ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2009.149.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
12 Ιουνίου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 492/2009 του Συμβουλίου, της 25 Μαΐου 2009, περί κατάργησης 14 κανονισμών άνευ αντικειμένου στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 493/2009 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

4

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 494/2009 της Επιτροπής, της 3 Ιουνίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 27 ( 1 )

6

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 495/2009 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 3 ( 1 )

22

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 496/2009 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 872/2004 του Συμβουλίου σχετικά με περαιτέρω περιοριστικά μέτρα έναντι της Λιβερίας

60

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Συμβούλιο

 

 

2009/447/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, περί κατάργησης της οδηγίας 83/515/ΕΟΚ και 11 αποφάσεων άνευ αντικειμένου στον τομέα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής

62

 

 

2009/448/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 28 Μαΐου 2009, για την τροποποίηση της απόφασης 1999/70/ΕΚ σχετικά με τους εξωτερικούς ελεγκτές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά τους εξωτερικούς ελεγκτές της Κεντρικής Τράπεζας των Κάτω Χωρών (De Nederlandsche Bank)

64

 

 

Επιτροπή

 

 

2009/449/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2009, σχετικά με την επιλογή φορέων εκμετάλλευσης πανευρωπαϊκών συστημάτων που παρέχουν κινητές δορυφορικές υπηρεσίες (ΚΔΥ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 3746]

65

 

 

2009/450/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη λεπτομερή ερμηνεία των αεροπορικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4293]  ( 1 )

69

 

 

2009/451/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποδεχθεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4427]

73

 

 

2009/452/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2009, για την περάτωση της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές μεταλλικού νατρίου καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

74

 

 

2009/453/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2009, για τη λήξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές μεταλλικού νατρίου καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

76

 

 

2009/454/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2009, για τροποποίηση της απόφασης 2008/938/ΕΚ για τον κατάλογο των δικαιούχων χωρών που μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4383]

78

 

 

ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

 

Επιτροπή

 

*

Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

80

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 492/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 25 Μαΐου 2009

περί κατάργησης 14 κανονισμών άνευ αντικειμένου στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37,

την πράξη προσχώρησης του 1985, και ιδίως τα άρθρα 162, 163 παράγραφος 3, 164 παράγραφος 4, 165 παράγραφος 8, 171, 349 παράγραφος 5, 350, 351 παράγραφος 5, 352 παράγραφος 9 και 358,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 20,

την πράξη προσχώρησης του 2003, και ιδίως το άρθρο 24 και τα Παραρτήματα VI, VIII, IX και XII,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η βελτίωση της διαφάνειας του κοινοτικού δικαίου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της στρατηγικής για τη βελτίωση της νομοθεσίας που υλοποιούν τα όργανα της Κοινότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ενδείκνυται η κατάργηση εκείνων των νομοθετικών πράξεων που είναι πλέον άνευ πραγματικού αντικειμένου.

(2)

Οι ακόλουθοι κανονισμοί που αφορούν την κοινή αλιευτική πολιτική έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου, παρόλο που τυπικά συνεχίζουν να ισχύουν:

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 31/83 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1982, περί ενδιάμεσης κοινής δράσης αναδιάρθρωσης του τομέα της παράκτιας αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (2). Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι αφορούσε κοινοτική χρηματοδότηση επενδυτικών έργων κατά το έτος 1982·

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3117/85 του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 1985, για τη θέσπιση γενικών κανόνων σχετικά με τη χορήγηση εξισωτικών αποζημιώσεων για τις σαρδέλες (3) Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν για εφαρμογή κατά τη μεταβατική περίοδο μετά την προσχώρηση της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα·

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3781/85 του Συμβουλίου, της 31ης Δεκεμβρίου 1985, για τη θέσπιση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για τους συναλλασσόμενους που δεν τηρούν ορισμένες διατάξεις σχετικά με τις δραστηριότητες αλιείας που προβλέπονται στην πράξη προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (4). Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν για εφαρμογή κατά τη μεταβατική περίοδο μετά την προσχώρηση της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα·

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3252/87 του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1987, για το συντονισμό και την προώθηση της έρευνας στον τομέα της αλιείας (5). Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι το αντικείμενό του καλύπτεται σήμερα από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική (6)·

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3571/90 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1990, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων σχετικών με την εφαρμογή της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (7) Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν για εφαρμογή κατά τη μεταβατική περίοδο μετά την ενοποίηση της Γερμανίας·

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3499/91 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1991, για την κοινοτική πλαισίωση μελετών και προτύπων σχεδίων που αφορούν τη διατήρηση και διαχείριση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο (8) Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι το αντικείμενό του καλύπτεται σήμερα από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με μέτρα διαχείρισης για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1626/94 (9)·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1275/94 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, για την προσαρμογή του καθεστώτος που προβλέπεται στα κεφάλαια «Αλιεία» της πράξης προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (10). Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν για εφαρμογή κατά τη μεταβατική περίοδο μετά την προσχώρηση της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1448/1999 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1999, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων διαχείρισης ορισμένων αλιευτικών δραστηριοτήτων στη Μεσόγειο και για την τροποποίηση του κανονισμού (EC) αριθ. 1626/94 (11) Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι το αντικείμενό του καλύπτεται σήμερα από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1967/2006·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 300/2001 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 2001, για τη θέσπιση μέτρων που θα εφαρμοστούν το 2001 για την αποκατάσταση του αποθέματος γάδου στη Θάλασσα της Ιρλανδίας (διαίρεση ICES VΙΙα) (12) Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν να παραμείνει σε ισχύ κατά τη διάρκεια περιόδου η οποία έχει λήξει·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2561/2001 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2001, για την προώθηση της μετατροπής των στόλων οι οποίοι εξαρτώντο, μέχρι το 1999, από την αλιευτική συμφωνία με το Μαρόκο (13). Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι τα σχέδια μετατροπής του εθνικού στόλου για τα οποία ίσχυε, έχουν ολοκληρωθεί·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2341/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, περί καθορισμού, για το 2003, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων (14). Ο κανονισμός αυτός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν να καλύψει αλιευτικές δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2003·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2372/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων για την αποζημίωση της ισπανικής αλιείας, οστρακοκαλλιέργειας και υδατοκαλλιέργειας που έχουν πληγεί από τη ρύπανση πετρελαίου που προκλήθηκε από το πλοίο Prestige (15). Ο εν λόγω κανονισμός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι το εθνικό πρόγραμμα αντιστάθμισης για το οποίο ίσχυε έχει ολοκληρωθεί·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2287/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2003, περί καθορισμού, για το 2004, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων (16). Ο κανονισμός αυτός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν να καλύψει αλιευτικές δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2004·

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 52/2006 του συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2005 περί καθορισμού, για το 2006, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στη Βαλτική Θάλασσα (17). Ο κανονισμός αυτός είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι προοριζόταν να καλύψει αλιευτικές δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2006.

(3)

Για λόγους νομικής ασφάλειας και σαφήνειας οι εν λόγω κανονισμοί άνευ αντικειμένου θα πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κανονισμοί προς κατάργηση

Οι κανονισμοί: (ΕΟΚ) αριθ. 31/83, (ΕΟΚ) αριθ. 3117/85, (ΕΟΚ) αριθ. 3781/85, (ΕΟΚ) αριθ. 3252/87, (ΕΟΚ) αριθ. 3571/90, (ΕΟΚ) αριθ. 3499/91, (ΕΚ) αριθ. 1275/94, (ΕΚ) αριθ. 1448/1999, (ΕΚ) αριθ. 300/2001, (ΕΚ) αριθ. 2561/2001, (ΕΚ) αριθ. 2341/2002, (ΕΚ) αριθ. 2372/2002, (ΕΚ) αριθ. 2287/2003 και (ΕΚ) αριθ. 52/2006 καταργούνται.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. ŠEBESTA


(1)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(2)  ΕΕ L 5 της 7.1.1983, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 297 της 9.11.1985, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 363, 31.12.1985, σ. 26.

(5)  ΕΕ L 314 της 4.11.1987, σ. 17.

(6)  ΕΕ L 60 της 5.3.2008, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 353 της 17.12.1990, σ. 10.

(8)  ΕΕ L 331 της 3.12.1991, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 409 της 30.12.2006, σ. 11.

(10)  ΕΕ L 140 της 3.6.1994, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 167 της 2.7.1999, σ. 7.

(12)  ΕΕ L 44 της 15.2.2001, σ. 12.

(13)  ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 17.

(14)  ΕΕ L 356 της 31.12.2002, σ. 12.

(15)  ΕΕ L 358 της31.12.2002, σ. 81.

(16)  ΕΕ L 344 της 31.12.2003, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 16 της 20.1.2006, σ. 184.


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/4


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 493/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Ιουνίου 2009

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Ιουνίου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MA

37,3

MK

35,9

TR

46,6

ZA

28,0

ZZ

37,0

0707 00 05

JO

162,3

MK

31,4

TR

113,6

ZZ

102,4

0709 90 70

TR

113,7

ZZ

113,7

0805 50 10

AR

58,4

TR

58,3

ZA

53,0

ZZ

56,6

0808 10 80

AR

78,3

BR

73,1

CL

92,4

CN

102,4

NA

101,9

NZ

106,7

US

118,7

ZA

77,1

ZZ

93,8

0809 10 00

TN

146,2

TR

186,4

ZZ

166,3

0809 20 95

TR

441,7

ZZ

441,7


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 494/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3 Ιουνίου 2009

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 27

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 (2) της Επιτροπής υιοθετήθηκαν ορισμένα από τα υφιστάμενα στις 15 Οκτωβρίου 2008 διεθνή λογιστικά πρότυπα και διερμηνείες.

(2)

Στις 10 Ιανουαρίου 2008, ο Οργανισμός Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΟΔΛΠ) δημοσίευσε τροποποιήσεις του διεθνούς λογιστικού προτύπου 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις, εφεξής «τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 27». Οι τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 27 καθορίζουν κάτω από ποιες περιστάσεις μια οικονομική οντότητα οφείλει να συντάσσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, πώς πρέπει να λογιστικοποιούν οι μητρικές οικονομικές οντότητες τις μεταβολές των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε θυγατρικές και πώς πρέπει να επιμερίζονται οι ζημίες μιας θυγατρικής μεταξύ της ελέγχουσας και της μη ελέγχουσας συμμετοχής.

(3)

Οι διαβουλεύσεις με την ομάδα τεχνικών εμπειρογνωμόνων (TEG) της ευρωπαϊκής συμβουλευτικής ομάδας για θέματα χρηματοοικονομικής αναφοράς (EFRAG) επιβεβαιώνουν ότι οι τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 27 πληρούν τα τεχνικά κριτήρια έγκρισης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Σύμφωνα με την απόφαση 2006/505/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2006, για τη σύσταση ομάδας εξέτασης γνωμών επί των λογιστικών προτύπων προκειμένου να συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα των γνωμών της συμβουλευτικής επιτροπής για τη χρηματοοικονομική αναφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EFRAG) (3), η ομάδα εξέτασης γνωμών επί των λογιστικών προτύπων μελέτησε τη γνώμη της EFRAG σχετικά με την έγκριση και διαβίβασε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την άποψη ότι η γνώμη αυτή είναι εξισορροπημένη και αντικειμενική.

(4)

Η έγκριση των τροποποιήσεων στο ΔΛΠ 27 συνεπάγεται τροποποιήσεις στα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ) 1, ΔΠΧΑ 4, ΔΠΧΑ 5, ΔΛΠ 1, ΔΛΠ 7, ΔΛΠ 14, ΔΛΠ 21, ΔΛΠ 28, ΔΛΠ 31, ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 33, ΔΛΠ 39 και στη διερμηνεία 7 της Μόνιμης Επιτροπής Διερμηνειών (ΜΕΔ) προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέπεια μεταξύ των διεθνών λογιστικών προτύπων.

(5)

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Κανονιστικής Επιτροπής Λογιστικών Θεμάτων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού·

2)

Τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ) 1, ΔΠΧΑ 4, ΔΠΧΑ 5, ΔΛΠ 1, ΔΛΠ 7, ΔΛΠ 14, ΔΛΠ 21, ΔΛΠ 28, ΔΛΠ 31, ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 33, ΔΛΠ 39 και η διερμηνεία 7 της Μόνιμης Επιτροπής Διερμηνειών (ΜΕΔ) τροποποιούνται σύμφωνα με τις τροποποιήσεις του ΔΛΠ 27 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Οι εταιρείες εφαρμόζουν τις τροποποιήσεις του ΔΛΠ 27 σύμφωνα με τα όσα ορίζει το Παράρτημα του παρόντος κανονισμού το αργότερο από την ημερομηνία έναρξης του πρώτου οικονομικού έτους τους που αρχίζει μετά τις 30 Ιουνίου 2009.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 3 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 199 της 21.7.2006, σ. 33.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

IAS 27

Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προστατεύονται όλα τα δικαιώματα με εξαίρεση του δικαιώματος αναπαραγωγής για προσωπική χρήση ή άλλους θεμιτούς σκοπούς. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στο Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) στη διεύθυνση www.iasb.org

ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 27

Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1

Το παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται για την κατάρτιση και παρουσίαση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων για όμιλο οικονομικών οντοτήτων που υπάγεται στον έλεγχο μιας μητρικής εταιρείας.

2

Το Πρότυπο δεν ασχολείται με μεθόδους λογιστικής για συνενώσεις επιχειρήσεων και τις επιδράσεις τους στην ενοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της υπεραξίας που προκύπτει σε μια συνένωση επιχειρήσεων (βλέπε Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων).

3

Το παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται επίσης στο λογιστικό χειρισμό των επενδύσεων σε θυγατρικές εταιρείες, από κοινού ελεγχόμενες οικονομικές οντότητες και συγγενείς επιχειρήσεις όταν η οικονομική οντότητα επιλέγει να παρουσιάσει ατομικές οικονομικές καταστάσεις ή όταν αυτό επιβάλλεται από τοπικούς κανονισμούς.

ΟΡΙΣΜΟΙ

4

Οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται σε αυτό το Πρότυπο με τις έννοιες που καθορίζονται:

Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις είναι οι οικονομικές καταστάσεις ενός ομίλου που παρουσιάζονται ως εκείνες μιας ενιαίας οικονομικής οντότητας.

Έλεγχος είναι το δικαίωμα κατεύθυνσης των χρηματοοικονομικών και επιχειρηματικών πολιτικών μιας οικονομικής οντότητας, ούτως ώστε να λαμβάνονται οφέλη από τις δραστηριότητές της.

Όμιλος είναι μια μητρική εταιρεία και όλες οι θυγατρικές της.

Μη ελέγχουσες συμμετοχές είναι το μέρος των ιδίων κεφαλαίων μιας θυγατρικής που δεν αναλογούν, απευθείας ή εμμέσως, σε μητρική εταιρεία.

Μητρική είναι μια οικονομική οντότητα που έχει μία ή περισσότερες θυγατρικές.

Ατομικές (χωριστές) οικονομικές καταστάσεις είναι εκείνες που παρουσιάζονται από μητρική εταιρεία ή επενδυτή σε συγγενή εταιρεία ή από μέλος κοινοπραξίας σε από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα, στην οποία οι επενδύσεις αντιμετωπίζονται λογιστικά βάσει του άμεσου συμμετοχικού δικαιώματος και όχι βάσει των παρουσιαζόμενων αποτελεσμάτων και των καθαρών περιουσιακών στοιχείων των εκδοτριών.

Θυγατρική είναι μια οικονομική οντότητα, συμπεριλαμβανομένης μιας οικονομικής οντότητας χωρίς εταιρική μορφή όπως είναι ένας συνεταιρισμός, που ελέγχεται από μία άλλη οικονομική οντότητα (γνωστή ως μητρική εταιρεία).

5

Η μητρική ή η θυγατρική της εταιρεία μπορεί να είναι επενδυτής σε συγγενή εταιρεία ή μέλος κοινοπραξίας σε από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται και παρουσιάζονται σύμφωνα με το παρόν Πρότυπο καταρτίζονται ώστε να είναι και σύμμορφες με το Δ.Λ.Π. 28 Επενδύσεις σε Συγγενείς Επιχειρήσεις και το Δ.Λ.Π. 31 Συμμετοχές σε Κοινοπραξίες.

6

Για την οικονομική οντότητα που περιγράφεται στην παράγραφο 5, ατομικές οικονομικές καταστάσεις είναι εκείνες που καταρτίζονται και παρουσιάζονται επιπρόσθετα των οικονομικών καταστάσεων της παραγράφου 5. Ατομικές οικονομικές καταστάσεις δεν χρειάζεται να προσαρτώνται ή να συνοδεύουν τέτοιες οικονομικές καταστάσεις.

7

Οι οικονομικές καταστάσεις οικονομικής οντότητας που δεν έχει θυγατρική ή συγγενή εταιρεία ή δικαιώματα κοινοπρακτούντος σε από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα δεν αποτελούν ατομικές οικονομικές καταστάσεις.

8

Η μητρική εταιρεία που απαλλάσσεται από την παρουσίαση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 10 μπορεί να παρουσιάσει ατομικές οικονομικές καταστάσεις ως μοναδικές της οικονομικές καταστάσεις.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

9

Η μητρική, εκτός της μητρικής που περιγράφεται στην παράγραφο 10, θα παρουσιάζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις στις οποίες ενοποιεί τις επενδύσεις της σε θυγατρικές εταιρείες σύμφωνα με το παρόν Πρότυπο.

10

Η μητρική εταιρεία δεν απαιτείται να παρουσιάζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις μόνον και μόνον εφόσον:

α)

η ίδια η μητρική εταιρεία (είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει θυγατρική άλλης οικονομικής οντότητας) κατέχεται εξολοκλήρου ή μερικώς από άλλη οικονομική οντότητα και οι λοιποί ιδιοκτήτες της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, έχουν ενημερωθεί ότι η μητρική εταιρεία δεν θα καταρτίσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και δεν έχουν αντιρρήσεις επ’αυτού,

β)

οι χρεωστικοί ή συμμετοχικοί τίτλοι της μητρικής εταιρείας δεν διαπραγματεύονται δημόσια (σε εγχώριο ή αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε εξωχρηματιστηριακή αγορά που συμπεριλαμβάνει τοπικές και περιφερειακές αγορές),

γ)

η μητρική εταιρεία δεν έχει υποβάλει ούτε βρίσκεται στη διαδικασία υποβολής των οικονομικών καταστάσεών της σε επιτροπή χρηματιστηριακών συναλλαγών ή άλλη διοικητική αρχή προκειμένου να εκδώσει τίτλους οποιασδήποτε κατηγορίας σε δημόσια αγορά, και

δ)

η τελική ή οποιαδήποτε ενδιάμεση μητρική εταιρεία της μητρικής εταιρείας δημοσιεύει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για δημόσια χρήση που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς.

11

Η μητρική εταιρεία που επιλέγει την απαλλαγή από την παρουσίαση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 10 και παρουσιάζει μόνον ατομικές οικονομικές καταστάσεις, πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 38-43.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

12

Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις θα περιλαμβάνουν όλες τις θυγατρικές της μητρικής εταιρείας  (1).

13

Ο έλεγχος τεκμαίρεται ότι υπάρχει, όταν περισσότερο από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου μιας οικονομικής οντότητας ανήκει, άμεσα ή έμμεσα μέσω θυγατρικών, στη μητρική εταιρεία, εκτός αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να αποδειχθεί καθαρά ότι τέτοια κυριότητα δεν συνιστά έλεγχο. Έλεγχος επίσης υπάρχει και αν ακόμα η μητρική εταιρεία κατέχει το ήμισυ ή λιγότερο των δικαιωμάτων ψήφου μιας οικονομικής οντότητας, όταν έχει: (2)

α)

εξουσία σε περισσότερο από (δικαίωμα ελέγχου που υπερβαίνει) το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου, δυνάμει συμφωνίας με άλλους επενδυτές,

β)

εξουσία που της παρέχει τη δυνατότητα να υπαγορεύει την χρηματοοικονομική και επιχειρηματική πολιτική της άλλης οικονομικής οντότητας, σύμφωνα με καταστατικό ή συμφωνία,

γ)

εξουσία να διορίζει ή να παύει την πλειονότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλου ισοδύναμου διοικητικού οργάνου που διοικεί την οικονομική οντότητα ή

δ)

την ισχύ να συγκεντρώνει την πλειοψηφία στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. ή ισοδύναμου προς αυτό διοικητικού οργάνου που διοικεί την οικονομική οντότητα.

14

Η οικονομική οντότητα μπορεί να κατέχει δικαιώματα αγοράς μετοχών, δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών, χρεωστικούς ή συμμετοχικούς τίτλους που είναι μετατρέψιμοι σε κοινές μετοχές ή άλλα όμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχουν τη δυνατότητα, αν ασκηθούν ή μετατραπούν, να δώσουν στην οικονομική οντότητα δύναμη ψήφου ή να μειώσουν τη δύναμη ψήφου άλλου μέρους στις χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές πολιτικές μιας άλλης οικονομικής οντότητας (δυνητικά δικαιώματα ψήφου). Η ύπαρξη και η επίδραση των δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου τα οποία είναι τρεχόντως εξασκήσιμα ή μετατρέψιμα, συμπεριλαμβανομένων των δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου που κατέχονται από άλλη οικονομική οντότητα, εξετάζονται προκειμένου να προσδιοριστεί αν η οικονομική οντότητα έχει την εξουσία να ασκεί έλεγχο στις χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές πολιτικές μιας άλλης οικονομικής οντότητας. Τα δυνητικά δικαιώματα ψήφου δεν είναι επί του παρόντος εξασκήσιμα ή μετατρέψιμα όταν, για παράδειγμα, αυτά δεν μπορούν να ασκηθούν ή να μετατραπούν μέχρι μια μελλοντική ημερομηνία ή μέχρι την πραγματοποίηση ενός μελλοντικού γεγονότος.

15

Κατά τον προσδιορισμό αν τα δυνητικά δικαιώματα ψήφου συνεισφέρουν στον έλεγχο, η οικονομική οντότητα εξετάζει όλα τα γεγονότα και τις συνθήκες (συμπεριλαμβανομένων των όρων της εξάσκησης των δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου και κάθε άλλο συμβατικό διακανονισμό, είτε μεμονωμένα είτε συνολικά) που επηρεάζουν τα δυνητικά δικαιώματα ψήφου, εκτός της πρόθεσης της διοίκησης και της χρηματοοικονομικής δυνατότητας για την εξάσκηση ή τη μετατροπή των εν λόγω δικαιωμάτων.

16

Η θυγατρική δεν εξαιρείται από την ενοποίηση απλώς και μόνον επειδή ο επενδυτής είναι οργανισμός διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων, αμοιβαίο κεφάλαιο, εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου (unit trust) ή παρόμοια οικονομική οντότητα.

17

Μια θυγατρική δεν εξαιρείται από την ενοποίηση επειδή οι επιχειρηματικές δραστηριότητές της διαφέρουν από εκείνες των άλλων οικονομικών οντοτήτων του ομίλου. Παρέχεται σχετική πληροφόρηση με την ενοποίηση τέτοιων θυγατρικών και τη γνωστοποίηση πρόσθετων πληροφοριών στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, για τις διαφορετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες των θυγατρικών. Για παράδειγμα, οι γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από το Δ.Π.Χ.Α.8 Λειτουργικοί Τομείς, βοηθούν να εξηγηθεί η σπουδαιότητα των διαφορετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εντός του ομίλου.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

18

Κατά την κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, η οικονομική οντότητα συνενώνει τις οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρείας και των θυγατρικών της γραμμή προς γραμμή, συναθροίζοντας τα όμοια περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τα ίδια κεφάλαια, τα έσοδα και τα έξοδα. Για να παρουσιάζουν οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις την χρηματοοικονομική πληροφόρηση για τον όμιλο, ως μιας ενιαίας οικονομικής οντότητας, τηρούνται οι ακόλουθες διαδικασίες:

α)

η λογιστική αξία της επένδυσης της μητρικής εταιρείας σε κάθε θυγατρική και η αναλογία της μητρικής στα ίδια κεφάλαια της κάθε θυγατρικής απαλείφονται (βλέπε Δ.Π.Χ.Α. 3, όπου περιγράφεται ο χειρισμός για κάθε προκύπτουσα υπεραξία),

β)

εντοπίζονται οι μη ελέγχουσες συμμετοχές στα αποτελέσματα των ενοποιημένων θυγατρικών για την περίοδο της αναφοράς και

γ)

οι μη ελέγχουσες συμμετοχές στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία των ενοποιημένων θυγατρικών εξατομικεύονται ξεχωριστά από τα ίδια κεφάλαια της μητρικής εταιρείας. Οι μη ελέγχουσες συμμετοχές στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από:

i)

το μέγεθος εκείνων των μη ελεγχουσών συμμετοχών κατά την ημερομηνία της αρχικής ενοποίησης, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3 και

ii)

οι μη ελέγχουσες συμμετοχές επί των μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων από την ημερομηνία της συνένωσης.

19

Όταν υπάρχουν δυνητικά δικαιώματα ψήφου, η αναλογία του κέρδους ή της ζημίας και οι μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων που κατανέμονται στη μητρική εταιρεία και στις μη ελέγχουσες συμμετοχές, προσδιορίζονται βάσει των υφιστάμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και δεν αντανακλούν την πιθανή άσκηση ή μετατροπή των δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου.

20

Ενδοεταιρικά υπόλοιπα, συναλλαγές, έσοδα και έξοδα θα απαλείφονται πλήρως.

21

Ενδοεταιρικά υπόλοιπα και ενδοεταιρικές συναλλαγές, που συμπεριλαμβάνουν έσοδα, έξοδα και μερίσματα, απαλείφονται πλήρως. Κέρδη και ζημίες από ενδοεταιρικές συναλλαγές, που αναγνωρίζονται σε περιουσιακά στοιχεία, όπως αποθέματα και πάγια περιουσιακά στοιχεία, απαλείφονται πλήρως. Οι ενδοεταιρικές ζημίες ενδέχεται να υποδηλώνουν μια απομείωση αξίας η οποία πρέπει να αναγνωριστεί στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Το Δ.Λ.Π. 12 Φόροι Εισοδήματος εφαρμόζεται σε προσωρινές διαφορές που προκύπτουν από την απάλειψη των κερδών και των ζημιών που προκύπτουν από ενδοεταιρικές συναλλαγές.

22

Οι οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρείας και των θυγατρικών της που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, θα καταρτίζονται με την ίδια ημερομηνία. Όταν το τέλος της περιόδου αναφοράς της μητρικής και της θυγατρικής διαφέρουν, για τους σκοπούς της ενοποίησης, η θυγατρική καταρτίζει επιπρόσθετες οικονομικές καταστάσεις με την ίδια ημερομηνία των οικονομικών καταστάσεων της μητρικής, εκτός αν αυτό είναι πρακτικά αδύνατον.

23

Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 22, οι οικονομικές καταστάσεις μιας θυγατρικής που χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων καταρτίζονται σε ημερομηνία που διαφέρει από εκείνη της μητρικής εταιρείας, θα πρέπει να γίνουν προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές συναλλαγές ή τα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ εκείνης της ημερομηνίας και της ημερομηνίας των οικονομικών καταστάσεων της μητρικής εταιρείας. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά μεταξύ του τέλους της περιόδου αναφοράς της θυγατρικής και εκείνου της μητρικής εταιρείας δεν θα είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Η διάρκεια των καλυπτόμενων περιόδων αναφοράς και κάθε διαφορά μεταξύ του τέλους των περιόδων αναφοράς δεν θα διαφέρει από περίοδο σε περίοδο.

24

Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις θα καταρτίζονται χρησιμοποιώντας ομοιόμορφες λογιστικές πολιτικές για όμοιες συναλλαγές και άλλα γεγονότα, σε όμοιες συνθήκες.

25

Αν ένα μέλος του ομίλου χρησιμοποιεί λογιστικές πολιτικές διαφορετικές από εκείνες που υιοθετήθηκαν στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για όμοιες συναλλαγές και γεγονότα σε όμοιες συνθήκες, γίνονται κατάλληλες προσαρμογές στις οικονομικές καταστάσεις του, κατά την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.

26

Τα έσοδα και τα έξοδα της θυγατρικής συμπεριλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις από την ημερομηνία της απόκτησης καθώς καθορίζει το Δ.Π.Χ.Α. 3. Τα έσοδα και τα έξοδα της θυγατρικής θα βασίζονται στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρείας κατά την ημερομηνία απόκτησης. Για παράδειγμα, το έξοδο απόσβεσης που αναγνωρίζεται στην ενοποιημένη κατάσταση συνολικών εσόδων μετά την ημερομηνία της απόκτησης, θα βασίζεται στις εύλογες αξίες εκείνων των αποσβέσιμων περιουσιακών στοιχείων που αναγνωρίζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις κατά την ημερομηνία της απόκτησης. Τα έσοδα και τα έξοδα της θυγατρικής συμπεριλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η μητρική παύει να ελέγχει την θυγατρική.

27

Οι μη ελέγχουσες συμμετοχές θα παρουσιάζονται στην ενοποιημένη οικονομική θέση στα ίδια κεφάλαια, ξεχωριστά από τα ίδια κεφάλαια των ιδιοκτητών της μητρικής εταιρείας.

28

Τα αποτελέσματα και κάθε συστατικό στοιχείο των λοιπών συνολικών εσόδων λογίζονται στους ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας και στις μη ελέγχουσες συμμετοχές. Το σύνολο των συνολικών εσόδων λογίζεται στους ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας και στις μη ελέγχουσες συμμετοχές, ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μη ελέγχουσες συμμετοχές να παρουσιάζουν έλλειμμα.

29

Αν μια θυγατρική έχει σωρευμένες υποχρεώσεις από προνομιούχες μετοχές, οι οποίες κατατάσσονται ως ίδια κεφάλαια και ανήκουν σε μη ελέγχουσες συμμετοχές, η μητρική εταιρεία υπολογίζει το μερίδιό της στα κέρδη ή στις ζημίες μετά την αφαίρεση των μερισμάτων των προνομιούχων μετοχών της θυγατρικής, είτε έχει αναγγελθεί διανομή μερισμάτων είτε όχι.

30

Μεταβολές στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε μια θυγατρική, τα οποία δεν έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου, λογίζονται ως συναλλαγές ιδίων κεφαλαίων (δηλαδή συναλλαγές με ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητά τους ως ιδιοκτήτες).

31

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι λογιστικές αξίες των ελεγχουσών και μη ελεγχουσών συμμετοχών θα προσαρμόζονται έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές στις σχετικές τους συμμετοχές στη θυγατρική. Οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του ποσού κατά το οποίο οι μειοψηφικές συμμετοχές προσαρμόζονται και της εύλογης αξίας του ανταλλάγματος που καταβλήθηκε ή ελήφθη πρέπει να αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια και να λογίζεται στους ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ

32

Μια μητρική εταιρεία μπορεί να χάσει τον έλεγχο μιας θυγατρικής με ή χωρίς αλλαγή του απόλυτου ή του σχετικού επιπέδου κυριότητας. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, όταν μια θυγατρική υπόκειται σε κρατικό, δικαστικό, διαχειριστικό ή εποπτικό έλεγχο. Θα μπορούσε επίσης να συμβεί λόγω συμβατικού διακανονισμού.

33

Μια μητρική εταιρεία θα μπορούσε να χάσει τον έλεγχο θυγατρικής με δύο ή περισσότερες διευθετήσεις (συναλλαγές). Ωστόσο, κάποιες φορές οι συνθήκες υπαγορεύουν τη λογιστικοποίηση πολλαπλών συναλλαγών ως μία συναλλαγή. Για να αποφασίσει εάν οι διευθετήσεις θα λογιστούν ως μία συναλλαγή, η μητρική πρέπει να λάβει υπόψη όλους τους όρους των διευθετήσεων και τις οικονομικές τους επιπτώσεις. Ένα ή περισσότερα από τα κατωτέρω μπορεί να υποδηλώνει ότι η μητρική εταιρεία θα πρέπει να λογιστικοποιεί πολλαπλές διευθετήσεις ως μία συναλλαγή:

α)

Συμφωνήθηκαν ταυτόχρονα ή η μία προέκυψε από την άλλη.

β)

Αποτελούν μία ενιαία συναλλαγή σχεδιασμένη ώστε να επιτευχθεί ένα συνολικό εμπορικό αποτέλεσμα.

γ)

Η εμφάνιση μιας διευθέτησης εξαρτάται από την εμφάνιση τουλάχιστον μίας ακόμα διευθέτησης.

δ)

Εξατομικευμένα, μία διευθέτηση δεν αιτιολογείται οικονομικά. Αιτιολογείται οικονομικά όταν λαμβάνεται υπόψη με άλλες διευθετήσεις. Ένα παράδειγμα είναι όταν η διάθεση μετοχών τιμολογείται κάτω της αγοραίας αξίας και τυγχάνει αποζημίωσης κατά τη μεταγενέστερη διάθεση σε τιμή άνω της αγοραίας αξίας.

34

Εάν μια μητρική εταιρεία απολέσει τον έλεγχο θυγατρικής, τότε αυτή:

α)

παύει την αναγνώριση των περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένης της υπεραξίας) και των υποχρεώσεων της θυγατρικής στη λογιστική τους αξία κατά την ημερομηνία απώλειας του ελέγχου,

β)

παύει την αναγνώριση της λογιστικής αξίας τυχόν μειοψηφικής συμμετοχής στην πρώην θυγατρική κατά την ημερομηνία απώλειας του ελέγχου (συμπεριλαμβανομένων τυχόν συστατικών στοιχείων των λοιπών συνολικών εσόδων που λογίζονται σε αυτές),

γ)

αναγνωρίζει:

i)

την εύλογη αξία του τυχόν ανταλλάγματος που ελήφθη από τη συναλλαγή, το συμβάν, ή τις συνθήκες που είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου και

ii)

εάν η συναλλαγή που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου περιλαμβάνει διανομή μετοχών της θυγατρικής σε ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητά τους αυτή, εκείνη τη διανομή,

δ)

αναγνωρίζεται τυχόν επένδυση που έχει διακρατηθεί στην πρώην θυγατρική στην εύλογή της αξία κατά την ημερομηνία απώλειας του ελέγχου,

ε)

ανακατατάσσονται στα αποτελέσματα, ή μεταφέρονται απευθείας στα κέρδη εις νέον, εάν αυτό απαιτείται από άλλα Δ.Π.Χ.Α., τα ποσά που προσδιορίζονται στην παράγραφο 35 και

στ)

αναγνωρίζονται τυχόν διαφορές που προκύπτουν ως κέρδος ή ζημία στα αποτελέσματα που λογίζονται στη μητρική εταιρεία.

35

Εάν μια μητρική εταιρεία απολέσει τον έλεγχο θυγατρικής, η μητρική εταιρεία πρέπει να λογιστικοποιήσει όλα τα ποσά που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική όπως θα απαιτείτο εάν η μητρική εταιρεία είχε διαθέσει απευθείας τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, εάν κέρδος ή ζημία που έχει αναγνωριστεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα θα ανακατατασσόταν στα αποτελέσματα κατά τη διάθεση των σχετικών περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, η μητρική εταιρεία ανακατατάσσει το κέρδος ή τη ζημία από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα (ως προσαρμογή από ανακατάταξη) όταν απολέσει τον έλεγχο της θυγατρικής. Για παράδειγμα, εάν μια θυγατρική έχει διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και η μητρική απολέσει τον έλεγχο της θυγατρικής, η μητρική εταιρεία θα ανακατατάξει στα αποτελέσματα το κέρδος ή τη ζημία που είχε αναγνωριστεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Ομοίως, εάν ένα πλεόνασμα αναπροσαρμογής που είχε αναγνωριστεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα μεταφερόταν απευθείας στα κέρδη εις νέον κατά τη διάθεση του περιουσιακού στοιχείου, η μητρική εταιρεία μεταφέρει το πλεόνασμα αναπροσαρμογής απευθείας στα κέρδη εις νέον, όταν χάνει τον έλεγχο της θυγατρικής.

36

Με την απώλεια ελέγχου μιας θυγατρικής, τυχόν επένδυση που διακρατείται από την πρώην θυγατρική και τυχόν ποσά που οφείλονται από ή προς την πρώην θυγατρική πρέπει να λογιστικοποιούνται σύμφωνα με άλλα Δ.Π.Χ.Α. από την ημερομηνία απώλειας του ελέγχου.

37

Η εύλογη αξία τυχόν επένδυσης που διακρατείται στην πρώην θυγατρική κατά την ημερομηνία απώλειας του ελέγχου, θα θεωρείται ως εύλογη αξία κατά την αρχική αναγνώριση χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση, ή όταν πρέπει, το κόστος κατά την αρχική αναγνώριση μιας επένδυσης σε συγγενή ή από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα

Ο ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΕ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ, ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

38

Όταν μια οικονομική οντότητα καταρτίζει ατομικές οικονομικές καταστάσεις, λογιστικοποιεί τις επενδύσεις σε θυγατρικές, από κοινού ελεγχόμενες οικονομικές οντότητες και συγγενείς επιχειρήσεις είτε:

α)

στο κόστος, είτε

β)

σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39.

Η οικονομική οντότητα εφαρμόζει την ίδια λογιστική σε κάθε κατηγορία επενδύσεων. Οι επενδύσεις που λογιστικοποιούνται στο κόστος λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5 Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες όταν κατατάσσονται ως κατεχόμενες προς πώληση (ή συμπεριλαμβάνονται σε ομάδα διάθεσης που κατατάσσεται ως κατεχόμενη προς πώληση) σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5. Η επιμέτρηση των επενδύσεων που λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 δεν αλλάζει κάτω από αυτές τις συνθήκες.

38A

Μια οικονομική οντότητα θα αναγνωρίζει μέρισμα από θυγατρική, από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα ή συγγενή επιχείρηση στα αποτελέσματα στις ατομικές της οικονομικές καταστάσεις όταν οριστικοποιείται το δικαίωμα είσπραξης του μερίσματος.

38B

Όταν μια μητρική εταιρεία αναδιοργανώνει τη δομή του ομίλου της τοποθετώντας μια νέα οικονομική οντότητα ως μητρική της με τρόπο που να πληροί τα παρακάτω κριτήρια:

α)

η νέα μητρική αποκτά τον έλεγχο της αρχικής μητρικής εκδίδοντας συμμετοχικούς τίτλους εις αντάλλαγμα των υπαρχόντων συμμετοχικών τίτλων της αρχικής μητρικής·

β)

τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του νέου ομίλου και του αρχικού ομίλου είναι τα ίδια ακριβώς πριν και μετά την αναδιοργάνωση· και

γ)

οι ιδιοκτήτες της αρχικής μητρικής εταιρείας πριν την αναδιάρθρωση έχουν την ίδια απόλυτη και σχετική συμμετοχή στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του αρχικού ομίλου και του νέου ομίλου αμέσως πριν και μετά την αναδιοργάνωση

και η νέα μητρική εταιρεία λογιστικοποιεί την επένδυσή της στην αρχική μητρική εταιρεία σύμφωνα με την παράγραφο 38(α) στις ατομικές της οικονομικές καταστάσεις, η νέα μητρική εταιρεία θα επιμετρά το κόστος στην λογιστική αξία του μεριδίου της στα στοιχεία της καθαρής θέσης που εμφανίζονται στις ατομικές οικονομικές καταστάσεις της αρχικής μητρικής εταιρείας κατά την ημερομηνία της αναδιοργάνωσης.

38Γ

Ομοίως, μια οικονομική οντότητα που δεν είναι μητρική εταιρεία μπορεί να τοποθετήσει μια νέα οικονομική οντότητα ως μητρική της εταιρεία με τρόπο που να πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 38B. Οι απαιτήσεις της παραγράφου 38B εφαρμόζονται ομοίως σε τέτοιες αναδιοργανώσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, παραπομπές στην «αρχική μητρική εταιρεία» και τον «αρχικό όμιλο» γίνονται για την «αρχική οικονομική οντότητα»

39

Το Πρότυπο αυτό δεν καθορίζει ποιες οικονομικές οντότητες δημοσιεύουν ατομικές οικονομικές καταστάσεις. Εφαρμόζονται οι παράγραφοι 38 και 40-43 όταν ή οικονομική οντότητα καταρτίζει ατομικές οικονομικές καταστάσεις που είναι σύμμορφες με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς. Η οικονομική οντότητα επίσης καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 9, εκτός αν εφαρμόζεται η απαλλαγή της παραγράφου 10.

40

Οι επενδύσεις σε από κοινού ελεγχόμενες οικονομικές οντότητες και συγγενείς επιχειρήσεις που αντιμετωπίζονται λογιστικά σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, θα αντιμετωπίζονται λογιστικά κατά τον ίδιο τρόπο στις ατομικές οικονομικές καταστάσεις του επενδυτή.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

41

Θα γίνονται οι ακόλουθες γνωστοποιήσεις στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις:

α)

η φύση της σχέσης μεταξύ της μητρικής εταιρείας και της θυγατρικής, όταν η μητρική δεν κατέχει, άμεσα ή έμμεσα μέσω άλλων θυγατρικών, περισσότερο από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου,

β)

οι λόγοι για τους οποίους η κυριότητα, άμεσα ή έμμεσα μέσω θυγατρικών, περισσότερο του ημίσεος των δικαιωμάτων ψήφου της εκδότριας δεν συνιστά έλεγχο,

γ)

το τέλος της περιόδου αναφοράς των οικονομικών καταστάσεων μιας θυγατρικής όταν αυτές χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ισχύουν από ημερομηνία αναφοράς ή καλύπτουν περίοδο που διαφέρει εκείνης της μητρικής εταιρείας καθώς και τον λόγο χρήσης διαφορετικής ημερομηνίας αναφοράς ή περιόδου,

δ)

η φύση και η έκταση οποιωνδήποτε σημαντικών περιορισμών (π.χ., που προκύπτουν από συμφωνίες δανείων ή ρυθμιστικές διατάξεις) της ικανότητας μεταφοράς κεφαλαίων από τις θυγατρικές στη μητρική εταιρεία υπό τη μορφή μερισμάτων σε μετρητά ή για την εξόφληση δανείων ή προκαταβολών,

ε)

ένας κατάλογος που θα δείχνει τις επιπτώσεις τυχόν μεταβολών στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε μια θυγατρική, τα οποία δεν έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου που να αποδίδεται στους ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας και

στ)

εάν απολεσθεί ο έλεγχος μιας θυγατρικής, η μητρική εταιρεία θα γνωστοποιήσει τυχόν κέρδη ή ζημίες που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 34 και

i)

το τμήμα του εν λόγω κέρδους ή ζημίας που αποδίδονται στην αναγνώριση τυχόν επένδυσης που έχει διακρατηθεί στην πρώην θυγατρική στην εύλογή της αξία κατά την ημερομηνία απώλειας του ελέγχου και

ii)

το/τα συγκεκριμένο/α κονδύλι/α στην κατάσταση συνολικών εσόδων στην οποία καταχωρείται το κέρδος ή η ζημία (εάν δεν παρουσιάζεται ξεχωριστά στην κατάσταση συνολικών εσόδων).

42

Όταν καταρτίζονται ατομικές οικονομικές καταστάσεις για μητρική εταιρεία που, σύμφωνα με την παράγραφο 10, επιλέγει να μην καταρτίσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, οι ατομικές αυτές οικονομικές καταστάσεις θα γνωστοποιούν:

α)

το γεγονός ότι οι οικονομικές καταστάσεις είναι ατομικές οικονομικές καταστάσεις, ότι έχει χρησιμοποιηθεί η απαλλαγή από την ενοποίηση, το όνομα και η χώρα ίδρυσης ή εγκατάστασης της οικονομικής οντότητας της οποίας οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις συμμορφούνται με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς έχουν παραχθεί για δημόσια χρήση και τη διεύθυνση από όπου μπορεί κανείς να προμηθευτεί τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις,

β)

κατάλογο των σημαντικότερων επενδύσεων σε θυγατρικές, από κοινού ελεγχόμενες οικονομικές οντότητες και συγγενείς επιχειρήσεις, που περιλαμβάνει την επωνυμία, τη χώρα ίδρυσης ή εγκατάστασης, την αναλογία του δικαιώματος ιδιοκτησίας και, αν είναι διαφορετική, την αναλογία των κατεχόμενων δικαιωμάτων ψήφου και

γ)

περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τη λογιστικοποίηση των επενδύσεων της (β).

43

Όταν μια μητρική (εκτός από μητρική που καλύπτεται από την παράγραφο 42), μέλος κοινοπραξίας με δικαίωμα σε από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα ή επενδυτής σε συγγενή εταιρεία καταρτίζει ατομικές οικονομικές καταστάσεις, οι ατομικές αυτές οικονομικές καταστάσεις θα γνωστοποιούν:

α)

το γεγονός ότι οι καταστάσεις είναι ατομικές οικονομικές καταστάσεις και τους λόγους κατάρτισης των καταστάσεων, αν αυτό δεν απαιτείται από το νόμο,

β)

κατάλογο των σημαντικότερων επενδύσεων σε θυγατρικές, από κοινού ελεγχόμενες οικονομικές οντότητες και συγγενείς επιχειρήσεις, που περιλαμβάνει την επωνυμία, τη χώρα ίδρυσης ή εγκατάστασης, την αναλογία του δικαιώματος ιδιοκτησίας και, αν είναι διαφορετική, την αναλογία των κατεχόμενων δικαιωμάτων ψήφου και

γ)

περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τη λογιστικοποίηση των επενδύσεων της (β).

και θα εξατομικεύει τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος Προτύπου ή τα Δ.Λ.Π. 28 και Δ.Λ.Π. 31 με τα οποία συσχετίζονται.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

44

Η οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει το Πρότυπο αυτό για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2005 ή μετά από αυτήν. Η εφαρμογή νωρίτερα ενθαρρύνεται. Αν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει αυτό το Πρότυπο για λογιστική περίοδο που αρχίζει πριν την 1η Ιανουαρίου 2005, θα γνωστοποιεί το γεγονός αυτό.

45

Μια οικονομική οντότητα πρέπει να εφαρμόζει τις τροποποιήσεις στο Δ.Λ.Π. 27 που πραγματοποιήθηκαν από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008, στις παραγράφους 4, 18, 19, 26-37 και 41(ε) και (στ) για ετήσιες περιόδους που θα ξεκινήσουν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Η εφαρμογή νωρίτερα επιτρέπεται. Ωστόσο, μια οικονομική οντότητα δεν πρέπει να εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που θα ξεκινήσουν πριν την 1η Ιουλίου 2009, εκτός εάν εφαρμόσει επίσης το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008). Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις πριν την 1η Ιουλίου 2009, θα γνωστοποιήσει αυτό το γεγονός. Μια οικονομική οντότητα πρέπει να εφαρμόσει τις τροποποιήσεις αναδρομικά, με τις παρακάτω εξαιρέσεις:

α)

την τροποποίηση της παραγράφου 28 για τον λογισμό όλων των συνολικών εσόδων στους ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας και στις μη ελέγχουσες συμμετοχές, ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μη ελέγχουσες συμμετοχές να παρουσιάζουν έλλειμμα. Συνεπώς, μια οικονομική οντότητα δεν πρέπει να επαναδιατυπώσει τυχόν λογισμό κέρδους ή ζημίας για καλυπτόμενες περιόδους αναφοράς πριν την εφαρμογή της τροποποίησης.

β)

τις απαιτήσεις των παραγράφων 30 και 31 για τη λογιστικοποίηση των αλλαγών των συμφερόντων ιδιοκτησίας σε μια θυγατρική μετά την απόκτηση ελέγχου. Συνεπώς οι απαιτήσεις των παραγράφων 30 και 31 δεν εφαρμόζονται σε αλλαγές που έχουν γίνει πριν η οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις.

γ)

τις απαιτήσεις των παραγράφων 34-37 για την απώλεια ελέγχου μιας θυγατρικής. Μια οικονομική οντότητα δεν θα επαναδιατυπώσει τη λογιστική αξία μιας επένδυσης σε μια πρώην θυγατρική, εάν ο έλεγχος απωλέσθηκε πριν εφαρμόσει τις εν λόγω τροποποιήσεις. Επιπρόσθετα, μια οικονομική οντότητα δεν θα υπολογίσει εκ νέου τυχόν κέρδος ή ζημία κατά την απώλεια ελέγχου μιας θυγατρικής, που συνέβη πριν εφαρμοστούν οι τροποποιήσεις.

45A

Η παράγραφος 38 τροποποιήθηκε από τις Βελτιώσεις στα Δ.Π.Χ.Α. που εκδόθηκαν τον Μάιο του 2008. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή αργότερα, μελλοντικά από την ημερομηνία κατά την οποία εφήρμοσε για πρώτη φορά το Δ.Π.Χ.Α. 5 Η εφαρμογή νωρίτερα επιτρέπεται. Αν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει την τροποποίηση για προγενέστερη περίοδο, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό.

45B

Το έγγραφο Κόστος Επένδυσης σε μια Θυγατρική, από Κοινού Ελεγχόμενη Οικονομική Οντότητα ή Συγγενή Επιχείρηση (Τροποποιήσεις στο Δ.Π.Χ.Α. 1 και Δ.Λ.Π. 27), που εκδόθηκε τον Μάιο 2008, απάλειψε τον ορισμό της μεθόδου κόστους από την παράγραφο 4 και προσέθεσε την παράγραφο 38A. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις μελλοντικά για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή αργότερα. Η εφαρμογή νωρίτερα επιτρέπεται. Αν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει αυτές τις αλλαγές για προγενέστερη περίοδο, θα γνωστοποιήσει αυτό το γεγονός και θα εφαρμόσει τις συναφείς τροποποιήσεις στο Δ.Λ.Π. 18, το Δ.Λ.Π. 21 και το Δ.Λ.Π. 36 ταυτόχρονα.

45Γ

Το έγγραφο Κόστος Επένδυσης σε μια Θυγατρική, από Κοινού Ελεγχόμενη Οικονομική Οντότητα ή Συγγενή Επιχείρηση (Τροποποιήσεις στο Δ.Π.Χ.Α. 1 και Δ.Λ.Π. 27), που εκδόθηκε τον Μάιο 2008, προσέθεσε τις παραγράφους 38B και 38Γ. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτές τις παραγράφους μελλοντικά σε αναδιοργανώσεις που λαμβάνουν χώρα σε ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιανουαρίου 2009 ή αργότερα. Η εφαρμογή νωρίτερα επιτρέπεται. Επιπλέον, μια οικονομική οντότητα μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει τις παραγράφους 38B και 38Γ αναδρομικά σε προηγούμενες αναδιοργανώσεις εντός του πλαισίου εφαρμογής αυτών των παραγράφων. Ωστόσο, εάν μια οικονομική οντότητα επαναδιατυπώσει αναδιοργανώσεις έτσι ώστε να συμμορφωθεί με την παράγραφο 38B ή 38Γ, θα επαναδιατυπώνει όλες τις μεταγενέστερες αναδιοργανώσεις εντός του πλαισίου εφαρμογής αυτών των παραγράφων. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει την παράγραφο 38B ή 38Γ για προγενέστερη περίοδο, θα γνωστοποιεί το γεγονός.

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Λ.Π. 27 (2003)

46

Το παρόν Πρότυπο αντικαθιστά το Δ.Λ.Π. 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις (όπως αναθεωρήθηκε το 2003).


(1)  Αν κατά την απόκτηση μια θυγατρική πληροί τα κριτήρια για κατάταξη ως κατεχόμενη προς πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5 Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες, θα αντιμετωπίζεται λογιστικά σύμφωνα με εκείνο το Δ.Π.Χ.Α.

(2)  Βλέπε επίσης τη Διερμηνεία Μ.Ε.Δ.-12 - Ενοποίηση-Οντότητες Ειδικού Σκοπού.

Προσάρτημα

Τροποποιήσεις σε άλλα Δ.Π.Χ.Α.

Οι τροποποιήσεις στο παρόν προσάρτημα πρέπει να εφαρμοστούν για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις του Δ.Λ.Π. 27 για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο. Στις τροποποιημένες παραγράφους, το κείμενο που απαλείφεται διαγράφεται και το νέο κείμενο υπογραμμίζεται.

A1

Στα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς που ακολουθούν και που θα ισχύουν από την 1η Ιουλίου 2009, οι αναφορές σε «συμφέροντα μειοψηφίας» τροποποιούνται σε «μειοψηφικές συμμετοχές» στις παραγράφους που εξατομικεύονται:

Δ.Π.Χ.Α.

παράγραφος(οι)

Δ.Π.Χ.Α. 1

B2(γ)(i), B2(ζ)(i), B2(ια)

Δ.Π.Χ.Α. 4

34(γ)

Δ.Λ.Π. 1

54(ιζ), 83(α)(i), 83(β)(i)

Δ.Λ.Π. 7

20(β)

Δ.Λ.Π. 14

16

Δ.Λ.Π. 21

41

Δ.Λ.Π. 32

ΟΕ29

Δ.Λ.Π. 33

A1

Δ.Π.Χ.Α. 1    Πρώτη Εφαρμογή των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς

A2

Το Δ.Π.Χ.Α. 1 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 26 τροποποιείται ως ακολούθως:

«26

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. απαγορεύει την αναδρομική εφαρμογή κάποιων θεμάτων που αναφέρονται σε άλλα Δ.Π.Χ.Α. σχετικά με:

(γ)

εκτιμήσεις (παράγραφοι 31-34)

(δ)

περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται προς πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες (παράγραφοι 34Α και 34Β) και

(ε)

κάποιες πτυχές της λογιστικοποίησης για τις μη ελέγχουσες συμμετοχές (παράγραφος 34Γ)»

Μετά την παράγραφο 34Β προστίθενται νέα επικεφαλίδα και παράγραφος 34Γ, ως ακολούθως:

34Γ

Ο υιοθετών για πρώτη φορά, θα εφαρμόσει τις ακόλουθες απαιτήσεις του Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκαν από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) μελλοντικά από την ημερομηνία μετάβασης στα Δ.Π.Χ.Α.

(α)

η απαίτηση της παραγράφου 28 για τον λογισμό του συνόλου των συνολικών εσόδων στους ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας και στις μειοψηφικές συμμετοχές, ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μη ελέγχουσες συμμετοχές να παρουσιάζουν έλλειμμα,

(β)

οι απαιτήσεις στις παραγράφους 30 και 31 για τη λογιστικοποίηση των μεταβολών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς σε μια θυγατρική, οι οποίες δεν έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου και

(γ)

οι απαιτήσεις των παραγράφων 34-37 για την απώλεια ελέγχου μιας θυγατρικής, και οι σχετικές απαιτήσεις της παραγράφου 8A του Δ.Π.Χ.Α. 5. [Τροποποίηση που εισήχθη από τις ετήσιες βελτιώσεις].»

Ωστόσο, εάν ένας υιοθετών για πρώτη φορά επιλέξει να εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) αναδρομικά για παρελθούσα συνένωση επιχειρήσεων, θα εφαρμόσει επίσης το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) σύμφωνα με την παράγραφο Β1 του παρόντος Δ.Π.Χ.Α.

Η παράγραφος 47Ι τροποποιείται ως ακολούθως:

«47J

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε τις παραγράφους 26 και 34Γ. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις του Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Π.Χ.Α. 5    Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες

A3

Το Δ.Π.Χ.Α. 5 τροποποιείται ως ακολούθως:

Η παράγραφος 33 τροποποιείται ως ακολούθως:

«33

H οικονομική οντότητα γνωστοποιεί:

(α)

(δ)

το ποσό του εισοδήματος από τις συνεχιζόμενες δραστηριότητες και από διακοπείσες δραστηριότητες που λογίζονται σε ιδιοκτήτες της μητρικής. Οι γνωστοποιήσεις αυτές μπορούν να παρουσιαστούν είτε στις σημειώσεις είτε στην κατάσταση συνολικών εσόδων.»

Προστίθεται η παράγραφος 44B ως ακολούθως:

«44B

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) προσέθεσε την παράγραφο 33 (δ). Μια οικονομική οντότητα θα πρέπει να εφαρμόσει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο. Η τροποποίηση αυτή θα εφαρμόζεται αναδρομικά.»

Δ.Λ.Π. 1    Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων

A4

Η παράγραφος 106 του Δ.Λ.Π. 1 (όπως αναθεωρήθηκε το 2007) τροποποιείται ως ακολούθως:

«106

Η οικονομική οντότητα θα παρουσιάζει κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων η οποία θα φέρει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α)

συγκεντρωτικά συνολικά έσοδα για την περίοδο, που θα παρουσιάζουν ξεχωριστά τα συνολικά ποσά λογιζόμενα στους ιδιοκτήτες της μητρικής εταιρείας και στις μη ελέγχουσες συμμετοχές,

(β)

για κάθε συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, τις επιδράσεις της αναδρομικής εφαρμογής ή αναδρομικής επαναδιατύπωσης που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 8 και

(γ)

[απαλείφθηκε] και

(δ)

για κάθε συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων, μια συμφωνία μεταξύ της λογιστικής αξίας στην αρχή και το τέλος της περιόδου, με ξεχωριστή γνωστοποίηση των αλλαγών που προέρχονται από:

(i)

κέρδος ή ζημία,

(ii)

κάθε στοιχείο των λοιπών συνολικών εσόδων και

(iii)

συναλλαγές με ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητά τους αυτή, που παρουσιάζουν ξεχωριστά εισφορές από και διανομές προς ιδιοκτήτες και μεταβολές σε ιδιοκτησιακά συμφέροντα σε θυγατρικές, που δεν έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου.»

Προστίθεται η παράγραφος 139A ως ακολούθως:

«139A

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε την παράγραφο 106. Μια οικονομική οντότητα πρέπει να εφαρμόσει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο. Η τροποποίηση αυτή θα εφαρμόζεται αναδρομικά.»

Δ.Λ.Π. 7    Καταστάσεις Ταμιακών Ροών

A5

Το Δ.Λ.Π. 7 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η επικεφαλίδα επάνω από την παράγραφο 39 και οι παράγραφοι 39-42, τροποποιούνται ως ακολούθως:

39

Το σύνολο των ταμιακών ροών που προκύπτουν από την απόκτηση ή απώλεια ελέγχου θυγατρικών ή άλλων επιχειρηματικών μονάδων θα παρουσιάζεται ξεχωριστά και θα κατατάσσεται στις επενδυτικές δραστηριότητες.

40

Τόσο για την απόκτηση όσο και για την απώλεια ελέγχου θυγατρικών ή άλλων επιχειρηματικών μονάδων, η οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί το συνολικό ποσό για κάθε ένα από τα ακόλουθα:

(α)

το συνολικό αντάλλαγμα που καταβλήθηκε ή ελήφθη,

(β)

την αναλογία του ανταλλάγματος που αποτελείται από ταμιακά διαθέσιμα και ταμιακά ισοδύναμα,

(γ)

το ποσό των ταμιακών διαθεσίμων και ταμιακών ισοδυνάμων της θυγατρικής ή των άλλων επιχειρηματικών μονάδων επί των οποίων αποκτάται ή χάνεται ο έλεγχος και

(δ)

το ποσό των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, εκτός των ταμιακών διαθεσίμων ή ταμιακών ισοδύναμων της θυγατρικής ή των επιχειρηματικών μονάδων επί των οποίων αποκτάται ή χάνεται ο έλεγχος, συνοπτικά για κάθε κύρια κατηγορία.

41

Η ξεχωριστή παρουσίαση, σε ιδιαίτερες σειρές κονδυλίων, των αποτελεσμάτων επί των ταμιακών ροών από την απόκτηση ή απώλεια ελέγχου θυγατρικών και άλλων επιχειρηματικών μονάδων, μαζί με την ξεχωριστή γνωστοποίηση των ποσών των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που αποκτήθηκαν ή διατέθηκαν, βοηθά να διακρίνονται οι συγκεκριμένες αυτές ταμιακές ροές από τις ταμιακές ροές που προκύπτουν από άλλες λειτουργικές, επενδυτικές και χρηματοδοτικές δραστηριότητες. Οι επιδράσεις επί των ταμιακών ροών στην απώλεια του ελέγχου δεν αφαιρούνται από αυτές της απόκτησης ελέγχου.

42

Το συνολικό ποσό των ταμιακών διαθεσίμων που καταβλήθηκαν ή εισπράχθηκαν ως αντάλλαγμα της απόκτησης ή απώλειας του ελέγχου θυγατρικών ή άλλων επιχειρηματικών μονάδων, αναφέρεται στην κατάσταση ταμιακών ροών μετά την αφαίρεση των ταμιακών διαθεσίμων και ταμιακών ισοδύναμων που αποκτήθηκαν ή διατέθηκαν, ως μέρος αυτών των συναλλαγών, γεγονότων ή μεταβολών σε συνθήκες.»

Προστίθενται οι παράγραφοι 42Α και 42Β, ως ακολούθως:

«42A

Ταμιακές ροές που προκύπτουν από αλλαγές σε ιδιοκτησιακά συμφέροντα σε μια θυγατρική, που δεν έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια του ελέγχου θα κατατάσσονται ως ταμιακές ροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες.

42B

Αλλαγές σε ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε μια θυγατρική που δεν έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου, όπως η μεταγενέστερη αγορά ή πώληση από μητρική εταιρεία των συμμετοχικών τίτλων μιας θυγατρικής, λογιστικοποιούνται ως συναλλαγές ιδίων κεφαλαίων (βλέπε Δ.Λ.Π. 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008)). Κατά συνέπεια, οι προκύπτουσες ταμιακές ροές κατατάσσονται με τον ίδιο τρόπο όπως άλλες συναλλαγές με ιδιοκτήτες που περιγράφονται στην παράγραφο 17.»

Προστίθεται η παράγραφος 54 ως ακολούθως:

«54

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε τις παραγράφους 39-42 και προσέθεσε τις παραγράφους 42Α και 42Β. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις του Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο. Οι τροποποιήσεις αυτές θα εφαρμόζονται αναδρομικά.»

Δ.Λ.Π. 21    Οι Επιδράσεις των Μεταβολών στις Τιμές Συναλλάγματος

A6

Το Δ.Λ.Π. 21 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η επικεφαλίδα πριν την παράγραφο 48 τροποποιείται και προστίθενται οι παράγραφοι 48Α-48Δ ως ακολούθως:

48

48A

Επιπλέον της διάθεσης της συνολικής συμμετοχής μιας θυγατρικής σε εκμετάλλευση εξωτερικού, τα ακόλουθα λογιστικοποιούνται ως διαθέσεις ακόμα κι αν η οικονομική οντότητα διατηρεί συμμετοχή στην πρώην θυγατρική, συγγενή ή από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα:

(α)

την απώλεια ελέγχου μιας θυγατρικής που περιλαμβάνει μια εκμετάλλευση εξωτερικού,

(β)

την απώλεια σημαντικής επιρροής επί συγγενούς εταιρείας που περιλαμβάνει εκμετάλλευση εξωτερικού και

(γ)

την απώλεια από κοινού ελέγχου μιας από κοινού ελεγχόμενης οικονομικής οντότητας που περιλαμβάνει εκμετάλλευση εξωτερικού.

48B

Κατά τη διάθεση θυγατρικής, που περιλαμβάνει εκμετάλλευση εξωτερικού, το σωρευμένο ποσό συναλλαγματικών διαφορών που αφορά αυτήν την εκμετάλλευση που έχουν λογιστεί στις μη ελέγχουσες συμμετοχές θα πάψουν να αναγνωρίζονται, αλλά δεν θα ανακαταταχθούν στα αποτελέσματα

48Γ

Κατά τη τμηματική διάθεση θυγατρικής, που περιλαμβάνει εκμετάλλευση εξωτερικού, η οικονομική οντότητα θα επαναλογίσει το αναλογικό μερίδιο από το σωρευτικό ποσό των συναλλαγματικών διαφορών που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα στις μη ελέγχουσες συμμετοχές σ’ αυτή την εκμετάλλευση εξωτερικού. Σε οποιαδήποτε άλλη τμηματική διάθεση μιας εκμετάλλευσης του εξωτερικού, η οικονομική οντότητα θα ανακατατάξει στο κέρδος ή τη ζημία μόνο το αναλογικό μερίδιο του σωρευτικού ποσού των συναλλαγματικών διαφορών που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα.

48Δ

Η τμηματική διάθεση της συμμετοχής μιας οικονομικής οντότητας σε εκμετάλλευση του εξωτερικού είναι οποιαδήποτε μείωση στην συμμετοχή ιδιοκτησίας μιας οικονομικής οντότητας σε ξένη εκμετάλλευση, εκτός από τις μειώσεις της παραγράφου 48Α, που αντιμετωπίζονται λογιστικά ως διαθέσεις.»

Προστίθεται η παράγραφος 60B ως ακολούθως:

«60B

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008), προσέθεσε τις παραγράφους 48Α-48Δ. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μεταγενέστερα Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις του Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 28    Επενδύσεις σε Συγγενείς Επιχειρήσεις

A7

Το Δ.Λ.Π. 28 τροποποιείται ως ακολούθως.

Οι παράγραφοι 18 και 19 τροποποιούνται ως ακολούθως:

«18

Ο επενδυτής θα πάψει να εφαρμόζει τη μέθοδο της καθαρής θέσης από την ημερομηνία κατά την οποία δεν θα ασκεί πλέον σημαντική επιρροή σε μια συγγενή επιχείρηση και θα αντιμετωπίζει λογιστικά την επένδυση σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 από την ημερομηνία εκείνη, με την προϋπόθεση ότι η συγγενής επιχείρηση δεν θα έχει μετατραπεί σε θυγατρική ή κοινοπραξία σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 31. Όταν πάψει να ασκεί σημαντική επιρροή, ο επενδυτής θα επιμετρήσει στην εύλογή της αξία οποιαδήποτε επένδυση κατέχει στην πρώην συγγενή επιχείρηση. Ο επενδυτής θα αναγνωρίζει στα αποτελέσματα οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ:

(α)

της εύλογης αξίας οποιασδήποτε επένδυσης διατηρεί και οποιουδήποτε προϊόντος διάθεσης της τμηματικής συμμετοχής στην συγγενή επιχείρηση και

(β)

τη λογιστική αξία την επένδυσης κατά την ημερομηνία που θα απολεσθεί η σημαντική επιρροή.

19

Όταν μια επένδυση πάψει να είναι συγγενής και λογιστικοποιείται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39, η εύλογη αξία της επένδυσης κατά την ημερομηνία που θα πάψει να είναι συγγενής θα θεωρείται ότι είναι η εύλογη αξία της κατά την αρχική της αναγνώριση ως χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39. »

Προστίθεται η παράγραφος 19A ως ακολούθως:

«19A

Εάν ένας επενδυτής απολέσει σημαντική επιρροή επάνω σε συγγενή εταιρεία, ο επενδυτής πρέπει να λογιστικοποιήσει όλα τα ποσά που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική όπως θα απαιτείτο εάν η μητρική εταιρεία είχε διαθέσει απευθείας τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, αν κέρδος ή ζημία που έχει αναγνωρισθεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα από μια συγγενή εταιρεία, θα έπρεπε να ανακαταταγεί στα αποτελέσματα κατά την διάθεση των σχετικών περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, ο επενδυτής ανακατατάσσει το κέρδος ή τη ζημία από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα (ως προσαρμογή ανακατάταξης) όταν απολέσει την σημαντική επιρροή επί της συγγενούς εταιρείας. Για παράδειγμα, εάν μια συγγενής εταιρεία έχει διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και ο επενδυτής απολέσει σημαντική επιρροή επί της συγγενούς εταιρείας, ο επενδυτής θα ανακατατάξει στα αποτελέσματα το κέρδος ή τη ζημία που έχουν αναγνωριστεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Εάν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα ενός επενδυτή σε μια συγγενή εταιρεία μειωθούν, αλλά η επένδυση συνεχίζει να είναι συγγενής επιχείρηση, ο επενδυτής θα ανακατατάξει σε κέρδος ή ζημία ένα αναλογικό ποσό μόνο του κέρδους ή της ζημίας που έχει αναγνωριστεί προηγούμενα στα λοιπά συνολικά έσοδα.»

Προστίθεται η παράγραφος 41B ως ακολούθως:

«41B

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε τις παραγράφους 18 και 19 και προσέθεσε την παράγραφο 19Α. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις του Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 31    Συμμετοχές σε Κοινοπραξίες

A8

Το Δ.Λ.Π. 31 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 45 τροποποιείται ως ακολούθως:

«45

Όταν ένας επενδυτής πάψει να έχει από κοινού έλεγχο σε μια οικονομική οντότητα, θα λογιστικοποιεί τυχόν απομένουσα επένδυση σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 από αυτή την ημερομηνία, αρκεί η πρώην από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα να μη γίνει θυγατρική ή συγγενής επιχείρηση. Από την ημερομηνία κατά την οποία μια από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα γίνει θυγατρική του επενδυτή, ο επενδυτής θα λογιστικοποιήσει τη συμμετοχή του σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 27 και το Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008). Από την ημερομηνία κατά την οποία μια από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα γίνει συγγενής ενός επενδυτή, ο επενδυτής θα λογιστικοποιήσει τη συμμετοχή του σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 28. Κατά την απώλεια του από κοινού ελέγχου, ο επενδυτής θα επιμετρήσει στην εύλογη αξία τυχόν επένδυση που διατηρεί στην πρώην από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα. Ο επενδυτής θα αναγνωρίζει στα αποτελέσματα οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ:

(α)

της εύλογης αξίας οποιασδήποτε επένδυσης διατηρεί και οποιουδήποτε προϊόντος διάθεσης της τμηματικής συμμετοχής στην από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα και

(β)

της λογιστικής αξίας της επένδυσης κατά την ημερομηνία που θα απολεσθεί ο από κοινού έλεγχος.»

Προστίθενται οι παράγραφοι 45Α και 45Β, ως ακολούθως:

«45A

Όταν μια επένδυση πάψει να είναι από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα και λογιστικοποιείται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39, η εύλογη αξία της επένδυσης κατά την ημερομηνία που θα πάψει να είναι από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα θα θεωρείται ότι είναι η εύλογη αξία της κατά την αρχική της αναγνώριση ως χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39.

45B

Εάν ένας επενδυτής απολέσει από κοινού έλεγχο επάνω σε οικονομική οντότητα, ο επενδυτής πρέπει να λογιστικοποιήσει όλα τα ποσά που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με την εν λόγω οικονομική οντότητα όπως θα απαιτείτο εάν η από κοινού ελεγχόμενη οντότητα είχε διαθέσει απευθείας τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, αν κέρδος ή ζημία που έχει αναγνωρισθεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα θα έπρεπε να ανακαταταγεί στα αποτελέσματα κατά τη διάθεση των σχετικών περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, ο επενδυτής ανακατατάσσει το κέρδος ή τη ζημία από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα (ως προσαρμογή ανακατάταξης) όταν ο επενδυτής απολέσει τον έλεγχο της οικονομικής οντότητας. Για παράδειγμα, εάν μια από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα έχει διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και ο επενδυτής απολέσει τον από κοινού έλεγχο επί της οικονομικής οντότητας, ο επενδυτής θα ανακατατάξει στα αποτελέσματα το κέρδος ή τη ζημία που έχουν αναγνωρισθεί προηγουμένως στα λοιπά συνολικά έσοδα σε σχέση με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Εάν η ιδιοκτησιακή συμμετοχή ενός επενδυτή σε μια από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα μειωθούν, αλλά η επένδυση συνεχίσει να είναι από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα, ο επενδυτής θα ανακατατάξει σε κέρδος ή ζημία ένα αναλογικό ποσό μόνο του κέρδους ή της ζημίας που έχει αναγνωριστεί προηγούμενα στα λοιπά συνολικά έσοδα.»

Προστίθεται η παράγραφος 58A ως ακολούθως:

«58A

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε την παράγραφο 45 και προσέθεσε τις παραγράφους 45Α και 45Β. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει τις τροποποιήσεις του Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 39    Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση

A9

Το Δ.Λ.Π. 39 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η τελευταία πρόταση της παραγράφου 102, τροποποιείται ως ακολούθως:

«102

… Το κέρδος ή η ζημία από το μέσο αντιστάθμισης που αφορά στο αποτελεσματικό σκέλος της αντιστάθμισης που έχει αναγνωριστεί στα λοιπά συνολικά έσοδα θα ανακατατάσσεται από τα ίδια κεφάλαια στα αποτελέσματα ως προσαρμογή από ανακατάταξη (βλέπε Δ.Λ.Π. 1 (αναθεωρημένο το 2007)) σύμφωνα με τις παραγράφους 48-49 του Δ.Λ.Π. 21 κατά τη διάθεση ή την τμηματική διάθεση της εκμετάλλευσης εξωτερικού.»

Προστίθεται η παράγραφος 103Ε ως ακολούθως:

«103E

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε την παράγραφο 102. Μια οικονομική οντότητα πρέπει να εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μεταγενέστερα. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Διερμηνεία Μ.Ε.Δ.-7    Εισαγωγή του Ευρώ

A10

Η Μ.Ε.Δ. 7 τροποποιείται ως ακολούθως.

Στην παράγραφο «Παραπομπές», προστίθεται «Δ.Λ.Π. 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις (όπως τροποποιήθηκαν το 2008)».

Η παράγραφος 4 τροποποιείται ως ακολούθως:

«4

Αυτό ειδικότερα σημαίνει ότι:

(α)

(β)

σωρευμένες συναλλαγματικές διαφορές που αφορούν στη μετατροπή οικονομικών καταστάσεων εκμεταλλεύσεων εξωτερικού που αναγνωρίζονται στα λοιπά συνολικά έσοδα, θα σωρεύονται στα ίδια κεφάλαια και θα ανακατατάσσεται από τα ίδια κεφάλαια ως έσοδο ή έξοδο μόνο κατά τη διάθεση ή την τμηματική διάθεση της καθαρής επένδυσης στην εκμετάλλευση εξωτερικού και …»

Προστίθεται νέα παράγραφος κάτω από την επικεφαλίδα «Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος» μετά την παράγραφο που περιγράφει την ημερομηνία έναρξης ισχύος της τροποποίησης του Δ.Λ.Π. 1, ως ακολούθως:

«Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε την παράγραφο 4 (β). Μια οικονομική οντότητα θα πρέπει να εφαρμόσει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/22


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 495/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Ιουνίου 2009

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 3

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 (2) της Επιτροπής υιοθετήθηκαν ορισμένα από τα υφιστάμενα στις 15 Οκτωβρίου 2008 διεθνή λογιστικά πρότυπα και διερμηνείες.

(2)

Στις 10 Ιανουαρίου 2008, ο Οργανισμός Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΟΔΛΠ) δημοσίευσε το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 3 (Αναθεωρημένο) Συνενώσεις επιχειρήσεων, εφεξής «αναθεωρημένο ΔΠΧΑ 3». Το αναθεωρημένο ΔΠΧΑ 3 θεσπίζει αρχές και κανόνες για το πώς ένας αποκτών σε συνένωση επιχειρήσεων αναγνωρίζει και επιμετρά στα βιβλία του τα διάφορα στοιχεία [όπως αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία, αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις, μη ελέγχουσες συμμετοχές και υπεραξία (φήμη και πελατεία)] που συνδέονται με τη λογιστική αντιμετώπιση της πράξης απόκτησης. Καθορίζει επίσης τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σχετικά με τις πράξεις αυτές.

(3)

Οι διαβουλεύσεις με την ομάδα τεχνικών εμπειρογνωμόνων (TEG) της ευρωπαϊκής συμβουλευτικής ομάδας για θέματα χρηματοοικονομικής αναφοράς (EFRAG) επιβεβαιώνουν ότι το αναθεωρημένο ΔΠΧΑ 3 πληροί τα τεχνικά κριτήρια έγκρισης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Σύμφωνα με την απόφαση 2006/505/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2006, για τη σύσταση ομάδας εξέτασης γνωμών επί των λογιστικών προτύπων προκειμένου να συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα των γνωμών της συμβουλευτικής επιτροπής για τη χρηματοοικονομική αναφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EFRAG) (3), η ομάδα εξέτασης γνωμών επί των λογιστικών προτύπων μελέτησε τη γνώμη της EFRAG σχετικά με την έγκριση και διαβίβασε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την άποψη ότι η γνώμη αυτή είναι εξισορροπημένη και αντικειμενική.

(4)

Η έγκριση του αναθεωρημένου ΔΠΧΑ 3 συνεπάγεται τροποποιήσεις στα ΔΠΧΑ ΔΠΧΑ 1, ΔΠΧΑ 2, ΔΠΧΑ 7, στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) 12, ΔΛΠ 16, ΔΛΠ 28, ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 33, ΔΛΠ 34, ΔΛΠ 36, ΔΛΠ 37, ΔΛΠ 38, ΔΛΠ 39 και στη διερμηνεία 9 της Επιτροπής Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΕΔΔΠΧΑ) προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέπεια μεταξύ των διεθνών λογιστικών προτύπων.

(5)

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Κανονιστικής Επιτροπής Λογιστικών Θεμάτων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 3 Συνενώσεις επιχειρήσεων αντικαθίσταται από το αναθεωρημένο ΔΠΧΑ 3 σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού·

2)

Τα ΔΠΧΑ 1, ΔΠΧΑ 2, ΔΠΧΑ 7, τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) 12, ΔΛΠ 16, ΔΛΠ 28, ΔΛΠ 32, ΔΛΠ 33, ΔΛΠ 34, ΔΛΠ 36, ΔΛΠ 37, ΔΛΠ 38, ΔΛΠ 39 και η διερμηνεία 9 της Επιτροπής Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΕΔΔΠΧΑ) τροποποιούνται σύμφωνα με τις τροποποιήσεις του ΔΠΧΑ 3 όπως ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Οι εταιρείες εφαρμόζουν αναθεωρημένο ΔΠΧΑ 3 σύμφωνα με τα όσα ορίζει το παράρτημα του παρόντος κανονισμού το αργότερο από την ημερομηνία έναρξης του πρώτου οικονομικού έτους τους που αρχίζει μετά τις 30 Ιουνίου 2009.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 3 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 199 της 21.7.2006, σ. 33.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

ΔΠΧΑ 3

Συνενώσεις επιχειρήσεων

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προστατεύονται όλα τα δικαιώματα με εξαίρεση του δικαιώματος αναπαραγωγής για προσωπική χρήση ή άλλους θεμιτούς σκοπούς. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στο Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) στη διεύθυνση www.iasb.org

ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ 3

Συνενώσεις Επιχειρήσεων

ΣΚΟΠΟΣ

1.

Σκοπός του παρόντος Δ.Π.Χ.Α., είναι η βελτίωση της συνάφειας, αξιοπιστίας και συγκρισιμότητας των στοιχείων που παρέχει μια αναφέρουσα οντότητα στις οικονομικές της καταστάσεις, για μια συνένωση επιχειρήσεων και τις επιδράσεις της. Για την επίτευξή του, το παρόν Δ.Π.Χ.Α. θέτει αρχές και απαιτήσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο αποκτών:

α)

αναγνωρίζει και επιμετρά στις οικονομικές του καταστάσεις τα αναγνωρίσιμα αποκτώμενα περιουσιακά στοιχεία, τις αναληφθείσες υποχρεώσεις καθώς και τυχόν μη ελέγχουσες συμμετοχές στον αποκτώμενο,

β)

αναγνωρίζει και επιμετρά την υπεραξία που αποκτήθηκε στη συνένωση επιχειρήσεων ή το κέρδος μιας αγοράς ευκαιρίας και

γ)

προσδιορίζει ποιες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιήσει ώστε οι χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τη φύση και τη χρηματοοικονομική επίδραση της συνένωσης επιχειρήσεων.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

2.

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. ισχύει για συναλλαγή ή άλλο γεγονός που ικανοποιεί τον ορισμό της συνένωσης επιχειρήσεων. Αυτό το Δ.Π.Χ.Α. δεν εφαρμόζεται:

α)

στην ίδρυση κοινοπραξίας.

β)

στην απόκτηση περιουσιακού στοιχείου ή ομάδας περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν επιχείρηση. Σε περιπτώσεις όπως αυτή, ο αποκτών θα διαπιστώσει και θα αναγνωρίσει τα επιμέρους αναγνωρίσιμα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων εκείνων των περιουσιακών στοιχείων που ανταποκρίνονται στον ορισμό και τα κριτήρια αναγνώρισης άυλων περιουσιακών στοιχείων στο Δ.Λ.Π. 38 Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία) και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις. Το κόστος της ομάδας θα επιμεριστεί στα επιμέρους αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις με βάση τις σχετικές τους εύλογες αξίες κατά την ημερομηνία αγοράς. Συναλλαγή τέτοιου είδους δεν καταλήγει σε υπεραξία.

γ)

συνένωση οικονομικών οντοτήτων ή επιχειρήσεων κάτω από κοινό έλεγχο (οι παράγραφοι Β1-Β4 παρέχουν σχετική καθοδήγηση εφαρμογής).

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΥΝΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

3.

Μια οικονομική οντότητα θα προσδιορίζει εάν μια συναλλαγή ή άλλο γεγονός αποτελεί συνένωση επιχειρήσεων με την εφαρμογή του ορισμού στο παρόν Δ.Π.Χ.Α., το οποίο απαιτεί τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και οι αναληφθείσες υποχρεώσεις να αποτελούν μια επιχείρηση. Εάν τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία δεν αποτελούν επιχείρηση, η αναφέρουσα οικονομική οντότητα θα λογιστικοποιεί τη συναλλαγή ή άλλο γεγονός ως απόκτηση περιουσιακού στοιχείου. Οι παράγραφοι B5-B12 παρέχουν καθοδήγηση για την αναγνώριση συνένωσης επιχειρήσεων και του ορισμού μιας επιχείρησης.

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ

4.

Μια οικονομική οντότητα θα λογιστικοποιεί κάθε συνένωση επιχειρήσεων με την εφαρμογή της μεθόδου απόκτησης.

5.

Η εφαρμογή της μεθόδου απόκτησης απαιτεί:

α)

την αναγνώριση του αποκτώντος,

β)

τον προσδιορισμό της ημερομηνίας απόκτησης,

γ)

αναγνώριση και επιμέτρηση των αναγνωρίσιμων αποκτώμενων περιουσιακών στοιχείων, των αναληφθεισών υποχρεώσεων καθώς και τυχόν μη ελεγχουσών συμμετοχών στον αποκτώμενο και

δ)

την αναγνώριση και επιμέτρηση υπεραξίας ή του κέρδους μιας αγοράς ευκαιρίας.

Η αναγνώριση του αποκτώντος

6.

Μία από τις συνεννούμενες οικονομικές οντότητες θα αναγνωρίζεται ως αποκτών για κάθε συνένωση επιχειρήσεων.

7.

Οι οδηγίες του Δ.Λ.Π. 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις θα χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του αποκτώντος — της οικονομικής οντότητας που αποκτά τον έλεγχο του αποκτώμενου. Εάν έχει πραγματοποιηθεί μια συνένωση επιχειρήσεων αλλά η εφαρμογή των οδηγιών του Δ.Λ.Π. 27 δεν δηλώνει καθαρά ποια από τις συνεννοούμενες οικονομικές οντότητες είναι ο αποκτών, τότε θα ληφθούν υπόψη τα κριτήρια των παραγράφων Β14-Β18 για να γίνει ο προσδιορισμός.

Προσδιορισμός της ημερομηνίας απόκτησης

8.

Ο αποκτών προσδιορίζει την ημερομηνία της απόκτησης, που είναι η ημερομηνία κατά την οποία ουσιαστικά αποκτά τον έλεγχο της αποκτώμενης επιχείρησης.

9.

Η ημερομηνία κατά την οποία ο αποκτών αναλαμβάνει τον έλεγχο του αποκτώμενου θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία ο αποκτών μεταβιβάζει νομίμως το αντάλλαγμα, αποκτά τα περιουσιακά στοιχεία και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του αποκτωμένου — η ημερομηνία κλεισίματος. Ωστόσο, ο αποκτών ενδέχεται να αναλάβει τον έλεγχο κατά μια ημερομηνία νωρίτερα ή αργότερα της ημερομηνίας κλεισίματος. Για παράδειγμα, η ημερομηνία της απόκτησης προηγείται της ημερομηνίας κλεισίματος, εάν η ανάληψη του ελέγχου του αποκτώμενου από τον αποκτώντα σε ημερομηνία πριν την ημερομηνία κλεισίματος, παρέχεται μέσω εγγράφου συμφωνίας. Ένας αποκτών θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και συνθήκες για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας απόκτησης.

Αναγνώριση και επιμέτρηση των αναγνωρίσιμων αποκτώμενων περιουσιακών στοιχείων, των αναλαμβανόμενων υποχρεώσεων καθώς και τυχόν μη ελεγχουσών συμμετοχών στον αποκτώμενο

Αρχή της αναγνώρισης

10.

Την ημερομηνία της απόκτησης, ο αποκτών θα αναγνωρίσει, ξεχωριστά από την υπεραξία, τα αναγνωρίσιμα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις καθώς και τυχόν μη ελέγχουσες συμμετοχές στον αποκτώμενο. Η αναγνώριση των αποκτώμενων αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων και αναλαμβανόμενων υποχρεώσεων, υπόκειται στους όρους που καθορίζονται στις παραγράφους 11 και 12.

Όροι αναγνώρισης

11.

Για να πληρούν τα κριτήρια της αναγνώρισης ως μέρος της εφαρμογής της μεθόδου απόκτησης, τα αναγνωρίσιμα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και οι αναληφθείσες υποχρεώσεις, πρέπει να ανταποκρίνονται κατά την ημερομηνία της απόκτησης στους ορισμούς των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, του Πλαισίου για την Κατάρτιση και Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων. Για παράδειγμα, κόστος που αναμένει ο αποκτών αλλά δεν είναι υποχρεωμένος να υποστεί μελλοντικά για να αποδεσμευθεί από μια δραστηριότητα ενός αποκτώμενου, ή να τερματίσει την απασχόληση ή να μετακινήσει τους εργαζομένους ενός αποκτηθέντος, δεν είναι υποχρεώσεις κατά την ημερομηνία απόκτησης. Συνεπώς, ο αποκτών δεν αναγνωρίζει αυτό το κόστος ως μέρος της εφαρμογής της μεθόδου απόκτησης. Αντίθετα, ο αποκτών αναγνωρίζει αυτό το κόστος στις μετά τη συνένωση οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με άλλα Δ.Π.Χ.Α.

12.

Επιπροσθέτως, για να πληρούν τα κριτήρια της αναγνώρισης ως μέρος της εφαρμογής της μεθόδου απόκτησης, τα αποκτηθέντα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και οι αναληφθείσες υποχρεώσεις πρέπει να είναι μέρος αυτού που αντάλλαξαν ο αποκτών και ο αποκτώμενος (ή οι πρώην ιδιοκτήτες του) κατά τη συναλλαγή της συνένωσης επιχειρήσεων, και όχι το αποτέλεσμα ξεχωριστών συναλλαγών. Ο αποκτών θα εφαρμόσει τις οδηγίες των παραγράφων 51-53 για να προσδιορίσει ποια αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία ή αναληφθείσες υποχρεώσεις αποτελούν μέρος της ανταλλαγής για τον αποκτώμενο και ποια είναι τα αποτελέσματα των ξεχωριστών συναλλαγών, εάν υπάρχουν, που λογιστικοποιούνται σύμφωνα με τη φύση τους και τα αρμόζοντα Δ.Π.Χ.Α.

13.

Η εφαρμογή της αρχής και των όρων αναγνώρισης από τον αποκτώντα ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την αναγνώριση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων τα οποία ο αποκτώμενος δεν είχε αναγνωρίσει προηγουμένως ως περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις στις οικονομικές του καταστάσεις. Για παράδειγμα, ο αποκτών αναγνωρίζει τα αποκτώμενα άυλα περιουσιακά στοιχεία, όπως ένα εμπορικό σήμα, μια ευρεσιτεχνία ή μια πελατειακή σχέση, που ο αποκτώμενος δεν είχε αναγνωρίσει ως περιουσιακά στοιχεία στις οικονομικές του καταστάσεις, επειδή τα είχε αναπτύξει εσωτερικά και είχε χρεώσει το σχετικό κόστος στα έξοδα.

14.

Οι παράγραφοι B28-B40 παρέχουν οδηγίες για την αναγνώριση λειτουργικών μισθώσεων και άυλων περιουσιακών στοιχείων. Οι παράγραφοι 22-28 καθορίζουν τους τύπους αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν στοιχεία για τα οποία το παρόν Δ.Π.Χ.Α. παρέχει περιορισμένες εξαιρέσεις στην αρχή και τους όρους αναγνώρισης.

Κατάταξη ή προσδιορισμός αναγνωρίσιμων αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και αναληφθεισών υποχρεώσεων κατά τη συνένωση επιχειρήσεων

15.

Κατά την ημερομηνία της απόκτησης, ο αποκτών θα κατατάξει ή θα προσδιορίσει τα αναγνωρίσιμα αποκτώμενα περιουσιακά στοιχεία και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις, όπως απαιτείται για τη μεταγενέστερη εφαρμογή άλλων Δ.Π.Χ.Α. Ο αποκτών θα πραγματοποιήσει αυτές τις κατατάξεις ή τους προσδιορισμούς με βάση τους συμβατικούς όρους, τις οικονομικές συνθήκες, τις λειτουργικές ή λογιστικές πολιτικές καθώς και άλλες σχετικές συνθήκες όπως υφίστανται κατά την ημερομηνία απόκτησης.

16.

Σε κάποιες περιπτώσεις, τα Δ.Π.Χ.Α. κάνουν πρόβλεψη για διαφορετική λογιστικοποίηση, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο μια οικονομική οντότητα κατατάσσει ή προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση. Παραδείγματα κατατάξεων ή προσδιορισμών, που ο αποκτών θα πραγματοποιήσει με βάση τις σχετικές συνθήκες όπως υφίστανται κατά την ημερομηνία απόκτησης, περιλαμβάνουν, αλλά δεν εξαντλούνται, τα εξής:

α)

κατάταξη συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ως χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, ή ως χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων διαθέσιμων προς πώληση ή διακρατούμενων μέχρι τη λήξη, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση,

β)

προσδιορισμός παράγωγου μέσου ως μέσου αντιστάθμισης, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 και

γ)

αξιολόγηση του εάν ένα ενσωματωμένο παράγωγο πρέπει να διαχωρίζεται από το κύριο συμβόλαιο σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39 (πράγμα που είναι θέμα «κατάταξης» καθώς το παρόν Δ.Π.Χ.Α. χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο).

17.

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. προβλέπει δύο εξαιρέσεις της αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 15:

α)

την κατάταξη μιας σύμβασης μίσθωσης είτε ως λειτουργική μίσθωση είτε ως χρηματοδοτική μίσθωση, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 17 Μισθώσεις και

β)

την κατάταξη μιας σύμβασης ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 4 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια.

Ο αποκτών θα κατατάξει αυτά τα συμβόλαια με βάση τους συμβατικούς όρους και άλλους παράγοντες κατά την έναρξη της σύμβασης (ή, εάν οι όροι της σύμβασης έχουν τροποποιηθεί με τρόπο που να αλλάζει την κατάταξή τους, με βάση την ημερομηνία αυτής της τροποποίησης, η οποία μπορεί να είναι η ημερομηνία απόκτησης).

Η αρχή της επιμέτρησης

18.

Ο αποκτών θα επιμετρά τα αποκτηθέντα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις στις εύλογες αξίες τους κατά την ημερομηνία απόκτησής τους.

19.

Για κάθε συνένωση επιχειρήσεων, ο αποκτών θα επιμετρά τυχόν μη ελέγχουσα συμμετοχή στον αποκτώμενο είτε στην εύλογη αξία είτε στο αναλογικό ποσοστό τους επί της μη ελέγχουσας συμμετοχής, των καθαρών αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων του αποκτώμενου.

20.

Οι παράγραφοι B41-B45 παρέχουν οδηγίες για την επιμέτρηση της εύλογης αξίας συγκεκριμένων αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων και μιας μη ελέγχουσας συμμετοχής σε έναν αποκτώμενο. Οι παράγραφοι 24-31 καθορίζουν τους τύπους αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν στοιχεία για τα οποία το παρόν Δ.Π.Χ.Α. παρέχει περιορισμένες εξαιρέσεις στην αρχή της επιμέτρησης.

Εξαιρέσεις στις αρχές αναγνώρισης ή επιμέτρησης

21.

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. παρέχει περιορισμένες εξαιρέσεις στις αρχές αναγνώρισης και επιμέτρησης. Οι παράγραφοι 22-31 καθορίζουν και τα ξεχωριστά στοιχεία για τα οποία παρέχονται εξαιρέσεις και τη φύση αυτών των εξαιρέσεων. Ο αποκτών θα λογιστικοποιήσει αυτά τα στοιχεία με την εφαρμογή των απαιτήσεων των παραγράφων 22-31, που θα έχουν ως αποτέλεσμα, κάποια στοιχεία να:

α)

αναγνωριστούν με την εφαρμογή συνθηκών αναγνώρισης επιπλέον αυτών των παραγράφων 11 και 12, ή με την εφαρμογή των απαιτήσεων άλλων Δ.Π.Χ.Α., με αποτελέσματα που διαφέρουν από αυτά της εφαρμογής των αρχών και των όρων της αναγνώρισης.

β)

επιμετρηθούν σε ύψος ποσού άλλου από την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησής τους.

Εξαίρεση στην αρχή της αναγνώρισης

Ενδεχόμενες υποχρεώσεις

22.

Το Δ.Λ.Π. 37 Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενα Περιουσιακά Στοιχεία ορίζει μια ενδεχόμενη υποχρέωση ως:

α)

μια πιθανή δέσμευση που προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα και της οποίας η ύπαρξη θα επιβεβαιωθεί μόνον από την πραγματοποίηση ή μη, ενός ή περισσότερων αβέβαιων μελλοντικών γεγονότων, που δεν εμπίπτουν ολοκληρωτικά στον έλεγχο της επιχείρησης, ή

β)

μια παρούσα δέσμευση που ανακύπτει από παρελθόντα γεγονότα, αλλά δεν αναγνωρίζεται γιατί:

(i)

δεν είναι πιθανό ότι μια εκροή πόρων που ενσωματώνει οικονομικά οφέλη, θα απαιτηθεί για να διακανονιστεί η δέσμευση, ή

(ii)

το ποσό της δέσμευσης δεν μπορεί να επιμετρηθεί με επαρκή αξιοπιστία.

23.

Οι απαιτήσεις του Δ.Λ.Π. 37 δεν ισχύουν για τον προσδιορισμό των ενδεχόμενων υποχρεώσεων που πρέπει να αναγνωριστούν από την ημερομηνία της απόκτησης. Αντ’ αυτού, ο αποκτών θα αναγνωρίζει από την ημερομηνία της απόκτησης μια ενδεχόμενη υποχρέωση αναληφθείσα σε μια συνένωση επιχειρήσεων, εάν είναι παρούσα δέσμευση που προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα και η εύλογη αξία της μπορεί να επιμετρηθεί με αξιοπιστία. Συνεπώς, αντίθετα με το Δ.Λ.Π. 37, ο αποκτών αναγνωρίζει μια ενδεχόμενη υποχρέωση αναληφθείσα σε συνένωση επιχειρήσεων από την ημερομηνία της απόκτησης, ακόμα κι αν δεν είναι πιθανό πως η εκροή πόρων που ενσωματώνουν οικονομικά οφέλη θα είναι απαραίτητη για το διακανονισμό της δέσμευσης. Η παράγραφος 56 δίνει οδηγίες για τη μεταγενέστερη λογιστικοποίηση για ενδεχόμενες υποχρεώσεις.

Εξαιρέσεις στις αρχές αναγνώρισης και επιμέτρησης

Φόροι Εισοδήματος

24.

Ο αποκτών θα αναγνωρίσει και θα επιμετρήσει ένα αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που προκύπτει από τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις σε μια συνένωση επιχειρήσεων, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 12 Φόροι εισοδήματος.

25.

Ο αποκτών θα λογιστικοποιήσει τις εν δυνάμει φορολογικές επιδράσεις προσωρινών διαφορών και άλλων μεταφερόμενων ενός αποκτώμενου που υφίστανται κατά την ημερομηνία απόκτησης, ή προκύπτουν ως αποτέλεσμα της απόκτησης, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 12.

Παροχές σε εργαζομένους

26.

Ο αποκτών θα αναγνωρίζει και θα επιμετρά μια υποχρέωση (ή τυχόν περιουσιακό στοιχείο) σχετικό με παροχές σε εργαζόμενους του αποκτώμενου, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 19 Παροχές σε εργαζόμενους.

Περιουσιακά στοιχεία αποζημίωσης

27.

Σε μια συνένωση επιχειρήσεων, ο πωλητής μπορεί να αποζημιώσει συμβατικά τον αποκτώντα για το αποτέλεσμα ενδεχόμενου γεγονότος ή αβεβαιότητας που έχει σχέση εν όλω ή εν μέρει με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση. Για παράδειγμα, ο πωλητής μπορεί να αποζημιώσει τον αποκτώντα για ζημίες επάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό σε μια υποχρέωση που προκύπτει από συγκεκριμένο ενδεχόμενο γεγονός. Με άλλα λόγια, ο πωλητής θα εγγυάται ότι η υποχρέωση του αποκτώντα δεν θα υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσό. Έτσι ο αποκτών λαμβάνει ένα περιουσιακό στοιχείο αποζημίωσης. Ο αποκτών θα αναγνωρίζει ένα περιουσιακό στοιχείο αποζημίωσης, ταυτόχρονα με την αναγνώριση του στοιχείου αποζημίωσης το οποίο θα επιμετράται στην ίδια βάση με το στοιχείο αποζημίωσης, και θα υπόκειται στην ανάγκη σχηματισμού πρόβλεψης για ανείσπρακτα ποσά. Συνεπώς, εάν η αποζημίωση έχει σχέση με ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση που αναγνωρίζεται κατά την ημερομηνία απόκτησης και επιμετράται στην εύλογη αξία του κατά την ημερομηνία της απόκτησής του, ο αποκτών θα αναγνωρίζει το περιουσιακό στοιχείο αποζημίωσης κατά την ημερομηνία της απόκτησης και θα το, επιμετρά στην εύλογη αξία του κατά την ημερομηνία απόκτησής του. Για ένα περιουσιακό στοιχείο αποζημίωσης επιμετρημένο σε εύλογη αξία, οι επιδράσεις της αβεβαιότητας μελλοντικών ταμιακών ροών λόγω θεμάτων εισπραξιμότητας, περιλαμβάνονται στην αποτίμηση στην εύλογη αξία και δεν χρειάζεται ξεχωριστός λογαριασμός πρόβλεψης (η παράγραφος B41 παρέχει τις σχετικές οδηγίες εφαρμογής).

28.

Σε κάποιες περιπτώσεις, η αποζημίωση μπορεί να έχει σχέση με περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που αποτελεί εξαίρεση στις αρχές αναγνώρισης ή επιμέτρησης. Για παράδειγμα, μια αποζημίωση μπορεί να συνδέεται με ενδεχόμενη υποχρέωση η οποία δεν αναγνωρίζεται κατά την ημερομηνία απόκτησης, επειδή η εύλογη αξία της δεν επιμετράται αξιόπιστα κατά την ημερομηνία αυτή. Εναλλακτικά, μια αποζημίωση μπορεί να συνδέεται με περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, για παράδειγμα, ένα που προκύπτει από παροχή σε εργαζόμενους, που επιμετράται σε βάση άλλη από την εύλογη αξία της ημερομηνίας απόκτησης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το περιουσιακό στοιχείο αποζημίωσης θα αναγνωρίζεται και θα επιμετράται χρησιμοποιώντας υποθέσεις που συμφωνούν προς αυτές που χρησιμοποιούνται για την επιμέτρηση του στοιχείου αποζημίωσης, υποκείμενο στην αξιολόγηση της διοίκησης αναφορικά με την εισπραξιμότητα του περιουσιακού στοιχείου αποζημίωσης και τυχόν συμβατικούς περιορισμούς στο ποσό αποζημίωσης. Η παράγραφος 57 δίνει οδηγίες για τη μεταγενέστερη λογιστικοποίηση περιουσιακού στοιχείου αποζημίωσης.

Εξαιρέσεις στην αρχή της επιμέτρησης

Επαναποκτηθέντα δικαιώματα

29.

Ο αποκτών θα επιμετρά την αξία ενός επαναποκτηθέντος δικαιώματος που έχει αναγνωριστεί ως άυλο περιουσιακό στοιχείο με βάση την εναπομένουσα συμβατική περίοδο της σχετικής σύμβασης, ασχέτως εάν τα μέλη της αγοράς θα εξέταζαν εν δυνάμει συμβατικές ανανεώσεις για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας του. Οι παράγραφοι B35 και B36 παρέχουν σχετική καθοδήγηση εφαρμογής.

Παροχές που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών

30.

Ο αποκτών θα επιμετρήσει μια υποχρέωση ή ένα συμμετοχικό τίτλο σχετικό με την αντικατάσταση των παροχών που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών του αποκτώμενου με τις παροχές που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών του αποκτώντος, σύμφωνα με τη μέθοδο του Δ.Π.Χ.Α. 2 Παροχές που Εξαρτώνται από την Αξία των Μετοχών. (Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. αναφέρεται στο αποτέλεσμα αυτής της μεθόδου ως η «αγοραία επιμέτρηση» της παροχής).

Περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται προς πώληση

31.

Ο αποκτών θα επιμετρήσει ένα αποκτηθέν μη κυκλοφορούν περιουσιακό στοιχείο (ή ομάδα εκποίησης) που κατατάσσεται ως κατεχόμενο προς πώληση κατά την ημερομηνία απόκτησης, σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5 Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες στην εύλογη αξία μείον το κόστος της πώλησης σύμφωνα με τις παραγράφους 15-18 του εν λόγω Δ.Π.Χ.Α.

Αναγνώριση και επιμέτρηση υπεραξίας ή του κέρδους μιας αγοράς ευκαιρίας

32.

Ο αποκτών θα αναγνωρίζει την υπεραξία από την ημερομηνία απόκτησης επιμετρώμενη ως το υπερβάλλον του (α) επί του (β) κατωτέρω:

α)

το άθροισμα:

(i)

του ανταλλάγματος που μεταβιβάστηκε επιμετρώμενου σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α., το οποίο κατά κανόνα απαιτεί εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης (βλέπε παράγραφο 37),

(ii)

του ποσού τυχόν μη ελεγχουσών συμμετοχών στον αποκτώμενο επιμετρώμενων σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α. και,

(iii)

σε συνένωση επιχειρήσεων που ολοκληρώνεται σε στάδια (βλέπε παραγράφους 41 και 42), της εύλογης αξίας κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων που κατείχε ο αποκτών προηγουμένως στον αποκτώμενο.

β)

το καθαρό των ποσών κατά την ημερομηνία απόκτησης από τα αποκτηθέντα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις επιμετρημένα σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α.

33.

Σε μια συνένωση επιχειρήσεων στην οποία ο αποκτών και ο αποκτώμενος (ή οι προηγούμενοί του ιδιοκτήτες) ανταλλάσσουν μόνο συμμετοχικά δικαιώματα, η εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων του αποκτώμενου μπορεί να επιμετρηθεί με μεγαλύτερη αξιοπιστία από την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων του αποκτώντος. Σε αυτή την περίπτωση, ο αποκτών θα προσδιορίζει το ποσό της υπεραξίας, χρησιμοποιώντας την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων του αποκτώμενου αντί της εύλογης αξίας κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων που μεταφέρονται. Για τον καθορισμό του ποσού υπεραξίας σε μια συνένωση επιχειρήσεων κατά την οποία δεν μεταφέρεται αντάλλαγμα, ο αποκτών θα χρησιμοποιεί την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων του αποκτώντος στον αποκτώμενο, χρησιμοποιώντας μια τεχνική εκτίμησης αντί για την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος (παράγραφος 32(α)(θ). Οι παράγραφοι B46 - B49 παρέχουν σχετική καθοδήγηση εφαρμογής.

Αγορές ευκαιρίας

34.

Περιστασιακά, ένας αποκτών θα προβεί σε μια αγορά ευκαιρίας, που αποτελεί μια συνένωση επιχειρήσεων, όπου το ποσό της παραγράφου 32(β) υπερβαίνει το άθροισμα των ποσών που κατονομάζονται στην παράγραφο 32(α). Εάν αυτό το υπερβάλλον ποσό παραμείνει μετά την εφαρμογή των απαιτήσεων της παραγράφου 36, ο αποκτών θα αναγνωρίσει το προκύπτον κέρδος στα αποτελέσματα κατά την ημερομηνία απόκτησης. Το κέρδος θα αποδίδεται στον αποκτώντα.

35.

Μια αγορά ευκαιρίας μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα, σε μια συνένωση επιχειρήσεων που αποτελεί αναγκαστική πώληση, όπου ο πωλητής ενεργεί υπό συνθήκες εξαναγκασμού. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις αναγνώρισης ή επιμέτρησης για συγκεκριμένα στοιχεία που εξετάζονται στις παραγράφους 22-31, μπορεί επίσης να έχουν ως αποτέλεσμα την αναγνώριση κέρδους (ή να μεταβάλλουν το ποσό αναγνωρισθέντος κέρδους) επί αγοράς ευκαιρίας.

36.

Πριν την αναγνώριση κέρδους επί αγοράς ευκαιρίας, ο αποκτών θα επανεκτιμήσει εάν έχει προσδιορίσει ορθώς όλα τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και όλες τις αναληφθείσες υποχρεώσεις και θα αναγνωρίσει τυχόν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις που θα προσδιορισθούν κατά τη διάρκεια αυτής της αναθεώρησης. Εν συνεχεία, ο αποκτών θα αναθεωρήσει τις διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν για την επιμέτρηση των ποσών που το παρόν Δ.Π.Χ.Α. απαιτεί να αναγνωρισθούν κατά την ημερομηνία απόκτησης για όλα τα κατωτέρω:

α)

τα αναγνωρίσιμα αποκτώμενα περιουσιακά στοιχεία και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις,

β)

τις τυχόν μη ελέγχουσες συμμετοχές στον αποκτώμενο,

γ)

σε συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται σε στάδια, τα συμμετοχικά δικαιώματα που κατείχε ο αποκτών προηγουμένως στον αποκτώμενο και

δ)

το μεταβιβασθέν αντάλλαγμα.

Το αντικείμενο της αναθεώρησης είναι να διασφαλισθεί ότι η επιμέτρηση αντικατοπτρίζει καταλλήλως την εξέταση όλων των διαθέσιμων στοιχείων κατά την ημερομηνία της απόκτησης.

Το μεταβιβασθέν αντάλλαγμα

37.

Το μεταβιβασθέν αντάλλαγμα σε μια συνένωση επιχειρήσεων θα επιμετράται σε εύλογη αξία, η οποία θα υπολογίζεται ως το άθροισμα της εύλογης αξίας κατά την ημερομηνία απόκτησης των μεταφερθέντων περιουσιακών στοιχείων από τον αποκτώντα, των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τον αποκτώντα προς τους προηγούμενους ιδιοκτήτες και τα συμμετοχικά δικαιώματα που έχει εκδώσει ο αποκτών. (Ωστόσο, οποιοδήποτε ποσοστό των αμοιβών του αποκτώντος που εξαρτάται από μετοχές ανταλλάχθηκε για αμοιβές που οφείλονται σε εργαζόμενους του αποκτώμενου και περιλαμβάνεται στο αντάλλαγμα που μεταβιβάζεται στη συνένωση επιχειρήσεων, θα επιμετράται σύμφωνα με την παράγραφο 30 και όχι σε εύλογη αξία.) Παραδείγματα εν δυνάμει μορφών ανταλλάγματος, περιλαμβάνουν μετρητά, άλλα περιουσιακά στοιχεία, μία επιχείρηση ή μία θυγατρική του αποκτώντος, ενδεχόμενο αντάλλαγμα, κοινούς ή προνομιούχους συμμετοχικούς τίτλους, δικαιώματα προαίρεσης, δικαιώματα αγοράς μετοχών και συμμετοχές ως μέλη σε αμοιβαίες οντότητες.

38.

Το μεταβιβασθέν αντάλλαγμα μπορεί να περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις του αποκτώντος που έχουν λογιστικές αξίες οι οποίες διαφέρουν από τις εύλογες αξίες τους κατά την ημερομηνία απόκτησης (για παράδειγμα, μη χρηματικά περιουσιακά στοιχεία ή μία επιχείρηση του αποκτώντος). Σε αυτή την περίπτωση, ο αποκτών θα επιμετρήσει εκ νέου τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις στις εύλογες αξίες τους από την ημερομηνία απόκτησης και θα αναγνωρίσει τα τυχόν προκύπτοντα κέρδη ή ζημίες στα αποτελέσματα. Όμως, κάποιες φορές τα μεταφερόμενα περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις παραμένουν στη συνενωμένη οικονομική οντότητα μετά τη συνένωση των επιχειρήσεων (για παράδειγμα, επειδή τα περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις μεταβιβάστηκαν στον αποκτώμενο αντί στους προηγούμενούς του ιδιοκτήτες), και συνεπώς ο αποκτών διατηρεί τον έλεγχό τους. Σε αυτή την περίπτωση, ο αποκτών θα επιμετρήσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις στη λογιστική τους αξία αμέσως πριν την ημερομηνία απόκτησης και δεν θα αναγνωρίσει κέρδος ή ζημία στα περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις που ελέγχει πριν και μετά τη συνένωση των επιχειρήσεων.

Ενδεχόμενο αντάλλαγμα

39.

Η αντιπαροχή που μεταφέρει ο αποκτών σε αντάλλαγμα του αποκτώμενου περιλαμβάνει τυχόν περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που προκύπτει από ρύθμιση ενδεχόμενου ανταλλάγματος (βλέπε παράγραφο 37). Ο αποκτών θα αναγνωρίζει την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία της απόκτησης ενδεχόμενου ανταλλάγματος ως μέρος της αντιπαροχής που μεταβιβάστηκε σε αντάλλαγμα για τον αποκτώμενο.

40.

Ο αποκτών θα κατατάσσει μια δέσμευση για καταβολή ενδεχόμενου ανταλλάγματος ως υποχρέωση ή ως ίδια κεφάλαια με βάση τον ορισμό ενός συμμετοχικού τίτλου και μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης στην παράγραφο 11 του Δ.Λ.Π. 32 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Παρουσίαση, ή άλλα ισχύοντα Δ.Π.Χ.Α. Ο αποκτών θα κατατάσσει ως περιουσιακό στοιχείο δικαίωμα επιστροφής προηγουμένως μεταφερθέντος ανταλλάγματος εάν πληρούνται συγκεκριμένοι όροι. Η παράγραφος 58 δίνει οδηγίες για τη μεταγενέστερη λογιστικοποίηση για ενδεχόμενο αντάλλαγμα.

Πρόσθετες οδηγίες για την εφαρμογή της μεθόδου απόκτησης σε συγκεκριμένους τύπους συνένωσης επιχειρήσεων

Μια συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται σταδιακά

41.

Ενίοτε ένας αποκτών αποκτά τον έλεγχο ενός αποκτώμενου στον οποίο κατείχε συμμετοχικά δικαιώματα αμέσως πριν την ημερομηνία απόκτησης. Για παράδειγμα, την 31η Δεκεμβρίου 20Χ1, η Οικονομική Οντότητα Α κατέχει ποσοστό 35 τοις εκατό μειοψηφικών συμμετοχών στην Οικονομική Οντότητα Β. Την ημερομηνία αυτή, η Οικονομική Οντότητα Α αγοράζει πρόσθετο ποσοστό συμμετοχής 40 τοις εκατό στην Οικονομική Οντότητα Β, που της δίνει τον έλεγχο της Οικονομικής Οντότητας Β. Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. αναφέρεται σε τέτοιου είδους συναλλαγές ως συνενώσεις επιχειρήσεων που επιτυγχάνονται σταδιακά, που ενίοτε αποκαλείται επίσης σταδιακή απόκτηση.

42.

Σε συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται σταδιακά, ο αποκτών θα επιμετρήσει εκ νέου τα συμμετοχικά δικαιώματα που κατείχε προηγουμένως στον αποκτώμενο στην εύλογη αξία κατά την ημερομηνία της απόκτησης και θα αναγνωρίσει τυχόν κέρδος ή ζημία στα αποτελέσματα. Σε προηγούμενες καλυπτόμενες περιόδους αναφοράς, ο αποκτών μπορεί να έχει αναγνωρίσει αλλαγές στην αξία συμμετοχικών του δικαιωμάτων στον αποκτώμενο στα λοιπά συνολικά έσοδα (για παράδειγμα, επειδή η επένδυση είχε καταταχθεί ως διαθέσιμη προς πώληση. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσό που αναγνωρίστηκε στα λοιπά συνολικά έσοδα θα αναγνωρίζεται στην ίδια βάση που θα απαιτείτο εάν ο αποκτών είχε διαθέσει απευθείας τα συμμετοχικά δικαιώματα που διατηρούσε προηγουμένως.

Συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται χωρίς μεταφορά ανταλλάγματος

43.

Ένας αποκτών ενίοτε αποκτά τον έλεγχο ενός αποκτώμενου, χωρίς τη μεταφορά ανταλλάγματος. Σε αυτές τις συνενώσεις, εφαρμόζεται η μέθοδος απόκτησης για τη λογιστικοποίηση μιας συνένωσης επιχειρήσεων. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν:

α)

Ο αποκτώμενος επαναγοράζει επαρκή αριθμό των δικών του μετοχών ώστε ένας υπάρχων επενδυτής (ο αποκτών) να αποκτήσει τον έλεγχο.

β)

Εκπνέουν μειοψηφικά δικαιώματα βέτο, τα οποία προηγουμένως δεν επέτρεπαν στον αποκτώντα να ελέγχει έναν αποκτώμενο, στον οποίο ο αποκτών κατείχε τα πλειοψηφικά δικαιώματα ψήφου.

γ)

Ο αποκτών και ο αποκτώμενος συμφωνούν να συνενώσουν τις επιχειρήσεις τους μόνο με σύμβαση. Ο αποκτών δεν καταβάλει αντίτιμο εις αντάλλαγμα του ελέγχου ενός αποκτώμενου και δεν διατηρεί συμμετοχικά δικαιώματα στον αποκτώμενο, είτε κατά την ημερομηνία απόκτησης είτε προηγουμένως. Παραδείγματα συνένωσης επιχειρήσεων που επιτυγχάνονται μόνο με σύμβαση, περιλαμβάνουν τη συνένωση δύο επιχειρήσεων μέσω συμφωνίας σύνδεσης των μετοχών (stapling) ή την εισαγωγή των μετοχών σε δύο χρηματιστήρια.

44.

Σε μια συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται μόνο με σύμβαση, ο αποκτών θα αποδώσει στους ιδιοκτήτες του αποκτώμενου το ποσό των καθαρών περιουσιακών στοιχείων του αποκτώμενου, που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α. Δηλαδή, τα συμμετοχικά δικαιώματα στον αποκτώμενο που κατέχονται από μέρη άλλα από τον αποκτώντα, είναι μία μη ελέγχουσα συμμετοχή στις μετά τη συνένωση οικονομικές καταστάσεις του αποκτώντα, ακόμα και αν το αποτέλεσμα είναι ότι όλα τα συμμετοχικά δικαιώματα στον αποκτώμενο αποδίδονται στη μη ελέγχουσα συμμετοχή.

Περίοδος επιμέτρησης

45.

Αν η αρχική λογιστικοποίηση μιας συνένωσης επιχειρήσεων δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της περιόδου αναφοράς κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιείται η συνένωση, ο αποκτών θα αναφέρει στις οικονομικές του καταστάσεις, με προσωρινά ποσά τα στοιχεία για τα οποία η λογιστικοποίηση δεν είναι πλήρης. Κατά τη διάρκεια της περιόδου επιμέτρησης, ο αποκτών θα προσαρμόσει αναδρομικά τα προσωρινά ποσά που αναγνωρίστηκαν κατά την ημερομηνία απόκτησης ώστε να αντικατοπτρίζουν νέες πληροφορίες που ελήφθησαν για γεγονότα και συνθήκες που υπήρχαν κατά την ημερομηνία απόκτησης και, εάν ήταν γνωστά, θα είχαν επηρεάσει την επιμέτρηση των ποσών που αναγνωρίστηκαν από εκείνη την ημερομηνία. Κατά τη διάρκεια της περιόδου επιμέτρησης, ο αποκτών θα αναγνωρίζει επίσης πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις εάν ληφθούν νέες πληροφορίες για γεγονότα και συνθήκες που υπήρχαν κατά την ημερομηνία απόκτησης και, εάν ήταν γνωστά, θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναγνώριση αυτών των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων από εκείνη την ημερομηνία. Η περίοδος επιμέτρησης λήγει μόλις ο αποκτών λάβει τις πληροφορίες που αναζητούσε σχετικά με τα γεγονότα και τις συνθήκες που υπήρχαν κατά την ημερομηνία απόκτησης ή καταλήξει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες. Ωστόσο, η περίοδος επιμέτρησης δεν θα υπερβαίνει το ένα έτος από την ημερομηνία απόκτησης.

46.

Η περίοδος επιμέτρησης είναι η περίοδος μετά την ημερομηνία απόκτησης κατά την οποία ο αποκτών μπορεί να προσαρμόσει τα προσωρινά ποσά που αναγνωρίζονται για μια συνένωση επιχειρήσεων. Η περίοδος επιμέτρησης παρέχει στον αποκτώντα εύλογο χρονικό διάστημα για τη λήψη των απαραίτητων πληροφοριών για την αναγνώριση και επιμέτρηση των κατωτέρω από την ημερομηνία απόκτησης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Δ.Π.Χ.Α.:

α)

τα αναγνωρίσιμα αποκτώμενα περιουσιακά στοιχεία, τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις καθώς και τυχόν μη ελέγχουσες συμμετοχές στον αποκτώμενο,

β)

το αντάλλαγμα που μεταβιβάζεται στον αποκτώμενο (ή το άλλο ποσό που χρησιμοποιείται για την επιμέτρηση της υπεραξίας),

γ)

σε συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται σταδιακά, τα συμμετοχικά δικαιώματα στον αποκτώμενο που κατείχε προηγουμένως ο αποκτών και

δ)

την προκύπτουσα υπεραξία ή το κέρδος σε μια αγορά ευκαιρίας.

47.

Ο αποκτών θα λάβει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες για να προσδιοριστεί εάν οι πληροφορίες που ελήφθησαν μετά την ημερομηνία απόκτησης θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την προσαρμογή των αναγνωρισθέντων προσωρινών ποσών, ή εάν οι πληροφορίες αυτές προκύπτουν από γεγονότα που συνέβησαν μετά την ημερομηνία απόκτησης. Οι σχετικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνονται οι πρόσθετες πληροφορίες και εάν ο αποκτών μπορεί να προσδιορίσει ένα λόγο για αλλαγή στα προσωρινά ποσά. Πληροφορίες που λαμβάνονται εντός μικρού χρονικού διαστήματος μετά την ημερομηνία απόκτησης έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αντικατοπτρίζουν συνθήκες που ίσχυαν κατά την ημερομηνία απόκτησης, από πληροφορίες που λαμβάνονται αρκετούς μήνες αργότερα. Για παράδειγμα, εκτός εάν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ένα γεγονός που μεσολάβησε και άλλαξε την εύλογη αξία του, η πώληση περιουσιακού στοιχείου σε τρίτους σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ημερομηνία απόκτησης για ποσό που διαφέρει σημαντικά από την προσωρινή εύλογη αξία που καθορίστηκε κατά την ημερομηνία εκείνη, ενδεχομένως να δηλώνει σφάλμα στο προσωρινό ποσό.

48.

Ο αποκτών αναγνωρίζει αύξηση (μείωση) στο προσωρινό ποσό που αναγνωρίζεται για ένα αναγνωρίσιμο περιουσιακό στοιχείο (υποχρέωση) με μείωση (αύξηση) στην υπεραξία. Όμως, νέες πληροφορίες που λαμβάνονται κατά την περίοδο επιμέτρησης, μπορεί ενίοτε να έχουν ως αποτέλεσμα μια προσαρμογή στο προσωρινό ποσό περισσοτέρων από ένα περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, ο αποκτών μπορεί να είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει αποζημίωση σχετικά με κάποιο ατύχημα σε μία από τις εγκαταστάσεις του αποκτώμενου, μέρος ή το σύνολο της οποίας να καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του αποκτώμενου. Εάν ο αποκτών λάβει νέες πληροφορίες κατά την περίοδο επιμέτρησης για την εύλογη αξία αυτής της υποχρέωσης κατά την ημερομηνία της απόκτησης, η προσαρμογή στην υπεραξία που προκύπτει από μια αλλαγή στο προσωρινό ποσό που αναγνωρίσθηκε για την υποχρέωση θα συμψηφίζεται (εν μέρει ή εν όλω) από αντίστοιχη προσαρμογή στην υπεραξία που προκύπτει από αλλαγή στο προσωρινό ποσό που αναγνωρίσθηκε για την εισπρακτέα απαίτηση από τον ασφαλιστή.

49.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου επιμέτρησης, ο αποκτών θα αναγνωρίσει προσαρμογές στα προσωρινά ποσά, ως να είχε ολοκληρωθεί η λογιστικοποίηση για τη συνένωση των επιχειρήσεων κατά την ημερομηνία απόκτησης. Έτσι, ο αποκτών θα αναθεωρήσει συγκριτική πληροφόρηση για προηγούμενες περιόδους που παρουσιάζονται στις οικονομικές καταστάσεις όταν χρειάζεται, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αλλαγών στις αποσβέσεις, ή άλλες επιδράσεις στα έσοδα που αναγνωρίζονται κατά την ολοκλήρωση της αρχικής λογιστικοποίησης.

50.

Αφού τελειώσει η περίοδος της επιμέτρησης, ο αποκτών θα αναθεωρήσει τη λογιστικοποίηση για μια συνένωση επιχειρήσεων μόνο για διόρθωση λάθους σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη.

Προσδιορισμός του τι αποτελεί μέρος της συναλλαγής συνένωσης επιχειρήσεων

51.

Ο αποκτών και ο αποκτώμενος ενδέχεται να είχαν μια προϋπάρχουσα σχέση ή άλλη συμφωνία πριν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τη συνένωση των επιχειρήσεων, ή ενδέχεται να προβούν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η οποία να είναι ξεχωριστή από τη συνένωση των επιχειρήσεων. Σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις, ο αποκτών θα εξατομικεύσει τυχόν ποσά τα οποία δεν είναι μέρος αυτών που ο αποκτών και ο αποκτώμενος (ή οι προηγούμενοί του ιδιοκτήτες) αντάλλαξαν κατά τη συνένωση επιχειρήσεων, δηλαδή ποσά τα οποία δεν αποτελούν μέρος της ανταλλαγής για τον αποκτώμενο. Ο αποκτών θα αναγνωρίζει ως μέρος της εφαρμογής της μεθόδου απόκτησης μόνο το αντίτιμο που μεταβιβάζεται για τον αποκτώμενο και τα αποκτώμενα περιουσιακά στοιχεία και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις στην ανταλλαγή για τον αποκτώμενο. Οι ξεχωριστές συναλλαγές θα λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το σχετικό Δ.Π.Χ.Α.

52.

Μια συναλλαγή στην οποία εισέρχεται ο αποκτών ή άλλος για λογαριασμό του ή πρωτίστως προς όφελος του αποκτώντος ή της συνενωμένης οικονομικής οντότητας, αντί πρωτίστως προς όφελος του αποκτώμενου (ή των προηγούμενων ιδιοκτητών του) πριν τη συνένωση, ενδέχεται να αποτελέσει ξεχωριστή συναλλαγή. Τα παρακάτω είναι παραδείγματα ξεχωριστών συναλλαγών που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν κατά την εφαρμογή της μεθόδου απόκτησης:

α)

μια συναλλαγή ή οποία διευθετεί προϋπάρχουσες σχέσεις μεταξύ του αποκτώντος και του αποκτώμενου

β)

μια συναλλαγή μου αμείβει υπαλλήλους ή προηγούμενους ιδιοκτήτες του αποκτώμενου για μελλοντικές υπηρεσίες και

γ)

μια συναλλαγή που αποζημιώνει τον αποκτώμενο ή τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του για την πληρωμή των εξόδων του αποκτώντος που συνδέονται με την απόκτηση.

Οι παράγραφοι B50-B62 παρέχουν σχετική καθοδήγηση εφαρμογής.

Κόστος το οποίο σχετίζεται με την απόκτηση

53.

Το σχετικό με την απόκτηση κόστος, είναι εκείνο που αναλαμβάνει ο αποκτών για να πραγματοποιήσει μια συνένωση επιχειρήσεων. Αυτό το κόστος περιλαμβάνει αμοιβές ευθέτου, αμοιβές συμβούλων, νομικών, λογιστικής, εκτίμησης και άλλες επαγγελματικές και συμβουλευτικές αμοιβές, γενικά διοικητικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων του κόστους της διατήρησης εσωτερικού τμήματος αποκτήσεων και το κόστος για την καταχώρηση και έκδοση χρεωστικών και συμμετοχικών τίτλων. Ο αποκτών θα λογιστικοποιεί το σχετιζόμενο με τις αποκτήσεις κόστος ως έξοδο εντός των περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων ανέλαβε το κόστος και παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες, με μία εξαίρεση. Το κόστος για την έκδοση χρεωστικών ή συμμετοχικών τίτλων θα αναγνωρίζεται σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. 32 και Δ.Λ.Π. 39.

ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

54.

Γενικώς, ένας αποκτών θα επιμετρά και θα λογιστικοποιεί μεταγενέστερα τα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, τις αναληφθείσες ή δημιουργηθείσες υποχρεώσεις και τους εκδοθέντες συμμετοχικούς τίτλους σε μια συνένωση επιχειρήσεων σύμφωνα με άλλα Δ.Π.Χ.Α. που ισχύουν για αυτά τα στοιχεία, ανάλογα με τη φύση τους. Όμως, το παρόν Δ.Π.Χ.Α. παρέχει οδηγίες πάνω στη μεταγενέστερη επιμέτρηση και λογιστικοποίηση για τα κάτωθι αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, αναληφθείσες ή δημιουργηθείσες υποχρεώσεις και εκδοθέντες συμμετοχικούς τίτλους σε μια συνένωση επιχειρήσεων:

α)

επαναποκτηθέντα δικαιώματα,

β)

ενδεχόμενες υποχρεώσεις που αναγνωρίζονται κατά από την ημερομηνία απόκτησης,

γ)

περιουσιακά στοιχεία αποζημίωσης και

δ)

ενδεχόμενο αντάλλαγμα.

Η παράγραφος Β63 παρέχει τις σχετικές οδηγίες εφαρμογής.

Επαναποκτηθέντα δικαιώματα

55.

Ένα επαναποκτηθέν δικαίωμα που έχει αναγνωριστεί ως άυλο περιουσιακό στοιχείο θα αποσβεσθεί στη διάρκεια της εναπομένουσας συμβατικής περιόδου για την οποία δόθηκε το δικαίωμα. Ένας αποκτών ο οποίος μεταγενέστερα πωλεί επαναποκτηθέν δικαίωμα σε τρίτους θα συμπεριλαμβάνει τη λογιστική αξία του άυλου περιουσιακού στοιχείου στον προσδιορισμό του κέρδους ή της ζημίας επί της πωλήσεως.

Ενδεχόμενες υποχρεώσεις

56.

Μετά την αρχική αναγνώριση και μέχρι να διακανονισθεί, να ακυρωθεί ή να λήξη η υποχρέωση, ο αποκτών θα επιμετρά μια ενδεχόμενη υποχρέωση που έχει αναγνωρισθεί σε μια συνένωση επιχειρήσεων στο υψηλότερο ποσό εκ των κάτωθι:

α)

του ποσού που θα αναγνωριζόταν σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 37 και

β)

του ποσού που αναγνωρίστηκε αρχικά μείον, εάν συντρέχει περίπτωση, τη συνολική απόσβεση που αναγνωρίστηκε σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 18 Έσοδα.

Η απαίτηση αυτή δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις που λογιστικοποιήθηκαν σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 39.

Περιουσιακά στοιχεία αποζημίωσης

57.

Στο τέλος κάθε μεταγενέστερης περιόδου αναφοράς, ο αποκτών θα επιμετρά ένα περιουσιακό στοιχείο αποζημίωσης που αναγνωρίσθηκε την ημερομηνία της απόκτησης στην ίδια βάση με την αποζημιωθείσα υποχρέωση ή περιουσιακό στοιχείο, υποκείμενα σε τυχόν συμβατικούς περιορισμούς ως προς το ποσό τους και, για ένα περιουσιακό στοιχείο αποζημίωσης που δεν επιμετράται μεταγενέστερα στην εύλογή του αξία, την εκτιμώμενη από τη διοίκηση εισπραξιμότητα του περιουσιακού στοιχείου αποζημίωσης. Ο αποκτών θα παύσει την αναγνώριση του περιουσιακού στοιχείου αποζημίωσης μόνο όταν εισπράξει το περιουσιακό στοιχείο, το πωλήσει ή απολέσει τον έλεγχο επάνω του με άλλο τρόπο.

Ενδεχόμενο αντάλλαγμα

58.

Κάποιες αλλαγές στην εύλογη αξία του ενδεχόμενου ανταλλάγματος την οποία αναγνωρίζει ο αποκτών μετά την ημερομηνία απόκτησης μπορεί να είναι αποτέλεσμα πρόσθετων πληροφοριών που έλαβε ο αποκτών μετά την ημερομηνία αυτή για γεγονότα και συνθήκες που υφίσταντο κατά την ημερομηνία απόκτησης. Τέτοιες αλλαγές είναι οι προσαρμογές κατά την περίοδο επιμέτρησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 45-49. Ωστόσο, οι αλλαγές που προκύπτουν από γεγονότα μετά την ημερομηνία απόκτησης, όπως η ικανοποίηση ενός στόχου εσόδων, η επίτευξη καθορισμένης τιμής μετοχής ή ενός ερευνητικού και αναπτυξιακού ορόσημου, δεν είναι προσαρμογές κατά την περίοδο επιμέτρησης. Ο αποκτών θα λογιστικοποιεί τις αλλαγές στην εύλογη αξία του ενδεχόμενου ανταλλάγματος που δεν είναι προσαρμογές κατά την περίοδο επιμέτρησης ως ακολούθως:

α)

Ενδεχόμενο αντάλλαγμα που κατατάσσεται ως καθαρή θέση δεν θα επιμετράται εκ νέου και ο μεταγενέστερος διακανονισμός θα λογιστικοποιείται στην καθαρή θέση.

β)

Ενδεχόμενο αντάλλαγμα που κατατάσσεται ως περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, το οποίο:

(i)

είναι χρηματοοικονομικό μέσο και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δ.Λ.Π. 39 θα επιμετράται σε εύλογη αξία και τυχόν κέρδος ή ζημία θα αναγνωρίζεται είτε στα αποτελέσματα είτε στα λοιπά συνολικά έσοδα, σύμφωνα με εκείνο το Δ.Π.Χ.Α.

(ii)

δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δ.Λ.Π. 39 θα λογιστικοποιείται σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 37 ή άλλα Δ.Π.Χ.Α., όπως αρμόζει.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

59.

Ο αποκτών θα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών του καταστάσεων να αξιολογήσουν τη φύση και την οικονομική επίδραση μιας συνένωσης επιχειρήσεων που πραγματοποιείται είτε:

α)

κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου αναφοράς, ή

β)

μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς αλλά πριν οι οικονομικές καταστάσεις εγκριθούν για έκδοση.

60.

Για να εκπληρώσει τον στόχο της παραγράφου 59, ο αποκτών θα γνωστοποιεί τις πληροφορίες που καθορίζονται στις παραγράφους B64-B66.

61.

Ο αποκτών θα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών του καταστάσεων να αξιολογήσουν τη χρηματοοικονομική επίδραση των προσαρμογών που αναγνωρίστηκαν στην τρέχουσα περίοδο αναφοράς και που σχετίζονται με συνενώσεις επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην τρέχουσα ή σε προηγούμενες περιόδους αναφοράς.

62.

Για να εκπληρώσει τον στόχο της παραγράφου 61, ο αποκτών θα γνωστοποιεί τις πληροφορίες που καθορίζονται την παράγραφο B67.

63.

Εάν οι συγκεκριμένες γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από το παρόν και άλλα Δ.Π.Χ.Α. δεν πληρούν τους στόχους που παρατίθενται στις παραγράφους 59 και 61, ο αποκτών θα γνωστοποιεί οποιαδήποτε άλλες πληροφορίες απαιτούνται για να εκπληρωθούν αυτοί οι στόχοι.

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος

64.

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. θα εφαρμόζεται μελλοντικά σε συνενώσεις επιχειρήσεων για τις οποίες η ημερομηνία απόκτησης είναι την ή μετά την έναρξη της πρώτης ετήσιας περιόδου αναφοράς που ξεκινά την ή μετά την 1η Ιουλίου 2009. Η εφαρμογή νωρίτερα επιτρέπεται. Ωστόσο, το παρόν Δ.Π.Χ.Α. θα εφαρμόζεται μόνο στην αρχή μιας ετήσιας περιόδου αναφοράς που ξεκινά την 30ή Ιουνίου 2007 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το παρόν Δ.Π.Χ.Α. πριν την 1η Ιουλίου 2009, θα γνωστοποιεί το γεγονός και θα εφαρμόζει ταυτόχρονα το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008).

Μετάβαση

65.

Περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που προέκυψαν από συνενώσεις επιχειρήσεων, των οποίων οι ημερομηνίες απόκτησης προηγούνται της εφαρμογής του παρόντος Δ.Π.Χ.Α., δεν θα προσαρμόζονται με την εφαρμογή του παρόντος Δ.Π.Χ.Α.

66.

Μια οικονομική οντότητα όπως η αμοιβαία οντότητα, η οποία δεν έχει ακόμα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 και είχε μία ή περισσότερες συνενώσεις επιχειρήσεων που λογιστικοποιήθηκαν με τη χρήση της μεθόδου της αγοράς, θα εφαρμόζει τις διατάξεις μετάβασης των παραγράφων B68 και B69.

Φόροι Εισοδήματος

67.

Για συνενώσεις επιχειρήσεων των οποίων η ημερομηνία απόκτησης ήταν πριν την εφαρμογή του παρόντος Δ.Π.Χ.Α., ο αποκτών θα εφαρμόζει μελλοντικά τις απαιτήσεις της παραγράφου 68 του Δ.Λ.Π. 12, όπως τροποποιήθηκε από το παρόν Δ.Π.Χ.Α. Δηλαδή, ο αποκτών δεν θα προσαρμόζει τη λογιστικοποίηση για προηγούμενες συνενώσεις επιχειρήσεων ώστε να αντικατοπτρίζουν αλλαγές σε αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία που είχαν αναγνωριστεί νωρίτερα. Όμως, από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος Δ.Π.Χ.Α., ο αποκτών θα αναγνωρίζει, ως προσαρμογή στο κέρδος ή τη ζημία (ή, εάν το απαιτεί το Δ.Λ.Π. 12, εκτός κέρδους ή ζημίας), αλλαγές σε αναγνωρισμένα αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία.

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π.Χ.Α. 3 (2004)

68.

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. αντικαθιστά το Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων (όπως εκδόθηκε το 2004).

Προσάρτημα Α

Καθορισμένοι Όροι

Το παρόν προσάρτημα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Δ.Π.Χ.Α.

αποκτώμενος

Η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις των οποίων το έλεγχο αναλαμβάνει ο αποκτών σε μια συνένωση επιχειρήσεων

αποκτών

Η οικονομική οντότητα που αναλαμβάνει τον έλεγχο του αποκτώμενου.

ημερομηνία απόκτησης

Η ημερομηνία κατά την οποία ο αποκτών αναλαμβάνει τον έλεγχο του αποκτώμενου.

επιχείρηση

Ένα ολοκληρωμένο σύνολο δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να καθοδηγείται και να διευθύνεται με σκοπό την απόδοση με τη μορφή μερισμάτων, χαμηλότερου κόστους ή άλλου οικονομικού οφέλους απευθείας στους επενδυτές ή άλλους ιδιοκτήτες, μέλη ή συμμετέχοντες.

συνένωση επιχειρήσεων

Μια διαδικασία ή άλλο γεγονός με το οποίο ένας αποκτών αναλαμβάνει τον έλεγχο μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων. Συναλλαγές οι οποίες ενίοτε αναφέρονται ως «πραγματικές συγχωνεύσεις» ή «συγχωνεύσεις ίσων» είναι επίσης συνενώσεις επιχειρήσεων όπως χρησιμοποιείται ο όρος στο παρόν Δ.Π.Χ.Α.

ενδεχόμενο αντάλλαγμα

Συνήθως, μια δέσμευση του αποκτώντος να μεταβιβάσει πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ή συμμετοχικούς τίτλους σε πρώην ιδιοκτήτες ενός αποκτώμενου ως μέρος της ανταλλαγής για τον έλεγχο του αποκτώμενου, εάν στο μέλλον συμβούν συγκεκριμένα γεγονότα ή εκπληρωθούν συγκεκριμένες συνθήκες. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αντάλλαγμα μπορεί επίσης να δώσει στον αποκτώντα το δικαίωμα επιστροφής προηγουμένως μεταβιβασθέντος τιμήματος, εάν εκπληρωθούν συγκεκριμένες συνθήκες.

έλεγχος

Το δικαίωμα κατεύθυνσης των οικονομικών και επιχειρηματικών πολιτικών μιας οικονομικής οντότητας, ούτως ώστε να λαμβάνονται οφέλη από τις δραστηριότητές της.

συμμετοχικά δικαιώματα

Για τους σκοπούς του παρόντος Δ.Π.Χ.Α., ο όρος συμμετοχικά δικαιώματα χρησιμοποιείται με την ευρεία του έννοια και καλύπτει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα οικονομικών οντοτήτων που κατέχονται από τον επενδυτή και ιδιοκτητών, μελών ή συμμετοχές σε αμοιβαίες οντότητες.

εύλογη αξία

Το ποσό με το οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ανταλλαγεί ή μια υποχρέωση να διακανονιστεί μεταξύ δύο μερών που ενεργούν με τη θέλησή τους και με πλήρη γνώση των συνθηκών της αγοράς, στα πλαίσια μιας συναλλαγής που διεξάγεται σε καθαρά εμπορική βάση.

υπεραξία

Ένα περιουσιακό στοιχείο το οποίο αντιπροσωπεύει τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν σε μια συνένωση επιχειρήσεων τα οποία δεν προσδιορίζονται μεμονωμένα και δεν αναγνωρίζονται ξεχωριστά.

αναγνωρίσιμο

Ένα περιουσιακό στοιχείο είναι αναγνωρίσιμο εάν είτε:

α)

είναι διαχωρίσμο, ήτοι μπορεί να διαχωριστεί ή να διασπαστεί από την οικονομική οντότητα και να πωληθεί, μεταβιβαστεί, παραχωρηθεί, ενοικιαστεί ή ανταλλαγεί είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με σχετικό συμβόλαιο, αναγνωρίσμο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, ασχέτως εάν η οικονομική οντότητα σκοπεύει να το πράξει, ή

β)

προκύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, ασχέτως αν τα δικαιώματα αυτά είναι μεταβιβάσιμα ή διαχωρίσιμα από την οικονομική οντότητα ή από άλλα δικαιώματα και δεσμεύσεις.

άυλο περιουσιακό στοιχείο

Ένα αναγνωρίσιμο μη χρηματικό περιουσιακό στοιχείο χωρίς φυσική υπόσταση.

αμοιβαία οντότητα

Μια οικονομική οντότητα εκτός από οικονομική οντότητα που κατέχεται από τον επενδυτή, που παρέχει μερίσματα, χαμηλότερο κόστος ή άλλα οικονομικά οφέλη απευθείας στους ιδιοκτήτες της, μέλη ή μετέχοντες. Για παράδειγμα, μια αλληλασφαλιστική εταιρεία μια πιστωτική ένωση ή μια συλλογική οικονομική οντότητα, είναι όλες αμοιβαίες οντότητες.

μη ελέγχουσες συμμετοχές

Τα ίδια κεφάλαια θυγατρικής, που δεν λογιστικοποιούνται, απευθείας ή εμμέσως, σε μία μητρική εταιρεία.

ιδιοκτήτες

Για τους σκοπούς του παρόντος Δ.Π.Χ.Α., ο όρος ιδιοκτήτες χρησιμοποιείται με την ευρεία του έννοια και περιλαμβάνει κατόχους συμμετοχικών δικαιωμάτων από τις οικονομικές οντότητες που κατέχονται από τον επενδυτή, και ιδιοκτήτες ή μέλη ή μετέχοντες σε αμοιβαίες οντότητες.

Προσάρτημα Β

Οδηγίες Εφαρμογής

Το παρόν προσάρτημα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Δ.Π.Χ.Α.

ΣΥΝΕΝΩΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΤΕΛΟΥΝ ΥΠΟ ΚΟΙΝΟ ΕΛΕΓΧΟ [ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 2(γ)]

Β1

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. δεν εφαρμόζεται σε μια συνένωση οικονομικών οντοτήτων ή επιχειρήσεων υπό κοινό έλεγχο. Μια συνένωση επιχειρήσεων που αφορά οικονομικές οντότητες τελούσες υπό κοινό έλεγχο είναι μια συνένωση επιχειρήσεων στην οποία όλες οι συνενωμένες οικονομικές οντότητες ή επιχειρήσεις τελικά ελέγχονται από το ίδιο μέρος ή τα ίδια μέρη πριν και μετά τη συνένωση επιχειρήσεων και ο έλεγχος αυτός δεν είναι παροδικός.

Β2

Μια ομάδα ατόμων θα θεωρείται ότι ελέγχει μια οικονομική οντότητα όταν, ως αποτέλεσμα συμβατικών διακανονισμών, έχει συλλογικά το δικαίωμα να κατευθύνει την οικονομική και επιχειρηματική πολιτική της, ούτως ώστε να λαμβάνονται οφέλη από τις δραστηριότητές της. Επομένως, μια συνένωση επιχειρήσεων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτού του Δ.Π.Χ.Α. όταν η ίδια ομάδα ατόμων έχει, ως αποτέλεσμα συμβατικών διακανονισμών, την τελική συλλογική ισχύ να κατευθύνει τις οικονομικές και επιχειρηματικές πολιτικές της κάθε συνενωμένης επιχείρησης ώστε να λαμβάνονται οφέλη από τις δραστηριότητές της και αυτή η τελική συλλογική ισχύ δεν είναι παροδική.

Β3

Μια οικονομική οντότητα μπορεί να ελέγχεται από ένα άτομο ή από μία ομάδα ατόμων που δρα συλλογικά βάσει ενός συμβατικού διακανονισμού και το άτομο ή τα άτομα αυτά μπορεί να μην υπόκεινται στις απαιτήσεις των Δ.Π.Χ.Α. για την παρουσίαση χρηματοοικονομικών αναφορών. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται οι συνενωμένες οικονομικές οντότητες ως μέρος των ίδιων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ώστε η συνένωση αυτή να θεωρείται ότι περιλαμβάνει οικονομικές οντότητες που τελούν υπό κοινό έλεγχο.

Β4

Η έκταση των μειοψηφικών συμμετοχών σε κάθε μια συνενωμένη οικονομική οντότητα πριν και μετά τη συνένωση επιχειρήσεων είναι άσχετη στον καθορισμό κατά πόσο η συνένωση αφορά οικονομικές οντότητες που τελούν υπό κοινό έλεγχο. Ομοίως, το γεγονός ότι μία από τις συνενωμένες οικονομικές οντότητες είναι θυγατρική που έχει εξαιρεθεί από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις είναι άσχετο όσον αφορά τον καθορισμό κατά πόσο η συνένωση αφορά οικονομικές οντότητες τελούσες υπό κοινό έλεγχο.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΣΥΝΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 3)

Β5

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. ορίζει μια συνένωση επιχειρήσεων ως μια συναλλαγή ή άλλο γεγονός με το οποίο ένας αποκτών αναλαμβάνει τον έλεγχο μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων. Ένας αποκτών μπορεί να αναλάβει τον έλεγχο ενός αποκτώμενου με διάφορους τρόπους, για παράδειγμα:

α)

με τη μεταβίβαση μετρητών, ταμιακών ισοδύναμων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των καθαρών περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μια επιχείρηση),

β)

αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις,

γ)

εκδίδοντας συμμετοχικούς τίτλους,

δ)

παρέχοντας περισσότερα από ένα είδος ανταλλάγματος, ή

ε)

χωρίς τη μεταβίβαση ανταλλάγματος, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης μόνο με σύμβαση (βλέπε παράγραφο 43).

Β6

Μια συνένωση επιχειρήσεων μπορεί να δομηθεί με πολλούς τρόπους, για νομικούς, φορολογικούς ή άλλους λόγους, που περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται σε:

α)

μία ή περισσότερες επιχειρήσεις καθίστανται θυγατρικές ενός αποκτώντος ή τα περιουσιακά στοιχεία μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων συγχωνεύονται νομίμως εντός του αποκτώντος,

β)

μία συνενούμενη οικονομική οντότητα μεταβιβάζει τα καθαρά της περιουσιακά στοιχεία, ή οι ιδιοκτήτες της μεταβιβάζουν τα συμμετοχικά τους δικαιώματα, σε άλλη οικονομική οντότητα ή τους ιδιοκτήτες της,

γ)

όλες οι συνενούμενες οικονομικές οντότητες μεταβιβάζουν τα καθαρά τους περιουσιακά στοιχεία, ή οι ιδιοκτήτες αυτών των οικονομικών οντοτήτων μεταβιβάζουν τα συμμετοχικά τους δικαιώματα σε νεοϊδρυθείσα οντότητα (η οποία ενίοτε αναφέρεται ως συναλλαγή συσπείρωσης (roll-up) ή συγκέντρωσης (put-together) ή

δ)

μια ομάδα πρώην ιδιοκτητών μιας από τις συνενούμενες οικονομικές οντότητες αναλαμβάνει τον έλεγχο της συνενούμενης οικονομικής οντότητας.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 3)

Β7

Μια επιχείρηση απαρτίζεται από εισροές και διαδικασίες που εφαρμόζονται επί αυτών των εισροών και έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν εκροές. Παρότι οι επιχειρήσεις συνήθως έχουν εκροές, οι εκροές δεν απαιτούνται ώστε μια ολοκληρωμένη ομάδα να θεωρείται επιχείρηση. Τα τρία στοιχεία μιας επιχείρησης ορίζονται ως ακολούθως:

α)   Εισροή: Οποιοσδήποτε οικονομικός πόρος που δημιουργεί, ή έχει την ικανότητα να δημιουργεί, εκροές, όταν εφαρμόζονται σε αυτόν μία ή περισσότερες διαδικασίες. Παραδείγματα περιλαμβάνουν μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων των άυλων περιουσιακών στοιχείων ή των δικαιωμάτων να χρησιμοποιεί μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία), πνευματική ιδιοκτησία, την ικανότητα να αποκτά πρόσβαση στα απαραίτητα υλικά ή δικαιώματα και εργαζόμενους.

β)   Διαδικασία: Οποιοδήποτε σύστημα, πρότυπο, πρωτόκολλο, συνθήκη ή κανόνας, τα οποία όταν εφαρμόζονται σε εισροή ή εισροές, δημιουργούν ή έχουν την ικανότητα να δημιουργούν εκροές. Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται στρατηγικές διαδικασίες διοίκησης, λειτουργικές διαδικασίες και διαδικασίες διαχείρισης πόρων. Συνήθως οι διαδικασίες αυτές τεκμηριώνονται, ωστόσο ένα οργανωμένο εργατοδυναμικό, που κατέχει τις απαραίτητες εξειδικεύσεις και την εμπειρία, ακολουθώντας κανόνες και συνθήκες, μπορεί να παράσχει τις απαραίτητες διαδικασίες οι οποίες γίνεται να εφαρμοστούν σε εισροές για τη δημιουργία εκροών. (Η λογιστική, η τιμολόγηση, η μισθοδοσία και άλλα διοικητικά συστήματα, δεν είναι κατά κανόνα διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία εκροών).

γ)   Εκροή: Το αποτέλεσμα εισροών και διαδικασιών που εφαρμόζονται σε αυτές τις εισροές, που έχουν την ικανότητα να παράσχουν απόδοση με τη μορφή των μερισμάτων, χαμηλότερο κόστος ή άλλα οικονομικά οφέλη απευθείας στους επενδυτές ή άλλους ιδιοκτήτες, μέλη ή συμμετέχοντες.

Β8

Για να μπορεί να καθοδηγείται και να διευθύνεται για τους προσδιοριζόμενους σκοπούς, ένα ολοκληρωμένο σύνολο δραστηριοτήτων απαιτεί δύο βασικά στοιχεία - εισροές και διαδικασίες που εφαρμόζονται σε αυτές τις εισροές, που μαζί χρησιμοποιούνται ή θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία εκροών. Ωστόσο, μια επιχείρηση δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει όλες τις εισροές ή τις διαδικασίες που χρησιμοποίησε ο πωλητής εάν τα μέλη της αγοράς έχουν την ικανότητα να αποκτήσουν την επιχείρηση και να συνεχίσουν να παράγουν εκροές, για παράδειγμα, ενσωματώνοντας την επιχείρηση με τις δικές τους εισροές και εκροές.

Β9

Η φύση των στοιχείων μιας επιχείρησης διαφέρει ως προς τον κλάδο και τη δομή των λειτουργιών (δραστηριότητες) μιας οικονομικής οντότητας, που συμπεριλαμβάνει το στάδιο ανάπτυξης της οικονομικής οντότητας. Καθιερωμένες επιχειρήσεις συχνά έχουν πολλά διαφορετικά είδη εισροών, διαδικασιών και εκροών, ενώ νέες επιχειρήσεις συχνά έχουν λίγες εισροές και διαδικασίες και ενίοτε μόνη μία εκροή (προϊόν). Σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις επίσης έχουν υποχρεώσεις, όμως μια επιχείρηση δεν είναι απαραίτητο να έχει υποχρεώσεις.

Β10

Ένα ολοκληρωμένο σύνολο δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων στο στάδιο της ανάπτυξης μπορεί να μην έχει εκροές. Εάν δεν έχει, ο αποκτών θα πρέπει να εξετάσει άλλους παράγοντες για να προσδιορίσει εάν το σύνολο είναι επιχείρηση. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στα εάν το σύνολο:

α)

έχει ξεκινήσει σχεδιασμένες κύριες δραστηριότητες,

β)

έχει εργαζόμενους, πνευματική ιδιοκτησία και άλλες εισροές και διαδικασίες που θα μπορούσαν να εφαρμόζονται σε αυτές τις εισροές,

γ)

ακολουθεί σχέδιο για την παραγωγή εκροών και

δ)

θα μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση σε πελάτες που θα αγοράσουν τις εκροές.

Δεν είναι απαραίτητο όλοι αυτοί οι παράγοντες να ισχύουν για ένα συγκεκριμένο σύνολο δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων στο στάδιο της ανάπτυξης για να χαρακτηρίζονται επιχείρηση.

Β11

Ο προσδιορισμός συγκεκριμένου συνόλου περιουσιακών στοιχείων και δραστηριοτήτων ως επιχείρηση θα πρέπει να βασίζεται στο εάν το ολοκληρωμένο σύνολο έχει τη δυνατότητα να καθοδηγείται και να διευθύνεται ως επιχείρηση από μέλος της αγοράς. Έτσι, κατά την αξιολόγηση του ενδεχομένου ένα σύνολο να είναι επιχείρηση, δεν έχει σημασία εάν ένας πωλητής λειτουργούσε μια επιχείρηση ή εάν ο αποκτών σκοπεύει να λειτουργήσει το σύνολο ως επιχείρηση.

Β12

Εν απουσία αποδείξεων περί του αντιθέτου, ένα συγκεκριμένο σύνολο περιουσιακών στοιχείων και δραστηριοτήτων που συμπεριλαμβάνει υπεραξία θα θεωρείται επιχείρηση. Ωστόσο, μια επιχείρηση δεν χρειάζεται να έχει υπεραξία.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΤΩΝΤΟΣ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 6 ΚΑΙ 7)

Β13

Οι οδηγίες του Δ.Λ.Π. 27 Ενοποιημένες και Ατομικές Οικονομικές Καταστάσεις θα χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του αποκτώντος — της οικονομικής οντότητας που αποκτά τον έλεγχο του αποκτώμενου Εάν έχει πραγματοποιηθεί μια συνένωση επιχειρήσεων αλλά η εφαρμογή των οδηγιών του Δ.Λ.Π. 27 δεν δηλώνει καθαρά ποια από τις συνενούμενες οικονομικές οντότητες είναι ο αποκτών, τότε θα ληφθούν υπόψη οι παράγοντες των παραγράφων Β14-Β18 για να γίνει ο προσδιορισμός.

Β14

Σε μία συνένωση επιχειρήσεων πραγματοποιημένη κυρίως με τη μεταφορά μετρητών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ή με την ανάληψη υποχρεώσεων, ο αποκτών είναι συνήθως η οικονομική οντότητα που μεταβιβάζει τα μετρητά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία, ή αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις.

Β15

Σε μία συνένωση επιχειρήσεων πραγματοποιούμενη κυρίως μέσω ανταλλαγής συμμετοχικών τίτλων, ο αποκτών είναι συνήθως η οικονομική οντότητα που εκδίδει συμμετοχικούς τίτλους της. Ωστόσο, σε κάποιες συνενώσεις επιχειρήσεων, γνωστές ως «ανάστροφες αποκτήσεις», η εκδίδουσα οντότητα είναι ο αποκτώμενος. Οι παράγραφοι B19-B27 παρέχουν οδηγίες για τη λογιστική αντιμετώπιση των ανάστροφων αποκτήσεων. Άλλα σχετικά γεγονότα ή συνθήκες θα εξετάζονται επίσης για την αναγνώριση του αποκτώντος σε μια συνένωση επιχειρήσεων πραγματοποιούμενη μέσω ανταλλαγής συμμετοχικών τίτλων, και θα συμπεριλαμβάνουν:

α)

τα σχετικά δικαιώματα ψήφου στη συγχωνευμένη οικονομική οντότητα μετά τη συνένωση επιχειρήσεων — Ο αποκτών είναι συνήθως η συνενούμενη οντότητα της οποίας οι ιδιοκτήτες κρατούν ή λαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο από τα δικαιώματα ψήφου στη συγχωνευμένη οντότητα. Προσδιορίζοντας ποια ομάδα ιδιοκτητών κρατά ή λαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο των δικαιωμάτων ψήφου, μια οικονομική οντότητα θα εξετάζει την ύπαρξη τυχόν ασυνήθιστων ή ειδικών ρυθμίσεων ψήφου και δικαιωμάτων προαίρεσης, δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή μετατρέψιμων τίτλων.

β)

η ύπαρξη εκτεταμένου μειοψηφικού δικαιώματος ψήφου στη συγχωνευμένη οικονομική οντότητα εάν δεν υπάρχει άλλος ιδιοκτήτης ή οργανωμένη ομάδα ιδιοκτητών με σημαντικό δικαίωμα ψήφου — Ο αποκτών είναι συνήθως η συνενωμένη οικονομική οντότητα της οποίας ο μοναδικός ιδιοκτήτης ή οργανωμένη ομάδα ιδιοκτητών κρατά το μεγαλύτερο μειοψηφικό δικαίωμα ψήφου στη συνενωμένη οικονομική οντότητα.

γ)

η σύνθεση του διοικητικού σώματος της συνενωμένης οικονομικής οντότητας — Ο αποκτών είναι συνήθως η συνενωμένη οικονομική οντότητα της οποίας οι ιδιοκτήτες έχουν την ικανότητα να εκλέξουν ή να διορίσουν ή να παύσουν μια πλειοψηφία μελών του διοικητικού σώματος της συνενωμένης οικονομικής οντότητας.

δ)

η σύνθεση του διοικητικού σώματος της συνενωμένης οικονομικής οντότητας — Ο αποκτών είναι συνήθως η συνενωμένη οικονομική οντότητα της οποίας η (πρώην) διοίκηση υπερισχύει της διοίκησης της συνενωμένης οικονομικής οντότητας.

ε)

οι όροι ανταλλαγής των συμμετοχικών δικαιωμάτων — Ο αποκτών είναι συνήθως η οικονομική ενότητα που συνενώθηκε και καταβάλλει ένα πρόσθετο ποσό της προ της συνένωσης εύλογης αξίας των συμμετοχικών δικαιωμάτων της άλλης συνενούμενης οικονομικής οντότητας ή των άλλων συνενούμενων οικονομικών οντοτήτων.

Β16

Ο αποκτών είναι συνήθως η συνενούμενη οικονομική οντότητα της οποίας το σχετικό μέγεθος (που επιμετράται για παράδειγμα σε περιουσιακά στοιχεία, έσοδα ή κέρδος) είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτά των άλλων συνενούμενων οικονομικών οντοτήτων.

Β17

Σε μια συνένωση επιχειρήσεων, όπου εμπλέκονται περισσότερες από δύο οικονομικές οντότητες, ο αποκτών θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μια εκτίμηση για το ποια από τις συνενούμενες οικονομικές οντότητες ξεκίνησε τη συνένωση, καθώς και το σχετικό μέγεθος των οικονομικών οντοτήτων που συνενώνονται.

Β18

Μια νέα οικονομική οντότητα που σχηματίζεται για να πραγματοποιήσει μια συνένωση επιχειρήσεων, δεν είναι απαραίτητα ο αποκτών. Όταν δημιουργείται νέα οικονομική οντότητα για να εκδώσει συμμετοχικούς τίτλους για την πραγματοποίηση μιας συνένωσης επιχειρήσεων, μία από τις συνενωμένες οικονομικές οντότητες που προϋπήρχε της συνένωσης των επιχειρήσεων θα αναγνωριστεί ως ο αποκτών εφαρμόζοντας τις οδηγίες των παραγράφων B13-B17. Αντίθετα, μια νέα οικονομική οντότητα που μεταβιβάζει μετρητά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία ή αναλαμβάνει υποχρεώσεις ως αντάλλαγμα, μπορεί να είναι ο αποκτών.

ΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙΣ

Β19

Μία ανάστροφη απόκτηση λαμβάνει χώρα όταν η οικονομική οντότητα που εκδίδει τίτλους (ο κατά νόμο αποκτών) αναγνωρίζεται ως ο αποκτώμενος για λογιστικούς σκοπούς, με βάση τις οδηγίες των παραγράφων B13-B18. Η οικονομική οντότητα της οποίας τα συμμετοχικά δικαιώματα αποκτώνται (ο κατά νόμο αποκτών), πρέπει να είναι ο αποκτών για λογιστικούς σκοπούς, για να θεωρηθεί ανάστροφη απόκτηση η συναλλαγή. Για παράδειγμα, ανάστροφες αποκτήσεις λαμβάνουν ενίοτε χώρα όταν μια οικονομική οντότητα που λειτουργεί ιδιωτικά επιθυμεί να καταστεί δημοσίου ενδιαφέροντος οικονομική οντότητα, αλλά δεν επιθυμεί να εισάγει τις μετοχές της σε χρηματιστήριο. Για να το επιτύχει αυτό, η ιδιωτική οικονομική οντότητα θα κανονίσει με μια δημοσίου ενδιαφέροντος οντότητα να αποκτήσει τα συμμετοχικά της δικαιώματα σε αντάλλαγμα των συμμετοχικών δικαιωμάτων της δημοσίου ενδιαφέροντος ς οντότητας. Στο παρόν παράδειγμα, η δημοσίου ενδιαφέροντος οντότητα είναι ο κατά νόμο αποκτών, επειδή εξέδωσε τα συμμετοχικά της δικαιώματα και η ιδιωτική οντότητα είναι ο κατά νόμο αποκτώμενος, επειδή τα συμμετοχικά του δικαιώματα αποκτήθηκαν. Ωστόσο, η εφαρμογή των οδηγιών των παραγράφων B13-B18 έχει ως αποτέλεσμα την αναγνώριση:

α)

της δημοσίου ενδιαφέροντος οντότητας ως αποκτώμενου για λογιστικούς σκοπούς (ο λογιστικά αποκτώμενος), και

β)

η ιδιωτική οντότητα ως ο αποκτών για λογιστικούς σκοπούς (ο λογιστικά αποκτών).

Ο λογιστικά αποκτώμενος πρέπει να πληροί τον ορισμό της επιχείρησης ώστε η συναλλαγή να λογιστικοποιηθεί ως ανάστροφη απόκτηση και ισχύουν όλες οι αρχές αναγνώρισης και επιμέτρησης του παρόντος Δ.Π.Χ.Α., συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης για αναγνώριση υπεραξίας.

Επιμέτρηση του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος.

Β20

Σε μια ανάστροφη απόκτηση, ο λογιστικά αποκτών συνήθως δεν καταβάλει αντάλλαγμα για τον αποκτώμενο. Αντί για αυτό, ο λογιστικά αποκτώμενος, συνήθως εκδίδει τις μετοχές στους ιδιοκτήτες του λογιστικά αποκτώντος. Κατά συνέπεια, η εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης του ανταλλάγματος που μεταβιβάζεται από τον λογιστικά αποκτώντα για τη συμμετοχή του στον λογιστικά αποκτώμενο, βασίζεται στον αριθμό των συμμετοχικών τίτλων που η νόμιμη θυγατρική θα είχε υποχρεωθεί να εκδώσει για να δώσει στους ιδιοκτήτες της νόμιμης μητρικής το ίδιο ποσοστό συμμετοχικών δικαιωμάτων στη συνενωμένη οικονομική οντότητα που προκύπτει από την ανάστροφη απόκτηση. Η εύλογη αξία του αριθμού των συμμετοχικών δικαιωμάτων υπολογισμένη με αυτόν τον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως η εύλογη αξία του μεταβιβασθέντος τιμήματος εις αντάλλαγμα για τον αποκτώμενο.

Κατάρτιση και παρουσίαση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων

Β21

Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται μετά από μία ανάστροφη απόκτηση εκδίδονται με την ονομασία της νόμιμης μητρικής εταιρείας (ο λογιστικά αποκτώμενος), αλλά περιγράφονται στις σημειώσεις ως η συνέχεια των οικονομικών καταστάσεων της νόμιμης θυγατρικής (ο λογιστικά αποκτών), με μία προσαρμογή που έγκειται στο να αναπροσαρμοστεί αναδρομικά το νόμιμο κεφάλαιο του λογιστικά αποκτώντος, ώστε να αντικατοπτρίζει το νόμιμο κεφάλαιο του λογιστικά αποκτώμενου. Η αναπροσαρμογή αυτή απαιτείται για να αντικατοπτρίζει το κεφάλαιο της νόμιμης μητρικής εταιρείας (του λογιστικά αποκτώμενου). Η συγκριτική πληροφόρηση που παρουσιάζεται σε αυτές τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις επίσης αναπροσαρμόζεται αναδρομικά για να αντικατοπτρίζει το νόμιμο κεφάλαιο της νόμιμης μητρικής εταιρείας (του λογιστικά αποκτώμενου).

Β22

Επειδή οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αντιπροσωπεύουν τη συνέχιση των οικονομικών καταστάσεων της νόμιμης θυγατρικής εκτός από την κεφαλαιουχική της δομή, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αντικατοπτρίζουν:

α)

τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της νόμιμης θυγατρικής (του λογιστικά αποκτώντος) αναγνωρισμένα και επιμετρημένα στην προ ενώσεως λογιστική αξία.

β)

τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της νόμιμης μητρικής εταιρείας (του λογιστικά αποκτώμενου) που αναγνωρίζονται και επιμετρώνται σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α.

γ)

τα κέρδη εις νέον και άλλα υπόλοιπα των ιδίων κεφαλαίων της νόμιμης θυγατρικής (του λογιστικά αποκτώντος) πριν τη συνένωση των επιχειρήσεων.

δ)

το ποσό που αναγνωρίζεται ως εκδοθέντα συμμετοχικά δικαιώματα στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και που προσδιορίζεται με την προσθήκη στα εκδοθέντα συμμετοχικά δικαιώματα της νόμιμης θυγατρικής (τον λογιστικά αποκτώντα) που κυκλοφορούν αμέσως πριν τη συνένωση επιχειρήσεων στην εύλογη αξία της νόμιμης μητρικής (τον λογιστικά αποκτώμενο), προσδιορίζεται σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α. Ωστόσο, η μετοχική δομή (δηλαδή ο αριθμός και ο τύπος των εκδιδόμενων συμμετοχικών δικαιωμάτων) αντανακλά τη μετοχική δομή της νόμιμης μητρικής εταιρείας (τον λογιστικά αποκτώμενο), περιλαμβανομένων των συμμετοχικών δικαιωμάτων που εκδόθηκαν από τη νόμιμη μητρική για την πραγματοποίηση της συνένωσης. Συνεπώς, η μετοχική δομή της νόμιμης θυγατρικής (του λογιστικά αποκτώντος) επαναδιατυπώνεται χρησιμοποιώντας τη σχέση ανταλλαγής που καθορίστηκε στη σύμβαση απόκτησης ώστε να αντανακλά τον αριθμό των μετοχών της νόμιμης μητρικής εταιρείας (του λογιστικά αποκτώμενου) που εκδόθηκαν στην ανάστροφη απόκτηση.

ε)

το αναλογικό ποσοστό της μη ελέγχουσας συμμετοχής των προ συνενώσεως λογιστικών αξιών των κερδών εις νέον και άλλων συμμετοχικών δικαιωμάτων της νόμιμης θυγατρικής (του λογιστικά αποκτώντος), σύμφωνα με τις παραγράφους B23 και B24.

Μη ελέγχουσες συμμετοχές

Β23

Σε μια ανάστροφη απόκτηση, κάποιοι από τους ιδιοκτήτες του νομικά αποκτώμενου (του λογιστικά αποκτώντος) ενδέχεται να μην ανταλλάξουν τα συμμετοχικά τους δικαιώματα με τα συμμετοχικά δικαιώματα της νομικά μητρικής εταιρείας (του λογιστικά αποκτώμενου). Οι ιδιοκτήτες αυτοί αντιμετωπίζονται ως μη ελέγχουσες συμμετοχές στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις μετά την ανάστροφη απόκτηση. Αυτό συμβαίνει διότι οι ιδιοκτήτες του νόμιμου αποκτώμενου που δεν ανταλλάσσουν τα συμμετοχικά τους δικαιώματα για συμμετοχικά δικαιώματα του νομίμου αποκτώντος έχουν δικαιώματα μόνο στα αποτελέσματα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του κατά νόμο αποκτώμενου - όχι στα αποτελέσματα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της συνενωμένης οικονομικής οντότητας. Αντίθετα, παρότι ο κατά νόμο αποκτών είναι ο αποκτώμενος για λογιστικούς σκοπούς, οι ιδιοκτήτες του κατά νόμο αποκτώντος έχουν δικαίωμα στα αποτελέσματα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της συνενωμένης οικονομικής οντότητας.

Β24

Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του κατά νόμο αποκτώμενου επιμετρώνται και αναγνωρίζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις στις προ συνενώσεως λογιστικές τους αξίες (βλέπε παράγραφο B22(α)). Συνεπώς, σε μια ανάστροφη απόκτηση, η μη ελέγχουσα συμμετοχή αντανακλά την αναλογία της συμμετοχής των των μετόχων που δεν ασκούν τον έλεγχο στις προ συνενώσεως λογιστικές αξίες των καθαρών περιουσιακών στοιχείων του νόμιμα αποκτώμενου, ακόμα και αν οι μη ελέγχουσες συμμετοχές σε άλλες αποκτήσεις επιμετρώνται στην εύλογή αξία τους κατά την ημερομηνία της απόκτησης.

Κέρδη ανά μετοχή

Β25

Όπως σημειώνεται στην παράγραφο B22(δ), η μετοχική δομή στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται μετά από μια ανάστροφη απόκτηση αντανακλά τη μετοχική δομή του κατά νόμο αποκτώντος (ο λογιστικά αποκτώμενος), περιλαμβανομένων των συμμετοχικών δικαιωμάτων που εκδόθηκαν από τον κατά νόμο αποκτώντα για την πραγματοποίηση της συνένωσης.

Β26

Για τον υπολογισμό του μέσου σταθμισμένου αριθμού κοινών μετοχών σε κυκλοφορία (του παρονομαστή των κερδών ανά μετοχή) κατά τη διάρκεια της περιόδου στην οποία λαμβάνει χώρα η ανάστροφη απόκτηση:

α)

ο αριθμός των κοινών μετοχών σε κυκλοφορία από την αρχή αυτής της περιόδου μέχρι την ημερομηνία της απόκτησης θα υπολογίζεται με βάση τον σταθμισμένο αριθμό κοινών μετοχών του κατά νόμο αποκτώμενου (του λογιστικά αποκτώντος) σε κυκλοφορία κατά τη διάρκεια της περιόδου πολλαπλασιαζόμενες με τη σχέση ανταλλαγής που καθορίστηκε στη σύμβαση συγχώνευσης, και

β)

ο αριθμός των κοινών μετοχών σε κυκλοφορία από την ημερομηνία της απόκτησης μέχρι το τέλος της περιόδου θα είναι ο πραγματικός αριθμός των κοινών μετοχών του κατά νόμο αποκτώντος (του λογιστικά αποκτώμενου) σε κυκλοφορία κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου.

Β27

Τα βασικά κέρδη ανά μετοχή για κάθε συγκρίσιμη περίοδο πριν την ημερομηνία της απόκτησης που παρουσιάζεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις μετά από μια ανάστροφη απόκτηση θα υπολογίζεται με τη διαίρεση:

α)

του κέρδους ή της ζημίας του κατά νόμο αποκτηθέντος που αναλογεί σε κατόχους κοινών μετοχών σε κάθε μια εκ των περιόδων αυτών με

β)

τον ιστορικό σταθμισμένο μέσο αριθμό κοινών μετοχών του κατά νόμον αποκτηθέντος σε κυκλοφορία πολλαπλασιασμένο με τη σχέση ανταλλαγής που καθορίστηκε στη σύμβαση απόκτησης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟΚΤΗΘΕΝΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΛΗΦΘΕΙΣΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 10-13)

Λειτουργικές μισθώσεις

Β28

Ο αποκτών δεν θα αναγνωρίζει περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις συνδεόμενα με μια λειτουργική μίσθωση στην οποία ο αποκτώμενος είναι ο μισθωτής, εκτός από τον τρόπο με τον οποίο απαιτείται στις παραγράφους B29 και B30.

Β29

Ο αποκτών θα προσδιορίζει εάν οι όροι κάθε λειτουργικής μισθώσεως όπου ο αποκτώμενος είναι ο μισθωτής είναι ευνοϊκοί ή όχι. Ο αποκτών θα αναγνωρίζει ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο, εάν οι όροι μιας λειτουργικής μίσθωσης είναι ευνοϊκοί σε σχέση με τους όρους της αγοράς και μια υποχρέωση, εάν οι όροι δεν είναι ευνοϊκοί σε σχέση με τους όρους της αγοράς. Η παράγραφος B42 παρέχει οδηγίες για την επιμέτρηση της εύλογης αξίας της ημερομηνίας απόκτησης περιουσιακών στοιχείων που εξαρτώνται από λειτουργικές μισθώσεις όπου ο αποκτώμενος είναι ο εκμισθωτής.

Β30

Ένα αναγνωρίσιμο άυλο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να συνδέεται με μια λειτουργική μίσθωση, που μπορεί να αποδεικνύεται από την προθυμία των μελών της αγοράς να καταβάλλουν ένα τίμημα για τη μίσθωση, ακόμα και αν αυτό είναι με τους όρους της αγοράς. Για παράδειγμα, μια μίσθωση πύλης σε αεροδρόμιο ή χώρο λιανικής πώλησης σε εκλεκτή εμπορική περιοχή, μπορεί να προσφέρει μια είσοδο σε μια αγορά ή άλλες μελλοντικές οικονομικές ωφέλειες που χαρακτηρίζονται ως αναγνωρίσιμα άυλα περιουσιακά στοιχεία, για παράδειγμα, όπως μια πελατειακή σχέση. Σε αυτή την περίπτωση, ο αποκτών θα αναγνωρίζει το/τα συνδεόμενο/α άυλο/α περιουσιακό/α στοιχείο/α, σύμφωνα με την παράγραφο B31.

Άυλα περιουσιακά στοιχεία

Β31

Ο αποκτών θα αναγνωρίζει, ξεχωριστά από την υπεραξία, τα αναγνωρίσιμα άυλα περιουσιακά στοιχεία, που αποκτήθηκαν σε μια συνένωση επιχειρήσεων. Ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο είναι αναγνωρίσιμο εάν πληροί είτε το κριτήριο της διαχωρισιμότητας είτε το συμβατικό-νομικό κριτήριο.

Β32

Ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο που πληροί το συμβατικό-νομικό κριτήριο αναγνωρίζεται ακόμα και αν το περιουσιακό στοιχείο δεν μεταβιβάζεται ή διαχωρίζεται από τον αποκτώμενο ή από άλλα δικαιώματα και δεσμεύσεις. Για παράδειγμα:

α)

ένας αποκτώμενος μισθώνει μια βιομηχανική εγκατάσταση με λειτουργική μίσθωση η οποία έχει ευνοϊκούς όρους σε σχέση με τους όρους της αγοράς. Οι όροι της μίσθωσης απαγορεύουν ρητά τη μεταφορά της μίσθωσης (είτε με πώληση είτε με υπομίσθωση) Το ποσό κατά το οποίο οι όροι της σύμβασης θεωρούνται ευνοϊκοί σε σύγκριση με τις τρέχουσες συναλλαγές της αγοράς για τα ίδια ή παρόμοια στοιχεία είναι ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο που πληροί το συμβατικό-νομικό κριτήριο για αναγνώριση, ξεχωριστά από την υπεραξία, ακόμα και αν ο αποκτώμενος δεν μπορεί να πωλήσει ή να μεταβιβάσει με άλλο τρόπο τη σύμβαση μίσθωσης.

β)

ένας αποκτώμενος κατέχει και λειτουργεί ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας. Η άδεια λειτουργίας αυτής της εγκατάστασης παραγωγής ενέργειας, είναι ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο που πληροί το συμβατικό-νομικό κριτήριο για αναγνώριση, ξεχωριστά από την υπεραξία, ακόμα και αν ο αποκτώμενος δεν μπορεί να την πωλήσει ή να τη μεταβιβάσει ξεχωριστά από την εγκατάσταση παραγωγής ενέργειας. Ένας αποκτών μπορεί να αναγνωρίζει την εύλογη αξία της άδειας λειτουργίας και την εύλογη αξία της εγκατάστασης παραγωγής ενέργειας ως ένα περιουσιακό στοιχείο για σκοπούς χρηματοοικονομικής αναφοράς, εάν οι ωφέλιμες ζωές αυτών των περιουσιακών στοιχείων είναι παρόμοιες.

γ)

ένας αποκτώμενος κατέχει μια ευρεσιτεχνία. Έχει δώσει την άδεια αυτής της ευρεσιτεχνίας σε άλλους για αποκλειστική χρήση εκτός της εγχώριας αγοράς, λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα συγκεκριμένο ποσοστό μελλοντικού εσόδου από την αλλοδαπή. Και η τεχνολογική ευρεσιτεχνία και η σχετική σύμβαση παραχώρησης δικαιωμάτων πληρούν το συμβατικό-νομικό κριτήριο για αναγνώριση ξεχωριστά από την υπεραξία, ακόμα και αν η πώληση ή ανταλλαγή της ευρεσιτεχνίας και της σχετικής σύμβαση παραχώρησης δικαιωμάτων χωριστά δεν θα είχε πρακτική εφαρμογή.

Β33

Το κριτήριο της διαχωρισιμότητας σημαίνει ότι ένα αποκτηθέν άυλο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να διαχωριστεί ή να διαιρεθεί από τον αποκτώμενο και να πωληθεί, μεταβιβαστεί, παραχωρηθεί, ενοικιαστεί ή ανταλλαγεί είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με σχετικό συμβόλαιο, αναγνωριζόμενο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση. Ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο το οποίο ο αποκτών θα μπορούσε να πωλήσει, παραχωρήσει ή να ανταλλάξει για κάτι άλλο αξίας πληροί το κριτήριο της διαχωρισιμότητας ακόμη και αν ο αποκτών δεν σκοπεύει να το πωλήσει, παραχωρήσει ή άλλως ανταλλάξει. Ένα αποκτηθέν άυλο περιουσιακό στοιχείο πληροί το κριτήριο της διαχωρισιμότητας εάν υπάρχουν αποδεδειγμένες πράξεις συναλλαγών για αυτόν τον τύπο περιουσιακού στοιχείου ή ενός περιουσιακού στοιχείου συναφούς τύπου, ακόμα και εάν αυτές οι συναλλαγές είναι σποραδικές και ασχέτως εάν ο αποκτών εμπλέκεται σε αυτές. Για παράδειγμα, κατάλογοι πελατών και συνδρομητών παραχωρούνται συχνά και πληρούν το κριτήριο της διαχωρισιμότητας. Ακόμα και εάν ένας αποκτώμενος πιστεύει ότι οι δικοί του κατάλογοι πελατών έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από άλλους καταλόγους πελατών, το γεγονός ότι κατάλογοι πελατών συχνά παραχωρούνται, γενικώς σημαίνει ότι ο αποκτηθείς κατάλογος πελατών πληροί το κριτήριο της διαχωρισιμότητας. Ωστόσο, ένας κατάλογος πελατών που αποκτήθηκε σε μια συνένωση επιχειρήσεων δεν θα πληρούσε το κριτήριο της διαχωρισιμότητας, εάν οι όροι της εμπιστευτικότητας ή άλλες συμβάσεις απαγορεύουν σε μια οικονομική οντότητα να πωλεί, παραχωρεί ή άλλως ανταλλάσσει πληροφορίες για τους πελάτες της.

Β34

Ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο που δεν διαχωρίζεται ατομικά από τον αποκτώμενο ή τη συνενωμένη οικονομική οντότητα πληροί το κριτήριο της διαχωρισιμότητας εάν διαχωρίζεται σε συνδυασμό με σχετική σύμβαση, αναγνωριζόμενο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση. Για παράδειγμα:

α)

μέλη της αγοράς ανταλλάσσουν υποχρεώσεις από καταθέσεις και συναφή άυλα περιουσιακά στοιχεία που αφορούν τη σχέση με τον καταθέτη σε παρατηρήσιμες συναλλαγές ανταλλαγής. Συνεπώς, ο αποκτών πρέπει να αναγνωρίζει το άυλο περιουσιακό στοιχείο που αφορά τη σχέση με τον καταθέτη ξεχωριστά από την υπεραξία.

β)

ένας αποκτώμενος κατέχει ένα εμπορικό σήμα κατατεθέν και τεκμηριωμένες τεχνικές γνώσεις μη κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του προϊόντος με σήμα κατατεθέν. Για τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας ενός εμπορικού σήματος, ο ιδιοκτήτης επίσης υποχρεούται να μεταβιβάσει ό,τι άλλο είναι απαραίτητο ώστε ο νέος ιδιοκτήτης να παράγει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που δεν ξεχωρίζει από αυτό του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Επειδή οι τεχνικές γνώσεις που δεν είναι κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πρέπει να διαχωριστούν από τον αποκτώμενο ή τη συνενωμένη οικονομική οντότητα και να πωληθούν εάν πωληθεί το σχετικό εμπορικό σήμα, το κριτήριο της διαχωρισιμότητας πληρούται.

Επαναποκτηθέντα δικαιώματα

Β35

Ως μέρος μιας συνένωσης επιχειρήσεων, ένας αποκτών μπορεί να επαναποκτήσει ένα δικαίωμα που είχε προηγουμένως παραχωρήσει στον αποκτώμενο για να χρησιμοποιήσει ένα ή περισσότερα από τα αναγνωρισμένα ή μη αναγνωρισμένα περιουσιακά στοιχεία του αποκτώντος. Παραδείγματα τέτοιων δικαιωμάτων περιλαμβάνουν ένα δικαίωμα χρήσης της εμπορικής επωνυμίας του αποκτώντος βάσει σύμβασης δικαιόχρησης ή ένα δικαίωμα χρήσης της τεχνολογίας του αποκτώντος βάσει σύμβασης παραχώρησης δικαιώματος. Ένα επαναποκτηθέν δικαίωμα είναι αναγνωριζόμενο άυλο περιουσιακό στοιχείο, το οποίο ο αποκτών αναγνωρίζει ξεχωριστά από υπεραξία. Η παράγραφος 29 παρέχει οδηγίες για την επιμέτρηση ενός επαναποκτηθέντος δικαιώματος και η παράγραφος 55 παρέχει οδηγίες για τη μεταγενέστερη λογιστικοποίηση ενός επαναποκτηθέντος δικαιώματος.

Β36

Εάν οι όροι της σύμβασης από την οποία προκύπτει ένα επαναποκτηθέν δικαίωμα είναι ευνοϊκοί ή όχι σε σχέση με τους όρους των τρεχόντων συναλλαγών στην αγορά, για τα ίδια ή παρόμοια είδη, ο αποκτών θα αναγνωρίζει συμψηφισμό κέρδους ή ζημίας. Η παράγραφος B52 παρέχει οδηγίες για την επιμέτρηση αυτού του συμψηφισμού κέρδους ή ζημίας.

Συγκεντρωμένο εργατικό δυναμικό και άλλα μη αναγνωρίσιμα στοιχεία

Β37

Ο αποκτών συναθροίζει στην υπεραξία την αξία ενός αποκτηθέντος άυλου περιουσιακού στοιχείου που δεν αναγνωρίζεται από την ημερομηνία της απόκτησης. Για παράδειγμα, ένας αποκτών μπορεί να αποδώσει αξία στην ύπαρξη ενός συγκεντρωμένου εργατοδυναμικού, που είναι η υπάρχουσα συγκέντρωση των εργαζομένων που επιτρέπει στον αποκτώντα να συνεχίζει να λειτουργεί μια αποκτηθείσα επιχείρηση από την ημερομηνία της απόκτησης. Ένα συγκεντρωμένο εργατοδυναμικό δεν αντιπροσωπεύει το πνευματικό κεφάλαιο του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού — τη (συχνά εξειδικευμένη) γνώση και εμπειρία που οι εργαζόμενοι ενός αποκτώμενου φέρνουν στην εργασία τους. Επειδή το συγκεντρωμένο εργατικό δυναμικό δεν είναι ένα εξατομικεύσιμο περιουσιακό στοιχείο προς αναγνώριση ξεχωριστά από την υπεραξία, τυχόν αξία που του αποδίδεται, συναθροίζεται στην υπεραξία.

Β38

Ο αποκτών επίσης συναθροίζει στην υπεραξία τυχόν αξία που αποδίδεται στα στοιχεία που δεν χαρακτηρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία κατά την ημερομηνία της απόκτησης. Για παράδειγμα, ο αποκτών μπορεί να αποδώσει αξία σε εν δυνάμει συμβάσεις για τις οποίες ο αποκτώμενος βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με μελλοντικούς πελάτες την ημερομηνία της απόκτησης. Επειδή αυτές οι εν δυνάμει συμβάσεις δεν είναι περιουσιακά στοιχεία κατά την ημερομηνία της απόκτησης, ο αποκτών δεν τις αναγνωρίζει ξεχωριστά από την υπεραξία. Ο αποκτών δεν πρέπει να επανακατατάσσει μεταγενέστερα την αξία αυτών των συμβάσεων από την υπεραξία για γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την ημερομηνία της απόκτησης. Ωστόσο, ο αποκτών πρέπει να αξιολογήσει τις καταστάσεις και τις συνθήκες που σχετίζονται με γεγονότα τα οποία λαμβάνουν χώρα μετά την απόκτηση για να προσδιορίσουν εάν υπήρχε ξεχωριστά αναγνωρίσιμο άυλο περιουσιακό στοιχείο κατά την ημερομηνία της απόκτησης.

Β39

Μετά από την αρχική αναγνώριση, ένας αποκτών λογιστικοποιεί άυλα περιουσιακά στοιχεία σε μια συνένωση επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Δ.Λ.Π. 38 Άυλα Περιουσιακά Στοιχεία. Ωστόσο, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 3 του Δ.Λ.Π. 38, η λογιστικοποίηση για κάποια αποκτηθέντα άυλα περιουσιακά στοιχεία μετά την αρχική αναγνώριση καθορίζεται από άλλα Δ.Π.Χ.Α.

Β40

Τα κριτήρια αναγνωρισιμότητας προσδιορίζουν εάν ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται ξεχωριστά από την υπεραξία. Ωστόσο, τα κριτήρια ούτε παρέχουν οδηγίες για την επιμέτρηση της εύλογης αξίας ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου, ούτε περιορίζουν τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της εύλογης αξίας ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου. Για παράδειγμα, ο αποκτών θα λάμβανε υπόψη στην επιμέτρηση της εύλογης αξίας παραδοχές τις οποίες θα εξέταζαν μέλη της αγοράς, όπως προσδοκίες για μελλοντικές ανανεώσεις συμβάσεων. Οι ανανεώσεις δεν είναι απαραίτητο να πληρούν τα κριτήρια αναγνωρισιμότητας. (Ωστόσο, βλέπε την παράγραφο 29, η οποία καθιερώνει μια εξαίρεση στην αρχή της επιμέτρησης της εύλογης αξίας για επαναποκτηθέντα δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν σε μια συνένωση επιχειρήσεων.) Οι παράγραφοι 36 και 37 του Δ.Λ.Π. 38, παρέχουν οδηγίες για να προσδιορίζεται εάν τα άυλα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να συνενώνονται σε μία λογιστική μονάδα με άλλα άυλα ή ενσώματα περιουσιακά στοιχεία.

ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΑΞΙΑΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΜΗ ΕΛΕΓΧΟΥΣΑΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟΚΤΩΜΕΝΟ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 18 ΚΑΙ 19)

Περιουσιακά στοιχεία με αβέβαιες ταμιακές ροές (ξεχωριστοί λογαριασμοί πρόβλεψης)

Β41

Ο αποκτών δεν θα αναγνωρίζει ξεχωριστούς λογαριασμούς πρόβλεψης από την ημερομηνία απόκτησης για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν σε μια συνένωση τα οποία επιμετρώνται στην εύλογη αξία της ημερομηνίας απόκτησης, επειδή οι επιδράσεις της αβεβαιότητας για μελλοντικές ταμιακές ροές περιλαμβάνονται στην επιμέτρηση της εύλογης αξίας. Για παράδειγμα, επειδή το παρόν Δ.Π.Χ.Α. απαιτεί ο αποκτών να επιμετρά αποκτηθείσες απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δανείων, στις εύλογες αξίες τους κατά την ημερομηνία απόκτησης, ο αποκτών δεν δημιουργεί ξεχωριστό λογαριασμό πρόβλεψης για τις συμβατικές ταμιακές ροές, οι οποίες θεωρούνται ανείσπρακτες σε εκείνη την ημερομηνία.

Περιουσιακά στοιχεία που εξαρτώνται από λειτουργικές μισθώσεις όπου ο αποκτώμενος είναι ο εκμισθωτής

Β42

Στην επιμέτρηση της εύλογης αξίας κατά την ημερομηνία απόκτησης ενός περιουσιακού στοιχείου όπως ένα κτίριο που εξαρτάται από μια λειτουργική μίσθωση στην οποία ο αποκτώμενος είναι ο εκμισθωτής, ο αποκτών θα λαμβάνει υπόψη τους όρους της μίσθωσης. Δηλαδή, ο αποκτών δεν αναγνωρίζει ένα ξεχωριστό περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, εάν οι όροι μιας λειτουργικής μίσθωσης είναι είτε ευνοϊκοί είτε όχι, σε σύγκριση με τους όρους της αγοράς, όπως απαιτεί η παράγραφος B29 για μισθώσεις στις οποίες ο αποκτώμενος είναι ο μισθωτής.

Περιουσιακά στοιχεία τα οποία ο αποκτών σκοπεύει να μη χρησιμοποιήσει ή να χρησιμοποιήσει με ένα τρόπο που είναι διαφορετικός από αυτόν με τον οποίο θα τα χρησιμοποιούσαν άλλα μέλη της αγοράς

Β43

Για λόγους ανταγωνισμού ή άλλους λόγους, ο αποκτών μπορεί να σκοπεύει να μη χρησιμοποιήσει ένα αποκτηθέν περιουσιακό στοιχείο, για παράδειγμα, ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο έρευνας και ανάπτυξης, ή μπορεί να σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το περιουσιακό στοιχείο με τρόπο που είναι διαφορετικός από αυτόν με τον οποίο θα το χρησιμοποιούσαν άλλα μέλη της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, ο αποκτών θα επιμετρά το περιουσιακό στοιχείο σε εύλογη αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τη χρήση του από άλλους συμμετέχοντες στην αγορά.

Μη ελέγχουσες συμμετοχές σε έναν αποκτώμενο

Β44

Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. επιτρέπει στον αποκτώντα να επιμετρά μία μη ελέγχουσα συμμετοχή στον αποκτώμενο στην εύλογή της αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης. Ενίοτε ένας αποκτών θα μπορεί να επιμετρήσει την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης μιας μη ελέγχουσας συμμετοχής με βάση τις τιμές της ενεργού αγοράς για μετοχές που δεν κατέχονται από τον αποκτώντα. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, δεν θα είναι διαθέσιμη μια τιμή ενεργού αγοράς για τις μετοχές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αποκτών θα επιμετρά την εύλογη αξία της μη ελέγχουσας συμμετοχής χρησιμοποιώντας άλλες τεχνικές αξιολόγησης.

Β45

Οι εύλογες αξίες των συμμετοχών του αποκτώντος στον αποκτώμενο και οι μη ελέγχουσες συμμετοχές σε ανά μετοχή βάση, μπορεί να διαφέρουν. Η κύρια διαφορά ενδέχεται να είναι η συμπερίληψη ενός υπέρ το άρτιο ποσού ελέγχου στην εύλογη αξία ανά μετοχή της συμμετοχής του αποκτώντος στον αποκτώμενο, ή, αντίθετα, η συμπερίληψη έκπτωσης για την έλλειψη ελέγχου (γνωστή επίσης ως μειοψηφική έκπτωση) στην εύλογη αξία ανά μετοχή της μη ελέγχουσας συμμετοχής.

ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ Η ΚΕΡΔΟΥΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΓΟΡΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ

Επιμέτρηση της εύλογης αξίας κατά την ημερομηνία απόκτησης της συμμετοχής του αποκτώντος στον αποκτώμενο χρησιμοποιώντας τεχνικές εκτίμησης (εφαρμογή της παραγράφου 33)

Β46

Σε μια συνένωση επιχειρήσεων που πραγματοποιείται χωρίς τη μεταβίβαση ανταλλάγματος, ο αποκτών πρέπει να αντικαθιστά την εύλογη αξία της συμμετοχής του στον αποκτώμενο κατά την ημερομηνία της απόκτησης με την εύλογη αξία του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος κατά την ημερομηνία της απόκτησης προκειμένου να επιμετρηθεί η υπεραξία ή το κέρδος σε μια αγορά ευκαιρίας (βλέπε παραγράφους 32-34). Ο αποκτών πρέπει να επιμετρά την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης της συμμετοχής του στον αποκτώμενο, χρησιμοποιώντας μία ή περισσότερες τεχνικές εκτίμησης που αρμόζουν στις περιστάσεις και για τις οποίες υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Εάν χρησιμοποιηθεί παραπάνω από μία τεχνική εκτίμησης, ο αποκτών θα πρέπει να αξιολογεί τα αποτελέσματα των τεχνικών, εξετάζοντας τη συνάφεια και την αξιοπιστία των χρησιμοποιούμενων εισροών και την έκταση των διαθέσιμων στοιχείων.

Ειδικοί παράγοντες στην εφαρμογή της μεθόδου απόκτησης σε συνενώσεις αμοιβαίων οντοτήτων (εφαρμογή παραγράφου 33)

Β47

Όταν συνενώνονται δύο αμοιβαίες οντότητες, η εύλογη αξία των συμμετοχικών δικαιωμάτων ή των συμμετοχών των μελών στον αποκτώμενο (ή η εύλογη αξία του αποκτώμενου) μπορεί να επιμετράται με περισσότερη αξιοπιστία από την εύλογη αξία των συμμετοχών των μελών που μεταβιβάστηκαν από τον αποκτώντα. Σε αυτή την περίπτωση, η παράγραφος 33 απαιτεί ο αποκτών να προσδιορίζει το ποσό της υπεραξίας, χρησιμοποιώντας την εύλογη αξία της ημερομηνίας απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων του αποκτώμενου αντί της εύλογης αξίας της ημερομηνίας απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων που μεταφέρονται ως αντάλλαγμα. Επιπρόσθετα, ο αποκτών σε μια συνένωση αμοιβαίων οντοτήτων θα αναγνωρίζει τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του αποκτώμενου ως άμεση προσθήκη στο μετοχικό κεφάλαιο ή την καθαρή θέση στην κατάσταση οικονομικής θέσης, όχι ως προσθήκη στα κέρδη εις νέον, που συμφωνεί με τον τρόπο με τον οποίο άλλοι τύποι οικονομικών οντοτήτων εφαρμόζουν τη μέθοδο απόκτησης.

Β48

Παρότι έχουν πολλές ομοιότητες με πολλές άλλες επιχειρήσεις, οι αμοιβαίες οντότητες έχουν διακριτά χαρακτηριστικά που ανακύπτουν κυρίως επειδή τα μέλη τους είναι και πελάτες και ιδιοκτήτες. Μέλη αμοιβαίων οντοτήτων γενικά αναμένουν να λάβουν οφέλη για τη συμμετοχή τους, συχνά με τη μορφή μειωμένων χρεώσεων για αγαθά και υπηρεσίες ή πελατειακά μερίσματα. Το μερίδιο των πελατειακών μερισμάτων που κατανέμεται σε κάθε μέλος συνήθως βασίζεται στον όγκο της δραστηριότητας που το μέλος πραγματοποίησε με την αμοιβαία οντότητα κατά τη διάρκεια του έτους.

Β49

Η επιμέτρηση της εύλογης αξίας μιας αμοιβαίας οντότητας πρέπει να περιλαμβάνει τις παραδοχές που θα έκαναν τα μέλη της αγοράς για τα μελλοντικά οφέλη των μελών, καθώς και τυχόν άλλες σχετικές παραδοχές που τα μέλη της αγοράς θα έκαναν για την αμοιβαία οντότητα. Για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα μοντέλο εκτίμησης των ταμιακών ροών για να προσδιοριστεί η εύλογη αξία μιας αμοιβαίας οντότητας. Οι ταμιακές ροές που χρησιμοποιούνται ως εισροές στο μοντέλο πρέπει να βασίζονται στις εκτιμώμενες ταμιακές ροές της αμοιβαίας οντότητας, οι οποίες ενδεχομένως να αντανακλούν μειώσεις οφέλους για τα μέλη, όπως μειωμένες χρεώσεις για αγαθά και υπηρεσίες.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 51 ΚΑΙ 52)

Β50

Ο αποκτών πρέπει να εξετάσει τους ακόλουθους παράγοντες, οι οποίοι δεν είναι ούτε αμοιβαία αποκλειόμενοι ούτε ατομικά οριστικοί, για να προσδιορίζει εάν μια συναλλαγή είναι μέρος της ανταλλαγής για τον αποκτώμενο, ή εάν η συναλλαγή είναι ξεχωριστή από τη συνένωση επιχειρήσεων.

α)

οι λόγοι για τη συναλλαγή — Η κατανόηση των λόγων για τους οποίους τα μέρη της συνένωσης (ο αποκτών και ο αποκτώμενος και οι ιδιοκτήτες, σύμβουλοι και διευθυντές τους — καθώς και οι πράκτορές τους) συμπράττουν σε μια ειδική συναλλαγή ή συμφωνία, μπορεί να παράσχει πληροφόρηση εάν αυτή είναι μέρος του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος και των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων ή των αναληφθεισών υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, εάν η συναλλαγή κανονίζεται πρωτίστως προς όφελος του αποκτώντος ή της συνενωμένης οικονομικής οντότητας, αντί πρωτίστως προς όφελος του αποκτώμενου ή των προηγούμενων ιδιοκτητών του πριν τη συνένωση, αυτό το μερίδιο της καταβληθείσης τιμής της συναλλαγής (και τυχόν συνδεόμενα περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις) είναι λιγότερο πιθανό να είναι μέρος της ανταλλαγής για τον αποκτώμενο. Κατόπιν τούτου, ο αποκτών θα αντιμετωπίζει λογιστικά αυτό το μερίδιο ξεχωριστά από τη συνένωση των επιχειρήσεων.

β)

ποιος ξεκίνησε τη συναλλαγή — Κατανοώντας ποιος ξεκίνησε τη συναλλαγή μπορεί επίσης να παράσχει πληροφόρηση εάν είναι μέρος της ανταλλαγής για τον αποκτώμενο. Για παράδειγμα, μια συναλλαγή ή άλλο γεγονός που ξεκίνησε από τον αποκτώντα, μπορεί να συνήφθη με σκοπό να παράσχει μελλοντικά οικονομικά οφέλη στον αποκτώντα ή τη συνενωμένη οικονομική οντότητα με μικρό ή καθόλου όφελος για τον αποκτώμενο ή τους πρώην ιδιοκτήτες του πριν τη συνένωση. Εξ άλλου, μια συναλλαγή ή ρύθμιση που ξεκινά από τον αποκτώμενο ή τους πρώην ιδιοκτήτες του, είναι λιγότερο πιθανό να είναι προς όφελος του αποκτώντος ή τη συνενωμένης οικονομικής οντότητας και πιο πιθανό να είναι μέρος της συναλλαγής συνένωσης επιχειρήσεων.

γ)

ο χρόνος της συναλλαγής — Ο χρόνος της συναλλαγής μπορεί επίσης να παράσχει πληροφόρηση εάν είναι μέρος της ανταλλαγής για τον αποκτώμενο. Για παράδειγμα, μια συναλλαγή μεταξύ του αποκτώντος και του αποκτώμενου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των όρων για μια συνένωση επιχειρήσεων, μπορεί να συνήφθη προσβλέποντας στη συνένωση των επιχειρήσεων για την παροχή μελλοντικών οικονομικών ωφελημάτων στον αποκτώντα ή τη συνενωμένη οντότητα. Σε αυτή την περίπτωση, ο αποκτώμενος ή οι πρώην ιδιοκτήτες τους πριν τη συνένωση πιθανόν να λάβουν μικρό ή καθόλου όφελος από τη συναλλαγή, εκτός από τα οφέλη που θα λάβουν ως μέρη της συνενωμένης οικονομικής οντότητας.

Αποτελεσματικός διακανονισμός μιας προϋπάρχουσας σχέσης μεταξύ του αποκτώντος και του αποκτώμενου σε μια συνένωση επιχειρήσεων [εφαρμογή της παραγράφου 52(α)]

Β51

Ο αποκτών και ο αποκτώμενος ενδέχεται να έχουν μια σχέση η οποία υπήρχε πριν σχεδιάσουν τη συνένωση, η οποία εδώ αναφέρεται ως «προϋπάρχουσα σχέση». Μια προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ του αποκτώντος και του αποκτώμενου ενδέχεται να είναι συμβατική (για παράδειγμα, προμηθευτής και πελάτης ή δικαιοπάροχος και δικαιοδόχος) ή μη συμβατική (για παράδειγμα, ενάγων και εναγόμενος).

Β52

Εάν η συνένωση επιχειρήσεων στην πράξη τακτοποιεί μια προϋπάρχουσα σχέση, ο αποκτών αναγνωρίζει κέρδος ή ζημία, που επιμετράται ως ακολούθως:

α)

για μια προϋπάρχουσα μη συμβατική σχέση (όπως μια αγωγή), εύλογη αξία.

β)

για μια προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, το μικρότερο από τα (i) και (ii):

(i)

το ποσό κατά το οποίο η σύμβαση είναι ευνοϊκή ή μη ευνοϊκή από την πλευρά του αποκτώντος, όταν συγκρίνεται με τους όρους τρεχουσών συναλλαγών της αγοράς για τα ίδια ή παρόμοια στοιχεία. (Μια μη ευνοϊκή σύμβαση είναι η σύμβαση που δεν είναι ευνοϊκή σύμφωνα με τους τρέχοντες όρους της αγοράς. Δεν είναι απαραιτήτως μια επαχθής σύμβαση στην οποία το αναπόφευκτο κόστος εκπλήρωσης των δεσμεύσεων, σύμφωνα με τη σύμβαση, υπερβαίνει τα οικονομικά οφέλη που αναμένεται να αποκομιστούν σύμφωνα με αυτήν τη σύμβαση.)

(ii)

το ποσό οποιουδήποτε όρου διακανονισμού στη σύμβαση διαθέσιμου στον αντισυμβαλλόμενο για τον οποίο η σύμβαση δεν είναι ευνοϊκή.

Εάν το (ii) είναι μικρότερο από το (i), η διαφορά περιλαμβάνεται ως μέρος της λογιστικοποίησης της συνένωσης επιχειρήσεων.

Το ποσό του κέρδους ή της ζημίας που αναγνωρίζεται μπορεί να εξαρτάται εν μέρει από το εάν ο αποκτών είχε προηγουμένως αναγνωρίσει ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση και συνεπώς το αναφερόμενο κέρδος ή η ζημία ενδέχεται να διαφέρουν από το ποσό που υπολογίζεται με την εφαρμογή των παραπάνω απαιτήσεων.

Β53

Μια προϋπάρχουσα σχέση μπορεί να είναι μια σύμβαση την οποία ο αποκτών αναγνωρίζει ως επαναποκτηθέν δικαίωμα. Εάν η σύμβαση περιλαμβάνει όρους που είναι ευνοϊκοί ή μη ευνοϊκοί όταν συγκρίνονται με τις τιμές τρεχουσών συναλλαγών στην αγορά για τα ίδια ή παρόμοια στοιχεία, ο αποκτών αναγνωρίζει ξεχωριστά από τη συνένωση επιχειρήσεων, κέρδος ή ζημία για τον τελικό διακανονισμό της σύμβασης, που επιμετράται σύμφωνα με την παράγραφο Β52.

Συμφωνίες για ενδεχόμενες καταβολές σε εργαζομένους ή πωλούντες μετόχους [εφαρμογή της παραγράφου 52 (β)]

Β54

Τυχόν συμφωνίες για ενδεχόμενες καταβολές σε εργαζόμενους ή πωλούντες μετόχους είναι ενδεχόμενο αντάλλαγμα στη συνένωση επιχειρήσεων ή αποτελούν ξεχωριστές συναλλαγές, ανάλογα με τη φύση των συμφωνιών. Η κατανόηση των λόγων για τους οποίους η συμφωνία απόκτησης περιλαμβάνει πρόβλεψη για ενδεχόμενες καταβολές, ποιος ξεκίνησε τη συμφωνία και πότε τα μέρη υπεισήλθαν στη συμφωνία ενδέχεται να βοηθήσει στην εκτίμηση της φύσης της συμφωνίας.

Β55

Εάν δεν είναι ξεκάθαρο ότι συμφωνία για καταβολές σε εργαζόμενους ή πωλούντες μετόχους είναι μέρος της ανταλλαγής για τον αποκτώμενο ή είναι ξεχωριστή συναλλαγή από τη συνένωση των επιχειρήσεων, ο αποκτών θα πρέπει να λάβει υπόψη τους ακόλουθους δείκτες:

α)

Συνεχιζόμενη απασχόληση — Οι όροι συνεχιζόμενης απασχόλησης από τους πωλούντες μετόχους, οι οποίοι γίνονται βασικοί εργαζόμενοι, ενδέχεται να είναι ένας δείκτης της ύπαρξης μιας συμφωνίας ενδεχόμενου ανταλλάγματος. Οι σχετικοί όροι συνεχιζόμενης απασχόλησης μπορεί να περιλαμβάνονται σε σύμβαση απασχόλησης, σύμβαση απόκτησης ή άλλο έγγραφο. Συμφωνία ενδεχόμενου ανταλλάγματος σύμφωνα με την οποία οι καταβολές αυτομάτως καταπίπτουν εάν λήξει η απασχόληση είναι αμοιβή για υπηρεσίες που παρασχέθησαν μετά τη συνένωση. Συμφωνίες βάσει των οποίων οι ενδεχόμενες καταβολές δεν επηρεάζονται από τη λήξη απασχόλησης ενδέχεται να υποδεικνύουν ότι οι ενδεχόμενες καταβολές αποτελούν πρόσθετο αντάλλαγμα και όχι αμοιβή.

β)

Διάρκεια συνεχιζόμενης απασχόλησης — Εάν η περίοδος της απαιτούμενης απασχόλησης συμπίπτει με ή είναι μεγαλύτερη από την περίοδο ενδεχόμενης καταβολής, αυτό το γεγονός μπορεί να υποδεικνύει ότι οι ενδεχόμενες καταβολές είναι κατ’ ουσίαν, αμοιβές.

γ)

Επίπεδο αμοιβών — Καταστάσεις κατά τις οποίες οι αμοιβές εργαζομένων εκτός των ενδεχομένων καταβολών βρίσκονται σε λογικό επίπεδο σε σχέση με αυτό άλλων βασικών εργαζομένων στη συνενωμένη οικονομική οντότητα μπορεί να υποδεικνύουν ότι οι ενδεχόμενες καταβολές αποτελούν πρόσθετο αντάλλαγμα και όχι αμοιβή.

δ)

Διαφορικές καταβολές σε εργαζομένους — Εάν οι πωλούντες μέτοχοι, οι οποίοι δεν θα γίνουν εργαζόμενοι λάβουν χαμηλότερες ενδεχόμενες καταβολές ανά μετοχή από τους πωλούντες μετόχους που θα γίνουν εργαζόμενοι της συνενωμένης οικονομικής οντότητας, το γεγονός αυτό μπορεί να υποδεικνύει ότι το διαφορικό ποσό ενδεχομένων καταβολών στους πωλούντες μετόχους που θα γίνουν εργαζόμενοι, είναι αμοιβή.

ε)

Αριθμός κατεχόμενων μετοχών — Ο σχετικός αριθμός μετοχών που κατέχονται από τους πωλούντες μετόχους οι οποίοι παραμένουν ως βασικοί εργαζόμενοι, μπορεί να είναι ένας δείκτης της ύπαρξης συμφωνίας ενδεχόμενου ανταλλάγματος. Για παράδειγμα, εάν οι πωλούντες μέτοχοι οι οποίοι ήταν ουσιαστικοί κύριοι όλων των μετοχών του αποκτώμενου, συνεχίσουν ως βασικοί εργαζόμενοι, το γεγονός αυτό ενδέχεται να υποδεικνύει ότι η συμφωνία είναι κατ’ ουσία, μια συμφωνία συμμετοχής στα κέρδη που έχει σκοπό να παράσχει αμοιβή για υπηρεσίες μετά τη συνένωση. Εναλλακτικά, εάν οι πωλούντες μέτοχοι, οι οποίοι συνεχίζουν ως βασικοί εργαζόμενοι ήταν κύριοι μικρού μόνο αριθμού μετοχών του αποκτώμενου και όλοι οι πωλούντες μέτοχοι λάβουν το ίδιο ποσό ενδεχόμενου ανταλλάγματος ανά μετοχή, το γεγονός αυτό ενδέχεται να υποδεικνύει ότι οι ενδεχόμενες καταβολές αποτελούν επιπλέον αντάλλαγμα, Τα προ της απόκτησης ιδιοκτησιακά δικαιώματα που κατέχουν άτομα συγγενικά προς τους πωλούντες μετόχους οι οποίοι συνεχίζουν ως βασικοί εργαζόμενοι, όπως μέλη της οικογένειας, θα πρέπει επίσης να υπολογίζονται.

στ)

Σύνδεση με την εκτίμηση — Εάν το αρχικό μεταβιβασθέν αντάλλαγμα κατά την ημερομηνία απόκτησης βασίζεται στο χαμηλό άκρο του ορίου διακύμανσης της εκτίμησης του αποκτώμενου και η φόρμουλα του ενδεχόμενου γεγονότος συνδέεται με αυτή την προσέγγιση εκτίμησης, αυτό το γεγονός μπορεί να υποδεικνύει ότι οι ενδεχόμενες καταβολές είναι πρόσθετο αντάλλαγμα. Εναλλακτικά, εάν η φόρμουλα της ενδεχόμενης καταβολής είναι συνεπής με προηγούμενες συμφωνίες συμμετοχής στα κέρδη, το γεγονός αυτό μπορεί να υποδεικνύει ότι η ουσία της ρύθμισης είναι να προσφέρει αμοιβή.

ζ)

Φόρμουλα προσδιορισμού του ανταλλάγματος — Η φόρμουλα που θα χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του ενδεχόμενου ανταλλάγματος, μπορεί να βοηθήσει στην εκτίμηση της ουσίας της συμφωνίας. Για παράδειγμα, εάν μια ενδεχόμενη καταβολή προσδιορίζεται με βάση ένα πολλαπλάσιο κερδών, αυτό ενδεχομένως να υποδεικνύει ότι η υποχρέωση είναι ενδεχόμενο αντάλλαγμα στη συνένωση επιχειρήσεων και ότι σκοπός της φόρμουλας είναι να δημιουργήσει ή να επιβεβαιώσει την εύλογη αξία του αποκτώμενου. Αντίθετα, μια ενδεχόμενη καταβολή που αποτελεί ποσοστό κερδών θα υπεδείκνυε ότι η δέσμευση προς τους εργαζομένους είναι συμφωνία με συμμετοχή στα κέρδη για την αμοιβή εργαζομένων για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί.

η)

Άλλες συμφωνίες και θέματα — Οι όροι άλλων συμφωνιών με πωλούντες μετόχους (όπως συμφωνίες μη ανταγωνισμού, συμβάσεις εκτέλεσης, συμβάσεις παροχής συμβουλών και συμφωνίες ενοικίασης ακινήτων) και ο χειρισμός του φόρου εισοδήματος των ενδεχόμενων καταβολών μπορεί να υποδεικνύουν ότι ενδεχόμενες καταβολές αποδίδονται σε κάτι άλλο από αντάλλαγμα για τον αποκτώμενο. Για παράδειγμα, σχετικά με την απόκτηση, ο αποκτών μπορεί να συνάψει συμφωνία ενοικίασης ακινήτου με σημαντικό πωλούντα μέτοχο. Εάν οι καταβολές του μισθώματος, που αναφέρονται στη σύμβαση εκμίσθωσης είναι σημαντικά κατώτερες των τιμών της αγοράς, κάποιες ή όλες οι ενδεχόμενες καταβολές προς τον εκμισθωτή (τον πωλούντα μέτοχο) που απαιτούνται από ξεχωριστή συμφωνία για ενδεχόμενες καταβολές μπορεί να είναι, κατ’ ουσίαν, καταβολές για τη χρήση του εκμισθωμένου ακινήτου, τις οποίες ο αποκτών θα πρέπει να αναγνωρίζει ξεχωριστά στις οικονομικές καταστάσεις του μετά τη συνένωση. Αντίθετα, εάν η σύμβαση εκμίσθωσης ορίζει καταβολές μισθώματος που είναι σύμφωνες με τις τιμές της αγοράς για το μισθωμένο ακίνητο, η συμφωνία για ενδεχόμενες καταβολές στον πωλούντα μέτοχο μπορεί να είναι ενδεχόμενο αντάλλαγμα στη συνένωση επιχειρήσεων.

Παροχές που βασίζονται στην αξία των μετοχών του αποκτώντος σε ανταλλαγή παροχών που κατέχονται από τους εργαζόμενους του αποκτώμενου [εφαρμογή της παραγράφου 52(β)]

Β56

Ένας αποκτών μπορεί να ανταλλάξει τις παροχές του που βασίζονται στην αξία των μετοχών (αντικαθιστάμενες παροχές) με παροχές που κατέχονται από εργαζόμενους του αποκτώμενου. Ανταλλαγές δικαιωμάτων προαίρεσης μετοχών ή άλλες αμοιβές που βασίζονται στην αξία των μετοχών σε συνδυασμό με μια συνένωση επιχειρήσεων λογιστικοποιούνται ως τροποποιήσεις παροχών που βασίζονται στην αξία των μετοχών, σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 2 Παροχές που Εξαρτώνται από την Αξία των Μετοχών. Εάν ο αποκτών υποχρεώνεται να αντικαταστήσει τις παροχές του αποκτώμενου, ολόκληρη η αγοραία επιμέτρηση των αντικαθιστάμενων παροχών ή μέρος αυτής θα περιληφθεί στην επιμέτρηση του ανταλλάγματος που μετεβιβάσθηκε στη συνένωση επιχειρήσεων. Ο αποκτών υποχρεούται να αντικαταστήσει τις παροχές του αποκτώμενου εάν ο αποκτώμενος ή οι εργαζόμενοί του έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν την αντικατάσταση. Για παράδειγμα, για τους σκοπούς της εφαρμογής αυτής της απαίτησης, ο αποκτών υποχρεούται να αντικαταστήσει τις παροχές του αποκτώμενου, εάν η αντικατάσταση απαιτείται από:

α)

τους όρους της συμφωνίας απόκτησης,

β)

τους όρους των αμοιβών του αποκτώμενου ή

γ)

εν ισχύ νόμους ή κανονισμούς.

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι παροχές του αποκτώμενου μπορεί να εκπνεύσουν ως συνέπεια της συνένωσης επιχειρήσεων. Εάν ο αποκτών αντικαταστήσει αυτές τις παροχές παρότι δεν υποχρεούται να το πράξει, ολόκληρη η αγοραία επιμέτρηση των αντικαθιστάμενων παροχών θα αναγνωρίζεται ως κόστος παροχής στις οικονομικές καταστάσεις μετά τη συνένωση. Δηλαδή, καμία αγοραία επιμέτρηση αυτών των παροχών δεν θα περιλαμβάνεται στην επιμέτρηση του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος στη συνένωση επιχειρήσεων.

Β57

Για τον προσδιορισμό του τμήματος αντικαθιστάμενων παροχών που αποτελεί μέρος του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος για τον αποκτώμενο και το τμήμα που αποτελεί παροχή για υπηρεσίες μετά τη συνένωση, ο αποκτών θα επιμετρά και τις αντικαθιστάμενες παροχές που δίδονται από τις παροχές του αποκτώντος καθώς και του αποκτωμένου κατά την ημερομηνία απόκτησης, σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 2. Το τμήμα της αγοραίας επιμέτρησης της αντικαθιστάμενης παροχής που αποτελεί μέρος του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος σε αντάλλαγμα για τον αποκτώμενο, είναι ίσο με το τμήμα της παροχής του αποκτώμενου που αποδίδεται σε υπηρεσίες προ της συνένωσης.

Β58

Το τμήμα των αντικαθιστάμενων παροχών που αποδίδεται σε υπηρεσία προ της συνένωσης είναι η αγοραία επιμέτρηση της παροχής του αποκτώμενου πολλαπλασιαζόμενη με τον λόγο της περιόδου κατοχύρωσης η οποία έχει πληρωθεί και τη συνολική περίοδο κατοχύρωσης ή την αρχική περίοδο κατοχύρωσης της παροχής του αποκτώμενου, όποια είναι μεγαλύτερη. Η περίοδος κατοχύρωσης είναι η περίοδος κατά την οποία πρέπει να ικανοποιηθούν όλοι οι συγκεκριμένοι όροι της κατοχύρωσης. Οι προϋποθέσεις κατοχύρωσης ορίζονται στο Δ.Π.Χ.Α. 2.

Β59

Το τμήμα μη κατοχυρωμένων αντικαθιστάμενων παροχών που αποδίδεται σε υπηρεσία μετά τη συνένωση και συνεπώς αναγνωρίζεται ως κόστος παροχής στις οικονομικές καταστάσεις μετά τη συνένωση, είναι ίσο με τη συνολική αγοραία επιμέτρηση της αντικαθιστάμενης παροχής μείον το ποσό που αποδίδεται στην υπηρεσία προ της συνένωσης. Συνεπώς, ο αποκτών αποδίδει τυχόν υπερβάλλον ποσό από την αγοραία επιμέτρηση της αντικαθιστάμενης παροχής του αποκτώμενου στην υπηρεσία μετά τη συνένωση και αναγνωρίζει αυτό το υπερβάλλον ποσό ως κόστος παροχής στις οικονομικές καταστάσεις μετά τη συνένωση. Ο αποκτών θα αποδώσει τμήμα της αντικαθιστάμενης παροχής σε υπηρεσία μετά τη συνένωση, εάν απαιτεί υπηρεσία μετά τη συνένωση, ασχέτως εάν οι εργαζόμενοι είχαν προσφέρει όλες τις απαιτούμενες υπηρεσίες για την κατοχύρωση των παροχών του αποκτώμενου πριν την ημερομηνία απόκτησης.

Β60

Το τμήμα μη κατοχυρωμένων αντικαθιστάμενων παροχών που αποδίδεται σε υπηρεσία μετά τη συνένωση, καθώς και το τμήμα που αποδίδεται σε υπηρεσία μετά τη συνένωση, θα αντικατοπτρίζει την καλύτερη διαθέσιμη εκτίμηση του αριθμού των αντικαθιστάμενων παροχών που αναμένεται να κατοχυρωθούν. Για παράδειγμα, εάν η αγοραία επιμέτρηση του τμήματος μιας αντικαθιστάμενης παροχής που αποδίδεται σε υπηρεσία προ της συνένωσης είναι ΝΜ100 και ο αποκτών αναμένει ότι θα κατοχυρωθεί μόνο το 95 τοις εκατό της παροχής, το ποσό που περιλαμβάνεται στο μεταβιβασθέν αντάλλαγμα στη συνένωση επιχειρήσεων, είναι ΝΜ95. Μεταβολές στον εκτιμώμενο αριθμό αντικαθιστούμενων αμοιβών που αναμένεται να κατοχυρωθούν, αντικατοπτρίζονται στο κόστος αμοιβής για τις περιόδους κατά τις οποίες λαμβάνουν χώρα οι μεταβολές ή καταπτώσεις - όχι ως προσαρμογές στο μεταβιβαζόμενο αντάλλαγμα στη συνένωση επιχειρήσεων. Ομοίως, οι επιπτώσεις άλλων συμβάντων, όπως οι μεταβολές ή το τελικό αποτέλεσμα των παροχών με όρους απόδοσης που συμβαίνουν μετά την ημερομηνία την απόκτησης, λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 2 για τον προσδιορισμό του κόστους παροχής για την περίοδο κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός.

Β61

Οι ίδιες απαιτήσεις για τον προσδιορισμό των τμημάτων αντικαθιστάμενης παροχής που αποδίδονται σε υπηρεσία προ και μετά τη συνένωση, ισχύουν ασχέτως εάν μια αντικαθιστάμενη παροχή κατατάσσεται ως υποχρέωση ή ως συμμετοχικός τίτλος σύμφωνα με τις διατάξεις του Δ.Π.Χ.Α. 2. Όλες οι μεταβολές στην επιμέτρηση των παροχών που βασίζονται στις ενδείξεις της αγοράς και κατατάσσονται ως υποχρεώσεις μετά την ημερομηνία της απόκτησης και τις σχετικές φορολογικές επιπτώσεις, αναγνωρίζονται στις μετά τη συνένωση οικονομικές καταστάσεις του αποκτώντος στην (στις) περίοδο (περιόδους) κατά την οποία συμβαίνουν οι μεταβολές.

Β62

Οι φορολογικές επιδράσεις των αντικαθιστάμενων παροχών που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών θα αναγνωρίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Δ.Λ.Π. 12 Φόροι Εισοδήματος.

ΆΛΛΑ Δ.Π.Χ.Α. ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 54)

Β63

Στη συνέχεια, παρατίθενται παραδείγματα άλλων Δ.Π.Χ.Α. που παρέχουν οδηγίες για τη μεταγενέστερη επιμέτρηση και λογιστικοποίηση αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και αναληφθεισών υποχρεώσεων ή υφισταμένων σε μια συνένωση επιχειρήσεων:

α)

Το Δ.Λ.Π. 38 ορίζει τον λογιστικό χειρισμό αναγνωρίσιμων άυλων περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν σε μια συνένωση επιχειρήσεων. Ο αποκτών επιμετρά την υπεραξία κατά το ποσό που αναγνωρίζεται την ημερομηνία της απόκτησης μείον τυχόν σωρευμένη ζημία απομείωσης. Το Δ.Λ.Π. 36 Απομείωση Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων ορίζει τη λογιστικοποίηση για ζημίες απομείωσης.

β)

Το Δ.Π.Χ.Α. 4 Ασφαλιστήρια Συμβόλαια παρέχει οδηγίες για μεταγενέστερη λογιστικοποίηση ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου που αποκτήθηκε σε συνένωση επιχειρήσεων.

γ)

Το Δ.Λ.Π. 12 ορίζει τη μεταγενέστερη λογιστικοποίηση για αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων των μη αναγνωρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών περιουσιακών στοιχείων) και υποχρεώσεων αποκτηθέντων σε συνένωση επιχειρήσεων.

δ)

Το Δ.Π.Χ.Α. 2 παρέχει οδηγίες για τη μεταγενέστερη επιμέτρηση και λογιστικοποίηση του τμήματος των αντικαθιστάμενων αμοιβών που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών που εκδίδονται από έναν αποκτώντα που αποδίδεται σε μελλοντικές υπηρεσίες εργαζομένων.

ε)

Το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) παρέχει οδηγίες για λογιστικοποίηση μεταβολών στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα μιας μητρικής εταιρείας σε μια θυγατρική αφού αποκτηθεί ο έλεγχος.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ 59 ΚΑΙ 61)

Β64

Για να ικανοποιήσει τον σκοπό της παραγράφου 59, ο αποκτών θα γνωστοποιήσει τα κάτωθι στοιχεία για κάθε συνένωση επιχειρήσεων που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς:

α)

το όνομα και μια περιγραφή του αποκτώμενου.

β)

την ημερομηνία της απόκτησης.

γ)

το ποσοστό των συμμετοχικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν.

δ)

τους κύριους λόγους για τη συνένωση επιχειρήσεων και μια περιγραφή του πώς ο αποκτών ανέλαβε τον έλεγχο του αποκτώμενου.

ε)

μια ποιοτική περιγραφή των παραγόντων που αποτελούν την αναγνωρισθείσα υπεραξία, όπως οι αναμενόμενες συνέργειες από τον συνδυασμό των εκμεταλλεύσεων του αποκτώμενου και του αποκτώντος, άυλα περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να αναγνωρισθούν ξεχωριστά, ή άλλοι παράγοντες.

στ)

Η εύλογη αξία της ημερομηνίας απόκτησης για το συνολικό μεταβιβασθέν αντάλλαγμα και την εύλογη αξία της ημερομηνίας απόκτησης κάθε κύριας κατηγορίας ανταλλάγματος, όπως:

(i)

ταμιακά διαθέσιμα,

(ii)

άλλα ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης μιας επιχείρησης ή θυγατρικής του αποκτώντος

(iii)

αναληφθείσες υποχρεώσεις, για παράδειγμα, μια υποχρέωση για ενδεχόμενο αντάλλαγμα και

(iv)

συμμετοχικά δικαιώματα του αποκτώντος, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των τίτλων ή δικαιωμάτων που έχουν εκδοθεί ή μπορούν να εκδοθούν και η μέθοδος προσδιορισμού της εύλογης αξίας αυτών των τίτλων ή δικαιωμάτων.

ζ)

για συμφωνίες ενδεχόμενου ανταλλάγματος και περιουσιακά στοιχεία αποζημίωσης:

(i)

το αναγνωριζόμενο ποσό από την ημερομηνία απόκτησης,

(ii)

μια περιγραφή της συμφωνίας και της βάσης για τον προσδιορισμό του ποσού καταβολής και

(iii)

μια εκτίμηση του ορίου διακύμανσης των αποτελεσμάτων (απροεξόφλητα) ή, αν δεν μπορεί να εκτιμηθεί όριο διακύμανσης, το γεγονός αυτό και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να εκτιμηθεί όριο διακύμανσης. Εάν το ανώτατο ποσό της καταβολής είναι απεριόριστο, ο αποκτών θα γνωστοποιήσει αυτό το γεγονός.

η)

για αποκτώμενες απαιτήσεις:

(i)

την εύλογη αξία των απαιτήσεων,

(ii)

τις μεικτές συμβατικές απαιτήσεις και

(iii)

τη βέλτιστη εκτίμηση κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμβατικών ταμιακών ροών που δεν αναμένεται να εισπραχθούν.

Οι γνωστοποιήσεις θα παρασχεθούν ανά κύρια κατηγορία απαιτήσεων, όπως δάνεια, άμεσες χρηματοδοτικές μισθώσεις και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία απαιτήσεων.

θ)

τα ποσά που αναγνωρίζονται από την ημερομηνία απόκτησης για κάθε κύρια κατηγορία αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και αναληφθεισών υποχρεώσεων.

ι)

για κάθε ενδεχόμενη υποχρέωση που αναγνωρίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 23, τα απαιτούμενα στοιχεία από την παράγραφο 85 του Δ.Λ.Π. 37 Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενα Περιουσιακά Στοιχεία. Εάν μια ενδεχόμενη υποχρέωση δεν αναγνωρίζεται επειδή η εύλογη αξία της δεν μπορεί να επιμετρηθεί με αξιοπιστία, ο αποκτών θα γνωστοποιεί:

(i)

τα απαιτούμενα στοιχεία της παραγράφου 86 του Δ.Λ.Π. 37 και

(ii)

τους λόγους για τους οποίους η υποχρέωση δεν μπορεί να επιμετρηθεί με αξιοπιστία.

ια)

το συνολικό ποσό υπεραξίας που αναμένεται να είναι εκπεστέο για φορολογικούς λόγους.

ιβ)

για συναλλαγές που αναγνωρίζονται ξεχωριστά από την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και την ανάληψη υποχρεώσεων στη συνένωση επιχειρήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 51:

(i)

μια περιγραφή κάθε συναλλαγής,

(ii)

πώς ο αποκτών λογιστικοποίησε κάθε συναλλαγή,

(iii)

τα αναγνωρισθέντα ποσά για κάθε συναλλαγή και το συγκεκριμένο κονδύλι στις οικονομικές καταστάσεις όπου αναγνωρίζεται κάθε ποσό και

(iv)

εάν η συναλλαγή είναι ο αποτελεσματικός διακανονισμός μιας προϋπάρχουσας σχέσης, η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του ποσού διακανονισμού.

ιγ)

η γνωστοποίηση ξεχωριστά αναγνωρισμένων συναλλαγών που απαιτείται από την (ιβ) θα περιλαμβάνει το ποσό του κόστους που συνδέεται με την απόκτηση και, ξεχωριστά, το ποσό του κόστους που αναγνωρίζεται ως έξοδο και το συγκεκριμένο κονδύλι ή κονδύλια στην κατάσταση συνολικών εσόδων όπου αναγνωρίζονται αυτά τα έξοδα. Το ποσό για τυχόν κόστος έκδοσης που δεν αναγνωρίζεται ως έξοδο και πώς αναγνωρίσθηκε επίσης θα γνωστοποιηθεί.

ιδ)

σε μια αγορά ευκαιρίας (βλέπε παραγράφους 34-36):

(i)

το ποσό κάθε κέρδους που αναγνωρίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 34 και το συγκεκριμένο κονδύλι στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων στην οποία αναγνωρίστηκε το κέρδος και

(ii)

μια περιγραφή των λόγων για τους οποίους η συναλλαγή είχε κέρδος ως αποτέλεσμα.

ιε)

για κάθε συνένωση επιχειρήσεων στην οποία ο αποκτών διατηρεί λιγότερο από 100 τοις εκατό από τα συμμετοχικά δικαιώματα στον αποκτώμενο κατά την ημερομηνία απόκτησης:

(i)

το ποσό της μη ελέγχουσας συμμετοχής στον αποκτώμενο που αναγνωρίζεται κατά την ημερομηνία απόκτησης και τη βάση επιμέτρησης για το ποσό αυτό και

(ii)

για κάθε μη ελέγχουσα συμμετοχή σε έναν αποκτώμενο που επιμετράται σε εύλογη αξία, οι τεχνικές εκτίμησης και τα κύρια δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό αυτής της αξίας.

ιστ)

σε μια συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται σταδιακά:

(i)

η εύλογη αξία κατά την ημερομηνία της απόκτησης του συμμετοχικού δικαιώματος στον αποκτώμενο που κατέχεται από τον αποκτώντα αμέσως πριν την ημερομηνία απόκτησης και

(ii)

το ποσό τυχόν κέρδους ή ζημίας που αναγνωρίζονται ως αποτέλεσμα επαναμέτρησης σε εύλογη αξία του συμμετοχικού δικαιώματος στον αποκτώμενο που κατέχεται από τον αποκτώντα πριν τη συνένωση επιχειρήσεων (βλέπε παράγραφο 42) και το συγκεκριμένο κονδύλι στην κατάσταση συνολικών εσόδων στην οποία αναγνωρίζεται το κέρδος ή ζημία.

ιζ)

τα παρακάτω στοιχεία:

(i)

τα ποσά εσόδων και κέρδους ή ζημίας του αποκτώμενου από την ημερομηνία απόκτησης που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη κατάσταση συνολικών εσόδων για την καλυπτόμενη περίοδος αναφοράς και

(ii)

το κέρδος ή τη ζημία της συνενωμένης οικονομικής οντότητας για την περίοδο, ως αν η ημερομηνία της απόκτησης για όλες τις συνενώσεις επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του έτους ήταν στην αρχή εκείνης της περιόδου.

Εάν η γνωστοποίηση των στοιχείων που απαιτείται από την παρούσα υπο-παράγραφο δεν είναι εφικτή, ο αποκτών θα γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και θα εξηγεί για ποιο λόγο η γνωστοποίηση είναι ανέφικτη. Το παρόν Δ.Π.Χ.Α. χρησιμοποιεί τον όρο «ανέφικτο» με την ίδια σημασία όπως στο Δ.Λ.Π. 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη.

Β65

Για επουσιώδεις συνενώσεις επιχειρήσεων σε μεμονωμένη βάση που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης περιόδου αναφοράς και έχουν συνολική σπουδαιότητα, ο αποκτών θα γνωστοποιεί συνολικά τα στοιχεία που απαιτεί η παράγραφος B64 (ε)–(ιζ).

Β66

Εάν η ημερομηνία απόκτησης μιας συνένωσης επιχειρήσεων είναι μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς αλλά πριν εγκριθούν για έκδοση οι οικονομικές καταστάσεις, ο αποκτών θα γνωστοποιήσει τα στοιχεία που απαιτούνται από την παράγραφο B64 εκτός εάν η αρχική λογιστικοποίηση για τη συνένωση επιχειρήσεων δεν είναι πλήρης όταν εγκριθούν για έκδοση οι οικονομικές καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, ο αποκτών θα περιγράψει ποιες γνωστοποιήσεις δεν μπορούσαν να γίνουν και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούν να γίνουν.

Β67

Για να ικανοποιήσει τον σκοπό της παραγράφου 61, ο αποκτών θα γνωστοποιεί τα κάτωθι στοιχεία για κάθε ουσιώδη συνένωση επιχειρήσεων ή συνολικά για επουσιώδεις συνενώσεις επιχειρήσεων σε μεμονωμένη βάση που είναι συνολικά ουσιώδεις:

α)

εάν η αρχική λογιστικοποίηση για μια συνένωση επιχειρήσεων δεν είναι πλήρης (βλέπε παράγραφο 45) για συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, μη ελέγχουσες συμμετοχές ή στοιχεία ανταλλάγματος και τα αναγνωριζόμενα ποσά στις οικονομικές καταστάσεις για τη συνένωση επιχειρήσεων έχουν γι’ αυτό το λόγο προσδιοριστεί μόνο με προσωρινές αξίες:

(i)

οι λόγοι για τους οποίους η αρχική λογιστικοποίηση για τη συνένωση επιχειρήσεων δεν είναι πλήρης,

(ii)

τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, συμμετοχικά δικαιώματα ή κονδύλια ανταλλάγματος για τα οποία η αρχική λογιστικοποίηση δεν είναι πλήρης και

(iii)

η φύση και το ποσό τυχόν προσαρμογής αναγνωρισμένης κατά την περίοδο επιμέτρησης κατά την καλυπτόμενη περίοδο αναφοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 49.

β)

για κάθε καλυπτόμενη περίοδο αναφοράς μετά την ημερομηνία απόκτησης, έως ότου η οικονομική οντότητα εισπράξει, πωλήσει ή άλλως απολέσει το δικαίωμα σε ενδεχόμενο αντάλλαγμα περιουσιακού στοιχείου, ή έως ότου η οικονομική οντότητα διακανονίσει ενδεχόμενη υποχρέωση ανταλλάγματος ή η υποχρέωση ακυρωθεί ή λήξει:

(i)

τυχόν μεταβολές στα αναγνωρισμένα ποσά, συμπεριλαμβανομένων διαφορών που προκύπτουν από συμψηφισμό,

(ii)

τυχόν μεταβολές στο όριο διακύμανσης των αποτελεσμάτων (απροεξόφλητα) και τους λόγους για αυτές τις μεταβολές και

(iii)

τις τεχνικές εκτίμησης και τα κύρια δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την επιμέτρηση του ενδεχόμενου ανταλλάγματος.

γ)

για ενδεχόμενες υποχρεώσεις που αναγνωρίζονται σε μια συνένωση επιχειρήσεων, ο αποκτών θα γνωστοποιεί τα στοιχεία που απαιτούνται από τις παραγράφους 84 και 85 του Δ.Λ.Π. 37 για κάθε κατηγορία πρόβλεψης.

δ)

μια συμφωνία της λογιστικής αξίας της υπεραξίας κατά την αρχή και τη λήξη της περιόδου αναφοράς που δείχνει ξεχωριστά:

(i)

το μεικτό ποσό και τις σωρευμένες ζημίες απομείωσης στην αρχή της περιόδου αναφοράς.

(ii)

την πρόσθετη υπεραξία που αναγνωρίστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, εκτός από την υπεραξία που περιλαμβάνεται σε ομάδα διάθεσης που, κατά την απόκτηση, πληροί τα κριτήρια ώστε να ταξινομηθεί ως κατεχόμενη προς πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5 Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες.

(iii)

προσαρμογές που προκύπτουν από μεταγενέστερη αναγνώριση αναβαλλόμενων φορολογικών περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 67.

(iv)

υπεραξία που περιλαμβανόταν σε ομάδα διάθεσης ταξινομημένη ως κατεχόμενη προς πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 5 και υπεραξία που έπαψε να αναγνωρίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς χωρίς προηγουμένως να έχει συμπεριληφθεί σε ομάδα διάθεσης ταξινομημένη ως κατεχόμενη προς πώληση.

(v)

ζημίες απομείωσης που αναγνωρίζονται κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης περιόδου αναφοράς σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 36. (Το Δ.Λ.Π. 36 απαιτεί τη γνωστοποίηση στοιχείων για το ανακτήσιμο ποσό και την απομείωση της υπεραξίας επιπρόσθετα αυτής της απαιτήσεως.)

(vi)

καθαρές συναλλαγματικές διαφορές που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης περιόδου αναφοράς σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 21 Οι Επιδράσεις Μεταβολών των Τιμών Συναλλάγματος.

(vii)

οποιεσδήποτε άλλες αλλαγές στη λογιστική αξία κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης περιόδου αναφοράς.

(viii)

το μεικτό ποσό και τις σωρευμένες ζημίες απομείωσης στο τέλος της καλυπτόμενης περιόδου αναφοράς.

ε)

το ποσό και μια εξήγηση οποιουδήποτε κέρδους ή οποιασδήποτε ζημίας που αναγνωρίστηκε στην τρέχουσα περίοδο αναφοράς που συγχρόνως:

(i)

σχετίζεται με τα αποκτηθέντα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία ή τις αναληφθείσες υποχρεώσεις σε συνένωση επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκε στην τρέχουσα ή σε προηγούμενη περίοδο και

(ii)

είναι τέτοιου μεγέθους, φύσεως ή έκτασης που η γνωστοποίηση είναι σχετική για την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων της συνενωμένης οικονομικής οντότητας.

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΣΥΝΕΝΩΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ Η ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΗ (ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 66)

Β68

Η Παράγραφος 64 ορίζει ότι το παρόν Δ.Π.Χ.Α. θα εφαρμόζεται μελλοντικά σε συνενώσεις επιχειρήσεων για τις οποίες η ημερομηνία απόκτησης είναι αυτή της έναρξης της πρώτης ετήσιας περιόδου αναφοράς ή μετά από αυτήν, που ξεκινά την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτή. Η εφαρμογή νωρίτερα επιτρέπεται. Ωστόσο, μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει το παρόν Δ.Π.Χ.Α. μόνο στην αρχή μιας ετήσιας περιόδου αναφοράς που ξεκινά στις 30 Ιουνίου 2007 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει το παρόν Δ.Π.Χ.Α. πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος, η οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί το γεγονός και θα εφαρμόζει ταυτόχρονα το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008).

Β69

Η απαίτηση της εφαρμογής του παρόντος Δ.Π.Χ.Α. μελλοντικά έχει την κάτωθι επίδραση για μια συνένωση επιχειρήσεων όπου εμπλέκονται μόνο αμοιβαίες οντότητες ή μόνο από σύμβαση εάν η ημερομηνία απόκτησης για αυτή τη συνένωση επιχειρήσεων είναι πριν την εφαρμογή του παρόντος Δ.Π.Χ.Α.:

α)

Ταξινόμηση — Μια οικονομική οντότητα θα εξακολουθήσει να ταξινομεί την προηγούμενη συνένωση επιχειρήσεων σύμφωνα με τις προηγούμενες λογιστικές πολιτικές τις οικονομικής οντότητας για τέτοιες συνενώσεις.

β)

Προηγουμένως αναγνωρισμένη υπεραξία — Στην αρχή της πρώτης ετήσιας περιόδου κατά την οποία εφαρμόζεται το παρόν Δ.Π.Χ.Α., η λογιστική αξία της υπεραξίας που προκύπτει από την προηγούμενη συνένωση επιχειρήσεων θα είναι η λογιστική της αξία εκείνη την ημερομηνία, σύμφωνα με τις προηγούμενες λογιστικές πολιτικές της οικονομικής οντότητας. Προσδιορίζοντας αυτό το ποσό, η οικονομική οντότητα θα απαλείψει τη λογιστική αξία οποιασδήποτε σωρευμένης απόσβεσης αυτής της υπεραξίας και την αντίστοιχη μείωση της υπεραξίας. Δεν θα γίνουν άλλες διορθώσεις στη λογιστική αξία της υπεραξίας.

γ)

Υπεραξία που έχει αναγνωρισθεί προηγουμένως ως μείωση της καθαρή θέσης — Οι λογιστικές πολιτικές της οικονομικής οντότητας μπορεί να είχαν ως αποτέλεσμα υπεραξία που προέκυψε από την αναγνώριση της προηγούμενης συνένωσης επιχειρήσεων να έχει αναγνωρισθεί σε μείωση της καθαρής θέσης. Σε αυτή την περίπτωση, η οικονομική οντότητα δεν θα αναγνωρίσει αυτή την υπεραξία ως περιουσιακό στοιχείο στην αρχή της πρώτης ετήσιας περιόδου κατά την οποία εφαρμόζεται το παρόν Δ.Π.Χ.Α. Επιπλέον η οικονομική οντότητα δεν θα αναγνωρίσει εκείνη την υπεραξία στα αποτελέσματα όταν διαθέσει όλη ή μέρος της επιχείρησης με την οποία σχετίζεται εκείνη η υπεραξία ή όταν μια μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών με την οποία σχετίζεται η υπεραξία υποστεί απομείωση.

δ)

Μεταγενέστερη λογιστικοποίηση υπεραξίας — Από την αρχή της πρώτης ετήσιας περιόδου κατά την οποία εφαρμόζεται το παρόν Δ.Π.Χ.Α., μια οικονομική οντότητα θα διακόψει την απόσβεση που προέρχεται από την προηγούμενη συνένωση επιχειρήσεων και θα ελέγξει την υπεραξία για απομείωση, σύμφωνα με το Δ.Λ.Π. 36.

ε)

Προηγουμένως αναγνωρισμένη αρνητική υπεραξία — Μια οικονομική οντότητα που λογιστικοποίησε την προηγούμενη συνένωση επιχειρήσεων εφαρμόζοντας τη μέθοδο της αγοράς ενδεχομένως να αναγνώρισε αναβαλλόμενη πίστωση για θετική διαφορά της συμμετοχής της στην καθαρή εύλογη αξία των αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων επάνω από το κόστος αυτής της συμμετοχής (ενίοτε αποκαλούμενη αρνητική υπεραξία). Εάν είναι έτσι, η οικονομική οντότητα θα παύσει την αναγνώριση εκείνης της αναβαλλόμενης πίστωσης στην αρχή της πρώτης ετήσιας περιόδου κατά την οποία εφαρμόζεται το παρόν Δ.Π.Χ.Α., με αντίστοιχη προσαρμογή στο υπόλοιπο έναρξης των κερδών εις νέον.

Προσάρτημα Γ

Τροποποιήσεις σε άλλα Δ.Π.Χ.Α.

Οι τροποποιήσεις στο παρόν προσάρτημα πρέπει να εφαρμοστούν για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το παρόν Δ.Π.Χ.Α. για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.

Δ.Π.Χ.Α. 1   ΠΡΩΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Γ1

Το Δ.Π.Χ.Α. 1 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 14 τροποποιείται ως ακολούθως:

«14.

Κάποιες εξαιρέσεις κατωτέρω αναφέρονται στην εύλογη αξία. Κατά τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α., μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει τον ορισμό της εύλογης αξίας στο Προσάρτημα Α και τυχόν πιο ειδικές οδηγίες σε άλλα Δ.Π.Χ.Α. για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης. Οι εύλογες αξίες αυτές θα αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες που επικρατούσαν την ημερομηνία για την οποία προσδιορίστηκαν.»

Προστίθεται η παράγραφος 47Ι ως ακολούθως:

«47I

Το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε τις παραγράφους 14, B1, B2(στ) και B2(ζ). Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται και για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Στο Προσάρτημα Β, οι παράγραφοι B1, B2(στ) και B2(ζ) τροποποιούνται ως ακολούθως:

«Β1

Ο υιοθετών για πρώτη φορά μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει αναδρομικά το Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων σε παρελθούσες συνενώσεις επιχειρήσεων (συνενώσεις επιχειρήσεων που έγιναν πριν την ημερομηνία μετάβασης στα Δ.Π.Χ.Α.). Ωστόσο, εάν ένας υιοθετών για πρώτη φορά επαναπροσδιορίσει οποιαδήποτε συνένωση επιχειρήσεων ώστε να συμμορφώνεται με το Δ.Π.Χ.Α. 3, θα επαναπροσδιορίσει όλες τις μεταγενέστερες συνενώσεις επιχειρήσεων και θα εφαρμόσει επίσης το Δ.Λ.Π. 27 (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) από την ίδια εκείνη ημερομηνία. Για παράδειγμα, αν ένας υιοθετών για πρώτη φορά επιλέξει να επαναπροσδιορίζει μια συνένωση επιχειρήσεων που έγινε την 30ή Ιουνίου 20Χ6, θα επαναπροσδιορίσει όλες τις συνενώσεις επιχειρήσεων που έγιναν μεταξύ της 30ής Ιουνίου 20Χ6 και της ημερομηνίας μετάβασης προς τα Δ.Π.Χ.Α. και θα εφαρμόσει επίσης το Δ.Λ.Π. 27 (που τροποποιήθηκε το 2008) από την 30ή Ιουνίου 20Χ6.

Β2(στ)

Αν περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε ή υποχρέωση που αναλήφθηκε σε παρελθούσα συνένωση επιχειρήσεων δεν είχε αναγνωρισθεί σύμφωνα με τις προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α., το τεκμαιρόμενο κόστος στην κατάσταση οικονομικής θέσης έναρξης, σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. δεν είναι μηδενικό. Αντίθετα, ο αποκτών θα τα αναγνωρίσει και θα τα επιμετρήσει στην ενοποιημένη κατάσταση οικονομικής θέσης του στη βάση που θα απαιτούσαν τα Δ.Π.Χ.Α. στην κατάσταση οικονομικής θέσης του αποκτώμενου. Για παράδειγμα, αν ο αποκτών σύμφωνα με τις προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α. δεν είχε κεφαλαιοποιήσει χρηματοδοτικές μισθώσεις που αποκτήθηκαν σε παρελθούσα συνένωση επιχειρήσεων, θα κεφαλαιοποιήσει τις μισθώσεις αυτές στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του, όπως το Δ.Λ.Π. 17 Μισθώσεις θα απαιτούσε να κάνει ο αποκτώμενος στην κατάσταση οικονομικής θέσης του καταρτισμένης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. Ομοίως, εάν ο αποκτών με τις προηγούμενες Γ.Π.Λ.Α. δεν είχε αναγνωρίσει ενδεχόμενη υποχρέωση η οποία ακόμα ισχύει κατά την ημερομηνία μετάβασης στα Δ.Π.Χ.Α., ο αποκτών θα αναγνωρίσει αυτή την ενδεχόμενη υποχρέωση κατά την ημερομηνία αυτή εκτός εάν το Δ.Λ.Π. 37 θα απαγόρευε την αναγνώρισή της στις οικονομικές καταστάσεις του αποκτώμενου. Αντίθετα, …

Β2(ζ)

Η λογιστική αξία της υπεραξίας, στην κατάσταση οικονομικής θέσης σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. θα είναι η λογιστική αξία που υπολογίζεται με την εφαρμογή των προηγούμενων Γ.Π.Λ.Α., κατά την ημερομηνία μετάβασης στα Δ.Π.Χ.Α., αφού γίνουν οι ακόλουθες δύο προσαρμογές:

(i)

(ii)

[απαλείφθηκε]

(iii)

Ασχέτως …»

Δ.Π.Χ.Α. 2   ΠΑΡΟΧΕΣ ΠΟΥ ΕΞΑΡΤΩΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

Γ2

Το Δ.Π.Χ.Α. 2 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 5 τροποποιείται ως ακολούθως:

«5.

Όπως σημειώνεται στην παράγραφο 2, το παρόν Δ.Π.Χ.Α. … Ομοίως, η ακύρωση, αντικατάσταση ή άλλη τροποποίηση συμφωνιών παροχών βάσει της αξίας των μετοχών λόγω μιας συνένωσης επιχειρήσεων ή αναδιάρθρωσης της καθαρής θέσης θα αντιμετωπίζονται λογιστικά σύμφωνα με το παρόν Δ.Π.Χ.Α. Το Δ.Π.Χ.Α. 3 παρέχει οδηγίες για να προσδιορισθεί εάν οι συμμετοχικοί τίτλοι που εκδίδονται σε μια συνένωση επιχειρήσεων είναι μέρος του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος για τον έλεγχο του αποκτώμενου (και ως εκ τούτου εντός του πλαισίου του Δ.Π.Χ.Α. 3) ή εάν είναι εις αντάλλαγμα συνεχιζόμενων υπηρεσιών που θα αναγνωρισθούν σε περίοδο μετά τη συνένωση (και ως εκ τούτου εντός του πλαισίου αυτού του Δ.Π.Χ.Α.).»

Προστίθεται η παράγραφος 61 ως ακολούθως:

«61.

Το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008), τροποποίησε την παράγραφο 5. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Π.Χ.Α. 7   ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ: ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Γ3

Το Δ.Π.Χ.Α. 7 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 3(γ) απαλείφεται.

Προστίθεται η παράγραφος 44B ως ακολούθως:

«44B

Στο Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) η παράγραφος 3(γ) απαλείφθηκε. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 12   ΦΟΡΟΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Γ4

Το Δ.Λ.Π. 12 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η τρίτη παράγραφος του «Σκοπού» τροποποιείται ως ακολούθως:

«Σκοπός

Το παρόν Πρότυπο … Ομοίως, η αναγνώριση αναβαλλόμενων φορολογικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σε μια συνένωση επιχειρήσεων επηρεάζει το ποσό της υπεραξίας που προκύπτει σ’ αυτή τη συνένωση επιχειρήσεων ή το αναγνωρισθέν ποσό κέρδους της αγοράς ευκαιρίας.»

Οι παράγραφοι 18, 19, 21 - 22 και 26 τροποποιούνται ως ακολούθως:

«18.

Προσωρινές διαφορές επίσης προκύπτουν όταν:

α)

τα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία τους σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων, αλλά καμία ισοδύναμη προσαρμογή δεν γίνεται για φορολογικούς σκοπούς (βλέπε παράγραφο 19)

β)

Συνενώσεις Επιχειρήσεων

19.

Με μικρές εξαιρέσεις, τα αποκτηθέντα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και αναληφθείσες υποχρεώσεις σε μια συνένωση επιχειρήσεων αναγνωρίζονται στην εύλογή τους αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης. Προσωρινές διαφορές …

Υπεραξία

21.

Η υπεραξία που προκύπτει σε μια συνένωση επιχειρήσεων επιμετράται ως η υπέρβαση του (α) επάνω από το (β) παρακάτω:

α)

το συνολικό των:

(i)

ανταλλάγματος που μεταβιβάσθηκε και επιμετρήθηκε σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3, το οποίο κατά κανόνα απαιτεί εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης,

(ii)

ποσού τυχόν μειοψηφικών συμμετοχών στον αποκτώμενο που έχουν αναγνωρισθεί σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3 και

(iii)

σε συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται σε στάδια, την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία της απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων που κατείχε ο αποκτών προηγουμένως στον αποκτώμενο.

β)

το καθαρό των ποσών κατά την ημερομηνία απόκτησης από τα αποκτηθέντα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και της αναληφθείσες υποχρεώσεις επιμετρημένα σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3.

Πολλές φορολογικές αρχές …

21A

Μεταγενέστερες μειώσεις μιας αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που δεν έχει αναγνωριστεί επειδή προκύπτει από την αρχική αναγνώριση της υπεραξίας θεωρούνται επίσης ως προκύπτουσες από την αρχική αναγνώριση της υπεραξίας και συνεπώς δεν αναγνωρίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 15(α). Για παράδειγμα, αν μια οικονομική οντότητα σε μια συνένωση επιχειρήσεων αναγνωρίζει υπεραξία ΝΜ 100 αλλά έχει μηδενική φορολογική βάση, η παράγραφος 15(α) απαγορεύει στην οικονομική οντότητα να αναγνωρίσει την προκύπτουσα αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση. Αν η οικονομική οντότητα αναγνωρίσει μεταγενέστερα μια ζημία απομείωσης ΝΜ 20 για εκείνη την υπεραξία, το ποσό της φορολογητέας προσωρινής διαφοράς που σχετίζεται με την υπεραξία μειώνεται από ΝΜ 100 σε ΝΜ 80, με αποτέλεσμα να υπάρχει μείωση στην αξία της μη αναγνωρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης. Εκείνη η μείωση της αξίας της μη αναγνωρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης θεωρείται επίσης ότι σχετίζεται με την αρχική αναγνώριση της υπεραξίας και συνεπώς απαγορεύεται να αναγνωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 15(α).

21B

Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις για φορολογητέες προσωρινές διαφορές που σχετίζονται με υπεραξία αναγνωρίζονται, ωστόσο, στο βαθμό που δεν προκύπτουν από την αρχική αναγνώριση της υπεραξίας. Για παράδειγμα, αν μια οικονομική οντότητα σε μία συνένωση επιχειρήσεων αναγνωρίζει υπεραξία ύψους 100 που εκπίπτεται για φορολογικούς σκοπούς με ετήσιο συντελεστή 20 τοις εκατό, αρχίζοντας από το έτος της απόκτησης, η φορολογική βάση της υπεραξίας είναι ΝΜ 100 στην αρχική αναγνώριση και 80 στο τέλος του πρώτου έτους της απόκτησης. Αν η λογιστική αξία της υπεραξίας στο τέλος του έτους της απόκτησης παραμένει αμετάβλητη στο ΝΜ 100, μια φορολογητέα προσωρινή διαφορά 20 προκύπτει στο τέλος εκείνου του έτους. Επειδή …

Αρχική αναγνώριση ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης

22.

Μια προσωρινή διαφορά μπορεί να προκύπτει κατά την αρχική αναγνώριση ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης, για παράδειγμα αν μέρος ή όλο το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου δεν θα είναι εκπεστέο φορολογικά. Η μέθοδος της λογιστικής παρακολούθησης μιας τέτοιας προσωρινής διαφοράς εξαρτάται από τη φύση της συναλλαγής που οδήγησε στην αρχική αναγνώριση του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης:

α)

σε μια συνένωση επιχειρήσεων, μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις ή περιουσιακά στοιχεία και αυτό επηρεάζει το ποσό της υπεραξίας ή του κέρδους αγοράς ευκαιρίας που αναγνωρίζει (βλέπε παράγραφο 19)

β)

26.

Τα ακόλουθα αποτελούν παραδείγματα εκπεστέων προσωρινών διαφορών που καταλήγουν σε αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία:

α)

γ)

Με μικρές εξαιρέσεις, μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει τα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και αναληφθείσες υποχρεώσεις σε μια συνένωση επιχειρήσεων στην εύλογή τους αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης. Όταν κατά την ημερομηνία της απόκτησης αναγνωρίζεται μια υποχρέωση, αλλά το σχετικό κόστος δεν εκπίπτεται κατά τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών μέχρι μια μεταγενέστερη περίοδο, προκύπτει μια εκπεστέα προσωρινή διαφορά που καταλήγει σε ένα αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο. Αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο προκύπτει επίσης, όταν η εύλογη αξία ενός αναγνωρίσιμου περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε, είναι μικρότερη από τη φορολογική του βάση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το προκύπτον αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο επηρεάζει την υπεραξία (βλέπε παράγραφο 66) και

δ)

…»

Μετά την παράγραφο 31 προστίθενται νέα επικεφαλίδα και παράγραφος 32Α, ως ακολούθως:

«32.

[Απαλείφθηκε]

Υπεραξία

32A

Αν η λογιστική αξία της υπεραξίας που προκύπτει σε μια συνένωση επιχειρήσεων είναι μικρότερη από τη φορολογική της βάση, η διαφορά δημιουργεί ένα αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο. Το αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από την αρχική αναγνώριση της υπεραξίας θα αναγνωρίζεται ως μέρος της λογιστικοποίησης στην έκταση που είναι πιθανό ότι θα υπάρχει διαθέσιμο φορολογητέο κέρδος έναντι του οποίου η εκπεστέα προσωρινή διαφορά μπορεί να χρησιμοποιηθεί.»

Οι παράγραφοι 66-68 τροποποιούνται ως ακολούθως:

«Αναβαλλόμενος φόρος που προκύπτει από συνένωση επιχειρήσεων

66.

Όπως εξηγείται στις παραγράφους 19 και 26(γ), προσωρινές διαφορές μπορεί να προκύπτουν σε μια συνένωση επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3, μια οικονομική οντότητα αναγνωρίζει οποιαδήποτε προκύπτοντα αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία (στην έκταση που πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης της παραγράφου 24) ή αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις ως αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις κατά την ημερομηνία της απόκτησης. Συνεπώς, αυτά τα αναβαλλόμενα φορολογικά περιουσιακά στοιχεία και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις επηρεάζουν το ποσό της υπεραξίας ή το κέρδος της αγοράς ευκαιρίας που αναγνωρίζει η οικονομική οντότητα Όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 15(α), η οικονομική οντότητα δεν αναγνωρίζει τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από την αρχική αναγνώριση της υπεραξίας.

67.

Ως αποτέλεσμα μιας συνένωσης επιχειρήσεων, η πιθανότητα πραγματοποίησης αναβαλλόμενου φορολογικού περιουσιακού στοιχείου του αποκτώντα προ της απόκτησης μπορεί να αλλάξει. Ένας αποκτών μπορεί να το θεωρήσει πιθανό ότι θα ανακτήσει το δικό του αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο που δεν αναγνωρίστηκε πριν τη συνένωση επιχειρήσεων Για παράδειγμα, ο αποκτών μπορεί να δικαιούται να επωφεληθεί τις δικές του αχρησιμοποίητες φορολογικές ζημίες από τα μελλοντικά φορολογητέα κέρδη του αποκτώμενου. Εναλλακτικά, ως αποτέλεσμα της συνένωσης επιχειρήσεων ίσως να μην είναι πλέον πιθανό ότι το μελλοντικό φορολογητέο κέρδος θα επιτρέψει την ανάκτηση του αναβαλλόμενου φορολογικού περιουσιακού στοιχείου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο αποκτών αναγνωρίζει μια αλλαγή σε ένα αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο κατά την περίοδο της συνένωσης επιχειρήσεων, αλλά δεν το περιλαμβάνει ως μέρος της λογιστικοποίησης της συνένωσης επιχειρήσεων. Συνεπώς, ο αποκτών δεν το λαμβάνει υπόψη στην επιμέτρηση την υπεραξίας ή του κέρδους αγοράς ευκαιρίας που αναγνωρίζει στη συνένωση επιχειρήσεων.

68.

Το δυνητικό όφελος των μεταφερόμενων φορολογικών ζημιών ή άλλων αναβαλλόμενων φορολογικών περιουσιακών στοιχείων του αποκτώμενου ενδέχεται να μην πληροί τα κριτήρια του για ξεχωριστή αναγνώριση όταν μια συνένωση επιχειρήσεων λογιστικοποιείται αρχικά αλλά να πραγματοποιείται μεταγενέστερα.

Μια οικονομική οντότητα θα αναγνωρίζει αποκτώμενο όφελος αναβαλλόμενου φόρου που πραγματοποιεί μετά τη συνένωση επιχειρήσεων ως ακολούθως:

α)

Αποκτώμενο όφελος αναβαλλόμενου φόρου που αναγνωρίζεται εντός της περιόδου επιμέτρησης που προκύπτει από νέες πληροφορίες για γεγονότα και συνθήκες που υπήρχαν κατά την ημερομηνία απόκτησης θα εφαρμόζεται για να μειώσει τη λογιστική αξία τυχόν υπεραξίας που έχει σχέση με αυτή την απόκτηση. Εάν η λογιστική αξία αυτής της υπεραξία είναι μηδενική, τυχόν κέρδος αναβαλλόμενου φόρου θα αναγνωρίζεται στα κέρδη ή τις ζημίες.

β)

Όλα τα άλλα αποκτηθέντα οφέλη αναβαλλόμενου φόρου που πραγματοποιήθηκαν θα αναγνωρίζονται ως κέρδος ή ζημία (ή εάν το απαιτεί το παρόν Πρότυπο, εκτός κέρδους ή ζημίας).»

Το παράδειγμα μετά την παράγραφο 68 απαλείφεται.

Η παράγραφος 81 τροποποιείται ως ακολούθως:

«81.

Τα ακόλουθα θα γνωστοποιούνται ξεχωριστά επίσης:

α)

η)

σε σχέση με διακοπείσες δραστηριότητες, το έξοδο φόρου που αφορά:

(i)

στο κέρδος ή ζημία από τη διακοπή και

(ii)

στο κέρδος ή ζημία από συνήθεις εργασίες της διακοπείσας δραστηριότητας, μαζί με τα αντίστοιχα ποσά για κάθε προηγούμενη περίοδο που παρουσιάζεται.

(i)

το ποσό των συνεπειών του φόρου εισοδήματος των μερισμάτων προς τους μετόχους της οικονομική οντότητας, που προτάθηκαν ή ανακοινώθηκαν πριν οι οικονομικές καταστάσεις εγκριθούν για έκδοση, αλλά δεν αναγνωρίσθηκαν ως υποχρέωση στις οικονομικές καταστάσεις.

ι)

εάν μια συνένωση επιχειρήσεων στην οποία η οικονομική οντότητα είναι ο αποκτών προξενήσει μια μεταβολή στο ποσό που αναγνωρίζεται για το προ της απόκτησης αναβαλλόμενο φορολογικό περιουσιακό στοιχείο (βλέπε παράγραφο 67), το ποσό αυτής της αλλαγής και

ια)

εάν τα οφέλη αναβαλλόμενου φόρου αποκτηθέντα σε συνένωση επιχειρήσεων δεν αναγνωριστούν κατά την ημερομηνία της απόκτησης αλλά αναγνωριστούν μετά την ημερομηνία της απόκτησης (βλέπε παράγραφο 68), μια περιγραφή του συμβάντος ή της αλλαγής στις συνθήκες που ήταν αιτία να αναγνωριστούν τα οφέλη του αναβαλλόμενου φόρου.»

Προστίθενται οι παράγραφοι 93-95 ως ακολούθως:

«93.

Η παράγραφος 68 θα εφαρμόζεται μελλοντικά από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) στην αναγνώριση των αποκτηθέντων αναβαλλόμενων φορολογικών περιουσιακών στοιχείων στις συνενώσεις επιχειρήσεων.

94.

Συνεπώς, οι οικονομικές οντότητες δεν θα προσαρμόζουν τη λογιστικοποίηση για προηγούμενες συνενώσεις επιχειρήσεων εάν τα φορολογικά οφέλη δεν πληρούσαν τα κριτήρια για ξεχωριστή αναγνώριση κατά την ημερομηνία της απόκτησης και αναγνωρίζονται μετά την ημερομηνία της απόκτησης, εκτός εάν τα οφέλη αναγνωρίζονται εντός της περιόδου επιμέτρησης και προκύπτουν από νέες πληροφορίες για γεγονότα και συνθήκες που υπήρχαν κατά την ημερομηνία της απόκτησης. Άλλα αναγνωρισθέντα φορολογικά οφέλη πρέπει να αναγνωρίζονται ως κέρδος ή ζημία (ή, εάν το απαιτεί το παρόν Πρότυπο, εκτός κέρδους ή ζημίας).

95.

Το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε τις παραγράφους 21 και 67 και προσέθεσε τις παραγράφους 32A και 81(ι) και (ια). Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο

Δ.Λ.Π. 16   ΕΝΣΩΜΑΤΑ ΠΑΓΙΑ

Γ5

Το Δ.Λ.Π. 16 παράγραφος 44 τροποποιείται ως ακολούθως:

«44.

Η οικονομική οντότητα κατανέμει το αρχικά αναγνωρισμένο ποσό ενός στοιχείου των ενσώματων παγίων στα σημαντικά του τμήματα και αποσβένει ξεχωριστά κάθε τέτοιο τμήμα. Για παράδειγμα, μπορεί να αρμόζει να αποσβένεται ξεχωριστά το πλαίσιο και οι μηχανές ενός αεροσκάφους, είτε είναι ιδιόκτητο είτε υπόκειται σε χρηματοδοτική μίσθωση. Ομοίως, εάν μια οικονομική οντότητα αποκτήσει ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία λόγω λειτουργικής μίσθωσης στην οποία είναι ο εκμισθωτής, μπορεί να αρμόζει να αποσβέσει ξεχωριστά τα ποσά που αντικατοπτρίζονται στο κόστος αυτού του στοιχείου που αποδίδονται σε ευνοϊκούς ή μη ευνοϊκούς όρους εκμίσθωσης σε σχέση με τις τιμές της αγοράς.»

Προστίθεται η παράγραφος 81Γ ως ακολούθως:

«81Γ

Το ΔΠ.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων (όπως τροποποιήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008), τροποποίησε την παράγραφο 44. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 28   ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Γ6

Το Δ.Λ.Π. 28 παράγραφος 23 τροποποιείται ως ακολούθως:

«23.

Η επένδυση σε συγγενή επιχείρηση λογιστικοποιείται σύμφωνα με τη μέθοδο της καθαρής θέσης, από την ημερομηνία που καθίσταται συγγενής επιχείρηση. Κατά την απόκτηση της επένδυσης, οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του κόστους της επένδυσης και του μεριδίου του επενδυτή στην καθαρή εύλογη αξία των αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και των ενδεχόμενων υποχρεώσεων της συγγενούς, λογιστικοποιείται ως ακολούθως:

α)

υπεραξία που σχετίζεται με μια συγγενή επιχείρηση περιλαμβάνεται στη λογιστική αξία της επένδυσης. Απόσβεση αυτής της υπεραξίας δεν επιτρέπεται.

β)

οποιαδήποτε υπέρβαση του μεριδίου του επενδυτή στην καθαρή εύλογη αξία των αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων πέραν του κόστους της επένδυσης περιλαμβάνεται ως έσοδο στον προσδιορισμό του μεριδίου του επενδυτή στο κέρδος ή τη ζημία στην περίοδο στην οποία η επένδυση αποκτάται.

Κατάλληλα …»

Δ.Λ.Π. 32   ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Γ7

Το Δ.Λ.Π. 32 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 4(γ) απαλείφεται.

Προστίθεται η παράγραφος 97B ως ακολούθως:

«97B

Στο Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) η παράγραφος 4(γ) απαλείφθηκε. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 33   ΚΕΡΔΗ ΑΝΑ ΜΕΤΟΧΗ

Γ8

Το Δ.Λ.Π. 33 παράγραφος 22 τροποποιείται ως ακολούθως:

«22.

Οι κοινές μετοχές που εκδίδονται ως μέρος του μεταβιβασθέντος ανταλλάγματος μιας συνένωσης επιχειρήσεων περιλαμβάνονται στον μέσο σταθμισμένο αριθμό των μετοχών από την ημερομηνία της απόκτησης. Αυτό γιατί ο αποκτών ενσωματώνει τα κέρδη και τις ζημίες του αποκτώμενου στη Κατάσταση συνολικών εσόδων του από την ημερομηνία εκείνη.»

Δ.Λ.Π. 34   ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Γ9

Το Δ.Λ.Π. 34 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 16(θ) τροποποιείται ως ακολούθως:

«θ)

η επίδραση των αλλαγών στη σύνθεση της οντότητας κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου, περιλαμβανομένων συνενώσεων επιχειρήσεων, απόκτησης ή απώλειας ελέγχου θυγατρικών και μακροπρόθεσμων επενδύσεων, αναδιαρθρώσεων και διακοπεισών δραστηριοτήτων. Στην περίπτωση των συνενώσεων επιχειρήσεων, η οικονομική οντότητα θα γνωστοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται από το Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων και»

Προστίθεται η παράγραφος 48 ως ακολούθως:

«48.

Το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε την παράγραφο 16(θ) Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λογω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται και για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Δ.Λ.Π. 36   ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ ΑΞΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Γ10

Το Δ.Λ.Π. 36 τροποποιείται ως ακολούθως.

Στην παράγραφο 6, απαλείφεται ο ορισμός της ημερομηνίας της συμφωνίας.

Η παράγραφος 65 τροποποιείται ως ακολούθως:

«65.

Οι παράγραφοι 66-108 και το Προσάρτημα Γ θέτουν τις προϋποθέσεις για την εξατομίκευση της μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών στην οποία ένα περιουσιακό στοιχείο ανήκει και για τον προσδιορισμό της λογιστικής αξίας και την αναγνώριση των ζημιών απομείωσης των μονάδων δημιουργίας ταμιακών ροών και της υπεραξίας.»

Οι παράγραφοι 81 και 85 τροποποιούνται ως ακολούθως:

«81.

Η υπεραξία που αναγνωρίζεται σε μια συνένωση επιχειρήσεων είναι περιουσιακό στοιχείο που αντιπροσωπεύει τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από άλλα περιουσιακά στοιχεία αποκτηθέντα σε συνένωση επιχειρήσεων που δεν προσδιορίζονται μεμονωμένα και δεν αναγνωρίζονται ξεχωριστά. Η υπεραξία δεν δημιουργεί ταμιακές ροές ανεξαρτήτως από άλλα περιουσιακά στοιχεία ή ομάδες περιουσιακών στοιχείων και συχνά συνεισφέρει στις ταμιακές ροές πολλαπλών μονάδων ταμιακών ροών. Ενίοτε, η υπεραξία δεν μπορεί να επιμεριστεί σε μη αυθαίρετη βάση σε μεμονωμένες μονάδες δημιουργίας ταμιακών ροών αλλά μόνο σε ομάδες μονάδων δημιουργίας ταμιακών ροών. Συνεπώς, το χαμηλότερο επίπεδο εντός της οικονομικής οντότητας στο οποίο η υπεραξία παρακολουθείται για τους εσωτερικούς σκοπούς της διοίκησης κάποιες φορές συνιστάται από έναν αριθμό μονάδων δημιουργίας ταμιακών ροών με τις οποίες σχετίζεται η υπεραξία, αλλά στις οποίες δεν μπορεί να επιμεριστεί. Οι αναφορές στις παραγράφους 83-99 και το Προσάρτημα Γ σε μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών στην οποία έχει επιμεριστεί υπεραξία θα πρέπει επίσης να θεωρούνται ως αναφορές σε ομάδες μονάδων δημιουργίας ταμιακών ροών στις οποίες έχει επιμεριστεί υπεραξία.

85.

Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων, αν ο αρχικός λογιστικός χειρισμός για μια συνένωση επιχειρήσεων μπορεί να προσδιοριστεί μόνο προσωρινά μέχρι το τέλος της περιόδου στην οποία πραγματοποιήθηκε η συνένωση, ο αποκτών:

α)

θα λογιστικοποιήσει τη συνένωση χρησιμοποιώντας εκείνες τις προσωρινές αξίες και

β)

θα αναγνωρίσει οποιεσδήποτε προσαρμογές εκείνων των προσωρινών αξιών ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της αρχικής λογιστικής αντιμετώπισης εντός της περιόδου επιμέτρησης, που δεν θα ξεπερνά τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία της απόκτησης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να μην είναι δυνατό να ολοκληρωθεί ο αρχικός επιμερισμός της υπεραξίας που αναγνωρίστηκε στη συνένωση πριν το τέλος της ετήσιας περιόδου στην οποία πραγματοποιήθηκε η συνένωση. Όταν συμβαίνει αυτό, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται από την παράγραφο 133.»

Μετά την παράγραφο 90 η επικεφαλίδα και οι παράγραφοι 91-95 απαλείφονται.

Η παράγραφος 138 απαλείφεται.

Η παράγραφος 139 τροποποιείται ως ακολούθως:

«139.

Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο:

α)

»

Προστίθεται η παράγραφος 140B ως ακολούθως:

«140B

Το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008), τροποποίησε τις παραγράφους 65, 81, 85 και 139. Απάλειψε τις παραγράφους 91-95 και 138 και προσέθεσε το Προσάρτημα Γ. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει αυτές τις τροποποιήσεις για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο.»

Ένα νέο προσάρτημα (Προσάρτημα Γ) προστίθεται όπως περιγράφεται κατωτέρω. Ενσωματώνει τις απαιτήσεις των παραγράφων 91-95 που απαλείφθησαν.

«Προσάρτημα Γ

Το παρόν προσάρτημα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος Προτύπου.

Έλεγχος απομείωσης μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών με υπεραξία και μη ελέγχουσες συμμετοχές

Γ1

Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008), ο αποκτών επιμετρά και αναγνωρίζει την υπεραξία από την ημερομηνία της απόκτησης ως το μεγαλύτερο του (α) από το (β) κατωτέρω:

α)

το συνολικό των:

(i)

ανταλλάγματος που μεταβιβάσθηκε και επιμετρήθηκε σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3, το οποίο κατά κανόνα απαιτεί εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης,

(ii)

ποσού τυχόν μειοψηφικών συμμετοχών στον αποκτώμενο που έχουν επιμετρηθεί σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3 και

(iii)

σε συνένωση επιχειρήσεων που επιτυγχάνεται σε στάδια, την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία απόκτησης των συμμετοχικών δικαιωμάτων που κατείχε ο αποκτών προηγουμένως στον αποκτώμενο.

β)

το καθαρό των ποσών κατά την ημερομηνία απόκτησης από τα αποκτηθέντα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία και της αναληφθείσες υποχρεώσεις επιμετρημένα σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3.

Κατανομή υπεραξίας

Γ2

Η παράγραφος 80 του παρόντος Προτύπου απαιτεί η υπεραξία που αποκτάται σε συνένωση επιχειρήσεων να επιμερίζεται σε κάθε μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών ή ομάδες μονάδων δημιουργίας ταμιακών ροών του αποκτώντος που αναμένεται να ωφεληθούν από τις συνέργειες της συνένωσης, ανεξάρτητα αν άλλα περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις του αποκτώμενου αντιστοιχίζονται σε εκείνες τις μονάδες ή ομάδες μονάδων. Είναι πιθανό ότι κάποιες από τις συνέργειες που προκύπτουν από μια συνένωση επιχειρήσεων θα κατανεμηθούν σε μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών όπου η μη ελέγχουσα συμμετοχή δεν έχει συμμετοχή.

Έλεγχος για απομείωση αξίας

Γ3

Ο έλεγχος για την απομείωση αξίας περιλαμβάνει τη σύγκριση του ανακτήσιμου ποσού μιας μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών με τη λογιστική αξία της μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών.

Γ4

Εάν μια οικονομική οντότητα επιμετρά τις μη ελέγχουσες συμμετοχές ως την αναλογία συμμετοχής στα καθαρά αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία μιας θυγατρικής κατά την ημερομηνία απόκτησης αντί στην εύλογη αξία, η υπεραξία που αποδίδεται σε μη ελέγχουσες συμμετοχές περιλαμβάνεται στο ανακτήσιμο ποσό της σχετικής μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών, αλλά δεν αναγνωρίζεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρείας. Συνεπώς, μια οικονομική οντότητα θα προσθέσει στη λογιστική αξία της υπεραξίας που επιμερίστηκε στη μονάδα, την υπεραξία που αναλογεί στη μη ελέγχουσα συμμετοχή. Αυτή η προσαρμοσμένη λογιστική αξία στη συνέχεια συγκρίνεται με το ανακτήσιμο ποσό της μονάδας ώστε να προσδιοριστεί αν η μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών έχει υποστεί απομείωση.

Επιμερισμός ζημίας απομείωσης

Γ5

Η παράγραφος 104 απαιτεί τυχόν εξακριβωμένη ζημία απομείωσης να επιμεριστεί πρώτα για να μειώσει τη λογιστική αξία της υπεραξίας που επιμερίζεται στη μονάδα και μετά στα άλλα περιουσιακά στοιχεία της μονάδας κατ’ αναλογία με βάση τη λογιστική αξία κάθε περιουσιακού στοιχείου στη μονάδα.

Γ6

Εάν μια θυγατρική, ή μέρος μιας θυγατρικής με μη ελέγχουσα συμμετοχή είναι ή ίδια μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών, η ζημία απομείωσης επιμερίζεται μεταξύ της μητρικής και της μη ελέγχουσας συμμετοχής στην ίδια βάση με αυτή πάνω στην οποία επιμερίζεται το κέρδος ή η ζημία.

Γ7

Εάν μια θυγατρική, ή μέρος μιας θυγατρικής με μη ελέγχουσα συμμετοχή είναι μέρος μιας μεγαλύτερης μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών, η ζημία απομείωσης της υπεραξίας επιμερίζεται στα μέρη της μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών που έχουν μη ελέγχουσα συμμετοχή και στα μέρη που δεν έχουν. Οι ζημίες απομείωσης πρέπει να επιμερίζονται στα μέρη της μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών:

α)

κατά την έκταση που η απομείωση αξίας συνδέεται με την υπεραξία στη μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών, τις σχετικές λογιστικές αξίες της υπεραξίας των μερών πριν την απομείωση της αξίας και

β)

κατά την έκταση που η απομείωση αξίας συνδέεται με τα αναγνωρίσιμα περιουσιακά στοιχεία στη μονάδα δημιουργίας ταμιακών ροών, τις σχετικές λογιστικές αξίες των αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων των μερών πριν την απομείωση της αξίας. Οποιαδήποτε τέτοια απομείωση επιμερίζεται στα περιουσιακά στοιχεία των μερών κάθε μονάδας κατ’ αναλογία με βάση τη λογιστική αξία κάθε περιουσιακού στοιχείου στο μέρος.

Στα μέρη που έχουν μη ελέγχουσα συμμετοχή, η ζημία απομείωσης επιμερίζεται μεταξύ της μητρικής και τ συμμετοχής στη ίδια βάση με αυτή στην οποία επιμερίζεται το κέρδος ή η ζημία.

Γ8

Εάν μια ζημία απομείωσης που αποδίδεται σε μια μη ελέγχουσα συμμετοχή έχει σχέση με υπεραξία που δεν αναγνωρίζεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής (βλέπε παράγραφο Γ4), αυτή η απομείωση δεν αναγνωρίζεται ως ζημία απομείωσης υπεραξίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μόνο η ζημία απομείωσης που έχει σχέση με την υπεραξία που επιμερίζεται στη μητρική αναγνωρίζεται ως ζημία απομείωσης υπεραξίας.

Γ9

Το Επεξηγηματικό Παράδειγμα 7 επεξηγεί τον έλεγχο απομείωσης μιας μονάδας δημιουργίας ταμιακών ροών που δεν κατέχεται εξολοκλήρου.»

Δ.Λ.Π. 37   ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Γ11

Το Δ.Λ.Π. 37 παράγραφος 5 τροποποιείται ως ακολούθως:

«5.

Όταν ένα άλλο Πρότυπο ασχολείται με έναν ειδικό τύπο πρόβλεψης, ενδεχόμενης υποχρέωσης ή ενδεχόμενου περιουσιακού στοιχείου, μια οικονομική οντότητα εφαρμόζει εκείνο το Πρότυπο, αντί αυτού του Προτύπου. Για παράδειγμα, κάποιοι τύποι προβλέψεων αντιμετωπίζονται στα Πρότυπα σχετικά με:

α)

συμβάσεις κατασκευής (βλέπε Δ.Λ.Π. 11 Συμβάσεις Κατασκευής)

…»

Δ.Λ.Π. 38   ΑΥΛΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

12

Το Δ.Λ.Π. 38 τροποποιείται ως ακολούθως.

Στην παράγραφο 8, απαλείφεται ο ορισμός της ημερομηνίας της συμφωνίας.

Οι παράγραφοι 11, 12, 25 και 33-35 τροποποιούνται ως ακολούθως:

«11.

Ο ορισμός ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου απαιτεί ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο να είναι αναγνωρίσιμο ώστε να μη συγχέεται με την υπεραξία. Η υπεραξία που αναγνωρίζεται σε μια συνένωση επιχειρήσεων είναι περιουσιακό στοιχείο που αντιπροσωπεύει τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από άλλα περιουσιακά στοιχεία αποκτηθέντα σε συνένωση επιχειρήσεων που δεν προσδιορίζονται μεμονωμένα και δεν αναγνωρίζονται ξεχωριστά. Οι μελλοντικές οικονομικές ωφέλειες μπορεί να προέλθουν από σύμπραξη μεταξύ των αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν ή από περιουσιακά στοιχεία τα οποία, μεμονωμένα, δεν αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις.

12.

Ένα περιουσιακό στοιχείο είναι αναγνωρίσιμο εάν είτε:

α)

διαχωρίζεται, ήτοι μπορεί να διαχωριστεί ή να αποχωρισθεί από την οικονομική οντότητα και να πωληθεί, μεταβιβαστεί, παραχωρηθεί, ενοικιαστεί ή ανταλλαγεί είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με σχετικό συμβόλαιο, προσδιοριζόμενο περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση, ασχέτως εάν η οικονομική οντότητα προτίθεται να το πράξει ή

β)

προκύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, ασχέτως εάν τα δικαιώματα αυτά είναι μεταβιβάσιμα ή διαχωρίζονται από την οικονομική οντότητα ή από άλλα δικαιώματα και δεσμεύσεις.

25.

Κανονικά, η τιμή που καταβάλει η οικονομική οντότητα ώστε να αποκτήσει ξεχωριστά ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο θα αντανακλά τις προσδοκίες για την πιθανότητα ότι τα αναμενόμενα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται στο περιουσιακό στοιχείο θα εισρεύσουν στην οικονομική οντότητα. Με άλλα λόγια, η οικονομική οντότητα αναμένει να υπάρχει εισροή οικονομικών οφελών, ακόμα κι αν υπάρχει αβεβαιότητα για τον χρόνο ή το ποσό της εισροής. Συνεπώς, το κριτήριο της πιθανότητας για αναγνώριση της παραγράφου 21 (α) θεωρείται πάντοτε ότι ικανοποιείται για τα άυλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται ξεχωριστά.

33.

Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Α. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων, αν ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο αποκτάται σε μια συνένωση επιχειρήσεων, το κόστος αυτού του άυλου περιουσιακού στοιχείου είναι η εύλογη αξία του κατά την ημερομηνία της απόκτησης. Η εύλογη αξία ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου θα αντανακλά τις προσδοκίες της αγοράς για την πιθανότητα ότι τα αναμενόμενα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται στο περιουσιακό στοιχείο θα εισρεύσουν στην οικονομική οντότητα. Με άλλα λόγια, η οικονομική οντότητα αναμένει να υπάρχει εισροή οικονομικών οφελών, ακόμα κι αν υπάρχει αβεβαιότητα για τον χρόνο ή το ποσό της εισροής. Συνεπώς, το κριτήριο της πιθανότητας για αναγνώριση της παραγράφου 21 (α) θεωρείται πάντοτε ότι ικανοποιείται για τα άυλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται σε συνενώσεις επιχειρήσεων. Εάν ένα περιουσιακό στοιχείο αποκτηθέν σε συνένωση επιχειρήσεων διαχωρίζεται ή προκύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για να επιμετρηθεί με ακρίβεια η εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου. Συνεπώς, το αξιόπιστο κριτήριο για επιμέτρηση της παραγράφου 21(β) θεωρείται πάντοτε ότι ικανοποιείται για τα άυλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται σε συνενώσεις επιχειρήσεων.

34.

Σύμφωνα με το παρόν Πρότυπο και το Δ.Π.Χ.Α. 3, (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008), ο αποκτών αναγνωρίζει άυλο περιουσιακό στοιχείο του αποκτώμενου κατά την ημερομηνία της απόκτησης ξεχωριστά από την υπεραξία, άσχετα αν το περιουσιακό στοιχείο είχε αναγνωριστεί από τον αποκτώμενο πριν τη συνένωση επιχειρήσεων Αυτό σημαίνει ότι ο αποκτών αναγνωρίζει ως περιουσιακό στοιχείο ξεχωριστά από την υπεραξία, ένα έργο έρευνας και ανάπτυξης σε εξέλιξη του αποκτώμενου αν το έργο πληροί τις προϋποθέσεις του ορισμού του άυλου περιουσιακού στοιχείου. Το έργο έρευνας και ανάπτυξης σε εξέλιξη ενός αποκτώμενου πληροί τις προϋποθέσεις του ορισμού του άυλου περιουσιακού στοιχείου όταν:

α)

πληροί τον ορισμό του περιουσιακού στοιχείου και

β)

είναι αναγνωρίσιμο, ήτοι διαχωρίζεται ή ανακύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα.

Η επιμέτρηση της εύλογης αξίας αποκτηθέντος σε συνένωση επιχειρήσεων άυλου περιουσιακού στοιχείου

35.

Εάν ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο αποκτηθέν σε συνένωση επιχειρήσεων διαχωρίζεται ή προκύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για να επιμετρηθεί με ακρίβεια η εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου. Όταν, για τις εκτιμήσεις που χρησιμοποιούνται για την επιμέτρηση της εύλογης αξίας ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου, υπάρχει μια σειρά πιθανών αποτελεσμάτων με διαφορετικές πιθανότητες, η αβεβαιότητα αυτή εντάσσεται στην επιμέτρηση της εύλογης αξίας του στοιχείου.»

Η παράγραφος 38 απαλείφεται.

Η παράγραφος 68 69 τροποποιείται ως ακολούθως:

«68.

Δαπάνες για ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο θα αναγνωρίζονται ως έξοδα, όταν αυτές πραγματοποιούνται, εκτός αν:

α)

αποτελούν μέρος του κόστους ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου που πληροί τα κριτήρια αναγνώρισης (βλέπε παραγράφους 18-67) ή

β)

το στοιχείο αποκτάται σε μια συνένωση επιχειρήσεων και δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο. Αν συμβαίνει αυτό, αποτελεί μέρος του ποσού που αναγνωρίζεται ως υπεραξία κατά την ημερομηνία απόκτησης (βλέπε Δ.Π.Χ.Α. 3)

Η παράγραφος 94 τροποποιείται ως ακολούθως:

«94.

Η ωφέλιμη ζωή ενός άυλου περιουσιακού στοιχείου που ανακύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα δεν θα υπερβαίνει την περίοδο που ισχύουν τα συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, αλλά μπορεί να είναι συντομότερη ανάλογα με τη διάρκεια της περιόδου που η οικονομική οντότητα αναμένει να κάνει χρήση του περιουσιακού στοιχείου. Αν τα συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα μεταβιβάζονται για περιορισμένη χρονική περίοδο που δύναται να ανανεωθεί, η ωφέλιμη ζωή του άυλου περιουσιακού στοιχείου θα περιλαμβάνει την περίοδο (τις περιόδους) ανανέωσης μόνο αν υπάρχουν αποδείξεις που υποστηρίζουν την ανανέωση από την οικονομική οντότητα χωρίς σημαντικό κόστος. Η ωφέλιμη ζωή ενός επαναποκτηθέντος δικαιώματος που αναγνωρίζεται ως άυλο περιουσιακό στοιχείο σε συνένωση επιχειρήσεων, είναι η εναπομένουσα συμβατική περίοδος της σύμβασης από την οποία παραχωρήθηκε το δικαίωμα και δεν θα περιλαμβάνει περιόδους ανανέωσης

Προστίθεται η παράγραφος 115A ως ακολούθως:

«115A

Στην περίπτωση επαναποκτηθέντος δικαιώματος σε συνένωση επιχειρήσεων, εάν το δικαίωμα επανεκδοθεί (πωληθεί) μεταγενέστερα σε τρίτους, η τυχόν σχετική λογιστική αξία θα χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό το κέρδους ή της ζημίας κατά την επανέκδοση.»

Η παράγραφος 129 απαλείφεται.

Η παράγραφος 130 τροποποιείται ως ακολούθως:

«130.

Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο:

α)

»

Προστίθεται η παράγραφος 103Γ ως ακολούθως:

«130Γ

Το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) τροποποίησε τις παραγράφους 12, 33-35, 68, 69, 94 και 130, απάλειψε τις παραγράφους 38 και 129 και πρόσθεσε την παράγραφο 115A. Μια οικονομική οντότητα θα εφαρμόσει αυτές τις τροποποιήσεις μελλοντικά για ετήσιες περιόδους που θα ξεκινήσουν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτή. Έτσι, ποσά που αναγνωρίζονται για άυλα περιουσιακά στοιχεία και υπεραξία σε προηγούμενες συνενώσεις επιχειρήσεων δεν θα προσαρμοστούν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, οι εν λόγω τροποποιήσεις πρέπει να εφαρμόζονται για αυτή την προγενέστερη περίοδο

Δ.Λ.Π. 39   ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ: ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ

Γ13

Το Δ.Λ.Π. 39 τροποποιείται ως ακολούθως.

Η παράγραφος 2(στ) απαλείφεται.

Προστίθεται η παράγραφος 103Δ ως ακολούθως:

«103Δ

Στο Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) η παράγραφος 2(στ) απαλείφθηκε. Μια οικονομική οντότητα πρέπει να εφαρμόζει αυτή την τροποποίηση για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την 1η Ιουλίου 2009 ή μετά από αυτήν. Εάν μια οικονομική οντότητα εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Α. 3 (που αναθεωρήθηκε το 2008) για προγενέστερη περίοδο, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να εφαρμόζεται και σε εκείνη την προγενέστερη περίοδο

Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α. 9   ΕΠΑΝΕΚΤΊΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΈΝΩΝ ΠΑΡΑΓΏΓΩΝ

Γ14

Η παράγραφος 5 της Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α. 9 έχει την εξής υποσημείωση:

«5.

Η παρούσα διερμηνεία δεν εξετάζει την απόκτηση συμβολαίων με ενσωματωμένα παράγωγα σε συνένωση επιχειρήσεων ούτε την πιθανή νέα επιμέτρησή τους κατά την ημερομηνία της απόκτησης. (1)


(1)  το Δ.Π.Χ.Α. 3 (όπως αναθεωρήθηκε από το Διεθνή Οργανισμό Λογιστικών Προτύπων το 2008) εξετάζει την απόκτηση συμβολαίων με ενσωματωμένα παράγωγα σε συνένωση επιχειρήσεων.»


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/60


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 496/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Ιουνίου 2009

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 872/2004 του Συμβουλίου σχετικά με περαιτέρω περιοριστικά μέτρα έναντι της Λιβερίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 872/2004 του Συμβουλίου σχετικά με περαιτέρω περιοριστικά μέτρα έναντι της Λιβερίας (1), και ιδίως το άρθρο 11, στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 872/2004 περιλαμβάνει κατάλογο φυσικών και νομικών προσώπων, φορέων και οντοτήτων που καλύπτονται από τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Στις 12 Μαΐου 2009, η επιτροπή κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε να τροποποιήσει τα προσωπικά στοιχεία ενός προσώπου που αφορά η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων. Κατά συνέπεια, το παράρτημα I πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 872/2004 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Eneko LANDÁBURU

Γενικός Διευθυντής Εξωτερικών Σχέσεων


(1)  ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 32.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 872/2004 του Συμβουλίου τροποποιείται ως εξής:

Η καταχώρηση «Edwin M., Snowe jr. Εθνικότητα: Λιβεριανός. Αριθμός διαβατηρίου: α) OR/0056672-01, β) D/005072, γ) D-00172 (διαβατήριο ECOWAS-DPL, διάρκεια ισχύος 7.8.2008-6.7.2010). Άλλες πληροφορίες: Γενικός διευθυντής της Liberian Petroleum and Refining Corporation (LPRC). Ημερομηνία διορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος β): 10.9.2004.», αντικαθίσταται από τα εξής:

«Edwin M., Snowe jr. Διεύθυνση: Elwa Road, Monrovia, Λιβερία. Ημερομηνία γέννησης: 11.2.1970. Τόπος γέννησης: Mano River, Grand Cape Mount, Λιβερία. Εθνικότητα: Λιβεριανός. Αριθμός διαβατηρίου: α) OR/0056672-01, β) D/005072, γ) D005640 (διπλωματικό διαβατήριο), δ) D-00172 (διαβατήριο ECOWAS-DPL, διάρκεια ισχύος 7.8.2008-6.7.2010). Άλλες πληροφορίες: Γενικός διευθυντής της Liberian Petroleum and Refining Corporation (LPRC). Ημερομηνία διορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος β): 10.9.2004.».


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Συμβούλιο

12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/62


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 25ης Μαΐου 2009

περί κατάργησης της οδηγίας 83/515/ΕΟΚ και 11 αποφάσεων άνευ αντικειμένου στον τομέα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής

(2009/447/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37, το άρθρο 300 παράγραφος 2 και το πρώτο εδάφιο του άρθρου 300 παράγραφος 3,

την πράξη προσχώρησης του 1985, και ιδίως το άρθρο 167 παράγραφος 3 και 354 παράγραφος 3,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η βελτίωση της διαφάνειας του κοινοτικού δικαίου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της στρατηγικής για τη βελτίωση της νομοθεσίας που υλοποιούν τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας. Στο πλαίσιο αυτό ενδείκνυται η κατάργηση εκείνων των νομοθετικών πράξεων που είναι πλέον άνευ πραγματικού αντικειμένου.

(2)

Η ακόλουθη οδηγία και οι αποφάσεις που αφορούν την κοινή αλιευτική πολιτική έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου, παρόλο που τυπικά συνεχίζουν να ισχύουν:

Οδηγία 83/515/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 4ης Οκτωβρίου 1983 σχετικά με ορισμένες δράσεις προσαρμογής της παραγωγικής ικανότητας στον τομέα της αλιείας (1). Η εν λόγω οδηγία είναι πλέον άνευ αντικειμένου καθώς οι διατάξεις οι οποίες καλύπτουν το αντικείμενό της έχουν ενσωματωθεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 (2)·

Απόφαση του Συμβουλίου 89/631/ΕΟΚ, της 27ης Νοεμβρίου 1989, για κοινοτική χρηματοδοτική συμμετοχή στις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται τα κράτη μέλη προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση του κοινοτικού συστήματος για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων (3). Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου καθώς αφορά επιλέξιμες δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1991 και της 31ης Δεκεμβρίου 1995·

Απόφαση του Συμβουλίου 94/117/ΕΚ, της 21ης Φεβρουαρίου 1994, για τον καθορισμό ελαχίστων απαιτήσεων όσον αφορά την υποδομή και τον εξοπλισμό, που πρέπει να τηρούνται από ορισμένες μικρές εγκαταστάσεις που εξασφαλίζουν τη διανομή αλιευτικών προϊόντων στην Ελλάδα (4). Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου καθώς η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας προβλεπόταν να εφαρμοστεί έχει λήξει·

Απόφαση 94/317/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1994, για την εξουσιοδότηση του Βασιλείου της Ισπανίας να παρατείνει, έως τις 7 Μαρτίου 1995, τη συμφωνία αμοιβαίων αλιευτικών σχέσεων με τη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής (5). Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου καθώς προοριζόταν να εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια περιόδου η οποία έχει παρέλθει·

Απόφαση 94/318/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1994, για την εξουσιοδότηση της Πορτογαλικής Δημοκρατίας να παρατείνει, έως τις 7 Μαρτίου 1995, τη συμφωνία αμοιβαίων αλιευτικών σχέσεων με τη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής (6). Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου καθώς προοριζόταν να εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια περιόδου η οποία έχει παρέλθει·

Απόφαση 1999/386/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1999, για την προσωρινή εφαρμογή από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα της συμφωνίας για το διεθνές πρόγραμμα διατήρησης των δελφινιών (7). Η εν λόγω απόφαση δεν ισχύει πλέον δεδομένου ότι αφορά μεταβατική περίοδο η οποία έχει παρέλθει·

Απόφαση 2001/179/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τον καθορισμό των όρων παροχής, στη Γουινέα Μπισσάου, χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα της αλιείας (8). Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου καθώς προοριζόταν να εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια περιόδου η οποία έχει παρέλθει·

Απόφαση 2001/382/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001, σχετικά με τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στις δαπάνες για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων διαχείρισης αποθεμάτων άκρως μεταναστευτικών ειδών (9). Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι κάλυπτε περίοδο η οποία έχει παρέλθει·

Απόφαση 2001/431/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με χρηματοδοτική συμμετοχή της κοινότητας σε ορισμένες δαπάνες αναλαμβανόμενες από τα Κράτη μέλη για την εφαρμογή καθεστώτων ελέγχου, επιθεώρησης και επιτήρησης στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (10). Η εν λόγω απόφαση είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι αφορούσε επιλέξιμες δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2001 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 και ο σκοπός για τον οποίο εγκρίθηκε έχει πλέον υλοποιηθεί. Επιπλέον, εγκρίθηκε νέα απόφαση 2004/465/ΕΚ του Συμβουλίου για την κάλυψη των δαπανών από το 2004 (11)·

Απόφαση 2004/662/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, για την εξουσιοδότηση του Βασιλείου της Ισπανίας να παρατείνει, έως τις 7 Μαρτίου 2005, τη συμφωνία αμοιβαίων αλιευτικών σχέσεων με τη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής (12). Η εν λόγω απόφαση είναι άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι κάλυπτε μεταβατική περίοδο η οποία έχει παρέλθει·

Απόφαση 2004/890/ΕΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 2004, του Συμβουλίου για την αποχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από τη Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts (13) Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι η αποχώρηση από την Κοινότητα κοινοποιήθηκε στο Θεματοφύλακα της Σύμβασης·

Απόφαση 2005/76/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 2004, για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή, για την περίοδο από τις 28 Φεβρουαρίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004 (14), του πρωτοκόλλου που καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες και τη χρηματική αντιπαροχή που προβλέπονται στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ισλαμικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας των νήσων Κομορών για την αλιεία στα ανοικτά των νήσων Κομορών. Η εν λόγω απόφαση είναι πλέον άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι η ισχύς της προοριζόταν για περίοδο η οποία έχει παρέλθει·

(3)

Για λόγους νομικής ασφάλειας και σαφήνειας η προαναφερόμενη οδηγία και οι άνευ αντικειμένου αποφάσεις πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οδηγία και αποφάσεις προς κατάργηση

Καταργούνται η οδηγία 83/515/ΕΟΚ και οι αποφάσεις 89/631/ΕΟΚ, 94/117/ΕΚ 94/317/ΕΚ, 94/318/ΕΚ, 1999/386/ΕΚ, 2001/179/ΕΚ, 2001/382/ΕΚ, 2001/431/ΕΚ, 2004/662/ΕΚ, 2004/890/ΕΚ και 2005/76/ΕΚ.

Άρθρο 2

Αποδέκτες

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. ŠEBESTA


(1)  EE L 290 της 22.10.1983, σ. 15.

(2)  ΕΕ L 223 της 15.8.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 364 της 14.12.1989, σ. 64.

(4)  ΕΕ L 54 της 25.2.1994, σ. 28.

(5)  ΕΕ L 142 της 7.6.1994, σ. 30.

(6)  ΕΕ L 142 της 7.6.1994, σ. 31.

(7)  ΕΕ L 147 της 12.6.1999, σ. 23.

(8)  ΕΕ L 66 της 8.3.2001, σ. 33.

(9)  ΕΕ L 137 της 19.5.2001, σ. 25.

(10)  ΕΕ L 154 της 9.6.2001, σ. 22.

(11)  ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 114.

(12)  ΕΕ L 302 της 29.9.2004, σ. 5.

(13)  ΕΕ L 375 της 23.12.2004, σ. 27.

(14)  ΕΕ L 29 της 2.2.2005, σ. 20.


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/64


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 28 Μαΐου 2009

για την τροποποίηση της απόφασης 1999/70/ΕΚ σχετικά με τους εξωτερικούς ελεγκτές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά τους εξωτερικούς ελεγκτές της Κεντρικής Τράπεζας των Κάτω Χωρών (De Nederlandsche Bank)

(2009/448/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 1,

τη σύσταση ΕΚΤ/2009/8 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Απριλίου 2009, προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον εξωτερικό ελεγκτή της Κεντρικής Τράπεζας των Κάτω Χωρών (De Nederlandsche Bank) (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος πρέπει να ελέγχονται από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, οι οποίοι διορίζονται κατόπιν σύστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ και εγκρίνονται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(2)

Στις 12 Ιουλίου 2005 ο Josephus Andreas Nijhuis, εγκεκριμένος λογιστής και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας PricewaterhouseCoopers Accountants N.V, ενεργώντας σε προσωπική βάση, ορίστηκε εξωτερικός ελεγκτής της De Nederlandsche Bank (DNB) από το οικονομικό έτος 2005 επ’ αορίστω, με την προϋπόθεση της ανά έτος επιβεβαίωσης του διορισμού.

(3)

Δεδομένου ότι ο κ. Nijhuis παραιτήθηκε την 1η Οκτωβρίου 2008 από την PricewaterhouseCoopers Accountants N.V, πρέπει να διοριστεί νέος ελεγκτής.

(4)

Η De Nederlandsche Bank επέλεξε την PricewaterhouseCoopers Accountants N.V. ως εξωτερικό ελεγκτή για τα οικονομικά έτη 2008 έως 2011.

(5)

Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ συνέστησε να διορισθεί η PricewaterhouseCoopers Accountants N.V. ως εξωτερικός ελεγκτής της De Nederlandsche Bank για τα οικονομικά έτη 2008 έως 2011.

(6)

Είναι σκόπιμο να ακολουθηθεί η σύσταση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ και να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση 1999/70/ΕΚ (2),

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 1 παράγραφος 8 της απόφασης 1999/70/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Η PricewaterhouseCoopers Accountants N.V. διορίζεται εξωτερικός ελεγκτής της Nederlandsche Bank για τα οικονομικά έτη 2008 έως 2011.»

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 28 Μαΐου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. TOŠOVSKÝ


(1)  ΕΕ C 93, 22.4.2009, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 22, 29.1.1999, σ. 69.


Επιτροπή

12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/65


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Μαΐου 2009

σχετικά με την επιλογή φορέων εκμετάλλευσης πανευρωπαϊκών συστημάτων που παρέχουν κινητές δορυφορικές υπηρεσίες (ΚΔΥ)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 3746]

(2009/449/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την απόφαση αριθ. 626/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2008, για την επιλογή και αδειοδότηση συστημάτων που παρέχουν κινητές δορυφορικές υπηρεσίες (MSS) (1), και ιδίως το άρθρο 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς κινητών δορυφορικών υπηρεσιών (ΚΔΥ-MSS) στην Κοινότητα και να εξασφαλισθεί σταδιακά η κάλυψη σε όλα τα κράτη μέλη, με την απόφαση αριθ. 626/2008/ΕΚ δημιουργείται κοινοτική διαδικασία για την κοινή επιλογή φορέων εκμετάλλευσης δορυφορικών συστημάτων κινητών υπηρεσιών τα οποία χρησιμοποιούν τη ζώνη συχνοτήτων των 2 GHz σύμφωνα με την απόφαση 2007/98/ΕΚ της Επιτροπής (2), όπου περιλαμβάνεται ραδιοφάσμα από 1 980 έως 2 010 MHz για επικοινωνίες Γης — διαστήματος και από 2 170 έως 2 200 MHz για επικοινωνίες διαστήματος — Γης.

(2)

Στις 7 Αυγούστου του 2008 η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσκληση υποβολής αιτήσεων για πανευρωπαϊκά συστήματα που παρέχουν κινητές δορυφορικές υπηρεσίες (ΚΔΥ) (2008/C 201/03) (3). Ως καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων είχε οριστεί η 7η Οκτωβρίου 2008.

(3)

Εμπρόθεσμα παραλήφθηκαν αιτήσεις από τους υποψηφίους: ICO Satellite Limited, Inmarsat Ventures Limited, Solaris Mobile Limited και TerreStar Europe Limited.

(4)

Στις 24 Οκτωβρίου 2008, στους ICO Satellite Limited, Inmarsat Ventures Limited και TerreStar Europe Limited διαβιβάστηκε αίτημα για την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών όσον αφορά την εκπλήρωση των απαιτήσεων παραδεκτότητας των αιτήσεων. Και οι τρεις υποψήφιοι απάντησαν μέχρι τις 7 Νοεμβρίου του 2008.

(5)

Με την απόφαση αριθ. C(2008) 8123, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την παραδεκτότητα αιτήσεων υποβαλλόμενων στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής αιτήσεων για πανευρωπαϊκά συστήματα που παρέχουν κινητές δορυφορικές υπηρεσίες (MSS) (2008/C 201/03), η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι τέσσερεις αιτήσεις που υποβλήθηκαν, αντιστοίχως, από τις επιχειρήσεις ICO Satellite Limited, Inmarsat Ventures Limited, Solaris Mobile Limited και TerreStar Europe Limited είναι παραδεκτές. Η απόφαση κοινοποιήθηκε πάραυτα στους αιτούντες και ο κατάλογος υποψηφίων που έγιναν δεκτοί δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της Επιτροπής (4).

(6)

Από τους ICO Satellite Limited, Inmarsat Ventures Limited και TerreStar Europe Limited, εκτός από την αίτηση υποβλήθηκαν πληροφορίες σχετικά με την ολοκλήρωση της κριτικής εξέτασης της μελέτης, εντός χρονικού διαστήματος 80 εργάσιμων ημερών μετά την υποβολή της αίτησής τους (μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου 2009), σύμφωνα με το παράρτημα της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ.

(7)

Επιπλέον, αλληλογραφία με προσθήκες στο τεχνικό ή επιχειρησιακό περιεχόμενο της αίτησης που διαβιβάστηκε από τους TerreStar Europe Limited και ICO Satellite Limited μετά τις καταληκτικές ημερομηνίες υποβολής της αίτησης και υποβολής πληροφοριών σχετικά με την ολοκλήρωση της κριτικής εξέτασης της μελέτης δεν ελήφθη υπόψη.

(8)

Κατά την πρώτη φάση επιλογής, εντός 40 εργάσιμων ημερών μετά τη δημοσίευση του καταλόγου παραδεκτών υποψηφίων η Επιτροπή έπρεπε να εκτιμήσει εάν οι υποψήφιοι απέδειξαν ότι τα αντίστοιχα δορυφορικά τους συστήματα κινητών υπηρεσιών ανταποκρίνονται στο απαιτούμενο επίπεδο τεχνικής και εμπορικής ανάπτυξης. Αυτή η εκτίμηση έπρεπε να βασίζεται στην ικανοποιητική επίτευξη των ενδιάμεσων στόχων ένα έως πέντε που ορίζονται στο παράρτημα της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ. Η αξιοπιστία των υποψηφίων και η βιωσιμότητα των προτεινόμενων δορυφορικών συστημάτων κινητών υπηρεσιών έπρεπε να ληφθούν υπόψη σε ολόκληρη την πρώτη φάση επιλογής.

(9)

Για να διευκολυνθεί η εκτέλεση της συγκριτικής διαδικασίας επιλογής, και ειδικότερα προκειμένου να βοηθηθεί η Επιτροπή στην προετοιμασία για τη λήψη αποφάσεων σχετικών με τη διαδικασία επιλογής, η Επιτροπή Επικοινωνιών συγκρότησε ομάδα εργασίας για τη συγκριτική διαδικασία επιλογής πανευρωπαϊκών συστημάτων παροχής κινητών δορυφορικών υπηρεσιών (ΚΔΥ).

(10)

Στο πλαίσιο της ανάλυσης και της αξιολόγησης των αιτήσεων κατά την πρώτη φάση επιλογής, η Επιτροπή ζήτησε συμβουλές και βοήθεια από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, οι οποίοι επιλέχθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού με βάση την εμπειρία τους και υψηλού επιπέδου ανεξαρτησία και αμεροληψία.

(11)

Σε συνέχεια λεπτομερούς ανάλυσης και εκτενών συζητήσεων σε συσκέψεις, οι εμπειρογνώμονες σύνταξαν συγκεντρωτική έκθεση με συμπεράσματα σχετικά με την επίτευξη των ενδιάμεσων στόχων και τη διαβίβασαν στην Επιτροπή.

(12)

Τα συμπεράσματα της πρώτης φάσης αξιολόγησης από τους εξωτερικούς εμπειρογνώμονες συζητήθηκαν από τους ειδικούς κρατών μελών στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας της Επιτροπής Επικοινωνιών για τη συγκριτική διαδικασία επιλογής όσον αφορά πανευρωπαϊκά συστήματα παροχής κινητών δορυφορικών υπηρεσιών (ΚΔΥ). Το αποτέλεσμα των συζητήσεων παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Επικοινωνιών, όπου συζητήθηκαν.

(13)

Για την πραγματοποίηση της εκτίμησης κατά την πρώτη φάση επιλογής, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη συγκεντρωτική έκθεση των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων καθώς και τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών που διατυπώθηκαν στην ομάδα εργασίας για τη συγκριτική διαδικασία επιλογής πανευρωπαϊκών συστημάτων παροχής κινητών δορυφορικών υπηρεσιών (ΚΔΥ).

(14)

Το αποτέλεσμα της εκτίμησης από την Επιτροπή είναι ότι οι Inmarsat Ventures Limited και Solaris Mobile Limited απέδειξαν ότι τα αντίστοιχα δορυφορικά τους συστήματα κινητών υπηρεσιών ανταποκρίνονται στο απαιτούμενο επίπεδο τεχνικής και εμπορικής ανάπτυξης και πρέπει να θεωρηθούν επιλέξιμοι υποψήφιοι, ενώ οι ICO Satellite Limited και TerreStar Europe Limited δεν απέδειξαν ότι τα αντίστοιχα δορυφορικά τους συστήματα κινητών υπηρεσιών ανταποκρίνονται στο απαιτούμενο επίπεδο τεχνικής και εμπορικής ανάπτυξης δεν πρέπει να είναι επιλέξιμοι υποψήφιοι.

(15)

Ο ενδιάμεσος στόχος 1 έχει τίτλο «Υποβολή αιτήματος για συντονισμό στη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ΔΕΤ)» και ζητεί από τον υποψήφιο να προσκομίσει σαφή απόδειξη ότι η διοικητική αρχή που είναι υπεύθυνη να υποβάλει στη ΔΕΤ τα στοιχεία του κινητού δορυφορικού συστήματος που θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή εμπορικών ΚΔΥ στο έδαφος των κρατών μελών έχει διαβιβάσει τις σχετικές πληροφορίες της προσθήκης 4 των κανονισμών της ΔΕΤ περί ραδιοφάσματος. Και οι τέσσερις αιτήσεις περιείχαν σαφείς αποδείξεις για το θέμα αυτό, οπότε η Επιτροπή θεώρησε ότι ο εν λόγω ενδιάμεσος στόχος επιτεύχθηκε ικανοποιητικά και από τους τέσσερις υποψηφίους.

(16)

Ο ενδιάμεσος στόχος 2 έχει τίτλο «Κατασκευή δορυφόρων» και ζητεί από τον υποψήφιο να προσκομίσει σαφή απόδειξη δεσμευτικής συμφωνίας για την κατασκευή των δορυφόρων που απαιτούνται για την παροχή εμπορικών ΚΔΥ στο έδαφος των κρατών μελών. Το σχετικό έγγραφο προσδιορίζει τους κατασκευαστικούς ενδιάμεσους στόχους που οδηγούν στην ολοκλήρωση της κατασκευής των δορυφόρων που απαιτούνται για την παροχή εμπορικών ΚΔΥ. Το έγγραφο φέρει την υπογραφή του αιτούντος και της εταιρείας κατασκευής δορυφόρων. Οι αιτήσεις των Inmarsat Ventures Limited και Solaris Mobile Limited υποστηρίχθηκαν από σαφείς αποδείξεις για το θέμα αυτό, οπότε η Επιτροπή θεώρησε ότι ο υπόψη ενδιάμεσος στόχος επιτεύχθηκε ικανοποιητικά από τους εν λόγω υποψηφίους.

(17)

Ο ενδιάμεσος στόχος 3 έχει τίτλο «Συμφωνία για την εκτόξευση του δορυφόρου» και ζητεί από τον υποψήφιο να προσκομίσει σαφή απόδειξη δεσμευτικής συμφωνίας για την εκτόξευση του ελάχιστου αριθμού δορυφόρων που απαιτούνται για τη συνεχή παροχή εμπορικών ΚΔΥ στο έδαφος των κρατών μελών. Το σχετικό έγγραφο προσδιορίζει τις ημερομηνίες και υπηρεσίες εκτόξευσης και τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις σχετικά με την αποζημίωση. Το έγγραφο φέρει την υπογραφή του φορέα εκμετάλλευσης κινητού δορυφορικού συστήματος και της εταιρείας εκτόξευσης δορυφόρων. Και οι τέσσερις αιτήσεις περιείχαν σαφείς αποδείξεις για το θέμα αυτό, οπότε η Επιτροπή θεώρησε ότι ο εν λόγω ενδιάμεσος στόχος επιτεύχθηκε ικανοποιητικά και από τους τέσσερις υποψηφίους.

(18)

Ο ενδιάμεσος στόχος 4 έχει τίτλο «Επίγειοι σταθμοί πύλης» και ζητεί από τον υποψήφιο να προσκομίσει σαφή απόδειξη δεσμευτικής συμφωνίας για την κατασκευή και εγκατάσταση των επίγειων σταθμών πύλης που χρησιμοποιούνται για την παροχή εμπορικών ΚΔΥ στο έδαφός των κρατών μελών. Και οι τέσσερις αιτήσεις περιείχαν σαφείς αποδείξεις για το θέμα αυτό, οπότε η Επιτροπή θεώρησε ότι ο εν λόγω ενδιάμεσος στόχος επιτεύχθηκε ικανοποιητικά και από τους τέσσερις υποψηφίους.

(19)

Ο ενδιάμεσος στόχος 5 έχει τίτλο «Ολοκλήρωση της κριτικής εξέτασης της μελέτης». Η κριτική εξέταση της μελέτης είναι το στάδιο εκείνο της διαδικασίας αεροδιαστημικής υλοποίησης κατά το οποίο λήγει η φάση του σχεδιασμού και της ανάπτυξης και αρχίζει η φάση της κατασκευής. Αυτός ο ενδιάμεσος στόχος ζητεί από τον υποψήφιο να προσκομίσει σαφή απόδειξη για την ολοκλήρωση της κριτικής εξέτασης της μελέτης σύμφωνα με τους κατασκευαστικούς ενδιάμεσους στόχους που προσδιορίζονται στη συμφωνία κατασκευής δορυφόρων, όχι αργότερα από 80 εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης. Το σχετικό έγγραφο φέρει την υπογραφή της εταιρείας κατασκευής δορυφόρων και μνημονεύει την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κριτικής εξέτασης της μελέτης. Οι αιτήσεις των Inmarsat Ventures Limited και Solaris Mobile Limited υποστηρίχθηκαν από σαφείς αποδείξεις για το θέμα αυτό, οπότε η Επιτροπή θεώρησε ότι ο υπόψη ενδιάμεσος στόχος επιτεύχθηκε ικανοποιητικά από τους εν λόγω υποψηφίους.

(20)

Όσον αφορά τον ενδιάμεσο στόχο 2 […] (5). […] (5) η απουσία συμβατικών και επικαιροποιημένων αποδεικτικών στοιχείων για τους ενδιάμεσους στόχους κατασκευής με σκοπό την ολοκλήρωση της κατασκευής των δορυφόρων που απαιτούνται για την παροχή εμπορικών ΚΔΥ οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ, ότι ο εν λόγω ενδιάμεσος στόχος δεν επιτεύχθηκε ικανοποιητικά από τον ICO Satellite Limited.

(21)

[…] (5) Η ανακολουθία μεταξύ των πληροφοριών που περιέχονται στην αίτηση και των πληροφοριών σχετικά με την κριτική εξέταση της μελέτης που διαβιβάστηκαν στη συνέχεια, καθώς και η έλλειψη σαφών αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την περάτωση της κριτικής εξέτασης της μελέτης για το δορυφόρο που αναφέρεται στη συμφωνία για την κατασκευή δορυφόρου η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεση, οδήγησαν την Επιτροπή να θεωρήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ, ότι ο ενδιάμεσος στόχος 5 σε συνδυασμό με τον ενδιάμεσο στόχο 2 δεν επιτεύχθηκαν ικανοποιητικά από τον TerreStar Europe Limited.

(22)

Ο Inmarsat Ventures Limited στην αίτησή του ζήτησε ραδιοφάσμα 15 MHz για επικοινωνίες Γης – διαστήματος και φάσμα 15 MHz για επικοινωνίες διαστήματος — Γης. Ο Solaris Mobile Limited στην αίτησή του ζήτησε ραδιοφάσμα 15 MHz για επικοινωνίες Γης — διαστήματος και ραδιοφάσμα 15 MHz για επικοινωνίες διαστήματος — Γης.

(23)

Εφόσον η συνδυασμένη ζήτηση για ραδιοφάσμα από τους Inmarsat Ventures Limited και Solaris Mobile Limited δεν υπερβαίνει το εύρος του διαθέσιμου ραδιοφάσματος, που προσδιορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ, οι δύο υποψήφιοι πρέπει να επιλεγούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ.

(24)

Κάθε απόφαση για επιλογή που εκδίδεται στο πλαίσιο της πρώτης φάσης επιλογής πρέπει να προσδιορίζει τις αντίστοιχες συχνότητες που επιτρέπεται να χρησιμοποιεί κάθε επιλεγμένος υποψήφιος, σε κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με τον τίτλο III της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ.

(25)

Οι συχνότητες πρέπει να προσδιορίζονται με αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια. Γι αυτό πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της αποτελεσματικής διαχείρισης ραδιοσυχνοτήτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (6). Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι προς χρήση δύο ζώνες 30 MHz πρέπει να διαιρεθούν σε δύο συνεχόμενες υποζώνες ίσου εύρους ζώνης για επικοινωνίες Γης — διαστήματος (ανερχόμενη ζεύξη) και για επικοινωνίες διαστήματος — Γης, (κατερχόμενη ζεύξη), ώστε να μπορεί να επιτευχθεί η μέγιστη απόδοση στη χρήση των υποζωνών. Το κάτω ζεύγος υποζωνών πρέπει να συνιστούν οι συχνότητες 1 980-1 995 MHz για επικοινωνίες Γης — διαστήματος (ανερχόμενη ζεύξη) και οι συχνότητες 2 170-2 185 MHz για επικοινωνίες διαστήματος — Γης (κατερχόμενη ζεύξη). Το άνω ζεύγος υποζωνών πρέπει να συνιστούν οι συχνότητες 1 995-2 010 MHz για την ανερχόμενη ζεύξη και οι συχνότητες 2 185-2 200 MHz για την κατερχόμενη ζεύξη. Όπως απαιτείται στο σημείο 4.4 της πρόσκλησης υποβολής αιτήσεων 2008/C 201/03, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τις εκφρασθείσες προτιμήσεις των επιλέξιμων υποψηφίων οι οποίες αναφέρονται στις αιτήσεις τους. […] (5).

(26)

Εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη δημοσίευση του καταλόγου επιλεγμένων υποψηφίων, οι υποψήφιοι που δεν σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τις ραδιοσυχνότητες πρέπει να ενημερώσουν σχετικά την Επιτροπή εγγράφως.

(27)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ και με βάση το χρονικό πλαίσιο και το πεδίο παροχής υπηρεσίας για τα οποία έχουν αναλάβει υποχρεώσεις οι υποψήφιοι, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν στους επιλεγμένους υποψηφίους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και κατά το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο, το δικαίωμα χρήσης της συγκεκριμένης ραδιοσυχνότητας η οποία προσδιορίζεται στην απόφαση της Επιτροπής που εκδίδεται σύμφωνα μα τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 2 ή του άρθρου 6 παράγραφος 3 και το δικαίωμα λειτουργίας δορυφορικού συστήματος κινητών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους επιλεγμένους υποψηφίους σχετικά με τα δικαιώματα αυτά. Η απόφαση αριθ. 626/2008/ΕΚ ορίζει επίσης ότι το δικαίωμα χρήσης των συγκεκριμένων ραδιοσυχνοτήτων πρέπει να παρέχεται στους επιλεγμένους υποψηφίους το ταχύτερο δυνατό μετά την επιλογή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (7).

(28)

Τα μέτρα τα προβλεπόμενα στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, με ημερομηνία 2 Απριλίου 2009, της επιτροπής επικοινωνιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Με βάση τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης επιλογής της διαδικασίας συγκριτικής επιλογής που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ, οι ICO Satellite Limited και TerreStar Europe Limited δεν είναι επιλέξιμοι υποψήφιοι.

Άρθρο 2

Με βάση τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης επιλογής της διαδικασίας συγκριτικής επιλογής που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ, οι Inmarsat Ventures Limited και Solaris Mobile Limited είναι επιλέξιμοι υποψήφιοι.

Εφόσον η συνδυασμένη αίτηση για ραδιοφάσμα που ζητείται από τους επιλέξιμους υποψηφίους οι οποίοι επιλέχθηκαν με βάση τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης της επιλογής της συγκριτικής διαδικασίας επιλογής που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ δεν υπερβαίνει το διαθέσιμο εύρος ραδιοφάσματος το οποίο προσδιορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ, οι Inmarsat Ventures Limited και Solaris Mobile Limited επιλέγονται.

Άρθρο 3

Οι συχνότητες που επιτρέπεται να χρησιμοποιεί κάθε επιλεγμένος υποψήφιος σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ είναι:

α)

Για τον Inmarsat Ventures Limited: από 1 980 έως 1 995 MHz για επικοινωνίες Γης — διαστήματος και από 2 170 έως 2 185 MHz για επικοινωνίες διαστήματος — Γης·

β)

Για το Solaris Mobile Limited: από 1 995 έως 2 010 MHz για επικοινωνίες Γης — διαστήματος· και από 2 185 έως 2 200 MHz για επικοινωνίες διαστήματος — Γης.

Άρθρο 4

Η επιλογή των Inmarsat Ventures Limited και Solaris Mobile Limited και ο προσδιορισμός για τους επιλεγμένους υποψηφίους των αντίστοιχων συχνοτήτων που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 τελούν υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα διαβιβασθεί από τον αντίστοιχο επιλεγμένο υποψήφιο εντός 30 εργάσιμων ημερών μετά τη δημοσίευση του καταλόγου επιλεγμένων υποψηφίων από την Επιτροπή εγγράφως η πληροφορία ότι ο εν λόγω υποψήφιος δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις προσδιορισθείσες ραδιοσυχνότητες.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται

1.

στα κράτη μέλη και

2.

α)

στον ICO Satellite Limited, 269 Argyll Avenue, Slough SL1 4HE, United Kingdom·

β)

στον Inmarsat Ventures Limited, 99 City Road, London EC1Y 1AX, United Kingdom·

γ)

στον Solaris Mobile Limited, 30 Upper Pembroke Street, Dublin 2, Republic of Ireland·

δ)

στον TerreStar Europe Limited, μέσω της TerreStar Global Ltd., 2nd Floor, 145–157 St John Street, London EC1V 4PY, United Kingdom.

Βρυξέλλες, 13 Μαΐου 2009.

Για την Επιτροπή

Viviane REDING

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 172 της 2.7.2008, σ. 15.

(2)  ΕΕ L 43 της 15.2.2007, σ. 32.

(3)  ΕΕ C 201 της 7.8.2008, σ. 4.

(4)  http://ec.europa.eu/information_society/policy/ecomm/current/pan_european/index_en.htm

(5)  Ορισμένα τμήματα του παρόντος εγγράφου παραλείπονται προκειμένου να αποφευχθεί η δημοσίευση εμπιστευτικών πληροφοριών· αναφέρονται σε αγκύλες και σημειώνονται με αστερίσκο.

(6)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33.

(7)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21.


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/69


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Ιουνίου 2009

σχετικά με τη λεπτομερή ερμηνεία των αεροπορικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4293]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2009/450/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ (1) του Συμβουλίου, και ιδίως το άρθρο 3 στοιχείο β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την οδηγία 2008/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ώστε να ενταχθούν οι αεροπορικές δραστηριότητες στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (2), συμπεριλήφθηκαν οι αεροπορικές δραστηριότητες στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας.

(2)

Ο καθορισμός των αεροπορικών δραστηριοτήτων και ιδίως οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ βασίζονται κυρίως στις εξαιρέσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1794/2006 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2006, για τον καθορισμό κοινού συστήματος χρέωσης των αεροναυτιλιακών υπηρεσιών (3), οι οποίες ανταποκρίνονται στις εξαιρέσεις του συστήματος τελών διαδρομής του Eurocontrol.

(3)

Στο προσάρτημα 2 των διαδικασιών αεροναυτιλιακών υπηρεσιών — διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας που εξέδωσε η Διεθνής Οργάνωση Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) (4) περιγράφεται το υπόδειγμα του εντύπου σχεδίου πτήσης της ΔΟΠΑ και παρέχονται οδηγίες για τη συμπλήρωσή του. Το σχέδιο πτήσης είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται για να προσδιορίζονται οι πτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού συστήματος.

(4)

Η ερμηνεία των αεροπορικών δραστηριοτήτων που δίδεται στην παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με την απόφαση 2007/589/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2007, περί θεσπίσεως κατευθυντηρίων γραμμών για την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(5)

Η ερμηνεία των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (αναδιατύπωση) (6).

(6)

Τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για την κλιματική αλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 23 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η λεπτομερής ερμηνεία των αεροπορικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ δίδεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 8 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Σταύρος ΔΉΜΑΣ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32.

(2)  ΕΕ L 8 της 13.1.2009, σ. 3.

(3)  ΕΕ L 341 της 7.12.2006, σ. 3.

(4)  PANS-ATM, έγγραφο 4444.

(5)  ΕΕ L 229 της 31.8.2007, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 293 της 31.10.2008, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατευθύνσεις σχετικά με τη λεπτομερή ερμηνεία των αεροπορικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ

1.   ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

1.

Ως «πτήση» νοείται τμήμα πτήσης, το οποίο συνίσταται σε μία πτήση ή σειρά πτήσεων που αρχίζει από χώρο στάθμευσης του αεροσκάφους και τερματίζεται σε χώρο στάθμευσης του αεροσκάφους.

2.

Ως «αεροδρόμιο» νοείται οριοθετημένη περιοχή σε ξηρά ή θάλασσα, η οποία περιλαμβάνει κτίρια, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό που χρησιμεύουν είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει για την άφιξη, την αναχώρηση και τις επίγειες κινήσεις του αεροσκάφους στο έδαφος.

3.

Εάν αερομεταφορέας εκτελεί αεροπορική δραστηριότητα αναφερόμενη στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, αυτή εντάσσεται στο κοινοτικό σύστημα ανεξάρτητα από το γεγονός εάν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αεροπορικών εταιρειών που έχει δημοσιεύσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 18α παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

2.   ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ

4.

Στην κατηγορία δραστηριοτήτων «Αεροπορία», το παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ περιέχει τους τύπους πτήσεων που εξαιρούνται από το κοινοτικό σύστημα.

2.1.   Εξαίρεση βάσει του στοιχείου α)

5.

Η εξαίρεση αυτή ερμηνεύεται με βάση τον αποκλειστικό σκοπό της πτήσης.

6.

Ο στενός οικογενειακός κύκλος περιλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα τον/τη σύζυγο, τυχόν σύντροφο εξομοιούμενο με σύζυγο, τα παιδιά και τους γονείς.

7.

Υπουργοί της κυβέρνησης είναι τα μέλη της κυβέρνησης, όπως αυτά αναγράφονται στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης της αντίστοιχης χώρας. Τα μέλη περιφερειακών ή τοπικών κυβερνήσεων μιας χώρας δεν εξαιρούνται με βάση το παρόν στοιχείο.

8.

Ως επίσημη επίσκεψη νοείται η επίσκεψη κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενεργεί με την επίσημη ιδιότητά του.

9.

Οι πτήσεις για μετακίνηση ή διαπεραίωση αεροσκάφους δεν καλύπτονται από την εξαίρεση αυτή.

10.

Πτήσεις, για τις οποίες η κεντρική υπηρεσία τελών διαδρομής (Central Route Charges Office) του Eurocontrol έχει αποδώσει τον κωδικό «S» για εξαίρεση από τα τέλη διαδρομής (στο εξής «κώδικας εξαίρεσης CRCO»), θεωρούνται πτήσεις που εκτελούνται αποκλειστικά για τη μεταφορά, στο πλαίσιο επίσημης αποστολής, βασιλεύοντος μονάρχη και του στενού οικογενειακού κύκλου του (της), αρχηγών κρατών, αρχηγών κυβερνήσεων και υπουργών και πρέπει να τεκμηριώνονται με κατάλληλο δηλωτικό στο σχέδιο πτήσης.

2.2.   Εξαίρεση βάσει του στοιχείου β)

2.2.1.   Στρατιωτικές πτήσεις

11.

Ως στρατιωτικές πτήσεις νοούνται οι πτήσεις που συνδέονται άμεσα με τη διεξαγωγή στρατιωτικών δραστηριοτήτων.

12.

Οι στρατιωτικές πτήσεις που εκτελούνται με νηολογημένο πολιτικό αεροσκάφος δεν εξαιρούνται. Επίσης, οι πτήσεις της πολιτικής αεροπορίας που εκτελούνται με στρατιωτικό αεροσκάφος δεν εξαιρούνται βάσει του στοιχείου β).

13.

Οι πτήσεις με τον κωδικό εξαίρεσης «M» ή «X» της CRCO θεωρούνται ότι συνιστούν στρατιωτικές πτήσεις που εξαιρούνται.

2.2.2.   Τελωνειακές και αστυνομικές πτήσεις

14.

Οι τελωνειακές και αστυνομικές πτήσεις που εκτελούνται είτε με πολιτικό είτε με στρατιωτικό αεροσκάφος εξαιρούνται.

15.

Οι πτήσεις με τον κωδικό εξαίρεσης «P» της CRCO θεωρούνται ότι συνιστούν τελωνειακές και αστυνομικές πτήσεις που εξαιρούνται.

2.3.   Εξαίρεση βάσει του στοιχείου γ)

16.

Όσον αφορά τις κάτωθι κατηγορίες πτήσεων, οι πτήσεις για τη μετακίνηση ή τη διαπεραίωση του αεροσκάφους και οι πτήσεις μεταφοράς αποκλειστικά εξοπλισμού και προσωπικού που μετέχει απευθείας στην παροχή των σχετικών υπηρεσιών εξαιρούνται. Επίσης, για τις εξαιρέσεις αυτές δεν γίνεται διάκριση εάν οι πτήσεις εκτελούνται με τη χρήση δημοσίων ή ιδιωτικών πόρων.

2.3.1.   Πτήσεις έρευνας και διάσωσης

17.

Ως πτήσεις έρευνας και διάσωσης νοούνται οι πτήσεις για παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης. Ως υπηρεσία έρευνας και διάσωσης νοείται η εκτέλεση των λειτουργιών παρακολούθησης αεροσκάφους σε κίνδυνο, επικοινωνίας, συντονισμού και έρευνας και διάσωσης, η παροχή πρώτων βοηθειών ή η διακομιδή, με τη χρήση δημοσίων ή ιδιωτικών πόρων, συμπεριλαμβανομένης της συνδυασμένης χρήσης αεροσκάφους, σκαφών και λοιπών πλοίων και εγκαταστάσεων.

18.

Οι πτήσεις με κωδικό εξαίρεσης «R» της CRCO και οι πτήσεις με την ένδειξη STS/SAR στο πεδίο 18 του σχεδίου πτήσης θεωρούνται πτήσεις έρευνας και διάσωσης που εξαιρούνται.

2.3.2.   Πυροσβεστικές πτήσεις

19.

Ως πυροσβεστικές πτήσεις νοούνται οι πτήσεις που εκτελούνται αποκλειστικά για την παροχή εναέριων πυροσβεστικών υπηρεσιών, οι οποίες συνεπάγονται τη χρήση αεροσκάφους και άλλων εναέριων πόρων για την κατάσβεση δασικών πυρκαγιών.

20.

Οι πτήσεις με την ένδειξη STS/SAR στο πεδίο 18 του σχεδίου πτήσης θεωρούνται πυροσβεστικές πτήσεις που εξαιρούνται.

2.3.3.   Πτήσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα

21.

Ως πτήσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα νοούνται οι πτήσεις που εκτελούνται αποκλειστικά για ανθρωπιστικούς σκοπούς, με τις οποίες μεταφέρεται προσωπικό ανθρωπιστικών οργανώσεων και ανθρωπιστική βοήθεια όπως τρόφιμα, ρουχισμός, πρόχειρα καταλύματα, ιατρικά και άλλα είδη κατά τη διάρκεια ή συνεπεία περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης ή/και φυσικής καταστροφής, ή/και οι οποίες χρησιμεύουν στην εκκένωση προσώπων από μέρη όπου απειλείται η ζωή ή η υγεία τους λόγω αυτής της έκτακτης ανάγκης ή/και φυσικής καταστροφής σε ασφαλές καταφύγιο στο ίδιο κράτος ή σε άλλο που επιθυμεί να δεχθεί τα πρόσωπα αυτά.

22.

Οι πτήσεις με κωδικό εξαίρεσης «Η» της CRCO και οι πτήσεις με την ένδειξη STS/HUM στο πεδίο 18 του σχεδίου πτήσης θεωρούνται πτήσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα που εξαιρούνται.

2.3.4.   Πτήσεις παροχής πρώτων βοηθειών

23.

Ως πτήσεις παροχής πρώτων βοηθειών νοούνται οι πτήσεις με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της παροχής άμεσης ιατρικής βοήθειας, για την οποία χρειάζεται άμεση και γρήγορη μεταφορά, με αερομεταφορά ιατρικού προσωπικού, ιατρικών εφοδίων, όπως π.χ. εργαλεία, αίμα, όργανα και φάρμακα, ή σοβαρά άρρωστων ή τραυματισμένων ατόμων μαζί με άλλα άμεσα εμπλεκόμενα άτομα.

24.

Οι πτήσεις με την ένδειξη STS/MEDEVAC ή STS/HOSP στο πεδίο 18 του σχεδίου πτήσης θεωρούνται πτήσεις παροχής πρώτων βοηθειών που εξαιρούνται.

2.4.   Εξαίρεση βάσει του στοιχείου στ)

25.

Οι πτήσεις με κωδικό εξαίρεσης «Τ» της CRCO και οι πτήσεις με την ένδειξη RMK/HUM/εκπαιδευτική πτήση στο πεδίο 18 του σχεδίου πτήσης θεωρείται ότι εξαιρούνται βάσει του στοιχείου στ).

2.5.   Εξαίρεση βάσει του στοιχείου ζ)

26.

Όσον αφορά τις κάτωθι κατηγορίες πτήσεων, δεν συμπεριλαμβάνονται οι πτήσεις για μετακίνηση ή διαπεραίωση του αεροσκάφους.

2.5.1.   Πτήσεις εκτελούμενες αποκλειστικά για σκοπούς επιστημονικής έρευνας

27.

Στην κατηγορία αυτή εξαιρούνται οι πτήσεις με αποκλειστικό σκοπό τη διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας. Για να τύχει της εξαίρεσης η πτήση, πρέπει η επιστημονική έρευνα να πραγματοποιείται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια της πτήσης. Η μεταφορά αυτή καθαυτή επιστημόνων ή ερευνητικού εξοπλισμού δεν αρκεί για να εξαιρεθεί η πτήση.

2.5.2.   Πτήσεις εκτελούμενες αποκλειστικά για τον έλεγχο, τη δοκιμή ή την πιστοποίηση αεροσκαφών ή εξοπλισμού αέρος ή εδάφους

28.

Οι πτήσεις με κωδικό εξαίρεσης «Ν» της CRCO και οι πτήσεις με την ένδειξη STS/FLTCK στο πεδίο 18 του σχεδίου πτήσης εξαιρούνται βάσει του στοιχείου ζ).

2.6.   Εξαίρεση βάσει του στοιχείου θ) (πτήσεις υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας)

29.

Η εξαίρεση των πτήσεων υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΔΥ) εντός ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιοχών θεωρείται ότι εφαρμόζεται στις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 299 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ και περιλαμβάνει αποκλειστικά τις πτήσεις ΥΔΥ εντός ιδιαίτερα απομακρυσμένης περιοχής και τις πτήσεις μεταξύ ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιοχών.

2.7.   Εξαίρεση βάσει του στοιχείου ι) («κανόνας de minimis»)

30.

Όλοι οι εμπορικοί αερομεταφορείς πρέπει να είναι κάτοχοι πιστοποιητικού αερομεταφορέα (AOC) βάσει του μέρους I του παραρτήματος 6 της σύμβασης του Σικάγου. Οι αερομεταφορείς που δεν είναι κάτοχοι τέτοιου πιστοποιητικού δεν θεωρούνται «εμπορικοί αερομεταφορείς».

31.

Για την εφαρμογή του κανόνα de minimis, το εμπορικό χαρακτηριστικό συνδέεται με τον αερομεταφορέα και όχι με την εκάστοτε πτήση. Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα ότι οι πτήσεις που εκτελεί ο εμπορικός αερομεταφορέας λαμβάνονται υπόψη στη λήψη απόφασης εάν ο αερομεταφορέας εμπίπτει ή όχι σε εξαίρεση, ακόμη και όταν οι πτήσεις του δεν εκτελούνται επ’ αμοιβή.

32.

Στη λήψη απόφασης εάν ο αερομεταφορέας εμπίπτει ή όχι σε εξαίρεση του κανόνα de minimis, λαμβάνονται υπόψη μόνον οι πτήσεις των οποίων η αναχώρηση ή η άφιξη πραγματοποιούνται σε αεροδρόμιο ευρισκόμενο στο έδαφος κράτους μέλους όπου εφαρμόζεται η συνθήκη. Οι πτήσεις που εξαιρούνται βάσει των στοιχείων α) — ι) δεν λαμβάνονται υπόψη για τους ίδιους λόγους.

33.

Οι πτήσεις με αεροσκάφος εμπορικού αερομεταφορέα, ο οποίος εκτελεί λιγότερες από 243 πτήσεις ανά περίοδο επί τρεις διαδοχικά τετράμηνες περιόδους, εξαιρούνται. Οι τετράμηνες περίοδοι είναι: από Ιανουάριο έως Απρίλιο· από Μάιο έως Αύγουστο· από Σεπτέμβριο έως Δεκέμβριο. Η τοπική ώρα αναχώρησης της πτήσης καθορίζει σε ποια τετράμηνη περίοδο εντάσσεται η πτήση για τη λήψη απόφασης κατά πόσον ο αερομεταφορέας εμπίπτει ή όχι στο όριο των εξαιρέσεων του κανόνα de minimis.

34.

Εμπορικός αερομεταφορέας που εκτελεί 243 ή περισσότερες πτήσεις ανά περίοδο συμπεριλαμβάνεται στο κοινοτικό σύστημα για ολόκληρο το ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου επιτεύχθηκε ή υπερβλήθηκε το όριο των 243 πτήσεων.

35.

Εμπορικός αερομεταφορέας που εκτελεί πτήσεις με συνολικές ετήσιες εκπομπές από 10 000 τόνους και άνω συμπεριλαμβάνεται στο κοινοτικό σύστημα για το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου έφθασε ή υπερέβη το όριο των 10 000 τόνων.


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/73


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Ιουνίου 2009

σχετικά με την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποδεχθεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4427]

(2009/451/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 11α,

την επιστολή του Ηνωμένου Βασιλείου, της 15ης Ιανουαρίου 2009, προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 18 Δεκεμβρίου 2008, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (1).

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετείχε στη θέσπιση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, με επιστολή της 15ης Ιανουαρίου 2009 που παρελήφθη από την Επιτροπή στις 17 Ιανουαρίου 2009, την πρόθεσή του να αποδεχθεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009.

(4)

Στις 21 Απριλίου 2009, η Επιτροπή διατύπωσε ευνοϊκή γνώμη στο Συμβούλιο για την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποδεχθεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 4/2009 εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 2.

Άρθρο 2

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 4/2009 τίθεται σε ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο την 1η Ιουλίου 2009.

Το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 47 παράγραφος 3, καθώς και τα άρθρα 71, 72 και 73 του κανονισμού εφαρμόζονται από τις 18 Σεπτεμβρίου 2010.

Οι λοιπές διατάξεις του κανονισμού εφαρμόζονται από τις 18 Ιουνίου 2011, με την επιφύλαξη ότι, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, θα εφαρμόζεται στην Κοινότητα το πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Σε αντίθετη περίπτωση, ο κανονισμός εφαρμόζεται από την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω πρωτοκόλλου στην Κοινότητα.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 8 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Jacques BARROT

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 7 της 10.1.2009, σ. 1.


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/74


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Ιουνίου 2009

για την περάτωση της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές μεταλλικού νατρίου καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

(2009/452/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 14,

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Έναρξη

(1)

Στις 23 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2) («ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας»), ανήγγειλε την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές νατρίου, σε μορφή χύμα, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής («ΗΠΑ»), που κατά κανόνα κατατάσσεται στον κωδικό ΣΟ ex 2805 11 00 (υπό εξέταση προϊόν).

(2)

Η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 10 Ιουνίου 2008 από τον μοναδικό κοινοτικό παραγωγό, την εταιρεία Métaux Spéciaux (MSSA SAS) («ο καταγγέλλων»).

(3)

Στις 23 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή ξεκίνησε έρευνα για πρακτική αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του ίδιου προϊόντος καταγωγής ΗΠΑ (3). Η εν λόγω έρευνα περατώθηκε με την απόφαση 2009/453/ΕΚ της Επιτροπής (4).

1.2.   Ενδιαφερόμενα μέρη και επιτόπιοι έλεγχοι

(4)

Πριν από την έναρξη της διαδικασίας, και σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97, η Επιτροπή κοινοποίησε στους εκπροσώπους των ΗΠΑ ότι είχε λάβει δεόντως τεκμηριωμένη καταγγελία σύμφωνα με την οποία επιδοτούμενες εισαγωγές νατρίου, σε μορφή χύμα, καταγωγής ΗΠΑ προκαλούσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ κλήθηκαν σε διαβουλεύσεις με σκοπό να διευκρινιστεί η κατάσταση όσον αφορά το περιεχόμενο της καταγγελίας και να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση. Οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ δέχτηκαν την πρόταση για διαβουλεύσεις και, στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις στις 11 Ιουλίου 2008. Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης. Παρ’ όλα αυτά, ελήφθησαν υπόψη οι παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ όσον αφορά τους ισχυρισμούς που διατυπώνονταν στην καταγγελία σχετικά με τη μη αντισταθμισιμότητα της πιθανολογούμενης επιδότησης.

(5)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τον καταγγέλλοντα, τον μοναδικό γνωστό παραγωγό-εξαγωγέα στις ΗΠΑ, τους εισαγωγείς και τους χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και τους εκπροσώπους των ΗΠΑ για την έναρξη της διαδικασίας. Δόθηκε η ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(6)

Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε όλα τα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και έλαβε απαντήσεις από τους εκπροσώπους των ΗΠΑ, από το μοναδικό παραγωγό-εξαγωγέα στις ΗΠΑ («συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας») από τον καταγγέλλοντα και από κοινοτικούς χρήστες.

(7)

Η Επιτροπή ζήτησε και εξακρίβωσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον καθορισμό της επιδότησης, της επακόλουθης ζημίας και του συμφέροντος της Κοινότητας.

(8)

Πραγματοποιήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις του ακόλουθου εκπροσώπου των ΗΠΑ:

New York Power Authority (NYPA), White Plains, Νέα Υόρκη

(9)

Επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν επίσης στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

 

Κοινοτικός παραγωγός:

Métaux Spéciaux (MSSA SAS), Saint-Marcel, Γαλλία

 

Παραγωγός-εξαγωγέας στις ΗΠΑ:

DuPont Reactive Metals (DuPont), Niagara Falls, Νέα Υόρκη και E. I. DuPont De Nemours and Company, Wilmington, Delaware

 

Κοινοτικοί χρήστες:

Rohm and Haas Europe SARL, Morges, Ελβετία

Evonik Degussa GmbH, Φρανκφούρτη, Γερμανία.

1.3.   Περίοδος έρευνας και εξεταζόμενη περίοδος

(10)

Η έρευνα για την πρακτική επιδοτήσεων και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2007 έως τις 30 Ιουνίου 2008 («περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως το τέλος της περιόδου έρευνας («εξεταζόμενη περίοδος»).

2.   ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(11)

Με επιστολή της 1ης Απριλίου 2009 προς την Επιτροπή, ο καταγγέλλων απέσυρε επισήμως την καταγγελία του. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, αυτή η απόσυρση της καταγγελίας οφείλεται στην αλλαγή της συγκυρίας.

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η διαδικασία είναι δυνατόν να περατωθεί εφόσον ο καταγγέλλων αποσύρει την καταγγελία, εκτός αν η περάτωση δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας.

(13)

Η Επιτροπή θεώρησε ότι θα πρέπει να περατωθεί η παρούσα διαδικασία, δεδομένου ότι με την έρευνα δεν προέκυψαν εκτιμήσεις που να δείχνουν ότι η περάτωση δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά και τους παρασχέθηκε η ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις σύμφωνα με τις οποίες η περάτωση αυτή δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

(14)

Επομένως, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι είναι σκόπιμο να περατωθεί, χωρίς να επιβληθούν αντισταθμιστικά μέτρα, η διαδικασία κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα νατρίου, σε μορφή χύμα, καταγωγής ΗΠΑ,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο μόνο

Περατούται η διαδικασία κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές νατρίου, σε μορφή χύμα, που κατατάσσεται στον κωδικό ΣΟ ex 2805 11 00, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Βρυξέλλες, 11 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Catherine ASHTON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 186 της 23.7.2008, σ. 35.

(3)  ΕΕ C 186 της 23.7.2008, σ. 32.

(4)  Βλέπε σελίδα 76 της εν λόγω Επίσημης Εφημερίδας.


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/76


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Ιουνίου 2009

για τη λήξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές μεταλλικού νατρίου καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

(2009/453/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας («ο βασικός κανονισμός») (1), και ιδίως το άρθρο 9,

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Έναρξη της διαδικασίας

(1)

Στις 23 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2) («ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας»), ανήγγειλε την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές νατρίου, σε μορφή χύμα, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής («ΗΠΑ»), που κατά κανόνα κατατάσσεται στον κωδικό ΣΟ ex 2805 11 00 («υπό εξέταση προϊόν»).

(2)

Η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 10 Ιουνίου 2008 από τον μοναδικό κοινοτικό παραγωγό, την εταιρεία Métaux Spéciaux (MSSA SAS) («ο καταγγέλλων»).

(3)

Στις 23 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή ξεκίνησε έρευνα για πρακτική κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές του ίδιου προϊόντος καταγωγής ΗΠΑ (3). Η εν λόγω έρευνα περατώθηκε με την 2009/452/ΕΚ απόφαση της Επιτροπής (4).

1.2.   Ενδιαφερόμενα μέρη και επιτόπιες επαληθεύσεις

(4)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τον καταγγέλλοντα κοινοτικό παραγωγό, το μοναδικό γνωστό παραγωγό-εξαγωγέα στις ΗΠΑ, τους εισαγωγείς και τους χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και τους εκπροσώπους των ΗΠΑ για την έναρξη της διαδικασίας. Δόθηκε η ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(5)

Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε όλα τα μέρη που ήταν γνωστό ότι ενδιαφέρονται και έλαβε απαντήσεις από εκπροσώπους των ΗΠΑ, από το μοναδικό παραγωγό-εξαγωγέα στις ΗΠΑ («συνεργαζόμενος παραγωγός-εξαγωγέας»), από τον καταγγέλλοντα και τρεις κοινοτικούς χρήστες.

(6)

Η Επιτροπή ζήτησε και εξακρίβωσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τον καθορισμό του ντάμπινγκ, της επακόλουθης ζημίας και του κοινοτικού συμφέροντος και διενέργησε ελέγχους στις εγκαταστάσεις των εξής εταιρειών:

 

Κοινοτικός παραγωγός:

Métaux Spéciaux (MSSA SAS), Saint-Marcel, Γαλλία

 

Παραγωγός-εξαγωγέας στις ΗΠΑ:

E.I. DuPont De Nemours and Company, Wilmington, Delaware

 

Συνδεδεμένος έμπορος στην Ελβετία:

DuPont De Nemours International SA, Γενεύη

 

Κοινοτικοί χρήστες:

Rohm and Haas Europe SARL, Morges, Ελβετία

Evonik Degussa GmbH, Φρανκφούρτη, Γερμανία

1.3.   Περίοδος έρευνας και εξεταζόμενη περίοδος

(7)

Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2007 έως τις 30 Ιουνίου 2008 («περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως το τέλος της περιόδου έρευνας («εξεταζόμενη περίοδος»).

2.   ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(8)

Με επιστολή, της 1ης Απριλίου 2009, προς την Επιτροπή, ο καταγγέλλων απέσυρε επισήμως την καταγγελία του. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, αυτή η απόσυρση της καταγγελίας οφείλεται στην αλλαγή της συγκυρίας.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η διαδικασία είναι δυνατόν να περατωθεί εφόσον ο καταγγέλλων αποσύρει την καταγγελία, εκτός αν η περάτωση δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας.

(10)

Η Επιτροπή θεώρησε ότι θα πρέπει να περατωθεί η παρούσα διαδικασία, δεδομένου ότι με την έρευνα δεν προέκυψαν εκτιμήσεις που να δείχνουν ότι η περάτωση δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά και τους παρασχέθηκε η ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις σύμφωνα με τις οποίες η περάτωση αυτή δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

(11)

Επομένως, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι είναι σκόπιμο να περατωθεί η διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα νατρίου, σε μορφή χύμα, καταγωγής ΗΠΑ, χωρίς να επιβληθούν μέτρα αντιντάμπινγκ,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο μόνο

Περατούται η διαδικασία αντιντάμπινγκ που αφορά τις εισαγωγές νατρίου, σε μορφή χύμα, και κατατάσσεται στον κωδικό ΣΟ ex 2805 11 00, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Βρυξέλλες, 11 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Catherine ASHTON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 186 της 23.7.2008, σ. 32.

(3)  ΕΕ C 186 της 23.7.2008, σ. 35.

(4)  Βλέπε σελίδα 74 της εν λόγω Επίσημης Εφημερίδας.


12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/78


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Ιουνίου 2009

για τροποποίηση της απόφασης 2008/938/ΕΚ για τον κατάλογο των δικαιούχων χωρών που μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4383]

(2009/454/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 και για τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 552/97, (ΕΚ) αριθ. 1933/2006 και των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1100/2006 και (ΕΚ) αριθ. 964/2007 (1), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 732/2008 προβλέπει τη χορήγηση ειδικού καθεστώτος παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση στις αναπτυσσόμενες χώρες που πληρούν ορισμένες απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 8 και 9 αυτού του κανονισμού.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 αυτού του κανονισμού, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2008/938/ΕΚ, της 9ης Δεκεμβρίου 2008, για τον κατάλογο των δικαιούχων χωρών που μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 (2).

(3)

Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας (στο εξής «Βενεζουέλα») υπήχθη στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση.

(4)

Ωστόσο, διαπιστώθηκε τώρα ότι η Βενεζουέλα δεν επικύρωσε τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος Β σημείο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008. Επομένως, η Βενεζουέλα δεν τήρησε όλες τις αναγκαίες απαιτήσεις βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008 ώστε να υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς κινήτρων. Η απόφαση 2008/938/ΕΚ της Επιτροπής πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως και να προβλεφθεί επαρκής μεταβατική περίοδος για την εφαρμογή της. Σύμφωνα με το άρθρο 214 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (3), η παρούσα απόφαση κατ’ ουδένα τρόπο δεν επηρεάζει τις τελωνειακές οφειλές που γεννήθηκαν κατ’ εφαρμογή της απόφασης 2008/938/ΕΚ, έως την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

(5)

Η επιτροπή γενικευμένων προτιμήσεων δεν διατύπωσε γνώμη εντός της προθεσμίας που όρισε ο πρόεδρός της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση στο Συμβούλιο στις 2 Απριλίου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (4), ενώ το Συμβούλιο πρέπει να ενεργήσει εντός τριών μηνών.

(6)

Ωστόσο, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, στις 18 Μαΐου 2009, ότι δεν υπήρχε ειδική πλειοψηφία υπέρ ή κατά της πρότασης, και ότι η Επιτροπή μπορούσε συνεπώς να συνεχίσει τις εργασίες της σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6 τελευταίο εδάφιο της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου. Επομένως, πρέπει τώρα να εκδοθεί απόφαση από την Επιτροπή.

(7)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008, η παρούσα απόφαση κοινοποιείται στη Βενεζουέλα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 1 της απόφασης 2008/938/ΕΚ, οι λέξεις «(VE) Βενεζουέλα» διαγράφονται.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εξηκοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας.

Βρυξέλλες, 11 Ιουνίου 2009.

Για την Επιτροπή

Catherine ASHTON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 211 της 6.8.2008, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 334 της 12.12.2008, σ. 90.

(3)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.


ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

Επιτροπή

12.6.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 149/80


Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας της 19ης Οκτωβρίου 2005 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (1) (στη συνέχεια «η συμφωνία»), που συνήφθη με την απόφαση 2006/325/ΕΚ (2), οσάκις εκδίδονται τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (3), η Δανία κοινοποιεί στη Επιτροπή την απόφασή της εάν θα εφαρμόσει ή όχι το περιεχόμενο των τροποποιήσεων αυτών.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου (4) για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής εκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2008. Το άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 προβλέπει ότι με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 75 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 4/2009 τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 αντικαθιστώντας τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού που είναι εφαρμοστέες στον τομέα των υποχρεώσεων διατροφής.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας, η Δανία κοινοποίησε με επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2009 στην Επιτροπή την πρόθεσή της να εφαρμόσει το περιεχόμενο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 στο μέτρο που αυτός ο κανονισμός τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001. Αυτό σημαίνει ότι οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής θα εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ Κοινότητας και Δανίας, εξαιρουμένων των διατάξεων των κεφαλαίων III και VII. Οι διατάξεις του άρθρου 2 και το κεφάλαιο IX του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009, εντούτοις, εφαρμόζονται μόνο στο βαθμό που αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία, την εκτελεστότητα και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων καθώς και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας, η κοινοποίηση εκ μέρους της Δανίας δημιουργεί αμοιβαίες υποχρεώσεις μεταξύ της Δανίας και της Κοινότητας. Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 4/2009 συνιστά τροποποίηση της συμφωνίας στο βαθμό που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 και θεωρείται ότι προσαρτάται σε αυτήν.

Με βάση το άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 4 της συμφωνίας, η εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 στη Δανία μπορεί να πραγματοποιηθεί διοικητικά σύμφωνα με το τμήμα 9 του δανικού νόμου αριθ. 1563 της 20ής Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τον κανονισμό «Βρυξέλλες I» και δεν προϋποθέτει κατά συνέπεια την έγκριση του δανικού κοινοβουλίου (Folketing). Τα απαιτούμενα διοικητικά μέτρα τέθηκαν σε ισχύ την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 στις 30 Ιανουαρίου 2009.


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2005, σ. 62.

(2)  ΕΕ L 120 της 5.5.2006, σ. 22.

(3)  ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 7 της 10.1.2009, σ. 1.