ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2011.055.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 55

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
28 Φεβρουαρίου 2011


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή

13

Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

19

Δηλώσεις της Επιτροπής

19

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.2.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 55/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 181/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Φεβρουαρίου 2011

για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 91 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, βάσει του κοινού σχεδίου που ενέκρινε η επιτροπή συνδιαλλαγής την … (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η δράση της Ένωσης στον τομέα των μεταφορών με λεωφορεία και πούλμαν θα πρέπει να αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών, εφάμιλλου με άλλους τρόπους μεταφοράς, ανεξαρτήτως του τόπου ταξιδίου. Συν τοις άλλοις, πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών εν γένει.

(2)

Δεδομένου ότι ο επιβάτης λεωφορείου ή πούλμαν είναι το ασθενέστερο μέρος της σύμβασης μεταφοράς, πρέπει να παρέχεται σε όλους τους επιβάτες ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας.

(3)

Στο πλαίσιο των μέτρων της ΕΕ που αποσκοπούν στη βελτίωση των δικαιωμάτων των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες αυτού του κλάδου μεταφορών που περιλαμβάνει κυρίως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

(4)

Οι επιβάτες και, τουλάχιστον, τα πρόσωπα τα οποία εκ του νόμου συντηρούνται ή θα έπρεπε να συντηρούνται από τους επιβάτες θα πρέπει να έχουν δικαίωμα επαρκούς προστασίας σε περίπτωση ατυχημάτων που συμβαίνουν κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν, λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (3).

(5)

Κατά την επιλογή της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας όσον αφορά την αποζημίωση για θάνατο, περιλαμβανομένων εύλογων εξόδων κηδείας, ή για τραυματισμό, καθώς και για απώλεια ή φθορά αποσκευών που προκαλείται από ατύχημα το οποίο συμβαίνει κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II») (4) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (5).

(6)

Οι επιβάτες, πέραν της αποζημίωσης που δικαιούνται, σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού ή απώλειας ή φθοράς των αποσκευών τους που προκαλείται από ατύχημα το οποίο συμβαίνει κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν, θα πρέπει να δικαιούνται επίσης συνδρομή για την κάλυψη των άμεσων πρακτικών αναγκών τους μετά το ατύχημα. Η συνδρομή αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει, όπου χρειάζεται, πρώτες βοήθειες, παροχή καταλύματος, σίτιση, παροχή ρουχισμού και μεταφορά.

(7)

Οι υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία και πούλμαν θα πρέπει να προσφέρονται προς όφελος των πολιτών εν γένει. Κατά συνέπεια, τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, ανεξαρτήτως του αν αυτή οφείλεται σε αναπηρία, στην ηλικία ή σε οποιονδήποτε άλλον παράγοντα, θα πρέπει να έχουν δυνατότητες να χρησιμοποιούν υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία και πούλμαν εφάμιλλες με τις δυνατότητες των άλλων πολιτών. Τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους λοιπούς πολίτες στην ελεύθερη κυκλοφορία, στην ελευθερία επιλογής και στην ίση μεταχείριση.

(8)

Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 9 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και προκειμένου να δοθούν στα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα ευκαιρίες μετακίνησης με λεωφορεία και πούλμαν εφάμιλλες με εκείνες των άλλων πολιτών, πρέπει να καθοριστούν κανόνες για την αποφυγή διακρίσεων και την παροχή συνδρομής κατά το ταξίδι τους. Επομένως, τα άτομα αυτά θα πρέπει να γίνονται δεκτά για μεταφορά χωρίς η αναπηρία τους ή η μειωμένη τους κινητικότητα να συνιστούν λόγο άρνησης της μεταφοράς τους, εκτός αν υπάρχουν αιτιολογημένοι λόγοι που σχετίζονται με λόγους υγείας και ασφάλειας ή με το σχεδιασμό των οχημάτων ή την υποδομή. Στο πλαίσιο της σχετικής νομοθεσίας για την προστασία των εργαζομένων, τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα παροχής συνδρομής στους τερματικούς σταθμούς και επί των οχημάτων. Για λόγους κοινωνικής ένταξης, η συνδρομή θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν. Οι μεταφορείς θα πρέπει να καθορίσουν τις συνθήκες πρόσβασης χρησιμοποιώντας κατά προτίμηση το ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης.

(9)

Όταν αποφασίζουν τον σχεδιασμό νέων τερματικών σταθμών, καθώς και σε περιπτώσεις εκτενών εργασιών ανακαίνισης, οι φορείς διαχείρισης των τερματικών σταθμών θα πρέπει να προσπαθούν να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του «σχεδιασμού για όλους». Εν πάση περιπτώσει, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών θα πρέπει να καθορίζουν σημεία όπου τα εν λόγω άτομα μπορούν να γνωστοποιούν την άφιξή τους και να ζητούν συνδρομή.

(10)

Επίσης, με την επιφύλαξη της κείμενης ή μελλοντικής νομοθεσίας για τις τεχνικές απαιτήσεις που ισχύουν για τα λεωφορεία και τα πούλμαν, οι μεταφορείς θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω ανάγκες όταν αποφασίζεται ο εξοπλισμός νέων και πρόσφατα ανακαινισμένων οχημάτων.

(11)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να βελτιώσουν την υφιστάμενη υποδομή, όπου απαιτείται, προκειμένου να δοθεί στους μεταφορείς η δυνατότητα να διασφαλίζουν την πρόσβαση ατόμων με αναπηρία και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα και να παρέχουν την κατάλληλη συνδρομή.

(12)

Το προσωπικό θα πρέπει να έχει εκπαιδευθεί κατάλληλα ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών τίτλων των οδηγών, θα μπορούσε να παρέχεται κατάρτιση που να ευαισθητοποιεί τους οδηγούς σε θέματα αναπηρίας στο πλαίσιο της αρχικής επιμόρφωσης ή της περιοδικής κατάρτισης κατά την οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών (6). Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνοχή μεταξύ της εισαγωγής των απαιτήσεων κατάρτισης και των προθεσμιών που ορίζονται σε αυτές τις οδηγίες, θα πρέπει να δοθεί δυνατότητα εξαίρεσης για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

(13)

Θα πρέπει να ζητηθεί η γνώμη ή η συμμετοχή των οργανώσεων που εκπροσωπούν άτομα με αναπηρία ή άτομα με μειωμένη κινητικότητα στην προετοιμασία του περιεχομένου της κατάρτισης σε θέματα αναπηρίας.

(14)

Τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν θα πρέπει να περιλαμβάνουν την πληροφόρησή τους σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες, πριν από το ταξίδι και κατά τη διάρκειά του. Όλες οι βασικές πληροφορίες που παρέχονται στους επιβάτες λεωφορείων και πούλμαν θα πρέπει επίσης να παρέχονται, κατόπιν αιτήματος, σε εναλλακτική μορφή, προσιτή σε άτομα με αναπηρία και σε άτομα με μειωμένη κινητικότητα, όπως μεγάλα στοιχεία, απλή γλώσσα, γλώσσα Braille, ηλεκτρονικές ανακοινώσεις προσβάσιμες με κατάλληλη προσαρμοσμένη τεχνολογία ή ταινίες ήχου.

(15)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να περιορίζει το δικαίωμα των μεταφορέων να ζητούν αποζημίωση από οποιονδήποτε, ακόμη και τρίτο, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

(16)

Θα πρέπει να περιοριστεί η ταλαιπωρία την οποία υφίστανται οι επιβάτες, εξαιτίας της ματαίωσης ή της σημαντικής καθυστέρησης του ταξιδιού τους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να παρέχεται στους επιβάτες που αναχωρούν από τερματικούς σταθμούς κατάλληλη φροντίδα και ενημέρωση κατά τρόπο προσβάσιμο σε όλους. Επίσης, οι επιβάτες θα πρέπει να μπορούν να ακυρώνουν το ταξίδι τους και να τους επιστρέφεται το αντίτιμο του εισιτηρίου ή να συνεχίζουν το ταξίδι τους ή να τους προσφέρεται μεταφορά με άλλο δρομολόγιο υπό ικανοποιητικές συνθήκες. Εάν οι μεταφορείς δεν παρέχουν στους επιβάτες την αναγκαία συνδρομή, οι επιβάτες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης.

(17)

Με τη σύμπραξη των ενδιαφερομένων, των επαγγελματικών ενώσεων και των σωματείων πελατών, επιβατών, ατόμων με αναπηρία και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα, οι μεταφορείς θα πρέπει να συνεργάζονται για τη θέσπιση ρυθμίσεων σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι ρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στη βελτίωση της ενημέρωσης, της φροντίδας και της συνδρομής που παρέχονται στους επιβάτες εφόσον διακοπεί το ταξίδι τους, ιδίως δε σε περίπτωση μακράς καθυστέρησης ή ματαίωσης του ταξιδιού, με ιδιαίτερη έμφαση στους επιβάτες με ειδικές ανάγκες λόγω αναπηρίας, μειωμένης κινητικότητας, ασθένειας, προχωρημένης ηλικίας και εγκυμοσύνης, συμπεριλαμβανομένων των συνοδών και των επιβατών που ταξιδεύουν με μικρά παιδιά. Οι εθνικές αρχές επιβολής του νόμου θα πρέπει να ενημερώνονται για αυτές τις ρυθμίσεις.

(18)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα των επιβατών που έχουν καθιερωθεί με την οδηγία 90/314/ΕΟΚ, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (7). Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ένα οργανωμένο ταξίδι ματαιώνεται για λόγους άλλους από τη ματαίωση της μεταφοράς με λεωφορείο ή πούλμαν.

(19)

Οι επιβάτες θα πρέπει να ενημερώνονται πλήρως για τα δικαιώματά τους, που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ούτως ώστε να μπορούν να τα ασκούν αποτελεσματικά.

(20)

Οι επιβάτες θα πρέπει να μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους μέσω κατάλληλων διαδικασιών υποβολής καταγγελιών, που θέτουν στη διάθεσή τους οι μεταφορείς ή, ανάλογα με την περίπτωση, με την υποβολή καταγγελιών στον φορέα ή τους φορείς που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτό από το εκάστοτε κράτος μέλος.

(21)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό και να ορίσουν αρμόδιο φορέα ή φορείς που να ασκεί καθήκοντα εποπτείας και επιβολής. Εν προκειμένω, δεν θίγεται το δικαίωμα των επιβατών να ασκούν ένδικα μέσα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(22)

Λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη για την υποβολή καταγγελιών, οι καταγγελίες που αφορούν τη συνδρομή θα πρέπει να απευθύνονται κατά προτίμηση στον εθνικό φορέα ή τους φορείς που έχουν ορισθεί για να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το σημείο επιβίβασης ή αποβίβασης.

(23)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προάγουν τη χρήση των δημόσιων μεταφορικών μέσων και τη χρήση ολοκληρωμένων πληροφοριών και ενιαίων εισιτηρίων, με σκοπό να βελτιστοποιήσουν τη χρήση και τη διαλειτουργικότητα των διάφορων τρόπων μεταφοράς και μεταφορέων.

(24)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τις επιβλητέες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίσουν την επιβολή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(25)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η διασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου προστασίας και συνδρομής των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν σε όλα τα κράτη μέλη, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(26)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (8).

(27)

Η επιβολή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να βασίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») (9). Επομένως, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(28)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (10) και την οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών (11),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για τις μεταφορές με λεωφορεία και πούλμαν όσον αφορά τα εξής:

α)

την αποφυγή διακρίσεων μεταξύ των επιβατών, όσον αφορά τους όρους μεταφοράς που προσφέρονται από τους μεταφορείς·

β)

τα δικαιώματα των επιβατών σε περίπτωση ατυχημάτων που συμβαίνουν κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν και έχουν ως αποτέλεσμα το θάνατο ή τραυματισμό επιβατών ή την απώλεια ή φθορά των αποσκευών τους·

γ)

την αποφυγή διακρίσεων και την υποχρεωτική παροχή συνδρομής σε άτομα με αναπηρία και σε άτομα με μειωμένη κινητικότητα·

δ)

τα δικαιώματα των επιβατών σε περιπτώσεις ματαίωσης ή καθυστέρησης·

ε)

τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους επιβάτες·

στ)

τη διεκπεραίωση καταγγελιών·

ζ)

τους γενικούς κανόνες επιβολής της νομοθεσίας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε επιβάτες που ταξιδεύουν σε τακτικές γραμμές για μη καθορισμένες κατηγορίες επιβατών, όταν το σημείο επιβίβασης ή αποβίβασης των επιβατών βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους και όταν η προγραμματισμένη απόσταση της γραμμής είναι τουλάχιστον 250 χιλιόμετρα.

2.   Όσον αφορά τις γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αλλά σε περίπτωση που η προγραμματισμένη απόσταση είναι μικρότερη από 250 χιλιόμετρα, ισχύουν το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 9, το άρθρο 10 παράγραφος 1, το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 16 παράγραφος 2, το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 24 έως 28.

3.   Επιπλέον, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους επιβάτες των έκτακτων γραμμών, όταν το αρχικό σημείο επιβίβασης ή το τελικό σημείο αποβίβασης των επιβατών βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, εκτός από τα άρθρα 9 έως 16, το άρθρο 17 παράγραφος 3 και τα κεφάλαια IV, V και VI.

4.   Εκτός των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 9, του άρθρου 10 παράγραφος 1, του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 16 παράγραφος 2, του άρθρου 17 παράγραφοι 1 και 2 και των άρθρων 24 έως 28, τα κράτη μέλη δύνανται, με διαφάνεια και αμεροληψία, να εξαιρούν τις τακτικές γραμμές εσωτερικού από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Τέτοιες εξαιρέσεις μπορούν να χορηγούνται από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, το οποίο μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν, με διαφάνεια και αμεροληψία, να εξαιρούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού συγκεκριμένες τακτικές γραμμές, επειδή σημαντικό μέρος αυτών των τακτικών γραμμών, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον μιας προγραμματισμένης στάσης, πραγματοποιείται εκτός της Ένωσης. Οι εξαιρέσεις αυτές μπορούν να ανανεωθούν άπαξ.

6.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις εξαιρέσεις διαφόρων τύπων υπηρεσιών που χορηγούνται δυνάμει των παραγράφων 4 και 5. Η Επιτροπή δρα αναλόγως εφόσον θεωρηθεί ότι τυχόν εξαίρεση δεν συνάδει προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Έως τις 2 Μαρτίου 2018, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για τις εξαιρέσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει των παραγράφων 4 και 5.

7.   Κανένα στοιχείο του παρόντος κανονισμού δεν νοείται ότι αντιβαίνει ή ότι εισάγει απαιτήσεις επιπλέον των προβλεπόμενων στην ισχύουσα νομοθεσία σχετικά με τις τεχνικές απαιτήσεις για τα λεωφορεία ή πούλμαν ή την υποδομή ή τον εξοπλισμό στις στάσεις λεωφορείων και στους τερματικούς σταθμούς.

8.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα δικαιώματα των επιβατών δυνάμει της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που μία οργανωμένη περιήγηση, όπως αναφέρεται στην εν λόγω οδηγία, ακυρώνεται για άλλους λόγους εκτός της ματαίωσης τακτικής γραμμής.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«τακτικές γραμμές», οι γραμμές με τις οποίες μεταφέρονται επιβάτες με λεωφορεία ή πούλμαν, με καθορισμένη συχνότητα και σε συγκεκριμένες διαδρομές, κατά τις οποίες οι επιβάτες μπορούν να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται από το όχημα σε προκαθορισμένα σημεία στάσης·

β)

«έκτακτες γραμμές», οι γραμμές οι οποίες δεν εμπίπτουν στον ορισμό των τακτικών γραμμών και των οποίων το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεταφορά με λεωφορεία ή πούλμαν ομάδων επιβατών που έχουν συσταθεί κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή του ίδιου του μεταφορέα·

γ)

«σύμβαση μεταφοράς», η σύμβαση μεταφοράς μεταξύ του μεταφορέα και του επιβάτη, για την παροχή μιας ή περισσότερων τακτικών ή έκτακτων υπηρεσιών·

δ)

«εισιτήριο», έγκυρο έγγραφο ή άλλο τεκμήριο σύμβασης μεταφοράς·

ε)

«μεταφορέας», φυσικό ή νομικό πρόσωπο, άλλο από τον διοργανωτή ταξιδίων, τον ταξιδιωτικό πράκτορα ή τον πωλητή εισιτηρίων, το οποίο προσφέρει στο κοινό υπηρεσίες μεταφοράς με τακτικές ή έκτακτες γραμμές·

στ)

«πραγματικός μεταφορέας», φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαφορετικό από τον μεταφορέα, το οποίο εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος αυτής·

ζ)

«πωλητής εισιτηρίων», κάθε μεσάζων που συνάπτει συμβάσεις μεταφοράς για λογαριασμό του μεταφορέα·

η)

«ταξιδιωτικός πράκτορας», κάθε μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό επιβάτη με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων μεταφοράς·

θ)

«διοργανωτής ταξιδίων», ο διοργανωτής ή ο πωλητής, πλην του μεταφορέα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ·

ι)

«άτομο με αναπηρία» ή «άτομο με μειωμένη κινητικότητα», οποιοδήποτε άτομο, η κινητικότητα του οποίου είναι μειωμένη κατά τη χρήση μεταφορικών μέσων, λόγω οποιασδήποτε σωματικής αναπηρίας (αισθητήριας ή κινητικής, μόνιμης ή προσωρινής), διανοητικής αναπηρίας ή αδυναμίας ή λόγω οποιασδήποτε άλλης αιτίας ανικανότητας ή λόγω ηλικίας και η κατάσταση του οποίου απαιτεί κατάλληλη προσοχή και προσαρμογή των προσφερόμενων σε όλους τους επιβάτες υπηρεσιών στις ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου αυτού·

ια)

«συνθήκες πρόσβασης», κατάλληλοι κανόνες, οδηγίες και πληροφόρηση σχετικά με την προσπελασιμότητα των λεωφορείων και/ή των καθορισμένων τερματικών σταθμών, καθώς και των εγκαταστάσεών τους για τα άτομα με αναπηρία ή τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα·

ιβ)

«κράτηση», η κράτηση θέσης σε λεωφορείο ή πούλμαν σε χρονικώς συγκεκριμένη αναχώρηση τακτικής γραμμής·

ιγ)

«τερματικός σταθμός», επανδρωμένος τερματικός σταθμός, όπου σύμφωνα με το καθορισμένο δρομολόγιο μια τακτική γραμμή είναι προγραμματισμένη να σταματήσει για την επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών και όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις όπως θυρίδα ελέγχου εισιτηρίων, αίθουσα αναμονής ή γραφείο έκδοσης εισιτηρίων·

ιδ)

«στάση λεωφορείου», οποιοδήποτε σημείο εκτός τερματικού σταθμού, όπου σύμφωνα με το καθορισμένο δρομολόγιο μια τακτική γραμμή είναι προγραμματισμένη να σταματήσει για την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών·

ιε)

«φορέας διαχείρισης τερματικού σταθμού», ο οργανωτικός φορέας σε ένα κράτος μέλος ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση συγκεκριμένου τερματικού σταθμού·

ιστ)

«ματαίωση», η μη εκτέλεση μιας προγραμματισμένης τακτικής γραμμής·

ιζ)

«καθυστέρηση», η διαφορά μεταξύ της προγραμματισμένης ώρας αναχώρησης της τακτικής γραμμής σύμφωνα με τα δημοσιευμένα ωράρια και της πραγματικής ώρας αναχώρησής της.

Άρθρο 4

Εισιτήρια και όροι συμβάσεων χωρίς διακρίσεις

1.   Οι μεταφορείς εκδίδουν εισιτήριο στον επιβάτη, εκτός εάν άλλα έγγραφα αποτελούν έγκυρο τίτλο μεταφοράς. Επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού εισιτηρίου.

2.   Υπό την επιφύλαξη κομίστρων κοινωνικού χαρακτήρα, οι όροι σύμβασης και τα κόμιστρα που εφαρμόζονται από τους μεταφορείς προσφέρονται στο ευρύ κοινό χωρίς καμία άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω της εθνικότητας του τελικού πελάτη ή λόγω του τόπου εγκατάστασης των μεταφορέων ή των πωλητών εισιτηρίων εντός της Ένωσης.

Άρθρο 5

Ανάθεση της εκτέλεσης υποχρεώσεων σε τρίτους

1.   Αν η εκτέλεση των υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού έχει ανατεθεί σε πραγματικό μεταφορέα, πωλητή εισιτηρίων ή άλλο πρόσωπο, ο μεταφορέας, ο ταξιδιωτικός πράκτορας, ο διοργανωτής ταξιδιών ή ο φορέας διαχείρισης τερματικού σταθμού που έχει αναθέσει αυτές τις υποχρεώσεις παραμένει υπόλογος για τις πράξεις και παραλείψεις του εν λόγω πραγματικού μεταφορέα.

2.   Επιπλέον, το πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση υποχρέωσης από τον μεταφορέα, τον ταξιδιωτικό πράκτορα, τον διοργανωτή ταξιδιών ή τον φορέα διαχείρισης τερματικού σταθμού υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την υποχρέωση που του ανατέθηκε.

Άρθρο 6

Αποκλεισμός αποποίησης

1.   Δεν επιτρέπεται περιορισμός ή αποποίηση των βάσει του παρόντος κανονισμού υποχρεώσεων προς τους επιβάτες, ιδίως με ρήτρα περιορισμού ή παρέκκλισης στη σύμβαση μεταφοράς.

2.   Οι μεταφορείς δύνανται να προσφέρουν όρους σύμβασης ευνοϊκότερους για τον επιβάτη από τους όρους που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 7

Θάνατος ή τραυματισμός επιβατών και απώλεια ή φθορά αποσκευών

1.   Οι επιβάτες, σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, δικαιούνται αποζημίωση για θάνατο, περιλαμβανομένων των εύλογων εξόδων κηδείας, ή τραυματισμό, καθώς και για απώλεια ή φθορά αποσκευών λόγω ατυχημάτων που συμβαίνουν κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν. Σε περίπτωση θανάτου επιβάτη, το δικαίωμα αυτό ισχύει τουλάχιστον για τα πρόσωπα τα οποία εκ του νόμου συντηρούνται ή θα έπρεπε να συντηρούνται από τον επιβάτη.

2.   Το ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Το ανώτατο όριο που ενδεχομένως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο για την αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού και απώλειας ή φθοράς αποσκευών, δεν μπορεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να είναι κατώτερο από:

α)

220 000 EUR ανά επιβάτη,

β)

1 200 EUR ανά δέμα αποσκευών. Σε περίπτωση φθοράς αναπηρικών αμαξιδίων, άλλου εξοπλισμού μετακίνησης ή βοηθητικού εξοπλισμού, το ποσό της αποζημίωσης ισούται πάντα με τη δαπάνη αντικατάστασης ή επισκευής του εξοπλισμού που απωλέσθηκε ή υπέστη φθορά.

Άρθρο 8

Άμεσες πρακτικές ανάγκες των επιβατών

Σε περίπτωση ατυχήματος το οποίο συμβαίνει κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν, ο μεταφορέας παρέχει εύλογη και ανάλογη συνδρομή για την κάλυψη των άμεσων πρακτικών αναγκών των επιβατών μετά το ατύχημα. Η συνδρομή αυτή περιλαμβάνει, εφόσον απαιτείται, παροχή καταλύματος, σίτιση, παροχή ρουχισμού, μεταφορά και παροχή πρώτων βοηθειών. Καμία συνδρομή που παρασχέθηκε δεν συνιστά αναγνώριση ευθύνης.

Για κάθε επιβάτη, ο μεταφορέας μπορεί να περιορίσει το συνολικό κόστος παροχής καταλύματος σε 80 EUR ανά διανυκτέρευση και για δύο διανυκτερεύσεις το πολύ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΌΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 9

Δικαίωμα μεταφοράς

1.   Οι μεταφορείς, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι διοργανωτές ταξιδίων δεν αρνούνται να δεχθούν κράτηση, να εκδώσουν ή να παράσχουν κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο σε, ή να επιβιβάσουν, άτομα λόγω αναπηρίας ή μειωμένης κινητικότητας.

2.   Η κράτηση και η χορήγηση εισιτηρίων σε άτομα με αναπηρία ή άτομα με μειωμένη κινητικότητα πραγματοποιείται χωρίς επιπλέον κόστος.

Άρθρο 10

Εξαιρέσεις και ειδικοί όροι

1.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1, οι μεταφορείς, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι διοργανωτές ταξιδίων μπορούν να αρνούνται να δεχθούν κράτηση, να εκδώσουν ή να παράσχουν κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο σε, ή να επιβιβάσουν, άτομα λόγω αναπηρίας ή μειωμένης κινητικότητας:

α)

για να συμμορφωθούν προς τις ισχύουσες απαιτήσεις ασφαλείας που ορίζει το διεθνές, ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, ή τις απαιτήσεις υγείας και ασφαλείας που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές·

β)

όταν ο σχεδιασμός του οχήματος ή η υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των στάσεων λεωφορείων και των τερματικών σταθμών, καθιστά αδύνατο να πραγματοποιηθεί η επιβίβαση, η αποβίβαση ή η μεταφορά του ατόμου με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα κατά τρόπο ασφαλή και λειτουργικά εφικτό.

2.   Εφόσον αρνούνται να δεχθούν κράτηση, να εκδώσουν ή να παράσχουν κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο για τους λόγους που σημειώνονται στην παράγραφο 1, οι μεταφορείς, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι διοργανωτές ταξιδιών ενημερώνουν τον ενδιαφερόμενο αποδέκτη σχετικά με οιαδήποτε εναλλακτική υπηρεσία μεταφοράς που διενεργείται από τον μεταφορέα.

3.   Εάν άτομο με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα έχει κράτηση ή εισιτήριο και συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 14 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παρά ταύτα δεν έγινε δεκτό προς επιβίβαση λόγω της αναπηρίας ή της μειωμένης κινητικότητάς του, τότε στο πρόσωπο αυτό, καθώς και σε κάθε άτομο που το συνοδεύει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, πρέπει να δίδεται το δικαίωμα να επιλέξει:

α)

είτε την επιστροφή των χρημάτων του και, εάν συντρέχει περίπτωση, δωρεάν υπηρεσία επιστροφής στο αρχικό σημείο αναχώρησης, όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς, το ταχύτερο δυνατόν· και

β)

πλην των περιπτώσεων όπου αυτό δεν είναι εφικτό, τη συνέχιση του ταξιδιού ή τη μεταφορά με άλλο δρομολόγιο μέσω εύλογων εναλλακτικών υπηρεσιών μεταφοράς προς τον τόπο προορισμού όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς.

Το δικαίωμα επιστροφής των χρημάτων που κατεβλήθησαν για το εισιτήριο δεν θίγεται από την παράλειψη κοινοποίησης βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 1 στοιχείο α).

4.   Εάν μεταφορέας, ταξιδιωτικός πράκτορας ή διοργανωτής ταξιδιών αρνηθεί να δεχθεί κράτηση, να εκδώσει ή να παράσχει κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο ή να επιβιβάσει άτομο λόγω αναπηρίας ή μειωμένης κινητικότητας για τους λόγους που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, το άτομο αυτό μπορεί να ζητήσει να συνοδευτεί από άλλο άτομο της επιλογής του το οποίο δύναται να του παράσχει τη συνδρομή που χρειάζεται, ώστε να εκλείψουν οι λόγοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Ο συνοδός μεταφέρεται δωρεάν και, όταν είναι εφικτό, του παραχωρείται θέση δίπλα στο άτομο με αναπηρία ή το άτομο με μειωμένη κινητικότητα.

5.   Όταν ο μεταφορέας, ο ταξιδιωτικός πράκτορας ή ο διοργανωτής ταξιδιών κάνει χρήση της παραγράφου 1, ενημερώνει αμέσως για τους λόγους το ενδιαφερόμενο άτομο με αναπηρία ή άτομο με μειωμένη κινητικότητα και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, ενημερώνει το εν λόγω άτομο γραπτώς εντός πέντε εργασίμων ημερών από την υποβολή του αιτήματος.

Άρθρο 11

Προσβασιμότητα και πληροφόρηση

1.   Σε συνεργασία με αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των ατόμων με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα, οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, ενδεχομένως μέσω των οργανώσεών τους, δημιουργούν, ή διατηρούν, συνθήκες πρόσβασης χωρίς διακρίσεις για τη μεταφορά ατόμων με αναπηρία και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα.

2.   Οι συνθήκες πρόσβασης κατά την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου του κειμένου των διατάξεων διεθνούς, ενωσιακού και εθνικού δικαίου που ορίζουν τις απαιτήσεις ασφαλείας, στις οποίες βασίζονται οι εν λόγω συνθήκες πρόσβασης χωρίς διακρίσεις, γνωστοποιούνται από τους μεταφορείς και τους φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών άμεσα ή μέσω του διαδικτύου, σε προσιτή μορφή κατόπιν σχετικού αιτήματος, και στις ίδιες γλώσσες στις οποίες διατίθενται εν γένει οι πληροφορίες σε όλους τους επιβάτες. Κατά την παροχή των πληροφοριών λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα.

3.   Οι διοργανωτές ταξιδιών γνωστοποιούν τις συνθήκες πρόσβασης που προβλέπονται στην παράγραφο 1 οι οποίες ισχύουν για διαδρομές που περιλαμβάνονται σε οργανωμένα ταξίδια, οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, τις οποίες οργανώνουν, πωλούν ή προσφέρουν προς πώληση.

4.   Οι πληροφορίες για τις συνθήκες πρόσβασης κατά τις παραγράφους 2 και 3 διανέμονται στον επιβάτη εάν το ζητήσει.

5.   Οι μεταφορείς, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι διοργανωτές ταξιδιών μεριμνούν ώστε όλες οι σχετικές γενικές πληροφορίες για το ταξίδι και τους όρους μεταφοράς να είναι διαθέσιμες, σε κατάλληλη και προσιτή μορφή για τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των κρατήσεων και των πληροφοριών μέσω διαδικτύου. Οι πληροφορίες διανέμονται στον επιβάτη εάν το ζητήσει.

Άρθρο 12

Καθορισμός τερματικών σταθμών

Τα κράτη μέλη ορίζουν τερματικούς σταθμούς λεωφορείων και πούλμαν στους οποίους παρέχεται συνδρομή σε άτομα με αναπηρία και σε άτομα με μειωμένη κινητικότητα. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά. Η Επιτροπή δημοσιεύει στο διαδίκτυο κατάλογο των καθορισμένων τερματικών σταθμών λεωφορείων και πούλμαν.

Άρθρο 13

Δικαίωμα παροχής συνδρομής σε καθορισμένους τερματικούς σταθμούς και επί λεωφορείων και πούλμαν

1.   Με την επιφύλαξη των όρων πρόσβασης που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών παρέχουν στους καθορισμένους από τα κράτη μέλη τερματικούς σταθμούς, στο πλαίσιο των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους, δωρεάν συνδρομή η οποία αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον στην έκταση που καθορίζεται στο παράρτημα I μέρος α) στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα.

2.   Με την επιφύλαξη των όρων πρόσβασης που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, οι μεταφορείς παρέχουν επί των λεωφορείων και πούλμαν δωρεάν συνδρομή η οποία αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον στην έκταση που καθορίζεται στο παράρτημα I μέρος β) στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα.

Άρθρο 14

Όροι παροχής της συνδρομής

1.   Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών συνεργάζονται για την παροχή συνδρομής σε άτομα με αναπηρία και άτομα με μειωμένη κινητικότητα, εφόσον:

α)

οι μεταφορείς, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες ή οι διοργανωτές ταξιδίων έχουν ειδοποιηθεί ότι το άτομο χρήζει συνδρομής, το αργότερο 36 ώρες πριν από τη στιγμή που απαιτείται η συνδρομή, και

β)

το ενδιαφερόμενο άτομο παρουσιαστεί στο καθορισμένο σημείο:

i)

την ώρα που έχει προκαθορισθεί από τον μεταφορέα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 60 λεπτά πριν από τη γνωστοποιημένη ώρα αναχώρησης, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί βραχύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ μεταφορέα και επιβάτη, ή

ii)

εάν δεν έχει οριστεί ώρα, το αργότερο 30 λεπτά πριν από τη γνωστοποιημένη ώρα αναχώρησης.

2.   Επιπλέον της παραγράφου 1, άτομα με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα κοινοποιούν στον μεταφορέα, τον ταξιδιωτικό πράκτορα ή το διοργανωτή ταξιδίων, κατά τη στιγμή της κράτησης ή προαγοράς του εισιτηρίου, τις ειδικές τους ανάγκες όσον αφορά το κάθισμα, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάγκη είναι γνωστή εκείνη τη στιγμή.

3.   Οι μεταφορείς, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι διοργανωτές ταξιδιών λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διευκόλυνση της παραλαβής ειδοποιήσεων που αποστέλλουν τα άτομα με αναπηρία ή τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα σχετικά με την απαιτούμενη συνδρομή. Η υποχρέωση αυτή ισχύει σε όλους τους καθορισμένους τερματικούς σταθμούς και τα σημεία πώλησης, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης από τηλεφώνου ή μέσω του διαδικτύου.

4.   Εάν δεν υπάρξει σχετική ειδοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) και την παράγραφο 2, οι μεταφορείς, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι διοργανωτές ταξιδιών καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για να εξασφαλίσουν ότι παρέχεται συνδρομή, κατά τρόπον ώστε το άτομο με αναπηρία ή το άτομο με μειωμένη κινητικότητα να είναι σε θέση να επιβιβαστεί κατά την αναχώρηση, να μετεπιβιβαστεί στην ανταπόκριση ή να αποβιβαστεί κατά την άφιξη της γραμμής για την οποία αγόρασε εισιτήριο.

5.   Οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών ορίζουν ένα σημείο εντός ή εκτός των τερματικών σταθμών, όπου τα άτομα με αναπηρία ή τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα μπορούν να γνωστοποιούν την άφιξή τους και να ζητούν συνδρομή. Τα σημεία αυτά επισημαίνονται ευκρινώς και παρέχουν βασικές πληροφορίες για τον τερματικό σταθμό και την παρεχόμενη συνδρομή, σε προσιτή μορφή.

Άρθρο 15

Διαβίβαση πληροφοριών σε τρίτους

Όταν ταξιδιωτικοί πράκτορες ή διοργανωτές ταξιδιών λαμβάνουν κοινοποίηση κατά το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α), διαβιβάζουν, κατά τις κανονικές ώρες λειτουργίας των γραφείων τους, την πληροφορία στον μεταφορέα ή τον φορέα διαχείρισης του τερματικού σταθμού το συντομότερο δυνατόν.

Άρθρο 16

Κατάρτιση

1.   Οι μεταφορείς και, ενδεχομένως, οι φορείς διαχείρισης τερματικού σταθμού θεσπίζουν διαδικασίες κατάρτισης σε θέματα αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένων οδηγιών, και μεριμνούν ώστε:

α)

τα μέλη του προσωπικού τους, εκτός από τους οδηγούς, περιλαμβανομένων των απασχολούμενων από τυχόν άλλα μέρη εκτέλεσης της σύμβασης, τα οποία παρέχουν άμεση συνδρομή σε άτομα με αναπηρία ή άτομα με μειωμένη κινητικότητα, να λαμβάνουν εκπαίδευση ή οδηγίες, όπως περιγράφεται στο παράρτημα II μέρη α) και β)· και

β)

τα μέλη του προσωπικού τους, περιλαμβανομένων των οδηγών, τα οποία έχουν άμεση επαφή με το ταξιδιωτικό κοινό ή με ζητήματα που αφορούν το ταξιδιωτικό κοινό, να λαμβάνουν εκπαίδευση ή οδηγίες, όπως περιγράφεται στο παράρτημα II μέρος α).

2.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη από την 1η Μαρτίου 2013 να χορηγήσει εξαίρεση από την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο β) όσον αφορά την κατάρτιση των οδηγών.

Άρθρο 17

Αποζημίωση για αναπηρικά αμαξίδια και λοιπό εξοπλισμό μετακίνησης

1.   Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών ευθύνονται για απώλεια ή φθορά αναπηρικών αμαξιδίων, άλλου εξοπλισμού μετακίνησης ή βοηθητικού εξοπλισμού. Για την απώλεια ή φθορά καταβάλλεται αποζημίωση από τον μεταφορέα ή τον φορέα διαχείρισης τερματικού σταθμού που είναι υπεύθυνος για την εν λόγω απώλεια ή φθορά.

2.   Η αποζημίωση κατά την παράγραφο 1 ισούται με τη δαπάνη αντικατάστασης ή επισκευής του εξοπλισμού που απωλέσθηκε ή υπέστη φθορά.

3.   Εφόσον απαιτείται, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια να παρασχεθεί ταχέως εξοπλισμός ή συσκευή για προσωρινή αντικατάσταση. Τα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των αναπηρικών αμαξιδίων και άλλου εξοπλισμού μετακίνησης ή βοηθητικού εξοπλισμού είναι, ει δυνατόν, παρεμφερή με τα χαρακτηριστικά αυτών που απωλέσθησαν ή υπέστησαν φθορά.

Άρθρο 18

Εξαιρέσεις

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν τις τακτικές γραμμές εσωτερικού από την εφαρμογή όλων ή ορισμένων από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζουν ότι το επίπεδο προστασίας των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα δυνάμει των εθνικών κανόνων τους είναι τουλάχιστον εφάμιλλο με το προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις εξαιρέσεις που χορηγούνται δυνάμει της παραγράφου 1. Η Επιτροπή δρα αναλόγως εφόσον θεωρηθεί ότι τυχόν εξαίρεση δεν συνάδει προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Έως τις 2 Μαρτίου 2018, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για τις εξαιρέσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει της παραγράφου 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΑΤΑΙΩΣΗΣ Η ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ

Άρθρο 19

Συνέχιση του ταξιδιού, μεταφορά με άλλο δρομολόγιο και επιστροφή χρημάτων

1.   Όταν ο μεταφορέας αναμένει ευλόγως ότι μια τακτική γραμμή θα ματαιωθεί ή θα καθυστερήσει να αναχωρήσει από τερματικό σταθμό για περισσότερο από 120 λεπτά ή στην περίπτωση υπεράριθμων κρατήσεων, προσφέρει αμέσως στον επιβάτη τη δυνατότητα να επιλέξει:

α)

συνέχιση του ταξιδιού ή μεταφορά με άλλο δρομολόγιο στον τελικό προορισμό, χωρίς πρόσθετες δαπάνες και υπό εφάμιλλες συνθήκες μεταφοράς, όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς, το ταχύτερο δυνατόν·

β)

ή επιστροφή του αντίτιμου του εισιτηρίου και, εάν συντρέχει περίπτωση, δωρεάν υπηρεσία επιστροφής με λεωφορείο ή πούλμαν στο αρχικό σημείο αναχώρησης, όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς, το ταχύτερο δυνατόν.

2.   Εάν ο μεταφορέας δεν προσφέρει στον επιβάτη την επιλογή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο επιβάτης έχει δικαίωμα αποζημίωσης ανερχόμενης στο 50 % της τιμής του εισιτηρίου, επιπλέον της επιστροφής χρημάτων κατά την παράγραφο 1 στοιχείο β). Το ποσόν αυτό καταβάλλεται από τον μεταφορέα εντός μηνός από την υποβολή αίτησης αποζημίωσης.

3.   Εφόσον λεωφορείο ή πούλμαν τίθεται εκτός λειτουργίας κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο μεταφορέας μεριμνά είτε για τη συνέχιση της υπηρεσίας με άλλο όχημα από το σημείο όπου ακινητοποιήθηκε το πρώτο όχημα, ή για τη μεταφορά από την τοποθεσία όπου ακινητοποιήθηκε το όχημα σε κατάλληλο χώρο αναμονής ή τερματικό σταθμό από τον οποίο είναι δυνατή η συνέχιση του ταξιδιού.

4.   Όταν τακτική γραμμή ματαιώνεται ή καθυστερεί να αναχωρήσει από στάση λεωφορείου για περισσότερα των 120 λεπτών, οι επιβάτες έχουν το δικαίωμα συνέχισης του ταξιδιού ή μεταφοράς με άλλο δρομολόγιο ή επιστροφής του αντίτιμου του εισιτηρίου εκ μέρους του μεταφορέα, κατά την παράγραφο 1.

5.   Η επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου κατά την παράγραφο 1 στοιχείο β) και την παράγραφο 4 πρέπει να γίνεται εντός δεκατεσσάρων ημερών από την παροχή της δυνατότητας αυτής ή από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος. Η πληρωμή καλύπτει το πλήρες αντίτιμο του εισιτηρίου στην τιμή που αγοράστηκε, για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που δεν πραγματοποιήθηκαν και για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που ήδη πραγματοποιήθηκαν, εάν το ταξίδι δεν εξυπηρετεί πλέον κανέναν σκοπό σε σχέση με το αρχικό ταξιδιωτικό σχέδιο του επιβάτη. Όσον αφορά τις ταξιδιωτικές κάρτες ή τα εισιτήρια απεριορίστων διαδρομών, η πληρωμή πρέπει να ισούται με το ανάλογο τμήμα του συνολικού κόστους της κάρτας ή του εισιτηρίου. Η πληρωμή γίνεται σε μετρητά, εκτός εάν ο επιβάτης δεχθεί την επιστροφή χρημάτων με άλλη μορφή.

Άρθρο 20

Ενημέρωση

1.   Σε περίπτωση ματαίωσης ή καθυστερημένης αναχώρησης τακτικής γραμμής, ο μεταφορέας ή, κατά περίπτωση, ο φορέας διαχείρισης του τερματικού σταθμού, ενημερώνει τους επιβάτες που αναχωρούν από τερματικούς σταθμούς για την κατάσταση το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 30 λεπτά μετά από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, καθώς και για την εκτιμώμενη ώρα αναχώρησης αμέσως μόλις έχει στη διάθεσή του σχετική πληροφορία.

2.   Εάν οι επιβάτες χάσουν γραμμή ανταπόκρισης, σύμφωνα με το ωράριο, λόγω ματαίωσης ή καθυστερημένης αναχώρησης, ο μεταφορέας ή, κατά περίπτωση, ο φορέας διαχείρισης του τερματικού σταθμού καταβάλλει εύλογες προσπάθειες να ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους επιβάτες σχετικά με εναλλακτικές ανταποκρίσεις.

3.   Ο μεταφορέας ή, κατά περίπτωση, ο φορέας διαχείρισης του τερματικού σταθμού μεριμνά ώστε τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα να λαμβάνουν τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 σε προσιτή μορφή.

4.   Εάν είναι εφικτό, οι πληροφορίες που απαιτούνται κατά τις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται ηλεκτρονικά σε όλους τους επιβάτες, περιλαμβανομένων των επιβατών που αναχωρούν από στάσεις λεωφορείου, εντός των χρονικών ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον το έχει ζητήσει ο επιβάτης και έχει κοινοποιήσει στον μεταφορέα τα απαραίτητα στοιχεία επικοινωνίας.

Άρθρο 21

Συνδρομή σε περίπτωση ματαίωσης ή καθυστερημένης αναχώρησης

Για ταξίδι του οποίου η προγραμματισμένη διάρκεια υπερβαίνει τις τρεις ώρες, ο μεταφορέας σε περίπτωση ματαίωσης ή καθυστερημένης άνω των 90 λεπτών αναχώρησης από τερματικό σταθμό, προσφέρει δωρεάν στον επιβάτη:

α)

ελαφρά γεύματα, γεύματα και αναψυκτικά ανάλογα με τον χρόνο αναμονής ή καθυστέρησης, εάν είναι διαθέσιμα επί του λεωφορείου ή στον τερματικό σταθμό ή μπορούν να εξασφαλισθούν ευλόγως·

β)

ξενοδοχειακό ή άλλο κατάλυμα καθώς και συνδρομή για την εξασφάλιση μεταφοράς μεταξύ του τερματικού σταθμού και του τόπου καταλύματος, εφόσον απαιτούνται μία ή περισσότερες διανυκτερεύσεις. Για κάθε επιβάτη, ο μεταφορέας μπορεί να περιορίζει το συνολικό κόστος του καταλύματος, μη συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς από και προς τον τερματικό σταθμό και τον τόπο του καταλύματος, σε 80 ευρώ ανά διανυκτέρευση και για δύο διανυκτερεύσεις κατ’ ανώτατο όριο.

Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο μεταφορέας δίδει ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα, καθώς και των συνοδών τους.

Άρθρο 22

Περαιτέρω αξιώσεις

Καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγει το δικαίωμα των επιβατών να αξιώνουν αποζημίωση βάσει του εθνικού δικαίου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, για ζημία που προκύπτει από ματαίωση ή καθυστέρηση τακτικών γραμμών.

Άρθρο 23

Εξαιρέσεις

1.   Τα άρθρα 19 και 21 δεν εφαρμόζονται για τους επιβάτες με ανοικτά εισιτήρια, εφόσον δεν προσδιορίζεται η ώρα αναχώρησης, εκτός των επιβατών που διαθέτουν ταξιδιωτική κάρτα ή εισιτήριο απεριόριστων διαδρομών.

2.   Το άρθρο 21 στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ο μεταφορέας αποδεικνύει ότι η ματαίωση ή η καθυστέρηση οφείλεται σε ακραίες καιρικές συνθήκες ή μείζονες φυσικές καταστροφές οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ασφαλή λειτουργία γραμμών λεωφορείου ή πούλμαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ

Άρθρο 24

Δικαίωμα σε ταξιδιωτικές πληροφορίες

Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, στο πλαίσιο των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους, παρέχουν στους επιβάτες επαρκείς πληροφορίες, καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ει δυνατόν, οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε προσιτή μορφή εφόσον ζητηθεί.

Άρθρο 25

Ενημέρωση για τα δικαιώματα των επιβατών

1.   Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών μεριμνούν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους, ώστε οι επιβάτες να διαθέτουν κατάλληλες και κατανοητές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που έχουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το αργότερο κατά την αναχώρηση. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στους τερματικούς σταθμούς και, ανάλογα με την περίπτωση, στο διαδίκτυο. Εφόσον ζητηθεί από άτομο με αναπηρία ή άτομο με μειωμένη κινητικότητα, οι πληροφορίες παρέχονται, ει δυνατόν, σε προσιτή μορφή. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τα στοιχεία επικοινωνίας του φορέα ή των φορέων ελέγχου της εφαρμογής, οι οποίοι ορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

2.   Προκειμένου να συμμορφωθούν προς την υποχρέωση πληροφόρησης κατά την παράγραφο 1, οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών μπορούν να χρησιμοποιούν περίληψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού την οποία ετοιμάζει η Επιτροπή σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θέτει στη διάθεσή τους.

Άρθρο 26

Καταγγελίες

Οι μεταφορείς δημιουργούν ή διαθέτουν ήδη μηχανισμό διεκπεραίωσης των καταγγελιών σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που ορίζονται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 27

Υποβολή καταγγελιών

Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων αποζημίωσης κατά το άρθρο 7, εάν επιβάτης που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό επιθυμεί να υποβάλει καταγγελία στον μεταφορέα, οφείλει να το πράξει εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία παρασχέθηκε ή θα έπρεπε να έχει παρασχεθεί η υπηρεσία τακτικής γραμμής. Εντός μηνός από την παραλαβή της καταγγελίας, ο μεταφορέας ενημερώνει τον επιβάτη ότι η καταγγελία του εκρίθη βάσιμη, απερρίφθη ή εξετάζεται ακόμη. Η προθεσμία τελικής απάντησης δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της καταγγελίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 28

Εθνικοί φορείς ελέγχου της εφαρμογής

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους νέους ή υφιστάμενους φορείς υπεύθυνους για την επιβολή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις τακτικές γραμμές από σημεία που βρίσκονται στο έδαφός του και τις τακτικές γραμμές από τρίτες χώρες προς αυτά τα σημεία. Κάθε φορέας λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

Κάθε φορέας είναι ανεξάρτητος από τους μεταφορείς, τους διοργανωτές ταξιδιών και τους φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών όσον αφορά την οργάνωση, τη χρηματοδότηση, τη νομική διάρθρωση και τη λήψη των αποφάσεων.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τον οριζόμενο σύμφωνα με το παρόν άρθρο φορέα ή φορείς.

3.   Κάθε επιβάτης δύναται να υποβάλει καταγγελία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στον αρμόδιο φορέα που ορίζεται δυνάμει της παραγράφου 1 ή σε οποιονδήποτε άλλον αρμόδιο φορέα οριζόμενο από κράτος μέλος, για παραβίαση διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι ο επιβάτης, ως πρώτο βήμα, πρέπει να υποβάλλει στον μεταφορέα καταγγελία και, στην περίπτωση αυτή, ο εθνικός φορέας ελέγχου της εφαρμογής ή κάθε άλλος φορέας που ορίζεται από το κράτος μέλος ενεργεί ως δευτεροβάθμιο όργανο για καταγγελίες που δεν επιλύθηκαν δυνάμει του άρθρου 27.

Άρθρο 29

Έκθεση ελέγχου της εφαρμογής

Μέχρι την 1η Ιουνίου 2015 και στη συνέχεια κάθε δύο έτη, οι φορείς ελέγχου της εφαρμογής, που ορίζονται βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 1, δημοσιεύουν έκθεση των δραστηριοτήτων τους κατά τα προηγούμενα δύο ημερολογιακά έτη, η οποία περιέχει ειδικότερα περιγραφή των ενεργειών στις οποίες προέβησαν προκειμένου να εφαρμόσουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και στατιστικές σχετικά με καταγγελίες και κυρώσεις που επιβλήθηκαν.

Άρθρο 30

Συνεργασία των φορέων ελέγχου της εφαρμογής

Οι εθνικοί φορείς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 28 παράγραφος 1 ανταλλάσσουν, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες τους και σχετικά με τις αρχές και πρακτικές που διέπουν τη λήψη των αποφάσεών τους. Στο έργο τους αυτό επικουρούνται από την Επιτροπή.

Άρθρο 31

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις επιβλητέες κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν την επιβολή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους εν λόγω κανόνες και μέτρα στην Επιτροπή έως την 1η Μαρτίου 2013 και της κοινοποιούν αμελλητί κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 32

Έκθεση

Έως τις 2 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία και τα αποτελέσματα του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση συνοδεύεται από τις τυχόν αναγκαίες νομοθετικές προτάσεις για τη λεπτομερέστερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή την τροποποίησή του.

Άρθρο 33

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

Στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«19.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης φεβρουαρίου 2011, για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν (12).

Άρθρο 34

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Μαρτίου 2013.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Φεβρουαρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

MARTONYI J.


(1)  ΕΕ C 317 της 23.12.2009, σ. 99.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 312), θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 11ης Μαρτίου 2010 (ΕΕ C 122 E της 11.5.2010, σ. 1), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 31ης Ιανουαρίου 2011.

(3)  ΕΕ L 263 της 7.10.2009, σ. 11.

(4)  ΕΕ L 199 της 31.7.2007, σ. 40.

(5)  ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6.

(6)  ΕΕ L 226 της 10.9.2003, σ. 4.

(7)  ΕΕ L 158 της 23.6.1990, σ. 59.

(8)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(9)  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 180 της 19.7.2000, σ. 22.

(11)  ΕΕ L 373 της 21.12.2004, σ. 37.

(12)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 1».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΗ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

α)   Παροχή συνδρομής σε καθορισμένους τερματικούς σταθμούς

Συνδρομή και διευθετήσεις ούτως ώστε τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα να μπορούν:

να γνωστοποιούν την άφιξή τους στον τερματικό σταθμό και να ζητούν συνδρομή σε καθορισμένα σημεία,

να μεταβαίνουν από το καθορισμένο σημείο στη θυρίδα ελέγχου εισιτηρίων, στην αίθουσα αναμονής και στον χώρο επιβίβασης,

να επιβιβάζονται στο όχημα, με ανελκυστήρες, αναπηρικά αμαξίδια ή άλλη απαιτούμενη συνδρομή, ανάλογα με την περίπτωση,

να φορτώνουν τις αποσκευές τους,

να παραλαμβάνουν τις αποσκευές τους,

να αποβιβάζονται από το όχημα,

να μεταφέρουν σκύλο συνοδείας στο λεωφορείο ή το πούλμαν,

να μεταβαίνουν στο κάθισμά τους.

β)   Παροχή συνδρομής επί των οχημάτων

Συνδρομή και διευθετήσεις ούτως ώστε τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα να μπορούν:

να λαμβάνουν βασικές πληροφορίες για το ταξίδι, σε προσιτή μορφή, εφόσον ζητηθεί από τον επιβάτη,

να επιβιβάζονται/αποβιβάζονται κατά τις στάσεις της διαδρομής, εάν υπάρχει άλλο προσωπικό πέραν του οδηγού επί του οχήματος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

α)   Κατάρτιση για την ευαισθητοποίηση σε θέματα αναπηρίας

Η κατάρτιση του προσωπικού που έχει άμεση επαφή με το ταξιδιωτικό κοινό περιλαμβάνει:

ευαισθητοποίηση και κατάλληλη ανταπόκριση σε επιβάτες με σωματικές, αισθητήριες (ακοής και όρασης), μη εμφανείς αναπηρίες ή μαθησιακές δυσκολίες, που συμπεριλαμβάνει τη δυνατότητα διάκρισης των διαφόρων ικανοτήτων των ατόμων που ενδέχεται να έχουν μειωμένη κινητικότητα, αίσθηση προσανατολισμού ή δυνατότητα επικοινωνίας,

τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, στα οποία περιλαμβάνονται τα συμπεριφορικά, περιβαλλοντικά/φυσικά και οργανωτικά εμπόδια,

αναγνωρισμένους σκύλους συνοδείας, περιλαμβανομένου του ρόλου και των αναγκών του σκύλου συνοδείας,

αντιμετώπιση απρόοπτων περιστατικών,

διαπροσωπικές ικανότητες και μεθόδους επικοινωνίας με κωφούς και άτομα με προβλήματα ακοής, όρασης ή λόγου και άτομα με μαθησιακές δυσκολίες,

τρόπους προσεκτικού χειρισμού αναπηρικών αμαξιδίων και λοιπών βοηθητικών μέσων κινητικότητας, ούτως ώστε να αποφεύγονται ζημίες (για όλο το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά αποσκευών, ενδεχομένως).

β)   Κατάρτιση για την παροχή συνδρομής σε άτομα με αναπηρία

Η κατάρτιση του προσωπικού που παρέχει άμεση συνδρομή σε άτομα με αναπηρία και άτομα με μειωμένη κινητικότητα περιλαμβάνει:

τρόπους βοήθειας των χρηστών αναπηρικών αμαξιδίων για να καθήσουν στο αναπηρικό αμαξίδιο ή να σηκωθούν από αυτό,

ικανότητες παροχής συνδρομής σε άτομα με αναπηρία και άτομα με μειωμένη κινητικότητα που ταξιδεύουν με αναγνωρισμένο σκύλο συνοδείας, περιλαμβανομένου του ρόλου και των αναγκών αυτών των σκύλων,

τεχνικές για τη συνοδεία ατόμων με προβλήματα όρασης και για τη μεταχείριση και μεταφορά αναγνωρισμένων σκύλων συνοδείας,

κατανόηση των ειδών εξοπλισμού που μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα και γνώσεις χειρισμού αυτού του εξοπλισμού,

χρήση του χρησιμοποιούμενου βοηθητικού εξοπλισμού επιβίβασης και αποβίβασης, καθώς και γνώση των κατάλληλων διαδικασιών συνδρομής κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση, που εγγυώνται την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα,

κατανόηση της ανάγκης για αξιόπιστη και επαγγελματική βοήθεια. Επίσης, επίγνωση του ενδεχομένου να αισθανθούν ευάλωτοι ορισμένοι επιβάτες με αναπηρία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, λόγω της εξάρτησής τους από την παρεχόμενη βοήθεια,

γνώσεις πρώτων βοηθειών.


28.2.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 55/13


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 182/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Φεβρουαρίου 2011

για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 291 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές (εφεξής «βασικές πράξεις») αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 και 26 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο.

(2)

Εναπόκειται στον νομοθέτη, με πλήρη τήρηση των κριτηρίων που καθορίζονται στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»), να αποφασίσει για εκάστη βασική πράξη εάν θα αναθέσει εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 291 παράγραφος 2 της εν λόγω συνθήκης.

(3)

Μέχρι τώρα, η άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή διέπετο από την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (2).

(4)

Η ΣΛΕΕ απαιτεί τώρα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να θεσπίσουν κανόνες και γενικές αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή.

(5)

Είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί ότι οι διαδικασίες για τον έλεγχο αυτόν είναι σαφείς, αποτελεσματικές και αναλογικές προς τη φύση των εκτελεστικών πράξεων και ότι λαμβάνουν υπόψη τις θεσμικές απαιτήσεις της ΣΛΕΕ, καθώς και την πείρα που αποκτήθηκε και την κοινή πρακτική που ακολουθήθηκε κατά την εφαρμογή της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(6)

Σε αυτές τις βασικές πράξεις οι οποίες απαιτούν τον έλεγχο των κρατών μελών για την έκδοση από την Επιτροπή των εκτελεστικών πράξεων, ενδείκνυται, για τους σκοπούς αυτού του ελέγχου, να συσταθούν επιτροπές οι οποίες θα απαρτίζονται από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών και θα προεδρεύονται από την Επιτροπή.

(7)

Όπου χρειάζεται, ο τρόπος ελέγχου θα πρέπει να περιλαμβάνει παραπομπή σε επιτροπή προσφυγών που θα πρέπει να συνέρχεται στο αρμόζον επίπεδο.

(8)

Για λόγους απλούστευσης, η Επιτροπή θα πρέπει να ασκεί εκτελεστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με μία από δύο μόνο διαδικασίες, δηλαδή τη συμβουλευτική διαδικασία ή τη διαδικασία εξέτασης.

(9)

Για λόγους περαιτέρω απλούστευσης, θα πρέπει να ισχύουν κοινοί διαδικαστικοί κανόνες για τις επιτροπές, συμπεριλαμβανομένων των βασικών διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία τους και τη δυνατότητα να διατυπώνουν γνώμη μέσω γραπτής διαδικασίας.

(10)

Θα πρέπει να θεσπισθούν κριτήρια για τον καθορισμό της διαδικασίας που θα ακολουθείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνέπεια, οι διαδικαστικές απαιτήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες προς τη φύση και τις επιπτώσεις των προς έκδοση εκτελεστικών πράξεων.

(11)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει συγκεκριμένα να ακολουθείται για την έκδοση πράξεων γενικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην εφαρμογή βασικών πράξεων και ειδικών εκτελεστικών πράξεων με δυνητικά σημαντικό αντίκτυπο. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις εάν δεν είναι σύμφωνες με τη γνώμη της επιτροπής, εκτός από άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες θα μπορούν να εφαρμόζονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η διαδικασία θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι η Επιτροπή είναι σε θέση να αναθεωρεί τα σχέδια εκτελεστικών πράξεων, εφόσον η επιτροπή δεν διατυπώνει γνώμη, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που εκφράσθηκαν εντός της επιτροπής.

(12)

Εφόσον η βασική πράξη αναθέτει εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή που σχετίζονται με προγράμματα με ουσιαστικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό ή που απευθύνονται σε τρίτες χώρες, θα πρέπει να εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης.

(13)

Ο πρόεδρος επιτροπής θα πρέπει να προσπαθεί να βρίσκει λύσεις που τυγχάνουν της ευρύτερης δυνατής υποστήριξης εντός της επιτροπής ή της επιτροπής προσφυγών και θα πρέπει να εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο έχουν ληφθεί υπόψη οι συζητήσεις και προτάσεις τροποποιήσεων. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις απόψεις που εκφράσθηκαν εντός της επιτροπής ή της επιτροπής προσφυγών όσον αφορά σχέδια οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων.

(14)

Όταν εξετάζεται η έκδοση άλλων σχεδίων εκτελεστικών πράξεων που αφορούν ιδιαιτέρως ευαίσθητους τομείς, κυρίως τη φορολόγηση, την υγεία των καταναλωτών, την ασφάλεια των τροφίμων και την προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή, προκειμένου να εξεύρει ισόρροπη λύση, θα ενεργεί, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, κατά τρόπον ώστε να μην αντιστρατεύεται σε οιαδήποτε επικρατούσα θέση που ενδέχεται να ανακύψει εντός της επιτροπής προσφυγών κατά της καταλληλότητας μιας εκτελεστικής πράξης.

(15)

Θα πρέπει να ακολουθείται, κατά γενικό κανόνα, η συμβουλευτική διαδικασία σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ή οσάκις κρίνεται ως πιο ενδεδειγμένη.

(16)

Θα πρέπει να είναι δυνατή, σε περίπτωση που αυτό προβλέπεται σε βασική πράξη, η έκδοση εκτελεστικών πράξεων οι οποίες θα έχουν άμεση εφαρμογή όταν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης.

(17)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να ενημερώνονται πάραυτα για τις εργασίες των επιτροπών σε τακτική βάση.

(18)

Είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή ότι, κατά την άποψή τους, το σχέδιο εκτελεστικής πράξης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα που έχουν σχετικά με τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

(19)

Θα πρέπει να διασφαλισθεί η πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες των επιτροπών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (3).

(20)

Η Επιτροπή θα πρέπει να τηρεί μητρώο με πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών. Ως εκ τούτου, οι κανόνες που σχετίζονται με την προστασία διαβαθμισμένων εγγράφων και ισχύουν για την Επιτροπή θα πρέπει επίσης να ισχύουν για τη χρήση του μητρώου.

(21)

Η απόφαση 1999/468/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί. Για να εξασφαλισθεί η μετάβαση από το καθεστώς που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ προς τον παρόντα κανονισμό, οποιαδήποτε παραπομπή σε ισχύουσα νομοθεσία στις διαδικασίες που προβλέπονται στην εν λόγω απόφαση, εξαιρουμένης της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης, θα πρέπει να νοείται ως παραπομπή στις αντίστοιχες διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Τα αποτελέσματα του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ θα πρέπει προσωρινώς να διατηρηθούν για τους σκοπούς των ισχυουσών βασικών πράξεων που παραπέμπουν στο εν λόγω άρθρο.

(22)

Οι εξουσίες της Επιτροπής, όπως καθορίζονται από τη ΣΛΕΕ, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, δεν θίγονται από τον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει γενικούς κανόνες και αρχές που διέπουν τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται όταν νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης (εφεξής «βασική πράξη») προσδιορίζει την ανάγκη ενιαίων προϋποθέσεων εφαρμογής και απαιτεί να υπόκειται στον έλεγχο των κρατών μελών η έκδοση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή.

Άρθρο 2

Επιλογή των διαδικασιών

1.   Μια βασική πράξη μπορεί να προβλέπει την εφαρμογή της συμβουλευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εξέτασης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση ή την επίπτωση της απαιτούμενης εκτελεστικής πράξης.

2.   Η διαδικασία εξέτασης εφαρμόζεται, συγκεκριμένα, για την έκδοση:

α)

εκτελεστικών πράξεων γενικής εμβέλειας·

β)

άλλων εκτελεστικών πράξεων που αφορούν:

i)

προγράμματα με ουσιαστικές επιπτώσεις,

ii)

την κοινή γεωργική και την κοινή αλιευτική πολιτική,

iii)

το περιβάλλον, την ασφάλεια, ή την προστασία της υγείας ή της ασφάλειας ανθρώπων, ζώων ή φυτών,

iv)

την κοινή εμπορική πολιτική,

v)

τη φορολόγηση.

3.   Η συμβουλευτική διαδικασία εφαρμόζεται, κατά γενικό κανόνα, για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2. Παρά ταύτα, η συμβουλευτική διαδικασία μπορεί να εφαρμόζεται για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

Άρθρο 3

Κοινές διατάξεις

1.   Οι κοινές διατάξεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8.

2.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών. Στην επιτροπή την προεδρία ασκεί ο εκπρόσωπος της Επιτροπής. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει σε ψηφοφορία στην επιτροπή.

3.   Ο πρόεδρος υποβάλλει στην επιτροπή το σχέδιο εκτελεστικής πράξης που είναι προς έκδοση από την Επιτροπή.

Πλην δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, ο πρόεδρος συγκαλεί συνεδρίαση τουλάχιστον 14 ημέρες μετά την υποβολή του σχεδίου εκτελεστικής πράξης και του σχεδίου ημερήσιας διάταξης στην επιτροπή. Η επιτροπή εκδίδει τη γνώμη της σχετικά με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να καθορίσει ο πρόεδρος σύμφωνα με το επείγον του θέματος. Οι προθεσμίες χαρακτηρίζονται από αναλογικότητα και παρέχουν έγκαιρα και πραγματικά στα μέλη της επιτροπής δυνατότητες να εξετάσουν το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και να εκφράσουν τις απόψεις τους.

4.   Έως την έκδοση γνώμης από την επιτροπή, οιοδήποτε μέλος της επιτροπής μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις και ο πρόεδρος μπορεί να υποβάλει τροποποιημένες εκδοχές του σχεδίου εκτελεστικής πράξης.

Ο πρόεδρος καταβάλλει προσπάθειες να εξεύρει λύσεις που έχουν τύχει της ευρύτερης δυνατής υποστήριξης εντός της επιτροπής. Ο πρόεδρος γνωστοποιεί στην επιτροπή με ποιο τρόπο έχουν ληφθεί υπόψη οι συζητήσεις και προτάσεις τροποποιήσεων, ιδίως όσον αφορά τις προτάσεις εκείνες που έχουν τύχει ευρείας υποστήριξης εντός της επιτροπής.

5.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο πρόεδρος μπορεί να λάβει τη γνώμη της επιτροπής μέσω γραπτής διαδικασίας. Ο πρόεδρος υποβάλλει στα μέλη της επιτροπής το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και καθορίζει προθεσμία για την έκδοση γνώμης σύμφωνα με το επείγον του θέματος. Κάθε μέλος της επιτροπής το οποίο δεν διαφωνεί με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή δεν απέχει ρητώς από τη σχετική ψηφοφορία πριν από την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας θεωρείται ότι έχει συμφωνήσει σιωπηρώς με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Εκτός εάν προβλέπεται άλλως στη βασική πράξη, η γραπτή διαδικασία περατώνεται άνευ αποτελέσματος οσάκις, εντός της προθεσμίας στην οποία παραπέμπει το πρώτο εδάφιο, αποφασίσει ούτως ο πρόεδρος ή το ζητήσει μέλος της επιτροπής. Στην περίπτωση αυτήν, ο πρόεδρος συγκαλεί συνεδρίαση της επιτροπής εντός εύλογου χρόνου.

6.   Η γνώμη της επιτροπής καταγράφεται στα πρακτικά. Τα μέλη της επιτροπής έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταχώριση της θέσης τους στα πρακτικά. Ο πρόεδρος αποστέλλει τα πρακτικά στα μέλη της επιτροπής άνευ χρονοτριβής.

7.   Κατά περίπτωση, ο μηχανισμός ελέγχου περιλαμβάνει παραπομπή σε επιτροπή προσφυγών.

Η επιτροπή προσφυγών εκδίδει τον εσωτερικό κανονισμό της με απλή πλειοψηφία των μελών που την αποτελούν, κατόπιν προτάσεως από την Επιτροπή.

Όταν παραπέμπεται θέμα ενώπιόν της, η επιτροπή προσφυγών συνέρχεται το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες, εξαιρουμένων δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, και το αργότερο έξι εβδομάδες μετά την ημερομηνία παραπομπής. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η επιτροπή προσφυγών διατυπώνει τη γνώμη της εντός διμήνου από την ημερομηνία παραπομπής.

Την προεδρία της επιτροπής προσφυγών ασκεί εκπρόσωπος της Επιτροπής.

Ο πρόεδρος ορίζει την ημερομηνία συνεδριάσεως της επιτροπής προσφυγών σε στενή συνεργασία με τα μέλη της επιτροπής, για να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή να εξασφαλίζουν εκπροσώπηση στο αρμόζον επίπεδο. Έως την 1η Απριλίου 2011, η Επιτροπή συγκαλεί την επιτροπή προσφυγών σε πρώτη συνεδρίαση για να εκδώσει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 4

Συμβουλευτική διαδικασία

1.   Οσάκις εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία, η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της, εν ανάγκη κατόπιν ψηφοφορίας. Στην περίπτωση διεξαγωγής ψηφοφορίας στην επιτροπή, η γνώμη διατυπώνεται με απλή πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν την επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή αποφασίζει επί του σχεδίου εκτελεστικής πράξης που πρέπει να εκδοθεί, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τα συμπεράσματα των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην επιτροπή και της γνώμης που διατυπώθηκε.

Άρθρο 5

Διαδικασία εξέτασης

1.   Οσάκις εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης, η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της με την πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφοι 4 και 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 238 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, για πράξεις που εκδίδονται κατόπιν προτάσεως από την Επιτροπή. Οι ψήφοι των εκπροσώπων των κρατών μελών εντός της επιτροπής σταθμίζονται όπως ορίζουν τα άρθρα αυτά.

2.   Εφόσον η γνώμη της επιτροπής είναι θετική, η Επιτροπή εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, εάν η γνώμη της επιτροπής είναι αρνητική, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης. Οσάκις η έκδοση εκτελεστικής πράξης κρίνεται αναγκαία, ο πρόεδρος μπορεί είτε να υποβάλει τροποποιημένη εκδοχή του σχεδίου εκτελεστικής πράξης στην ίδια επιτροπή εντός διμήνου από την έκδοση αρνητικής γνώμης, είτε να υποβάλει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης εντός μηνός από αυτήν την έκδοση στην επιτροπή προσφυγών για περαιτέρω συζήτηση.

4.   Εφόσον δεν διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο. Εφόσον η Επιτροπή δεν εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, ο πρόεδρος μπορεί να υποβάλει στην επιτροπή τροποποιημένη εκδοχή του.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης οσάκις:

α)

η εν λόγω πράξη αφορά φορολόγηση, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, την προστασία της υγείας ή ασφάλειας ανθρώπων, ζώων ή φυτών ή οριστικά πολυμερή μέτρα διασφάλισης·

β)

η βασική πράξη προβλέπει ότι το σχέδιο εκτελεστικής πράξης δεν μπορεί να εκδοθεί εφόσον δεν έχει διατυπωθεί γνώμη ή

γ)

αντιτίθεται σε αυτό απλή πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν την επιτροπή.

Σε οιαδήποτε των περιπτώσεων μνεία των οποίων γίνεται στο δεύτερο εδάφιο, οσάκις η έκδοση εκτελεστικής πράξης κρίνεται απαραίτητη, ο πρόεδρος μπορεί είτε να υποβάλει τροποποιημένη εκδοχή της εν λόγω πράξης στην ίδια επιτροπή εντός διμήνου από την ψηφοφορία, είτε να υποβάλει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης εντός μηνός από την ψηφοφορία στην επιτροπή προσφυγών για περαιτέρω συζήτηση.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 4, για την έκδοση σχεδίων οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων, εφόσον δεν διατυπωθεί γνώμη από την επιτροπή και αντιτίθεται στο σχέδιο εκτελεστικής πράξης απλή πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία.

Η Επιτροπή προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη. Το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες και το αργότερο ένα μήνα μετά τη συνεδρίαση της επιτροπής, η Επιτροπή γνωστοποιεί στα μέλη της επιτροπής τα αποτελέσματα των εν λόγω διαβουλεύσεων και υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικής πράξεως στην επιτροπή προσφυγών. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 7, η επιτροπή προσφυγών συνέρχεται το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες και το αργότερο ένα μήνα μετά την υποβολή του σχεδίου εκτελεστικής πράξεως. Η επιτροπή προσφυγών διατυπώνει τη γνώμη της σύμφωνα με το άρθρο 6. Οι προθεσμίες που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν θίγουν την ανάγκη τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στις σχετικές βασικές πράξεις.

Άρθρο 6

Παραπομπή θέματος στην επιτροπή προσφυγών

1.   Η επιτροπή προσφυγών διατυπώνει τη γνώμη της με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.

2.   Έως ότου διατυπωθεί γνώμη, οιοδήποτε μέλος της επιτροπής προσφυγών μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις στο σχέδιο εκτελεστικής πράξεως και ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει εάν θα το τροποποιήσει ή όχι.

Ο πρόεδρος καταβάλλει προσπάθειες να εξεύρει λύσεις που τυγχάνουν της ευρύτερης δυνατής υποστήριξης εντός της επιτροπής προσφυγών.

Ο πρόεδρος γνωστοποιεί στην επιτροπή προσφυγών τον τρόπο με τον οποίο έχουν ληφθεί υπόψη οι συζητήσεις και προτάσεις τροποποιήσεων, ιδιαιτέρως όσον αφορά προτάσεις τροποποιήσεων που έχουν τύχει ευρείας υποστήριξης εντός της επιτροπής προσφυγών.

3.   Εφόσον η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει θετική γνώμη, η Επιτροπή εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Εφόσον δεν διατυπωθεί γνώμη, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Εφόσον η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει αρνητική γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, για την έκδοση οριστικών πολυμερών μέτρων διασφάλισης, την ελλείψει θετικής γνώμης που να έχει ψηφίσει η πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο μέτρων.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, έως την 1η Σεπτεμβρίου 2010, η επιτροπή προσφυγών πρέπει να διατυπώσει τη γνώμη της σχετικά με σχέδια οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων με απλή πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν.

Άρθρο 7

Έκδοση εκτελεστικών πράξεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει σχέδιο εκτελεστικής πράξης οσάκις χρειάζεται να εκδοθεί άνευ χρονοτριβής, για να αποφευχθεί η πρόκληση σημαντικής διαταραχής των αγορών στον τομέα της γεωργίας ή κινδύνου για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 325 της ΣΛΕΕ.

Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή υποβάλλει αμέσως την εκτελεστική πράξη που εκδόθηκε στην επιτροπή προσφυγών. Οσάκις η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει αρνητική γνώμη σχετικά με την εκτελεστική πράξη που εκδόθηκε, η Επιτροπή καταργεί την εν λόγω πράξη πάραυτα. Οσάκις η επιτροπή προσφυγών διατυπώσει θετική γνώμη ή δεν διατυπωθεί γνώμη, η εκτελεστική πράξη παραμένει σε ισχύ.

Άρθρο 8

Εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή

1.   Κατά παρέκκλιση των άρθρων 4 και 5, βασική πράξη μπορεί να προβλέπει ότι, όταν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένοι επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης, θα εφαρμόζεται το παρόν άρθρο.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που έχει άμεση εφαρμογή, χωρίς προηγούμενη υποβολή της σε επιτροπή, και παραμένει σε ισχύ για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εκτός εάν ορίζει άλλως η βασική πράξη.

3.   Το αργότερο 14 ημέρες μετά την έκδοσή της, ο πρόεδρος υποβάλλει στη σχετική επιτροπή την πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2, για να λάβει τη γνώμη της.

4.   Εφόσον εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης, σε περίπτωση έκδοσης αρνητικής γνώμης από την επιτροπή, η Επιτροπή καταργεί αμέσως την εκτελεστική πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2.

5.   Οσάκις η Επιτροπή εκδίδει προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικά μέτρα, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Η Επιτροπή υιοθετεί τα εν λόγω μέτρα μετά από διαβουλεύσεις ή, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, μετά από ενημέρωση των κρατών μελών. Στην τελευταία περίπτωση, διεξάγονται διαβουλεύσεις το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κοινοποίηση στα κράτη μέλη των μέτρων που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή.

Άρθρο 9

Εσωτερικός κανονισμός

1.   Κάθε επιτροπή εκδίδει με απλή πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν τον εσωτερικό της κανονισμό μετά από πρόταση του προέδρου της, με βάση πρότυπους κανόνες που εκπονούνται από την Επιτροπή μετά τη διενέργεια διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη. Αυτοί οι πρότυποι κανόνες δημοσιεύονται από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι υφιστάμενες επιτροπές προσαρμόζουν τους εσωτερικούς τους κανονισμούς προς τους πρότυπους κανόνες, εφόσον είναι αναγκαίο.

2.   Οι αρχές και προϋποθέσεις για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα και οι κανόνες για την προστασία δεδομένων που ισχύουν για την Επιτροπή ισχύουν και για τις επιτροπές.

Άρθρο 10

Πληροφορίες για τις εργασίες των επιτροπών

1.   Η Επιτροπή τηρεί μητρώο των εργασιών των επιτροπών, στο οποίο καταγράφονται:

α)

κατάλογος των επιτροπών·

β)

οι ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεων των επιτροπών·

γ)

τα συνοπτικά πρακτικά, από κοινού με τους καταλόγους των αρχών και των οργανισμών όπου ανήκουν τα άτομα που έχουν διορίσει τα κράτη μέλη για να τα εκπροσωπούν·

δ)

τα σχέδια εκτελεστικών πράξεων επί των οποίων οι επιτροπές καλούνται να διατυπώσουν γνώμη·

ε)

τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών·

στ)

τα τελικά σχέδια εκτελεστικών πράξεων όπως διαμορφώνονται μετά τη διατύπωση της γνώμης των επιτροπών·

ζ)

πληροφορίες που αφορούν την έκδοση του τελικού σχεδίου εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή και

η)

στατιστικά δεδομένα για το έργο των επιτροπών.

2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει επίσης ετήσια έκθεση σχετικά με το έργο των επιτροπών.

3.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

4.   Ταυτοχρόνως με την αποστολή τους στα μέλη της επιτροπής, η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου τα έγγραφα μνεία των οποίων γίνεται στα στοιχεία β), δ) και στ) της παραγράφου 1, πληροφορώντας επίσης τα θεσμικά όργανα για το διαθέσιμο αυτών των εγγράφων.

5.   Τα στοιχεία όλων των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ) της παραγράφου 1, καθώς και οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο η) της παραγράφου 1, δημοσιεύονται στο μητρώο.

Άρθρο 11

Δικαίωμα εμπεριστατωμένου ελέγχου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

Οσάκις εκδίδεται βασική πράξη δυνάμει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο μπορούν ανά πάσα στιγμή να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή ότι, κατά την άποψή τους, σχέδιο εκτελεστικής πράξης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική πράξη. Σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή επανεξετάζει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις που έχουν εκφρασθεί, και πληροφορεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για το εάν προτίθεται να διατηρήσει, να τροποποιήσει ή να αποσύρει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης.

Άρθρο 12

Κατάργηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ

Η απόφαση 1999/468/ΕΚ καταργείται.

Τα αποτελέσματα του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ διατηρούνται για τους σκοπούς των υφιστάμενων βασικών πράξεων που παραπέμπουν σε αυτό.

Άρθρο 13

Μεταβατικές διατάξεις: τροποποίηση υφιστάμενων βασικών πράξεων

1.   Όταν βασικές πράξεις που εκδόθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού προβλέπουν την άσκηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού·

β)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση το δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 4·

γ)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού και η βασική πράξη θεωρείται ότι προβλέπει ότι, σε περίπτωση έλλειψης γνώμης, η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδώσει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β)·

δ)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στο άρθρο 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού·

ε)

όταν η βασική πράξη παραπέμπει στα άρθρα 7 και 8 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, εφαρμόζονται τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα άρθρα 3 και 9 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται σε όλες τις υφιστάμενες επιτροπές για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

3.   Το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται μόνο σε υφιστάμενες διαδικασίες που παραπέμπουν στο άρθρο 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

4.   Οι μεταβατικές διατάξεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο δεν προδικάζουν τη φύση των σχετικών πράξεων.

Άρθρο 14

Μεταβατική ρύθμιση

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις εκκρεμούσες διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων μια επιτροπή έχει ήδη διατυπώσει γνώμη σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ.

Άρθρο 15

Ρήτρα επανεξέτασης

Έως την 1η Μαρτίου 2016, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη, εάν χρειάζεται, από τις ενδεδειγμένες νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 16

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Μαρτίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Φεβρουαρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

MARTONYI J.


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Φεβρουαρίου 2011.

(2)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(3)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.


ΔΉΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Στο άρθ. 5, παρ. 2 του κανονισμού, ζητείται από την Επιτροπή να εγκρίνει σχέδιο εκτελεστικής πράξης εφόσον η επιτροπή εκδίδει σύμφωνη γνώμη. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την Επιτροπή, όπως ισχύει σήμερα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη νέα περιστατικά τα οποία ανέκυψαν μετά την ψηφοφορία και να αποφασίσει να μην εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, αφού προηγουμένως ενημερώσει δεόντως την επιτροπή και τον νομοθέτη.


ΔΗΛΏΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Η Επιτροπή θα προβεί σε εξέταση όλων των ισχυουσών νομοθετικών πράξεων που δεν προσαρμόστηκαν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισσαβώνας, ώστε να εκτιμηθεί εάν οι πράξεις αυτές πρέπει να προσαρμοστούν στο καθεστώς των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που θεσπίστηκε με το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή θα υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις το συντομότερο δυνατό και εντός της περιόδου που αναφέρεται στο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα που επισυνάπτεται στην παρούσα δήλωση.

Κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας προσαρμογής, η Επιτροπή θα ενημερώνει τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα σχέδια εκτελεστικών μέτρων που σχετίζονται με τις πράξεις αυτές οι οποίες, στο μέλλον, θα καταστούν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

Όσον αφορά τις ισχύουσες νομοθετικές πράξεις οι οποίες επί του παρόντος περιέχουν παραπομπές στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, η Επιτροπή θα επανεξετάσει τις διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία αυτή σε κάθε πράξη που σκοπεύει να τροποποιήσει, ώστε η προσαρμογή τους να γίνει σε εύθετο χρόνο και σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στη συνθήκη. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα έχουν το δικαίωμα να υποδεικνύουν τις βασικές πράξεις για τις οποίες θεωρούν ότι πρέπει να προσαρμοστούν κατά προτεραιότητα.

Η Επιτροπή θα εκτιμήσει τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας μέχρι το τέλος του 2012 προκειμένου να υπολογίσει πόσες νομοθετικές πράξεις που περιέχουν παραπομπές στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο εξακολουθούν να ισχύουν. Στη συνέχεια η Επιτροπή θα εκπονήσει τις κατάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ολοκλήρωση της προσαρμογής. Ο γενικός στόχος της Επιτροπής είναι, μέχρι το τέλος της 7ης θητείας του Κοινοβουλίου, όλες οι διατάξεις που αφορούν την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο να έχουν αποσυρθεί από όλες τις νομοθετικές πράξεις.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι πρόσφατα ξεκίνησε την εκπόνηση μελέτης η οποία θα οδηγήσει στην πλήρη και αντικειμενική εξέταση όλων των πτυχών της πολιτικής εμπορικής άμυνας της ΕΕ, καθώς και της πρακτικής της, συμπεριλαμβανομένων της αξιολόγησης των επιδόσεων, των μεθόδων, της χρησιμοποίησης και της αποτελεσματικότητας του παρόντος συστήματος μέσων εμπορικής άμυνας για την επίτευξη των στόχων της εμπορικής πολιτικής της, την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων και δυνητικών αποφάσεων πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ., εξέταση των συμφερόντων της Ένωσης, κανόνας του χαμηλότερου δασμού, σύστημα είσπραξης δασμών) σε σύγκριση με τις αποφάσεις πολιτικής που λήφθηκαν από ορισμένους εμπορικούς εταίρους και εξέταση των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων με βάση τη διοικητική πρακτική των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συστάσεις και αποφάσεις του οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ.

Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης και τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων του αναπτυξιακού προγράμματος της Ντόχα, η Επιτροπή προτίθεται να εξετάσει κατά πόσο και πως θα μπορέσει να επικαιροποιήσει περισσότερο και να εκσυγχρονίσει τα μέσα εμπορικής άμυνας της ΕΕ.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε πρόσφατα για να βελτιώσει τη διαφάνεια του τρόπου λειτουργίας των μέσων εμπορικής άμυνας (όπως ο διορισμός του συμβούλου ακροάσεων) και το έργο της με τα κράτη μέλη για να προσδιορίσει τα βασικά στοιχεία της πρακτικής εμπορικής άμυνας. Η Επιτροπή αποδίδει μεγάλη σημασία σ’ αυτό το έργο και, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη, θα επιδιώξει να προσδιορίσει κι άλλες πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να αναληφθούν σχετικά με το θέμα αυτό.

Σύμφωνα με τους κανόνες επιτροπολογίας που προβλέπονται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, εάν η επιτροπή διαχείρισης της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) εκδώσει δυσμενή γνώμη, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει το εν λόγω σχέδιο μέτρου στο Συμβούλιο, το οποίο μπορεί να λάβει διαφορετική απόφαση εντός ενός μηνός. Ωστόσο, δεν παρεμποδίζεται η δράση της Επιτροπής η οποία έχει την επιλογή είτε να θέσει σε εφαρμογή το μέτρο είτε να αναστείλει την εφαρμογή του. Έτσι, η Επιτροπή μπορεί να προβεί στη λήψη ενός μέτρου όταν θεωρήσει ότι, σε τελική ανάλυση, η αναστολή της εφαρμογής του θα προκαλούσε, για παράδειγμα, μη αναστρέψιμες αρνητικές συνέπειες στην αγορά. Στη συνέχεια, εάν η απόφαση του Συμβουλίου είναι διαφορετική, το μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή από την Επιτροπή καθίσταται φυσικά άνευ αντικειμένου. Έτσι οι ισχύοντες κανόνες παρέχουν στην Επιτροπή ένα μέσο που καθιστά δυνατή την προστασία των κοινών συμφερόντων του συνόλου της Ένωσης με την έκδοση τουλάχιστον προσωρινού μέτρου.

Σύμφωνα με το άρθρο 5β του παρόντος κανονισμού, στόχος είναι να διατηρηθεί αυτή η προσέγγιση στο πλαίσιο των νέων ρυθμίσεων της επιτροπολογίας, αλλά η εφαρμογή της να περιοριστεί σε έκτακτες καταστάσεις και να στηρίζεται σε σαφώς καθορισμένα και περιοριστικά κριτήρια. Το άρθρο αυτό παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εγκρίνει σχέδια μέτρων παρά τη δυσμενή γνώμη της εξεταστικής επιτροπής υπό την προϋπόθεση ότι «η μη έγκρισή τους εντός επιτακτικής προθεσμίας θα προκαλούσε σημαντική διαταραχή των αγορών (…) ή για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.» Η διάταξη αφορά καταστάσεις κατά τις οποίες η αναμονή δεν είναι δυνατή μέχρις ότου η εξεταστική επιτροπή προβεί πάλι σε ψηφοφορία για το ίδιο ή άλλο σχέδιο μέτρου, διότι εν τω μεταξύ η αγορά θα έχει διαταραχθεί σημαντικά π.χ. λόγω της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς διαφόρων οικονομικών φορέων. Για να εξασφαλιστεί η ικανότητα δράσης της Ένωσης, η διάταξη αυτή θα δώσει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή την ευκαιρία περαιτέρω εμπεριστατωμένης συζήτησης σχετικά με το εν λόγω σχέδιο μέτρου χωρίς να υπάρχουν θέματα για τα οποία δεν έχει ληφθεί απόφαση και τα οποία παραμένουν ανοικτά στην κερδοσκοπία με αρνητικές επιπτώσεις για τις αγορές και τον προϋπολογισμό.

Συγκεκριμένα, τέτοιου είδους καταστάσεις μπορεί να προκύψουν στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισης της ΚΓΠ (π.χ. καθορισμός των επιστροφών κατά την εξαγωγή, διαχείριση αδειών, ειδική ρήτρα διασφάλισης), όταν οι αποφάσεις απαιτείται συχνά να ληφθούν γρήγορα, με αποτέλεσμα να έχουν σημαντικές οικονομικές συνέπειες όχι μόνο για τις αγορές και κατ’ επέκταση για τους γεωργούς και τους οικονομικούς φορείς, αλλά και για τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

Στις περιπτώσεις στις οποίες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο υποδεικνύουν στην Επιτροπή ότι θεωρούν πως ένα σχέδιο εκτελεστικής πράξης υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπει η βασική πράξη, η Επιτροπή επανεξετάζει αμέσως το σχέδιο εκτελεστικής πράξης λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις που διατυπώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή θα ενεργεί με τρόπο που να λαμβάνει δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.

Η Επιτροπή, πριν αποφασίσει αν το σχέδιο εκτελεστικής πράξης πρέπει να εγκριθεί, να τροποποιηθεί ή να αποσυρθεί, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο για τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει και για τους σχετικούς λόγους.