της επιχείρησης επενδύσεων. Η εν λόγω συμφωνία διευκρινίζει αν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες υπηρεσίες ή συναλλαγές ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.

II.   ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ

II.1.   Κριτήρια κατηγοριοποίησης

Μπορεί επίσης να επιτραπεί σε πελάτες εκτός εκείνων που αναφέρονται στο τμήμα I, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δήμων και των μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες δεοντολογίας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Επιτρέπεται συνεπώς στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε από τους ανωτέρω πελάτες ως επαγγελματία, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται κατωτέρω. Οι εν λόγω πελάτες δεν θεωρείται ωστόσο ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμούνται στο τμήμα I.

Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας θεωρείται ότι ισχύει μόνο αν μια κατάλληλη αξιολόγηση της εξειδίκευσης, της εμπειρίας και των γνώσεων του πελάτη επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να πειστεί σε εύλογο βαθμό ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.

Τα τεστ καταλληλότητας που εφαρμόζονται στους διαχειριστές και τους διευθυντές οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των οδηγιών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορούν να θεωρηθούν παράδειγμα τέτοιας αξιολόγησης εμπειρίας και γνώσεων. Στην περίπτωση μικρής οντότητας, το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.

Κατά την εν λόγω αξιολόγηση πληρούνται δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσο όρο 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,

η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, οριζόμενου ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τις 500 000 EUR,

ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα έτος τουλάχιστον επαγγελματική θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της πείρας και των γνώσεων των δήμων και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης που ζητούν να υπαχθούν στο καθεστώς των επαγγελματικών πελατών. Τα κριτήρια αυτά μπορεί να είναι διαφορετικά ή επιπρόσθετα σε σχέση με εκείνα του πέμπτου εδαφίου.

II.2.   Διαδικασία

Οι εν λόγω πελάτες μπορούν να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων δεοντολογίας μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:

οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην επιχείρηση επενδύσεων την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως πελάτες επαγγελματίες, είτε γενικά, είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή, είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων,

η επιχείρηση επενδύσεων τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απολέσουν,

οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς, σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτών των προστασιών.

Πριν αποφασίσει να δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο τμήμα II.1.

Ωστόσο, αν οι πελάτες έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες ανάλογα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω, δεν υπάρχει πρόθεση οι σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επηρεαστούν από ενδεχόμενους νέους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

Οι επιχειρήσεις πρέπει να ταξινομούν τους πελάτες με εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που έχουν διατυπωθεί εγγράφως. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Αν η επιχείρηση επενδύσεων διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων αντιμετωπίστηκε ως επαγγελματίας πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΈΡΟς A

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών της τροποποιήσεων

(όπως αναφέρεται στο άρθρο 94)

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

Οδηγία 2006/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

Οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 1).

Οδηγία 2008/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 76 της 19.3.2008, σ. 33).

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120).

ΜΈΡΟς B

Κατάλογος προθεσμιών μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

(όπως αναφέρεται στο άρθρο 94)

Οδηγία 2004/39/ΕΚ

Προθεσμία μεταφοράς

31 Ιανουαρίου 2007

Περίοδος υλοποίησης

1 Νοεμβρίου 2007

Οδηγία 2006/31/ΕΚ

Προθεσμία μεταφοράς

31 Ιανουαρίου 2007

Περίοδος υλοποίησης

1 Νοεμβρίου 2007

Οδηγία 2007/44/ΕΚ

Προθεσμία μεταφοράς

21 Μαρτίου 2009

Οδηγία 2010/78/ΕΕ

Προθεσμία μεταφοράς

31 Δεκεμβρίου 2011


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας αντιστοιχίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 94

Οδηγία 2004/39/ΕΚ

Οδηγία 2014/65/ΕΕ

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο η)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο η)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ) σημείο (i)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 4

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 9

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 10

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 9

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 10

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 12

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 13

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 55

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 56

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 28

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 28

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35 στοιχείο β)

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31

Άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1

 

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 3

 

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 4

 

Άρθρο 5 παράγραφος 5

 

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1

 

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

 

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφοι 4 και 5

 

Άρθρο 8 στοιχείο α)

Άρθρο 8 στοιχείο α)

 

Άρθρο 8 στοιχείο β)

Άρθρο 8 στοιχείο β)

 

Άρθρο 8 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 8 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 στοιχείο δ)

 

Άρθρο 8 στοιχείο ε)

Άρθρο 8 στοιχείο ε)

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 3

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 5

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4

 

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 9 παράγραφος 6

 

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 3

 

Άρθρο 10 παράγραφος 6

Άρθρο 10 παράγραφος 3, Άρθρο 11 παράγραφος 4

 

Άρθρο 10α παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10α παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10α παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 3

 

Άρθρο 10α παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 4

 

Άρθρο 10α παράγραφος 5

Άρθρο 12 παράγραφος 5

 

Άρθρο 10α παράγραφος 6

Άρθρο 12 παράγραφος 6

 

Άρθρο 10α παράγραφος 7

Άρθρο 12 παράγραφος 7

 

Άρθρο 10α παράγραφος 8

Άρθρο 12 παράγραφοι 8 και 9

 

Άρθρο 10β παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10β παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10β παράγραφος 3

Άρθρο 13 παράγραφος 3

 

Άρθρο 10β παράγραφος 4

Άρθρο 13 παράγραφος 4

 

Άρθρο 10β παράγραφος 5

Άρθρο 13 παράγραφος 5

 

Άρθρο 11

Άρθρο 14

 

Άρθρο 12

Άρθρο 15

 

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

 

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 2

 

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 3

 

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 4

 

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 5

 

Άρθρο 13 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 6

 

Άρθρο 13 παράγραφος 7

Άρθρο 16 παράγραφος 8

 

Άρθρο 13 παράγραφος 8

Άρθρο 16 παράγραφος 9

 

Άρθρο 13 παράγραφος 9

Άρθρο 16 παράγραφος 11

 

Άρθρο 13 παράγραφος 10

Άρθρο 16 παράγραφος 12

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 1, Άρθρο 19 παράγραφος 1

 

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφος 4

 

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 18 παράγραφος 3, Άρθρο 19 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 5

Άρθρο 18 παράγραφος 6, Άρθρο 19 παράγραφος 3

 

Άρθρο 14 παράγραφος 6

Άρθρο 18 παράγραφος 8

 

Άρθρο 14 παράγραφος 7

Άρθρο 18 παράγραφος 9

 

Άρθρο 15

 

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

 

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 2

 

Άρθρο 16 παράγραφος 3

 

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 22

 

Άρθρο 17 παράγραφος 2

 

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1

 

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 2

 

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 23 παράγραφος 4

 

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 1

 

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

 

Άρθρο 19 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 4

 

Άρθρο 19 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφος 2

 

Άρθρο 19 παράγραφος 5

Άρθρο 25 παράγραφος 3

 

Άρθρο 19 παράγραφος 6

Άρθρο 25 παράγραφος 4

 

Άρθρο 19 παράγραφος 7

Άρθρο 25 παράγραφος 5

 

Άρθρο 19 παράγραφος 8

Άρθρο 25 παράγραφος 6

 

Άρθρο 19 παράγραφος 9

Άρθρο 24 παράγραφος 6, Άρθρο 25 παράγραφος 7

 

Άρθρο 19 παράγραφος 10

Άρθρο 24 παράγραφος 13, Άρθρο 24 παράγραφος 14, Άρθρο 25 παράγραφος 8

 

Άρθρο 20

Άρθρο 26

 

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 27 παράγραφος 1

 

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 4

 

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Άρθρο 27 παράγραφος 5

 

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 27 παράγραφος 7

 

Άρθρο 21 παράγραφος 5

Άρθρο 27 παράγραφος 8

 

Άρθρο 21 παράγραφος 6

Άρθρο 27 παράγραφος 9

 

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 1

 

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 2

 

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 3

 

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφος 1

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 29 παράγραφος 2

 

Άρθρο 23 παράγραφος 3

Άρθρο 29 παράγραφος 3

 

Άρθρο 23 παράγραφος 4

Άρθρο 29 παράγραφος 4

 

Άρθρο 23 παράγραφος 5

Άρθρο 29 παράγραφος 5

 

Άρθρο 23 παράγραφος 6

Άρθρο 29 παράγραφος 6

 

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 1

 

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 2

 

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 30 παράγραφος 3

 

Άρθρο 24 παράγραφος 4

Άρθρο 30 παράγραφος 4

 

Άρθρο 24 παράγραφος 5

Άρθρο 30 παράγραφος 5

 

Άρθρο 25 παράγραφος 1

 

Άρθρο 24

Άρθρο 25 παράγραφος 2

 

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 3

 

Άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 25 παράγραφος 4

 

Άρθρο 26 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 5

 

Άρθρο 26 παράγραφος 7

Άρθρο 25 παράγραφος 6

 

Άρθρο 26 παράγραφος 8

Άρθρο 25 παράγραφος 7

 

Άρθρο 26 παράγραφος 9

Άρθρο 26 παράγραφος 1

Άρθρο 31 παράγραφος 1

 

Άρθρο 26 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφοι 2 και 3

 

Άρθρο 27 παράγραφος 1

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1 έως 5

Άρθρο 27 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 6

Άρθρο 27 παράγραφος 3

 

Άρθρο 15 παράγραφος 1 έως 4

Άρθρο 27 παράγραφος 4

 

Άρθρο 16

Άρθρο 27 παράγραφος 5

 

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 27 παράγραφος 6

 

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 7

 

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 1

 

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 2

 

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 3

 

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 29 παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 29 παράγραφος 2

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 29 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 30 παράγραφος 1

 

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 30 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 1

 

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 2

 

Άρθρο 31 παράγραφος 3

Άρθρο 34 παράγραφος 3

 

Άρθρο 31 παράγραφος 4

Άρθρο 34 παράγραφος 4

 

Άρθρο 31 παράγραφος 5

Άρθρο 34 παράγραφος 6

 

Άρθρο 31 παράγραφος 6

Άρθρο 34 παράγραφος 7

 

Άρθρο 31 παράγραφος 7

Άρθρο 34 παράγραφοι 8 και 9

 

Άρθρο 32 παράγραφος 1

Άρθρο 35 παράγραφος 1

 

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Άρθρο 35 παράγραφος 2

 

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Άρθρο 35 παράγραφος 3

 

Άρθρο 32 παράγραφος 4

Άρθρο 35 παράγραφος 4

 

Άρθρο 32 παράγραφος 5

Άρθρο 35 παράγραφος 5

 

Άρθρο 32 παράγραφος 6

Άρθρο 35 παράγραφος 6

 

Άρθρο 32 παράγραφος 7

Άρθρο 35 παράγραφος 8

 

Άρθρο 32 παράγραφος 8

Άρθρο 35 παράγραφος 9

 

Άρθρο 32 παράγραφος 9

Άρθρο 35 παράγραφος 10

 

Άρθρο 32 παράγραφος 10

Άρθρο 35 παράγραφοι 11 και 12

 

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 36 παράγραφος 1

 

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Άρθρο 36 παράγραφος 2

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 37 παράγραφος 1

 

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 37 παράγραφος 2

 

Άρθρο 34 παράγραφος 3

 

Άρθρο 35 παράγραφος 1

Άρθρο 38 παράγραφος 1

 

Άρθρο 35 παράγραφος 2

Άρθρο 38 παράγραφος 2

 

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Άρθρο 44 παράγραφος 1

 

Άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 2

 

Άρθρο 36 παράγραφος 3

Άρθρο 44 παράγραφος 3

 

Άρθρο 36 παράγραφος 4

Άρθρο 44 παράγραφος 4

 

Άρθρο 36 παράγραφος 5

Άρθρο 44 παράγραφος 5

 

Άρθρο 36 παράγραφος 6

Άρθρο 44 παράγραφος 6

 

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφοι 1 και 8

 

Άρθρο 37 παράγραφος 2

Άρθρο 45 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 38 παράγραφος 1

Άρθρο 46 παράγραφος 1

 

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 46 παράγραφος 2

 

Άρθρο 38 παράγραφος 3

Άρθρο 46 παράγραφος 3

 

Άρθρο 39

Άρθρο 47 παράγραφος 1

 

Άρθρο 40 παράγραφος 1

Άρθρο 51 παράγραφος 1

 

Άρθρο 40 παράγραφος 2

Άρθρο 51 παράγραφος 2

 

Άρθρο 40 παράγραφος 3

Άρθρο 51 παράγραφος 3

 

Άρθρο 40 παράγραφος 4

Άρθρο 51 παράγραφος 4

 

Άρθρο 40 παράγραφος 5

Άρθρο 51 παράγραφος 5

 

Άρθρο 40 παράγραφος 6

Άρθρο 51 παράγραφος 6

 

Άρθρο 41 παράγραφος 1

Άρθρο 52 παράγραφος 1

 

Άρθρο 41 παράγραφος 2

Άρθρο 52 παράγραφος 2

 

Άρθρο 42 παράγραφος 1

Άρθρο 53 παράγραφος 1

 

Άρθρο 42 παράγραφος 2

Άρθρο 53 παράγραφος 2

 

Άρθρο 42 παράγραφος 3

Άρθρο 53 παράγραφος 3

 

Άρθρο 42 παράγραφος 4

Άρθρο 53 παράγραφος 4

 

Άρθρο 42 παράγραφος 5

Άρθρο 53 παράγραφος 5

 

Άρθρο 42 παράγραφος 6

Άρθρο 53 παράγραφος 6

 

Άρθρο 42 παράγραφος 7

Άρθρο 53 παράγραφος 7

 

Άρθρο 43 παράγραφος 1

Άρθρο 54 παράγραφος 1

 

Άρθρο 43 παράγραφος 2

Άρθρο 54 παράγραφοι 2 και 3

 

Άρθρο 44 παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 44 παράγραφος 2

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 44 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 45 παράγραφος 1

 

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 45 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 46 παράγραφος 1

Άρθρο 55 παράγραφος 1

 

Άρθρο 46 παράγραφος 2

Άρθρο 55 παράγραφος 2

 

Άρθρο 47

Άρθρο 56

 

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 67 παράγραφος 1

 

Άρθρο 48 παράγραφος 2

Άρθρο 67 παράγραφος 2

 

Άρθρο 48 παράγραφος 3

Άρθρο 67 παράγραφος 3

 

Άρθρο 49

Άρθρο 68

 

Άρθρο 50 παράγραφος 1

Άρθρο 69 παράγραφος 1, Άρθρο 72 παράγραφος 1

 

Άρθρο 50 παράγραφος 2

Άρθρο 69 παράγραφος 2

 

Άρθρο 51 παράγραφος 1

Άρθρο 70 παράγραφοι 1 και 2

 

Άρθρο 51 παράγραφος 2

Άρθρο 70 παράγραφος 5

 

Άρθρο 51 παράγραφος 3

Άρθρο 71 παράγραφος 1

 

Άρθρο 51 παράγραφος 4

Άρθρο 71 παράγραφος 4

 

Άρθρο 51 παράγραφος 5

Άρθρο 71 παράγραφος 5

 

Άρθρο 51 παράγραφος 6

Άρθρο 71 παράγραφος 6

 

Άρθρο 52 παράγραφος 1

Άρθρο 74 παράγραφος 1

 

Άρθρο 52 παράγραφος 2

Άρθρο 74 παράγραφος 2

 

Άρθρο 53 παράγραφος 1

Άρθρο 75 παράγραφος 1

 

Άρθρο 53 παράγραφος 2

Άρθρο 75 παράγραφος 2

 

Άρθρο 53 παράγραφος 3

Άρθρο 75 παράγραφος 3

 

Άρθρο 54 παράγραφος 1

Άρθρο 76 παράγραφος 1

 

Άρθρο 54 παράγραφος 2

Άρθρο 76 παράγραφος 2

 

Άρθρο 54 παράγραφος 3

Άρθρο 76 παράγραφος 3

 

Άρθρο 54 παράγραφος 4

Άρθρο 76 παράγραφος 4

 

Άρθρο 54 παράγραφος 5

Άρθρο 76 παράγραφος 5

 

Άρθρο 55 παράγραφος 1

Άρθρο 77 παράγραφος 1

 

Άρθρο 55 παράγραφος 2

Άρθρο 77 παράγραφος 2

 

Άρθρο 56 παράγραφος 1

Άρθρο 79 παράγραφος 1

 

Άρθρο 56 παράγραφος 2

Άρθρο 79 παράγραφος 2

 

Άρθρο 56 παράγραφος 3

Άρθρο 79 παράγραφος 3

 

Άρθρο 56 παράγραφος 4

Άρθρο 79 παράγραφος 4

 

Άρθρο 56 παράγραφος 5

Άρθρο 79 παράγραφος 8

 

Άρθρο 56 παράγραφος 6

Άρθρο 79 παράγραφος 9

 

Άρθρο 57 παράγραφος 1

Άρθρο 80 παράγραφος 1

 

Άρθρο 57 παράγραφος 2

Άρθρο 80 παράγραφος 2

 

Άρθρο 57 παράγραφος 3

Άρθρο 80 παράγραφοι 3 και 4

 

Άρθρο 58 παράγραφος 1

Άρθρο 81 παράγραφος 1

 

Άρθρο 58 παράγραφος 2

Άρθρο 81 παράγραφος 2

 

Άρθρο 58 παράγραφος 3

Άρθρο 81 παράγραφος 3

 

Άρθρο 58 παράγραφος 4

Άρθρο 81 παράγραφος 4

 

Άρθρο 58 παράγραφος 5

Άρθρο 81 παράγραφος 5

 

Άρθρο 58α

Άρθρο 82

 

Άρθρο 59

Άρθρο 83

 

Άρθρο 60 παράγραφος 1

Άρθρο 84 παράγραφος 1

 

Άρθρο 60 παράγραφος 2

Άρθρο 84 παράγραφος 2

 

Άρθρο 60 παράγραφος 3

Άρθρο 84 παράγραφος 3

 

Άρθρο 60 παράγραφος 4

Άρθρο 84 παράγραφος 4

 

Άρθρο 61 παράγραφος 1

Άρθρο 85 παράγραφος 1

 

Άρθρο 61 παράγραφος 2

Άρθρο 85 παράγραφος 2

 

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 86 παράγραφος 1

 

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 86 παράγραφος 2

 

Άρθρο 62 παράγραφος 3

Άρθρο 86 παράγραφος 3

 

Άρθρο 62 παράγραφος 4

Άρθρο 86 παράγραφος 4

 

Άρθρο 62α παράγραφος 1

Άρθρο 87 παράγραφος 1

 

Άρθρο 62α παράγραφος 2

Άρθρο 87 παράγραφος 2

 

Άρθρο 63 παράγραφος 1

Άρθρο 88 παράγραφος 1

 

Άρθρο 63 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 2

 

Άρθρο 64

Άρθρο 64α

Άρθρο 65

Άρθρο 66

Άρθρο 67

Άρθρο 68

Άρθρο 69

Άρθρο 70

Άρθρο 71

Άρθρο 72

Άρθρο 73

Παράρτημα I

Παράρτημα I

 

Παράρτημα II

Παράρτημα II