ISSN 1977-0669 doi:10.3000/19770669.L_2012.012.ell |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 12 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Νομοθεσία |
55ό έτος |
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
EL |
Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος. Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο. |
II Μη νομοθετικές πράξεις
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ
14.1.2012 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 12/1 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 28/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 11ης Ιανουαρίου 2012
για τον καθορισμό απαιτήσεων για την πιστοποίηση των εισαγωγών στην Ένωση και τη διαμετακόμιση μέσω της Ένωσης ορισμένων σύνθετων προϊόντων και την τροποποίηση της απόφασης 2007/275/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1162/2009
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 5,
Έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τους κανόνες υγειονομικού ελέγχου που διέπουν την παραγωγή, μεταποίηση, διανομή και εισαγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (2), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 5,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (3), και ιδίως το πρώτο εδάφιο του άρθρου 9,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (4), και ιδίως το πρώτο εδάφιο του άρθρου 16,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επίσημων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (5), και ιδίως το άρθρο 48 παράγραφος 1 και το άρθρο 63 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η οδηγία 97/78/ΕΚ προβλέπει ότι οι κτηνιατρικοί έλεγχοι σε προϊόντα από τρίτες χώρες που εισέρχονται στην Ένωση πρέπει να διενεργούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004. |
(2) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 θεσπίζει γενικούς κανόνες σχετικά με τη διεξαγωγή επίσημων ελέγχων ώστε να εξακριβώνεται η συμμόρφωση με τους κανόνες που έχουν ως στόχο, ιδίως, την πρόληψη, την εξάλειψη ή τη μείωση σε αποδεκτό επίπεδο των κινδύνων για τον άνθρωπο και τα ζώα, είτε άμεσα είτε μέσω του περιβάλλοντος. |
(3) |
Η οδηγία 2002/99/ΕΚ θεσπίζει τους γενικούς κανόνες υγειονομικού ελέγχου οι οποίοι διέπουν όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής στην Ένωση, καθώς και την είσοδο από τρίτες χώρες προϊόντων ζωικής προέλευσης και προϊόντων που παράγονται από αυτά και τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. |
(4) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 επιβάλλει στους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων ειδικούς κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων οι οποίοι εισάγουν τρόφιμα που περιέχουν τόσο προϊόντα φυτικής προέλευσης όσο και μεταποιημένα προϊόντα ζωικής προέλευσης (σύνθετα προϊόντα) πρέπει να μεριμνούν ώστε τα μεταποιημένα προϊόντα ζωικής προέλευσης που περιέχονται στα τρόφιμα αυτά να τηρούν ορισμένες απαιτήσεις δημόσιας υγείας που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό. Επιπλέον, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι το έχουν πράξει, π.χ. με την προσκόμιση κατάλληλων εγγράφων ή πιστοποιητικών. |
(5) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2006. Ωστόσο, η εφαρμογή ορισμένων από τα μέτρα που θεσπίζει με άμεση ισχύ από την εν λόγω ημερομηνία θα παρουσίαζε, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρακτικές δυσκολίες. |
(6) |
Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2076/2005 της Επιτροπής (6) προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων που εισάγουν τρόφιμα που περιέχουν σύνθετα προϊόντα εξαιρούνται από την υποχρέωση που ορίζεται στο εν λόγω άρθρο. |
(7) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1162/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 853/2004, (ΕΚ) αριθ. 854/2004 και (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2076/2005. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1162/2009 προβλέπει την ίδια παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 όπως και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2076/2005. |
(8) |
Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1162/2009 προβλέπει ότι οι εισαγωγές σύνθετων προϊόντων πρέπει να συμμορφώνονται με τους εναρμονισμένους κανόνες της Ένωσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, και με τους εθνικούς κανόνες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη σε άλλες περιπτώσεις. |
(9) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1162/2009 εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. |
(10) |
Στην απόφαση 2007/275/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2007, σχετικά με τους καταλόγους ζώων και προϊόντων που πρέπει να υποβάλλονται σε ελέγχους στους συνοριακούς σταθμούς επιθεώρησης σύμφωνα με τις οδηγίες του Συμβουλίου 91/496/ΕΟΚ και 97/78/ΕΚ (8), προβλέπει ότι ορισμένα σύνθετα προϊόντα πρέπει να υποβάλλονται σε κτηνιατρικούς ελέγχους κατά την εισαγωγή στην Ένωση. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, τα σύνθετα προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε κτηνιατρικούς ελέγχους είναι όλα όσα περιέχουν μεταποιημένα προϊόντα κρέατος, όσα περιέχουν σε ποσοστό 50 % ή περισσότερο οποιοδήποτε μεταποιημένο προϊόν ζωικής προέλευσης εκτός των μεταποιημένων προϊόντων με βάση το κρέας και όσα δεν περιέχουν μεταποιημένα προϊόντα κρέατος και αποτελούνται σε ποσοστό μικρότερο του 50 % από μεταποιημένο γαλακτοκομικό προϊόν όταν τα τελικά προϊόντα δεν πληρούν ορισμένες απαιτήσεις που ορίζονται στην απόφαση 2007/275/ΕΚ. |
(11) |
Επιπλέον, η απόφαση 2007/275/ΕΚ καθορίζει ορισμένες απαιτήσεις πιστοποίησης όσον αφορά τα σύνθετα προϊόντα που υπόκεινται σε κτηνιατρικούς ελέγχους./Η εν λόγω απόφαση προβλέπει ότι τα σύνθετα προϊόντα που περιέχουν μεταποιημένα προϊόντα κρέατος πρέπει να συνοδεύονται κατά την είσοδο στην Ένωση από το κατάλληλο πιστοποιητικό για τα προϊόντα κρέατος που καθορίζεται στη νομοθεσία της Ένωσης. Τα σύνθετα προϊόντα που περιέχουν μεταποιημένα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία πρέπει να υπόκεινται σε κτηνιατρικούς ελέγχους, πρέπει να συνοδεύονται κατά την είσοδο στην Ένωση από το κατάλληλο πιστοποιητικό που ορίζει η νομοθεσία της Ένωσης. Επιπλέον, σύνθετα προϊόντα που περιέχουν μόνο μεταποιημένα προϊόντα αλιείας ή αυγών τα οποία πρέπει να υποβάλλονται σε κτηνιατρικούς ελέγχους πρέπει να συνοδεύονται κατά την είσοδό τους στην Ένωση από το σχετικό πιστοποιητικό που ορίζει η νομοθεσία της Ένωσης ή από εμπορικό έγγραφο όταν δεν απαιτείται πιστοποιητικό. |
(12) |
Τα σύνθετα προϊόντα που υπόκεινται σε κτηνιατρικούς ελέγχους σύμφωνα με την απόφαση 2007/275/ΕΚ είναι, από τη φύση τους, αυτά που ενδέχεται να παρουσιάσουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Τα επίπεδο του δυνητικού κινδύνου για τη δημόσια υγεία ποικίλλουν ανάλογα με το προϊόν ζωικής προέλευσης που περιέχεται στο σύνθετο προϊόν, το ποσοστό στο οποίο το προϊόν ζωικής προέλευσης περιέχεται στο σύνθετο προϊόν και τις επεξεργασίες στις οποίες έχει υποβληθεί καθώς και στη σταθερότητα συντήρησης του σύνθετου προϊόντος. |
(13) |
Επομένως, είναι σκόπιμο οι απαιτήσεις δημόσιας υγείας που ορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 να εφαρμόζονται στα σύνθετα προϊόντα ακόμα και πριν από τη λήξη της παρέκκλισης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1162/2009. |
(14) |
Ειδικότερα, η πιστοποίηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις δημόσιας υγείας που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004 πρέπει να προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την εισαγωγή σύνθετων προϊόντων τα οποία περιέχουν μεταποιημένα προϊόντα κρέατος, σύνθετων προϊόντων τα οποία περιέχουν σε ποσοστό 50 % ή περισσότερο γαλακτοκομικά προϊόντα ή μεταποιημένα προϊόντα αλιείας ή αυγών καθώς και σύνθετων προϊόντων τα οποία δεν περιέχουν μεταποιημένα προϊόντα κρέατος και τα οποία περιέχουν σε ποσοστό λιγότερο από 50 % μεταποιημένα γαλακτοκομικά προϊόντα όταν τα τελικά προϊόντα δεν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα συντήρησης σε θερμοκρασία περιβάλλοντος ή όταν κατά την παρασκευή τους δεν έχουν μαγειρευτεί πλήρως ή δεν έχουν υποβληθεί ολικώς σε θερμική επεξεργασία, ώστε το ωμό προϊόν να μην έχει μετουσιωθεί. |
(15) |
Κατά συνέπεια, η παρέκκλιση που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1162/2009 δεν πρέπει να εφαρμόζεται πλέον στα εν λόγω σύνθετα προϊόντα. |
(16) |
Οι απαιτήσεις υγείας των ζώων σε σχέση με τα εν λόγω σύνθετα προϊόντα καθορίζονται ήδη στη νομοθεσία της Ένωσης. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτές, τα εν λόγω σύνθετα προϊόντα πρέπει ειδικότερα να εισάγονται μόνον από εγκεκριμένες τρίτες χώρες. |
(17) |
Ο παρών κανονισμός πρέπει να προβλέπει ένα ειδικό υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού που πιστοποιεί ότι τα εν λόγω σύνθετα προϊόντα που εισάγονται στην Ένωση συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις δημόσιας υγείας και υγείας των ζώων. Κατά συνέπεια, οι απαιτήσεις πιστοποίησης που ορίζονται στην απόφαση 2007/275/ΕΚ δεν πρέπει να εφαρμόζονται στο εξής όσον αφορά τα εν λόγω σύνθετα προϊόντα. |
(18) |
Για τα άλλα σύνθετα προϊόντα που περιέχουν σε ποσοστό 50 % και περισσότερο προϊόντα ζωικής προέλευσης εκτός από γαλακτοκομικά προϊόντα και προϊόντα αλιείας ή αυγών, πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν οι απαιτήσεις πιστοποίησης που καθορίζονται στην απόφαση 2007/275/ΕΚ. Ωστόσο, για λόγους απλούστευσης και σαφήνειας της νομοθεσίας της Ένωσης, είναι σκόπιμο οι εν λόγω απαιτήσεις πιστοποίησης να συμπεριληφθούν στον παρόντα κανονισμό, ώστε οι βασικοί κανόνες πιστοποίησης των σύνθετων προϊόντων να καθορίζονται σε μία ενιαία πράξη. |
(19) |
Κατά συνέπεια, η απόφαση 2007/275/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1162/2009 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως. |
(20) |
Για λόγους που σχετίζονται με την υγεία των ζώων, πρέπει να προβλέπονται ένα πιστοποιητικό και ειδικοί όροι για τη διαμετακόμιση μέσω της Ένωσης. Ωστόσο, οι όροι αυτοί πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στα σύνθετα προϊόντα που περιέχουν μεταποιημένα προϊόντα κρέατος ή μεταποιημένα γαλακτοκομικά προϊόντα. |
(21) |
Θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικοί όροι για τη διαμετακόμιση μέσω της Ένωσης αποστολών προς και από τη Ρωσία, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Καλίνινγκραντ, πράγμα το οποίο αφορά μόνο τη Λεττονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία. |
(22) |
Για να αποφευχθεί τυχόν διαταραχή του εμπορίου, πρέπει να επιτραπεί για μια μεταβατική περίοδο η χρήση πιστοποιητικών που εκδόθηκαν σύμφωνα με την απόφαση 2007/275/ΕΚ πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. |
(23) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Ο παρών κανονισμός καθορίζει κανόνες για την πιστοποίηση των αποστολών ορισμένων σύνθετων προϊόντων τα οποία εισέρχονται στην Ένωση από τρίτες χώρες.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται οι ορισμοί του άρθρου 2 της απόφασης 2007/275/ΕΚ.
Άρθρο 3
Εισαγωγές ορισμένων σύνθετων προϊόντων
1. Οι αποστολές των ακόλουθων σύνθετων προϊόντων τα οποία εισέρχονται στην Ένωση προέρχονται από τρίτη χώρα ή από τμήμα αυτής από όπου επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση αποστολών προϊόντων ζωικής προέλευσης τα οποία περιέχονται στα εν λόγω σύνθετα προϊόντα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των εν λόγω σύνθετων προϊόντων προέρχονται από εγκαταστάσεις που συμμορφώνονται με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004:
α) |
σύνθετα προϊόντα που περιέχουν μεταποιημένα προϊόντα κρέατος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 στοιχείο α) της απόφασης 2007/275/ΕΚ· |
β) |
σύνθετα προϊόντα που περιέχουν μεταποιημένα γαλακτοκομικά προϊόντα και καλύπτονται από το άρθρο 4 στοιχεία β) και γ) της απόφασης 2007/275/ΕΚ· |
γ) |
σύνθετα προϊόντα που αποτελούνται κατά το ήμισυ τουλάχιστον από μεταποιημένα προϊόντα αλιείας ή αυγών και καλύπτονται από το άρθρο 4 στοιχείο β) της απόφασης 2007/275/ΕΚ. |
2. Οι αποστολές των σύνθετων προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό σύμφωνα με το υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού που καθορίζεται στο παράρτημα I και συμμορφώνονται με τους όρους που προβλέπονται στα εν λόγω πιστοποιητικά.
3. Οι αποστολές σύνθετων προϊόντων που περιέχουν σε ποσοστό 50 % ή περισσότερο προϊόντα ζωικής προέλευσης εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προέρχονται από τρίτη χώρα ή τμήμα τρίτης χώρας εγκεκριμένης για την είσοδο στην Ένωση αποστολών των προϊόντων ζωικής προέλευσης που περιέχονται στα εν λόγω σύνθετα προϊόντα και συνοδεύονται κατά την είσοδο στην Ένωση από το κατάλληλο πιστοποιητικό που καθορίζεται στη νομοθεσία τη Ένωσης για τα εν λόγω προϊόντα ζωικής προέλευσης ή από εμπορικό έγγραφο στην περίπτωση που δεν απαιτείται πιστοποιητικό.
Άρθρο 4
Διαμετακόμιση και αποθήκευση ορισμένων σύνθετων προϊόντων
Η είσοδος στην Ένωση αποστολών σύνθετων προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) τα οποία δεν προορίζονται για εισαγωγή στην Ένωση αλλά για τρίτη χώρα, είτε κατόπιν άμεσης διαμετακόμισης είτε κατόπιν αποθήκευσης στην Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 11, 12 ή 13 της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, επιτρέπεται μόνο εάν οι αποστολές πληρούν τους ακόλουθους όρους:
α) |
προέρχονται από τρίτη χώρα ή τμήμα αυτής από όπου επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση αποστολών προϊόντων ζωικής προέλευσης τα οποία περιέχονται στα εν λόγω σύνθετα προϊόντα και συμμορφώνονται με τους όρους κατάλληλης επεξεργασίας για τέτοια προϊόντα, όπως προβλέπονται στην απόφαση 2007/777/ΕΚ της Επιτροπής (9) και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 605/2010 της Επιτροπής (10) για τα σχετικά προϊόντα ζωικής προέλευσης· |
β) |
συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό που καταρτίστηκε σύμφωνα με το υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ· |
γ) |
συμμορφώνονται με τις ειδικές απαιτήσεις υγείας των ζώων για την εισαγωγή στην Ένωση των προϊόντων ζωικής προέλευσης που περιέχονται στα σχετικά σύνθετα προϊόντα, όπως καθορίζονται στη δήλωση για την υγεία των ζώων στο υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού που αναφέρεται στο στοιχείο β)· |
δ) |
πιστοποιούνται ως αποδεκτές για διαμετακόμιση, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης κατά περίπτωση, στο κοινό κτηνιατρικό έγγραφο εισόδου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 136/2004 της Επιτροπής (11), υπογεγραμμένο από τον επίσημο κτηνίατρο του σταθμού συνοριακού ελέγχου κατά την είσοδο στην Ένωση. |
Άρθρο 5
Παρέκκλιση για διαμετακόμιση αποστολών από και προς τη Ρωσία
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4, επιτρέπεται η διαμετακόμιση οδικώς ή σιδηροδρομικώς μέσω της Ένωσης, μεταξύ των καθορισμένων συνοριακών σταθμών επιθεώρησης της Λεττονίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας οι οποίοι απαριθμούνται στην απόφαση 2009/821/ΕΚ της Επιτροπής (12), αποστολών που προέρχονται από ή έχουν προορισμό τη Ρωσία απευθείας ή μέσω άλλης τρίτης χώρας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) |
η αποστολή σφραγίζεται με σφραγίδα που φέρει αριθμό σειράς στο σταθμό συνοριακού ελέγχου εισόδου στην Ένωση από τις κτηνιατρικές υπηρεσίες της αρμόδιας αρχής· |
β) |
τα έγγραφα που συνοδεύουν την αποστολή και αναφέρονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 97/78/ΕΚ φέρουν σε κάθε σελίδα την ένδειξη «ONLY FOR TRANSIT TO RUSSIA VIA THE EC» («ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΚ») από τον επίσημο κτηνίατρο της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για το σταθμό συνοριακού ελέγχου εισαγωγής στην Ένωση· |
γ) |
πληρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 της οδηγίας 97/78/ΕΚ· |
δ) |
η αποστολή πιστοποιείται ως αποδεκτή για διαμετακόμιση με το κοινό κτηνιατρικό έγγραφο εισόδου από τον επίσημο κτηνίατρο της αρμόδιας αρχής του συνοριακού σταθμού επιθεώρησης όπου γίνεται η είσοδος στην Ένωση. |
2. Απαγορεύεται η εκφόρτωση ή αποθήκευση αυτών των αποστολών στο έδαφος της Ένωσης όπως ορίζει το άρθρο 12 παράγραφος 4 ή το άρθρο 13 της οδηγίας 97/78/ΕΚ.
3. Η αρμόδια αρχή διενεργεί τακτικούς ελέγχους για να εξασφαλιστεί ότι ο αριθμός των αποστολών και οι ποσότητες των προϊόντων που εξέρχονται από το έδαφος της Ένωσης συμφωνούν με τον αριθμό και τις ποσότητες των αποστολών και προϊόντων που εισέρχονται στην Ένωση.
Άρθρο 6
Τροποποίηση της απόφασης 2007/275/ΕΚ
Το άρθρο 5 της οδηγίας 2007/275/ΕΚ διαγράφεται.
Άρθρο 7
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1162/2009
Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1162/2009, το άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων οι οποίοι εισάγουν τρόφιμα που περιέχουν τόσο προϊόντα φυτικής προέλευσης όσο και μεταποιημένα προϊόντα ζωικής προέλευσης, εκτός από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 28/2012 (13), εξαιρούνται από την υποχρέωση που ορίζεται στο εν λόγω άρθρο.
Άρθρο 8
Μεταβατική διάταξη
Για μεταβατική περίοδο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012, επιτρέπεται να εξακολουθήσουν να εισάγονται στην Ένωση οι αποστολές σύνθετων προϊόντων για τις οποίες τα σχετικά πιστοποιητικά εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 5 της απόφασης 2007/275/ΕΚ πριν από την 1η Μαρτίου 2012.
Άρθρο 9
Έναρξη ισχύος και εφαρμογή
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από την 1η Μαρτίου 2012.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 11 Ιανουαρίου 2012.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
José Manuel BARROSO
(1) ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9.
(2) ΕΕ L 18 της 23.1.2003, σ. 11.
(3) ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55.
(4) ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206.
(5) ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1.
(6) ΕΕ L 338 της 22.12.2005, σ. 83.
(7) ΕΕ L 314 της 1.12.2009, σ. 10.
(8) ΕΕ L 116 της 4.5.2007, σ. 9.
(9) ΕΕ L 312 της 30.11.2007, σ. 49.
(10) ΕΕ L 175 της 10.7.2010, σ. 1.
(11) ΕΕ L 21 της 28.1.2004, σ. 11.
(12) ΕΕ L 296 της 12.11.2009, σ. 1.
(13) ΕΕ L 12 της 14.1.2012, σ. 1.».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού για την εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύνθετων προϊόντων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού για τη διαμετακόμιση μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή την αποθήκευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύνθετων προϊόντων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση
14.1.2012 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 12/14 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 29/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Ιανουαρίου 2012
για τα πρότυπα εμπορίας του ελαιολάδου
(κωδικοποιημένο κείμενο)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (1), και ιδίως το άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 121 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), σε συνδυασμό με το άρθρο 4,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1019/2002 της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 2002, για τις προδιαγραφές εμπορίας του ελαιολάδου (2), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (3) και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού. |
(2) |
Το ελαιόλαδο έχει κυρίως οργανοληπτικές και θρεπτικές ιδιότητες οι οποίες, με δεδομένο το κόστος παραγωγής του, του ανοίγουν μια αγορά σε σχετικά υψηλές τιμές σε σχέση με τις περισσότερες άλλες φυτικές λιπαρές ουσίες. Έχοντας υπόψη αυτή την κατάσταση της αγοράς, πρέπει να προβλεφθούν για το ελαιόλαδο πρότυπα εμπορίας τα οποία περιλαμβάνουν κυρίως ειδικούς κανόνες σημάνσεως που θα συμπληρώνουν αυτούς που προβλέπονται από την οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη σήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (4) και ειδικότερα τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 2. |
(3) |
Για να διασφαλιστεί η αυθεντικότητα των πωλουμένων ελαιολάδων, πρέπει να προβλεφθούν για το λιανικό εμπόριο συσκευασίες μικρού μεγέθους που να διαθέτουν κατάλληλο σύστημα κλεισίματος. Εντούτοις, είναι σκόπιμο να μπορούν τα κράτη μέλη να επιτρέπουν μεγαλύτερη χωρητικότητα για τις συσκευασίες που προορίζονται για συλλογικές εστιάσεις. |
(4) |
Επιπλέον από τις υποχρεωτικές ονομασίες των διαφόρων κατηγοριών ελαιολάδων που προβλέπονται από το άρθρο 118 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, πρέπει να ενημερωθεί ο καταναλωτής για τον τύπο ελαιολάδου που του προτείνεται. |
(5) |
Λόγω των γεωργικών συνηθειών ή των τοπικών μεθόδων παραγωγής ή ανάμειξης, τα παρθένα ελαιόλαδα που διατίθενται απευθείας στην αγορά δύνανται να έχουν ιδιότητες και γεύσεις χαρακτηριστικά διαφορετικές, ανάλογα με τη γεωγραφική τους καταγωγή. Ως εκ τούτου, μπορούν να προκύψουν στην ίδια κατηγορία ελαίου διαφορές τιμών που διαταράσσουν την αγορά. Για τις άλλες κατηγορίες βρώσιμων ελαίων, δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές συνδεδεμένες με την καταγωγή, αλλά η αναφορά της καταγωγής στις συσκευασίες που προορίζονται για τους καταναλωτές θα μπορούσε να τους δώσει την εντύπωση ότι υπάρχουν. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο, για την αποφυγή των κινδύνων στρέβλωσης της αγοράς του βρώσιμου ελαιολάδου, να θεσπισθεί σε επίπεδο Ένωσης ένα υποχρεωτικό σύστημα προσδιορισμού της καταγωγής ειδικά για το «εξαιρετικά παρθένο» ελαιόλαδο και για το «παρθένο» ελαιόλαδο που πληροί συγκεκριμένους όρους. Από την άποψη αυτή, αποδείχτηκε ότι οι προαιρετικές ρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί έως το 2009 δεν επαρκούν ώστε να αποφεύγεται η παραπλάνηση του καταναλωτή όσον αφορά τα πραγματικά χαρακτηριστικά του παρθένου ελαιολάδου. Επιπλέον, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (5), θεσπίστηκαν κανόνες ανιχνευσιμότητας, οι οποίοι ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2005. Η πείρα η οποία έχει αποκτηθεί από τους εμπορευόμενους και τις αρμόδιες αρχές ως προς το θέμα αυτό οδήγησε στο να καταστεί υποχρεωτική η σήμανση της καταγωγής όσον αφορά το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο και το παρθένο ελαιόλαδο. |
(6) |
Η χρησιμοποίηση υφισταμένων σημάτων, τα οποία περιέχουν γεωγραφικές αναφορές, μπορεί να συνεχιστεί, εφόσον είχαν καταγραφεί επίσημα στο παρελθόν σύμφωνα με την πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (6), ή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (7). |
(7) |
Ο προσδιορισμός μιας περιφερειακής καταγωγής μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) ή μιας προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (8). Για να αποφευχθεί η δημιουργία σύγχυσης στους καταναλωτές και, επομένως, για να αποφευχθούν διαταραχές της αγοράς, θα πρέπει να προβλεφθεί για τις ΠΟΠ και τις ΠΓΕ ο προσδιορισμός της καταγωγής σε περιφερειακή κλίμακα. Για τα εισαγόμενα ελαιόλαδα, είναι απαραίτητο να τηρούνται οι διατάξεις που εφαρμόζονται σχετικά με τη μη προτιμησιακή καταγωγή, οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (9). |
(8) |
Στην περίπτωση κατά την οποία ο προσδιορισμός της καταγωγής των παρθένων ελαιολάδων αναφέρεται στην Ένωση ή σε ένα κράτος μέλος, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι χρησιμοποιούμενες ελιές, αλλά και οι πρακτικές και οι τεχνικές έκθλιψης επηρεάζουν την ποιότητά του και τη γεύση του. Ο προσδιορισμός της καταγωγής πρέπει επομένως να αφορά τη γεωγραφική περιοχή στην οποία παρήχθησαν τα έλαια, η οποία γενικά αντιστοιχεί στην περιοχή όπου τα ελαιόλαδα εξάγονται από τις ελιές. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις ο τόπος συγκομιδής των ελιών διαφέρει από τον τόπο εξαγωγής του ελαίου και πρέπει να αναφέρεται η πληροφορία αυτή στις συσκευασίες ή στις ετικέτες των εν λόγω συσκευασιών, για να μην παραπλανάται ο καταναλωτής και για να μη διαταράσσεται η αγορά των ελαιολάδων. |
(9) |
Μεγάλο μέρος του εξαιρετικού παρθένου και του παρθένου ελαιόλαδου στην Ένωση αποτελείται από μείγματα ελαιολάδων τα οποία προέρχονται τόσο από διαφορετικά κράτη μέλη όσο και από τρίτες χώρες. Πρέπει να προβλεφθούν απλές διατάξεις για τη σήμανση της καταγωγής των μειγμάτων αυτών. |
(10) |
Σύμφωνα με την οδηγία 2000/13/ΕΚ, οι ενδείξεις οι οποίες αναγράφονται στην ετικέτα δεν πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να μπορούν να προκαλέσουν πλάνη στον αγοραστή, ιδίως όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του εν λόγω ελαίου ή αποδίδοντας στο έλαιο αυτό ιδιότητες που δεν έχει ή ακόμη συνιστώντας ως ειδικά χαρακτηριστικά γενικές ιδιότητες που έχουν τα περισσότερα έλαια. Επιπλέον, ορισμένες προαιρετικές ενδείξεις που αναφέρονται στο ελαιόλαδο και χρησιμοποιούνται συνήθως πρέπει να εναρμονιστούν ώστε να είναι δυνατόν να οριστούν επακριβώς και να ελεγχθεί η ακρίβειά τους. Έτσι, οι έννοιες «πίεση εν ψυχρώ» ή «εξαγωγή εν ψυχρώ» πρέπει να αντιστοιχούν σε τεχνικά καθορισμένο παραδοσιακό τρόπο παραγωγής. Ορισμένοι όροι οι οποίοι περιγράφουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που αναφέρονται στη γεύση και/ή στην οσμή του εξαιρετικού παρθένου και παρθένου ελαιόλαδου, προσδιορίστηκαν από το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου (IOC) στην αναθεωρημένη του μέθοδο οργανοληπτικής αξιολόγησης για τα παρθένα ελαιόλαδα. Η χρήση των όρων αυτών για τη σήμανση του εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου και του παρθένου ελαιόλαδου πρέπει να περιορίζεται σε ελαιόλαδα που έχουν αξιολογηθεί με βάση την αντίστοιχη μέθοδο ανάλυσης. Απαιτούνται μεταβατικές ρυθμίσεις για ορισμένους φορείς οι οποίοι χρησιμοποιούν σήμερα τους προαναφερόμενους όρους. Η οξύτητα που αναγράφεται ξεχωριστά οδηγεί εσφαλμένα σε απόλυτη κλίμακα ποιότητας που είναι απατηλή για τον καταναλωτή, διότι το κριτήριο αυτό αντιστοιχεί σε ποιοτική αξία μόνον όταν συσχετίζεται με άλλα χαρακτηριστικά του εν λόγω ελαιολάδου. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τον πολλαπλασιασμό ορισμένων ενδείξεων και την οικονομική τους σημασία πρέπει, προκειμένου να διευκρινισθεί η αγορά του ελαιολάδου, να καθοριστούν αντικειμενικά κριτήρια για τη χρήση τους. |
(11) |
Πρέπει να αποφευχθεί τρόφιμα που περιέχουν ελαιόλαδο να εκμεταλλεύονται τον καταναλωτή προβάλλοντας τη φήμη του ελαιολάδου, χωρίς να παρουσιάζουν την πραγματική σύνθεση του προϊόντος. Κατά συνέπεια, πρέπει να εμφαίνεται σαφώς στις ετικέτες το ποσοστό ελαίου, καθώς και ορισμένες ενδείξεις για τα προϊόντα που αποτελούνται αποκλειστικά από μείγμα φυτικών ελαίων. Εξάλλου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ειδικές διατάξεις που προβλέπονται από ορισμένους ειδικούς κανονισμούς για τα προϊόντα σε ελαιόλαδο. |
(12) |
Οι ονομασίες των κατηγοριών ελαιολάδου αντιστοιχούν σε φυσικοχημικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζονται στο παράρτημα XVI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 και από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων καθώς και με τις μεθόδους προσδιορισμού (10). Οι άλλες ενδείξεις που αναγράφονται στην ετικέτα πρέπει να στηρίζονται από αντικειμενικά στοιχεία, για να αποφευχθούν κίνδυνοι καταχρήσεων εις βάρος του καταναλωτού και εκτροπών του ανταγωνισμού στην αγορά των σχετικών ελαίων. |
(13) |
Στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχου που έχει καθορισθεί στο άρθρο 113 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέψουν, σύμφωνα με τις ενδείξεις που θα αναγράφονται στην ετικέτα, τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομιστούν και τις κυρώσεις που θα επιβληθούν. Τα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να είναι, χωρίς να εξαιρεθεί εκ των προτέρων μία από τις δυνατότητες, πραγματικά γεγονότα, αποτελέσματα αναλύσεων ή αξιόπιστες καταχωρίσεις, διοικητικές ή λογιστικές πληροφορίες. |
(14) |
Δεδομένου ότι οι έλεγχοι των επιχειρήσεων που είναι υπεύθυνες για τη σήμανση πρέπει να πραγματοποιούνται στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες, πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία διοικητικής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών στα οποία διατίθενται στο εμπόριο τα έλαια. |
(15) |
Για να αξιολογηθεί το σύστημα που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν εκθέσεις όσον αφορά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν. |
(16) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2000/13/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, ο παρών κανονισμός καθορίζει τα πρότυπα εμπορίας σε επίπεδο λιανικού εμπορίου, ειδικώς για τα ελαιόλαδα και τα πυρηνέλαια που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχεία α) και β) και στα σημεία 3 και 6 του παραρτήματος XVI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θεωρείται ως «λιανικό εμπόριο» η πώληση στον τελικό καταναλωτή ελαίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, που παρουσιάζεται ως έχει ή ενσωματωμένο σε τρόφιμο.
Άρθρο 2
Τα έλαια που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 παρουσιάζονται στον τελικό καταναλωτή προσυσκευασμένα σε συσκευασίες μέγιστης χωρητικότητας πέντε λίτρων. Οι συσκευασίες αυτές είναι εφοδιασμένες με σύστημα ανοίγματος που καταστρέφεται μετά την πρώτη χρήση του και περιλαμβάνουν ετικέτα σύμφωνη με τα άρθρα 3 έως 6.
Ωστόσο, για τα έλαια που προορίζονται για την κατανάλωση σε εστιατόρια, νοσοκομεία, καντίνες ή άλλες παρόμοιες συλλογικές εστιάσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν, συναρτήσει του τύπου της σχετικής μονάδας, μέγιστη χωρητικότητα των συσκευασιών ανώτερη των πέντε λίτρων.
Άρθρο 3
Ως ονομασία, σύμφωνα με το άρθρο 118 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, νοείται το όνομα με το οποίο πωλείται το προϊόν το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ.
Η σήμανση των ελαίων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρέπει να περιλαμβάνει, με τρόπο ευκρινή και ανεξίτηλο, εκτός από την ονομασία η οποία αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, αλλά όχι υποχρεωτικά πλησίον αυτής, την ακόλουθη πληροφορία για την κατηγορία του ελαίου:
α) |
για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο: «ελαιόλαδο ανωτέρας κατηγορίας που παράγεται απευθείας από ελιές και μόνο με μηχανικές μεθόδους»· |
β) |
για το παρθένο ελαιόλαδο: «ελαιόλαδο που παράγεται απευθείας από ελιές και μόνο με μηχανικές μεθόδους»· |
γ) |
για το ελαιόλαδο — αποτελούμενο από εξευγενισμένα ελαιόλαδα και παρθένα ελαιόλαδα: «έλαιο που περιέχει αποκλειστικά ελαιόλαδα που έχουν υποστεί επεξεργασία εξευγενισμού και έλαια που έχουν παραχθεί απευθείας από ελιές»· |
δ) |
για το πυρηνέλαιο:
|
Άρθρο 4
1. Ο προσδιορισμός της καταγωγής πρέπει να αναγράφεται στη σήμανση για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και για το παρθένο ελαιόλαδο, όπως ορίζεται στο σημείο 1 στοιχεία α) και β) του παραρτήματος XVI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.
Όσον αφορά τα προϊόντα τα οποία ορίζονται στα σημεία 3 και 6 του παραρτήματος XVI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, ο προσδιορισμός της καταγωγής δεν θα αναγράφεται στη σήμανση.
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ως «προσδιορισμός της καταγωγής» η ένδειξη ενός γεωγραφικού ονόματος επί της συσκευασίας ή επί της ετικέτας που συνδέεται με αυτό.
2. Ο προσδιορισμός της καταγωγής για τον οποίο γίνεται μνεία στην παράγραφο 1 συνίσταται μόνον:
α) |
σε περίπτωση που το ελαιόλαδο είναι καταγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5, κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, σε μνεία του κράτους μέλους, της Ένωσης ή της τρίτης χώρας, ανάλογα με την περίπτωση· |
β) |
σε περίπτωση που πρόκειται για μείγματα ελαιολάδου καταγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5, από περισσότερα του ενός κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, σε αναγραφή μίας εκ των παρακάτω φράσεων, ανάλογα με την περίπτωση:
|
γ) |
προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006, σύμφωνα με τις διατάξεις των προδιαγραφών του εν λόγω προϊόντος. |
3. Δεν θεωρείται ως προσδιορισμός της καταγωγής που διέπεται από τον παρόντα κανονισμό το όνομα του σήματος ή της επιχείρησης της οποίας η αίτηση καταχώρισης υπεβλήθη το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1998 σύμφωνα με την οδηγία 89/104/ΕΟΚ ή το αργότερο στις 31 Μαΐου 2002 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου (11).
4. Στην περίπτωση εισαγωγής από τρίτη χώρα, η περιγραφή της καταγωγής καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 22 έως 26 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92.
5. Η περιγραφή της καταγωγής που μνημονεύει κράτος μέλος ή την Ένωση αντιστοιχεί στη γεωγραφική ζώνη στην οποία συγκομίσθηκαν οι ελιές και όπου βρίσκεται το ελαιοτριβείο στο οποίο το εν λόγω έλαιο εξήχθη από τις ελιές.
Στην περίπτωση που οι ελιές συγκομίσθηκαν σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα διαφορετικά από αυτά στα οποία βρίσκεται το ελαιοτριβείο στο οποίο το έλαιο εξήχθη από τις ελιές αυτές, η περιγραφή της καταγωγής περιλαμβάνει την ακόλουθη ένδειξη: «(εξαιρετικό) παρθένο ελαιόλαδο που παρήχθη στην (αναφορά της Ένωσης ή του συγκεκριμένου κράτους μέλους) από ελιές που συγκομίστηκαν στην (αναφορά της Ένωσης, του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας)».
Άρθρο 5
Μεταξύ των προαιρετικών ενδείξεων που δύνανται να αναγράφονται στη σήμανση ενός ελαίου που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, οι ενδείξεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο πληρούν τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
α) |
η ένδειξη «πρώτη πίεση εν ψυχρώ» μπορεί να αναγράφεται μόνο για τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα ή τα παρθένα ελαιόλαδα που λαμβάνονται σε λιγότερο από 27 °C κατά την πρώτη μηχανική πίεση του ελαιοπολτού, με παραδοσιακό σύστημα εξαγωγής με υδραυλικά πιεστήρια· |
β) |
η ένδειξη «εξαγωγή εν ψυχρώ» μπορεί να αναγράφεται μόνο για τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα ή για τα παρθένα ελαιόλαδα που λαμβάνονται σε λιγότερους από 27 °C με διήθηση ή με φυγοκέντρηση του ελαιοπολτού· |
γ) |
οι ενδείξεις των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών που αναφέρονται στη γεύση και/ή στην οσμή αναγράφονται μόνον για το εξαιρετικό παρθένο ή παρθένο ελαιόλαδο· οι όροι οι οποίοι αναφέρονται στο σημειο 3.3 του παραρτήματος XII του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 αναγράφονται στη σήμανση μόνον εφόσον βασίζονται σε αποτελέσματα αξιολόγησης η οποία έχει διενεργηθεί βάσει της μεθόδου η οποία προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα ΧΙΙ |
δ) |
η ένδειξη της οξύτητας ή της ανώτατης οξύτητας μπορεί να αναγράφεται μόνον αν συνοδεύεται από την ένδειξη, με χαρακτήρες του ιδίου μεγέθους και στο ίδιο οπτικό πεδίο, του δείκτη υπεροξειδίων, της περιεκτικότητας σε κηρούς και της απορρόφησης στο υπεριώδες φως, που καθορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91. |
Προϊόντα προς πώληση τα οποία φέρουν εμπορικά σήματα η αίτηση για την κατοχύρωση των οποίων έχει υποβληθεί έως την 1η Μαρτίου 2008 και τα οποία περιέχουν τουλάχιστον έναν από τους όρους οι οποίοι αναφέρονται στο σημείο 3.3 του παραρτήματος XII του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 δεν τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 5 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού έως την 1η Νοεμβρίου 2012.
Άρθρο 6
1. Αν αναφέρεται στη σήμανση, εκτός από τον κατάλογο των συστατικών, η παρουσία ελαίων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, σε ένα μείγμα ελαιολάδου και άλλων φυτικών ελαίων, με λέξεις, εικόνες ή γραφικές παραστάσεις, η ονομασία πώλησης του εν λόγω μείγματος είναι η ακόλουθη: «Μείγμα φυτικών ελαίων (ή συγκεκριμένα ονόματα των υπόψη φυτικών ελαίων) και ελαιολάδου», ακολουθούμενη αμέσως μετά από την ένδειξη του ποσοστού του ελαιολάδου στο μείγμα.
Μπορεί να αναφέρεται η παρουσία του ελαιολάδου στη σήμανση των μειγμάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο με εικόνες ή γραφικές παραστάσεις μόνο στην περίπτωση που το ποσοστό του είναι ανώτερο από 50 %.
Τα κράτη μέλη δύνανται να απαγορεύσουν την παραγωγή, στην επικράτειά τους, μειγμάτων ελαιολάδου και άλλων φυτικών ελαίων τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σχετικά με την εσωτερική κατανάλωση. Εντούτοις, δεν δύνανται να απαγορεύουν, στην επικράτειά τους, την εμπορία μειγμάτων τα οποία προέρχονται από άλλες χώρες ούτε την παραγωγή αυτών στην επικράτειά τους με σκοπό την εμπορία σε άλλο κράτος μέλος ή την εκμετάλλευση.
2. Με εξαίρεση τον τόνο σε ελαιόλαδο, που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1536/92 του Συμβουλίου (12), και τις σαρδέλες σε ελαιόλαδο, που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2136/89 του Συμβουλίου (13), όπου η παρουσία ελαίων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, σε τρόφιμο, πλην εκείνων τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αναφέρεται στη σήμανση, εκτός από τον κατάλογο των συστατικών, με λέξεις, εικόνες ή γραφικές παραστάσεις, η ονομασία πώλησης του τροφίμου ακολουθείται αμέσως μετά από ένδειξη του ποσοστού ελαιολάδου που προστέθηκε, σε σχέση με το καθαρό ολικό βάρος του τροφίμου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.
Το ποσοστό του ελαιολάδου που προστέθηκε σε σχέση με το καθαρό ολικό βάρος του τροφίμου μπορεί να αντικατασταθεί από το ποσοστό του ελαιολάδου που έχει προστεθεί σε σχέση με το ολικό βάρος των λιπαρών υλών, προσθέτοντας την ένδειξη: «ποσοστό λιπαρών υλών».
3. Οι όροι οι οποίοι αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 δύνανται να αντικατασταθούν από τον όρο «ελαιόλαδο» στη σήμανση προϊόντων για τα οποία γίνεται μνεία στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
Εντούτοις, στην περίπτωση παρουσίας πυρηνελαίου, ο όρος «ελαιόλαδο» αντικαθίσταται από τον όρο «πυρηνέλαιο».
4. Τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3 δεν απαιτούνται για τη σήμανση προϊόντων για τα οποία γίνεται μνεία στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 7
Μετά από αίτηση του κράτους μέλους στο οποίο υπάρχει η διεύθυνση του παραγωγού, συσκευαστή ή πωλητή που αναγράφεται στην επισήμανση, ο ενδιαφερόμενος προσκομίζει τα δικαιολογητικά των ενδείξεων που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6 με βάση ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία:
α) |
πραγματικά στοιχεία ή στοιχεία που έχουν καθοριστεί επιστημονικώς· |
β) |
αποτελέσματα αναλύσεων ή αυτόματων καταχωρίσεων επί αντιπροσωπευτικών δειγμάτων· |
γ) |
διοικητικές ή λογιστικές πληροφορίες που τηρούνται σύμφωνα με νομοθεσία της Ένωσης και/ή εθνικές νομοθεσίες. |
Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δέχεται μια ανοχή μεταξύ, αφενός, των ενδείξεων που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6 οι οποίες αναγράφονται στη σήμανση και, αφετέρου, των συμπερασμάτων που εξάγονται με βάση τα δικαιολογητικά που προσκομίστηκαν και/ή τα αποτελέσματα των κατ’ αντιπαράσταση πραγματογνωμοσυνών, λαμβάνοντας υπόψη την ακρίβεια και την επαναληψιμότητα των μεθόδων και τη σχετική τεκμηρίωση, καθώς και, ενδεχομένως, την ακρίβεια και την επαναληψιμότητα των κατ’ αντιπαράσταση πραγματογνωμοσυνών που πραγματοποιήθηκαν.
Άρθρο 8
1. Κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη καθώς και τους ενδιαφερόμενους οι οποίοι το ζητούν για το όνομα και τη διεύθυνση του ή των οργανισμών στους οποίους έχουν ανατεθεί οι έλεγχοι της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.
2. Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η διεύθυνση του παρασκευαστή, συσκευαστή ή πωλητή που αναγράφεται στη σήμανση, μετά από αίτηση εξακρίβωσης, προβαίνει σε δειγματοληψίες πριν από το τέλος του μηνός που έπεται εκείνου της αιτήσεως και εξακριβώνει την ακρίβεια των αμφισβητουμένων ενδείξεων της σήμανσης. Αυτή η αίτηση μπορεί να απευθυνθεί από:
α) |
τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής· |
β) |
οργάνωση φορέων στο εν λόγω κράτος μέλος που αναφέρεται στο άρθρο 125 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007· |
γ) |
τον οργανισμό ελέγχου ενός άλλου κράτους μέλους. |
3. Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 συνοδεύεται από όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι χρήσιμα για τη ζητούμενη εξακρίβωση, και ιδίως από:
α) |
την ημερομηνία της δειγματοληψίας ή της αγοράς του εν λόγω ελαίου· |
β) |
το ονοματεπώνυμο ή την εταιρική επωνυμία και τη διεύθυνση της εγκαταστάσεως στην οποία έγινε η δειγματοληψία ή η αγορά του εν λόγω ελαίου· |
γ) |
τον αριθμό των σχετικών παρτίδων· |
δ) |
το αντίγραφο όλων των ετικετών που εμφαίνονται στη συσκευασία του εν λόγω ελαίου· |
ε) |
τα αποτελέσματα της ανάλυσης ή των άλλων κατ’ αντιπαράσταση πραγματογνωμοσυνών στις οποίες εμφαίνονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και το όνομα και η διεύθυνση του σχετικού εργαστηρίου ή του εμπειρογνώμονα· |
στ) |
ενδεχομένως, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του προμηθευτή του εν λόγω ελαίου, όπως δηλώθηκαν από την εγκατάσταση πώλησης. |
4. Το σχετικό κράτος μέλος ενημερώνει τον προσφεύγοντα πριν από το τέλος του τρίτου μηνός που έπεται εκείνου της αιτήσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για τον αριθμό αναφοράς αυτής και για τη συνέχεια που δόθηκε.
Άρθρο 9
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα στα οποία περιλαμβάνεται ένα σύστημα κυρώσεων για να διασφαλίσουν την τήρηση του παρόντος κανονισμού.
Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβαν για τον σκοπό αυτό το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2002, καθώς και τις τροποποιήσεις των εν λόγω μέτρων πριν από το τέλος του μηνός που έπεται εκείνου της εγκρίσεώς τους.
Η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2004, καθώς και τις τροποποιήσεις των εν λόγω μέτρων πριν από το τέλος του μηνός που έπεται εκείνου της εγκρίσεώς τους.
Η Βουλγαρία και η Ρουμανία ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2010, καθώς και τις τροποποιήσεις των εν λόγω μέτρων πριν από το τέλος του μηνός που έπεται εκείνου της έγκρισής τους.
2. Για τις εξακριβώσεις των ενδείξεων που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6, τα οικεία κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν σύστημα έγκρισης των επιχειρήσεων, οι εγκαταστάσεις συσκευασίας των οποίων βρίσκονται στο έδαφός τους.
Η έγκριση και ένας αλφαριθμητικός κωδικός αναγνώρισης χορηγούνται σε κάθε επιχείρηση που υποβάλλει τη σχετική αίτηση και η οποία πληροί τους ακόλουθους όρους:
α) |
διαθέτει εγκαταστάσεις συσκευασίας· |
β) |
δεσμεύεται να συγκεντρώνει και να διατηρεί τα δικαιολογητικά στοιχεία που προβλέπει το κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 7· |
γ) |
διαθέτει σύστημα αποθήκευσης που επιτρέπει τη διεξαγωγή ικανοποιητικού για το συγκεκριμένο κράτος μέλος ελέγχου της προέλευσης των ελαίων των οποίων προσδιορίζεται η καταγωγή. |
Η σήμανση φέρει, ενδεχομένως, τον αλφαριθμητικό κωδικό αναγνώρισης της εγκεκριμένης επιχείρησης συσκευασίας.
Άρθρο 10
Τα σχετικά κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε έτους έκθεση που αφορά τις ακόλουθες πληροφορίες για το προηγούμενο έτος:
α) |
τις αιτήσεις εξακριβώσεως που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2· |
β) |
τις εξακριβώσεις που ασκήθηκαν και εκείνες οι οποίες διεξήχθησαν κατά προηγούμενες περιόδους και είναι στο στάδιο της διεξαγωγής· |
γ) |
τις συνέχειες που δόθηκαν στις εξακριβώσεις που πραγματοποιήθηκαν, καθώς και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν. |
Στην έκθεση πρέπει να εμφανίζονται αυτές οι πληροφορίες ανά έτος διεξαγωγής των εξακριβώσεων και ανά κατηγορία παραβάσεως. Ενδεχομένως, αναφέρονται ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίστηκαν και οι προτεινόμενες βελτιώσεις για τους ελέγχους.
Άρθρο 11
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1019/2002 καταργείται.
Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.
Άρθρο 12
1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Τα προϊόντα που έχουν νομίμως παρασκευαστεί και σημανθεί στην Ένωση ή έχουν νομίμως εισαχθεί στην Ένωση και τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από την 1η Ιουλίου 2012 μπορούν να τεθούν στο εμπόριο μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Ιανουαρίου 2012.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
José Manuel BARROSO
(1) ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.
(2) ΕΕ L 155 της 14.6.2002, σ. 27.
(3) Βλέπε παράρτημα I.
(4) ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29.
(5) ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.
(6) ΕΕ L 40 της 11.2.1989, σ. 1.
(7) ΕΕ L 78 της 24.3.2009, σ. 1.
(8) ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.
(9) ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.
(10) ΕΕ L 248 της 5.9.1991, σ. 1.
(11) ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1.
(12) ΕΕ L 163 της 17.6.1992, σ. 1.
(13) ΕΕ L 212 της 22.7.1989, σ. 79.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1019/2002 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1964/2002 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1176/2003 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 406/2004 της Επιτροπής |
Μόνον το άρθρο 3 |
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1750/2004 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1044/2006 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 632/2008 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1183/2008 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 182/2009 της Επιτροπής |
|
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2010 της Επιτροπής |
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Πίνακας αντιστοιχίας
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1019/2002 |
Παρών κανονισμός |
Άρθρα 1 έως 8 |
Άρθρα 1 έως 8 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 |
Άρθρο 9 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 10 |
Άρθρο 10 |
Άρθρο 11 |
— |
— |
Άρθρο 11 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 πέμπτο εδάφιο |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
— |
Παράρτημα I |
— |
Παράρτημα II |
14.1.2012 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 12/22 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 30/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Ιανουαρίου 2012
για καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),
Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού. |
(2) |
Η κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Οι κατ’ αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Ιανουαρίου 2012.
Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,
José Manuel SILVA RODRÍGUEZ
Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης
(1) ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.
(2) ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Οι κατ’ αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών
(ευρώ/100 kg) |
||
Κωδικός ΣΟ |
Κωδικός τρίτων χωρών (1) |
Κατ’ αποκοπή τιμή εισαγωγής |
0702 00 00 |
MA |
68,0 |
TN |
72,8 |
|
TR |
100,1 |
|
ZZ |
80,3 |
|
0707 00 05 |
EG |
206,0 |
TR |
156,3 |
|
ZZ |
181,2 |
|
0709 91 00 |
EG |
252,4 |
MA |
82,2 |
|
ZZ |
167,3 |
|
0709 93 10 |
MA |
98,3 |
TR |
119,3 |
|
ZZ |
108,8 |
|
0805 10 20 |
EG |
63,8 |
MA |
63,4 |
|
TR |
64,1 |
|
ZZ |
63,8 |
|
0805 20 10 |
MA |
73,3 |
ZZ |
73,3 |
|
0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90 |
IL |
78,4 |
JM |
134,7 |
|
MA |
57,0 |
|
TR |
86,1 |
|
ZZ |
89,1 |
|
0805 50 10 |
TR |
53,7 |
ZZ |
53,7 |
|
0808 10 80 |
CA |
124,6 |
CN |
113,3 |
|
MK |
23,6 |
|
US |
143,9 |
|
ZA |
93,2 |
|
ZZ |
99,7 |
|
0808 30 90 |
CN |
74,1 |
US |
114,4 |
|
ZZ |
94,3 |
(1) Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».
14.1.2012 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 12/24 |
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 31/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Ιανουαρίου 2012
για τον καθορισμό των εισαγωγικών δασμών στον τομέα των σιτηρών οι οποίοι εφαρμόζονται από τις 16 Ιανουαρίου 2012
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (1),
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 642/2010 της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους εισαγωγικούς δασμούς στον τομέα των σιτηρών (2), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 1,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Το άρθρο 136 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 προβλέπει ότι, για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1001 19 00, 1001 11 00, ex 1001 91 20 (σιτάρι μαλακό, για σπορά), ex 1001 99 00 (σιτάρι μαλακό, εκλεκτής ποιότητας, εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά), 1002 10 00, 1002 90 00, 1005 10 90, 1005 90 00, 1007 10 90 και 1007 90 00, ο εισαγωγικός δασμός ισούται με την τιμή παρέμβασης που ισχύει για τα προϊόντα αυτά κατά την εισαγωγή τους, προσαυξημένη κατά 55 % μείον την τιμή εισαγωγής cif που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο φορτίο. Ωστόσο, ο δασμός αυτός δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον συντελεστή δασμού του κοινού δασμολογίου. |
(2) |
Το άρθρο 136 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 προβλέπει ότι, για τον υπολογισμό του εισαγωγικού δασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, καθορίζονται σε τακτικά διαστήματα αντιπροσωπευτικές τιμές εισαγωγής cif για τα προϊόντα αυτά. |
(3) |
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 642/2010, η τιμή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του εισαγωγικού δασμού για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1001 19 00, 1001 11 00, ex 1001 91 20 (σιτάρι μαλακό, για σπορά), ex 1001 99 00 (σιτάρι μαλακό, εκλεκτής ποιότητας, εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά), 1002 10 00, 1002 90 00, 1005 10 90, 1005 90 00, 1007 10 90 και 1007 90 00, είναι η ημερήσια αντιπροσωπευτική τιμή εισαγωγής cif η οποία ορίζεται βάσει της μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού. |
(4) |
Είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι εισαγωγικοί δασμοί για την περίοδο από τις 16 Ιανουαρίου 2012, οι οποίοι θα ισχύουν έως τον εκ νέου καθορισμό τους. |
(5) |
Λόγω της ανάγκης να διασφαλιστεί η εφαρμογή του εν λόγω μέτρου το ταχύτερο δυνατόν μετά τη διάθεση των επικαιροποιημένων στοιχείων, κρίνεται σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Από τις 16 Ιανουαρίου 2012, οι εισαγωγικοί δασμοί στον τομέα των σιτηρών, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, καθορίζονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού βάσει των στοιχείων του παραρτήματος II.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Ιανουαρίου 2012.
Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,
José Manuel SILVA RODRÍGUEZ
Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης
(1) ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.
(2) ΕΕ L 187 της 21.7.2010, σ. 5.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Εισαγωγικοί δασμοί για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, οι οποίοι εφαρμόζονται από τη 16η Ιανουαρίου 2012
Κωδικός ΣΟ |
Περιγραφή των εμπορευμάτων |
Εισαγωγικός δασμός (1) (EUR/t) |
1001 19 00 1001 11 00 |
σκληρό εκλεκτής ποιότητας |
0,00 |
μέσης ποιότητας |
0,00 |
|
βασικής ποιότητας |
0,00 |
|
ex 1001 91 20 |
μαλακό, για σπορά |
0,00 |
ex 1001 99 00 |
μαλακό εκλεκτής ποιότητας, εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά |
0,00 |
1002 10 00 1002 90 00 |
|
0,00 |
1005 10 90 |
για σπορά, εκτός από το υβρίδιο |
0,00 |
1005 90 00 |
, εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά |
0,00 |
1007 10 90 1007 90 00 |
σε κόκκους, εκτός από το υδρίδιο που προορίζεται για σπορά |
0,00 |
(1) Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 642/2010, ο εισαγωγέας μπορεί να τύχει μείωσης των δασμών κατά:
— |
3 ευρώ/τόνο, εάν το λιμάνι εκφόρτωσης βρίσκεται στη Μεσόγειο Θάλασσα (πέρα από τα στενά του Γιβραλτάρ) ή στον Εύξεινο Πόντο, εάν τα εμπορεύματα φθάνουν στην Ένωση από τον Ατλαντικό Ωκεανό ή μέσω της διώρυγας του Σουέζ, |
— |
2 ευρώ/τόνο, εάν το λιμάνι εκφόρτωσης βρίσκεται στη Δανία, στην Εσθονία, στην Ιρλανδία, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή από την πλευρά του Ατλαντικού της Ιβηρικής Χερσονήσου, εάν τα εμπορεύματα φθάνουν στην Ένωση από τον Ατλαντικό Ωκεανό. |
(2) Ο εισαγωγέας μπορεί να τύχει κατ’ αποκοπή μείωσης 24 ευρώ ανά τόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (EE) αριθ. 642/2010.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Στοιχεία υπολογισμού των δασμών που καθορίζονται στο παράρτημα I
30.12.2011-12.1.2012
1. |
Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 642/2010:
|
2. |
Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 642/2010:
|
(1) Θετική πριμοδότηση 14 ευρώ/τόνο ενσωματωμένη [άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 642/2010].
(2) Αρνητική πριμοδότηση 10 ευρώ/τόνο [άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 642/2010].
(3) Αρνητική πριμοδότηση 30 ευρώ/τόνο [άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 642/2010].