ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2009.188.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
18 Ιουλίου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων και κινητήρων όσον αφορά τις εκπομπές των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων (ευρώ VI) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, και για την κατάργηση των οδηγιών 80/1269/ΕΟΚ, 2005/55/ΕΚ και 2005/78/ΕΚ ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 596/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος IV

14

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (κωδικοποιημένη έκδοση)

93

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 444/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2252/2004 του Συμβουλίου σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών (ΕΕ L 142 της 6.6.2009)

127

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

18.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 595/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 18ης Ιουνίου 2009

σχετικά με την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων και κινητήρων όσον αφορά τις εκπομπές των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων (ευρώ VI) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, και για την κατάργηση των οδηγιών 80/1269/ΕΟΚ, 2005/55/ΕΚ και 2005/78/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95 αυτής,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, στον οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Για τον σκοπό αυτό έχει θεσπιστεί ένα ολοκληρωμένο κοινοτικό σύστημα έγκρισης τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων. Οι τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά τις εκπομπές θα πρέπει συνεπώς να εναρμονιστούν ώστε να αποφεύγονται απαιτήσεις που διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας.

(2)

Ο παρών κανονισμός αποτελεί νέο ξεχωριστό κανονισμό στο πλαίσιο της κοινοτικής διαδικασίας έγκρισης τύπου σύμφωνα με την οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (3). Ως εκ τούτου, τα παραρτήματα IV, VI και XI της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(3)

Κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υιοθετήθηκε μια νέα ρυθμιστική προσέγγιση όσον αφορά τη νομοθεσία της Κοινότητας περί οχημάτων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει θεμελιώδεις μόνο διατάξεις σχετικά με τις εκπομπές από οχήματα, ενώ οι τεχνικές προδιαγραφές θα πρέπει να ορίζονται μέσω μέτρων εφαρμογής που θεσπίζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες επιτροπών.

(4)

Το έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002 (4), αναγνωρίζει την ανάγκη να μειωθεί η ρύπανση σε επίπεδα που ελαχιστοποιούν τις επιβλαβείς συνέπειες για την υγεία του ανθρώπου, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού και στο περιβάλλον ως σύνολο. Η κοινοτική νομοθεσία έχει καθιερώσει ενδεδειγμένα πρότυπα σχετικά με την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα για την προστασία της υγείας των ανθρώπων και ειδικότερα των ευπαθών ατόμων, καθώς και σχετικά με εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών. Μετά την ανακοίνωση της 4ης Μαΐου 2001, με την οποία θεσπίστηκε το πρόγραμμα «καθαρός αέρας για την Ευρώπη (CAFE)», η Επιτροπή υιοθέτησε, στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, μια άλλη ανακοίνωση με τίτλο «Θεματική στρατηγική για την ατμοσφαιρική ρύπανση». Ένα από τα συμπεράσματα της εν λόγω θεματικής στρατηγικής είναι ότι για την επίτευξη των στόχων για την ποιότητα του αέρα απαιτούνται περαιτέρω μειώσεις των εκπομπών από τα μέσα μεταφοράς (αεροπορικά, θαλάσσια και χερσαία), από τα νοικοκυριά και από τους τομείς της ενέργειας, της γεωργίας και της βιομηχανίας. Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση των εκπομπών των οχημάτων θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως τμήμα συνολικής στρατηγικής. Η εισαγωγή των προτύπων ευρώ VI αποτελεί ένα από τα μέτρα που έχουν ως στόχο τη μείωση των υφιστάμενων εν χρήσει εκπομπών ατμοσφαιρικών ρύπων, όπως σωματιδιακών ρύπων (PM), καθώς και πρόδρομων ουσιών του όζοντος, όπως των οξειδίων του αζώτου (NOx) και των υδρογονανθράκων.

(5)

Η επίτευξη των στόχων της ΕΕ για την ποιότητα του αέρα απαιτεί συνεχείς προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών από οχήματα. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να παρασχεθούν στη βιομηχανία σαφή στοιχεία για τις μελλοντικές οριακές τιμές εκπομπών και κατάλληλο χρονικό πλαίσιο για την επίτευξη και την ανάπτυξη των απαραίτητων τεχνικών επιτευγμάτων.

(6)

Ειδικότερα επιβάλλεται η μείωση των εκπομπών NOx από βαρέα επαγγελματικά οχήματα για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και τη συμμόρφωση με τις οριακές τιμές ρύπανσης και τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών. Ο καθορισμός οριακών τιμών για τις εκπομπές NOx, σε αρχικό στάδιο, θα πρέπει να παράσχει μακροπρόθεσμη, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ασφάλεια προγραμματισμού για τους κατασκευαστές οχημάτων.

(7)

Κατά τον καθορισμό προτύπων για τις εκπομπές είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος για την ανταγωνιστικότητα των αγορών και των κατασκευαστών, το άμεσο και έμμεσο κόστος που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις, καθώς και τα οφέλη που προκύπτουν από άποψη ενθάρρυνσης της καινοτομίας, βελτίωσης της ποιότητας του αέρα, μείωσης των δαπανών για την υγεία και αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης.

(8)

Η απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής του οχήματος, μέσω τυποποιημένου μορφοτύπου που μπορεί να χρησιμοποιείται για την ανάκτηση τεχνικών πληροφοριών, και ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην αγορά όσον αφορά τις υπηρεσίες παροχής πληροφοριών για την επισκευή και συντήρηση οχημάτων, είναι αναγκαίοι ώστε να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ιδίως όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, την ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Μεγάλο μέρος των πληροφοριών αυτών συνδέεται με τα ενσωματωμένα συστήματα διάγνωσης (OBD) και τη διάδρασή τους με άλλα συστήματα οχημάτων. Απαιτείται να καθορισθούν τεχνικές προδιαγραφές τις οποίες θα πρέπει να τηρούν οι κατασκευαστές σχετικά με την παροχή πληροφοριών στους δικτυακούς τόπους τους, παράλληλα με στοχοθετημένα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η εύλογη πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ).

(9)

Το αργότερο στις 7 Αυγούστου 2013, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τη λειτουργία του συστήματος απεριόριστης πρόσβασης στις πληροφορίες επισκευής και συντήρησης των οχημάτων με σκοπό να καθορίσει εάν θα ήταν σκόπιμο να ενοποιηθούν όλες οι διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση σε πληροφορίες για την επισκευή και συντήρηση οχημάτων εντός ενός αναθεωρημένου πλαισίου νομοθεσίας σχετικά με την έγκριση τύπου. Εάν οι διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές ενοποιηθούν με αυτόν τον τρόπο, οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καταργηθούν, ενόσω διατηρούνται τα υφιστάμενα δικαιώματα για την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης.

(10)

H Επιτροπή θα πρέπει να ενθαρρύνει την ανάπτυξη ενός διεθνούς μορφοτύπου για απεριόριστη και τυποποιημένη πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, παραδείγματος χάριν μέσω του έργου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τυποποίησης (CΕΝ).

(11)

Είναι σημαντικό να θεσπισθεί κοινό ευρωπαϊκό πρότυπο για το μορφότυπο πληροφοριών για το σύστημα OBD οχημάτων και πληροφοριών επισκευής και συντήρησης των οχημάτων. Έως ότου εγκριθεί αυτό το πρότυπο, οι πληροφορίες για το σύστημα OBD οχημάτων και οι πληροφορίες επισκευής και συντήρησης για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα θα πρέπει να εξακολουθούν να παρουσιάζονται με άμεσα προσβάσιμο τρόπο και βάσει ενός μορφοτύπου το οποίο θα εγγυάται την άνευ διακρίσεων πρόσβαση. Οι πληροφορίες θα πρέπει να διατίθενται στους δικτυακούς τόπους των κατασκευαστών ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό λόγω της φύσεως των πληροφοριών, σε άλλο κατάλληλο μορφότυπο.

(12)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει συνεχώς τις εκπομπές που έως σήμερα δεν υπόκεινται σε ρυθμίσεις και οι οποίες προκύπτουν ως συνέπεια της ευρύτερης χρήσης νέων συνθέσεων καυσίμων, τεχνολογιών κινητήρων και συστημάτων ελέγχου εκπομπών. Η Επιτροπή θα πρέπει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να υποβάλει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τη ρύθμιση των εκπομπών αυτών.

(13)

Ενδείκνυται να ενθαρρυνθεί η καθιέρωση οχημάτων που λειτουργούν με εναλλακτικά καύσιμα, τα οποία μπορεί να έχουν μειωμένες εκπομπές NOx και αιωρούμενων σωματιδίων. Επομένως, θα πρέπει να καθιερωθούν οριακές τιμές για τους υδρογονάνθρακες, τους υδρογονάνθρακες χωρίς μεθάνιο και το μεθάνιο.

(14)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί ο έλεγχος των εκπομπών πάρα πολύ μικρών σωματιδίων (PM 0,1 μm ή λιγότερο), θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εγκρίνει μια προσέγγιση με βάση τον αριθμό των σωματιδίων για τις εκπομπές σωματιδιακών ρύπων, επιπλέον της χρησιμοποιούμενης επί του παρόντος προσέγγισης με βάση τη μάζα. Η προσέγγιση με βάση τον αριθμό των αιωρούμενων σωματιδίων θα πρέπει να βασίζεται στα αποτελέσματα του προγράμματος μέτρησης σωματιδίων της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και να συνάδει με τους υφιστάμενους φιλόδοξους στόχους για το περιβάλλον.

(15)

Για να επιτευχθούν αυτοί οι περιβαλλοντικοί στόχοι είναι σκόπιμο να αναφέρεται ότι οι οριακές τιμές σωματιδίων θα αντικατοπτρίζουν κατά πάσα πιθανότητα τα υψηλότερα επίπεδα απόδοσης που επιτυγχάνονται επί του παρόντος με φίλτρα σωματιδίων χρησιμοποιώντας τη βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία.

(16)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει εναρμονισμένους σε παγκόσμια κλίμακα κύκλους οδήγησης στη διαδικασία δοκιμής που παρέχει τη βάση των ρυθμίσεων των εκπομπών έγκρισης τύπου ΕΚ. Θα πρέπει επίσης να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής φορητών συστημάτων μέτρησης εκπομπών για την επαλήθευση των υφιστάμενων εν χρήσει εκπομπών και θέσπισης διαδικασιών για τον έλεγχο των εκπομπών εκτός κύκλου.

(17)

Ο μετεξοπλισμός βαρέων οχημάτων με φίλτρα σωματιδίων ντίζελ μπορεί να προκαλέσει αυξημένες εκπομπές διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της θεματικής στρατηγικής για την ατμοσφαιρική ρύπανση, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει νομοθετική πρόταση για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τον μετεξοπλισμό και να εξασφαλίζει ότι θα προβλέπονται στο πλαίσιο αυτό απαιτήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(18)

Τα συστήματα OBD είναι σημαντικά για τον έλεγχο των εκπομπών κατά τη διάρκεια της χρήσης του οχήματος. Λόγω της σημασίας του ελέγχου των πραγματικών εκπομπών, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει συνεχώς τις απαιτήσεις για τα εν λόγω συστήματα και τα κατώφλια ανοχής για την παρακολούθηση σφαλμάτων.

(19)

Για την παρακολούθηση της συμμετοχής του εν λόγω τομέα στο σύνολό του στις συνολικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, η Επιτροπή θα πρέπει να καθιερώσει τη μέτρηση της κατανάλωσης καυσίμου και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων.

(20)

Η Επιτροπή, για να προωθήσει καθαρά και ενεργειακώς αποδοτικά οχήματα, θα πρέπει να μελετήσει τη σκοπιμότητα και την ανάπτυξη ορισμού και μεθοδολογίας της ενεργειακής κατανάλωσης και των εκπομπών CO2 για ολόκληρα οχήματα και όχι μόνο για κινητήρες, με την επιφύλαξη της χρήσης εικονικών και πραγματικών δοκιμών. Ένας τέτοιος ορισμός καθώς και η μεθοδολογία θα πρέπει επίσης να καλύπτουν εναλλακτικά συστήματα μετάδοσης της κίνησης (π.χ. υβριδικά οχήματα) καθώς και τις συνέπειες των βελτιώσεων επί των οχημάτων, όπως εφαρμογές της αεροδυναμικής, βάρος, χωρητικότητα και αντίσταση κύλισης. Εάν μπορεί να βρεθεί κατάλληλη μέθοδος παρουσίασης και σύγκρισης, η παραγόμενη κατανάλωση καυσίμων και οι εκπομπές CO2 θα πρέπει να διατίθενται στο κοινό για χωριστούς τύπους οχημάτων.

(21)

Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των υφιστάμενων εν χρήσει εκπομπών, περιλαμβανομένων των εκπομπών εκτός κύκλου, και για τη διευκόλυνση της διαδικασίας της εν χρήσει συμμόρφωσης, θα πρέπει να εγκριθούν μια μεθοδολογία δοκιμών, καθώς και απαιτήσεις απόδοσης βάσει της χρησιμοποίησης φορητών συστημάτων μέτρησης εκπομπών εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου.

(22)

Για την επίτευξη των σχετικών με την ποιότητα του αέρα στόχων της ΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει εναρμονισμένες διατάξεις προκειμένου να διασφαλιστεί ο ενδεδειγμένος έλεγχος των εκπομπών εκτός κύκλου από βαρέα επαγγελματικά οχήματα και κινητήρες, σε ένα ευρύ φάσμα συνθηκών λειτουργίας του κινητήρα και συνθηκών περιβάλλοντος.

(23)

Για την τήρηση των καθιερωμένων προτύπων των σχετικών με τις εκπομπές ρύπων, βασική απαίτηση είναι η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος μετεπεξεργασίας, ειδικότερα στην περίπτωση των ΝΟx. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να θεσπιστούν μέτρα για τη διασφάλιση της ενδεδειγμένης λειτουργίας των συστημάτων, με βάση τη χρήση αντιδραστηρίου.

(24)

Τα κράτη μέλη είναι σε θέση να επιταχύνουν, με την παροχή οικονομικών κινήτρων, τη διάθεση στην αγορά οχημάτων που να πληρούν τις απαιτήσεις που έχουν εγκριθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να περιλαμβάνουν τις εκπομπές στη μέθοδο για τον υπολογισμό των φόρων που επιβάλλονται στα οχήματα.

(25)

Όταν τα κράτη μέλη καταρτίζουν μέτρα για να εξασφαλίσουν τον μετεξοπλισμό των βαρέων οχημάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να βασίζονται στα πρότυπα ευρώ VI.

(26)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις επιβλητέες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να μεριμνήσουν για την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές.

(27)

Οι σχετικές με την ισχύ των κινητήρων των μηχανοκίνητων οχημάτων επιταγές που επιβάλλει η οδηγία 80/1269/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ισχύ των κινητήρων των οχημάτων με κινητήρα (5), θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (ευρώ 5 και ευρώ 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (6). Κατά συνέπεια, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και να καταργηθεί η οδηγία 80/1269/ΕΟΚ.

(28)

Για την απλούστευση της κοινοτικής νομοθεσίας είναι σκόπιμο να αντικατασταθούν οι ισχύουσες νομοθετικές πράξεις για τις εκπομπές από βαρέα επαγγελματικά οχήματα, ήτοι η οδηγία 2005/55/ΕΚ (7) και η οδηγία 2005/78/ΕΚ της Επιτροπής (8) από έναν κανονισμό. Η χρήση κανονισμού αναμένεται να διασφαλίσει την άμεση εφαρμογή των λεπτομερών τεχνικών διατάξεων για τους κατασκευαστές, τις αρχές έγκρισης και τις τεχνικές υπηρεσίες, καθώς και τη δυνατότητα ταχείας και αποτελεσματικής επικαιροποίησης των εν λόγω διατάξεων. Συνεπώς, οι οδηγίες 2005/55/ΕΚ και 2005/78/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθούν και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(29)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εγκρίνονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (9).

(30)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εισαγάγει οριακές τιμές με βάση τον αριθμό των σωματιδίων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, να καθορίσει, εάν κριθεί σκόπιμο, την τιμή του επιτρεπόμενου επιπέδου του στοιχείου NO2 στην οριακή τιμή NOx, να καθιερώσει ειδικές διαδικασίες, δοκιμές και απαιτήσεις για την έγκριση τύπου, καθώς και διαδικασία μέτρησης του αριθμού των σωματιδίων, και να εγκρίνει μέτρα σχετικά με τις εκπομπές εκτός κύκλου, τη χρήση φορητών συστημάτων μέτρησης εκπομπών, την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων και τους κύκλους δοκιμής που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των εκπομπών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(31)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς μέσω της θέσπισης κοινών τεχνικών απαιτήσεων σχετικά με τις εκπομπές των μηχανοκίνητων οχημάτων και της εξασφάλισης πρόσβασης σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων για ανεξάρτητους φορείς, κατά τον ίδιο τρόπο που παρέχεται η εν λόγω πρόσβαση σε εξουσιοδοτημένους πωλητές και συνεργεία επισκευής, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων, κινητήρων και ανταλλακτικών, όσον αφορά τις εκπομπές τους.

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει επίσης κανόνες για την εν χρήσει συμμόρφωση οχημάτων και κινητήρων, την αντοχή των συστημάτων ελέγχου της ρύπανσης, τα συστήματα OBD, τη μέτρηση της κατανάλωσης καυσίμων και εκπομπών CO2 και τη δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικές με τα συστήματα OBD οχημάτων καθώς και με την επισκευή και συντήρηση οχημάτων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα οχήματα με κινητήρα των κατηγοριών M1, M2, N1 και N2, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, με μάζα αναφοράς άνω των 2 610 kg και σε όλα τα οχήματα με κινητήρα των κατηγοριών M3 και N3, όπως ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007.

Κατόπιν αιτήσεως του κατασκευαστή, η έγκριση τύπου ολοκληρωμένου οχήματος δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των μέτρων εφαρμογής του επεκτείνεται στο αντίστοιχο ημιτελές όχημα με μάζα αναφοράς που δεν υπερβαίνει τα 2 610 kg. Οι εγκρίσεις τύπου επεκτείνονται εάν ο κατασκευαστής μπορεί να αποδείξει ότι όλοι οι συνδυασμοί του αμαξώματος που αναμένεται να ενσωματωθούν στο ημιτελές όχημα αυξάνουν τη μάζα αναφοράς του οχήματος σε άνω των 2 610 kg.

Κατόπιν αιτήσεως του κατασκευαστή, η έγκριση τύπου οχήματος που χορηγείται με βάση τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του επεκτείνεται στις εναλλακτικές μορφές και τύπους του με μάζα αναφοράς που υπερβαίνει τα 2 380 kg υπό τον όρο ότι πληροί τις απαιτήσεις σχετικά με τη μέτρηση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την κατανάλωση καυσίμων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και τα μέτρα εφαρμογής του.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «κινητήρας»: πηγή κινητήριας δύναμης ενός οχήματος για την οποία μπορεί να χορηγείται έγκριση τύπου ως χωριστή τεχνική μονάδα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 25 της οδηγίας 2007/46/ΕΟΚ·

2)   «αέριοι ρύποι»: οι εκπομπές, στα καυσαέρια, μονοξειδίου του άνθρακα, οξειδίων του αζώτου (NOx) εκφρασμένων σε ισοδύναμο NO2, και υδρογονανθράκων·

3)   «αιωρούμενα σωματίδια»: τα συστατικά των καυσαερίων που απομακρύνονται από τα αραιωμένα καυσαέρια σε μέγιστη θερμοκρασία 325 K (52 °C), μέσω των φίλτρων που περιγράφονται στη διαδικασία δοκιμής για τον έλεγχο των μέσων εκπομπών στον αγωγό εξαγωγής·

4)   «εκπομπές αγωγού εξαγωγής»: οι εκπομπές των αερίων ρύπων και αιωρούμενων σωματιδίων·

5)   «στροφαλοθάλαμος»: οι εσωτερικοί ή εξωτερικοί χώροι ενός κινητήρα που συνδέονται με τη δεξαμενή λαδιού με εσωτερικούς ή εξωτερικούς αγωγούς, μέσω των οποίων μπορούν να διαφύγουν αέρια και ατμοί·

6)   «αντιρρυπαντική διάταξη»: τα τμήματα ενός οχήματος που ελέγχουν ή/και περιορίζουν τις εκπομπές ρύπων του αγωγού εξαγωγής·

7)   «ενσωματωμένο σύστημα διάγνωσης (OBD)»: το σύστημα που είναι ενσωματωμένο σε ένα όχημα ή κινητήρα και το οποίο έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει δυσλειτουργίες και, εφόσον είναι δυνατό, να επισημαίνει την εμφάνισή τους με τη βοήθεια συστήματος ειδοποίησης, να εντοπίζει το πιθανό σημείο δυσλειτουργίας μέσω πληροφοριών καταχωρημένων σε μνήμη υπολογιστή, και να κοινοποιεί αυτές τις πληροφορίες εκτός του οχήματος·

8)   «στρατηγική αναστολής»: η στρατηγική ελέγχου των εκπομπών η οποία μειώνει την αποτελεσματικότητα του ελέγχου των εκπομπών υπό συνθήκες περιβάλλοντος ή λειτουργίας του κινητήρα, οι οποίες προκύπτουν είτε κατά τη συνήθη λειτουργία του οχήματος, είτε εκτός των διαδικασιών δοκιμής για την έγκριση τύπου·

9)   «αρχική διάταξη ελέγχου της ρύπανσης»: διάταξη ελέγχου της ρύπανσης, ή συνδυασμός τέτοιων διατάξεων, η οποία καλύπτεται από τη χορηγηθείσα για το συγκεκριμένο όχημα έγκριση τύπου·

10)   «διάταξη αντικατάστασης για έλεγχο της ρύπανσης»: διάταξη ελέγχου της ρύπανσης, ή συνδυασμός τέτοιων διατάξεων, η οποία προορίζεται να αντικαταστήσει μια αρχική διάταξη ελέγχου της ρύπανσης και η οποία μπορεί να εγκριθεί ως χωριστή τεχνική μονάδα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 25 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ·

11)   «πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχήματος»: όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται για τη διάγνωση, τη συντήρηση, την τεχνική επιθεώρηση, την περιοδική παρακολούθηση, την επισκευή, τον επαναπρογραμματισμό ή την επαναφορά του οχήματος στην αρχική κατάσταση ή την τηλεδιάγνωση και τηλεϋποστήριξη του οχήματος τις οποίες παρέχουν οι κατασκευαστές στους εξουσιοδοτημένους τους πωλητές και συνεργεία επισκευής, περιλαμβανομένων όλων των επακόλουθων τροποποιήσεων και συμπληρωμάτων των πληροφοριών αυτών. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη συναρμογή εξαρτημάτων ή εξοπλισμού στο όχημα·

12)   «κατασκευαστής»: το πρόσωπο ή ο φορέας που είναι υπεύθυνος έναντι της εγκριτικής αρχής για όλες τις πτυχές της διαδικασίας έγκρισης τύπου ή αδειοδότησης και για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης της παραγωγής. Δεν απαιτείται να εμπλέκεται το πρόσωπο ή ο φορέας αυτός άμεσα σε όλα τα στάδια της κατασκευής του οχήματος, συστήματος, κατασκευαστικού στοιχείου ή χωριστής τεχνικής μονάδας που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας έγκρισης·

13)   «ανεξάρτητοι φορείς»: οι επιχειρήσεις εκτός των εξουσιοδοτημένων πωλητών και συνεργείων επισκευής οι οποίες συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην επισκευή και στη συντήρηση μηχανοκίνητων οχημάτων, και ιδίως επισκευαστές, κατασκευαστές ή διανομείς εξοπλισμού ή εργαλείων επισκευής, ανταλλακτικών, εκδότες τεχνικών εντύπων, λέσχες αυτοκινήτου, φορείς παροχής οδικής βοήθειας, φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τεχνικής επιθεώρησης και δοκιμής και φορείς που παρέχουν υπηρεσίες κατάρτισης στους επισκευαστές, κατασκευαστές και επισκευαστές εξοπλισμού των οχημάτων εναλλακτικών καυσίμων·

14)   «όχημα εναλλακτικών καυσίμων»: όχημα σχεδιασμένο να είναι σε θέση να λειτουργεί τουλάχιστον με έναν τύπο καυσίμου το οποίο είτε είναι αέριο σε ατμοσφαιρική θερμοκρασία και πίεση είτε έχει παραχθεί κατά σημαντικό βαθμό από μη ορυκτά έλαια·

15)   «μάζα αναφοράς»: η μάζα του οχήματος σε τάξη πορείας χωρίς την ενιαία μάζα των 75 kg του οδηγού και προσαυξημένη κατά μια ενιαία μάζα 100 kg·

16)   «παραποίηση»: κάθε αδρανοποίηση, προσαρμογή ή τροποποίηση του συστήματος ελέγχου των εκπομπών οχήματος ή του συστήματος προώθησης, περιλαμβανομένου οιουδήποτε λογισμικού ή άλλων λογικών στοιχείων ελέγχου των συστημάτων αυτών, κατά τρόπο που έχει ως αποτέλεσμα, είτε σκόπιμο είτε όχι, την επιδείνωση των επιδόσεων εκπομπών του οχήματος.

Η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόσει τον ορισμό του σημείου 7 του παρόντος άρθρου με σκοπό να αντικατοπτρίζεται η τεχνική πρόοδος στα συστήματα OBD. Το εν λόγω μέτρο, που έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.   Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι όλα τα νέα οχήματα τα οποία πωλούνται, ταξινομούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα, όλοι οι νέοι κινητήρες οι οποίοι πωλούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα και όλες οι νέες διατάξεις αντικατάστασης για έλεγχο της ρύπανσης, οι οποίες απαιτούν έγκριση τύπου σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 και πωλούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα, έχουν λάβει έγκριση τύπου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

2.   Οι κατασκευαστές μεριμνούν για την τήρηση των διαδικασιών έγκρισης τύπου για την επαλήθευση της συμμόρφωσης της παραγωγής, της αντοχής των συστημάτων ελέγχου της ρύπανσης και της εν χρήσει συμμόρφωσης.

Τα τεχνικής φύσεως μέτρα που λαμβάνει ο κατασκευαστής πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό περιορισμό των εκπομπών στον αγωγό εξαγωγής, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του, καθ’ όλη τη διάρκεια της φυσιολογικής ζωής των οχημάτων και υπό κανονικές συνθήκες χρήσεως.

Προς τον σκοπό αυτό, ο αριθμός των διανυθέντων χιλιομέτρων και η χρονική περίοδος που λαμβάνονται υπόψη για τις δοκιμές αντοχής των συστημάτων ελέγχου της ρύπανσης, οι οποίες διενεργούνται με σκοπό την έγκριση τύπου και τη δοκιμή της συμμόρφωσης των εν χρήσει οχημάτων ή κινητήρων, είναι:

α)

160 000 χιλιόμετρα ή πέντε έτη, οποιοδήποτε από τα δύο συμβεί πρώτα, στις περιπτώσεις κινητήρων που τοποθετούνται σε οχήματα των κατηγοριών Μ1, N1 και Μ2·

β)

300 000 χιλιόμετρα ή έξι έτη, οποιοδήποτε από τα δύο συμβεί πρώτα, στις περιπτώσεις κινητήρων που τοποθετούνται σε οχήματα των κατηγοριών N2 και Ν3, με μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα που δεν υπερβαίνει τους 16 τόνους, και M3 κλάση I, κλάση II και κλάση A, καθώς και κλάση B με μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα που δεν υπερβαίνει τους 7,5 τόνους·

γ)

700 000 χιλιόμετρα ή επτά έτη, οποιοδήποτε από τα δύο συμβεί πρώτα, στις περιπτώσεις κινητήρων που τοποθετούνται σε οχήματα των κατηγοριών N3 με μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα άνω των 16 τόνων και M3, κλάση III και κλάση B με μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα άνω των 7,5 τόνων.

3.   Η Επιτροπή θεσπίζει τις ειδικές διαδικασίες και απαιτήσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Τα εν λόγω μέτρα, που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις και δοκιμές

1.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τα όρια εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα I.

2.   Οι κατασκευαστές εξοπλίζουν τα οχήματα και τους κινητήρες κατά τρόπο ώστε τα κατασκευαστικά στοιχεία που ενδέχεται να επηρεάσουν τις εκπομπές να σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και συναρμολογούνται έτσι ώστε τα οχήματα ή ο κινητήρας, υπό κανονικές συνθήκες χρήσης, να συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

3.   Η χρήση στρατηγικών αναστολής που περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του εξοπλισμού ελέγχου των εκπομπών απαγορεύεται.

4.   Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

τις εκπομπές αγωγού εξαγωγής, συμπεριλαμβανομένων κύκλων δοκιμής, τη χρήση φορητών συστημάτων μέτρησης εκπομπών για τον έλεγχο των πραγματικών εν χρήσει εκπομπών, τον έλεγχο και περιορισμό των εκπομπών εκτός κύκλου, τον καθορισμό οριακών τιμών για τον αριθμό των σωματιδίων τηρουμένων των ισχυουσών φιλόδοξων απαιτήσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, και τις εκπομπές σε λειτουργία κινητήρα εν κενώ·

β)

τις εκπομπές στροφαλοθαλάμου·

γ)

τα συστήματα OBD και τις εν χρήσει επιδόσεις των διατάξεων ελέγχου της ρύπανσης·

δ)

την αντοχή των συστημάτων ελέγχου της ρύπανσης, τις διατάξεις αντικατάστασης για τον έλεγχο της ρύπανσης, τη συμμόρφωση εν χρήσει των κινητήρων και οχημάτων, τη συμμόρφωση της παραγωγής και την εν χρήσει αξιοπιστία·

ε)

τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση καυσίμων·

στ)

την παράταση των εγκρίσεων τύπου·

ζ)

τον εξοπλισμό για τις δοκιμές·

η)

τα καύσιμα αναφοράς, όπως πετρέλαιο, ντίζελ, τα αέρια καύσιμα και τα βιοκαύσιμα, όπως βιοαιθανόλη, βιοντίζελ και βιοαέριο·

θ)

τη μέτρηση της ισχύος του κινητήρα·

ι)

την ορθή λειτουργία και αναγέννηση των συστημάτων ελέγχου της ρύπανσης·

ια)

ειδικές διατάξεις για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των μέτρων ελέγχου των NOx με τις εν λόγω διατάξεις διασφαλίζεται ότι τα οχήματα δεν μπορούν να λειτουργούν εάν τα μέτρα ελέγχου των NOx είναι εκτός λειτουργίας λόγω, παραδείγματος χάριν, έλλειψης τυχόν απαιτούμενου αντιδραστηρίου, λανθασμένης ροής ανακυκλοφορίας καυσαερίων (EGR) ή απενεργοποίησης του EGR.

Τα εν λόγω μέτρα, που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2.

Άρθρο 6

Πρόσβαση σε πληροφορίες

1.   Οι κατασκευαστές παρέχουν σε ανεξάρτητους φορείς απεριόριστη και τυποποιημένη πρόσβαση στις πληροφορίες για το σύστημα OBD οχημάτων, στο διαγνωστικό και άλλο εξοπλισμό, στα εργαλεία, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού λογισμικού, καθώς και στις πληροφορίες επισκευής και συντήρησης του οχήματος.

Οι κατασκευαστές παρέχουν τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα και τηλεπρόσβαση προκειμένου να μπορούν τα ανεξάρτητα συνεργεία να διενεργούν επισκευές που απαιτούν την πρόσβαση στο σύστημα ασφαλείας του οχήματος.

Σε περίπτωση εγκρίσεως τύπου σε πολλαπλά στάδια, ο κατασκευαστής που είναι αρμόδιος για την κάθε έγκριση είναι αρμόδιος και για την παροχή των πληροφοριών επισκευής που σχετίζονται με το συγκεκριμένο στάδιο τόσο απέναντι στον τελικό κατασκευαστή, όσο και απέναντι στους ανεξάρτητους φορείς. Ο τελικός κατασκευαστής είναι αρμόδιος για τη διαβίβαση πληροφοριών εφ’ ολοκλήρου του οχήματος σε ανεξάρτητους φορείς.

Τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 εφαρμόζονται αναλόγως.

Έως την έγκριση του σχετικού προτύπου, παραδείγματος χάριν μέσω των εργασιών της CEN, οι πληροφορίες για το σύστημα OBD οχημάτων και οι πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων παρουσιάζονται με ευκόλως προσβάσιμο και μη μεροληπτικό τρόπο.

Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στους δικτυακούς τόπους των κατασκευαστών ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό λόγω της φύσεως των πληροφοριών, σε άλλο κατάλληλο μορφότυπο.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει και επικαιροποιεί, για την εφαρμογή της παραγράφου 1, τις κατάλληλες τεχνικές προδιαγραφές που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο παρέχονται οι πληροφορίες για το σύστημα OBD οχημάτων και οι πληροφορίες επισκευής και συντήρησης των οχημάτων. H Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη σημερινή τεχνολογία της πληροφορίας, τις προβλέψιμες εξελίξεις στην τεχνολογία των οχημάτων, τα υπάρχοντα πρότυπα ISO και τη δυνατότητα καθιέρωσης ενός παγκόσμιας κλίμακας προτύπου ISO.

Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει άλλα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1.

Τα εν λόγω μέτρα, που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

Υποχρεώσεις σχετικά με τα συστήματα που χρησιμοποιούν αναλώσιμο αντιδραστήριο

1.   Οι κατασκευαστές, επισκευαστές και χρήστες των οχημάτων δεν επιτρέπεται να παραποιούν τα συστήματα που χρησιμοποιούν αναλώσιμο αντιδραστήριο.

2.   Οι χρήστες των οχημάτων διασφαλίζουν ότι το όχημα δεν κινείται χωρίς αναλώσιμο αντιδραστήριο.

Άρθρο 8

Χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της έγκρισης τύπου οχημάτων και κινητήρων

1.   Από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, οι εθνικές αρχές αρνούνται, για λόγους που σχετίζονται με εκπομπές, τη χορήγηση έγκρισης τύπου ΕΚ ή εθνικής έγκρισης τύπου για νέους τύπους οχημάτων ή κινητήρων που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και με τα μέτρα εφαρμογής του.

Τα τεχνικά πιστοποιητικά έγκρισης τύπου που αντιστοιχούν σε στάδια εκπομπών πριν από το ευρώ VI δύνανται να χορηγούνται για οχήματα και κινητήρες που προορίζονται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες, υπό τον όρο ότι στα πιστοποιητικά αυτά αναφέρεται σαφώς ότι τα εν λόγω οχήματα και κινητήρες δεν μπορούν να διατεθούν στην κοινοτική αγορά.

2.   Από τις 31 Δεκεμβρίου 2013, οι εθνικές αρχές θεωρούν, όσον αφορά τα νέα οχήματα που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του, ότι τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης δεν είναι πλέον έγκυρα για τους σκοπούς του άρθρου 26 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και απαγορεύουν, για λόγους που αφορούν εκπομπές, την ταξινόμηση, την πώληση και τη θέση σε κυκλοφορία των οχημάτων αυτών.

Από την ίδια ημερομηνία και εξαιρουμένων των κινητήρων που τοποθετούνται σε οχήματα που βρίσκονται ήδη σε κυκλοφορία προς αντικατάσταση των κινητήρων τους, οι εθνικές αρχές απαγορεύουν την πώληση ή χρήση νέων κινητήρων που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

3.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και εφόσον τεθούν σε ισχύ τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 5 παράγραφος 4 και στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 6 παράγραφος 2, εάν ο κατασκευαστής υποβάλει σχετικό αίτημα, οι εθνικές αρχές δεν δύνανται, για λόγους που αφορούν τις εκπομπές οχημάτων, να αρνηθούν να εκδώσουν έγκριση τύπου ΕΚ ή εθνική έγκριση τύπου για νέο τύπο σχήματος ή κινητήρα, ή να απαγορεύσουν την ταξινόμηση, την πώληση και τη θέση σε κυκλοφορία ενός νέου οχήματος και την πώληση ή χρήση νέων κινητήρων, εφόσον τα εν λόγω οχήματα ή κινητήρες συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

Άρθρο 9

Υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με την έγκριση τύπου ανταλλακτικών

Απαγορεύεται η πώληση ή η εγκατάσταση σε όχημα νέων συστημάτων αντικατάστασης για έλεγχο της ρύπανσης, τα οποία προορίζονται να τοποθετηθούν σε οχήματα που έχουν εγκριθεί βάσει του παρόντος κανονισμού και των μέτρων εφαρμογής του, εάν δεν ανήκουν σε τύπο για τον οποίο χορηγήθηκε έγκριση τύπου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

Άρθρο 10

Οικονομικά κίνητρα

1.   Υπό την προϋπόθεση της έναρξης ισχύος των μέτρων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν οικονομικά κίνητρα όσον αφορά τα μηχανοκίνητα οχήματα μαζικής παραγωγής που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

Τα εν λόγω κίνητρα εφαρμόζονται για όλα τα νέα οχήματα που διατίθενται στην αγορά του συγκεκριμένου κράτους μέλους, τα οποία συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του. Εντούτοις, παύουν να εφαρμόζονται το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2013.

2.   Με την επιφύλαξη της έναρξης ισχύος των μέτρων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν οικονομικά κίνητρα για τον μετεξοπλισμό των εν χρήσει οχημάτων ώστε να τηρούν τις οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι και για την απόσυρση οχημάτων που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του.

3.   Τα οικονομικά κίνητρα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν υπερβαίνουν, για κάθε τύπο μηχανοκίνητου οχήματος, το επιπλέον κόστος των τεχνικών συστημάτων που εισάγονται ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τα όρια εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι, συμπεριλαμβανομένου του κόστους της εγκατάστασης στο όχημα.

4.   Η Επιτροπή ενημερώνεται σχετικά με τα σχέδια θέσπισης ή μεταβολής των οικονομικών κινήτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 11

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις για τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και των μέτρων εφαρμογής του και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των κυρώσεων. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις σχετικές διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 7 Φεβρουαρίου 2011 και της γνωστοποιούν, χωρίς καθυστέρηση, τις τυχόν επακόλουθες τροποποιήσεις που τις επηρεάζουν.

2.   Οι τύποι παραβάσεων τις οποίες διαπράττουν οι κατασκευαστές και οι οποίες υπόκεινται σε κυρώσεις περιλαμβάνουν:

α)

την υποβολή ψευδών δηλώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών έγκρισης ή των διαδικασιών που οδηγούν σε ανάκληση·

β)

την παραποίηση των αποτελεσμάτων των δοκιμών για την έγκριση τύπου ή τη συμμόρφωση κατά τη χρήση·

γ)

την απόκρυψη στοιχείων ή τεχνικών προδιαγραφών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάκληση ή την απόσυρση της έγκρισης τύπου·

δ)

τη χρήση στρατηγικών αναστολής·

ε)

την άρνηση παροχής πρόσβασης σε πληροφορίες.

Τα είδη των παραβάσεων που διαπράττονται από κατασκευαστές, επισκευαστές και φορείς υποκείμενους σε κυρώσεις περιλαμβάνουν την παραποίηση των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών NOx. Περιλαμβάνεται, παραδείγματος χάριν, η παραποίηση των συστημάτων που χρησιμοποιούν αναλώσιμο αντιδραστήριο.

Τα είδη των παραβάσεων που διαπράττονται από φορείς υποκείμενους σε κυρώσεις περιλαμβάνουν την οδήγηση οχήματος χωρίς αναλώσιμο αντιδραστήριο.

Άρθρο 12

Επανακαθορισμός προδιαγραφών

1.   Μετά την ολοκλήρωση των σχετικών τμημάτων του προγράμματος μέτρησης σωματιδίων της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που εφαρμόζεται υπό την αιγίδα του παγκόσμιου φόρουμ για την εναρμόνιση των κανονισμών οχημάτων, η Επιτροπή, χωρίς να μειώσει τα επίπεδα περιβαλλοντικής προστασίας στην Κοινότητα:

α)

θεσπίζει ως επιπρόσθετο έλεγχο επί των εκπομπών μικρών σωματιδίων οριακές τιμές βασιζόμενες στον αριθμό των σωματιδίων που ορίζονται σε επίπεδο κατάλληλο για τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται πραγματικά τη στιγμή εκείνη για να πληρούν το νέο όριο σωματιδιακής μάζας·

β)

θεσπίζει διαδικασία μέτρησης του αριθμού των αιωρούμενων σωματιδίων.

Επίσης, η Επιτροπή, χωρίς να μειώσει τα επίπεδα περιβαλλοντικής προστασίας στην Κοινότητα, προσδιορίζει οριακή τιμή για τις εκπομπές NO2 επιπροσθέτως της τιμής για το σύνολο των εκπομπών NOx, εάν κρίνεται σκόπιμο. Το όριο για τις εκπομπές NO2 ορίζεται σε επίπεδο που αντανακλά την επίδοση των τεχνολογιών που θα υπάρχουν τη στιγμή εκείνη.

Τα εν λόγω μέτρα, που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή ορίζει παράγοντες συσχέτισης μεταξύ, αφενός του ευρωπαϊκού κύκλου μεταβατικών συνθηκών (ETC) και του ευρωπαϊκό κύκλου σταθερών συνθηκών λειτουργίας (ESC), όπως ορίζεται στην οδηγία 2005/55/ΕΚ, και, αφετέρου, του παγκοσμίως εναρμονισμένου κύκλου οδήγησης μεταβατικών συνθηκών (WHTC) και του παγκοσμίως εναρμονισμένου κύκλου οδήγησης σταθερών συνθηκών λειτουργίας (WHSC) και προσαρμόζει προς το σκοπό αυτό τις οριακές τιμές. Τα εν λόγω μέτρα, που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2.

3.   Η Επιτροπή συνεχίζει να επανεξετάζει τις διαδικασίες, δοκιμές και απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, καθώς και τους κύκλους δοκιμών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των εκπομπών.

Εάν από την επανεξέταση διαπιστωθεί ότι οι εν λόγω διαδικασίες, δοκιμές, απαιτήσεις και κύκλοι δοκιμών δεν είναι πλέον κατάλληλοι ή δεν αντικατοπτρίζουν πλέον τις πραγματικές εκπομπές σε παγκόσμιο επίπεδο, προσαρμόζονται κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζουν επαρκώς τις εκπομπές που παράγονται από την πραγματική οδήγηση στο δρόμο. Τα εν λόγω μέτρα, που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή συνεχίζει να επανεξετάζει τους ρύπους που απαριθμούνται στο σημείο 2 του άρθρου 3. Εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ενδείκνυται να θεσπιστούν οι εκπομπές επιπλέον ρύπων, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 13

Διαδικασία επιτροπών

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Τεχνική Επιτροπή - Μηχανοκίνητα Οχήματα (ΤΕΜΟ) που συστάθηκε με το άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ.

2.   Όταν γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Άρθρο 14

Εφαρμογή

Έως την 1η Απριλίου 2010, η Επιτροπή εγκρίνει τα μέτρα εφαρμογής μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 5 παράγραφος 4, στο άρθρο 6 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β).

Άρθρο 15

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 5 παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

μετά το στοιχείο η) διαγράφεται η λέξη «και»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ι)

τη μέτρηση της ισχύος του κινητήρα·»

2.

Το άρθρο 14 παράγραφος 6 διαγράφεται.

Άρθρο 16

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/46/ΕΚ

Τα παραρτήματα IV, VI και XI της οδηγίας 2007/46/ΕΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 17

Κατάργηση

1.   Οι οδηγίες 80/1269/ΕΟΚ, 2005/55/ΕΚ και 2005/78/ΕΚ καταργούνται από τις 31 Οκτωβρίου 2013.

2.   Οι αναφορές στις καταργηθείσες οδηγίες θεωρούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 7 Αυγούστου 2009. Εντούτοις, το άρθρο 8 παράγραφος 3 και το άρθρο 10 εφαρμόζονται από τις 7 Αυγούστου 2009 και τα σημεία 1.α) i), 1.β) i), 2.α), 3.α) i), 3.β) i), 3.γ) i), 3.δ) i) και 3.ε) i) του παραρτήματος II εφαρμόζονται από τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Š. FÜLE


(1)  ΕΕ C 211 της 19.8.2008, σ. 12.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2009.

(3)  ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 375 της 31.12.1980, σ. 46.

(6)  ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1.

(7)  Οδηγία 2005/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών αερίων και σωματιδιακών ρύπων από τους κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση που χρησιμοποιούνται σε οχήματα, καθώς και κατά των εκπομπών αερίων ρύπων από κινητήρες επιβαλλόμενης ανάφλεξης που τροφοδοτούνται με φυσικό αέριο ή υγραέριο και χρησιμοποιούνται σε οχήματα (ΕΕ L 275 της 20.10.2005, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2005/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή της οδηγίας 2005/55/ΕΚ και την τροποποίηση των παραρτημάτων Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV και VI της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 313 της 29.11.2005, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Όρια εκπομπών ευρώ VI

 

Οριακές τιμές

CO

(mg/kWh)

THC

(mg/kWh)

NMHC

(mg/kWh)

CH4

(mg/kWh)

NOX  (1)

(mg/kWh)

NH3

(ppm)

Μάζα PM

(mg/kWh)

Αριθμός PM (2)

(#/kWh)

ESC (CI)

1 500

130

 

 

400

10

10

 

ETC (CI)

4 000

160

 

 

400

10

10

 

ETC (PI)

4 000

 

160

500

400

10

10

 

WHSC (3)

 

 

 

 

 

 

 

 

WHTC (3)

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημείωση:

PI

=

επιβαλλόμενη ανάφλεξη,

CI

=

ανάφλεξη με συμπίεση.


(1)  Το επιτρεπόμενο όριο του στοιχείου NO2 στην οριακή τιμή NOx μπορεί να καθοριστεί σε μεταγενέστερο στάδιο.

(2)  Σε μεταγενέστερο στάδιο πρέπει να οριστεί ένας τυποποιημένος αριθμός και όχι αργότερα από την 1η Απριλίου 2010.

(3)  Οι οριακές τιμές όσον αφορά τα WHSC και WHTC, που αντικαθιστούν τις οριακές τιμές σχετικά με τα ESC και ETC, θα εισαχθούν, σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν θα έχουν καθοριστεί οι παράγοντες συσχέτισης με τους υφιστάμενους κύκλους (ESC και ETC), όχι αργότερα από την 1η Απριλίου 2010.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/46/ΕΚ

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το μέρος I του παραρτήματος ΙV τροποποιείται ως εξής:

α)

ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

Αναφορά Επίσημης Εφημερίδας

Εφαρμογή

M1

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009

ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 1

X12

X12

X

X12

X12

 

 

 

 

iii)

προστίθεται η ακόλουθη σημείωση:

«(12)

Για τα οχήματα με μάζα αναφοράς άνω των 2 610 kg, τα οποία δεν είναι εγκεκριμένου τύπου (με αίτημα του κατασκευαστή και υπό τον όρο ότι η μάζα αναφοράς τους δεν υπερβαίνει τα 2 840 kg) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007»·

β)

στο προσάρτημα, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

 

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

Αναφορά Επίσημης Εφημερίδας

M1

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων, με εξαίρεση ολόκληρη τη δέσμη των απαιτήσεων που αφορούν ενσωματωμένα στο όχημα συστήματα διάγνωσης και πρόσβασης σε πληροφορίες/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009

ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 1

2.

Στο προσάρτημα του παραρτήματος VI, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

α)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

β)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

Όπως τροποποιήθηκε με

Εφαρμόζεται για τύπους

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009»

 

 

3.

Το παράρτημα ΧΙ τροποποιείται ως εξής:

α)

στο προσάρτημα 1, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

Στήλη

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

M1 ≤ 2 500 (1) kg

M1 > 2 500 (1) kg

M2

M3

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009

G + H

G + H

G + H

G + H»

β)

στο προσάρτημα 2, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

Στήλη

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

M1

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009

X

X

X

X

X

 

 

 

 

γ)

στο προσάρτημα 3, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

Στήλη

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

M1

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009

δ)

στο προσάρτημα 4, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

Στήλη

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009

H

H

H

H

 

 

 

 

ε)

στο προσάρτημα 5, ο πίνακας τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 40 και 41 διαγράφονται·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

Στήλη

Αντικείμενο

Αναφορά κανονιστικής πράξης

Κινητοί γερανοί κατηγορίας Ν3

«41α

Εκπομπές (ευρώ VI) βαρέων οχημάτων/πρόσβαση σε πληροφορίες

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009


18.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/14


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 596/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 18ης Ιουνίου 2009

για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο

Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος IV

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2, το άρθρο 55, το άρθρο 71 παράγραφος 1, το άρθρο 80 παράγραφος 2, το άρθρο 95, το άρθρο 152 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β), το άρθρο 175 παράγραφος 1, και το άρθρο 285 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (4), τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (5), η οποία εισήγαγε την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο για τη θέσπιση μέτρων γενικής εμβελείας που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων βασικής πράξης η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, συμπεριλαμβανομένης και της κατάργησης ορισμένων εκ των στοιχείων αυτών ή της συμπλήρωσης της πράξης με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων.

(2)

Σύμφωνα με τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (6) σχετικά με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, για να εφαρμοστεί η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο σε ήδη ισχύουσες πράξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, απαιτείται η προσαρμογή των εν λόγω πράξεων στις ισχύουσες διαδικασίες.

(3)

Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που επέρχονται στις πράξεις προς το σκοπό αυτό είναι τεχνικής φύσεως, και αφορούν αποκλειστικά τη διαδικασία επιτροπών, δεν απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση των οδηγιών, ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία από τα κράτη μέλη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι πράξεις των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα προσαρμόζονται, σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα, στην απόφαση 1999/468/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ.

Άρθρο 2

Οι αναφορές στις διατάξεις των πράξεων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα θεωρείται ότι αφορούν τις εν λόγω διατάξεις, όπως προσαρμόζονται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Ιουνίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Š. FÜLE


(1)  ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 35.

(2)  ΕΕ C 117 της 14.5.2008, σ. 1.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2009.

(4)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(5)  ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11.

(6)  ΕΕ C 255 της 21.10.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1.   ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

1.1.   Οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα  (1)

Όσον αφορά την οδηγία 97/68/ΕΚ ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να θεσπιστούν οι απαιτούμενες τροποποιήσεις σε συνάρτηση με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 97/68/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 97/68/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, η τελευταία περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή θα τροποποιήσει το παράρτημα VIII. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 2.»

2.

Στο άρθρο 7α, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή προσαρμόζει το παράρτημα VII για να συμπεριλάβει πρόσθετες και ειδικές πληροφορίες που ενδέχεται να απαιτηθούν όσον αφορά το πιστοποιητικό έγκρισης τύπου για κινητήρες προς εγκατάσταση σε σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 2.»

3.

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Η Επιτροπή εγκρίνει τις τροποποιήσεις που απαιτούνται για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων, εκτός από τις οριζόμενες στο μέρος 1, στο μέρος 2.1 έως 2.8 και μέρος 4 του παραρτήματος Ι.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 2.»

4.

Το άρθρο 14α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14α

Η Επιτροπή μελετά τις ενδεχόμενες τεχνικές δυσχέρειες όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του σταδίου II για ορισμένες χρήσεις των κινητήρων, ιδίως των κινητών μηχανών στις οποίες τοποθετούνται κινητήρες των κλάσεων SH:2 και SH:3. Εφόσον από τις μελέτες της Επιτροπής προκύπτει ότι, για τεχνικούς λόγους, ορισμένες φορητές μηχανές, και συγκεκριμένα μηχανές πολλαπλών θέσεων, μηχανές χειρός προοριζόμενες για επαγγελματική χρήση, δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις εν λόγω προθεσμίες, η Επιτροπή υποβάλλει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, έκθεση, συνοδευόμενη από κατάλληλες προτάσεις, για παράταση της προθεσμίας του άρθρου 9α παράγραφος 7, ή/και για την παροχή περαιτέρω παρεκκλίσεων, μέχρι πέντε το πολύ ετών, εκτός από έκτακτες περιστάσεις, για τις εν λόγω μηχανές. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 2.»

5.

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

β)

Η παράγραφος 3 διαγράφεται.

6.

Στο παράρτημα Ι, σημείο 4.1.2.7, η τελευταία περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή καθορίζει τη ζώνη ελέγχου στην οποία ισχύει το προς τήρηση ποσοστό και οι αποκλεισθείσες συνθήκες λειτουργίας του κινητήρα. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 2.»

7.

Στο παράρτημα ΙΙΙ, η τελευταία παράγραφος του σημείου 1.3.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πριν από την καθιέρωση της αλληλουχίας των σύνθετων ψυχρών/θερμών δοκιμών, η Επιτροπή τροποποιεί τα σύμβολα (παράρτημα Ι, τμήμα 2.18), την αλληλουχία των δοκιμών (παράρτημα ΙΙΙ) και τις εξισώσεις υπολογισμού (παράρτημα ΙΙΙ, προσάρτημα 3). Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 2.»

1.2.   Οδηγία 98/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro (2)

Όσον αφορά την οδηγία 98/79/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόσει τα ειδικά μέτρα υγειονομικής επιτήρησης, και να τροποποιήσει το παράρτημα ΙΙ. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 98/79/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ για την έγκριση των απαγορεύσεων, των περιορισμών ή των ειδικών προδιαγραφών για ορισμένα προϊόντα.

Επομένως, η οδηγία 98/79/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/385/ΕΟΚ (εφεξής “η επιτροπή”).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (3), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

2)

Στο άρθρο 10 η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε οι κατά τις παραγράφους 1 και 3 κοινοποιήσεις να καταχωρίζονται αμέσως στην τράπεζα δεδομένων που περιγράφεται στο άρθρο 12.

Οι διαδικασίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως εκείνες της κοινοποίησης και του καθορισμού της έννοιας της σημαντικής τροποποίησης, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 2.»

3)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Εφόσον απαιτείται, τα κράτη μέλη ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη για τα στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 έως 4. Οι διαδικασίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 2.»

4)

Στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι διαδικασίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 2.»

5)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Όταν κράτος μέλος κρίνει ότι, όσον αφορά ένα συγκεκριμένο προϊόν ή ομάδα προϊόντων, για να προστατευθεί η υγεία και η ασφάλεια ή/και να εξασφαλιστεί η τήρηση των επιταγών δημόσιας υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 36 της συνθήκης, η διάθεσή τους πρέπει να απαγορευθεί, να περιοριστεί ή να εξαρτηθεί από συγκεκριμένους όρους, μπορεί να λαμβάνει όλα τα αναγκαία και αιτιολογημένα μεταβατικά μέτρα. Ενημερώνει στην περίπτωση αυτή την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη, αναφέροντας τους λόγους της απόφασής του. Η Επιτροπή συμβουλεύεται τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα κράτη μέλη σε όλες τις περιπτώσεις που τούτο είναι δυνατόν και, εάν αυτά τα εθνικά μέτρα είναι αιτιολογημένα, θεσπίζει τα απαιτούμενα κοινοτικά μέτρα.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 7 παράγραφος 4.»

6)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν κράτος μέλος θεωρεί ότι:

α)

πρέπει να τροποποιηθεί ή να επεκταθεί ο κατάλογος των βοηθημάτων στα οποία αναφέρεται το παράρτημα ΙΙ· ή

β)

η συμμόρφωση βοηθήματος ή μιας κατηγορίας βοηθημάτων πρέπει να εκτιμηθεί, κατά παρέκκλιση του άρθρου 9, μέσω μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων διαδικασιών επιλεγομένων μεταξύ αυτών που σημειώνονται στο άρθρο 9,

υποβάλλει στην Επιτροπή δεόντως αιτιολογημένη αίτηση, ζητώντας της να λάβει τα αναγκαία μέτρα.

Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου και που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 3.

Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 2.»

1.3.   Οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών  (4)

Όσον αφορά την οδηγία 1999/5/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδώσει απόφαση που θα προσδιορίσει ποιες από τις πρόσθετες απαιτήσεις ισχύουν για συσκευές ορισμένων κατηγοριών εξοπλισμού ή συγκεκριμένων τύπων, να καθορίσει την ημερομηνία εφαρμογής, περιλαμβανομένης, εφόσον απαιτείται, μεταβατικής περιόδου για ορισμένες πρόσθετες βασικές απαιτήσεις για συσκευές ορισμένων κατηγοριών εξοπλισμού ή συγκεκριμένων τύπων, και να αποφασίσει σχετικά με τον αναγνωριστικό κωδικό κατηγορίας εξοπλισμού που πρέπει να τίθεται επί των συγκεκριμένων τύπων ραδιοεξοπλισμού. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 1995/5/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 1999/5/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι οι συσκευές ορισμένων κατηγοριών εξοπλισμού ή συγκεκριμένων τύπων, πρέπει να κατασκευάζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε:

α)

να υπάρχει διαλειτουργία μέσω δικτύων με άλλες συσκευές και να μπορούν να συνδέονται με διεπαφές κατάλληλου τύπου σε ολόκληρη την Κοινότητα· ή/και

β)

να μην βλάπτονται το δίκτυο ή η λειτουργία του ούτε να γίνεται κατάχρηση των πόρων του δικτύου με αποτέλεσμα την απαράδεκτη υποβάθμιση της υπηρεσίας· ή/και

γ)

να περιλαμβάνουν διασφαλίσεις της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής του χρήστη και του συνδρομητή· ή/και

δ)

να υποστηρίζουν ορισμένες λειτουργίες που εξασφαλίζουν την αποφυγή της απάτης· ή/και

ε)

να υποστηρίζουν ορισμένες λειτουργίες που εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες άμεσης βοήθειας· ή/και

στ)

να υποστηρίζουν ορισμένες λειτουργίες προκειμένου να διευκολύνεται η χρησιμοποίησή τους από άτομα με ειδικές ανάγκες.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15α.»

2)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Σε περίπτωση ελλείψεων των εναρμονισμένων προτύπων όσον αφορά τις ουσιώδεις απαιτήσεις, η Επιτροπή μπορεί, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή και σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14, να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συστάσεις σχετικά με την ερμηνεία των εναρμονισμένων προτύπων ή σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η τήρηση του προτύπου αυτού δημιουργεί τεκμήριο συμβατότητας. Μετά τη διαβούλευση με την επιτροπή και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 14, η Επιτροπή μπορεί να αποσύρει τα εναρμονισμένων πρότυπα με τη δημοσίευση μιας σημείωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3)

Στο άρθρο 6, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την εφαρμογή βασικών απαιτήσεων δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, η Επιτροπή καθορίζει την ημερομηνία εφαρμογής των απαιτήσεων.

Εφόσον καθορίζεται ότι μια κατηγορία εξοπλισμού οφείλει να συμμορφώνεται προς συγκεκριμένες βασικές απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 3, οποιαδήποτε συσκευή της εν λόγω κατηγορίας εξοπλισμού τεθεί για πρώτη φορά στην αγορά πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της σχετικής απόφασης της Επιτροπής μπορεί να εξακολουθήσει να διατίθεται στην αγορά επί εύλογο χρονικό διάστημα που θα καθορισθεί από την Επιτροπή.

Τα μέτρα κατά το πρώτο και δεύτερο εδάφιο, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15α.»

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15α

Διαδικασία κανονιστικής επιτροπής

Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

5)

Το σημείο 5 του παραρτήματος VII αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Για τη μορφή που θα λάβει ο αναγνωριστικός κωδικός της κατηγορίας του εξοπλισμού θα αποφασίσει η Επιτροπή.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15α.»

1.4.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 141/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, για τα ορφανά φάρμακα  (5)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 141/2000 ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τους ορισμούς των όρων «παρόμοιο φάρμακο» και «υπεροχή από κλινική άποψη». Δεδομένου ότι το μέτρο αυτό είναι γενικής εμβελείας και έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 141/2000, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 141/2000 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή εγκρίνει τις διατάξεις που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου υπό τη μορφή εκτελεστικού κανονισμού σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10α, παράγραφος 2.»

2)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Ο Οργανισμός διαβιβάζει αμέσως την τελική γνώμη της επιτροπής στην Επιτροπή, η οποία εκδίδει απόφαση εντός τριάντα ημερών από την παραλαβή της γνώμης. Όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σχέδιο απόφασης δεν συμφωνεί με τη γνώμη της επιτροπής, η τελική απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10α παράγραφος 2. Η απόφαση κοινοποιείται στον υποστηρικτή και γνωστοποιείται στον Οργανισμό και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.»

3)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή θεσπίζει ορισμούς των όρων “παρόμοιο φάρμακο” και “υπεροχή από κλινική άποψη” υπό τη μορφή εκτελεστικού κανονισμού.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού με τη συμπλήρωσή του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10α, παράγραφος 3.»

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση του άρθρου 121, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (6).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (7), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

1.5.   Οδηγία 2001/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή ορθής κλινικής πρακτικής κατά τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων προοριζομένων για τον άνθρωπο  (8)

Όσον αφορά την οδηγία 2001/20/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει αρχές σχετικά με την ορθή κλινική πρακτική και λεπτομερείς κανόνες ευθυγραμμισμένους με τις εν λόγω αρχές, να καθορίσει συγκεκριμένες απαιτήσεις και να προσαρμόσει ορισμένες διατάξεις. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2001/20/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η οδηγία 2001/20/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή θεσπίζει και, ενδεχομένως, αναθεωρεί τις αρχές της ορθής κλινικής πρακτικής και τις λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τις αρχές αυτές με σκοπό να ληφθεί υπόψη η πρόοδος της τεχνολογίας και της επιστήμης. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 3.

Η Επιτροπή δημοσιεύει τις ανωτέρω αρχές και κατευθυντήριες γραμμές.»

2)

Στο άρθρο 13, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε για την παρασκευή και την εισαγωγή δοκιμαζόμενων φαρμάκων να απαιτείται η κατοχή άδειας.

Η Επιτροπή καθορίζει τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν ο αιτών και, αργότερα, ο κάτοχος της αδείας, για να λάβουν την άδεια.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 3.»

3)

Το άρθρο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 20

Η Επιτροπή προσαρμόζει την παρούσα οδηγία για να ληφθούν υπόψη η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 3.»

4)

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση του άρθρου 121, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (9).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

1.6.   Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα  (10)

Όσον αφορά την οδηγία 2001/82/ΕΚ ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόσει ορισμένες διατάξεις και παραρτήματα και να καθορίσει συγκεκριμένους όρους εφαρμογής. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2001/82/ΕΚ μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2001/82/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11, η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο ουσιών που είναι απαραίτητες για τη θεραπεία ιπποειδών και για τις οποίες ο χρόνος αναμονής είναι τουλάχιστον έξι μήνες, σύμφωνα με τη διαδικασία ελέγχου κατά τις οδηγίες 93/623/ΕΟΚ και 2000/68/ΕΚ.

Το μέτρο αυτό, που έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

2)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντούτοις, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τους εν λόγω συγκεκριμένους χρόνους αναμονής. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

3)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντούτοις, η δεκαετής προθεσμία κατά το δεύτερο εδάφιο παρατείνεται σε 13 έτη για τα κτηνιατρικά φάρμακα που προορίζονται για τα ψάρια και τις μέλισσες ή για άλλα είδη που ορίζει η Επιτροπή.

Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

4)

Στο άρθρο 17 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν αιτιολογείται βάσει νέων επιστημονικών γνώσεων, η Επιτροπή δύναται να προσαρμόζει το πρώτο εδάφιο, στοιχεία β) και γ). Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

5)

Στο άρθρο 39 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή θεσπίζει τις εν λόγω ρυθμίσεις υπό μορφή κανονισμού εφαρμογής, που έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

6)

Στο άρθρο 50α, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή θεσπίζει τις αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

7)

Στο άρθρο 51, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρχές και οι κατευθυντήριες γραμμές ορθής πρακτικής παρασκευής κτηνιατρικών φαρμάκων του άρθρου 50, στοιχείο στ), θεσπίζονται από την Επιτροπή υπό μορφή οδηγίας που απευθύνεται στα κράτη μέλη. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

8)

Στο άρθρο 67, το σημείο αα) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«αα)

κτηνιατρικά φάρμακα τα οποία προορίζονται για ζώα που χρησιμεύουν στην παραγωγή τροφίμων.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν εξαιρέσεις από την απαίτηση αυτήν σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται από την Επιτροπή. Ο καθορισμός αυτών των κριτηρίων, που έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.

Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις μέχρι:

i)

την ημερομηνία εφαρμογής της απόφασης που θεσπίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, ή

ii)

την 1η Ιανουαρίου 2007, εάν δεν έχει θεσπιστεί τέτοια απόφαση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006».

9)

Στο άρθρο 68, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή εγκρίνει τις τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν στον κατάλογο ουσιών της παραγράφου 1 εγκρίνονται με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

10)

Στο άρθρο 75, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει την παράγραφο 5 με βάση την κτηθείσα εμπειρία από τη δράση της.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

11)

Το άρθρο 79 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 79

Η Επιτροπή θεσπίζει τις αναγκαίες τροποποιήσεις για την ενημέρωση των άρθρων 72 έως 78 προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89, παράγραφος 2α.»

12)

Το άρθρο 88 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 88

Η Επιτροπή θεσπίζει τις αναγκαίες τροποποιήσεις για την ενημέρωση του παραρτήματος Ι προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 89 παράγραφος 2α.»

13)

Το άρθρο 89 τροποποιείται ως εξής:

α)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 2α:

«2α.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ο εσωτερικός κανονισμός της μόνιμης επιτροπής δημοσιοποιείται.»

1.7.   Οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 95/16/ΕΚ (αναδιατύπωση)  (11)

Όσον αφορά την οδηγία 2006/42/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίσει τις προϋποθέσεις για την ενημέρωση του ενδεικτικού καταλόγου των δομικών στοιχείων ασφαλείας και για τον περιορισμό διάθεσης στην αγορά των δυνητικώς επικίνδυνων μηχανημάτων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2006/42/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2006/42/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 8

Ειδικά μέτρα

1.   Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν:

α)

την ενημέρωση του ενδεικτικού καταλόγου δομικών στοιχείων ασφαλείας του παραρτήματος V, ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 2 στοιχείο γ)·

β)

τον περιορισμό διάθεσης στην αγορά των μηχανημάτων που μνημονεύονται στο άρθρο 9.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3.

2.   Η Επιτροπή αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 2, μπορεί να λάβει κάθε ενδεδειγμένο μέτρο που σχετίζεται με την πρακτική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που είναι απαραίτητα προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και με την Επιτροπή, όπως προβλέπει το άρθρο 19 παράγραφος 1.»

2)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη επισημαίνοντας τα μέτρα που προτίθεται να θεσπίσει, ώστε να διασφαλίσει, σε κοινοτικό επίπεδο, υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων.

Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το αποτέλεσμα της διαβούλευσης αυτής, η Επιτροπή θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3.»

3)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

β)

Η παράγραφος 4 διαγράφεται.

2.   ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

2.1.   Οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT)  (12)

Όσον αφορά την οδηγία 96/59/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίσει τις μεθόδους μετρήσεως αναφοράς για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε PCB των μολυσμένων υλικών και τα τεχνικά πρότυπα για τις άλλες μεθόδους διάθεσης PCB, και, εφόσον απαιτείται, να επισημάνει, μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), άλλα λιγότερο επικίνδυνα υποκατάστατα των PCB. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 96/59/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 96/59/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Η Επιτροπή, σύμφωνα προς την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10α παράγραφος 2, διαθέτει κατάλογο ονομασιών παραγωγής πυκνωτών, ρυθμιστών εντάσεως και πηνίων αυτεπαγωγής, που περιέχουν PCB.

2.   Η Επιτροπή:

α)

καθορίζει τις μεθόδους μετρήσεως αναφοράς για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε PCB των μολυσμένων υλικών. Οι μετρήσεις που έχουν γίνει πριν από τον καθορισμό των μεθόδων μετρήσεως αναφοράς παραμένουν έγκυρες·

β)

επισημαίνει, εφόσον απαιτείται, μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), άλλα λιγότερο επικίνδυνα υποκατάστατα των PCB.

Η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει τεχνικά πρότυπα για τις άλλες μεθόδους διάθεσης PCB που σημειώνονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση.

Τα μέτρα κατά το πρώτο και δεύτερο εδάφιο και που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10α παράγραφος 3».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 10α:

«Άρθρο 10α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), στο εξής “η επιτροπή”.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

2.2.   Οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης  (14)

Όσον αφορά την οδηγία 98/83/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόσει τα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο και να καθορίσει ορισμένες λεπτομέρειες παρακολούθησης στο παράρτημα ΙΙ. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 98/83/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 98/83/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για την παρακολούθηση κατά το παρόν άρθρο, μπορούν να καθορίζονται κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τη διαχειριστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 2.»

2)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τουλάχιστον ανά πενταετία, η Επιτροπή προσαρμόζει τα παραρτήματα II και III στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

3)

Στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

4)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η μορφή και οι ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες για τις εκθέσεις κατά την παράγραφο 2 καθορίζονται λαμβανομένων ιδιαιτέρως υπόψη των μέτρων κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 8, στο άρθρο 9 παράγραφοι 6 και 7 και στο άρθρο 15 παράγραφος 1, και, εφόσον απαιτείται, τροποποιούνται με τη διαχειριστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 2.»

β)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Μαζί με την πρώτη έκθεση για την παρούσα οδηγία, κατά την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη συντάσσουν επίσης έκθεση η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα τα οποία έλαβαν ή σχεδιάζουν να λάβουν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 και του παραρτήματος I μέρος Β σημείωση 10. Η Επιτροπή θα υποβάλει, ανάλογα με την περίπτωση, πρόταση για τη διάρθρωση της έκθεσης αυτής, σύμφωνα με τη διαχειριστική διαδικασία η οποία ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2.»

5)

Στο άρθρο 15, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με τη διαχειριστική διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2.»

6)

Στο παράρτημα Ι, μέρος Γ, σημείωση 10, το σημείο Ι αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«1.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα που απαιτούνται βάσει της σημείωσης 8 για τις συχνότητες παρακολούθησης και της σημείωσης 9 για τις συχνότητες παρακολούθησης, τις μεθόδους παρακολούθησης και τα καταλληλότερα σημεία παρακολούθησης που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.

Κατά τον καθορισμό των εν λόγω μέτρων η Επιτροπή θα λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις αντίστοιχες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με τα κατάλληλα προγράμματα παρακολούθησης περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων που απορρέουν από αυτά.»

7)

Στο παράρτημα ΙΙ στον πίνακα Α, το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ελεγκτική παρακολούθηση

Σκοπός της ελεγκτικής παρακολούθησης είναι να παρέχονται τα στοιχεία που απαιτούνται για να διαπιστωθεί κατά πόσον τηρούνται όλες οι παραμετρικές τιμές της παρούσας οδηγίας. Όλες οι παράμετροι που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3, υπόκεινται σε ελεγκτική παρακολούθηση, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές αποφανθούν, για χρονική περίοδο που καθορίζουν οι ίδιες, ότι μία παράμετρος δεν υπάρχει πιθανότητα να εμφανισθεί σε μία δεδομένη παροχή σε συγκεντρώσεις οι οποίες θα δημιουργούσαν κίνδυνο παραβίασης της αντίστοιχης παραμετρικής τιμής. Η παράγραφος αυτή δεν ισχύει για τις παραμέτρους σχετικά με τη ραδιενέργεια, οι οποίες, υπό τους όρους των σημειώσεων 8, 9 και 10 του παραρτήματος Ι, μέρος Γ, παρακολουθούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις παρακολούθησης που θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας με τη συμπλήρωσή της εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

8)

Στο παράρτημα ΙΙΙ, παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι κατωτέρω αρχές που διέπουν τις μεθόδους ανάλυσης μικροβιολογικών παραμέτρων δίδονται είτε ως αναφορά, όταν δίδεται μέθοδος ISO GEN, ή προς καθοδήγηση, εν αναμονή της ενδεχόμενης μελλοντικής θέσπισης από την Επιτροπή, νέων διεθνών μεθόδων CEN/ISO για τις παραμέτρους αυτές. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 5.

Τα μέτρα αυτά, που αφορούν τις διεθνείς μεθόδους CEN/ISO και αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

2.3.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος  (15)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2037/2000, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει το παράρτημα VI, να καθορίσει και να μειώσει το υπολογιζόμενο επίπεδο μεθυλοβρωμιδίου που διατίθεται στην αγορά ή χρησιμοποιείται από τους εισαγωγείς ή παραγωγούς για ίδιο λογαριασμό για εφαρμογές στην υγειονομική απομόνωση και στην προετοιμασία αποστολής φορτίου, να καθορίσει ένα μηχανισμό για τη χορήγηση σε κάθε παραγωγό και εισαγωγέα ποσοστώσεων των υπολογιζόμενων επιπέδων μεθυλοβρωμιδίου, να θεσπίσει, εφόσον απαιτηθεί, τροποποιήσεις και ενδεχομένως χρονοδιαγράμματα για τη σταδιακή κατάργηση κρίσιμης σημασίας χρήσεων halons που απαριθμούνται στο παράρτημα VII, να λάβει απόφαση για το αν πρέπει να προσαρμόσει την τελική ημερομηνία απαγόρευσης της χρήσης υδροχλωροφθορανθράκων, να τροποποιήσει τον κατάλογο και τις ημερομηνίες όσον αφορά τον έλεγχο της χρήσης υδροχλωροφθορανθράκων, να τροποποιήσει τον κατάλογο των στοιχείων που αφορούν την αίτηση για άδεια εισαγωγής και το παράρτημα IV, και να τροποποιήσει τον κατάλογο προϊόντων που περιέχουν ελεγχόμενες ουσίες και των κωδικών της συνδυασμένης ονοματολογίας στο παράρτημα V, και να επισπεύσει την ημερομηνία απαγόρευσης της εξαγωγής halons για κρίσιμης σημασίας χρήσεις που προέρχονται από ανάκτηση, ανακύκλωση ή ποιοτική αποκατάσταση, και να τροποποιήσει τις απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή στοιχείων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, η 16η περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—   “μέσο επεξεργασίας”: ελεγχόμενες ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη χημική κατεργασία στις εφαρμογές που απαριθμούνται στο παράρτημα VI, σε εγκαταστάσεις που υφίσταντο την 1η Σεπτεμβρίου 1997 και εφόσον οι εκπομπές είναι ασήμαντες. Με βάση τα κριτήρια αυτά, η Επιτροπή καταρτίζει με τη διαχειριστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 2 κατάλογο επιχειρήσεων, στις οποίες επιτρέπεται η χρήση ελεγχόμενων ουσιών ως μέσων επεξεργασίας, καθορίζοντας μέγιστα επίπεδα εκπομπής για κάθε μια από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

Με βάση νέα στοιχεία ή τεχνικές εξελίξεις, στα οποία περιλαμβάνεται η αναθεώρηση που προβλέπει η απόφαση Χ/14 της συνάντησης των μερών του πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, η Επιτροπή δύναται:

α)να τροποποιεί τον κατάλογο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων σύμφωνα με τη διαχειριστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 2·β)να τροποποιεί το παράρτημα VI. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

2)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο του σημείου iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα μείωσης του υπολογιζόμενου επιπέδου του μεθυλοβρωμιδίου το οποίο οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς μεθυλοβρωμιδίου επιτρέπεται να διαθέσουν στην αγορά ή να χρησιμοποιήσουν για ίδιο λογαριασμό για εφαρμογές υγειονομικής απομόνωσης και προετοιμασίας προ της αποστολής φορτίου, ανάλογα με το αν υπάρχουν τεχνικώς ή οικονομικώς εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες, και ανάλογα με τις σχετικές διεθνείς εξελίξεις περί το πρωτόκολλο. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

β)

Στην παράγραφο 3, το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

Η Επιτροπή τροποποιεί το μηχανισμό για τη χορήγηση σε κάθε παραγωγό και εισαγωγέα ποσοστώσεων των υπολογιζομένων επιπέδων κατά τα στοιχεία δ) έως στ) οι οποίες θα ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2003 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και κάθε επόμενο δωδεκάμηνο.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

γ)

Στην παράγραφο 4, το σημείο iv) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iv)

Η παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν ισχύει για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση halons τα οποία προέρχονται από ανάκτηση, ανακύκλωση ή ποιοτική αποκατάσταση σε υπάρχοντα συστήματα πυροπροστασίας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002, ή για τη διάθεση και χρήση halons στην αγορά για τις χρήσεις κρίσιμης σημασίας που απαριθμούνται στο παράρτημα VII. Κάθε χρόνο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις ποσότητες halons που χρησιμοποιήθηκαν για χρήσεις κρίσιμης σημασίας, τα μέτρα που ελήφθησαν για τον περιορισμό των εκπομπών τους καθώς και εκτίμηση των εκπομπών αυτών καθώς και τις τρέχουσες δραστηριότητες για την εξεύρεση και χρήση κατάλληλων εναλλακτικών ουσιών.

Κάθε χρόνο η Επιτροπή επανεξετάζει τις χρήσεις κρίσιμης σημασίας που περιέχονται στο παράρτημα VII και εφόσον απαιτηθεί, θεσπίζει τροποποιήσεις και ενδεχομένως χρονοδιαγράμματα για τη σταδιακή κατάργηση, συνεκτιμώντας την ύπαρξη τεχνικώς και οικονομικώς εφικτών εναλλακτικών λύσεων ή τεχνολογιών αποδεκτών από πλευράς επιπτώσεων στο περιβάλλον και την υγεία.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

3)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το πέμπτο εδάφιο του σημείου γ) σημείο v) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή υποβάλλει το πόρισμα της επανεξέτασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Αποφασίζει, αναλόγως, τυχόν προσαρμογή της ημερομηνίας της 1ης Ιανουαρίου 2015. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

β)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή δύναται, με βάση την πείρα από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η τεχνική πρόοδος, να τροποποιήσει τον κατάλογο και τις ημερομηνίες της παραγράφου 1, αλλά ουδέποτε δύναται να παρατείνει τις εκεί οριζόμενες προθεσμίες, μη θιγομένων των εξαιρέσεων κατά την παράγραφο 7.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

4)

Στο άρθρο 6, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί τον κατάλογο της παραγράφου 3 και το παράρτημα IV.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

5)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στο παράρτημα V παρατίθεται κατάλογος προϊόντων που περιέχουν ελεγχόμενες ουσίες και κωδικών συνδυασμένης ονοματολογίας (ΣΟ) προς διευκόλυνση των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών. Η Επιτροπή δύναται να επιφέρει προσθήκες, διαγραφές ή τροποποιήσεις στον κατάλογο αυτό με βάση τους καταλόγους που καταρτίζονται από τα μέρη.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

6)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 1, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

προϊόντων και εξοπλισμών που περιέχουν halon που προέρχονται από ανάκτηση, ανακύκλωση ή ποιοτική αποκατάσταση, για την κάλυψη κρίσιμης σημασίας χρήσεων οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα VΙΙ· μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009, και προϊόντων και εξοπλισμού που περιέχουν halon για την κάλυψη κρίσιμης σημασίας χρήσεων οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα VII. Μετά από επανεξέταση που διενήργησε η Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2005 για τις εξαγωγές halon που προέρχονται από ανάκτηση, ανακύκλωση ή ποιοτική αποκατάσταση, για την κάλυψη κρίσιμης σημασίας χρήσεων, η Επιτροπή δύναται να απαγορεύσει αυτές τις εισαγωγές πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2009. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

7)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

8)

Στο άρθρο 19, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τις απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή των στοιχείων που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 έως 4 για να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις δυνάμει του πρωτοκόλλου ή για να βελτιώσει την πρακτική εφαρμογή των απαιτήσεων σχετικά με την εν λόγω υποβολή στοιχείων.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

2.4.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων και για την τροποποίηση των οδηγιών 91/689/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου  (16)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τα μέτρα κατά το άρθρο 8 παράγραφος 3, να προσαρμόσει τα παραρτήματα ΙΙ ή ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού στην επιστημονική ή τεχνική πρόοδο, και να προσαρμόσει τα παράρτημα ΙΙ και ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού ως αποτέλεσμα της έγκρισης από τη συνεδρίαση των συμβαλλομένων μελών στο πρωτόκολλο ΟΕΕ/ΗΕ για τα μητρώα έκλυσης και μεταφοράς ρύπων, οιασδήποτε τροποποίησης των παραρτημάτων αυτού του πρωτοκόλλου. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 166/2006 μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπάρχουν δεδομένα για τις εκλύσεις από διάσπαρτες πηγές, οφείλει να λάβει μέτρα για την έναρξη υποβολής εκθέσεων για τις εκλύσεις ρύπων από μια ή περισσότερες διάσπαρτες πηγές, χρησιμοποιώντας διεθνώς εγκεκριμένες μεθοδολογίες, όπου ενδείκνυνται.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19 παράγραφος 3.»

2)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Τροποποίηση των παραρτημάτων

Η Επιτροπή προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις των παραρτημάτων για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

την προσαρμογή των παραρτημάτων ΙΙ ή ΙΙΙ στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·

β)

την προσαρμογή των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ ως αποτέλεσμα της έγκρισης από τη συνεδρίαση των συμβαλλομένων μελών στο πρωτόκολλο οιασδήποτε τροποποίησης των παραρτημάτων του πρωτοκόλλου.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19 παράγραφος 3.»

3)

Στο άρθρο 19, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

2.5.   Οδηγία 2006/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης  (17)

Όσον αφορά την οδηγία 2006/7/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόσει στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο τις μεθόδους ανάλυσης για τις παραμέτρους και τους κανόνες δειγματοληψίας που καθορίζονται στο παράρτημα Ι και στο παράρτημα V αντίστοιχα, και να προσδιορίσει το πρότυπο EN/ISO σχετικά με την ισοδυναμία των μικροβιολογικών μεθόδων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2006/7/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2006/7/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Τεχνικές προσαρμογές και μέτρα εφαρμογής:

1.   Η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2, τα ακόλουθα:

α)

λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 1, του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 12 παράγραφος 4·

β)

κατευθυντήριες γραμμές για την κοινή μέθοδο αξιολόγησης μεμονωμένων δειγμάτων.

2.   Η Επιτροπή θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα:

α)

προσδιορισμός του προτύπου EN/ISO σχετικά με την ισοδυναμία των μικροβιολογικών μεθόδων για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 9·

β)

οιεσδήποτε τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την προσαρμογή των μεθόδων ανάλυσης για τις παραμέτρους του παραρτήματος Ι, λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου·

γ)

οιεσδήποτε τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του παραρτήματος V, λαμβανομένης υπόψη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 3.

3.   Η Επιτροπή υποβάλει έως τις 24 Μαρτίου 2010, σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο α), σχέδιο των ληπτέων μέτρων σχετικά με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α). Προηγουμένως πραγματοποιεί διαβούλευση με τους εκπροσώπους των κρατών μελών, των περιφερειακών και τοπικών αρχών, των σχετικών οργανώσεων τουριστών και καταναλωτών και άλλων ενδιαφερομένων μερών. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί μέσω του Διαδικτύου τις σχετικές διατάξεις, μετά την έγκρισή τους.»

2)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

2.6.   Οδηγία 2006/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ  (18)

Όσον αφορά την οδηγία 2006/21/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 6, να συμπληρώσει τις τεχνικές απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των αποβλήτων, να ερμηνεύσει τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 σημείο 3, να καθορίσει τα κριτήρια για την ταξινόμηση των εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, να προσδιορίσει εναρμονισμένα πρότυπα για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης, και να προσαρμόσει τα παραρτήματα στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2006/21/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2006/21/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

1.   Η Επιτροπή θεσπίζει, με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2, τα ακόλουθα:

α)

τις αναγκαίες διατάξεις για την εναρμόνιση και την τακτική διαβίβαση των πληροφοριών που προβλέπουν το άρθρο 7, παράγραφος 5, και το άρθρο 12 παράγραφος 6·

β)

τις τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τη σύσταση της χρηματικής εγγύησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 14, παράγραφος 2·

γ)

τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις επιθεωρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 17.

2.   Η Επιτροπή θεσπίζει τις διατάξεις που απαιτούνται για τα ακόλουθα, δίδοντας προτεραιότητα στα στοιχεία β), γ) και δ):

α)

την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 6, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών απαιτήσεων όσον αφορά τον ορισμό του διασπώμενου με ασθενές οξύ κυανίου και των μεθόδων μετρήσεώς του·

β)

τη συμπλήρωση των τεχνικών απαιτήσεων του παραρτήματος ΙΙ όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των αποβλήτων·

γ)

την ερμηνεία του ορισμού που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 σημείο 3·

δ)

τον καθορισμό των κριτηρίων για την ταξινόμηση των εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ·

ε)

τον προσδιορισμό εναρμονισμένων προτύπων για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης που απαιτούνται για την τεχνική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Τα μέτρα αυτά που αποσκοπούν να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή της, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23, παράγραφος 3.

3.   Η Επιτροπή προβαίνει στις αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Οι τροποποιήσεις αυτές αποσκοπούν στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 3.»

2)

Στο άρθρο 23, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

3.   EUROSTAT

3.1.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 1995, για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή  (19)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2494/95, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τις διατάξεις που θα επιτρέψουν την εξασφάλιση συγκρίσιμων ΕνΔΤΚ και να διατηρήσει και ενισχύσει την αξιοπιστία και την καταλληλότητά τους. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2494/95 μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, οι όροι «του άρθρου 14» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 14 παράγραφος 2».

2)

Στο άρθρο 4, η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή (Eurostat), θεσπίζει τις διατάξεις που θα επιτρέψουν την εξασφάλιση συγκρίσιμων ΕνΔΤΚ. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

3)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά του παρόντος κανονισμού μέτρα, αναγκαία για την εξασφάλιση της συγκρισιμότητας των ΕνΔΤΚ και για τη διατήρηση και ενίσχυση της αξιοπιστίας και της καταλληλότητάς τους, μετά από διαβουλεύσεις με το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3. Η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη της ΕΚΤ όσον αφορά τα μέτρα που προτίθεται να υποβάλλει στην επιτροπή.»

4)

Στο άρθρο 8, παράγραφος 3 οι όροι «του άρθρου 14» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 14 παράγραφος 2».

5)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Παραγωγή αποτελεσμάτων

Τα κράτη μέλη επεξεργάζονται τα δεδομένα που συγκεντρώνονται και καταρτίζουν τον ΕνΔΤΚ, με βάση ένα δείκτη τύπου Laspeyres, ώστε να καλύπτονται οι κατηγορίες της διεθνούς ταξινόμησης COICOP (Classification of Individual Consumption by Purpose) (20), οι οποίες θα προσαρμόζονται από την Επιτροπή για τον σκοπό της κατάρτισης συγκρίσιμων ΕνΔΤΚ. Η Επιτροπή καθορίζει τις μεθόδους, διαδικασίες και τύπους που εξασφαλίζουν την τήρηση των όρων συγκρισιμότητας. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.

6)

Στο άρθρο 11, οι όροι «του άρθρου 14» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 14 παράγραφος 2».

7)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.   Την Επιτροπή επικουρεί η επιτροπή του στατιστικού προγράμματος που συστάθηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (21), εφεξής αποκαλούμενη “επιτροπή”.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (22), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

8)

Στο άρθρο 15, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με τις εν λόγω εκθέσεις, η Επιτροπή διατυπώνει τη θέση της για τη διεξαγωγή της διαδικασίας του άρθρου 14 και υποβάλλει ενδεχομένως τις δέουσες τροποποιήσεις.»

3.2.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 577/98 του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1998, για τη διενέργεια δειγματοληπτικής έρευνας εργατικού δυναμικού στην Κοινότητα  (23)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 577/98, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσθέσει συμπληρωματικές μεταβλητές, να προσαρμόσει τους ορισμούς, τους κανόνες ελέγχου και την κωδικοποίηση των μεταβλητών, και να καταρτίσει τον κατάλογο των διαρθρωτικών μεταβλητών, το ελάχιστο μέγεθος του δείγματος καθώς και την περιοδικότητα της συλλογής. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 577/98, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 577/98 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, πέμπτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, οι όροι «του άρθρου 8» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 8 παράγραφος 2».

2)

Στο άρθρο 4, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Συμπληρωματικό σύνολο μεταβλητών, ονομαζόμενο στο εξής “ενότητα ad hoc”, μπορεί να συμπληρώσει τις πληροφορίες που προβλέπει η παράγραφος 1.

Κάθε έτος, η Επιτροπή εγκρίνει πολυετές πρόγραμμα ενοτήτων ad hoc.

Το εν λόγω πρόγραμμα καθορίζει για κάθε ενότητα ad hoc, το θέμα, την περίοδο αναφοράς, το μέγεθος του δείγματος (ίσο ή μικρότερο του προβλεπομένου κατά το άρθρο 3), καθώς και τις προθεσμίες μεταβίβασης των αποτελεσμάτων (οι οποίες δύνανται να είναι διαφορετικές από τις προβλεπόμενες κατά το άρθρο 6).

Ο κατάλογος των καλυπτόμενων κρατών μελών και των περιοχών καθώς και ο αναλυτικός κατάλογος των πληροφοριών που πρέπει να συλλέγονται στο πλαίσιο μιας ενότητας ad hoc καταρτίζονται τουλάχιστον 12 μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου αναφοράς που προβλέπεται για την εν λόγω ενότητα.

Το μέγεθος μιας ενότητας ad hoc δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέγεθος 11 μεταβλητών.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 3.

3.   Οι ορισμοί, οι κανόνες ελέγχου, η κωδικοποίηση των μεταβλητών, η αναπροσαρμογή του καταλόγου των μεταβλητών της έρευνας που απαιτείται λόγω των εξελίξεων των τεχνικών και των εννοιών, καθώς και ένας κατάλογος αρχών για τη διατύπωση των ερωτήσεων σχετικά με την κατάσταση απασχόλησης, καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 3.

4.   Κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, είναι δυνατό να προσδιοριστεί, μεταξύ των χαρακτηριστικών της έρευνας κατά την παράγραφο 1, ένας κατάλογος μεταβλητών, εφεξής “διαρθρωτικές μεταβλητές”, οι οποίες πρέπει να συλλέγονται αποκλειστικά ως ετήσιοι μέσοι όροι καθοριζόμενοι σε 52 εβδομάδες και όχι ως τριμηνιαίοι μέσοι όροι. Ο κατάλογος των διαρθρωτικών μεταβλητών, το ελάχιστο μέγεθος του δείγματος καθώς και η περιοδικότητα της συλλογής καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 3. Η Ισπανία, η Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να συλλέγουν τις διαρθρωτικές μεταβλητές με αναφορά σε ένα μόνο τρίμηνο κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου που λήγει στο τέλος του 2007.»

3)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (24).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (25), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.3.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1165/98 του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί βραχυπροθέσμων στατιστικών  (26)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1165/98, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εγκρίνει και να εφαρμόσει ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα, να προσαρμόσει τα παραρτήματα και να αποφασίσει τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων των μέτρων προσαρμογής στις οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις που αφορούν τη συλλογή και τη στατιστική επεξεργασία των στοιχείων και τη διαβίβαση των μεταβλητών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1165/98 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

συμμετοχή σε ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα τα οποία συντονίζει η Eurostat με σκοπό την παραγωγή ευρωπαϊκών εκτιμήσεων.

Οι λεπτομέρειες των συστημάτων στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, προσδιορίζονται στα παραρτήματα. Η Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα για την έγκριση και εφαρμογή τους. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

Ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα καθιερώνονται μόνο εφόσον τα εθνικά δειγματοληπτικά συστήματα δεν πληρούν τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Η συμμετοχή κράτους μέλους σε ευρωπαϊκό δειγματοληπτικό σύστημα συνεπάγεται την εκ μέρους του υποχρέωση υποβολής της σχετικής μεταβλητής σύμφωνα με το στόχο του ευρωπαϊκού συστήματος. Τα ευρωπαϊκά συστήματα μπορούν να καθορίζουν το επίπεδο λεπτομέρειας και τις προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων. Ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα καθιερώνονται μόνο εφόσον τα εθνικά δειγματοληπτικά συστήματα δεν πληρούν τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Επί πλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να συμμετάσχουν στα ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα εφόσον τα συστήματα αυτά παρέχουν δυνατότητες για σημαντική μείωση του κόστους του στατιστικού συστήματος ή του βάρους που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις για τη συμμόρφωσή τους στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Η συμμετοχή κράτους μέλους σε ευρωπαϊκό δειγματοληπτικό σύστημα συνεπάγεται την εκ μέρους του υποχρέωση υποβολής της σχετικής μεταβλητής σύμφωνα με το στόχο του ευρωπαϊκού συστήματος. Τα ευρωπαϊκά συστήματα μπορούν να καθορίζουν τις προϋποθέσεις, το επίπεδο λεπτομέρειας και τις προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων.»

2)

Στο άρθρο 16, παράγραφος 1, οι όροι «του άρθρου 18» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 18 παράγραφος 2».

3)

Τα άρθρα 17 και 18 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«Άρθρο 17

Μέτρα εφαρμογής

Η Επιτροπή αποφασίζει τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων προσαρμογής στις οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις που αφορούν τη συλλογή και τη στατιστική επεξεργασία των στοιχείων και τη διαβίβαση των μεταβλητών. Στο έργο αυτό λαμβάνεται υπόψη η αρχή ότι τα οφέλη του μέτρου πρέπει να υπερτερούν του κόστους του και να μη συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση σημαντικών πρόσθετων πόρων από τα κράτη μέλη ή από τις επιχειρήσεις σε σύγκριση με τις αρχικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, τα μέτρα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού περιλαμβάνουν:

α)

τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων μονάδων (άρθρο 2)·

β)

την ενημέρωση του καταλόγου των μεταβλητών (άρθρο 3)·

γ)

τους ορισμούς και τις κατάλληλες μορφές των μεταβλητών που διαβιβάζονται (άρθρο 3)·

δ)

την καθιέρωση ευρωπαϊκών δειγματοληπτικών συστημάτων (άρθρο 4)·

ε)

τη συχνότητα κατάρτισης στατιστικών (άρθρο 5)·

στ)

τα επίπεδα ανάλυσης και ομαδοποίησης των μεταβλητών (άρθρο 6)·

ζ)

τις προθεσμίες διαβίβασης (άρθρο 8)·

η)

τα κριτήρια για τη μέτρηση της ποιότητας (άρθρο 10)·

θ)

τις μεταβατικές περιόδους (άρθρο 13, παράγραφος 1)·

ι)

τις παρεκκλίσεις που παρέχονται κατά τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων (άρθρο 13, παράγραφος 2)·

ια)

τη θεσμοθέτηση των πιλοτικών μελετών (άρθρο 16)·

ιβ)

το πρώτο έτος βάσης που θα ισχύει για τις χρονολογικές σειρές στη NACE αναθ. 2·

ιγ)

για τις χρονολογικές σειρές από το 2009, που θα διαβιβαστούν σύμφωνα με τη NACE αναθ. 2, το επίπεδο λεπτομέρειας, τη μορφή και την πρώτη περίοδο αναφοράς.

Τα μέτρα κατά τα στοιχεία ι) και ια) θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 2.

Τα μέτρα κατά τα στοιχεία α) έως θ) και ιβ) και ιγ), που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

Άρθρο 18

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (27).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (28), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4)

Το παράρτημα Α («Βιομηχανία») τροποποιείται ως εξής:

α)

Το στοιχείο α) («Πεδίο εφαρμογής») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)   Πεδίο εφαρμογής

Το παράρτημα αυτό εφαρμόζεται σε όλες τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στους τίτλους Β έως Ε της NACE αναθ. 2, ή, κατά περίπτωση, σε όλα τα προϊόντα που απαριθμούνται στους τίτλους Β έως Ε του CPA. Οι πληροφορίες δεν απαιτούνται για τα τμήματα 37, 38.1, 38.2 και 39 της NACE αναθ. 1. Η Επιτροπή μπορεί να αναθεωρήσει τον κατάλογο των δραστηριοτήτων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

β)

Στο στοιχείο β) («Μονάδα παρατήρησης»), η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Η χρησιμοποίηση άλλων μονάδων παρατήρησης μπορεί να αποφασιστεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

γ)

Το στοιχείο γ) («Κατάλογος μεταβλητών») τροποποιείται ως εξής:

i)

Στην παράγραφο 2, η τελευταία περίοδος αντικαθίσταται ως εξής:

«Η Επιτροπή καθορίζει τους όρους για την αξιολόγηση της αναγκαίας ποιότητας των στοιχείων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

ii)

Οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«3.

Αρχίζοντας από την αρχή της πρώτης περιόδου αναφοράς, αντί πληροφοριών για τις νέες παραγγελίες (αριθ. 130, 131, 132) μπορεί να διαβιβάζεται εναλλακτικά προσεγγιστικός προγνωστικός δείκτης, ο οποίος μπορεί να υπολογίζεται από στοιχεία στατιστικής επισκόπησης της γνώμης της αγοράς. Η προσεγγιστική αυτή εκτίμηση επιτρέπεται επί πέντε έτη αφότου τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός. Η περίοδος αυτή παρατείνεται επί έως πέντε έτη ακόμη εκτός αν αποφασιστεί άλλως από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

4.

Αρχίζοντας από την αρχή της πρώτης περιόδου αναφοράς, αντί πληροφοριών για τον αριθμό απασχολούμενων ατόμων (αριθ. 210) μπορεί να διαβιβάζεται προσεγγιστικά ο αριθμός υπαλλήλων (αριθ. 211). Η προσεγγιστική αυτή εκτίμηση επιτρέπεται επί πέντε έτη αφότου τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός. Η περίοδος αυτή παρατείνεται επί έως πέντε ακόμη έτη εκτός αν αποφασιστεί άλλως από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

iii)

Στην παράγραφο 8, η τελευταία περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή μπορεί να αναθεωρήσει τον κατάλογο των δραστηριοτήτων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

iv)

Στην παράγραφο 10, η τελευταία περίοδος αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή μπορεί να αναθεωρήσει τον κατάλογο των δραστηριοτήτων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

δ)

Στο στοιχείο δ) («Μορφή») η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Επιπλέον, η μεταβλητή “παραγωγή” (αριθ. 110) και η μεταβλητή “εργασθείσες ώρες” (αριθ. 220) πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργασίμων ημερών, να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

ε)

Στο στοιχείο στ) («Επίπεδο λεπτομέρειας»), οι παράγραφοι 8 και 9 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«8.

Για τη μεταβλητή “τιμές κατά την εισαγωγή” (αριθ. 340), η Επιτροπή δύναται να καθορίσει τους όρους εφαρμογής ενός ευρωπαϊκού δειγματοληπτικού συστήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ). Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

9.

Οι μεταβλητές για τις “αγορές εξωτερικού” (αριθ. 122, 132 και 312) πρέπει να διαβιβάζονται σύμφωνα με τη διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης. Η διάκριση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται για το σύνολο της βιομηχανίας που καθορίζεται ως τίτλοι Β έως Ε της NACE αναθ. 2 και τις ΚΟΒΚ, τίτλος (1 γράμμα), υπότιτλος (2 γράμματα) και τμήμα (διψήφιο επίπεδο) της NACE αναθ. 2. Για τη μεταβλητή 122, δεν απαιτούνται στοιχεία για τη NACE αναθ. 2 Δ και E. Επιπλέον, η μεταβλητή “τιμές κατά την εισαγωγή” (αριθ. 340) πρέπει να διαβιβάζεται σύμφωνα με τη διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης. Η διάκριση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται για το σύνολο της βιομηχανίας που καθορίζεται ως τίτλοι Β έως Ε της CPA και τις ΚΟΒΚ, τίτλος (1 γράμμα), υπότιτλος (2 γράμματα) και τμήμα (διψήφιο επίπεδο) της CPA. Για τη διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης, η Επιτροπή δύναται να καθορίσει τους όρους εφαρμογής ενός ευρωπαϊκού δειγματοληπτικού συστήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ). Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3. Το ευρωπαϊκό δειγματοληπτικό σύστημα μπορεί να περιορίζει το πεδίο της μεταβλητής “τιμές κατά την εισαγωγή” στην εισαγωγή προϊόντων από χώρες εκτός ευρωζώνης. Η διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης για τις μεταβλητές 122, 132, 312 και 340 δεν πρέπει να διαβιβάζεται από τα κράτη μέλη που δεν έχουν εισαγάγει το ευρώ ως επίσημο νόμισμά τους.»

στ)

Στο στοιχείο ι) («Μεταβατική περίοδος»), όλες οι παραπομπές στο άρθρο 18 αντικαθίστανται από παραπομπές στο άρθρο 18 παράγραφος 2.

5)

Το παράρτημα Β («Κατασκευές») τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο στοιχείο β) («Μονάδα παρατήρησης»), η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Η χρήση άλλων μονάδων παρατήρησης μπορεί να αποφασιστεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

β)

Το στοιχείο γ) («Κατάλογος μεταβλητών») τροποποιείται ως εξής:

i)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Αρχίζοντας από την αρχή της πρώτης περιόδου αναφοράς, αντί πληροφοριών για τον αριθμό απασχολούμενων ατόμων (αριθ. 210) μπορεί να διαβιβάζεται προσεγγιστικά ο αριθμός υπαλλήλων (αριθ. 211). Η προσεγγιστική αυτή εκτίμηση επιτρέπεται επί 5 έτη αφότου τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός. Η περίοδος αυτή παρατείνεται επί έως 5 ακόμη έτη εκτός αν αποφασιστεί άλλως από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

ii)

Στην παράγραφο 6, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο β), προκειμένου να αντικαταστήσει τη μεταβλητή του κατασκευαστικού κόστους με τη μεταβλητή “τιμές παραγωγού” με έναρξη ισχύος από το έτος βάσης 2010. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

γ)

Στο στοιχείο δ) («Μορφή») η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Επιπλέον, οι μεταβλητές “παραγωγή” (αριθ. 110, 115, 116) και “εργασθείσες ώρες” (αριθ. 220) πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργασίμων ημερών, να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

δ)

Στο στοιχείο ι) («Μεταβατική περίοδος»), όλες οι παραπομπές στο άρθρο 18 αντικαθίστανται από παραπομπές στο άρθρο 18 παράγραφος 2.

6)

Το παράρτημα Γ («Παράρτημα λιανικού εμπορίου και επισκευών») τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο στοιχείο β) («Μονάδα παρατήρησης»), η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η χρησιμοποίηση άλλων μονάδων παρατήρησης μπορεί να αποφασιστεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

β)

Το στοιχείο γ) («Κατάλογος μεταβλητών») τροποποιείται ως εξής:

i)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Αρχίζοντας από την αρχή της πρώτης περιόδου αναφοράς, αντί πληροφοριών για τον αριθμό απασχολούμενων ατόμων (αριθ. 210) μπορεί να διαβιβάζεται προσεγγιστικά ο αριθμός υπαλλήλων (αριθ. 211). Η προσεγγιστική αυτή εκτίμηση επιτρέπεται επί 5 έτη αφότου τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός. Η περίοδος αυτή παρατείνεται επί έως 5 έτη ακόμη εκτός αν αποφασιστεί άλλως από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

ii)

Στην παράγραφο 4, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο β), προκειμένου να συμπεριλάβει τη μεταβλητή “εργασθείσες ώρες” (αριθ. 220) και τη μεταβλητή “μεικτοί μισθοί και ημερομίσθια” (αριθ. 230) με έναρξη ισχύος από το έτος βάσης 2010. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

γ)

Στο στοιχείο δ) («Μορφή») η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η μεταβλητή “κύκλος εργασιών” (αριθ. 120) και η μεταβλητή “όγκος πωλήσεων” (αριθ. 123) πρέπει να διαβιβάζονται και σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργασίμων ημερών, να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

δ)

Στο στοιχείο ζ) («Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων») η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Για τις μεταβλητές “κύκλος εργασιών” (αριθ. 120) και “αποπληθωριστής πωλήσεων” ή “όγκος πωλήσεων” (αριθ. 330/123) τα στοιχεία διαβιβάζονται εντός ενός μηνός στα επίπεδα λεπτομέρειας που ορίζονται στην παράγραφο 3 στο στοιχείο στ) του παρόντος παραρτήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να υποβάλλουν στοιχεία για τις μεταβλητές “κύκλος εργασιών”, “αποπληθωριστής πωλήσεων”/“όγκος πωλήσεων” αριθ. 120 και 330/123 σύμφωνα με την κατανομή του ευρωπαϊκού δειγματοληπτικού συστήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ). Οι λεπτομέρειες κατανομής καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

ε)

Στο στοιχείο ι) («Μεταβατική περίοδος»), όλες οι παραπομπές στο άρθρο 18 αντικαθίστανται από παραπομπές στο άρθρο 18 παράγραφος 2.

7)

Το παράρτημα Δ («Λοιπές υπηρεσίες») τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο στοιχείο β) («Μονάδα παρατήρησης»), η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η χρησιμοποίηση άλλων μονάδων παρατήρησης μπορεί να αποφασιστεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

β)

Το στοιχείο γ) («Κατάλογος μεταβλητών») τροποποιείται ως εξής:

i)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Αρχίζοντας από την αρχή της πρώτης περιόδου αναφοράς, αντί πληροφοριών για τον αριθμό απασχολούμενων ατόμων (αριθ. 210) μπορεί να διαβιβάζεται προσεγγιστικά ο αριθμός υπαλλήλων (αριθ. 211). Η προσεγγιστική αυτή εκτίμηση επιτρέπεται επί πέντε έτη αφότου τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός. Η περίοδος αυτή παρατείνεται επί έως πέντε ακόμη έτη εκτός αν αποφασιστεί άλλως από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

ii)

Στην παράγραφο 4, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο β), προκειμένου να συμπεριλάβει τη μεταβλητή “εργασθείσες ώρες” (αριθ. 220) και τη μεταβλητή “μεικτοί μισθοί και ημερομίσθια” (αριθ. 230) με έναρξη ισχύος από το έτος βάσης 2010. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

γ)

Στο στοιχείο δ) («Μορφή») η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η μεταβλητή “κύκλος εργασιών” (αριθ. 120) πρέπει να διαβιβάζεται και σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργασίμων ημερών, να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

δ)

Στο στοιχείο ε) («Περίοδος αναφοράς»), η τελευταία περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο ε), με σκοπό την αναθεώρηση της συχνότητας κατάρτισης της μεταβλητής “κύκλος εργασιών”. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

ε)

Στο στοιχείο στ) («Επίπεδο λεπτομέρειας»), η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τον κατάλογο δραστηριοτήτων και ομάδων το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

στ)

Στα στοιχεία ι) («Πρώτη περίοδος αναφοράς») και ι) («Μεταβατική περίοδος»), όλες οι παραπομπές στο άρθρο 18 αντικαθίστανται από παραπομπές στο άρθρο 18 παράγραφος 2.

3.4.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 530/1999 του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, για τις διαρθρωτικές στατιστικές σχετικά με τις αποδοχές και το κόστος εργασίας  (29)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 530/1999, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόσει τον ορισμό και την κατανομή των προς παροχή πληροφοριών, καθώς και να καθορίσει κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 530/1999, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 530/1999 τροποποιείται ως εξής:

1)

Τα άρθρα 11 και 12 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Λεπτομέρειες εφαρμογής

Τα ακόλουθα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων των μέτρων που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις, καθορίζονται από την Επιτροπή για κάθε περίοδο αναφοράς, τουλάχιστον εννέα μήνες από την έναρξη της περιόδου αναφοράς.

i)

ο ορισμός και η κατανομή των προς παροχή πληροφοριών (άρθρο 6)·

ii)

η ενδεδειγμένη τεχνική μορφή διαβίβασης των αποτελεσμάτων (άρθρο 9)·

iii)

τα κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας (άρθρο 10)·

iv)

παρεκκλίσεις, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, για τα έτη 2004 και 2006, αντιστοίχως (άρθρο 13 παράγραφος 2).

Τα μέτρα κατά τα σημεία ii) και iv) εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 2.

Τα μέτρα κατά τα σημεία i) και iii), που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.

Άρθρο 12

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ (30).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (31), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

2)

Το άρθρο 13, παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τα έτη 2004 και 2006, αντιστοίχως, μπορεί να αποφασισθούν παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3 και 6, εφόσον τα εθνικά στατιστικά συστήματα απαιτούν μείζονες προσαρμογές, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12, παράγραφος 2.»

3.5.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 450/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το δείκτη κόστους εργασίας  (32)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 450/2003, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόσει τους ορισμούς καθώς και να τροποποιήσει τις τεχνικές προδιαγραφές, να συμπεριλάβει νέους τίτλους στην έρευνα, να προσαρμόσει την κατανομή των δεικτών ανά οικονομική δραστηριότητα, να καθορίσει τα κριτήρια ποιότητας, να καταρτίσει εκθέσεις σκοπιμότητας και να εκδώσει τις αποφάσεις ανάλογα με τα αποτελέσματα αυτών των εκθέσεων, καθώς και να καθορίσει τη μεθοδολογία που θα χρησιμοποιείται για την αλυσοποίηση του δείκτη. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 450/2003, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 450/2003 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει μέτρα για τον επαναπροσδιορισμό των τεχνικών προδιαγραφών του δείκτη και των αναθεωρήσεων της δομής στάθμισης. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

2)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ενσωμάτωση των οικονομικών δραστηριοτήτων που ορίζονται στους τίτλους Λ, Μ, Ν και Ξ της NACE αναθ. 1 στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα καθοριστεί από την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις μελέτες σκοπιμότητας που ορίζονται στο άρθρο 10. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

3)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Κατανομή των μεταβλητών

1.   Τα στοιχεία κατανέμονται κατά οικονομικές δραστηριότητες που ορίζονται στους τίτλους της NACE αναθ. 1 και κατά μικρότερες υποδιαιρέσεις, όχι όμως πέραν του επιπέδου των (διψήφιων) διαιρέσεων NACE αναθ. 2 ή των ομάδων διαιρέσεων, λαμβανομένων υπόψη των συμβολών στη συνολική απασχόληση και στο συνολικό κόστος εργασίας σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.

Οι δείκτες κόστους εργασίας πρέπει να παρέχονται χωριστά για τις παρακάτω τρεις κατηγορίες κόστους εργασίας:

α)

συνολικό κόστος εργασίας·

β)

μισθοί και ημερομίσθια, όπως ορίζονται στο σημείο Δ.11 του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1726/1999·

γ)

εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης συν φόροι που πληρώνει ο εργοδότης μείον επιδοτήσεις που λαμβάνει ο εργοδότης, όπως ορίζονται από το άθροισμα των σημείων Δ.12 και Δ.4 μείον Δ.5 στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1726/1999.

2.   Παρέχεται δείκτης με εκτίμηση του συνολικού κόστους εργασίας, μη συμπεριλαμβανομένων των επιμισθίων (πριμ) που ορίζονται στο σημείο Δ.11112 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1726/1999, κατανεμημένος κατά οικονομικές δραστηριότητες που καθορίζει η Επιτροπή και βασιζόμενος στην ονοματολογία NACE αναθ. 2, λαμβάνοντας υπόψη τις μελέτες σκοπιμότητας που ορίζονται στο άρθρο 10. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

4)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Ποιότητα

1.   Τα διαβιβαζόμενα τρέχοντα και αναδρομικά στοιχεία πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια ποιότητας τα οποία θα οριστούν από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.

2.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις ποιότητας στην Επιτροπή, αρχίζοντας από το 2003. Το περιεχόμενο των εκθέσεων ορίζεται από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

5)

Τα άρθρα 11 και 12 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Μέτρα εφαρμογής

Τα ακόλουθα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων των μέτρων για τη συνεκτίμηση των οικονομικών και τεχνικών αλλαγών, θεσπίζονται από την Επιτροπή και αφορούν:

α)

τον καθορισμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, των υποδιαιρέσεων που θα περιληφθούν στη συγκεκριμένη δομή·

β)

τις τεχνικές προδιαγραφές του δείκτη (άρθρο 2)·

γ)

τη συμπερίληψη των τίτλων ΙΕ έως ΙΘ της NACE αναθ. 2 (άρθρο 3)·

δ)

την κατανομή των δεικτών ανά οικονομική δραστηριότητα (άρθρο 4)·

ε)

το μορφότυπο για τη διαβίβαση των αποτελεσμάτων και τις διαδικασίες προσαρμογής που θα εφαρμοστούν (άρθρο 6)·

στ)

τα χωριστά κριτήρια ποιότητας των διαβιβαζόμενων τρεχόντων και αναδρομικών δεδομένων και το περιεχόμενο των εκθέσεων ποιότητας (άρθρο 8)·

ζ)

τη μεταβατική περίοδο (άρθρο 9)·

η)

τη σύνταξη μελετών σκοπιμότητας και τις εν συνεχεία αποφάσεις (άρθρο 10)· και

θ)

τη μεθοδολογία που θα χρησιμοποιείται για την αλυσοποίηση του δείκτη (παράρτημα).

Τα μέτρα κατά τα στοιχεία ε), ζ) και η) εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 2.

Τα μέτρα κατά τα στοιχεία α), β), γ), δ), στ) και θ), που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.

Άρθρο 12

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή Στατιστικού Προγράμματος που συστάθηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ (33).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

6)

Το σημείο 3 του παραρτήματος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Η μεθοδολογία για την αλυσοποίηση του δείκτη ορίζεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.»

3.6.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1552/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις  (34)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1552/2005, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόσει τους ορισμούς και τις απαιτήσεις δειγματοληψίας, να καθορίσει τα ειδικά δεδομένα που πρέπει να συλλεχθούν καθώς και τις απαιτήσεις ποιότητας όσον αφορά τα δεδομένα και τη διαβίβασή τους. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1552/2005, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1552/2005 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Έχοντας υπόψη την ειδική, σε εθνικό επίπεδο, κατανομή των επιχειρήσεων αναλόγως του μεγέθους τους και την εξέλιξη των αναγκών πολιτικής, τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τον ορισμό της στατιστικής μονάδας στην επικράτειά τους. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να αποφασίσει να διευρύνει τον ορισμό αυτό, εάν μια τέτοια διεύρυνση ενισχύει ουσιαστικά την αντιπροσωπευτικότητα και την ποιότητα του αποτελέσματος της έρευνας στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

2)

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι απαιτήσεις δειγματοληψίας και ακρίβειας, οι απαραίτητες διαστάσεις του δείγματος προκειμένου να ανταποκρίνεται στις εν λόγω προδιαγραφές, καθώς και οι λεπτομερείς προδιαγραφές της NACE αναθ. 2 και οι κατηγορίες μεγέθους με βάση τις οποίες μπορούν να αναλύονται τα αποτελέσματα, καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

3)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα ειδικά δεδομένα που πρέπει να συλλέγονται ανάλογα με τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν και τις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποιούν κατάρτιση καθώς και τις διάφορες μορφές επαγγελματικής κατάρτισης, καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

4)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι απαιτήσεις ποιότητας για τα δεδομένα που συλλέγονται και διαβιβάζονται για τις κοινοτικές στατιστικές σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις, τη δομή των εκθέσεων ποιότητας της παραγράφου 2 και τα τυχόν μέτρα που απαιτούνται για την αξιολόγηση ή τη βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων, καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

5)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή καθορίζει το πρώτο έτος αναφοράς για το οποίο πρέπει να συλλεχθούν δεδομένα. Το μέτρο αυτό που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

6)

Τα άρθρα 13 και 14 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Μέτρα εφαρμογής

Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις σχετικά με τη συλλογή, τη διαβίβαση και την επεξεργασία των δεδομένων, θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά που αποσκοπούν να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή του, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.

Άλλα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του κατάλληλου τεχνικού μορφότυπου και του πρότυπου ανταλλαγής για τη διαβίβαση των δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή Στατιστικού Προγράμματος που συστάθηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ (35).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

4.1.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, περί του κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV)  (36)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2195/2002, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να αναπροσαρμόσει τη διάρθρωση και τους κώδικες του CPV και να προβεί στις τεχνικές προσαρμογές όλων των παραρτημάτων αυτού του κανονισμού για να τεθεί στη διάθεση των χρηστών ένα εργαλείο προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους και στην εξέλιξη της αγοράς. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2195/2002, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, για τη θέσπιση τροποποιήσεων αυστηρά τεχνικού χαρακτήρα.

Επομένως, τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 τροποποιούνται ως εξής:

«Άρθρο 2

Η Επιτροπή θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις για την αναθεώρηση του CPV. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 3 παράγραφος 2. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφεύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 3 παράγραφος 3.

Άρθρο 3

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε με την απόφαση 71/306/ΕΟΚ του Συμβουλίου (37) (εφεξής “η επιτροπή”).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.2.   Οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών  (38)

Όσον αφορά την οδηγία 2004/17/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προβεί στις τεχνικές προσαρμογές ορισμένων διατάξεων της οδηγίας και των παραρτημάτων της, ανάλογα με την τεχνική πρόοδο ή την εξέλιξη στα κράτη μέλη, και να αναθεωρήσει τα κατώτατα όρια εφαρμογής του διατακτικού. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Για λόγους αποτελεσματικότητας και λόγω των περιορισμών των προθεσμιών των υπολογισμών και των προβλεπόμενων δημοσιεύσεων, οι προθεσμίες που εφαρμόζονται κανονικά στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο πρέπει να συντομεύονται για την αναθεώρηση ορισμένων κατώτατων ορίων.

Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, για τη θέσπιση τροποποιήσεων αυστηρά τεχνικού χαρακτήρα.

Επομένως, η οδηγία 2004/17/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 68 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 68

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε με την απόφαση 71/306/ΕΟΚ του Συμβουλίου (39).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και 5 β), καθώς και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Οι προθεσμίες του άρθρου 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ), και παράγραφος 4 στοιχεία β) και ε), της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζονται ως προθεσμίες τεσσάρων, δύο και έξι εβδομάδων αντιστοίχως.

5.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

2)

Το άρθρο 69 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή επανεξετάζει τα κατώτατα όρια, τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 16, ανά διετία από τις 30ής Απριλίου 2004 και, τα αναθεωρεί, αν χρειάζεται, όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 4. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 5.»

β)

Στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Συγχρόνως με τη διενέργεια της αναθεώρησης κατά την παράγραφο 1, η Επιτροπή ευθυγραμμίζει τα κατώτατα όρια που προβλέπει το άρθρο 61 (διαγωνισμοί μελετών) προς το αναθεωρημένο κατώτατο όριο που ισχύει για τις συμβάσεις υπηρεσιών. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 4. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68, παράγραφος 5.»

3)

Το άρθρο 70 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 70

Τροποποιήσεις

1.   Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 2:

α)

τις λεπτομέρειες διαβίβασης και δημοσίευσης στοιχείων που προβλέπει το παράρτημα ΧΧ, λόγω της τεχνικής προόδου ή για διοικητικούς λόγους·

β)

τις λεπτομέρειες κατάρτισης, διαβίβασης, παραλαβής, μετάφρασης, συλλογής και διανομής των προκηρύξεων και γνωστοποιήσεων κατά τα άρθρα 41, 42, 43 και 63·

γ)

χάριν απλοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 3, τις λεπτομέρειες εφαρμογής και κατάρτισης, διαβίβασης, παραλαβής, μετάφρασης, συλλογής και διανομής των στατιστικών κατά το άρθρο 67 παράγραφοι 1 και 2.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον κατάλογο των αναθετόντων φορέων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι έως Χ, προκειμένου να ανταποκρίνονται στα κριτήρια κατά τα άρθρα 2 έως 7·

β)

τον τρόπο ειδικής παραπομπής σε συγκεκριμένες κλάσεις της ονοματολογίας CPV στις προκηρύξεις και γνωστοποιήσεις·

γ)

τους αριθμούς αναφοράς της ονοματολογίας του παραρτήματος ΧVΙΙ, εφόσον το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει το υλικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και τον τρόπο παραπομπής σε συγκεκριμένες κλάσεις αυτής της ονοματολογίας στις προκηρύξεις και γνωστοποιήσεις, εντός των κατηγοριών των υπηρεσιών που απαριθμούνται στα εν λόγω παραρτήματα·

δ)

τους αριθμούς αναφοράς της ονοματολογίας του παραρτήματος ΧΙΙ, εφόσον το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει το υλικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και τον τρόπο παραπομπής σε συγκεκριμένες κλάσεις αυτής της ονοματολογίας στις προκηρύξεις και γνωστοποιήσεις·

ε)

το παράρτημα ΧΙ·

στ)

τις λεπτομέρειες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των συστημάτων ηλεκτρονικής παραλαβής κατά τα στοιχεία α), στ) και ζ) του παραρτήματος XXIV·

ζ)

τις τεχνικές λεπτομέρειες των μεθόδων υπολογισμού κατά το άρθρο 69 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 5.»

4.3.   Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών  (40)

Όσον αφορά την οδηγία 2004/18/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προβεί στις τεχνικές προσαρμογές ορισμένων διατάξεων της οδηγίας και των παραρτημάτων της, ανάλογα με την τεχνική πρόοδο ή την εξέλιξη στα κράτη μέλη, και να αναθεωρήσει τα κατώτατα όρια εφαρμογής του διατακτικού. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Για λόγους αποτελεσματικότητας και λόγω των περιορισμών των προθεσμιών των υπολογισμών και των προβλεπόμενων δημοσιεύσεων, οι προθεσμίες που εφαρμόζονται κανονικά στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο πρέπει να συντομεύονται για την αναθεώρηση ορισμένων κατώτατων ορίων.

Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, για τη θέσπιση τροποποιήσεων αυστηρά τεχνικού χαρακτήρα.

Επομένως, η οδηγία 2004/18/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 77 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 77

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε με την απόφαση 71/306/ΕΟΚ του Συμβουλίου (41).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και 5 β), καθώς και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης. Οι προθεσμίες του άρθρου 5α παράγραφος 3, στοιχείο γ), και παράγραφος 4, στοιχεία β) και ε), της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζονται ως προθεσμίες τεσσάρων, δύο και έξι μηνών αντιστοίχως.

5.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

2)

Το άρθρο 78 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή επανεξετάζει τα οριζόμενα στο άρθρο 7 κατώτατα όρια, ανά διετία από τις 30 Απριλίου 2004 και τα αναθεωρεί, εάν χρειασθεί. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 77 παράγραφος 4. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 77 παράγραφος 5.»

β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με την ευκαιρία της αναθεώρησης κατά την παράγραφο 1, η Επιτροπή ευθυγραμμίζει τα ακόλουθα κατώτατα όρια:

α)

τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α), στο άρθρο 56, και στο άρθρο 63, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, με το αναθεωρημένο κατώτατο όριο που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις έργων·

β)

το κατώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο α), με το αναθεωρημένο κατώτατο όριο που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που συνάπτουν οι αναθέτουσες αρχές, περί των οποίων το παράρτημα IV·

γ)

τα κατώτατα όρια που προβλέπουν το άρθρο 8, πρώτη παράγραφος, στοιχείο β), και το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ), με το αναθεωρημένο κατώτατο όριο που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που συνάπτουν οι αναθέτουσες αρχές, περί των οποίων το παράρτημα IV.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 77 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 77 παράγραφος 5.»

3)

Το άρθρο 79 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 79

Τροποποιήσεις

1.   Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 77 παράγραφος 2:

α)

τις τεχνικές λεπτομέρειες της κατάρτισης, διαβίβασης, παραλαβής, μετάφρασης, συλλογής και διανομής των προκηρύξεων στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 35, 58, 64 και 69, καθώς και των στατιστικών εκθέσεων που προβλέπουν το άρθρο 35, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, καθώς και τα άρθρα 75 και 76.

β)

τις λεπτομέρειες διαβίβασης και δημοσίευσης στοιχείων κατά το παράρτημα VIII, για λόγους που άπτονται της τεχνικής προόδου ή για λόγους διοικητικής φύσεως.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τις τεχνικές λεπτομέρειες των μεθόδων υπολογισμού κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 3·

β)

τον τρόπο ειδικής παραπομπής σε ιδιαίτερες κλάσεις της ονοματολογίας CPV στις προκηρύξεις, και γνωστοποιήσεις·

γ)

τους καταλόγους των οργανισμών και των κατηγοριών οργανισμών δημοσίου δικαίου που καλύπτει το παράρτημα ΙΙΙ, οσάκις, βάσει των κοινοποιήσεων των κρατών μελών, μια τέτοια τροποποίηση αποδεικνύεται αναγκαίοι·

δ)

τους καταλόγους των κεντρικών κυβερνητικών αρχών που καλύπτει το παράρτημα IV, ανάλογα με τις τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για να δοθεί συνέχεια στη συμφωνία·

ε)

τους αριθμούς αναφοράς στην ονοματολογία του παραρτήματος Ι, εφόσον το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει το υλικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και τον τρόπο παραπομπής σε ιδιαίτερες κλάσεις αυτής της ονοματολογίας στις προκηρύξεις·

στ)

τους αριθμούς αναφοράς στην ονοματολογία του παραρτήματος ΙΙ, εφόσον το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει το υλικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και τον τρόπο παραπομπής σε ιδιαίτερες διατάξεις αυτής της ονοματολογίας στις προκηρύξεις, εντός των κατηγοριών των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα·

ζ)

τις λεπτομέρειες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των συστημάτων ηλεκτρονικής παραλαβής κατά τα στοιχεία α), στ) και ζ) του παραρτήματος Χ.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 77 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 77 παράγραφος 5.»

5.   ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

5.1.   Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου της 8ης Φεβρουαρίου 1993 για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων  (42)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 315/93, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τις αναγκαίες μέγιστες τιμές ανοχής για συγκεκριμένες προσμείξεις. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 315/93, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Τυχόν καθυστέρηση στη θέσπιση των μέγιστων τιμών ανοχής για συγκεκριμένες προσμείξεις μπορεί να αντιπροσωπεύει απειλή για τη ζωή των ανθρώπων ή των ζώων. Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει για τη θέσπιση των εν λόγω τιμών ανοχής τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για την προστασία της δημόσιας υγείας και κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, όταν είναι αναγκαίο, τις μέγιστες τιμές ανοχής για συγκεκριμένες προσμείξεις. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8, παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 4.»

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή εξετάζει, το συντομότερο δυνατόν, στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής τροφίμων που έχει συσταθεί με την απόφαση 69/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (43), τους λόγους που επικαλείται το κράτος μέλος κατά την παράγραφο 1, γνωμοδοτεί αμέσως και λαμβάνει τα δέοντα μέτρα με σκοπό την επικύρωση, τροποποίηση ή άρση του εθνικού μέτρου σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 8 παράγραφος 2.

3)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, οι όροι «του άρθρου 8» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 8 παράγραφος 2».

4)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (44), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

5.2.   Οδηγία 93/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 1993 για τις ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής  (45)

Όσον αφορά την οδηγία 93/74/ΕΟΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τις γενικές διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή των ενδείξεων που περιέχει ο κατάλογος των σκοπούμενων χρήσεων και να θεσπίσει τροποποιήσεις, ανάλογα με την εξέλιξη των επιστημονικών και των τεχνικών γνώσεων, στον κατάλογο των σκοπούμενων χρήσεων και των γενικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των ενδείξεων που περιέχει ο κατάλογος των σκοπούμενων χρήσεων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 93/74/ΕΟΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Οι ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατροφή των ζώων συντροφιάς, καθώς και στην εκτροφή των ζώων απόδοσης. Πρόκειται για ζωοτροφές των οποίων η σύνθεση και η παρασκευή πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ειδικών μελετών ούτως ώστε να ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες διατροφής των κατηγοριών ζώων συντροφιάς ή ζώων απόδοσης των οποίων οι λειτουργίες αφομοίωσης, απορρόφησης ή ο μεταβολισμός κινδυνεύουν να διαταραχθούν προσωρινά, ή έχουν διαταραχθεί προσωρινά ή κατά τρόπο ανεπανόρθωτο Επομένως, αποδεικνύεται απαραίτητο να παρέχονται στους χρήστες των εν λόγω ζωοτροφών, χωρίς καθυστέρηση, όλες οι ακριβείς και σημαντικές πληροφορίες που τους επιτρέπουν να προβούν σε κατάλληλη επιλογή. Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ για την έκδοση των γενικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των ενδείξεων που περιέχει ο κατάλογος των σκοπούμενων χρήσεων και για την έκδοση, ανάλογα με την εξέλιξη των επιστημονικών και των τεχνικών γνώσεων, των τροποποιήσεων του καταλόγου των σκοπούμενων χρήσεων και των γενικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των ενδείξεων που περιέχει ο κατάλογος των σκοπούμενων χρήσεων.

Επομένως, η οδηγία 93/74/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Η Επιτροπή εκδίδει:

α)

κατάλογο των σκοπούμενων χρήσεων σύμφωνα με το παράρτημα, το αργότερο στις 30 Ιουνίου 1994, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9, παράγραφος 2. Αυτός ο κατάλογος περιλαμβάνει:

τις ενδείξεις κατά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχεία β), γ), δ) και ε), καθώς και

ενδεχομένως, τις ενδείξεις κατά το άρθρο 5, σημείο 2, και το άρθρο 5, σημείο 4, δεύτερο εδάφιο·

β)

γενικές διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή των ενδείξεων κατά το στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων ορίων ανοχής·

γ)

τροποποιήσεις για τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των στοιχείων α) και β) ανάλογα με την εξέλιξη των επιστημονικών και των τεχνικών γνώσεων.

Τα μέτρα κατά τα στοιχεία β) και γ), τα οποία αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9, παράγραφος 4.»

2)

Το άρθρο 8, παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή κινεί το ταχύτερο δυνατό την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9, παράγραφος 2, με σκοπό να λάβει, εφόσον απαιτείται, τα κατάλληλα μέτρα για την επικύρωση, τροποποίηση ή άρση του εθνικού μέτρου.».

3)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

5.3.   Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψεως μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και καταργήσεως των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ  (46)

Όσον αφορά την οδηγία 96/23/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τροποποιήσεις των παραρτημάτων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 96/23/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 96/23/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Το σχέδιο πρέπει να τηρεί τα επίπεδα και τις συχνότητες δειγματοληψίας του παραρτήματος IV. Ωστόσο, αιτήσει κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 2, να προσαρμόζει για τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη τις απαιτήσεις στοιχειώδους ελέγχου του παραρτήματος ΙV, όταν αποδεδειγμένως η προσαρμογή αυξάνει τη γενική αποτελεσματικότητα του σχεδίου για το οικείο κράτος μέλος και δεν ελαττώνει καθ’ οποιονδήποτε τρόπο τις δυνατότητες εντοπισμού των καταλοίπων ή των περιπτώσεων παράνομης αγωγής με ουσίες του παραρτήματος I.

2.   Η επανεξέταση των ομάδων καταλοίπων που ανιχνεύονται σύμφωνα με το παράρτημα II και ο καθορισμός των επιπέδων και των συχνοτήτων δειγματοληψίας, για τα ζώα και τα προϊόντα κατά το άρθρο 3, οι οποίες δεν έχουν ακόμη καθοριστεί στο παράρτημα IV, διεξάγονται από την Επιτροπή και για πρώτη φορά εντός δεκαοκτώ μηνών κατά ανώτατο όριο από την έκδοση της παρούσας οδηγίας. Προς τούτο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την κτηθείσα πείρα στην εφαρμογή των υφιστάμενων εθνικών μέτρων καθώς και τις πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή δυνάμει των κοινοτικών απαιτήσεων περί ανιχνεύσεως καταλοίπων στους συγκεκριμένους τομείς. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 4.»

2)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή υποβάλλει το σχέδιο το οποίο κρίνει σύμφωνο προς έγκριση με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 33, παράγραφος 3.

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη της κατάστασης σε συγκεκριμένο κράτος μέλος ή σε μια από τις περιοχές του, τα αποτελέσματα των εθνικών ερευνών ή των διαπιστώσεων που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των άρθρων 16 και 17, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει, αιτήσει του ενδιαφερομένου κράτους μέλους ή ιδία πρωτοβουλία και με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 33 παράγραφος 2, τροποποίηση ή συμπλήρωση σχεδίου που έχει προηγουμένως εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.»

β)

Στην παράγραφο 2, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο εδάφιο:

«Εάν τα κράτη μέλη διατυπώσουν παρατηρήσεις ή όταν η αναπροσαρμογή δεν κρίνεται σύμφωνη με τις διατάξεις ή κρίνεται ανεπαρκής από την Επιτροπή, το αναπροσαρμοσμένο σχέδιο υποβάλλεται από την Επιτροπή στη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή η οποία αποφασίζει με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 33, παράγραφος 3.»

3)

Στο άρθρο 14 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο κατάλογος οριζόμενων εργαστηρίων καταρτίζεται με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 33 παράγραφος 3.»

4)

Στο άρθρο 15 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο τρόπος επίσημης δειγματοληψίας, καθώς και οι μέθοδοι ρουτίνας και αναφοράς για την ανάλυση των επίσημων δειγμάτων, διευκρινίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 4.»

5)

Στο άρθρο 20 παράγραφος 2, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Βάσει της γνώμης των εμπειρογνωμόνων, είναι δυνατόν να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 33 παράγραφος 2.»

6)

Στο άρθρο 21, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα του εν λόγω ελέγχου, και κοινοποιεί στην Επιτροπή τα ληφθέντα μέτρα. Εάν η Επιτροπή κρίνει τα μέτρα ανεπαρκή, αφού διαβουλευθεί με το εν λόγω κράτος μέλος και αξιολογήσει τα μέτρα που απαιτούνται για να προστατευθεί η δημόσια υγεία, θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 2.

2.   Οι γενικές διατάξεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά τη συχνότητα και τις λεπτομέρειες διενέργειας των ελέγχων κατά την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο (συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών της συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές), καθορίζονται με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

7)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή εγκρίνει το εν λόγω σχέδιο με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Δυνάμει της ιδίας διαδικασίας μπορούν να γίνονται αποδεκτές και άλλες εγγυήσεις πέραν εκείνων που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.»

β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση μη τήρησης των απαιτήσεων της παραγράφου 1, η εγγραφή τρίτης χώρας στους καταλόγους τρίτων χωρών που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία ή το ευεργέτημα της “προεπιλογής” είναι δυνατόν να αναστέλλεται με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή από την Επιτροπή με δική της πρωτοβουλία.»

8)

Στο άρθρο 30, παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εάν, στην περίπτωση τρίτων χωρών που έχουν συνάψει συμφωνίες ισοδυναμίας με την Κοινότητα, η Επιτροπή, μετά τη διενέργεια έρευνας στις αρμόδιες αρχές της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας, συμπεραίνει ότι οι εν λόγω χώρες δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους και τις εγγυήσεις των σχεδίων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 29 παράγραφος 1, αναστέλλει –με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 2– την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών στα συγκεκριμένα ζώα και προϊόντα της χώρας αυτής έως ότου αυτή αποδείξει ότι οι παραλείψεις επανορθώθηκαν. Η αναστολή παρατείνεται με την ίδια διαδικασία.»

9)

Το άρθρο 32 διαγράφεται.

10)

Τα άρθρα 33, 34 και 35 αντικαθίστανται από τα εξής:

«Άρθρο 33

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων που συστάθηκε από το άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (47).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (48), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται δεκαπενθήμερη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 34

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 2, τα παραρτήματα I, III, IV και V μπορούν να τροποποιηθούν ή να συμπληρωθούν από την Επιτροπή. Ειδικότερα, τα ανωτέρω παραρτήματα μπορούν να τροποποιηθούν σε σχέση με την αξιολόγηση επιπτώσεων των κάτωθι παραγόντων:

πιθανή τοξικότητα των καταλοίπων σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης,

πιθανότητα εμφάνισης καταλοίπων σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης.

Τα μέτρα αυτά που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων με την τροποποίησή της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 4.

Άρθρο 35

Η Επιτροπή, μπορεί να θεσπίσει τα μεταβατικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή των διατάξεων που ορίζει η παρούσα οδηγία.

Τυχόν μεταβατικά μέτρα γενικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών διατάξεων της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τη συμπλήρωσή της με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, και ιδίως περαιτέρω συγκεκριμένα στοιχεία για τις απαιτήσεις που ορίζονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 4.

Άλλα μεταβατικά μέτρα μπορούν να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 2.»

5.4.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 1997 σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων  (49)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τους κανόνες για την προστασία των πληροφοριών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, παράγραφος 3, οι όροι «του άρθρου 13» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 13, παράγραφος 2».

2)

Στο άρθρο 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, οι όροι «του άρθρου 13» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 13, παράγραφος 2».

3)

Στο άρθρο 4, παράγραφος 5, οι όροι «του άρθρου 13» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 13, παράγραφος 2».

4)

Στο άρθρο 7, παράγραφος 1, οι όροι «του άρθρου 13» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 13, παράγραφος 2».

5)

Στο άρθρο 8, παράγραφος 3, οι όροι «του άρθρου 13» αντικαθίστανται από τους όρους «του άρθρου 13, παράγραφος 2».

6)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Οι κανόνες για την προστασία των πληροφοριών που παρέχονται από τον αιτούντα θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 3.»

7)

Το άρθρο 12, παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή εξετάζει τους λόγους που εμφαίνονται στην παράγραφο 1 το συντομότερο δυνατόν στα πλαίσια της μόνιμης επιτροπής τροφίμων· λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα με σκοπό την επικύρωση, τροποποίηση ή άρση του εθνικού μέτρου σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 13 παράγραφος 2. Το κράτος μέλος που έχει λάβει την απόφαση κατά την παράγραφο 1 μπορεί να τη διατηρήσει σε ισχύ μέχρις ενάρξεως ισχύος των ανωτέρω μέτρων.»

8)

Στο άρθρο 13, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

5.5.   Απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα  (50)

Όσον αφορά την απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίσει τις μεταδοτικές ασθένειες και τα κριτήρια επιλογής των εν λόγω ασθενειών που πρέπει να καλυφθούν από το κοινοτικό δίκτυο, καθώς και τις μεθόδους επιδημιολογικής και μικροβιολογικής παρακολούθησης. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όσον αφορά την εμφάνιση ή νέες εξελίξεις μιας σοβαρής μεταδοτικής ασθένειας, το σύστημα επιδημιολογικής παρακολούθησης θα πρέπει να ενεργοποιείται το συντομότερο δυνατό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του πληθυσμού και της δημόσιας υγείας. Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ για την έκδοση αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό των μεταδοτικών ασθενειών, τα κριτήρια επιλογής των εν λόγω ασθενειών και τις μεθόδους επιδημιολογικής και μικροβιολογικής παρακολούθησης, καθώς και για τις τροποποιήσεις του παραρτήματος της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ που περιέχει τον κατάλογο των κατηγοριών των μεταδοτικών ασθενειών.

Επομένως, η απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για την αποτελεσματική λειτουργία του κοινοτικού δικτύου όσον αφορά την επιδημιολογική παρακολούθηση, και προκειμένου να επιτευχθεί ομοιογενής πληροφόρηση στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θεσπίζει τα ακόλουθα:»

β)

Προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Τα μέτρα κατά τα στοιχεία α), β) και ε), που προορίζονται να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 4.

Τα μέτρα κατά τα στοιχεία γ), δ), στ), ζ) και η) θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 2».

2)

Στο άρθρο 6, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι διαδικασίες για την ενημέρωση και τη διαβούλευση κατά τις παραγράφους 1, 2 και 3 καθώς και οι διαδικασίες για τον συντονισμό κατά τις παραγράφους 1 και 4, καθορίζονται με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 2.»

3)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

4)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Το παράρτημα μπορεί να τροποποιηθεί ή να συμπληρωθεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας απόφασης, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7 παράγραφος 4.»

5.6.   Οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων  (51)

Όσον αφορά την οδηγία 2000/13/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει ορισμένα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2000/13/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ για την τροποποίηση των καταλόγων ορισμένων κατηγοριών συστατικών.

Επομένως, η οδηγία 2000/13/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι κοινοτικές διατάξεις στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

2)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3α, δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

όσον αφορά τα άλλα προϊόντα, επειδή πρόκειται για μέτρα που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

β)

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 τροποποιείται ως εξής:

i)

η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται ως εξής:

«—

τα συστατικά που ανήκουν σε μία από τις κατηγορίες του παραρτήματος Ι και είναι στοιχεία άλλου τροφίμου είναι δυνατόν να κατονομάζονται μόνο με το όνομα της κατηγορίας αυτής.

Τροποποιήσεις στον κατάλογο των κατηγοριών που παρατίθεται στο παράρτημα Ι μπορούν να θεσπιστούν από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.

Ωστόσο, η ονομασία “τροποποιημένο άμυλο” που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι πρέπει να συμπληρώνεται πάντοτε με την ένδειξη της ειδικής φυτικής προέλευσής του, όταν το συστατικό αυτό ενδέχεται να περιέχει γλουτένιο.»

ii)

η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

τα συστατικά που ανήκουν σε μία από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μνημονεύονται υποχρεωτικά με το όνομα της κατηγορίας αυτής, ακολουθούμενο από το ειδικό τους όνομα ή τον αριθμό ΕΚ· στην περίπτωση συστατικού που ανήκει σε πλείονες κατηγορίες, αναγράφεται η κατηγορία που αντιστοιχεί στην κύρια λειτουργία του μέσα στο συγκεκριμένο τρόφιμο.

Οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν στο παράρτημα ΙΙ λόγω της εξέλιξης των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, μέτρα που αποσκοπούν σε τροποποίηση των μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3. Για επιτακτικούς λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφεύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 4.

Ωστόσο, η ονομασία “τροποποιημένο άμυλο” που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ πρέπει να συμπληρώνεται πάντοτε με την ένδειξη της ειδικής φυτικής προέλευσής του, όταν το συστατικό αυτό ενδέχεται να περιέχει γλουτένιο,».

γ)

Στην παράγραφο 7, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι κοινοτικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παρούσα παράγραφος θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

δ)

Στην παράγραφο 11, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου, το παράρτημα ΙΙΙα μπορεί να τροποποιείται από την Επιτροπή, αφού ληφθεί η γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων, η οποία διατυπώνεται βάσει του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (52). Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3. Για επιτακτικούς λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να προσφεύγει στη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 4.

3)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο δ), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

στις περιπτώσεις που καθορίζονται από την Επιτροπή, ο καθορισμός των περιπτώσεων αυτών, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, πραγματοποιείται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

β)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο δ), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

στις περιπτώσεις που καθορίζονται από την Επιτροπή, ο καθορισμός των περιπτώσεων αυτών, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, πραγματοποιείται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

γ)

στην παράγραφο 4, η τρίτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι κοινοτικές αυτές διατάξεις θεσπίζονται από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό, που αποβλέπει σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3·»

4)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η απαρίθμηση αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3·»

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι κοινοτικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, η παράγραφος 2 στοιχεία β) και δ), και η παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο, θεσπίζονται από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά συμπληρώσεώς της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

5)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι κοινοτικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παρούσα παράγραφος θεσπίζονται από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

6)

Στο άρθρο 12, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τα λοιπά ποτά με περιεκτικότητα σε αλκοόλη μεγαλύτερη από 1,2 % κατ’ όγκο, οι κανόνες αυτοί καθορίζονται από την Επιτροπή.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

7)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να απαγορεύεται στην επικράτειά τους η εμπορία τροφίμων για τα οποία οι ενδείξεις κατά το άρθρο 3 και το άρθρο 4 παράγραφος 2 δεν αναγράφονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τον καταναλωτή, εκτός εάν η αποτελεσματική ενημέρωση του καταναλωτή εξασφαλίζεται με άλλα μέτρα, που καθορίζονται για μια ή περισσότερες ενδείξεις της επισήμανσης. Ο καθορισμός αυτός που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.»

8)

Το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

9)

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

Εφόσον διαπιστωθεί ότι είναι ανάγκη να ληφθούν μέτρα η Επιτροπή θεσπίζει μεταβατικά μέτρα, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Τα μεταβατικά μέτρα γενικής εμβέλειας, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τη συμπλήρωση της με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, ίδιος περαιτέρω συγκεκριμένα στοιχεία των απαιτήσεων που ορίζουν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.

Περαιτέρω μεταβατικά μέτρα μπορούν να εγκριθούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 2.»

5.7.   Οδηγία 2001/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού  (53)

Όσον αφορά την οδηγία 2001/37/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει κανόνες για τη χρήση έγχρωμων φωτογραφιών ή άλλων εικονογραφήσεων για τα προϊόντα καπνού και να προσαρμόσει στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο τις διατάξεις για τις μεθόδους μέτρησης καθώς και τις προειδοποιήσεις σχετικά με την υγεία. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2001/37/ΕΚ μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2001/37/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι κανόνες για τη χρήση έγχρωμων φωτογραφιών ή άλλων εικονογραφήσεων που παριστάνουν και επεξηγούν τις συνέπειες του καπνίσματος για την υγεία θεσπίζονται από την Επιτροπή προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν υπονομεύονται οι διατάξεις της εσωτερικής αγοράς. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 3.»

2)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Προσαρμογές

1.   Η Επιτροπή αποφασίζει την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο των μεθόδων μέτρησης που καθορίζονται στο άρθρο 4, καθώς και των σχετικών ορισμών. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 3.

2.   Η Επιτροπή αποφασίζει την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο των προειδοποιήσεων σχετικά με την υγεία οι οποίες πρέπει να αναγράφονται στις μονάδες συσκευασίας των προϊόντων καπνού και περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, καθώς και τη συχνότητα εναλλαγής τους. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 3.

3.   Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 2, προσαρμόζει στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο τη σήμανση για τους σκοπούς εξακρίβωσης και ανίχνευσης προϊόντων καπνού.»

3)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

5.8.   Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων  (54)

Όσον αφορά την οδηγία 2001/95/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίσει και να προσαρμόσει τους κύριους κανόνες και διαδικασίες κοινοποίησης των σοβαρών κινδύνων που παρουσιάζουν ορισμένα προϊόντα. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και αφορούν τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2001/95/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Για λόγους αποτελεσματικότητας και ιδίως επειδή η καταλληλότητα των κυριότερων κανόνων και διαδικασιών που αφορούν κοινοποιήσεις σοβαρών κινδύνων από ορισμένα προϊόντα αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή λειτουργία του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης, οι προθεσμίες στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο πρέπει να συντμηθούν.

Επομένως, η οδηγία 2001/95/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

οι απαιτήσεις, βάσει των οποίων εξασφαλίζεται ότι τα προϊόντα που συμμορφώνονται με τα εν λόγω πρότυπα πληρούν τη γενική επιταγή ασφάλειας, καθορίζονται από την Επιτροπή· τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 4·»

2)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή προσαρμόζει τις ειδικές απαιτήσεις, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, σχετικά με την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 5.»

3)

Στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι λεπτομερείς διαδικασίες για το κοινοτικό σύστημα Rapex παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ. Οι διαδικασίες αυτές προσαρμόζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 5.»

4)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δεκαπενθήμερη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

5.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και 5β), και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Οι προθεσμίες του άρθρου 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ), και παράγραφος 4 στοιχεία β) και ε), της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζονται, αντίστοιχα, σε προθεσμίες δύο μηνών, ενός μηνός και δύο μηνών.»

5.9.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων  (55)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τις διατάξεις σχετικά με τον αριθμό και τα ονόματα των επιστημονικών ομάδων, τους κανόνες διαδικασίας για την υποβολή αιτήματος για τη διατύπωση γνώμης της Αρχής, και τα κριτήρια για την καταγραφή ενός ινστιτούτου στον κατάλογο των αρμόδιων οργανισμών που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 28 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο αριθμός και τα ονόματα των επιστημονικών ομάδων μπορούν να προσαρμόζονται από την Επιτροπή, υπό το πρίσμα των τεχνικών και επιστημονικών εξελίξεων, ύστερα από αίτημα της Αρχής. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 3.»

2)

Στο άρθρο 29, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται από την Επιτροπή, αφού αυτή ζητήσει τη γνώμη της Αρχής. Με αυτούς τους κανόνες καθορίζονται ειδικότερα:

α)

η εφαρμοστέα από την Αρχή διαδικασία όσον αφορά τα αιτήματα προς αυτήν·

β)

οι κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν την επιστημονική αξιολόγηση των ουσιών, των προϊόντων ή των διαδικασιών που υπόκεινται, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, σε σύστημα προηγούμενης έγκρισης ή καταγραφής σε θετικό κατάλογο, ιδιαίτερα όταν η νομοθεσία προβλέπει ή επιτρέπει την υποβολή φακέλου για το σκοπό αυτό από τον αιτούντα.

Το μέτρο περί του οποίου το στοιχείο α), που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, εγκρίνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 3.

Οι κατευθυντήριες γραμμές κατά το στοιχείο β) εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»

3)

Στο άρθρο 36, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της Αρχής, θεσπίζει τους κανόνες που διευκρινίζουν τα κριτήρια για την καταγραφή ενός ινστιτούτου στον κατάλογο των αρμόδιων οργανισμών που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη, τις ρυθμίσεις για τον καθορισμό εναρμονισμένων απαιτήσεων ποιότητας και τους δημοσιονομικούς κανόνες που διέπουν τη χορήγηση οποιασδήποτε οικονομικής υποστήριξης. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 3.

Περαιτέρω κανόνες για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, θεσπίζονται από την Επιτροπή, αφού αυτή ζητήσει τη γνώμη της Αρχής, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.»

4)

Στο άρθρο 58, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

5.10.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Οκτωβρίου 2002 για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο  (56)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει κανόνες για τη διάθεση, την επεξεργασία, την εισαγωγή/εξαγωγή και τη μεταποίηση υλικών ζωικών υποπροϊόντων των κατηγοριών 1, 2 και 3, καθώς και τους κανόνες για τη διάθεση στην αγορά ζωικών υποπροϊόντων τα οποία προέρχονται από περιοχές που υπόκεινται σε υγειονομικούς περιορισμούς και από οργανικά λιπάσματα και βελτιωτικά εδάφους, να καθορίζει τους όρους εισαγωγής από τρίτες χώρες τροφών για ζώα συντροφιάς και πρώτης ύλης για την παραγωγή αυτών των ζωοτροφών, καθώς και να καθορίζει ειδικές ή εναλλακτικές υγειονομικές απαιτήσεις που προβλέπονται με τα παραρτήματα. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) εριθ. 1774/2002, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Όταν για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ για τη θέσπιση των κανόνων που αφορούν τη διάθεση στην αγορά ζωικών υποπροϊόντων ή προϊόντων λαμβανόμενων από αυτά, τα οποία προέρχονται από περιοχές που υπόκεινται σε υγειονομικούς περιορισμούς, για τη θέσπιση εναλλακτικών κανόνων για ειδικές καταστάσεις όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά ζωικών υποπροϊόντων ή προϊόντων λαμβανόμενων από αυτά, τα οποία προέρχονται από περιοχές που υπόκεινται σε υγειονομικούς περιορισμούς, και για τις τροποποιήσεις των παραρτημάτων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Πάντως, τα κράτη μέλη δύνανται να ρυθμίζουν βάσει της εθνικής νομοθεσίας την εισαγωγή και τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που δεν περιλαμβάνονται στα παραρτήματα VII και VIII, εν αναμονή της θέσπισης απόφασης από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Όταν κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, τα κράτη μέλη ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή.»

2)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

κατόπιν εξελίξεων των επιστημονικών γνώσεων, διατίθενται με άλλα μέσα εγκεκριμένα από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Τα μέσα αυτά μπορούν είτε να συμπληρώνουν είτε να αντικαθιστούν τα προβλεπόμενα στα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου.»

β)

Στην παράγραφο 4, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Απαγορεύεται η εισαγωγή ή εξαγωγή υλικών της κατηγορίας 1, εκτός εάν γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή με κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

3)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

Στο στοιχείο γ), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

προκειμένου για το παραγόμενο πρωτεϊνούχο υλικό, χρησιμοποιείται ως οργανικό λίπασμα ή βελτιωτικό του εδάφους, τηρουμένων των απαιτήσεων, εάν υπάρχουν, που θεσπίζονται από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιστημονική επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3,»

ii)

Το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

στην περίπτωση των υλικών που προέρχονται από ψάρια, ενσιρώνονται ή λιπασματοποιούνται, σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3·»

iii)

Στο στοιχείο ε), το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

μετασχηματίζονται σε μονάδα παραγωγής βιοαερίου ή λιπασματοποιούνται σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3·»

iv)

Το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

διατίθενται με άλλα μέσα, ή χρησιμοποιούνται με άλλους τρόπους, σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιστημονική επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Τα εν λόγω μέσα ή τρόποι μπορούν είτε να συμπληρώνουν είτε να αντικαθιστούν τα προβλεπόμενα στα στοιχεία α) έως στ) της παρούσας παραγράφου.»

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά ή εξαγωγή υλικών της κατηγορίας 2, εκτός εάν γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή με κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

4)

Στο άρθρο 6 παράγραφος 2, τα στοιχεία ζ), η) και θ) αντικαθίστανται ως εξής:

«ζ)

όσον αφορά τα υπολείμματα τροφίμων στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), μετασχηματίζονται σε μονάδα παραγωγής βιοαερίου ή λιπασματοποιούνται σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή, ή, εν αναμονή της θέσπισης τέτοιων κανόνων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία· τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3·

η)

στην περίπτωση των υλικών που προέρχονται από ψάρια, ενσιρώνονται ή λιπασματοποιούνται, σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή· τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3· ή

θ)

διατίθενται με άλλα μέσα, ή χρησιμοποιούνται με άλλους τρόπους, σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιστημονική επιτροπή· τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Τα εν λόγω μέσα ή τρόποι μπορούν είτε να συμπληρώνουν είτε να αντικαθιστούν τα προβλεπόμενα στα στοιχεία α) έως η).»

5)

Στο άρθρο 12, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 3 δύνανται να τροποποιηθούν από την Επιτροπή με γνώμονα την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

6)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

πληρούν τις απαιτήσεις των παραρτημάτων VII και VIII, ή τους λεπτομερείς κανόνες που θα θεσπισθούν από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 33, παράγραφος 4.»

β)

στο δεύτερο εδάφιο, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε ειδικές περιστάσεις, είναι δυνατό να προβλέπεται παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, με αποφάσεις που λαμβάνονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 33, παράγραφος 4.»

7)

Στο άρθρο 20, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα οργανικά λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους που παράγονται από μεταποιημένα προϊόντα διάφορα των παραγομένων από την κόπρο και το περιεχόμενο του πεπτικού συστήματος, διατίθενται στην αγορά ή εξάγονται μόνον εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις, εάν υπάρχουν, που έχουν θεσπισθεί από την Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

8)

Στο άρθρο 22, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή θεσπίζει κανόνες σχετικά με τα μέτρα ελέγχου. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.

Περαιτέρω κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 2.

Παρεκκλίσεις από την παράγραφο 1, στοιχείο α) είναι δυνατό να χορηγούνται για ψάρια και γουνοφόρα ζώα, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

9)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση, υπό την επίβλεψη των αρμοδίων αρχών, υλικού της κατηγορίας 1 κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) για τη σίτιση ειδών νεκροφάγων πτηνών που είτε κινδυνεύουν να εκλείψουν είτε προστατεύονται, σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζονται από την Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

β)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τα μέτρα ελέγχου είναι δυνατόν να θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

10)

Στο άρθρο 25, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει κανόνες σχετικά με τη συχνότητα των ελέγχων και των μεθόδων αναφοράς των μικροβιολογικών αναλύσεων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.

Οποιεσδήποτε άλλες λεπτομερείς διατάξεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 2.»

11)

Στο άρθρο 26, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει κανόνες σχετικά με τη συχνότητα των ελέγχων και των μεθόδων αναφοράς των μικροβιολογικών αναλύσεων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.

Οποιεσδήποτε άλλες λεπτομερείς διατάξεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 2.»

12)

Στο άρθρο 28, η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ωστόσο, η εισαγωγή από τρίτες χώρες τροφών για ζώα συντροφιάς και πρώτων υλών για την παρασκευή αυτών των τροφών, οι οποίες λαμβάνονται από ζώα στα οποία έχουν χορηγηθεί ορισμένες ουσίες απαγορευμένες σύμφωνα με την οδηγία 96/22/ΕΚ, επιτρέπεται εφόσον οι εν λόγω τροφές και πρώτες ύλες έχουν επισημανθεί με μόνιμη σήμανση και υπό ειδικούς όρους που θεσπίζει η Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

13)

Στο άρθρο 32, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή για κάθε θέμα που ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην υγεία των ζώων ή στη δημόσια υγεία, είναι δυνατόν να τροποποιούνται ή να συμπληρώνονται τα παραρτήματα, καθώς και να θεσπίζονται κατάλληλα μεταβατικά μέτρα από την Επιτροπή.

Τα μεταβατικά μέτρα και τα μέτρα τροποποίησης ή συμπλήρωσης των παραρτημάτων, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωση του, ιδίως σχετικά με περαιτέρω συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τις απαιτήσεις που ορίζουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 33, παράγραφος 4.

Άλλα μεταβατικά μέτρα μπορούν να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 2.»

14)

Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 33

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, εφεξής καλούμενη “επιτροπή”.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δεκαπενθήμερη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.»

15)

Στο παράρτημα ΙΙΙ, κεφάλαιο ΙΙ, Μέρος Β, το σημείο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.

Τα λύματα πρέπει να υφίστανται επεξεργασία ώστε να εξασφαλίζεται, καθόσον είναι ευλόγως εφικτό, ότι δεν παραμένουν παθογόνοι οργανισμοί. Οι ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία λυμάτων από μονάδες ενδιάμεσου χειρισμού υλικών της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 μπορούν να θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

16)

Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο κεφάλαιο ΙΙ, το σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Τα λύματα που προέρχονται από το μη καθαρό τμήμα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία, για να εξασφαλίζεται, όσο είναι λογικά εφικτό, ότι καταστρέφονται όλοι οι παθογόνοι οργανισμοί. Ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία των λυμάτων από μονάδες μεταποίησης μπορούν να θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

β)

Στο κεφάλαιο V, το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Διαδικασίες επικύρωσης βάσει μεθόδων ελέγχου μπορεί να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζει η Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

17)

Το παράρτημα VI τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο κεφάλαιο Ι, στο Μέρος Γ, το σημείο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Τα μεταποιημένα προϊόντα που προέρχονται από υλικά της κατηγορίας 1 ή 2, πλην των υγρών προϊόντων που προορίζονται για μονάδες παραγωγής βιοαερίου ή μονάδες λιπασματοποίησης, πρέπει να επισημαίνονται ανεξίτηλα, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό με ιδιαίτερη οσμή, με σύστημα που εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή. Οι λεπτομερείς κανόνες για την επισήμανση αυτή μπορούν να καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

β)

Στο κεφάλαιο III, το σημείο 2 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

σε σύστημα συνεχούς επεξεργασίας, σε θερμοκρασία 140 °C και πίεση 2 bar (2 000 hPa) επί οκτώ λεπτά, ή υπό ισοδύναμες συνθήκες που καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

18)

Το παράρτημα VII τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο κεφάλαιο ΙΙ, Μέρος Γ, το σημείο 13 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

είτε να μεταποιείται εκ νέου σε μονάδα μεταποίησης εγκεκριμένη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή να απολυμαίνεται με διαδικασία που επιτρέπεται από την αρμόδια αρχή. Ο κατάλογος των επιτρεπόμενων μεθόδων μεταποίησης μπορεί να καταρτίζεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3. Η αποστολή δεν πρέπει να αποδεσμεύεται πριν ολοκληρωθεί η μεταποίηση, διενεργηθεί ο έλεγχος για τη σαλμονέλα από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το κεφάλαιο I παράγραφος 10, και ληφθεί αρνητικό αποτέλεσμα.»

β)

Το κεφάλαιο V τροποποιείται ως εξής:

i)

Στο Μέρος Α, το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Το νωπό γάλα και το πρωτόγαλα πρέπει να παράγονται υπό όρους που να παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την υγεία των ζώων. Οι όροι αυτοί πρέπει να καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

ii)

Στο Μέρος B, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Όταν εντοπίζεται κίνδυνος εισαγωγής εξωτικής ζωονόσου ή άλλος κίνδυνος για την υγεία των ζώων, είναι δυνατό να επιβάλλονται πρόσθετοι όροι για την προστασία της υγείας των ζώων από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

γ)

Στο κεφάλαιο VI, Μέρος Β, το σημείο 3 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

ισοδύναμη μέθοδο παραγωγής η οποία εγκρίνεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33, παράγραφος 3.»

δ)

Στο κεφάλαιο VII, Μέρος Α, το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Το όξινο φωσφορικό ασβέστιο πρέπει να παράγεται με διεργασία που:

α)

εξασφαλίζει την πλήρη κονιορτοποίηση και την απολίπανση όλου του υλικού της κατηγορίας 3 που προέρχεται από οστά με καυτό νερό και την επεξεργασία του με αραιό υδροχλωρικό οξύ (σε ελάχιστη συγκέντρωση 4 % και pH μικρότερο του 1,5) επί τουλάχιστον δύο ημέρες·

β)

μετά τη διαδικασία του στοιχείου α), ακολουθεί επεξεργασία με ασβέστιο, οπότε καταβυθίζεται ίζημα όξινου φωσφορικού ασβεστίου με pH 4 έως 7· και

γ)

τελικά, ξηραίνεται με αέρα το καταβυθιζόμενο ίζημα επί 15 λεπτά σε θερμοκρασία 65 °C έως 325 °C στο σημείο εισόδου και σε τελική θερμοκρασία μεταξύ 30 °C και 65 °C, ή

με ισοδύναμη διαδικασία η οποία εγκρίνεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

ε)

Στο κεφάλαιο VIII, Μέρος Α, το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Το φωσφορικό ασβέστιο πρέπει να παράγεται με διεργασία που εξασφαλίζει:

α)

ότι όλα τα υλικά της κατηγορίας 3 από οστά κονιορτοποιούνται και το λίπος τους αφαιρείται σε αντίρροπο ρεύμα με καυτό νερό (θραύσματα οστών μικρότερα των 14 mm)·

β)

συνεχή βρασμό με ατμό στους 145 °C επί 30 λεπτά υπό πίεση 4 bar·

γ)

διαχωρισμό του ζωμού των πρωτεϊνών από τον υδροξυαπατίτη (φωσφορικό ασβέστιο) με φυγοκέντρηση· και

δ)

κοκκοποίηση του φωσφορικού ασβεστίου μετά την ξήρανση σε στρώμα υγρού με αέρα στους 200 °C· ή

με ισοδύναμη διαδικασία παραγωγής η οποία εγκρίνεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

19)

Το παράρτημα VII τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο κεφάλαιο VI, Μέρος Α, το σημείο 2, στοιχείο ε), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

διατηρηθεί με άλλη διεργασία, εκτός από τη δέψαση, η οποία διευκρινίζεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

β)

Στο κεφάλαιο VII, Μέρος Α, το σημείο 4 στοιχείο α) σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

να έχουν διατηρηθεί με επεξεργασία άλλη πλην της δέψασης, η οποία έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 33 παράγραφος 3.»

5.11.   Οδηγία 2002/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη συλλογή, τον έλεγχο, την επεξεργασία, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρωπίνου αίματος και συστατικών του αίματος και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ  (57)

Όσον αφορά την οδηγία 2002/98/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να προσαρμόζει στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο τις τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται στα παραρτήματα I έως IV. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2002/98/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Εφόσον οι επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις καταδείξουν ότι πρέπει να παρασχεθούν στους δότες ή να κοινοποιηθούν από αυτούς επιπλέον πληροφορίες, ώστε να αποκλειστούν, για παράδειγμα, οι δότες που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία άλλων ανθρώπων, πρέπει να γίνει προσαρμογή χωρίς καθυστέρηση. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν η επιστημονική πρόοδος προτείνει νέα κριτήρια επιλεξιμότητας όσον αφορά την καταλληλότητα των δοτών αίματος και πλάσματος, πρέπει να προστεθούν αμέσως στον κατάλογο νέα κριτήρια αποκλεισμού. Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφεύγει στη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο των τεχνικών απαιτήσεων όσον αφορά τις πληροφορίες που παρέχονται στους δότες ή κοινοποιούνται από αυτούς, καθώς και των κριτηρίων καταλληλότητας των δοτών αίματος και πλάσματος, που καθορίζονται στα παραρτήματα I έως IV.

Επομένως, η οδηγία 2002/98/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 28

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

2)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η προσαρμογή των τεχνικών απαιτήσεων των παραρτημάτων Ι έως ΙV στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, αποφασίζεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 5, όσον αφορά τις τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται στα παραρτήματα III και IV.»

β)

Στη δεύτερη παράγραφο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ακόλουθες τεχνικές απαιτήσεις και η προσαρμογή τους στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο καθορίζονται από την Επιτροπή:»

γ)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«Οι τεχνικές απαιτήσεις κατά τα στοιχεία α) έως θ) της δεύτερης παραγράφου, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 3.

Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 5, όσον αφορά τις τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται στα στοιχεία β), γ), δ), ε), στ) και ζ) της δεύτερης παραγράφου.»

5.12.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων  (58)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίσει, με βάση την επιστημονική πρόοδο ή τις τεχνολογικές εξελίξεις, κατηγορίες και λειτουργικές ομάδες πρόσθετων υλών ζωοτροφών, να θεσπίσει τις τροποποιήσεις που πρέπει να επέρχονται στο παράρτημα ΙΙΙ και στους γενικούς όρους χρήσης του παραρτήματος IV, ώστε να ληφθούν υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι επιστημονικές εξελίξεις, και να θεσπίσει τις τροποποιήσεις του παραρτήματος ΙΙ. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Εφόσον απαιτείται λόγω των επιστημονικών εξελίξεων ή της τεχνολογικής προόδου, η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόζει τους γενικούς όρους του παραρτήματος IV. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22, παράγραφος 3.»

2)

Το άρθρο 6 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εφόσον απαιτείται λόγω των επιστημονικών εξελίξεων ή της τεχνολογικής προόδου, η Επιτροπή καθορίζει επιπλέον κατηγορίες πρόσθετων υλών ζωοτροφών και λειτουργικών ομάδων. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22, παράγραφος 3»

3)

Στο άρθρο 7 παράγραφος 5, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μετά από διαβούλευση με την Αρχή, μπορούν να θεσπιστούν περαιτέρω κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Η Επιτροπή θεσπίζει κανόνες για την απλούστευση των διατάξεων χορήγησης αδείας για πρόσθετα ως προς τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια για χρήση σε τρόφιμα. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων, διά της συμπλήρωσής του θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3.

Άλλοι κανόνες εφαρμογής μπορούν να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22, παράγραφος 2. Οι κανόνες αυτοί πρέπει, κατά περίπτωση, να προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ των απαιτήσεων που αφορούν τα πρόσθετα ζωοτροφών που αφορούν παραγωγικά ζώα και τις απαιτήσεις όσον αφορά τα υπόλοιπα ζώα, και ιδίως τα κατοικίδια.».

4)

Το άρθρο 16, παράγραφος 6, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει τις τροποποιήσεις του παραρτήματος ΙΙΙ που γίνονται για να ληφθούν υπόψη οι τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22, παράγραφος 3.»

5)

Στο άρθρο 21, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παραρτήματος ΙΙ θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22, παράγραφος 2.

Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί το παράρτημα ΙΙ. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22, παράγραφος 3.»

6)

Στο άρθρο 22, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

5.13.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2065/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τα αρτύματα καπνιστών τροφίμων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν μέσα ή πάνω στα τρόφιμα  (59)

Όσον αφορά τον κανονισμό 2065/2003/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τροποποιήσεις των παραρτημάτων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2065/2003, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2065/2003 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εφόσον απαιτείται, η Επιτροπή, αφού ζητήσει επιστημονική και τεχνική βοήθεια από την Αρχή, θεσπίζει ποιοτικά κριτήρια για επικυρωμένες μεθόδους ανάλυσης που προτείνονται σύμφωνα με το σημείο 4 του παραρτήματος II, περιλαμβάνοντας τις προς ποσοτικό προσδιορισμό ουσίες.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19 παράγραφος 3.»

2)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Τροποποιήσεις

1.   Οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων εγκρίνονται από την Επιτροπή, αφού ζητηθεί η επιστημονική ή/και τεχνική βοήθεια της Αρχής. Τα μέτρα αυτά, τα οποία αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19 παράγραφος 3.

2.   Εγκρίνονται τροπολογίες στον κατάλογο του άρθρου 6 παράγραφος 1, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19 παράγραφος 2, αφού ζητηθεί η επιστημονική ή/και τεχνική βοήθεια της Αρχής.»

3)

Στο άρθρο 19, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

5.14.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων συγκεκριμένων τροφιμογενών ζωονοσογόνων παραγόντων  (60)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2160/2003, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τους κοινοτικούς στόχους για τη μείωση του επιπολασμού των ζωονόσων και των ζωονοσογόνων παραγόντων, ειδικές μεθόδους ελέγχου και ειδικούς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια αξιολόγησης των μεθόδων δοκιμών, και να καθορίσει τις ευθύνες και τα καθήκοντα των εργαστηρίων αναφοράς καθώς και τους κανόνες εφαρμογής των κοινοτικών ελέγχων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2003, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι στόχοι και οι τυχόν τροποποιήσεις τους καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

β)

Στην παράγραφο 6, το στοιχείο α) αντικαθίσταται ως από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Το παράρτημα Ι μπορεί να τροποποιείται από την Επιτροπή για τους σκοπούς στους οποίους αναφέρεται το στοιχείο β), λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων κατά το στοιχείο γ). Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

γ)

Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Το παράρτημα ΙΙΙ μπορεί να τροποποιείται ή να συμπληρώνεται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

2)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι απαιτήσεις και οι στοιχειώδεις κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ μπορούν να τροποποιούνται, να προσαρμόζονται ή να συμπληρώνονται, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των κριτηρίων κατά το άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο γ). Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

3)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους:»

β)

Προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

«Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

4)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 6, μπορούν να θεσπίζονται από την Επιτροπή ειδικοί κανόνες σχετικά με τον καθορισμό, από τα κράτη μέλη, των κριτηρίων κατά το άρθρο 5 παράγραφος 5, και κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

5)

Το άρθρο 10 παράγραφος 5, τροποποιείται ως εξής:

«5.   Σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 2, μπορεί να επιτρέπεται στο κράτος μέλος του τελικού προορισμού να απαιτεί για μεταβατική περίοδο τα αποτελέσματα της κατά την παράγραφο 4 δοκιμής να πληρούν τα ίδια κριτήρια με εκείνα που καθορίζονται δυνάμει του εθνικού προγράμματός του, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5. Η άδεια μπορεί να αποσύρεται και, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 6, η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει ειδικούς κανόνες σχετικά με αυτά τα κριτήρια. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

6)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς, ιδίως όσον αφορά το συντονισμό των δραστηριοτήτων τους με εκείνες των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς, καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ορισμένες αρμοδιότητες και καθήκοντα των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς, ιδίως όσον αφορά τον συντονισμό των δραστηριοτήτων τους με εκείνες των σχετικών εργαστηρίων στα κράτη μέλη που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α), δύνανται να καθορίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α), από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

7)

Στο άρθρο 12 παράγραφος 3, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν αυτό απαιτείται, είναι δυνατόν να εγκρίνονται από την Επιτροπή άλλες μέθοδοι δοκιμών. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.»

8)

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Μέτρα εφαρμογής και μεταβατικά μέτρα

Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει κατάλληλα μεταβατικά μέτρα ή μέτρα εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων τροποποιήσεων στα σχετικά υγειονομικά πιστοποιητικά. Μεταβατικά μέτρα γενικής εμβέλειας, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων όσων τον συμπληρώνουν με νέα μη ουσιώδη στοιχείων, ιδίως περαιτέρω συγκεκριμένα στοιχεία για τις απαιτήσεις που ορίζουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 3.

Άλλα μέτρα εφαρμογής ή μεταβατικά μέτρα μπορούν να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 2.»

9)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

10)

Στο άρθρο 17, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ιδίως αυτές που διέπουν τη διαδικασία συνεργασίας με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 14 παράγραφος 2.»

5.15.   Οδηγία 2004/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων  (61)

Όσον αφορά την οδηγία 2004/23/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίσει τις απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας ιστών και κυττάρων και τις σχετικές διαδικασίες εφαρμογής, καθώς και ορισμένες τεχνικές απαιτήσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, ένα σύστημα για τη διαπίστευση των ιδρυμάτων ιστών και για τη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2004/23/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Εφόσον οι επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις για τα κριτήρια επιλογής και τις εργαστηριακές δοκιμές για δότες παράσχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία για ασθένειες που μπορούν να μεταδοθούν μέσω δωρεάς, πρέπει να γίνει γρήγορη προσαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει για την έκδοση των αποφάσεων που αφορούν τα κριτήρια επιλογής για τους δότες ιστών και/ή κυττάρων και τις εργαστηριακές δοκιμές για τους δότες τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2004/23/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας ιστών και κυττάρων, καθώς και προϊόντων και υλικών που έρχονται σε επαφή με τους εν λόγω ιστούς και κύτταρα και έχουν επιπτώσεις στην ποιότητα και την ασφάλειά τους, θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 29 παράγραφος 3.»

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι διαδικασίες για τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας σε κοινοτικό επίπεδο θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 29 παράγραφος 3.»

2)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι διαδικασίες για την επαλήθευση της ισοδυναμίας των προτύπων ποιότητας και ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 29 παράγραφος 3.»

3)

Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ακόλουθες τεχνικές απαιτήσεις και η προσαρμογή τους στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο καθορίζονται από την Επιτροπή:»

β)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«Οι τεχνικές απαιτήσεις κατά τα στοιχεία α) έως θ), που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 29, παράγραφος 3.

Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος στην οποία παραπέμπει το άρθρο 29 παράγραφος 5, όσον αφορά τις τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζει το άρθρο 28 στοιχεία δ) και ε).»

4)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

5.16.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων  (62)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τα μέτρα εφαρμογής σχετικά με τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης, να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους διεξάγεται η ειδική μεταχείριση, να ενημερώσει τα ελάχιστα ποσά για τα τέλη που ενδέχεται να εισπραχθούν, να καθορίσει τις συνθήκες υπό τις οποίες απαιτείται επίσημη πιστοποίηση, να τροποποιήσει και να ενημερώσει τους καταλόγους των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς, να θεσπίσει κριτήρια για τον καθορισμό των κινδύνων που παρουσιάζουν τα εξαγόμενα προϊόντα προς την Κοινότητα καθώς και τις ειδικές συνθήκες εισαγωγής. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα εφαρμογής:»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.»

2)

Στο άρθρο 20, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι η ειδική μεταχείριση διεξάγεται σε εγκαταστάσεις υπό τον έλεγχό της, ή υπό τον έλεγχο άλλου κράτους μέλους και σύμφωνα με όρους που καθορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62, παράγραφος 4. Ελλείψει τέτοιων όρων, η ειδική μεταχείριση διεξάγεται σύμφωνα με τις εθνικές ρυθμίσεις.»

3)

Στο άρθρο 27, παράγραφος 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα επίπεδα του παραρτήματος IV τμήμα Β και του παραρτήματος V τμήμα Β ενημερώνονται τουλάχιστον ανά διετία από την Επιτροπή ιδίως για να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.»

4)

Στο άρθρο 30, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που αφορούν την επίσημη πιστοποίηση οι οποίες επιβάλλονται για λόγους υγείας ή καλής διαβίωσης των ζώων, μπορούν να επιβάλλονται οι ακόλουθες απαιτήσεις από την Επιτροπή:»

β)

Προστίθενται τα εξής εδάφια:

«Τα μέτρα κατά το στοιχείο α), που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.

Τα μέτρα στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία β) έως ζ) εγκρίνονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 3.»

5)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή μπορεί να περιλαμβάνει στο παράρτημα VII και άλλα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς σχετικά με τους τομείς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 1. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4. Το παράρτημα VII μπορεί να επικαιροποιείται με την ίδια διαδικασία.»

β)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Πρόσθετες αρμοδιότητες και καθήκοντα των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς μπορούν να ορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.»

6)

Στο άρθρο 33, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Πρόσθετες αρμοδιότητες και καθήκοντα των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς μπορούν να ορίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.»

7)

Στο άρθρο 46, παράγραφος 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κριτήρια για τον καθορισμό του κινδύνου με σκοπό την αξιολόγηση κινδύνου κατά το στοιχείο α) αποφασίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.»

8)

Στο άρθρο 48, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στο μέτρο που οι όροι και οι λεπτομερείς διαδικασίες που πρέπει να τηρούνται κατά την εισαγωγή προϊόντων από τρίτες χώρες ή περιφέρειες τρίτων χωρών δεν προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, ιδίως δε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004, καθορίζονται, εφόσον απαιτείται, από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.»

9)

Στο άρθρο 62, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

10)

Το άρθρο 63 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 63

Μέτρα εφαρμογής και μεταβατικά μέτρα

1.   Μεταβατικά μέτρα γενικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης και της τροποποίησης του κανονισμού με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, ιδίως:

οιαδήποτε τροποποίηση των προτύπων κατά το άρθρο 12 παράγραφος 2,

ορισμός των τροφίμων τα οποία, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, θεωρούνται τρόφιμα ζωικής προέλευσης·

οποιαδήποτε περαιτέρω συγκεκριμένα στοιχεία για τις απαιτήσεις που ορίζουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.

Άλλα μεταβατικά μέτρα και μέτρα εφαρμογής που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, μπορούν να θεσπιστούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 3. Αυτό εφαρμόζεται ιδίως:

στην εκχώρηση των καθηκόντων ελέγχου στα ελεγκτικά όργανα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 5, εφόσον τα εν λόγω ελεγκτικά όργανα λειτουργούσαν ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού,

στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης κατά το άρθρο 28, που συνεπάγονται δαπάνες που απορρέουν από τους επίσημους συμπληρωματικούς ελέγχους,

στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 54,

στους κανόνες σχετικά με τις μικροβιολογικές, φυσικές και/ή χημικές αναλύσεις που διενεργούνται κατά τους επίσημους ελέγχους, ιδίως στην περίπτωση υποψίας κινδύνου και συμπεριλαμβανομένης και της εποπτείας της ασφάλειας των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες.

2.   Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91, (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 και (ΕΟΚ) αριθ. 2082/92, ειδικά μέτρα που θα θεσπιστούν από την Επιτροπή μπορούν να προβλέπουν τις αναγκαίες παρεκκλίσεις και προσαρμογές των κανόνων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4.»

11)

Το άρθρο 64 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 64

Τροποποίηση των παραρτημάτων και των παραπομπών σε ευρωπαϊκά πρότυπα

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 4:

1)

είναι δυνατόν να τροποποιούνται τα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού, εκτός από το παράρτημα I, το παράρτημα IV και το παράρτημα V, με την επιφύλαξη του άρθρου 27 παράγραφος 3, ιδίως προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη διοικητικής υφής τροποποιήσεις και η επιστημονική ή/και η τεχνολογική πρόοδος·

2)

είναι δυνατόν να τροποποιούνται οι παραπομπές στα ευρωπαϊκά πρότυπα που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό σε περίπτωση τροποποίησής τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN).»

5.17.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα και με την κατάργηση των οδηγιών 80/590/ΕΟΚ και 89/109/ΕΟΚ  (63)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1935/2004, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει τα ειδικά μέτρα για τις ομάδες των υλικών και των αντικειμένων, την κοινοτική άδεια για μια ουσία, καθώς και την τροποποίηση, την αναστολή ή την ανάκληση της άδειας αυτής. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1935/2004, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Για να ενισχυθούν η ανταγωνιστικότητα και η καινοτομία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, τα υλικά και τα αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τα τρόφιμα πρέπει να διατίθενται στην αγορά το συντομότερο δυνατό, μόλις διαπιστωθεί ότι είναι ασφαλή. Για λόγους αποτελεσματικότητας, οι συνήθεις προθεσμίες που ισχύουν για την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο πρέπει να συντμηθούν για τη θέσπιση καταλόγου με τις ουσίες που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στην κατασκευή υλικών και αντικειμένων. Καταλόγου(-ων) των επιτρεπόμενων ουσιών που ενσωματώνονται σε ενεργά υλικά και αντικείμενα που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα, καταλόγου(-ων) των ενεργών ή νοημόνων υλικών και αντικειμένων και, εφόσον απαιτείται, των ειδικών προϋποθέσεων για τη χρήση των εν λόγω ουσιών ή/και υλικών και αντικειμένων στα οποία ενσωματώνονται, κριτηρίων καθαρότητας, ιδιαίτερων όρων χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών ή/και των υλικών και αντικειμένων στα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί αυτές οι ουσίες, ειδικών ορίων μετανάστευσης, για ορισμένα συστατικά ή ομάδες συστατικών, στη μάζα ή την επιφάνεια των τροφίμων, και τέλος, τροποποιήσεων υφιστάμενων ειδικών οδηγιών για τα υλικά και τα αντικείμενα, κοινοτικών αδειών, καθώς και της τροποποίησης, της αναστολής ή της ανάκλησής τους.

Όταν, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει για την έκδοση των ειδικών μέτρων που αφορούν την τροποποίηση, την αναστολή ή την ανάκληση των κοινοτικών αδειών τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 5α παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τις ομάδες των υλικών και των αντικειμένων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και, όπου χρειάζεται, για συνδυασμούς αυτών των υλικών και αντικειμένων ή για τα ανακυκλωμένα υλικά και αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των εν λόγω υλικών και αντικειμένων, μπορούν να θεσπίζονται ή να τροποποιούνται ειδικά μέτρα από την Επιτροπή.»

β)

Στην παράγραφο 1 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Τα ειδικά μέτρα κατά το στοιχείο ιγ) θεσπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.

Οι ειδικές απαιτήσεις κατά τα στοιχεία στ), ζ), η), θ), ι), ια), ιβ) και ιδ), που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 3.

Τα ειδικά μέτρα κατά τα στοιχεία α) έως ε), που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 4.»·

γ)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τις υφιστάμενες ειδικές οδηγίας για τα υλικά και τα αντικείμενα. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 4.»

2)

Το άρθρο 11 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η κοινοτική άδεια υπό τον τύπο ειδικού μέτρου, κατά την παράγραφο 1, εκδίδεται από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 4.»

3)

Το άρθρο 12 παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Το τελικό ειδικό μέτρο για την τροποποίηση, την αναστολή ή την ανάκληση άδειας λαμβάνεται από την Επιτροπή. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 4. Για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τη διαδικασία επείγοντος του άρθρου 23 παράγραφος 5.»

4)

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

Οι τροποποιήσεις στα παραρτήματα Ι και ΙΙ θεσπίζονται από την Επιτροπή. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 3.»

5)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

β)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 4 και 5:

«4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και 5β, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Οι προθεσμίες που καθορίζονται στο άρθρο 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ) και παράγραφος 4 στοιχεία β) και ε) της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζονται αντίστοιχα σε δύο, έναν και δύο μήνες.

5.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

6.   ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

6.1.   Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων  (64)

Όσον αφορά την οδηγία 96/98/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει προδιαγραφές δοκιμών όταν οι διεθνείς οργανώσεις δεν κατορθώνουν να τις θεσπίσουν ή αρνούνται να τις θεσπίσουν μετά από εύλογη προθεσμία, να μεταφέρει τον εξοπλισμό του παραρτήματος A.2 στο παράρτημα A.1, καθώς και να επιτρέψει, σε εξαιρετικές περιστάσεις, τον εφοδιασμό του πλοίου με τεχνικά καινοτόμο εξοπλισμό. Ενδείκνυται επίσης να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εφαρμόσει, για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, περαιτέρω τροποποιήσεις των διεθνών νομοθετημάτων, να επικαιροποιήσει το παράρτημα Α, να προσθέσει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης ορισμένων ενοτήτων για τον εξοπλισμό που παρατίθεται στο παράρτημα Α.1 και να τροποποιήσει τις στήλες των ενοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, καθώς και να συμπεριλάβει οργανώσεις τυποποίησης στον ορισμό των προδιαγραφών δοκιμών του άρθρου 2. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 96/98/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 96/98/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 7, οι παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Εάν οι διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου του ΙΜΟ, παραλείψουν να εγκρίνουν ή αρνούνται να εγκρίνουν κατάλληλα πρότυπα δοκιμής για ένα συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού εντός ευλόγου διαστήματος, τα πρότυπα μπορούν να εγκριθούν επί τη βάσει των εργασιών των ευρωπαϊκών οργανισμών τυποποίησης. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

6.   Όταν για ένα συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού τα πρότυπα δοκιμής κατά την παράγραφο 1 ή 5 εγκρίνονται ή αναλόγως τίθενται σε ισχύ, ο εξοπλισμός αυτός μπορεί να μεταφέρεται από το παράρτημα Α.2 στο παράρτημα Α.1. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.

Οι διατάξεις του άρθρου 5 εφαρμόζονται στον εξοπλισμό αυτό από την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής.»

2)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 2, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

τα μέτρα είναι δικαιολογημένα, ενημερώνει αμέσως σχετικά τόσο το κράτος μέλος που έλαβε την πρωτοβουλία όσο και τα άλλα κράτη μέλη· όταν η απόφαση κατά την παράγραφο 1 οφείλεται σε ελλείψεις των προτύπων δοκιμής, η Επιτροπή, ύστερα από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, υποβάλλει το ζήτημα στην επιτροπή του άρθρου 18 παράγραφος 1 εντός δύο μηνών, εφόσον το κράτος μέλος που έλαβε την απόφαση εμμένει σ’ αυτή και κινεί την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 2.»

3)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ο εξοπλισμός κατά την παράγραφο 1 προστίθεται στο παράρτημα A.2. Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

4)

Στο άρθρο 17, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η παρούσα οδηγία μπορεί να τροποποιηθεί ώστε:

α)

να υλοποιηθούν τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις των διεθνών νομοθετημάτων, προς επίτευξη των στόχων της·

β)

να ενημερώνεται το παράρτημα Α, τόσο με την προσθήκη νέου εξοπλισμού όσο και με τη μεταφορά εξοπλισμού από το παράρτημα Α.2 στο παράρτημα Α.1, και αντιστρόφως·

γ)

να προστεθεί η δυνατότητα χρησιμοποίησης των ενοτήτων Β + Γ και της ενότητας Η για τον εξοπλισμό που απαριθμείται στο παράρτημα Α.1, καθώς και η τροποποίηση των στηλών για τις ενότητες σχετικά με την αξιολόγηση της πιστότητας·

δ)

να συμπεριληφθούν και άλλοι οργανισμοί τυποποίησης στον ορισμό των “προτύπων δοκιμής” του άρθρου 2.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 18 παράγραφος 3.»

5)

Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφαλείας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (65).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (66), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται δίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

6.2.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία  (67)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει το άρθρο 2 παράγραφος 2 ώστε να συμπεριληφθεί αναφορά στις κοινοτικές πράξεις που αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην COSS και οι οποίες έχουν αρχίσει να ισχύουν μετά την έκδοση του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Καθορισμός επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (εφεξής “COSS”).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι ενός μηνός.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.»

2)

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Εξουσίες της COSS

Η COSS ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται δυνάμει της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας. Το άρθρο 2 παράγραφος 2 μπορεί να τροποποιείται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 3 παράγραφος 3 προκειμένου να περιλαμβάνεται παραπομπή στις κοινοτικές πράξεις που αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην COSS και οι οποίες έχουν αρχίσει να ισχύουν μετά την έκδοση του παρόντος κανονισμού. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 3 παράγραφος 3.»

6.3.   Οδηγία 2003/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2003, για την αναφορά περιστατικών στην πολιτική αεροπορία  (68)

Όσον αφορά την οδηγία 2003/42/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει τα παραρτήματα ώστε να διερευνά ή να τροποποιεί τα παραδείγματα,· να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών· και να θεσπίζει μέτρα για τη διάδοση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη των πληροφοριών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2003/42/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2003/42/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει την τροποποίηση των παραρτημάτων προκειμένου να διερευνά ή να τροποποιεί τα παραδείγματα. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 3.»

2)

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (69), η Επιτροπή θεσπίζει, με δική της πρωτοβουλία, μέτρα για τη διάδοση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη των πληροφοριών κατά την παράγραφο 1 καθώς και τους σχετικούς όρους. Τα εν λόγω μέτρα, τα οποία μπορούν να είναι γενικής φύσεως ή εξατομικευμένα, βασίζονται στην ανάγκη:

να παρέχονται σε πρόσωπα και οργανισμούς οι πληροφορίες που τους χρειάζονται για τη βελτίωση της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας,

να περιορίζεται η διάδοση των πληροφοριών στις απολύτως απαραίτητες για τους σκοπούς του χρήστη πληροφορίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η δέουσα εμπιστευτικότητα των εν λόγω πληροφοριών.

Τα εξατομικευμένα μέτρα θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 2.

Τα γενικά μέτρα, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 3.

Η απόφαση διάδοσης των πληροφοριών δυνάμει της παρούσας παραγράφου περιορίζεται στις απολύτως απαραίτητες για τους σκοπούς του χρήστη πληροφορίες, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8.

3)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία συγκροτείται βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3922/91 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για την εναρμόνιση τεχνικών κανόνων και διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας (70).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

6.4.   Οδηγία 2004/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ασφάλεια των αεροσκαφών τρίτων χωρών τα οποία χρησιμοποιούν κοινοτικούς αερολιμένες  (71)

Όσον αφορά την οδηγία 2004/36/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει μέτρα για τη διάδοση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη των πληροφοριών που λαμβάνονται μέσω επιθεωρήσεων διαδρόμου που διεξάγονται στο πλαίσιο του προγράμματος SAFA της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς και μέτρα για την τροποποίηση των παραρτημάτων της οδηγίας, τα οποία καθορίζουν τα στοιχεία των τεχνικών διαδικασιών για τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις επιθεωρήσεις διαδρόμου SAFA. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2004/36/ΕΚ, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2004/36/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 6, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, η Επιτροπή θεσπίζει, με δική της πρωτοβουλία, μέτρα για τη διάδοση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη των πληροφοριών κατά την παράγραφο 1 καθώς και τους σχετικούς όρους. Τα μέτρα αυτά, που μπορεί να είναι γενικής φύσεως ή εξατομικευμένα, βασίζονται στην ανάγκη:

να παρέχονται σε πρόσωπα και οργανισμούς οι πληροφορίες που τους χρειάζονται για τη βελτίωση της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας,

να περιορίζεται η διάδοση των πληροφοριών στις απολύτως απαραίτητες για τους σκοπούς του χρήστη πληροφορίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η δέουσα εμπιστευτικότητα των εν λόγω πληροφοριών.

Τα εξατομικευμένα μέτρα θεσπίζονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 3.

Τα γενικά μέτρα, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 4.»

2)

Το άρθρο 8, παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί:

α)

σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, να λαμβάνει ενδεδειγμένα μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των άρθρων 3, 4 και 5, όπως είναι τα εξής:

να προσδιορίσει τη μορφή αποθήκευσης και διάδοσης των δεδομένων,

να συστήσει ή να υποστηρίξει τα αρμόδια όργανα για τη διαχείριση ή τη λειτουργία των μέσων που είναι αναγκαία για τη συλλογή και την ανταλλαγή πληροφοριών·

β)

να καθορίζει λεπτομερείς όρους διενέργειας των επιτόπου επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των συστηματικών επιθεωρήσεων, και να καταρτίζει τον κατάλογο των προς συλλογή πληροφοριών. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 4.»

3)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή που έχει συσταθεί από το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3922/91.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

5.   Η Επιτροπή μπορεί εξάλλου να ζητεί τη γνώμη της προαναφερθείσας επιτροπής για οιοδήποτε άλλο θέμα σχετιζόμενο με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.»

4)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί τα παραρτήματα της παρούσας οδηγίας.

Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10 παράγραφος 4.»

6.5.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 868/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για την προστασία από τις πρακτικές χορήγησης ενισχύσεων και τις αθέμιτες τιμολογιακές πρακτικές που προκαλούν ζημία στους κοινοτικούς αερομεταφορείς κατά την παροχή αεροπορικών υπηρεσιών από χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας  (72)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 868/2004, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να αναπτύξει αναλυτική μεθοδολογία προσδιορισμού αθέμιτων τιμολογιακών πρακτικών. Η εν λόγω μεθοδολογία θα καλύπτει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται η συνήθης ανταγωνιστική τιμολόγηση, το πραγματικό κόστος και τα εύλογα περιθώρια κέρδους στο συγκεκριμένο πλαίσιο του τομέα των αερομεταφορών. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 868/2004 μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 868/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή αναπτύσσει λεπτομερή μεθοδολογία για τον προσδιορισμό της ύπαρξης αθέμιτων τιμολογιακών πρακτικών. Η εν λόγω μεθοδολογία θα καλύπτει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται η συνήθης ανταγωνιστική τιμολόγηση, το πραγματικό κόστος και τα εύλογα περιθώρια κέρδους στο συγκεκριμένο πλαίσιο του τομέα των αερομεταφορών. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπλήρωσής του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 4.»

2)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται στο έργο της από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2408/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών (73).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

6.6.   Οδηγία 2004/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ασφαλείας για τις σήραγγες του Διευρωπαϊκού Οδικού Δικτύου  (74)

Όσον αφορά την οδηγία 2004/54/ΕΚ, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να επιφέρει τις τροποποιήσεις που απαιτούνται για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην τεχνική πρόοδο. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2004/54/ΕΚ, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Επομένως, η οδηγία 2004/54/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 13 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Έως τις 30 Απριλίου 2009, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την πρακτική που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη. Εφόσον απαιτείται, η Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις για την υιοθέτηση κοινής εναρμονισμένης μεθοδολογίας ανάλυσης κινδύνου, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 2.»

2)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο

Η Επιτροπή προσαρμόζει στην τεχνική πρόοδο τα παραρτήματα της παρούσας οδηγίας. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 17 παράγραφος 3».

3)

Το άρθρο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 17

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης».

6.7.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2005, για τη σύσταση κοινοτικού καταλόγου αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στην Κοινότητα και την ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα, καθώς και για την κατάργηση του άρθρου 9 της οδηγίας 2004/36/ΕΚ  (75)

Όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2111/2005, ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί τα κοινά κριτήρια για την επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας σε αερομεταφορέα ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβελείας και αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2111/2005, μεταξύ άλλων διά συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Για λόγους αποτελεσματικότητας, οι συνήθεις προθεσμίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο πρέπει να συντμηθούν για την τροποποίηση του παραρτήματος που καθορίζει τα κοινά κριτήρια για την εξέταση της απαγόρευσης λειτουργίας για λόγους ασφαλείας σε κοινοτικό επίπεδο.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κοινά κριτήρια για την επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας σε αερομεταφορέα, που βασίζονται στα σχετικά πρότυπα ασφαλείας, καθορίζονται στο παράρτημα (εφεξής “κοινά κριτήρια”). Η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί το παράρτημα, ιδίως προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 4.»

2)

Το άρθρο 8, παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«1.   Η Επιτροπή θεσπίζει, κατά περίπτωση, εκτελεστικά μέτρα έτσι ώστε να καθορίζονται λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται το παρόν κεφάλαιο. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας διά της συμπλήρωσής της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 4.»

3)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3922/91 (εφεξής “η επιτροπή”).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και 5β), και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Οι προθεσμίες του άρθρου 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ), και παράγραφος 4 στοιχεία β) και ε), της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζονται σε προθεσμίες ενός μηνός, ενός μηνός και δύο μηνών αντιστοίχως.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί τη γνώμη της επιτροπής για οιοδήποτε άλλο θέμα αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού».


(1)  ΕΕ L 59 της 27.2.1998, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 331 της 7.12.1998, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23».

(4)  ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ. 10.

(5)  ΕΕ L 18 της 22.1.2000, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67.

(7)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(8)  ΕΕ L 121 της 1.5.2001, σ. 34.

(9)  ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67».

(10)  ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 24.

(12)  ΕΕ L 243 της 24.9.1996, σ. 31.

(13)  ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 9

(14)  ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 32.

(15)  ΕΕ L 244 της 29.9.2000, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 64 της 4.3.2006, σ. 37.

(18)  ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 15.

(19)  ΕΕ L 257 της 27.10.1995, σ. 1.

(20)  Δημοσιεύεται από τον ΟΗΕ, σειρά F αριθ. 2, αναθεώρηση 3, πίνακας 6.1, όπως τροποποιήθηκε από τον ΟΟΣΑ (DES/NI/86.9), Παρίσι 1986.»

(21)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(22)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(23)  ΕΕ L 77 της 14.3.1998, σ. 3.

(24)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(25)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(26)  ΕΕ L 162 της 5.6.1998, σ. 1.

(27)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(28)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(29)  ΕΕ L 63 της 12.3.1999, σ. 6.

(30)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(31)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(32)  ΕΕ L 69 της 13.3.2003, σ. 1.

(33)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47

(34)  ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 1.

(35)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47

(36)  ΕΕ L 340 της 16.12.2002, σ. 1.

(37)  ΕΕ L 185 της 16.8.1971, σ. 15

(38)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1.

(39)  ΕΕ L 185 της 16.8.1971, σ. 15

(40)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.

(41)  ΕΕ L 185 της 16.8.1971, σ. 15

(42)  ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1.

(43)  ΕΕ L 291 της 19.11.1969, σ. 9.».

(44)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(45)  ΕΕ L 237 της 22.9.1993, σ. 23.

(46)  ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10.

(47)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

(48)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(49)  ΕΕ L 43 της 14.2.1997, σ. 1.

(50)  ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1.

(51)  ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29.

(52)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.».

(53)  ΕΕ L 194 της 18.7.2001, σ. 26.

(54)  ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4.

(55)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

(56)  ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1.

(57)  ΕΕ L 33 της 8.2.2003, σ. 30.

(58)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29.

(59)  ΕΕ L 309 της 26.11.2003, σ. 1.

(60)  ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 1.

(61)  ΕΕ L 102 της 7.4.2004, σ. 48.

(62)  ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1.

(63)  ΕΕ L 338 της 13.11.2004, σ. 4.

(64)  ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25.

(65)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1.

(66)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(67)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1.

(68)  ΕΕ L 167 της 4.7.2003, σ. 23.

(69)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43

(70)  ΕΕ L 373 της 31.12.1991, σ. 4

(71)  ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 76.

(72)  ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 1.

(73)  ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 8

(74)  ΕΕ L 167 της 30.4.2004, σ. 39.

(75)  ΕΕ L 344 της 27.12.2005, σ. 15.

Χρονολογικό ευρετήριο

1)

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων.

2)

Οδηγία 93/74/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τις ζωοτροφές με τις οποίες επιδιώκονται στόχοι ιδιαίτερης διατροφής.

3)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 1995, για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή.

4)

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψεως μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και καταργήσεως των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ.

5)

Οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων.

6)

Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων.

7)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων.

8)

Οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα.

9)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 577/98 του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1998, για τη διενέργεια δειγματοληπτικής έρευνας εργατικού δυναμικού στην Κοινότητα.

10)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1165/98 του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί βραχυπροθέσμων στατιστικών.

11)

Απόφαση 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα.

12)

Οδηγία 98/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro.

13)

Οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης.

14)

Οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών.

15)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 530/1999 του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, για τις διαρθρωτικές στατιστικές σχετικά με τις αποδοχές και το κόστος εργασίας.

16)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 141/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, για τα ορφανά φάρμακα.

17)

Οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων.

18)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος.

19)

Οδηγία 2001/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή ορθής κλινικής πρακτικής κατά τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων προοριζομένων για τον άνθρωπο.

20)

Οδηγία 2001/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού.

21)

Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα.

22)

Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων.

23)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων.

24)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

25)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία.

26)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, περί του κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV).

27)

Οδηγία 2002/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη συλλογή, τον έλεγχο, την επεξεργασία, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρωπίνου αίματος και συστατικών του αίματος και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ.

28)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 450/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το δείκτη κόστους εργασίας.

29)

Οδηγία 2003/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2003, για την αναφορά περιστατικών στην πολιτική αεροπορία.

30)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων.

31)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2065/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τα αρτύματα καπνιστών τροφίμων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν μέσα ή πάνω στα τρόφιμα.

32)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων συγκεκριμένων τροφιμογενών ζωονοσογόνων παραγόντων.

33)

Οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

34)

Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.

35)

Οδηγία 2004/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων.

36)

Οδηγία 2004/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ασφάλεια των αεροσκαφών τρίτων χωρών τα οποία χρησιμοποιούν κοινοτικούς αερολιμένες.

37)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 868/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για την προστασία από τις πρακτικές χορήγησης ενισχύσεων και τις αθέμιτες τιμολογιακές πρακτικές που προκαλούν ζημία στους κοινοτικούς αερομεταφορείς κατά την παροχή αεροπορικών υπηρεσιών από χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

38)

Οδηγία 2004/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ασφαλείας για τις σήραγγες του Διευρωπαϊκού Οδικού Δικτύου.

39)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων.

40)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα και με την κατάργηση των οδηγιών 80/590/ΕΟΚ και 89/109/ΕΟΚ.

41)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1552/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τις στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις.

42)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2005, για τη σύσταση κοινοτικού καταλόγου αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στην Κοινότητα και την ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα.

43)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων.

44)

Οδηγία 2006/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης.

45)

Οδηγία 2006/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας.

46)

Οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα.


18.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/93


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 597/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Ιουνίου 2009

για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

(κωδικοποιημένη έκδοση)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

τους κανονισμούς περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, καθώς και τους κανονισμούς που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 308 της συνθήκης και εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, και ιδίως τις διατάξεις των κανονισμών αυτών, οι οποίες επιτρέπουν παρέκκλιση από τη γενική αρχή η οποία προβλέπει ότι τα προστατευτικά μέτρα στα σύνορα αντικαθίστανται μόνον από τα μέτρα που προβλέπονται στους εν λόγω κανονισμούς,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (2) και ουσιωδώς. Είναι ως εκ τούτου σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η ολοκλήρωση των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων οι οποίες διεξήχθησαν στα πλαίσια του Γύρου της Ουρουγουάης οδήγησε στην ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

(3)

Στο παράρτημα 1Α της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ («συμφωνία για τον ΠΟΕ») που εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (3), περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 («ΓΣΔΕ του 1994»), μια συμφωνία για τη γεωργία («συμφωνία για τη γεωργία»), μια συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 (εφεξής αναφερόμενη ως «η συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994»), καθώς και μια συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα («συμφωνία για τις επιδοτήσεις»).

(4)

Προκειμένου να ενισχυθούν η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα κατά την εφαρμογή, από την Κοινότητα, των κανόνων που προβλέπονται, αντιστοίχως, στη συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994 και στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, κρίθηκε αναγκαία η έκδοση δύο ξεχωριστών κανονισμών στους οποίους θα καθορίζονται, με επαρκείς λεπτομέρειες, οι διατάξεις για την εφαρμογή αυτών των δύο μέσων εμπορικής άμυνας.

(5)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στις δύο αυτές συμφωνίες, θα πρέπει να ενσωματωθούν, κατά το δυνατόν, οι διατάξεις τους στην κοινοτική νομοθεσία.

(6)

Είναι σκόπιμο να διευκρινισθούν, με επαρκείς λεπτομέρειες οι όροι που καθορίζουν την ύπαρξη επιδότησης, οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής των αντισταθμιστικών δασμών (ειδικότερα, κατά πόσον η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα) και τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

(7)

Είναι ανάγκη, κατά τον προσδιορισμό της ύπαρξης επιδότησης, να αποδεικνύεται ότι έχει παρασχεθεί χρηματοδοτική συνεισφορά από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε κρατικό φορέα, εντός της επικράτειας μιας χώρας, ή ότι έχει παρασχεθεί στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ 1994, και ότι έχει προσποριστεί κάποιο όφελος στην επιχείρηση.

(8)

Για τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης στην περίπτωση που δεν υπάρχει σημείο αναφοράς της αγοράς στη συγκεκριμένη χώρα, το σημείο αναφοράς θα πρέπει να καθορίζεται με την προσαρμογή των όρων και συνθηκών που επικρατούν στην εν λόγω αγορά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν σε αυτή τη χώρα. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό επειδή, μεταξύ άλλων, αυτές οι τιμές ή το κόστος είτε δεν υπάρχουν ή δεν είναι αξιόπιστες, τότε θα πρέπει να καθοριστεί το κατάλληλο σημείο αναφοράς με τη χρήση των όρων και συνθηκών που επικρατούν σε άλλες αγορές.

(9)

Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν σαφείς και λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον οι επιδοτούμενες εισαγωγές έχουν προξενήσει ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσουν σημαντική ζημία. Κατά την απόδειξη του γεγονότος ότι ο όγκος και οι τιμές των επίμαχων εισαγωγών ευθύνονται για τη ζημία που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, ενδείκνυται να προσμετρείται η επίδραση άλλων παραγόντων και, ειδικότερα, των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά της Κοινότητας.

(10)

Είναι σκόπιμο να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με εξαγωγείς είναι δυνατόν να εξαιρούνται από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, καθώς επίσης να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος». Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα διαδικασίας αντισταθμιστικών δασμών για λογαριασμό των παραγωγών μιας περιφέρειας της Κοινότητας και να θεσπισθούν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον ορισμό της εν λόγω περιφέρειας.

(11)

Είναι αναγκαίο να ορισθεί ποιος είναι αρμόδιος να υποβάλει καταγγελία για αντισταθμιστικούς δασμούς, καθώς και ο απαιτούμενος βαθμός υποστήριξης της καταγγελίας από τον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής και να καθορισθούν τα στοιχεία που κάθε καταγγελία πρέπει να περιέχει σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, τη ζημία και τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια. Είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι διαδικασίες που διέπουν την απόρριψη των καταγγελιών ή την κίνηση διαδικασίας.

(12)

Είναι αναγκαίο να ορισθεί ο τρόπος με τον οποίον πρέπει να ενημερώνονται τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τα στοιχεία που χρειάζονται οι αρχές, και να τους παρέχεται πλήρης δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου και προάσπισης των συμφερόντων τους. Είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, και να προβλεφθούν ειδικότερα οι όροι βάσει των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να αναγγέλλονται, να διατυπώνουν τις απόψεις τους και να υποβάλλουν στοιχεία εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη. Θα πρέπει επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα ενδιαφερόμενο μέρος είναι δυνατόν να αποκτήσει πρόσβαση σε στοιχεία υποβληθέντα από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτών. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθεί συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της επιτροπής για τη συγκέντρωση των στοιχείων.

(13)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθούν προσωρινοί δασμοί, και να προβλεφθεί ιδίως ότι η επιβολή τους δεν επιτρέπεται πριν από την πάροδο 60 ημερών ούτε μετά την πάροδο εννέα μηνών από την έναρξη της διαδικασίας. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι εν λόγω δασμοί είναι δυνατόν να επιβληθούν, σε όλες τις περιπτώσεις, από την Επιτροπή μόνο για διάστημα τεσσάρων μηνών.

(14)

Είναι αναγκαίο να προσδιορισθούν οι διαδικασίες αποδοχής των αναλήψεων υποχρεώσεων, με τις οποίες εξαλείφονται ή εξουδετερώνονται οι αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και η ζημία, αντί της επιβολής προσωρινών ή οριστικών δασμών. Είναι, επίσης, σκόπιμο να προβλεφθούν οι επιπτώσεις της παραβίασης ή της ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων, και να προβλεφθεί ότι είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες περί παραβίασης ή όταν απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη συμπλήρωση των πορισμάτων. Κατά την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και η επιβολή τους να μην οδηγούν σε αντιανταγωνιστική συμπεριφορά.

(15)

Θεωρείται σκόπιμο να επιτραπεί η ανάκληση μιας ανάληψης υποχρεώσεων και η εφαρμογή του δασμού με μία ενιαία νομική πράξη. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία ανάκλησης περατώνεται εντός προθεσμίας έξι μηνών κανονικά και σε καμία περίπτωση μεγαλύτερης των εννέα μηνών, για να γίνει η ορθή εφαρμογή του ισχύοντος μέτρου.

(16)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι υποθέσεις κανονικά περατώνονται εντός διαστήματος 12 μηνών και, πάντως, το αργότερο εντός 13 μηνών από την έναρξη της έρευνας, ανεξαρτήτως εάν έχουν ή όχι θεσπιστεί οριστικά μέτρα.

(17)

Η έρευνα ή η διαδικασία πρέπει να περατώνεται όταν διαπιστώνεται ότι το ύψος της επιδότησης είναι ασήμαντο ή όταν, ιδίως στην περίπτωση εισαγωγών, καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών ή η ζημία είναι αμελητέα. Είναι επίσης σκόπιμο να καθορισθούν τα σχετικά κριτήρια. Όταν πρόκειται να επιβληθούν μέτρα, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών και να ορίζεται ότι το ύψος των δασμών θα πρέπει να είναι μικρότερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον αυτό το κατώτερο ποσό αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, και να οριστεί η μέθοδος υπολογισμού του ύψους των δασμών σε περιπτώσεις δειγματοληψίας.

(18)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί η δυνατότητα αναδρομικής είσπραξης των προσωρινών δασμών, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, και να καθορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να αποφασίζεται η αναδρομική επιβολή δασμών, προκειμένου να αποτρέπεται η μείωση της αποτελεσματικότητας των οριστικών μέτρων που πρόκειται να εφαρμοσθούν. Είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι δασμοί είναι δυνατόν να επιβάλλονται αναδρομικά σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων.

(19)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι τα μέτρα παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από επανεξέταση, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ. Είναι ακόμη ανάγκη να προβλεφθεί, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλονται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταβολή των συνθηκών, η δυνατότητα διενέργειας ενδιάμεσης επανεξέτασης ή ερευνών προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών.

(20)

Αν και η συμφωνία για τις επιδοτήσεις δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με την καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων, η πιθανότητα αυτή υφίσταται, υπό όρους παρεμφερείς, μολονότι όχι πανομοιότυπους, σε σχέση με τον κίνδυνο καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, φαίνεται σκόπιμο να προβλεφθούν σχετικές διατάξεις στον παρόντα κανονισμό.

(21)

Είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ποια είναι τα μέρη που διαθέτουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έναρξη ερευνών για καταστρατήγηση.

(22)

Είναι επίσης σκόπιμο να διασαφηνιστούν οι πρακτικές οι οποίες αποτελούν καταστρατήγηση των μέτρων που εφαρμόζονται. Οι πρακτικές καταστρατήγησης μπορούν να λάβουν χώρα στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Κοινότητας. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι απαλλαγές από τους επεκταθέντες δασμούς που ενδεχομένως έχουν χορηγηθεί στους εισαγωγείς μπορούν επίσης να χορηγηθούν στους εξαγωγείς όταν επεκτείνονται οι δασμοί για να αντιμετωπιστεί η καταστρατήγηση που λαμβάνει χώρα εκτός της Κοινότητας.

(23)

Είναι σκόπιμο να επιτραπεί η αναστολή αντισταθμιστικών μέτρων σε περίπτωση παροδικής μεταβολής των συνθηκών στην αγορά, η οποία καθιστά τη διατήρησή τους προσωρινά άσκοπη.

(24)

Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο έρευνας είναι δυνατό να υποβάλλονται σε καταγραφή κατά την εισαγωγή, ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταγενέστερη εφαρμογή μέτρων κατά των εισαγωγών αυτών.

(25)

Για να διασφαλισθεί η προσήκουσα εφαρμογή των μέτρων, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με της εισαγωγές των προϊόντων που υπόκεινται σε έρευνα ή σε μέτρα, καθώς και σχετικά με το ύψος των δασμών που εισπράττονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα για την Επιτροπή να ζητεί από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν, τηρουμένων των κανόνων εμπιστευτικότητας, στοιχεία που θα χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των ανειλημμένων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές και για την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των ισχυόντων μέτρων.

(26)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί η διαβούλευση με συμβουλευτική επιτροπή, τακτικά και σε τακτά στάδια της έρευνας. Η επιτροπή αυτή πρέπει να απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και από έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής υπό την ιδιότητα του προέδρου.

(27)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα επισκέψεων με σκοπό την επαλήθευση στοιχείων που έχουν υποβληθεί σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και τη ζημία, αν και οι επισκέψεις αυτές θα πρέπει να εξαρτώνται από την ποιότητα των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια που έχουν αποσταλεί.

(28)

Είναι ουσιώδες να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψίας σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων μερών ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η περάτωση των ερευνών εντός των οριζομένων προθεσμιών.

(29)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι, όταν τα μέρη δεν συνεργάζονται με τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται άλλα πληροφοριακά στοιχεία για τη συναγωγή των πορισμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για τα μέρη αυτά απ’ ότι εάν είχαν συνεργασθεί.

(30)

Πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για τη μεταχείριση πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά μυστικά.

(31)

Είναι απαραίτητη η προσήκουσα ενημέρωση για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις των μερών που δικαιούνται τέτοια μεταχείριση και η πραγματοποίηση της ενημέρωσης αυτής εντός προθεσμίας που να επιτρέπει στα μέρη να υπερασπίζουν τα συμφέροντά τους, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην Κοινότητα.

(32)

Είναι φρόνιμο να καθιερωθεί ένα διοικητικό σύστημα που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων σχετικά με το εάν δεδομένο μέτρο είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, και ιδίως προς το συμφέρον των καταναλωτών, και να καθορισθούν, αφενός οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβάλλονται τα σχετικά στοιχεία και, αφετέρου, τα δικαιώματα ενημέρωσης των ενδιαφερομένων μερών.

(33)

Κατά την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, είναι ουσιώδες, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που η εν λόγω συμφωνία επιδίωξε να θεσπίσει, να λαμβάνει υπόψη της η Κοινότητα την ερμηνεία τους από τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους, όπως αυτή εκφράζεται στη νομοθεσία ή την πάγια πρακτική,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αρχές

1.   Αντισταθμιστικός δασμός είναι δυνατό να επιβάλλεται με σκοπό την εξουδετέρωση των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί, άμεσα ή έμμεσα, για την κατασκευή, την παραγωγή, την εξαγωγή ή τη μεταφορά οιουδήποτε προϊόντος του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα προκαλεί ζημία.

2.   Τηρουμένης της παραγράφου 1, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα δεν εισάγονται απευθείας από τη χώρα καταγωγής, αλλά εξάγονται στην Κοινότητα μέσω μιας ενδιάμεσης χώρας, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και, όταν είναι σκόπιμο, η εκάστοτε συναλλαγή ή συναλλαγές θεωρείται ότι έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ της χώρας καταγωγής και της Κοινότητας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο επιδότησης εάν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, κατά την έννοια των άρθρων 3 και 4. Η επιδότηση είναι δυνατό να χορηγείται από το Δημόσιο της χώρας καταγωγής του εισαγόμενου προϊόντος ή από το Δημόσιο μιας ενδιάμεσης χώρας από την οποία το προϊόν εξάγεται στην Κοινότητα και η οποία καλείται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, «χώρα εξαγωγής»·

β)

ως «Δημόσιο» νοείται κάθε δημόσιος ή κυβερνητικός οργανισμός στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής·

γ)

ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν, ή, αν δεν υπάρχει ένα τέτοιο προϊόν, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος·

δ)

ως «ζημία» νοείται, αν δεν ορίζεται άλλως, η σημαντική ζημία η οποία προκαλείται στον οικείο κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ή η σημαντική καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής, και ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

Άρθρο 3

Ορισμός της επιδότησης

Θεωρείται ότι συντρέχει επιδότηση εφόσον:

1)

α)

υπάρχει χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής, και ειδικότερα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

όταν το Δημόσιο ενεργεί κατά τρόπο που συνεπάγεται άμεση μεταφορά κεφαλαίων (π.χ. υπό μορφή επιχορηγήσεων, δανείων ή εισφοράς στο κεφάλαιο) ή δυνητική άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή υποχρεώσεων (π.χ. παροχή εγγύησης για δάνεια)·

ii)

όταν το Δημόσιο παραιτείται από απαίτηση σε έσοδο που κανονικά του οφείλεται ή δεν το εισπράττει (π.χ. μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων, όπως είναι οι πιστώσεις φόρου). Εν προκειμένω, δεν θεωρούνται ως επιδότηση, η απαλλαγή ενός εξαγόμενου προϊόντος από δασμούς ή φόρους που επιβαρύνουν το ομοειδές προϊόν όταν αυτό προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση, ούτε η διαγραφή αυτών των δασμών ή φόρων μέχρι ενός ποσού που δεν υπερβαίνει το ύψος της αναλογούσας οφειλής, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διαγραφή παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I, II και ΙΙΙ·

iii)

όταν το Δημόσιο παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες, εκτός από τη γενικότερη υποδομή, ή όταν αγοράζει αγαθά·

iv)

όταν το Δημόσιο:

καταβάλλει ποσά σε ένα σύστημα χρηματοδοτήσεων, ή

αναθέτει ή δίδει εντολή σε έναν ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει μία ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται στα στοιχεία i), ii) και iii), οι οποίες κανονικά υπάγονται στην αρμοδιότητά του, και εφόσον η διενέργεια των εν λόγω πράξεων δεν διαφέρει κατ’ ουσία διόλου από τη συνήθη διενέργεια πράξεων εκ μέρους του Δημοσίου· ή

β)

παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών, υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994· και

2)

με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο όφελος.

Άρθρο 4

Αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις

1.   Οι επιδοτήσεις υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα μόνον εφόσον έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει ατομικό χαρακτήρα μια επιδότηση προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή προς συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής (που καλούνται εφεξής «συγκεκριμένες επιχειρήσεις»), που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:

α)

μια επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζει ρητώς ότι η επιδότηση μπορεί να χορηγείται μόνο σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις·

β)

θεωρείται ότι η επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση, ή η εφαρμοστέα νομοθεσία, θέτει αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τα οποία διέπουν το δικαίωμα λήψης της επιδότησης και το ύψος αυτής, υπό τον όρο όμως ότι το δικαίωμα λήψης της επιδότησης γεννάται αυτομάτως και ότι τα σχετικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τηρούνται απαρεγκλίτως·

γ)

εάν, παρόλο που εκ πρώτης όψεως, από την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), προκύπτει ότι μια δεδομένη επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι στην πραγματικότητα η επιδότηση μπορεί να έχει ατομικό χαρακτήρα, είναι δυνατό να συνεκτιμώνται ορισμένοι άλλοι παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι ακόλουθοι: η συμμετοχή σε πρόγραμμα επιδοτήσεων περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων επιχειρήσεων· η σε πολύ μεγάλο βαθμό συμμετοχή συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε κάποιο πρόγραμμα επιδοτήσεων· η παροχή σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις δυσανάλογα υψηλών ποσών επιδότησης, και ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια για την παροχή της επιδότησης αρχή άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε προκειμένου να αποφασίσει για την παροχή της επιδότησης. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ιδίως στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα απόρριψης ή έγκρισης των αιτήσεων παροχής επιδότησης, καθώς και οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι εν λόγω αποφάσεις.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ως «αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις» νοούνται τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις που έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, είναι οικονομικής φύσεως και εφαρμόζονται οριζοντίως, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των απασχολούμενων ή το μέγεθος της επιχείρησης.

Τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στο νόμο, στη ρύθμιση ή σε κάθε άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εφαρμογής τους.

Κατά την εφαρμογή του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμάται ο βαθμός διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, καθώς και η διάρκεια εφαρμογής του οικείου προγράμματος επιδοτήσεων.

3.   Έχει ατομικό χαρακτήρα η επιδότηση που παρέχεται αποκλειστικά προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες ευρίσκονται εντός προκαθορισμένης γεωγραφικής περιοχής, υπαγόμενης στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θεωρούνται ως επιδότηση ατομικού χαρακτήρα, ο καθορισμός ή η μεταβολή φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος από διοικητική αρχή οποιασδήποτε βαθμίδας η οποία είναι αρμόδια να προβεί στις ενέργειες αυτές.

4.   Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, οι ακόλουθες επιδοτήσεις θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα:

α)

οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται, de jure ή de facto, από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων οι οποίες παρατίθενται, χάριν παραδείγματος, στο παράρτημα Ι·

β)

οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της χρησιμοποίησης εγχώριων κατά προτίμηση και όχι εισαγόμενων προϊόντων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), οι επιδοτήσεις θεωρείται ότι εξαρτώνται στην πράξη από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης όταν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η παροχή της επιδότησης ακόμα και αν δεν εξαρτάται νομικά από την επίτευξη εξαγωγής επίδοσης, ωστόσο στην πράξη συνδέεται με κάποιες πραγματικές ή προσδοκώμενες εξαγωγές ή έσοδα από εξαγωγές. Το γεγονός και μόνον ότι δεδομένη επιδότηση παρέχεται προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν αρκεί, εξ αυτού και μόνον του λόγου, για να της προσδώσει το χαρακτήρα εξαγωγικής επιδότησης κατά την έννοια της παρούσας διάταξης.

5.   Κάθε προσδιορισμός του ατομικού ή μη χαρακτήρα μιας επιδότησης βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.

Άρθρο 5

Υπολογισμός του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης

Το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με βάση το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης της επιδότησης και το οποίο διαπιστώνεται και καθορίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Κανονικά, η περίοδος αυτή είναι η πλέον πρόσφατη λογιστική χρήση του δικαιούχου, αλλά μπορεί να είναι οποιαδήποτε άλλη περίοδος, διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών πριν από την έναρξη της έρευνας για την οποία είναι διαθέσιμα αξιόπιστα οικονομικά και άλλα στοιχεία.

Άρθρο 6

Υπολογισμός του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης

Όσον αφορά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης εκ μέρους του δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζεται όφελος, εκτός αν η επένδυση είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται προς τη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης επιχειρηματικών κεφαλαίων) την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής·

β)

η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια επιχείρηση για το δάνειο που της χορηγεί το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο το οποίο θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών·

γ)

η παροχή εγγύησης εκ μέρους του Δημοσίου για κάποιο δάνειο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η επιχείρηση, υπέρ της οποίας παρεσχέθη η εγγύηση, για το δάνειο που έχει συνομολογήσει με την εγγύηση του Δημοσίου και του ποσού που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εγγύηση του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών, αφού γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες διαφορές στις προμήθειες·

δ)

η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ή η αγορά αγαθών από το Δημόσιο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν η διάθεση πραγματοποιείται έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, ή αν για την αγορά καταβάλλεται τίμημα μεγαλύτερο από το κανονικό. Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η παροχή ή η αγορά όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, το κατά πόσον είναι διαθέσιμο το συγκεκριμένο αγαθό ή η υπηρεσία, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).

Αν δεν επικρατούν τέτοιοι όροι και συνθήκες για το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία στη χώρα παροχής ή αγοράς, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατάλληλα σημεία αναφοράς, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην εν λόγω χώρα, προσαρμόζονται, με βάση το πραγματικό κόστος, τις τιμές και άλλα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα σε αυτή τη χώρα, με το κατάλληλο ποσό που αντανακλά τις κανονικές συνθήκες και όρους της αγοράς· ή

ii)

ενδεχομένως, χρησιμοποιούνται οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά άλλης χώρας ή στην παγκόσμια αγορά και οι οποίες είναι διαθέσιμες στον αποδέκτη.

Άρθρο 7

Γενικές διατάξεις υπολογισμού

1.   Το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθορίζεται ανά μονάδα του προϊόντος που επιδοτείται και εξάγεται προς την Κοινότητα.

Κατά τον καθορισμό του εν λόγω ποσού, είναι δυνατό να αφαιρούνται τα ακόλουθα στοιχεία από τη συνολική επιδότηση:

α)

κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση ή τη λήψη της επιδότησης·

β)

οι φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στο προϊόν κατά την εξαγωγή του στην Κοινότητα και που αποσκοπούν ειδικά στην αντιστάθμιση της επιδότησης.

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητάει μια τέτοια αφαίρεση, οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο.

2.   Όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

3.   Όταν η επιδότηση μπορεί να συνδεθεί με την απόκτηση ή τη μελλοντική απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με την κατανομή της στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των εκάστοτε στοιχείων ενεργητικού στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

Το ποσό που υπολογίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και το οποίο είναι δυνατό να αποδοθεί στην περίοδο έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του ποσού που προκύπτει από πάγια στοιχεία του ενεργητικού που αποκτήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο, κατανέμεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2.

Όταν τα στοιχεία δεν υπόκεινται σε απόσβεση, η επιδότηση εξομοιώνεται με άτοκο δάνειο και διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 στοιχείο β).

4.   Όταν μια επιδότηση δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος του οφέλους που έχει προσπορισθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας αποδίδεται, καταρχήν, σε αυτή την περίοδο και κατανέμεται με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 2, εκτός αν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν την απόδοση του οφέλους σε διαφορετική περίοδο.

Άρθρο 8

Προσδιορισμός της ζημίας

1.   Ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση τόσο:

α)

του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην κοινοτική αγορά, όσο και

β)

των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2.   Όσον αφορά τον όγκο των επιδοτούμενων εισαγωγών, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

3.   Όταν διεξάγονται ταυτόχρονα έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών σε σχέση με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από περισσότερες από μια χώρες, οι συνέπειες των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικά μόνον εάν:

α)

το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο κατά την έννοια του άρθρου 14 παράγραφος 5, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος· και

β)

η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

4.   Η εξέταση της επίπτωσης των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του οικείου κοινοτικού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του υπόψη κλάδου παραγωγής, και στους οποίους περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ· το μέγεθος του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων· η πραγματική και η ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού· παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές και οι δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η ανωτέρω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

5.   Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 1, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία. Ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και τα επίπεδα τιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 έχουν επίπτωση επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την έννοια της παραγράφου 4 και ότι λόγω του μεγέθους της η επίπτωση αυτή είναι δυνατό να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή.

6.   Εξετάζονται ακόμη τυχόν άλλοι γνωστοί παράγοντες, εκτός από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ζημία που προκαλείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες δεν αποδίδεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές κατά την έννοια της παραγράφου 5. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη συμπεριλαμβάνονται: ο όγκος και οι τιμές των μη επιδοτούμενων εισαγωγών, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των προτύπων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Κοινότητας, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

7.   Οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται σε σχέση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνουν το ομοειδές προϊόν, και για τα οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία.

8.   Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, εικοτολογίες ή μακρινές πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία η επίμαχη επιδότηση θα προξενούσε ζημία, πρέπει να προβλέπεται με σαφήνεια και να είναι επικείμενη.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, θα πρέπει να εξετάζονται μεταξύ άλλων οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)

ο χαρακτήρας της επίμαχης επιδότησης και οι συνέπειες που είναι πιθανόν να προκληθούν από αυτή για το εμπόριο·

β)

αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των επιδοτούμενων εισαγωγών στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών·

γ)

η ύπαρξη επαρκούς και ελεύθερα διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητας αυτής, με βάση την οποία πιθανολογείται σημαντική αύξηση των επιδοτούμενων εξαγωγών προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

δ)

το κατά πόσον οι εισαγωγές έρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση των τιμών ή την παρεμπόδιση σε σημαντικό βαθμό της αύξησης των τιμών και οι οποίες είναι πιθανό να αυξήσουν τη ζήτηση για νέες εισαγωγές· και

ε)

τα αποθέματα του υπό εξέταση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά οι εξεταζόμενοι παράγοντες στο σύνολό τους πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εξαγωγών και ότι πρόκειται να προκληθεί σημαντική ζημία σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Άρθρο 9

Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» νοείται το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων στην Κοινότητα ή όσων εξ αυτών η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 6, του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών. Ωστόσο:

α)

όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που φέρεται να αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων, ο όρος «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνων τους λοιπούς παραγωγούς·

β)

σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Κοινότητας είναι δυνατό, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη παραγωγή, να διαιρείται σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί στο εσωτερικό κάθε αγοράς είναι δυνατό να θεωρούνται ως χωριστός κλάδος παραγωγής, εφόσον:

i)

οι παραγωγοί στο εσωτερικό μιας τέτοιας αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά αυτή· και

ii)

η ζήτηση σε αυτή την αγορά δεν ικανοποιείται σε αξιόλογο βαθμό από τους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο μέρος της Κοινότητας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι υπάρχει ζημία, ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές συγκεντρώνονται σ’ αυτή τη μεμονωμένη αγορά και ότι, επιπροσθέτως, οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής εντός της συγκεκριμένης αγοράς.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι παραγωγοί θεωρείται ότι συνδέονται με εξαγωγείς ή εισαγωγείς μόνον εφόσον:

α)

ένας από αυτούς ελέγχει τον άλλον, άμεσα ή έμμεσα· ή

β)

και οι δύο ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από κάποιον τρίτο· ή

γ)

ελέγχουν από κοινού, άμεσα ή έμμεσα, κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η σχέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ο εκάστοτε παραγωγός διαφορετικά απ’ ό,τι συμπεριφέρονται οι μη συνδεόμενοι παραγωγοί.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι ο ένας παραγωγός ελέγχει τον άλλο όταν ο πρώτος έχει τη δυνατότητα, de jure ή de facto, να θέτει περιορισμούς στον δεύτερο ή να κατευθύνει τις ενέργειές του.

3.   Όταν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θεωρείται ότι αναφέρεται στους παραγωγούς μιας συγκεκριμένης περιφέρειας, παρέχεται η δυνατότητα στους εξαγωγείς ή στο Δημόσιο που χορηγεί τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις να προτείνουν την ανάληψη εκ μέρους τους υποχρεώσεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιφέρεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την εξέταση του εάν η επιβολή μέτρων θα έγκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στα συμφέροντα της συγκεκριμένης περιφέρειας. Σε περίπτωση που δεν προσφερθεί πάραυτα κάποια ικανοποιητική ανάληψη υποχρέωσης ή εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατό να επιβληθεί προσωρινός ή οριστικός αντισταθμιστικός δασμός για το σύνολο της Κοινότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί, εάν είναι εφικτό, είναι δυνατό να ισχύουν μόνον έναντι συγκεκριμένων παραγωγών ή εξαγωγέων.

4.   Το παρόν άρθρο διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 7.

Άρθρο 10

Κίνηση της διαδικασίας

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, η έναρξη έρευνας για τη διαπίστωση της ύπαρξης, της έκτασης και των συνεπειών οποιασδήποτε πιθανολογούμενης επιδότησης, προϋποθέτει την υποβολή γραπτής καταγγελίας εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, ή ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

Η καταγγελία είναι δυνατό να υποβάλλεται στην Επιτροπή ή σε κάποιο κράτος μέλος που τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας που λαμβάνει. Η καταγγελία λογίζεται υποβληθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα από αυτήν της παράδοσής της στην Επιτροπή με συστημένη επιστολή ή της αναγραφόμενης στην απόδειξη παραλαβής.

Όταν, ελλείψει καταγγελίας, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν επιδότηση και την εξ αυτής προκύπτουσα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τα γνωστοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.

2.   Κάθε καταγγελία που αναφέρεται στη παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων (συμπεριλαμβανομένων, ει δυνατόν, του ύψους τους), τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και της κατά τους ισχυρισμούς ζημίας. Κάθε καταγγελία πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που είναι ευλόγως δυνατό να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα εξής:

α)

την ταυτότητα του καταγγέλλοντος, καθώς και την περιγραφή του όγκου και της αξίας της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται στην Κοινότητα από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η καταγγελία διευκρινίζει τον κλάδο παραγωγής για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία, υπό μορφή καταλόγου με όλους τους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος (ή τις ενώσεις κοινοτικών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος)· επίσης περιέχει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία για τον όγκο και την αξία της κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω παραγωγοί·

β)

πλήρη περιγραφή του προϊόντος που φέρεται να επιδοτείται, την ονομασία της εκάστοτε χώρας ή των εκάστοτε χωρών καταγωγής ή/και εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το οικείο προϊόν·

γ)

αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, το ύψος και το χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιδότησης καθώς και τη δυνατότητα εφαρμογής αντισταθμιστικών μέτρων·

δ)

πληροφορίες για μεταβολές του όγκου των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, για την επίδραση των εισαγωγών αυτών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην κοινοτική αγορά, καθώς και για την επακόλουθη επίπτωση των εισαγωγών αυτών επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως αυτή αποδεικνύεται με βάση συναφείς παράγοντες και δείκτες που αποτελούν συνάρτηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, όπως αυτοί που απαριθμούνται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 4.

3.   Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον αυτά είναι ικανά να δικαιολογήσουν την έναρξη έρευνας.

4.   Η έναρξη έρευνας είναι δυνατή προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι καταγγελλόμενες επιδοτήσεις έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3.

5.   Επίσης, είναι δυνατόν να αρχίσει έρευνα σχετικά με τα μέτρα του είδους εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, στο βαθμό που αυτά περιέχουν κάποιο στοιχείο επιδότησης, κατά την έννοια του άρθρου 3, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα εν λόγω μέτρα συνάδουν πλήρως με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος.

6.   Η έναρξη έρευνας σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί, έπειτα από εξέταση του βαθμού υποστήριξης ή αντίθεσης προς την υποβληθείσα εκ μέρους των κοινοτικών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγγελία, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η καταγγελία θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εάν υποστηρίζεται από παραγωγούς της Κοινότητας των οποίων η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από το τμήμα εκείνο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που έχει εκφράσει είτε την υποστήριξή του είτε την αντίθεσή του προς την καταγγελία. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η έναρξη έρευνας όταν οι κοινοτικοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

7.   Οι αρχές αποφεύγουν να δίδουν δημοσιότητα σε αιτήσεις για έναρξη έρευνας, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας. Ωστόσο, το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη δεόντως τεκμηριωμένης καταγγελίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο και, πάντως, πριν από την έναρξη έρευνας, η Επιτροπή ενημερώνει την οικεία χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής και την καλεί να συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις, με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης όσον αφορά τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 2 και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

8.   Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή αποφασίσει να αρχίσει έρευνα χωρίς να έχει λάβει γραπτή καταγγελία προς τούτο εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, οφείλει να στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, κατά την έννοια της παραγράφου 2, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

9.   Τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά τόσο με τις επιδοτήσεις, όσο και με τη ζημία, εξετάζονται ταυτοχρόνως προκειμένου να αποφασιστεί εάν ενδείκνυται η έναρξη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά είτε με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις είτε με τη ζημία δεν είναι επαρκή για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της διαδικασίας. Δεν είναι δυνατή η κίνηση διαδικασίας εναντίον χωρών οι εισαγωγές από τις οποίες αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν οι χώρες αυτές αντιπροσωπεύουν συλλογικά ποσοστό τουλάχιστον 3 % της κοινοτικής κατανάλωσης.

10.   Η καταγγελία είναι δυνατό να αποσυρθεί πριν από την κίνηση διαδικασίας, και στην περίπτωση αυτή θεωρείται ως μη υποβληθείσα.

11.   Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, καθίσταται εμφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να δικαιολογείται η κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία αυτή εντός 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας και ανακοινώνει την έναρξη στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση που τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων, μετά από διαβουλεύσεις, ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.

12.   Η ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλει την έναρξη έρευνας, διευκρινίζει το προϊόν και τις χώρες που αυτή αφορά, περιέχει περίληψη των προσκομισθέντων στοιχείων και ορίζει ότι κάθε χρήσιμο στοιχείο πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

Καθορίζει επίσης την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναγγελθούν, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν στοιχεία, προκειμένου οι απόψεις αυτές και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα. Καθορίζει, εξάλλου, την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5.

13.   Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις εισαγωγέων ή εξαγωγέων που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τη χώρα καταγωγής, ή/και εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας και, μεριμνώντας για την προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής καθώς και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατόπιν αιτήσεώς τους. Όταν ο αριθμός των ενεχομένων εξαγωγέων είναι ιδιαιτέρως υψηλός, το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας είναι δυνατό να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση.

14.   Έρευνα η οποία έχει ως αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών δεν εμποδίζει τις διαδικασίες εκτελωνισμού.

Άρθρο 11

Έρευνα

1.   Κατόπιν της κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή αρχίζει έρευνα, σε κοινοτικό επίπεδο, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Η έρευνα αυτή καλύπτει ταυτόχρονα την επιδότηση και τη ζημία.

Προκειμένου να συναχθεί αντιπροσωπευτικό πόρισμα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση των επιδοτήσεων, καλύπτει κανονικά την περίοδο έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 5.

Τα στοιχεία που αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας, κανονικά, δεν λαμβάνονται υπόψη.

2.   Στα ενδιαφερόμενα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω θεωρείται ότι λαμβάνεται επτά ημέρες από την ημερομηνία αποστολής του προς αυτόν που καλείται να το συμπληρώσει ή από την ημερομηνία διαβίβασής του στον αρμόδιο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής. Είναι δυνατόν να χορηγείται παράταση της προθεσμίας των 30 ημερών, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η προθεσμία που ισχύει για την έρευνα και υπό την επιφύλαξη ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλει ικανό λόγο, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αντιμετωπίζει, προκειμένου να λάβει την παράταση αυτή.

3.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να παρέχουν στοιχεία και τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στα αιτήματα αυτά.

Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που έχουν ζητηθεί, μαζί με τα πορίσματα του συνόλου των επιθεωρήσεων, ελέγχων ή ερευνών που έχουν διεξαχθεί.

Όταν αυτά τα στοιχεία είναι γενικού ενδιαφέροντος ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα· στην περίπτωση αυτή διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους.

4.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να πραγματοποιούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδίως των εισαγωγέων, των εμπόρων και των κοινοτικών παραγωγών, και να προβαίνουν σε έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι οι οικείες επιχειρήσεις συγκατατίθενται και ότι η κυβέρνηση της εκάστοτε χώρας έχει ενημερωθεί επίσημα για το θέμα και δεν προβάλλει αντιρρήσεις.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στις αιτήσεις της Επιτροπής.

Υπάλληλοι της Επιτροπής δύνανται, εάν το ζητήσει η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος, να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 γίνονται δεκτά σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει σχετική γραπτή αίτηση, εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας, καθώς και ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι που υπαγορεύουν την ακρόασή τους.

6.   Κατόπιν αιτήσεώς τους, δίδεται η ευκαιρία στους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς και τους καταγγέλλοντες που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12, καθώς και στην κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, να συναντήσουν τα μέρη που έχουν αντίθετα συμφέροντα, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη των τυχόν αντικρουόμενων απόψεων.

Κατά την παροχή της ευκαιρίας αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διαφύλαξης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στοιχείων, καθώς και η διευκόλυνση των μερών.

Η παρουσία των μερών στις συναντήσεις δεν είναι υποχρεωτική, η δε απουσία από μία συνάντηση δεν επιβαρύνει τη θέση του απόντος μέρους.

Τα στοιχεία που παρέχονται προφορικώς βάσει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή στο βαθμό που επιβεβαιώνονται μεταγενέστερα γραπτώς.

7.   Οι καταγγέλλοντες, η κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 δύνανται, έπειτα από γραπτή αίτηση, να λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή από οποιοδήποτε μέρος το οποίο αφορά η έρευνα, εκτός από τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης τα οποία έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι κατάλληλα για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 29 και χρησιμοποιούνται στην έρευνα.

Τα εν λόγω μέρη έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους σχετικά με τα υπόψη στοιχεία, και οι παρατηρήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη εφόσον συνοδεύονται από επαρκή τεκμηρίωση.

8.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28, η ακρίβεια των στοιχείων που προσκομίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα οποία χρησιμεύουν ως βάση για την άντληση συμπερασμάτων, επαληθεύονται, στο μέτρο του δυνατού.

9.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η έρευνα ολοκληρώνεται, ει δυνατόν εντός προθεσμίας ενός έτους. Οι έρευνες αυτές πρέπει, σε όλες τις περιπτώσεις, να ολοκληρώνονται εντός προθεσμίας 13 μηνών από την έναρξή τους, κατ’ εφαρμογή είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 13 για τις αναλήψεις υποχρεώσεων είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 15 για την επιβολή οριστικών μέτρων.

10.   Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή παρέχει στη χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής εύλογη δυνατότητα να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις, με στόχο την αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

Άρθρο 12

Προσωρινά μέτρα

1.   Η επιβολή προσωρινών δασμών επιτρέπεται εφόσον:

α)

έχει κινηθεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 10·

β)

έχει δημοσιευθεί ανακοίνωση για το σκοπό αυτό και έχουν παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλες δυνατότητες για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12·

γ)

έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι το εισαγόμενο προϊόν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, με επακόλουθο την πρόκληση ζημίας στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας· και

δ)

εφόσον το συμφέρον της Κοινότητας υπαγορεύει τη λήψη μέτρων προκειμένου να αποτραπεί η εν λόγω ζημία.

Οι προσωρινοί δασμοί επιβάλλονται το νωρίτερο 60 ημέρες και το αργότερο εννέα μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας.

Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί προσωρινά, και πρέπει να είναι κατώτερο από το εν λόγω ποσό, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός θα αρκούσε για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

2.   Για τους προσωρινούς δασμούς παρέχεται ασφάλεια υπό μορφή εγγύησης, και η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα των σχετικών προϊόντων εξαρτάται από τη σύσταση αυτής της εγγύησης.

3.   Η Επιτροπή λαμβάνει προσωρινά μέτρα μετά από διαβουλεύσεις ή, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, μετά από ενημέρωση των κρατών μελών. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κοινοποίηση στα κράτη μέλη του μέτρου που έχει λάβει η Επιτροπή.

4.   Σε περίπτωση που ζητηθεί από ένα κράτος μέλος η άμεση ανάληψη δράσης εκ μέρους της Επιτροπής και πληρούνται οι όροι του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών κατ’ ανώτατο όριο από την παραλαβή της αίτησης, εάν συντρέχει λόγος επιβολής προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού.

5.   Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη για κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4. Το Συμβούλιο δύναται, με ειδική πλειοψηφία, να λάβει διαφορετική απόφαση.

6.   Οι προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί ισχύουν για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.

Άρθρο 13

Αναλήψεις υποχρεώσεων

1.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη επιδοτήσεων και την εξ αυτών πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί οικειοθελώς προτεινόμενες ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων, βάσει των οποίων:

α)

η χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της· ή

β)

ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναθεωρήσει τις τιμές που εφαρμόζει ή να διακόψει τις εξαγωγές προς την εκάστοτε περιοχή των προϊόντων τα οποία τυγχάνουν αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, ούτως ώστε η Επιτροπή, μετά από συγκεκριμένες διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να πεισθεί ότι εξαλείφθηκαν οι ζημιογόνες συνέπειες των επιδοτήσεων.

Σε αυτή την περίπτωση και στο βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 και οι οριστικοί δασμοί που έχει επιβάλει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων και σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση της εν λόγω απόφασης.

Οι αυξήσεις τιμών βάσει αυτών των αναλήψεων υποχρεώσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, και μάλιστα πρέπει να υπολείπονται του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων αν αυτές οι αυξήσεις επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2.   Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγηθεί την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά καμία χώρα ή εξαγωγέας δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να αποδεχθεί μια ανάληψη υποχρέωσης. Το γεγονός ότι μία χώρα ή ένας εξαγωγέας δεν προσφέρεται να αναλάβει κάποια υποχρέωση ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόσκληση να το πράξει, δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την εξέταση της υπόθεσης.

Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη εάν συνεχιστούν οι επιδοτούμενες εισαγωγές. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους χωρών ή εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται η ύπαρξη επιδότησης και η εξ αυτής πρόκληση ζημίας.

Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 30 παράγραφος 5.

3.   Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνουν αποδεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά υψηλός ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη γενική πολιτική. Ο εκάστοτε εξαγωγέας ή/και η οικεία χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής δύνανται να πληροφορούνται τους λόγους για τους οποίους προτείνεται η απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης, και είναι επίσης δυνατό να τους παραχωρείται η ευχέρεια να διατυπώνουν τυχόν παρατηρήσεις επ’ αυτών. Οι λόγοι της απόρριψης πρέπει να αναπτύσσονται στην οριστική απόφαση.

4.   Τα μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν κάποια υποχρέωση οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική εκδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ώστε να είναι δυνατό να την πληροφορούνται τα μέρη που αφορά η έρευνα.

5.   Όταν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνει, μετά από διαβουλεύσεις, αποδεκτή και εφόσον δεν προβάλλονται σχετικές αντιρρήσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων, μαζί με πρόταση για την περάτωση της έρευνας. Η έρευνα λογίζεται περατωθείσα αν, εντός προθεσμίας ενός μηνός, το Συμβούλιο δεν λάβει αντίθετη απόφαση με ειδική πλειοψηφία.

6.   Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για την παροχή επιδοτήσεων και για τη ζημία πρέπει κανονικά να ολοκληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης ή τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι δυνατό να απαιτείται η διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα.

Όταν το συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης και για τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ με βάση το περιεχόμενό της και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

7.   Η Επιτροπή ζητάει από κάθε χώρα και κάθε εξαγωγέα από τον οποίο έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης να υποβάλλει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στοιχεία σχετικά με την τήρηση της ανάληψης υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.

8.   Όταν κατά τη διάρκεια μιας έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, τότε αυτές, για τους σκοπούς των άρθρων 18, 19, 20 και 22 θεωρείται ότι τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία περατούται η έρευνα ως προς την οικεία χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής.

9.   Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης των αναλήψεων υποχρεώσεων από οποιοδήποτε μέρος των αναλήψεων υποχρεώσεων, ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται, κατόπιν διαβουλεύσεων, με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, όπως πρέπει, και εφαρμόζεται ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας, ή η χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής έλαβαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εκτός αν η ανάληψη υποχρέωσης ανακληθεί από τον εξαγωγέα ή από την εν λόγω χώρα.

Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι, περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων.

10.   Επιτρέπεται η επιβολή, μετά από διαβουλεύσεις, προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 12 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης έχει παραβιαστεί ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.

Άρθρο 14

Περάτωση της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων

1.   Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

2.   Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων και δεν προβάλλεται σχετική αντίρρηση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα ή η διαδικασία περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων, μαζί με πρόταση για την περάτωση της διαδικασίας. Η διαδικασία λογίζεται περατωθείσα αν, εντός προθεσμίας ενός μηνός, το Συμβούλιο δεν αποφασίσει άλλως, με ειδική πλειοψηφία.

3.   Η διαδικασία περατούται αμέσως όταν διαπιστώνεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι ασήμαντο, σύμφωνα με την παράγραφο 5, ή όταν ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών, πραγματικών ή δυνητικών, ή η ζημία, είναι αμελητέα.

4.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η ζημία κρίνεται κανονικά αμελητέα αν το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών είναι κατώτερο από τα μεγέθη που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 9. Όταν πρόκειται για έρευνα σχετική με εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών κρίνεται ομοίως αμελητέος εάν αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 4 % του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, εκτός εάν πραγματοποιούνται εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες καθεμιά από τις οποίες συμμετέχει στις εισαγωγές κατά ποσοστό κατώτερο του 4 % επί του συνόλου, αλλά όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 9 % επί του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα.

5.   Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων θεωρείται ασήμαντο εάν το εν λόγω ποσό αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 1 % κατ’ αξία, εκτός εάν πρόκειται για έρευνες που αφορούν τις εισαγωγές, καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, το όριο των οποίων, κάτω από το οποίο το ποσό θεωρείται ασήμαντο, είναι 2 % κατ’ αξία, και υπό τον όρο ότι περατώνεται αποκλειστικά και μόνον η έρευνα όταν το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι κατώτερο του επιπέδου που θεωρείται ασήμαντο για τους συγκεκριμένους εξαγωγείς, ενώ οι εν λόγω εξαγωγείς εξακολουθούν να υπόκεινται στη διαδικασία και είναι δυνατό να υποβληθούν σε νέα έρευνα στα πλαίσια ενδεχόμενης μεταγενέστερης επανεξέτασης που θα διενεργηθεί για την εν λόγω χώρα κατ’ εφαρμογή των άρθρων 18 και 19.

Άρθρο 15

Επιβολή οριστικών δασμών

1.   Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει η ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και ζημίας, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 31, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό.

Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή.

Σε περίπτωση που επιβάλλονται ήδη προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται πρόταση για τη λήψη οριστικών μέτρων το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη ισχύος των προσωρινών δασμών.

Δεν θεσπίζονται μέτρα αν ανακληθεί η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις ή αν αποδεικνύεται ότι οι επιδοτήσεις δεν προσπορίζουν πλέον κανένα όφελος στους εξαγωγείς που τις λαμβάνουν.

Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί, και πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

2.   Ο αντισταθμιστικός δασμός επιβάλλεται στο ύψος που ενδείκνυται σε κάθε περίπτωση για όλες, αδιακρίτως προελεύσεως, τις εισαγωγές ενός προϊόντος που έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές οι οποίες καλύπτονται από αναλήψεις υποχρεώσεων οι οποίες έχουν γίνει δεκτές κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλεται ο δασμός προσδιορίζει το ύψος του δασμού που επιβάλλεται για κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, για την οικεία προμηθεύτρια χώρα.

3.   Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 27, οποιοσδήποτε αντισταθμιστικός δασμός ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στην εξέταση, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον σταθμισμένο μέσο όρο του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχει προκύψει για τις επιχειρήσεις του δείγματος.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που είναι είτε μηδενικά είτε ασήμαντα, ούτε τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχουν καθοριστεί υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 28.

Ατομικοί δασμοί επιβάλλονται επί των εισαγωγών που προέρχονται από κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό για τον οποίον έχει υπολογισθεί ατομικό ύψος επιδότησης σύμφωνα με το άρθρο 27.

Άρθρο 16

Αναδρομική ισχύς

1.   Προσωρινά μέτρα και οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί επιβάλλονται μόνο ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του μέτρου που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1 ή του άρθρου 15 παράγραφος 1, ανάλογα με την περίπτωση, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Όταν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί οριστικώς, προκύπτει ότι υπάρχουν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και ζημία, το Συμβούλιο αποφασίζει, ανεξάρτητα από το κατά πόσον πρόκειται να επιβληθεί οριστικός αντισταθμιστικός δασμός, ποιο ποσοστό του προσωρινού δασμού πρέπει να εισπραχθεί οριστικά.

Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας κοινοτικού κλάδου παραγωγής ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας, εκτός αν διαπιστωθεί ότι ο κίνδυνος αυτός θα εξελισσόταν, αν δεν λαμβάνονταν προσωρινά μέτρα, σε σημαντική ζημία. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση.

3.   Όταν ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν ο τελικός προσδιορισμός είναι αποφατικός, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται.

4.   Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού επί προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5·

β)

έχει παρασχεθεί από την Επιτροπή στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς η ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους·

γ)

υπάρχουν κρίσιμες περιστάσεις υπό τις οποίες, προκειμένου περί του οικείου επιδοτούμενου προϊόντος, προκαλείται ζημία που είναι δύσκολο να αποκατασταθεί εξαιτίας μαζικών εισαγωγών, σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, ενός προϊόντος που τυγχάνει αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού· και

δ)

κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη της ζημίας αυτής, η αναδρομική επιβολή αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές αυτές.

5.   Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατό να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί επί προϊόντων που ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το πολύ 90 ημέρες, πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 και ότι η αναδρομική επιβολή δασμών δεν αφορά τις εισαγωγές πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.

Άρθρο 17

Διάρκεια ισχύος

Κάθε αντισταθμιστικό μέτρο παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Άρθρο 18

Επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων

1.   Κάθε οριστικό αντισταθμιστικό μέτρο παύει να ισχύει πέντε έτη μετά την επιβολή του ή πέντε έτη μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης επανεξέτασης, η οποία κάλυψε τόσο την παροχή επιδοτήσεων, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση μέτρων ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

2.   Διενεργείται επανεξέταση μέτρου ενόψει της λήξης του, όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να προκύπτει με βάση στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παροχή της επιδότησης ή η ζημία συνεχίζεται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ύπαρξη μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά είναι τέτοιες ώστε να πιθανολογείται η περαιτέρω ζημιογόνος παροχή επιδοτήσεων.

3.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών βάσει του παρόντος άρθρου, παρέχεται στους εξαγωγείς, στους εισαγωγείς, στο Δημόσιο της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής και στους κοινοτικούς παραγωγούς, η δυνατότητα να προβάλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το κατά πόσον τυχόν η λήξη της ισχύος των εκάστοτε μέτρων είναι ή όχι πιθανό να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής της επιδότησης και της ζημίας.

4.   Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν ευθέτω χρόνω, κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής του, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Εν συνεχεία, οι κοινοτικοί παραγωγοί δικαιούνται, το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 2. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση με την οποία αναγγέλλεται η πραγματική λήξη ισχύος ενός μέτρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 19

Ενδιάμεση επανεξέταση

1.   Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατό να επανεξετάζεται, όταν αυτό κρίνεται δικαιολογημένο, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή κράτους μέλους, ή, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο του έτους, από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών ή της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, η οποία αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα ενδιάμεσης επανεξέτασης.

2.   Ενδιάμεση επανεξέταση διενεργείται όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση των συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης ή/και ότι η ζημία είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί σε περίπτωση άρσης ή τροποποίησης του μέτρου ή ότι το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

3.   Όταν οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται είναι κατώτεροι από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε, κινείται ενδιάμεση επανεξέταση αν οι κοινοτικοί παραγωγοί ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλει κανονικά, εντός δύο ετών από την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι, μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν σημειώθηκε μεταβολή των τιμών ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Κοινότητα. Αν η έρευνα αποδείξει την ορθότητα των ισχυρισμών, οι αντισταθμιστικοί δασμοί μπορούν να αυξηθούν στο ύψος της τιμής που απαιτείται για να εξαλειφθεί η ζημία. Εντούτοις, το αυξημένο επίπεδο δασμού δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Η ενδιάμεση επανεξέταση μπορεί επίσης να κινηθεί, υπό τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους.

4.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την παροχή επιδοτήσεων και τη ζημία ή κατά πόσον τα υφιστάμενα μέτρα παρήγαγαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και εξάλειψαν τη ζημία που έχει ήδη διαπιστωθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8. Εν προκειμένω, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος, λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

Άρθρο 20

Επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες

Κάθε εξαγωγέας οι εξαγωγές του οποίου υπόκεινται σε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό αλλά ο οποίος δεν αποτέλεσε ατομικά αντικείμενο της αρχικής έρευνας για λόγους άλλους από την άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή, δικαιούται να ζητήσει επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες, προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει να καθορίσει, το συντομότερο δυνατό, ατομικό αντισταθμιστικό δασμό που θα ισχύσει για τον εν λόγω εξαγωγέα ατομικά.

Η επανεξέταση αυτή αρχίζει αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και έχει δοθεί η δυνατότητα στους κοινοτικούς παραγωγούς να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους.

Άρθρο 21

Επιστροφές

1.   Παρά το άρθρο 18, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδειχθεί ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή ότι έχει μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

2.   Ο εισαγωγέας που ζητάει την επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των εισπρακτέων οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε η οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή.

3.   Μια αίτηση επιστροφής δεν θεωρείται δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων παρά μόνον όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της αιτούμενης επιστροφής αντισταθμιστικών δασμών και συνοδεύεται από όλα τα τελωνειακά έγγραφα που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Πρέπει επίσης να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που αφορούν τον υποκείμενο στο δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Σε περίπτωση που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία στοιχεία δεν είναι δυνατό να συγκεντρωθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο οικείος εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα διαθέσει στον εισαγωγέα, η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και ότι τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία πρόκειται να διατεθούν στην Επιτροπή. Εάν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν διατεθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός ευλόγου προθεσμίας, η αίτηση απορρίπτεται.

4.   Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, αποφασίζει εάν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση ή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, οπότε τα στοιχεία και τα πορίσματα που προκύπτουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που είναι εφαρμοστέες για την επανεξέταση αυτού του είδους, χρησιμοποιούνται προκειμένου να κριθεί εάν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή.

Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός 12 μηνών και, εν πάση περιπτώσει, μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο υπόκειται στον αντισταθμιστικό δασμό υπέβαλε αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς την με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 22

Γενικές διατάξεις σχετικά με την επανεξέταση και τις επιστροφές

1.   Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των άρθρων 18, 19 και 20.

Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 18 και 19 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των άρθρων 18 και 19 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους.

Οι επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 20 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεώς τους.

Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται ανωτέρω για την επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18.

Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο το αργότερο εντός ενός μηνός πριν από τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των ανωτέρω προθεσμιών, τα μέτρα:

α)

παύουν να ισχύουν στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει του άρθρου 18·

β)

παύουν να ισχύουν σε περίπτωση ερευνών βάσει των άρθρων 18 και 19 εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά το άρθρο 18 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά το άρθρο 19 συνεχιζόταν στην ίδια διαδικασία, είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως· ή

γ)

παραμένουν αμετάβλητα στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 19 και 20.

Σχετική ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Κάθε επανεξέταση βάσει των άρθρων 18, 19 και 20 αρχίζει από την Επιτροπή αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής.

3.   Εφόσον η επανεξέταση το δικαιολογεί, το όργανο της Κοινότητας που είναι αρμόδιο για τη θέσπιση του εκάστοτε μέτρου το καταργεί ή το διατηρεί σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 18 ή το καταργεί, το διατηρεί σε ισχύ ή το τροποποιεί δυνάμει των άρθρων 19 και 20.

4.   Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου έναντι μεμονωμένων εξαγωγέων αλλά όχι έναντι της οικείας χώρας στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να υπάγονται στη διαδικασία, και είναι δυνατό να διεξαχθεί, ως προς αυτούς, νέα έρευνα, στο πλαίσιο επανεξέτασης που διενεργείται για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου.

5.   Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, κατά την έννοια του άρθρου 18, ευρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει του άρθρου 19, διενεργείται επίσης έρευνα για το μέτρο αυτό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18.

6.   Για όλες τις έρευνες που διεξάγονται στα πλαίσια διαδικασίας επανεξέτασης ή επιστροφής δασμών, δυνάμει των άρθρων 18 έως 21, η Επιτροπή εφαρμόζει, εφόσον δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 5, 6, 7 και 27.

Άρθρο 23

Καταστρατήγηση

1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι· ή στις εισαγωγές του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· ή σε μέρη αυτών, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

2.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που δεν υπερβαίνουν τους υπολειπόμενους αντισταθμιστικούς δασμούς που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2, μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

3.   Με τον όρο «καταστρατήγηση» νοείται μια μεταβολή των εμπορικών ροών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας ή μεταξύ συγκεκριμένων εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Κοινότητας, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας για την οποία δεν υφίσταται επαρκής αιτιολόγηση, ούτε οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές ή/και οι ποσότητες των ομοειδών προϊόντων έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού, και το εισαγόμενο ομοειδές προϊόν ή/και τα μέρη αυτού του προϊόντος εξακολουθούν να τυγχάνουν της επιδότησης.

Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει:

α)

την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα, υπό τον όρο ότι οι τροποποιήσεις δεν μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά του·

β)

την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών· και

γ)

την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Κοινότητα μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών.

4.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στις παραγράφους 1, 2 και 3. Η έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται ενδεχομένως οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές υποχρεωτικά σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης.

Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών.

Αν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, τότε αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή.

Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.

5.   Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές.

6.   Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες από αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 3.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εντός της Κοινότητας, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής ή με απόφαση του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρων και ισχύουν κατά την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει αυτή η απόφαση.

Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 20, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας η οποία οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

7.   Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις βάσει του άρθρου 19.

8.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν παρακωλύει την κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 24

Γενικές διατάξεις

1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο καθορισμένο ύψος και με βάση τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται. Οι αντισταθμιστικοί δασμοί πρέπει επίσης να εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

Κανένα προϊόν δεν επιτρέπεται να υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς με σκοπό την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης η οποία είναι αποτέλεσμα ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών.

2.   Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών, καθώς και οι κανονισμοί ή οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών και διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εν λόγω κανονισμοί ή οι αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των ενεχομένων εξαγωγέων, αν αυτό είναι εφικτό, ή των ενεχομένων χωρών, περιγραφή του προϊόντος, καθώς και περίληψη των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για την επιδότηση και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται, mutatis mutandis, και για τις επανεξετάσεις.

3.   Είναι δυνατό να θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ειδικές διατάξεις, ειδικότερα σε σχέση με τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός περιέχεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (4).

4.   Για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η αναστολή είναι δυνατό να παρατείνεται για επιπλέον χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εάν το αποφασίσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή.

Αναστολή χωρεί μόνον αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που η ζημία να είναι απίθανο να επαναληφθεί συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα είναι δυνατό να επαναφέρονται σε ισχύ ανά πάσα στιγμή και μετά από διαβουλεύσεις, αν παύσει να συντρέχει ο λόγος της αναστολής τους.

5.   Η Επιτροπή δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να ζητάει από τις τελωνειακές αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα με σκοπό την καταγραφή των επίμαχων εισαγωγών, ούτως ώστε να είναι δυνατό να εφαρμοστούν μεταγενέστερα μέτρα έναντι των εισαγωγών αυτών από την ημερομηνία της καταγραφής τους.

Οι εισαγωγές είναι δυνατό να υποβάλλονται υποχρεωτικά σε καταγραφή μετά από αίτηση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επαρκώς αιτιολογημένη.

Η καταγραφή επιβάλλεται με κανονισμό ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό του μέτρου και, ενδεχομένως, το κατ’ εκτίμηση ύψος της πιθανής μελλοντικής οφειλής. Οι εισαγωγές δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται σε καταγραφή για περίοδο μεγαλύτερη από εννέα μήνες.

6.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν κάθε μήνα στην Επιτροπή τα στοιχεία για τις εισαγωγές των προϊόντων για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 παράγραφος 6.

Άρθρο 25

Διαβουλεύσεις

1.   Οι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός από εκείνες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 7 και στο άρθρο 11 παράγραφος 10, πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από αντιπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία αντιπροσώπου της Επιτροπής. Διαβουλεύσεις διεξάγονται αμέσως, είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής και, σε κάθε περίπτωση, εντός χρονικού διαστήματος το οποίο επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση, όλες τις σχετικές πληροφορίες.

3.   Οι διαβουλεύσεις είναι δυνατόν, εν ανάγκη, να διεξάγονται μόνο γραπτώς. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους ή να ζητήσουν προφορική διαβούλευση την οποία διοργανώνει ο πρόεδρος, υπό την επιφύλαξη ότι αυτή η προφορική διαβούλευση είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος που να επιτρέπει την τήρηση των προβλεπόμενων από τον παρόντα κανονισμό προθεσμιών.

4.   Οι διαβουλεύσεις καλύπτουν ιδίως:

α)

την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και τις μεθόδους καθορισμού του ύψους τους·

β)

την ύπαρξη και την έκταση της ζημίας·

γ)

την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και της ζημίας·

δ)

τα μέτρα τα οποία, υπό τις δεδομένες συνθήκες, προσφέρονται για την αποτροπή ή την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των μέτρων αυτών.

Άρθρο 26

Επιτόπιοι έλεγχοι

1.   Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επισκέψεις, προκειμένου να εξετάσει τα βιβλία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανώσεις, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σχετικά με την επιδότηση και τη ζημία. Αν δεν έχει δοθεί προσήκουσα απάντηση εγκαίρως, ο επιτόπιος έλεγχος είναι δυνατόν να μη διεξαχθεί.

2.   Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, και ότι δεν υπάρχει αντίρρηση εκ μέρους της οικείας χώρας, η οποία έχει επισήμως ενημερωθεί. Μόλις εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει κανονικά να γνωστοποιήσει στη χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.

3.   Οι ενεχόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με το χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των ελέγχων αυτών, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται επιτοπίως περαιτέρω διευκρινίσεις με βάση τα στοιχεία που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.

4.   Κατά τις έρευνες που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή επικουρείται από υπαλλήλους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα.

Άρθρο 27

Δειγματοληψίες

1.   Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται:

α)

σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγμάτων στατιστικά αντιπροσωπευτικών με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής· ή

β)

στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών για τον οποίον είναι λογικό να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

2.   Η τελική επιλογή των μερών, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη ή με τη συγκατάθεσή τους, υπό την επιφύλαξη ότι αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίζουν, εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη της έρευνας, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος.

3.   Σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται το ατομικό ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή αλλά ο οποίος υποβάλλει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων εκάστου εξ αυτών και να παρεμποδίζεται η ολοκλήρωση της έρευνας εγκαίρως.

4.   Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και διαπιστώνεται άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων μερών ή ορισμένων εξ αυτών, ούτως ώστε να είναι δυνατόν να επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος.

Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται άρνηση συνεργασίας ή αν δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 28.

Άρθρο 28

Άρνηση συνεργασίας

1.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη, και είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα στοιχεία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει κανονικά να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2.   Τυχόν παράλειψη απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπάγετο υπέρμετρη επιπλέον προσπάθεια ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.

3.   Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι άρτιες από κάθε άποψη, δεν πρέπει παρ’ όλα αυτά να μη ληφθούν υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τυχόν ελλείψεις τους δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπερασμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια και ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται εγκαίρως, είναι επαληθεύσιμες και το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4.   Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της απόρριψής τους και του παραχωρείται επίσης η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κρίνονται ικανοποιητικές, οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών πρέπει να γνωστοποιούνται και να αναπτύσσονται κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων.

5.   Εάν τα εξαχθέντα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, βασίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1, ιδίως στα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όταν τούτο είναι εφικτό και τηρουμένης της προθεσμίας της έρευνας, να διασταυρώνονται με στοιχεία από άλλες τυχόν διαθέσιμες ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, οι επίσημες στατιστικές εισαγωγών και τα τελωνειακά έσοδα, ή με στοιχεία που έχουν προσκομισθεί από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της έρευνας. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

6.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα κατάσταση για το συγκεκριμένο μέρος ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή απ’ ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργασθεί.

Άρθρο 29

Εμπιστευτική μεταχείριση

1.   Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη επειδή η κοινολόγησή της θα προσπόριζε ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε κάποιον ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο την πληροφορήθηκε αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα ως εμπιστευτική.

2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν περιλήψεις οι οποίες δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα. Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν την σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιουμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω μέρη δύνανται να δηλώσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατό να υποβληθούν σε περιληπτική μορφή. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η υποβολή περίληψης.

3.   Εάν κριθεί ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν δικαιολογείται, και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος να την καταστήσει ευρύτερα γνωστή ούτε να επιτρέψει την κοινολόγησή της, σε γενικόλογη ή σε περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη ληφθεί υπόψη, εκτός αν είναι δυνατό να αποδειχθεί με πειστικό τρόπο βάσει αξιόπιστων αποδείξεων ότι η εν λόγω πληροφορία είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την παροχή εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται αυθαίρετα.

4.   Το παρόν άρθρο δεν αντιτίθεται στην κοινολόγηση, από τις αρχές της Κοινότητας, πληροφοριών γενικού χαρακτήρα, και, ειδικότερα, των λόγων στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ούτε η κοινολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων βασίζονται οι κοινοτικές αρχές, στο βαθμό που απαιτείται για την επεξήγηση των λόγων αυτών στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών. Για κάθε κοινολόγηση τέτοιας φύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά τους απόρρητα.

5.   Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη καθώς και οι υπάλληλοί τους δεν αποκαλύπτουν καμία από τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που την έχει προσκομίσει, αν αυτό το τελευταίο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση. Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες, μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, οι πληροφορίες οι συναφείς με τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου 25 ή με τις διαβουλεύσεις που περιγράφονται στο άρθρο 10 παράγραφος 7 και στο άρθρο 11 παράγραφος 10, ή τα έγγραφα για εσωτερική χρήση που συντάσσουν οι αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, δεν κοινολογούνται, εκτός εάν η κοινολόγησή τους προβλέπεται ρητώς στον παρόντα κανονισμό.

6.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.

Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει τη χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το ίδιο ομοειδές προϊόν.

Άρθρο 30

Ενημέρωση των μερών

1.   Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι χώρες καταγωγής ή/και εξαγωγής δύνανται να ζητούν να ενημερωθούν λεπτομερώς σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι αιτήσεις ενημέρωσης πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και η ενημέρωση πρέπει να γίνεται γραπτώς το συντομότερο δυνατό.

2.   Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν τελική ενημέρωση σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προτίθεται να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων· ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στην ενημέρωση σχετικά με τυχόν πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις που διαφέρουν εκείνων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή προσωρινών μέτρων.

3.   Οι αιτήσεις για τελική ενημέρωση πρέπει να απευθύνονται γραπτώς στην Επιτροπή και πρέπει να παραλαμβάνονται, σε περίπτωση που έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, το αργότερο ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιβολής αυτού του δασμού. Σε περίπτωση που δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται η δυνατότητα στα μέρη να ζητήσουν να ενημερωθούν εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή.

4.   Η τελική ενημέρωση γίνεται γραπτώς. Πραγματοποιείται, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, το συντομότερο δυνατόν και, υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, οφείλει να το πραγματοποιήσει, το συντομότερο δυνατόν, στη συνέχεια.

Η ενημέρωση δεν παρεμποδίζει οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο· όταν όμως η απόφαση αυτή βασίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις, τα τελευταία γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.   Τυχόν παρατηρήσεις που διατυπώνονται μετά την πραγματοποίηση της ενημέρωσης, λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή, κατά περίπτωση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος· η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών.

Άρθρο 31

Συμφέρον την Κοινότητας

1.   Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η λήψη μέτρων είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των χρηστών και των καταναλωτών· κάθε τέτοια διαπίστωση, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται μόνον αφού έχει δοθεί η δυνατότητα σε όλα τα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατά την εξέταση αυτή, αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη εξάλειψης των επιπτώσεων από τις στρεβλώσεις του εμπορίου που προκαλούν οι ζημιογόνες επιδοτήσεις καθώς και στην ανάγκη αποκατάστασης ουσιαστικού ανταγωνισμού. Μέτρα τα οποία έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστωθείσες επιδοτήσεις και τη ζημία δεν μπορούν να εφαρμόζονται αν οι αρχές μπορούν, βάσει όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί, να συμπεράνουν με σαφήνεια ότι τούτο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Κοινότητας.

2.   Προκειμένου να συγκροτηθεί μια κατάλληλη βάση επί της οποίας οι αρχές να μπορούν να λάβουν υπόψη όλες τις απόψεις και τα στοιχεία προκειμένου να αποφανθούν κατά πόσον η επιβολή μέτρων είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις χρηστών και καταναλωτών δύνανται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση περί έναρξης της έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, να αναγγελθούν και να παράσχουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Οι πληροφορίες αυτές ή κατάλληλες περιλήψεις αυτών των πληροφοριών, ανακοινώνονται στα λοιπά μέρη που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, τα οποία έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις επ’ αυτών.

3.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν ακρόαση. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 και εφόσον αναφέρουν τους ιδιαίτερους λόγους οι οποίοι επιβάλλουν την ακρόαση, σε σχέση με το κοινοτικό συμφέρον.

4.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με την επιβολή των προσωρινών δασμών. Οι εν λόγω παρατηρήσεις πρέπει να παραλαμβάνονται εντός ενός μηνός από την επιβολή των εκάστοτε μέτρων, προκειμένου να ληφθούν υπόψη· πρέπει ενδεχομένως με κατάλληλη περιληπτική μορφή, να ανακοινωθούν στα άλλα μέρη, τα οποία έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις επ’ αυτών.

5.   Η Επιτροπή εξετάζει όλες τις πληροφορίες που της έχουν προσηκόντως υποβληθεί, καθώς και το βαθμό αντιπροσωπευτικότητάς τους· τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής, μαζί με γνωμοδότηση επί του βασίμου των πληροφοριών αυτών, διαβιβάζονται στη συμβουλευτική επιτροπή. Ο συσχετισμός των απόψεων που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή για κάθε πρόταση που υποβάλλεται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 14 και 15.

6.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να πληροφορηθούν τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις στα οποία είναι πιθανό να βασισθούν οι τελικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στο μέτρο του δυνατού και με την επιφύλαξη τυχόν μεταγενέστερης αποφάσεως την οποία λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο.

7.   Οι πληροφορίες λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον συνοδεύονται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία τους.

Άρθρο 32

Σχέση μεταξύ των αντισταθμιστικών μέτρων και των πολυμερών μέτρων αποκατάστασης

Σε περίπτωση που ένα εισαγόμενο προϊόν αποτελέσει αντικείμενο μέτρων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή των διαδικασιών επίλυσης των διαφορών που προβλέπονται από τη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, και τα μέτρα αυτά επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που προκαλείται από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, κάθε αντισταθμιστικός δασμός που έχει επιβληθεί σε σχέση με το εν λόγω προϊόν αναστέλλεται αμέσως ή καταργείται, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 33

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:

α)

ειδικών κανόνων που προβλέπονται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών·

β)

των κοινοτικών κανονισμών στο γεωργικό τομέα και των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 2783/75 (5), (ΕΚ) αριθ. 3448/93 (6) και (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 του Συμβουλίου (7). Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των κανονισμών αυτών και κατά παρέκκλιση τυχόν διατάξεών τους οι οποίες αντιτίθενται στην επιβολή αντισταθμιστικών δασμών·

γ)

ειδικών μέτρων, εφόσον δεν αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια της ΓΣΔΕ.

Άρθρο 34

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VI.

Άρθρο 35

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 11 Ιουνίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. SLAMEČKA


(1)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.

(2)  Βλέπε παράρτημα V.

(3)  ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 104.

(6)  ΕΕ L 318 της 20.12.1993, σ. 18.

(7)  ΕΕ L 312 της 11.11.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

α)

Η παροχή από το Δημόσιο άμεσων επιδοτήσεων προς μία επιχείρηση ή προς έναν κλάδο παραγωγής ανάλογα με τις εξαγωγικές τους επιδόσεις.

β)

Συστήματα μη επανεκχωρήσεως συναλλάγματος και κάθε ανάλογη πρακτική που συνίσταται στην πριμοδότηση των εξαγωγών.

γ)

Η κάλυψη εκ μέρους ή με εντολή του Δημοσίου των εξόδων για την εσωτερική μεταφορά και των ναύλων φορτίων που προορίζονται για εξαγωγή, υπό όρους ευνοϊκότερους από εκείνους που ισχύουν για τις αποστολές εσωτερικού.

δ)

Η παροχή, από το Δημόσιο ή από κρατικούς φορείς, είτε αμέσως είτε εμμέσως, στο πλαίσιο προγραμμάτων που εφαρμόζονται με εντολή του Δημοσίου, εισαγόμενων ή εγχώριων προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών προς εξαγωγή, υπό ευνοϊκότερους όρους και προϋποθέσεις εν συγκρίσει με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την παροχή ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση (όταν πρόκειται για προϊόντα) ότι οι εν λόγω όροι και οι προϋποθέσεις είναι ευνοϊκότεροι από τους εμπορικούς όρους (1) που είναι σε θέση να εξασφαλίζουν οι εξαγωγείς του οικείου κράτους στις διεθνείς αγορές.

ε)

Η ολοσχερής ή μερική απαλλαγή, η διαγραφή ή η αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται ειδικώς για εξαγωγές και αφορούν άμεσους φόρους (2) ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που έχουν καταβληθεί ή οφείλονται από βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις (3).

στ)

Η πρόβλεψη για ειδικές μειώσεις οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τις εξαγωγές ή τις εξαγωγικές επιδόσεις και οι οποίες, κατά τον υπολογισμό της βάσης επί της οποίας επιβάλλονται οι άμεσοι φόροι, υπερβαίνουν τις μειώσεις που προβλέπονται για την παραγωγή η οποία προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση.

ζ)

Η απαλλαγή ή η διαγραφή έμμεσων φόρων (4), οι οποίοι οφείλονται για την παραγωγή και τη διανομή εξαγόμενων προϊόντων, πέραν του ύψους των ίδιων που επιβάλλονται για την παραγωγή και τη διανομή ομοειδών προϊόντων που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση.

η)

Η απαλλαγή, η διαγραφή ή η αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους (5) επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων, σε έκταση μεγαλύτερη της απαλλαγής, της διαγραφής ή της αναστολής πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με ανάλογους προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων, τα οποία πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση· πάντως, η απαλλαγή από προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους, η διαγραφή τους ή η αναστολή της πληρωμής τους επιτρέπονται σε σχέση με εξαγόμενα προϊόντα, ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ομοειδή προϊόντα που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι προανακύψαντες σωρευτικοί έμμεσοι φόροι επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες) (6). Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II.

θ)

Η διαγραφή ή η επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών (7), καθ’ υπέρβαση των επιβαρύνσεων επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες)·γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι, σε ειδικές περιπτώσεις, μια επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιήσει ορισμένη ποσότητα συντελεστών παραγωγής τους οποίους έχει προμηθευτεί στην εγχώρια αγορά, προκειμένου να υποκαταστήσει δι’ αυτών ίδια ποσότητα εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής, της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά, και με τον τρόπο αυτό να επωφεληθεί από την παρούσα διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο η εισαγωγή όσο και οι αντίστοιχες εξαγωγικές πράξεις πραγματοποιούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα δύο έτη. Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II, καθώς και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στο παράρτημα III και οι οποίες ακολουθούνται για να κριθεί κατά πόσον ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή εξαγωγικών επιδοτήσεων.

ι)

Η θέση σε εφαρμογή από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο) προγραμμάτων εγγύησης ή ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, προγραμμάτων παροχής ασφάλισης ή εγγύησης έναντι αυξήσεων του κόστους εξαγόμενων προϊόντων ή προγραμμάτων παροχής κάλυψης έναντι συναλλαγματικών κινδύνων, με την εφαρμογή ασφαλίστρων τέτοιου ύψους, ώστε να μην επαρκούν για την κάλυψη των μακροπρόθεσμων εξόδων λειτουργίας και των απωλειών των προγραμμάτων.

κ)

Η χορήγηση από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο ή/και δρουν υπό τις εντολές του Δημοσίου) εξαγωγικών πιστώσεων με επιτόκια κατώτερα από αυτά που πρέπει στην πραγματικότητα να καταβάλει για να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που παρέχει (ή από αυτά που θα υποχρεούτο να καταβάλει αν για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων συνήπτε δάνεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με την ίδια ημερομηνία λήξης, ίδιους όρους δανεισμού γενικότερα και στο ίδιο νόμισμα στο οποίο παρέχεται η εξαγωγική πίστωση)· επίσης, η καταβολή εκ μέρους του Δημοσίου του συνόλου ή μέρους των εξόδων που επιβαρύνουν τους εξαγωγείς ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την εξεύρεση των πιστώσεων, στο βαθμό που ο σκοπός των εν λόγω πράξεων είναι η εξασφάλιση ενός σημαντικού πλεονεκτήματος όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η εξαγωγική πίστωση.

Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι αν ένα μέλος του ΠΟΕ αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος διεθνούς συμφωνίας στον τομέα των επίσημων εξαγωγικών πιστώσεων, της οποίας αποτελούσαν μέρη την 1η Ιανουαρίου 1979 δώδεκα τουλάχιστον από τα αρχικά μέλη (ή άλλης, διαδόχου, συμφωνίας, την οποία έχουν συνάψει τα εν λόγω αρχικά μέλη) ή σε περίπτωση που ένα μέλος του ΠΟΕ στην πράξη εφαρμόζει τις σχετικές με τα επιτόκια διατάξεις της οικείας συμφωνίας, τότε δεδομένη πρακτική παροχής εξαγωγικών πιστώσεων η οποία συνάδει με τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν θεωρείται ως εξαγωγική επιδότηση.

λ)

Κάθε άλλη επιβάρυνση για λογαριασμό του Δημοσίου η οποία αποτελεί εξαγωγική επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994.


(1)  Ο όρος «εμπορικοί όροι» σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ εγχωρίων και εισαγόμενων προϊόντων είναι εντελώς ελεύθερη και γίνεται με βάση εμπορικά και μόνο κριτήρια.

(2)  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

ο όρος «άμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των μισθών, των κερδών, των τόκων, των μισθωμάτων, των ποσών που καταβάλλονται για δικαιώματα εκμετάλλευσης και επί όλων των υπολοίπων μορφών εισοδήματος, καθώς και τους φόρους επί της ακινήτου περιουσίας,

ο όρος «επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών» σημαίνει τους τελωνειακούς δασμούς, λοιπά τέλη και άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών που δεν απαριθμούνται σε διαφορετικό σημείο της παρούσας υποσημείωσης,

ο όρος «έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των πωλήσεων, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τους φόρους κύκλου εργασιών, τους φόρους προστιθέμενης αξίας, τους φόρους επί της δικαιοχρησίας, τα τέλη χαρτοσήμου, τους φόρους μεταβίβασης, τους φόρους επί των αποθεμάτων και του εξοπλισμού, τους φόρους που επιβάλλονται στα σύνορα, καθώς και όλους τους άλλους φόρους πλην των άμεσων φόρων και των επιβαρύνσεων επί εισαγωγών,

ο όρος «προανακύψαντες έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους που επιβάλλονται επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται αμέσως ή εμμέσως για την παραγωγή δεδομένου προϊόντος,

ο όρος «σωρευτικοί έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους κλιμακούμενους σε πολλαπλά στάδια φόρους, οι οποίοι επιβάλλονται όταν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τη μεταγενέστερη πίστωση του φόρου σε περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε φόρο σε ένα στάδιο της παραγωγής χρησιμοποιούνται σε μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγής,

ο όρος «διαγραφή των φόρων» περιλαμβάνει την επιστροφή ή μείωση φόρων,

ο όρος «διαγραφή ή επιστροφή» περιλαμβάνει την ολοσχερή ή μερική απαλλαγή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών.

(3)  Η αναστολή πληρωμής δεν ισοδυναμεί κατ’ ανάγκη με εξαγωγική επιδότηση σε περίπτωση που, παραδείγματος χάρη, καταβάλλονται οι σχετικοί τόκοι.

(4)  Βλ. υποσημείωση 2.

(5)  Βλ. υποσημείωση 2.

(6)  Το στοιχείο στ) δεν ισχύει για συστήματα που στηρίζονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας ούτε για εκείνα που τον υποκαθιστούν με προσαρμογές του φόρου που επιβάλλεται στο σύνορα· το πρόβλημα της υπέρμετρης διαγραφής οφειλών από φόρους προστιθέμενης αξίας ρυθμίζεται αποκλειστικά από το στοιχείο ζ).

(7)  Βλ. υποσημείωση 2.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  (1)

Ι

1.

Τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να προβλέπουν την παραχώρηση απαλλαγής, διαγραφής ή αναστολής πληρωμής σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες). Παρομοίως, τα συστήματα επιστροφής είναι δυνατό να προβλέπουν τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων, οι οποίες επιβάλλονται για την εισαγωγή συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες).

2.

Στον «επεξηγηματικό κατάλογο εξαγωγικών επιδοτήσεων» του παραρτήματος I, και ειδικότερα στα στοιχεία η) και θ), χρησιμοποιείται ο όρος «συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος». Σύμφωνα με το στοιχείο η), τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο βαθμό που συνεπάγονται την απαλλαγή, τη διαγραφή ή την αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους πέραν του ποσού των αντίστοιχων φόρων που όντως επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Σύμφωνα με το στοιχείο θ), τα συστήματα επιστροφών είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο μέτρο που συνεπάγονται τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, οι οποίες αφορούν ποσά μεγαλύτερα των επιβαρύνσεων οι οποίες επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Και οι δύο παράγραφοι ορίζουν ότι, κατά την αξιολόγηση της κατανάλωσης των συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνήθεις απώλειες. Το στοιχείο θ) προβλέπει ακόμη τη δυνατότητα υποκατάστασης στις κατάλληλες περιπτώσεις.

II

3.

Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εξετάζει κατά πόσον συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, οφείλει κανονικά να ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο.

4.

Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα μείωσης έμμεσου φόρου ή ένα σύστημα επιστροφής φόρου ισοδυναμεί με την παροχή επιδότησης εξαιτίας της υπέρμετρης μείωσης ή της επιστροφής σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών συντελεστών παραγωγής οι οποίοι καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, η Επιτροπή εξετάζει κατά κανόνα πρώτα κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή διαδικασία προκειμένου να εξακριβώνουν ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος και σε ποιες ποσότητες. Όταν διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει κανονικά στη συνέχεια το εν λόγω σύστημα ή την εν λόγω διαδικασία, για να κρίνει αν είναι εύλογα και κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτά στόχου, καθώς και κατά πόσον στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 2, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι το σύστημα ή η διαδικασία εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

5.

Όταν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, όταν υπάρχει μεν αλλά δεν κρίνεται εύλογο ή όταν καθιερωθεί και κριθεί εύλογο, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι δεν εφαρμόζεται καθόλου είτε ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε η χώρα εξαγωγής οφείλει κατά κανόνα να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση με βάση τους πραγματικούς συντελεστές παραγωγής που έχουν χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης βάσει του σημείου 4.

6.

Η Επιτροπή οφείλει κανονικά να αντιμετωπίζει τους συντελεστές παραγωγής ως φυσικώς ενσωματωμένους, εφόσον αυτοί χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγική διαδικασία και έχουν ενσωματωθεί υλικά στο εξαγόμενο προϊόν. Ένας συντελεστής παραγωγής είναι δυνατόν να μην εμφανίζεται στο τελικό προϊόν με την ίδια μορφή υπό την οποία εισήλθε στην παραγωγική διαδικασία.

7.

Για τον προσδιορισμό της ποσότητας δεδομένου συντελεστή παραγωγής ο οποίος καταναλώνεται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει κανονικά να συνυπολογίζονται οι «συνήθεις απώλειες», οι οποίες πρέπει κανονικά να αντιμετωπίζονται ως αναλωθείσες για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Ο όρος «απώλειες» αναφέρεται σε εκείνο το μέρος δεδομένου συντελεστή παραγωγής, το οποίο δεν εξυπηρετεί κάποια ανεξάρτητη λειτουργία στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, δεν καταναλώνεται κατά την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λόγω προβλημάτων αναποτελεσματικότητας ή για άλλους λόγους) και το οποίο δεν ανακτάται, χρησιμοποιείται ή πωλείται από τον ίδιο κατασκευαστή.

8.

Όταν η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι απώλειες που ζητείται να ληφθούν υπόψη είναι οι «συνήθεις», οφείλει κατά κανόνα να συνεκτιμά τη μέθοδο παραγωγής, τη μέση πείρα του κλάδου παραγωγής στη χώρα εξαγωγής, καθώς και άλλους τεχνικούς παράγοντες, ανάλογα με την περίπτωση. Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη το ζήτημα του κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν υπολογίσει ορθώς το ποσό του αντιπροσωπεύουν οι απώλειες, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ποσό αυτό πρόκειται να συνυπολογισθεί στο ποσό της μείωσης ή της διαγραφής του οφειλόμενου φόρου ή δασμού.


(1)  Συντελεστές που καταναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία είναι οι συντελεστές που υλικά ενσωματώνονται στο προϊόν, η ενέργεια, τα καύσιμα και το πετρέλαιο που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία, καθώς και οι καταλύτες που καταναλώνονται κατά τη χρήση τους για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΟΤΑΝ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

I

Ένα σύστημα επιστροφής φόρου είναι δυνατό να προβλέπει την απόδοση ή την επιστροφή επιβαρύνσεων οι οποίες έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος, εφόσον το εν λόγω άλλο προϊόν κατά την εξαγωγή του περιέχει εγχώριους συντελεστές παραγωγής της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και εκείνοι που υποκατέστησαν τους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Σύμφωνα με το στοιχείο θ) του παραρτήματος I, ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ενδέχεται να αποτελεί εξαγωγική επιδότηση στο βαθμό που συνεπάγεται την επιστροφή σε έκταση μεγαλύτερη από το κανονικό των επιβαρύνσεων που επεβλήθησαν αρχικά στις εισαγωγές των συντελεστών παραγωγής σε σχέση με τους οποίους ζητείται η επιστροφή.

II

Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της έρευνάς της με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εξετάζει δεδομένο σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης, οφείλει κανονικά να ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο:

1)

Στο στοιχείο θ) του παραρτήματος I ορίζεται ότι συντελεστές παραγωγής προερχόμενοι από την εγχώρια αγορά είναι δυνατό να υποκαταστήσουν εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής για την παραγωγή ενός προϊόντος που προορίζεται για εξαγωγή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συντελεστές παραγωγής είναι της ίδιας ποσότητας και της ίδιας ποιότητας, και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους υποκαθιστάμενους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Η ύπαρξη συστήματος ή διαδικασίας επαλήθευσης είναι σημαντική, διότι επιτρέπει στις αρχές της χώρας εξαγωγής να εξασφαλίζουν και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η ποσότητα συντελεστών παραγωγής για την οποία ζητείται η επιστροφή δεν υπερβαίνει την ποσότητα παρόμοιων προϊόντων που εξάγονται υπό οιαδήποτε μορφή και ότι δεν σημειώνεται επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών πέραν εκείνων που επεβλήθησαν αρχικά στους εκάστοτε εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής.

2)

Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή επιδοτήσεων, η Επιτροπή πρέπει κανονικά να εξετάζει πρώτα κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή κάποια διαδικασία επαλήθευσης. Εφόσον διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει κανονικά στη συνέχεια τις σχετικές διαδικασίες επαλήθευσης, για να κρίνει κατά πόσον αυτές είναι εύλογες και κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτές στόχου, καθώς και αν στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Αν διαπιστωθεί ότι οι διαδικασίες πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και επιπλέον ότι εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε τεκμαίρεται ότι δεν παρέχεται επιδότηση. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 2, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι οι εκάστοτε διαδικασίες επαλήθευσης εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

3)

Όταν δεν προβλέπονται διαδικασίες επαλήθευσης, όταν προβλέπονται μεν αλλά δεν είναι εύλογες ή όταν τέτοιου είδους διαδικασίες προβλέπονται και έχουν κριθεί εύλογες, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζονται καθόλου, είτε ότι δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε ενδέχεται να συντρέχει περίπτωση επιδότησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η χώρα εξαγωγής είναι σκόπιμο να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση, με βάση τις συναλλαγές που όντως πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης κατ’ εφαρμογή του σημείου 2.

4)

Το γεγονός ότι στο πλαίσιο καθεστώτος επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη ότι οι εξαγωγείς δικαιούνται να επιλέξουν το συγκεκριμένο φορτίο εισαγόμενων προϊόντων για το οποίο θα ζητήσουν την επιστροφή του φόρου δεν ισοδυναμεί από μόνο του με την παροχή επιδότησης.

5)

Γίνεται δεκτό ότι έχει σημειωθεί καθ’ υπέρβαση επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του στοιχείου θ) του παραρτήματος I, όταν το Δημόσιο έχει καταβάλει τόκους για ποσά που έχει ενδεχομένως επιστρέψει στο πλαίσιο των συστημάτων επιστροφής φόρου που εφαρμόζει· η υπέρβαση ισούται με το ποσό του πράγματι καταβληθέντος ή του οφειλόμενου τόκου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

(Το παρόν παράρτημα αναπαράγει το παράρτημα 2 της συμφωνίας για τη γεωργία. Οι όροι ή οι εκφράσεις που δεν επεξηγούνται σε αυτό ή οι οποίοι δεν είναι αυτονόητοι, ερμηνεύονται με βάση την εν λόγω συμφωνία.)

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: Η ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΜΕΙΩΣΕΩΝ

1.

Τα μέτρα εσωτερικών ενισχύσεων για τα οποία ζητείται εξαίρεση από τις υποχρεώσεις επιβολής μειώσεων πρέπει να πληρούν το βασικό όρο, ήτοι ότι οι επιπτώσεις τους στη στρέβλωση των εμπορικών συναλλαγών ή στην παραγωγή είναι μηδενικές ή, το πολύ, ελάχιστες. Συνεπώς, όλα τα μέτρα για τα οποία ζητείται εξαίρεση, πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες βασικές προϋποθέσεις:

α)

οι σχετικές ενισχύσεις παρέχονται στο πλαίσιο κρατικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από πόρους του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων των διαφυγόντων κρατικών εσόδων), χωρίς μεταβιβάσεις από τους καταναλωτές· και

β)

οι σχετικές ενισχύσεις δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στήριξη των τιμών προς όφελος των παραγωγών,

καθώς και τα συγκεκριμένα για κάθε πολιτική κριτήρια και όρους, που ορίζονται κατωτέρω.

Προγράμματα δημοσίων υπηρεσιών

2.   Γενικές υπηρεσίες

Οι πολιτικές της συγκεκριμένης κατηγορίας αφορούν δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σε σχέση με προγράμματα, στο πλαίσιο των οποίων παρέχονται υπηρεσίες ή οφέλη στον τομέα της γεωργίας ή στους αγρότες. Δεν είναι δυνατό να περιλαμβάνουν άμεσες πληρωμές στους παραγωγούς ή στις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Αυτά τα προγράμματα, τα οποία περιλαμβάνουν εκείνα, μεταξύ άλλων, του ακόλουθου καταλόγου, πρέπει να πληρούν τα γενικά κριτήρια του σημείου 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται κατωτέρω:

α)

έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της γενικής έρευνας, σχετική με περιβαλλοντικά προγράμματα και ερευνητικά προγράμματα που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα·

β)

έλεγχος παρασίτων και νόσων, συμπεριλαμβανομένων των γενικών και ειδικών για κάθε προϊόν μέτρων ελέγχου παρασίτων και νόσων, όπως τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, η θέση σε απομόνωση και η εκρίζωση·

γ)

υπηρεσίες κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένων τόσο των γενικών, όσο και των εξειδικευμένων προγραμμάτων κατάρτισης·

δ)

υπηρεσίες γενικών εφαρμογών και παροχής συμβουλών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μέσων για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης πληροφοριών και πορισμάτων έρευνας στους παραγωγούς και τους καταναλωτές·

ε)

υπηρεσίες επιθεώρησης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών υπηρεσιών επιθεώρησης και του ελέγχου συγκεκριμένων προϊόντων για λόγους υγείας, ασφάλειας, ελέγχου της ποιότητας ή τυποποίησης·

στ)

υπηρεσίες εμπορίας και προώθησης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών των σχετικών με τις αγορές, της παροχής συμβουλών και της προώθησης συγκεκριμένων προϊόντων, αλλά εξαιρουμένων των δαπανών για μη καθορισμένους λόγους που θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν από τους πωλητές για τη μείωση της τιμής πώλησης ή για την παροχή άμεσου οικονομικού οφέλους στους αγοραστές· και

ζ)

υπηρεσίες υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτροδότησης, των οδών και άλλων μέσων μεταφοράς, των εγκαταστάσεων αγοράς και των λιμενικών εγκαταστάσεων, των δικτύων ύδρευσης, των φραγμάτων και συστημάτων αποστράγγισης, καθώς και έργα υποδομών που συνδέονται με περιβαλλοντικά προγράμματα. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι δαπάνες προορίζονται μόνο για την παροχή ή κατασκευή βασικού εξοπλισμού και δεν περιλαμβάνουν την επιδοτούμενη παροχή εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, πλην αυτών που προορίζονται για τη δικτύωση εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας. Δεν περιλαμβάνονται επιδοτήσεις για συντελεστές παραγωγής ή λειτουργικές δαπάνες ούτε η επιβολή ευνοϊκών τελών χρήσης.

3.   Δημόσια αποθέματα για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας (1)

Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικές με τη σώρευση και την κατοχή αποθεμάτων προϊόντων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός προγράμματος επισιτιστικής ασφάλειας το οποίο προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Στην κατηγορία αυτή είναι δυνατό να ανήκει η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την ιδιωτική αποθήκευση προϊόντων στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος.

Οόγκος και η σώρευση των σχετικών αποθεμάτων αντιστοιχεί σε προκαθορισμένους στόχους, που συνδέονται αποκλειστικά με την επισιτιστική ασφάλεια. Η διαδικασία σώρευσης και διάθεσης αποθεμάτων πρέπει να είναι διαφανής από χρηματοδοτική άποψη. Οι αγορές ειδών διατροφής από κρατικές αρχές πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς, και οι πωλήσεις από τα αποθέματα επισιτιστικής ασφάλειας πραγματοποιούνται σε τιμές όχι κατώτερες από τις τρέχουσες τιμές που ισχύουν στην εγχώρια αγορά για το εκάστοτε εξεταζόμενο προϊόν και ποιότητα.

4.   Εσωτερική επισιτιστική βοήθεια (2)

Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικά με τη χορήγηση εσωτερικής επισιτιστικής βοήθειας σε τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε ανάγκη.

Το δικαίωμα λήψης επισιτιστικής βοήθειας βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια που συνδέονται με τους στόχους διατροφής. Η εν λόγω βοήθεια συνίσταται στην απευθείας χορήγηση τροφίμων στους δικαιούχους ή στην παροχή των αναγκαίων μέσων προκειμένου να μπορέσουν οι επιλέξιμοι αποδέκτες να αγοράσουν τρόφιμα είτε σε τιμές αγοράς, είτε σε επιδοτούμενες τιμές. Οι αγορές τροφίμων από το Δημόσιο πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς, ενώ η χρηματοδότηση και η διαχείριση της βοήθειας είναι διαφανείς.

5.   Άμεσες ενισχύσεις σε παραγωγούς

Οι ενισχύσεις που παρέχονται μέσω άμεσων πληρωμών (ή διαφυγόντων εσόδων, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε είδος) σε παραγωγούς, για τις οποίες ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων, πρέπει να πληρούν τα βασικά κριτήρια που προβλέπονται στο σημείο 1, πέραν των ειδικών κριτηρίων που ισχύουν για μεμονωμένες κατηγορίες άμεσων πληρωμών, κατά τα οριζόμενα στα σημεία 6 έως 13. Στις περιπτώσεις που ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων για υφιστάμενες ή νέες κατηγορίες άμεσων πληρωμών, εκτός εκείνων που επισημαίνονται στις παραγράφους 6 έως 13, είναι αναγκαίο να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία β) έως ε) του σημείου 6, επιπλέον των γενικών κριτηρίων που καθορίζονται στο σημείο 1.

6.   Αποσυνδεδεμένη εισοδηματική ενίσχυση

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια, όπως το εισόδημα, η ιδιότητα του δικαιούχου ως παραγωγού ή γαιοκτήμονα, η χρησιμοποίηση συντελεστών παραγωγής ή το επίπεδο παραγωγής σε καθορισμένη και σταθερή περίοδο βάσης.

β)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στον τύπο ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης.

γ)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή προϊόντων κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

ε)

Για την απολαβή των σχετικών ενισχύσεων δεν απαιτείται η πραγματοποίηση παραγωγής.

7.   Χρηματοδοτική συμμετοχή του Δημοσίου σε προγράμματα ασφάλισης των εισοδημάτων και σε προγράμματα τα οποία θεσπίζουν μηχανισμό ασφάλειας των εισοδημάτων

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές καθορίζεται βάσει της απώλειας εισοδήματος, λαμβανομένου υπόψη μόνο του εισοδήματος που προέρχεται από τη γεωργία, που υπερβαίνει το 30 % του μέσου ακαθάριστου εισοδήματος ή του ισοδύναμου σε όρους καθαρού εισοδήματος (εξαιρουμένων τυχόν πληρωμών από τα ίδια ή παρόμοια προγράμματα) κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων ετών ή ενός μέσου όρου τριών ετών που εκτιμάται βάσει των προηγουμένων πέντε ετών, αποκλειομένων της μεγαλύτερης και της μικρότερης τιμής. Όλοι οι παραγωγοί που πληρούν αυτή την προϋπόθεση έχουν δικαίωμα απολαβής των σχετικών πληρωμών.

β)

Το ποσό των σχετικών πληρωμών αντισταθμίζει σε ποσοστό κατώτερο του 70 % την απώλεια εισοδήματος του παραγωγού κατά το έτος στο οποίο ο παραγωγός αποκτά το δικαίωμα απολαβής της σχετικής βοήθειας.

γ)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών εξαρτάται αποκλειστικά από το εισόδημα. Δεν συνδέεται με τον τύπο ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό ούτε με τις εγχώριες ή διεθνείς τιμές που εφαρμόζονται για την εν λόγω παραγωγή ούτε με τους χρησιμοποιούμενους συντελεστές παραγωγής.

δ)

Στην περίπτωση που καταβάλλονται σε έναν παραγωγό, κατά το ίδιο έτος, πληρωμές βάσει τόσο του παρόντος σημείου, όσο και του σημείου 8 (ενισχύσεις για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών), το ύψος του συνόλου των σχετικών πληρωμών πρέπει να είναι κατώτερο από το 100 % της συνολικής ζημίας του παραγωγού.

8.   Πληρωμές (που πραγματοποιούνται είτε απευθείας είτε μέσω χρηματοδοτικής συμμετοχής του κράτους σε προγράμματα ασφάλισης των καλλιεργειών) με στόχο την ανακούφιση από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται στην επίσημη αναγνώριση εκ μέρους των δημοσίων αρχών ότι έχει επέλθει ή βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια φυσική ή παρόμοια καταστροφή (συμπεριλαμβανομένων των επιδημιών, της προσβολής από παράσιτα, των πυρηνικών ατυχημάτων και των πολεμικών συγκρούσεων στην επικράτεια του οικείου μέλους)· καθορίζεται βάσει απώλειας παραγωγής που υπερβαίνει το 30 % της μέσης παραγωγής κατά την προηγούμενη τριετία ή του μέσου όρου τριών ετών που βασίζεται στην προηγούμενη πενταετία, αποκλειομένων της υψηλότερης και της χαμηλότερης τιμής.

β)

Η καταβολή πληρωμών ύστερα από μια καταστροφή πραγματοποιείται μόνον όσον αφορά τις απώλειες εισοδήματος, ζωικού κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που αφορούν την κτηνιατρική περίθαλψη των ζώων), γης ή άλλων συντελεστών παραγωγής, εξαιτίας της εκάστοτε φυσικής καταστροφής.

γ)

Οι πληρωμές δεν παρέχουν αντιστάθμισμα ανώτερο από το συνολικό κόστος της αποκατάστασης των σχετικών απωλειών και δεν εξαρτώνται από, ούτε προσδιορίζουν τον τύπο ή τον όγκο της μελλοντικής παραγωγής.

δ)

Οι πληρωμές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας καταστροφής δεν υπερβαίνουν το επίπεδο που απαιτείται για την πρόληψη ή την άμβλυνση των περαιτέρω απωλειών, όπως ορίζονται στο στοιχείο β).

ε)

Σε περίπτωση που καταβάλλονται σε έναν παραγωγό, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, πληρωμές τόσο βάσει του παρόντος σημείου, όσο και του σημείου 7 (προγράμματα εγγύησης εισοδημάτων και δημιουργίας μηχανισμών προστασίας εισοδημάτων), το σύνολο των εν λόγω πληρωμών επιβάλλεται να είναι κατώτερο του 100 % της συνολικής ζημίας του παραγωγού.

9.   Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται μέσω των προγραμμάτων συνταξιοδότησης των παραγωγών

α)

Η επιλεξιμότητα για τέτοιου είδους πληρωμές κρίνεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της συνταξιοδότησης ατόμων που απασχολούνται στην παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων ή τη μετακίνησή τους σε μη γεωργικές δραστηριότητες.

β)

Προϋπόθεση της πραγματοποίησης των πληρωμών είναι η ολοκληρωτική και μόνιμη αποχώρηση των δικαιούχων από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

10.   Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται στο πλαίσιο προγραμμάτων απόσυρσης παραγωγικών πόρων

α)

Η επιλεξιμότητα για τις σχετικές πληρωμές κρίνεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στην απόσυρση των γαιών ή άλλων πόρων, συμπεριλαμβανομένου του ζωικού κεφαλαίου, από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

β)

Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των πληρωμών είναι η απόσυρση των γαιών από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων για ελάχιστο χρονικό διάστημα τριών ετών και, στην περίπτωση του ζωικού κεφαλαίου, η σφαγή ή η οριστική και μόνιμη διάθεσή του.

γ)

Η πραγματοποίηση των πληρωμών δεν προϋποθέτει ούτε καθορίζει τυχόν εναλλακτική χρήση των σχετικών γαιών ή άλλων πόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

δ)

Οι πληρωμές δεν συνδέονται με το είδος ή τον όγκο παραγωγής ούτε με τις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή που πραγματοποιείται με χρήση των γαιών ή των λοιπών πόρων που παραμένουν στην παραγωγή.

11.   Βοήθεια για διαρθρωτικές προσαρμογές που παρέχεται μέσω ενισχύσεων για τις επενδύσεις

α)

Η επιλεξιμότητα των εν λόγω πληρωμών κρίνεται με σαφώς καθορισμένα κριτήρια, στο πλαίσιο κρατικών προγραμμάτων, που αποσκοπούν στην υποβοήθηση της χρηματοδοτικής ή υλικής αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων ενός παραγωγού για την αντιμετώπιση αντικειμενικά αποδεδειγμένων διαρθρωτικών μειονεκτημάτων. Η επιλεξιμότητα για τα εν λόγω προγράμματα μπορεί επίσης να βασίζεται σε σαφώς καθορισμένο κρατικό πρόγραμμα επανιδιωτικοποίησης των γεωργικών εκτάσεων.

β)

Το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, εφόσον τούτο δεν προβλέπεται στο στοιχείο ε).

γ)

Το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Οι πληρωμές πραγματοποιούνται μόνο κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την υλοποίηση των επενδύσεων για τις οποίες παρέχονται.

ε)

Για την πραγματοποίηση των πληρωμών δεν επιβάλλονται ούτε καθορίζονται με οιονδήποτε τρόπο τα γεωργικά προϊόντα τα οποία οφείλουν να παράγουν οι αποδέκτες, με εξαίρεση την περίπτωση που ζητείται από αυτούς να μην παράγουν ένα συγκεκριμένο προϊόν.

στ)

Οι πληρωμές περιορίζονται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την αντιστάθμιση του διαρθρωτικού μειονεκτήματος.

12.   Πληρωμές στο πλαίσιο περιβαλλοντικών προγραμμάτων

α)

Η επιλεξιμότητα των σχετικών πληρωμών κρίνεται στο πλαίσιο ενός σαφώς καθορισμένου κρατικού προγράμματος προστασίας του περιβάλλοντος ή διαφύλαξης των φυσικών πόρων και εξαρτάται από την τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, στο πλαίσιο του κρατικού προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων που αφορούν τις μεθόδους ή τους συντελεστές παραγωγής.

β)

Το ποσό των πληρωμών περιορίζεται στις επιπλέον δαπάνες ή τις απώλειες εισοδήματος που απορρέουν από την τήρηση του κρατικού προγράμματος.

13.   Πληρωμές στο πλαίσιο προγραμμάτων περιφερειακών ενισχύσεων

α)

Δικαίωμα σε τέτοιου είδους πληρωμές έχουν μόνον οι παραγωγοί μειονεκτικών περιοχών. Κάθε τέτοια περιοχή πρέπει να συνιστά ευκρινώς καθορισμένη και συνεχόμενη γεωγραφική περιφέρεια, με σαφή οικονομική και διοικητική ταυτότητα, η οποία θεωρείται μειονεκτική βάσει ουδέτερων και αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται επακριβώς σε νόμο ή ρύθμιση και από τα οποία συνάγεται ότι οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η εκάστοτε περιοχή δεν οφείλονται μόνο σε προσωρινές συνθήκες.

β)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, εκτός εάν πρόκειται για μείωση της εν λόγω παραγωγής.

γ)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για προϊόντα που παράγονται κατά τη διάρκεια οιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Δικαίωμα στις πληρωμές έχουν αποκλειστικά οι παραγωγοί των επιλέξιμων περιοχών. Ωστόσο, δικαίωμα στις εν λόγω πληρωμές πρέπει να έχει το σύνολο των παραγωγών των σχετικών περιοχών.

ε)

Στις περιπτώσεις που συνδέονται με τους συντελεστές παραγωγής, οι πληρωμές πραγματοποιούνται βάσει προοδευτικά μειούμενου συντελεστή, πέραν του καθορισμένου για τον εκάστοτε συντελεστή παραγωγής ορίου.

στ)

Οι πληρωμές περιορίζονται στις επιπλέον δαπάνες ή στην απώλεια εισοδήματος που ανακύπτουν κατά την παραγωγή γεωργικών προϊόντων στην καθορισμένη περιοχή.


(1)  Για τους σκοπούς του σημείου 3 του παρόντος παραρτήματος, τα κρατικά προγράμματα αποθεμάτων για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας σε αναπτυσσόμενες χώρες, η λειτουργία των οποίων είναι διαφανής και εξασφαλίζεται σύμφωνα με επισήμως δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια ή κατευθυντήριες γραμμές, θεωρείται ότι συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος σημείου, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων στο πλαίσιο των οποίων αποθέματα ειδών διατροφής για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας αγοράζονται και διατίθενται σε προκαθορισμένες τιμές, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της εξωτερικής τιμής αναφοράς λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της AME.

(2)  Για τους σκοπούς των σημείων 3 και 4 του παρόντος παραρτήματος, η παροχή ειδών διατροφής σε επιδοτούμενες τιμές με στόχο την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών των πτωχών στις αστικές και αγροτικές περιοχές των αναπτυσσομένων χωρών, σε τακτική βάση και σε λογικές τιμές, θεωρείται ότι συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος σημείου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1973/2002 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 305 της 7.11.2002, σ. 4)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12)

Μόνον το άρθρο 2


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 αρχική φράση

Άρθρο 2 αρχική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 τελική φράση

Άρθρο 2 στοιχείο α) αρχική πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 στοιχείο α) τελική πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) πρώτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεύτερη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) τρίτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ)

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) πρώτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο δεύτερη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 9

Άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 10 παράγραφοι 7 έως 13

Άρθρο 10 παράγραφοι 5 έως 11

Άρθρο 10 παράγραφος 14 πρώτη πρόταση

Άρθρο 10 παράγραφος 12 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 14 δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 10 παράγραφος 12 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφοι 15 και 16

Άρθρο 10 παράγραφοι 13 και 14

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 3 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 4 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 4 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τρίτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 7 πρώτη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 7 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 11 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφοι 8, 9 και 10

Άρθρο 11 παράγραφοι 8, 9 και 10

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 τρίτη και τέταρτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 πέμπτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 13 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 13 παράγραφος 6 πρώτη, δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 6 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 13 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο τρίτη πρόταση

Άρθρο 13 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 10

Άρθρο 13 παράγραφος 10

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 14 παράγραφος 5 εισαγωγή

Άρθρο 14 παράγραφος 5 αρχική φράση

Άρθρο 14 παράγραφος 5 στοιχεία α)

Άρθρο 14 παράγραφος 5 δεύτερο μέρος της πρότασης από «όταν πρόκειται» μέχρι «κατ’ αξία»

Άρθρο 14 παράγραφος 5 τελευταία φράση

Άρθρο 14 παράγραφος 5 τελευταίο μέρος της πρότασης

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τέταρτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πέμπτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 3 πρώτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 3 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 3 τρίτη πρόταση

Άρθρο 15 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 16 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 4 εισαγωγή πρώτο μέρος

Άρθρο 16 παράγραφος 4 εισαγωγή πρώτο μέρος

Άρθρο 16 παράγραφος 4 εισαγωγή δεύτερο μέρος

Άρθρο 16 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο εισαγωγή και στοιχεία α) και β)

Άρθρο 16 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 16 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο στοιχεία γ) και δ)

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 17

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 19

Άρθρο 20 πρώτη πρόταση

Άρθρο 20 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 20 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 20 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 21 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 21 παράγραφος 4 πρώτη πρόταση

Άρθρο 21 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 21 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 4 τρίτη πρόταση

Άρθρο 21 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τέταρτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πέμπτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο εισαγωγή

Άρθρο 22 παράγραφος 1 έκτο εδάφιο εισαγωγή

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 22 παράγραφος 1 έκτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 έβδομο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 2 τρίτη πρόταση

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 5

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 22 παράγραφος 6

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τρίτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, από «Η πρακτική, διαδικασία» έως «περιλαμβάνει:»

Άρθρο 23 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο αρχική φράση

Άρθρο 23 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, από «την ελαφρά τροποποίηση» έως «των κατασκευαστών»

Άρθρο 23 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 2 τρίτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 2 τέταρτη και πέμπτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 2 έκτη και έβδομη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 5

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο τρίτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, τέταρτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 6 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 23 παράγραφος 7

Άρθρο 23 παράγραφος 4

Άρθρο 23 παράγραφος 8

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 1 τρίτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 2 δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 4 πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 4 τρίτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 4 τέταρτη και πέμπτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 5 πρώτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 5 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 5 τρίτη και τέταρτη πρόταση

Άρθρο 24 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφοι 6 και 7

Άρθρο 24 παράγραφοι 6 και 7

Άρθρο 25

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Άρθρο 26

Άρθρο 27 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 27 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 27 παράγραφος 4 πρώτη πρόταση

Άρθρο 27 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 27 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 27 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 28

Άρθρο 28

Άρθρο 29 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 29 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 29 παράγραφος 6 πρώτη πρόταση

Άρθρο 29 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 29 παράγραφος 6 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 29 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 30 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτη, δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφος 4, τελική πρόταση

Άρθρο 30 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφος 5

Άρθρο 30 παράγραφος 5

Άρθρο 31

Άρθρο 31

Άρθρο 32

Άρθρο 32

Άρθρο 33

Άρθρο 33

Άρθρο 34

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 35

Παραρτήματα I έως IV

Παραρτήματα I έως IV

Παράρτημα V

Παράρτημα VI


Διορθωτικά

18.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 188/127


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 444/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2252/2004 του Συμβουλίου σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 142 της 6ης Ιουνίου 2009 )

Στον τίτλο του κανονισμού, στο εξώφυλλο και στη σελίδα 1:

αντί:

διάβαζε: