ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2014.084.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
20 Μαρτίου 2014


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (EE) αριθ. 248/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (EE) αριθ. 260/2012 όσον αφορά τη μετάβαση σε μεταφορές πιστώσεων και άμεσες χρεώσεις σε ολόκληρη την Ένωση ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 249/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 827/2004 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εισαγωγής τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού (Τhunnus obesus), καταγωγής Βολιβίας, Καμπότζης, Ισημερινής Γουινέας, Γεωργίας και Σιέρα Λεόνε και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1036/2001

4

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 250/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με πρόγραμμα για την προώθηση δραστηριοτήτων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρόγραμμα Hercule III) και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 804/2004/ΕΚ

6

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 251/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου

14

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 252/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 774/94 του Συμβουλίου, όσον αφορά τις εκτελεστικές και τις κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητες που πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή

35

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 253/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011 με σκοπό τον καθορισμό των λεπτομερειών της επίτευξης του στόχου μείωσης των εκπομπών CO2 από καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα το 2020 ( 1 )

38

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 254/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με ένα πολυετές πρόγραμμα για τους καταναλωτές για τα έτη 2014-2020 και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1926/2006/ΕΚ

42

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 255/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2008/97, (ΕΚ) αριθ. 779/98 και (ΕΚ) αριθ. 1506/98 στον τομέα των εισαγωγών ελαιολάδου και άλλων γεωργικών προϊόντων από την Τουρκία, όσον αφορά τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές εξουσίες που πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή

57

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 256/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την κοινοποίηση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σε ενεργειακή υποδομή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 617/2010 του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/96 του Συμβουλίου

61

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 257/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2368/2002 του Συμβουλίου όσον αφορά τη συμμετοχή της Γροιλανδίας στην εφαρμογή του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ

69

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά ( 1 )

72

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση αριθ. 136/2014/ΕΕ του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2014, για τη θέσπιση κανόνων και διαδικασιών που επιτρέπουν τη συμμετοχή της Γροιλανδίας στο σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ

99

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) αριθ. 248/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (EE) αριθ. 260/2012 όσον αφορά τη μετάβαση σε μεταφορές πιστώσεων και άμεσες χρεώσεις σε ολόκληρη την Ένωση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Μαζί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) αποτελεί σημαντικό δομικό στοιχείο για την ολοκλήρωση του ενιαίου χώρου πληρωμών σε ευρώ (SEPA), στον οποίο δεν γίνεται διάκριση μεταξύ διασυνοριακών και εθνικών πληρωμών σε ευρώ. Ο κύριος στόχος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 είναι η μετάβαση από τα εθνικά συστήματα μεταφοράς πιστώσεων και άμεσων χρεώσεων σε εναρμονισμένα συστήματα μεταφοράς πιστώσεων του SEPA (SCT) και άμεσων χρεώσεων SEPA (SDD), μεταξύ άλλων με την παροχή στους πολίτες της Ένωσης ενός μοναδικού διεθνούς αριθμού τραπεζικού λογαριασμού (IBAN), που μπορεί να χρησιμοποιείται για όλες τις SCT και τις SDD σε ευρώ.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 προέβλεψε να πραγματοποιηθεί η μετάβαση στον SEPA την 1η Φεβρουαρίου 2014, προκειμένου να δοθεί στους φορείς παροχής υπηρεσιών πληρωμών και στους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών επαρκής χρόνος για να προσαρμόσουν τις διαδικασίες τους στις τεχνικές απαιτήσεις που συνεπάγεται η μετάβαση στις SCT και SDD.

(3)

Από την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την πρόοδο της μετάβασης στον SEPA. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές συνεδριάσεις με τα κράτη μέλη, τις εθνικές δημόσιες αρχές και τους παράγοντες της αγοράς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δημοσιεύσει τακτικά εκθέσεις προόδου σχετικά με τη μετάβαση στον SEPA, με βάση τα στοιχεία πληρωμών που συλλέγονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Οι εκθέσεις αυτές αναφέρουν ότι ορισμένα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ κινούνται στη σωστή πορεία, με ποσοστά μετάβασης για τις SCT επί του παρόντος πλησίον του 100 %. Η μεγάλη πλειονότητα των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών ανέφεραν ότι έχουν ήδη συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του SEPA. Ωστόσο, σε αρκετά άλλα κράτη μέλη τα ποσοστά μετάβασης υστερούν των προσδοκιών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις SDD.

(4)

Στις 14 Μαΐου 2013, το Συμβούλιο Ecofin τόνισε εκ νέου στα συμπεράσματά του τη σπουδαιότητα της μετάβασης στον SEPA. Επισημάνθηκε ότι η μετάβαση στον SEPA απείχε πολύ από την ολοκλήρωσή της και ότι θα χρειάζονταν άμεσες προσπάθειες από όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά για την έγκαιρη ολοκλήρωσή της. Εγκρίθηκε σχέδιο δράσης, στο οποίο οι έμποροι, οι εταιρείες, οι ΜΜΕ και οι δημόσιες διοικήσεις κλήθηκαν να λάβουν αμέσως τα απαραίτητα συγκεκριμένα εσωτερικά μέτρα για την προσαρμογή των διαδικασιών τους, και να ενημερώσουν τους πελάτες τους σχετικά με τις λεπτομέρειες του IBAN τους.

(5)

Παρά τις σημαντικές προσπάθειες τις οποίες κατέβαλαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα κράτη μέλη, οι εθνικές δημόσιες αρχές τους και οι συμμετέχοντες στην αγορά κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, οι πιο πρόσφατες στατιστικές για τη μετάβαση δείχνουν ότι το συνολικό ποσοστό μετάβασης στη ζώνη του ευρώ όσον αφορά τις SCT έχει μόλις αυξηθεί από 40 % τον Ιούνιο του 2013 σε περίπου 64 % τον Νοέμβριο του 2013, ενώ το συνολικό ποσοστό μετάβασης όσον αφορά τις SDD έχει φθάσει μόλις στο 26 %. Ενώ τα εθνικά αριθμητικά στοιχεία δείχνουν καλή πρόοδο σε πολλά κράτη μέλη, μια σημαντική ομάδα κρατών μελών υστερεί σοβαρά ως προς τα αναμενόμενα ποσοστά μετάβασης. Συνεπώς, είναι πολύ απίθανο να είναι όλοι οι παράγοντες της αγοράς συμβατοί με τον SEPA την 1η Φεβρουαρίου 2014.

(6)

Από την 1η Φεβρουαρίου 2014, οι τράπεζες και άλλοι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να αρνούνται να διεκπεραιώνουν μεταφορές πιστώσεων ή άμεσες χρεώσεις που δεν είναι συμβατές με τον SEPA λόγω των νομικών υποχρεώσεών τους, μολονότι, όπως ήδη συμβαίνει επί του παρόντος, η διεκπεραίωση αυτών των πληρωμών είναι εφικτή από τεχνικής απόψεως, με τη συνέχιση της χρήσης των υφιστάμενων συστημάτων κληροδοτημένων πληρωμών παράλληλα με τις SCT και SDD. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλήρης μετάβαση στις SCT και SDD, δεν μπορούν επομένως να αποκλειστούν καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση αυτών των πληρωμών. Όλοι οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, και ιδίως οι ΜΜΕ και οι καταναλωτές, ενδέχεται να επηρεαστούν.

(7)

Είναι απαραίτητο να αποφευχθεί η περιττή διατάραξη των πληρωμών λόγω μη ολοκλήρωσης της μετάβασης στον SEPA έως την 1η Φεβρουαρίου 2014. Θα πρέπει, συνεπώς, να επιτραπεί στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, να συνεχίσουν τη διεκπεραίωση πράξεων πληρωμών μέσω των κληροδοτημένων συστημάτων τους, παράλληλα με τα συστήματα SCT και SDD, όπως πράττουν επί του παρόντος. Θα πρέπει, επομένως, να καθιερωθεί μεταβατική περίοδος που να επιτρέπει τη συνέχιση μιας τέτοιας παράλληλης επεξεργασίας πληρωμών σε διαφορετικές μορφές. Λαμβανομένων υπόψη των τρεχόντων στοιχείων και του αναμενόμενου ρυθμού μετάβασης, κρίνεται σκόπιμη η υιοθέτηση εφάπαξ συμπληρωματικής μεταβατικής περιόδου έξι μηνών. Η εφαρμογή της ρήτρας κεκτημένων δικαιωμάτων στα μη συμβατά με τον SEPA κληροδοτημένα συστήματα θα πρέπει να θεωρείται ως έκτακτο μέτρο και, συνεπώς, θα πρέπει να διατηρηθεί για όσο το δυνατόν βραχύτερο διάστημα, καθώς απαιτείται ταχεία και ολοκληρωμένη μετάβαση προκειμένου να προκύψουν όλα τα οφέλη που προσφέρει μια ενοποιημένη αγορά πληρωμών. Είναι επίσης σημαντικό να περιοριστεί χρονικά το κόστος για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών λόγω συνέχισης της χρήσης των κληροδοτημένων συστημάτων πληρωμών παράλληλα με το σύστημα SEPA. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που έχουν ήδη μεταβεί πλήρως στον SEPA θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής υπηρεσιών μετατροπής στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχουν ακόμα μεταβεί στον SEPA κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απέχουν από την επιβολή κυρώσεων σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που διεκπεραιώνουν μη συμβατές πληρωμές και σε χρήστες υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχουν ακόμη μεταβεί στο νέο σύστημα.

(8)

Αρκετοί μεγάλοι χρήστες μέσων άμεσης χρέωσης έχουν ήδη δηλώσει ότι προτίθενται να μεταβούν στο νέο σύστημα πλησίον της καταληκτικής ημερομηνίας. Κάθε αναβολή υλοποίησης των εν λόγω σχεδίων μετάβασης θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσωρινές πιέσεις στις εισερχόμενες και τις ταμειακές ροές και, ως εκ τούτου, στα επίπεδα των ταμειακών διαθεσίμων των οικείων επιχειρήσεων. Η καθυστερημένη αυτή μετάβαση σε μεγάλη κλίμακα θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει ορισμένα σημεία συμφόρησης, ιδίως στο επίπεδο των τραπεζών και των πωλητών λογισμικού, που μπορεί να αντιμετωπίσουν ορισμένους περιορισμούς όσον αφορά την ικανότητα διεκπεραίωσης. Η πρόσθετη περίοδος για τη βαθμιαία εισαγωγή του νέου συστήματος θα επιτρέψει μια περισσότερο σταδιακή προσέγγιση. Οι συμμετέχοντες στην αγορά που δεν έχουν ακόμη αρχίσει να εφαρμόζουν τις αναγκαίες προσαρμογές για τη συμμόρφωση με τον SEPA καλούνται να το πράξουν το συντομότερο δυνατόν. Οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι έχουν ήδη αρχίσει να προσαρμόζουν τις διαδικασίες πληρωμών τους θα πρέπει, ωστόσο, να ολοκληρώσουν τη μετάβαση όσο το δυνατόν ταχύτερα.

(9)

Λαμβανομένου υπόψη του γενικού στόχου να επιτευχθεί συντονισμένη και ολοκληρωμένη μετάβαση, είναι σκόπιμο να ισχύσει η μεταβατική περίοδος τόσο για τις SCT όσο και για τις SDD. Διαφορετικές μεταβατικές περίοδοι για τις SCT και τις SDD θα προκαλούσαν σύγχυση στους καταναλωτές, στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, στις ΜΜΕ και σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.

(10)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και προκειμένου να αποφευχθεί η έλλειψη συνέχειας στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, είναι αναγκαίο να τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός επειγόντως και να εφαρμοστεί με αναδρομική ισχύ από τις 31 Ιανουαρίου 2014.

(11)

Λόγω της επείγουσας φύσης του θέματος, θα πρέπει να εφαρμοστεί παρέκκλιση από την περίοδο των οκτώ εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

(12)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, οι πάροχοι ΥΠ μπορούν να εξακολουθήσουν, έως την 1η Αυγούστου 2014, να διεκπεραιώνουν πράξεις πληρωμών σε ευρώ σε μορφές διαφορετικές από αυτές που απαιτούνται για τις μεταφορές πιστώσεων και τις άμεσες χρεώσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 2, που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11, από τις 2 Αυγούστου 2014.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους παρόχους ΥΠ, έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, να παρέχουν στους χρήστες ΥΠ υπηρεσίες μετατροπής για εθνικές πράξεις πληρωμών, δίνοντας τη δυνατότητα στους χρήστες ΥΠ που είναι καταναλωτές να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον BBAN αντί του κωδικού αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα με ασφαλή τεχνική μετατροπή του κωδικού BBAN του πληρωτή και του δικαιούχου στον αντίστοιχο κωδικό αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος. Ο εν λόγω κωδικός αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών παρέχεται στον χρήστη ΥΠ που αρχίζει την πράξη πληρωμής, όποτε ενδείκνυται, πριν από την εκτέλεση της πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή, οι πάροχοι ΥΠ δεν επιβάλλουν οιαδήποτε επιβάρυνση ή άλλες προμήθειες στους χρήστες ΥΠ, άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενες με αυτές τις υπηρεσίες μετατροπής.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται με αναδρομική ισχύ από τις 31 Ιανουαρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2014.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001 (ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11).

(4)  Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/4


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 249/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 827/2004 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εισαγωγής τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού (Τhunnus obesus), καταγωγής Βολιβίας, Καμπότζης, Ισημερινής Γουινέας, Γεωργίας και Σιέρα Λεόνε και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1036/2001

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της διεθνούς σύμβασης για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού (σύμβαση ICCAT) από τις 14 Νοεμβρίου 1997, ύστερα από την έκδοση της απόφασης 86/238/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2).

(2)

Η σύμβαση ICCAT προβλέπει το πλαίσιο για την περιφερειακή συνεργασία στον τομέα της διαχείρισης και της διατήρησης αποθεμάτων ειδών τόνου και συναφών ειδών στον Ατλαντικό ωκεανό και στις γειτονικές θάλασσες. Η σύμβαση ICCAT συνέστησε διεθνή επιτροπή για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού (εφεξής «ICCAT») η οποία θεσπίζει μέτρα διατήρησης και διαχείρισης. Τα εν λόγω μέτρα καθίστανται δεσμευτικά για τα συμβαλλόμενα μέρη.

(3)

Το 1998 η ICCAT ενέκρινε το ψήφισμα 98-18 σχετικά με τη μη δηλωμένη και ανεξέλεγκτη αλιεία θυννοειδών από μεγάλα πλοία στη ζώνη της σύμβασης. Αυτό το ψήφισμα καθόριζε τις διαδικασίες για τον προσδιορισμό των χωρών τα πλοία των οποίων είχαν αλιεύσει είδη τόνου και συναφή είδη κατά τρόπο που περιόριζε την αποτελεσματικότητα των μέτρων διατήρησης και διαχείρισης της ICCAT. Προσδιόριζε επίσης τα μέτρα που έπρεπε να θεσπιστούν, όπως και κατά περίπτωση εμπορικά περιοριστικά μέτρα χωρίς διακρίσεις για να εμποδίζονται οι εν λόγω αλιευτικές πρακτικές από τα πλοία αυτών των χωρών.

(4)

Μετά την έγκριση του ψηφίσματος 98-18, η ICCAT διαπίστωσε ότι η Βολιβία, η Καμπότζη, η Ισημερινή Γουινέα, η Γεωργία και η Σιέρα Λεόνε είναι χώρες τα πλοία των οποίων αλιεύουν τόνο μεγαλόφθαλμο του Ατλαντικού (Τhunnus obesus) κατά τρόπο που μειώνει την αποτελεσματικότητα των μέτρων διατήρησης και διαχείρισης που επέβαλε η επιτροπή. Η ICCAT έχει τεκμηριώσει τις διαπιστώσεις της με στοιχεία όσον αφορά τα αλιεύματα, το εμπόριο και τις δραστηριότητες των πλοίων.

(5)

Κατά συνέπεια, η ICCAT συνέστησε στα συμβαλλόμενα μέρη να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ψηφίσματός του 98-18 για την απαγόρευση των εισαγωγών προϊόντων τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού, σε οποιαδήποτε μορφή, από τις εν λόγω χώρες.

(6)

Το 2004 οι εισαγωγές τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού καταγωγής Βολιβίας, Καμπότζης, Ισημερινής Γουινέας, Γεωργίας και Σιέρα Λεόνε στην Ένωση απαγορεύονται επί του παρόντος από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 827/2004 του Συμβουλίου (3).

(7)

Στην 14η ειδική συνεδρίασή της το 2004, η ICCAT αναγνώρισε τις προσπάθειες που κατέβαλαν η Καμπότζη, η Ισημερινή Γουινέα και η Σιέρα Λεόνε ανταποκρινόμενες στις ανησυχίες της και υιοθέτησε συστάσεις για την άρση των εμπορικών περιοριστικών μέτρων έναντι αυτών των τριών χωρών όσον αφορά τα προϊόντα τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού.

(8)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 827/2004 τροποποιήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 919/2005 του Συμβουλίου (4), ώστε να εξακολουθήσει να απαγορεύει τις εισαγωγές τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού και των προϊόντων του από την Καμπότζη, την Ισημερινή Γουινέα και τη Σιέρα Λεόνε στην Ένωση. Κατόπιν αυτής της τροποποίησης, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 827/2004 απαγορεύει μόνον παρόμοιες εισαγωγές από τη Βολιβία και τη Γεωργία.

(9)

Κατά την 22α τακτική ετήσια συνάντησή της, η ICCAT αναγνώρισε τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τη Βολιβία και τη Γεωργία και ενέκρινε τη σύσταση 11-19 για την άρση της απαγόρευσης των εισαγωγών προϊόντων τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού που είχε επιβληθεί σε αυτές τις δύο χώρες.

(10)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 827/2004 θα πρέπει συνεπώς να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 827/2004 καταργείται.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. KOURKOULAS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Φεβρουαρίου 2014.

(2)  Απόφαση 86/238/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 1986, για την προσχώρηση της Κοινότητας στη διεθνή σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο που προσαρτάται στην τελική πράξη της διάσκεψης των πληρεξουσίων των συμβαλλομένων στη σύμβαση κρατών, που υπεγράφη στο Παρίσι στις 10 Ιουλίου 1984 (ΕΕ L 162 της 18.6.1986, σ. 33).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 827/2004 του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, για την απαγόρευση της εισαγωγής τόννου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού (Τhunnus obesus), καταγωγής Βολιβίας, Καμπότζης, Γεωργίας, Ισημερινής Γουινέας και Σιέρρα Λεόνε και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1036/2001 (ΕΕ L 127 της 29.4.2004, σ. 21).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 919/2005 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 827/2004 για την απαγόρευση της εισαγωγής τόνου μεγαλόφθαλμου του Ατλαντικού, καταγωγής Καμπότζης, Ισημερινής Γουινέας και Σιέρα Λεόνε και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 826/2004 για την απαγόρευση της εισαγωγής ερυθρού τόνου του Ατλαντικού καταγωγής Ισημερινής Γουινέας και Σιέρα Λεόνε και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 828/2004 για την απαγόρευση των εισαγωγών ξιφία του Ατλαντικού, καταγωγής Σιέρα Λεόνε (ΕΕ L 156 της 18.6.2005, σ. 1).


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 250/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

σχετικά με πρόγραμμα για την προώθηση δραστηριοτήτων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρόγραμμα «Hercule III») και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 804/2004/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 325,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση και τα κράτη μέλη έχουν θέσει ως στόχο την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του λαθρεμπορίου και της παραποίησης τσιγάρων. Για τη βελτίωση του μακροπρόθεσμου αντίκτυπου των δαπανών και προς αποφυγή των επικαλύψεων, θα πρέπει να εξασφαλισθεί στενή και τακτική συνεργασία και συντονισμός σε επίπεδο Ένωσης και μεταξύ των αρχών των κρατών μελών.

(2)

Οι δραστηριότητες με στόχο την παροχή καλύτερων πληροφοριών, ειδικευμένης κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένης της συγκριτικής μελέτης των νομοθεσιών, και την παροχή τεχνικής και επιστημονικής συνδρομής συμβάλλουν σημαντικά στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και ταυτόχρονα στην επίτευξη ισοδύναμου επιπέδου προστασίας σε όλη την Ένωση.

(3)

Η στήριξη κατά το παρελθόν τέτοιων δραστηριοτήτων μέσω της απόφασης αριθ. 804/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) (πρόγραμμα Hercule), η οποία τροποποιήθηκε και παρατάθηκε από την απόφαση αριθ. 878/2007/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) (πρόγραμμα Hercule ΙΙ), κατέστησε εφικτή την ενίσχυση των δραστηριοτήτων που ανέλαβε η Ένωση και τα κράτη μέλη σε θέματα καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

(4)

Η Επιτροπή διεξήγαγε επισκόπηση των επιτευγμάτων του προγράμματος Hercule II, η οποία αναφέρει τις εισροές και τα αποτελέσματα του προγράμματος.

(5)

Η Επιτροπή διενήργησε αξιολόγηση αντίκτυπου το 2011, προκειμένου να εκτιμήσει αν χρειάζεται ή όχι η συνέχιση του προγράμματος.

(6)

Για να συνεχιστούν και να αναπτυχθούν περαιτέρω οι δραστηριότητες σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης του λαθρεμπορίου και της παραποίησης τσιγάρων και λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις νέες προκλήσεις στο πλαίσιο της δημοσιονομικής λιτότητας, θα πρέπει να θεσπισθεί νέο πρόγραμμα (το «πρόγραμμα»).

(7)

Το πρόγραμμα θα πρέπει να εφαρμοσθεί λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων και μέτρων που απαριθμούνται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 2013 με τίτλο «Ενίσχυση της καταπολέμησης του λαθρεμπορίου τσιγάρων και άλλων μορφών παράνομου εμπορίου προϊόντων καπνού — Μια συνολική στρατηγική της ΕΕ».

(8)

Το πρόγραμμα θα πρέπει να εφαρμοσθεί σε πλήρη συμμόρφωση με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, μια επιδότηση αποσκοπεί να στηρίξει οικονομικά μια ενέργεια προοριζόμενη να προωθήσει την υλοποίηση ενός στόχου της Ένωσης και δεν έχει ως μοναδικό σκοπό την αγορά εξοπλισμού.

(9)

Το πρόγραμμα θα πρέπει να είναι ανοικτό στη συμμετοχή κρατών που προσχωρούν, υποψηφίων χωρών και δυνάμει υποψηφίων που επωφελούνται από προενταξιακή στρατηγική, καθώς και χωρών εταίρων της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας, υπό τον όρο ότι οι χώρες αυτές έχουν φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο προσέγγισης των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και των διοικητικών μεθόδων με εκείνες της Ένωσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των εν λόγω κρατών και χωρών στα προγράμματα της Ένωσης, που ορίζονται στις αντίστοιχες συμφωνίες-πλαίσια, στις αποφάσεις ή τις παρόμοιες συμφωνίες των συμβουλίων σύνδεσης, καθώς και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).

(10)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ανεξάρτητη ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την εκτέλεση του προγράμματος, καθώς και έκθεση με τελική αξιολόγηση όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του προγράμματος. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει, σε ετήσια βάση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την ετήσια εκτέλεση του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των χρηματοδοτούμενων δράσεων και στοιχείων για τη συνοχή και τη συμπληρωματικότητα με άλλα σχετικά προγράμματα και δράσεις σε επίπεδο Ένωσης.

(11)

Ο παρών κανονισμός συνάδει με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Το πρόγραμμα θα πρέπει να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, χρησιμοποιώντας τους πόρους κατά τρόπο πιο αποτελεσματικό από αυτόν που θα εφαρμοζόταν σε εθνικό επίπεδο. Η δράση σε επίπεδο Ένωσης είναι αναγκαία και αιτιολογημένη, καθώς συνδράμει σαφώς τα κράτη μέλη στη συλλογική προστασία των εθνικών προϋπολογισμών και του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης, και ενθαρρύνει τη χρησιμοποίηση κοινών δομών της Ένωσης για την ενίσχυση της συνεργασίας και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών. Το πρόγραμμα δεν θα πρέπει, ωστόσο, να θίγει αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(12)

Το πρόγραμμα θα πρέπει να διαρκέσει επτά έτη, ώστε η διάρκειά του να ευθυγραμμισθεί με τη διάρκεια του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, η οποία καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου (6).

(13)

Προκειμένου να προβλεφθεί βαθμός ευελιξίας στην κατανομή των πόρων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να τροποποιεί την ενδεικτική κατανομή των πόρων. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να πραγματοποιεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(14)

Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει ετήσια προγράμματα εργασίας που περιέχουν τις χρηματοδοτούμενες δράσεις, τα κριτήρια επιλογής και χορήγησης και τις έκτακτες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όπως αυτές που αφορούν κράτη μέλη εκτεθειμένα σε υψηλό κίνδυνο σε σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, όπου εφαρμόζεται το μέγιστο ποσοστό συγχρηματοδότησης ύψους 90 % των επιλέξιμων δαπανών. Η Επιτροπή θα πρέπει να συζητήσει με τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης που συστάθηκε με την απόφαση 94/140/ΕΚ της Επιτροπής (7).

(15)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τις χρηματοδοτικές συνεισφορές τους με βάση τη συγχρηματοδότηση για επιχορηγήσεις που χορηγούνται βάσει του προγράμματος.

(16)

Η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζεται η συνεκτικότητα και συμπληρωματικότητα των ετήσιων προγραμμάτων εργασιών με άλλα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση προγράμματα, ιδίως στον τελωνειακό τομέα, ώστε να ενισχύεται ο συνολικός αντίκτυπος των δράσεων του προγράμματος και να αποφεύγεται η τυχόν επικάλυψη του προγράμματος με άλλα προγράμματα.

(17)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει, για το σύνολο της διάρκειας του προγράμματος, χρηματοδοτικό κονδύλιο που αποτελεί, για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προνομιακή αναφορά κατά την ετήσια διαδικασία του προϋπολογισμού, κατά την έννοια του σημείου 17 της διοργανικής συμφωνίας, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (8).

(18)

Τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θα πρέπει να προστατεύονται με αναλογικά μέτρα που να καλύπτουν ολόκληρο τον κύκλο δαπανών, όπου περιλαμβάνονται η πρόληψη, ο εντοπισμός και η διερεύνηση παρατυπιών, η ανάκτηση απολεσθέντων, αχρεωστήτως καταβληθέντων ή κακώς χρησιμοποιηθέντων κονδυλίων και, κατά περίπτωση, η επιβολή διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων.

(19)

Η απόφαση αριθ. 804/2004/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί. Θα πρέπει να ληφθούν μεταβατικά μέτρα που θα συμπληρώνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις για δράσεις επιδιωκόμενες βάσει της εν λόγω απόφασης και τις υποχρεώσεις ενημέρωσης που ορίζει αυτή.

(20)

Ενδείκνυται να εξασφαλισθεί η ομαλή και αδιάλειπτη μετάβαση από το πρόγραμμα Hercule II στο πρόγραμμα και να ευθυγραμμισθεί η διάρκεια του προγράμματος με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013. Ως εκ τούτου, το πρόγραμμα θα πρέπει να εφαρμοσθεί από 1ης Ιανουαρίου 2014,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Το πολυετές πρόγραμμα δράσης για την προώθηση δραστηριοτήτων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης «Hercule III» (το «πρόγραμμα») θεσπίζεται για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020.

Άρθρο 2

Προστιθέμενη αξία

Το πρόγραμμα συμβάλλει σε όλα τα ακόλουθα:

α)

στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων στο επίπεδο της Ένωσης και των κρατών μελών για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης του λαθρεμπορίου και της παραποίησης τσιγάρων·

β)

στην ενίσχυση της διεθνικής συνεργασίας και του συντονισμού σε ενωσιακό επίπεδο, μεταξύ των αρχών των κρατών μελών, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), και ιδίως στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα των διασυνοριακών επιχειρήσεων·

γ)

στην αποτελεσματική πρόληψη της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, παρέχοντας κοινή εξειδικευμένη κατάρτιση στο προσωπικό εθνικών και περιφερειακών διοικητικών αρχών καθώς και σε άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.

Το πρόγραμμα επιτυγχάνει ειδικότερα την εξοικονόμηση πόρων από τη συλλογική προμήθεια ειδικού εξοπλισμού και βάσεων δεδομένων προοριζόμενων για τους ενδιαφερόμενους φορείς, καθώς και από την εξειδικευμένη κατάρτιση.

Άρθρο 3

Γενικός στόχος

Ο γενικός στόχος του προγράμματος είναι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και η ενίσχυση με τον τρόπο αυτό της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και η διασφάλιση της προστασίας των χρημάτων των φορολογουμένων.

Άρθρο 4

Ειδικός στόχος

Ο ειδικός στόχος του προγράμματος είναι η πρόληψη και η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Ο βαθμός υλοποίησης του ειδικού στόχου προσμετράται λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα επίπεδα στόχων και τα σενάρια αναφοράς και σε συνάρτηση με όλους τους ακόλουθους βασικούς δείκτες επιδόσεων:

α)

ο αριθμός των κατασχέσεων, δημεύσεων και ανακτήσεων ως αποτέλεσμα της ανίχνευσης υποθέσεων απατών με κοινές δράσεις και διασυνοριακές επιχειρήσεις·

β)

η προστιθέμενη αξία και η αποτελεσματική χρήση του συγχρηματοδοτούμενου τεχνικού εξοπλισμού·

γ)

η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών για τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται με το τεχνικό υλικό·

δ)

ο αριθμός και είδη δραστηριοτήτων κατάρτισης, μεταξύ άλλων ποσότητα εξειδικευμένης κατάρτισης.

Άρθρο 5

Επιχειρησιακοί στόχοι

Οι επιχειρησιακοί στόχοι του προγράμματος είναι όλοι οι ακόλουθοι:

α)

βελτίωση, πέραν των επιπέδων που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα, της πρόληψης και της διερεύνησης των περιπτώσεων απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων με την ενίσχυση της διεθνικής και πολυτομεακής συνεργασίας·

β)

βελτίωση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από απάτες, με τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών, εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών, καθώς και της ανταλλαγής προσωπικού·

γ)

ενίσχυση της καταπολέμησης της απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων μέσω της παροχής τεχνικής και επιχειρησιακής στήριξης σε εθνικές αρχές ερευνών και ιδίως σε τελωνειακές αρχές και σε αρχές επιβολής του νόμου·

δ)

περιορισμός της νυν γνωστής έκθεσης των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε απάτες, διαφθορά και άλλες παράνομες δραστηριότητες προκειμένου να μειωθεί η ανάπτυξη της παραοικονομίας σε βασικούς τομείς κινδύνου όπως η οργανωμένη απάτη, μεταξύ άλλων το λαθρεμπόριο και η παραποίηση τσιγάρων·

ε)

ενίσχυση του βαθμού ανάπτυξης της ειδικής νομικής και δικαστικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης έναντι της απάτης μέσω της προώθησης της συγκριτικής ανάλυσης της νομοθεσίας.

Άρθρο 6

Οργανισμοί επιλέξιμοι για χρηματοδότηση

Έκαστος των ακόλουθων οργανισμών είναι επιλέξιμος για χρηματοδότηση στα πλαίσια του προγράμματος:

α)

εθνικές ή περιφερειακές διοικητικές αρχές συμμετέχουσας χώρας, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, που προωθούν την ενίσχυση της δράσης στο ενωσιακό επίπεδο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

β)

ερευνητικά και εκπαιδευτικά ινστιτούτα και μη κερδοσκοπικές οντότητες υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν επί τουλάχιστον ένα έτος, σε συμμετέχουσα χώρα, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, και προωθούν την ενίσχυση της δράσης στο ενωσιακό επίπεδο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Άρθρο 7

Συμμετοχή στο πρόγραμμα

1.   Συμμετέχουσες χώρες είναι τα κράτη μέλη και οι χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 («συμμετέχουσες χώρες»).

2.   Στο πρόγραμμα μπορούν να συμμετέχουν οι ακόλουθες χώρες:

α)

κράτη που προσχωρούν, υποψήφιες χώρες και δυνάμει υποψήφιοι που επωφελούνται από την προενταξιακή στρατηγική, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τους γενικούς όρους για τη συμμετοχή των εν λόγω κρατών και χωρών σε προγράμματα της Ένωσης που ορίζονται στις αντίστοιχες συμφωνίες-πλαίσια, αποφάσεις του συμβουλίου σύνδεσης ή παρόμοιες συμφωνίες·

β)

χώρες εταίροι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας υπό τον όρο ότι οι χώρες αυτές έχουν επιτύχει ικανοποιητικό επίπεδο ευθυγράμμισης των νομοθετικών διατάξεων και των διοικητικών μεθόδων με εκείνες της Ένωσης. Οι ενδιαφερόμενες χώρες εταίροι συμμετέχουν στο πρόγραμμα, σύμφωνα με τις διατάξεις που θα καθορισθούν με τις εν λόγω χώρες μετά από τη θέσπιση συμφωνιών-πλαισίων σχετικά με τη συμμετοχή τους σε προγράμματα της Ένωσης·

γ)

οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

3.   Στις δραστηριότητες που οργανώνονται στο πλαίσιο του προγράμματος δύνανται να λαμβάνουν μέρος, οσάκις αυτό κρίνεται χρήσιμο για την επίτευξη των γενικών και ειδικών στόχων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, αντιστοίχως, εκπρόσωποι χωρών που συμμετέχουν στη διαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης για τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η Ρωσική Ομοσπονδία και ορισμένες χώρες με τις οποίες η Ένωση έχει συνάψει συμφωνία αμοιβαίας συνδρομής σε θέματα σχετικά με την απάτη, καθώς και εκπρόσωποι διεθνών και άλλων συναφών οργανισμών. Οι εν λόγω εκπρόσωποι συμμετέχουν στο πρόγραμμα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

Άρθρο 8

Επιλέξιμες δράσεις

Το πρόγραμμα παρέχει κατάλληλη χρηματοδοτική ενίσχυση, υπό τους όρους που καθορίζονται στα ετήσια προγράμματα εργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 11, για όλες τις ακόλουθες δράσεις:

α)

εξειδικευμένης τεχνικής συνδρομής για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μέσω ενός ή περισσότερων εκ των ακολούθων:

i)

της παροχής ειδικών γνώσεων, εξειδικευμένου και τεχνικά προηγμένου εξοπλισμού και αποτελεσματικών εργαλείων της τεχνολογίας των πληροφοριών, διευκολύνοντας τη διεθνική συνεργασία και τη συνεργασία με την Επιτροπή·

ii)

της διασφάλισης της απαιτούμενης στήριξης και διευκόλυνσης των ερευνών, ιδίως με τη σύσταση κοινών ομάδων ερευνών και με διασυνοριακές επιχειρήσεις·

iii)

της στήριξης των ικανοτήτων των κρατών μελών να αποθηκεύουν και να καταστρέφουν κατασχεθέντα τσιγάρα, καθώς και των ανεξάρτητων υπηρεσιών αναλύσεων στο έργο της ανάλυσης των κατασχεθέντων τσιγάρων·

iv)

της ενίσχυσης των ανταλλαγών προσωπικού σε συγκεκριμένα σχέδια, ιδίως στον τομέα της καταπολέμησης του λαθρεμπορίου και της παραποίησης τσιγάρων·

v)

της παροχής τεχνικής και επιχειρησιακής στήριξης στις αρμόδιες για την επιβολή του νόμου αρχές των κρατών μελών στο έργο της καταπολέμησης των παράνομων διασυνοριακών δραστηριοτήτων και απατών εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης ειδικότερα της στήριξης των τελωνειακών αρχών·

vi)

της ανάπτυξης ικανοτήτων στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών στις συμμετέχουσες χώρες, αναπτύσσοντας και παρέχοντας ειδικές βάσεις δεδομένων και εργαλεία μηχανοργάνωσης που διευκολύνουν την πρόσβαση σε δεδομένα και την ανάλυση αυτών·

vii)

της αύξησης της ανταλλαγής δεδομένων, της ανάπτυξης και παροχής εργαλείων μηχανοργάνωσης για έρευνες και της παρακολούθησης των εργασιών στον τομέα των πληροφοριών·

β)

οργάνωση στοχευμένης εξειδικευμένης κατάρτισης και εργαστηρίων κατάρτισης στην ανάλυση κινδύνου, καθώς επίσης, όπου απαιτείται, διασκέψεων που στοχεύουν σε ένα ή περισσότερα εκ των ακολούθων:

i)

την περαιτέρω ενθάρρυνση της καλύτερης κατανόησης των ενωσιακών και εθνικών μηχανισμών·

ii)

την ανταλλαγή εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των αρμοδίων αρχών των συμμετεχουσών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου, καθώς και των εκπροσώπων διεθνών οργανισμών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·

iii)

τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των συμμετεχουσών χωρών και των εκπροσώπων διεθνών οργανισμών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·

iv)

τη διάδοση των γνώσεων, ιδίως για τον καλύτερο εντοπισμό του κινδύνου για τους σκοπούς των ερευνών·

v)

την ανάπτυξη υψηλού επιπέδου δραστηριοτήτων έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των μελετών·

vi)

τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων για την εφαρμογή στην πράξη και των θεωρητικών·

vii)

την περαιτέρω ευαισθητοποίηση των δικαστών και των λοιπών κλάδων του νομικού επαγγέλματος στο θέμα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

γ)

κάθε άλλη δράση που δεν καλύπτεται από τα στοιχεία α) ή β) του παρόντος άρθρου, προβλεπόμενη από τα ετήσια προγράμματα εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 11, η οποία είναι απαραίτητη για την επίτευξη των γενικών, των ειδικών και των λειτουργικών στόχων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5, αντιστοίχως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Άρθρο 9

Χρηματοδοτικό κονδύλιο

1.   Το χρηματοδοτικό κονδύλιο για την εκτέλεση του προγράμματος για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ανέρχεται σε 104 918 000 EUR σε τρέχουσες τιμές.

Οι ετήσιες πιστώσεις εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός των ορίων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

2.   Στο πλαίσιο του χρηματοδοτικού κονδυλίου για το πρόγραμμα, ενδεικτικά ποσά διατίθενται για τις επιλέξιμες δράσεις του άρθρου 8, εντός των ποσοστών του παραρτήματος για κάθε είδος δράσης. Η Επιτροπή μπορεί να ξεκινήσει από την ενδεικτική κατανομή πόρων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα, όμως δεν μπορεί να αυξήσει τα χορηγούμενα μερίδια του χρηματοδοτικού κονδυλίου πλέον του 20 % για κάθε είδος δράσης.

Αν αποδειχθεί αναγκαία η υπέρβαση του ορίου του 20 %, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14, για να τροποποιεί την ενδεικτική κατανομή πόρων που προβλέπεται στο παράρτημα.

Άρθρο 10

Είδη χρηματοδοτικής παρέμβασης και συγχρηματοδότησης

1.   Η Επιτροπή εφαρμόζει το πρόγραμμα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

2.   Η χρηματοδοτική στήριξη επιλέξιμων δράσεων βάσει του προγράμματος που απαριθμούνται στο άρθρο 8 λαμβάνει τη μορφή οιουδήποτε εκ των κάτωθι:

α)

επιδοτήσεων·

β)

δημοσίων συμβάσεων·

γ)

επιστροφής των εξόδων που κατέβαλαν οι εκπρόσωποι που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 για τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες του προγράμματος.

3.   Η αγορά εξοπλισμού δεν αποτελεί τη μοναδική συνιστώσα της συμφωνίας επιχορήγησης.

4.   Το ποσοστό συγχρηματοδότησης για επιχορηγήσεις που παρέχονται δυνάμει του προγράμματος δεν υπερβαίνει το 80 % των επιλέξιμων δαπανών. Σε έκτακτες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι οποίες προσδιορίζονται στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 11, όπως είναι οι περιπτώσεις κρατών μελών εκτεθειμένων σε υψηλό κίνδυνο σε σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το ποσοστό συγχρηματοδότησης δεν υπερβαίνει το 90 % των επιλέξιμων δαπανών.

Άρθρο 11

Ετήσια προγράμματα εργασίας

Η Επιτροπή εκδίδει ετήσια προγράμματα εργασίας για την εφαρμογή του προγράμματος. Στα προγράμματα αυτά εξασφαλίζεται η συνεκτική επιδίωξη των γενικών, ειδικών και λειτουργικών στόχων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5, αντιστοίχως, και σκιαγραφούνται τα αναμενόμενα αποτελέσματα, η μέθοδος εφαρμογής και το συνολικό ποσό τους. Στην περίπτωση επιχορηγήσεων, τα ετήσια προγράμματα εργασίας περιλαμβάνουν τις χρηματοδοτούμενες δράσεις, τα κριτήρια επιλογής και χορήγησης και το μέγιστο ποσοστό συγχρηματοδότησης.

Τα κονδύλια του προϋπολογισμού που διατίθενται για δράσεις επικοινωνίας δυνάμει του προγράμματος συμβάλλουν επίσης στην επικοινωνία εταιρικού τύπου σε σχέση με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης, εφόσον συνδέονται με τον γενικό στόχο που προβλέπεται στο άρθρο 3.

Άρθρο 12

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Κατά την υλοποίηση δράσεων που χρηματοδοτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα που διασφαλίζουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, με τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων και με την ανάκτηση, σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες, των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, καθώς επίσης, οσάκις κρίνεται σκόπιμο, με την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων.

2.   Η Επιτροπή ή οι αντιπρόσωποί της και το Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν την εξουσία να ελέγχουν, βάσει δικαιολογητικών καθώς και επιτόπιων ελέγχων, όλους τους δικαιούχους επιχορηγήσεων, τους εργολάβους και τους υπεργολάβους που έχουν λάβει πόρους της Ένωσης κατ’ εφαρμογή του προγράμματος.

3.   Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις και διαδικασίες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (10), με στόχο τη διαπίστωση απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης ενέργειας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με μια συμφωνία ή απόφαση επιχορήγησης ή μια σύμβαση χρηματοδοτούμενη βάσει του προγράμματος.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού περιέχουν διατάξεις οι οποίες θα εξουσιοδοτούν ρητά την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν τους εν λόγω λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΞΟΥΣΙΩΝ

Άρθρο 13

Παρακολούθηση και αξιολόγηση

1.   Η Επιτροπή παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σε ετήσια βάση πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματος, μεταξύ άλλων σχετικά με την επίτευξη των στόχων και των αποτελεσμάτων του προγράμματος. Στην ενημέρωση περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τη συνεργασία και τον συντονισμό μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών και με τη συνέπεια και τη συμπληρωματικότητα με άλλα σχετικά προγράμματα και δράσεις στο επίπεδο της Ένωσης. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί διαρκώς, μεταξύ άλλων και στους σχετικούς διαδικτυακούς τόπους, τα αποτελέσματα των υποστηριζόμενων από το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας σχετικά με τη χρήση των πόρων.

2.   Η Επιτροπή πραγματοποιεί διεξοδική αξιολόγηση του προγράμματος και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο:

α)

ως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, ανεξάρτητη ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης με αντικείμενο την επίτευξη των στόχων όλων των δράσεων, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις, την αποτελεσματική και αποδοτική αξιοποίηση των πόρων και την προστιθεμένη αξία τους για την Ένωση, προκειμένου να λάβει απόφαση για την ανανέωση, τροποποίηση ή αναστολή των δράσεων. Η ενδιάμεση αξιολόγηση αφορά επίσης την έκταση της απλούστευσης, την εσωτερική και εξωτερική συνοχή της, τη διατήρηση της συνάφειας όλων των στόχων του προγράμματος, καθώς και τη συμβολή των δράσεων στην επίτευξη των προτεραιοτήτων της Ένωσης για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Θα λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης σχετικά με την επίτευξη των στόχων του προγράμματος Hercule II·

β)

έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, έκθεση με τελική αξιολόγηση σχετικά με την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, μεταξύ άλλων σχετικά με την προστιθέμενη αξία· ακόμη, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και η διατηρησιμότητα των αποτελεσμάτων του προγράμματος αξιολογούνται προκειμένου να συνυπολογιστούν σε απόφαση για την πιθανή ανανέωση, τροποποίηση ή αναστολή μεταγενέστερου προγράμματος.

3.   Όλες οι συμμετέχουσες χώρες και άλλοι δικαιούχοι παρέχουν στην Επιτροπή όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για μεγαλύτερη διαφάνεια και υποχρέωση λογοδοσίας και για να είναι εφικτή η διαχείριση, η παρακολούθηση και η αξιολόγηση του προγράμματος, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, μεταξύ άλλων ως προς τη συνεργασία και τον συντονισμό.

Άρθρο 14

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο επτά ετών από τις 21 Μαρτίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 9 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 15

Κατάργηση

Η απόφαση αριθ. 804/2004/ΕΚ καταργείται.

Ωστόσο, οι οικονομικές υποχρεώσεις οι οποίες σχετίζονται με δράσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης και οι υποχρεώσεις ενημέρωσης που ορίζει αυτή εξακολουθούν να διέπονται από την απόφαση αυτή μέχρι την ολοκλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 201 της 7.7.2012, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Ιανουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2014.

(3)  Απόφαση αριθ. 804/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση προγράμματος κοινοτικής δράσης για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας (Πρόγραμμα «Hercule») (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 9).

(4)  Απόφαση αριθ. 878/2007/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2007, που τροποποιεί και παρατείνει την απόφαση αριθ. 804/2004/ΕΚ για τη θέσπιση προγράμματος κοινοτικής δράσης για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας (πρόγραμμα Hercule II) (ΕΕ L 193 της 25.7.2007, σ. 18).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 884).

(7)  Απόφαση 94/140/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 1994, για τη σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης (ΕΕ L 61 της 4.3.1994, σ. 27).

(8)  ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.

(9)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ

Η ενδεικτική κατανομή των πόρων ως προς τις επιλέξιμες δράσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 8 είναι η ακόλουθη:

Είδη δράσεων

Μερίδιο του προϋπολογισμού (σε ποσοστό %)

α)

Τεχνική βοήθεια

Τουλάχιστον 70

β)

Κατάρτιση

Μέγιστο 25

γ)

Κάθε άλλη δράση που δεν καλύπτεται από τα στοιχεία α) ή β) του άρθρου 8

Μέγιστο 5


Δήλωση της Επιτροπής για το άρθρο 13

Με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού, η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλλει, στο πλαίσιο διαρθρωμένου διαλόγου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ετήσια έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής του προϋπολογισμού ως έχει στο παράρτημα, αρχής γενομένης τον Ιανουάριο του 2015, καθώς και το πρόγραμμα εργασιών προς την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα πλαίσια της έκθεσης PIF.


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/14


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 251/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

για τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου (3) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 122/94 της Επιτροπής (4) αποδείχθηκαν επιτυχείς νομοθετικές ρυθμίσεις για τον τομέα των αρωματισμένων οίνων, των αρωματισμένων ποτών με βάση τον οίνο και των αρωματισμένων κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων («αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα»). Ωστόσο, ενόψει της τεχνολογικής καινοτομίας, των εξελίξεων της αγοράς και των εξελισσόμενων προσδοκιών των καταναλωτών, είναι αναγκαία η επικαιροποίηση των κανόνων που ισχύουν για τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων ορισμένων αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής.

(2)

Κατόπιν της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας χρειάζονται περαιτέρω τροποποιήσεις, για να προσαρμοστούν οι αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 προς τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Λόγω του πεδίου εφαρμογής των τροποποιήσεων αυτών, είναι αναγκαία η κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 και η αντικατάστασή του με τον παρόντα κανονισμό. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 122/94 θεσπίστηκαν κανόνες για τον αρωματισμό και την προσθήκη αλκοόλης που ισχύουν για ορισμένα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα και, για λόγους σαφήνειας, οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να ενσωματωθούν στον παρόντα κανονισμό.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ισχύει για την παρουσίαση και την επισήμανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

(4)

Ο τομέας των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων είναι σημαντικός για τους καταναλωτές, τους παραγωγούς και τον γεωργικό τομέα της Ένωσης. Τα μέτρα που εφαρμόζονται για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα θα πρέπει να συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, στην αποτροπή δόλιων πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση της διαφάνειας στην αγορά και του θεμιτού ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτό, τα μέτρα θα διασφαλίσουν τη φήμη που έχουν αποκτήσει τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα της Ένωσης στην εσωτερική και τη διεθνή αγορά, καθώς θα εξακολουθούν να λαμβάνονται υπόψη οι παραδοσιακές πρακτικές παραγωγής των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και οι αυξημένες απαιτήσεις των καταναλωτών για προστασία και ενημέρωση. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική καινοτομία σε ό,τι αφορά τα προϊόντα για τα οποία η καινοτομία αυτή συντελεί στη βελτίωση της ποιότητας, χωρίς να επηρεάζει τον παραδοσιακό χαρακτήρα των συγκεκριμένων αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων.

(5)

Η παραγωγή αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων συνιστά σημαντική διέξοδο για τον γεωργικό τομέα της Ένωσης, γεγονός στο οποίο θα πρέπει να δοθεί έμφαση από το πλαίσιο των κανονιστικών διατάξεων.

(6)

Για το συμφέρον των καταναλωτών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης, ανεξαρτήτως του εάν παράγονται στα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες. Για να διατηρηθεί και να βελτιωθεί η φήμη των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων της Ένωσης στην παγκόσμια αγορά, οι κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να έχουν επίσης εφαρμογή στα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που παράγονται στην Ένωση προς εξαγωγή.

(7)

Για να διασφαλιστεί η σαφήνεια και η διαφάνεια του ενωσιακού δικαίου που διέπει τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα, θα πρέπει να καθοριστούν με σαφήνεια τα προϊόντα που καλύπτονται από το εν λόγω δίκαιο, τα κριτήρια για την παραγωγή, την περιγραφή, την παρουσίαση και την επισήμανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και κυρίως οι ονομασίες πώλησης. Θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες σχετικά με την εθελοντική ένδειξη προέλευσης που θα συμπληρώνουν τους κανόνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1169/2011. Με τη θέσπιση των κανόνων αυτών, διασφαλίζεται η ρύθμιση όλων των σταδίων της αλυσίδας παραγωγής, καθώς και η προστασία και η ορθή ενημέρωση των καταναλωτών.

(8)

Οι ορισμοί των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να συνάδουν με τις παραδοσιακές πρακτικές ποιότητας, ωστόσο θα πρέπει να επικαιροποιηθούν και να βελτιωθούν με βάση τις τεχνολογικές εξελίξεις.

(9)

Τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα θα πρέπει να παράγονται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες και περιορισμούς που διασφαλίζουν την ικανοποίηση των προσδοκιών των καταναλωτών σε ό,τι αφορά την ποιότητα και τις μεθόδους παραγωγής. Για την τήρηση των διεθνών προτύπων στον τομέα αυτό, θα πρέπει να καθοριστούν οι μέθοδοι παραγωγής και η Επιτροπή θα πρέπει, κατά κανόνα, να λαμβάνει υπόψη τα πρότυπα που συνιστώνται και δημοσιεύονται από το Διεθνή Οργανισμό Αμπέλου και Οίνου (OIV).

(10)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) θα πρέπει να ισχύουν για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα.

(11)

Επιπλέον, η αιθυλική αλκοόλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων θα πρέπει να είναι αποκλειστικά γεωργικής προέλευσης, ώστε να ικανοποιούνται οι προσδοκίες των καταναλωτών και να τηρούνται οι παραδοσιακές πρακτικές ποιότητας. Με τον τρόπο αυτό, θα εξασφαλιστεί επίσης μια διέξοδος για βασικά γεωργικά προϊόντα.

(12)

Δεδομένης της σημασίας και της πολυπλοκότητας του τομέα των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για την περιγραφή και την παρουσίαση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων που θα συμπληρώνουν τις διατάξεις σχετικά με την επισήμανση που περιέχει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011. Οι εν λόγω ειδικοί κανόνες θα πρέπει επίσης να αποτρέπουν την κατάχρηση των ονομασιών πώλησης των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων στην περίπτωση προϊόντων που δεν πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(13)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση εκ μέρους των καταναλωτών, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα συμπλήρωσης των ονομασιών πώλησης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό με το σύνηθες όνομα του προϊόντος υπό την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011.

(14)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου (8) εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα που προορίζονται για χρήση ως είδη διατροφής, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα. Συνεπώς, τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό και στις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού μπορούν να διατίθενται στην αγορά ως βιολογικά αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα.

(15)

Στο πλαίσιο της υλοποίησης μιας πολιτικής ποιότητας και για να είναι δυνατή η επίτευξη υψηλού επιπέδου ποιότητας των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν αυστηρότερους κανόνες από εκείνους που επιβάλλει ο παρών κανονισμός σχετικά με την παραγωγή, την περιγραφή, την παρουσίαση και την επισήμανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη που παράγονται στην επικράτειά τους, εφόσον οι κανόνες αυτοί είναι συμβατοί με την ενωσιακή νομοθεσία.

(16)

Δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), και οι διατάξεις σχετικά με τις γεωγραφικές ενδείξεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) δεν ισχύουν για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα, θα πρέπει να καθοριστούν ειδικοί κανόνες για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων. Οι γεωγραφικές αυτές ενδείξεις θα πρέπει να καταχωρίζονται από την Επιτροπή και να χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων ως προϊόντων που κατάγονται από την επικράτεια μιας χώρας ή από περιοχή ή τοποθεσία αυτής της επικράτειας, στις περιπτώσεις στις οποίες μια δεδομένη ποιότητα, φήμη ή άλλο χαρακτηριστικό του αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος μπορεί να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στη γεωγραφική καταγωγή του.

(17)

Θα πρέπει να προβλεφθεί στον παρόντα κανονισμό διαδικασία για την καταχώριση, τη συμμόρφωση, την τροποποίηση και ενδεχομένως την ακύρωση των γεωγραφικών ενδείξεων τρίτων χωρών καθώς και της Ένωσης.

(18)

Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, ενώ παράλληλα θα πρέπει να γίνουν ρυθμίσεις ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να παρακολουθεί και να διασφαλίζει τη συμμόρφωση αυτή.

(19)

Προκειμένου να συμπληρωθούν ή να τροποποιηθούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για τη θέσπιση διαδικασιών παραγωγής αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, κριτήρια για οριοθέτηση των γεωγραφικών περιοχών και κανόνες, περιορισμούς και παρεκκλίσεις για την παραγωγή σε αυτές τις περιοχές, τις συνθήκες υπό τις οποίες οι προδιαγραφές ενός προϊόντος μπορεί να περιλαμβάνουν πρόσθετες απαιτήσεις, τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες ένας μεμονωμένος παραγωγός μπορεί να υποβάλει αίτηση προστασίας μιας γεωγραφικής ένδειξης και τους περιορισμούς που ισχύουν για τον τύπο του αιτούντος που μπορεί να υποβάλει αίτηση για αυτή την προστασία, τον καθορισμό των όρων που πρέπει να εφαρμόζονται όσον αφορά τις αιτήσεις προστασίας μιας γεωγραφικής ένδειξης, την εξέταση από την Επιτροπή, τη διαδικασία ένστασης και τις διαδικασίες τροποποίησης και ακύρωσης των γεωγραφικών ενδείξεων, τον καθορισμό των όρων που εφαρμόζονται στις διασυνοριακές αιτήσεις, τον καθορισμό της ημερομηνίας υποβολής μιας αίτησης ή ενός αιτήματος, της ημερομηνίας από την οποία ισχύει η προστασία και της ημερομηνίας κατά την οποία ισχύει η τροποποίηση της προστασίας, τον καθορισμό των όρων που σχετίζονται με τροποποίηση των προδιαγραφών ενός προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μια τροποποίηση θεωρείται ήσσονος σημασίας και των όρων που σχετίζονται με τις αιτήσεις και την έγκριση για τροποποιήσεις, οι οποίες δεν συνεπάγονται καμία αλλαγή του ενιαίου εγγράφου, τους περιορισμούς όσον αφορά την προστατευόμενη ονομασία, τη φύση και το είδος των προς κοινοποίηση πληροφοριών κατά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, τις μεθόδους κοινοποίησης, τους κανόνες που σχετίζονται με τα δικαιώματα πρόσβασης στις πληροφορίες ή τα πληροφοριακά συστήματα και τις λεπτομέρειες για τη δημοσίευση των πληροφοριών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, όταν εκπονεί και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη μεταβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(20)

Για να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις μεθόδους ανάλυσης για τον καθορισμό της σύνθεσης των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, τις αποφάσεις σχετικά με την παροχή προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων και με την απόρριψη αιτήσεων γι’ αυτή την προστασία, τις αποφάσεις σχετικά με την ακύρωση της προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων και υφιστάμενων γεωγραφικών ονομασιών, τις αποφάσεις σχετικά με την έγκριση της εφαρμογής για τροποποιήσεις σε περιπτώσεις ήσσονος σημασίας τροποποιήσεων των προδιαγραφών προϊόντος, τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις προδιαγραφές προϊόντος σχετικά με τον ορισμό των γεωγραφικών ενδείξεων, τα μέσα για τη γνωστοποίηση στο κοινό αποφάσεων σχετικά με την παροχή προστασίας ή την απόρριψή της για τις γεωγραφικές ενδείξεις, τους κανόνες σχετικά με την υποβολή διασυνοριακών αιτήσεων, τους ελέγχους και τις επαληθεύσεις που πρέπει να διενεργούν τα κράτη μέλη, τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του παραδεκτού, για την εξέταση των αιτήσεων προστασίας ή για την έγκριση της τροποποίησης μιας γεωγραφικής ένδειξης και τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του παραδεκτού, για την υποβολή αιτήσεων ένστασης, ακύρωσης ή μετατροπής, καθώς και την υποβολή πληροφοριών σχετικά με υφιστάμενες γεωγραφικές ενδείξεις, τους διοικητικούς και φυσικούς ελέγχους που πρέπει να διενεργούν τα κράτη μέλη και κανόνες σχετικά με την παροχή πληροφοριών που είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή της διάταξης που αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, τις ρυθμίσεις για τη διαχείριση των προς κοινοποίηση πληροφοριών, το περιεχόμενο, τη μορφή, τον χρόνο, τη συχνότητα και τις προθεσμίες των κοινοποιήσεων και ρυθμίσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες και τα έγγραφα διαβιβάζονται στα κράτη μέλη, στις αρμόδιες αρχές σε τρίτες χώρες ή στο κοινό ή τίθενται στη διάθεση αυτών, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω εκτελεστικές εξουσίες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(21)

H Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων και, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, ενεργώντας χωρίς να εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011, θα πρέπει να δημοσιεύει το ενιαίο έγγραφο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να αποφασίζει εάν θα απορρίψει μια αίτηση προστασίας της γεωγραφικής ένδειξης ως απαράδεκτη και θα πρέπει να καταρτίζει και να τηρεί μητρώο των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται υπό τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής των υφιστάμενων γεωγραφικών ονομασιών στο εν λόγω μητρώο ή της διαγραφής τους από αυτό.

(22)

Η μετάβαση από τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 σε εκείνους του παρόντος κανονισμού ενδέχεται να δημιουργήσει δυσχέρειες, οι οποίες δεν αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί για τη θέσπιση των απαιτούμενων μεταβατικών μέτρων.

(23)

Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος και να προβλεφθούν προσήκουσες ρυθμίσεις προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση από τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 στους κανόνες του παρόντος κανονισμού. Σε κάθε περίπτωση, η διάθεση στην αγορά των υφιστάμενων αποθεμάτων θα πρέπει να επιτραπεί, μετά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, έως την εξάντλησή τους.

(24)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή ο καθορισμός κανόνων σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση και την επισήμανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, καθώς και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών του, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους κανόνες σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση και την επισήμανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, καθώς και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων.

2.   Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 ισχύει για την παρουσίαση και την επισήμανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης, είτε παράγονται στα κράτη μέλη είτε σε τρίτες χώρες, καθώς και σε εκείνα που παράγονται στην Ένωση προς εξαγωγή.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ονομασία πώλησης»: το όνομα καθενός από τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό·

2)   «περιγραφή»: ο κατάλογος των ειδικών χαρακτηριστικών ενός αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος·

3)   «γεωγραφική ένδειξη»: ένδειξη που προσδιορίζει ένα αρωματισμένο αμπελοοινικό προϊόν ως προερχόμενο από μια περιοχή, συγκεκριμένη τοποθεσία ή χώρα, στις περιπτώσεις στις οποίες μια δεδομένη ποιότητα, φήμη ή άλλο χαρακτηριστικό του εν λόγω προϊόντος μπορεί να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στη γεωγραφική καταγωγή του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΙΣΜΟΣ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Άρθρο 3

Ορισμός και ταξινόμηση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων

1.   Αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα είναι προϊόντα που λαμβάνονται από προϊόντα του αμπελοοινικού τομέα, όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, τα οποία έχουν υποστεί αρωματισμό. Ταξινομούνται στις εξής κατηγορίες:

α)

αρωματισμένοι οίνοι·

β)

αρωματισμένα ποτά με βάση τον οίνο·

γ)

αρωματισμένα κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων.

2.   Αρωματισμένος οίνος είναι ποτό:

α)

το οποίο λαμβάνεται από ένα ή περισσότερα από τα αμπελοοινικά προϊόντα που ορίζονται στο σημείο 5 του μέρους IV του παραρτήματος II και στα σημεία 1 και 3 έως 9 του μέρους II του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, με εξαίρεση τον οίνο «Ρετσίνα»·

β)

στο οποίο τα αμπελοοινικά προϊόντα που αναφέρονται στο στοιχείο α) αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 75 % του ολικού όγκου·

γ)

στο οποίο ενδέχεται να έχει προστεθεί αλκοόλη·

δ)

στο οποίο ενδέχεται να έχουν προστεθεί χρωστικές ουσίες·

ε)

στο οποίο ενδέχεται να έχει προστεθεί γλεύκος σταφυλιών, γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση ή αμφότερες οι εν λόγω ουσίες·

στ)

το οποίο ενδέχεται να έχει υποστεί γλύκανση·

ζ)

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 14,5 % vol. και κατώτερο του 22 % vol. και ολικό κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 17,5 % vol.

3.   Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο είναι ποτό:

α)

το οποίο λαμβάνεται από ένα ή περισσότερα από τα αμπελοοινικά προϊόντα που ορίζονται στα σημεία 1, 2 και 4 έως 9 του μέρους II του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, με εξαίρεση τους οίνους που παράγονται με την προσθήκη αλκοόλης και τον οίνο «Ρετσίνα»·

β)

στο οποίο τα αμπελοοινικά προϊόντα που αναφέρονται στο στοιχείο α) αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 50 % του ολικού όγκου·

γ)

στο οποίο δεν έχει προστεθεί αλκοόλη, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παράρτημα II·

δ)

στο οποίο ενδέχεται να έχουν προστεθεί χρωστικές ουσίες·

ε)

στο οποίο ενδέχεται να έχει προστεθεί γλεύκος σταφυλιών, γλεύκος σταφυλιών που έχει υποστεί μερική ζύμωση ή αμφότερες οι εν λόγω ουσίες·

στ)

το οποίο ενδέχεται να έχει υποστεί γλύκανση·

ζ)

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 4,5 % vol. και κατώτερο από 14,5 % vol.

4.   Αρωματισμένο κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων είναι ποτό:

α)

το οποίο λαμβάνεται από ένα ή περισσότερα από τα αμπελοοινικά προϊόντα που ορίζονται στα σημεία 1, 2 και 4 έως 11 του μέρους II του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, με εξαίρεση τους οίνους που παράγονται με την προσθήκη αλκοόλης και τον οίνο «Ρετσίνα»·

β)

στο οποίο τα αμπελοοινικά προϊόντα που αναφέρονται στο στοιχείο α) αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 50 % του ολικού όγκου·

γ)

στο οποίο δεν έχει προστεθεί αλκοόλη·

δ)

στο οποίο ενδέχεται να έχουν προστεθεί χρωστικές ουσίες·

ε)

το οποίο ενδέχεται να έχει υποστεί γλύκανση·

στ)

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο ανώτερο από 1,2 % vol. και κατώτερο από 10 % vol.

Άρθρο 4

Διεργασίες παραγωγής και μέθοδοι ανάλυσης για αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα

1.   Τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα παράγονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις, τους περιορισμούς και τις περιγραφές που αναφέρονται στα παραρτήματα I και II.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 33 σχετικά με τη θέσπιση εγκεκριμένων διεργασιών παραγωγής για την παρασκευή αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις προσδοκίες των καταναλωτών.

Για τον καθορισμό των επιτρεπόμενων διεργασιών παραγωγής που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις συνιστώμενες και δημοσιευμένες διαδικασίες παραγωγής από τον OIV.

3.   Η Επιτροπή, εφόσον είναι αναγκαίο, εγκρίνει με εκτελεστικές πράξεις, τις μεθόδους ανάλυσης για τον προσδιορισμό της σύστασης των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων. Οι μέθοδοι αυτές βασίζονται σε κάθε σχετική μέθοδο, την οποία συνιστά και δημοσιεύει ο OIV, εκτός αν είναι αναποτελεσματική ή ακατάλληλη σε σχέση τον επιδιωκόμενο σκοπό. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Έως ότου θεσπιστούν αυτές οι μέθοδοι από την Επιτροπή, χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι που επιτρέπονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

4.   Οι οινολογικές πρακτικές και περιορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 74, στο άρθρο 75 παράγραφος 4 και στο άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 ισχύουν για τα αμπελοοινικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων.

Άρθρο 5

Ονομασίες πώλησης

1.   Για κάθε αρωματισμένο αμπελοοινικό προϊόν που διατίθεται στην αγορά της Ένωσης χρησιμοποιούνται οι ονομασίες πώλησης που προβλέπονται στο παράρτημα II, εφόσον συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για την αντίστοιχη ονομασία πώλησης που προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα. Οι ονομασίες πώλησης ενδέχεται να συμπληρώνονται από τη συνήθη ονομασία όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ιε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011.

2.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις περισσότερων από μιας ονομασιών πώλησης, επιτρέπεται η χρήση μόνο μιας από αυτές τις ονομασίες πώλησης, εκτός εάν στο παράρτημα II προβλέπεται διαφορετικά.

3.   Για την περιγραφή, την παρουσίαση ή την επισήμανση αλκοολούχου ποτού που δεν πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, λέξεις ή εκφράσεις όπως «είδος», «τύπος», «στυλ», «παράγεται», «άρωμα» ή άλλοι ανάλογοι όροι δεν επιτρέπεται να συνδυάζονται με ονομασίες πώλησης.

4.   Οι ονομασίες πώλησης μπορούν να συμπληρώνονται ή να αντικαθίστανται από γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, οι ονομασίες πώλησης δεν συμπληρώνονται από προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης ή προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις που επιτρέπονται για αμπελοοινικά προϊόντα.

Άρθρο 6

Συμπληρωματικές ενδείξεις για τις ονομασίες πώλησης

1.   Οι ονομασίες πώλησης που αναφέρονται στο άρθρο 5 μπορούν επίσης να συμπληρώνονται από τις παρακάτω ενδείξεις που αφορούν την περιεκτικότητα του αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος σε σάκχαρα:

α)   «πολύ ξηρός»: για προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε σάκχαρα είναι μικρότερη από 30 γραμμάρια ανά λίτρο, για την κατηγορία των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), με ελάχιστο ολικό κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο 15 % vol.·

β)   «ξηρός»: για προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε σάκχαρα είναι μικρότερη από 50 γραμμάρια ανά λίτρο, για την κατηγορία των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), με ελάχιστο ολικό κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο 16 % vol.·

γ)   «ημίξηρος»: για προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε σάκχαρα κυμαίνεται από 50 έως 90 γραμμάρια ανά λίτρο·

δ)   «ημίγλυκος»: για προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε σάκχαρα κυμαίνεται από 90 έως 130 γραμμάρια ανά λίτρο·

ε)   «γλυκός»: για προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε σάκχαρα είναι 130 γραμμάρια ανά λίτρο ή μεγαλύτερη.

Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως ε) εκφράζεται σε ιμβερτοσάκχαρα.

Οι ενδείξεις «ημίγλυκος» και «γλυκός» μπορούν να συνοδεύονται από την αναγραφή της περιεκτικότητας σε σάκχαρα, εκφραζόμενης σε γραμμάρια ιμβερτοσακχάρων ανά λίτρο.

2.   Όταν η ονομασία πώλησης συμπληρώνεται από την ένδειξη «αφρώδης» ή την περιλαμβάνει, η ποσότητα του αφρώδους οίνου που χρησιμοποιείται δεν είναι μικρότερη από 95 %.

3.   Οι ονομασίες πώλησης μπορούν επίσης να συμπληρώνονται από μια αναφορά στην κύρια αρωματική ύλη που χρησιμοποιείται.

Άρθρο 7

Ένδειξη προέλευσης

Όταν αναγράφεται η προέλευση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, αντιστοιχεί στον τόπο παραγωγής του αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος. Η προέλευση αναγράφεται με την ένδειξη «παράγεται στ… […]» ή εκφράζεται με αντίστοιχους όρους και συμπληρώνεται από το όνομα του αντίστοιχου κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας.

Άρθρο 8

Χρήση γλωσσών στην παρουσίαση και επισήμανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων

1.   Οι ονομασίες πώλησης που καθορίζονται με πλάγιους χαρακτήρες στο παράρτημα II δεν μεταφράζονται στην ετικέτα ούτε στην παρουσίαση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων.

Οι συμπληρωματικές ενδείξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, όταν εκφράζονται με τη μορφή κειμένου, αναγράφονται τουλάχιστον σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

2.   Η ονομασία της γεωγραφικής ένδειξης που προστατεύεται βάσει του παρόντος κανονισμού πρέπει να αναγράφεται στην ετικέτα στη γλώσσα ή στις γλώσσες στις οποίες έχει καταχωριστεί, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες η γεωγραφική ένδειξη αντικαθιστά την ονομασία πώλησης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4.

Στις περιπτώσεις στις οποίες για την ονομασία μιας προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης που προστατεύεται βάσει του παρόντος κανονισμού δεν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο, η ονομασία μπορεί επίσης να αναγράφεται σε μία ή περισσότερες από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

Άρθρο 9

Αυστηρότεροι κανόνες που αποφασίζονται από τα κράτη μέλη

Στο πλαίσιο της εφαρμογής μιας πολιτικής ποιότητας για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα με προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις βάσει του παρόντος κανονισμού, τα οποία παράγονται στην επικράτειά τους ή για την καθιέρωση νέων γεωγραφικών ενδείξεων, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κανόνες για την παραγωγή και την περιγραφή, αυστηρότερους εκείνων που καθορίζονται στο άρθρο 4 και στα παραρτήματα I και ΙΙ, εφόσον οι κανόνες αυτοί είναι συμβατοί με την ενωσιακή νομοθεσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

Άρθρο 10

Περιεχόμενο των αιτήσεων προστασίας

1.   Οι αιτήσεις για την προστασία ονομασιών ως γεωγραφικές ενδείξεις πρέπει να συνοδεύονται από τεχνικό φάκελο που περιλαμβάνει:

α)

την ονομασία που πρέπει να προστατευτεί·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος·

γ)

τις προδιαγραφές του προϊόντος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, και

δ)

ένα ενιαίο έγγραφο με σύνοψη των προδιαγραφών του προϊόντος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

2.   Για να είναι κατάλληλο για γεωγραφική ένδειξη προστατευόμενη υπό του παρόντος κανονισμού, το προϊόν πρέπει να συμμορφώνεται με προδιαγραφές, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

την ονομασία που πρέπει να προστατευτεί·

β)

μια περιγραφή του προϊόντος, κυρίως τα βασικά αναλυτικά χαρακτηριστικά του, καθώς και ένδειξη των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του·

γ)

τις ειδικές διεργασίες παραγωγής και προδιαγραφές, καθώς και τους σχετικούς περιορισμούς για την παραγωγή του προϊόντος, ανάλογα με την περίπτωση·

δ)

την οριοθέτηση της σχετικής γεωγραφικής περιοχής·

ε)

τα λεπτομερή στοιχεία από τα οποία συνάγεται ο δεσμός που αναφέρεται στο άρθρο 2 σημείο 3·

στ)

τις εφαρμοστέες απαιτήσεις που προβλέπονται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο ή, εφόσον προβλέπεται από τα κράτη μέλη, από οργάνωση που διαχειρίζεται την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να είναι αντικειμενικές, χωρίς διακρίσεις και σύμφωνες προς το ενωσιακό δίκαιο·

ζ)

ένδειξη των βασικών πρώτων υλών από τις οποίες παρασκευάζεται το αρωματισμένο αμπελοοινικό προϊόν·

η)

το όνομα και τη διεύθυνση των αρχών ή των οργανισμών που ελέγχουν την τήρηση των διατάξεων των προδιαγραφών του προϊόντος, καθώς και τα συγκεκριμένα καθήκοντά τους.

Άρθρο 11

Αίτηση προστασίας που αφορά γεωγραφική περιοχή τρίτης χώρας

1.   Σε περίπτωση που η αίτηση προστασίας αφορά γεωγραφική περιοχή τρίτης χώρας, πρέπει να περιλαμβάνει, επιπλέον των στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 10, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η σχετική ονομασία προστατεύεται στη χώρα προέλευσης.

2.   Η αίτηση προστασίας αποστέλλεται στην Επιτροπή είτε απευθείας από τον αιτούντα είτε μέσω των αρχών της σχετικής τρίτης χώρας.

3.   Η αίτηση προστασίας συντάσσεται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης ή συνοδεύεται από πιστοποιημένη μετάφραση σε μία από αυτές τις γλώσσες.

Άρθρο 12

Αιτούντες

1.   Οποιαδήποτε ενδιαφερόμενη ομάδα παραγωγών, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ένας μεμονωμένος παραγωγός, μπορεί να υποβάλει αίτηση προστασίας μιας γεωγραφικής ένδειξης. Άλλα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να συμμετάσχουν στην αίτηση προστασίας.

2.   Οι παραγωγοί μπορούν να υποβάλουν αίτηση προστασίας μόνο για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που παράγουν.

3.   Σε περίπτωση ονομασίας που αφορά διασυνοριακή γεωγραφική περιοχή, μπορεί να υποβληθεί κοινή αίτηση προστασίας.

Άρθρο 13

Εθνική προκαταρκτική διαδικασία

1.   Οι αιτήσεις για την προστασία μιας γεωγραφικής ένδειξης αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, που προέρχονται από την Ένωση, υπόκεινται σε εθνική προκαταρκτική διαδικασία σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 7 του παρόντος άρθρου.

2.   Η αίτηση προστασίας υποβάλλεται στο κράτος μέλος την επικράτεια του οποίου αφορά η γεωγραφική ένδειξη.

3.   Το κράτος μέλος εξετάζει εάν η αίτηση προστασίας πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.

Το κράτος μέλος διασφαλίζει, με εθνική διαδικασία, την ενδεδειγμένη δημοσίευση της αίτησης προστασίας και ορίζει περίοδο τουλάχιστον δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης εντός της οποίας οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με έννομο συμφέρον και το οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένο στην επικράτειά του δύναται να υποβάλει ένσταση κατά της προτεινόμενης προστασίας, καταθέτοντας δεόντως αιτιολογημένη δήλωση στο κράτος μέλος.

4.   Εάν το κράτος μέλος κρίνει ότι η γεωγραφική ένδειξη δεν πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ή ότι δεν είναι γενικά συμβατή με την ενωσιακή νομοθεσία, απορρίπτει την αίτηση.

5.   Εάν το κράτος μέλος κρίνει ότι πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις:

α)

δημοσιεύει το ενιαίο έγγραφο και τις προδιαγραφές του προϊόντος τουλάχιστον στο διαδίκτυο· και

β)

διαβιβάζει στην Επιτροπή αίτηση προστασίας που περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)

το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος,

ii)

τις προδιαγραφές του προϊόντος όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2,

iii)

το ενιαίο έγγραφο όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο δ),

iv)

δήλωση του κράτους μέλους που αναφέρει ότι η αίτηση που υποβλήθηκε από τον αιτούντα πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, και

v)

τα στοιχεία της δημοσίευσης όπως αναφέρεται στο στοιχείο α).

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) διαβιβάζονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης ή συνοδεύονται από πιστοποιημένη μετάφραση σε μία από τις εν λόγω γλώσσες.

6.   Τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο έως τις 28 Μαρτίου 2015.

7.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει εθνική νομοθεσία για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων, μπορεί, σε μεταβατική και μόνο βάση, να παρέχει στην ονομασία αυτή προστασία σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου. Αυτού του είδους η προστασία αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στην Επιτροπή και παύει να παρέχεται την ημερομηνία λήψης απόφασης για την καταχώριση ή την απόρριψη της ονομασίας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 14

Εξέταση από την Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί την ημερομηνία υποβολής της αίτησης προστασίας.

2.   Η Επιτροπή εξετάζει εάν οι αιτήσεις προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5 πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.

3.   Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, δημοσιεύει, με εκτελεστικές πράξεις που εγκρίνονται χωρίς να εφαρμοστεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ενιαίο έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και τα στοιχεία της δημοσίευσης των προδιαγραφών του προϊόντος που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5 στοιχείο α).

4.   Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, απορρίπτει, με εκτελεστικές πράξεις, την αίτηση. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 15

Διαδικασία ένστασης

Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3, οποιοδήποτε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα ή οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με έννομο συμφέρον και το οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση προστασίας ή σε τρίτη χώρα, μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της προτεινόμενης προστασίας, καταθέτοντας στην Επιτροπή δεόντως αιτιολογημένη δήλωση σχετικά με τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.

Σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που διαμένει ή είναι εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, η δήλωση αυτή κατατίθεται είτε απευθείας είτε μέσω των αρχών της σχετικής τρίτης χώρας, εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 16

Απόφαση σχετικά με την παροχή προστασίας

Με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά την περάτωση της διαδικασίας ένστασης που αναφέρεται στο άρθρο 15, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, είτε παρέχει προστασία στη γεωγραφική ένδειξη που πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο και είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο, είτε απορρίπτει την αίτηση, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Ομώνυμα

1.   Μια ονομασία, για την οποία κατατίθεται αίτηση προστασίας και η οποία είναι πλήρως ή εν μέρει ομώνυμη με ονομασία που έχει ήδη καταχωριστεί βάσει του παρόντος κανονισμού, καταχωρίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη των τοπικών και παραδοσιακών χρήσεων και κάθε κίνδυνου σύγχυσης.

2.   Μια ομώνυμη ονομασία που δημιουργεί στον καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα προϊόντα προέρχονται από άλλη επικράτεια δεν καταχωρίζεται, ακόμη και εάν είναι ακριβής όσον αφορά την επικράτεια, την περιοχή ή την τοποθεσία προέλευσης των συγκεκριμένων προϊόντων.

3.   Η χρήση μιας καταχωρισμένης ομώνυμης ονομασίας επιτρέπεται μόνο εφόσον, στην πράξη, η καταχωρισμένη μεταγενέστερα ομώνυμη ονομασία διακρίνεται σαφώς από εκείνη που έχει ήδη καταχωριστεί, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των οικείων παραγωγών και να μην παραπλανάται ο καταναλωτής.

Άρθρο 18

Λόγοι απόρριψης της προστασίας

1.   Οι ονομασίες που έχουν καταστεί κοινές δεν προστατεύονται ως γεωγραφικές ενδείξεις.

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως «ονομασία που έχει καταστεί κοινή» νοείται η ονομασία ενός αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος, η οποία, παρόλο που συνδέεται με την τοποθεσία ή την περιοχή όπου το προϊόν αυτό είχε αρχικά παραχθεί ή είχε διατεθεί στην αγορά, έχει πλέον καταστεί κοινή ονομασία ενός αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος στην Ένωση.

Για να προσδιοριστεί εάν μια ονομασία έχει καταστεί κοινή ή όχι, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες, και ιδίως:

α)

η υφιστάμενη κατάσταση στην Ένωση, κυρίως στις περιοχές κατανάλωσης·

β)

το σχετικό ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο.

2.   Μια ονομασία δεν προστατεύεται ως γεωγραφική ένδειξη εάν, λαμβανομένης υπόψη της φήμης και της αναγνωρισιμότητας ενός εμπορικού σήματος, η προστασία θα μπορούσε να παραπλανήσει τον καταναλωτή όσον αφορά την πραγματική ταυτότητα του αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος.

Άρθρο 19

Σχέση με τα εμπορικά σήματα

1.   Εάν μια γεωγραφική ένδειξη προστατεύεται βάσει του παρόντος κανονισμού, η καταχώριση ενός εμπορικού σήματος η χρήση του οποίου εμπίπτει στο άρθρο 20 παράγραφος 2 και αφορά ένα αρωματισμένο αμπελοοινικό προϊόν απορρίπτεται εάν η αίτηση καταχώρισης του εμπορικού σήματος υποβληθεί στην Επιτροπή μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης προστασίας της γεωγραφικής ένδειξης και, κατά συνέπεια, παρέχεται προστασία για τη γεωγραφική ένδειξη.

Τα εμπορικά σήματα που έχουν καταχωριστεί κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου ακυρώνονται.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 παράγραφος 2, ένα εμπορικό σήμα η χρήση του οποίου εμπίπτει στο άρθρο 20 παράγραφος 2, για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ή το οποίο έχει καταχωριστεί ή έχει καθιερωθεί λόγω χρήσης, εάν προβλέπεται η δυνατότητα αυτή από τη σχετική νομοθεσία, στην επικράτεια της Ένωσης, πριν από την ημερομηνία υποβολής στην Επιτροπή της αίτησης προστασίας της γεωγραφικής ένδειξης, μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιείται και να ανανεωθεί κατά παρέκκλιση της προστασίας της γεωγραφικής ένδειξης, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν λόγοι για την ακύρωση ή την ανάκληση του εμπορικού σήματος, όπως διευκρινίζεται στην οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) ή στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου (14).

Στις περιπτώσεις αυτές, επιτρέπεται η χρήση της γεωγραφικής ένδειξης μαζί με τα σχετικά εμπορικά σήματα.

Άρθρο 20

Προστασία

1.   Οι γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού μπορούν να χρησιμοποιούνται από οποιαδήποτε επιχείρηση διαθέτει στην αγορά αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που παράγονται σύμφωνα με τις αντίστοιχες προδιαγραφές προϊόντος.

2.   Οι γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού και τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα για τα οποία χρησιμοποιούνται οι εν λόγω προστατευόμενες ονομασίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές προϊόντος προστατεύονται από:

α)

κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση προστατευόμενης ονομασίας:

i)

από συγκρίσιμα προϊόντα που δεν πληρούν τις προδιαγραφές προϊόντος της προστατευόμενης ονομασίας· ή

ii)

στον βαθμό που η χρήση αυτή εκμεταλλεύεται τη φήμη της γεωγραφικής ένδειξης·

β)

κάθε κατάχρηση, απομίμηση ή επίκληση, ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή της υπηρεσίας ή εάν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση, μεταγραφή ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως «στυλ», «τύπος», «μέθοδος», «όπως παράγεται στ…», «απομίμηση», «άρωμα», «είδος» ή άλλες ανάλογες·

γ)

κάθε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη όσον αφορά την προέλευση, την καταγωγή, τη φύση ή τις ουσιαστικές ιδιότητες του προϊόντος, αναγραφόμενη στη συσκευασία ή στο περιτύλιγμα, στο διαφημιστικό υλικό ή σε έγγραφα που αφορούν το συγκεκριμένο αμπελοοινικό προϊόν, καθώς και στη συσκευασία του προϊόντος εντός δοχείου που μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη εντύπωση ως προς την καταγωγή του·

δ)

κάθε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

3.   Οι γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού δεν καθίστανται κοινές στην Ένωση κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και δικαστικά μέτρα για την αποτροπή ή την παύση παράνομων χρήσεων των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 21

Μητρώο

Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις που εγκρίνονται χωρίς να εφαρμοστεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, καταρτίζει και διατηρεί ηλεκτρονικό μητρώο των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα, το οποίο είναι διαθέσιμο στο κοινό.

Οι γεωγραφικές ενδείξεις που αφορούν προϊόντα τρίτων χωρών τα οποία προστατεύονται στην Ένωση βάσει διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος μπορούν να καταχωριστούν στο μητρώο όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ως γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 22

Ορισμός αρμόδιων αρχών

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για τους ελέγχους σχετικά με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι επιχειρήσεις που πληρούν τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δικαιούνται κάλυψη από ένα σύστημα ελέγχων.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την ή τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους και επικαιροποιεί τακτικά τα στοιχεία αυτά.

Άρθρο 23

Έλεγχος της τήρησης των προδιαγραφών

1.   Όσον αφορά τις γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού και σχετίζονται με μια γεωγραφική περιοχή εντός της Ένωσης, ο ετήσιος έλεγχος της τήρησης των προδιαγραφών του προϊόντος, κατά την παραγωγή και κατά τη διάρκεια ή μετά τη συσκευασία του αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος, διασφαλίζεται από:

α)

την αρμόδια αρχή ή τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 22· ή

β)

έναν ή περισσότερους οργανισμούς ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 2 δεύτερο εδάφιο σημείο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 που λειτουργούν ως οργανισμοί πιστοποίησης προϊόντων σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού.

Το κόστος του ελέγχου αυτού βαρύνει τις επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο του ελέγχου.

2.   Όσον αφορά τις γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται υπό του παρόντος κανονισμού και σχετίζονται με μια γεωγραφική περιοχή σε τρίτη χώρα, ο ετήσιος έλεγχος της τήρησης των προδιαγραφών του προϊόντος, κατά την παραγωγή και κατά τη διάρκεια ή μετά τη συσκευασία του αρωματισμένου αμπελοοινικού προϊόντος, διασφαλίζεται από:

α)

μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές που ορίζει η τρίτη χώρα ή

β)

έναν ή περισσότερους οργανισμούς πιστοποίησης.

3.   Οι οργανισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και στην παράγραφο 2 στοιχείο β) πληρούν το πρότυπο EN ISO/IEC 17065:2012 (Εκτιμήσεις συμμόρφωσης — Απαιτήσεις που ισχύουν για τους οργανισμούς οι οποίοι πιστοποιούν διαδικασίες προϊόντων και υπηρεσίες) και είναι διαπιστευμένοι σύμφωνα με αυτό το πρότυπο ή οδηγό.

4.   Όταν η αρχή ή οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ελέγχουν την τήρηση των προδιαγραφών του προϊόντος, παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και διαθέτουν το εξειδικευμένο προσωπικό και τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 24

Τροποποιήσεις των προδιαγραφών προϊόντος

1.   Κάθε ενδιαφερόμενος που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 μπορεί να υποβάλει αίτηση για έγκριση της τροποποίησης των προδιαγραφών προϊόντος μιας γεωγραφικής ένδειξης που προστατεύεται υπό του παρόντος κανονισμού, κυρίως για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων ή για να επαναπροσδιοριστεί η γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο δ). Οι αιτήσεις περιγράφουν και αιτιολογούν τις αιτούμενες τροποποιήσεις.

2.   Εάν η προτεινόμενη τροποποίηση συνεπάγεται μία ή περισσότερες αλλαγές του ενιαίου εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο δ), τα άρθρα 13 έως 16 εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, στην αίτηση τροποποίησης. Ωστόσο, εάν η προτεινόμενη τροποποίηση είναι ήσσονος σημασίας, η Επιτροπή αποφασίζει, με εκτελεστικές πράξεις, εάν θα εγκρίνει την αίτηση χωρίς να εφαρμοστεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15, και στην περίπτωση έγκρισης η Επιτροπή προβαίνει στη δημοσίευση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 3. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Ακύρωση

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, με εκτελεστικές πράξεις και με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αίτησης κράτους μέλους, τρίτης χώρας ή φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, να ακυρώσει την προστασία μιας γεωγραφικής ένδειξης, εάν δεν διασφαλίζεται πλέον η τήρηση των αντίστοιχων προδιαγραφών προϊόντος. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Τα άρθρα 13 έως 16 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Άρθρο 26

Υφιστάμενες γεωγραφικές ονομασίες

1.   Οι γεωγραφικές ονομασίες των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 και κάθε γεωγραφική ονομασία που υποβάλλεται σε ένα κράτος μέλος και εγκρίνεται από αυτό πριν από τις 27 Μαρτίου 2014 προστατεύονται αυτόματα ως γεωγραφικές ενδείξεις βάσει του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις που εγκρίνονται χωρίς να εφαρμοστεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, καταχωρίζει τις ονομασίες αυτές στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού.

2.   Όσον αφορά τις υφιστάμενες γεωγραφικές ονομασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή:

α)

τους τεχνικούς φακέλους που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1·

β)

τις εθνικές αποφάσεις έγκρισης.

3.   Οι υφιστάμενες γεωγραφικές ονομασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, για τις οποίες τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν υποβληθούν έως τις 28 Μαρτίου 2017, χάνουν την προστασία βάσει του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή λαμβάνει, με εκτελεστικές πράξεις που εγκρίνονται χωρίς να εφαρμοστεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, τα σχετικά διοικητικά μέτρα για τη διαγραφή των ονομασιών αυτών από το μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 21.

4.   Το άρθρο 25 δεν εφαρμόζεται για υφιστάμενες γεωγραφικές ονομασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Έως τις 28 Μαρτίου 2018 και με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, με εκτελεστικές πράξεις, να ακυρώσει την προστασία υφιστάμενων γεωγραφικών ονομασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 2 σημείο 3. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Τέλη

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τέλη για την κάλυψη των δαπανών τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνεπάγεται η εξέταση των αιτήσεων προστασίας, των δηλώσεων ένστασης, των αιτήσεων τροποποίησης και των αιτήσεων ακύρωσης βάσει του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 28

Ανατιθέμενες εξουσίες

1.   Για να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παραγωγής στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 33 στις οποίες ορίζονται τα εξής:

α)

κριτήρια για την οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής· και

β)

κανόνες, περιορισμοί και παρεκκλίσεις σχετικά με την παραγωγή στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή.

2.   Για να διασφαλιστεί η ποιότητα και η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 33 για τη θέσπιση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι προδιαγραφές προϊόντος μπορούν να περιλαμβάνουν πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο στ).

3.   Για να διασφαλίζονται τα νόμιμα δικαιώματα ή συμφέροντα των παραγωγών ή των επιχειρήσεων, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 33 ούτως ώστε να καθοριστούν:

α)

οι περιπτώσεις στις οποίες ένας μεμονωμένος παραγωγός μπορεί να υποβάλει αίτηση προστασίας μιας γεωγραφικής ένδειξης·

β)

οι περιορισμοί που ισχύουν για τον τύπο του αιτούντος που μπορεί να υποβάλει αίτηση προστασίας μιας γεωγραφικής ένδειξης·

γ)

οι όροι που πρέπει να εφαρμόζονται όσον αφορά τις αιτήσεις προστασίας μιας γεωγραφικής ένδειξης, την εξέταση από την Επιτροπή, τη διαδικασία ένστασης και τις διαδικασίες τροποποίησης και ακύρωσης των γεωγραφικών ενδείξεων·

δ)

οι όροι που εφαρμόζονται στις διασυνοριακές αιτήσεις·

ε)

η ημερομηνία υποβολής μιας αίτησης ή ενός αιτήματος·

στ)

η ημερομηνία από την οποία ισχύει η προστασία·

ζ)

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τροποποίηση θεωρείται ήσσονος σημασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2·

η)

η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει μια τροποποίηση·

θ)

οι όροι που σχετίζονται με τις αιτήσεις και την έγκριση για τροποποίηση των προδιαγραφών προϊόντος μιας γεωγραφικής ένδειξης που προστατεύεται υπό του παρόντος κανονισμού, όταν οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν συνεπάγονται καμία αλλαγή του ενιαίου εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

4.   Για να διασφαλίζεται επαρκής προστασία, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 33 σχετικά με τους περιορισμούς όσον αφορά την προστατευόμενη ονομασία.

Άρθρο 29

Εκτελεστικές εξουσίες

1.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, όλα τα αναγκαία μέτρα που σχετίζονται με το παρόν κεφάλαιο και αφορούν:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις προδιαγραφές προϊόντος όσον αφορά τον δεσμό που αναφέρεται στο άρθρο 2 σημείο 3 μεταξύ της γεωγραφικής περιοχής και του τελικού προϊόντος·

β)

τα μέσα δημοσιοποίησης των αποφάσεων σχετικά με την παροχή προστασίας ή την απόρριψή της που αναφέρονται στο άρθρο 16·

γ)

την υποβολή διασυνοριακών αιτήσεων·

δ)

τους ελέγχους και τις επαληθεύσεις που πρέπει να διενεργούν τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, όλα τα αναγκαία μέτρα που σχετίζονται με το παρόν κεφάλαιο και αφορούν τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του παραδεκτού, για την εξέταση των αιτήσεων προστασίας ή για την έγκριση της τροποποίησης μιας γεωγραφικής ένδειξης, καθώς και τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του παραδεκτού, για την υποβολή αιτήσεων ένστασης, ακύρωσης ή μετατροπής, καθώς και την υποβολή πληροφοριών σχετικά με υφιστάμενες προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, ιδίως σε ό,τι αφορά:

α)

τα υποδείγματα εγγράφων και το μορφότυπο διαβίβασης·

β)

τις προθεσμίες·

γ)

τα λεπτομερή στοιχεία, αποδείξεις και δικαιολογητικά έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται για την υποστήριξη της αίτησης ή του αιτήματος.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 30

Απαράδεκτη αίτηση ή αίτημα

Στις περιπτώσεις στις οποίες μια αίτηση ή ένα αίτημα που υποβάλλεται βάσει του παρόντος κεφαλαίου κρίνεται απαράδεκτο, η Επιτροπή αποφασίζει να το απορρίψει ως απαράδεκτο, με εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται χωρίς να εφαρμοστεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Έλεγχοι και επαληθεύσεις αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων

1.   Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για τους ελέγχους των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων. Λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και, ειδικότερα, ορίζουν την αρμόδια αρχή ή αρχές που είναι υπεύθυνες για τους ελέγχους σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

2.   Η Επιτροπή θεσπίζει, όταν απαιτείται, με εκτελεστικές πράξεις, τους κανόνες σχετικά με τους διοικητικούς και φυσικούς ελέγχους που πρέπει να διενεργούν τα κράτη μέλη σε σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 32

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή κοινοποιούν αμοιβαίως όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και για τη συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις που αφορούν τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν, ανάλογα με την περίπτωση, να διαβιβάζονται ή να τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών, καθώς και να δημοσιοποιούνται.

2.   Για να πραγματοποιούνται οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με ταχύ, αποτελεσματικό, ακριβή και οικονομικά αποδοτικό τρόπο, η Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 33, για να καθορίσει:

α)

τη φύση και το είδος των προς κοινοποίηση πληροφοριών·

β)

τις μεθόδους κοινοποίησης·

γ)

τους κανόνες που σχετίζονται με τα δικαιώματα πρόσβασης στις διαθέσιμες πληροφορίες ή στα διαθέσιμα πληροφοριακά συστήματα·

δ)

τους όρους και τα μέσα δημοσίευσης των πληροφοριών.

3.   Η Επιτροπή θεσπίζει με εκτελεστικές πράξεις:

α)

κανόνες σχετικά με την παροχή των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου·

β)

ρυθμίσεις για τη διαχείριση των προς κοινοποίηση πληροφοριών, καθώς και κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο, τη μορφή, τον χρόνο, τη συχνότητα και τις προθεσμίες των κοινοποιήσεων·

γ)

ρυθμίσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες και τα έγγραφα διαβιβάζονται στα κράτη μέλη, στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και στο κοινό ή τίθενται στη διάθεση αυτών.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2.

Άρθρο 33

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 28, στο άρθρο 32 παράγραφος 2 και στο άρθρο 36 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για πενταετή περίοδο που ξεκινά στις 27 Μαρτίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 28, στο άρθρο 32 παράγραφος 2 και στο άρθρο 36 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 28, του άρθρου 32 παράγραφος 2 και του άρθρου 36 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν ενστάσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 34

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Σε περίπτωση εκτελεστικών πράξεων αναφερόμενων στο άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν η επιτροπή δεν εκφέρει γνώμη, η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 35

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 καταργείται από τις 28 Μαρτίου 2015.

Οι παραπομπές που αναφέρονται στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοίχισης του παραρτήματος III του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 36

Μεταβατικά μέτρα

1.   Για να διευκολυνθεί η μετάβαση από τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 σε εκείνους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει, ανάλογα με την περίπτωση, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 33 σχετικά με τη θέσπιση μέτρων για την τροποποίηση ή την παρέκκλιση από τον παρόντα κανονισμό, ο οποίος παραμένει σε ισχύ έως τις 28 Μαρτίου 2018.

2.   Τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, αλλά έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 πριν από τις 27 Μαρτίου 2014 μπορούν να διατίθενται στην αγορά μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων.

3.   Τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα που συμμορφώνονται με τα άρθρα 1 έως 6 και με το άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού και έχουν παραχθεί πριν από τις 27 Μαρτίου 2014 μπορούν να διατίθενται στην αγορά μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω προϊόντα συμμορφώνονται προς τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 όσον αφορά όλες τις πτυχές που δεν ρυθμίζονται από τα άρθρα 1 έως 6 και το άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 37

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 28 Μαρτίου 2015. Ωστόσο, το άρθρο 36 παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζεται από τις 27 Μαρτίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. KOURKOULAS


(1)  ΕΕ C 43 της 15.2.2012, σ. 67.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2014.

(3)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για τη θέσπιση των γενικών κανόνων σχετικά με τον ορισμό, τον χαρακτηρισμό και την παρουσίαση των αρωματισμένων οίνων, των αρωματισμένων ποτών με βάση τον οίνο και των αρωματισμένων κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων (ΕΕ L 149 της 14.6.1991, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 122/94 της Επιτροπής, της 25ης Ιανουαρίου 1994, για ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό, την περιγραφή και την παρουσίαση των αρωματισμένων οίνων, των αρωματισμένων ποτών με βάση τον οίνο και των αρωματισμένων κοκτέιλς αμπελοοινικών προϊόντων (ΕΕ L 21 της 26.1.1994, σ. 7).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για τα πρόσθετα τροφίμων (ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 16).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 και της οδηγίας 2000/13/ΕΚ (ΕΕ L 354 της, 31.12.2008, σ. 34).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 (ΕΕ L 189 της 20.7.2007, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου (ΕΕ L 39 της 13.2.2008, σ. 16).

(10)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών των γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(13)  Οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299 της 8.11.2008, σ. 25).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78 της 24.3.2009, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ, ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

1.   Αρωματισμός

α)

Τα παρακάτω προϊόντα έχουν εγκριθεί για τον αρωματισμό των αρωματισμένων οίνων:

i)

φυσικές αρωματικές ουσίες και/ή αρωματικά παρασκευάσματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008,

ii)

αρωματικές ουσίες όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008, οι οποίες:

είναι όμοιες με τη βανιλλίνη,

έχουν οσμή και/ή γεύση αμυγδάλου,

έχουν οσμή και/ή γεύση βερίκοκου,

έχουν οσμή και/ή γεύση αυγού, και

iii)

αρωματικά βότανα και/ή μπαχαρικά και/ή ηδύσματα.

β)

Τα παρακάτω προϊόντα έχουν εγκριθεί για τον αρωματισμό των αρωματισμένων ποτών με βάση τον οίνο και των αρωματισμένων κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων:

i)

φυσικές αρωματικές ουσίες και/ή αρωματικά παρασκευάσματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία β) και δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008, και

ii)

αρωματικά βότανα και/ή μπαχαρικά και/ή ηδύσματα.

Η προσθήκη τέτοιων ουσιών προσδίδει στο τελικό προϊόν οργανοληπτικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από εκείνα του οίνου.

2.   Γλύκανση

Τα παρακάτω προϊόντα έχουν εγκριθεί για τη γλύκανση των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων:

α)

ημίλευκη ζάχαρη, λευκή ζάχαρη, υπέρλευκη ζάχαρη, δεξτρόζη, φρουκτόζη, σιρόπι γλυκόζης, διάλυμα ζάχαρης, διάλυμα ιμβερτοζάχαρης, σιρόπι ιμβερτοζάχαρης, όπως ορίζονται στην οδηγία 2001/111/ΕΚ του Συμβουλίου (1)·

β)

γλεύκος σταφυλιών, συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών και ανακαθαρισμένο συμπυκνωμένο γλεύκος σταφυλιών, όπως ορίζονται στα σημεία 10, 13 και 14 του μέρους II του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013·

γ)

καραμελοποιημένη ζάχαρη, η οποία είναι το προϊόν που λαμβάνεται αποκλειστικά με ελεγχόμενη θέρμανση σακχαρόζης, χωρίς προσθήκη βάσεων, μεταλλικών οξέων ή άλλων χημικών πρόσθετων·

δ)

μέλι, όπως ορίζεται στην οδηγία 2001/110/ΕΚ του Συμβουλίου (2)·

ε)

σιρόπι από χαρούπια·

στ)

κάθε άλλος φυσικός υδατάνθρακας που επιφέρει ανάλογο αποτέλεσμα με εκείνο των προϊόντων αυτών.

3.   Προσθήκη αλκοόλης

Τα παρακάτω προϊόντα έχουν εγκριθεί για την παρασκευή ορισμένων αρωματισμένων οίνων και ορισμένων αρωματισμένων ποτών με βάση τον οίνο:

α)

αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα I σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008, συμπεριλαμβανομένης αμπελουργικής προέλευσης·

β)

αλκοόλη οίνου ή σταφίδων·

γ)

προϊόν απόσταξης οίνου ή σταφίδων·

δ)

προϊόν απόσταξης γεωργικής προέλευσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα I σημείο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008·

ε)

απόσταγμα οίνου, όπως ορίζεται στο παράρτημα II σημείο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008·

στ)

απόσταγμα στέμφυλων σταφυλιών, όπως ορίζεται στο παράρτημα II σημείο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008·

ζ)

αλκοολούχα ποτά απεσταγμένα από σταφύλια που έχουν υποστεί ζύμωση.

Όταν χρησιμοποιείται αιθυλική αλκοόλη για την αραίωση ή τη διάλυση χρωστικών υλών, αρωματικών ουσιών ή κάθε άλλου επιτρεπόμενου πρόσθετου, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, πρέπει να είναι γεωργικής προέλευσης και να χρησιμοποιείται στην αυστηρά αναγκαία δόση και η χρήση της δεν εκλαμβάνεται ως προσθήκη αλκοόλης για τον σκοπό της παραγωγής αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων.

4.   Πρόσθετα και χρωστικές ύλες

Οι κανόνες για τα πρόσθετα τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των χρωστικών υλών, που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 ισχύουν για τα αρωματισμένα αμπελοοινικά προϊόντα.

5.   Προσθήκη νερού

Για την παρασκευή των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, επιτρέπεται η προσθήκη νερού, εφόσον χρησιμοποιείται στην αναγκαία δόση:

για την παρασκευή των αρωματικών ουσιών,

τη διάλυση των χρωστικών και γλυκαντικών υλών,

την προσαρμογή της τελικής σύστασης του προϊόντος.

Η ποιότητα του νερού που προστίθεται πρέπει να είναι σύμφωνη με την οδηγία 2009/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και την οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου (4), καθώς και θα πρέπει να μην αλλοιώνει τη φύση του προϊόντος.

Το νερό αυτό είναι δυνατό να έχει υποβληθεί σε απόσταξη, απιονισμό, καθαρισμό με ιονανταλλαγή ή αποσκλήρυνση.

6.   Για την παρασκευή των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, επιτρέπεται η προσθήκη ανθρακικού ανυδρίτη.

7.   Αλκοολικός τίτλος

«Κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος» είναι ο λόγος του όγκου καθαρής αλκοόλης που περιέχεται στο συγκεκριμένο προϊόν σε θερμοκρασία 20 °C προς τον ολικό όγκο του προϊόντος αυτού στην ίδια θερμοκρασία.

«Αποκτημένος κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος» είναι ο αριθμός όγκων καθαρής αλκοόλης που περιέχεται σε θερμοκρασία 20 °C σε 100 όγκους του προϊόντος στην εν λόγω θερμοκρασία.

«Δυναμικός κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος» είναι ο αριθμός των όγκων καθαρής αλκοόλης σε θερμοκρασία 20 °C, που μπορεί να παραχθεί με καθολική ζύμωση των σακχάρων, που περιέχονται σε 100 όγκους του προϊόντος στην ίδια θερμοκρασία.

«Ολικός κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος» είναι το άθροισμα αποκτημένου και δυναμικού κατ’ όγκο αλκοολικού τίτλου.


(1)  Οδηγία 2001/111/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για ορισμένα σάκχαρα που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 53).

(2)  Οδηγία 2001/110/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για το μέλι (ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 47).

(3)  Οδηγία 2009/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την εκμετάλλευση και τη θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 164 της 26.6.2009, σ. 45).

(4)  Οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 32).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΑΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

A.   ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΑΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ ΟΙΝΩΝ

1.   Αρωματισμένος οίνος

Προϊόντα που συμμορφώνονται με τον ορισμό του άρθρου 3 παράγραφος 2.

2.   Απεριτίφ με βάση τον οίνο

Αρωματισμένος οίνος στον οποίο ενδέχεται να έχει προστεθεί αλκοόλη.

Η χρήση του όρου «απεριτίφ» εν προκειμένω δεν προδικάζει τη χρήση του όρου αυτού για τον καθορισμό προϊόντων τα οποία δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

3.   Βερμούτ

Αρωματισμένος οίνος:

στο οποίο έχει προστεθεί αλκοόλη και

του οποίου η χαρακτηριστική γεύση επιτυγχάνεται με τη χρήση κατάλληλων ουσιών που παράγονται από το είδος Artemisia.

4.   Πικρός αρωματισμένος οίνος

Αρωματισμένος οίνος με χαρακτηριστικά πικρό αρωματισμό στον οποίο έχει προστεθεί αλκοόλη.

Η ονομασία πώλησης «πικρός αρωματισμένος οίνος» ακολουθείται από το όνομα της κύριας πικρής αρωματικής ουσίας.

Η ονομασία πώλησης «πικρός αρωματισμένος οίνος» μπορεί να συμπληρώνεται ή να αντικαθίσταται από τους ακόλουθους όρους:

«Οίνος κίνας», όταν ο αρωματισμός έχει γίνει κυρίως με το φυσικό άρωμα κίνας (chinchona),

«Bitter vino», όταν ο αρωματισμός έχει γίνει κυρίως με το φυσικό άρωμα γεντιανής και ο οίνος έχει χρωματιστεί κίτρινος και/ή ερυθρός με επιτρεπόμενες χρωστικές ύλες. Η χρήση του όρου «bitter» εν προκειμένω δεν προδικάζει τη χρήση του όρου αυτού για τον καθορισμό προϊόντων τα οποία δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

«Americano», όταν ο αρωματισμός οφείλεται στην παρουσία φυσικών αρωματικών ουσιών που προέρχονται από την αρτεμισία και τη γεντιανή και ο οίνος έχει χρωματιστεί κίτρινος και/ή ερυθρός με επιτρεπόμενες χρωστικές ύλες.

5.   Αρωματισμένος οίνος με αυγό:

Αρωματισμένος οίνος:

στον οποίο έχει προστεθεί αλκοόλη,

στον οποίο έχει προστεθεί κρόκος αυγού υψηλής ποιότητας ή εκχυλίσματα που λαμβάνονται από αυτόν,

του οποίου η περιεκτικότητα σε σάκχαρα, εκφραζόμενη σε ιμβερτοσάκχαρα, είναι ανώτερη από 200 γραμμάρια ανά λίτρο, και

κατά την προετοιμασία του οποίου η ελάχιστη ποσότητα κρόκου αυγού που χρησιμοποιείται στο μείγμα είναι 10 γραμμάρια ανά λίτρο.

Η ονομασία πώλησης «Αρωματισμένος οίνος με αυγό» μπορεί να συνοδεύεται από τον όρο «cremovo», όταν το προϊόν αυτό περιέχει οίνο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Marsala» σε ποσοστό όχι κατώτερο του 80 %.

Η ονομασία πώλησης «Αρωματισμένος οίνος με αυγό» μπορεί να συνοδεύεται από τον όρο «cremovo zabaione», όταν το προϊόν αυτό περιέχει οίνο με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Marsala» σε ποσοστό όχι κατώτερο του 80 % και έχει περιεκτικότητα σε κρόκο αυγού όχι κατώτερη των 60 γραμμαρίων ανά λίτρο.

6.   Väkevä viiniglögi / Starkvinsglögg

Αρωματισμένος οίνος:

στον οποίο έχει προστεθεί αλκοόλη και

του οποίου η χαρακτηριστική γεύση έχει επιτευχθεί με τη χρήση γαρίφαλου και/ή κανέλας.

B.   ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΑΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΤΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΟΙΝΟ

1.   Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

Προϊόντα που συμμορφώνονται με τον ορισμό του άρθρου 3 παράγραφος 3.

2.   Αρωματισμένο αλκοολωμένο ποτό με βάση τον οίνο

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

στο οποίο έχει προστεθεί αλκοόλη,

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 7 % vol.,

το οποίο έχει υποστεί γλύκανση,

το οποίο παράγεται από λευκό οίνο,

στο οποίο έχει προστεθεί προϊόν απόσταξης σταφίδων, και

το οποίο έχει υποστεί αρωματισμό αποκλειστικά με εκχύλισμα κάρδαμου,

ή

στο οποίο έχει προστεθεί αλκοόλη,

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 7 % vol.,

το οποίο έχει υποστεί γλύκανση,

το οποίο παράγεται από ερυθρό οίνο, και

στο οποίο έχουν προστεθεί αρωματικά παρασκευάσματα που λαμβάνονται αποκλειστικά από καρυκεύματα, ginseng, καρύδια, αποστάγματα εσπεριδοειδών και αρωματικά βότανα.

3.   Sangría/Sangria

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται από οίνο,

το οποίο αρωματίζεται με την προσθήκη φυσικών εκχυλισμάτων ή αποσταγμάτων εσπεριδοειδών, με ή χωρίς χυμό των φρούτων αυτών,

στο οποίο ενδέχεται να έχουν προστεθεί μπαχαρικά,

στο οποίο ενδέχεται να έχει προστεθεί διοξείδιο του άνθρακα,

το οποίο δεν έχει χρωματιστεί,

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 4,5 % vol. και κατώτερο από 12 % vol., και

το οποίο μπορεί να περιέχει στερεά σωματίδια που προέρχονται από τη σάρκα (πούλπα) ή τον φλοιό των εσπεριδοειδών και το χρώμα του πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται.

Η επωνυμία «Sangría» ή «Sangria» μπορεί να χρησιμοποιείται ως ονομασία πώλησης μόνο στην περίπτωση που το ποτό έχει παρασκευασθεί στην Ισπανία ή την Πορτογαλία. Σε περίπτωση που το προϊόν έχει παραχθεί σε άλλα κράτη μέλη, η επωνυμία «Sangría» ή «Sangria» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο συμπληρωματικώς προς την ονομασία πώλησης «αρωματισμένο ποτό από οίνο», υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από τις λέξεις «παράγεται στ…», την οποία ακολουθεί το όνομα του κράτους μέλους παραγωγής ή μιας πιο περιορισμένης περιοχής.

4.   Clarea

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο που παράγεται από λευκό οίνο υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες για τη Sangría/Sangria.

Η επωνυμία «Clarea» μπορεί να χρησιμοποιείται ως ονομασία πώλησης μόνο στην περίπτωση που το προϊόν έχει παρασκευασθεί στην Ισπανία. Σε περίπτωση που το προϊόν έχει παραχθεί σε άλλα κράτη μέλη, η επωνυμία «Clarea» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο συμπληρωματικώς προς την ονομασία πώλησης «αρωματισμένο ποτό από οίνο», υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από τις λέξεις «παράγεται στ…», την οποία ακολουθεί το όνομα του κράτους μέλους παραγωγής ή μιας πιο περιορισμένης περιοχής.

5.   Zurra

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο που παράγεται με προσθήκη μπράντι ή αποστάγματος οίνου, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 110/2008, στην Sangría/Sangria και στην Clarea, με ενδεχόμενη προσθήκη τεμαχίων φρούτων. Ο αποκτημένος κατ’ όγκο αλκοολικός τίτλος πρέπει να είναι όχι κατώτερος από 9 % vol. και κατώτερος από 14 % vol.

6.   Bitter soda

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται από «bitter vino», η περιεκτικότητα του οποίου στο τελικό προϊόν δεν πρέπει να είναι κατώτερη από 50 % κατ’ όγκο,

στο οποίο έχει προστεθεί διοξείδιο του άνθρακα ή αεριούχο νερό και

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 8 % vol. και κατώτερο από 10,5 % vol.

Η χρήση του όρου «bitter» εν προκειμένω δεν προδικάζει τη χρήση του όρου αυτού για τον καθορισμό προϊόντων τα οποία δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

7.   Kalte Ente

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται με ανάμειξη οίνου, ημιαφρώδους οίνου ή ημιαφρώδους οίνου ο οποίος έχει αεριστεί με αφρώδη οίνο ή αφρώδη οίνο ο οποίος έχει αεριστεί,

στο οποίο έχουν προστεθεί φυσικές ουσίες λεμονιού ή εκχυλίσματα των ουσιών αυτών και

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 7 % vol.

Η περιεκτικότητα του τελικού προϊόντος σε αφρώδη οίνο ή αφρώδη οίνο ο οποίος έχει αεριστεί δεν πρέπει να είναι κατώτερη των 25 % κατ’ όγκο.

8.   Glühwein

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται αποκλειστικά από ερυθρό ή λευκό οίνο,

το οποίο έχει αρωματιστεί κυρίως με κανέλα και/ή γαρίφαλα, και

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 7 % vol.

Με την επιφύλαξη των ποσοτήτων νερού που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παραρτήματος I σημείο 2, η προσθήκη νερού απαγορεύεται.

Όταν παρασκευάζεται από λευκό οίνο, η ονομασία πώλησης «Glühwein» πρέπει να συμπληρώνεται από λέξεις που υποδηλώνουν λευκό οίνο, όπως η λέξη «λευκός».

9.   Viiniglögi / Vinglögg / Karštas vynas

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται αποκλειστικά από ερυθρό ή λευκό οίνο,

το οποίο έχει αρωματιστεί κυρίως με κανέλα και/ή γαρίφαλα, και

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 7 % vol.

Όταν παρασκευάζεται από λευκό οίνο, η ονομασία πώλησης «Viiniglögi / Vinglögg / Karštas vynas» πρέπει να συμπληρώνεται από λέξεις που υποδηλώνουν λευκό οίνο, όπως η λέξη «λευκός».

10.   Maiwein

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται από οίνο στον οποίο έχει προστεθεί Galium odoratum (L.) Scop. (Asperula odorata L). ή εκχύλισμα αυτής, ώστε να υπερισχύει η γεύση Galium odoratum (L.) Scop. (Asperula odorata L.), και

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 7 % vol.

11.   Maitrank

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται από λευκό οίνο στον οποίο εμβρέχεται Galium odoratum (L.) Scop. (Asperula odorata L.) ή προστίθενται εκχυλίσματα αυτού, με προσθήκη πορτοκαλιών και/ή άλλων φρούτων, ενδεχομένως υπό μορφή χυμού, συμπυκνωμένου φρούτου ή εκχυλισμάτων και το οποίο έχει υποστεί γλύκανση με 5 % σάκχαρα το μέγιστο, και

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 7 % vol.

12.   Pelin

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται από ερυθρό ή λευκό οίνο και ειδικό μείγμα βοτάνων,

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 8,5 % vol., και

του οποίου η περιεκτικότητα σε σάκχαρα, εκφραζόμενη σε ιμβερτοσάκχαρα, είναι 45-50 γραμμάρια ανά λίτρο και η ολική οξύτητα είναι τουλάχιστον 3 γραμμάρια ανά λίτρο, εκφραζόμενη σε τρυγικό οξύ.

13.   Aromatizovaný dezert

Αρωματισμένο ποτό με βάση τον οίνο

το οποίο παράγεται από ερυθρό ή λευκό οίνο, σάκχαρα και μείγμα επιτραπέζιων μπαχαρικών,

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο όχι κατώτερο από 9 % vol. και κατώτερο από 12 % vol., και

του οποίου η περιεκτικότητα σε σάκχαρα, εκφραζόμενη σε ιμβερτοσάκχαρα, είναι 90-130 γραμμάρια ανά λίτρο και η ολική οξύτητα είναι τουλάχιστον 2,5 γραμμάρια ανά λίτρο, εκφραζόμενη σε τρυγικό οξύ.

Η επωνυμία «Aromatizovaný dezert» μπορεί να χρησιμοποιείται ως ονομασία πώλησης μόνο στην περίπτωση που το προϊόν έχει παρασκευασθεί στην Τσεχική Δημοκρατία. Σε περίπτωση που το προϊόν έχει παραχθεί σε άλλα κράτη μέλη, η επωνυμία «Aromatizovaný dezert» μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο συμπληρωματικώς προς την ονομασία πώλησης «αρωματισμένο ποτό από οίνο», υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από τις λέξεις «παράγεται στ…», τις οποίες ακολουθεί το όνομα του κράτους μέλους παραγωγής ή μιας πιο περιορισμένης περιοχής.

Γ.   ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΑΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ ΚΟΚΤΕΙΛ ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

1.   Αρωματισμένο κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων

Προϊόν που συμμορφώνεται με τον ορισμό του άρθρου 3 παράγραφος 4.

Η χρήση του όρου «κοκτέιλ» εν προκειμένω δεν προδικάζει τη χρήση του όρου αυτού για τον καθορισμό προϊόντων τα οποία δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Κοκτέιλ με βάση τον οίνο

Αρωματισμένο κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων

στο οποίο η αναλογία συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλιών δεν υπερβαίνει το 10 % του ολικού όγκου του τελικού προϊόντος,

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο κατώτερο από 7 % vol., και

στο οποίο η περιεκτικότητα σε σάκχαρα, εκφραζόμενη σε ιμβερτοσάκχαρα, είναι κατώτερη από 80 γραμμάρια ανά λίτρο.

3.   Ημιαφρώδες αρωματισμένο κοκτέιλ από σταφύλια

Αρωματισμένο κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων

το οποίο παράγεται αποκλειστικά από γλεύκος σταφυλιών,

το οποίο έχει αποκτημένο κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο κατώτερο από 4 % vol., και

το οποίο περιέχει ανθρακικό ανυδρίτη, ο οποίος προέρχεται αποκλειστικά από τη ζύμωση των προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν.

4.   Κοκτέιλ αφρώδους οίνου

Αρωματισμένο κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων, το οποίο αναμειγνύεται με αφρώδη οίνο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗΣ

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 3 και παράρτημα II

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 6

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 7

Άρθρο 3

Άρθρο 4 παράγραφος 1 και παράρτημα I

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 4 παράγραφος 1 και παράρτημα I

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 5

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 9

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 7

Άρθρο 8 παράγραφος 4 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Παράρτημα I σημείο 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 4α

Άρθρο 8 παράγραφοι 5 έως 8

Άρθρο 8

Άρθρο 8 παράγραφος 9

Άρθρο 9 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 31

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 32

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 10α

Άρθρο 2 σημείο 3 και άρθρα 10 έως 30

Άρθρο 11

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρα 12 έως 15

Άρθρα 33 και 34

Άρθρο 35

Άρθρο 16

Άρθρο 36

Άρθρο 17

Άρθρο 37

Παράρτημα I

Παράρτημα I σημείο 3 στοιχείο α)

Παράρτημα II


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/35


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 252/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 774/94 του Συμβουλίου, όσον αφορά τις εκτελεστικές και τις κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητες που πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 774/94 του Συμβουλίου (2) ανατίθενται στην Επιτροπή αρμοδιότητες για την εκτέλεση μερικών διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στην Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 774/94 θα πρέπει να ευθυγραμμισθούν προς τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(3)

Προκειμένου να συμπληρωθούν ή να τροποποιηθούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 774/94, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά την έγκριση τροποποιήσεων του εν λόγω κανονισμού, σε περίπτωση που θα πρέπει να προσαρμοστούν οι ποσότητες και άλλοι όροι του καθεστώτος ποσοστώσεων, ιδίως με απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη συμφωνίας με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να προβαίνει στις δέουσες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(4)

Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 774/94, όσον αφορά τους αναγκαίους κανόνες για τη διαχείριση του καθεστώτος ποσοστώσεων που αναφέρεται στον εν λόγω κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(5)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94 τροποποιείται ως εξής:

1)

Τα άρθρα 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους αναγκαίους κανόνες για τη διαχείριση του καθεστώτος ποσοστώσεων που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό και, κατά περίπτωση:

α)

τις διατάξεις που εγγυώνται τη φύση, την προέλευση και την καταγωγή του προϊόντος·

β)

τη διάταξη που αφορά την αναγνώριση του εγγράφου το οποίο καθιστά δυνατή την εξακρίβωση των εγγυήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α)· και

γ)

την έκδοση και τη διάρκεια ισχύος των πιστοποιητικών εισαγωγής.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 8β παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Προκειμένου να τηρηθούν οι διεθνείς δεσμεύσεις και σε περίπτωση που οι ποσότητες και άλλοι όροι του καθεστώτος ποσοστώσεων που αναφέρεται μέσα στον εν λόγω κανονισμό προσαρμόζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή από το Συμβούλιο, ιδίως δε με απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη συμφωνίας με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, δυνάμει του άρθρου 8α, όσον αφορά τις τροποποιήσεις που θα προκύψουν για τον παρόντα κανονισμό.».

2)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 8α

1.   Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 9 Απριλίου 2014. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την ανάθεση αρμοδιότητας το αργότερο εννέα μήνες πριν από το πέρας της πενταετίας. Η ανάθεση αρμοδιότητας παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί στην παράταση αυτή το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 ανάθεση αρμοδιότητας μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση της αρμοδιότητας που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ.

4.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 8 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν εκφράσει αντιρρήσεις εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να εκφράσουν αντίρρηση. Η εν λόγω περίοδος παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 8β

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή για την Κοινή Οργάνωση των Γεωργικών Αγορών που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 229 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Αν η επιτροπή πρέπει να γνωμοδοτήσει με έγγραφη διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. KOURKOULAS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94 του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1994, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων για το βόειο κρέας υψηλής ποιότητας, το χοίρειο κρέας, το κρέας πουλερικών, το σιτάρι και το σμιγάδι, καθώς και τα πίτουρα εν γένει και άλλα υπολείμματα (ΕΕ L 91 της 8.4.1994, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).».


Δήλωση της Επιτροπής περί κωδικοποίησης

Η έκδοση του παρόντος κανονισμού συνεπάγεται πολυάριθμες τροποποιήσεις των οικείων πράξεων. Χάριν μεγαλύτερης σαφήνειας των πράξεων αυτών, η Επιτροπή θα προτείνει κωδικοποίησή τους το συντομότερο δυνατόν μετά από την έκδοση του κανονισμού, και εν πάση περιπτώσει πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014.


Δήλωση της Επιτροπής για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Στα πλαίσια αυτού του κανονισμού, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη δέσμευση που έχει αναλάβει στην παράγραφο 15 της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την παροχή στο Κοινοβούλιο πλήρους ενημέρωσης και τεκμηρίωσης σχετικά με τις συναντήσεις της με εθνικούς εμπειρογνώμονες στα πλαίσια των εργασιών της για την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/38


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 253/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011 με σκοπό τον καθορισμό των λεπτομερειών της επίτευξης του στόχου μείωσης των εκπομπών CO2 από καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα το 2020

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), η Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει τις λεπτομέρειες επίτευξης, ως το 2020, του στόχου των 147g CO2/km, συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών τύπων που καθορίζονται στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού και των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 11, εφόσον επιβεβαιωθεί η δυνατότητα επίτευξης του στόχου αυτού. Είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να είναι όσο το δυνατόν ουδέτερος από άποψη ανταγωνισμού, κοινωνικά δίκαιος και βιώσιμος.

(2)

Δεδομένης της σχέσης μεταξύ εκπομπών CO2 και κατανάλωσης καυσίμων, ο καθορισμός των λεπτομερειών για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη μείωση της κατανάλωσης καυσίμων και του σχετικού κόστους για τους ιδιοκτήτες αυτών των οχημάτων κατά τρόπο οικονομικά αποδοτικό.

(3)

Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, προκειμένου να εξακριβώνεται η συμμόρφωση με τον στόχο των 147 g CO2/km, οι εκπομπές CO2 θα πρέπει να εξακολουθήσουν να μετρώνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και τα μέτρα εφαρμογής του, καθώς και με καινοτόμες τεχνολογίες.

(4)

Σύμφωνα με την τεχνική ανάλυση που διενεργήθηκε για την εκτίμηση αντικτύπου, είναι διαθέσιμες οι τεχνολογίες που χρειάζονται για την επίτευξη του στόχου των 147 g CO2/km και οι απαιτούμενες μειώσεις μπορούν να επιτευχθούν με μικρότερο κόστος από εκείνο που υπολογίστηκε στην προηγούμενη τεχνική ανάλυση, η οποία διενεργήθηκε πριν από την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011. Επιπλέον, έχει μειωθεί η απόσταση μεταξύ των τρεχουσών μέσων ειδικών εκπομπών CO2 από καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα και του στόχου των 147 g CO2/km. Συνεπώς, έχει επιβεβαιωθεί ότι είναι εφικτός ο στόχος των 147 g CO2/km ως το 2020.

(5)

Αναγνωρίζοντας τις δυσανάλογες επιπτώσεις που έχει στους μικρότερους κατασκευαστές η συμμόρφωση με τους στόχους ειδικών εκπομπών οι οποίοι ορίζονται βάσει της χρησιμότητας του οχήματος, τη μεγάλη διοικητική επιβάρυνση που συνεπάγεται η διαδικασία παρέκκλισης και το επακόλουθο οριακό όφελος όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών CO2 από τα οχήματα που πωλούνται από τους εν λόγω κατασκευαστές, οι κατασκευαστές που είναι υπεύθυνοι για λιγότερα από 1 000 καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα τα οποία έχουν ταξινομηθεί στην Ένωση ετησίως θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του στόχου ειδικών εκπομπών και του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών.

(6)

Η διαδικασία έγκρισης παρέκκλισης για κατασκευαστές με μικρό όγκο παραγωγής θα πρέπει να απλουστευθεί, ώστε να αφήνει αυξημένα περιθώρια ευελιξίας όταν πρόκειται να υποβληθεί αίτηση παρέκκλισης από τους εν λόγω κατασκευαστές και όταν η Επιτροπή πρόκειται να εγκρίνει την εν λόγω παρέκκλιση.

(7)

Προκειμένου να είναι η αυτοκινητοβιομηχανία σε θέση να πραγματοποιεί μακροπρόθεσμες επενδύσεις και να αναπτύσσει καινοτομίες, είναι επιθυμητό να γίνουν υποδείξεις ως προς τον τρόπο τροποποίησης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011 για την περίοδο μετά το 2020. Οι υποδείξεις αυτές θα πρέπει να βασιστούν σε εκτίμηση του απαραίτητου ποσοστού μείωσης σε συνάρτηση με τους μακροπρόθεσμους κλιματικούς στόχους της Ένωσης και των επιπτώσεων για την ανάπτυξη οικονομικά αποδοτικής τεχνολογίας μείωσης των εκπομπών CO2 για τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα. Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει ως το 2015 αυτές τις πτυχές και να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματά της. Η εν λόγω έκθεση θα πρέπει να περιέχει, ενδεχομένως, προτάσεις τροποποίησης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011 σε συνάρτηση με τον καθορισμό στόχων ως προς τις εκπομπές CO2 για καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα για μετά το 2020, μεταξύ άλλων να θεσπίζει ενδεχομένως έναn ρεαλιστικό και εφικτό στόχο για το 2025, βασισμένο σε συνολική εκτίμηση αντικτύπου που θα μελετά τη συνεχή ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και των κλάδων που εξαρτώνται από αυτήν, ενώ θα χαράζει μια πορεία σαφούς μείωσης των εκπομπών σύμφωνα με τους μακροπρόθεσμους κλιματικούς στόχους της Ένωσης. Κατά την εκπόνηση αυτών των προτάσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι θα είναι κατά το δυνατόν ουδέτερες από άποψη ανταγωνισμού, κοινωνικά δίκαιες και βιώσιμες.

(8)

Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που συνδέονται με τον ενεργειακό εφοδιασμό και την κατασκευή και απόρριψη των οχημάτων αποτελούν ουσιαστικά συστατικά στοιχεία του σημερινού συνολικού αποτυπώματος άνθρακα των οδικών μεταφορών και η σημασία τους ενδέχεται να αυξηθεί αισθητά στο μέλλον. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναληφθεί πολιτική δράση προκειμένου να κατευθυνθούν οι κατασκευαστές προς βέλτιστες λύσεις, στο πλαίσιο των οποίων θα λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που συνδέονται με την παραγωγή ενέργειας για τον εφοδιασμό των οχημάτων, όπως η ηλεκτρική ενέργεια και τα εναλλακτικά καύσιμα, και θα διασφαλίζεται ότι οι εκπομπές αυτές που προέρχονται από την παραγωγή δεν θα υπονομεύουν τα οφέλη που συνδέονται με τη βελτιωμένη χρήση της ενέργειας για τη λειτουργία των οχημάτων, που αποτελεί στόχο δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011, απαιτείται η Επιτροπή να δημοσιεύσει έκθεση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων αποτυπώματος και ωφέλιμου φορτίου και με τη χρήση τους ως παραμέτρων χρησιμότητας για τον καθορισμό των στόχων ειδικών εκπομπών CO2 όπως εκφράζονται στους μαθηματικούς τύπους που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011. Μολονότι τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα και η δυνητική χρήση τους εξετάστηκε στην εκτίμηση αντικτύπου, έχει συναχθεί το συμπέρασμα ότι είναι οικονομικά αποδοτικότερη η διατήρηση της μάζας σε ετοιμότητα λειτουργίας ως παραμέτρου χρησιμότητας για τον στόχο του 2020 όσον αφορά τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα.

(10)

Είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η προσέγγιση καθορισμού του στόχου η οποία βασίζεται στη γραμμική σχέση μεταξύ της χρησιμότητας του ελαφρού επαγγελματικού οχήματος και του στόχου για τις εκπομπές CO2 του οχήματος αυτού, εκφραζόμενη με τους μαθηματικούς τύπους που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011, δεδομένου ότι αυτό επιτρέπει τη διατήρηση της ποικιλίας στην αγορά ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων και την ικανότητα των κατασκευαστών να ικανοποιούν τις διαφορετικές ανάγκες των καταναλωτών, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται τυχόν αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, είναι σκόπιμη η επικαιροποίηση της εν λόγω προσέγγισης, προκειμένου να αντανακλά τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τις ταξινομήσεις καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων.

(11)

Στην εκτίμηση αντικτύπου της, η Επιτροπή εκτίμησε τη διαθεσιμότητα δεδομένων αποτυπώματος και τη χρήση του αποτυπώματος ως παραμέτρου χρησιμότητας στους μαθηματικούς τύπους που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011. Βάσει της εν λόγω εκτίμησης, η Επιτροπή έχει συμπεράνει ότι η παράμετρος χρησιμότητας που χρησιμοποιείται στον μαθηματικό τύπο για το 2020 θα πρέπει να είναι η μάζα.

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) απαιτεί από την Επιτροπή να διενεργήσει εκτίμηση αντικτύπου προκειμένου να επανεξετάσει τις διαδικασίες δοκιμών, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται επαρκώς στην πραγματική συμπεριφορά των αυτοκινήτων ως προς τις εκπομπές CO2. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 510/2011 επεκτείνει την επανεξέταση των διαδικασιών δοκιμών, ώστε να συμπεριλαμβάνουν τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα. Είναι αναγκαίο να τροποποιηθεί ο «Νέος Ευρωπαϊκός Κύκλος Οδήγησης» (NEDC) που χρησιμοποιείται σήμερα, ώστε να εξασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητά του στις πραγματικές συνθήκες οδήγησης και να αποφευχθεί η υποτίμηση των πραγματικών εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμων. Θα πρέπει να εγκριθεί μια νέα, ρεαλιστικότερη και πλέον αξιόπιστη διαδικασία δοκιμών το συντομότερο δυνατό. Οι εργασίες προς την κατεύθυνση αυτή προχωρούν με τη διαμόρφωση παγκόσμιας εναρμονισμένης διαδικασίας δοκιμών ελαφρών οχημάτων (WLTP) στο πλαίσιο της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, η οποία όμως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Για να διασφαλιστεί ότι οι ειδικές εκπομπές CO2 των νέων επιβατικών αυτοκινήτων και των νέων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων θα ευθυγραμμιστούν περισσότερο προς τις εκπομπές που παράγονται πραγματικά υπό κανονικές συνθήκες χρήσης, το WLTP θα πρέπει να ισχύσει το συντομότερο δυνατόν. Σε αυτό το πλαίσιο, το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011 καθορίζει τα όρια εκπομπών για το 2020, όπως αυτές μετρώνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και το παράρτημα XII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 692/2008 της Επιτροπής (6). Όταν τροποποιηθούν οι διαδικασίες δοκιμών, θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν τα όρια του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011, προκειμένου να διασφαλιστεί ανάλογη αυστηρότητα για τους κατασκευαστές και τις κατηγορίες οχημάτων. Αναλόγως, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει μια εμπεριστατωμένη μελέτη συσχέτισης του κύκλου δοκιμών NEDC με το νέο WLTP, ώστε να εξασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητά του στις πραγματικές συνθήκες οδήγησης.

(13)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εκπομπές υπό πραγματικές συνθήκες αντικατοπτρίζονται επαρκώς και ότι οι μετρούμενες τιμές CO2 είναι αυστηρά συγκρίσιμες, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι εκείνα τα στοιχεία της διαδικασίας δοκιμών που έχουν σημαντική επίδραση στις μετρούμενες εκπομπές CO2 ορίζονται αυστηρά, έτσι ώστε να αποτρέπεται η χρησιμοποίηση από τους κατασκευαστές των δυνατοτήτων ευελιξίας του κύκλου δοκιμών. Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι αποκλίσεις μεταξύ των τιμών των εκπομπών CO2 της έγκρισης τύπου και των εκπομπών που παράγονται από οχήματα που προσφέρονται προς πώληση, μεταξύ άλλων προβλέποντας μια διαδικασία δοκιμής για τη συμμόρφωση εν χρήσει που να εξασφαλίζει ανεξάρτητη δοκιμή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος οχημάτων προς πώληση, καθώς και τρόπους αντιμετώπισης περιπτώσεων αποδεδειγμένης ουσιαστικής απόκλισης μεταξύ της έρευνας και των εκπομπών CO2 της αρχικής έγκρισης τύπου.

(14)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή ο καθορισμός των λεπτομερειών για την επίτευξη του στόχου για το 2020 να μειωθούν οι εκπομπές CO2 από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, αλλά, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(15)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 510/2011 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 510/2011 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Από το 2020, ο παρών κανονισμός θέτει ως στόχο τα 147 g CO2/km για τις μέσες εκπομπές των καινούργιων ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων που ταξινομούνται στην Ένωση, όπως αυτές μετρώνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και τα μέτρα εφαρμογής του, καθώς και καινοτόμες τεχνολογίες.».

2)

Στο άρθρο 2, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Το άρθρο 4, το άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχεία β) και γ), το άρθρο 9 και το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) δεν ισχύουν για κατασκευαστή ο οποίος, μαζί με όλες τις συνδεδεμένες με αυτόν επιχειρήσεις, είναι υπεύθυνος για λιγότερα από 1 000 καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα που ταξινομήθηκαν στην Ένωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.».

3)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 3, η τελευταία πρόταση απαλείφεται.

4)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατόπιν αιτήσεως προμηθευτή ή κατασκευαστή, λαμβάνονται υπόψη οι εξοικονομήσεις CO2 που επιτυγχάνονται με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών ή με συνδυασμό καινοτόμων τεχνολογιών (“δέσμες καινοτόμων τεχνολογιών”).

Η συνολική συμβολή των εν λόγω τεχνολογιών στη μείωση του στόχου ειδικών εκπομπών ενός κατασκευαστή μπορεί να ανέρχεται σε 7 g CO2/km κατ’ ανώτατο όριο.»·

β)

στην παράγραφο 2, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012 η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θεσπίζει λεπτομερείς διατάξεις για διαδικασία έγκρισης των καινοτόμων τεχνολογιών ή των δεσμών καινοτόμων τεχνολογιών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 14 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω λεπτομερείς διατάξεις είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 και βασίζονται στα ακόλουθα κριτήρια για καινοτόμους τεχνολογίες:».

5)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή επανεξετάζει τους στόχους ειδικών εκπομπών και τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, καθώς και άλλες πτυχές του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να καθορίσει τους στόχους όσον αφορά τις εκπομπές CO2 από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα για την περίοδο μετά το 2020. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση του απαραίτητου ποσοστού μείωσης συνάδει με τους μακροπρόθεσμους κλιματικούς στόχους της Ένωσης και τις επιπτώσεις για την ανάπτυξη οικονομικά αποδοτικής τεχνολογίας μείωσης των εκπομπών CO2 για τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τα αποτελέσματα της εν λόγω επανεξέτασης. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τυχόν κατάλληλες προτάσεις τροποποίησης του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων την πιθανή θέσπιση ρεαλιστικού και εφικτού στόχου, που θα βασίζεται σε συνολική εκτίμηση αντικτύπου με την οποία θα μελετάται η συνεχής ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων και των κλάδων που εξαρτώνται από αυτήν. Κατά την εκπόνηση αυτών των προτάσεων, η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι αυτές είναι κατά το δυνατόν ουδέτερες από άποψη ανταγωνισμού, κοινωνικά δίκαιες και βιώσιμες.»·

β)

η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

i)

το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται,

ii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από τα δύο ακόλουθα εδάφια:

«Η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις παραμέτρους συσχέτισης που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντικατοπτρίζονται τυχόν αλλαγές στην κανονιστική διαδικασία δοκιμών για τη μέτρηση των ειδικών εκπομπών CO2 που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 692/2008 της Επιτροπής (7). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 14 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 15 και υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στα άρθρα 16 και 17 να προσαρμόζει τον μαθηματικό τύπο που καθορίζεται στο παράρτημα I, εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία που εγκρίνεται βάσει του πρώτου εδαφίου, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι κατασκευαστές και τα οχήματα διαφορετικής χρηστικότητας θα υπόκεινται βάσει της παλαιάς και της νέας διαδικασίας δοκιμών σε απαιτήσεις μείωσης οι οποίες θα είναι ανάλογης αυστηρότητας.

6)

Στο άρθρο 14, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Όταν η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εκδίδει γνώμη, η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2001.».

7)

Στο παράρτημα I σημείο 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

από το 2020:

Formula

όπου:

M

=

μάζα του οχήματος σε χιλιόγραμμα (kg)

M0

=

η εγκριθείσα τιμή βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 5

a

=

0,096.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 44 της 15.2.2013, σ. 109.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2014.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 510/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα όσον αφορά τις εκπομπές, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Ένωσης για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ L 145 της 31.5.2011, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 692/2008 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (ευρώ 5 και ευρώ 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ L 199 της 28.7.2008, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 692/2008 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (ευρώ 5 και ευρώ 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ L 199 της 28.7.2008, σ. 1).».


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/42


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 254/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

σχετικά με ένα πολυετές πρόγραμμα για τους καταναλωτές για τα έτη 2014-2020 και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1926/2006/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 169,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2010, με τίτλο «Ευρώπη 2020 — Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη» («Ευρώπη 2020») ζητεί να δοθεί στους πολίτες η δυνατότητα να συμμετέχουν πλήρως στην εσωτερική αγορά, κάτι που απαιτεί ενίσχυση της ικανότητας και της εμπιστοσύνης τους ώστε να προβαίνουν σε διασυνοριακές αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ιδίως επιγραμμικά.

(2)

Η Ένωση συμβάλλει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και στην τοποθέτηση των καταναλωτών στο επίκεντρο της εσωτερικής αγοράς, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τις πολιτικές των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζει, αφενός, ότι οι πολίτες αποκομίζουν όλα τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς και, αφετέρου, ότι, όταν ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ασφάλεια και τα νομικά και τα οικονομικά συμφέροντά τους προστατεύονται κατάλληλα μέσω συγκεκριμένων δράσεων.

(3)

Το πολυετές πρόγραμμα για τους καταναλωτές για τα έτη 2014-2020 («το πρόγραμμα») θα πρέπει να συνεισφέρει στην εξασφάλιση αυξημένου επιπέδου προστασίας για τους καταναλωτές και να υποστηρίζει πλήρως τις φιλοδοξίες της «Ευρώπης 2020» όσον αφορά την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, ενσωματώνοντας τις ειδικές ανησυχίες που προσδιορίζονται στην «Ευρώπη 2020» σχετικά με το ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη, ώστε να βελτιώσει ουσιαστικά η ψηφιοποίηση την ευημερία των καταναλωτών σχετικά με τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, μέσω της μετάβασης σε πιο βιώσιμα πρότυπα κατανάλωσης, σχετικά με την κοινωνική ενσωμάτωση, μέσω της συνεκτίμησης της ειδικής κατάστασης των ευάλωτων καταναλωτών και των αναγκών ενός γηράσκοντος πληθυσμού, και σχετικά με έξυπνες κανονιστικές ρυθμίσεις, με άξονα την παρακολούθηση των δράσεων για την καταναλωτική αγορά που θα επιτρέπει την εκπόνηση καλοσχεδιασμένων και στοχευμένων κανονιστικών ρυθμίσεων.

(4)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 22ας Μαΐου 2012, με τίτλο «Ευρωπαϊκό θεματολόγιο για τους καταναλωτές — Προώθηση της εμπιστοσύνης και της ανάπτυξης» («θεματολόγιο για τους καταναλωτές») ορίζει ένα στρατηγικό πλαίσιο για την πολιτική καταναλωτών της Ένωσης για τα επόμενα έτη, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα των τελευταίων στο σύνολο των πολιτικών που ασκεί η Ένωση. Στόχος του θεματολογίου για τους καταναλωτές είναι να δημιουργήσει μια στρατηγική μέσω της οποίας η πολιτική δράση θα υποστηρίζει αποτελεσματικά και αποδοτικά τους καταναλωτές σε όλη της διάρκεια της ζωής τους, με την ασφάλεια των προϊόντων και των υπηρεσιών που τίθενται στη διάθεσή τους, με την ενημέρωση και εκπαίδευσή τους, με την υποστήριξη στις οργανώσεις που τους αντιπροσωπεύουν, με την ενίσχυση των δικαιωμάτων τους, με την παροχή πρόσβασης στη δικαιοσύνη και στην έννομη προστασία και με τη διασφάλιση της επιβολής της εν λόγω νομοθεσίας για τους καταναλωτές.

(5)

Η πρόσφατη οικονομική κάμψη έφερε στο φως ορισμένες σοβαρές ατέλειες και αντιφάσεις της εσωτερικής αγοράς, οι οποίες είχαν στο σύνολό τους δυσμενείς επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των πολιτών. Αν και είναι αναγκαίο να αναγνωρισθούν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί βάσει των οποίων λειτουργεί η Ένωση σήμερα, θα πρέπει η Ένωση να παρέχει επαρκή δημοσιονομικά μέσα ώστε να μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος και προς τον σκοπό αυτό θα πρέπει να υποστηρίζει την «Ευρώπη 2020».

(6)

Η άρση των υπόλοιπων αδικαιολόγητων και δυσανάλογων φραγμών στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η αύξηση της πίστης και της εμπιστοσύνης των πολιτών στο σύστημα, ιδίως όταν προβαίνουν σε διασυνοριακές αγορές, είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Η Ένωση θα πρέπει να επιδιώκει τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών στην αγορά, προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερη δύναμη στους καταναλωτές με την παροχή επαρκών εργαλείων, γνώσης και αρμοδιότητας, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν μελετημένες και ενημερωμένες αποφάσεις, καθώς και με την αύξηση της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών.

(7)

Ο παρών κανονισμός λαμβάνει υπόψη το οικονομικό, κοινωνικό και τεχνικό περιβάλλον και τις συνακόλουθες αναδυόμενες προκλήσεις. Ειδικότερα, με τις δράσεις που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος θα επιδιωχθεί να ρυθμισθούν ζητήματα που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, την ψηφιοποίηση, τον αυξανόμενο βαθμό πολυπλοκότητας των αποφάσεων που καλούνται να λάβουν οι καταναλωτές, την ανάγκη για μετάβαση σε πιο βιώσιμα πρότυπα κατανάλωσης, τη γήρανση του πληθυσμού, τον κοινωνικό αποκλεισμό και το ζήτημα των ευάλωτων καταναλωτών. Άμεση προτεραιότητα αποτελεί η ενσωμάτωση των συμφερόντων των καταναλωτών σε όλες τις ενωσιακές πολιτικές, σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Ο συντονισμός με τις άλλες ενωσιακές πολιτικές και προγράμματα αποτελεί βασικό στοιχείο προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι τα συμφέροντα των καταναλωτών λαμβάνονται πλήρως υπόψη στις άλλες πολιτικές. Για να προωθηθούν οι συνέργειες και να αποφευχθούν οι αλληλεπικαλύψεις, θα πρέπει να γίνουν προβλέψεις στο πλαίσιο των άλλων ταμείων και προγραμμάτων της Ένωσης για τη χρηματοδοτική υποστήριξη της ένταξης των συμφερόντων των καταναλωτών στους αντίστοιχους τομείς τους.

(8)

Το πρόγραμμα θα πρέπει να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας για όλους τους καταναλωτές, με ιδιαίτερη έμφαση στους ευάλωτους καταναλωτές, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες τους και να ενισχύονται οι ικανότητές τους, όπως ζητείται στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 σχετικά με μια στρατηγική για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των ευάλωτων καταναλωτών (4). Ειδικότερα, το πρόγραμμα θα πρέπει να εξασφαλίζει στους ευάλωτους καταναλωτές πρόσβαση σε πληροφορίες για αγαθά και υπηρεσίες, ώστε να έχουν ίσες ευκαιρίες να πραγματοποιούν ελεύθερες και εμπεριστατωμένες επιλογές, ιδίως επειδή οι ευάλωτοι καταναλωτές μπορεί να δυσκολεύονται να εκτιμήσουν και να κατανοήσουν τις πληροφορίες για καταναλωτές και κατά συνέπεια κινδυνεύουν να παραπλανηθούν.

(9)

Το πρόγραμμα θα πρέπει να λαμβάνει ειδικότερα υπόψη τα παιδιά, μεταξύ άλλων σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους φορείς, ώστε να διασφαλίζεται η υπευθυνότητα των τελευταίων στη διαφήμιση που απευθύνεται σε ανηλίκους, και ειδικότερα η αποφυγή της παραπλανητικής επιγραμμικής διαφήμισης.

(10)

Οι δράσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα, που θα προβλέπει ενωσιακό πλαίσιο χρηματοδότησής τους. Σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), ο παρών κανονισμός πρέπει να αποτελέσει τη νομική βάση για τις εν λόγω δράσεις και την εφαρμογή του προγράμματος. Ο παρών κανονισμός βασίζεται και δίνει συνέχεια στις δράσεις που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο της απόφασης αριθ. 1926/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(11)

Είναι σημαντικό να βελτιωθεί η προστασία των καταναλωτών. Για να επιτευχθεί αυτός ο γενικός στόχος, θα πρέπει να ορισθούν ειδικοί στόχοι ως προς την ασφάλεια, την πληροφόρηση και την εκπαίδευση και τη στήριξη σε οργανώσεις καταναλωτών σε ενωσιακό επίπεδο, τα δικαιώματα και την έννομη προστασία, καθώς και την επιβολή της εφαρμογής των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Η αξία και ο αντίκτυπος των μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του προγράμματος θα πρέπει να παρακολουθούνται και να αξιολογούνται τακτικά, ώστε να διευκολύνεται ο εξυπνότερος σχεδιασμός της πολιτικής προς όφελος των καταναλωτών. Για να αξιολογηθεί η πολιτική για τους καταναλωτές, και ειδικότερα ο ακριβής αντίκτυπος των λαμβανομένων μέτρων, θα πρέπει να εκπονηθούν δείκτες, η αξία των οποίων θα πρέπει ωστόσο να εξετασθεί σε ευρύτερο πλαίσιο.

(12)

Είναι σημαντικό να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Προκειμένου να μπορέσει να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, επιβάλλεται να ενισχυθούν οι δυνατότητες δράσης, ιδίως με την κατάλληλη χρηματοδοτική στήριξη των ενωσιακών οργανώσεων των καταναλωτών και των ευρωπαϊκών κέντρων καταναλωτών, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού τους ρόλου στο να παρέχουν πληροφορίες και βοήθεια στους καταναλωτές σχετικά με τα δικαιώματά τους, να υποστηρίζουν τους καταναλωτές σε υποθέσεις καταναλωτικών διαφορών, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση σε μηχανισμούς διευθέτησης διαφορών, και να προωθούν τα συμφέροντα των καταναλωτών κατά τη σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι εν λόγω οργανισμοί και τα κέντρα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν την προστασία και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών ενεργώντας επιτόπου και εξατομικεύοντας τη βοήθεια, την πληροφόρηση και την εκπαίδευση.

(13)

Για την επίτευξη των εν λόγω στόχων, είναι απαραίτητο να προβλεφθούν επιλέξιμες δράσεις.

(14)

Είναι απαραίτητο να καθορισθούν οι κατηγορίες των δυνάμει δικαιούχων που είναι επιλέξιμοι για επιδότηση.

(15)

Ένα ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για το πρόγραμμα, κατά την έννοια του σημείου 17 της διοργανικής συμφωνίας της 2ας Δεκεμβρίου 2013 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (7) περιλαμβάνεται στον παρόντα κανονισμό, χωρίς να θίγονται οι δημοσιονομικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως ορίζονται στη ΣΛΕΕ.

(16)

Υπό το πνεύμα των αρχών της υγιούς χρηματοοικονομικής διαχείρισης, της διαφάνειας και της ευελιξίας κατά την εφαρμογή του προγράμματος, η συνέχιση του εκτελεστικού οργανισμού θα πρέπει να επιτρέπεται εφόσον πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου (8).

(17)

Η διάθεση πόρων της Ένωσης και των κρατών μελών στους τομείς της ασφάλειας, της εκπαίδευσης και των δικαιωμάτων των καταναλωτών και της επιβολής της εφαρνογής τους θα πρέπει να συντονισθεί καλύτερα, για να εξασφαλισθούν η συμπληρωματικότητα και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ορατότητας, καθώς και για να επιτευχθούν καλύτερες δημοσιονομικές συνέργειες.

(18)

Η συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο προβλέπει συνεργασία στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, αφετέρου. Θα πρέπει να ληφθεί επίσης μέριμνα για τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα και άλλες χώρες, ιδίως οι γειτνιάζουσες με την Ένωση χώρες, οι χώρες που υποβάλλουν αίτηση για προσχώρηση και οι υποψήφιες ή υπό προσχώρηση στην Ένωση χώρες.

(19)

Στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος και με δεδομένη την παγκοσμιοποίηση της αλυσίδας παραγωγής και την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των αγορών, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η συνεργασία με τρίτες χώρες που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα, λαμβανομένων υπόψη των τυχόν σχετικών συμφωνιών μεταξύ αυτών των χωρών και της Ένωσης.

(20)

Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδίδει πράξεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά την προσαρμογή των δεικτών που ορίζονται στο παράρτημα II, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών και, όσον αφορά την τροποποίηση του παραρτήματος I, διαγράφοντας τις σχετικές ειδικές δράσεις, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα έκθεσης αξιολόγησης της Επιτροπής. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξάγει η Επιτροπή τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την κατά τον δέοντα τρόπο ταυτόχρονη και έγκαιρη διαβίβαση των συναφών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(21)

Για την εξασφάλιση ομοιόμορφων όρων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά την έγκριση των ετήσιων προγραμμάτων εργασίας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Δεδομένου, αφενός, ότι το πρόγραμμα δεν καθορίζει κριτήρια για την ασφάλεια των προϊόντων, αλλά αποσκοπεί στην παροχή οικονομικής ενίσχυσης σε μέσα εφαρμογής της πολιτικής για την ασφάλεια των προϊόντων και, αφετέρου, ότι πρόκειται για ένα σχετικά μικρό μέγεθος, είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία.

(22)

Τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θα πρέπει να προστατεύονται μέσω αναλογικών μέτρων καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων της πρόληψης, της ανίχνευσης και της διερεύνησης των παρατυπιών, της ανάκτησης των απολεσθέντων, των αχρεωστήτως καταβληθέντων ή των μη ορθώς χρησιμοποιηθέντων κονδυλίων και, κατά περίπτωση, της επιβολής διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

(23)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη εξαιτίας της διασυνοριακής φύσης των σχετικών ζητημάτων, μπορούν όμως, λόγω του ότι η ενωσιακή δράση προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(24)

Η απόφαση αριθ. 1926/2006/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(25)

Ενδείκνυται να εξασφαλισθεί ομαλή μετάβαση χωρίς διακοπή στο παρόν πρόγραμμα από το πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής για τους καταναλωτές (2007-2013), που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1926/2006/ΕΚ, ιδίως όσον αφορά τη συνέχιση των πολυετών μέτρων, καθώς και την αξιολόγηση των επιτυχών αποτελεσμάτων του προηγούμενου προγράμματος και των τομέων που χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή. Επιπλέον, είναι σκόπιμο να ευθυγραμμιστεί η διάρκεια του παρόντος προγράμματος με εκείνη του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για τα έτη 2014-2020, το οποίο προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου (10). Επομένως, το παρόν πρόγραμμα θα πρέπει να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2014. Από την 1η Ιανουαρίου 2021, η τεχνική και διοικητική βοήθεια θα πρέπει να εξασφαλίζει, εάν χρειάζεται, τις δαπάνες που συνδέονται με τη διαχείριση των δράσεων που δεν θα έχουν ακόμη ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2020,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πολυετές πρόγραμμα για τους καταναλωτές

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει πολυετές πρόγραμμα για τους καταναλωτές για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 («πρόγραμμα»).

Άρθρο 2

Γενικός στόχος

Ο γενικός στόχος του προγράμματος είναι να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, να τους δοθεί μεγαλύτερη δύναμη και να τεθούν στο επίκεντρο της εσωτερικής αγοράς μέσα στο πλαίσιο μιας γενικής στρατηγικής για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Αυτό θα το επιτύχει το πρόγραμμα συμβάλλοντας στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των νόμιμων και οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους στην πληροφόρηση, την εκπαίδευση και την αυτοοργάνωση για λόγους διαφύλαξης των συμφερόντων τους, και στην υποστήριξη της ενσωμάτωσης των συμφερόντων των καταναλωτών σε άλλους τομείς πολιτικής. Το πρόγραμμα συμπληρώνει, υποστηρίζει και παρακολουθεί τις πολιτικές των κρατών μελών.

Άρθρο 3

Ειδικοί στόχοι και δείκτες

1.   Ο γενικός στόχος που αναφέρεται στο άρθρο 2 επιδιώκεται μέσω των ακόλουθων ειδικών στόχων:

α)

Στόχος I – Ασφάλεια: εδραίωση και ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων μέσω της αποτελεσματικής εποπτείας της αγοράς, σε ολόκληρη την Ένωση.

Ο παρών στόχος θα αποτιμηθεί κυρίως μέσω της δραστηριότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης της ΕΕ για τα επικίνδυνα καταναλωτικά προϊόντα (RAPEX).

β)

Στόχος II – Πληροφόρηση και εκπαίδευση των καταναλωτών και στήριξη των οργανώσεων των καταναλωτών: βελτίωση της εκπαίδευσης των καταναλωτών, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση όσον αφορά τα δικαιώματά τους, ανάπτυξη της βάσης τεκμηρίωσης της πολιτικής για τους καταναλωτές και παροχή υποστήριξης στις οργανώσεις καταναλωτών, λαμβανομένων επίσης υπόψη των ειδικών αναγκών των ευάλωτων καταναλωτών.

γ)

Στόχος III – Δικαιώματα και έννομη προστασία: ανάπτυξη και ενίσχυση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, ιδίως μέσω έξυπνης και ρυθμιστικής δράσης και βελτίωσης της πρόσβασης σε απλή, αποτελεσματική, σκόπιμη και χαμηλού κόστους έννομη προστασία, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής ρύθμισης των διαφορών.

Ο παρών στόχος θα αποτιμηθεί κυρίως μέσω της προσφυγής στην εναλλακτική επίλυση διαφορών για την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών και μέσω της δραστηριότητας ενός ηλεκτρονικού συστήματος επίλυσης διαφορών σε επίπεδο Ένωσης καθώς και με βάση το ποσοστό των καταναλωτών που αναλαμβάνουν δράση για την επίλυση ενός προβλήματος που αντιμετωπίζουν.

δ)

Στόχος IV – Επιβολή της εφαρμογής: επιβολή της εφαρμογής των δικαιωμάτων των καταναλωτών μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας ανάμεσα στους εθνικούς φορείς επιβολής της εφαρμογής και της παροχής συμβουλών στους καταναλωτές.

Η επίτευξη του στόχου αυτού θα αποτιμηθεί κυρίως στο επίπεδο της ροής πληροφοριών και της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας εντός του δικτύου συνεργασίας για την προστασία των καταναλωτών, της δραστηριότητας των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών και του βαθμού προβολής τους στους καταναλωτές.

Η υψηλής ποιότητας πληροφόρηση και η συμμετοχή των καταναλωτών αποτελούν διατομεακές προτεραιότητες και, ως εκ τούτου, προβλέπονται με ρητό τρόπο, εφόσον είναι δυνατόν, σε όλους τους τομεακούς στόχους και σε όλες τις τομεακές δράσεις που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος.

2.   Η περιγραφή των δεικτών παρατίθεται στο παράρτημα II.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15, προκειμένου να προσαρμόζει τους δείκτες που αναφέρονται στο παράρτημα II.

Άρθρο 4

Επιλέξιμες δράσεις

Οι ειδικοί στόχοι που αναφέρονται στο άρθρο 3 επιτυγχάνονται μέσω των επιλέξιμων δράσεων που καθορίζονται στον κατωτέρω κατάλογο:

α)

Στο πλαίσιο του στόχου I – Ασφάλεια:

1)

παροχή επιστημονικών συμβουλών και διεξαγωγή αναλύσεων του κινδύνου σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών όσον αφορά τα προϊόντα, πλην των τροφίμων, και τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης στα καθήκοντα των ανεξάρτητων επιστημονικών επιτροπών που συγκροτήθηκαν με την απόφαση αριθ. 2008/721/ΕΚ της Επιτροπής (11)·

2)

συντονισμός της εποπτείας της αγοράς και των δράσεων επιβολής της εφαρμογής όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων δυνάμει της οδηγίας αριθ. 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), και δράσεις για τη βελτίωση της ασφάλειας των καταναλωτικών υπηρεσιών·

3)

συντήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη της βάσης δεδομένων για τα καλλυντικά προϊόντα.

β)

Στο πλαίσιο του στόχου ΙΙ – Πληροφόρηση και εκπαίδευση των καταναλωτών και στήριξη των οργανώσεων των καταναλωτών:

4)

ανάπτυξη και βελτίωση της πρόσβασης στη βάση τεκμηρίωσης για τη χάραξη πολιτικής σε τομείς που επηρεάζουν τους καταναλωτές, για την εκπόνηση καλοσχεδιασμένων και εύστοχων νομοθετικών διατάξεων και για τον εντοπισμό ενδεχόμενων δυσλειτουργιών της αγοράς ή εξελίξεων των αναγκών των καταναλωτών, παρέχοντας μια βάση για τη χάραξη πολιτικής για τους καταναλωτές, για τον εντοπισμό των πιο προβληματικών τομέων για τους καταναλωτές και για την ενσωμάτωση των συμφερόντων των καταναλωτών σε άλλες πολιτικές της Ένωσης·

5)

υποστήριξη, μέσω χρηματοδότησης οργανώσεων καταναλωτών σε ενωσιακό επίπεδο και μέσω οικοδόμησης δυνατοτήτων, των οργανώσεων καταναλωτών σε ενωσιακό, εθνικό και τοπικό επίπεδο, με αύξηση της διαφάνειας και αναβάθμιση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και εμπειρογνωμοσύνης·

6)

ενίσχυση της διαφάνειας στις αγορές καταναλωτών και στην πληροφόρηση προς τους καταναλωτές, με διασφάλιση της παροχής συγκρίσιμων, αξιόπιστων και προσιτών δεδομένων στους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών περιπτώσεων, προκειμένου να τους βοηθούν να συγκρίνουν όχι μόνο τις τιμές, αλλά και την ποιότητα και τη βιωσιμότητα των αγαθών και των υπηρεσιών·

7)

ενίσχυση της εκπαίδευσης των καταναλωτών καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, με εστίαση της προσοχής ιδίως στους ευάλωτους καταναλωτές.

γ)

Στο πλαίσιο του στόχου III – Δικαιώματα και έννομη προστασία:

8)

προετοιμασία από την Επιτροπή της νομοθεσίας και άλλων ρυθμιστικών πρωτοβουλιών για την προστασία των καταναλωτών, παρακολούθηση της μεταφοράς από τα κράτη μέλη και της μεταγενέστερης αξιολόγησης του αντίκτυπού της, προώθηση των πρωτοβουλιών από κοινού ρύθμισης και αυτορρύθμισης, καθώς και παρακολούθηση του πραγματικού αντίκτυπου αυτών των πρωτοβουλιών στις καταναλωτικές αγορές·

9)

διευκόλυνση της πρόσβασης των καταναλωτών σε μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, ειδικότερα σε εναλλακτικά συστήματα επίλυσης διαφορών, συμπεριλαμβανομένων ενός επιγραμμικού συστήματος για όλη την Ένωση και της δικτύωσης των εθνικών μονάδων εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, με ιδιαίτερη προσοχή σε επαρκή μέτρα για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των ευάλωτων καταναλωτών, καθώς και παρακολούθηση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών επίλυσης διαφορών για τους καταναλωτές, μεταξύ άλλων με την ανάπτυξη και τη συντήρηση σχετικών εργαλείων ΤΠ, καθώς και με την ανταλλαγή των υπαρχουσών βέλτιστων πρακτικών και εμπειριών των κρατών μελών.

δ)

Στο πλαίσιο του στόχου IV – Επιβολή της εφαρμογής:

10)

συντονισμός των δράσεων εποπτείας και επιβολής της εφαρμογής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13)·

11)

οικονομικές συνεισφορές για κοινές δράσεις μαζί με δημόσιους ή μη κερδοσκοπικούς φορείς που συγκροτούν δίκτυα της Ένωσης, τα οποία παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες και βοήθεια προκειμένου να ασκούν τα δικαιώματά τους και να αποκτούν πρόσβαση σε κατάλληλη μορφή επίλυσης διαφορών, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών εξωδικαστικής ηλεκτρονικής επίλυσης διαφορών (δίκτυο των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών).

Κατά περίπτωση, οι επιλέξιμες δράσεις που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου προσδιορίζονται περαιτέρω στο παράρτημα I με τη μνεία συγκεκριμένων δράσεων.

Άρθρο 5

Δικαιούχοι επιλέξιμοι για επιδοτήσεις

1.   Επιδοτήσεις για τη λειτουργία οργανώσεων καταναλωτών σε επίπεδο Ένωσης μπορούν να χορηγούνται σε ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών που πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

είναι μη κυβερνητικές, μη κερδοσκοπικές, δεν εξαρτώνται από βιομηχανικά, εμπορικά και επιχειρηματικά ή άλλα συγκρουόμενα συμφέροντα και έχουν ως πρωταρχικούς στόχους και κύριες δραστηριότητες την προώθηση και την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών και νομικών συμφερόντων των καταναλωτών στην Ένωση·

β)

έχουν λάβει εντολή να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών σε επίπεδο Ένωσης από οργανώσεις τουλάχιστον στα μισά από τα κράτη μέλη, οι οποίες, βάσει των εθνικών κανόνων ή της εθνικής πρακτικής, είναι αντιπροσωπευτικές των καταναλωτών και δραστηριοποιούνται σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.

2.   Επιδοτήσεις για τη λειτουργία διεθνών φορέων που προωθούν αρχές και πολιτικές που συμβάλλουν στους στόχους του προγράμματος μπορούν να χορηγούνται σε οργανώσεις που πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

είναι μη κυβερνητικές, μη κερδοσκοπικές, δεν εξαρτώνται από βιομηχανικά, εμπορικά και επιχειρηματικά ή άλλα συγκρουόμενα συμφέροντα και έχουν ως πρωταρχικούς στόχους και κύριες δραστηριότητες την προώθηση και την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών και νομικών συμφερόντων των καταναλωτών·

β)

διεξάγουν όλες τις ακόλουθες δραστηριότητες: εξασφαλίζουν έναν επίσημο μηχανισμό προκειμένου οι εκπρόσωποι των καταναλωτών από την Ένωση και τις τρίτες χώρες να τροφοδοτούν τις πολιτικές συζητήσεις και τη χάραξη πολιτικών, οργανώνουν συναντήσεις με υψηλόβαθμα στελέχη και ρυθμιστικές αρχές με σκοπό την προώθηση και την προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών σε συνεργασία με τις δημόσιες αρχές, εντοπίζουν τα κοινά ζητήματα και τις κοινές προκλήσεις των καταναλωτών, προωθούν τις απόψεις των καταναλωτών στο πλαίσιο διμερών σχέσεων ανάμεσα στην Ένωση και σε τρίτες χώρες, συμβάλλουν στην ανταλλαγή και στη διάδοση εμπειρογνωμοσύνης και γνώσεων σχετικά με θέματα που αφορούν τους καταναλωτές στην Ένωση και σε τρίτες χώρες και παράγουν συστάσεις πολιτικής.

3.   Επιδοτήσεις για τη λειτουργία φορέων σε επίπεδο Ένωσης που συγκροτούνται με σκοπό τον συντονισμό των δράσεων επιβολής της εφαρμογής στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων μπορούν να χορηγούνται σε φορείς που αναγνωρίζονται για τον σκοπό αυτό από την ενωσιακή νομοθεσία.

4.   Οι επιδοτήσεις για δράσεις φορέων ενωσιακής εμβέλειας που αποσκοπούν στην ανάπτυξη κωδικών συμπεριφοράς, βέλτιστων πρακτικών και οδηγιών για τη σύγκριση των τιμών, της ποιότητας των προϊόντων και της βιωσιμότητας μπορούν να χορηγούνται σε φορείς που πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

είναι μη κυβερνητικοί, μη κερδοσκοπικοί, δεν εξαρτώνται από βιομηχανικά, εμπορικά και επιχειρηματικά ή άλλα συγκρουόμενα συμφέροντα και περιλαμβάνουν μεταξύ των πρωταρχικών στόχων και των κύριων δραστηριοτήτων τους την προώθηση και την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·

β)

δραστηριοποιούνται τουλάχιστον στο ήμισυ των κρατών μελών.

5.   Μπορούν να χορηγούνται επιδοτήσεις για τη διοργάνωση εκδηλώσεων της προεδρίας σχετικά με την πολιτική προστασίας των καταναλωτών της Ένωσης σε εθνικές αρχές του κράτους μέλους που έχει την προεδρία των συνθέσεων του Συμβουλίου, πλην αυτής των Εξωτερικών Σχέσεων, ή σε φορείς που καθορίζει το οικείο κράτος μέλος.

6.   Επιδοτήσεις για δράσεις σε αρχές κρατών μελών αρμόδιες για θέματα καταναλωτών και σε αντίστοιχες αρχές τρίτων χωρών μπορούν να χορηγούνται σε αρχές τις οποίες κοινοποιεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 ή την οδηγία 2001/95/ΕΚ, ένα κράτος μέλος ή μια τρίτη χώρα που αναφέρεται στο άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού ή σε μη κερδοσκοπικούς φορείς σαφώς καθορισμένους από τις εν λόγω αρχές προς τον σκοπό αυτό.

7.   Επιδοτήσεις σε υπαλλήλους αρμόδιους για την επιβολή της εφαρμογής από κράτη μέλη και τρίτες χώρες μπορούν να χορηγούνται από αρχές τις οποίες κοινοποιεί στην Επιτροπή, για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2001/95/ΕΚ, ένα κράτος μέλος ή μια τρίτη χώρα που αναφέρεται στο άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού.

8.   Επιδοτήσεις για δράσεις μπορούν να χορηγούνται σε φορέα που ορίζεται από κράτος μέλος ή τρίτη χώρα που αναφέρεται στο άρθρο 7 και αποτελεί μη κερδοσκοπικό φορέα επιλεγόμενο μέσω διαφανούς διαδικασίας ή δημόσιο φορέα. Ο οριζόμενος φορέας ανήκει σε ένα ενωσιακό δίκτυο το οποίο παρέχει στους καταναλωτές πληροφορίες και βοήθεια προκειμένου να ασκούν τα δικαιώματά τους και να αποκτούν πρόσβαση στην κατάλληλη μορφή επίλυσης διαφορών (δίκτυο των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών). Μία σύμπραξη-πλαίσιο μπορεί να καθορισθεί ως μακροπρόθεσμος μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του Δικτύου Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών και/ή των συστατικών του φορέων.

9.   Επιδοτήσεις για δράσεις μπορούν να χορηγούνται σε φορείς διαχείρισης καταγγελιών που δημιουργούνται και λειτουργούν στα κράτη μέλη της Ένωσης και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, οι οποίοι είναι αρμόδιοι για τη συλλογή καταγγελιών των καταναλωτών ή επιχειρούν την επίλυση καταγγελιών ή παρέχουν συμβουλές ή πληροφορίες προς τους καταναλωτές όσον αφορά καταγγελίες ή αιτήματα και συνιστούν τρίτο μέρος κάποιας καταγγελίας ή αιτήματος που υποβάλλεται από καταναλωτή σχετικά με έναν έμπορο. Δεν περιλαμβάνονται οι μηχανισμοί διαχείρισης καταγγελιών καταναλωτών οι οποίοι διοικούνται από εμπόρους και στους οποίους η διαχείριση αιτημάτων και καταγγελιών πραγματοποιείται απευθείας με τον καταναλωτή ή μηχανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης καταγγελιών και οι οποίοι διοικούνται από ή εξ ονόματος εμπόρου.

Άρθρο 6

Δημοσιονομικό πλαίσιο

1.   Το χρηματοδοτικό κονδύλιο για την εκτέλεση του προγράμματος για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 ανέρχεται σε 188 829 000 EUR σε τρέχουσες τιμές.

2.   Οι ετήσιες πιστώσεις εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός των ορίων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

Άρθρο 7

Συμμετοχή τρίτων χωρών στο πρόγραμμα

Στο πρόγραμμα μπορούν να συμμετάσχουν:

α)

οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

β)

οι τρίτες χώρες, ιδίως οι υπό προσχώρηση και οι υποψήφιες χώρες, καθώς και οι δυνάμει υποψήφιες χώρες, και οι χώρες για τις οποίες ισχύει η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις για τη συμμετοχή τους σε προγράμματα της Ένωσης που έχουν καθορισθεί στις αντίστοιχες συμφωνίες-πλαίσια, στις αποφάσεις του συμβουλίου σύνδεσης ή σε παρεμφερείς συμφωνίες.

Άρθρο 8

Είδη παρεμβάσεων και μέγιστο επίπεδο συγχρηματοδότησης

1.   Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, οι οικονομικές συνεισφορές της Ένωσης μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή είτε επιδοτήσεων είτε δημόσιων συμβάσεων είτε κάθε άλλης παρέμβασης απαραίτητης για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι επιδοτήσεις της Ένωσης και τα αντίστοιχα μέγιστα επίπεδά τους έχουν ως εξής:

α)

επιδοτήσεις για τη λειτουργία οργανώσεων καταναλωτών σε επίπεδο Ένωσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, που δεν υπερβαίνουν το 50 % του επιλέξιμου κόστους·

β)

επιδοτήσεις για τη λειτουργία διεθνών φορέων που προωθούν αρχές και πολιτικές που συμβάλλουν στους στόχους του προγράμματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, που δεν υπερβαίνουν το 50 % του επιλέξιμου κόστους·

γ)

επιδοτήσεις για τη λειτουργία φορέων σε επίπεδο Ένωσης που συγκροτούνται με σκοπό τον συντονισμό των δράσεων επιβολής της εφαρμογής στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων και αναγνωρίζονται για τον σκοπό αυτόν από την ενωσιακή νομοθεσία, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3, που δεν υπερβαίνουν το 95 % του επιλέξιμου κόστους·

δ)

επιδοτήσεις για δράσεις φορέων ενωσιακής εμβέλειας για την ανάπτυξη κωδικών συμπεριφοράς και βέλτιστων πρακτικών, οδηγιών για τη σύγκριση των τιμών, της ποιότητας των προϊόντων και της βιωσιμότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, που δεν υπερβαίνουν το 50 % του επιλέξιμου κόστους·

ε)

επιδοτήσεις για τη διοργάνωση εκδηλώσεων της προεδρίας σχετικά με την πολιτική προστασία των καταναλωτών της Ένωσης προς εθνικές αρχές του κράτους μέλους που έχει την προεδρία των συνθέσεων του Συμβουλίου, πλην αυτής των Εξωτερικών Σχέσεων, ή προς φορείς που καθορίζει το οικείο κράτος μέλος, που δεν υπερβαίνουν το 50 % του επιλέξιμου κόστους·

στ)

επιδοτήσεις για δράσεις προς αρχές κρατών μελών αρμόδιων για θέματα καταναλωτών και προς τις αντίστοιχες αρχές τρίτων χωρών που συμμετέχουν δυνάμει του άρθρου 7, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 6, που δεν υπερβαίνουν το 50 % του επιλέξιμου κόστους, με εξαίρεση τις δράσεις εξαιρετικής χρησιμότητας, για το επιλέξιμο κόστος των οποίων η συνεισφορά της Ένωσης δεν υπερβαίνει το 70 %·

ζ)

επιδοτήσεις για την ανταλλαγή υπαλλήλων αρμόδιων για την επιβολή της εφαρμογής από τα κράτη μέλη και από τις τρίτες χώρες που συμμετέχουν δυνάμει του άρθρου 7, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 7, που καλύπτουν τα έξοδα ταξιδιού και τις αποζημιώσεις διαμονής·

η)

επιδοτήσεις για δράσεις προς φορείς που ορίζουν οι αρχές ενός κράτους μέλους ή τρίτης χώρας που αναφέρεται στο άρθρο 7, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 8, που δεν υπερβαίνουν το 70 % του επιλέξιμου κόστους·

θ)

επιδοτήσεις για δράσεις προς εθνικούς φορείς που διαχειρίζονται τις καταγγελίες των καταναλωτών, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 9, που δεν υπερβαίνουν το 50 % του επιλέξιμου κόστους.

3.   Οι δράσεις κρίνονται ως εξαιρετικής χρησιμότητας κατά την έννοια του στοιχείου ε) της παραγράφου 2 εφόσον:

α)

στο πλαίσιο των επιδοτήσεων προς τις αρχές που κοινοποιούνται στην Επιτροπή για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, συνενώνουν τουλάχιστον έξι κράτη μέλη ή αφορούν παραβάσεις που προκαλούν ή είναι πιθανόν να προκαλέσουν ζημία σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)

στο πλαίσιο των επιδοτήσεων προς τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων, συνενώνουν τουλάχιστον δέκα κράτη μέλη που λαμβάνουν μέρος στο δίκτυο των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών για την ασφάλεια των προϊόντων που αναφέρεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ ή συμβάλλουν σε δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς στον τομέα της ασφάλειας των καταναλωτικών προϊόντων, όπως προβλέπονται σε νομική πράξη της Ένωσης.

Άρθρο 9

Διοικητική και τεχνική υποστήριξη

1.   Τα κονδύλια που προορίζονται για το πρόγραμμα μπορούν επίσης να καλύπτουν δαπάνες για δραστηριότητες προπαρασκευής, παρακολούθησης, διαχειριστικού ελέγχου, λογιστικού ελέγχου και αξιολόγησης οι οποίες απαιτούνται για τη διαχείριση του προγράμματος και την επίτευξη των στόχων του, μεταξύ άλλων την εταιρική επικοινωνία των πολιτικών προτεραιοτήτων της Ένωσης, στον βαθμό που αφορούν τον γενικό στόχο του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης πραγματοποιεί η Επιτροπή για τη διαχείριση του προγράμματος.

2.   Το συνολικό ποσό που διατίθεται για την κάλυψη των δαπανών που συνδέονται με τις δραστηριότητες προπαρασκευής, παρακολούθησης, διαχειριστικού ελέγχου, λογιστικού ελέγχου και αξιολόγησης, καθώς και τεχνικής και διοικητικής βοήθειας, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν υπερβαίνει το 12 % του χρηματοδοτικού κονδυλίου που προορίζεται για το πρόγραμμα.

Άρθρο 10

Μέθοδοι εκτέλεσης

Η Επιτροπή εφαρμόζει το πρόγραμμα με τις μεθόδους εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

Άρθρο 11

Συνοχή και συμπληρωματικότητα με άλλες πολιτικές

Η Επιτροπή εξασφαλίζει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τη συνολική συνοχή και συμπληρωματικότητα ανάμεσα στο πρόγραμμα και άλλες συναφείς ενωσιακές πολιτικές, μέσα και δράσεις, ειδικότερα στο πλαίσιο του πολυετούς προγράμματος 2014-2020 «Δικαιώματα, Ισότητα και Ιθαγένεια» (14).

Άρθρο 12

Ετήσια προγράμματα εργασίας

Η Επιτροπή εφαρμόζει το πρόγραμμα μέσω ετήσιων προγραμμάτων εργασίας. Τα ετήσια προγράμματα εργασίας υλοποιούν τους στόχους των άρθρων 2 και 3 και τις δράσεις του άρθρου 4 που προσδιορίζονται περαιτέρω στο παράρτημα I, κατά τρόπο συνεπή.

Η Επιτροπή εγκρίνει ετήσια προγράμματα εργασίας υπό τη μορφή εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 και ειδικότερα:

α)

την εφαρμογή των δράσεων, σύμφωνα με το άρθρο 4 και το παράρτημα I του παρόντος κανονισμού, και την ενδεικτική κατανομή των χρηματοοικονομικών πόρων·

β)

το χρονοδιάγραμμα των σχεδιαζόμενων προσκλήσεων υποβολής προσφορών και προσκλήσεων υποβολής προτάσεων.

Άρθρο 13

Αξιολόγηση και διάδοση

1.   Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, τα κράτη μέλη τής παρέχουν πληροφορίες για την εφαρμογή του προγράμματος και τον αντίκτυπό του στους καταναλωτές.

2.   Η Επιτροπή:

α)

έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2017:

i)

επανεξετάζει την επίτευξη των στόχων όλων των μέτρων (στο επίπεδο των αποτελεσμάτων και των επιπτώσεων), την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εφαρμογή των επιλέξιμων δράσεων του άρθρου 4 και των συγκεκριμένων δράσεων του παραρτήματος I, τη χορήγηση πόρων στους δικαιούχους σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, την αποδοτικότητα της χρήσης των πόρων και την ευρωπαϊκή τους προστιθέμενη αξία, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στον τομέα της προστασίας του καταναλωτή, ενόψει αποφάσεως για την ανανέωση, την τροποποίηση ή την παύση των μέτρων,

ii)

υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την αναθεώρηση που διεξήχθη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο·

β)

έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, εφόσον απαιτείται, υποβάλλει νομοθετική πρόταση ή, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

Η έκθεση αξιολόγησης καλύπτει επίσης τα περιθώρια απλοποίησης, την εσωτερική και εξωτερική συνοχή του προγράμματος, τη συνεχιζόμενη συνάφεια όλων των στόχων, καθώς και τη συμβολή των μέτρων στις προτεραιότητες της Ένωσης για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης για τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο του προηγούμενου προγράμματος.

Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις και η βιωσιμότητα των αποτελεσμάτων του προγράμματος αξιολογούνται ώστε να τροφοδοτούν την απόφαση για ενδεχόμενη ανανέωση, τροποποίηση ή αναστολή του επακόλουθου προγράμματος.

3.   Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η περίπτωση κατά την οποία η έκθεση αξιολόγησης της παραγράφου 2 έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες δράσεις του παραρτήματος I δεν εφαρμόσθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 και δεν μπορούν να εφαρμοσθούν έως το τέλος του προγράμματος, μεταξύ άλλων όταν οι εν λόγω συγκεκριμένες δράσεις είναι πλέον άνευ αντικειμένου για την επίτευξη των στόχων των άρθρων 2 και 3, ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να θεσπίσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15, ώστε να τροποποιήσει το παράρτημα I ακυρώνοντας τις οικείες συγκεκριμένες δράσεις.

4.   Η Επιτροπή καθιστά τα αποτελέσματα των δράσεων που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διαθέσιμα στο κοινό.

Άρθρο 14

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Κατά την υλοποίηση δράσεων χρηματοδοτούμενων βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, με τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων και, σε περίπτωση παρατυπιών, με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, εφόσον χρειασθεί, με την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων.

2.   Η Επιτροπή ή οι εκπρόσωποί της και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν την εξουσία να διενεργούν οικονομικό έλεγχο, βάσει δικαιολογητικών και επιτόπιων ελέγχων, σε όλους τους δικαιούχους επιδοτήσεων, τους αντισυμβαλλομένους και τους υπεργολάβους που έχουν λάβει πόρους της Ένωσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) μπορεί να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) και του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (16), για τη διαπίστωση απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, σε σχέση με συμφωνία ή απόφαση επιδότησης ή σύμβαση που χρηματοδοτείται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιδότησης και οι αποφάσεις και συμβάσεις επιδότησης, καθώς και οι συμβάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν τους εν λόγω λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 15

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 3 και στο άρθρο 13 παράγραφος 3 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων απονέμεται στην Επιτροπή για τη διάρκεια του προγράμματος.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 και στο άρθρο 13 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανακλήσεως περατώνει την εξουσιοδότηση που προβλέπεται στην εν λόγω απόφαση. Η απόφαση τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την ισχύ κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ενδεχομένως ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 3 και του άρθρου 13 παράγραφος 3 τίθενται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν αντιρρήσεις. Η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 16

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 17

Μεταβατικά μέτρα

1.   Το άρθρο 6 της απόφασης αριθ. 1926/2006/ΕΚ συνεχίζει να εφαρμόζεται για τις δράσεις που καλύπτει η εν λόγω απόφαση και δεν έχουν ολοκληρωθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Κατά συνέπεια, τα κονδύλια που διατίθενται για το πρόγραμμα μπορούν να καλύπτουν επίσης δαπάνες τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης οι οποίες είναι αναγκαίες για να διασφαλισθεί η μετάβαση από τα μέτρα που ελήφθησαν βάσει της αποφάσεως αριθ. 1926/2006/ΕΚ στο πρόγραμμα.

2.   Εάν χρειασθεί, μπορούν να εγγράφονται πιστώσεις στον προϋπολογισμό και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020 για την κάλυψη των δαπανών που προβλέπονται στο άρθρο 9, ώστε να διευκολυνθεί η διαχείριση των δράσεων που δεν θα έχουν ολοκληρωθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

Άρθρο 18

Κατάργηση

Η απόφαση αριθ. 1926/2006/ΕΚ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 181 της 21.6.2012, σ. 89.

(2)  ΕΕ C 225 της 27.7.2012, σ. 217.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2014.

(4)  ΕΕ C 264 E της 13.9.2013, σ. 11.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(6)  Απόφαση αριθ. 1926/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση προγράμματος κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής για τους καταναλωτές (2007-2013) (ΕΕ L 404 της 30.12.2006, σ. 39).

(7)  ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ L 11 της 16.1.2003, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 884).

(11)  Απόφαση αριθ. 2008/721/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Αυγούστου 2008, για τη σύσταση μιας συμβουλευτικής δομής επιστημονικών επιτροπών και εμπειρογνωμόνων στον τομέα της ασφάλειας των καταναλωτών, της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος και για την κατάργηση της απόφασης 2004/210/ΕΚ (ΕΕ L 241 της 10.9.2008, σ. 21).

(12)  Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών (ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1381/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του Προγράμματος «Δικαιώματα, Ισότητα και Ιθαγένεια» για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 62).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΙΔΗ ΔΡΑΣΕΩΝ

Στόχος I

Ασφάλεια: εδραίωση και ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων μέσω της αποτελεσματικής εποπτείας της αγοράς, σε ολόκληρη την Ένωση

1.

Παροχή επιστημονικών συμβουλών και διεξαγωγή αναλύσεων κινδύνου σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών όσον αφορά τα προϊόντα, πλην των τροφίμων, και τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης στα καθήκοντα των ανεξάρτητων επιστημονικών επιτροπών που συγκροτήθηκαν με την απόφαση αριθ. 2008/721/ΕΚ

2.

Συντονισμός της εποπτείας της αγοράς και των δράσεων επιβολής της εφαρμογής όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων δυνάμει της οδηγίας 2001/95/ΕΚ και δράσεις για τη βελτίωση της ασφάλειας των καταναλωτικών υπηρεσιών:

α)

ανάπτυξη, εκσυγχρονισμός και συντήρηση εργαλείων ΤΠ (π.χ. βάσεων δεδομένων, συστημάτων πληροφόρησης και επικοινωνίας), ιδίως προκειμένου να καταστεί δυνατή η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων συστημάτων χάρη στην αύξηση των δυνατοτήτων εξαγωγής δεδομένων, στατιστικής διαλογής και εξαγωγής στοιχείων, καθώς και διευκόλυνσης της ανταλλαγής και της χρήσης δεδομένων μεταξύ κρατών μελών·

β)

διοργάνωση σεμιναρίων, συνεδρίων, εργαστηρίων και συναντήσεων των ενδιαφερόμενων φορέων και των εμπειρογνωμόνων επί των κινδύνων και της επιβολής της εφαρμογής στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων·

γ)

ανταλλαγές υπαλλήλων αρμόδιων για την επιβολή της εφαρμογής και κατάρτιση, με εστίαση στην ένταξη μιας προσέγγισης βασισμένης στην αξιολόγηση του κινδύνου·

δ)

ειδικές κοινές δράσεις συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας των προϊόντων, πλην των τροφίμων, και των υπηρεσιών, στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/95/ΕΚ·

ε)

παρακολούθηση και αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων, πλην των τροφίμων, και των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της βάσης γνώσεων για περαιτέρω πρότυπα ή τον καθορισμό άλλων βάσεων αναφοράς για την ασφάλεια, και αποσαφήνιση των απαιτήσεων ιχνηλασιμότητας·

στ)

συνεργασία σε θέματα διοίκησης, επιβολής της εφαρμογής και ανιχνευσιμότητας των προϊόντων καθώς και ανάπτυξης δράσεων πρόληψης, με τρίτες χώρες εκτός από αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων χωρών οι οποίες αποτελούν την πηγή της πλειονότητας των προϊόντων που έχουν κοινοποιηθεί στην Ένωση για μη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης·

ζ)

υποστήριξη φορέων που αναγνωρίζονται από την ενωσιακή νομοθεσία για τον συντονισμό των δράσεων επιβολής της εφαρμογής μεταξύ των κρατών μελών.

3.

Συντήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη των βάσεων δεδομένων για τα καλλυντικά προϊόντα

α)

συντήρηση της ηλεκτρονικής πύλης για την κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με τα καλλυντικά προϊόντα (CPNP) όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1)·

β)

συντήρηση βάσης δεδομένων σχετικά με τα συστατικά των καλλυντικών προϊόντων που υποστηρίζει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1223/2009.

Στόχος II

Πληροφόρηση και εκπαίδευση των καταναλωτών και στήριξη των οργανώσεων καταναλωτών: βελτίωση της εκπαίδευσης των καταναλωτών, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση όσον αφορά τα δικαιώματά τους, ανάπτυξη της βάσης τεκμηρίωσης της πολιτικής για τους καταναλωτές και παροχή υποστήριξης στις οργανώσεις καταναλωτών, λαμβανομένων επίσης υπόψη των ειδικών αναγκών των ευάλωτων καταναλωτών

4.

Ανάπτυξη και βελτίωση της πρόσβασης στη βάση τεκμηρίωσης για τη χάραξη πολιτικής σε τομείς που επηρεάζουν τους καταναλωτές, για την εκπόνηση καλοσχεδιασμένων και εύστοχων νομοθετικών διατάξεων και για τον εντοπισμό ενδεχόμενων δυσλειτουργιών της αγοράς ή την εξέλιξη των αναγκών των καταναλωτών, παρέχοντας μια βάση για τη χάραξη πολιτικής για τους καταναλωτές, για τον εντοπισμό των πιο προβληματικών τομέων για τους καταναλωτές και για την ενσωμάτωση των συμφερόντων των καταναλωτών σε άλλες πολιτικές της Ένωσης, μεταξύ άλλων, με τα ακόλουθα μέσα:

α)

μελέτες και αναλύσεις σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με τους καταναλωτές και τις καταναλωτικές αγορές, για την εκπόνηση καλοσχεδιασμένων και εύστοχων νομοθετικών διατάξεων, για τον εντοπισμό ενδεχόμενων δυσλειτουργιών της αγοράς ή εξέλιξης των αναγκών των καταναλωτών·

β)

ανάπτυξη και συντήρηση βάσεων δεδομένων, ιδίως προκειμένου τα δεδομένα που συγκεντρώνονται να τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων (για παράδειγμα, οργανώσεων καταναλωτών, εθνικών αρχών και ερευνητών)·

γ)

ανάπτυξη και ανάλυση εθνικών στατιστικών δεδομένων και άλλης σχετικής τεκμηρίωσης. Η συλλογή, ιδίως, εθνικών δεδομένων και δεικτών σχετικά με τιμές, καταγγελίες, επιβολή της εφαρμογής, έννομη προστασία θα αναπτυχθεί σε συνεργασία με εθνικούς ενδιαφερόμενους φορείς.

5.

Υποστήριξη, μέσω χρηματοδότησης οργανώσεων καταναλωτών σε ενωσιακό επίπεδο και μέσω οικοδόμησης δυνατοτήτων, των οργανώσεων καταναλωτών της Ένωσης, καθώς και σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, με αύξηση της διαφάνειας και αναβάθμιση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και εμπειρογνωμοσύνης

α)

οικονομικές συνεισφορές για τη λειτουργία οργανώσεων καταναλωτών ενωσιακής εμβέλειας που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού·

β)

οικοδόμηση δυνατοτήτων στις περιφερειακές, εθνικές και ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών, κυρίως μέσω της κατάρτισης που μπορεί να παρέχεται σε διαφορετικές γλώσσες και στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης, και της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και εμπειρογνωμοσύνης για τα μέλη του προσωπικού τους, και ιδίως στις οργανώσεις καταναλωτών των κρατών μελών όπου αυτές έχουν αναπτυχθεί ανεπαρκώς ή όπου καταγράφεται σχετικά χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και ευαισθητοποίησης των καταναλωτών όπως καταδεικνύονται από την παρακολούθηση των καταναλωτικών αγορών και του καταναλωτικού περιβάλλοντος στα κράτη μέλη·

γ)

ενίσχυση της διαφάνειας και της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και εμπειρογνωμοσύνης, ιδίως με την ενίσχυση της δικτύωσης, επιβοηθούμενης από τη δημιουργία διαδικτυακής πύλης ειδικά για τις οργανώσεις καταναλωτών, που θα προσφέρει έναν διαδραστικό χώρο ανταλλαγών και δικτύωσης, και με τη δωρεάν διάθεση του υλικού που έχει παραχθεί κατά τις δραστηριότητες επιμόρφωσης·

δ)

υποστήριξη διεθνών φορέων που προωθούν αρχές και πολιτικές σύμφωνες με τους στόχους του προγράμματος.

6.

Ενίσχυση της διαφάνειας στις αγορές καταναλωτών και της πληροφόρησης προς τους καταναλωτές, με διασφάλιση της παροχής στους καταναλωτές συγκρίσιμων, αξιόπιστων και προσιτών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών περιπτώσεων, προκειμένου να διευκολυνθούν να συγκρίνουν όχι μόνο τις τιμές, αλλά και την ποιότητα και βιωσιμότητα αγαθών και υπηρεσιών

α)

εκστρατείες ευαισθητοποίησης για τα θέματα που αφορούν τους καταναλωτές, μεταξύ άλλων μέσω κοινών δράσεων με κράτη μέλη·

β)

δράσεις που ενισχύουν τη διαφάνεια των καταναλωτικών αγορών όσον αφορά, για παράδειγμα, τα χρηματοοικονομικά προϊόντα λιανικής, την ενέργεια, τα ψηφιακά μέσα και τις τηλεπικοινωνίες, τις μεταφορές·

γ)

δράσεις που ενισχύουν την πρόσβαση των καταναλωτών σε σχετικές, συγκρίσιμες, αξιόπιστες και προσιτές πληροφορίες για τα προϊόντα, τις υπηρεσίες και τις αγορές, ιδίως σε σχέση με τις τιμές, την ποιότητα και τη βιωσιμότητα αγαθών και υπηρεσιών, είτε απογραμμικά είτε επιγραμμικά, για παράδειγμα μέσω ιστοτόπων αντιπαραβολής και δράσεων ώστε να διασφαλίζονται η υψηλή ποιότητα και η αξιοπιστία αυτών των ιστοτόπων, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών αγορών·

δ)

δράσεις που ενισχύουν την πρόσβαση των καταναλωτών σε πληροφορίες σχετικά με τη βιώσιμη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών·

ε)

υποστήριξη εκδηλώσεων που αφορούν την πολιτική της Ένωσης για τους καταναλωτές και διοργανώνονται από το κράτος μέλος που ασκεί την προεδρία των συνθέσεων του Συμβουλίου, πλην αυτής των Εξωτερικών Σχέσεων, για ζητήματα που συνάδουν με τις καθορισμένες ενωσιακές προτεραιότητες πολιτικής·

στ)

χρηματοδοτικές συνεισφορές προς εθνικούς φορείς καταγγελιών για να συμβάλουν στη χρήση εναρμονισμένης μεθοδολογίας όσον αφορά την ταξινόμηση και την κοινοποίηση των καταγγελιών και των αιτημάτων των καταναλωτών·

ζ)

υποστήριξη φορέων ενωσιακής εμβέλειας για την ανάπτυξη κωδίκων συμπεριφοράς, βέλτιστων πρακτικών και οδηγιών για τη σύγκριση των τιμών, της ποιότητας και της βιωσιμότητας, μεταξύ άλλων με ιστοτόπους αντιπαραβολής·

η)

υποστήριξη της επικοινωνίας σε θέματα καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της ενθάρρυνσης της διάδοσης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ορθής και βάσιμης πληροφόρησης σε θέματα καταναλωτών.

7.

Ενίσχυση της διά βίου εκπαίδευσης των καταναλωτών, με εστίαση της προσοχής ιδίως στους ευάλωτους καταναλωτές

α)

ανάπτυξη διαδραστικής πλατφόρμας για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και υλικού για τη διά βίου εκπαίδευση των καταναλωτών, με ιδιαίτερη έμφαση στους ευάλωτους καταναλωτές που δυσκολεύονται να εκτιμήσουν και να κατανοήσουν τις πληροφορίες για τους καταναλωτές, ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν θα παραπλανηθούν·

β)

ανάπτυξη μέτρων και υλικού εκπαίδευσης σε συνεργασία με ενδιαφερομένους όπως εθνικές αρχές, εκπαιδευτές, οργανώσεις καταναλωτών και φορείς της βάσης, ιδίως με εκμετάλλευση (για παράδειγμα συγκέντρωση, συμπίληση, μετάφραση και διάδοση) του υλικού που έχει καταρτισθεί σε εθνικό επίπεδο στο πλαίσιο προηγούμενων πρωτοβουλιών, σε διάφορα μέσα, μεταξύ των οποίων ψηφιακά, σχετικά, για παράδειγμα, με τα δικαιώματα των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών θεμάτων, της υγείας και της ασφάλειας, της ενωσιακής νομοθεσίας περί των καταναλωτών, της βιώσιμης και ηθικής κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων πιστοποίησης της Ένωσης, του χρηματοοικονομικού γραμματισμού και του γραμματισμού περί των μέσων ενημέρωσης.

Στόχος III

Δικαιώματα και έννομη προστασία: ανάπτυξη και ενίσχυση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, ιδίως μέσω έξυπνης και ρυθμιστικής δράσης και βελτίωσης της πρόσβασης σε απλή, αποτελεσματική, σκόπιμη και χαμηλού κόστους έννομη προστασία, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής ρύθμισης των διαφορών

8.

Προετοιμασία από την Επιτροπή της νομοθεσίας και άλλων ρυθμιστικών πρωτοβουλιών για την προστασία των καταναλωτών, παρακολούθηση της μεταφοράς από τα κράτη μέλη και της μεταγενέστερης αξιολόγησης των επιπτώσεων και προώθηση των πρωτοβουλιών από κοινού ρύθμισης και αυτορρύθμισης, καθώς και παρακολούθηση του πραγματικού αντίκτυπου αυτών των πρωτοβουλιών στις καταναλωτικές αγορές, το οποίο περιλαμβάνει:

α)

μελέτες και δραστηριότητες έξυπνης ρύθμισης, όπως εκ των προτέρων και εκ των υστέρων αξιολογήσεις, εκτιμήσεις επιπτώσεων, δημόσιες διαβουλεύσεις, αξιολόγηση και απλοποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας·

β)

σεμινάρια, συνέδρια, εργαστήρια και συναντήσεις ενδιαφερόμενων φορέων και εμπειρογνωμόνων·

γ)

ανάπτυξη και συντήρηση βάσεων δεδομένων με εύκολη δημόσια πρόσβαση και αντικείμενο την υλοποίηση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών·

δ)

αξιολόγηση δράσεων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του προγράμματος.

9.

Διευκόλυνση της πρόσβασης των καταναλωτών σε μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, ειδικότερα σε εναλλακτικά συστήματα επίλυσης διαφορών, μεταξύ άλλων μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος σε όλη την Ένωση και της δικτύωσης των εθνικών μονάδων εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, με ιδιαίτερη προσοχή σε μέτρα επαρκή για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των ευάλωτων καταναλωτών, παρακολούθηση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών επίλυσης διαφορών για τους καταναλωτές, μεταξύ άλλων με την ανάπτυξη και τη συντήρηση σχετικών εργαλείων ΤΠ, καθώς και με την ανταλλαγή των υπαρχουσών βέλτιστων πρακτικών και των εμπειριών των κρατών μελών:

α)

ανάπτυξη και συντήρηση εργαλείων ΤΠ·

β)

υποστήριξη της ανάπτυξης και συντήρησης ενός συστήματος επιγραμμικής επίλυσης διαφορών ενωσιακής εμβέλειας, συμπεριλαμβανομένων συναφών υπηρεσιών, όπως είναι η μετάφραση·

γ)

υποστήριξη της δικτύωσης των εθνικών φορέων για εναλλακτική επίλυση διαφορών και της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και εμπειριών μεταξύ τους και της διάδοσής τους·

δ)

ανάπτυξη ειδικών εργαλείων προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση των ευάλωτων προσώπων, με μικρότερη έφεση για χρήση των εν λόγω μηχανισμών, στους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών.

Στόχος IV

Επιβολή της εφαρμογής: υποστήριξη της επιβολής της εφαρμογής των δικαιωμάτων των καταναλωτών μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας ανάμεσα στους εθνικούς φορείς επιβολής της εφαρμογής και της υποστήριξης των καταναλωτών με συμβουλές

10.

Συντονισμός των δράσεων εποπτείας και επιβολής της εφαρμογής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, όπως:

α)

ανάπτυξη και συντήρηση εργαλείων ΤΠ, όπως βάσεις δεδομένων, συστήματα πληροφόρησης και επικοινωνίας·

β)

δράσεις για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρχών και τη βελτίωση του συντονισμού της παρακολούθησης και της επιβολής της εφαρμογής, όπως ανταλλαγές υπαλλήλων αρμόδιων για την επιβολή της εφαρμογής, κοινές δραστηριότητες, κατάρτιση των υπαλλήλων που είναι αρμόδιοι για την επιβολή της εφαρμογής και των μελών του δικαστικού σώματος·

γ)

διοργάνωση σεμιναρίων, συνεδρίων, εργαστηρίων και συναντήσεων των ενδιαφερόμενων φορέων και των εμπειρογνωμόνων για την επιβολή της εφαρμογής·

δ)

συνεργασία σε θέματα διοίκησης και επιβολής της εφαρμογής με τρίτες χώρες που δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα και με διεθνείς οργανισμούς.

11.

Οικονομικές συνεισφορές για κοινές δράσεις με δημόσιους ή μη κερδοσκοπικούς φορείς που συγκροτούν δίκτυα της Ένωσης, τα οποία παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες και βοήθεια προκειμένου να ασκούν τα δικαιώματά τους και να αποκτούν πρόσβαση σε κατάλληλη μορφή επίλυσης διαφορών, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών εξωδικαστικής ηλεκτρονικής επίλυσης διαφορών (δίκτυο των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών), καλύπτοντας και:

α)

την ανάπτυξη και συντήρηση εργαλείων ΤΠ, όπως βάσεων δεδομένων, συστημάτων πληροφόρησης και επικοινωνίας, απαραίτητων για την καλή λειτουργία του δικτύου των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών·

β)

δράσεις που αποβλέπουν στην αύξηση της προβολής και της φήμης των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 59).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

Στόχος I

Ασφάλεια: εδραίωση και ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων μέσω της αποτελεσματικής εποπτείας της αγοράς, σε ολόκληρη την Ένωση

Δείκτης

Πηγή

Τρέχουσα κατάσταση

Στόχος

Ποσοστό % των κοινοποιήσεων RAPEX που συνεπάγονται τουλάχιστον μία αντίδραση (από άλλα κράτη μέλη)

RAPEX

43 % (843 κοινοποιήσεις) το 2010

Αύξηση 10 % έως το 2020

Αναλογία αριθμού αντιδράσεων / αριθμού κοινοποιήσεων (σοβαροί κίνδυνοι) (1)

RAPEX

1,07 το 2010

Αύξηση 15 % έως το 2020

Στόχος II

Πληροφόρηση και εκπαίδευση των καταναλωτών και στήριξη των οργανώσεων καταναλωτών: βελτίωση της εκπαίδευσης των καταναλωτών, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση όσον αφορά τα δικαιώματά τους, ανάπτυξη της βάσης τεκμηρίωσης της πολιτικής για τους καταναλωτές και παροχή υποστήριξης στις οργανώσεις καταναλωτών, λαμβανομένων επίσης υπόψη των ειδικών αναγκών των ευάλωτων καταναλωτών

Δείκτης

Πηγή

Τρέχουσα κατάσταση

Στόχος

Αριθμός των φορέων διαχείρισης καταγγελιών και αριθμός των χωρών που υποβάλλουν καταγγελίες στο ECCRS

ECCRS (Ευρωπαϊκό Σύστημα Καταχώρισης Καταγγελιών Καταναλωτών)

33 φορείς υποβολής καταγγελιών από 7 χώρες το 2012

70 φορείς υποβολής καταγγελιών από 20 χώρες έως το 2020

Στόχος ΙΙΙ

Δικαιώματα και έννομη προστασία: ανάπτυξη και ενίσχυση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, ιδίως μέσω έξυπνης ρυθμιστικής δράσης και βελτίωσης της πρόσβασης σε απλή, αποτελεσματική, σκόπιμη και χαμηλού κόστους έννομη προστασία, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής ρύθμισης των διαφορών

Δείκτης

Πηγή

Τρέχουσα κατάσταση

Στόχος

Ποσοστό % των περιπτώσεων που εξέτασαν τα Ευρωπαϊκά Κέντρα Καταναλωτών (ECC) και οι οποίες δεν επιλύθηκαν άμεσα με πωλητές, οι οποίοι στη συνέχεια παραπέμφθηκαν στον μηχανισμό εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ADR)

Ετήσια έκθεση ECC

9 % το 2010

75 % έως το 2020

Αριθμός υποθέσεων που διευθετούνται από ένα σύστημα επιγραμμικής επίλυσης διαφορών (ODR) ενωσιακής εμβέλειας

Πλατφόρμα ODR

17 500 (καταγγελίες που ελήφθησαν από τα Ευρωπαϊκά Κέντρα Καταναλωτών σχετικά με συναλλαγές ηλεκτρονικού εμπορίου) το 2010

100 000 έως το 2020

Ποσοστό % καταναλωτών που ανέλαβαν δράση για την επίλυση προβλήματος που αντιμετώπισαν κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες

Πίνακας αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές

83 % το 2010

90 % έως το 2020

Στόχος IV

Επιβολή της εφαρμογής: υποστήριξη της επιβολής της εφαρμογής των δικαιωμάτων των καταναλωτών μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας ανάμεσα στους εθνικούς φορείς επιβολής της εφαρμογής και της υποστήριξης των καταναλωτών με συμβουλές

Δείκτης

Πηγή

Τρέχουσα κατάσταση

Στόχος

Επίπεδο ροής πληροφοριών και συνεργασίας εντός του δικτύου συνεργασίας για την προστασία των καταναλωτών (CPC):

Βάση δεδομένων δικτύου CPC (CPCS)

Ετήσιοι μέσοι όροι (2007-2010)

 

αριθμός αιτημάτων ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στις αρχές του δικτύου CPC

 

129

αύξηση 30 % έως το 2020

αριθμός αιτημάτων για μέτρα επιβολής ανάμεσα στις αρχές του δικτύου CPC

 

142

αύξηση 30 % έως το 2020

αριθμός προειδοποιήσεων στο πλαίσιο του δικτύου CPC

 

63

αύξηση 30 % έως το 2020

Ποσοστό % των αιτημάτων για μέτρα επιβολής εντός 12 μηνών στο πλαίσιο του δικτύου συνεργασίας για την προστασία των καταναλωτών (CPC)

Βάση δεδομένων δικτύου CPC (CPCS)

50 % (περίοδος αναφοράς 2007-2010)

60 % έως το 2020

Ποσοστό % των περιπτώσεων με αίτημα για μέτρα επιβολής εντός 3 μηνών στο πλαίσιο του δικτύου συνεργασίας για την προστασία των καταναλωτών (CPC)

Βάση δεδομένων δικτύου CPC (CPCS)

33 % (περίοδος αναφοράς 2007-2010)

50 % έως το 2020

Αριθμός επαφών με καταναλωτές που διαχειρίζονται τα Ευρωπαϊκά Κέντρα Καταναλωτών (ECC)

Έκθεση ECC

71 000 το 2010

Αύξηση 50 % έως το 2020

Αριθμός επισκέψεων στους ιστοτόπους των ECC

Έκθεση αξιολόγησης του δικτύου των ECC

1 670 000 το 2011

Αύξηση 70 % έως το 2020

Οι ανωτέρω δείκτες μπορούν να εξετασθούν σε συνδυασμό με γενικούς και οριζόντιους δείκτες πλαισίου.


(1)  μια κοινοποίηση μπορεί να προκαλέσει διάφορες αντιδράσεις από τις αρχές άλλων κρατών μελών


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/57


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 255/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

για την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2008/97, (ΕΚ) αριθ. 779/98 και (ΕΚ) αριθ. 1506/98 στον τομέα των εισαγωγών ελαιολάδου και άλλων γεωργικών προϊόντων από την Τουρκία, όσον αφορά τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές εξουσίες που πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2008/97 του Συμβουλίου (2), ανατίθενται στην Επιτροπή εξουσίες που της επιτρέπουν να θεσπίζει λεπτομέρειες εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος εισαγωγών για το ελαιόλαδο και άλλα γεωργικά προϊόντα, καταγωγής Τουρκίας. Επίσης ανατίθενται στην Επιτροπή εξουσίες να θεσπίζει προσαρμογές του εν λόγω κανονισμού, όταν πρέπει να τροποποιηθούν τα ειδικά καθεστώτα που προβλέπονται στη σχετική συμφωνία σύνδεσης.

(2)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 779/98 του Συμβουλίου (3), ανατίθενται στην Επιτροπή εξουσίες που της επιτρέπουν να θεσπίζει ειδικές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής προϊόντων, τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), καταγόμενων από την Τουρκία, και των οποίων επιτρέπεται η εισαγωγή στην Ένωση υπό τους όρους που καθορίζονται στην απόφαση αριθ. 1/98 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας (4).

(3)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1506/98 του Συμβουλίου (5), ανατίθενται στην Επιτροπή εξουσίες οι οποίες της επιτρέπουν να καταργεί τα μέτρα αναστολής που αναφέρονται στον εν λόγω κανονισμό, αμέσως μετά την άρση των εμποδίων στις προτιμησιακές εξαγωγές της Ένωσης προς την Τουρκία.

(4)

Συνεπεία της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή δυνάμει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2008/97, (ΕΚ) αριθ. 779/98 και (ΕΚ) αριθ. 1506/98 θα πρέπει να ευθυγραμμισθούν προς τις διατάξεις των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ.

(5)

Προκειμένου να συμπληρώνονται ή να τροποποιούνται ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2008/97, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, με αντικείμενο τροποποιήσεις του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες είναι αναγκαίες σε περίπτωση τροποποίησης των υφιστάμενων όρων των ειδικών ρυθμίσεων που προβλέπονται στη συμφωνία σύνδεσης, ειδικότερα όσον αφορά τα ποσά, ή σε περίπτωση σύναψης νέας συμφωνίας. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να προβαίνει η Επιτροπή στις δέουσες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένης της διαβούλευσης σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(6)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2008/97, (ΕΚ) αριθ. 779/98 και (ΕΚ) αριθ. 1506/98, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(7)

Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 2008/97, (ΕΚ) αριθ. 779/98 και (ΕΚ) αριθ. 1506/98 θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2008/97 τροποποιείται ως εξής:

1)

Τα άρθρα 7 και 8 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θεσπίζει κανόνες αναγκαίους για την εφαρμογή των ειδικών ρυθμίσεων για τις εισαγωγές που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 8β παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Προκειμένου να τηρηθούν οι διεθνείς δεσμεύσεις και εφόσον το Συμβούλιο έχει αποφασίσει να εγκρίνει τις τροποποιήσεις των υφιστάμενων όρων των ειδικών ρυθμίσεων που προβλέπονται στη συμφωνία σύνδεσης ή να συνάψει νέα συμφωνία, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, δυνάμει του άρθρου 8α, όσον αφορά τις τροποποιήσεις που απορρέουν για τον παρόντα κανονισμό.».

2)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 8α

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 9 Απριλίου 2014. Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την ανάθεση εξουσιών, το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 8β

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 229 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Αν η επιτροπή γνωμοδοτήσει με γραπτή διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα όταν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, αποφασίσει ούτως ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.

Άρθρο 2

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 779/98 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θεσπίζει κανόνες αναγκαίους για την εφαρμογή του καθεστώτος εισαγωγής όσον αφορά τα προϊόντα, καταγωγής Τουρκίας που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τα οποία εισάγονται στην Ένωση υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην απόφαση αριθ. 1/98 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 2α παράγραφος 2.».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 2α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, η οποία συστάθηκε από το άρθρο 229 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Αν η επιτροπή γνωμοδοτήσει με γραπτή διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα όταν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, αποφασίσει ούτως ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.

Άρθρο 3

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1506/98 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θέτει τέρμα στα μέτρα αναστολής που αναφέρονται στο άρθρο 2, αμέσως μετά την άρση των εμποδίων στις προτιμησιακές εξαγωγές της Ένωσης προς την Τουρκία. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 3α παράγραφος 2.».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 3α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, η οποία συστάθηκε από το άρθρο 229 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Αν η επιτροπή γνωμοδοτήσει με γραπτή διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα όταν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, αποφασίσει ούτως ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2008/97 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1997, για την πρόβλεψη ορισμένων κανόνων εφαρμογής όσον αφορά το ειδικό καθεστώς εισαγωγών για το ελαιόλαδο και για ορισμένα άλλα γεωργικά προϊόντα καταγωγής Τουρκίας (ΕΕ L 284 της 16.10.1997, σ. 17).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 779/98 του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την εισαγωγή στην Κοινότητα γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4115/86 και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3010/95 (ΕΕ L 113 της 15.4.1998, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 86 της 20.3.1998, σ. 1.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1506/98 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1998, για τη θέσπιση παραχώρησης υπέρ της Τουρκίας, υπό μορφή κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης για το 1998, όσον αφορά τα φουντούκια και για την αναστολή ορισμένων παραχωρήσεων (ΕΕ L 200 της 16.7.1998, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).».

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).».

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).».


Δήλωση της Επιτροπής περί κωδικοποίησης

Η έκδοση του παρόντος κανονισμού συνεπάγεται πολυάριθμες τροποποιήσεις των οικείων πράξεων. Χάριν μεγαλύτερης σαφήνειας των πράξεων αυτών, η Επιτροπή θα προτείνει κωδικοποίησή τους το συντομότερο δυνατόν μετά από την έκδοση του κανονισμού, και εν πάση περιπτώσει πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014.


Δήλωση της Επιτροπής για τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις

Στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ανέλαβε, στην παράγραφο 15 της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη δέσμευση να παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλήρη ενημέρωση και τεκμηρίωση για τις συναντήσεις που πραγματοποιεί με εθνικούς εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο των εργασιών της για την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/61


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 256/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

σχετικά με την κοινοποίηση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σε ενεργειακή υποδομή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 617/2010 του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/96 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 194,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η διαμόρφωση γενικής εικόνας σχετικά με την εξέλιξη των επενδύσεων στην ενεργειακή υποδομή της Ένωσης είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης και για να μπορέσει η Επιτροπή να εκπληρώσει τα καθήκοντά της στον τομέα της ενέργειας. Εάν διαθέτει τακτικά επικαιροποιημένα δεδομένα και πληροφορίες, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στις αναγκαίες συγκρίσεις και εκτιμήσεις και να προτείνει σχετικά μέτρα με βάση τα κατάλληλα αριθμητικά στοιχεία και αναλύσεις, ιδίως όσον αφορά το μελλοντικό ισοζύγιο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας.

(2)

Το ενεργειακό τοπίο εντός και εκτός Ένωσης έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία έτη και καθιστά τις επενδύσεις σε ενεργειακή υποδομή καίριας σημασίας ζήτημα για τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τη μετάβαση στο ενεργειακό σύστημα χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών που έχει δρομολογήσει η Ένωση.

(3)

Η νέα κατάσταση στον ενεργειακό τομέα απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε παντός είδους υποδομή σε όλους τους ενεργειακούς κλάδους, καθώς και την ανάπτυξη νέων τύπων υποδομής και νέων τεχνολογιών που να αφομοιώνονται από την αγορά. Η απελευθέρωση του ενεργειακού τομέα και η περαιτέρω ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς καθιστούν σημαντικότερο τον ρόλο των οικονομικών φορέων στο θέμα των επενδύσεων. Παράλληλα, νέες απαιτήσεις άσκησης πολιτικής, όπως ο καθορισμός στόχων που επηρεάζουν το ενεργειακό μείγμα, θα στρέψουν τις πολιτικές που ασκούν τα κράτη μέλη προς νέα και/ή εκσυγχρονισμένη ενεργειακή υποδομή.

(4)

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις επενδύσεις στην ενεργειακή υποδομή στην Ένωση, ιδίως για να προλαμβάνονται τα προβλήματα και να προωθούνται οι βέλτιστες πρακτικές, καθώς και για να καθιερωθεί μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τη μελλοντική εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος στην Ένωση.

(5)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή και, ιδίως, το παρατηρητήριο ενεργειακών αγορών της θα πρέπει να διαθέτουν ακριβή δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τα επενδυτικά σχέδια, καθώς και τον παροπλισμό, στις σημαντικότερες συνιστώσες του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης.

(6)

Δεδομένα και πληροφορίες που αφορούν προβλέψιμες εξελίξεις της δυναμικότητας παραγωγής, μεταφοράς και αποθήκευσης, καθώς και σχέδια έργων στους διάφορους ενεργειακούς κλάδους ενδιαφέρουν την Ένωση και είναι σημαντικά για τις μελλοντικές επενδύσεις. Είναι λοιπόν αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι κοινοποιούνται στην Επιτροπή επενδυτικά σχέδια τα οποία έχουν αρχίσει ήδη να εκτελούνται ή προβλέπουν παροπλισμό υποδομής ή για τα οποία έχει ληφθεί οριστική επενδυτική απόφαση.

(7)

Δυνάμει των άρθρων 41 και 42 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Συνθήκη Ευρατόμ), οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να κοινοποιούν τα σχέδια επενδύσεών τους. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να συμπληρώνονται, ιδίως, με τακτικές εκθέσεις σχετικά με την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων. Οι πρόσθετες αυτές εκθέσεις δεν θίγουν σε καμία περίπτωση τα άρθρα 41 έως 44 της Συνθήκης Ευρατόμ. Ωστόσο, θα πρέπει να αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού η διπλή επιβάρυνση των επιχειρήσεων.

(8)

Για να διαμορφώνει η Επιτροπή συνεκτική εικόνα των μελλοντικών εξελίξεων του συνολικού ενεργειακού συστήματος της Ένωσης, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί εναρμονισμένο πλαίσιο υποβολής εκθέσεων σχετικά με επενδυτικά σχέδια, βασιζόμενο σε επικαιροποιημένες κατηγορίες επίσημων δεδομένων και πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλουν τα κράτη μέλη.

(9)

Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανακοινώνουν στην Επιτροπή δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τα επενδυτικά σχέδια ενεργειακής υποδομής που προγραμματίζονται ή εκτελούνται στο έδαφός τους για την παραγωγή, αποθήκευση και μεταφορά πετρελαίου, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, περιλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, της ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα και από λιγνίτη, και τη συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ωφέλιμης θερμότητας, την παραγωγή βιοκαυσίμων, καθώς και τη δέσμευση, μεταφορά και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να κοινοποιούν στην Επιτροπή δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με επενδυτικά σχέδια για διασυνδέσεις γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αγωγών φυσικού αερίου με τρίτες χώρες. Οι οικείες επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες να κοινοποιούν τα εν λόγω δεδομένα και πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

(10)

Λαμβανομένου υπόψη του χρονικού ορίζοντα των επενδυτικών σχεδίων στον ενεργειακό τομέα, θα πρέπει να θεωρείται επαρκής η υποβολή εκθέσεων ανά διετία.

(11)

Για να αποφευχθεί δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση και να ελαχιστοποιηθούν οι δαπάνες για τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις, ιδίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα απαλλαγής των κρατών μελών και των επιχειρήσεων από τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων, υπό τον όρο ότι έχουν ήδη παρασχεθεί ισοδύναμες πληροφορίες στην Επιτροπή σύμφωνα με τις ειδικές για τον ενεργειακό τομέα ενωσιακές νομικές πράξεις, με σκοπό την επίτευξη ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών, τη βιωσιμότητα του ενωσιακού ενεργειακού συστήματος και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις όσον αφορά τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που προβλέπονται στην τρίτη δέσμη μέτρων για την εσωτερική αγορά στον τομέα του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Για να ελαφρύνει την επιβάρυνση που αντιπροσωπεύει η κοινοποίηση πληροφοριών, η Επιτροπή θα πρέπει να βοηθάει τα κράτη μέλη διευκρινίζοντας σε ποιες περιπτώσεις θεωρεί τα εν λόγω δεδομένα ή τις πληροφορίες που της έχουν ήδη κοινοποιηθεί στο πλαίσιο άλλων νομοθετικών πράξεων ικανοποιούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(12)

Η Επιτροπή και ιδίως το παρατηρητήριο ενεργειακών αγορών της θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την επεξεργασία των δεδομένων και την απλουστευμένη και ασφαλή κοινοποίησή τους και ιδίως να εφαρμόζουν ενοποιημένα εργαλεία και μεθόδους της τεχνολογίας πληροφοριών που εγγυώνται το απόρρητο των δεδομένων ή των πληροφοριών που κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

(13)

Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), ενώ η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις εν λόγω διατάξεις.

(14)

Τα κράτη μέλη, ή οι εντεταλμένες από αυτά οντότητες, και η Επιτροπή θα πρέπει να τηρούν το απόρρητο των εμπορικά ευαίσθητων δεδομένων και πληροφοριών. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη ή οι εντεταλμένες από αυτά οντότητες θα πρέπει, εξαιρουμένων των δεδομένων και των πληροφοριών σχετικά με τα διασυνοριακά έργα μεταφοράς, να παρουσιάζουν υπό συγκεντρωτική μορφή αυτά τα δεδομένα και τις πληροφορίες σε εθνικό επίπεδο πριν τα υποβάλουν στην Επιτροπή. Εάν απαιτείται, η Επιτροπή θα πρέπει να παρουσιάζει με πιο συγκεντρωτική μορφή τα δεδομένα αυτά, ούτως ώστε να αποφεύγεται να αποκαλυφθούν ή να συναχθούν στοιχεία σχετικά με μεμονωμένες επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις.

(15)

Η Επιτροπή και, ιδίως, το παρατηρητήριο ενεργειακών αγορών της θα πρέπει να καταρτίζουν σε τακτική βάση διακλαδική ανάλυση της διαρθρωτικής εξέλιξης και των προοπτικών του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης και, όπου ενδείκνυται, περισσότερο εστιασμένη ανάλυση σε συγκεκριμένες πτυχές του εν λόγω ενεργειακού συστήματος. Η εν λόγω ανάλυση θα πρέπει, ιδίως, να συμβάλει στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας μέσω του εντοπισμού δυνητικών ελλείψεων στις υποδομές και τις επενδύσεις, με σκοπό την εξασφάλιση ισοζυγίου μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας. Η ανάλυση θα πρέπει να αποτελεί επίσης συμβολή σε μια συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τις ενεργειακές υποδομές και, επομένως, θα πρέπει να διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και να τίθεται στη διάθεση των ενδιαφερομένων.

(16)

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να αντλήσουν οφέλη, στο πλαίσιο του επενδυτικού σχεδιασμού τους, από τη διατομεακή ανάλυση της Επιτροπής και τα δεδομένα και τις πληροφορίες που δημοσιεύονται από την Επιτροπή δυνάμει αυτού του κανονισμού.

(17)

Εμπειρογνώμονες των κρατών μελών ή άλλοι αρμόδιοι εμπειρογνώμονες μπορούν να επικουρούν την Επιτροπή με σκοπό να διαμορφωθεί συναντίληψη των δυνητικών ελλείψεων στις υποδομές και των συναφών κινδύνων και να ενισχυθεί η διαφάνεια όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, ζήτημα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους νεοεισερχόμενους στην αγορά.

(18)

Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 617/2010 του Συμβουλίου (5), ο οποίος ακυρώθηκε από το Δικαστήριο στις 6 Σεπτεμβρίου 2012 (6) και τα αποτελέσματα του οποίου διατηρούνται μέχρι την έναρξη της ισχύος του νέου κανονισμού. Συνεπώς, με την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού, τίθεται σε ισχύ η ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 617/2010 όπως αποφάσισε το Δικαστήριο. Πέραν αυτών, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 736/96 του Συμβουλίου (7), που είχε καταργηθεί από τον ακυρούμενο κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 617/2010, θα πρέπει να καταργηθεί από τον παρόντα κανονισμό.

(19)

Η μορφή και οι διάφορες άλλες τεχνικές λεπτομέρειες για την κοινοποίηση προς την Επιτροπή των δεδομένων και των πληροφοριών σχετικά με επενδυτικά σχέδια σε ενεργειακή υποδομή καθορίζονται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 833/2010 της Επιτροπής (8). Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 833/2010 θα εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως την αναθεώρησή του, η οποία θα πραγματοποιηθεί αμέσως μετά τη θέσπιση του παρόντος κανονισμού.

(20)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της δράσης τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την κοινοποίηση στην Επιτροπή των δεδομένων και των πληροφοριών σχετικά με επενδυτικά σχέδια σε ενεργειακή υποδομή στους κλάδους του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, της ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα και από λιγνίτη, και τη συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ωφέλιμης θερμότητας —καθώς και σχετικά με επενδυτικά σχέδια που αφορούν την παραγωγή βιοκαυσίμων και τη δέσμευση, τη μεταφορά και την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται από τους εν λόγω κλάδους.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα επενδυτικά σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα, για τα οποία έχουν αρχίσει ήδη εργασίες κατασκευής ή παροπλισμού ή έχει ληφθεί οριστική απόφαση περί επένδυσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να υποβάλουν εκτίμηση δεδομένων ή προκαταρκτικές πληροφορίες για επενδυτικά σχέδια των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα για τα οποία έχει προγραμματισθεί η έναρξη κατασκευαστικών εργασιών εντός πέντε ετών και για όσα έχει προβλεφθεί παροπλισμός εντός τριών ετών, αλλά για τα οποία δεν έχει ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση περί επένδυσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «υποδομή»: κάθε είδους εγκαταστάσεις ή μέρος εγκαταστάσεων που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά και την αποθήκευση, συμπεριλαμβανομένων διασυνδέσεων μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών,

2)   «επενδυτικά σχέδια»: σχέδια που αποβλέπουν:

3)   «οριστική απόφαση περί επένδυσης»: η απόφαση που ελήφθη σε επίπεδο επιχείρησης να διατεθούν οριστικώς κονδύλια προς την επενδυτική φάση έργου,

4)   «επενδυτική φάση»: η φάση κατά την οποία πραγματοποιείται η κατασκευή ή ο παροπλισμός και καθίστανται απαιτητές οι κεφαλαιακές δαπάνες· δεν περιλαμβάνεται η φάση σχεδιασμού,

5)   «φάση σχεδιασμού»: η φάση κατά την οποία προετοιμάζεται η υλοποίηση του έργου και η οποία περιλαμβάνει, ανάλογα με την περίπτωση, αξιολόγηση σκοπιμότητας, προπαρασκευαστικές και τεχνικές μελέτες, έκδοση αδειών και εγκρίσεων και καταβολή των κεφαλαιακών δαπανών,

6)   «επενδυτικά σχέδια υπό εκτέλεση»: επενδυτικά σχέδια των οποίων η κατασκευή έχει αρχίσει και έχουν προκύψει κεφαλαιουχικές δαπάνες,

7)   «παροπλισμός»: η φάση οριστικής παύσης της λειτουργίας μιας υποδομής,

8)   «παραγωγή»: η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και η επεξεργασία καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων των βιοκαυσίμων,

9)   «μεταφορά»: η μεταφορά ενεργειακών πηγών ή προϊόντων ή διοξειδίου του άνθρακα μέσω δικτύου, συγκεκριμένα:

10)   «δέσμευση»: η διαδικασία δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα από βιομηχανικές εγκαταστάσεις για αποθήκευση,

11)   «αποθήκευση»: η μόνιμη ή προσωρινή αποθεματοποίηση ενέργειας ή πηγών ενέργειας σε υπέργεια ή υπόγεια υποδομή ή σε γεωλογικούς σχηματισμούς ή απομόνωση διοξειδίου του άνθρακα σε υπόγειους γεωλογικούς σχηματισμούς,

12)   «επιχειρήσεις»: φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου που λαμβάνουν αποφάσεις για επενδυτικά σχέδια ή την υλοποίησή τους,

13)   «πηγές ενέργειας»:

i)

πρωτογενείς πηγές ενέργειας, όπως πετρέλαιο, φυσικό αέριο ή άνθρακας,

ii)

πηγές ενέργειας από μετατροπή, όπως ηλεκτρική ενέργεια,

iii)

πηγές ανανεώσιμης ενέργειας, όπου συμπεριλαμβάνονται η υδροηλεκτρική, η βιομάζα, το βιοαέριο, η αιολική, η ηλιακή, η παλιρροιακή και η γεωθερμική ενέργεια, και

iv)

ενεργειακά προϊόντα, όπως προϊόντα διύλισης πετρελαίου και βιοκαύσιμα,

14)   «ειδικό όργανο»: όργανο που έχει αναλάβει, δυνάμει ειδικής για τον ενεργειακό τομέα νομικής πράξης της Ένωσης, την προετοιμασία και την έγκριση πολυετών σχεδίων ανάπτυξης πανενωσιακών δικτύων και επενδύσεων στις ενεργειακές υποδομές, όπως το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας («ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενέργειας») σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Αερίου («ΕΔΔΣΜ Αερίου»), σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10),

15)   «συγκεντρωτικά δεδομένα»: τα δεδομένα που συγκεντρώνονται σε επίπεδο ενός ή πλειόνων κρατών μελών.

Άρθρο 3

Κοινοποίηση δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη, ή οι οντότητες στις οποίες αναθέτουν αυτό το καθήκον, συγκεντρώνουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό από την 1η Ιανουαρίου 2015 και, εν συνεχεία, ανά διετία, μεριμνώντας να τηρούν σε εύλογα επίπεδα τις δαπάνες συλλογής και κοινοποίησης των πληροφοριών.

Κοινοποιούν στην Επιτροπή τα δεδομένα και τις σχετικές με τα σχέδια πληροφορίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό το 2015, το οποίο είναι το πρώτο έτος υποβολής έκθεσης και, εν συνεχεία, ανά διετία. Η εν λόγω κοινοποίηση γίνεται σε συγκεντρωτική μορφή, εκτός των δεδομένων και συναφών πληροφοριών που αφορούν διασυνοριακά έργα μεταφοράς.

Τα κράτη μέλη ή οι εντεταλμένες από αυτά οντότητες κοινοποιούν τα συγκεντρωτικά δεδομένα και τις σχετικές με τα σχέδια πληροφορίες μέχρι τις 31 Ιουλίου του εκάστοτε έτους υποβολής έκθεσης.

2.   Τα κράτη μέλη ή οι εντεταλμένες από αυτά οντότητες απαλλάσσονται από την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον και στον βαθμό που, σύμφωνα με ειδικές για τον ενεργειακό τομέα νομοθετικές πράξεις της Ένωσης και τη Συνθήκη Ευρατόμ:

α)

το οικείο κράτος μέλος ή η εντεταλμένη από αυτό οντότητα έχει ήδη κοινοποιήσει στην Επιτροπή δεδομένα ή πληροφορίες ισοδύναμες προς εκείνες που απαιτεί ο παρών κανονισμός και έχει αναφέρει την ημερομηνία κοινοποίησης και τη συγκεκριμένη ειδική νομική πράξη ή

β)

έχει ανατεθεί σε ειδικό όργανο η εκπόνηση πολυετούς επενδυτικού προγράμματος για ενεργειακή υποδομή σε ενωσιακό επίπεδο, και το εν λόγω όργανο συγκεντρώνει προς το σκοπό αυτό δεδομένα και πληροφορίες ισοδύναμες προς εκείνες που απαιτεί ο παρών κανονισμός. Στην περίπτωση αυτή και για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, το ειδικό όργανο κοινοποιεί όλα τα σχετικά δεδομένα και πληροφορίες στην Επιτροπή.

Άρθρο 4

Πηγές δεδομένων

Οι οικείες επιχειρήσεις κοινοποιούν τα δεδομένα ή τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 στα κράτη μέλη, ή στις εντεταλμένες από αυτά οντότητες, στο έδαφος των οποίων έχουν προγραμματίσει να εκτελέσουν επενδυτικά σχέδια, πριν από την 1η Ιουνίου κάθε έτους υποβολής έκθεσης. Τα δεδομένα ή οι πληροφορίες που κοινοποιούνται αποτυπώνουν την κατάσταση των επενδυτικών σχεδίων την 31η Μαΐου του εκάστοτε έτους υποβολής έκθεσης.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις, εφόσον το οικείο κράτος μέλος αποφασίσει να χρησιμοποιήσει άλλους τρόπους για την παροχή στην Επιτροπή των δεδομένων ή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 3, υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα ή οι πληροφορίες που παρέχονται είναι συγκρίσιμες.

Άρθρο 5

Περιεχόμενο της κοινοποίησης

1.   Όσον αφορά τα είδη των επενδυτικών σχεδίων που αναφέρονται στο παράρτημα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 κοινοποίηση περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα:

α)

τον όγκο της δυναμικότητας που προγραμματίζεται ή είναι υπό κατασκευή,

β)

το είδος και τα κύρια χαρακτηριστικά των προγραμματιζόμενων ή υπό κατασκευή υποδομών ή δυναμικότητας, συμπεριλαμβανομένης της τοποθεσίας των διασυνοριακών έργων μεταφοράς, ενδεχομένως,

γ)

το πιθανό έτος έναρξης λειτουργίας,

δ)

το είδος των χρησιμοποιούμενων πηγών ενέργειας,

ε)

τις εγκαταστάσεις που είναι ικανές να ανταποκρίνονται σε κρίσεις ασφάλειας του εφοδιασμού, όπως ο εξοπλισμός που επιτρέπει αντίστροφες ροές ή χρήση άλλων καυσίμων, και

στ)

τον εξοπλισμό των συστημάτων δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα ή τους μηχανισμούς μετασκευής για τη δέσμευση και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα.

2.   Όσον αφορά τυχόν προτεινόμενο παροπλισμό, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 κοινοποίηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

τον χαρακτήρα και τη δυναμικότητα της σχετικής υποδομής και

β)

το πιθανολογούμενο έτος παροπλισμού.

3.   Κάθε κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 3 περιλαμβάνει, ανάλογα με την περίπτωση:

α)

τον συνολικό όγκο των εγκατεστημένων δυναμικοτήτων παραγωγής, μεταφοράς και αποθήκευσης οι οποίες υφίστανται στην αρχή του κρίσιμου έτους αναφοράς ή των οποίων η λειτουργία διακόπτεται για περίοδο μεγαλύτερη των τριών ετών, και

β)

σχετικές πληροφορίες αναφορικά με καθυστερήσεις και/ή εμπόδια κατά την εκτέλεση επενδυτικών σχεδίων, όταν τα κράτη μέλη, οι εντεταλμένες από αυτά οντότητες ή το οικείο ειδικό όργανο έχουν στη διάθεσή τους τις εν λόγω πληροφορίες.

Άρθρο 6

Ποιότητα και δημοσιοποίηση των δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη, οι εντεταλμένες από αυτά οντότητες ή, κατά περίπτωση, τα ειδικά όργανα επιδιώκουν να εξασφαλίζουν την ποιότητα, τη συνάφεια, την ακρίβεια, τη σαφήνεια, την έγκαιρη διαβίβαση και τη συνοχή των δεδομένων και των πληροφοριών που κοινοποιούν στην Επιτροπή.

Όταν την κοινοποίηση πραγματοποιούν ειδικά όργανα, τα δεδομένα και οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μπορούν να συνοδεύονται από συναφείς παρατηρήσεις των κρατών μελών.

2.   Η Επιτροπή δύναται να δημοσιεύει συγκεντρωτικά δεδομένα και πληροφορίες που της διαβιβάσθηκαν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως τις αναλύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, υπό τον όρο ότι δεν αποκαλύπτονται ούτε μπορούν να συναχθούν στοιχεία που αφορούν μεμονωμένες επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις.

3.   Τα κράτη μέλη ή οι εντεταλμένες από αυτά οντότητες ή η Επιτροπή, τηρούν όλοι το απόρρητο των εμπορικά ευαίσθητων δεδομένων ή πληροφοριών που διαθέτουν.

Άρθρο 7

Εκτελεστικές διατάξεις

Εντός των ορίων που καθορίζονται από τον παρόντα κανονισμό, το αργότερο έως τις 10 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή θεσπίζει τις αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού διατάξεις, όσον αφορά τη μορφή και τις διάφορες άλλες τεχνικές λεπτομέρειες για την κοινοποίηση των δεδομένων και των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 5. Μέχρι τότε, παραμένει σε ισχύ ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 833/2010.

Άρθρο 8

Επεξεργασία δεδομένων

Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη, τη φύλαξη, τη διαχείριση και τη συντήρηση των πόρων ΤΠ που απαιτούνται για τη λήψη, αποθήκευση και κάθε είδους επεξεργασία των δεδομένων ή των πληροφοριών σχετικά με την ενεργειακή υποδομή που της κοινοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Η Επιτροπή μεριμνά επίσης ώστε τα μέσα πληροφορικής που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο να εγγυώνται το απόρρητο των δεδομένων ή των πληροφοριών που της κοινοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 9

Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο, και, ειδικότερα, δεν τροποποιεί με κανέναν τρόπο τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σε ό,τι αφορά την επεξεργασία εκ μέρους τους των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές επιβάλλονται από την οδηγία 95/46/ΕΚ, ή τις υποχρεώσεις που εμπίπτουν στα θεσμικά και λοιπά όργανα και Ένωσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

Άρθρο 10

Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων

1.   Με βάση τα δεδομένα και τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται και, εφόσον ενδείκνυται, τυχόν άλλες πηγές δεδομένων, καθώς και τα δεδομένα που έχει αποκτήσει η Επιτροπή, και σε συνάρτηση με τις σχετικές αναλύσεις, όπως τα πολυετή σχέδια ανάπτυξης δικτύων για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και δημοσιεύει ανά διετία, διακλαδική ανάλυση της διαρθρωτικής εξέλιξης και των προοπτικών του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης. Η εν λόγω ανάλυση έχει ιδίως ως σκοπό:

α)

τη διαπίστωση δυνητικών μελλοντικών αποκλίσεων μεταξύ της προσφοράς και ζήτησης ενέργειας οι οποίες είναι σημαντικές για την ενεργειακή πολιτική της Ένωσης και για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με ιδιαίτερη έμφαση στις δυνητικές μελλοντικές ελλείψεις και ανεπάρκειες στην υποδομή παραγωγής και διαβίβασης,

β)

τη διαπίστωση επενδυτικών εμποδίων και την προώθηση των βέλτιστων πρακτικών για την αντιμετώπισή τους και

γ)

την αύξηση της διαφάνειας για όσους μετέχουν ή ενδέχεται να εισέλθουν στην αγορά.

Βασιζόμενη σε αυτά τα δεδομένα και τις πληροφορίες, η Επιτροπή μπορεί επίσης να εκπονεί οποιαδήποτε ειδική ανάλυση κρίνει αναγκαία ή ενδεδειγμένη.

2.   Για την προετοιμασία των αναλύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από εμπειρογνώμονες των κρατών μελών ή/και άλλους εμπειρογνώμονες ή επαγγελματικές ενώσεις με ειδικές γνώσεις στον σχετικό τομέα.

Η Επιτροπή παρέχει σε όλα τα κράτη μέλη την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα σχέδια αναλύσεων.

3.   Η Επιτροπή συζητά τις αναλύσεις με τους ενδιαφερόμενους, όπως το ΕΔΔΣΜ Ηλεκτρικής Ενέργειας, το ΕΔΔΣΜ Αερίου, η ομάδα συντονισμού για το αέριο, η ομάδα συντονισμού για την ηλεκτρική ενέργεια και η ομάδα συντονισμού για το πετρέλαιο.

Άρθρο 11

Επανεξέταση

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης αυτής. Στην επανεξέταση, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, εξετάζει:

α)

την πιθανή επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ώστε να συμπεριλάβει:

i)

την εξόρυξη φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα,

ii)

τερματικά για πεπιεσμένο φυσικό αέριο,

iii)

πρόσθετους τύπους αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και

β)

την ερώτηση σχετικά με το εάν πρέπει να μειωθούν τα κατώφλια για τις εγκαταστάσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή όχι.

Κατά την εξέταση αυτών των επιλογών, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να εξασφαλισθεί ισορροπία μεταξύ της αυξανόμενης διοικητικής επιβάρυνσης και των οφελών που προκύπτουν από τις πρόσθετες πληροφορίες.

Άρθρο 12

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 736/96 καταργείται από τις 9 Απριλίου 2014.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 271 της 19.9.2013, σ. 153.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Φεβρουαρίου 2014.

(3)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 617/2010 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την κοινοποίηση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σε ενεργειακή υποδομή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/96 (ΕΕ L 180 της 15.7.2010, σ. 7).

(6)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση C-490/10, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συλλογή της Νομολογίας (2012, Ι-00000).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 736/96 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1996, για την ανακοίνωση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων κοινοτικού ενδιαφέροντος στους τομείς του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού (ΕΕ L 102 της 25.4.1996, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 833/2010 της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 617/2010 του Συμβουλίου, σχετικά με την κοινοποίηση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σε ενεργειακή υποδομή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 22.9.2010, σ. 36).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003 (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 15).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005 (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 36).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ

1.   ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ

1.1.   Διύλιση

εγκαταστάσεις διύλισης με δυναμικότητα τουλάχιστον 1 εκατ. τόνους ετησίως,

επέκταση της δυναμικότητας απόσταξης άνω του 1 εκατ. τόνων ετησίως,

εγκαταστάσεις αναμόρφωσης/πυρόλυσης με δυναμικότητα τουλάχιστον 500 τόνους ημερησίως,

εγκαταστάσεις αποθειώσεως υπολειμμάτων μαζούτ/πετρελαίου εσωτερικής καύσης/πρώτης ύλης τροφοδοσίας διυλιστηρίου/άλλων προϊόντων πετρελαίου,

Εξαιρούνται οι χημικές εγκαταστάσεις οι οποίες δεν παράγουν πετρέλαιο θέρμανσης και/ή καύσιμα κινητήρων ή τα παράγουν μόνον ως παραπροϊόντα.

1.2.   Μεταφορές

σωληναγωγοί αργού πετρελαίου με δυναμικότητα μεταφοράς τουλάχιστον 3 εκατ. τόνων ετησίως, καθώς και επέκταση ή επιμήκυνσή τους, μήκους τουλάχιστον 30 χιλιομέτρων,

σωληναγωγοί προϊόντων πετρελαίου με δυναμικότητα μεταφοράς τουλάχιστον 1,5 εκατ. τόνων ετησίως, καθώς και επέκταση ή επιμήκυνσή τους, μήκους τουλάχιστον 30 χιλιομέτρων,

σωληναγωγοί που αποτελούν σημαντικές συνδέσεις εθνικών ή διεθνών δικτύων διασύνδεσης και σωληναγωγοί και σχέδια κοινού ενδιαφέροντος τα οποία προσδιορίζονται στους προσανατολισμούς που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 171 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

Εξαιρούνται οι σωληναγωγοί για στρατιωτικούς σκοπούς, καθώς και όσοι τροφοδοτούν βιομηχανικές εγκαταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 1.1.

1.3.   Αποθήκευση

εγκαταστάσεις αποθήκευσης αργού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου (εγκαταστάσεις με χωρητικότητα από 150 000 m3 και άνω ή, εφόσον πρόκειται για δεξαμενές, με χωρητικότητα τουλάχιστον 100 000 m3).

Εξαιρούνται οι δεξαμενές που προορίζονται για στρατιωτικούς σκοπούς, καθώς και όσες τροφοδοτούν βιομηχανικές εγκαταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 1.1.

2.   ΑΕΡΙΟ

2.1.   Μεταφορά

σωληναγωγοί μεταφοράς αερίου, περιλαμβανομένου του φυσικού και του βιοαερίου, που αποτελούν τμήμα δικτύου το οποίο αποτελείται κυρίως από σωληναγωγούς υψηλής πίεσης, εκτός σωληναγωγών που αποτελούν τμήμα δικτύου προς τα ανάντη και εκτός από το τμήμα των σωληναγωγών υψηλής πίεσης που χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της τοπικής διανομής φυσικού αερίου,

«σωληναγωγοί και σχέδια κοινού ενδιαφέροντος» τα οποία προσδιορίζονται στους προσανατολισμούς που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 171 ΣΛΕΕ.

2.2.   Τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου

τερματικοί σταθμοί για την εισαγωγή ΥΦΑ, με ισχύ επαναέρωσης 1 δισεκατ. m3 ετησίως ή μεγαλύτερη.

2.3.   Αποθήκευση

εγκαταστάσεις αποθήκευσης συνδεδεμένες με τους σωληναγωγούς μεταφοράς που αναφέρονται στο σημείο 2.1.

Εξαιρούνται οι σωληναγωγοί, οι τερματικοί σταθμοί και οι εγκαταστάσεις αερίου για στρατιωτικούς σκοπούς, καθώς και όσοι τροφοδοτούν χημικές εγκαταστάσεις που δεν παράγουν ενεργειακά προϊόντα ή τα παράγουν μόνον ως παραπροϊόντα.

3.   ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

3.1.   Παραγωγή

θερμικοί και πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής (συγκροτήματα με ισχύ 100 MWe ή μεγαλύτερη),

εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής από βιομάζα/βιορευστά/απόβλητα (με ισχύ 20 MW ή μεγαλύτερη),

σταθμοί συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και χρήσιμης θερμικής ενέργειας (εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής ισχύος 20 MW ή μεγαλύτερης),

υδροηλεκτρικοί σταθμοί (εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής ισχύος 30 MW ή μεγαλύτερης),

αιολικά πάρκα ισχύος 20 MW ή μεγαλύτερης,

συγκεντρωτικές ηλιοθερμικές και γεωθερμικές εγκαταστάσεις (με ισχύ 20 MW ή μεγαλύτερη),

φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις (με ισχύ 10 MW ή μεγαλύτερη).

3.2.   Μεταφορά

εναέριες γραμμές μεταφοράς, εφόσον έχουν σχεδιαστεί για την τάση που χρησιμοποιείται συνήθως σε εθνικό επίπεδο για τις γραμμές διασύνδεσης και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν σχεδιαστεί για τάση 220 kV και άνω,

υπόγεια και υποβρύχια καλώδια μεταφοράς, εφόσον έχουν σχεδιαστεί για τάση 150 kV και άνω,

σχέδια κοινού ενδιαφέροντος τα οποία προσδιορίζονται στους προσανατολισμούς που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 171 ΣΛΕΕ.

4.   ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ

4.1.   Παραγωγή

εγκαταστάσεις που είναι σε θέση να παράγουν ή να διυλίζουν βιοκαύσιμα (εγκαταστάσεις με ισχύ 50 000 τόνους ανά έτος ή μεγαλύτερη).

5.   ΔΙΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ

5.1.   Μεταφορές

σωληναγωγοί μεταφοράς διοξειδίου του άνθρακα συνδεδεμένοι με τις εγκαταστάσεις παραγωγής που αναφέρονται στα σημεία 1.1 και 3.1.

5.2.   Αποθήκευση

εγκαταστάσεις αποθήκευσης (χώρος ή συγκρότημα αποθήκευσης με χωρητικότητα 100 kt ή μεγαλύτερη).

Εξαιρούνται οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης που προορίζονται για έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη.


20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/69


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 257/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2368/2002 του Συμβουλίου όσον αφορά τη συμμετοχή της Γροιλανδίας στην εφαρμογή του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2368/2002 του Συμβουλίου (2) θεσπίζει κοινοτικό σύστημα πιστοποίησης και ελέγχων κατά την εισαγωγή και εξαγωγή ακατέργαστων διαμαντιών για τους σκοπούς εφαρμογής του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ.

(2)

Η Γροιλανδία δεν αποτελεί μέρος του εδάφους της Ένωσης, αλλά συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο υπερπόντιων χωρών και εδαφών που καθορίζονται στο παράρτημα II της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 198 της ΣΛΕΕ, σκοπός της σύνδεσης των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ένωση είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των υπερπόντιων χωρών και εδαφών και η δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Ένωσης στο σύνολό της.

(3)

Η απόφαση 2014/136/ΕΕ του Συμβουλίου (3) θεσπίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες συμμετοχής της Γροιλανδίας στο σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ για ακατέργαστα διαμάντια μέσω της συνεργασίας της με την Ένωση. Η συνεργασία αυτή θα ενισχύσει τις οικονομικές σχέσεις Ένωσης και Γροιλανδίας στον κλάδο των διαμαντιών, και ειδικότερα θα επιτρέψει στη Γροιλανδία να εξάγει ακατέργαστα διαμάντια συνοδευόμενα από το πιστοποιητικό ΕΕ που εκδίδεται στο πλαίσιο του συστήματος πιστοποίησης, με σκοπό την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης της Γροιλανδίας.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2368/2002 θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε η απόφαση 2014/136/ΕΕ να τεθεί σε ισχύ και να καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή της Γροιλανδίας στο σύστημα πιστοποίησης.

(5)

Κατά συνέπεια, απαγορεύεται στη Γροιλανδία να δέχεται εισαγωγές ή εξαγωγές ακατέργαστων διαμαντιών από ή προς άλλον συμμετέχοντα πλην της Ένωσης χωρίς έγκυρο πιστοποιητικό. Οι τροποποιήσεις που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό θα επιτρέψουν τις εξαγωγές ακατέργαστων διαμαντιών από τη Γροιλανδία προς τρίτες χώρες εφόσον συνοδεύονται από πιστοποιητικό ΕΕ.

(6)

Επιπροσθέτως, στην υφιστάμενη απαίτηση απόδειξης, για λόγους πιστοποίησης, ότι τα ακατέργαστα διαμάντια έχουν εισαχθεί νομίμως στην Ένωση, θα πρέπει να προστεθεί εναλλακτικός όρος για τα διαμάντια που εξορύσσονται στη Γροιλανδία και τα οποία δεν είχαν εξαχθεί ποτέ κατά το παρελθόν, ιδίως για να αποδεικνύεται το γεγονός αυτό.

(7)

Επιπλέον, θα πρέπει να επέλθουν τροποποιήσεις στις λεπτομέρειες υποβολής ακατέργαστων διαμαντιών στις αρχές της Ένωσης προς έλεγχο, με τις οποίες να επεκτείνονται και στη Γροιλανδία οι ειδικοί κανόνες διαμετακόμισης, να καθίσταται δυνατή η συμμετοχή της Γροιλανδίας στην επιτροπή εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2368/2002 και να επιτρέπονται η εκπροσώπηση της Γροιλανδίας στη διαδικασία Κίμπερλυ και η συνεργασία με άλλα κράτη μέλη μέσω της Επιτροπής.

(8)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2368/2002 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2368/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ένα ενωσιακό σύστημα πιστοποίησης και ελέγχου των εισαγωγών και των εξαγωγών ακατέργαστων διαμαντιών για τους σκοπούς της εφαρμογής του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ.

Για τους σκοπούς του συστήματος πιστοποίησης, το έδαφος της Ένωσης και το έδαφος της Γροιλανδίας θεωρούνται ως ενιαία οντότητα χωρίς εσωτερικά σύνορα.

Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει ούτε αντικαθιστά καμία από τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με τις τελωνειακές διατυπώσεις και τους τελωνειακούς ελέγχους.».

2)

Στο άρθρο 3, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Η εισαγωγή ακατέργαστων διαμαντιών στα εδάφη της Κοινότητας (4) ή της Γροιλανδίας απαγορεύεται εκτός εάν πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

3)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι συσκευασίες και τα αντίστοιχα πιστοποιητικά υποβάλλονται πάραυτα και από κοινού προς έλεγχο σε αρχή της Κοινότητας είτε στο κράτος μέλος όπου εισάγονται είτε στο κράτος μέλος για το οποίο προορίζονται, όπως αναφέρεται στα συνοδευτικά έγγραφα. Οι συσκευασίες που προορίζονται για τη Γροιλανδία υποβάλλονται προς έλεγχο σε μία από τις αρχές της Κοινότητας, είτε στο κράτος μέλος όπου εισάγονται είτε σε ένα από τα άλλα κράτη μέλη όπου έχει την έδρα της μία από τις αρχές της Κοινότητας.»

4)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή διαβουλεύεται με τους συμμετέχοντες σχετικά με τις πρακτικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων παρέχεται στην αρμόδια αρχή του συμμετέχοντα εξαγωγέα, η οποία έχει θεωρήσει πιστοποιητικό, επιβεβαίωση για τις εισαγωγές στα εδάφη της Κοινότητας ή στη Γροιλανδία.».

5)

Στο άρθρο 11, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Η εξαγωγή ακατέργαστων διαμαντιών από τα εδάφη της Κοινότητας ή της Γροιλανδίας απαγορεύεται, εκτός εάν πληρούνται και οι δύο από τους ακόλουθους όρους:».

6)

Στο άρθρο 12 παράγραφος 1 το σημείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

ο εξαγωγέας παρείχε πλήρη αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα εξής:

i)

τα ακατέργαστα διαμάντια για τα οποία ζητείται πιστοποιητικό εισήχθησαν νομίμως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3· ή

ii)

τα ακατέργαστα διαμάντια για τα οποία ζητείται πιστοποιητικό έχουν εξορυχθεί στη Γροιλανδία εφόσον τα ακατέργαστα διαμάντια δεν είχαν εξαχθεί προηγουμένως σε άλλον συμμετέχοντα πλην της Ένωσης.».

7)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Τα άρθρα 4, 11, 12 και 14 δεν εφαρμόζονται στα ακατέργαστα διαμάντια τα οποία εισέρχονται στα εδάφη της Κοινότητας ή της Γροιλανδίας αποκλειστικά για τον σκοπό της διαμετακόμισης προς άλλον συμμετέχοντα εκτός των εδαφών αυτών, υπό τον όρο ότι ούτε η αρχική συσκευασία στην οποία μεταφέρονται τα ακατέργαστα διαμάντια ούτε το αρχικό συνοδευτικό πιστοποιητικό που έχει εκδώσει η αρμόδια αρχή συμμετέχοντος έχουν παραβιασθεί κατά την είσοδο ή την έξοδο από τα εδάφη της Κοινότητας ή της Γροιλανδίας και ότι ο σκοπός της διαμετακόμισης πιστοποιείται σαφώς στο συνοδευτικό πιστοποιητικό.».

8)

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

1.   Η Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της Γροιλανδίας, είναι συμμετέχων στο σύστημα πιστοποίησης ΔΚ.

2.   Η Επιτροπή, που εκπροσωπεί την Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της Γροιλανδίας, στο σύστημα πιστοποίησης ΔΚ, έχει ως στόχο να εξασφαλίζει τη βέλτιστη εφαρμογή του συστήματος πιστοποίησης ΔΚ, ιδίως μέσω της συνεργασίας με τους συμμετέχοντες. Συγκεκριμένα, για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ανταλλάσσει με τους συμμετέχοντες πληροφορίες σχετικά με το διεθνές εμπόριο ακατέργαστων διαμαντιών και συνεργάζεται, οσάκις ενδείκνυται, σε δραστηριότητες παρακολούθησης και στην επίλυση τυχόν διαφορών.».

9)

Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 22 μπορεί να εξετάζει κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Τα θέματα αυτά μπορούν να τίθενται είτε από τον πρόεδρο είτε από αντιπρόσωπο κράτους μέλους ή της Γροιλανδίας.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει από την εικοστή ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Φεβρουαρίου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2368/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ στο διεθνές εμπόριο ακατέργαστων διαμαντιών (ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 28).

(3)  Απόφαση 2014/136/ΕΕ του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες συμμετοχής της Γροιλανδίας στο σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ (βλέπε σελίδα 99 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Από 1ης Δεκεμβρίου 2009 η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισήγαγε ορισμένες αλλαγές στον ορολογία, π.χ. η “Κοινότητα” έγινε “Ένωση”.».


ΟΔΗΓΙΕΣ

20.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 84/72


ΟΔΗΓΊΑ 2014/26/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2014

για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 50 παράγραφος 1, το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 62,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι οδηγίες της Ένωσης στον τομέα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων παρέχουν ήδη ένα υψηλό επίπεδο προστασίας στους δικαιούχους και, ως εκ τούτου, ένα πλαίσιο στο οποίο μπορεί να λάβει χώρα η εκμετάλλευση του προστατευόμενου από τα εν λόγω δικαιώματα περιεχομένου. Οι εν λόγω οδηγίες συμβάλλουν στην ανάπτυξη και διατήρηση της δημιουργικότητας. Σε μια εσωτερική αγορά όπου ο ανταγωνισμός δεν στρεβλώνεται, η προστασία της καινοτομίας και της πνευματικής δημιουργίας ενθαρρύνουν επίσης τις επενδύσεις σε καινοτόμες υπηρεσίες και προϊόντα.

(2)

Η διάδοση του περιεχομένου που προστατεύεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων, των οπτικοακουστικών παραγωγών και της ηχογραφημένης μουσικής και των συνδεδεμένων με το περιεχόμενο αυτό υπηρεσιών, απαιτεί την αδειοδότηση των δικαιωμάτων από τους διάφορους κατόχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, όπως συγγραφείς, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, παραγωγούς και εκδότες. Συνήθως εναπόκειται στον δικαιούχο να επιλέξει μεταξύ της ατομικής ή συλλογικής διαχείρισης των χρηστών του, εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν διαφορετικά, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της. Η διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων περιλαμβάνει τη χορήγηση αδειών στους χρήστες, τον λογιστικό έλεγχο των αδειούχων, την παρακολούθηση της χρήσης των δικαιωμάτων, την πραγμάτωση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, την είσπραξη των εσόδων από τα δικαιώματα που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων και τη διανομή των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης επιτρέπουν στους δικαιούχους να αμείβονται για χρήσεις δικαιωμάτων τις οποίες δεν θα ήταν σε θέση να ελέγχουν ή να επιβάλλουν οι ίδιοι, συμπεριλαμβανομένων των χρήσεων σε μη εγχώριες αγορές.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 167 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Ένωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη στις δράσεις της την πολιτιστική ποικιλομορφία, να συμβάλλει στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών και να σέβεται την εθνική και περιφερειακή ποικιλομορφία τους, προβάλλοντας ταυτόχρονα την κοινή πολιτιστική κληρονομιά. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης διαδραματίζουν και θα πρέπει να συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως φορείς προώθησης της ποικιλομορφίας των πολιτιστικών εκδηλώσεων, δίνοντας τη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά σε μικρότερα και λιγότερο δημοφιλή ρεπερτόρια, αλλά και παρέχοντας κοινωνικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες προς όφελος των δικαιούχων αυτών και του κοινού.

(4)

Από τη στιγμή που θα ιδρυθούν στην Ένωση, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να μπορούν να απολαμβάνουν των εκ των Συνθηκών ελευθεριών όταν εκπροσωπούν τους δικαιούχους που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη ή όταν χορηγούν άδειες σε χρήστες που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη.

(5)

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στους εθνικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια και τη λογοδοσία τους έναντι των μελών τους και των δικαιούχων. Αυτό προκαλεί αρκετές δυσκολίες, ιδίως στους μη εγχώριους δικαιούχους κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και σε ανεπαρκή οικονομική διαχείριση των εισπραχθέντων εσόδων. Τα προβλήματα λειτουργίας των οργανισμών αυτών οδηγούν σε ανεπαρκή εκμετάλλευση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων ανά την εσωτερική αγορά εις βάρος των μελών των οργανισμών αυτών, των δικαιούχων και των χρηστών.

(6)

Η ανάγκη βελτίωσης της λειτουργίας των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης έχει ήδη διαπιστωθεί στη σύσταση 2005/737/ΕΚ της Επιτροπής (3). Η εν λόγω σύσταση όριζε μια σειρά αρχών, όπως την ελευθερία των δικαιούχων να επιλέγουν τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης που θα τους εκπροσωπεί, την ίση μεταχείριση των κατηγοριών των δικαιούχων και τη δίκαιη διανομή των αμοιβών για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Καλούσε τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να παρέχουν στους χρήστες επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις χρεώσεις και το ρεπερτόριο πριν από την εκκίνηση διαπραγματεύσεων μεταξύ αυτών. Περιλάμβανε επίσης συστάσεις για τη λογοδοσία, την εκπροσώπηση των δικαιούχων στα όργανα λήψης αποφάσεων των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και την επίλυση διαφορών. Ωστόσο, η σύσταση δεν έχει τηρηθεί με συνέπεια.

(7)

Η προστασία των συμφερόντων των μελών των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, των δικαιούχων και των τρίτων απαιτεί τον συντονισμό της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών σε επιγραμμικά δικαιώματα επί μουσικών έργων με σκοπό την ύπαρξη ισότιμων εγγυήσεων σε ολόκληρη την Ένωση. Επομένως, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να έχει ως νομική βάση το άρθρο 50 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(8)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι ο συντονισμός των εθνικών κανόνων που αφορούν στην πρόσβαση στη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, τους όρους διακυβέρνησής τους, και το εποπτικό πλαίσιό τους και θα πρέπει συνεπώς να βασίζεται επίσης στο άρθρο 53 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν τομέα παροχής υπηρεσιών σε ολόκληρη την Ένωση, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να βασίζεται στο άρθρο 62 ΣΛΕΕ.

(9)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι επίσης ο καθορισμός απαιτήσεων που ισχύουν για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο διακυβέρνησης, οικονομικής διαχείρισης, διαφάνειας και λογοδοσίας. Αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να επιβάλλουν, στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους, αυστηρότερα πρότυπα από εκείνα που καθορίζονται στον τίτλο II της παρούσας οδηγίας εφόσον τα αυστηρότερα αυτά πρότυπα συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης.

(10)

Η παρούσα οδηγία ουδόλως εμποδίζει ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει τις ίδιες ή παρεμφερείς διατάξεις στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που είναι εγκατεστημένοι εκτός της Ένωσης αλλά δραστηριοποιούνται στην επικράτειά του.

(11)

Η παρούσα οδηγία ουδόλως εμποδίζει τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να συνάπτουν συμφωνίες εκπροσώπησης με άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης —σύμφωνα με τους κανόνες περί ανταγωνισμού των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ— στον τομέα της διαχείρισης των δικαιωμάτων, προκειμένου να διευκολύνουν, να βελτιώνουν και να απλουστεύουν τις διαδικασίες χορήγησης άδειας στους χρήστες, συμπεριλαμβανομένης και της παροχής ενιαίου τιμολογίου, υπό ισότιμες, αμερόληπτες και διαφανείς συνθήκες, και να προσφέρουν πολυεδαφικές άδειες και σε τομείς άλλους από αυτούς που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, τίτλος III.

(12)

Η παρούσα οδηγία, αν και εφαρμόζεται σε όλους τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, με εξαίρεση τον τίτλο III που εφαρμόζεται μόνο στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που διαχειρίζονται τα επιγραμμικά δικαιώματα δημιουργών επί μουσικών έργων σε διακρατική βάση, δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στις ρυθμίσεις που αφορούν στη διαχείριση των δικαιωμάτων στα κράτη μέλη όπως η ατομική διαχείριση, το επεκτατικό αποτέλεσμα μιας συμφωνίας μεταξύ ενός αντιπροσωπευτικού οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και ενός χρήστη, δηλαδή διευρυμένη συλλογική χορήγηση αδειών, υποχρεωτική συλλογική διαχείριση, τεκμήρια εκπροσώπησης και μεταβίβαση δικαιωμάτων σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης.

(13)

Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίζουν με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή με άλλο ειδικό μηχανισμό τη δίκαιη αποζημίωση των δικαιούχων για εξαιρέσεις ή περιορισμούς στο δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται βάσει της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και την αμοιβή των δικαιούχων για παρεκκλίσεις από το αποκλειστικό δικαίωμα όσον αφορά στον δημόσιο δανεισμό που προβλέπεται βάσει της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) που ισχύουν στην επικράτειά τους καθώς και τους όρους είσπραξής τους.

(14)

Η παρούσα οδηγία δεν υποχρεώνει τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να αποκτήσουν μια συγκεκριμένη νομική μορφή. Στην πράξη, οι οργανισμοί αυτοί λειτουργούν υπό διάφορες νομικές μορφές όπως σωματεία, συνεταιρισμοί ή εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, που ελέγχονται από ή ανήκουν σε δικαιούχους πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων ή οντότητες που αντιπροσωπεύουν τους δικαιούχους αυτούς, που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία μέσω της επιλογής νομικής μορφής. Ωστόσο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω της νομικής μορφής ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, το στοιχείο της κυριότητας ή του ελέγχου απουσιάζει. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση των ιδρυμάτων στα οποία δεν υπάρχουν μέλη. Εντούτοις, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται και στους οργανισμούς αυτούς. Ομοίως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να προλαμβάνουν την καταστρατήγηση των υποχρεώσεων. Σημειωτέον ότι οι οντότητες που εκπροσωπούν δικαιούχους, και είναι μέλη οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, μπορούν να είναι άλλοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, σωματεία δικαιούχων, ενώσεις ή άλλοι οργανισμοί.

(15)

Οι δικαιούχοι θα πρέπει να μπορούν να αναθέτουν τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους σε ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης. Αυτές οι ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης είναι εμπορικές οντότητες και διαφέρουν από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης επειδή μεταξύ άλλων δεν ανήκουν στους δικαιούχους ή δεν ελέγχονται από αυτούς. Ωστόσο, στον βαθμό που οι ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες με τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν ορισμένες πληροφορίες στους δικαιούχους που αντιπροσωπεύουν, στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, στους χρήστες και στο κοινό.

(16)

Οι παραγωγοί οπτικοακουστικού υλικού, οι παραγωγοί δίσκων και οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς χορηγούν άδειες επί των δικαιωμάτων τους, σε ορισμένες περιπτώσεις και για δικαιώματα που τους έχουν μεταβιβαστεί, για παράδειγμα, από ερμηνευτές, βάσει ατομικών συμφωνιών κατόπιν διαπραγματεύσεων και ενεργούν προς ίδιο συμφέρον. Οι εκδότες βιβλίων, μουσικής ή εφημερίδων χορηγούν άδειες για δικαιώματα που έχουν μεταβιβαστεί σε αυτούς βάσει ατομικών συμφωνιών κατόπιν διαπραγματεύσεων και ενεργούν προς ίδιο συμφέρον. Συνεπώς οι παραγωγοί οπτικοακουστικού υλικού, οι παραγωγοί δίσκων, οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς και οι εκδότες δεν θα πρέπει να θεωρούνται «ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης». Επιπλέον, οι μάνατζερ και οι πράκτορες των δημιουργών και των ερμηνευτών που ενεργούν ως ενδιάμεσοι και εκπροσωπούν τους δικαιούχους στις σχέσεις τους με τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης δεν θα πρέπει να θεωρούνται «ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης», δεδομένου ότι δεν διαχειρίζονται δικαιώματα υπό την έννοια ότι καθορίζουν χρεώσεις, χορηγούν άδειες ή εισπράττουν χρήματα από τους χρήστες.

(17)

Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν ότι ορισμένες από τις δραστηριότητές τους, όπως η τιμολόγηση των χρηστών ή η διανομή των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους, θα ασκούνται από θυγατρικές ή άλλες οντότητες που ελέγχουν. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που θα εφαρμόζονταν εάν η σχετική δραστηριότητα ασκείτο απευθείας από έναν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να εφαρμόζονται στις δραστηριότητες των θυγατρικών ή άλλων οντοτήτων.

(18)

Για να διασφαλιστεί ότι οι κάτοχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από την εσωτερική αγορά κατά τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων τους και ότι η ελευθερία άσκησης των δικαιωμάτων τους δεν θίγεται αδικαιολόγητα, πρέπει να τίθενται κατάλληλες εγγυήσεις στα καταστατικά έγγραφα των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Επιπλέον, ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δεν θα πρέπει, όταν παρέχει διαχειριστικές υπηρεσίες, να εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις μεταξύ των δικαιούχων βάσει της ιθαγένειάς τους, του τόπου κατοικίας ή εγκατάστασής τους.

(19)

Δεδομένων των εκ της ΣΛΕΕ ελευθεριών, η συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να συνεπάγεται τη δυνατότητα του δικαιούχου να επιλέγει ελεύθερα τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης που θα διαχειρίζεται τα δικαιώματά του, είτε πρόκειται για δικαιώματα παρουσίασης στο κοινό είτε για δικαιώματα αναπαραγωγής, ή κατηγορίες δικαιωμάτων συνδεόμενες με μορφές εκμετάλλευσης, όπως η ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση, η θεατρική έκθεση ή η αναπαραγωγή για επιγραμμική διανομή, εφόσον ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που επιλέγει ο δικαιούχος διαχειρίζεται ήδη τέτοια δικαιώματα ή κατηγορίες δικαιωμάτων.

Τα δικαιώματα, οι κατηγορίες δικαιωμάτων ή τα είδη έργων και άλλα αντικείμενα που διαχειρίζεται ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να προσδιορίζονται από τη γενική συνέλευση των μελών αυτού του οργανισμού εφόσον δεν καθορίζονται ήδη στο καταστατικό του οργανισμού αυτού ή δεν ορίζονται από τον νόμο. Είναι σημαντικό τα δικαιώματα και οι κατηγορίες δικαιωμάτων να προσδιορίζονται κατά τρόπο με τον οποίο να επιτυγχάνεται μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας των δικαιούχων να διαθέτουν τα έργα τους και άλλα αντικείμενα και της ικανότητας του οργανισμού να διαχειρίζεται τα δικαιώματα αποτελεσματικά, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της κατηγορίας των δικαιωμάτων που διαχειρίζεται ο οργανισμός και του τομέα της δημιουργίας στον οποίο δραστηριοποιείται. Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την εν λόγω ισορροπία, οι δικαιούχοι θα πρέπει να μπορούν εύκολα να ανακαλούν τα δικαιώματα ή τις κατηγορίες των δικαιωμάτων από έναν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και να διαχειρίζονται ατομικά τα δικαιώματα αυτά ή να τα αναθέτουν ή μεταβιβάζουν εν όλω ή εν μέρει σε άλλον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ή άλλη οντότητα, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος ιθαγένειας, κατοικίας ή εγκατάστασης του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, της άλλης οντότητας ή του δικαιούχου. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της, προβλέπει υποχρεωτική συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων, η επιλογή των δικαιούχων θα περιοριζόταν σε άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης.

Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που διαχειρίζονται διαφορετικά είδη έργων και άλλα αντικείμενα, όπως λογοτεχνικά, μουσικά ή φωτογραφικά έργα, θα πρέπει να παρέχουν επίσης αυτήν τη δυνατότητα ευελιξίας σε δικαιούχους όσον αφορά στη διαχείριση διαφορετικών ειδών έργων ή άλλου αντικειμένου. Όσον αφορά στις μη εμπορικές χρήσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι δικαιούχοι τους μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα χορήγησης αδειών για τέτοιες χρήσεις. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, απόφαση του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης σχετικά με τους όρους που συνδέονται με την άσκηση αυτού του δικαιώματος καθώς και παροχή πληροφοριών στα μέλη σχετικά με τους όρους αυτούς. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης οφείλουν να ενημερώνουν τους δικαιούχους σχετικά με τις επιλογές τους και να τους παρέχουν τη δυνατότητα να ασκούν τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτές τις επιλογές με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ευχέρεια. Δικαιούχοι που έχουν ήδη εξουσιοδοτήσει τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης μπορούν να ενημερώνονται μέσω του ιστότοπου του οργανισμού. Η προϋπόθεση εκτός της εξουσιοδότησης να συναινούν οι δικαιούχοι στη διαχείριση κάθε δικαιώματος, κατηγορίας δικαιωμάτων ή είδους έργων και άλλου αντικειμένου δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους δικαιούχους να δέχονται μεταγενέστερες προτάσεις τροποποιήσεων στην εξουσιοδότηση αυτή με σιωπηρή συμφωνία σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο. Η παρούσα οδηγία δεν απαγορεύει ούτε συμβατικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες η καταγγελία ή η ανάκληση εκ μέρους των δικαιούχων έχει άμεσο αποτέλεσμα στις άδειες που χορηγήθηκαν πριν από την καταγγελία ή την ανάκληση ούτε συμβατικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω άδειες παραμένουν ανεπηρέαστες για μια ορισμένη χρονική περίοδο μετά την καταγγελία ή την ανάκληση. Ωστόσο, τέτοιου είδους ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να δημιουργούν εμπόδια στην πλήρη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των δικαιούχων να διαχειρίζονται ατομικά τα δικαιώματά τους, ακόμη και για μη εμπορικές χρήσεις.

(20)

Η προσχώρηση μέλους στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια που δεν εισάγουν διακρίσεις όπως, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τους εκδότες οι οποίοι δυνάμει μιας συμφωνίας εκμετάλλευσης δικαιωμάτων, δικαιούνται μερίδιο των εσόδων που προκύπτουν από δικαιώματα που διαχειρίζονται οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και έχουν δικαίωμα είσπραξης των εσόδων αυτών από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Τα εν λόγω κριτήρια δεν θα πρέπει να υποχρεώνουν τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να δέχονται ως μέλη που διαθέτουν δικαιώματα, κατηγορίες δικαιωμάτων ή είδη έργων ή άλλο αντικείμενο η διαχείριση των οποίων δεν εμπίπτει στο πεδίο δραστηριοτήτων τους. Το μητρώο που τηρεί κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να επιτρέπει την ταυτοποίηση και τον εντοπισμό των μελών του και των δικαιούχων τα δικαιώματα των οποίων εκπροσωπεί ο οργανισμός με βάση τις εξουσιοδοτήσεις που έχουν χορηγήσει οι εν λόγω δικαιούχοι.

(21)

Προκειμένου να προστατεύονται οι δικαιούχοι των οποίων τα δικαιώματα εκπροσωπεί απευθείας ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης αλλά οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης της ιδιότητας του μέλους, είναι σκόπιμο να απαιτηθεί ορισμένες διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τα μέλη να εφαρμόζονται επίσης στους εν λόγω δικαιούχους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν επίσης να παρέχουν στους δικαιούχους αυτούς δικαιώματα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης.

(22)

Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να ενεργούν με γνώμονα το βέλτιστο συλλογικό συμφέρον των δικαιούχων που εκπροσωπούν. Ως εκ τούτου, είναι σημαντική η πρόβλεψη συστημάτων που παρέχουν τη δυνατότητα στα μέλη του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης να ασκούν τα δικαιώματα μέλους συμμετέχοντας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του οργανισμού. Ορισμένοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έχουν διαφορετικές κατηγορίες μελών, που ενδέχεται να εκπροσωπούν διαφορετικούς τύπους δικαιούχων, όπως παραγωγούς και ερμηνευτές. Η εκπροσώπηση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων αυτών των διαφορετικών κατηγοριών μελών θα πρέπει να είναι δίκαιη και ισορροπημένη. Η αποτελεσματικότητα των κανόνων που διέπουν τη γενική συνέλευση των μελών των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση εάν δεν υπήρχαν διατάξεις που να ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας της γενικής συνέλευσης. Επομένως, είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται η τακτική σύγκληση της γενικής συνέλευσης τουλάχιστον άπαξ ετησίως καθώς και η λήψη των πιο σημαντικών αποφάσεων του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης από τη γενική συνέλευση.

(23)

Όλα τα μέλη των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν και να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μελών. Η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών θα πρέπει να υπόκειται μόνο σε δίκαιους και αναλογικούς περιορισμούς. Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έχουν συσταθεί υπό τη νομική μορφή ιδρύματος και, ως εκ τούτου, δεν διαθέτουν μέλη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εξουσίες της γενικής συνέλευσης των μελών θα πρέπει να ασκούνται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η εποπτική λειτουργία. Στις περιπτώσεις που οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έχουν ως μέλη τους οντότητες που εκπροσωπούν δικαιούχους, όπως στην περίπτωση που ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και έχει ως μέλη ενώσεις δικαιούχων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν ότι ορισμένες ή όλες οι εξουσίες της γενικής συνέλευσης των μελών πρέπει να ασκούνται από τη συνέλευση των δικαιούχων αυτών. Η γενική συνέλευση των μελών θα πρέπει να έχει τουλάχιστον την εξουσία καθορισμού του πλαισίου των δραστηριοτήτων διαχείρισης ιδιαίτερα όσον αφορά στη χρήση των εσόδων από τα δικαιώματα εκ μέρους του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν αυστηρότερους κανόνες σχετικά, παραδείγματος χάρη, με τις επενδύσεις, τις συγχωνεύσεις ή τη λήψη δανείων, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης οποιασδήποτε από τις συναλλαγές αυτές. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή των μελών τους στη γενική συνέλευση. Θα πρέπει να διευκολύνεται η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου από τα μέλη που παρίστανται στη γενική συνέλευση καθώς και από τα μέλη που δεν παρίστανται. Εκτός από την άσκηση των δικαιωμάτων των μελών με ηλεκτρονικά μέσα, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στα μέλη να συμμετέχουν και να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μελών μέσω πληρεξουσίου. Η ψήφος μέσω πληρεξουσίου θα πρέπει να περιορίζεται σε περιπτώσεις συγκρούσεων συμφερόντων. Παράλληλα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν περιορισμούς όσον αφορά στην ψήφο μέσω πληρεξουσίου μόνο εφόσον αυτό δεν θίγει την κατάλληλη και ουσιαστική συμμετοχή των μελών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Συγκεκριμένα, ο ορισμός πληρεξουσίου συμβάλλει στην κατάλληλη και ουσιαστική συμμετοχή των μελών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και παρέχει στους δικαιούχους μια πραγματική ευκαιρία να επιλέξουν τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της προτίμησής τους ανεξάρτητα από το κράτος μέλος εγκατάστασης του οργανισμού.

(24)

Τα μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στη διαρκή παρακολούθηση της διαχείρισης των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Προς τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω οργανισμοί θα πρέπει να διαθέτουν μια εποπτική λειτουργία η οποία θα αρμόζει στη δική τους οργανωτική δομή και να επιτρέπουν στα μέλη τους να εκπροσωπούνται στο όργανο που θα ασκεί την εν λόγω λειτουργία. Ανάλογα με την οργανωτική δομή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, η εποπτική λειτουργία μπορεί να ασκείται από χωριστό όργανο, όπως, για παράδειγμα, από ένα εποπτικό συμβούλιο ή από ορισμένα ή όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία δεν διαχειρίζονται τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Η προϋπόθεση δίκαιης και ισορροπημένης εκπροσώπησης των μελών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης να διορίζει τρίτα μέρη για να ασκούν την εποπτική λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων προσώπων με σχετική επαγγελματική εμπειρία και δικαιούχων οι οποίοι δεν πληρούν τις απαιτήσεις μέλους ή δεν εκπροσωπούνται απευθείας από τον οργανισμό, αλλά μέσω μιας οντότητας η οποία αποτελεί μέλος του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης.

(25)

Για λόγους χρηστής διαχείρισης, τα διοικητικά στελέχη ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα. Οι διαχειριστές, είτε έχουν οριστεί διευθυντές είτε έχουν προσληφθεί ή απασχολούνται από τον οργανισμό βάσει σύμβασης, θα πρέπει να δηλώνουν, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους και, στη συνέχεια, σε ετήσια βάση, κατά πόσον υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ των συμφερόντων τους και αυτών των δικαιούχων που εκπροσωπούνται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης. Οι ετήσιες αυτές δηλώσεις θα πρέπει να υποβάλλονται επίσης από τα πρόσωπα που ασκούν την εποπτική λειτουργία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να απαιτούν από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να δημοσιοποιούν ή να υποβάλλουν στις δημόσιες αρχές τις εν λόγω δηλώσεις.

(26)

Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης εισπράττουν, διαχειρίζονται και διανέμουν τα έσοδα που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που τους ανατίθενται από τους δικαιούχους. Τα έσοδα αυτά οφείλονται τελικώς στους δικαιούχους, οι οποίοι ενδέχεται να έχουν άμεση νομική σχέση με τον οργανισμό, ή να εκπροσωπούνται μέσω μιας οντότητας που αποτελεί το μέλος του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή μέσω συμφωνίας εκπροσώπησης. Ως εκ τούτου, έχει σημασία οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης να επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια κατά την είσπραξη, διαχείριση και διανομή των εν λόγω εσόδων. Η ακριβής διανομή είναι δυνατή μόνο όταν οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης διατηρούν κατάλληλα μητρώα μελών, αδειών και χρήσεων των έργων και άλλων προστατευόμενων αντικειμένων. Τα σχετικά στοιχεία που απαιτούνται για την αποτελεσματική συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων θα πρέπει επίσης να παρέχονται από τους δικαιούχους και τους χρήστες και να επαληθεύονται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης.

(27)

Τα ποσά που εισπράττονται και οφείλονται στους δικαιούχους θα πρέπει να τηρούνται στους λογαριασμούς χωριστά από τα ίδια περιουσιακά στοιχεία που ενδέχεται να διαθέτει ο οργανισμός. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να προβλέπουν αυστηρότερους κανόνες για τις επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης της επένδυσης των εσόδων που απορρέουν από τα δικαιώματα, στις περιπτώσεις που επενδύονται τα ποσά αυτά, η εν λόγω επένδυση θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τη γενική επενδυτική πολιτική και την πολιτική για τη διαχείριση του κινδύνου του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Προκειμένου να διατηρείται ένα υψηλό επίπεδο προστασίας για τα δικαιώματα των δικαιούχων και να εξασφαλίζεται ότι οποιαδήποτε έσοδα τα οποία μπορούν να προκύψουν από την εκμετάλλευση αυτών των δικαιωμάτων τους αποδίδονται προς όφελος των δικαιούχων, οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται και κατέχονται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να γίνουν σύμφωνα με κριτήρια που θα υποχρεώνουν τον οργανισμό να ενεργεί με σύνεση, επιτρέποντας παράλληλα σε αυτόν να αποφασίζει για την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη επενδυτική πολιτική. Αυτό θα επιτρέψει στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης να επιλέγει μια κατανομή στοιχείων ενεργητικού που είναι κατάλληλη για τη συγκεκριμένη φύση και διάρκεια της τυχόν έκθεσης σε κίνδυνο των εσόδων από δικαιώματα που επενδύονται και δεν θίγει αδικαιολόγητα τα έσοδα από δικαιώματα που οφείλονται στους δικαιούχους.

(28)

Δεδομένου ότι οι δικαιούχοι έχουν το δικαίωμα να αμείβονται για την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων τους, είναι σημαντικό τα έξοδα διαχείρισης να μην υπερβαίνουν τις δικαιολογημένες δαπάνες για τη διαχείριση των δικαιωμάτων και κάθε κράτηση, εκτός από τα έξοδα διαχείρισης, για παράδειγμα μια κράτηση για κοινωνικούς, πολιτιστικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς, θα πρέπει να αποφασίζεται από τα μέλη των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να είναι διαφανείς έναντι των δικαιούχων όσον αφορά στους κανόνες που διέπουν τις κρατήσεις αυτές. Οι ίδιες προϋποθέσεις θα πρέπει να ισχύουν για κάθε απόφαση χρήσης των εσόδων από τα δικαιώματα προς συλλογική διανομή, όπως υποτροφίες. Οι δικαιούχοι θα πρέπει να έχουν ισότιμη πρόσβαση σε κάθε κοινωνική, πολιτιστική ή εκπαιδευτική υπηρεσία που χρηματοδοτείται μέσω τέτοιων κρατήσεων. Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει τις κρατήσεις δυνάμει διατάξεων του εθνικού δικαίου, όπως τις κρατήσεις για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης στους δικαιούχους, όσον αφορά θέματα που δεν ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία υπό την προϋπόθεση ότι οι κρατήσεις αυτές συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης.

(29)

Η διανομή και καταβολή των ποσών που οφείλονται σε μεμονωμένους δικαιούχους ή, κατά περίπτωση, σε κατηγορίες δικαιούχων, θα πρέπει να πραγματοποιείται εγκαίρως και σύμφωνα με τη γενική πολιτική διανομής του οικείου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, ακόμη και όταν διενεργείται μέσω άλλης οντότητας που εκπροσωπεί τους δικαιούχους. Μόνο αντικειμενικοί λόγοι πέραν του ελέγχου ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης μπορούν να δικαιολογήσουν καθυστερήσεις στη διανομή και καταβολή των ποσών που οφείλονται σε δικαιούχους. Συνεπώς περιστάσεις όπως η επένδυση εσόδων από δικαιώματα που υπόκειται σε ημερομηνία λήξης δεν θα πρέπει να θεωρούνται επαρκείς λόγοι για τις καθυστερήσεις αυτές. Είναι σκόπιμο να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να καθορίζουν κανόνες που διασφαλίζουν την έγκαιρη διανομή και αποτελεσματική αναζήτηση των δικαιούχων στις περιπτώσεις που ανακύπτουν τέτοιοι αντικειμενικοί λόγοι. Προκειμένου να διασφαλιστεί η κατάλληλη και αποτελεσματική διανομή των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους, με την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να προβλέπουν αυστηρότερους κανόνες, είναι απαραίτητο οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης να λαμβάνουν με επιμέλεια και καλή πίστη εύλογα μέτρα για την ταυτοποίηση και τον εντοπισμό των αντίστοιχων δικαιούχων. Είναι επίσης σκόπιμο τα μέλη των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, στον βαθμό που επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο, να αποφασίζουν σχετικά με τη χρήση τυχόν ποσών που δεν μπορούν να διανεμηθούν στις περιπτώσεις που οι δικαιούχοι αυτών των ποσών δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν ή να εντοπιστούν.

(30)

Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να μπορούν να διαχειρίζονται δικαιώματα και να εισπράττουν έσοδα από την εκμετάλλευση αυτών δυνάμει συμβάσεων αμοιβαιότητας με άλλους οργανισμούς. Για την προστασία των δικαιωμάτων των μελών του άλλου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δεν θα πρέπει να κάνει διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων που διαχειρίζεται δυνάμει συμφωνιών εκπροσώπησης και εκείνων που διαχειρίζεται απευθείας για τους δικαιούχους της. Επίσης, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης να επιβάλει κρατήσεις σε εισπραχθέντα έσοδα από δικαιώματα για λογαριασμό ενός άλλου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, εκτός από έξοδα διαχείρισης, χωρίς τη ρητή συναίνεση του άλλου οργανισμού. Είναι επίσης σκόπιμο να απαιτείται από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να διανέμουν και να καταβάλλουν πληρωμές σε άλλους οργανισμούς δυνάμει αυτών των συμβάσεων αμοιβαιότητας το αργότερο έως τη διανομή και καταβολή των σχετικών ποσών στα δικά τους μέλη και στους δικαιούχους που εκπροσωπούν και που δεν είναι μέλη. Εξάλλου, ο οργανισμός-αποδέκτης θα πρέπει με τη σειρά του να διανέμει χωρίς καθυστέρηση τα ποσά που οφείλονται στους δικαιούχους που εκπροσωπεί.

(31)

Η σημασία της ύπαρξης δίκαιων και μη μεροληπτικών εμπορικών όρων αδειοδότησης είναι ιδιαιτέρως μεγάλη για να διασφαλίζεται ότι οι χρήστες μπορούν να λαμβάνουν άδειες για δικαιώματα επί έργων και άλλων αντικειμένων για τα οποία ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης εκπροσωπεί τα δικαιώματα και για να διασφαλίζεται η κατάλληλη αμοιβή των δικαιούχων. Κατά συνέπεια, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και οι χρήστες θα πρέπει να διενεργούν διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση αδειών με καλή πίστη και να εφαρμόζουν χρεώσεις που θα πρέπει να καθορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που δεν εισάγουν διακρίσεις. Είναι σκόπιμο να απαιτείται από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να καθορίζουν τέλος αδειοδότησης ή αμοιβή που να είναι εύλογη σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την οικονομική αξία της χρήσης των δικαιωμάτων σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Τέλος, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να απαντούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις αιτήσεις των χρηστών για τη χορήγηση άδειας.

(32)

Στο ψηφιακό περιβάλλον, ζητείται τακτικά από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να χορηγούν άδειες σχετικά με το ρεπερτόριό τους για εξ ολοκλήρου νέες μορφές εκμετάλλευσης και επιχειρησιακά μοντέλα. Σε τέτοιες περιπτώσεις και με σκοπό να ενισχυθεί ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη των αδειών αυτών, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων που προβλέπονται στο δίκαιο ανταγωνισμού, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να διαθέτουν την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να παρέχουν, το ταχύτερο δυνατόν, εξατομικευμένες άδειες για καινοτόμες επιγραμμικές υπηρεσίες, χωρίς να διακινδυνεύεται να χρησιμοποιούνται οι όροι των αδειών αυτών ως προηγούμενο για τον καθορισμό των όρων άλλων ειδών αδειών.

(33)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα μπορούν να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι χρήστες θα πρέπει να παρέχουν στους οργανισμούς αυτούς σχετικές πληροφορίες με τη χρήση των δικαιωμάτων που εκπροσωπούν οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης. Η εν λόγω υποχρέωση δεν θα πρέπει να ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν για σκοπούς που δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο των εμπορικών, επιχειρηματικών, βιοτεχνικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους και ως εκ τούτου τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στον ορισμό του χρήστη όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Επιπλέον, οι πληροφορίες που απαιτούν οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να περιορίζονται στο απολύτως λογικό και αναγκαίο και στις πληροφορίες που διαθέτει ο χρήστης προκειμένου να μπορούν οι οργανισμοί αυτοί να εκτελούν τα καθήκοντά τους, λαμβάνοντας υπόψη την ειδική κατάσταση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να περιλαμβάνεται σε συμφωνία μεταξύ ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και ενός χρήστη· αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη σε εθνικό επίπεδο βάσει νόμου δικαιωμάτων πληροφόρησης. Οι προθεσμίες που ισχύουν για την παροχή πληροφοριών από τους χρήστες θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης να μπορούν να τηρούν τις προθεσμίες που έχουν οριστεί για τη διανομή των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να υποχρεώνουν τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους να εκδίδουν κοινά τιμολόγια.

(34)

Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των δικαιούχων, των χρηστών και των άλλων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης στον τομέα της διαχείρισης δικαιωμάτων από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να συμμορφώνεται με συγκεκριμένες απαιτήσεις διαφάνειας. Συνεπώς, κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ή τα μέλη του που είναι μια οντότητα αρμόδια για τη διάθεση ή την καταβολή των ποσών που οφείλονται στους δικαιούχους θα πρέπει να υποχρεώνεται να παρέχει ορισμένες πληροφορίες στους μεμονωμένους δικαιούχους τουλάχιστον άπαξ το έτος, όπως για τα ποσά που διατίθενται ή καταβάλλονται σε αυτούς και τις κρατήσεις που γίνονται. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει επίσης να υποχρεούνται να παρέχουν επαρκείς πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών πληροφοριών, στους άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των οποίων τα δικαιώματα διαχειρίζονται βάσει συμφωνιών εκπροσώπησης.

(35)

Προκειμένου οι δικαιούχοι, άλλοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και χρήστες να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων του οργανισμού και τα δικαιώματα ή άλλα αντικείμενα που εκπροσωπεί, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει επίσης να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τα θέματα αυτά μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση. Το ζήτημα του εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορούν να χρεώνονται εύλογα τέλη για την υπηρεσία αυτή θα πρέπει να ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο. Επίσης κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης πρέπει να δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με τη διάρθρωσή του και τον τρόπο ενεργείας του, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα του καταστατικού του και των γενικών πολιτικών του για τα έξοδα διαχείρισης, τις κρατήσεις και τις αμοιβές.

(36)

Για να μπορούν οι δικαιούχοι να παρακολουθούν και να συγκρίνουν τις αντίστοιχες επιδόσεις των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, οι οργανισμοί αυτοί θα πρέπει να δημοσιεύουν ετήσια έκθεση διαφάνειας με συγκρίσιμες ελεγμένες οικονομικές πληροφορίες για τις δραστηριότητές τους. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να δημοσιοποιούν επίσης ετήσια ειδική έκθεση, η οποία θα αποτελεί μέρος της ετήσιας έκθεσης διαφάνειας, σχετικά με τη χρήση των ποσών που προορίζονται για κοινωνικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να δημοσιεύουν τις πληροφορίες που απαιτούνται από την ετήσια έκθεση διαφάνειας σε ένα μοναδικό έγγραφο, για παράδειγμα ως μέρος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεών τους, ή σε χωριστές εκθέσεις.

(37)

Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών στις οποίες γίνεται χρήση μουσικών έργων, όπως μουσικές υπηρεσίες που επιτρέπουν στους καταναλωτές να «κατεβάζουν» μουσική ή να την ακούν σε συνεχή ροή, καθώς και άλλες υπηρεσίες που παρέχουν πρόσβαση σε ταινίες ή παιχνίδια όπου η μουσική αποτελεί σημαντικό στοιχείο, θα πρέπει πρώτα να αποκτούν το δικαίωμα χρήσης των έργων αυτών. Σύμφωνα με την οδηγία 2001/29/ΕΚ απαιτείται η λήψη άδειας για καθένα από τα δικαιώματα που εμπλέκονται στην επιγραμμική εκμετάλλευση των μουσικών έργων. Όσον αφορά στους δημιουργούς, πρόκειται για το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής και το αποκλειστικό δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό των μουσικών έργων, στο οποίο περιλαμβάνεται το δικαίωμα διάθεσης. Η διαχείριση των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να γίνεται από τους ίδιους τους μεμονωμένους δικαιούχους, όπως τους δημιουργούς ή τους εκδότες μουσικών έργων, ή από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που παρέχουν υπηρεσίες συλλογικής διαχείρισης στους δικαιούχους. Ενδέχεται η διαχείριση της αναπαραγωγής και της παρουσίασης στο κοινό των δικαιωμάτων των δημιουργών να ασκείται από διαφορετικούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες αρκετοί δικαιούχοι έχουν δικαιώματα επί του ίδιου έργου και ενδέχεται να έχουν εξουσιοδοτήσει διαφορετικούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να χορηγούν άδειες στα αντίστοιχα μερίδια των δικαιωμάτων τους επί του έργου. Κάθε χρήστης που επιθυμεί να παρέχει μια επιγραμμική υπηρεσία η οποία προσφέρει ευρεία επιλογή μουσικών έργων στους καταναλωτές, θα πρέπει να ομαδοποιεί τα δικαιώματα που έχουν επί των έργων οι διαφορετικοί δικαιούχοι και οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης.

(38)

Μολονότι το διαδίκτυο δεν έχει σύνορα, η επιγραμμική αγορά για μουσικές υπηρεσίες στην Ένωση εξακολουθεί να είναι κατακερματισμένη και δεν έχει ακόμη επιτευχθεί πλήρως η δημιουργία μιας ενιαίας ψηφιακής αγοράς. Η πολυπλοκότητα και η δυσκολία που συνδέονται με τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων στην Ευρώπη, ενέτεινε, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής ψηφιακής αγοράς για επιγραμμικές μουσικές υπηρεσίες. Η κατάσταση αυτή είναι σε απόλυτη αντίθεση με την ταχέως αναπτυσσόμενη ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών για πρόσβαση σε ψηφιακό περιεχόμενο και συναφείς καινοτόμες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης πέραν των εθνικών συνόρων.

(39)

Η σύσταση 2005/737/ΕΚ προώθησε ένα νέο κανονιστικό περιβάλλον καλύτερα προσαρμοσμένο στη διαχείριση, σε ενωσιακό επίπεδο, των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων για την παροχή νόμιμων επιγραμμικών μουσικών υπηρεσιών. Αναγνώρισε ότι στην εποχή της επιγραμμικής εκμετάλλευσης των μουσικών έργων, οι εμπορικοί χρήστες χρειάζονται μια πολιτική χορήγησης πολυεδαφικών αδειών η οποία να αρμόζει σε ένα επιγραμμικό περιβάλλον που είναι πανταχού παρόν και έχει διακρατικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η σύσταση δεν αποδείχθηκε επαρκής για την ενθάρρυνση μιας ευρέως διαδεδομένης χορήγησης πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικά δικαιώματα επί μουσικών έργων ούτε για την αντιμετώπιση των ειδικών απαιτήσεων της χορήγησης πολυεδαφικών αδειών.

(40)

Στον επιγραμμικό τομέα της μουσικής, όπου ο κανόνας εξακολουθεί να είναι η συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων του δημιουργού σε εδαφική κλίμακα, είναι σημαντικό να δημιουργηθούν συνθήκες που θα ευνοούν τις πλέον αποτελεσματικές πρακτικές αδειοδότησης από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης σε ένα διασυνοριακό πλαίσιο που ολοένα αυξάνεται. Επομένως, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα σύνολο κανόνων που θα ορίζουν τις βασικές προϋποθέσεις για την παροχή από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης συλλογικών πολυεδαφικών αδειών για τα επιγραμμικά δικαιώματα δημιουργών επί μουσικών έργων, συμπεριλαμβανομένων των στίχων. Οι ίδιοι κανόνες θα πρέπει να ισχύουν όσον αφορά στη χορήγηση ανάλογων αδειών για όλα τα μουσικά έργα, συμπεριλαμβανομένων των μουσικών έργων που ενσωματώνονται σε οπτικοακουστικά έργα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να καλύπτονται οι επιγραμμικές υπηρεσίες που παρέχουν πρόσβαση μόνο σε μουσικά έργα σε μορφή παρτιτούρας. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να διασφαλίζουν την απαραίτητη ελάχιστη ποιότητα των διασυνοριακών υπηρεσιών που παρέχονται από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά στη διαφάνεια του εκπροσωπούμενου ρεπερτορίου και την ακρίβεια των χρηματοοικονομικών ροών που σχετίζονται με τη χρήση των δικαιωμάτων. Θα πρέπει επίσης να καθορίζουν ένα πλαίσιο για τη διευκόλυνση της οικειοθελούς ομαδοποίησης του μουσικού ρεπερτορίου και των δικαιωμάτων και κατ’ επέκταση τη μείωση του αριθμού των αδειών που χρειάζεται ένας χρήστης για να λειτουργήσει μια διακρατική υπηρεσία πολλαπλού ρεπερτορίου. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να παρέχουν σε έναν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης τη δυνατότητα να ζητεί από άλλον οργανισμό την εκπροσώπηση του ρεπερτορίου του σε διακρατική βάση, σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να πληροί ο ίδιος τις προϋποθέσεις. Ο οργανισμός στον οποίο απευθύνεται το αίτημα υποχρεούται να αποδέχεται την ανάθεση του αιτούντος οργανισμού, υπό την προϋπόθεση ότι ομαδοποιεί ήδη ρεπερτόριο και προσφέρει ή χορηγεί πολυεδαφικες άδειες. Η ανάπτυξη των νομίμων επιγραμμικών υπηρεσιών μουσικής στην Ένωση θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στην καταπολέμηση των επιγραμμικών παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

(41)

Η διαθεσιμότητα ακριβών και ολοκληρωμένων πληροφοριών σχετικά με τα μουσικά έργα, τους δικαιούχους και τα δικαιώματα τα οποία εξουσιοδοτείται να εκπροσωπεί κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης σε συγκεκριμένο έδαφος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για μια αποτελεσματική και διαφανή διαδικασία αδειοδότησης, για τη μετέπειτα κατάρτιση εκθέσεων χρήσης και τη σχετική τιμολόγηση των παρόχων υπηρεσιών καθώς και για τη διανομή των οφειλόμενων ποσών. Για τον λόγο αυτό, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που χορηγούν πολυεδαφικές άδειες για μουσικά έργα θα πρέπει να είναι σε θέση να επεξεργάζονται τέτοιου είδους λεπτομερή στοιχεία με ταχύτητα και ακρίβεια. Τούτο απαιτεί τη χρήση βάσεων δεδομένων για την κυριότητα των δικαιωμάτων για τα οποία χορηγείται άδεια σε πολυεδαφική βάση, στις οποίες θα περιέχονται στοιχεία που επιτρέπουν την εξακρίβωση των έργων, των δικαιωμάτων και των δικαιούχων για τους οποίους ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης διαθέτει εξουσία εκπροσώπησης καθώς και των επικρατειών στις οποίες εκτείνεται η εξουσιοδότηση. Τυχόν αλλαγές στις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να συνεκτιμώνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οι βάσεις δεδομένων πρέπει να επικαιροποιούνται διαρκώς. Οι εν λόγω βάσεις δεδομένων συμβάλλουν επίσης στην αντιστοίχιση των πληροφοριών για τα έργα με τις πληροφορίες για τα φωνογραφήματα ή κάθε άλλη υλική ενσωμάτωση του έργου. Επίσης, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι δυνητικοί χρήστες και δικαιούχοι καθώς και οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται για να εξακριβώνουν το ρεπερτόριο που εκπροσωπούν οι εν λόγω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν μέτρα για να προστατεύσουν την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεδομένων, για τον έλεγχο της επαναχρησιμοποίησής τους ή για την προστασία των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών.

(42)

Για να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα σχετικά με το μουσικό ρεπερτόριο που επεξεργάζονται είναι όσο το δυνατόν ακριβέστερα, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που χορηγούν πολυεδαφικές άδειες για μουσικά έργα θα πρέπει να επικαιροποιούν τις βάσεις δεδομένων τους συνεχώς και χωρίς καθυστέρηση όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Θα πρέπει να καθιερώνουν εύκολα προσβάσιμες διαδικασίες ώστε να δίνουν τη δυνατότητα στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών, καθώς και στους δικαιούχους και σε άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να τους ενημερώνουν σχετικά με τυχόν ανακρίβειες που ενδέχεται να περιλαμβάνουν οι βάσεις δεδομένων των οργανισμών σε σχέση με τα έργα που έχουν στην κυριότητα ή στον έλεγχό τους, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων —εν όλω ή εν μέρει— και επικρατειών για τις οποίες έχουν αναθέσει τη διαχείριση στο σχετικό οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, χωρίς ωστόσο να θέτουν σε κίνδυνο την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεδομένων που τηρούνται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης. Επειδή η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) χορηγεί σε κάθε πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα το δικαίωμα να ζητήσει τη διόρθωση, τη διαγραφή ή το κλείδωμα των ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να διασφαλίζει επίσης τη διόρθωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε ανακριβούς πληροφορίας σχετικά με τους δικαιούχους ή άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης στην περίπτωση πολυεδαφικών αδειών. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης πρέπει επίσης να έχουν την ικανότητα να επεξεργάζονται ηλεκτρονικά την καταχώριση των έργων και τις εξουσιοδοτήσεις διαχείρισης των δικαιωμάτων. Δεδομένης της σημασίας που έχει η αυτοματοποίηση των πληροφοριών για την ταχεία και αποτελεσματική επεξεργασία των δεδομένων, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης πρέπει να προβλέπουν τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων για τη συγκροτημένη μετάδοση των πληροφοριών αυτών από τους δικαιούχους. Στο μέτρο του δυνατού, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης πρέπει να εξασφαλίζουν ότι αυτού του είδους τα ηλεκτρονικά μέσα λαμβάνουν υπόψη τα αντίστοιχα προαιρετικά βιομηχανικά πρότυπα ή πρακτικές που αναπτύσσονται σε διεθνές ή σε ενωσιακό επίπεδο.

(43)

Τα βιομηχανικά πρότυπα για τη χρήση της μουσικής, την αναφορά των πωλήσεων και την τιμολόγηση συμβάλλουν καθοριστικά στη βελτίωση της αποδοτικότητας κατά την ανταλλαγή των δεδομένων μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των χρηστών. Η παρακολούθηση της χρήσης των αδειών θα πρέπει να σέβεται θεμελιώδη δικαιώματα, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για να διασφαλιστεί ότι τα οφέλη που απορρέουν από την αποδοτικότητα οδηγούν σε ταχύτερη χρηματοοικονομική επεξεργασία και τελικώς σε πιο έγκαιρες πληρωμές στους δικαιούχους, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να εκδίδουν τιμολόγια στους παρόχους υπηρεσιών και να διανέμουν τα ποσά που οφείλονται στους δικαιούχους χωρίς καθυστέρηση. Προκειμένου η απαίτηση αυτή να είναι αποτελεσματική, είναι απαραίτητο οι χρήστες να παρέχουν στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης ακριβείς και έγκαιρες αναφορές σχετικά με τη χρήση των έργων τους. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να αποδέχονται τις αναφορές που υποβάλλουν οι χρήστες σε κλειστούς μορφότυπους, εφόσον είναι διαθέσιμα ευρέως χρησιμοποιούμενα βιομηχανικά πρότυπα. Δεν θα πρέπει να απαγορεύεται στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης να αναθέτουν σε τρίτους υπηρεσίες σχετικά με τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικά δικαιώματα επί μουσικών έργων. Ο καταμερισμός ή η συνένωση των δυνατοτήτων των υπηρεσιών υποστήριξης αναμένεται ότι θα βοηθήσει τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης στη βελτίωση των υπηρεσιών διαχείρισης και στον εξορθολογισμό των επενδύσεων σε εργαλεία διαχείρισης δεδομένων.

(44)

Η ομαδοποίηση διαφορετικών μουσικών ρεπερτορίων για χορήγηση πολυεδαφικών αδειών διευκολύνει τη διαδικασία αδειοδότησης και, καθιστώντας διαθέσιμα όλα τα ρεπερτόρια στην αγορά πολυεδαφικών αδειών, ενισχύει την πολιτιστική ποικιλομορφία και συμβάλλει στη μείωση του αριθμού των συναλλαγών τις οποίες πρέπει να διενεργεί ένας πάροχος επιγραμμικής υπηρεσίας προκειμένου να προσφέρει υπηρεσίες. Η εν λόγω ομαδοποίηση των ρεπερτορίων θα διευκολύνει την ανάπτυξη νέων επιγραμμικών υπηρεσιών και θα οδηγεί επίσης στη μείωση του κόστους συναλλαγής που μετακυλίεται στους καταναλωτές. Κατά συνέπεια, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που δεν προτίθενται ή δεν είναι σε θέση να χορηγούν απευθείας πολυεδαφικές άδειες στο ιδιόκτητο μουσικό ρεπερτόριό τους πρέπει να ενθαρρύνονται σε εθελοντική βάση να αναθέτουν σε άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης τη διαχείριση του ρεπερτορίου τους κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις. Η αποκλειστικότητα στις συμφωνίες για χορήγηση πολυεδαφικών αδειών θα περιόριζε τις επιλογές που διατίθενται στους χρήστες που αναζητούν διακρατικές άδειες, καθώς και τις επιλογές που διατίθενται σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που αναζητούν υπηρεσίες διαχείρισης του ρεπερτορίου τους σε διακρατική βάση. Επομένως, όλες οι συμβάσεις αμοιβαιότητας μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης στις οποίες προβλέπεται η χορήγηση πολυεδαφικής αδειοδότησης θα πρέπει να συνάπτονται σε μη αποκλειστική βάση.

(45)

Η διαφάνεια των όρων δυνάμει των οποίων οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης διαχειρίζονται τα επιγραμμικά δικαιώματα έχει ιδιαίτερη σημασία για τα μέλη των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Επομένως, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να παρέχουν στα μέλη τους επαρκείς πληροφορίες για τους κύριους όρους κάθε συμφωνίας βάσει της οποίας ανατίθεται σε οποιονδήποτε άλλον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης η εκπροσώπηση των επιγραμμικών μουσικών δικαιωμάτων των μελών αυτών με σκοπό τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών.

(46)

Είναι επίσης σημαντικό να απαιτείται από κάθε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης που προσφέρει ή χορηγεί πολυεδαφικές άδειες να συμφωνεί να εκπροσωπεί το ρεπερτόριο οποιουδήποτε οργανισμού συλλογικής διαχείρισης που αποφασίζει να μην το πράξει απευθείας. Για να διασφαλιστεί ότι η απαίτηση αυτή δεν είναι δυσανάλογη και ότι δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης στον οποίο απευθύνεται το αίτημα υποχρεούται να αποδεχθεί την εκπροσώπηση μόνο σε περίπτωση που το αίτημα περιορίζεται στο επιγραμμικό δικαίωμα ή σε κατηγορίες επιγραμμικών δικαιωμάτων των οποίων έχει αναλάβει ο ίδιος την εκπροσώπηση. Επιπλέον, η απαίτηση αυτή θα πρέπει να ισχύει μόνο για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που ομαδοποιούν ρεπερτόριο και δεν πρέπει να καλύπτει οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που χορηγούν πολυεδαφικές άδειες αποκλειστικά για το δικό τους ρεπερτόριο. Επίσης, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης οι οποίοι ομαδοποιούν μόνο δικαιώματα επί των ίδιων έργων με σκοπό να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν άδεια από κοινού τόσο για δικαιώματα αναπαραγωγής όσο και για δικαιώματα παρουσίασης στο κοινό επί των έργων αυτών. Για την προστασία των συμφερόντων των δικαιούχων του εξουσιοδοτούντος οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και για τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης στην εσωτερική αγορά των μικρών και λιγότερο γνωστών ρεπερτορίων των κρατών μελών, είναι σημαντικό η διαχείριση του ρεπερτορίου του εξουσιοδοτούντος οργανισμού συλλογικής διαχείρισης να πραγματοποιείται υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για το ρεπερτόριο τους εξουσιοδοτούμενου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και οι προσφορές που απευθύνει ο εξουσιοδοτούμενος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών να περιλαμβάνουν και το ρεπερτόριο του εξουσιοδοτούντος οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Τα έξοδα διαχείρισης που χρεώνονται από τον εξουσιοδοτούμενο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να επιτρέπουν στον οργανισμό αυτό να αποσβέσει τις απαραίτητες και εύλογες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν. Κάθε συμφωνία με την οποία ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης αναθέτει σε άλλον οργανισμό ή οργανισμούς τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών στο ιδιόκτητο μουσικό ρεπερτόριό του για επιγραμμική χρήση δεν πρέπει να αποτρέπει τον πρώτο εξ αυτών οργανισμό συλλογικής διαχείρισης από τη συνέχιση χορήγησης αδειών αποκλειστικά στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός αυτός, στο δικό της ρεπερτόριο και σε κάθε άλλο ρεπερτόριο το οποίο ενδέχεται να έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπεί στην εν λόγω επικράτεια.

(47)

Οι στόχοι και η αποτελεσματικότητα των κανόνων για τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης θα ετίθεντο σε σημαντικό κίνδυνο εάν οι δικαιούχοι δεν ήταν σε θέση να ασκούν τέτοια δικαιώματά σε σχέση με τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών σε περίπτωση που ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης στον οποίο έχουν χορηγήσει τα δικαιώματά τους δεν χορηγούσε ούτε προσέφερε πολυεδαφικές άδειες και επιπλέον δεν επιθυμούσε να αναθέσει τη χορήγηση αυτή σε άλλον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης. Για τον λόγο αυτό, σε τέτοιες περιπτώσεις, θα ήταν σημαντικό να παρέχεται η δυνατότητα στους δικαιούχους να χορηγούν οι ίδιοι τις πολυεδαφικές άδειες που απαιτούνται από τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών ή μέσω άλλου συμβαλλόμενου μέρους ή μερών, ανακαλώντας τα δικαιώματά τους από τον αρχικό τους οργανισμό συλλογικής διαχείρισης στον βαθμό που είναι αναγκαίο για τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις και διατηρώντας τα ίδια αυτά δικαιώματα στον αρχικό τους οργανισμό για τους σκοπούς της χορήγησης μονοεδαφικών αδειών.

(48)

Οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί βασίζονται εν γένει σε άδεια χορηγηθείσα από τοπικό οργανισμό συλλογικής διαχείρισης για τις δικές τους εκπομπές ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων που περιλαμβάνουν μουσικά έργα. Σε πολλές περιπτώσεις, η άδεια αυτή ισχύει περιοριστικά για ραδιοτηλεοπτικές δραστηριότητες. Προκειμένου να επιτρέπεται η διάθεση τέτοιου είδους ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων στο διαδίκτυο, απαιτείται άδεια για επιγραμμικά δικαιώματα επί μουσικών έργων. Για να διευκολύνεται η χορήγηση αδειών σε επιγραμμικά μουσικά δικαιώματα για τους σκοπούς της ταυτόχρονης και καθυστερημένης μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών στο διαδίκτυο, θα πρέπει να προβλέπεται παρέκκλιση από τους κανόνες που θα ίσχυαν σε διαφορετική περίπτωση για τη χορήγηση πολυεδαφικής άδειας σε μουσικά έργα για επιγραμμικές χρήσεις. Η εν λόγω παρέκκλιση θα πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για να επιτρέπεται η πρόσβαση σε ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα στο διαδίκτυο και σε υλικό που έχει σαφή σχέση εξάρτησης με την αρχική εκπομπή και παράγεται για σκοπούς όπως η συμπλήρωση, η προκαταρκτική εξέταση ή η επανεξέταση των εν λόγω τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων. Η παρέκκλιση αυτή δεν θα πρέπει να λειτουργεί με σκοπό τη στρέβλωση του ανταγωνισμού με τις άλλες υπηρεσίες οι οποίες παρέχουν στους καταναλωτές πρόσβαση σε ατομικά μουσικά ή οπτικοακουστικά έργα στο διαδίκτυο, ούτε να οδηγεί σε περιοριστικές πρακτικές, όπως η κατανομή της αγοράς ή της πελατείας, πράγμα που θα συνιστούσε παραβίαση των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ.

(49)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται η αποτελεσματική επιβολή των διατάξεων εθνικού δικαίου οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης θα πρέπει να παρέχουν στα μέλη τους ειδικές διαδικασίες για τον χειρισμό των καταγγελιών. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμες και σε άλλους δικαιούχους που εκπροσωπούνται απευθείας από τον οργανισμό, καθώς και σε άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης για λογαριασμό των οποίων αναλαμβάνει τη διαχείριση δικαιωμάτων στο πλαίσιο συμφωνίας εκπροσώπησης. Εξάλλου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν ότι οι διαφορές μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, των μελών τους, των δικαιούχων ή των χρηστών όσον αφορά στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μπορούν να υποβάλλονται σε ταχεία, ανεξάρτητη και αμερόληπτη διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα των κανόνων που διέπουν τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών σε επιγραμμικά δικαιώματα επί μουσικών έργων μπορεί να θιγεί εάν οι διαφορές μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και άλλων μερών δεν επιλύονται γρήγορα και αποτελεσματικά. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλέπεται, με την επιφύλαξη του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, η δυνατότητα μιας εύκολα προσβάσιμης, αποτελεσματικής και αμερόληπτης εξωδικαστικής διαδικασίας, όπως είναι η διαμεσολάβηση ή η διαιτησία, για την επίλυση των διαφορών μεταξύ, αφενός, των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης που χορηγούν πολυεδαφικές άδειες και, αφετέρου, των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών, των δικαιούχων ή άλλων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Η παρούσα οδηγία δεν ορίζει συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών ούτε καθορίζει το όργανο που θα την αναλάβει, εφόσον διασφαλίζεται η ανεξαρτησία, η αμεροληψία και η αποτελεσματικότητά του. Σκόπιμο είναι επίσης να απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέψουν ανεξάρτητες, αμερόληπτες και αποτελεσματικές διαδικασίες επίλυσης διαφορών, μέσω οργάνων με πείρα στο δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας ή μέσω δικαστηρίων κατάλληλων για τη διευθέτηση εμπορικών διαφορών μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των χρηστών σε σχέση με τους ισχύοντες ή προτεινόμενους όρους αδειοδότησης ή σε σχέση με παραβίαση σύμβασης.

(50)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιερώνουν κατάλληλες διαδικασίες μέσω των οποίων θα καθίσταται δυνατή η παρακολούθηση της συμμόρφωσης των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης