|
ISSN 1977-0669 doi:10.3000/19770669.L_2013.174.ell |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 174 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Νομοθεσία |
56ό έτος |
|
Περιεχόμενα |
|
I Νομοθετικές πράξεις |
Σελίδα |
|
|
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ |
|
|
|
* |
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 1 ) |
|
|
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
|
EL |
Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος. Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο. |
I Νομοθετικές πράξεις
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ
|
26.6.2013 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 174/1 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 549/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 21ης Μαΐου 2013
για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 338 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
|
(1) |
Η χάραξη πολιτικής στην Ένωση και η παρακολούθηση των οικονομιών των κρατών μελών και της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) απαιτούν συγκρίσιμες, επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες για τη δομή της οικονομίας και την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης κάθε κράτους μέλους ή περιφέρειας. |
|
(2) |
Η Επιτροπή θα πρέπει να συμβάλει στην παρακολούθηση των οικονομιών των κρατών μελών και της ΟΝΕ και, συγκεκριμένα, να υποβάλει τακτικά έκθεση στο Συμβούλιο για την επιτελούμενη στα κράτη μέλη πρόοδο όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους σχετικά με την ΟΝΕ. |
|
(3) |
Οι πολίτες της Ένωσης χρειάζονται οικονομικούς λογαριασμούς ως βασικό εργαλείο για την ανάλυση της οικονομικής κατάστασης ενός κράτους μέλους ή μιας περιφέρειας. Για λόγους συγκρισιμότητας, οι λογαριασμοί αυτοί θα πρέπει να καταρτίζονται βάσει ενός ενιαίου συνόλου αρχών που να μην επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες. Οι πληροφορίες που παρέχονται θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς, πλήρεις και έγκαιρες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μέγιστη διαφάνεια σε όλους τους τομείς. |
|
(4) |
Η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιεί συγκεντρωτικά μεγέθη των εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών για διοικητικούς σκοπούς της Ένωσης και, ιδίως, για δημοσιονομικούς υπολογισμούς. |
|
(5) |
Το 1970, δημοσιεύθηκε διοικητικό έγγραφο υπό τον τίτλο «Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών (ΕΣΟΛ)», το οποίο κάλυπτε τον ρυθμιζόμενο από τον παρόντα κανονισμό τομέα. Το έγγραφο αυτό εκπονήθηκε με αποκλειστική φροντίδα και ευθύνη της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ήταν απόρροια πολυετούς συνεργασίας της εν λόγω υπηρεσίας με τις στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών που αποσκοπούσε στη διαμόρφωση συστήματος τήρησης των εθνικών λογαριασμών ανταποκρινόμενου στις ανάγκες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αποτέλεσε δε την κοινοτική εκδοχή του συστήματος εθνικών λογαριασμών των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο και χρησιμοποιόταν μέχρι τότε στις Κοινότητες. Προς ενημέρωση των στοιχείων του πρώτου εκείνου κειμένου, δημοσιεύθηκε το 1979 (3) μια δεύτερη έκδοση του εγγράφου. |
|
(6) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (4), θέσπισε σύστημα εθνικών λογαριασμών που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της οικονομικής, κοινωνικής και περιφερειακής πολιτικής της Κοινότητας. Το σύστημα αυτό ήταν, σε γενικές γραμμές, σύμφωνο με το τότε νέο σύστημα εθνικών λογαριασμών, το οποίο είχε θεσπίσει η Επιτροπή Στατιστικής των Ηνωμένων Εθνών τον Φεβρουάριο του 1993 (ΣΕΛ 1993), ώστε τα αποτελέσματα σε όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών να είναι διεθνώς συγκρίσιμα. |
|
(7) |
Το ΣΕΛ 1993 επικαιροποιήθηκε με τη μορφή ενός νέου συστήματος εθνικών λογαριασμών (2008 ΣΕΛ) που θέσπισε η Επιτροπή Στατιστικής των Ηνωμένων Εθνών τον Φεβρουάριο του 2009 με σκοπό τη μεγαλύτερη εναρμόνιση των εθνικών λογαριασμών με το νέο οικονομικό περιβάλλον, τις εξελίξεις της μεθοδολογικής έρευνας και τις ανάγκες των χρηστών. |
|
(8) |
Το ευρωπαϊκό σύστημα λογαριασμών (ΕΣΛ 95), το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96, είναι αναγκαίο να αναθεωρηθεί για να συνεκτιμηθούν οι εξελίξεις στο ΣΕΛ, ώστε το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό σύστημα λογαριασμών, όπως θεσπίζεται στον παρόντα κανονισμό, να αποτελεί εκδοχή του 2008 ΣΕΛ προσαρμοσμένη στις δομές των οικονομιών των κρατών μελών και τα στοιχεία της Ένωσης να είναι συγκρίσιμα με αυτά που συλλέγονται από τους κυριότερους διεθνείς εταίρους της. |
|
(9) |
Για τον σκοπό της δημιουργίας περιβαλλοντικών οικονομικών λογαριασμών ως δορυφορικών λογαριασμών στο πλαίσιο του αναθεωρημένου ευρωπαϊκού συστήματος λογαριασμών, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 691/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2011, σχετικά με τους ευρωπαϊκούς περιβαλλοντικούς οικονομικούς λογαριασμούς (5), θέσπισε κοινό πλαίσιο για τη συλλογή, την κατάρτιση, τη διαβίβαση και την αξιολόγηση ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών οικονομικών λογαριασμών. |
|
(10) |
Στην περίπτωση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών λογαριασμών, θα πρέπει επίσης να ληφθεί πλήρως υπόψη η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 20ής Αυγούστου 2009 με τίτλο το «ΑΕΠ και πέρα από αυτό — Η μέτρηση της προόδου σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο». Είναι αναγκαίο να αναληφθούν ενεργά μεθοδολογικές μελέτες και δοκιμές στοιχείων, ιδίως όσον αφορά ζητήματα σχετικά με το «ΑΕΠ και πέρα από αυτό» και τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», με σκοπό την ανάπτυξη μιας συνολικότερης προσέγγισης για τη μέτρηση της ευημερίας και της προόδου, ώστε να υποστηριχτεί η προώθηση της έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το ζήτημα των μεταβολών στην παραγωγικότητα. Κατά τον τρόπο αυτό, θα πρέπει να είναι δυνατόν να υποβληθούν στοιχεία προς συμπλήρωση του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατόν. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει το 2013 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τη συνέχεια της ανακοίνωσης με τίτλο το «ΑΕΠ και πέρα από αυτό» και, εάν χρειαστεί, νομοθετικές προτάσεις το 2014. Τα στοιχεία σχετικά με τους εθνικούς και περιφερειακούς λογαριασμούς θα πρέπει να θεωρούνται ως ένα μέσο για την επίτευξη αυτών των στόχων. |
|
(11) |
Θα πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα χρησιμοποίησης νέων, αυτοματοποιημένων μεθόδων συλλογής στοιχείων σε πραγματικό χρόνο. |
|
(12) |
Το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό σύστημα λογαριασμών που έχει συσταθεί με βάση τον παρόντα κανονισμό (ΕΣΛ 2010) περιλαμβάνει μια μεθοδολογία και ένα πρόγραμμα διαβίβασης στο οποίο καθορίζονται οι λογαριασμοί και οι πίνακες που πρέπει να υποβάλλονται από όλα τα κράτη μέλη σε καθορισμένες προθεσμίες. Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει αυτούς τους λογαριασμούς και τους πίνακες στους χρήστες, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και, εάν συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με προαναγγελθέν χρονοδιάγραμμα δημοσίευσης, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση της οικονομικής σύγκλισης και την επίτευξη στενού συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών. |
|
(13) |
Θα πρέπει να υιοθετείται μια προσέγγιση κατά τη δημοσίευση στοιχείων που θα έχει ως γνώμονα τις ανάγκες του χρήστη, ούτως ώστε να παρέχονται προσβάσιμες και χρήσιμες πληροφορίες στους πολίτες και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς της Ένωσης. |
|
(14) |
Το ΕΣΛ 2010 προορίζεται να αντικαταστήσει σταδιακά όλα τα υπόλοιπα συστήματα και να χρησιμεύσει ως πλαίσιο αναφοράς για κοινά πρότυπα, ορισμούς, ονοματολογίες και λογιστικούς κανόνες για την κατάρτιση των λογαριασμών των κρατών μελών για τους σκοπούς της Ένωσης, ώστε να παρέχονται συγκρίσιμα αποτελέσματα μεταξύ των κρατών μελών. |
|
(15) |
Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τη θέσπιση μιας κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) (6), όλες οι στατιστικές των κρατών μελών που διαβιβάζονται στην Επιτροπή και οι οποίες ταξινομούνται ανά εδαφικές μονάδες θα πρέπει να χρησιμοποιούν την ονοματολογία NUTS. Συνεπώς, προκειμένου να καταρτίζονται συγκρίσιμες περιφερειακές στατιστικές, οι εδαφικές μονάδες θα πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με την ονοματολογία NUTS. |
|
(16) |
Η διαβίβαση στοιχείων από τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένης της διαβίβασης εμπιστευτικών δεδομένων, διέπεται από τους κανόνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (7). Συνεπώς, τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει, επίσης, να εγγυώνται την προστασία των εμπιστευτικών δεδομένων και να αποτρέπουν τον κίνδυνο μη εξουσιοδοτημένης κοινοποίησης ή χρησιμοποίησης για μη στατιστικούς σκοπούς ευρωπαϊκών στατιστικών κατά την παραγωγή και διάδοσή τους. |
|
(17) |
Δημιουργήθηκε ειδική ομάδα που ανέλαβε να εξετάσει περαιτέρω το ζήτημα της αντιμετώπισης των έμμεσα μετρούμενων υπηρεσιών χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης (ΥΧΔΜΕ) στους εθνικούς λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης προσαρμοσμένης στον κίνδυνο μεθόδου που να αποκλείει τον κίνδυνο από τον υπολογισμό των ΥΧΔΜΕ, ώστε να αντανακλά το αναμενόμενο μελλοντικό κόστος του αναλαμβανόμενου κινδύνου. Λαμβανομένων υπόψη των πορισμάτων της ειδικής ομάδας, ενδέχεται να χρειαστεί τροποποίηση της μεθοδολογίας για τον υπολογισμό και την κατανομή των ΥΧΔΜΕ, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ώστε να παρέχονται βελτιωμένα αποτελέσματα. |
|
(18) |
Οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης αποτελούν επένδυση και θα πρέπει να καταγράφονται ως δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να καθοριστεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο μορφότυπος των στοιχείων των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης που θα καταγράφονται ως δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου, αφού επιτευχθεί ικανοποιητικός βαθμός εμπιστοσύνης ως προς την αξιοπιστία και συγκρισιμότητα των στοιχείων, μέσω μιας δοκιμαστικής διαδικασίας που θα βασίζεται στην κατάρτιση συμπληρωματικών πινάκων. |
|
(19) |
Η οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών (8), απαιτεί τη δημοσίευση σχετικών πληροφοριών για τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις οι οποίες είναι πιθανό να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στους προϋπολογισμούς του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων, όπως και για την έκτασή τους. Οι εν λόγω απατήσεις καθιστούν αναγκαία την επιπρόσθετη δημοσίευση σε σχέση με όσα προβλέπονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. |
|
(20) |
Τον Ιούνιο του 2012, η Επιτροπή (Eurostat) συνέστησε ειδική ομάδα για την παρακολούθηση των συνεπειών της οδηγίας 2011/85/ΕΕ σχετικά με τη συλλογή και τη διάδοση δημοσιονομικών στοιχείων, η οποία εστιάστηκε στην εφαρμογή των απαιτήσεων που σχετίζονται με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις και άλλες συναφείς πληροφορίες και οι οποίες είναι πιθανόν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στους προϋπολογισμούς του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων, των υποχρεώσεων δημόσιων επιχειρήσεων, των συμπράξεων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της κρατικής συμμετοχής σε επιχειρησιακά κεφάλαια. Η πλήρης εφαρμογή των εργασιών της εν λόγω ειδικής ομάδας θα συμβάλει στην ορθή ανάλυση των υποκείμενων οικονομικών σχέσεων που απορρέουν από συμβάσεις σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, περιλαμβανομένων των κινδύνων κατάρτισης, διάθεσης και ζήτησης κατά περίπτωση, καθώς και του εντοπισμού των έμμεσων χρεών από εκτός ισολογισμού υποχρεώσεις στο πλαίσιο συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, προωθώντας κατά τον τρόπο αυτό αυξημένη διαφάνεια και αξιόπιστες στατιστικές του χρέους. |
|
(21) |
Η Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής (ΕΟΠ) που συστάθηκε με την απόφαση 74/122/ΕΟΚ του Συμβουλίου (9) διεξήγαγε εργασίες σχετικά με τη βιωσιμότητα των συντάξεων και των μεταρρυθμίσεων για τις συντάξεις. Οι εργασίες των στατιστικολόγων αφενός και των εμπειρογνωμόνων σε θέματα γήρανσης του πληθυσμού που συνεργάζονται υπό την αιγίδα της ΕΟΠ αφετέρου θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο στενού συντονισμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, όσον αφορά τις μακροοικονομικές υποθέσεις και άλλες αναλογιστικές παραμέτρους, προκειμένου να εξασφαλιστούν η συνοχή και η συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων μεταξύ των κρατών καθώς και η αποτελεσματική κοινοποίηση προς τους χρήστες και τους λοιπούς ενδιαφερομένους στοιχείων και πληροφοριών σχετικών με τις συντάξεις. Θα πρέπει επίσης να αποσαφηνιστεί ότι τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης δεν συνιστούν δείκτη μέτρησης της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. |
|
(22) |
Τα στοιχεία και οι πληροφορίες για τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις των κρατών μελών παρέχονται στο πλαίσιο των εργασιών που σχετίζονται με τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης. Έως τον Ιούλιο του 2018, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύσει έκθεση στην οποία θα εκτιμάται η ανάγκη να καθίστανται τα εν λόγω στοιχεία διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΣΛ 2010. |
|
(23) |
Είναι σκόπιμο να υπογραμμιστεί η σημασία των περιφερειακών λογαριασμών των κρατών μελών όσον αφορά τις περιφερειακές, οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές της Ένωσης για τη συνοχή καθώς και της ανάλυσης της οικονομικής αλληλεξάρτησης. Επιπλέον, αναγνωρίζεται η ανάγκη ενίσχυσης της διαφάνειας των λογαριασμών σε περιφερειακό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών λογαριασμών. Η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στα δημοσιονομικά στοιχεία των περιφερειών στην περίπτωση των κρατών μελών που έχουν αυτόνομες περιφέρειες ή κυβερνήσεις. |
|
(24) |
Προκειμένου να τροποποιηθεί το παράρτημα Α του παρόντος κανονισμού με σκοπό την εναρμονισμένη ερμηνεία ή τη διεθνή συγκρισιμότητά του, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, όπως και με την επιτροπή του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Επιπλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της ΣΛΕΕ, είναι σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών της εργασιών, κατά περίπτωση, διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στους τομείς των αρμοδιοτήτων της. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. |
|
(25) |
Η πλειοψηφία των στατιστικών συγκεντρωτικών μεγεθών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος και μακροοικονομικών ανισορροπιών, καθορίζονται με παραπομπή στο ΕΣΛ. Κατά την παροχή στοιχείων και εκθέσεων στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο στα σχετικά συγκεντρωτικά μεγέθη των μεθοδολογικών αλλαγών του ΕΣΛ 2010 που θεσπίστηκε με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. |
|
(26) |
Η Επιτροπή θα διενεργήσει πριν από τα τέλη Μαΐου του 2013 αξιολόγηση για το κατά πόσον έχει επιτευχθεί επαρκές επίπεδο ποιότητας των δεδομένων για την έρευνα και την ανάπτυξη τόσο στις τρέχουσες τιμές όσο και σε όγκο για τους σκοπούς των εθνικών λογαριασμών, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, προκειμένου να εξασφαλιστούν η αξιοπιστία και η συγκρισιμότητα των δεδομένων έρευνας και ανάπτυξης του ΕΣΛ. |
|
(27) |
Δεδομένου ότι η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα απαιτήσει σημαντικές προσαρμογές στα εθνικά στατιστικά συστήματα, η Επιτροπή θα χορηγήσει παρεκκλίσεις στα κράτη μέλη. Εν προκειμένω, το πρόγραμμα διαβίβασης στοιχείων των εθνικών λογαριασμών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις θεμελιώδεις αλλαγές πολιτικού και στατιστικού χαρακτήρα που πραγματοποιήθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια των περιόδων αναφοράς του προγράμματος. Οι παρεκκλίσεις που χορηγούνται από την Επιτροπή θα πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και να υπόκεινται σε αναθεώρηση. Η Επιτροπή θα πρέπει να παράσχει στήριξη στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στο πλαίσιο των προσπαθειών τους να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες προσαρμογές των στατιστικών τους συστημάτων ώστε οι εν λόγω παρεκκλίσεις να μπορούν να τερματιστούν το συντομότερο δυνατόν. |
|
(28) |
Η επίσπευση των προθεσμιών διαβίβασης μπορεί να συνεπάγεται σημαντική πρόσθετη πίεση και περαιτέρω έξοδα για τους παρέχοντες στοιχεία και τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες της Ένωσης, με κίνδυνο την υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων στοιχείων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιδιωχθεί ισορροπία μεταξύ των ενδεχόμενων πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων κατά τον καθορισμό των προθεσμιών διαβίβασης στοιχείων. |
|
(29) |
Για να εξασφαλιστούν ενιαίοι όροι υλοποίησης του παρόντος κανονισμού, οι εκτελεστικές αρμοδιότητες θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (10). |
|
(30) |
Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η θέσπιση αναθεωρημένου ευρωπαϊκού συστήματος λογαριασμών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί ως εκ τούτου να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού. |
|
(31) |
Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος. |
|
(32) |
Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών, που συνεστήθη με την απόφαση 2006/856/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2006, για τη σύσταση επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών (11), και της επιτροπής ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (επιτροπή ΑΕΕ), που συνεστήθη με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, για την εναρμόνιση του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος σε τιμές αγοράς (κανονισμóς ΑΕΕ) (12), |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο
1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 2010 («ΕΣΛ 2010» ή «ΕΣΛ»).
2. Το ΕΣΛ 2010 προβλέπει:
|
α) |
μεθοδολογία (παράρτημα Α) σχετικά με κοινά πρότυπα, ορισμούς, ονοματολογίες και λογιστικούς κανόνες, που θα χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση συγκρίσιμων λογαριασμών και πινάκων για τις ανάγκες της Ένωσης, καθώς και τη λήψη αποτελεσμάτων όπως απαιτείται στο άρθρο 3· |
|
β) |
πρόγραμμα (παράρτημα Β) που ορίζει τις προθεσμίες εντός των οποίων τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τους λογαριασμούς και τους πίνακες που πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο στοιχείο α). |
3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 10, ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις πράξεις της Ένωσης στις οποίες γίνεται μνεία του ΕΣΛ ή των ορισμών του.
4. Ο παρών κανονισμός δεν υποχρεώνει κανένα κράτος μέλος να χρησιμοποιεί το ΕΣΛ 2010 για να καταρτίζει λογαριασμούς για δικές του ανάγκες.
Άρθρο 2
Μεθοδολογία
1. Η μεθοδολογία του ΕΣΛ 2010 που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) καθορίζεται στο παράρτημα Α.
2. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 7, σχετικά με τροποποιήσεις της μεθοδολογίας του ΕΣΛ 2010 προκειμένου να αποσαφηνίζει και βελτιώνει το περιεχόμενό του για τον σκοπό διασφάλισης εναρμονισμένης ερμηνείας ή διασφάλισης διεθνούς συγκρισιμότητας, εφόσον δεν αλλάζουν τις βασικές του έννοιες, δεν απαιτούν συμπληρωματικούς πόρους για μονάδες παραγωγής εντός του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος για την εφαρμογή τους και δεν προκαλούν αλλαγή των ιδίων πόρων.
3. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την ορθή εφαρμογή των λογιστικών κανόνων του ΕΣΛ 2010, το οικείο κράτος μέλος ζητεί διευκρίνιση από την Επιτροπή (Eurostat). Η Επιτροπή (Eurostat) ενεργεί ταχέως, εξετάζοντας το θέμα και κοινοποιώντας τη γνώμη της για τη διευκρίνιση που ζητήθηκε στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη.
4. Τα κράτη μέλη εκτελούν τον υπολογισμό και την κατανομή των έμμεσα μετρούμενων υπηρεσιών χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης (ΥΧΔΜΕ) στους εθνικούς λογαριασμούς σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφεται στο παράρτημα Α. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει πριν 17 Σεπτεμβρίου 2013 κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 7 στο οποίο ορίζεται αναθεωρημένη μεθοδολογία για τον υπολογισμό και την κατανομή των ΥΧΔΜΕ. Κατά την άσκηση των εξουσιών της σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις να μην επιβάλλουν σημαντική πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση στα κράτη μέλη ή στις αντίστοιχες μονάδες.
5. Οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης καταγράφονται από τα κράτη μέλη ως δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 7 προκειμένου να εξασφαλίζονται η αξιοπιστία και η συγκρισιμότητα των δεδομένων του ΕΣΛ 2010 των κρατών μελών όσον αφορά την έρευνα και την ανάπτυξη. Κατά την άσκηση των εξουσιών της σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις να μην επιβάλλουν σημαντική πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση στα κράτη μέλη ή στις αντίστοιχες μονάδες.
Άρθρο 3
Διαβίβαση δεδομένων στην Επιτροπή
1. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τους λογαριασμούς και τους πίνακες που εκτίθενται στο παράρτημα Β εντός των προθεσμιών που ορίζονται εκεί για κάθε πίνακα.
2. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα δεδομένα και τα μεταδεδομένα που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με καθορισμένα πρότυπα ανταλλαγής και άλλες πρακτικές ρυθμίσεις.
Τα δεδομένα διαβιβάζονται ή τηλεφορτώνονται ηλεκτρονικά σε ενιαίο σημείο εισόδου στοιχείων για την Επιτροπή. Τα πρότυπα ανταλλαγής και λοιπές πρακτικές λεπτομέρειες για τη διαβίβαση δεδομένων καθορίζονται από την Επιτροπή μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2.
Άρθρο 4
Αξιολόγηση ποιότητας
1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται για τη διαβίβαση των δεδομένων τα κριτήρια ποιότητας που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού.
2. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) έκθεση για την ποιότητα των στοιχείων που διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 3.
3. Κατά την εφαρμογή των κριτηρίων ποιότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για τα στοιχεία που καλύπτει ο παρών κανονισμός, οι λεπτομέρειες, η δομή, η περιοδικότητα και οι δείκτες αξιολόγησης των εκθέσεων ποιότητας καθορίζονται από την Επιτροπή μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 2.
4. Η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων.
Άρθρο 5
Ημερομηνία έναρξης εφαρμογής και πρώτης διαβίβασης των δεδομένων
1. Το ΕΣΛ 2010 εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε στοιχεία που καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα Β και διαβιβάζονται από την 1η Σεπτεμβρίου 2014.
2. Τα στοιχεία διαβιβάζονται στην Επιτροπή (Eurostat) σύμφωνα με τις καθοριζόμενες στο παράρτημα Β προθεσμίες.
3. Σύμφωνα με την παράγραφο 1, έως την πρώτη διαβίβαση των στοιχείων σύμφωνα με το ΕΣΛ 2010, τα κράτη μέλη συνεχίζουν να αποστέλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) τους λογαριασμούς και τους πίνακες που καταρτίζονται κατ’ εφαρμογή του ΕΣΛ 95.
4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (13), η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος ελέγχουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλουν τα σχετικά πορίσματα στην προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού επιτροπή.
Άρθρο 6
Παρεκκλίσεις
1. Στον βαθμό που ένα εθνικό στατιστικό σύστημα χρειάζεται σημαντικές προσαρμογές για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή χορηγεί στα κράτη μέλη προσωρινές παρεκκλίσεις μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις λήγουν το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2020. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 2.
2. Η Επιτροπή χορηγεί παρέκκλιση δυνάμει της παραγράφου 1 μόνο για όσο διάστημα είναι απαραίτητο ώστε το οικείο κράτος μέλος να είναι σε θέση να προσαρμόσει το στατιστικό του σύστημα. Το ποσοστό του ΑΕΠ ενός κράτους μέλους εντός της Ένωσης ή εντός της ζώνης του ευρώ δεν δικαιολογεί τη χορήγηση παρέκκλισης. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, η Επιτροπή παρέχει στήριξη στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στο πλαίσιο των προσπαθειών τους να διασφαλίσουν τις απαιτούμενες προσαρμογές των στατιστικών τους συστημάτων.
3. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, το οικείο κράτος μέλος υποβάλλει δεόντως αιτιολογημένη αίτηση στην Επιτροπή το αργότερο 17 Οκτωβρίου 2013.
Η Επιτροπή, αφού διαβουλευτεί με την επιτροπή του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος, υποβάλλει, το αργότερο την 1η Ιουλίου 2018, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των παρεκκλίσεων που χορηγούνται ώστε να εξακριβωθεί εάν είναι ακόμη δικαιολογημένες.
Άρθρο 7
Άσκηση της εξουσιοδότησης
1. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.
2. Ανατίθενται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 5 για περίοδο πέντε ετών από 16 Ιουλίου 2013. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 4 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο δύο μηνών από την 16 Ιουλίου 2013. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.
3. Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφοι 2, 4 και 5 μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.
Η απόφαση ανάκλησης τερματίζει την εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται εν ισχύι την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ.
4. Η Επιτροπή, μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
5. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφοι 2, 4 και 5, τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να προβάλουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες.
Άρθρο 8
Επιτροπή
1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
Άρθρο 9
Συνεργασία με άλλες επιτροπές
1. Για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών που θεσπίσθηκε με την απόφαση 2006/856/ΕΚ, η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη της εν λόγω επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης αυτής.
2. Η Επιτροπή κοινοποιεί στην επιτροπή Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος («επιτροπή ΑΕΕ») που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 κάθε αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της επιτροπής ΑΕΕ πληροφορία που αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 10
Μεταβατικές διατάξεις
1. Για τους σκοπούς του προϋπολογισμού και των ιδίων πόρων, το ευρωπαϊκό σύστημα λογαριασμών, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 και των συναφών του νομικών πράξεων, και ιδίως του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 και του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για το ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθέμενης αξίας (14), εξακολουθεί να είναι το ΕΣΛ 95 όσο παραμένει σε ισχύ η απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (15).
2. Για τους σκοπούς του καθορισμού των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ, και κατ’ εξαίρεση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν στοιχεία που βασίζονται στο ΕΣΛ 2010, όσο παραμένει σε ισχύ η απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ εάν δεν είναι διαθέσιμα τα απαιτούμενα αναλυτικά στοιχεία του ΕΣΛ 95.
Άρθρο 11
Αναφορά έμμεσων υποχρεώσεων
Έως το 2014, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο η οποία περιέχει πληροφορίες για τις ΣΔΙΤ και άλλες έμμεσες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων υποχρεώσεων, εκτός της δημόσιας διοίκησης.
Έως το 2018, η Επιτροπή υποβάλλει μια ακόμη έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στην οποία εκτιμάται σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες περί υποχρεώσεων που δημοσιεύονται από την Επιτροπή (Eurostat) αντιπροσωπεύουν το σύνολο των έμμεσων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων υποχρεώσεων, εκτός της δημόσιας διοίκησης.
Άρθρο 12
Επανεξέταση
Έως την 1η Ιουλίου 2018 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Οι εκθέσεις αυτές αξιολογούν, μεταξύ άλλων:
|
α) |
την ποιότητα των δεδομένων για τους εθνικούς και περιφερειακούς λογαριασμούς, |
|
β) |
την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού και της διαδικασίας παρακολούθησης που εφαρμόζεται στο ΕΣΛ 2010, και |
|
γ) |
την πρόοδο ως προς τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις και τη διαθεσιμότητα των στοιχείων του ΕΣΛ 2010. |
Άρθρο 13
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Στρασβούργο, 21 Μαΐου 2013.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
M. SCHULZ
Για το Συμβούλιο
Η Πρόεδρος
L. CREIGHTON
(1) ΕΕ C 203 της 9.7.2011, σ. 3.
(2) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 2013.
(3) Επιτροπή (Eurostat): «Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών (ΕΣΟΛ)», δεύτερη έκδοση, Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο, 1979.
(4) ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1.
(5) ΕΕ L 192 της 22.7.2011, σ. 1.
(6) ΕΕ L 154 της 21.6.2003, σ. 1.
(7) ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164.
(8) ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 41.
(9) Απόφαση 74/122/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 1974, περί συστάσεως Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής (ΕΕ L 63 της 5.3.1974, σ. 21).
(10) ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.
(11) ΕΕ L 332 της 30.11.2006, σ. 21.
(12) ΕΕ L 181 της 19.7.2003, σ. 1.
(13) ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 |
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ | 33 |
| ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | 33 |
| Παγκοσμιοποίηση | 35 |
| ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΣΛ 2010 | 35 |
| Πλαίσιο για ανάλυση και πολιτική | 35 |
| Χαρακτηριστικά των εννοιών του ΕΣΛ 2010 | 37 |
| Ταξινόμηση κατά τομέα | 40 |
| Δορυφορικοί λογαριασμοί | 41 |
| Το ΕΣΛ 2010 και το ΣΕΛ 2008 | 43 |
| ΤΟ ΕΣΛ 2010 ΚΑΙ ΤΟ ΕΣΟΛ 95 | 43 |
| ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΣΛ 2010 ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ | 44 |
| Οι στατιστικές μονάδες και η ομαδοποίησή τους | 44 |
| Θεσμικές μονάδες και τομείς | 45 |
| Τοπικές μονάδες οικονομικής δραστηριότητας (ΜΟΔ) και κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας | 45 |
| Μονάδες μόνιμοι κάτοικοι και μη μόνιμοι κάτοικοι· συνολική οικονομία και αλλοδαπή | 45 |
| Οι ροές και τα αποθέματα | 46 |
| Ροές | 46 |
| Συναλλαγές | 46 |
| Ιδιότητες των συναλλαγών | 46 |
| Αλληλεπιδράσεις και συναλλαγές εντός των μονάδων | 46 |
| Χρηματικές έναντι μη χρηματικών συναλλαγών | 46 |
| Συναλλαγές με και χωρίς αντιστάθμισμα | 47 |
| Αναδιάρθρωση συναλλαγών | 47 |
| Αναδρομολόγηση | 47 |
| Επιμερισμός | 47 |
| Προσδιορισμός του κύριου μέρους μιας συναλλαγής | 47 |
| Οριακές περιπτώσεις | 48 |
| Λοιπές μεταβολές περιουσιακών στοιχείων | 48 |
| Λοιπές μεταβολές του όγκου περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων | 48 |
| Κέρδη και ζημίες διακράτησης | 48 |
| Αποθέματα | 48 |
| Το σύστημα λογαριασμών και τα συγκεντρωτικά μεγέθη | 49 |
| Λογιστικοί κανόνες | 49 |
| Ορολογία για τις δύο πλευρές των λογαριασμών | 49 |
| Διπλογραφία/τετραπλογραφία | 49 |
| Αποτίμηση | 49 |
| Ειδικές αποτιμήσεις σχετικά με τα προϊόντα | 50 |
| Αποτίμηση σε σταθερές τιμές | 50 |
| Χρόνος καταγραφής | 50 |
| Ενοποίηση και εκκαθαριστικός συμψηφισμός | 50 |
| Ενοποίηση | 50 |
| Εκκαθαριστικός συμψηφισμός | 51 |
| Λογαριασμοί, εξισωτικά μεγέθη και συγκεντρωτικά μεγέθη | 51 |
| Ακολουθία λογαριασμών | 51 |
| Ο λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών | 51 |
| Ο λογαριασμός της αλλοδαπής | 51 |
| Εξισωτικά μεγέθη | 52 |
| Συγκεντρωτικά μεγέθη | 54 |
| ΑΕγχΠ: ένα βασικό συγκεντρωτικό μέγεθος | 54 |
| Το πλαίσιο εισροών-εκροών | 54 |
| Πίνακες προσφοράς και χρήσεων | 55 |
| Συμμετρικοί πίνακες εισροών-εκροών | 55 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 |
ΜΟΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΟΝΑΔΩΝ | 56 |
| ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ | 56 |
| ΟΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ | 58 |
| Κεντρικά γραφεία και εταιρείες χαρτοφυλακίου (ή εταιρείες συμμετοχών) | 59 |
| Όμιλοι εταιρειών | 59 |
| Οντότητες ειδικού σκοπού | 60 |
| Θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί | 60 |
| Τεχνητές θυγατρικές | 60 |
| Μονάδες ειδικού σκοπού της γενικής κυβέρνησης | 61 |
| ΘΕΣΜΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ | 61 |
| Μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (S.11) | 65 |
| Δημόσιες μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (S.11001) | 66 |
| Ημεδαπές ιδιωτικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (S.11002) | 66 |
| Μη χρηματοοικονομικές εταιρείες που ελέγχονται από την αλλοδαπή (S.11003) | 66 |
| Χρηματοοικονομικές εταιρείες (S.12) | 67 |
| Ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί | 67 |
| Επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς | 68 |
| Χρηματοοικονομικές εταιρείες πλην των ενδιάμεσων χρηματοοικονομικών οργανισμών και των επικουρικών χρηματοοικονομικών οργανισμών και φορέων | 68 |
| Θεσμικές μονάδες που περιλαμβάνονται στον τομέα των χρηματοοικονομικών εταιρειών | 68 |
| Υποτομείς χρηματοοικονομικών εταιρειών | 68 |
| Συνδυασμός υποτομέων χρηματοοικονομικών εταιρειών | 69 |
| Υποδιαίρεση υποτομέων χρηματοοικονομικών εταιρειών σε δημόσιες, ημεδαπές ιδιωτικές και χρηματοοικονομικές εταιρείες και χρηματοοικονομικές εταιρείες που ελέγχονται από την αλλοδαπή | 69 |
| Κεντρική τράπεζα (S.121) | 70 |
| Εταιρείες που δέχονται καταθέσεις, εκτός από την κεντρική τράπεζα (S.122) | 70 |
| Εταιρείες διαχείρισης διαθεσίμων (S.123) | 71 |
| Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (S.124) | 71 |
| Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125) | 72 |
| Χρηματοοικονομικές εταιρείες ειδικού σκοπού που ασχολούνται με συναλλαγές τιτλοποίησης (ΧΡΕΣ) | 72 |
| Χρηματιστές που ενεργούν συναλλαγές επί χρεογράφων και παράγωγων μέσων, χρηματοοικονομικές εταιρείες που ασχολούνται με τη χορήγηση δανείων και εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές εταιρείες | 72 |
| Επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς (S.126) | 73 |
| Θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και δανειστές χρημάτων (S.127) | 73 |
| Ασφαλιστικές εταιρείες (S.128) | 74 |
| Συνταξιοδοτικά ταμεία (S.129) | 75 |
| Γενική κυβέρνηση (S.13) | 76 |
| Κεντρική κυβέρνηση (πλην οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) (S.1311) | 76 |
| Κυβέρνηση ομόσπονδου κράτους (πλην οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) (S.1312) | 76 |
| Τοπική αυτοδιοίκηση (πλην οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) (S.1313) | 77 |
| Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης (S.1314) | 77 |
| Νοικοκυριά (S.14) | 77 |
| Εργοδότες (περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολουμένων) (S.141 και S.142) | 78 |
| Μισθωτοί (S.143) | 78 |
| Αποδέκτες εισοδημάτων περιουσίας (S.1441) | 78 |
| Αποδέκτες συντάξεων (S.1442) | 78 |
| Αποδέκτες άλλων μεταβιβάσεων εισοδήματος (S.1443) | 78 |
| Μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (S.15) | 79 |
| Αλλοδαπή (S.2) | 79 |
| Ταξινόμηση των παραγωγικών μονάδων κατά τομείς σύμφωνα με τις κύριες τυποποιημένες νομικές μορφές ιδιοκτησίας | 80 |
| ΤΟΠΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΛΑΔΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ | 82 |
| Η τοπική μονάδα οικονομικής δραστηριότητας | 82 |
| Κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας | 83 |
| Ταξινόμηση κλάδων οικονομικής δραστηριότητας | 83 |
| ΜΟΝΑΔΕΣ ΟΜΟΙΟΓΕΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΣ ΚΛΑΔΟΙ | 83 |
| Η μονάδα ομοιογενούς παραγωγής | 83 |
| Ο ομοιογενής κλάδος | 83 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 |
ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ΠΑΡΑΧΘΕΝΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ | 84 |
| ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ | 84 |
| ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ | 85 |
| Κύριες, δευτερεύουσες και βοηθητικές δραστηριότητες | 86 |
| Παραγωγή (P.1) | 87 |
| Θεσμικές μονάδες: διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμης παραγωγής, παραγωγής για ιδία τελική χρήση και μη εμπορεύσιμης παραγωγής | 89 |
| Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της παραγωγής | 92 |
| Προϊόντα γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (τομέας Α) | 93 |
| Μεταποιημένα προϊόντα (τομέας Γ)· Κατασκευαστικές εργασίες (τομέας ΣΤ) | 93 |
| Υπηρεσίες χονδρικού και λιανικού εμπορίου· υπηρεσίες επισκευής μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών (τομέας Ζ) | 93 |
| Μεταφορά και αποθήκευση (τομέας Η) | 94 |
| Υπηρεσίες διαμονής και υπηρεσίες εστίασης (τομέας Ι) | 95 |
| Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (τομέας ΙΑ): παραγωγή της κεντρικής τράπεζας | 95 |
| Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (τομέας ΙΑ): χρηματοοικονομικές υπηρεσίες γενικά | 95 |
| Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται έναντι άμεσης πληρωμής | 95 |
| Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που πληρώνονται μέσω χρέωσης τόκων | 96 |
| Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που αποτελούνται από την απόκτηση και τη διάθεση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές | 96 |
| Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών συστημάτων, των οποίων η δραστηριότητα χρηματοδοτείται μέσω χρέωσης ασφαλιστικών εισφορών και από την εισοδηματική απόδοση των αποταμιεύσεων | 96 |
| Υπηρεσίες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (τομέας ΙΒ) | 98 |
| Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές υπηρεσίες (τομέας ΙΓ)· Διοικητικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υποστήριξης (τομέας ΙΔ) | 98 |
| Υπηρεσίες δημόσιας διοίκησης και άμυνας, υπηρεσίες υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (τομέας ΙΕ) | 99 |
| Εκπαιδευτικές υπηρεσίες (τομέας ΙΣΤ)· Υπηρεσίες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα (τομέας ΙΖ) | 99 |
| Υπηρεσίες σχετικές με τις τέχνες, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία (τομέας ΙΗ)· Άλλες υπηρεσίες (τομέας ΙΘ) | 99 |
| Ιδιωτικά νοικοκυριά ως εργοδότες (τομέας Κ) | 99 |
| ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΝΑΛΩΣΗ (P.2) | 99 |
| Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της ενδιάμεσης ανάλωσης | 101 |
| ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (P.3, P.4) | 101 |
| Τελική καταναλωτική δαπάνη (P.3) | 101 |
| Πραγματική τελική κατανάλωση (P.4) | 103 |
| Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της τελικής καταναλωτικής δαπάνης | 105 |
| Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της πραγματικής τελικής κατανάλωσης | 106 |
| ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (P.5) | 106 |
| Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (P.51ζ) | 106 |
| Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου | 109 |
| Ανάλωση πάγιου κεφαλαίου (Ρ.51γ) | 110 |
| Μεταβολές αποθεμάτων (P.52) | 110 |
| Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης των μεταβολών αποθεμάτων | 111 |
| Αποκτήσεις μείον διαθέσεις τιμαλφών (P.53) | 112 |
| ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (P.6 ΚΑΙ P.7) | 113 |
| Εξαγωγές και εισαγωγές αγαθών (P.61 και P.71) | 113 |
| Εξαγωγές και εισαγωγές υπηρεσιών (P.62 και P.72) | 115 |
| ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΥΠΑΡΧΟΝΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ | 118 |
| ΑΠΟΚΤΗΣΕΙΣ ΜΕΙΟΝ ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΜΗ ΠΑΡΑΧΘΕΝΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (ΝΡ) | 119 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 |
ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ | 121 |
| ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (D.1) | 121 |
| Μισθοί και ημερομίσθια (D.11) | 121 |
| Μισθοί και ημερομίσθια σε χρήμα | 121 |
| Μισθοί και ημερομίσθια σε είδος | 122 |
| Εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.12) | 123 |
| Πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.121) | 123 |
| Τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.122) | 124 |
| ΦΟΡΟΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ (D.2) | 126 |
| Φόροι επί προϊόντων (D.21) | 126 |
| Φόροι τύπου φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) (D.211) | 126 |
| Φόροι και δασμοί επί εισαγωγών εκτός από τον ΦΠΑ (D.212) | 127 |
| Φόροι επί προϊόντων, εκτός από ΦΠΑ και φόρους επί εισαγωγών (D.214) | 127 |
| Λοιποί φόροι επί της παραγωγής (D.29) | 128 |
| Φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών που καταβάλλονται στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης | 128 |
| Φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών: χρόνος καταγραφής και ποσά προς καταγραφή | 129 |
| ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ (D.3) | 129 |
| Επιδοτήσεις προϊόντων (D.31) | 130 |
| Επιδοτήσεις εισαγωγών (D.311) | 130 |
| Λοιπές επιδοτήσεις προϊόντων (D.319) | 130 |
| Λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής (D.39) | 131 |
| ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (D.4) | 132 |
| Τόκοι (D.41) | 133 |
| Τόκοι καταθέσεων και δανείων | 133 |
| Τόκοι χρεογράφων | 133 |
| Τόκοι συναλλαγματικών και παρόμοιων βραχυπρόθεσμων μέσων | 133 |
| Τόκοι ομολόγων και ομολογιών χρέους | 133 |
| Ανταλλαγές επιτοκίων (swaps) και συμφωνίες προθεσμιακής ανταλλαγής επιτοκίων | 134 |
| Τόκοι χρηματοδοτικών μισθώσεων | 134 |
| Λοιποί τόκοι | 134 |
| Χρόνος καταγραφής | 134 |
| Διανεμόμενο εισόδημα εταιρειών (D.42) | 135 |
| Μερίσματα (D.421) | 135 |
| Αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών (D.422) | 136 |
| Επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις (D.43) | 137 |
| Λοιπά εισοδήματα από επενδύσεις (D.44) | 137 |
| Εισόδημα από επενδύσεις αποδοτέο στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων (D.441) | 137 |
| Εισόδημα από επενδύσεις πληρωτέο σε δικαιούχους συντάξεων (D.442) | 138 |
| Εισόδημα από επενδύσεις αποδοτέο σε μετόχους εταιρειών συλλογικών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (D.443) | 138 |
| Πρόσοδος (D.45) | 139 |
| Γαιοπρόσοδος | 139 |
| Πρόσοδος από περιουσιακά στοιχεία του υπεδάφους | 139 |
| ΤΡΕΧΟΝΤΕΣ ΦΟΡΟΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Κ.ΛΠ. (D.5) | 139 |
| Φόροι εισοδήματος (D.51) | 139 |
| Λοιποί τρέχοντες φόροι (D.59) | 140 |
| ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΕΣ (D.6) | 141 |
| Καθαρές κοινωνικές εισφορές (D.61) | 143 |
| Πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.611) | 143 |
| Τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.612) | 144 |
| Πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών (D.613) | 145 |
| Συμπληρώματα κοινωνικών εισφορών νοικοκυριών (D.614) | 145 |
| Κοινωνικές παροχές εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.62) | 146 |
| Παροχές κοινωνικής ασφάλισης σε χρήμα (D.621) | 146 |
| Λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης (D.622) | 146 |
| Παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα (D.623) | 146 |
| Κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.63) | 147 |
| Κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος — μη εμπορεύσιμη παραγωγή της γενικής κυβέρνησης και των ΜΚΙΕΝ (D.631) | 147 |
| Κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος — αγορασμένη εμπορεύσιμη παραγωγή της γενικής κυβέρνησης και των ΜΚΙΕΝ (D.632) | 147 |
| ΛΟΙΠΕΣ ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ (D.7) | 148 |
| Καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών (D.71) | 148 |
| Απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών (D.72) | 149 |
| Τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης (D.73) | 150 |
| Τρέχουσα διεθνής συνεργασία (D.74) | 150 |
| Διάφορες τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.75) | 151 |
| Τρέχουσες μεταβιβάσεις προς MKIEN (D.751) | 151 |
| Τρέχουσες μεταβιβάσεις μεταξύ νοικοκυριών (D.752) | 151 |
| Διάφορες άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.759) | 151 |
| Πρόστιμα και κυρώσεις | 151 |
| Λαχεία και τυχερά παιχνίδια | 152 |
| Πληρωμές αποζημιώσεων | 152 |
| Ίδιοι πόροι της ΕΕ που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ) (D.76) | 153 |
| ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (D.8) | 153 |
| ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ (D.9) | 154 |
| Φόροι κεφαλαίου (D.91) | 154 |
| Επιχορηγήσεις επενδύσεων (D.92) | 155 |
| Λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (D.99) | 156 |
| ΜΕΤΟΧΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΣΘΩΤΟΥΣ (ΧΜΔ) | 157 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 |
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ | 159 |
| ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ | 159 |
| Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, χρηματοοικονομικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις | 159 |
| Υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και υπό αίρεση υποχρεώσεις | 159 |
| Κατηγορίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων | 160 |
| Ισολογισμοί, χρηματοοικονομικός λογαριασμός και λοιπές ροές | 161 |
| Αποτίμηση | 161 |
| Καθαρή και ακαθάριστη καταγραφή | 162 |
| Ενοποίηση | 162 |
| Εκκαθαριστικός συμψηφισμός | 162 |
| Λογιστικοί κανόνες για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές | 163 |
| Χρηματοοικονομική συναλλαγή της οποίας η αντισταθμιστική συναλλαγή είναι τρέχουσα ή κεφαλαιακή μεταβίβαση | 163 |
| Χρηματοοικονομική συναλλαγή της οποίας η αντισταθμιστική συναλλαγή είναι εισόδημα περιουσίας | 164 |
| Χρόνος καταγραφής | 164 |
| Χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον» | 165 |
| ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΑΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ | 166 |
| Νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (F.1) | 166 |
| Νομισματικός χρυσός (F.11) | 166 |
| Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) (F.12) | 167 |
| Μετρητά και καταθέσεις (F.2) | 168 |
| Μετρητά (F.21) | 168 |
| Καταθέσεις (F.22 και F.29) | 168 |
| Μεταβιβάσιμες καταθέσεις (F.22) | 168 |
| Λοιπές καταθέσεις (F.29) | 169 |
| Χρεόγραφα (F.3) | 169 |
| Κύρια χαρακτηριστικά των χρεογράφων | 170 |
| Ταξινόμηση κατά αρχική ληκτότητα και νόμισμα | 170 |
| Ταξινόμηση κατά είδος επιτοκίου | 170 |
| Χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου | 171 |
| Χρεόγραφα μεταβλητού επιτοκίου | 171 |
| Χρεόγραφα μεικτού επιτοκίου | 171 |
| Ιδιωτικές τοποθετήσεις | 172 |
| Τιτλοποίηση | 172 |
| Καλυμμένα ομόλογα | 172 |
| Δάνεια (F.4) | 173 |
| Κύρια χαρακτηριστικά των δανείων | 173 |
| Ταξινόμηση των δανείων κατά αρχική ληκτότητα, νόμισμα και σκοπό δανεισμού | 173 |
| Διάκριση μεταξύ δανειακών συναλλαγών και συναλλαγών σε καταθέσεις | 173 |
| Διάκριση μεταξύ δανειακών συναλλαγών και συναλλαγών σε χρεόγραφα | 173 |
| Διάκριση μεταξύ δανειακών συναλλαγών, εμπορικών πιστώσεων και εμπορικών γραμματίων | 174 |
| Δανεισμός αξιογράφων και συμφωνίες επαναγοράς | 174 |
| Χρηματοδοτικές μισθώσεις | 175 |
| Λοιπά είδη δανείων | 175 |
| Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από την κατηγορία των δανείων | 175 |
| Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (F.5) | 176 |
| Συμμετοχικοί τίτλοι (F.51) | 176 |
| Πιστοποιητικά κατάθεσης αξιογράφων | 176 |
| Εισηγμένες μετοχές (F.511) | 176 |
| Μη εισηγμένες μετοχές (F.512) | 176 |
| Αρχική δημόσια προσφορά, εγγραφή και διαγραφή από το χρηματιστήριο και επαναγορά μετοχών | 177 |
| Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από τους μετοχικούς τίτλους | 177 |
| Λοιπές συμμετοχές σε κεφάλαιο (F.519) | 177 |
| Αποτίμηση των συναλλαγών σε συμμετοχικούς τίτλους | 178 |
| Μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (F.52) | 178 |
| Μετοχές ή μερίδια εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (F.521) | 178 |
| Μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (F.522) | 179 |
| Αποτίμηση των συναλλαγών σε μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου | 179 |
| Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (F.6) | 179 |
| Τεχνικά αποθεματικά ασφαλίσεων κατά ζημιών (F.61) | 179 |
| Δικαιώματα ασφαλίσεων ζωής και προσόδων (F.62) | 179 |
| Συνταξιοδοτικά δικαιώματα (F.63) | 180 |
| Υπό αίρεση συνταξιοδοτικά δικαιώματα | 180 |
| Απαιτήσεις συνταξιοδοτικών ταμείων από διευθυντές συνταξιοδοτικών συστημάτων (F.64) | 180 |
| Δικαιώματα μη συνταξιοδοτικών παροχών (F.65) | 181 |
| Προβλέψεις για καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων (F.66) | 181 |
| Τυποποιημένες εγγυήσεις και εφάπαξ εγγυήσεις | 181 |
| Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (F.7) | 182 |
| Χρηματοοικονομικά παράγωγα (F.71) | 182 |
| Δικαιώματα προαίρεσης (options) | 182 |
| Προθεσμιακά συμβόλαια (forwards) | 182 |
| Δικαιώματα προαίρεσης έναντι προθεσμιακών συμβολαίων | 183 |
| Συμφωνίες ανταλλαγής (swaps) | 183 |
| Προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (FRA) | 183 |
| Πιστωτικά παράγωγα | 183 |
| Συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου πιστωτικής αθέτησης | 184 |
| Χρηματοοικονομικά μέσα που δεν περιλαμβάνονται στα χρηματοοικονομικά παράγωγα | 184 |
| Μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (F.72) | 184 |
| Αποτίμηση συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά παράγωγα και σε μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς | 185 |
| Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (F.8) | 185 |
| Εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές (F.81) | 186 |
| Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί, εκτός από εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές (F.89) | 186 |
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5.1 — |
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ | 187 |
| Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά κατηγορία | 187 |
| Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά διαπραγματευσιμότητα | 188 |
| Δομημένα αξιόγραφα | 189 |
| Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά είδος εισοδήματος | 189 |
| Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά είδος επιτοκίου | 189 |
| Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά ληκτότητα | 190 |
| Βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ληκτότητα | 190 |
| Αρχική ληκτότητα και εναπομένουσα ληκτότητα | 190 |
| Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά νόμισμα | 190 |
| Συνολικά μεγέθη χρήματος | 190 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 |
ΛΟΙΠΕΣ ΡΟΕΣ | 191 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 191 |
| ΛΟΙΠΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ | 191 |
| Λοιπές μεταβολές του όγκου περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (Κ.1 έως Κ.6) | 191 |
| Οικονομική εμφάνιση περιουσιακών στοιχείων (K.1) | 191 |
| Οικονομική εξαφάνιση μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων (K.2) | 192 |
| Ζημίες λόγω μεγάλων καταστροφών (K.3) | 192 |
| Κατασχέσεις χωρίς αποζημίωση (K.4) | 193 |
| Λοιπές μεταβολές του όγκου που δεν ταξινομούνται αλλού (K.5) | 193 |
| Μεταβολές ταξινόμησης (K.6) | 194 |
| Μεταβολές ταξινόμησης κατά τομείς και μεταβολές της δομής των θεσμικών μονάδων (K.61) | 194 |
| Μεταβολές ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (K.62) | 194 |
| Ονομαστικά κέρδη και ζημίες διακράτησης (K.7) | 195 |
| Ουδέτερα κέρδη και ζημίες διακράτησης (K.71) | 196 |
| Πραγματικά κέρδη και ζημίες διακράτησης (K.72) | 196 |
| Κέρδη και ζημίες διακράτησης κατά είδος χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου και υποχρέωσης | 197 |
| Νομισματικός χρυσός και ΕΤΔ (AF.1) | 197 |
| Μετρητά και καταθέσεις (ΑF.2) | 197 |
| Χρεόγραφα (AF.3) | 197 |
| Δάνεια (AF.4) | 198 |
| Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5) | 198 |
| Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.6) | 198 |
| Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.7) | 198 |
| Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (AF.8) | 198 |
| Περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα | 199 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 |
ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ | 200 |
| ΕΙΔΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ | 201 |
| Ορισμός ενός περιουσιακού στοιχείου | 201 |
| ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ | 201 |
| ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ | 201 |
| Παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.1) | 201 |
| Μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.2) | 202 |
| Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις (AF) | 202 |
| ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ | 205 |
| Γενικές αρχές αποτίμησης | 205 |
| ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (AN) | 206 |
| Παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.1) | 206 |
| Πάγια περιουσιακά στοιχεία (ΑΝ.11) | 206 |
| Προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (AN.117) | 206 |
| Κόστος μεταβίβασης της κυριότητας μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων (AN.116) | 207 |
| Αποθέματα (ΑΝ.12) | 207 |
| Τιμαλφή (ΑΝ.13) | 207 |
| Μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.2) | 207 |
| Φυσικοί πόροι (AN.21) | 207 |
| Γη (ΑΝ.211) | 207 |
| Ορυκτοί και ενεργειακοί πόροι (AN.212) | 207 |
| Λοιπά φυσικά περιουσιακά στοιχεία (AN.213, AN.214 και AN.215) | 207 |
| Συμβάσεις, μισθώσεις και άδειες (AN.22) | 208 |
| Αγορές μείον πωλήσεις υπεραξίας (goodwill) και περιουσιακών στοιχείων εμπορικής φύσης (AN.23) | 208 |
| ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ (AF) | 208 |
| Νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) (AF.1) | 208 |
| Μετρητά και καταθέσεις (AF.2) | 208 |
| Χρεόγραφα (AF.3) | 208 |
| Δάνεια (AF.4) | 209 |
| Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5) | 209 |
| Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.6) | 210 |
| Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.7) | 210 |
| Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (AF.8) | 210 |
| ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ | 210 |
| ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ | 211 |
| Διαρκή καταναλωτικά αγαθά (AN.m) | 211 |
| Ξένες άμεσες επενδύσεις (AF.m1) | 211 |
| Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (AF.m2) | 211 |
| Καταγραφή μη εξυπηρετούμενων δανείων | 212 |
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7.1 |
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΘΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ | 213 |
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7.2 |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ ΕΩΣ ΤΟΝ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ | 222 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 |
Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ | 226 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 226 |
| Ακολουθία λογαριασμών | 226 |
| ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ | 230 |
| Τρέχοντες λογαριασμοί | 230 |
| Λογαριασμός παραγωγής (I) | 230 |
| Λογαριασμοί διανομής και χρήσης εισοδήματος (II) | 232 |
| Λογαριασμοί πρωτογενούς διανομής εισοδήματος (II.1) | 232 |
| Λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος (II.1.1) | 232 |
| Λογαριασμός διανομής πρωτογενούς εισοδήματος (II.1.2) | 236 |
| Λογαριασμός επιχειρηματικού εισοδήματος (II.1.2.1) | 242 |
| Λογαριασμός διανομής λοιπού πρωτογενούς εισοδήματος (II.1.2.2) | 242 |
| Λογαριασμός δευτερογενούς διανομής εισοδήματος (II.2) | 249 |
| Λογαριασμός αναδιανομής εισοδήματος σε είδος (II.3) | 249 |
| Λογαριασμός χρήσης εισοδήματος (II.4) | 256 |
| Λογαριασμός χρήσης διαθέσιμου εισοδήματος (II.4.1) | 256 |
| Λογαριασμός χρήσης προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος (II.4.2) | 256 |
| Λογαριασμοί συσσώρευσης (III) | 259 |
| Λογαριασμός κεφαλαίου (III.1) | 259 |
| Λογαριασμός μεταβολής της καθαρής θέσης λόγω αποταμίευσης και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων (III.1.1) | 259 |
| Λογαριασμός απόκτησης μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (III.1.2) | 259 |
| Χρηματοοικονομικός λογαριασμός (III.2) | 259 |
| Λογαριασμός λοιπών μεταβολών περιουσιακών στοιχείων (III.3) | 268 |
| Λογαριασμός λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων (III.3.1) | 268 |
| Λογαριασμός αναπροσαρμογής (II.3.2) | 268 |
| Λογαριασμός ουδέτερων κερδών και ζημιών κτήσης (III.3.2.1) | 268 |
| Λογαριασμός πραγματικών κερδών και ζημιών κτήσης (III.3.2.2) | 268 |
| Ισολογισμοί (IV) | 282 |
| Ισολογισμός ανοίγματος (IV.1) | 282 |
| Μεταβολές του ισολογισμού (IV.2) | 282 |
| Ισολογισμός κλεισίματος (IV.3) | 282 |
| ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ (V) | 290 |
| Τρέχοντες λογαριασμοί | 290 |
| Εξωτερικός λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών (V.I) | 290 |
| Εξωτερικός λογαριασμός πρωτογενών εισοδημάτων και τρεχουσών μεταβιβάσεων (V.ΙΙ) | 290 |
| Εξωτερικοί λογαριασμοί συσσώρευσης (V.ΙΙΙ) | 290 |
| Λογαριασμός κεφαλαίου (V.III.1) | 290 |
| Χρηματοοικονομικός λογαριασμός (V.III.2) | 291 |
| Λογαριασμός λοιπών μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων (V.III.3) | 291 |
| Ισολογισμοί (V.IV) | 291 |
| ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (0) | 303 |
| ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ/ ΕΝΙΑΙΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 303 |
| ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ | 315 |
| Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές (ΑΕγχΠ) | 315 |
| Λειτουργικό πλεόνασμα του συνόλου της οικονομίας | 315 |
| Μεικτό εισόδημα του συνόλου της οικονομίας | 315 |
| Επιχειρηματικό εισόδημα του συνόλου της οικονομίας | 315 |
| Εθνικό εισόδημα (σε αγοραίες τιμές) | 315 |
| Εθνικό διαθέσιμο εισόδημα | 315 |
| Αποταμίευση | 316 |
| Τρέχον εξωτερικό ισοζύγιο | 316 |
| Καθαρή χορήγηση (+) / λήψη (–) δανείων του συνόλου της οικονομίας | 316 |
| Καθαρή θέση του συνόλου της οικονομίας | 316 |
| Δαπάνες και έσοδα της γενικής κυβέρνησης | 316 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 |
ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΙΣΡΟΩΝ-ΕΚΡΟΩΝ | 318 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 318 |
| ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | 322 |
| ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ | 322 |
| ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ | 323 |
| ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΩΝ | 323 |
| Ταξινομήσεις | 323 |
| Αρχές αποτίμησης | 325 |
| Εμπορικά και μεταφορικά περιθώρια | 326 |
| Φόροι μείον επιδοτήσεις παραγωγής και εισαγωγών | 328 |
| Άλλες βασικές έννοιες | 330 |
| Συμπληρωματικές πληροφορίες | 331 |
| ΠΗΓΕΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΣΟΣΚΕΛΙΣΗ | 331 |
| ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ | 332 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 |
ΜΕΓΕΘΗ ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ | 335 |
| ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ | 336 |
| Το ολοκληρωμένο σύστημα δεικτών τιμών και όγκου | 336 |
| Άλλοι δείκτες τιμής και όγκου | 337 |
| ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ | 337 |
| Ορισμός των τιμών και των όγκων των εμπορεύσιμων προϊόντων | 337 |
| Ποιότητα, τιμή και ομοιογενή προϊόντα | 338 |
| Τιμές και όγκος | 339 |
| Νέα προϊόντα | 340 |
| Αρχές για τις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες | 341 |
| Αρχές για την προστιθέμενη αξία και το ΑΕγχΠ | 342 |
| ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ | 343 |
| Φόροι και επιδοτήσεις προϊόντων και εισαγωγών | 343 |
| Λοιποί φόροι και επιδοτήσεις της παραγωγής | 344 |
| Ανάλωση πάγιου κεφαλαίου | 344 |
| Εισόδημα εξαρτημένης εργασίας | 344 |
| Αποθέματα παραχθέντων παγίων περιουσιακών στοιχείων και απογραφές | 344 |
| ΜΕΓΕΘΗ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ | 345 |
| ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ ΓΙΑ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΑΝΑ ΧΩΡΑ | 346 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 |
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΣΡΟΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ | 347 |
| ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ | 347 |
| ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ | 348 |
| ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ | 348 |
| Μισθωτοί | 349 |
| Αυτοαπασχολούμενοι | 349 |
| Απασχόληση και μόνιμη κατοικία | 350 |
| ΑΝΕΡΓΙΑ | 351 |
| ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ | 351 |
| Θέσεις εργασίας και μόνιμη κατοικία | 352 |
| ΜΗ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | 352 |
| ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ ΩΡΩΝ | 352 |
| Προσδιορισμός των πραγματικά δεδουλευμένων ωρών | 352 |
| ΙΣΟΔΥΝΑΜΟ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ | 354 |
| ΕΙΣΡΟΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΣΕ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ | 354 |
| ΜΕΓΕΘΗ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ | 354 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 |
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 355 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 355 |
| ΕΙΔΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ | 356 |
| Χρόνος καταγραφής | 356 |
| Εργασίες σε εξέλιξη | 356 |
| Δραστηριότητες που εκτελούνται σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους | 357 |
| Χαμηλής συχνότητας πληρωμές | 357 |
| Ταχείες (Flash) εκτιμήσεις | 357 |
| Ισοσκελισμός και συγκριτική προσαρμογή | 357 |
| Ισοσκελισμός | 358 |
| Συνέπεια ανάμεσα στους τριμηνιαίους και τους ετήσιους λογαριασμούς — συγκριτική προσαρμογή | 358 |
| Μετρήσεις των μεταβολών τιμών και όγκου με αλυσωτούς δείκτες | 358 |
| Εποχικές και ημερολογιακές προσαρμογές | 359 |
| Ακολουθία κατάρτισης εποχικά προσαρμοσμένων αλυσωτών μετρήσεων όγκου | 360 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 |
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 361 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 361 |
| ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ | 362 |
| ΜΟΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 362 |
| Θεσμικές μονάδες | 362 |
| Τοπικές μονάδες οικονομικής δραστηριότητας και περιφερειακές παραγωγικές δραστηριότητες κατά κλάδο | 363 |
| ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΟΠΟΙΗΣΗΣ | 363 |
| ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ | 365 |
| Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά περιφέρεια | 365 |
| Η κατανομή των υπηρεσιών χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης που μετρώνται έμμεσα σε κλάδους χρήστες | 365 |
| Απασχόληση | 365 |
| Εισόδημα εξαρτημένης εργασίας | 365 |
| Μετάβαση από την περιφερειακή ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) στο περιφερειακό ΑΕγχΠ | 365 |
| Ρυθμοί μεταβολής του όγκου της περιφερειακής ΑΠΑ | 366 |
| ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ | 366 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 |
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΠΟΥ ΜΕΤΡΩΝΤΑΙ ΕΜΜΕΣΑ (ΥΧΔΜΕ) | 369 |
| Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΥΧΔΜΕ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΜΕΩΝ-ΧΡΗΣΤΩΝ ΣΤΑ ΚΥΡΙΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ | 369 |
| ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΥΧΔΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ S.122 ΚΑΙ S.125 | 370 |
| Απαιτούμενα στατιστικά δεδομένα | 370 |
| Επιτόκια αναφοράς | 370 |
| Εσωτερικό επιτόκιο αναφοράς | 371 |
| Εξωτερικά ποσοστά αναφοράς | 371 |
| Λεπτομερής υπολογισμός των ΥΧΔΜΕ κατά θεσμικό τομέα | 371 |
| Διάκριση μεταξύ ενδιάμεσης ανάλωσης και τελικής κατανάλωσης των ΥΧΔΜΕ που απευθύνονται σε νοικοκυριά | 372 |
| ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΥΧΔΜΕ | 373 |
| ΥΧΔΜΕ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑ ΟΓΚΟΥ | 373 |
| ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΥΧΔΜΕ ΑΝΑ ΚΛΑΔΟ | 374 |
| Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ | 374 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 |
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΕΙΕΣ | 375 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 375 |
| Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ, ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ | 375 |
| Λειτουργικές μισθώσεις | 377 |
| Χρηματοοικονομικές μισθώσεις | 377 |
| Μίσθωση εκμετάλλευσης πόρων | 378 |
| Άδειες χρήσης φυσικών πόρων | 379 |
| Άδειες άσκησης ειδικών δραστηριοτήτων | 380 |
| Συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα | 382 |
| Συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών | 382 |
| Εμπορεύσιμες λειτουργικές μισθώσεις (AN.221) | 382 |
| Αποκλειστικά δικαιώματα σε μελλοντικά αγαθά και υπηρεσίες (AN.224) | 382 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 |
ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ | 383 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 383 |
| Πρωτασφάλιση | 383 |
| Αντασφάλιση | 384 |
| Οι δραστηριοποιούμενες μονάδες | 385 |
| ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | 385 |
| Δεδουλευμένα ασφάλιστρα | 385 |
| Συμπληρωματικά ασφάλιστρα | 386 |
| Προσαρμοσμένες θεμελιωθείσες απαιτήσεις και οφειλόμενες παροχές | 386 |
| Προσαρμοσμένες θεμελιωθείσες απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών | 386 |
| Οφειλόμενες παροχές ασφαλίσεων ζωής | 387 |
| Τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά | 387 |
| Προσδιορισμός της ασφαλιστικής παραγωγής | 388 |
| Ασφάλιση κατά ζημιών | 388 |
| Ασφάλιση ζωής | 389 |
| Αντασφάλιση | 389 |
| ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝ | 389 |
| Κατανομή της ασφαλιστικής παραγωγής μεταξύ των χρηστών | 389 |
| Ασφαλιστικές υπηρεσίες που παρέχονται προς και από την αλλοδαπή | 389 |
| Οι λογιστικές εγγραφές | 390 |
| ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ | 392 |
| ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ | 394 |
| ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ | 395 |
| ΠΡΟΣΟΔΟΙ | 395 |
| ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝ | 396 |
| Αντιμετώπιση προσαρμοσμένων απαιτήσεων | 396 |
| Αντιμετώπιση ζημιών από μεγάλες καταστροφές | 396 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 |
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ | 397 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 397 |
| Συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνική πρόνοια και ατομικά ασφαλιστήρια συμβόλαια | 397 |
| Κοινωνικές παροχές | 398 |
| Κοινωνικές παροχές της γενικής κυβέρνησης | 399 |
| Κοινωνικές παροχές που παρέχονται από άλλες θεσμικές μονάδες | 399 |
| Συντάξεις και άλλες μορφές παροχών | 399 |
| ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ | 399 |
| Μη συνταξιοδοτικά δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης | 399 |
| Άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση | 400 |
| Καταγραφή των αποθεματικών και των ροών ανά είδος μη συνταξιοδοτικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης | 400 |
| Δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης | 400 |
| Άλλα μη συνταξιοδοτικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση | 400 |
| ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ | 401 |
| Είδη συνταξιοδοτικών συστημάτων | 401 |
| Συνταξιοδοτικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης | 402 |
| Άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα που συνδέονται με την απασχόληση | 402 |
| Συστήματα καθορισμένων εισφορών | 403 |
| Συστήματα καθορισμένων παροχών | 403 |
| Πλασματικά συστήματα καθορισμένων εισφορών και υβριδικά συστήματα | 403 |
| Συστήματα καθορισμένων παροχών σε σύγκριση με συστήματα καθορισμένων εισφορών | 403 |
| Διαχειριστής συνταξιοδοτικού συστήματος, διευθυντής συνταξιοδοτικού συστήματος, συνταξιοδοτικά ταμεία και συνταξιοδοτικό σύστημα πολλαπλών εργοδοτών | 404 |
| Καταγραφή των αποθεματικών και των ροών ανά είδος συνταξιοδοτικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης | 405 |
| Συναλλαγές συνταξιοδοτικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης | 405 |
| Συναλλαγές άλλων συνταξιοδοτικών συστημάτων που συνδέονται με την απασχόληση | 406 |
| Συναλλαγές συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων εισφορών | 406 |
| Άλλες ροές που σχετίζονται με τα συνταξιοδοτικά συστήματα καθορισμένων εισφορών | 408 |
| Συναλλαγές συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων παροχών | 409 |
| ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΚΕΚΤΗΜΕΝΑ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | 412 |
| Σχεδιασμός του συμπληρωματικού πίνακα | 412 |
| Οι στήλες του πίνακα | 414 |
| Οι σειρές του πίνακα | 415 |
| Ισολογισμοί ανοίγματος και κλεισίματος | 416 |
| Μεταβολές συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων λόγω συναλλαγών | 416 |
| Μεταβολές στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα λόγω άλλων οικονομικών ροών | 418 |
| Σχετικοί δείκτες | 419 |
| Αναλογιστικές παραδοχές | 420 |
| Δικαιώματα που έχουν ήδη θεμελιωθεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία | 420 |
| Προεξοφλητικό επιτόκιο | 420 |
| Αύξηση μισθών | 420 |
| Δημογραφικές παραδοχές | 421 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 |
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ | 422 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 422 |
| ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ | 423 |
| Μόνιμη κατοικία | 423 |
| ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ | 423 |
| ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ, ΩΣ ΟΡΟΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ | 423 |
| ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΟΝΙΜΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ | 424 |
| ΠΟΛΥΕΔΑΦΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ | 424 |
| ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ | 424 |
| ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ | 425 |
| ΕΞΙΣΩΤΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ | 425 |
| ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ «ΑΛΛΟΔΑΠΗ» ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ | 426 |
| Εξωτερικός λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών | 426 |
| Αποτίμηση | 429 |
| Αγαθά για μεταποίηση | 429 |
| Διαμεσολαβητικό εμπόριο | 430 |
| Αγαθά που αποτελούν αντικείμενο διαμεσολαβητικού εμπορίου | 430 |
| Εισαγωγές και εξαγωγές ΥΧΔΜΕ | 431 |
| Ο εξωτερικός λογαριασμός πρωτογενούς και δευτερογενούς εισοδήματος | 432 |
| Ο λογαριασμός πρωτογενούς εισοδήματος | 433 |
| Εισόδημα από άμεσες επενδύσεις | 433 |
| Ο λογαριασμός δευτερογενούς εισοδήματος (τρέχουσες μεταβιβάσεις) στο BP 6 | 433 |
| Ο εξωτερικός λογαριασμός κεφαλαίου | 434 |
| Εξωτερικός χρηματοοικονομικός λογαριασμός και διεθνής επενδυτική θέση (ΔΕΘ) | 435 |
| ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ «ΑΛΛΟΔΑΠΗ» | 437 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 |
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 439 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 439 |
| ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ | 439 |
| Μετατροπή στοιχείων που εκφράζονται σε διάφορα νομίσματα | 440 |
| Ευρωπαϊκά όργανα | 440 |
| Ο λογαριασμός της αλλοδαπής | 441 |
| Ισοσκέλιση των συναλλαγών | 442 |
| Μεγέθη τιμών και όγκου | 442 |
| Ισολογισμοί | 442 |
| Πίνακες «Από ποιον σε ποιον» | 442 |
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ — |
ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ | 443 |
| Πόροι | 443 |
| Χρήσεις | 444 |
| Ενοποίηση | 444 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 |
ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ | 445 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 445 |
| ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ | 445 |
| Προσδιορισμός των μονάδων της γενικής κυβέρνησης | 445 |
| Μονάδες της γενικής κυβέρνησης | 445 |
| ΜΚΙ που κατατάσσονται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης | 446 |
| Άλλες μονάδες της γενικής κυβέρνησης | 446 |
| Δημόσιος έλεγχος | 447 |
| Οριοθέτηση του εμπορικού/μη εμπορικού χαρακτήρα | 447 |
| Έννοια των οικονομικά σημαντικών τιμών | 447 |
| Τα κριτήρια του αγοραστή της παραγωγής ενός δημόσιου παραγωγού | 448 |
| Η παραγωγή πωλείται πρωταρχικά σε εταιρείες και νοικοκυριά | 448 |
| Η παραγωγή πωλείται μόνο σε φορείς της κεντρικής κυβέρνησης | 448 |
| Η παραγωγή πωλείται σε φορείς της κεντρικής κυβέρνησης και σε άλλους | 448 |
| Η δοκιμασία « εμπορικού/μη εμπορικού χαρακτήρα» | 448 |
| Η χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση και τα όρια του τομέα της γενικής κυβέρνησης | 449 |
| Οριακές περιπτώσεις | 449 |
| Δημόσια κεντρικά γραφεία | 449 |
| Συνταξιοδοτικά ταμεία | 449 |
| Οιονεί εταιρείες | 449 |
| Οργανισμοί αναδιάρθρωσης | 450 |
| Οργανισμοί ιδιωτικοποίησης | 450 |
| Οργανισμοί απορρόφησης απαξιωμένων περιουσιακών στοιχείων | 450 |
| Οντότητες ειδικού σκοπού | 451 |
| Κοινές επιχειρήσεις | 451 |
| Οργανισμοί ρύθμισης της αγοράς | 451 |
| Υπερεθνικές αρχές | 452 |
| Οι υποτομείς του τομέα της γενικής κυβέρνησης | 452 |
| Κεντρική κυβέρνηση | 452 |
| Κυβέρνηση ομόσπονδου κράτους | 452 |
| Τοπική αυτοδιοίκηση | 453 |
| Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης | 453 |
| ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ | 453 |
| Πλαίσιο | 453 |
| Έσοδα | 455 |
| Φόροι και κοινωνικές εισφορές | 455 |
| Πωλήσεις | 455 |
| Λοιπά έσοδα | 458 |
| Δαπάνες | 458 |
| Εισόδημα εξαρτημένης εργασίας και ενδιάμεση ανάλωση | 458 |
| Δαπάνη κοινωνικών παροχών | 459 |
| Τόκοι | 459 |
| Λοιπές τρέχουσες δαπάνες | 459 |
| Κεφαλαιουχικές δαπάνες | 459 |
| Διασύνδεση με την τελική καταναλωτική δαπάνη του τομέα της γενικής κυβέρνησης (P.3) | 460 |
| Δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ανά λειτουργία (COFOG) | 460 |
| Εξισωτικά μεγέθη | 461 |
| Η καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης / καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης (B.9) | 461 |
| Μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω αποταμίευσης και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων (B.101) | 461 |
| Χρηματοδότηση | 461 |
| Συναλλαγές επί περιουσιακών στοιχείων | 462 |
| Συναλλαγές επί υποχρεώσεων | 463 |
| Άλλες οικονομικές ροές | 463 |
| Λογαριασμός αναπροσαρμογής | 463 |
| Λογαριασμός λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων | 464 |
| Ισολογισμοί | 464 |
| Ενοποίηση | 465 |
| ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ | 466 |
| Φορολογικά έσοδα | 466 |
| Χαρακτήρας των φορολογικών εσόδων | 466 |
| Εκπτώσεις φόρου | 467 |
| Ποσά προς καταγραφή | 467 |
| Μη εισπράξιμα ποσά | 467 |
| Χρόνος καταγραφής | 467 |
| Καταγραφή σε δεδουλευμένη βάση | 467 |
| Καταγραφή των φόρων σε δεδουλευμένη βάση | 467 |
| Τόκοι | 468 |
| Ομόλογα υπό το άρτιο και ομόλογα χωρίς τοκομερίδιο | 469 |
| Αξιόγραφα συνδεδεμένα με δείκτη (δεικτοποιημένα) | 469 |
| Χρηματοοικονομικά παράγωγα | 469 |
| Δικαστικές αποφάσεις | 469 |
| Στρατιωτικές δαπάνες | 469 |
| Σχέσεις της γενικής κυβέρνησης με τις δημόσιες επιχειρήσεις | 470 |
| Μετοχικές επενδύσεις σε δημόσιες επιχειρήσεις και διανομή των κερδών τους | 470 |
| Μετοχική επένδυση | 470 |
| Εισφορές κεφαλαίου | 470 |
| Επιδοτήσεις και εισφορές κεφαλαίου | 470 |
| Κανόνες που ισχύουν σε ειδικές περιπτώσεις | 471 |
| Δημοσιονομικές πράξεις | 471 |
| Διανομές δημόσιων επιχειρήσεων | 471 |
| Μερίσματα και ανάληψη κεφαλαίου | 471 |
| Φόροι και ανάληψη μετοχικού κεφαλαίου | 472 |
| Ιδιωτικοποίηση και κρατικοποίηση | 472 |
| Ιδιωτικοποίηση | 472 |
| Έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις | 472 |
| Κρατικοποίηση | 472 |
| Συναλλαγές με την κεντρική τράπεζα | 473 |
| Αναδιαρθρώσεις, συγχωνεύσεις και αναταξινομήσεις | 473 |
| Πράξεις σχετικές με το χρέος | 473 |
| Αναδοχή χρέους, ακύρωση χρέους και διαγραφή χρέους | 473 |
| Αναδοχή και ακύρωση χρέους | 473 |
| Αναδοχή χρέους συνεπαγόμενη μεταβίβαση μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων | 474 |
| Διαγραφή ή μείωση χρέους | 474 |
| Άλλες μορφές αναδιάρθρωσης χρέους | 475 |
| Εξαγορά χρέους υπεράνω της αγοραίας αξίας του | 475 |
| Διασώσεις εταιρειών | 475 |
| Εγγυήσεις χρέους (δανειακές εγγυήσεις) | 476 |
| Εγγυήσεις τύπου παραγώγων | 476 |
| Τυποποιημένες εγγυήσεις | 477 |
| Μεμονωμένες εγγυήσεις | 477 |
| Τιτλοποίηση | 477 |
| Ορισμός | 477 |
| Κριτήρια για την αναγνώριση πώλησης | 477 |
| Καταγραφή ροών | 478 |
| Άλλα ζητήματα | 478 |
| Συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις | 478 |
| Πληρωμές ποσών κατ’ αποκοπήν | 478 |
| Συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) | 479 |
| Πεδίο εφαρμογής των ΣΔΙΤ | 479 |
| Οικονομική κυριότητα και απόδοση του περιουσιακού στοιχείου | 479 |
| Λογιστικά ζητήματα | 480 |
| Συναλλαγές με διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς | 481 |
| Αναπτυξιακή βοήθεια | 482 |
| Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ | 483 |
| Έλεγχος από τον δημόσιο τομέα | 483 |
| Κεντρικές τράπεζες | 484 |
| Δημόσιες οιονεί εταιρείες | 485 |
| Οντότητες ειδικού σκοπού και μη μόνιμοι κάτοικοι | 485 |
| Κοινές επιχειρήσεις | 485 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 |
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ | 486 |
| ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ | 486 |
| Χρόνος καταγραφής | 486 |
| Λογιστική διπλογραφίας και τετραπλογραφίας | 486 |
| Αποτίμηση | 486 |
| Λογαριασμός αποτελεσμάτων και ισολογισμός | 487 |
| ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ | 487 |
| Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ | 488 |
| Εννοιολογικές προσαρμογές | 488 |
| Προσαρμογές για την επίτευξη συνοχής με τους λογαριασμούς άλλων τομέων | 488 |
| Παραδείγματα προσαρμογών για λόγους πληρότητας | 488 |
| ΕΙΔΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ | 488 |
| Κέρδη/ζημίες κτήσης | 488 |
| Παγκοσμιοποίηση | 489 |
| Συγχωνεύσεις και εξαγορές | 489 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 |
ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 490 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 490 |
| Λειτουργικές ταξινομήσεις | 493 |
| ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ | 496 |
| Λειτουργικοί δορυφορικοί λογαριασμοί | 496 |
| Ειδικοί τομεακοί λογαριασμοί | 499 |
| Ένταξη μη νομισματικών στοιχείων | 503 |
| Πρόσθετες λεπτομέρειες και συμπληρωματικές έννοιες | 503 |
| Διαφορετικές βασικές έννοιες | 504 |
| Χρήση μοντέλων και ένταξη πειραματικών αποτελεσμάτων | 504 |
| Σχεδιασμός και κατάρτιση δορυφορικών λογαριασμών | 505 |
| ΕΝΝΕΑ ΕΙΔΙΚΟΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 506 |
| Γεωργικοί λογαριασμοί | 507 |
| Περιβαλλοντικοί λογαριασμοί | 507 |
| Λογαριασμοί του τομέα της υγείας | 518 |
| Λογαριασμοί παραγωγής νοικοκυριών | 520 |
| Λογαριασμοί εργασίας και ΜΚΛ | 523 |
| Λογαριασμοί παραγωγικότητας και ανάπτυξης | 525 |
| Λογαριασμοί έρευνας και ανάπτυξης | 526 |
| Λογαριασμοί κοινωνικής προστασίας | 528 |
| Δορυφορικοί λογαριασμοί τουρισμού | 531 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 |
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ | 533 |
| ΕΙΣΑΓΩΓΗ | 533 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΤΟΜΕΩΝ (S) | 533 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΡΟΩΝ | 535 |
| Συναλλαγές προϊόντων (Ρ) | 535 |
| Συναλλαγές μη παραχθέντων μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (Κωδικοί NP) | 536 |
| Διανεμητικές συναλλαγές (D) | 537 |
| Τρέχουσες μεταβιβάσεις σε χρήμα και είδος (D.5-D.8) | 538 |
| Συναλλαγές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (F) | 539 |
| Άλλες μεταβολές περιουσιακών στοιχείων (K) | 541 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΕΞΙΣΩΤΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΗΣ ΘΕΣΗΣ (B) | 541 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΩΝ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ (L) | 542 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (A) | 542 |
| Μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (ΑΝ) | 542 |
| Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AF) | 544 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ | 545 |
| Μη εξυπηρετούμενα δάνεια | 545 |
| Υπηρεσίες κεφαλαίου | 546 |
| Πίνακας για τις συντάξεις | 546 |
| Διαρκή καταναλωτικά αγαθά | 548 |
| Ξένες άμεσες επενδύσεις | 548 |
| Εξαρτώμενες θέσεις | 548 |
| Μετρητά και καταθέσεις | 549 |
| Ταξινόμηση των χρεογράφων με βάση την ημερομηνία λήξης τους | 549 |
| Εισηγμένα και μη εισηγμένα χρεόγραφα | 549 |
| Μακροπρόθεσμα δάνεια που λήγουν σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους και μακροπρόθεσμα δάνεια που εξασφαλίζονται με υποθήκη | 549 |
| Μετοχές εισηγμένων και μη εισηγμένων εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου | 550 |
| Καθυστερούμενοι τόκοι και καθυστερούμενες αποπληρωμές | 550 |
| Προσωπικά και συνολικά εμβάσματα | 550 |
| ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ (A) ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ (P) | 550 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ (COFOG) | 565 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ (COICOP) | 568 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΚΑΤΑ ΣΚΟΠΟ ΤΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ (COPNI) | 570 |
| ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ (COPP) | 571 |
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 |
ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ | 573 |
|
Πίνακας 24.1 |
Λογαριασμός 0: Λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών | 573 |
|
Πίνακας 24.2 |
Πλήρης ακολουθία λογαριασμών για το σύνολο της οικονομίας | 573 |
|
Πίνακας 24.3 |
Πλήρης ακολουθία λογαριασμών για μη χρηματοοικονομικές εταιρείες | 593 |
|
Πίνακας 24.4 |
Πλήρης ακολουθία λογαριασμών για χρηματοοικονομικές εταιρείες | 607 |
|
Πίνακας 24.5 |
Πλήρης ακολουθία λογαριασμών για τη γενική κυβέρνηση | 622 |
|
Πίνακας 24.6 |
Πλήρης ακολουθία λογαριασμών για τα νοικοκυριά | 638 |
|
Πίνακας 24.7 |
Πλήρης ακολουθία λογαριασμών για μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά | 654 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
|
1.01 |
Το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (εφεξής «το ΕΣΛ 2010» ή «το ΕΣΛ») είναι ένα διεθνώς συμβατό λογιστικό πλαίσιο για τη συστηματική και λεπτομερή περιγραφή μιας συνολικής οικονομίας (δηλ. περιφέρειας, χώρας ή ομάδας χωρών), των συνιστωσών της και των σχέσεών της με άλλες συνολικές οικονομίες. |
|
1.02 |
Το προγενέστερο του ΕΣΛ 2010, το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (το ΕΣΟΛ 95) δημοσιεύτηκε το 1996 (1). Η μεθοδολογία του ΕΣΛ 2010 όπως περιγράφεται στο παρόν Παράρτημα έχει την ίδια διάρθρωση με το ΕΣΟΛ 95 όσον αφορά τα πρώτα δεκατρία κεφάλαια, αλλά, στη συνέχεια, έχει ένδεκα νέα κεφάλαια που εξετάζουν πτυχές της συστήματος οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στη μέτρηση των σύγχρονων οικονομιών ή στη χρήση του ΕΣΟΛ 95 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). |
|
1.03 |
Το παρόν εγχειρίδιο διαρθρώνεται ως εξής: Το κεφάλαιο 1 καλύπτει τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος από πλευράς όρων και εννοιών, καθορίζει τις αρχές του ΕΣΛ και περιγράφει τις θεμελιώδεις στατιστικές μονάδες και τις ομαδοποιήσεις τους. Δίνει μια γενική εικόνα της ακολουθίας λογαριασμών και περιγράφει συνοπτικά τα βασικά συγκεντρωτικά μεγέθη και τον ρόλο των πινάκων προσφοράς και χρήσεων και του πλαισίου εισροών–εκροών. Το κεφάλαιο 2 περιγράφει τις θεσμικές μονάδες που χρησιμοποιούνται στη μέτρηση της οικονομίας και τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω μονάδες ταξινομούνται σε τομείς και σε άλλες ομάδες, έτσι ώστε να μπορούν να γίνονται αναλύσεις. Το κεφάλαιο 3 περιγράφει όλες τις συναλλαγές που αφορούν τα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες), καθώς και τα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία, στο σύστημα. Το κεφάλαιο 4 περιγράφει όλες τις οικονομικές συναλλαγές οι οποίες διανέμουν και αναδιανέμουν το εισόδημα και τον πλούτο στην οικονομία. Το κεφάλαιο 5 περιγράφει τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές που γίνονται στην οικονομία. Το κεφάλαιο 6 περιγράφει τις μεταβολές που μπορεί να επέλθουν στην αξία των περιουσιακών στοιχείων μέσω μη οικονομικών γεγονότων ή λόγω μεταβολών των τιμών. Το κεφάλαιο 7 περιγράφει τους ισολογισμούς και το σύστημα ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων. Το κεφάλαιο 8 περιγράφει την ακολουθία των λογαριασμών και τα εξισωτικά μεγέθη κάθε λογαριασμού. Το κεφάλαιο 9 περιγράφει τους πίνακες προσφοράς και χρήσεων και τον ρόλο τους στον συνδυασμό των μεγεθών του εισοδήματος, της παραγωγής και των δαπανών στην οικονομία. Επίσης περιγράφει τους πίνακες εισροών–εκροών που μπορούν να προκύψουν από τους πίνακες προσφοράς και χρήσεων. Το κεφάλαιο 10 περιγράφει την εννοιολογική βάση για τα μεγέθη τιμών και όγκου που σχετίζονται με τις ονομαστικές αξίες που βρίσκονται στους λογαριασμούς. Το κεφάλαιο 11 περιγράφει τα μεγέθη του πληθυσμού και της αγοράς εργασίας τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται με τα μεγέθη των εθνικών λογαριασμών στην οικονομική ανάλυση. Το κεφάλαιο 12 περιγράφει εν συντομία τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς και εξηγεί τη διαφορά έμφασης των εν λόγω λογαριασμών σε σχέση με τους ετήσιους λογαριασμούς. |
|
1.04 |
Το κεφάλαιο 13 περιγράφει τους σκοπούς, τις έννοιες και τα ζητήματα κατάρτισης ενός συνόλου περιφερειακών λογαριασμών. Το κεφάλαιο 14 καλύπτει τη μέτρηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που παρέχονται από ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και χρηματοδοτούνται μέσω της καθαρής είσπραξης τόκων· το εν λόγω κεφάλαιο αποτελεί καρπό πολυετών προσπαθειών έρευνας και ανάπτυξης που κατέβαλαν τα κράτη μέλη προκειμένου να διαθέτουν ένα μέγεθος μέτρησης το οποίο να είναι σταθερό και εναρμονισμένο σε όλα τα κράτη μέλη. Το κεφάλαιο 15 σχετικά με τις συμβάσεις, τις μισθώσεις και τις άδειες είναι απαραίτητο για την περιγραφή ενός τομέα με αυξανόμενη σημασία στους εθνικούς λογαριασμούς. Τα κεφάλαια 16 και 17 σχετικά με τις ασφαλίσεις, την κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι εν λόγω ρυθμίσεις στους εθνικούς λογαριασμούς, καθώς τα ζητήματα αναδιανομής παρουσιάζουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης. Το κεφάλαιο 18 καλύπτει τους λογαριασμούς της αλλοδαπής, που είναι το ισοδύναμο, στους εθνικούς λογαριασμούς, των λογαριασμών του συστήματος μέτρησης του ισοζυγίου πληρωμών. Το κεφάλαιο 19 σχετικά με τους ευρωπαϊκούς λογαριασμούς είναι επίσης νέο και καλύπτει πτυχές των εθνικών λογαριασμών στις οποίες οι ευρωπαϊκές θεσμικές και εμπορικές ρυθμίσεις δημιουργούν ζητήματα που απαιτούν εναρμονισμένη προσέγγιση. Το κεφάλαιο 20 περιγράφει τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης, ενός τομέα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, καθώς τα ζητήματα δημοσιονομικής σύνεσης εκ μέρους των κρατών μελών εξακολουθούν να έχουν ουσιαστική σημασία για την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ. Το κεφάλαιο 21 περιγράφει τη σχέση μεταξύ επιχειρηματικών και εθνικών λογαριασμών· πρόκειται για τομέα αυξανόμενου ενδιαφέροντος, αφού οι πολυεθνικές εταιρείες αντιπροσωπεύουν ένα συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕγχΠ) όλων των χωρών. Το κεφάλαιο 22 περιγράφει τη σχέση των δορυφορικών λογαριασμών με τους κύριους εθνικούς λογαριασμούς. Τα κεφάλαια 23 και 24 εξυπηρετούν σκοπούς αναφοράς· το κεφάλαιο 23 παραθέτει τις ταξινομήσεις που χρησιμοποιούνται για τους τομείς, τις δραστηριότητες και τα προϊόντα στο ΕΣΛ 2010, ενώ το κεφάλαιο 24 παραθέτει την πλήρη ακολουθία λογαριασμών για κάθε τομέα. |
|
1.05 |
Η διάρθρωση του ΕΣΛ 2010 είναι συμβατή με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς που περιγράφονται στο System of National Accounts (Σύστημα εθνικών λογαριασμών) 2008 (SNA 2008), εκτός από συγκεκριμένες διαφορές στην παρουσίαση και τον υψηλότερο βαθμό ακρίβειας σε ορισμένες έννοιες του ΕΣΛ 2010 οι οποίες χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς της ΕΕ Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές καταρτίστηκαν από κοινού από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat), τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και τη Διεθνή Τράπεζα. Το ΕΣΛ 2010 επικεντρώνεται στις συνθήκες και τις ανάγκες δεδομένων της ΕΕ. Όπως το SNA 2008, το ΕΣΛ 2010 είναι εναρμονισμένο με τις έννοιες και τις ταξινομήσεις που χρησιμοποιούνται σε πολλές άλλες κοινωνικές και οικονομικές στατιστικές (για παράδειγμα, στατιστικές για την απασχόληση, στατιστικές για τη βιομηχανική παραγωγή και στατιστικές για το εξωτερικό εμπόριο). Συνεπώς, το ΕΣΛ 2010 χρησιμεύει ως το κεντρικό πλαίσιο αναφοράς για τις κοινωνικές και οικονομικές στατιστικές της ΕΕ και των κρατών μελών της. |
|
1.06 |
Το πλαίσιο του ΕΣΛ αποτελείται από δύο βασικά σύνολα πινάκων:
|
|
1.07 |
Οι τομεακοί λογαριασμοί παρέχουν, κατά θεσμικό τομέα, μια συστηματική περιγραφή των διαφόρων σταδίων της οικονομικής διεργασίας: παραγωγή, δημιουργία εισοδήματος, διανομή εισοδήματος, αναδιανομή εισοδήματος, χρήση εισοδήματος και χρηματοοικονομική και μη χρηματοοικονομική συσσώρευση. Οι τομεακοί λογαριασμοί περιλαμβάνουν επίσης ισολογισμούς, οι οποίοι περιγράφουν τα αποθέματα περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και την καθαρή θέση κατά την αρχή και το τέλος της λογιστικής περιόδου. |
|
1.08 |
Το πλαίσιο εισροών–εκροών, μέσω των πινάκων προσφοράς και χρήσεων, περιγράφει με περισσότερη λεπτομέρεια την παραγωγική διεργασία (διάρθρωση κόστους, δημιουργούμενο εισόδημα και απασχόληση) και τις ροές αγαθών και υπηρεσιών (παραγωγή, εισαγωγές, εξαγωγές, τελική κατανάλωση, ενδιάμεση ανάλωση και σχηματισμό κεφαλαίου κατά ομάδα προϊόντων). Σε αυτό το πλαίσιο αντικατοπτρίζονται δύο σημαντικές λογιστικές ταυτότητες: ότι το άθροισμα των εσόδων που δημιουργούνται σε έναν κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ισούται με την προστιθέμενη αξία που παράγεται από τον εν λόγω κλάδο· και, ότι για οποιοδήποτε προϊόν ή ομάδα προϊόντων η προσφορά είναι ίση με τη ζήτηση. |
|
1.09 |
Το ΕΣΛ 2010 περιλαμβάνει έννοιες σχετικές με τον πληθυσμό και την απασχόληση. Τέτοιες έννοιες αφορούν τους τομεακούς λογαριασμούς, τους λογαριασμούς κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και το πλαίσιο προσφοράς και χρήσεων. |
|
1.10 |
Το ΕΣΛ 2010 δεν περιορίζεται στους ετήσιους εθνικούς λογαριασμούς, αλλά εφαρμόζεται και για τους τριμηνιαίους λογαριασμούς καθώς και για τους λογαριασμούς που αναφέρονται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες περιόδους. Εφαρμόζεται επίσης στους περιφερειακούς λογαριασμούς. |
|
1.11 |
Το ΕΣΛ 2010 συνυπάρχει με το SNA 2008 λόγω των χρήσεων των μεγεθών των εθνικών λογαριασμών στην ΕΕ. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την κατάρτιση και την παρουσίαση των εθνικών λογαριασμών τους, έτσι ώστε να περιγράφεται η οικονομική κατάσταση των χωρών τους. Τα κράτη μέλη καταρτίζουν επίσης ένα σύνολο λογαριασμών οι οποίοι υποβάλλονται στην Επιτροπή (Eurostat) στο πλαίσιο ενός κανονιστικού προγράμματος διαβίβασης στοιχείων τα οποία χρησιμοποιούνται σε βασικούς τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της Ένωσης. Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται, π.χ., για τον καθορισμό των χρηματικών συνεισφορών των κρατών μελών στον προϋπολογισμό της ΕΕ μέσω του «τέταρτου πόρου», για την ενίσχυση των περιφερειών της ΕΕ μέσω του προγράμματος για τα διαρθρωτικά ταμεία και για την παρακολούθηση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης. |
|
1.12 |
Για να κατανέμονται οι εισφορές και οι παροχές σύμφωνα με μεγέθη που καταρτίζονται και παρουσιάζονται με αυστηρά συνεκτικό τρόπο, οι οικονομικές στατιστικές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτούς τους σκοπούς πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με τις ίδιες έννοιες και τους ίδιους κανόνες. Το ΕΣΛ 2010 είναι ένας κανονισμός ο οποίος καθορίζει τους κανόνες, τις συμβάσεις, τους ορισμούς και τις ταξινομήσεις που πρέπει να εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη κατά την παραγωγή των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα διαβίβασης στοιχείων, όπως ορίζεται στο παράρτημα Β του παρόντος κανονισμού. |
|
1.13 |
Λόγω των πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών που διακυβεύονται στο σύστημα εισφορών και παροχών το οποίο διαχειρίζεται η ΕΕ, έχει πολύ μεγάλη σημασία το σύστημα μέτρησης να εφαρμόζεται με συνέπεια σε κάθε κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να υιοθετηθεί μια επιφυλακτική προσέγγιση για τις εκτιμήσεις που δεν μπορούν να παρατηρηθούν άμεσα στην αγορά, αποφεύγοντας τη χρήση διαδικασιών βασιζόμενων σε μοντέλα για την εκτίμηση των μεγεθών στους εθνικούς λογαριασμούς. |
|
1.14 |
Οι έννοιες του ΕΣΛ 2010 είναι σε πολλές περιπτώσεις ειδικότερες και ακριβέστερες από τις έννοιες του SNA 2008, πράγμα που αποσκοπεί στη διασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής συνεκτικότητας μεταξύ των μεγεθών των κρατών μελών τα οποία προκύπτουν από τους εθνικούς λογαριασμούς. Η θεμελιώδης αυτή απαίτηση για αξιόπιστες και συνεκτικές εκτιμήσεις είχε ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό ενός βασικού συνόλου εθνικών λογαριασμών στην ΕΕ. Όταν το επίπεδο συνεκτικότητας των μετρήσεων μεταξύ των κρατών μελών είναι ανεπαρκές, οι εν λόγω εκτιμήσεις περιλαμβάνονται γενικά στους λεγόμενους «μη βασικούς λογαριασμούς», οι οποίοι καλύπτουν τους συμπληρωματικούς πίνακες και τους δορυφορικούς λογαριασμούς. |
|
1.15 |
Παράδειγμα τομέα όπου θεωρήθηκε αναγκαίος ο επιφυλακτικός σχεδιασμός του ΕΣΛ 2010 αποτελεί ο τομέας των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων. Το επιχείρημα της μέτρησης των εν λόγω υποχρεώσεων με σκοπό την ενίσχυση των οικονομικών αναλύσεων είναι ισχυρό, αλλά η θεμελιώδης για την ΕΕ απαίτηση να παράγονται λογαριασμοί που να είναι συνεκτικοί τόσο διαχρονικά όσο και διαχωρικά επέβαλε την υιοθέτηση επιφυλακτικής προσέγγισης. |
Παγκοσμιοποίηση
|
1.16 |
Η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας ενίσχυσε τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές σε όλες τις μορφές τους και κατέστησε δυσχερέστερη για τις διάφορες χώρες την καταγραφή των εγχώριων οικονομικών τους δραστηριοτήτων στους εθνικούς λογαριασμούς τους. Η παγκοσμιοποίηση είναι η δυναμική και πολυδιάστατη διαδικασία με την οποία οι εθνικοί πόροι αποκτούν μεγαλύτερη διεθνή κινητικότητα, ενώ οι εθνικές οικονομίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση. Το στοιχείο της παγκοσμιοποίησης που εν δυνάμει προκαλεί τα περισσότερα προβλήματα μετρήσεων για τους εθνικούς λογαριασμούς είναι το αυξανόμενο ποσοστό των διεθνών συναλλαγών που πραγματοποιούνται από πολυεθνικές εταιρείες, όπου οι διασυνοριακές συναλλαγές γίνονται μεταξύ μητρικών, θυγατρικών και συνδεδεμένων εταιρειών. Υπάρχουν, όμως, και άλλες προκλήσεις, μερικές από τις οποίες παρατίθενται στον παρακάτω λεπτομερέστερο κατάλογο:
|
|
1.17 |
Όλες αυτές οι όλο και πιο συνηθισμένες πτυχές της παγκοσμιοποίησης καθιστούν την καταγραφή και την ακριβή μέτρηση των διασυνοριακών ροών μια όλο και μεγαλύτερη πρόκληση για τους εθνικούς στατιστικούς υπαλλήλους. Ακόμη και με ένα ολοκληρωμένο και αξιόπιστο σύστημα συλλογής και μέτρησης για τις καταχωρίσεις του τομέα της αλλοδαπής (και, συνεπώς, και για τους διεθνείς λογαριασμούς του ισοζυγίου πληρωμών), η παγκοσμιοποίηση θα αυξήσει την ανάγκη καταβολής πρόσθετων προσπαθειών, ώστε να διατηρηθεί η ποιότητα των εθνικών λογαριασμών για όλες τις οικονομίες και τις ομαδοποιήσεις οικονομιών. |
ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΣΛ 2010
Πλαίσιο για ανάλυση και πολιτική
|
1.18 |
Το πλαίσιο του ΕΣΛ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάλυση και αξιολόγηση των εξής:
|
|
1.19 |
Για την ΕΕ και τα κράτη μέλη της, τα στοιχεία που λαμβάνονται με βάση το πλαίσιο ΕΣΛ διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και παρακολούθηση της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής τους.
Στα ακόλουθα παραδείγματα παρατίθενται χρήσεις του πλαισίου ΕΣΛ:
|
Χαρακτηριστικά των εννοιών του ΕΣΛ 2010
|
1.20 |
Για να εξασφαλιστεί ισορροπία μεταξύ των αναγκών για στοιχεία και των δυνατοτήτων συλλογής στοιχείων, οι έννοιες του ΕΣΛ 2010 έχουν διάφορα σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά είναι ότι οι λογαριασμοί είναι:
|
|
1.21 |
Οι έννοιες του ΕΣΛ 2010 είναι διεθνώς συμβατές γιατί:
|
|
1.22 |
Οι έννοιες του ΕΣΛ 2010 είναι εναρμονισμένες με τις έννοιες άλλων κοινωνικών και οικονομικών στατιστικών διότι το ΕΣΛ 2010 χρησιμοποιεί έννοιες και ταξινομήσεις (π.χ. Στατιστική ταξινόμηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση «NACE αναθ. 2» (2)) οι οποίες χρησιμοποιούνται και για άλλες κοινωνικές και οικονομικές στατιστικές των κρατών μελών, π.χ. στις στατιστικές για τη βιομηχανική παραγωγή, στις στατιστικές για το εξωτερικό εμπόριο και στις στατιστικές για την απασχόληση· οι εννοιολογικές διαφορές είναι πλέον ελάχιστες. Επιπλέον, οι έννοιες και ταξινομήσεις του ΕΣΛ 2010 είναι εναρμονισμένες με τις αντίστοιχες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η εναρμόνιση αυτή με τις κοινωνικές και οικονομικές στατιστικές βοηθά στη σύνδεση με τα εν λόγω στοιχεία και στη σύγκριση μ’ αυτά, έτσι ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί η ποιότητα των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών. Επιπλέον, οι πληροφορίες που περιέχονται στις συγκεκριμένες στατιστικές μπορούν να συσχετιστούν καλύτερα με τις γενικές στατιστικές σχετικά με την εθνική οικονομία. |
|
1.23 |
Οι κοινές έννοιες που χρησιμοποιούνται σε όλο το πλαίσιο της εθνικής λογιστικής και στα άλλα συστήματα κοινωνικών και οικονομικών στατιστικών επιτρέπουν τη δημιουργία συνεκτικών μεγεθών. Έτσι, μπορούν π.χ. να υπολογιστούν τα ακόλουθα:
Χάρη σ’ αυτή την εσωτερική συνέπεια των εννοιών μπορούν επίσης να γίνονται ορισμένες εκτιμήσεις βάσει υπολοίπων, π.χ. η αποταμίευση μπορεί να εκτιμάται ως η διαφορά μεταξύ του διαθέσιμου εισοδήματος και της τελικής καταναλωτικής δαπάνης. |
|
1.24 |
Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο ΕΣΛ 2010 εφαρμόζονται με τρόπο που διευκολύνει τη συλλογή των στοιχείων και τις μετρήσεις. Ο λειτουργικός χαρακτήρας εκφράζεται με πολλούς τρόπους στις οδηγίες κατάρτισης των λογαριασμών:
|
|
1.25 |
Ωστόσο, τα στοιχεία που χρειάζονται για τις στατιστικές σχετικά με τους εθνικούς λογαριασμούς ενδέχεται να μην μπορούν να συλλεγούν άμεσα, αφού οι έννοιες στις οποίες βασίζονται τα εν λόγω στοιχεία διαφέρουν συνήθως από τις έννοιες στις οποίες βασίζονται οι πηγές των διοικητικών στοιχείων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα διοικητικών πηγών είναι οι επιχειρηματικοί λογαριασμοί, τα στοιχεία για διάφορα είδη φόρων (ΦΠΑ, ατομικός φόρος εισοδήματος, εισαγωγικοί δασμοί κ.λπ.), στοιχεία κοινωνικών ασφαλίσεων και στοιχεία από εποπτικά όργανα τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών. Αυτά τα διοικητικά στοιχεία χρησιμεύουν συχνά ως εισροές για την κατάρτιση των εθνικών λογαριασμών. Γενικά, τα εν λόγω στοιχεία τροποποιούνται, ώστε να συμμορφωθούν με το ΕΣΛ.
Οι έννοιες του ΕΣΛ διαφέρουν συνήθως από τις αντίστοιχες διοικητικές έννοιες κατά τα εξής:
|
|
1.26 |
Εντούτοις, οι πηγές διοικητικών στοιχείων καλύπτουν πολύ ικανοποιητικά τις ανάγκες στοιχείων των εθνικών λογαριασμών και λοιπών στατιστικών, επειδή:
|
|
1.27 |
Οι κύριες έννοιες του ΕΣΛ είναι παγιωμένες και σταθερές για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή:
Αυτή η εννοιολογική συνέχεια μειώνει την ανάγκη επανυπολογισμού των χρονολογικών σειρών. Επιπλέον, περιορίζει την έκθεση των εννοιών σε εθνικές και διεθνείς πολιτικές πιέσεις. Για τους λόγους αυτούς, τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών έχουν χρησιμεύσει ως αντικειμενική βάση δεδομένων για την οικονομική πολιτική και την οικονομική ανάλυση. |
|
1.28 |
Οι έννοιες του ΕΣΛ 2010 είναι εστιασμένες στην περιγραφή της οικονομικής διεργασίας με νομισματικούς και εύκολα παρατηρήσιμους όρους. Τα αποθέματα και οι ροές που δεν είναι εύκολα παρατηρήσιμα σε νομισματικούς όρους ή που δεν έχουν σαφές νομισματικό αντίστοιχο δεν καταγράφονται στο ΕΣΛ.
Η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται αυστηρά, επειδή θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις για συνέπεια και οι ανάγκες των χρηστών. Για παράδειγμα, απαιτείται για λόγους συνέπειας να καταγράφεται ως παραγωγή η αξία των συλλογικών υπηρεσιών που παράγονται από τη γενική κυβέρνηση, επειδή η καταβολή εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας και η αγορά κάθε είδους αγαθών και υπηρεσιών από φορείς της γενικής κυβέρνησης είναι εύκολα παρατηρήσιμα σε νομισματικούς όρους. Επιπλέον, για σκοπούς οικονομικής ανάλυσης και πολιτικής, η περιγραφή των συλλογικών υπηρεσιών της γενικής κυβέρνησης σε σχέση με την υπόλοιπη εθνική οικονομία αυξάνει τη χρησιμότητα των εθνικών λογαριασμών ως συνόλου. |
|
1.29 |
Το πεδίο εφαρμογής των εννοιών του ΕΣΛ μπορεί να αναδειχθεί με την εξέταση ορισμένων σημαντικών οριακών περιπτώσεων.
Τα παρακάτω καταγράφονται εντός του ορίου παραγωγής του ΕΣΛ (βλ. σημεία 3.07 έως 3.09):
|
|
1.30 |
Τα παρακάτω δεν εμπίπτουν στο όριο παραγωγής του ΕΣΛ και δεν καταγράφονται στο ΕΣΛ:
|
|
1.31 |
Το ΕΣΛ καταγράφει όλες τις εκροές που προέρχονται από παραγωγή η οποία πραγματοποιείται εντός του ορίου παραγωγής. Εντούτοις, οι εκροές (παραγωγή) των βοηθητικών δραστηριοτήτων δεν καταγράφονται. Όλες οι εισροές που αναλώνονται από μια βοηθητική δραστηριότητα αντιμετωπίζονται ως εισροές στη δραστηριότητα που υποστηρίζει. Αν μια επιχείρηση που πραγματοποιεί μόνο βοηθητικές δραστηριότητες είναι στατιστικά παρατηρήσιμη, με την έννοια ότι υπάρχουν άμεσα διαθέσιμοι ξεχωριστοί λογαριασμοί για την παραγωγή που πραγματοποιεί, ή αν βρίσκεται σε τόπο γεωγραφικά διαφορετικό από τις επιχειρήσεις που εξυπηρετεί, πρέπει να καταγραφεί ως ξεχωριστή μονάδα και να ταξινομηθεί στον κλάδο που αντιστοιχεί στην κύρια δραστηριότητά της, τόσο στους εθνικούς όσο και στους περιφερειακούς λογαριασμούς. Αν δεν υπάρχουν διαθέσιμα κατάλληλα βασικά στοιχεία, η παραγωγή της βοηθητικής δραστηριότητας μπορεί να εκτιμηθεί ως το άθροισμα των στοιχείων του κόστους. |
|
1.32 |
Αν οι δραστηριότητες θεωρούνται παραγωγή και οι εκροές τους καταγράφονται, τότε καταγράφονται επίσης και το αντίστοιχο εισόδημα, η αντίστοιχη απασχόληση, η αντίστοιχη τελική κατανάλωση κ.λπ. Για παράδειγμα, αν η παραγωγή υπηρεσιών στέγασης για ίδιο λογαριασμό λόγω ιδιοκατοίκησης καταγράφεται ως παραγωγή, καταγράφονται επίσης το εισόδημα και η τελική καταναλωτική δαπάνη που δημιουργούνται από την εν λόγω παραγωγή για τους συγκεκριμένους ιδιοκατοικούντες. Δεδομένου ότι εξ ορισμού δεν υπάρχει εισροή εργασίας για την παραγωγή των υπηρεσιών στέγασης λόγω ιδιοκατοίκησης, δεν καταγράφεται απασχόληση. Έτσι, διατηρείται η συνεκτικότητα με το σύστημα των στατιστικών εργασίας, όπου δεν καταγράφεται απασχόληση για ιδιοκτησία κατοικιών. Το αντίστροφο ισχύει όταν οι δραστηριότητες δεν καταγράφονται ως παραγωγή: οι οικιακές υπηρεσίες που παράγονται και αναλώνονται μέσα στο ίδιο νοικοκυριό δεν δημιουργούν εισόδημα και τελική καταναλωτική δαπάνη και, επομένως, δεν υπάρχει απασχόληση. |
|
1.33 |
Το ΕΣΛ προβλέπει επίσης ορισμένες συμβάσεις, που αφορούν:
|
Ταξινόμηση κατά τομέα
|
1.34 |
Οι τομεακοί λογαριασμοί δημιουργούνται με την κατανομή των μονάδων σε τομείς, πράγμα που επιτρέπει να παρουσιάζονται οι συναλλαγές και τα εξισωτικά μεγέθη των λογαριασμών κατά τομέα. Η παρουσίαση κατά τομέα αποκαλύπτει πολλά βασικά μεγέθη για σκοπούς οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Οι κύριοι τομείς είναι τα νοικοκυριά, η γενική κυβέρνηση, οι εταιρείες (χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές), τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) και η αλλοδαπή.
Η διάκριση μεταξύ δραστηριοτήτων παραγωγής εμπορεύσιμων προϊόντων και δραστηριοτήτων παραγωγής μη εμπορεύσιμων προϊόντων είναι σημαντική. Μια οντότητα ελεγχόμενη από τη γενική κυβέρνηση, η οποία εμφανίζεται ως εταιρεία παραγωγής εμπορεύσιμων προϊόντων, ταξινομείται στον τομέα των εταιρειών, έξω από τον τομέα της γενικής κυβέρνησης. Συνεπώς, τα επίπεδα του ελλείμματος και του χρέους της εταιρείας δεν συνυπολογίζονται στο έλλειμμα και το χρέος της γενικής κυβέρνησης. |
|
1.35 |
Είναι σημαντικό να καθοριστούν σαφή και ολοκληρωμένα κριτήρια για την κατανομή των οντοτήτων σε τομείς.
Ο δημόσιος τομέας αποτελείται στην οικονομία από όλες τις θεσμικές μονάδες μόνιμους κατοίκους που ελέγχονται από τη γενική κυβέρνηση. Ο ιδιωτικός τομέας αποτελείται από όλες τις υπόλοιπες μονάδες μόνιμους κατοίκους. Στον πίνακα 1.1 παρατίθενται τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάκριση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, και, στον δημόσιο τομέα, για τη διάκριση μεταξύ του τομέα της γενικής κυβέρνησης και του τομέα των δημόσιων επιχειρήσεων, ενώ, στον ιδιωτικό τομέα, για τη διάκριση μεταξύ του τομέα των ΜΚΙΕΝ και του τομέα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Πίνακας 1.1
|
|
1.36 |
Ως έλεγχος ορίζεται η ικανότητα καθορισμού της γενικής πολιτικής ή προγράμματος μιας θεσμικής μονάδας. Περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς τον ορισμό του ελέγχου δίνονται στις παραγράφους 2.35 έως 2.39. |
|
1.37 |
Ο διαχωρισμός μεταξύ δραστηριοτήτων παραγωγής εμπορεύσιμων προϊόντων και δραστηριοτήτων παραγωγής μη εμπορεύσιμων προϊόντων και, συνεπώς, για τις οντότητες του δημόσιου τομέα, η κατάταξή τους στον τομέα της γενικής κυβέρνησης ή στον τομέα των δημοσίων επιχειρήσεων αποφασίζεται με βάση τον ακόλουθο κανόνα:
Μια δραστηριότητα θεωρείται δραστηριότητα παραγωγής εμπορεύσιμων προϊόντων όταν τα αντίστοιχα αγαθά και υπηρεσίες αποτελούν αντικείμενο εμπορίας υπό τους ακόλουθους όρους:
|
|
1.38 |
Το επίπεδο λεπτομέρειας του εννοιολογικού πλαισίου του ΕΣΛ παρέχει δυνατότητες ευελιξίας: ορισμένες έννοιες δεν εμφανίζονται ρητά στο ΕΣΛ, μπορούν όμως εύκολα να παραχθούν απ’ αυτό. Παράδειγμα αποτελεί η δημιουργία νέων τομέων με αναδιάταξη των υποτομέων που ορίζονται στο ΕΣΛ. |
|
1.39 |
Η ευελιξία εκφράζεται επίσης με τη δυνατότητα εισαγωγής πρόσθετων κριτηρίων που δεν έρχονται σε σύγκρουση με τη λογική του συστήματος. Για παράδειγμα, τα κριτήρια αυτά μπορούν να επιτρέψουν την κατάρτιση λογαριασμών για υποτομείς, με βάση το μέγεθος της απασχόλησης για τις παραγωγικές μονάδες ή το μέγεθος του εισοδήματος για τα νοικοκυριά. Για την απασχόληση, μπορεί να εισαχθεί η επιμέρους ταξινόμηση κατά επίπεδο εκπαίδευσης, ηλικία και φύλο. |
Δορυφορικοί λογαριασμοί
|
1.40 |
Για ορισμένες ανάγκες στοιχείων θα πρέπει να καταρτίζονται ξεχωριστοί δορυφορικοί λογαριασμοί.
Παραδείγματα αποτελούν τα ακόλουθα:
|
|
1.41 |
Οι δορυφορικοί λογαριασμοί μπορούν να εξυπηρετήσουν τέτοιες ανάγκες στοιχείων με τους ακόλουθους τρόπους:
|
|
1.42 |
Η μήτρα κοινωνικής λογιστικής (ΜΚΛ) είναι μια παρουσίαση με τη μορφή μητρών που εξετάζει τις διασυνδέσεις μεταξύ των πινάκων προσφοράς και χρήσεων και των τομεακών λογαριασμών. Μια ΜΚΛ παρέχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο και τη σύνθεση της απασχόλησης, μέσω της υποδιαίρεσης του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας κατά είδος απασχολουμένου. Αυτή η υποδιαίρεση εφαρμόζεται τόσο στη χρήση της εργασίας κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, όπως εμφανίζεται στους πίνακες χρήσεων, όσο και στην προσφορά εργασίας κατά κοινωνικοοικονομική υποομάδα, όπως εμφανίζεται στον λογαριασμό διανομής πρωτογενούς εισοδήματος των υποτομέων του τομέα των νοικοκυριών. Έτσι, παρουσιάζεται με συστηματικό τρόπο η προσφορά και η χρήση διαφόρων κατηγοριών υπηρεσιών εργασίας. |
|
1.43 |
Στους δορυφορικούς λογαριασμούς πρέπει να διατηρούνται όλες οι βασικές έννοιες και ταξινομήσεις του κεντρικού πλαισίου του ΕΣΛ 2010. Αλλαγές στις έννοιες θα πρέπει να γίνονται μόνο όταν αυτός είναι ο σκοπός του δορυφορικού λογαριασμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο δορυφορικός λογαριασμός θα πρέπει επίσης να περιέχει έναν πίνακα που θα δείχνει τη διασύνδεση μεταξύ των κύριων συγκεντρωτικών μεγεθών του δορυφορικού λογαριασμού και των αντίστοιχων του κεντρικού πλαισίου. Έτσι, το κεντρικό πλαίσιο διατηρεί τον ρόλο του ως πλαισίου αναφοράς, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιούνται πιο εξειδικευμένες ανάγκες. |
|
1.44 |
Γενικά, το κεντρικό πλαίσιο δεν περιλαμβάνει μεγέθη αποθεμάτων και ροών που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμα σε νομισματικούς όρους (ή χωρίς σαφές νομισματικό αντίστοιχο). Λόγω της φύσης τους, η ανάλυση αυτών των αποθεμάτων και ροών καλύπτεται συνήθως ικανοποιητικά με την κατάρτιση στατιστικών σε μη νομισματικούς όρους, π.χ.:
|
|
1.45 |
Οι δορυφορικοί λογαριασμοί παρέχουν τη δυνατότητα διασύνδεσης αυτών των μη νομισματικού χαρακτήρα στατιστικών με τους εθνικούς λογαριασμούς στο κεντρικό πλαίσιο. Η χρήση των ταξινομήσεων που χρησιμοποιούνται στο κεντρικό πλαίσιο για τις εν λόγω μη νομισματικές στατιστικές επιτρέπει να γίνεται η διασύνδεση, π.χ. ταξινόμηση κατά είδος νοικοκυριού ή ταξινόμηση κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, καταρτίζεται ένα συνεπές διευρυμένο πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό μπορεί κατόπιν να χρησιμεύσει ως βάση δεδομένων για την ανάλυση και την αξιολόγηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μεταβλητών του κεντρικού πλαισίου και των μεταβλητών του διευρυμένου τμήματος. |
|
1.46 |
Το κεντρικό πλαίσιο και τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη του δεν περιγράφουν τις μεταβολές της ευημερίας. Μπορούν να καταρτιστούν διευρυμένοι λογαριασμοί που να περιλαμβάνουν επίσης τις τεκμαρτές νομισματικές αξίες των ακόλουθων, π.χ., στοιχείων:
|
|
1.47 |
Οι διευρυμένοι λογαριασμοί μπορούν επίσης να αναταξινομήσουν την τελική δαπάνη για αναγκαία κακά (π.χ. άμυνα) ως ενδιάμεση ανάλωση, δηλ. κατανάλωση που δεν συμβάλλει στην ευημερία. Επίσης, οι ζημιές από πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές μπορούν να ταξινομηθούν ως ενδιάμεση ανάλωση, δηλ. ως μείωση της (απόλυτης) ευημερίας. Έτσι, μπορεί κάποιος να επιχειρήσει την κατασκευή ενός πολύ πρόχειρου και πολύ ατελούς δείκτη των μεταβολών της ευημερίας. Ωστόσο, η ευημερία έχει πολλές διαστάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες δύσκολα μπορούν να εκφραστούν σε νομισματικούς όρους. Επομένως, μια καλύτερη λύση για τη μέτρηση της ευημερίας είναι η χρήση, για κάθε διάσταση, ξεχωριστών δεικτών και μονάδων μέτρησης. Οι δείκτες αυτοί μπορεί να είναι, για παράδειγμα, η παιδική θνησιμότητα, το προσδόκιμο ζωής, το ποσοστό γραμματισμού των ενηλίκων και το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα. Οι δείκτες αυτοί θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε έναν δορυφορικό λογαριασμό. |
|
1.48 |
Για να επιτευχθεί ένα συνεπές, διεθνώς συμβατό πλαίσιο, δεν χρησιμοποιούνται στο ΕΣΛ διοικητικές έννοιες. Πάντως, για διάφορους σκοπούς στο εσωτερικό μιας χώρας, η συγκέντρωση στοιχείων με βάση διοικητικές έννοιες μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Για παράδειγμα, για την εκτίμηση των φορολογικών εσόδων απαιτούνται στατιστικές του φορολογητέου εισοδήματος. Οι στατιστικές αυτές μπορούν να παραχθούν με ορισμένες τροποποιήσεις των στατιστικών των εθνικών λογαριασμών. |
|
1.49 |
Παρόμοια προσέγγιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έννοιες που χρησιμοποιούνται στην εθνική οικονομική πολιτική, π.χ. για τα ακόλουθα:
Οι δορυφορικοί λογαριασμοί ή συμπληρωματικοί πίνακες μπορούν να καλύψουν τέτοιες ανάγκες στοιχείων. |
Το ΕΣΛ 2010 και το SNA 2008
|
1.50 |
Το ΕΣΛ 2010 βασίζεται στις έννοιες του SNA 2008, το οποίο παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς για όλες τις χώρες του κόσμου. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ του ΕΣΛ 2010 και του SNA 2008:
|
Το ΕΣΛ 2010 και το ΕΣΟΛ 95
|
1.51 |
Το ΕΣΛ 2010 διαφέρει από το ΕΣΟΛ 95 τόσο από άποψη πεδίου εφαρμογής όσο και από άποψη εννοιών. Οι περισσότερες από τις διαφορές αυτές αντιστοιχούν στις διαφορές μεταξύ του SNA 1993 και του SNA 2008. Οι κύριες διάφορες είναι οι ακόλουθες:
|
|
1.52 |
Οι διαφορές του ΕΣΛ 2010 σε σχέση με το ΕΣΟΛ 95 δεν περιορίζονται σε εννοιολογικές αλλαγές. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο πεδίο εφαρμογής, με νέα κεφάλαια για τους δορυφορικούς λογαριασμούς, τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης και τους λογαριασμούς της αλλοδαπής. Υπάρχουν επίσης σημαντικές επεκτάσεις στα κεφάλαια τα σχετικά με τους τριμηνιαίους λογαριασμούς και τους περιφερειακούς λογαριασμούς. |
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΣΛ 2010 ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
|
1.53 |
Τα κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος είναι τα ακόλουθα:
|
Οι στατιστικές μονάδες και η ομαδοποίησή τους
|
1.54 |
Το σύστημα ΕΣΛ 2010 χρησιμοποιεί δύο είδη μονάδων και δύο αντίστοιχους τρόπους υποδιαίρεσης της οικονομίας, που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και εξυπηρετούν ξεχωριστούς αναλυτικούς σκοπούς. |
|
1.55 |
Ο πρώτος σκοπός, της περιγραφής του εισοδήματος, της δαπάνης και των χρηματοοικονομικών ροών, καθώς και των ισολογισμών, επιτυγχάνεται με την ομαδοποίηση των θεσμικών μονάδων σε τομείς με βάση τις κύριες λειτουργίες τους, τη συμπεριφορά τους και τους στόχους τους. |
|
1.56 |
Ο δεύτερος σκοπός, της περιγραφής των παραγωγικών διεργασιών και της ανάλυσης των εισροών-εκροών, επιτυγχάνεται από το σύστημα με την ομαδοποίηση των τοπικών μονάδων οικονομικής δραστηριότητας (τοπικές ΜΟΔ) σε κλάδους με βάση το είδος δραστηριότητάς τους. Μια δραστηριότητα χαρακτηρίζεται από μια εισροή προϊόντων, μια παραγωγική διεργασία και μια εκροή προϊόντων. |
Θεσμικές μονάδες και τομείς
|
1.57 |
Οι θεσμικές μονάδες είναι οικονομικές οντότητες που μπορούν να κατέχουν αγαθά και περιουσιακά στοιχεία, να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις και να επιδίδονται σε οικονομικές δραστηριότητες και συναλλαγές με άλλες μονάδες. Για τους σκοπούς του συστήματος ΕΣΛ 2010, οι θεσμικές μονάδες ομαδοποιούνται σε πέντε αλληλοαποκλειόμενους εγχώριους θεσμικούς τομείς:
Οι πέντε αυτοί τομείς απαρτίζουν τη συνολική εγχώρια οικονομία. Επίσης, ο κάθε τομέας υποδιαιρείται σε υποτομείς. Το σύστημα ΕΣΛ 2010 επιτρέπει την κατάρτιση ενός πλήρους συνόλου λογαριασμών ροών και ισολογισμών για κάθε τομέα και κάθε υποτομέα, καθώς και για τη συνολική οικονομία. Οι μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι μπορούν να αλληλεπιδρούν μ’ αυτούς τους πέντε εγχώριους τομείς. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πέντε εγχώριων τομέων και ενός έκτου θεσμικού τομέα: του τομέα της αλλοδαπής. |
Τοπικές μονάδες οικονομικής δραστηριότητας (ΜΟΔ) και κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας
|
1.58 |
Όταν θεσμικές μονάδες ασκούν περισσότερες από μία δραστηριότητες, διαχωρίζονται με βάση το είδος της δραστηριότητας. Η έννοια της τοπικής ΜΟΔ επιτρέπει την πραγματοποίηση της εν λόγω παρουσίασης.
Μια τοπική ΜΟΔ περιλαμβάνει όλα τα μέρη μιας θεσμικής μονάδας, υπό την ιδιότητά της ως παραγωγού, που βρίσκονται στην ίδια ή σε γειτονικές τοποθεσίες και που συμβάλλουν στην άσκηση μιας δραστηριότητας σε επίπεδο τάξης (τετραψήφιο) της NACE αναθ. 2. |
|
1.59 |
Για κάθε δευτερεύουσα δραστηριότητα καταγράφονται τοπικές ΜΟΔ· ωστόσο, αν δεν είναι διαθέσιμα τα λογιστικά έγγραφα που είναι αναγκαία για την ξεχωριστή περιγραφή των εν λόγω δραστηριοτήτων, μια τοπική ΜΟΔ θα συνδυάζει πολλές δευτερεύουσες δραστηριότητες. Η ομάδα όλων των τοπικών ΜΟΔ που επιδίδονται στο ίδιο ή σε παρόμοιο είδος δραστηριότητας αποτελεί έναν κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.
Μια θεσμική μονάδα περιλαμβάνει μία ή περισσότερες τοπικές ΜΟΔ· μια τοπική ΜΟΔ ανήκει σε μία και μόνο μία θεσμική μονάδα. |
|
1.60 |
Για την ανάλυση της παραγωγικής διεργασίας χρησιμοποιείται μια αναλυτική μονάδα παραγωγής. Η μονάδα αυτή είναι παρατηρήσιμη μόνο όταν μια τοπική ΜΟΔ παράγει ένα είδος προϊόντος, χωρίς δευτερεύουσες δραστηριότητες. Η εν λόγω μονάδα είναι γνωστή ως μονάδα ομοιογενούς παραγωγής. Οι ομαδοποιήσεις των μονάδων αυτών απαρτίζουν ομοιογενείς κλάδους. |
Μονάδες μόνιμοι κάτοικοι και μη μόνιμοι κάτοικοι· συνολική οικονομία και αλλοδαπή
|
1.61 |
Η συνολική οικονομία ορίζεται με βάση τις μονάδες μόνιμους κατοίκους. Μια μονάδα θεωρείται μόνιμος κάτοικος μιας χώρας όταν έχει ένα κέντρο κυρίαρχου οικονομικού συμφέροντος στην οικονομική επικράτεια της χώρας αυτής, δηλαδή όταν επιδίδεται για μεγάλη χρονική περίοδο (τουλάχιστον ένα έτος) σε οικονομικές δραστηριότητες στην εν λόγω επικράτεια. Οι θεσμικοί τομείς που αναφέρονται στο σημείο 1.57 είναι ομάδες θεσμικών μονάδων μόνιμων κατοίκων. |
|
1.62 |
Ορισμένες μονάδες μόνιμοι κάτοικοι πραγματοποιούν συναλλαγές με μονάδες μη μόνιμους κατοίκους (δηλαδή με μονάδες που είναι μόνιμοι κάτοικοι άλλων οικονομιών). Οι συναλλαγές αυτές είναι οι εξωτερικές συναλλαγές της οικονομίας και ομαδοποιούνται στον λογαριασμό της αλλοδαπής. Έτσι, η αλλοδαπή διαδραματίζει ρόλο παρόμοιο με τον ρόλο ενός θεσμικού τομέα, μολονότι οι μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι περιλαμβάνονται μόνο αν πραγματοποιούν συναλλαγές με θεσμικές μονάδες μόνιμους κατοίκους. |
|
1.63 |
Οι πλασματικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι, που αντιμετωπίζονται από το σύστημα ΕΣΛ 2010 ως θεσμικές μονάδες, ορίζονται ως εξής:
|
Οι ροές και τα αποθέματα
|
1.64 |
Καταγράφονται δύο βασικά είδη πληροφοριών: οι ροές και τα αποθέματα.
Οι ροές αφορούν ενέργειες και αποτελέσματα γεγονότων που συμβαίνουν μέσα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, ενώ τα αποθέματα αφορούν θέσεις σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. |
Ροές
|
1.65 |
Οι ροές αντανακλούν τη δημιουργία, τον μετασχηματισμό, την ανταλλαγή, τη μεταβίβαση ή την εξαφάνιση οικονομικής αξίας. Συνεπάγονται μεταβολές της αξίας των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων μιας θεσμικής μονάδας. Οι οικονομικές ροές είναι δύο ειδών: συναλλαγές και λοιπές μεταβολές περιουσιακών στοιχείων.
Οι συναλλαγές εμφανίζονται σε όλους τους λογαριασμούς και σε όλους τους πίνακες όπου εμφανίζονται ροές, με εξαίρεση τον λογαριασμό λοιπών μεταβολών του όγκου περιουσιακών στοιχείων και τον λογαριασμό αναπροσαρμογής. Οι λοιπές μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων εμφανίζονται μόνο σ’ αυτούς τους δύο λογαριασμούς. Οι στοιχειώδεις συναλλαγές και λοιπές ροές ομαδοποιούνται σε έναν σχετικά μικρό αριθμό κατηγοριών, ανάλογα με τη φύση τους. |
Συναλλαγές
|
1.66 |
Η συναλλαγή είναι οικονομική ροή που προκύπτει είτε από την αλληλεπίδραση μεταξύ θεσμικών μονάδων οι οποίες ενεργούν με κοινή συμφωνία είτε από ενέργεια στο εσωτερικό μιας θεσμικής μονάδας η οποία (ενέργεια) είναι χρήσιμο να αντιμετωπίζεται ως συναλλαγή, επειδή η μονάδα λειτουργεί υπό δύο διαφορετικές ιδιότητες. Οι συναλλαγές διαιρούνται σε τέσσερις κύριες ομάδες:
|
Ιδιότητες των συναλλαγών
Αλληλεπιδράσεις και συναλλαγές εντός των μονάδων
|
1.67 |
Οι περισσότερες συναλλαγές είναι αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων θεσμικών μονάδων. Ωστόσο, το σύστημα ΕΣΛ 2010 καταγράφει ως συναλλαγές και ορισμένες ενέργειες που γίνονται εντός των θεσμικών μονάδων. Ο σκοπός της καταγραφής αυτών των εντός των μονάδων συναλλαγών είναι η παροχή μιας πιο χρήσιμης, από αναλυτική άποψη, εικόνας της παραγωγής, των τελικών χρήσεων και του κόστους. |
|
1.68 |
Η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου, που καταγράφεται ως κόστος στο σύστημα ΕΣΛ 2010, είναι μια σημαντική συναλλαγή στο εσωτερικό μονάδας. Οι περισσότερες από τις άλλες συναλλαγές στο εσωτερικό μονάδων είναι συναλλαγές προϊόντων, που κατά κανόνα καταγράφονται όταν θεσμικές μονάδες που λειτουργούν τόσο ως παραγωγοί όσο και ως τελικοί καταναλωτές επιλέγουν να αναλώσουν μέρος του προϊόντος που έχουν παραγάγει οι ίδιες. Αυτό συμβαίνει συχνά στην περίπτωση των νοικοκυριών και της γενικής κυβέρνησης. |
|
1.69 |
Καταγράφεται όλη η παραγωγή για ίδιο λογαριασμό που χρησιμοποιείται για τελικές χρήσεις μέσα στην ίδια θεσμική μονάδα. Η παραγωγή για ίδιο λογαριασμό που χρησιμοποιείται για ενδιάμεση ανάλωση μέσα στην ίδια θεσμική μονάδα καταγράφεται μόνο όταν η παραγωγή και η ενδιάμεση ανάλωση πραγματοποιούνται σε διαφορετικές τοπικές ΜΟΔ στο εσωτερικό της ίδιας θεσμικής μονάδας. Το προϊόν που παράγεται και χρησιμοποιείται ως ενδιάμεση ανάλωση στο εσωτερικό της ίδιας τοπικής ΜΟΔ δεν καταγράφεται. |
Χρηματικές έναντι μη χρηματικών συναλλαγών
|
1.70 |
Οι συναλλαγές είναι χρηματικές συναλλαγές, όταν οι εμπλεκόμενες μονάδες καταβάλλουν ή εισπράττουν πληρωμές ή αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ή αποκτούν περιουσιακά στοιχεία, εκφρασμένα σε νομισματικές μονάδες.
Οι συναλλαγές που δεν περιλαμβάνουν την ανταλλαγή μετρητών ή περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων εκφρασμένων σε νομισματικές μονάδες είναι μη χρηματικές συναλλαγές. Οι συναλλαγές στο εσωτερικό των μονάδων είναι μη χρηματικές συναλλαγές. Μη χρηματικές συναλλαγές όπου εμπλέκονται περισσότερες από μία θεσμικές μονάδες εμφανίζονται στις συναλλαγές προϊόντων [ανταλλαγή προϊόντων (αντιπραγματισμός)], τις διανεμητικές συναλλαγές (αμοιβή σε είδος, μεταβιβάσεις σε είδος κ.λπ.) και τις λοιπές συναλλαγές (ανταλλαγή μη παραχθέντων μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων). Το σύστημα ΕΣΛ 2010 καταγράφει όλες τις συναλλαγές σε νομισματικούς όρους. Επομένως, οι αξίες που θα πρέπει να καταγράφονται για τις μη χρηματικές συναλλαγές πρέπει να μετρούνται έμμεσα ή να εκτιμώνται με άλλους τρόπους. |
Συναλλαγές με και χωρίς αντιστάθμισμα
|
1.71 |
Οι συναλλαγές στις οποίες συμμετέχουν περισσότερες από μία μονάδες είναι δύο ειδών. Μπορεί να είναι «κάτι για κάτι», δηλαδή συναλλαγές με κάποιο αντιστάθμισμα, ή μπορεί να είναι «κάτι για τίποτα», δηλαδή συναλλαγές χωρίς αντιστάθμισμα. Οι πρώτες είναι ανταλλαγές μεταξύ θεσμικών μονάδων, δηλ. παροχή αγαθών, υπηρεσιών ή περιουσιακών στοιχείων έναντι κάποιου αντισταθμίσματος, π.χ. χρήματος. Οι δεύτερες είναι πληρωμές σε χρήμα ή σε είδος από μια θεσμική μονάδα προς άλλη χωρίς αντιστάθμισμα. Συναλλαγές με αντιστάθμισμα απαντούν και στις τέσσερις ομάδες συναλλαγών, ενώ οι συναλλαγές χωρίς αντιστάθμισμα είναι κυρίως διανεμητικές συναλλαγές, για παράδειγμα, φόροι, παροχές κοινωνικής πρόνοιας ή δωρεές. Οι εν λόγω συναλλαγές χωρίς αντιστάθμισμα ονομάζονται μεταβιβάσεις. |
Αναδιάρθρωση συναλλαγών
|
1.72 |
Οι συναλλαγές καταγράφονται με τον ίδιο τρόπο όπως εμφανίζονται στις εμπλεκόμενες θεσμικές μονάδες. Ωστόσο, ορισμένες συναλλαγές αναδιαρθρώνονται έτσι ώστε να εμφανιστούν σαφέστερα οι υποκείμενες οικονομικές σχέσεις. Η αναδιάρθρωση των συναλλαγών μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους: αναδρομολόγηση, επιμερισμό και προσδιορισμό του κύριου μέρους μιας συναλλαγής. |
Αναδρομολόγηση
|
1.73 |
Μια συναλλαγή που εμφανίζεται για τις εμπλεκόμενες μονάδες σαν να πραγματοποιείται απευθείας μεταξύ των μονάδων Α και Γ μπορεί να καταγραφεί στους λογαριασμούς σαν να πραγματοποιείται έμμεσα μέσω μιας τρίτης μονάδας Β. Έτσι, η μία συναλλαγή μεταξύ των Α και Γ καταγράφεται ως δύο συναλλαγές: μία μεταξύ Α και Β και μία μεταξύ Β και Γ. Στην περίπτωση αυτή, η συναλλαγή υφίσταται αναδρομολόγηση. |
|
1.74 |
Παράδειγμα αναδρομολόγησης είναι ο τρόπος που καταγράφονται στους λογαριασμούς οι εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές που καταβάλλονται απευθείας από τους εργοδότες στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Το σύστημα καταγράφει αυτές τις πληρωμές ως δύο συναλλαγές: οι εργοδότες καταβάλλουν τις εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές στους εργαζομένους τους και οι εργαζόμενοι καταβάλλουν τις ίδιες εισφορές στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Όπως συμβαίνει με κάθε αναδρομολόγηση, ο σκοπός είναι να αναδειχθεί η οικονομική ουσία που βρίσκεται πίσω από τη συναλλαγή, που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η παρουσίαση των εργοδοτικών κοινωνικών εισφορών ως εισφορών που καταβάλλονται υπέρ των εργαζομένων. |
|
1.75 |
Ένας άλλος τύπος αναδρομολόγησης είναι να καταγράφονται οι συναλλαγές σαν να πραγματοποιούνται μεταξύ δύο ή περισσότερων θεσμικών μονάδων, μολονότι, σύμφωνα με τα εμπλεκόμενα μέρη, δεν πραγματοποιείται καμία συναλλαγή. Σχετικό παράδειγμα είναι η αντιμετώπιση του εισοδήματος περιουσίας ορισμένων ασφαλιστικών ταμείων, το οποίο παρακρατείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Το σύστημα καταγράφει αυτό το εισόδημα περιουσίας σαν να καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, επιστρέφουν το ίδιο ποσό στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ως συμπληρωματικά ασφάλιστρα. |
Επιμερισμός
|
1.76 |
Όταν μια συναλλαγή που εμφανίζεται για τα εμπλεκόμενα μέρη ως μία μόνο συναλλαγή καταγράφεται ως δύο ή περισσότερες συναλλαγές που ταξινομούνται διαφορετικά, η συναλλαγή υφίσταται επιμερισμό. Ο επιμερισμός δεν σημαίνει την εμπλοκή πρόσθετων μονάδων στις συναλλαγές. |
|
1.77 |
Η πληρωμή ασφαλίστρων για ασφαλίσεις κατά ζημιών είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση επιμερισμένης συναλλαγής. Μολονότι οι κάτοχοι ασφαλιστήριων συμβολαίων και οι ασφαλιστές θεωρούν τις πληρωμές αυτές ως μία συναλλαγή, το σύστημα ΕΣΛ 2010 τις διαιρεί σε δύο διαφορετικές συναλλαγές: πληρωμές για την παροχή υπηρεσιών ασφάλισης κατά ζημιών και καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών. Η καταγραφή της πώλησης ενός προϊόντος ως πώλησης του προϊόντος και πώλησης ενός εμπορικού περιθωρίου είναι άλλο ένα παράδειγμα επιμερισμού. |
Προσδιορισμός του κύριου μέρους μιας συναλλαγής
|
1.78 |
Όταν μια μονάδα πραγματοποιεί μια συναλλαγή για λογαριασμό άλλης μονάδας (της κύριας) και χρηματοδοτείται απ’ αυτή τη μονάδα, η συναλλαγή καταγράφεται αποκλειστικά στους λογαριασμούς του κύριου μέρους. Κατά κανόνα, δεν θα πρέπει κανείς να παρακάμπτει αυτή την αρχή προσπαθώντας, για παράδειγμα, να καταχωρίζει φόρους ή επιδοτήσεις στους τελικούς πληρωτές ή στους τελικούς δικαιούχους με βάση την υιοθέτηση παραδοχών.
Σχετικό παράδειγμα είναι η είσπραξη φόρων από μια μονάδα της γενικής κυβέρνησης για λογαριασμό άλλης. Ο φόρος καταχωρίζεται στη μονάδα γενικής κυβέρνησης η οποία:
|
Οριακές περιπτώσεις
|
1.79 |
Σύμφωνα με τον ορισμό της συναλλαγής, οποιαδήποτε αλληλεπίδραση μεταξύ θεσμικών μονάδων πρέπει να γίνεται με κοινή συμφωνία. Όταν πραγματοποιείται μια συναλλαγή με κοινή συμφωνία, εννοείται ότι οι θεσμικές μονάδες γνωρίζουν γι’ αυτήν και συγκατατίθενται. Οι πληρωμές φόρων, των προστίμων και κυρώσεων γίνονται με κοινή συμφωνία υπό την έννοια ότι ο υπόχρεος είναι πολίτης που υπόκειται στη νομοθεσία της χώρας. Ωστόσο, η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς αποζημίωση δεν θεωρείται συναλλαγή, ακόμη και αν επιβάλλεται από τον νόμο.
Οι παράνομες οικονομικές ενέργειες θεωρούνται συναλλαγές όταν όλες οι εμπλεκόμενες μονάδες ενεργούν κατόπιν κοινής συμφωνίας. Έτσι, οι αγορές, οι πωλήσεις ή οι ανταλλαγές παράνομων ναρκωτικών ή κλοπιμαίων είναι συναλλαγές, ενώ η κλοπή δεν είναι. |
Λοιπές μεταβολές περιουσιακών στοιχείων
|
1.80 |
Οι λοιπές μεταβολές περιουσιακών στοιχείων καταγράφουν τις μεταβολές που δεν είναι αποτέλεσμα συναλλαγών. Πρόκειται:
|
Λοιπές μεταβολές του όγκου περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων
|
1.81 |
Οι λοιπές μεταβολές του όγκου περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων καταγράφουν τις μεταβολές που υποδιαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
|
|
1.82 |
Παραδείγματα μεταβολών της κατηγορίας που αναφέρεται στο σημείο α) της παραγράφου 1.81 είναι η ανακάλυψη ή η εξάντληση πόρων του υπεδάφους και η φυσική αύξηση μη καλλιεργούμενων βιολογικών πόρων. Παραδείγματα μεταβολών της κατηγορίας που αναφέρεται στο σημείο β) της παραγράφου 1.81 είναι οι απώλειες περιουσιακών στοιχείων λόγω φυσικών καταστροφών, πολέμου ή σοβαρών εγκληματικών ενεργειών. Η μονομερής ακύρωση χρέους και η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων χωρίς αποζημίωση ανήκουν επίσης στην κατηγορία β). Παράδειγμα μεταβολών της κατηγορίας που αναφέρεται στο σημείο γ) της παραγράφου 1.81 είναι η αναταξινόμηση μιας θεσμικής μονάδας από έναν τομέα σε άλλον. |
Κέρδη και ζημίες διακράτησης
|
1.83 |
Τα κέρδη και οι ζημίες διακράτησης είναι αποτέλεσμα μεταβολών των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Αφορούν όλα τα είδη χρηματοοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, καθώς και τις υποχρεώσεις. Τα κέρδη και οι ζημίες διακράτησης προκύπτουν για τους κατόχους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αποκλειστικά ως αποτέλεσμα της διακράτησης των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων για κάποιο χρονικό διάστημα, χωρίς να τα μετασχηματίζουν με οποιονδήποτε τρόπο. |
|
1.84 |
Τα κέρδη και οι ζημίες διακράτησης που μετρούνται με βάση τις τρέχουσες αγοραίες τιμές καλούνται ονομαστικά κέρδη και ζημίες διακράτησης. Αυτά μπορούν να αναλυθούν σε ουδέτερα κέρδη και ζημίες διακράτησης, που αντανακλούν τις μεταβολές του γενικού επιπέδου τιμών, και σε πραγματικά κέρδη και ζημίες διακράτησης, που αντανακλούν μεταβολές των τιμών των περιουσιακών στοιχείων πάνω από τη μεταβολή του γενικού επιπέδου τιμών. |
Αποθέματα
|
1.85 |
Τα αποθέματα είναι τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που κατέχει κάποιος σε μια χρονική στιγμή. Τα αποθέματα καταγράφονται στην αρχή και στο τέλος κάθε λογιστικής περιόδου. Οι λογαριασμοί που παρουσιάζουν τα αποθέματα καλούνται ισολογισμοί. |
|
1.86 |
Καταγράφονται επίσης αποθέματα για τον πληθυσμό και την απασχόληση. Εντούτοις, τα αποθέματα αυτά καταγράφονται ως μέσες τιμές για όλη τη λογιστική περίοδο. Καταγράφονται αποθέματα για όλα τα περιουσιακά στοιχεία που εμπίπτουν στα όρια του συστήματος· δηλ. για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και για μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, τόσο παραχθέντα όσο και μη παραχθέντα. Ωστόσο, η κάλυψη περιορίζεται στα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στην οικονομική δραστηριότητα και που υπόκεινται σε δικαιώματα κυριότητας. |
|
1.87 |
Έτσι, δεν καταγράφονται αποθέματα για περιουσιακά στοιχεία όπως το ανθρώπινο δυναμικό και οι φυσικοί πόροι που δεν ανήκουν σε κανέναν.
Μέσα στα όριά του, το σύστημα ΕΣΛ 2010 καταγράφει διεξοδικά το σύνολο και των ροών και των αποθεμάτων. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι μεταβολές αποθεμάτων μπορούν να εξηγηθούν πλήρως με τις καταγραφείσες ροές. |
Το σύστημα λογαριασμών και τα συγκεντρωτικά μεγέθη
Λογιστικοί κανόνες
|
1.88 |
Ο λογαριασμός καταγράφει τις μεταβολές της αξίας μιας μονάδας η ενός τομέα σε ανάλογα με τη φύση των οικονομικών ροών που εμφανίζονται στον λογαριασμό. Πρόκειται για πίνακα με δύο στήλες. Οι τρέχοντες λογαριασμοί είναι εκείνοι που παρουσιάζουν την παραγωγή, τη δημιουργία και την κατανομή του εισοδήματος, τη διανομή και την αναδιανομή του εισοδήματος, καθώς και τη χρήση του. Οι λογαριασμοί συσσώρευσης είναι οι λογαριασμοί κεφαλαίου και οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί, καθώς και οι λοιποί λογαριασμοί μεταβολών του όγκου. |
Ορολογία για τις δύο πλευρές των λογαριασμών
|
1.89 |
Το σύστημα ΕΣΛ 2010 χρησιμοποιεί τον όρο «πόροι» για τη δεξιά πλευρά των τρεχόντων λογαριασμών, όπου εμφανίζονται οι συναλλαγές που αυξάνουν την οικονομική αξία μιας μονάδας ή ενός τομέα. Η αριστερή πλευρά των λογαριασμών δείχνει τις «χρήσεις», δηλαδή τις συναλλαγές που μειώνουν την οικονομική αξία. Η δεξιά πλευρά των λογαριασμών συσσώρευσης καλείται «μεταβολές των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης», ενώ η αριστερή πλευρά καλείται «μεταβολές περιουσιακών στοιχείων». Οι ισολογισμοί εμφανίζονται με τις «υποχρεώσεις και την καθαρή θέση» (που είναι η διαφορά μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων) στη δεξιά πλευρά και τα «περιουσιακά στοιχεία» στην αριστερή. Η σύγκριση δύο διαδοχικών ισολογισμών δείχνει τις μεταβολές των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης καθώς και τις μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων. |
|
1.90 |
Στο ΕΣΛ γίνεται διάκριση μεταξύ νομικής κυριότητας και οικονομικής κυριότητας. Το κριτήριο για την καταγραφή της μεταβίβασης αγαθών από μια μονάδα σε άλλη είναι ότι η οικονομική κυριότητα περνά από τη μία στην άλλη. Ο νόμιμος κύριος είναι η μονάδα που δικαιούται, βάσει του νόμου, να απολαμβάνει τα οφέλη που απορρέουν από την κατοχή του αγαθού. Ωστόσο, ο νόμιμος κύριος μπορεί να συμβληθεί με άλλη μονάδα ώστε η εν λόγω μονάδα να αποδεχθεί τους κινδύνους και τα οφέλη από τη χρήση των αγαθών στην παραγωγή, έναντι συμφωνηθείσας πληρωμής. Πρόκειται για συμφωνία χρηματοδοτικής μίσθωσης, στο πλαίσιο της οποίας οι πληρωμές αντικατοπτρίζουν μόνο τη διάθεση του περιουσιακού στοιχείου από τον εκμισθωτή στον μισθωτή. Για παράδειγμα, όταν μια τράπεζα έχει τη νομική κυριότητα ενός αεροσκάφους, αλλά συνάπτει σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με αεροπορική εταιρεία για τη λειτουργία του αεροσκάφους, τότε η αεροπορική εταιρεία φέρεται ως ιδιοκτήτρια του αεροσκάφους όσον αφορά τις συναλλαγές στους λογαριασμούς. Παράλληλα, καθώς η αεροπορική εταιρία εμφανίζεται ότι αγοράζει το αεροσκάφος, τεκμαίρεται δάνειο από την τράπεζα προς την αεροπορική εταιρεία, το οποίο αντικατοπτρίζει τα οφειλόμενα στο μέλλον ποσά για τη χρήση του αεροσκάφους. |
Διπλογραφία/τετραπλογραφία
|
1.91 |
Για μια μονάδα ή έναν τομέα, οι εθνικοί λογαριασμοί βασίζονται στην αρχή της διπλογραφίας. Κάθε συναλλαγή πρέπει να καταγράφεται δύο φορές, μία φορά ως πόρος (ή ως μεταβολή υποχρεώσεων) και μία φορά ως χρήση (ή ως μεταβολή περιουσιακών στοιχείων). Το σύνολο των συναλλαγών που καταγράφονται ως πόροι ή μεταβολές υποχρεώσεων και το σύνολο των συναλλαγών που καταγράφονται ως χρήσεις ή μεταβολές περιουσιακών στοιχείων πρέπει να ισούνται μεταξύ τους, πράγμα που επιτρέπει τον έλεγχο της συνέπειας των λογαριασμών. |
|
1.92 |
Οι εθνικοί λογαριασμοί —με όλες τις μονάδες και όλους τους τομείς— βασίζονται στην αρχή της τετραπλογραφίας, δεδομένου ότι οι περισσότερες συναλλαγές αφορούν δύο θεσμικές μονάδες. Κάθε συναλλαγή πρέπει να καταγράφεται δύο φορές από τα δύο μέρη που υπεισέρχονται στη συναλλαγή. Για παράδειγμα, μια κοινωνική παροχή σε χρήμα που καταβάλλεται από μονάδα της γενικής κυβέρνησης σε νοικοκυριό καταγράφεται στους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης ως χρήση στο πλαίσιο των μεταβιβάσεων και ως αρνητική απόκτηση περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο των μετρητών και των καταθέσεων· στους λογαριασμούς του τομέα των νοικοκυριών καταγράφεται ως πόρος στις μεταβιβάσεις και ως απόκτηση περιουσιακών στοιχείων στα μετρητά και τις καταθέσεις. |
|
1.93 |
Οι συναλλαγές στο εσωτερικό της ίδιας μονάδας (όπως η ανάλωση προϊόντος από την ίδια μονάδα που το παρήγαγε) απαιτούν μόνο δύο εγγραφές, οι αξίες των οποίων πρέπει να υπολογίζονται κατ’ εκτίμηση. |
Αποτίμηση
|
1.94 |
Με εξαίρεση ορισμένες μεταβλητές που αφορούν τον πληθυσμό και την εργασία, το σύστημα ΕΣΛ 2010 εμφανίζει όλες τις ροές και όλα τα αποθέματα σε νομισματικούς όρους. Οι ροές και τα αποθέματα μετρούνται σύμφωνα με την ανταλλακτική αξία τους, δηλ. την αξία με την οποία οι ροές και τα αποθέματα ανταλλάσσονται ή θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με χρήματα. Έτσι, οι αγοραίες τιμές είναι το βασικό στοιχείο αναφοράς του ΕΣΛ για την αποτίμηση. |
|
1.95 |
Στην περίπτωση των χρηματικών συναλλαγών και των χρηματικών διαθεσίμων και χρηματικών υποχρεώσεων, οι απαιτούμενες αξίες είναι άμεσα διαθέσιμες. Στις περισσότερες άλλες περιπτώσεις η προτιμώμενη μέθοδος αποτίμησης είναι η αναφορά σε αγοραίες τιμές για ανάλογα αγαθά, υπηρεσίες ή περιουσιακά στοιχεία. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται π.χ. για τις ανταλλαγές σε είδος (αντιπραγματισμός) και για τις υπηρεσίες στέγασης λόγω ιδιοκατοίκησης. Όταν δεν είναι διαθέσιμες αγοραίες τιμές για ανάλογα προϊόντα, π.χ. στην περίπτωση μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών που παράγονται από τη γενική κυβέρνηση, γίνεται αποτίμηση με βάση το συνολικό κόστος παραγωγής. Αν δεν υπάρχει αγοραία τιμή στην οποία να γίνει αναφορά, οι ροές και τα αποθέματα μπορούν να αποτιμώνται με βάση την προεξοφλημένη παρούσα αξία των προσδοκώμενων μελλοντικών προσόδων. Η τελευταία αυτή μέθοδος πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως τελευταία λύση. |
|
1.96 |
Τα αποθέματα αποτιμώνται σε τρέχουσες τιμές κατά τη χρονική στιγμή στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός και όχι τη στιγμή παραγωγής ή απόκτησης των αγαθών ή των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν τα αποθέματα. Είναι απαραίτητη η αποτίμηση των αποθεμάτων με βάση την κατ’ εκτίμηση τρέχουσα αξία απόκτησης ή το τρέχον κόστος παραγωγής. |
Ειδικές αποτιμήσεις σχετικά με τα προϊόντα
|
1.97 |
Ως αποτέλεσμα του κόστους μεταφοράς, των εμπορικών περιθωρίων και των φόρων μείον τις επιδοτήσεις επί των προϊόντων, ο παραγωγός και ο χρήστης ενός δεδομένου προϊόντος συνήθως βλέπουν διαφορετικά την αξία του. Για να συμβαδίζει όσο το δυνατόν περισσότερο με τις απόψεις των δύο μερών της συναλλαγής, το σύστημα ΕΣΛ 2010 καταγράφει όλες τις χρήσεις σε τιμές αγοραστή, που περιλαμβάνουν το κόστος μεταφοράς, τα εμπορικά περιθώρια και τους φόρους μείον τις επιδοτήσεις επί των προϊόντων, ενώ η παραγωγή καταγράφεται σε βασικές τιμές, που δεν περιλαμβάνουν τα ανωτέρω στοιχεία. |
|
1.98 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές προϊόντων καταγράφονται με βάση την αξία τους στα σύνορα. Οι συνολικές εισαγωγές και εξαγωγές αποτιμώνται στα τελωνειακά σύνορα του εξαγωγέα ή ελεύθερα στο πλοίο (FOB). Οι αλλοδαπές υπηρεσίες μεταφορών και ασφάλισης μεταξύ των συνόρων του εισαγωγέα και του εξαγωγέα δεν περιλαμβάνονται στην αξία των εμπορευμάτων, αλλά καταγράφονται στις υπηρεσίες. Επειδή μπορεί να μην είναι δυνατή η διάθεση των αξιών FOB για λεπτομερείς αναλύσεις των προϊόντων, οι πίνακες που περιέχουν πληροφορίες για το εξωτερικό εμπόριο παρουσιάζουν τις εισαγωγές αποτιμημένες στα τελωνειακά σύνορα του εισαγωγέα (αξία CIF). Όλες οι υπηρεσίες μεταφορών και ασφάλισης μέχρι τα σύνορα του εισαγωγέα περιλαμβάνονται στην αξία των εισαγόμενων αγαθών. Αν οι υπηρεσίες αυτές αφορούν εγχώριες υπηρεσίες, στην παρουσίαση αυτή γίνεται μια συνολική προσαρμογή FOB/CIF. |
Αποτίμηση σε σταθερές τιμές
|
1.99 |
Η αποτίμηση σε σταθερές τιμές σημαίνει την αποτίμηση των ροών και των αποθεμάτων σε μια λογιστική περίοδο με βάση τις τιμές μιας προηγούμενης περιόδου. Ο σκοπός της αποτίμησης σε σταθερές τιμές είναι η ανάλυση των διαχρονικών μεταβολών των αξιών των ροών και των αποθεμάτων σε μεταβολές της τιμής και μεταβολές του όγκου. Οι ροές και τα αποθέματα σε σταθερές τιμές εκφράζονται με βάση τον όγκο. |
|
1.100 |
Πολλές ροές και αποθέματα, π.χ. το εισόδημα, δεν έχουν δικές τους διαστάσεις τιμής και ποσότητας. Ωστόσο, η αγοραστική δύναμη αυτών των μεταβλητών μπορεί να προσδιοριστεί με τον αποπληθωρισμό των τρεχουσών αξιών με βάση έναν κατάλληλο δείκτη τιμών, π.χ. τον δείκτη τιμών για τελικές εθνικές χρήσεις, με εξαίρεση τις μεταβολές σε αποθέματα. Οι αποπληθωρισμένες ροές και αποθέματα εκφράζονται επίσης σε πραγματικούς όρους. Παράδειγμα αποτελεί το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. |
Χρόνος καταγραφής
|
1.101 |
Οι ροές καταγράφονται σε δεδουλευμένη βάση: δηλαδή όταν δημιουργείται, μετασχηματίζεται ή εξαφανίζεται η οικονομική αξία, ή όταν εμφανίζονται, μετασχηματίζονται ή διαγράφονται απαιτήσεις και υποχρεώσεις. |
|
1.102 |
Το προϊόν καταγράφεται όταν παράγεται και όχι όταν το πληρώνει ο αγοραστής. Η πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου καταγράφεται όταν αλλάζει κυριότητα το περιουσιακό στοιχείο και όχι όταν πραγματοποιείται η αντίστοιχη πληρωμή. Οι τόκοι καταγράφονται κατά τη λογιστική περίοδο την οποία αφορούν, ασχέτως του αν πραγματικά πληρώνονται ή όχι κατά την περίοδο αυτή. Η καταγραφή σε δεδουλευμένη βάση εφαρμόζεται σε όλες τις ροές, τόσο νομισματικές όσο και μη νομισματικές, καθώς και στο εσωτερικό μιας μονάδας ή μεταξύ μονάδων. |
|
1.103 |
Ενδέχεται να κριθεί αναγκαία η ελαστική εφαρμογή αυτής της προσέγγισης για τους φόρους και τις λοιπές ροές που αφορούν τη γενική κυβέρνηση, που συχνά καταγράφονται στους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης σε ταμειακή βάση. Ενδέχεται να είναι δύσκολο να γίνει ακριβής μετατροπή αυτών των ροών από ταμειακή σε δεδουλευμένη βάση και, ως εκ τούτου, μπορεί να χρησιμοποιείται μια προσεγγιστική μέθοδος. |
|
1.104 |
Κατά παρέκκλιση από τη γενική αρχή που διέπει την καταγραφή των φόρων και των κοινωνικών εισφορών, οι πληρωτέοι στη γενική κυβέρνηση φόροι και κοινωνικές εισφορές μπορούν να καταγράφονται είτε χωρίς το τμήμα που δεν προβλέπεται να εισπραχθεί είτε με το τμήμα αυτό. Αν το εν λόγω τμήμα περιλαμβάνεται, θα πρέπει να εξουδετερώνεται στην ίδια λογιστική περίοδο με κάποια κεφαλαιακή μεταβίβαση από τη γενική κυβέρνηση προς τους σχετικούς τομείς. |
|
1.105 |
Οι ροές πρέπει να καταγράφονται στην ίδια χρονική στιγμή για όλες τις εμπλεκόμενες θεσμικές μονάδες και σε όλους τους λογαριασμούς. Οι θεσμικές μονάδες δεν εφαρμόζουν πάντα τους ίδιους λογιστικούς κανόνες. Ακόμη και αν τους εφαρμόζουν, ενδέχεται να εμφανιστούν διαφορές στην καταγραφή για πρακτικούς λόγους, όπως η καθυστέρηση στην επικοινωνία. Κατά συνέπεια, οι συναλλαγές μπορεί να καταγράφονται σε διαφορετικούς χρόνους από τους σχετικούς συναλλασσομένους. Αυτές οι αναντιστοιχίες πρέπει να εξαλείφονται με προσαρμογές. |
Ενοποίηση και εκκαθαριστικός συμψηφισμός
Ενοποίηση
|
1.106 |
Η ενοποίηση αφορά την εξάλειψη, τόσο από τις χρήσεις όσο και από τους πόρους, των συναλλαγών που πραγματοποιούνται μεταξύ μονάδων, όταν οι μονάδες αυτές ομαδοποιούνται, και την εξάλειψη των αντίστοιχων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν συνδυάζονται οι λογαριασμοί των υποτομέων της γενικής κυβέρνησης. |
|
1.107 |
Για λόγους αρχής, οι ροές και τα αποθέματα μεταξύ μονάδων που απαρτίζουν υποτομείς ή τομείς, δεν πρέπει να ενοποιούνται. |
|
1.108 |
Ωστόσο, μπορούν να καταρτιστούν ενοποιημένοι λογαριασμοί για συμπληρωματικές παρουσιάσεις και αναλύσεις. Οι πληροφορίες για τις συναλλαγές αυτών των (υπο)τομέων με άλλους τομείς και η αντίστοιχη «εξωτερική» χρηματοοικονομική θέση μπορεί να έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα συνολικά ακαθάριστα στοιχεία. |
|
1.109 |
Επιπλέον, οι λογαριασμοί και οι πίνακες που παρουσιάζουν τη σχέση πιστωτή/οφειλέτη παρέχουν αναλυτική εικόνα της χρηματοδότησης της οικονομίας και θεωρούνται πολύ χρήσιμοι για την κατανόηση των διαύλων μέσω των οποίων τα χρηματοοικονομικά πλεονάσματα κινούνται από τους τελικούς δανειστές προς τους τελικούς δανειζόμενους. |
Εκκαθαριστικός συμψηφισμός
|
1.110 |
Οι επιμέρους μονάδες ή τομείς μπορεί να έχουν το ίδιο είδος συναλλαγής τόσο ως χρήση όσο και ως πόρο (π.χ. πληρώνουν αλλά και εισπράττουν τόκους) και το ίδιο είδος χρηματοοικονομικού μέσου τόσο ως περιουσιακό στοιχείο όσο και ως υποχρέωση. Η προσέγγιση στο ΕΣΛ είναι η καταγραφή των μεγεθών ως ακαθάριστων, με εξαίρεση τον εκκαθαριστικό συμψηφισμό που ενυπάρχει στις ίδιες τις ταξινομήσεις. |
|
1.111 |
Ο εκκαθαριστικός συμψηφισμός περιλαμβάνεται σιωπηρά σε διάφορες κατηγορίες συναλλαγών, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις «μεταβολές αποθεμάτων», που υπογραμμίζει τον αναλυτικά σημαντικό χαρακτήρα του συνολικού σχηματισμού κεφαλαίου σε σχέση με την παρακολούθηση των καθημερινών προσθηκών και αφαιρέσεων. Επίσης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός και οι λογαριασμοί λοιπόν μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων καταγράφουν τις αυξήσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων ως καθαρές, εμφανίζοντας τις τελικές συνέπειες αυτών των ειδών των ροών στο τέλος της λογιστικής περιόδου. |
Λογαριασμοί, εξισωτικά μεγέθη και συγκεντρωτικά μεγέθη
|
1.112 |
Για τις μονάδες ή τις ομάδες μονάδων, διαφορετικοί λογαριασμοί καταγράφουν συναλλαγές οι οποίες συνδέονται με μια πτυχή της οικονομικής ζωής (π.χ. την παραγωγή). Στον λογαριασμό της παραγωγής, οι συναλλαγές δεν θα παρουσιάζουν ισορροπία (δηλαδή δεν θα είναι ισοσκελισμένες) μεταξύ των χρήσεων και των πόρων χωρίς την εισαγωγή ενός εξισωτικού μεγέθους. Ομοίως, μεταξύ του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων και του συνόλου των υποχρεώσεων μιας θεσμικής μονάδας ή τομέα πρέπει να εισάγεται ένα εξισωτικό μέγεθος (καθαρή θέση). Τα εξισωτικά μεγέθη είναι από τη φύση τους χρήσιμα μεγέθη μέτρησης των οικονομικών επιδόσεων. Όταν αθροίζονται για το σύνολο της οικονομίας, αποτελούν σημαντικά συγκεντρωτικά μεγέθη. |
Ακολουθία λογαριασμών
|
1.113 |
Το σύστημα ΕΣΛ 2010 βασίζεται σε μια ακολουθία αλληλένδετων λογαριασμών. Η πλήρης ακολουθία λογαριασμών γα τις θεσμικές μονάδες και τους τομείς αποτελείται από τρέχοντες λογαριασμούς, λογαριασμούς συσσώρευσης και ισολογισμούς. |
|
1.114 |
Οι τρέχοντες λογαριασμοί αφορούν την παραγωγή, τη δημιουργία, διανομή και αναδιανομή εισοδήματος και τη χρήση αυτού του εισοδήματος με τη μορφή τελικής κατανάλωσης. Οι λογαριασμοί συσσώρευσης καλύπτουν τις μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων και τις μεταβολές της καθαρής θέσης (που είναι η διαφορά, για κάθε θεσμική μονάδα ή ομάδα μονάδων, μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων). Οι ισολογισμοί παρουσιάζουν τα αποθέματα των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων και την καθαρή θέση. |
|
1.115 |
Η ακολουθία λογαριασμών για τις τοπικές ΜΟΔ και τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας περιορίζεται στους πρώτους τρέχοντες λογαριασμούς: λογαριασμό παραγωγής και λογαριασμό δημιουργίας εισοδήματος, όπου εξισωτικό μέγεθος είναι το λειτουργικό πλεόνασμα. |
Ο λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών
|
1.116 |
Ο λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών εμφανίζει, για την οικονομία ως σύνολο ή για ομάδες προϊόντων, τους συνολικούς πόρους (παραγωγή και εισαγωγές) και τις συνολικές χρήσεις αγαθών και υπηρεσιών (ενδιάμεση ανάλωση, τελική κατανάλωση, μεταβολές αποθεμάτων, ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου, αποκτήσεις μείον διαθέσεις τιμαλφών, και εξαγωγές). Ο λογαριασμός αυτός δεν είναι λογαριασμός κατά την έννοια των υπόλοιπων λογαριασμών της ακολουθίας και δεν δημιουργεί εξισωτικό μέγεθος που μεταβιβάζεται στον επόμενο λογαριασμό της ακολουθίας. Πρόκειται μάλλον για παρουσίαση, σε μορφή πίνακα, μιας λογιστικής ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία η προσφορά είναι ίση με τη ζήτηση για όλα τα προϊόντα και τις ομάδες προϊόντων στην οικονομία. |
Ο λογαριασμός της αλλοδαπής
|
1.117 |
Ο λογαριασμός της αλλοδαπής καλύπτει τις συναλλαγές μεταξύ θεσμικών μονάδων μόνιμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων και τα σχετικά αποθέματα περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.
Δεδομένου ότι στη λογιστική δομή η αλλοδαπή διαδραματίζει ρόλο παρόμοιο με τον ρόλο θεσμικού τομέα, ο λογαριασμός της αλλοδαπής καταρτίζεται από την άποψη της αλλοδαπής. Ένας πόρος της αλλοδαπής είναι χρήση για το σύνολο της οικονομίας και αντιστρόφως. Αν ένα εξισωτικό μέγεθος είναι θετικό, αυτό σημαίνει πλεόνασμα για την αλλοδαπή και έλλειμμα για το σύνολο της οικονομίας, και αντιστρόφως αν το εξισωτικό μέγεθος είναι αρνητικό. Ο λογαριασμός της αλλοδαπής διαφέρει από τους υπόλοιπους τομεακούς λογαριασμούς κατά το ότι δεν εμφανίζει όλες τις λογιστικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται στην αλλοδαπή, αλλά μόνο εκείνες που έχουν αντίστοιχη συναλλαγή στην εγχώρια οικονομία η οποία μετριέται. |
Εξισωτικά μεγέθη
|
1.118 |
Ένα εξισωτικό μέγεθος προκύπτει με την αφαίρεση της συνολικής αξίας των εγγραφών της μιας πλευράς ενός λογαριασμού από τη συνολική αξία της άλλης πλευράς.
Τα εξισωτικά μεγέθη ενσωματώνουν πολλές πληροφορίες και περιλαμβάνουν ορισμένες από τις πιο σημαντικές εγγραφές των λογαριασμών, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα παραδείγματα εξισωτικών μεγεθών: προστιθέμενη αξία, λειτουργικό πλεόνασμα, διαθέσιμο εισόδημα, αποταμίευση, καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης / καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης. Το ακόλουθο διάγραμμα παρουσιάζει την ακολουθία λογαριασμών υπό μορφή ροών (όλα τα εξισωτικά μεγέθη επισημαίνονται με έντονα στοιχεία). Διάγραμμα της ακολουθίας λογαριασμών Λογαριασμός παραγωγής Προστιθέμενη αξία Λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος Λειτουργικό πλεόνασμα Μεικτό εισόδημα Λογαριασμός διανομής πρωτογενούς εισοδήματος Ισοζύγιο πρωτοχενών εισοδημάτων Λογαριασμός δευτεροχενούς διανομής εισοδήματος Διαθέσιμο εισόδημα Λογαριασμός αναδιανομής εισοδήματος σε είδος Προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα Λογαριασμός χρήσης διαθέσιμου εισοδήματος Αποταμίευση Λογαριασμός χρήσης προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος Αποταμίευση Ισολογισμός ανοίγματος Καθαρή θέση Λογαριασμός κεφαλαίου Καθαρή ικανότητα, χρηματοδότησης (+)/ ανάγκη χρηματοδότησης (-) Χρηματοοικονομικός λογαριασμός Καθαρή ικανότητα, χρηματοδότησης (+)/ ανάγκη χρηματοδότησης (-) Λογαριασμός λοιπών μεταβολών του όγκου Μεταβολές του όγκου περιουσιακών στοιχείων Λογαριασμός αναπροσαρμογής Ονομαστικά κέρδη και ζημίες διακράτησης Ισολογισμός κλεισίματος Καθαρή θέση |
|
1.119 |
Ο πρώτος λογαριασμός στην ακολουθία είναι ο λογαριασμός παραγωγής, ο οποίος καταγράφει την εκροή (παραγωγή) και τις εισροές της παραγωγικής διεργασίας, με εξισωτικό μέγεθος την προστιθέμενη αξία. |
|
1.120 |
Η προστιθέμενη αξία μεταβιβάζεται στον επόμενο λογαριασμό, που είναι ο λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος. Εδώ καταγράφονται οι αμοιβές (εισόδημα εξαρτημένης εργασίας) των εργαζομένων που συμμετέχουν στην παραγωγική διεργασία, καθώς και οι φόροι που οφείλονται στη γενική κυβέρνηση λόγω της παραγωγής, έτσι ώστε το λειτουργικό πλεόνασμα (ή το μεικτό εισόδημα των αυτοαπασχολουμένων του τομέα των νοικοκυριών) να μπορεί να προκύψει ως το εξισωτικό μέγεθος για κάθε τομέα. Αυτό το στάδιο είναι αναγκαίο για να μπορεί να μετρηθεί το ποσό της προστιθέμενης αξίας που παραμένει στον τομέα ο οποίος παράγει ως λειτουργικό πλεόνασμα ή μεικτό εισόδημα. |
|
1.121 |
Κατόπιν, η προστιθέμενη αξία, υποδιαιρούμενη μεταξύ εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας, φόρων και λειτουργικού πλεονάσματος / μεικτού εισοδήματος, μεταβιβάζεται μ’ αυτή την υποδιαίρεση στον λογαριασμό διανομής πρωτογενούς εισοδήματος. Η υποδιαίρεση επιτρέπει την κατανομή κάθε εισοδηματικού παράγοντα στον τομέα που εισπράττει, σε αντιδιαστολή με τον τομέα που παράγει. Για παράδειγμα, όλα τα εισοδήματα εξαρτημένης εργασίας κατανέμονται μεταξύ του τομέα των νοικοκυριών και του τομέα της αλλοδαπής, ενώ το λειτουργικό πλεόνασμα παραμένει στον τομέα των εταιρειών όπου δημιουργείται. Επίσης, στον λογαριασμό αυτό καταγράφονται οι ροές εισοδήματος περιουσίας προς τον τομέα, καθώς και οι ροές που εξέρχονται από τον τομέα. Έτσι, το εξισωτικό μέγεθος είναι το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων που εισρέουν στον τομέα. |
|
1.122 |
Ο επόμενος λογαριασμός. δηλαδή ο λογαριασμός δευτερογενούς διανομής εισοδήματος, καταγράφει την αναδιανομή των εν λόγω εισοδημάτων μέσω των μεταβιβάσεων. Τα κύρια μέσα αναδιανομής είναι οι φόροι που επιβάλλονται από τη γενική κυβέρνηση στα νοικοκυριά και οι κοινωνικές παροχές προς τα νοικοκυριά. Το εξισωτικό μέγεθος είναι το διαθέσιμο εισόδημα. |
|
1.123 |
Η κύρια ακολουθία των βασικών λογαριασμών συνεχίζεται με τον λογαριασμό χρήσης διαθέσιμου εισοδήματος· έναν σημαντικό λογαριασμό για τον τομέα των νοικοκυριών, δεδομένου ότι εδώ καταγράφεται η τελική δαπάνη των νοικοκυριών, με εξισωτικό μέγεθος την αποταμίευση των νοικοκυριών. |
|
1.124 |
Συγχρόνως, δημιουργείται ένας παράλληλος λογαριασμός, ο λογαριασμός αναδιανομής εισοδήματος σε είδος. Ο λογαριασμός αυτός έχει τον ειδικό σκοπό να παρουσιάσει τις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος ως τεκμαρτή μεταβίβαση από τον τομέα της γενικής κυβέρνησης στον τομέα των νοικοκυριών, έτσι ώστε το εισόδημα των νοικοκυριών να μπορεί να αυξηθεί κατά την αξία των επιμέρους υπηρεσιών που παρέχονται από φορείς της γενικής κυβέρνησης. Στον επόμενο λογαριασμό (τον λογαριασμό χρήσης προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος) η χρήση του διαθέσιμου εισοδήματος από τα νοικοκυριά αυξάνει κατά το ίδιο ποσό, όπως θα συνέβαινε αν ο τομέας των νοικοκυριών αγόραζε τις επιμέρους υπηρεσίες που παρέχονται από τη γενική κυβέρνηση. Οι δύο αυτές τεκμαρτές μεταβιβάσεις εξουδετερώνονται, με εξισωτικό μέγεθος την αποταμίευση, ομοίως με την αποταμίευση στην κύρια ακολουθία λογαριασμών. |
|
1.125 |
Η αποταμίευση μεταβιβάζεται στον λογαριασμό κεφαλαίου, όπου χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του σχηματισμού κεφαλαίου, επιτρέποντας κεφαλαιακές μεταβιβάσεις εντός και εκτός των τομέων. Η ελλιπής ή η υπερβολική δαπάνη για την απόκτηση πραγματικών περιουσιακών στοιχείων έχει ως αποτέλεσμα το εξισωτικό μέγεθος «καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης ή καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης». Η καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης δανείων είναι πλεόνασμα που δανείζεται σε τρίτους, ενώ η καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης είναι η χρηματοδότηση ενός ελλείμματος. |
|
1.126 |
Στο τέλος εμφανίζονται οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί, όπου παρουσιάζεται λεπτομερώς η χορήγηση και λήψη δανείων κάθε τομέα, με εξισωτικό μέγεθος την καθαρή ικανότητα ή ανάγκη χρηματοδότησης. Αυτό το μέγεθος θα πρέπει να ταυτίζεται με το εξισωτικό μέγεθος «καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης / καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης» του λογαριασμού κεφαλαίου, ενώ οποιαδήποτε διαφορά πρέπει να είναι απόκλιση μέτρησης μεταξύ πραγματικής και χρηματοοικονομικής καταγραφής της οικονομικής δραστηριότητας. |
|
1.127 |
Όσον αφορά την τελευταία γραμμή του διαγράμματος, ο λογαριασμός αριστερά είναι ο ισολογισμός ανοίγματος, ο οποίος δείχνει το επίπεδο όλων των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, τόσο πραγματικών όσο και χρηματοοικονομικών, στην αρχή μιας συγκεκριμένης περιόδου. Ο πλούτος μιας οικονομίας μετριέται με την καθαρή θέση της (περιουσιακά στοιχεία μείον υποχρεώσεις), που καταγράφεται στο κάτω μέρος του ισολογισμού. |
|
1.128 |
Από τα αριστερά προς τα δεξιά των ισολογισμών ανοίγματος καταγράφονται οι διάφορες μεταβολές που συμβαίνουν στα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις κατά την περίοδο του λογαριασμού. Ο λογαριασμός κεφαλαίου και ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός παρουσιάζουν τις μεταβολές λόγω συναλλαγών στα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία και στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις αντίστοιχα. Αν δεν υπήρχαν άλλες συνέπειες, αυτό θα επέτρεπε να υπολογίζεται άμεσα η θέση κλεισίματος, προσθέτοντας τις μεταβολές στη θέση ανοίγματος. |
|
1.129 |
Ωστόσο, μπορούν να συμβούν μεταβολές εκτός του οικονομικού κύκλου παραγωγής και κατανάλωσης, οι οποίες θα επηρεάσουν τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων κατά την περίοδο κλεισίματος. Ένα είδος μεταβολής είναι η μεταβολή του όγκου περιουσιακών στοιχείων —πραγματικές μεταβολές στο πάγιο κεφάλαιο οι οποίες προκαλούνται από γεγονότα που δεν αποτελούν μέρος της οικονομίας. Ένα παράδειγμα θα ήταν η ζημία που προκαλείται από μια μεγάλη καταστροφή, π.χ. από έναν μεγάλο σεισμό, όπου σημαντική ποσότητα περιουσιακών στοιχείων καταστρέφεται όχι μέσω οικονομικής συναλλαγής ανταλλαγής ή μεταβίβασης. Η εν λόγω ζημία πρέπει να καταγραφεί στον λογαριασμό λοιπών μεταβολών του όγκου, ώστε να εξηγεί το χαμηλότερο επίπεδο περιουσιακών στοιχείων απ’ αυτό που θα αναμενόταν με βάση την εξέλιξη των οικονομικών γεγονότων και μόνο. Ένας δεύτερος τρόπος με τον οποίο μπορεί να μεταβληθεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων (και των υποχρεώσεων), όχι ως αποτέλεσμα οικονομικής συναλλαγής, είναι μέσω μιας μεταβολής της τιμής με συνέπεια κέρδη και/ή ζημίες διακράτησης στο απόθεμα περιουσιακών στοιχείων. Η μεταβολή αυτή καταγράφεται στον λογαριασμό αναπροσαρμογής. Η συνεκτίμηση των δύο αυτών επιπλέον συνεπειών στις αξίες του αποθέματος περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων επιτρέπει την εκτίμηση των αξιών του ισολογισμού κλεισίματος ως τη θέση ανοίγματος προσαρμοσμένη με βάση τις μεταβολές των λογαριασμών των ροών της τελευταίας γραμμής του διαγράμματος. |
Συγκεντρωτικά μεγέθη
|
1.130 |
Τα συγκεντρωτικά μεγέθη είναι σύνθετες αξίες οι οποίες μετρούν το αποτέλεσμα της δραστηριότητας της συνολικής οικονομίας· για παράδειγμα, παραγωγή, προστιθέμενη αξία, διαθέσιμο εισόδημα, τελική κατανάλωση, αποταμίευση, σχηματισμός κεφαλαίου κ.λπ. Μολονότι ο υπολογισμός των συγκεντρωτικών μεγεθών δεν είναι ο μοναδικός σκοπός του ΕΣΛ, τα μεγέθη αυτά είναι σημαντικά ως συνοπτικοί δείκτες για σκοπούς μακροοικονομικής ανάλυσης και για διαχρονικές ή διαχωρικές συγκρίσεις. |
|
1.131 |
Διακρίνονται δύο είδη συγκεντρωτικών μεγεθών:
|
|
1.132 |
Υπάρχουν σημαντικές χρήσεις για τα κατά κεφαλήν μεγέθη των εθνικών λογαριασμών. Για τα μεγάλα συγκεντρωτικά μεγέθη, όπως το ΑΕγχΠ ή το εθνικό εισόδημα ή η τελική κατανάλωση των νοικοκυριών, ο παρανομαστής που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο συνολικός πληθυσμός (μόνιμων κατοίκων). Όταν χρησιμοποιούνται υποτομείς στους λογαριασμούς ή σε μέρος των λογαριασμών του τομέα των νοικοκυριών, χρησιμοποιούνται επίσης στοιχεία για τον αριθμό των νοικοκυριών και τον αριθμό ατόμων που ανήκουν σε κάθε υποτομέα. |
ΑΕγχΠ: ένα βασικό συγκεντρωτικό μέγεθος
|
1.133 |
Το ΑΕγχΠ είναι ένα από τα βασικά συγκεντρωτικά μεγέθη του ΕΣΛ. Το ΑΕγχΠ μετρά τη συνολική οικονομική δραστηριότητα που πραγματοποιείται σε μια οικονομική επικράτεια, η οποία (δραστηριότητα) οδηγεί σε παραγωγή που ικανοποιεί τις τελικές απαιτήσεις της οικονομίας. Υπάρχουν τρεις τρόποι μέτρησης του ΑΕγχΠ σε αγοραίες τιμές:
|
|
1.134 |
Αυτές οι τρεις προσεγγίσεις για τη μέτρηση του ΑΕγχΠ αντικατοπτρίζουν επίσης τους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εξεταστεί το ΑΕγχΠ από την άποψη των συνιστωσών του. Η προστιθέμενη αξία μπορεί να υποδιαιρεθεί κατά θεσμικό τομέα και κατά είδος δραστηριότητας ή κλάδο που συμβάλλει στο σύνολο, π.χ. γεωργία, μεταποίηση, κατασκευές, υπηρεσίες κ.λπ.
Οι τελικές δαπάνες μπορούν να υποδιαιρεθούν κατά είδος: δαπάνες νοικοκυριών, τελική δαπάνη ΜΚΙΕΝ, τελική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης, μεταβολές αποθεμάτων, σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου και εξαγωγές, μείον το κόστος των εισαγωγών. Το συνολικό εισόδημα που αποκτάται μπορεί να υποδιαιρεθεί κατά είδος εισοδήματος: εισόδημα εξαρτημένης εργασίας και λειτουργικό πλεόνασμα. |
|
1.135 |
Για να επιτευχθεί η βέλτιστη εκτίμηση του ΑΕγχΠ, μια καλή πρακτική συνίσταται στην εισαγωγή των στοιχείων αυτών των τριών προσεγγίσεων σε ένα πλαίσιο προσφοράς και χρήσεων, πράγμα που επιτρέπει τον συνδυασμό των εκτιμήσεων για την προστιθέμενη αξία και το εισόδημα κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης για τα προϊόντα. Η ολοκληρωμένη αυτή προσέγγιση εξασφαλίζει συνεκτικότητα μεταξύ των συνιστωσών του ΑΕγχΠ και καλύτερη εκτίμηση του επιπέδου του ΑΕγχΠ απ’ ό,τι αν εφαρμοζόταν μόνο μία από τις τρεις προσεγγίσεις. Αφαιρώντας την ανάλωση πάγιου κεφαλαίου από το ΑΕγχΠ, λαμβάνεται το καθαρό εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές (ΚΕγχΠ). |
Το πλαίσιο εισροών–εκροών
|
1.136 |
Το πλαίσιο εισροών–εκροών (Εισ.–Εκ.) συγκεντρώνει τα συστατικά μέρη της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ), τις εισροές και εκροές του κλάδου οικονομικής δραστηριότητας, την προσφορά και τη ζήτηση των προϊόντων καθώς και τη σύνθεση των χρήσεων και των πόρων σε όλους τους θεσμικούς τομείς της οικονομίας. Το εν λόγω πλαίσιο υποδιαιρεί την οικονομία, έτσι ώστε να παρουσιάζονται οι συναλλαγές όλων των αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας και των τελικών καταναλωτών για μια συγκεκριμένη περίοδο (π.χ. για ένα τρίμηνο). Οι πληροφορίες μπορούν να παρουσιάζονται με δύο τρόπους:
|
Πίνακες προσφοράς και χρήσεων
|
1.137 |
Οι πίνακες προσφοράς και χρήσεων παρουσιάζουν τη συνολική οικονομία κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία) και κατά προϊόντα (π.χ. αθλητικά είδη). Οι πίνακες δείχνουν τις σχέσεις μεταξύ των συστατικών μερών της ΑΠΑ, των εισροών και εκροών των κλάδων, καθώς και της προσφοράς και ζήτησης προϊόντων. Οι πίνακες προσφοράς και χρήσεων συνδέουν τους διάφορους θεσμικούς τομείς της οικονομίας (π.χ., δημόσιες επιχειρήσεις), παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, τις δημόσιες δαπάνες, τις δαπάνες των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ, καθώς και τον σχηματισμό κεφαλαίου. |
|
1.138 |
Οι πίνακες προσφοράς και χρήσεων επιτρέπουν την εξέταση της συνεκτικότητας και της συνοχής των συστατικών των εθνικών λογαριασμών σε ένα ενιαίο λεπτομερές πλαίσιο και, ενσωματώνοντας τα συστατικά των τριών προσεγγίσεων για τη μέτρηση του ΑΕγχΠ (δηλαδή παραγωγή, εισόδημα και δαπάνες), επιτρέπουν την ενιαία εκτίμηση του ΑΕγχΠ. |
|
1.139 |
Οι πίνακες προσφοράς και χρήσεων, όταν εξισορροπούνται με ολοκληρωμένο τρόπο, παρέχουν επίσης συνοχή και συνεκτικότητα, συνδέοντας τα συστατικά των ακόλουθων τριών λογαριασμών:
|
Συμμετρικοί πίνακες εισροών–εκροών
|
1.140 |
Οι συμμετρικοί πίνακες εισροών–εκροών προκύπτουν από τα στοιχεία των πινάκων προσφοράς και χρήσεων και από άλλες πρόσθετες πηγές και διαμορφώνουν τη θεωρητική βάση για μελλοντικές αναλύσεις. |
|
1.141 |
Οι πίνακες αυτοί περιέχουν συμμετρικούς πίνακες (προϊόν με προϊόν ή κλάδο με κλάδο), την αντίστροφη μήτρα του Leontief και άλλες διαγνωστικές αναλύσεις, όπως πολλαπλασιαστές παραγωγής. Οι πίνακες αυτοί παρουσιάζουν ξεχωριστά την κατανάλωση των εγχωρίως παραγόμενων και των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, παρέχοντας ένα θεωρητικό πλαίσιο για περαιτέρω διαρθρωτική ανάλυση της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης καθώς και του αντικτύπου των μεταβολών της τελικής ζήτησης στην οικονομία. |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1).
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2006 για τη θέσπιση της στατιστικής ταξινόμησης των οικονομικών δραστηριοτήτων NACE—αναθεώρηση 2 (ΕΕ L 393 της 30.12.2006, σ. 1).
(3) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 451/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τη δημιουργία νέας στατιστικής ταξινόμησης προϊόντων ανά δραστηριότητα (CPA) και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3696/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 4.6.2008, σ. 65).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΜΟΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΟΝΑΔΩΝ
|
2.01 |
Η οικονομία μιας χώρας είναι ένα σύστημα στο οποίο οι θεσμοί και οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μέσω ανταλλαγών και μεταβιβάσεων αγαθών, υπηρεσιών και μέσων πληρωμής (π.χ. χρήματα), για την παραγωγή και κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.
Στην οικονομία, οι μονάδες που αλληλεπιδρούν είναι οικονομικές οντότητες που είναι σε θέση να κατέχουν περιουσιακά στοιχεία, να συνάπτουν υποχρεώσεις και να συμμετέχουν σε οικονομικές δραστηριότητες και σε συναλλαγές με άλλες οντότητες. Είναι γνωστές ως θεσμικές μονάδες. Ο ορισμός των μονάδων που χρησιμοποιούνται στους εθνικούς λογαριασμούς εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς. Πρώτον, οι μονάδες αποτελούν τα βασικά δομικά στοιχεία για τον καθορισμό των οικονομιών με γεωγραφικούς όρους π.χ. κράτη, περιφέρειες και ομαδοποιήσεις κρατών, όπως νομισματικές και πολιτικές ενώσεις. Δεύτερον, αποτελούν τα βασικά δομικά στοιχεία για την ομαδοποίησή τους σε θεσμικούς τομείς. Τρίτον, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των ροών και των αποθεμάτων που πρέπει να καταγράφονται. Οι συναλλαγές μεταξύ διαφόρων τμημάτων της ίδιας θεσμικής μονάδας, καταρχήν, δεν καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς. |
|
2.02 |
Οι μονάδες και οι ομάδες μονάδων που χρησιμοποιούνται στους εθνικούς λογαριασμούς πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με το είδος της οικονομικής ανάλυσης για την οποία προορίζονται και όχι με βάση τους τύπους των μονάδων που χρησιμοποιούνται συνήθως στις στατιστικές έρευνες. Οι τελευταίες αυτές μονάδες [π.χ. επιχειρήσεις, εταιρείες χαρτοφυλακίου (γνωστές και ως εταιρείες συμμετοχών), μονάδες οικονομικής δραστηριότητας, τοπικές μονάδες, υπηρεσίες της γενικής κυβέρνησης, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, νοικοκυριά κ.λπ.)] μπορεί να μην είναι ικανοποιητικές για τους σκοπούς των εθνικών λογαριασμών, επειδή βασίζονται σε κριτήρια νομικής, διοικητικής ή λογιστικής φύσης.
Οι στατιστικολόγοι πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ορισμούς των μονάδων ανάλυσης, όπως καθορίζονται στο ΕΣΛ 2010, ώστε να διασφαλίζεται ότι στις έρευνες κατά τις οποίες συλλέγονται στοιχεία εισάγονται προοδευτικά όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται για τη συγκέντρωση δεδομένων με βάση τις μονάδες ανάλυσης που χρησιμοποιούνται στο ΕΣΛ 2010. |
|
2.03 |
Ένα χαρακτηριστικό του συστήματος ΕΣΛ 2010 είναι η χρήση τύπων μονάδων που αντιστοιχούν σε τρεις τρόπους υποδιαίρεσης της οικονομίας:
Ο πρώτος από τους τρεις αυτούς στόχους εκπληρώνεται με τον καθορισμό των θεσμικών μονάδων. Οι σχέσεις συμπεριφοράς, όπως περιγράφονται στο σημείο 1, χρειάζονται μονάδες που αντικατοπτρίζουν το σύνολο της θεσμικής οικονομικής δραστηριότητάς τους. Οι διεργασίες παραγωγής, οι τεχνικοοικονομικές σχέσεις και οι περιφερειακές αναλύσεις που αναφέρονται στα σημεία 2 και 3 χρειάζονται μονάδες όπως οι τοπικές ΜΟΔ. Οι μονάδες αυτές περιγράφονται παρακάτω στο κεφάλαιο αυτό. Πριν δοθούν ορισμοί αυτών των μονάδων που χρησιμοποιούνται στο ΕΣΛ 2010, πρέπει να οριστούν τα όρια της εθνικής οικονομίας. |
ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
|
2.04 |
Οι μονάδες που συνθέτουν την οικονομία μιας χώρας και των οποίων οι ροές και τα αποθέματα καταγράφονται στο ΕΣΛ 2010 είναι εκείνες που είναι μόνιμοι κάτοικοι. Μια θεσμική μονάδα έχει τη μόνιμη κατοικία της σε μια χώρα όταν το κέντρο του κυρίαρχου οικονομικού συμφέροντός της βρίσκεται στην οικονομική επικράτεια της χώρας αυτής. Οι εν λόγω μονάδες είναι γνωστές ως μονάδες μόνιμοι κάτοικοι, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, τη νομική μορφή τους ή από την παρουσία τους στην οικονομική επικράτεια την περίοδο που πραγματοποιούν τη συναλλαγή. |
|
2.05 |
Η οικονομική επικράτεια απαρτίζεται από τα εξής:
Τα αλιευτικά σκάφη, τα λοιπά πλοία, οι πλωτές εξέδρες και τα αεροσκάφη αντιμετωπίζονται στο ΕΣΛ ακριβώς όπως οποιοσδήποτε άλλος κινητός εξοπλισμός, είτε έχουν την κυριότητα και/ή την εκμετάλλευσή τους μονάδες μόνιμοι κάτοικοι της χώρας είτε έχουν την κυριότητά τους μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι και την εκμετάλλευσή τους μονάδες μόνιμοι κάτοικοι. Οι συναλλαγές που αφορούν την κυριότητα (ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου) και τη χρήση (ενοικίαση, ασφάλιση κ.λπ.) κινητού εξοπλισμού κατατάσσονται στην οικονομία της χώρας της οποίας είναι μόνιμος κάτοικος αυτός ο οποίος έχει την κυριότητα και/ή την εκμετάλλευση αντίστοιχα. Σε περιπτώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, τεκμαίρεται μεταβολή της κυριότητας. Η οικονομική επικράτεια μπορεί να αντιστοιχεί σε μια μεγαλύτερη ή μικρότερη περιοχή απ’ αυτήν που καθορίζεται παραπάνω. Παράδειγμα μεγαλύτερης περιοχής αποτελεί μια νομισματική ένωση, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση· παράδειγμα μικρότερης περιοχής αποτελεί ένα τμήμα χώρας, όπως είναι η περιφέρεια. |
|
2.06 |
Από την οικονομική επικράτεια εξαιρούνται οι εδαφικοί θύλακες μέσα στη γεωγραφική επικράτεια οι οποίοι απολαύουν ετεροδικίας.
Εξαιρούνται επίσης τα τμήματα της γεωγραφικής επικράτειας της ίδιας της χώρας που χρησιμοποιούνται από τους ακόλουθους οργανισμούς:
Οι γεωγραφικές επικράτειες τις οποίες χρησιμοποιούν τα όργανα και οι οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι διεθνείς οργανισμοί αποτελούν χωριστές οικονομικές επικράτειες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας τέτοιας επικράτειας είναι ότι μόνοι μόνιμοι κάτοικοι της είναι τα σχετικά όργανα. |
|
2.07 |
«Κέντρο κυρίαρχου οικονομικού συμφέροντος» σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος τόπος μέσα στην οικονομική επικράτεια μιας χώρας, στον οποίο ή από τον οποίο μια μονάδα πραγματοποιεί οικονομικές δραστηριότητες και συναλλαγές σε σημαντική κλίμακα, είτε επ’ αόριστον είτε για ένα ορισμένο αλλά, οπωσδήποτε, μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον ένα έτος). Η κυριότητα γης και κτιρίων μέσα στην οικονομική επικράτεια θεωρείται επαρκής προϋπόθεση για να θεωρηθεί ότι ο ιδιοκτήτης διαθέτει ένα κέντρο κυρίαρχου οικονομικού συμφέροντος στη χώρα αυτή.
Οι επιχειρήσεις συνδέονται σχεδόν πάντα με μία μόνο οικονομία. Η φορολογία και άλλες νομικές απαιτήσεις έχουν συνήθως ως αποτέλεσμα τη χρήση χωριστής νομικής οντότητας για τις δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο κάθε δικαιοδοσίας. Επιπλέον, προσδιορίζεται χωριστή θεσμική μονάδα για στατιστικούς σκοπούς στις περιπτώσεις που η ίδια νομική οντότητα ασκεί σημαντικές δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερες οικονομικές επικράτειες (π.χ. στην περίπτωση υποκαταστημάτων, έγγειας ιδιοκτησίας, επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε πολλές οικονομικές επικράτειες). Χάρη στον διαχωρισμό των νομικών οντοτήτων αυτού του είδους, είναι σαφής η μόνιμη κατοικία καθεμιάς από τις νέες επιχειρήσεις που προσδιορίζονται κατά τον τρόπο αυτό. Ο όρος «κέντρο κυρίαρχου οικονομικού συμφέροντος» δεν σημαίνει ότι οντότητες που ασκούν σημαντικές δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερες οικονομικές επικράτειες δεν πρέπει να διαχωρίζονται. Στην περίπτωση που η επιχείρηση στερείται παντελώς φυσικής διάστασης, η μόνιμη κατοικία της καθορίζεται σύμφωνα με την οικονομική επικράτεια βάσει του δικαίου της οποίας η επιχείρηση έχει λάβει εταιρική μορφή ή έχει εγγραφεί σε μητρώο. |
|
2.08 |
Οι μονάδες που λογίζονται μόνιμοι κάτοικοι μιας χώρας μπορούν να υποδιαιρούνται σε:
|
|
2.09 |
Στην περίπτωση των μονάδων, εκτός από τα νοικοκυριά, όσον αφορά το σύνολο των συναλλαγών τους, εκτός από εκείνες που συνδέονται με την κυριότητα γης και κτιρίων, διακρίνονται οι ακόλουθες δύο κατηγορίες:
Μονάδα μόνιμος κάτοικος μπορεί να είναι πλασματική μονάδα μόνιμος κάτοικος, όσον αφορά τη δραστηριότητα που διεξήχθη στη χώρα για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους από μονάδα που είναι μόνιμος κάτοικος άλλης χώρας. Στην περίπτωση που η δραστηριότητα διεξάγεται για διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η δραστηριότητα παραμένει τμήμα των δραστηριοτήτων της θεσμικής μονάδας-παραγωγού και, συνεπώς, δεν αναγνωρίζεται καμία χωριστή θεσμική μονάδα. Σε περίπτωση επουσιώδους δραστηριότητας, ακόμη και αν αυτή ασκείται για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, και αν πρόκειται για εγκατάσταση εξοπλισμού στο εξωτερικό, δεν αναγνωρίζεται καμία χωριστή μονάδα και οι δραστηριότητες καταγράφονται μαζί με εκείνες της θεσμικής μονάδας-παραγωγού. |
|
2.10 |
Νοικοκυριά, με εξαίρεση την ιδιότητά τους ως ιδιοκτητών γης και κτιρίων, είναι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι της οικονομικής επικράτειας στην οποία έχουν κέντρο κυρίαρχου οικονομικού συμφέροντος. Είναι μόνιμοι κάτοικοι ανεξάρτητα από περιόδους παραμονής στο εξωτερικό μικρότερες του ενός έτους. Στα νοικοκυριά συμπεριλαμβάνονται συγκεκριμένα:
Οι φοιτητές θεωρούνται πάντα μόνιμοι κάτοικοι, ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια των σπουδών τους στο εξωτερικό. |
|
2.11 |
Όλες οι μονάδες, με την ιδιότητά τους ως ιδιοκτητών γης και/ή κτιρίων που αποτελούν τμήμα της οικονομικής επικράτειας, θεωρούνται μονάδες μόνιμοι κάτοικοι ή πλασματικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι της χώρας στην οποία βρίσκεται η εν λόγω γη ή τα εν λόγω κτίρια. |
ΟΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ
|
2.12 |
Ορισμός: Η θεσμική μονάδα είναι μια οικονομική οντότητα που χαρακτηρίζεται από την αυτονομία της σε θέματα λήψης αποφάσεων κατά την άσκηση της κύριας λειτουργίας της. Μια μονάδα μόνιμος κάτοικος θεωρείται ότι αποτελεί θεσμική μονάδα της οικονομικής επικράτειας στην οποία έχει το κέντρο του κυρίαρχου οικονομικού συμφέροντός της αν έχει αυτονομία σε θέματα λήψης αποφάσεων και ή τηρεί πλήρη σειρά λογαριασμών ή είναι σε θέση να καταρτίζει πλήρη σειρά λογαριασμών.
Μια οντότητα, προκειμένου να έχει αυτονομία λήψης αποφάσεων σε σχέση με την κύρια λειτουργία της, πρέπει να:
|
|
2.13 |
Όταν μια οντότητα δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας θεσμικής μονάδας, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:
|
Κεντρικά γραφεία και εταιρείες χαρτοφυλακίου (ή εταιρείες συμμετοχών)
|
2.14 |
Τα κεντρικά γραφεία και οι εταιρείες χαρτοφυλακίου είναι θεσμικές μονάδες. Αναλυτικότερα:
|
Όμιλοι εταιρειών
|
2.15 |
Όταν μια μητρική εταιρεία ελέγχει πολλές θυγατρικές που ενδέχεται με τη σειρά τους να ελέγχουν τις δικές τους θυγατρικές και ούτω καθεξής, δημιουργούνται μεγάλοι όμιλοι εταιρειών. Κάθε μέλος του ομίλου αντιμετωπίζεται ως χωριστή θεσμική μονάδα εφόσον πληροί τον ορισμό της θεσμικής μονάδας. |
|
2.16 |
Το πλεονέκτημα της μη αντιμετώπισης των ομίλων ως ενιαίας θεσμικής μονάδας έγκειται στο ότι οι όμιλοι δεν είναι πάντα σταθεροί με την πάροδο του χρόνου ούτε αναγνωρίζονται εύκολα στην πράξη. Μπορεί επίσης να είναι δύσκολη η συλλογή στοιχείων για τους ομίλους των οποίων οι δραστηριότητες δεν είναι στενά συνυφασμένες. Πολλοί όμιλοι είναι τόσο μεγάλοι και ανομοιογενείς που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται ως ενιαίες μονάδες, ενώ το μέγεθος και η σύνθεσή τους μπορούν να μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου λόγω συγχωνεύσεων και εξαγορών. |
Οντότητες ειδικού σκοπού
|
2.17 |
Μια οντότητα ειδικού σκοπού (ΟΕΣ) ή εταιρεία ειδικού σκοπού (ΕΕΣ) είναι κατά κανόνα μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή μια απλή ετερόρρυθμη εταιρεία, που έχει συσταθεί με σκοπό να εκπληρώνει καθορισμένους, ειδικούς ή προσωρινούς στόχους και να απομονώνει χρηματοοικονομικούς κινδύνους που προκύπτουν από ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις ή κανονιστικούς κινδύνους. |
|
2.18 |
Δεν υπάρχει κοινός ορισμός για την ΟΕΣ, όμως τα ακόλουθα χαρακτηριστικά είναι συνήθη:
|
|
2.19 |
Ανεξάρτητα από το αν μια οντότητα διαθέτει όλα ή κανένα από τα εν λόγω χαρακτηριστικά και ανεξάρτητα από το αν περιγράφεται ως ΟΕΣ ή με κάποιο άλλο ανάλογο τρόπο, αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως και κάθε άλλη θεσμική μονάδα, δηλαδή ταξινομείται σε τομέα και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας με βάση την κύρια δραστηριότητά της, εκτός αν η ΟΕΣ δεν διαθέτει ανεξάρτητα δικαιώματα δράσης. |
|
2.20 |
Συνεπώς, οι θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, οι τεχνητές θυγατρικές και οι μονάδες ειδικού σκοπού της γενικής κυβέρνησης που δεν διαθέτουν αυτονομία δράσης ταξινομούνται στον τομέα του φορέα που τις ελέγχει, εκτός αν πρόκειται για μη μόνιμους κατοίκους· στην περίπτωση αυτή, αναγνωρίζονται ξεχωριστά από τον φορέα που τους ελέγχει. Αλλά στην περίπτωση της γενικής κυβέρνησης, οι δραστηριότητες της θυγατρικής αντικατοπτρίζονται στους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης. |
Θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί
|
2.21 |
Μια εταιρεία χαρτοφυλακίου που απλώς έχει στην κυριότητά της τα περιουσιακά στοιχεία θυγατρικών αποτελεί παράδειγμα θυγατρικού χρηματοοικονομικού οργανισμού. Παραδείγματα άλλων μονάδων που αντιμετωπίζονται επίσης ως θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί είναι μονάδες με τα χαρακτηριστικά της ΟΕΣ όπως περιγράφεται παραπάνω, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου και των συνταξιοδοτικών ταμείων, και μονάδες που χρησιμοποιούνται για την κτήση και διαχείριση της περιουσίας φυσικών προσώπων ή οικογενειών, την έκδοση χρεογράφων εξ ονόματος συνδεδεμένων εταιρειών (μια τέτοιου είδους εταιρεία μπορεί να αποκαλείται μεσάζων), και για τη διενέργεια άλλων χρηματοοικονομικών πράξεων. |
|
2.22 |
Ο βαθμός ανεξαρτησίας από τη μητρική εταιρεία μπορεί να αποδειχθεί από την άσκηση ουσιώδους ελέγχου στα περιουσιακά στοιχεία και στις υποχρεώσεις, έως την ανάληψη κινδύνων και τον προσπορισμό οφελών που απορρέουν από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις. Τέτοιου είδους μονάδες ταξινομούνται στον τομέα των χρηματοοικονομικών εταιρειών. |
|
2.23 |
Μια οντότητα αυτού του είδους που δεν μπορεί να ενεργεί ανεξάρτητα από τη μητρική εταιρεία και διακρατεί απλώς με παθητικό τρόπο περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις (ορισμένες φορές λέγεται ότι έχει ενεργοποιήσει τον «αυτόματο πιλότο») δεν αντιμετωπίζεται ως χωριστή θεσμική μονάδα, εκτός αν είναι μόνιμος κάτοικος άλλης οικονομίας, διαφορετικής από εκείνη της μητρικής εταιρείας. Αν είναι μόνιμος κάτοικος της ίδιας οικονομίας με τη μητρική εταιρεία, αντιμετωπίζεται ως «τεχνητή θυγατρική», όπως περιγράφεται παρακάτω. |
Τεχνητές θυγατρικές
|
2.24 |
Μια θυγατρική, που ανήκει εξ ολοκλήρου σε μια μητρική εταιρεία, μπορεί να συσταθεί με σκοπό την παροχή υπηρεσιών στη μητρική εταιρεία ή σε άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου, προκειμένου να φοροδιαφεύγει, να ελαχιστοποιεί τις οικονομικές υποχρεώσεις της σε περίπτωση πτώχευσης ή να διασφαλίζει άλλα τεχνικά πλεονεκτήματα με βάση το φορολογικό ή εταιρικό δίκαιο που ισχύει σε μια συγκεκριμένη χώρα. |
|
2.25 |
Εν γένει, αυτά τα είδη οντοτήτων δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό της θεσμικής μονάδας, επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν ανεξάρτητα από τη μητρική εταιρεία, και μπορεί να υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά την ικανότητά τους να διακρατούν ή να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στους ισολογισμούς τους. Το επίπεδο της παραγωγής τους και η τιμή που λαμβάνουν ως αντιστάθμισμα καθορίζονται από τη μητρική εταιρεία, η οποία (πιθανώς με άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου) είναι ο μοναδικός τους πελάτης. Επομένως, δεν αντιμετωπίζονται ως χωριστές θεσμικές μονάδες αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα της μητρικής εταιρείας, οι δε λογαριασμοί τους ενσωματώνονται σε εκείνους της μητρικής εταιρείας, εκτός αν είναι μόνιμοι κάτοικοι οικονομικής επικράτειας διαφορετικής από εκείνη στην οποία είναι μόνιμος κάτοικος η μητρική εταιρεία. |
|
2.26 |
Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των ως άνω τεχνητών θυγατρικών και μιας μονάδας που αναλαμβάνει αποκλειστικά βοηθητικές δραστηριότητες. Το πεδίο των βοηθητικών δραστηριοτήτων περιορίζεται στο είδος των υπηρεσιών που χρειάζονται σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις στον έναν ή στον άλλο βαθμό, όπως καθαρισμός κτιρίων, διαχείριση μισθοδοσίας ή παροχή ηλεκτρονικού εξοπλισμού (βλ. κεφάλαιο 1, σημείο 1.31). |
Μονάδες ειδικού σκοπού της γενικής κυβέρνησης
|
2.27 |
Η γενική κυβέρνηση είναι, επίσης, δυνατόν να συγκροτήσει μονάδες ειδικού σκοπού, με χαρακτηριστικά και λειτουργίες παρεμφερείς με εκείνες των θυγατρικών χρηματοοικονομικών οργανισμών και των τεχνητών θυγατρικών. Τέτοιου είδους μονάδες δεν έχουν δικαιοδοσία να ενεργούν αυτόνομα και το πεδίο συναλλαγών τους είναι περιορισμένο. Δεν αναλαμβάνουν κινδύνους ούτε προσπορίζονται οφέλη από την κτήση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Τέτοιου είδους μονάδες, εάν είναι μόνιμοι κάτοικοι, αντιμετωπίζονται ως αναπόσπαστο μέρος της γενικής κυβέρνησης και όχι ως χωριστές μονάδες. Εάν δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι αντιμετωπίζονται ως χωριστές μονάδες. Τυχόν συναλλαγές που διενεργούν στην αλλοδαπή πρέπει να αντικατοπτρίζονται στις αντίστοιχες συναλλαγές με τη γενική κυβέρνηση. Ως εκ τούτου, μια μονάδα που δανείζεται στην αλλοδαπή θεωρείται στη συνέχεια ότι έχει δανείσει το ίδιο ποσό στη γενική κυβέρνηση και με τους ίδιους όρους του αρχικού δανείου. |
|
2.28 |
Εν κατακλείδι, οι λογαριασμοί των ΟΕΣ που δεν έχουν ανεξάρτητα δικαιώματα δράσης ενοποιούνται με εκείνους της μητρικής εταιρείας, εκτός αν είναι μόνιμοι κάτοικοι σε οικονομία διαφορετική απ’ αυτήν της μητρικής εταιρείας. Υπάρχει μία εξαίρεση απ’ αυτόν τον γενικό κανόνα, η οποία αφορά την περίπτωση κατά την οποία μια ΟΕΣ μη μόνιμος κάτοικος συγκροτείται από τη γενική κυβέρνηση. |
|
2.29 |
Ως πλασματικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι νοούνται:
Οι πλασματικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι, ακόμη και αν τηρούν ένα μέρος μόνο των λογαριασμών και ανεξάρτητα από το αν έχουν αυτονομία λήψης αποφάσεων, αντιμετωπίζονται ως θεσμικές μονάδες. |
|
2.30 |
Οι ακόλουθες μονάδες θεωρούνται θεσμικές μονάδες:
|
ΘΕΣΜΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ
|
2.31 |
Η μακροοικονομική ανάλυση δεν εξετάζει τις δραστηριότητες κάθε θεσμικής μονάδας ξεχωριστά —εξετάζει τις συγκεντρωτικές δραστηριότητες παρόμοιων θεσμικών μονάδων. Για τον σκοπό αυτό, οι μονάδες συγκροτούν ομάδες που ονομάζονται θεσμικοί τομείς, ορισμένοι από τους οποίους υποδιαιρούνται σε υποτομείς.
Πίνακας 2.1 — Τομείς και υποτομείς
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
2.32 |
Ο κάθε τομέας και υποτομέας συγκεντρώνει τις θεσμικές μονάδες που έχουν παρόμοιο τύπο οικονομικής συμπεριφοράς.
Διάγραμμα 2.1 — Ταξινόμηση μονάδων σε τομείς Είναι η μονάδα μόνιμος κάτοικος; Όχι Ναι Αλλοδαπή Νοικοκυριά Είναι η μονάδα νοικοκυριό; Είναι η μονάδα παραγωγός μη εμπορεύσιμου προϊόντος; Παρέχει η μονάδα χρηματοοικονομικές υπηρεσίες; Η μονάδα ελέγχται από τη γενική κυβέρνηση; MKIEN Γενική κυβέρνηση Μη χρηματοοικονομικές εταιρείες Χρηματοοικονομικές εταιρείες Ελέγχεται η μονάδα από τη γενική κυβέρνηση; Ελέγχεται η μονάδα από τη γενική κυβέρνηση; Δημόσιες μη χρηματοοικονομικές εταιρείες Ιδιωτικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες Ιδιωτικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες Δημόσιες χρηματοοικονομικές εταιρείες Όχι Ναι Όχι Ναι Όχι Όχι Όχι Όχι Ναι Ναι Ναι Ναι |
|
2.33 |
Οι θεσμικές μονάδες ομαδοποιούνται σε τομείς με βάση το είδος της παραγωγής τους και ανάλογα με την κύρια δραστηριότητα και λειτουργία τους, που θεωρείται ενδεικτική της οικονομικής συμπεριφοράς τους. |
|
2.34 |
Το διάγραμμα 2.1 παρουσιάζει την ταξινόμηση των μονάδων στους κύριους τομείς. Για τον καθορισμό του τομέα μιας μονάδας μόνιμου κατοίκου που δεν είναι νοικοκυριό, σύμφωνα με το διάγραμμα, πρέπει να διευκρινίζεται αν ελέγχεται από τη γενική κυβέρνηση ή όχι και αν είναι παραγωγός εμπορεύσιμου ή μη εμπορεύσιμου προϊόντος. |
|
2.35 |
Ως έλεγχος μίας χρηματοοικονομικής ή μη χρηματοοικονομικής εταιρείας νοείται η ικανότητα καθορισμού της γενικής πολιτικής της εταιρείας, επιλέγοντας για παράδειγμα τους κατάλληλους διευθυντές, αν χρειαστεί. |
|
2.36 |
Μια θεσμική μονάδα (εταιρεία, νοικοκυριό, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή μονάδα της γενικής κυβέρνησης) εξασφαλίζει τον έλεγχο μιας εταιρείας ή οιονεί εταιρείας εάν έχει στην κυριότητά της πάνω από το 50 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εάν ελέγχει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πάνω από το 50 % της εκλογικής δύναμης των μετόχων. |
|
2.37 |
Για να ελέγχει περισσότερο από το 50 % της εκλογικής δύναμης των μετόχων, μια θεσμική μονάδα δεν είναι απαραίτητο να έχει στην κυριότητά της καμία από τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου. Μια εταιρεία Γ μπορεί να είναι θυγατρική μιας άλλης εταιρείας Β στην οποία μια τρίτη εταιρεία Α έχει την κυριότητα της πλειοψηφίας των μετοχών με δικαίωμα ψήφου. Η εταιρεία Γ θεωρείται ως θυγατρική της εταιρείας Β όταν είτε η εταιρεία Β ελέγχει περισσότερο από το ήμισυ των ψήφων των μετόχων της εταιρείας Γ είτε η εταιρεία Β είναι μέτοχος της Γ με δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειονότητα των διευθυντών της Γ. |
|
2.38 |
Η γενική κυβέρνηση εξασφαλίζει τον έλεγχο μιας εταιρείας με ειδική νομοθετική πράξη, νομοθετικό διάταγμα ή με άλλη κανονιστική πράξη που δίνει στο Δημόσιο τη δυνατότητα να καθορίζει την πολιτική της εταιρείας. Οι ακόλουθοι δείκτες αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν αν η εταιρεία ελέγχεται από τη γενική κυβέρνηση:
Ένας μόνο δείκτης μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αρκεί για την τεκμηρίωση του ελέγχου αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, διάφοροι επιμέρους δείκτες μπορούν από κοινού να υποδηλώνουν έλεγχο. |
|
2.39 |
Για τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες, πρέπει να συνεκτιμώνται οι ακόλουθοι πέντε δείκτες ελέγχου:
Όπως συμβαίνει και με τις εταιρείες, ένας μόνο δείκτης μπορεί να αρκεί για την τεκμηρίωση του ελέγχου σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, διάφοροι επιμέρους δείκτες μπορούν από κοινού να υποδηλώνουν έλεγχο. |
|
2.40 |
Η διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμου και μη εμπορεύσιμου και, συνεπώς, για τις οντότητες του δημόσιου τομέα, η ταξινόμησή τους στον τομέα της γενικής κυβέρνησης ή στον τομέα των εταιρειών, εξαρτάται από τα κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 1.37. |
|
2.41 |
Ένας τομέας χωρίζεται σε υποτομείς σύμφωνα με τα κριτήρια που διέπουν τον τομέα αυτό· για παράδειγμα, η γενική κυβέρνηση μπορεί να υποδιαιρείται σε κεντρική κυβέρνηση, σε κυβέρνηση ομόσπονδου κράτους, σε τοπική αυτοδιοίκηση και σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Κατά τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η ακριβέστερη περιγραφή της οικονομικής συμπεριφοράς των μονάδων.
Οι λογαριασμοί για τους τομείς και τους υποτομείς καταγράφουν όλες τις δραστηριότητες —κύριες και δευτερεύουσες— των θεσμικών μονάδων που καλύπτουν οι αντίστοιχοι τομείς. Κάθε θεσμική μονάδα ανήκει σε έναν και μόνο τομέα ή υποτομέα. |
|
2.42 |
Όταν η βασική δραστηριότητα της θεσμικής μονάδας είναι η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, πρέπει, προκειμένου να γίνει δυνατή η ταξινόμησή της σε έναν τομέα, να διευκρινίζεται εκ των προτέρων το είδος παραγωγού. |
|
2.43 |
Ο παρακάτω πίνακας 2.2 παρουσιάζει το είδος παραγωγού και τις κύριες δραστηριότητες και λειτουργίες που χαρακτηρίζουν τον κάθε τομέα:
Πίνακας 2.2 — Είδος παραγωγού και κύριες δραστηριότητες και λειτουργίες κατά τομέα
|
|
2.44 |
Ο τομέας της αλλοδαπής (S.2) καλύπτει τις ροές και τις θέσεις μεταξύ μονάδων μόνιμων κατοίκων και μονάδων μη μόνιμων κατοίκων —οι μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι δεν χαρακτηρίζονται από παρόμοιους στόχους και είδη συμπεριφοράς, αλλά αναγνωρίζονται μόνο μέσω των ροών τους και των θέσεων τους σε σχέση με τις μονάδες μόνιμους κατοίκους. |
Μη χρηματοοικονομικεσ εταιρειεσ (S.11)
|
2.45 |
Ορισμός: Ο τομέας «μη χρηματοοικονομικές εταιρείες» (S.11) αποτελείται από τις θεσμικές μονάδες που είναι ανεξάρτητες νομικές οντότητες και παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος, και των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην παραγωγή αγαθών και μη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Ο τομέας των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών περιλαμβάνει επίσης και τις μη χρηματοοικονομικές οιονεί εταιρείες. [βλ. σημείο 2.13 στοιχείο στ)]. |
|
2.46 |
Περιλαμβάνονται οι ακόλουθες θεσμικές μονάδες:
|
|
2.47 |
Ο όρος «μη χρηματοοικονομικές οιονεί εταιρείες» υποδηλώνει όλες τις οντότητες οι οποίες είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος και ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρίζονται οιονεί εταιρείες [βλ. σημείο 2.13, στοιχείο στ)].
Οι μη χρηματοοικονομικές οιονεί εταιρείες πρέπει να διατηρούν αρκετά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να συντάσσουν πλήρη σειρά λογαριασμών, και λειτουργούν σαν να ήταν εταιρείες. Η de facto σχέση τους με τον ιδιοκτήτη τους είναι παρόμοια με τη σχέση μιας μετοχικής εταιρείας με τους μετόχους της. Οι μη χρηματοοικονομικές οιονεί εταιρείες που ανήκουν σε νοικοκυριά, μονάδες της γενικής κυβέρνησης ή μη κερδοσκοπικά ιδρύματα κατατάσσονται μαζί με τις μη χρηματοοικονομικές εταιρείες στον τομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και όχι στον τομέα του ιδιοκτήτη τους. |
|
2.48 |
Το γεγονός ότι κάποια επιχείρηση τηρεί πλήρη σειρά λογαριασμών, περιλαμβανομένων των ισολογισμών, δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένας παραγωγός εμπορεύσιμου προϊόντος θεσμική μονάδα, ως οιονεί εταιρεία. Επομένως, οι συνεταιρικές επιχειρήσεις και οι δημόσιοι παραγωγοί, εκτός από εκείνους που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α), β), γ) και στ) του σημείου 2.46, καθώς και οι ατομικές επιχειρήσεις —ακόμη και αν τηρούν πλήρη σειρά λογαριασμών— δεν αποτελούν εν γένει χωριστές θεσμικές μονάδες, διότι δεν έχουν αυτονομία λήψης αποφάσεων, εφόσον η διαχείρισή τους τελεί υπό τον έλεγχο των νοικοκυριών, των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων ή των φορέων της γενικής κυβέρνησης στους οποίους ανήκουν. |
|
2.49 |
Οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες περιλαμβάνουν πλασματικές μονάδες μόνιμους κατοίκους που αντιμετωπίζονται ως οιονεί εταιρείες. |
|
2.50 |
Ο τομέας των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών υποδιαιρείται σε τρεις υποτομείς:
|
|
2.51 |
Ορισμός: Ο υποτομέας των δημόσιων μη χρηματοοικονομικών εταιρειών περιλαμβάνει το σύνολο των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών, των οιονεί εταιρειών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος και υπόκεινται σε έλεγχο από μονάδες της γενικής κυβέρνησης. |
|
2.52 |
Οι δημόσιες οιονεί εταιρείες είναι οιονεί εταιρείες που ανήκουν απευθείας σε μονάδες της γενικής κυβέρνησης. |
Υποτομέας: Ημεδαπές ιδιωτικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (S.11002)
|
2.53 |
Ορισμός: Ο υποτομέας των ημεδαπών ιδιωτικών μη χρηματοοικονομικών εταιρειών περιλαμβάνει το σύνολο των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών, οιονεί εταιρειών και μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και που είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος και δεν ελέγχονται από τη γενική κυβέρνηση ή από θεσμικές μονάδες μη μόνιμους κατοίκους.
Ο υποτομέας αυτός περιλαμβάνει τις εταιρείες και οιονεί εταιρείες άμεσων ξένων επενδύσεων που δεν κατατάσσονται στον υποτομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών που ελέγχονται από την αλλοδαπή (S.11003). |
Υποτομέας: Μη χρηματοοικονομικές εταιρείες που ελέγχονται από την αλλοδαπή (S.11003)
|
2.54 |
Ορισμός: Ο υποτομέας των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών που ελέγχονται από την αλλοδαπή αποτελείται από όλες τις μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες που ελέγχονται από θεσμικές μονάδες μη μόνιμους κατοίκους.
Ο εν λόγω υποτομέας περιλαμβάνει:
|
Χρηματοοικονομικεσ εταιρειεσ (S.12)
|
2.55 |
Ορισμός: Ο τομέας των χρηματοοικονομικών εταιρειών (S.12) περιλαμβάνει θεσμικές μονάδες που είναι ανεξάρτητες νομικές οντότητες και παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος, των οποίων η βασική δραστηριότητα συνίσταται στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Αυτές οι θεσμικές μονάδες περιλαμβάνουν το σύνολο των εταιρειών και οιονεί εταιρειών που δραστηριοποιούνται κυρίως στους εξής τομείς:
Περιλαμβάνονται επίσης οι θεσμικές μονάδες που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, αν το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων ή των υποχρεώσεων τους δεν αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής σε ανοικτές αγορές. |
|
2.56 |
Η χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση είναι η δραστηριότητα στα πλαίσια της οποίας μια θεσμική μονάδα αποκτά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και, ταυτόχρονα, συνάπτει υποχρεώσεις για δικό της λογαριασμό διενεργώντας χρηματοοικονομικές συναλλαγές στην αγορά. Τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις των ενδιάμεσων χρηματοοικονομικών οργανισμών μετατρέπονται ή αναδιαμορφώνονται σε σχέση για παράδειγμα με τη λήξη, το μέγεθος, τον βαθμό κινδύνου κ.λπ., κατά τη διαδικασία χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης.
Οι επικουρικές χρηματοοικονομικές δραστηριότητες είναι δραστηριότητες που συνδέονται στενά με τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση, χωρίς όμως να συνιστούν οι ίδιες χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση. |
Ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί
|
2.57 |
Η διαδικασία χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης έγκειται στη διοχέτευση κεφαλαίων από θεσμικές μονάδες με πλεόνασμα κεφαλαίων σε θεσμικές μονάδες με έλλειψη κεφαλαίων. Ο ενδιάμεσος χρηματοοικονομικός οργανισμός δεν ενεργεί απλώς ως διαμεσολαβητής αυτών των άλλων θεσμικών μονάδων, αλλά αναλαμβάνει και ο ίδιος κινδύνους αποκτώντας χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και συνάπτοντας υποχρεώσεις για δικό του λογαριασμό. |
|
2.58 |
Στη διαδικασία χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης μπορούν να υπεισέρχονται όλες οι κατηγορίες υποχρεώσεων, εκτός από την κατηγορία «λοιποί πληρωτέοι λογαριασμοί» (AF.8). Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που υπεισέρχονται στη διαδικασία χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης μπορεί να ταξινομούνται σε οποιαδήποτε κατηγορία, με εξαίρεση την κατηγορία για τα ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.6), συμπεριλαμβανομένης, όμως, της κατηγορίας «λοιποί εισπρακτέοι λογαριασμοί». Επιπλέον, οι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί μπορούν να επενδύουν τα κεφάλαιά τους σε μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων και των ακινήτων. Για να μπορεί να θεωρηθεί ενδιάμεσος χρηματοοικονομικός οργανισμός, μια εταιρεία θα πρέπει να συνάπτει υποχρεώσεις στην αγορά και να μετατρέπει κεφάλαια. Οι εταιρείες ακινήτων δεν είναι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. |
|
2.59 |
Η κύρια δραστηριότητα των ασφαλιστικών εταιρειών και των συνταξιοδοτικών ταμείων έγκειται στη συγκέντρωση των κινδύνων. Οι υποχρεώσεις αυτών των οργανισμών είναι ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά και τυποποιημένα εγγυοδοτικά προγράμματα (AF.6). Σε αντιστάθμισμα των υποχρεώσεων, οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία προβαίνουν σε επενδύσεις λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. |
|
2.60 |
Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, στο εξής εταιρείες διαχείρισης διαθεσίμων και εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων, συνάπτουν, κατά κύριο λόγο, υποχρεώσεις μέσω της έκδοσης μετοχών ή μεριδίων των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.52). Οι εν λόγω εταιρείες μετατρέπουν τα κεφάλαια αυτά μέσω της απόκτησης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και/ή ακίνητης περιουσίας. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου ταξινομούνται ως ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. Οποιαδήποτε μεταβολή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τους και των υποχρεώσεών τους πλην των μετοχών τους αντικατοπτρίζεται στα ίδια κεφάλαια (βλ. σημείο 7.07). Δεδομένου ότι το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ισούται με την αξία των μετοχών ή των μεριδίων των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οποιαδήποτε μεταβολή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων θα αντικατοπτρίζεται στην εμπορεύσιμη αξία αυτών των μετοχών ή μεριδίων. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου που επενδύουν σε ακίνητη περιουσία θεωρούνται ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. |
|
2.61 |
Η χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση περιορίζεται στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και στη σύναψη υποχρεώσεων με το ευρύ κοινό ή με συγκεκριμένες και σχετικά μεγάλες υποομάδες του. Όταν η δραστηριότητα περιορίζεται σε μικρές ομάδες ατόμων ή σε οικογένειες, δεν πραγματοποιείται χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση. |
|
2.62 |
Μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις από τον γενικό περιορισμό της χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές που διενεργούνται στην αγορά. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν δημοτικές τράπεζες και ταμιευτήρια, που εξαρτώνται από τον σχετικό δήμο, ή εταιρείες χρηματοοικονομικής μίσθωσης που εξαρτώνται από έναν μητρικό όμιλο εταιρειών για την απόκτηση ή την επένδυση κεφαλαίων. Πάντως, για να ταξινομούνται ως ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί η εκ μέρους τους χορήγηση δανείων ή αποδοχή αποταμιεύσεων δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τον αντίστοιχο δήμο ή μητρικό όμιλο εταιρειών. |
Επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς
|
2.63 |
Οι επικουρικές χρηματοοικονομικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν επικουρικές δραστηριότητες που αφορούν τη διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις ή τη μετατροπή ή την αναδιαμόρφωση κεφαλαίων. Οι επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς δεν αναλαμβάνουν οι ίδιοι κινδύνους μέσω της απόκτησης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή μέσω της σύναψης υποχρεώσεων. Απλώς διευκολύνουν τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση. Αν πρόκειται για κεντρικά γραφεία των οποίων όλες ή οι περισσότερες θυγατρικές είναι χρηματοοικονομικές εταιρείες, τα εν λόγω κεντρικά γραφεία θεωρούνται επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς. |
Χρηματοοικονομικές εταιρείες πλην των ενδιάμεσων χρηματοοικονομικών οργανισμών και των επικουρικών χρηματοοικονομικών οργανισμών και φορέων
|
2.64 |
Άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες πλην των ενδιάμεσων χρηματοοικονομικών οργανισμών και των επικουρικών χρηματοοικονομικών οργανισμών και φορέων είναι θεσμικές μονάδες που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και των οποίων το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων δεν αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής σε ανοικτές αγορές. |
Θεσμικές μονάδες που περιλαμβάνονται στον τομέα των χρηματοοικονομικών εταιρειών
|
2.65 |
Οι θεσμικές μονάδες που περιλαμβάνονται στον τομέα «χρηματοοικονομικές εταιρείες» (S.12) είναι οι ακόλουθες:
|
Υποτομείς χρηματοοικονομικών εταιρειών
|
2.66 |
Ο τομέας των χρηματοοικονομικών εταιρειών υποδιαιρείται στους ακόλουθους υποτομείς:
|
Συνδυασμός υποτομέων χρηματοοικονομικών εταιρειών
|
2.67 |
Οι νομισματικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί (ΝΧΟ), σύμφωνα με τον ορισμό της ΕΚΤ, αποτελούνται από όλες τις θεσμικές μονάδες που περιλαμβάνονται στους υποτομείς κεντρική τράπεζα (S.121), εταιρείες που δέχονται καταθέσεις εκτός από την κεντρική τράπεζα (S.122) και εταιρείες διαχείρισης διαθεσίμων (S.123). |
|
2.68 |
Ο υποτομέας άλλοι νομισματικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί αποτελείται από εκείνους τους ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς μέσω των οποίων τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας (S.121) μεταβιβάζονται στις άλλες οντότητες της οικονομίας. Πρόκειται για εταιρείες που δέχονται καταθέσεις εκτός από την κεντρική τράπεζα (S.122) και για εταιρείες διαχείρισης διαθεσίμων (S.123). |
|
2.69 |
Ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί φορείς που ασχολούνται με τη συγκέντρωση των κινδύνων είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (ΑΕΣΤ). Αποτελούνται από τους υποτομείς ασφαλιστικές εταιρείες (S.128) και συνταξιοδοτικά ταμεία (S.129). |
|
2.70 |
Οι χρηματοοικονομικές εταιρείες εκτός από ΝΧΟ και ΑΕΣΤ αποτελούνται από τους υποτομείς εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (S.124), τους άλλους ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125), τους επικουρικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και φορείς (S.126) και τους θυγατρικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και δανειστές χρημάτων (S.127). |
Υποδιαίρεση υποτομέων χρηματοοικονομικών εταιρειών σε δημόσιες, ημεδαπές ιδιωτικές και χρηματοοικονομικές εταιρείες και χρηματοοικονομικές εταιρείες που ελέγχονται από την αλλοδαπή
|
2.71 |
Με εξαίρεση τον υποτομέα S.121, κάθε υποτομέας υποδιαιρείται περαιτέρω σε:
Τα κριτήρια για την υποδιαίρεση αυτή είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα που ισχύουν για τις μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (βλ. σημεία 2.51 έως 2.54). Πίνακας 2.3 — Τομέας χρηματοοικονομικών εταιρειών και υποτομείς του
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κεντρική Τράπεζα (S.121)
|
2.72 |
Ορισμός: Ο υποτομέας της κεντρικής τράπεζας (S.121) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες, κύρια λειτουργία των οποίων είναι η έκδοση νομίσματος, η διατήρηση της εσωτερικής και εξωτερικής αξίας του νομίσματος και η τήρηση του συνόλου ή μέρους των διεθνών (συναλλαγματικών) αποθεμάτων της χώρας. |
|
2.73 |
Οι ακόλουθοι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί κατατάσσονται στον υποτομέα S.121:
|
|
2.74 |
Ο υποτομέας S.121 δεν περιλαμβάνει οργανισμούς και φορείς, εκτός από την κεντρική τράπεζα, οι οποίοι ρυθμίζουν ή εποπτεύουν χρηματοοικονομικές εταιρείες ή κεφαλαιαγορές. Ταξινομούνται στον υποτομέα S.126. |
Εταιρείες που δέχονται καταθέσεις, εκτός από την Κεντρική Τράπεζα (S.122)
|
2.75 |
Ορισμός: Ο υποτομέας εταιρείες που δέχονται καταθέσεις εκτός από την κεντρική τράπεζα (S.122) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί χρηματοοικονομικές εταιρείες, εκτός από εκείνες που ταξινομούνται στον υποτομέα κεντρική τράπεζα και στον υποτομέα εταιρείες διαχείρισης διαθεσίμων, που δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση με κύριο αντικείμενο την αποδοχή καταθέσεων και/ή συγγενών υποκατάστατων καταθέσεων από θεσμικές μονάδες, οπότε όχι μόνο από ΝΧΟ, και τη χορήγηση, για δικό τους λογαριασμό, δανείων και/ή τη διενέργεια επενδύσεων σε χρεόγραφα. |
|
2.76 |
Οι εταιρείες που δέχονται καταθέσεις, εκτός από την κεντρική τράπεζα, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν απλώς «τράπεζες», γιατί μπορεί να περιλαμβάνουν ορισμένες χρηματοοικονομικές εταιρείες που δεν αυτοχαρακτηρίζονται «τράπεζες» ή ορισμένες που σε κάποιες χώρες ίσως δεν επιτρέπεται να φέρουν τον τίτλο της τράπεζας, ενώ ορισμένες άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες που αυτοχαρακτηρίζονται τράπεζες μπορεί να μην είναι στην πραγματικότητα εταιρείες που δέχονται καταθέσεις. Οι ακόλουθοι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί κατατάσσονται στον υποτομέα S.122:
|
|
2.77 |
Οι ακόλουθοι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί μπορούν επίσης να ταξινομηθούν στον υποτομέα S.122 αν, στα πλαίσια της λειτουργίας τους, εισπράττουν πληρωτέα κεφάλαια από το κοινό είτε με τη μορφή καταθέσεων είτε με άλλες μορφές, όπως η συνεχής έκδοση μακροπρόθεσμων χρεογράφων:
Διαφορετικά, ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ταξινομούνται στον υποτομέα S.124. |
|
2.78 |
Στον υποτομέα S.122 δεν περιλαμβάνονται:
|
Εταιρειεσ διαχειρισησ διαθεσιμων (S.123)
|
2.79 |
Ορισμός: Ο υποτομέας των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (S.123) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες, εκτός από εκείνες που ταξινομούνται στον υποτομέα της κεντρικής τράπεζας και στον υποτομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, που δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση. Η δραστηριότητά τους έγκειται στο να εκδίδουν μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου ως παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων από θεσμικές μονάδες και στο να πραγματοποιούν, για δικό τους λογαριασμό, επενδύσεις κυρίως σε μετοχές/μερίδια κεφαλαίων διαχείρισης διαθεσίμων, χρεόγραφα βραχυπρόθεσμης λήξης και/ή καταθέσεις. |
|
2.80 |
Οι ακόλουθοι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ταξινομούνται στον υποτομέα S.123: εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνουν επενδυτικές ενώσεις (investment trusts), οργανισμούς συλλογικών μετοχικών επενδύσεων (unit trusts) και άλλα συλλογικά επενδυτικά σχήματα των οποίων οι μετοχές ή τα μερίδια είναι παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων. |
|
2.81 |
Ο υποτομέας S.123 δεν περιλαμβάνει:
|
Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (S.124)
|
2.82 |
Ορισμός: Ο υποτομέας των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (S.124) αποτελείται από όλα τα συλλογικά επενδυτικά σχήματα, εκτός από εκείνα που ταξινομούνται στον υποτομέα των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων, που δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση. Η δραστηριότητά τους έγκειται στο να εκδίδουν μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου που δεν είναι παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων και να κάνουν, για δικό τους λογαριασμό, επενδύσεις κυρίως σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία εκτός από τα βραχυπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία και σε μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (συνήθως ακίνητη περιουσία). |
|
2.83 |
Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων περιλαμβάνουν επενδυτικές ενώσεις (investment trusts), οργανισμούς συλλογικών μετοχικών επενδύσεων (unit trusts) και άλλα συλλογικά επενδυτικά σχήματα των οποίων οι μετοχές ή τα μερίδια των αμοιβαίων κεφαλαίων δεν θεωρούνται παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων. |
|
2.84 |
Οι ακόλουθοι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ταξινομούνται στον υποτομέα S.124:
|
|
2.85 |
Στον υποτομέα S.124 δεν περιλαμβάνονται:
|
Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125)
|
2.86 |
Ορισμός: Ο υποτομέας λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες οι οποίες έχουν ως κύρια δραστηριότητα τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση μέσω της σύναψης υποχρεώσεων υπό μορφή διαφορετική από το νόμισμα, τις καταθέσεις, ή τις μετοχές εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου ή σε σχέση με τα ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά και τυποποιημένα εγγυοδοτικά συστήματα θεσμικών μονάδων. |
|
2.87 |
Ο υποτομέας S.125 περιλαμβάνει τους ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτός ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας διακρίνει τον εν λόγω τομέα από τους υποτομείς των ΛΝΧΟ (S.122 και S.123). Η διαχωριστική γραμμή από τους υποτομείς εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου εκτός από τις εταιρείες διαχείρισης διαθεσίμων (S.124), ασφαλιστικές εταιρείες (S.128), και συνταξιοδοτικά ταμεία (S.129) μπορεί να καθοριστεί με βάση την απουσία υποχρεώσεων με τη μορφή μετοχών σε εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου που δεν θεωρούνται παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων ή ασφαλιστικών, συνταξιοδοτικών και τυποποιημένων εγγυητικών συστημάτων. |
|
2.88 |
Ο υποτομέας ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, εκτός από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125) υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποτομείς που περιλαμβάνουν: χρηματοοικονομικές εταιρείες ειδικού σκοπού οι οποίες μετέχουν σε συναλλαγές τιτλοποίησης (ΧΡΕΣ), χρηματιστές που διενεργούν συναλλαγές επί χρεογράφων και παράγωγων μέσων, χρηματοοικονομικές εταιρείες που μετέχουν στη χορήγηση δανείων, και εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές εταιρείες. Η υποδιαίρεση αυτή παρουσιάζεται στον πίνακα 2.4.
Πίνακας 2.4 — Υποτομέας λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, εκτός από ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125) και υποδιαιρέσεις του
|
|
2.89 |
Στον υποτομέα S.125 δεν περιλαμβάνονται τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και εξυπηρετούν άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες εκτός από ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία, αλλά δεν ασκούν τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση. Ταξινομούνται στον υποτομέα S.126. |
Χρηματοοικονομικές εταιρείες ειδικού σκοπού που ασχολούνται με συναλλαγές τιτλοποίησης (ΧΡΕΣ)
|
2.90 |
Ορισμός: Οι χρηματοοικονομικές εταιρείες ειδικού σκοπού που ασχολούνται με συναλλαγές τιτλοποίησης (ΧΡΕΣ) είναι εταιρείες που διενεργούν συναλλαγές τιτλοποίησης. Οι ΧΡΕΣ που πληρούν τα κριτήρια της θεσμικής μονάδας ταξινομούνται στον τομέα S.125, διαφορετικά αντιμετωπίζονται ως αναπόσπαστο τμήμα της μητρικής εταιρείας. |
Χρηματιστές που ενεργούν συναλλαγές επί χρεογράφων και παράγωγων μέσων, χρηματοοικονομικές εταιρείες που ασχολούνται με τη χορήγηση δανείων και εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές εταιρείες
|
2.91 |
Οι χρηματιστές που ενεργούν συναλλαγές επί χρεογράφων και παράγωγων μέσων (για ίδιο λογαριασμό) είναι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό. |
|
2.92 |
Οι χρηματοοικονομικές εταιρείες που ασχολούνται με τη χορήγηση δανείων περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς που ασχολούνται με:
|
|
2.93 |
Οι εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές εταιρείες είναι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, όπως για παράδειγμα:
|
|
2.94 |
Κεντρικά γραφεία που εποπτεύουν και διαχειρίζονται ομάδα θυγατρικών με κύριο αντικείμενο τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση και/ή την παροχή επικουρικών χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων ταξινομούνται στον υποτομέα S.126. |
Επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς (S.126)
|
2.95 |
Ορισμός: Ο υποτομέας «επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς» (S.126) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοοικονομικές εταιρείες ή οιονεί εταιρείες οι οποίες ασχολούνται κατά κύριο λόγο με δραστηριότητες που συνδέονται στενά με τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση, χωρίς όμως να είναι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. |
|
2.96 |
Στον υποτομέα S.126 ταξινομούνται οι παρακάτω χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες:
|
|
2.97 |
Ο υποτομέας S.126 περιλαμβάνει επίσης κεντρικά γραφεία των οποίων όλες οι θυγατρικές ή οι περισσότερες απ’ αυτές είναι χρηματοοικονομικές εταιρείες. |
Θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και δανειστές χρημάτων (S.127)
|
2.98 |
Ορισμός: Ο υποτομέας θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και δανειστές χρημάτων (S.127) περιλαμβάνει το σύνολο των χρηματοοικονομικών εταιρειών και οιονεί εταιρειών που δεν ασχολούνται με τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση ούτε με την παροχή επικουρικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και των οποίων το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων δεν αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής στις ανοικτές αγορές. |
|
2.99 |
Ειδικότερα, στον υποτομέα S.127 ταξινομούνται οι παρακάτω χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες:
|
Ασφαλιστικές εταιρείες (S.128)
|
2.100 |
Ορισμός: Ο υποτομέας «ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία» (S.128) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση ως συνέπεια της συγκέντρωσης των κινδύνων κυρίως με τη μορφή της άμεσης ασφάλισης ή της αντασφάλισης (βλ. σημείο 2.59). |
|
2.101 |
Οι ασφαλιστικές εταιρείες παρέχουν υπηρεσίες:
|
|
2.102 |
Υπηρεσίες ασφαλιστικών εταιρειών για ασφαλίσεις κατά ζημιών μπορούν να παρέχονται με τη μορφή ασφάλισης:
Εταιρείες χρηματοοικονομικής ασφάλισης ή πιστωτικής ασφάλισης, γνωστές επίσης ως τράπεζες εγγυήσεων, παρέχουν γενικές εγγυήσεις ή εγγυήσεις καλής εκτέλεσης για την υποστήριξη πράξεων τιτλοποίησης και άλλων πιστωτικών προϊόντων. |
|
2.103 |
Οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι κυρίως οντότητες εταιρικής ή αλληλασφαλιστικής μορφής. Οι εταιρικές οντότητες ανήκουν στους μετόχους και πολλές απ’ αυτές είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Οι αλληλασφαλιστικές οικονομικές οντότητες ανήκουν στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων και αποδίδουν τα κέρδη τους στους ασφαλισμένους που έχουν συμμετοχή στα κέρδη, με τη μορφή μερισμάτων ή πριμ. Οι «θυγατρικές» ασφαλιστικές εταιρείες ανήκουν συνήθως σε μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και κατά κύριο λόγο ασφαλίζουν τους κινδύνους των μετόχων τους.
Πλαίσιο 2.1 — Τύποι ασφάλισης
|
|||||||||||||||||||||||||
|
2.104 |
Ο υποτομέας S.128 δεν περιλαμβάνει:
|
Σνταξιοδοτικά ταμεία (S.129)
|
2.105 |
Ορισμός: Ο υποτομέας συνταξιοδοτικά ταμεία (S.129) περιλαμβάνει όλες τις χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση ως συνέπεια της συγκέντρωσης των κινδύνων και των αναγκών των ασφαλισμένων (κοινωνική ασφάλιση). Τα συνταξιοδοτικά ταμεία ως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης παρέχουν εισόδημα κατά τη συνταξιοδότηση και, πολλές φορές, επιδόματα θανάτου και αναπηρίας. |
|
2.106 |
Ο υποτομέας S.129 αποτελείται μόνο από εκείνα τα συνταξιοδοτικά ταμεία κοινωνικής ασφάλισης που είναι χωριστές θεσμικές μονάδες από τις μονάδες που τα δημιουργούν. Τέτοιου είδους αυτόνομα συνταξιοδοτικά ταμεία έχουν αυτονομία λήψης αποφάσεων και τηρούν πλήρη σειρά λογαριασμών. Τα μη αυτόνομα συνταξιοδοτικά ταμεία δεν είναι θεσμικές μονάδες, αλλά συνεχίζουν να ανήκουν στη θεσμική μονάδα η οποία τα δημιουργεί. |
|
2.107 |
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ατόμων που συμμετέχουν σε συστήματα συνταξιοδοτικών ταμείων είναι οι μισθωτοί μιας επιχείρησης ή μιας ομάδας επιχειρήσεων, οι μισθωτοί μιας επαγγελματικής κατηγορίας ή ενός κλάδου οικονομικής δραστηριότητας και άτομα που ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Οι παροχές που περιλαμβάνονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι δυνατόν:
|
|
2.108 |
Σε ορισμένες χώρες, όλα τα εν λόγω είδη κινδύνων είναι δυνατόν να ασφαλίζονται τόσο από ασφαλιστικές εταιρείες του κλάδου ζωής όσο και από συνταξιοδοτικά ταμεία. Σε άλλες χώρες, ορισμένα τα εν λόγω είδη κινδύνων πρέπει υποχρεωτικά να ασφαλίζονται από ασφαλιστικές εταιρείες του κλάδου ζωής. Σε αντίθεση με τις ασφαλιστικές εταιρείες του κλάδου ζωής, τα συνταξιοδοτικά ταμεία είναι υποχρεωμένα (από τον νόμο) να περιορίζουν τη δραστηριότητά τους σε συγκεκριμένες ομάδες μισθωτών ή αυτοαπασχολουμένων. |
|
2.109 |
Τα συστήματα συνταξιοδοτικών ταμείων μπορούν να οργανώνονται από εργοδότες ή από τη γενική κυβέρνηση. Μπορούν επίσης να οργανώνονται από ασφαλιστικές εταιρείες για λογαριασμό των μισθωτών· ή μπορούν να συγκροτούνται χωριστές θεσμικές μονάδες για να διακρατούν και να διαχειρίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των συνταξιοδοτικών απαιτήσεων και τη διανομή των συντάξεων. |
|
2.110 |
Στον υποτομέα S.129 δεν περιλαμβάνονται:
|
Γενική κυβέρνηση (S.13)
|
2.111 |
Ορισμός: Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης (S.13) περιλαμβάνει όλες τις θεσμικές μονάδες που είναι παραγωγοί λοιπού μη εμπορεύσιμου προϊόντος των οποίων η παραγωγή προορίζεται για ατομική και συλλογική κατανάλωση και που χρηματοδοτούνται κυρίως από υποχρεωτικές πληρωμές εκ μέρους μονάδων που ανήκουν σε άλλους τομείς, καθώς και τις θεσμικές μονάδες που ασχολούνται κυρίως με την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και πλούτου. |
|
2.112 |
Οι θεσμικές μονάδες που περιλαμβάνονται στον τομέα S.13 είναι για παράδειγμα οι ακόλουθες:
|
|
2.113 |
Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης υποδιαιρείται σε τέσσερις υποτομείς:
|
Κεντρική κυβέρνηση (πλην οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) (S.1311)
|
2.114 |
Ορισμός: Ο υποτομέας αυτός περιλαμβάνει όλες τις διοικητικές υπηρεσίες του κράτους και τους λοιπούς κεντρικούς φορείς, η αρμοδιότητα των οποίων εκτείνεται κατά κανόνα σε όλη την οικονομική επικράτεια, εκτός από τη διοίκηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Στον υποτομέα S.1311 περιλαμβάνονται τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που ελέγχονται και κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούνται από την κεντρική κυβέρνηση και η αρμοδιότητα των οποίων εκτείνεται σε ολόκληρη την οικονομική επικράτεια. Οι οργανισμοί που ρυθμίζουν την αγορά και διανέμουν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο επιδοτήσεις ταξινομούνται στο S.1311. Οι οργανισμοί αυτοί που ασχολούνται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με την αγορά, την αποθήκευση και την πώληση αγροτικών προϊόντων ή τροφίμων ταξινομούνται στο S.11. |
Κυβέρνηση ομόσπονδου κράτους (πλην οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) (S.1312)
|
2.115 |
Ορισμός: Ο υποτομέας αυτός περιλαμβάνει εκείνες τις μορφές της δημόσιας διοίκησης που αποτελούν χωριστές θεσμικές μονάδες και που ασκούν ορισμένες από τις κυβερνητικές λειτουργίες, εκτός από τη διοίκηση οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, σε επίπεδο κατώτερο από το επίπεδο της κεντρικής κυβέρνησης και ανώτερο από το επίπεδο των κρατικών θεσμικών μονάδων που υπάρχουν σε τοπικό επίπεδο.
Στον υποτομέα S.1312 περιλαμβάνονται τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που ελέγχονται από τοπικές κυβερνήσεις και των οποίων η αρμοδιότητα περιορίζεται στην οικονομική επικράτεια αυτών των τοπικών κυβερνήσεων. |
Τοπική αυτοδιοίκηση (πλην οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης) (S.1313)
|
2.116 |
Ορισμός: Ο υποτομέας «τοπική αυτοδιοίκηση» περιλαμβάνει εκείνες τις μορφές της δημόσιας διοίκησης η αρμοδιότητα των οποίων εκτείνεται σε μέρος μόνο της οικονομικής επικράτειας, εκτός από τα τοπικά γραφεία των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Στον υποτομέα S.1313 περιλαμβάνονται τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα τα οποία ελέγχονται και κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούνται από τοπικές κυβερνήσεις και η αρμοδιότητα των οποίων περιορίζεται στην οικονομική επικράτεια των τοπικών αυτών κυβερνήσεων. |
Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης (S.1314)
|
2.117 |
Ορισμός: Ο υποτομέας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης περιλαμβάνει όλες τις θεσμικές μονάδες (κεντρικές, ομόσπονδων κρατών και τοπικές), η κύρια δραστηριότητα των οποίων είναι να προσφέρουν κοινωνικές παροχές και οι οποίες πληρούν και τα δύο παρακάτω κριτήρια:
Συνήθως δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του ύψους των εισφορών που καταβάλλει ένα άτομο και του κινδύνου στον οποίο αυτό το άτομο εκτίθεται. |
Νοικοκυριά (S.14)
|
2.118 |
Ορισμός: Ο τομέας των νοικοκυριών (S.14) περιλαμβάνει φυσικά πρόσωπα ή ομάδες φυσικών προσώπων με την ιδιότητά τους ως καταναλωτών και ως επιχειρηματιών που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και χρηματοοικονομικές ή μη υπηρεσίες (παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος), με την προϋπόθεση ότι η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών δεν είναι δραστηριότητες χωριστών μονάδων που κατατάσσονται στις οιονεί εταιρείες. Περιλαμβάνει επίσης τα φυσικά πρόσωπα ή τις ομάδες φυσικών προσώπων με την ιδιότητά τους ως παραγωγών αγαθών και μη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αποκλειστικά για δική τους τελική χρήση.
Τα νοικοκυριά ως καταναλωτές μπορούν να οριστούν ως μικρές ομάδες ατόμων τα οποία ζουν κάτω από την ίδια στέγη, συγχωνεύουν μέρος ή και το σύνολο του εισοδήματος και της περιουσίας τους και καταναλώνουν ορισμένα είδη αγαθών και υπηρεσιών συλλογικά (κυρίως, στέγαση και διατροφή). Τα κυριότερα εισοδήματα των νοικοκυριών είναι τα ακόλουθα:
|
|
2.119 |
Ο τομέας των νοικοκυριών περιλαμβάνει:
|
|
2.120 |
Στο ΕΣΛ 2010, ο τομέας των νοικοκυριών υποδιαιρείται στους ακόλουθους υποτομείς:
|
|
2.121 |
Η κατάταξη των νοικοκυριών στους επιμέρους υποτομείς γίνεται με βάση τη μεγαλύτερη κατηγορία εισοδήματος (εισόδημα εργοδοτών, εισόδημα από εξαρτημένη εργασία μισθωτών κ.λπ.) του νοικοκυριού ως συνόλου. Όταν, στα πλαίσια του ίδιου νοικοκυριού, υπάρχουν περισσότερα από ένα εισοδήματα μιας δεδομένης κατηγορίας, η κατάταξη πρέπει να βασίζεται στο συνολικό εισόδημα του νοικοκυριού στα πλαίσια κάθε κατηγορίας. |
Εργοδότες (περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολουμένων) (S.141 και S.142)
|
2.122 |
Ορισμός: Ο υποτομέας των εργοδοτών (περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολουμένων) περιλαμβάνει την ομάδα των νοικοκυριών για την οποία τα (μεικτά) εισοδήματα (B.3) που συγκεντρώνουν οι ιδιοκτήτες οικογενειακών επιχειρήσεων μη εταιρικής μορφής από τη δραστηριότητά τους ως παραγωγών εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με ή χωρίς αμειβόμενο προσωπικό, αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος για το νοικοκυριό ως σύνολο, ακόμη και αν το εισόδημα αυτό δεν υπερβαίνει πάντοτε το ήμισυ του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού. |
Μισθωτοί (S.143)
|
2.123 |
Ορισμός: Ο υποτομέας «μισθωτοί» περιλαμβάνει την ομάδα νοικοκυριών για την οποία τα εισοδήματα που προέρχονται από εισόδημα εξαρτημένης εργασίας μισθωτών (D.1) αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος για το νοικοκυριό ως σύνολο. |
Αποδέκτες εισοδημάτων περιουσίας (S.1441)
|
2.124 |
Ορισμός: Ο υποτομέας «αποδέκτες εισοδημάτων περιουσίας» περιλαμβάνει την ομάδα νοικοκυριών για τα οποία το εισόδημα από περιουσία (D.4) αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος για το νοικοκυριό ως σύνολο. |
Αποδέκτες συντάξεων (S.1442)
|
2.125 |
Ορισμός: Ο υποτομέας «αποδέκτες συντάξεων» περιλαμβάνει την ομάδα νοικοκυριών για την οποία τα εισοδήματα που προέρχονται από συντάξεις αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος για το νοικοκυριό ως σύνολο.
Τα νοικοκυριά-αποδέκτες συντάξεων είναι νοικοκυριά των οποίων η σημαντικότερη πηγή εισοδήματος προέρχεται από συντάξεις γήρατος ή άλλες συντάξεις, περιλαμβανομένων των συντάξεων από προηγούμενους εργοδότες. |
Αποδέκτες άλλων μεταβιβάσεων εισοδήματος (S.1443)
|
2.126 |
Ορισμός: Ο υποτομέας αποδέκτες άλλων μεταβιβάσεων περιλαμβάνει την ομάδα νοικοκυριών για την οποία τα εισοδήματα που προέρχονται από άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος για το νοικοκυριό ως σύνολο.
Ο όρος «άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις» περιλαμβάνει όλες τις τρέχουσες μεταβιβάσεις εκτός από το εισόδημα περιουσίας, τις συντάξεις και το εισόδημα ατόμων που ζουν μόνιμα σε ιδρύματα. |
|
2.127 |
Εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη σχετική συμβολή των πηγών εισοδήματος του νοικοκυριού ως συνόλου, προκειμένου να χρησιμεύσει για σκοπούς κατάταξης, χρησιμοποιείται για την κατάταξη το εισόδημα του ατόμου αναφοράς. Το άτομο αναφοράς ενός νοικοκυριού είναι κανονικά το άτομο με το μεγαλύτερο εισόδημα. Αν ούτε η τελευταία αυτή πληροφορία είναι διαθέσιμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατάταξη των νοικοκυριών σε υποτομείς το εισόδημα του ατόμου που δηλώνει ότι είναι το άτομο αναφοράς. |
|
2.128 |
Για την κατάταξη των νοικοκυριών σε υποτομείς μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα κριτήρια, όπως κατανομή των νοικοκυριών ως επιχειρηματιών κατά δραστηριότητα: αγροτικά νοικοκυριά και μη αγροτικά νοικοκυριά. |
Μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (S.15)
|
2.129 |
Ορισμός: Ο τομέας των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (MKIEN) (S.15) αποτελείται από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα τα οποία είναι χωριστές νομικές οντότητες, εξυπηρετούν νοικοκυριά και είναι ιδιωτικοί παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος. Οι κύριοι πόροι τους προέρχονται από προαιρετικές εισφορές —σε χρήμα ή σε είδος— νοικοκυριών με την ιδιότητά τους ως καταναλωτών, από πληρωμές εκ μέρους της γενικής κυβέρνησης, καθώς και από εισόδημα περιουσίας. |
|
2.130 |
Αν τα ιδρύματα αυτά δεν είναι πολύ σημαντικά, δεν περιλαμβάνονται στον τομέα ΜΚΙΕΝ αλλά στον τομέα των νοικοκυριών (S.14), επειδή οι συναλλαγές τους δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις μονάδες του εν λόγω τομέα. Τα ΜΚΙΕΝ μη εμπορεύσιμων προϊόντων που ελέγχονται από τη γενική κυβέρνηση ταξινομούνται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης (S.13).
Ο τομέας των ΜΚΙΕΝ περιλαμβάνει τα παρακάτω κύρια είδη ΜΚΙΕΝ που παρέχουν μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες σε νοικοκυριά:
Ο τομέας S.15 περιλαμβάνει τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και τους οργανισμούς αρωγής ή παροχής βοήθειας που εξυπηρετούν μονάδες μη μόνιμους κατοίκους, ενώ δεν περιλαμβάνει τους οργανισμούς στους οποίους η ιδιότητα του μέλους παρέχει δικαίωμα πρόσβασης σε προκαθορισμένο σύνολο αγαθών και υπηρεσιών. |
Αλοδαπή (S.2)
|
2.131 |
Ορισμός: Ο τομέας αλλοδαπή (S.2) αποτελεί ομάδα μονάδων χωρίς χαρακτηριστικές λειτουργίες και πόρους. Αποτελείται από μονάδες μη μόνιμους κατοίκους, στο μέτρο που διενεργούν συναλλαγές με θεσμικές μονάδες μόνιμους κατοίκους ή έχουν άλλους οικονομικούς δεσμούς με μονάδες μόνιμους κατοίκους. Οι λογαριασμοί του τομέα αυτού παρέχουν μια συνολική εικόνα των οικονομικών σχέσεων που συνδέουν την εθνική οικονομία με την αλλοδαπή. Περιλαμβάνονται τα όργανα της ΕΕ και των διεθνών οργανισμών. |
|
2.132 |
Η αλλοδαπή δεν αποτελεί τομέα για τον οποίο πρέπει να τηρείται πλήρης σειρά λογαριασμών, αν και συχνά είναι χρήσιμο να αντιμετωπίζεται ως τομέας. Οι τομείς προκύπτουν από την κατάτμηση της συνολικής οικονομίας ώστε να λαμβάνονται περισσότερο ομοιογενείς ομάδες θεσμικών μονάδων μόνιμων κατοίκων, που είναι παρόμοιες από άποψη οικονομικής συμπεριφοράς, στόχων και λειτουργιών. Αυτό δεν συμβαίνει με τον τομέα της αλλοδαπής: στον τομέα αυτό καταγράφονται οι συναλλαγές και λοιπές ροές των μη χρηματοοικονομικών και χρηματοοικονομικών εταιρειών, των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, των νοικοκυριών και του τομέα της γενικής κυβέρνησης με θεσμικές μονάδες μη μόνιμους κατοίκους, καθώς και οι λοιπές οικονομικές σχέσεις μεταξύ μονίμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων, π.χ. απαιτήσεις μόνιμων κατοίκων έναντι μη μόνιμων κατοίκων. |
|
2.133 |
Οι λογαριασμοί της αλλοδαπής περιλαμβάνουν μόνο συναλλαγές που διενεργούνται μεταξύ θεσμικών μονάδων μόνιμων κατοίκων και μονάδων μη μόνιμων κατοίκων με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:
|
|
2.134 |
Ο τομέας αλλοδαπή (S.2) υποδιαιρείται στα ακόλουθα:
|
Ταξινόμηση των παραγωγικών μονάδων κατά τομείς σύμφωνα με τις κύριες τυποποιημένες νομικές μορφές ιδιοκτησίας
|
2.135 |
Η επόμενη επισκόπηση και τα σημεία 2.31 έως 2.44 παρουσιάζουν συνοπτικά τις αρχές που διέπουν την ταξινόμηση των παραγωγικών μονάδων σε τομείς, χρησιμοποιώντας την τυποποιημένη ορολογία για την περιγραφή των κύριων κατηγοριών θεσμικών φορέων. |
|
2.136 |
Οι ιδιωτικές ή δημόσιες κεφαλαιουχικές εταιρείες που είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ταξινομούνται ως εξής:
|
|
2.137 |
Οι συνεταιρισμοί και οι συνεταιρικές επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και που είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ταξινομούνται ως εξής:
|
|
2.138 |
Οι δημόσιοι παραγωγοί οι οποίοι, σύμφωνα με ειδική νομοθετική ρύθμιση, αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ταξινομούνται ως εξής:
|
|
2.139 |
Οι δημόσιοι παραγωγοί που δεν αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ταξινομούνται ως εξής:
|
|
2.140 |
Οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί (ενώσεις και ιδρύματα) που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες ταξινομούνται ως εξής:
|
|
2.141 |
Οι ατομικές επιχειρήσεις και οι συνεταιρικές επιχειρήσεις που δεν αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες και είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ταξινομούνται ως εξής:
|
|
2.142 |
Τα κεντρικά γραφεία ταξινομούνται ως εξής:
Οι εταιρείες χαρτοφυλακίου που διακρατούν περιουσιακά στοιχεία μιας ομάδας θυγατρικών εταιρειών, αντιμετωπίζονται πάντα ως χρηματοοικονομικές εταιρείες. Οι εταιρείες χαρτοφυλακίου διακρατούν τα περιουσιακά στοιχεία μιας ομάδας εταιρειών, αλλά δεν αναλαμβάνουν δραστηριότητες διαχείρισης όσον αφορά την ομάδα αυτή. |
|
2.143 |
Ο πίνακας 2.5 παρουσιάζει σχηματικά τις διάφορες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Πίνακας 2.5 — Ταξινόμηση των παραγωγικών μονάδων κατά τομείς σύμφωνα με τις κύριες τυποποιημένες νομικές μορφές ιδιοκτησίας
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΤΟΠΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΛΑΔΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
|
2.144 |
Οι περισσότερες θεσμικές μονάδες που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες ασχολούνται με διάφορες δραστηριότητες ταυτόχρονα. Μπορούν να δραστηριοποιούνται σε μια κύρια δραστηριότητα, σε ορισμένες δευτερεύουσες δραστηριότητες και σε ορισμένες βοηθητικές δραστηριότητες. |
|
2.145 |
Μια δραστηριότητα θεωρείται ότι ασκείται όταν από τον συνδυασμό πόρων, όπως ο εξοπλισμός, η εργασία, οι παραγωγικές τεχνικές, τα δίκτυα ή τα προϊόντα πληροφοριών δημιουργούνται συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες. Μια δραστηριότητα χαρακτηρίζεται από μια εισροή προϊόντων, μια παραγωγική διεργασία και μια εκροή προϊόντων.
Οι δραστηριότητες μπορούν να καθορίζονται με αναφορά σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο της NACE αναθ. 2. |
|
2.146 |
Όταν μια μονάδα έχει περισσότερες από μία δραστηριότητες, όλες οι δραστηριότητες που δεν είναι βοηθητικές (βλ. κεφάλαιο 3, σημείο 3.12) κατατάσσονται ανάλογα με την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Στη συνέχεια, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της κύριας δραστηριότητας και των δευτερευουσών δραστηριοτήτων, με βάση την κύρια παραγόμενη ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. |
|
2.147 |
Για να αναλυθούν οι ροές που εμφανίζονται κατά την παραγωγική διεργασία και τη χρήση των αγαθών και των υπηρεσιών, πρέπει να επιλεγούν μονάδες που δίνουν έμφαση σε σχέσεις τεχνικοοικονομικής μορφής. Η απαίτηση αυτή σημαίνει ότι, κατά κανόνα, οι θεσμικές μονάδες πρέπει να κατατμηθούν σε μικρότερες και περισσότερο ομοιογενείς από την άποψη του είδους παραγωγής μονάδες. Οι τοπικές μονάδες οικονομικής δραστηριότητας αποσκοπούν στην κάλυψη αυτής της απαίτησης ως λειτουργική προσέγγιση προσανατολισμένη προς την πρακτική. |
Η τοπική μονάδα οικονομικής δραστηριότητας
|
2.148 |
Ορισμός: Η τοπική μονάδα οικονομικής δραστηριότητας (τοπική ΜΟΔ) είναι το τμήμα μιας μονάδας οικονομικής δραστηριότητας (ΜΟΔ) που αντιστοιχεί σε μια τοπική μονάδα. Η τοπική ΜΟΔ ονομάζεται «κατάστημα» στο ΣΕΛ 2008 και στην ISIC αναθ. 4. Η ΜΟΔ περιλαμβάνει όλα τα τμήματα μιας θεσμικής μονάδας υπό την ιδιότητά της ως παραγωγού, που συμβάλλουν στην άσκηση μιας δραστηριότητας σε επίπεδο τάξης (τετραψήφιοι κωδικοί) της NACE αναθ. 2 και αντιστοιχεί σε μία ή περισσότερες λειτουργικές υποδιαιρέσεις της θεσμικής μονάδας. Το σύστημα πληροφοριών της θεσμικής μονάδας πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάζει ή να υπολογίζει, για κάθε τοπική ΜΟΔ, τουλάχιστον την αξία της παραγωγής, την ενδιάμεση ανάλωση, το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, το πλεόνασμα εκμετάλλευσης, το απασχολούμενο προσωπικό και τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου.
Η τοπική μονάδα είναι μια θεσμική μονάδα, ή μέρος θεσμικής μονάδας, η οποία παράγει αγαθά ή υπηρεσίες, εγκατεστημένη σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Η τοπική ΜΟΔ μπορεί να αντιστοιχεί σε θεσμική μονάδα με την ιδιότητα του παραγωγού· από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί ποτέ να ανήκει σε δύο διαφορετικές θεσμικές μονάδες. |
|
2.149 |
Αν μια θεσμική μονάδα που παράγει αγαθά ή υπηρεσίες περιλαμβάνει μία κύρια δραστηριότητα και, επίσης, μία ή περισσότερες δευτερεύουσες δραστηριότητες, υποδιαιρείται σε ανάλογο αριθμό ΜΟΔ, ενώ οι δευτερεύουσες δραστηριότητες κατατάσσονται σε κατηγορίες διαφορετικές από αυτήν της κύριας δραστηριότητας. Οι βοηθητικές δραστηριότητες δεν διαχωρίζονται από την κύρια ή τις δευτερεύουσες δραστηριότητες. Όμως οι ΜΟΔ που υπάγονται σε συγκεκριμένη κατηγορία του συστήματος ταξινόμησης ενδέχεται να παράγουν προϊόντα εκτός της ομοιογενούς ομάδας, στα πλαίσια δευτερευουσών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ’ αυτές και οι οποίες δεν μπορούν να προσδιοριστούν χωριστά από τα διαθέσιμα λογιστικά έγγραφα. Επομένως, μια ΜΟΔ μπορεί να ασκεί μία ή περισσότερες δευτερεύουσες δραστηριότητες. |
Κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας
|
2.150 |
Ορισμός: Ένας κλάδος οικονομικής δραστηριότητας αποτελείται από μια ομάδα τοπικών ΜΟΔ που ασχολούνται με την ίδια ή με παρόμοια δραστηριότητα. Στο λεπτομερέστερο επίπεδο ταξινόμησης, ένας κλάδος οικονομικής δραστηριότητας αποτελείται από όλες τις τοπικές ΜΟΔ που υπάγονται σε συγκεκριμένη τάξη (τετραψήφιοι κωδικοί) της NACE αναθ. 2 και οι οποίες, επομένως, ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα, όπως αυτή ορίζεται στη NACE αναθ. 2.
Οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας περιλαμβάνουν τόσο τις τοπικές ΜΟΔ που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες όσο και τις τοπικές ΜΟΔ που παράγουν μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Ένας κλάδος οικονομικής δραστηριότητας αποτελείται εξ ορισμού από μια ομάδα τοπικών ΜΟΔ που ασχολούνται με το ίδιο είδος παραγωγικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως του αν οι θεσμικές μονάδες στις οποίες ανήκουν παράγουν εμπορεύσιμα ή μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες ή όχι. |
|
2.151 |
Οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες:
|
Ταξινόμηση κλάδων οικονομικής δραστηριότητας
|
2.152 |
Η ταξινόμηση που χρησιμοποιείται για την ομαδοποίηση των τοπικών ΜΟΔ σε κλάδους οικονομικής δραστηριότητας είναι η NACE αναθ. 2. |
ΜΟΝΑΔΕΣ ΟΜΟΙΟΓΕΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΣ ΚΛΑΔΟΙ
|
2.153 |
Για την ανάλυση της διεργασίας παραγωγής, η πλέον κατάλληλη μονάδα για την ανάλυση αυτή, είναι η μονάδα ομοιογενούς παραγωγής. Η εν λόγω μονάδα έχει μία και μόνη δραστηριότητα που καθορίζεται από τις εισροές της, τη συγκεκριμένη διεργασία παραγωγής και το παραγόμενο προϊόν. |
Η μονάδα ομοιογενούς παραγωγής
|
2.154 |
Ορισμός: Η μονάδα ομοιογενούς παραγωγής μία και μόνη δραστηριότητα η οποία προσδιορίζεται από τις εισροές της, από μια συγκεκριμένη παραγωγική διεργασία, καθώς και από το παραγόμενο προϊόν της. Τα προϊόντα που αποτελούν τις εισροές και το αποτέλεσμα της παραγωγής της διακρίνονται από τα φυσικά χαρακτηριστικά τους και από τον βαθμό επεξεργασίας τους, αλλά και από την τεχνική παραγωγής που χρησιμοποιείται: μπορούν να προσδιορίζονται με βάση μία ταξινόμηση προϊόντων (Ταξινόμηση των προϊόντων με βάση τη δραστηριότητα — CPA). Η CPA είναι ταξινόμηση προϊόντων τα στοιχεία της οποίας είναι διαρθρωμένα με βάση το κριτήριο της βιομηχανικής προέλευσης, η οποία βιομηχανική προέλευση ορίζεται στη NACE αναθ. 2. |
Ο ομοιογενής κλάδος
|
2.155 |
Ορισμός: Ο ομοιογενής κλάδος αποτελείται από μια ομάδα μονάδων ομοιογενούς παραγωγής. Το σύνολο των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει ένας ομοιογενής κλάδος προσδιορίζεται με βάση μια ταξινόμηση προϊόντων. Ο ομοιογενής κλάδος παράγει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που καθορίζονται στην ταξινόμηση και μόνον αυτά. |
|
2.156 |
Οι ομοιογενείς κλάδοι είναι μονάδες που έχουν σχεδιαστεί για σκοπούς οικονομικής ανάλυσης. Οι μονάδες ομοιογενούς παραγωγής δεν μπορούν κανονικά να παρατηρούνται απευθείας· τα στοιχεία που συλλέγονται από τις μονάδες που χρησιμοποιούνται σε στατιστικές έρευνες πρέπει να αναδιευθετούνται, ούτως ώστε να σχηματίζουν ομοιογενείς κλάδους. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ΠΑΡΑΧΘΕΝΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
|
3.01 |
Ορισμός: Τα προϊόντα είναι όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που δημιουργούνται μέσα στο όριο παραγωγής. Ορισμός της παραγωγικής δραστηριότητας παρατίθεται στο σημείο 3.07. |
|
3.02 |
Στο ΕΣΛ διακρίνονται οι ακόλουθες κύριες κατηγορίες συναλλαγών προϊόντων:
|
|
3.03 |
Οι συναλλαγές προϊόντων καταγράφονται ως εξής:
Πολλά κύρια εξισωτικά μεγέθη των λογαριασμών, όπως η προστιθέμενη αξία, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, το εθνικό εισόδημα και το διαθέσιμο εισόδημα, ορίζονται με βάση τις συναλλαγές προϊόντων. Ο ορισμός των συναλλαγών προϊόντων καθορίζει τα εν λόγω εξισωτικά μεγέθη. |
|
3.04 |
Στον πίνακα προσφοράς (βλέπε σημείο 1.136), η παραγωγή και οι εισαγωγές καταγράφονται ως στοιχεία της προσφοράς. Στον πίνακα χρήσης, η ενδιάμεση ανάλωση, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου, η τελική καταναλωτική δαπάνη και οι εξαγωγές καταγράφονται ως χρήσεις. Στον συμμετρικό πίνακα εισροών-εκροών, η παραγωγή και οι εισαγωγές καταγράφονται ως προσφορά και οι άλλες συναλλαγές προϊόντων καταγράφονται ως χρήσεις. |
|
3.05 |
Η προσφορά προϊόντων αποτιμάται σε βασικές τιμές (οι βασικές τιμές ορίζονται στο σημείο 3.44). Οι χρήσεις προϊόντων αποτιμώνται σε τιμές αγοραστή (οι τιμές αγοραστή ορίζονται στο σημείο 3.06). Για ορισμένους τύπους προσφοράς και χρήσεων, π.χ. για εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών, χρησιμοποιούνται πιο εξειδικευμένες αρχές αποτίμησης. |
|
3.06 |
Ορισμός: Η τιμή αγοραστή είναι η τιμή που πληρώνει πραγματικά ο αγοραστής για τα προϊόντα. Στην τιμή αγοραστή περιλαμβάνονται τα εξής:
Στην τιμή αγοραστή δεν περιλαμβάνονται τα εξής:
Αν ο χρόνος χρήσης δεν συμπίπτει με τον χρόνο αγοράς, θα πρέπει να γίνουν προσαρμογές της αξίας έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές των τιμών λόγω της παρόδου του χρόνου (συμμετρικά με τις μεταβολές των τιμών αποθεμάτων). Οι τροποποιήσεις αυτές είναι σημαντικές αν οι τιμές των προϊόντων παρουσίασαν αξιοσημείωτες μεταβολές μέσα σε ένα έτος. |
ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
|
3.07 |
Ορισμός: Η παραγωγική δραστηριότητα είναι μια δραστηριότητα που πραγματοποιείται υπό τον έλεγχο, την ευθύνη και τη διαχείριση μιας θεσμικής μονάδας η οποία χρησιμοποιεί εισροές εργασίας, κεφαλαίου και αγαθών και υπηρεσιών για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών.
Η παραγωγική δραστηριότητα δεν καλύπτει τις καθαρά φυσικές διεργασίες οι οποίες δεν έχουν καμιά ανθρώπινη συμμετοχή ή καθοδήγηση, όπως, για παράδειγμα, η χωρίς ανθρώπινο έλεγχο αύξηση των αποθεμάτων ιχθύων σε διεθνή ύδατα (όμως, η ιχθυοκαλλιέργεια συμπεριλαμβάνεται στην παραγωγική δραστηριότητα). |
|
3.08 |
Στην παραγωγική δραστηριότητα περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
Οι δραστηριότητες που αναφέρονται ανωτέρω στα στοιχεία α) έως ε) περιλαμβάνονται στην παραγωγική δραστηριότητα ακόμη και αν είναι παράνομες ή δεν έχουν καταγραφεί στις φορολογικές αρχές, στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, στις στατιστικές και σε άλλες δημόσιες αρχές. Η παραγωγή αγαθών για ίδιο λογαριασμό από νοικοκυριά καταγράφεται αν αυτός ο τύπος παραγωγής είναι σημαντικός, δηλαδή όταν είναι σημαντικός, από ποσοτική άποψη, σε σχέση με τη συνολική προσφορά του αγαθού αυτού σε μια χώρα. Τα μόνα αγαθά που παράγονται για ίδιο λογαριασμό από νοικοκυριά είναι η ανέγερση κατοικιών και η παραγωγή, αποθήκευση και επεξεργασία γεωργικών προϊόντων. |
|
3.09 |
Στην παραγωγική δραστηριότητα δεν περιλαμβάνεται η παραγωγή οικιακών και προσωπικών υπηρεσιών που παράγονται και καταναλώνονται μέσα στο ίδιο νοικοκυριό. Παραδείγματα οικιακών υπηρεσιών που παράγονται από τα ίδια τα νοικοκυριά και δεν περιλαμβάνονται είναι τα εξής:
Στην παραγωγική δραστηριότητα περιλαμβάνονται οι οικιακές και προσωπικές υπηρεσίες που παράγονται με την απασχόληση αμειβόμενου οικιακού προσωπικού και οι υπηρεσίες στέγασης λόγω ιδιοκατοίκησης. |
Κύριες, δευτερεύουσες και βοηθητικές δραστηριότητες
|
3.10 |
Ορισμός: Κύρια δραστηριότητα μιας τοπικής ΜΟΔ είναι η δραστηριότητα της οποίας η προστιθέμενη αξία υπερβαίνει την προστιθέμενη αξία κάθε άλλης δραστηριότητας που πραγματοποιείται στην ίδια μονάδα. Η ταξινόμηση της κύριας δραστηριότητας καθορίζεται με βάση τη NACE αναθ. 2, πρώτα στο ανώτατο επίπεδο ταξινόμησης και στη συνέχεια σε πιο αναλυτικά επίπεδα. |
|
3.11 |
Ορισμός: Δευτερεύουσα δραστηριότητα είναι η δραστηριότητα που πραγματοποιείται σε μια τοπική ΜΟΔ παράλληλα με την κύρια δραστηριότητα. Η παραγωγή που προκύπτει από τη δευτερεύουσα δραστηριότητα είναι δευτερεύουσα παραγωγή. |
|
3.12 |
Ορισμός: Βοηθητική δραστηριότητα είναι μια δραστηριότητα η παραγωγή της οποίας προορίζεται για χρήση μέσα σε μια επιχείρηση.
Μια βοηθητική δραστηριότητα είναι μια δραστηριότητα υποστήριξης που πραγματοποιείται μέσα σε μια επιχείρηση για να δημιουργηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες μπορούν να πραγματοποιηθούν οι κύριες ή δευτερεύουσες δραστηριότητες των τοπικών ΜΟΔ. Όλες οι εισροές που αναλώνονται από μια βοηθητική δραστηριότητα —υλικά, εργασία, ανάλωση πάγιου κεφαλαίου κ.λπ.— αντιμετωπίζονται ως εισροές προς την κύρια ή τη δευτερεύουσα δραστηριότητα την οποία υποστηρίζει αυτή η βοηθητική δραστηριότητα. Παραδείγματα βοηθητικών δραστηριοτήτων είναι τα εξής:
Οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στην άσκηση βοηθητικών δραστηριοτήτων και στην αγορά σχετικών υπηρεσιών από εξειδικευμένους παρόχους υπηρεσιών. Ο σχηματισμός κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό δεν αποτελεί βοηθητική δραστηριότητα. |
|
3.13 |
Οι βοηθητικές δραστηριότητες δεν απομονώνονται για να αποτελέσουν μεμονωμένες οντότητες και δεν διαχωρίζονται από την κύρια ή τις δευτερεύουσες δραστηριότητες ή οντότητες που εξυπηρετούν. Συνεπώς, οι βοηθητικές δραστηριότητες πρέπει να εντάσσονται στην τοπική ΜΟΔ που εξυπηρετούν.
Οι βοηθητικές δραστηριότητες μπορεί να ασκούνται σε ξεχωριστές τοποθεσίες, που βρίσκονται σε περιφέρεια διαφορετική απ’ αυτήν της τοπικής ΜΟΔ που εξυπηρετούν. Η αυστηρή εφαρμογή του κανόνα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο για τη γεωγραφική κατανομή των βοηθητικών δραστηριοτήτων θα οδηγούσε στην υποεκτίμηση των συγκεντρωτικών μεγεθών στις περιφέρειες όπου είναι συγκεντρωμένες οι βοηθητικές δραστηριότητες. Επομένως, σύμφωνα με την αρχή της κατοικίας, οι βοηθητικές δραστηριότητες πρέπει να υπάγονται στην περιφέρεια όπου βρίσκονται· παραμένουν στον ίδιο κλάδο οικονομικής δραστηριότητας με την τοπική ΜΟΔ που εξυπηρετούν. |
Παραγωγή (P.1)
|
3.14 |
Ορισμός: Παραγωγή είναι το σύνολο των προϊόντων που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου.
Ως παραδείγματα παραγωγής μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
|
|
3.15 |
Όταν μια θεσμική μονάδα περιλαμβάνει περισσότερες από μία τοπικές ΜΟΔ, η παραγωγή της θεσμικής μονάδας είναι το άθροισμα της παραγωγής των ΜΟΔ που την απαρτίζουν, περιλαμβανομένης και της παραγωγής που διακινείται μεταξύ των επιμέρους τοπικών ΜΟΔ. |
|
3.16 |
Το ΕΣΛ 2010 διακρίνει τρία είδη παραγωγής:
Η διάκριση αυτή εφαρμόζεται επίσης σε τοπικές ΜΟΔ και θεσμικές μονάδες:
Η διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμου προϊόντος, παραγωγής για ιδία τελική χρήση και μη εμπορεύσιμου προϊόντος είναι θεμελιώδης επειδή:
Η διάκριση καθορίζει τις αρχές αποτίμησης που θα εφαρμοστούν στην παραγωγή. Η εμπορεύσιμη παραγωγή και η παραγωγή που προορίζεται για ιδία τελική χρήση αποτιμώνται σε βασικές τιμές. Η συνολική παραγωγή των παραγωγών μη εμπορεύσιμου προϊόντος αποτιμάται με άθροιση των επιμέρους στοιχείων του κόστους παραγωγής. Η παραγωγή μιας θεσμικής μονάδας αποτιμάται ως το άθροισμα της παραγωγής των τοπικών ΜΟΔ της και, επομένως, εξαρτάται και αυτή από τη διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμου προϊόντος, παραγωγής για ιδία τελική χρήση και μη εμπορεύσιμου προϊόντος. Η διάκριση χρησιμοποιείται επίσης για την ταξινόμηση των θεσμικών μονάδων κατά τομέα. Οι παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος ταξινομούνται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης ή στον τομέα των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά. Οι διακρίσεις ορίζονται από πάνω προς τα κάτω, δηλαδή η διάκριση ορίζεται πρώτα για τις θεσμικές μονάδες, μετά για τις τοπικές ΜΟΔ και, τέλος, για την παραγωγή τους. Σε επίπεδο προϊόντος, η παραγωγή ταξινομείται σε εμπορεύσιμη παραγωγή, σε παραγωγή για ιδία τελική χρήση και σε μη εμπορεύσιμη παραγωγή, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της θεσμικής μονάδας και της τοπικής ΜΟΔ που παράγει το εν λόγω προϊόν. |
|
3.17 |
Ορισμός: Η εμπορεύσιμη παραγωγή αποτελείται από την παραγωγή που διατίθεται στην αγορά ή που προορίζεται για διάθεση στην αγορά. |
|
3.18 |
Η εμπορεύσιμη παραγωγή περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
|
|
3.19 |
Ορισμός: Οικονομικά σημαντικές τιμές είναι οι τιμές που έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην ποσότητα των προϊόντων που επιθυμούν να προσφέρουν οι παραγωγοί και στην ποσότητα των προϊόντων που επιθυμούν να αγοράσουν οι αγοραστές. Οι τιμές αυτές προκύπτουν όταν ισχύουν και οι δύο ακόλουθοι όροι:
Οικονομικά μη σημαντικές τιμές χρεώνονται συνήθως για την είσπραξη κάποιων εσόδων ή την επίτευξη κάποιας μείωσης της υπερβολικής ζήτησης που μπορεί να προκύψει όταν οι υπηρεσίες παρέχονται εντελώς δωρεάν. Η οικονομικά σημαντική τιμή ενός προϊόντος ορίζεται σε σχέση με τη θεσμική μονάδα και την τοπική ΜΟΔ που έχει παραγάγει το προϊόν. Για παράδειγμα, όλη η παραγωγή επιχειρήσεων μη εταιρικής μορφής που ανήκουν σε νοικοκυριά η οποία πωλείται σε άλλες θεσμικές μονάδες πωλείται σε οικονομικά σημαντικές τιμές, πρέπει συνεπώς να θεωρείται ως εμπορεύσιμη παραγωγή. Όσον αφορά την παραγωγή άλλων θεσμικών μονάδων, ελέγχεται η ικανότητα ανάληψης δραστηριότητας παραγωγής εμπορεύσιμου προϊόντος σε οικονομικά σημαντικές τιμές, ιδίως μέσω ενός ποσοτικού κριτηρίου (του κριτηρίου του 50 %), χρησιμοποιώντας τον λόγο των πωλήσεων προς το κόστος παραγωγής. Για να είναι παραγωγός εμπορεύσιμου προϊόντος, η μονάδα πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον το 50 % του κόστους της με τις πωλήσεις της σε μια σταθερή πολυετή περίοδο. |
|
3.20 |
Ορισμός: Η παραγωγή που προορίζεται για ιδία τελική χρήση περιλαμβάνει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που κρατούνται είτε για ιδία τελική κατανάλωση είτε για σχηματισμό κεφαλαίου από την ίδια θεσμική μονάδα. |
|
3.21 |
Τα προϊόντα που κρατούνται για ιδία τελική κατανάλωση μπορούν να παραχθούν μόνο από τον τομέα των νοικοκυριών. Παραδείγματα προϊόντων που κρατούνται για ιδία τελική κατανάλωση είναι τα εξής:
|
|
3.22 |
Τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για ίδιο σχηματισμό κεφαλαίου μπορούν να παραχθούν από οποιονδήποτε τομέα. Παραδείγματα τέτοιων προϊόντων είναι:
|
|
3.23 |
Ορισμός: Μη εμπορεύσιμη παραγωγή είναι η παραγωγή που παρέχεται σε άλλες μονάδες δωρεάν ή σε τιμές που δεν είναι οικονομικά σημαντικές.
Η μη εμπορεύσιμη παραγωγή (P.13) υποδιαιρείται σε δύο στοιχεία: «Πληρωμές για μη εμπορεύσιμη παραγωγή» (P.131), που αποτελείται από διάφορες αμοιβές και επιβαρύνσεις, και «Λοιπή μη εμπορεύσιμη παραγωγή» (P.132), που αποτελεί παραγωγή η οποία παρέχεται δωρεάν. Η μη εμπορεύσιμη παραγωγή παράγεται για τους εξής λόγους:
|
|
3.24 |
Ορισμός: Παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος είναι τοπικές ΜΟΔ ή θεσμικές μονάδες των οποίων το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είναι εμπορεύσιμη παραγωγή.
Αν μια τοπική ΜΟΔ ή μια θεσμική μονάδα είναι παραγωγός εμπορεύσιμου προϊόντος, η κύρια παραγωγή της είναι εξ ορισμού εμπορεύσιμη, δεδομένου ότι η έννοια της εμπορεύσιμης παραγωγής ορίζεται αφού έχει πρώτα εφαρμοστεί η διάκριση εμπορεύσιμη παραγωγή, παραγωγή για ιδία τελική χρήση και μη εμπορεύσιμη παραγωγή, στην τοπική ΜΟΔ και τη θεσμική μονάδα από την οποία προέρχεται η συγκεκριμένη παραγωγή. |
|
3.25 |
Ορισμός: Παραγωγοί για ιδία τελική χρήση είναι τοπικές ΜΟΔ ή θεσμικές μονάδες των οποίων το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προορίζεται για ιδία τελική χρήση μέσα στην ίδια θεσμική μονάδα. |
|
3.26 |
Ορισμός: Παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος είναι τοπικές ΜΟΔ ή θεσμικές μονάδες των οποίων το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής παρέχεται δωρεάν ή σε οικονομικά μη σημαντικές τιμές. |
Θεσμικές μονάδες: διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμης παραγωγής, παραγωγής για ιδία τελική χρήση και μη εμπορεύσιμης παραγωγής
|
3.27 |
Για τις θεσμικές μονάδες ως παραγωγούς, η διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμης παραγωγής, παραγωγής για ιδία τελική χρήση και μη εμπορεύσιμης παραγωγής παρουσιάζεται συνοπτικά στον πίνακα 3.1. Παρουσιάζεται επίσης η ταξινόμηση κατά τομείς.
Πίνακας 3.1 — Διάκριση μεταξύ παραγωγών εμπορεύσιμου προϊόντος, παραγωγών για ιδία τελική χρήση και παραγωγών μη εμπορεύσιμου προϊόντος για θεσμικές μονάδες
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
3.28 |
Ο πίνακας 3.1 δείχνει ότι, για να προσδιοριστεί αν μια θεσμική μονάδα θα πρέπει να ταξινομείται ως παραγωγός εμπορεύσιμου προϊόντος, παραγωγός για ιδία τελική χρήση ή παραγωγός μη εμπορεύσιμου προϊόντος, εφαρμόζονται διαδοχικά διάφορες διακρίσεις. Η πρώτη διάκριση είναι μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων παραγωγών. Δημόσιος παραγωγός είναι ένας παραγωγός που ελέγχεται από τη γενική κυβέρνηση, όπου η έννοια του ελέγχου ορίζεται στο σημείο 2.38. |
|
3.29 |
Όπως δείχνει ο πίνακας 3.1, ιδιωτικοί παραγωγοί εμφανίζονται σε όλους τους τομείς εκτός από τη γενική κυβέρνηση. Αντίθετα, δημόσιοι παραγωγοί εμφανίζονται μόνο στους τομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών, των χρηματοοικονομικών εταιρειών και στον τομέα της γενικής κυβέρνησης. |
|
3.30 |
Μια ειδική κατηγορία ιδιωτικών παραγωγών είναι αυτή των επιχειρήσεων μη εταιρικής μορφής που ανήκουν σε νοικοκυριά. Αυτές είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ή παραγωγοί για ιδία τελική χρήση. Το δεύτερο συμβαίνει στην περίπτωση παραγωγής υπηρεσιών στέγασης λόγω ιδιοκατοίκησης και της παραγωγής αγαθών για ίδιο λογαριασμό. Όλες οι επιχειρήσεις μη εταιρικής μορφής που ανήκουν σε νοικοκυριά ταξινομούνται στον τομέα των νοικοκυριών, εκτός από επιχειρήσεις οιονεί εταιρικής μορφής που ανήκουν σε νοικοκυριά. Αυτές είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος και ταξινομούνται στους τομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των χρηματοοικονομικών εταιρειών. |
|
3.31 |
Για τους υπόλοιπους ιδιωτικούς παραγωγούς, γίνεται διάκριση μεταξύ ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων και λοιπών ιδιωτικών παραγωγών.
Ορισμός: Ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα (MKI) ορίζεται ως νομικό πρόσωπο ή κοινωνικός οργανισμός που λειτουργεί με σκοπό την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, το καθεστώς των οποίων δεν τους επιτρέπει να είναι πηγή εισοδήματος, κέρδους ή άλλου οικονομικού οφέλους για τις μονάδες που τα δημιουργούν, τα ελέγχουν ή τα χρηματοδοτούν. Όταν οι παραγωγικές δραστηριότητές τους δημιουργούν πλεονάσματα, τα εν λόγω πλεονάσματα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιοποίησης από άλλες θεσμικές μονάδες. Ένα ιδιωτικό ΜΚΙ ταξινομείται στους τομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των χρηματοοικονομικών εταιρειών, αν είναι παραγωγός εμπορεύσιμου προϊόντος. Ένα ιδιωτικό ΜΚΙ ταξινομείται στον τομέα ΜΚΙΕΝ αν είναι παραγωγός μη εμπορεύσιμου προϊόντος, εκτός αν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της γενικής κυβέρνησης. Αν ένα ιδιωτικό ΜΚΙ βρίσκεται υπό τον έλεγχο της γενικής κυβέρνησης, ταξινομείται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης. Όλοι οι άλλοι ιδιωτικοί παραγωγοί που δεν είναι MKI είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος. Ταξινομούνται στους τομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των χρηματοοικονομικών εταιρειών. |
|
3.32 |
Για να γίνεται η διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμης και μη εμπορεύσιμης παραγωγής και μεταξύ παραγωγών εμπορεύσιμου και μη εμπορεύσιμου προϊόντος, πρέπει να χρησιμοποιούνται διάφορα κριτήρια. Τα εν λόγω κριτήρια εμπορεύσιμης / μη εμπορεύσιμης παραγωγής (βλ. σημείο 3.19 για τον ορισμό των οικονομικά σημαντικών τιμών) αποσκοπούν στην εκτίμηση της ύπαρξης συνθηκών αγοράς και επαρκούς εμπορικής συμπεριφοράς από τον παραγωγό. Σύμφωνα με το ποσοτικό κριτήριο εμπορεύσιμης / μη εμπορεύσιμης παραγωγής, τα προϊόντα που πωλούνται σε οικονομικά σημαντικές τιμές θα πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής με τις πωλήσεις τους. |
|
3.33 |
Κατά την εφαρμογή του εν λόγω ποσοτικού κριτηρίου εμπορεύσιμης / μη εμπορεύσιμης παραγωγής, το κόστος πωλήσεων και παραγωγής ορίζεται ως εξής:
Το ποσοτικό κριτήριο εμπορεύσιμης / μη εμπορεύσιμης παραγωγής εφαρμόζεται εξετάζοντας μια σειρά ετών. Αν υπάρχουν μικρής σημασίας διακυμάνσεις του μεγέθους των πωλήσεων από το ένα έτος στο άλλο, δεν απαιτείται αναταξινόμηση των θεσμικών μονάδων (και των τοπικών ΜΟΔ και της παραγωγής τους). |
|
3.34 |
Οι πωλήσεις μπορεί να αποτελούνται από πολλά στοιχεία: Για παράδειγμα, στην περίπτωση των υπηρεσιών υγείας ενός νοσοκομείου, οι πωλήσεις μπορούν να αντιστοιχούν με τα ακόλουθα:
Μόνο οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής και οι δωρεές (π.χ. από φιλανθρωπικά ιδρύματα) που εισπράττονται δεν αντιμετωπίζονται ως πωλήσεις. Επίσης, ως ενδεικτικό παράδειγμα, οι πωλήσεις υπηρεσιών μεταφορών από μια επιχείρηση μπορούν να αποτελούνται από ενδιάμεση ανάλωση παραγωγών, εισόδημα σε είδος που παρέχεται από εργοδότες, κοινωνικές παροχές σε είδος που παρέχονται από φορέα της γενικής κυβέρνησης και αγορές από νοικοκυριά χωρίς επιστροφή της δαπάνης. |
|
3.35 |
Τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν επιχειρήσεις είναι ειδική περίπτωση. Χρηματοδοτούνται συνήθως από εισφορές ή συνδρομές από τη σχετική ομάδα επιχειρήσεων. Οι συνδρομές αντιμετωπίζονται όχι ως μεταβιβάσεις αλλά ως πληρωμές για παροχή υπηρεσιών, δηλαδή ως πωλήσεις. Επομένως, αυτά τα ΜΚΙ είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος και ταξινομούνται στον τομέα των μη χρηματοοικονομικών ή των χρηματοοικονομικών εταιρειών. |
|
3.36 |
Κατά την εφαρμογή του κριτηρίου σύγκρισης των πωλήσεων και του κόστους παραγωγής ιδιωτικών ή δημόσιων MKI, η ένταξη στις πωλήσεις όλων των πληρωμών που συνδέονται με τον όγκο της παραγωγής μπορεί να είναι παραπλανητική σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτό μπορεί να ισχύει, για παράδειγμα, σε σχέση με τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών και των δημόσιων σχολείων. Οι πληρωμές από τη γενική κυβέρνηση μπορεί να συνδέονται με τον αριθμό των μαθητών, αλλά μπορεί και να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τη γενική κυβέρνηση. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω πληρωμές δεν καταγράφονται ως πωλήσεις, αν και είναι δυνατόν να συνδέονται σαφώς με ένα μέτρο του όγκου της παραγωγής, π.χ. τον αριθμό των μαθητών. Αυτό σημαίνει ότι ένα σχολείο που χρηματοδοτείται κυρίως με τέτοιες πληρωμές είναι παραγωγός μη εμπορεύσιμου προϊόντος. |
|
3.37 |
Οι δημόσιοι παραγωγοί μπορεί να είναι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ή παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος. Οι παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος ταξινομούνται στους τομείς των μη χρηματοδοτικών και των χρηματοοικονομικών εταιρειών. Αν η θεσμική μονάδα είναι παραγωγός μη εμπορεύσιμου προϊόντος, ταξινομείται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης. |
|
3.38 |
Οι τοπικές ΜΟΔ ως παραγωγοί εμπορεύσιμου προϊόντος και ως παραγωγοί για ιδία τελική χρήση δεν μπορούν να παρέχουν μη εμπορεύσιμη παραγωγή. Κατά συνέπεια, η παραγωγή τους μπορεί να καταγράφεται μόνο ως εμπορεύσιμη ή ως παραγωγή για ιδία τελική χρήση και να αξιολογείται αντιστοίχως (βλ. σημεία 3.42 έως 3.53). |
|
3.39 |
Οι τοπικές ΜΟΔ ως παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος μπορούν να παρέχουν, ως δευτερεύουσα παραγωγή, εμπορεύσιμη παραγωγή και παραγωγή για ιδία τελική χρήση. Η παραγωγή για ιδία τελική χρήση αποτελείται από σχηματισμό κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό. Η εμφάνιση εμπορεύσιμης παραγωγής θα πρέπει καταρχήν να καθορίζεται εφαρμόζοντας τα ποιοτικά και τα ποσοτικά κριτήρια εμπορεύσιμης / μη εμπορεύσιμης παραγωγής στα επιμέρους προϊόντα. Αυτή η δευτερεύουσα εμπορεύσιμη παραγωγή από παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος μπορεί να υπάρχει, για παράδειγμα, όταν κρατικά νοσοκομεία χρεώνουν οικονομικά σημαντικές τιμές για ορισμένες από τις υπηρεσίες που παρέχουν. |
|
3.40 |
Ως άλλα παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν οι πωλήσεις αντιγράφων από κρατικά μουσεία και οι πωλήσεις προγνώσεων καιρού από μετεωρολογικές υπηρεσίες. |
|
3.41 |
Οι παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος μπορεί επίσης να έχουν έσοδα από την πώληση της μη εμπορεύσιμης παραγωγής τους σε οικονομικά μη σημαντικές τιμές, π.χ. τα έσοδα μουσείου από την πώληση εισιτηρίων. Τα έσοδα αυτά αφορούν τη μη εμπορεύσιμη παραγωγή. Πάντως, αν και τα δύο είδη εσόδων (έσοδα από εισιτήρια και έσοδα από τις πωλήσεις αφισών και καρτών) είναι δύσκολο να διακριθούν, μπορούν να αντιμετωπίζονται όλα είτε ως έσοδα από εμπορεύσιμη παραγωγή είτε ως έσοδα από μη εμπορεύσιμη παραγωγή. Η επιλογή μεταξύ των δύο εναλλακτικών καταγραφών θα πρέπει να εξαρτάται από την υποτιθέμενη σχετική σημασία των δύο ειδών εσόδων (έσοδα από εισιτήρια σε σχέση με έσοδα από την πώληση αφισών και καρτών). |
Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της παραγωγής
|
3.42 |
Η παραγωγή πρέπει να καταγράφεται και να αποτιμάται όταν εξέρχεται από την παραγωγική διεργασία. |
|
3.43 |
Όλη η παραγωγή πρέπει να αποτιμάται σε βασικές τιμές, αλλά ισχύουν ειδικές συνθήκες για τα ακόλουθα:
|
|
3.44 |
Ορισμός: Η βασική τιμή είναι η τιμή που εισπράττει ο παραγωγός από τον αγοραστή για μια μονάδα αγαθού ή υπηρεσίας που παράγει, αφού αφαιρεθούν οι ενδεχόμενοι φόροι (δηλαδή φόροι επί των προϊόντων) που είναι καταβλητέοι για την εν λόγω μονάδα ως συνέπεια της παραγωγής ή της πώλησής της, και προστεθούν οι τυχόν επιδοτήσεις (δηλαδή επιδοτήσεις προϊόντων) που χορηγούνται στη μονάδα αυτή ως συνέπεια της παραγωγής ή της πώλησής της. Εξαιρούνται τυχόν μεταφορικά έξοδα τα οποία χρεώνονται ξεχωριστά από τον παραγωγό. Εξαιρούνται επίσης τα κέρδη και οι ζημίες κτήσης για χρηματοοικονομικά και μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. |
|
3.45 |
Η παραγωγή για ιδία τελική χρήση (P.12) αποτιμάται σε βασικές τιμές παρόμοιων προϊόντων που πωλούνται στην αγορά. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ή μεικτό εισόδημα για την εν λόγω παραγωγή. Ένα παράδειγμα είναι οι υπηρεσίες στέγασης λόγω ιδιοκατοίκησης που δημιουργούν καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα. Αν οι βασικές τιμές παρόμοιων προϊόντων δεν είναι διαθέσιμες, η παραγωγή για ιδία τελική χρήση θα πρέπει να αποτιμάται με βάση το κόστος παραγωγής με μια ανατίμηση (εκτός από τους παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος) για το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ή το μεικτό εισόδημα. |
|
3.46 |
Οι προσθήκες σε συνεχιζόμενες εργασίες αποτιμώνται με βάση την τρέχουσα βασική τιμή του έτοιμου προϊόντος. |
|
3.47 |
Για να εκτιμηθεί από πριν η αξία παραγωγής που θεωρείται ως συνεχιζόμενες εργασίες, η αξία βασίζεται στο πραγματικό κόστος που εμφανίζεται, με μια ανατίμηση (εκτός από τους παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος) για το εκτιμώμενο λειτουργικό πλεόνασμα ή το εκτιμώμενο μεικτό εισόδημα. Οι προσωρινές εκτιμήσεις αντικαθίστανται στη συνέχεια από τις εκτιμήσεις που θα προκύψουν με την κατανομή της πραγματικής αξίας (όταν θα είναι γνωστή) των έτοιμων προϊόντων κατά την περίοδο των συνεχιζόμενων εργασιών.
Η αξία της παραγωγής έτοιμων προϊόντων είναι το άθροισμα των αξιών:
|
|
3.48 |
Για κτίρια και κατασκευές που αγοράζονται ημιτελή, η αξία εκτιμάται με βάση το προσωρινό κόστος, περιλαμβανομένης και μιας ανατίμησης για το λειτουργικό πλεόνασμα ή το μεικτό εισόδημα. Η ανατίμηση αυτή προκύπτει όταν η αξία μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τις τιμές παρόμοιων κτιρίων και κατασκευών. Τα ποσά των τμηματικών πληρωμών μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προσέγγιση των αξιών του μεικτού σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου που έχει πραγματοποιήσει ο αγοραστής σε κάθε στάδιο, με την υπόθεση ότι δεν υπάρχουν προκαταβολές ή καθυστερημένες πληρωμές.
Αν τα έργα για μια κατασκευή για ίδιο λογαριασμό δεν έχουν ολοκληρωθεί σε μια λογιστική περίοδο, η αξία της παραγωγής εκτιμάται εφαρμόζοντας την ακόλουθη μέθοδο. Υπολογίζεται ο λόγος μεταξύ του κόστους που προέκυψε την τρέχουσα περίοδο και του συνολικού κόστους όλου του χρονικού διαστήματος της κατασκευής. Ο λόγος αυτός εφαρμόζεται στην εκτίμηση της συνολικής παραγωγής στην τρέχουσα βασική τιμή. Αν δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η αξία της έτοιμης κατασκευής στην τρέχουσα βασική τιμή, η αποτίμηση γίνεται μέσω του συνολικού κόστους παραγωγής με μια ανατίμηση (εκτός από τους παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος) για το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ή το μεικτό εισόδημα. Αν μέρος ή το σύνολο της εργασίας παρέχεται δωρεάν, όπως μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση κοινών κατασκευών από νοικοκυριά, στο κατ’ εκτίμηση συνολικό κόστος παραγωγής συμπεριλαμβάνεται μια εκτίμηση του κόστους εργασίας που θα προέκυπτε αν είχε χρησιμοποιηθεί αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, χρησιμοποιώντας τα ημερομίσθια που προσφέρονται για παρόμοιες εργασίες. |
|
3.49 |
Η συνολική παραγωγή ενός παραγωγού μη εμπορεύσιμου προϊόντος (τοπικής ΜΟΔ) αποτιμάται με βάση το συνολικό κόστος παραγωγής, π.χ. ως άθροισμα των ακόλουθων:
Οι πληρωμές τόκων (εξαιρουμένων των ΥΧΔΜΕ) δεν περιλαμβάνονται στο κόστος της μη εμπορεύσιμης παραγωγής. Επίσης, το κόστος της μη εμπορεύσιμης παραγωγής δεν περιλαμβάνει τεκμαρτή καθαρή απόδοση κεφαλαίου ούτε τεκμαρτό ενοίκιο για την αξία ενοικίασης των κτιρίων που δεν προορίζονται για κατοικία, τα οποία ανήκουν στον παραγωγό και χρησιμοποιούνται για μη εμπορεύσιμη παραγωγή. |
|
3.50 |
Η συνολική παραγωγή μιας θεσμικής μονάδας είναι το άθροισμα της συνολικής παραγωγής των τοπικών ΜΟΔ που την απαρτίζουν. Αυτό ισχύει επίσης και για θεσμικές μονάδες που είναι παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος. |
|
3.51 |
Αν δεν υπάρχει δευτερεύουσα εμπορεύσιμη παραγωγή από παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος, η μη εμπορεύσιμη παραγωγή αποτιμάται με βάση το κόστος παραγωγής. Στην περίπτωση ύπαρξης δευτερεύουσας εμπορεύσιμης παραγωγής από παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος, η μη εμπορεύσιμη παραγωγή αποτιμάται ως υπολειμματικό στοιχείο, δηλαδή ως το συνολικό κόστος της παραγωγής μείον τα έσοδα των παραγωγών από την εμπορεύσιμη παραγωγή. |
|
3.52 |
Η εμπορεύσιμη παραγωγή των παραγωγών μη εμπορεύσιμου προϊόντος αποτιμάται σε βασικές τιμές. Η συνολική παραγωγή μιας τοπικής ΜΟΔ που παράγει μη εμπορεύσιμο προϊόν και καλύπτει την εμπορεύσιμη παραγωγή, τη μη εμπορεύσιμη παραγωγή και την παραγωγή για ιδία τελική χρήση αποτιμάται με βάση το συνολικό κόστος παραγωγής. Η αξία της εμπορεύσιμης παραγωγής της προκύπτει από τα έσοδα που αποκομίζει από τις πωλήσεις των εμπορεύσιμων προϊόντων, ενώ η αξία της μη εμπορεύσιμης παραγωγής της προκύπτει ως υπολειμματικό στοιχείο, και συγκεκριμένα ως η διαφορά μεταξύ αφενός της αξίας της συνολικής παραγωγής και αφετέρου της αξίας της εμπορεύσιμης παραγωγής και της παραγωγής για ιδία τελική χρήση. Η αξία των εσόδων της από την πώληση μη εμπορεύσιμων αγαθών ή υπηρεσιών σε τιμές που δεν είναι οικονομικά σημαντικές δεν εμφανίζεται σ’ αυτούς τους υπολογισμούς —είναι μέρος της αξίας της μη εμπορεύσιμης παραγωγής της. |
|
3.53 |
Ακολουθεί, με τη σειρά των τομέων CPA, κατάλογος εξαιρέσεων και αποσαφηνίσεων όσον αφορά τον χρόνο καταγραφής και την αποτίμηση της παραγωγής. |
Προϊόντα γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (τομέας Α)
|
3.54 |
Η παραγωγή γεωργικών προϊόντων καταγράφεται σαν να παραγόταν συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της περιόδου παραγωγής (και όχι απλώς κατά τη στιγμή της συγκομιδής των φυτικών προϊόντων ή της σφαγής των ζώων).
Οι αναπτυσσόμενες καλλιέργειες, τα δέντρα προς υλοτομία και τα αποθέματα ψαριών ή ζωών που εκτρέφονται για διατροφική χρήση αντιμετωπίζονται ως αποθέματα συνεχιζόμενων εργασιών κατά τη διάρκεια της διεργασίας και μετατρέπονται σε αποθέματα έτοιμων προϊόντων όταν η διεργασία ολοκληρωθεί. Στην παραγωγή δεν περιλαμβάνονται τυχόν μεταβολές σε μη καλλιεργούμενους βιολογικούς πόρους, για παράδειγμα αύξηση των ζώων, των πτηνών, των ψαριών που ζουν σε άγρια κατάσταση ή αύξηση των μη καλλιεργούμενων δασών. |
Μεταποιημένα προϊόντα (τομέας Γ)· Κατασκευαστικές εργασίες (τομέας ΣΤ)
|
3.55 |
Αν η κατασκευή ενός κτιρίου ή άλλης κατασκευής καλύπτει περισσότερες από μία λογιστικές περιόδους, η παραγωγή κάθε περιόδου αντιμετωπίζεται σαν να πωλείται στον αγοραστή στο τέλος της περιόδου, δηλαδή καταγράφεται ως σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου από τον αγοραστή και όχι ως συνεχιζόμενες εργασίες του κατασκευαστικού κλάδου. Η παραγωγή αντιμετωπίζεται σαν να πωλείται στον αγοραστή σταδιακά. Αν η σύμβαση προβλέπει τμηματικές πληρωμές, ως προσέγγιση της αξίας της παραγωγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί η αξία των τμηματικών πληρωμών που γίνονται σε κάθε περίοδο. Αν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τον τελικό αγοραστή, το ημιτελές προϊόν που παράγεται σε κάθε περίοδο καταγράφεται ως συνεχιζόμενες εργασίες. |
Υπηρεσίες χονδρικού και λιανικού εμπορίου· υπηρεσίες επισκευής μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών (τομέας Ζ)
|
3.56 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών χονδρικού και λιανικού εμπορίου μετριέται με βάση τα εμπορικά κέρδη που επιτυγχάνουν για τα αγαθά που αγοράζουν προς μεταπώληση.
Ορισμός: Εμπορικό κέρδος είναι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής ή της τεκμαρτής τιμής πώλησης που εμφανίζεται για ένα αγαθό που αγοράζεται προς μεταπώληση και της τιμής που θα έπρεπε να πληρώσει ο διανομέας για να αντικαταστήσει το αγαθό αυτό τη στιγμή που πωλείται ή που διατίθεται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Τα εμπορικά κέρδη που επιτυγχάνονται για ορισμένα αγαθά μπορεί να είναι αρνητικά, αν οι τιμές πώλησής τους μειωθούν. Τα εμπορικά κέρδη είναι αρνητικά όταν τα αγαθά δεν πωλούνται, αλλά μένουν αδιάθετα ή κλέπτονται. Τα εμπορικά κέρδη για αγαθά που παρέχονται σε εργαζομένους ως εισόδημα εξαρτημένης εργασίας σε είδος ή αποσύρονται για τελική κατανάλωση από τους ιδιοκτήτες ισούνται με το μηδέν. Τα κέρδη και οι ζημίες κτήσης δεν περιλαμβάνονται στο εμπορικό κέρδος. Η παραγωγή ενός χονδρεμπόρου ή λιανεμπόρου προκύπτει από την ακόλουθη ταυτότητα:
|
Μεταφορά και αποθήκευση (τομέας Η)
|
3.57 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών μεταφορών μετριέται με βάση την αξία των εισπρακτέων ποσών για τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών. Η μεταφορά για ιδία χρήση μέσα σε μια τοπική ΜΟΔ θεωρείται βοηθητική δραστηριότητα και δεν επισημαίνεται ούτε καταγράφεται ξεχωριστά. |
|
3.58 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών αποθήκευσης μετριέται ως η αξία μιας προσθήκης σε συνεχιζόμενες εργασίες. Οι αυξήσεις στην τιμή των αγαθών που βρίσκονται στα αποθέματα δεν θα πρέπει να θεωρούνται συνεχιζόμενες εργασίες και παραγωγή, αλλά να αντιμετωπίζονται ως κέρδη κτήσης. Αν η αύξηση της αξίας αντικατοπτρίζει αύξηση της τιμής χωρίς μεταβολή της ποιότητας, τότε δεν υπάρχει περαιτέρω παραγωγή κατά την εν λόγω περίοδο επιπλέον του κόστους αποθήκευσης ή της ρητής αγοράς υπηρεσίας αποθήκευσης. Ωστόσο, η αύξηση της αξίας θεωρείται παραγωγή στις εξής τρεις περιπτώσεις:
|
|
3.59 |
Οι περισσότερες μεταβολές των τιμών των αγαθών που βρίσκονται στα αποθέματα δεν είναι προσθήκες σε συνεχιζόμενες εργασίες. Για να εκτιμηθεί η αύξηση της αξίας αποθηκευμένων αγαθών επιπλέον του κόστους αποθήκευσης, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί η αναμενόμενη αύξηση της αξίας πέραν του γενικού ποσοστού του πληθωρισμού σε μια προκαθορισμένη περίοδο. Τυχόν κέρδη που προκύπτουν εκτός της προκαθορισμένης περιόδου εξακολουθούν να καταγράφονται ως κέρδη ή ζημίες κτήσης.
Στις υπηρεσίες αποθήκευσης δεν περιλαμβάνονται τυχόν μεταβολές των τιμών λόγω της κτήσης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, τιμαλφών ή άλλων μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων όπως η γη και τα κτίρια. |
|
3.60 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών ταξιδιωτικών πρακτορείων μετριέται με βάση την αξία των ποσών που χρεώνουν τα πρακτορεία (αμοιβές ή προμήθειες) και όχι με βάση το σύνολο των δαπανών που καταβάλλουν οι ταξιδιώτες στο πρακτορείο, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων μεταφοράς από τρίτους. |
|
3.61 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών μετριέται με βάση το σύνολο των δαπανών που καταβάλλουν οι ταξιδιώτες στους διοργανωτές. |
|
3.62 |
Η διάκριση μεταξύ των υπηρεσιών ταξιδιωτικών πρακτορείων και των υπηρεσιών διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών είναι ότι οι υπηρεσίες ταξιδιωτικών πρακτορείων συνίστανται μόνο στη διαμεσολάβηση για λογαριασμό του ταξιδιώτη, ενώ οι υπηρεσίες των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών δημιουργούν ένα νέο προϊόν, δηλαδή ένα οργανωμένο ταξίδι, που έχει διάφορες συνιστώσες όπως η μετακίνηση, η διαμονή και η ψυχαγωγία. |
Υπηρεσίες διαμονής και υπηρεσίες εστίασης (τομέας Ι)
|
3.63 |
Η αξία της παραγωγής των υπηρεσιών των ξενοδοχείων, των εστιατορίων και των καφενείων/καφετεριών περιλαμβάνει την αξία των τροφίμων, των ποτών κ.λπ. που καταναλώνονται. |
Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (τομέας ΙΑ): παραγωγή της κεντρικής τράπεζας
Η κεντρική τράπεζα παρέχει τις ακόλουθες υπηρεσίες:
|
α) |
υπηρεσίες νομισματικής πολιτικής· |
|
β) |
υπηρεσίες χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης· |
|
γ) |
εποπτικές υπηρεσίες για την επίβλεψη χρηματοοικονομικών εταιρειών. |
Η παραγωγή της κεντρικής τράπεζας μετριέται ως το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων κόστους της.
Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (τομέας ΙΑ): χρηματοοικονομικές υπηρεσίες γενικά
Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αποτελούνται από τις ακόλουθες υπηρεσίες:
|
α) |
χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση (συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εταιρειών και των ταμείων συντάξεων)· |
|
β) |
υπηρεσίες επικουρικών χρηματοοικονομικών οργανισμών και φορέων· και |
|
γ) |
λοιπές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. |
|
3.64 |
Η χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση είναι διαχείριση χρηματοοικονομικού κινδύνου και μετατροπή ρευστότητας. Οι εταιρείες που συμμετέχουν σε τέτοιες δραστηριότητες αποκτούν κεφάλαια, π.χ., δεχόμενες καταθέσεις και εκδίδοντας γραμμάτια, ομολογίες και άλλα χρεόγραφα. Οι εταιρείες χρησιμοποιούν αυτά τα κεφάλαια καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους για να αποκτήσουν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία χορηγώντας δάνεια σε τρίτους και αγοράζοντας γραμμάτια, ομολογίες ή άλλα χρεόγραφα. Η χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση περιλαμβάνει τις υπηρεσίες ασφαλιστικών εταιρειών και ταμείων συντάξεων. |
|
3.65 |
Οι επικουρικές χρηματοοικονομικές δραστηριότητες διευκολύνουν τη διαχείριση του κινδύνου και τη μετατροπή ρευστότητας. Οι επικουρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί και φορείς ενεργούν εξ ονόματος άλλων μονάδων και δεν αναλαμβάνουν οι ίδιοι κινδύνους επωμιζόμενοι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις ή αποκτώντας χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ως μέρος μιας υπηρεσίας διαμεσολάβησης. |
|
3.66 |
Στις άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες περιλαμβάνονται υπηρεσίες παρακολούθησης, όπως η παρακολούθηση της αγοράς μετοχών και ομολογιών, υπηρεσίες ασφάλειας, όπως η φύλαξη ακριβών κοσμημάτων και σημαντικών εγγράφων, και υπηρεσίες εμπορικών συναλλαγών, όπως οι αγοραπωλησίες ξένου συναλλάγματος και η διαπραγμάτευση τίτλων. |
|
3.67 |
Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες παράγονται σχεδόν αποκλειστικά από χρηματοοικονομικούς οργανισμούς λόγω της αυστηρής εποπτείας των εν λόγω υπηρεσιών. Για παράδειγμα, αν ένας λιανέμπορος θέλει να προσφέρει πιστωτικές διευκολύνσεις στους πελάτες του, οι πιστωτικές διευκολύνσεις προσφέρονται συνήθως από θυγατρική χρηματοοικονομική εταιρεία του λιανεμπόρου ή από άλλον εξειδικευμένο χρηματοοικονομικό οργανισμό. |
|
3.68 |
Η πληρωμή των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών πραγματοποιείται άμεσα ή έμμεσα. Μερικές συναλλαγές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να ενέχουν τόσο άμεσες όσο και έμμεσες χρεώσεις. Η παροχή και η χρέωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών πραγματοποιείται με τέσσερις κύριους τρόπους:
|
Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται έναντι άμεσης πληρωμής
|
3.69 |
Αυτές οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες παρέχονται έναντι συγκεκριμένης πληρωμής και καλύπτουν ευρύ φάσμα υπηρεσιών που είναι δυνατόν να παρέχονται από διάφορα είδη χρηματοοικονομικών οργανισμών. Τα παρακάτω παραδείγματα παρουσιάζουν τη φύση των υπηρεσιών που χρεώνονται άμεσα:
|
Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που πληρώνονται μέσω χρέωσης τόκων
|
3.70 |
Για παράδειγμα, στη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση, ένας χρηματοοικονομικός οργανισμός, π.χ. μια τράπεζα, δέχεται καταθέσεις από μονάδες που επιθυμούν να εισπράττουν τόκους από κεφάλαια τα οποία δεν χρησιμοποιούν άμεσα και τα δανείζει σε άλλες μονάδες των οποίων τα κεφάλαια δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών τους. Έτσι, η τράπεζα παρέχει έναν μηχανισμό που επιτρέπει στην πρώτη μονάδα να δανείζει τη δεύτερη. Καθένα από τα δύο μέρη πληρώνει αμοιβή στην τράπεζα για την παρεχόμενη υπηρεσία: η μονάδα που δανείζει κεφάλαια πληρώνει αποδεχόμενη επιτόκιο χαμηλότερο του επιτοκίου «αναφοράς», ενώ η μονάδα που δανείζεται κεφάλαια πληρώνει αποδεχόμενη επιτόκιο υψηλότερο του επιτοκίου «αναφοράς». Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που πληρώνουν οι δανειζόμενοι στις τράπεζες και του επιτοκίου που καταβάλλεται πραγματικά στους καταθέτες αποτελεί χρέωση για ΥΧΔΜΕ. |
|
3.71 |
Το ποσό των κεφαλαίων που δανείζει ένας χρηματοοικονομικός οργανισμός σπανίως αντιστοιχεί επακριβώς στο ποσό που έχει κατατεθεί σ’ αυτόν. Μέρος των χρημάτων μπορεί να έχει κατατεθεί, αλλά να μην έχει χορηγηθεί ακόμη ως δάνειο. Μερικά δάνεια μπορεί να χρηματοδοτούνται από ίδια κεφάλαια της τράπεζας και όχι από δανεισθέντα κεφάλαια. Ανεξαρτήτως της πηγής χρηματοδότησης, παρέχεται μια υπηρεσία για τα προσφερόμενα δάνεια και καταθέσεις. Για όλα τα δάνεια και όλες τις καταθέσεις τεκμαίρονται ΥΧΔΜΕ. Οι εν λόγω έμμεσες χρεώσεις εφαρμόζονται μόνο στα δάνεια που παρέχονται από χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και στις καταθέσεις που γίνονται σ’ αυτούς. |
|
3.72 |
Το επιτόκιο αναφοράς βρίσκεται μεταξύ των τραπεζικών επιτοκίων για τις καταθέσεις και για τα δάνεια. Δεν αντιστοιχεί στον αριθμητικό μέσο όρο των επιτοκίων που ισχύουν για τα δάνεια ή τις καταθέσεις. Μια ενδεδειγμένη επιλογή είναι το επιτόκιο που εφαρμόζεται για τα διατραπεζικά δάνεια. Ωστόσο, χρειάζονται διαφορετικά επιτόκια αναφοράς για κάθε νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα δάνεια και οι καταθέσεις, ιδίως όταν συμμετέχει χρηματοοικονομικός οργανισμός που δεν είναι μόνιμος κάτοικος.
Οι ΥΧΔΜΕ περιγράφονται αναλυτικά στο κεφάλαιο 14. |
Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που αποτελούνται από την απόκτηση και τη διάθεση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές
|
3.73 |
Όταν ένας χρηματοοικονομικός οργανισμός προσφέρει ένα χρεόγραφο (π.χ. μια συναλλαγματική ή μια ομολογία) προς πώληση, χρεώνονται έξοδα λειτουργίας (δηλ. μια προμήθεια). Η τιμή αγοράς (ζητούμενη τιμή) ισούται με την εκτιμώμενη αγοραία αξία του χρεογράφου συν ένα περιθώριο. Μια άλλη χρέωση επιβάλλεται όταν πωλείται ένα χρεόγραφο, οπότε η τιμή που προσφέρεται στον πωλητή (προσφερόμενη τιμή) ισούται με την αγοραία αξία μείον ένα περιθώριο. Περιθώρια μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησης εφαρμόζονται και σε περίπτωση αγοραπωλησίας συμμετοχικών τίτλων, μεριδίων εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου και ξένων νομισμάτων. Τα εν λόγω περιθώρια αφορούν την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. |
Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών συστημάτων, των οποίων η δραστηριότητα χρηματοδοτείται μέσω χρέωσης ασφαλιστικών εισφορών και από την εισοδηματική απόδοση των αποταμιεύσεων
|
3.74 |
Οι ακόλουθες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες εμπίπτουν στον ανωτέρω τίτλο. Καθεμία απ’ αυτές έχει ως αποτέλεσμα την αναδιανομή των κεφαλαίων.
|
Υπηρεσίες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (τομέας ΙΒ)
|
3.75 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών στέγασης λόγω ιδιοκατοίκησης αποτιμάται με βάση την εκτιμώμενη αξία του ενοικίου που θα πλήρωνε ο ένοικος για την ίδια κατοικία, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η τοποθεσία, τα πλεονεκτήματα της περιοχής κ.λπ., καθώς και το μέγεθος και την ποιότητα της ίδιας της κατοικίας. Για κλειστούς χώρους στάθμευσης ξεχωριστούς από την κατοικία, τους οποίους χρησιμοποιεί ο ιδιοκτήτης για σκοπούς τελικής κατανάλωσης σχετικούς με τη χρήση της κατοικίας, πρέπει να γίνεται ο ίδιος τεκμαρτός υπολογισμός. Η μισθωτική αξία ιδιόκτητων κατοικιών στο εξωτερικό, π.χ. κατοικίες για διακοπές, δεν θα πρέπει να καταγράφεται ως μέρος της εγχώριας παραγωγής, αλλά ως εισαγωγές υπηρεσιών, και το αντίστοιχο καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ως πρωτογενές εισόδημα που προέρχεται από την αλλοδαπή. Για ιδιοκατοίκηση κατοικιών που ανήκουν σε μη μόνιμους κατοίκους, γίνονται ανάλογες εγγραφές. Για ιδιοκατοίκηση διαμερισμάτων χρονομεριστικής μίσθωσης, καταγράφεται ένα ποσοστό της χρέωσης για έξοδα λειτουργίας. |
|
3.76 |
Για να εκτιμηθεί η αξία των υπηρεσιών στέγασης λόγω ιδιοκατοίκησης, χρησιμοποιείται η μέθοδος της διαστρωμάτωσης. Το απόθεμα κατοικιών διαστρωματοποιείται ανά τοποθεσία, είδος κατοικίας και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν το ενοίκιο. Για να εκτιμηθεί η μισθωτική αξία του συνολικού αποθέματος κατοικιών, χρησιμοποιούνται πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά μισθώματα ενοικιαζόμενων κατοικιών. Το μέσο πραγματικό ενοίκιο ανά στρώμα εφαρμόζεται στο σύνολο των κατοικιών του συγκεκριμένου αυτού στρώματος. Αν οι πληροφορίες για τα μισθώματα προέρχονται από δειγματοληπτικές έρευνες, η αναγωγή στο συνολικό απόθεμα ενοικιαζόμενων κατοικιών αφορά τόσο ένα μέρος των ενοικιασμένων όσο και όλες τις ιδιοκατοικούμενες κατοικίες. Η λεπτομερής διαδικασία για τον καθορισμό ενός ενοικίου ανά στρώμα εφαρμόζεται, συνήθως, για ένα έτος βάσης και στη συνέχεια παρεκβάλλεται στις μεταγενέστερες περιόδους. |
|
3.77 |
Το ενοίκιο που εφαρμόζεται στις ιδιοκατοικούμενες κατοικίες όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος της διαστρωμάτωσης ορίζεται ως το ενοίκιο της ιδιωτικής αγοράς που καταβάλλεται για το δικαίωμα χρήσης μιας ανεπίπλωτης κατοικίας. Για τον καθορισμό των τεκμαρτών ενοικίων χρησιμοποιούνται τα ενοίκια των ανεπίπλωτων κατοικιών από όλα τα συμβόλαια της ιδιωτικής αγοράς. Περιλαμβάνονται και τα ενοίκια της ιδιωτικής αγοράς που βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο λόγω κρατικής ρύθμισης. Αν η πηγή πληροφόρησης είναι ο ενοικιαστής, το παρατηρούμενο ενοίκιο διορθώνεται προσθέτοντας σ’ αυτό κάθε ειδικό επίδομα ενοικίου, το οποίο καταβάλλεται απευθείας στον εκμισθωτή. Αν το μέγεθος του δείγματος για τα παρατηρούμενα ενοίκια, όπως καθορίζονται ανωτέρω, δεν είναι αρκετά μεγάλο, για τον υπολογισμό των τεκμαρτών ενοικίων μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν τα παρατηρούμενα ενοίκια για επιπλωμένες κατοικίες, με την προϋπόθεση ότι προσαρμόζονται ώστε να εξαιρείται η δαπάνη για τη χρήση των επίπλων. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν προσαυξημένα τα ενοίκια των κατοικιών κρατικής ιδιοκτησίας. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα χαμηλά ενοίκια για τις κατοικίες που ενοικιάζονται σε συγγενείς ή σε υπαλλήλους. |
|
3.78 |
Η μέθοδος της διαστρωμάτωσης χρησιμοποιείται για την «αναγωγή» στο σύνολο των ενοικιαζόμενων κατοικιών. Το μέσο ενοίκιο για τον υπολογισμό των τεκμαρτών ενοικίων, όπως περιγράφεται πιο πάνω, μπορεί να μην είναι κατάλληλο για ορισμένα τμήματα της αγοράς ενοικίων. Για παράδειγμα, τα προσαρμοσμένα με μείωση ενοίκια για τις επιπλωμένες κατοικίες ή τα προσαυξημένα ενοίκια κατοικιών κρατικής ιδιοκτησίας δεν είναι κατάλληλα για τις αντίστοιχες πραγματικά ενοικιαζόμενες κατοικίες. Στην περίπτωση αυτή, απαιτούνται ξεχωριστά στρώματα για τις πραγματικά ενοικιαζόμενες επιπλωμένες ή κοινωνικές κατοικίες σε συνδυασμό με τα κατάλληλα μέσα ενοίκια. |
|
3.79 |
Αν δεν υπάρχει αρκετά μεγάλη αγορά ενοικιαζόμενων κατοικιών, όταν η στεγαστική αγορά χαρακτηρίζεται από ιδιοκατοικούμενες κατοικίες, για τις ιδιοκατοικούμενες κατοικίες εφαρμόζεται η μέθοδος του κόστους για τον χρήστη.
Σύμφωνα με τη μέθοδο του κόστους για τον χρήστη, η παραγωγή των υπηρεσιών στέγασης είναι το σύνολο της ενδιάμεσης ανάλωσης, της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου, των λοιπών φόρων μείον τις επιδοτήσεις παραγωγής και του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος (ΚΛΠ). Το ΚΛΠ υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός σταθερού πραγματικού ετήσιου ποσοστού απόδοσης στην καθαρή αξία του αποθέματος των ιδιοκατοικούμενων κατοικιών σε τρέχουσες τιμές (κόστος αντικατάστασης). |
|
3.80 |
Το προϊόν των υπηρεσιών ακινήτων για μη οικιστικά κτίρια μετριέται με βάση την αξία των πληρωτέων μισθωμάτων. |
Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές υπηρεσίες (τομέας ΙΓ)· Διοικητικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υποστήριξης (τομέας ΙΔ)
|
3.81 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών λειτουργικής μίσθωσης, όπως η εκμίσθωση μηχανημάτων ή εξοπλισμού, μετριέται με βάση την αξία των πληρωθέντων μισθωμάτων. Η λειτουργική μίσθωση διαφέρει από τη χρηματοδοτική μίσθωση: η χρηματοδοτική μίσθωση χρηματοδοτεί την απόκτηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, μέσω δανείου που χορηγεί ο εκμισθωτής στον μισθωτή. Οι πληρωμές χρηματοδοτικής μίσθωσης αποτελούνται από την εξόφληση του αρχικού κεφαλαίου και των τόκων, με μια μικρή χρέωση για τις παρασχεθείσες άμεσες υπηρεσίες (βλ. κεφάλαιο 15: Συμβόλαια, μισθώσεις και άδειες). |
|
3.82 |
Η έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) είναι η δημιουργική εργασία που αναλαμβάνεται σε συστηματική βάση με σκοπό την αύξηση των αποθεμάτων γνώσεων και τη χρήση αυτών των αποθεμάτων γνώσεων για την επινόηση ή την ανάπτυξη νέων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης των προηγούμενων εκδόσεων ή των χαρακτηριστικών υφιστάμενων προϊόντων, ή για την ανακάλυψη ή την ανάπτυξη νέων ή αποτελεσματικότερων διεργασιών παραγωγής. Όταν το μέγεθος της Ε&Α είναι σημαντικό σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα, καταγράφεται ως δευτερεύουσα δραστηριότητα της τοπικής ΜΟΔ. Όποτε είναι δυνατό, διακρίνεται μια ξεχωριστή τοπική ΜΟΔ για Ε&Α. |
|
3.83 |
Η παραγωγή των υπηρεσιών Ε&Α μετριέται ως εξής:
Η δαπάνη για Ε&Α διακρίνεται από τη δαπάνη για εκπαίδευση και κατάρτιση. Η δαπάνη για Ε&Α δεν περιλαμβάνει το κόστος της ανάπτυξης λογισμικού ως κύριας ή δευτερεύουσας δραστηριότητας. |
Υπηρεσίες δημόσιας διοίκησης και άμυνας, υπηρεσίες υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (τομέας ΙΕ)
|
3.84 |
Οι υπηρεσίες δημόσιας διοίκησης, οι υπηρεσίες άμυνας και οι υπηρεσίες υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης παρέχονται ως μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες και αποτιμώνται με τον ανάλογο τρόπο. |
Εκπαιδευτικές υπηρεσίες (τομέας ΙΣΤ)· Υπηρεσίες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα (τομέας ΙΖ)
|
3.85 |
Για τις υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των παραγωγών εμπορεύσιμου προϊόντος και των παραγωγών μη εμπορεύσιμου προϊόντος, καθώς και μεταξύ της εμπορεύσιμης και της μη εμπορεύσιμης παραγωγής τους. Για παράδειγμα, για ορισμένους τύπους εκπαίδευσης και ιατρικής περίθαλψης μπορεί να ζητούνται συμβολικές αμοιβές από φορείς της γενικής κυβέρνησης (ή από άλλους φορείς λόγω ειδικών επιδοτήσεων), όμως για άλλες εκπαιδευτικές υπηρεσίες και για ειδικές μορφές υγειονομικής περίθαλψης αυτοί οι φορείς μπορεί να χρεώνουν σύμφωνα με τις τιμές της αγοράς. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η παροχή του ίδιου τύπου υπηρεσίας (π.χ. τριτοβάθμια εκπαίδευση) αφενός από φορείς της γενικής κυβέρνησης και αφετέρου από εμπορικά ιδρύματα.
Οι υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας δεν περιλαμβάνουν δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης· οι υπηρεσίες υγείας δεν περιλαμβάνουν την εκπαίδευση για υγειονομική περίθαλψη π.χ. από πανεπιστημιακά νοσοκομεία. |
Υπηρεσίες σχετικές με τις τέχνες, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία (τομέας ΙΗ)· Άλλες υπηρεσίες (τομέας ΙΘ)
|
3.86 |
Η παραγωγή βιβλίων, εγγραφών ήχου και εικόνας, κινηματογραφικών ταινιών, λογισμικού, ταινιών ήχου, δίσκων κ.λπ. είναι μια διεργασία με δύο βαθμίδες που μετριέται αντιστοίχως ως εξής:
|
Ιδιωτικά νοικοκυριά ως εργοδότες (τομέας Κ)
|
3.87 |
Η παραγωγή οικιακών υπηρεσιών με την απασχόληση αμειβόμενου οικιακού προσωπικού αποτιμάται με βάση την καταβολή εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας· στο εισόδημα αυτό περιλαμβάνονται τυχόν αμοιβές σε είδος, όπως τροφή ή στέγη. |
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΝΑΛΩΣΗ (P.2)
|
3.88 |
Ορισμός: Η ενδιάμεση ανάλωση αποτελείται από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αναλώνονται ως εισροές για μια παραγωγική διεργασία, εξαιρουμένων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων των οποίων η ανάλωση καταγράφεται ως ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. Αυτά τα αγαθά και οι υπηρεσίες είτε μετασχηματίζονται είτε εξαντλούνται τελείως κατά την παραγωγική διεργασία. |
|
3.89 |
Στην ενδιάμεση ανάλωση περιλαμβάνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις:
|
|
3.90 |
Η ενδιάμεση ανάλωση δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
|
Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της ενδιάμεσης ανάλωσης
|
3.91 |
Τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για ενδιάμεση ανάλωση καταγράφονται και αποτιμώνται τη στιγμή που εισέρχονται στην παραγωγική διεργασία. Αποτιμώνται με βάση τις τιμές αγοραστή για παρόμοια αγαθά κατά την περίοδο χρήσης. |
|
3.92 |
Οι παραγωγικές μονάδες δεν καταγράφουν άμεσα τη χρήση αγαθών για παραγωγή. Καταγράφουν τις αγορές που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως εισροές, μείον την αύξηση των ποσοτήτων των αγαθών αυτών που τηρούνται ως αποθέματα. |
ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (P.3, P.4)
|
3.93 |
Χρησιμοποιούνται δύο έννοιες τελικής κατανάλωσης:
Η τελική καταναλωτική δαπάνη είναι η δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από τα νοικοκυριά, τα ΜΚΙΕΝ και τη γενική κυβέρνηση για την ικανοποίηση ατομικών και συλλογικών αναγκών. Αντίθετα, η πραγματική τελική κατανάλωση αφορά την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών από τους τομείς αυτούς. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο εννοιών έγκειται στην αντιμετώπιση ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών που χρηματοδοτούνται από τη γενική κυβέρνηση ή από ΜΚΙΕΝ, αλλά παρέχονται στα νοικοκυριά ως κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος. |
Τελική καταναλωτική δαπάνη (P.3)
|
3.94 |
Ορισμός: Η τελική καταναλωτική δαπάνη αποτελείται από τις δαπάνες θεσμικών μονάδων μόνιμων κατοίκων για αγαθά ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για την άμεση ικανοποίηση ατομικών αναγκών ή επιθυμιών ή των συλλογικών αναγκών των μελών της κοινότητας. |
|
3.95 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών περιλαμβάνει τα ακόλουθα παραδείγματα:
|
|
3.96 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
|
|
3.97 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη των ΜΚΙΕΝ περιλαμβάνει δύο ξεχωριστές κατηγορίες:
|
|
3.98 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη (P.3) της γενικής κυβέρνησης περιλαμβάνει δύο κατηγορίες δαπανών, παρόμοιες με τις δαπάνες των ΜΚΙΕΝ:
|
|
3.99 |
Οι εταιρείες δεν πραγματοποιούν τελικές καταναλωτικές δαπάνες. Οι εκ μέρους τους αγορές αγαθών ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούν τα νοικοκυριά για τελική κατανάλωση είτε χρησιμοποιούνται για ενδιάμεση ανάλωση είτε παρέχονται στους εργαζομένους τους ως εισόδημα εξαρτημένης εργασίας σε είδος, δηλαδή τεκμαρτή τελική καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών. |
Πραγματική τελική κατανάλωση (P.4)
|
3.100 |
Ορισμός: Η πραγματική τελική κατανάλωση περιλαμβάνει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες τα οποία αποκτούν θεσμικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι για την άμεση ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών, ατομικών ή συλλογικών. |
|
3.101 |
Ορισμός: Τα αγαθά και οι υπηρεσίες για ατομική κατανάλωση («ατομικά αγαθά και υπηρεσίες») είναι αγαθά και υπηρεσίες που αποκτώνται από ένα νοικοκυριό και χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών των μελών αυτού του νοικοκυριού. Τα ατομικά αγαθά και υπηρεσίες έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
|
|
3.102 |
Ορισμός: Οι συλλογικές υπηρεσίες είναι υπηρεσίες για συλλογική κατανάλωση που παρέχονται ταυτόχρονα σε όλα τα μέλη της κοινότητας ή όλα τα μέλη ενός ιδιαίτερου τμήματος της κοινότητας, π.χ. σε όλα τα νοικοκυριά που ζουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Οι συλλογικές υπηρεσίες έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
|
|
3.103 |
Όλες οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών είναι ατομικές. Όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παρέχονται από ΜΚΙΕΝ αντιμετωπίζονται ως ατομικά. |
|
3.104 |
Για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παρέχονται από μονάδες της γενικής κυβέρνησης, το όριο μεταξύ ιδιωτικών και συλλογικών αγαθών και υπηρεσιών χαράσσεται με βάση την ταξινόμηση των κρατικών λειτουργιών (COFOG).
Όλες οι κρατικές δαπάνες για τελική κατανάλωση στο πλαίσιο των ακόλουθων τίτλων αντιμετωπίζονται ως δαπάνες για ατομική κατανάλωση:
|
|
3.105 |
Εναλλακτικά, η ατομική καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης αντιστοιχεί στο τμήμα 14 της ταξινόμησης της ατομικής κατανάλωσης με βάση τον σκοπό (Coicop), που περιλαμβάνει τις ακόλουθες ομάδες:
|
|
3.106 |
Η συλλογική καταναλωτική δαπάνη είναι το υπόλοιπο της τελικής καταναλωτικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης.
Αποτελούνται από τις εξής ομάδες της COFOG:
|
|
3.107 |
Οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εννοιών της κατανάλωσης που χρησιμοποιούνται μπορούν να συνοψιστούν στον πίνακα 3.2:
Πίνακας 3.2 — Τομέας που πραγματοποιεί τη δαπάνη
|
||||||||||||||||||||||||||
|
3.108 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη των ΜΚΙΕΝ είναι στο σύνολό της ατομική. Η συνολική πραγματική τελική κατανάλωση ισούται με το άθροισμα της πραγματικής τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών και της πραγματικής τελικής κατανάλωσης της γενικής κυβέρνησης. |
|
3.109 |
Δεν υπάρχουν κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος προς και από την αλλοδαπή (αν και υπάρχουν τέτοιες μεταβιβάσεις με νομισματικούς όρους). Η συνολική πραγματική τελική κατανάλωση ισούται με τη συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη. |
Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της τελικής καταναλωτικής δαπάνης
|
3.110 |
Η δαπάνη για ένα αγαθό καταγράφεται τη στιγμή που αλλάζει η κυριότητά του· η δαπάνη για μια υπηρεσία καταγράφεται όταν ολοκληρωθεί η παροχή της υπηρεσίας. |
|
3.111 |
Η δαπάνη για αγαθά που αποκτώνται στο πλαίσιο αγοράς με δόσεις ή παρόμοιας πιστωτικής συμφωνίας, καθώς και στο πλαίσιο χρηματοδοτικής μίσθωσης, καταγράφεται κατά τη στιγμή της παράδοσης των αγαθών, ακόμη και αν δεν γίνεται αλλαγή της κυριότητας σ’ αυτό το χρονικό σημείο. |
|
3.112 |
Η κατανάλωση για ίδιο λογαριασμό καταγράφεται όταν παράγεται το προϊόν που κρατείται για ιδία τελική κατανάλωση. |
|
3.113 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών καταγράφεται σε τιμές αγοραστή. Αυτή είναι η τιμή που πληρώνει πραγματικά ο αγοραστής για τα προϊόντα τη στιγμή της αγοράς. Λεπτομερέστερος ορισμός δίνεται στο σημείο 3.06. |
|
3.114 |
Τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παρέχονται ως εισόδημα εξαρτημένης εργασίας σε είδος αποτιμώνται σε βασικές τιμές όταν παράγονται από τον εργοδότη και σε τιμές αγοραστή για τον εργοδότη όταν αγοράζονται από τον εργοδότη. |
|
3.115 |
Αγαθά ή υπηρεσίες που κρατούνται για ιδιοκατανάλωση αποτιμώνται σε βασικές τιμές. |
|
3.116 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης ή των ΜΚΙΕΝ για προϊόντα που παράγονται από τους ίδιους καταγράφονται τη στιγμή που παράγονται, που είναι επίσης και η στιγμή της παροχής των υπηρεσιών αυτών από τη γενική κυβέρνηση ή τα ΜΚΙΕΝ. Για την τελική καταναλωτική δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες που παρέχονται μέσω παραγωγών εμπορεύσιμου προϊόντος, ο χρόνος παράδοσης είναι ο χρόνος καταγραφής. |
|
3.117 |
Η τελική καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (P.3) ή των ΜΚΙΕΝ ισούται με το άθροισμα της επιμέρους παραγωγής τους (P.1), συν τη δαπάνη για προϊόντα που παρέχονται σε νοικοκυριά μέσω παραγωγών εμπορεύσιμου προϊόντος, μέρος των κοινωνικών μεταβιβάσεων σε είδος (D.632), μείον τις πληρωμές από άλλες μονάδες, την εμπορεύσιμη παραγωγή (P.11) και τις πληρωμές για μη εμπορεύσιμη παραγωγή (P.13), μείον τον σχηματισμό κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό (P.12). |
Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης της πραγματικής τελικής κατανάλωσης
|
3.118 |
Τα αγαθά και οι υπηρεσίες αποκτώνται από θεσμικές μονάδες όταν αυτές γίνονται οι νέοι ιδιοκτήτες των αγαθών και όταν ολοκληρώνεται η παροχή των υπηρεσιών σ’ αυτές. |
|
3.119 |
Οι αποκτήσεις (πραγματική τελική κατανάλωση) αποτιμώνται σε τιμές αγοραστή για τις μονάδες που πραγματοποιούν τις δαπάνες. |
|
3.120 |
Οι μεταβιβάσεις σε είδος, εκτός από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος, από τη γενική κυβέρνηση και από ΜΚΙΕΝ αντιμετωπίζονται σαν να ήταν μεταβιβάσεις σε χρήμα. Κατά συνέπεια, οι αξίες των αγαθών ή των υπηρεσιών καταγράφονται ως δαπάνες από τις θεσμικές μονάδες ή τους τομείς που τα αποκτούν. |
|
3.121 |
Οι αξίες των δύο συγκεντρωτικών μεγεθών, δηλαδή της τελικής καταναλωτικής δαπάνης και της πραγματικής τελικής κατανάλωσης, είναι οι ίδιες. Τα αγαθά και οι υπηρεσίες που αποκτώνται από νοικοκυριά μόνιμους κατοίκους μέσω κοινωνικών μεταβιβάσεων σε είδος αποτιμώνται με βάση τις ίδιες τιμές με τις οποίες αποτιμώνται στα συγκεντρωτικά μεγέθη των δαπανών. |
ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (P.5)
|
3.122 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου αποτελείται από τα ακόλουθα:
|
|
3.123 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου μετριέται ως ακαθάριστη ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. Ο καθαρός σχηματισμός κεφαλαίου υπολογίζεται με την αφαίρεση της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου από τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου. |
Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (P.51ζ)
|
3.124 |
Ορισμός: Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (P.51) αποτελείται από τις αποκτήσεις, μείον τις διαθέσεις, εκ μέρους παραγωγών μόνιμων κατοίκων, πάγιων περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου, συν ορισμένες προσθήκες στην αξία μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων που επιτυγχάνονται με την παραγωγική δραστηριότητα του παραγωγού ή των θεσμικών μονάδων. Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία είναι παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή για διάστημα μεγαλύτερο του έτους. |
|
3.125 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αποτελείται από θετικά και αρνητικά μεγέθη:
|
|
3.126 |
Το σκέλος της διάθεσης πάγιων περιουσιακών στοιχείων δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
|
|
3.127 |
Διακρίνονται οι ακόλουθοι τύποι ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου:
|
|
3.128 |
Οι εκτεταμένες βελτιώσεις της γης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Οι δραστηριότητες αυτές μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία σημαντικών νέων κατασκευών όπως τοίχων, αντιπλημμυρικών φραγμάτων και αναχωμάτων, αυτά όμως δεν χρησιμοποιούνται άμεσα για την παραγωγή άλλων αγαθών και υπηρεσιών αλλά για την απόκτηση περισσότερης ή καλύτερης γης, και στην παραγωγή χρησιμοποιείται η γη, που αποτελεί μη παραχθέν περιουσιακό στοιχείο. Για παράδειγμα, ένα φράγμα που κατασκευάζεται για την παραγωγή ηλεκτρισμού εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό από ένα φράγμα που έχει κατασκευαστεί για να εμποδίζει την κατάκλυση της γης από τη θάλασσα. Μόνο η κατασκευή φραγμάτων του δεύτερου είδους ταξινομείται ως βελτίωση της γης. |
|
3.129 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου περιλαμβάνει τις εξής οριακές περιπτώσεις:
|
|
3.130 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
|
|
3.131 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου με τη μορφή βελτιώσεων σε υπάρχοντα πάγια περιουσιακά στοιχεία καταγράφεται ως απόκτηση νέων πάγιων περιουσιακών στοιχείων του ίδιου είδους. |
|
3.132 |
Τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι αποτέλεσμα έρευνας και ανάπτυξης, μελέτης ή καινοτομίας που οδηγεί στη δημιουργία γνώσης, η δε χρήση τους περιορίζεται από τον νόμο ή από άλλα μέσα προστασίας.
Παραδείγματα περιουσιακών στοιχείων πνευματικής ιδιοκτησίας είναι τα ακόλουθα:
|
|
3.133 |
Τόσο για τα πάγια περιουσιακά στοιχεία όσο και για τα μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, το κόστος μεταβίβασης της κυριότητας που βαρύνει τον νέο ιδιοκτήτη αποτελείται από τα ακόλουθα:
Όλα αυτά τα στοιχεία κόστους πρέπει να καταγράφονται ως ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου από τον νέο ιδιοκτήτη. |
Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου
|
3.134 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου καταγράφεται όταν η κυριότητα των πάγιων περιουσιακών στοιχείων μεταβιβάζεται στη θεσμική μονάδα που προτίθεται να τα χρησιμοποιήσει για παραγωγή.
Ο κανόνας αυτός τροποποιείται:
|
|
3.135 |
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αποτιμάται σε τιμές αγοραστή, όπου συμπεριλαμβάνονται το κόστος εγκατάστασης και το λοιπό κόστος μεταβίβασης της κυριότητας. Όταν παράγεται για ίδιο λογαριασμό, αποτιμάται στις βασικές τιμές παρόμοιων πάγιων περιουσιακών στοιχείων και, αν δεν υπάρχουν διαθέσιμες τέτοιες τιμές, με βάση το κόστος παραγωγής, με μια ανατίμηση (με εξαίρεση τους παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος) για το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ή το μεικτό εισόδημα. |
|
3.136 |
Οι αποκτήσεις προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας αποτιμώνται με διάφορους τρόπους:
|
|
3.137 |
Οι διαθέσεις υπαρχόντων πάγιων περιουσιακών στοιχείων αποτιμώνται με βάση τις βασικές τιμές μείον το τυχόν κόστος μεταβίβασης της κυριότητας που βαρύνει τον πωλητή. |
|
3.138 |
Το κόστος μεταβίβασης της κυριότητας μπορεί να αφορά τόσο τα παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία, που περιλαμβάνουν και τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, όσο και τα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία, όπως η γη.
Το κόστος αυτό περιλαμβάνεται στην τιμή αγοραστή στην περίπτωση των παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων. Διαχωρίζεται από τις ίδιες τις αγορές και τις πωλήσεις στην περίπτωση της γης και των λοιπών μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων και καταγράφεται σε ξεχωριστή θέση στην ταξινόμηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου. |
Ανάλωση πάγιου κεφαλαίου (Ρ.51γ)
|
3.139 |
Ορισμός: Ανάλωση πάγιου κεφαλαίου (P.51γ) είναι η μείωση της αξίας των πάγιων περιουσιακών στοιχείων λόγω της κανονικής φθοράς και της απαρχαίωσης. Η εκτίμηση της μείωσης της αξίας περιλαμβάνει μια πρόβλεψη για τις απώλειες αγαθών πάγιου κεφαλαίου ως αποτέλεσμα τυχαίων ζημιών έναντι των οποίων μπορεί να υπάρξει ασφάλιση. Η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου καλύπτει το αναμενόμενο τελικό κόστος αποκατάστασης, όπως οι δαπάνες παροπλισμού εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας ή πλωτών εξεδρών άντλησης πετρελαίου, ή οι δαπάνες καθαρισμού χώρων υγειονομικής ταφής. Αυτό το τελικό κόστος αποκατάστασης καταγράφεται ως ανάλωση πάγιου κεφαλαίου στο τέλος της ωφέλιμης ζωής, όταν το τελικό κόστος αποκατάστασης καταγράφεται ως ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου. |
|
3.140 |
Η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου υπολογίζεται για όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία (πλην των ζώων), συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, των εκτεταμένων βελτιώσεων της γης και του κόστους μεταβίβασης της κυριότητας όσον αφορά μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία. |
|
3.141 |
Η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου διακρίνεται από την απόσβεση που δικαιολογείται για φορολογικούς σκοπούς ή την απόσβεση που εμφανίζεται στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων. Η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου εκτιμάται με βάση τα αποθέματα πάγιων περιουσιακών στοιχείων και την πιθανή μέση διάρκεια οικονομικής ζωής των διαφόρων κατηγοριών αυτών των στοιχείων. Για τον υπολογισμό των αποθεμάτων πάγιων περιουσιακών στοιχείων εφαρμόζεται η μέθοδος της διαρκούς απογραφής (ΜΔΑ), όταν δεν υπάρχουν άμεσες πληροφορίες για τα αποθέματα πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Τα αποθέματα πάγιων περιουσιακών στοιχείων αποτιμώνται σε τιμές αγοραστή της τρέχουσας περιόδου. |
|
3.142 |
Οι απώλειες πάγιων περιουσιακών στοιχείων ως αποτέλεσμα τυχαίων ζημιών έναντι των οποίων μπορεί να υπάρξει ασφάλιση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της μέσης ωφέλιμης ζωής των εν λόγω αγαθών. Για το σύνολο της οικονομίας οι τυχαίες ζημίες σε μια δεδομένη λογιστική περίοδο είναι ίσες, ή σχεδόν ίσες, με τον μέσο όρο. Για τις επιμέρους μονάδες και ομάδες μονάδων μπορεί να υπάρξει διαφορά ανάμεσα στις πραγματικές ζημίες και τον μέσο όρο των τυχαίων ζημιών. Στην περίπτωση αυτή, για τους τομείς, τυχόν διαφορά καταγράφεται στις λοιπές μεταβολές του όγκου των πάγιων περιουσιακών στοιχείων. |
|
3.143 |
Η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο της «ευθείας γραμμής», κατά την οποία γίνεται απόσβεση της αξίας ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου με σταθερό ρυθμό για όλη τη διάρκεια ζωής του αγαθού. |
|
3.144 |
Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται η γεωμετρική μέθοδος απόσβεσης, αν αυτό απαιτείται από τη μορφή που έχει η μείωση της αποδοτικότητας ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου. Η απόσβεση του κόστους μεταβίβασης της κυριότητας πραγματοποιείται με τη μορφή ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου κατά το έτος απόκτησης ή διάθεσης. |
|
3.145 |
Στο σύστημα λογαριασμών, η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου καταγράφεται κάτω από κάθε εξισωτικό μέγεθος που εμφανίζεται ακαθάριστο και καθαρό. Η «ακαθάριστη» εγγραφή σημαίνει ότι δεν αφαιρείται η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου, ενώ η «καθαρή» εγγραφή σημαίνει ότι αφαιρείται η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. |
Μεταβολές αποθεμάτων (P.52)
|
3.146 |
Ορισμός: Οι μεταβολές των αποθεμάτων μετρούνται με βάση την αξία των εισόδων στα αποθέματα, μείον την αξία των εξόδων από τα αποθέματα και την αξία τυχόν απωλειών των αγαθών που ανήκουν στα αποθέματα. |
|
3.147 |
Επαναλαμβανόμενες απώλειες μπορεί να εμφανιστούν λόγω φυσικής φθοράς ή τυχαίων ζημιών ή κλοπών σε κάθε είδους αγαθά που βρίσκονται σε αποθέματα, όπως:
|
|
3.148 |
Τα αποθέματα αποτελούνται από τις ακόλουθες κατηγορίες:
|
Χρόνος καταγραφής και αποτίμησης των μεταβολών αποθεμάτων
|
3.149 |
Ο χρόνος καταγραφής και αποτίμησης των μεταβολών αποθεμάτων συμβαδίζει με τις άλλες συναλλαγές προϊόντων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ενδιάμεση ανάλωση (π.χ. υλικά και προμήθειες), την παραγωγή (π.χ. συνεχιζόμενες εργασίες και παραγωγή από αποθήκευση γεωργικών προϊόντων) και τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου (π.χ. συνεχιζόμενες εργασίες). Αν γίνεται επεξεργασία των αγαθών στο εξωτερικό με αλλαγή της οικονομικής κυριότητας, τα αγαθά πρέπει να περιλαμβάνονται στις εξαγωγές (και, αργότερα, στις εισαγωγές). Η εξαγωγή αντανακλάται από μια συνακόλουθη μείωση των αποθεμάτων και η σχετική εισαγωγή αργότερα καταγράφεται ως αύξηση των αποθεμάτων, εφόσον τα αγαθά δεν πωλούνται ή δεν χρησιμοποιούνται αμέσως. |
|
3.150 |
Κατά τη μέτρηση των μεταβολών των αποθεμάτων, τα αγαθά που εισάγονται στα αποθέματα αποτιμώνται τη χρονική στιγμή της εισόδου, ενώ τα αγαθά που αποσύρονται αποτιμώνται τη χρονική στιγμή της απόσυρσης. |
|
3.151 |
Οι τιμές που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση των αγαθών στις μεταβολές των αποθεμάτων έχουν ως εξής:
|
|
3.152 |
Οι απώλειες λόγω υλικής φθοράς, ασφαλίσιμων τυχαίων ζημιών ή κλοπών καταγράφονται και αποτιμώνται ως εξής:
|
|
3.153 |
Όπου δεν υπάρχουν πληροφορίες, χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες μέθοδοι προσέγγισης για την εκτίμηση των μεταβολών των αποθεμάτων:
Οι εποχικές μεταβολές των τιμών μπορεί να αντανακλούν μεταβολή της ποιότητας, π.χ. τιμές εκποίησης ή τιμές εκτός εποχής για φρούτα και λαχανικά. Αυτές οι αλλαγές της ποιότητας αντιμετωπίζονται ως αλλαγές του όγκου. |
Αποκτήσεις μείον διαθέσεις τιμαλφών (P.53)
|
3.154 |
Ορισμός: Τα τιμαλφή είναι μη χρηματοοικονομικά αγαθά που δεν χρησιμοποιούνται κυρίως για παραγωγή ή κατανάλωση, δεν παρουσιάζουν (φυσική) φθορά διαχρονικά κάτω από κανονικές συνθήκες και τα οποία αγοράζονται και κρατούνται κυρίως ως αποθετήρια αξίας. |
|
3.155 |
Τα τιμαλφή περιλαμβάνουν τους ακόλουθους τύπους αγαθών:
|
|
3.156 |
Αυτοί οι τύποι αγαθών καταγράφονται ως απόκτηση ή διάθεση τιμαλφών στα ακόλουθα παραδείγματα:
Στο ΕΣΛ, κατά συνθήκη, και οι ακόλουθες περιπτώσεις καταγράφονται ως απόκτηση ή διάθεση τιμαλφών:
Με τη συνθήκη αυτή αποφεύγεται η συχνή αναταξινόμηση μεταξύ των τριών κύριων τύπων σχηματισμού κεφαλαίου, δηλαδή μεταξύ των αποκτήσεων μείον των διαθέσεων τιμαλφών, του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου και των μεταβολών αποθεμάτων, π.χ. στην περίπτωση συναλλαγών τέτοιων αγαθών μεταξύ νοικοκυριών και εμπόρων τέχνης. |
|
3.157 |
Η παραγωγή τιμαλφών αποτιμάται σε βασικές τιμές. Όλες οι άλλες αποκτήσεις τιμαλφών αποτιμώνται με βάση τις τιμές αγοραστή που καταβλήθηκαν, περιλαμβανομένων και των αμοιβών ή προμηθειών μεσαζόντων. Περιλαμβάνουν το εμπορικό κέρδος όταν αγοράζονται από μεσάζοντες. Οι διαθέσεις τιμαλφών αποτιμώνται με βάση τις τιμές που εισπράττουν οι πωλητές, μετά την αφαίρεση τυχόν αμοιβών ή προμηθειών που καταβλήθηκαν σε μεσάζοντες ή άλλους ενδιαμέσους. Οι αποκτήσεις μείον διαθέσεις τιμαλφών μεταξύ τομέων μόνιμων κατοίκων αλληλοεξουδετερώνονται, έτσι ώστε να παραμένουν μόνο τα εμπορικά κέρδη των μεσαζόντων. |
ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (P.6 ΚΑΙ P.7)
|
3.158 |
Ορισμός: Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αποτελούνται από συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών (πωλήσεις, ανταλλαγές και δωρεές) από μόνιμους κατοίκους προς μη μόνιμους κατοίκους. |
|
3.159 |
Ορισμός: Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αποτελούνται από συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών (αγορές, ανταλλαγές και δωρεές) από μη μόνιμους κατοίκους προς μόνιμους κατοίκους. |
|
3.160 |
Οι εξαγωγές και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών δεν περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
|
|
3.161 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών διακρίνονται σε:
|
Εξαγωγές και εισαγωγές αγαθών (P.61 και P.71)
|
3.162 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές αγαθών πραγματοποιούνται όταν υπάρχουν αλλαγές της οικονομικής κυριότητας αγαθών μεταξύ μόνιμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων. Αυτό ισχύει ασχέτως του αν συμβαίνουν ή όχι αντίστοιχες υλικές διασυνοριακές μετακινήσεις αγαθών. |
|
3.163 |
Για παραδόσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών επιχειρήσεων (υποκατάστημα ή θυγατρική ή αλλοδαπή θυγατρική): τεκμαίρεται αλλαγή της οικονομικής κυριότητας όταν υπάρχει παράδοση αγαθών μεταξύ μητρικών και θυγατρικών επιχειρήσεων. Αυτό ισχύει μόνο όταν η επιχείρηση που λαμβάνει τα αγαθά αναλαμβάνει την ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τα επίπεδα προσφοράς και τιμών στα οποία η παραγωγή της διοχετεύεται στην αγορά. |
|
3.164 |
Στα ακόλουθα παραδείγματα πραγματοποιούνται εξαγωγές αγαθών, αν και τα αγαθά δεν διασχίζουν τα σύνορα της χώρας:
Τα ανάλογα ισχύουν και για τις εισαγωγές αγαθών. |
|
3.165 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές αγαθών περιλαμβάνουν συναλλαγές μεταξύ μόνιμων και μη μόνιμων κατοίκων όσον αφορά τα ακόλουθα:
|
|
3.166 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές αγαθών δεν περιλαμβάνουν τα ακόλουθα αγαθά, αν και αυτά μπορεί να διασχίζουν τα σύνορα:
|
|
3.167 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές αγαθών καταγράφονται τη στιγμή της μεταβίβασης της κυριότητας των αγαθών. Η αλλαγή κυριότητας θεωρείται ότι πραγματοποιείται τη στιγμή που τα συναλλασσόμενα μέρη την καταγράφουν στα βιβλία τους ή τους λογαριασμούς τους. Η στιγμή αυτή μπορεί να μη συμπίπτει με τα διάφορα στάδια της συμβατικής διαδικασίας, όπως:
|
|
3.168 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές αγαθών πρέπει να αποτιμώνται «ελεύθερα στο πλοίο» (FOB) στα σύνορα της χώρας εξαγωγής. Η αξία αυτή είναι:
Στους πίνακες προσφοράς και χρήσης και τον συμμετρικό πίνακα εισροών-εκροών, οι εισαγωγές αγαθών για επιμέρους ομάδες προϊόντων αποτιμώνται με βάση την τιμή κόστους-ασφάλειας-ναύλου (CIF) στα σύνορα της χώρας εισαγωγής. |
|
3.169 |
Ορισμός: Η τιμή CIF είναι η τιμή ενός αγαθού που παραδίδεται στα σύνορα της χώρας εισαγωγής ή η τιμή μιας υπηρεσίας που παρέχεται σε μόνιμο κάτοικο, πριν από την πληρωμή τυχόν εισαγωγικών δασμών ή άλλων φόρων εισαγωγής ή εμπορικών και μεταφορικών κερδών στο εσωτερικό της χώρας. |
|
3.170 |
Μπορεί να είναι απαραίτητη η χρήση υποκατάστατων μεταβλητών ή άλλων σχετικών μέτρων υποκατάστασης της αξίας FOB σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως:
|
Εξαγωγές και εισαγωγές υπηρεσιών (P.62 και P.72)
|
3.171 |
Ορισμός: Οι εξαγωγές υπηρεσιών αποτελούνται από όλες τις υπηρεσίες που παρέχονται από μόνιμους κατοίκους σε μη μόνιμους κατοίκους. |
|
3.172 |
Ορισμός: Οι εισαγωγές υπηρεσιών αποτελούνται από όλες τις υπηρεσίες που παρέχονται από μη μόνιμους κατοίκους σε μόνιμους κατοίκους. |
|
3.173 |
Στις εξαγωγές υπηρεσιών περιλαμβάνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις:
|
|
3.174 |
Δεδομένου ότι υπάρχουν αντίστοιχες εισαγωγές υπηρεσιών, πανομοιότυπες με τον κατάλογο των εξαγωγών υπηρεσιών του σημείου 3.173, περαιτέρω περιγραφή απαιτείται μόνο για τις ακόλουθες εισαγωγές υπηρεσιών. |
|
3.175 |
Οι εισαγωγές υπηρεσιών μεταφορών περιλαμβάνουν τα ακόλουθα παραδείγματα:
Οι εισαγωγές υπηρεσιών μεταφορών δεν περιλαμβάνουν τη μεταφορά εξαγόμενων αγαθών μετά την έξοδο των αγαθών από τα σύνορα της χώρας εξαγωγής, όταν πραγματοποιείται από μεταφορέα μη μόνιμο κάτοικο (περιπτώσεις 5 και 6 του πίνακα 3.3). Οι εξαγωγές αγαθών αποτιμώνται σε FOB και, επομένως, όλες οι σχετικές μεταφορικές υπηρεσίες πρέπει να θεωρούνται ως συναλλαγές μεταξύ μη μόνιμων κατοίκων, δηλαδή μεταξύ ενός μεταφορέα μη μόνιμου κατοίκου και ενός εισαγωγέα μη μόνιμου κατοίκου. Αυτό ισχύει ακόμη και αν αυτές οι υπηρεσίες μεταφορών πληρώνονται από τον εξαγωγέα στα πλαίσια συμβάσεων εξαγωγής CIF. |
|
3.176 |
Οι εισαγωγές από την άποψη των απευθείας αγορών στο εξωτερικό από μόνιμους κατοίκους καλύπτουν όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από μόνιμους κατοίκους όταν αυτοί ταξιδεύουν στο εξωτερικό για επαγγελματικούς ή προσωπικούς λόγους. Πρέπει να διακριθούν δύο κατηγορίες, γιατί χρειάζονται διαφορετική αντιμετώπιση:
|
|
3.177 |
Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές υπηρεσιών καταγράφονται τη στιγμή κατά την οποία παρέχονται. Η στιγμή αυτή συμπίπτει με τη στιγμή κατά την οποία παράγονται οι υπηρεσίες. Οι εισαγωγές υπηρεσιών αποτιμώνται σε τιμές αγοραστή και οι εξαγωγές υπηρεσιών σε βασικές τιμές.
Πίνακας 3.3 — Αντιμετώπιση της μεταφοράς εξαγόμενων αγαθών
|
|
3.178 |
Επεξήγηση για την ανάγνωση του πίνακα: Το πρώτο μέρος αυτού του πίνακα δείχνει ότι υπάρχουν έξι δυνατότητες μεταφοράς εξαγόμενων αγαθών, αναλόγως του αν ο μεταφορέας είναι μόνιμος κάτοικος ή όχι και αναλόγως του πού πραγματοποιείται η μεταφορά: από έναν τόπο στην επικράτεια της χώρας προς τα σύνορα της χώρας, από τα σύνορα της χώρας στα σύνορα της χώρας εισαγωγής ή από τα σύνορα της χώρας εισαγωγής σε έναν τόπο στο εσωτερικό της χώρας εισαγωγής. Στο δεύτερο μέρος του πίνακα, για καθεμία απ’ αυτές τις έξι δυνατότητες, αναφέρεται αν το κόστος μεταφοράς πρέπει να καταγράφεται ως εξαγωγές αγαθών, εξαγωγές υπηρεσιών, εισαγωγές αγαθών ή εισαγωγές υπηρεσιών.
Πίνακας 3.4 — Αντιμετώπιση της μεταφοράς εισαγόμενων αγαθών
|
|
3.179 |
Επεξήγηση για την ανάγνωση του πίνακα: Το πρώτο μέρος αυτού του πίνακα δείχνει ότι υπάρχουν έξι δυνατότητες μεταφοράς εισαγόμενων αγαθών, αναλόγως του αν ο μεταφορέας είναι μόνιμος κάτοικος ή όχι και αναλόγως του πού πραγματοποιείται η μεταφορά: από έναν τόπο στη χώρα εξαγωγής προς τα σύνορα της χώρας εξαγωγής, από τα σύνορα της χώρας εξαγωγής προς τα σύνορα της χώρας εισαγωγής και από τα σύνορα της χώρας σε έναν τόπο στην επικράτεια της χώρας. Στο δεύτερο μέρος του πίνακα, για καθεμία απ’ αυτές τις έξι δυνατότητες, αναφέρεται αν το κόστος μεταφοράς πρέπει να καταγράφεται ως εισαγωγές αγαθών, εισαγωγές υπηρεσιών, εξαγωγές αγαθών ή εξαγωγές υπηρεσιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις (περιπτώσεις 2 και 5), η καταγραφή αυτή εξαρτάται από την αρχή αποτίμησης που εφαρμόζεται για τα εισαγόμενα αγαθά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μετάβαση από την αποτίμηση των εισαγόμενων αγαθών σε CIF προς την αποτίμηση σε FOB συνίσταται στα ακόλουθα:
|
ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΥΠΑΡΧΟΝΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
|
3.180 |
Ορισμός: Υπάρχοντα αγαθά είναι τα αγαθά που είχαν ήδη έναν χρήστη (εκτός από τα αποθέματα). |
|
3.181 |
Τα υπάρχοντα αγαθά περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Η μεταβίβαση υπαρχόντων αγαθών καταγράφεται ως αρνητική δαπάνη (απόκτηση) για τον πωλητή και ως θετική δαπάνη (απόκτηση) για τον αγοραστή. |
|
3.182 |
Αυτός ο ορισμός των υπαρχόντων αγαθών έχει τις ακόλουθες συνέπειες:
|
|
3.183 |
Οι συναλλαγές για υπάρχοντα αγαθά καταγράφονται τη στιγμή που αλλάζει η κυριότητά τους. Οι αρχές αποτίμησης που εφαρμόζονται είναι αυτές που αντιστοιχούν στους σχετικούς τύπους συναλλαγών προϊόντων. |
ΑΠΟΚΤΗΣΕΙΣ ΜΕΙΟΝ ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΜΗ ΠΑΡΑΧΘΕΝΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (ΝΡ)
|
3.184 |
Ορισμός: Τα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν παραχθεί μέσα στο όριο παραγωγής και τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. |
|
3.185 |
Διακρίνονται τρεις κατηγορίες αποκτήσεων μείον διαθέσεων μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων:
|
|
3.186 |
Οι φυσικοί πόροι περιλαμβάνουν τις ακόλουθες κατηγορίες:
Οι φυσικοί πόροι δεν περιλαμβάνουν το παραχθέν περιουσιακό στοιχείο «καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι». Η αγορά ή η πώληση καλλιεργούμενων βιολογικών πόρων δεν καταγράφεται ως απόκτηση μείον διάθεση φυσικών πόρων· καταγράφεται ως σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου. Επίσης, οι πληρωμές για την προσωρινή χρήση φυσικών πόρων δεν καταγράφονται ως απόκτηση φυσικών πόρων· καταγράφονται ως μίσθωμα, δηλαδή ως εισόδημα περιουσίας (βλ. κεφάλαιο 15: Συμβόλαια, μισθώσεις και άδειες). |
|
3.187 |
Η γη ορίζεται ως το ίδιο το έδαφος, περιλαμβανομένης της κάλυψης του εδάφους και των συναφών επιφανειακών υδάτων. Τα συναφή επιφανειακά ύδατα περιλαμβάνουν τυχόν εσωτερικά ύδατα (ταμιευτήρες, λίμνες, ποταμούς κ.λπ.) επί των οποίων μπορούν να ασκηθούν δικαιώματα κυριότητας. |
|
3.188 |
Τα ακόλουθα στοιχεία δεν περιλαμβάνονται στον τίτλο «γη»:
Τα στοιχεία α) και β) είναι παραχθέντα πάγια περιουσιακά στοιχεία, ενώ τα στοιχεία γ), δ) και ε) είναι τύποι μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων. |
|
3.189 |
Οι αποκτήσεις και οι διαθέσεις γης και άλλων φυσικών πόρων αποτιμώνται στις τρέχουσες αγοραίες τιμές που ισχύουν τη στιγμή που πραγματοποιούνται οι αποκτήσεις/διαθέσεις. Οι συναλλαγές φυσικών πόρων καταγράφονται με την ίδια αξία στους λογαριασμούς τόσο του αγοραστή όσο και του πωλητή. Η αξία αυτή δεν περιλαμβάνει το κόστος μεταβίβασης της κυριότητας του φυσικού πόρου. Το κόστος αυτό αντιμετωπίζεται ως ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου. |
|
3.190 |
Οι συμβάσεις, οι μισθώσεις και οι άδειες ως μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από τις ακόλουθες κατηγορίες:
|
|
3.191 |
Οι συμβάσεις, οι μισθώσεις και οι άδειες ως κατηγορία μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων δεν περιλαμβάνουν τη λειτουργική μίσθωση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων· οι πληρωμές για τη λειτουργική μίσθωση καταγράφονται ως ενδιάμεση ανάλωση.
Η αξία των αποκτήσεων και των διαθέσεων συμβάσεων, μισθώσεων και αδειών δεν περιλαμβάνει το σχετικό κόστος μεταβίβασης της κυριότητας. Το κόστος μεταβίβασης της κυριότητας είναι συνιστώσα του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου. |
|
3.192 |
Ορισμός: Η αξία της υπεραξίας (goodwill, φήμη και πελατεία) και των περιουσιακών στοιχείων εμπορικής φύσης είναι η διαφορά μεταξύ της αξίας που καταβάλλεται για μια επιχείρηση στο πλαίσιο της λειτουργίας της και του αθροίσματος των περιουσιακών της στοιχείων μείον το άθροισμα των υποχρεώσεών της. Για τον υπολογισμό της συνολικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων μείον τις υποχρεώσεις, κάθε επιμέρους περιουσιακό στοιχείο και υποχρέωση προσδιορίζεται και αποτιμάται ξεχωριστά. |
|
3.193 |
Η υπεραξία (goodwill, φήμη και πελατεία) καταγράφεται μόνο όταν η αξία της τεκμηριώνεται από μια εμπορική συναλλαγή, για παράδειγμα μέσω της πώλησης ολόκληρης της εταιρείας. Όταν τα προσδιορισθέντα περιουσιακά στοιχεία εμπορικής φύσης πωλούνται ατομικά και ξεχωριστά από το σύνολο της εταιρείας, η πώληση αυτή καταγράφεται στο παρόν στοιχείο. |
|
3.194 |
Οι αποκτήσεις μείον τις διαθέσεις μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων καταγράφονται στον λογαριασμό κεφαλαίου των τομέων, του συνόλου της οικονομίας και της αλλοδαπής. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ
|
4.01 |
Ορισμός: Οι διανεμητικές συναλλαγές είναι οι συναλλαγές με τις οποίες η προστιθέμενη αξία που δημιουργείται από την παραγωγή κατανέμεται στην εργασία, στο κεφάλαιο και στη κυβέρνηση, καθώς και οι συναλλαγές με τις οποίες αναδιανέμονται το εισόδημα και ο πλούτος.
Γίνεται διάκριση μεταξύ τρεχουσών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων· οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις αναδιανέμουν την αποταμίευση ή τον πλούτο και όχι το εισόδημα. |
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (D.1)
|
4.02 |
Ορισμός: Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας (D.1) ορίζεται ως το σύνολο των αμοιβών, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται από έναν εργοδότη σε έναν εργαζόμενο σε αντάλλαγμα για την εργασία που πρόσφερε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου.
Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία:
|
Μισθοί και ημερομίσθια (D.11)
Μισθοί και ημερομίσθια σε χρήμα
|
4.03 |
Οι μισθοί και τα ημερομίσθια σε χρήμα περιλαμβάνουν τις κοινωνικές εισφορές, τους φόρους εισοδήματος και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρακρατούνται από τον εργοδότη και καταβάλλονται απευθείας σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, φορολογικές αρχές κ.λπ. για λογαριασμό του εργαζομένου.
Οι μισθοί και τα ημερομίσθια σε χρήμα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα είδη αμοιβών:
|
Μισθοί και ημερομίσθια σε είδος
|
4.04. |
Ορισμός: Οι μισθοί και τα ημερομίσθια σε είδος είναι αγαθά και υπηρεσίες ή άλλες μη χρηματικές παροχές που παρέχονται δωρεάν ή σε μειωμένη τιμή από τους εργοδότες και τα οποία οι εργαζόμενοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν όταν και όπως επιθυμούν, για την ικανοποίηση των αναγκών ή επιθυμιών των ίδιων των εργαζομένων ή άλλων μελών των νοικοκυριών τους. |
|
4.05 |
Παραδείγματα μισθών και ημερομισθίων σε είδος:
|
|
4.06 |
Τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παρέχονται στους εργαζομένους ως μισθοί και ημερομίσθια σε είδος αποτιμώνται σε βασικές τιμές όταν παράγονται από τον εργοδότη και σε τιμές αγοραστή όταν αγοράζονται από τον εργοδότη. Όταν παρέχονται δωρεάν, η συνολική αξία των μισθών και των ημερομισθίων σε είδος υπολογίζεται σύμφωνα με τις βασικές τιμές (ή τις τιμές αγοραστή του εργοδότη, όταν αγοράζονται από τον εργοδότη) των σχετικών αγαθών και υπηρεσιών. Η εν λόγω αξία μειώνεται κατά το ποσό που καταβάλλεται από τον εργαζόμενο όταν τα αγαθά και οι υπηρεσίες παρέχονται σε μειωμένες τιμές και όχι δωρεάν. |
|
4.07 |
Οι μισθοί και τα ημερομίσθια δεν περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
|
Εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.12)
|
4.08 |
Ορισμός: Οι εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης ή σε άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση, με σκοπό να εξασφαλίσουν κοινωνικές παροχές για τους εργαζομένους τους.
Ποσό ίσο με την αξία των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα των εργαζομένων τους σε κοινωνικές παροχές καταγράφεται στο εισόδημα εξαρτημένης εργασίας. Οι εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές μπορεί να είναι πραγματικές ή τεκμαρτές. |
Πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.121)
|
4.09 |
Ορισμός: Οι πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.121) είναι οι πληρωμές που πραγματοποιούνται από τους εργοδότες προς όφελος των εργαζομένων τους σε ασφαλιστικούς φορείς (οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση). Οι πληρωμές αυτές καλύπτουν εισφορές που προβλέπονται από τον νόμο ή από συμβάσεις καθώς και εθελοντικές εισφορές σχετικά με την ασφάλιση έναντι κοινωνικών κινδύνων ή αναγκών.
Αυτές οι εργοδοτικές εισφορές, αν και καταβάλλονται απευθείας από τους εργοδότες στους ασφαλιστικούς φορείς, αντιμετωπίζονται ως συνιστώσα του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας των εργαζομένων. Στη συνέχεια, καταγράφεται ότι οι εργαζόμενοι καταβάλλουν τις εισφορές στους ασφαλιστικούς φορείς. Οι πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές αποτελούνται από δύο κατηγορίες: τις εισφορές που αφορούν τις συντάξεις και τις εισφορές για άλλες παροχές, οι οποίες καταγράφονται ξεχωριστά στους ακόλουθους τίτλους:
Οι πραγματικές εργοδοτικές μη συνταξιοδοτικές εισφορές αντιστοιχούν σε εισφορές που αφορούν κοινωνικούς κινδύνους και ανάγκες πλην των συντάξεων, όπως ασθένεια, μητρότητα, τραυματισμό σε εργατικό ατύχημα, αναπηρία, απόλυση κ.λπ. των εργαζομένων. |
Τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.122)
|
4.10 |
Ορισμός: Οι τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.122) αντιπροσωπεύουν το αντίστοιχο άλλων παροχών κοινωνικής ασφάλισης (D.622) (μείον τυχόν ενδεχόμενες κοινωνικές εισφορές εργαζομένων) που καταβάλλονται απευθείας από τους εργοδότες προς τους εργαζομένους τους ή τους πρώην εργαζομένους τους και άλλους δικαιούχους, χωρίς να παρεμβάλλεται ασφαλιστική εταιρεία ή αυτόνομο συνταξιοδοτικό ταμείο και χωρίς να δημιουργείται ειδικό ταμείο ή ξεχωριστό αποθεματικό για τον σκοπό αυτό.
Οι τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
|
|
4.11 |
Στους λογαριασμούς των τομέων, το κόστος των άμεσων κοινωνικών παροχών εμφανίζεται, πρώτον, στις χρήσεις του λογαριασμού δημιουργίας εισοδήματος, ως συστατικό του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας και, δεύτερον, στις χρήσεις του λογαριασμού δευτερογενούς διανομής εισοδήματος, ως κοινωνικές παροχές. Για να ισοσκελιστεί ο δεύτερος λογαριασμός, υποτίθεται ότι τα νοικοκυριά των εργαζομένων επιστρέφουν στους τομείς των εργοδοτών τις τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές οι οποίες χρηματοδοτούν, μαζί με τις ενδεχόμενες κοινωνικές εισφορές των εργαζόμενων, τις άμεσες κοινωνικές παροχές που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι από τους εν λόγω ίδιους εργοδότες. Ο νοητός αυτός κύκλος ροών είναι παρόμοιος με εκείνον των πραγματικών εργοδοτικών κοινωνικών εισφορών, οι οποίες περνούν από τον λογαριασμό των νοικοκυριών και, στη συνέχεια, θεωρείται ότι καταβάλλονται απ’ αυτά στους ασφαλιστικούς οργανισμούς. |
|
4.12 |
Χρόνος καταγραφής του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας:
|
|
4.13 |
Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας αποτελείται από τις ακόλουθες συνιστώσες:
Τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γ) καταγράφονται ως εξής:
|
ΦΟΡΟΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ (D.2)
|
4.14 |
Ορισμός: Οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών (D.2) αποτελούνται από υποχρεωτικές, μονομερείς πληρωμές, σε χρήμα ή σε είδος, οι οποίες εισπράττονται από τη γενική κυβέρνηση ή από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σχετίζονται με την παραγωγή και την εισαγωγή αγαθών και υπηρεσιών, την απασχόληση εργατικού δυναμικού, την ιδιοκτησία ή χρήση γης, κτιρίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή. Αυτοί οι φόροι είναι πληρωτέοι ανεξάρτητα από τα κέρδη που πραγματοποιούνται. |
|
4.15 |
Οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών αποτελούνται από τις ακόλουθες συνιστώσες:
|
Φόροι επί προϊόντων (D.21)
|
4.16 |
Ορισμός: Οι φόροι επί προϊόντων (D.21) είναι φόροι πληρωτέοι ανά μονάδα συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας που παράγεται ή αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών. Ο φόρος μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ανά μονάδα ποσότητας ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας ή μπορεί να υπολογίζεται ως συγκεκριμένο ποσοστό της τιμής ανά μονάδα ή της αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγονται ή είναι αντικείμενο συναλλαγών. Οι φόροι που υπολογίζονται για ένα προϊόν, ανεξαρτήτως του ποια θεσμική μονάδα πληρώνει τον φόρο, συμπεριλαμβάνονται στους φόρους επί προϊόντων, εκτός αν συμπεριλαμβάνονται ρητώς σε άλλο τίτλο. |
Φόροι τύπου φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) (D.211)
|
4.17 |
Ορισμός: Ο φόρος τύπου φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) είναι φόρος επί αγαθών ή υπηρεσιών ο οποίος εισπράττεται σταδιακά από τις επιχειρήσεις και τελικά χρεώνεται πλήρως στον τελικό αγοραστή.
Ο παρών τίτλος περιλαμβάνει τον φόρο προστιθεμένης αξίας που εισπράττεται από τη γενική κυβέρνηση και επιβάλλεται σε εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα, καθώς και άλλους εκπεστέους φόρους που επιβάλλονται βάσει κανόνων παρόμοιων μ’ αυτούς που διέπουν τον ΦΠΑ. Όλοι οι φόροι τύπου φόρου προστιθέμενης αξίας αναφέρονται στο εξής ως: ΦΠΑ. Το κοινό χαρακτηριστικό των ΦΠΑ είναι ότι οι παραγωγοί υποχρεούνται να καταβάλλουν στο κράτος μόνο τη διαφορά μεταξύ του ΦΠΑ επί των πωλήσεών τους και του ΦΠΑ επί των αγορών τους για ενδιάμεση ανάλωση και ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου. Ο ΦΠΑ καταγράφεται καθαρός, με την έννοια ότι:
Για το σύνολο της οικονομίας, ο ΦΠΑ είναι ίσος με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού τιμολογηθέντος ΦΠΑ και του συνολικού εκπεστέου ΦΠΑ (βλ. σημείο 4.27). |
Φόροι και δασμοί επί εισαγωγών εκτός από τον ΦΠΑ (D.212)
|
4.18 |
Ορισμός: Οι φόροι και δασμοί επί εισαγωγών εκτός από τον ΦΠΑ (D.212) περιλαμβάνουν υποχρεωτικές πληρωμές που εισπράττονται από τη γενική κυβέρνηση ή τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για εισαγόμενα αγαθά, εκτός από τον ΦΠΑ, ώστε να επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών αυτών στην οικονομική επικράτεια, και για υπηρεσίες που παρέχονται σε μονάδες μόνιμους κατοίκους από μονάδες μη μόνιμους κατοίκους
Οι υποχρεωτικές πληρωμές περιλαμβάνουν τα εξής:
Ο τίτλος αυτός περιλαμβάνει τα εξής:
Οι καθαροί φόροι και δασμοί επί εισαγωγών, εκτός από τον ΦΠΑ, υπολογίζονται με αφαίρεση των επιδοτήσεων εισαγωγών (D.311) από τους φόρους και δασμούς επί εισαγωγών, εκτός από τον ΦΠΑ (D.212). |
Φόροι επί προϊόντων, εκτός από ΦΠΑ και φόρους επί εισαγωγών (D.214)
|
4.19 |
Ορισμός: Οι φόροι επί προϊόντων, εκτός από ΦΠΑ και φόρους επί εισαγωγών (D.214), αποτελούνται από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών οι οποίοι καταβάλλονται ως αποτέλεσμα της παραγωγής, της εξαγωγής, της πώλησης, της μεταβίβασης, της εκμίσθωσης ή της παράδοσης αυτών των αγαθών ή των υπηρεσιών, ή ως αποτέλεσμα της χρήσης τους για ίδια κατανάλωση ή ίδιο σχηματισμό κεφαλαίου. |
|
4.20 |
Ειδικότερα, ο τίτλος αυτός περιλαμβάνει τα εξής:
|
|
4.21 |
Οι καθαροί φόροι επί προϊόντων υπολογίζονται με αφαίρεση των επιδοτήσεων προϊόντων (D.31) από τους φόρους επί προϊόντων (D.21). |
Λοιποί φόροι επί της παραγωγής (D.29)
|
4.22 |
Ορισμός: Οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής (D.29) αποτελούνται από όλους τους φόρους που βαρύνουν τις επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα της παραγωγικής διεργασίας, ανεξαρτήτως της ποσότητας ή της αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγονται ή πωλούνται.
Οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής μπορούν να υπολογίζονται με βάση τη γη, τα πάγια περιουσιακά στοιχεία ή το εργατικό δυναμικό που χρησιμοποιείται κατά την παραγωγική διεργασία ή με βάση ορισμένες δραστηριότητες ή συναλλαγές. |
|
4.23 |
Οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής (D.29) περιλαμβάνουν τα εξής:
|
|
4.24 |
Στους λοιπούς φόρους επί της παραγωγής δεν περιλαμβάνονται φόροι επί της προσωπικής χρήσης οχημάτων κ.λπ. από νοικοκυριά, οι οποίοι καταγράφονται στο πλαίσιο των τρεχόντων φόρων εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. |
Φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών που καταβάλλονται στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
|
4.25 |
Οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών που καταβάλλονται στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνουν τους ακόλουθους φόρους οι οποίοι συλλέγονται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών για λογαριασμό των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: εισπράξεις από την κοινή γεωργική πολιτική: εισφορές για τα εισαγόμενα γεωργικά προϊόντα, νομισματικά εξισωτικά ποσά που εισπράττονται κατά τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, εισφορές στην παραγωγή ζάχαρης και φόρος επί της ισογλυκόζης, φόροι συνυπευθυνότητας για το γάλα και τα δημητριακά· εισπράξεις από το εμπόριο με τρίτες χώρες: τελωνιακοί δασμοί που επιβάλλονται με βάση το ενοποιημένο δασμολόγιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Taric).
Οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών που καταβάλλονται στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιλαμβάνουν τον τρίτο ίδιο πόρο, που έχει ως βάση τον ΦΠΑ και ο οποίος περιλαμβάνεται στις άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις υπό τον τίτλο «Ίδιοι πόροι της ΕΕ που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ» (D.76) (βλ. σημείο 4.140). |
Φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών: χρόνος καταγραφής και ποσά προς καταγραφή
|
4.26 |
Καταγραφή των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών: οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών καταγράφονται όταν πραγματοποιούνται οι δραστηριότητες, οι συναλλαγές ή τα λοιπά γεγονότα που δημιουργούν την υποχρέωση καταβολής φόρων. |
|
4.27 |
Ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες, συναλλαγές ή γεγονότα που παράγουν υποχρέωση καταβολής φόρων διαφεύγουν την προσοχή των φορολογικών αρχών. Αυτές οι δραστηριότητες, συναλλαγές ή γεγονότα δεν δημιουργούν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις με τη μορφή υποχρεώσεων πληρωμής ή δικαιωμάτων είσπραξης. Τα ποσά που καταγράφονται είναι μόνο τα ποσά που τεκμηριώνονται από φορολογικές αποτιμήσεις, δηλώσεις ή άλλα μέσα που δημιουργούν υποχρεώσεις με τη μορφή υποχρεώσεων πληρωμής εκ μέρους των φορολογουμένων. Δεν γίνονται εκτιμήσεις για φόρους που δεν τεκμηριώνονται από φορολογικές αποτιμήσεις.
Οι φόροι που καταγράφονται στους λογαριασμούς προέρχονται από δύο πηγές: ποσά που δικαιολογούνται από αποτιμήσεις και δηλώσεις ή εισπράξεις μετρητών.
|
|
4.28 |
Η συνολική αξία των φόρων που καταγράφονται περιλαμβάνει τους τόκους που χρεώνονται για καθυστερημένη καταβολή φόρων και τα πρόστιμα που επιβάλλονται από τις φορολογικές αρχές όταν οι εν λόγω τόκοι και πρόστιμα δεν μπορούν να προσδιοριστούν χωριστά. Η συνολική αξία των φόρων περιλαμβάνει τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται σχετικά με την είσπραξη ή την ανάκτηση οφειλόμενων φόρων. Από τη συνολική αξία των φόρων αφαιρείται το ποσό τυχόν φορολογικών ελαφρύνσεων που χορηγούνται από τη γενική κυβέρνηση για λόγους οικονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν επιστροφών φόρων λόγω της καταβολής ποσού μεγαλύτερου από το οφειλόμενο. |
|
4.29 |
Στο σύστημα λογαριασμών, οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών (D.2) καταγράφονται ως εξής:
Οι φόροι επί των προϊόντων καταγράφονται ως πόροι στον λογαριασμό αγαθών και υπηρεσιών της συνολικής οικονομίας. Αυτό καθιστά εφικτό τον ισοσκελισμό των πόρων των αγαθών και υπηρεσιών —που αποτιμώνται χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι φόροι επί των προϊόντων— με τις χρήσεις, που αποτιμώνται συμπεριλαμβανομένων αυτών των φόρων. Οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής (D.29) καταγράφονται στις χρήσεις, στον λογαριασμό δημιουργίας εισοδήματος των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας ή των τομέων που καταβάλλουν τους φόρους αυτούς. |
ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ (D.3)
|
4.30 |
Ορισμός: Οι επιδοτήσεις (D.3) είναι τρέχουσες μονομερείς πληρωμές που καταβάλλονται από τη γενική κυβέρνηση ή από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε παραγωγούς μόνιμους κατοίκους.
Στόχοι της παροχής επιδοτήσεων είναι, π.χ., οι ακόλουθοι:
Οι παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος μπορούν να λάβουν λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής μόνο αν αυτές οι πληρωμές εξαρτώνται από γενικούς κανονισμούς που εφαρμόζονται τόσο σε παραγωγούς εμπορεύσιμου προϊόντος όσο και σε παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος. Οι επιδοτήσεις προϊόντων δεν καταγράφονται για μη εμπορεύσιμη παραγωγή (P.13). |
|
4.31 |
Οι επιδοτήσεις που χορηγούνται από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτουν μόνο τρέχουσες μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται απευθείας απ’ αυτά προς παραγωγικές μονάδες μόνιμους κατοίκους. |
|
4.32 |
Οι επιδοτήσεις ταξινομούνται ως εξής:
|
Επιδοτήσεις προϊόντων (D.31)
|
4.33 |
Ορισμός: Οι επιδοτήσεις προϊόντων (D.31) είναι επιδοτήσεις που καταβάλλονται ανά μονάδα αγαθού ή υπηρεσίας που παράγεται ή εισάγεται
Το ποσό των επιδοτήσεων προϊόντων μπορεί να προσδιοριστεί με τους ακόλουθους τρόπους:
Η επιδότηση προϊόντος συνήθως καθίσταται πληρωτέα όταν το αγαθό παράγεται, πωλείται ή εισάγεται, αλλά μπορεί επίσης να καταστεί πληρωτέα και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν το αγαθό μεταβιβάζεται, εκμισθώνεται, παραδίδεται ή χρησιμοποιείται για ιδία κατανάλωση ή για ίδιο σχηματισμό κεφαλαίου. Οι επιδοτήσεις προϊόντων αφορούν μόνο εμπορεύσιμη παραγωγή (P.11) ή παραγωγή για ιδία τελική χρήση (P.12). |
Επιδοτήσεις εισαγωγών (D.311)
|
4.34 |
Ορισμός: Οι επιδοτήσεις εισαγωγών (D.311) είναι επιδοτήσεις αγαθών και υπηρεσιών οι οποίες πρέπει να καταβάλλονται όταν τα αγαθά διασχίζουν τα σύνορα για χρήση στην οικονομική επικράτεια ή όταν οι υπηρεσίες παρέχονται σε θεσμικές μονάδες μόνιμους κατοίκους.
Οι επιδοτήσεις εισαγωγών περιλαμβάνουν τις ζημίες που υφίστανται, λόγω συγκεκριμένης κρατικής πολιτικής, κρατικοί εμπορικοί οργανισμοί, των οποίων η αποστολή είναι να αγοράζουν προϊόντα από μη μόνιμους κατοίκους και στη συνέχεια να τα πωλούν σε χαμηλότερες τιμές σε μόνιμους κατοίκους. |
Λοιπές επιδοτήσεις προϊόντων (D.319)
|
4.35 |
Οι λοιπές επιδοτήσεις προϊόντων (D.319) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
|
Λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής (D.39)
|
4.36 |
Ορισμός: Οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής (D.39) αποτελούνται από επιδοτήσεις πλην επιδοτήσεων προϊόντων τις οποίες μπορεί να εισπράττουν οι παραγωγικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι ως συνέπεια της ενασχόλησής τους με την παραγωγή.
Για τη μη εμπορεύσιμη παραγωγή τους, οι παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος μπορούν να εισπράξουν λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής μόνο αν αυτές οι πληρωμές από τη γενική κυβέρνηση εξαρτώνται από γενικούς κανονισμούς που ισχύουν τόσο για παραγωγούς εμπορεύσιμου προϊόντος όσο και για παραγωγούς μη εμπορεύσιμου προϊόντος. |
|
4.37 |
Οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής (D.39) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα παραδείγματα:
|
|
4.38 |
Τα ακόλουθα δεν αντιμετωπίζονται ως επιδοτήσεις (D.3):
|
|
4.39 |
Χρόνος καταγραφής: Οι επιδοτήσεις (D.3) καταγράφονται όταν πραγματοποιείται η συναλλαγή ή το γεγονός (παραγωγή, πώληση, εισαγωγή κ.λπ.) για τα οποία χορηγείται η επιδότηση.
Ειδικές περιπτώσεις είναι οι εξής:
|
|
4.40 |
Οι επιδοτήσεις (D.3) καταγράφονται ως:
Οι επιδοτήσεις προϊόντων καταγράφονται ως αρνητικοί πόροι στον λογαριασμό αγαθών και υπηρεσιών της συνολικής οικονομίας. Οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής (D.39) καταγράφονται ως πόροι στους λογαριασμούς δημιουργίας εισοδήματος των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας ή των τομέων που τις εισπράττουν. Συνέπειες ενός συστήματος πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών για τους φόρους επί της παραγωγής και των εισαγωγών και για τις επιδοτήσεις: οι πολλαπλές συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν εφαρμόζονται σήμερα μεταξύ των κρατών μελών. Σε ένα τέτοιο σύστημα:
|
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (D.4)
|
4.41 |
Ορισμός: Το εισόδημα περιουσίας (D.4) είναι το εισόδημα που εισπράττεται όταν οι ιδιοκτήτες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και φυσικών πόρων τα θέτουν στη διάθεση άλλων θεσμικών μονάδων. Το εισόδημα που καταβάλλεται για τη χρήση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων καλείται εισόδημα από επενδύσεις, ενώ εκείνο που καταβάλλεται για τη χρήση φυσικών πόρων καλείται μίσθωμα. Το εισόδημα περιουσίας είναι το άθροισμα του εισοδήματος από επενδύσεις και των μισθωμάτων.
Το εισόδημα περιουσίας ταξινομείται ως εξής:
|
Τόκοι (D.41)
|
4.42 |
Ορισμός: Οι τόκοι (D.41) είναι εισόδημα περιουσίας που εισπράττεται από τους ιδιοκτήτες ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου επειδή το θέτουν στη διάθεση άλλης θεσμικής μονάδας. Αυτό εφαρμόζεται στα ακόλουθα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία:
Τα έσοδα από τη διακράτηση και την κατανομή ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (ΕΤΔ) και από λογαριασμούς σε λογιστικό χρυσό αντιμετωπίζονται ως τόκοι. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούν τόκους είναι απαιτήσεις των πιστωτών έναντι των οφειλετών. Οι πιστωτές δανείζουν χρήματα στους οφειλέτες, γεγονός που οδηγεί στη δημιουργία ενός από τα παραπάνω χρηματοοικονομικά μέσα. |
Τόκοι καταθέσεων και δανείων
|
4.43 |
Τα ποσά των τόκων δανείων και καταθέσεων που είναι πληρωτέα σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και εισπρακτέα από τους οργανισμούς αυτούς περιλαμβάνουν προσαρμογή κατά ένα περιθώριο που αντιπροσωπεύει τεκμαρτή πληρωμή για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς κατά τη χορήγηση δανείων και την αποδοχή καταθέσεων. Η καταβολή ή η είσπραξη διαιρείται στο μέρος που αντιστοιχεί στην υπηρεσία και στο μέρος που καλύπτει την έννοια του τόκου στους εθνικούς λογαριασμούς. Οι πραγματικές πληρωμές ή εισπράξεις τόκων προς ή από χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, που περιγράφονται ως τραπεζικοί τόκοι, πρέπει να επιμεριστούν ώστε η έννοια του τόκου στους εθνικούς λογαριασμούς και τα έξοδα παροχής υπηρεσιών να μπορούν να καταγράφονται ξεχωριστά. Τα ποσά των τόκων στους εθνικούς λογαριασμούς τα οποία καταβάλλονται από τους δανειολήπτες στους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς είναι χαμηλότερα από τους τραπεζικούς τόκους κατά την εκτιμώμενη αξία των πληρωτέων επιβαρύνσεων, ενώ τα ποσά των τόκων στους εθνικούς λογαριασμούς τα οποία εισπράττονται από τους καταθέτες είναι υψηλότερα από τους τραπεζικούς τόκους κατά το ποσό των πληρωτέων εξόδων για την παροχή υπηρεσιών. Η αξία των επιβαρύνσεων καταγράφεται ως πώληση υπηρεσιών στους λογαριασμούς παραγωγής των χρηματοοικονομικών οργανισμών και ως χρήση στους λογαριασμούς των πελατών τους. |
Τόκοι χρεογράφων
|
4.44 |
Οι τόκοι χρεογράφων περιλαμβάνουν τους τόκους συναλλαγματικών και παρόμοιων βραχυπρόθεσμων μέσων, καθώς και τους τόκους ομολόγων και ομολογιών χρέους. |
Τόκοι συναλλαγματικών και παρόμοιων βραχυπρόθεσμων μέσων
|
4.45 |
Η διαφορά μεταξύ της αξίας όψεως και της τιμής που καταβάλλεται κατά τη στιγμή της έκδοσης (δηλαδή της προεξόφλησης) δίνει το ύψος του τόκου που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια ζωής της συναλλαγματικής. Η αύξηση της αξίας μιας συναλλαγματικής λόγω της συσσώρευσης δεδουλευμένων τόκων δεν αποτελεί κέρδος κτήσης, γιατί οφείλεται σε αύξηση του αρχικού κεφαλαίου και όχι σε μεταβολή της τιμής του περιουσιακού στοιχείου. Οι λοιπές μεταβολές της αξίας της συναλλαγματικής αντιμετωπίζονται ως κέρδη/ζημίες κτήσης. |
Τόκοι ομολόγων και ομολογιών χρέους
|
4.46 |
Τα ομόλογα και οι ομολογίες είναι μακροπρόθεσμα χρεόγραφα που δίνουν στον κάτοχό τους το απεριόριστο δικαίωμα σε ένα σταθερό ή συμβατικά καθορισμένο μεταβλητό εισόδημα με τη μορφή τοκομεριδίων, ή σε ένα ρητώς αναφερόμενο σταθερό ποσό σε καθορισμένη ημερομηνία ή ημερομηνίες οπότε εξοφλείται το χρεόγραφο, ή και στα δύο.
Οι δεδουλευμένοι τόκοι που οφείλονται στη τιμαριθμική αναπροσαρμογή επανεπενδύονται στην πράξη στον τίτλο και πρέπει να καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του κατόχου και του εκδότη. |
Ανταλλαγές επιτοκίων (swaps) και συμφωνίες προθεσμιακής ανταλλαγής επιτοκίων
|
4.47 |
Η πληρωμή που προκύπτει από οποιονδήποτε τύπο συμφωνίας ανταλλαγής καταγράφεται ως συναλλαγή σε χρηματοοικονομικά παράγωγα στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό, και όχι ως τόκος καταγραφόμενος στο εισόδημα περιουσίας. Οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμφωνιών προθεσμιακής ανταλλαγής επιτοκίων καταγράφονται ως συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά παράγωγα στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό, και δεν καταγράφονται ως εισόδημα περιουσίας. |
Τόκοι χρηματοδοτικών μισθώσεων
|
4.48 |
Η χρηματοδοτική μίσθωση είναι μια μέθοδος χρηματοδότησης π.χ. για την αγορά μηχανημάτων και εξοπλισμού. Ο εκμισθωτής αγοράζει τον εξοπλισμό και ο μισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει μισθώματα που δίνουν τη δυνατότητα στον εκμισθωτή, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, να ανακτήσει το κόστος που υπέστη, μαζί με τους χαμένους τόκους επί των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά του εξοπλισμού.
Ο εκμισθωτής θεωρείται ότι χορηγεί στον μισθωτή δάνειο ισόποσο με την αξία της τιμής αγοράς που καταβλήθηκε για το περιουσιακό στοιχείο· το δάνειο αυτό εξοφλείται κατά τη διάρκεια της περιόδου μίσθωσης. Επομένως, το μίσθωμα που καταβάλλει ο μισθωτής σε κάθε περίοδο θεωρείται ότι έχει δύο συνιστώσες: την εξόφληση μέρους του αρχικού κεφαλαίου και την καταβολή τόκων. Το επιτόκιο του τεκμαρτού δανείου καθορίζεται με βάση το συνολικό ποσό που καταβάλλεται για μισθώματα κατά τη διάρκεια ζωής της μίσθωσης σε σχέση με την τιμή αγοράς του περιουσιακού στοιχείου. Το μέρος του μισθώματος που αντιπροσωπεύει τους τόκους μειώνεται κατά τη διάρκεια της μίσθωσης όσο εξοφλείται το αρχικό κεφάλαιο. Το αρχικό δάνειο του μισθωτή, καθώς και οι μεταγενέστερες δόσεις για την εξόφληση του αρχικού κεφαλαίου, καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του εκμισθωτή και του μισθωτή. Οι πληρωμές τόκων καταγράφονται ως τόκοι στον λογαριασμό πρωτογενούς διανομής εισοδήματος. |
Λοιποί τόκοι
|
4.49 |
Στους λοιπούς τόκους περιλαμβάνονται οι εξής:
|
Χρόνος καταγραφής
|
4.50 |
Οι τόκοι καταγράφονται με βάση τον χρόνο που δημιουργείται η υποχρέωση πληρωμής, δηλαδή, οι τόκοι καταγράφονται ως δεδουλευμένοι διαχρονικά με υποχρέωση πληρωμής στον πιστωτή με βάση το ποσό του αρχικού κεφαλαίου. Οι δεδουλευμένοι τόκοι για κάθε λογιστική περίοδο πρέπει να καταγράφονται είτε καταβάλλονται πραγματικά είτε προστίθενται στο αρχικό κεφάλαιο. Όταν δεν καταβάλλονται, η αύξηση του αρχικού κεφαλαίου καταγράφεται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό ως απόκτηση χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου εκ μέρους του πιστωτή και ισόποση ανάληψη υποχρέωσης από τον οφειλέτη. |
|
4.51 |
Οι τόκοι καταγράφονται πριν από την αφαίρεση των φόρων με τους οποίους βαρύνονται. Οι εισπραχθέντες και καταβληθέντες τόκοι καταγράφονται συμπεριλαμβανομένων των επιχορηγήσεων για μείωση των τόκων, ανεξάρτητα από το αν οι επιχορηγήσεις αυτές καταβάλλονται απευθείας στους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς ή στους δικαιούχους (βλ. σημείο 4.37).
Δεδομένου ότι η αξία των υπηρεσιών που παρέχονται από ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς δεν κατανέμεται στους διάφορους πελάτες, οι πραγματικές πληρωμές ή εισπράξεις τόκων προς ή από ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς αναπροσαρμόζονται για να εξαλειφθούν τα περιθώρια που αντιπροσωπεύουν τις σιωπηρές επιβαρύνσεις που χρεώνουν οι ενδιάμεσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. Τα ποσά των τόκων που καταβάλλουν οι δανειστές στους ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς πρέπει να μειώνονται κατά τις εκτιμώμενες αξίες των πληρωτέων επιβαρύνσεων και, αντιθέτως, τα ποσά των τόκων που είναι εισπρακτέα από τους καταθέτες πρέπει να αυξάνονται. Οι αξίες των χρεώσεων αντιμετωπίζονται ως πληρωμές για υπηρεσίες που παρέχονται από τους ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς στους πελάτες τους και όχι ως πληρωμές τόκων. |
|
4.52 |
Στο σύστημα λογαριασμών, οι τόκοι καταγράφονται ως:
|
Διανεμόμενο εισόδημα εταιρειών (D.42)
Μερίσματα (D.421)
|
4.53 |
Ορισμός: Τα μερίσματα (D.421) είναι μια μορφή εισοδήματος περιουσίας στο οποίο αποκτούν δικαίωμα οι ιδιοκτήτες μετοχών (AF.5), επειδή, π.χ., έθεσαν τα χρήματά τους στη διάθεση επιχειρήσεων.
Η συγκέντρωση μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση μετοχών είναι ένας τρόπος άντλησης κεφαλαίων. Σε αντίθεση με το δανειακό κεφάλαιο, το μετοχικό κεφάλαιο δεν δημιουργεί σταθερή υποχρέωση από νομισματική άποψη και δεν δίνει στους κατόχους των μετοχών μιας επιχείρησης δικαιώματα σε σταθερό ή προκαθορισμένο εισόδημα. Μέρισμα είναι κάθε διανομή κερδών από εταιρείες στους μετόχους ή τους ιδιοκτήτες τους. |
|
4.54 |
Τα μερίσματα περιλαμβάνουν επίσης τα εξής:
|
|
4.55 |
Τα μερίσματα (D.421) αποκλείουν τα υπερβολικά μερίσματα.
Τα υπερβολικά μερίσματα είναι μερίσματα που κρίνονται σημαντικά σε σχέση με το πρόσφατο επίπεδο των μερισμάτων και των κερδών. Για να αξιολογηθεί κατά πόσον ένα μέρισμα είναι σημαντικό, εφαρμόζεται η έννοια του διανεμητέου εισοδήματος. Το διανεμητέο εισόδημα μιας εταιρείας ισούται με το επιχειρηματικό εισόδημα συν όλες τις εισπρακτέες τρέχουσες μεταβιβάσεις μείον όλες τις πληρωτέες τρέχουσες μεταβιβάσεις και μείον την προσαρμογή για τη μεταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Ο λόγος των μερισμάτων προς το διανεμητέο εισόδημα κατά το πρόσφατο παρελθόν χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του τρέχοντος επιπέδου των μερισμάτων. Αν το επίπεδο των μερισμάτων που δηλώνεται είναι κατά πολύ υψηλότερο, τα μερίσματα που ευθύνονται για την υπέρβαση αντιμετωπίζονται ως χρηματοοικονομικές συναλλαγές και ταξινομούνται ως «υπερβολικά μερίσματα». Αυτά τα υπερβολικά μερίσματα αντιμετωπίζονται ως ανάληψη κεφαλαίου των ιδιοκτητών από την εταιρεία (F.5). Η αντιμετώπιση αυτή εφαρμόζεται στις εταιρείες, είτε έχουν συσταθεί ως εταιρείες ή ως οιονεί εταιρείες και είτε υπόκεινται σε έλεγχο από το εξωτερικό ή σε εγχώριο ιδιωτικό έλεγχο. |
|
4.56 |
Στην περίπτωση των δημόσιων επιχειρήσεων, τα υπερβολικά μερίσματα είναι σημαντικές και μη τακτές πληρωμές ή πληρωμές που υπερβαίνουν το επιχειρηματικό εισόδημα της οικείας λογιστικής περιόδου, οι οποίες χρηματοδοτούνται από συσσωρευμένα αποθεματικά ή πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων. Τα υπερβολικά μερίσματα των δημόσιων επιχειρήσεων πρέπει να καταγράφονται ως ανάληψη κεφαλαίου (F.5) για τη διαφορά μεταξύ των πληρωμών και του επιχειρηματικού εισοδήματος της οικείας λογιστικής περιόδου (βλ. σημείο 20.206).
Τα ενδιάμεσα μερίσματα περιγράφονται στο σημείο 20.207. |
|
4.57 |
Χρόνος καταγραφής: Αν και τα μερίσματα αντιπροσωπεύουν ένα μέρος του εισοδήματος που έχει δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, τα μερίσματα δεν καταγράφονται σε δεδουλευμένη βάση (δηλ. με βάση τον χρόνο που δημιουργείται η υποχρέωση πληρωμής). Για σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη δήλωση του μερίσματος αλλά προτού καταστεί πράγματι πληρωτέο, οι μετοχές μπορούν να πωληθούν χωρίς το μέρισμα, γεγονός που σημαίνει ότι το μέρισμα εξακολουθεί να είναι πληρωτέο σε αυτόν που κατείχε τις μετοχές την ημερομηνία δήλωσης του μερίσματος και όχι σε αυτόν που τις κατέχει την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η πληρωμή. Ως εκ τούτου, η μετοχή που πωλείται χωρίς το μέρισμα αξίζει λιγότερο από τη μετοχή που πωλείται χωρίς αυτόν τον περιορισμό. Ο χρόνος της καταγραφής των μερισμάτων είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο η τιμή της μετοχής αρχίζει να εισάγεται σε χρηματιστήριο χωρίς το μέρισμα και όχι σε τιμή που περιλαμβάνει το μέρισμα.
Τα μερίσματα καταγράφονται ως:
|
Αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών (D.422)
|
4.58 |
Ορισμός: Οι αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών (D.422) είναι τα ποσά τα οποία αποσύρουν οι επιχειρηματίες για δική τους χρήση από τα κέρδη των οιονεί εταιρειών που ανήκουν σ’ αυτούς.
Οι αναλήψεις αυτές καταγράφονται πριν από την αφαίρεση τρεχόντων φόρων εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ., οι οποίοι θεωρείται πάντοτε ότι καταβάλλονται από τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων. Όταν μια οιονεί εταιρεία έχει εμπορικό κέρδος, η μονάδα στην οποία ανήκει αυτή η εταιρεία μπορεί να επιλέξει να αφήσει μέρος ή το σύνολο του κέρδους στην εταιρεία, ιδίως για επενδυτικούς σκοπούς. Το εισόδημα, που παραμένει στην εταιρεία, εμφανίζεται ως αποταμίευση από την οιονεί εταιρεία και μόνο τα κέρδη που αποσύρουν πραγματικά οι ιδιοκτήτριες μονάδες καταγράφονται στους λογαριασμούς υπό τον τίτλο «Αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών». |
|
4.59 |
Όταν πραγματοποιούνται κέρδη στην αλλοδαπή από υποκαταστήματα, αντιπροσωπείες κ.λπ. επιχειρήσεων μόνιμων κατοίκων, στον βαθμό που αυτά τα υποκαταστήματα κ.λπ. αντιμετωπίζονται ως μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι, τα έσοδα που παραμένουν σ’ αυτά εμφανίζονται ως επανεπενδυόμενα έσοδα από ξένες άμεσες επενδύσεις (D.43). Μόνο το εισόδημα που πράγματι μεταφέρεται στη μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται στους λογαριασμούς ως ανάληψη από το εισόδημα οιονεί εταιρειών που προέρχεται από την αλλοδαπή. Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ υποκαταστημάτων, αντιπροσωπειών κ.λπ. που λειτουργούν στην οικονομική επικράτεια και της μητρικής εταιρείας μη μόνιμου κατοίκου στην οποία ανήκουν. |
|
4.60 |
Οι αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών περιλαμβάνουν το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα που εισπράττεται από μόνιμους κατοίκους ως ιδιοκτήτες γης και κτιρίων στην αλλοδαπή ή από μη μόνιμους κατοίκους ως ιδιοκτήτες γης και κτιρίων στην σχετική οικονομική επικράτεια. Όσον αφορά τις συναλλαγές σε γη και κτίρια που πραγματοποιούνται στην οικονομική επικράτεια μιας χώρας από μονάδες μη μόνιμους κατοίκους, δημιουργούνται πλασματικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι, στις οποίες οι ιδιοκτήτες μη μόνιμοι κάτοικοι κατέχουν το μετοχικό κεφάλαιο.
Η αξία μίσθωσης ιδιόκτητων κατοικιών στο εξωτερικό καταγράφεται ως εισαγωγή υπηρεσιών και το αντίστοιχο καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ως πρωτογενές εισόδημα που εισπράττεται από την αλλοδαπή· η αξία μίσθωσης ιδιόκτητων κατοικιών που ανήκουν σε μη μόνιμους κατοίκους καταγράφεται ως εξαγωγή υπηρεσιών και το αντίστοιχο καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ως πρωτογενές εισόδημα που καταβάλλεται στην αλλοδαπή. Οι αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών περιλαμβάνουν εισοδήματα τα οποία δημιουργούνται από αδήλωτες δραστηριότητες οιονεί εταιρειών και τα οποία μεταβιβάζονται στους ιδιοκτήτες που συμμετέχουν σε αυτές τις δραστηριότητες για δική τους χρήση. |
|
4.61 |
Οι αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών δεν περιλαμβάνουν ποσά που εισπράττουν οι ιδιοκτήτες τους από:
Τα ποσά αυτά αντιμετωπίζονται ως αναλήψεις από το μετοχικό κεφάλαιο στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό, αφού αντιστοιχούν σε μερική ή ολική ρευστοποίηση της συμμετοχής στην οιονεί εταιρεία. Αν η οιονεί εταιρεία ανήκει στο κράτος και αν λειτουργεί συνεχώς με λειτουργικό έλλειμμα λόγω συνειδητής κρατικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, τυχόν τακτικές μεταβιβάσεις χρημάτων από το κράτος προς την επιχείρηση για την κάλυψη των ζημιών της αντιμετωπίζονται ως επιδοτήσεις. |
|
4.62 |
Χρόνος καταγραφής: Οι αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών καταγράφονται όταν πραγματοποιούνται από τους ιδιοκτήτες. |
|
4.63 |
Στο σύστημα λογαριασμών, οι αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών εμφανίζονται ως:
|
Επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις (D.43)
|
4.64 |
Ορισμός: Τα επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις (D.43) ισούνται με το λειτουργικό πλεόνασμα της επιχείρησης ξένων άμεσων επενδύσεων.
|
|
4.65 |
Μια επιχείρηση ξένων άμεσων επενδύσεων είναι μια επιχείρηση εταιρικής ή μη εταιρικής μορφής στην οποία ένας επενδυτής μόνιμος κάτοικος άλλης οικονομίας κατέχει τουλάχιστον το 10 % των κοινών μετοχών ή των ψήφων, αν πρόκειται για επιχείρηση εταιρικής μορφής, ή το ισοδύναμο, αν πρόκειται για επιχείρηση μη εταιρικής μορφής. Οι επιχειρήσεις ξένων άμεσων επενδύσεων περιλαμβάνουν τις οντότητες που χαρακτηρίζονται ως θυγατρικές, συνδεδεμένες εταιρείες και παραρτήματα. Θυγατρική είναι η επιχείρηση στην οποία ο επενδυτής κατέχει περισσότερο από το 50 %· συνδεδεμένη είναι η επιχείρηση στην οποία ο επενδυτής κατέχει το πολύ 50 %· και παράρτημα είναι η επιχείρηση μη εταιρικής μορφής πλήρους ή από κοινού ιδιοκτησίας. Η σχέση ξένης άμεσης επένδυσης μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση, αν είναι αποτέλεσμα αλυσίδας ιδιοκτησίας. Οι «επιχειρήσεις ξένων άμεσων επενδύσεων» είναι έννοια ευρύτερη από τις «εταιρείες που ελέγχονται από την αλλοδαπή». |
|
4.66 |
Μπορεί να γίνει πραγματική διανομή του επιχειρηματικού εισοδήματος των επιχειρήσεων ξένων άμεσων επενδύσεων με τη μορφή μερισμάτων ή αναλήψεων από το εισόδημα οιονεί εταιρειών. Επιπλέον, τα μη διανεμόμενα κέρδη αντιμετωπίζονται σαν να είχαν διανεμηθεί και μεταβιβαστεί στους ξένους άμεσους επενδυτές ανάλογα με την κατοχή μετοχών της επιχείρησης απ’ αυτούς και στη συνέχεια σαν να είχαν επανεπενδυθεί απ’ αυτούς μέσω αυξήσεων του κεφαλαίου στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό. Τα επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις μπορεί να είναι είτε θετικά είτε αρνητικά. |
|
4.67 |
Χρόνος καταγραφής: Τα επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις καταγράφονται όταν εισπράττονται.
Στο σύστημα λογαριασμών, τα επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις καταγράφονται ως:
|
Λοιπά εισοδήματα από επενδύσεις (D.44)
Εισόδημα από επενδύσεις αποδοτέο στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων (D.441)
|
4.68 |
Ορισμός: Το εισόδημα από επενδύσεις που είναι αποδοτέο στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων αντιστοιχεί στα συνολικά πρωτογενή εισοδήματα που εισπράττονται από την επένδυση τεχνικών ασφαλιστικών αποθεματικών. Τα αποθεματικά είναι εκείνα για τα οποία η ασφαλιστική εταιρεία αναγνωρίζει αντίστοιχη υποχρέωση έναντι των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων.
Τα τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά επενδύονται από ασφαλιστικές εταιρείες σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή γη (απ’ όπου εισπράττεται καθαρό εισόδημα περιουσίας, δηλαδή μετά την αφαίρεση τυχόν καταβληθέντων τόκων) ή σε κτίρια (που παράγουν καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα). Το εισόδημα από επενδύσεις που είναι αποδοτέο σε κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων καταγράφεται ξεχωριστά για τους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων ζωής, αφενός, και τους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων κατά ζημιών, αφετέρου. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια κατά ζημιών, η ασφαλιστική εταιρεία έχει υποχρέωση έναντι του κατόχου του ασφαλιστήριου συμβολαίου ίση με το ποσό του ασφαλίστρου που καταβλήθηκε στην εταιρεία αλλά δεν είναι ακόμη δεδουλευμένο, με την αξία τυχόν οφειλόμενων απαιτήσεων οι οποίες όμως δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, και με αποθεματικό για απαιτήσεις που δεν έχουν ακόμη κοινοποιηθεί ή έχουν κοινοποιηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί. Για την υποχρέωση αυτή, η ασφαλιστική εταιρεία έχει στην κατοχή της τεχνικά αποθεματικά. Το εισόδημα από επενδύσεις επί αυτών των αποθεματικών αντιμετωπίζεται ως εισόδημα αποδοτέο στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων και, στη συνέχεια, διανέμεται στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων στον λογαριασμό διανομής πρωτογενούς εισοδήματος και επιστρέφεται στην ασφαλιστική εταιρεία ως συμπληρωματικό ασφάλιστρο στον λογαριασμό δευτερογενούς διανομής εισοδήματος. Για μια θεσμική μονάδα που εφαρμόζει πρόγραμμα τυποποιημένων εγγυήσεων δανείων έναντι καταβολής τελών, θα μπορούσε επίσης να εισπράττεται εισόδημα από επενδύσεις επί των αποθεματικών του προγράμματος και αυτό πρέπει επίσης να παρουσιάζεται ως διανεμόμενο στις μονάδες που καταβάλλουν τα τέλη (οι οποίες δεν μπορεί να είναι οι ίδιες μονάδες που επωφελούνται από τις εγγυήσεις) και να αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικό τέλος στον λογαριασμό δευτερογενούς διανομής εισοδήματος. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής και τις προσόδους, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν υποχρεώσεις έναντι των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων και των εισοδηματιών οι οποίες είναι ίσες με την παρούσα αξία των αναμενόμενων απαιτήσεων. Για τις εν λόγω υποχρεώσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν κεφάλαια που ανήκουν στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων, τα οποία αποτελούνται από τα μερίσματα που διανέμονται για ασφαλίσεις με συμμετοχή στα κέρδη, καθώς και από την καταβολή, τόσο στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων όσο και στους εισοδηματίες, μελλοντικών μερισμάτων και άλλων απαιτήσεων. Τα εν λόγω κεφάλαια επενδύονται σε διάφορα χρηματοοικονομικά και μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Τα μερίσματα που διανέμονται στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων ζωής καταγράφονται ως εισόδημα από επενδύσεις αποδοτέο σε κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων και αντιμετωπίζονται ως συμπληρωματικά ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων στις ασφαλιστικές εταιρείες. Το εισόδημα από επενδύσεις που είναι αποδοτέο σε κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων ζωής καταγράφεται ως πληρωτέο από την ασφαλιστική εταιρεία και εισπρακτέο από τα νοικοκυριά στον λογαριασμό διανομής πρωτογενούς εισοδήματος. Σε αντίθεση με την περίπτωση των ασφαλίσεων κατά ζημιών ή των συντάξεων, το ποσό μεταφέρεται στην αποταμίευση και, στη συνέχεια, καταγράφεται ως χρηματοοικονομική συναλλαγή, και ιδίως ως αύξηση των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών εταιρειών ζωής, συν τα νέα ασφάλιστρα, μείον τα έξοδα παροχής υπηρεσιών και μείον τις πληρωτέες παροχές. |
Εισόδημα από επενδύσεις πληρωτέο σε δικαιούχους συντάξεων (D.442)
|
4.69 |
Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα απορρέουν από έναν από τους δύο διαφορετικούς τύπους συνταξιοδοτικών συστημάτων. Πρόκειται για τα συστήματα καθορισμένων εισφορών και τα συστήματα καθορισμένων παροχών.
Το σύστημα καθορισμένων εισφορών είναι το σύστημα στο πλαίσιο του οποίου οι εισφορές τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων επενδύονται εξ ονόματος των εργαζομένων ως μελλοντικών συνταξιούχων. Δεν είναι διαθέσιμη καμία άλλη πηγή χρηματοδότησης των συντάξεων και τα κεφάλαια δεν χρησιμοποιούνται για κανέναν άλλο σκοπό. Το εισόδημα από επενδύσεις που είναι πληρωτέο για δικαιώματα που απορρέουν από καθορισμένες εισφορές ισούται με το εισόδημα από επενδύσεις επί των κεφαλαίων συν το τυχόν εισόδημα που εισπράττεται από τη μίσθωση γης ή κτιρίων που ανήκουν στο συνταξιοδοτικό ταμείο. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός συστήματος καθορισμένων παροχών είναι ότι χρησιμοποιείται ένας τύπος για τον καθορισμό του επιπέδου των πληρωμών που πρέπει να πραγματοποιηθούν στους συνταξιούχους. Αυτό το χαρακτηριστικό καθιστά εφικτό τον καθορισμό του επιπέδου των δικαιωμάτων ως την παρούσα αξία όλων των μελλοντικών πληρωμών, η οποία υπολογίζεται με βάση αναλογιστικές υποθέσεις σχετικά με τη διάρκεια ζωής και με βάση οικονομικές υποθέσεις σχετικά με το επιτόκιο ή το προεξοφλητικό επιτόκιο. Η παρούσα αξία των δικαιωμάτων που υπάρχουν κατά την έναρξη του έτους αυξάνει, επειδή η ημερομηνία κατά την οποία καθίστανται τα δικαιώματα πληρωτέα είναι ένα έτος νωρίτερα. Αυτή η αύξηση θεωρείται εισόδημα από επενδύσεις αποδοτέο στους συνταξιούχους στην περίπτωση συστήματος καθορισμένων παροχών. Το ποσό της αύξησης δεν επηρεάζεται ούτε από το κατά πόσον το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει όντως επαρκή κεφάλαια για να ικανοποιήσει όλες τις υποχρεώσεις ούτε από το είδος της αύξησης των κεφαλαίων, είτε πρόκειται, π.χ., για εισόδημα από επενδύσεις είτε για κέρδη κτήσης. |
Εισόδημα από επενδύσεις αποδοτέο σε μετόχους εταιρειών συλλογικών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (D.443)
|
4.70 |
Το εισόδημα από επενδύσεις που είναι αποδοτέο σε μετόχους εταιρειών συλλογικών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων και των επενδυτικών εταιρειών ανοιχτού τύπου (unit trusts), αποτελείται από τις ακόλουθες ξεχωριστές συνιστώσες:
Η συνιστώσα των μερισμάτων καταγράφεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα μερίσματα για μεμονωμένες εταιρείες, όπως περιγράφεται παραπάνω. Η συνιστώσα των μη διανεμόμενων κερδών καταγράφεται με βάση τις ίδιες αρχές με εκείνες που περιγράφονται για τις επιχειρήσεις ξένων άμεσων επενδύσεων, αλλά υπολογίζεται χωρίς τα τυχόν επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις. Τα υπόλοιπα μη διανεμόμενα κέρδη αποδίδονται στους μετόχους της εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου, γεγονός που σημαίνει ότι η επενδυτική εταιρεία δεν πραγματοποιεί αποταμίευση, και επανεισάγονται στο επενδυόμενο κεφάλαιο από τους μετόχους της εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου στο πλαίσιο συναλλαγής που καταγράφεται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό. Το εισόδημα περιουσίας που εισπράττεται από αμοιβαία κεφάλαια καταγράφεται ως εισόδημα περιουσίας των μετόχων, ακόμη και αν δεν διανέμεται αλλά επανεπενδύεται εξ ονόματός τους. Οι μέτοχοι πληρώνουν έμμεσα, επί των μετοχών τους σε οργανισμό αμοιβαίων κεφαλαίων, τις εταιρείες διαχείρισης για τη διαχείριση των επενδύσεών τους. Αυτό το τέλος παροχής υπηρεσιών είναι δαπάνη των μετόχων και όχι δαπάνη του αμοιβαίου κεφαλαίου. Χρόνος καταγραφής: Τα λοιπά εισοδήματα από επενδύσεις καταγράφονται τη στιγμή της είσπραξής τους. |
|
4.71 |
Στο σύστημα λογαριασμών, τα λοιπά εισοδήματα από επενδύσεις καταγράφονται ως:
|
Πρόσοδος (D.45)
|
4.72 |
Ορισμός: Πρόσοδος είναι το εισόδημα που εισπράττεται από τον ιδιοκτήτη φυσικού πόρου σε αντάλλαγμα για τη διάθεση του φυσικού πόρου σε άλλη θεσμική μονάδα.
Υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη προσόδου από φυσικούς πόρους: η γαιοπρόσοδος και η πρόσοδος από πόρους του υπεδάφους. Οι πρόσοδοι από άλλους φυσικούς πόρους, όπως το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων, ακολουθούν το ίδιο σκεπτικό. Η διαφορά μεταξύ προσόδου και μισθώματος έγκειται στο ότι η πρόσοδος είναι μια μορφή εισοδήματος περιουσίας, ενώ το μίσθωμα είναι πληρωμή για την παροχή υπηρεσιών. Τα μισθώματα είναι πληρωμές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο λειτουργικής μίσθωσης, με σκοπό τη χρήση ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε άλλη μονάδα. Η πρόσοδος είναι πληρωμή που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μίσθωσης εκμετάλλευσης πόρων, με σκοπό την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους. |
Γαιοπρόσοδος
Η πρόσοδος που εισπράττει ο ιδιοκτήτης γης από τον μισθωτή είναι μια μορφή εισοδήματος περιουσίας. Η γαιοπρόσοδος περιλαμβάνει επίσης την πρόσοδο που καταβάλλεται στους ιδιοκτήτες εσωτερικών υδάτων και ποταμών για το δικαίωμα εκμετάλλευσης των νερών αυτών για ψυχαγωγικούς ή άλλους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας.
Ο ιδιοκτήτης γης, λόγω αυτής του της ιδιότητας, καταβάλλει έγγειους φόρους και αναλαμβάνει δαπάνες συντήρησης. Αυτοί οι φόροι και οι δαπάνες συντήρησης αντιμετωπίζονται ως πληρωτέοι από το άτομο που έχει το δικαίωμα χρήσης της γης, το οποίο θεωρείται ότι τους αφαιρεί από το μίσθωμα που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλει στον ιδιοκτήτη της γης. Το μίσθωμα που μειώνεται, ως εκ τούτου, με την αφαίρεση των φόρων ή των άλλων δαπανών που βαρύνουν τον ιδιοκτήτη της γης ονομάζεται «μίσθωμα μετά τους φόρους».
|
4.73 |
Η γαιοπρόσοδος δεν περιλαμβάνει τα μισθώματα για κτίρια και για κατοικίες που βρίσκονται πάνω στη συγκεκριμένη έκταση γης· τα μισθώματα αυτά αντιμετωπίζονται ως πληρωμή για εμπορεύσιμη υπηρεσία η οποία παρέχεται από τον ιδιοκτήτη στον μισθωτή του κτιρίου ή της κατοικίας και καταγράφονται στους λογαριασμούς ως ενδιάμεση ή τελική κατανάλωση του μισθωτή. Αν δεν υπάρχει αντικειμενική βάση για τον διαχωρισμό της πληρωμής μεταξύ γαιοπροσόδου και μισθώματος των κτιρίων που βρίσκονται πάνω στη μισθωμένη γη, το συνολικό ποσό αντιμετωπίζεται ως γαιοπρόσοδος, αν η αξία της γης εκτιμάται ότι υπερβαίνει την αξία των κτιρίων που βρίσκονται πάνω σ’ αυτή, και ως μίσθωμα, στην αντίθετη περίπτωση. |
Πρόσοδος από περιουσιακά στοιχεία του υπεδάφους
|
4.74 |
Ο τίτλος αυτός περιλαμβάνει τα ποσοστά που πρέπει να καταβάλλονται στους ιδιοκτήτες κοιτασμάτων μεταλλευμάτων ή ορυκτών καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου ή φυσικού αερίου), είτε είναι ιδιώτες είτε μονάδες της γενικής κυβέρνησης, που τα εκμισθώνουν σε άλλες θεσμικές μονάδες, επιτρέποντάς τους να εκμεταλλεύονται ή να εξορύσσουν τα κοιτάσματα αυτά για καθορισμένη χρονική περίοδο. |
|
4.75 |
Χρόνος καταγραφής των προσόδων: Οι πρόσοδοι καταγράφονται στην περίοδο κατά την οποία πρέπει να καταβάλλονται. |
|
4.76 |
Στο σύστημα λογαριασμών, οι πρόσοδοι καταγράφονται:
|
ΤΡΕΧΟΝΤΕΣ ΦΟΡΟΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Κ.ΛΠ. (D.5)
|
4.77 |
Ορισμός: Οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. (D.5) καλύπτουν όλες τις υποχρεωτικές, μονομερείς πληρωμές, σε μετρητά ή σε είδος, που επιβάλλονται περιοδικά από τη γενική κυβέρνηση και από την αλλοδαπή στο εισόδημα και την περιουσία των θεσμικών μονάδων, καθώς και ορισμένους περιοδικούς φόρους που δεν αποτιμώνται ούτε με βάση το εισόδημα ούτε με βάση την περιουσία.
Οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. διακρίνονται σε:
|
Φόροι εισοδήματος (D.51)
|
4.78 |
Ορισμός: Οι φόροι εισοδήματος (D.51) είναι φόροι επί εισοδημάτων, κερδών και κερδών κεφαλαίου. Αποτιμώνται με βάση τα πραγματικά ή τα τεκμαρτά εισοδήματα ατόμων, νοικοκυριών, εταιρειών ή MKI. Περιλαμβάνουν φόρους που αποτιμώνται με βάση την κατοχή περιουσίας, γης ή ακινήτων, όταν η κατοχή αυτή χρησιμοποιείται ως βάση για την εκτίμηση του εισοδήματος των ιδιοκτητών τους.
Οι φόροι εισοδήματος περιλαμβάνουν:
|
Λοιποί τρέχοντες φόροι (D.59)
|
4.79 |
Οι λοιποί τρέχοντες φόροι (D.59) περιλαμβάνουν:
|
|
4.80 |
Οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. δεν περιλαμβάνουν:
|
|
4.81 |
Η συνολική αξία των φόρων περιλαμβάνει τους τόκους υπερημερίας που χρεώνονται για καθυστερημένη καταβολή φόρων και τα πρόστιμα που επιβάλλονται από τις φορολογικές αρχές, αν δεν υπάρχουν στοιχεία βάσει των οποίων να γίνει εκτίμηση των εν λόγω τόκων και προστίμων χωριστά· περιλαμβάνει επίσης τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται για την ανάκτηση και την αποτίμηση οφειλόμενων φόρων, μείον το ποσό τυχόν ελαφρύνσεων που χορηγούνται από τη γενική κυβέρνηση στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής και τυχόν επιστροφών λόγω πληρωμών μεγαλύτερων από τις οφειλές.
Επειδή οι επιδοτήσεις και οι κοινωνικές παροχές παρέχονται ενίοτε μέσω του φορολογικού συστήματος με τη μορφή εκπτώσεων φόρου, καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη διασύνδεσης των συστημάτων πληρωμών με τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Οι εκπτώσεις φόρου αντιπροσωπεύουν φορολογικές ελαφρύνσεις και, ως εκ τούτου, μειώνουν τη φοροδοτική υποχρέωση του δικαιούχου. Αν το σύστημα εκπτώσεων φόρου έχει ως αποτέλεσμα ο δικαιούχος να εισπράττει το επιπλέον ποσό όταν η ελάφρυνση είναι μεγαλύτερη από την υποχρέωση, τότε το σύστημα αυτό είναι σύστημα πληρωτέων εκπτώσεων φόρου. Στο πλαίσιο ενός συστήματος πληρωτέων εκπτώσεων φόρου, οι πληρωμές μπορούν να καταβάλλονται τόσο σε μη υποκείμενους σε φόρο όσο και σε φορολογουμένους. Στο πλαίσιο ενός συστήματος πληρωτέων εκπτώσεων φόρου, το συνολικό ποσό της έκπτωσης φόρου καταγράφεται ως κρατική δαπάνη και όχι ως μείωση των φορολογικών εσόδων. Αντιθέτως, ορισμένα συστήματα εκπτώσεων φόρου είναι συστήματα μη πληρωτέων εκπτώσεων φόρου, στο πλαίσιο των οποίων οι εκπτώσεις φόρου περιορίζονται στο μέγεθος της υποχρέωσης καταβολής φόρου. Στο πλαίσιο ενός συστήματος μη πληρωτέων εκπτώσεων φόρου, όλες οι εκπτώσεις φόρου ενσωματώνονται στο φορολογικό σύστημα και μειώνουν τα κρατικά φορολογικά έσοδα. |
|
4.82 |
Οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. καταγράφονται όταν πραγματοποιούνται οι δραστηριότητες, οι συναλλαγές ή τα άλλα γεγονότα που δημιουργούν την υποχρέωση πληρωμής.
Ωστόσο, ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες, συναλλαγές ή γεγονότα, που σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία θα έπρεπε να επιβάλλουν στις σχετικές μονάδες την υποχρέωση καταβολής φόρων, διαφεύγουν συνεχώς την προσοχή των φορολογικών αρχών. Θα ήταν μη ρεαλιστικό να υποτεθεί ότι αυτές οι δραστηριότητες, οι συναλλαγές ή τα γεγονότα δημιουργούν χρηματοοικονομικές απαιτήσεις ή υποχρεώσεις με τη μορφή υποχρεώσεων πληρωμής ή δικαιωμάτων είσπραξης. Τα ποσά που πρέπει να καταγράφονται καθορίζονται με βάση τα πληρωτέα ποσά, όταν αυτά τεκμηριώνονται από φορολογικές αποτιμήσεις, δηλώσεις ή άλλα μέσα που δημιουργούν υποχρεώσεις με τη μορφή σαφών υποχρεώσεων πληρωμής εκ μέρους των φορολογουμένων. Οι ελλείποντες φόροι δεν καταλογίζονται, αν δεν τεκμηριώνονται από φορολογικές αποτιμήσεις. Οι φόροι που καταγράφονται στους λογαριασμούς προέρχονται από δύο πηγές: ποσά που τεκμηριώνονται από αποτιμήσεις και δηλώσεις, και εισπράξεις μετρητών.
Όταν παρακρατούνται στην πηγή από τον εργοδότη, οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. περιλαμβάνονται στους μισθούς και στα ημερομίσθια, ακόμη κι αν ο εργοδότης δεν τους μεταβίβασε στη γενική κυβέρνηση. Ο τομέας των νοικοκυριών φαίνεται ότι πληρώνει ολόκληρο το ποσό στη γενική κυβέρνηση. Τα ποσά που στην πραγματικότητα δεν πληρώθηκαν εξουδετερώνονται στο πλαίσιο του τίτλου D.995 ως κεφαλαιακή μεταβίβαση από τη γενική κυβέρνηση στους τομείς των εργοδοτών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η υποχρέωση πληρωμής φόρων εισοδήματος μπορεί να καθοριστεί μόνο σε λογιστική περίοδο μεταγενέστερη απ’ αυτή κατά την οποία παράγεται το εισόδημα. Επομένως, χρειάζεται ένας βαθμός ευελιξίας όσον αφορά τον χρόνο καταγραφής των φόρων αυτών. Οι φόροι εισοδήματος που παρακρατούνται στην πηγή, όπως οι φόροι που παρακρατούνται από τους εργοδότες και οι τακτικές προκαταβολές φόρων εισοδήματος, μπορούν να καταγράφονται κατά τις περιόδους στις οποίες καταβάλλονται, ενώ η τυχόν τελική υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος μπορεί να καταγράφεται στην περίοδο κατά την οποία καθορίζεται η υποχρέωση αυτή. Οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. καταγράφονται ως:
|
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΕΣ (D.6)
|
4.83 |
Ορισμός: Οι κοινωνικές παροχές είναι μεταβιβάσεις προς νοικοκυριά, σε μετρητά ή σε είδος, που αποσκοπούν στην ανακούφισή τους από το χρηματοοικονομικό βάρος ορισμένων κινδύνων ή αναγκών· οι εν λόγω μεταβιβάσεις πραγματοποιούνται μέσω συλλογικά οργανωμένων συστημάτων ή έξω από το πλαίσιο τέτοιων συστημάτων από κρατικούς οργανισμούς και ΜΚΙΕΝ. Οι κοινωνικές παροχές περιλαμβάνουν πληρωμές από τη γενική κυβέρνηση προς παραγωγούς οι οποίες συνιστούν ατομικές παροχές προς νοικοκυριά στο πλαίσιο της προστασίας τους έναντι κοινωνικών κινδύνων ή αναγκών. |
|
4.84 |
Ο κατάλογος των κινδύνων ή των αναγκών που μπορούν να δικαιολογήσουν κοινωνικές παροχές καθορίζεται ως εξής:
Στην περίπτωση της στέγασης, οι πληρωμές από δημόσιους οργανισμούς σε ενοίκους για τη μείωση των ενοικίων τους είναι κοινωνικές παροχές, με εξαίρεση τυχόν ειδικές παροχές που καταβάλλουν οι δημόσιες αρχές ως εργοδότες. |
|
4.85 |
Οι κοινωνικές παροχές περιλαμβάνουν:
|
|
4.86 |
Στις κοινωνικές παροχές δεν περιλαμβάνονται:
|
|
4.87 |
Για να θεωρείται ένα ατομικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο τμήμα ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, τα ενδεχόμενα ή οι περιστάσεις κατά των οποίων ασφαλίζονται οι συμμετέχοντες πρέπει να αντιστοιχούν στους κινδύνους ή τις ανάγκες του σημείου 4.84 και, επιπλέον, να ικανοποιείται ένας ή περισσότεροι από τους ακόλουθους όρους:
|
|
4.88 |
Ορισμός: Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι συστήματα στα οποία οι ασφαλισμένοι υποχρεούνται ή ενθαρρύνονται, από τους εργοδότες τους ή από τη γενική κυβέρνηση, να ασφαλιστούν από ορισμένα ενδεχόμενα ή περιστάσεις που μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ευημερία των ίδιων ή των συντηρουμένων μελών των οικογενειών τους. Στα συστήματα αυτά, οι κοινωνικές εισφορές καταβάλλονται από εργαζομένους ή άλλους, ή από εργοδότες για λογαριασμό των εργαζομένων τους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα για παροχές κοινωνικής ασφάλισης, κατά την τρέχουσα περίοδο ή σε μεταγενέστερες περιόδους, για τους εργαζομένους ή τους άλλους συνεισφέροντες στο σύστημα, τα συντηρούμενα μέλη των οικογενειών τους ή τους επιζώντες τους.
Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης οργανώνονται για ομάδες απασχολουμένων ή είναι διαθέσιμα διά νόμου σε όλους τους απασχολούμενους ή σε καθορισμένες κατηγορίες απασχολουμένων, συμπεριλαμβανομένων των μη απασχολουμένων καθώς και των μισθωτών. Τα συστήματα αυτά καλύπτουν το φάσμα από ιδιωτικά συστήματα που έχουν καταρτιστεί για επιλεγμένες ομάδες εργαζομένων που απασχολούνται από έναν μόνο εργοδότη έως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτουν όλο το εργατικό δυναμικό μιας χώρας. Η συμμετοχή στα συστήματα αυτά μπορεί να είναι προαιρετική για τους οικείους εργαζομένους, αλλά, συνηθέστερα, είναι υποχρεωτική. Για παράδειγμα, η συμμετοχή σε συστήματα που οργανώνονται από μεμονωμένους εργοδότες μπορεί να απαιτείται από τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης που έχουν συμφωνηθεί συλλογικά μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων τους. |
|
4.89 |
Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται σε δύο είδη:
|
|
4.90 |
Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που οργανώνονται από μονάδες της γενικής κυβέρνησης για τους δικούς τους εργαζομένους και όχι για τον ευρύτερο ενεργό πληθυσμό ταξινομούνται ως άλλα συστήματα που συνδέονται με την απασχόληση και όχι ως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. |
Καθαρές κοινωνικές εισφορές (D.61)
|
4.91 |
Ορισμός: Οι καθαρές κοινωνικές εισφορές είναι οι πραγματικές ή τεκμαρτές εισφορές που καταβάλλουν τα νοικοκυριά στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης προκειμένου να εξασφαλίσουν το δικαίωμα καταβολής κοινωνικών παροχών. Οι καθαρές κοινωνικές εισφορές (D.61) αποτελούνται από:
Πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.611)
Οι λειτουργικές δαπάνες συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι τα τέλη παροχής υπηρεσιών που χρεώνονται από τις μονάδες οι οποίες διαχειρίζονται τα συστήματα. Εδώ εμφανίζονται ως μέρος του υπολογισμού των καθαρών κοινωνικών εισφορών (D.61)· δεν είναι αναδιανεμητικές συναλλαγές αλλά μέρος της παραγωγής και της καταναλωτικής δαπάνης. |
Πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.611)
|
4.92 |
Οι πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.611) αντιστοιχούν με τη ροή D.121.
Οι πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές καταβάλλονται από τους εργοδότες σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και σε άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση, με σκοπό να εξασφαλίσουν κοινωνικές παροχές για τους εργαζομένους τους. Δεδομένου ότι οι πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές καταβάλλονται προς όφελος των εργαζομένων, η αξία τους καταγράφεται ως μια από τις συνιστώσες του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας μαζί με τους μισθούς και τα ημερομίσθια σε μετρητά ή σε είδος. Στη συνέχεια, οι κοινωνικές εισφορές καταγράφονται ως καταβληθείσες από τους εργαζομένους ως τρέχουσες μεταβιβάσεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση. Αυτός ο τίτλος διαιρείται σε δύο κατηγορίες:
|
|
4.93 |
Οι πληρωμές των πραγματικών κοινωνικών εισφορών μπορεί να είναι υποχρεωτικές δυνάμει νόμου ή κανονισμού, ή μπορεί να καταβάλλονται ως αποτέλεσμα συλλογικών συμβάσεων σε συγκεκριμένο κλάδο ή συμφωνιών μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση, ή επειδή συμπεριλαμβάνονται στην ίδια τη σύμβαση απασχόλησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εισφορές μπορεί να είναι προαιρετικές.
Αυτές οι προαιρετικές εισφορές καλύπτουν:
|
|
4.94 |
Χρόνος καταγραφής: οι πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.611) καταγράφονται όταν πραγματοποιείται η εργασία η οποία δημιουργεί την υποχρέωση καταβολής των εισφορών. |
|
4.95 |
Οι πληρωτέες στη γενική κυβέρνηση κοινωνικές εισφορές που καταγράφονται στους λογαριασμούς προέρχονται από δύο πηγές: ποσά που δικαιολογούνται από αποτιμήσεις και δηλώσεις ή εισπράξεις μετρητών.
Όταν παρακρατούνται στην πηγή από τον εργοδότη, οι πληρωτέες στη γενική κυβέρνηση κοινωνικές εισφορές περιλαμβάνονται στους μισθούς και στα ημερομίσθια, ανεξάρτητα από το αν ο εργοδότης τις μεταβίβασε στη γενική κυβέρνηση. Έτσι, ο τομέας των νοικοκυριών φαίνεται ότι πληρώνει ολόκληρο το ποσό στον τομέα της γενικής κυβέρνησης. Τα ποσά που στην πραγματικότητα δεν πληρώθηκαν εξουδετερώνονται στο πλαίσιο του τίτλου D.995 ως κεφαλαιακή μεταβίβαση από τη γενική κυβέρνηση στους τομείς των εργοδοτών. |
|
4.96 |
Οι πραγματικές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές καταγράφονται ως:
|
Τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.612)
|
4.97 |
Ορισμός: Οι τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.612) αντιπροσωπεύουν το αντίστοιχο των κοινωνικών παροχών (μείον ενδεχόμενες κοινωνικές εισφορές εργαζομένων) που καταβάλλεται άμεσα από τους εργοδότες (δηλαδή που δεν συνδέεται με τις πραγματικές εργοδοτικές εισφορές) προς τους εργαζομένους τους ή τους πρώην εργαζομένους τους και άλλους δικαιούχους.
Οι εν λόγω εισφορές αντιστοιχούν στη ροή D.122, όπως περιγράφεται στον τίτλο «Εισόδημα εξαρτημένης εργασίας». Η αξία τους πρέπει να βασίζεται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς ή να υπολογίζεται με βάση εύλογο ποσοστό μισθών και ημερομισθίων που καταβάλλονται σε ήδη εργαζομένους ή να είναι ίση με τις μη χρηματοδοτούμενες μη συνταξιοδοτικές κοινωνικές παροχές που είναι πληρωτέες από την επιχείρηση κατά την ίδια λογιστική περίοδο. Οι τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.612) διαιρούνται σε δύο κατηγορίες:
|
|
4.98 |
Χρόνος καταγραφής: οι τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές που αντιπροσωπεύουν το αντίστοιχο των υποχρεωτικών άμεσων κοινωνικών παροχών καταγράφονται στην περίοδο κατά την οποία πραγματοποιείται η εργασία. Οι τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές που αντιπροσωπεύουν το αντίστοιχο των προαιρετικών άμεσων κοινωνικών παροχών καταγράφονται όταν χορηγούνται οι παροχές. |
|
4.99 |
Οι τεκμαρτές εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές καταγράφονται ως:
|
Πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών (D.613)
|
4.100 |
Ορισμός: Οι πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλονται για δικό τους λογαριασμό από τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους ή τους μη απασχολούμενους στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Οι πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών (D.613) διαιρούνται σε δύο κατηγορίες:
Χρόνος καταγραφής: οι πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών καταγράφονται σε δεδουλευμένη βάση, δηλ. με βάση τον χρόνο που δημιουργείται η υποχρέωση πληρωμής. Για όσους εργάζονται, ο χρόνος αυτός είναι όταν πραγματοποιείται η εργασία η οποία δημιουργεί την υποχρέωση καταβολής των εισφορών. Για τα άτομα χωρίς απασχόληση, οι εν λόγω εισφορές καταγράφονται τη στιγμή κατά την οποία πρέπει να καταβληθούν. Στο σύστημα λογαριασμών, οι πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών καταγράφονται:
|
Συμπληρώματα κοινωνικών εισφορών νοικοκυριών (D.614)
|
4.101 |
Ορισμός: Τα συμπληρώματα κοινωνικών εισφορών νοικοκυριών αποτελούνται από το εισόδημα περιουσίας που αποκτάται κατά τη λογιστική περίοδο επί του αποθέματος συνταξιοδοτικών και μη συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
Αυτός ο τίτλος διαιρείται σε δύο κατηγορίες:
Τα συμπληρώματα κοινωνικών εισφορών νοικοκυριών περιλαμβάνονται στο εισόδημα περιουσίας που καταβάλλεται από τους διαχειριστές των συνταξιοδοτικών ταμείων στα νοικοκυριά στον λογαριασμό διανομής πρωτογενούς εισοδήματος (Εισόδημα από επενδύσεις πληρωτέο σε δικαιούχους συντάξεων — D.442). Δεδομένου ότι, στην πράξη, το εν λόγω εισόδημα παρακρατείται από τους διαχειριστές των συνταξιοδοτικών ταμείων, αντιμετωπίζεται στον λογαριασμό δευτερογενούς διανομής εισοδήματος ως επιστρεφόμενο από τα νοικοκυριά στα συνταξιοδοτικά ταμεία με τη μορφή συμπληρωμάτων κοινωνικών εισφορών νοικοκυριών. Χρόνος καταγραφής: τα συμπληρώματα κοινωνικών εισφορών νοικοκυριών καταγράφονται σε δεδουλευμένη βάση. |
Κοινωνικές παροχές εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.62)
|
4.102 |
Ο τίτλος D.62 αποτελείται από τρεις επιμέρους τίτλους:
|
Παροχές κοινωνικής ασφάλισης σε χρήμα (D.621)
|
4.103 |
Ορισμός: Οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης σε χρήμα είναι παροχές κοινωνικής ασφάλισης πληρωτέες σε χρήμα προς τα νοικοκυριά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Οι επιστροφές εξαιρούνται και αντιμετωπίζονται ως κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.632).
Οι παροχές αυτές χορηγούνται στο πλαίσιο συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Μπορούν να διακρίνονται σε:
|
Λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης (D.622)
|
4.104 |
Ορισμός: Οι λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης αντιστοιχούν σε παροχές πληρωτέες από εργοδότες στο πλαίσιο άλλων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση. Οι λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση είναι κοινωνικές παροχές (σε χρήμα ή σε είδος) πληρωτέες από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πλην της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης στους συνεισφέροντες στο σύστημα, στα συντηρούμενα μέλη των οικογενειών τους ή στους επιζώντες τους.
Κατά κανόνα, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Οι λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης (D.622) μπορούν να διακρίνονται σε:
|
Παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα (D.623)
|
4.105 |
Ορισμός: Οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα είναι τρέχουσες μεταβιβάσεις πληρωτέες σε νοικοκυριά από μονάδες της γενικής κυβέρνησης ή MKIEN με σκοπό την κάλυψη των ίδιων αναγκών με τις ανάγκες που καλύπτουν οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, αλλά οι οποίες δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που απαιτεί συμμετοχή, συνήθως μέσω κοινωνικών εισφορών.
Ως εκ τούτου, οι παροχές αυτές αποκλείουν όλες τις παροχές που καταβάλλονται από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας μπορούν να καθίστανται πληρωτέες στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Οι παροχές αυτές δεν περιλαμβάνουν τις τρέχουσες μεταβιβάσεις που καταβάλλονται λόγω γεγονότων ή περιστάσεων που κανονικά δεν καλύπτονται από συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (δηλαδή μεταβιβάσεις λόγω φυσικών καταστροφών, που καταγράφονται στις λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις ή στις λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις). |
|
4.106 |
Χρόνος καταγραφής των κοινωνικών παροχών εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.62):
|
|
4.107 |
Οι κοινωνικές παροχές εκτός από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.62) καταγράφονται ως:
|
Κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.63)
|
4.108 |
Ορισμός: Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D63) είναι επιμέρους αγαθά και υπηρεσίες που παρέχονται δωρεάν ή σε τιμές που δεν είναι οικονομικά σημαντικές σε επιμέρους νοικοκυριά από μονάδες της γενικής κυβέρνησης και MKIEN, είτε αγοράζονται στην αγορά είτε παράγονται ως μη εμπορεύσιμο προϊόν από μονάδες της γενικής κυβέρνησης ή MKIEN. Χρηματοδοτούνται από φορολογικά έσοδα, από άλλα κρατικά εισοδήματα ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ή από δωρεές και εισόδημα περιουσίας στην περίπτωση των MKIEN.
Οι υπηρεσίες που παρέχονται σε νοικοκυριά δωρεάν ή σε τιμές που δεν είναι οικονομικά σημαντικές περιγράφονται ως ατομικές υπηρεσίες, για να διακρίνονται από τις συλλογικές υπηρεσίες που παρέχονται στο σύνολο ή σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, όπως η άμυνα και ο φωτισμός οδών. Οι ατομικές υπηρεσίες είναι, κυρίως, υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, αν και συχνά παρέχονται επίσης και άλλα είδη υπηρεσιών, όπως στεγαστικές, πολιτιστικές και ψυχαγωγικές υπηρεσίες. |
|
4.109 |
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.63) διακρίνονται σε:
|
|
4.110 |
Παραδείγματα κοινωνικών μεταβιβάσεων σε είδος (D.63) είναι, π.χ., ιατρικές ή οδοντιατρικές θεραπείες, χειρουργικές δαπάνες, διαμονή σε νοσοκομείο, διορθωτικά γυαλιά ή φακοί επαφής, ιατρικές συσκευές ή εξοπλισμός και παρόμοια αγαθά ή υπηρεσίες στο πλαίσιο της αντιμετώπισης κοινωνικών κινδύνων ή αναγκών.
Άλλα παραδείγματα που δεν καλύπτονται από συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι η κοινωνική στέγαση, τα στεγαστικά επιδόματα, οι παιδικοί σταθμοί, η επαγγελματική κατάρτιση, οι μειώσεις στα κόμιστρα των συγκοινωνιών (με την προϋπόθεση ότι χορηγούνται για κοινωνικούς σκοπούς) και παρόμοια αγαθά και υπηρεσίες στο πλαίσιο της αντιμετώπισης κοινωνικών κινδύνων ή αναγκών. Εκτός του πλαισίου κοινωνικών κινδύνων ή αναγκών, όταν το κράτος παρέχει σε επιμέρους νοικοκυριά αγαθά και υπηρεσίες όπως ψυχαγωγικές, πολιτιστικές ή αθλητικές υπηρεσίες δωρεάν ή σε τιμές που δεν είναι οικονομικά σημαντικές, οι υπηρεσίες αυτές αντιμετωπίζονται ως κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος — μη εμπορεύσιμη παραγωγή της γενικής κυβέρνησης και των ΜΚΙΕΝ (D.631). |
|
4.111 |
Χρόνος καταγραφής: Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.63) καταγράφονται τη στιγμή που παρέχονται οι υπηρεσίες ή τη στιγμή κατά την οποία αλλάζει η κυριότητα των αγαθών που παρέχονται απευθείας στα νοικοκυριά από παραγωγούς.
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος (D.63) καταγράφονται:
Η κατανάλωση των αγαθών και των υπηρεσιών που μεταβιβάζονται καταγράφεται στον λογαριασμό χρήσης προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος. Δεν υπάρχουν κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος με την αλλοδαπή (αυτές καταγράφονται στο D.62, κοινωνικές παροχές εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος). |
ΛΟΙΠΕΣ ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ (D.7)
Καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών (D.71)
|
4.112 |
Ορισμός: Τα καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών (D.71) είναι ασφάλιστρα που καταβάλλονται στο πλαίσιο ασφαλιστήριων συμβολαίων που συνάπτονται από θεσμικές μονάδες. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνάπτονται από επιμέρους νοικοκυριά είναι αυτά που συνάπτονται με δική τους πρωτοβουλία και για δικό τους όφελος, ανεξάρτητα από τους εργοδότες τους ή το κράτος, και έξω από τα πλαίσια οποιουδήποτε συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Τα καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών περιλαμβάνουν τόσο τα πραγματικά ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι κάτοχοι των συμβολαίων για να εξασφαλίσουν ασφαλιστική κάλυψη κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου (δεδουλευμένα ασφάλιστρα) όσο και τα συμπληρωματικά ασφάλιστρα που καταβάλλονται από το εισόδημα περιουσίας που διανέμεται στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων, έπειτα από αφαίρεση των εξόδων λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που διαχειρίζονται τα ασφαλιστήρια συμβόλαια.
Τα καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών είναι τα ποσά που είναι διαθέσιμα για την παροχή κάλυψης έναντι διαφόρων γεγονότων ή ατυχημάτων που έχουν ως αποτέλεσμα ζημίες σε αγαθά ή ιδιοκτησία ή βλάβες σε άτομα ως αποτέλεσμα φυσικών ή ανθρώπινων αιτίων, όπως π.χ. πυρκαγιών, πλημμυρών, πτώσεων αεροσκαφών, συγκρούσεων, κλοπών, βίαιων πράξεων, ατυχημάτων, ασθενειών κ.λπ., ή έναντι οικονομικών ζημιών που οφείλονται σε γεγονότα όπως ασθένεια, ανεργία, ατυχήματα κ.λπ. Τα καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
|
|
4.113 |
Χρόνος καταγραφής: Τα καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών καταγράφονται όταν καθίστανται δεδουλευμένα.
Τα ασφάλιστρα από τα οποία αφαιρούνται τα λειτουργικά έξοδα είναι τα μέρη των συνολικών ασφαλίστρων που καταβάλλονται την τρέχουσα περίοδο ή προηγούμενες περιόδους, τα οποία καλύπτουν τους κινδύνους που υπάρχουν κατά την τρέχουσα περίοδο. Τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα κατά την τρέχουσα περίοδο πρέπει να διακρίνονται από τα οφειλόμενα ασφάλιστρα κατά την τρέχουσα περίοδο, τα οποία είναι πιθανό να καλύπτουν κινδύνους μελλοντικών περιόδων, καθώς και κινδύνους της τρέχουσας περιόδου. Τα καθαρά ασφάλιστρα για ασφαλίσεις κατά ζημιών καταγράφονται ως:
|
Απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών (D.72)
|
4.114 |
Ορισμός: Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών (D.72) είναι οι απαιτήσεις που οφείλονται δυνάμει ασφαλιστήριων συμβολαίων κατά ζημιών, δηλαδή, τα ποσά που είναι υποχρεωμένες να καταβάλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις για την αποκατάσταση βλαβών ή ζημιών προσώπων ή αγαθών (συμπεριλαμβανομένων των πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών).
Αυτός ο τίτλος διαιρείται σε δύο κατηγορίες:
|
|
4.115 |
Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών δεν περιλαμβάνουν πληρωμές που αποτελούν κοινωνικές παροχές.
Η καταβολή μιας αποζημίωσης που προκύπτει από ασφάλιση κατά ζημίας θεωρείται μεταβίβαση προς τον δικαιούχο. Οι πληρωμές αυτές θεωρούνται τρέχουσες μεταβιβάσεις, ακόμη και αν αφορούν μεγάλα ποσά λόγω τυχαίας καταστροφής ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου ή σοβαρών προσωπικών βλαβών. Οι εξαιρετικά υψηλές απαιτήσεις, π.χ. την επομένη μιας καταστροφής, μπορεί να αντιμετωπίζονται όχι ως τρέχουσες μεταβιβάσεις αλλά ως κεφαλαιακές μεταβιβάσεις [βλ. στοιχείο ια) του σημείου 4.165]. Τα ποσά που εισπράττουν οι δικαιούχοι δεν προορίζονται συνήθως για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, ενώ τα αγαθά ή τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν πάθει ζημίες ή έχουν καταστραφεί δεν πρέπει αναγκαστικά να επισκευαστούν ή να αντικατασταθούν. Υποχρεώσεις καταβολής αποζημιώσεων προκύπτουν λόγω βλαβών ή ζημιών που προκαλούν οι κάτοχοι ασφαλιστήριων συμβολαίων στην περιουσία τρίτων ή σε άλλα πρόσωπα. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αποζημιώσεις καταγράφονται ως καταβαλλόμενες άμεσα από την ασφαλιστική εταιρεία σ’ αυτούς που έχουν υποστεί τις ζημιές και όχι έμμεσα μέσω του κατόχου του ασφαλιστήριου συμβολαίου. |
|
4.116 |
Τα καθαρά ασφάλιστρα και απαιτήσεις για αντασφαλίσεις υπολογίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και τα ασφάλιστρα και απαιτήσεις κατά ζημιών. Στον βαθμό που η δραστηριότητα των αντασφαλίσεων είναι συγκεντρωμένη σε ελάχιστες χώρες, τα περισσότερα συμβόλαια αντασφάλισης συνάπτονται με μονάδες μη μόνιμους κάτοικους.
Ορισμένες μονάδες, ιδίως μονάδες της γενικής κυβέρνησης, μπορούν να παρέχουν εγγύηση έναντι οφειλέτη που αθετεί τις υποχρεώσεις του σε συνθήκες που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τις ασφαλίσεις κατά ζημιών. Αυτό συμβαίνει όταν εκδίδονται πολλές εγγυήσεις του ίδιου είδους και είναι πιθανό να γίνει ρεαλιστική εκτίμηση του συνολικού επιπέδου της αδυναμίας πληρωμής. Στις περιπτώσεις αυτές, τα καταβαλλόμενα τέλη (και το εισόδημα περιουσίας που εισπράττεται επ’ αυτών) αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα ασφάλιστρα για πρωτασφαλίσεις κατά ζημιών, ενώ οι καταπτώσεις στο πλαίσιο των τυποποιημένων εγγυήσεων δανείων αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών. |
|
4.117 |
Χρόνος καταγραφής: Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών καταγράφονται όταν συμβαίνει το ατύχημα ή οποιοδήποτε άλλο γεγονός που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Οι εν λόγω απαιτήσεις καταγράφονται ως:
|
Τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης (D.73)
|
4.118 |
Ορισμός: Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης (D.73) περιλαμβάνουν τις μεταβιβάσεις ανάμεσα στους διάφορους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης (κεντρική κυβέρνηση, κυβέρνηση ομόσπονδου κράτους, τοπική αυτοδιοίκηση και οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης), εκτός από τους φόρους, τις επιδοτήσεις, τις επιχορηγήσεις επενδύσεων και τις λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις.
Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης (D.73) δεν περιλαμβάνουν τις συναλλαγές για λογαριασμό άλλης μονάδας· καταγράφονται μόνο μία φορά στους λογαριασμούς, στους πόρους της μονάδας δικαιούχου για λογαριασμό της οποίας πραγματοποιείται η συναλλαγή (βλ. σημείο 1.78). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν ένας δημόσιος φορέας (π.χ. μια υπηρεσία της κεντρικής κυβέρνησης) εισπράττει φόρους, μέρος ή το σύνολο των οποίων μεταβιβάζεται αυτομάτως σε άλλο δημόσιο φορέα (π.χ. σε αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης). Στις περιπτώσεις αυτές, οι φόροι που προορίζονται για τον άλλο δημόσιο φορέα εμφανίζονται ως εισπραχθέντες απευθείας από τον φορέα αυτόν και όχι ως τρέχουσα μεταβίβαση στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης. Η λύση εφαρμόζεται ιδίως στην περίπτωση των φόρων που προορίζονται για άλλον δημόσιο φορέα και λαμβάνουν τη μορφή επιπρόσθετων επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στους φόρους που εισπράττονται από την κεντρική κυβέρνηση. Οι καθυστερήσεις στη μεταβίβαση των φόρων από την πρώτη κρατική μονάδα στη δεύτερη καταγράφονται στο «Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί» στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό. Οι μεταβιβάσεις εισπραχθέντων φόρων που αποτελούν μέρος συνολικής μεταβίβασης από την κεντρική κυβέρνηση σε άλλο κρατικό φορέα περιλαμβάνονται στις τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης. Οι μεταβιβάσεις αυτές δεν αντιστοιχούν σε καμία συγκεκριμένη κατηγορία φόρων και δεν γίνονται αυτομάτως αλλά κυρίως μέσω ορισμένων ταμείων (επαρχιακών ταμείων και ταμείων τοπικής αυτοδιοίκησης), σύμφωνα με κλίμακες διανομής καθορισμένες από την κεντρική κυβέρνηση. |
|
4.119 |
Χρόνος καταγραφής: Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης καταγράφονται όταν προβλέπεται η πραγματοποίησή τους με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς. |
|
4.120 |
Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης καταγράφονται ως χρήσεις και πόροι στον λογαριασμό δευτερογενούς διανομής εισοδήματος των υποτομέων της γενικής κυβέρνησης. Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης είναι εσωτερικές ροές του τομέα της γενικής κυβέρνησης και δεν εμφανίζονται στον ενοποιημένο λογαριασμό του τομέα ως συνόλου. |
Τρέχουσα διεθνής συνεργασία (D.74)
|
4.121 |
Ορισμός: Η τρέχουσα διεθνής συνεργασία (D.74) περιλαμβάνει όλες τις μεταβιβάσεις σε χρήμα ή σε είδος μεταξύ της γενικής κυβέρνησης και άλλων κυβερνήσεων ή διεθνών οργανισμών στην αλλοδαπή, εκτός από τις επιχορηγήσεις επενδύσεων και τις λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις. |
|
4.122 |
Ο τίτλος D.74 καλύπτει:
Η τρέχουσα διεθνής συνεργασία περιλαμβάνει μεταβιβάσεις μεταξύ της γενικής κυβέρνησης και διεθνών οργανισμών που βρίσκονται στην ίδια χώρα, δεδομένου ότι οι διεθνείς οργανισμοί δεν θεωρούνται θεσμικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι των χωρών στις οποίες είναι εγκατεστημένοι. |
|
4.123 |
Χρόνος καταγραφής: Ο χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να πραγματοποιούνται οι μεταβιβάσεις σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, στην περίπτωση υποχρεωτικών μεταβιβάσεων, ή ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματοποιούνται οι μεταβιβάσεις, στην περίπτωση προαιρετικών μεταβιβάσεων. |
|
4.124 |
Η τρέχουσα διεθνής συνεργασία καταγράφεται ως:
|
Διάφορες τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.75)
Τρέχουσες μεταβιβάσεις προς MKIEN (D.751)
|
4.125 |
Ορισμός: Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις προς MKIEN περιλαμβάνουν όλες τις προαιρετικές εισφορές (εκτός από τα κληροδοτήματα), τις συνδρομές μελών και την οικονομική βοήθεια που δέχονται τα MKIEN από νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών μη μόνιμων κατοίκων) και, σε μικρότερο βαθμό, από άλλες μονάδες. |
|
4.126 |
Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις προς MKIEN περιλαμβάνουν τα εξής:
Από τις τρέχουσες μεταβιβάσεις προς MKIEN εξαιρούνται οι πληρωμές συνδρομών μελών ή εισφορών σε MKI που παράγουν εμπορεύσιμες υπηρεσίες και τα οποία εξυπηρετούν επιχειρήσεις, όπως εμπορικά επιμελητήρια ή επαγγελματικές ενώσεις, που θεωρούνται πληρωμές για την παροχή υπηρεσιών. |
|
4.127 |
Χρόνος καταγραφής: οι τρέχουσες μεταβιβάσεις προς MKIEN καταγράφονται όταν πραγματοποιούνται. |
|
4.128 |
Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις προς MKIEN καταγράφονται ως:
|
Τρέχουσες μεταβιβάσεις μεταξύ νοικοκυριών (D.752)
|
4.129 |
Ορισμός: Τρέχουσες μεταβιβάσεις μεταξύ νοικοκυριών (D.752) είναι όλες οι τρέχουσες μεταβιβάσεις σε χρήμα ή σε είδος που καταβάλλονται ή εισπράττονται από νοικοκυριά μόνιμους κατοίκους προς ή από άλλα νοικοκυριά μόνιμους κατοίκους ή μη μόνιμους κατοίκους. Ειδικότερα, περιλαμβάνουν εμβάσματα από μετανάστες ή εργαζομένους μόνιμα εγκατεστημένους στο εξωτερικό (ή που εργάζονται στο εξωτερικό για ένα έτος ή περισσότερο) προς μέλη των οικογενειών τους που ζουν στη χώρα καταγωγής τους, ή από γονείς σε παιδιά που βρίσκονται σε άλλο τόπο. |
|
4.130 |
Χρόνος καταγραφής: οι τρέχουσες μεταβιβάσεις μεταξύ νοικοκυριών καταγράφονται κατά τη στιγμή που πραγματοποιούνται οι μεταβιβάσεις. |
|
4.131 |
Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις μεταξύ νοικοκυριών καταγράφονται ως:
|
Διάφορες άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.759)
Πρόστιμα και κυρώσεις
|
4.132 |
Ορισμός: Τα πρόστιμα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε θεσμικές μονάδες από δικαστήρια ή οιονεί δικαστικούς οργανισμούς αντιμετωπίζονται ως διάφορες άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.759). |
|
4.133 |
Στις διάφορες άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.759) δεν περιλαμβάνονται τα εξής:
|
|
4.134 |
Χρόνος καταγραφής: τα πρόστιμα και οι κυρώσεις καταγράφονται όταν προκύπτει η υποχρέωση πληρωμής. |
Λαχεία και τυχερά παιχνίδια
|
4.135 |
Ορισμός: Τα ποσά που καταβάλλονται για λαχεία ή που παίζονται σε στοιχήματα αποτελούνται από δύο στοιχεία: την πληρωμή ενός κόστους λειτουργίας για τη μονάδα που διοργανώνει το λαχείο ή το τυχερό παιχνίδι και μια υπολειμματική τρέχουσα μεταβίβαση που καταβάλλεται στους κερδισμένους.
Αυτό το κόστος λειτουργίας μπορεί να είναι σημαντικό και να καλύπτει φόρους επί της παραγωγής υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών. Στο πλαίσιο του συστήματος θεωρείται ότι οι μεταβιβάσεις πραγματοποιούνται απευθείας μεταξύ των συμμετεχόντων στο λαχείο ή στο τυχερό παιχνίδι, δηλαδή μεταξύ των νοικοκυριών. Όταν συμμετέχουν νοικοκυριά μη μόνιμοι κάτοικοι, μπορεί να προκύψουν σημαντικές καθαρές μεταβιβάσεις μεταξύ του τομέα των νοικοκυριών και της αλλοδαπής. Χρόνος καταγραφής: οι υπολειμματικές τρέχουσες μεταβιβάσεις καταγράφονται όταν πραγματοποιούνται. |
Πληρωμές αποζημιώσεων
|
4.136 |
Ορισμός: Οι πληρωμές αποζημιώσεων είναι τρέχουσες μεταβιβάσεις που καταβάλλονται από θεσμικές μονάδες σε άλλες θεσμικές μονάδες ως αποζημίωση για βλάβες σε πρόσωπα ή ζημίες σε περιουσία, πλην των πληρωμών για απαιτήσεις από ασφαλίσεις κατά ζημιών. Οι πληρωμές αποζημιώσεων είναι υποχρεωτικές, έπειτα από απόφαση δικαστηρίου, ή προαιρετικές, αν έχουν συμφωνηθεί εξωδικαστικά. Η κατηγορία αυτή καλύπτει προαιρετικές πληρωμές από μονάδες της γενικής κυβέρνησης ή MKIEN προς αποζημίωση προσωπικών βλαβών ή ζημιών που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές, εκτός απ’ αυτές που ταξινομούνται ως κεφαλαιακές μεταβιβάσεις. |
|
4.137 |
Χρόνος καταγραφής: Οι πληρωμές αποζημιώσεων καταγράφονται όταν πραγματοποιούνται (προαιρετικές πληρωμές) ή όταν καθίστανται απαιτητές (υποχρεωτικές πληρωμές). |
|
4.138 |
Άλλες μορφές διαφόρων άλλων τρεχουσών μεταβιβάσεων:
|
|
4.139 |
Χρόνος καταγραφής: οι μεταβιβάσεις του σημείου 4.138 καταγράφονται όταν πραγματοποιούνται, εκτός από τις μεταβιβάσεις από ή προς τη γενική κυβέρνηση, που καταγράφονται όταν καθίστανται απαιτητές.
Οι διάφορες άλλες τρέχουσες μεταβιβάσεις εμφανίζονται ως:
|
Ίδιοι πόροι της ΕΕ που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ) (D.76)
|
4.140 |
Ορισμός: Ο τρίτος και ο τέταρτος ίδιος πόρος της ΕΕ (D.76), που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ, είναι τρέχουσες μεταβιβάσεις που καταβάλλονται από τη γενική κυβέρνηση κάθε κράτους μέλους στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο τρίτος ίδιος πόρος της ΕΕ, που βασίζεται στον ΦΠΑ (D.761), και ο τέταρτος ίδιος πόρος της ΕΕ, που βασίζεται στο ΑΕΕ (D.762), είναι συνεισφορές στον προϋπολογισμό των οργάνων της Ένωσης. Το επίπεδο της συνεισφοράς κάθε κράτους μέλους βασίζεται στα επίπεδα της δικής τους βάσης ΦΠΑ και του δικού τους ΑΕΕ. Ο τίτλος D.76 περιλαμβάνει επίσης διάφορες μη φορολογικές συνεισφορές του κράτους προς τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (D.763). Χρόνος καταγραφής: Ο τρίτος και ο τέταρτος ίδιος πόρος της ΕΕ, που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ, καταγράφονται όταν καθίστανται απαιτητοί προς καταβολή. Ο τρίτος και ο τέταρτος ίδιος πόρος της ΕΕ, που βασίζονται στον ΦΠΑ και στο ΑΕΕ, καταγράφονται ως:
|
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (D.8)
|
4.141 |
Ορισμός: Η προσαρμογή για τη μεταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (D.8) αντιπροσωπεύει την προσαρμογή που απαιτείται ώστε να εμφανίζεται στις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών η μεταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων επί των οποίων τα νοικοκυριά έχουν βέβαιη απαίτηση. Η μεταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων προέρχεται από εισφορές και παροχές που καταγράφονται στον λογαριασμό δευτερογενούς διανομής εισοδήματος. |
|
4.142 |
Αφού τα νοικοκυριά αντιμετωπίζονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς και στους ισολογισμούς του συστήματος ως κατέχοντα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, είναι απαραίτητο ένα στοιχείο προσαρμογής για να εξασφαλιστεί ότι τυχόν πλεόνασμα των συνταξιοδοτικών εισφορών σε σχέση με τις καταβληθείσες συντάξεις δεν επηρεάζει την αποταμίευση των νοικοκυριών.
Για να εξουδετερωθεί το αποτέλεσμα αυτό, μια προσαρμογή ίση με: τη συνολική αξία των πραγματικών και τεκμαρτών κοινωνικών εισφορών που αφορούν συντάξεις και οι οποίες είναι πληρωτέες σε συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία τα νοικοκυριά έχουν σαφή απαίτηση
προστίθεται στο διαθέσιμο εισόδημα ή στο προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στους λογαριασμούς χρήσης εισοδήματος πριν από τον προσδιορισμό της αποταμίευσης. Έτσι, η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι ίδια με εκείνη που θα καταγραφόταν αν οι συνταξιοδοτικές εισφορές και οι εισπραττόμενες συντάξεις δεν είχαν καταγραφεί ως τρέχουσες μεταβιβάσεις στον λογαριασμό δευτερογενούς διανομής εισοδήματος. Αυτό το στοιχείο προσαρμογής είναι απαραίτητο για να συμβαδίζει η αποταμίευση των νοικοκυριών με τη μεταβολή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους που καταγράφονται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό του συστήματος. Φυσικά, απαιτούνται και προσαρμογές προς την αντίθετη κατεύθυνση στους λογαριασμούς χρήσης εισοδήματος των μονάδων που είναι υπεύθυνες για την καταβολή των συντάξεων. |
|
4.143 |
Χρόνος καταγραφής: Η προσαρμογή καταγράφεται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα των ροών που την απαρτίζουν. |
|
4.144 |
Η προσαρμογή για τη μεταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων καταγράφεται ως:
|
ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ (D.9)
|
4.145 |
Ορισμός: Οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις προϋποθέτουν την απόκτηση ή τη διάθεση περιουσιακού στοιχείου ή περιουσιακών στοιχείων από το ένα τουλάχιστον μέρος της συναλλαγής. Ανεξάρτητα από το αν οι μεταβιβάσεις πραγματοποιούνται σε χρήμα ή σε είδος, έχουν ως αποτέλεσμα αντίστοιχη μεταβολή των χρηματοοικονομικών ή μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που εμφανίζονται στους ισολογισμούς ενός ή και των δύο μερών της συναλλαγής |
|
4.146 |
Με τον όρο «κεφαλαιακή μεταβίβαση σε είδος» νοείται η μεταβίβαση της κυριότητας ενός περιουσιακού στοιχείου (εκτός από αποθέματα και μετρητά) ή η ακύρωση υποχρέωσης από πιστωτή, χωρίς αντίστοιχη ανταπόδοση.
Με τον όρο «κεφαλαιακή μεταβίβαση σε χρήμα» νοείται η μεταβίβαση μετρητών που συγκέντρωσε ο πρώτος συμβαλλόμενος με τη διάθεση ενός ή περισσότερων περιουσιακών στοιχείων (εκτός από αποθέματα), ή που ο δεύτερος συμβαλλόμενος αναμένεται ή υποχρεούται να χρησιμοποιήσει για την απόκτηση ενός ή περισσότερων περιουσιακών στοιχείων (εκτός από αποθέματα). Ο δεύτερος συμβαλλόμενος, δηλαδή ο αποδέκτης, είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει τα μετρητά για την απόκτηση ενός ή περισσότερων περιουσιακών στοιχείων, ως προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της μεταβίβασης. Η αξία μεταβίβασης ενός μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου αποτιμάται με βάση την εκτιμώμενη τιμή στην οποία το περιουσιακό στοιχείο, είτε είναι καινούργιο είτε είναι μεταχειρισμένο, θα μπορούσε να πωληθεί στην αγορά συν τυχόν κόστος μεταφοράς, κόστος εγκατάστασης ή άλλα έξοδα μεταβίβασης της κυριότητας που βαρύνουν τον δότη, αλλά εξαιρουμένων τυχόν τέτοιων επιβαρύνσεων που βαρύνουν τον αποδέκτη. Οι μεταβιβάσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων αποτιμώνται με τον ίδιο τρόπο όπως οι άλλες αποκτήσεις ή διαθέσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων. |
|
4.147 |
Οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις καλύπτουν τους φόρους κεφαλαίου (D.91), τις επιχορηγήσεις επενδύσεων (D.92) και τις λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (D.99). |
Φόροι κεφαλαίου (D.91)
|
4.148 |
Ορισμός: Οι φόροι κεφαλαίου (D.91) είναι φόροι που επιβάλλονται σε μη τακτά και ελάχιστα συχνά διαστήματα στις αξίες των περιουσιακών στοιχείων ή στην καθαρή θέση των θεσμικών μονάδων ή τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται μεταξύ θεσμικών μονάδων λόγω κληρονομιών, δωρεών μεταξύ προσώπων ή άλλων μεταβιβάσεων. |
|
4.149 |
Οι φόροι κεφαλαίου (D.91) περιλαμβάνουν:
Οι φόροι επί κερδών κεφαλαίου δεν καταγράφονται ως φόροι κεφαλαίου αλλά ως τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. |
|
4.150 |
Οι φόροι που καταγράφονται στους λογαριασμούς προέρχονται από δύο πηγές: ποσά που δικαιολογούνται από αποτιμήσεις και δηλώσεις ή εισπράξεις μετρητών.
|
|
4.151 |
Οι φόροι κεφαλαίου καταγράφονται ως:
|
Επιχορηγήσεις επενδύσεων (D.92)
|
4.152 |
Ορισμός: Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων (D.92) είναι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις σε χρήμα ή σε είδος από τη γενική κυβέρνηση ή από την αλλοδαπή προς άλλες θεσμικές μονάδες μόνιμους ή μη μόνιμους κατοίκους, με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους ή του συνόλου του κόστους της απόκτησης πάγιων στοιχείων του ενεργητικού εκ μέρους τους.
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων από την αλλοδαπή περιλαμβάνουν αυτές που καταβάλλονται απευθείας από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης [π.χ. μεταβιβάσεις από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ)]. |
|
4.153 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων σε είδος είναι μεταβιβάσεις μεταφορικού εξοπλισμού, μηχανημάτων και λοιπού εξοπλισμού από τη γενική κυβέρνηση σε άλλες μονάδες μόνιμους ή μη μόνιμους κατοίκους, καθώς και η απευθείας χορήγηση κτιρίων ή άλλων κατασκευών σε μονάδες μόνιμους ή μη μόνιμους κατοίκους. |
|
4.154 |
Η αξία των επενδύσεων (σχηματισμού) κεφαλαίου που πραγματοποιούνται από τη γενική κυβέρνηση προς όφελος άλλων τομέων της οικονομίας καταγράφεται ως επιχορηγήσεις επενδύσεων, όταν ο αποδέκτης είναι αναγνωρίσιμος και αποκτά την κυριότητα του κεφαλαίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι επενδύσεις κεφαλαίου καταγράφονται ως μεταβολή περιουσιακών στοιχείων στον λογαριασμό κεφαλαίου του αποδέκτη και χρηματοδοτούνται με επιχορήγηση επενδύσεων που καταγράφεται ως μεταβολή των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης του ίδιου λογαριασμού. |
|
4.155 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων (D.92) περιλαμβάνουν τόσο εφάπαξ πληρωμές που προορίζονται να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις κεφαλαίου κατά την ίδια περίοδο, όσο και τμηματικές πληρωμές που αφορούν επενδύσεις κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν σε προγενέστερη περίοδο. Αυτά τα τμήματα των ετήσιων πληρωμών από τη γενική κυβέρνηση στις επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν την εξόφληση χρεών τα οποία συνάπτουν οι επιχειρήσεις με σκοπό την υλοποίηση κρατικών προγραμμάτων επενδύσεων κεφαλαίου αντιμετωπίζονται ως επιχορηγήσεις επενδύσεων. |
|
4.156 |
Οι επιδοτήσεις επιτοκίου που πραγματοποιεί η γενική κυβέρνηση δεν περιλαμβάνονται στις επιχορηγήσεις επενδύσεων. Η ανάληψη μέρους των τόκων από τις δημόσιες αρχές είναι τρέχουσα διανεμητική συναλλαγή. Ωστόσο, όταν η επιχορήγηση εξυπηρετεί τον διπλό σκοπό της χρηματοδότησης, αφενός, της εξόφλησης του δανείου που έχει συναφθεί και, αφετέρου, της πληρωμής των τόκων του κεφαλαίου που έχει δοθεί ως δάνειο, και όταν δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν τα δύο αυτά στοιχεία, όλη η επιχορήγηση αντιμετωπίζεται στους λογαριασμούς ως επιχορήγηση επένδυσης. |
|
4.157 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων σε μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και οιονεί εταιρείες περιλαμβάνουν, εκτός από τις επιχορηγήσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, επιχορηγήσεις κεφαλαίου σε δημόσιες επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως θεσμικές μονάδες, με την προϋπόθεση ότι ο δημόσιος φορέας που πραγματοποιεί την επιχορήγηση δεν διατηρεί απαίτηση κατά της δημόσιας επιχείρησης. |
|
4.158 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων στον τομέα των νοικοκυριών περιλαμβάνουν επιχορηγήσεις για την αγορά εξοπλισμού και για τον εκσυγχρονισμό επιχειρήσεων, εκτός από τις εταιρείες και οιονεί εταιρείες, και επιχορηγήσεις σε νοικοκυριά για την κατασκευή, αγορά και βελτίωση κατοικιών. |
|
4.159 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων στη γενική κυβέρνηση περιλαμβάνουν τις πληρωμές (εκτός από τις χορηγήσεις για επιδότηση επιτοκίου) που πραγματοποιούνται προς υποτομείς της γενικής κυβέρνησης με σκοπό τη χρηματοδότηση επενδύσεων κεφαλαίου. Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων που γίνονται στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης είναι εσωτερικές ροές του τομέα της γενικής κυβέρνησης και δεν εμφανίζονται σε ενοποιημένο λογαριασμό για τον τομέα ως σύνολο. Παραδείγματα επιχορηγήσεων επενδύσεων στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης είναι οι μεταβιβάσεις από την κεντρική κυβέρνηση στην τοπική αυτοδιοίκηση με συγκεκριμένο σκοπό τη χρηματοδότηση ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Οι μεταβιβάσεις που προορίζονται για διάφορους μη καθορισμένους σκοπούς καταγράφονται ως τρέχουσες μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της γενικής κυβέρνησης, ακόμη και αν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη δαπανών για επενδύσεις κεφαλαίου. |
|
4.160 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα από τη γενική κυβέρνηση και από την αλλοδαπή διακρίνονται από τις τρέχουσες μεταβιβάσεις σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα με χρησιμοποίηση των κριτηρίων του σημείου 4.159. |
|
4.161 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων προς την αλλοδαπή περιορίζονται στις μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται με τον συγκεκριμένο σκοπό της χρηματοδότησης επενδύσεων κεφαλαίου μονάδων μη μόνιμων κατοίκων. Συμπεριλαμβάνουν, π.χ., τις μη ανταποδοτικές μεταβιβάσεις για την κατασκευή γεφυρών, οδών, εργοστασίων, νοσοκομείων ή σχολείων σε αναπτυσσόμενες χώρες ή την κατασκευή κτιρίων διεθνών οργανισμών. Μπορεί να αποτελούνται από τμηματικές πληρωμές κατά τη διάρκεια περιόδου, όπως και από εφάπαξ πληρωμές. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επίσης την παροχή πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών δωρεάν ή σε μειωμένες τιμές. |
|
4.162 |
Χρόνος καταγραφής: Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων σε χρήμα καταγράφονται όταν πρέπει να καταβληθεί η πληρωμή. Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων σε είδος καταγράφονται όταν μεταβιβάζεται η κυριότητα του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου. |
|
4.163 |
Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων καταγράφονται ως:
|
Λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (D.99)
|
4.164 |
Ορισμός: Οι λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (D.99) καλύπτουν μεταβιβάσεις, εκτός από επιχορηγήσεις επενδύσεων και φόρους κεφαλαίου, οι οποίες δεν αναδιανέμουν το εισόδημα, αλλά αναδιανέμουν τις αποταμιεύσεις ή την περιουσία ανάμεσα στους διάφορους τομείς ή υποτομείς της οικονομίας ή της αλλοδαπής. Οι εν λόγω μεταβιβάσεις μπορούν να πραγματοποιούνται σε χρήμα ή σε είδος (περιπτώσεις αναδοχής χρέους ή ακύρωσης χρέους) και αντιστοιχούν σε προαιρετικές μεταβιβάσεις περιουσίας. |
|
4.165 |
Οι λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (D.99) καλύπτουν τις ακόλουθες συναλλαγές:
|
|
4.166 |
Ο χρόνος καταγραφής προσδιορίζεται ως εξής:
|
|
4.167 |
Οι λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις εμφανίζονται στις μεταβολές των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης στον λογαριασμό κεφαλαίου των τομέων και της αλλοδαπής. |
ΜΕΤΟΧΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΣΘΩΤΟΥΣ (ΧΜΔ)
|
4.168 |
Μια ιδιαίτερη μορφή εισοδήματος σε είδος είναι η πρακτική ενός εργοδότη να δίνει στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αγοράσει μετοχές σε καθορισμένη τιμή σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Μια χορήγηση μετοχικού δικαιώματος προαίρεσης σε εργαζομένους μοιάζει με χρηματοοικονομικό παράγωγο και ο εργαζόμενος μπορεί να επιλέξει να μην κάνει χρήση του δικαιώματος αυτού, είτε επειδή η τιμή της μετοχής είναι πλέον χαμηλότερη από την τιμή στην οποία μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος είτε επειδή έχει αποχωρήσει από τη συγκεκριμένη θέση εργασίας στον εν λόγω εργοδότη και έχει, επομένως, απολέσει αυτό το δικαίωμα. |
|
4.169 |
Κατά κανόνα, ο εργοδότης ενημερώνει τους εργαζομένους του για την απόφαση να δοθεί δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών της εταιρείας σε συγκεκριμένη τιμή (στην τιμή άσκησης) έπειτα από ορισμένο χρονικό διάστημα και υπό ορισμένες συνθήκες (π.χ., ότι ο εργαζόμενος εξακολουθεί να εργάζεται στην επιχείρηση ή σε συνάρτηση με τις επιδόσεις της επιχείρησης). Ο χρόνος καταγραφής του χορηγούμενου μετοχικού δικαιώματος προαίρεσης στους εθνικούς λογαριασμούς πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια. «Ημερομηνία χορήγησης του δικαιώματος» είναι η ημερομηνία κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον εργαζόμενο, «ημερομηνία κτήσης» του είναι η συντομότερη ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να γίνει χρήση του δικαιώματος και «ημερομηνία άσκησής» του είναι η ημερομηνία κατά την οποία το δικαίωμα ασκείται στην πράξη (ή λήγει). |
|
4.170 |
Σύμφωνα με τις λογιστικές συστάσεις του Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB), η επιχείρηση αποτιμά ορθά τα δικαιώματα προαίρεσης κατά την ημερομηνία χορήγησης πολλαπλασιάζοντας την τιμή άσκησης των μετοχών τη στιγμή εκείνη επί τον αριθμό των δικαιωμάτων προαίρεσης που αναμένεται να ασκηθούν κατά την ημερομηνία κτήσης και διαιρώντας το γινόμενο διά του αριθμού των ετών υπηρεσίας που αναμένεται να έχουν συμπληρωθεί κατά την ημερομηνία κτήσης. |
|
4.171 |
Στο ΕΣΛ, αν δεν υπάρχει ούτε διαπιστωθείσα αγοραία τιμή ούτε εκτίμηση εκ μέρους της επιχείρησης που να ευθυγραμμίζεται με τις συστάσεις που μόλις δόθηκαν, η αποτίμηση των δικαιωμάτων προαίρεσης μπορεί να γίνει με βάση υπόδειγμα αποτίμησης δικαιωμάτων προαίρεσης. Ο σκοπός αυτών των υποδειγμάτων όσον αφορά την αξία του δικαιώματος προαίρεσης είναι η συνεκτίμηση δύο στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο είναι η προβολή του ποσού κατά το οποίο η αγοραία τιμή των υπό εξέταση μετοχών θα υπερβεί την τιμή άσκησης κατά την ημερομηνία κτήσης. Το δεύτερο στοιχείο είναι η προσδοκία ότι η τιμή θα αυξηθεί περαιτέρω μεταξύ της ημερομηνίας κτήσης και της ημερομηνίας άσκησης. |
|
4.172 |
Πριν από την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης, ο διακανονισμός μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου έχει τη μορφή χρηματοοικονομικού παραγώγου και εμφανίζεται ως τέτοιο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς και των δύο μερών. |
|
4.173 |
Κατά την ημερομηνία χορήγησης πρέπει να γίνεται εκτίμηση της αξίας των μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης που χορηγούνται στους εργαζομένους. Το ποσό αυτό πρέπει να ενσωματώνεται στο εισόδημα εξαρτημένης εργασίας και να κατανέμεται στο διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία χορήγησης έως την ημερομηνία κτήσης, αν είναι δυνατόν. Σε αντίθετη περίπτωση, η αξία του δικαιώματος προαίρεσης πρέπει να καταγράφεται κατά την ημερομηνία κτήσης. |
|
4.174 |
Το κόστος διαχείρισης των προγραμμάτων χορήγησης μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης σε εργαζομένους βαρύνει τον εργοδότη και αντιμετωπίζεται ως τμήμα της ενδιάμεσης ανάλωσης, όπως και οποιαδήποτε άλλη διοικητική υπηρεσία συνδέεται με το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας. |
|
4.175 |
Αν και η αξία του μετοχικού δικαιώματος προαίρεσης αντιμετωπίζεται ως εισόδημα, κανένα εισόδημα από επενδύσεις δεν συνδέεται με προγράμματα χορήγησης μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης σε εργαζομένους. |
|
4.176 |
Στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό, η απόκτηση μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης από νοικοκυριά συμπίπτει με το αντίστοιχο μέρος του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας με αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη. |
|
4.177 |
Κατ’ αρχήν, τυχόν μεταβολή στην αξία μεταξύ της ημερομηνίας χορήγησης και της ημερομηνίας κτήσης πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέρος του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας, ενώ τυχόν μεταβολή στην αξία μεταξύ της ημερομηνίας κτήσης και της ημερομηνίας άσκησης δεν αντιμετωπίζεται ως εισόδημα εξαρτημένης εργασίας αλλά ως κέρδος ή ζημία κτήσης. Στην πράξη, είναι πολύ απίθανο να αναθεωρηθούν, μεταξύ της ημερομηνίας χορήγησης και της ημερομηνίας άσκησης, οι εκτιμήσεις του κόστους που συνεπάγονται για τους εργοδότες τα μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούν στους μισθωτούς τους. Ως εκ τούτου, για ρεαλιστικούς λόγους, η συνολική αύξηση μεταξύ της ημερομηνίας χορήγησης και της ημερομηνίας άσκησης αντιμετωπίζεται ως κέρδος ή ζημία κτήσης. Η αύξηση στην αξία της τιμής της μετοχής πάνω από την τιμή άσκησης είναι κέρδος κτήσης για τον εργαζόμενο και ζημία κτήσης για τον εργοδότη και αντιστρόφως. |
|
4.178 |
Όταν ο εργαζόμενος ασκεί το μετοχικό δικαίωμα προαίρεσης, η εγγραφή στον ισολογισμό εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από την αξία των τίτλων (μετοχών) που έχουν αποκτηθεί. Αυτή η αλλαγή στην ταξινόμηση πραγματοποιείται μέσω συναλλαγών στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό και όχι μέσω του λογαριασμού λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ
|
5.01 |
Ορισμός: Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές (F) είναι συναλλαγές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (AF) και υποχρεώσεων μεταξύ θεσμικών μονάδων μόνιμων κατοίκων και μεταξύ αυτών και θεσμικών μονάδων μη μόνιμων κατοίκων. |
|
5.02 |
Χρηματοοικονομική συναλλαγή μεταξύ θεσμικών μονάδων είναι η ταυτόχρονη δημιουργία ή εκκαθάριση ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου και της αντίστοιχης υποχρέωσης ή η μεταβολή της κυριότητας ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή η ανάληψη μιας υποχρέωσης. |
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, χρηματοοικονομικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις
|
5.03 |
Ορισμός: Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από όλες τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, τις συμμετοχές σε κεφάλαιο και τη συνιστώσα χρυσού σε ράβδους του νομισματικού χρυσού. |
|
5.04 |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είναι αποθετήρια αξιών που αντιπροσωπεύουν οφέλη ή σειρές οφελών που αποκομίζει ο οικονομικός κύριος από τη διακράτηση ή χρήση των περιουσιακών στοιχείων για ένα χρονικό διάστημα. Συνιστούν μέσο μεταφοράς αξιών από τη μία λογιστική περίοδο στην άλλη. Τα οφέλη αποδίδονται μέσω πληρωμών, οι οποίες είναι συνήθως μετρητά (AF.21) και μεταβιβάσιμες καταθέσεις (AF.22). |
|
5.05 |
Ορισμός: Χρηματοοικονομική απαίτηση είναι το δικαίωμα του πιστωτή να εισπράξει πληρωμή ή σειρά πληρωμών από τον οφειλέτη.
Οι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία με αντίστοιχες υποχρεώσεις. Οι συμμετοχικοί τίτλοι και οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5) αντιμετωπίζονται ως χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο με αντίστοιχη υποχρέωση, ακόμη και αν η απαίτηση του κατόχου από την εταιρεία δεν είναι σταθερό ποσό. |
|
5.06 |
Ορισμός: Υποχρεώσεις δημιουργούνται όταν ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει πληρωμή ή σειρά πληρωμών στον πιστωτή. |
|
5.07 |
Η συνιστώσα χρυσού σε ράβδους του νομισματικού χρυσού που διατηρούν οι νομισματικές αρχές ως αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο αντιμετωπίζεται ως χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, ακόμη και αν ο κάτοχος δεν έχει απαιτήσεις από άλλες οριζόμενες μονάδες. Δεν υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση για τον χρυσό σε ράβδους. |
Υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και υπό αίρεση υποχρεώσεις
|
5.08 |
Ορισμός: Τα υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και οι υπό αίρεση υποχρεώσεις είναι συμφωνίες βάσει των οποίων ένα μέρος είναι υποχρεωμένο να καταβάλει πληρωμή ή σειρά πληρωμών σε άλλη μονάδα μόνον όπου ισχύουν ορισμένοι ειδικοί όροι.
Επειδή τα υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και οι υπό αίρεση υποχρεώσεις δεν δημιουργούν υποχρεώσεις άνευ όρων, δεν θεωρούνται χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις. |
|
5.09 |
Τα υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και οι υπό αίρεση υποχρεώσεις περιλαμβάνουν:
|
|
5.10 |
Τα υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και οι υπό αίρεση υποχρεώσεις δεν περιλαμβάνουν:
|
|
5.11 |
Παρόλο που τα υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και οι υπό αίρεση υποχρεώσεις δεν καταγράφονται στους λογαριασμούς, είναι σημαντικά για τη χάραξη πολιτικής και την ανάλυση και χρειάζεται να συλλέγονται στοιχεία γι’ αυτά και να υποβάλλονται ως συμπληρωματικά δεδομένα. Ακόμη και αν, τελικά, μπορεί να μην οφείλονται πληρωμές για υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και υπό αίρεση υποχρεώσεις, ένα υψηλό επίπεδο υπό αίρεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αποτελεί ίσως ένδειξη ενός μη επιθυμητού επιπέδου κινδύνου από την πλευρά των μονάδων που τα προσφέρουν. |
Πλαίσιο 5.1 — Αντιμετώπιση των εγγυήσεων στο σύστημα
|
B5.1.1. |
Ορισμός: Οι εγγυήσεις είναι συμφωνίες βάσει των οποίων ο εγγυητής δεσμεύεται απέναντι στον δανειστή ότι, αν ο δανειζόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του, ο εγγυητής θα επανορθώσει τη ζημία που, διαφορετικά, θα υφίστατο ο δανειστής.
Πολλές φορές καταβάλλεται προμήθεια για την παροχή εγγύησης. |
|
B5.1.2. |
Διακρίνονται τρία διαφορετικά είδη εγγυήσεων. Αυτά ισχύουν μόνο για εγγυήσεις που παρέχονται για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Δεν προτείνεται ειδική αντιμετώπιση για τις εγγυήσεις υπό μορφή εγγυήσεων κατασκευαστή ή υπό άλλες μορφές. Τα τρία είδη εγγυήσεων είναι τα εξής:
|
Κατηγορίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων
|
5.12 |
Διακρίνονται οκτώ κατηγορίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων:
|
|
5.13 |
Σε κάθε χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο αντιστοιχεί μια υποχρέωση, με εξαίρεση τη συνιστώσα χρυσού σε ράβδους του νομισματικού χρυσού που διατηρούν οι νομισματικές αρχές ως αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο που ταξινομείται στην κατηγορία νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (F.1). Με αυτή την εξαίρεση, διακρίνονται οκτώ κατηγορίες υποχρεώσεων που είναι αντίστοιχες με τις κατηγορίες των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. |
|
5.14 |
Η ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών αντιστοιχεί στην ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Διακρίνονται οκτώ κατηγορίες χρηματοοικονομικών συναλλαγών σχετικά με:
|
|
5.15 |
Δεδομένης της συμμετρίας των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων, χρησιμοποιείται ο όρος «μέσο» για να χαρακτηρίσει τόσο την πλευρά του περιουσιακού στοιχείου όσο και την πλευρά της υποχρέωσης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η χρησιμοποίησή του δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε επέκταση του πεδίου κάλυψης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων με τη συμπερίληψη σε αυτό στοιχείων εκτός ισολογισμού, που περιγράφονται μερικές φορές ως χρηματοοικονομικά μέσα στις νομισματικές και χρηματοοικονομικές στατιστικές. |
Ισολογισμοί, χρηματοοικονομικός λογαριασμός και λοιπές ροές
|
5.16 |
Στον ισολογισμό καταγράφονται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που διακρατούνται και οι υποχρεώσεις που εκκρεμούν μια ορισμένη χρονική στιγμή. Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα μεταβολές στους ισολογισμούς ανοίγματος και κλεισίματος. Ωστόσο, οι μεταβολές μεταξύ του ισολογισμού ανοίγματος και του ισολογισμού κλεισίματος προκύπτουν επίσης και από άλλες ροές, οι οποίες δεν συνιστούν αλληλεπιδράσεις μεταξύ θεσμικών μονάδων με κοινή συμφωνία. Οι λοιπές ροές που συνδέονται με χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις αναλύονται σε αναπροσαρμογές της αξίας χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και σε μεταβολές του όγκου των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που δεν οφείλονται σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Οι αναπροσαρμογές της αξίας καταγράφονται στον λογαριασμό αναπροσαρμογής και οι μεταβολές του όγκου στον λογαριασμό λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων. |
|
5.17 |
Ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός είναι ο τελικός λογαριασμός στην ακολουθία λογαριασμών που καταγράφουν συναλλαγές. Ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός δεν έχει εξισωτικό μέγεθος το οποίο μεταφέρεται σε άλλο λογαριασμό. Το εξισωτικό μέγεθος του χρηματοοικονομικού λογαριασμού, δηλαδή η καθαρή απόκτηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μείον την καθαρή ανάληψη υποχρεώσεων, είναι η καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης (+) ή η καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης (–) (B.9F). |
|
5.18 |
Το εξισωτικό μέγεθος του χρηματοοικονομικού λογαριασμού είναι εννοιολογικά ταυτόσημο με το εξισωτικό μέγεθος του λογαριασμού κεφαλαίου. Στην πράξη, παρατηρείται συνήθως μια αναντιστοιχία μεταξύ τους, γιατί υπολογίζονται με βάση διαφορετικά στατιστικά δεδομένα. |
Αποτίμηση
|
5.19 |
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές καταγράφονται με τις αξίες συναλλαγής, δηλαδή με τις αξίες, σε εθνικό νόμισμα, με τις οποίες δημιουργούνται, ρευστοποιούνται, ανταλλάσσονται ή αναλαμβάνονται τα σχετικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και/ή υποχρεώσεις μεταξύ θεσμικών μονάδων, βάσει αποκλειστικά εμπορικών κριτηρίων. |
|
5.20 |
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές και οι αντισταθμιστικές τους χρηματοοικονομικές ή μη χρηματοοικονομικές συναλλαγές καταγράφονται με την ίδια αξία συναλλαγής. Υπάρχουν τρεις περιπτώσεις:
|
|
5.21 |
Η αξία συναλλαγής αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χρηματοοικονομική συναλλαγή και την αντισταθμιστική της συναλλαγή. Από εννοιολογική άποψη, η αξία συναλλαγής θα πρέπει να διακρίνεται από μια αξία που βασίζεται σε μια τιμή που προσφέρεται στην αγορά, μια λογική αγοραία τιμή, ή οποιαδήποτε τιμή που αποσκοπεί να εκφράσει τη γενικότητα των τιμών για μια κατηγορία παρόμοιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και/ή υποχρεώσεων. Πάντως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής είναι, για παράδειγμα, μεταβίβαση, και επομένως η χρηματοοικονομική συναλλαγή μπορεί να πραγματοποιείται με κριτήρια άλλα πλην των αποκλειστικά εμπορικών κριτηρίων, η αξία της συναλλαγής προσδιορίζεται με βάση την τρέχουσα αγοραία αξία των σχετικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και/ή υποχρεώσεων. |
|
5.22 |
Η αξία συναλλαγής δεν περιλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών, αμοιβές, προμήθειες ή παρόμοιες πληρωμές για υπηρεσίες που παρέχονται κατά την πραγματοποίηση των συναλλαγών· αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να καταγράφονται ως πληρωμές για παροχή υπηρεσιών. Εξαιρούνται επίσης οι φόροι επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως φόροι επί υπηρεσιών που εντάσσονται στους φόρους επί προϊόντων. Όταν μια χρηματοοικονομική συναλλαγή προϋποθέτει νέα έκδοση υποχρεώσεων, η αξία συναλλαγής ισούται με το ποσό της αναλαμβανόμενης υποχρέωσης, μη συμπεριλαμβανομένων τυχόν προκαταβληθέντων τόκων. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν εξαλείφεται μια υποχρέωση, η αξία συναλλαγής τόσο για τον πιστωτή όσο και για τον οφειλέτη πρέπει να αντιστοιχεί στη μείωση της υποχρέωσης. |
Καθαρή και ακαθάριστη καταγραφή
|
5.23 |
Ορισμός: Καθαρή καταγραφή των χρηματοοικονομικών συναλλαγών σημαίνει ότι οι αποκτήσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων εμφανίζονται αφού αφαιρεθούν οι διαθέσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και ότι οι αναλήψεις υποχρεώσεων εμφανίζονται αφού αφαιρεθούν οι εξοφλήσεις υποχρεώσεων.
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές μπορεί να εμφανίζονται καθαρές για όλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία με διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικούς πιστωτές και οφειλέτες, υπό τον όρο ότι εντάσσονται στην ίδια κατηγορία ή υποκατηγορία. |
|
5.24 |
Ορισμός: Η ακαθάριστη καταγραφή των χρηματοοικονομικών συναλλαγών σημαίνει ότι οι αποκτήσεις και οι διαθέσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων εμφανίζονται χωριστά, όπως και οι αναλήψεις υποχρεώσεων και οι εξοφλήσεις υποχρεώσεων.
Η ακαθάριστη καταγραφή των χρηματοοικονομικών συναλλαγών εμφανίζει το ίδιο ποσό καθαρής ικανότητας χρηματοδότησης και καθαρής ανάγκης χρηματοδότησης σαν να καταγράφονταν καθαρές οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές θα πρέπει να καταγράφονται ακαθάριστες όταν γίνονται λεπτομερείς αναλύσεις της κεφαλαιαγοράς. |
Ενοποίηση
|
5.25 |
Ορισμός: Η ενοποίηση στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό αναφέρεται στη διαδικασία συμψηφισμού μεταξύ των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μιας ορισμένης ομάδας θεσμικών μονάδων και των αντισταθμιστικών συναλλαγών σε υποχρεώσεις της ίδιας ομάδας θεσμικών μονάδων.
Η ενοποίηση μπορεί να επιτελεστεί στο επίπεδο της συνολικής οικονομίας, των θεσμικών τομέων και των υποτομέων. Ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός της αλλοδαπής είναι ενοποιημένος εξ ορισμού, επειδή καταγράφονται σε αυτόν μόνο οι συναλλαγές των θεσμικών μονάδων μη μόνιμων κατοίκων με τις θεσμικές μονάδες μόνιμους κατοίκους. |
|
5.26 |
Τα ενδεικνυόμενα επίπεδα ενοποίησης διαφέρουν ανάλογα με το εκάστοτε είδος ανάλυσης. Για παράδειγμα, η ενοποίηση του χρηματοοικονομικού λογαριασμού για τη συνολική οικονομία δίνει έμφαση στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές της οικονομίας με θεσμικές μονάδες μη μόνιμους κατοίκους, επειδή όλες οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές μεταξύ θεσμικών μονάδων μόνιμων κατοίκων «καθαρίζονται» με την ενοποίηση. Η ενοποίηση σε επίπεδο τομέων επιτρέπει την παρακολούθηση των συνολικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών μεταξύ τομέων με καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης και τομέων με καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης. Η ενοποίηση σε επίπεδο υποτομέων για τις χρηματοοικονομικές εταιρείες μπορεί να παράσχει πολύ περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση και να επιτρέψει, παραδείγματος χάριν, την ταυτοποίηση των συναλλαγών των νομισματικών χρηματοοικονομικών οργανισμών με άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες, καθώς και με άλλους τομείς μόνιμους κατοίκους και με θεσμικές μονάδες μη μόνιμους κατοίκους. Ένας άλλος τομέας στον οποίο μπορεί να είναι διαφωτιστική η ενοποίηση σε επίπεδο υποτομέων είναι ο τομέας της γενικής κυβέρνησης, επειδή οι συναλλαγές μεταξύ των διαφόρων υποτομέων της κυβέρνησης δεν αποκλείονται. |
|
5.27 |
Κατά κανόνα οι λογιστικές εγγραφές στο ΕΣΛ 2010 δεν ενοποιούνται, επειδή ο ενοποιημένος χρηματοοικονομικός λογαριασμός απαιτεί πληροφορίες για την αντίστοιχη ομαδοποίηση θεσμικών μονάδων. Αυτό απαιτεί δεδομένα χρηματοοικονομικών συναλλαγών στη βάση «από ποιον σε ποιον». Για παράδειγμα, για να γίνει ενοποίηση των υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης, πρέπει να γίνει διάκριση, στους κατόχους υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης, μεταξύ γενικής κυβέρνησης και άλλων θεσμικών μονάδων. |
Εκκαθαριστικός συμψηφισμός
|
5.28 |
Ορισμός: Ο εκκαθαριστικός συμψηφισμός είναι η ενοποίηση σε επίπεδο μίας θεσμικής μονάδας, διαδικασία με την οποία οι λογιστικές εγγραφές και από τις δύο πλευρές του λογαριασμού για την ίδια συναλλαγή συμψηφίζονται. Ο εκκαθαριστικός συμψηφισμός θα πρέπει να αποφεύγεται, εκτός αν δεν υπάρχουν σχετικά πρωτογενή στοιχεία. |
|
5.29 |
Διακρίνονται διάφοροι βαθμοί εκκαθαριστικού συμψηφισμού, καθώς οι συναλλαγές στην πλευρά των υποχρεώσεων αφαιρούνται από τις συναλλαγές στην πλευρά των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για την ίδια κατηγορία ή υποκατηγορία χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. |
|
5.30 |
Όταν μια υπηρεσία θεσμικής μονάδας αγοράζει ομόλογα που εκδίδει άλλη υπηρεσία της ίδιας θεσμικής μονάδας, ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός της μονάδας δεν καταγράφει τη συναλλαγή ως απόκτηση απαίτησης μιας υπηρεσίας από άλλη υπηρεσία. Η συναλλαγή καταγράφεται ως απόσβεση υποχρεώσεων και όχι ως απόκτηση ενοποιημένων περιουσιακών στοιχείων. Αυτά τα χρηματοοικονομικά μέσα εμφανίζονται ως εκκαθαρισμένα. Ο εκκαθαριστικός συμψηφισμός θα πρέπει να αποφεύγεται όταν είναι απαραίτητο να εμφανίζεται το χρηματοοικονομικό μέσο τόσο στην πλευρά των περιουσιακών στοιχείων όσο και στην πλευρά των υποχρεώσεων για να τηρείται η παρουσίαση που επιβάλλει ο νόμος. |
|
5.31 |
Ο εκκαθαριστικός συμψηφισμός ίσως είναι αναπόφευκτος για συναλλαγές μιας θεσμικής μονάδας σε χρηματοοικονομικά παράγωγα, όπου συνήθως δεν υπάρχουν χωριστά δεδομένα για τις συναλλαγές περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Είναι σκόπιμο να εκκαθαρίζονται αυτές οι συναλλαγές, επειδή η αξία μιας θέσης χρηματοοικονομικών παραγώγων μπορεί να αλλάξει πρόσημο, δηλαδή να μεταβληθεί από περιουσιακό στοιχείο σε υποχρέωση, επειδή η αξία του «υποκείμενου» μέσου του παράγωγου συμβολαίου αλλάζει σε σχέση με την τιμή του συμβολαίου. |
Λογιστικοί κανόνες για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές
|
5.32 |
Η τετραπλογραφία αποτελεί λογιστική πρακτική στην οποία κάθε συναλλαγή στην οποία συμμετέχουν δύο θεσμικές μονάδες καταγράφεται δύο φορές από κάθε μονάδα. Για παράδειγμα, οι ανταλλαγές αγαθών με μετρητά μεταξύ επιχειρήσεων θα εγγραφούν και στον λογαριασμό παραγωγής και στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό για την κάθε μονάδα. Η λογιστική τετραπλογραφία εξασφαλίζει συμμετρία στις εκθέσεις των εμπλεκόμενων θεσμικών μονάδων και, συνεπώς, συνέπεια στους λογαριασμούς. |
|
5.33 |
Η χρηματοοικονομική συναλλαγή έχει πάντοτε αντισταθμιστική συναλλαγή. Αυτή η αντισταθμιστική συναλλαγή μπορεί να είναι επίσης χρηματοοικονομική συναλλαγή ή μη χρηματοοικονομική συναλλαγή. |
|
5.34 |
Αν και η συναλλαγή και η αντισταθμιστική της συναλλαγή είναι χρηματοοικονομικές συναλλαγές, μεταβάλλουν το χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και μπορεί να μεταβάλουν τα σύνολα τόσο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων όσο και των υποχρεώσεων των θεσμικών μονάδων, ωστόσο δεν μεταβάλλουν την καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης / καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης ή την καθαρή θέση. |
|
5.35 |
Η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής μπορεί να είναι μη χρηματοοικονομική συναλλαγή, όπως συναλλαγή προϊόντων, διανεμητική συναλλαγή ή συναλλαγή μη παραχθέντων μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής δεν είναι χρηματοοικονομική συναλλαγή, μεταβάλλεται η καθαρή ικανότητα χρηματοδότησης / καθαρή ανάγκη χρηματοδότησης των θεσμικών μονάδων. |
Χρηματοοικονομική συναλλαγή της οποίας η αντισταθμιστική συναλλαγή είναι τρέχουσα ή κεφαλαιακή μεταβίβαση
|
5.36 |
Η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής μπορεί να είναι μεταβίβαση. Στην περίπτωση αυτή, η χρηματοοικονομική συναλλαγή συνεπάγεται μεταβολή της κυριότητας ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή ανάληψη υποχρέωσης ως οφειλής, γνωστή και ως αναδοχή χρέους, ή ταυτόχρονη εκκαθάριση ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου και της αντίστοιχης υποχρέωσης, γνωστή και ως διαγραφή χρέους ή απαλλαγή από την υποχρέωση εξόφλησης χρέους. Η αναδοχή χρέους και η διαγραφή χρέους συνιστούν κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (D.9) και καταγράφονται στον λογαριασμό κεφαλαίου. |
|
5.37 |
Αν ο ιδιοκτήτης μιας οιονεί εταιρείας αναλαμβάνει υποχρεώσεις ή διαγράφει χρηματοοικονομικές απαιτήσεις έναντι της οιονεί εταιρείας, η αντισταθμιστική συναλλαγή της αναδοχής χρέους ή της διαγραφής χρέους είναι συναλλαγή συμμετοχικών τίτλων (F.51). Ωστόσο, εάν η πράξη προορίζεται να καλύψει συσσωρευμένες ζημίες ή μια εξαιρετικά σοβαρή ζημία ή γίνεται στο πλαίσιο συνεχών ζημιών, τότε η πράξη ταξινομείται ως μη χρηματοοικονομική συναλλαγή —κεφαλαιακή μεταβίβαση ή τρέχουσα μεταβίβαση. |
|
5.38 |
Αν η γενική κυβέρνηση διαγράψει ή αναδεχθεί χρέος από δημόσια επιχείρηση που παύει να υπάρχει ως θεσμική μονάδα στο σύστημα, δεν καταγράφεται συναλλαγή στον λογαριασμό κεφαλαίου ούτε στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό. Σε αυτή την περίπτωση καταγράφεται μια ροή στον λογαριασμό λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων. |
|
5.39 |
Αν η γενική κυβέρνηση διαγράψει ή αναδεχθεί χρέος από δημόσια επιχείρηση στο πλαίσιο διαδικασίας ιδιωτικοποίησης που θα ολοκληρωθεί σε βραχυπρόθεσμη προοπτική, η αντισταθμιστική συναλλαγή είναι συναλλαγή συμμετοχικών τίτλων (F.51) μέχρι του συνολικού ποσού των εσόδων από την ιδιωτικοποίηση. Με άλλα λόγια, η γενική κυβέρνηση, διαγράφοντας ή αναδεχόμενη χρέος από δημόσια επιχείρηση, θεωρείται ότι αυξάνει προσωρινά το ποσοστό συμμετοχής της στην επιχείρηση. Ιδιωτικοποίηση σημαίνει παραχώρηση του ελέγχου της εν λόγω δημόσιας επιχείρησης με την πώληση συμμετοχικών τίτλων. Μια τέτοια διαγραφή ή αναδοχή χρέους οδηγεί σε αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της δημόσιας επιχείρησης, ακόμη κι αν δεν έχουν εκδοθεί συμμετοχικοί τίτλοι. |
|
5.40 |
Η ακύρωση ή η μείωση επισφαλών χρεών από πιστωτές και η μονομερής διαγραφή μιας υποχρέωσης από έναν οφειλέτη, γνωστή και ως άρνηση εξόφλησης χρέους, δεν αποτελούν συναλλαγές, γιατί δεν αφορούν αλληλεπιδράσεις μεταξύ θεσμικών μονάδων με κοινή συμφωνία. Η ακύρωση ή η μείωση επισφαλών χρεών από πιστωτές καταγράφεται στον λογαριασμό λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων. |
Χρηματοοικονομική συναλλαγή της οποίας η αντισταθμιστική συναλλαγή είναι εισόδημα περιουσίας
|
5.41 |
Η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής μπορεί να είναι εισόδημα περιουσίας. |
|
5.42 |
Ο τόκος (D.41) είναι εισπρακτέος από τους πιστωτές και πληρωτέος από τους οφειλέτες ορισμένων ειδών χρηματοοικονομικών απαιτήσεων που ταξινομούνται στις κατηγορίες νομισματικού χρυσού και ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (AF.1), μετρητών και καταθέσεων (AF.2), χρεογράφων (AF.3), δανείων (AF.4) και λοιπών εισπρακτέων/πληρωτέων λογαριασμών (AF.8). |
|
5.43 |
Ο τόκος καταγράφεται ως δεδουλευμένος διαχρονικά, εισπρακτέος από τον πιστωτή, με βάση το ύψος του εναπομένοντος κεφαλαίου. Η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας εγγραφής τόκου (D.41) είναι χρηματοοικονομική συναλλαγή που δημιουργεί χρηματοοικονομική απαίτηση του πιστωτή έναντι του οφειλέτη. Η συσσώρευση τόκων καταγράφεται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό μαζί με το χρηματοοικονομικό μέσο με το οποίο συνδέεται. Το αποτέλεσμα αυτής της χρηματοοικονομικής συναλλαγής είναι ότι ο τόκος επανεπενδύεται. Η πραγματική πληρωμή τόκου δεν καταγράφεται ως τόκος (D.41) αλλά ως συναλλαγή μετρητών και καταθέσεων (F.2), η οποία αντιστοιχεί σε ισοδύναμη αποπληρωμή του σχετικού περιουσιακού στοιχείου, μειώνοντας την καθαρή χρηματοοικονομική απαίτηση του πιστωτή έναντι του οφειλέτη. |
|
5.44 |
Όταν οι δεδουλευμένοι τόκοι δεν καταβάλλονται όταν είναι πληρωτέοι, δημιουργούνται τόκοι υπερημερίας. Επειδή καταγράφονται οι δεδουλευμένοι τόκοι, οι τόκοι υπερημερίας δεν μεταβάλλουν το σύνολο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων. |
|
5.45 |
Το εισόδημα εταιρειών περιλαμβάνει μερίσματα (D.421), αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών (D.422), επανεπενδυόμενα κέρδη από ξένες άμεσες επενδύσεις (D.43) και μη διανεμόμενα κέρδη εγχώριων επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα της αντισταθμιστικής χρηματοοικονομικής συναλλαγής στην περίπτωση των επανεπενδυόμενων κερδών είναι ότι το εισόδημα περιουσίας επανεπενδύεται στην επιχείρηση άμεσων επενδύσεων. |
|
5.46 |
Τα μερίσματα καταγράφονται ως εισόδημα από επενδύσεις κατά τη χρονική στιγμή που οι μετοχές αρχίζουν να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στο χρηματιστήριο χωρίς μέρισμα. Το ίδιο ισχύει για τις αναλήψεις από το εισόδημα οιονεί εταιρειών. Διαφορετική καταγραφή γίνεται για εξαιρετικά μεγάλα μερίσματα ή αναλήψεις που υπερβαίνουν κατά πολύ, σύμφωνα με τις πρόσφατες εμπειρίες, το ύψος του εισοδήματος που είναι διαθέσιμο προς διανομή στους ιδιοκτήτες της εταιρείας. Η επιπλέον αυτή διανομή καταγράφεται ως ανάληψη συμμετοχικών τίτλων στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό και όχι ως εισόδημα από επενδύσεις. |
|
5.47 |
Το εισόδημα περιουσίας που εισπράττεται από εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, από το οποίο έχει αφαιρεθεί μέρος των εξόδων διαχείρισης, και το οποίο (εισόδημα) αποδίδεται στους μετόχους, ακόμη και αν δεν διανέμεται σε αυτούς, καταγράφεται στο εισόδημα περιουσίας, με αντισταθμιστική εγγραφή στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό στη θέση «μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου». Το αποτέλεσμα είναι ότι το εισόδημα που αποδίδεται στους μετόχους αλλά δεν διανέμεται αντιμετωπίζεται ως επανεπενδυόμενο στην εταιρεία. |
|
5.48 |
Εισόδημα από επενδύσεις αποδίδεται στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων (D.44), στους κατόχους συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και στους κατόχους μετοχών εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Ανεξαρτήτως του ποσού που διανέμεται στην πραγματικότητα από την ασφαλιστική εταιρεία, το συνταξιοδοτικό ταμείο ή την εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου, το πλήρες ποσό του εισοδήματος από επενδύσεις που λαμβάνει η ασφαλιστική εταιρεία, το ταμείο ή η εταιρεία χαρτοφυλακίου καταγράφεται ως διανεμηθέν στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων ή στους κατόχους μετοχών. Το ποσό που δεν διανέμεται στην πραγματικότητα καταγράφεται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό ως επανεπένδυση. |
Χρόνος καταγραφής
|
5.49 |
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές και οι αντισταθμιστικές τους συναλλαγές καταγράφονται την ίδια χρονική στιγμή. |
|
5.50 |
Όταν η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής είναι μη χρηματοοικονομική συναλλαγή, και οι δύο καταγράφονται όταν πραγματοποιείται η μη χρηματοοικονομική συναλλαγή. Για παράδειγμα, όταν οι πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών συνεπάγονται εμπορικές πιστώσεις, αυτή η χρηματοοικονομική συναλλαγή πρέπει να καταγράφεται όταν πραγματοποιούνται οι εγγραφές στον σχετικό μη χρηματοοικονομικό λογαριασμό, όταν μεταβιβάζεται η κυριότητα των αγαθών ή όταν παρέχεται η υπηρεσία. |
|
5.51 |
Όταν η αντισταθμιστική συναλλαγή μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής είναι χρηματοοικονομική συναλλαγή, υπάρχουν τρεις περιπτώσεις:
|
Χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον»
|
5.52 |
Ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον» ή χρηματοοικονομικός λογαριασμός κατά οφειλέτη/πιστωτή αποτελεί προέκταση του μη ενοποιημένου χρηματοοικονομικού λογαριασμού. Πρόκειται για τρισδιάστατη παρουσίαση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, στην οποία εμφανίζονται και τα δύο μέρη μιας συναλλαγής, καθώς και η φύση του χρηματοοικονομικού μέσου της συναλλαγής.
Η παρουσίαση αυτή παρέχει πληροφορίες για τις σχέσεις οφειλέτη/πιστωτή και συνάδει με τον χρηματοοικονομικό ισολογισμό «από ποιον σε ποιον». Δεν παρέχει πληροφορίες για τις θεσμικές μονάδες στις οποίες πωλήθηκαν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή από τις οποίες αγοράστηκαν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Αυτό ισχύει επίσης για τις αντίστοιχες συναλλαγές υποχρεώσεων. Ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον» είναι επίσης γνωστός ως πίνακας ροής κεφαλαίων. |
|
5.53 |
Με βάση τη λογιστική αρχή της τετραπλογραφίας, ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον» έχει τρεις διαστάσεις: την κατηγορία χρηματοοικονομικού μέσου, τον τομέα του οφειλέτη και τον τομέα του πιστωτή. Ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον» απαιτεί πίνακες τριών διαστάσεων, που να καλύπτουν τις αναλύσεις κατά χρηματοοικονομικό μέσο, οφειλέτη και πιστωτή. Οι πίνακες αυτοί παρουσιάζουν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές με διασταυρωμένη ταξινόμηση κατά τομέα-οφειλέτη και τομέα-πιστωτή, όπως φαίνεται στον πίνακα 5.1. |
|
5.54 |
Ο πίνακας για την κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων «χρεόγραφα» δείχνει ότι, ως αποτέλεσμα των συναλλαγών που έγιναν κατά την περίοδο αναφοράς, τα χρεόγραφα που αποκτήθηκαν, αφαιρουμένων των διαθέσεων, από νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (275) αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις από μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (65), χρηματοοικονομικές εταιρείες (43), τη γενική κυβέρνηση (124), και την αλλοδαπή (43). Ο πίνακας δείχνει ότι, ως αποτέλεσμα των συναλλαγών που έγιναν κατά την περίοδο αναφοράς, οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες ανέλαβαν υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των εξαγορών, με τη μορφή χρεογράφων που έφτασαν τις 147: οι υποχρεώσεις τους σε αυτή τη μορφή προς άλλες μη χρηματοοικονομικές εταιρείες αυξήθηκαν κατά 30, προς χρηματοοικονομικές εταιρείες κατά 23, προς τη γενική κυβέρνηση κατά 5, προς τα νοικοκυριά και τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά κατά 65 και προς την αλλοδαπή κατά 24. Δεν εκδόθηκαν χρεόγραφα από νοικοκυριά και από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά. Λόγω της ενοποιημένης παρουσίασης της αλλοδαπής, δεν εμφανίζονται συναλλαγές μεταξύ θεσμικών μονάδων μη μόνιμων κατοίκων. Παρόμοιοι πίνακες μπορούν να καταρτιστούν για όλες τις κατηγορίες χρηματοοικονομικών μέσων.
Πίνακας 5.1 — Χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον» για χρεόγραφα
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
5.55 |
Ο χρηματοοικονομικός λογαριασμός «από ποιον σε ποιον» δίνει τη δυνατότητα να αναλυθεί το ποιος χρηματοδοτεί ποιον, μέχρι ποιο ποσό και με ποιο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο. Δίνει τις απαντήσεις σε ερωτήματα όπως:
|
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΑΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Οι ακόλουθοι ορισμοί και περιγραφές αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα. Όταν καταγράφεται μια συναλλαγή, χρησιμοποιείται ο κωδικός F. Όταν καταγράφεται το επίπεδο αποθεμάτων ή η θέση ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης, τότε ο κωδικός είναι AF.
Νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (F.1)
|
5.56 |
Η κατηγορία «νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ)» (F.1) αποτελείται από δύο υποκατηγορίες:
|
Νομισματικός χρυσός (F.11)
|
5.57 |
Ορισμός: Ο νομισματικός χρυσός είναι χρυσός του οποίου τίτλους κατέχουν οι νομισματικές αρχές και ο οποίος κρατείται ως αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο.
Περιλαμβάνει τον χρυσό σε ράβδους και τους λογαριασμούς σε λογιστικό χρυσό με μη μόνιμους κατοίκους που παρέχουν το δικαίωμα απαίτησης παράδοσης χρυσού. |
|
5.58 |
Οι νομισματικές αρχές περιλαμβάνουν την κεντρική τράπεζα και ιδρύματα της κεντρικής κυβέρνησης που πραγματοποιούν πράξεις οι οποίες αποδίδονται συνήθως στην κεντρική τράπεζα. Οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν την έκδοση χρήματος, τη διατήρηση και τη διαχείριση αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων και τη λειτουργία ταμείων συναλλαγματικής σταθεροποίησης. |
|
5.59 |
Το ότι υπόκεινται στον ουσιαστικό έλεγχο των νομισματικών αρχών σημαίνει ότι:
|
|
5.60 |
Όλος ο νομισματικός χρυσός περιλαμβάνεται σε αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία ή κρατείται από διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Οι συνιστώσες του είναι:
|
|
5.61 |
Ο χρυσός σε ράβδους που περιλαμβάνεται στον νομισματικό χρυσό είναι το μοναδικό χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο για το οποίο δεν υπάρχει αντισταθμιστική υποχρέωση. Έχει τη μορφή κερμάτων, πλακών ή ράβδων καθαρότητας τουλάχιστον 995 μερών ανά 1 000. Ο χρυσός σε ράβδους που δεν διατηρείται ως αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο είναι μη χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο και περιλαμβάνεται στον μη νομισματικό χρυσό. |
|
5.62 |
Οι λογαριασμοί αυτούσιου χρυσού προσφέρουν κυριότητα ενός συγκεκριμένου τεμαχίου χρυσού. Η κυριότητα του χρυσού ανήκει στην οντότητα που τον παρέδωσε για ασφαλή φύλαξη. Οι λογαριασμοί αυτοί προσφέρουν κατά κανόνα δυνατότητες αγοράς, αποθήκευσης και πώλησης. Οι λογαριασμοί αυτούσιου χρυσού, όταν διατηρούνται ως αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, ταξινομούνται ως νομισματικός χρυσός και, επομένως, ως χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο. Όταν δεν διατηρούνται ως αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, οι λογαριασμοί αυτούσιου χρυσού αντιπροσωπεύουν κυριότητα ενός εμπορεύματος, συγκεκριμένα του μη νομισματικού χρυσού. |
|
5.63 |
Σε αντίθεση με τους λογαριασμούς αυτούσιου χρυσού, οι λογαριασμοί λογιστικού χρυσού αντιπροσωπεύουν απαίτηση έναντι του διαχειριστή του λογαριασμού να παραδώσει χρυσό. Οι λογαριασμοί λογιστικού χρυσού, όταν διατηρούνται ως αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, ταξινομούνται ως νομισματικός χρυσός και, επομένως, ως χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο. Οι λογαριασμοί λογιστικού χρυσού, όταν δεν διατηρούνται ως αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, ταξινομούνται ως καταθέσεις. |
|
5.64 |
Οι συναλλαγές νομισματικού χρυσού συνίστανται συνήθως σε αγορές και πωλήσεις νομισματικού χρυσού μεταξύ νομισματικών αρχών ή μεταξύ ορισμένων διεθνών χρηματοοικονομικών οργανισμών. Δεν μπορούν να υπάρξουν συναλλαγές σε νομισματικό χρυσό με συμμετοχή θεσμικών μονάδων πλην των προαναφερόμενων. Οι αγορές νομισματικού χρυσού καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των νομισματικών αρχών ως αύξηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και οι πωλήσεις καταγράφονται ως μείωση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Οι αντισταθμιστικές εγγραφές καταγράφονται αντιστοίχως ως μείωση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή ως αύξηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων της αλλοδαπής. |
|
5.65 |
Αν οι νομισματικές αρχές προσθέσουν μη νομισματικό χρυσό στα διαθέσιμα νομισματικού χρυσού τους (για παράδειγμα, αγοράζοντας χρυσό από την αγορά) ή αν αποδεσμεύσουν νομισματικό χρυσό από τα διαθέσιμά τους για μη νομισματική χρήση (για παράδειγμα, πουλώντας χρυσό στην αγορά), θεωρείται ότι προβαίνουν σε νομισματοποίηση ή απονομισματοποίηση χρυσού, αντιστοίχως. Η νομισματοποίηση ή απονομισματοποίηση χρυσού δεν συνοδεύεται από εγγραφές στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό αλλά από εγγραφές στον λογαριασμό λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων ως μεταβολή στην ταξινόμηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, δηλαδή ως αναταξινόμηση του χρυσού από τιμαλφές (AN.13) σε νομισματικό χρυσό (AF.11) (σημεία 6.22-6.24). Η απονομισματοποίηση χρυσού είναι αναταξινόμηση του νομισματικού χρυσού σε τιμαλφές. |
|
5.66 |
Οι καταθέσεις, τα δάνεια και τα αξιόγραφα που είναι εκφρασμένα σε χρυσό αντιμετωπίζονται ως χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία πλην νομισματικού χρυσού και ταξινομούνται μαζί με παρόμοια περιουσιακά στοιχεία σε ξένο νόμισμα στην κατάλληλη κατηγορία. Οι ανταλλαγές (swaps) χρυσού είναι μορφές συμφωνιών επαναγοράς (repos) χρεογράφων σε νομισματικό ή μη νομισματικό χρυσό. Προϋποθέτουν την ανταλλαγή χρυσού για κατάθεση με τη συμφωνία ότι η συναλλαγή θα αντιστραφεί σε συμφωνημένη μελλοντική ημερομηνία και σε συμφωνημένη τιμή χρυσού. Σύμφωνα με τη γενική πρακτική που ακολουθείται στην καταγραφή αντίστροφων συναλλαγών, ο παραλήπτης χρυσού δεν καταγράφει τον χρυσό στον ισολογισμό του, ενώ ο προμηθευτής χρυσού δεν αφαιρεί τον χρυσό από τον ισολογισμό του. Οι ανταλλαγές (swaps) χρυσού καταγράφονται ως εγγυημένα δάνεια και από τις δύο πλευρές, στα οποία η εγγύηση είναι ο χρυσός. Οι ανταλλαγές (swaps) νομισματικού χρυσού πραγματοποιούνται μεταξύ νομισματικών αρχών ή μεταξύ νομισματικών αρχών και άλλων μερών, ενώ οι ανταλλαγές (swaps) μη νομισματικού χρυσού είναι παρόμοιες συναλλαγές χωρίς τη συμμετοχή νομισματικών αρχών. |
|
5.67 |
Τα δάνεια χρυσού συνίστανται στην παράδοση χρυσού για δεδομένη χρονική περίοδο. Όσον αφορά άλλες αντίστροφες συναλλαγές, η νομική κυριότητα του χρυσού μεταβιβάζεται, αλλά οι κίνδυνοι και τα κέρδη από τις μεταβολές της τιμής του χρυσού παραμένουν στον δανειστή. Οι δανειστές χρυσού συχνά χρησιμοποιούν τις συναλλαγές αυτές για να καλύπτουν τις πωλήσεις τους σε τρίτα μέρη σε περιόδους έλλειψης χρυσού. Στον αρχικό κύριο καταβάλλεται ένα τέλος, που καθορίζεται από την αξία του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου και τη διάρκεια της αντίστροφης συναλλαγής, για τη χρήση του χρυσού. |
|
5.68 |
Ο νομισματικός χρυσός είναι χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο· επομένως, οι προμήθειες για δάνεια χρυσού είναι πληρωμές για τη θέση ενός περιουσιακού στοιχείου στη διάθεση άλλης θεσμικής μονάδας. Οι προμήθειες που συνδέονται με δάνεια νομισματικού χρυσού αντιμετωπίζονται ως τόκος. Αυτό ισχύει επίσης, ως συνθήκη για λόγους ευκολίας, για τις προμήθειες που καταβάλλονται για δάνεια μη νομισματικού χρυσού. |
ΕΤΔ (F.12)
|
5.69 |
Ορισμός: Τα ΕΤΔ είναι διεθνή αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και κατανέμονται στα μέλη του ως συμπλήρωμα των υφιστάμενων αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων. |
|
5.70 |
Το τμήμα ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων του ΔΝΤ διαχειρίζεται αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, χορηγώντας ΕΤΔ στις χώρες μέλη του ΔΝΤ και σε ορισμένους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι είναι γνωστοί συλλογικά ως «συμμετέχοντες». |
|
5.71 |
Η δημιουργία ΕΤΔ μέσω της χορήγησής τους και η εξαφάνισή τους μέσω των ακυρώσεών τους αποτελούν συναλλαγές. Οι χορηγήσεις ΕΤΔ καταγράφονται ακαθάριστες, ως απόκτηση περιουσιακού στοιχείου, στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των νομισματικών αρχών του εκάστοτε συμμετέχοντος και ως ανάληψη υποχρέωσης από την αλλοδαπή. |
|
5.72 |
Οι κάτοχοι ΕΤΔ είναι αποκλειστικά επίσημοι φορείς, που είναι κεντρικές τράπεζες και ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί, και τα ΕΤΔ μεταβιβάζονται μεταξύ των συμμετεχόντων και άλλων επίσημων κατόχων. Η κατοχή ΕΤΔ αντιπροσωπεύει το εξασφαλισμένο και χωρίς περιορισμούς δικαίωμα κάθε κατόχου να αποκτά άλλα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, ιδίως ξένο συνάλλαγμα, από άλλα μέλη του ΔΝΤ. |
|
5.73 |
Τα ΕΤΔ είναι περιουσιακά στοιχεία με αντίστοιχες υποχρεώσεις, αλλά τα περιουσιακά στοιχεία αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις από τους συμμετέχοντες συλλογικώς και όχι από το ΔΝΤ. Ένας συμμετέχων μπορεί να πουλήσει ορισμένα ή όλα τα ΕΤΔ που κατέχει σε άλλον συμμετέχοντα και να λάβει σε αντάλλαγμα άλλα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, ιδίως ξένο συνάλλαγμα. |
Μετρητά και καταθέσεις (F.2)
|
5.74 |
Ορισμός: Τα μετρητά και οι καταθέσεις είναι τα μετρητά σε κυκλοφορία και οι καταθέσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ξένο νόμισμα. |
|
5.75 |
Υπάρχουν τρεις υποκατηγορίες χρηματοοικονομικών συναλλαγών σε σχέση με μετρητά και καταθέσεις:
|
Μετρητά (F.21)
|
5.76 |
Ορισμός: Τα μετρητά είναι τραπεζογραμμάτια και κέρματα, που έχουν εκδοθεί ή εγκριθεί από νομισματικές αρχές. |
|
5.77 |
Τα μετρητά περιλαμβάνουν:
|
|
5.78 |
Τα μετρητά δεν περιλαμβάνουν:
|
Πλαίσιο 5.2 — Μετρητά που εκδίδονται από το Ευρωσύστημα
|
B5.2.1 |
Τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα του ευρώ που εκδίδονται από το Ευρωσύστημα αποτελούν το εθνικό νόμισμα των κρατών μελών της ευρωζώνης. Παρόλο που αντιμετωπίζονται ως εθνικό νόμισμα, τα διαθέσιμα σε ευρωνόμισμα των μόνιμων κατοίκων κάθε συμμετέχοντος κράτους μέλους συνιστούν υποχρεώσεις της κεντρικής τράπεζας μόνιμου κατοίκου μόνο στον βαθμό του θεωρητικού της μεριδίου στη συνολική έκδοση, βάσει του μεριδίου της στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Συνέπεια αυτού είναι ότι στην ευρωζώνη, από εθνική σκοπιά, μέρος των διαθεσίμων των μόνιμων κατοίκων σε εθνικό νόμισμα μπορεί να αποτελεί χρηματοοικονομική απαίτηση από μη μόνιμους κατοίκους. |
|
B5.2.2 |
Τα μετρητά που εκδίδονται από το Ευρωσύστημα περιλαμβάνουν τραπεζογραμμάτια και κέρματα. Τα τραπεζογραμμάτια εκδίδονται από το Ευρωσύστημα· τα κέρματα εκδίδονται από τις κεντρικές κυβερνήσεις της ευρωζώνης, αν και κατά συνθήκη αντιμετωπίζονται ως υποχρεώσεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών που, ως αντιστάθμισμα, έχουν μια πλασματική απαίτηση από τη γενική κυβέρνηση. Τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα σε ευρώ μπορούν να τα κατέχουν μόνιμοι ή μη μόνιμοι κάτοικοι της ευρωζώνης. |
Καταθέσεις (F.22 και F.29)
|
5.79 |
Ορισμός: Οι καταθέσεις είναι τυποποιημένες, μη διαπραγματεύσιμες συμβάσεις με το ευρύτερο κοινό, οι οποίες προσφέρονται από εταιρείες που δέχονται καταθέσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από την κεντρική κυβέρνηση ως οφειλέτες και επιτρέπουν την τοποθέτηση και τη μεταγενέστερη ανάληψη του ποσού του κεφαλαίου από τον πιστωτή. Οι καταθέσεις συνεπάγονται, συνήθως, την επιστροφή ολόκληρου του ποσού του κεφαλαίου από τον οφειλέτη στον επενδυτή. |
Μεταβιβάσιμες καταθέσεις (F.22)
|
5.80 |
Ορισμός: Οι μεταβιβάσιμες καταθέσεις είναι καταθέσεις ανταλλάξιμες, κατόπιν αίτησης, με μετρητά στο άρτιο, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν απευθείας για πληρωμή με επιταγή, τραβηκτική, εντολή σε τρεχούμενο λογαριασμό, άμεση χρέωση/πίστωση ή άλλου είδους διευκόλυνση άμεσης πληρωμής, χωρίς κανενός είδους κύρωση ή περιορισμό. |
|
5.81 |
Οι μεταβιβάσιμες καταθέσεις αντιπροσωπεύουν κατά κύριο λόγο υποχρεώσεις εταιρειών μόνιμων κατοίκων που δέχονται καταθέσεις, μερικές φορές της κεντρικής κυβέρνησης, και θεσμικών μονάδων μη μόνιμων κατοίκων. Στις μεταβιβάσιμες καταθέσεις περιλαμβάνονται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
|
|
5.82 |
Οι λογαριασμοί μεταβιβάσιμων καταθέσεων μπορεί να προσφέρουν διευκολύνσεις υπερανάληψης. Αν έχει γίνει υπερανάληψη από τον λογαριασμό, η ανάληψη μέχρι το μηδέν είναι η ανάληψη από κατάθεση και το ποσό της υπερανάληψης είναι χορήγηση δανείου. |
|
5.83 |
Όλοι οι τομείς μόνιμοι κάτοικοι και η αλλοδαπή μπορούν να έχουν μεταβιβάσιμες καταθέσεις. |
|
5.84 |
Οι μεταβιβάσιμες καταθέσεις μπορεί να υποδιαιρούνται κατά νόμισμα σε μεταβιβάσιμες καταθέσεις εκφρασμένες σε εθνικό νόμισμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις εκφρασμένες σε ξένα νομίσματα. |
Λοιπές καταθέσεις (F.29)
|
5.85 |
Ορισμός: Οι λοιπές καταθέσεις είναι καταθέσεις διαφορετικές από τις μεταβιβάσιμες καταθέσεις. Οι λοιπές καταθέσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πληρωμές παρά μόνο κατά τη λήξη τους ή μετά από μια συμφωνημένη περίοδο προειδοποίησης, δεδομένου ότι δεν είναι ανταλλάξιμες με μετρητά ή με μεταβιβάσιμες καταθέσεις χωρίς κάποιο σημαντικό περιορισμό ή κύρωση. |
|
5.86 |
Οι λοιπές καταθέσεις περιλαμβάνουν:
|
|
5.87 |
Οι λοιπές καταθέσεις δεν περιλαμβάνουν τα διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων και τα διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά ταμιευτηρίου, τα οποία ταξινομούνται στα χρεόγραφα (AF.3). |
|
5.88 |
Οι λοιπές καταθέσεις μπορεί να υποδιαιρούνται κατά νόμισμα σε λοιπές καταθέσεις εκφρασμένες σε εθνικό νόμισμα και σε λοιπές καταθέσεις εκφρασμένες σε ξένα νομίσματα. |
Χρεόγραφα (F.3)
|
5.89 |
Ορισμός: Τα χρεόγραφα είναι διαπραγματεύσιμα χρηματοοικονομικά μέσα που πιστοποιούν τη σύναψη χρέους. |
Κύρια χαρακτηριστικά των χρεογράφων
|
5.90 |
Τα χρεόγραφα έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Όσον αφορά το στοιχείο γ) του πρώτο εδαφίου, η ημερομηνία λήξης μπορεί να συμπίπτει με τη μετατροπή ενός χρεογράφου σε μετοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, μετατρεψιμότητα σημαίνει ότι ο κάτοχος μπορεί να ανταλλάξει χρεόγραφο με κοινές μετοχές του εκδότη. Ανταλλαξιμότητα σημαίνει ότι ο κάτοχος μπορεί να ανταλλάξει το χρεόγραφο με μετοχές εταιρείας διαφορετικής από τον εκδότη. Τίτλοι αόριστης διάρκειας, που δεν έχουν δηλωμένη ημερομηνία λήξης, ταξινομούνται ως χρεόγραφα. |
|
5.91 |
Τα χρεόγραφα περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που μπορεί να περιγράφονται σύμφωνα με διάφορες ταξινομήσεις: κατά ληκτότητα, τομέα και υποτομέα κατοχής ή έκδοσης, νόμισμα και είδος επιτοκίου. |
Ταξινόμηση κατά αρχική ληκτότητα και νόμισμα
|
5.92 |
Οι συναλλαγές χρεογράφων υποδιαιρούνται σύμφωνα με την αρχική ληκτότητα σε δύο υποκατηγορίες:
|
|
5.93 |
Τα χρεόγραφα μπορούν να εκφράζονται είτε σε εθνικό νόμισμα είτε σε ξένα νομίσματα. Μπορεί να είναι σκόπιμη μια περαιτέρω ανάλυση των χρεογράφων που εκφράζονται σε διάφορα ξένα νομίσματα, η οποία θα διαφέρει ανάλογα με τη σχετική σημασία των επιμέρους ξένων νομισμάτων για μια οικονομία. |
|
5.94 |
Τα χρεόγραφα των οποίων τόσο το κεφάλαιο όσο και το τοκομερίδιο συνδέονται με ξένο νόμισμα ταξινομούνται ως εκφρασμένα στο εν λόγω ξένο νόμισμα. |
Ταξινόμηση κατά είδος επιτοκίου
|
5.95 |
Τα χρεόγραφα μπορούν να ταξινομηθούν κατά είδος επιτοκίου. Διακρίνονται τρεις ομάδες χρεογράφων:
|
Χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου
|
5.96 |
Τα χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου καλύπτουν:
|
|
5.97 |
Τα χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου περιλαμβάνουν επίσης άλλα χρεόγραφα, όπως ομολογίες μετατρέψιμες σε μετοχές, εξαρτημένες ομολογίες, μη συμμετοχικές προνομιούχες μετοχές, που παρέχουν ένα σταθερό εισόδημα αλλά δεν προβλέπουν συμμετοχή στη διανομή της υπολειμματικής αξίας μιας εταιρείας κατά τη διάλυσή της, και τα συνδεόμενα μέσα. |
Χρεόγραφα μεταβλητού επιτοκίου
|
5.98 |
Στα χρεόγραφα μεταβλητού επιτοκίου η πληρωμή τόκων και/ή κεφαλαίου συνδέεται με τα εξής:
|
|
5.99 |
Τα χρεόγραφα μεταβλητού επιτοκίου ταξινομούνται συνήθως ως μακροπρόθεσμα χρεόγραφα, εκτός αν η αρχική τους ληκτότητα είναι ετήσια ή κάτω του έτους. |
|
5.100 |
Τα χρεόγραφα που συνδέονται με τον πληθωρισμό και με τις τιμές περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνουν τα χρεόγραφα που εκδίδονται ως ομόλογα συνδεόμενα με τον δείκτη του πληθωρισμού και ως ομόλογα συνδεόμενα με εμπορεύματα. Τα κουπόνια τοκομεριδίων και/ή η αξία εξαγοράς ενός ομολόγου συνδεόμενου με εμπόρευμα συνδέονται με την τιμή του εμπορεύματος. Τα χρεόγραφα των οποίων ο τόκος συνδέεται με τη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας άλλου δανειολήπτη ταξινομούνται ως συνδεόμενα με δείκτη (δεικτοποιημένα) χρεόγραφα, επειδή οι διαβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας δεν αλλάζουν διαρκώς, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. |
|
5.101 |
Στα χρεόγραφα που συνδέονται με επιτόκιο, ο συμβατικός ονομαστικός τόκος και/ή η αξία εξαγοράς μεταβάλλονται σε όρους εθνικού νομίσματος. Κατά την ημερομηνία της έκδοσης, ο εκδότης δεν μπορεί να γνωρίζει την αξία των πληρωμών τόκων και των αποπληρωμών του αρχικού κεφαλαίου. |
Χρεόγραφα μεικτού επιτοκίου
|
5.102 |
Τα χρεόγραφα μεικτού επιτοκίου έχουν και ένα σταθερό και ένα μεταβλητό επιτόκιο τοκομεριδίου σε όλη τη διάρκειά τους και ταξινομούνται ως χρεόγραφα μεταβλητού επιτοκίου. Καλύπτουν χρεόγραφα τα οποία έχουν:
|
Ιδιωτικές τοποθετήσεις
|
5.103 |
Τα χρεόγραφα περιλαμβάνουν επίσης ιδιωτικές τοποθετήσεις. Οι ιδιωτικές τοποθετήσεις συνεπάγονται την πώληση χρεογράφων απευθείας από τον εκδότη σε έναν μικρό αριθμό επενδυτών. Η πιστοληπτική αξιοπιστία των εκδοτών αυτών των χρεογράφων δεν αξιολογείται συνήθως από οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης, και τα χρεόγραφα, κατά γενικό κανόνα, δεν μεταπωλούνται ούτε ανατιμώνται, γεγονός που σημαίνει ότι η δευτερογενής αγορά δεν έχει βάθος. Ωστόσο, οι περισσότερες ιδιωτικές τοποθετήσεις καλύπτουν το κριτήριο της διαπραγματευσιμότητας και ταξινομούνται ως χρεόγραφα. |
Τιτλοποίηση
|
5.104 |
Ορισμός: Τιτλοποίηση είναι η έκδοση χρεογράφων για τα οποία οι πληρωμές τοκομεριδίων ή κεφαλαίου υποστηρίζονται από συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή από μελλοντικές ροές εσόδων. Μπορούν να τιτλοποιηθούν διάφορα περιουσιακά στοιχεία ή μελλοντικές ροές εσόδων, όπως, μεταξύ άλλων: στεγαστικά και εμπορικά ενυπόθηκα δάνεια· καταναλωτικά δάνεια· εταιρικά δάνεια· δάνεια φορέων της γενικής κυβέρνησης· ασφαλιστήρια συμβόλαια· πιστωτικά παράγωγα· και μελλοντικά έσοδα. |
|
5.105 |
Η τιτλοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή μελλοντικών ροών εσόδων αποτελεί σημαντική χρηματοοικονομική καινοτομία, η οποία οδήγησε στη δημιουργία και εκτεταμένη χρήση νέων χρηματοοικονομικών εταιρειών, για τη διευκόλυνση της δημιουργίας, εμπορίας και έκδοσης χρεογράφων. Η τιτλοποίηση προέκυψε ως συνδυαστικό αποτέλεσμα διαφόρων εκτιμήσεων. Για τις εταιρείες, οι εκτιμήσεις αυτές είναι, μεταξύ άλλων: φθηνότερη χρηματοδότηση σε σχέση με τις προσφερόμενες τραπεζικές διευκολύνσεις· μείωση των απαιτήσεων υποχρεωτικού κεφαλαίου· μεταβίβαση διαφόρων ειδών κινδύνου, όπως του πιστωτικού ή του ασφαλιστικού κινδύνου· και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης. |
|
5.106 |
Τα προγράμματα τιτλοποίησης ποικίλλουν τόσο στο πλαίσιο της ίδιας αγοράς χρεογράφων όσο και από αγορά σε αγορά. Τα προγράμματα αυτά μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο γενικότερες κατηγορίες:
|
|
5.107 |
Όσον αφορά το πρόγραμμα που αναφέρεται στο στοιχείο α) του σημείου 5.106, δημιουργείται μια εταιρεία τιτλοποίησης για τη διακράτηση των τιτλοποιημένων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που τιτλοποιήθηκαν από τον αρχικό κάτοχο και για την έκδοση χρεογράφων με ασφάλεια αυτά τα περιουσιακά στοιχεία. |
|
5.108 |
Είναι σημαντικό να προσδιορίζεται, ιδίως, κατά πόσον η χρηματοοικονομική εταιρεία που επιδίδεται σε τιτλοποίηση περιουσιακών στοιχείων διαχειρίζεται ενεργά το χαρτοφυλάκιό της εκδίδοντας χρεόγραφα και δεν λειτουργεί απλώς και μόνο ως καταπιστευτική δομή που παθητικά διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία ή διακρατεί χρεόγραφα. Όπου η χρηματοοικονομική εταιρεία είναι ο νόμιμος κύριος χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων, εκδίδει χρεόγραφα που εμφανίζουν συμμετοχή στο χαρτοφυλάκιο, τηρεί πλήρη σειρά λογαριασμών, τότε ενεργεί ως ενδιάμεσος χρηματοοικονομικός οργανισμός, που ταξινομείται στους λοιπούς ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Οι χρηματοοικονομικές εταιρείες που επιδίδονται στην τιτλοποίηση περιουσιακών στοιχείων διακρίνονται από τις οντότητες που δημιουργούνται αποκλειστικά για την κατοχή ειδικών χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων. Οι συγκεκριμένες αυτές οντότητες συνδυάζονται με τη μητρική τους εταιρεία, αν είναι μόνιμοι κάτοικοι της ίδιας χώρας με αυτήν. Ωστόσο, αν πρόκειται για οντότητες μη μόνιμους κατοίκους, αντιμετωπίζονται ως χωριστές θεσμικές μονάδες και ταξινομούνται ως θυγατρικοί χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. |
|
5.109 |
Στην περίπτωση του προγράμματος τιτλοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του σημείου 5.106, ο αρχικός κύριος των περιουσιακών στοιχείων ή αγοραστής της προστασίας, μέσω συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνων αθέτησης, μεταβιβάζει τον πιστωτικό κίνδυνο που συνδέεται με μια ομάδα διαφοροποιημένων περιουσιακών στοιχείων αναφοράς σε εταιρεία τιτλοποίησης, αλλά διατηρεί τα περιουσιακά στοιχεία καθαυτά ο ίδιος. Τα έσοδα από την έκδοση χρεογράφων τοποθετούνται σε κατάθεση ή άλλη ασφαλή επένδυση, όπως ομόλογα με διαβάθμιση ΑΑΑ, και ο δεδουλευμένος τόκος της κατάθεσης, μαζί με το ασφάλιστρο των συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνων αθέτησης, χρηματοδοτεί τον τόκο επί των χρεογράφων που εκδόθηκαν. Αν συμβεί αθέτηση πληρωμής, το κεφάλαιο που οφείλεται στους κατόχους των ABS μειώνεται και πρώτα πλήττονται τα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας τμήματα τιτλοποίησης. Οι πληρωμές τοκομεριδίων και κεφαλαίου μπορεί επίσης να αλλάξουν πορεία από τους επενδυτές των χρεογράφων προς τον αρχικό κύριο της ασφάλειας, ώστε να καλυφθεί η ζημία που προκύπτει από την αθέτηση πληρωμής. |
|
5.110 |
Αξιόγραφο εγγυημένο από δεξαμενή περιουσιακών στοιχείων σημαίνει χρεόγραφο του οποίου το κεφάλαιο και/ή ο τόκος πληρώνεται αποκλειστικά από τις ταμειακές ροές που παράγει μια συγκεκριμένη ομάδα χρηματοοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. |
Καλυμμένα ομόλογα
|
5.111 |
Ορισμός: Τα καλυμμένα ομόλογα είναι χρεόγραφα που εκδίδονται ή είναι πλήρως εγγυημένα από μια χρηματοοικονομική εταιρεία. Σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής της εκδότριας ή εγγυήτριας χρηματοοικονομικής εταιρείας, οι κάτοχοι των ομολόγων έχουν απαίτηση πρώτης προτεραιότητας έναντι του χαρτοφυλακίου κάλυψης, επιπλέον της κανονικής απαίτησής τους έναντι της χρηματοοικονομικής εταιρείας. |
Δάνεια (F.4)
|
5.112 |
Ορισμός: Δάνεια δημιουργούνται όταν οι πιστωτές δανείζουν χρήματα στους οφειλέτες. |
Κύρια χαρακτηριστικά των δανείων
|
5.113 |
Τα δάνεια χαρακτηρίζονται από τα ακόλουθα:
|
|
5.114 |
Τα δάνεια μπορεί να είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις όλων των τομέων μόνιμων κατοίκων και της αλλοδαπής. Οι εταιρείες που δέχονται καταθέσεις καταγράφουν συνήθως τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις ως καταθέσεις και όχι ως δάνεια. |
Ταξινόμηση των δανείων κατά αρχική ληκτότητα, νόμισμα και σκοπό δανεισμού
|
5.115 |
Οι συναλλαγές σε δάνεια μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με δύο τύπους αρχικής ληκτότητας:
|
|
5.116 |
Τα δάνεια δύνανται να υποδιαιρεθούν περαιτέρω, για σκοπούς ανάλυσης, σε μικρότερες κατηγορίες ως εξής:
Για τα νοικοκυριά, μια χρήσιμη υποκατηγοριοποίηση είναι η εξής:
|
Διάκριση μεταξύ δανειακών συναλλαγών και συναλλαγών σε καταθέσεις
|
5.117 |
Η διαφορά μεταξύ δανειακών συναλλαγών (F.4) και συναλλαγών σε καταθέσεις (F.22) είναι ότι ο οφειλέτης προσφέρει μια τυποποιημένη μη διαπραγματεύσιμη σύμβαση στην περίπτωση του δανείου, όχι όμως και στην περίπτωση της κατάθεσης. |
|
5.118 |
Τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που χορηγούνται σε εταιρείες που δέχονται καταθέσεις ταξινομούνται ως μεταβιβάσιμες καταθέσεις ή ως λοιπές καταθέσεις, ενώ τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που λαμβάνονται από θεσμικές μονάδες πλην των εταιρειών που δέχονται καταθέσεις ταξινομούνται ως βραχυπρόθεσμα δάνεια. |
|
5.119 |
Οι τοποθετήσεις κεφαλαίων μεταξύ εταιρειών που δέχονται καταθέσεις καταγράφονται πάντοτε ως καταθέσεις. |
Διάκριση μεταξύ δανειακών συναλλαγών και συναλλαγών σε χρεόγραφα
|
5.120 |
Η διαφορά μεταξύ δανειακών συναλλαγών (F.4) και συναλλαγών σε χρεόγραφα (F.3) είναι ότι τα δάνεια είναι μη διαπραγματεύσιμα χρηματοοικονομικά μέσα, ενώ τα χρεόγραφα είναι διαπραγματεύσιμα χρηματοοικονομικά μέσα. |
|
5.121 |
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα δάνεια τεκμηριώνονται συνήθως από ένα μόνο έγγραφο και οι δανειακές συναλλαγές πραγματοποιούνται μεταξύ ενός πιστωτή και ενός οφειλέτη. Αντίθετα, οι εκδόσεις χρεογράφων αποτελούνται από μεγάλο αριθμό ταυτόσημων εγγράφων, από τα οποία το καθένα τεκμηριώνει ένα στρογγυλό ποσό και όλα μαζί απαρτίζουν το συνολικό δανειζόμενο ποσό. |
|
5.122 |
Υπάρχει δευτερογενής αγορά δανείων. Στις περιπτώσεις που τα δάνεια γίνονται διαπραγματεύσιμα σε μια οργανωμένη αγορά, θα πρέπει να αναταξινομούνται από δάνεια σε χρεόγραφα, υπό τον όρο ότι υπάρχει απόδειξη της αγοραπωλησίας στη δευτερογενή αγορά, καθώς και της ύπαρξης ειδικών διαπραγματευτών και συχνών δημοσιεύσεων της τιμής του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, για παράδειγμα με τη διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης. Συνήθως γίνεται ρητή μετατροπή του αρχικού δανείου. |
|
5.123 |
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι χρηματοοικονομικές εταιρείες προσφέρουν τυποποιημένα δάνεια, τα οποία συχνά χορηγούνται σε νοικοκυριά. Οι χρηματοοικονομικές εταιρείες καθορίζουν τους όρους, και τα νοικοκυριά έχουν ως μοναδική δυνατότητα επιλογής να δεχτούν ή να μη δεχτούν. Οι όροι των μη τυποποιημένων δανείων εντούτοις είναι συνήθως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ του πιστωτή και του οφειλέτη. Αυτό είναι σημαντικό κριτήριο που διευκολύνει τη διάκριση μεταξύ μη τυποποιημένων δανείων και χρεογράφων. Στις δημόσιες εκδόσεις χρεογράφων, οι όροι της έκδοσης καθορίζονται από τον δανειζόμενο, ενδεχομένως μετά από διαβουλεύσεις με την τράπεζα που είναι ο κύριος ανάδοχος της έκδοσης. Αντίθετα, στις ιδιωτικές εκδόσεις χρεογράφων, ο πιστωτής και ο οφειλέτης διαπραγματεύονται τους όρους έκδοσης. |
Διάκριση μεταξύ δανειακών συναλλαγών, εμπορικών πιστώσεων και εμπορικών γραμματίων
|
5.124 |
Εμπορική πίστωση είναι μια πίστωση που παρέχουν απευθείας οι προμηθευτές αγαθών και υπηρεσιών στους πελάτες τους. Εμπορική πίστωση προκύπτει όταν η πληρωμή για αγαθά και υπηρεσίες δεν γίνεται ταυτόχρονα με την αλλαγή κυριότητας ενός αγαθού ή με την παροχή μιας υπηρεσίας. |
|
5.125 |
Η εμπορική πίστωση διακρίνεται από τα δάνεια για τη χρηματοδότηση του εμπορίου, τα οποία ταξινομούνται ως δάνεια. Τα εμπορικά γραμμάτια που εκδίδονται για έναν πελάτη από προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών, τα οποία στη συνέχεια προεξοφλεί ο προμηθευτής από χρηματοοικονομική εταιρεία, καθίστανται απαίτηση τρίτου μέρους από τον πελάτη. |
Δανεισμός αξιογράφων και συμφωνίες επαναγοράς
|
5.126 |
Ορισμός: Δανεισμός αξιογράφων είναι η προσωρινή μεταβίβαση αξιογράφων από τον δανειοδότη στον δανειολήπτη. Μπορεί να ζητηθεί από τον δανειολήπτη αξιογράφων να παράσχει περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια για τον δανειοδότη αξιογράφων σε μορφή μετρητών ή αξιογράφων. Η νομική κυριότητα μεταβιβάζεται από τη μία πλευρά της συναλλαγής στην άλλη, έτσι ώστε τόσο τα χρεόγραφα που αποτέλεσαν αντικείμενο της δανειοληψίας όσο και η ασφάλεια να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πώλησης ή επαναδανεισμού. |
|
5.127 |
Ορισμός: Η συμφωνία επαναγοράς αξιογράφων (repo) είναι μια συμφωνία παροχής αξιογράφων όπως τα χρεόγραφα ή οι μετοχές αντί μετρητών ή άλλων μέσων πληρωμής, με τη δέσμευση επαναγοράς είτε των ίδιων αξιογράφων είτε παρόμοιων σε καθορισμένη τιμή. Η δέσμευση για την επαναγορά μπορεί είτε να είναι σε συγκεκριμένη ημερομηνία στο μέλλον είτε να είναι «ανοικτής» ληκτότητας. |
|
5.128 |
Ο δανεισμός αξιογράφων με ασφάλεια σε μετρητά και οι συμφωνίες επαναγοράς (repos) είναι διαφορετικοί όροι που περιγράφουν χρηματοοικονομικές συμφωνίες με το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα κυρίως το αποτέλεσμα ενός ασφαλούς δανείου, αφού και οι δύο συνεπάγονται την παροχή αξιογράφων ως ασφάλειας για ένα δάνειο ή μια κατάθεση, ενώ, βάσει της χρηματοοικονομικής συμφωνίας, μια εταιρεία που δέχεται καταθέσεις πωλεί τα αξιόγραφα. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δύο συμφωνιών εμφανίζονται στον πίνακα 5.2.
Πίνακας 5.2 — Κύρια χαρακτηριστικά του δανεισμού αξιογράφων και των συμφωνιών επαναγοράς
|
||||||||||||||||||||||||||||||
|
5.129 |
Τα αξιόγραφα που παρέχονται στο πλαίσιο του δανεισμού αξιογράφων και των συμφωνιών επαναγοράς θεωρείται ότι δεν έχουν αλλάξει οικονομική κυριότητα, επειδή ο δανειστής εξακολουθεί να είναι ο δικαιούχος του εισοδήματος που αποφέρει το αξιόγραφο και να υπόκειται στους κινδύνους ή στα οφέλη οποιασδήποτε αλλαγής στην τιμή του αξιογράφου. |
|
5.130 |
Η προμήθεια και η είσπραξη χρημάτων στο πλαίσιο μιας συμφωνίας επαναγοράς αξιογράφων ή δανεισμού αξιογράφων με ασφάλεια σε μετρητά δεν συνεπάγεται νέα έκδοση χρεογράφων. Η παροχή κεφαλαίων σε θεσμικές μονάδες πλην των νομισματικών χρηματοοικονομικών οργανισμών αντιμετωπίζεται ως δάνειο· για τις εταιρείες που λαμβάνουν καταθέσεις αντιμετωπίζεται ως κατάθεση. |
|
5.131 |
Αν ο δανεισμός αξιογράφων δεν συνεπάγεται την προμήθεια μετρητών, δηλαδή, αν τα αξιόγραφα ανταλλάσσονται με αξιόγραφα ή αν το ένα μέρος προμηθεύει αξιόγραφο χωρίς ασφάλεια, δεν υπάρχει συναλλαγή σε δάνεια, καταθέσεις ή αξιόγραφα. |
|
5.132 |
Οι αιτήσεις κάλυψης των διαφορών αποτίμησης με την καταβολή μετρητών στο πλαίσιο μιας συμφωνίας επαναγοράς (repo) ταξινομούνται ως δάνεια. |
|
5.133 |
Οι ανταλλαγές (swaps) χρυσού είναι παρόμοιες με τις συμφωνίες επαναγοράς χρεογράφων (repos) με τη διαφορά ότι η ασφάλεια είναι ο χρυσός. Προϋποθέτουν την ανταλλαγή χρυσού με καταθέσεις σε ξένο συνάλλαγμα με τη συμφωνία ότι η συναλλαγή θα αντιστραφεί σε συμφωνημένη μελλοντική ημερομηνία και σε συμφωνημένη τιμή χρυσού. Η συναλλαγή καταγράφεται ως εγγυημένο δάνειο ή ως κατάθεση. |
Χρηματοδοτικές μισθώσεις
|
5.134 |
Ορισμός: Η χρηματοδοτική μίσθωση είναι μια σύμβαση βάσει της οποίας ο εκμισθωτής, ως νόμιμος κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου, μεταβιβάζει τους κινδύνους και τα οφέλη της κυριότητας ενός περιουσιακού στοιχείου στον μισθωτή. Σε μια χρηματοδοτική μίσθωση, ο εκμισθωτής θεωρείται ότι παρέχει δάνειο στον μισθωτή, με το οποίο ο μισθωτής αποκτά το περιουσιακό στοιχείο. Στη συνέχεια, το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο εμφανίζεται στον ισολογισμό του μισθωτή και όχι του εκμισθωτή· το αντίστοιχο δάνειο εμφανίζεται ως περιουσιακό στοιχείο του εκμισθωτή και υποχρέωση του μισθωτή. |
|
5.135 |
Οι χρηματοδοτικές μισθώσεις διακρίνονται από άλλα είδη μισθώσεων, επειδή οι κίνδυνοι και τα οφέλη της κυριότητας μεταβιβάζονται από τον νόμιμο κύριο του αγαθού στον χρήστη του αγαθού. Άλλα είδη μισθώσεων είναι i) η λειτουργική μίσθωση· ii) η μίσθωση εκμετάλλευσης πόρων. Συμβάσεις, μισθώσεις και άδειες, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 15, μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μισθώσεις. |
Λοιπά είδη δανείων
|
5.136 |
Η κατηγορία των δανείων περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
|
|
5.137 |
Η ειδική περίπτωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξετάζεται στο κεφάλαιο 7. |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από την κατηγορία των δανείων
|
5.138 |
Η κατηγορία των δανείων δεν περιλαμβάνει:
|
Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (F.5)
|
5.139 |
Ορισμός: Οι συμμετοχικοί τίτλοι και οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου είναι υπολειμματικές απαιτήσεις επί των περιουσιακών στοιχείων των θεσμικών μονάδων που εξέδωσαν τις μετοχές ή τα μερίδια. |
|
5.140 |
Οι συμμετοχικοί τίτλοι και οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποδιαιρούνται σε δύο υποκατηγορίες:
|
Συμμετοχικοί τίτλοι (F.51)
|
5.141 |
Ορισμός: Οι συμμετοχικοί τίτλοι είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν απαιτήσεις επί της υπολειμματικής αξίας μιας εταιρείας, αφού ικανοποιηθούν όλες οι άλλες απαιτήσεις. |
|
5.142 |
Η κυριότητα τίτλων συμμετοχής σε νομικές οντότητες τεκμηριώνεται συνήθως από μετοχές, πιστοποιητικά κατάθεσης αξιογράφων, συμμετοχές ή παρόμοια έγγραφα. Πιστοποιητικά κατάθεσης αξιογράφων. |
Πιστοποιητικά κατάθεσης αξιογράφων
|
5.143 |
Ορισμός: Τα πιστοποιητικά κατάθεσης αξιογράφων αντιπροσωπεύουν κυριότητα τίτλων εισηγμένων σε άλλες οικονομίες· η κυριότητα πιστοποιητικών κατάθεσης αξιογράφων αντιμετωπίζεται ως άμεση κυριότητα των αντίστοιχων αξιογράφων. Το αποθετήριο εκδίδει πιστοποιητικά κατάθεσης εισηγμένα σε ένα χρηματιστήριο που αντιπροσωπεύουν κυριότητα αξιογράφων εισηγμένων σε άλλο χρηματιστήριο. Τα πιστοποιητικά κατάθεσης αξιογράφων διευκολύνουν τις συναλλαγές αξιογράφων σε οικονομίες διαφορετικές από την οικονομία στην οποία είναι εισηγμένα. Τα υποκείμενα αξιόγραφα μπορεί να είναι μετοχές ή χρεόγραφα. |
|
5.144 |
Οι συμμετοχικοί τίτλοι υποδιαιρούνται ως εξής:
|
|
5.145 |
Τόσο οι εισηγμένες όσο και οι μη εισηγμένες μετοχές είναι διαπραγματεύσιμες και περιγράφονται ως μετοχικοί τίτλοι. |
Εισηγμένες μετοχές (F.511)
|
5.146 |
Ορισμός: Οι εισηγμένες μετοχές είναι συμμετοχικοί τίτλοι που έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο. Το χρηματιστήριο αυτό μπορεί να είναι αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ή οποιαδήποτε άλλη μορφή δευτερογενούς αγοράς. Η ύπαρξη δημοσιευμένων τιμών για τις μετοχές που είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο σημαίνει ότι οι τρέχουσες αγοραίες τιμές είναι συνήθως άμεσα διαθέσιμες. |
Μη εισηγμένες μετοχές (F.512)
|
5.147 |
Ορισμός: Οι μη εισηγμένες μετοχές είναι μετοχικοί τίτλοι που δεν έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο. |
|
5.148 |
Οι μετοχικοί τίτλοι περιλαμβάνουν τις ακόλουθες μετοχές που εκδίδονται από μη εισηγμένες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης:
|
Αρχική δημόσια προσφορά, εγγραφή και διαγραφή από το χρηματιστήριο και επαναγορά μετοχών
|
5.149 |
Η αρχική δημόσια προσφορά (Initial Public Offering — IPO), που αναφέρεται επίσης ως «προσφορά» ή «είσοδος», είναι η διαδικασία κατά την οποία μια εταιρεία εκδίδει τίτλους για το κοινό για πρώτη φορά. Συχνά οι τίτλοι αυτοί εκδίδονται από μικρότερες, νεότερες εταιρείες, για σκοπούς χρηματοδότησης, ή από μεγάλες επιχειρήσεις με σκοπό την είσοδο στο χρηματιστήριο. Σε μια IPO ο εκδότης μπορεί να εξασφαλίσει τη βοήθεια ανάδοχης οντότητας για την έκδοση τίτλων, η οποία βοηθά να αποφασιστεί ποιο είδος μετοχικών τίτλων θα εκδοθεί, ποια είναι η καλύτερη τιμή προσφοράς και ποιος ο κατάλληλος χρόνος εισαγωγής στην αγορά. |
|
5.150 |
Εγγραφή στο χρηματιστήριο σημαίνει ότι οι μετοχές της εταιρείας εγγράφονται στον κατάλογο αξιών του χρηματιστηρίου οι οποίες αποτελούν επισήμως αντικείμενο εμπορίας στο χρηματιστήριο. Συνήθως η εκδίδουσα εταιρεία είναι εκείνη που ζητά την εγγραφή, αλλά σε μερικές χώρες μπορεί το χρηματιστήριο να εγγράψει μια εταιρεία, παραδείγματος χάριν επειδή η μετοχή της αποτελεί ήδη αντικείμενο δραστήριας εμπορίας μέσω ανεπίσημων διαύλων. Οι απαιτήσεις για την αρχική εγγραφή περιλαμβάνουν συνήθως: την υποβολή ολιγοετούς ιστορικού οικονομικών καταστάσεων· την προσφορά ικανού μέρους ποσού για αγορά από το ευρύ κοινό, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και ως ποσοστό επί του συνόλου των μετοχών που βρίσκονται σε κυκλοφορία· τέλος, εγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο, στο οποίο περιλαμβάνονται συνήθως γνώμες ανεξάρτητων αξιολογητών. Διαγραφή από το χρηματιστήριο είναι η πρακτική της αφαίρεσης των μετοχών μιας εταιρείας από τον κατάλογο των εισηγμένων στο χρηματιστήριο αξιών. Αυτό συμβαίνει όταν μια εταιρεία παύσει τη δραστηριότητά της, κηρύξει πτώχευση, δεν ικανοποιεί πλέον τους κανόνες εγγραφής στο χρηματιστήριο ή έχει καταστεί οιονεί εταιρεία ή επιχείρηση μη εταιρικής μορφής, συχνά ως αποτέλεσμα συγχώνευσης ή εξαγοράς. Η εγγραφή στο χρηματιστήριο καταγράφεται ως έκδοση εισηγμένων μετοχών και ως εξαγορά μη εισηγμένων μετοχών, ενώ η διαγραφή από το χρηματιστήριο καταγράφεται ως εξαγορά εισηγμένων μετοχών και ως έκδοση μη εισηγμένων μετοχών, κατά περίπτωση. |
|
5.151 |
Οι εταιρείες μπορούν να εξαγοράζουν τους μετοχικούς τίτλους τους με τη διαδικασία της εξαγοράς ιδίων μετοχών, που είναι γνωστή και ως επαναγορά μετοχών. Η εξαγορά ιδίων μετοχών καταγράφεται ως χρηματοοικονομική συναλλαγή, που παρέχει μετρητά στους υπάρχοντες μετόχους έναντι ενός μέρους των μετοχών της εταιρείας που βρίσκονται σε κυκλοφορία. Με άλλα λόγια, μετρητά έναντι της μείωσης του αριθμού των μετοχών που βρίσκονται σε κυκλοφορία. Η εταιρεία είτε αποσύρει τις μετοχές είτε τις διατηρεί ως «απόθεμα εξαγορασμένων μετοχών», διαθέσιμες για επανέκδοση. |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από τους μετοχικούς τίτλους
|
5.152 |
Οι μετοχικοί τίτλοι δεν περιλαμβάνουν:
|
Λοιπές συμμετοχές σε κεφάλαιο (F.519)
|
5.153 |
Ορισμός: Οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι περιλαμβάνουν όλες τις μορφές συμμετοχής σε κεφάλαιο πλην αυτών που περιλαμβάνονται στις υποκατηγορίες «εισηγμένες μετοχές» (AF.511) και «μη εισηγμένες μετοχές» (AF.512). |
|
5.154 |
Οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι περιλαμβάνουν:
|
Αποτίμηση των συναλλαγών σε συμμετοχικούς τίτλους
|
5.155 |
Οι νέες μετοχές καταγράφονται στην αξία έκδοσης, που ισούται με την ονομαστική τους αξία συν το πριμ έκδοσης. |
|
5.156 |
Οι συναλλαγές μετοχών που βρίσκονται σε κυκλοφορία καταγράφονται στη συναλλακτική τους αξία. Όταν η συναλλακτική αξία δεν είναι γνωστή, υπολογίζεται κατά προσέγγιση με βάση την τιμή χρηματιστηρίου ή την αγοραία τιμή για εισηγμένες μετοχές, και με βάση την ισοδύναμη αγοραία αξία για μη εισηγμένες μετοχές. |
|
5.157 |
Οι μετοχές που προσφέρονται αντί μερισμάτων (μερίσματα υπό μορφή μετοχών) είναι μετοχές που αποτιμώνται με την τιμή που προκύπτει από την πρόταση μερισμάτων εκ μέρους του εκδότη. |
|
5.158 |
Οι εκδόσεις δωρεάν μετοχών δεν καταγράφονται. Ωστόσο, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έκδοση δωρεάν μετοχών συνεπάγεται μεταβολές στη συνολική αγοραία αξία των μετοχών μιας εταιρείας, οι μεταβολές της αγοραίας αξίας καταγράφονται στον λογαριασμό αναπροσαρμογής. |
|
5.159 |
Η συναλλακτική αξία των συμμετοχικών τίτλων (F.51) είναι το ποσό των χρημάτων που μεταβιβάζεται από τους ιδιοκτήτες στις εταιρείες ή τις οιονεί εταιρείες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούν να μεταβιβαστούν χρήματα μέσω της ανάληψης υποχρεώσεων της εταιρείας ή της οιονεί εταιρείας. |
Μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (F.52)
|
5.160 |
Ορισμός: Οι μετοχές εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου είναι μετοχές εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου αν ο επενδυτικός οργανισμός έχει εταιρική δομή. Αν ο επενδυτικός οργανισμός έχει καταπιστευτική δομή, είναι γνωστές ως μερίδια. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου είναι επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων μέσω των οποίων οι επενδυτές συγκεντρώνουν κεφάλαια για επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά και/ή μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. |
|
5.161 |
Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου ονομάζονται επίσης εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων, οργανισμοί συλλογικών μετοχικών επενδύσεων (unit trusts), επενδυτικές ενώσεις (investment trusts) και επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων σε μεταβιβάσιμους τίτλους (UCITS)· μπορεί να είναι ανοικτού, ημιανοικτού ή κλειστού τύπου. |
|
5.162 |
Οι μετοχές των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου μπορεί να είναι εισηγμένες ή μη εισηγμένες. Όταν δεν έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο, είναι συνήθως εξοφλητέες σε πρώτη ζήτηση, σε αξία που αντιστοιχεί στο μερίδιό τους στα ίδια κεφάλαια της χρηματοοικονομικής εταιρείας. Αυτά τα ίδια κεφάλαια ανατιμώνται τακτικά με βάση τις αγοραίες τιμές των διαφόρων συνιστωσών τους. |
|
5.163 |
Οι μετοχές εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποδιαιρούνται στα εξής:
|
Μετοχές ή μερίδια εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (F.521)
|
5.164 |
Ορισμός: Οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων είναι μετοχές που εκδίδονται από εταιρείες διαχείρισης διαθεσίμων. Οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων μπορεί να είναι μεταβιβάσιμα και συχνά θεωρούνται ως παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων. |
Μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (F.522)
|
5.165 |
Ορισμός: Οι λοιπές μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, πλην των μετοχών ή μεριδίων εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων, αντιπροσωπεύουν απαίτηση επί ενός τμήματος της αξίας μιας εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων. Αυτές οι μετοχές και μερίδια εκδίδονται από εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου. |
|
5.166 |
Οι λοιπές μη εισηγμένες μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, πλην των μετοχών ή εταιρειών κεφαλαίων διαχείρισης διαθεσίμων, είναι συνήθως εξοφλητέες σε πρώτη ζήτηση, σε αξία που αντιστοιχεί στο μερίδιό τους στα ίδια κεφάλαια της χρηματοοικονομικής εταιρείας. Αυτά τα ίδια κεφάλαια ανατιμώνται τακτικά με βάση τις αγοραίες τιμές των διαφόρων συνιστωσών τους. |
Αποτίμηση των συναλλαγών σε μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου
|
5.167 |
Οι συναλλαγές σε μετοχές ή μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου περιλαμβάνουν την αξία των καθαρών συνεισφορών στην εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου. |
Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (F.6)
|
5.168 |
Τα ασφαλιστικά συστήματα, τα συνταξιοδοτικά συστήματα και τα συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων χωρίζονται σε έξι υποκατηγορίες:
|
Τεχνικά αποθεματικά ασφαλίσεων κατά ζημιών (F.61)·
|
5.169 |
Ορισμός: Τα τεχνικά αποθεματικά ασφαλίσεων κατά ζημιών είναι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων κατά ζημιών από εταιρείες ασφαλίσεων κατά ζημιών σε σχέση με μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και με θεμελιωμένες απαιτήσεις αποζημίωσης. |
|
5.170 |
Οι συναλλαγές τεχνικών αποθεματικών ασφαλίσεων κατά ζημιών για μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και θεμελιωμένες απαιτήσεις αποζημίωσης αφορούν κινδύνους όπως τα ατυχήματα, η ασθένεια και η πυρκαγιά, καθώς και την αντασφάλιση. |
|
5.171 |
Τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα είναι ασφάλιστρα που έχουν πληρωθεί, αλλά η περίοδος την οποία καλύπτουν δεν έχει παρέλθει ακόμη. Τα ασφάλιστρα καταβάλλονται συνήθως στην αρχή της περιόδου που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Με βάση την αρχή του δεδουλευμένου, τα ασφάλιστρα καθίστανται δεδουλευμένα σταδιακά, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, και, επομένως, η αρχική πληρωμή σημαίνει προπληρωμή ή προκαταβολή. |
|
5.172 |
Οι εκκρεμείς απαιτήσεις είναι απαιτήσεις που οφείλονται αλλά δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες αμφισβητείται το ποσό ή δεν έχει ακόμη δηλωθεί το συμβάν που οδήγησε στην απαίτηση. Οι απαιτήσεις που οφείλονται αλλά δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί αντιστοιχούν στα αποθεματικά έναντι εκκρεμών απαιτήσεων αποζημίωσης, που είναι ποσά τα οποία προσδιορίζονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες για την κάλυψη όσων αναμένεται να πληρώσουν λόγω γεγονότων που συνέβησαν, αλλά για τα οποία δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί οι αποζημιώσεις. |
|
5.173 |
Οι ασφαλιστές μπορούν να προβλέψουν και άλλα τεχνικά αποθεματικά, όπως τα εξισωτικά αποθεματικά. Ωστόσο, αυτά αναγνωρίζονται ως υποχρεώσεις και αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία μόνον όταν συμβαίνει ένα γεγονός που δημιουργεί υποχρέωση. Διαφορετικά, τα εξισωτικά αποθεματικά είναι εσωτερικές λογιστικές εγγραφές του ασφαλιστή που αντιπροσωπεύουν αποταμίευση για την κάλυψη έκτακτων συμβάντων και όχι υφιστάμενες απαιτήσεις των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων. |
Δικαιώματα ασφαλίσεων ζωής και προσόδων (F.62)
|
5.174 |
Ορισμός: Τα δικαιώματα ασφαλίσεων ζωής και προσόδων συνίστανται σε χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που έχουν οι κάτοχοι ασφαλιστήριων συμβολαίων και οι δικαιούχοι προσόδων από εταιρείες που προσφέρουν ασφάλιση ζωής. |
|
5.175 |
Τα δικαιώματα ασφαλίσεων ζωής και προσόδων χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση παροχών στους κατόχους ασφαλιστήριων συμβολαίων με τη λήξη του συμβολαίου ή για την αποζημίωση των δικαιούχων κατά τον θάνατο του κατόχου του ασφαλιστήριου συμβολαίου και, επομένως, τηρούνται χωριστά από τα κεφάλαια των μετόχων. Τα αποθεματικά με τη μορφή προσόδων βασίζονται στον αναλογιστικό υπολογισμό της παρούσας αξίας των υποχρεώσεων πληρωμής μελλοντικού εισοδήματος έως τον θάνατο των δικαιούχων. |
|
5.176 |
Οι συναλλαγές δικαιωμάτων ασφαλίσεων ζωής και προσόδων αποτελούνται από προσθήκες μείον αφαιρέσεις. |
|
5.177 |
Οι προσθήκες, σε όρους χρηματοοικονομικών συναλλαγών, συνίστανται στα ακόλουθα:
|
|
5.178 |
Οι αφαιρέσεις περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
|
|
5.179 |
Στην περίπτωση σύναψης ομαδικής ασφάλισης από μια εταιρεία για λογαριασμό των εργαζομένων της, οι εργαζόμενοι, και όχι ο εργοδότης, είναι οι δικαιούχοι, εφόσον θεωρούνται ως οι κάτοχοι των ασφαλιστήριων συμβολαίων. |
Συνταξιοδοτικά δικαιώματα (F.63)
|
5.180 |
Ορισμός: Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που έχουν οι νυν και οι πρώην εργαζόμενοι:
|
|
5.181 |
Οι συναλλαγές συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αποτελούνται από προσθήκες μείον αφαιρέσεις, που θα πρέπει να διακρίνονται από τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης που προέρχονται από τα κεφάλαια που επενδύουν τα ασφαλιστικά ταμεία. |
|
5.182 |
Οι προσθήκες, σε όρους χρηματοοικονομικών συναλλαγών, συνίστανται στα ακόλουθα:
|
|
5.183 |
Οι αφαιρέσεις περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
|
Υπό αίρεση συνταξιοδοτικά δικαιώματα
|
5.184 |
Η κατηγορία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν περιλαμβάνει τα υπό αίρεση συνταξιοδοτικά δικαιώματα που δημιουργούνται από θεσμικές μονάδες ταξινομημένες ως διανεμητικά εργοδοτικά συνταξιοδοτικά συστήματα καθορισμένων παροχών της γενικής κυβέρνησης ή ως δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Οι συναλλαγές τους δεν καταγράφονται πλήρως και οι λοιπές ροές και τα αποθέματά τους δεν καταγράφονται στους βασικούς λογαριασμούς, αλλά στον συμπληρωματικό πίνακα για τα κεκτημένα σε συγκεκριμένη ημερομηνία συνταξιοδοτικά δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης. Τα υπό αίρεση συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν είναι υποχρεώσεις των υποτομέων της κεντρικής κυβέρνησης, της κυβέρνησης ομόσπονδου κρατιδίου, της τοπικής αυτοδιοίκησης ή των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ούτε είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των μελλοντικών δικαιούχων. |
Απαιτήσεις συνταξιοδοτικών ταμείων από διευθυντές συνταξιοδοτικών συστημάτων (F.64)
|
5.185 |
Ένας εργοδότης μπορεί να αναθέσει σε τρίτο μέρος, βάσει σύμβασης, να φροντίσει το συνταξιοδοτικό ταμείο για τους εργαζομένους του. Αν ο εργοδότης εξακολουθήσει να καθορίζει τους όρους του συνταξιοδοτικού συστήματος και να έχει την ευθύνη για οποιοδήποτε έλλειμμα στη χρηματοδότηση, καθώς και το δικαίωμα να παρακρατήσει τυχόν χρηματικό πλεόνασμα, ο εργοδότης ορίζεται ως διευθυντής του συνταξιοδοτικού συστήματος και η μονάδα που εργάζεται υπό τη διεύθυνσή του ορίζεται ως διαχειριστής του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αν η συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του τρίτου μέρους είναι τέτοια ώστε ο εργοδότης να μεταβιβάζει τους κινδύνους και τις ευθύνες για οποιοδήποτε έλλειμμα χρηματοδότησης στο τρίτο μέρος με αντάλλαγμα το δικαίωμα του τρίτου μέρους να παρακρατήσει τυχόν πλεόνασμα, το τρίτο μέρος καθίσταται διευθυντής και διαχειριστής μαζί του προγράμματος. |
|
5.186 |
Όταν διευθυντής του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι μονάδα διαφορετική από τον διαχειριστή, και το ποσό που εισέρχεται στο συνταξιοδοτικό ταμείο υπολείπεται της αύξησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, καταγράφεται απαίτηση του συνταξιοδοτικού ταμείου έναντι του διευθυντή του συνταξιοδοτικού συστήματος. Όπου το ποσό που εισέρχεται στο συνταξιοδοτικό ταμείο υπερβαίνει την αύξηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, το συνταξιοδοτικό ταμείο οφείλει να καταβάλει ένα ποσό στον διευθυντή του συνταξιοδοτικού ταμείου. |
Δικαιώματα μη συνταξιοδοτικών παροχών (F.65)
|
5.187 |
Το πλεόνασμα των καθαρών εισφορών επί των παροχών αντιπροσωπεύει αύξηση της υποχρέωσης του ασφαλιστικού συστήματος προς τους δικαιούχους. Το στοιχείο αυτό εμφανίζεται ως προσαρμογή στον λογαριασμό χρήσης εισοδήματος. Ως αύξηση υποχρέωσης, εμφανίζεται επίσης στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό. Το στοιχείο αυτό είναι πιθανό να εμφανιστεί σπάνια μόνο, οπότε, για ρεαλιστικούς λόγους, οι μεταβολές σε τέτοια δικαιώματα μη συνταξιοδοτικών παροχών μπορούν να περιλαμβάνονται στα δικαιώματα συνταξιοδοτικών παροχών. |
Προβλέψεις για καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων (F.66)
|
5.188 |
Ορισμός: Οι προβλέψεις για καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων είναι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις των κατόχων τυποποιημένων εγγυήσεων έναντι των θεσμικών μονάδων που τις παρέχουν. |
|
5.189 |
Οι προβλέψεις που συνδέονται με καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων είναι προπληρωμές καθαρών προμηθειών και προβλέψεις για την κάλυψη εκκρεμών καταπτώσεων τυποποιημένων εγγυήσεων. Όπως και οι προβλέψεις για προπληρωμένα ασφάλιστρα και αποθεματικά, οι προβλέψεις για καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων περιλαμβάνουν μη δεδουλευμένες προμήθειες (ασφάλιστρα) και καταπτώσεις (απαιτήσεις) που δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί. |
|
5.190 |
Οι τυποποιημένες εγγυήσεις είναι εγγυήσεις που εκδίδονται σε μεγάλο αριθμό, συνήθως αρκετά μικρών ποσών, και έχουν ταυτόσημα χαρακτηριστικά. Οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν τρία μέρη, τον δανειολήπτη, τον δανειστή και τον εγγυητή. Είτε ο δανειολήπτης είτε ο δανειστής μπορούν να συνάψουν σύμβαση με τον εγγυητή να εξοφλήσει τον δανειστή, αν ο δανειολήπτης αθετήσει τις υποχρεώσεις του. Σχετικά παραδείγματα είναι οι εγγυήσεις εξαγωγικών πιστώσεων ή οι εγγυήσεις φοιτητικών δανείων. |
|
5.191 |
Παρόλο που δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων ενός συγκεκριμένου δανειολήπτη, είναι συνηθισμένο να υπολογίζεται πόσοι δανειολήπτες από μια ομάδα δανειοληπτών με παρόμοια χαρακτηριστικά θα αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Ο εγγυητής, περίπου όπως και ο ασφαλιστής κατά ζημιών, εργάζεται σε εμπορική βάση και προσδοκά ότι θα πληρωθούν όλες οι προμήθειες, συν το εισόδημα περιουσίας που θα αποκτηθεί από τις προμήθειες και τα τυχόν αποθεματικά, ώστε να καλύψει τις αναμενόμενες αθετήσεις και το συναφές κόστος και να έχει κάποιο κέρδος. Συνεπώς, οι εγγυήσεις αυτές, που περιγράφονται ως τυποποιημένες εγγυήσεις, αντιμετωπίζονται με τρόπο παρόμοιο με τις ασφαλίσεις κατά ζημιών. |
|
5.192 |
Οι τυποποιημένες εγγυήσεις καλύπτουν εγγυήσεις διαφόρων χρηματοοικονομικών μέσων, όπως οι καταθέσεις, τα χρεόγραφα, τα δάνεια και οι εμπορικές πιστώσεις. Συνήθως παρέχονται από χρηματοοικονομική εταιρεία, που μπορεί να είναι —αλλά και να μην είναι— ασφαλιστική εταιρεία, αλλά επίσης από τη γενική κυβέρνηση. |
|
5.193 |
Όταν μια θεσμική μονάδα προσφέρει τυποποιημένες εγγυήσεις, χρεώνει προμήθειες και αναλαμβάνει υποχρεώσεις για να ανταποκριθεί στην κατάπτωση της εγγύησης. Η αξία των υποχρεώσεων στους λογαριασμούς του εγγυητή ισούται με την παρούσα αξία των αναμενόμενων καταπτώσεων στο πλαίσιο των υφιστάμενων εγγυήσεων, καθαρή από τυχόν ποσά που προσδοκά να ανακτήσει ο εγγυητής από τους αθετούντες δανειoλήπτες. Η υποχρέωση ονομάζεται προβλέψεις για καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων. |
|
5.194 |
Μια εγγύηση μπορεί να καλύπτει πολυετή περίοδο. Η προμήθεια μπορεί να καταβάλλεται ετησίως ή εκ των προτέρων. Καταρχήν, η προμήθεια αντιπροσωπεύει δεδουλευμένες επιβαρύνσεις για κάθε χρόνο της εγγύησης· όσο ελαττώνεται η χρονική περίοδος τόσο μειώνεται η υποχρέωση (με την υπόθεση ότι ο δανειολήπτης εξοφλεί σε δόσεις). Επομένως, η καταγραφή γίνεται όπως και με τις προσόδους, δηλαδή καταβάλλεται η προμήθεια και ταυτόχρονα μειώνεται η μελλοντική υποχρέωση. |
|
5.195 |
Η φύση του συστήματος τυποποιημένων εγγυήσεων έγκειται στην ύπαρξη πολλών εγγυήσεων του ίδιου τύπου, αν και δεν έχουν όλες την ίδια ακριβώς χρονική διάρκεια ούτε την ίδια ημερομηνία έναρξης ή λήξης. |
|
5.196 |
Οι καθαρές προμήθειες υπολογίζονται ως εισπρακτέες προμήθειες συν συμπληρωματικές προμήθειες (που ισούνται με το εισόδημα περιουσίας που αποδίδεται στη μονάδα που πληρώνει την προμήθεια για την εγγύηση) μείον διοικητικά κ.λπ. έξοδα. Αυτές οι καθαρές προμήθειες μπορούν να καταβάλλονται από οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας και να εισπράττονται από τον τομέα στον οποίο ταξινομείται ο εγγυητής. Οι καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων πληρώνονται από τον εγγυητή και εισπράττονται από τον δανειστή του χρηματοοικονομικού μέσου που καλύπτεται από εγγύηση, είτε η προμήθεια έχει καταβληθεί από τον δανειστή είτε από τον δανειολήπτη. Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές αναφέρονται στη διαφορά μεταξύ της καταβολής προμηθειών για νέες εγγυήσεις και των καταπτώσεων στο πλαίσιο υφιστάμενων εγγυήσεων. |
Τυποποιημένες εγγυήσεις και εφάπαξ εγγυήσεις
|
5.197 |
Οι τυποποιημένες εγγυήσεις διακρίνονται από τις εφάπαξ εγγυήσεις βάσει δύο κριτηρίων:
Οι εφάπαξ εγγυήσεις είναι εξατομικευμένες και οι εγγυητές δεν μπορούν να υπολογίσουν με αξιοπιστία τον κίνδυνο καταπτώσεων. Η χορήγηση εφάπαξ εγγύησης είναι έκτακτη περίσταση και δεν καταγράφεται. Εξαιρέσεις αποτελούν ορισμένες εγγυήσεις που παρέχονται από τη γενική κυβέρνηση και περιγράφονται στο κεφάλαιο 20. |
Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (F.7)
|
5.198 |
Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα και τα μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς χωρίζονται σε δύο υποκατηγορίες:
|
Χρηματοοικονομικά παράγωγα (F.71)
|
5.199 |
Ορισμός: Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα είναι χρηματοοικονομικά μέσα που συνδέονται με ένα συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο ή δείκτη ή εμπόρευμα, μέσω του οποίου είναι δυνατή η αγοραπωλησία συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών κινδύνων αυτόνομα σε χρηματοοικονομικές αγορές. Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα πληρούν τους ακόλουθους όρους:
|
|
5.200 |
Τα χρηματοοικονομικά μέσα χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης κινδύνου, της αντιστάθμισης κινδύνου, της πρόκρισης συναλλαγής (αρμπιτράζ) μεταξύ αγορών, της κερδοσκοπίας και του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας. Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα δίνουν τη δυνατότητα στα μέρη να εμπορευτούν συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, όπως τον κίνδυνο του επιτοκίου, τον νομισματικό κίνδυνο, τον κίνδυνο συμμετοχικών τίτλων και τιμών εμπορευμάτων και τον πιστωτικό κίνδυνο, με άλλες οντότητες, που επιθυμούν να αναλάβουν τους κινδύνους αυτούς, συνήθως χωρίς να γίνεται αγοραπωλησία πρωτογενούς περιουσιακού στοιχείου. Έτσι, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα αναφέρονται ως δευτερογενή περιουσιακά στοιχεία. |
|
5.201 |
Η αξία ενός χρηματοοικονομικού παραγώγου καθορίζεται από την τιμή του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου: την τιμή αναφοράς. Η τιμή αναφοράς μπορεί να συνδέεται με ένα χρηματοοικονομικό ή μη χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, με επιτόκιο, με συναλλαγματική ισοτιμία, με άλλο παράγωγο ή με τη διαφορά μεταξύ δύο τιμών. Το παράγωγο συμβόλαιο μπορεί να αναφέρεται επίσης σε δείκτη, σε καλάθι τιμών ή σε άλλα στοιχεία, όπως η αγοραπωλησία εκπομπών ή οι καιρικές συνθήκες. |
|
5.202 |
Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα μπορούν να υποδιαιρεθούν σε κατηγορίες κατά μέσο όπως τα δικαιώματα προαίρεσης (options), τα προθεσμιακά συμβόλαια (forwards) και τα πιστωτικά παράγωγα, ή κατά εμπορικό κίνδυνο, όπως οι συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων, ανταλλαγής επιτοκίων κ.λπ. |
Δικαιώματα προαίρεσης (options)
|
5.203 |
Ορισμός: Τα δικαιώματα προαίρεσης (options) δίνουν στον κάτοχο του δικαιώματος προαίρεσης το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση να αγοράσει από τον εκδότη του δικαιώματος προαίρεσης ή να πουλήσει σ’ αυτόν ένα περιουσιακό στοιχείο σε προκαθορισμένη τιμή σε δεδομένο χρονικό διάστημα ή δεδομένη ημερομηνία.
Το δικαίωμα αγοράς ονομάζεται δικαίωμα προαίρεσης για αγορά και το δικαίωμα πώλησης ονομάζεται δικαίωμα προαίρεσης για πώληση. |
|
5.204 |
Ο αγοραστής του δικαιώματος προαίρεσης καταβάλλει ένα τίμημα (τιμή του δικαιώματος προαίρεσης) για τη δέσμευση του εκδότη του δικαιώματος να πουλήσει ή να αγοράσει το συγκεκριμένο ποσό του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου στη συμφωνημένη τιμή. Το τίμημα είναι χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο του κατόχου του δικαιώματος προαίρεσης και υποχρέωση του εκδότη του δικαιώματος προαίρεσης. Το τίμημα μπορεί να θεωρηθεί εννοιολογικά ότι περιλαμβάνει χρέωση για παροχή υπηρεσίας, η οποία θα πρέπει να καταγράφεται χωριστά. Ωστόσο, αν δεν υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία, θα πρέπει όσο το δυνατόν να αποφεύγεται να γίνονται υποθέσεις κατά τον υπολογισμό του στοιχείου της παροχής υπηρεσίας. |
|
5.205 |
Τα παραστατικά μελλοντικής αγοράς αξιογράφων (warrants) είναι μορφή δικαιωμάτων προαίρεσης. Δίνουν στον κάτοχο το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση να αγοράσει από τον εκδότη του παραστατικού ορισμένο αριθμό μετοχών ή ομολόγων με συγκεκριμένους όρους, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Υπάρχουν επίσης παραστατικά συναλλάγματος, που έχουν ως βάση το ποσό ενός νομίσματος που απαιτείται για την αγορά άλλου νομίσματος, και διασυναλλαγματικά παραστατικά συναλλάγματος που συνδέονται με τρίτα νομίσματα, καθώς επίσης παραστατικά δείκτη, καλαθιού και εμπορευμάτων. |
|
5.206 |
Το παραστατικό μπορεί να είναι αποσπάσιμο και εμπορεύσιμο χωριστά από το χρεόγραφο. Ως εκ τούτου, καταγράφονται καταρχήν δύο ξεχωριστά χρηματοοικονομικά μέσα, το παραστατικό ως χρηματοοικονομικό παράγωγο και το ομόλογο ως χρεόγραφο. Τα παραστατικά με ενσωματωμένα παράγωγα ταξινομούνται σύμφωνα με τα πρωτογενή χαρακτηριστικά τους. |
Προθεσμιακά συμβόλαια (forwards)
|
5.207 |
Ορισμός: Τα προθεσμιακά συμβόλαια (forwards) είναι χρηματοοικονομικά συμβόλαια βάσει των οποίων δύο μέρη συμφωνούν να ανταλλάξουν μια καθορισμένη ποσότητα του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου σε συμφωνημένη τιμή (τιμή άσκησης) και σε καθορισμένη ημερομηνία. |
|
5.208 |
Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) είναι προθεσμιακά συμβόλαια που αποτελούν αντικείμενο εμπορίας σε οργανωμένες χρηματιστηριακές αγορές. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης διακανονίζονται συνήθως με την καταβολή μετρητών ή με την παροχή κάποιου άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου και όχι με την παράδοση του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου και, γι’ αυτό, αποτιμώνται και αγοράζονται ή πωλούνται χωριστά από το υποκείμενο στοιχείο. Τα συνήθη συμβόλαια προθεσμιακού τύπου περιλαμβάνουν τις συμφωνίες ανταλλαγής (swaps) και τις προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (FRA). |
Δικαιώματα προαίρεσης έναντι προθεσμιακών συμβολαίων
|
5.209 |
Τα δικαιώματα προαίρεσης μπορούν να συγκριθούν με τα προθεσμιακά συμβόλαια ως εξής:
|
Συμφωνίες ανταλλαγής (swaps)
|
5.210 |
Ορισμός: Οι συμφωνίες ανταλλαγής είναι συμβατικές συμφωνίες μεταξύ δύο μερών που συμφωνούν να ανταλλάξουν, διαχρονικά και σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες, ροές πληρωμών για ένα συμφωνημένο θεωρητικό ποσό κεφαλαίου. Οι συνηθέστεροι τύποι είναι οι συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων, οι συμφωνίες ανταλλαγής ξένου συναλλάγματος και οι συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων. |
|
5.211 |
Οι συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων είναι ανταλλαγές επιτοκίων διαφορετικού χαρακτήρα επί ενός θεωρητικού ποσού κεφαλαίου, το οποίο δεν ανταλλάσσεται ποτέ. Παραδείγματα τύπων επιτοκίων που ανταλλάσσονται είναι το σταθερό επιτόκιο, το κυμαινόμενο επιτόκιο και τα επιτόκια που έχουν εκφραστεί σε ένα νόμισμα. Η εκκαθάριση γίνεται συχνά συμψηφιστικά και τοις μετρητοίς και αντιπροσωπεύει την τρέχουσα διαφορά μεταξύ των δύο επιτοκίων που ορίζονται στο συμβόλαιο και τα οποία εφαρμόζονται στο συμφωνημένο θεωρητικό κεφάλαιο. |
|
5.212 |
Οι ανταλλαγές ξένου συναλλάγματος είναι συναλλαγές σε ξένα νομίσματα σε ισοτιμία που ορίζεται στο συμβόλαιο. |
|
5.213 |
Οι ανταλλαγές νομισμάτων έχουν να κάνουν με την ανταλλαγή χρηματορροών που συνδέονται με πληρωμές τόκων και με ανταλλαγή ποσών αρχικού κεφαλαίου σε συμφωνημένη συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη λήξη του συμβολαίου. |
Προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (FRA)
|
5.214 |
Ορισμός: Οι FRA είναι συμβατικές συμφωνίες στις οποίες δύο μέρη, για να προστατευθούν από μεταβολές του επιτοκίου, συμφωνούν για έναν πληρωτέο τόκο, σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία εξόφλησης, με βάση ένα θεωρητικό ποσό κεφαλαίου που δεν ανταλλάσσεται ποτέ. Οι FRA εκκαθαρίζονται συμψηφιστικά και τοις μετρητοίς με τρόπο παρόμοιο όπως και οι ανταλλαγές επιτοκίων. Οι πληρωμές σχετίζονται με τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της προθεσμιακής σύμβασης επιτοκίου και του αγοραίου επιτοκίου που επικρατεί τη στιγμή της εξόφλησης. |
Πιστωτικά παράγωγα
|
5.215 |
Ορισμός: Τα πιστωτικά παράγωγα είναι χρηματοοικονομικά παράγωγα των οποίων πρωταρχικός σκοπός είναι η εμπορία του πιστωτικού κινδύνου.
Τα πιστωτικά παράγωγα έχουν σχεδιαστεί για την αγοραπωλησία του κινδύνου αδυναμίας πληρωμής δανείων και χρεογράφων. Τα πιστωτικά παράγωγα μπορούν να λάβουν τη μορφή προθεσμιακού συμβολαίου ή τη μορφή συμβολαίου δικαιωμάτων προαίρεσης και, όπως άλλα χρηματοοικονομικά παράγωγα, συνάπτονται συχνά βάσει τυποποιημένων νομικών συμφωνιών, που διευκολύνουν την αγοραία αποτίμηση. Ο πιστωτικός κίνδυνος μεταφέρεται από τον πωλητή του κινδύνου, που αγοράζει προστασία, στον αγοραστή του κινδύνου, που πουλάει προστασία, αντί τιμήματος. |
|
5.216 |
Ο αγοραστής του κινδύνου καταβάλλει μετρητά στον πωλητή του κινδύνου σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής. Το πιστωτικό παράγωγο μπορεί επίσης να εξοφληθεί με την παράδοση χρεογράφων μέσω της μονάδας που αθέτησε την υποχρέωσή της. |
|
5.217 |
Είδη πιστωτικών παραγώγων είναι τα δικαιώματα προαίρεσης για πιστωτική αθέτηση, τα συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου πιστωτικής αθέτησης και οι συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης. Ο δείκτης συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου πιστωτικής αθέτησης, ως δείκτης πιστωτικών παραγώγων τα οποία αγοράζονται και πωλούνται, αντικατοπτρίζει την εξέλιξη των τιμών των συμβολαίων αυτών. |
Συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου πιστωτικής αθέτησης
|
5.218 |
Ορισμός: Τα συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου πιστωτικής αθέτησης (CDS) είναι συμβόλαια ασφάλισης κατά του πιστωτικού κινδύνου. Αποσκοπούν να καλύψουν τις απώλειες των πιστωτών (των αγοραστών CDS) όταν:
|
|
5.219 |
Όταν δεν υπάρχει αθέτηση υποχρέωσης της συνδεδεμένης μονάδας ή μη εξυπηρέτηση του χρεωστικού μέσου, ο πωλητής του κινδύνου εξακολουθεί να καταβάλλει ασφάλιστρα έως τη λήξη της σύμβασης. Αν υπάρχει αθέτηση ή μη εξυπηρέτηση, ο αγοραστής του κινδύνου αποζημιώνει τον πωλητή του κινδύνου για τη ζημία και ο πωλητής του κινδύνου παύει να καταβάλλει ασφάλιστρα. |
Χρηματοοικονομικά μέσα που δεν περιλαμβάνονται στα χρηματοοικονομικά παράγωγα
|
5.220 |
Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα δεν περιλαμβάνουν:
|
Μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (F.72)
|
5.221 |
Ορισμός: Τα μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς είναι συμφωνίες που πραγματοποιούνται σε μια δεδομένη ημερομηνία, με βάση τις οποίες ένας υπάλληλος μπορεί να αγοράσει δεδομένο αριθμό μετοχών του αποθέματος του εργοδότη σε δηλωμένη τιμή είτε σε δηλωμένο χρόνο είτε σε χρονική περίοδο που ακολουθεί αμέσως μετά την ημερομηνία κατοχύρωσης.
Χρησιμοποιείται η ακόλουθη ορολογία:
|
|
5.222 |
Οι συναλλαγές μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς καταγράφονται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό ως αντισταθμιστική συναλλαγή του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας που αντιπροσωπεύεται από την αξία του μετοχικού δικαιώματος προαίρεσης. Η αξία του μετοχικού δικαιώματος προαίρεσης εκτείνεται σε όλο το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας χορήγησης και της ημερομηνίας κτήσης του δικαιώματος· αν δεν υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία, θα πρέπει να καταγραφούν κατά την ημερομηνία κτήσης. Στη συνέχεια, οι συναλλαγές καταγράφονται την ημερομηνία άσκησης ή, αν είναι εμπορεύσιμες και αποτελούν πράγματι αντικείμενο εμπορίας, μεταξύ της ημερομηνίας κτήσης και του τέλους της περιόδου άσκησης. |
Αποτίμηση συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά παράγωγα και σε μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς
|
5.223 |
Η αγοραπωλησία δικαιωμάτων προαίρεσης στη δευτερογενή αγορά και η εκκαθάριση δικαιωμάτων προαίρεσης πριν από την παράδοση συνεπάγονται χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Αν ένα δικαίωμα προαίρεσης φτάσει στην καταληκτική του ημερομηνία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να μη χρησιμοποιηθεί. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα προαίρεσης χρησιμοποιείται, μπορεί να καταβληθεί μια πληρωμή από τον εκδότη του δικαιώματος προαίρεσης προς τον κάτοχο του δικαιώματος προαίρεσης, ίση με τη διαφορά μεταξύ της ισχύουσας αγοραίας τιμής του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου και της τιμής άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης, ή, ως εναλλακτική λύση, μπορεί να πραγματοποιηθεί και να καταγραφεί αγορά ή πώληση του υποκείμενου χρηματοοικονομικού ή μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου στην ισχύουσα αγοραία τιμή και μια αντισταθμιστική πληρωμή μεταξύ του κατόχου του δικαιώματος προαίρεσης και του εκδότη του, ίση με την τιμή άσκησης. Η διαφορά μεταξύ της επικρατούσας αγοραίας τιμής του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου και της τιμής άσκησης είναι, και στις δύο περιπτώσεις, ίση με την αξία ρευστοποίησης του δικαιώματος προαίρεσης, δηλαδή την τιμή του δικαιώματος προαίρεσης κατά την καταληκτική ημερομηνία. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα προαίρεσης δεν ασκείται, δεν πραγματοποιείται συναλλαγή. Ωστόσο, ο εκδότης του δικαιώματος προαίρεσης αποκομίζει κέρδος κτήσης, ο δε κάτοχος του δικαιώματος προαίρεσης υφίσταται ζημία κτήσης (και στις δύο περιπτώσεις ίση με την τιμή που καταβάλλεται όταν συνάπτεται το συμβόλαιο), που θα πρέπει να καταγραφεί στον λογαριασμό αναπροσαρμογής. |
|
5.224 |
Οι συναλλαγές που καταγράφονται για τα χρηματοοικονομικά παράγωγα περιλαμβάνουν τυχόν αγοραπωλησία των συμβολαίων, καθώς και την καθαρή αξία των διακανονισμών που πραγματοποιούνται. Μπορεί επίσης να είναι αναγκαία η καταγραφή συναλλαγών συναφών με την κατάρτιση παράγωγων συμβολαίων. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, τα δύο μέρη συνάπτουν ένα παράγωγο συμβόλαιο χωρίς πληρωμή του ενός μέρους στο άλλο· στις περιπτώσεις αυτές η αξία της συναλλαγής για την κατάρτιση του συμβολαίου είναι μηδενική και τίποτε δεν καταγράφεται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό. |
|
5.225 |
Τυχόν εμφανείς προμήθειες που καταβάλλονται σε μεσίτες ή εισπράττονται από μεσίτες ή άλλους ενδιαμέσους για τη διευθέτηση δικαιωμάτων προαίρεσης, προθεσμιακών αγορών, ανταλλαγών (swaps) και λοιπών συμβολαίων παραγώγων αντιμετωπίζονται ως πληρωμές για την παροχή υπηρεσιών στους κατάλληλους λογαριασμούς. Τα συμβαλλόμενα μέρη μιας ανταλλαγής δεν θεωρείται ότι παρέχουν υπηρεσίες αμοιβαία, όμως κάθε πληρωμή σε τρίτους για τη διευθέτηση της ανταλλαγής αντιμετωπίζεται ως πληρωμή για την παροχή υπηρεσίας. Βάσει μιας συμφωνίας ανταλλαγής, όπου ανταλλάσσονται αρχικά κεφάλαια, οι αντίστοιχες ροές πρέπει να καταγράφονται ως συναλλαγές του υποκείμενου μέσου· οι ροές άλλων πληρωμών πρέπει να καταγράφονται στην κατηγορία «χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς» (F7). Αν και η τιμή που καταβάλλεται στον πωλητή ενός δικαιώματος προαίρεσης μπορεί εννοιολογικά να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει μια χρέωση για παροχή υπηρεσίας, στην πράξη δεν είναι συνήθως δυνατόν να διακριθεί η συνιστώσα της παροχής υπηρεσίας. Επομένως, η συνολική τιμή πρέπει να καταγράφεται ως αγορά χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου από τον αγοραστή και ως ανάληψη υποχρέωσης από τον πωλητή. |
|
5.226 |
Όταν τα συμβόλαια δεν αφορούν την ανταλλαγή αρχικών κεφαλαίων, δεν καταγράφεται καμία συναλλαγή κατά την έναρξη. Και στις δύο περιπτώσεις, δημιουργείται σιωπηρώς στο σημείο αυτό ένα χρηματοοικονομικό παράγωγο με μηδενική αρχική αξία. Στη συνέχεια, η αξία της ανταλλαγής θα είναι ίση με ένα από τα εξής:
|
|
5.227 |
Οι μεταβολές της αξίας του χρηματοοικονομικού παραγώγου διαχρονικά καταγράφονται στον λογαριασμό αναπροσαρμογής. |
|
5.228 |
Οποιαδήποτε επανανταλλαγή αρχικών κεφαλαίων πραγματοποιηθεί αργότερα θα διέπεται από τους όρους και τις συνθήκες του συμβολαίου ανταλλαγής και μπορεί να συνεπάγεται την ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων σε τιμή διαφορετική από την επικρατούσα αγοραία τιμή των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Η αντισταθμιστική πληρωμή μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών του συμβολαίου ανταλλαγής θα είναι αυτή που ορίζεται από το συμβόλαιο. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής και της συμβατικής τιμής είναι ίση με την αξία ρευστοποίησης του περιουσιακού στοιχείου / της υποχρέωσης, όπως θα ισχύει στην ημερομηνία λήξης, και καταγράφεται ως συναλλαγή χρηματοοικονομικών παραγώγων και μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (F.7). Συνολικά, οι συναλλαγές χρηματοοικονομικών παραγώγων και μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς πρέπει να αντιστοιχούν στο συνολικό κέρδος ή ζημία αναπροσαρμογής για όλη τη διάρκεια του συμβολαίου ανταλλαγής. Η αντιμετώπιση αυτή είναι ανάλογη με αυτήν που ορίζεται για τα δικαιώματα προαίρεσης τα οποία φτάνουν στην καταληκτική τους ημερομηνία. |
|
5.229 |
Για μια θεσμική μονάδα, η συμφωνία ανταλλαγής ή η προθεσμιακή σύμβαση επιτοκίων καταγράφεται στο στοιχείο «χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς» στην πλευρά των περιουσιακών στοιχείων, αν έχει καθαρή θετική αξία. Αν η ανταλλαγή έχει καθαρή αρνητική αξία, καταγράφεται επίσης στην πλευρά των περιουσιακών στοιχείων κατά συνθήκη, ώστε να αποφεύγεται η συνεχής μετατόπιση μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Επομένως, οι αρνητικές καθαρές πληρωμές αυξάνουν την καθαρή αξία. |
Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (F.8)
|
5.230 |
Ορισμός: Οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που δημιουργούνται ως αντισταθμίσεις σε συναλλαγές στις οποίες υπάρχει χρονική διαφορά μεταξύ των εν λόγω συναλλαγών και των αντίστοιχων πληρωμών. |
|
5.231 |
Οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί περιλαμβάνουν συναλλαγές χρηματοοικονομικών απαιτήσεων που προέρχονται από την πρόωρη ή καθυστερημένη πληρωμή συναλλαγών αγαθών ή υπηρεσιών, διανεμητικών συναλλαγών ή χρηματοοικονομικών συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά. |
|
5.232 |
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές σε λοιπούς εισπρακτέους/πληρωτέους λογαριασμούς περιλαμβάνουν:
|
Εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές (F.81)
|
5.233 |
Ορισμός: Οι εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές είναι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που προκύπτουν από την απευθείας χορήγηση πίστωσης από προμηθευτές αγαθών και υπηρεσιών στους πελάτες τους και από προκαταβολές για εργασίες εν εξελίξει ή για εργασίες που πρόκειται να αναληφθούν, έχουν δε τη μορφή προπληρωμής εκ μέρους των πελατών για αγαθά και υπηρεσίες που δεν έχουν ακόμη παραδοθεί. |
|
5.234 |
Εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές προκύπτουν όταν η πληρωμή για αγαθά και υπηρεσίες δεν γίνεται ταυτόχρονα με την αλλαγή κυριότητας ενός αγαθού ή με την παροχή μιας υπηρεσίας. Αν γίνει πληρωμή πριν από την αλλαγή κυριότητας, τότε είναι προκαταβολή. |
|
5.235 |
Οι δεδουλευμένες ΥΧΔΜΕ που δεν έχουν ακόμη πληρωθεί περιλαμβάνονται στο αντίστοιχο χρηματοοικονομικό μέσο, συνήθως τον τόκο, ενώ η προπληρωμή ασφαλίστρων περιλαμβάνεται στα τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά (F.61)· σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει εγγραφή στις εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές. |
|
5.236 |
Η υποκατηγορία «εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές» περιλαμβάνει:
|
|
5.237 |
Οι εμπορικές πιστώσεις πρέπει να διακρίνονται από τη χρηματοδότηση του εμπορίου με τη μορφή εμπορικών γραμματίων και από τις πιστώσεις που παρέχονται από τρίτους για τη χρηματοδότηση του εμπορίου. |
|
5.238 |
Οι εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές δεν περιλαμβάνουν τα δάνεια για τη χρηματοδότηση των εμπορικών πιστώσεων. Αυτά ταξινομούνται ως δάνεια. |
|
5.239 |
Οι εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές μπορούν να υποδιαιρεθούν, με βάση την αρχική τους ληκτότητα, σε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές. |
Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί, εκτός από εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές (F.89)
|
5.240 |
Ορισμός: Οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί είναι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που προκύπτουν από χρονικές διαφορές μεταξύ διανεμητικών συναλλαγών ή χρηματοοικονομικών συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά και των αντίστοιχων πληρωμών. |
|
5.241 |
Οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα της χρονικής διαφοράς μεταξύ συναλλαγών και πληρωμών που γίνονται, όσον αφορά, για παράδειγμα, τα ακόλουθα:
|
|
5.242 |
Οι δεδουλευμένοι και οι καθυστερούμενοι τόκοι καταγράφονται μαζί με το χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή την υποχρέωση στο οποίο ή στην οποία αντιστοιχούν και όχι ως λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί. Αν οι δεδουλευμένοι τόκοι δεν καταγράφονται σαν να επανεπενδύονται στο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, ταξινομούνται στους λοιπούς εισπρακτέους/πληρωτέους λογαριασμούς. |
|
5.243 |
Όσον αφορά τις προμήθειες για δανεισμό αξιογράφων και για δάνεια χρυσού, που αντιμετωπίζονται ως τόκος, οι αντίστοιχες εγγραφές περιλαμβάνονται στους λοιπούς εισπρακτέους/πληρωτέους λογαριασμούς, και όχι στο μέσο με το οποίο συνδέονται. |
|
5.244 |
Οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί δεν περιλαμβάνουν:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5.1
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
|
5.A1.01 |
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές μπορούν να ταξινομηθούν με βάση διάφορα κριτήρια: κατά είδος χρηματοοικονομικού μέσου, διαπραγματευσιμότητα, είδος εισοδήματος, ληκτότητα, νόμισμα και είδος τόκου. |
Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά κατηγορία
|
5.A1.02 |
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές ταξινομούνται σε κατηγορίες και υποκατηγορίες όπως φαίνεται στον πίνακα 5.3. Η ταξινόμηση αυτή των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις αντιστοιχεί στην ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.
Πίνακας 5.3 — Ταξινόμηση χρηματοοικονομικών συναλλαγών
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
5.A1.03 |
Η ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων βασίζεται κυρίως στον βαθμό ρευστότητας, στη διαπραγματευσιμότητα και στα νομικά χαρακτηριστικά των χρηματοοικονομικών μέσων. Οι ορισμοί των κατηγοριών είναι γενικά ανεξάρτητοι από την ταξινόμηση των θεσμικών μονάδων. Η ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω με τη διασταυρωμένη ταξινόμηση κατά θεσμική μονάδα. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η διασταυρωμένη ταξινόμηση των μεταβιβάσιμων καταθέσεων μεταξύ εταιρειών που δέχονται καταθέσεις, πλην της κεντρικής τράπεζας, ως διατραπεζικών θέσεων. |
Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά διαπραγματευσιμότητα
|
5.A1.04 |
Οι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις μπορούν να διακριθούν ως προς το κατά πόσον είναι ή δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Μια απαίτηση είναι διαπραγματεύσιμη αν η κυριότητά της μπορεί να μεταβιβαστεί εύκολα από μια μονάδα σε άλλη με παράδοση ή οπισθογράφηση ή με αντιστάθμιση, αν πρόκειται για χρηματοοικονομικό παράγωγο. Ενώ κάθε χρηματοοικονομικό μέσο μπορεί να αποτελέσει εν δυνάμει αντικείμενο εμπορίας, τα διαπραγματεύσιμα μέσα έχουν σχεδιαστεί για να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορίας σε μια οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά ή στην ελεύθερη (εξωχρηματιστηριακή) αγορά, αν και η εμπορία καθαυτή δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση διαπραγματευσιμότητας. Οι απαραίτητες προϋποθέσεις διαπραγματευσιμότητας είναι:
|
|
5.A1.05 |
Τα αξιόγραφα, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα και τα μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.7) είναι διαπραγματεύσιμες χρηματοοικονομικές απαιτήσεις. Τα αξιόγραφα περιλαμβάνουν τα χρεόγραφα (AF.3), τις εισηγμένες μετοχές (AF.511), τις μη εισηγμένες μετοχές (AF.512) και τις μετοχές εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.52). Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα και τα μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς δεν ταξινομούνται ως αξιόγραφα, ακόμη και αν είναι διαπραγματεύσιμα χρηματοοικονομικά μέσα. Συνδέονται με συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά ή μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή δείκτες, μέσω των οποίων είναι δυνατή η αγοραπωλησία χρηματοοικονομικών κινδύνων σε χρηματοοικονομικές αγορές αυτόνομα. |
|
5.A1.06 |
Ο νομισματικός χρυσός και τα ΕΤΔ (AF.1), τα μετρητά και οι καταθέσεις (AF.2), τα δάνεια (AF.4), οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι (AF.519), τα ασφαλιστικά συστήματα, τα συνταξιοδοτικά συστήματα και τα συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.6) και οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (AF.8) δεν είναι διαπραγματεύσιμα. |
Δομημένα αξιόγραφα
|
5.A1.07 |
Τα δομημένα αξιόγραφα συνδυάζουν κατά κανόνα ένα αξιόγραφο ή καλάθι αξιογράφων με ένα χρηματοοικονομικό παράγωγο ή με καλάθι χρηματοοικονομικών παραγώγων. Χρηματοοικονομικά μέσα που δεν είναι δομημένα αξιόγραφα είναι, για παράδειγμα, οι δομημένες καταθέσεις που συνδυάζουν χαρακτηριστικά καταθέσεων και χαρακτηριστικά χρηματοοικονομικών παραγώγων. Ενώ τα χρεόγραφα συνεπάγονται, κατά κανόνα, στην αρχή την πληρωμή ενός αρχικού κεφαλαίου που θα πρέπει να αποπληρωθεί, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα δεν συνεπάγονται κάτι τέτοιο. |
Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά είδος εισοδήματος
|
5.A1.08 |
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές ταξινομούνται κατά είδος εισοδήματος που παράγουν. Η σύνδεση εισοδήματος και αντίστοιχων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων διευκολύνει τον υπολογισμό των ποσοστών απόδοσης. Ο πίνακας 5.4 παρουσιάζει την αναλυτική ταξινόμηση κατά συναλλαγή και είδος εισοδήματος. Ενώ ο νομισματικός χρυσός και τα ΕΤΔ, οι καταθέσεις, τα χρεόγραφα, τα δάνεια και οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί δημιουργούν τόκο, οι συμμετοχικοί τίτλοι αποφέρουν κυρίως μερίσματα, επανεπενδυόμενα κέρδη ή αναλήψεις από εισόδημα οιονεί εταιρειών. Το εισόδημα από επενδύσεις αποδίδεται στους κατόχους μετοχών εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου και στους κατόχους τεχνικών ασφαλιστικών αποθεματικών. Η αμοιβή που συνδέεται με τη συμμετοχή σε χρηματοοικονομικό παράγωγο δεν καταγράφεται ως εισόδημα, επειδή δεν υπάρχει αρχικό κεφάλαιο.
Πίνακας 5.4 — Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά είδος εισοδήματος
|
Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά είδος επιτοκίου
|
5.A1.09 |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που δημιουργούν τόκο μπορούν να αναλυθούν κατά είδος επιτοκίου σε σταθερού επιτοκίου κυρίως, μεταβλητού επιτοκίου ή μεικτού επιτοκίου. |
|
5.A1.10 |
Για τα χρηματοοικονομικά μέσα με σταθερό επιτόκιο, οι ονομαστικές πληρωμές τόκων που καταβάλλονται βάσει της σύμβασης είναι σταθερές, στο νόμισμα στο οποίο εκφράζονται, για τη διάρκεια του χρηματοοικονομικού μέσου ή για ορισμένο αριθμό ετών. Την ημέρα της έναρξης, από τη σκοπιά του οφειλέτη, ο χρόνος και η αξία των πληρωμών τόκων και κεφαλαίου είναι γνωστά. |
|
5.A1.11 |
Για τα χρηματοοικονομικά μέσα με μεταβλητό επιτόκιο, οι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου συνδέονται με ένα επιτόκιο, έναν γενικό δείκτη τιμών για αγαθά και υπηρεσίες ή μια τιμή περιουσιακού στοιχείου. Η τιμή αναφοράς κυμαίνεται ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. |
|
5.A1.12 |
Τα χρηματοοικονομικά μέσα μεικτού επιτοκίου έχουν και ένα σταθερό και ένα μεταβλητό επιτόκιο σε όλη τη διάρκειά τους και ταξινομούνται ως χρηματοοικονομικά μέσα μεταβλητού επιτοκίου. |
Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά ληκτότητα
|
5.A1.13 |
Για την ανάλυση των επιτοκίων, των αποδόσεων των περιουσιακών στοιχείων, της ρευστότητας ή της ικανότητας εξυπηρέτησης χρέους, μπορεί να απαιτηθεί ανάλυση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων κατά περιόδους ληκτότητας. |
Βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ληκτότητα
|
5.A1.14 |
Ορισμός: Ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση με βραχυπρόθεσμη ληκτότητα αποπληρώνεται σε πρώτη ζήτηση, αιτήσει του πιστωτή, ή σε έναν χρόνο ή λιγότερο. Ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση με μακροπρόθεσμη ληκτότητα εξοφλείται σε κάποια ημερομηνία πέραν του έτους ή δεν δηλώνεται η λήξη του. |
Αρχική ληκτότητα και εναπομένουσα ληκτότητα
|
5.A1.15 |
Ορισμός: Η αρχική ληκτότητα των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ορίζεται ως το διάστημα από την ημερομηνία έκδοσης έως την ημερομηνία της τελευταίας προγραμματισμένης πληρωμής. Η εναπομένουσα ληκτότητα των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ορίζεται ως το διάστημα από την ημερομηνία αναφοράς έως την ημερομηνία της τελευταίας προγραμματισμένης πληρωμής. |
|
5.A1.16 |
Η έννοια της αρχικής ληκτότητας βοηθά να κατανοηθεί η δραστηριότητα έκδοσης χρεογράφων. Γι’ αυτό τον λόγο, τα χρεόγραφα και τα δάνεια χωρίζονται κατά αρχική ληκτότητα σε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα χρεόγραφα και δάνεια. |
|
5.A1.17 |
Η εναπομένουσα ληκτότητα είναι καταλληλότερη για την ανάλυση των θέσεων χρέους και των δυνατοτήτων εξυπηρέτησης χρέους. |
Ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών κατά νόμισμα
|
5.A1.18 |
Πολλές από τις κατηγορίες, υποκατηγορίες και υποτίτλους των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων μπορούν να αναλυθούν με βάση τα νομίσματα στα οποία εκφράζονται. |
|
5.A1.19 |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις σε ξένο νόμισμα περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις εκφρασμένα σε ένα καλάθι νομισμάτων, για παράδειγμα ΕΤΔ, και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις εκφρασμένα σε χρυσό. Η διάκριση μεταξύ εθνικού νομίσματος και ξένων νομισμάτων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τα μετρητά και τις καταθέσεις (AF.2), τα χρεόγραφα (AF.3) και τα δάνεια (AF.4). |
|
5.A1.20 |
Το νόμισμα πληρωμής μπορεί να είναι διαφορετικό από το νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένα τα διάφορα μέσα. Νόμισμα πληρωμής είναι το νόμισμα στο οποίο μετατρέπονται η αξία των θέσεων και οι ροές χρηματοοικονομικών μέσων όπως τα αξιόγραφα κάθε φορά που γίνεται εκκαθάριση. |
Συνολικά μεγέθη χρήματος
|
5.A1.21 |
Η ανάλυση της νομισματικής πολιτικής μπορεί να απαιτήσει τον καθορισμό συνολικών μεγεθών χρήματος όπως τα M1, M2 και M3 στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό. Τα συνολικά μεγέθη χρήματος δεν ορίζονται στο ΕΣΛ 2010. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΛΟΙΠΕΣ ΡΟΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|
6.01 |
Οι λοιπές ροές είναι μεταβολές της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων οι οποίες δεν προκύπτουν από συναλλαγές. Ο λόγος για τον οποίο αυτές οι ροές δεν είναι συναλλαγές συνδέεται με το γεγονός ότι δεν πληρούν ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συναλλαγών, για παράδειγμα, οι εμπλεκόμενες θεσμικές μονάδες μπορεί να μην ενεργούν με αμοιβαία συμφωνία, όπως στην περίπτωση της κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων χωρίς αποζημίωση ή η μεταβολή είναι αποτέλεσμα ενός φυσικού γεγονότος όπως ένας σεισμός και όχι ενός αποκλειστικά οικονομικού γεγονότος. Μπορεί επίσης η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που είναι εκπεφρασμένη σε ξένο νόμισμα να μεταβληθεί λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας. |
ΛΟΙΠΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
|
6.02 |
Ορισμός: Οι λοιπές μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων είναι οικονομικές ροές, διαφορετικές απ’ αυτές που είναι αποτέλεσμα συναλλαγών που καταγράφονται στον λογαριασμό κεφαλαίου και στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό, οι οποίες μεταβάλλουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων
Διακρίνονται δύο είδη λοιπών μεταβολών. Το πρώτο είδος είναι οι μεταβολές του όγκου των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων. Το δεύτερο είδος είναι οι μεταβολές λόγω ονομαστικών κερδών και ζημιών κτήσης. |
Λοιπές μεταβολές του όγκου περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (Κ.1 έως Κ.6)
|
6.03 |
Στον λογαριασμό κεφαλαίου, τα παραχθέντα και τα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να εισέρχονται σε έναν τομέα και να εξέρχονται απ’ αυτόν μέσω της απόκτησης ή της διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, μέσω της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου ή μέσω προσθηκών, αναλήψεων και επαναλαμβανόμενων ζημιών όσον αφορά τα αποθέματα. Στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις εισέρχονται στο σύστημα όταν ο οφειλέτης αποδέχεται τη μελλοντική υποχρέωση να εξοφλήσει τον πιστωτή και εξέρχονται από το σύστημα όταν αυτή η υποχρέωση έχει εκπληρωθεί. |
|
6.04 |
Οι λοιπές μεταβολές του όγκου των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων περιλαμβάνουν ροές που επιτρέπουν σε περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις να εισέρχονται στους λογαριασμούς ή να εξέρχονται απ’ αυτούς με άλλους τρόπους και όχι μέσω συναλλαγών —π.χ. είσοδοι και έξοδοι λόγω ανακάλυψης, εξάντλησης και υποβάθμισης φυσικών περιουσιακών στοιχείων.
Οι λοιπές μεταβολές του όγκου των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων περιλαμβάνουν επίσης τις συνέπειες εξαιρετικών, απρόβλεπτων εξωτερικών γεγονότων που δεν είναι οικονομικής φύσης, καθώς και μεταβολές που προκύπτουν από αναταξινόμηση ή αναδιάρθρωση θεσμικών μονάδων ή περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. |
|
6.05 |
Οι λοιπές μεταβολές του όγκου των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων καλύπτουν έξι κατηγορίες:
|
Οικονομική εμφάνιση περιουσιακών στοιχείων (K.1)
|
6.06 |
Η οικονομική εμφάνιση περιουσιακών στοιχείων είναι η αύξηση του όγκου των παραχθέντων και των μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων η οποία δεν είναι αποτέλεσμα παραγωγής. Εδώ περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
|
Οικονομική εξαφάνιση μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων (K.2)
|
6.07 |
Η οικονομική εξαφάνιση μη παραχθέντων μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
|
Ζημίες λόγω μεγάλων καταστροφών (K.3)
|
6.08 |
Οι ζημίες λόγω μεγάλων καταστροφών που καταγράφονται ως λοιπές μεταβολές του όγκου προκύπτουν από μεγάλης κλίμακας, διακεκριμένα και αναγνωρίσιμα γεγονότα που καταστρέφουν οικονομικά περιουσιακά στοιχεία. |
|
6.09 |
Στα γεγονότα αυτά περιλαμβάνονται οι μεγάλοι σεισμοί, οι εκρήξεις ηφαιστείων, τα παλιρροϊκά κύματα, οι εξαιρετικά σφοδροί τυφώνες, οι ξηρασίες και άλλες φυσικές καταστροφές, οι πολεμικές ενέργειες, οι ταραχές και άλλα πολιτικά γεγονότα, καθώς και τεχνολογικά ατυχήματα όπως εκτεταμένες διαρροές τοξικών ουσιών ή διαφυγή ραδιενεργών σωματιδίων στην ατμόσφαιρα. Παραδείγματα τέτοιων γεγονότων είναι τα εξής:
|
Κατασχέσεις χωρίς αποζημίωση (K.4)
|
6.10 |
Κατασχέσεις χωρίς αποζημίωση πραγματοποιούνται όταν φορείς της γενικής κυβέρνησης ή άλλες θεσμικές μονάδες λαμβάνουν στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία άλλων θεσμικών μονάδων, περιλαμβανομένων και μονάδων που είναι μη μόνιμοι κάτοικοι, χωρίς πλήρη αποζημίωση, για λόγους διαφορετικούς από την πληρωμή φόρων, προστίμων ή παρόμοιων εισφορών. Η κατάσχεση περιουσίας που σχετίζεται με εγκληματική δραστηριότητα θεωρείται πρόστιμο. Το τμήμα τέτοιων μονομερών κατασχέσεων για το οποίο δεν καταβάλλεται αποζημίωση καταγράφεται ως λοιπή μεταβολή του. |
|
6.11 |
Οι αγωγές κατάσχεσης και οι επανακτήσεις περιουσιακών στοιχείων από πιστωτές δεν καταγράφονται ως κατασχέσεις χωρίς αποζημίωση διότι, είτε ρητά είτε βάσει της γενικότερης συναντίληψης, η συμφωνία μεταξύ των μερών προβλέπει αυτές τις διαδικασίες. |
Λοιπές μεταβολές του όγκου που δεν ταξινομούνται αλλού (K.5)
|
6.12 |
Οι λοιπές μεταβολές του όγκου που δεν ταξινομούνται αλλού (Κ.5) είναι οι επιπτώσεις απροσδόκητων γεγονότων στην οικονομική αξία των περιουσιακών στοιχείων. |
|
6.13 |
Ως παραδείγματα άλλων μεταβολών του όγκου μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων οι οποίες δεν ταξινομούνται αλλού μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
|
|
6.14 |
Όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, ως παραδείγματα άλλων μεταβολών του όγκου που δεν ταξινομούνται αλλού μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
|
|
6.15 |
Από τις λοιπές μεταβολές του όγκου που δεν ταξινομούνται αλλού εξαιρούνται τα ακόλουθα:
|
Μεταβολές ταξινόμησης (K.6)
|
6.16 |
Οι μεταβολές ταξινόμησης περιλαμβάνουν μεταβολές της ταξινόμησης κατά τομείς και μεταβολές της δομής των θεσμικών μονάδων, καθώς και μεταβολές της ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων. |
Μεταβολές ταξινόμησης κατά τομείς και μεταβολές της δομής των θεσμικών μονάδων (K.61)
|
6.17 |
Η αναταξινόμηση μιας θεσμικής μονάδας από έναν τομέα σε άλλον συνεπάγεται τη μεταφορά ολόκληρου του ισολογισμού της. Για παράδειγμα, αν μια θεσμική μονάδα ταξινομημένη στον τομέα των νοικοκυριών καθίσταται οικονομικώς διακριτή σε σχέση με τον ιδιοκτήτη της, μπορεί να χαρακτηριστεί οιονεί εταιρεία και να αναταξινομηθεί στον τομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών. |
|
6.18 |
Οι μεταβολές ταξινόμησης κατά τομείς συνεπάγονται τη μεταφορά ολόκληρου του ισολογισμού από έναν τομέα ή υποτομέα σε άλλο. Η μεταφορά μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ενοποίηση ή την αποενοποίηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, η οποία επίσης περιλαμβάνεται σε αυτή την κατηγορία. |
|
6.19 |
Οι μεταβολές της δομής θεσμικών μονάδων καλύπτουν την εμφάνιση και την εξαφάνιση ορισμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από την αναδιάρθρωση εταιρειών. Όταν μια εταιρεία εξαφανίζεται ως ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο επειδή απορροφάται από μία ή περισσότερες άλλες εταιρείες, όλες οι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων των μετοχών και των λοιπών συμμετοχικών τίτλων, που υπήρχαν μεταξύ αυτής της εταιρείας και των εταιρειών που την απορρόφησαν, εξαφανίζονται από το σύστημα. Ωστόσο, η αγορά μετοχών και λοιπών συμμετοχικών τίτλων μιας εταιρείας στο πλαίσιο συγχώνευσης καταγράφεται ως χρηματοοικονομική συναλλαγή μεταξύ της αγοράστριας εταιρείας και των προηγούμενων ιδιοκτητών της. Η αντικατάσταση των υπαρχουσών μετοχών με μετοχές της αγοράστριας εταιρείας ή μιας νέας εταιρείας καταγράφεται ως εξαγορά μετοχών συνοδευόμενη από την έκδοση νέων μετοχών. Οι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις που υπήρχαν μεταξύ της εταιρείας που απορροφήθηκε και τρίτων παραμένουν αμετάβλητες και μεταβιβάζονται στην εταιρεία που την απορρόφησε. |
|
6.20 |
Αντιστοίχως, όταν μια εταιρεία διαιρείται με νομική πράξη σε δύο ή περισσότερες θεσμικές μονάδες, η εμφάνιση χρηματοοικονομικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων καταγράφεται ως μεταβολές στην ταξινόμηση κατά τομείς και στη δομή. |
Μεταβολές ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (K.62)
|
6.21 |
Μεταβολές ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων συμβαίνουν όταν τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις εμφανίζονται σε μία κατηγορία στον ισολογισμό ανοίγματος και σε άλλη κατηγορία στον ισολογισμό κλεισίματος. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν οι μεταβολές της χρήσης γης και η μετατροπή κατοικιών σε κτίρια για εμπορική χρήση ή αντιστρόφως. Στην περίπτωση της γης, και οι δύο εγγραφές (μία αρνητική εγγραφή για την παλιά κατηγορία και μία θετική εγγραφή για τη νέα κατηγορία) γίνονται με την ίδια αξία. Οποιαδήποτε μεταβολή της αξίας της γης που οφείλεται σ’ αυτή την αλλαγή χρήσης καταγράφεται ως μεταβολή του όγκου και όχι ως αναπροσαρμογή στην τρέχουσα αξία και, επομένως, ως οικονομική εμφάνιση περιουσιακών στοιχείων ή οικονομική εξαφάνιση μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων. |
|
6.22 |
Η εμφάνιση ή η εξαφάνιση νομισματικού χρυσού που διατηρείται με τη μορφή ράβδων χρυσού δεν μπορεί να προκύψει μέσω χρηματοοικονομικής συναλλαγής, αλλά εγγράφεται στο σύστημα ή διαγράφεται απ’ αυτό μέσω των λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων. |
|
6.23 |
Ειδική περίπτωση μεταβολής της ταξινόμησης αποτελεί η μεταβολή που αφορά τον χρυσό σε ράβδους. Ο χρυσός σε ράβδους μπορεί να αποτελεί χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο που είναι γνωστό ως νομισματικός χρυσός ή τιμαλφές που είναι γνωστό ως μη νομισματικός χρυσός, αναλόγως του κατόχου και του κινήτρου κατοχής. Η νομισματοποίηση είναι η μεταβολή ταξινόμησης του χρυσού σε ράβδους από τα μη νομισματικά στοιχεία στα νομισματικά. Η απονομισματοποίηση είναι η μεταβολή ταξινόμησης του χρυσού σε ράβδους από τα νομισματικά στοιχεία στα μη νομισματικά. |
|
6.24 |
Οι πράξεις σε σχέση με τον χρυσό σε ράβδους καταγράφονται ως εξής:
Οι ανωτέρω περιπτώσεις που αφορούν νομισματική αρχή εφαρμόζονται επίσης στην περίπτωση διεθνούς χρηματοοικονομικού οργανισμού. |
|
6.25 |
Οι μεταβολές ταξινόμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνουν τη μετατροπή χρεογράφων σε μετοχές, η οποία καταγράφεται ως δύο χρηματοοικονομικές συναλλαγές. |
Ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης (K.7)
|
6.26 |
Στον λογαριασμό αναπροσαρμογής καταγράφονται τα ονομαστικά κέρδη και οι ονομαστικές ζημίες κτήσης που σημειώνονται κατά τη διάρκεια μιας λογιστικής περιόδου για τους κατόχους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων λόγω μεταβολών στο επίπεδο και στη δομή των τιμών τους. Τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης (K.7) περιλαμβάνουν τα ουδέτερα κέρδη και ζημίες κτήσης (K.71) και τα πραγματικά κέρδη και ζημίεςκτήσης (K.72). |
|
6.27 |
Ορισμός: Τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης (K.7) επί περιουσιακού στοιχείου είναι οι αυξήσεις ή οι μειώσεις της αξίας αυτού του στοιχείου για τον οικονομικό κύριό του συνεπεία αυξήσεων ή μειώσεων της τιμής του. Τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης επί χρηματοοικονομικής υποχρέωσης είναι οι μειώσεις ή οι αυξήσεις της αποτίμησης της υποχρέωσης συνεπεία μειώσεων ή αυξήσεων της τιμής της. |
|
6.28 |
Κέρδος κτήσης προκύπτει από την αύξηση της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου ή από τη μείωση της αξίας μιας υποχρέωσης. Ζημία κτήσης προκύπτει από τη μείωση της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου ή από την αύξηση της αξίας μιας υποχρέωσης. |
|
6.29 |
Τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης που εγγράφονται στον λογαριασμό αναπροσαρμογής είναι αυτά που προέρχονται από περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις, ασχέτως του αν ρευστοποιούνται ή όχι. Το κέρδος κτήσης θεωρείται ότι ρευστοποιείται όταν το σχετικό περιουσιακό στοιχείο πωλείται, εξαγοράζεται, χρησιμοποιείται ή διατίθεται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ή όταν εξοφλείται η υποχρέωση. Μη ρευστοποιημένο κέρδος είναι αυτό που προκύπτει από περιουσιακό στοιχείο το οποίο εξακολουθεί να διακρατεί ο κάτοχος ή από υποχρέωση που εξακολουθεί να εκκρεμεί στο τέλος της λογιστικής περιόδου. Το ρευστοποιημένο κέρδος νοείται συνήθως ως το κέρδος που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου κατά την οποία το περιουσιακό στοιχείο διακρατείται από τον κάτοχο ή κατά την οποία εκκρεμεί η υποχρέωση, ασχέτως του αν η περίοδος αυτή συμπίπτει με τη λογιστική περίοδο ή όχι. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κέρδη και οι ζημίες κτήσης εγγράφονται με βάση την αρχή του δεδουλευμένου, η διάκριση μεταξύ ρευστοποιημένων και μη ρευστοποιημένων κερδών και ζημιών, αν και είναι χρήσιμη για ορισμένους σκοπούς, δεν εμφανίζεται στις ταξινομήσεις και στους λογαριασμούς. |
|
6.30 |
Τα κέρδη και οι ζημίες κτήσης περιλαμβάνουν τα κέρδη και τις ζημίες που προέρχονται από όλα τα είδη μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων. Συνεπώς, καλύπτονται επίσης κέρδη και ζημίες κτήσης που προέρχονται από αποθέματα κάθε είδους προϊόντων τα οποία είναι στην κατοχή των παραγωγών, περιλαμβανομένων και των συνεχιζόμενων εργασιών. |
|
6.31 |
Ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης μπορεί να προκύψουν από περιουσιακά στοιχεία που διακρατούνται ή υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου και όχι μόνο από περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις που εμφανίζονται στους ισολογισμούς ανοίγματος και/ή κλεισίματος. Τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης που προκύπτουν για τον κάτοχο συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου ή συγκεκριμένης υποχρέωσης —ή μιας δεδομένης ποσότητας ενός συγκεκριμένου είδους περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης— μεταξύ δύο χρονικών στιγμών ορίζονται ως «η τρέχουσα αξία αυτού του περιουσιακού στοιχείου ή αυτής της υποχρέωσης κατά τη μεταγενέστερη χρονική στιγμή μείον την τρέχουσα αξία αυτού του περιουσιακού στοιχείου ή αυτής της υποχρέωσης κατά την προγενέστερη χρονική στιγμή», με την προϋπόθεση ότι το ίδιο το περιουσιακό στοιχείο ή η ίδια η υποχρέωση δεν υφίσταται ποιοτική ή ποσοτική μεταβολή σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. |
|
6.32 |
Το ονομαστικό κέρδος κτήσης (G) που προκύπτει για μια δεδομένη ποσότητα q ενός περιουσιακού στοιχείου μεταξύ των χρονικών στιγμών o και t μπορεί να εκφραστεί ως εξής: όπου po και pt είναι οι τιμές του περιουσιακού στοιχείου κατά τις χρονικές στιγμές o και t αντιστοίχως. Για τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις με σταθερή τρέχουσα αξία στο εθνικό νόμισμα, οι τιμές po και pt ισούνται εξ ορισμού με τη μονάδα και το ονομαστικό κέρδος κτήσης είναι πάντοτε μηδενικό. |
|
6.33 |
Για τον υπολογισμό των ονομαστικών κερδών και ζημιών κτήσης, οι αποκτήσεις και οι διαθέσεις περιουσιακών στοιχείων πρέπει να αποτιμώνται με τον ίδιο τρόπο που εγγράφονται στον λογαριασμό κεφαλαίου και τον χρηματοοικονομικό λογαριασμό, ενώ τα αποθέματα περιουσιακών στοιχείων πρέπει να αποτιμώνται με τον ίδιο τρόπο που εγγράφονται στον ισολογισμό. Στην περίπτωση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, η αξία της απόκτησης είναι το ποσό που καταβάλλει ο αγοραστής στον παραγωγό ή στον πωλητή, συν το συναφές κόστος μεταβίβασης κυριότητας που βαρύνει τον αγοραστή. Η αξία της διάθεσης ενός υπάρχοντος πάγιου περιουσιακού στοιχείου είναι το ποσό που εισπράττει ο πωλητής από τον αγοραστή μείον το κόστος μεταβίβασης κυριότητας που βαρύνει τον πωλητή. |
|
6.34 |
Εξαίρεση από την περίπτωση που περιγράφεται στο σημείο 6.33 αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία το καταβληθέν τίμημα διαφέρει από την αγοραία αξία του περιουσιακού στοιχείου. Στην περίπτωση αυτή τεκμαίρεται κεφαλαιακή μεταβίβαση για τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αγοραίας αξίας, και η απόκτηση εγγράφεται στην αγοραία αξία. Αυτό συμβαίνει ιδίως σε συναλλαγές που γίνονται στο πλαίσιο μη εμπορικών τομέων. |
|
6.35 |
Διακρίνονται τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις που οδηγούν σε ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης:
|
|
6.36 |
Τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης που περιλαμβάνονται είναι αυτά που προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, είτε ρευστοποιούνται είτε όχι. Εγγράφονται στον λογαριασμό αναπροσαρμογής των σχετικών τομέων, του συνόλου της οικονομίας και της αλλοδαπής. |
Ουδέτερα κέρδη και ζημίες κτήσης (K.71)
|
6.37 |
Ορισμός: Τα ουδέτερα κέρδη και ζημίες κτήσης (K.71) που προκύπτουν από ένα περιουσιακό στοιχείο ή από μια υποχρέωση είναι η αξία των κερδών και ζημιών κτήσης που προκύπτουν αν η τιμή του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης μεταβάλλεται, με την πάροδο του χρόνου, με την ίδια αναλογία όπως το γενικό επίπεδο τιμών. |
|
6.38 |
Τα ουδέτερα κέρδη και ζημίες κτήσης επισημαίνονται για να διευκολυνθεί ο υπολογισμός των πραγματικών κερδών και ζημιών κτήσης, που αναδιανέμουν την πραγματική αγοραστική δύναμη μεταξύ των τομέων. |
|
6.39 |
Έστω ότι ο γενικός δείκτης τιμών συμβολίζεται ως r. Το ουδέτερο κέρδος κτήσης (NG) που προκύπτει από μια δεδομένη ποσότητα q ενός περιουσιακού στοιχείου μεταξύ των χρονικών στιγμών o και t υπολογίζεται με τον τύπο: όπου po × q είναι η τρέχουσα αξία του περιουσιακού στοιχείου κατά τη χρονική στιγμή o και rt/ro ο συντελεστής μεταβολής του γενικού δείκτη τιμών μεταξύ των χρονικών στιγμών o και t. Ο ίδιος όρος rt/ro εφαρμόζεται για όλα τα περιουσιακά στοιχεία και όλες τις υποχρεώσεις. |
|
6.40 |
Ο γενικός δείκτης τιμών που πρέπει να εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των ουδέτερων κερδών και ζημιών κτήσης είναι ένας δείκτης τιμών τελικής δαπάνης. |
|
6.41 |
Τα ουδέτερα κέρδη και ζημίες κτήσης εγγράφονται στον λογαριασμό ουδέτερων κερδών και ζημιών κτήσης, ο οποίος είναι επιμέρους λογαριασμός του λογαριασμού αναπροσαρμογής των τομέων, του συνόλου της οικονομίας και της αλλοδαπής. |
Πραγματικά κέρδη και ζημίες κτήσης (K.72)
|
6.42 |
Ορισμός: Τα πραγματικά κέρδη και ζημίες κτήσης (K.72) προκύπτουν από ένα περιουσιακό στοιχείο ή από μια υποχρέωση και είναι η διαφορά μεταξύ των ονομαστικών και των ουδέτερων κερδών και ζημιών κτήσης που προκύπτουν απ’ αυτό το περιουσιακό στοιχείο ή απ’ αυτή την υποχρέωση. |
|
6.43 |
Το πραγματικό κέρδος κτήσης (RG) που προκύπτει από μια δεδομένη ποσότητα q ενός περιουσιακού στοιχείου μεταξύ των χρονικών στιγμών o και t υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:
|
|
6.44 |
Συνεπώς, οι αξίες των πραγματικών κερδών και ζημιών κτήσης που προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις εξαρτώνται από τις κινήσεις των τιμών τους κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, σε σχέση και με τις κινήσεις άλλων τιμών, κατά μέσο όρο, όπως μετρούνται με τον γενικό δείκτη τιμών. |
|
6.45 |
Τα πραγματικά κέρδη και ζημίες κτήσης εγγράφονται στον λογαριασμό πραγματικών κερδών και ζημιών διακράτησης, ο οποίος είναι επιμέρους λογαριασμός του λογαριασμού αναπροσαρμογής. |
Κέρδη και ζημίες κτήσης κατά είδος χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου και υποχρέωσης
Νομισματικός χρυσός και ΕΤΔ (AF.1)
|
6.46 |
Δεδομένου ότι η τιμή του νομισματικού χρυσού συνήθως ορίζεται σε δολάρια ΗΠΑ, η αξία του νομισματικού χρυσού υπόκειται σε ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης λόγω των μεταβολών της συναλλαγματικής ισοτιμίας αλλά και της τιμής του ίδιου του χρυσού. |
|
6.47 |
Δεδομένου ότι τα ΕΤΔ αντιπροσωπεύουν ένα καλάθι νομισμάτων, η αξία τους σε εθνικό νόμισμα, και επομένως η αξία των κερδών και ζημιών κτήσης, κυμαίνεται ανάλογα με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων του καλαθιού έναντι του εθνικού νομίσματος. |
Μετρητά και καταθέσεις (ΑF.2)
|
6.48 |
Οι τρέχουσες αξίες των μετρητών και των καταθέσεων που εκφράζονται σε εθνικό νόμισμα παραμένουν διαχρονικά σταθερές. Η «τιμή» ενός τέτοιου περιουσιακού στοιχείου ισούται πάντοτε με τη μονάδα, ενώ η ποσότητα είναι ο αριθμός των μονάδων του νομίσματος στο οποίο είναι εκφρασμένα. Τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης τέτοιων περιουσιακών στοιχείων είναι πάντοτε μηδενικά. Για τον λόγο αυτό, η διαφορά μεταξύ των αξιών των αποθεμάτων ανοίγματος και κλεισίματος αυτών των περιουσιακών στοιχείων, με εξαίρεση τις λοιπές μεταβολές του όγκου αντανακλάται πλήρως στις αξίες των συναλλαγών επί των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση όπου είναι κατά κανόνα δυνατόν να υπολογιστούν οι συναλλαγές με βάση τις μεταβολές των αριθμητικών στοιχείων του ισολογισμού. |
|
6.49 |
Οι τόκοι που σωρεύονται επί των καταθέσεων εγγράφονται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό ως ταυτόχρονη επανεπένδυση με τη μορφή καταθέσεων. |
|
6.50 |
Η διακράτηση ξένου νομίσματος και καταθέσεων εκφρασμένων σε άλλα νομίσματα περιλαμβάνει τα ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης που οφείλονται σε μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών. |
|
6.51 |
Για να υπολογιστούν τα ουδέτερα και τα πραγματικά κέρδη και ζημίες κτήσης που προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία με σταθερή τρέχουσα αξία, χρειάζονται δεδομένα για τον χρόνο και τις αξίες των συναλλαγών, καθώς και για τις αξίες στον ισολογισμό ανοίγματος και στον ισολογισμό κλεισίματος. Έστω, για παράδειγμα, ότι γίνεται κατάθεση και στη συνέχεια ανάληψη ενός ποσού εντός της λογιστικής περιόδου, ενώ το γενικό επίπεδο τιμών ανεβαίνει. Το ουδέτερο κέρδος από την κατάθεση είναι θετικό και το πραγματικό κέρδος αρνητικό, αφού το ποσό εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια κατά την οποία η κατάθεση παραμένει ανείσπρακτη, καθώς και από το ποσοστό του πληθωρισμού. Είναι αδύνατον να εγγραφούν τέτοιες πραγματικές ζημίες χωρίς δεδομένα σχετικά με την αξία των συναλλαγών κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου και με τους χρόνους κατά τους οποίους πραγματοποιήθηκαν. |
|
6.52 |
Γενικά, μπορεί να εξαχθεί κατά τεκμήριο το συμπέρασμα ότι αν η συνολική απόλυτη αξία των θετικών και αρνητικών συναλλαγών είναι μεγάλη σε σχέση με τα επίπεδα των ισολογισμών ανοίγματος και κλεισίματος, οι κατά προσέγγιση εκτιμήσεις των ουδέτερων και των πραγματικών κερδών και ζημιών κτήσης από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις με σταθερές τρέχουσες αξίες που προέρχονται μόνο από δεδομένα του ισολογισμού μπορεί να μην είναι πολύ ικανοποιητικές. Ακόμη και η εγγραφή των αξιών των χρηματοοικονομικών συναλλαγών σε ακαθάριστη βάση, δηλ. η ξεχωριστή εγγραφή των καταθέσεων και των αναλήψεων για να γίνεται διάκριση από τη συνολική αξία των καταθέσεων μείον τις αναλήψεις, μπορεί να μην επαρκεί χωρίς πληροφορίες σχετικά με τους χρόνους των καταθέσεων. |
Χρεόγραφα (AF.3)
|
6.53 |
Όταν εκδίδεται μακροπρόθεσμο χρεόγραφο, π.χ. ένα ομόλογο, υπέρ ή υπό το άρτιο, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων πολύ μεγάλης έκπτωσης και των ομολόγων χωρίς τοκομερίδιο, η διαφορά μεταξύ της τιμής έκδοσης και της τιμής όψης ή εξαγοράς κατά τη λήξη δείχνει τον τόκο τον οποίο υποχρεούται να καταβάλει ο εκδότης κατά τη διάρκεια ζωής του χρεογράφου. Ο τόκος αυτός εγγράφεται ως εισόδημα περιουσίας πληρωτέο από τον εκδότη του μακροπρόθεσμου χρεογράφου και εισπρακτέο από τον κάτοχο του χρεογράφου, επιπλέον των τυχόν τοκομεριδίων που καταβάλλει πραγματικά ο εκδότης σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια ζωής του χρεογράφου. |
|
6.54 |
Οι τόκοι που σωρεύονται εγγράφονται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό ως ταυτόχρονη επανεπένδυση στο χρεόγραφο από τον κάτοχο του χρεογράφου. Επομένως, εγγράφονται στον χρηματοοικονομικό λογαριασμό ως απόκτηση περιουσιακού στοιχείου που προστίθεται στο υπάρχον περιουσιακό στοιχείο. Έτσι, η βαθμιαία αύξηση της αγοραίας αξίας ενός μακροπρόθεσμου χρεογράφου που αποδίδεται στη συσσώρευση δεδουλευμένων επανεπενδυθέντων τόκων αντανακλά την αύξηση του οφειλόμενου αρχικού κεφαλαίου —δηλαδή, του μεγέθους του περιουσιακού στοιχείου. Πρόκειται ουσιαστικά για ποσοτική αύξηση ή αύξηση του όγκου και όχι για αύξηση τιμής. Δεν δημιουργεί κέρδος κτήσης για τον κάτοχο του μακροπρόθεσμου χρεογράφου ή ζημία κτήσης για τον εκδότη. Τα χρεόγραφα μεταβάλλονται ποιοτικά με την πάροδο του χρόνου όσο πλησιάζουν στη λήξη τους και πρέπει οπωσδήποτε να αναγνωριστεί ότι οι αυξήσεις της αξίας τους λόγω της συσσώρευσης δεδουλευμένων τόκων δεν είναι μεταβολές της τιμής και δεν δημιουργούν κέρδη κτήσης. |
|
6.55 |
Ωστόσο, οι τιμές των μακροπρόθεσμων χρεογράφων σταθερού επιτοκίου μεταβάλλονται επίσης όταν μεταβάλλονται τα αγοραία επιτόκια, ενώ οι τιμές κυμαίνονται αντίστροφα προς τις κινήσεις του επιτοκίου. Οι συνέπειες μιας δεδομένης μεταβολής του επιτοκίου στην τιμή ενός μεμονωμένου μακροπρόθεσμου χρεογράφου είναι μικρότερες όσο πιο κοντά στη λήξη του βρίσκεται το χρεόγραφο. Οι μεταβολές των τιμών των μακροπρόθεσμων χρεογράφων που μπορούν να αποδοθούν σε μεταβολές των αγοραίων επιτοκίων αποτελούν μεταβολές της τιμής και όχι της ποσότητας. Επομένως, δημιουργούν ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης τόσο για τους εκδότες όσο και για τους κατόχους των χρεογράφων. Τυχόν αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί ονομαστικό κέρδος κτήσης για τον εκδότη του χρεογράφου και ισόποση ονομαστική ζημία κτήσης για τον κάτοχο, και αντιστρόφως σε περίπτωση μείωσης των επιτοκίων. |
|
6.56 |
Στα χρεόγραφα μεταβλητού επιτοκίου οι πληρωμές τοκομεριδίων ή αρχικού κεφαλαίου συνδέονται με έναν γενικό δείκτη τιμών για αγαθά και υπηρεσίες, όπως είναι ο δείκτης τιμών καταναλωτή, με ένα επιτόκιο όπως είναι το EURIBOR, το LIBOR ή ένας συντελεστής απόδοσης ομολόγων, ή με μια τιμή περιουσιακού στοιχείου.
Όταν τα ποσά των πληρωμών τοκομεριδίων και/ή του οφειλόμενου αρχικού κεφαλαίου συνδέονται με έναν γενικό ή ευρύ δείκτη τιμών, η μεταβολή της αξίας του οφειλόμενου αρχικού κεφαλαίου μεταξύ της έναρξης και της λήξης μιας συγκεκριμένης λογιστικής περιόδου λόγω της κίνησης του σχετικού δείκτη αντιμετωπίζεται ως τόκος που σωρεύεται κατά την περίοδο αυτή, επιπλέον του τυχόν καταβλητέου τόκου για την περίοδο αυτή. Όταν η δεικτοποίηση των πληρωτέων στη λήξη ποσών περιέχει κίνητρο κέρδους κτήσης (συνήθως πρόκειται για δεικτοποίηση βάσει ενός μοναδικού, στενά καθορισμένου στοιχείου), οποιαδήποτε απόκλιση του υποκείμενου δείκτη από την αρχικώς αναμενόμενη πορεία οδηγεί σε κέρδη ή ζημίες κτήσης που κανονικά δεν θα εξαλειφθούν κατά τη διάρκεια ζωής του τίτλου. |
|
6.57 |
Ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης μπορεί να προκύψουν και από βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα ακριβώς όπως προκύπτουν από μακροπρόθεσμα χρεόγραφα. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα έχουν πολύ πιο σύντομη προθεσμία λήξης, τα κέρδη κτήσης που δημιουργούνται από μεταβολές του επιτοκίου είναι γενικά πολύ μικρότερα απ’ αυτά που προκύπτουν από μακροπρόθεσμα χρεόγραφα με την ίδια αξία όψης. |
Δάνεια (AF.4)
|
6.58 |
Η ίδια κατάσταση που ισχύει για τα μετρητά και τις καταθέσεις ισχύει και για τα δάνεια που δεν αποτελούν αντικείμενο αγοραπωλησιών. Ωστόσο, όταν ένα υπάρχον δάνειο πωλείται σε άλλη θεσμική μονάδα, η υποτίμηση του δανείου, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της τιμής αποπληρωμής και της τιμής συναλλαγής, εγγράφεται στον λογαριασμό αναπροσαρμογής του πωλητή και του αγοραστή κατά τη στιγμή της συναλλαγής. |
Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5)
|
6.59 |
Οι μετοχές που χορηγούνται ως δώρο αυξάνουν τον αριθμό των υφιστάμενων μετοχών και την ονομαστική αξία των εκδιδόμενων μετοχών, αλλά δεν μεταβάλλουν από μόνες τους την αγοραία αξία του συνόλου των μετοχών. Αυτό ισχύει και για τη διανομή μετοχών αντί μερίσματος, που είναι μια αναλογική διανομή πρόσθετων μεριδίων του μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας στους κατόχους των κοινών μετοχών. Οι μετοχές που χορηγούνται ως δώρο και η διανομή μετοχών αντί μερίσματος δεν εμφανίζονται καθόλου στους λογαριασμούς. Ωστόσο, οι εκδόσεις αυτού του είδους είναι σχεδιασμένες για να βελτιώνουν τη ρευστότητα των μετοχών στην αγορά και, επομένως, μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής αγοραίας αξίας των μετοχών που έχουν εκδοθεί. Οποιαδήποτε μεταβολή αυτού του είδους εγγράφεται ως ονομαστικό κέρδος κτήσης. |
Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.6)
|
6.60 |
Όταν τα αποθεματικά και τα δικαιώματα για ασφαλιστικά προγράμματα, συνταξιοδοτικά προγράμματα και προγράμματα τυποποιημένων εγγυήσεων εκφράζονται σε εθνικό νόμισμα, δεν υπάρχουν ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης, όπως δεν υπάρχουν ούτε για τα μετρητά, τις καταθέσεις και τα δάνεια. Τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούν οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί για να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους υπόκεινται σε κέρδη και ζημίες κτήσης. |
|
6.61 |
Οι υποχρεώσεις προς κατόχους και δικαιούχους ασφαλιστήριων συμβολαίων μεταβάλλονται ως αποτέλεσμα συναλλαγών, λοιπών μεταβολών του όγκου και αναπροσαρμογών στην τρέχουσα αξία. Οι αναπροσαρμογές στην τρέχουσα αξία οφείλονται σε μεταβολές των βασικών πρότυπων παραδοχών στους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Οι παραδοχές αυτές είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο, το ύψος των αμοιβών και το ποσοστό του πληθωρισμού. |
Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.7)
|
6.62 |
Η αξία των χρηματοοικονομικών παραγώγων μπορεί να μεταβάλλεται λόγω μεταβολών της αξίας του υποκείμενου τίτλου, μεταβολών της κινητικότητας της τιμής του υποκείμενου τίτλου ή επειδή πλησιάζει η ημερομηνία εκτέλεσης ή λήξης. Όλες αυτού του είδους οι μεταβολές της αξίας των χρηματοοικονομικών παραγώγων και των μετοχικών δικαιωμάτων προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς πρέπει να θεωρούνται μεταβολές της τιμής και να εγγράφονται ως αναπροσαρμογή στην τρέχουσα αξία. |
Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (AF.8)
|
6.63 |
Η ίδια κατάσταση που ισχύει για τα μετρητά, τις καταθέσεις και τα δάνεια σε εθνικό νόμισμα ισχύει και για τους λοιπούς εισπρακτέους/πληρωτέους λογαριασμούς που δεν αποτελούν αντικείμενο αγοραπωλησιών. Ωστόσο, όταν μια υπάρχουσα εμπορική πίστωση πωλείται σε άλλη θεσμική μονάδα, η διαφορά μεταξύ της τιμής αποπληρωμής και της τιμής συναλλαγής εγγράφεται ως αναπροσαρμογή στην τρέχουσα αξία κατά τη στιγμή της συναλλαγής. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η εμπορική πίστωση έχει γενικά βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, η πώληση μιας εμπορικής πίστωσης μπορεί να συνεπάγεται τη δημιουργία νέου χρηματοοικονομικού τίτλου. |
Περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα
|
6.64 |
Η αξία περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων εκφρασμένων σε ξένο νόμισμα μετριέται με την τρέχουσα αγοραία αξία τους σε ξένο νόμισμα, η οποία μετατρέπεται σε εθνικό νόμισμα με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία. Επομένως, μπορεί να προκύψουν ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης από μεταβολές τόσο της τιμής του περιουσιακού στοιχείου όσο και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συνολική αξία των ονομαστικών κερδών και ζημιών κτήσης που σωρεύονται κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου υπολογίζεται αφαιρώντας την αξία των συναλλαγών και των λοιπών μεταβολών του όγκου από τη διαφορά μεταξύ των αξιών του ισολογισμού ανοίγματος και του ισολογισμού κλεισίματος. Για τον σκοπό αυτό, οι συναλλαγές επί περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων εκφρασμένων σε ξένο νόμισμα μετατρέπονται στο εθνικό νόμισμα χρησιμοποιώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που ισχύουν κατά τη στιγμή που πραγματοποιούνται οι συναλλαγές, ενώ οι αξίες του ισολογισμού ανοίγματος και του ισολογισμού κλεισίματος μετατρέπονται χρησιμοποιώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που επικρατούν κατά τις ημερομηνίες με τις οποίες σχετίζονται οι ισολογισμοί. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική αξία των συναλλαγών ως καθαρών αποκτήσεων —αποκτήσεις μείον διαθέσεις— εκφρασμένων σε ξένο νόμισμα μετατρέπεται, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας μια σταθμισμένη μέση συναλλαγματική ισοτιμία στην οποία οι συντελεστές στάθμισης λαμβάνουν τις αξίες των συναλλαγών που πραγματοποιούνται σε διαφορετικές ημερομηνίες. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
|
7.01 |
Ορισμός: Ο ισολογισμός είναι μια κατάσταση, που καταρτίζεται για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, των αξιών των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην οικονομική κυριότητα μιας θεσμικής μονάδας ή μιας ομάδας μονάδων και των υποχρεώσεων της εν λόγω θεσμικής μονάδας ή ομάδας μονάδων. |
|
7.02 |
Το εξισωτικό μέγεθος ενός ισολογισμού καλείται καθαρή θέση (Β.90). Τα αποθέματα των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που καταγράφονται στον ισολογισμό αποτιμώνται με βάση τις κατάλληλες τιμές, οι οποίες είναι συνήθως οι αγοραίες τιμές που ισχύουν κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός, αλλά για ορισμένες κατηγορίες χρησιμοποιούνται οι ονομαστικές αξίες. Ο ισολογισμός καταρτίζεται για θεσμικούς τομείς και υποτομείς μόνιμους κατοίκους, για το σύνολο της εθνικής οικονομίας και για την αλλοδαπή. |
|
7.03 |
Ο ισολογισμός συμπληρώνει την ακολουθία λογαριασμών, παρουσιάζοντας το τελικό αποτέλεσμα των εγγραφών των λογαριασμών παραγωγής, διανομής και χρήσης εισοδήματος, καθώς και των λογαριασμών συσσώρευσης, στο απόθεμα του πλούτου μιας οικονομίας. |
|
7.04 |
Για τους θεσμικούς τομείς το εξισωτικό μέγεθος του ισολογισμού είναι η καθαρή θέση. |
|
7.05 |
Για το σύνολο της εθνικής οικονομίας το εξισωτικό μέγεθος αναφέρεται συχνά ως εθνικός πλούτος: πρόκειται για τη συνολική αξία των μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των καθαρών χρηματοοικονομικών στοιχείων σε σχέση με την αλλοδαπή. |
|
7.06 |
Ο ισολογισμός για την αλλοδαπή καταρτίζεται με τον ίδιο τρόπο που καταρτίζονται οι ισολογισμοί για τους θεσμικούς τομείς και υποτομείς μόνιμους κατοίκους. Αποτελείται εξ ολοκλήρου από τις θέσεις των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων των μη μόνιμων κατοίκων έναντι των μόνιμων κατοίκων. Στην έκτη έκδοση του εγχειριδίου ισοζυγίου πληρωμών (BPM6) ο αντίστοιχος ισολογισμός που καταρτίζεται από τη σκοπιά των μόνιμων κατοίκων έναντι των μη μόνιμων κατοίκων ονομάζεται διεθνής επενδυτική θέση. |
|
7.07 |
Τα ίδια κεφάλαια ορίζονται ως το άθροισμα της καθαρής θέσης (Β.90) και της αξίας των συμμετοχικών τίτλων και των μετοχών εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5) που εμφανίζονται ως υποχρεώσεις στον ισολογισμό. |
|
7.08 |
Για τους τομείς και τους υποτομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των χρηματοοικονομικών εταιρειών, τα ίδια κεφάλαια αποτελούν έναν χρήσιμο δείκτη από αναλυτική άποψη ανάλογο με την καθαρή θέση. |
|
7.09 |
Η καθαρή θέση των εταιρειών είναι συνήθως διαφορετική από την αξία των μετοχών και λοιπών συμμετοχικών τίτλων που έχουν εκδοθεί. Η καθαρή θέση των οιονεί εταιρειών είναι μηδενική, επειδή η αξία του κεφαλαίου που κατέχει ο ιδιοκτήτης θεωρείται ότι ισούται με τα περιουσιακά στοιχεία μείον τις μη μετοχικές υποχρεώσεις. Επομένως, η καθαρή θέση των επιχειρήσεων άμεσων επενδύσεων μόνιμων κατοίκων, που είναι θυγατρικές εταιρειών μη μόνιμων κατοίκων και αντιμετωπίζονται ως οιονεί εταιρείες, είναι μηδενική. |
|
7.10 |
Το εξισωτικό μέγεθος του χρηματοοικονομικού ισολογισμού ονομάζεται χρηματοοικονομική καθαρή θέση (BF.90). |
|
7.11 |
Ο ισολογισμός αναφέρεται στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Οι ισολογισμοί καταρτίζονται στην αρχή και στο τέλος κάθε λογιστικής περιόδου. Ο ισολογισμός ανοίγματος στην αρχή της περιόδου είναι ίδιος με τον ισολογισμό κλεισίματος που καταγράφεται στο τέλος της προηγούμενης περιόδου. |
|
7.12 |
Μια βασική λογιστική ταυτότητα συνδέει την αξία των αποθεμάτων ενός συγκεκριμένου είδους περιουσιακού στοιχείου όπως εμφανίζεται στον ισολογισμό ανοίγματος και τον ισολογισμό κλεισίματος ως εξής:
Μπορεί, επίσης, να καταρτιστεί πίνακας ο οποίος συνδέει την αξία των αποθεμάτων ενός συγκεκριμένου είδους υποχρέωσης στον ισολογισμό ανοίγματος και τον ισολογισμό κλεισίματος. |
||||||||||||||||||||||||
|
7.13 |
Οι λογιστικές διασυνδέσεις μεταξύ του ισολογισμού ανοίγματος και του ισολογισμού κλεισίματος μέσω συναλλαγών, λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, καθώς και των κερδών και των ζημιών κτήσης παρουσιάζονται σχηματικά στο παράρτημα 7.2. |
ΕΙΔΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Ορισμός ενός περιουσιακού στοιχείου
|
7.14 |
Τα περιουσιακά στοιχεία που καταγράφονται στους ισολογισμούς είναι οικονομικά περιουσιακά στοιχεία. |
|
7.15 |
Ορισμός: Ένα οικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι αποθετήριο (μέσο αποθήκευσης) αξίας που αντιπροσωπεύει τα οφέλη τα οποία αποκομίζει ο οικονομικός κύριος από τη διακράτηση ή τη χρήση του στοιχείου για ένα χρονικό διάστημα. Συνιστά μέσο μεταφοράς αξίας από τη μία λογιστική περίοδο στην άλλη. |
|
7.16 |
Τα οικονομικά οφέλη αποτελούνται από τα πρωτογενή εισοδήματα, όπως το λειτουργικό πλεόνασμα, όταν ο οικονομικός κύριος χρησιμοποιεί το περιουσιακό στοιχείο ο ίδιος, ή το εισόδημα περιουσίας, όταν επιτρέπει σε τρίτους να το χρησιμοποιούν. Τα οφέλη προέρχονται από τη χρήση του περιουσιακού στοιχείου και την αξία που προκύπτει από τη διάθεση ή την κατάργηση του περιουσιακού στοιχείου, συμπεριλαμβανομένων των κερδών και των ζημιών κτήσης. |
|
7.17 |
Ο οικονομικός κύριος ενός περιουσιακού στοιχείου δεν είναι απαραίτητα και ο νόμιμος κύριος. Ο οικονομικός κύριος είναι η θεσμική μονάδα που έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει τα οφέλη που συνδέονται με τη χρήση του περιουσιακού στοιχείου αποδεχόμενη τους σχετικούς κινδύνους. |
|
7.18 |
Μια γενική επισκόπηση της ταξινόμησης και της κάλυψης των οικονομικών περιουσιακών στοιχείων παρουσιάζεται στον πίνακα 7.1. Ο αναλυτικός ορισμός κάθε κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων παρουσιάζεται στο παράρτημα 7.1. |
ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
|
7.19 |
Στην έννοια των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
|
7.20 |
Στους ισολογισμούς διακρίνονται δύο κύριες κατηγορίες εγγραφών: τα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (δηλώνονται με τα αρχικά AN) και τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις (δηλώνονται με τα αρχικά AF). |
|
7.21 |
Τα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία διαιρούνται σε παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (δηλώνονται ως AN.1) και μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (δηλώνονται ως AN.2). |
Παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.1)
|
7.22 |
Ορισμός: Τα παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.1) είναι προϊόντα που προκύπτουν από παραγωγικές διεργασίες. |
|
7.23 |
Η ταξινόμηση των παραχθέντων μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (ΑΝ.1) είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε τα περιουσιακά στοιχεία να διακρίνονται με βάση τον ρόλο τους στην παραγωγή. Αποτελείται από: τα πάγια περιουσιακά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται επανειλημμένα ή συνεχώς στην παραγωγή για περισσότερο από ένα έτος· τα αποθέματα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ως ενδιάμεση ανάλωση, πωλούνται ή διατίθενται με άλλους τρόπους· και τα τιμαλφή. Τα τιμαλφή δεν χρησιμοποιούνται καταρχήν για την παραγωγή ή την κατανάλωση, αλλά αγοράζονται και κρατούνται κυρίως ως αποθετήρια αξίας. |
Μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.2)
|
7.24. |
Ορισμός: Τα μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.2) είναι οικονομικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργήθηκαν με άλλους τρόπους εκτός από τις παραγωγικές διεργασίες. Αποτελούνται από φυσικά περιουσιακά στοιχεία, συμβάσεις, μισθώσεις, άδειες, υπεραξία (goodwill) και περιουσιακά στοιχεία εμπορικής φύσης. |
|
7.25 |
Η ταξινόμηση των μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε τα περιουσιακά στοιχεία να διακρίνονται με βάση τον τρόπο δημιουργίας τους. Ορισμένα απ’ αυτά τα περιουσιακά στοιχεία υπάρχουν στη φύση, ενώ άλλα, που είναι γνωστά ως δημιουργήματα της κοινωνίας, δημιουργούνται με νομικές ή λογιστικές πράξεις. |
|
7.26 |
Η επιλογή των φυσικών περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον ισολογισμό καθορίζεται, σύμφωνα με τον γενικό ορισμό του οικονομικού περιουσιακού στοιχείου, από το αν τα περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται σε πραγματική οικονομική κυριότητα και μπορούν να αποφέρουν οικονομικά οφέλη στους κυρίους τους, με γνώμονα την υπάρχουσα τεχνολογία, τη γνώση, τις οικονομικές ευκαιρίες, τους διαθέσιμους πόρους και το σύνολο των σχετικών τιμών. Εξαιρούνται τα φυσικά περιουσιακά στοιχεία για τα οποία δεν έχουν θεσπιστεί δικαιώματα κυριότητας, όπως η ανοικτή θάλασσα ή ο αέρας. |
|
7.27 |
Οι συμβάσεις, οι μισθώσεις και οι άδειες θεωρούνται μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μόνο όταν μια νομική συμφωνία αποφέρει στον κάτοχο οικονομικά οφέλη επιπλέον των πληρωτέων ποσών στο πλαίσιο της συμφωνίας και ο κάτοχος μπορεί, τόσο από νομική άποψη όσο και στην πράξη, να υλοποιήσει τα οφέλη αυτά μεταβιβάζοντάς τα σε τρίτους. |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις (AF)
|
7.28. |
Ορισμός: Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AF) είναι οικονομικά περιουσιακά στοιχεία και περιλαμβάνουν όλες τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, τους συμμετοχικούς τίτλους και τη συνιστώσα χρυσού σε ράβδους του νομισματικού χρυσού (σημείο 5.03). Υποχρεώσεις δημιουργούνται όταν οι οφειλέτες είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν πληρωμή ή σειρά πληρωμών στον πιστωτή (σημείο 5.06). |
|
7.29 |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είναι αποθετήρια αξιών που αντιπροσωπεύουν οφέλη ή σειρές οφελών που αποκομίζει ο οικονομικός κύριος από τη διακράτηση ή τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων για ένα χρονικό διάστημα. Συνιστούν μέσο μεταφοράς αξίας από τη μία λογιστική περίοδο στην άλλη. Τα οφέλη ανταλλάσσονται μέσω πληρωμών (σημείο 5.04). |
|
7.30 |
Σε κάθε χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο αντιστοιχεί μια υποχρέωση, με εξαίρεση τη συνιστώσα χρυσού σε ράβδους του νομισματικού χρυσού, που ταξινομείται στην κατηγορία νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (AF.1). |
|
7.31 |
Τα υπό αίρεση περιουσιακά στοιχεία και οι υπό αίρεση υποχρεώσεις είναι συμφωνίες βάσει των οποίων ένα μέρος είναι υποχρεωμένο να καταβάλει πληρωμή ή σειρά πληρωμών σε άλλη μονάδα, μόνον εφόσον ισχύουν ορισμένοι ειδικοί όροι (σημείο 5.08). Δεν είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις. |
|
7.32 |
Η ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αντιστοιχεί στην ταξινόμηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών (σημείο 5.14). Οι ορισμοί των κατηγοριών και των υποκατηγοριών των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, καθώς και οι συμπληρωματικές εξηγήσεις, παρέχονται στο κεφάλαιο 5 και δεν επαναλαμβάνονται εδώ, αλλά το παράρτημα 7.1 περιλαμβάνει μια σύνοψη όλων των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που ορίζονται στο σύστημα.
Πίνακας 7.1 — Ταξινόμηση περιουσιακών στοιχείων
|
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Γενικές αρχές αποτίμησης
|
7.33 |
Κάθε στοιχείο στον ισολογισμό αποτιμάται σαν να είχε αποκτηθεί κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις αποτιμώνται στις αγοραίες τιμές κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός. |
|
7.34 |
Οι αξίες που καταγράφονται πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις τιμές που παρατηρούνται στην αγορά κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός. Αν δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθούν τιμές στην αγορά, όπως π.χ. αν υπάρχει αγορά αλλά δεν έχουν πωληθεί πρόσφατα σ’ αυτήν περιουσιακά στοιχεία, πρέπει να γίνουν εκτιμήσεις σχετικά με το ποια θα ήταν η τιμή αν τα περιουσιακά στοιχεία είχαν αποκτηθεί στην αγορά κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός. |
|
7.35 |
Οι αγοραίες τιμές είναι συνήθως γνωστές για πολλά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, την υπάρχουσα ακίνητη περιουσία (κτίρια και λοιπές κατασκευές καθώς και γη στην οποία βρίσκονται), τον υπάρχοντα μεταφορικό εξοπλισμό, τις καλλιέργειες και το ζωικό κεφάλαιο, καθώς και για τα προσφάτως παραχθέντα πάγια περιουσιακά στοιχεία και αποθέματα. |
|
7.36 |
Τα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν παραχθεί για ίδιο λογαριασμό πρέπει να αποτιμώνται στις βασικές τιμές ή, αν δεν είναι γνωστές οι βασικές τιμές, στις βασικές τιμές παρόμοιων αγαθών ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, σε τιμές κόστους. |
|
7.37 |
Εκτός από τις τιμές που παρατηρούνται στην αγορά, τις εκτιμήσεις που βασίζονται στις παρατηρούμενες τιμές ή τα σχετικά στοιχεία κόστους, οι αξίες των μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων είναι δυνατόν να υπολογίζονται και με βάση:
|
|
7.38 |
Η αγοραία αποτίμηση αποτελεί τη βασική αρχή για την αποτίμηση θέσεων (και συναλλαγών) σε χρηματοοικονομικά μέσα. Τα χρηματοοικονομικά μέσα είναι ταυτόσημα με τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις. Είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία με αντίστοιχες υποχρεώσεις. Η αγοραία αξία είναι η αξία στην οποία τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αποκτώνται ή διατίθενται, μεταξύ δύο μερών που ενεργούν με τη θέλησή τους, βάσει αποκλειστικά εμπορικών κριτηρίων, χωρίς προμήθειες, αμοιβές και φόρους. Για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας τα συναλλασσόμενα μέρη λαμβάνουν, επίσης, υπόψη τους δεδουλευμένους τόκους. |
|
7.39 |
Η ονομαστική αποτίμηση αντικατοπτρίζει το σύνολο των κεφαλαίων που έχουν καταβληθεί αρχικά, συν τις τυχόν μεταγενέστερες προκαταβολές, μείον τις τυχόν αποπληρωμές, συν τους τυχόν δεδουλευμένους τόκους. Η ονομαστική αξία δεν είναι ίδια με την αξία όψεως.
|
|
7.40 |
Για ορισμένα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία η αναπροσαρμοσμένη αρχική τιμή απόκτησης μηδενίζεται κατά τη διάρκεια της προσδοκώμενης ζωής του περιουσιακού στοιχείου. Η αξία ενός τέτοιου περιουσιακού στοιχείου, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα τιμή απόκτησης μείον τη συσσωρευμένη αξία αυτών των μειώσεων. |
|
7.41 |
Τα περισσότερα πάγια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να εγγραφούν στους ισολογισμούς σε τρέχουσες τιμές αγοραστή μειωμένες κατά τη συσσωρευμένη ανάλωση πάγιου κεφαλαίου· ο τρόπος αυτός είναι γνωστός ως μειωμένο κόστος αντικατάστασης. Το άθροισμα των μειωμένων αξιών όλων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων χαρακτηρίζεται ως καθαρό απόθεμα κεφαλαίου. Το μεικτό απόθεμα κεφαλαίου περιλαμβάνει τις αξίες της συσσωρευμένης ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου. |
ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (AN)
Παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.1)
Πάγια περιουσιακά στοιχεία (ΑΝ.11)
|
7.42 |
Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία καταγράφονται σε αγοραίες τιμές, αν αυτό είναι δυνατόν (ή σε βασικές τιμές στην περίπτωση παραγωγής νέων περιουσιακών στοιχείων για ίδιο λογαριασμό) ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, σε τρέχουσες τιμές αγοραστή κατά την απόκτηση, μειωμένες κατά τη συσσωρευμένη ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. Το κόστος αγοραστή για τη μεταβίβαση της κυριότητας πάγιων περιουσιακών στοιχείων, μειωμένο ανάλογα λόγω της ανάλωσης του πάγιου κεφαλαίου κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία ο αγοραστής αναμένει να διατηρήσει στην κατοχή του το οικονομικό περιουσιακό στοιχείο, περιλαμβάνεται στην αξία του ισολογισμού. |
Προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (AN.117)
|
7.43 |
Οι μεταλλευτικές έρευνες και αξιολογήσεις (κατηγορία AN.1172) αποτιμώνται είτε με βάση τα συσσωρευμένα ποσά που καταβάλλονται σε άλλες θεσμικές μονάδες που διενεργούν τις έρευνες και τις αξιολογήσεις είτε με βάση το κόστος που προκύπτει από έρευνες που διενεργούνται για ίδιο λογαριασμό. Το τμήμα των ερευνών που διενεργήθηκαν στο παρελθόν το οποίο δεν έχει ακόμη αποσβεστεί πλήρως θα πρέπει να ανατιμάται με βάση τις τιμές και το κόστος της τρέχουσας περιόδου. |
|
7.44 |
Τα πρωτότυπα των προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως το λογισμικό και πρωτότυπα που αφορούν ψυχαγωγικές, λογοτεχνικές ή καλλιτεχνικές δραστηριότητες, πρέπει να αποτιμώνται στην τιμή απόκτησης κατά τη διαπραγμάτευσή τους στην αγορά. Η αρχική αξία υπολογίζεται με άθροιση του κόστους παραγωγής τους, το οποίο έχει αναπροσαρμοστεί ανάλογα με τις τιμές της τρέχουσας περιόδου. Αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η αξία με τη μέθοδο αυτή, υπολογίζεται η παρούσα αξία των αναμενόμενων μελλοντικών εσόδων από τη χρήση του περιουσιακού στοιχείου. |
Κόστος μεταβίβασης της κυριότητας μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων (AN.116)
|
7.45 |
Το κόστος από τη μεταβίβαση της κυριότητας μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων, εκτός της γης, εμφανίζεται χωριστά στον λογαριασμό κεφαλαίου και αντιμετωπίζεται ως ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, αλλά στους ισολογισμούς το κόστος αυτό ενσωματώνεται στην αξία του περιουσιακού στοιχείου με το οποίο συνδέεται ακόμη και αν πρόκειται για μη παραχθέν περιουσιακό στοιχείο. Επομένως, το κόστος μεταβίβασης κυριότητας δεν εμφανίζεται χωριστά στους ισολογισμούς. Το κόστος από τη μεταβίβαση ιδιοκτησίας χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων αντιμετωπίζεται ως ενδιάμεση ανάλωση, όπου τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποκτώνται από εταιρείες ή το κράτος, ως τελική κατανάλωση, όπου τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποκτώνται από νοικοκυριά, και ως εξαγωγές υπηρεσιών, όπου τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποκτώνται από μη μόνιμους κατοίκους. |
Αποθέματα (ΑΝ.12)
|
7.46 |
Τα αποθέματα θα πρέπει να αποτιμώνται με βάση τις τιμές που ισχύουν κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός, και όχι τις τιμές με τις οποίες αποτιμήθηκαν τα προϊόντα όταν εισήχθησαν στα αποθέματα. |
|
7.47 |
Τα αποθέματα υλικών και προμηθειών αποτιμώνται σε τιμές αγοραστή, ενώ τα αποθέματα έτοιμων προϊόντων και συνεχιζόμενων εργασιών αποτιμώνται σε βασικές τιμές. Τα αποθέματα αγαθών που προορίζονται για μεταπώληση χωρίς περαιτέρω επεξεργασία από διανομείς αποτιμώνται στις τιμές που ισχύουν κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός, χωρίς να συνυπολογίζεται το τυχόν κόστος μεταφοράς που επιβαρύνει τους χονδρεμπόρους ή τους λιανοπωλητές. Για τα αποθέματα συνεχιζόμενων εργασιών, η αξία του ισολογισμού κλεισίματος υπολογίζεται εφαρμόζοντας το κλάσμα του συνολικού κόστους παραγωγής που έχει προκύψει μέχρι το τέλος της περιόδου στη βασική τιμή ενός παρόμοιου έτοιμου προϊόντος κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός. Αν η βασική τιμή των έτοιμων προϊόντων δεν είναι γνωστή, υπολογίζεται με βάση την αξία του κόστους παραγωγής, με μια ανατίμηση για το προσδοκώμενο καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα ή το κατ’ εκτίμηση καθαρό μεικτό εισόδημα. |
|
7.48 |
Οι καλλιέργειες μιας χρήσης (εκτός από την ξυλεία) που δεν έχουν συγκομιστεί ακόμη και το ζωικό κεφάλαιο που προορίζεται για σφαγή μπορούν να αποτιμηθούν με βάση τις τιμές ανάλογων προϊόντων στις αγορές. Η μη υλοτομηθείσα ξυλεία αποτιμάται με την προεξόφληση των μελλοντικών προσόδων από την πώληση της ξυλείας σε τρέχουσες τιμές, αν αφαιρεθούν οι δαπάνες για την ωρίμαση των δέντρων, την υλοτομία κ.λπ. |
Τιμαλφή (ΑΝ.13)
|
7.49 |
Τα τιμαλφή, όπως τα έργα τέχνης, τα παλαιά αντικείμενα (αντίκες), τα κοσμήματα, οι πολύτιμοι λίθοι, ο μη νομισματικός χρυσός και τα λοιπά πολύτιμα μέταλλα αποτιμώνται σε τρέχουσες τιμές. Αν υπάρχουν οργανωμένες αγορές για τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία, θα πρέπει να αποτιμώνται με βάση τις πραγματικές ή τις κατ’ εκτίμηση τιμές που θα καταβάλλονταν γι’ αυτά, αφού αφαιρεθούν οι τυχόν αμοιβές ή προμήθειες μεσαζόντων, αν είχαν αγοραστεί στην αγορά κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός. Σε άλλη περίπτωση, θα πρέπει να αποτιμώνται με βάση τις αγοραίες τιμές, αναπροσαρμοσμένες στο τρέχον επίπεδο τιμών. |
Μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.2)
Φυσικοί πόροι (AN.21)
Γη (ΑΝ.211)
|
7.50 |
Στον ισολογισμό, η γη αποτιμάται με βάση την τρέχουσα αγοραία τιμή της. Οποιαδήποτε δαπάνη για έγγειες βελτιώσεις καταγράφεται ως ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου και η πρόσθετη αξία που απορρέει εξαιρείται από την αξία της γης που εμφανίζεται στον ισολογισμό και αντ’ αυτού εμφανίζεται σε χωριστή κατηγορία περιουσιακών στοιχείων για έγγειες βελτιώσεις (AN.1123). |
|
7.51 |
Η γη αποτιμάται στην κατ’ εκτίμηση τιμή στην οποία θα πωλούνταν στην αγορά, αφαιρουμένου του κόστους της μεταβίβασης κυριότητας για μια μελλοντική πώληση. Όταν μια μεταβίβαση πραγματοποιείται πραγματικά, καταγράφεται κατά συνθήκη ως ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου και το κόστος εξαιρείται από την αξία γης AN.211 που καταγράφεται στον ισολογισμό και αντ’ αυτού καταγράφεται ως περιουσιακό στοιχείο AN.1123. Αυτό μηδενίζεται μέσω της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου κατά τη διάρκεια της περιόδου στην οποία ο ιδιοκτήτης αναμένεται να χρησιμοποιήσει τη γη. |
|
7.52 |
Αν η αξία της γης δεν μπορεί να χωριστεί από την αξία των κτιρίων ή των άλλων κατασκευών που βρίσκονται πάνω της, τα συνδυασμένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να ταξινομούνται μαζί στην κατηγορία του περιουσιακού στοιχείου που έχει τη μεγαλύτερη αξία. |
Ορυκτοί και ενεργειακοί πόροι (AN.212)
|
7.53 |
Τα αποθέματα ορυκτών που έχουν εντοπιστεί στην επιφάνεια της γης ή στο υπέδαφος και τα οποία είναι εκμεταλλεύσιμα από οικονομική άποψη με δεδομένη την τρέχουσα τεχνολογία και τις σχετικές τιμές αποτιμώνται με βάση την παρούσα αξία των προσδοκώμενων καθαρών προσόδων που θα προκύψουν από την εμπορική εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων. |
Λοιπά φυσικά περιουσιακά στοιχεία (AN.213, AN.214 και AN.215)
|
7.54 |
Επειδή είναι απίθανο να είναι γνωστές οι παρατηρούμενες αγοραίες τιμές για τους μη καλλιεργούμενους βιολογικούς πόρους (ΑΝ.213), τους υδάτινους πόρους (ΑΝ.214) και τους λοιπούς φυσικούς πόρους (ΑΝ.215), οι πόροι αυτοί αποτιμώνται συνήθως στην παρούσα αξία των μελλοντικών προσόδων που προσδοκώνται απ’ αυτούς. |
Συμβάσεις, μισθώσεις και άδειες (AN.22)
|
7.55 |
Ορισμός: Οι συμβάσεις, οι μισθώσεις και οι άδειες καταγράφονται ως περιουσιακά στοιχεία όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Οι συμβάσεις, οι μισθώσεις και οι άδειες μπορούν να αποτιμηθούν λαμβάνοντας από την αγορά πληροφορίες για τις μεταβιβάσεις των μέσων που εκχωρούν τα δικαιώματα ή μπορούν να εκτιμηθούν με την παρούσα αξία των μελλοντικών προσόδων που προσδοκώνται απ’ αυτές κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός σε σύγκριση με την κατάσταση της στιγμής έναρξης ισχύος της νομικής συμφωνίας. |
|
7.56 |
Η κατηγορία αυτή καλύπτει περιουσιακά στοιχεία τα οποία μπορεί να προκύπτουν από εμπορεύσιμες λειτουργικές μισθώσεις, άδειες χρήσης φυσικών πόρων, άδειες άσκησης ειδικών δραστηριοτήτων και αποκλειστικά δικαιώματα για μελλοντικά αγαθά και υπηρεσίες. |
|
7.57 |
Η αξία του περιουσιακού στοιχείου ισούται με την καθαρή παρούσα αξία της διαφοράς της τρέχουσας τιμής από την τιμή που καθορίζεται στη συμφωνία. Αν τα υπόλοιπα στοιχεία παραμένουν ίδια, η αξία αυτή θα μειώνεται όσο η συμφωνία πλησιάζει στη λήξη της. Οι μεταβολές στην αξία του περιουσιακού στοιχείου που οφείλονται στις μεταβολές της τρέχουσας τιμής καταγράφονται ως ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης. |
|
7.58 |
Οι εμπορεύσιμες λειτουργικές μισθώσεις καταγράφονται ως περιουσιακά στοιχεία μόνο όταν ο μισθωτής ασκεί το δικαίωμά του να εισπράξει τη διαφορά τιμής. |
Αγορές μείον πωλήσεις υπεραξίας (goodwill) και περιουσιακών στοιχείων εμπορικής φύσης (AN.23)
|
7.59 |
Η αξία ισολογισμού της υπεραξίας [γνωστής και ως φήμης και πελατείας (goodwill)] και των περιουσιακών στοιχείων εμπορικής φύσης είναι η διαφορά της τιμής που καταβλήθηκε κατά τη στιγμή πώλησης μιας θεσμικής μονάδας από την αξία που έχει καταγραφεί για τα ίδια κεφάλαιά της, αναπροσαρμοσμένη για τις τυχόν επακόλουθες μειώσεις, καθώς η αρχική αξία μειώνεται ως οικονομική εξαφάνιση μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων (Κ.2). Το ποσοστό της μείωσης είναι σύμφωνο με τα εμπορικά λογιστικά πρότυπα. |
|
7.60 |
Τα περιουσιακά στοιχεία εμπορικής φύσης περιλαμβάνουν στοιχεία όπως εμπορικές επωνυμίες, τίτλους εφημερίδων και περιοδικών, εμπορικά σήματα, λογότυπα και ονόματα τομέων. |
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ (AF)
|
7.61 |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις ως εμπορεύσιμα (διαπραγματεύσιμα) χρηματοοικονομικά μέσα, όπως είναι τα χρεόγραφα, οι συμμετοχικοί τίτλοι, οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, αποτιμώνται στην αγοραία αξία. Τα χρηματοοικονομικά μέσα που δεν είναι εμπορεύσιμα αποτιμώνται στην ονομαστική αξία (βλ. σημεία 7.38 και 7.39). Τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις έχουν τις ίδιες αξίες στον ισολογισμό. Στις αξίες δεν περιλαμβάνονται οι προμήθειες, οι αμοιβές και οι φόροι. Οι προμήθειες, οι αμοιβές και οι φόροι καταγράφονται ως υπηρεσίες που παρέχονται κατά την πραγματοποίηση των συναλλαγών. |
Νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) (AF.1)
|
7.62 |
Ο νομισματικός χρυσός (AF.11) πρέπει να αποτιμάται με βάση την τιμή που καθορίζεται στις οργανωμένες αγορές χρυσού. |
|
7.63 |
Η αξία των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (ΕΤΔ — AF.12) καθορίζεται σε καθημερινή βάση από το ΔΝΤ, ενώ οι ισοτιμίες έναντι των εθνικών νομισμάτων προκύπτουν από τις τιμές των αγορών ξένου συναλλάγματος. |
Μετρητά και καταθέσεις (AF.2)
|
7.64 |
Για τα μετρητά (χαρτονομίσματα και κέρματα — AF.21), η αποτίμηση είναι η ονομαστική αξία του νομίσματος. |
|
7.65 |
Για τις καταθέσεις (AF.22, AF.29), οι αξίες που καταγράφονται στον ισολογισμό είναι οι ονομαστικές αξίες. |
|
7.66 |
Τα μετρητά και οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα μετατρέπονται σε εθνικό νόμισμα με βάση τη μέση τιμή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς και πώλησης που ισχύει κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται ο ισολογισμός. |
Χρεόγραφα (AF.3)
|
7.67 |
Τα χρεόγραφα καταγράφονται στην αγοραία αξία. |
|
7.68 |
Τα βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα (AF.31) αποτιμώνται στην αγοραία αξία. Αν οι αγοραίες αξίες δεν είναι γνωστές και με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν συνθήκες υψηλού πληθωρισμού ή υψηλών ονομαστικών επιτοκίων, η αγοραία αξία μπορεί να υπολογιστεί κατά προσέγγιση με βάση την ονομαστική αξία για:
|
|
7.69 |
Τα μακροπρόθεσμα χρεόγραφα (AF.32) αποτιμώνται στην αγοραία αξία, είτε πρόκειται για ομολογίες για τις οποίες καταβάλλονται τακτικά τόκοι είτε για «υφαιρετικές» ομολογίες (δηλ. για ομολογίες πολύ χαμηλού επιτοκίου που προσφέρονται σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία) ή ομολογίες άνευ τοκομεριδίου, για τις οποίες καταβάλλεται ελάχιστος ή μηδενικός τόκος. |
Δάνεια (AF.4)
|
7.70 |
Οι αξίες που καταγράφονται στους ισολογισμούς τόσο των πιστωτών όσο και των οφειλετών είναι οι ονομαστικές αξίες, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για εξυπηρετούμενα ή μη εξυπηρετούμενα δάνεια. |
Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5)
|
7.71 |
Οι εισηγμένες μετοχές (AF.511) αποτιμώνται στην αγοραία αξία τους. Η ίδια αξία χρησιμοποιείται τόσο για την πλευρά των περιουσιακών στοιχείων όσο και για την πλευρά των υποχρεώσεων, αν και οι μετοχές και οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι δεν αποτελούν, από νομική άποψη, υποχρέωση για τον εκδότη τους, αλλά δικαίωμα κυριότητας σε μια μετοχή στην αξία ρευστοποίησης μιας εταιρείας, το ύψος της οποίας δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων. |
|
7.72 |
Οι εισηγμένες μετοχές αποτιμώνται με βάση μια αντιπροσωπευτική μέση αγοραία τιμή που παρατηρείται στο χρηματιστήριο ή σε άλλες οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές. |
|
7.73 |
Οι αξίες των μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών (AF.512), οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο αγοραπωλησιών σε οργανωμένες αγορές, πρέπει να εκτιμώνται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
Πάντως, στην εκτίμηση αυτή θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεταξύ των εισηγμένων και των μη εισηγμένων μετοχών, και ιδιαίτερα η ρευστότητά τους καθώς και η καθαρή θέση που έχει συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια ζωής της εταιρείας και ο κλάδος δραστηριότητάς της. |
|
7.74 |
Η μέθοδος εκτίμησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από τις διαθέσιμες βασικές στατιστικές. Για παράδειγμα, μπορεί να λαμβάνονται υπόψη δεδομένα για δραστηριότητες συγχωνεύσεων που αφορούν μετοχές που δεν έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο. Αν η αξία των ιδίων κεφαλαίων των μη εισηγμένων σε χρηματιστήρια εταιρειών κινείται ανάλογα, κατά μέσο όρο και σε αναλογία με το ονομαστικό τους κεφάλαιο, με εκείνη παρόμοιων εταιρειών με εισηγμένες μετοχές, τότε η αξία του ισολογισμού μπορεί να υπολογιστεί με τη χρήση ενός μαθηματικού λόγου. Ο λόγος αυτός συγκρίνει την αξία των ιδίων κεφαλαίων των μη εισηγμένων εταιρειών με εκείνη των εισηγμένων εταιρειών:
αξία μη εισηγμένων μετοχών = αγοραία τιμή παρόμοιων εισηγμένων μετοχών × (ίδια κεφάλαια μη εισηγμένων εταιρειών) / (ίδια κεφάλαια παρόμοιων εισηγμένων εταιρειών). |
|
7.75 |
Ο λόγος της τιμής της μετοχής προς τα ίδια κεφάλαια μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον κλάδο δραστηριότητας. Είναι προτιμότερο να υπολογίζεται η τρέχουσα τιμή των μετοχών που δεν έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο για τον κάθε κλάδο ξεχωριστά. Μπορεί να υπάρχουν και άλλες διαφορές μεταξύ των εταιρειών που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο και αυτών που δεν έχουν εισαχθεί, διαφορές που ενδέχεται να έχουν συνέπειες στη μέθοδο εκτίμησης. |
|
7.76 |
Οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι (AF.519) είναι συμμετοχικοί τίτλοι που δεν έχουν τη μορφή χρεογράφων. Μπορεί να περιλαμβάνουν τίτλους συμμετοχής σε οιονεί εταιρείες (όπως υποκαταστήματα, επενδυτικές ενώσεις, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και άλλες συμπράξεις), δημόσιους οργανισμούς, κεφάλαια μη εταιρικής μορφής και πλασματικές μονάδες (συμπεριλαμβάνονται οι πλασματικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι που δημιουργούνται για να αντικατοπτρίζουν κυριότητα μη μόνιμων κατοίκων σε ακίνητα και φυσικούς πόρους). Η συμμετοχή στο κεφάλαιο διεθνών οργανισμών η οποία δεν έχει τη μορφή μετοχών ταξινομείται στους λοιπούς συμμετοχικούς τίτλους. |
|
7.77 |
Οι λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι των οιονεί εταιρειών αποτιμώνται σύμφωνα με τα ίδια κεφάλαιά τους, επειδή η καθαρή θέση τους είναι κατά συνθήκη μηδενική. Για τις άλλες μονάδες πρέπει να χρησιμοποιείται η καταλληλότερη μέθοδος αποτίμησης από εκείνες που χρησιμοποιούνται για τις μη εισηγμένες μετοχές. |
|
7.78 |
Εταιρείες που εκδίδουν μετοχές ή μερίδια μπορούν συμπληρωματικά να έχουν και λοιπούς συμμετοχικούς τίτλους. |
|
7.79 |
Οι μετοχές ή τα μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.52) αποτιμώνται στην αγοραία τιμή αν είναι εισηγμένα σε χρηματιστήριο. Αν δεν έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο, η εκτίμηση της αγοραίας αξίας μπορεί να γίνεται με τον τρόπο που περιγράφεται για τις μη εισηγμένες μετοχές. Αν είναι εξαγοράσιμα από την ίδια την εταιρεία επενδύσεων, αποτιμώνται στην αξία εξαγοράς τους. |
Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.6)
|
7.80 |
Τα ποσά που καταγράφονται για τα τεχνικά αποθεματικά ασφαλίσεων κατά ζημιών (AF.61) περιλαμβάνουν τα καταβληθέντα αλλά μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα συν τα ποσά που αποθεματοποιούνται για την αντιμετώπιση εκκρεμών απαιτήσεων. Οι εκκρεμείς απαιτήσεις αντιπροσωπεύουν την παρούσα αξία των ποσών που αναμένεται ότι θα καταβληθούν για την κάλυψη απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, καθώς και μια πρόβλεψη για την κάλυψη απαιτήσεων που αφορούν περιστατικά τα οποία έχουν συμβεί, αλλά δεν έχουν ακόμη δηλωθεί. |
|
7.81 |
Τα ποσά που καταγράφονται για τα δικαιώματα ασφαλίσεων ζωής και προσόδων (AF.62) αντιπροσωπεύουν τα αποθεματικά που απαιτούνται για την αντιμετώπιση όλων των αναμενόμενων μελλοντικών απαιτήσεων. |
|
7.82 |
Τα ποσά που καταγράφονται για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (AF.63) εξαρτώνται από το είδος του συνταξιοδοτικού συστήματος. |
|
7.83 |
Στα συνταξιοδοτικά συστήματα καθορισμένων παροχών το επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών που υπόσχεται στους συμμετέχοντες εργαζομένους το σύστημα καθορίζεται βάσει ενός τύπου ο οποίος συμφωνείται εκ των προτέρων. Η υποχρέωση ενός συνταξιοδοτικού συστήματος καθορισμένων παροχών ισούται με την παρούσα αξία των παροχών τις οποίες υπόσχεται. |
|
7.84 |
Στα συστήματα καθορισμένων εισφορών οι παροχές που καταβάλλονται εξαρτώνται από την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων που αποκτώνται από το συνταξιοδοτικό σύστημα. Η υποχρέωση ενός συστήματος καθορισμένων εισφορών είναι η τρέχουσα αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου. Η καθαρή θέση του ταμείου είναι πάντοτε μηδενική. |
|
7.85 |
Η αξία που καταγράφεται όσον αφορά τις προβλέψεις για καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.66) είναι το αναμενόμενο επίπεδο απαιτήσεων μείον την αξία των τυχόν αναμενόμενων ανακτήσεων. |
Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.7)
|
7.86 |
Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα (AF.71) θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον ισολογισμό στην τρέχουσα αγοραία αξία τους. Αν δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την αγοραία τιμή, για παράδειγμα στην περίπτωση δικαιωμάτων προαίρεσης (options) που πωλούνται εξωχρηματιστηριακά, τα παράγωγα πρέπει να αποτιμώνται είτε με βάση το ποσό που απαιτείται για την εξαγορά ή την αντιστάθμιση της σύμβασης είτε με βάση το ύψος της τιμής που καταβάλλεται. |
|
7.87 |
Για τα δικαιώματα προαίρεσης, ο εκδότης του δικαιώματος προαίρεσης θεωρείται ότι έχει αναλάβει αντίστοιχη υποχρέωση που αντιπροσωπεύει το κόστος εξαγοράς των δικαιωμάτων από τον κάτοχό τους. |
|
7.88 |
Η αγοραία αξία των δικαιωμάτων προαίρεσης και των προθεσμιακών συμβολαίων (forwards) μπορεί να αλλάζει μεταξύ θετικής (περιουσιακό στοιχείο) και αρνητικής (υποχρέωση) θέσης ανάλογα με τις μεταβολές της τιμής των υποκείμενων στοιχείων και, κατά συνέπεια, τα εν λόγω δικαιώματα και συμβόλαια μπορεί να είναι άλλοτε περιουσιακά στοιχεία και άλλοτε υποχρεώσεις για τους εκδότες και τους κατόχους. Ορισμένα από τα δικαιώματα προαίρεσης και τα προθεσμιακά συμβόλαια λειτουργούν με κατάθεση περιθωρίου, όπου τα κέρδη και οι ζημίες καταγράφονται καθημερινά· στις περιπτώσεις αυτές η αξία ισολογισμού θα είναι μηδενική. |
|
7.89 |
Τα μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.72) αποτιμώνται με βάση την εύλογη αξία των μετοχών που χορηγήθηκαν. Η εύλογη αξία υπολογίζεται την ημέρα χορήγησης του δικαιώματος με βάση την αγοραία αξία αντίστοιχων εμπορεύσιμων δικαιωμάτων προαίρεσης ή, αν αυτή δεν είναι διαθέσιμη, με βάση ένα υπόδειγμα αποτίμησης δικαιωμάτων προαίρεσης. |
Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (AF.8)
|
7.90 |
Οι εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές (AF.81) και οι λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί εκτός εμπορικών πιστώσεων και προκαταβολών (AF.89) που προκύπτουν από χρονικές διαφορές μεταξύ διανεμητικών συναλλαγών, όπως είναι οι φόροι, οι κοινωνικές εισφορές, τα μερίσματα, τα μισθώματα, οι μισθοί και τα ημερομίσθια και οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές, αποτιμώνται, τόσο για τους πιστωτές όσο και για τους οφειλέτες, στην ονομαστική τους αξία. Από τα πληρωτέα ποσά φόρων και κοινωνικών εισφορών της κατηγορίας AF.89 πρέπει να εξαιρούνται τα ποσά που δεν προβλέπεται να εισπραχθούν επειδή αντιπροσωπεύουν απαίτηση της γενικής κυβέρνησης που δεν έχει αξία. |
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
|
7.91 |
Ο χρηματοοικονομικός ισολογισμός εμφανίζει, στην αριστερή του πλευρά, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και, στη δεξιά του πλευρά, τις υποχρεώσεις. Το εξισωτικό μέγεθος του χρηματοοικονομικού ισολογισμού είναι χρηματοοικονομική καθαρή θέση (BF.90). |
|
7.92 |
Ο χρηματοοικονομικός ισολογισμός ενός τομέα ή υποτομέα μόνιμου κατοίκου μπορεί να είναι ενοποιημένος ή μη ενοποιημένος. Ο μη ενοποιημένος χρηματοοικονομικός ισολογισμός εμφανίζει όλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις των θεσμικών μονάδων που εντάσσονται στον τομέα ή στον υποτομέα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στις οποίες το αντίστοιχο περιουσιακό στοιχείο ή η αντίστοιχη υποχρέωση κρατείται στο εσωτερικό του εν λόγω τομέα ή υποτομέα. Από τον ενοποιημένο χρηματοοικονομικό ισολογισμό διαγράφονται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που έχουν αντίστοιχα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις στον ίδιο τομέα ή υποτομέα. Ο χρηματοοικονομικός ισολογισμός για την αλλοδαπή είναι εξ ορισμού ενοποιημένος. Κατά κανόνα, οι λογιστικές εγγραφές στο σύστημα δεν ενοποιούνται. Επομένως, ο χρηματοοικονομικός ισολογισμός ενός τομέα ή υποτομέα μόνιμου κατοίκου πρέπει να εμφανίζεται σε μη ενοποιημένη βάση. |
|
7.93 |
Ο χρηματοοικονομικός ισολογισμός «από ποιον σε ποιον» (ισολογισμός κατά οφειλέτη/πιστωτή) είναι επέκταση του χρηματοοικονομικού ισολογισμού, που παρουσιάζει, επιπλέον, μια ανάλυση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατά οφειλέτη τομέα και μια ανάλυση των υποχρεώσεων κατά πιστωτή τομέα. Επομένως, παρέχει πληροφορίες για τις σχέσεις οφειλετών/πιστωτών και είναι συνεπής με τον χρηματοοικονομικό λογαριασμό κατά οφειλέτη/πιστωτή. |
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
|
7.94 |
Για να εμφανιστούν στοιχεία που παρουσιάζουν ειδικότερο αναλυτικό ενδιαφέρον για συγκεκριμένους τομείς, συμπεριλαμβάνονται στους ισολογισμούς τρία είδη υπομνηματικών στοιχείων ως υποστηρικτικά στοιχεία:
|
|
7.95 |
Ορισμός: Τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά είναι διαρκή αγαθά που χρησιμοποιούνται επανειλημμένα από νοικοκυριά για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα του έτους για τελική κατανάλωση. Περιλαμβάνονται στους ισολογισμούς ως υπομνηματικά στοιχεία. Εξαιρούνται από τον κύριο ισολογισμό επειδή καταγράφονται ως χρήσεις στον λογαριασμό χρήσης εισοδήματος του τομέα των νοικοκυριών και θεωρείται ότι καταναλώνονται κατά την περίοδο του λογαριασμού και όχι ότι αναλώνονται βαθμιαία. |
|
7.96 |
Τα αποθέματα των διαρκών καταναλωτικών αγαθών τα οποία κατέχονται από νοικοκυριά ως τελικούς καταναλωτές —εξοπλισμός μεταφορών (AN.1131) και λοιπά μηχανήματα και εξοπλισμός (AN.1139)— αποτιμώνται σε αγοραίες τιμές στο υπομνηματικό στοιχείο, χωρίς τις συσσωρευμένες επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στην ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. Πλήρης κατάλογος των υποομάδων και των στοιχείων των διαρκών καταναλωτικών αγαθών παρέχεται στο κεφάλαιο 23. |
|
7.97 |
Ορισμένα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, όπως τα οχήματα, ταξινομούνται είτε ως πάγια περιουσιακά στοιχεία είτε ως διαρκή καταναλωτικά αγαθά, ανάλογα με τον τομέα στον οποίο ταξινομείται ο ιδιοκτήτης και τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται. Για παράδειγμα, ένα όχημα μπορεί να χρησιμοποιείται εν μέρει από μια οιονεί εταιρεία για παραγωγή και εν μέρει από ένα νοικοκυριό για τελική κατανάλωση. Τα μεγέθη που θα εμφανίζονται στον ισολογισμό για τον τομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών (S.11) πρέπει να αντανακλούν την αναλογία της χρήσης που αποδίδεται στην οιονεί εταιρεία. Παρόμοιο παράδειγμα υπάρχει για τον τομέα των εργοδοτών (συμπεριλαμβανομένων των αυτοαπασχολουμένων) (S.141 + S.142). Η αναλογία που αποδίδεται στον τομέα των νοικοκυριών (S.14) ως τελικών καταναλωτών πρέπει να καταγράφεται στο υπομνηματικό στοιχείο, χωρίς τις συσσωρευμένες επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στην ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. |
Ξένες άμεσες επενδύσεις (AF.m1)
|
7.98 |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που αποτελούν άμεσες επενδύσεις καταγράφονται ανάλογα με τη φύση της επένδυσης στις κατηγορίες: δάνεια (AF.4), συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5) ή λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (AF.8). Το ποσό των άμεσων επενδύσεων που συμπεριλαμβάνεται σε καθεμία από τις κατηγορίες αυτές καταγράφεται ως ξεχωριστό υπομνηματικό στοιχείο. |
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (AF.m2)
|
7.99 |
Τα δάνεια καταγράφονται στον ισολογισμό στην ονομαστική τους αξία. |
|
7.100 |
Ορισμένα δάνεια τα οποία δεν έχουν εξυπηρετηθεί για αρκετό καιρό περιλαμβάνονται ως υπομνηματικό στοιχείο στον ισολογισμό του πιστωτή. Τα δάνεια αυτά χαρακτηρίζονται μη εξυπηρετούμενα δάνεια. |
|
7.101 |
Ορισμός: Ένα δάνειο χαρακτηρίζεται μη εξυπηρετούμενο όταν α) οι πληρωμές των τόκων ή του κεφαλαίου υπερβαίνουν κατά 90 ημέρες και πλέον την προθεσμία καταβολής τους· β) οι πληρωτέοι τόκοι 90 και πλέον ημερών έχουν κεφαλαιοποιηθεί, αναχρηματοδοτηθεί ή καθυστερήσει βάσει συμφωνίας· ή γ) οι πληρωμές δεν έχουν καθυστερήσει περισσότερο από 90 ημέρες, αλλά υπάρχουν άλλοι σοβαροί λόγοι (όπως η χρεοκοπία του οφειλέτη) που θέτουν υπό αμφισβήτηση την πλήρη καταβολή των οφειλών. |
|
7.102 |
Ο ορισμός αυτός του μη εξυπηρετούμενου δανείου πρέπει να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές συμβάσεις σχετικά με το πότε ένα δάνειο κρίνεται ως μη εξυπηρετούμενο. Όταν ένα δάνειο ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο, παραμένει ταξινομημένο στην ίδια κατηγορία (το ίδιο ή οποιαδήποτε δάνεια αντικατάστασης) έως ότου καταβληθούν οι πληρωμές ή αποσβεστεί το κεφάλαιο γι’ αυτό ή για επακόλουθα δάνεια που αντικαθιστούν το αρχικό. |
|
7.103 |
Για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απαιτούνται δύο υπομνηματικά στοιχεία:
|
|
7.104 |
Η καλύτερη προσέγγιση στην αντίστοιχη αγοραία αξία είναι η εύλογη αξία, η οποία είναι «η αξία που προσεγγίζει την αξία που θα προέκυπτε από μια εμπορική συναλλαγή μεταξύ δύο μερών». Η εύλογη αξία μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τις συναλλαγές σε συγκρίσιμα μέσα ή με βάση την προεξοφληθείσα παρούσα αξία των χρηματικών ροών, η οποία μπορεί να είναι διαθέσιμη από τον ισολογισμό του πιστωτή. Αν η εύλογη αξία δεν είναι γνωστή, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για το υπομνηματικό στοιχείο η δεύτερη καλύτερη προσέγγιση και να εμφανιστεί η ονομαστική αξία μείον τις αναμενόμενες ζημίες από τη μη εξυπηρέτηση του δανείου. |
Καταγραφή μη εξυπηρετούμενων δανείων
|
7.105 |
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τομέων της γενικής κυβέρνησης και των χρηματοοικονομικών εταιρειών καταγράφονται ως υπομνηματικά στοιχεία, μαζί με άλλους τομείς που έχουν σημαντικά ποσά. Αν είναι σημαντικά, τα δάνεια προς και από την αλλοδαπή καταγράφονται επίσης ως υπομνηματικά στοιχεία. |
|
7.106 |
Στον πίνακα που ακολουθεί περιγράφονται οι θέσεις και οι ροές που έχουν καταγραφεί για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ώστε να δοθεί πληρέστερη εικόνα σχετικά με τα αποθέματα, τις συναλλαγές, τις αναταξινομήσεις και τις αποσβέσεις. |
|
7.107 |
Το παράδειγμα παρουσιάζει ένα ανεξόφλητο ποσό δανείων με ονομαστική αξία 1 000 σε t-1, από τα οποία 500 είναι εξυπηρετούμενα και 500 είναι μη εξυπηρετούμενα. Το μεγαλύτερο μέρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, 400, καλύπτεται από προβλέψεις για ζημίες από δάνεια, ενώ τα 100 δεν καλύπτονται. Στο δεύτερο μέρος του πίνακα παρέχονται λεπτομερείς συμπληρωματικές πληροφορίες για την αντίστοιχη αγοραία αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτή προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας και των προβλέψεων για ζημίες από δάνεια. Στο t – 1 θεωρείται ότι είναι 375. Κατά την περίοδο από t– 1 έως t, μέρη των δανείων αναταξινομούνται από εξυπηρετούμενα ή μη καλυπτόμενα ακόμη σε μη εξυπηρετούμενα και αντιστρόφως ή αποσβεσθέντα. Οι ροές εμφανίζονται στις αντίστοιχες στήλες του πίνακα. Όσον αφορά τις προβλέψεις για ζημίες από δάνεια εμφανίζονται και οι ονομαστικές αξίες και οι αντίστοιχες αγοραίες αξίες. |
|
7.108 |
Οι εκτιμήσεις των προβλέψεων για ζημίες από δάνεια πρέπει να γίνονται στο πλαίσιο των λογιστικών προτύπων, του νομικού καθεστώτος και των κανόνων φορολόγησης που ισχύουν για τις μονάδες, που μπορεί να οδηγήσουν σε ανομοιογενή μάλλον αποτελέσματα όσον αφορά τα ποσά και τη διάρκεια των προβλέψεων για ζημίες από δάνεια. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την καταγραφή των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους κύριους λογαριασμούς και οδηγεί στην καταγραφή τους ως υπομνηματικών στοιχείων. Είναι προτιμότερο να παρέχονται οι αντίστοιχες αγοραίες αξίες ως υπομνηματικά στοιχεία, επιπλέον των ονομαστικών αξιών των εξυπηρετούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Καταγραφή μη εξυπηρετούμενων δανείων
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7.1
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΘΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
|
Ταξινόμηση περιουσιακών στοιχείων |
Περίληψη |
|
Μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN) |
Μη χρηματοοικονομικά στοιχεία επί των οποίων ασκούνται δικαιώματα ατομικής ή συλλογικής ιδιοκτησίας από θεσμικές μονάδες και από τα οποία οι ιδιοκτήτες τους μπορεί να έχουν οικονομικά οφέλη κατέχοντάς τα, χρησιμοποιώντας τα ή επιτρέποντας σε άλλους να τα χρησιμοποιούν για μια χρονική περίοδο. Αποτελούνται από πάγια περιουσιακά στοιχεία, αποθέματα, τιμαλφή, δημιουργήματα της κοινωνίας και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας. |
|
Παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.1) |
Μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι προϊόντα παραγωγικών διεργασιών. Τα παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από πάγια περιουσιακά στοιχεία, αποθέματα και τιμαλφή, όπως ορίζονται παρακάτω. |
|
Πάγια περιουσιακά στοιχεία (ΑΝ.11) |
Παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται επανειλημμένα ή συνεχώς σε παραγωγικές διεργασίες για περισσότερο από ένα έτος. Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από κατοικίες, λοιπά κτίρια και κατασκευές, μηχανήματα και εξοπλισμό, οπλικά συστήματα, καλλιεργούμενους βιολογικούς πόρους και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως ορίζονται παρακάτω. |
|
Κατοικίες (AN.111) |
Κτίρια που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ή κυρίως ως κατοικίες, περιλαμβανομένων τυχόν συναφών κατασκευών, όπως κλειστών χώρων στάθμευσης, και όλων των μόνιμων εγκαταστάσεων που τοποθετούνται συνήθως σε κατοικίες. Περιλαμβάνονται επίσης πλωτές κατοικίες, φορτηγίδες, αυτοκινούμενα τροχόσπιτα και ρυμουλκούμενα τροχόσπιτα που χρησιμοποιούνται ως κύριες κατοικίες νοικοκυριών, καθώς και δημόσια μνημεία (βλ. AN.1121) που χαρακτηρίζονται κυρίως ως κατοικίες. Περιλαμβάνεται επίσης το κόστος της εκκαθάρισης και της προετοιμασίας του εργοταξίου. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν τα οικιστικά κτίρια, όπως τα κτίρια μονοκατοικιών και διπλοκατοικιών και τα λοιπά οικιστικά κτίρια που προορίζονται για μη παροδική διαμονή. Οι ημιτελείς κατοικίες περιλαμβάνονται, αν ο τελικός χρήστης θεωρείται ότι τις έχει ήδη υπό την ιδιοκτησία του, είτε επειδή η κατασκευή γίνεται για ίδιο λογαριασμό είτε επειδή τεκμηριώνεται από την ύπαρξη σύμβασης πώλησης/αγοράς. Οι κατοικίες που αγοράζονται για στρατιωτικό προσωπικό συμπεριλαμβάνονται, γιατί χρησιμοποιούνται, όπως και οι κατοικίες που αγοράζονται από μη στρατιωτικές μονάδες, για την παραγωγή υπηρεσιών στέγασης. Η αξία των κατοικιών καταγράφεται χωρίς την αξία της γης που βρίσκεται κάτω από τις κατοικίες, η οποία περιλαμβάνεται στην κατηγορία «γη» (AN.211), αν ταξινομείται ξεχωριστά. |
|
Λοιπά κτίρια και κατασκευές (AN.112) |
Στην κατηγορία «λοιπά κτίρια και κατασκευές» περιλαμβάνονται άλλα κτίρια εκτός των κατοικιών, άλλες κατασκευές και έγγειες βελτιώσεις, όπως ορίζονται παρακάτω. Τα ημιτελή κτίρια και κατασκευές συμπεριλαμβάνονται, αν ο τελικός χρήστης θεωρείται ότι τα έχει υπό την ιδιοκτησία του, είτε επειδή η κατασκευή γίνεται για ίδιο λογαριασμό είτε επειδή τεκμηριώνεται από την ύπαρξη σύμβασης πώλησης/αγοράς. Περιλαμβάνονται και τα κτίρια και κατασκευές που αγοράζονται για στρατιωτικούς σκοπούς. Η αξία των λοιπών κτιρίων και κατασκευών καταγράφεται χωρίς την αξία της γης που βρίσκεται κάτω από αυτά, η οποία περιλαμβάνεται στην κατηγορία «γη» (AN.211), αν ταξινομείται ξεχωριστά. |
|
Κτίρια πλην κατοικιών (AN.1121) |
Κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται για κατοικίες, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός που είναι αναπόσπαστο μέρος της συναφούς κατασκευής καθώς και το κόστος εκκαθάρισης και προετοιμασίας του εργοταξίου. Περιλαμβάνονται επίσης τα δημόσια μνημεία (βλ. AN.1122) που χαρακτηρίζονται κυρίως ως μη οικιστικά κτίρια. Τα δημόσια μνημεία προσδιορίζονται βάσει της ιδιαίτερης ιστορικής, εθνικής, περιφερειακής, τοπικής, θρησκευτικής ή συμβολικής τους σπουδαιότητας. Περιγράφονται ως δημόσια λόγω του ότι είναι προσβάσιμα από το ευρύ κοινό και όχι λόγω του ότι ανήκουν στην κυριότητα του δημόσιου τομέα. Οι επισκέπτες συχνά πληρώνουν τέλη εισόδου για την πρόσβαση σ’ αυτά. Η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου για τα νέα μνημεία ή για σημαντικές βελτιώσεις σε υπάρχοντα μνημεία πρέπει να υπολογίζεται με βάση την παραδοχή της μεγάλης ωφέλιμης ζωής. Άλλα παραδείγματα κτιρίων πλην κατοικιών είναι οι αποθήκες και τα βιομηχανικά κτίρια, τα εμπορικά κτίρια, τα κτίρια για δημόσια αναψυχή, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα εκπαιδευτικά κτίρια, τα υγειονομικά κτίρια κ.λπ. |
|
Λοιπές κατασκευές (AN.1122) |
Κατασκευές εκτός από τις κατοικίες, όπου συμπεριλαμβάνεται το κόστος των οδών, των υπονόμων και της εκκαθάρισης και προετοιμασίας των εργοταξίων. Συμπεριλαμβάνονται επίσης τα δημόσια μνημεία που δεν έχουν ταξινομηθεί ως κατοικίες ή κτίρια πλην κατοικιών, τα φρέατα, οι σήραγγες και οι άλλες κατασκευές που συνδέονται με την εξόρυξη ορυκτών και ενεργειακών πόρων, καθώς και η κατασκευή κυματοθραυστών, αναχωμάτων και αντιπλημμυρικών φραγμάτων που αποσκοπούν στη βελτίωση της γειτνιάζουσας γης, η οποία όμως δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν οι αυτοκινητόδρομοι, οι οδοί, οι σιδηρόδρομοι και οι διάδρομοι αεροδρομίων, οι γέφυρες, οι υπερυψωμένοι αυτοκινητόδρομοι, οι σήραγγες και οι υπόγειες διαβάσεις· οι πλωτές οδοί, οι λιμένες, τα φράγματα και τα λοιπά υδραυλικά έργα· οι σωληναγωγοί μεγάλων αποστάσεων, οι γραμμές επικοινωνίας και οι αγωγοί ηλεκτρισμού· οι τοπικοί σωληναγωγοί και καλώδια, τα βοηθητικά έργα· οι κατασκευές για ορυχεία και βιομηχανίες· και οι κατασκευές για αθλητισμό και αναψυχή. |
|
Έγγειες βελτιώσεις (AN.1123) |
Η αξία των ενεργειών που οδηγούν σε σημαντικές βελτιώσεις όσον αφορά την ποσότητα, την ποιότητα ή την παραγωγικότητα της γης ή προλαμβάνουν την υποβάθμισή της. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν η αύξηση της αξίας του περιουσιακού στοιχείου που προκύπτει από την εκχέρσωση της γης, τη διαμόρφωση της επιφάνειας της γης, τη δημιουργία φρεάτων και έργων υδροληψίας. Επίσης, περιλαμβάνεται το κόστος μεταβίβασης της κυριότητας γης που δεν έχει ακόμη αποσβεστεί. |
|
Μηχανήματα και εξοπλισμός (AN.113) |
Εξοπλισμός μεταφορών, εξοπλισμός τεχνολογίας της πληροφορίας και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) και λοιπά μηχανήματα και εξοπλισμός, όπως ορίζονται παρακάτω, εκτός απ’ αυτά που αγοράζονται από νοικοκυριά για τελική κατανάλωση. Μπορούν να εξαιρεθούν τα εργαλεία που είναι σχετικά φτηνά και αγοράζονται με σχετικά σταθερό ρυθμό, όπως τα εργαλεία χειρός. Εξαιρούνται επίσης τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος κτιρίων και τα οποία συμπεριλαμβάνονται στις κατοικίες και τα μη οικιστικά κτίρια. Εξαιρούνται τα ημιτελή μηχανήματα και εξοπλισμός, εκτός αν παράγονται για ιδία χρήση, επειδή ο τελικός χρήστης θεωρείται ότι γίνεται ιδιοκτήτης τους μόνο κατά την παράδοση. Συμπεριλαμβάνονται τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός που αγοράζονται για στρατιωτικούς σκοπούς, εκτός των οπλικών συστημάτων. Μηχανήματα και εξοπλισμός όπως οχήματα, έπιπλα, εξοπλισμός κουζίνας, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, εξοπλισμός επικοινωνιών κ.λπ. που αγοράζονται από νοικοκυριά για τελική κατανάλωση δεν αντιμετωπίζονται ως περιουσιακά στοιχεία. Αντίθετα, περιλαμβάνονται στο υπομνηματικό στοιχείο «διαρκή καταναλωτικά αγαθά» στον ισολογισμό των νοικοκυριών. Πλωτές κατοικίες, φορτηγίδες, αυτοκινούμενα τροχόσπιτα και ρυμουλκούμενα τροχόσπιτα που χρησιμοποιούνται από νοικοκυριά ως κύρια κατοικία συμπεριλαμβάνονται στις κατοικίες. |
|
Εξοπλισμός μεταφορών (AN.1131) |
Εξοπλισμός για μεταφορά ανθρώπων και αντικειμένων. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν τα προϊόντα, εκτός των ανταλλακτικών, που περιλαμβάνονται στη διαίρεση 29: μηχανοκίνητα οχήματα, ρυμουλκούμενα και ημιρυμουλκούμενα, και τη διαίρεση 30: άλλος εξοπλισμός μεταφορών, της ταξινόμησης προϊόντων κατά δραστηριότητα 2008 (CPA 2008). |
|
Εξοπλισμός ΤΠΕ (AN.1132) |
Εξοπλισμός τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ): συσκευές με ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου και τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται στις συσκευές. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στην ομάδα 261: ηλεκτρονικά εξαρτήματα και πλακέτες, και στην ομάδα 262: ηλεκτρονικοί υπολογιστές και περιφερειακός εξοπλισμός, της CPA 2008. |
|
Λοιπά μηχανήματα και εξοπλισμός (AN.1139) |
Μηχανήματα και εξοπλισμός που δεν ταξινομούνται αλλού. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν προϊόντα, εκτός από ανταλλακτικά και υπηρεσίες εγκατάστασης, επισκευής και συντήρησης, που περιλαμβάνονται στη διαίρεση 26: ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ηλεκτρονικά και οπτικά προϊόντα (εκτός από τις ομάδες 261 και 262), τη διαίρεση 27: ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, τη διαίρεση 28: μηχανήματα και είδη εξοπλισμού π.δ.κ.α., τη διαίρεση 31: έπιπλα, και τη διαίρεση 32: άλλα προϊόντα μεταποίησης, της CPA 2008. |
|
Οπλικά συστήματα (AN.114) |
Οχήματα και άλλος εξοπλισμός όπως πολεμικά πλοία, υποβρύχια, στρατιωτικά αεροπλάνα, τεθωρακισμένα οχήματα, οχήματα μεταφοράς και εκτόξευσης πυραύλων κ.λπ. Τα περισσότερα όπλα μιας χρήσης που εκτοξεύονται από τα εν λόγω οχήματα ή εξοπλισμό αντιμετωπίζονται ως στρατιωτικά αποθέματα (βλ. AN.124), όμως ορισμένα άλλα, όπως οι βαλλιστικοί πύραυλοι μεγάλης καταστροφικής ισχύος, τα οποία θεωρείται ότι παρέχουν διαρκή υπηρεσία αποτροπής των εχθρών, ταξινομούνται ως πάγια περιουσιακά στοιχεία. |
|
Καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι (AN.115) |
Ζωικό κεφάλαιο για αναπαραγωγή, γαλακτοκομία, έλξη κ.λπ., και αμπελώνες, οπωρώνες και λοιπές φυτείες δέντρων που παράγουν προϊόντα επανειλημμένως και τα οποία υπόκεινται στον άμεσο έλεγχο, την αρμοδιότητα και τη διαχείριση θεσμικών μονάδων, όπως ορίζονται παρακάτω. Τα ανώριμα καλλιεργούμενα περιουσιακά στοιχεία εξαιρούνται, εκτός αν παράγονται για ιδία χρήση. |
|
Ζωικοί πόροι που παρέχουν προϊόντα επανειλημμένως (AN.1151) |
Ζώα των οποίων η φυσική αύξηση και αναπαραγωγή υπόκεινται στον άμεσο έλεγχο, την αρμοδιότητα και τη διαχείριση θεσμικών μονάδων. Περιλαμβάνονται τα ζώα αναπαραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των ψαριών και των πουλερικών), τα βοοειδή γαλακτοπαραγωγής, τα ζώα έλξης, τα πρόβατα ή τα άλλα ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μαλλιού, καθώς και τα ζώα που χρησιμοποιούνται για μεταφορές, αγώνες ή ψυχαγωγία. |
|
Δέντρα, καλλιέργειες και φυτικοί πόροι που παρέχουν προϊόντα επανειλημμένως (AN.1152) |
Δέντρα (συμπεριλαμβανομένων των αμπελιών και των θάμνων) τα οποία καλλιεργούνται για τα προϊόντα που παράγουν επί σειρά ετών, περιλαμβανομένων και αυτών που καλλιεργούνται για την παραγωγή φρούτων και ακρόδρυων, χυμών και ρητίνης και προϊόντων από φλοιό και φύλλα, των οποίων η φυσική αύξηση και αναπαραγωγή υπόκεινται στον άμεσο έλεγχο, την αρμοδιότητα και τη διαχείριση θεσμικών μονάδων. |
|
Προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (AN.117) |
Πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποτελούνται από τα αποτελέσματα έρευνας και ανάπτυξης, τα αποτελέσματα μεταλλευτικών ερευνών και αξιολογήσεων, λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών και βάσεις δεδομένων, ψυχαγωγικά, λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά πρωτότυπα και λοιπά προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως ορίζονται παρακάτω, και τα οποία προορίζονται για χρήση διάρκειας μεγαλύτερης του έτους. |
|
Έρευνα και ανάπτυξη (AN.1171) |
Αποτελείται από την αξία των δαπανών για τη δημιουργική εργασία που αναλαμβάνεται σε συστηματική βάση με σκοπό την αύξηση των αποθεμάτων γνώσεων, συμπεριλαμβανομένων των γνώσεων για τον άνθρωπο, τον πολιτισμό και την κοινωνία, και τη χρήση αυτών των αποθεμάτων γνώσεων για την επινόηση νέων εφαρμογών. Η αξία προσδιορίζεται με βάση τα οικονομικά οφέλη που αναμένονται για το μέλλον. Αν η αξία δεν μπορεί να εκτιμηθεί εύλογα, αποτιμάται, κατά συνθήκη, ως το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων κόστους, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την ανεπιτυχή έρευνα και ανάπτυξη. Η έρευνα και ανάπτυξη η οποία δεν αποφέρει όφελος στον ιδιοκτήτη της δεν ταξινομείται ως περιουσιακό στοιχείο, αλλά, αντίθετα, καταγράφεται ως ενδιάμεση ανάλωση. |
|
Μεταλλευτικές έρευνες και αξιολογήσεις (AN.1172) |
Η αξία των δαπανών για έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, καθώς και για κοιτάσματα άλλων, μη πετρελαϊκών ορυκτών, και τις επακόλουθες αξιολογήσεις των ευρημάτων. Οι δαπάνες αυτές περιλαμβάνουν το κόστος των ενεργειών πριν από τη λήψη άδειας, το κόστος έκδοσης άδειας και απόκτησης εξοπλισμού, το κόστος μελετών σκοπιμότητας και το κόστος των δοκιμαστικών γεωτρήσεων, καθώς και το κόστος αεροπορικών και λοιπών ερευνών, το κόστος μεταφοράς κ.λπ., που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των δοκιμών. |
|
Λογισμικό υπολογιστών (AN.11731) |
Προγράμματα υπολογιστών, περιγραφές προγραμμάτων και υλικό υποστήριξης για λογισμικό τόσο συστημάτων όσο και εφαρμογών. Συμπεριλαμβάνονται η αρχική ανάπτυξη και οι επακόλουθες επεκτάσεις του λογισμικού, καθώς και η απόκτηση αντιγράφων που ταξινομούνται ως περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας AN.11731. |
|
Βάσεις δεδομένων (AN.11732) |
Αρχεία δεδομένων οργανωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπουν την αποδοτική πρόσβαση και χρήση των δεδομένων σε σχέση με τους διατιθέμενους πόρους. Για τις βάσεις δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί αποκλειστικά για ιδία χρήση, η αποτίμηση γίνεται με βάση το κόστος, από το οποίο πρέπει να εξαιρείται το κόστος για το σύστημα διαχείρισης της βάσης δεδομένων και για την απόκτηση των δεδομένων. |
|
Ψυχαγωγικά, λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά πρωτότυπα (AN.1174) |
Πρωτότυπα κινηματογραφικών ταινιών, ηχογραφήσεων, χειρογράφων, ταινιών, μοντέλων κ.λπ., που αποτελούν καταγραφές ή υλοποίηση θεατρικών παραστάσεων, ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών προγραμμάτων, μουσικών εκτελέσεων, αθλητικών εκδηλώσεων, λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών προϊόντων κ.λπ. Περιλαμβάνονται έργα που παράγονται για ίδιο λογαριασμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στις κινηματογραφικές ταινίες, μπορεί να υπάρχουν πολλά πρωτότυπα. |
|
Άλλα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (AN.1179) |
Νέες πληροφορίες, εξειδικευμένες γνώσεις κ.λπ., που δεν ταξινομούνται αλλού, των οποίων η χρήση για παραγωγικούς σκοπούς περιορίζεται στις μονάδες που έχουν εξασφαλίσει δικαιώματα ιδιοκτησίας ή σε άλλες μονάδες στις οποίες έχει χορηγηθεί ειδική άδεια. |
|
Αποθέματα (ΑΝ.12) |
Παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούνται από αγαθά και υπηρεσίες που δημιουργήθηκαν κατά την τρέχουσα περίοδο ή σε προηγούμενες περιόδους και τα οποία κρατούνται για πώληση, για χρήση στην παραγωγή ή για άλλη χρήση αργότερα. Αποτελούνται από υλικά και προμήθειες, εργασίες σε εξέλιξη, έτοιμα προϊόντα και προϊόντα προς μεταπώληση, όπως ορίζονται παρακάτω. Συμπεριλαμβάνονται όλα τα αποθέματα που τηρούνται από τη γενική κυβέρνηση, όπου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αποθέματα στρατηγικών υλικών, δημητριακών και λοιπών αγαθών που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα. |
|
Υλικά και προμήθειες (AN.121) |
Αγαθά τα οποία οι ιδιοκτήτες τους σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν ως ενδιάμεσες εισροές για τις δικές τους παραγωγικές εργασίες και όχι να τα μεταπωλήσουν. |
|
Εργασίες σε εξέλιξη (AN.122) |
Αγαθά και υπηρεσίες που είναι εν μέρει ολοκληρωμένες, αλλά συνήθως δεν διατίθενται σε άλλες μονάδες χωρίς περαιτέρω επεξεργασία ή δεν έχουν ακόμη ωριμάσει, και των οποίων η παραγωγική διεργασία θα συνεχιστεί σε μεταγενέστερη περίοδο από τον ίδιο παραγωγό. Εξαιρούνται οι εν μέρει ολοκληρωμένες κατασκευές τις οποίες ο τελικός ιδιοκτήτης θεωρείται ότι τις έχει ήδη υπό την κυριότητά του, είτε επειδή η παραγωγή είναι για ιδία χρήση είτε επειδή η κυριότητα τεκμηριώνεται από την ύπαρξη σύμβασης πώλησης/αγοράς. Η κατηγορία AN.122 αποτελείται από εργασίες σε εξέλιξη σε καλλιεργούμενα περιουσιακά στοιχεία και από λοιπές εργασίες σε εξέλιξη, όπως ορίζονται παρακάτω. |
|
Εργασίες σε εξέλιξη σε καλλιεργούμενα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία (AN.1221) |
Ζωικό κεφάλαιο που εκτρέφεται για προϊόντα τα οποία παράγονται μόνο με τη σφαγή, όπως πουλερικά και ψάρια που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς, δέντρα και λοιπή βλάστηση που παρέχουν προϊόντα μόνο μία φορά με την καταστροφή τους, καθώς και μη ώριμα καλλιεργούμενα περιουσιακά στοιχεία που παρέχουν προϊόντα επανειλημμένως. |
|
Λοιπές εργασίες σε εξέλιξη (AN.1222) |
Άλλα αγαθά εκτός από καλλιεργούμενα περιουσιακά στοιχεία και υπηρεσίες που έχουν εν μέρει υποστεί επεξεργασία, κατασκευαστεί ή συναρμολογηθεί από τον παραγωγό, αλλά τα οποία συνήθως δεν πωλούνται, αποστέλλονται ή μεταβιβάζονται σε άλλους χωρίς περαιτέρω επεξεργασία. |
|
Έτοιμα προϊόντα (AN.123) |
Αγαθά που είναι έτοιμα για πώληση ή αποστολή εκ μέρους του παραγωγού. |
|
Στρατιωτικά αποθέματα (AN.124) |
Πυρομαχικά, πύραυλοι, βλήματα, βόμβες και άλλα στρατιωτικά προϊόντα μιας χρήσης που εκτοξεύονται από όπλα ή οπλικά συστήματα. Εξαιρούνται ορισμένα είδη πυραύλων μεγάλης καταστροφικής ισχύος (βλ. AN.114). |
|
Αγαθά προς μεταπώληση (AN.125) |
Αγαθά τα οποία αγοράζουν οι επιχειρήσεις, όπως οι χονδρέμποροι και οι λιανοπωλητές, με σκοπό τη μεταπώληση χωρίς περαιτέρω επεξεργασία (δηλαδή χωρίς μεταποίηση, εκτός από την παρουσίασή τους με τρόπους που να τα κάνουν ελκυστικά για τον πελάτη). |
|
Τιμαλφή (ΑΝ.13) |
Παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία που δεν χρησιμοποιούνται κυρίως για παραγωγή ή για κατανάλωση, που αναμένεται ότι θα ανατιμηθούν ή τουλάχιστον ότι δεν θα μειωθεί η πραγματική αξία τους, που δεν φθείρονται διαχρονικά κάτω από κανονικές συνθήκες και τα οποία αγοράζονται και κρατούνται κυρίως ως αποθετήρια (μέσα αποθήκευσης) αξίας. Τα τιμαλφή περιλαμβάνουν πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμους λίθους, παλαιά αντικείμενα (αντίκες) και άλλα αντικείμενα τέχνης, καθώς και λοιπά τιμαλφή, όπως ορίζονται παρακάτω. |
|
Πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμοι λίθοι (AN.131) |
Πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμοι λίθοι που δεν κρατούνται από επιχειρήσεις για χρήση ως εισροές σε παραγωγικές διεργασίες. |
|
Παλαιά αντικείμενα (αντίκες) και λοιπά αντικείμενα τέχνης (AN.132) |
Πίνακες ζωγραφικής, έργα γλυπτικής κ.λπ., που αναγνωρίζονται ως έργα τέχνης και παλαιά αντικείμενα (αντίκες). |
|
Λοιπά τιμαλφή (AN.133) |
Τιμαλφή που δεν ταξινομούνται αλλού, όπως συλλογές και κοσμήματα μεγάλης αξίας κατασκευασμένα με πολύτιμους λίθους και πολύτιμα μέταλλα. |
|
Μη παραχθέντα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (AN.2) |
Μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται με άλλους τρόπους πλην των παραγωγικών διεργασιών. Τα μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από φυσικούς πόρους, συμβάσεις, μισθώσεις, άδειες, υπεραξία (goodwill) και περιουσιακά στοιχεία εμπορικής φύσης, όπως ορίζονται παρακάτω. |
|
Φυσικοί πόροι (AN.21) |
Μη παραχθέντα περιουσιακά στοιχεία που εμφανίζονται στη φύση και για τα οποία μπορούν να ασκηθούν και να μεταβιβαστούν δικαιώματα κυριότητας. Εξαιρούνται τα περιβαλλοντικά περιουσιακά στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να ασκηθούν δικαιώματα κυριότητας, όπως η ανοιχτή θάλασσα ή ο αέρας. Αποτελούνται από γη, ορυκτούς και ενεργειακούς πόρους, μη καλλιεργούμενους βιολογικούς πόρους, υδάτινους πόρους και άλλους φυσικούς πόρους, όπως ορίζονται παρακάτω. |
|
Γη (ΑΝ.211) |
Το έδαφος, περιλαμβανομένου του επιφανειακού εδάφους και τυχόν συναφών επιφανειακών υδάτων, επί του οποίου ασκούνται δικαιώματα κυριότητας. Εξαιρούνται τυχόν κτίρια ή άλλες κατασκευές που βρίσκονται πάνω του ή το διατρέχουν, καλλιέργειες, δέντρα και ζώα· περιουσιακά στοιχεία του υπεδάφους· μη καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι και υπόγειοι υδάτινοι πόροι. |
|
Ορυκτοί και ενεργειακοί πόροι (AN.212) |
Βεβαιωμένα αποθέματα κοιτασμάτων ορυκτών που βρίσκονται στην επιφάνεια της γης ή στο υπέδαφος και τα οποία είναι οικονομικώς εκμεταλλεύσιμα, με γνώμονα τη σημερινή τεχνολογία και τις σχετικές τιμές. Τα δικαιώματα κυριότητας επί περιουσιακών στοιχείων του υπεδάφους διαχωρίζονται συνήθως από τα δικαιώματα κυριότητας επί της ίδιας της γης. Η κατηγορία AN.212 αποτελείται από τα γνωστά αποθέματα άνθρακα, πετρελαίου, φυσικού αερίου ή άλλων καυσίμων, μεταλλευμάτων και μη μεταλλικών ορυκτών. |
|
Μη καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι (AN.213) |
Ζώα, δέντρα, καλλιέργειες και φυτικοί πόροι που παράγουν προϊόντα εφάπαξ ή επανειλημμένως, επί των οποίων ασκούνται δικαιώματα κυριότητας, αλλά των οποίων η φυσική αύξηση και/ή η αναπαραγωγή δεν υπόκεινται στον άμεσο έλεγχο, την αρμοδιότητα και τη διαχείριση θεσμικών μονάδων. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν τα παρθένα δάση και τα αλιευτικά πεδία που βρίσκονται μέσα στην επικράτεια της χώρας. Θα πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο οι πόροι που είναι σήμερα, ή πιθανώς θα είναι σύντομα, εκμεταλλεύσιμοι για οικονομικούς σκοπούς. |
|
Υδάτινοι πόροι (AN.214) |
Υδροφόροι ορίζοντες και λοιποί υδάτινοι πόροι του εδάφους, εφόσον η σπανιότητά τους οδηγεί στην επιβολή δικαιωμάτων κυριότητας και/ή χρήσης, αγοραίας αποτίμησης και κάποιας μορφής οικονομικού ελέγχου. |
|
Άλλοι φυσικοί πόροι (AN.215) |
Η κατηγορία αυτή καλύπτει το ηλεκτρομαγνητικό ραδιοφάσμα (AN.2151) και άλλους φυσικούς πόρους (ΑΝ.2159) που δεν ταξινομούνται αλλού. |
|
Ραδιοφάσμα (AN.2151) |
Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Οι μισθώσεις ή άδειες για τη χρήση του φάσματος ταξινομούνται αλλού (AN.222), αν ανταποκρίνονται στον ορισμό του περιουσιακού στοιχείου. |
|
Λοιπά (AN.2159) |
Λοιποί φυσικοί πόροι που δεν ταξινομούνται αλλού. |
|
Συμβάσεις, μισθώσεις και άδειες (AN.22) |
Συμβατικές συμφωνίες για την άσκηση δραστηριοτήτων όταν η συμφωνία αποφέρει οικονομικά οφέλη στον κάτοχο επιπλέον των πληρωτέων αμοιβών και ο κάτοχος μπορεί, από νομική άποψη ή στην πράξη, να υλοποιήσει τα εν λόγω οφέλη. Το περιουσιακό στοιχείο που καταγράφεται στην κατηγορία AN.22 αντιπροσωπεύει την αξία του ενδεχόμενου υλοποιήσιμου κέρδους κτήσης, όταν η αγοραία τιμή για τη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου ή την παροχή μιας υπηρεσίας υπερβαίνει την ισχύουσα τιμή της σύμβασης, της μίσθωσης ή της άδειας ή την τιμή που θα μπορούσε να επιτευχθεί ελλείψει σύμβασης, μίσθωσης ή άδειας. Η κατηγορία «συμβάσεις, μισθώσεις και άδειες» αποτελείται από περιουσιακά στοιχεία τα οποία μπορεί να προκύπτουν από εμπορεύσιμες λειτουργικές μισθώσεις, άδειες χρήσης φυσικών πόρων, άδειες άσκησης ειδικών δραστηριοτήτων και αποκλειστικά δικαιώματα για μελλοντικά αγαθά και υπηρεσίες. |
|
Εμπορεύσιμες λειτουργικές μισθώσεις (AN.221) |
Δικαιώματα κυριότητας τρίτων που συνδέονται με μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία εκτός των φυσικών πόρων, όταν η μίσθωση αποφέρει οικονομικά οφέλη στον κάτοχο επιπλέον των πληρωτέων αμοιβών και ο κάτοχος μπορεί, από νομική άποψη ή στην πράξη, να υλοποιήσει τα εν λόγω οφέλη μέσω της μεταβίβασής τους. Το περιουσιακό στοιχείο που καταγράφεται στον κωδικό ΑΝ.221 είναι η αξία που αντιπροσωπεύει για τον κάτοχο η μεταβίβαση των δικαιωμάτων χρήσης για το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, δηλ. το ποσό κατά το οποίο η τιμή μεταβίβασης που επιτυγχάνεται υπερβαίνει το πληρωτέο στον εκδότη της άδειας ποσό. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση μισθωτή κτιρίου ο οποίος καταβάλλει ένα καθορισμένο μίσθωμα, αλλά η αγοραία τιμή του μισθώματος είναι υψηλότερη. Αν ο μισθωτής είναι σε θέση να υλοποιήσει τη διαφορά της τιμής μέσω υπενοικίασης, τότε τα δικαιώματα για την υλοποίηση της αξίας αντιπροσωπεύουν ένα περιουσιακό στοιχείο εμπορεύσιμης λειτουργικής μίσθωσης. |
|
Άδειες χρήσης φυσικών πόρων (AN.222) |
Οι άδειες και οι μισθώσεις που αφορούν τη χρήση φυσικών πόρων για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν εξαντλείται η οικονομική αξία του περιουσιακού στοιχείου, όταν η συμφωνία αποφέρει οικονομικά οφέλη στον κάτοχο επιπλέον των πληρωτέων αμοιβών και ο κάτοχος μπορεί, από νομική άποψη ή στην πράξη, να υλοποιήσει τα εν λόγω οφέλη, για παράδειγμα μέσω της μεταβίβασής τους. Ο φυσικός πόρος εξακολουθεί να καταγράφεται στον ισολογισμό του ιδιοκτήτη, και ένα ξεχωριστό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία της μεταβίβασης των δικαιωμάτων χρήσης του πόρου για τον κάτοχο, αναγνωρίζεται ως άδεια χρήσης των φυσικών πόρων. Το περιουσιακό στοιχείο που καταγράφεται είναι η αξία που αντιπροσωπεύει για τον κάτοχο η μεταβίβαση των δικαιωμάτων χρήσης, δηλ. το ποσό κατά το οποίο η τιμή μεταβίβασης που επιτυγχάνεται υπερβαίνει το πληρωτέο στον εκδότη της άδειας ποσό. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση μισθωτή γης ο οποίος καταβάλλει ένα καθορισμένο μίσθωμα, αλλά η αγοραία τιμή του μισθώματος είναι υψηλότερη. Αν ο μισθωτής είναι σε θέση να υλοποιήσει τη διαφορά της τιμής μέσω υπενοικίασης, τότε τα δικαιώματα για την υλοποίηση της αξίας αντιπροσωπεύουν ένα περιουσιακό στοιχείο. |
|
Άδειες άσκησης ειδικών δραστηριοτήτων (AN.223) |
Μεταβιβάσιμες άδειες —εκτός από εκείνες που αφορούν τη χρήση φυσικών πόρων ή τη χρήση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στον εκδότη της άδειας— που περιορίζουν τον αριθμό των μονάδων που ασχολούνται με μια δραστηριότητα και επιτρέπουν στους κατόχους να αποκτούν οιονεί μονοπωλιακά κέρδη. Το περιουσιακό στοιχείο που καταγράφεται είναι η αξία που αντιπροσωπεύει για τον κάτοχο η μεταβίβαση των δικαιωμάτων χρήσης, δηλ. το ποσό κατά το οποίο η τιμή μεταβίβασης που επιτυγχάνεται υπερβαίνει το πληρωτέο στον εκδότη της άδειας ποσό. Ο κάτοχος της άδειας πρέπει να μπορεί, από νομική άποψη και στην πράξη, να μεταβιβάσει τα δικαιώματα της άδειας σε τρίτο μέρος. |
|
Αποκλειστικά δικαιώματα σε μελλοντικά αγαθά και υπηρεσίες (AN.224) |
Μεταβιβάσιμα συμβατικά δικαιώματα για την αποκλειστική χρήση αγαθών ή υπηρεσιών. Ένα μέρος έχει μια σύμβαση για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών σε μια καθορισμένη τιμή από ένα δεύτερο μέρος και είναι σε θέση, από νομική άποψη και στην πράξη, να μεταβιβάσει την υποχρέωση του δεύτερου μέρους σε ένα τρίτο μέρος. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν η μεταβιβάσιμη αξία ενός ποδοσφαιριστή ο οποίος έχει συμβόλαιο με έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο και η μεταβιβάσιμη αξία των αποκλειστικών δικαιωμάτων για την έκδοση λογοτεχνικών έργων ή την παρουσίαση μουσικών παραστάσεων. Το περιουσιακό στοιχείο που καταγράφεται στον κωδικό ΑΝ.224 είναι η αξία που αντιπροσωπεύει για τον κάτοχο η μεταβίβαση του αποκλειστικού δικαιώματος. |
|
Αγορές μείον πωλήσεις υπεραξίας (goodwill) και περιουσιακών στοιχείων εμπορικής φύσης (AN.23) |
Η διαφορά μεταξύ της αξίας που καταβάλλεται για μια θεσμική μονάδα στο πλαίσιο της λειτουργίας της και του αθροίσματος των περιουσιακών της στοιχείων, μείον το άθροισμα των υποχρεώσεών της, για κάθε στοιχείο που έχει προσδιοριστεί και αποτιμηθεί ξεχωριστά. Επομένως, η αξία της υπεραξίας περιλαμβάνει οτιδήποτε αποφέρει μακροπρόθεσμο όφελος το οποίο δεν έχει προσδιοριστεί ξεχωριστά ως περιουσιακό στοιχείο, καθώς και την αξία του γεγονότος ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως σύνολο και δεν είναι απλώς μια συλλογή ξεχωριστών περιουσιακών στοιχείων. Η κατηγορία ΑΝ.23 περιλαμβάνει, επίσης, τα προσδιορισθέντα περιουσιακά στοιχεία εμπορικής φύσης, όπως εμπορικές επωνυμίες, τίτλους εφημερίδων και περιοδικών, εμπορικά σήματα, λογότυπους και ονόματα τομέων, όταν πωλούνται μεμονωμένα και ξεχωριστά από το σύνολο μιας εταιρείας. |
|
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις (AF.) |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είναι οικονομικά περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνουν όλες τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, τις συμμετοχές σε κεφάλαιο και τη συνιστώσα χρυσού σε ράβδους του νομισματικού χρυσού. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είναι αποθετήρια αξιών και αντιπροσωπεύουν τα οφέλη που συγκεντρώνει ο οικονομικός κύριος από τη διακράτησή τους για ένα χρονικό διάστημα. Συνιστούν μέσο μεταφοράς αξιών από τη μία λογιστική περίοδο στην άλλη. Τα οφέλη ή η σειρά οφελών ανταλλάσσονται μέσω πληρωμών. Τα μέσα πληρωμών περιλαμβάνουν τον νομισματικό χρυσό, τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, τα μετρητά και τις μεταβιβάσιμες καταθέσεις. Οι χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, που ονομάζονται και χρηματοοικονομικά μέσα, είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία με αντίστοιχες υποχρεώσεις. Οι υποχρεώσεις δημιουργούνται όταν ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει πληρωμή ή σειρά πληρωμών στον πιστωτή. |
|
Νομισματικός χρυσός και ΕΤΔ (AF.1) |
Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που καταγράφονται στην κατηγορία αυτή έχουν αντίστοιχες υποχρεώσεις στο σύστημα, εκτός από τη συνιστώσα χρυσού σε ράβδους του νομισματικού χρυσού. |
|
Νομισματικός χρυσός (AF.11) |
Χρυσός για τον οποίο κατέχουν τίτλους οι νομισματικές αρχές ή άλλοι οι οποίοι υπόκεινται στον ουσιαστικό έλεγχο των νομισματικών αρχών και ο οποίος διατηρείται ως αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο. Περιλαμβάνει τον χρυσό σε ράβδους (καθώς και τον νομισματικό χρυσό σε λογαριασμούς αυτούσιου χρυσού) και τους λογαριασμούς σε λογιστικό χρυσό με μη μόνιμους κατοίκους που παρέχουν το δικαίωμα απαίτησης παράδοσης χρυσού. |
|
Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) (AF.12) |
Διεθνή αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και κατανέμονται στα μέλη του ως συμπλήρωμα των υπαρχόντων αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων. |
|
Μετρητά και καταθέσεις (AF.2) |
Μετρητά που βρίσκονται σε κυκλοφορία και καταθέσεις σε εθνικό και σε ξένο νόμισμα. |
|
Μετρητά (AF.21) |
Τα μετρητά είναι τραπεζογραμμάτια και κέρματα, που έχουν εκδοθεί ή εγκριθεί από νομισματικές αρχές. |
|
Μεταβιβάσιμες καταθέσεις (AF.22) |
Καταθέσεις μετατρέψιμες, κατόπιν αίτησης, σε νόμισμα στο άρτιο, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν απευθείας για πληρωμή με επιταγή, τραβηκτική, εντολή σε τρεχούμενο λογαριασμό, άμεση χρέωση/πίστωση ή άλλου είδους διευκόλυνση άμεσης πληρωμής, χωρίς κανενός είδους κύρωση ή περιορισμό. |
|
Διατραπεζικές θέσεις (AF.221) |
Μεταβιβάσιμες καταθέσεις μεταξύ τραπεζών. |
|
Λοιπές μεταβιβάσιμες καταθέσεις (AF.229) |
Μεταβιβάσιμες καταθέσεις εκτός των διατραπεζικών θέσεων. |
|
Λοιπές καταθέσεις (AF.29) |
Οι λοιπές καταθέσεις είναι καταθέσεις διαφορετικές από τις μεταβιβάσιμες καταθέσεις. Οι λοιπές καταθέσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πληρωμές παρά μόνο κατά τη λήξη τους ή μετά από μια συμφωνημένη περίοδο προειδοποίησης, δεδομένου ότι δεν είναι ανταλλάξιμες με μετρητά ή με μεταβιβάσιμες καταθέσεις χωρίς κάποιο σημαντικό περιορισμό ή κύρωση. |
|
Χρεόγραφα (AF.3) |
Διαπραγματεύσιμα χρηματοοικονομικά μέσα που πιστοποιούν τη σύναψη χρέους. Η διαπραγματευσιμότητα αναφέρεται στο γεγονός ότι η νομική τους κυριότητα είναι δυνατόν να μεταβιβαστεί άμεσα από τον έναν κάτοχο σε άλλον με παράδοση ή οπισθογράφηση. Για να χαρακτηριστεί διαπραγματεύσιμο, ένα χρεόγραφο πρέπει να έχει σχεδιαστεί για ενδεχόμενη αγοραπωλησία σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά ή στην ελεύθερη αγορά, αν και δεν απαιτείται απόδειξη της πραγματικής αγοραπωλησίας. |
|
Βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα (AF.31) |
Χρεόγραφα η αρχική ληκτότητα των οποίων είναι το πολύ ένα έτος και χρεόγραφα εξοφλητέα όταν ζητηθεί από τον πιστωτή. |
|
Μακροπρόθεσμα χρεόγραφα (AF.32) |
Χρεόγραφα η αρχική ληκτότητα των οποίων είναι μεγαλύτερη του ενός έτους ή χωρίς δηλωμένη ημερομηνία λήξης. |
|
Δάνεια (AF.4) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται όταν οι πιστωτές δανείζουν χρήματα στους οφειλέτες, είτε απευθείας είτε μέσω μεσιτών, γεγονός το οποίο τεκμηριώνεται με μη διαπραγματεύσιμα έγγραφα ή δεν τεκμηριώνεται με έγγραφα. |
|
Βραχυπρόθεσμα δάνεια (AF.41) |
Δάνεια, η αρχική ληκτότητα των οποίων είναι το πολύ ένα έτος και δάνεια εξοφλητέα όταν ζητηθεί από τον πιστωτή. |
|
Μακροπρόθεσμα δάνεια (AF.42) |
Δάνεια, η αρχική ληκτότητα των οποίων είναι μεγαλύτερη του ενός έτους ή χωρίς δηλωμένη ημερομηνία λήξης. |
|
Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.5) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα κυριότητας σε εταιρείες ή οιονεί εταιρείες. Αυτά τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία δίνουν γενικά στους κατόχους τους το δικαίωμα να εισπράττουν μερίδιο από τα κέρδη των εταιρειών ή των οιονεί εταιρειών και μερίδιο από τα ίδια κεφάλαια τους στην περίπτωση ρευστοποίησης. |
|
Συμμετοχικοί τίτλοι (AF.51) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αναγνωρίζουν απαιτήσεις επί της υπολειμματικής αξίας μιας εταιρείας ή οιονεί εταιρείας, αφού ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις όλων των πιστωτών. |
|
Εισηγμένες μετοχές (AF.511) |
Συμμετοχικοί τίτλοι που έχουν εισαχθεί σε χρηματοοικονομική αγορά. Τέτοιου είδους χρηματοοικονομική αγορά μπορεί να είναι ένα αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ή οποιαδήποτε άλλη μορφή δευτερογενούς αγοράς. Η ύπαρξη καθορισμένων τιμών για τις μετοχές που είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο σημαίνει ότι οι τρέχουσες αγοραίες τιμές είναι συνήθως άμεσα διαθέσιμες. |
|
Μη εισηγμένες μετοχές (AF.512) |
Συμμετοχικοί τίτλοι με τιμές που δεν έχουν εισαχθεί σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο ή σε άλλης μορφής δευτερογενή αγορά. |
|
Λοιπές μετοχές (AF.519) |
Όλες οι μορφές συμμετοχικών τίτλων εκτός απ’ αυτές που περιλαμβάνονται στις υποκατηγορίες AF.511 και AF.512. |
|
Μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (AF.52) |
Μετοχές, αν χρησιμοποιείται εταιρική δομή, ή μερίδια, αν χρησιμοποιείται καταπιστευτική δομή. Εκδίδονται από εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οι οποίες είναι επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων μέσω των οποίων οι επενδυτές συγκεντρώνουν κεφάλαια για επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά και/ή μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. |
|
Μετοχές/μερίδια εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (AF.521) |
Οι μετοχές/μερίδια εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων εκδίδονται από εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων οι οποίες είναι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου που επενδύουν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα, όπως είναι τα κρατικά χρεόγραφα, τα πιστοποιητικά καταθέσεων προθεσμίας και τα βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα, καθώς επίσης και σε μακροπρόθεσμα χρεόγραφα με βραχυπρόθεσμη υπολειμματική ληκτότητα. Οι μετοχές/μερίδια εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων μπορεί να είναι μεταβιβάσιμα και συχνά θεωρούνται ως παραπλήσια υποκατάστατα των καταθέσεων. |
|
Μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων (AF.522) |
Οι μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων, αντιπροσωπεύουν απαίτηση επί ενός τμήματος της αξίας μιας εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων. Οι μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, πλην των εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων, εκδίδονται από εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου οι οποίες επενδύουν σε ένα φάσμα περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και σε χρεόγραφα, συμμετοχικούς τίτλους, επενδύσεις που συνδέονται με εμπορεύματα, ακίνητα, μετοχές άλλων εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου και σε δομημένα περιουσιακά στοιχεία. |
|
Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.6) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κατόχων ή δικαιούχων ασφαλιστήριων συμβολαίων και υποχρεώσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, των συνταξιοδοτικών ταμείων ή των εκδοτών τυποποιημένων εγγυήσεων. |
|
Τεχνικά αποθεματικά ασφαλίσεων κατά ζημιών (AF.61) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων από τις εταιρείες ασφάλισης κατά ζημιών με τη μορφή καταβληθέντων μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και θεμελιωθεισών απαιτήσεων αποζημίωσης. |
|
Δικαιώματα ασφαλίσεων ζωής και προσόδων (AF.62) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις των κατόχων ασφαλιστήριων συμβολαίων και προσόδων από τα τεχνικά αποθεματικά των ασφαλιστικών εταιρειών ζωής. |
|
Συνταξιοδοτικά δικαιώματα (AF.63) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν τόσο οι νυν όσο και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι είτε έναντι του διευθυντή του συνταξιοδοτικού τους συστήματος, δηλ. των εργοδοτών τους, ή ενός συστήματος που ορίζεται από τον εργοδότη για την καταβολή συντάξεων ως μέρος μιας συμφωνίας αποζημίωσης μεταξύ του εργοδότη και του εργαζoμένου είτε έναντι ενός ασφαλιστή ζωής (ή ασφαλιστή κατά ζημιών). |
|
Απαιτήσεις συνταξιοδοτικών ταμείων από διευθυντές συνταξιοδοτικών συστημάτων (AF.64) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν τις απαιτήσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων από τους διευθυντές των συνταξιοδοτικών συστημάτων για τυχόν ελλείμματα, και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν τις απαιτήσεις του διευθυντή του συνταξιοδοτικού ταμείου από τα συνταξιοδοτικά ταμεία για τυχόν πλεονάσματα, π.χ. όταν το εισόδημα από επενδύσεις υπερβαίνει την αύξηση των δικαιωμάτων και η διαφορά είναι καταβλητέα στον διευθυντή του συστήματος. |
|
Δικαιώματα μη συνταξιοδοτικών παροχών (AF.65) |
Το πλεόνασμα των καθαρών εισφορών επί των παροχών ως αύξηση της υποχρέωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος έναντι των δικαιούχων. |
|
Προβλέψεις για καταπτώσεις τυποποιημένων εγγυήσεων (AF.66) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν οι κάτοχοι τυποποιημένων εγγυήσεων έναντι των εταιρειών που παρέχουν τυποποιημένες εγγυήσεις. |
|
Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.7) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, ένα μη χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή έναν δείκτη, μέσω των οποίων είναι δυνατή η αγοραπωλησία συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών κινδύνων αυτόνομα σε χρηματοοικονομικές αγορές. |
|
Χρηματοοικονομικά παράγωγα (AF.71) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία όπως δικαιώματα προαίρεσης, προθεσμιακά συμβόλαια και πιστωτικά παράγωγα. Τα δικαιώματα προαίρεσης (AF.711), τόσο τα εμπορεύσιμα όσο και τα πωλούμενα στην ελεύθερη (εξωχρηματιστηριακή) αγορά, είναι συμβόλαια που παρέχουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα, όχι όμως και την υποχρέωση, να αγοράσουν (δικαίωμα προαίρεσης για αγορά) από τον εκδότη του δικαιώματος ή να του πουλήσουν (δικαίωμα προαίρεσης για πώληση) ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή ένα μη χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο (το υποκείμενο μέσο) σε μια προκαθορισμένη τιμή (τιμή άσκησης), μέσα σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα (αμερικανικό δικαίωμα προαίρεσης) ή σε μια δεδομένη ημερομηνία (ευρωπαϊκό δικαίωμα προαίρεσης). Με αφετηρία τις βασικές αυτές στρατηγικές έχουν αναπτυχθεί πολλές σύνθετες στρατηγικές, όπως η εκμετάλλευση πτωτικών διαφορών (ανοιγμάτων) αγοράς/πώλησης (bear call/put spreads), η εκμετάλλευση ανοδικών διαφορών (ανοιγμάτων) αγοράς/πώλησης (bull call/put spreads) ή η εκμετάλλευση διαφορών (ανοιγμάτων) που προκύπτουν από συμβόλαια τύπου «πεταλούδας» (butterfly options spreads). Από αυτούς τους τύπους δικαιωμάτων προαίρεσης έχουν προέλθει τα εξωτικά δικαιώματα προαίρεσης με σύνθετες δομές πληρωμών. Τα προθεσμιακά συμβόλαια (AF.712) είναι χρηματοοικονομικά συμβόλαια άνευ όρων στο πλαίσιο των οποίων δύο αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν να ανταλλάξουν μια καθορισμένη ποσότητα του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου (χρηματοοικονομικού ή μη χρηματοοικονομικού) σε μια συμφωνημένη συμβατική τιμή (τιμή άσκησης) κατά την καθορισμένη ημερομηνία. Τα πιστωτικά παράγωγα παίρνουν τη μορφή οιονεί προθεσμιακών συμβολαίων και οιονεί δικαιωμάτων προαίρεσης, πρωταρχικός στόχος των οποίων είναι η αγοραπωλησία του πιστωτικού κινδύνου. Έχουν σχεδιαστεί για την αγοραπωλησία του κινδύνου μη πληρωμής δανείων και χρεογράφων. Όπως και άλλα χρηματοοικονομικά παράγωγα, πολλές φορές καταρτίζονται βάσει τυποποιημένων νομικών συμβάσεων και περιλαμβάνουν διαδικασίες ενεχυρίασης και εγγυοδοσίας περιθωρίου, πράγμα που παρέχει ένα μέσο για την αποτίμηση μιας αγοραίας αξίας. Η μεταβίβαση των πιστωτικών κινδύνων πραγματοποιείται μεταξύ του πωλητή του κινδύνου (αποδέκτης του χρεογράφου) και του αγοραστή του κινδύνου (πωλητής του χρεογράφου) βάσει μιας τιμής. Σε περίπτωση μη πληρωμής της οφειλής, ο αγοραστής του κινδύνου πληρώνει μετρητά στον πωλητή του κινδύνου. |
|
Μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς (AF.72) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία με τη μορφή συμφωνιών που συνάπτονται σε μια δεδομένη ημερομηνία (την ημερομηνία «χορήγησης» του δικαιώματος), με βάση τις οποίες ένας μισθωτός μπορεί να αγοράσει έναν δεδομένο αριθμό μετοχών του εργοδότη σε μια καθορισμένη τιμή (την τιμή «άσκησης») είτε σε καθορισμένο χρόνο (την ημερομηνία «κτήσης» του δικαιώματος) είτε μέσα σε μια χρονική περίοδο (την περίοδο «άσκησης» του δικαιώματος) που ακολουθεί αμέσως μετά την ημερομηνία κτήσης του δικαιώματος. |
|
Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί (AF.8) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται ως αντίστοιχο μιας χρηματοοικονομικής ή μιας μη χρηματοοικονομικής συναλλαγής σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει χρονική διαφορά μεταξύ της συναλλαγής και της αντίστοιχης πληρωμής. |
|
Εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές (AF.81) |
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που προκύπτουν από την απευθείας χορήγηση πίστωσης από προμηθευτές αγαθών και υπηρεσιών στους πελάτες τους και από προκαταβολές για εργασίες σε εξέλιξη ή για εργασίες που πρόκειται να αναληφθούν και με τη μορφή προπληρωμής εκ μέρους των πελατών για αγαθά και υπηρεσίες που δεν έχουν ακόμη παραδοθεί. |
|
Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί, εκτός από εμπορικές πιστώσεις και προκαταβολές (AF.89) |
Χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που προκύπτουν από τη χρονική διαφορά μεταξύ της πραγματοποίησης διανεμητικών συναλλαγών ή χρηματοοικονομικών συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά και της αντίστοιχης πληρωμής. |
|
Υπομνηματικά στοιχεία |
Το σύστημα έχει τρία υπομνηματικά στοιχεία, τα οποία εμφανίζουν περιουσιακά στοιχεία που δεν επισημαίνονται ξεχωριστά στο κεντρικό πλαίσιο και τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο αναλυτικό ενδιαφέρον. |
|
Διαρκή καταναλωτικά αγαθά (AN.m) |
Διαρκή καταναλωτικά αγαθά που αγοράζονται από νοικοκυριά για τελική κατανάλωση (δηλαδή, αυτά που δεν χρησιμοποιούνται από τα νοικοκυριά ως αποθετήρια αξίας ή από επιχειρήσεις μη εταιρικής μορφής οι οποίες ανήκουν σε νοικοκυριά για παραγωγική χρήση). |
|
Ξένες άμεσες επενδύσεις (AF.m1) |
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις προϋποθέτουν μια μακροπρόθεσμη σχέση που αντανακλά τον στόχο της απόκτησης διαρκούς συμφέροντος από μια θεσμική μονάδα μόνιμο κάτοικο μιας οικονομίας (ο «άμεσος επενδυτής») σε μια θεσμική μονάδα μόνιμο κάτοικο άλλης οικονομίας. Σκοπός του άμεσου επενδυτή είναι η άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της μονάδας στην οποία επενδύει. |
|
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (AF.m2) |
Ένα δάνειο χαρακτηρίζεται ως μη εξυπηρετούμενο όταν η καταβολή των τόκων ή του κεφαλαίου έχει καθυστερήσει τουλάχιστον κατά 90 ημέρες ή οι πληρωτέοι τόκοι 90 και πλέον ημερών έχουν κεφαλαιοποιηθεί, αναχρηματοδοτηθεί ή καθυστερήσει βάσει συμφωνίας ή οι πληρωμές δεν έχουν καθυστερήσει περισσότερο από 90 ημέρες, αλλά υπάρχουν άλλοι σοβαροί λόγοι (όπως η χρεοκοπία του οφειλέτη) που θέτουν υπό αμφισβήτηση την πλήρη καταβολή των οφειλών. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7.2
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ ΕΩΣ ΤΟΝ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ
Το παράρτημα 7.2 παρουσιάζει έναν πίνακα από τον ισολογισμό ανοίγματος έως τον ισολογισμό κλεισίματος, με τις λεπτομέρειες κάθε κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων όσον αφορά τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αλλάζει η αξία ισολογισμού: συναλλαγές ή λοιπές μεταβολές του όγκου των περιουσιακών στοιχείων και κέρδη και ζημίες κτήσης.
|
Ταξινόμηση περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης |
IV.1 Ισολογισμός ανοίγματος |
III.1 και III.2 Συναλλαγές |
III.3.1 Λοιπές μεταβολές του όγκου |
III.3.2 Κέρδη και ζημίες κτήσης |
IV.3 Ισολογισμός κλεισίματος |
|
|
III.3.2.1 Ουδέτερα κέρδη και ζημίες κτήσης |
III.3.2.2 Πραγματικά κέρδη και ζημίες κτήσης |
|||||
|
Μη χρηματοοικο-νομικά περιουσιακά στοιχεία |
AN. |
P.5, NP |
K.1, K.2, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN. |
|
Παραχθέντα μη χρηματοοικο-νομικά περιουσιακά στοιχεία |
AN.1 |
P.5 |
K.1, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.1 |
|
Πάγια περιουσιακά στοιχεία (3) |
AN.11 |
P.51g, P.51c |
K.1, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.11 |
|
Κατοικίες |
AN.111 |
P.51g, P.51c |
K.1, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.111 |
|
Λοιπά κτίρια και κατασκευές |
AN.112 |
P.51g, P.51c |
K.1, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.112 |
|
Μηχανήματα και εξοπλισμός |
AN.113 |
P.51g, P.51c |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.113 |
|
Οπλικά συστήματα |
AN.114 |
P.51g, P.51c |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.114 |
|
Καλλιεργού-μενοι βιολο-γικοί πόροι |
AN.115 |
P.51g, P.51c |
K.1, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.115 |
|
Προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας |
AN.117 |
P.51g, P.51c |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.117 |
|
Αποθέματα κατά είδος αποθέματος |
AN.12 |
P.52 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.12 |
|
Τιμαλφή |
AN.13 |
P.53 |
K.1, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.13 |
|
Μη παραχθέντα μη χρηματοοικο-νομικά περιουσιακά στοιχεία |
AN.2 |
NP |
K.1, K.21, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.2 |
|
Φυσικοί πόροι |
AN.21 |
NP.1 |
K.1, K.21, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.21 |
|
Γη |
AN.211 |
NP.1 |
K.1, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.211 |
|
Ορυκτοί και ενεργειακοί πόροι |
AN.212 |
NP.1 |
K.1, K.21, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.212 |
|
Μη καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι |
AN.213 |
NP.1 |
K.1, K.21, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.213 |
|
Υδάτινοι πόροι |
AN.214 |
NP.1 |
K.1, K.21, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.214 |
|
Άλλοι φυσικοί πόροι |
AN.215 |
NP.1 |
K.1, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.215 |
|
Ραδιοφάσμα |
AN.2151 |
NP.1 |
K.1, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.2151 |
|
Λοιπά |
AN.2159 |
NP.1 |
K.1, K.21, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.2159 |
|
Συμβάσεις, μισθώσεις και άδειες |
AN.22 |
NP.2 |
K.1, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.22 |
|
Αγορές μείον πωλήσεις υπεραξίας (goodwill) και περιουσιακών στοιχείων εμπορικής φύσης |
AN.23 |
NP.3 |
K.1, K.22, K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AN.23 |
|
Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία / υποχρεώσεις (4) |
AF |
F |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF. |
|
Νομισματικός χρυσός και ΕΤΔ |
AF.1 |
F.1 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.1 |
|
Μετρητά και καταθέσεις |
AF.2 |
F.2 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.2 |
|
Χρεόγραφα |
AF.3 |
F.3 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.3 |
|
Δάνεια |
AF.4 |
F.4 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.4 |
|
Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές / μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου |
AF.5 |
F.5 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.5 |
|
Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων |
AF.6 |
F.6 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.6 |
|
Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς |
AF.7 |
F.7 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.7 |
|
Λοιποί εισπρακτέοι/ πληρωτέοι λογαριασμοί |
AF.8 |
F.8 |
K.3, K.4, K.5, K.61, K.62 |
K.71 |
K.72 |
AF.8 |
|
Καθαρή θέση |
B.90 |
B.101 |
B.102 |
B.1031 |
B.1032 |
B.90 |
|
Εξισωτικά μεγέθη |
|
|
B.10 |
Μεταβολές της καθαρής θέσης |
|
B.101 |
Μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω αποταμίευσης και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων |
|
B.102 |
Μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω λοιπών μεταβολών του όγκου περιουσιακών στοιχείων |
|
B.103 |
Μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ονομαστικών κερδών και ζημιών κτήσης |
|
B.1031 |
Μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ουδέτερων κερδών και ζημιών κτήσης |
|
B.1032 |
Μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω πραγματικών κερδών και ζημιών κτήσης |
|
B.90 |
Καθαρή θέση |
|
Συναλλαγές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων |
|
|
F. |
Συναλλαγές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων |
|
F.1 |
Νομισματικός χρυσός και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα |
|
F.2 |
Μετρητά και καταθέσεις |
|
F.3 |
Χρεόγραφα |
|
F.4 |
Δάνεια |
|
F.5 |
Συμμετοχικοί τίτλοι και μετοχές/μερίδια εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου |
|
F.6 |
Ασφαλιστικά συστήματα, συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα τυποποιημένων εγγυήσεων |
|
F.7 |
Χρηματοοικονομικά παράγωγα και μετοχικά δικαιώματα προαίρεσης που χορηγούνται σε μισθωτούς |
|
F.8 |
Λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί |
|
Συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών |
|
|
P.5 |
Ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου |
|
P.51g |
Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου |
|
P.51c |
Ανάλωση πάγιου κεφαλαίου (–) |
|
P.511 |
Αποκτήσεις μείον διαθέσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων |
|
P.5111 |
Αποκτήσεις νέων πάγιων περιουσιακών στοιχείων |
|
P.5112 |
Αποκτήσεις υπαρχόντων πάγιων περιουσιακών στοιχείων |
|
P.5113 |
Διαθέσεις υπαρχόντων πάγιων περιουσιακών στοιχείων |
|
P.512 |
Κόστος μεταβίβασης της κυριότητας μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων |
|
P.52 |
Μεταβολές αποθεμάτων |
|
P.53 |
Αποκτήσεις μείον διαθέσεις τιμαλφών |
|
Λοιπές εγγραφές συσσώρευσης |
|
|
NP |
Αποκτήσεις μείον διαθέσεις μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων |
|
NP.1 |
Αποκτήσεις μείον διαθέσεις φυσικών πόρων |
|
NP.2 |
Αποκτήσεις μείον διαθέσεις συμβάσεων, μισθώσεων και αδειών |
|
NP.3 |
Αγορές μείον πωλήσεις υπεραξίας (goodwill) και περιουσιακών στοιχείων εμπορικής φύσης |
|
K.1 |
Οικονομική εμφάνιση περιουσιακών στοιχείων |
|
K.2 |
Οικονομική εξαφάνιση μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων |
|
K.21 |
Εξάντληση φυσικών πόρων |
|
K.22 |
Άλλη οικονομική εξαφάνιση μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων |
|
K.3 |
Ζημίες λόγω μεγάλων καταστροφών |
|
K.4 |
Κατασχέσεις χωρίς αποζημίωση |
|
K.5 |
Άλλες μεταβολές όγκου π.δ.κ.α. |
|
K.6 |
Μεταβολές ταξινόμησης |
|
K.61 |
Μεταβολές ταξινόμησης κατά τομείς και μεταβολές δομής |
|
K.62 |
Μεταβολές ταξινόμησης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων |
|
K.7 |
Ονομαστικά κέρδη και ζημίες κτήσης |
|
K.71 |
Ουδέτερα κέρδη και ζημίες κτήσης |
|
K.72 |
Πραγματικά κέρδη και ζημίες κτήσης |
(1) Υπομνηματικό στοιχείο: AN.m: Διαρκή καταναλωτικά αγαθά.
(2) Υπομνηματικά στοιχεία: AF.m1: Επιχειρήσεις ξένων άμεσων επενδύσεων• AF.m2: Μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
(3) Υπομνηματικό στοιχείο: AN.m: Διαρκή καταναλωτικά αγαθά.
(4) Υπομνηματικά στοιχεία: AF.m1: Άμεσες ξένες επενδύσεις• AF.m2: Μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
|
8.01 |
Το παρόν κεφάλαιο παραθέτει τα λεπτομερή στοιχεία των λογαριασμών και των ισολογισμών στην ακολουθία λογαριασμών των εθνικών λογαριασμών. Παραθέτει, επίσης, τις αλληλεπιδράσεις της εγχώριας οικονομίας με την αλλοδαπή με την ίδια ακολουθία. Στο παρόν κεφάλαιο περιγράφεται, ακόμη, ο λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών, που αντικατοπτρίζει τη λογιστική ταυτότητα που υποστηρίζει την προσφορά και χρήση αγαθών και υπηρεσιών. Τέλος, παρουσιάζεται το ολοκληρωμένο σύνολο οικονομικών λογαριασμών στο οποίο κάθε τομέας εμφανίζεται στον ίδιο λογαριασμό με μια συγκεντρωτική μορφή λογιστικών εγγραφών. |
Ακολουθία λογαριασμών
|
8.02 |
Το ΕΣΛ καταγράφει τις ροές και τα αποθέματα σε ένα μεθοδικό σύνολο λογαριασμών που περιγράφουν τον οικονομικό κύκλο από την παραγωγή και τη δημιουργία του εισοδήματος ως τη διανομή και την αναδιανομή του και τη χρήση του για τελική κατανάλωση. Τέλος, το ΕΣΛ καταγράφει τη χρήση αυτού που απομένει με τη μορφή αποταμίευσης, ώστε να παρουσιάσει τη συσσώρευση μη χρηματοοικονομικών και χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.. |
|
8.03 |
Καθένας από τους λογαριασμούς παρουσιάζει πόρους και χρήσεις που εξισορροπούνται με την εισαγωγή εξισωτικού μεγέθους, συνήθως στην πλευρά χρήσεων του λογαριασμού. Το εξισωτικό μέγεθος μεταφέρεται στον επόμενο λογαριασμό ως η πρώτη εγγραφή στην πλευρά των πόρων.
Η διαρθρωμένη καταγραφή των συναλλαγών σύμφωνα με μια λογική ανάλυση της οικονομικής ζωής παρέχει τα συγκεντρωτικά μεγέθη που απαιτούνται για τη μελέτη ενός θεσμικού τομέα ή υποτομέα ή του συνόλου της οικονομίας. Η ανάλυση των λογαριασμών προορίζεται να αποκαλύψει τις πιο σημαντικές οικονομικές πληροφορίες, ενώ το εξισωτικό μέγεθος κάθε λογαριασμού είναι βασικό στοιχείο στις πληροφορίες που αποκαλύπτονται. |
|
8.04 |
Οι λογαριασμοί χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
|
|
8.05 |
Η ακολουθία λογαριασμών εφαρμόζεται στις θεσμικές μονάδες, στους θεσμικούς τομείς και υποτομείς και στο σύνολο της οικονομίας. |
|
8.06 |
Τα εξισωτικά μεγέθη καταρτίζονται τόσο ακαθάριστα όσο και καθαρά. Είναι ακαθάριστα αν υπολογίζονται πριν από την αφαίρεση της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου και καθαρά αν υπολογίζονται μετά την αφαίρεση. Τα εξισωτικά μεγέθη εισοδήματος ενδείκνυται να εκφράζονται σε καθαρή τιμή, διότι η ανάλωση κεφαλαίου είναι απορρόφηση διαθέσιμου εισοδήματος που πρέπει να ικανοποιηθεί αν θέλουμε να διατηρηθεί το απόθεμα κεφαλαίου της οικονομίας. |
|
8.07 |
Οι λογαριασμοί παρουσιάζονται με δύο τρόπους:
|
|
8.08 |
Ο πίνακας 8.1 παρουσιάζει συνοπτικά τους λογαριασμούς, τα εξισωτικά μεγέθη και τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη: ο κωδικός για τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη δεν παρουσιάζεται στον πίνακα, αλλά είναι ίδιος με τον κωδικό για τα εξισωτικά μεγέθη, αλλά με την προσθήκη ενός αστερίσκου μετά τον αριθμό. Για παράδειγμα, για το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων, ο κωδικός είναι B.5g, ενώ ο ισοδύναμος κωδικός του κύριου συγκεντρωτικού μεγέθους «Ακαθάριστο εθνικό εισόδημα» είναι B.5*g. |
|
8.09 |
Τα εξισωτικά μεγέθη παρουσιάζονται στον πίνακα με την ακαθάριστη μορφή τους και επισημαίνονται με τη χρησιμοποίηση του «g» στον κωδικό. Για κάθε τέτοιον κωδικό υπάρχει μια καθαρή μορφή, όπου η εκτίμηση για ανάλωση κεφαλαίου έχει αφαιρεθεί. Για παράδειγμα, το μέγεθος «Προστιθέμενη αξία, ακαθάριστη» έχει κωδικό B.1g, ενώ το καθαρό ισοδύναμο («Προστιθέμενη αξία, καθαρή»), όπου η ανάλωση κεφαλαίου έχει αφαιρεθεί, είναι B.1n.
Πίνακας 8.1 — Συνοπτική παρουσίαση των λογαριασμών, των εξισωτικών μεγεθών και των κύριων συγκεντρωτικών μεγεθών
Πίνακας 8.1 — Συνοπτική παρουσίαση των λογαριασμών, των εξισωτικών μεγεθών και των κύριων συγκεντρωτικών μεγεθών (συνέχεια)
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ
Τρέχοντες λογαριασμοί
Λογαριασμός παραγωγής (I)
|
8.10 |
Ο λογαριασμός παραγωγής (I) δείχνει τις συναλλαγές που σχετίζονται με την ίδια την παραγωγική διαδικασία. Καταρτίζεται για θεσμικούς τομείς και για κλάδους. Στους πόρους του περιλαμβάνονται τα παραγόμενα προϊόντα και στις χρήσεις του περιλαμβάνεται η ενδιάμεση ανάλωση. |
|
8.11 |
Ο λογαριασμός παραγωγής αποκαλύπτει ένα από τα πιο σημαντικά εξισωτικά μεγέθη του συστήματος —την προστιθέμενη αξία ή την αξία που παράγεται από οποιαδήποτε μονάδα που επιδίδεται σε μια παραγωγική δραστηριότητα— και ένα συγκεντρωτικό μέγεθος με ζωτική σημασία: το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Η προστιθέμενη αξία είναι οικονομικά σημαντική τόσο για τους θεσμικούς τομείς όσο και για τους κλάδους. |
|
8.12 |
Η προστιθέμενη αξία (το εξισωτικό μέγεθος του λογαριασμού) μπορεί να υπολογιστεί πριν ή μετά την ανάλωση πάγιου κεφαλαίου, δηλαδή ακαθάριστη ή καθαρή. Δεδομένου ότι η παραγωγή αποτιμάται σε βασικές τιμές και η ενδιάμεση ανάλωση αποτιμάται σε τιμές αγοραστή, η προστιθέμενη αξία δεν περιλαμβάνει τους φόρους μείον τις επιδοτήσεις προϊόντων. |
|
8.13 |
Ο λογαριασμός παραγωγής στο επίπεδο του συνόλου της οικονομίας περιλαμβάνει στους πόρους, εκτός από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, τους φόρους μείον τις επιδοτήσεις προϊόντων. Έτσι, δίνει τη δυνατότητα να ληφθεί το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (σε αγοραίες τιμές) ως εξισωτικό μέγεθος. Ο κωδικός για το εν λόγω βασικό συγκεντρωτικό εξισωτικό μέγεθος, την προστιθέμενη αξία σε επίπεδο συνολικής οικονομίας προσαρμοσμένη σε αγοραίες τιμές, είναι B.1*g κι αυτό είναι το ΑΕγχΠ σε αγοραίες τιμές. Ο κωδικός του καθαρού εγχώριου προϊόντος (ΚΕγχΠ) είναι B.1*n. |
|
8.14 |
Οι υπηρεσίες χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης που μετρούνται έμμεσα (ΥΧΔΜΕ) κατανέμονται στους χρήστες ως δαπάνες. Ως εκ τούτου, ένα μέρος των πληρωμών τόκων σε ενδιάμεσους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς πρέπει να αναταξινομηθεί ως πληρωμές για υπηρεσίες και να κατανεμηθεί ως παραγωγή των παρόχων υπηρεσιών χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης. Εμφανίζεται μια ισοδύναμη αξία ως κατανάλωση των χρηστών. Η αξία του ΑΕγχΠ επηρεάζεται από το ποσό των ΥΧΔΜΕ που κατανέμεται στην τελική κατανάλωση, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές.
Πίνακας 8.2 — Λογαριασμός I: Λογαριασμός παραγωγής
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λογαριασμοί διανομής και χρήσης εισοδήματος (II)
|
8.15 |
Η διανομή και η χρήση του εισοδήματος αναλύονται σε τέσσερις βαθμίδες: πρωτογενής διανομή, δευτερογενής διανομή, αναδιανομή σε είδος και χρήση του εισοδήματος.
Η πρώτη βαθμίδα αφορά την παραγωγή εισοδήματος που προκύπτει απευθείας από την παραγωγική διεργασία και τη διανομή του στους συντελεστές της παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο) και τη γενική κυβέρνηση (μέσω φόρων στην παραγωγή και στις εισαγωγές και επιδοτήσεων). Δίνει τη δυνατότητα προσδιορισμού του λειτουργικού πλεονάσματος (ή του ακαθάριστου εισοδήματος στην περίπτωση των νοικοκυριών) και του πρωτογενούς εισοδήματος. Η δεύτερη βαθμίδα παρακολουθεί την αναδιανομή του εισοδήματος μέσω των μεταβιβάσεων, εκτός από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος και τις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις. Η βαθμίδα αυτή μας παρέχει το διαθέσιμο εισόδημα ως εξισωτικό μέγεθος. Για την τρίτη βαθμίδα, οι μεμονωμένες υπηρεσίες που παρέχονται από την κυβέρνηση και τα ΜΚΙΕΝ στην κοινωνία αντιμετωπίζονται ως μέρος της τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών, ενώ τεκμαίρεται για τα νοικοκυριά ένα αντίστοιχο εισόδημα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω δύο λογαριασμών με προσαρμοσμένα μεγέθη. Θεσπίζεται ο λεγόμενος λογαριασμός αναδιανομής εισοδήματος σε είδος, ο οποίος παρουσιάζει στους πόρους το τεκμαρτό πρόσθετο εισόδημα των νοικοκυριών και αντίστοιχη χρήση για την κυβέρνηση και τα ΜΚΙΕΝ ως τεκμαρτή μεταφορά από τους εν λόγω τομείς. Αυτό δίνει εξισωτικό μέγεθος που καλείται προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο, για το σύνολο της οικονομίας ισούται με το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά διαφέρει για τους τομείς των Νοικοκυριών, της Γενικής Κυβέρνησης και των ΜΚΙΕΝ. Στην τέταρτη βαθμίδα, το διαθέσιμο εισόδημα μεταφέρεται στον επόμενο λογαριασμό, τον λογαριασμό χρήσης διαθέσιμου εισοδήματος, όπου παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο αναλώνεται το εισόδημα, αφήνοντας την αποταμίευση ως εξισωτικό μέγεθος. Όταν οι επιμέρους υπηρεσίες αναγνωρίζονται ως κατανάλωση των νοικοκυριών μέσω του λογαριασμού αναδιανομής εισοδήματος σε είδος, ο λογαριασμός χρήσης προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αναλώνεται από νοικοκυριά αυτό το προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα στις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος που λαμβάνονται από την κυβέρνηση και τα ΜΚΙΕΝ, προσθέτοντας στην τελική κατανάλωση των νοικοκυριών την αξία των κοινωνικών μεταβιβάσεων σε είδος για να προκύψει η λεγόμενη πραγματική τελική κατανάλωση. Η κατανάλωση της κυβέρνησης και των ΜΚΙΕΝ μειώνεται κατά ίσο και αντίθετο ποσό, έτσι ώστε, όταν υπολογίζεται η αποταμίευση για τους τομείς της κυβέρνησης, των ΜΚΙΕΝ και των νοικοκυριών, η διορθωμένη πρακτική να δίνει το ίδιο εξισωτικό μέγεθος αποταμίευσης για κάθε τομέα, όπως και η συνήθης πρακτική. |
Λογαριασμοί πρωτογενούς διανομής εισοδήματος (II.1)
Λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος (II.1.1)
Η διάταξη του λογαριασμού δημιουργίας εισοδήματος κατά θεσμικό τομέα εμφανίζεται στον πίνακα 8.3.
|
8.16 |
Ο λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος παρουσιάζεται επίσης και κατά κλάδους, στις στήλες των πινάκων προσφοράς και χρήσης. |
|
8.17 |
Ο λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος παρουσιάζει τις συναλλαγές πρωτογενούς εισοδήματος από την άποψη των τομέων απ’ όπου προέρχεται το εισόδημα και όχι των τομέων για τους οποίους προορίζεται (το εισόδημα). |
|
8.18 |
Δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η προστιθέμενη αξία καλύπτει το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας και τους λοιπούς φόρους (μείον τις επιδοτήσεις) επί της παραγωγής. Το εξισωτικό μέγεθος είναι το λειτουργικό πλεόνασμα, που είναι το πλεόνασμα (ή το έλλειμμα) των παραγωγικών δραστηριοτήτων πριν να ληφθούν υπόψη οι τόκοι, τα μισθώματα ή οι επιβαρύνσεις τα οποία η παραγωγική μονάδα:
|
|
8.19 |
Στην περίπτωση των επιχειρήσεων μη μετοχικής μορφής του τομέα των νοικοκυριών, το εξισωτικό μέγεθος του λογαριασμού δημιουργίας εισοδήματος περιέχει σιωπηρά ένα στοιχείο που αντιστοιχεί στην αμοιβή για την εργασία που πραγματοποιεί ο ιδιοκτήτης ή μέλη της οικογένειάς του. Αυτό το εισόδημα της αυτοαπασχόλησης συνδυάζει χαρακτηριστικά μισθών και ημερομισθίων με χαρακτηριστικά κέρδους που προέκυψε από επιχειρηματική δραστηριότητα. Το εισόδημα αυτό, που δεν είναι ούτε μισθοί με την αυστηρή έννοια του όρου ούτε μόνο κέρδη, αναφέρεται ως «μεικτό εισόδημα». |
|
8.20 |
Στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών στέγασης από ιδιοκατοικούντα νοικοκυριά για ίδιο λογαριασμό, το εξισωτικό μέγεθος του λογαριασμού δημιουργίας εισοδήματος είναι το λειτουργικό πλεόνασμα (και όχι το μεικτό εισόδημα).
Πίνακας 8.3 — Λογαριασμός II.1.1: Λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||