ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2012.094.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

55ό έτος
30 Μαρτίου 2012


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 258/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για την εφαρμογή του άρθρου 10 του πρωτοκόλλου των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους, των μερών τους και των πυρομαχικών, το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος (πρωτόκολλο των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα), και για τη θέσπιση άδειας εξαγωγής, μέτρων εισαγωγής και διαμετακόμισης για πυροβόλα όπλα, μέρη και εξαρτήματά τους και πυρομαχικά

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 259/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 648/2004 όσον αφορά τη χρήση των φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων σε απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή ( 1 )

16

 

*

Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 ( 1 )

22

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 261/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

38

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (ΕΕ L 65 της 11.3.2011)

49

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

30.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 258/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Μαρτίου 2012

για την εφαρμογή του άρθρου 10 του πρωτοκόλλου των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους, των μερών τους και των πυρομαχικών, το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος («πρωτόκολλο των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα»), και για τη θέσπιση άδειας εξαγωγής, μέτρων εισαγωγής και διαμετακόμισης για πυροβόλα όπλα, μέρη και εξαρτήματά τους και πυρομαχικά

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με την απόφαση 2001/748/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Οκτωβρίου 2001, για την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπογραφή του πρωτοκόλλου που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους, των μερών τους και των πυρομαχικών (2), η Επιτροπή υπέγραψε, στις 16 Ιανουαρίου 2002, εξ ονόματος της Κοινότητας, το εν λόγω πρωτόκολλο (εφεξής αναφερόμενο ως «πρωτόκολλο των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα»).

(2)

Το πρωτόκολλο των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα, στόχος του οποίου είναι η προώθηση, η διευκόλυνση και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών προκειμένου να προληφθεί, να καταπολεμηθεί και να εξαλειφθεί η παράνομη κατασκευή και διακίνηση πυροβόλων όπλων, των μερών τους και των εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών, τέθηκε σε ισχύ στις 3 Ιουλίου 2005.

(3)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η ιχνηλασία των πυροβόλων όπλων και να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η παράνομη διακίνησή τους, καθώς και των μερών και βασικών εξαρτημάτων τους και των πυρομαχικών, επιβάλλεται να βελτιωθεί η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στα κράτη μέλη, ιδίως με την καλύτερη χρήση των υφιστάμενων διαύλων επικοινωνίας.

(4)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (3), και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (4).

(5)

Στην ανακοίνωσή της της 18ης Ιουλίου 2005 σχετικά με τα μέτρα που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ασφάλεια όσον αφορά τα εκρηκτικά, τους πυροκροτητές, τον εξοπλισμό κατασκευής βομβών και τα πυροβόλα όπλα (5), η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να εφαρμόσει το άρθρο 10 του πρωτοκόλλου των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα στο πλαίσιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για να επιτρέψουν στην Ένωση να συνάψει το εν λόγω πρωτόκολλο.

(6)

Το πρωτόκολλο των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα απαιτεί από τα μέρη να θεσπίσουν ή να βελτιώσουν τις διοικητικές διαδικασίες ή τα συστήματα ώστε να ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος στην κατασκευή, τη σήμανση, την εισαγωγή και την εξαγωγή πυροβόλων όπλων.

(7)

Για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με το πρωτόκολλο, απαιτείται επίσης να χαρακτηρίζεται ποινικό αδίκημα η παράνομη κατασκευή και διακίνηση πυροβόλων όπλων, των μερών και βασικών εξαρτημάτων τους και των πυρομαχικών και να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα που θα επιτρέπουν την κατάσχεση των ούτως κατασκευασθέντων ή διακινούμενων αντικειμένων.

(8)

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα πυροβόλα όπλα, τα μέρη και τα βασικά τους εξαρτήματα ή τα πυρομαχικά που προορίζονται ειδικά για στρατιωτικούς σκοπούς. Τα μέτρα για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 10 του πρωτοκόλλου των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα θα πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να προβλέπονται απλουστευμένες διαδικασίες για τη μη στρατιωτική χρήση πυροβόλων όπλων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διευκολυνθεί η αδειοδότηση πολλαπλών αποστολών, τα μέτρα διαμετακόμισης και οι προσωρινές εξαγωγές για έννομους σκοπούς.

(9)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 346 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αναφέρεται στα ζωτικά συμφέροντα της ασφάλειας των κρατών μελών, ούτε έχει επιπτώσεις στην οδηγία 2009/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την απλούστευση των όρων και προϋποθέσεων για τις μεταφορές προϊόντων συνδεόμενων με τον τομέα της άμυνας εντός της Κοινότητας (6), ή στην οδηγία 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1991, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων (7). Εξάλλου, το πρωτόκολλο των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα και, κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζονται σε διακρατικές συναλλαγές ή σε κρατικές μεταφορές στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή του πρωτοκόλλου θα έθιγε το δικαίωμα του συμβαλλόμενου μέρους να λάβει, με γνώμονα την εθνική ασφάλεια, μέτρα σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

(10)

Η οδηγία 91/477/ΕΟΚ πραγματεύεται τις μεταφορές πυροβόλων όπλων για μη στρατιωτική χρήση εντός του εδάφους της Ένωσης, ενώ ο παρών κανονισμός αφορά κυρίως τα μέτρα που αφορούν την εξαγωγή πυροβόλων όπλων από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης προς τρίτες χώρες ή μέσω τρίτων χωρών.

(11)

Τα πυροβόλα όπλα, τα μέρη και τα βασικά εξαρτήματά τους και πυρομαχικά, όταν εισάγονται από τρίτες χώρες, υπόκεινται στο δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, στις διατάξεις της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ.

(12)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται η συνοχή των υφιστάμενων διατάξεων όσον αφορά την τήρηση αρχείων στο δίκαιο της Ένωσης.

(13)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για τη χορήγηση στις αρμόδιες αρχές των ενδεδειγμένων εξουσιών.

(14)

Προκειμένου να διατηρηθεί ο κατάλογος των πυροβόλων όπλων, των μερών, των βασικών εξαρτημάτων και των πυρομαχικών τους για τα οποία απαιτείται άδεια βάσει του παρόντος κανονισμού, η εξουσία έγκρισης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανατίθεται στην Επιτροπή σε σχέση με την ευθυγράμμιση του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού με το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (8), και το παράρτημα I της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξάγει η Επιτροπή τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(15)

Η Ένωση έχει θεσπίσει σειρά τελωνειακών διατάξεων που περιέχονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (9), και τις διατάξεις εφαρμογής του, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (10). Θα πρέπει επίσης να εξετασθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας) (11), οι διατάξεις του οποίου είναι εφαρμοστέες σε διαφορετικές ημερομηνίες, που αναφέρονται στο άρθρο 188. Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν περιορίζει τις αρμοδιότητες που παρέχονται ή απορρέουν από τον ισχύοντα κοινοτικό τελωνειακό κώδικα και τις διατάξεις εφαρμογής του.

(16)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που θα ισχύουν για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και θα εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(17)

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη του συστήματος περί κοινοτικού ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης το οποίο θεσπίζεται από την Ένωση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου (12).

(18)

Ο παρών κανονισμός συνάδει με τις λοιπές σχετικές διατάξεις περί πυροβόλων όπλων, των μερών τους, βασικών εξαρτημάτων και πυρομαχικών για στρατιωτικούς σκοπούς, στρατηγικών ασφάλειας, του παράνομου εμπορίου μικρών και ελαφρών όπλων και των εξαγωγών στρατιωτικής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής θέσης 2008/944/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2008, για τον καθορισμό κοινών κανόνων που διέπουν τον έλεγχο των εξαγωγών στρατιωτικής τεχνολογίας και εξοπλισμού (13).

(19)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ενημερώνονται αμοιβαία για τα μέτρα που λαμβάνουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καθώς και για άλλες συναφείς πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με τον παρόντα κανονισμό.

(20)

Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τους συνταγματικούς τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα επίσημα έγγραφα, λαμβάνοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (14),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΤΟΧΟΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση άδειας εξαγωγής, καθώς και την εισαγωγή και τα μέτρα διαμετακόμισης πυροβόλων όπλων, των μερών και βασικών εξαρτημάτων τους και των πυρομαχικών, με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 10 του πρωτοκόλλου των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους, των μερών τους και των πυρομαχικών, το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος (το «πρωτόκολλο των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα»).

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς που παρόντος κανονισμού:

1)

Ως «πυροβόλο όπλο» νοείται κάθε φορητό όπλο με κάννη το οποίο εξακοντίζει, είναι σχεδιασμένο να εξακοντίζει ή μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, όπως αναφέρεται στο παράρτημα I.

Ένα αντικείμενο θεωρείται ικανό να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης εάν:

έχει τη μορφή πυροβόλου όπλου, και

λόγω της κατασκευής του ή του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο, μπορεί να υποστεί τη μετατροπή αυτή·

2)

Ως «μέρη» νοούνται τα στοιχεία ή ανταλλακτικά όπως αναφέρονται στο παράρτημα I που είναι ειδικά σχεδιασμένα για πυροβόλα όπλα και είναι ουσιώδη για τη λειτουργία τους, μεταξύ των οποίων η κάννη, ο σκελετός ή το δοχείο, ο ολκός ή ο κύλινδρος, η περόνη ή το κλείστρο, καθώς και οποιαδήποτε διάταξη είναι σχεδιασμένη ή προσαρμοσμένη ώστε να μειώνει τον θόρυβο που προκαλείται από τον πυροβολισμό με πυροβόλο όπλο·

3)

Ως «βασικά εξαρτήματα» νοούνται ο μηχανισμός κλείστρου, η θαλάμη και η κάννη των πυροβόλων όπλων, τα οποία, ως μεμονωμένα αντικείμενα, περιλαμβάνονται στην ίδια κατηγορία με το πυροβόλο όπλο του οποίου αποτελούν ή προορίζονται να αποτελέσουν μέρη·

4)

Ως «πυρομαχικά» νοούνται τα πλήρη φυσίγγια ή τα συστατικά μέρη τους, συμπεριλαμβανομένων του κάλυκα, του εμπυρεύματος, της προωθητικής πυρίτιδας, των βολίδων ή βλημάτων που χρησιμοποιούνται σε ένα πυροβόλο όπλο, όπως αναφέρεται στο παράρτημα I, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά υπόκεινται αυτοτελώς σε αδειοδότηση στο οικείο κράτος μέλος·

5)

Ως «απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα» νοούνται αντικείμενα που αντιστοιχούν κατά τα άλλα στον ορισμό του πυροβόλου όπλου τα οποία έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα προς χρήση μέσω απενεργοποίησης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα ουσιώδη μέρη του πυροβόλου όπλου κατέστησαν οριστικά ακατάλληλα προς χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή οποιαδήποτε ενδεχόμενη επανενεργοποίηση·

Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε ρυθμίσεις για τα μέτρα αυτά απενεργοποίησης προκειμένου να εξακριβώνονται από μία αρμόδια αρχή. Τα κράτη μέλη προβλέπουν, στο πλαίσιο της εν λόγω επαλήθευσης, τη χορήγηση πιστοποιητικού ή εγγράφου που επιβεβαιώνει την απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου ή την απόθεση ευδιάκριτου σήματος για τον σκοπό αυτό επί του πυροβόλου όπλου·

6)

Ως «εξαγωγή» νοείται:

α)

η διαδικασία εξαγωγής κατά την έννοια του άρθρου 161 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92,

β)

η επανεξαγωγή κατά την έννοια του άρθρου 182 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, εξαιρουμένων των αγαθών που διακινούνται βάσει της διαδικασίας εξωτερικής διαμετακόμισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 91 του κανονισμού αυτού όπου δεν επληρούντο οι διαδικασίες επανεξαγωγής όπως αναφέρεται στο άρθρο 182 παράγραφος 2·

7)

Ως «πρόσωπο» νοείται ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και, εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ένωση προσώπων που έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, αλλά δεν είναι νομικό πρόσωπο·

8)

Ως «εξαγωγέας» νοείται κάθε πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, για το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται διασάφηση εξαγωγής, δηλαδή το πρόσωπο το οποίο, κατά τον χρόνο που γίνεται δεκτή η διασάφηση, κατέχει τη σύμβαση με τον παραλήπτη στην τρίτη χώρα και έχει την εξουσία να αποφασίσει την αποστολή του είδους εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης. Αν δεν έχει συναφθεί σύμβαση εξαγωγής ή αν ο κάτοχος της σύμβασης δεν ενεργεί για ίδιο λογαριασμό, ως εξαγωγέας νοείται το πρόσωπο που έχει εξουσία λήψης απόφασης για την αποστολή του είδους εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης.

Όταν το δικαίωμα διάθεσης πυροβόλων όπλων, των μερών και των βασικών εξαρτημάτων τους ή των πυρομαχικών προστίθεται σε πρόσωπο εγκατεστημένο εκτός της Ένωσης σύμφωνα με τη σύμβαση βάσει της οποίας γίνεται η εξαγωγή, ως εξαγωγέας νοείται ο εγκατεστημένος στην Ένωση συμβαλλόμενος·

9)

Ως «τελωνειακό έδαφος της Ένωσης» νοείται το έδαφος κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92·

10)

Ως «διασάφηση εξαγωγής» νοείται η πράξη με την οποία ένα πρόσωπο δηλώνει, με τον πρέποντα τύπο και τρόπο, ότι επιθυμεί να θέσει πυροβόλα όπλα, τα μέρη και τα βασικά εξαρτήματά τους και πυρομαχικά υπό τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής·

11)

Ως «προσωρινή εξαγωγή» νοείται η μετακίνηση πυροβόλων όπλων που εγκαταλείπουν το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και προορίζονται για επανεισαγωγή εντός χρονικής περιόδου μη υπερβαίνουσας τους 24 μήνες·

12)

Ως «διαμετακόμιση» νοείται η πράξη μεταφοράς εμπορευμάτων που εγκαταλείπουν το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και διέρχονται από το έδαφος μίας ή περισσότερων τρίτων χωρών με τελικό προορισμό σε άλλη, τρίτη χώρα·

13)

Ως «μεταφόρτωση» νοείται η διαμετακόμιση που συνεπάγεται τη φυσική εκφόρτωση των αγαθών από το μεταφορικό μέσο εισαγωγής και, εν συνεχεία, τη φόρτωσή τους προς επανεξαγωγή, εν γένει σε άλλο μεταφορικό μέσο εξαγωγής·

14)

Ως «άδεια εξαγωγής» νοείται:

α)

η μοναδική άδεια ή η έγκριση που χορηγείται σε συγκεκριμένο εξαγωγέα για μια αποστολή ενός ή περισσότερων πυροβόλων όπλων, μερών και βασικών εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών για έναν εξακριβωμένο τελικό αποδέκτη ή παραλήπτη σε τρίτη χώρα, ή

β)

η πολλαπλή άδεια ή έγκριση που χορηγείται σε συγκεκριμένο εξαγωγέα για πολλαπλές αποστολές ενός ή περισσότερων πυροβόλων όπλων, μερών και βασικών εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών για έναν εξακριβωμένο τελικό αποδέκτη ή παραλήπτη σε τρίτη χώρα, ή

γ)

η άδεια ή έγκριση σε παγκόσμιο επίπεδο που χορηγείται σε συγκεκριμένο εξαγωγέα για πολλαπλές αποστολές για έναν ή πλείονες εξακριβωμένους τελικούς αποδέκτες ή παραλήπτες και σε μία ή περισσότερες συγκεκριμένες τρίτες χώρες και καλύπτει ένα ή περισσότερα πυροβόλα όπλα, τα μέρη και τα βασικά εξαρτήματά τους και τα πυρομαχικά·

15)

Ως «παράνομη διακίνηση» νοείται η εισαγωγή, εξαγωγή, πώληση, παράδοση, μετακίνηση ή μεταφορά πυροβόλων όπλων, των μερών και των βασικών εξαρτημάτων τους ή των πυρομαχικών από την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή μέσω αυτής προς την επικράτεια τρίτης χώρας, εάν ισχύει οιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

το κράτος μέλος δεν την επιτρέπει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

β)

τα πυροβόλα όπλα δεν φέρουν σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ,

γ)

τα εισαγόμενα πυροβόλα όπλα δεν φέρουν κατά τον χρόνο εισαγωγής τουλάχιστον απλή σήμανση που να επιτρέπει τον εντοπισμό της πρώτης χώρας εισαγωγής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή, στην περίπτωση που τα πυροβόλα όπλα δεν φέρουν σχετική σήμανση, ενιαία σήμανση για την αναγνώριση των εισαγόμενων πυροβόλων όπλων·

16)

Ως «ιχνηλασία» νοείται η συστηματική παρακολούθηση των πυροβόλων όπλων και, ει δυνατόν, των μερών και των βασικών εξαρτημάτων τους, καθώς και των πυρομαχικών, από τον κατασκευαστή έως τον αγοραστή, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να επικουρούνται στην ανίχνευση, διερεύνηση, και ανάλυση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης.

Άρθρο 3

1.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

σε διακρατικές συναλλαγές ή κρατικές μεταφορές,

β)

σε πυροβόλα όπλα, τα μέρη και τα βασικά εξαρτήματά τους και τα πυρομαχικά αν είναι ειδικά σχεδιασμένα για στρατιωτική χρήση και, σε κάθε περίπτωση, σε πυροβόλα όπλα πλήρως αυτόματης λειτουργίας,

γ)

σε πυροβόλα όπλα, τα μέρη και τα βασικά εξαρτήματά τους και τα πυρομαχικά όταν προορίζονται για τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία ή τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών,

δ)

σε συλλέκτες και φορείς που ενδιαφέρονται για τα πυροβόλα όπλα, τα μέρη και τα βασικά εξαρτήματά τους και τα πυρομαχικά από πολιτιστική και ιστορική άποψη, η δε ιδιότητά τους αυτή αναγνωρίζεται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού από το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου είναι εγκατεστημένοι,

ε)

σε απενεργοποιημένα πυροβόλα όπλα,

στ)

σε παλαιά πυροβόλα όπλα και τα αντίγραφά τους όπως ορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, υπό την προϋπόθεση ότι στα παλαιά πυροβόλα όπλα δεν περιλαμβάνονται όπλα που κατασκευάστηκαν μετά το 1899.

2.   Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 (κοινοτικός τελωνειακός κώδικας), του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 (διατάξεις εφαρμογής του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 450/2008 (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας) και του συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης που θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 428/2009 (κανονισμός για τα είδη διπλής χρήσης).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΔΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ, ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

Άρθρο 4

1.   Άδεια εξαγωγής σύμφωνα με τη μορφή που ορίζεται στο παράρτημα II απαιτείται για την εξαγωγή πυροβόλων όπλων, των μερών και των βασικών εξαρτημάτων τους και των πυρομαχικών που αναγράφονται στο παράρτημα I. Η άδεια αυτή χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας και εκδίδεται γραπτώς ή με ηλεκτρονικά μέσα.

2.   Στην περίπτωση που η εξαγωγή πυροβόλων όπλων, μερών τους, βασικών εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών απαιτεί άδεια εξαγωγής σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η δε άδεια αυτή υπόκειται στις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με την κοινή θέση 2008/944/ΚΕΠΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν ενιαία διαδικασία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού και της εν λόγω κοινής θέσης.

3.   Στην περίπτωση που τα πυροβόλα όπλα, τα μέρη τους και τα βασικά εξαρτήματά τους και τα πυρομαχικά βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος όπου υποβλήθηκε η άδεια εξαγωγής, αυτό το στοιχείο αναγράφεται στην εν λόγω αίτηση. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους από το οποίο ζητήθηκε η έκδοση της άδειας εξαγωγής συνεννοούνται αμέσως με τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους ή των εν λόγω κρατών μελών και τους παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία. Το κράτος ή τα κράτη μέλη των οποίων ζητήθηκε η γνώμη γνωστοποιούν εντός 10 εργάσιμων ημερών τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις τους για τη χορήγηση της άδειας, οι οποίες δεσμεύουν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση.

Άρθρο 5

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 6 για την τροποποίηση του παραρτήματος I βάσει των τροποποιήσεων του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 και βάσει των τροποποιήσεων του παραρτήματος I της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ.

Άρθρο 6

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο αόριστης διάρκειας.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός διμήνου από την κοινοποίησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Το διάστημα αυτό παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 7

1.   Πριν από την έκδοση άδειας εξαγωγής για πυροβόλα όπλα, μέρη και βασικά εξαρτήματά τους και πυρομαχικά, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επαληθεύει αν:

α)

η τρίτη χώρα εισαγωγής έχει εγκρίνει τη σχετική εισαγωγή, και

β)

οι τυχόν τρίτες χώρες διαμετακόμισης έχουν κοινοποιήσει γραπτώς, το αργότερο πριν από την αποστολή, ότι δεν εγείρουν αντίρρηση στη διαμετακόμιση. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει:

σε αποστολές διά θαλάσσης ή αέρος και μέσω λιμένων ή αερολιμένων τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται μεταφόρτωση ή αλλαγή μεταφορικού μέσου,

στην περίπτωση πρόσκαιρων εξαγωγών για επαληθεύσιμες νόμιμες χρήσεις, όπως κυνήγι, σκοποβολή, αξιολόγηση, εκθέσεις χωρίς πώληση και επισκευές.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι, απουσία αντιρρήσεων όσον αφορά τη διαμετακόμιση εντός 20 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής από τον εξαγωγέα της γραπτής αίτησης μη διατύπωσης αντιρρήσεων όσον αφορά τη διαμετακόμιση, θεωρείται ότι η ερωτηθείσα τρίτη χώρα διαμετακόμισης δεν προβάλλει αντίρρηση στη διαμετακόμιση.

3.   Ο εξαγωγέας προσκομίζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την έκδοση της άδειας εξαγωγής τα απαιτούμενα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η τρίτη χώρα εισαγωγής επέτρεψε την εισαγωγή και ότι η τρίτη χώρα διαμετακόμισης δεν πρόβαλε αντίρρηση στη διαμετακόμιση.

4.   Τα κράτη μέλη διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις για την έκδοση άδειας εξαγωγής εντός προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, και η οποία δεν υπερβαίνει τις 60 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές έλαβαν όλες τις πληροφορίες που ζητήθηκαν. Όλως εκτάκτως για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί στις 90 εργάσιμες ημέρες.

5.   Η περίοδος ισχύος της άδειας εξαγωγής δεν υπερβαίνει την περίοδο ισχύος της άδειας εισαγωγής. Στην περίπτωση που η άδεια εισαγωγής δεν προσδιορίζει την περίοδο ισχύος, εκτός έκτακτων περιστάσεων για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, η περίοδος ισχύος της άδειας εξαγωγής δεν μπορεί να είναι μικρότερη από εννέα μήνες.

6.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά έγγραφα για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων άδειας εξαγωγής.

Άρθρο 8

1.   Για τους σκοπούς της ιχνηλασίας, η άδεια εξαγωγής, καθώς και η έγκριση εισαγωγής ή η άδεια εισαγωγής που εκδίδει η τρίτη χώρα εισαγωγής και τα συνοδευτικά έγγραφα τεκμηρίωσης περιλαμβάνουν, στο σύνολό τους, τις εξής πληροφορίες:

α)

τις ημερομηνίες έκδοσης και λήξης,

β)

τον τόπο έκδοσης,

γ)

τη χώρα εξαγωγής,

δ)

τη χώρα εισαγωγής,

ε)

κατά περίπτωση, την τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες διαμετακόμισης,

στ)

τον παραλήπτη,

ζ)

τον τελικό αποδέκτη, εάν είναι γνωστός κατά τον χρόνο της αποστολής,

η)

τις ενδείξεις που επιτρέπουν τον εντοπισμό των πυροβόλων όπλων, των στοιχείων και βασικών εξαρτημάτων τους και των πυρομαχικών, και την ποσότητα αυτών περιλαμβανομένης και της σήμανσης που φέρουν τα πυροβόλα όπλα, το αργότερο αμέσως πριν από την αποστολή.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εάν περιλαμβάνονται στην έγκριση ή άδεια εισαγωγής, παρέχονται εκ των προτέρων από τον εξαγωγέα στις τρίτες χώρες διαμετακόμισης και το αργότερο πριν από την αποστολή.

Άρθρο 9

1.   Οι απλουστευμένες διαδικασίες για την προσωρινή εξαγωγή ή την επανεξαγωγή πυροβόλων όπλων, μερών τους, βασικών εξαρτημάτων και πυρομαχικών εφαρμόζονται ως εξής:

α)

δεν απαιτείται άδεια εξαγωγής για

i)

την προσωρινή εξαγωγή από κυνηγούς ή αθλητές σκοποβολής ως τμήμα των προσωπικών αντικειμένων τους, κατά τη διάρκεια ταξιδιού σε τρίτη χώρα και υπό την προϋπόθεση ότι θα υποβάλουν στις αρμόδιες αρχές τους λόγους του ταξιδιού τους, προσκομίζοντας ιδίως μία πρόσκληση ή άλλη απόδειξη για τις κυνηγητικές δραστηριότητες ή τις δραστηριότητες σκοποβολής στην τρίτη χώρα προορισμού:

ενός ή περισσότερων πυροβόλων όπλων,

των βασικών εξαρτημάτων τους, εάν υπάρχουν, καθώς και μερών τους,

των σχετικών πυρομαχικών που περιορίζονται σε μέγιστο αριθμό 800 φυσιγγίων για κυνηγούς και 1 200 φυσιγγίων για αθλητές σκοποβολής.

ii)

την επανεξαγωγή από κυνηγούς ή αθλητές σκοποβολής ως τμήμα των προσωπικών αντικειμένων τους, εν συνεχεία προσωρινής αποδοχής για κυνηγητικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες σκοποβολής, υπό την προϋπόθεση ότι τα πυροβόλα όπλα παραμένουν στην ιδιοκτησία ατόμου εγκατεστημένου εκτός της τελωνειακής επικράτειας της Ένωσης και τα πυροβόλα όπλα επανεξάγονται στο εν λόγω άτομο.

β)

Οι κυνηγοί και οι αθλητές σκοποβολής, όταν εγκαταλείπουν την τελωνειακή επικράτεια της ΕΕ μέσω άλλου κράτους μέλους σε σχέση με το κράτος μέλος διαμονής τους παρουσιάζουν στις αρμόδιες αρχές το ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου όπως προβλέπεται στα άρθρα 1 και 12 της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ. Στην περίπτωση αεροπορικού ταξιδίου, το ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου προσκομίζεται στις αρμόδιες αρχές όπου τα σχετικά προϊόντα παραδίδονται στον αερομεταφορέα για τη μεταφορά τους εκτός τελωνειακής επικράτειας της Ένωσης.

Οι κυνηγοί και οι αθλητές σκοποβολής, όταν εγκαταλείπουν την τελωνειακή επικράτεια της Ένωσης από το κράτος μέλος διαμονής τους, μπορούν αντί του ευρωπαϊκού δελτίου πυροβόλου όπλου να επιλέγουν την παρουσίαση άλλου εγγράφου που θεωρείται έγκυρο για τον σκοπό αυτό από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

γ)

Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 10 ημέρες, αναστέλλουν τη διεργασία εξαγωγής ή, εάν χρειασθεί, εμποδίζουν την έξοδο πυροβόλων όπλων, μερών και βασικών εξαρτημάτων ή πυρομαχικών από την τελωνειακή επικράτεια της Ένωσης από το εν λόγω κράτος μέλος, όταν έχουν βάσιμες υποψίες ότι οι λόγοι τους οποίους προβάλλουν οι κυνηγοί ή οι αθλητές σκοποβολής δεν τηρούν τους σχετικούς όρους και τις σχετικές υποχρεώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 10. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, η προθεσμία που εμφαίνεται στο παρόν σημείο δύναται να παραταθεί στις 30 ημέρες.

2.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, θεσπίζουν απλουστευμένες διαδικασίες για:

α)

την επανεξαγωγή πυροβόλων εν συνεχεία προσωρινής αποδοχής για αξιολόγηση ή για έκθεση χωρίς πώληση, ή για επισκευή στο εσωτερικό της χώρας υπό την προϋπόθεση ότι τα όπλα παραμένουν στην ιδιοκτησία ατόμου εγκατεστημένου εκτός της τελωνειακής επικράτειας της Ένωσης και τα πυροβόλα όπλα επανεξάγονται στο εν λόγω άτομο,

β)

την επανεξαγωγή πυροβόλων όπλων, μερών τους και βασικών εξαρτημάτων και πυρομαχικών στην περίπτωση που φυλάσσονται προσωρινά από τη χρονική στιγμή που εισέρχονται στην τελωνειακή επικράτεια της Ένωσης μέχρι την έξοδό τους,

γ)

την προσωρινή εξαγωγή πυροβόλων όπλων για αξιολόγηση και επισκευή καθώς και έκθεση χωρίς πώληση υπό την προϋπόθεση ότι ο εξαγωγέας τεκμηριώνει τη νόμιμη κατοχή των πυροβόλων αυτών όπλων και τα εξάγει στο πλαίσιο της τελειοποίησης προς επανεισαγωγή ή των προσωρινών τελωνειακών διαδικασιών που ελέγχουν τις εξαγωγές.

Άρθρο 10

1.   Τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφασίσουν κατά πόσον θα εκδώσουν ή μη άδεια εξαγωγής, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, λαμβάνουν υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα:

α)

τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις τους ως μέρη των σχετικών διεθνών ρυθμίσεων ελέγχου των εξαγωγών ή δυνάμει σχετικών διεθνών Συνθηκών,

β)

θέματα εθνικής εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, περιλαμβανομένων εκείνων που καλύπτονται από την κοινή θέση 2008/944/ΚΕΠΠΑ,

γ)

εκτιμήσεις όσον αφορά την προβλεπόμενη τελική χρήση, τον παραλήπτη, τον εξακριβωμένο τελικό αποδέκτη και τον κίνδυνο εκτροπής.

2.   Επιπροσθέτως των σχετικών παραγόντων που καθορίζονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, κατά την αξιολόγηση μιας αίτησης για χορήγηση άδειας εξαγωγής, λαμβάνουν υπόψη κατά πόσον ο εξαγωγέας εφαρμόζει αναλογικά και επαρκή μέσα και διαδικασίες για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις και τους στόχους του παρόντος κανονισμού και με τους όρους και τις προϋποθέσεις της άδειας.

Κατά τη λήψη της απόφασης σχετικά με τη χορήγηση άδειας εξαγωγής δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν στο πλαίσιο κυρώσεων που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις του Συμβουλίου ή με απόφαση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) ή με δεσμευτικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ιδίως όσον αφορά τα εμπάργκο όπλων.

Άρθρο 11

1.   Τα κράτη μέλη:

α)

αρνούνται να χορηγήσουν άδεια εξαγωγής εάν ο αιτών έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο για πράξεις που συνιστούν αδίκημα το οποίο καταγράφεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (15), ή σχετικά με οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά, υπό την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά συνιστά αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με μέγιστη στέρηση της ελευθερίας για τουλάχιστον τέσσερα έτη ή και αυστηρότερες ποινές·

β)

ακυρώνουν, αναστέλλουν, τροποποιούν ή ανακαλούν άδειες εξαγωγής στην περίπτωση που δεν επληρούντο ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι βάσει των οποίων εκδόθηκαν.

Η παράγραφος αυτή δεν αναιρεί αυστηρότερους κανόνες βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

2.   Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη ακυρώνουν, αναστέλλουν, τροποποιούν ή ανακαλούν άδειες εξαγωγής ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και ανταλλάσσουν με αυτές τις σχετικές πληροφορίες. Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους έχουν αναστείλει άδεια εξαγωγής, η τελική αξιολόγησή τους κοινοποιείται στα κράτη μέλη στο τέλος της περιόδου αναστολής.

3.   Προτού οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους χορηγήσουν άδεια εξαγωγής δυνάμει του παρόντος κανονισμού, λαμβάνουν υπόψη όλες τις αρνήσεις που έχουν εκδοθεί βάσει του παρόντος κανονισμού και οι οποίες τους έχουν κοινοποιηθεί, προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπήρξε απόρριψη χορήγησης άδειας εξαγωγής από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους ή κρατών μελών για κατ’ ουσίαν ταυτόσημη συναλλαγή (που αφορούσε, αφενός, είδος με κατ’ ουσίαν ίδιες παραμέτρους ή τεχνικά χαρακτηριστικά και, αφετέρου, τον ίδιο εισαγωγέα ή παραλήπτη).

Πρώτα μπορούν να διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους ή των κρατών μελών που εξέδωσαν αρνητικές αποφάσεις, ακυρώσεις, αναστολές, τροποποιήσεις ή ανακλήσεις όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2. Αν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, μετά τις ως άνω διαβουλεύσεις, αποφασίσουν να χορηγήσουν άδεια, απευθύνουν κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή, παρέχοντας κάθε σχετική πληροφορία προκειμένου να εξηγήσουν την απόφασή τους.

4.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 2 σχετικά με την εμπιστευτικότητα.

Άρθρο 12

Βασιζόμενα στην ισχύουσα εθνική τους νομοθεσία ή πρακτική, τα κράτη μέλη τηρούν –το λιγότερο επί 20 έτη– όλες τις πληροφορίες σχετικά με πυροβόλα όπλα και, εφόσον είναι σκόπιμο και εφικτό, σχετικά με τα μέρη και βασικά εξαρτήματά τους και πυρομαχικά, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ιχνηλασία και την ταυτοποίηση των εν λόγω πυροβόλων όπλων, των μερών και βασικών εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών, καθώς και για την πρόληψη και τη διαπίστωση παράνομης διακίνησης των προϊόντων αυτών. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνεται ο τόπος, οι ημερομηνίες έκδοσης και λήξης της άδειας εξαγωγής, η χώρα εξαγωγής, η χώρα εισαγωγής, κατά περίπτωση, οι τρίτες χώρες διαμετακόμισης, ο παραλήπτης, ο τελικός αποδέκτης, εάν είναι γνωστός κατά τον χρόνο της αποστολής, και η περιγραφή και η ποσότητα των ειδών, περιλαμβανομένης της σήμανσης που αυτά φέρουν.

Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για τις εξαγωγές που αναφέρονται στο άρθρο 9.

Άρθρο 13

1.   Τα κράτη μέλη, σε περίπτωση υποψίας, ζητούν από την τρίτη χώρα εισαγωγής να επιβεβαιώσει την παραλαβή των αποσταλέντων πυροβόλων όπλων, των μερών και βασικών εξαρτημάτων τους ή των πυρομαχικών.

2.   Κατόπιν αιτήματος τρίτης χώρας εξαγωγής που είναι κατά τον χρόνο εξαγωγής μέλος του πρωτοκόλλου των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα, τα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν την εντός της τελωνειακής επικράτειας της Ένωσης παραλαβή των αποσταλέντων πυροβόλων όπλων, των μερών και βασικών εξαρτημάτων τους ή των πυρομαχικών, η οποία καταρχήν διασφαλίζεται με την υποβολή των σχετικών τελωνειακών εγγράφων εισαγωγής.

3.   Τα κράτη μέλη συμμορφώνονται προς τις παραγράφους 1 και 2 σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική τους νομοθεσία ή πρακτική. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις εξαγωγές, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους δύναται να αποφασίσει είτε να απευθυνθεί στον εξαγωγέα είτε να επικοινωνήσει απευθείας με την τρίτη χώρα εισαγωγής.

Άρθρο 14

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που κρίνουν αναγκαία προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι διαδικασίες χορήγησης αδειών είναι ασφαλείς και ότι η αυθεντικότητα των εγγράφων αδειοδότησης μπορεί να επαληθευτεί ή να κυρωθεί.

Η επαλήθευση και η κύρωση δύνανται να εξασφαλισθούν, κατά περίπτωση, διά της διπλωματικής οδού.

Άρθρο 15

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα που είναι αναγκαία και αναλογικά, ώστε να είναι οι αρμόδιες αρχές τους σε θέση:

α)

να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με οποιαδήποτε παραγγελία ή συναλλαγή που αφορά πυροβόλα όπλα, μέρη και βασικά εξαρτήματά τους, καθώς και πυρομαχικά, και

β)

να εξακριβώνουν την ορθή διενέργεια των ελέγχων των εξαγωγών, έχοντας μεταξύ άλλων πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους των προσώπων τα οποία αφορά εξαγωγική συναλλαγή.

Άρθρο 16

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα κυρώσεων που επιβάλλουν στις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ

Άρθρο 17

1.   Κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων για την εξαγωγή πυροβόλων όπλων, μερών και βασικών εξαρτημάτων τους ή πυρομαχικών, ο εξαγωγέας προσκομίζει στο τελωνείο εξαγωγής αποδεικτικό ότι έχει λάβει κάθε αναγκαία άδεια εξαγωγής.

2.   Μπορεί να ζητηθεί από τον εξαγωγέα να υποβάλει μετάφραση των αποδεικτικών εγγράφων σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η διασάφηση.

3.   Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, τα κράτη μέλη αναστέλλουν, επί χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 10 ημέρες, τη διαδικασία της εξαγωγής από το έδαφός τους ή, εν ανάγκη, εμποδίζουν με άλλον τρόπο να εξέλθουν από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης μέσω του εδάφους τους πυροβόλα όπλα, μέρη και βασικά εξαρτήματά τους ή πυρομαχικά που καλύπτονται από έγκυρη άδεια εξαγωγής, όταν έχουν λόγους να υποπτεύονται:

α)

ότι κατά τη χορήγηση της άδειας δεν είχαν ληφθεί υπόψη σημαντικές πληροφορίες, ή

β)

ότι οι περιστάσεις έχουν αλλάξει σημαντικά αφότου χορηγήθηκε η άδεια.

Όλως εκτάκτως για δεόντως τεκμηριωμένους λόγους, το εν λόγω χρονικό διάστημα δύναται να παραταθεί στις 30 ημέρες.

4.   Εντός της προθεσμίας ή της παράτασής της που αναφέρονται στην παράγραφο 3, τα κράτη μέλη είτε αποδεσμεύουν τα πυροβόλα όπλα, μέρη και βασικά εξαρτήματά τους ή πυρομαχικά, ή αναλαμβάνουν δράση βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Άρθρο 18

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι οι τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγής πυροβόλων όπλων, μερών και βασικών εξαρτημάτων τους ή πυρομαχικών μπορούν να διεκπεραιώνονται μόνο σε τελωνεία ειδικώς εξουσιοδοτημένα.

2.   Τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα δεόντως εξουσιοδοτημένα τελωνεία ή μεταγενέστερες σχετικές αλλαγές. Η Επιτροπή δημοσιεύει και επικαιροποιεί τις πληροφορίες αυτές ετησίως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 19

1.   Τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή και σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2, λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την καθιέρωση άμεσης συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, με σκοπό να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

λεπτομερή στοιχεία για εξαγωγείς των οποίων η αίτηση άδειας απορρίπτεται ή για εξαγωγείς οι οποίοι είναι αντικείμενο αποφάσεων που έχουν λάβει τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 11,

β)

δεδομένα όσον αφορά παραλήπτες ή άλλους παράγοντες που εμπλέκονται σε ύποπτες δραστηριότητες και, εφόσον είναι γνωστές, τις ακολουθούμενες διαδρομές.

2.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου (16), περί της αμοιβαίας συνδρομής, και ιδίως οι διατάξεις αυτού περί εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

1.   Συγκροτείται συντονιστική ομάδα εξαγωγών πυροβόλων όπλων («συντονιστική ομάδα») υπό την προεδρία εκπροσώπου της Επιτροπής. Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν εκπρόσωπο σε αυτή.

Η συντονιστική ομάδα εξετάζει κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, το οποίο εγείρει είτε ο πρόεδρος είτε ο εκπρόσωπος ενός κράτους μέλους. Διέπεται από τους κανόνες περί εμπιστευτικότητας του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97.

2.   Ο πρόεδρος της συντονιστικής ομάδας ή η συντονιστική ομάδα, όποτε είναι απαραίτητο, συμβουλεύεται οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία αφορά ο παρών κανονισμός.

Άρθρο 21

1.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζει κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 16.

2.   Έως τη 19η Απριλίου 2012, κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή όσον αφορά τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των άρθρων 7, 9, 11 και 17. Βάσει των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή δημοσιεύει και ενημερώνει ετησίως κατάλογο των αρχών αυτών στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Έως την 19ή Απριλίου 2017 και εφεξής, κατόπιν αιτήματος της συντονιστικής ομάδας και εν πάση περιπτώσει ανά δεκαετία, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις για την τροποποίησή του. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλα τα κατάλληλα στοιχεία για την εκπόνηση της εν λόγω έκθεσης, περιλαμβανομένων των πληροφοριών για τη χρήση της ενιαίας διαδικασίας που προβλέπεται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 2.

Άρθρο 22

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 30 Σεπτεμβρίου 2013.

Ωστόσο, οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 13 εφαρμόζονται από την τριακοστή ημέρα μετά τη θέση σε ισχύ του πρωτοκόλλου των ΗΕ για τα πυροβόλα όπλα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την υπογραφή του, δυνάμει του άρθρου 218 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Μαρτίου 2012.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. WAMMEN


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Μαρτίου 2012.

(2)  ΕΕ L 280 της 24.10.2001, σ. 5.

(3)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(4)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(5)  COM(2005) 329. Η ανακοίνωση γνωστοποίησε επίσης την πρόθεση για τεχνική τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ με σκοπό την ενσωμάτωση των σχετικών διατάξεων, όπως απαιτείται από το πρωτόκολλο των ΗΕ, σε ό,τι αφορά τις ενδοκοινοτικές μεταφορές όπλων που καλύπτονται από την οδηγία· τροποποιήθηκε εντέλει από την οδηγία 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 179 της 8.7.2008, σ. 5).

(6)  ΕΕ L 146 της 10.6.2009, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 256 της 13.9.1991, σ. 51.

(8)  ΕΕ L 256 της 7.9.1987, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 145 της 4.6.2008, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 134 της 29.5.2009, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 335 της 13.12.2008, σ. 99.

(14)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(15)  ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1.

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I (1)

Κατάλογος πυροβόλων όπλων, μερών και βασικών εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών

 

Περιγραφή

Κωδικός ΣΟ (2)

1

Βραχέα ημιαυτόματα ή επαναληπτικά πυροβόλα όπλα

ex 9302 00 00

2

Βραχέα πυροβόλα όπλα μιας βολής με κεντρική επίκρουση

ex 9302 00 00

3

Βραχέα πυροβόλα όπλα μιας βολής με περιφερειακή επίκρουση, συνολικού μήκους μικρότερου από 28 cm

ex 9302 00 00

4

Μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη μπορούν να φέρουν περισσότερα από τρία φυσίγγια

ex 9303 20 10

ex 9303 20 95

ex 9303 30 00

ex 9303 90 00

5

Μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη μπορούν να φέρουν περισσότερα από τρία φυσίγγια, τα οποία φέρουν κινητό γεμιστήρα ή για τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση ότι αποκλείεται να μετατραπούν, με συνήθη εργαλεία, σε όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη μπορούν να περιέχουν περισσότερα από τρία φυσίγγια

ex 9303 20 10

ex 9303 20 95

ex 9303 30 00

ex 9303 90 00

6

Μακρύκαννα επαναληπτικά και ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με λεία κάννη η οποία δεν υπερβαίνει τα 60 cm

ex 9303 20 10

ex 9303 20 95

7

Ημιαυτόματα μη πολεμικά πυροβόλα όπλα που έχουν τη μορφή αυτόματου πυροβόλου όπλου

ex 9302 00 00

ex 9303 20 10

ex 9303 20 95

ex 9303 30 00

ex 9303 90 00

8

Μακρύκαννα επαναληπτικά πυροβόλα όπλα εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο σημείο 6

ex 9303 20 95

ex 9303 30 00

ex 9303 90 00

9

Μακρύκαννα πυροβόλα όπλα μιας βολής ανά αυλακωτή κάννη

ex 9303 30 00

ex 9303 90 00

10

Μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα εκτός από εκείνα που περιλαμβάνονται στα σημεία 4 έως 7

ex 9303 90 00

11

Βραχέα πυροβόλα όπλα μιας βολής, με περιφερειακή επίκρουση, συνολικού μήκους όχι μικρότερου των 28 cm

ex 9302 00 00

12

Μακρύκαννα πυροβόλα όπλα μιας βολής ανά λεία κάννη

9303 10 00

ex 9303 20 10

ex 9303 20 95

13

Στοιχεία ή ανταλλακτικά που είναι ειδικά σχεδιασμένα για πυροβόλα όπλα και είναι ουσιώδη για τη λειτουργία τους, μεταξύ των οποίων η κάννη, ο σκελετός ή το δοχείο, ο ολκός ή ο κύλινδρος, η περόνη ή το κλείστρο, καθώς και οποιαδήποτε διάταξη είναι σχεδιασμένη ή προσαρμοσμένη ώστε να μειώνει τον θόρυβο που προκαλείται από τον πυροβολισμό με πυροβόλο όπλο.

Κάθε βασικό εξάρτημα αυτών των πυροβόλων όπλων: ο μηχανισμός κλείστρου, η θαλάμη και η κάννη των πυροβόλων όπλων, τα οποία, ως μεμονωμένα αντικείμενα, περιλαμβάνονται στην ίδια κατηγορία με το πυροβόλο όπλο του οποίου αποτελούν ή προορίζονται να αποτελέσουν μέρη

ex 9305 10 00

ex 9305 21 00

ex 9305 29 00

ex 9305 99 00

14

Πυρομαχικά: τα πλήρη φυσίγγια ή τα συστατικά μέρη τους, συμπεριλαμβανομένων του κάλυκα, του εμπυρεύματος, της προωθητικής πυρίτιδας, των βολίδων ή βλημάτων που χρησιμοποιούνται σε ένα πυροβόλο όπλο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά υπόκεινται αυτοτελώς σε αδειοδότηση στο οικείο κράτος μέλος

ex 3601 00 00

ex 3603 00 90

ex 9306 21 00

ex 9306 29 00

ex 9306 30 10

ex 9306 30 90

ex 9306 90 90

15

Τεμάχια συλλογών και συλλεκτών με ιστορικό ενδιαφέρον

Αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας με ηλικία ανώτερη των 100 ετών

ex 9705 00 00

ex 9706 00 00

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος:

α)

ως «βραχύ πυροβόλο όπλο» νοείται το όπλο η κάννη του οποίου δεν υπερβαίνει τα 30 εκατοστά ή το συνολικό μήκος του οποίου δεν υπερβαίνει τα 60 εκατοστά·

β)

ως «μακρύκαννο πυροβόλο όπλο» νοείται κάθε πυροβόλο όπλο εκτός από τα βραχέα·

γ)

ως «αυτόματο πυροβόλο όπλο» νοείται το πυροβόλο όπλο το οποίο, μετά από κάθε βολή, οπλίζεται εκ νέου μόνο του και μπορεί να βάλλει με ριπές κάθε φορά που πιέζεται η σκανδάλη·

δ)

ως «ημιαυτόματο πυροβόλο όπλο» νοείται το πυροβόλο όπλο το οποίο, μετά από κάθε βολή, οπλίζεται εκ νέου αυτόματα και δεν μπορεί κάθε φορά που πιέζεται η σκανδάλη να βάλλει περισσότερες από μία φορά·

ε)

ως «επαναληπτικό πυροβόλο όπλο» νοείται το πυροβόλο όπλο το οποίο, μετά από κάθε βολή, οπλίζεται εκ νέου με χειρισμό που συνίσταται στην εισαγωγή μέσα στην κάννη φυσιγγίου που λαμβάνεται από αποθήκη και μεταφέρεται με τη βοήθεια μηχανισμού·

στ)

ως «πυροβόλο όπλο μιας βολής» νοείται το όπλο χωρίς αποθήκη φυσιγγίων, το οποίο οπλίζεται πριν από κάθε βολή με εισαγωγή του φυσιγγίου με το χέρι στη θαλάμη ή σε χώρο που έχει προβλεφθεί σχετικά στην είσοδο της κάννης.


(1)  Με βάση τη συνδυασμένη ονοματολογία εμπορευμάτων, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο.

(2)  Όταν των κωδικών ΣΟ προηγείται ένα «ex», το πεδίο εφαρμογής πρέπει να καθορίζεται με την εφαρμογή από κοινού του κωδικού ΣΟ και της αντίστοιχης περιγραφής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

(μοντέλο εντύπου για άδεια εξαγωγής)

(αναφέρεται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού)

Κατά τη χορήγηση αδειών εξαγωγής, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να δηλώνεται εμφανώς η φύση της άδειας στο εκδοθέν έντυπο.

Η παρούσα αποτελεί άδεια εξαγωγής που ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως την ημερομηνία λήξης της.

Image

Image

Image


30.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 259/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Μαρτίου 2012

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 648/2004 όσον αφορά τη χρήση των φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων σε απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στην έκθεσή της της 4ης Μαΐου 2007 προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή αξιολόγησε, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 648/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), τη χρήση των φωσφορικών αλάτων στα απορρυπαντικά. Κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι η χρήση των φωσφορικών αλάτων σε απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή θα πρέπει να περιοριστεί προκειμένου να μειωθεί η συμβολή των φωσφορικών αλάτων από τα απορρυπαντικά στον κίνδυνο ευτροφισμού, καθώς και να μειωθεί το κόστος εξάλειψης των φωσφορικών αλάτων από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Η εν λόγω εξοικονόμηση κόστους υπερβαίνει σημαντικά το κόστος επανατυποποίησης απορρυπαντικών πλυντηρίων ρούχων που προορίζονται για τον καταναλωτή, με εναλλακτικές των φωσφορικών αλάτων ουσίες.

(2)

Τα αποτελεσματικά εναλλακτικά των απορρυπαντικών πλυντηρίων ρούχων που προορίζονται για τον καταναλωτή και βασίζονται στα φωσφορικά άλατα απαιτούν μικρές ποσότητες άλλων φωσφορικών ενώσεων, δηλαδή φωσφονικών, τα οποία, αν χρησιμοποιούνταν σε μεγαλύτερες ποσότητες, θα μπορούσαν να είναι προβληματικά για το περιβάλλον. Μολονότι έχει σημασία να ενθαρρυνθεί η χρήση εναλλακτικών ουσιών με ευνοϊκότερα για το περιβάλλον χαρακτηριστικά από ό,τι τα φωσφορικά άλατα και άλλες φωσφορικές ενώσεις στην παρασκευή απορρυπαντικών πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή, οι ουσίες αυτές θα πρέπει, υπό τις συνήθεις συνθήκες χρήσης τους, να μην παρουσιάζουν κανένα κίνδυνο ή να παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο για τους ανθρώπους και/ή το περιβάλλον. Θα πρέπει επομένως να χρησιμοποιείται το σύστημα REACH (4), όπου ενδείκνυται, για την αξιολόγηση τέτοιων ουσιών.

(3)

Η αλληλεπίδραση μεταξύ των φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων απαιτεί προσεκτική επιλογή του πεδίου εφαρμογής και του επιπέδου περιορισμού της χρήσης των φωσφορικών αλάτων σε απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή. Ο περιορισμός θα πρέπει να ισχύει όχι μόνο για τα φωσφορικά άλατα, αλλά και για όλες τις φωσφορικές ενώσεις προκειμένου να αποκλειστεί η απλή αντικατάσταση των φωσφορικών αλάτων από άλλες φωσφορικές ενώσεις. Το όριο για την περιεκτικότητα φωσφόρου θα πρέπει να είναι επαρκώς χαμηλό για να προλαμβάνει αποτελεσματικά τη διάθεση στην αγορά απορρυπαντικών παρασκευασμάτων με φωσφορικά άλατα για πλυντήρια ρούχων που προορίζονται για τον καταναλωτή, αλλά αρκετά υψηλό ώστε να επιτρέπει την ελάχιστη ποσότητα φωσφονικών που απαιτείται για εναλλακτικά παρασκευάσματα.

(4)

Δεν είναι σκόπιμο επί του παρόντος να επεκταθούν οι περιορισμοί στη χρήση των φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων στα απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή και στα απορρυπαντικά για βιομηχανική ή ιδρυματική χρήση σε επίπεδο Ένωσης, επειδή δεν διατίθενται ακόμη κατάλληλες τεχνικές και οικονομικές εναλλακτικές λύσεις της χρήσης φωσφορικών αλάτων στα εν λόγω απορρυπαντικά. Όσον αφορά τα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή, κατά πάσα πιθανότητα στο εγγύς μέλλον θα είναι διαθέσιμες ευρύτερα εναλλακτικές λύσεις. Είναι επομένως σκόπιμο να προβλεφθεί περιορισμός στη χρήση των φωσφορικών αλάτων στα απορρυπαντικά αυτά. Ένας τέτοιος περιορισμός θα πρέπει να εφαρμοσθεί μετά από μια μελλοντική ημερομηνία κατά την οποία αναμένεται ότι θα είναι ευρέως διαθέσιμες οι εναλλακτικές λύσεις για τα φωσφορικά άλατα, με σκοπό να τονωθεί η ανάπτυξη νέων προϊόντων. Είναι επίσης σκόπιμο να προσδιορισθεί η μέγιστη επιτρεπτή ποσότητα φωσφόρου, βάσει στοιχείων, περιλαμβανομένων των υφισταμένων εθνικών περιορισμών για τον φώσφορο στα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή. Ωστόσο, είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει, πριν ο περιορισμός αυτός τεθεί σε εφαρμογή σε ολόκληρη την Ένωση, να διενεργήσει ενδελεχή εκτίμηση της οριακής τιμής με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα και, εφόσον δικαιολογείται, να υποβάλει νομοθετική πρόταση. Η εν λόγω εκτίμηση θα πρέπει να καλύπτει τις επιπτώσεις που έχουν στο περιβάλλον, τη βιομηχανία και τους καταναλωτές τα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή με επίπεδα φωσφόρου πάνω και κάτω από την οριακή τιμή που ορίζεται στο παράρτημα VΙα και τα εναλλακτικά προϊόντα, λαμβάνοντας υπόψη θέματα όπως, μεταξύ άλλων, το κόστος, η διαθεσιμότητα, η αποτελεσματικότητα του καθαρισμού και οι επιπτώσεις τους στην επεξεργασία λυμάτων.

(5)

Ένας από τους στόχους του παρόντος κανονισμού είναι η προστασία του περιβάλλοντος με μείωση του ευτροφισμού που προκαλείται από τον φώσφορο στα απορρυπαντικά που χρησιμοποιούν οι καταναλωτές. Συνεπώς δεν ενδείκνυται να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη που έχουν ήδη περιορισμούς όσον αφορά τον φώσφορο στα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή να προσαρμόσουν τους εν λόγω περιορισμούς πριν να αρχίσει να ισχύει ο περιορισμός της Ένωσης. Πέραν αυτού, είναι επιθυμητό να επιτραπεί στα κράτη μέλη να προβούν σε σταδιακή θέσπιση των περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό το νωρίτερο δυνατόν.

(6)

Ο ορισμός του «καθαρισμού» θα πρέπει να συμπεριληφθεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 648/2004 αντί της παραπομπής στο σχετικό πρότυπο ISO για μεγαλύτερη σαφήνεια και θα πρέπει επίσης να περιληφθούν ορισμοί του «απορρυπαντικού πλυντηρίων ρούχων που προορίζεται για τον καταναλωτή» και του «απορρυπαντικού αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζεται για τον καταναλωτή». Πέραν αυτών, είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ο ορισμός της «διάθεσης στην αγορά» και να συμπεριληφθεί ορισμός για τη «διαθεσιμότητα στην αγορά».

(7)

Για την παροχή επακριβών πληροφοριών εντός του στενότερου δυνατού χρονοδιαγράμματος, είναι σκόπιμο να εκσυγχρονισθεί ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή δημοσιεύει τους καταλόγους των αρμόδιων αρχών και των εγκεκριμένων εργαστηρίων.

(8)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 648/2004 στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, για την εισαγωγή διατάξεων όσον αφορά τα απορρυπαντικά με διαλύτες και για την εισαγωγή επιμέρους ορίων συγκέντρωσης βάσει αξιολόγησης κινδύνων για τις αλλεργιογόνους αρωματικές ουσίες, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τις τροποποιήσεις των παραρτημάτων του εν λόγω κανονισμού οι οποίες είναι απαραίτητες για την υλοποίηση των εν λόγω στόχων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλονται στις περιπτώσεις παράβασης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 648/2004 και να εξασφαλίσουν την τήρησή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(10)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί μια διαφοροποιημένη εφαρμογή των περιορισμών που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους επιχειρηματίες, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να επανατυποποιήσουν τα βασιζόμενα στα φωσφορικά άλατα απορρυπαντικά τους για τα πλυντήρια ρούχων και τα αυτόματα πλυντήρια πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή, χρησιμοποιώντας εναλλακτικές λύσεις κατά το συνήθη κύκλο επανατυποποίησής τους προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το κόστος.

(11)

Επειδή οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η μείωση της συμβολής των φωσφορικών αλάτων από τα απορρυπαντικά που προορίζονται για τον καταναλωτή στον κίνδυνο ευτροφισμού, η μείωση του κόστους για την εξάλειψη των φωσφορικών αλάτων στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, καθώς και η εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς απορρυπαντικών πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αφού τα εθνικά μέτρα με διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές δεν μπορούν να διασφαλίσουν συνολική βελτίωση της ποιότητας του νερού που διασχίζει τα εθνικά σύνορα, και επειδή οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

(12)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 648/2004 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 648/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η τρίτη και τέταρτη περίπτωση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο και προστίθεται πέμπτη περίπτωση:

«—

την πρόσθετη επισήμανση των απορρυπαντικών, συμπεριλαμβανομένων των αλλεργιογόνων αρωματικών ουσιών,

τις πληροφορίες που οι παρασκευαστές πρέπει να τηρούν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και του ιατρικού προσωπικού,

περιορισμούς σχετικά με την περιεκτικότητα φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων στα απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή.»,

2)

το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«1α.   “απορρυπαντικό πλυντηρίων ρούχων που προορίζεται για τον καταναλωτή”: απορρυπαντικό που διατίθεται στην αγορά προς χρήση από μη επαγγελματίες, μεταξύ άλλων στα πλυντήρια για το κοινό (αυτοεξυπηρέτηση),

1β.   “απορρυπαντικό αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζεται για τον καταναλωτή”: απορρυπαντικό που διατίθεται στην αγορά προς χρήση σε αυτόματα πλυντήρια πιάτων από μη επαγγελματίες,»,

β)

το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   “καθαρισμός”: η διαδικασία με την οποία ανεπιθύμητη εναπόθεση αποσπάται από ένα υπόστρωμα ή από το εσωτερικό ενός υποστρώματος και μετατρέπεται σε κατάσταση διαλύματος ή διασποράς,»,

γ)

το σημείο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   “διάθεση στην αγορά”: η πρώτη θέση σε διαθεσιμότητα στην αγορά της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης,

9α.   “διαθεσιμότητα στην αγορά”: κάθε προσφορά προϊόντος για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην αγορά της Ένωσης στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν,»,

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 4α

Περιορισμοί σχετικά με την περιεκτικότητα φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων στα απορρυπαντικά

Τα απορρυπαντικά που απαριθμούνται στο παράρτημα VΙα τα οποία δεν συμμορφώνονται με τους περιορισμούς όσον αφορά την περιεκτικότητα φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα δεν θα διατίθενται στην αγορά από τις ημερομηνίες που καθορίζονται εκεί.»,

4)

στο άρθρο 8, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού τους καταλόγους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 αρμόδιων αρχών και των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 εγκεκριμένων εργαστηρίων.»,

5)

στο άρθρο 11, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Επιπλέον, η συσκευασία των απορρυπαντικών πλυντηρίων ρούχων και αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή πρέπει να αναγράφει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παράρτημα VII τμήμα Β.»,

6)

στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 διαγράφεται,

7)

τα άρθρα 13 και 14 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Προσαρμογή των παραρτημάτων

1.   Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 13α για να εισαγάγει τις αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων I έως IV και των παραρτημάτων VII και VIII στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Η Επιτροπή χρησιμοποιεί, όταν είναι δυνατόν, ευρωπαϊκά πρότυπα.

2.   Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 13α για να εισαγάγει τροποποιήσεις των παραρτημάτων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα απορρυπαντικά με διαλύτες.

3.   Στην περίπτωση που η επιστημονική επιτροπή για την ασφάλεια των καταναλωτών έχει θεσπίσει επιμέρους όρια συγκέντρωσης βάσει αξιολόγησης κινδύνου για τις αλλεργιογόνους αρωματικές ουσίες, η Επιτροπή εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 13α, προκειμένου να προσαρμόζει ανάλογα το όριο του 0,01 % που ορίζεται στο τμήμα Α του παραρτήματος VII.

Άρθρο 13α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από από τις 19 Απριλίου 2012. Έως τις 19 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περαιτέρω περιόδους πέντε ετών, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις για αυτήν την ανανέωση το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη σε ισχύ κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου, αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω περίοδος παρατείνεται κατά δύο μήνες.

Άρθρο 14

Ρήτρα ελεύθερης διακίνησης

1.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, ούτε περιορίζουν ή παρεμποδίζουν τη διαθεσιμότητα στην αγορά απορρυπαντικών και/ή επιφανειοδραστικών ουσιών για απορρυπαντικά που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, για λόγους που εξετάζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν εθνικούς κανόνες όσον αφορά τους περιορισμούς της περιεκτικότητας φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων στα απορρυπαντικά για τα οποία δεν καθορίζονται περιορισμοί ως προς την περιεκτικότητα στο παράρτημα VΙα, εάν δικαιολογείται, ιδιαίτερα, για λόγους όπως η προστασία της δημόσιας υγείας ή του περιβάλλοντος και εάν είναι διαθέσιμες εφικτές από τεχνική και οικονομική άποψη εναλλακτικές λύσεις.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν εθνικούς κανόνες που ίσχυαν στις 19 Μαρτίου 2012 όσον αφορά περιορισμούς της περιεκτικότητας φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων στα απορρυπαντικά για τα οποία οι περιορισμοί που καθορίζονται στο παράρτημα VΙα δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή. Αυτού του είδους τα υπάρχοντα εθνικά μέτρα κοινοποιούνται στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012 και μπορούν να παραμείνουν σε ισχύ έως την ημερομηνία κατά την οποία τίθενται σε εφαρμογή οι περιορισμοί που καθορίζονται στο παράρτημα VΙα.

4.   Από τις 19 Μαρτίου 2012 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες για την εφαρμογή του περιορισμού της περιεκτικότητας φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων που καθορίζεται στο σημείο 2 του παραρτήματος VΙα, εάν δικαιολογείται, ιδιαίτερα, για λόγους όπως η προστασία της δημόσιας υγείας ή του περιβάλλοντος και εάν είναι διαθέσιμες εφικτές από τεχνική και οικονομική άποψη εναλλακτικές λύσεις. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτά τα μέτρα στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (5).

5.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού τον κατάλογο εθνικών μέτρων που εμφαίνονται στις παραγράφους 3 και 4.

8)

στο άρθρο 15, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Εάν ένα κράτος μέλος έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι ένα συγκεκριμένο απορρυπαντικό, καίτοι πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή κίνδυνο για το περιβάλλον, μπορεί να λάβει όλα τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα, ανάλογα με τη φύση του κινδύνου, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι το συγκεκριμένο απορρυπαντικό δεν παρουσιάζει πλέον τον εν λόγω κίνδυνο, ότι αποσύρεται από την αγορά ή ανακαλείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή ότι περιορίζεται με άλλον τρόπο η διαθεσιμότητά του.

Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως σχετικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή και αιτιολογεί την απόφασή του.»,

9)

το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Έκθεση

1.   Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες από κράτη μέλη σχετικά με την περιεκτικότητα φωσφόρου στα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή και διατίθενται στην αγορά στην επικράτειά τους και με γνώμονα οιαδήποτε υπάρχουσα ή νέα επιστημονική πληροφορία έχει στη διάθεσή της όσον αφορά ουσίες που χρησιμοποιούνται σε προϊόντα που περιέχουν φωσφορικά άλατα και σε εναλλακτικά παρασκευάσματα, αξιολογεί με ενδελεχή εκτίμηση κατά πόσο ο περιορισμός που καθορίζεται στη σημείο 2 του παραρτήματος VΙα θα πρέπει να τροποποιηθεί. Η εν λόγω εκτίμηση περιλαμβάνει ανάλυση των επιπτώσεων που έχουν στο περιβάλλον, τη βιομηχανία και τους καταναλωτές τα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή με επίπεδα φωσφόρου πάνω και κάτω από την οριακή τιμή που καθορίζεται στο παράρτημα VΙα, λαμβάνοντας υπόψη θέματα όπως, μεταξύ άλλων, το κόστος, η διαθεσιμότητα, η αποτελεσματικότητα του καθαρισμού και οι επιπτώσεις στην επεξεργασία λυμάτων. Η Επιτροπή υποβάλλει την εν λόγω ενδελεχή εκτίμηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.   Επιπλέον, εάν η Επιτροπή, βάσει της κατά την παράγραφο 1 ενδελεχούς εκτίμησης, θεωρεί ότι ο περιορισμός των φωσφορικών αλάτων και άλλων φωσφορικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται στα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή χρειάζεται αναθεώρηση, υποβάλει, έως την 1η Ιουλίου 2015, κατάλληλη νομοθετική πρόταση. Οιαδήποτε τέτοια πρόταση πρέπει να αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση του αρνητικού αντικτύπου που έχουν όλα τα απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή στο ευρύτερο περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα θα εξετάζει οιοδήποτε οικονομικό κόστος όπως έχει προσδιορισθεί στην εν λόγω ενδελεχή εκτίμηση. Εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, βάσει της εν λόγω πρότασης, αποφασίσουν διαφορετικά έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η οριακή τιμή που καθορίζεται στο σημείο 2 του παραρτήματος VΙα καθίσταται ο περιορισμός για την περιεκτικότητα σε φώσφορο των απορρυπαντικών αυτόματων πλυντηρίων πιάτων από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω σημείο.»,

10)

το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Στα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνονται κατάλληλα μέτρα που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να παρεμποδίζουν τη διαθεσιμότητα στην αγορά απορρυπαντικών ή επιφανειοδραστικών ουσιών για απορρυπαντικά που δεν συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τις εν λόγω διατάξεις, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Οι εν λόγω κανόνες συμπεριλαμβάνουν μέτρα που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών την παρακράτηση παρτίδων απορρυπαντικών τα οποία δεν συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό.»,

11)

το κείμενο που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού προστίθεται ως παράρτημα VΙα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 648/2004,

12)

το παράρτημα VII τροποποιείται ως εξής:

α)

στο τμήμα Α, διαγράφεται το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν η SCCNFP καθιερώσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, επιμέρους όρια συγκέντρωσης βάσει αξιολόγησης κινδύνων για τις αλλεργιογόνους αρωματικές ουσίες, η Επιτροπή προτείνει την έγκριση των ορίων αυτών για αντικατάσταση του ορίου του 0,01 % που ορίζεται ανωτέρω. Τα εν λόγω μέτρα, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»,

β)

το τμήμα Β αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«B.   Επισήμανση πληροφοριών δοσολογίας

Όπως ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 4, οι ακόλουθες διατάξεις σχετικά με την επισήμανση εφαρμόζονται για τη συσκευασία των απορρυπαντικών που πωλούνται στο ευρύ κοινό.

Απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων που προορίζονται για τον καταναλωτή

Στη συσκευασία των απορρυπαντικών που πωλούνται στο ευρύ κοινό για να χρησιμοποιηθούν σε πλυντήρια ρούχων πρέπει να αναγράφονται τα ακόλουθα στοιχεία:

οι συνιστώμενες ποσότητες και/ή οι οδηγίες δοσολογίας, εκφρασμένες σε χιλιοστόλιτρα ή γραμμάρια, για σύνηθες φορτίο πλυντηρίου, για νερό χαμηλής, μέσης και υψηλής σκληρότητας και με πρόβλεψη για τις διαδικασίες πλύσης ενός ή δύο κύκλων,

για τα απορρυπαντικά υψηλής δραστηριότητας, ο αριθμός συνήθων φορτίων πλυντηρίου με “κανονικά λερωμένα” ρούχα, και, για τα απορρυπαντικά ευαίσθητων υφασμάτων, ο αριθμός συνήθων φορτίων πλυντηρίου με “ελαφρώς λερωμένα” υφάσματα, που μπορούν να πλυθούν με το περιεχόμενο της συσκευασίας, χρησιμοποιώντας νερό μέσης σκληρότητας, που αντιστοιχεί σε 2,5 millimoles CaCO3/l,

η χωρητικότητα του δοσομετρικού κυπέλλου που τυχόν παρέχεται μαζί με το απορρυπαντικό αναγράφεται σε χιλιοστόλιτρα ή γραμμάρια και παρέχονται ενδείξεις της δόσης απορρυπαντικού που ενδείκνυται για σύνηθες φορτίο πλυντηρίου για νερό χαμηλής, μέσης και υψηλής σκληρότητας.

Το σύνηθες φορτίο πλυντηρίου είναι 4,5 kg στεγνών ρούχων για τα απορρυπαντικά υψηλής δραστηριότητας και 2,5 kg στεγνών ρούχων για τα απορρυπαντικά χαμηλής δραστηριότητας, σύμφωνα με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στην απόφαση 1999/476/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 1999, για τη θέσπιση οικολογικών κριτηρίων απονομής του κοινοτικού οικολογικού σήματος σε απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων (6). Το απορρυπαντικό θεωρείται υψηλής δραστηριότητας, εκτός εάν σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του παρασκευαστή προορίζεται, κυρίως, για την περιποίηση υφασμάτων, δηλαδή πλύση σε χαμηλές θερμοκρασίες, ευαίσθητα υφάσματα και χρωματιστά.

Απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή

Στη συσκευασία των απορρυπαντικών που πωλούνται στο ευρύ κοινό για να χρησιμοποιηθούν σε αυτόματα πλυντήρια πιάτων αναγράφονται τα ακόλουθα στοιχεία:

η συνήθης δόση εκφρασμένη σε γραμμάρια ή χιλιοστόλιτρα ή αριθμό ταμπλετών για τον πλήρη κύκλο πλυσίματος για κανονικά λερωμένα επιτραπέζια σκεύη σε πλήρες πλυντήριο πιάτων με επιτραπέζια σκεύη 12 ατόμων προβλέποντας, εάν χρειάζεται, χαμηλής, μέσης και υψηλής σκληρότητας νερό.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Μαρτίου 2012.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. WAMMEN


(1)  ΕΕ C 132 της 3.5.2011, σ. 71.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 2012.

(3)  ΕΕ L 104 της 8.4.2004, σ. 1.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37.»·

(6)  ΕΕ L 187 της 20.7.1999, σ. 52. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/264/ΕΕ (ΕΕ L 111 της 30.4.2011, σ. 34).».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙα

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΑΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΣΤΑ ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΙΚΑ

Απορρυπαντικά

Περιορισμοί

Ημερομηνία έναρξης ισχύος του περιορισμού

1.

Απορρυπαντικά πλυντηρίων ρούχων που προορίζονται για τον καταναλωτή

Δεν επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά αν η συνολική περιεκτικότητα φωσφόρου είναι ίση ή μεγαλύτερη του 0,5 γραμμαρίου στη συνιστώμενη ποσότητα απορρυπαντικού για χρήση στον κύριο κύκλο πλύσης για σύνηθες φορτίο πλυντηρίου όπως ορίζεται στο τμήμα B του παραρτήματος VII για νερό υψηλής σκληρότητας

για “κανονικά λερωμένα” υφάσματα στην περίπτωση απορρυπαντικών υψηλής δραστηριότητας,

για “ελαφρώς λερωμένα” υφάσματα στην περίπτωση απορρυπαντικών ευαίσθητων ρούχων.

30 Ιουνίου 2013

2.

Απορρυπαντικά αυτόματων πλυντηρίων πιάτων που προορίζονται για τον καταναλωτή

Δεν επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά αν η συνολική περιεκτικότητα φωσφόρου είναι ίση ή μεγαλύτερη του 0,3 γραμμαρίου στη συνήθη δόση όπως ορίζεται στο τμήμα Β του παραρτήματος VII

1η Ιανουαρίου 2017»


30.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/22


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) αριθ. 260/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Μαρτίου 2012

σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η δημιουργία ενιαίας αγοράς για τις ηλεκτρονικές πληρωμές σε ευρώ, χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των εθνικών και διασυνοριακών πληρωμών, είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για τον σκοπό αυτό, το έργο για τον Ενιαίο Χώρο Πληρωμών σε ευρώ («ΕΧΠΕ») αποσκοπεί στην ανάπτυξη κοινών υπηρεσιών πληρωμών εντός της Ένωσης οι οποίες θα αντικαταστήσουν τις υφιστάμενες εθνικές υπηρεσίες πληρωμών. Ως αποτέλεσμα της καθιέρωσης ανοιχτών, κοινών προτύπων, κανόνων και πρακτικών πληρωμών και μέσω της ενιαίας διεκπεραίωσης πληρωμών, ο ΕΧΠΕ θα πρέπει να παρέχει στους πολίτες και τις επιχειρήσεις της Ένωσης ασφαλείς, φιλικές προς τον χρήστη και αξιόπιστες υπηρεσίες πληρωμών σε ευρώ σε ανταγωνιστικές τιμές. Αυτό θα πρέπει να ισχύει για τις πληρωμές του ΕΧΠΕ, εντός και διαμέσου των εθνικών συνόρων, με τους ίδιους βασικούς όρους και σύμφωνα με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, ασχέτως του τόπου των πληρωμών αυτών στο εσωτερικό της Ένωσης. Ο ΕΧΠΕ θα πρέπει να ολοκληρωθεί κατά τρόπο ο οποίος να διευκολύνει την πρόσβαση νέων φορέων στην αγορά και την ανάπτυξη νέων προϊόντων και να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για αυξημένο ανταγωνισμό στις υπηρεσίες πληρωμών και για την απρόσκοπτη ανάπτυξη και ταχεία υλοποίηση καινοτομιών που σχετίζονται με τις πληρωμές εντός της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες πληρωμών σε ευρώ θα πρέπει να υποστούν πτωτική πίεση στις τιμές τους, με βάση τον βέλτιστο συνδυασμό λύσεων στην κατηγορία τους (best-of-breed), ως επακόλουθο της βελτίωσης των οικονομιών κλίμακας, της αύξησης της λειτουργικής απόδοσης και της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Αυτό θα έχει σημαντικά αποτελέσματα, ιδίως στα κράτη μέλη όπου οι πληρωμές είναι σχετικά δαπανηρές σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη. Η μετάβαση στον ΕΧΠΕ δεν θα πρέπει επομένως να συνοδεύεται από γενικές αυξήσεις τιμών για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών («χρήστες ΥΠ»), εν γένει, και για τους καταναλωτές ειδικότερα. Αντίθετα, όποτε ο χρήστης ΥΠ είναι καταναλωτής, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η αρχή της μη είσπραξης υψηλότερων προμηθειών. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί την εξέλιξη των τιμών στον τομέα των πληρωμών και καλείται να εκπονεί ετήσια ανάλυση για το θέμα αυτό.

(2)

Η επιτυχία του ΕΧΠΕ είναι πολύ σημαντική από οικονομικής και πολιτικής πλευράς. Το ΕΧΠΕ είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» η οποία στοχεύει σε μια πιο έξυπνη οικονομία όπου η ευημερία θα προκύπτει από την καινοτομία και από την αποδοτικότερη χρήση των διαθέσιμων πόρων. Τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μέσω των ψηφισμάτων του στις 12 Μαρτίου 2009 (4) και στις 10 Μαρτίου 2010 (5) περί της υλοποίησης του ΕΧΠΕ, όσο και το Συμβούλιο με τα συμπεράσματα που ενέκρινε στις 2 Δεκεμβρίου 2009, έχουν τονίσει τη σημασία της επίτευξης ταχείας μετάβασης στον ΕΧΠΕ.

(3)

Η οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (6) παρέχει μια σύγχρονη νομική βάση για τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς πληρωμών, της οποίας ο ΕΧΠΕ αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα (7) προσφέρει επίσης ορισμένα μέσα διευκόλυνσης για την επιτυχία του ΕΧΠΕ όπως την επέκταση της αρχής της ισότητας των επιβαρύνσεων στις διασυνοριακές άμεσες χρεώσεις και την προσβασιμότητα για πράξεις άμεσης χρέωσης.

(5)

Οι προσπάθειες αυτορύθμισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα μέσω της πρωτοβουλίας για τον ΕΧΠΕ δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για την προώθηση της εναρμονισμένης μετάβασης σε ενωσιακών διαστάσεων καθεστώτα μεταφορών πίστωσης και άμεσων χρεώσεων, τόσο στην πλευρά της προσφοράς, όσο και στην πλευρά της ζήτησης. Ειδικότερα, τα συμφέροντα των καταναλωτών και άλλων χρηστών δεν έχουν ληφθεί υπόψη επαρκώς και κατά τρόπο διαφανή. Θα πρέπει να ακούγεται η φωνή όλων των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, η αυτορυθμιστική αυτή διαδικασία δεν έχει υπαχθεί σε κατάλληλους μηχανισμούς διακυβέρνησης, γεγονός που μπορεί να εξηγεί εν μέρει την αργή υιοθέτηση από την πλευρά της ζήτησης. Ενώ η πρόσφατη δημιουργία του Συμβουλίου του ΕΧΠΕ αντιπροσωπεύει μια σημαντική βελτίωση στη διακυβέρνηση του έργου ΕΧΠΕ, η διακυβέρνηση εξακολουθεί να βρίσκεται θεμελιωδώς και επισήμως στα χέρια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών (ΕΣΠ). Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να επανεξετάσει το οργανωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης του έργου ΕΧΠΕ στο σύνολό του πριν από το τέλος του 2012 και ενδεχομένως να υποβάλει σχετική πρόταση. Κατά την επανεξέταση αυτή θα πρέπει να εξεταστεί, μεταξύ άλλων, η σύνθεση του ΕΣΠ, η αλληλεπίδραση μεταξύ του ΕΣΠ και μιας ευρύτερης δομής διακυβέρνησης, όπως είναι το Συμβούλιο του ΕΧΠΕ, καθώς και ο ρόλος της εν λόγω ευρύτερης δομής διακυβέρνησης.

(6)

Μόνο η ταχεία και ολοκληρωμένη μετάβαση σε μεταφορές πίστωσης και άμεσες χρεώσεις ανά την Ένωση θα αποφέρει τα πλήρη οφέλη μιας ενιαίας αγοράς πληρωμών, ώστε να εξαλειφθεί το υψηλό κόστος της παράλληλης λειτουργίας των «κληροδοτημένων» προϊόντων και των προϊόντων του ΕΧΠΕ. Πρέπει συνεπώς να θεσπιστούν κανόνες που θα καλύπτουν την εκτέλεση του συνόλου των πράξεων μεταφοράς πίστωσης και άμεσης χρέωσης σε ευρώ εντός της Ένωσης. Ωστόσο, στην παρούσα φάση δεν πρέπει να καλύπτονται οι συναλλαγές με κάρτα, εφόσον τα κοινά πρότυπα για τις πληρωμές με κάρτα εντός της Ένωσης βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της ανάπτυξης. Οι αποστολές εμβασμάτων, οι εσωτερικές πληρωμές, οι πράξεις πληρωμής μεγάλων ποσών, οι πληρωμές μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών («πάροχοι ΥΠ») για λογαριασμό των ιδίων και οι πληρωμές μέσω κινητού τηλεφώνου ή μέσω οποιασδήποτε τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή ηλεκτρονικής συσκευής, δεν πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των κανόνων, εφόσον οι συγκεκριμένες υπηρεσίες πληρωμών δεν είναι συγκρίσιμες με τις μεταφορές πίστωσης ή τις άμεσες χρεώσεις. Όταν μια κάρτα πληρωμών στο σημείο πώλησης ή κάποια άλλη συσκευή, όπως ένα κινητό τηλέφωνο, χρησιμοποιείται για την εκκίνηση μιας πράξης πληρωμής, είτε στο σημείο πώλησης είτε εξ αποστάσεως, με άμεσο αποτέλεσμα μια μεταφορά πίστωσης ή άμεση χρέωση προς και από έναν λογαριασμό πληρωμών που προσδιορίζεται με τους υπάρχοντες εθνικούς βασικούς αριθμούς τραπεζικών λογαριασμών (BBAN) ή με τον διεθνή αριθμό τραπεζικού λογαριασμού (IBAN), η εν λόγω πράξη πληρωμής πρέπει πάντως να καλύπτεται. Επιπροσθέτως, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των πληρωμών που διεκπεραιώνονται μέσω συστημάτων πληρωμής μεγάλων ποσών, όπως ειδικότερα η υψηλή προτεραιότητά τους, ο επείγων χαρακτήρας τους και πρωτίστως το μεγάλο ποσό, οι πληρωμές αυτές δεν είναι σκόπιμο να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Η εξαίρεση αυτή δεν πρέπει να περιλαμβάνει τις άμεσες χρεώσεις, εκτός εάν ο πληρωτής έχει ζητήσει ρητά τη δρομολόγηση της πληρωμής μέσω συστήματος πληρωμής μεγάλων ποσών.

(7)

Σήμερα υπάρχουν διάφορες υπηρεσίες πληρωμών, κυρίως για πληρωμές μέσω του Διαδικτύου, οι οποίες επίσης χρησιμοποιούν τον κωδικό IBAN και τον κωδικό αναγνώρισης της επιχείρησης (BIC) και βασίζονται σε μεταφορές πίστωσης και άμεσες χρεώσεις αλλά έχουν επιπρόσθετα χαρακτηριστικά. Οι υπηρεσίες αυτές αναμένεται να επεκταθούν πέρα από τα σημερινά εθνικά σύνορά τους και να μπορούν να ικανοποιήσουν την καταναλωτική ζήτηση για καινοτόμες, ασφαλείς και φθηνές υπηρεσίες πληρωμών. Για να μην αποκλειστούν οι εν λόγω υπηρεσίες από την αγορά, οι καταληκτικές ημερομηνίες σχετικά με τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να ισχύουν μόνο για τις μεταφορές πίστωσης ή τις άμεσες χρεώσεις στις οποίες βασίζονται οι εν λόγω συναλλαγές.

(8)

Στην τεράστια πλειοψηφία των πράξεων πληρωμών στην Ένωση, είναι δυνατόν να προσδιορισθεί κατά μοναδικό τρόπο ένας λογαριασμός πληρωμών με χρησιμοποίηση μόνο του κωδικού IBAN, χωρίς να παρέχεται επιπροσθέτως ο κωδικός BIC. Ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα αυτή, οι τράπεζες ορισμένων κρατών μελών έχουν ήδη καταρτίσει καταλόγους, βάσεις δεδομένων ή άλλα τεχνικά μέσα για τον προσδιορισμό του κωδικού BIC που αντιστοιχεί σε κάθε κωδικό IBAN. Ο κωδικός BIC χρειάζεται μόνο σε πολύ λίγες εναπομένουσες περιπτώσεις. Φαίνεται αδικαιολόγητο και υπερβολικά οχληρό να υποχρεώνονται όλοι οι πληρωτές και δικαιούχοι σε ολόκληρη την Ένωση να παρέχουν πάντα τον κωδικό BIC επιπλέον του κωδικού IBAN για τις ολιγάριθμες περιπτώσεις όπου αυτό είναι σήμερα αναγκαίο. Μια πολύ απλούστερη προσέγγιση θα ήταν να επιλύουν και να εξαλείφουν αυτές τις περιπτώσεις οι πάροχοι ΥΠ και άλλοι εμπλεκόμενοι όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν μπορεί να προσδιορισθεί κατά σαφή τρόπο με έναν δεδομένο κωδικό IBAN. Χρειάζεται επομένως να αναπτυχθούν τα κατάλληλα τεχνικά μέσα ώστε να μπορούν όλοι οι χρήστες να προσδιορίζουν κατά σαφή τρόπο έναν λογαριασμό πληρωμών μέσω του κωδικού IBAN και μόνο.

(9)

Για την εκτέλεση μιας μεταφοράς πίστωσης, ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου πρέπει να είναι προσβάσιμος. Ως εκ τούτου, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η επιτυχής υιοθέτηση πανενωσιακών υπηρεσιών μεταφοράς πίστωσης και άμεσης χρέωσης, πρέπει να επιβληθεί σε ενωσιακό επίπεδο υποχρέωση προσβασιμότητας. Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια, ενδείκνυται επιπλέον η ενοποίηση, σε ενιαία πράξη, αυτής της υποχρέωσης και της υποχρέωσης προσβασιμότητας για τις άμεσες χρεώσεις που έχει ήδη θεσπισθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 924/2009. Όλοι οι λογαριασμοί πληρωμών δικαιούχων που είναι προσβάσιμοι για εθνική μεταφορά πίστωσης θα πρέπει να είναι προσβάσιμοι και μέσω ενός πανενωσιακού καθεστώτος μεταφορών πίστωσης. Όλοι οι λογαριασμοί πληρωμών πληρωτών που είναι προσβάσιμοι για εθνική άμεση χρέωση θα πρέπει να είναι προσβάσιμοι και μέσω ενός πανενωσιακού καθεστώτος άμεσων χρεώσεων. Τα ανωτέρω θα πρέπει να ισχύουν ανεξαρτήτως της απόφασης του παρόχου ΥΠ να συμμετέχει σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς μεταφορών πίστωσης ή άμεσων χρεώσεων.

(10)

Η τεχνική διαλειτουργικότητα αποτελεί προϋπόθεση για τον ανταγωνισμό. Προκειμένου να δημιουργηθεί μια ενιαία αγορά για τα συστήματα ηλεκτρονικών πληρωμών σε ευρώ, είναι σημαντικό να μην παρεμποδίζεται η διεκπεραίωση των μεταφορών πίστωσης και των άμεσων χρεώσεων από επιχειρηματικούς κανόνες ή τεχνικά εμπόδια, όπως η υποχρεωτική συμμετοχή σε περισσότερα του ενός συστήματα για τον διακανονισμό διασυνοριακών πληρωμών. Οι μεταφορές πίστωσης και οι άμεσες χρεώσεις θα πρέπει να διεξάγονται βάσει καθεστώτος του οποίου οι βασικοί κανόνες θα τηρούνται από παρόχους ΥΠ που θα αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των παρόχων ΥΠ εντός των περισσότερων κρατών μελών και θα αποτελούν συνολικά την πλειοψηφία των παρόχων ΥΠ εντός της Ένωσης, και οι οποίοι κανόνες θα είναι οι ίδιοι τόσο για τις διασυνοριακές, όσο και για τις αμιγώς εθνικές πράξεις μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης. Σε περίπτωση που υφίστανται περισσότερα του ενός συστήματα πληρωμών για τη διεκπεραίωση των εν λόγω πληρωμών, αυτά τα συστήματα πληρωμών θα πρέπει να είναι διαλειτουργικά μέσω της χρησιμοποίησης ενωσιακών και διεθνών προτύπων, έτσι ώστε όλοι οι χρήστες ΥΠ και όλοι οι πάροχοι ΥΠ να αποκομίζουν τα οφέλη των ενιαίων πληρωμών λιανικής σε ευρώ σε ολόκληρη την Ένωση.

(11)

Λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της επαγγελματικής αγοράς, ενώ το σύστημα μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει να συμμορφώνεται προς όλες τις άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και να έχει ίδιους κανόνες για τις διασυνοριακές και τις εθνικές συναλλαγές, η απαίτηση για τους συμμετέχοντες να αντιστοιχούν στην πλειοψηφία των παρόχων ΥΠ εντός της πλειοψηφίας των κρατών μελών θα πρέπει να ισχύει μόνο στον βαθμό που οι πάροχοι ΥΠ που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης μεταξύ επιχειρήσεων αντιστοιχούν στην πλειοψηφία των παρόχων ΥΠ στα περισσότερα κράτη μέλη όπου παρέχονται τέτοιες υπηρεσίες και αποτελούν την πλειοψηφία των παρόχων ΥΠ που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες εντός της Ένωσης.

(12)

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσδιορισθούν οι τεχνικές απαιτήσεις που θα καθορίζουν με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να πληρούν τα ενωσιακά καθεστώτα πληρωμών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των κατάλληλων ρυθμίσεων διακυβέρνησης για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων πληρωμών. Οι εν λόγω τεχνικές απαιτήσεις πρέπει να μην περιορίζουν την ευελιξία και την καινοτομία αλλά να είναι ανοιχτές και ουδέτερες απέναντι σε νέες εξελίξεις και βελτιώσεις στην αγορά πληρωμών. Οι τεχνικές απαιτήσεις πρέπει να σχεδιασθούν λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των μεταφορών πίστωσης και των άμεσων χρεώσεων, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στο μήνυμα πληρωμής.

(13)

Είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των χρηστών ΥΠ στη χρησιμοποίηση τέτοιων υπηρεσιών, ιδίως όσον αφορά τις άμεσες χρεώσεις. Τα μέτρα αυτά πρέπει να επιτρέπουν στους πληρωτές να παραγγέλλουν στους παρόχους ΥΠ να περιορίζουν τον καταλογισμό άμεσων χρεώσεων σε ορισμένο ποσό ή ορισμένη περιοδικότητα και να καταρτίζουν ειδικούς θετικούς ή αρνητικούς καταλόγους δικαιούχων. Στο πλαίσιο της συγκρότησης ενωσιακών καθεστώτων άμεσης χρέωσης, είναι σκόπιμο να μπορούν οι καταναλωτές να έχουν το όφελος τέτοιων ελέγχων. Εντούτοις, για την πρακτική εφαρμογή τέτοιων ελέγχων όσον αφορά τους δικαιούχους, είναι σημαντικό να μπορούν οι πάροχοι ΥΠ να ελέγχουν βάσει του κωδικού IBAN και, για μια μεταβατική περίοδο αλλά μόνο όποτε καθίσταται αναγκαίο, του κωδικού BIC, ή βάσει κάποιου άλλου μοναδικού αναγνωριστικού πιστωτή συγκεκριμένων δικαιούχων. Άλλα συναφή δικαιώματα των χρηστών έχουν ήδη προβλεφθεί στην οδηγία 2007/64/ΕΚ και πρέπει να διασφαλισθούν πλήρως.

(14)

Η τεχνική τυποποίηση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την ολοκλήρωση δικτύων, όπως είναι η αγορά πληρωμών της Ένωσης. Η χρήση προτύπων που αναπτύχθηκαν από διεθνείς ή ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης θα πρέπει να είναι υποχρεωτική από μια συγκεκριμένη ημερομηνία για όλες τις σχετικές πράξεις. Στο πλαίσιο των πληρωμών, τα υποχρεωτικά αυτά πρότυπα είναι οι κωδικοί IBAN και BIC, καθώς και το πρότυπο μηνυμάτων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ISO 20022 XML. Η χρήση αυτών των προτύπων από το σύνολο των παρόχων ΥΠ αποτελεί επομένως προϋπόθεση για την ύπαρξη πλήρους διαλειτουργικότητας σε ολόκληρη την Ένωση. Ειδικότερα, θα πρέπει να προωθηθεί η υποχρεωτική χρήση των κωδικών IBAN και BIC, όπου χρειάζεται, με εκτεταμένα μέτρα επικοινωνίας και διευκόλυνσης στα κράτη μέλη ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή και εύκολη μετάβαση σε πανενωσιακές μεταφορές πίστωσης και άμεσες χρεώσεις, ιδίως για τους καταναλωτές. Οι πάροχοι ΥΠ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν, διμερώς ή πολυμερώς, την επέκταση του βασικού λατινικού πίνακα χαρακτήρων με στόχο την υποστήριξη περιφερειακών παραλλαγών των τυποποιημένων μηνυμάτων ΕΧΠΕ.

(15)

Όλοι οι ενδιαφερόμενοι, και ιδίως οι πολίτες της Ένωσης, είναι απολύτως απαραίτητο να ενημερωθούν καταλλήλως και εγκαίρως, ώστε να είναι πλήρως προετοιμασμένοι για τις αλλαγές που επιφέρει ο ΕΧΠΕ. Οι βασικοί ενδιαφερόμενοι, όπως οι πάροχοι ΥΠ, οι δημόσιες διοικήσεις και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι εντατικοί χρήστες τακτικών πληρωμών, θα πρέπει συνεπώς να πραγματοποιήσουν ειδικές και εκτεταμένες εκστρατείες ενημέρωσης, ανάλογες προς τις ανάγκες και κατάλληλα προσαρμοσμένες στο ακροατήριό τους, προκειμένου να ενισχυθεί η επίγνωση του κοινού και να προετοιμαστούν οι πολίτες για τη μετάβαση στον ΕΧΠΕ. Ειδικότερα, οι πολίτες χρειάζεται να εξοικειωθούν με τη μετάβαση από τους κωδικούς BBAN στους κωδικούς IBAN. Οι εθνικές ομάδες συντονισμού ΕΧΠΕ είναι οι καταλληλότερες να συντονίσουν τέτοιες εκστρατείες ενημέρωσης.

(16)

Προκειμένου να καταστεί δυνατή μια συντονισμένη διαδικασία μετάβασης, για λόγους σαφήνειας και απλούστευσης προς όφελος των καταναλωτών, είναι σκόπιμο να οριστεί ενιαία προθεσμία μετάβασης εντός της οποίας όλες οι πράξεις μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης θα πρέπει να πληρούν αυτές τις τεχνικές απαιτήσεις, ενώ παράλληλα θα αφήνεται η αγορά ανοικτή σε περαιτέρω ανάπτυξη και καινοτομίες.

(17)

Κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν στους παρόχους ΥΠ να δίνουν στους καταναλωτές τη δυνατότητα να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον κωδικό BBAN για τις εθνικές πράξεις πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα με μια ασφαλή τεχνική μετατροπή του BBAN στον αντίστοιχο μοναδικό κωδικό αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών από τον σχετικό πάροχο ΥΠ. Ο πάροχος ΥΠ δεν πρέπει να επιβάλλει οιαδήποτε άμεση ή έμμεση επιβάρυνση ή άλλες προμήθειες οι οποίες να συνδέονται με αυτή την υποχρέωση.

(18)

Παρόλο που το επίπεδο ανάπτυξης των υπηρεσιών μεταφοράς πιστώσεων και άμεσης χρέωσης διαφέρει στα κράτη μέλη, μια κοινή καταληκτική ημερομηνία μέσα σε χρονικό πλαίσιο επαρκές για την υλοποίηση, το οποίο θα επιτρέπει να συντελεστούν όλες οι απαιτούμενες διεργασίες, θα συνέβαλλε στη συντονισμένη, συνεκτική και ολοκληρωμένη μετάβαση στον ΕΧΠΕ και θα βοηθούσε στην αποφυγή ενός ΕΧΠΕ δύο ταχυτήτων, το οποίο θα προκαλούσε μεγαλύτερη σύγχυση στους καταναλωτές.

(19)

Οι πάροχοι και οι χρήστες ΥΠ θα πρέπει να έχουν επαρκές χρονικό διάστημα για να προσαρμοστούν στις τεχνικές απαιτήσεις. Ωστόσο αυτή η περίοδος προσαρμογής δεν θα πρέπει να καθυστερήσει άσκοπα τα οφέλη για τους καταναλωτές ούτε να ανακόπτει τις προσπάθειες προβλεπτικών φορέων που έχουν ήδη στραφεί προς τον ΕΧΠΕ. Για τις εθνικές και διασυνοριακές πράξεις πληρωμής, οι πάροχοι ΥΠ πρέπει να προσφέρουν στους πελάτες λιανικής τις απαραίτητες τεχνικές υπηρεσίες για την εξασφάλιση εύρυθμης και ασφαλούς μετάβασης στις τεχνικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(20)

Είναι σημαντικό να παρασχεθεί ασφάλεια δικαίου στον κλάδο των πληρωμών όσον αφορά τα επιχειρηματικά μοντέλα για τις άμεσες χρεώσεις. Η κανονιστική ρύθμιση των πολυμερών διατραπεζικών προμηθειών (ΠΔΠ) για τις άμεσες χρεώσεις κρίνεται απαραίτητη για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων ΥΠ, ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη ενιαίας αγοράς για τις άμεσες χρεώσεις. Οι προμήθειες αυτές για συναλλαγές που υφίστανται απόρριψη, άρνηση, επιστροφή ή αντιστροφή επειδή υπάρχει αδυναμία κατάλληλης εκτέλεσης ή επειδή οδηγούν σε κατ’ εξαίρεση διεκπεραίωση (οι λεγόμενες συναλλαγές τύπου R, όπου το γράμμα «R» μπορεί να υποδηλώνει απόρριψη (reject), άρνηση (refusal), επιστροφή (return), αντιστροφή (reversal), ανάκληση (revocation) και αίτηση ακύρωσης (request for cancellation), θα μπορούσαν να συμβάλλουν στον αποτελεσματικό επιμερισμό του κόστους εντός της εσωτερικής αγοράς. Φαίνεται επομένως ότι η απαγόρευση των ΠΔΠ ανά συναλλαγή θα ευνοούσε τη δημιουργία αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αγοράς άμεσων χρεώσεων. Ωστόσο, οι προμήθειες για συναλλαγές τύπου R θα πρέπει να επιτρέπονται, υπό τον όρο ότι πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Οι πάροχοι ΥΠ πρέπει να δίνουν σαφείς και κατανοητές πληροφορίες στους καταναλωτές σχετικά με τις προμήθειες των συναλλαγών τύπου R, για λόγους διαφάνειας και προστασίας των καταναλωτών. Οι κανόνες, πάντως, για συναλλαγές τύπου R δεν θα θίγουν την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Χρειάζεται περαιτέρω να σημειωθεί ότι οι άμεσες χρεώσεις και οι πληρωμές με κάρτα έχουν εν γένει διαφορετικά χαρακτηριστικά, ιδίως από την άποψη της αυξημένης δυνατότητας των δικαιούχων να παράσχουν κίνητρα για τη χρήση της άμεσης χρέωσης από τους πληρωτές μέσω μιας προϋπάρχουσας σύμβασης μεταξύ δικαιούχου και πληρωτή, ενώ για τις πληρωμές με κάρτα δεν υπάρχει τέτοια προηγούμενη σύμβαση και η πράξη πληρωμής αποτελεί συχνά μεμονωμένο και μη τακτικά επανεμφανιζόμενο γεγονός. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις σχετικά με τις ΠΔΠ για τις άμεσες χρεώσεις δεν θίγουν την ανάλυση των ΠΔΠ βάσει των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης σε ό,τι αφορά τις πράξεις πληρωμής με κάρτα. Οι πρόσθετες προαιρετικές υπηρεσίες δεν καλύπτονται από την απαγόρευση του παρόντος κανονισμού όταν είναι σαφώς και αδιαμφισβητήτως διακριτές από τις βασικές υπηρεσίες άμεσης χρέωσης και όταν οι πάροχοι ΥΠ και οι χρήστες ΥΠ διαθέτουν πλήρη ελευθερία προσφοράς και χρήσης τέτοιων υπηρεσιών. Εντούτοις, οι υπηρεσίες αυτές εξακολουθούν να υπόκεινται στους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού.

(21)

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να περιοριστεί χρονικά η δυνατότητα επιβολής ΠΔΠ ανά συναλλαγή για εθνικές και διασυνοριακές άμεσες χρεώσεις και να θεσπιστούν γενικοί όροι για την επιβολή διατραπεζικών προμηθειών για συναλλαγές τύπου R.

(22)

Η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί, σε επίπεδο Ένωσης, το ύψος των προμηθειών για τις συναλλαγές τύπου R. Οι συναλλαγές τύπου R στην εσωτερική αγορά θα πρέπει να συγκλίνουν με την πάροδο του χρόνου ώστε να μη διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών σε βαθμό που να απειλεί τους ίσους όρους ανταγωνισμού.

(23)

Σε μερικά κράτη μέλη υπάρχουν ορισμένες κληροδοτημένες υπηρεσίες πληρωμών που αποτελούν μεταφορές πίστωσης ή άμεσες χρεώσεις, αλλά έχουν πολύ συγκεκριμένες λειτουργικές δυνατότητες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε ιστορικούς ή νομικούς λόγους. Ο όγκος των συναλλαγών των εν λόγω υπηρεσιών είναι συνήθως οριακός. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν κατά συνέπεια να καταταχθούν στα προϊόντα μικρής εξειδικευμένης αγοράς. Μια μεταβατική περίοδος για τα εν λόγω προϊόντα εξειδικευμένης αγοράς, αρκετά μεγάλη ώστε να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις της μετάβασης στους χρήστες ΥΠ, θα βοηθήσει και τις δύο πλευρές της αγοράς να επικεντρωθούν αρχικά στη μετάβαση του κυρίως όγκου των μεταφορών πίστωσης και των άμεσων χρεώσεων, επιταχύνοντας με αυτόν τον τρόπο την αποκόμιση του μεγαλύτερου μέρους των δυνητικών οφελών μιας ενιαίας αγοράς πληρωμών της Ένωσης. Σε μερικά κράτη μέλη υπάρχουν ειδικά μέσα άμεσης χρέωσης που φαίνονται πολύ παρόμοια με τις πράξεις πληρωμών με κάρτα, δεδομένου ότι ο πληρωτής χρησιμοποιεί κάρτα στο σημείο πώλησης για να ξεκινήσει η πράξη πληρωμής, αλλά η υποκείμενη πράξη πληρωμής συνιστά άμεση χρέωση. Σε αυτού του είδους τις πράξεις πληρωμών, η κάρτα χρησιμοποιείται μόνο για μια ανάγνωσή της με σκοπό να διευκολυνθεί η ηλεκτρονική δημιουργία της εντολής, η οποία χρειάζεται να υπογραφεί από τον πληρωτή στο σημείο πώλησης. Μολονότι μια τέτοια υπηρεσία πληρωμών δεν μπορεί να καταταχθεί στα προϊόντα μικρής εξειδικευμένης αγοράς, χρειάζεται μια μεταβατική περίοδος για τις εν λόγω υπηρεσίες πληρωμών εξαιτίας του σημαντικού όγκου των συναφών συναλλαγών. Για να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι να υλοποιήσουν ένα επαρκές υποκατάστατο του ΕΧΠΕ, η σχετική μεταβατική περίοδος πρέπει να έχει επαρκή διάρκεια.

(24)

Για την πρακτική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς πληρωμών είναι αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι οι πληρωτές, όπως οι καταναλωτές, οι επιχειρήσεις ή οι δημόσιες αρχές, μπορούν να αποστέλλουν μεταφορές πίστωσης σε λογαριασμούς πληρωμών τους οποίους κατέχουν οι δικαιούχοι σε παρόχους ΥΠ οι οποίοι βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος και είναι προσβάσιμοι σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(25)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί ομαλή μετάβαση στον ΕΧΠΕ, κάθε έγκυρη άδεια δικαιούχου για την είσπραξη επαναλαμβανόμενων άμεσων χρεώσεων στο πλαίσιο κληροδοτημένου καθεστώτος θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την καταληκτική ημερομηνία που ορίζει ο παρών κανονισμός για τη μετάβαση. Η άδεια αυτή θα πρέπει να θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη συγκατάθεση από τον δικαιούχο προς τον πάροχο ΥΠ του πληρωτή να εκτελεί τις επαναλαμβανόμενες άμεσες χρεώσεις που εισπράττει ο δικαιούχος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εάν δεν υπάρχει εθνική νομοθεσία σχετικά με τη συνεχιζόμενη ισχύ της εντολής ή συμφωνίες πελατών που τροποποιούν τις εντολές άμεσης χρέωσης ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχισή τους. Ωστόσο, τα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να προστατεύονται και, στην περίπτωση που μία υφιστάμενη εντολή άμεσης χρέωσης περιλαμβάνει άνευ όρων δικαίωμα επιστροφής χρημάτων, το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να διατηρηθεί.

(26)

Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν οι αρμόδιες αρχές να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα οικεία καθήκοντα παρακολούθησης και να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης και της εξέτασης των καταγγελιών, για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση των παρόχων ΥΠ με τον παρόντα κανονισμό. Επίσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε οι καταγγελίες κατά παρόχων ΥΠ οι οποίοι δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό να υποβάλλονται και ο παρών κανονισμός να εφαρμόζεται αποτελεσματικά με διοικητικά ή δικαστικά μέσα. Για την ενίσχυση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές των διάφορων κρατών μελών θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και, εφόσον χρειάζεται, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών και άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, όπως η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) (ΕΑΤ), οι οποίες έχουν ορισθεί βάσει της ενωσιακής ή της εθνικής νομοθεσίας που είναι εφαρμοστέα στους παρόχους ΥΠ.

(27)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και να εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και ότι εφαρμόζονται. Οι εν λόγω κυρώσεις δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στους καταναλωτές.

(28)

Για να εξασφαλισθεί η παροχή της δυνατότητας προσφυγής σε περιπτώσεις εσφαλμένης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ή όταν προκύπτουν διαφορές αναφορικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό μεταξύ των χρηστών ΥΠ και των παρόχων ΥΠ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλες και αποτελεσματικές εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής ενστάσεων και προσφυγών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν ότι οι διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται μόνο σε καταναλωτές ή μόνο σε καταναλωτές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

(29)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην ΕΑΤ και στην ΕΚΤ όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση θα πρέπει να συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού.

(30)

Για να εξασφαλισθεί η επικαιροποίηση των τεχνικών απαιτήσεων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ σχετικά με τις εν λόγω τεχνικές απαιτήσεις. Με τη δήλωση (αριθ. 39) σχετικά με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ η οποία προσαρτάται στην Τελική Πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης που ενέκρινε τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η διάσκεψη έλαβε γνώση της πρόθεσης της Επιτροπής να εξακολουθήσει να συμβουλεύεται εμπειρογνώμονες διορισμένους από τα κράτη μέλη κατά την προπαρασκευή σχεδίων πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλη και διαφανή διαβούλευση κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού της έργου, συμπεριλαμβανομένης της διαβούλευσης με την ΕΚΤ και όλους τους ενδιαφερομένους. Κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(31)

Επειδή οι πάροχοι ΥΠ που είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ θα χρειαστεί να αναλάβουν ειδικές προπαρασκευαστικές εργασίες εκτός αγοράς πληρωμών για το εθνικό νόμισμά τους, θα πρέπει να επιτραπεί στους εν λόγω παρόχους ΥΠ να αναβάλουν την εφαρμογή των τεχνικών απαιτήσεων για μια ορισμένη περίοδο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις τεχνικές απαιτήσεις για τη δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού χώρου πληρωμών που θα ενισχύσει την εσωτερική αγορά.

(32)

Για να εξασφαλιστεί ευρεία υποστήριξη του κοινού στον ΕΧΠΕ, απαιτείται υψηλό επίπεδο προστασίας των πληρωτών, ιδίως για τις πράξεις άμεσης χρέωσης. Το ισχύον σήμερα περιοριστικώς πανευρωπαϊκό καθεστώς άμεσης χρέωσης για τους καταναλωτές, που αναπτύχθηκε από το ΕΣΠ, προβλέπει ένα άνευ διευκρινίσεων και άνευ όρων δικαίωμα επιστροφής για τις εξουσιοδοτημένες πληρωμές εντός διαστήματος οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία χρέωσης του ποσού, ενώ βάσει των άρθρων 62 και 63 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ το εν λόγω δικαίωμα επιστροφής υπόκειται σε διάφορες προϋποθέσεις. Υπό το πρίσμα της επικρατούσας κατάστασης στην αγορά και της ανάγκης να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, ο αντίκτυπος των διατάξεων αυτών πρέπει να αξιολογηθεί στην έκθεση την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 87 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, η Επιτροπή υποβάλει το αργότερο έως την 1η Νοεμβρίου 2012 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην ΕΚΤ, συνοδευόμενη, εφόσον κριθεί σκόπιμο, από πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας.

(33)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (9), διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η μετάβαση στον ΕΧΠΕ και η καθιέρωση κοινών προτύπων και κανόνων πληρωμών θα πρέπει να βασίζεται στη συμμόρφωση προς την εθνική νομοθεσία όσον αφορά την προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων στα κράτη μέλη και να προασπίζει τα συμφέροντα των πολιτών της Ένωσης.

(34)

Τα χρηματοπιστωτικά μηνύματα σχετικά με τις πληρωμές και τις μεταφορές στον ΕΧΠΕ δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της 28ης Ιουνίου 2010, για την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις Ηνωμένες Πολιτείες για σκοπούς του προγράμματος παρακολούθησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (10).

(35)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η καθιέρωση επιχειρηματικών κανόνων και τεχνικών απαιτήσεων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς, λόγω της κλίμακας ή των επιπτώσεών του, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(36)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, τα κράτη μέλη θα καταργήσουν τις εθνικές υποχρεώσεις παροχής στοιχείων βάσει διακανονισμών οι οποίες επιβάλλονται στους παρόχους ΥΠ για τις στατιστικές του ισοζυγίου πληρωμών και αφορούν πράξεις πληρωμών των πελατών τους ύψους μέχρι 50 000 ευρώ. Η συλλογή στατιστικών στοιχείων του ισοζυγίου πληρωμών βάσει διακανονισμών προέκυψε μετά το τέλος των συναλλαγματικών ελέγχων και έχει αποτελέσει σημαντική πηγή δεδομένων, δίπλα σε άλλες πηγές όπως οι άμεσες έρευνες, συμβάλλοντας στην καλή ποιότητα των στατιστικών. Από την αρχή της δεκαετίας του 1990 ορισμένα κράτη μέλη επέλεξαν να βασιστούν περισσότερο σε στοιχεία που διαβιβάζονται απευθείας από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά παρά σε στοιχεία που διαβιβάζουν οι τράπεζες για λογαριασμό των πελατών τους. Μολονότι η υποβολή στοιχείων βάσει διακανονισμού αποτελεί μια λύση που, από τη σκοπιά της κοινωνίας στο σύνολό της, μειώνει το κόστος της συγκέντρωσης στοιχείων για το ισοζύγιο πληρωμών και ταυτόχρονα εξασφαλίζει στατιστικές καλής ποιότητας, η διατήρηση της γνωστοποίησης αυτής σε ορισμένα κράτη μέλη ενδέχεται να μειώνει την αποτελεσματικότητα και να αυξάνει το κόστος όσον αφορά ειδικότερα τις διασυνοριακές πληρωμές. Δεδομένου ότι ένας στόχος του ΕΧΠΕ είναι η μείωση του κόστους των διασυνοριακών πληρωμών, η γνωστοποίηση στοιχείων για το ισοζύγιο πληρωμών βάσει διακανονισμού πρέπει να καταργηθεί τελείως.

(37)

Για να υπάρξει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, ενδείκνυται να εναρμονιστούν οι προθεσμίες που καθορίζονται για τις διατραπεζικές προμήθειες στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

(38)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζονται κανόνες για τις πράξεις μεταφοράς πίστωσης και άμεσης χρέωσης σε ευρώ εντός της Ένωσης σε περίπτωση που τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών («πάροχος ΥΠ») του πληρωτή, όσο και ο πάροχος ΥΠ του δικαιούχου, βρίσκονται εντός της Ένωσης ή σε περίπτωση που ο μόνος πάροχος ΥΠ που εμπλέκεται στην πράξη πληρωμής βρίσκεται στην Ένωση.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται μεταξύ και εντός παρόχων ΥΠ, περιλαμβανομένων των αντιπροσώπων ή υποκαταστημάτων τους, για λογαριασμό των ιδίων·

β)

σε πράξεις πληρωμής που διεκπεραιώνονται και εκκαθαρίζονται μέσω συστημάτων πληρωμών μεγάλων ποσών, αποκλειομένων των πράξεων πληρωμών άμεσης χρέωσης για τις οποίες πληρωτής δεν έχει ζητήσει ρητά τη δρομολόγηση μέσω συστήματος πληρωμής μεγάλων ποσών·

γ)

σε πράξεις πληρωμής μέσω κάρτας πληρωμών ή ανάλογου μέσου, συμπεριλαμβανομένων των αναλήψεων μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, εκτός εάν η κάρτα πληρωμών ή το ανάλογο μέσο χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παραγωγή της πληροφορίας που απαιτείται για την απευθείας μεταφορά πίστωσης ή άμεση χρέωση προς και από λογαριασμό πληρωμών που αναγνωρίζεται με BBAN ή με ΙΒΑΝ·

δ)

σε πράξεις πληρωμής με οποιαδήποτε τηλεπικοινωνιακή, ψηφιακή ή ηλεκτρονική συσκευή, εάν οι εν λόγω πράξεις πληρωμής δεν συνεπάγονται μεταφορά πίστωσης ή άμεση χρέωση προς και από λογαριασμό πληρωμών που αναγνωρίζεται με BBAN ή ΙΒΑΝ·

ε)

σε πράξεις υπηρεσιών εμβασμάτων, όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 13 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

στ)

σε πράξεις πληρωμής κατά τις οποίες μεταβιβάζεται ηλεκτρονικό χρήμα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (11), εκτός εάν οι εν λόγω πράξεις συνεπάγονται μεταφορά πίστωσης ή άμεση χρέωση προς και από λογαριασμό πληρωμών που αναγνωρίζεται με BBAN ή IBAN.

3.   Όταν τα καθεστώτα πληρωμών βασίζονται σε πράξεις πληρωμής με μεταφορά πίστωσης ή άμεση χρέωση, αλλά διαθέτουν επιπρόσθετα προαιρετικά χαρακτηριστικά ή υπηρεσίες, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις μεταφορές πίστωσης ή άμεσες χρεώσεις στις οποίες βασίζονται τα εν λόγω καθεστώτα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «μεταφορά πίστωσης»: η εθνική ή διασυνοριακή υπηρεσία πληρωμών για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου με πράξη πληρωμής ή μια σειρά πράξεων πληρωμής από λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή μέσω του παρόχου ΥΠ που τηρεί τον λογαριασμό αυτό, βάσει εντολής του πληρωτή·

2)   «άμεση χρέωση»: η εθνική ή διασυνοριακή υπηρεσία πληρωμής για τη χρέωση λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή, όταν η πράξη πληρωμής πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του δικαιούχου βάσει της συναίνεσης του πληρωτή·

3)   «πληρωτής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτόν το λογαριασμό πληρωμών ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει τέτοια εντολή πληρωμής στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου·

4)   «δικαιούχος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και που είναι ο προοριζόμενος αποδέκτης των χρηματικών ποσών που αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής·

5)   «λογαριασμός πληρωμών»: ο λογαριασμός που διατηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των πράξεων πληρωμής·

6)   «σύστημα πληρωμών»: ένα σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών με επίσημες και τυποποιημένες ρυθμίσεις και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση ή τον διακανονισμό των πράξεων πληρωμής·

7)   «καθεστώς πληρωμών»: ένα ενιαίο σύνολο κανόνων, πρακτικών, προτύπων και/ή κατευθυντήριων γραμμών εφαρμογής που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των παρόχων ΥΠ για την εκτέλεση πράξεων πληρωμών μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης και στο εσωτερικό τους, και το οποίο είναι διαχωρισμένο από κάθε υποδομή ή σύστημα πληρωμών που υποστηρίζει τη λειτουργία του·

8)   «πάροχος ΥΠ»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 26 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, εξαιρουμένων όμως των φορέων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (12) και οι οποίοι καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

9)   «χρήστης ΥΠ»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κάνει χρήση μιας υπηρεσίας πληρωμών, υπό την ιδιότητα του πληρωτή ή του δικαιούχου·

10)   «πράξη πληρωμής»: μια πράξη μεταφοράς χρηματικών ποσών μεταξύ λογαριασμών πληρωμών εντός της Ένωσης με πρωτοβουλία του πληρωτή ή του δικαιούχου, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ του πληρωτή και του δικαιούχου·

11)   «εντολή πληρωμής»: κάθε οδηγία εκ μέρους πληρωτή ή δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που τον εξυπηρετεί, με την οποία του ζητεί να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

12)   «διατραπεζική προμήθεια»: η προμήθεια που καταβάλλεται μεταξύ των παρόχων ΥΠ του πληρωτή και του παρόχου ΥΠ του δικαιούχου για πράξεις άμεσης χρέωσης·

13)   «ΠΔΠ»: η πολυμερής διατραπεζική προμήθεια που υπόκειται σε συμφωνία μεταξύ άνω των δύο παρόχων ΥΠ·

14)   «BBAN»: κωδικός αναγνώρισης του αριθμού ενός λογαριασμού πληρωμών, ο οποίος ταυτίζει με σαφήνεια έναν ατομικό λογαριασμό πληρωμών με έναν πάροχο ΥΠ σε ένα κράτος μέλος και ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για εθνικές πράξεις πληρωμής, ενώ ο ίδιος λογαριασμός πληρωμών προσδιορίζεται από τον κωδικό ΙΒΑΝ για τις διασυνοριακές πράξεις πληρωμής·

15)   «IBAN»: διεθνής κωδικός αναγνώρισης του αριθμού ενός λογαριασμού πληρωμών, ο οποίος ταυτίζει με σαφήνεια έναν ατομικό λογαριασμό πληρωμών σε ένα κράτος μέλος· τα στοιχεία του κωδικού αυτού καθορίζονται από τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO)·

16)   «BIC»: κωδικός αναγνώρισης της επιχείρησης που ταυτοποιεί με σαφήνεια έναν πάροχο ΥΠ και του οποίου τα στοιχεία καθορίζονται από τον ISΟ·

17)   «πρότυπο ISO 20022 XML»: ένα πρότυπο για την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων, όπως ορίζονται από τον ISO, το οποίο περιλαμβάνει τη φυσική αναπαράσταση των πράξεων πληρωμής με σύνταξη XML, σύμφωνα με τους επιχειρηματικούς κανόνες και τις κατευθυντήριες γραμμές εφαρμογής των καθεστώτων της Ένωσης για τις πράξεις πληρωμής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

18)   «σύστημα πληρωμών μεγάλων ποσών»: σύστημα πληρωμών του οποίου ο βασικός προορισμός είναι η επεξεργασία, εκκαθάριση ή διακανονισμός μεμονωμένων πράξεων πληρωμής με υψηλή προτεραιότητα και επείγοντα χαρακτήρα, και πρωτίστως μεγάλου ποσού·

19)   «ημερομηνία διακανονισμού»: η ημερομηνία κατά την οποία εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις μεταφοράς ποσών ανάμεσα στον πάροχο ΥΠ του πληρωτή και τον πάροχο ΥΠ του δικαιούχου·

20)   «είσπραξη»: μέρος μιας πράξης άμεσης χρέωσης που αρχίζει με την εκκίνηση της πράξης από τον δικαιούχο και τελειώνει με την κανονική χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή·

21)   «εντολή»: έκφραση της συναίνεσης και εξουσιοδότησης που παρέχεται από τον πληρωτή στον δικαιούχο και (άμεσα ή έμμεσα μέσω του δικαιούχου) στον πάροχο ΥΠ του πληρωτή για να έχει ο δικαιούχος τη δυνατότητα να κινήσει είσπραξη για χρέωση του προσδιοριζόμενου λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή και για να έχει ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες αυτές·

22)   «σύστημα πληρωμών λιανικής»: σύστημα πληρωμών κύριος σκοπός του οποίου είναι η διεκπεραίωση, ο συμψηφισμός ή η εκκαθάριση μεταφορών πίστωσης ή άμεσων χρεώσεων, οι οποίες γενικώς ομαδοποιούνται προς διαβίβαση και είναι κατά κύριο λόγο μικρού ποσού και χαμηλής προτεραιότητας, και το οποίο δεν αποτελεί σύστημα πληρωμών μεγάλων ποσών·

23)   «πολύ μικρή επιχείρηση»: επιχείρηση η οποία, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης υπηρεσίας πληρωμών, είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 και του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 3 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (13)·

24)   «καταναλωτής»: το φυσικό πρόσωπο που δεν ενεργεί υπό εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική ιδιότητα όσον αφορά συμβάσεις υπηρεσιών πληρωμών·

25)   «συναλλαγή τύπου R»: πράξη πληρωμής που δεν μπορεί να εκτελεστεί δεόντως από έναν πάροχο ΥΠ ή που συνεπάγεται μια κατ’ εξαίρεση επεξεργασία, μεταξύ άλλων λόγω έλλειψης χρημάτων, ανάκλησης, εσφαλμένου ποσού ή εσφαλμένης ημερομηνίας, έλλειψης εντολής ή εσφαλμένου ή κλεισμένου λογαριασμού·

26)   «διασυνοριακή πράξη πληρωμής»: πράξη πληρωμής που δρομολογείται από έναν πληρωτή ή έναν δικαιούχο, όταν ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή και ο πάροχος ΥΠ του δικαιούχου βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη·

27)   «εθνική πράξη πληρωμής»: πράξη πληρωμής που δρομολογείται από έναν πληρωτή ή έναν δικαιούχο, όταν ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή και ο πάροχος ΥΠ του δικαιούχου βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος·

28)   «μέρος αναφοράς»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ο πληρωτής προβαίνει σε πληρωμή ή ο δικαιούχος σε είσπραξη πληρωμής.

Άρθρο 3

Προσβασιμότητα

1.   Ο πάροχος ΥΠ ενός πληρωτή που είναι προσβάσιμος για εθνικές πράξεις μεταφοράς πίστωσης στο πλαίσιο ενός καθεστώτος πληρωμών, είναι προσβάσιμος, σύμφωνα με τους κανόνες ενός πανενωσιακού καθεστώτος πληρωμών, για μεταφορές πίστωσης τις οποίες δρομολογεί ένας πληρωτής μέσω παρόχου ΥΠ που βρίσκεται σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

2.   Ο πάροχος ΥΠ ενός πληρωτή που είναι προσβάσιμος για εθνικές πράξεις άμεσης χρέωσης στο πλαίσιο ενός καθεστώτος πληρωμών, είναι προσβάσιμος, σύμφωνα με τους κανόνες ενός πανενωσιακού καθεστώτος πληρωμών, για άμεσες χρεώσεις τις οποίες δρομολογεί ένας δικαιούχος μέσω παρόχου ΥΠ που βρίσκεται σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

3.   Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται μόνο στις πράξεις άμεσης χρέωσης που διατίθενται στους καταναλωτές ως πληρωτές στο πλαίσιο του καθεστώτος πληρωμών.

Άρθρο 4

Διαλειτουργικότητα

1.   Τα καθεστώτα πληρωμών που χρησιμοποιούνται από παρόχους ΥΠ για τη διενέργεια μεταφορών πίστωσης και άμεσων χρεώσεων πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι κανόνες τους είναι οι ίδιοι για εθνικές και διασυνοριακές πράξεις μεταφοράς πίστωσης εντός της Ένωσης και ομοίως για εθνικές και διασυνοριακές πράξεις άμεσης χρέωσης εντός της Ένωσης· και

β)

οι συμμετέχοντες στο σύστημα πληρωμών αντιστοιχούν στην πλειονότητα των παρόχων ΥΠ εντός των περισσότερων κρατών μελών και αποτελούν την πλειοψηφία των παρόχων ΥΠ εντός της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη μόνο των παρόχων ΥΠ που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης αντιστοίχως.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, εάν ούτε ο πληρωτής ούτε ο δικαιούχος είναι καταναλωτές, λαμβάνονται υπόψη μόνο τα κράτη μέλη στα οποία διατίθενται τέτοιες υπηρεσίες από παρόχους ΥΠ και μόνο οι πάροχοι ΥΠ που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.

2.   Ο φορέας εκμετάλλευσης ή, ελλείψει επίσημου φορέα εκμετάλλευσης, οι συμμετέχοντες σε ένα σύστημα πληρωμών λιανικής εντός της Ένωσης, εξασφαλίζουν ότι το σύστημα πληρωμών τους είναι διαλειτουργικό σε τεχνικό επίπεδο με τα άλλα συστήματα πληρωμών λιανικής εντός της Ένωσης μέσω της χρήσης προτύπων που έχουν αναπτυχθεί από διεθνείς ή ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης. Επιπλέον, δεν υιοθετούν επιχειρηματικούς κανόνες που περιορίζουν τη διαλειτουργικότητα με τα άλλα συστήματα πληρωμών λιανικής εντός της Ένωσης. Τα συστήματα πληρωμών που προσδιορίζονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (14) έχουν υποχρέωση να εξασφαλίσουν τεχνική διαλειτουργικότητα μόνο με τα άλλα συστήματα πληρωμών που προσδιορίζονται από την ίδια οδηγία.

3.   Η διεκπεραίωση των μεταφορών πίστωσης και των άμεσων χρεώσεων δεν παρεμποδίζεται από τεχνικά εμπόδια.

4.   Ο ιδιοκτήτης του καθεστώτος πληρωμών ή, ελλείψει επίσημου ιδιοκτήτη του καθεστώτος πληρωμών, ο κυριότερος συμμετέχων ενός νεότευκτου συστήματος πληρωμών λιανικής το οποίο έχει συμμετέχοντες σε τουλάχιστον οκτώ κράτη μέλη μπορεί να ζητήσει, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ιδιοκτήτης του καθεστώτος πληρωμών ή ο κυριότερος συμμετέχων, προσωρινή εξαίρεση από τους όρους που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1. Αφού ζητήσουν τη γνώμη των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών στα οποία το νέο αυτό καθεστώς πληρωμών έχει συμμετέχοντα, της Επιτροπής και της ΕΚΤ, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν εξαίρεση για μέγιστη διάρκεια τριών ετών. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές βασίζουν την απόφασή τους στη δυνατότητα του νέου καθεστώτος πληρωμών να εξελιχθεί σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο πανευρωπαϊκό καθεστώς πληρωμών, καθώς και στη συμβολή του στη βελτίωση του ανταγωνισμού ή την προώθηση της καινοτομίας.

5.   Εκτός των υπηρεσιών πληρωμών που υπόκεινται σε εξαίρεση βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 4, το παρόν άρθρο ισχύει το αργότερο από την 1η Φεβρουαρίου 2014.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις για τις πράξεις μεταφοράς πίστωσης και άμεσης χρέωσης

1.   Οι πάροχοι ΥΠ διενεργούν πράξεις μεταφοράς πίστωσης και άμεσης χρέωσης σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

πρέπει να χρησιμοποιούν τον κωδικό αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος για την αναγνώριση των λογαριασμών πληρωμών ασχέτως του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο σχετικός πάροχος ΥΠ·

β)

πρέπει να χρησιμοποιούν τις μορφές μηνυμάτων που καθορίζονται στο σημείο 1 στοιχείο β) του παραρτήματος κατά τη διαβίβαση πράξεων πληρωμής σε άλλον πάροχο ΥΠ ή μέσω ενός συστήματος πληρωμών λιανικής·

γ)

πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι χρήστες ΥΠ χρησιμοποιούν τον κωδικό αναγνώρισης που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος για την αναγνώριση των λογαριασμών πληρωμών, είτε ο πάροχος ΥΠ τόσο του πληρωτή όσο και του δικαιούχου είτε ο μοναδικός πάροχος ΥΠ της πράξης πληρωμής βρίσκονται στο ίδιο κράτος με τους χρήστες ΥΠ ή σε διαφορετικά κράτη μέλη·

δ)

πρέπει να εξασφαλίζουν ότι, όταν ο χρήστης ΥΠ που δεν είναι καταναλωτής ή πολύ μικρή επιχείρηση δρομολογεί ή δέχεται επιμέρους μεταφορές πίστωσης ή επιμέρους άμεσες χρεώσεις οι οποίες δεν διαβιβάζονται χωριστά αλλά συγκεντρωτικά, χρησιμοποιούνται οι μορφές μηνυμάτων που καθορίζονται στο σημείο 1 στοιχείο β) του παραρτήματος.

Με την επιφύλαξη του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, οι πάροχοι ΥΠ, ύστερα από ειδικό αίτημα χρήστη ΥΠ, χρησιμοποιούν τις μορφές μηνυμάτων που καθορίζονται στο σημείο 1 στοιχείο β) του παραρτήματος για τη σχέση τους με τον συγκεκριμένο χρήστη ΥΠ.

2.   Οι πάροχοι ΥΠ διενεργούν τις μεταφορές πίστωσης σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη οιασδήποτε υποχρέωσης που καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ:

α)

ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή πρέπει να εξασφαλίζει ότι ο πληρωτής διαβιβάζει τα δεδομένα που καθορίζονται στο σημείο 2 στοιχείο α) του παραρτήματος·

β)

ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή πρέπει να διαβιβάζει στον πάροχο ΥΠ του δικαιούχου τα δεδομένα που καθορίζονται στο σημείο 2 στοιχείο β) του παραρτήματος·

γ)

ο πάροχος ΥΠ του δικαιούχου πρέπει να διαβιβάζει ή θέτει στη διάθεσή του δικαιούχου τα δεδομένα που καθορίζονται στο σημείο 2 στοιχείο δ) του παραρτήματος.

3.   Οι πάροχοι ΥΠ πραγματοποιούν άμεσες χρεώσεις σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη οιασδήποτε υποχρέωσης που καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ:

α)

οι πάροχοι ΥΠ του δικαιούχου πρέπει να εξασφαλίζουν ότι:

i)

κατά την πρώτη πράξη άμεσης χρέωσης και τις εφάπαξ πράξεις άμεσης χρέωσης, καθώς και σε κάθε μεταγενέστερη πράξη πληρωμής, ο δικαιούχος παρέχει τα στοιχεία που καθορίζονται στο σημείο 3 στοιχείο α) του παραρτήματος·

ii)

ο πληρωτής παρέχει τη συναίνεσή του τόσο στον δικαιούχο όσο κ. στον πάροχο ΥΠ του πληρωτή (άμεσα ή έμμεσα μέσω του δικαιούχου), ότι οι εντολές, μαζί με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ή την ακύρωση, φυλάσσονται από τον δικαιούχο ή από τρίτο για λογαριασμό του δικαιούχου και ότι ο δικαιούχος ενημερώνεται σχετικά με την υποχρέωση αυτή από τον δικό του πάροχο ΥΠ σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

β)

ο πάροχος ΥΠ του δικαιούχου πρέπει να διαβιβάζει στον πάροχο ΥΠ του πληρωτή τα δεδομένα που καθορίζονται στο σημείο 3 στοιχείο β) του παραρτήματος·

γ)

ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή πρέπει να διαβιβάζει στον πληρωτή ή θέτει στη διάθεσή του τα δεδομένα που καθορίζονται στο σημείο 3 στοιχείο γ) του παραρτήματος·

δ)

ο πληρωτής πρέπει να έχει το δικαίωμα να παραγγέλλει στον δικό του πάροχο ΥΠ:

i)

να περιορίζει την είσπραξη μιας άμεσης χρέωσης σε συγκεκριμένο ποσό ή περιοδικότητα ή και τα δύο·

ii)

όταν η εντολή βάσει ενός καθεστώτος πληρωμών δεν προβλέπει το δικαίωμα επιστροφής χρημάτων, να ελέγχει κάθε πράξη άμεσης χρέωσης, πριν από τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή, για να διαπιστώσει, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που σχετίζονται με την εντολή, αν το ποσό και η περιοδικότητα της υποβληθείσας πράξης άμεσης χρέωσης αντιστοιχεί στο ποσό και την περιοδικότητα που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της εντολής·

iii)

να εμποδίζει οιεσδήποτε άμεσες χρεώσεις στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, ή να εμποδίζει οιεσδήποτε άμεσες χρεώσεις που προέρχονται από έναν ή περισσότερους προσδιοριζόμενους δικαιούχους, ή να εγκρίνει μόνον άμεσες χρεώσεις που προέρχονται από έναν ή περισσότερους προσδιοριζόμενους δικαιούχους.

Εάν ούτε ο πληρωτής ούτε ο δικαιούχος είναι καταναλωτές, οι πάροχοι ΥΠ δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του στοιχείου δ) σημεία i), ii) ή iii).

Ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή ενημερώνει τον πληρωτή όσον αφορά τα δικαιώματα που αναφέρονται στο στοιχείο δ) σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

Κατά την πρώτη πράξη άμεσης χρέωσης ή τις εφάπαξ πράξεις άμεσης χρέωσης, καθώς και σε κάθε μεταγενέστερη πράξη άμεσης χρέωσης, ο δικαιούχος αποστέλλει στον πάροχο ΥΠ του δικαιούχου τις πληροφορίες που αφορούν την εντολή και ο πάροχος ΥΠ του δικαιούχου διαβιβάζει τις εν λόγω σχετικές με την εντολή πληροφορίες στον πάροχο ΥΠ του πληρωτή με κάθε πράξη άμεσης χρέωσης.

4.   Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, ο δικαιούχος που δέχεται μεταφορές πίστωσης κοινοποιεί στους πληρωτές του τον κώδικα αναγνώρισης του λογαριασμού του πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος καθώς και, πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2014 για τις εθνικές πράξεις πληρωμής και πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2016 για τις διασυνοριακές πράξεις πληρωμής, αλλά μόνο εφόσον απαιτείται, τον κωδικό BIC του δικού του παρόχου ΥΠ.

5.   Πριν την πρώτη πράξη άμεσης χρέωσης, ο πληρωτής κοινοποιεί τον κωδικό αναγνώρισης του λογαριασμού του πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος. Ο πληρωτής κοινοποιεί τον κωδικό BIC του δικού του παρόχου ΥΠ πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2014 για τις εθνικές πράξεις πληρωμής και πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2016 για τις διασυνοριακές πράξεις πληρωμής, αλλά μόνον όταν τούτο καθίσταται αναγκαίο.

6.   Όταν η συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου ΥΠ του δικαιούχου δεν προβλέπει το δικαίωμα επιστροφής χρημάτων, ο πάροχος ΥΠ του πληρωτή, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 στοιχείο α) σημείο ii), ελέγχει κάθε πράξη άμεσης χρέωσης, πριν από τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή, για να διαπιστώσει, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που σχετίζονται με την εντολή, αν το ποσό της υποβληθείσας πράξης άμεσης χρέωσης αντιστοιχεί στο ποσό και την περιοδικότητα που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της εντολής.

7.   Μετά την 1η Φεβρουαρίου 2014 για τις εθνικές πράξεις πληρωμής και μετά την 1η Φεβρουαρίου 2016 για τις διασυνοριακές πράξεις πληρωμής, οι πάροχοι ΥΠ δεν απαιτούν από τους χρήστες ΥΠ να αναφέρουν τον BIC του παρόχου ΥΠ του πληρωτή ή του παρόχου ΥΠ του δικαιούχου.

8.   Οι πάροχοι ΥΠ του πληρωτή και του δικαιούχου δεν επιβάλλουν πρόσθετες επιβαρύνσεις ή άλλες προμήθειες στη διαδικασία ανάγνωσης για την αυτόματη παραγωγή εντολής όσον αφορά εκείνες τις πράξεις πληρωμής που δρομολογούνται μέσω ή με τη χρησιμοποίηση κάρτας πληρωμής στο σημείο πώλησης και καταλήγουν σε άμεση χρέωση.

Άρθρο 6

Καταληκτικές ημερομηνίες

1.   Από την 1η Φεβρουαρίου 2014, οι μεταφορές πίστωσης πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις τεχνικές απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφοι 1, 2 και 4 και των σημείων 1 και 2 του παραρτήματος

2.   Από την 1η Φεβρουαρίου 2014, οι άμεσες χρεώσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3 και τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφοι 1, 3, 5, 6 και 8 και των σημείων 1 και 3 του παραρτήματος.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, οι άμεσες χρεώσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 από την 1η Φεβρουαρίου 2017 το αργότερο για τις εθνικές πράξεις πληρωμών και από την 1η Νοεμβρίου 2012 το αργότερο για τις διασυνοριακές πράξεις πληρωμών.

4.   Για τις εθνικές πράξεις πληρωμών, ένα κράτος μέλος ή, με την έγκριση του σχετικού κράτους μέλους, οι πάροχοι ΥΠ ενός κράτους μέλους μπορούν, αφού λάβουν υπόψη και αξιολογήσουν τον βαθμό ετοιμότητας και προθυμίας των πολιτών τους, να ορίσουν ημερομηνίες προγενέστερες από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 7

Εγκυρότητα των εντολών και δικαίωμα επιστροφής χρημάτων

1.   Έγκυρη άδεια δικαιούχου για την είσπραξη επαναλαμβανόμενων άμεσων χρεώσεων στο πλαίσιο κληροδοτημένου καθεστώτος πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2014 εξακολουθεί να ισχύει μετά την εν λόγω ημερομηνία, και θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη συγκατάθεση προς τον πάροχο ΥΠ του πληρωτή να εκτελεί τις επαναλαμβανόμενες άμεσες χρεώσεις που εισπράττει ο εν λόγω δικαιούχος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εάν δεν υπάρχει εθνική νομοθεσία ή συμφωνίες πελατών που παρατείνουν την ισχύ των εντολών άμεσης χρέωσης.

2.   Εντολή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 επιτρέπει άνευ όρων επιστροφή χρημάτων, καθώς και επιστροφή χρημάτων προχρονολογημένη στην ημερομηνία της σχετικής πληρωμής, εάν αυτό έχει προβλεφθεί στο πλαίσιο της υπάρχουσας εντολής.

Άρθρο 8

Διατραπεζικές προμήθειες για τις πράξεις άμεσης χρέωσης

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεν εφαρμόζεται στις πράξεις άμεσης χρέωσης ΠΔΠ ανά πράξη άμεσης χρέωσης ούτε άλλη συμφωνημένη αμοιβή με ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

2.   Για τις συναλλαγές τύπου R, επιτρέπεται η επιβολή μιας ΠΔΠ υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συμφωνία στοχεύει στον αποτελεσματικό καταλογισμό του κόστους στον πάροχο ΥΠ ή στον χρήστη ΥΠ που προκάλεσε τη συναλλαγή τύπου R, λαμβάνοντας παράλληλα δεόντως υπόψη την ύπαρξη εξόδων συναλλαγής και εξασφαλίζει ότι ο πληρωτής δεν χρεώνεται αυτομάτως και ότι ο πάροχος ΥΠ απαγορεύεται να χρεώνει επιβαρύνσεις στους χρήστες ΥΠ για έναν δεδομένο τύπο προμηθειών για συναλλαγές τύπου R που υπερβαίνουν το κόστος το οποίο υφίσταται ο πάροχος ΥΠ για τις συναλλαγές αυτές·

β)

οι προμήθειες βασίζονται αυστηρά στο κόστος·

γ)

το ύψος των προμηθειών δεν υπερβαίνει τα πραγματικά έξοδα διαχείρισης των συναλλαγών τύπου R από τον οικονομικά αποδοτικότερο συγκρίσιμο πάροχο ΥΠ που αποτελεί αντιπροσωπευτικό από πλευράς όγκου συναλλαγών και είδους υπηρεσιών συμβαλλόμενο μέρος σε συμφωνία·

δ)

η επιβολή των προμηθειών σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) εμποδίζει τους παρόχους ΥΠ να επιβάλλουν στους αντίστοιχους χρήστες ΥΠ επιπρόσθετες προμήθειες σχετικές με τα έξοδα που καλύπτονται από αυτές τις διατραπεζικές προμήθειες·

ε)

δεν υφίσταται πρακτική και οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική λύση έναντι της συμφωνίας, η οποία θα οδηγούσε σε μια εξίσου ή και περισσότερο αποδοτική διαχείριση των συναλλαγών τύπου R με ίσο ή χαμηλότερο κόστος για τους καταναλωτές.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στον υπολογισμό των προμηθειών για τις συναλλαγές τύπου R λαμβάνονται υπόψη μόνο οι κατηγορίες κόστους που σχετίζονται άμεσα και αναμφισβήτητα με τη διαχείριση των συναλλαγών τύπου R. Τα έξοδα αυτά προσδιορίζονται επακριβώς. Η ανάλυση του ποσού των εξόδων, συμπεριλαμβανομένου του χωριστού προσδιορισμού κάθε στοιχείου του, αποτελεί μέρος της συμφωνίας ώστε να καθιστά δυνατή την εύκολη επαλήθευση και παρακολούθηση.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν κατ’ αναλογία για μονομερείς διακανονισμούς από έναν πάροχο ΥΠ και για διμερείς διακανονισμούς μεταξύ παρόχων ΥΠ ισοδύναμου προς πολυμερή διακανονισμό αντικειμένου ή αποτελέσματος.

Άρθρο 9

Προσβασιμότητα των πληρωμών

1.   Ο πληρωτής που προβαίνει σε μεταφορά πίστωσης προς δικαιούχο ο οποίος διατηρεί λογαριασμό πληρωμών εντός της Ένωσης δεν προσδιορίζει το κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να βρίσκεται ο λογαριασμός πληρωμών, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω λογαριασμός πληρωμών είναι προσβάσιμος σύμφωνα με το άρθρο 3.

2.   Ο δικαιούχος που δέχεται μεταφορά ή χρησιμοποιεί άμεση χρέωση για τη λήψη χρηματικών ποσών από πληρωτή ο οποίος διατηρεί λογαριασμό πληρωμών εντός της Ένωσης δεν προσδιορίζει το κράτος μέλος στο οποίο πρέπει να βρίσκεται ο εν λόγω λογαριασμός πληρωμών, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός πληρωμών είναι προσβάσιμος σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 10

Αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ως αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό δημόσιες αρχές, φορείς αναγνωρισμένους από το εθνικό δίκαιο ή δημόσιες αρχές που έχουν εξουσιοδοτηθεί ρητά προς τούτο από το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν υφιστάμενους φορείς ως αρμόδιες αρχές.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται βάσει της παραγράφου 1 έως την 1η Φεβρουαρίου 2013 και ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ) σχετικά με κάθε μεταγενέστερη μεταβολή που αφορά τις αρχές αυτές.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες αρμοδιότητες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Όταν οι αρμόδιες αρχές για τα θέματα που καλύπτει ο παρών κανονισμός είναι περισσότερες της μιας στην επικράτεια κράτους μέλους, το κράτος μέλος διασφαλίζει τη στενή συνεργασία των εν λόγω αρχών ώστε να είναι σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν αποτελεσματικά τη συμμόρφωση των παρόχων ΥΠ με τον παρόντα κανονισμό και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της εν λόγω συμμόρφωσης. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 11

Κυρώσεις

1.   Έως την 1η Φεβρουαρίου 2013, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εν λόγω κανόνες και μέτρα το αργότερο την 1η Αυγούστου 2013 και την ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση σχετικά με κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση τους.

2.   Οι κυρώσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο δεν εφαρμόζονται στους καταναλωτές.

Άρθρο 12

Εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγών

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν πρόσφορες και αποτελεσματικές εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγών για την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των χρηστών και των παρόχων των υπηρεσιών πληρωμών, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Για τους σκοπούς αυτούς, τα κράτη μέλη ορίζουν υφιστάμενους φορείς ή, όπου κρίνεται σκόπιμο, συνιστούν νέους.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, έως την 1η Φεβρουαρίου 2013. Ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή σχετικά με κάθε μεταγενέστερη μεταβολή που αφορά τους εν λόγω φορείς.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε χρήστες ΥΠ που είναι καταναλωτές ή μόνο σε όσους είναι καταναλωτές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για οιαδήποτε τέτοια διάταξη έως την 1η Αυγούστου 2013.

Άρθρο 13

Εξουσιοδότηση

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 14, για την τροποποίηση του παραρτήματος προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική πρόοδος και οι εξελίξεις της αγοράς.

Άρθρο 14

Άσκηση ανατιθέμενων αρμοδιοτήτων

1.   Η εξουσία για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η κατά το άρθρο 13 εξουσιοδότηση χορηγείται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 31 Μαρτίου 2012. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις για μια τέτοια παράταση το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσίας που προσδιορίζεται στην απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 13 αρχίζει να ισχύει μόνο εάν δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός διμήνου από την κοινοποίησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν θα διατυπώσουν αντίρρηση. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

Άρθρο 15

Επανεξέταση

Έως την 1η Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην ΕΚΤ και στην ΕΑΤ έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη, εάν κρίνεται σκόπιμο, από πρόταση.

Άρθρο 16

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους παρόχους ΥΠ, έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, να παρέχουν υπηρεσίες μετατροπής για εθνικές πράξεις πληρωμών στους χρήστες ΥΠ, δίνοντας τη δυνατότητα στους χρήστες ΥΠ που είναι καταναλωτές να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον BBAN αντί του κωδικού αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα με ασφαλή τεχνική μετατροπή του κωδικού BBAN του πληρωτή και του δικαιούχου στον αντίστοιχο κωδικό αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) του παραρτήματος. Ο εν λόγω κωδικός αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμών παρέχεται στον χρήστη ΥΠ που κινεί την πράξη πληρωμής, όποτε καθίσταται ενδεδειγμένο πριν από την εκτέλεση της πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή οι πάροχοι ΥΠ δεν επιβάλλουν οιαδήποτε επιβάρυνση ή άλλες προμήθειες στους χρήστες ΥΠ, άμεσα ή έμμεσα, σε σχέση με αυτές τις υπηρεσίες μετατροπής.

2.   Οι πάροχοι ΥΠ που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σε ευρώ και που βρίσκονται σε κράτος μέλος το οποίο δεν χρησιμοποιεί ως νόμισμά του το ευρώ συμμορφώνονται, όταν παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σε ευρώ, με το άρθρο 3 το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου 2016. Εάν, ωστόσο, καθιερωθεί το ευρώ ως το νόμισμα οποιουδήποτε από τα εν λόγω κράτη μέλη πριν από τις 31η Οκτωβρίου 2015, οι πάροχοι ΥΠ που βρίσκονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος συμμορφώνονται με το άρθρο 3 εντός ενός έτους από την ημερομηνία προσχώρησης του εν λόγω κράτους μέλους στη ζώνη του ευρώ.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξαιρούν, έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, από το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 τις πράξεις μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης με σωρευτικό μερίδιο αγοράς, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές πληρωμών που δημοσιεύονται ετησίως από την ΕΚΤ, λιγότερο από το 10 % του συνολικού αριθμού των πράξεων μεταφοράς πίστωσης ή άμεσης χρέωσης, αντιστοίχως, στο σχετικό κράτος μέλος.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξαιρούν, έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, από το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 τις πράξεις πληρωμής που εκκινούν μέσω κάρτας πληρωμών στο σημείο πώλησης και συνεπάγονται άμεση χρέωση προς και από λογαριασμό πληρωμών που αναγνωρίζεται με κωδικό BBAN ή IBAN.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους, έως την 1η Φεβρουαρίου 2016, να εξαιρούν από την ειδική απαίτηση για χρησιμοποίηση της μορφής μηνυμάτων που καθορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο β) του παραρτήματος, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ), τους χρήστες ΥΠ οι οποίοι δρομολογούν ή λαμβάνουν μεμονωμένες μεταφορές πίστωσης ή άμεσες χρεώσεις που ομαδοποιούνται προς διαβίβαση. Παρά την ενδεχόμενη εξαίρεση, οι πάροχοι ΥΠ υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) όταν ένας χρήστης ΥΠ ζητά μια τέτοια υπηρεσία.

6.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αναβάλλουν την εφαρμογή των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή του BIC για εθνικές πράξεις πληρωμής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4, 5 και 7, έως την 1η Φεβρουαρίου 2016.

7.   Εάν ένα κράτος μέλος προτίθεται να κάνει χρήση εξαίρεσης όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1, 3, 4, 5 ή 6, το εν λόγω κράτος μέλος ειδοποιεί σχετικά την Επιτροπή έως την 1η Φεβρουαρίου 2013 και εν συνεχεία επιτρέπει στην αρμόδια αρχή του να εξαιρέσει, κατά περίπτωση, από μέρος ή το σύνολο των απαιτήσεων του άρθρου 5, του άρθρου 6 παράγραφος 1 ή 2 και του παραρτήματος τις σχετικές πράξεις πληρωμών, όπως αναφέρονται στη σχετική παράγραφο ή εδάφιο, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της εξαίρεσης. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις πράξεις πληρωμών που υπάγονται στην εξαίρεση και οιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή.

8.   Οι πάροχοι ΥΠ που βρίσκονται σε ένα κράτος μέλος και οι χρήστες ΥΠ που κάνουν χρήση υπηρεσίας πληρωμών σε ένα κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των άρθρων 4 και 5 έως την 31η Οκτωβρίου 2016 το αργότερο. Οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων πληρωμών λιανικής για ένα κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 2 έως την 31η Οκτωβρίου 2016 το αργότερο.

Εάν ωστόσο το ευρώ καθιερωθεί ως νόμισμα του εν λόγω κράτους μέλους πριν από την 31η Οκτωβρίου 2015, οι πάροχοι ΥΠ ή, κατά περίπτωση, οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων πληρωμών λιανικής που βρίσκονται σε αυτό το κράτος μέλος και οι χρήστες ΥΠ που κάνουν χρήση υπηρεσίας πληρωμών σε αυτό το κράτος μέλος συμμορφώνονται προς τις αντίστοιχες διατάξεις εντός ενός έτους από την ημερομηνία κατά την οποία το σχετικό κράτος μέλος προσχώρησε στη ζώνη του ευρώ, αλλά όχι νωρίτερα από τις αντίστοιχες ημερομηνίες που καθορίστηκαν για τα κράτη μέλη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ στις 31 Μαρτίου 2012.

Άρθρο 17

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 2, το σημείο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10.

ως “χρηματικά ποσά” νοούνται τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα, το λογιστικό χρήμα καθώς και το ηλεκτρονικό χρήμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (15).

2)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι επιβαρύνσεις που χρεώνονται από έναν πάροχο υπηρεσιών πληρωμής σε χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για τις διασυνοριακές πληρωμές είναι οι ίδιες με τις επιβαρύνσεις που χρεώνονται από τον ίδιο πάροχο υπηρεσιών πληρωμής στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών για τις αντίστοιχες εθνικές πληρωμές της ίδιας αξίας και με το ίδιο νόμισμα.»·

3)

το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής δύναται να επιβάλει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής πρόσθετες επιβαρύνσεις πέραν αυτών που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, εάν ο τελευταίος δώσει εντολή στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμής να εκτελέσει τη διασυνοριακή πληρωμή χωρίς να κοινοποιήσει τον ΙΒΑΝ και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (16), τον σχετικό BIC για τον λογαριασμό πληρωμών στο άλλο κράτος μέλος. Οι εν λόγω επιβαρύνσεις είναι οι προσήκουσες και είναι ευθυγραμμισμένες προς το κόστος. Καθορίζονται δε κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής για το ποσό των πρόσθετων επιβαρύνσεων εγκαίρως και προτού ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμής δεσμευθεί από μια τέτοια συμφωνία.

4)

στο άρθρο 5, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Από την 1η Φεβρουαρίου 2016, τα κράτη μέλη καταργούν τις εθνικές υποχρεώσεις παροχής στοιχείων βάσει διακανονισμών που επιβάλλονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για τις στατιστικές του ισοζυγίου πληρωμών που αφορούν πράξεις πληρωμών των πελατών τους.»·

5)

το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η ημερομηνία «1η Νοεμβρίου 2012» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «1 Φεβρουαρίου 2017»·

β)

στην παράγραφο 2, η ημερομηνία «1η Νοεμβρίου 2012» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «1η Φεβρουαρίου 2017»·

γ)

στην παράγραφο 3, η ημερομηνία «1η Νοεμβρίου 2012» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «1η Φεβρουαρίου 2017»·

6)

το άρθρο 8 διαγράφεται.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από την ημέρα δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Μαρτίου 2012.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. WAMMEN


(1)  ΕΕ C 155 της 25.5.2011, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 74.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Φεβρουαρίου 2012 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2012.

(4)  ΕΕ C 87 E της 1.4.2010, σ. 166.

(5)  ΕΕ C 349 E της 22.12.2010, σ. 43.

(6)  ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11.

(8)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(9)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(10)  ΕΕ L 195 της 27.7.2010, σ. 5.

(11)  ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7.

(12)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

(14)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.

(15)  ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7.»·

(16)  ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22»·


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ (ΑΡΘΡΟ 5)

1.

Εκτός από τις βασικές απαιτήσεις του άρθρου 5, οι ακόλουθες τεχνικές απαιτήσεις ισχύουν για τις πράξεις μεταφοράς πίστωσης και για τις πράξεις άμεσης χρέωσης:

α)

Ο κωδικός αναγνώρισης του λογαριασμού πληρωμών που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) πρέπει να είναι ο κωδικός IBAN.

β)

Το πρότυπο της μορφής μηνυμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ) πρέπει να είναι το πρότυπο ISO 20022 XML.

γ)

Το πεδίο δεδομένων της αποστολής πρέπει να επιτρέπει 140 χαρακτήρες. Τα καθεστώτα πληρωμών μπορούν να επιτρέπουν μεγαλύτερο αριθμό χαρακτήρων, εκτός εάν η συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποστολή των πληροφοριών υφίσταται τεχνικούς περιορισμούς ως προς τον αριθμό των χαρακτήρων· στην περίπτωση αυτή ισχύει το τεχνικό όριο της συσκευής.

δ)

Οι πληροφορίες αναφοράς της αποστολής και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία των δεδομένων που παρέχονται σύμφωνα με τα σημεία 2 και 3 του παρόντος παραρτήματος πρέπει να διαβιβάζονται πλήρως και χωρίς τροποποίηση μεταξύ των παρόχων ΥΠ σε ολόκληρη την αλυσίδα πληρωμών.

ε)

Μόλις τα απαιτούμενα δεδομένα είναι διαθέσιμα σε ηλεκτρονική μορφή, οι πράξεις πληρωμής πρέπει να επιτρέπουν την τελείως αυτόματη, ηλεκτρονική επεξεργασία σε όλα τα στάδια επεξεργασίας της αλυσίδας πληρωμών (διατερματική απρόσκοπτη επεξεργασία/straight-through processing ή STP), ώστε να είναι δυνατή η ηλεκτρονική διεξαγωγή του συνόλου της διαδικασίας πληρωμής χωρίς την ανάγκη εκ νέου πληκτρολόγησης ή χειρωνακτικής παρέμβασης. Αυτό πρέπει να ισχύει και για την έκτακτη διαχείριση πράξεων μεταφοράς πίστωσης και άμεσης χρέωσης, εφόσον είναι δυνατόν.

στ)

Τα καθεστώτα πληρωμών δεν πρέπει να ορίζουν ελάχιστο όριο για το ποσό της πράξης πληρωμής που επιτρέπει τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις, αλλά δεν πρέπει να υποχρεούνται να διεκπεραιώνουν πράξεις πληρωμών μηδενικού ποσού.

ζ)

Τα καθεστώτα πληρωμών δεν πρέπει να υποχρεούνται να εκτελούν μεταφορές πίστωσης και άμεσες χρεώσεις πέραν του ποσού των 999 999 999,99 ευρώ.

2.

Επιπλέον των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο 1, για τις πράξεις μεταφοράς πίστωσης ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο α) είναι τα εξής:

i)

το όνομα του πληρωτή ή/και ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή·

ii)

το ποσό της μεταφοράς πίστωσης·

iii)

ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου·

iv)

το όνομα του δικαιούχου, αν είναι διαθέσιμο·

v)

κάθε πληροφορία αποστολής.

β)

Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) είναι τα εξής:

i)

το όνομα του πληρωτή·

ii)

ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή·

iii)

το ποσό της μεταφοράς πίστωσης·

iv)

ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου·

v)

κάθε πληροφορία αποστολής·

vi)

κάθε κωδικός ταυτοποίησης του δικαιούχου·

vii)

το όνομα κάθε μέρους αναφοράς του δικαιούχου·

viii)

οιοσδήποτε σκοπός της μεταφοράς πίστωσης·

ix)

η ενδεχόμενη κατηγορία του σκοπού της μεταφοράς πίστωσης.

γ)

Επιπλέον, τα ακόλουθα υποχρεωτικά στοιχεία δεδομένων πρέπει να παρέχονται από τον πάροχο ΥΠ του πληρωτή στον πάροχο ΥΠ του δικαιούχου:

i)

ο κωδικός BIC του παρόχου ΥΠ του πληρωτή (εκτός αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των παρόχων ΥΠ που μετέχουν στην πράξη πληρωμής)·

ii)

ο κωδικός BIC του παρόχου ΥΠ του δικαιούχου (εκτός αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των παρόχων ΥΠ που μετέχουν στην πράξη πληρωμής)·

iii)

ο αναγνωριστικός κωδικός του καθεστώτος πληρωμών·

iv)

η ημερομηνία διακανονισμού της μεταφοράς πίστωσης·

v)

ο αριθμός αναφοράς του μηνύματος της πράξης πίστωσης από τον πάροχο ΥΠ του πληρωτή.

δ)

Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο γ) είναι τα εξής:

i)

το όνομα του πληρωτή·

ii)

το ποσό της μεταφοράς πίστωσης·

iii)

κάθε πληροφορία αποστολής.

3.

Επιπλέον των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο 1, για τις πράξεις άμεσης χρέωσης ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο i) είναι τα εξής:

i)

το είδος της άμεσης χρέωσης (επαναλαμβανόμενη, εφάπαξ, πρώτη, τελευταία ή αντιστροφή πράξης)·

ii)

το όνομα του δικαιούχου·

iii)

ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου που θα πιστωθεί για την είσπραξη·

iv)

το όνομα του πληρωτή, αν είναι διαθέσιμο·

v)

ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή που θα χρεωθεί για την είσπραξη·

vi)

το μοναδικό στοιχείο αναφοράς της εντολής·

vii)

εάν η εντολή του πληρωτή έχει εκδοθεί μετά τις 31 Μαρτίου 2012, η ημερομηνία υπογραφής της εντολής·

viii)

το ποσό της είσπραξης·

ix)

εάν η εντολή έχει αναληφθεί από άλλον δικαιούχο εκτός από εκείνον που την εξέδωσε, το μοναδικό στοιχείο αναφοράς της εντολής που αποδίδεται από τον αρχικό δικαιούχο που εξέδωσε την εντολή·

x)

ο αναγνωριστικός κωδικός του δικαιούχου·

xi)

εάν η εντολή έχει αναληφθεί από άλλο δικαιούχο εκτός από εκείνον που την εξέδωσε, ο αναγνωριστικός κωδικός του αρχικού δικαιούχου που εξέδωσε την εντολή·

xii)

κάθε πληροφορία αποστολής που παρέχεται από τον δικαιούχο στον πληρωτή·

xiii)

κάθε σκοπός της μεταφοράς πίστωσης·

xiv)

η ενδεχόμενη κατηγορία του σκοπού της μεταφοράς πίστωσης.

β)

Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 4α παράγραφος 3 στοιχείο β) είναι τα εξής:

i)

ο κωδικός BIC του παρόχου ΥΠ του δικαιούχου (εκτός αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των παρόχων ΥΠ που μετέχουν στην πράξη πληρωμής)·

ii)

ο κωδικός BIC του παρόχου ΥΠ του πληρωτή (εκτός αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των παρόχων ΥΠ που μετέχουν στην πράξη πληρωμής)·

iii)

το όνομα του μέρους αναφοράς του πληρωτή (εάν υπάρχει σε άυλη εντολή)·

iv)

ο αναγνωριστικός κωδικός του μέρους αναφοράς του πληρωτή (εάν υπάρχει σε άυλη εντολή)·

v)

το όνομα του μέρους αναφοράς του δικαιούχου (εάν υπάρχει σε άυλη εντολή)·

vi)

ο αναγνωριστικός κωδικός του μέρους αναφοράς του δικαιούχου (εάν υπάρχει σε άυλη εντολή)·

vii)

ο αναγνωριστικός κωδικός του καθεστώτος πληρωμών·

viii)

η ημερομηνία διακανονισμού της είσπραξης·

ix)

τα στοιχεία αναφοράς που έχουν αποδοθεί στην είσπραξη από τον πάροχο ΥΠ του δικαιούχου·

x)

το είδος της εντολής·

xi)

το είδος της άμεσης χρέωσης (επαναλαμβανόμενη, εφάπαξ, πρώτη, τελευταία ή αντιστροφή πράξης)·

xii)

το όνομα του δικαιούχου·

xiii)

ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου που θα πιστωθεί για την είσπραξη·

xiv)

το όνομα του πληρωτή, αν είναι διαθέσιμο·

xv)

ο κωδικός IBAN του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή που θα χρεωθεί για την είσπραξη·

xvi)

το μοναδικό στοιχείο αναφοράς της εντολής·

xvii)

η ημερομηνία υπογραφής της εντολής, εάν η εντολή έχει εκδοθεί από τον πληρωτή μετά τις 31 Μαρτίου 2012·

xviii)

το ποσό της είσπραξης·

xix)

το μοναδικό στοιχείο αναφοράς της εντολής που αποδόθηκε από τον αρχικό δικαιούχο που εξέδωσε την εντολή (εάν η εντολή έχει αναληφθεί από άλλο δικαιούχο εκτός από εκείνον που την εξέδωσε)·

xx)

ο αναγνωριστικός κωδικός του δικαιούχου·

xxi)

ο αναγνωριστικός κωδικός του αρχικού δικαιούχου που εξέδωσε την εντολή (εάν η εντολή έχει αναληφθεί από άλλο δικαιούχο εκτός από εκείνον που την εξέδωσε)·

xxii)

κάθε πληροφορία αποστολής που παρέχεται από τον δικαιούχο στον πληρωτή.

γ)

Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο γ) είναι τα εξής:

i)

το μοναδικό στοιχείο αναφοράς της εντολής·

ii)

ο αναγνωριστικός κωδικός του δικαιούχου·

iii)

το όνομα του δικαιούχου·

iv)

το ποσό της είσπραξης·

v)

οιαδήποτε πληροφορία αποστολής·

vi)

ο αναγνωριστικός κωδικός του καθεστώτος πληρωμών.


30.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/38


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 261/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Μαρτίου 2012

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 42 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της κοινής οργάνωσης αγοράς που καλύπτει το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, που περιλαμβάνονται τώρα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (4), αποσκοπούσαν στον προσανατολισμό στην αγορά, δηλαδή να λαμβάνουν οι γεωργοί τις αποφάσεις τους όσον αφορά το είδος και την ποσότητα της παραγωγής τους ανταποκρινόμενοι στις διακυμάνσεις των τιμών, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστική θέση του γαλακτοκομικού τομέα και η βιωσιμότητά του στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου. Αποφασίστηκε επομένως ότι ήταν αναγκαίο να αυξηθούν σταδιακά οι ποσοστώσεις, με την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 72/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, για τροποποιήσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής με την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 320/2006, (ΕΚ) αριθ. 1405/2006, (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, (ΕΚ) αριθ. 3/2008 και (ΕΚ) αριθ. 479/2008 και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1883/78, (ΕΟΚ) αριθ. 1254/89, (ΕΟΚ) αριθ. 2247/89, (ΕΟΚ) αριθ. 2055/93, (ΕΚ) αριθ. 1868/94, (ΕΚ) αριθ. 2596/97, (ΕΚ) αριθ. 1182/2005 και (ΕΚ) αριθ. 315/2007 (5) (μεταρρύθμιση του 2008-2009, γνωστή ως «διαγνωστικός έλεγχος»), προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή σταδιακή κατάργηση του συστήματος των ποσοστώσεων γάλακτος έως το 2015.

(2)

Κατά την περίοδο από το 2007 έως το 2009, σημειώθηκαν έκτακτες εξελίξεις στις αγορές του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, που οδήγησαν τελικά σε κατάρρευση των τιμών το 2008/09. Αρχικά, οι ακραίες καιρικές συνθήκες που έπληξαν την Ωκεανία προκάλεσαν σημαντική μείωση του εφοδιασμού, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία και κατακόρυφη αύξηση των τιμών. Αν και ξεκίνησε η αποκατάσταση του εφοδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο και άρχισε η επιστροφή των τιμών σε κανονικά επίπεδα, η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που ακολούθησε επηρέασε αρνητικά τους παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων της Ένωσης, επιδεινώνοντας την αστάθεια των τιμών. Οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών προκάλεσαν σημαντική αύξηση του κόστους των ζωοτροφών και άλλων εισροών, μεταξύ των οποίων και της ενέργειας. Στη συνέχεια, η πτώση τόσο της παγκόσμιας ζήτησης όσο και της ζήτησης σε επίπεδο Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ζήτησης του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, σε μια περίοδο που η παραγωγή της Ένωσης παρέμενε σταθερή, προκάλεσε πτώση των τιμών στην Ένωση στο κατώτερο επίπεδο του διχτυού ασφαλείας. Αυτή η απότομη μείωση των τιμών των πρώτων υλών για γεωργικά προϊόντα δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών για τους καταναλωτές, γεγονός που προκάλεσε, για τα περισσότερα προϊόντα του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και στις περισσότερες χώρες, αύξηση του ακαθάριστου περιθωρίου κέρδους, για τους κατάντην τομείς, και απέτρεψε την προσαρμογή της ζήτησής τους στις χαμηλές τιμές των πρώτων υλών, ενώ επέφερε επιβράδυνση της ανάκαμψης των τιμών και ενέτεινε τις επιπτώσεις των χαμηλών τιμών στους παραγωγούς γάλακτος, πράγμα που έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τη βιωσιμότητα πολλών εξ αυτών.

(3)

Ως αντίδραση στις δυσκολίες αυτές που ανέκυψαν στην αγορά γάλακτος, συγκροτήθηκε τον Οκτώβριο του 2009 ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για το γάλα («ΟΕΥΕ») με σκοπό την εξέταση μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων για τον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, οι οποίες, στο πλαίσιο της λήξης του καθεστώτος των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων το 2015, θα συνέβαλλαν στη σταθεροποίηση της αγοράς και των εισοδημάτων των παραγωγών γάλακτος και στην ενίσχυση της διαφάνειας στον τομέα.

(4)

Υποβλήθηκαν στην ΟΕΥΕ προφορικές και γραπτές εισηγήσεις από τις κυριότερες ευρωπαϊκές ομάδες ενδιαφερομένων στην αλυσίδα εφοδιασμού γαλακτοκομικών προϊόντων, που αντιπροσωπεύουν τους γεωργούς, τους μεταποιητές γαλακτοκομικών προϊόντων, τους εμπόρους γαλακτοκομικών προϊόντων, τους λιανοπωλητές και τους καταναλωτές. Επιπλέον, η ΟΕΥΕ έλαβε εισηγήσεις από προσκεκλημένους ακαδημαϊκούς εμπειρογνώμονες, εκπροσώπους τρίτων χωρών, εθνικές αρχές ανταγωνισμού και υπηρεσίες της Επιτροπής. Επίσης, στις 26 Μαρτίου 2010 διεξήχθη διάσκεψη των ενδιαφερομένων του γαλακτοκομικού τομέα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε περισσότερους παράγοντες της αλυσίδας εφοδιασμού να εκφράσουν τις θέσεις τους. Η ΟΕΥΕ υπέβαλε την έκθεσή της στις 15 Ιουνίου 2010. Η έκθεση περιλάμβανε ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης του γαλακτοκομικού τομέα και ορισμένες συστάσεις οι οποίες επικεντρώνονταν κυρίως στις συμβατικές σχέσεις, τη διαπραγματευτική ισχύ των παραγωγών, τις διεπαγγελματικές οργανώσεις, τη διαφάνεια (συμπεριλαμβανόμενης της περαιτέρω επεξεργασίας του ευρωπαϊκού μηχανισμού παρακολούθησης των τιμών), τα μέτρα της αγοράς και τις προθεσμιακές συμβάσεις, τα πρότυπα εμπορίας και την επισήμανση της καταγωγής, καθώς και την καινοτομία και την έρευνα. Ως πρώτο βήμα, ο παρών κανονισμός εξετάζει τα πρώτα τέσσερα από τα θέματα αυτά.

(5)

Η ΟΕΥΕ επισήμανε ότι οι τομείς παραγωγής και μεταποίησης γαλακτοκομικών προϊόντων παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ κρατών μελών. Επίσης, η κατάσταση ποικίλλει σε σημαντικό βαθμό μεταξύ εμπορευομένων και τύπων εμπορευομένων στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η συγκέντρωση της προσφοράς είναι χαμηλή, με αποτέλεσμα να προκύπτει ανισορροπία μεταξύ γεωργών και γαλακτοκομείων όσον αφορά τη διαπραγματευτική ισχύ στην αλυσίδα εφοδιασμού. Αυτή η ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές· ειδικότερα, οι γεωργοί ενδέχεται να μη γνωρίζουν τη στιγμή της παράδοσης την τιμή που θα τους καταβληθεί για το γάλα τους, επειδή συχνά η τιμή καθορίζεται πολύ αργότερα από τα γαλακτοκομεία με βάση την προκύπτουσα προστιθέμενη αξία, επί της οποίας ο γεωργός δεν έχει απολύτως κανέναν έλεγχο.

(6)

Υπάρχει συνεπώς ένα πρόβλημα σχετικά με τη μετάδοση των μεταβολών στις τιμές κατά μήκος της αλυσίδας, ειδικότερα όσον αφορά τις τιμές παραγωγού, το επίπεδο των οποίων δεν λαμβάνει γενικά υπόψη το αυξανόμενο κόστος παραγωγής. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του 2009, η προσφορά γάλακτος δεν προσαρμόστηκε άμεσα στη μείωση της ζήτησης. Πράγματι, σε ορισμένα κράτη μέλη μεγάλης παραγωγής, οι γεωργοί αντέδρασαν στις χαμηλότερες τιμές αυξάνοντας την παραγωγή τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η προστιθέμενη αξία στη γαλακτοκομική αλυσίδα συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στους κατάντην τομείς, ιδίως στα γαλακτοκομεία και τους λιανοπωλητές, με αποτέλεσμα η τελική τιμή καταναλωτή να μην αντικατοπτρίζει την τιμή που καταβάλλεται στους παραγωγούς γάλακτος. Όλοι οι παράγοντες στη γαλακτοκομική αλυσίδα, συμπεριλαμβανόμενου του τομέα της διανομής, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να συνεργάζονται για να επιλύσουν αυτήν την ανισορροπία.

(7)

Στην περίπτωση των γαλακτοκομείων, η ποσότητα γάλακτος που τους παραδίδεται κατά τη διάρκεια της περιόδου δεν είναι πάντοτε καλά προγραμματισμένη. Ακόμη και στην περίπτωση γαλακτοκομικών συνεταιρισμών (που ανήκουν σε γεωργούς, κατέχουν εγκαταστάσεις μεταποίησης και μεταποιούν το 58 % του νωπού γάλακτος στην Ένωση), υπάρχει το ενδεχόμενο αποτυχίας προσαρμογής της προσφοράς στη ζήτηση: οι γεωργοί είναι υποχρεωμένοι να παραδίδουν όλο το γάλα τους στον συνεταιρισμό τους και ο συνεταιρισμός είναι υποχρεωμένος να αποδέχεται όλο εκείνο το γάλα.

(8)

Δεν είναι διαδεδομένη η χρήση τυποποιημένων γραπτών συμβάσεων που συνάπτονται πριν από την παράδοση και περιέχουν βασικά στοιχεία. Ωστόσο, οι συμβάσεις αυτές μπορούν να βοηθήσουν στην ενίσχυση της ευθύνης των εμπορευομένων στη γαλακτοκομική αλυσίδα και στην ενίσχυση της ευαισθητοποίησης σχετικά με την ανάγκη να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη τα μηνύματα της αγοράς, στη βελτίωση της μετάδοσης των μεταβολών στις τιμές και στην προσαρμογή της προσφοράς στη ζήτηση, καθώς και να βοηθήσουν στο να αποφεύγονται ορισμένες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

(9)

Ελλείψει ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με τις εν λόγω συμβάσεις, τα κράτη μέλη δύνανται, στο πλαίσιο του εθνικού τους δικαίου για τις συμβάσεις, να αποφασίσουν να καταστήσουν υποχρεωτική τη χρήση αυτών των συμβάσεων, υπό τον όρο ότι θα τηρείται συγχρόνως το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και της κοινής οργάνωσης αγοράς. Με δεδομένη την ποικιλομορφία των καταστάσεων που επικρατούν στο σύνολο της Ένωσης σε σχέση με το δίκαιο των συμβάσεων, για λόγους επικουρικότητας, θα πρέπει η εν λόγω απόφαση να παραμείνει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Θα πρέπει να ισχύουν ίσοι όροι για όλες τις παραδόσεις νωπού γάλακτος σε συγκεκριμένη επικράτεια. Κατά συνέπεια, εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει ότι κάθε παράδοση νωπού γάλακτος από γεωργό σε μεταποιητή στην επικράτειά του πρέπει να καλύπτεται από γραπτή σύμβαση μεταξύ των μερών, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να αφορά επίσης τις παραδόσεις νωπού γάλακτος από άλλα κράτη μέλη, αλλά δεν είναι απαραίτητο να αφορά τις παραδόσεις προς άλλα κράτη μέλη. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, θα πρέπει να δοθεί η ευχέρεια στα κράτη μέλη να αποφασίζουν εάν θα απαιτούν από τον πρώτο αγοραστή να υποβάλλει γραπτή προσφορά σε γεωργό για τη σύναψη παρόμοιας σύμβασης.

(10)

Προκειμένου να διασφαλιστούν κατάλληλα ελάχιστα πρότυπα για τις εν λόγω συμβάσεις και να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και της κοινής οργάνωσης αγοράς, ορισμένοι βασικοί όροι για τη χρήση των συμβάσεων θα πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδο Ένωσης. Όλες αυτές οι βασικές προϋποθέσεις θα πρέπει, ωστόσο, να αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης. Παρά ταύτα, προκειμένου να ενισχυθεί η σταθερότητα της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων και η διάθεση για τους παραγωγούς γάλακτος σε ορισμένα κράτη μέλη όπου η χρήση εξαιρετικά σύντομων συμβάσεων είναι αρκετά εκτεταμένη, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να ορίσουν μια ελάχιστη συμβατική διάρκεια που θα περιλαμβάνεται σε τέτοιες συμβάσεις και/ή προσφορές. Αυτή η ελάχιστη διάρκεια θα πρέπει ωστόσο να επιβληθεί μόνο σε συμβάσεις μεταξύ πρώτων αγοραστών και γαλακτοπαραγωγών ή στις προσφορές που γίνονται από τους πρώτους αγοραστές στους γαλακτοπαραγωγούς. Επιπλέον, αυτό θα πρέπει να μη διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και οι γαλακτοπαραγωγοί θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να εξαιρεθούν ή να αρνηθούν αυτήν την ελάχιστη διάρκεια. Μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων, είναι σημαντικό η πληρωτέα κατά την παράδοση τιμή να μπορεί να ορισθεί στη σύμβαση, με επιλογή των συμβαλλόμενων μερών, ως μια σταθερή τιμή ή μια τιμή που θα ποικίλλει ανάλογα με καθορισμένους παράγοντες, όπως η ποσότητα και η ποιότητα ή η σύνθεση του νωπού γάλακτος που παραδίδεται, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα συνδυασμού σταθερής τιμής για ορισμένη ποσότητα και μιας βάσει μαθηματικού τύπου τιμής για συμπληρωματική ποσότητα νωπού γάλακτος που παραδίδεται σε μία ενιαία σύμβαση.

(11)

Οι γαλακτοκομικοί συνεταιρισμοί των οποίων τα καταστατικά ή οι κανόνες και οι αποφάσεις που βασίζονται σε αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που παράγουν αποτελέσματα παρόμοια με εκείνα των βασικών όρων για συμβάσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει, για λόγους απλοποίησης, να απαλλάσσονται από την απαίτηση σύναψης γραπτών συμβάσεων.

(12)

Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του βασιζόμενου σε συμβάσεις συστήματος που ορίζεται ανωτέρω, στην περίπτωση στην οποία η συλλογή του γάλακτος από τους γεωργούς και η παράδοσή του στους μεταποιητές πραγματοποιείται από ενδιάμεσες επιχειρήσεις, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν το εν λόγω σύστημα και σε αυτές τις ενδιάμεσες επιχειρήσεις.

(13)

Το άρθρο 42 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει ότι οι ενωσιακοί κανόνες του ανταγωνισμού δεν εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο των γεωργικών προϊόντων παρά μόνο κατά το μέτρο που ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο του άρθρου 43 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει με τη σειρά του τη θέσπιση της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών.

(14)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη της παραγωγής και, με τον τρόπο αυτό, ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο για τους γαλακτοπαραγωγούς, θα πρέπει να ενισχυθεί η διαπραγματευτική ισχύς τους έναντι των μεταποιητών γαλακτοκομικών προϊόντων, έτσι ώστε να επιτευχθεί δικαιότερη κατανομή της προστιθέμενης αξίας κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού. Συνεπώς, για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής, θα πρέπει να θεσπισθεί διάταξη δυνάμει του άρθρου 42 και του άρθρου 43 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ που να επιτρέπει στις οργανώσεις παραγωγών που αποτελούνται αποκλειστικά από γαλακτοπαραγωγούς ή τις ενώσεις τους να διαπραγματεύονται τους όρους των συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και την τιμή, από κοινού με τη γαλακτοκομική μονάδα, για το σύνολο ή μέρος της παραγωγής των μελών. Ωστόσο, μόνο οργανώσεις παραγωγών που ζητούν και λαμβάνουν την αναγνώριση βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από τη διάταξη αυτή. Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη δεν θα πρέπει να έχει εφαρμογή σε αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών, περιλαμβανομένων των συνεταιρισμών, που μεταποιούν όλο το νωπό γάλα των μελών τους, δεδομένου ότι δεν διακυβεύονται παραδόσεις νωπού γάλακτος σε άλλους μεταποιητές. Ακόμη, θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα για εκ των πραγμάτων αναγνώριση με βάση τον παρόντα κανονισμό για υφιστάμενες οργανώσεις παραγωγών που είναι αναγνωρισμένες βάσει του εθνικού δικαίου.

(15)

Προκειμένου να μην υπονομευθεί η αποτελεσματική λειτουργία των συνεταιρισμών και χάριν σαφήνειας, θα πρέπει να διευκρινίζεται ότι, όταν η ιδιότητα του μέλους συνεταιρισμού για ένα γεωργό προβλέπει υποχρέωση, σχετικά με το σύνολο ή μέρος της εν λόγω παραγωγής γάλακτος του γεωργού, να παραδώσει νωπό γάλα για το οποίο οι όροι έχουν τεθεί στα πλαίσια των καταστατικών του συνεταιρισμού ή των κανόνων και αποφάσεων που βασίζονται σε αυτά, οι εν λόγω όροι δεν θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσω οργάνωσης παραγωγού.

(16)

Επιπλέον, προκειμένου να διατηρηθούν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλους περιορισμούς εκφραζόμενους σε ποσοστό της παραγωγής της Ένωσης και της παραγωγής κάθε κράτους μέλους την οποία αφορούν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Ο περιορισμός που εκφράζεται σε ποσοστό της εθνικής παραγωγής θα πρέπει να εφαρμόζεται πρώτα στην ποσότητα νωπού γάλακτος που παράγεται στο κράτος μέλος παραγωγής ή σε καθένα από τα κράτη μέλη παραγωγής. Ο ίδιος ποσοστιαίος περιορισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης στην ποσότητα νωπού γάλακτος που παραδίδεται σε κάθε συγκεκριμένο κράτος μέλος προορισμού.

(17)

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ) και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΓΕ) κυρίως για ευάλωτες αγροτικές περιοχές και προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστιθέμενη αξία και να διατηρηθεί η ποιότητα ιδιαίτερα των τυριών που επωφελούνται από ΠΟΠ ή ΠΓΕ, και στο πλαίσιο του συστήματος γαλακτοκομικών ποσοστώσεων που εκπνέει, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εφαρμόζουν κανόνες για τη ρύθμιση της προσφοράς τέτοιων τυριών που παράγονται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Οι κανόνες θα πρέπει να καλύπτουν το σύνολο της παραγωγής του εν λόγω τυριού και θα πρέπει να ζητούνται από διεπαγγελματική οργάνωση, οργάνωση παραγωγών ή ομάδα όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (6). Ένα τέτοιο αίτημα θα πρέπει να υποστηρίζεται από μεγάλη πλειοψηφία γαλακτοπαραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό της ποσότητας γάλακτος που χρησιμοποιήθηκε για το εν λόγω τυρί και, στην περίπτωση διεπαγγελματικών οργανώσεων και ομάδων, από μεγάλη πλειοψηφία παραγωγών τυριού που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής του εν λόγω τυριού. Επιπλέον, αυτοί οι κανόνες θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο αυστηρών προϋποθέσεων, ιδιαίτερα προκειμένου να αποφευχθεί η ζημία στο εμπόριο προϊόντων σε άλλες αγορές και να προστατευθούν τα δικαιώματα της μειονότητας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει πάραυτα να δημοσιεύουν και να κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εγκριθέντες κανόνες, να διασφαλίζουν τακτικούς ελέγχους και να καταργούν τους κανόνες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

(18)

Σε ορισμένους τομείς έχουν θεσπιστεί κανόνες σε επίπεδο Ένωσης όσον αφορά τις διεπαγγελματικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές μπορούν να διαδραματίσουν χρήσιμους ρόλους, επιτρέποντας τον διάλογο μεταξύ των παραγόντων στην αλυσίδα εφοδιασμού και προωθώντας τις βέλτιστες πρακτικές και τη διαφάνεια της αγοράς. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, παράλληλα με τις διατάξεις για τη διευκρίνιση της θέσης των εν λόγω οργανώσεων στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες των εν λόγω οργανώσεων δεν στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό ή την εσωτερική αγορά και δεν θίγουν την εύρυθμη λειτουργία της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν όλους τους σχετικούς παράγοντες να συμμετέχουν σε διεπαγγελματικές οργανώσεις.

(19)

Για να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά, η Επιτροπή χρειάζεται έγκαιρες πληροφορίες για τις ποσότητες νωπού γάλακτος που έχουν παραδοθεί. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι ο πρώτος αγοραστής διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στα κράτη μέλη σε τακτική βάση και ότι το κράτος μέλος προβαίνει στη σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή.

(20)

Η Επιτροπή χρειάζεται επίσης κοινοποιήσεις από τα κράτη μέλη αναφορικά με τις συμβατικές διαπραγματεύσεις, την αναγνώριση οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεων και διεπαγγελματικών τους οργανώσεων, καθώς και με τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, για τον σκοπό της παρακολούθησης και ανάλυσης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδίως ενόψει της προετοιμασίας εκθέσεων που θα πρέπει να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την ανάπτυξη της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων.

(21)

Τα μέτρα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό δικαιολογούνται υπό τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες στην αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων και από τη διάρθρωση της αλυσίδας εφοδιασμού. Θα πρέπει, επομένως, να εφαρμοστούν για επαρκώς μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να τους επιτραπεί να παραγάγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους. Εντούτοις, δεδομένου του εκτεταμένου χαρακτήρα τους, θα πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και να υπόκεινται σε αναθεώρηση, ώστε να αξιολογείται ο τρόπος λειτουργίας τους και κατά πόσον ενδείκνυται να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται. Η αναθεώρηση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο δύο εκθέσεων της Επιτροπής για την ανάπτυξη της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων, οι οποίες θα περιλαμβάνουν, ιδίως, πιθανά κίνητρα για την ενθάρρυνση των γεωργών να συνάπτουν συμφωνίες από κοινού παραγωγής και οι οποίες πρόκειται να υποβληθούν μέχρι τις 30 Ιουνίου 2014 και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 αντίστοιχα.

(22)

Η οικονομία ορισμένων μειονεκτικών περιοχών στην Ένωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή γάλακτος. Λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των περιοχών αυτών, είναι ανάγκη οι γενικές πολιτικές να προσαρμοσθούν ώστε να καλύπτουν καλύτερα τις ανάγκες τους. Η κοινή γεωργική πολιτική περιέχει ήδη ειδικά μέτρα για την παραγωγή γάλακτος σε αυτές τις μειονεκτικές περιοχές. Τα πρόσθετα μέτρα πολιτικής που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό μπορεί να συμβάλουν στην ενίσχυση της θέσης των γαλακτοπαραγωγών σε παρόμοιες περιοχές. Αυτές οι συνέπειες θα πρέπει ωστόσο να αξιολογηθούν στις ως άνω αναφερόμενες εκθέσεις, στη βάση των οποίων η Επιτροπή θα πρέπει, όπου χρειάζεται, να υποβάλλει προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(23)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι στόχοι και οι αρμοδιότητες των οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεων οργανώσεων παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ορίζονται με σαφήνεια, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ όσον αφορά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των διεθνικών οργανώσεων παραγωγών και διεθνικών ενώσεων οργανώσεων παραγωγών, τους κανόνες για τη θέσπιση και τους όρους διοικητικής συνδρομής στην περίπτωση διεθνικής συνεργασίας και τον υπολογισμό της ποσότητας νωπού γάλακτος που καλύπτεται από τις διαπραγματεύσεις από οργάνωση παραγωγών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(24)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά την εφαρμογή των όρων για την αναγνώριση των οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους, καθώς και των διεπαγγελματικών οργανώσεων, τις κοινοποιήσεις των οργανώσεων αυτών ως προς την ποσότητα του νωπού γάλακτος που καλύπτεται από διαπραγματεύσεις, τις κοινοποιήσεις των κρατών μελών προς την Επιτροπή σχετικά με τις εν λόγω οργανώσεις και τους κανόνες για τη ρύθμιση της προσφοράς τυριού που επωφελείται από καθεστώς ΠΟΠ ή ΠΓΕ, λεπτομερείς κανόνες σχετικά με συμφωνίες, αποφάσεις και συντονισμένες πρακτικές στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, το περιεχόμενο, τη μορφή και το χρονοδιάγραμμα των υποχρεωτικών δηλώσεων στον εν λόγω τομέα, ορισμένες πτυχές συμβάσεων για την παράδοση νωπού γάλακτος από γεωργούς και την κοινοποίηση, προς την Επιτροπή, των επιλογών των κρατών μελών στο θέμα αυτό, θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (7).

(25)

Λαμβανομένων υπόψη των εξουσιών της Επιτροπής στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης, καθώς και του ειδικού χαρακτήρα των εν λόγω πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να αποφασίζει χωρίς την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 κατά πόσον ορισμένες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων συμφωνούν με τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, εάν μπορούν να πραγματοποιηθούν διαπραγματεύσεις από μια οργάνωση παραγωγών που καλύπτει την παραγωγή περισσότερων του ενός κρατών μελών, καθώς και εάν θα πρέπει να καταργηθούν ορισμένοι κανόνες που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη για τη ρύθμιση της προσφοράς τέτοιου τυριού με ΠΟΠ ή ΠΓΕ.

(26)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«iiiα)

του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων·»,

2)

στο άρθρο 123, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να αναγνωρίσουν διεπαγγελματικές οργανώσεις οι οποίες:

α)

έχουν ζητήσει επίσημη αναγνώριση και αποτελούνται από εκπροσώπους οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή νωπού γάλακτος και σχετίζονται με ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού: μεταποίηση ή εμπόριο, συμπεριλαμβανομένης της διανομής, προϊόντων του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων·

β)

συγκροτούνται με πρωτοβουλία του συνόλου ή ορισμένων εκ των εκπροσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

ασκούν, σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των μελών των διεπαγγελματικών οργανώσεων αυτών και των καταναλωτών, μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

i)

βελτίωση των γνώσεων και της διαφάνειας όσον αφορά την παραγωγή και την αγορά, μεταξύ άλλων με τη δημοσίευση στατιστικών στοιχείων για τις τιμές, τις ποσότητες και τη διάρκεια των συμβάσεων που συνάπτονται εκ των προτέρων για την παράδοση νωπού γάλακτος και με την παροχή αναλύσεων για δυνητικές μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς σε περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο,

ii)

διευκόλυνση του συντονισμού της διάθεσης στην αγορά των προϊόντων του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, ιδίως με έρευνες και μελέτες αγοράς,

iii)

προώθηση της κατανάλωσης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και παροχή πληροφοριών σχετικά με αυτά, τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές αγορές,

iv)

διερεύνηση δυνητικών αγορών εξαγωγών,

v)

κατάρτιση υποδειγμάτων συμβάσεων που είναι σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες για την πώληση νωπού γάλακτος σε αγοραστές και/ή την προμήθεια επεξεργασμένων προϊόντων σε διανομείς και λιανοπωλητές, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να επιτευχθούν δίκαιοι όροι ανταγωνισμού και να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς,

vi)

παροχή των πληροφοριών και διεξαγωγή των ερευνών που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή της παραγωγής προς όφελος προϊόντων που ανταποκρίνονται περισσότερο στις απαιτήσεις της αγοράς και στις προτιμήσεις και προσδοκίες των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα των προϊόντων και την προστασία του περιβάλλοντος,

vii)

διατήρηση και ανάπτυξη της δυνητικής παραγωγής του γαλακτοκομικού τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της προώθησης της καινοτομίας και της στήριξης προγραμμάτων εφαρμοσμένης έρευνας και ανάπτυξης, προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως όλο το δυναμικό του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, ιδίως όσον αφορά τη δημιουργία προϊόντων προστιθέμενης αξίας που είναι ελκυστικότερα για τους καταναλωτές,

viii)

αναζήτηση μεθόδων περιορισμού της χρήσης προϊόντων για την υγεία των ζώων, βελτίωση της διαχείρισης άλλων εισροών και ενίσχυση της ασφάλειας των τροφίμων και της υγείας των ζώων,

ix)

ανάπτυξη μεθόδων και μέσων για τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων σε όλα τα στάδια παραγωγής και εμπορίας,

x)

εκμετάλλευση του δυναμικού της βιολογικής γεωργίας και προστασία και προώθηση της εν λόγω γεωργίας, καθώς και της παραγωγής προϊόντων με ονομασία προέλευσης, με σήματα ποιότητας και με γεωγραφικές ενδείξεις, και

xi)

προώθηση μεθόδων ολοκληρωμένης παραγωγής ή άλλων μεθόδων παραγωγής φιλικών προς το περιβάλλον.»,

3)

στο μέρος II τίτλος II κεφάλαιο II παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα:

«Τμήμα ΙΙΑ

Κανόνες σχετικά με οργανώσεις παραγωγών και διεπαγγελματικές οργανώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

Άρθρο 126α

Αναγνώριση οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως οργανώσεις παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων όλες τις νομικές οντότητες ή τα σαφώς οριζόμενα μέρη νομικών οντοτήτων που υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης, εφόσον:

α)

πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και γ)·

β)

διαθέτουν έναν ελάχιστο αριθμό μελών και/ή καλύπτουν μία ελάχιστη ποσότητα παραγωγής που μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο, οι οποίοι καθορίζονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, στην περιοχή δραστηριότητάς τους·

γ)

παρέχουν επαρκή εχέγγυα όσον αφορά την ορθή εκτέλεση των δραστηριοτήτων τους, τόσο όσον αφορά τη διάρκεια, όσο και την αποτελεσματικότητα και τη συγκέντρωση της προσφοράς·

δ)

διαθέτουν καταστατικό το οποίο είναι σύμφωνο με τα στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίσουν, κατόπιν αιτήσεως, μια ένωση αναγνωρισμένων οργανώσεων παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κρίνει ότι η ένωση αυτή είναι ικανή να εκτελέσει αποτελεσματικά οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες μιας αναγνωρισμένης οργάνωσης παραγωγών και πληροί τους όρους της παραγράφου 1.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι οργανώσεις παραγωγών οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί πριν από τις 2 Απριλίου 2012 βάσει του εθνικού δικαίου και οι οποίες πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου θα θεωρούνται αναγνωρισμένες ως οργανώσεις παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο iiiα).

Οι οργανώσεις παραγωγών οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί πριν από τις 2 Απριλίου 2012 βάσει του εθνικού δικαίου και οι οποίες δεν πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητές τους δυνάμει του εθνικού δικαίου έως τις 3 Οκτωβρίου 2012.

4.   Τα κράτη μέλη:

α)

αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση αναγνώρισης μιας οργάνωσης παραγωγών εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή αίτησης συνοδευόμενης από όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία· η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η οργάνωση·

β)

εκτελούν, σε τακτά διαστήματα που καθορίζονται από αυτά, ελέγχους για να διασφαλίζεται ότι οι αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών και οι ενώσεις οργανώσεων παραγωγών συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου·

γ)

σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή παρατυπιών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, επιβάλλουν στις εν λόγω οργανώσεις και ενώσεις τις εφαρμοστέες κυρώσεις που προβλέπονται από αυτά και αποφασίζουν, εφόσον είναι αναγκαίο, εάν θα πρέπει να ανακαλέσουν την αναγνώρισή τους·

δ)

ενημερώνουν την Επιτροπή, μία φορά κατ’ έτος και το αργότερο στις 31 Μαρτίου, για κάθε απόφαση για τη χορήγηση, άρνηση ή ανάκληση αναγνώρισης την οποία έλαβαν το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 126β

Αναγνώριση διεπαγγελματικών οργανώσεων στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν τις διεπαγγελματικές οργανώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, εφόσον οι οργανώσεις αυτές:

α)

πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 123 παράγραφος 4·

β)

ασκούν τις δραστηριότητές τους σε μία ή περισσότερες περιοχές του οικείου εδάφους·

γ)

ασκούν σημαντικό μερίδιο των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 123 παράγραφος 4 στοιχείο α)·

δ)

δεν ασχολούνται οι ίδιες με την παραγωγή, μεταποίηση ή εμπόριο προϊόντων του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι διεπαγγελματικές οργανώσεις παραγωγών οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί πριν από τις 2 Απριλίου 2012 βάσει του εθνικού δικαίου και οι οποίες πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 θα θεωρούνται αναγνωρισμένες ως διεπαγγελματικές οργανώσεις δυνάμει του άρθρου 123 παράγραφος 4.

3.   Όταν χρησιμοποιούν την επιλογή να αναγνωρίσουν μια διεπαγγελματική οργάνωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και/ή 2, τα κράτη μέλη:

α)

αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση αναγνώρισης στη διεπαγγελματική οργάνωση εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή αίτησης συνοδευόμενης από όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία· η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η οργάνωση·

β)

εκτελούν, σε τακτά διαστήματα που καθορίζονται από αυτά, ελέγχους για να διασφαλίζεται ότι οι αναγνωρισμένες διεπαγγελματικές οργανώσεις συμμορφώνονται με τις διατάξεις που διέπουν την αναγνώρισή τους·

γ)

σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή παρατυπιών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, επιβάλλουν στις εν λόγω οργανώσεις τις εφαρμοστέες κυρώσεις που προβλέπονται από αυτά και αποφασίζουν, εφόσον είναι αναγκαίο, να ανακαλέσουν την αναγνώρισή τους·

δ)

ανακαλούν την αναγνώριση εάν:

i)

δεν πληρούνται πλέον οι όροι και προϋποθέσεις αναγνώρισης που προβλέπονται στο παρόν άρθρο,

ii)

η διεπαγγελματική οργάνωση συμμετέχει σε οιαδήποτε από τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που προβλέπονται στο άρθρο 177α παράγραφος 4, ανεξάρτητα από τις τυχόν άλλες κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,

iii)

η διεπαγγελματική οργάνωση δεν τηρεί την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 177α παράγραφος 2·

ε)

ενημερώνουν την Επιτροπή, μία φορά κατ’ έτος και το αργότερο στις 31 Μαρτίου, για κάθε απόφαση για τη χορήγηση, άρνηση ή ανάκληση αναγνώρισης την οποία έλαβαν το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 126γ

Συμβατικές διαπραγματεύσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Οργάνωση παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων που έχει αναγνωριστεί δυνάμει του άρθρου 122 μπορεί να διεξάγει διαπραγματεύσεις εξ ονόματος των γεωργών μελών της, όσον αφορά μέρος ή το σύνολο της κοινής παραγωγής τους, για τις συμβάσεις παράδοσης νωπού γάλακτος από γεωργό σε μεταποιητή νωπού γάλακτος ή σε συλλέκτη κατά την έννοια του άρθρου 185στ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

2.   Οι διαπραγματεύσεις από την οργάνωση παραγωγών μπορούν να πραγματοποιηθούν:

α)

είτε μεταβιβάζεται είτε όχι η κυριότητα του νωπού γάλακτος από τους γεωργούς στην οργάνωση παραγωγών·

β)

είτε είναι ίδια είτε όχι η διαπραγματευθείσα τιμή όσον αφορά την κοινή παραγωγή μέρους ή του συνόλου των γεωργών μελών·

γ)

υπό τον όρο ότι, για τη συγκεκριμένη οργάνωση παραγωγών:

i)

η ποσότητα νωπού γάλακτος που αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω διαπραγματεύσεων δεν υπερβαίνει το 3,5 % της συνολικής παραγωγής της Ένωσης, και

ii)

η ποσότητα νωπού γάλακτος που αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω διαπραγματεύσεων και παράγεται σε οιοδήποτε κράτος μέλος δεν υπερβαίνει το 33 % της συνολικής εθνικής παραγωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους, και

iii)

η ποσότητα νωπού γάλακτος την οποία αφορούν οι εν λόγω διαπραγματεύσεις και παραδίδεται σε κάθε συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν υπερβαίνει το 33 % της συνολικής εθνικής παραγωγής του εν λόγω κράτους μέλους·

δ)

υπό τον όρο ότι οι σχετικοί γεωργοί δεν είναι μέλη οποιασδήποτε άλλης οργάνωσης παραγωγών η οποία επίσης διαπραγματεύεται τέτοιες συμβάσεις εξ ονόματός τους· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τον όρο αυτό σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατά τις οποίες γεωργοί διατηρούν δύο χωριστές μονάδες παραγωγής που ευρίσκονται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές·

ε)

υπό τον όρο ότι το νωπό γάλα δεν καλύπτεται από υποχρέωση παράδοσης η οποία προκύπτει από τη συμμετοχή του γεωργού σε συνεταιρισμό σύμφωνα με τους όρους που τίθενται στα καταστατικά του συνεταιρισμού ή τους κανόνες και αποφάσεις που ορίζονται ή βασίζονται τα καταστατικά αυτά· και

στ)

υπό τον όρο ότι η οργάνωση παραγωγών γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στα οποία ασκεί τις δραστηριότητές της την ποσότητα νωπού γάλακτος που αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω διαπραγματεύσεων.

3.   Κατά παρέκκλιση των όρων που τίθενται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) σημεία ii) και iii), η διεξαγωγή διαπραγμάτευσης από μια οργάνωση παραγωγών σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό τον όρο ότι για την εν λόγω οργάνωση παραγωγών η ποσότητα του νωπού γάλακτος που καλύπτεται από τις διαπραγματεύσεις το οποίο παράγεται ή παραδίδεται σε κράτος μέλος με συνολική ετήσια παραγωγή νωπού γάλακτος μικρότερη των 500 000 τόνων δεν υπερβαίνει το 45 % της συνολικής εθνικής παραγωγής του εν λόγω κράτους μέλους.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι αναφορές στις οργανώσεις παραγωγών περιλαμβάνουν επίσης τις ενώσεις αυτών των οργανώσεων παραγωγών.

5.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχείο γ) και της παραγράφου 3, η Επιτροπή δημοσιεύει, με τον τρόπο που κρίνει ενδεδειγμένο, τις ποσότητες της παραγωγής νωπού γάλακτος στην Ένωση και στα κράτη μέλη, χρησιμοποιώντας τις πλέον πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο γ) και την παράγραφο 3, ακόμη και όταν δεν σημειώνεται υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται σε αυτές, η αρχή ανταγωνισμού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί να αποφασίσει, σε μεμονωμένη περίπτωση, είτε την επανέναρξη συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης είτε να μην επιτρέψει καθόλου τη διεξαγωγή διαπραγμάτευσης από την οργάνωση παραγωγών, εφόσον το κρίνει αναγκαίο για την αποφυγή του αποκλεισμού του ανταγωνισμού ή την αποτροπή σοβαρής ζημίας σε ΜΜΕ μεταποίησης νωπού γάλακτος στην επικράτειά της.

Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που αφορούν περισσότερα του ενός κράτη μέλη, η απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνεται από την Επιτροπή χωρίς την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 196β παράγραφος 2. Στις λοιπές περιπτώσεις, η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται από την εθνική αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους το οποίο αφορούν οι διαπραγματεύσεις.

Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν εφαρμόζονται πριν από την ημερομηνία της κοινοποίησής τους στις σχετικές επιχειρήσεις.

7.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

α)

ως “εθνική αρχή ανταγωνισμού” νοείται η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης (8)·

β)

ως “ΜΜΕ” νοείται η πολύ μικρή, η μικρή ή η μεσαία επιχείρηση κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (9).

8.   Τα κράτη μέλη στα οποία οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο στ) και της παραγράφου 6.

Άρθρο 126δ

Ρύθμιση της προσφοράς τυριού προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης

1.   Κατόπιν αιτήματος αναγνωρισμένης οργάνωσης παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), διεπαγγελματικής οργάνωσης αναγνωρισμένης σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 4 ή ομάδας εμπορευομένων που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν, για περιορισμένη χρονική περίοδο, δεσμευτικούς κανόνες για τη ρύθμιση της προσφοράς τυριού προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006.

2.   Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να συνάδουν με τους όρους που παρατίθενται στην παράγραφο 4 και να ισχύουν υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης προηγούμενης συμφωνίας μεταξύ των μερών στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006. Μια τέτοια συμφωνία συνάπτεται μεταξύ τουλάχιστον των δύο τρίτων των παραγωγών γάλακτος ή των αντιπροσώπων τους που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του νωπού γάλακτος που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του τυριού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, εάν κρίνεται σκόπιμο, τουλάχιστον των δύο τρίτων των παραγωγών του εν λόγω τυριού που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της παραγωγής του εν λόγω τυριού στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, σχετικά με το τυρί που απολαύει προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης, η γεωγραφική περιοχή καταγωγής του νωπού γάλακτος, όπως ορίζεται στην προδιαγραφή προϊόντος για το τυρί, είναι η ίδια με τη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 σχετικά με το εν λόγω τυρί.

4.   Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

καλύπτουν μόνο τη ρύθμιση της προσφοράς του σχετικού προϊόντος και αποσκοπούν στην προσαρμογή της προσφοράς του εν λόγω τυριού στη ζήτηση·

β)

έχουν επίπτωση μόνο στο σχετικό προϊόν·

γ)

μπορεί να είναι δεσμευτικοί για τρία χρόνια το ανώτερο και να ανανεώνονται μετά από αυτήν την περίοδο μετά από νέο αίτημα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1·

δ)

δεν ζημιώνουν το εμπόριο προϊόντων άλλων εκτός από εκείνα στα οποία εφαρμόζονται οι κανόνες οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 1·

ε)

δεν αφορούν καμία συναλλαγή μετά την πρώτη εμπορία του σχετικού τυριού·

στ)

δεν επιτρέπουν τον καθορισμό τιμών, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι τιμές καθορίζονται ενδεικτικά ή για σύσταση·

ζ)

δεν οδηγούν στην έλλειψη διαθεσιμότητας υπερβολικά μεγάλου ποσοστού του σχετικού προϊόντος το οποίο, διαφορετικά, θα ήταν διαθέσιμο·

η)

δεν δημιουργούν διακρίσεις, δεν συνιστούν εμπόδιο για τους νεοεισερχομένους στην αγορά ή δεν αποβαίνουν εις βάρος των μικροπαραγωγών·

θ)

συμβάλλουν στη διατήρηση της ποιότητας και/ή την ανάπτυξη του εν λόγω προϊόντος·

ι)

δεν θίγουν την εφαρμογή του άρθρου 126γ.

5.   Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δημοσιεύονται σε επίσημο έντυπο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

6.   Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν ελέγχους προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι όροι που ορίζονται στην παράγραφο 4 και, στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, προβαίνουν στην κατάργηση των κανόνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

7.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τους οποίους έχουν εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη για τυχόν κοινοποίηση τέτοιων κανόνων.

8.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ανά πάσα στιγμή εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τις οποίες κράτος μέλος οφείλει να καταργήσει τους κανόνες που ορίζονται από το εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1, εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι οι εν λόγω κανόνες δεν πληρούν τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 4, ότι εμποδίζουν ή στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της εσωτερικής αγοράς ή ότι θέτουν σε κίνδυνο το ελεύθερο εμπόριο ή την επίτευξη των στόχων του άρθρου 39 της ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται χωρίς εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 195 παράγραφος 2 ή του άρθρου 196β παράγραφος 2.

Άρθρο 126ε

Εξουσίες της Επιτροπής σχετικά με τις οργανώσεις παραγωγών και τις διεπαγγελματικές οργανώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι στόχοι και οι αρμοδιότητες οργανώσεων παραγωγών και ενώσεων οργανώσεων παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ορίζονται με σαφήνεια, ώστε να προάγεται η αποτελεσματικότητα των ενεργειών των εν λόγω οργανώσεων χωρίς να επιβάλλονται περιττές επιβαρύνσεις, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 196α, οι οποίες καθορίζουν:

α)

τις προϋποθέσεις αναγνώρισης διεθνικών οργανώσεων παραγωγών και διεθνικών ενώσεων οργανώσεων παραγωγών·

β)

τους κανόνες σχετικά με τη θέσπιση και τους όρους παροχής διοικητικής συνδρομής από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διεθνικής συνεργασίας·

γ)

πρόσθετους κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της ποσότητας νωπού γάλακτος που καλύπτεται από τις αναφερόμενες στο άρθρο 126γ παράγραφος 2 στοιχείο γ) και στο άρθρο 126γ παράγραφος 3 διαπραγματεύσεις.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις που θεσπίζουν λεπτομερείς κανόνες οι οποίοι απαιτούνται για:

α)

την εφαρμογή των όρων για την αναγνώριση οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους και διεπαγγελματικών οργανώσεων που ορίζονται στα άρθρα 126α και 126β·

β)

την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 126γ παράγραφος 2 στοιχείο στ)·

γ)

τις κοινοποιήσεις που πρέπει να γίνουν από τα κράτη μέλη προς την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 126α παράγραφος 4 στοιχείο δ), το άρθρο 126β παράγραφος 3 στοιχείο ε), το άρθρο 126γ παράγραφος 8 και το άρθρο 126δ παράγραφος 7·

δ)

τις διαδικασίες σχετικά με τη διοικητική συνδρομή στην περίπτωση διεθνικής συνεργασίας.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.

4)

στο άρθρο 175, οι λέξεις «με την επιφύλαξη των άρθρων 176 έως 177 του παρόντος κανονισμού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με την επιφύλαξη των άρθρων 176 έως 177α του παρόντος κανονισμού»,

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 177α

Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Το άρθρο 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές των αναγνωρισμένων διεπαγγελματικών οργανώσεων με σκοπό στην άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 123 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο εφόσον:

α)

οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και

β)

εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των απαιτούμενων στοιχείων, η Επιτροπή, χωρίς την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 196β παράγραφος 2, δεν έχει κηρύξει τις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές ασυμβίβαστες προς τους ενωσιακούς κανόνες.

3.   Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές δεν επιτρέπεται να τίθενται σε ισχύ πριν από την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

4.   Κηρύσσονται ασυμβίβαστες προς τους ενωσιακούς κανόνες οι ακόλουθες συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, εάν:

α)

ενδέχεται να οδηγήσουν σε οποιασδήποτε μορφής καταμερισμό των αγορών στην Ένωση·

β)

ενδέχεται να επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία της οργάνωσης αγοράς·

γ)

ενδέχεται να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν είναι απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής που επιδιώκονται μέσω των δραστηριοτήτων της διεπαγγελματικής οργάνωσης·

δ)

συνεπάγονται τον καθορισμό τιμών·

ε)

ενδέχεται να οδηγήσουν στην εισαγωγή διακρίσεων ή να καταργήσουν τον ανταγωνισμό για σημαντικό μέρος των εν λόγω προϊόντων.

5.   Εάν, μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται οι όροι εφαρμογής της παραγράφου 1, προβαίνει, χωρίς την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 196β παράγραφος 2, στη λήψη απόφασης στην οποία αναφέρεται ότι για τη συγκεκριμένη συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική εφαρμόζεται το άρθρο 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

Η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής δεν εφαρμόζεται πριν από την ημερομηνία κοινοποίησής της στη σχετική διεπαγγελματική οργάνωση, εκτός εάν η εν λόγω διεπαγγελματική οργάνωση έχει δώσει ανακριβείς πληροφορίες ή έχει κάνει κατάχρηση της εξαίρεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

6.   Στην περίπτωση πολυετών συμφωνιών, η κοινοποίηση για το πρώτο έτος ισχύει και για τα επόμενα έτη της συμφωνίας. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, να προβεί σε διαπίστωση του ασυμβίβαστου χαρακτήρα της ανά πάσα στιγμή.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση απαραίτητων για την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου μέτρων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.»,

6)

το άρθρο 184 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6)

πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010 και τις 31 Δεκεμβρίου 2012 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς και τους επακόλουθους όρους της ομαλής σταδιακής κατάργησης του συστήματος γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, που θα συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από κατάλληλες προτάσεις·»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«9)

έως τις 30 Ιουνίου 2014 και τις 31 Δεκεμβρίου 2018 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και ιδίως σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο iiiα), του άρθρου 123 παράγραφος 4 και των άρθρων 126γ, 126δ, 177α, 185ε και 185στ, που θα αξιολογεί ιδίως τις συνέπειες στους παραγωγούς γάλακτος και την παραγωγή γάλακτος σε μειονεκτικές περιοχές, σε συνδυασμό με τον γενικό στόχο της διατήρησης της παραγωγής στις περιοχές αυτές, και θα περιλαμβάνει πιθανά κίνητρα για την ενθάρρυνση των γεωργών να συνάπτουν συμφωνίες από κοινού παραγωγής, συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις.»,

7)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 185ε

Υποχρεωτικές δηλώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

Από 1ης Απριλίου 2015, οι πρώτοι αγοραστές νωπού γάλακτος δηλώνουν στην αρμόδια εθνική αρχή την ποσότητα νωπού γάλακτος που τους παραδόθηκε κάθε μήνα.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 185στ, ως “πρώτος αγοραστής” νοείται επιχείρηση ή ομάδα η οποία αγοράζει γάλα από παραγωγούς προκειμένου:

α)

να το υποβάλει σε διεργασία συλλογής, συσκευασίας, αποθήκευσης, ψύξης ή μεταποίησης, συμπεριλαμβανομένων διεργασιών βάσει σύμβασης·

β)

να το διαθέσει σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επεξεργασίας ή μεταποίησης γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την ποσότητα νωπού γάλακτος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με το περιεχόμενο, τη μορφή και το χρονοδιάγραμμα των εν λόγω δηλώσεων και μέτρων σχετικά με τις κοινοποιήσεις που πρέπει να γίνουν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.

Άρθρο 185στ

Συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει ότι κάθε παράδοση νωπού γάλακτος στην επικράτειά του από γεωργό σε μεταποιητή νωπού γάλακτος πρέπει να καλύπτεται από γραπτή σύμβαση μεταξύ των μερών και/ή αποφασίσει ότι οι πρώτοι αγοραστές πρέπει να προβούν σε γραπτή προσφορά για σύναψη σύμβασης παράδοσης νωπού γάλακτος από τους γεωργούς, η σύμβαση αυτή και/ή μια τέτοια προσφορά για σύναψη σύμβασης πρέπει να πληρούν τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 2.

Σε περίπτωση που το κράτος μέλος αποφασίσει ότι οι παραδόσεις νωπού γάλακτος από γεωργό σε μεταποιητή νωπού γάλακτος πρέπει να καλύπτεται από γραπτή σύμβαση μεταξύ των μερών, πρέπει επίσης να αποφασίσει ποιο στάδιο ή στάδια της παράδοσης θα καλύπτονται από μια τέτοια σύμβαση, εάν η παράδοση νωπού γάλακτος γίνεται μέσω ενός ή περισσοτέρων συλλεκτών. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “συλλέκτης” νοείται κάθε επιχείρηση που μεταφέρει νωπό γάλα από ένα γεωργό ή άλλο συλλέκτη σε μεταποιητή νωπού γάλακτος ή άλλο συλλέκτη, με μεταβίβαση της κυριότητας του νωπού γάλακτος σε κάθε περίπτωση.

2.   Η σύμβαση και/ή η προσφορά σύμβασης:

α)

πραγματοποιούνται πριν από την παράδοση·

β)

συντάσσονται γραπτώς· και

γ)

περιλαμβάνουν, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

την τιμή που καταβάλλεται για την παράδοση, η οποία:

είναι σταθερή και ορίζεται στη σύμβαση και/ή

υπολογίζεται συνδυάζοντας διάφορους παράγοντες που ορίζονται στη σύμβαση, οι οποίοι ενδεχομένως περιλαμβάνουν δείκτες της αγοράς που αντανακλούν τις αλλαγές στις συνθήκες της αγοράς, την ποσότητα που παραδόθηκε και την ποιότητα ή τη σύνθεση του νωπού γάλακτος που παραδόθηκε,

ii)

την ποσότητα νωπού γάλακτος που μπορεί και/ή πρέπει να παραδοθεί και το χρονοδιάγραμμα αυτών των παραδόσεων,

iii)

τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, η οποία μπορεί να είναι είτε καθορισμένης είτε αόριστης διάρκειας με ρήτρες λύσης,

iv)

λεπτομέρειες σχετικά με τις περιόδους και διαδικασίες πληρωμής,

v)

τις ρυθμίσεις συλλογής ή παράδοσης νωπού γάλακτος, και

vi)

κανόνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση ανωτέρας βίας.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, δεν απαιτείται να συνάπτεται σύμβαση και/ή προσφορά σύμβασης, όταν γεωργός παραδίδει νωπό γάλα σε συνεταιρισμό του οποίου ο συγκεκριμένος γεωργός είναι μέλος, εφόσον τα καταστατικά του εν λόγω συνεταιρισμού ή οι κανόνες και οι αποφάσεις που ορίζονται ή βασίζονται στα καταστατικά αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που παράγουν παρόμοια αποτελέσματα με τις διατάξεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 2.

4.   Όλα τα στοιχεία των συμβάσεων για την παράδοση νωπού γάλακτος που συνάπτονται από γεωργούς, συλλέκτες ή μεταποιητές νωπού γάλακτος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ), αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών.

Παρά το πρώτο εδάφιο,

i)

σε περίπτωση που κράτος μέλος αποφασίσει να κάνει υποχρεωτικές τις γραπτές συμβάσεις για την παράδοση νωπού γάλακτος σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να ορίσει μια ελάχιστη διάρκεια, η οποία θα ισχύει μόνο σε γραπτές συμβάσεις μεταξύ γεωργού και του πρώτου αγοραστή νωπού γάλακτος. Παρόμοια ελάχιστη διάρκεια είναι τουλάχιστον έξι μήνες και δεν διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· και/ή

ii)

σε περίπτωση που κράτος μέλος αποφασίσει ότι ο πρώτος αγοραστής νωπού γάλακτος πρέπει να κάνει γραπτή προσφορά σύμβασης στον γεωργό σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να προβλέψει ότι η προσφορά πρέπει να περιλαμβάνει μια ελάχιστη διάρκεια για τη σύμβαση, που θα ορίζεται από το εθνικό δίκαιο για τον σκοπό αυτό. Αυτή η ελάχιστη διάρκεια θα είναι τουλάχιστον έξι μήνες και δεν θα διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Το δεύτερο εδάφιο δεν θίγει το δικαίωμα του γεωργού να αρνηθεί μια τέτοια ελάχιστη διάρκεια, εάν το πράξει γραπτώς. Στην περίπτωση αυτή, τα μέρη έχουν το δικαίωμα να διαπραγματευθούν όλα τα στοιχεία της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

5.   Τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση των επιλογών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ενημερώνουν την Επιτροπή για τον τρόπο εφαρμογής τους.

6.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχεία α) και β) και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και των μέτρων σχετικά με τις κοινοποιήσεις που πρέπει να γίνουν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.»,

8)

στο μέρος VII κεφάλαιο I, προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 196α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 126ε παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 2 Απριλίου 2012. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 126ε παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 126ε παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 196β

Διαδικασία Επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή η οποία αναφέρεται ως η επιτροπή κοινής οργάνωσης γεωργικών αγορών. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (10).

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

9)

Στο άρθρο 204, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Όσον αφορά τον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, το άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο iiiα), το άρθρο 123 παράγραφος 4 και τα άρθρα 126α, 126β, 126ε και 177α εφαρμόζονται από τις 2 Απριλίου 2012 έως τις 30 Ιουνίου 2020 και τα άρθρα 126γ, 126δ, 185ε και 185στ εφαρμόζονται από τις 3 Οκτωβρίου 2012 έως τις 30 Ιουνίου 2020.».

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 2 Απριλίου 2012.

Ωστόσο, τα άρθρα 126γ, 126δ, 185ε και 185στ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, όπως παρεμβάλλονται από τον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζονται από τις 3 Οκτωβρίου 2012.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Μαρτίου 2012.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. WAMMEN


(1)  ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 110.

(2)  ΕΕ C 192 της 1.7.2011, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2012 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2012.

(4)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 30 της 31.1.2009, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.

(7)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(8)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1. Σημείωση: Ο τίτλος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, προσαρμόσθηκε για να ληφθεί υπόψη η αναρίθμηση των άρθρων της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λισαβόνας· η αρχική αναφορά ήταν στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης.

(9)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.».

(10)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.».


Διορθωτικά

30.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/49


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 65 της 11ης Μαρτίου 2011 )

Στη σελίδα 12, παράρτημα ΙΙΙ, μέρος Α:

αντί:

«ΠΡΟΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ»

διάβαζε:

«ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ».

Στη σελίδα 14, παράρτημα ΙΙΙ, μέρος Β:

αντί:

«ΠΡΟΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ»

διάβαζε:

«ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ».

Στη σελίδα 16, παράρτημα ΙΙΙ, μέρος Γ, σημείο 2, ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, πρώτη περίπτωση:

αντί:

«—

Občanský průkaz (δελτίο ταυτότητας)»

διάβαζε:

«—

Občanský průkaz (εθνικό δελτίο ταυτότητας)».

Στη σελίδα 17, παράρτημα ΙΙΙ, μέρος Γ, σημείο 2, ΓΑΛΛΙΑ, πέμπτη περίπτωση, δέκατη υποπερίπτωση:

αντί:

«[…] (βεβαίωση παραλαβής αίτησης εθνικού δελτίου ταυτότητας […]»

διάβαζε:

«[…] (βεβαίωση υποβολής αίτησης εθνικού δελτίου ταυτότητας […]».