ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2012.068.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 68

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

55ό έτος
7 Μαρτίου 2012


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 184/2012 της Επιτροπής, της 6ης Μαρτίου 2012, για καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2012/140/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, για το μέτρο C 35/10 (πρώην N 302/10) το οποίο η Δανία προτίθεται να εφαρμόσει με τη μορφή φόρων επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στο δανικό νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2011) 6499]  ( 1 )

3

 

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Τροποποιήσεις των οδηγιών προς τον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου

20

 

*

Πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

23

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

7.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 68/1


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 184/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 6ης Μαρτίου 2012

για καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 6 Μαρτίου 2012.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

José Manuel SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ’ αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

IL

76,4

JO

78,3

MA

69,1

SN

207,5

TN

85,7

TR

93,8

ZZ

101,8

0707 00 05

EG

158,2

JO

204,2

TR

155,2

ZZ

172,5

0709 91 00

EG

76,0

ZZ

76,0

0709 93 10

MA

54,2

TR

134,6

ZZ

94,4

0805 10 20

EG

53,8

IL

68,5

MA

52,0

TN

52,8

TR

68,6

ZZ

59,1

0805 50 10

BR

43,7

TR

56,0

ZZ

49,9

0808 10 80

CA

124,8

CL

96,3

CN

105,4

MK

31,8

US

154,3

ZZ

102,5

0808 30 90

AR

88,1

CL

153,9

CN

48,3

US

99,0

ZA

102,7

ZZ

98,4


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

7.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 68/3


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Σεπτεμβρίου 2011

για το μέτρο C 35/10 (πρώην N 302/10) το οποίο η Δανία προτίθεται να εφαρμόσει με τη μορφή φόρων επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στο δανικό νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2011) 6499]

(Το κείμενο στη δανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2012/140/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 σημείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1), έχοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις και

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

(1)

Στις 6 Ιουλίου 2010 οι δανικές αρχές ανακοίνωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) την πρόταση νόμου L 203 για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών («νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών» (2)), που εγκρίθηκε στις 25 Ιουνίου 2010, για λόγους ασφάλειας του δικαίου. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με την επιστολή της 11ης Αυγούστου 2010 και της 22ας Σεπτεμβρίου 2010. Οι δανικές αρχές διαβίβασαν τις ζητηθείσες πληροφορίες με την επιστολή της 20ής Οκτωβρίου 2010.

(2)

Η Επιτροπή έλαβε επίσης δύο ξεχωριστές προσφυγές σχετικά με την πρόταση νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών. Η πρώτη προσφυγή υποβλήθηκε στις 23 Ιουλίου 2010 από τη Δανική κλαδική ένωση μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών (DAB). Η δεύτερη προσφυγή κατατέθηκε στις 6 Αυγούστου 2010 από ένα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις, το «Royal Casino». Οι δύο προσφυγές διαβιβάστηκαν στις 23 Σεπτεμβρίου 2010 στις δανικές αρχές, οι οποίες κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Οι δανικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους με την προαναφερθείσα επιστολή της 20ής Οκτωβρίου 2010.

(3)

Στις 10 Νοεμβρίου 2010 πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες μια συνάντηση με τις δανικές αρχές, με σκοπό να συζητηθεί η κοινοποίηση των δύο ανωτέρω προσφυγών. Οι δανικές αρχές υπέβαλαν στη συνεδρίαση ένα σημείωμα με τίτλο «The dilemma created by the pending State aid case», στο οποίο ενημέρωναν μεταξύ άλλων ότι θα ανέβαλαν την έναρξη ισχύος του κοινοποιούμενου νόμου, έως ότου η Επιτροπή λάβει απόφαση επί του θέματος (3).

(4)

Με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Δανία ότι είχε αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, κατά του κοινοποιούμενου μέτρου. Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις.

(5)

Οι δανικές αρχές απέστειλαν με την επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2011 τις παρατηρήσεις τους για την απόφαση να κινηθεί η διαδικασία.

(6)

Συνολικά 17 ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους κατά την περίοδο από την 11η Φεβρουαρίου έως την 22α Φεβρουαρίου 2011 (5). Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάστηκαν στις 16 Μαρτίου 2011 στη Δανία, στην οποία δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις γι’ αυτές. Οι παρατηρήσεις της Δανίας διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή με την επιστολή της 14ης Απριλίου 2011.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(7)

Αφού η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία παράβασης και απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στις 23 Μαρτίου 2007 (6) σχετικά με τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών αθλητικών στοιχημάτων στη Δανία, η κυβέρνηση της Δανίας αποφάσισε να τροποποιήσει την εθνική νομοθεσία για τα τυχερά παιχνίδια και τα στοιχήματα και να αντικαταστήσει το υφιστάμενο μονοπωλιακό καθεστώς με ένα ρυθμιζόμενο και μερικώς απελευθερωμένο καθεστώς. Η απελευθέρωση θεωρήθηκε μεταξύ άλλων αναγκαία για να τηρηθεί το δίκαιο της ΕΕ και να αντιμετωπιστεί η απειλή από τα παράνομα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια που παρέχονται από φορείς τυχερών παιχνιδιών σε άλλες δικαιοδοσίες.

(8)

O κοινοποιούμενος νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών αποτελεί μέρος ενός πακέτου νόμων που θα απελευθερώσει την αγορά τυχερών παιχνιδιών (7). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου για τα τυχερά παιχνίδια, ο γενικότερος στόχος αυτής της νέας μεταρρύθμισης του νόμου στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών είναι:

να διατηρήσει σε μέτριο επίπεδο την κατανάλωση των τυχερών παιχνιδιών με χρήματα,

να προστατεύσει τους νέους ή άλλα ευάλωτα πρόσωπα από το να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης μέσω τυχερών παιχνιδιών ή να αναπτύξουν εθισμό στα τυχερά παιχνίδια,

να προστατεύσει τους παίκτες, διασφαλίζοντας ότι τα τυχερά παιχνίδια παρέχονται με λογικό, υπεύθυνο και διαφανή τρόπο και

να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη και να εμποδίσει τα τυχερά παιχνίδια να χρησιμεύουν ως στήριγμα της εγκληματικότητας.

(9)

Από το νόμο για τα τυχερά παιχνίδια προκύπτει ότι «η παροχή ή η διοργάνωση τυχερών παιχνιδιών απαιτεί άδεια, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον παρόντα νόμο ή άλλη νομοθεσία.» Επιπλέον, η παροχή ή η διοργάνωση τυχερών παιχνιδιών υπόκειται σε φόρο (άρθρο 1 του νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών).

(10)

Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 5 του νόμου για τα τυχερά παιχνίδια, αυτά περιλαμβάνουν: i) λαχειοφόρους αγορές, ii) συνδυασμένα τυχερά παιχνίδια και iii) στοιχήματα.

(11)

Ως συνδυασμένα τυχερά παιχνίδια νοούνται οι «δραστηριότητες στις οποίες ένας συμμετέχων έχει την ευκαιρία να αποκομίσει ένα κέρδος και όπου η πιθανότητα κέρδους εξαρτάται από ένα συνδυασμό δεξιοτήτων και τύχης». Άρα τα συνδυασμένα τυχερά παιχνίδια περιλαμβάνουν τα τυχερά παιχνίδια που συχνά παρέχονται από καζίνο, όπως ρουλέτα, πόκερ, μπακαρά, μπλακτζάκ και παιχνίδια σε μηχανήματα παιχνιδιών που δίνουν κέρδη.

(12)

Στο άρθρο 5 του νόμου τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια ορίζονται ως «τυχερά παιχνίδια που διεξάγονται ανάμεσα σε ένα παίκτη και έναν φορέα τυχερών παιχνιδιών με χρήση επικοινωνίας εξ αποστάσεως». Στην ίδια διάταξη τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις ορίζονται ως «τυχερά παιχνίδια που διεξάγονται μέσω φυσικής συνάντησης ενός παίκτη και ενός φορέα τυχερών παιχνιδιών ή αντιπροσώπου του φορέα τυχερών παιχνιδιών». Τα στοιχήματα ορίζονται ως «δραστηριότητες στις οποίες ένας συμμετέχων έχει την ευκαιρία να αποκομίσει ένα κέρδος και όπου συνάπτεται στοίχημα για το αποτέλεσμα μιας μελλοντικής περίστασης ή την πραγματοποίηση ενός μελλοντικού γεγονότος».

(13)

Σύμφωνα με το άρθρο 2-17 του νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, τα ακόλουθα τυχερά παιχνίδια υπόκεινται σε φόρο: i) οι λαχειοφόροι αγορές, περιλαμβανομένου του εθνικού λαχείου και του κοινωφελούς λαχείου, ii) τα στοιχήματα, περιλαμβανομένων των τοπικών στοιχημάτων κοινού ταμείου, iii) τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις, iv) τα διαδικτυακά καζίνο v) τα μηχανήματα παιχνιδιών που δίνουν κέρδος σε αίθουσες παιχνιδιών και εστιατόρια, και vi) τα τυχερά παιχνίδια χωρίς ποντάρισμα.

(14)

Ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών θεσπίζει διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές για τα τυχερά παιχνίδια, ανάλογα με το αν παρέχονται σε διαδικτυακά καζίνο ή σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις.

(15)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, οι κάτοχοι άδειας παροχής τυχερών παιχνιδιών σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις πληρώνουν ένα βασικό φόρο 45 % επί των ακαθάριστων εσόδων τους από τυχερά παιχνίδια («BSI» — πονταρίσματα μείον κέρδη), μείον την αξία των μαρκών παιχνιδιού στο ταμείο φιλοδωρημάτων και έναν επιπλέον φόρο 30 % επί εκείνου του τμήματος της BSI (μείον την αξία των μαρκών παιχνιδιού στο ταμείο φιλοδωρημάτων) που υπερβαίνει τα 4 εκατ. DKK (υπολογιζόμενο μηνιαία) (8).

(16)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, οι κάτοχοι άδειας παροχής τυχερών παιχνιδιών σε διαδικτυακά καζίνο πληρώνουν φόρο 20 % επί της BSI τους.

(17)

Οι κάτοχοι άδειας παροχής τυχερών παιχνιδιών σε μηχανήματα παιχνιδιών που δίνουν κέρδος σε αίθουσες παιχνιδιών και εστιατόρια πληρώνουν φόρο 41 % επί της BSI τους. Για μηχανήματα παιχνιδιών τοποθετημένα σε εστιατόρια και αίθουσες παιχνιδιών πληρώνεται συμπληρωματικός φόρος 30 % επί εκείνου του τμήματος της BSI που υπερβαίνει τις 30 000 DKK και αντίστοιχα τις 250 000 DKK (9).

(18)

Όσον αφορά τα τέλη, ο αιτών σύμφωνα με το νόμο για τα τυχερά παιχνίδια κατά την υποβολή αίτησης για άδεια παροχής στοιχημάτων ή διαδικτυακών καζίνο καταβάλλουν τέλος 250 000 DKK (350 000 DKK, αν γίνεται αίτηση τόσο για στοιχήματα όσο και για καζίνο σε απευθείας σύνδεση) και ετήσιο τέλος μεταξύ 50 000 DKK και 1 500 000 DKK ανάλογα με το μέγεθος των εσόδων από τυχερά παιχνίδια.

(19)

Σύμφωνα με το νόμο για τα τυχερά παιχνίδια, οι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών πρέπει είτε να είναι εγκατεστημένοι στη Δανία είτε, εφόσον είναι εγκατεστημένοι σε άλλη χώρα της ΕΕ ή του ΕΟΧ, να έχουν διορίσει έναν εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο (άρθρο 27).

3.   ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(20)

Η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ κατά του εν λόγω μέτρου, διότι το μέτρο θα μπορούσε να σημαίνει κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(21)

Η Επιτροπή έκρινε ειδικότερα ότι το μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί επιλεκτικό σύμφωνα με τη νομολογία. Υπενθύμισε ότι όταν πρέπει να αξιολογηθεί η επιλεκτικότητα ενός φορολογικού μέτρου, πρέπει να εξεταστεί αν το μέτρο ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες, έχοντας υπόψη το στόχο που επιδιώκεται με το εν λόγω μέτρο, βρίσκονται σε αντίστοιχη πραγματική και νομική κατάσταση (10).

(22)

Λαμβάνοντας υπόψη το χαρακτήρα των τυχερών παιχνιδιών που παρέχονται μέσω Διαδικτύου και σε επίγειες εγκαταστάσεις, την κοινωνική εμπειρία την οποία παρέχουν τα τυχερά παιχνίδια με αυτούς τους δύο τρόπους και τα κοινωνικοοικονομικά προφίλ των καταναλωτών, η Επιτροπή αμφέβαλλε κατά πόσον οι διαφορές ανάμεσα στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις ήταν αρκετά μεγάλες, ώστε τα τυχερά παιχνίδια νομικά και αντικειμενικά να μην μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμα όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση αυτών σύμφωνα με το νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών.

(23)

Εκείνη τη στιγμή της διαδικασίας η Επιτροπή θεώρησε επιπλέον ότι αν το μέτρο θεωρείτο άμεσα επιλεκτικό, οι δανικές αρχές δεν θα είχαν αποδείξει ότι το μέτρο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με τη λογική του φορολογικού συστήματος.

(24)

Οι δανικές αρχές σε αυτό το πλαίσιο υποστήριξαν ότι ο φόρος επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών αντικατόπτριζε την απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα αφενός στο να ληφθεί υπόψη ο στόχος της δανικής νομοθεσίας για τα τυχερά παιχνίδια να προστατεύει τους παίκτες και αφετέρου στην ανάγκη να μπορεί να αντιμετωπίζεται ο ανταγωνισμός από διαδικτυακούς φορείς που είναι εγκατεστημένοι σε χώρες όπου οι φόροι είναι χαμηλότεροι.

(25)

Όσον αφορά την παραπομπή των δανικών αρχών στο γενικότερο στόχο του νόμου για τα τυχερά παιχνίδια (βλέπε σημείο 8), ήταν επίσης θέση της Επιτροπής ότι οι αυτοί στόχοι φαίνονταν να έχουν γενικό χαρακτήρα και κρίθηκε ότι βρίσκονταν εκτός του φορολογικού συστήματος. Η νομολογία προβλέπει ότι μπορούν να επιβληθούν μόνο εγγενείς στόχοι του φορολογικού συστήματος και η Επιτροπή δεν έκρινε ότι οι δανικές αρχές είχαν τεκμηριώσει σε επαρκή βαθμό τον ισχυρισμό τους ότι το εν λόγω φορολογικό μέτρο δικαιολογείτο από τη λογική του φορολογικού συστήματος.

(26)

Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι ο κοινοποιούμενος νόμος συνεπάγετο φορολογικό πλεονέκτημα παρεχόμενο με τη βοήθεια κρατικών πόρων, αφού μέσω της παραίτησης από φορολογικά έσοδα παρείχετο όφελος με τη μορφή ενός σημαντικά χαμηλότερου φόρου για τους φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Επιπλέον το μέτρο, εφόσον δίνει ένα ιδιαίτερο οικονομικό πλεονέκτημα στους διαδικτυακούς φορείς που ασκούν δραστηριότητες στη Δανία, θα μπορούσε να επηρεάσει τις συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό.

(27)

Τέλος, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον το κοινοποιούμενο μέτρο υπαγόταν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(28)

Οι δανικές αρχές απέστειλαν με την επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2011 τις παρατηρήσεις τους για την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία.

(29)

Οι δανικές αρχές στην κοινοποίηση του μέτρου επέμειναν, με παραπομπή σε ένα κατάλογο πραγματικών και οικονομικών διαφορών μεταξύ των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και των τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις, ότι τα διαδιαδικτυακά τυχερά παιχνίδια πρέπει να θεωρούνται δραστηριότητα που είναι διαφορετική από τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις.

(30)

Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, το λογισμικό που χρησιμοποιείται σε ορισμένα ηλεκτρονικά τυχερά παιχνίδια που παρέχονται στα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις δεν είναι το ίδιο με εκείνο που χρησιμοποιείται στα διαδικτυακά καζίνο. Πέραν από το ότι οι πλατφόρμες και οι προμηθευτές δεν είναι οι ίδιοι, υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών των ηλεκτρονικών τυχερών παιχνιδιών, αφού είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία των παικτών για να μπορούν να παίζουν στα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις. Μια τέτοια φυσική παρουσία συνεπάγεται διάφορες δαπάνες (π.χ. δαπάνες μεταφοράς, πληρωμή εισόδου και γκαρνταρόμπας καθώς και δαπάνες για τρόφιμα και ποτά) οι οποίες δεν προκύπτουν σε σχέση με τα διαδιαδικτυακά τυχερά παιχνίδια.

(31)

Άποψη των δανικών αρχών ήταν ότι το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να απαγορεύουν τα διαδιαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, αλλά επιτρέπουν τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις αντανακλά τις διαφορές στην παροχή των δύο τύπων τυχερών παιχνιδιών.

(32)

Οι δανικές αρχές υποστήριξαν επιπλέον ότι η Επιτροπή στην εκτίμησή της δεν έλαβε υπόψη τα συμπεράσματα της έρευνας της Επιτροπής του 2006 για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών στην εσωτερική αγορά της ΕΕ [«Study of Gambling Services in the Internal Market of the European Union» (11)], βάσει της οποίας τα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις πρέπει να θεωρούνται χωριστές αγορές.

(33)

Οι δανικές αρχές υπογράμμισαν επίσης ότι η Επιτροπή στην εκτίμησή της εστιάζεται μόνο σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις και δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι είναι τοποθετημένα μηχανήματα παιχνιδιών (δηλαδή κουλοχέρηδες, αλλά όχι ρουλέτες, μπλακτζάκ, πόκερ κ.λπ.) σε εστιατόρια και αίθουσες τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις.

(34)

Όσον αφορά την αιτιολόγηση του μέτρου βάσει της λογικής του φορολογικού συστήματος, οι δανικές αρχές αναφέρουν ότι η Επιτροπή έχει πιθανώς παρερμηνεύσει το στόχο του κοινοποιούμενου μέτρου. Στόχος του μέτρου δεν είναι να προστατεύσει τη δανική βιομηχανία τυχερών παιχνιδιών από το διεθνή ανταγωνισμό, αλλά να ικανοποιήσει τους τέσσερις στόχους που ορίζονται στη νομοθεσία (να διατηρήσει σε μέτριο επίπεδο την κατανάλωση των τυχερών παιχνιδιών με χρήματα, να προστατεύσει τους νέους ή άλλα ευάλωτα πρόσωπα από το να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης μέσω τυχερών παιχνιδιών ή να αναπτύξουν εθισμό στα τυχερά παιχνίδια, να προστατεύσει τους παίκτες, διασφαλίζοντας ότι τα τυχερά παιχνίδια παρέχονται με λογικό, υπεύθυνο και διαφανή τρόπο και να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη και να εμποδίσει τα τυχερά παιχνίδια να χρησιμεύουν ως στήριγμα της εγκληματικότητας).

(35)

Όσον αφορά τους διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές για τα διαδιαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις, οι δανικές αρχές εξηγούν ότι βρίσκονται σε δίλημμα νομοθεσίας και ελέγχου. Από τη μία πλευρά δεν μπορούν πλέον να διατηρούν τη σημερινή μονοπωλιακή κατάσταση και να αναβάλλουν την απελευθέρωση της αγοράς των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Από την άλλη πλευρά, η καθιέρωση ενιαίου επιπέδου φορολογίας για τα διαδιαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις θα υπονομεύσει τους στόχους της πολιτικής της κυβέρνησης σε αυτό τον τομέα.

(36)

Οι δανικές αρχές υποστήριξαν συγκεκριμένα ότι ο καθορισμός ενός ενιαίου επιπέδου φορολογίας σε όλα τα τυχερά παιχνίδια θα οδηγούσε σε ασυνεπείς λύσεις, ανεξάρτητα από το επιλεγμένο μοντέλο φορολογίας. Αν οι δανικές αρχές επέλεγαν ένα μοντέλο βασισμένο σε χαμηλό φόρο 20 % για όλα τα τυχερά παιχνίδια, αυτό θα ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να παίζουν οι καταναλωτές σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις, πράγμα που θα ήταν ασύμβατο με το γενικότερο ζήτημα της προστασίας των καταναλωτών.

(37)

Αντίθετα, ένα μοντέλο βασισμένο σε υψηλότερο φόρο από εκείνον που ισχύει για τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις θα εμπόδιζε τους διαδικτυακούς φορείς να υποβάλουν αίτηση για άδεια παροχής τυχερών παιχνιδιών από τη Δανία, δηλαδή θα αντίβαινε το στόχο απελευθέρωσης του νόμου. Ταυτόχρονα αυτό θα ήταν ασυμβίβαστο με το γενικότερο ζήτημα της προστασίας των καταναλωτών, αφού δεν θα ήταν δυνατό να διεξάγεται αποτελεσματικός έλεγχος των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών.

(38)

Οι δανικές αρχές για να υποστηρίξουν τη άποψή τους απέστειλαν ένα σημείωμα στις 6 Μαρτίου 2010 από το Υπουργείο Φορολογίας προς τους πολιτικούς εισηγητές των κομμάτων στο δανικό κοινοβούλιο σχετικά με τον καθορισμό του επιπέδου φορολογίας (12). Σύμφωνα με το σημείωμα, η τρέχουσα φορολογική διάκριση θεωρείται αποτέλεσμα μιας εξισορρόπησης ανάμεσα αφενός στη διασφάλιση της τήρησης του νόμου και αφετέρου στη μεγιστοποίηση των φορολογικών εσόδων και τη διατήρηση της κατανάλωσης τυχερών παιχνιδιών σε μέτριο επίπεδο.

(39)

Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, σε αυτό το πλαίσιο πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο διεθνής ανταγωνισμός και ο παγκόσμιος χαρακτήρας της βιομηχανίας διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Οι δανικές αρχές παραπέμπουν σε αυτό το πλαίσιο στην έρευνα του 2006 σχετικά με τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών στην εσωτερική αγορά της ΕΕ («Study of Gambling Services in the Internal Market of the European Union»), σύμφωνα με την οποία το κόστος των φορέων κατά την παροχή τυχερών παιχνιδιών από μια δεδομένη χώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το κόστος κατά την παροχή τυχερών παιχνιδιών από το εξωτερικό, ούτως ώστε από την άποψη του καταναλωτή και του παροχέα να γίνεται πιο ελκυστικό να παίζουν και να παρέχουν τυχερά παιχνίδια εντός της δικαιοδοσίας της εν λόγω χώρας (13).

(40)

Επιπλέον οι δανικές αρχές δεν θεώρησαν ότι η αρχή που καθιερώθηκε από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Salzgitter και σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να συγκρίνει το κοινοποιούμενο επίπεδο φορολογίας με τα επίπεδα φορολογίας στα άλλα κράτη μέλη, όταν αξιολογεί κατά πόσον το κοινοποιούμενο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση (14), είναι ουσιώδης σε σχέση με τον κοινοποιούμενο νόμο, αφού η φορολογική διάκριση των τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις και των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών βασίζεται μόνο σε εθνικά φορολογικά ζητήματα. Η κυβέρνηση της Δανίας δεν έλαβε υπόψη τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές σε άλλα κράτη μέλη για να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση της δανικής βιομηχανίας τυχερών παιχνιδιών, αλλά απλά επιθυμούσε να βρει την κατάλληλη ισορροπία σε σχέση με τους τέσσερις προαναφερθέντες στόχους του κοινοποιούμενου νόμου.

(41)

Οι δανικές αρχές ανέφεραν επίσης ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε την απόφαση Salzgitter, διότι δεν τη θεώρησε ως βάση για την αξιολόγηση του επιλεκτικού χαρακτήρα του κοινοποιούμενου μέτρου, αλλά αντιθέτως για την εξέταση του αν η επιλεκτικότητα του κοινοποιούμενου μέτρου θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη.

(42)

Οι δανικές αρχές για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούν ότι το προτεινόμενο φορολογικό μέτρο, εφόσον αξιολογηθεί ότι είναι επιλεκτικό, πρέπει να θεωρηθεί δικαιολογημένο βάσει της λογικής του φορολογικού συστήματος.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(43)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από 17 ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των προσφευγόντων. Επτά από αυτά ήταν σύλλογοι (15), επτά ήταν επιχειρήσεις (16) και τρία ήταν κράτη μέλη (17).

(44)

Όσον αφορά την επιλεκτικότητα του μέτρου, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι τα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, διότι αυτές οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν στην ίδια αγορά και ότι γι’ αυτό το λόγο το φορολογικό μέτρο δεν διαφέρει από το γενικό φορολογικό σύστημα. Συνεπώς το φορολογικό μέτρο δεν πρέπει να θεωρείται επιλεκτικό.

(45)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη προς υποστήριξη αυτής της άποψης αναφέρουν ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά στα προϊόντα που παρέχουν τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις και τα διαδικτυακά καζίνο. Οι δραστηριότητες τις οποίες παρέχουν τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις είναι κοινωνική εμπειρία, όπου η συζήτηση, το στυλ και ο περίγυρος αποτελούν σημαντικό μέρος της εμπειρίας του παιχνιδιού, σε αντίθεση με τα διαδιαδικτυακά τυχερά παιχνίδια. Επιπλέον τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις πρέπει να θεωρούνται μέρος μιας συνολικής εμπειρίας ψυχαγωγίας, η οποία συμπληρώνεται από άλλες δραστηριότητες, μεταξύ άλλων εστιατόριο, μπαρ, συνεδριακές εγκαταστάσεις και ξενοδοχείο.

(46)

Αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν επιπλέον ότι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις δεν ενέχουν τον ίδιο κίνδυνο ανάπτυξης εθισμού. Αυτή η στάση υποστηρίζεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία ορίζει ότι «τα τυχερά παιχνίδια μέσω του Διαδικτύου […] μπορεί να αποδειχθεί ότι αποτελούν πηγή κινδύνων διαφορετικής φύσης και μεγαλύτερης σημασίας όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών» (18). Γίνεται επίσης παραπομπή στη μελέτη των τυχερών παιχνιδιών, την οποία διεξήγαγε το Institut National de la Santé et de la Recherche Médicale (19), σύμφωνα με την οποία τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια αποτελούν πραγματικό κίνδυνο ανάπτυξης εθισμού, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη βοήθεια μιας ρυθμιζόμενης αγοράς των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών.

(47)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ανέφεραν επίσης ότι η αγορά τυχερών παιχνιδιών είναι υποδιαιρεμένη ανά κανάλι διανομής, πράγμα που θα πρέπει να αποτελεί καθοριστική βάση για τη διάκριση ανάμεσα στις διάφορες αγορές σε αυτό τον τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο παραπέμπουν σε μια γνώμη της γαλλικής αρχής ανταγωνισμού της 20ής Ιανουαρίου 2011, από την οποία προκύπτει ότι μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε λέσχες ή εγκαταστάσεις (20).

(48)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη επισήμαναν επίσης ότι οι φορείς εκμετάλλευσης με επίγειες εγκαταστάσεις υπόκεινται σε περιορισμένο ανταγωνισμό εντός της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, όπου παρέχουν τα τυχερά παιχνίδια τους. Αντίθετα οι διαδικτυακοί φορείς είναι σε έντονο ανταγωνισμό με άλλους διαδικτυακούς φορείς. Επειδή τα προϊόντα τυχερών παιχνιδιών σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις είναι συνδεδεμένα με ένα φυσικό τόπο, οι πελάτες είναι υποχρεωμένοι να μετακινηθούν προς αυτό τον τόπο. Στη Δανία λειτουργούν καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις μόνο σε έξι τόπους. Αντίθετα τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια παρέχουν στους παίκτες πρόσβαση σε μια μεγάλη σειρά δυνατοτήτων τυχερών παιχνιδιών από διάφορους διεθνείς φορείς. Ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στα διαδικτυακά καζίνο εντείνεται ακόμη περισσότερο λόγω των εξειδικευμένων ιστοτόπων που συγκρίνουν την προσφορά των διάφορων διαδικτυακών φορέων και λόγω πολυάριθμων μπλογκ και φόρουμ που δίνουν στους παίκτες τη δυνατότητα να συγκρίνουν τα προϊόντα, τις τιμές και τις υπηρεσίες των διαδικτυακών φορέων.

(49)

Αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη επισημαίνουν ταυτόχρονα ότι τα κέρδη στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια είναι σημαντικά χαμηλότερα από ότι στα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις, λόγω του έντονου ανταγωνισμού ανάμεσα στους διαδικτυακούς φορείς και διότι δεν υπάρχει αντίστοιχος ανταγωνισμός ανάμεσα στα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις. Γι’ αυτό τα κέρδη των διαδικτυακών καζίνο μετρημένα σε σχέση με το ποσοστό επιστροφής, δηλαδή το ποσοστό των πονταρισμάτων που επιστρέφονται στους πελάτες, είναι σημαντικά χαμηλότερα. Επιπλέον τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις μπορούν να παρέχουν επίσης άλλα προϊόντα τα οποία δεν διατίθενται σε διαδικτυακό περιβάλλον και να επιτυγχάνουν κέρδη από αυτά, π.χ. ξενοδοχείο-καζίνο, μπαρ και εστιατόριο. Επειδή οι φορείς τυχερών παιχνιδιών με επίγειες εγκαταστάσεις μπορούν με αυτό τον τρόπο να επιτυγχάνουν υψηλότερο εισόδημα από τυχερά παιχνίδια από ότι οι διαδικτυακοί φορείς, η διαφορά φόρου μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη σύμφωνα με την αρχή για την «οικονομική δυνατότητα πληρωμής» που προβλέπει ότι εκείνοι που αντέχουν υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση πρέπει να πληρώνουν υψηλότερους φόρους.

(50)

Εκτός από τα παραπάνω επιχειρήματα, ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη αναφέρουν επίσης την άποψη ότι, ακόμη και αν γινόταν η εκτίμηση ότι το δανικό μέτρο είναι επιλεκτικό, θα ήταν δικαιολογημένο με παραπομπή στο χαρακτήρα και τη διαχείριση του φορολογικού συστήματος. Ο στόχος των διαφορετικών φορολογικών συντελεστών της Δανίας ήταν να διασφαλίσουν ότι οι διαδικτυακοί φορείς θα κάνουν αίτηση για δανική άδεια και στο εξής θα πληρώνουν φόρο στη Δανία και ταυτόχρονα να διασφαλίσουν το σεβασμό της προστασίας του καταναλωτή, όπως ορίζεται στη δανική νομοθεσία για τα τυχερά παιχνίδια.

(51)

Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη παρέπεμψαν σε αυτό το πλαίσιο στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (21), από την οποία προκύπτει ότι ο στόχος ενός φορολογικού συστήματος είναι η συλλογή εσόδων για τη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών. Βάσει αυτών δεν πιστεύουν ότι ο στόχος της βελτιστοποίησης των φορολογικών εσόδων από την παροχή διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών σε Δανούς θα εκπληρωθεί με ένα φορολογικό συντελεστή που είναι υψηλότερος από εκείνον που ορίζεται στον κοινοποιούμενο νόμο για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια.

(52)

Σε αντίθεση με τα προαναφερόμενα επιχειρήματα, άλλα ενδιαφερόμενα μέρη - κυρίως οι φορείς τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις - υπέβαλαν σχόλια εναντίον της στάσης των δανικών αρχών.

(53)

Αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη αναφέρουν στην ουσία ότι το δανικό φορολογικό σύστημα πρέπει να θεωρείται επιλεκτικό, διότι συνεπάγεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση δύο ομάδων επιχειρήσεων οι οποίες, υπό το φως του σκοπού του μέτρου, βρίσκονται σε νομική και πραγματική συγκρίσιμη κατάσταση. Αυτά τα μέρη υποστηρίζουν ότι τα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις ασκούν ανταγωνιστικές δραστηριότητες στην ίδια αγορά και κατά συνέπεια βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.

(54)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη αναφέρουν, προς υποστήριξη αυτού, ότι τα τυχερά παιχνίδια τα οποία παρέχουν καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις και διαδικτυακά καζίνο, είναι παρόμοια. Οι κανόνες για τα τυχερά παιχνίδια καζίνο μπορεί να λεχθεί ότι είναι οι ίδιοι και η εικονική αλληλεπίδραση με κρουπιέρηδες και άλλους διαδικτυακούς παίκτες μπορούν να συγκριθούν με την πραγματική αλληλεπίδραση σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις. Οι παραγωγοί μηχανημάτων παιχνιδιών με επίγειες εγκαταστάσεις θα παράγουν τα ίδια μοντέλα για διαδικτυακή χρήση και για χρήση σε επίγειες εγκαταστάσεις. Άρα από τεχνική άποψη τα τυχερά παιχνίδια καζίνο που παρέχονται μέσω Διαδικτύου και σε φυσικούς τόπους θα είναι πανομοιότυπα, όσον αφορά τις τεχνολογικές πλατφόρμες, περιγραφές, λειτουργίες, μορφότυπους και παραμέτρους.

(55)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν επίσης ότι υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα στα προφίλ των καταναλωτών για τα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα των καταναλωτών δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως σημαντικό επιχείρημα προς υποστήριξη του να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις.

(56)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη δεν θεωρούν ότι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια πρέπει να θεωρούνται δραστηριότητα διαφορετική από τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις, αλλά απλά ως ένα άλλο κανάλι για την παροχή τυχερών παιχνιδιών.

(57)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη πιστεύουν, σε συνέχεια των παραπάνω επιχειρημάτων, ότι η παρούσα αγορά τυχερών παιχνιδιών πρέπει να θεωρείται ενιαία αγορά που γνωρίζει μια σημαντική ανάπτυξη που χαρακτηρίζεται από το ότι ένας μεγάλος αριθμός παικτών μετακινούνται από καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις σε διαδικτυακά καζίνο. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτή την πρόσφατη εξέλιξη, μεταξύ άλλων η συνεχής διάδοση του Διαδικτύου, το χαμηλό κόστος λειτουργίας των διαδικτυακών καζίνο σε όλα τα επίπεδα (εγκαταστάσεις, προσωπικό και τα σταθερά έξοδα), η δυνατότητα των διαδικτυακών καζίνο να παρέχουν απεριόριστη πρόσβαση σε διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια οπουδήποτε καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο, λόγω της διαρκούς ανάπτυξης νέων τεχνολογιών.

(58)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη προβλέπουν ότι αυτή η μετατόπιση μεριδίων της αγοράς από τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις σε διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια θα συνεχιστεί και στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τη γρήγορη τεχνολογική ανάπτυξη, τις επιχειρηματικές ιδέες και τη διείσδυση στην αγορά, που είναι χαρακτηριστικά του ηλεκτρονικού εμπορίου και έχουν καταστήσει αυτό το τμήμα των τυχερών παιχνιδιών ιδιαίτερα δυναμικό και ευέλικτο. Σε αυτό το πλαίσιο παραπέμπουν επίσης στη γνώμη του γενικού εισαγγελέα Bot στην υπόθεση της Liga Portuguesa de Futebol Profissional (22), όπου αναφέρεται ότι η επίδραση των νέων μέσων επικοινωνίας σημαίνει ότι τα παιχνίδια τύχης και τα παιχνίδια επί χρήμασι, τα οποία προηγουμένως θα μπορούσαν να διεξαχθούν μόνο σε ορισμένους χώρους, τώρα μπορούν να παίζονται οποτεδήποτε και οπουδήποτε χάρη στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως τηλέφωνα, διαδραστική τηλεόραση και Διαδίκτυο.

(59)

Παραπέμπουμε επίσης στην έρευνα της Επιτροπής του 2006 για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών στην εσωτερική αγορά (23). Σύμφωνα με αυτή την έρευνα τα τυχερά παιχνίδια σε καζίνο στο μέλλον θα βασίζονται όλο και περισσότερο σε διακομιστή, καθώς τα μηχανήματα παιχνιδιών θα αποτελούνται όλο και περισσότερο από λογισμικό παιχνιδιών που μπορεί να μεταφορτώνεται από το Διαδίκτυο (24). Αυτή η εξέλιξη θα χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη νέων υβριδικών εγκαταστάσεων τυχερών παιχνιδιών.

(60)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη καταλήγουν στο συμπέρασμα, με βάση το προαναφερόμενο επιχείρημα, ότι το μέτρο είναι επιλεκτικό, αφού τα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις ασκούν μια μορφή δραστηριότητας που είναι νομικά και αντικειμενικά συγκρίσιμη. Αυτή η επιλεκτικότητα δεν μπορεί επιπλέον να δικαιολογηθεί από τη λογική του φορολογικού συστήματος Επίσης δεν πιστεύουν ότι η εισαγωγή ενός υψηλότερου φόρου θα εμπόδιζε τους διαδικτυακούς φορείς να υποβάλλουν αίτηση για άδεια στη Δανία.

(61)

Επίσης η παραπομπή της Δανίας στα εθνικά φορολογικά συστήματα άλλων κρατών μελών ως αιτιολόγηση για την ανάγκη να μπορούν να προσελκύονται διαδικτυακά καζίνο δεν είναι ουσιώδης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πάγια νομολογία που να ορίζει ότι η αιτιολόγηση πρέπει να βασίζεται μόνο στα εθνικά φορολογικά συστήματα (25). Το επιχείρημα των δανικών αρχών ότι η μείωση του φόρου που ισχύει για ορισμένες επιχειρήσεις είναι απαραίτητη για την αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά είναι ένα επιχείρημα που έχει απορριφθεί επανειλημμένα στη νομολογία.

6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(62)

Οι δανικές αρχές εμμένουν στην άποψη ότι το κοινοποιούμενο μέτρο δεν είναι επιλεκτικό και δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση και επισημαίνουν ότι όλες οι χώρες που έχουν υποβάλει παρατηρήσεις υποστηρίζουν τη γνώμη τους ότι από νομική άποψη είναι απαραίτητο να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις.

(63)

Επισημαίνουν επίσης ότι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον ορισμό της σχετικής αγοράς, σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ, αφορά τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και βασίζεται σε μια αξιολόγηση της δυνατότητας υποκατάστασης του προϊόντος, από την άποψη της προσφοράς και της ζήτησης και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε σχέση με την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων. Η χρήση μιας τέτοιας μεθόδου θα υπερέβαινε το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίοι στην εν προκειμένω περίπτωση εφαρμόζονται στα κυριαρχικά δικαιώματα ενός κράτους μέλους στον τομέα των φόρων και των εισφορών.

(64)

Κατά την άποψή τους πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο παραπέμπουν μεταξύ άλλων στη στάση της Επιτροπής σε υποθέσεις συγχωνεύσεων, όπου τα μηχανήματα παιχνιδιών (μηχανήματα τζάκποτ, κουλοχέρηδες και μηχανήματα παιχνιδιών με μετρητά και αντίστοιχα μάρκες) αποτελούν χωριστή αγορά προϊόντος (26). Αναφέρουν μεταξύ άλλων επίσης μια απόφαση που ελήφθη από τη γαλλική αρχή ανταγωνισμού, η οποία ορίζει ότι το πόκερ σε επίγειες εγκαταστάσεις δεν περιλαμβάνεται στην ίδια αγορά με το διαδικτυακό πόκερ, διότι το πόκερ σε επίγειες εγκαταστάσεις απαιτεί προσωπικό αυτοέλεγχο, παρακολούθηση των άλλων παικτών και συχνά μεγαλύτερα πονταρίσματα και συνεπάγεται γεωγραφικό περιορισμό (27). Γίνεται επίσης παραπομπή σε μια απόφαση συγχώνευσης που ελήφθη από το British Office of Fair Trading, όπου γίνεται διάκριση ανάμεσα αφενός σε εξουσιοδοτημένα περίπτερα τυχερών παιχνιδιών που παρέχουν στοιχήματα και αφετέρου σε στοιχήματα που παρέχονται μέσω τηλεφώνου και Διαδικτύου (28).

(65)

Όσον αφορά τις διαφορές στις αγορές προϊόντων, οι δανικές αρχές επισημαίνουν ότι πολλά από τα ενδιαφερόμενα μέρη αναφέρουν ότι παρέχονται άλλες και σημαντικά ακριβότερες υπηρεσίες σε εγκαταστάσεις τυχερών παιχνιδιών. Οι αρχές της Δανίας εμμένουν από κοινωνιολογική άποψη στο ότι οι διαδικτυακοί παίκτες και οι παίκτες σε επίγειες εγκαταστάσεις έχουν διαφορετικά καταναλωτικά χαρακτηριστικά, πράγμα που αναφέρεται επίσης στη νέα Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής της 24/03/2011 για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, όπου αναφέρεται ότι οι διαδικτυακοί παίκτες έχουν διαφορετικό προφίλ από τους παραδοσιακούς επισκέπτες των καζίνο και τους πελάτες περιπτέρων τυχερών παιχνιδιών (29).

(66)

Οι δανικές αρχές επαναλαμβάνουν επίσης ότι το ποσοστό απόδοσης των διαδικτυακών φορέων είναι σημαντικά υψηλότερο, λόγω του χαμηλότερου κόστους λειτουργίας τους. Επίσης επισημαίνουν ότι οι διαφορές ανάμεσα στα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις εκφράζονται μεταξύ άλλων με τη μορφή τεχνικών πτυχών του χρησιμοποιούμενου λογισμικού, διαφορετικών κανόνων για την απόκτηση της άδειας και της δεσπόζουσας θέσης των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις σε τοπικό επίπεδο.

(67)

Οι δανικές αρχές αμφισβητούν επίσης την ερμηνεία που δίνουν ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη στην παραπάνω γνώμη του γενικού εισαγγελέα Bot στην υπόθεση της Liga Portuguesa. Επισημαίνουν ότι αυτή η γνώμη, η οποία εκδόθηκε σε σχέση με μια υπόθεση σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, είναι σύμφωνη με την άποψη ότι οι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών βρίσκονται σε διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση από ότι οι φορείς τυχερών παιχνιδιών με επίγειες εγκαταστάσεις.

(68)

Οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν ωστόσο ότι ορισμένοι τύποι διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών εξακολουθούν να αποτελούν άλλη μορφή πώλησης, π.χ. στοιχήματα.

(69)

Όσον αφορά τους στόχους του κοινοποιούμενου νόμου, οι δανικές αρχές απορρίπτουν το επιχείρημα ορισμένων ενδιαφερόμενων μερών ότι ο κοινοποιούμενος νόμος θα έπρεπε να αποσκοπεί στην προσέλκυση ξένων φορέων τυχερών παιχνιδιών. Στόχος της κυβέρνησης είναι εκείνοι που υπάγονται στο νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών. Επιπλέον ο γενικότερος στόχος του νέου νόμου παραμένει αμετάβλητος, δηλαδή η δημιουργία εσόδων από τα τυχερά παιχνίδια όπως και οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη διευθέτηση για τη συλλογή των εσόδων για τη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού.

(70)

Οι δανικές αρχές προσχωρούν στην άποψη ορισμένων ενδιαφερόμενων μερών ότι η ικανότητα πληρωμής του φορολογουμένου θα μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρη αιτιολόγηση. Η ικανότητα πληρωμής του διαδικτυακού φορέα στην εν προκειμένω περίπτωση θα είναι οπωσδήποτε σημαντικά μικρότερη.

(71)

Τέλος, οι δανικές αρχές επισημαίνουν ότι το φορολογικό σύστημά τους για διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίζει τα υψηλότερα δυνατά έσοδα. Ο χαμηλότερος φόρος για διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια αντικατοπτρίζει την ανάγκη να σταθμιστούν οι τέσσερις στόχοι που ορίζονται στον κοινοποιούμενο νόμο με την ανάγκη να μεγιστοποιηθούν τα φορολογικά έσοδα.

7.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

7.1.   Κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(72)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η ενίσχυση ή κάθε ενίσχυση που χορηγείται με τη βοήθεια κρατικών πόρων με οποιαδήποτε πιθανή μορφή και στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τις συνθήκες ανταγωνισμού ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά στο βαθμό που επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

7.1.1.   Κρατικοί πόροι

(73)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να πρόκειται για κρατική ενίσχυση ή ενίσχυση που χορηγείται με τη βοήθεια κρατικών πόρων. Μια απώλεια εσόδων ισοδυναμεί με κατανάλωση κρατικών πόρων με τη μορφή φορολογικών δαπανών.

(74)

Στην εν προκειμένω περίπτωση κανένα από τα μέρη, ούτε οι δανικές αρχές, ούτε οι προσφεύγοντες, ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν έχει αμφισβητήσει ότι πρόκειται για κρατικούς πόρους.

(75)

Με την επιβολή στους διαδικτυακούς φορείς ενός σχετικά χαμηλού φόρου 20 % της BSI (30) τους, οι δανικές αρχές παραιτούνται από ένα έσοδο, δηλαδή κρατικούς πόρους. Γι’ αυτό η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω μέτρο συνεπάγεται απώλεια εσόδων και επομένως εφαρμόζεται με τη βοήθεια κρατικών πόρων.

7.1.2.   Πλεονέκτημα

(76)

Το μέτρο πρέπει επίσης να προσφέρει πλεονέκτημα στον αποδέκτη. Ως πλεονέκτημα δεν νοούνται μόνο οι θετικές παροχές, αλλά και οι επεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης (31).

(77)

Στην εν προκειμένω περίπτωση κανένα από τα μέρη, ούτε οι δανικές αρχές, ούτε οι προσφεύγοντες, ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν έχει αμφισβητήσει ότι πρόκειται για πλεονέκτημα.

(78)

Σύμφωνα με το νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, οι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών καταβάλλουν φόρο 20 % της BSI τους. Αυτός ο συντελεστής είναι σημαντικά χαμηλότερος από το φόρο που καταβάλλουν οι φορείς τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις. Με αυτό τον τρόπο οι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών αποκτούν πλεονέκτημα με τη μορφή μικρότερης φορολογικής επιβάρυνσης. Γι’ αυτό το λόγο το εν λόγω μέτρο δίνει πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που παρέχουν διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια.

7.1.3.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(79)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, το μέτρο πρέπει να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και να στρεβλώνει ή να απειλεί να στρεβλώσει τις συνθήκες ανταγωνισμού. Στην εν προκειμένω περίπτωση, οι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών που επιθυμούν να εγκατασταθούν στη Δανία θα είναι εκτεθειμένοι στον ανταγωνισμό και θα συμμετέχουν στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Γι’ αυτό το λόγο, ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, ο οποίος συνεπάγεται φορολογική διακριτική μεταχείριση των δανικών επιχειρήσεων που παρέχουν διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό.

7.1.4.   Εκλεκτικότητα

(80)

Το μέτρο, για να μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να είναι επιλεκτικό, δηλαδή να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές.

(81)

Σύμφωνα με τη νομολογία, το κριτήριο της επιλεκτικότητας ερμηνεύεται με το ότι ένα μέτρο θεωρείται επιλεκτικό, αν απαλλάσσει μερικώς τις επιχειρήσεις από τις χρηματικές επιβαρύνσεις που απορρέουν από την κανονική εφαρμογή του γενικού συστήματος υποχρεωτικών εισφορών που επιβάλλονται από το νόμο (32). Άρα ένα μέτρο θεωρείται επιλεκτικό αν διαφέρει από το γενικό φορολογικό σύστημα. Η νομολογία ορίζει σε αυτό το πλαίσιο ότι πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ένα συγκεκριμένο μέτρο ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες, έχοντας υπόψη το στόχο που επιδιώκεται με το εν λόγω μέτρο, βρίσκονται σε αντίστοιχη πραγματική και νομική κατάσταση (33).

(82)

Αν εκτιμηθεί ότι ένα μέτρο αποκλίνει από το γενικό φορολογικό σύστημα, σύμφωνα με τη νομολογία πρέπει να εξεταστεί αν η απόκλιση είναι συνέπεια του χαρακτήρα ή της διαχείρισης του φορολογικού συστήματος στο οποίο ανήκει (34). Με άλλα λόγια, πρέπει να εξεταστεί αν το εν λόγω μέτρο, το οποίο αρχικά φαίνεται να είναι επιλεκτικό, μπορεί να αιτιολογηθεί με τη λογική του φορολογικού συστήματος (35).

(83)

Στην εν προκειμένω περίπτωση, το σύστημα αναφοράς πρέπει να οριστεί ως φορολογικό σύστημα για τα δανικά τυχερά παιχνίδια. Ο στόχος του νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών είναι να ρυθμίσει την καταβολή των φόρων επί όλων των τυχερών παιχνιδιών που παρέχονται ή διοργανώνονται στη Δανία, τόσο των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, όσο και των τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις. Ως εκ τούτου, βάσει αυτού του φορολογικού συστήματος αναφοράς, πρέπει να αξιολογηθεί το εν λόγω μέτρο (δηλαδή η φορολογική διακριτική μεταχείριση των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών).

(84)

Επειδή ο κοινοποιούμενος νόμος προβλέπει ότι οι κάτοχοι άδειας παροχής τυχερών παιχνιδιών σε διαδικτυακά καζίνο πρέπει να πληρώνουν φόρο 20 % επί των ακαθάριστων εσόδων από τυχερά παιχνίδια (BSI), ενώ οι κάτοχοι άδειας παροχής τυχερών παιχνιδιών σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις πρέπει να πληρώνουν βασικό φόρο 45 % της BSI συν πρόσθετο φόρο έως και 30 % της BSI, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον οι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και οι φορείς τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις, στους οποίους συνεπώς επιβάλλονται διαφορετικές φορολογικές επιβαρύνσεις, θα πρέπει να θεωρούνται νομικά και αντικειμενικά συγκρίσιμοι.

(85)

Οι δανικές αρχές σε αυτό το πλαίσιο υποστήριξαν ότι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις δεν βρίσκονται σε νομική και αντικειμενική συγκρίσιμη κατάσταση όσον αφορά τις πλατφόρμες, το κόστος, τα κέρδη, την κοινωνική εμπειρία, τους προμηθευτές και τα προϊόντα.

(86)

Επίσης, όπως και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, υπογράμμισαν μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών φορέων, δηλαδή τον έντονο ανταγωνισμό τον οποίο γνωρίζουν τα διαδικτυακά καζίνο, σε σύγκριση με τους φορείς σε επίγειες εγκαταστάσεις, οι οποίοι δεν υπόκεινται στον ανταγωνισμό.

(87)

Παρά μια σειρά αντικειμενικών διαφορών μεταξύ των φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και των φορέων τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις (όπως η φυσική παρουσία αντί της διαδικτυακής παρουσίας), η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προαναφερθείσες διαφορές μεταξύ των διαδικτυακών καζίνο και των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις δεν επαρκούν για να γίνει νομικά και αντικειμενικά μια σαφής διάκριση μεταξύ των δύο τύπων επιχειρήσεων.

(88)

Η Επιτροπή επισημαίνει στο πλαίσιο αυτό ότι τα τυχερά παιχνίδια που παρέχονται από φορείς σε επίγειες εγκαταστάσεις και διαδικτυακούς φορείς είναι παρόμοια. Τα τυχερά παιχνίδια που παρέχονται τόσο από διαδικτυακούς φορείς, όσο και από φορείς σε επίγειες εγκαταστάσεις —μεταξύ άλλων ρουλέτα, μπακαρά, μπάγκο-πούντο, μπλακτζάκ, πόκερ και τυχερά παιχνίδια σε μηχανήματα παιχνιδιών που δίνουν κέρδος— είναι το ίδιο είδος τυχερού παιχνιδιού, ανεξάρτητα αν παρέχονται διαδικτυακά ή σε φυσικό τόπο. Επιπλέον, από τεχνική άποψη τα τυχερά παιχνίδια καζίνο που παρέχονται μέσω Διαδικτύου και σε επίγειες εγκαταστάσεις θεωρούνται συγκρίσιμα όσον αφορά τις τεχνολογικές πλατφόρμες, τους μορφότυπους και τις παραμέτρους τους.

(89)

Σε αυτό το πλαίσιο η Επιτροπή θεωρεί ότι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια όσον αφορά τη φορολογία μπορούν να θεωρηθούν νέο κανάλι διανομής για τον ίδιο τύπο τυχερού παιχνιδιού. Η Επιτροπή προς υποστήριξη αυτής της άποψης παραπέμπει στη μεγάλη προσπάθεια των διαδικτυακών καζίνο να προσομοιώνουν την εμπειρία σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις, ούτως ώστε οι διαδικτυακοί παίκτες να αισθάνονται ότι παίζουν σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις και όχι σε εικονικό περιβάλλον.

(90)

Οι δανικές αρχές, προς υποστήριξη της άποψής τους ότι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις δεν μπορούν να συγκριθούν νομικά και αντικειμενικά, παρέπεμψαν μεταξύ άλλων σε μια απόφαση που ελήφθη από το British Office of Fair Trading, όπου γίνεται διάκριση ανάμεσα αφενός σε εξουσιοδοτημένα περίπτερα τυχερών παιχνιδιών που παρέχουν στοιχήματα και αφετέρου σε στοιχήματα που παρέχονται μέσω τηλεφώνου και Διαδικτύου (36). Αυτή η απόφαση εντούτοις δεν υποστηρίζει την προσέγγιση των δανικών αρχών, αφού οι δανικές αρχές θεωρούν πανομοιότυπες υπηρεσίες τα διαδικτυακά στοιχήματα και τα στοιχήματα σε επίγειες εγκαταστάσεις (37). Σε αυτό το πλαίσιο είναι παράλογο ότι οι δανικές αρχές θεωρούν τα στοιχήματα σε επίγειες εγκαταστάσεις και τα διαδικτυακά στοιχήματα ενιαίες υπηρεσίες και γι’ αυτό το λόγο τα έχουν υπαγάγει στην ίδια φορολογική μεταχείριση, ενώ θεωρούν διαφορετικές δραστηριότητες άλλους τύπους διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις και έχουν υπαγάγει αυτά τα τυχερά παιχνίδια σε διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές.

(91)

Οι δανικές αρχές παρέπεμψαν επίσης στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Candover/Cinven/Gala (38), σύμφωνα με την οποία τα μηχανήματα παιχνιδιών (μηχανήματα τζάκποτ, κουλοχέρηδες και μηχανήματα παιχνιδιών με μετρητά και αντίστοιχα μάρκες) αποτελούν χωριστή αγορά προϊόντος (39). Εκτός του ότι αυτή η απόφαση δεν αφορά ούτε την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ούτε το ζήτημα της επιλεκτικότητας, από την απόφαση προκύπτει ωστόσο ότι τα μηχανήματα παιχνιδιών (μηχανήματα τζάκποτ, κουλοχέρηδες και μηχανήματα παιχνιδιών με μετρητά και αντίστοιχα μάρκες) αποτελούν χωριστή αγορά προϊόντος, παρόλο που μπορούν επίσης να θεωρηθούν μέρος της παροχής τυχερών παιχνιδιών στους διάφορους τόπους όπου παρέχονται, δηλαδή σε καζίνο, λέσχες μπίνγκο, αίθουσες τυχερών παιχνιδιών, μπαρ, περίπτερα τυχερών παιχνιδιών κ.λπ. (40).

(92)

Οι υποτιθέμενες διαφορές στα κοινωνικοοικονομικά προφίλ των καταναλωτών, ο κίνδυνος ανάπτυξης εθισμού στα τυχερά παιχνίδια και η ανάπτυξη της αγοράς δεν είναι συνθήκες επαρκείς για να διαπιστωθεί ότι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις είναι δύο διαφορετικοί τύποι δραστηριοτήτων που δεν είναι νομικά και αντικειμενικά συγκρίσιμοι. Μερικές από τις έρευνες στις οποίες παραπέμπουν οι δανικές αρχές, αλλά και οι προσφεύγοντες, φαίνεται να περιέχουν επαρκή δεδομένα που υποστηρίζουν το αντίθετο συμπέρασμα. Συνεπώς, όσον αφορά τη μελέτη της Επιτροπής του 2006 για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών στην εσωτερική αγορά (41) οι δανικές αρχές υποστηρίζουν ότι αυτή η έκθεση θα έδειχνε ότι η διαδικτυακή αγορά και η αγορά σε επίγειες εγκαταστάσεις είναι διαφορετικές (42). Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη (43) παρέπεμψαν επίσης σε αυτή την έκθεση, αλλά για να επισημάνουν ότι η αγορά των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών δεν πρέπει να θεωρείται νέα αγορά, αλλά αντιθέτως ως επέκταση της αγοράς τυχερών παιχνιδιών που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη νέων υβριδικών εγκαταστάσεων τυχερών παιχνιδιών (44).

(93)

Με τον ίδιο τρόπο υπάρχουν αντιφατικές δηλώσεις στη μελέτη την οποία διεξήγαγε το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών (45) και στην οποία παραπέμπουν οι δανικές αρχές και οι προσφεύγοντες. Όταν οι δανικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι παίκτες σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις διαφέρουν όσον αφορά την ηλικία, το φύλο και την εκπαίδευση από τους παίκτες στα διαδικτυακά καζίνο, οι προσφεύγοντες με παραπομπή στην ίδια έρευνα καταλήγουν στο αντίθετο συμπέρασμα και ισχυρίζονται ότι η έρευνα δείχνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο προφίλ των καταναλωτών των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις και των διαδικτυακών καζίνο. Θεωρούν ότι η έρευνα δείχνει ότι οι παίκτες που παίζουν τόσο σε καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις όσο και σε διαδικτυακά καζίνο συνήθως ανήκουν στην ίδια ομάδα νέων ανδρών στην ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών (46).

(94)

Η Επιτροπή με βάση τα παραπάνω καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα διαδικτυακά καζίνο και τα καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις πρέπει να εξετάζονται σαν να βρίσκονται σε νομική και πραγματική συγκρίσιμη κατάσταση. Επειδή τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις συνδέονται με τους ίδιους κινδύνους, το κοινοποιούμενο μέτρο αφορά τόσο τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια όσο και τα τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις. Το μέτρο συνεπάγεται φορολογική διακριτική μεταχείριση των φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών σε βάρος των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις. Συνεπώς, το εν προκειμένω μέτρο πρέπει να θεωρηθεί άμεσα επιλεκτικό σύμφωνα με το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι αποτελεί παρέκκλιση από το γενικό φορολογικό σύστημα.

(95)

Σύμφωνα με τη νομική πρακτική αξιολογείται κατά πόσον ένα μέτρο, το οποίο άμεσα φαίνεται να είναι επιλεκτικό, μπορεί να δικαιολογηθεί με παραπομπή στο χαρακτήρα και τη διαχείριση του φορολογικού συστήματος. Οι βασικές αρχές ή οι κατευθυντήριες γραμμές του φορολογικού συστήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως έγκυρη αιτιολόγηση της επιλεκτικότητας ενός μέτρου.

(96)

Οι δανικές αρχές ανέφεραν στο πλαίσιο αυτό ότι, λόγω των ειδικών συνθηκών που χαρακτηρίζουν τον οικείο τομέα, η φορολογική διακριτική μεταχείριση των φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δανικού φορολογικού συστήματος. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός υψηλότερου φόρου θα αποθάρρυνε τους φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών να κάνουν αίτηση για δανική άδεια, ενώ η θέσπιση χαμηλότερου φόρου για όλους τους φορείς τυχερών παιχνιδιών θα ήταν ασύμβατη με το γενικότερο στόχο να διατηρηθεί σε μέτριο επίπεδο η κατανάλωση τυχερών παιχνιδιών.

(97)

Οι δανικές αρχές υποστήριξαν επίσης ότι η ικανότητα πληρωμής των φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, η οποία φέρεται να είναι μικρότερη από την ικανότητα πληρωμής των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τους διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές για τις δύο ομάδες φορέων.

(98)

Υπό το φως των προαναφερόμενων επιχειρημάτων, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ένα κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομική πρακτική (47) και την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (48) τεκμηριώνει ότι το εν λόγω μέτρο προέκυψε από τις βασικές αρχές του συστήματος. Μια αιτιολόγηση που βασίζεται στο χαρακτήρα ή τη διάρθρωση του εν λόγω φορολογικού συστήματος αποτελεί εξαίρεση από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων. Άρα ερμηνεύεται συσταλτικά (49).

(99)

Συνεπώς εναπόκειται στις δανικές αρχές να τεκμηριώσουν ότι το εν λόγω φορολογικό μέτρο δικαιολογείται από τη λογική του φορολογικού συστήματος. Οι δανικές αρχές δεν παρείχαν όμως επαρκή και πειστικά αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους ότι η μείωση του φόρου για ένα συγκεκριμένο τμήμα (διαδικτυακοί φορείς) μέσα σε μια ευρύτερη κατηγορία (φορείς τυχερών παιχνιδιών), ως κίνητρο για να υποβάλουν αίτηση για άδεια οι πρώτοι, έχει προέλθει από τις αρχές και τη λογική του φορολογικού συστήματος. Ο στόχος να προσελκυθούν ξένοι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στη Δανία και να υπαχθούν στους κανόνες της Δανίας πρέπει να θεωρηθεί πολιτικός στόχος που δεν εμπίπτει στη λογική του φορολογικού συστήματος.

(100)

Όσον αφορά την υποτιθέμενη μικρότερη ικανότητα πληρωμής των φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, οι δανικές αρχές δεν μπόρεσαν με τον ίδιο τρόπο να τεκμηριώσουν ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κερδοφορία των διαδικτυακών καζίνο και των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις που να μπορεί να δικαιολογήσει τη φορολογική διάκριση. Επιπλέον οι δανικές αρχές δεν έχουν τεκμηριώσει ότι η οικονομική δυνατότητα πληρωμής είναι μια εγγενής αρχή του δανικού συστήματος άμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων, το οποίο στην εν προκειμένω περίπτωση μπορεί να χρησιμεύσει ως αιτιολόγηση της φορολογικής διάκρισης των διαδικτυακών καζίνο και των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις.

(101)

Με βάση τα παραπάνω, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η επιλεκτικότητα του κοινοποιούμενου νόμου μπορεί να δικαιολογηθεί από τη λογική του φορολογικού συστήματος.

7.1.5.   Συμπέρασμα

(102)

Υπό το φως της παραπάνω εκτίμησης της Επιτροπής ότι πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και ότι το μέτρο, δηλαδή ο χαμηλότερος φόρος για διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια αποτελεί κρατική ενίσχυση προς όφελος των φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών που είναι εγκατεστημένοι στη Δανία.

7.2.   Συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

(103)

Το άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεσπίζει κανόνες για το πότε ορισμένα μέτρα ενίσχυσης είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά και για το ποιος τύπος μέτρων ενίσχυσης μπορεί να θεωρηθεί συμβατός με την εσωτερική αγορά.

(104)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το εν προκειμένω μέτρο μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με την εξαίρεση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, που επιτρέπει «ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντίκειτο προς το κοινό συμφέρον».

(105)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι το μέτρο δεν υπόκειται στις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αξιολογηθεί άμεσα σύμφωνα με αυτή τη διάταξη της συνθήκης. Ένα μέτρο ενίσχυσης για να είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, πρέπει να προωθεί ένα στόχο κοινού ενδιαφέροντος, με τρόπο που να είναι αναγκαίος και εύλογος. Όταν η Επιτροπή εκτιμά κατά πόσον ένα μέτρο ενίσχυσης μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά, σταθμίζει τα θετικά αποτελέσματα του μέτρου όσον αφορά την εκπλήρωση ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος με τα ενδεχόμενα αρνητικά αποτελέσματά του, όπως επιπτώσεις στις συναλλαγές και στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η εκτίμηση βασίζεται σε μια εξέταση σε τρία βήματα. Τα δύο πρώτα βήματα αφορούν τα θετικά αποτελέσματα των κρατικών ενισχύσεων και το τρίτο βήμα αφορά τα αρνητικά αποτελέσματα και τη στάθμιση των θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων (50). Η στάθμιση είναι δομημένη με τον ακόλουθο τρόπο:

1.

Έχει το μέτρο ενίσχυσης έναν σαφώς καθορισμένο στόχο κοινού ενδιαφέροντος;

2.

Είναι η ενίσχυση κατάλληλη για να υλοποιήσει το στόχο κοινού ενδιαφέροντος, δηλαδή διορθώνει η σχεδιαζόμενη ενίσχυση μια ανεπάρκεια της αγοράς ή εκπληρώνει άλλο στόχο; Εδώ νοείται ιδίως:

α)

Το μέτρο ενίσχυσης είναι κατάλληλο μέσο, δηλαδή υπάρχουν άλλα και πιο κατάλληλα μέσα;

β)

Μπορεί να αποδειχθεί η παροχή κινήτρων, δηλαδή αλλάζει το μέτρο ενίσχυσης τη δυνητική συμπεριφορά των αποδεκτών της ενίσχυσης;

γ)

Είναι εύλογο το μέτρο ενίσχυσης, δηλαδή θα μπορούσε η ίδια αλλαγή συμπεριφοράς να επιτευχθεί με τη βοήθεια μικρότερης ενίσχυσης;

3.

Είναι η στρέβλωση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές τόσο περιορισμένες, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να είναι θετικό;

7.2.1.   Στόχος του κοινού συμφέροντος

(106)

Οι δανικές αρχές εξήγησαν ότι είχαν αποφασίσει να εφαρμόσουν μια μεταρρύθμιση της υφιστάμενης νομοθεσίας σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια και τα στοιχήματα και να αντικαταστήσουν το υφιστάμενο μονοπωλιακό καθεστώς με ένα ρυθμιζόμενο και μερικώς απελευθερωμένο καθεστώς. Η απελευθέρωση θεωρήθηκε μεταξύ άλλων αναγκαία για να τηρηθεί το δίκαιο της ΕΕ, μετά την κίνηση της διαδικασίας επί παραβάσει από την Επιτροπή και την αποστολή μιας αιτιολογημένης γνώμης στις 23 Μαρτίου 2007 (51) και για να αντιμετωπιστεί η απειλή από τα παράνομα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια που παρέχονται από φορείς τυχερών παιχνιδιών σε άλλα κράτη.

(107)

Η δανική αγορά τυχερών παιχνιδιών μέχρι τώρα υπαγόταν κυρίως σε ένα κρατικό μονοπώλιο, αφού η μοναδική άδεια τυχερών παιχνιδιών είχε εκδοθεί σε μια κρατική εταιρεία, την Danske Spil A/S. Παρόλο που ο νόμος απαγορεύει σε ξένους φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών να διαθέτουν στην αγορά τις υπηρεσίες τους σε Δανούς καταναλωτές, πολλοί φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες έχουν παράσχει τις υπηρεσίες τους μέσω καναλιών εκτός Δανίας, π.χ. μέσω προγραμμάτων δορυφορικής τηλεόρασης που εκπέμπονται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι δανικές αρχές ανέφεραν στην κοινοποίησή τους ότι λόγω της συνεχιζόμενης δίκης στη Δανία σχετικά με το αν το υφιστάμενο δανικό μονοπώλιο τυχερών παιχνιδιών συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, στην πράξη δεν μπορούν να επιβάλουν την απαγόρευση σε άλλους φορείς τυχερών παιχνιδιών να διαθέτουν στην αγορά τις υπηρεσίες τους στη Δανία. Ως εκ τούτου, διατηρείται μια μη ικανοποιητική κατάσταση κατά την οποία αμφισβητήθηκε η νομιμότητα του υφιστάμενου μονοπωλίου τυχερών παιχνιδιών, όχι μόνο στη δίκη, αλλά και λόγω της άμεσης παροχής διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών από φορείς χωρίς άδεια εγκατεστημένους σε άλλες δικαιοδοσίες.

(108)

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις για το νόμο για τα τυχερά παιχνίδια, η διαδικασία απελευθέρωσης δικαιολογήθηκε με παραπομπή στις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις που είχαν καταστήσει τη Δανία μέρος μιας παγκόσμιας κοινωνίας της επικοινωνίας, όπου οι καταναλωτές έχουν πρόσβαση σε μια μεγάλη παροχή υπηρεσιών από φορείς από διαφορετικές δικαιοδοσίες. Τα τυχερά παιχνίδια κατά τα τελευταία 10 έτη έχουν εξελιχθεί σε ένα μεγάλο εμπόρευμα στο Διαδίκτυο, ιδίως μετά την εισαγωγή του διαδικτυακού πόκερ. Το Διαδίκτυο έχει δώσει στους Δανούς την ευκαιρία να συγκρίνουν τα δανικά προϊόντα τυχερών παιχνιδιών και τη γκάμα προϊόντων με προϊόντα που προέρχονται από φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Μάλτα, το Γιβραλτάρ και άλλες χώρες. Γι’ αυτό το λόγο ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός Δανών παικτών τα τελευταία χρόνια άρχισε να παίζει σε ξένους φορείς τυχερών παιχνιδιών. Όπως εξηγούν οι δανικές αρχές, η κυβέρνηση φοβόταν ότι η παροχή τυχερών παιχνιδιών θα μπορούσε να συσχετιστεί με αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία με τη μορφή εγκληματικότητας και διατάραξης της δημόσιας τάξης, καθώς και ανάπτυξης εθισμού στα τυχερά παιχνίδια σε ευάλωτα πρόσωπα, αν δεν ρυθμιζόταν και ελεγχόταν αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα τα κέρδη της Danske Spils μειώνονταν σταδιακά. Συνεπώς οι δανικές αρχές είχαν ανάγκη να μπορούν να ρυθμίζουν και να ελέγχουν τα τυχερά παιχνίδια που παρέχονται στους Δανούς, καθώς και να εντάξουν αυτά τα τυχερά παιχνίδια σε ελεγχόμενα πλαίσια και να προλάβουν τις αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία.

(109)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει σε αυτό το πλαίσιο ότι η αγορά τυχερών παιχνιδιών ποτέ δεν ήταν εναρμονισμένη σε επίπεδο ΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας για τις υπηρεσίες, τα τυχερά παιχνίδια στην πραγματικότητα αποκλείονται άμεσα από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (52). Παρόλο που δεν υπάρχει παράγωγο δίκαιο σε αυτό τον τομέα, τα διασυνοριακά τυχερά παιχνίδια μπορούν να υπαχθούν στις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης, συγκεκριμένα την ελευθερία εγκατάστασης (άρθρο 49 της ΣΛΕΕ) και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 56 της ΣΛΕΕ).

(110)

Το άρθρο 59 της ΣΛΕΕ απαιτεί καταρχήν να καταργηθεί κάθε περιορισμός στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών —ακόμη και αν οι περιορισμοί εφαρμόζονται χωρίς διάκριση στους εγχώριους φορείς υπηρεσιών και τους φορείς υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη— όταν μπορούν να παρακωλύσουν ή να προκαλέσουν μειονεκτήματα για τη δραστηριότητα που ασκείται από έναν παροχέα υπηρεσιών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, όπου παρέχει νομίμως ανάλογες υπηρεσίες (53). Υπάρχει επίσης πάγια νομολογία που ορίζει ότι, αν η νομοθεσία ενός κράτους μέλους απαγορεύει στους φορείς υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη να παρέχουν υπηρεσίες μέσω του Διαδικτύου στην επικράτεια του πρώτου κράτους μέλους, αυτό αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 56 της ΣΛΕΕ (54). Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είναι επίσης προς όφελος τόσο των φορέων όσο και των αποδεκτών των υπηρεσιών (55).

(111)

Παρόλο που η παροχή τυχερών παιχνιδιών εμπίπτει κατά κύριο λόγο στις θεμελιώδεις ελευθερίες του άρθρου 56 της ΣΛΕΕ, το δικαίωμα εγκατάστασης επηρεάζεται επίσης από τη δανική νομοθεσία στην εν προκειμένω περίπτωση. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του νόμου για τα τυχερά παιχνίδια, η Δανία απαιτεί οι φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών είτε να είναι εγκατεστημένοι στη Δανία είτε, εφόσον είναι εγκατεστημένοι σε άλλη χώρα της ΕΕ ή του ΕΟΧ, να έχουν διορίσει έναν εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο. Οι λόγοι για τους περιορισμούς του δικαιώματος εγκατάστασης χρησιμοποιούνται επίσης ως αιτιολόγηση των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

(112)

Οι περιορισμοί αυτών των θεμελιωδών ελευθεριών δικαιολογούνται μόνο με τη μορφή ειδικών μέτρων, όπως αναφέρεται ρητά στο άρθρο 52 της ΣΛΕΕ, ή για επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, πρβλ. νομολογία του Δικαστηρίου. Το άρθρο 52 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ δικαιολογεί τους περιορισμούς που βασίζονται σε λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

(113)

Όσον αφορά τα τυχερά παιχνίδια, ορισμένοι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως λόγοι προστασίας των καταναλωτών, πρόληψης της απάτης και απομάκρυνσης των κινήτρων να καταναλώνουν υπερβολικά οι πολίτες σε σχέση με τα τυχερά παιχνίδια, καθώς και ο λόγος της γενικής πρόληψης της διατάραξης της κοινωνικής τάξης. Οι ηθικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές συνθήκες, καθώς και οι ηθικώς και οικονομικώς επιζήμιες συνέπειες για το άτομο και την κοινωνία που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια και τα στοιχήματα, σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να δικαιολογήσουν το να διαθέτουν οι εθνικές αρχές κάποια διακριτική ευχέρεια που να τους δίνει τη δυνατότητα να θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξης. Σύμφωνα με αυτή τη νομολογία, οι περιορισμοί πρέπει να δικαιολογούνται για επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, να είναι κατάλληλοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν πρέπει να υπερβαίνουν ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Οι περιορισμοί πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις (56).

(114)

Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η απώλεια των φορολογικών εσόδων δεν είναι ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 52 της ΣΛΕΕ ή αναγνωρίζονται από τη νομολογία (57) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί δημόσιο συμφέρον που μπορεί να δικαιολογήσει ένα μέτρο το οποίο αντιβαίνει καταρχήν μια θεμελιώδη ελευθερία.

(115)

Ειδικότερα όσον αφορά την αιτιολόγηση των περιορισμών της παροχής διασυνοριακών τυχερών παιχνιδιών, το Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής (58):

«57.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί […] ότι η νομοθεσία περί τυχερών παιγνίων περιλαμβάνεται μεταξύ των τομέων εκείνων στους οποίους υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσης μεταξύ των κρατών μελών. Ελλείψει συναφούς κοινοτικής εναρμόνισης, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να εκτιμήσει, στους τομείς αυτούς, σύμφωνα με τη δική του κλίμακα αξιών, τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των εμπλεκομένων συμφερόντων.

58.

Το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος επέλεξε ένα σύστημα προστασίας διαφορετικό από εκείνο που υιοθέτησε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτόν. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να αξιολογούνται αποκλειστικά υπό το φως των σκοπών που επιδιώκουν οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και του επιπέδου της προστασίας που σκοπούν να διασφαλίσουν.

59.

Τα κράτη μέλη είναι, συνεπώς, ελεύθερα να καθορίζουν τους σκοπούς της πολιτικής τους στον τομέα των τυχερών παιγνίων και, ενδεχομένως, να προσδιορίζουν με ακρίβεια το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας. Εντούτοις, οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν πρέπει να πληρούν τις απορρέουσες από τη νομολογία του Δικαστηρίου προϋποθέσεις όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (προμνησθείσα απόφαση Placanica κ.λπ., σκέψη 48).

[…]

69.

Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι ο τομέας των τυχερών παιγνίων που προσφέρονται μέσω του Διαδικτύου δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικής εναρμόνισης. Ένα κράτος μέλος έχει, συνεπώς, το δικαίωμα να θεωρήσει ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι ένας επιχειρηματικός φορέας[…] προτείνει νομίμως υπηρεσίες, εμπίπτουσες στον τομέα αυτόν, μέσω του Διαδικτύου εντός άλλου κράτους μέλους, όπου είναι εγκατεστημένος και όπου, καταρχήν, ήδη τηρεί τις νόμιμες προϋποθέσεις και υπόκειται σε ελέγχους εκ μέρους των αρμόδιων αρχών του δεύτερου αυτού κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής εγγύηση προστασίας των καταναλωτών του πρώτου κράτους έναντι των κινδύνων διάπραξης απατών και εγκλημάτων, λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης προς αξιολόγηση των επαγγελματικών προσόντων και της επαγγελματικής εντιμότητας των επιχειρηματικών φορέων.

70.

Επιπλέον, λόγω της έλλειψης άμεσης επαφής μεταξύ του καταναλωτή και του επιχειρηματικού φορέα, τα προσβάσιμα μέσω του Διαδικτύου τυχερά παίγνια ενέχουν κινδύνους διαφορετικής φύσης και σημαντικότερους σε σχέση προς τις παραδοσιακές αγορές των παιγνίων αυτών όσον αφορά τυχόν απάτες εκ μέρους των επιχειρηματικών φορέων σε βάρος των καταναλωτών.»

(116)

Σε μια πιο πρόσφατη απόφαση το Δικαστήριο της ΕΕ αναφέρει λεπτομερώς τους κινδύνους από τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια (59):

«103.

Επισημαίνεται ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσφοράς τυχερών παιγνίων μέσω Διαδικτύου μπορούν, ομοίως, να καταστούν πηγή κινδύνων διαφορετικής φύσεως και σημαντικότερων στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, και ιδιαίτερα των νέων και των προσώπων με ιδιαίτερη ροπή στα τυχερά παίγνια ή προσώπων που μπορούν να αναπτύξουν τέτοια ροπή, σε σχέση με τις παραδοσιακές αγορές των παιγνίων αυτών. Εκτός από την προαναφερθείσα έλλειψη άμεσης επαφής μεταξύ του καταναλωτή και του επιχειρηματικού φορέα, η ιδιαίτερη διευκόλυνση και η διαρκής δυνατότητα προσβάσεως των προσφερόμενων μέσω Διαδικτύου παιγνίων, καθώς και το τυχόν μεγάλο μέγεθος και η συχνότητα της προσφοράς αυτής διεθνούς χαρακτήρα, σε περιβάλλον το οποίο, εξάλλου, χαρακτηρίζεται από απομόνωση του παίκτη, ανωνυμία και απουσία κοινωνικού ελέγχου, αποτελούν παράγοντες δυνάμενους να ευνοήσουν την αύξηση της εξαρτήσεως από τα τυχερά παίγνια και της υπερβολικής δαπάνης που συνδέεται με αυτά και, συνεπώς, να αυξήσουν τις συναφείς αρνητικές κοινωνικές και ηθικές συνέπειες, όπως έχει, κατά πάγια νομολογία, τονιστεί.

104.

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό του επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως στον τομέα των τυχερών παιγνίων, δεν απαιτείται, από απόψεως του κριτηρίου της αναλογικότητας, περιοριστικό μέτρο θεσπιζόμενο από κράτος μέλος να αντιστοιχεί σε κοινή αντίληψη όλων των κρατών μελών ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής της προστασίας του επίδικου θεμιτού συμφέροντος (βλέπε, κατ’ αναλογία, απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, C-518/06, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2009, σ. I-3491, σκέψεις 83 και 84).

105.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μέτρο περί απαγορεύσεως που αφορά κάθε προσφορά τυχερών παιγνίων μέσω Διαδικτύου μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί πρόσφορο για την επιδίωξη των θεμιτών επιδιωκόμενων σκοπών της αποτροπής της παροτρύνσεως σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παίγνια και της καταστολής της εξαρτήσεως από αυτά, καθώς και της προστασίας των νέων, ενώ η προσφορά των παιγνίων αυτών εξακολουθεί να επιτρέπεται μέσω παραδοσιακότερων διαύλων εμπορίας.»

(117)

Η έλλειψη εναρμόνισης της αγοράς τυχερών παιχνιδιών και η διαφορετική προσέγγιση των κρατών μελών στα τυχερά παιχνίδια, δηλαδή ποια τυχερά παιχνίδια επιτρέπεται να παρέχονται και ποιος επιτρέπεται να τα παρέχει, δίνουν την εικόνα μιας πολύ κατακερματισμένης εσωτερικής αγοράς για την παροχή τυχερών παιχνιδιών διασυνοριακά. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν περιορίσει ή ακόμη και απαγορεύσει την παροχή ορισμένων τυχερών παιχνιδιών, ενώ άλλα έχουν επιλέξει να δημιουργήσουν μια πιο ανοιχτή αγορά. Πολλά κράτη μέλη έχουν επίσης αναθεωρήσει πρόσφατα τη νομοθεσία τους για τα τυχερά παιχνίδια ή το πράττουν αυτή τη στιγμή υπό το πρίσμα της αναπτυσσόμενης αγοράς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών.

(118)

Οι δανικές αρχές δεν απέστειλαν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την έκταση της κατανάλωσης παράνομων τυχερών παιχνιδιών από τους Δανούς, αλλά επισήμαναν ότι η ανάπτυξη της μη ελεγχόμενης αγοράς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών είναι ανησυχητική από κοινωνική άποψη.

(119)

Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται από την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Μαρτίου 2011 (60). Στο σχετικό έγγραφο εργασίας της Επιτροπής αναφέρεται ότι τα ακαθάριστα έσοδα από διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στη Δανία το 2008 ανήλθαν σε 250 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα τυχερά παιχνίδια καζίνο αντιπροσώπευαν το 14 % (που αντιστοιχεί με 34 εκατ. ευρώ) και το πόκερ αντιπροσώπευε το 22 % (που αντιστοιχεί με 56 εκατ. ευρώ) (61). Τόσο τα τυχερά παιχνίδια σε διαδικτυακά καζίνο όσο και το διαδικτυακό πόκερ απαγορεύονται εξ ορισμού.

(120)

Αυτοί οι αριθμοί αναμένεται να αυξηθούν. Από την Πράσινη Βίβλο προκύπτει ότι η παροχή διαδικτυακών υπηρεσιών είναι το ταχύτερα αναπτυσσόμενο τμήμα της αγοράς τυχερών παιχνιδιών, το οποίο αντιπροσώπευε το 7,5 % των ετήσιων εσόδων του συνόλου της αγοράς τυχερών παιχνιδιών το 2008 (ΕΕ-27) και αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι τα τέλη του 2013 (62). Επιπλέον εκτιμάται ότι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια αντιπροσωπεύουν το 21,9 % της εγχώριας κατανάλωσης τυχερών παιχνιδιών στη Δανία, δηλαδή το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος είναι 7,5 % (63).

(121)

Λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερόμενη νομολογία, καθώς και τα γενικά χαρακτηριστικά της αγοράς τυχερών παιχνιδιών στην ΕΕ, άποψη της Επιτροπής είναι ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι δανικές αρχές ως αιτιολόγηση για την έγκριση της θέσπισης του κοινοποιούμενου μέτρου είναι επαρκώς τεκμηριωμένα. Η Επιτροπή σημειώνει συγκεκριμένα τις ειδικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την οικεία αγορά. Τα τυχερά παιχνίδια που παρέχονται σε απευθείας σύνδεση μέσω του Διαδικτύου έχουν αλλάξει τον κλάδο και δημιουργήσει μια παγκόσμια αγορά, όπου τα φυσικά όρια είναι ασαφή. Η Επιτροπή αναφέρει σε αυτό το πλαίσιο και όπως μνημονεύεται στην προαναφερόμενη Πράσινη Βίβλο του 2011 (64) επίσης την ανάγκη να ελεγχθεί η αγορά των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και να καταπολεμηθούν οι επιβλαβείς αρνητικές συνέπειες τις οποίες μπορούν να έχουν τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια για τους καταναλωτές. Πέραν από το σοβαρό κίνδυνο να αναπτυχθεί εθισμός στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, όπως επισημαίνεται σε διάφορες κοινωνικές μελέτες (65), πρέπει να δοθεί επίσης ιδιαίτερη προσοχή στους ανηλίκους και άλλα ευάλωτα άτομα, μεταξύ άλλων παίκτες με χαμηλά εισοδήματα, παίκτες που έχουν ιστορικό εθισμού στα τυχερά παιχνίδια και νέους ενήλικες που δεν έχουν επίγνωση των κινδύνων που συνδέονται με την προβληματική συμπεριφορά τυχερών παιχνιδιών. Όσον αφορά την προστασία αυτών των κατηγοριών δυνητικών παικτών, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να ελέγχουν την αγορά των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και μεταξύ άλλων να μπορούν να εισάγουν όρια ηλικίας και όρους χορήγησης αδειών, να ελέγχουν τα συστήματα πληρωμών και να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά και τη διαφήμιση διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών.

(122)

Γι’ αυτό το λόγο η μεταρρύθμιση που ξεκίνησε στη Δανία και οδήγησε στη θέσπιση του κοινοποιούμενου νόμου είναι συνεπής με το στόχο της Πράσινης Βίβλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2011, για τα «διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά» για να συμβάλει στην εισαγωγή ενός νομικού πλαισίου για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στα κράτη μέλη και με αυτό τον τρόπο στη δημιουργία μεγαλύτερης νομικής ασφάλειας για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (66). Η Πράσινη Βίβλος αποτελεί απάντηση στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 2010, όπου το Συμβούλιο εκφράζει ικανοποίηση για το ότι η Επιτροπή θα προβεί σε ευρεία διαβούλευση για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, η οποία θα δώσει δυνατότητα για λεπτομερείς συζητήσεις για τα εν λόγω ζητήματα, τα οποία εγείρουν ιδίως οι υπηρεσίες διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών (67), καθώς και στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2009, στο οποίο η Επιτροπή καλείται, σε στενή συνεργασία με τις εθνικές κυβερνήσεις, να εξετάσει τις οικονομικές και άλλες επιπτώσεις της παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών (68). Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η μεταρρύθμιση της νομοθεσίας που έγινε μέσω του κοινοποιούμενου νόμου είναι σύμφωνη με τους στόχους τους οποίους υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οδήγησαν στην κίνηση της διαδικασίας επί παραβάσει και στην αποστολή μιας αιτιολογημένης γνώμης στις δανικές αρχές τον Μάρτιο του 2007 (69).

(123)

Γι’ αυτό το λόγο η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κοινοποιούμενος νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, εφόσον συνεπάγεται την απελευθέρωση της αγοράς και δίνει στους δανικούς και ξένους φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών τη δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους Δανούς και ταυτόχρονα διασφαλίζει ότι αυτοί οι φορείς πληρούν τους καθορισμένους όρους για την απόκτηση της άδειας των δανικών αρχών, υπηρετεί έναν σαφώς καθορισμένο στόχο κοινού συμφέροντος.

7.2.2.   Ένα κατάλληλο μέτρο ενίσχυσης

(124)

Ένα μέτρο ενίσχυσης θεωρείται αναγκαίο και εύλογο, όταν αποτελεί πρόσφορο μέσο για την επίτευξη του καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος, όταν έχει επίδραση παροχής κινήτρων για τους αποδέκτες της ενίσχυσης και όταν δεν στρεβλώνει αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό.

(125)

Η κυβέρνηση της Δανίας αποφάσισε να απελευθερώσει τη δανική αγορά διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και να δώσει δυνατότητα έκδοσης απεριόριστου αριθμού αδειών για παροχή διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Η έκδοση μιας τέτοιας άδειας υπόκειται εντούτοις σε ορισμένους όρους, μεταξύ άλλων να είναι έντιμοι ο διευθυντής και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης που υποβάλλει αίτηση για άδεια. Για να διασφαλιστεί η επιτυχής απελευθέρωση, η κυβέρνηση της Δανίας απεφάσισε επίσης να μειώσει τους φόρους για τους διαδικτυακούς φορείς και να διατηρήσει το επίπεδο των φόρων για τους φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν σε αυτό το πλαίσιο ότι ένας χαμηλότερος φόρος για διαδικτυακούς φορείς δεν ήταν το πιο κατάλληλο μέτρο. Η φραγή πληρωμής και Διαδικτύου (μέσα προστασίας) θα μπορούσε για παράδειγμα να εξακολουθεί να πληροί τους στόχους της διαδικασίας απελευθέρωσης, χωρίς απαραιτήτως να εισαχθεί χαμηλότερος φόρος για διαδικτυακούς φορείς. Άρα η Δανία θα μπορούσε σύμφωνα με τους προσφεύγοντες να έχει επιλέξει να επιβάλει την απαγόρευση των παράνομων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών χρησιμοποιώντας φραγή πληρωμής και Διαδικτύου (φιλτράρισμα ονομάτων τομέα, φραγή διευθύνσεων IP και φραγή πληρωμών) ή μέσω του περιορισμού του αριθμού των αδειών.

(126)

Όσον αφορά τη χρήση «λογισμικού φραγής», από την προαναφερόμενη Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα ενός συστήματος φραγής βασίζεται σε ένα προκαθορισμένο και ενημερωμένο κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να φράσσονται, καθώς και σε αποτελεσματικό λογισμικό. Όπως επισήμαναν όμως οι δανικές αρχές, είναι αμφίβολο ότι αυτά τα συστήματα φραγής μπορούν να διασφαλίσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού οι διαδικτυακοί παίκτες μπορούν να αποφεύγουν τη φραγή Διαδικτύου αλλάζοντας τις «πύλες» που χρησιμοποιούν και η φραγή ορισμένων πληρωμών θα μπορούσε κατά τα λοιπά να φράσσει νόμιμες εμπορικές συναλλαγές που δεν σχετίζονται με την πληρωμή για στοιχήματα και την καταβολή κερδών.

(127)

Όσον αφορά τη δυνατότητα έκδοσης ενός περιορισμένου αριθμού αδειών διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, η επίδραση θα εξαρτάτο από τον αριθμό των αδειών. Αν ο αριθμός περιοριστεί σε λίγες μόνο άδειες, ο χαμηλός αριθμός φορέων θα μειώσει τον ανταγωνισμό και θα επηρεάσει την παροχή, πράγμα που θα σημαίνει υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές με τη μορφή χαμηλότερων ποσοστών επιστροφής από ότι αν ο αριθμός των αδειών ήταν απεριόριστος. Ένας περιορισμένος αριθμός αδειών μειώνει επίσης την επιλογή και την ποιότητα των τυχερών παιχνιδιών τα οποία οι καταναλωτές μπορούν να βρουν στην αγορά και ενθαρρύνει σε μικρότερο βαθμό τους παραγωγούς να λαμβάνουν υπόψη τις επιθυμίες και τις ανάγκες των καταναλωτών (70). Ο περιορισμός του αριθμού των αδειών εγείρει επιπλέον ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια για τον μη αυθαίρετο καθορισμό του αριθμού των αδειών, για το πώς και από ποιον πρέπει να ελέγχονται οι απαιτήσεις της άδειας και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζεται η παράνομη παροχή τυχερών παιχνιδιών, δηλαδή ποιος λαμβάνει ποια μέτρα κατά της παράνομης παροχής τυχερών παιχνιδιών (71).

(128)

Υπό το φως αυτών των σκέψεων, άποψη της Επιτροπής είναι ότι ο χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια είναι ένα κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των στόχων απελευθέρωσης του νέου νόμου για τα τυχερά παιχνίδια. Το μέτρο ενίσχυσης θα διασφαλίσει ότι οι διαδικτυακοί φορείς που επιθυμούν να παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε Δανούς θα κάνουν αίτηση για άδεια και θα τηρούν τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες.

(129)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο ενίσχυσης είναι σε θέση να αλλάξει τη συμπεριφορά ξένων φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, αφού ο χαμηλότερος φόρος είναι κίνητρο για να υποβάλουν αυτοί οι φορείς αίτηση για άδεια στη Δανία και με αυτό τον τρόπο να παρέχουν για πρώτη φορά νομίμως διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια.

(130)

Ένα μέτρο ενίσχυσης μπορεί να θεωρηθεί αναλογικό, δηλαδή εύλογο, μόνο αν η ίδια αλλαγή συμπεριφοράς δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω λιγότερης ενίσχυσης και λιγότερης στρέβλωσης ως συνέπεια. Το μέγεθος της ενίσχυσης πρέπει να περιοριστεί στο απολύτως απαραίτητο για την εφαρμογή της σχετικής δραστηριότητας. Η Επιτροπή, στην περίπτωση αυτή θεωρεί ότι οι δανικές αρχές έχουν σχεδιάσει το μέτρο με τρόπο ώστε να περιορίζεται το ύψος της κρατικής ενίσχυσης και να ελαχιστοποιούνται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού τις οποίες προκαλεί το μέτρο.

(131)

Στο σημείωμα της 6ης Μαρτίου 2010 από το Υπουργείο Οικονομικών προς τους πολιτικούς εισηγητές των κομμάτων στο δανικό κοινοβούλιο σχετικά με τον καθορισμό του επιπέδου φορολογίας (72) η επιλογή του χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή του 20 % επί των ακαθάριστων εσόδων από τυχερά παιχνίδια (BSI), για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια βασίστηκε στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

Η παροχή τυχερών παιχνιδιών στις δανικές άδειες πρέπει να προσαρμοστεί στην τωρινή παροχή από ξένους φορείς τυχερών παιχνιδιών, δηλαδή ο φόρος πρέπει να προσαρμοστεί με τρόπο ώστε να ταιριάζει με τα υψηλά ποσοστά επιστροφής, τα οποία παρέχουν οι ξένοι φορείς τυχερών παιχνιδιών, ώστε πράγματι να κάνουν αίτηση για άδεια.

β)

Η συνολική παροχή τυχερών παιχνιδιών πρέπει να αυξηθεί, για να συμβεί συνολικά αύξηση του κύκλου εργασιών.

γ)

Τα προϊόντα τυχερών παιχνιδιών πρέπει να είναι τόσο ελκυστικά ώστε οι παίκτες να μην επιθυμούν να παίξουν σε ξένους (παράνομους) φορείς τυχερών παιχνιδιών.

δ)

Τα μέσα προστασίας (συστήματα φραγής) πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τα παραπάνω τρία μέτρα [(α) - (γ)] για να διασφαλιστεί ότι οι παράνομοι φορείς τυχερών παιχνιδιών θα είναι ελάχιστοι.

(132)

Οι δανικές αρχές αναφέρουν σε αυτή τη σημείωση ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, του οποίου η νομοθεσία για τα τυχερά παιχνίδια πρέπει να θεωρείται πολύ παρόμοια με τη δανική, ο φόρος επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών είναι 15 %. Οι δανικές αρχές έκριναν ότι ο φορολογικός συντελεστής για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια θα μπορούσε να καθοριστεί σε υψηλότερο επίπεδο από ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού η Δανία, σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, θα εισαγάγει επίσης συστήματα φραγής που θα κάνουν πιο δύσκολο για τους παίκτες να παίζουν σε ξένους φορείς, οι οποίοι δεν έχουν κάνει αίτηση για δανική άδεια.

(133)

Οι δανικές αρχές αναφέρουν ταυτόχρονα τη Γαλλία και την Ιταλία που έχουν απελευθερώσει τις αγορές τους και εισαγάγει υψηλότερους φόρους από ότι το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι δανικές αρχές σημειώνουν ότι αυτές οι αγορές είναι σημαντικά μεγαλύτερες από την αγορά της Δανίας. Το μέγεθος των αγορών μπορεί να συμβάλει άμεσα στην επιθυμία των φορέων να εισέλθουν σε μια αγορά, ακόμη και αν ο φόρος είναι υψηλότερος, αφού το κόστος που πάντα συνδέεται με την καθιέρωση σε μια νέα αγορά, τείνει να είναι αναλογικά υψηλότερο όταν πρόκειται για μικρή αγορά.

(134)

Το σημείωμα περιέχει έναν υπολογισμό των συνεπειών στα έσοδα σε επιπέδου φορολογίας 15, 20 και 25 %, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές αλλαγές στα προφίλ παιχνιδιού των παικτών και τις ενέργειες των φορέων τυχερών παιχνιδιών. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι το επίπεδο φόρου ύψους 20 % θα είναι πιθανώς αρκετά ελκυστικό, ώστε οι φορείς τυχερών παιχνιδιών να κάνουν αίτηση για δανική άδεια και οι παίκτες να έχουν πρόσβαση σε μια ελκυστική παροχή τυχερών παιχνιδιών στη Δανία. Αν ο φόρος καθοριστεί σε υψηλότερο επίπεδο (δηλαδή 25 %), αναμένεται ότι η πίεση στα ποσοστά επιστροφής θα είναι υψηλότερη και συνεπώς οι θετικές επιδράσεις στα έσοδα με φόρο 25 % θα μπορεί να αποδειχθούν λιγότερες από ότι με φόρο 20 %.

(135)

Γι’ αυτό οι δανικές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, αν ο φόρος καθοριζόταν σε υψηλότερο επίπεδο, απ’ ότι φαίνεται αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια αγορά τυχερών παιχνιδιών που δεν θα ήταν αρκετά ελκυστική για τους παίκτες, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να προκαλέσει απώλεια κύκλου εργασιών και με αυτό τον τρόπο να αντιστοιχεί με την άμεση προοπτική για υψηλότερα φορολογικά έσοδα.

(136)

Τα συμπεράσματα των δανικών αρχών σχετικά με το βέλτιστο επίπεδο φόρου επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών επιβεβαιώνονται επίσης από μια έκθεση μιας εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων, η οποία δείχνει ότι με φόρο 20 % το κράτος δεν θα έχανε έσοδα τα οποία θα μπορούσε να είχε επιτύχει διαφορετικά (73). Σύμφωνα με την έκθεση, αυτός ο φόρος είναι ο υψηλότερος συντελεστής που είναι ταυτόχρονα οικονομικά συμφέρων – ένας υψηλότερος συντελεστής θα ήταν επιζήμιος, αφού θα ήταν απλά πολύ υψηλός για να θεωρούν ενδιαφέρουσα την αγορά οι φορείς τυχερών παιχνιδιών από επιχειρηματική άποψη και να επιθυμούν να εισέλθουν στην αυτήν. Πάνω από αυτό το επίπεδο, τα φορολογικά έσοδα θα αρχίσουν να μειώνονται.

(137)

Η Επιτροπή, υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, δεν θεωρεί ότι ο φόρος 20 % της BSI για διαδικτυακούς φορείς είναι χαμηλότερος από ότι είναι απαραίτητο σε σχέση με την εκπλήρωση των στόχων του νόμου για τα τυχερά παιχνίδια. Συνεπώς το μέτρο ενίσχυσης πληροί τις απαιτήσεις της αναλογικότητας που καθορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

7.2.3.   Επίδραση στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών

(138)

Όσον αφορά την επίδραση του μέτρου ενίσχυσης στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των πιθανών στρεβλώσεων των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών αφενός και των πιθανών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στη Δανία αφετέρου, συγκεκριμένα του ανταγωνισμού με τους υφιστάμενους φορείς τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις.

(139)

Όσον αφορά τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, δεν αναμένονται αρνητικές επιπτώσεις. Ο νόμος για τα τυχερά παιχνίδια διασφαλίζει ότι οι Δανοί θα έχουν τη δυνατότητα να παίζουν νόμιμα στους ιστοτόπους των εξουσιοδοτημένων φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Αυτοί οι ιστότοποι δεν προορίζονται αποκλειστικά για τους Δανούς χρήστες, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται από τους πολίτες όλων των κρατών μελών της ΕΕ, υπό τους όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία των χωρών. Ο καθορισμός του φόρου για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια σε 20 % της BSI σημαίνει ότι το δανικό μέτρο ενίσχυσης παραμένει στο ίδιο επίπεδο φόρου όπως εκείνο που εφαρμόζουν σε αυτό τον τομέα τα άλλα κράτη μέλη που ήδη έχουν εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις της νομοθεσίας τους για τα τυχερά παιχνίδια. Τόσο το Βέλγιο όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, έχουν καθορίσει το φόρο για διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στο 15 % της BSI, ενώ άλλα κράτη μέλη εφαρμόζουν ακόμη χαμηλότερους φόρους (π.χ. Εσθονία (5 % της BSI), Λεττονία (10 % της BSI) και Φινλανδία (8,25 % της BSI)). Μόνο η Σλοβακία έχει υψηλότερο φόρο σε αυτό τον τομέα, συγκεκριμένα το 27 % της BSI.

(140)

Όσον αφορά τη στρέβλωση του ανταγωνισμού στη Δανία, το μέτρο θα μπορούσε να ωφελήσει ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών δανικών και ξένων φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών οι οποίοι μέχρι τώρα αντιμετώπιζαν απαγόρευση παροχής των υπηρεσιών τους στους Δανούς. Η Δανία έχει στείλει μια λίστα φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι έχουν ήδη δηλώσει ότι προτίθενται να υποβάλουν αίτηση για άδεια. Δεδομένου ότι μόνο η κρατικά ελεγχόμενη επιχείρηση έχει λάβει άδεια να παρέχει διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, η απελευθέρωση γενικά θα αυξήσει τον ανταγωνισμό στην αγορά.

(141)

Παρόλο που το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση και δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους υφιστάμενους φορείς τυχερών παιχνιδιών σε επίγειες εγκαταστάσεις στους οποίους έχει επιβληθεί φόρος έως και 75 % της BSI, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εφαρμογή του μέτρου στο σύνολό της είναι θετική.

(142)

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η εισαγωγή ενός φόρου για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, ο οποίος αντιστοιχεί ή είναι στην ίδια τάξη μεγέθους όπως ο φόρος που ισχύει για τυχερά παιχνίδια σε επίγειες εγκαταστάσεις, έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου οι φορείς και οι παίκτες δεν θα ανταποκρίνονταν στη δυνατότητα νόμιμης παροχής και συμμετοχής σε διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στη δανική αγορά και κατά συνέπεια δεν θα επιτυγχανόταν ο προσδιορισμένος στόχος κοινού ενδιαφέροντος που επιδιώκεται από τον νόμο για τα τυχερά παιχνίδια.

(143)

Συνεπώς η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(144)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κοινοποιούμενος νόμος συνεπάγεται φορολογικό πλεονέκτημα για τους φορείς διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών το οποίο παρέχεται μέσω κρατικών πόρων. Το μέτρο θεωρείται άμεσα επιλεκτικό, αφού συνεπάγεται μια διακριτική μεταχείριση των φορέων διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και των καζίνο με επίγειες εγκαταστάσεις, οι οποίες υπό το πρίσμα του σκοπού του μέτρου, βρίσκονται σε νομική και πραγματική συγκρίσιμη κατάσταση. Οι δανικές αρχές δεν μπόρεσαν να τεκμηριώσουν ότι η άμεση επιλεκτικότητα του κοινοποιούμενου νόμου μπορεί να δικαιολογηθεί από τη λογική του φορολογικού συστήματος. Ως εκ τούτου ο κοινοποιούμενος νόμος θεωρείται κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(145)

Όμως η Επιτροπή εκτιμά ότι το μέτρο πληροί τους όρους για να θεωρείται συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ,

ΕΚΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το μέτρο C 35/10, το οποίο η Δανία σκοπεύει να εφαρμόσει με τη μορφή φόρων επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στο δανικό νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εφαρμογή του μέτρου εγκρίνεται ανάλογα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Δανίας.

Βρυξέλλες, 20 Σεπτεμβρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 22 της 22.1.2011, σ. 9.

(2)  Νόμος αριθ. 698 για τους φόρους των τυχερών παιχνιδιών.

(3)  Το κοινοποιούμενο μέτρο επρόκειτο αρχικά να αρχίσει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2011, αλλά για λόγους τήρησης των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, στο άρθρο 35 εδάφιο 1 του νόμου για τους φόρους των τυχερών παιχνιδιών ορίζεται ότι ο υπουργός φορολογίας θα καθορίσει την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(5)  Βλέπε κατωτέρω, εδάφιο 5.

(6)  Διαδικασία παράβασης αριθ. 2003/4365. Βλέπε επίσης IP/07/360.

(7)  Νόμος για τα τυχερά παιχνίδια (αριθ. 848 της 1ης Ιουλίου 2010), νόμος για τη διανομή των κερδών από λαχειοφόρους αγορές καθώς και ιπποδρομίες και κυνοδρομίες (αριθ. 696 της 25ης Ιουνίου 2010) και νόμος για την Danske Spil A/S (αριθ. 695 της 25ης Ιουνίου 2010).

(8)  Μία δανική κορώνα (DKK) ≈ 0,13 ευρώ.

(9)  Σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου για τους φόρους των τυχερών παιχνιδιών καταβάλλονται επίσης τα ακόλουθα ποσά ανά μήνα: 3 000 DKK ανά αυτόματο μηχάνημα για έως και 50 αυτόματα μηχανήματα και 1 500 DKK ανά αυτόματο μηχάνημα επιπλέον.

(10)  Βλέπε αριθ. 73 κ.ε. της απόφασης να κινηθεί η διαδικασία.

(11)  Swiss Institute of Comparative Law, Study of Gambling Services in the Internal Market of the European Union, Final Report, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2006. http://ec.europa.eu/internal_market/services/docs/gambling/study1_en.pdf.

(12)  Η αγγλική έκδοση του σημειώματος επισυνάπτεται ως παράρτημα Β στις παρατηρήσεις των δανικών αρχών της 14ης Ιανουαρίου 2011 για την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία. Η δανική έκδοση του σημειώματος επισυνάπτεται ως παράρτημα 20 στην κοινοποίηση των δανικών αρχών της 6ης Ιουλίου 2010.

(13)  Swiss Institute of Comparative Law, Study of Gambling Services in the Internal Market of the European Union, Final Report, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2006,

(14)  Υπόθεση Τ-308/00, Salzgitter AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2004 II, σ. 1933, σκέψη 81. Διατύπωση της σκέψης: «Κατά συνέπεια, προκειμένου να εξακριβωθεί τι ακριβώς αποτελεί πλεονέκτημα, κατά την έννοια της σχετικής με την έννοια της κρατικής ενισχύσεως νομολογίας, πρέπει οπωσδήποτε να προσδιοριστεί το σημείο αναφοράς, στο πλαίσιο συγκεκριμένου νομικού καθεστώτος, βάσει του οποίου θα συγκριθεί το πλεονέκτημα αυτό. Συναφώς, προκειμένου να προσδιοριστεί τι ακριβώς αποτελεί “κανονική” φορολογική επιβάρυνση, κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει συγκριτική εξέταση των φορολογικών κανόνων που εφαρμόζονται στο σύνολο των κρατών μελών, και μάλιστα απλώς ορισμένων από αυτά, χωρίς να αλλοιωθεί ο προορισμός των σχετικών με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων διατάξεων. Πράγματι, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο των φορολογικών διατάξεων των κρατών μελών, αυτή η εξέταση θα κατέληγε σε σύγκριση των διαφορετικών πραγματικών και νομικών καταστάσεων που προκύπτουν από τις νομοθετικές ή κανονιστικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών. Εξάλλου, από τα παρασχεθέντα εκ μέρους της προσφεύγουσας στην υπό κρίση προσφυγή στοιχεία καταδεικνύονται οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως, όσον αφορά τη βάση και τον συντελεστή φορολογίας των επενδυτικών αγαθών.» απόφαση της Επιτροπής C2/09, MoRaKG, Γενικοί για τις επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου (ΕΕ C 60 της 14.3.2009, σ. 9), παράγραφος 25.

(15)  European Gaming and Betting Association (EGBA), Remote Gambling Association (RGA), Automatenverband, Eupportunity, Van Speelautomaten, Εμπορικό Επιμελητήριο Δανίας και European Casino Association (ECA).

(16)  PokerStars, Betfair, Club Hotel Casino Loutraki, Royal Casino (μαζί με το DAB), BWin, Compu-Game, εννέα καζίνο στην Ελλάδα (Club Hotel Casino Loutraki, Regency Casino Parnes, Regency Casino Thessaloniki, Casino Xanthi (Vivere Entertainment SA), Casino Rio (Theros International gaming INC.), Casino Corfu (Greek Casino Corfu), Casino Rodos, Porto Carras Grand Resort 20 και Casino Syrou).

(17)  Εσθονία, Γαλλία και Ισπανία.

(18)  Υπόθεση C-46/08, Carmen Media Group, [2009] δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 103.

(19)  Institut National de la Santé et de la Recherche Médicale, Jeux de hazard et d’argent – Contextes et addictions, Ιούλιος 2008, http://lesrapports.ladocumentationfrancaise.fr/BRP/084000697/0000.pdf.

(20)  Autorité de la Concurrence Française, Avis 11-A-02 της 20ής Ιανουαρίου 2011.

(21)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, ΕΕ C 384 της 10.12.1998, παράγραφος 26.

(22)  Γνώμη του γενικού εισαγγελέα Bot (14 Οκτωβρίου 2008) στην υπόθεση C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional, Συλλογή. 2009 I, σ. 10447, σκέψη 41 κ.ε.

(23)  Swiss Institute of Comparative Law, Study of Gambling Services in the Internal Market of the European Union, Final Report, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2006,

(24)  Βλέπε ανωτέρω, σ. 1403.

(25)  Υπόθεση Τ-308/00, Salzgitter AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2004 II, σ. 1933, σκέψη 81.

(26)  Απόφαση της Επιτροπής της 14ης Μαρτίου 2004 για την υπόθεση COMP/M.3109, Candover/Cinven/Gala, παράγραφος 16.

(27)  Autorité de la Concurrence Avis no 11-A-02 du 20 janvier 2011 relatif au secteur des jeux d’argent et de hasard en ligne.

(28)  Office of Fair Trading, Decision ME/1716-05 of 15 August 2005 regarding the acquisition by William Hill of the licensed betting offices of Stanley Plc.

(29)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, COM(2011) 128 final, σ. 3.

(30)  Βλέπε σημεία 15 και 16 πιο πάνω.

(31)  Υπόθεση 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, 1961 III, σ. 19.

(32)  Υπόθεση 173/73, Ιταλική κυβέρνηση κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1974 II, σ. 709, σκέψη 3 και περίληψη.

(33)  Υπόθεση C-88/03, Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2006 I, σ. 7115, σκέψη 54· υπόθεση C-172/03 Wolfgang Heiser κατά Finanzamt Innsbruck, Συλλογή 2005 I, σ. 1627, σκέψη 40· υπόθεση C-169/08, Presidente del Consiglio dei Ministri κατά Regione Sardegna, Συλλογή 2009 I, σ. 10821, σκέψη 61.

(34)  Υπόθεση C-487/06 Ρ, British Aggregates Association κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ό.π., Συλλογή 2008 I, σ. 10515, σκέψη 83.

(35)  Υπόθεση 173/73, Ιταλική κυβέρνηση κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή. 1974, σ. 709, σκέψη 15· ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, ΕΕ C 384 της 10.12.1998, παράγραφος 23.

(36)  Βλέπε υποσημείωση 28.

(37)  Άρθρο 6 του νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών.

(38)  Βλέπε εδάφιο 64 πιο πάνω.

(39)  Βλέπε υποσημείωση 26.

(40)  Βλέπε υποσημείωση 26.

(41)  Swiss Institute of Comparative Law, Study of Gambling Services in the Internal Market of the European Union, 2006.

(42)  Βλέπε την απάντηση των δανικών αρχών της 20ής Οκτωβρίου 2010 στην αίτηση για πληροφορίες, εδάφιο 2.10· τις παρατηρήσεις των δανικών αρχών της 14ης Ιανουαρίου 2011, σ. 9, παράγραφος 42.

(43)  Βλέπε παρατηρήσεις της Δανικής κλαδικής ένωσης μηχανημάτων τυχερών παιχνιδιών και του Royal Casino που απεστάλησαν στις 18 Φεβρουαρίου 2011, σ. 1.

(44)  Βλέπε ανωτέρω, σ. 1403.

(45)  Μελέτη που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών το 2007.

(46)  Βλέπε μεταξύ άλλων τις παρατηρήσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2011 που απεστάλησαν από εννέα ελληνικά καζίνο, σ. 18.

(47)  Υπόθεση 173/73, Ιταλική κυβέρνηση κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 15.

(48)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, ΕΕ C 384 της 10.12.1998, παράγραφος 23.

(49)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-127/99, T-129/99 και T-148/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002 II, σ. 1275, σκέψη 250.

(50)  Βλέπε σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις — Λιγότερες και καλύτερα στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις: οδικός χάρτης 2005-2009, COM(2005) 107 final.

(51)  Βλέπε υποσημείωση 6.

(52)  Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36.

(53)  Υπόθεση C-76/90, Säger, Συλλογή 1991 I, σ. 4221, σκέψη 12· υπόθεση C-58/98, Corsten, Συλλογή 2000 I, σ. 7919, σκέψη 33.

(54)  Υπόθεση C-243/01, Gambelli, Συλλογή 2003 I, σ. 13031, σκέψη 54.

(55)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 286/82 και 26/83, Luisi and Carbone, Συλλογή 1984, σ. 377, σκέψη 16.

(56)  Βλέπε υπόθεση C-243/01, Gambelli, Συλλογή 2003 I, σ. 13031, σκέψεις 63-65, και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Placanica κ.λπ., Συλλογή 2007 I, σ. 1891, σκέψεις 46-49.

(57)  Υπόθεση C-446/03, Marks & Spencer, Συλλογή 2005 I, σ. 10837, σκέψη 44· υπόθεση C-319/02, Manninen, Συλλογή 2004 I, σ. 7477, σκέψη 49, και οι αποφάσεις που αναφέρονται σε αυτήν. Βλέπε υπόθεση C-243/01, Gambelli, Συλλογή 2003 I, σ. 13031, σκέψεις 61 και 62, σχετικά με τους περιορισμούς των δραστηριοτήτων παιχνιδιών.

(58)  Υπόθεση C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional, Συλλογή 2009 I, σ. 10447, σκέψη 57 κ.ε.

(59)  Υπόθεση C-46/08, Carmen Media Group, 2009 δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 103.

(60)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, COM(2011) 128 final, σ. 8.

(61)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, έγγραφο εργασίας της Επιτροπής SEC(2011) 321, σ. 10.

(62)  Βλέπε υποσημείωση 60.

(63)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, έγγραφο εργασίας της Επιτροπής SEC(2011) 321, σ. 9.

(64)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, COM(2011) 128 final, σ. 19.

(65)  Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις μελέτες αυτές βρίσκονται στην Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, COM(2011) 128 final, σ. 19 κ.ε.

(66)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια στην εσωτερική αγορά, COM(2011) 128 τελικό, σ. 7.

(67)  Συμπεράσματα σχετικά με το πλαίσιο για τα τυχερά παιχνίδια και τα στοιχήματα στα κράτη μέλη της ΕΕ, που εγκρίθηκαν στην 3057η σύνοδο του Συμβουλίου «Ανταγωνιστικότητα» στις Βρυξέλλες, στις 10 Δεκεμβρίου 2010, έγγραφο του Συμβουλίου 16884/10.

(68)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2009 σχετικά με την ασφάλεια στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, [2008/22125(INI)], P6-2009-0097. Αυτές οι ερωτήσεις αφορούν τη διαφήμιση και τη διάθεση στην αγορά, τους ανηλίκους, την απάτη και άλλες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς, την ασφάλεια, την κοινωνική ευθύνη, την προστασία των καταναλωτών και τη φορολογία.

(69)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 7 ανωτέρω.

(70)  Swiss Institute of Comparative Law, Study of Gambling Services in the Internal Market of the European Union, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2006, σ. 1108.

(71)  Schweizerisches Institut für Rechtsvergleichung, International vergleichende Analyse des Glücksspielwesens, 2009, σ. 18, http://mpk.rlp.de/mpkrlpde/sachthemen/studie-zum-gluecksspielwesen/.

(72)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 38 ανωτέρω.

(73)  H2 Gambling Capital, An independent model assessment of various taxation/licensing models for regulating remote gambling in the Netherlands, Φεβρουάριος 2011.


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

7.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 68/20


ΤΡΟΠΟΠΟΙΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΏΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΈΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 23 του Κανονισμού Διαδικασίας του,

έχοντας υπόψη τις οδηγίες προς τον γραμματέα που εκδόθηκαν στις 5 Ιουλίου 2007, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2010,

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΠΑΡΟΥΣΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ:

Άρθρο 1

1.   Οι τροποποιήσεις του άρθρου 2 δεν ισχύουν για το ελληνικό κείμενο.

2.   Το άρθρο 3 τροποποιείται ως ακολούθως:

στην παράγραφο 1, πριν από τη λέξη «έγγραφα» προστίθεται η λέξη «διαδικαστικά»·

στην παράγραφο 4, το κείμενο του δευτέρου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σημείωση περί της εγγραφής στο πρωτόκολλο, η οποία περιέχει μνεία του αριθμού της σειράς εγγραφής και της ημερομηνίας της εγγραφής στο πρωτόκολλο, γίνεται στο πρωτότυπο του διαδικαστικού εγγράφου που καταθέτουν οι διάδικοι ή στο έγγραφο που λογίζεται ως το πρωτότυπο του διαδικαστικού αυτού εγγράφου (1), καθώς και επί κάθε αντιγράφου που τους επιδίδεται. Η σημείωση αυτή γίνεται στη γλώσσα της διαδικασίας.»·

το κείμενο της παραγράφου 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οσάκις η καταχώριση ενός διαδικαστικού εγγράφου στο πρωτόκολλο δεν γίνεται την ημέρα καταθέσεώς του, η δεύτερη αυτή ημερομηνία αναφέρεται στο πρωτόκολλο και στο πρωτότυπο ή στο λογιζόμενο ως πρωτότυπο του διαδικαστικού εγγράφου, καθώς και στα αντίγραφά του.»·

στην παράγραφο 6, μετά τις λέξεις «ή τον υπάλληλο της Γραμματείας,» προστίθεται η φράση «η κατά το άρθρο 5 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2011 ημερομηνία,».

3.   Το άρθρο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:

το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 καθίσταται πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3·

το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 καθίσταται δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3·

το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 καθίσταται παράγραφος 4·

η παράγραφος 3 καθίσταται παράγραφος 5.

4.   Το άρθρο 5 τροποποιείται ως ακολούθως:

το κείμενο της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο φάκελος της υποθέσεως περιλαμβάνει: τα διαδικαστικά έγγραφα, ενδεχομένως συνοδευόμενα από τα παραρτήματά τους, φέροντα την προβλεπόμενη από το άρθρο 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, των παρουσών οδηγιών μνεία, υπογεγραμμένη από τον γραμματέα· τις αποφάσεις που ελήφθησαν ως προς την υπόθεση, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων περί μη αποδοχής εγγράφων· τις εκθέσεις ακροατηρίου· τα πρακτικά των συζητήσεων· τις κοινοποιήσεις εκ μέρους της Γραμματείας, καθώς και, κατά περίπτωση, οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή αλληλογραφία που μπορεί να θεωρηθεί ως ληπτέο υπόψη για την κρίση της υποθέσεως.»·

στην παράγραφο 2, η φράση «να αποφασιστεί αν το έγγραφο πρέπει να κατατεθεί στη δικογραφία» αντικαθίσταται από τη φράση «να αποφασίσει σχετικά με την κατάθεση διαδικαστικού εγγράφου στη δικογραφία»·

στην παράγραφο 4, πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «το πρωτότυπο του φακέλου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τον φάκελο»·

το κείμενο της παραγράφου 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα διαδικαστικά έγγραφα στην εμπιστευτική και στη μη εμπιστευτική μορφή τους αποτελούν το αντικείμενο χωριστής ταξινομήσεως στον φάκελο. Η πρόσβαση στην εμπιστευτική μορφή των διαδικαστικών εγγράφων επιτρέπεται αποκλειστικά στους διαδίκους έναντι των οποίων δεν διατάχθηκε το μέτρο της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.»·

στην παράγραφο 6, πριν από τη λέξη «έγγραφο» προστίθεται η λέξη «διαδικαστικό»·

στην παράγραφο 7, πριν από τη λέξη «εγγράφων» προστίθεται η λέξη «διαδικαστικών»·

στην παράγραφο 8, πριν από τη λέξη «έγγραφα» προστίθεται η λέξη «διαδικαστικά» και μετά από τη λέξη «έγγραφα» διαγράφονται οι λέξεις «της διαδικασίας».

5.   Το άρθρο 6 τροποποιείται ως ακολούθως:

στην παράγραφο 1, οι λέξεις «ή εγγράφων» διαγράφονται·

στην παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «ή εγγράφων» διαγράφονται και η φράση «σημεία 74 έως 77» αντικαθίσταται από τη φράση «σημεία 88 έως 91».

6.   Το άρθρο 7 τροποποιείται ως ακολούθως:

στον τίτλο, πριν από τη λέξη «εγγράφων» προτίθεται η λέξη «διαδικαστικών»·

στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, η φράση «ώστε κατά την προσκόμιση των εγγράφων της διαδικασίας να τηρούνται οι» αντικαθίστανται από τη φράση «ώστε τα κατατιθέμενα στη δικογραφία διαδικαστικά έγγραφα να τηρούν τις»·

στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, η λέξη «κατατεθειμένων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «κατατιθεμένων διαδικαστικών»·

στην παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο, η λέξη «υπομνήματος» αντικαθίσταται από τις λέξεις «διαδικαστικού εγγράφου» και η φράση «σημεία 55 και 56» αντικαθίσταται από τις λέξεις «σημείο 55»·

στην παράγραφο 1, τέταρτο εδάφιο, η φράση «σημείων 57 και 59» αντικαθίστανται από τη φράση «σημείων 64 και 66 έως 68» και οι λέξεις «του υπομνήματος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του διαδικαστικού εγγράφου»·

στην παράγραφο 2, οι λέξεις «υπομνημάτων ή» διαγράφονται·

στην παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, η λέξη «στοιχείων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «διαδικαστικών εγγράφων», η φράση «που προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δικόγραφο διαβιβασθέν στη Γραμματεία με ηλεκτρονικό μέσο λογίζεται ότι αποτελεί το πρωτότυπο του δικογράφου αυτού περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 43, παράγραφος 7, του ίδιου κανονισμού» αντικαθίσταται από τις λέξεις «του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2011», πριν δε από τη λέξη «υπογραφή» προστίθεται η λέξη «ιδιόχειρη»·

στην παράγραφο 4, οι λέξεις «ή εγγράφων», «υπομνήματος ή» και «υπομνημάτων» διαγράφονται·

στην παράγραφο 5, πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «υπομνήματα ή» αντικαθίστανται από τη λέξη «τα»·

στην παράγραφο 5, δεύτερο εδάφιο, η φράση «στοιχεία ή έγγραφα συνημμένα σε υπόμνημα ή διαδικαστικό έγγραφο δεν συνοδεύονται» αντικαθίσταται από τη φράση «στοιχεία συνημμένα σε διαδικαστικό έγγραφο δεν συνοδεύονται»·

στην παράγραφο 5, τρίτο εδάφιο, ο όρος «κοινοποιήσει» αντικαθίσταται από τον όρο «επιδώσει»·

το κείμενο της παραγράφου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οσάκις διάδικος εναντιώνεται στη μη αποδοχή διαδικαστικού εγγράφου εκ μέρους του γραμματέα, ο τελευταίος υποβάλλει το έγγραφο αυτό στον πρόεδρο προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να γίνει δεκτό.».

7.   Στο άρθρο 9, παράγραφος 2, οι λέξεις «υπόμνημα ή» διαγράφονται.

8.   Το άρθρο 10 τροποποιείται ως ακολούθως:

στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, η φράση «Σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι επιδόσεις γίνονται» αντικαθίσταται από τη φράση «Οι επιδόσεις που γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας διενεργούνται»·

στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, η τελευταία περίοδος διαγράφεται·

στην παράγραφο 4, δεύτερο εδάφιο, πριν από τη λέξη «έγγραφα» προστίθεται η λέξη «διαδικαστικά»·

στην παράγραφο 5, η λέξη «τηλεομοιοτυπία» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τηλεομοιοτυπικό μηχάνημα»·

το κείμενο της παραγράφου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οσάκις παράρτημα διαδικαστικού εγγράφου προσκομίζεται σε ένα και μόνον αντίτυπο, λόγω του όγκου του ή για άλλους λόγους, και δεν μπορούν να επιδοθούν στους διαδίκους αντίγραφα, ο γραμματέας ενημερώνει τους διαδίκους επισημαίνοντάς τους ότι το παράρτημα βρίσκεται στη διάθεσή τους στη Γραμματεία για να το συμβουλευθούν.».

9.   Στο άρθρο 11, παράγραφος 2, η λέξη «στοιχεία» αντικαθίσταται από τις λέξεις «διαδικαστικά έγγραφα».

10.   Η τροποποίηση του άρθρου 12 δεν ισχύει για το ελληνικό κείμενο.

11.   Στο άρθρο 13, παράγραφος 3, η φράση «μνεία των αποδεικτικών στοιχείων ή εγγράφων» αντικαθίσταται από τη φράση «μνεία των διαδικαστικών εγγράφων».

12.   Οι τροποποιήσεις του άρθρου 17 δεν ισχύουν για το ελληνικό κείμενο.

13.   Στο άρθρο 19, παράγραφος 2, μετά τις λέξεις «Κανονισμού Διαδικασίας,» προστίθενται οι λέξεις «της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2011 και των όρων χρησιμοποιήσεως της εφαρμογής e-Curia,».

Άρθρο 2

Οι παρούσες τροποποιήσεις των οδηγιών προς τον γραμματέα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τίθενται σε ισχύ την επομένη ημέρα της δημοσιεύσεώς τους.

Λουξεμβούργο, 24 Ιανουαρίου 2012.

Ο Γραμματέας

E. COULON

Ο Πρόεδρος

M. JAEGER


(1)  Κατά την έννοια του άρθρου 3 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικής με την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e-Curia (ΕΕ C 289, σ. 9).


7.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 68/23


ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΟΔΗΓΊΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΊΚΟΥΣ ΕΝΏΠΙΟΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

Περιεχόμενα

I.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Α.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Α.1.

Χρησιμοποίηση τεχνικών μέσων επικοινωνίας

1)

Μέσω της εφαρμογής e-Curia

2)

Με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

A.2.

Εμφάνιση των διαδικαστικών εγγράφων

A.3.

Εμφάνιση των φακέλων που κατατίθενται μέσω της εφαρμογής e-Curia

A.4.

Έκταση των υπομνημάτων

Β.

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ

B.1.

Ευθείες προσφυγές

1)

Δικόγραφο της προσφυγής και υπόμνημα αντικρούσεως (στις υποθέσεις πλην των υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας)

α.

Δικόγραφο της προσφυγής

β.

Υπόμνημα αντικρούσεως

2)

Δικόγραφο της προσφυγής και υπόμνημα αντικρούσεως (υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας)

α.

Δικόγραφο της προσφυγής

β.

Υπόμνημα αντικρούσεως

B.2.

Αναιρέσεις

α.

Αίτηση αναιρέσεως

β.

Υπόμνημα αντικρούσεως

Γ.

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Δ.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Δ.1.

Περιπτώσεις τακτοποιήσεως του δικογράφου της προσφυγής

α.

Προϋποθέσεις η μη πλήρωση των οποίων δικαιολογεί τη μη επίδοση του δικογράφου της προσφυγής

β.

Τυπικοί κανόνες η μη τήρηση των οποίων δικαιολογεί αναβολή της επιδόσεως

γ.

Τυπικοί κανόνες η μη τήρηση των οποίων δεν εμποδίζει την επίδοση

Δ.2.

Περίπτωση τακτοποιήσεως των πολυσέλιδων δικογράφων προσφυγής

Δ.3.

Περιπτώσεις τακτοποιήσεως των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων

Ε.

ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΙΚΑΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ΜΕ ΤΑΧΕΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΤ.

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Ζ.

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ

α.

Σε περίπτωση αιτήσεως παρεμβάσεως

β.

Σε περίπτωση συνεκδικάσεως υποθέσεων

Η.

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΥΡΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ

Η.1.

Αιτήσεις προκειμένου να επιτραπεί η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας

Η.2.

Αιτήσεις προκειμένου να επιτραπεί η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως στις αναιρετικές διαδικασίες

Θ.

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΕΠ’ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΣ

Θ.1.

Αιτήσεις διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας

Θ.2.

Αιτήσεις διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις αναιρετικές διαδικασίες

Ι.

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΝΙΑΣ

II.

ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

III.

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΥΣΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Έχοντας υπόψη το άρθρο 150 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης πρέπει να παρασχεθούν στους εκπροσώπους των διαδίκων, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για δικηγόρους ή εκπροσώπους κατά το άρθρο 19 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Οργανισμός), πρακτικές οδηγίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής των διαδικαστικών εγγράφων τους και με την καλύτερη δυνατή προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Οι οδηγίες αυτές επαναλαμβάνουν, επεξηγούν και συμπληρώνουν ορισμένες διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και αποσκοπούν στην ενημέρωση των εκπροσώπων των διαδίκων σχετικά με τις ιδιαιτερότητες της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά τη μετάφραση, τη διαχείριση των διαδικαστικών εγγράφων από τις υπηρεσίες του Γενικού Δικαστηρίου και τη διερμηνεία.

Δυνάμει των οδηγιών του Γενικού Δικαστηρίου προς τον γραμματέα του, της 5ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 232, σ. 1), όπως τροποποιήθηκαν στις 17 Μαΐου 2010 [(ΕΕ L 170, σ. 53)] και στις 24 Ιανουαρίου 2012 (ΕΕ L 68, σ. 23) (στο εξής: οδηγίες προς τον γραμματέα), ο γραμματέας οφείλει να μεριμνά ώστε τα κατατιθέμενα στη δικογραφία διαδικαστικά έγγραφα να τηρούν τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας και των παρουσών πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους (στο εξής: πρακτικές οδηγίες), καθώς και τις εν λόγω οδηγίες προς τον γραμματέα, και, ιδίως, να ζητεί την τακτοποίηση των εγγράφων που δεν είναι σύμφωνα προς τα ανωτέρω, σε περίπτωση δε μη τακτοποιήσεως, να αρνείται, ενδεχομένως, την παραλαβή τους αν δεν είναι σύμφωνα προς τις διατάξεις του Οργανισμού ή του Κανονισμού Διαδικασίας.

Τηρώντας τις πρακτικές οδηγίες, οι εκπρόσωποι των διαδίκων, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του επίκουρου λειτουργού της δικαιοσύνης, μπορούν να είναι βέβαιοι ότι τα διαδικαστικά έγγραφα που καταθέτουν θα ληφθούν δεόντως υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο χωρίς τον κίνδυνο εφαρμογής, όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στις παρούσες πρακτικές οδηγίες ζητήματα, του άρθρου 90, στοιχείο α', του Κανονισμού Διαδικασίας.

Κατόπιν διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των κρατών μελών και των οργάνων που μετέχουν στις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και με το Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΔΣΕΕ),

ΑΠΟΦΑΣΊΖΕΙ ΝΑ ΘΕΣΠΊΣΕΙ ΤΙΣ ΑΚΌΛΟΥΘΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΟΔΗΓΊΕΣ:

I.   ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Α.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Α.1.   Χρησιμοποίηση τεχνικών μέσων επικοινωνίας

1)   Μέσω της εφαρμογής e-Curia

1.

Επιτρέπεται η αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων μέσω της χρησιμοποιήσεως της εφαρμογής e-Curia (https://curia.europa.eu/e-Curia) και υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι Όροι χρησιμοποιήσεως της εφαρμογής e-Curia.

2.

Τα παραρτήματα διαδικαστικού εγγράφου που μνημονεύονται στο κείμενο του εγγράφου αυτού και των οποίων η φύση εμποδίζει την κατάθεσή τους με e-Curia μπορούν να διαβιβάζονται χωριστά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό τον όρον ότι τα παραρτήματα αυτά μνημονεύονται στην κατάσταση παραρτημάτων του εγγράφου που κατατέθηκε με e-Curia. Στην κατάσταση παραρτημάτων προσδιορίζονται τα παραρτήματα που θα κατατεθούν χωριστά. Τα παραρτήματα αυτά πρέπει να περιέλθουν στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κατάθεση του διαδικαστικού εγγράφου με e-Curia.

3.

Υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, οι διατάξεις των παρουσών οδηγιών ισχύουν για τα διαδικαστικά έγγραφα που κατατίθενται μέσω της εφαρμογής e-Curia.

2)   Με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

4.

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας διαβίβαση στη Γραμματεία αντιγράφου του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου διαδικαστικού εγγράφου μπορεί να γίνει:

είτε με τηλεομοιοτυπία [αριθμός fax: (+ 352) 4303-2100],

είτε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ηλεκτρονική διεύθυνση: GeneralCourt.Registry@curia.europa.eu).

5.

Σε περίπτωση διαβιβάσεως με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, δεκτό γίνεται μόνον ένα σαρωμένο αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου. Επιθυμητό είναι τα έγγραφα να έχουν σαρωθεί με μέτρο εξόδου (resolution) 300 DPI και να διαβιβάζονται σε μορφότυπο PDF (εικόνες και κείμενο) μέσω λογισμικών όπως το Acrobat ή το Readiris 7 Pro. Απλό ηλεκτρονικό αρχείο ή αρχείο που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή ή προσομοίωση υπογραφής μέσω υπολογιστή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεν λαμβάνεται υπόψη καμία σχετική με την υπόθεση επιστολή η οποία περιέρχεται στο Γενικό Δικαστήριο υπό μορφή απλού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

6.

Η ημερομηνία καταθέσεως διαδικαστικού εγγράφου με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο λαμβάνεται υπόψη από πλευράς τηρήσεως των προθεσμιών μόνον εφόσον το πρωτότυπο που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου κατατεθεί στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

7.

Το υπογεγραμμένο πρωτότυπο πρέπει να αποστέλλεται ευθύς μετά την αποστολή του αντιγράφου, χωρίς να έχει υποστεί διορθώσεις ή τροποποιήσεις, έστω και ελάσσονες. Σε περίπτωση διαφορών μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και του προηγουμένως κατατεθέντος αντιγράφου, λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά η ημερομηνία της καταθέσεως του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου. Δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το υπογεγραμμένο πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου συνοδεύεται από επαρκή αριθμό επικυρωμένων αντιγράφων.

8.

Η δήλωση διαδίκου ότι αποδέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τη διενέργεια επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας πρέπει να περιλαμβάνει μνεία του αριθμού fax και/ή της ηλεκτρονικής διευθύνσεως προς τον σκοπό των επιδόσεων εκ μέρους της Γραμματείας. Ο υπολογιστής του παραλήπτη πρέπει να διαθέτει το κατάλληλο λογισμικό (π.χ. Acrobat ή Readiris 7 Pro) ώστε να γίνονται ορατές στην οθόνη του οι εκ μέρους της Γραμματείας επιδόσεις σε PDF.

A.2.   Εμφάνιση των διαδικαστικών εγγράφων

9.

Στην πρώτη σελίδα του διαδικαστικού εγγράφου μνημονεύονται:

(α)

η ονομασία του εγγράφου (προσφυγή, υπόμνημα αντικρούσεως, απάντηση, ανταπάντηση, αίτηση παρεμβάσεως, υπόμνημα παρεμβάσεως, ένσταση απαραδέκτου, παρατηρήσεις επί …, απαντήσεις στις ερωτήσεις, κ.λπ.)·

(β)

ο αριθμός της υποθέσεως (T- …/..), εφόσον τον έχει ήδη ανακοινώσει η Γραμματεία·

(γ)

τα ονοματεπώνυμα του προσφεύγοντος και του καθού, καθώς και, προκειμένου περί υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας ή αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κάθε άλλου διαδίκου·

(δ)

το ονοματεπώνυμο του διαδίκου για τον οποίο κατατίθεται το έγγραφο.

10.

Οι παράγραφοι του εγγράφου αριθμούνται.

11.

Στα έγγραφα που δεν κατατίθενται μέσω της εφαρμογής e-Curia πρέπει να υπάρχει στο τέλος του εγγράφου η ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου του οικείου διαδίκου. Σε περίπτωση πλειόνων εκπροσώπων, αρκεί να φέρει το έγγραφο την υπογραφή ενός από αυτούς.

12.

Τα διαδικαστικά έγγραφα πρέπει να έχουν μορφή που να επιτρέπει την ηλεκτρονική διαχείρισή τους από το Γενικό Δικαστήριο.

Συνεπώς, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθοι κανόνες:

(α)

το κείμενο, σε φύλλο Α4, πρέπει να είναι ευανάγνωστο και γραμμένο στη μία πλευρά του φύλλου (recto και όχι recto verso)·

(β)

τα φύλλα των εγγράφων που προσκομίζονται σε χαρτί πρέπει να είναι συνδεδεμένα κατά τρόπο που να καθιστά εύκολη την αποσύνδεση (να μην είναι δεμένα ή σταθερά συνδεδεμένα με άλλα μέσα όπως κόλλα, συρραπτικό μηχάνημα, κ.λπ.)·

(γ)

το κείμενο πρέπει να είναι γραμμένο με αρκετά μεγάλους χαρακτήρες ώστε να μπορεί να διαβάζεται εύκολα (1) με επαρκή διαστήματα μεταξύ των γραμμών και περιθώρια ώστε να εξασφαλίζεται ότι, όταν σαρωθεί, θα είναι ευανάγνωστο (2)·

(δ)

οι σελίδες του εγγράφου αριθμούνται επάνω δεξιά κατά τρόπο συνεχή και κατ’ αύξουσα έννοια· σε περίπτωση προσκομίσεως παραρτημάτων εγγράφου, η σελιδοποίηση πρέπει να ακολουθεί τις υποδείξεις του σημείου 59 των παρουσών πρακτικών οδηγιών.

13.

Η πρώτη σελίδα κάθε αντιγράφου του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του διαδικαστικού εγγράφου που δεν κατατέθηκε μέσω της εφαρμογής e-Curia και το οποίο οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας φέρει, μονογεγραμμένη από τον εκπρόσωπο του οικείου διαδίκου, μνεία πιστοποιούσα ότι πρόκειται για ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου του διαδικαστικού εγγράφου.

A.3.   Εμφάνιση των φακέλων που κατατίθενται μέσω της εφαρμογής e-Curia

14.

Τα διαδικαστικά έγγραφα που κατατίθενται μέσω της εφαρμογής e-Curia εμφανίζονται υπό μορφή φακέλων. Προς διευκόλυνση της επεξεργασίας τους από τη Γραμματεία, συνιστάται η τήρηση των πρακτικών συμβουλών που περιέχονται στον Οδηγό χρήσεως της εφαρμογής e-Curia που υπάρχει στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή:

οι φάκελοι πρέπει να φέρουν ονομασίες προσδιορίζουσες το έγγραφο (Υπόμνημα, Παραρτήματα μέρος 1, Παραρτήματα μέρος 2, συνοδευτική επιστολή, κ.λπ.)·

το διαδικαστικό έγγραφο δεν χρειάζεται να φέρει ιδιόχειρη υπογραφή·

το κείμενο του διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να μπορεί να σωθεί απευθείας σε PDF από το λογισμικό επεξεργασίας κειμένου, χωρίς να χρειάζεται να σαρωθεί·

το διαδικαστικό έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει κατάσταση παραρτημάτων·

τα παραρτήματα πρέπει να περιλαμβάνονται σε έναν ή πλείονες φακέλους χωριστά από τον φάκελο που περιέχει το διαδικαστικό έγγραφο. Ένας φάκελος μπορεί να περιλαμβάνει πλείονα παραρτήματα. Δεν είναι αναγκαία η δημιουργία χωριστού φακέλου για κάθε παράρτημα.

A.4.   Έκταση των υπομνημάτων

15.

Αναλόγως του αντικειμένου και των περιστατικών της υποθέσεως, ο ανώτατος αριθμός σελίδων των υπομνημάτων (3) καθορίζεται ως εξής:

50 σελίδες για το δικόγραφο της προσφυγής, καθώς και για το υπόμνημα αντικρούσεως·

20 σελίδες για το δικόγραφο της προσφυγής καθώς και για τα υπομνήματα αντικρούσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας·

15 σελίδες για την αίτηση αναιρέσεως και για το υπόμνημα αντικρούσεως·

25 σελίδες για την απάντηση και την ανταπάντηση·

15 σελίδες για την απάντηση και την ανταπάντηση στην αναιρετική διαδικασία και στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας·

20 σελίδες για το υπόμνημα ενστάσεως απαραδέκτου, καθώς και για τις παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού·

20 σελίδες για υπόμνημα παρεμβάσεως και 15 σελίδες για τις παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού.

16.

Υπέρβαση των ανωτάτων αυτών ορίων επιτρέπεται μόνο σε υποθέσεις ιδιαίτερα περίπλοκες από απόψεως νομικών ζητημάτων και πραγματικών περιστατικών.

Β.   ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ

B.1.   Ευθείες προσφυγές

17.

Ο Κανονισμός Διαδικασίας περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν ειδικά τα των διαφορών περί τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (άρθρα 130 έως 136). Συνεπώς, οι κανόνες που αφορούν τα δικόγραφα προσφυγής και τα υπομνήματα αντικρούσεως που κατατίθενται στο πλαίσιο αυτών των διαφορών (2) εκτίθενται χωριστά από τους κανόνες που αφορούν τα δικόγραφα προσφυγής και τα υπομνήματα αντικρούσεως που κατατίθενται στο πλαίσιο όλων των λοιπών διαφορών (1).

1)   Δικόγραφο της προσφυγής και υπόμνημα αντικρούσεως (στις υποθέσεις πλην των υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας)

α.   Δικόγραφο της προσφυγής

18.

Τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει το δικόγραφο της προσφυγής αναφέρονται στο άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας.

19.

Τα κατωτέρω στοιχεία πρέπει να περιέχονται στην αρχή του δικογράφου της προσφυγής:

(α)

το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του προσφεύγοντος·

(β)

το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του εκπροσώπου του προσφεύγοντος·

(γ)

ο προσδιορισμός του καθού·

(δ)

οι προβλεπόμενες στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δηλώσεις (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στο Λουξεμβούργο και/ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

20.

Μετά το εισαγωγικό μέρος του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να ακολουθεί σύντομη περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς.

21.

Τα νομικά επιχειρήματα πρέπει να διαρθρώνονται ακολουθώντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Είναι κατά κανόνα χρήσιμο να προηγείται σχηματική παρουσίαση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Εξάλλου, είναι άκρως επιθυμητό να φέρουν όλοι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τίτλο, ώστε να διευκολύνεται ο εντοπισμός τους.

22.

Τα αιτήματα της προσφυγής πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια στην αρχή ή στο τέλος του δικογράφου της προσφυγής.

23.

Στις προσφυγές ακυρώσεως πρέπει να επισυνάπτεται το αντίγραφο της προσβαλλομένης πράξεως, το οποίο πρέπει να φέρει σχετική ένδειξη.

24.

Μαζί με το δικόγραφο της προσφυγής κατατίθενται, χωριστά από τα παραρτήματα που αναφέρονται στο κείμενο του εν λόγω δικογράφου, τα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 44, παράγραφοι 3 και 5, στοιχεία α' και β', του Κανονισμού Διαδικασίας. Όσον αφορά την κατάθεση του εγγράφου που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, των οδηγιών προς τον γραμματέα, η παραπομπή σε ήδη κατατεθειμένο στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφο.

25.

Στο δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να επισυνάπτεται συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών και κύριων επιχειρημάτων, προς διευκόλυνση της συντάξεως της ανακοινώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις επίσημες γλώσσες, η συνοπτική αυτή έκθεση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο σελίδες και πρέπει να είναι συντεταγμένη σύμφωνα με το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συνοπτική έκθεση υποβάλλεται χωριστά από τα παραρτήματα που αναφέρονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Αν δεν κατατεθεί μέσω της εφαρμογής e-Curia, αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, υπό μορφή απλού ηλεκτρονικού φακέλου, στη διεύθυνση GeneralCourt.Registry@curia.europa.eu με μνεία της υποθέσεως στην οποία αναφέρεται.

26.

Τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα πρέπει να εκτίθενται επακριβώς και ρητώς και να προσδιορίζουν με σαφήνεια τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά:

προτεινόμενη απόδειξη δι’ εγγράφου πρέπει να αναφέρει τον αριθμό που φέρει το έγγραφο στην κατάσταση των παραρτημάτων ή, σε περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει στην κατοχή του το έγγραφο, να εξηγεί πώς μπορεί να ευρεθεί το έγγραφο·

προτεινόμενη απόδειξη με μάρτυρες ή αίτηση πληροφοριών πρέπει να προσδιορίζει επακριβώς το πρόσωπο για το οποίο πρόκειται.

27.

Αν η προσφυγή ασκείται μετά την υποβολή αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 96, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, αναστέλλει την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, μνεία της πληροφορίας αυτής γίνεται στην αρχή του δικογράφου της προσφυγής.

28.

Αν η προσφυγή ασκείται μετά την κοινοποίηση της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας, στο δικόγραφο της προσφυγής γίνεται μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η διάταξη επιδόθηκε στον προσφεύγοντα.

β.   Υπόμνημα αντικρούσεως

29.

Τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει το υπόμνημα αντικρούσεως αναφέρονται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

30.

Στην αρχή του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να περιέχονται, εκτός από τον αριθμό της υποθέσεως και τον προσδιορισμό του προσφεύγοντος, τα κατωτέρω στοιχεία:

(α)

το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του καθού·

(β)

το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του εκπροσώπου του καθού·

(γ)

οι προβλεπόμενες στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δηλώσεις (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στο Λουξεμβούργο και/ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

31.

Τα αιτήματα του καθού πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια στην αρχή ή στο τέλος του υπομνήματος αντικρούσεως.

32.

Τα σημεία 21, 24 και 26 των πρακτικών οδηγιών έχουν εφαρμογή στο υπόμνημα αντικρούσεως.

33.

Οποιαδήποτε αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο αντίδικος πρέπει να είναι ρητή και να αναφέρει επακριβώς τα σχετικά πραγματικά περιστατικά.

2)   Δικόγραφο της προσφυγής και υπόμνημα αντικρούσεως (υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας)

α.   Δικόγραφο της προσφυγής

34.

Τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει το δικόγραφο της προσφυγής αναφέρονται στα άρθρα 44 και 132, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

35.

Στην αρχή του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να περιέχονται τα εξής στοιχεία:

(α)

το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του προσφεύγοντος·

(β)

το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του εκπροσώπου του προσφεύγοντος·

(γ)

τα ονοματεπώνυμα όλων των διαδίκων στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών και οι διευθύνσεις τις οποίες αυτοί δήλωσαν για τη διενέργεια των κοινοποιήσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής·

(δ)

μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση του τμήματος προσφυγών κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα·

(ε)

οι προβλεπόμενες στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δηλώσεις (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στο Λουξεμβούργο και/ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

36.

Στο δικόγραφο της προσφυγής επισυνάπτεται η προσβαλλόμενη απόφαση του τμήματος προσφυγών.

37.

Τα σημεία 20 έως 22, 24, 26 έως 28 των παρουσών πρακτικών οδηγιών έχουν εφαρμογή στις προσφυγές επί υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας.

β.   Υπόμνημα αντικρούσεως

38.

Τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει το υπόμνημα αντικρούσεως αναφέρονται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

39.

Στην αρχή του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να περιέχονται, εκτός από τον αριθμό της υποθέσεως και τον προσδιορισμό του προσφεύγοντος, τα κατωτέρω στοιχεία:

(α)

το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του καθού ή του παρεμβαίνοντος·

(β)

το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του εκπροσώπου του καθού ή του παρεμβαίνοντος·

(γ)

οι προβλεπόμενες στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δηλώσεις (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στο Λουξεμβούργο και/ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

40.

Τα αιτήματα του καθού ή του παρεμβαίνοντος πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια στην αρχή ή στο τέλος του υπομνήματος αντικρούσεως.

41.

Τα σημεία 21, 24, 26 και 33 των παρουσών πρακτικών οδηγιών έχουν εφαρμογή στο υπόμνημα αντικρούσεως. Όταν του υπομνήματος αντικρούσεως προηγείται η κατάθεση εγγράφου με το οποίο ο άλλος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών λαμβάνει θέση σχετικά με τη γλώσσα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το έγγραφο αυτό συνοδεύεται από το προβλεπόμενο στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας έγγραφο.

B.2.   Αναιρέσεις

α.   Αίτηση αναιρέσεως

42.

Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να έχει το προβλεπόμενο στο άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας περιεχόμενο.

43.

Στην αρχή της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιέχονται τα εξής στοιχεία:

(α)

το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του διαδίκου που ασκεί την αναίρεση και ο οποίος καλείται αναιρεσείων·

(β)

το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του εκπροσώπου του αναιρεσείοντος·

(γ)

προσδιορισμός της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (φύση, δικαστικός σχηματισμός, ημερομηνία και αριθμός υποθέσεως)·

(δ)

προσδιορισμός των λοιπών διαδίκων στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης·

(ε)

μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης παραλήφθηκε από τον αναιρεσείοντα·

(στ)

οι προβλεπόμενες στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δηλώσεις (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στο Λουξεμβούργο και/ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

44.

Στην αρχή ή στο τέλος της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια τα αιτήματα του αναιρεσείοντος (άρθρο 139, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας).

45.

Δεν είναι κατά κανόνα απαραίτητη η περιγραφή του ιστορικού και του αντικειμένου της διαφοράς· αρκεί η παραπομπή στην απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

46.

Συνιστάται να εκτίθενται οι λόγοι αναιρέσεως κατά τρόπο συνοπτικό και σχηματικό στην αρχή της αιτήσεως αναιρέσεως. Τα νομικά επιχειρήματα πρέπει να διαρθρώνονται ακολουθώντας τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως, ιδίως δε τους αναφερόμενους στις προβαλλόμενες νομικές πλάνες.

47.

Στην αίτηση αναιρέσεως επισυνάπτεται αντίγραφο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

48.

Στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να επισυνάπτεται συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως και κύριων επιχειρημάτων, προς διευκόλυνση της συντάξεως της ανακοινώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις επίσημες γλώσσες, η συνοπτική αυτή έκθεση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο σελίδες και πρέπει να είναι συντεταγμένη σύμφωνα με το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συνοπτική έκθεση υποβάλλεται χωριστά από τα παραρτήματα που αναφέρονται στην αίτηση αναιρέσεως. Αν δεν κατατεθεί μέσω της εφαρμογής e-Curia, αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, υπό μορφή απλού ηλεκτρονικού φακέλου, στη διεύθυνση GeneralCourt.Registry@curia.europa.eu, με μνεία της υποθέσεως στην οποία αναφέρεται.

49.

Μαζί με την αίτηση αναιρέσεως κατατίθεται και το προβλεπόμενο στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας έγγραφο (αποδεικτικό νομιμοποιήσεως του δικηγόρου, το οποίο βεβαιώνει ότι αυτός έχει ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτους), εκτός εάν αναιρεσείον είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης ή κράτος μέλος και εκπροσωπείται από υπάλληλό του. Όσον αφορά την κατάθεση του εγγράφου που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, των οδηγιών προς τον γραμματέα, η παραπομπή σε ήδη κατατεθειμένο στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφο.

β.   Υπόμνημα αντικρούσεως

50.

Το υπόμνημα αντικρούσεως πρέπει να έχει το προβλεπόμενο στο άρθρο 141, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας περιεχόμενο.

51.

Στην αρχή κάθε υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να περιέχονται, εκτός από τον αριθμό της υποθέσεως και τον προσδιορισμό του αναιρεσείοντος, τα ακόλουθα στοιχεία:

(α)

το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του υποβάλλοντος το υπόμνημα διαδίκου·

(β)

το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του εκπροσώπου του·

(γ)

η ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως παραλήφθηκε από τον διάδικο·

(δ)

οι προβλεπόμενες στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δηλώσεις (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στο Λουξεμβούργο και/ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

52.

Στην αρχή ή στο τέλος του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια τα αιτήματα του διαδίκου που το υποβάλλει (άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας).

53.

Αν τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης βάσει λόγου αναιρέσεως που δεν προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως, σχετική μνεία γίνεται στον τίτλο του υπομνήματος («υπόμνημα αντικρούσεως με ανταναίρεση»).

54.

Τα νομικά επιχειρήματα πρέπει να διαρθρώνονται ακολουθώντας, κατά το μέτρο του δυνατού, τους λόγους της κύριας αναιρέσεως και/ή, ενδεχομένως, τους λόγους της ανταναιρέσεως.

55.

Δεδομένου ότι το πραγματικό και νομικό πλαίσιο έχει ήδη εκτεθεί στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο υπόμνημα αντικρούσεως επαναλαμβάνονται μόνον κατ’ εξαίρεση, στο μέτρο που η παρουσίασή τους με την αίτηση αναιρέσεως αμφισβητείται ή χρήζει διευκρινίσεων. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση πρέπει να είναι ρητή και να αναφέρει επακριβώς το σχετικό πραγματικό ή νομικό στοιχείο.

56.

Μαζί με το υπόμνημα αντικρούσεως κατατίθεται και το προβλεπόμενο στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας έγγραφο (αποδεικτικό νομιμοποιήσεως του δικηγόρου, το οποίο βεβαιώνει ότι αυτός έχει ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτους), εκτός εάν ο διάδικος που το υποβάλλει είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης ή κράτος μέλος και εκπροσωπείται από υπάλληλό του.

Γ.   ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

57.

Παράρτημα διαδικαστικού εγγράφου μπορούν να αποτελέσουν μόνον τα έγγραφα που μνημονεύονται στο διαδικαστικό έγγραφο και είναι αναγκαία για την απόδειξη του περιεχομένου του.

58.

Η κατάθεση παραρτημάτων επιτρέπεται μόνον εφόσον συνοδεύεται από κατάσταση παραρτημάτων. Στην κατάσταση πρέπει να αναγράφεται για κάθε επισυναπτόμενο έγγραφο:

(α)

ο αριθμός του παραρτήματος (το διαδικαστικό έγγραφο στο οποίο προσαρτάται το έγγραφο προσδιορίζεται με τη χρήση ενός γράμματος και ενός αριθμού: π.χ., παράρτημα A.1, A.2, … για τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, B.1, B.2, … για τα παραρτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως, C.1, C.2, … για τα παραρτήματα του υπομνήματος απαντήσεως, D.1, D.2, … για τα παραρτήματα του υπομνήματος ανταπαντήσεως)·

(β)

σύντομη περιγραφή του παραρτήματος με ένδειξη της φύσεώς του (π.χ. «επιστολή» με αναφορά της ημερομηνίας, του συντάκτη, του παραλήπτη και του αριθμού σελίδων του παραρτήματος)·

(γ)

μνεία της σελίδας του διαδικαστικού εγγράφου και του αριθμού της παραγράφου όπου μνημονεύεται το έγγραφο ώστε να δικαιολογείται η κατάθεσή του.

59.

Οι σελίδες των παραρτημάτων διαδικαστικού εγγράφου αριθμούνται, επάνω δεξιά και κατ’ αύξουσα έννοια. Η σελιδαρίθμηση των εγγράφων μπορεί να είναι είτε συνεχόμενη με εκείνη του διαδικαστικού εγγράφου στο οποίο επισυνάπτονται είτε συνεχής μεν αλλά χωριστή από το εν λόγω διαδικαστικό έγγραφο.

60.

Στην περίπτωση που τα ίδια τα παραρτήματα έχουν παραρτήματα, η αρίθμηση και η παρουσίασή τους γίνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε πιθανότητα συγχύσεως, με τη χρησιμοποίηση, ενδεχομένως, διαχωριστικών φύλλων.

61.

Κάθε παραπομπή σε κατατεθέν έγγραφο αναφέρει τον αριθμό του σχετικού παραρτήματος, όπως αναγράφεται στην κατάσταση παραρτημάτων, συμπεριλαμβανομένης της μνείας του διαδικαστικού εγγράφου μαζί με το οποίο κατατέθηκε το παράρτημα, υπό τη μορφή που αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 58.

Δ.   ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Δ.1.   Περιπτώσεις τακτοποιήσεως του δικογράφου της προσφυγής

α.   Προϋποθέσεις η μη πλήρωση των οποίων δικαιολογεί τη μη επίδοση του δικογράφου της προσφυγής

62.

Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις, η Γραμματεία δεν προβαίνει στην επίδοσή του, τάσσεται δε εύλογη προθεσμία προς τακτοποίησή του:

 

Ευθείες προσφυγές

(πλην των προσφυγών σε υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας)

Υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας

Αναιρέσεις

α)

κατάθεση του αποδεικτικού νομιμοποιήσεως του δικηγόρου (άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας)

κατάθεση του αποδεικτικού νομιμοποιήσεως του δικηγόρου (άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας)

κατάθεση του αποδεικτικού νομιμοποιήσεως του δικηγόρου (άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας)

β)

απόδειξη της νομικής υποστάσεως του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο α', του Κανονισμού Διαδικασίας)

απόδειξη της νομικής υποστάσεως του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο α', του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

γ)

εντολή (άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας)

εντολή (άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

δ)

αποδεικτικό ότι η εντολή δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπο του νομικού προσώπου εξουσιοδοτημένον προς τούτο (άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας)

αποδεικτικό ότι η εντολή δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπο του νομικού προσώπου εξουσιοδοτημένον προς τούτο (άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

ε)

κατάθεση της προσβαλλομένης πράξεως (προσφυγή ακυρώσεως) ή του εγγράφου που βεβαιώνει την ημερομηνία της κλήσεως προς ενέργεια (προσφυγή κατά παραλείψεως) (άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού· άρθρο 44, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας)

κατάθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως του τμήματος προσφυγών (άρθρο 132, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

κατάθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (άρθρο 138, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας)

στ)

 

Ονοματεπώνυμο/-α όλων των διαδίκων στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών και οι διευθύνσεις τις οποίες αυτοί δήλωσαν για τη διενέργεια των κοινοποιήσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής (άρθρο 132, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

ζ)

 

ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών (άρθρο 132, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

ημερομηνία κοινοποιήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (άρθρο 138, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας)

β.   Τυπικοί κανόνες η μη τήρηση των οποίων δικαιολογεί αναβολή της επιδόσεως

63.

Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τους ακόλουθους τυπικούς κανόνες, αναβάλλεται η επίδοση του δικογράφου της προσφυγής και τάσσεται εύλογη προθεσμία προς τακτοποίησή του:

 

Δικόγραφο της προσφυγής κατατιθέμενο σε χαρτί

(ενδεχομένως, κατάθεση αφού έχει προηγηθεί αποστολή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)

Δικόγραφο της προσφυγής κατατιθέμενο με e-Curia

α)

μνεία της διευθύνσεως του προσφεύγοντος (άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού· άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο α', του Κανονισμού Διαδικασίας· σημεία 19, στοιχείο α', 35, στοιχείο α', ή 43, στοιχείο α', των πρακτικών οδηγιών)

μνεία της διευθύνσεως του προσφεύγοντος (άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού· άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο α', του Κανονισμού Διαδικασίας· σημεία 19, στοιχείο α', 35, στοιχείο α', ή 43, στοιχείο α', των πρακτικών οδηγιών)

β)

ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου (σημείο 11 των πρακτικών οδηγιών)

 

γ)

αρίθμηση των παραγράφων (σημείο 10 των πρακτικών οδηγιών)

αρίθμηση των παραγράφων (σημείο 10 των πρακτικών οδηγιών)

δ)

κατάθεση των παραρτημάτων που μνημονεύονται στην κατάσταση παραρτημάτων (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

κατάθεση των παραρτημάτων που μνημονεύονται στην κατάσταση παραρτημάτων (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

ε)

επαρκής αριθμός αντιγράφων των παραρτημάτων που μνημονεύονται στην κατάσταση παραρτημάτων (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

στ)

κατάθεση της καταστάσεως παραρτημάτων (άρθρο 43, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας· σημείο 58 των πρακτικών οδηγιών)

κατάθεση της καταστάσεως παραρτημάτων (άρθρο 43, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας· σημείο 58 των πρακτικών οδηγιών)

ζ)

επαρκής αριθμός αντιγράφων της καταστάσεως παραρτημάτων (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

η)

κατάσταση παραρτημάτων με σύντομη περιγραφή τους (σημείο 58, στοιχείο β', των πρακτικών οδηγιών) και μνεία της σελίδας και της/των παραγράφου/-ων (σημείο 58, στοιχείο γ', των πρακτικών οδηγιών)

κατάσταση παραρτημάτων με σύντομη περιγραφή τους (σημείο 58, στοιχείο β', των πρακτικών οδηγιών) και μνεία της σελίδας και της/των παραγράφου/-ων (σημείο 58, στοιχείο γ', των πρακτικών οδηγιών)

θ)

επαρκής αριθμός αντιγράφων της καταστάσεως παραρτημάτων με μνεία της σελίδας και της/των παραγράφου/-ων (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

ι)

επαρκής αριθμός αντιγράφων της προσβαλλομένης πράξεως ή του εγγράφου που βεβαιώνει την ημερομηνία της κλήσεως προς ενέργεια (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

ια)

κατάθεση αντιτύπου της συμβάσεως που περιέχει τη ρήτρα διαιτησίας (άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας)

κατάθεση αντιτύπου της συμβάσεως που περιέχει τη ρήτρα διαιτησίας (άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας)

ιβ)

επαρκής αριθμός αντιγράφων του αντιτύπου της συμβάσεως που περιέχει τη ρήτρα διαιτησίας (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

ιγ)

σελιδοποίηση του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων (σημεία 12, στοιχείο δ', και 59 των πρακτικών οδηγιών)

σελιδοποίηση του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων (σημεία 12, στοιχείο δ', και 59 των πρακτικών οδηγιών)

ιδ)

επαρκής αριθμός επικυρωμένων αντιγράφων του δικογράφου της προσφυγής (επτά για τις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας inter partes και έξι για όλες τις λοιπές υποθέσεις) (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)

 

ιε)

κατάθεση των επικυρωμένων αντιγράφων του δικογράφου της προσφυγής (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας· σημείο 13 των πρακτικών οδηγιών)

 

γ.   Τυπικοί κανόνες η μη τήρηση των οποίων δεν εμποδίζει την επίδοση

64.

Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τους ακόλουθους τυπικούς κανόνες, διενεργείται η επίδοση του δικογράφου της προσφυγής και τάσσεται εύλογη προθεσμία προς τακτοποίησή του:

(α)

προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στο Λουξεμβούργο και/ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας (άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας· άρθρο 10, παράγραφος 3, των οδηγιών προς τον γραμματέα· σημεία 8 και 19, στοιχείο δ', των πρακτικών οδηγιών)·

(β)

αποδεικτικό νομιμοποιήσεως για κάθε άλλον πρόσθετο δικηγόρο (άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας)·

(γ)

στις υποθέσεις πλην των υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας, συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών και κύριων επιχειρημάτων (σημεία 25 και 48 των πρακτικών οδηγιών)·

(δ)

μετάφραση, προς τη γλώσσα της διαδικασίας, εγγράφου που έχει συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα της διαδικασίας (άρθρο 35, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

Δ.2.   Περίπτωση τακτοποιήσεως των πολυσέλιδων δικογράφων προσφυγής

65.

Δικόγραφο της προσφυγής του οποίου ο αριθμός σελίδων υπερβαίνει κατά 40 % τον ανώτατο αριθμό σελίδων που προβλέπεται στο σημείο 15 των παρουσών πρακτικών οδηγιών χρήζει τακτοποιήσεως, εκτός αν ο πρόεδρος ορίσει άλλως.

66.

Ο πρόεδρος μπορεί να ζητήσει ανάλογη τακτοποίηση δικογράφου προσφυγής του οποίου ο αριθμός σελίδων υπερβαίνει κατά λιγότερο από 40 % τον εν λόγω ανώτατο αριθμό σελίδων που προβλέπεται στο σημείο 15 των παρουσών πρακτικών οδηγιών.

67.

Οσάκις ζητείται από τον προσφεύγοντα να τακτοποιήσει το δικόγραφο της προσφυγής, η επίδοση στον καθού του δικογράφου, η έκταση του οποίου δικαιολογεί τακτοποίηση, αναβάλλεται.

Δ.3.   Περιπτώσεις τακτοποιήσεως των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων

68.

Οι ανωτέρω μνημονευόμενες περιπτώσεις τακτοποιήσεως έχουν εφαρμογή, εφόσον παρίσταται ανάγκη, και στα λοιπά πλην του δικογράφου της προσφυγής διαδικαστικά έγγραφα.

Ε.   ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΙΚΑΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ΜΕ ΤΑΧΕΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

69.

Ο αριθμός σελίδων του δικογράφου προσφυγής της οποίας ο προσφεύγων ζητεί την εκδίκαση με ταχεία διαδικασία δεν πρέπει, καταρχήν, να υπερβαίνει τις 25 σελίδες. Η προσφυγή ασκείται σύμφωνα με τα οριζόμενα ανωτέρω στα σημεία 18 έως 25.

70.

Η αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο σύμφωνα με το άρθρο 76α του Κανονισμού Διαδικασίας και πρέπει να περιέχει σύντομη αιτιολογία όσον αφορά τον ιδιαιτέρως επείγοντα χαρακτήρα και τις λοιπές κρίσιμες περιστάσεις της υποθέσεως. Οι διατάξεις των ανωτέρω κεφαλαίων Α.2, Α.3 και Γ έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.

71.

Συνιστάται στον διάδικο που ζητεί την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας να προσδιορίζει, στην αίτησή του, τους ισχυρισμούς, τα επιχειρήματα ή τα χωρία του σχετικού υπομνήματος (δικογράφου της προσφυγής ή υπομνήματος αντικρούσεως) που διατυπώνονται μόνο για την περίπτωση που η υπόθεση δεν θα εκδικαστεί με τη διαδικασία αυτή. Οι υποδείξεις αυτές, οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 76α, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια και να περιλαμβάνουν μνεία των αριθμών των σχετικών παραγράφων.

72.

Συνιστάται επίσης να επισυνάπτεται στην αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, η οποία περιέχει τις κατά το προηγούμενο σημείο υποδείξεις, συνοπτική απόδοση του οικείου υπομνήματος.

73.

Οσάκις επισυνάπτεται, το συνοπτικό κείμενο πρέπει να είναι σύμφωνο με τις ακόλουθες οδηγίες:

(α)

η συνοπτική απόδοση λαμβάνει τη μορφή του αρχικού κειμένου του υπομνήματος, τα δε απαλειφόμενα χωρία του σημειώνονται με αγκύλες εντός των οποίων αναγράφεται η μνεία «omissis»·

(β)

οι παράγραφοι που παραμένουν στο συνοπτικό κείμενο διατηρούν την ίδια αρίθμηση που έχουν στο αρχικό κείμενο του υπομνήματος·

(γ)

η κατάσταση παραρτημάτων που συνοδεύει το συνοπτικό κείμενο περιέχει, σε περίπτωση που το συνοπτικό κείμενο δεν παραπέμπει στο σύνολο των παραρτημάτων του αρχικού κειμένου του υπομνήματος, τη μνεία «omissis» προς προσδιορισμό κάθε παραλειπόμενου παραρτήματος·

(δ)

τα παραρτήματα που παραμένουν στο συνοπτικό κείμενο διατηρούν την ίδια αρίθμηση της καταστάσεως παραρτημάτων του αρχικού κειμένου του υπομνήματος·

(ε)

τα παραρτήματα που μνημονεύονται στην κατάσταση που συνοδεύει το συνοπτικό κείμενο επισυνάπτονται στο κείμενο αυτό.

74.

Για να μπορεί να εξεταστεί όσο το δυνατόν ταχύτερα, το συνοπτικό κείμενο πρέπει να έχει συνταχθεί σύμφωνα με τις ανωτέρω οδηγίες.

75.

Οσάκις το Γενικό Δικαστήριο ζητεί την κατάθεση συνοπτικού κειμένου του υπομνήματος βάσει του άρθρου 76α, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το συνοπτικό κείμενο πρέπει να συντάσσεται, αν δεν ορίζεται άλλως, σύμφωνα με τις ανωτέρω οδηγίες.

76.

Αν ο προσφεύγων δεν υπέδειξε, με την αίτησή του, τους ισχυρισμούς, τα επιχειρήματα ή τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής που πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο στην περίπτωση που η υπόθεση δεν θα εκδικαστεί με την ταχεία διαδικασία, ο καθού οφείλει να απαντήσει εντός μηνός στην προσφυγή.

77.

Αν ο προσφεύγων υπέδειξε, με την αίτησή του, τους ισχυρισμούς, τα επιχειρήματα ή τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής που πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο στην περίπτωση που η υπόθεση δεν θα εκδικαστεί με την ταχεία διαδικασία, ο καθού οφείλει να απαντήσει εντός μηνός στους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του δικογράφου της προσφυγής, όπως τούτο πρέπει να αναγνωσθεί υπό το φως των υποδείξεων της αιτήσεως εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία.

78.

Αν ο προσφεύγων έχει επισυνάψει στην αίτησή του συνοπτικό κείμενο της προσφυγής, ο καθού οφείλει να απαντήσει εντός μηνός στους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που περιέχονται στο συνοπτικό αυτό κείμενο της προσφυγής.

79.

Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει να απορρίψει την αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία προτού καν ο καθού καταθέσει το υπόμνημα αντικρούσεως, η προθεσμία ενός μηνός την οποία προβλέπει το άρθρο 76α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας για την κατάθεση του υπομνήματος αυτού παρατείνεται κατά έναν επιπλέον μήνα.

80.

Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει να απορρίψει την αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία αφού ο καθού έχει καταθέσει το υπόμνημα αντικρούσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός την οποία προβλέπει το άρθρο 76α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τάσσεται στον διάδικο αυτόν νέα προθεσμία ενός μηνός ώστε να μπορέσει να συμπληρώσει το υπόμνημα αντικρούσεως.

ΣΤ.   ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

81.

Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο. Πρέπει να είναι αφ’ εαυτής κατανοητή χωρίς να απαιτείται παραπομπή στο δικόγραφο της κύριας προσφυγής.

82.

Η αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων πρέπει να αναφέρει κατά τρόπο εξαιρετικά σύντομο και περιεκτικό το αντικείμενο της διαφοράς, τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς επί των οποίων στηρίζεται η κύρια προσφυγή και από τους οποίους προκύπτει, εκ πρώτης όψεως, το βάσιμο της προσφυγής (fumus boni juris), καθώς και τις περιστάσεις που δικαιολογούν το επείγον. Πρέπει να αναφέρει επακριβώς το ή τα ζητούμενα μέτρα. Οι διατάξεις των ανωτέρω κεφαλαίων Α.2, Α.3, Β και Γ έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.

83.

Δεδομένου ότι με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επιδιώκεται να καταστεί δυνατή η εκτίμηση του fumus boni juris στο πλαίσιο συνοπτικής διαδικασίας, δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται στην αίτηση ολόκληρο το κείμενο του δικογράφου της κύριας προσφυγής.

84.

Προκειμένου να καθίσταται δυνατή η επείγουσα εξέταση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ο ανώτατος αριθμός σελίδων δεν πρέπει, καταρχήν, να υπερβαίνει, αναλόγως της φύσεως και των περιστατικών της υποθέσεως, τις 25 σελίδες.

Ζ.   ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ

85.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 67, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη παρά έγγραφα και στοιχεία των οποίων οι εκπρόσωποι των διαδίκων έχουν λάβει γνώση και επί των οποίων έχουν λάβει θέση (άρθρο 67, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).

86.

Ωστόσο, ως προς ορισμένα στοιχεία ή χωρία των κατατιθεμένων στη δικογραφία διαδικαστικών εγγράφων που έχουν απόρρητο ή εμπιστευτικό χαρακτήρα, ένας διάδικος μπορεί να ζητήσει:

να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση προς παρεμβαίνοντα (άρθρο 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας)·

να μην επιτραπεί η πρόσβαση σ’ αυτά σε διάδικο συνεκδικαζομένης υποθέσεως (άρθρο 50, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας).

87.

Η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο. Η αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί υπό εμπιστευτική μορφή.

88.

Η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως πρέπει να προσδιορίζει τον διάδικο έναντι του οποίου ζητείται η εμπιστευτική μεταχείριση. Η αίτηση πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφορά το σύνολο ενός διαδικαστικού εγγράφου, μόνον δε κατ’ εξαίρεση μπορεί να αφορά το σύνολο παραρτήματος. Πράγματι, η ανακοίνωση μιας μη εμπιστευτικής μορφής ενός διαδικαστικού εγγράφου, στην οποία έχουν απαλειφθεί ορισμένα χωρία, λέξεις ή αριθμοί, είναι κατά κανόνα δυνατή χωρίς να θίγονται τα εμπλεκόμενα συμφέροντα.

89.

Η αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα σχετικά στοιχεία ή χωρία και να περιλαμβάνει πολύ σύντομη αιτιολόγηση του απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα καθενός από αυτά τα στοιχεία ή χωρία. Απουσία αυτών των ενδείξεων δικαιολογεί την απόρριψη της αιτήσεως από το Γενικό Δικαστήριο.

90.

Κατά την κατάθεση της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ενός ή πλειόνων διαδικαστικών εγγράφων, ο διάδικος οφείλει να προσκομίσει μη εμπιστευτική μορφή του/των σχετικού/-ών διαδικαστικού/-ών εγγράφου/-ων χωρίς τα στοιχεία ή χωρία τα οποία αφορά η αίτηση.

α.   Σε περίπτωση αιτήσεως παρεμβάσεως

91.

Όταν κατατίθεται αίτηση παρεμβάσεως σε μια υπόθεση, οι διάδικοι καλούνται να αναφέρουν, εντός της προθεσμίας που τους τάσσει ο γραμματέας, αν επιθυμούν την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων που περιέχονται στα έγγραφα που έχουν ήδη περιληφθεί στη δικογραφία.

92.

Για όλα τα έγγραφα που καταθέτουν στη συνέχεια, οι διάδικοι οφείλουν να προσδιορίζουν, κατά το οριζόμενα ανωτέρω στα σημεία 87 έως 90, τα στοιχεία των οποίων ζητούν την εμπιστευτική μεταχείριση και να προσκομίζουν, μαζί με το πλήρες κείμενο των κατατιθεμένων εγγράφων, ένα κείμενο στο οποίο έχουν απαλειφθεί τα στοιχεία αυτά. Αν δεν το πράξουν, τα έγγραφα που καταθέτουν κοινοποιούνται στον παρεμβαίνοντα.

β.   Σε περίπτωση συνεκδικάσεως υποθέσεων

93.

Όταν τίθεται ζήτημα συνεκδικάσεως πλειόνων υποθέσεων, οι διάδικοι καλούνται να αναφέρουν, εντός της προθεσμίας που τους τάσσει ο γραμματέας, αν επιθυμούν την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων που περιέχονται στα έγγραφα που έχουν ήδη περιληφθεί στη δικογραφία.

94.

Για όλα τα έγγραφα που καταθέτουν στη συνέχεια, οι διάδικοι οφείλουν να προσδιορίζουν, κατά το οριζόμενα ανωτέρω στα σημεία 88 έως 90, τα στοιχεία των οποίων ζητούν την εμπιστευτική μεταχείριση και να προσκομίζουν, μαζί με το πλήρες κείμενο των κατατιθεμένων εγγράφων, ένα κείμενο στο οποίο έχουν απαλειφθεί τα στοιχεία αυτά. Αν δεν το πράξουν, θα επιτρέπεται στους λοιπούς διαδίκους η πρόσβαση στα κατατιθέμενα έγγραφα.

Η.   ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΥΡΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ

Η.1.   Αιτήσεις προκειμένου να επιτραπεί η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας

95.

Κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης εντός της προθεσμίας του άρθρου 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο πρόεδρος μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να επιτρέψει την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως αν αυτό είναι απαραίτητο για να δοθεί στον ενδιαφερόμενο διάδικο η δυνατότητα να υπερασπιστεί την άποψή του.

96.

Η αίτηση αυτή δεν πρέπει, πλην ιδιαιτέρων περιστάσεων, να υπερβαίνει τις 2 σελίδες και πρέπει να περιορίζεται στη συνοπτική αναφορά των ειδικών λόγων για τους οποίους, κατά την άποψη του ενδιαφερομένου διαδίκου, είναι απαραίτητη η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως ή ανταπαντήσεως. Η αίτηση πρέπει να είναι αφ’ εαυτής κατανοητή χωρίς να χρειάζεται παραπομπή στο δικόγραφο της προσφυγής ή στο υπόμνημα αντικρούσεως.

Η.2.   Αιτήσεις προκειμένου να επιτραπεί η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως στις αναιρετικές διαδικασίες

97.

Κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης εντός της προθεσμίας του άρθρου 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο πρόεδρος μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να επιτρέψει την υποβολή υπομνήματος απαντήσεως αν αυτό είναι απαραίτητο για να δοθεί στον αναιρεσείοντα η δυνατότητα να υποστηρίξει την άποψή του ή για να παρασχεθούν στοιχεία χρήσιμα για την απόφαση επί της αναιρέσεως.

98.

Η αίτηση αυτή δεν πρέπει, πλην ιδιαιτέρων περιστάσεων, να υπερβαίνει τις 2 σελίδες και πρέπει να περιορίζεται στη συνοπτική αναφορά των ειδικών λόγων για τους οποίους, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, είναι απαραίτητη η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως. Η αίτηση πρέπει να είναι αφ’ εαυτής κατανοητή χωρίς να χρειάζεται παραπομπή στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ή στο υπόμνημα αντικρούσεως.

Θ.   ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΕΠ’ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΣ

Θ.1.   Αιτήσεις διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας

99.

Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς προφορική διαδικασία, εκτός αν ένας από τους διαδίκους υποβάλει, εντός της προθεσμίας του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτημα να αναπτύξει προφορικώς τις παρατηρήσεις του.

100.

Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο διάδικος επιθυμεί να ακουστεί. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένη εκτίμηση της χρησιμότητας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως για τον αιτούντα διάδικο και να αναφέρει τα στοιχεία της δικογραφίας ή της επιχειρηματολογίας τα οποία ο διάδικος αυτός θεωρεί απαραίτητο να αναπτύξει ή να αντικρούσει εκτενέστερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Γενική αιτιολογία αναφερόμενη στη σημασία της υποθέσεως ή των υπό κρίση ζητημάτων δεν αρκεί.

Θ.2.   Αιτήσεις διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις αναιρετικές διαδικασίες

101.

Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να αποφανθεί επί της αναιρέσεως χωρίς προφορική διαδικασία, εκτός αν ένας από τους διαδίκους υποβάλει, εντός της προθεσμίας του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτημα να αναπτύξει προφορικώς τις παρατηρήσεις του.

102.

Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο διάδικος επιθυμεί να ακουστεί. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένη εκτίμηση της χρησιμότητας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως για τον αιτούντα διάδικο και να αναφέρει τα στοιχεία της δικογραφίας ή της επιχειρηματολογίας τα οποία ο διάδικος αυτός θεωρεί απαραίτητο να αναπτύξει ή να αντικρούσει εκτενέστερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Γενική αιτιολογία αναφερόμενη στη σημασία της υποθέσεως ή των υπό κρίση ζητημάτων δεν αρκεί.

Ι.   ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΝΙΑΣ

103.

Για την υποβολή αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας είναι υποχρεωτική η χρησιμοποίηση του σχετικού εντύπου. Το έντυπο διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ακόλουθη διεύθυνση: http://curia.europa.eu.

104.

Το έντυπο μπορεί να ζητηθεί επίσης από τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, με αποστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην ακόλουθη διεύθυνση GeneralCourt.Registry@curia.europa.eu, με μνεία του ονοματεπωνύμου και της διευθύνσεως του αιτούντος, ή με επιστολή στην ακόλουθη διεύθυνση:

Greffe du Tribunal de l’Union européenne

Rue du Fort Niedergrünewald

L-2925 Luxembourg

105.

Αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας υποβαλλόμενη κατ’ άλλον τρόπο πλην του ειδικού εντύπου δεν λαμβάνεται υπόψη· στην περίπτωση αυτή, ο γραμματέας αποστέλλει απάντηση με την οποία υπενθυμίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της χρησιμοποιήσεως του εντύπου, το οποίο και επισυνάπτει.

106.

Το πρωτότυπο της αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας υπογράφεται από τον αιτούντα ή από τον δικηγόρο του. Ωστόσο, στην περίπτωση καταθέσεως της αιτήσεως μέσω της εφαρμογής e-Curia από τον δικηγόρο του αιτούντος, δεν απαιτείται η υπογραφή του δικηγόρου.

107.

Αν η αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας υποβάλλεται από τον δικηγόρο του αιτούντος πριν από την κατάθεση της προσφυγής, πρέπει να συνοδεύεται από προβλεπόμενο στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας έγγραφο (αποδεικτικό νομιμοποιήσεως του δικηγόρου, το οποίο να βεβαιώνει ότι ο δικηγόρος έχει ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ κράτους). Όσον αφορά την κατάθεση του εγγράφου που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, των οδηγιών προς τον γραμματέα, η παραπομπή σε ήδη κατατεθειμένο στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφο.

108.

Σκοπός του εντύπου είναι να παράσχει στο Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μπορέσει να αποφανθεί επί της αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας. Πρόκειται:

για στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάσταση του αιτούντος

και,

σε περίπτωση που δεν έχει ασκηθεί ακόμα η προσφυγή, για στοιχεία σχετικά με το αντικείμενο της εν λόγω προσφυγής, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τη συναφή επιχειρηματολογία.

109.

Ο αιτών υποχρεούται να προσκομίσει, μαζί με το έντυπο, και τα σχετικά δικαιολογητικά.

110.

Το έντυπο δεόντως συμπληρωμένο και τα δικαιολογητικά πρέπει να είναι αφ’ εαυτών κατανοητά χωρίς να χρειάζεται παραπομπή σε τυχόν άλλα έγγραφα κατατεθέντα στο Γενικό Δικαστήριο από τον αιτούντα.

111.

Με την επιφύλαξη της δυνατότητας του Γενικού Δικαστηρίου να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες ή την προσκόμιση προσθέτων εγγράφων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας δεν μπορεί να συμπληρωθεί με μεταγενέστερη κατάθεση προσθηκών· τέτοιες προσθήκες, κατατεθείσες χωρίς να έχουν ζητηθεί από το Γενικό Δικαστήριο, επιστρέφονται. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορούν να γίνουν μεταγενεστέρως δεκτά δικαιολογητικά αποδεικνύοντα την ένδεια του αιτούντος, εφόσον παρασχεθεί η δέουσα εξήγηση για την καθυστερημένη προσκόμισή τους.

112.

Δυνάμει του άρθρου 96, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η υποβολή αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας αναστέλλει την προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής στην οποία αναφέρεται η αίτηση μέχρι την ημερομηνία κοινοποιήσεως της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, σε περίπτωση που δεν διοριστεί με τη διάταξη αυτή δικηγόρος προς εκπροσώπηση του ενδιαφερομένου, μέχρι την ημερομηνία επιδόσεως της διατάξεως περί διορισμού του δικηγόρου στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος.

113.

Η αναστολή αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία καταθέσεως του εντύπου ή, σε περίπτωση αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας που υποβάλλεται χωρίς χρησιμοποίηση του εντύπου, από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι το έντυπο θα αποσταλεί εντός της προθεσμίας που τάσσει προς τούτο η Γραμματεία με τη μνημονευόμενη ανωτέρω στο σημείο 105 επιστολή. Αν δεν αποσταλεί το έντυπο εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αναστολή αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία καταθέσεως του εντύπου.

114.

Σε περίπτωση καταθέσεως του εντύπου με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το πρωτότυπο που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του δικηγόρου ή του αιτούντος πρέπει να περιέλθει στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κατάθεση αυτή ώστε να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία καταθέσεως της τηλεομοιοτυπίας ή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής. Σε περίπτωση μη καταθέσεως του πρωτοτύπου εντός της δεκαήμερης αυτής προθεσμίας, η αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής αρχίζει από την ημερομηνία καταθέσεως του πρωτοτύπου. Σε περίπτωση διαφορών μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και του προηγουμένως κατατεθέντος αντιγράφου, λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικώς το υπογεγραμμένο πρωτότυπο, η δε ημερομηνία που ισχύει για την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής είναι η ημερομηνία καταθέσεως του πρωτοτύπου αυτού.

II.   ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

115.

Η προφορική διαδικασία συνίσταται:

στην ενδεχόμενη υπενθύμιση, κατά πολύ συνοπτικό τρόπο, της υποστηριζομένης θέσεως, με την υπογράμμιση των ουσιωδών ισχυρισμών που αναπτύχθηκαν γραπτώς·

στη διευκρίνιση, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ορισμένων επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας και στην ενδεχόμενη παρουσίαση των νέων επιχειρημάτων που αντλούνται από γεγονότα που συνέβησαν μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας και δεν κατέστη δυνατόν, ως εκ τούτου, να εκτεθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής·

στην απάντηση σε τυχόν ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

116.

Σε κάθε διάδικο εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της προφορικής διαδικασίας όπως αυτός καθορίζεται στο προηγούμενο σημείο, κατά πόσον η αγόρευση είναι πράγματι χρήσιμη ή αν αρκεί η απλή παραπομπή στις γραπτές παρατηρήσεις ή στα υπομνήματα. Η προφορική διαδικασία μπορεί τότε να επικεντρωθεί στις απαντήσεις στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Οσάκις ο εκπρόσωπος κρίνει απαραίτητο να λάβει τον λόγο, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να περιοριστεί στην ανάπτυξη ορισμένων μόνο σημείων και να παραπέμψει στα υπομνήματα ως προς άλλα σημεία.

117.

Αν ένας διάδικος αποφασίσει να μην αγορεύσει, η σιωπή του ουδέποτε ερμηνεύεται ως αποδοχή της αγορεύσεως άλλου διαδίκου αν έχει ήδη αντικρούσει την εν λόγω επιχειρηματολογία στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας. Η σιωπή αυτή δεν εμποδίζει τον διάδικο αυτόν να απαντήσει στην αγόρευση του άλλου διαδίκου.

118.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει προτιμότερο να αρχίσει την προφορική διαδικασία με ερωτήσεις των μελών του προς τους εκπροσώπους των διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, οι εκπρόσωποι παρακαλούνται να το λαμβάνουν υπόψη τους αν επιθυμούν να προβούν στη συνέχεια σε σύντομη αγόρευση.

119.

Για λόγους σαφήνειας και για την καλύτερη δυνατή κατανόηση των αγορεύσεων από τα μέλη του Γενικού Δικαστηρίου, η ελεύθερη αγόρευση βάσει σημειώσεων είναι γενικώς προτιμότερη από την ανάγνωση κειμένου. Παρακαλούνται επίσης οι εκπρόσωποι των διαδίκων να απλουστεύουν, κατά το μέτρο του δυνατού, την εκ μέρους τους παρουσίαση της υποθέσεως. Μια σειρά συντόμων φράσεων είναι πάντοτε προτιμότερη από μια μακρά και περίπλοκη περίοδο λόγου. Εξάλλου, οι εκπρόσωποι θα διευκόλυναν το Γενικό Δικαστήριο προτάσσοντας, πριν από οποιαδήποτε ανάπτυξη, το διάγραμμα του περιεχομένου της αγορεύσεώς τους.

120.

Σε περίπτωση γραπτής προετοιμασίας της αγορεύσεως, συνιστάται, για τη σύνταξη του κειμένου, να λαμβάνεται υπόψη ότι το κείμενο αυτό πρόκειται να παρουσιαστεί προφορικά και πρέπει, συνεπώς, να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στον προφορικό λόγο. Προς διευκόλυνση της διερμηνείας, οι εκπρόσωποι των διαδίκων παρακαλούνται να αποστέλλουν εκ των προτέρων το τυχόν κείμενο ή γραπτό υπόθεμα των αγορεύσεών τους στη Διεύθυνση Διερμηνείας είτε με τηλεομοιοτυπία [(+352) 43.03.36.97] είτε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (interpret@curia.europa.eu).

121.

Το Γενικό Δικαστήριο εγγυάται την εμπιστευτική μεταχείριση των διαβιβαζομένων σημειώσεων αγορεύσεων. Προς αποφυγήν οποιασδήποτε παρεξηγήσεως, πρέπει να αναγράφεται το όνομα του διαδίκου. Οι σημειώσεις αγορεύσεων δεν κατατίθενται στη δικογραφία.

122.

Υπενθυμίζεται στους εκπροσώπους ότι, αναλόγως των περιπτώσεων, ορισμένα μόνον μέλη του Γενικού Δικαστηρίου παρακολουθούν την αγόρευση στη γλώσσα στην οποία γίνεται, ενώ τα λοιπά μέλη την ακούν μέσω ταυτόχρονης διερμηνείας. Ιδιαιτέρως συνιστάται στους εκπροσώπους, για την καλύτερη διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας και τη διατήρηση του ποιοτικού επιπέδου της ταυτόχρονης διερμηνείας, να ομιλούν αργά και κοντά στο μικρόφωνο.

123.

Οσάκις οι εκπρόσωποι προτίθενται να παραθέσουν κατά λέξη χωρία ορισμένων κειμένων ή εγγράφων, ιδίως χωρία που δεν μνημονεύονται στη δικογραφία της υποθέσεως, χρήσιμο είναι να τα επισημαίνουν στους διερμηνείς πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ομοίως, είναι ίσως χρήσιμο να τους επισημαίνουν τους τυχόν δυσκολομετάφραστους όρους.

124.

Δεδομένου ότι οι αίθουσες συνεδριάσεων του Γενικού Δικαστηρίου είναι εξοπλισμένες με αυτόματο μικροφωνικό σύστημα, οι εκπρόσωποι παρακαλούνται να πιέζουν το κουμπί του μικροφώνου για να το θέσουν σε λειτουργία και να περιμένουν να ανάψει η φωτεινή ένδειξη προτού αρχίσουν να ομιλούν. Πρέπει να αποφεύγουν να πιέζουν το κουμπί ενόσω ένας δικαστής ή άλλο άτομο έχει τον λόγο, ούτως ώστε να μη διακοπεί η λειτουργία του μικροφώνου του.

125.

Η διάρκεια των αγορεύσεων μπορεί να ποικίλλει αναλόγως της πολυπλοκότητας της υποθέσεως και της υπάρξεως ή μη νέων πραγματικών στοιχείων. Οι εκπρόσωποι των κύριων διαδίκων παρακαλούνται να περιορίζουν τη διάρκεια των αγορεύσεών τους στα 15 περίπου λεπτά για κάθε διάδικο, οι δε εκπρόσωποι των παρεμβαινόντων στα 10 λεπτά (στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, κάθε κύριος διάδικος διαθέτει 15 λεπτά για κάθε υπόθεση και κάθε παρεμβαίνων διαθέτει 10 λεπτά για κάθε υπόθεση), εκτός εάν η Γραμματεία τούς έχει κάνει διαφορετική υπόδειξη. Ο περιορισμός αυτός αφορά μόνον την αγόρευση αυτή καθαυτήν και δεν συμπεριλαμβάνει τον χρόνο των απαντήσεων στις ερωτήσεις που τίθενται κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

126.

Αν το απαιτούν οι περιστάσεις, αίτηση παρεκκλίσεως από τη συνήθη αυτή διάρκεια, δεόντως αιτιολογημένη και διευκρινίζουσα τον χρόνο ομιλίας που κρίνεται αναγκαίος, μπορεί να υποβληθεί στη Γραμματεία τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες (ή και αργότερα, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις δεόντως αιτιολογούμενες) πριν από την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Οι εκπρόσωποι ενημερώνονται για τον χρόνο ομιλίας που θα έχουν στη διάθεσή τους αν έχουν υποβάλει τέτοια αίτηση.

127

Οσάκις πλείονες εκπρόσωποι ενεργούν για λογαριασμό ενός διαδίκου, καταρχήν μόνον δύο το πολύ από αυτούς μπορούν να αγορεύσουν, ο συνολικός δε χρόνος των προφορικών παρεμβάσεών τους δεν πρέπει να υπερβαίνει τους ανωτέρω χρόνους ομιλίας. Ωστόσο, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των δικαστών και οι απαντήσεις προς τους λοιπούς εκπροσώπους μπορούν να δοθούν από εκπροσώπους άλλους από εκείνους οι οποίοι αγόρευσαν.

128.

Οσάκις πλείονες διάδικοι προτίθενται να υποστηρίξουν την ίδια άποψη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (ιδίως σε περίπτωση παρεμβάσεως ή συνεκδικαζομένων υποθέσεων), οι εκπρόσωποί τους παρακαλούνται να συνεννοούνται πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη στις αγορεύσεις τους.

129.

Η έκθεση ακροατηρίου, την οποία καταρτίζει ο εισηγητής δικαστής, περιορίζεται στην παράθεση των ισχυρισμών και σε σύντομη περίληψη των επιχειρημάτων των διαδίκων.

130.

Το Γενικό Δικαστήριο καταβάλλει προσπάθεια ώστε η έκθεση ακροατηρίου να περιέρχεται στους εκπροσώπους των διαδίκων τρεις εβδομάδες πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η έκθεση ακροατηρίου χρησιμεύει αποκλειστικά στην προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

131.

Αν οι εκπρόσωποι διατυπώσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προφορικές παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου, οι παρατηρήσεις αυτές καταγράφονται στα πρακτικά από τον γραμματέα ή από τον ασκούντα καθήκοντα γραμματέα.

132.

Η έκθεση ακροατηρίου διατίθεται στο κοινό έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

133.

Παρακαλούνται οι εκπρόσωποι, όταν παραθέτουν μια απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου, του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, να την αναφέρουν με τη συνήθη ονομασία της, τον αριθμό της υποθέσεως, και, εν ανάγκη, να προσδιορίζουν τις κρίσιμες σκέψεις της αποφάσεως ή διατάξεως.

134.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχεται έγγραφα προσκομιζόμενα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνον αφού ακούσει επ’ αυτού τους διαδίκους.

135.

Οι αιτήσεις χρησιμοποιήσεως ορισμένων τεχνικών μέσων παρουσιάσεως πρέπει να υποβάλλονται εγκαίρως. Οι λεπτομερείς όροι χρησιμοποιήσεως τέτοιων μέσων πρέπει να συμφωνούνται με τον γραμματέα, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τυχόν τεχνικής ή πρακτικής φύσεως περιορισμοί.

III.   ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΥΣΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ

136.

Οι παρούσες πρακτικές οδηγίες καταργούν και αντικαθιστούν τις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους της 5ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 232, σ. 7), όπως τροποποιήθηκαν στις 16 Ιουνίου 2009 (ΕΕ L 184, σ. 8), στις 17 Μαΐου 2010 (ΕΕ L 170, σ. 49) και στις 8 Ιουνίου 2011 (ΕΕ L 180, σ. 52).

137.

Οι παρούσες πρακτικές οδηγίες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τίθενται σε ισχύ την επομένη ημέρα της δημοσιεύσεώς τους.

Λουξεμβούργο, 24 Ιανουαρίου 2012.

Ο Γραμματέας

E. COULON

Ο Πρόεδρος

M. JAEGER


(1)  Π.χ., γραμματοσειρά Times New Roman 12 για το κυρίως κείμενο και Times New Roman 10 για το κείμενο των υποσημειώσεων.

(2)  Π.χ. διάστιχο με διάστημα 1 και περιθώρια τουλάχιστον 2,5 cm.

(3)  Το κείμενο πρέπει να εμφανίζεται σύμφωνα με τις υποδείξεις που περιέχονται στο σημείο 12, στοιχείο γ', των παρουσών πρακτικών οδηγιών.