ISSN 1977-0669 doi:10.3000/19770669.L_2014.074.ell |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Νομοθεσία |
57ό έτος |
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
EL |
Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος. Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο. |
II Μη νομοθετικές πράξεις
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/1 |
ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 240/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 7ης Ιανουαρίου 2014
σχετικά με τον ευρωπαϊκό κώδικα δεοντολογίας για την εταιρική σχέση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 3,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η θέσπιση ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας για την υποστήριξη και τη διευκόλυνση των κρατών μελών όσον αφορά την οργάνωση των εταιρικών σχέσεων για τη σύναψη συμφωνιών εταιρικής σχέσης και την υλοποίηση προγραμμάτων που λαμβάνουν στήριξη από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΤΘΑ). Τα εν λόγω ταμεία λειτουργούν πλέον εντός κοινού πλαισίου και καλούνται «ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία» (εφεξής «ταμεία ESI»). |
(2) |
Η συνεργασία στο πλαίσιο εταιρικής σχέσης αποτελεί καθιερωμένη αρχή για την εφαρμογή των ταμείων ESI. Η εταιρική σχέση προϋποθέτει τη στενή συνεργασία μεταξύ των δημόσιων αρχών, των οικονομικών και των κοινωνικών εταίρων και των φορέων που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου προγραμματισμού που περιλαμβάνει τα στάδια της κατάρτισης, της εφαρμογής, της παρακολούθησης και της αξιολόγησης. |
(3) |
Οι επιλεγμένοι εταίροι θα πρέπει να είναι οι πλέον αντιπροσωπευτικοί των οικείων φορέων. Οι διαδικασίες επιλογής θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και να λαμβάνουν υπόψη τα θεσμικά και νομικά πλαίσια των κρατών μελών, καθώς και τις εθνικές και περιφερειακές αρμοδιότητές τους. |
(4) |
Στους εταίρους αυτούς θα πρέπει να συγκαταλέγονται δημόσιες αρχές, οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι και φορείς που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών εταίρων, των οργανώσεων σε επίπεδο κοινοτήτων και των εθελοντικών οργανώσεων, που μπορούν να επηρεάσουν ή να επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό από την εφαρμογή της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και την υλοποίηση των προγραμμάτων. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη συμπερίληψη ομάδων που μπορεί να επηρεαστούν από τα προγράμματα, αλλά δυσκολεύονται να τα επηρεάσουν, και ιδιαίτερα στις πλέον ευάλωτες και περιθωριοποιημένες κοινότητες, οι οποίες αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο διακρίσεων ή κοινωνικού αποκλεισμού, και ιδίως στα άτομα με αναπηρία, στους μετανάστες και στους Ρομά. |
(5) |
Για την επιλογή των εταίρων είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των συμφωνιών εταιρικής σχέσης και των προγραμμάτων. Οι συμφωνίες εταιρικής σχέσης καλύπτουν όλα τα ταμεία ESI που παρέχουν στήριξη σε κάθε κράτος μέλος, ενώ τα προγράμματα αφορούν μόνο τα ταμεία ESI που συνεισφέρουν σε αυτά. Για τις συμφωνίες εταιρικής σχέσης θα πρέπει να επιλέγονται οι εταίροι που θεωρούνται σχετικοί με την προγραμματιζόμενη χρήση του συνόλου των ταμείων ESI, ενώ για τα προγράμματα είναι αρκετό να επιλέγονται οι εταίροι που θεωρούνται σχετικοί με την προγραμματιζόμενη χρήση των ταμείων ESI που συνεισφέρουν στο εκάστοτε πρόγραμμα. |
(6) |
Οι εταίροι θα πρέπει να συμμετέχουν στην κατάρτιση και την εφαρμογή των συμφωνιών εταιρικής σχέσης και των προγραμμάτων. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να θεσπίζονται βασικές αρχές και ορθές πρακτικές για την έγκαιρη, ουσιαστική και διαφανή διαβούλευση των εταίρων σχετικά με την ανάλυση των προκλήσεων και των αναγκών που πρέπει να αντιμετωπιστούν, την επιλογή των στόχων και των προτεραιοτήτων για την αντιμετώπισή τους και τις δομές συντονισμού, καθώς και τις συμφωνίες πολυεπίπεδης διακυβέρνησης που απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών. |
(7) |
Οι εταίροι θα πρέπει να εκπροσωπούνται στις επιτροπές παρακολούθησης των προγραμμάτων. Οι κανόνες που διέπουν τη συμμετοχή των μελών και τις διαδικασίες επιτροπής θα πρέπει να προωθούν τη συνέχεια και την αφομοίωση του προγραμματισμού και της εφαρμογής, σαφείς και διαφανείς ρυθμίσεις ως προς τις εργασίες, καθώς και την έγκαιρη παράδοση και την εξάλειψη των διακρίσεων. |
(8) |
Οι εταίροι, με την ενεργό συμμετοχή τους στις επιτροπές παρακολούθησης, θα πρέπει να συμμετέχουν στην αξιολόγηση των επιδόσεων σχετικά με τις διάφορες προτεραιότητες, τις σχετικές εκθέσεις για τα προγράμματα και, κατά περίπτωση, τις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων. |
(9) |
Η αποτελεσματική εταιρική σχέση θα πρέπει να διευκολύνεται με την παροχή βοήθειας στους σχετικούς εταίρους για την ενίσχυση της θεσμικής τους ικανότητας με στόχο την κατάρτιση και την υλοποίηση των προγραμμάτων. |
(10) |
Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκολύνει την ανταλλαγή ορθών πρακτικών, την ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας και τη διάδοση των σχετικών αποτελεσμάτων μεταξύ των κρατών μελών, των διαχειριστικών αρχών και των εκπροσώπων των εταίρων με τη συγκρότηση μιας κοινότητας πρακτικής για την εταιρική σχέση που θα καλύπτει όλα τα ταμεία ESI. |
(11) |
Ο ρόλος των εταίρων κατά την εφαρμογή των συμφωνιών εταιρικής σχέσης και οι επιδόσεις και η αποτελεσματικότητα της εταιρικής σχέσης κατά την προγραμματική περίοδο θα πρέπει να αξιολογούνται από τα κράτη μέλη. |
(12) |
Για την υποστήριξη και τη διευκόλυνση των κρατών μελών κατά την οργάνωση της εταιρικής σχέσης η Επιτροπή θα πρέπει να παράσχει παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τον ευρωπαϊκό κώδικα δεοντολογίας για την εταιρική σχέση όσον αφορά τις συμφωνίες εταιρικής σχέσης και τα προγράμματα που λαμβάνουν στήριξη από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΔΙΑΦΑΝΕΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΟΙΚΕΙΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ
Άρθρο 2
Αντιπροσωπευτικότητα των εταίρων
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εταίροι που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 είναι οι πλέον αντιπροσωπευτικοί για τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς και ορίζονται ως δεόντως εντεταλμένοι εκπρόσωποι, με βάση τις αρμοδιότητές τους, την ικανότητα ενεργού συμμετοχής τους και το κατάλληλο επίπεδο εκπροσώπησης.
Άρθρο 3
Προσδιορισμός οικείων εταίρων για τη συμφωνία εταιρικής σχέσης
1. Για τη συμφωνία εταιρικής σχέσης, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τους σχετικούς εταίρους, μεταξύ των οποίων τουλάχιστον οι εξής:
α) |
αρμόδιες περιφερειακές, τοπικές, δημοτικές και άλλες δημόσιες αρχές, όπως:
|
β) |
οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι, μεταξύ των οποίων οι εξής:
|
γ) |
φορείς που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών, όπως οι περιβαλλοντικοί εταίροι, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την προώθηση της κοινωνικής ένταξης, της ισότητας των φύλων και της εξάλειψης των διακρίσεων, μεταξύ των οποίων οι εξής:
|
2. Στην περίπτωση που οι δημόσιες αρχές, οι οικονομικοί και οι κοινωνικοί εταίροι και οι φορείς που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών έχουν συστήσει οργάνωση για την ομαδοποίηση των συμφερόντων τους με στόχο τη διευκόλυνση της συμμετοχής τους στην εταιρική σχέση (κεντρική οργάνωση), δύνανται να ορίσουν έναν και μόνο εκπρόσωπο για την έκθεση των απόψεων της κεντρικής οργάνωσης στην εταιρική σχέση.
Άρθρο 4
Προσδιορισμός οικείων εταίρων για προγράμματα
1. Για κάθε πρόγραμμα τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τους σχετικούς εταίρους μεταξύ των οποίων είναι τουλάχιστον οι εξής:
α) |
αρμόδιες περιφερειακές, τοπικές, δημοτικές και άλλες δημόσιες αρχές, όπως:
|
β) |
οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι, μεταξύ των οποίων οι εξής:
|
γ) |
φορείς που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών, όπως οι περιβαλλοντικοί εταίροι, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την προώθηση της κοινωνικής ένταξης, της ισότητας των φύλων και της εξάλειψης των διακρίσεων, μεταξύ των οποίων οι εξής:
|
2. Όσον αφορά τα ευρωπαϊκά προγράμματα εδαφικής συνεργασίας, τα κράτη μέλη μπορεί να επιτρέψουν τη συμμετοχή στην εταιρική σχέση στους εξής φορείς:
i) |
ευρωπαϊκούς ομίλους εδαφικής συνεργασίας που δραστηριοποιούνται στην αντίστοιχη διασυνοριακή ή διακρατική περιοχή του προγράμματος· |
ii) |
αρχές ή φορείς που συμμετέχουν στην ανάπτυξη ή την εφαρμογή μακροπεριφερειακής στρατηγικής ή στρατηγικής θαλάσσιας λεκάνης στην περιοχή του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των συντονιστών των τομέων προτεραιότητας για μακροπεριφερειακές στρατηγικές. |
3. Στην περίπτωση που οι δημόσιες αρχές, οι οικονομικοί και οι κοινωνικοί εταίροι και οι φορείς που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών έχουν συστήσει κεντρική οργάνωση, δύνανται να ορίσουν έναν και μόνο εκπρόσωπο για την έκθεση των απόψεων της κεντρικής οργάνωσης στην εταιρική σχέση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Άρθρο 5
Διαβουλεύσεις με τους σχετικούς εταίρους κατά την κατάρτιση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και των προγραμμάτων
1. Για να διασφαλίσουν τη διαφανή και αποτελεσματική συμμετοχή των οικείων εταίρων, τα κράτη μέλη και οι διαχειριστικές αρχές προβαίνουν σε διαβούλευση μαζί τους σχετικά με τη διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα της κατάρτισης της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και των προγραμμάτων. Με τον τρόπο αυτό, τους ενημερώνουν πλήρως σχετικά με το περιεχόμενο και τις ενδεχόμενες αλλαγές.
2. Όσον αφορά τη διαβούλευση με τους σχετικούς εταίρους, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη:
α) |
έγκαιρης δημοσιοποίησης και εύκολης πρόσβασης στις σχετικές πληροφορίες· |
β) |
διάθεσης στους εταίρους επαρκούς χρόνου για την ανάλυση και τη διατύπωση παρατηρήσεων σχετικά με τα βασικά προπαρασκευαστικά έγγραφα, το σχέδιο της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και τα σχέδια των προγραμμάτων· |
γ) |
παροχής διαθέσιμων διαύλων μέσω των οποίων οι εταίροι θα μπορούν να υποβάλλουν τα ερωτήματα και τις παρατηρήσεις τους και θα ενημερώνονται σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έχουν συνεκτιμηθεί οι προτάσεις τους· |
δ) |
διάδοσης των αποτελεσμάτων της διαβούλευσης. |
3. Όσον αφορά τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν στη συμμετοχή των οικείων εταίρων τα εθνικά αγροτικά δίκτυα που συστήνονται με βάση το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).
4. Στην περίπτωση που έχουν συναφθεί επίσημες συμφωνίες μεταξύ των διαφόρων υποεθνικών επιπέδων διακυβέρνησης, το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω συμφωνίες πολυεπίπεδης διακυβέρνησης σύμφωνα με το θεσμικό και νομικό του πλαίσιο.
Άρθρο 6
Κατάρτιση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης
Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη συμμετοχή των οικείων εταίρων, σύμφωνα με το θεσμικό και νομικό τους πλαίσιο, στην κατάρτιση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και ειδικότερα όσον αφορά:
α) |
την ανάλυση των διαφορών, των αναπτυξιακών αναγκών και του δυναμικού ανάπτυξης σε σχέση με τους θεματικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων όσων καλύπτονται από τις σχετικές ειδικές για κάθε χώρα συστάσεις· |
β) |
τις συνόψεις των εκ των προτέρων αιρεσιμοτήτων των προγραμμάτων και των βασικών πορισμάτων τυχόν εκ των προτέρων αξιολογήσεων της συμφωνίας εταιρικής σχέσης που διενεργήθηκαν με πρωτοβουλία του κράτους μέλους· |
γ) |
την επιλογή των θεματικών στόχων, τις ενδεικτικές κατανομές των ταμείων ESI και τα βασικά προσδοκώμενα αποτελέσματά τους· |
δ) |
τον κατάλογο των προγραμμάτων και των μηχανισμών εθνικού και περιφερειακού επιπέδου για τη διασφάλιση του συντονισμού των ταμείων ESI μεταξύ τους και με άλλα ενωσιακά ή εθνικά χρηματοδοτικά μέσα, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων· |
ε) |
τις ρυθμίσεις για τη διασφάλιση ολοκληρωμένης προσέγγισης ως προς τη χρήση των ταμείων ESI για την εδαφική ανάπτυξη αστικών, αγροτικών, παράκτιων και αλιευτικών περιοχών και περιοχών με ιδιαίτερα εδαφικά χαρακτηριστικά· |
στ) |
τις ρυθμίσεις για τη διασφάλιση ολοκληρωμένης προσέγγισης για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των γεωγραφικών περιοχών που πλήττονται κατεξοχήν από τη φτώχεια και στοχευόμενων ομάδων που αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο διακρίσεων ή αποκλεισμού, με ειδική μέριμνα για τις περιθωριοποιημένες κοινότητες· |
ζ) |
την εφαρμογή των οριζόντιων αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 5, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013. |
Άρθρο 7
Πληροφορίες σχετικά με τη συμμετοχή των οικείων εταίρων στη συμφωνία εταιρικής σχέσης
Για τη συμφωνία εταιρικής σχέσης, τα κράτη μέλη παρέχουν τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) |
τον κατάλογο των εταίρων που συμμετέχουν στην κατάρτιση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης· |
β) |
τις δράσεις που έχουν αναληφθεί για τη διασφάλιση της ενεργού συμμετοχής των εταίρων, συμπεριλαμβανομένων των δράσεων σχετικά με την προσβασιμότητα, ιδίως στην περίπτωση ατόμων με αναπηρία· |
γ) |
τον ρόλο των εταίρων κατά την κατάρτιση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης· |
δ) |
τα αποτελέσματα της διαβούλευσης με τους εταίρους και την περιγραφή των οφελών που απέφερε κατά την κατάρτιση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης. |
Άρθρο 8
Κατάρτιση των προγραμμάτων
Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη συμμετοχή των οικείων εταίρων, σύμφωνα με το θεσμικό και νομικό τους πλαίσιο, στην κατάρτιση των προγραμμάτων και ειδικότερα όσον αφορά:
α) |
την ανάλυση και τον προσδιορισμό των αναγκών· |
β) |
τον καθορισμό και την επιλογή των προτεραιοτήτων και των σχετικών ειδικών στόχων· |
γ) |
την κατανομή της χρηματοδότησης· |
δ) |
τον καθορισμό των ειδικών δεικτών κάθε προγράμματος· |
ε) |
την εφαρμογή των οριζόντιων αρχών όπως ορίζονται στα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013· |
στ) |
τη σύνθεση της επιτροπής παρακολούθησης. |
Άρθρο 9
Πληροφορίες σχετικά με τη συμμετοχή των οικείων εταίρων σε προγράμματα
Για τα προγράμματα, τα κράτη μέλη παρέχουν τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) |
δράσεις που έχουν αναληφθεί για τη συμμετοχή των οικείων εταίρων στην κατάρτιση των προγραμμάτων και τις τροποποιήσεις τους· |
β) |
τις προγραμματισμένες δράσεις για την εξασφάλιση της συμμετοχής των εταίρων στην υλοποίηση των προγραμμάτων. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΟΡΘΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ
Άρθρο 10
Κανόνες συμμετοχής των μελών στην επιτροπή παρακολούθησης
1. Κατά τη διαμόρφωση των κανόνων συμμετοχής των μελών στην επιτροπή παρακολούθησης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή των εταίρων που έχουν εμπλακεί στην κατάρτιση των προγραμμάτων και επιδιώκουν την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και την αποφυγή των διακρίσεων.
2. Όσον αφορά τις επιτροπές παρακολούθησης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων εδαφικής συνεργασίας, οι εταίροι δύνανται να εκπροσωπούνται από κεντρικές οργανώσεις σε ενωσιακό ή διακρατικό επίπεδο στην περίπτωση διαπεριφερειακών και διακρατικών προγραμμάτων συνεργασίας. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξασφαλίζουν την εμπλοκή των εταίρων στις προπαρασκευαστικές εργασίες της επιτροπής παρακολούθησης, ιδίως μέσω της συμμετοχής τους στις εργασίες των επιτροπών συντονισμού σε εθνικό επίπεδο που διοργανώνονται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.
Άρθρο 11
Εσωτερικός κανονισμός της επιτροπής παρακολούθησης
Κατά τη διαμόρφωση των εσωτερικών κανονισμών, οι επιτροπές παρακολούθησης λαμβάνουν υπόψη τα εξής:
α) |
τα δικαιώματα ψήφου των μελών· |
β) |
την ειδοποίηση σχετικά με τις συνεδριάσεις και τη διαβίβαση των εγγράφων, κατά κανόνα τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της συνεδρίασης· |
γ) |
τις ρυθμίσεις σχετικά με τη δημοσιοποίηση και την προσβασιμότητα των προπαρασκευαστικών εγγράφων που υποβάλλονται στις επιτροπές παρακολούθησης· |
δ) |
τη διαδικασία έγκρισης, δημοσίευσης και προσβασιμότητας των πρακτικών· |
ε) |
τις ρυθμίσεις για τη σύσταση και τις δραστηριότητες των ομάδων εργασίας στο πλαίσιο των επιτροπών παρακολούθησης· |
στ) |
τις διατάξεις σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των εταίρων που συμμετέχουν στην παρακολούθηση, την αξιολόγηση και τις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων· |
ζ) |
τις προϋποθέσεις, τις αρχές και τις ρυθμίσεις σχετικά με τους κανόνες επιστροφής δαπανών, τις ευκαιρίες ανάπτυξης ικανοτήτων και τη χρήση τεχνικής συνδρομής. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΩΝ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΠΡΟΟΔΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Άρθρο 12
Υποχρεώσεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων, την εμπιστευτικότητα και τις συγκρούσεις συμφερόντων
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εταίροι που συμμετέχουν στην κατάρτιση προσκλήσεων υποβολής προσφορών και εκθέσεων προόδου, καθώς και την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των προγραμμάτων γνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την προστασία των δεδομένων, την εμπιστευτικότητα και τις συγκρούσεις συμφερόντων.
Άρθρο 13
Συμμετοχή των οικείων εταίρων στην κατάρτιση προσκλήσεων υποβολής προτάσεων
Στην περίπτωση συμμετοχής οικείων εταίρων στην κατάρτιση προσκλήσεων υποβολής προτάσεων ή κατά την αξιολόγησή τους, οι διαχειριστικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων.
Άρθρο 14
Συμμετοχή των οικείων εταίρων στην κατάρτιση εκθέσεων προόδου
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συμμετοχή οικείων εταίρων στην κατάρτιση εκθέσεων προόδου σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας εταιρικής σχέσης που αναφέρεται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση του ρόλου των εταίρων στην εφαρμογή της συμφωνίας εταιρικής σχέσης και την επισκόπηση των απόψεων που διατύπωσαν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της περιγραφής του τρόπου συνεκτίμησης των απόψεων των εταίρων.
Άρθρο 15
Συμμετοχή των οικείων εταίρων στην παρακολούθηση των προγραμμάτων
Στο πλαίσιο της επιτροπής παρακολούθησης και των ομάδων εργασίας της, οι διαχειριστικές αρχές εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των εταίρων στην αξιολόγηση των επιδόσεων του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των συμπερασμάτων της επανεξέτασης των επιδόσεων, και στην κατάρτιση των ετήσιων εκθέσεων εφαρμογής των προγραμμάτων.
Άρθρο 16
Συμμετοχή των οικείων εταίρων στην αξιολόγηση των προγραμμάτων
1. Οι διαχειριστικές αρχές εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των οικείων εταίρων στην αξιολόγηση των προγραμμάτων στο πλαίσιο των επιτροπών παρακολούθησης και, κατά περίπτωση, των ειδικών ομάδων εργασίας που συστήνουν οι επιτροπές παρακολούθησης για τον σκοπό αυτό.
2. Οι διαχειριστικές αρχές των προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) και του Ταμείου Συνοχής προβαίνουν σε διαβουλεύσεις με τους εταίρους σχετικά με τις εκθέσεις για τη σύνοψη των πορισμάτων των αξιολογήσεων που διενεργούνται κατά τη διάρκεια της προγραμματικής περιόδου σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΜΕΩΝ, ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ESI ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
Άρθρο 17
Ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας των οικείων εταίρων
1. Η διαχειριστική αρχή διερευνά την ανάγκη χρήσης τεχνικής συνδρομής με στόχο την παροχή στήριξης για τη βελτίωση της θεσμικής ικανότητας των εταίρων, ιδίως όσον αφορά τις μικρές τοπικές αρχές, τους οικονομικούς και κοινωνικούς εταίρους και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, προκειμένου να τους βοηθήσει να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στην κατάρτιση, την υλοποίηση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των προγραμμάτων.
2. Η στήριξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί, μεταξύ άλλων, να λάβει τη μορφή ειδικών εργαστηρίων, δράσεων επιμόρφωσης, δομών συντονισμού και δικτύωσης ή συνεισφοράς στο κόστος συμμετοχής στις συνεδριάσεις σχετικά με την κατάρτιση, την υλοποίηση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση ενός προγράμματος.
3. Όσον αφορά τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, η στήριξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να παρασχεθεί μέσω του εθνικού αγροτικού δικτύου που συστήνεται βάσει του άρθρου 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013.
4. Όσον αφορά τα προγράμματα του ΕΚΤ, οι διαχειριστικές αρχές των λιγότερο ανεπτυγμένων περιφερειών, των μεταβατικών περιφερειών ή των επιλέξιμων κρατών μελών για στήριξη από το Ταμείο Συνοχής εξασφαλίζουν ότι εκχωρούνται επαρκείς πόροι του ΕΚΤ, ανάλογα με τις ανάγκες, για τις δραστηριότητες ανάπτυξης ικανοτήτων των κοινωνικών εταίρων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων που συμμετέχουν στα προγράμματα.
5. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή εδαφική συνεργασία, η στήριξη βάσει των παραγράφων 1 και 2 δύναται επίσης να καλύπτει τη στήριξη των εταίρων με στόχο τη βελτίωση της θεσμικής τους ικανότητας για τη συμμετοχή τους σε διεθνείς δραστηριότητες συνεργασίας.
Άρθρο 18
Ο ρόλος της Επιτροπής όσον αφορά τη διάδοση των ορθών πρακτικών
1. Η Επιτροπή δημιουργεί μηχανισμό συνεργασίας κοινό για όλα τα ταμεία ESI, ο οποίος ονομάζεται «ευρωπαϊκή κοινότητα πρακτικής σχετικά με την εταιρική σχέση» και στον οποίο μπορούν να ενταχθούν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, οι διαχειριστικές αρχές και οι οργανώσεις εκπροσώπησης των εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο.
Η ευρωπαϊκή κοινότητα πρακτικής σχετικά με την εταιρική σχέση διευκολύνει την ανταλλαγή πείρας, την ανάπτυξη ικανοτήτων και τη διάδοση των σχετικών αποτελεσμάτων.
2. Η Επιτροπή παρέχει παραδείγματα ορθών πρακτικών σχετικά με την οργάνωση της εταιρικής σχέσης.
3. Η ανταλλαγή πείρας σχετικά με τον προσδιορισμό, τη μεταφορά και τη διάδοση των ορθών πρακτικών και των καινοτόμων προσεγγίσεων όσον αφορά την υλοποίηση των διαπεριφερειακών προγραμμάτων και δράσεων συνεργασίας βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1299/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) καλύπτει την πείρα που έχει αποκτηθεί σχετικά με την εταιρική σχέση σε προγράμματα συνεργασίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 19
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 7 Ιανουαρίου 2014.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
José Manuel BARROSO
(1) ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 320.
(2) Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ L 180 της 19.7.2000, σ. 22).
(3) Οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών (ΕΕ L 373 της 21.12.2004, σ. 37).
(4) Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ L 204 της 26.7.2006, σ. 23).
(5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 487).
(6) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1299/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού ειδικών διατάξεων για την υποστήριξη του στόχου της Ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 259).
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/8 |
ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 241/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 7ης Ιανουαρίου 2014
για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 27 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 28 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 29 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 32 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 36 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 41 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 52 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 76 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 78 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 79 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 83 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 481 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 487 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά, δεδομένου ότι αναφέρονται σε στοιχεία των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων και σε αφαιρέσεις από εκείνα τα ίδια στοιχεία ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν σε έναν ενιαίο κανονισμό όλα τα απαιτούμενα βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα ίδια κεφάλαια. |
(2) |
Για να υπάρξει μεγαλύτερη σύγκλιση σε όλη την Ένωση του τρόπου αφαίρεσης των προβλέψιμων μερισμάτων από τα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ιεράρχηση των τρόπων αξιολόγησης της έκπτωσης, πρώτον, με τη λήψη απόφασης για τις διανομές μερισμάτων από τον αρμόδιο φορέα, κατόπιν, με τη μερισματική πολιτική και, τρίτον, με ένα ιστορικό ποσοστό διανομής. |
(3) |
Εκτός από τις γενικές απαιτήσεις ίδιων κεφαλαίων, όπως αυτές προστίθενται στις ή τροποποιούνται από τις ειδικές απαιτήσεις ίδιων κεφαλαίων που ορίζονται γι’ αυτά τα είδη ιδρυμάτων, είναι αναγκαία η εξειδίκευση των όρων με τους οποίους οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφανθούν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή παρόμοιο ίδρυμα, για τον σκοπό των ιδίων κεφαλαίων, προκειμένου να μετριαστεί ο κίνδυνος του να μπορεί κάθε ίδρυμα να λειτουργεί υπό το ειδικό καθεστώς της αλληλασφαλιστικής ένωσης, της συνεταιριστικής εταιρείας, του ταμιευτηρίου ή παρόμοιου φορέα στον οποίο μπορούν να εφαρμόζονται συγκεκριμένες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, σε περίπτωση που το εν λόγω ίδρυμα δεν έχει κοινά χαρακτηριστικά με αυτά των ενωσιακών ιδρυμάτων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα. |
(4) |
Για ένα ίδρυμα που αναγνωρίζεται από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή ανάλογο ίδρυμα, είναι σκόπιμο, σε ορισμένες περιπτώσεις, να γίνεται διάκριση μεταξύ των κατόχων των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των μελών του εν λόγω ιδρύματος, εφόσον τα μέλη απαιτείται εν γένει να διαθέτουν μέσα κεφαλαίου προκειμένου να έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν μερίσματα, καθώς και δικαίωμα σε ένα μέρος των κερδών και των αποθεματικών. |
(5) |
Γενικά, το κοινό χαρακτηριστικό των συνεταιριστικών ιδρυμάτων, ταμιευτηρίων, αλληλασφαλιστικών ενώσεων ή παρόμοιων ιδρυμάτων είναι ότι ασκούν τις δραστηριότητές του προς όφελος των πελατών και μελών του ιδρύματος και ως παροχή υπηρεσιών στο κοινό. Ο πρωταρχικός τους στόχος δεν είναι η δημιουργία και η απόδοση οικονομικού οφέλους σε εξωτερικούς φορείς παροχής κεφαλαίων, όπως οι μέτοχοι ανώνυμων εταιρειών. Για τον λόγο αυτό, τα κεφαλαιακά μέσα που χρησιμοποιούνται από τα εν λόγω ιδρύματα διαφέρουν από τα εκδιδόμενα από ανώνυμες εταιρείες κεφαλαιακά μέσα που, γενικά, παρέχουν στους μετόχους πλήρη πρόσβαση σε αποθεματικά και τα κέρδη υπό συνθήκες ομαλής λειτουργίας και κατά την εκκαθάριση και μπορούν να μεταβιβαστούν σε τρίτους. |
(6) |
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των συνεταιριστικών ιδρυμάτων είναι, εν γένει, η δυνατότητα των μελών να παραιτούνται και, ως εκ τούτου, να απαιτούν την εξόφληση των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που κατέχουν. Αυτό δεν εμποδίζει μια συνεταιριστική εταιρεία να εκδίδει αποδεκτές κοινές μετοχές της κατηγορίας 1, οι κάτοχοι των οποίων δεν έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν τα μέσα στο ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά πληρούν τις διατάξεις του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όταν ένα ίδρυμα εκδίδει διάφορα είδη μέσων βάσει του άρθρου 29 του εν λόγω κανονισμού, δεν θα πρέπει να παρέχονται προνόμια μόνο σε ορισμένους από αυτούς τους τύπους μέσων, εκτός από αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 του ίδιου κανονισμού. |
(7) |
Η δομή των ταμιευτηρίων προσιδιάζει γενικά στη δομή ιδρυμάτων στα οποία δεν υφίσταται κυριότητα του κεφαλαίου, δηλαδή κανένας κάτοχος συμμετοχής στο κεφάλαιο ο οποίος να μπορεί να επωφεληθεί από τα κέρδη του ιδρύματος. Ένα βασικό χαρακτηριστικό των αλληλασφαλιστικών ενώσεων είναι ότι, κατά κανόνα, τα μέλη δεν συμμετέχουν στο κεφάλαιο του ιδρύματος και δν ωφελούνται, σε κανονικές συνθήκες δραστηριότητας, από την άμεση διανομή των αποθεματικών. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα εν λόγω ιδρύματα, προκειμένου να αναπτύξουν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, να εκδίδουν μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε επενδυτές ή μέλη που μπορεί να κατέχουν συμμετοχή στο κεφάλαιο και να ωφελούνται σε κάποιο βαθμό από τα αποθεματικά σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας και σε περίπτωση εκκαθάρισης. |
(8) |
Όλα τα υφιστάμενα ιδρύματα, που έχουν ήδη συσταθεί και αναγνωρισθεί ως αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια ή παρεμφερή ιδρύματα σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, εξακολουθούν να κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή για όσο διάστημα εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια βάσει των οποίων αναγνωρίστηκαν ως μία από τις εν λόγω οντότητες σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο. |
(9) |
Ο καθορισμός των καταστάσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως έμμεση χρηματοδότηση για όλους τους τύπους των κεφαλαιακών μέσων είναι πρακτικά πιο εφικτός και ολοκληρωμένος μέσω του προσδιορισμού των χαρακτηριστικών της αντίθετης έννοιας, δηλαδή της άμεσης χρηματοδότησης. |
(10) |
Για την εφαρμογή των κανόνων περί ιδίων κεφαλαίων στις αλληλασφαλιστικές ενώσεις, τις συνεταιριστικές εταιρείες, τα ταμιευτήρια και παρόμοιους φορείς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με τον κατάλληλο τρόπο οι ιδιαιτερότητες των ιδρυμάτων αυτών. Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες, ώστε να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω ιδρύματα είναι σε θέση να περιορίζουν την εξόφληση των κεφαλαιακών μέσων τους, κατά περίπτωση. Συνεπώς, εάν η ισχύουσα εθνική νομοθεσία απαγορεύει την άρνηση εξόφλησης μέσων γι’ αυτά τα είδη ιδρυμάτων, έχει καίρια σημασία οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα να παρέχουν στο ίδρυμα τη δυνατότητα να αναβάλλει την εξόφληση και να περιορίζει το εξοφλητέο ποσό. Επιπλέον, δεδομένης της σημασίας που έχει η δυνατότητα περιορισμού ή αναβολής της εξόφλησης συνεταιριστικών μεριδίων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να περιορίζουν την εξόφληση συνεταιριστικών μεριδίων και τα ιδρύματα θα πρέπει να τεκμηριώνουν κάθε απόφαση περιορισμού της εξόφλησης. |
(11) |
Είναι αναγκαίο να οριστεί η έννοια του κέρδους από πωλήσεις και να εναρμονιστεί ο χειρισμός της σε σχέση με ένα μελλοντικό περιθώριο εσόδων από τιτλοποιήσεις με τις διεθνείς πρακτικές, όπως αυτές που ορίζονται από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία και για να διασφαλιστεί ότι τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος δεν εμπεριέχουν κανένα ανακλητό κέρδος από πωλήσεις, λόγω της έλλειψης μονιμότητας. |
(12) |
Για να αποφευχθεί η καταχρηστική επιλογή ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας και να εξασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στην Ένωση, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η εφαρμογή ενιαίας μεθόδου όσον αφορά την αφαίρεση από τα ίδια κεφάλαια ορισμένων στοιχείων, όπως οι ζημίες για το τρέχον οικονομικό έτος, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και περιουσιακά στοιχεία συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών. |
(13) |
Προκειμένου να εξασφαλιστεί ένας συνεκτικός τρόπος αξιολόγησης σε όλη την Ένωση των κινήτρων εξόφλησης, είναι αναγκαίο να περιγραφούν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες γεννάται προσδοκία ότι το εν λόγω μέσο είναι πιθανό να εξοφληθεί. Είναι επίσης αναγκαίο να σχεδιαστούν οι κανόνες που οδηγούν σε έγκαιρη ενεργοποίηση των μηχανισμών απορρόφησης ζημιών για υβριδικά μέσα, με στόχο να αυξηθεί, ως εκ τούτου, η απορροφητικότητα των ζημιών αυτών των μέσων στο μέλλον. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα μέσα που εκδίδονται από οντότητες ειδικού σκοπού παρέχουν μικρότερη βεβαιότητα από άποψη προληπτικής εποπτείας σε σύγκριση με απευθείας εκδοθέντα μέσα, η χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση των ιδίων κεφαλαίων πρέπει να είναι περιορισμένη και να υπόκειται σε αυστηρό πλαίσιο. |
(14) |
Είναι αναγκαίο να εξισορροπείται η ανάγκη διασφάλισης των κατάλληλων υπολογισμών της έκθεσης ιδρυμάτων σε έμμεσες συμμετοχές που προκύπτουν από συμμετοχές σε δείκτες με την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα καταστεί υπερβολικά επαχθές γι’ αυτά. |
(15) |
Κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει μια λεπτομερής και ολοκληρωμένη διαδικασία για τη χορήγηση από τις αρμόδιες αρχές εποπτικών αδειών για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων. Εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές των μέσων ιδίων κεφαλαίων δεν θα πρέπει να ανακοινώνονται στους μετόχους πριν λάβει το ίδρυμα την προηγούμενη έγκριση της οικείας αρμόδιας αρχής. Τα ιδρύματα πρέπει να παρέχουν αναλυτικό κατάλογο των στοιχείων, έτσι ώστε να παρέχονται στην αρμόδια αρχή όλες οι σχετικές πληροφορίες πριν αποφασίσει να χορηγήσει τη σχετική άδεια. |
(16) |
Προβλέπεται δυνατότητα προσωρινής αναστολής της αφαίρεσης από τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων για την εκπόνηση και την εφαρμογή σχεδίων χρηματοδοτικής συνδρομής, κατά περίπτωση. Ως εκ τούτου, η διάρκεια των εν λόγω αναστολών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τη διάρκεια των σχεδίων χρηματοδοτικής συνδρομής. |
(17) |
Για να μπορούν οι οντότητες ειδικού σκοπού να περιληφθούν σε πρόσθετα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, τα στοιχεία ενεργητικού των οντοτήτων ειδικού σκοπού τα οποία δεν επενδύονται σε μέσα ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από ιδρύματα θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο και να είναι ασήμαντα. Για να επιτευχθεί αυτό, το εν λόγω ποσό των στοιχείων του ενεργητικού θα πρέπει να υπόκειται σε ανώτατο όριο εκφραζόμενο σε σχέση με τον μέσο όρο των συνολικών στοιχείων ενεργητικού της οντότητας ειδικού σκοπού. |
(18) |
Σκοπός των μεταβατικών διατάξεων είναι να καταστεί δυνατή η ομαλή μετάβαση στο νέο κανονιστικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, είναι σημαντικό, κατά την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων για προσαρμογές και αφαιρέσεις, αυτή η μεταβατική μεταχείριση που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να εφαρμόζεται με συνέπεια, αλλά με τρόπο που λαμβάνει υπόψη το αρχικό σημείο εκκίνησης που δημιούργησαν οι εθνικές διατάξεις ενσωμάτωσης του προηγούμενου κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης που συνέθεταν οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2006/48/ΕΚ (2) και 2006/49/ΕΚ (3). |
(19) |
Τα αποδεκτά ως προϋφιστάμενο καθεστώς πλεονάζοντα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 επιτρέπεται, βάσει των ίδιων διατάξεων, να συμπεριλαμβάνονται στα όρια των μέσων που είναι αποδεκτά ως προϋφιστάμενο καθεστώς για τις χαμηλότερες κατηγορίες κεφαλαίου. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να μεταβάλει τα όρια για τα μέσα που είναι αποδεκτά για τις κατώτερες κατηγορίες και, ως εκ τούτου, κάθε ένταξη στα αποδεκτά ως προϋφιστάμενο καθεστώς στα όρια της κατώτερης κατηγορίας θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον εφόσον υπάρχει επαρκής πρόβλεψη σε αυτή την κατώτερη κατηγορία. Τέλος, εφόσον αυτά είναι πλεονάζοντα μέσα της ανώτερης κατηγορίας, θα πρέπει να είναι δυνατή η εκ νέου κατάταξη, στο μέλλον, των εν λόγω μέσων σε ανώτερη κατηγορία κεφαλαίων. |
(20) |
Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην Επιτροπή. |
(21) |
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα δυνητικά κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). |
(22) |
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών θα πρέπει να επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ιδίως τους κανόνες για τον καθορισμό των διαδικασιών για τις εγκρίσεις εξόφλησης μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων και να προτείνει τροποποιήσεις, εάν είναι απαραίτητο. |
(23) |
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών συμβουλεύτηκε την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων σχετικά με τη μεταχείριση κεφαλαιακών μέσων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών τρίτων χωρών και με τη μεταχείριση κεφαλαιακών μέσων επιχειρήσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΓΕΝΙΚΑ
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες σχετικά με:
α) |
την έννοια του «προβλέψιμου» κατά τον προσδιορισμό της αφαίρεσης τυχόν προβλέψιμων επιβαρύνσεων ή μερισμάτων από τα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
β) |
προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή παρόμοιο ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
γ) |
τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των μέσων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
δ) |
τη φύση των περιορισμών της εξόφλησης που είναι απαραίτητοι σε περίπτωση που το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
ε) |
την περαιτέρω διευκρίνιση της έννοιας του κέρδους από πωλήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
στ) |
την εφαρμογή των αφαιρέσεων από τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και τις λοιπές αφαιρέσεις για μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
ζ) |
τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα τη μείωση του ποσού των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
η) |
τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης, τη φύση κάθε επανάκτησης της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου ενός πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 μετά από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου, σε προσωρινή βάση, και τις διαδικασίες και το χρονοδιάγραμμα σε σχέση με γεγονότα ενεργοποίησης, τα χαρακτηριστικά των μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση και τη χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού, σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
θ) |
τον απαιτούμενο βαθμό ασφαλείας των εκτιμήσεων που χρησιμοποιούνται ως εναλλακτική λύση για τον υπολογισμό των υποκείμενων ανοιγμάτων για έμμεσες συμμετοχές που προκύπτουν από τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων που περιλαμβάνονται σε δείκτες, σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
ι) |
ορισμένους λεπτομερείς όρους που πρέπει να πληρούνται πριν την έκδοση εποπτικών αδειών για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων και τη σχετική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
ια) |
τους όρους χορήγησης της προσωρινής αναστολής της αφαίρεσης από ίδια κεφάλαια, βάσει του άρθρου 79 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
ιβ) |
τα είδη των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να σχετίζονται με τη λειτουργία οντοτήτων ειδικού σκοπού και τις έννοιες των όρων «ελάχιστο» και «ασήμαντο» με σκοπό τον προσδιορισμό του αποδεκτού πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2 που εκδίδεται από οντότητα ειδικού σκοπού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
ιγ) |
τους λεπτομερείς όρους για προσαρμογές ίδιων κεφαλαίων δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων, σύμφωνα με το άρθρο 481 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
ιδ) |
τους όρους για τα στοιχεία ίδιων κεφαλαίων που εξαιρούνται από την αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για συμπερίληψη στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 σε άλλα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 487 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1
Κεφάλαια και μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Άρθρο 2
Έννοια του «προβλέψιμου» στο προβλέψιμο μέρισμα για τους σκοπούς του άρθρου 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να αφαιρούν τα ιδρύματα από τα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.
2. Όταν η διοίκηση ενός ιδρύματος έχει λάβει επισήμως απόφαση ή προτείνει απόφαση στο αρμόδιο όργανο του ιδρύματος σχετικά με το ύψος του ποσού των μερισμάτων που θα διανεμηθεί, το ποσό αυτό αφαιρείται από τα αντίστοιχα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως.
3. Όταν καταβάλλονται ενδιάμεσα μερίσματα, το υπόλοιπο ποσό των ενδιάμεσων κερδών που προκύπτει από τον υπολογισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 2, το οποίο πρέπει να προστεθεί στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, μειώνεται, λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 4, κατά το ποσό του τυχόν προβλέψιμου μερίσματος που αναμένεται να καταβληθεί από το υπολειπόμενο ενδιάμεσο κέρδος με τα τελικά μερίσματα για το πλήρες οικονομικό έτος.
4. Πριν λάβει το διοικητικό όργανο επισήμως απόφαση ή προτείνει απόφαση στον αρμόδιο φορέα για τη διανομή μερισμάτων, το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να αφαιρέσουν τα ιδρύματα από τα ενδιάμεσα κέρδη ή τα κέρδη τέλους χρήσεως είναι ίσο με το ποσό των ενδιάμεσων κερδών ή των κερδών τέλους χρήσεως πολλαπλασιαζόμενο επί τον δείκτη διανομής μερισμάτων.
5. Ο δείκτης διανομής μερισμάτων καθορίζεται με βάση τη μερισματική πολιτική που εγκρίνεται για τη σχετική περίοδο από το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο αρμόδιο όργανο.
6. Όταν η μερισματική πολιτική προβλέπει μία κλίμακα αμοιβών αντί μιας σταθερής τιμής, για τους σκοπούς της παραγράφου 2 χρησιμοποιείται η υψηλότερη τιμή της κλίμακας αμοιβών.
7. Όταν δεν υφίσταται εγκεκριμένη μερισματική πολιτική, ή όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί πιθανό ότι το ίδρυμα δεν θα εφαρμόσει τη μερισματική πολιτική του ή ότι η πολιτική αυτή δεν αποτελεί συνετή βάση για τον καθορισμό του ποσού που θα αφαιρεθεί, ο δείκτης διανομής μερίσματος βασίζεται στο υψηλότερο από τα ακόλουθα στοιχεία:
α) |
στους μέσους δείκτες διανομής μερίσματος κατά την τριετία που προηγήθηκε του εξεταζόμενου έτους· |
β) |
στον δείκτη διανομής μερίσματος του έτους που προηγείται του έτους της εξεταζόμενης περιόδου. |
8. Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα να προσαρμόσει τον υπολογισμό του δείκτη διανομής μερίσματος, όπως περιγράφεται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 7, ώστε να εξαιρεθούν τα έκτακτα μερίσματα που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου.
9. Το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να αφαιρεθεί καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τυχόν κανονιστικούς περιορισμούς στη διανομή, και ιδίως περιορισμούς που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 141 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Το ποσό των κερδών μετά την αφαίρεση των προβλέψιμων επιβαρύνσεων που υπόκεινται σε τέτοιους περιορισμούς μπορεί να περιληφθεί σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εφόσον πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όταν εφαρμόζονται παρόμοιοι περιορισμοί, τα προβλέψιμα μερίσματα που πρέπει να αφαιρούνται βασίζονται στο σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου που εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 142 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
10. Το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να καταβάλλονται σε μορφή που δεν μειώνει το ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως τα μερίσματα υπό μορφή μετοχών, γνωστά ως μερίσματα σε γραμμάτιο ή σε είδος, δεν αφαιρείται από τα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως που συμπεριλαμβάνονται στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
11. Η αρμόδια αρχή βεβαιώνεται ότι έχουν εκτελεστεί όλες οι απαραίτητες μειώσεις των προσωρινών κερδών ή κερδών τέλους χρήσεως και όλες εκείνες που συνδέονται με προβλέψιμες επιβαρύνσεις, είτε βάσει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου είτε βάσει άλλης προσαρμογής, πριν επιτρέψει να συμπεριλάβει το ίδρυμα ενδιάμεσα κέρδη ή κέρδη τέλους χρήσεως στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Άρθρο 3
Έννοια του «προβλέψιμου» στην προβλέψιμη επιβάρυνση για τους σκοπούς του άρθρου 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Το ποσό των προβλέψιμων επιβαρύνσεων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) |
το ποσό των φόρων· |
β) |
το ποσό τυχόν υποχρεώσεων ή περιστάσεων που προκύπτουν κατά τη σχετική περίοδο αναφοράς, που είναι πιθανό να μειώσουν τα κέρδη του ιδρύματος και για το οποίο η αρμόδια αρχή δεν έχει βεβαιωθεί ότι έχουν τηρηθεί όλες οι αναγκαίες προσαρμογές αξίας, όπως οι πρόσθετες προσαρμογές αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή ότι έχουν γίνει προβλέψεις. |
2. Προβλέψιμες επιβαρύνσεις που δεν έχουν ληφθεί ήδη υπόψη στον λογαριασμό κερδών και ζημιών πρέπει να αποδίδονται στην ενδιάμεση περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώνονται, έτσι ώστε κάθε ενδιάμεση περίοδος να βαρύνεται με ένα εύλογο ποσό αυτών των επιβαρύνσεων. Σημαντικά ή μη επαναλαμβανόμενα γεγονότα εξετάζονται πλήρως και αμελλητί στην ενδιάμεση περίοδο κατά την οποία προέκυψαν.
3. Η αρμόδια αρχή βεβαιώνεται ότι έχουν εκτελεστεί όλες οι απαραίτητες μειώσεις των προσωρινών κερδών ή κερδών τέλους χρήσεως και όλες εκείνες που συνδέονται με προβλέψιμες επιβαρύνσεις, είτε βάσει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου είτε βάσει άλλης προσαρμογής, πριν επιτρέψει να συμπεριλάβει το ίδρυμα ενδιάμεσα κέρδη ή κέρδη τέλους χρήσεως στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Άρθρο 4
Είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ως ανώνυμη συνεταιριστική εταιρεία, γα τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4:
2. Για να χαρακτηριστεί ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς ενός ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) |
στην Αυστρία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «eingetragene Genossenschaft (e.Gen.)» ή «registrierte Genossenschaft», βάσει του «Gesetz über Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaften (GenG)»· |
β) |
στο Βέλγιο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «société coopérative/cooperative vennostchap» και εγκριθεί κατ’ εφαρμογή του Βασιλικού Διατάγματος της 8ης Ιανουαρίου 1962 για τον καθορισμό των όρων έγκρισης των εθνικών ενώσεων συνεταιριστικών εταιρειών και συνεταιρισμών· |
γ) |
στην Κύπρο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα ή ΣΠΙ» που θεσπίστηκε βάσει του νόμου του 1985 για τις συνεταιριστικές εταιρείες· |
δ) |
στην Τσεχική Δημοκρατία: τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως «spořitelní a úvěrní družstvo» βάσει του «zákon upravující činnost spořitelních a úvěrních družstev»· |
ε) |
στη Δανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «andelskasser» ή «af sammenslutninger andelskasser» βάσει του δανικού νόμου για τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα· |
στ) |
στη Φινλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως ένα από τα ακόλουθα:
|
ζ) |
στη Γαλλία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «sociétés coopératives», βάσει του «Loi no47-1775 du 10 septembre 1947 portant statut de la coopération» και έχουν εγκριθεί ως «Banques mutualistes ou coopératives» βάσει του «Code monétaire et financier, partie législative, Livre V, titre Ier, chapitre ΙΙ»· |
η) |
στη Γερμανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «eingetragene Genossenschaft (EG)», των «Gesetz betreffend die Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaften (Genossenschaftsgesetz –GenG)»· |
θ) |
στην Ελλάδα: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Πιστωτικοί Συνεταιρισμοί» βάσει του νόμου περί συνεταιρισμών αριθ. 1667/1986, τα οποία λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα και μπορεί να χαρακτηριστούν ως «Συνεταιριστική Τράπεζα» σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 3601/2007 περί τραπεζών· |
ι) |
στην Ουγγαρία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Szövetkezeti hitelintézet», σύμφωνα με τον νόμο CXII του 1996 σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα· |
ια) |
στην Ιταλία: ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως ένα από τα ακόλουθα:
|
ιβ) |
στο Λουξεμβούργο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Sociétés coopératives», όπως ορίζονται στο τμήμα VI του νόμου της 10ης Αυγούστου 1915 για τις εμπορικές επιχειρήσεις· |
ιγ) |
στις Κάτω Χώρες: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Coöperaties» ή «onderlinge waarborgmaatschappijen» βάσει του «τίτλου 3 του τόμου 2 rechtspersonen του Burgerlijk Wetboek»· |
ιδ) |
στην Πολωνία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «bank spółdzielczy» βάσει των διατάξεων του «Prawo bankowe»· |
ιε) |
στην Πορτογαλία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Caixa de Crédito Agrνcola Mútuo» ή ως «Caixa Central de Crédito Agrícola Mútuo βάσει του «Regime Jurídico do Crédito Agrícola Mútuo e das Cooperativas de Crédito Agrícola» και εγκριθεί από το «Decreto-Lei αριθ. 24/91, de 11 de Janeiro»· |
ιστ) |
στη Ρουμανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Organizații cooperatiste de credit» σύμφωνα με τις διατάξεις του διατάγματος αριθ. 99/2006 για τα πιστωτικά ιδρύματα και την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που εγκρίθηκε με τροπολογίες και συμπληρώσεις με τον νόμο αριθ. 227/2007· |
ιζ) |
στην Ισπανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Cooperativas de Crédito» βάσει του «Ley 13/1989, de 26 de mayo, de Cooperativas de Crιdito»· |
ιη) |
στη Σουηδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Medlemsbank» βάσει του «Lag (1995: 1570) om medlemsbanker» ή του «Kreditmarknadsförening» βάσει του Lag (2004:297) om bank- och finansieringsrörelse· |
ιθ) |
στο Ηνωμένο Βασίλειο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «cooperative societies» βάσει του Industrial and Provident Societies Act 1965 και βάσει του Industrial and Provident Societies Act (Βόρεια Ιρλανδία) 1969. |
3. Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ή του καταστατικού της, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, μόνο κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
4. Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν οι κάτοχοι, οι οποίοι μπορεί να είναι μέλη ή μη μέλη του ιδρύματος, των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στην παράγραφο 3 έχουν τη δυνατότητα να παραιτηθούν, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, μπορούν επίσης να έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν το κεφαλαιακό μέσο στο ίδρυμα, αλλά μόνο με την επιφύλαξη των περιορισμών που θέτει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, το καταστατικό του, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ο παρών κανονισμός. Αυτό δεν εμποδίζει το ίδρυμα να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που είναι σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στα μέλη και μη μέλη, που δεν παρέχουν δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαιακού μέσου στο ίδρυμα.
Άρθρο 5
Είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ως ταμιευτήριο, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.
2. Για να χαρακτηριστεί ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς του ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) |
στην Αυστρία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Sparkasse» υπό σκέψη 1 (1) της «Bundesgesetz über die Ordnung des Sparkassenwesens (Sparkassengesetz – SpG)»· |
β) |
στη Δανία: τα ιδρύματα έχουν καταχωριστεί ως «Sparekasser» βάσει του δανικού νόμου για τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα· |
γ) |
στη Φινλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Säästöpankki» ή «Sparbank» βάσει του «Säästöpankkilaki» ή του «Sparbankslag»· |
δ) |
στη Γερμανία: τα ιδρύματα έχουν καταχωριστεί ως «Sparkasse» ως ακολούθως:
|
ε) |
στην Ισπανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Real Decreto-Ley 2532/1929, de 21 de noviembre, sobre Régimen del Ahorro Popular»· |
στ) |
στη Σουηδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Sparbank» βάσει του «Sparbankslag (1987: 619)». |
3. Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ή το καταστατικό του, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, μόνον κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
4. Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς της παραγράφου 1, απαγορεύεται η διανομή του αθροίσματος του κεφαλαίου, των αποθεματικών και των ενδιάμεσων κερδών ή των κερδών τέλους χρήσεως, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, στους κατόχους των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Αυτή η προϋπόθεση θεωρείται ότι πληρούται ακόμη και όταν το ίδρυμα εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, δικαίωμα σε μέρος των κερδών και αποθεματικών, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, υπό τον όρο ότι το μέρος αυτό είναι ανάλογο προς τη συνεισφορά τους στο κεφάλαιο και τα αποθεματικά ή, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, βάσει εναλλακτικής ρύθμισης. Το ίδρυμα μπορεί να εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, δικαίωμα σε αποθεματικά που δεν είναι αναγκαστικά αναλογικό προς τη συνεισφορά σε κεφάλαια και αποθεματικά, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 29 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Άρθρο 6
Είδος επιχείρησης που αναγνωρίζεται από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ως αλληλασφαλιστική ένωση, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.
2. Για να χαρακτηριστεί ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς του ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) |
στη Δανία: Ενώσεις («Foreninger») ή ταμεία («Fonde») που προέρχονται από τη μετατροπή ασφαλιστικών εταιρειών («Forsikringsselskaber»), ιδρυμάτων κτηματικής πίστης («Realkreditinstitutter»), ταμιευτηρίων («Sparekasser»), συνεταιριστικών ταμιευτηρίων («Andelskasser») και ενώσεων συνεταιριστικών ταμιευτηρίων («Sammenslutninger af andelskasser») σε ανώνυμες εταιρείες, όπως ορίζει ο δανικός νόμος για τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα· |
β) |
στην Ιρλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «κατασκευαστικές εταιρείες» βάσει του νόμου για τις κατασκευαστικές εταιρείες του 1989· |
γ) |
στο Ηνωμένο Βασίλειο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «κατασκευαστικές εταιρείες» βάσει του νόμου για τις κατασκευαστικές εταιρείες του 1986· ιδρύματα που καταχωρίζονται ως «ταμιευτήρια» βάσει του νόμου για τα ταμιευτήρια του 1819 (Σκωτία). |
3. Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ίδρυμα επιτρέπεται να εκδίδει μόνο, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ή το καταστατικό του, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, τα μέσα κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
4. Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το συνολικό ποσό ή ένα επιμέρους ποσό του αθροίσματος του κεφαλαίου και των αποθεματικών πρέπει να κατέχεται από μέλη του ιδρύματος, τα οποία δεν επωφελούνται, σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας, από την άμεση διανομή των αποθεματικών, και ιδίως με την καταβολή μερισμάτων. Οι εν λόγω όροι θεωρείται ότι πληρούνται ακόμη και όταν το ίδρυμα εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν δικαίωμα επί των κερδών και των αποθεματικών, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία.
Άρθρο 7
Είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ως παρόμοιο ίδρυμα για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως ίδρυμα παρόμοιο με συνεταιρισμούς, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.
2. Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως παρόμοιο με συνεταιριστικές εταιρείες, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς του ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) |
στην Αυστρία: τα «Pfandbriefstelle der österreichischen Landes-Hypothekenbanken» βάσει του «Bundesgesetz über die Pfandbriefstelle der österreichischen Landes-Hypothekenbanken (Pfandbriefstelle-Gesetz – PfBrStG)»· |
β) |
στη Φινλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Hypoteekkiyhdistys» ή «Hypoteksförening» βάσει του «Laki hypoteekkiyhdistyksistä» ή του «Lag om hypoteksföreningar». |
3. Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως παρόμοιο με συνεταιριστικές εταιρείες, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 1, πρέπει να μπορεί να εκδίδει, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ή με το καταστατικό της εταιρείας, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, μόνο τα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
4. Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως παρόμοιο με συνεταιριστικές εταιρείες, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 1, πρέπει να πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
όταν οι κάτοχοι, οι οποίοι μπορεί να είναι μέλη ή μη μέλη του ιδρύματος, των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στην παράγραφο 3 έχουν τη δυνατότητα να παραιτηθούν, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν το κεφαλαιακό μέσο στο ίδρυμα, αλλά μόνο με την επιφύλαξη των περιορισμών που θέτει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, του καταστατικού του, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του παρόντος κανονισμού. Αυτό δεν εμποδίζει το ίδρυμα να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στα μέλη και μη μέλη, που δεν παρέχουν δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαιακού μέσου στο ίδρυμα· |
β) |
απαγορεύεται η διανομή του αθροίσματος του κεφαλαίου, των αποθεματικών και των ενδιάμεσων κερδών ή των κερδών τέλους χρήσεως, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, στους κατόχους των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Αυτή η προϋπόθεση θεωρείται ότι πληρούται ακόμη και όταν το ίδρυμα εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, δικαίωμα επί ενός μέρους των κερδών και αποθεματικών, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, υπό τον όρο ότι το εν λόγω μέρος είναι ανάλογο προς τη συνεισφορά τους στο κεφάλαιο και τα αποθεματικά ή, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, βάσει άλλης ρύθμισης. Το ίδρυμα μπορεί να εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, δικαίωμα σε αποθεματικά που δεν είναι αναγκαστικά αναλογικό προς τη συνεισφορά σε κεφάλαια και αποθεματικά, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 29 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
γ) |
το συνολικό ποσό ή ένα επιμέρους ποσό του αθροίσματος του κεφαλαίου και των αποθεματικών κατέχεται από μέλη του ιδρύματος, τα οποία δεν επωφελούνται, σε συνθήκες λειτουργίας, από την άμεση διανομή των αποθεματικών, και ιδίως με την καταβολή μερισμάτων. |
Άρθρο 8
Έμμεση χρηματοδότηση κεφαλαιακών μέσων για τους σκοπούς του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 63 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Η έμμεση χρηματοδότηση κεφαλαιακών μέσων βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 63 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θεωρείται ότι δεν συνιστά άμεση χρηματοδότηση.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως άμεση χρηματοδότηση νοείται η χορήγηση από ένα ίδρυμα δανείου ή άλλης χρηματοδότησης οιασδήποτε μορφής σε επενδυτή, που χρησιμοποιείται για την αγορά των κεφαλαιακών μέσων.
3. Η άμεση χρηματοδότηση περιλαμβάνει επίσης τη χορήγηση χρηματοδότησης για άλλους σκοπούς εκτός από την αγορά κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή θεωρείται συνδεδεμένο μέρος κατά την έννοια των ορισμών στην παράγραφο 9 του διεθνούς λογιστικού προτύπου 24 σχετικά με γνωστοποιήσεις συνδεδεμένων μερών, όπως εφαρμόζεται στην Ένωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), λαμβάνοντας υπόψη τυχόν πρόσθετη καθοδήγηση η οποία καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, εάν το ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει όλα τα ακόλουθα:
α) |
η συναλλαγή πραγματοποιείται υπό τους ίδιους όρους όπως άλλες συναλλαγές με τρίτους· |
β) |
το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή το συνδεδεμένο μέρος δεν πρέπει να βασίζεται στις διανομές ή στην πώληση των κεφαλαιακών μέσων που έχει στην κατοχή του για να στηρίξει την καταβολή των τόκων και την αποπληρωμή της χρηματοδότησης. |
Άρθρο 9
Ισχύουσες μορφές και φύση της έμμεσης χρηματοδότησης κεφαλαιακών μέσων για τους σκοπούς του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 63 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι εφαρμοστέες μορφές και η φύση της έμμεσης χρηματοδότησης της αγοράς κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος πρέπει να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
α) |
χρηματοδότηση της αγοράς από έναν επενδυτή, κατά την έκδοση ή μετέπειτα, κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος από οποιαδήποτε οντότητα της οποίας το ίδρυμα έχει άμεσο ή έμμεσο έλεγχο ή από οντότητα που περιλαμβάνεται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
|
β) |
χρηματοδότηση της αγοράς από έναν επενδυτή, κατά την έκδοση ή μετέπειτα, κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος από εξωτερικές οντότητες που προστατεύονται από εγγύηση ή από τη χρήση ενός πιστωτικού παράγωγου ή εξασφαλίζονται με κάποιον άλλο τρόπο, έτσι ώστε ο πιστωτικός κίνδυνος να μεταφέρεται στο ίδρυμα ή σε οντότητες επί των οποίων το ίδρυμα έχει άμεσο ή έμμεσο έλεγχο ή οντότητες που περιλαμβάνονται σε ένα από τα ακόλουθα:
|
γ) |
χρηματοδότηση ενός δανειολήπτη που μεταβιβάζει τη χρηματοδότηση στον τελικό επενδυτή για την αγορά, κατά την έκδοση ή μετέπειτα, κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος. |
2. Για να θεωρηθούν οι ανωτέρω περιπτώσεις έμμεση χρηματοδότηση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κατά περίπτωση, θα πρέπει επίσης να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
ο επενδυτής δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα ακόλουθα:
|
β) |
ο εξωτερικός φορέας δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα ακόλουθα:
|
3. Για να διαπιστωθεί κατά πόσο η αγορά ενός κεφαλαιακού μέσου ενέχει άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 8, το ποσό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι καθαρό από κάθε πρόβλεψη για απομειώσεις που πραγματοποιείται σε ατομική βάση.
4. Για να αποφευχθεί η ανάληψη άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 8 και όταν το δάνειο ή η άλλης μορφής χρηματοδότηση ή οι εγγυήσεις χορηγούνται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα ή που θεωρείται ότι είναι συνδεδεμένο μέρος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, το ίδρυμα εξασφαλίζει, σε διαρκή βάση, ότι δεν έχει χορηγήσει το δάνειο ή άλλης μορφής χρηματοδότηση ή εγγυήσεις για τους σκοπούς της άμεσης ή έμμεσης ανάληψης κεφαλαιακών μέσων του ιδρύματος. Όταν το δάνειο ή η άλλης μορφής χρηματοδότηση ή οι εγγυήσεις χορηγούνται σε άλλα είδη συμβαλλόμενων, το ίδρυμα διενεργεί αυτόν τον έλεγχο με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια.
5. Όσον αφορά τις αλληλασφαλιστικές ενώσεις, τις συνεταιριστικές εταιρείες και παρόμοια ιδρύματα, όταν, για να λάβει δάνειο ένας πελάτης είναι υποχρεωμένος βάσει της εθνικής νομοθεσίας ή του καταστατικού του ιδρύματος να αναλάβει κεφαλαιακά μέσα, το εν λόγω δάνειο δεν πρέπει να θεωρηθεί ως άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
το αναληφθέν ποσό θεωρείται ασήμαντο από την αρμόδια αρχή· |
β) |
σκοπός του δανείου δεν είναι η αγορά κεφαλαιακών μέσων του ιδρύματος που χορηγεί το δάνειο· |
γ) |
η ανάληψη ενός ή περισσοτέρων κεφαλαιακών μέσων του ιδρύματος είναι αναγκαία για να γίνει ο δικαιούχος του δανείου μέλος της αλληλασφαλιστικής ένωσης, της συνεταιριστικής εταιρείας ή του ανάλογου ιδρύματος. |
Άρθρο 10
Περιορισμοί ως προς την εξόφληση κεφαλαιακών μέσων που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα, για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Ένα ίδρυμα μπορεί να εκδώσει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με δυνατότητα εξόφλησης μόνο όταν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία.
2. Η δυνατότητα του ιδρύματος να θέτει περιορισμούς στην εξόφληση βάσει των διατάξεων που διέπουν τα κεφαλαιακά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο β) και το άρθρο 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καλύπτει τόσο το δικαίωμα αναβολής της εξόφλησης όσο και το δικαίωμα περιορισμού του προς εξόφληση ποσού. Το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αναβάλει την εξόφληση ή να περιορίσει το προς εξόφληση ποσό για απεριόριστο χρονικό διάστημα, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3.
3. Η έκταση των περιορισμών της εξόφλησης που περιλαμβάνονται στις διατάξεις που διέπουν τα μέσα καθορίζεται από το ίδρυμα με βάση την προληπτική κατάσταση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή και αφορά ιδίως, αλλά δεν περιορίζεται στα ακόλουθα:
α) |
τη συνολική κατάσταση του ιδρύματος ως προς τη χρηματοδότηση, τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα· |
β) |
το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και το συνολικό κεφάλαιο σε σύγκριση με το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις ειδικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της εν λόγω οδηγίας. |
Άρθρο 11
Περιορισμοί ως προς την εξόφληση κεφαλαιακών μέσων που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα, για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι περιορισμοί της εξόφλησης που περιέχονται σε συμβατικές ή νομικές διατάξεις και διέπουν τα μέσα δεν εμποδίζουν την αρμόδια αρχή να επιβάλλει πρόσθετο περιορισμό στη εξόφληση των μέσων, σε κατάλληλη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
2. Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τις βάσεις των περιορισμών της εξόφλησης που περιλαμβάνονται στις συμβατικές και νομικές διατάξεις που διέπουν το μέσο. Απαιτούν από τα ιδρύματα να τροποποιήσουν τις αντίστοιχες συμβατικές διατάξεις, όταν δεν έχουν πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των βάσεων των περιορισμών. Όταν τα ιδρύματα υπάγονται στο εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση απουσίας συμβατικών διατάξεων, η νομοθεσία επιτρέπει στο ίδρυμα να περιορίσει την εξόφληση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφοι 1 έως 3, ώστε τα μέσα να είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
3. Κάθε απόφαση περιορισμού της εξόφλησης τεκμηριώνεται σε εσωτερικό επίπεδο και υποβάλλεται εγγράφως από το ίδρυμα στην αρμόδια αρχή, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους, με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 3, η εξόφληση έχει εν μέρει ή πλήρως απορριφθεί ή αναβληθεί.
4. Όταν λαμβάνονται περισσότερες αποφάσεις περιορισμού της εξόφλησης εντός της ίδιας χρονικής περιόδου, τα ιδρύματα μπορούν να τεκμηριώνουν τις εν λόγω αποφάσεις σε ένα ενιαίο σύνολο εγγράφων.
ΤΜΗΜΑ 2
Εποπτικές προσαρμογές
Άρθρο12
Η έννοια του κέρδους από πωλήσεις για τους σκοπούς του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Με τον όρο κέρδος από πωλήσεις που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 νοείται κάθε αναγνωρισμένο κέρδος από πωλήσεις για το ίδρυμα, που εγγράφεται ως αύξηση οποιουδήποτε στοιχείου ιδίων κεφαλαίων και συνδέεται με μελλοντικό περιθώριο εσόδων από την πώληση τιτλοποιημένων περιουσιακών στοιχείων, όταν αυτά αφαιρούνται από τον ισολογισμό του ιδρύματος στο πλαίσιο μιας πράξης τιτλοποίησης.
2. Το αναγνωρισμένο κέρδος από πωλήσεις προσδιορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των στοιχείων α) και β) κατωτέρω, όπως καθορίζεται με την εφαρμογή του σχετικού λογιστικού πλαισίου:
α) |
της καθαρής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που έχουν ληφθεί καθώς και κάθε νέου περιουσιακού στοιχείου που λαμβάνεται, αφαιρουμένου κάθε άλλου στοιχείου ενεργητικού ή κάθε νέας υποχρέωσης που αναλαμβάνεται· |
β) |
και της λογιστικής αξίας των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού ή του μέρους που έπαψε να αναγνωρίζεται. |
3. Το αναγνωρισμένο κέρδος από πωλήσεις που συνδέεται με το μελλοντικό περιθώριο εσόδων παραπέμπει, στο πλαίσιο αυτό, στο αναμενόμενο μελλοντικό «υπερβάλλον περιθώριο», όπως ορίζεται στο άρθρο 242 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
ΤΜΗΜΑ 3
Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Άρθρο 13
Αφαίρεση ζημιών της τρέχουσας χρήσης, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Για τους σκοπούς του υπολογισμού του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια του έτους, και ανεξαρτήτως του αν το ίδρυμα κλείσει τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του στο τέλος κάθε ενδιάμεσης περιόδου, το οικείο ίδρυμα καθορίζει τους λογαριασμούς κερδών και ζημιών και αφαιρεί τυχόν προκύπτουσες ζημίες από τα στοιχεία κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, όταν προκύπτουν.
2. Για τους σκοπούς του καθορισμού των λογαριασμών κερδών και ζημιών, σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα έσοδα και έξοδα καθορίζονται με την ίδια διαδικασία και με βάση τα ίδια λογιστικά πρότυπα με αυτά της οικονομικής έκθεσης στο τέλος του έτους. Τα έσοδα και έξοδα υπολογίζονται με σύνεση και αποδίδονται στην ενδιάμεση περίοδο κατά την οποία συνέβησαν, με αποτέλεσμα κάθε ενδιάμεση περίοδος να φέρει ένα εύλογο ποσό των αναμενόμενων ετήσιων εσόδων και δαπανών. Λαμβάνονται πλήρως υπόψη και χωρίς καθυστέρηση τα σημαντικά και μη επαναλαμβανόμενα γεγονότα στην ενδιάμεση περίοδο κατά την οποία προκύπτουν.
3. Όταν οι ζημίες για το τρέχον οικονομικό έτος έχουν ήδη μειώσει τα στοιχεία κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα της ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης ή της οικονομικής έκθεσης του τέλους του έτους, δεν είναι αναγκαία η αφαίρεση. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η οικονομική έκθεση σημαίνει ότι το κέρδος και οι ζημίες έχουν προσδιοριστεί μετά το κλείσιμο των ενδιάμεσων ή των ετήσιων λογαριασμών, σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο στο οποίο υπάγεται το ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων και της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (9) για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
4. Οι παράγραφοι 1 έως 3 εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο στα κέρδη και τις ζημίες που περιλαμβάνονται στο λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα.
Άρθρο 14
Αφαιρέσεις αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι αφαιρέσεις αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.
2. Ο συμψηφισμός μεταξύ αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων πραγματοποιείται χωριστά για την κάθε φορολογητέα οντότητα. Οι σχετικές αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις περιορίζονται σε εκείνες που απορρέουν από τη φορολογική νομοθεσία του ίδιου κράτους με αυτό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Για τον υπολογισμό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων σε ενοποιημένη βάση, μια φορολογητέα οντότητα περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που είναι μέλη του ίδιου φορολογικού ομίλου, δημοσιονομική εξυγίανση, ενιαία φορολογική οντότητα ή ενοποιημένη φορολογική δήλωση, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.
3. Το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που είναι επιλέξιμες για συμψηφισμό με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού του στοιχείου α) και του ποσού του στοιχείου β) κατωτέρω:
α) |
του ποσού των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, όπως αναγνωρίζονται βάσει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου· |
β) |
και του ποσού των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που προκύπτουν από τα άυλα περιουσιακά στοιχεία και από περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών. |
Άρθρο 15
Αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 41 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Η αρμόδια αρχή χορηγεί μόνον την προηγούμενη έγκριση που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν η απεριόριστη ικανότητα χρήσης των αντίστοιχων περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών συνεπάγεται άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση στα στοιχεία ενεργητικού, όπως όταν η χρήση των περιουσιακών στοιχείων δεν υπόκειται σε περιορισμό και δεν υπάρχει κανενός είδους απαίτηση τρίτων επί των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού.
2. Μπορεί να υφίσταται απρόσκοπτη πρόσβαση στα περιουσιακά στοιχεία, όταν το ίδρυμα δεν υποχρεούται να ζητήσει και να λάβει ειδική έγκριση από τον διαχειριστή των συνταξιοδοτικών ταμείων ή των δικαιούχων συντάξεων, κάθε φορά που θα έχουν πρόσβαση σε πλεόνασμα κεφαλαίων στο σχέδιο.
Άρθρο 16
Αφαιρέσεις προβλέψιμων φορολογικών επιβαρύνσεων για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) και του άρθρου 56 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Με την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα εφαρμόζει λογιστικό πλαίσιο και λογιστικές πολιτικές που προβλέπουν την πλήρη αναγνώριση τρεχουσών και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων συνδεόμενων με συναλλαγές και άλλα γεγονότα που αναγνωρίζονται στον ισολογισμό ή στο λογαριασμό κερδών και ζημιών, το ίδρυμα μπορεί να θεωρεί ότι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη οι προβλεπόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις. Η αρμόδια αρχή βεβαιώνεται ότι έχουν γίνει όλες οι αναγκαίες αφαιρέσεις, είτε βάσει ισχυόντων λογιστικών προτύπων ή άλλων προσαρμογών.
2. Όταν το ίδρυμα υπολογίζει το κεφάλαιό του κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, η προϋπόθεση της παραγράφου 1 θεωρείται ότι πληρούται.
3. Όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1, το ίδρυμα μειώνει τα στοιχεία κεφαλαίου του κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά το εκτιμώμενο ποσό των τρεχουσών και αναβαλλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων που δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη στον ισολογισμό ή στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης που σχετίζονται με συναλλαγές και άλλα γεγονότα που αναγνωρίζονται στον ισολογισμό ή στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης. Το εκτιμώμενο ποσό των τρεχουσών και αναβαλλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων καθορίζεται με τη χρήση μεθόδου ισοδύναμης με αυτήν που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Το εκτιμώμενο ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων δεν μπορεί να συμψηφίζεται με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις.
ΤΜΗΜΑ 4
Άλλες αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2
Άρθρο 17
Άλλες μειώσεις για τα κεφαλαιακά μέσα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου χρηματοδοτικών ιδρυμάτων κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αφαιρούνται σύμφωνα με τους ακόλουθους υπολογισμούς:
α) |
όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαια βάσει του ισχύοντος εταιρικού δικαίου για το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τα εξέδωσε και, εάν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε απαιτήσεις φερεγγυότητας, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των ιδίων κεφαλαίων της υψηλότερης δυνατής ποιότητας χωρίς κανένα περιορισμό, αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1· |
β) |
όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαια βάσει του ισχύοντος εταιρικού δικαίου για τον εκδότη και, εφόσον το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν υπόκειται σε απαιτήσεις φερεγγυότητας, τα οποία είναι αόριστης διάρκειας, απορροφούν το πρώτο και αναλογικά μεγαλύτερο μερίδιο των ζημιών, όπως προκύπτουν, ιεραρχούνται χαμηλότερα από όλες τις άλλες αξιώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας και εκκαθάρισης και δεν υπόκεινται σε καμία προτιμησιακή ή προκαθορισμένη διανομή, αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· |
γ) |
όλα τα μέσα μειωμένης εξασφάλισης που απορροφούν ζημίες στη βάση συνεχούς λειτουργίας, περιλαμβανομένης της διακριτικής ευχέρειας για ακύρωση πληρωμών τοκομεριδίων, αφαιρούνται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό των πρόσθετων κεφαλαίων κατηγορίας 1, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· |
δ) |
όλα τα άλλα μέσα μειωμένης εξασφάλισης αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 2. Εάν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 2, το πλεονάζον ποσό πρέπει να αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των πρόσθετων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 είναι ανεπαρκές, το εναπομένον πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· |
ε) |
κάθε άλλο μέσο που περιλαμβάνουν τα ίδια κεφάλαια του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος πλαισίου προληπτικής εποπτείας ή κάθε άλλο μέσο για το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι εφαρμόζονται οι όροι που αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) και δ) αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. |
2. Στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 περιπτώσεις, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις αφαιρέσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα βάσει αντίστοιχης μεθόδου αφαίρεσης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο αντίστοιχη μέθοδος αφαίρεσης νοείται μια μέθοδος που εφαρμόζει την αφαίρεση στο ίδιο στοιχείο του κεφαλαίου που θα χαρακτήριζε το κεφάλαιο, εάν αυτό εκδιδόταν από το ίδιο το ίδρυμα.
3. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αφαιρέσεις δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) |
όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει άδεια λειτουργίας και υπόκειται στην εποπτεία αρμόδιας αρχής, και με την επιφύλαξη απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας ισοδύναμων με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών μόνον όταν έχει διεξαχθεί συντονισμένη αξιολόγηση ισοδυναμίας του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας της οικείας τρίτης χώρας και έχει εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αυτό είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με αυτό που εφαρμόζεται στην Ένωση. |
β) |
όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και δεν επωφελείται από προαιρετικές εξαιρέσεις, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας· |
γ) |
όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και δεν επωφελείται από την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 26 της εν λόγω οδηγίας· |
δ) |
όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι διαχειριστής εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). |
Άρθρο 18
Κεφαλαιακά μέσα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών που υπόκεινται σε καθεστώς φερεγγυότητας το οποίο είτε έχει αξιολογηθεί ως μη ισοδύναμο με το προβλεπόμενο στον τίτλο I κεφάλαιο VI της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 227 της εν λόγω οδηγίας, είτε δεν έχει αξιολογηθεί, αφαιρούνται με τους ακόλουθους τρόπους:
α) |
όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαιο από το ισχύον εταιρικό δίκαιο για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της τρίτης χώρας που τα έχει εκδώσει, και τα οποία περιλαμβάνονται στην υψηλότερη δυνατή ποιότητα της κατηγορίας ρυθμιστικών ιδίων κεφαλαίων χωρίς κανένα περιορισμό βάσει του καθεστώτος τρίτης χώρας, δεν αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· |
β) |
κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης που απορροφά ζημίες στη βάση συνεχούς λειτουργίας, περιλαμβανομένης της διακριτικής ευχέρειας για ακύρωση πληρωμών τοκομεριδίων, αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· |
γ) |
κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 2. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 2, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν αυτό το πλεονάζον ποσό είναι μεγαλύτερο από το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το εναπομένον πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1· |
δ) |
για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών που υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής φερεγγυότητας, κάθε άλλο μέσο που περιλαμβάνεται στα ίδια κεφάλαια ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος καθεστώτος φερεγγυότητας ή κάθε άλλο μέσο για τα οποίο το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) ή γ), αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. |
2. Όταν το καθεστώς φερεγγυότητας της τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τα ίδια κεφάλαια, έχει αξιολογηθεί ως ισοδύναμο με το καθεστώς που ορίζεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 227 της εν λόγω οδηγίας, οι τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων της τρίτης χώρας αντιμετωπίζονται ως τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εξουσιοδοτημένων σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
3. Στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου περιπτώσεις, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 στοιχείο β), στο άρθρο 58 και στο άρθρο 68 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, για τοποθετήσεις σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων.
Άρθρο 19
Κεφαλαιακά μέσα των επιχειρήσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
Τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα επιχειρήσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας αφαιρούνται με τους ακόλουθους τρόπους:
α) |
όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαιο βάσει του εταιρικού δικαίου που διέπει την επιχείρηση που τα εξέδωσε και υπάγονται στην κατηγορία της υψηλότερης δυνατής ποιότητας ιδίων κεφαλαίων χωρίς κανέναν περιορισμό δεν αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· |
β) |
κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης που απορροφά ζημίες στη βάση συνεχούς λειτουργίας, περιλαμβανομένης της διακριτικής ευχέρειας για ακύρωση πληρωμών τοκομεριδίων, αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· |
γ) |
κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 2. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 2, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν αυτό το ποσό είναι μεγαλύτερο το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το εναπομένον πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1· |
δ) |
κάθε άλλο μέσο που περιλαμβάνουν τα ίδια κεφάλαια του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος καθεστώτος φερεγγυότητας ή κάθε άλλο μέσο για το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι εφαρμόζονται οι όροι α), β), ή γ) αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1
ΤΜΗΜΑ 1
Μορφή και φύση των κινήτρων εξόφλησης
Άρθρο 20
Μορφή και φύση των κινήτρων εξόφλησης για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και του άρθρου 63 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Με τον όρο «κίνητρα εξόφλησης» νοούνται όλα τα στοιχεία που δημιουργούν, κατά την ημερομηνία έκδοσης, την προσδοκία ότι το κεφαλαιακό μέσο είναι πιθανό να εξοφληθεί.
2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κίνητρα περιλαμβάνουν τις ακόλουθες μορφές:
α) |
δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με αύξηση του πιστωτικού περιθωρίου του μέσου, εάν δεν πραγματοποιηθεί η ανάκληση· |
β) |
δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με μια απαίτηση ή επιλογή του επενδυτή να μετατρέψει το μέσο σε μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εάν δεν πραγματοποιηθεί η ανάκληση· |
γ) |
δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, όταν το πιστωτικό περιθώριο επί του δεύτερου επιτοκίου αναφοράς είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο της αρχικής πληρωμής, αφαιρουμένου του επιτοκίου ανταλλαγής (swap rate)· |
δ) |
δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με αύξηση του ποσού της εξόφλησης στο μέλλον· |
ε) |
δικαίωμα εκ νέου πώλησης σε συνδυασμό με αύξηση του πιστωτικού περιθωρίου του μέσου ή μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, όταν το πιστωτικό περιθώριο επί του δεύτερου επιτοκίου αναφοράς είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο της αρχικής πληρωμής, αφαιρουμένου του επιτοκίου ανταλλαγής (swap rate), εάν το μέσο δεν διατεθεί σε νέα πώληση· |
στ) |
πώληση του μέσου κατά τρόπο που υποδηλώνει στους επενδυτές ότι το μέσο αυτό θα ανακληθεί. |
ΤΜΗΜΑ 2
Μετατροπή ή μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου
Άρθρο 21
Φύση της επανάκτησης μετά από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) και του άρθρου 52 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Η μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε όλους τους κατόχους των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνουν παρόμοιο μηχανισμό απομείωσης και πανομοιότυπο επίπεδο ενεργοποίησης.
2. Για να θεωρηθεί προσωρινή η μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) |
όλες οι πληρωτέες διανομές μετά από μείωση της ονομαστικής αξίας βασίζονται στο μειωμένο ποσό του κεφαλαίου· |
β) |
οι επανακτήσεις της ονομαστικής αξίας βασίζονται στα κέρδη μετά τη λήψη επίσημης απόφασης από το ίδρυμα που επιβεβαιώνει τα τελικά κέρδη· |
γ) |
κάθε επανάκτηση της ονομαστικής αξίας του μέσου ή πληρωμή τοκομεριδίων για το απομειωμένο ποσό του κεφαλαίου υπόκειται στην πλήρη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προκύπτουν από τα στοιχεία δ) έως στ) και χωρίς υποχρέωση του ιδρύματος να διενεργεί ή να επιταχύνει επανάκτηση της ονομαστικής αξίας υπό ειδικές περιστάσεις· |
δ) |
η επανάκτηση της ονομαστικής αξίας διενεργείται σε αναλογική βάση μεταξύ παρόμοιων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που αποτέλεσαν αντικείμενο μείωσης της ονομαστικής τους αξίας· |
ε) |
το ανώτατο ποσό που μπορεί να αποδοθεί στο άθροισμα της επανάκτησης της ονομαστικής αξίας του μέσου από κοινού με την πληρωμή τοκομεριδίων επί του μειωμένου ποσού του κεφαλαίου ισούται με το κέρδος του ιδρύματος πολλαπλασιαζόμενο επί το ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση του ποσού που καθορίζεται στο σημείο 1) διά του ποσού που καθορίζεται στο σημείο 2):
|
στ) |
το άθροισμα των απομειωμένων ποσών και των πληρωμών τοκομεριδίων για το μειωμένο ποσό του κεφαλαίου αντιμετωπίζεται ως πληρωμή που επιφέρει μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και υπόκειται, μαζί με άλλες διανομές για μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στους περιορισμούς ως προς το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 141 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία ή σε κανονισμό. |
3. Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) της παραγράφου 2, ο υπολογισμός πραγματοποιείται τη στιγμή της επανάκτησης της ονομαστικής αξίας.
Άρθρο 22
Διαδικασίες και χρονοδιάγραμμα για τον προσδιορισμό της επέλευσης γεγονότος ενεργοποίησης για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Εάν το ίδρυμα διαπιστώσει ότι ο δείκτης κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έχει μειωθεί κάτω από το επίπεδο που ενεργοποιεί τη μετατροπή ή τη μείωση της αξίας του μέσου στο επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο II του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το διοικητικό όργανο ή κάθε άλλο αρμόδιο όργανο του ιδρύματος, αποφασίζει αμελλητί ότι έχει επέλθει γεγονός ενεργοποίησης και υπάρχει αμετάκλητη υποχρέωση μείωσης της αξίας ή μετατροπής του μέσου.
2. Το προς απομείωση ή μετατροπή ποσό καθορίζεται το συντομότερο δυνατόν και εντός μέγιστης προθεσμίας ενός μηνός από τον χρόνο της διαπίστωσης της επέλευσης του γεγονότος ενεργοποίησης, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1.
3. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει τη σύντμηση της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 μέγιστης προθεσμίας του ενός μηνός, όταν εκτιμά ότι έχει διαπιστωθεί με επαρκή βεβαιότητα το ποσό που πρέπει να μετατραπεί ή να απομειωθεί, ή όταν κρίνει ότι απαιτείται άμεση μετατροπή ή μείωση της αξίας.
4. Όταν απαιτείται ανεξάρτητη επανεξέταση του προς απομείωση ή μετατροπή ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1, ή όταν η αρμόδια αρχή απαιτεί ανεξάρτητη επανεξέταση για τον προσδιορισμό του προς απομείωση ή μετατροπή ποσού, το διοικητικό όργανο ή κάθε άλλο αρμόδιο όργανο του ιδρύματος μεριμνά για την άμεση εκτέλεση αυτής της εντολής. Η εν λόγω ανεξάρτητη επανεξέταση ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό, χωρίς να δημιουργεί εμπόδια στο ίδρυμα ως προς την απομείωση ή τη μετατροπή του πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των παραγράφων 2 και 3.
ΤΜΗΜΑ 3
Τα στοιχεία των μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την κεφαλαιοποίηση
Άρθρο 23
Χαρακτηριστικά μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
Στα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος περιλαμβάνονται διατάξεις που επιβάλλουν στο ίδρυμα να αποζημιώνει υφιστάμενους κατόχους κεφαλαιακών μέσων σε περίπτωση έκδοσης ενός νέου κεφαλαιακού μέσου.
ΤΜΗΜΑ 4
Χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων
Άρθρο 24
Χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) και του άρθρου 63 στοιχείο ιδ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Όταν το ίδρυμα ή η οντότητα εντός της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος, τίτλος II, κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκδίδει κεφαλαιακό μέσο που έχει αναληφθεί από οντότητα ειδικού σκοπού, το εν λόγω κεφαλαιακό μέσο δεν αναγνωρίζεται, στο επίπεδο του ιδρύματος ή της προαναφερθείσας οντότητας, ως κεφάλαιο υψηλότερης ποιότητας από την κατώτατη ποιότητα του κεφαλαίου που εκδίδεται στην οντότητα ειδικού σκοπού και του κεφαλαίου που εκδίδει σε τρίτους η οντότητα ειδικού σκοπού. Η εν λόγω απαίτηση εφαρμόζεται σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη και ατομική βάση εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.
2. Τα δικαιώματα των κατόχων των μέσων που εκδίδονται από οντότητα ειδικού σκοπού δεν είναι ισχυρότερα από τα δικαιώματα που παρέχουν τα μέσα που εκδίδονται απευθείας από το ίδρυμα ή μια οντότητα που αποτελεί μέρος της ενοποίησης, κατ’ εφαρμογή του πρώτου μέρους, τίτλος II, κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
ΤΜΗΜΑ 1
Έμμεσες συμμετοχές που προκύπτουν από τοποθετήσεις που περιλαμβάνονται σε δείκτες
Άρθρο 25
Βαθμός ασφαλείας που απαιτείται στις εκτιμήσεις για τον υπολογισμό των ανοιγμάτων που χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικές λύσεις για τα υποκείμενα ανοίγματα για τους σκοπούς του άρθρου 76 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Μία εκτίμηση είναι επαρκώς ασφαλής όταν ικανοποιείται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
όταν η επενδυτική εντολή του δείκτη προσδιορίζει ότι ένα κεφαλαιακό μέσο μιας οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα που αποτελεί μέρος του δείκτη δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα ανώτατο ποσοστό του δείκτη, το ίδρυμα χρησιμοποιεί το εν λόγω ποσοστό ως εκτίμηση για την αξία των τοποθετήσεων που αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή 2, όπως ορίζει το άρθρο 17 παράγραφος 2, ή από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν μπορεί να καθορίσει την ακριβή φύση της τοποθέτησης. |
β) |
όταν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να καθορίσει το ανώτατο ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο α) και όταν ο δείκτης, όπως αποδεικνύεται από την επενδυτική εντολή ή άλλες σχετικές πληροφορίες, περιλαμβάνει κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, το ίδρυμα αφαιρεί το πλήρες ποσό των τοποθετήσεων σε δείκτες από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών του της κατηγορίας 1, πρόσθετης κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 ή από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή φύση της τοποθέτησης. |
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
α) |
μια έμμεση συμμετοχή που προκύπτει από συμμετοχή σε δείκτη περιλαμβάνει το τμήμα του δείκτη που έχει επενδυθεί σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετης κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στον δείκτη· |
β) |
ένας δείκτης περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται σε δείκτες κεφαλαίων, δείκτες μετοχών ή ομολόγων ή οποιοδήποτε άλλο σύστημα, όταν το υποκείμενο μέσο είναι κεφαλαιακό μέσο που εκδίδεται από οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα. |
Άρθρο 26
Η έννοια της λειτουργικής επιβάρυνσης στο άρθρο 76 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Για τους σκοπούς του άρθρου 76 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως λειτουργική επιβάρυνση νοείται η κατάσταση κατά την οποία, κατά την εκτίμηση των αρμόδιων αρχών, δεν δικαιολογούνται μέθοδοι εξέτασης σε συνεχή βάση των συμμετοχών στο κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Κατά την αξιολόγηση της φύσης καταστάσεων λειτουργικής επιβάρυνσης, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τον χαμηλό βαθμό σημαντικότητας και τη σύντομη περίοδο διακράτησης παρόμοιων θέσεων. Μια περίοδος διακράτησης μικρής διάρκειας απαιτεί την τεκμηρίωση της έντονης ρευστότητας του δείκτη από το ίδρυμα.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια θέση, θεωρείται ότι παρουσιάζει χαμηλό βαθμό σημαντικότητας, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
το μεμονωμένο καθαρό άνοιγμα που προκύπτει από συμμετοχές που περιλαμβάνονται σε δείκτες και μετράται πριν από κάθε εξέταση δεν υπερβαίνει το 2 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
β) |
το συνολικό καθαρό άνοιγμα που προκύπτει από συμμετοχές που περιλαμβάνονται σε δείκτες και μετράται πριν από κάθε εξέταση δεν υπερβαίνει το 5 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
γ) |
το άθροισμα της συνολικής καθαρής έκθεσης που προκύπτει από συμμετοχές που περιλαμβάνονται σε δείκτες και μετράται πριν από κάθε εξέταση και τυχόν άλλων συμμετοχών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν υπερβαίνει το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. |
ΤΜΗΜΑ 2
Εποπτική άδεια για τη μείωση ιδίων κεφαλαίων
Άρθρο 27
Έννοια της βιώσιμης ικανότητας εσόδων του ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 78 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
Βιώσιμη ικανότητα εσόδων του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σημαίνει ότι η αποδοτικότητα του ιδρύματος, όπως εκτιμάται από την αρμόδια αρχή, εξακολουθεί να είναι ασφαλής ή δεν παρουσιάζει καμία αρνητική μεταβολή μετά την αντικατάσταση των μέσων με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας, κατά την ημερομηνία εκείνη και για το προβλέψιμο μέλλον. Η εκτίμηση της αρμόδιας αρχής λαμβάνει υπόψη την αποδοτικότητα του ιδρύματος σε ακραίες καταστάσεις.
Άρθρο 28
Διαδικασία και απαιτήσεις δεδομένων για την υποβολή αίτησης από ένα ίδρυμα να πραγματοποιήσει εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές, για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές μέσων ιδίων κεφαλαίων δεν ανακοινώνονται στους κατόχους των μέσων πριν λάβει το ίδρυμα την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.
2. Όταν οι εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές αναμένεται να λάβουν χώρα με επαρκή βεβαιότητα και μόλις ληφθεί η εκ των προτέρων άδεια της αρμόδιας αρχής, το ίδρυμα αφαιρεί τα προς εξόφληση, μείωση ή εξαγορά ποσά από τα αντίστοιχα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων του πριν την πραγματοποίηση της εξόφλησης, της μείωσης ή επαναγοράς. Επαρκής βεβαιότητα θεωρείται ότι υπάρχει ιδίως όταν το ίδρυμα έχει δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του να προβεί σε εξόφληση, μείωση ή επαναγορά μέσων ιδίων κεφαλαίων.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζεται σε ενοποιημένο, υποενοποιημένο και ατομικό επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, κατά περίπτωση.
Άρθρο 29
Υποβολή αίτησης από το ίδρυμα να διενεργήσει εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές για τους σκοπούς του άρθρου 77 και του άρθρου 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και κατάλληλες βάσεις περιορισμού της εξόφλησης για τους σκοπούς του άρθρου 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Ένα ίδρυμα υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή πριν από τη μείωση ή την επαναγορά μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ή πριν την ανάκληση, την εξόφληση ή την επαναγορά των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2.
2. Η αίτηση μπορεί να περιλαμβάνει σχέδιο για την εκτέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για διάφορα κεφαλαιακά, για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
3. Σε περίπτωση επαναγοράς μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 για σκοπούς ειδικής διαπραγμάτευσης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρέχουν την άδειά τους σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκ των προτέρων σε πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 77 του ίδιου κανονισμού για ένα προκαθορισμένο ποσό που δεν υπερβαίνει τα ακόλουθα ποσά:
α) |
για μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το ποσό δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:
|
β) |
για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:
|
4. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να παρέχουν εκ των προτέρων την άδειά τους για πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν τα σχετικά μέσα ιδίων κεφαλαίων μεταβιβάζονται στους υπαλλήλους του ιδρύματος ως μέρος των αποδοχών τους. Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τις αγορές μέσων ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς αυτούς και αφαιρούν τα μέσα αυτά από τα ίδια κεφάλαια με μια αντίστοιχη μέθοδο αφαίρεσης για όσο διάστημα είναι στην κατοχή του ιδρύματος. Δεν απαιτείται πλέον αφαίρεση σε αντίστοιχη βάση, όταν οι δαπάνες που συνδέονται με κάποια πράξη σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο περιλαμβάνονται ήδη στα ίδια κεφάλαια ως αποτέλεσμα της ενδιάμεσης ή τέλους χρήσεως οικονομικής έκθεσης.
5. Μια αρμόδια αρχή δύναται να παρέχει εκ των προτέρων άδεια, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 77 του ίδιου κανονισμού για προκαθορισμένο ποσό, όταν το προς ανάκληση, εξόφληση ή επαναγορά ποσό των μέσων ιδίων κεφαλαίων είναι επουσιώδες σε σχέση με το ανεξόφλητο ποσό της αντίστοιχης έκδοσης μετά την εκτέλεση της ανάκλησης, εξόφλησης ή επαναγοράς.
6. Οι παράγραφοι 1 έως 5 εφαρμόζονται σε ενοποιημένο, υποενοποιημένο και ατομικό επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, κατά περίπτωση.
Άρθρο 30
Περιεχόμενο της αίτησης που πρέπει να υποβάλλεται από το ίδρυμα για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Η αναφερόμενη στο άρθρο 29 αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:
α) |
μια καλά τεκμηριωμένη εξήγηση των λόγων για την εκτέλεση μιας από τις δράσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1· |
β) |
στοιχεία σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που καλύπτουν περίοδο τουλάχιστον 3 ετών, μεταξύ άλλων και το επίπεδο και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων πριν και μετά την εκτέλεση της πράξης και τον αντίκτυπο της πράξης στις κανονιστικές απαιτήσεις· |
γ) |
τον αντίκτυπο στην κερδοφορία του ιδρύματος από την αντικατάσταση ενός κεφαλαιακού μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· |
δ) |
αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους το ίδρυμα είναι ή ενδέχεται να είναι εκτεθειμένο και κατά πόσον το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων εξασφαλίζει την αναγκαία κάλυψη αυτών των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών αντοχής σε κύριους κινδύνους που αποδεικνύουν τις πιθανές ζημίες βάσει διαφορετικών σεναρίων. |
ε) |
κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση της σκοπιμότητας χορήγησης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. |
2. Η αρμόδια αρχή παρέχει απαλλαγή από την υποβολή ορισμένων από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2, όταν βεβαιωθεί ότι έχει ήδη στη διάθεσή της τα εν λόγω στοιχεία.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε ενοποιημένο, υποενοποιημένο και ατομικό επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, κατά περίπτωση.
Άρθρο 31
Χρόνος υποβολής της αίτησης από το ίδρυμα και εξέτασης της αίτησης από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Το ίδρυμα διαβιβάζει πλήρη αίτηση και τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 29 και 30 στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία της ανακοίνωσης στους κατόχους των μέσων κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα, κατά περίπτωση και σε έκτακτες περιστάσεις, να υποβάλλουν την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 αίτηση εντός χρονικού πλαισίου μικρότερου από την περίοδο των 3 μηνών.
3. Η αρμόδια αρχή εξετάζει μια αίτηση είτε κατά τη διάρκεια της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 προθεσμίας είτε και κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα νέα στοιχεία που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, όταν είναι διαθέσιμα και εφόσον τα κρίνουν ουσιώδη. Οι αρμόδιες αρχές αρχίζουν την επεξεργασία της αίτησης μόνον εφόσον βεβαιωθούν ότι τα απαιτούμενα βάσει του άρθρου 28 στοιχεία έχουν δοθεί από το ίδρυμα.
Άρθρο 32
Οι αιτήσεις για εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια ή παρόμοια ιδρύματα, για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Όσον αφορά την εξόφληση μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων, η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 29 παράγραφοι 1, 2 και 6 και οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή με την ίδια συχνότητα με εκείνη που χρησιμοποιεί το αρμόδιο όργανο του ιδρύματος για την εξέταση των εξοφλήσεων.
2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν εκ των προτέρων άδεια για πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για την εξόφληση προκαθορισμένου ποσού, χωρίς το ποσό της εγγραφής νέου που καταβάλλεται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έως ενός έτους. Αυτό το προκαθορισμένο ποσό μπορεί να ανέλθει έως το 2 % του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εάν βεβαιωθούν ότι η ενέργεια αυτή δεν θα θέσει σε κίνδυνο την τρέχουσα ή μελλοντική κατάσταση φερεγγυότητας του ιδρύματος.
ΤΜΗΜΑ 3
Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια
Άρθρο 33
Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια για τους σκοπούς του άρθρου 79 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Η διάρκεια μιας προσωρινής αναστολής δεν υπερβαίνει το χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται στο σχέδιο της πράξης χρηματοοικονομικής συνδρομής. Η εν λόγω αναστολή δεν παρέχεται για περίοδο μεγαλύτερη των 5 ετών.
2. Η αναστολή εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με τα νέα μέσα στην οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα που υπόκειται στην πράξη χρηματοδοτικής συνδρομής.
3. Για τη χορήγηση προσωρινής αναστολής της αφαίρεσης από ίδια κεφάλαια, μια αρμόδια αρχή μπορεί να κρίνει ότι οι προσωρινές τοποθετήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 79 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έχουν σκοπό τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής για την αναδιάρθρωση και διάσωση μιας οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, όταν η πράξη εκτελείται βάσει σχεδίου και είναι εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή και όταν το σχέδιο αναφέρει σαφώς φάσεις, χρονοδιάγραμμα και στόχους και προσδιορίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των προσωρινών τοποθετήσεων και της χρηματοδοτικής συνδρομής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 2 ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ
Άρθρο 34
Το είδος των στοιχείων που μπορούν να αφορούν τη λειτουργία των οντοτήτων ειδικού σκοπού και έννοια του ελάχιστου και ασήμαντου σε σχέση με το αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από οντότητες ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς του άρθρου 83 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Τα περιουσιακά στοιχεία μιας οντότητας ειδικού σκοπού θεωρείται ότι είναι ελάχιστα και ασήμαντα όταν πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας ειδικού σκοπού που δεν αποτελούνται από τις επενδύσεις στα ίδια κεφάλαια της συνδεδεμένης θυγατρικής περιορίζονται σε διαθέσιμα που προορίζονται για πληρωμές τοκομεριδίων και την εξόφληση των οφειλόμενων μέσων ιδίων κεφαλαίων· |
β) |
το ποσό των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας ειδικού σκοπού, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο στοιχείο α), δεν υπερβαίνει το 0,5 % του μέσου όρου των συνολικών στοιχείων ενεργητικού της οντότητας ειδικού σκοπού κατά τα τελευταία τρία έτη. |
2. Για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί υψηλότερο ποσοστό, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
το υψηλότερο ποσοστό είναι αναγκαίο αποκλειστικά για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας της οντότητας ειδικού σκοπού· |
β) |
το αντίστοιχο ονομαστικό ποσό δεν υπερβαίνει τις 500 000 ευρώ. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ
Άρθρο 35
Πρόσθετες προσαρμογές και αφαιρέσεις για τους σκοπούς του άρθρου 481 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Οι προσαρμογές στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 481 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφαρμόζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 7.
2. Όταν, σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οι εν λόγω μειώσεις και προσαρμογές προκύπτουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, όπως αναφέρει το άρθρο 57 στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, η προσαρμογή διενεργείται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
3. Σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που καλύπτονται από την παράγραφο 1 και όταν, σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οι εν λόγω μειώσεις και προσαρμογές έχουν εφαρμοστεί στο σύνολο των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 57 στοιχεία α) έως γα) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 154 της εν λόγω οδηγίας, η προσαρμογή διενεργείται σε πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1.
4. Όταν το ποσό των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 είναι χαμηλότερο από τη σχετική προσαρμογή, η υπολειπόμενη προσαρμογή διενεργείται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
5. Σε περιπτώσεις άλλες πλην εκείνων που καλύπτονται από τις παραγράφους 1 και 2 όταν, βάσει των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οι εν λόγω μειώσεις και προσαρμογές έχουν εφαρμοστεί σε στοιχεία ίδιων κεφαλαίων, όπως αναφέρει το άρθρο 57 στοιχεία δ) έως η) ή στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, η προσαρμογή διενεργείται στα στοιχεία της κατηγορίας 2.
6. Όταν το ποσό των στοιχείων της κατηγορίας 2 είναι χαμηλότερο από τη σχετική προσαρμογή, η υπολειπόμενη προσαρμογή διενεργείται σε πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1.
7. Όταν το ποσό της κατηγορίας 2 και των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 είναι χαμηλότερο από τη σχετική προσαρμογή, η υπολειπόμενη προσαρμογή διενεργείται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Άρθρο 36
Στοιχεία που εξαιρούνται από την αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 σε άλλα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, για τους σκοπούς του άρθρου 487 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
1. Κατά την αντιμετώπιση των μέσων ιδίων κεφαλαίων, βάσει των όσων ορίζονται στο άρθρο 487 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, η εν λόγω αντιμετώπιση των μέσων μπορεί να είναι ολική ή μερική. Κάθε παρόμοια αντιμετώπιση δεν επηρεάζει τον υπολογισμό του ορίου που ορίζεται στο άρθρο 486 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 μέσα ιδίων κεφαλαίων μπορούν εκ νέου να αντιμετωπιστούν ως στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπό την προϋπόθεση ότι είναι στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 του ίδιου κανονισμού και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό τους δεν υπερβαίνει πλέον τα ισχύοντα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 486 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.
3. Τα μέσα ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν εκ νέου να αντιμετωπιστούν ως στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 4, υπό την προϋπόθεση ότι είναι στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 ή στο άρθρο 484 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό τους δεν υπερβαίνει πλέον τα ισχύοντα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 486 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.
Άρθρο 37
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 7 Ιανουαρίου 2014.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
José Manuel BARROSO
(1) ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.
(2) Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).
(3) Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).
(5) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(6) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
(7) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).
(8) Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).
(9) Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).
(10) Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).
(11) Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1).
(12) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).
(13) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/27 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 242/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 7ης Μαρτίου 2014
για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Lammefjordskartofler (ΠΓΕ)]
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 52 παράγραφος 2,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η αίτηση για την καταχώριση της ονομασίας «Lammefjordskartofler» που υπέβαλε η Δανία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2). |
(2) |
Δεδομένου ότι δεν έχει κοινοποιηθεί καμία δήλωση ένστασης στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η ονομασία «Lammefjordskartofler» πρέπει να καταχωρισθεί, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Καταχωρίζεται η ονομασία που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 7 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,
Dacian CIOLOȘ
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.
(2) ΕΕ C 286 της 2.1.2013, σ. 3.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Γεωργικά προϊόντα προοριζόμενα για ανθρώπινη κατανάλωση που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης:
Κλάση 1.6. Φρούτα, λαχανικά και δημητριακά, νωπά ή μεταποιημένα
ΔΑΝΙΑ
Lammefjordskartofler (ΠΓΕ)
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/29 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 243/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 7ης Μαρτίου 2014
για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Bornheimer Spargel/Spargel aus dem Anbaugebiet Bornheim (ΠΓΕ)]
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 52 παράγραφος 2,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η αίτηση που υπέβαλε η Γερμανία για την καταχώριση της ονομασίας «Bornheimer Spargel»/«Spargel aus dem Anbaugebiet Bornheim» δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2). |
(2) |
Δεδομένου ότι δεν έχει κοινοποιηθεί καμία δήλωση ένστασης στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η ονομασία «Bornheimer Spargel»/«Spargel aus dem Anbaugebiet Bornheim» πρέπει να καταχωρισθεί, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Καταχωρίζεται η ονομασία που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 7 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,
Dacian CIOLOȘ
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.
(2) ΕΕ C 286 της 2.10.2013, σ. 12.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Γεωργικά προϊόντα προοριζόμενα για ανθρώπινη κατανάλωση που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης:
Κλάση 1.6. Φρούτα, λαχανικά και δημητριακά, νωπά ή μεταποιημένα
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Bornheimer Spargel / Spargel aus dem Anbaugebiet Bornheim (ΠΓΕ)
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/31 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 244/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 7ης Μαρτίου 2014
για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Strachitunt (ΠΟΠ)]
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 52 παράγραφος 2,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η αίτηση που υπέβαλε η Ιταλία για την καταχώριση της ονομασίας «Strachitunt» δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2). |
(2) |
Δεδομένου ότι δεν έχει κοινοποιηθεί καμία δήλωση ένστασης στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η ονομασία «Strachitunt» πρέπει να καταχωρισθεί, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Καταχωρίζεται η ονομασία που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 7 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,
Dacian CIOLOȘ
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 343 της 14.2.2012, σ. 1.
(2) ΕΕ C 290 της 5.10.2013, σ. 5.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Γεωργικά προϊόντα προοριζόμενα για ανθρώπινη κατανάλωση τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης:
Κλάση 1.3. Τυριά
ΙΤΑΛΙΑ
Strachitunt (ΠΟΠ)
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/33 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 245/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Μαρτίου 2014
για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2011, για τον καθορισμό τεχνικών απαιτήσεων και διοικητικών διαδικασιών όσον αφορά το ιπτάμενο προσωπικό πολιτικής αεροπορίας
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/670/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 6,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 (2) της Επιτροπής καθορίζει τεχνικές και διοικητικές απαιτήσεις για το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας. |
(2) |
Ορισμένα κράτη μέλη έκριναν ότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 επιβάλλει στα κράτη μέλη ή τους παράγοντες του κλάδου άσκοπο και δυσανάλογο διοικητικό φόρτο ή οικονομική επιβάρυνση και ζήτησαν παρεκκλίσεις από ορισμένες απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008. |
(3) |
Οι αιτήσεις παρέκκλισης αναλύθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας της Αεροπορίας, ο οποίος στη συνέχεια διατύπωσε σύσταση στην Επιτροπή για την έγκριση ορισμένων από τις παρεκκλίσεις. |
(4) |
Τα κράτη μέλη εντόπισαν επίσης στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 της Επιτροπής ορισμένα λάθη διατύπωσης, τα οποία οδηγούν σε ανεπιθύμητες δυσχέρειες εφαρμογής. |
(5) |
Συνεπώς, οι υπάρχουσες απαιτήσεις πρέπει να τροποποιηθούν, ώστε να εισαχθούν οι παρεκκλίσεις που καθιστούν σαφέστερους τους κανόνες και διορθώνουν τα λάθη διατύπωσης. |
(6) |
Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 της Επιτροπής περιέχει στο παράρτημα I (Μέρος-FCL) απαιτήσεις για την εκπαίδευση και τον έλεγχο ικανότητα πτήσης με όργανα (IR). Οι εν λόγω απαιτήσεις για την ικανότητα πτήσης με όργανα (IR) είχαν βασισθεί στις προηγούμενες απαιτήσεις JAR-FCL και αναγνωρίσθηκε ότι χρειάζεται να επανεξετασθούν. |
(7) |
Ως εκ τούτου, πρέπει να εισαχθούν πρόσθετες απαιτήσεις για τα πτητικά προσόντα για μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης με όργανα και ειδικές απαιτήσεις για πτητικές λειτουργίες ανεμοπλάνων εντός νεφών. |
(8) |
Για να εξασφαλιστεί ότι για την απόκτηση των ικανοτήτων αυτών λαμβάνεται υπόψη η εκπαίδευση σε όργανα ή η πείρα που έχει αποκτηθεί πριν την έναρξη εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να καθοριστούν οι προϋποθέσεις αναγνώρισης της συγκεκριμένης εκπαίδευσης ή της αποκτηθείσας πείρας σε όργανα. |
(9) |
Τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν την πείρα σε όργανα κατόχου ικανότητας τρίτης χώρας, εφόσον είναι δυνατόν εξασφαλισθεί επίπεδο ασφάλειας ισοδύναμο με εκείνο που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2008. Πρέπει επίσης να καθοριστούν οι όροι αναγνώρισης της εν λόγω πείρας. |
(10) |
Για να διασφαλιστούν ομαλή μετάβαση και υψηλό και ομοιόμορφο επίπεδο ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εκτελεστικοί κανόνες πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των βέλτιστων πρακτικών, καθώς και την επιστημονική και τεχνική πρόοδο στον τομέα της εκπαίδευσης των χειριστών. Κατά συνέπεια, οι τεχνικές απαιτήσεις και οι διοικητικές διαδικασίες στις οποίες έχει συμφωνήσει ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) και οι ήδη εκπονηθείσες απαιτήσεις στο παράρτημα I (Μέρος-FCL) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1178/2011, καθώς και η κείμενη εθνική νομοθεσία που αφορά ειδικό εθνικό περιβάλλον, πρέπει να συνεκτιμηθούν και να αντικατοπτρισθούν στην εν λόγω δέσμη κανόνων με βάση τις ειδικές ανάγκες των χειριστών της γενικής αεροπορίας στην Ευρώπη. |
(11) |
Ο Οργανισμός εκπόνησε σχέδιο εκτελεστικών κανόνων και το υπέβαλε ως γνωμοδότηση στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008. |
(12) |
Τα κράτη μέλη τα οποία διαθέτουν εθνικό σύστημα για την εξουσιοδότηση χειριστών να εκτελούν πτήσεις με μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης με όργανα (IMC) με περιορισμένα δικαιώματα που οριοθετούνται στον εθνικό εναέριο χώρο του κράτους μέλους και μπορούν να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι το σύστημα είναι ασφαλές και ότι υπάρχει συγκεκριμένη τοπική ανάγκη, πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσουν να εκδίδουν τέτοιες άδειες για περιορισμένο χρονικό διάστημα, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. |
(13) |
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 965/2012 (3) της Επιτροπής επιτρέπει την εκτέλεση ορισμένων πτήσεων, όπως οι πτήσεις επιμερισμένου κόστους ή οι εισαγωγικές πτήσεις, σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται για τις μη εμπορικές πτητικές λειτουργίες μη σύνθετων αεροσκαφών. Είναι επομένως αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι τα δικαιώματα χειριστών που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) 1178/2011 συνάδουν με τη συγκεκριμένη προσέγγιση. |
(14) |
Συνεπώς, πρέπει να επιτραπεί η εκτέλεση πτήσεων των κατηγοριών που προσδιορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 965/2012 από χειριστές κατόχους πιστοποιητικών PPL, SPL, BPL ή LAPL. |
(15) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 65 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008, |
(16) |
Επομένως, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 της Επιτροπής τροποποιείται ως εξής:
1) |
Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 3 Πτυχία και ιατρικά πιστοποιητικά χειριστών 1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος κανονισμού, οι χειριστές των αεροσκαφών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) και στο άρθρο 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008 πληρούν τις τεχνικές απαιτήσεις και τις διοικητικές διαδικασίες που προβλέπονται στα παραρτήματα I και IV του παρόντος κανονισμού. 2. Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των κατόχων πτυχίων κατά το παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού, οι κάτοχοι πτυχίων χειριστή που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το τμήμα Β ή Γ του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού επιτρέπεται να εκτελούν τις πτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 965/2012. Τούτο γίνεται με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις για τη μεταφορά επιβατών ή την καθιέρωση των εμπορικών πτητικών λειτουργιών που ορίζονται στα τμήματα Β και Γ του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού.» |
2) |
Στο άρθρο 4 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8: «8. Έως τις 8 Απριλίου 2019, κράτος μέλος επιτρέπεται να εκδίδει άδεια σε χειριστή να ασκεί περιορισμένα δικαιώματα για να εκτελεί με αεροπλάνα με τους κανόνες πτήσης με όργανα πριν ο χειριστής εκπληρώσει όλες τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για την έκδοση ικανότητας οργάνων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
|
3) |
Στο άρθρο 12, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν έως τις 8 Απριλίου 2015 τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού για τους χειριστές που είναι κάτοχοι πτυχίου και του σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού τρίτης χώρας, οι οποίοι λαμβάνουν μέρος σε μη εμπορική πτητική λειτουργία αεροσκάφους κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία β) ή γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008.» |
4) |
Τα παραρτήματα Ι, II, III και VI τροποποιούνται σύμφωνα με τα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού. |
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
José Manuel BARROSO
(1) ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 76.
(2) ΕΕ L 311 της 25.11.2011, σ. 1.
(3) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 965/2012 της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 2012, για καθορισμό τεχνικών απαιτήσεων και διοικητικών διαδικασιών όσον αφορά τις πτητικές λειτουργίες δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 296 της 25.10.2012, σ. 1).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Το παράρτημα I (Μέρος-FCL) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 της Επιτροπής τροποποιείται ως εξής:
1) |
Ο τίτλος της FCL.015 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «FCL.015 Αίτηση και έκδοση, επανεπικύρωση και ανανέωση πτυχίων, ικανοτήτων και πιστοποιητικών» |
2) |
Η FCL.020 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «FCL.020 Μαθητευόμενοι χειριστές
|
3) |
Η FCL.025 τροποποιείται ως εξής:
|
4) |
Η FCL.055 τροποποιείται ως εξής:
|
5) |
Η FCL.055 τροποποιείται ως εξής:
|
6) |
Στην FCL.060 στοιχείο β), η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
7) |
Στην FCL.105.A, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
8) |
Στην FCL.105.A, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
9) |
Η παράγραφος FCL.105.B αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «FCL.105.B LAPL(Β) — Δικαιώματα Τα δικαιώματα του κατόχου πτυχίου LAPL για αερόστατα είναι να ενεργεί ως κυβερνήτης (PIC) σε αερόστατα θερμού αέρα ή αερόπλοια θερμού αέρα μέγιστης περιβάλλουσας χωρητικότητας 3 400 m3 ή σε αερόστατα αερίου μέγιστης περιβάλλουσας χωρητικότητας 1 260 m3, τα οποία μεταφέρουν το πολύ 3 επιβάτες, ώστε ο αριθμός των επιβαινόντων στο αεροσκάφος να μην υπερβαίνει ποτέ τους 4.» |
10) |
Στην FCL.110.Β ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο: |
11) |
Στην FCL.235, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
12) |
Στην FCL.205 παράγραφος 3, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
13) |
Στην FCL.205.Η παράγραφος 3, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
14) |
Στην FCL.205 παράγραφος 3, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
15) |
Στην FCL.205.S, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
16) |
Η FCL.205.Β τροποποιείται ως εξής:
|
17) |
Στην FCL.230.Β, το στοιχείο α) της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
18) |
Στην FCL.510.Α, το στοιχείο γ) της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
19) |
Η FCL.600 αντικαθίσταται από την ακόλουθη: «FCL.600 IR — Γενικά Εξαιρουμένων όσων προβλέπονται στην FCL.825, οι πτητικές λειτουργίες IFR με αεροπλάνο, ελικόπτερο, αερόπλοιο ή μηχανοκίνητο αεροσκάφος με άντωση πραγματοποιούνται μόνο από κατόχους πτυχίων PPL, CPL, MPL και ATPL με ικανότητα IR κατάλληλη για την κατηγορία αεροσκάφους ή όταν υποβάλλονται σε δοκιμή δεξιότητας ή λαμβάνουν εκπαίδευση σε διπλό χειρισμό.» |
20) |
Η FCL.610 τροποποιείται ως εξής:
|
21) |
Στην FCL.615, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
22) |
Στην FCL.625, το στοιχείο α) της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
23) |
Στην FCL.710, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
24) |
Στην FCL.725, το στοιχείο β) της παραγράφου 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
25) |
Στην FCL.720.Α, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
26) |
Στην FCL.740.Α, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
27) |
Στην FCL.735.Α, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο:
Χρησιμοποιείται εκπαιδευτική συσκευή διαδικασιών πτήσης και αεροναυτιλίας (FNPT) ΙΙ ή ΙΙΙ πιστοποιημένη για συνεργασία πολλών πληρωμάτων (MCC), εκπαιδευτική συσκευή διαδικασιών πτήσης (FTD) 2/3 ή πλήρης προσομοιωτής πτήσης (FFS).» |
28) |
Στην FCL.810, το στοιχείο α) της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:
|
29) |
Προστίθενται οι κάτωθι νέες FCL.825 και FLC.830: «FCL.825 Ικανότητα οργάνων κατά τη διαδρομή (EIR)
«FCL.830 Ικανότητα πτήσης ανεμοπλάνου εντός νεφών
|
30) |
Στην FCL.915, το σημείο i) της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:
|
31) |
Η FCL.905 τροποποιείται ως εξής:
|
32) |
Στην FCL.910.Α στοιχείο α), η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
33) |
Στην FCL.915.FI, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
34) |
Στην FCL.930.FI, το στοιχείο β) της παραγράφου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
35) |
Στην FCL.905.TRI, μετά την εισαγωγική φράση, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
36) |
Η FCL.905.CRI τροποποιείται ως εξής:
|
37) |
Στην FCL.905.IRI, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο:
|
38) |
Στην FCL.915.IRI στοιχείο α), η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
39) |
Στην FCL.905.IRI στοιχείο δ), η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
40) |
Στην FCL.915.MCCI στοιχείο β), η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
41) |
Η FCL.940.MI αντικαθίσταται από την ακόλουθη: «FCL.940.MI Ισχύς του πιστοποιητικού MI Η διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού MI είναι ίδια με εκείνη του πιστοποιητικού FI, TRI ή CRI.» |
42) |
Η FCL.1015 τροποποιείται ως εξής:
|
43) |
Στην FCL.1030 στοιχείο β), η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:
|
44) |
Η FCL.1005 τροποποιείται ως εξής:
|
45) |
Στην FCL.1005.TRE στοιχείο α), η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
46) |
Στην FCL.1010.TRE στοιχείο β) παράγραφος 5, το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο:
|
47) |
Στην FCL.1005.CRE στοιχείο β), προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:
|
48) |
Η FCL.1005.IRE αντικαθίσταται από την ακόλουθη: «FCL.1005.IRE IRE — Δικαιώματα Τα δικαιώματα κατόχου πιστοποιητικού IRE είναι να διεξάγει δοκιμασίες δεξιοτήτων για την έκδοση, καθώς και περιοδικούς ελέγχους για την επανεπικύρωση ή ανανέωση ικανοτήτων EIR ή ικανοτήτων IR.» |
49) |
Το προσάρτημα 1 του παραρτήματος I (Μέρος-FCL) τροποποιείται ως εξής:
|
50) |
Το προσάρτημα 3 του παραρτήματος I (Μέρος-FCL) τροποποιείται ως εξής:
|
51) |
Στο προσάρτημα 5 του παραρτήματος I (Μέρος-FCL) στο κεφάλαιο ΓΕΝΙΚΑ, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
52) |
Το προσάρτημα 6 του Μέρους-FCL τροποποιείται ως εξής:
|
53) |
Το προσάρτημα 9 του παραρτήματος I (μέρος-FCL) τροποποιείται ως εξής:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Η παράγραφος 1 της ενότητας A. «Αεροπλάνα» τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Η παράγραφος 1 της ενότητας Β. «Ελικόπτερα» τροποποιείται ως εξής:
|
(1) Για τους κατόχους πτυχίου CPL, οι οποίοι είναι ήδη κάτοχοι ικανότητας τύπου για αεροπλάνα πολλών χειριστών, δεν απαιτείται η επιτυχής ολοκλήρωση εξέτασης θεωρητικών γνώσεων πτυχίου ATPL(A) ενώ εξακολουθούν να πετούν τον ίδιο τύπο αεροπλάνων, αλλά δεν τους χορηγείται αναγνώριση θεωρητικών γνώσεων πτυχίου ATPL(A) για πτυχίο του Μέρους-FCL. Αν απαιτούν άλλη ικανότητα τύπου για διαφορετικό αεροπλάνο πολλών χειριστών, εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις της στήλης (3), γραμμή (ε) σημείο i) του ανωτέρω πίνακα.»
(2) Για τους κατόχους πτυχίου CPL, οι οποίοιείναι ήδη κάτοχοι ικανότητας τύπου για αεροπλάνα πολλών χειριστών, δεν απαιτείται επιτυχής ολοκλήρωση εξέτασης θεωρητικών γνώσεων πτυχίου ATPL(Η) ενώ εξακολουθούν να πετούν τον ίδιο τύπο ελικοπτέρων, αλλά δεν τους χορηγείται αναγνώριση θεωρητικών γνώσεων πτυχίου ATPL(Η) για πτυχίο του Μέρους-FCL. Αν απαιτούν άλλη ικανότητα τύπου για διαφορετικό ελικόπτερο πολλών χειριστών, εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις της στήλης (3), γραμμή (η) σημείο i) του πίνακα.»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Η ενότητα Α «Επικύρωση πτυχίων» τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
Στην ενότητα Β «ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΠΤΥΧΙΩΝ», η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:
|
(1) Οι κάτοχοι πτυχίου CPL(A)/IR σε αεροπλάνα πολλών χειριστών αποδεικνύουν πριν από την αποδοχή επίπεδο γνώσεων πτυχίου ATPL(A) του ΔΟΠΑ.»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
Το παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1178/2011 τροποποιείται ως εξής:
1) |
Στην ενότητα II των τμημάτων FCL, ARA.FCL.205 το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο:
|
2) |
Στην ενότητα II του τμήματος FCL, η ARA.FCL.210 αντικαθίσταται από την ακόλουθη: «ARA.FCL.210 Πληροφορίες για εξεταστές
|
3) |
ΤΟ ΤΜΗΜΑ MED τροποποιείται ως εξής:
|
4) |
Στο προσάρτημα II «Τυποποιημένο έντυπο του EASA για τις βεβαιώσεις πληρώματος θαλάμου επιβατών», το τμήμα «Οδηγίες» τροποποιείται ως εξής:
|
5) |
Το προσάρτημα V ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΕΡΟΪΑΤΡΙΚΩΝ ΚΈΝΤΡΩΝ (AeMC) αντικαθίσταται από το ακόλουθο: «Προσάρτημα V ΤΟΥ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ VI ΜΕΡΟΣ-ARA
|
6) |
Το περιεχόμενο του προσαρτήματος VI διαγράφεται και αντικαθίσταται από το κάτωθι: «(ΚΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ)» |
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/58 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 246/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Μαρτίου 2014
για την τροποποίηση του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την αφαίρεση ορισμένων αρωματικών ουσιών από τον κατάλογο της Ένωσης
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2232/96 και (ΕΚ) αριθ. 110/2008 και της οδηγίας 2000/13/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για τη θέσπιση ενιαίας διαδικασίας έγκρισης για τα πρόσθετα τροφίμων, τα ένζυμα τροφίμων και τις αρωματικές ύλες τροφίμων (2), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 4,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 θεσπίζει ενωσιακό κατάλογο αρωματικών υλών και πρώτων υλών για χρήσεις εντός και επί των τροφίμων, και καθορίζει τους όρους χρήσης τους. |
(2) |
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 872/2012 της Επιτροπής (3) ενέκρινε κατάλογο αρωματικών ουσιών και εισήγαγε τον εν λόγω κατάλογο στο μέρος Α του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008. |
(3) |
Ο κατάλογος αυτός μπορεί να ενημερώνεται σύμφωνα με την κοινή διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008, είτε ύστερα από πρωτοβουλία της Επιτροπής είτε ύστερα από αίτηση κράτους μέλους ή ενδιαφερόμενου μέρους. |
(4) |
Το μέρος Α του ενωσιακού καταλόγου περιλαμβάνει μια σειρά ουσιών για τις οποίες η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων δεν έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση ή έχει ζητήσει να υποβληθούν συμπληρωματικά επιστημονικά στοιχεία για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Για 19 από τις εν λόγω ουσίες, οι υπεύθυνοι για τη διάθεση των αρωματικών ουσιών στην αγορά έχουν πλέον ανακαλέσει τις αιτήσεις τους. Επομένως, οι εν λόγω αρωματικές ουσίες θα πρέπει να αφαιρεθούν από τον ενωσιακό κατάλογο. |
(5) |
Ως εκ τούτου, το μέρος Α του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα. |
(6) |
Σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008, οι αρωματικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Ένωσης μπορούν να διατεθούν στην αγορά αυτές καθαυτές και να χρησιμοποιούνται μέσα ή πάνω σε τρόφιμα έως τις 22 Οκτωβρίου 2014. Δεδομένου ότι οι αρωματικές ουσίες διατίθενται ήδη στην αγορά των κρατών μελών, και για να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση σε μια ενωσιακή διαδικασία έγκρισης, για τα τρόφιμα που περιέχουν αυτές τις ουσίες έχουν θεσπιστεί μεταβατικά μέτρα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 873/2012 της Επιτροπής (4). |
(7) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Το παράρτημα I μέρος Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
José Manuel BARROSO
(1) ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 34.
(2) ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 1.
(3) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 872/2012 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2012, για την έγκριση του καταλόγου αρτυματικών υλών που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2232/96 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, την εισαγωγή του καταλόγου αυτού στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1565/2000 της Επιτροπής και της απόφασης 1999/217/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 267 της 2.10.2012, σ. 1).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 873/2012 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2012, για μεταβατικά μέτρα όσον αφορά τον ενωσιακό κατάλογο αρωματικών υλών και πρώτων υλών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 267 της 2.10.2012, σ. 162).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Στο μέρος Α του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 διαγράφονται οι ακόλουθες καταχωρίσεις:
«01.015 |
βινυλοβενζόλιο |
100-42-5 |
|
11022 |
|
|
1 |
EFSA |
02.122 |
p-μινθα-1,8(10)-διεν-9-όλη |
3269-90-7 |
|
|
|
|
2 |
EFSA |
09.809 |
οξικό p-μινθα-1,8(10)-διεν-9-ύλιο |
15111-97-4 |
|
10743 |
|
|
2 |
EFSA |
12.114 |
διαιθυλοτρισουλφίδιο |
3600-24-6 |
1701 |
11451 |
|
|
4 |
EFSA |
12.120 |
2,8-επιθειο-p-μινθάνιο |
68398-18-5 |
1685 |
|
|
|
4 |
EFSA |
12.159 |
μεθανοθειοσουλφονικό μεθύλιο |
2949-92-0 |
|
11520 |
|
|
3 |
EFSA |
12.256 |
αιθυλοπροπυλοτρισουλφίδιο |
31499-70-4 |
1695 |
|
|
|
4 |
EFSA |
12.272 |
προπανοθειοσουλφονικό προπύλιο |
1113-13-9 |
1702 |
|
|
|
3 |
EFSA |
13.029 |
2,5-διμεθυλοφουράνιο |
625-86-5 |
1488 |
2208 |
|
|
3 |
EFSA |
13.030 |
2-Μεθυλοφουράνιο |
534-22-5 |
1487 |
2209 |
|
|
3 |
EFSA |
13.092 |
2-αιθυλοφουράνιο |
3208-16-0 |
1489 |
11706 |
|
|
3 |
EFSA |
14.145 |
πυρρολο-2-καρβαλδεΰδη |
1003-29-8 |
|
11393 |
|
|
4 |
EFSA |
14.163 |
1-Μεθυλοπυρρολο-2-καρβοξαλδεΰδη |
1192-58-1 |
|
|
|
|
4 |
EFSA |
14.169 |
1-Αιθυλο-2-πυρρολοκαρβοξαλδεΰδη |
2167-14-8 |
|
|
|
|
4 |
EFSA |
15.064 |
2,5-διμεθυλοθειοφαίνιο |
638-02-8 |
|
|
|
|
4 |
EFSA |
15.072 |
2-αιθυλοθειοφαίνιο |
872-55-9 |
|
11614 |
|
|
4 |
EFSA |
15.091 |
2-μεθυλοθειοφαίνιο |
554-14-3 |
|
11631 |
|
|
4 |
EFSA |
15.092 |
3-μεθυλοθειοφαίνιο |
616-44-4 |
|
11632 |
|
|
4 |
EFSA |
16.124 |
(1R,2S,5R)-N-κυκλοπροπυλο-5-μεθυλ-2-ισοπροπυλοκυκλοεξανοκαρβοξαμίδιο |
73435-61-7 |
|
|
|
|
1 |
EFSA» |
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/61 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 247/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Μαρτίου 2014
για καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),
Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού. |
(2) |
Η κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Οι κατ’ αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,
Jerzy PLEWA
Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης
(1) ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.
(2) ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Οι κατ’ αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών
(ευρώ/100 kg) |
||
Κωδικός ΣΟ |
Κωδικός τρίτων χωρών (1) |
Κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής |
0702 00 00 |
MA |
73,3 |
TN |
108,4 |
|
TR |
104,7 |
|
ZZ |
95,5 |
|
0707 00 05 |
EG |
182,1 |
MA |
182,1 |
|
TR |
152,6 |
|
ZZ |
172,3 |
|
0709 91 00 |
EG |
45,1 |
ZZ |
45,1 |
|
0709 93 10 |
MA |
40,6 |
TR |
87,7 |
|
ZZ |
64,2 |
|
0805 10 20 |
EG |
49,2 |
IL |
66,9 |
|
MA |
46,5 |
|
TN |
51,1 |
|
TR |
56,3 |
|
ZA |
62,4 |
|
ZZ |
55,4 |
|
0805 50 10 |
TR |
69,1 |
ZZ |
69,1 |
|
0808 10 80 |
CL |
132,6 |
CN |
58,1 |
|
MK |
32,3 |
|
US |
189,7 |
|
ZZ |
103,2 |
|
0808 30 90 |
AR |
101,7 |
CL |
144,6 |
|
TR |
158,2 |
|
US |
211,0 |
|
ZA |
98,1 |
|
ZZ |
142,7 |
(1) Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/63 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 12ης Μαρτίου 2014
για ορισμένα μέτρα προστασίας σχετικά με την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Πολωνία
[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 1657]
(Το κείμενο στην πολωνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2014/134/ΕΕ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (2), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 4,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η αφρικανική πανώλη των χοίρων είναι λοιμώδης ιογενής νόσος των πληθυσμών οικόσιτων χοίρων και αγριόχοιρων, η οποία μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την κερδοφορία της χοιροτροφίας και να διαταράξει το εμπόριο μέσα στην Ένωση και τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. |
(2) |
Σε περίπτωση εκδήλωσης εστίας της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, υπάρχει κίνδυνος διασποράς του παράγοντα της νόσου σε άλλες χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις και σε αγριόχοιρους. Ως αποτέλεσμα, η νόσος μπορεί να διασπαρεί από κράτος μέλος σε κράτος μέλος, καθώς και σε τρίτες χώρες, μέσω του εμπορίου ζώντων χοίρων ή των προϊόντων τους. |
(3) |
Η οδηγία 2002/60/ΕΚ (3) του Συμβουλίου θεσπίζει τα ελάχιστα μέτρα για την καταπολέμηση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, τα οποία πρέπει να εφαρμοστούν μέσα στην Ένωση. Το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/60/ΕΚ προβλέπει την οριοθέτηση μολυσμένης περιοχής, μετά την επιβεβαίωση ενός ή περισσότερων κρουσμάτων αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε αγριόχοιρους. |
(4) |
Η Πολωνία ενημέρωσε την Επιτροπή για την τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην επικράτειά της και, σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/60/ΕΚ, οριοθέτησε μια μολυσμένη περιοχή, στην οποία εφαρμόζονται τα μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 15 και 16 της εν λόγω οδηγίας. |
(5) |
Για να αποφευχθούν τυχόν περιττές διαταραχές στις συναλλαγές μέσα στην Ένωση και για να αποτραπεί η πρόκληση αδικαιολόγητων εμποδίων στις συναλλαγές με τρίτες χώρες, είναι αναγκαίο να καταρτιστεί, σε συνεργασία με το οικείο κράτος μέλος, ενωσιακός κατάλογος των μολυσμένων περιοχών για την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Πολωνία. |
(6) |
Συνεπώς, οι μολυσμένες περιοχές στην Πολωνία θα πρέπει να καταχωριστούν στο παράρτημα της παρούσας απόφασης και η διάρκεια του εν λόγω περιφερειακού διαχωρισμού να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/60/ΕΚ. |
(7) |
Η εκτελεστική απόφαση αριθ. 2014/100/ΕΕ της Επιτροπής (4) θα πρέπει να επιβεβαιωθεί κατόπιν διαβούλευσης με τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων. |
(8) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:
Άρθρο 1
Η Πολωνία διασφαλίζει ότι η μολυσμένη περιοχή που οριοθετείται σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/60/ΕΚ περιλαμβάνει τουλάχιστον τις περιοχές που παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.
Άρθρο 2
Η παρούσα απόφαση ισχύει έως τις 30 Απριλίου 2014.
Άρθρο 3
Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Πολωνίας.
Βρυξέλλες, 12 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή
Tonio BORG
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13.
(2) ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29.
(3) Οδηγία 2002/60/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων για την καταπολέμηση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων και την τροποποίηση της οδηγίας 92/119/ΕΟΚ όσον αφορά την πολιοεγκεφαλίτιδα του χοίρου και την αφρικανική πανώλη των χοίρων (ΕΕ L 192 της 20.7.2002, σ. 27).
(4) Εκτελεστική απόφαση αριθ. 2014/100/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 2014 για ορισμένα προσωρινά μέτρα προστασίας σχετικά με την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Πολωνία (ΕΕ L 50 της 20.2.2014, σ. 35).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΜΟΛΥΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Οι ακόλουθες περιοχές στη Δημοκρατία της Πολωνίας:
— |
στο βοεβοδάτο podlaskie: η κομητεία sejneński στην κομητεία augustowski, οι δήμοι Płaska, Lipsk και Sztabin η κομητεία sokólski στην κομητεία białostocki, οι δήμοι Czarna Białostocka, Supraśl, Zabłudów, Michałowo και Gródek και οι κομητείες hajnowski, bielski και siemiatycki, |
— |
στο βοεβοδάτο mazowieckie: η κομητεία łosicki, |
— |
στο βοεβοδάτο lubelskie: οι κομητείες bialski, Biała Podlaska και włodawski. |
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
14.3.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 74/65 |
ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 12ης Μαρτίου 2014
για μια νέα προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
(2014/135/ΕΕ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 292,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Στόχος της παρούσας σύστασης είναι καταρχάς να διασφαλίσει ότι οι βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, οπουδήποτε και αν είναι εγκατεστημένες μέσα στην Ένωση, έχουν πρόσβαση σε εθνικά πλαίσια αφερεγγυότητας που τους παρέχουν τη δυνατότητα να αναδιαρθρωθούν σε πρώιμο στάδιο με σκοπό να αποτραπεί η αφερεγγυότητά τους, και, κατ’ επέκταση, να μεγιστοποιήσει τη συνολική αξία για τους πιστωτές, τους εργαζομένους, τους ιδιοκτήτες και την οικονομία στο σύνολό της. Η σύσταση στοχεύει επίσης στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους έντιμους πτωχεύσαντες επιχειρηματίες σε ολόκληρη την Ένωση. |
(2) |
Οι εθνικοί κανόνες περί αφερεγγυότητας διαφέρουν σημαντικά ως προς το φάσμα των διαδικασιών που τίθενται στη διάθεση των οφειλετών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες για την αναδιάρθρωση της επιχείρησής τους. Ορισμένα κράτη μέλη διαθέτουν περιορισμένο φάσμα διαδικασιών, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυνατότητα αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων μόνο σε σχετικά όψιμο στάδιο, στο πλαίσιο επίσημων διαδικασιών αφερεγγυότητας. Σε άλλα κράτη μέλη, η αναδιάρθρωση είναι εφικτή σε περισσότερο πρώιμο στάδιο, αλλά οι διαθέσιμες διαδικασίες δεν είναι τόσο αποτελεσματικές όσο θα μπορούσαν να είναι ή περιλαμβάνουν ποικίλων βαθμών διατυπώσεις, ιδίως όσον αφορά τη χρήση εξωδικαστικών διαδικασιών. |
(3) |
Παρομοίως, οι εθνικοί κανόνες που παρέχουν στους επιχειρηματίες μια δεύτερη ευκαιρία, ιδίως απαλλάσσοντάς τους από τα χρέη με τα οποία έχουν επιβαρυνθεί κατά τη διάρκεια της άσκησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, ποικίλλουν όσον αφορά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής και τις προϋποθέσεις χορήγησης απαλλαγής. |
(4) |
Οι αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών πλαισίων αναδιάρθρωσης και μεταξύ των εθνικών κανόνων που παρέχουν μια δεύτερη ευκαιρία σε έντιμους επιχειρηματίες έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους και της αβεβαιότητας κατά την αξιολόγηση των κινδύνων επένδυσης σε άλλο κράτος μέλος, κατακερματίζουν τους όρους πρόσβασης σε πιστώσεις και συνεπάγονται διαφορετικά ποσοστά ανάκτησης για τους πιστωτές. Δυσχεραίνουν τον σχεδιασμό και την έγκριση συνεκτικών σχεδίων αναδιάρθρωσης για τους διασυνοριακούς ομίλους εταιρειών. Γενικότερα, οι αποκλίσεις ενδέχεται να λειτουργούν ως αντικίνητρα για τις εταιρείες που επιθυμούν να εγκατασταθούν σε άλλα κράτη μέλη. |
(5) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου (1) αφορά μόνο θέματα δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης, εφαρμοστέου δικαίου και συνεργασίας σε διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού (2) αναμένεται να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού στις προληπτικές διαδικασίες που προωθούν τη διάσωση των οικονομικά βιώσιμων οφειλετών και παρέχουν μια δεύτερη ευκαιρία στους επιχειρηματίες. Ωστόσο, με την προτεινόμενη τροποποίηση δεν αντιμετωπίζονται οι αποκλίσεις μεταξύ των διαδικασιών αυτών που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο. |
(6) |
Στις 15 Νοεμβρίου 2011 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα (3) σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Αυτό περιλάμβανε συστάσεις για την εναρμόνιση συγκεκριμένων πτυχών της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων των όρων κατάρτισης, των αποτελεσμάτων και του περιεχομένου των σχεδίων αναδιάρθρωσης. |
(7) |
Στην ανακοίνωσή της σχετικά με την Πράξη II για την Ενιαία Αγορά (4) της 3ης Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή ανέλαβε ως βασική δράση να εκσυγχρονίσει τους κανόνες της Ένωσης περί αφερεγγυότητας, προκειμένου να διευκολύνει την επιβίωση των επιχειρήσεων και να προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία στους επιχειρηματίες. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα ανέλυε πώς μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω η αποτελεσματικότητα των εθνικών διατάξεων περί αφερεγγυότητας ώστε να δημιουργηθούν ισότιμες συνθήκες για τις επιχειρήσεις, τους επιχειρηματίες και τους ιδιώτες εντός της εσωτερικής αγοράς. |
(8) |
Στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα (5) της 12ης Δεκεμβρίου 2012 επισημαίνονται ορισμένοι τομείς στους οποίους οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών περί αφερεγγυότητας είναι πιθανό να εμποδίζουν τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής εσωτερικής αγοράς. Στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι η δημιουργία των συνθηκών λειτουργίας επί ίσοις όροις σε αυτούς τους τομείς θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα συστήματα των άλλων κρατών μελών για τις εταιρείες, τους επιχειρηματίες και τους ιδιώτες, και επίσης θα βελτιώσει την πρόσβαση στην πίστωση και θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις. |
(9) |
Στις 9 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ενέκρινε το πρόγραμμα δράσης για την επιχειρηματικότητα 2020 (6), όπου τα κράτη μέλη καλούνται, μεταξύ άλλων, να μειώσουν, όπου είναι εφικτό, τον χρόνο απαλλαγής και τη διευθέτηση του χρέους για τους έντιμους επιχειρηματίες μετά τη χρεωκοπία σε τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο το 2013 και να προσφέρουν υπηρεσίες στήριξης σε επιχειρήσεις για την έγκαιρη αναδιάρθρωσή τους, συμβουλές για την πρόληψη της χρεωκοπίας και να στηρίξουν τις ΜΜΕ εν όψει της αναδιάρθρωσης και της επανεκκίνησής τους. |
(10) |
Αρκετά κράτη μέλη πραγματοποιούν επί του παρόντος αναθεώρηση της εθνικής τους νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας, με σκοπό να βελτιώσουν το πλαίσιο διάσωσης των επιχειρήσεων και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους επιχειρηματίες. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να ενθαρρυνθεί η συνοχή στις συγκεκριμένες και σε οποιεσδήποτε παρόμοιες μελλοντικές εθνικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να ενισχυθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. |
(11) |
Είναι απαραίτητο να ενθαρρυνθεί η αύξηση της συνοχής μεταξύ των εθνικών νομικών πλαισίων περί αφερεγγυότητας προκειμένου να μειωθούν οι αποκλίσεις και η αναποτελεσματικότητα που παρεμποδίζουν την έγκαιρη αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων με οικονομικές δυσχέρειες και τη δυνατότητα παροχής δεύτερης ευκαιρίας στους έντιμους επιχειρηματίες, καθώς και για να ελαττωθεί κατά τον τρόπο αυτό το κόστος της αναδιάρθρωσης τόσο για τους οφειλέτες όσο και για τους πιστωτές. Η μεγαλύτερη συνοχή και η αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω εθνικών κανόνων περί αφερεγγυότητας θα μεγιστοποιήσει τις αποδόσεις για όλα τα είδη πιστωτών και επενδυτών και θα ενθαρρύνει τις διασυνοριακές επενδύσεις. Η μεγαλύτερη συνοχή θα διευκολύνει επίσης την αναδιάρθρωση ομίλων εταιρειών, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης των μελών του ομίλου εντός της Ένωσης. |
(12) |
Επιπλέον, η εξάλειψη των εμποδίων όσον αφορά την αποτελεσματική αναδιάρθρωση των βιώσιμων εταιρειών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες συμβάλλει στη διάσωση θέσεων εργασίας και επίσης αποβαίνει προς όφελος της ευρύτερης οικονομίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρηματιών σε μια δεύτερη ευκαιρία μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχόλησης στα κράτη μέλη. Εξάλλου, τα αποτελεσματικά πλαίσια αφερεγγυότητας θα παρέχουν καλύτερη αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν οι αποφάσεις χορήγησης και λήψης δανείων και θα εξομαλύνουν την προσαρμογή των υπερχρεωμένων εταιρειών, ελαχιστοποιώντας το κοινωνικό και οικονομικό κόστος που συνεπάγεται η διαδικασία απομόχλευσής τους. |
(13) |
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα επωφεληθούν από μια συνεκτικότερη προσέγγιση σε επίπεδο Ένωσης, καθώς δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους για να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος της αναδιάρθρωσης και να αξιοποιήσουν τις αποτελεσματικότερες διαδικασίες αναδιάρθρωσης σε ορισμένα κράτη μέλη. |
(14) |
Ένα αποτελεσματικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης για τις βιώσιμες επιχειρήσεις θα κομίσει οφέλη και στις φορολογικές αρχές. Κατά την εφαρμογή της παρούσας σύστασης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της είσπραξης και της απόδοσης των φορολογικών εσόδων, τηρώντας τις γενικές αρχές της φορολογικής δικαιοσύνης, καθώς και να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα σε περιπτώσεις απάτης, φοροδιαφυγής ή κατάχρησης. |
(15) |
Είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας σύστασης οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι εταιρείες επενδύσεων και οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε ειδικά πλαίσια ανάκαμψης και εξυγίανσης, στο πλαίσιο των οποίων οι εθνικές αρχές ελέγχου διαθέτουν ευρείες εξουσίες παρέμβασης. Παρότι η υπερχρέωση και η πτώχευση των καταναλωτών επίσης δεν καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας σύστασης, τα κράτη μέλη καλούνται να διερευνήσουν τη δυνατότητα εφαρμογής αυτών των συστάσεων και στους καταναλωτές, καθώς ορισμένες από τις αρχές που διατυπώνονται στην παρούσα σύσταση ενδέχεται να ισχύουν και για αυτούς. |
(16) |
Ένα πλαίσιο αναδιάρθρωσης πρέπει να προσφέρει στους οφειλέτες τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν τις οικονομικές τους δυσχέρειες σε πρώιμο στάδιο, όταν μπορεί να αποτραπεί η αφερεγγυότητά τους και να εξασφαλιστεί η συνέχιση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Ωστόσο, για την αποφυγή κάθε πιθανού κινδύνου κακής χρήσης της διαδικασίας, οι οικονομικές δυσχέρειες του οφειλέτη πρέπει να είναι πιθανό να οδηγήσουν στην αφερεγγυότητά του και το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι ικανό να αποτρέψει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. |
(17) |
Προκειμένου να προαχθεί η αποτελεσματικότητα και να μειωθούν οι καθυστερήσεις και το κόστος, τα εθνικά πλαίσια προληπτικής αναδιάρθρωσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν ευέλικτες διαδικασίες που περιορίζουν τις δικαστικές διατυπώσεις στις απολύτως απαραίτητες και αναλογικές για τη διασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών και των λοιπών ενδιαφερόμενων μερών που είναι πιθανό να επηρεαστούν. Για παράδειγμα, προκειμένου να αποφευχθούν οι περιττές δαπάνες και να αντικατοπτριστεί ο έγκαιρος χαρακτήρας της διαδικασίας, οι οφειλέτες θα πρέπει να διατηρούν καταρχήν τον έλεγχο των περιουσιακών τους στοιχείων και ο διορισμός μεσολαβητή ή επόπτη δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτικός, αλλά να γίνεται κατά περίπτωση. |
(18) |
Ο οφειλέτης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το δικαστήριο αναστολή των ατομικών πράξεων επιβολής και διακοπή των διαδικασιών αφερεγγυότητας που έχουν κινηθεί κατόπιν αιτήματος πιστωτών, όταν οι πράξεις αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις διαπραγματεύσεις και να υπονομεύσουν τις προοπτικές αναδιάρθρωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Ωστόσο, προκειμένου να εξασφαλιστεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του οφειλέτη και των πιστωτών, και λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων στα κράτη μέλη, η αναστολή θα πρέπει να χορηγείται αρχικά για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες. |
(19) |
Η δικαστική επικύρωση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων των πιστωτών είναι ανάλογος προς τα οφέλη της αναδιάρθρωσης και ότι οι πιστωτές έχουν πρόσβαση σε πραγματική προσφυγή, με πλήρη συμμόρφωση με την επιχειρηματική ελευθερία και με το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δικαστήριο θα πρέπει, συνεπώς, να απορρίπτει ένα σχέδιο, όταν είναι πιθανό η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση να μειώσει τα δικαιώματα των διαφωνούντων πιστωτών σε ποσό μικρότερο αυτού που εύλογα θα ανέμεναν να λάβουν εάν δεν γινόταν η αναδιάρθρωση της επιχείρησης του οφειλέτη. |
(20) |
Οι επιπτώσεις της πτώχευσης, ιδίως ο κοινωνικός στιγματισμός, οι νομικές συνέπειες και η συνεχιζόμενη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επιχειρηματίες που επιθυμούν να συστήσουν επιχείρηση ή να αξιοποιήσουν μια δεύτερη ευκαιρία, έστω και αν τα στοιχεία δείχνουν ότι οι επιχειρηματίες που έχουν πτωχεύσει έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν στη δεύτερη απόπειρά τους. Θα πρέπει επομένως να ληφθούν μέτρα για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων της πτώχευσης στους επιχειρηματίες, προβλέποντας πλήρη απαλλαγή από τα χρέη μετά από μια μέγιστη χρονική περίοδο, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:
I. ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
1. |
Στόχος της παρούσας σύστασης είναι να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα πλαίσιο που θα καθιστά δυνατή την αποτελεσματική αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων με οικονομικές δυσχέρειες και θα παρέχει στους έντιμους επιχειρηματίες μια δεύτερη ευκαιρία, προωθώντας κατά τον τρόπο αυτό την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την απασχόληση και συμβάλλοντας στη μείωση των εμποδίων στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. |
2. |
Μέσω της μείωσης των εμποδίων αυτών, η σύσταση αποσκοπεί συγκεκριμένα:
|
3. |
Η παρούσα σύσταση προβλέπει ελάχιστα πρότυπα για:
|
4. |
Κατά την εφαρμογή της παρούσας σύστασης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα για να εξασφαλίζουν την επιβολή των φόρων, ιδίως σε περιπτώσεις απάτης, φοροδιαφυγής ή κατάχρησης. |
II. ΟΡΙΣΜΟΙ
5. |
Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης:
|
III. ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ
A. Διαθεσιμότητα ενός πλαισίου προληπτικής αναδιάρθρωσης
6. |
Οι οφειλέτες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ένα πλαίσιο που τους παρέχει τη δυνατότητα να αναδιαρθρώσουν την επιχείρησή τους με στόχο την αποτροπή της αφερεγγυότητας. Το εν λόγω πλαίσιο θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:
|
7. |
Η διαδικασία αναδιάρθρωσης δεν θα πρέπει να είναι χρονοβόρα και δαπανηρή και θα πρέπει να είναι ευέλικτη, ούτως ώστε να είναι δυνατή η λήψη περισσότερων μέτρων εξωδικαστικά. Η ανάμειξη του δικαστηρίου θα πρέπει να περιορίζεται στον βαθμό που είναι απαραίτητη και αναλογική για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και των άλλων ενδιαφερόμενων μερών που επηρεάζονται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης. |
B. Διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων για σχέδια αναδιάρθρωσης
Διορισμός μεσολαβητή ή επόπτη
8. |
Οι οφειλέτες θα πρέπει να μπορούν να εντάσσονται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης της επιχείρησής τους χωρίς να είναι αναγκαία η επίσημη κίνηση δικαστικών διαδικασιών. |
9. |
Ο διορισμός μεσολαβητή ή επόπτη από το δικαστήριο δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτικός αλλά να γίνεται κατά περίπτωση, όταν το δικαστήριο τον κρίνει απαραίτητο:
|
Αναστολή ατομικών πράξεων επιβολής και διακοπή διαδικασιών αφερεγγυότητας
10. |
Οι οφειλέτες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από το δικαστήριο χορήγηση προσωρινής αναστολής των ατομικών πράξεων επιβολής (εφεξής «αναστολή») που έχουν αιτηθεί πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των διασφαλισμένων και των προνομιούχων πιστωτών, οι οποίοι ενδέχεται, σε διαφορετική περίπτωση, να υπονομεύσουν τις προοπτικές ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η αναστολή δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εκτέλεση τρεχουσών συμβάσεων. |
11. |
Στα κράτη μέλη όπου η χορήγηση αναστολής υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις, θα πρέπει να είναι δυνατή η χορήγηση αναστολής στους οφειλέτες σε κάθε περίπτωση όπου:
|
12. |
Όπου προβλέπεται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, η υποχρέωση του οφειλέτη να υποβάλλει δήλωση αφερεγγυότητας, καθώς και οι αιτήσεις από τους πιστωτές για κίνηση διαδικασιών αφερεγγυότητας σε βάρος του οφειλέτη που υποβάλλονται μετά τη χορήγηση της αναστολής θα πρέπει επίσης να αναστέλλονται κατά τη διάρκεια ισχύος της αναστολής. |
13. |
Η διάρκεια της αναστολής θα πρέπει να επιτυγχάνει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του οφειλέτη και των πιστωτών, και ειδικότερα των διασφαλισμένων πιστωτών. Η διάρκεια της αναστολής θα πρέπει, συνεπώς, να καθορίζεται με βάση την πολυπλοκότητα της προβλεπόμενης αναδιάρθρωσης, και δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη δυνατότητα ανανέωσης αυτής της περιόδου, εφόσον προσκομιστούν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι σημειώνεται πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η συνολική διάρκεια της αναστολής δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους 12 μήνες. |
14. |
Όταν δεν είναι πλέον αναγκαία για τη διευκόλυνση της έγκρισης ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, η αναστολή θα πρέπει να αίρεται. |
Γ. Σχέδια αναδιάρθρωσης
Περιεχόμενο των σχεδίων αναδιάρθρωσης
15. |
Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια θα μπορούν να επικυρώνουν τα σχέδια με ταχύτητα και καταρχήν με γραπτή διαδικασία. Θα πρέπει να θεσπίσουν σαφείς και συγκεκριμένες διατάξεις για το περιεχόμενο των σχεδίων αναδιάρθρωσης. Τα σχέδια αναδιάρθρωσης θα πρέπει τουλάχιστον να περιέχουν λεπτομερή περιγραφή των ακόλουθων στοιχείων:
|
Έγκριση σχεδίων αναδιάρθρωσης από τους πιστωτές
16. |
Για να αυξηθούν οι προοπτικές αναδιάρθρωσης και, συνεπώς, ο αριθμός των βιώσιμων επιχειρήσεων που διασώζονται, θα πρέπει να είναι εφικτή η έγκριση σχεδίου αναδιάρθρωσης από τους θιγόμενους πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των διασφαλισμένων και των μη διασφαλισμένων πιστωτών. |
17. |
Οι πιστωτές με διαφορετικά συμφέροντα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως χωριστές κατηγορίες οι οποίες αντικατοπτρίζουν τα συμφέροντα αυτά. Πρέπει να υπάρχουν, τουλάχιστον, χωριστές κατηγορίες για τους διασφαλισμένους και τους μη διασφαλισμένους πιστωτές. |
18. |
Ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης θα πρέπει να εγκρίνεται από την πλειοψηφία με βάση το ποσό των απαιτήσεων των πιστωτών σε κάθε κατηγορία, όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Όπου υπάρχουν περισσότερες από δύο κατηγορίες πιστωτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να εισάγουν διατάξεις που θα εξουσιοδοτούν τα δικαστήρια να επικυρώνουν σχέδια αναδιάρθρωσης τα οποία υποστηρίζονται από την πλειοψηφία των εν λόγω κατηγοριών πιστωτών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη βαρύτητα των απαιτήσεων των αντίστοιχων κατηγοριών πιστωτών. |
19. |
Οι πιστωτές θα πρέπει να τυγχάνουν ισότιμης αντιμετώπισης ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις όπου οι νόμοι των κρατών μελών απαιτούν επίσημη διαδικασία ψηφοφορίας, οι πιστωτές θα πρέπει να έχουν καταρχήν τη δυνατότητα να ψηφίζουν με μέσα εξ αποστάσεως επικοινωνίας, όπως με συστημένη επιστολή ή μέσω ασφαλών ηλεκτρονικών τεχνολογιών. |
20. |
Για να καταστεί αποτελεσματικότερη η έγκριση των σχεδίων αναδιάρθρωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα έγκρισης των σχεδίων αναδιάρθρωσης μόνο από ορισμένους πιστωτές ή ορισμένα είδη ή κατηγορίες πιστωτών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υπόλοιποι πιστωτές. |
Δικαστική επικύρωση του σχεδίου αναδιάρθρωσης
21. |
Για να εξασφαλιστεί ότι τα δικαιώματα των πιστωτών δεν θίγονται αδικαιολόγητα από ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης, και προς όφελος της ασφάλειας δικαίου, τα σχέδια αναδιάρθρωσης που θίγουν τα συμφέροντα των διαφωνούντων πιστωτών ή προβλέπουν νέα χρηματοδότηση πρέπει να επικυρώνονται από δικαστήριο ώστε να καταστούν δεσμευτικά. |
22. |
Οι όροι σύμφωνα με τους οποίους μπορεί ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης να επικυρωθεί από δικαστήριο θα πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς στη νομοθεσία των κρατών μελών και θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
|
23. |
Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια θα μπορούν να απορρίπτουν σχέδια αναδιάρθρωσης που δεν έχουν εμφανώς καμία προοπτική να αποτρέψουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, για παράδειγμα διότι δεν προβλέπεται η νέα χρηματοδότηση που είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της δραστηριότητάς του. |
Δικαιώματα των πιστωτών
24. |
Όλοι οι πιστωτές που είναι πιθανό να επηρεαστούν από το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα πρέπει να ενημερώνονται για το περιεχόμενο του σχεδίου και να έχουν το δικαίωμα διατύπωσης ενστάσεων και άσκησης προσφυγής κατά του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον των πιστωτών που υποστηρίζουν το σχέδιο, η προσφυγή δεν θα πρέπει καταρχήν να αναστέλλει την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης. |
Συνέπειες του σχεδίου αναδιάρθρωσης
25. |
Τα σχέδια αναδιάρθρωσης που εγκρίνονται ομόφωνα από τους θιγόμενους πιστωτές πρέπει να είναι δεσμευτικά για όλους τους εν λόγω θιγόμενους πιστωτές. |
26. |
Τα σχέδια αναδιάρθρωσης που επικυρώνονται από δικαστήριο πρέπει να είναι δεσμευτικά για κάθε πιστωτή που θίγεται και αναγνωρίζεται στο σχέδιο. |
Δ. Προστασία της νέας χρηματοδότησης
27. |
Η νέα χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων των νέων δανείων, της πώλησης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των ανταλλαγών χρέους – μετοχικού κεφαλαίου, η οποία συμφωνείται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και επικυρώνεται από δικαστήριο, δεν θα πρέπει να κηρύσσεται άκυρη, ακυρώσιμη ή μη εκτελεστή ως δικαιοπραξία επιζήμια για το γενικό σύνολο των πιστωτών. |
28. |
Οι πάροχοι νέας χρηματοδότησης στο πλαίσιο σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο έχει επικυρωθεί από δικαστήριο θα πρέπει να απαλλάσσονται από αστικές και ποινικές ευθύνες που σχετίζονται με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης. |
29. |
Θα πρέπει να προβλεφθούν εξαιρέσεις από τους κανόνες προστασίας της νέας χρηματοδότησης, στις περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται εκ των υστέρων απάτη που σχετίζεται με τη νέα χρηματοδότηση. |
IV. ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ
Περίοδοι απαλλαγής
30. |
Οι αρνητικές επιπτώσεις της πτώχευσης στους επιχειρηματίες θα πρέπει να περιορίζονται ώστε να τους παρέχεται μια δεύτερη ευκαιρία. Οι επιχειρηματίες θα πρέπει να απαλλάσσονται πλήρως από τα χρέη τους που οδήγησαν σε πτώχευση, έπειτα από το αργότερο τρία έτη, με αφετηρία:
|
31. |
Μετά τη λήξη της περιόδου απαλλαγής, οι επιχειρηματίες θα πρέπει να απαλλάσσονται από τα χρέη τους, χωρίς να απαιτείται καταρχήν η εκ νέου προσφυγή τους σε δικαστήριο. |
32. |
Είναι πιθανό να μην ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις η πλήρης απαλλαγή έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, επομένως, να μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερες διατάξεις οι οποίες είναι απαραίτητες για:
|
33. |
Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρέσουν συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών, όπως τα χρέη που προκύπτουν από αδικοπρακτική ευθύνη, από τον κανόνα της πλήρους απαλλαγής. |
V. ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ
34. |
Τα κράτη μέλη καλούνται να εφαρμόσουν τις αρχές που ορίζονται στην παρούσα σύσταση έως τις 14 Μαρτίου 2015. |
35. |
Τα κράτη μέλη καλούνται να συγκεντρώσουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία σε ετήσια βάση όσον αφορά τον αριθμό των διαδικασιών προληπτικής αναδιάρθρωσης που κινήθηκαν, τη διάρκεια των διαδικασιών, καθώς και πληροφορίες για τον αριθμό των οφειλετών που εμπλέκονται και για την έκβαση των διαδικασιών που κινήθηκαν. Τα κράτη μέλη καλούνται να διαβιβάσουν αυτές τις πληροφορίες στην Επιτροπή σε ετήσια βάση και για πρώτη φορά έως τις 14 Μαρτίου 2015. |
36. |
Η Επιτροπή θα αξιολογήσει την εφαρμογή της παρούσας σύστασης στα κράτη μέλη έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2015. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τον αντίκτυπό της στη διάσωση εταιρειών με οικονομικές δυσχέρειες και στην παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας στους έντιμους επιχειρηματίες, την αλληλεπίδρασή της με άλλες διαδικασίες αφερεγγυότητας σε άλλους τομείς, όπως με τις περιόδους απαλλαγής για φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητα, τον αντίκτυπό της στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ένωσης. Η Επιτροπή θα αξιολογήσει επίσης κατά πόσον ενδείκνυται η υποβολή προτάσεων για πρόσθετα μέτρα προκειμένου να παγιωθεί και να ενισχυθεί η προσέγγιση που υιοθετείται με την παρούσα σύσταση. |
Βρυξέλλες, 12 Μαρτίου 2014.
Για την Επιτροπή
Viviane REDING
Αντιπρόεδρος
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 1).
(2) COM(2012) 744 final.
(3) Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2011 με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας στο πλαίσιο του εταιρικού δικαίου της ΕΕ, P7_TA (2011) 0484.
(4) COM(2012) 573 final.
(5) COM(2012) 742 final.
(6) COM(2012) 795 final.