ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
5 Φεβρουαρίου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 105/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 106/2009 της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

6

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 107/2009 της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2009, για την εφαρμογή της οδηγίας 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αναφορικά με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για απλούς μετατροπείς-αποκωδικοποιητές ( 1 )

8

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2009/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα καλλυντικά προϊόντα, με σκοπό την προσαρμογή των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ στην τεχνική πρόοδο ( 1 )

15

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Συμβούλιο

 

 

2009/97/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τους ελέγχους/επιθεωρήσεις ασφαλείας και συναφή θέματα

18

 

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

 

 

2009/98/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2006/17 σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2008/22)

22

 

 

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

 

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

 

 

2009/99/ΕΚ

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Οκτωβρίου 2008, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2008/13)

31

 

 

2009/100/ΕΚ

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκης Κεντρικης Τράπεζας, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, για τροποποίηση την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/16 σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών (ΕΚΤ/2008/21)

46

 

 

2009/101/ΕΚ

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Ιανουαρίου 2009, για τροποποίηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2009/1)

59

 

 

IV   Λοιπές πράξεις

 

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

 

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

 

*

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 94/06/COL, της 19ης Απριλίου 2006, για την τροποποίηση για πεντηκοστή έβδομη φορά των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

62

 

*

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 227/06/COL, της 19ης Ιουλίου 2006, σχετικά με χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στη Farice hf. (Ισλανδία)

69

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 136 της 29.5.2007, σ. 3)

84

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 105/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Ιανουαρίου 2009

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 279 παράγραφος 2,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 183,

την απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στις Βρυξέλλες στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2005 εξέδωσε συμπεράσματα σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, τα οποία οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των γεωργικών εισφορών και των τελωνειακών δασμών.

(3)

Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 2 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, για την περίοδο 2007-2013, οι Κάτω Χώρες και η Σουηδία τυγχάνουν ακαθάριστης μείωσης των αντίστοιχων ετήσιων συνεισφορών τους βάσει του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματός τους (ΑΕΕ) η οποία χρηματοδοτείται από όλα τα κράτη μέλη. Σε περίπτωση μεταγενέστερων τροποποιήσεων των αριθμητικών στοιχείων του ΑΕΕ η χρηματοδότηση της εν λόγω ακαθάριστης μείωσης δεν θα αναθεωρηθεί.

(4)

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι στην απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ γίνεται αναφορά στο ΑΕΕ αντί στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ), κρίνεται σκόπιμο να εναρμονιστεί σχετικά ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (4). Το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν προβλέπει πλέον χρηματικές συνεισφορές ΑΕΠ και κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να γίνεται πλέον αναφορά σε αυτές στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000.

(5)

Για την αποτελεσματική διαχείριση των λογαριασμών ιδίων πόρων της Επιτροπής, θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικές διατάξεις για την εναρμόνιση της διαβίβασης των δεδομένων και των περιόδων αναφοράς προς τις τρέχουσες τραπεζικές πρακτικές.

(6)

Αρχής γενομένης από τον προϋπολογισμό του 2007, η διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (5), δεν προβλέπει πλέον ειδικό χρηματοδοτικό μηχανισμό για το αποθεματικό που αφορά τη χορήγηση και την εγγύηση δανείων καθώς και το αποθεματικό επείγουσας βοήθειας. Το αποθεματικό επείγουσας βοήθειας εγγράφεται στον προϋπολογισμό ως προσωρινή πίστωση και το αποθεματικό για τη χορήγηση και εγγύηση δανείων λογίζεται ως υποχρεωτική δαπάνη του γενικού προϋπολογισμού.

(7)

Βάσει των προαναφερομένων, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(8)

Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 11 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την ίδια ημέρα με την εν λόγω απόφαση και θα πρέπει να εφαρμοσθεί από την 1η Ιανουαρίου 2007,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο τίτλο, το κείμενο «απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

2.

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Οι ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προβλέπονται από την απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ (6), εφεξής καλούμενοι “ίδιοι πόροι”, τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής και ελέγχονται υπό τους όρους που προβλέπει ο παρών κανονισμός, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 (7), του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 (8) και της οδηγίας 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ (9).

3.

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 η φράση «άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ».

4.

Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα δικαιολογητικά που αφορούν τις στατιστικές διαδικασίες και βάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 φυλάσσονται από τα κράτη μέλη έως τις 30 Σεπτεμβρίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί το συγκεκριμένο οικονομικό έτος. Τα δικαιολογητικά της βάσης των πόρων ΦΠΑ φυλάσσονται για το ίδιο διάστημα.».

5.

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Ο συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ και καθορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας κατάρτισης του προϋπολογισμού, υπολογίζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό του αθροίσματος των προβλεπόμενων ακαθάριστων εθνικών εισοδημάτων (εφεξής καλούνται “ΑΕΕ”) των κρατών μελών κατά τρόπο που να καλύπτει εξολοκλήρου το μέρος του προϋπολογισμού που δεν χρηματοδοτείται από τα έσοδα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, από τις χρηματοδοτικές συνεισφορές για τα συμπληρωματικά προγράμματα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και από άλλα έσοδα.

Ο συντελεστής αυτός εκφράζεται στον προϋπολογισμό με έναν αριθμό ο οποίος περιλαμβάνει τόσα δεκαδικά ψηφία όσα είναι απαραίτητα για την πλήρη κατανομή μεταξύ των κρατών μελών του πόρου που βασίζεται στο ΑΕΕ.».

6.

Στο άρθρο 6 παράγραφος 3, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

Οι πόροι ΦΠΑ και ο συμπληρωματικός πόρος, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω δημοσιονομικών ανισορροπιών και της ακαθάριστης μείωσης που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία, εγγράφονται ωστόσο, στη λογιστική που προβλέπεται στο στοιχείο α), ως εξής:

την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, βάσει του δωδεκατημορίου που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3,

κατ’ έτος, όσον αφορά το υπόλοιπο που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 4 και 6 και τις προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 5 και 7, με εξαίρεση τις ειδικές προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 5 πρώτη περίπτωση, οι οποίες εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και της Επιτροπής.».

7.

Στο άρθρο 9 η παράγραφος 1α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1α.   Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν οριστεί από αυτά διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού:

α)

την εργάσιμη ημέρα κατά την οποία οι ίδιοι πόροι πιστώθηκαν στο λογαριασμό της Επιτροπής, αντίγραφο λογαριασμού ή αναγγελία πίστωσης λογαριασμού από τα οποία να προκύπτει η εγγραφή των ιδίων πόρων·

β)

με την επιφύλαξη του στοιχείου α) το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την πίστωση του λογαριασμού, αντίγραφο λογαριασμού με τις εγγραφές των ιδίων πόρων.».

8.

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και το άρθρο 10 παράγραφος 3 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, η εγγραφή των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης αυτής διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση βάσει του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού.

Πάντως, για τις απαιτήσεις που βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού καταχωρίζονται σε χωριστά λογιστικά βιβλία, η εγγραφή πρέπει να γίνει το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί το μήνα της είσπραξης των απαιτήσεων.

2.   Αν παραστεί ανάγκη, τα κράτη μέλη δύνανται να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά ένα μήνα την εγγραφή των πόρων, εκτός των πόρων ΦΠΑ και του πρόσθετου πόρου, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν στις 15 του ιδίου μήνα.

Η τακτοποίηση κάθε προκαταβολικής εγγραφής διενεργείται τον επόμενο μήνα, κατά την εγγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Συνίσταται στην αρνητική εγγραφή ποσού ίσου με εκείνο που κατέστη αντικείμενο της προκαταβολικής εγγραφής.

3.   Η εγγραφή των πόρων ΦΠΑ και του συμπληρωματικού πόρου, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία, διενεργείται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μηνός, και τούτο ανά δωδεκατημόριο των ποσών που προκύπτουν από τον προϋπολογισμό για το σκοπό αυτό, μετά τη μετατροπή τους σε εθνικά νομίσματα με την ισοτιμία της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών του ΕΓΤΕ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (10), και σε συνάρτηση με την ταμειακή κατάσταση της Κοινότητας, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά έναν ή δύο μήνες, εντός του πρώτου τριμήνου του οικονομικού έτους, την εγγραφή ενός δωδεκατημορίου ή ενός κλάσματος δωδεκατημορίου των ποσών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό στα πλαίσια των πόρων ΦΠΑ ή/και του πρόσθετου πόρου, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία.

Μετά την παρέλευση του πρώτου τριμήνου, η απαιτούμενη μηνιαία εγγραφή δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα δωδεκατημόριο των πόρων ΦΠΑ και ΑΕΕ, πάντοτε εντός των ορίων των ποσών που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό για το σκοπό αυτό.

Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την αιτούμενη εγγραφή.

Οι διατάξεις που αφορούν την εγγραφή για το μήνα Ιανουάριο κάθε οικονομικού έτους, που προβλέπονται στο όγδοο εδάφιο, και οι διατάξεις που εφαρμόζονται όταν ο προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί οριστικά πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, που προβλέπονται στο ένατο εδάφιο, εφαρμόζονται για τις επισπευθείσες εγγραφές.

Κάθε τροποποίηση του ομοιόμορφου συντελεστή των πόρων ΦΠΑ, του συντελεστή του συμπληρωματικού πόρου, της διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χρηματοδότησής της που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, καθώς και της χρηματοδότησης της ακαθάριστης μείωσης που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία, προϋποθέτει την οριστική έγκριση διορθωτικού προϋπολογισμού και οδηγεί στην αναπροσαρμογή των δωδεκατημορίων που έχουν εγγραφεί από την αρχή του οικονομικού έτους.

Οι αναπροσαρμογές αυτές διενεργούνται κατά την πρώτη εγγραφή που ακολουθεί την οριστική έγκριση του διορθωτικού προϋπολογισμού, αν αυτή πραγματοποιείται πριν από τις 16 του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, οι αναπροσαρμογές διενεργούνται κατά τη δεύτερη εγγραφή μετά την οριστική έγκρισή του. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 8 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναπροσαρμογές αυτές λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του οικονομικού έτους του διορθωτικού προϋπολογισμού, περί του οποίου γίνεται λόγος.

Τα δωδεκατημόρια που αφορούν στην εγγραφή του μηνός Ιανουαρίου κάθε οικονομικού έτους υπολογίζονται βάσει των ποσών που προβλέπονται στο σχέδιο προϋπολογισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 272 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 177 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚΑΕ, μετατρεπομένων σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της πρώτης ημέρας συναλλαγών που ακολουθεί τη 15η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους. Ο διακανονισμός των εν λόγω ποσών διενεργείται κατά την εγγραφή που αντιστοιχεί στον επόμενο μήνα.

Αν ο προϋπολογισμός δεν έχει οριστικά εγκριθεί πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, τα κράτη μέλη εγγράφουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, συμπεριλαμβανομένου του Ιανουαρίου, στον τελευταίο προϋπολογισμό που εγκρίθηκε οριστικά ένα δωδέκατο των ποσών που προβλέπονται ως προϊόν των πόρων ΦΠΑ και του πρόσθετου πόρου, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και από την ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία. Ο διακανονισμός γίνεται κατά την πρώτη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού αν αυτή πραγματοποιηθεί πριν από τις 16 του μηνός. Στην αντίθετη περίπτωση, διενεργείται κατά τη δεύτερη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού.

4.   Βάσει της ετήσιας κατάστασης της βάσης των πόρων ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται με το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην εν λόγω κατάσταση με την εφαρμογή του ομοιόμορφου συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε για το προηγούμενο οικονομικό έτος και πιστώνεται με τις δώδεκα εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του οικονομικού έτους. Η βάση όμως των πόρων ΦΠΑ ενός κράτους μέλους, στο οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής που προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του ΑΕΕ του κράτους αυτού, που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7 πρώτη πρόταση του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή προσδιορίζει το υπόλοιπο και το ανακοινώνει στα κράτη μέλη εγκαίρως, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

5.   Οι ενδεχόμενες διορθώσεις της βάσης πόρων ΦΠΑ που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, του οποίου η βάση δεν υπερβαίνει τα ποσοστά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων αυτών, να προβεί σε προσαρμογή του υπολοίπου που προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

οι διορθώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, οι οποίες πραγματοποιούνται έως τις 31 Ιουλίου, συνεπάγονται γενική αναπροσαρμογή που πρέπει να εγγραφεί στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Εντούτοις, μια συγκεκριμένη αναπροσαρμογή μπορεί να εγγραφεί πριν από την προαναφερθείσα ημερομηνία, εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και η Επιτροπή συμφωνούν,

όταν τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή για τη διόρθωση της βάσης, όπως εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, οδηγούν σε αναπροσαρμογή των εγγραφών στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η αναπροσαρμογή αυτή πραγματοποιείται κατά την ημερομηνία που έχει ορίσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτών των μέτρων.

Οι τροποποιήσεις του ΑΕΕ που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου επιτρέπουν επίσης την αναπροσαρμογή του υπολοίπου κάθε κράτους μέλους, του οποίου η βάση, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων, προσδιορίζεται στα ποσοστά που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ.

Η Επιτροπή ανακοινώνει εγκαίρως τις αναπροσαρμογές στα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να μπορέσουν να τις εγγράψουν στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Εντούτοις, μια συγκεκριμένη αναπροσαρμογή μπορεί να εγγραφεί ανά πάσα στιγμή, εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και η Επιτροπή συμφωνούν.

6.   Με βάση τα στοιχεία για το μακροοικονομικό μέγεθος ΑΕΕ σε τιμές αγοράς και τις συνιστώσες του για το παρελθόν έτος που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται με το ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή στο ΑΕΕ του συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και πιστώνεται με τις εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους. Η Επιτροπή προσδιορίζει το υπόλοιπο και το ανακοινώνει στα κράτη μέλη εγκαίρως, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

7.   Οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στα ΑΕΕ των προηγούμενων οικονομικών ετών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού, επιτρέπουν για κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναπροσαρμογή του υπολοίπου που καθορίστηκε κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου. Η αναπροσαρμογή αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ανακοινώνει στα κράτη μέλη τις αναπροσαρμογές των υπολοίπων, προκειμένου αυτά να μπορέσουν να τις εγγράψουν στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Μετά τις 30 Σεπτεμβρίου του τέταρτου έτους που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος, οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις του ΑΕΕ δεν λαμβάνονται πλέον υπόψη, εκτός αν αφορούν σημεία που επισημάνθηκαν πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας είτε από την Επιτροπή είτε από το κράτος μέλος.

8.   Οι πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 7 συνιστούν τροποποιήσεις των εσόδων του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται.

9.   Η ακαθάριστη μείωση που παρέχεται στις Κάτω Χώρες και στη Σουηδία χρηματοδοτείται από όλα τα κράτη μέλη. Καμία αναθεώρηση της μείωσης αυτής δεν γίνεται εκ των υστέρων σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης του ΑΕΕ που χρησιμοποιήθηκε.

10.   Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ως “ΑΕΕ” θεωρείται το ετήσιο ΑΕΕ σε αγοραίες τιμές όπως καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 εξαιρουμένων των ετών προ του 2002 για τα οποία το ΑΕΠ σε αγοραίες τιμές, όπως προσδιορίζεται από την οδηγία 89/130/ΕΟΚ, Ευρατόμ, εξακολουθεί να είναι το στοιχείο αναφοράς για τον υπολογισμό του πρόσθετου πόρου.

9.

Στο άρθρο 10α το «ΑΕΠ» γίνεται:

«ΑΕΕ».

10.

Στο άρθρο 11 η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για την καταβολή των τόκων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το άρθρο 9 παράγραφοι 1α και 2 εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.».

11.

Το άρθρο 12 παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν ορίσει εκτελούν τις εντολές πληρωμών της Επιτροπής σύμφωνα με τις οδηγίες της τελευταίας και το αργότερο εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήψη των εντολών.»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη ή οι οργανισμοί που έχουν ορίσει διαβιβάζουν στην Επιτροπή διά της ηλεκτρονικής οδού και το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ολοκλήρωση της κάθε πράξης, αντίγραφο του λογαριασμού στο οποίο παρουσιάζονται οι σχετικές κινήσεις.».

12.

Στην επικεφαλίδα του τίτλου VI, η «απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ» γίνεται:

«απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ.».

13.

Στην εισαγωγική φράση του άρθρου 15, η «απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ» γίνεται:

«απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ».

14.

Στο άρθρο 16 το «άρθρο 10 παράγραφοι 4 έως 8» γίνεται:

«άρθρο 10 παράγραφοι 4 έως 7».

15.

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε ελέγχους και έρευνες σχετικά με τη βεβαίωση και την απόδοση των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ.»·

β)

η παράγραφος 4 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τους ελέγχους που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 279 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 183 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚΑΕ.».

16.

Στο άρθρο 19 το «ΑΕΠ» γίνεται:

«ΑΕΕ».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα έναρξης ισχύος της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. VONDRA


(1)  ΕΕ L 163 της 23.6.2007, σ. 17.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 192 της 29.7.2008, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1.

(5)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 163 της 23.6.2007, σ. 17.

(7)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για το ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 155 της 7.6.1989, σ. 9).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, για την εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές αγοράς (ΕΕ L 181 της 19.7.2003, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 49 της 21.2.1989, σ. 26.».

(10)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 1.».


5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 106/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Φεβρουαρίου 2009

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 5 Φεβρουαρίου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Φεβρουαρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Ανδρούλλα ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

JO

73,2

MA

46,2

TN

134,4

TR

94,0

ZZ

87,0

0707 00 05

JO

155,5

MA

134,2

TR

172,1

ZZ

153,9

0709 90 70

MA

114,4

TR

150,8

ZZ

132,6

0709 90 80

EG

84,3

ZZ

84,3

0805 10 20

EG

48,3

IL

51,0

MA

60,0

TN

47,0

TR

58,5

ZZ

53,0

0805 20 10

IL

148,2

MA

96,1

TR

49,1

ZZ

97,8

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

CN

72,2

IL

76,4

JM

75,5

MA

136,4

PK

73,9

TR

70,9

ZZ

84,2

0805 50 10

EG

48,0

MA

67,1

TR

58,8

ZZ

58,0

0808 10 80

CA

86,3

CL

67,8

CN

69,8

MK

32,6

US

114,6

ZZ

74,2

0808 20 50

AR

104,9

CL

73,7

CN

33,6

US

118,1

ZA

118,6

ZZ

89,8


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 107/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Φεβρουαρίου 2009

για την εφαρμογή της οδηγίας 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αναφορικά με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για απλούς μετατροπείς-αποκωδικοποιητές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2005, για θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια και για τροποποίηση της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 96/57/ΕΚ και 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 1,

Κατόπιν διαβούλευσης με το φόρουμ διαβούλευσης για τον οικολογικό σχεδιασμό,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με βάση την οδηγία 2005/32/ΕΚ, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια και αντιπροσωπεύουν μεγάλους όγκους πωλήσεων στο εμπόριο, και έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και σημαντικές δυνατότητες βελτίωσης ως προς τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις, χωρίς να συνεπάγονται υπερβολικές δαπάνες.

(2)

Το άρθρο 16 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 2005/32/ΕΚ προβλέπει ότι σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 παράγραφος 3 και τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2, και μετά από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης, η Επιτροπή θεσπίζει, όπως ενδείκνυται, μέτρα εφαρμογής με στόχο τις καταναλωτικές ηλεκτρονικές συσκευές.

(3)

Η Επιτροπή εκπόνησε προπαρασκευαστική μελέτη, στην οποία αναλύθηκαν οι τεχνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές πτυχές των απλών μετατροπέων-αποκωδικοποιητών (εφεξής ΑΜΑ). Η μελέτη εκπονήθηκε από κοινού με εμπλεκόμενους φορείς και ενδιαφερόμενα μέρη από την ΕΕ και τρίτες χώρες, και τα αποτελέσματα κατέστησαν διαθέσιμα στο κοινό.

(4)

Στην προπαρασκευαστική μελέτη αναφέρθηκε ότι το πλήθος των ΑΜΑ που διατίθενται στην κοινοτική αγορά θα αυξηθεί από 28 εκατομμύρια το 2008 σε 56 εκατομμύρια το 2014 και η ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος θα αυξηθεί από 6 TWh το 2010 σε 14 TWh το 2014, αλλά η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος των ΑΜΑ μπορεί να μειωθεί σημαντικά με οικονομικό τρόπο.

(5)

Η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος των ΑΜΑ μπορεί να μειωθεί με την εφαρμογή υφιστάμενων κοινόχρηστων σχεδιαστικών λύσεων, οι οποίες, παρόλο που είναι οικονομικές, δεν έχουν εισαχθεί στην αγορά με ικανοποιητικό τρόπο, διότι οι τελικοί χρήστες δεν γνωρίζουν το κόστος λειτουργίας των ΑΜΑ και ως εκ τούτου δεν παρέχουν κίνητρα στους κατασκευαστές για την ενσωμάτωση των εν λόγω λύσεων για τη μείωση της ηλεκτρικής κατανάλωσης κατά τη χρήση.

(6)

Οι απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για την ηλεκτρική κατανάλωση των ΑΜΑ θα πρέπει να θεσπιστούν με στόχο την εναρμόνιση των απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τις εν λόγω συσκευές σε όλη την Κοινότητα και τη συμβολή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, καθώς και στη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων αυτών των συσκευών.

(7)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αυξήσει τη διείσδυση, στην αγορά, τεχνολογιών που έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των ΑΜΑ, οδηγώντας σε υπολογιζόμενη ετήσια εξοικονόμηση ενέργειας 9 TWh το 2014, σε σύγκριση με τη κατάσταση αν δεν αλλάξει τίποτε.

(8)

Οι απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού δεν θα πρέπει να έχουν αρνητική επίδραση στη λειτουργικότητα του προϊόντος, ούτε αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον.

(9)

Μια σταδιακή θέση σε ισχύ των απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού θα πρέπει να παρέχει στους κατασκευαστές το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για τον επανασχεδιασμό των προϊόντων. Το χρονοδιάγραμμα των σταδίων θα πρέπει να οριστεί κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις από τις λειτουργίες του εξοπλισμού που διατίθεται στην αγορά, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις ως προς το κόστος για τους κατασκευαστές, ιδίως για τις ΜΜΕ και παράλληλα διασφαλίζοντας την έγκαιρη επίτευξη των στόχων πολιτικής.

(10)

Οι μετρήσεις της ηλεκτρικής κατανάλωσης θα πρέπει να πραγματοποιούνται λαμβάνοντας υπόψη τη γενικά αναγνωρισμένη πρόοδο της τεχνικής. Οι κατασκευαστές μπορούν να χρησιμοποιούν εναρμονισμένα πρότυπα που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ.

(11)

Οι απαιτήσεις που ενσωματώνονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να υπερισχύουν των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1275/2008, της 17ης Δεκεμβρίου 2008, για την εφαρμογή της οδηγίας 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για την ηλεκτρική κατανάλωση σε κατάσταση αναμονής και απενεργοποίησης του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού οικιακού εξοπλισμού και εξοπλισμού γραφείου (2).

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει ότι οι εφαρμοστέες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης συνίστανται στον εσωτερικό έλεγχο σχεδιασμού που αναφέρεται στο παράρτημα IV της οδηγίας 2005/32/ΕΚ και στο σύστημα διαχείρισης που αναφέρεται στο παράρτημα V της οδηγίας 2005/32/ΕΚ.

(13)

Προκειμένου να διευκολυνθούν οι έλεγχοι συμμόρφωσης, θα πρέπει να απαιτηθεί από τους κατασκευαστές η παροχή πληροφοριών στην τεχνική τεκμηρίωση που αναφέρεται στα παραρτήματα IV και V της οδηγίας 2005/32/ΕΚ, στο βαθμό που σχετίζονται με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται με το παρόν μέτρο εφαρμογής.

(14)

Θα πρέπει να καθοριστούν δείκτες αναφοράς για τους ήδη διαθέσιμους ΑΜΑ με χαμηλή ηλεκτρική κατανάλωση. Ο εφοδιασμός των ΑΜΑ με «κατάσταση 0 W» θα μπορούσε να στηρίξει τη διάθεση και τις αποφάσεις των καταναλωτών να περιορίσουν τη σπατάλη ενέργειας. Οι δείκτες αναφοράς βοηθούν στη διασφάλιση ευρείας διαθεσιμότητας και εύκολης πρόσβασης στις πληροφορίες, ιδίως για τις ΜΜΕ και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, το οποίο διευκολύνει περαιτέρω την ενσωμάτωση βέλτιστων τεχνολογιών σχεδιασμού για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των ΑΜΑ.

(15)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για απλούς μετατροπείς-αποκωδικοποιητές.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που παρατίθενται στην οδηγία 2005/32/ΕΚ. Επίσης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«Απλός μετατροπέας-αποκωδικοποιητής» σημαίνει μια αυτόνομη συσκευή, η οποία, ανεξαρτήτως από τον τύπο διεπαφής που χρησιμοποιείται,

α)

έχει ως πρωταρχική λειτουργία τη μετατροπή των ελεύθερα παρεχόμενων ψηφιακών σημάτων συνήθους (SD) ή υψηλής ανάλυσης (HD) σε αναλογικά σήματα εκπομπής, κατάλληλα για τις αναλογικές τηλεοράσεις ή ραδιόφωνα·

β)

δεν διαθέτει λειτουργία «πρόσβασης υπό όρους»·

γ)

δεν προσφέρει λειτουργία εγγραφής σε αφαιρούμενο μέσο με τυποποιημένη μορφή βιβλιοθήκης.

Ένας ΑΜΑ μπορεί να είναι εξοπλισμένος με τις ακόλουθες πρόσθετες λειτουργίες και/ή κατασκευαστικά στοιχεία που δεν ανήκουν στις ελάχιστες απαιτήσεις ενός ΑΜΑ:

α)

λειτουργίες ολίσθησης χρόνου (time-shift) και εγγραφής με τη χρήση ενσωματωμένου σκληρού δίσκου·

β)

μετατροπή της λήψης σήματος υψηλής ανάλυσης (HD) σε απεικόνιση υψηλής ή συνήθους ανάλυσης·

γ)

δεύτερη διάταξη συντονισμού.

2.

«Κατάσταση(-εις) αναμονής» σημαίνει μια κατάσταση κατά την οποία ο εξοπλισμός είναι συνδεδεμένος με την πηγή τροφοδοσίας, εξαρτάται από την παροχή ενέργειας από την πηγή τροφοδοσίας προκειμένου να λειτουργεί όπως προβλέπεται και παρέχει μόνο τις ακόλουθες λειτουργίες, κάτι που μπορεί να συνεχίσει να το κάνει για απεριόριστο χρονικό διάστημα:

α)

λειτουργία επανενεργοποίησης ή λειτουργία επανενεργοποίησης και μόνο ένδειξη ενεργοποιημένης λειτουργίας επανενεργοποίησης· και/ή

β)

οθόνη πληροφοριών ή κατάστασης.

3.

«Λειτουργία επανενεργοποίησης» σημαίνει μια λειτουργία που επιτρέπει την ενεργοποίηση άλλων καταστάσεων λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης ενεργοποίησης, μέσω τηλεχειριζόμενου διακόπτη, συμπεριλαμβανομένου τηλεχειριστηρίου, εσωτερικού αισθητήρα και χρονοδιακόπτη, προς μια κατάσταση που παρέχει πρόσθετες λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της κύριας λειτουργίας.

4.

«Οθόνη πληροφοριών ή κατάστασης» σημαίνει μια συνεχή λειτουργία που παρέχει πληροφορίες ή δηλώνει την κατάσταση του εξοπλισμού σε μια οθόνη, συμπεριλαμβανομένων των ρολογιών.

5.

«Κατάσταση(-εις) ενεργοποίησης» σημαίνει μια κατάσταση κατά την οποία ο εξοπλισμός είναι συνδεδεμένος με την πηγή τροφοδοσίας και είναι ενεργοποιημένη τουλάχιστον μία από τις (την) κύριες(-α) λειτουργίες(-α) του που παρέχουν την υπηρεσία που προβλέπεται να παρέχει ο εξοπλισμός.

6.

«Αυτόματη απενεργοποίηση» σημαίνει μια λειτουργία η οποία αλλάζει την κατάσταση ενός ΑΜΑ από την κατάσταση ενεργοποίησης στην κατάσταση αναμονής, με την παρέλευση ενός χρονικού διαστήματος στην κατάσταση ενεργοποίησης, ύστερα από την τελευταία αλληλεπίδραση του χρήστη και/ή αλλαγή καναλιού.

7.

«Δεύτερη διάταξη συντονισμού» σημαίνει ένα εξάρτημα του ΑΜΑ που διατίθεται για την ανεξάρτητη εγγραφή με την παράλληλη θέαση άλλου προγράμματος.

8.

«Πρόσβαση υπό όρους» σημαίνει μια υπηρεσία εκπομπής που ελέγχεται από τον πάροχο, η οποία απαιτεί την ύπαρξη μιας τηλεοπτικής συνδρομητικής υπηρεσίας της αγοράς.

Άρθρο 3

Απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού

Οι απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για τους ΑΜΑ ορίζονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 4

Σχέση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1275/2008

Οι απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό υπερισχύουν των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1275/2008.

Άρθρο 5

Αξιολόγηση της συμμόρφωσης

Η διαδικασία για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ θα είναι ο εσωτερικός έλεγχος σχεδιασμού που αναφέρεται στο παράρτημα IV της οδηγίας 2005/32/ΕΚ ή το σύστημα διαχείρισης που αναφέρεται στο παράρτημα V της οδηγίας 2005/32/ΕΚ.

Άρθρο 6

Διαδικασία επαλήθευσης για σκοπούς επιτήρησης της αγοράς

Οι έλεγχοι επιτήρησης θα διενεργούνται σύμφωνα με τη διαδικασία επαλήθευσης που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 7

Δείκτες αναφοράς

Οι ενδεικτικοί δείκτες αναφοράς για τα προϊόντα με τις καλύτερες επιδόσεις και για την τεχνολογία που επί του παρόντος διατίθενται στην αγορά ορίζονται στο παράρτημα III.

Άρθρο 8

Αναθεώρηση

Το αργότερο πέντε έτη μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα προβεί σε επανεξέτασή του ενόψει της συντελεσθείσας τεχνολογικής προόδου και θα παρουσιάσει τα αποτελέσματα της επανεξέτασης στο φόρουμ διαβούλευσης.

Άρθρο 9

Θέση σε ισχύ

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ισχύς του σημείου 1 του παραρτήματος Ι θα αρχίσει μετά από ένα έτος από την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Η ισχύς του σημείου 2 του παραρτήματος Ι θα αρχίσει μετά από τρία έτη από την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 4 Φεβρουαρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Andris PIEBALGS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 191 της 22.7.2005, σ. 29.

(2)  ΕΕ L 339 της 18.12.2008, σ. 45.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού

1.   Ένα έτος μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, οι ΑΜΑ που θα διατίθενται στην αγορά δεν θα υπερβαίνουν τα ακόλουθα όρια ηλεκτρικής κατανάλωσης· οι ΑΜΑ με ενσωματωμένο σκληρό δίσκο ή/και δεύτερη διάταξη συντονισμού εξαιρούνται από αυτή την απαίτηση:

 

Κατάσταση αναμονής

Κατάσταση ενεργοποίησης

Απλός μετατροπέας-αποκωδικοποιητής

1,00 W

5,00 W

Δικαίωμα για λειτουργία οθόνης σε κατάσταση αναμονής

+1,00 W

Δικαίωμα για αποκωδικοποίηση σημάτων υψηλής ανάλυσης

+3,00 W

2.   Τρία έτη μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, οι ΑΜΑ που θα διατίθενται στην αγορά δεν θα υπερβαίνουν τα ακόλουθα όρια ηλεκτρικής κατανάλωσης:

 

Κατάσταση αναμονής

Κατάσταση ενεργοποίησης

Απλός μετατροπέας-αποκωδικοποιητής

0,50 W

5,00 W

Δικαίωμα για λειτουργία οθόνης σε κατάσταση αναμονής

+0,50 W

Δικαίωμα για σκληρό δίσκο

+6,00 W

Δικαίωμα για δεύτερη διάταξη συντονισμού

+1,00 W

Δικαίωμα για αποκωδικοποίηση σημάτων υψηλής ανάλυσης

+1,00 W

3.   Διαθεσιμότητα λειτουργίας κατάστασης αναμονής

Ένα έτος μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, οι ΑΜΑ θα παρέχουν λειτουργία κατάστασης αναμονής.

4.   Αυτόματη απενεργοποίηση

Ένα έτος μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος μέτρου εφαρμογής, οι ΑΜΑ θα εξοπλίζονται με λειτουργία «αυτόματης απενεργοποίησης» ή με παρόμοια λειτουργία με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

ο ΑΜΑ θα μεταβαίνει αυτόματα από την κατάσταση ενεργοποίησης στην κατάσταση αναμονής ύστερα από την παρέλευση το μέγιστο 3 ωρών σε κατάσταση ενεργοποίησης από την τελευταία αλληλεπίδραση του χρήστη ή/και αλλαγή καναλιού, με μήνυμα προειδοποίησης δύο λεπτά πριν τη μετάβαση στην κατάσταση αναμονής,

η λειτουργία «αυτόματης απενεργοποίησης» θα αποτελεί προεπιλεγμένη ρύθμιση.

5.   Μετρήσεις

Η ηλεκτρική κατανάλωση που αναφέρεται στα σημεία 1 και 2 θα προσδιορίζεται μέσω μιας αξιόπιστης, ακριβούς και δυνάμενης να αναπαραχθεί διαδικασίας, που λαμβάνει υπόψη τη γενικά αναγνωρισμένη πρόοδο της τεχνικής.

Οι μετρήσεις ενέργειας 0,50 W και πάνω θα πραγματοποιούνται με αβεβαιότητα μικρότερη ή ίση με 2 % στο επίπεδο εμπιστοσύνης 95 %. Οι μετρήσεις ενέργειας που είναι μικρότερες από 0,50 W θα πραγματοποιούνται με αβεβαιότητα μικρότερη ή ίση με 0,01 W στο επίπεδο εμπιστοσύνης 95 %.

6.   Πληροφορίες που παρέχονται από τους κατασκευαστές για τους σκοπούς της αξιολόγησης της συμμόρφωσης

Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της συμμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 5, η τεχνική τεκμηρίωση θα περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

Για τις καταστάσεις αναμονής και ενεργοποίησης

την ηλεκτρική κατανάλωση σε Watt, στρογγυλευμένη στο δεύτερο δεκαδικό ψηφίο, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης που οφείλεται στα διάφορα πρόσθετα στοιχεία ή/και λειτουργίες,

τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο μέτρησης,

το χρονικό διάστημα μέτρησης,

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο έγινε η επιλογή ή ο προγραμματισμός της κατάστασης της συσκευής,

την απαιτούμενη αλληλουχία συμβάντων για να φθάσει σε σημείο στο οποίο ο εξοπλισμός αλλάζει αυτομάτως κατάσταση,

τυχόν σημειώσεις που αφορούν τη λειτουργία του εξοπλισμού.

β)

Παράμετροι δοκιμών για τις μετρήσεις

θερμοκρασία περιβάλλοντος,

τάση ρεύματος της δοκιμής σε V και συχνότητα σε Hz,

ολική αρμονική παραμόρφωση του συστήματος παροχής ηλεκτρικού ρεύματος,

διακύμανση της τάσης της παροχής ρεύματος κατά τη διάρκεια των δοκιμών,

πληροφορίες και τεκμηρίωση για τα όργανα μέτρησης, τη διάταξη και τα κυκλώματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τις ηλεκτρικές δοκιμές,

σήματα εισόδου σε RF (για επίγειες ψηφιακές εκπομπές) ή IF (για δορυφορικές εκπομπές),

δοκιμαστικά σήματα εικόνας/ήχου όπως περιγράφονται στη ροή μετάδοσης (transport stream) του MPEG-2,

ρύθμιση χειριστηρίων.

Οι ενεργειακές απαιτήσεις των περιφερειακών συσκευών που τροφοδοτούνται από το μετατροπέα-αποκωδικοποιητή για τη λήψη των εκπομπών, όπως η ενεργός κεραία λήψης επίγειων σημάτων, ο δορυφορικός ενισχυτής χαμηλού θορύβου (LNB) ή τυχόν ενσύρματο ή ασύρματο μόντεμ (συσκευή διαμορφωτή-αποδιαμορφωτή), δεν επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται στην τεχνική τεκμηρίωση.

7.   Πληροφορίες που παρέχονται από τους κατασκευαστές με σκοπό την ενημέρωση του καταναλωτή

Οι κατασκευαστές μεριμνούν ώστε να γνωστοποιείται στους καταναλωτές των ΑΜΑ η ηλεκτρική κατανάλωση σε Watt, στρογγυλευμένη στο πρώτο δεκαδικό ψηφίο, των ΑΜΑ σε καταστάσεις αναμονής και ενεργοποίησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Διαδικασία επαλήθευσης

Κατά τη διενέργεια των ελέγχων επιτήρησης της αγοράς του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ, οι αρχές των κρατών μελών εφαρμόζουν την ακόλουθη διαδικασία επαλήθευσης για τις εφαρμοστέες απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα Ι σημεία 1, 2 και 4, κατά περίπτωση.

Για ηλεκτρική κατανάλωση που υπερβαίνει το 1,00 W:

Οι αρχές του κράτους μέλους θα υποβάλουν σε δοκιμή μία μεμονωμένη μονάδα.

Το μοντέλο θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παραρτήματος Ι σημεία 1 και 2 του παρόντος κανονισμού, κατά περίπτωση, εάν τα αποτελέσματα για τις καταστάσεις ενεργοποίησης και αναμονής, κατά περίπτωση, δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές κατά ποσοστό πάνω από 10 %.

Σε αντίθετη περίπτωση, υποβάλλονται σε δοκιμή τρεις επιπλέον μονάδες. Το μοντέλο θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό εάν ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων των τελευταίων τριών δοκιμών για τις καταστάσεις ενεργοποίησης και αναμονής, κατά περίπτωση, δεν υπερβαίνει τις οριακές τιμές κατά ποσοστό πάνω από 10 %.

Για ηλεκτρική κατανάλωση μικρότερη ή ίση με 1,00 W:

Οι αρχές του κράτους μέλους θα υποβάλουν σε δοκιμή μία μεμονωμένη μονάδα.

Το μοντέλο θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παραρτήματος Ι σημεία 1 και 2 του παρόντος κανονισμού, κατά περίπτωση, εάν τα αποτελέσματα για τις καταστάσεις ενεργοποίησης και/ή αναμονής, κατά περίπτωση, δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές πέραν του 0,10 W.

Σε αντίθετη περίπτωση, υποβάλλονται σε δοκιμή τρεις επιπλέον μονάδες. Το μοντέλο θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό εάν ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων των τελευταίων τριών δοκιμών για τις καταστάσεις ενεργοποίησης και/ή αναμονής, κατά περίπτωση, δεν υπερβαίνει τις οριακές τιμές πέραν του 0,10 W.

Σε αντίθετη περίπτωση, το μοντέλο θεωρείται ότι δεν συμμορφώνεται.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Δείκτες αναφοράς

Οι ακόλουθοι ενδεικτικοί δείκτες αναφοράς ορίζονται για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι μέρος 3 σημείο 2 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ. Αναφέρονται στη βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία κατά την ημερομηνία έκδοσης του παρόντος κανονισμού:

 

ΑΜΑ χωρίς πρόσθετα χαρακτηριστικά:

κατάσταση ενεργοποίησης: 4,00 W,

κατάσταση αναμονής εξαιρουμένης της λειτουργίας οθόνης: 0,25 W,

κατάσταση εκτός λειτουργίας: 0 W.

 

ΑΜΑ με ενσωματωμένο σκληρό δίσκο:

κατάσταση ενεργοποίησης: 10,00 W,

κατάσταση αναμονής εξαιρουμένης της λειτουργίας οθόνης: 0,25 W,

κατάσταση εκτός λειτουργίας: 0 W.

Οι ανωτέρω δείκτες αναφοράς καταρτίζονται με βάση ΑΜΑ βασικής διαμόρφωσης, με λειτουργία «αυτόματης απενεργοποίησης» και διακόπτη απενεργοποίησης.


ΟΔΗΓΙΕΣ

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/15


ΟΔΗΓΊΑ 2009/6/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Φεβρουαρίου 2009

για την τροποποίηση της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τα καλλυντικά προϊόντα, με σκοπό την προσαρμογή των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ στην τεχνική πρόοδο

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 2,

Κατόπιν διαβούλευσης με την επιστημονική επιτροπή για τα καταναλωτικά προϊόντα,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Μετά τη λήψη περιοριστικών μέτρων από ένα κράτος μέλος βάσει του άρθρου 12 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της διαιθυλενογλυκόλης (DEG) στα καλλυντικά προϊόντα, ζητήθηκε η γνώμη της ΕΕΚΠ. Λόγω του ότι αυτή η επιστημονική επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη ότι η DEG δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως συστατικό καλλυντικών προϊόντων, αλλά ότι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ασφαλής η μέγιστη συγκέντρωση έως 0,1 % DEG από ξένες προσμείξεις στα τελικά καλλυντικά προϊόντα, η ουσία αυτή πρέπει να απαγορευθεί για χρήση στα καλλυντικά προϊόντα και πρέπει να καθοριστεί όριο 0,1 % για τα ίχνη της.

(2)

Μετά τη λήψη περιοριστικών μέτρων από ένα κράτος μέλος βάσει του άρθρου 12 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της φυτοναδιόνης στα καλλυντικά προϊόντα, ζητήθηκε η γνώμη της ΕΕΚΠ. Η επιστημονική επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη ότι η χρήση της φυτοναδιόνης στα καλλυντικά προϊόντα δεν είναι ασφαλής, διότι μπορεί να προκαλέσει δερματική αλλεργία και όσοι εκδηλώσουν παρόμοια αλλεργική αντίδραση ενδέχεται να στερηθούν ενός σημαντικού θεραπευτικού παράγοντα. Κατά συνέπεια, η εν λόγω ουσία πρέπει να απαγορευθεί.

(3)

H οδηγία 76/768/ΕΟΚ απαγορεύει τη χρησιμοποίηση στα καλλυντικά προϊόντα ουσιών που έχουν ταξινομηθεί ως καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για αναπαραγωγή (εφεξής καλούμενες «ουσίες ΚΜΤ»), κατηγορίας 1, 2 και 3, δυνάμει του παραρτήματος Ι της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (2). Ωστόσο, ουσίες που έχουν ταξινομηθεί στην κατηγορία 3 δυνάμει της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ μπορούν να χρησιμοποιούνται εάν έχουν αξιολογηθεί και έχουν κριθεί κατάλληλες από την επιστημονική επιτροπή για τα καταναλωτικά προϊόντα (ΕΕΚΠ).

(4)

Η ΕΕΚΠ θεωρεί ότι το τολουόλιο, μια ουσία που έχει ταξινομηθεί ως ουσία ΚΜΤ κατηγορίας 3 δυνάμει του παραρτήματος Ι της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ, είναι ασφαλής από γενική τοξικολογική άποψη όταν περιέχεται σε αναλογία έως 25 % σε προϊόντα για τα νύχια· ωστόσο πρέπει να αποφεύγεται η λήψη της με εισπνοή από παιδιά.

(5)

Μετά τη λήψη περιοριστικών μέτρων από ένα κράτος μέλος βάσει του άρθρου 12 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του μονοβουτυλαιθέρα της διαθυλενογλυκόλης (DEGBE) και του μονοβουτυλαιθέρα της αιθυλενογλυκόλης (EGBE) στα καλλυντικά προϊόντα, ζητήθηκε η γνώμη της ΕΕΚΠ. Η επιστημονική επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη ότι η χρήση του DEGBE ως διαλύτη σε προϊόντα βαφής μαλλιών σε συγκέντρωση έως 9,0 % δεν ενέχει κίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή. Η επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η χρήση του EGBE ως διαλύτη σε συγκέντρωση έως 4,0 % σε οξειδωτικά προϊόντα βαφής μαλλιών και έως 2,0 % σε μη οξειδωτικά προϊόντα βαφής μαλλιών δεν ενέχει κίνδυνο για την υγεία του καταναλωτή. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕΚΠ δεν θεωρεί ότι η χρήση των ουσιών αυτών είναι ασφαλής όταν πρόκειται για προϊόντα με τη μορφή αερολύματος/σπρέυ· επομένως, αυτή η ενδεχόμενη χρήση πρέπει να απαγορευθεί.

(6)

Κατά συνέπεια, η οδηγία 76/768/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα καλλυντικά προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα II και III της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 5 Αυγούστου 2009, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από τις 5 Νοεμβρίου 2009.

Ωστόσο, εφαρμόζουν τις διατάξεις που αφορούν την ουσία τολουόλιο σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος, υπό τον αριθμό αναφοράς 185, από τις 5 Φεβρουαρίου 2010.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 4 Φεβρουαρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 169.

(2)  ΕΕ 196 της 16.8.1967, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η οδηγία 76/768/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο παράρτημα II προστίθενται οι ακόλουθοι αριθμοί αναφοράς:

Αριθμός αναφοράς

Χημική ονομασία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

«1370

Diethylene glycol (DEG), για τα επίπεδα ιχνών βλ. παράρτημα ΙΙΙ

2,2′-οξυδιαιθανόλη

Αριθ. CΑS 111-46-6

Αριθ. ΕΚ 203-872-2

1371

Phytonadione [INCI], phytomenadione [INN]

Αριθ. CΑS 84-80-0/81818-54-4

Αριθ. ΕΚ 201-564-2»

2.

Στο παράρτημα III μέρος 1 προστίθενται οι ακόλουθοι αριθμοί αναφοράς 185 έως 188:

Αριθμός αναφοράς

Ουσία

Περιορισμοί

Όροι χρησιμοποίησης και προειδοποιήσεις που πρέπει να περιέχονται υποχρεωτικά στην επισήμανση

 

 

Πεδίο εφαρμογής ή/και χρήσης

Μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση στο τελικό καλλυντικό προϊόν

Άλλοι περιορισμοί και απαιτήσεις

 

a

b

c

d

e

f

«185

Τoluene

Αριθ. CAS 108-88-3

Αριθ. ΕΚ 203-625-9

Προϊόντα για τα νύχια

25 %

 

Να φυλάσσεται μακριά από παιδιά

Πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο από ενηλίκους

186

Diethylene glycol (DEG)

Αριθ. CAS 111-46-6

Αριθ. ΕΚ 203-872-2

2,2′-οξυδιαιθανόλη

Ίχνη σε συστατικά

0,1 %

 

 

187

Butoxydiglycol

Αριθ. CAS 112-34-5

Αριθ. ΕΚ 203-961-6

μονοβουτυλαιθέρας της διαιθυλενογλυκόλης (DEGBE)

Διαλύτης σε προϊόντα βαφής μαλλιών

9 %

Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στους διασπορείς αερολυμάτων (spray)

 

188

Butoxyethanol

Αριθ. CAS 111-76-2

Αριθ. ΕΚ 203-905-0

μονοβουτυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης (EGBE)

Διαλύτης σε οξειδωτικά προϊόντα βαφής μαλλιών

4,0 %

Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στους διασπορείς αερολυμάτων (spray)

 

Διαλυτικό μέσο σε μη οξειδωτικά προϊόντα βαφής μαλλιών

2,0 %

Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στους διασπορείς αερολυμάτων (spray)»

 


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Συμβούλιο

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Ιουλίου 2008

σχετικά με την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τους ελέγχους/επιθεωρήσεις ασφαλείας και συναφή θέματα

(2009/97/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 300 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Συμβούλιο εξουσιοδότησε στις 30 Νοεμβρίου 2007 την Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) όσον αφορά τους ελέγχους/επιθεωρήσεις ασφαλείας και συναφή θέματα.

(2)

Η Επιτροπή διαπραγματεύθηκε, εξ ονόματος της Κοινότητας, μνημόνιο συνεργασίας με τη ΔΟΠΑ όσον αφορά τους ελέγχους/επιθεωρήσεις ασφαλείας και συναφή θέματα σύμφωνα με τις οδηγίες που καθορίζονται στο παράρτημα I και την ad hoc διαδικασία που καθορίζεται στο παράρτημα II της απόφασης του Συμβουλίου με την οποία εξουσιοδοτήθηκε η Επιτροπή να αρχίσει διαπραγματεύσεις.

(3)

Υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης σύναψής του σε μεταγενέστερη ημερομηνία, το μνημόνιο θα πρέπει να υπογραφεί και να εφαρμοστεί προσωρινά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η υπογραφή του μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τους ελέγχους/επιθεωρήσεις ασφαλείας και συναφή θέματα της συμφωνίας εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας, υπό την επιφύλαξη της εκδόσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη του εν λόγω μνημονίου.

Το κείμενο του μνημονίου επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται με την παρούσα να ορίσει το (τα) πρόσωπο(-α) που είναι αρμόδιο(-α) να υπογράψει(-ουν) το μνημόνιο εξ ονόματος της Κοινότητας, υπό την επιφύλαξη της σύναψής του.

Άρθρο 3

Υπό την επιφύλαξη αμοιβαιότητας, το μνημόνιο εφαρμόζεται προσωρινά από την ημερομηνία υπογραφής του, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες σύναψής του.

Βρυξέλλες, 24 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. HORTEFEUX


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΜΝΗΜΌΝΙΟ ΣΥΝΕΡΓΑΣΊΑΣ

μεταξύ της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όσον αφορά τους ελέγχους/επιθεωρήσεις ασφαλείας και συναφή θέματα

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ («ΔΟΠΑ»)

και

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ («ΕΚ»),

στο εξής «τα συμβαλλόμενα μέρη»,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τη σύμβαση Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας που υπογράφηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1944 (στο εξής «σύμβαση του Σικάγου»), και ιδίως το παράρτημα 17 — Ασφάλεια (στο εξής «παράρτημα 17»),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το ψήφισμα A35-9 της γενικής συνέλευσης της ΔΟΠΑ, με το οποίο ο γενικός γραμματέας παροτρύνεται να συνεχίσει την εφαρμογή του προγράμματος καθολικού ελέγχου της αεροπορικής ασφάλειας (USAP) που περιλαμβάνει τακτικούς, υποχρεωτικούς, συστηματικούς και εναρμονισμένους ελέγχους ασφαλείας σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη της σύμβασης του Σικάγου (στο εξής «συμβαλλόμενα κράτη»),

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2320/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας (1), (στο εξής «κανονισμός 2320/2002»), και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 300/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2320/2002 (2) (στο εξής «κανονισμός 300/2008»), ο οποίος θα αντικαταστήσει τον κανονισμό 2320/2002 μετά την έγκριση των αναγκαίων μέτρων εφαρμογής,

ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΟΝΤΑΣ τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1486/2003 της Επιτροπής, της 22ας Αυγούστου 2003, για καθορισμό των διαδικασιών διεξαγωγής των επιθεωρήσεων της Επιτροπής στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας (3), και ιδίως το άρθρο 16, το οποίο ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τους ελέγχους ασφαλείας που έχουν προγραμματίσει ή έχουν πρόσφατα πραγματοποιήσει οι διακυβερνητικοί οργανισμοί ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εν γένει αποτελεσματικότητα των διαφόρων δραστηριοτήτων επιθεώρησης και ελέγχου της ασφάλειας,

ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την εφαρμογή της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, και ιδίως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (4), και την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της (στο εξής «απόφαση της Επιτροπής»), και ιδίως τα τμήματα 10 και 26, και των τροποποιήσεών της (5),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το γεγονός ότι τα περισσότερα πρότυπα που περιέχει το παράρτημα 17 καλύπτονται επίσης από τον κανονισμό 2320/2002 και ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ΕΕ») για να παρακολουθεί την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι οι πρωταρχικοί στόχοι του προγράμματος ελέγχου της ΔΟΠΑ και του προγράμματος επιθεωρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να βελτιωθεί η ασφάλεια των αερομεταφορών με αξιολόγηση της εφαρμογής των αντίστοιχων προτύπων, εντοπισμό των τυχόν ελλείψεων και εξασφάλιση της αποκατάστασής τους, εφόσον χρειάζεται,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι είναι σκόπιμο να καθιερωθεί αμοιβαία συνεργασία όσον αφορά τους ελέγχους/επιθεωρήσεις ασφαλείας και συναφή θέματα κατά τρόπο που να εξασφαλισθεί καλύτερη αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων και αποφυγή της επικάλυψης των προσπαθειών και ταυτόχρονα να διαφυλαχθεί η καθολικότητα και η ακεραιότητα του προγράμματος USAP της ΔΟΠΑ,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκτελεστικές εξουσίες για να εξασφαλίσει την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι το Συμβούλιο της ΔΟΠΑ στην 176η σύνοδό του αποφάσισε ότι, οσάκις είναι εφικτό, οι έλεγχοι ασφάλειας της ΔΟΠΑ πρέπει να εστιάζονται στην ικανότητα της αντίστοιχης χώρας να ασκεί κατάλληλη εθνική εποπτεία και ζήτησε στη συνέχεια από το γενικό γραμματέα να επιδιώξει ρυθμίσεις συνεργασίας και την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων στις περιοχές όπου υπάρχουν υποχρεωτικά περιφερειακά κυβερνητικά προγράμματα επιθεωρήσεων ασφαλείας.

1.   Γενικές διατάξεις

1.1.   Τα πρότυπα του παραρτήματος 17 που δεν καλύπτονται από την κοινοτική νομοθεσία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος μνημονίου συνεργασίας.

1.2.   Όσον αφορά τα πρότυπα του παραρτήματος 17 που καλύπτονται από την κοινοτική νομοθεσία, η ΔΟΠΑ θα αξιολογεί τις επιθεωρήσεις που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εθνικές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για να ελέγχει τη συμμόρφωση των συμβαλλομένων κρατών που δεσμεύονται από την κοινοτική νομοθεσία για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας προς τα πρότυπα αυτά σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος μνημονίου συνεργασίας.

1.3.   Η εφαρμογή των αξιολογήσεων της ΔΟΠΑ θα συζητείται εφόσον το ζητήσει ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, τουλάχιστον όμως μια φορά ετησίως.

1.4.   Οι ελεγκτές της ΔΟΠΑ μπορούν να συμμετέχουν περιστασιακά ως παρατηρητές στις επιθεωρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε κοινοτικούς αερολιμένες, αφού λάβει προηγουμένως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ρητή σύμφωνη γνώμη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

2.   Πληροφορίες σχετικές με τις επιθεωρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που θα παρέχονται στη ΔΟΠΑ

2.1.   Σύμφωνα με την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, παρέχονται στο εξουσιοδοτημένο προσωπικό της ΔΟΠΑ οι κάτωθι διαβαθμισμένες πληροφορίες της ΕΕ επιπέδου «ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΕ»:

A.

Κοινοί κανόνες και πρότυπα στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού 2320/2002 ή το άρθρο 4 του κανονισμού 300/2008, και

B.

Όσον αφορά τις επιθεωρήσεις των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών της ΕΕ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή:

α)

γενικές πληροφορίες για τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και για το χρονοδιάγραμμα των επιθεωρήσεων εθνικών αρμοδίων αρχών, και κάθε τροποποίησης ή αλλαγής τους, μόλις καταστούν διαθέσιμες·

β)

την κατάσταση των δραστηριοτήτων επιθεώρησης των αρμοδίων εθνικών αρχών και αερολιμένων, τις ημερομηνίες έκδοσης των τελικών εκθέσεων επιθεώρησης και τις ημερομηνίες παραλαβής των σχεδίων δράσης του ενδιαφερομένου κράτους·

γ)

τη μεθοδολογία επιθεώρησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

δ)

την έκθεση επιθεώρησης των εθνικών αρμοδίων αρχών μαζί με το σχέδιο δράσης του ενδιαφερόμενου κράτους σχετικά με την επιθεώρηση των αρμόδιων εθνικών αρχών, όπου προσδιορίζονται μέτρα και προθεσμίες αποκατάστασης των ελλείψεων που έχουν διαπιστωθεί και

ε)

δράσεις παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά την επιθεώρηση της αρμόδιας εθνικής αρχής.

2.2.   Η ΔΟΠΑ περιορίζει την πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες της ΕΕ που παρέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας συνεργασίας σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό μόνο για λόγους ενημέρωσης. Το εξουσιοδοτημένο προσωπικό δεν δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές σε κανένα τρίτο μέρος. Η ΔΟΠΑ εφαρμόζει κάθε νομικό και εσωτερικό μηχανισμό για να προστατεύει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που της παρέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

2.3.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΔΟΠΑ συμφωνούν επί των περαιτέρω διαδικασιών για την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών που παρέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση το παρόν μνημόνιο συνεργασίας. Στις εν λόγω διαδικασίες προβλέπεται η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ελέγχει ποια μέτρα προστασίας έχει λάβει η ΔΟΠΑ.

3.   Αξιολογήσεις του συστήματος επιθεώρησης της ασφάλειας στην πολιτική αεροπορία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τη ΔΟΠΑ

3.1.   Οι αξιολογήσεις του συστήματος επιθεώρησης της ασφάλειας στην πολιτική αεροπορία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τη ΔΟΠΑ συνίστανται σε ανάλυση των απαιτήσεων και των πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που παρέχονται βάσει της παραγράφου 2. Εφόσον είναι αναγκαίο, η ΔΟΠΑ επισκέπτεται την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Ενέργειας και Μεταφορών, στην έδρα της στις Βρυξέλλες, στο Βέλγιο.

3.2.   Ειδικοί όροι αναφοράς και πρακτικές ρυθμίσεις για τις αξιολογήσεις του συστήματος επιθεώρησης στην πολιτική αεροπορία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τη ΔΟΠΑ συμφωνούνται με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της ΔΟΠΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4.   Επίλυση διαφορών

4.1.   Κάθε διαφορά όσον αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του παρόντος μνημονίου συνεργασίας επιλύεται με διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

4.2.   Τίποτε στον παρόν μνημόνιο συνεργασίας ή σχετικό με αυτό δεν θεωρείται παραίτηση από προνόμια ή ασυλίες των συμβαλλόμενων μερών.

5.   Άλλες συμφωνίες

5.1.   Το παρόν μνημόνιο συνεργασίας δεν υποκαθιστά ούτε προδικάζει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

6.   Αναθεώρηση — Έναρξη ισχύος

6.1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη επανεξετάζουν την εφαρμογή του παρόντος μνημονίου συνεργασίας στα τέλη της τρέχουσας φάσης του προγράμματος USAP, και ενωρίτερα, εάν κριθεί αναγκαίο από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

6.2.   Εν αναμονή της έναρξης ισχύος του, το παρόν μνημόνιο συνεργασίας εφαρμόζεται προσωρινά από την ημερομηνία υπογραφής του.

6.3.   Το παρόν μνημόνιο συνεργασίας αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δευτέρου μηνός μετά την τελευταία από τις δύο κοινοποιήσεις, μέσω των οποίων τα συμβαλλόμενα μέρη κοινοποιούν αμοιβαία την ολοκλήρωση των αντίστοιχων εσωτερικών διαδικασιών τους.

Έγινε στο Μόντρεαλ, στις δεκαεπτά Σεπτεμβρίου δύο χιλιάδες οκτώ, εις διπλούν, στην αγγλική γλώσσα.

Για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα

Για τη Διεθνή Οργάνωση Πολιτικής Αεροπορίας


(1)  ΕΕ L 355 της 30.12.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 97 της 9.4.2008, σ. 72.

(3)  ΕΕ L 213 της 23.8.2003, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(5)  Αποφάσεις 2005/94/ΕΚ, Ευρατόμ, 2006/70/ΕΚ, Ευρατόμ και 2006/548/ΕΚ, Ευρατόμ.


Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/22


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2006/17 σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(ΕΚΤ/2008/22)

(2009/98/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 26.2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση ΕΚΤ/2006/17 της 10ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1) χρήζει τροποποίησης, προκειμένου να λάβει υπόψη τις αποφάσεις πολιτικής και τις εξελίξεις της αγοράς.

(2)

Προς περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας των ετήσιων λογαριασμών της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναθεώρησε την πολιτική της σε σχέση με τη γνωστοποίηση των συναλλαγών σε τίτλους. Στο πλαίσιο της αναθεωρημένης πολιτικής, τίτλοι που προηγουμένως κατατάσσονταν στα πάγια στοιχεία του ενεργητικού θα πρέπει να παύσουν να ταξινομούνται υπό το στοιχείο του ισολογισμού «λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού», αναταξινομούμενοι πλέον υπό το κατάλληλο στοιχείο υπό τον τίτλο «στοιχείο του ενεργητικού», με βάση την προέλευση του εκδότη, το νόμισμα έκφρασης και την κατά περίπτωση ιδιότητά τους ως διακρατούμενων έως τη λήξη. Εξάλλου, υπό το στοιχείο «Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού» θα πρέπει να ταξινομούνται όλα τα χρηματοδοτικά μέσα που αποτελούν τμήμα χαρτοφυλακίου ειδικού προορισμού.

(3)

Η απόφαση ΕΚΤ/2006/17 δεν περιέχει ειδικούς λογιστικούς κανόνες όσον αφορά τις προθεσμιακές πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων (forward interest rate swaps), τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος (foreign exchange futures) και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί μετοχών (equity futures). Η χρήση ανάλογων μέσων στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, μπορεί δε να συνδέεται με τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ. Ενώ οι προθεσμιακές πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων θα πρέπει να λογιστικοποιούνται όπως οι κοινές («plain vanilla») πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί μετοχών θα πρέπει να λογιστικοποιούνται όπως τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η απόφαση ΕΚΤ/2006/17 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο χρυσός, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα, οι τίτλοι, με εξαίρεση τους τίτλους που ταξινομούνται ως διακρατούμενοι έως τη λήξη και τους μη εμπορεύσιμους τίτλους, και τα χρηματοδοτικά μέσα που εγγράφονται σε λογαριασμούς του ισολογισμού, αλλά και εκτός ισολογισμού, υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους στο τέλος της χρήσης με βάση τις μέσες αγοραίες ισοτιμίες και τιμές.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4.   Τίτλοι που ταξινομούνται ως διακρατούμενοι έως τη λήξη και μη εμπορεύσιμοι τίτλοι αποτιμώνται στο αποσβεσθέν κόστος και υπόκεινται σε απομείωση αξίας.»

2.

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Οι εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2006/16.»

3.

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2006/16.»

4.

Στο άρθρο 17 προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Στην περίπτωση των προθεσμιακών πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων η απόσβεση αρχίζει από την ημερομηνία αξίας της συναλλαγής.»

5.

Τα παραρτήματα Ι και ΙΙΙ της απόφασης ΕΚΤ/2006/17 τροποποιούνται σύμφωνα προς το παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Τελική διάταξη

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 31η Δεκεμβρίου 2008.

Φρανκφούρτη, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 348 της 11.12.2006, σ. 38.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα παραρτήματα Ι και ΙΙΙ της απόφασης ΕΚΤ/2006/17 τροποποιούνται ως εξής:

1.

Ο πίνακας του παραρτήματος I με τίτλο «Ενεργητικό» αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

Στοιχείο ισολογισμού

Ταξινόμηση του περιεχομένου των στοιχείων του ισολογισμού

Αρχή αποτίμησης

Ενεργητικό

1

Χρυσός και απαιτήσεις σε χρυσό

Φυσικός χρυσός, ήτοι ράβδοι, κέρματα, πλάκες, ψήγματα, αποθηκευμένος ή “καθ’ οδόν”. Άυλος χρυσός, όπως υπόλοιπα σε λογαριασμούς καταθέσεων σε χρυσό (γενικοί λογαριασμοί μετάλλου), προθεσμιακές καταθέσεις και απαιτήσεις σε χρυσό που προκύπτουν από τις ακόλουθες συναλλαγές: i) συναλλαγές αναβάθμισης ή υποβάθμισης και ii) πράξεις ανταλλαγής βάσει του τόπου φύλαξης ή της καθαρότητας του χρυσού, όπου ανάμεσα στην παράδοση και την παραλαβή παρεμβάλλονται περισσότερες από μία εργάσιμες ημέρες

Αγοραία αξία

2

Απαιτήσεις σε συνάλλαγμα έναντι μη κατοίκων ζώνης ευρώ

Απαιτήσεις σε συνάλλαγμα έναντι αντισυμβαλλομένων, μη κατοίκων ζώνης ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζών εκτός ζώνης ευρώ

 

2.1

Απαιτήσεις έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)

α)

Τραβηκτικά δικαιώματα στο πλαίσιο του αποθεματικού μεριδίου (καθαρά)

Εθνικό μερίδιο μείον τα υπόλοιπα σε ευρώ που διαθέτει το ΔΝΤ

Ο λογαριασμός αριθ. 2 του ΔΝΤ (λογαριασμός σε ευρώ για διοικητικές δαπάνες) μπορεί να συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το στοιχείο ή στο στοιχείο “Υποχρεώσεις σε ευρώ έναντι μη κατοίκων ζώνης ευρώ”

α)

Τραβηκτικά δικαιώματα στο πλαίσιο του αποθεματικού μεριδίου (καθαρά)

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

β)

Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα

Διαθέσιμα ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (ακαθάριστα)

β)

Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

γ)

Λοιπές απαιτήσεις

Γενικές Συμφωνίες Δανεισμού, δάνεια βάσει ειδικών συμφωνιών δανεισμού, καταθέσεις στο πλαίσιο της διευκόλυνσης για τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη

γ)

Λοιπές απαιτήσεις

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

2.2

Καταθέσεις σε τράπεζες, τίτλοι, δάνεια και λοιπά στοιχεία ενεργητικού

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Τρεχούμενοι λογαριασμοί, καταθέσεις προθεσμίας, τραπεζικά δάνεια μιας ημέρας, συμφωνίες επαναπώλησης (reverse repos)

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

β)

Τίτλοι εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς, μετοχικοί τίτλοι διακρατούμενοι ως τμήμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων, που έχουν εκδοθεί από μη κατοίκους ζώνης ευρώ

β)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

β)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

β)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

β)iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

γ)

Δάνεια (καταθέσεις) προς μη κατοίκους ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

γ)

Δάνεια

Καταθέσεις στην ονομαστική αξία μετατρεπόμενες με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

δ)

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

Τραπεζογραμμάτια και κέρματα εκτός ζώνης ευρώ

δ)

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

3

Απαιτήσεις σε συνάλλαγμα έναντι κατοίκων ζώνης ευρώ

α)

Τίτλοι ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς, μετοχικοί τίτλοι διακρατούμενοι ως τμήμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων, που έχουν εκδοθεί από κατοίκους ζώνης ευρώ

α)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

α)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

α)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

α)iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

β)

Λοιπές απαιτήσεις έναντι κατοίκων ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Δάνεια, καταθέσεις, συμφωνίες επαναπώλησης, διάφορες δανειοδοτικές πράξεις

β)

Λοιπές απαιτήσεις

Καταθέσεις και λοιπές δανειοδοτικές πράξεις στην ονομαστική αξία, μετατρεπόμενες με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

4

Απαιτήσεις σε ευρώ έναντι μη κατοίκων ζώνης ευρώ

 

 

4.1

Καταθέσεις σε τράπεζες, τίτλοι και δάνεια

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Τρεχούμενοι λογαριασμοί, καταθέσεις προθεσμίας, τραπεζικά δάνεια μιας ημέρας, συμφωνίες επαναπώλησης συνδεόμενες με τη διαχείριση τίτλων σε ευρώ

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ

Ονομαστική αξία

β)

Τίτλοι εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Μετοχικοί τίτλοι, γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς, που έχουν εκδοθεί από μη κατοίκους ζώνης ευρώ

β)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

β)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

β)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

β)iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή

γ)

Δάνεια προς μη κατοίκους ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

γ)

Δάνεια εκτός ζώνης ευρώ

Καταθέσεις στην ονομαστική αξία

δ)

Τίτλοι εκδοθέντες από φορείς εκτός ζώνης ευρώ, εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Τίτλοι εκδοθέντες από υπερεθνικούς ή διεθνείς οργανισμούς, π.χ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους

δ)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ/υπό το άρτιο αποσβέννυνται

δ)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

δ)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

4.2

Απαιτήσεις που απορρέουν από την πιστωτική διευκόλυνση στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ

Δανειοδοτικές πράξεις σύμφωνα με τους όρους του ΜΣΙ ΙΙ

Ονομαστική αξία

5

Δάνεια σε ευρώ προς πιστωτικά ιδρύματα ζώνης ευρώ, συνδεόμενα με πράξεις νομισματικής πολιτικής

Στοιχεία 5.1 έως 5.5: συναλλαγές βάσει των αντίστοιχων μέσων νομισματικής πολιτικής που περιγράφονται στο παράρτημα Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 της 31ης Αυγούστου 2000 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (1)

 

5.1

Πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης

Τακτικές αντιστρεπτέες πράξεις για την παροχή ρευστότητας που εκτελούνται σε εβδομαδιαία βάση και με συνήθη διάρκεια μιας εβδομάδας

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

5.2

Πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης

Τακτικές αντιστρεπτέες πράξεις για την παροχή ρευστότητας που εκτελούνται σε μηνιαία βάση και με συνήθη διάρκεια τριών μηνών

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

5.3

Αντιστρεπτέες πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

Αντιστρεπτέες πράξεις που εκτελούνται ως έκτακτες συναλλαγές με σκοπό τη ρύθμιση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

5.4

Διαρθρωτικές αντιστρεπτέες πράξεις

Αντιστρεπτέες πράξεις που προσαρμόζουν τη διαρθρωτική θέση του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

5.5

Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης

Διευκόλυνση ρευστότητας μιας ημέρας με προκαθορισμένο επιτόκιο έναντι αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων (πάγια διευκόλυνση)

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

5.6

Πιστώσεις για την κάλυψη περιθωρίων

Πρόσθετες πιστώσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες προκύπτουν από την αύξηση της αξίας των υποκείμενων στοιχείων του ενεργητικού που λαμβάνονται ως εγγύηση για τη χορήγηση άλλων πιστώσεων στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα

Ονομαστική αξία ή κόστος

6

Λοιπές απαιτήσεις σε ευρώ έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων ζώνης ευρώ

Τρεχούμενοι λογαριασμοί, καταθέσεις προθεσμίας, τραπεζικά δάνεια μιας ημέρας, συμφωνίες επαναπώλησης συνδεόμενες με τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τίτλων που εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Τίτλοι σε ευρώ κατοίκων ζώνης ευρώ”, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που προκύπτουν από τη μετατροπή πρώην συναλλαγματικών διαθεσίμων ζώνης ευρώ, και λοιπές απαιτήσεις. Λογαριασμοί ανταποκριτών σε πιστωτικά ιδρύματα άλλων χωρών της ζώνης ευρώ. Λοιπές απαιτήσεις και πράξεις, μη συνδεόμενες με πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Ονομαστική αξία ή κόστος

7

Τίτλοι σε ευρώ κατοίκων ζώνης ευρώ

Τίτλοι εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”: Μετοχικοί τίτλοι, γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς διακρατούμενοι σε οριστική βάση (outright), συμπεριλαμβανομένων των κρατικών τίτλων που ανάγονται στον πριν από την ΟΝΕ χρόνο, σε ευρώ· πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ που αγοράζονται με σκοπό την εξομάλυνση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή

8

Χρέος γενικής κυβέρνησης σε ευρώ

Απαιτήσεις έναντι της κυβέρνησης, αναγόμενες στον πριν από την ΟΝΕ χρόνο (μη εμπορεύσιμοι τίτλοι, δάνεια)

Καταθέσεις/δάνεια στην ονομαστική αξία, μη εμπορεύσιμοι τίτλοι στο κόστος

9

Απαιτήσεις εντός του Ευρωσυστήματος

 

 

9.1

Απαιτήσεις που συνδέονται με γραμμάτια τα οποία καλύπτουν την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ

Στοιχείο ισολογισμού μόνο της ΕΚΤ

Γραμμάτια που έχουν εκδοθεί από τις ΕθνΚΤ, στο πλαίσιο συμφωνίας τύπου back-to-back που αφορά πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ

Ονομαστική αξία

9.2

Απαιτήσεις συνδεόμενες με την κατανομή των τραπεζογραμματίων ευρώ εντός του Ευρωσυστήματος

Απαιτήσεις συνδεόμενες με την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ από την ΕΚΤ, σύμφωνα με την απόφαση ΕΚΤ/2001/15 της 6ης Δεκεμβρίου 2001 σχετικά με την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ (2)

Ονομαστική αξία

9.3

Λοιπές απαιτήσεις εντός του Ευρωσυστήματος (καθαρές)

Καθαρή θέση των ακόλουθων επιμέρους στοιχείων:

 

α)

καθαρές απαιτήσεις που απορρέουν από υπόλοιπα λογαριασμών του TARGET2 και λογαριασμών ανταποκριτών των ΕθνΚΤ, ήτοι καθαρό ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων - βλέπε επίσης το στοιχείο του παθητικού “Λοιπές υποχρεώσεις εντός του Ευρωσυστήματος (καθαρές)”

α)

Ονομαστική αξία

β)

λοιπές απαιτήσεις εντός του Ευρωσυστήματος που τυχόν προκύπτουν, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από την ενδιάμεση διανομή του εισοδήματος της ΕΚΤ από κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ στις ΕθνΚΤ

β)

Ονομαστική αξία

10

Στοιχεία υπό τακτοποίηση

Υπόλοιπα λογαριασμών τακτοποίησης (απαιτήσεις), συμπεριλαμβανομένων των επιταγών υπό είσπραξη

Ονομαστική αξία

11

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

 

 

11.1

Κέρματα ζώνης ευρώ

Κέρματα ευρώ

Ονομαστική αξία

11.2

Ενσώματα και ασώματα πάγια στοιχεία ενεργητικού

Γήπεδα και κτίρια, έπιπλα και εξοπλισμός, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού εξοπλισμού, λογισμικό

Κόστος μείον αποσβέσεις

Ως “απόσβεση” (depreciation) νοείται εν προκειμένω η συστηματική κατανομή του αποσβεστέου ποσού ενός περιουσιακού στοιχείου κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Ωφέλιμη ζωή είναι η περίοδος στη διάρκεια της οποίας ένα 'πάγιο περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να χρησιμοποιηθεί από την επιχείρηση. Η ωφέλιμη ζωή μεμονωμένων σημαντικών πάγιων περιουσιακών στοιχείων είναι δυνατό να αναθεωρείται συστηματικά, εάν οι προσδοκίες διαφέρουν από προηγούμενες εκτιμήσεις. Τα κύρια περιουσιακά στοιχεία είναι δυνατό να περιλαμβάνουν επιμέρους στοιχεία με διαφορετική ωφέλιμη ζωή. Οι ζωές των εν λόγω επιμέρους στοιχείων θα πρέπει να αξιολογούνται μεμονωμένα

Στο κόστος των ασώματων στοιχείων του ενεργητικού περιλαμβάνεται η τιμή κτήσης τους. Λοιπές άμεσες ή έμμεσες δαπάνες αντιμετωπίζονται ως έξοδα

Κεφαλαιοποίηση δαπανών: υποκείμενη σε όριο (κάτω των 10 000 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ: δεν γίνεται κεφαλαιοποίηση)

11.3

Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού

Συμμετοχές και επενδύσεις σε θυγατρικές, μετοχές διακρατούμενες για λόγους στρατηγικής/πολιτικής

Τίτλοι, συμπεριλαμβανομένων μετοχών, και λοιπά χρηματοδοτικά μέσα και υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων προθεσμίας και τρεχούμενων λογαριασμών, διακρατούμενα ως χαρτοφυλάκιο ειδικού προορισμού

Συμφωνίες επαναπώλησης με πιστωτικά ιδρύματα, συνδεόμενες με τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τίτλων που εμπίπτουν στο παρόν στοιχείο

α)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι Αγοραία τιμή

Αγοραία τιμή

β)

Συμμετοχές και μη ευχερώς ρευστοποιήσιμες μετοχές, και λοιποί μετοχικοί τίτλοι διακρατούμενοι ως μόνιμη επένδυση

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

γ)

Επενδύσεις σε θυγατρικές ή σημαντικές συμμετοχές

Καθαρή αξία στοιχείου ενεργητικού

δ)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ/υπό το άρτιο αποσβέννυνται

ε)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη ή τηρούμενοι ως μόνιμη επένδυση

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

στ)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

ζ)

Καταθέσεις σε τράπεζες και δάνεια

Ονομαστική αξία, μετατρεπόμενη με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία, εάν τα υπόλοιπα/οι καταθέσεις είναι εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα

11.4

Διαφορές από αναπροσαρμογή της αξίας πράξεων εκτός ισολογισμού

Αποτελέσματα αποτίμησης προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος, πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων, προθεσμιακών συμφωνιών επιτοκίων, προθεσμιακών πράξεων επί τίτλων, άμεσων πράξεων συναλλάγματος από την ημερομηνία συναλλαγής έως την ημερομηνία διακανονισμού

Καθαρή θέση μεταξύ προθεσμιακής και άμεσης συναλλαγής, στην αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

11.5

Δεδουλευμένα έσοδα και προπληρωθέντα έξοδα

ΙΈσοδα που δεν καθίστανται απαιτητά εντός της περιόδου υποβολής στοιχείων αλλά αφορούν αυτή. Προπληρωθέντα έξοδα και καταβληθέντες δεδουλευμένοι τόκοι (ήτοι δεδουλευμένοι τόκοι που αγοράζονται με ορισμένο τίτλο)

Ονομαστική αξία, συνάλλαγμα μετατρεπόμενο με την αγοραία ισοτιμία

11.6

Διάφορα στοιχεία

α)

Προκαταβολές, δάνεια και λοιπά στοιχεία ελάσσονος σημασίας. Δάνεια για λογαριασμό τρίτων (on a trust basis)

α)

Ονομαστική αξία ή κόστος

β)

Επενδύσεις συνδεόμενες με καταθέσεις πελατείας σε χρυσό

β)

Αγοραία αξία

γ)

Καθαρά στοιχεία ενεργητικού που αφορούν το πρόγραμμα συνταξιοδότησης

γ)

Σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3

12

Ζημίες χρήσεως

 

Ονομαστική αξία

2.

Στο παράρτημα ΙΙΙ η φράση «Μεταφορές προς/από προβλέψεις έναντι συναλλαγματικών κινδύνων και κινδύνων λόγω διακύμανσης των τιμών» υπό τον υπότιτλο 2.3 της πρώτης στήλης του πίνακα αντικαθίσταται από τη φράση «Μεταφορές προς/από προβλέψεις έναντι συναλλαγματικών κινδύνων, κινδύνων επιτοκίου και κινδύνων λόγω διακύμανσης της τιμής του χρυσού».


(1)  ΕΕ L 310 της 11.12.2000, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 337 της 20.12.2001, σ. 52


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/31


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 23ης Οκτωβρίου 2008

που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

(ΕΚΤ/2008/13)

(2009/99/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 105 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 12.1 και 14.3, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 18.2 και το άρθρο 20 πρώτη παράγραφος,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η επίτευξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής συνεπάγεται την ανάγκη καθορισμού των μέσων και διαδικασιών που θα χρησιμοποιεί το Ευρωσύστημα, το οποίο αποτελείται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ (εφεξής τα «συμμετέχοντα κράτη μέλη») και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ενόψει της ομοιόμορφης εφαρμογής της εν λόγω πολιτικής σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(2)

Η ΕΚΤ διαθέτει την εξουσία έκδοσης των απαραίτητων κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, οι δε ΕθνΚΤ υποχρεούνται να ενεργούν σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(3)

Τα τεκταινόμενα σήμερα στις αγορές απαιτούν ορισμένες αλλαγές στη χάραξη και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται η κατάλληλη τροποποίηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 της 31ης Αυγούστου 2000 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (1), προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδίως τα ακόλουθα: i) οι αλλαγές στο πλαίσιο ελέγχου των κινδύνων και στους κανόνες σχετικά με την επιλεξιμότητα των ασφαλειών για τους σκοπούς της διενέργειας πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος, ii) η αποδοχή ασφαλειών μη εκφρασμένων σε ευρώ υπό συγκεκριμένες έκτακτες περιστάσεις, iii) η ανάγκη θέσπισης διατάξεων σχετικά με τη μεταχείριση οντοτήτων που υπόκεινται σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ή/και σε άλλα μέτρα που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 της συνθήκης, και iv) η εναρμόνιση με τις νέες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (ΕΚΤ/2003/9) (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων Ι και ΙΙ

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το παράρτημα Ι τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα Ι της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

2.

Το παράρτημα ΙΙ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 2

Επαλήθευση

Το αργότερο στις 30 Νοεμβρίου 2008 οι ΕθνΚΤ διαβιβάζουν στην ΕΚΤ λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα κείμενα και τα μέσα βάσει των οποίων προτίθενται να συμμορφωθούν προς την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 2008. Το άρθρο 1 εφαρμόζεται από την 1η Φεβρουαρίου 2009.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στις ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Φρανκφούρτη, 23 Οκτωβρίου 2008.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 310 της 11.12.2000, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 250 της 2.10.2003, σ. 10.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Το παράρτημα Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στον πίνακα περιεχομένων παρεμβάλλεται ο τίτλος της ενότητας 6.7 «Αποδοχή ασφαλειών μη εκφρασμένων σε ευρώ υπό έκτακτες περιστάσεις».

2.

Η ενότητα 1.3.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην πρώτη παράγραφο η τέταρτη πρόταση της υποσημείωσης 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι έκτακτες δημοπρασίες κατά κανόνα εκτελούνται εντός 90 λεπτών της ώρας.»

β)

Στην πρώτη παράγραφο η τελευταία πρόταση της πρώτης περίπτωσης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης αποτελούν βασικό άξονα για την επιδίωξη των σκοπών των πράξεων ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος.»

3.

Στην ενότητα 2.2 οι δυο πρώτες προτάσεις της τέταρτης παραγράφου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις έκτακτες δημοπρασίες και τις διμερείς πράξεις οι ΕθνΚΤ συναλλάσσονται με αντισυμβαλλομένους που έχουν προεπιλέξει για συμμετοχή σε πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας. Στις εν λόγω δημοπρασίες και πράξεις είναι δυνατόν να συμμετέχει ευρύτερο φάσμα αντισυμβαλλομένων.»

4.

Ο τίτλος της ενότητας 2.4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

5.

Στην ενότητα 3.1.2 η τελευταία πρόταση της πρώτης παραγράφου διαγράφεται.

6.

Στην ενότητα 3.1.3 η δεύτερη πρόταση της πρώτης παραγράφου διαγράφεται.

7.

Η ενότητα 4.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η πρώτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις πρόσβασης» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

««Τα ιδρύματα που πληρούν τα γενικά κριτήρια καταλληλότητας των αντισυμβαλλομένων, όπως ορίζονται στην ενότητα 2.1, έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης. Η πρόσβαση αυτή παρέχεται μέσω της ΕθνΚΤ του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα. Πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης παρέχεται μόνο κατά τις ημέρες λειτουργίας (1) του TARGET2 (2). Τις ημέρες κατά τις οποίες δεν λειτουργούν τα αντίστοιχα ΣΔΤ, η πρόσβαση στις διευκολύνσεις οριακής χρηματοδότησης παρέχεται βάσει περιουσιακών στοιχείων τα οποία έχουν προκατατεθεί ως ασφάλεια στις ΕθνΚΤ.

β)

Υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις πρόσβασης» η υποσημείωση 4 της τρίτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(4)

Οι ημέρες αργίας του TARGET2 ανακοινώνονται μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu), καθώς και μέσω των δικτυακών τόπων του Ευρωσυστήματος (βλέπε προσάρτημα 5).»

γ)

Υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις πρόσβασης» η υποσημείωση 5 της τρίτης παραγράφου διαγράφεται.

8.

Στην ενότητα 4.2, υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις πρόσβασης», η υποσημείωση 12 της δεύτερης παραγράφου διαγράφεται.

9.

Στην ενότητα 5.1.3 η τελευταία πρόταση της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις έκτακτες δημοπρασίες που δεν ανακοινώνονται εκ των προτέρων στο κοινό οι ΕθνΚΤ επικοινωνούν απευθείας με τους επιλεγμένους αντισυμβαλλόμενους. Δυνατότητα απευθείας επικοινωνίας της ΕθνΚΤ με τους επιλεγμένους αντισυμβαλλομένους υπάρχει και στις έκτακτες δημοπρασίες που ανακοινώνονται στο κοινό.»

10.

Στην ενότητα 5.3.3 η υποσημείωση 12 της πρώτης παραγράφου διαγράφεται.

11.

Στην ενότητα 6.2 η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το Ευρωσύστημα παρέχει στους αντισυμβαλλομένους ενημέρωση σχετικά με την καταλληλότητα περιουσιακών στοιχείων για χρήση τους ως ασφάλειας στο Ευρωσύστημα μόνο στην περίπτωση που ήδη εκδοθέντα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία ή υφιστάμενα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία υποβάλλονται στο Ευρωσύστημα ως ασφάλεια. Συνεπώς δεν παρέχεται ενημέρωση πριν από την έκδοση.»

12.

Η ενότητα 6.2.1, υπό τον τίτλο «Είδος περιουσιακού στοιχείου», τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Στο στοιχείο α) της πρώτης παραγράφου μετά τη φράση «άνευ αιρέσεων κεφάλαιο» παρεμβάλλεται η ακόλουθη υποσημείωση 5:

«(5)

Τα ομόλογα με πιστοποιητικά απόκτησης μετοχών (warrants) ή άλλα παρόμοια δικαιώματα δεν είναι αποδεκτά.»

β)

Η τέταρτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία εξασφαλίζουν τους τίτλους που προέρχονται από τιτλοποίηση και παράγουν εισοδηματική ροή, πρέπει να πληρούν τους παρακάτω όρους:

α)

η απόκτησή τους να διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους της ΕΕ,

β)

να μεταβιβάζονται από τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή ορισμένο ενδιάμεσο φορέα προς την εταιρεία ειδικού σκοπού που διενεργεί την τιτλοποίηση, με τρόπο που το Ευρωσύστημα να θεωρεί ότι συνιστά «γνήσια πώληση» αντιτάξιμη κατά παντός τρίτου, και να βρίσκονται πέραν του ελέγχου του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης και των πιστωτών του, ακόμη και σε περίπτωση αφερεγγυότητας του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης, και

γ)

να μη συνίστανται –στο σύνολό τους ή εν μέρει, πραγματικά ή δυνάμει– σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο ενός υποκείμενου μέσου ή σε παρόμοιες απαιτήσεις που προκύπτουν από μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου μέσω πιστωτικών παραγώγων.»

γ)

Η πέμπτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στο πλαίσιο δομημένης έκδοσης, μια σειρά (tranche) ή υποσειρά (sub-tranche) είναι αποδεκτή εφόσον δεν εξαρτάται από άλλες σειρές της ίδιας έκδοσης. Η σειρά (ή υποσειρά) θεωρείται μη εξαρτώμενη έναντι άλλων σειρών (ή υποσειρών) της ίδιας έκδοσης εάν, κατά τα προβλεπόμενα στο ενημερωτικό δελτίο που περιέχει τους όρους της έκδοσης και με βάση την κατάταξη των απαιτήσεων σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, η εν λόγω σειρά (ή υποσειρά) εξοφλείται (κατά κεφάλαιο και τόκους) πριν από κάθε άλλη σειρά ή υποσειρά ή είναι η τελευταία που βαρύνεται με ζημίες μεταξύ των διαφόρων σειρών ή υποσειρών μιας δομημένης έκδοσης.»

13.

Στην ενότητα 6.2.1, υπό τον τίτλο «Τόπος έκδοσης», η πρώτη πρόταση της υποσημείωσης 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Από την 1η Ιανουαρίου 2007 τα διεθνή χρεόγραφα με μορφή τίτλων στον κομιστή που εκδίδονται μέσω των διεθνών κεντρικών αποθετηρίων αξιών Eurolear Bank (Βέλγιο) και Clearstream Banking Luxembourg είναι αποδεκτά μόνο εφόσον εκδίδονται με τη μορφή των νέων ενιαίων τίτλων (New Global Notes - NGN) και είναι κατατεθειμένα σε κοινό θεματοφύλακα που είναι διεθνές κεντρικό αποθετήριο αξιών (ICSD) ή, κατά περίπτωση, κεντρικό αποθετήριο αξιών ανταποκρινόμενο στα ελάχιστα πρότυπα που θέτει η ΕΚΤ.»

14.

Η ενότητα 6.2.2, υπό τον τίτλο «Δανειακές απαιτήσεις», τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Στην πρώτη περίπτωση της πρώτης παραγράφου, η τελευταία πρόταση της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι δανειακές απαιτήσεις δεν θα πρέπει να παρέχουν δικαιώματα επί του κεφαλαίου ή/και των τόκων εξαρτώμενα από τα δικαιώματα δικαιούχων άλλων δανειακών απαιτήσεων (ή άλλων σειρών ή υποσειρών του ίδιου κοινοπρακτικού δανείου) ή κομιστών χρεογράφων του ίδιου εκδότη.»

β)

Στην πρώτη περίπτωση της πρώτης παραγράφου, μετά τη δεύτερη πρόταση της δεύτερης παραγράφου παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«Αποδεκτές είναι εξάλλου και οι δανειακές απαιτήσεις των οποίων το επιτόκιο συνδέεται με την εξέλιξη του πληθωρισμού.»

γ)

Στην πέμπτη περίπτωση της πρώτης παραγράφου η υποσημείωση 20 διαγράφεται.

15.

Η ενότητα 6.2.3, υπό τον τίτλο «Κανόνες για τη χρήση των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων», τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Τα σημεία i) έως iii) της τρίτης παραγράφου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

ο αντισυμβαλλόμενος κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων, το 20 % ή άνω του κεφαλαίου του εκδότη/οφειλέτη/εγγυητή ή

ii)

ο εκδότης/οφειλέτης/εγγυητής κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων, το 20 % ή άνω του κεφαλαίου του αντισυμβαλλομένου ή

iii)

τρίτος κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, άνω του 20 % του κεφαλαίου του αντισυμβαλλομένου και άνω του 20 % του κεφαλαίου του εκδότη/οφειλέτη/εγγυητή.»

β)

Η τέταρτη και η πέμπτη παράγραφος αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η παραπάνω διάταξη σχετικά με τους στενούς δεσμούς δεν ισχύει για: α) στενούς δεσμούς μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και των δημοσίων αρχών των χωρών του ΕΟΧ ή σε περίπτωση που ο εγγυητής των χρεογράφων είναι δημόσιος φορέας ο οποίος δικαιούται να επιβάλλει φόρους, β) καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες που εκδίδονται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ ή γ) περιπτώσεις όπου τα χρεόγραφα καλύπτονται από συγκεκριμένες νομικές διασφαλίσεις συγκρίσιμες με εκείνες της περίπτωσης β), όπως στην περίπτωση των μη εμπορεύσιμων RMBD τα οποία δεν είναι τίτλοι.

Επιπλέον, ο αντισυμβαλλόμενος δεν επιτρέπεται να προσκομίσει ως ασφάλεια τίτλο προερχόμενο από τιτλοποίηση για τον οποίο ο ίδιος (ή τρίτος με τον οποίο διατηρεί στενούς δεσμούς) παρέχει κάλυψη έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου συνάπτοντας πράξη αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου με τον εκδότη του τίτλου ή παρέχει διευκολύνσεις ρευστότητας για ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 20 % του ανεξόφλητου υπολοίπου του τίτλου.»

γ)

Ο πίνακας 4 με τίτλο «Αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος» ενημερώνεται ως ακολούθως:

η υποσημείωση 4 διαγράφεται,

στη στήλη όπου παρατίθενται τα κριτήρια καταλληλότητας, η φράση «Εφαρμοστέο δίκαιο στην περίπτωση των δανειακών απαιτήσεων» αντικαθίσταται από τη φράση «Εφαρμοστέο δίκαιο»,

στη δέκατη σειρά της στήλης όπου παρατίθενται τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, η φράση «Δεν αφορά την περίπτωση» αντικαθίσταται από τη φράση «Για τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση η απόκτηση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους τη ΕΕ.»

16.

Η ενότητα 6.3.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ως τέταρτη παράγραφος παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου για τους ECAI, οι αξιολογήσεις πρέπει να βασίζονται σε δημοσιευμένες διαβαθμίσεις. Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει οποιαδήποτε αναγκαία κατά την κρίση του διευκρίνιση. Για τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση οι αξιολογήσεις πρέπει να επεξηγούνται σε έκθεση πιστοληπτικής διαβάθμισης προσιτή στο κοινό (δηλαδή σε λεπτομερή έκθεση πριν από τη διάθεση των τίτλων ή νέα έκδοση), η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διεξοδική ανάλυση των διαρθρωτικών και νομικών ζητημάτων, λεπτομερή αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου ασφαλειών, καθώς και ανάλυση των συμμετεχόντων στη συναλλαγή και κάθε άλλης σημαντικής ιδιομορφίας της συναλλαγής. Επιπλέον, οι ECAI πρέπει να δημοσιεύουν τακτικές εκθέσεις επίβλεψης για τους τίτλους αυτούς τουλάχιστον ανά τρίμηνο (3). Οι εκθέσεις αυτές θα πρέπει τουλάχιστον να περιέχουν επικαιροποιημένα τα βασικά στοιχεία των συναλλαγών (π.χ. σύνθεση του χαρτοφυλακίου ασφαλειών, συμμετέχοντες στη συναλλαγή, κεφαλαιακή διάρθρωση), καθώς και στοιχεία επιδόσεων.

β)

Στην πέμπτη παράγραφο η υποσημείωση 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ως “Single ΑΑΑ” νοείται κάθε μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “Α-”, διενεργούμενη από τους οίκους Fitch ή Standard & Poor’s ή διαβάθμιση “Α3”, διενεργούμενη από τον οίκο Moody’s, ή διαβάθμιση “AL”, διενεργούμενη από τον οίκο DBRS.»

γ)

Η έκτη και η έβδομη παράγραφος αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να αποφαίνεται αν η έκδοση, ο εκδότης, ο οφειλέτης ή ο εγγυητής πληροί τα απαιτούμενα υψηλά κριτήρια πιστοληπτικής διαβάθμισης με βάση οποιεσδήποτε συναφείς κατά την κρίση του πληροφορίες και δικαιούται να απορρίπτει ή να περιορίζει τη χρήση περιουσιακών στοιχείων ή να εφαρμόζει συμπληρωματικές περικοπές αποτίμησης για τέτοιου είδους λόγους, εάν αυτό είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία του Ευρωσυστήματος από τους κινδύνους, σύμφωνα με το άρθρο 18.1 του Καταστατικού ΕΣΚΤ. Αυτά τα μέτρα μπορούν να εφαρμόζονται και σε συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους, ιδίως εάν η πιστοληπτική τους ικανότητα φαίνεται να έχει υψηλή θετική συσχέτιση με την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων που προσκομίζουν ως ασφάλεια. Σε περίπτωση που η εν λόγω απόρριψη βασίζεται σε πληροφορίες εποπτικής φύσεως, οι πληροφορίες οι οποίες διαβιβάζονται είτε από τους αντισυμβαλλομένους είτε από τις εποπτικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιούνται στην έκταση που αυτό είναι εύλογο και αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος όσον αφορά την άσκηση νομισματικής πολιτικής.

Περιουσιακά στοιχεία των οποίων ο εκδότης ή ο εγγυητής υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων του, που έχουν επιβληθεί από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 της συνθήκης, ή στην περίπτωση του οποίου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί η πρόσβασή του στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος, δύνανται να εξαιρεθούν από τον κατάλογο των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.»

17.

Στην ενότητα 6.3.4, υπό τον τίτλο «Οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI)», στη δεύτερη περίπτωση της πρώτης παραγράφου η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ECAI πρέπει να πληρούν λειτουργικά κριτήρια και να παρέχουν κατάλληλη κάλυψη ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή του ECAF.»

18.

Η ενότητα 6.4.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η τελευταία πρόταση της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα μέτρα ελέγχου κινδύνων είναι σε γενικές γραμμές εναρμονισμένα στη ζώνη του ευρώ (4) και οφείλουν να διασφαλίζουν ισοτιμία, διαφάνεια και ομοιομορφία στη μεταχείριση κάθε είδους αποδεκτού περιουσιακού στοιχείου σε όλη τη ζώνη του ευρώ.

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να εφαρμόζει πρόσθετα μέτρα ελέγχου κινδύνων εάν αυτό απαιτείται για να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία του από τους κινδύνους, σύμφωνα με το άρθρο 18.1 του καταστατικού ΕΣΚΤ. Αυτά τα μέτρα ελέγχου κινδύνων, τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται με ομοιόμορφο, διάφανή και ισότιμο τρόπο, μπορούν επίσης να εφαρμοστούν και για μεμονωμένους αντισυμβαλλομένους, εάν αυτό είναι αναγκαίο για τους προαναφερθέντες λόγους προστασίας του Ευρωσυστήματος.»

γ)

Το πλαίσιο 7 με τίτλο «Μέτρα ελέγχου κινδύνων» αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΠΛΑΙΣΙΟ 7

Μέτρα ελέγχου κινδύνων

Το Ευρωσύστημα εφαρμόζει τα εξής μέτρα ελέγχου κινδύνων:

Περικοπές αποτίμησης

Το Ευρωσύστημα, κατά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια, εφαρμόζει περικοπές αποτίμησης. Αυτό συνεπάγεται ότι η αξία κάθε περιουσιακού στοιχείου υπολογίζεται ως η αγοραία αξία του μείον ένα ορισμένο ποσοστό (περικοπή).

Περιθώρια διαφορών αποτίμησης (αποτίμηση σε τρέχουσες τιμές της αγοράς)

Το Ευρωσύστημα απαιτεί να διατηρείται διαχρονικά η προσαρμοσμένη (μετά την περικοπή αποτίμησης) αγοραία τιμή των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές του για παροχή ρευστότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι, εάν η αξία των περιουσιακών στοιχείων, όπως υπολογίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μειωθεί κάτω από ένα καθορισμένο επίπεδο, η ΕθνΚΤ θα απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να προσκομίσει πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ή μετρητά (δηλαδή θα ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης). Αντίστοιχα, εάν η αξία των περιουσιακών στοιχείων, μετά από κάποια ανατίμηση, υπερβαίνει ένα καθορισμένο επίπεδο, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει να του επιστραφούν τα πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία ή μετρητά. (Οι υπολογισμοί που συνδέονται με τη λειτουργία του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης παρουσιάζονται στο πλαίσιο 8).

Το Ευρωσύστημα δύναται επίσης οποτεδήποτε να εφαρμόζει τα ακόλουθα μέτρα ελέγχου κινδύνων, εάν αυτό απαιτείται για να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία του από τους κινδύνους, σύμφωνα με το άρθρο 18.1 του καταστατικού ΕΣΚΤ:

Αρχικά περιθώρια

Το Ευρωσύστημα δύναται να εφαρμόσει αρχικά περιθώρια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να παραδίδουν ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον ίσης προς τη ρευστότητα που τους παρέχεται από το Ευρωσύστημα συν την αξία του αρχικού περιθωρίου.

Όρια που αφορούν τους εκδότες/οφειλέτες ή εγγυητές

Το Ευρωσύστημα δύναται να εφαρμόζει όρια στα χρηματοδοτικά ανοίγματα προς του εκδότες/οφειλέτες ή εγγυητές. Αυτά τα όρια μπορούν να εφαρμόζονται και σε συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους, ιδίως εάν η πιστοληπτική τους ικανότητα φαίνεται να έχει υψηλή θετική συσχέτιση με την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων που προσκομίζουν ως ασφάλεια.

Πρόσθετες εγγυήσεις

Το Ευρωσύστημα δύναται να απαιτήσει πρόσθετες εγγυήσεις από οικονομικά εύρωστους φορείς προκειμένου να δεχθεί ορισμένα περιουσιακά στοιχεία.

Αποκλεισμός

Το Ευρωσύστημα δύναται να αποκλείει τη χρήση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής. Αυτός ο αποκλεισμός μπορεί επίσης να εφαρμόζεται και σε συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους, ιδίως εάν η πιστοληπτική τους ικανότητα φαίνεται να έχει υψηλή θετική συσχέτιση με την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων που προσκομίζουν ως ασφάλεια.

Περιουσιακά στοιχεία των οποίων ο εκδότης ή ο εγγυητής υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων του, που επιβάλλει Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 της συνθήκης, ή στην περίπτωση του οποίου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί η πρόσβαση στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος, δύνανται να εξαιρεθούν από τον κατάλογο των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.»

19.

Η ενότητα 6.4.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην πρώτη παράγραφο η πρώτη πρόταση της πρώτης περίπτωσης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες, με βάση την ταξινόμηση του εκδότη και το είδος του περιουσιακού στοιχείου.»

β)

Στην πρώτη παράγραφο η τρίτη πρόταση της δεύτερης περίπτωσης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι περικοπές που εφαρμόζονται στις κατηγορίες Ι έως ΙV ποικίλλουν ανάλογα με την εναπομένουσα διάρκεια και τη διάρθρωση των τοκομεριδίων των χρεογράφων, όπως περιγράφεται στον πίνακα 7 για τα αποδεκτά εμπορεύσιμα χρεόγραφα σταθερού τοκομεριδίου και μηδενικού τοκομεριδίου (5).

γ)

Στην πρώτη παράγραφο παρεμβάλλονται η τρίτη και τέταρτη περίπτωση, ως ακολούθως:

«—

Τα επιμέρους χρεόγραφα της κατηγορίας V υπόκεινται σε μία μόνο περικοπή αποτίμησης 12 %, ανεξαρτήτως της διάρκειας και της διάρθρωσης των τοκομεριδίων.

Τα επιμέρους χρεόγραφα της κατηγορίας V, η θεωρητική τιμή των οποίων υπολογίζεται σύμφωνα με την ενότητα 6.5, υπόκεινται σε πρόσθετη περικοπή αποτίμησης. Αυτή εφαρμόζεται απευθείας επί της θεωρητικής αποτίμησης εκάστου χρεογράφου ως ποσοστό 5 % (valuation markdown).»

δ)

Ο πίνακας 6 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Κατηγορίες ρευστότητας για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία (6)

Κατηγορία I

Κατηγορία II

Κατηγορία III

Κατηγορία IV

Κατηγορία V

Χρεόγραφα κεντρικής κυβέρνησης

Χρεόγραφα τοπικών και περιφερειακών κυβερνήσεων

Παραδοσιακές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες

Χρεόγραφα πιστωτικών ιδρυμάτων (μη εξασφαλισμένα)

Τίτλοι προερχόμενοι από τιτλοποίηση (asset-backed securities

Χρεόγραφα εκδοθέντα από κεντρικές τράπεζες (7)

Καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες τύπου Jumbo (8)

Χρεόγραφα ειδικών φορέων-εκδοτών χρεογράφων (9)

Χρεόγραφα υπερεθνικών οργανισμών

Χρεόγραφα εκδοθέντα από εταιρείες και άλλους εκδότες (9)

 

 

ε)

Η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη περίπτωση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

Οι περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται σε όλα τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα αντιστρόφως κυμαινόμενου επιτοκίου των κατηγοριών Ι έως ΙV είναι ίδιες και περιγράφονται στον πίνακα 8.

Η περικοπή που εφαρμόζεται στα εμπορεύσιμα χρεόγραφα των κατηγοριών Ι έως IV με τοκομερίδιο κυμαινόμενου επιτοκίου (10) είναι αυτή που εφαρμόζεται στο κλιμάκιο διάρκειας «0-1 έτος» για τους τίτλους σταθερού επιτοκίου της ίδιας κατηγορίας ρευστότητας.

Τα μέτρα ελέγχου κινδύνων που εφαρμόζονται στα εμπορεύσιμα χρεόγραφα των κατηγοριών Ι έως IV με περισσότερα είδη τοκομεριδίων εξαρτώνται μόνο από τα είδη τοκομεριδίων που ισχύουν κατά την εναπομένουσα διάρκεια του τίτλου. Η περικοπή αποτίμησης που εφαρμόζεται σε αυτούς τους τίτλους ορίζεται ίση προς την υψηλότερη περικοπή από εκείνες που ισχύουν για χρεόγραφα με την ίδια εναπομένουσα διάρκεια, αφού ληφθούν υπόψη όλα τα είδη των τοκομεριδίων των οποίων η πληρωμή θα πραγματοποιηθεί κατά το εναπομένον διάστημα μέχρι τη λήξη του τίτλου.

στ)

Ο πίνακας 7 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΠΙΝΑΚΑΣ 7

Περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα αποδεκτά εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

(%)

 

Κατηγορίες ρευστότητας

Εναπομένουσα

Κατηγορία I

Κατηγορία II

Κατηγορία III

Κατηγορία IV

Κατηγορία V

διάρκεια (έτη)

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

 

0-1

0,5

0,5

1

1

1,5

1,5

6,5

6,5

12 (11)

1-3

1,5

1,5

2,5

2,5

3

3

8

8

3-5

2,5

3

3,5

4

4,5

5

9,5

10

5-7

3

3,5

4,5

5

5,5

6

10,5

11

7-10

4

4,5

5,5

6,5

6,5

8

11,5

13

> 10

5,5

8,5

7,5

12

9

15

14

20

ζ)

Ο τίτλος του πίνακα 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

20.

Στην ενότητα 6.4.3, υπό τον τίτλο «Δανειακές απαιτήσεις», στο τέλος της πρώτης περίπτωσης παρεμβάλλεται η ακόλουθη υποσημείωση:

«(*)

Οι περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στις δανειακές απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου εφαρμόζονται και στις δανειακές απαιτήσεις τιμαριθμοποιημένου επιτοκίου.»

21.

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη ενότητα 6.7:

«6.7.   Αποδοχή περιουσιακών στοιχείων εκφρασμένων σε νομίσματα εκτός του ευρώ σε έκτακτες περιπτώσεις

Σε ορισμένες περιπτώσεις το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του να ορίσει ότι είναι αποδεκτά ως ασφάλεια και ορισμένα εμπορεύσιμα χρεόγραφα τα οποία έχουν εκδοθεί από κεντρικές κυβερνήσεις χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ που ανήκουν στην Ομάδα των 10 (G10) στο εθνικό τους νόμισμα. Στην περίπτωση αυτή διασαφηνίζονται τα εφαρμοστέα κριτήρια και επίσης γνωστοποιούνται στους αντισυμβαλλομένους οι διαδικασίες επιλογής και χρήσης ξένων τίτλων ως ασφάλειας, περιλαμβανομένων των πηγών και των αρχών αποτίμησης των μέτρων ελέγχου κινδύνων και των διαδικασιών διακανονισμού.

Κατ’ απόκλιση από όσα προβλέπονται στην ενότητα 6.2.1, τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία δύνανται να κατατίθενται/καταχωρούνται (εκδίδονται), να διακρατούνται και να διακανονίζονται εκτός του ΕΟΧ και να είναι, όπως προαναφέρθηκε, εκφρασμένα σε άλλα νομίσματα εκτός του ευρώ. Περιουσιακά στοιχεία αυτού του είδους που χρησιμοποιούνται από έναν αντισυμβαλλόμενο θα πρέπει να βρίσκονται στην κυριότητά του.

Αντισυμβαλλόμενοι οι οποίοι είναι υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων εκτός ΕΟΧ και Ελβετίας δεν δύνανται να χρησιμοποιούν τέτοια περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια.»

22.

Η ενότητα 7.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα ιδρύματα απαλλάσσονται αυτοδικαίως από την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών από την έναρξη της περιόδου τήρησης εντός της οποίας λαμβάνει χώρα ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους ή παραίτηση από αυτή, ή εντός της οποίας ορισμένη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή συμμετέχοντος κράτους μέλους αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εκκαθάρισης του ιδρύματος. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), η ΕΚΤ δύναται επίσης να απαλλάξει ιδρύματα από τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του συστήματος ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, εάν τελούν υπό αναδιοργάνωση ή υπόκεινται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων τους που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 της συνθήκης ή στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί η πρόσβαση στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή στις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος ή εφόσον κρίνεται ότι η εφαρμογή των υποχρεώσεων αυτών στα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του συστήματος υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος. Εάν η απαλλαγή αυτή αποφασίζεται για λόγους που συνδέονται με τους σκοπούς του συστήματος υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω κριτήρια:

το ίδρυμα έχει άδεια να επιτελεί λειτουργίες με ειδικό σκοπό και μόνο,

το ίδρυμα απαγορεύεται να ασκεί ενεργά τραπεζικές λειτουργίες ανταγωνιζόμενο άλλα πιστωτικά ιδρύματα, ή/και

το ίδρυμα υποχρεούται νομικώς να διαθέτει όλες τις καταθέσεις που συγκεντρώνει για σκοπούς συναφείς προς την ενίσχυση της περιφερειακής ή/και διεθνούς ανάπτυξης.»

β)

Η δεύτερη πρόταση της τρίτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΚΤ επίσης δημοσιεύει κατάλογο των ιδρυμάτων που απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του συστήματος αυτού για άλλους λόγους και όχι επειδή τελούν υπό αναδιοργάνωση ή επειδή υπόκεινται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων τους που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 της συνθήκης, ή επειδή πρόκειται για ιδρύματα στην περίπτωση των οποίων με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί η πρόσβαση στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή στις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος (12).

23.

Η ενότητα 7.3 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Υπό τον τίτλο «Βάση υπολογισμού και συντελεστές των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών» η πρώτη πρόταση της τέταρτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι υποχρεώσεις έναντι άλλων ιδρυμάτων τα οποία υπόκεινται και αυτά στο σύστημα ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος (και περιέχονται στο σχετικό κατάλογο) και οι υποχρεώσεις έναντι της ΕΚΤ και των συμμετεχουσών ΕθνΚΤ δεν περιλαμβάνονται στη βάση των ελάχιστων αποθεματικών.»

β)

Υπό τον τίτλο «Βάση υπολογισμού και συντελεστές των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών» η τρίτη και τέταρτη πρόταση της πέμπτης παραγράφου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο συντελεστής αυτός προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9). Η ΕΚΤ καθορίζει μηδενικό συντελεστή για τις εξής κατηγορίες υποχρεώσεων: “καταθέσεις προθεσμίας με συμφωνημένη διάρκεια άνω των δυο ετών”, “καταθέσεις υπό προειδοποίηση άνω των δυο ετών”, “συμφωνίες επαναγοράς” και “χρεόγραφα με αρχική διάρκεια άνω των δυο ετών” (βλέπε πλαίσιο 9).»

γ)

Το πλαίσιο 9 με τίτλο «Βάση υπολογισμού και συντελεστές των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών» αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΠΛΑΙΣΙΟ 9

Βάση υπολογισμού και συντελεστές των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών

A.   Υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στη βάση των αποθεματικών και υπάγονται σε θετικό συντελεστή

Καταθέσεις (13)

Καταθέσεις διάρκειας μιας ημέρας

Καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως και δύο έτη

Καταθέσεις υπό προειδοποίηση έως και δύο ετών

Εκδοθέντα χρεόγραφα

Χρεόγραφα με αρχική διάρκεια έως και δύο έτη

B.   Υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στη βάση των αποθεματικών και υπάγονται σε μηδενικό συντελεστή

Καταθέσεις (13)

Καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια άνω των δύο ετών

Καταθέσεις υπό προειδοποίηση άνω των δύο ετών

Συμφωνίες επαναγοράς

Εκδοθέντα χρεόγραφα

Χρεόγραφα με αρχική διάρκεια άνω των δύο ετών

Γ.   Υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στη βάση των αποθεματικών

Υποχρεώσεις έναντι άλλων ιδρυμάτων που υπόκεινται στο σύστημα ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος

Υποχρεώσεις έναντι της ΕΚΤ και των συμμετεχουσών ΕθνΚΤ

24.

Το προσάρτημα 1 του παραρτήματος Ι τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο παράδειγμα 6 η πρώτη σειρά του πίνακα Ι αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Τίτλος Α

Καλυμμένη τραπεζική ομολογία τύπου Jumbo

30.8.2008

Σταθερό

6 μήνες

4 έτη

3,50 %»

β)

Στο παράδειγμα 6, υπό τον τίτλο «Σύστημα εξειδίκευσης των ασφαλειών», στο σημείο 1 της πρώτης παραγράφου η δεύτερη και η τρίτη πρόταση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο τίτλος Α είναι καλυμμένη τραπεζική ομολογία τύπου Jumbo σταθερού επιτοκίου και λήγει στις 30 Αυγούστου 2008. Έχει δηλαδή εναπομένουσα διάρκεια τεσσάρων ετών, οπότε απαιτείται περικοπή αποτίμησης 3,5 %.»

25.

Το προσάρτημα 2 του παραρτήματος Ι τροποποιείται ως εξής:

α)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος ορισμός των «τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση»:

«Τίτλοι προερχόμενοι από τιτλοποίηση (asset backed securities – ABS): χρεόγραφα τα οποία καλύπτονται από χαρτοφυλάκιο πλήρως διαχωρισμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, σταθερής ή ανανεούμενης σύνθεσης, και τα οποία μετατρέπονται σε μετρητά εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου. Επιπλέον, μπορεί να συμπεριλαμβάνονται δικαιώματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν την εξυπηρέτηση της έκδοσης ή την έγκαιρη διανομή των προσόδων στους κατόχους των τίτλων. Γενικώς, οι εν λόγω τίτλοι εκδίδονται από επενδυτικό φορέα που έχει συσταθεί ειδικά προς το σκοπό αυτό και ο οποίος έχει αποκτήσει τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία από τον αρχικό δικαιούχο/πωλητή των στοιχείων αυτών. Οι πληρωμές προς τους κατόχους των τίτλων εξαρτώνται πρωτίστως από τις εισοδηματικές ροές τις οποίες αποφέρει το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων και από τα τυχόν λοιπά δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της έγκαιρης πληρωμής, όπως π.χ. διευκολύνσεις ρευστότητας, εγγυήσεις ή άλλες μέθοδοι που είναι γενικώς γνωστές ως τεχνικές περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου.»

β)

Ο ορισμός του «συστήματος ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σύστημα ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΣΑΚΤ) (correspondent central banking model – CCBM): μηχανισμός που καθιερώθηκε από το Ευρωσύστημα ώστε να επιτρέπει στους αντισυμβαλλομένους τη χρήση περιουσιακών στοιχείων ως ασφαλειών σε διασυνοριακή βάση. Στο πλαίσιο του ΣΑΚΤ, οι ΕθνΚΤ ενεργούν ως θεματοφύλακες η μία για λογαριασμό της άλλης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ΕθνΚΤ τηρεί ένα λογαριασμό διαχείρισης τίτλων για καθεμία από τις λοιπές ΕθνΚΤ και για την ΕΚΤ. Το ΣΑΚΤ είναι επίσης διαθέσιμο και σε αντισυμβαλλομένους ορισμένων ΕθνΚΤ εκτός Ευρωσυστήματος.»

γ)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος ορισμός της «πράξης αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου»:

«Πράξη αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου (currency hedge transaction): συναλλαγή όπου ο εκδότης τίτλου που συνεπάγεται εισοδηματικές ροές σε νόμισμα εκτός του ευρώ, με σκοπό τη μείωση του συναφούς συναλλαγματικού κινδύνου, συμφωνεί με τρίτο πρόσωπο (τον αντισταθμίζοντα) να ανταλλάξει αυτές τις εισοδηματικές ροές με ποσά σε ευρώ, τα οποία αναλαμβάνει να καταβάλει ο αντισταθμίζων, παρέχοντας ενδεχομένως και εγγύηση περί της καταβολής τους.»

δ)

Ο ορισμός του «τέλους της ημέρας» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τέλος της ημέρας (end-of-day): η ώρα της εργάσιμης ημέρας, μετά το κλείσιμο του συστήματος TARGET2, κατά την οποία οι πληρωμές που διεκπεραιώνονται μέσω του συστήματος TARGET2 γίνονται οριστικές.»

ε)

Ο ορισμός της «έκτακτης δημοπρασίας» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Έκτακτη δημοπρασία (quick tender): δημοπρασία την οποία χρησιμοποιεί το Ευρωσύστημα στις πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας όταν κρίνεται επιθυμητός ο άμεσος επηρεασμός των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά. Οι έκτακτες δημοπρασίες κατά κανόνα εκτελούνται εντός 90 λεπτών της ώρας και συνήθως με τη συμμετοχή περιορισμένου αριθμού αντισυμβαλλομένων

στ)

Ο ορισμός του «ΣΔΣΧ (Σύστημα διακανονισμού σε συνεχή χρόνο)» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΣΔΣΧ (Σύστημα διακανονισμού σε συνεχή χρόνο) (RTGS - real time gross settlement system): διακανονισμού το οποίο επεξεργάζεται και διακανονίζει εντολές μία προς μία, ήτοι χωρίς συμψηφισμό, σε πραγματικό συνεχή χρόνο. Βλέπε και TARGET2

ζ)

Ο ορισμός του «TARGET» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«TARGET: ο πρόδρομος του συστήματος TARGET2, ο οποίος λειτουργούσε με αποκεντρωμένη δομή για τη διασύνδεση των εθνικών ΣΔΣΧ και του μηχανισμού πληρωμών της ΕΚΤ. Το σύστημα TARGET αντικαταστάθηκε από το TARGET2 σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα μετάπτωσης που είχε καθορίσει το άρθρο 13 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2007/2.»

η)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος ορισμός της «μείωσης αποτίμησης»:

«Μείωση αποτίμησης (valuation markdown): μέτρο ελέγχου κινδύνων το οποίο εφαρμόζεται στα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές. Σύμφωνα με αυτό, η κεντρική τράπεζα υπολογίζει την αξία των περιουσιακών στοιχείων αφαιρώντας από τη θεωρητική τρέχουσα τιμή της αγοράς ένα ορισμένο ποσοστό πριν ακόμη εφαρμόσει οποιαδήποτε περικοπή αποτίμησης  (14).

26.

Ο πίνακας του προσαρτήματος 5 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«ΟΙ ΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κεντρική τράπεζα

Δικτυακός τόπος

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

www.ecb.europa.eu

Nationale Bank van België/Banque Nationale de Belgique

www.nbb.be ή www.bnb.be

Deutsche Bundesbank

www.bundesbank.de

Central Bank and Financial Services Authority of Ireland

www.centralbank.ie

Τράπεζα της Ελλάδος

www.bankofgreece.gr

Banco de España

www.bde.es

Banque de France

www.banque-france.fr

Banca d’Italia

www.bancaditalia.it

Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

www.centralbank.gov.cy

Banque centrale du Luxembourg

www.bcl.lu

Central Bank of Malta

www.centralbankmalta.org

De Nederlandsche Bank

www.dnb.nl

Oesterreichische Nationalbank

www.oenb.at

Banco de Portugal

www.bportugal.pt

Banka Slovenije

www.bsi.si

Suomen Pankki

www.bof.fi»


(1)  Επιπλέον, πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης παρέχεται μόνο εφόσον έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις όσον αφορά την υποδομή συστήματος πληρωμών στο ΣΔΣΧ.

(2)  Από τις 19 Νοεμβρίου 2007 η αποκεντρωμένη τεχνική υποδομή του TARGET έχει αντικατασταθεί από την ενιαία κοινή πλατφόρμα του TARGET2, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η υποβολή και επεξεργασία όλων των εντολών πληρωμής, καθώς και η λήψη πληρωμών κατά τον ίδιο τεχνικά τρόπο. Η μετάπτωση στο TARGET2 προγραμματίστηκε κατά τρεις ομάδες χωρών, επιτρέποντας στους χρήστες του TARGET την επίτευξή της σε διαφορετικά στάδια και προκαθορισμένες ημερομηνίες. Η σύνθεση των ομάδων χωρών ήταν η ακόλουθη: Ομάδα 1 (19 Νοεμβρίου 2007): Αυστρία, Κύπρος, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα και Σλοβενία. Ομάδα 2 (18 Φεβρουαρίου 2008): Βέλγιο, Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία και Ισπανία. Ομάδα 3 (19 Μαΐου 2008): Ελλάδα, Ιταλία, καθώς και η ΕΚΤ. Μία τέταρτη ημερομηνία μετάπτωσης (15 Σεπτεμβρίου 2008) προβλέφθηκε ως έκτακτο μέτρο. Ορισμένες μη συμμετέχουσες ΕθνΚΤ συνδέονται επίσης με το TARGET2 βάσει ξεχωριστής συμφωνίας: Λεττονία και Λιθουανία (στην Ομάδα 1), καθώς και Δανία, Εσθονία και Πολωνία (στην Ομάδα 3).»

(3)  Για τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση με υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία που συνεπάγονται πληρωμές (κεφαλαίου ή τόκων) ανά εξάμηνο ή ετησίως, οι σχετικές εκθέσεις παρακολούθησης μπορούν να έχουν αντίστοιχα εξάμηνη ή ετήσια συχνότητα.»

(4)  Λόγω λειτουργικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών ενδέχεται να παραμένουν ορισμένες διαφορές ως προς τα μέτρα ελέγχου κινδύνων. Για παράδειγμα, ως προς τις διαδικασίες παράδοσης των περιουσιακών στοιχείων από τους αντισυμβαλλομένους προς τις ΕθνΚΤ (με τη μορφή σύστασης ενεχύρου επί χαρτοφυλακίου ασφαλειών υπέρ της ΕθνΚΤ ή με τη μορφή μεταβίβασης επιμέρους τίτλων, καθορισμένων για κάθε συναλλαγή, με βάση συμφωνίες επναγοράς), ενδέχεται να υπάρχουν ήσσονος σημασίας διαφορές ως προς το χρόνο αποτίμησης και ως προς άλλα λειτουργικά χαρακτηριστικά του πλαισίου ελέγχου κινδύνων. Επιπλέον, στην περίπτωση των μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, η ακρίβεια των μεθόδων αποτίμησης μπορεί να διαφέρει, επηρεάζοντας ανάλογα το συνολικό επίπεδο των περικοπών αποτίμησης (βλέπε ενότητα 6.4.3).»

(5)  Οι περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα χρεόγραφα σταθερού τοκομεριδίου ισχύουν και για τα χρεόγραφα των οποίων το τοκομερίδιο συνδέεται με τη μεταβολή της πιστοληπτικής διαβάθμισης του ίδιου του εκδότη ή για τα τιμαριθμοποιημένα ομόλογα.»

(6)  Γενικώς, η ταξινόμηση του εκδότη καθορίζει την κατηγορία ρευστότητας. Ωστόσο, όλοι οι τίτλοι που προέρχονται από τιτλοποίηση υπάγονται στην κατηγορία V, ανεξάρτητα από την ταξινόμηση του εκδότη, και οι καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες τύπου Jumbo υπάγονται στην κατηγορία ΙΙ, ενώ οι παραδοσιακές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες και άλλα χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα υπάγονται στις κατηγορίες ΙΙΙ και IV.»

(7)  Τα πιστοποιητικά χρέους που εκδίδονται από την ΕΚΤ και τα χρεόγραφα που εκδίδονται από τις ΕθνΚΤ πριν από την υιοθέτηση του ευρώ στα αντίστοιχα κράτη μέλη υπάγονται στην κατηγορία ρευστότητας Ι.

(8)  Περιλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο τίτλοι ποσού έκδοσης τουλάχιστον 1 δισεκατομμυρίου ευρώ για τους οποίους τουλάχιστον τρεις διαπραγματευτές αγοράς παρέχουν σε τακτική βάση τιμές προσφοράς και ζήτησης.

(9)  Στην κατηγορία ρευστότητας ΙΙ υπάγονται τίτλοι που εκδίδονται αποκλειστικά και μόνο από εκδότες οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί από την ΕΚΤ ως «ειδικοί φορείς-εκδότες χρεογράφων». Τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από άλλους φορείς-εκδότες χρεογράφων υπάγονται στην κατηγορία ρευστότητας ΙΙΙ.

(10)  Τα τοκομερίδια θεωρούνται κυμαινόμενου επιτοκίου αν συνδέονται με ένα επιτόκιο αναφοράς και η περίοδος επανακαθορισμού του τοκομεριδίου δεν είναι μεγαλύτερη του ενός έτους. Τα τοκομερίδια με περίοδο επανακαθορισμού μεγαλύτερη του ενός έτους θεωρούνται ως σταθερού επιτοκίου και η διάρκεια που λαμβάνεται υπόψη για να εφαρμοστεί η περικοπή αποτίμησης είναι η εναπομένουσα διάρκεια του χρεογράφου.»

(11)  Τα επιμέρους χρεόγραφα της κατηγορίας V, η θεωρητική τιμή των οποίων υπολογίζεται σύμφωνα με την Ενότητα 6.5, υπόκεινται σε πρόσθετη περικοπή αποτίμησης. Αυτή εφαρμόζεται απευθείας επί της θεωρητικής αποτίμησης εκάστου χρεογράφου ως ποσοστό 5 % (valuation markdown).»

(12)  Οι κατάλογοι διατίθενται στο κοινό μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).»

(13)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2181/2004 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Δεκεμβρίου 2004, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2423/2001 (ΕΚΤ/2001/13) σχετικά με την ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 63/2002 (ΕΚΤ/2001/18) σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία επιτοκίων εφαρμοζόμενων από τα νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε καταθέσεις και δάνεια που αφορούν νοικοκυριά και μη χρηματοδοτικές εταιρείες (ΕΚΤ/2004/21, ΕΕ L 371 της 18.12.2004, σ. 42) ορίζει ρητώς ότι οι υποχρεώσεις από καταθέσεις αναφέρονται στην ονομαστική τους αξία. Ονομαστική αξία είναι το κεφάλαιο το οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται συμβατικά να καταβάλει στον πιστωτή. Η τροποποίηση αυτή ήταν αναγκαία διότι η Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1) είχε τροποποιηθεί με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η αποτίμηση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων στην εύλογη αξία τους.»

(14)  Π.χ. στους προερχόμενους από τιτλοποίηση τίτλους της κατηγορίας V που αποτιμώνται με βάση μια θεωρητική τιμή, σε αυτή την τιμή εφαρμόζεται πρώτα μείωση αποτίμησης 5 % και κατόπιν περικοπή αποτίμησης 12 %. Αυτό ισοδυναμεί με συνολική περικοπή 16,4 %.»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Το παράρτημα II της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στην ενότητα Ι στην πρώτη παράγραφο του σημείου 6 το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

αναστολή ή ανάκληση της άδειας του αντισυμβαλλομένου να διεξάγει δραστηριότητες είτε δυνάμει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), όπως αυτές εφαρμόζονται στα οικεία κράτη μέλη του Ευρωσυστήματος· ή

2.

Στην ενότητα Ι, στην πρώτη παράγραφο του σημείου 6 το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«η)

λήψη, έναντι του αντισυμβαλλομένου, μέτρων παρόμοιων με τα αναφερόμενα στα άρθρα 30, 31, 33 και 34 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ· ή»

3.

Στην ενότητα Ι, στην πρώτη παράγραφο του σημείου 6 παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία ιστ) έως κ):

«ιστ)

ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της δυνατότητας χρήσης των κεφαλαίων του που επιβάλλει η Κοινότητα; ή

ιζ)

ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της δυνατότητας χρήσης των κεφαλαίων του που επιβάλλει κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2 της συνθήκης; ή

ιη)

το σύνολο ή σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου έχει δεσμευθεί ή κατασχεθεί ή υπόκειται σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία που αποσκοπεί στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος ή των δικαιωμάτων των πιστωτών του αντισυμβαλλομένου· ή

ιθ)

το σύνολο ή σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου έχει μεταβιβασθεί σε άλλο φορέα· ή

κ)

κάθε άλλο γεγονός που συνέβη, ή επίκειται η επέλευσή του, και το οποίο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εκπλήρωση από πλευράς του αντισυμβαλλομένου των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει της συμφωνίας την οποία έχει συνάψει προς το σκοπό της άσκησης πράξεων νομισματικής πολιτικής ή βάσει κάθε άλλου κανόνα που διέπει τις σχέσεις μεταξύ αυτού και οποιασδήποτε κεντρικής τράπεζας του Ευρωσυστήματος.»

4.

Στην ενότητα Ι η δεύτερη παράγραφος του σημείου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα αποτελέσματα στις περιπτώσεις α) και ιστ) επέρχονται πάντα αυτοδικαίως. Τα αποτελέσματα στις περιπτώσεις β), γ) και ιζ) είναι δυνατόν να επέρχονται αυτοδικαίως, όχι όμως και στις περιπτώσεις δ) έως ιε) και ιη) έως κ), οπότε ενεργοποιούνται βάσει διακριτικής ευχέρειας (δηλαδή μόνο κατόπιν επίδοσης σχετικής κοινοποίησης του γεγονότος που συνιστά λόγο λύσης). Η κοινοποίηση αυτή του λόγου λύσης δύναται να προβλέπει μέγιστη περίοδο χάριτος τριών εργάσιμων ημερών για την αποκατάσταση του σχετικού γεγονότος που συνιστά λόγο λύσης. Για γεγονότα που συνιστούν λόγους λύσης και που κρίνονται στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας, οι διατάξεις οι σχετικές με την άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας θα πρέπει να προσδιορίζουν με σαφήνεια τα αποτελέσματα της άσκησής της.»

5.

Στην ενότητα Ι το σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.

Οι σχετικές συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει μία ΕθνΚΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση επέλευσης λόγου λύσης, η ΕθνΚΤ νομιμοποιείται να ασκήσει τα ακόλουθα δικαιώματα: να αναστείλει ή να αποκλείσει την πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου σε δραστηριότητες της ανοιχτής αγοράς, να αναστείλει ή να αποκλείσει την πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου στις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος, να λύσει διά καταγγελίας όλες τις εκκρεμείς συμφωνίες και συναλλαγές ή να αξιώσει επίσπευση της ικανοποίησης των απαιτήσεων που δεν έχουν ακόμη καταστεί ληξιπρόθεσμες ή τελούν υπό όρο ή αίρεση. Επιπλέον, η ΕθνΚΤ νομιμοποιείται να λάβει τα ακόλουθα μέτρα αποκατάστασης: να χρησιμοποιήσει τις καταθέσεις του αντισυμβαλλομένου στην ΕθνΚΤ για το συμψηφισμό απαιτήσεών της εναντίον αυτού, να αναστείλει την εκπλήρωση υποχρεώσεών της έναντι του αντισυμβαλλομένου έως ότου ικανοποιηθεί η απαίτησή της εναντίον του, να απαιτήσει τόκους υπερημερίας ή να απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενο αποζημίωση για τυχόν ζημίες που επέρχονται συνεπεία της επέλευσης στο πρόσωπό του λόγων λύσης. Επιπλέον, οι σχετικές συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει μία ΕθνΚΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνιστά λόγο λύσης, η εν λόγω ΕθνΚΤ νομιμοποιείται να ρευστοποιήσει χωρίς περιττή καθυστέρηση όλα τα παρασχεθέντα ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιηθεί μέχρι το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης, εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν προβεί σε άμεσο διακανονισμό του αρνητικού υπολοίπου του. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των μέτρων που επιβάλλονται, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίζει σχετικά με τα μέτρα αποκατάστασης, περιλαμβανομένης της αναστολής ή του αποκλεισμού της πρόσβασης στις λειτουργίες της ανοιχτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος.»

6.

Στην ενότητα ΙΙ, υπό τον τίτλο «Χαρακτηριστικά κοινά σε όλες τις αντιστρεπτέες συναλλαγές», η υποσημείωση 2 του σημείου 15 διαγράφεται.


(1)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1


5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/46


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

για τροποποίηση την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/16 σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών

(ΕΚΤ/2008/21)

(2009/100/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό ΕΣΚΤ»), και ιδίως τα άρθρα 12.1, 14.3 και 26.4,

τη συμβολή του γενικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σύμφωνα με τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 47.2 του καταστατικού ΕΣΚΤ,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/16, της 10ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών (1) χρήζει τροποποίησης, προκειμένου να λάβει υπόψη τις αποφάσεις πολιτικής και τις εξελίξεις της αγοράς.

(2)

Προς περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας των οικονομικών καταστάσεων το Ευρωσύστημα αναθεώρησε την πολιτική του σε σχέση με τη γνωστοποίηση των συναλλαγών σε τίτλους. Στο πλαίσιο της αναθεωρημένης πολιτικής, τίτλοι που προηγουμένως κατατάσσονταν στα πάγια στοιχεία του ενεργητικού θα πρέπει να παύσουν να ταξινομούνται υπό το στοιχείο του ισολογισμού «λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού», αναταξινομούμενοι πλέον υπό το κατάλληλο στοιχείο υπό τον τίτλο «στοιχείο του ενεργητικού», με βάση την προέλευση του εκδότη, το νόμισμα έκφρασης και την κατά περίπτωση ιδιότητά τους ως διακρατούμενων έως τη λήξη. Εξάλλου, υπό το στοιχείο «Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού» θα πρέπει να ταξινομούνται όλα τα χρηματοδοτικά μέσα που αποτελούν τμήμα χαρτοφυλακίου ειδικού προορισμού.

(3)

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/16 δεν περιέχει ειδικούς λογιστικούς κανόνες όσον αφορά τις προθεσμιακές πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων (forward interest rate swaps), τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος (foreign exchange futures) και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί μετοχών (equity futures). Η χρήση ανάλογων μέσων στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, μπορεί δε να συνδέεται με τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ. Ενώ οι προθεσμιακές πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων θα πρέπει να λογιστικοποιούνται όπως οι κοινές («plain vanilla») πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί μετοχών θα πρέπει να λογιστικοποιούνται όπως τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων.

(4)

Οι ισχύοντες κανόνες για τους μετοχικούς τίτλους χρήζουν τροποποίησης, προκειμένου να λάβουν υπόψη τη δυνατότητα μεταχείρισης των εμπορεύσιμων μετοχών στο πλαίσιο της διαχείρισης των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2006/16 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 5 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι συναλλαγές επί τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των μετοχικών τίτλων, σε ξένο νόμισμα, είναι δυνατό να εξακολουθήσουν να καταγράφονται με βάση την προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης. Οι σχετικοί δεδουλευμένοι τόκοι και οι διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο καταγράφονται σε ημερήσια βάση από την ημερομηνία διακανονισμού spot.»

2.

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο χρυσός, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα, οι τίτλοι, με εξαίρεση τους τίτλους που ταξινομούνται ως διακρατούμενοι έως τη λήξη και τους μη εμπορεύσιμους τίτλους, και τα χρηματοδοτικά μέσα που εγγράφονται σε λογαριασμούς του ισολογισμού, αλλά και εκτός ισολογισμού, υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους με βάση τις μέσες αγοραίες ισοτιμίες και τιμές της ημερομηνίας της τριμηνιαίας αναπροσαρμογής. Αυτό δεν εμποδίζει τους φορείς παροχής στοιχείων να προβαίνουν σε συχνότερη αναπροσαρμογή της αξίας των χαρτοφυλακίων τους για εσωτερικούς σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλουν στοιχεία των λογιστικών τους καταστάσεων μόνο στην αξία συναλλαγής στη διάρκεια του τριμήνου.»

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.   Τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη και μη εμπορεύσιμοι τίτλοι αποτιμώνται στο αποσβεσθέν κόστος και υπόκεινται σε απομείωση αξίας».

3.

Το άρθρο 8 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι αντιστρεπτέες πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών δανεισμού τίτλων, οι οποίες διενεργούνται βάσει προγράμματος αυτόματου δανεισμού τίτλων, καταγράφονται στον ισολογισμό μόνο εφόσον παρέχεται ασφάλεια με τη μορφή μετρητών κατατεθειμένων σε λογαριασμό της οικείας ΕθνΚΤ ή της ΕΚΤ.»

4.

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί εμπορεύσιμων μετοχικών τίτλων, δηλαδή μετοχών ή τίτλων μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων, ανεξαρτήτως του εάν οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται απευθείας από κάποιο φορέα παροχής στοιχείων ή τον αντιπρόσωπό του, εξαιρουμένων των συναλλαγών με αντικείμενο κεφάλαια συνταξιοδοτικών ταμείων, συμμετοχές, επενδύσεις σε θυγατρικές ή σημαντικές συμμετοχές.»

β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Μετοχικοί τίτλοι εκφρασμένοι σε ξένα νομίσματα που εμφανίζονται υπό το στοιχείο “λοιπά στοιχεία ενεργητικού” δεν αποτελούν μέρος της συνολικής συναλλαγματικής θέσης αλλά χωριστών διαθεσίμων νομίσματος. Ο υπολογισμός των συναφών συναλλαγματικών κερδών και ζημιών είναι δυνατό να πραγματοποιείται με βάση τη μέθοδο του καθαρού μέσου κόστους ή τη μέθοδο του μέσου κόστους.»

γ)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα χαρτοφυλάκια μετοχών υπόκεινται σε αναπροσαρμογή της αξίας τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 2. Η αναπροσαρμογή διενεργείται ανά στοιχείο. Η αναπροσαρμογή της αξίας όσον αφορά τίτλους μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων διενεργείται σε καθαρή βάση και όχι μεμονωμένα, ανά μετοχή. Δεν πραγματοποιείται συμψηφισμός μεταξύ διαφορετικών μετοχών ή διαφορετικών τίτλων μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων.»

δ)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 4 έως 8:

«4.   Οι συναλλαγές καταγράφονται στον ισολογισμό με την αξία συναλλαγής.

5.   Η προμήθεια μεσιτείας μπορεί να καταγράφεται είτε ως έξοδο συναλλαγής, περιληπτέο στο κόστος του στοιχείου του ενεργητικού, είτε ως δαπάνη στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

6.   Το ποσό του αγοραζόμενου μερίσματος περιλαμβάνεται στο κόστος του μετοχικού τίτλου. Μετά την ημερομηνία, από την οποία καθίσταται δυνατή η διαπραγμάτευση του μετοχικού τίτλου χωρίς το μέρισμα (ex-dividend date) και έως ότου εισπραχθεί η πληρωμή του μερίσματος, το ως άνω ποσό είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται ως χωριστό στοιχείο.

7.   Τα δεδουλευμένα μερίσματα δε λογίζονται στο τέλος της περιόδου, καθώς περιλαμβάνονται ήδη στην αγοραία τιμή των μετοχικών τίτλων, με εξαίρεση τις μετοχές, η διαπραγμάτευση των οποίων είναι δυνατή χωρίς το μέρισμα.

8.   Με τη σύστασή τους, τα δικαιώματα προτιμήσεως (rights issues) αντιμετωπίζονται ως χωριστά στοιχεία του ενεργητικού. Το κόστος κτήσεως υπολογίζεται με βάση το υφιστάμενο μέσο κόστος της μετοχής, την τιμή άσκησης του δικαιώματος προτιμήσεως επί των νέων μετοχών και την αναλογία μεταξύ υφιστάμενων και νέων μετοχών. Εναλλακτικά, η τιμή του δικαιώματος είναι δυνατό να βασίζεται στην αξία του δικαιώματος στην αγορά, στο υφιστάμενο μέσο κόστος της μετοχής και στην αγοραία τιμή της μετοχής πριν από τη σύσταση του εν λόγω δικαιώματος.»

5.

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης»

β)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης εγγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού την ημερομηνία συναλλαγής.»

6.

Το άρθρο 17 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αξία των πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων αναπροσαρμόζεται μεμονωμένα και, εφόσον είναι αναγκαίο, μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση ισοτιμία του νομίσματος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσεως συνιστάται να αποσβέννυνται εντός των επόμενων χρήσεων, στην περίπτωση των προθεσμιακών πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων ως έναρξη της απόσβεσης συνιστάται να ορίζεται η ημερομηνία αξίας της συναλλαγής, η δε απόσβεση θα πρέπει να είναι γραμμική. Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού αναπροσαρμογής.»

7.

Τα παραρτήματα ΙΙ, IV και IX της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2006/16 τροποποιούνται σύμφωνα προς το παράρτημα της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει την 31η Δεκεμβρίου 2008.

Άρθρο 3

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος.

Φρανκφούρτη, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Για τo διοικητικό συμβoύλιo της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 348 της 11.12.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα παραρτήματα II, IV και IX της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2006/16 τροποποιούνται ως εξής:

1.

Το παράρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

α)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος ορισμός:

«Χαρτοφυλάκιο ειδικού προορισμού (earmarked portfolio): επένδυση ειδικού προορισμού η οποία ταξινομείται στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού ως κεφάλαιο υποκατάστασης και αποτελείται από τίτλους, μετοχικούς τίτλους, καταθέσεις προθεσμίας και τρεχούμενους λογαριασμούς, συμμετοχές ή/και επενδύσεις σε θυγατρικές. Αντιστοιχεί σε προσδιορίσιμο στοιχείο του παθητικού σκέλους του ισολογισμού, ανεξαρτήτως της ύπαρξης νομικών ή άλλων περιορισμών.»

β)

Ο ορισμός του όρου «πάγια χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού» διαγράφεται.

γ)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος ορισμός:

«Τίτλοι διακρατούμενοι έως τη λήξη (held-to-maturity securities): τίτλοι με καθορισμένες ή προσδιορίσιμες πληρωμές και προκαθορισμένη διάρκεια, τους οποίους η ΕθνΚΤ προτίθεται να διακρατεί έως τη λήξη τους.»

2.

Ο πίνακας του παραρτήματος IV με τίτλο «Ενεργητικό» αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

Στοιχείο ισολογισμού (1)

Ταξινόμηση του περιεχομένου των στοιχείων του ισολογισμού

Αρχή αποτίμησης

Εφαρμογή (2)

Ενεργητικό

1

1

Χρυσός και απαιτήσεις σε χρυσό

Φυσικός χρυσός, ήτοι ράβδοι, κέρματα, πλάκες, ψήγματα, αποθηκευμένος ή “καθ’ οδόν”. Άυλος χρυσός, όπως υπόλοιπα σε λογαριασμούς καταθέσεων σε χρυσό (γενικοί λογαριασμοί μετάλλου), προθεσμιακές καταθέσεις και απαιτήσεις σε χρυσό που προκύπτουν από τις ακόλουθες συναλλαγές: i) συναλλαγές αναβάθμισης ή υποβάθμισης και ii) πράξεις ανταλλαγής βάσει του τόπου φύλαξης ή της καθαρότητας του χρυσού, όπου ανάμεσα στην παράδοση και την παραλαβή παρεμβάλλονται περισσότερες από μία εργάσιμες ημέρες

Αγοραία αξία

Υποχρεωτική

2

2

Απαιτήσεις σε συνάλλαγμα έναντι μη κατοίκων ζώνης ευρώ

Απαιτήσεις σε συνάλλαγμα έναντι αντισυμβαλλομένων, μη κατοίκων ζώνης ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζών εκτός ζώνης ευρώ

 

 

2.1

2.1

Απαιτήσεις έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)

α)

Τραβηκτικά δικαιώματα στο πλαίσιο του αποθεματικού μεριδίου (καθαρά)

Εθνικό μερίδιο μείον τα υπόλοιπα σε ευρώ που διαθέτει το ΔΝΤ. Ο λογαριασμός αριθ. 2 του ΔΝΤ (λογαριασμός σε ευρώ για διοικητικές δαπάνες) μπορεί να συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το στοιχείο ή στο στοιχείο “Υποχρεώσεις σε ευρώ έναντι μη κατοίκων ζώνης ευρώ”

α)

Τραβηκτικά δικαιώματα στο πλαίσιο του αποθεματικού μεριδίου (καθαρά)

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

β)

Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα

Διαθέσιμα ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (ακαθάριστα)

β)

Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

γ)

Λοιπές απαιτήσεις

Γενικές Συμφωνίες Δανεισμού, δάνεια βάσει ειδικών συμφωνιών δανεισμού, καταθέσεις στο πλαίσιο της Διευκόλυνσης για τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη

γ)

Λοιπές απαιτήσεις

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

2.2

2.2

Καταθέσεις σε τράπεζες, τίτλοι, δάνεια και λοιπά στοιχεία ενεργητικού

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Τρεχούμενοι λογαριασμοί, καταθέσεις προθεσμίας, τραπεζικά δάνεια μιας ημέρας, συμφωνίες επαναπώλησης

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

β)

Τίτλοι εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς, μετοχικοί τίτλοι διακρατούμενοι ως τμήμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων, που έχουν εκδοθεί από μη κατοίκους ζώνης ευρώ

β)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

β)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

β)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

β)iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

γ)

Δάνεια (καταθέσεις) εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

γ)

Δάνεια

Καταθέσεις στην ονομαστική αξία μετατρεπόμενες με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

δ)

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

Τραπεζογραμμάτια και κέρματα εκτός ζώνης ευρώ

δ)

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

Ονομαστική αξία, μετατροπή με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

3

3

Απαιτήσεις σε συνάλλαγμα έναντι κατοίκων ζώνης ευρώ

α)

Τίτλοι ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς, μετοχικοί τίτλοι διακρατούμενοι ως τμήμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων, που έχουν εκδοθεί από κατοίκους ζώνης ευρώ

α)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

α)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

α)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

α)iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή και αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

β)

Λοιπές απαιτήσεις έναντι κατοίκων ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Δάνεια, καταθέσεις, συμφωνίες επαναπώλησης, διάφορες δανειοδοτικές πράξεις

β)

Λοιπές απαιτήσεις

Καταθέσεις και λοιπές δανειοδοτικές πράξεις στην ονομαστική αξία, μετατρεπόμενες με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

4

4

Απαιτήσεις σε ευρώ έναντι μη κατοίκων ζώνης ευρώ

 

 

 

4.1

4.1

Καταθέσεις σε τράπεζες, τίτλοι και δάνεια

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Τρεχούμενοι λογαριασμοί, καταθέσεις προθεσμίας, τραπεζικά δάνεια μιας ημέρας. Συμφωνίες επαναπώλησης συνδεόμενες με τη διαχείριση τίτλων σε ευρώ

α)

Καταθέσεις σε τράπεζες εκτός ζώνης ευρώ

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

β)

Τίτλοι εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Μετοχικοί τίτλοι, γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς, που έχουν εκδοθεί από μη κατοίκους ζώνης ευρώ

β)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

β)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

β)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

β)iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή

Υποχρεωτική

γ)

Δάνεια εκτός ζώνης ευρώ εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

γ)

Δάνεια εκτός ζώνης ευρώ

Καταθέσεις στην ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

δ)

Τίτλοι εκδοθέντες από φορείς εκτός ζώνης ευρώ, εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”

Τίτλοι εκδοθέντες από υπερεθνικούς ή διεθνείς οργανισμούς, π.χ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους

δ)i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

δ)ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

δ)iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

4.2

4.2

Απαιτήσεις που απορρέουν από την πιστωτική διευκόλυνση στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ

Δανειοδοτικές πράξεις σύμφωνα με τους όρους του ΜΣΙ ΙΙ

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

5

5

Δάνεια σε ευρώ προς πιστωτικά ιδρύματα ζώνης ευρώ, συνδεόμενα με πράξεις νομισματικής πολιτικής

Στοιχεία 5.1 έως 5.5: συναλλαγές βάσει των αντίστοιχων μέσων νομισματικής πολιτικής που περιγράφονται στο παράρτημα Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 της 31ης Αυγούστου 2000 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (3)

 

 

5.1

5.1

Πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης

Τακτικές αντιστρεπτέες πράξεις για την παροχή ρευστότητας που εκτελούνται σε εβδομαδιαία βάση και με συνήθη διάρκεια μιας εβδομάδας

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

Υποχρεωτική

5.2

5.2

Πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης

Τακτικές αντιστρεπτέες πράξεις για την παροχή ρευστότητας που εκτελούνται σε μηνιαία βάση και με συνήθη διάρκεια τριών μηνών

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

Υποχρεωτική

5.3

5.3

Αντιστρεπτέες πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

Αντιστρεπτέες πράξεις που εκτελούνται ως έκτακτες συναλλαγές με σκοπό τη ρύθμιση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

Υποχρεωτική

5.4

5.4

Διαρθρωτικές αντιστρεπτέες πράξεις

Αντιστρεπτέες πράξεις που προσαρμόζουν τη διαρθρωτική θέση του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

Υποχρεωτική

5.5

5.5

Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης

Διευκόλυνση ρευστότητας μιας ημέρας με προκαθορισμένο επιτόκιο έναντι αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων (πάγια διευκόλυνση)

Ονομαστική αξία ή κόστος συμφωνίας επαναγοράς

Υποχρεωτική

5.6

5.6

Πιστώσεις για την κάλυψη περιθωρίων

Πρόσθετες πιστώσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες προκύπτουν από την αύξηση της αξίας των υποκείμενων στοιχείων του ενεργητικού που λαμβάνονται ως εγγύηση για τη χορήγηση άλλων πιστώσεων στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα

Ονομαστική αξία ή κόστος

Υποχρεωτική

6

6

Λοιπές απαιτήσεις σε ευρώ έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων ζώνης ευρώ

Τρεχούμενοι λογαριασμοί, καταθέσεις προθεσμίας, τραπεζικά δάνεια μιας ημέρας, συμφωνίες επαναπώλησης συνδεόμενες με τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τίτλων που εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Τίτλοι σε ευρώ κατοίκων ζώνης ευρώ”, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που προκύπτουν από τη μετατροπή πρώην συναλλαγματικών διαθεσίμων ζώνης ευρώ και λοιπές απαιτήσεις. Λογαριασμοί ανταποκριτών σε πιστωτικά ιδρύματα άλλων χωρών της ζώνης ευρώ. Λοιπές απαιτήσεις και πράξεις, μη συνδεόμενες με πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Οποιεσδήποτε απαιτήσεις από πράξεις νομισματικής πολιτικής οι οποίες διενεργήθηκαν από ορισμένη ΕθνΚΤ πριν από την ένταξή της στο Ευρωσύστημα

Ονομαστική αξία ή κόστος

Υποχρεωτική

7

7

Τίτλοι σε ευρώ κατοίκων ζώνης ευρώ

Τίτλοι εκτός όσων εμπίπτουν στο στοιχείο του ενεργητικού “Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού”: Μετοχικοί τίτλοι, γραμμάτια και ομόλογα, ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, τίτλοι χρηματαγοράς διακρατούμενοι σε οριστική βάση (outright), συμπεριλαμβανομένων των κρατικών τίτλων που ανάγονται στον πριν από την ΟΝΕ χρόνο, σε ευρώ· πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ που αγοράστηκαν με σκοπό την εξομάλυνση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

i)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

ii)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

iii)

Μη εμπορεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Υποχρεωτική

iv)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή

Υποχρεωτική

8

8

Χρέος γενικής κυβέρνησης σε ευρώ

Απαιτήσεις έναντι της κυβέρνησης, αναγόμενες στον πριν από την ΟΝΕ χρόνο (μη εμπορεύσιμοι τίτλοι, δάνεια)

Καταθέσεις/δάνεια στην ονομαστική αξία, μη εμπορεύσιμοι τίτλοι στο κόστος

Υποχρεωτική

9

Απαιτήσεις εντός του Ευρωσυστήματος

 

 

 

9.1

Συμμετοχή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ +)

Στοιχείο ισολογισμού μόνο των ΕθνΚΤ

Το μερίδιο συμμετοχής της κάθε ΕθνΚΤ στο κεφάλαιο της ΕΚΤ σύμφωνα με τη συνθήκη και την αντίστοιχη κλείδα κατανομής και οι εισφορές βάσει του άρθρου 49.2 του καταστατικού

Κόστος

Υποχρεωτική

9.2

Απαιτήσεις που αντιστοιχούν στη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων +)

Στοιχείο ισολογισμού μόνο των ΕθνΚΤ

Απαιτήσεις σε ευρώ έναντι της ΕΚΤ όσον αφορά τις αρχικές και πρόσθετες μεταβιβάσεις συναλλαγματικών διαθεσίμων σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

9.3

Απαιτήσεις συνδεόμενες με γραμμάτια τα οποία καλύπτουν την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ +)

Στοιχείο ισολογισμού μόνο της ΕΚΤ.

Γραμμάτια που έχουν εκδοθεί από τις ΕθνΚΤ, στο πλαίσιο συμφωνίας τύπου back-to-back που αφορά πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

9.4

Καθαρές απαιτήσεις συνδεόμενες με την κατανομή των τραπεζογραμματίων ευρώ εντός του Ευρωσυστήματος +) (*)

Για τις ΕθνΚΤ: καθαρή απαίτηση συνδεόμενη με την εφαρμογή της κλείδας κατανομής τραπεζογραμματίων, ήτοι συμπεριλαμβανομένων των εντός του Ευρωσυστήματος υπολοίπων που συνδέονται με την έκδοση τραπεζογραμματίων από την ΕΚΤ, το εξισωτικό ποσό και η σχετική ισοσκελιστική λογιστική εγγραφή, όπως ορίζεται στην απόφαση ΕΚΤ/2001/16 σχετικά με την κατανομή του νομισματικού εισοδήματος των εθνικών κεντρικών τραπεζών των συμμετεχόντων κρατών μελών από το οικονομικό έτος 2002

Για την ΕΚΤ: απαιτήσεις συνδεόμενες με την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ από την ΕΚΤ, σύμφωνα με την απόφαση ΕΚΤ/2001/15

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

9.5

Λοιπές απαιτήσεις εντός του Ευρωσυστήματος (καθαρές) +)

Καθαρή θέση των ακόλουθων επιμέρους στοιχείων:

 

 

α)

καθαρές απαιτήσεις που απορρέουν από υπόλοιπα λογαριασμών του TARGET2 και λογαριασμών ανταποκριτών των ΕθνΚΤ, ήτοι καθαρό ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων — βλέπε επίσης το στοιχείο του παθητικού “Λοιπές υποχρεώσεις εντός του Ευρωσυστήματος (καθαρές)”

α)

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

β)

απαίτηση οφειλόμενη στη διαφορά ανάμεσα στο νομισματικό εισόδημα που συγκεντρώνεται και σε εκείνο που αναδιανέμεται. Ισχύει μόνο για την περίοδο ανάμεσα στην εγγραφή του νομισματικού εισοδήματος, στο πλαίσιο των διαδικασιών στο τέλος του έτους, και στο σχετικό διακανονισμό την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου κάθε έτους

β)

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

γ)

λοιπές απαιτήσεις εντός του Ευρωσυστήματος που τυχόν προκύπτουν, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από την ενδιάμεση διανομή του εισοδήματος της ΕΚΤ από κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ στις ΕθνΚΤ(*)

γ)

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

9

10

Στοιχεία υπό τακτοποίηση

Υπόλοιπα λογαριασμών τακτοποίησης (απαιτήσεις), συμπεριλαμβανομένων των επιταγών υπό είσπραξη

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

9

11

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

 

 

 

9

11.1

Κέρματα ζώνης ευρώ

Κέρματα ευρώ, όταν νόμιμος εκδότης δεν είναι κάποια ΕθνΚΤ

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

9

11.2

Ενσώματα και ασώματα πάγια στοιχεία ενεργητικού

Γήπεδα και κτίρια, έπιπλα και εξοπλισμός, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού εξοπλισμού, λογισμικό

Κόστος μείον αποσβέσεις

Ποσοστά απόσβεσης:

ηλεκτρονικοί υπολογιστές και παρελκόμενο υλικό/λογισμικό και μεταφορικά μέσα:

4 έτη

εξοπλισμός, έπιπλα και μηχανολογικός εξοπλισμός:

10 έτη

δαπάνες κατασκευής και κύριες κεφαλαιοποιημένες δαπάνες ανακαίνισης:

25 έτη

Κεφαλαιοποίηση δαπανών: υποκείμενη σε όριο (κάτω των 10 000 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ: δεν γίνεται κεφαλαιοποίηση)

Συνιστώμενη

9

11.3

Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού

Συμμετοχές και επενδύσεις σε θυγατρικές, μετοχές διακρατούμενες για λόγους στρατηγικής/πολιτικής

Τίτλοι, συμπεριλαμβανομένων μετοχών, και λοιπά χρηματοδοτικά μέσα και υπόλοιπα (π.χ. καταθέσεις προθεσμίας και τρεχούμενοι λογαριασμοί), διακρατούμενα ως χαρτοφυλάκιο ειδικού προορισμού

Συμφωνίες επαναπώλησης με πιστωτικά ιδρύματα, συνδεόμενες με τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τίτλων που εμπίπτουν στο παρόν στοιχείο

α)

Εμπορεύσιμοι μετοχικοί τίτλοι

Αγοραία τιμή

Συνιστώμενη

β)

Συμμετοχές και μη ευχερώς ρευστοποιήσιμες μετοχές, και λοιποί μετοχικοί τίτλοι διακρατούμενοι ως μόνιμη επένδυση

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Συνιστώμενη

γ)

Επενδύσεις σε θυγατρικές ή σημαντικές συμμετοχές

Καθαρή αξία στοιχείου ενεργητικού

Συνιστώμενη

δ)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι εκτός των διακρατούμενων έως τη λήξη

Αγοραία τιμή

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Συνιστώμενη

ε)

Εμπορεύσιμοι τίτλοι ταξινομούμενοι ως διακρατούμενοι έως τη λήξη ή τηρούμενοι ως μόνιμη επένδυση

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Συνιστώμενη

στ)

Μη διαπραγματεύσιμοι τίτλοι

Κόστος υποκείμενο σε απομείωση αξίας

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο αποσβέννυνται

Συνιστώμενη

ζ)

Καταθέσεις σε τράπεζες και δάνεια

Ονομαστική αξία, μετατρεπόμενη με την αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία, εάν τα υπόλοιπα ή οι καταθέσεις είναι εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα

Συνιστώμενη

9

11.4

Διαφορές από αναπροσαρμογή της αξίας πράξεων εκτός ισολογισμού

Αποτελέσματα αποτίμησης προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος, πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων, προθεσμιακών συμφωνιών επιτοκίων, προθεσμιακών πράξεων επί τίτλων, άμεσων πράξεων συναλλάγματος από την ημερομηνία συναλλαγής έως την ημερομηνία διακανονισμού

Καθαρή θέση μεταξύ προθεσμιακής και άμεσης συναλλαγής, στην αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία

Υποχρεωτική

9

11.5

Δεδουλευμένα έσοδα και προπληρωθέντα έξοδα

Έσοδα που δεν καθίστανται απαιτητά εντός της περιόδου υποβολής στοιχείων αλλά αφορούν αυτή. Προπληρωθέντα έξοδα και καταβληθέντες δεδουλευμένοι τόκοι (ήτοι δεδουλευμένοι τόκοι που αγοράζονται με ορισμένο τίτλο)

Ονομαστική αξία, συνάλλαγμα μετατρεπόμενο με την αγοραία ισοτιμία

Υποχρεωτική

9

11.6

Διάφορα στοιχεία

Προκαταβολές, δάνεια και λοιπά στοιχεία ελάσσονος σημασίας. Εκκρεμείς λογαριασμοί αναπροσαρμογής (στοιχείο του ισολογισμού μόνο στη διάρκεια της χρήσης: μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στις ημερομηνίες αναπροσαρμογής στη διάρκεια της χρήσης, οι οποίες δεν καλύπτονται από τους αντίστοιχους λογαριασμούς αναπροσαρμογής του στοιχείου του παθητικού “Λογαριασμοί αναπροσαρμογής”). Δάνεια για λογαριασμό τρίτων (on a trust basis). Επενδύσεις συνδεόμενες με καταθέσεις πελατείας σε χρυσό. Κέρματα εκφρασμένα σε εθνικές νομισματικές μονάδες της ζώνης ευρώ. Τρέχοντα έξοδα (καθαρή συσσωρευμένη ζημία), ζημία προηγούμενης χρήσεως πριν από την κάλυψη. Καθαρά στοιχεία ενεργητικού που αφορούν το πρόγραμμα συνταξιοδότησης

Ονομαστική αξία ή κόστος

Συνιστώμενη

Εκκρεμείς λογαριασμοί αναπροσαρμογής

Διαφορές από την αναπροσαρμογή μεταξύ του μέσου κόστους και της αγοραίας αξίας, συνάλλαγμα μετατρεπόμενο με την αγοραία ισοτιμία

Εκκρεμείς λογαριασμοί αναπροσαρμογής: υποχρεωτική

Επενδύσεις συνδεόμενες με καταθέσεις πελατείας σε χρυσό

Αγοραία αξία

Επενδύσεις συνδεόμενες με καταθέσεις πελατείας σε χρυσό: υποχρεωτική

12

Ζημίες χρήσεως

 

Ονομαστική αξία

Υποχρεωτική

3.

Στο παράρτημα ΙΧ η φράση «Μεταφορές προς/από προβλέψεις έναντι συναλλαγματικών κινδύνων και κινδύνων λόγω διακύμανσης των τιμών» υπό τον υπότιτλο 2.3 της πρώτης στήλης του πίνακα αντικαθίσταται από τη φράση «Μεταφορές προς/από προβλέψεις έναντι συναλλαγματικών κινδύνων, κινδύνων επιτοκίου και κινδύνων λόγω διακύμανσης της τιμής του χρυσού».


(1)  Η αρίθμηση της πρώτης στήλης αναφέρεται στις μορφές εμφάνισης του ισολογισμού, όπως παρουσιάζονται στα παραρτήματα V, VI και VII (εβδομαδιαίες λογιστικές καταστάσεις και ενοποιημένος ετήσιος ισολογισμός του Ευρωσυστήματος). Η αρίθμηση της δεύτερης στήλης αναφέρεται στη μορφή εμφάνισης του ισολογισμού, όπως παρουσιάζεται στο παράρτημα VIII (ετήσιος ισολογισμός κεντρικής τράπεζας). Τα στοιχεία που φέρουν το σημείο “+)” ενοποιούνται στις εβδομαδιαίες λογιστικές καταστάσεις του Ευρωσυστήματος.

(2)  Η σύνθεση και οι κανόνες αποτίμησης του ισολογισμού που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα θεωρούνται υποχρεωτικής εφαρμογής για τους λογαριασμούς της ΕΚΤ και για όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού των λογαριασμών των ΕθνΚΤ που είναι ουσιώδη για τους σκοπούς του Ευρωσυστήματος, δηλαδή ουσιώδη για τη λειτουργία του.

(3)  ΕΕ L 310 της 11.12.2000, σ. 1


5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/59


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 20ής Ιανουαρίου 2009

για τροποποίηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

(ΕΚΤ/2009/1)

(2009/101/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 105 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό ΕΣΚΤ»), και ιδίως τα άρθρα 12.1 και 14.3, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 18.2 και το άρθρο 20 πρώτη παράγραφος,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η επίτευξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής συνεπάγεται την ανάγκη καθορισμού των μέσων και διαδικασιών που θα χρησιμοποιεί το Ευρωσύστημα, το οποίο αποτελείται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ (εφεξής τα «συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ενόψει της ομοιόμορφης εφαρμογής της εν λόγω πολιτικής σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(2)

Λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων εξελίξεων στις αγορές τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση (asset-backed securities), απαιτούνται ορισμένες αλλαγές στη χάραξη και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Συγκεκριμένα, απαραίτητη είναι η τροποποίηση των απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης όσον αφορά τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση και ο αποκλεισμός της χρήσης συγκεκριμένης κατηγορίας τέτοιων τίτλων στις πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με το άρθρο 18.1 του καταστατικού ΕΣΚΤ, σύμφωνα με το οποίο οι ως άνω πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς απαιτείται να διενεργούνται με επαρκή ασφάλεια.

(3)

Ένα από τα μέτρα ελέγχου των κινδύνων που δύναται να εφαρμόζει το Ευρωσύστημα προκειμένου να εξασφαλίζεται επαρκώς έναντι αυτών, σε ευθυγράμμιση με το άρθρο 18.1 του καταστατικού ΕΣΚΤ, είναι η εισαγωγή περιορισμών όσον αφορά τους εκδότες ή τα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια. Για την εξασφάλιση του Ευρωσυστήματος έναντι του πιστωτικού κινδύνου, είναι αναγκαίο να περιοριστεί η συγκέντρωση της χρήσης μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών ως ασφάλειας από τους εκδότες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις του παραρτήματος Ι

Το παράρτημα I της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7, της 31ης Αυγούστου 2000, σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (1) τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 2

Επαλήθευση

Το αργότερο στις 30 Ιανουαρίου 2009 οι ΕθνΚΤ διαβιβάζουν στην ΕΚΤ λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα κείμενα και τα μέσα βάσει των οποίων προτίθενται να συμμορφωθούν προς την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει την 20ή Ιανουαρίου 2009. Το άρθρο 1 εφαρμόζεται από την 1η Μαρτίου 2009.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στις ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Φρανκφούρτη, 20 Ιανουαρίου 2009.

Για τo διοικητικό συμβoύλιo της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 310 της 11.12.2000, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στην ενότητα 6.2.1 και υπό τον τίτλο «Είδος περιουσιακού στοιχείου», το στοιχείο γ) της τέταρτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

να μη συνίστανται —εν όλω ή εν μέρει, πράγματι ή δυνάμει— σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο ενός υποκείμενου μέσου ή σε παρόμοιες απαιτήσεις που προκύπτουν από μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου μέσω πιστωτικών παραγώγων ή σε τμήματα λοιπών τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση (1). Όσον αφορά τους τίτλους που προέρχονται από τιτλοποίηση, οι οποίοι εκδίδονται πριν από την 1η Μαρτίου 2009, δεν ισχύει ο όρος ότι αυτοί δεν μπορούν να συνίστανται σε τμήματα λοιπών τίτλων που προέρχονται από τιτλοποίηση έως την 1η Μαρτίου 2010.

2.

Στην πέμπτη παράγραφο της ενότητας 6.3.1, μετά τη δεύτερη πρόταση παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«Όσον αφορά τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση που εκδίδονται από 1ης Μαρτίου 2009 και εξής, η απαιτούμενη από το Ευρωσύστημα υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση ορίζεται ως διαβάθμιση “ΑΑΑ” κατά την έκδοση, με ελάχιστο όριο πιστοληπτικής ποιότητας στη διάρκεια ζωής του τίτλου τη διαβάθμιση “single A” (2).

3.

Στην πρώτη παράγραφο της ενότητας 6.4.2 παρεμβάλλεται η ακόλουθη τρίτη περίπτωση:

«—

Το Ευρωσύστημα περιορίζει τη χρήση μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών, τις οποίες εκδίδει ορισμένος εκδότης ή κάθε άλλο πρόσωπο με το οποίο αυτός διατηρεί στενούς δεσμούς, σύμφωνα με τις νομικές προϋποθέσεις που ορίζονται στην ενότητα 6.2.3. Μη καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες που εκδίδει ένας μόνο εκδότης ή πρόσωπο με το οποίο αυτός διατηρεί στενούς δεσμούς επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια από ορισμένον αντισυμβαλλόμενο μόνο στο βαθμό που η αξία της εν λόγω ασφάλειας, όπως αποτιμάται από το Ευρωσύστημα κατόπιν εφαρμογής περικοπών (haircuts), δεν υπερβαίνει το 10 % της συνολικής αξίας της ασφάλειας που παρέχει ο ίδιος αντισυμβαλλόμενος κατόπιν εφαρμογής των περικοπών. Ο ως άνω περιορισμός δεν ισχύει στην περίπτωση μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών για τις οποίες εγγυάται δημόσιος φορέας που δικαιούται να επιβάλλει φόρους ή στην περίπτωση που η αξία των ανωτέρω αναφερόμενων μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών, κατόπιν εφαρμογής των περικοπών, δεν υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ. Μη καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες που παρέχονται ως ασφάλεια στο Ευρωσύστημα έως την 20ή Ιανουαρίου 2009 δεν υπόκεινται στον ανωτέρω περιορισμό έως την 1η Μαρτίου 2010. Σε περίπτωση συγχώνευσης δυο ή περισσότερων εκδοτών μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών ή δημιουργίας στενού δεσμού μεταξύ τους, αυτοί δεν αντιμετωπίζονται ως μία κατηγορία εκδοτών, ενόψει του εν λόγω περιορισμού, παρά μόνο μετά την παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία της συγχώνευσης ή της δημιουργίας του στενού δεσμού.»

4.

Στην ενότητα 6.4.1 το πλαίσιο 7 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΠΛΑΙΣΙΟ 7

Μέτρα ελέγχου κινδύνων

Το Ευρωσύστημα εφαρμόζει τα εξής μέτρα ελέγχου κινδύνων:

Περικοπές αποτίμησης

Το Ευρωσύστημα, κατά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια, εφαρμόζει “περικοπές αποτίμησης”, δηλαδή η αξία κάθε περιουσιακού στοιχείου υπολογίζεται ως η αγοραία αξία του μείον ένα ορισμένο ποσοστό (περικοπή).

Περιθώρια διαφορών αποτίμησης (αποτίμηση σε τρέχουσες τιμές της αγοράς)

Το Ευρωσύστημα απαιτεί να διατηρείται διαχρονικά η προσαρμοσμένη (μετά την περικοπή αποτίμησης) αγοραία τιμή των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές του για παροχή ρευστότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι, εάν η αξία των περιουσιακών στοιχείων, όπως υπολογίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μειωθεί κάτω από ένα καθορισμένο επίπεδο, η εθνική κεντρική τράπεζα θα απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να προσκομίσει πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ή μετρητά (δηλαδή θα ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης). Αντίστοιχα, εάν η αξία των περιουσιακών στοιχείων, μετά από κάποια ανατίμηση, υπερβεί ένα καθορισμένο επίπεδο, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει να του επιστραφούν τα πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία ή μετρητά. (Οι υπολογισμοί που συνδέονται με τη λειτουργία του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης παρουσιάζονται στο πλαίσιο 8.)

Όρια που αφορούν τη χρήση μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών

Το Ευρωσύστημα θέτει όρια στη χρήση μη καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών τα οποία αναφέρονται στην Ενότητα 6.4.2.

Το Ευρωσύστημα δύναται επίσης οποτεδήποτε να εφαρμόσει και τα ακόλουθα μέτρα ελέγχου κινδύνων, εάν αυτό είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία του από τους κινδύνους, σύμφωνα με το άρθρο 18.1 του καταστατικού ΕΣΚΤ:

Αρχικά περιθώρια

Το Ευρωσύστημα δύναται να εφαρμόσει αρχικά περιθώρια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να παραδίδουν ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον ίσης προς τη ρευστότητα που τους παρέχεται από το Ευρωσύστημα συν την αξία του αρχικού περιθωρίου.

Όρια που αφορούν τους εκδότες/οφειλέτες ή εγγυητές

Το Ευρωσύστημα δύναται να εφαρμόζει πρόσθετα όρια στα χρηματοδοτικά ανοίγματα προς τους εκδότες/οφειλέτες ή εγγυητές, εκτός όσων ισχύουν για τις μη καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες. Αυτά τα όρια μπορούν να εφαρμόζονται και για συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους, ιδίως εάν η πιστοληπτική τους ικανότητα φαίνεται να έχει υψηλή θετική συσχέτιση με την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων που προσκομίζουν ως ασφάλεια.

Πρόσθετες εγγυήσεις

Το Ευρωσύστημα δύναται να απαιτήσει πρόσθετες εγγυήσεις από οικονομικά εύρωστους φορείς προκειμένου να δεχθεί ορισμένα περιουσιακά στοιχεία.

Αποκλεισμός

Το Ευρωσύστημα δύναται να αποκλείει τη χρήση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του. Αυτά τα όρια μπορούν επίσης να εφαρμοστούν και για συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους, ιδίως εάν η πιστοληπτική τους ικανότητα φαίνεται να έχει υψηλή θετική συσχέτιση με την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων που προσκομίζουν ως ασφάλεια.»

5.

Ο πίνακας του προσαρτήματος 5 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«ΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κεντρική Τράπεζα

Δικτυακός τόπος

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

www.ecb.europa.eu

Nationale Bank van België/Banque Nationale de Belgique

www.nbb.be ή www.bnb.be

Deutsche Bundesbank

www.bundesbank.de

Central Bank and Financial Services Authority of Ireland

www.centralbank.ie

Τράπεζα της Ελλάδος

www.bankofgreece.gr

Banco de España

www.bde.es

Banque de France

www.banque-france.fr

Banca d’Italia

www.bancaditalia.it

Central Bank of Cyprus

www.centralbank.gov.cy

Banque centrale du Luxembourg

www.bcl.lu

Central Bank of Malta

www.centralbankmalta.org

De Nederlandsche Bank

www.dnb.nl

Österreichische Nationalbank

www.oenb.at

Banco de Portugal

www.bportugal.pt

Národná banka Slovenska

www.nbs.sk

Banka Slovenije

www.bsi.si

Suomen Pankki

www.bof.fi»


(1)  Ο εν λόγω όρος δεν αποκλείει τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση όταν στην έκδοσή τους εμπλέκονται δυο εταιρείες ειδικού σκοπού και εφόσον πληρούται από τις τελευταίες ο όρος της “γνήσιας πώλησης”, έτσι ώστε τα χρεόγραφα που εκδίδονται από τη δεύτερη εταιρεία ειδικού σκοπού να εξασφαλίζονται έμμεσα ή άμεσα από το αρχικό χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων χωρίς τμηματοποίηση. Εξάλλου, η έννοια των τμημάτων λοιπών τίτλων που προέρχονται από τιτλοποίηση δεν περιλαμβάνει καλυμμένες ομολογίες που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3).»

(2)  Ως “ΑΑΑ” νοείται κάθε μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “ΑΑΑ”, διενεργούμενη από τους οίκους Fitch, Standard & Poor’s ή DBRS, ή “Αaa”, διενεργούμενη από τον οίκο Moody’s.»


IV Λοιπές πράξεις

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/62


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 94/06/COL

της 19ης Απριλίου 2006

για την τροποποίηση για πεντηκοστή έβδομη φορά των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο αριθ. 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24, το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) και το άρθρο 1 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εφαρμόζει τις διατάξεις της συμφωνίας ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εκδίδει ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές για θέματα τα οποία άπτονται της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εφόσον τούτο προβλέπεται ρητά από την εν λόγω συμφωνία ή από τη συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου ή εφόσον το κρίνει αναγκαίο η Αρχή,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (4) που θεσπίστηκαν στις 19 Ιανουαρίου 1994 από την Αρχή (5),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το σημείο ΙΙ του κεφαλαίου «Γενικά» που βρίσκεται στο τέλος του παραρτήματος ΧV της συμφωνίας ΕΟΧ, η Αρχή εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πράξεις αντίστοιχες με εκείνες που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (6) σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία αντικαθιστά την προηγούμενη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής (7) σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι το πρώην κεφάλαιο 10 των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, στο οποίο ενσωματώθηκε η σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, διαγράφηκε από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ με την απόφαση αριθ. 198/03/COL της 5ης Νοεμβρίου 2003 (8) διότι ο νέος ορισμός των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, είχε επίσης ενσωματωθεί στο παράρτημα ενός νέου κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία για τις ενισχύσεις προς ΜΜΕ (9),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι ο ορισμός των ΜΜΕ χρησιμεύει ως γενικό εργαλείο αναφοράς στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αρκετές παραπομπές σε αυτόν, η αρχή θεωρεί χρήσιμο να ενσωματώσει στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις τον νέο ορισμό των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι ο ορισμός των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής πρέπει, επομένως, να περιληφθεί στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις ως νέο κεφάλαιο 10,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι άλλα κεφάλαια στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις παραπέμπουν στον προηγούμενο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που περιλαμβάνεται στο πρώην κεφάλαιο 10 και ότι τα κεφάλαια αυτά πρέπει, ως εκ τούτου, να τροποποιηθούν αναλόγως ώστε να αναφέρονται στον νέο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Αρχή έχει διεξαγάγει διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ενσωμάτωση της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Αρχή ζήτησε τη γνώμη των κρατών της ΕΖΕΣ με επιστολές σχετικές με το θέμα που απέστειλε στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία στις 7 Φεβρουαρίου 2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις τροποποιούνται με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 10 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων. Το νέο κεφάλαιο 10 συμπεριλαμβάνεται και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας απόφασης. Άλλα κεφάλαια στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις τα οποία παραπέμπουν στον προηγούμενο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που περιλαμβάνεται στο πρώην κεφάλαιο 10 τροποποιούνται αναλόγως ώστε να παραπέμπουν στον νέο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που περιλαμβάνεται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής.

Το νέο κεφάλαιο 10 εφαρμόζεται αμέσως μετά την έγκρισή του από την Αρχή.

Άρθρο 2

Οι χώρες της ΕΖΕΣ ενημερώνονται με επιστολή, καθώς και με την αποστολή αντιγράφου της παρούσας απόφασης και του συνημμένου νέου κεφαλαίου 10 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

Άρθρο 3

Αντίγραφο της παρούσας απόφασης και του νέου κεφαλαίου 10 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις αποστέλλεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς ενημέρωσή της σύμφωνα με το στοιχείο δ) του πρωτοκόλλου 27 της συμφωνίας ΕΟΧ.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματός της, δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 19 Απριλίου 2006.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Bjørn T. GRYDELAND

Πρόεδρος

Kurt JAEGER

Μέλος της Εποπτεύουσας Αρχής


(1)  Εφεξής «η Αρχή».

(2)  Εφεξής «η συμφωνία ΕΟΧ».

(3)  Εφεξής «η συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

(4)  Η συλλογή των ανακοινώσεων, των κατευθυντήριων γραμμών κ.λπ. που εξέδωσε η Αρχή αναφέρεται εφεξής ως «κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις».

(5)  Αρχικά δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 231 της 3.9.1994, σ. 1, και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 της ίδιας ημερομηνίας. Μια ενημερωμένη έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.eftasurv.int

(6)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

(7)  ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4.

(8)  ΕΕ L 120 της 12.5.2005, σ. 39.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 22). Και οι δύο κανονισμοί έχουν ενσωματωθεί στο τμήμα 1στ στο παράρτημα XV της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 88/2002 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 266 της 3.10.2002, σ. 56, και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 49 της 3.10.2002, σ. 42) και με την απόφαση αριθ. 131/2004 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 64 της 10.3.2005, σ. 67 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 12 της 10.3.2005, σ. 49).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«10.   ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ, ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ)

10.1.   Εισαγωγή

(1)

Στο προηγούμενο κεφάλαιο 10 είχε ενσωματωθεί η σύσταση 96/280/ΕΚ (1) της Επιτροπής σχετικά με τον ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Λόγω ορισμένων δυσκολιών ερμηνείας που προέκυψαν κατά την εφαρμογή της σύστασης 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, και βάσει των παρατηρήσεων που απέστειλαν οι επιχειρήσεις, χρειάστηκε να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις στη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής. Εντούτοις, για λόγους διαφάνειας, η Επιτροπή αποφάσισε να αντικαταστήσει τη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής με νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής η οποία περιλαμβάνει νέο ορισμό για τις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις (εφεξής “ΜΜΕ”).

(2)

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ διέγραψε το πρώην κεφάλαιο 10 (στο οποίο ενσωματώθηκε η σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής), με την απόφαση αριθ. 198/03/COL της 5ης Νοεμβρίου 2003 (2) διότι ο νέος ορισμός των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, είχε επίσης ενσωματωθεί στο παράρτημα ενός νέου κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία για τις ενισχύσεις προς ΜΜΕ (3).

(3)

Εν πάση περιπτώσει, επειδή ο ορισμός των ΜΜΕ χρησιμεύει ως γενικό εργαλείο αναφοράς στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αρκετές παραπομπές στον ορισμό των ΜΜΕ, η Αρχή θεωρεί χρήσιμο να ενσωματώσει στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις το νέο ορισμό των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής. Το παρόν νέο κεφάλαιο 10 επομένως περιλαμβάνει το νέο ορισμό των ΜΜΕ όπως έχει καθοριστεί στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (4).

(4)

Πρέπει να γίνει σαφές ότι, σύμφωνα με:

i)

τα άρθρα 48, 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· και

ii)

τα άρθρα 34, 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

θεωρείται επιχείρηση κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, περιλαμβανομένων ιδίως εκείνων που ασκούν βιοτεχνική ή άλλη δραστηριότητα, σε ατομική ή οικογενειακή βάση, και των προσωπικών εταιρειών ή των ενώσεων που ασκούν τακτικά μια οικονομική δραστηριότητα.

(5)

Το κριτήριο του αριθμού των απασχολούμενων ατόμων (εφεξής “το κριτήριο των απασχολούμενων ατόμων”) παραμένει αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα και πρέπει να θεωρείται ως βασικό, αλλά η θέσπιση και ενός χρηματοοικονομικού κριτηρίου αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα προκειμένου να προσδιορίζεται η πραγματική σημασία και απόδοση μιας επιχείρησης και η θέση της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Ωστόσο, δεν είναι ευκταίο να υιοθετηθεί ο κύκλος εργασιών ως αποκλειστικό χρηματοοικονομικό κριτήριο, κυρίως διότι οι επιχειρήσεις του τομέα του εμπορίου και της διανομής έχουν, από τη φύση τους, μεγαλύτερο κύκλο εργασιών από τις επιχειρήσεις του μεταποιητικού τομέα. Το κριτήριο του κύκλου εργασιών πρέπει επομένως να συνδυαστεί με το κριτήριο του συνολικού ισολογισμού, το οποίο αντικατοπτρίζει το συνολικό πλούτο μιας επιχείρησης, με δυνατότητα υπέρβασης του ενός από τα δύο αυτά κριτήρια.

(6)

Τα όρια για τον κύκλο εργασιών αφορούν επιχειρήσεις με πολύ διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες. Προκειμένου να μην περιοριστούν αδικαιολόγητα τα οφέλη της εφαρμογής του ορισμού, χρειάζεται η προσαρμογή του στα σύγχρονα δεδομένα, λαμβανομένων υπόψη των μεταβολών τόσο στις τιμές όσο και στην παραγωγικότητα.

(7)

Όσον αφορά τα όρια για το σύνολο του ισολογισμού, επειδή δεν υπάρχουν νέα στοιχεία, κρίνεται ορθό να διατηρηθεί η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία εφαρμόζεται στα όρια του κύκλου εργασιών ένας συντελεστής με βάση τη στατιστική σχέση μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών. Οι στατιστικές εξελίξεις που διαπιστώνονται επιβάλλουν μεγαλύτερη αύξηση του ορίου του κύκλου εργασιών. Καθόσον οι εξελίξεις διαφοροποιούνται ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, είναι επίσης αναγκαία η προσαρμογή του εν λόγω συντελεστή προκειμένου να ερμηνευθούν ορθότερα οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες και να μην υπάρξουν επιπτώσεις για τις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις σε σύγκριση με τις μεσαίες επιχειρήσεις. Ο εν λόγω συντελεστής προσεγγίζει το 1 στην περίπτωση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Για το λόγο αυτό, και χάριν απλούστευσης, πρέπει να επιλεγεί η ίδια τιμή για τις κατηγορίες αυτές τόσο για το όριο του κύκλου εργασιών όσο και για το όριο του ισολογισμού.

(8)

Πρέπει επίσης να βελτιωθεί ο ορισμός των πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν μια κατηγορία επιχειρήσεων που είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

(9)

Για να εκτιμηθεί καλύτερα η οικονομική πραγματικότητα των ΜΜΕ και να αποκλειστούν από τον ορισμό αυτό οι όμιλοι επιχειρήσεων των οποίων η οικονομική ισχύς υπερβαίνει εκείνη μιας ΜΜΕ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων επιχειρήσεων: ποιες είναι ανεξάρτητες, ποιες έχουν συμμετοχές που δεν συνεπάγονται θέση ελέγχου (συνεργαζόμενες επιχειρήσεις) ή ποιες είναι συνδεδεμένες με άλλες επιχειρήσεις. Διατηρείται το επίπεδο συμμετοχής 25 % που καθορίζεται στην προηγούμενη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, κάτω από το οποίο θεωρείται ανεξάρτητη μια επιχείρηση.

(10)

Για να ενθαρρυνθεί η δημιουργία επιχειρήσεων και η χρηματοδότηση των ΜΜΕ με ίδια κεφάλαια, και η αγροτική και τοπική ανάπτυξη, οι επιχειρήσεις μπορούν να θεωρούνται ανεξάρτητες παρά την ύπαρξη συμμετοχής στο κεφάλαιό τους σε ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 25 % από ορισμένες κατηγορίες επενδυτών, που διαδραματίζουν θετικό ρόλο για τις εν λόγω χρηματοδοτήσεις και δημιουργίες. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις που εφαρμόζονται στους εν λόγω επενδυτές. Η περίπτωση των φυσικών προσώπων ή των ομάδων φυσικών προσώπων που ασκούν συστηματικά δραστηριότητες σε επενδύσεις επιχειρηματικού κινδύνου (“business angels”) αναφέρεται ειδικά επειδή, σε σύγκριση με τους λοιπούς επενδυτές επιχειρηματικού κεφαλαίου, η ικανότητά τους να παρέχουν κατάλληλες συμβουλές στους νέους επιχειρηματίες συνιστά πολύτιμη συμβολή. Οι επενδύσεις τους με ίδια κεφάλαια αποτελούν επίσης συμπλήρωμα της δραστηριότητας των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου, παρέχοντας μικρότερα ποσά σε πρώιμα στάδια του κύκλου ζωής της επιχείρησης.

(11)

Για λόγους απλούστευσης, κυρίως προς όφελος των κρατών ΕΖΕΣ και των επιχειρήσεων, πρέπει για τον ορισμό των συνδεδεμένων επιχειρήσεων να υιοθετηθούν, εφόσον αυτές βεβαίως ανταποκρίνονται στο αντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (5), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Για να ενισχυθούν τα μέτρα παροχής κινήτρων για τις επενδύσεις σε ίδια κεφάλαια σε ΜΜΕ, εισήχθη το τεκμήριο της μη άσκησης κυρίαρχης επιρροής στην εξεταζόμενη επιχείρηση, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 5 παράγραφος 3 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετήσιων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (7), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/65/ΕΚ.

(12)

Για να διατηρηθούν για τις επιχειρήσεις που πραγματικά τα έχουν ανάγκη, τα πλεονεκτήματα υπέρ των ΜΜΕ που απορρέουν από τις διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις ή μέτρα, κρίνεται σκόπιμη, κατά περίπτωση, η συνεκτίμηση των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των επιχειρήσεων μέσω φυσικών προσώπων. Για να μην υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο η εξέταση των καταστάσεων αυτών, η συνεκτίμηση των εν λόγω σχέσεων πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις εταιρειών που αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές, με παραπομπή, όταν είναι αναγκαίο, στον ορισμό που έδωσε η Αρχή στη “σχετική αγορά”, στο παράρτημα Ι της απόφασής της σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ (8).

(13)

Για να αποφευχθεί η δημιουργία αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ των διαφόρων δημόσιων φορέων ενός κράτους ΕΖΕΣ, καθώς και για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίνεται αναγκαίο να επιβεβαιωθεί ότι οι επιχειρήσεις των οποίων το 25 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου ανήκει σε δημόσιο οργανισμό ή δημόσιο φορέα δεν θεωρούνται ΜΜΕ.

(14)

Για να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις επιχειρήσεις, να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διοικητική επεξεργασία των φακέλων για τους οποίους απαιτείται η ιδιότητα της ΜΜΕ, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα υποβολής υπεύθυνων δηλώσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων με σκοπό την πιστοποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών τους.

(15)

Πρέπει να προσδιοριστεί η σύνθεση του απασχολούμενου προσωπικού που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον ορισμό των ΜΜΕ. Με στόχο την ενθάρρυνση της ανάπτυξης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και των εναλλασσόμενων περιόδων κατάρτισης και εργασίας, κρίνεται σκόπιμο να μην συμπεριληφθούν για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων οι μαθητευόμενοι και οι σπουδαστές που έχουν συνάψει σύμβαση επαγγελματικής κατάρτισης. Ομοίως, οι άδειες μητρότητας ή οι γονικές άδειες δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό.

(16)

Οι διάφοροι τύποι επιχειρήσεων που ορίζονται ανάλογα με τις σχέσεις που διατηρούν με άλλες επιχειρήσεις αντιστοιχούν αντικειμενικά σε διαφορετικούς βαθμούς ενοποίησης. Επομένως, για τον υπολογισμό των ποσοτήτων που αντιπροσωπεύουν τη δραστηριότητά τους και την οικονομική ισχύ τους θα πρέπει να εφαρμόζονται διαφορετικοί όροι για κάθε τύπο επιχείρησης.

10.2.   Ορισμός των πολύ μικρών, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων

10.2.1.   Επιχειρήσεις

(17)

Επιχείρηση θεωρείται κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Ως τέτοιες νοούνται ιδίως οι μονάδες που ασκούν βιοτεχνική ή άλλη δραστηριότητα, ατομικά ή οικογενειακά, προσωπικές εταιρείες ή ενώσεις προσώπων που ασκούν τακτικά μια οικονομική δραστηριότητα.

10.2.2.   Αριθμός απασχολούμενων και οικονομικά όρια προσδιορίζοντα τις κατηγορίες επιχειρήσεων

(18)

Η κατηγορία των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αποτελείται από επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους και των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατ. ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατ. ευρώ.

(19)

Στην κατηγορία των ΜΜΕ, ως “μικρή επιχείρηση” ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους και έχει ετήσιο κύκλο εργασιών ή/και ετήσιο συνολικό ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ.

(20)

Στην κατηγορία των ΜΜΕ, ως πολύ μικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 10 εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ.

10.2.3.   Τύποι επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών

(21)

“Ανεξάρτητη επιχείρηση” είναι κάθε επιχείρηση που δεν χαρακτηρίζεται ως συνεργαζόμενη επιχείρηση κατά την έννοια των παραγράφων 22-23 ή ως συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια των παραγράφων 24-28.

(22)

“Συνεργαζόμενες επιχειρήσεις” είναι όλες οι επιχειρήσεις που δεν χαρακτηρίζονται ως συνδεδεμένες κατά την έννοια των παραγράφων 24-28 και μεταξύ των οποίων υπάρχει η ακόλουθη σχέση: μια επιχείρηση (ανάντη επιχείρηση) κατέχει, η ίδια ή από κοινού με μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 24-28, το 25 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης επιχείρησης (κατάντη επιχείρηση).

(23)

Ωστόσο, μια επιχείρηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητη, μη έχουσα δηλαδή συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, ακόμη και εάν το όριο του 25 % καλύπτεται ή υπερκαλύπτεται, εφόσον το ποσοστό αυτό ελέγχεται από τις ακόλουθες κατηγορίες επενδυτών, και υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν είναι, μεμονωμένα ή από κοινού, συνδεδεμένοι κατά την έννοια των παραγράφων 24-28 με την οικεία επιχείρηση:

α)

δημόσιες εταιρείες συμμετοχών, εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, φυσικά πρόσωπα ή ομάδες φυσικών προσώπων που ασκούν συστηματικά δραστηριότητες σε επενδύσεις επιχειρηματικού κινδύνου (“business angels”) και επενδύουν ίδια κεφάλαια σε μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις, εφόσον το σύνολο της επένδυσης σε μια ίδια επιχείρηση δεν υπερβαίνει 1 250 000 ευρώ·

β)

πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα μη κερδοσκοπικού σκοπού·

γ)

θεσμικοί επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των ταμείων περιφερειακής ανάπτυξης·

δ)

αυτόνομες τοπικές αρχές με ετήσιο προϋπολογισμό μικρότερο από 10 εκατ. ευρώ και με λιγότερους από 5 000 κατοίκους.

(24)

“Συνδεδεμένες επιχειρήσεις” είναι οι επιχειρήσεις που διατηρούν μεταξύ τους μία από τις ακόλουθες σχέσεις:

α)

μια επιχείρηση κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων άλλης επιχείρησης·

β)

μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου άλλης επιχείρησης·

γ)

μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να ασκήσει κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση βάσει σύμβασης που έχει συνάψει με αυτήν ή δυνάμει ρήτρας του καταστατικού αυτής της τελευταίας·

δ)

μια επιχείρηση που είναι μέτοχος ή εταίρος άλλης επιχείρησης ελέγχει μόνη της, βάσει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της εν λόγω επιχείρησης, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων αυτής της επιχείρησης.

(25)

Τεκμαίρεται ότι δεν υπάρχει κυρίαρχη επιρροή, εφόσον οι επενδυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 23 δεν υπεισέρχονται άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση της εξεταζόμενης επιχείρησης, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που κατέχουν με την ιδιότητά τους ως μετόχων ή εταίρων.

(26)

Συνδεδεμένες θεωρούνται επίσης οι επιχειρήσεις που διατηρούν μια από τις σχέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 24 μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων ή με τους επενδυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 23.

(27)

Οι επιχειρήσεις που διατηρούν μία από τις εν λόγω σχέσεις μέσω ενός φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού θεωρούνται επίσης συνδεδεμένες επιχειρήσεις καθόσον ασκούν το σύνολο ή τμήμα των δραστηριοτήτων τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές.

(28)

Ως όμορη αγορά θεωρείται η αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας που βρίσκεται αμέσως ανάντη ή κατάντη της σχετικής αγοράς.

(29)

Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 23, μια επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ΜΜΕ, εάν το 25 % ή περισσότερο του κεφαλαίου της ή των δικαιωμάτων ψήφου της ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από έναν ή περισσότερους δημόσιους οργανισμούς ή δημόσιους φορείς, μεμονωμένα ή από κοινού.

(30)

Μια επιχείρηση δύναται να υποβάλει δηλώσεις σχετικά με την ιδιότητά της ως ανεξάρτητης, συνεργαζόμενης ή συνδεδεμένης επιχείρησης, καθώς και σχετικά με τα στοιχεία που αφορούν τα αριθμητικά όρια που αναφέρονται στο τμήμα 10.2.2. Η δήλωση αυτή μπορεί να υποβληθεί ακόμη και εάν η διασπορά κεφαλαίου δεν επιτρέπει να καθοριστεί ποιος το κατέχει εφόσον η επιχείρηση δηλώνει υπεύθυνα ότι μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι δεν ανήκει, κατά ποσοστό 25 % ή περισσότερο, σε μια επιχείρηση ή, από κοινού, σε περισσότερες επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους. Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται με την επιφύλαξη των ελέγχων και εξακριβώσεων που προβλέπονται από τους εθνικούς κανόνες ή από τους κανόνες του ΕΟΧ.

10.2.4.   Στοιχεία για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών και περίοδος αναφοράς

(31)

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών είναι εκείνα που αφορούν την τελευταία κλεισμένη διαχειριστική χρήση και υπολογίζονται σε ετήσια βάση. Λαμβάνονται υπόψη κατά την ημερομηνία κλεισίματος των λογαριασμών. Το ύψος του κύκλου εργασιών υπολογίζεται χωρίς το φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και χωρίς άλλους έμμεσους δασμούς.

(32)

Όταν, κατά την ημερομηνία κλεισίματος των λογαριασμών και σε ετήσια βάση, μια επιχείρηση βρίσκεται πάνω ή κάτω από τα όρια τα σχετικά με τον αριθμό απασχολούμενων ή τα χρηματοοικονομικά όρια που αναφέρονται στο τμήμα 10.2.2, η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση ή την απώλεια της ιδιότητας της μεσαίας, μικρής ή πολύ μικρής επιχείρησης μόνον εάν το φαινόμενο επαναληφθεί επί δύο διαδοχικά οικονομικά έτη.

(33)

Στην περίπτωση νεοσύστατων επιχειρήσεων, οι λογαριασμοί των οποίων δεν έχουν κλείσει ακόμη, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να προκύπτουν από αξιόπιστες εκτιμήσεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

10.2.5.   Αριθμός απασχολουμένων

(34)

Ο αριθμός απασχολούμενων ατόμων αντιστοιχεί στον αριθμό ετήσιων μονάδων εργασίας (ΕΜΕ), δηλαδή στον αριθμό εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που εργάστηκαν στην εν λόγω επιχείρηση ή για λογαριασμό αυτής επί ολόκληρο το εξεταζόμενο έτος. Τα άτομα που δεν εργάστηκαν ολόκληρο το έτος, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης, ανεξάρτητα από τη διάρκεια, και οι εργαζόμενοι σε εποχιακή βάση αντιστοιχούν σε κλάσματα των ΕΜΕ. Στον αριθμό απασχολούμενων περιλαμβάνονται:

α)

οι μισθωτοί·

β)

τα άτομα που εργάζονται για την επιχείρηση, έχουν σχέση εξάρτησης προς αυτήν και εξομοιώνονται με μισθωτούς με βάση το εθνικό δίκαιο·

γ)

οι ιδιοκτήτες επιχειρηματίες·

δ)

οι εταίροι που ασκούν τακτική δραστηριότητα εντός της επιχείρησης και προσπορίζονται οικονομικά οφέλη από την επιχείρηση.

(35)

Οι μαθητευόμενοι ή οι σπουδαστές που βρίσκονται σε επαγγελματική εκπαίδευση στο πλαίσιο σύμβασης μαθητείας ή επαγγελματικής κατάρτισης, δεν συνυπολογίζονται στον αριθμό απασχολούμενων. Η διάρκεια των αδειών μητρότητας ή των γονικών αδειών δεν συνυπολογίζεται.

10.2.6.   Καθορισμός των στοιχείων της επιχείρησης

(36)

Στην περίπτωση ανεξάρτητης επιχείρησης, ο καθορισμός των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού απασχολούμενων, πραγματοποιείται αποκλειστικά με βάση τους λογαριασμούς αυτής της επιχείρησης.

(37)

Στην περίπτωση επιχείρησης που συνεργάζεται ή συνδέεται με άλλες επιχειρήσεις, ο καθορισμός των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού απασχολούμενων, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία της επιχείρησης, ή —εφόσον υπάρχουν— τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επιχείρησης, ή τους ενοποιημένους λογαριασμούς στους οποίους περιλαμβάνεται και η εξεταζόμενη επιχείρηση βάσει ενοποίησης.

(38)

Στα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 37 προστίθενται τα στοιχεία των επιχειρήσεων που ενδεχομένως συνεργάζονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση, οι οποίες βρίσκονται ακριβώς ανάντη ή κατάντη της εν λόγω επιχείρησης. Τα στοιχεία συγκεντρώνονται κατ’ αναλογία προς το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου (το υψηλότερο από τα δύο αυτά ποσοστά). Σε περίπτωση διασταυρωμένης συμμετοχής, λαμβάνεται υπόψη το υψηλότερο των ποσοστών αυτών.

(39)

Στα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 37 και 38 προστίθεται το 100 % των στοιχείων των επιχειρήσεων που ενδεχομένως συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εξεταζόμενη επιχείρηση και τα οποία δεν περιλαμβάνονται ήδη στους λογαριασμούς βάσει ενοποίησης.

(40)

Για την εφαρμογή των παραγράφων 37-39, τα στοιχεία των επιχειρήσεων που συνδέονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία τους, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν. Σ’ αυτά προστίθεται το 100 % των στοιχείων των επιχειρήσεων που συνδέονται με αυτές τις συνεργαζόμενες, εκτός εάν τα στοιχεία τους περιλαμβάνονται ήδη βάσει ενοποίησης.

(41)

Για την εφαρμογή των παραγράφων 37-39, τα στοιχεία των επιχειρήσεων που συνδέονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση, προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία τους, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν. Στα στοιχεία αυτά προστίθενται κατ’ αναλογία τα στοιχεία των επιχειρήσεων που ενδεχομένως συνεργάζονται με τις συνδεδεμένες αυτές επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται ακριβώς ανάντη ή κατάντη αυτών, εάν δεν περιλαμβάνονται ήδη στους ενοποιημένους λογαριασμούς σε αναλογία τουλάχιστον ισοδύναμη με το ποσοστό που ορίζεται στην παράγραφο 38.

(42)

Όταν ο αριθμός απασχολούμενων δεδομένης επιχείρησης δεν προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς, υπολογίζεται συγκεντρώνοντας κατ’ αναλογία τα στοιχεία τα σχετικά με τις επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την εν λόγω επιχείρηση, και προσθέτοντας τα στοιχεία τα σχετικά με τις επιχειρήσεις που συνδέονται μαζί της.

10.2.7.   Αναθεώρηση

(43)

Με βάση την αναθεώρηση σχετικά με την εφαρμογή του ορισμού που περιέχεται στο παρόν κεφάλαιο, που θα καταρτιστεί μετά την έκδοση σχεδίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με αυτό, και λαμβανομένων υπόψη ενδεχόμενων τροποποιήσεων του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ περί του ορισμού των συνδεδεμένων επιχειρήσεων κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, η Αρχή προσαρμόζει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τον ορισμό που περιλαμβάνει το παρόν κεφάλαιο, και ιδίως τα όρια για τον κύκλο εργασιών και το σύνολο του ισολογισμού, ώστε να συνεκτιμηθούν η κτηθείσα εμπειρία και οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες στον ΕΟΧ.

10.3.   Έγκριση

(44)

Το νέο κεφάλαιο 10 εφαρμόζεται από την ημερομηνία έγκρισής του από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ.»


(1)  Σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4).

(2)  Απόφαση αριθ. 198/03/COL της 5ης Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ L 120 της 12.5.2005, σ. 39).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 22). Και οι δύο κανονισμοί έχουν ενσωματωθεί στο τμήμα 1στ στο παράρτημα XV της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 88/2002 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 266 της 3.10.2002, σ. 56, και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 49 της 3.10.2002, σ. 42) και με την απόφαση αριθ. 131/2004 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 64 της 10.3.2005, σ. 67, και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 12 της 10.3.2005, σ. 49).

(4)  Σύσταση της Επιτροπής 2003/361/ΕΚ σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(5)  Οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1), η οποία έχει ενσωματωθεί στο τμήμα 4 του παραρτήματος ΧΧΙΙ της συμφωνίας ΕΟΧ.

(6)  Οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 28), η οποία έχει ενσωματωθεί στο τμήμα 4 του παραρτήματος ΧΧΙΙ της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 176/2003 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ της 5ης Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ L 88 της 25.3.2004, σ. 53, και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 15 της 25.3.2004, σ. 14).

(7)  Οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978 (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11), η οποία έχει ενσωματωθεί στο τμήμα 4 του παραρτήματος ΧΧΙΙ της συμφωνίας ΕΟΧ.

(8)  Απόφαση του Σώματος αριθ. 46/98/COL, της 4ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ L 200 της 16.7.1998, σ. 46 και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 52 της 18.12.1997, σ. 10). Αυτή η απόφαση αντιστοιχεί στην ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ C 372 της 9.12.1997, σ. 5).


5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/69


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 227/06/COL

της 19ης Ιουλίου 2006

σχετικά με χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στη Farice hf. (Ισλανδία)

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),

Έχοντας υπόψη:

ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο 26,

ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ σχετικά με την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24,

το άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι και το άρθρο 4 παράγραφος 4, το άρθρο 6, το άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 10 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου,

τις κατευθυντήριες γραμμές (4) της Αρχής για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και ιδίως το κεφάλαιο 17 για τις κρατικές εγγυήσεις και το κεφάλαιο 19 για τη συμμετοχή του δημοσίου στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων,

την απόφαση της Αρχής αριθ. 125/05/COL για έναρξη επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με κρατική ενίσχυση υπέρ της Farice hf., με την οποία καλούνται τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (5),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Με επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2004 της ισλανδικής αποστολής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών της 26ης Φεβρουαρίου 2004, οι ισλανδικές αρχές κοινοποίησαν στην Αρχή απόφαση για τη χορήγηση κρατικής εγγύησης σε ένα έργο τοποθέτησης υποβρύχιου καλωδίου στην Ισλανδία, συγκεκριμένα το έργο Farice. Η επιστολή ελήφθη και καταχωρίσθηκε την 1η Μαρτίου 2004 (περιστατικό αριθ. 257593).

Με επιστολή της ισλανδικής αποστολής της 14ης Μαΐου 2004, με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή του ισλανδικού Υπουργείου Οικονομικών της 13ης Μαΐου 2004, δόθηκαν συμπληρωματικές πληροφορίες. Η επιστολή ελήφθη και καταχωρίσθηκε από την Αρχή στις 14 Μαΐου 2004 (περιστατικό αριθ. 281472).

Μετά την ανταλλαγή αρκετών επιστολών (6), με επιστολή της 26ης Μαΐου 2006 η Αρχή ενημέρωσε τις ισλανδικές αρχές ότι είχε αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου για χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στη Farice hf. (περιστατικό αριθ. 319257).

Η απόφαση της Αρχής αριθ. 125/05/COL για την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Συμπλήρωμα ΕΟΧ (7). Η Αρχή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η Αρχή δεν έλαβε παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση αριθ. 125/05/COL με επιστολή της 28ης Ιουνίου 2005 (περιστατικό αριθ. 324236).

Όπως αναφέρεται στην απόφαση για την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας, στο πλαίσιο μιας άλλης διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η Αρχή, με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2003 προς τη Farice hf., είχε εκφράσει ορισμένους προβληματισμούς σχετικούς με τον τομέα του ανταγωνισμού. Η Αρχή είχε επίσης ζητήσει πληροφορίες για το έργο Farice που είχαν σχέση με την αξιολόγηση των επιπτώσεων του έργου στον ανταγωνισμό. Με επιστολή της 6ης Μαΐου 2004 η Αρχή απηύθυνε επίσημη αίτηση για πληροφορίες προς τη Farice hf. (8) Η απάντηση της Farice hf. ελήφθη από την Αρχή στις 21 Οκτωβρίου 2004. Η άλλη διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού έκλεισε με επιστολή της Αρχής της 2ας Ιουνίου 2006 (περιστατικό αριθ. 1072261).

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.1.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ FARICE

Το έργο Farice αφορά την τοποθέτηση και διαχείριση υποθαλάσσιου τηλεπικοινωνιακού καλωδίου για τη σύνδεση της Ισλανδίας και των Φερόων Νήσων με τη Σκωτία.

Από το 1994, η Ισλανδία και οι Φερόες Νήσοι απέκτησαν διεθνή σύνδεση με το υποθαλάσσιο τηλεπικοινωνιακό καλώδιο CANTAT-3. Το CANTAT-3 υπήρξε έργο μιας κοινοπραξίας επιχειρήσεων και η πρόσβαση σε αυτό εξασφαλίστηκε μέσω της ιδιότητας του μέλους της κοινοπραξίας (9), με αναφαίρετα δικαιώματα χρήσης και με μίσθωση χωρητικότητας από την Teleglobe, μέλος της κοινοπραξίας. Το CANTAT-3 διαθέτει σημεία σύνδεσης στον Καναδά, την Ισλανδία, τις Φερόες Νήσους, τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία. Με τη δημιουργία διατλαντικών καλωδιακών συστημάτων ανταγωνιστικών του CANTAT-3, οι ιδρυτές του CANTAT-3 είχαν πρόσβαση και σε άλλα πιο οικονομικά συστήματα σύνδεσης. Οι εταίροι όμως από την πλευρά της Ισλανδίας και των Φερόων Νήσων εξακολουθούσαν να στηρίζονται στη σύνδεση μέσω CANTAT-3. Αυτό ήταν μία πρώτη πτυχή που έπρεπε να λάβουν υπόψη τους οι εν λόγω εταίροι στην ανάπτυξη ενός νέου τρόπου σύνδεσης. Επιπλέον, το CANTAT-3 είχε ορισμένους τεχνικούς περιορισμούς, καθώς είναι καλώδιο παλαιότερης γενιάς με περιορισμένη χωρητικότητα και όχι πάντοτε αξιόπιστο. Οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν μια έκθεση σχετική με τις διάφορες αστοχίες της σύνδεσης CANTAT-3 κατά την περίοδο 1995-2003. Κανένα άλλο επιμέρους διεθνές καλωδιακό σύστημα οπτικών ινών δεν είχε φθάσει σε αυτές τις δύο χώρες από το 1994 παρά τη γενική αύξηση στη χωρητικότητα των διεθνών και διαπεριφερειακών τηλεπικοινωνιακών γραμμών. Σύμφωνα με πληροφορίες από τις ισλανδικές αρχές, αυτό οφειλόταν στη γεωγραφικώς απομονωμένη θέση των δύο χωρών και το περιορισμένο μέγεθος της αγοράς.

Το κόστος των δορυφορικών συνδέσεων, που χρησιμεύουν ως μία δεύτερη οδός σύνδεσης, αναμένεται να αυξηθεί και, εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούνται πρόσφορες για την εξυπηρέτηση της ευαίσθητης σε καθυστερήσεις διαδικτυακής κίνησης. Για την αντιμετώπιση της αυξημένης τηλεπικοινωνιακής κίνησης έπρεπε να αναπτυχθεί μια εναλλακτική λύση.

Το έργο Farice ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας του σχεδόν κατά 100 % κρατικού (εκείνη την εποχή) ισλανδικού οργανισμού τηλεπικοινωνιών Landssími Íslands hf. [στο εξής Síminn (10)] και του οργανισμού τηλεπικοινωνιών των Φερόων Νήσων, Føroya Tele, οι οποίοι εξέτασαν την ανάπτυξη ενός υποβρύχιου καλωδίου που να συνδέει το Ρεϋκγιαβίκ, το Tórshavn και το Εδιμβούργο. Ωστόσο, το 2002 κατέστη φανερό ότι το έργο Farice δεν ήταν βιώσιμο ως καθαρά εμπορική επιχείρηση (11). Μελέτη σκοπιμότητας που πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 2002 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα ήταν δυνατή η χρηματοδότηση του έργου μέσω συμβατικής χρηματοδότησης. Για να διασφαλιστεί λοιπόν η πραγματοποίησή του επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί μια ευρεία συμμαχία υποστήριξής του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη δύο αποφάσεων:

Πρώτον, αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην προετοιμασία του έργου οι τηλεπικοινωνιακές αρχές της Ισλανδίας και των Φερόων Νήσων. Ειδικότερα, οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες, οι Síminn και Føroya Tele, κατέστησαν σαφές ότι δεν ενδιαφέρονταν να παράσχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις δανείων για λογαριασμό του συνόλου της τηλεπικοινωνιακής αγοράς (12). Θα έπρεπε συνεπώς να συμμετάσχει και να συμβάλει ενεργώς στο έργο και το ισλανδικό κράτος.

Δεύτερον, κρίθηκε σκόπιμη η ενεργός συμμετοχή στο έργο της Og Vodafone, εταιρείας με ισχυρή παρουσία στην ισλανδική τηλεπικοινωνιακή αγορά. Αποφασίστηκε, εκτός από την ίδρυση της Farice hf. με σκοπό την τοποθέτηση και λειτουργία του νέου επικοινωνιακού συστήματος, να συσταθεί και μια εταιρεία συμμετοχών, η Eignarhaldsfélagið Farice ehf. (στο εξής «E-Farice») (13). Η εταιρεία αυτή, εκτός της κατοχής του συνόλου των ισλανδικής προέλευσης μετοχών στη Farice, θα αγόραζε και τη συμμετοχή της Og Vodafon στο CANTAT-3. Παρόμοια προσφορά έγινε και στη Síminn η οποία, σύμφωνα με την έκθεση IBM (14) που υποβλήθηκε από τις ισλανδικές αρχές, είχε ως αποτέλεσμα την υπαγωγή του συνόλου των διεθνών συνδέσεων της Ισλανδίας υπό την E-Farice. Σύμφωνα λοιπόν με την κοινοποίηση, υποτίθεται ότι τη λειτουργία και πώληση χωρητικότητας του CANTAT-3 ανελάμβανε η E-Farice (15).

Το 2002 ιδρύθηκε η νέα εταιρεία Farice hf. με σκοπό την προετοιμασία, τοποθέτηση και λειτουργία υποβρύχιου καλωδιακού τηλεπικοινωνιακού συστήματος για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και υπηρεσιών σύνδεσης στο Διαδίκτυο μεταξύ Ισλανδίας, Φερόων Νήσων και Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με πληροφορίες που δόθηκαν από τις ισλανδικές αρχές, μέτοχοι αυτής της εταιρείας ήταν οι Síminn (47,33 %), η Og Vodafone (1,33 %), η κυβέρνηση της Ισλανδίας (27,33 %), τρεις άλλοι ισλανδικοί φορείς εκμετάλλευσης που κατείχαν από κοινού ένα ποσοστό 3,99 %, η Føroya Tele (17,33 %), και δύο άλλοι τηλεπικοινωνιακοί φορείς των Φερόων Νήσων, που κατείχαν έκαστος ποσοστό 1,33 % (16). Το νέο καλώδιο Farice περιλαμβάνει ένα οπισθοζευκτικό κύκλωμα (backhaul) για την Ισλανδία (17) (Seyðisfjörður to Reykjavík), ένα υποβρύχιο τμήμα (Seyðisfjörður έως Dunnet Bay), ένα οπισθοζευκτικό για τις Φερόες Νήσους (από Funningsfjörður έως Tórshavn) και ένα οπισθοζευκτικό για το Ηνωμένο Βασίλειο (Dunnet Bay έως Edinburgh). Δεν προκηρύχθηκε δημόσιος διαγωνισμός για τη διαχείριση του καλωδίου, η οποία δόθηκε στη Farice hf. Σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο, το εκτιμώμενο συνολικό επενδυτικό κόστος του έργου Farice ήταν 48,9 εκατ. ευρώ.

Με τη συμφωνία των μετόχων της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, η τιμολογιακή πολιτική της Farice αποφασίστηκε ότι θα βασίζεται στις αρχές της κοστοστρέφειας, της διαφάνειας και της μη επιβολής διακρίσεων.

Οι ισλανδικές αρχές επισήμαναν περαιτέρω ότι η χρήση του καλωδίου Farice είναι ελεύθερη τόσο σε ξένους όσο και σε εσωτερικούς φορείς, με τους ίδιους όρους και τιμές. Επίσης, η συμφωνία των μετόχων είναι ανοικτή και σε νέους μετόχους. Ορίζεται ωστόσο ότι οι υφιστάμενοι μέτοχοι θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να διατηρούν τη μετοχική τους θέση στην εταιρεία εάν αυξηθεί το μετοχικό κεφάλαιο (τμήμα 7 της συμφωνίας των μετόχων).

Η επίσημη έναρξη λειτουργίας του υποβρύχιου τηλεπικοινωνιακού καλωδίου Farice έγινε το Φεβρουάριο του 2004.

2.2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΝΔΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

α)   Εγγύηση δανείου

Η κοινοποίηση αφορά τη χορήγηση από το κράτος εγγύησης για δάνειο ύψους 9,4 εκατ. ευρώ υπέρ της Farice (στο εξής «δάνειο A»). Το δάνειο αυτό αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου μακροπρόθεσμου πακέτου δανείων συνολικού ύψους 34,5 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δόθηκαν από τις ισλανδικές αρχές, ειδικότερα όπως φαίνεται από τη συμφωνία της 27ης Φεβρουαρίου 2004 (στο εξής «η δανειακή συμφωνία») μεταξύ Farice hf, Íslandsbanki hf., άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων εγγυητών, τα υπογραφέντα δάνεια συνολικού ύψους 34,5 εκατ. ευρώ, έχουν ως εξής:

Δάνειο

Εκατ. EUR

Δανειοδότης

Επιτόκιο (18)

Περίοδοιεπιτοκίου

Αποπληρωμή

Εγγυητής

Αριθμός δόσεων

Έναρξη αποπληρωμής

A

9,4

The Nordic Investment Bank

Euribor + 0,18 % κ.ε.

6 μήνες

8 εξαμηνιαίες πληρωμές

Σεπτ. 2011

Ισλανδική κυβέρνηση

B

4,7

The Nordic Investment Bank

Euribor + 0,80 % κ.ε.

6 μήνες

5 εξαμηνιαίες πληρωμές

Σεπτ. 2009

Landssími Íslands hf. (Síminn)

4,7

Íslandsbanki hf.

Γ

4,7

Føroya banki

Euribor + 1,00 % κ.ε.

3 μήνες

10 τριμηνιαίες πληρωμές

Σεπτ. 2009

Telefonverkið P/F

Δ

11,0

Íslandsbanki hf.

Euribor + 1,50 % κ.ε.

1 μήνας

48 μηνιαίες πληρωμές

Σεπτ. 2005

Κανείς

Η κρατική εγγύηση για το δάνειο Α είναι εγγύηση είσπραξης, δηλαδή η Farice hf. θα είναι πλήρως υπεύθυνη για την πληρωμή του δανείου και ο πιστωτής θα πρέπει να εξαντλήσει τις δυνατότητες είσπραξης από την εταιρεία πριν τεθεί σε ισχύ η κρατική εγγύηση. Η Farice hf. επιβαρύνθηκε με ένα ετήσιο ασφάλιστρο 0,5 % (που καθορίστηκε από τον ισλανδικό Οργανισμό Διαχείρισης Εθνικού Χρέους), το οποίο καταβλήθηκε προκαταβολικά όταν συνήφθησαν η δανειακή συμφωνία και η κρατική εγγύηση. Η προκαταβολή ανήλθε σε 438 839 ευρώ, δηλ. 4,7 % του ποσού του δανείου. Επιπλέον, επιβλήθηκε αμοιβή εγγύησης ύψους 120 000 ισλανδικές κορόνες (εφεξής «ISK»).

Τον Ιούλιο του 2003 υπογράφτηκε μια προηγούμενη εγγύηση είσπραξης σχετική με ένα δάνειο διασύνδεσης ύψους 16 εκατ. ευρώ. Η εγγύηση είσπραξης κάλυπτε 6,4 εκατ. ευρώ, δηλ. το 40 % αυτού του δανείου. Το δάνειο διασύνδεσης αποπληρώθηκε με τη σύναψη των μακροπρόθεσμων δανείων των 34,5 εκατ. ευρώ και η εγγύηση είσπραξης για το δάνειο διασύνδεσης έπαυσε να υφίσταται την ίδια ημέρα. Η Farice hf. κατέβαλε ασφάλιστρο εγγύησης 0,50 % και αμοιβή εγγύησης 120 000 ISK για την ίδια εγγύηση.

β)   Αύξηση της συμμετοχής της ισλανδικής κυβέρνησης στο μετοχικό κεφάλαιο

Στις αρχές Ιανουαρίου 2003, η συμμετοχή του κράτους στη Farice hf. αυξήθηκε από το αρχικό ποσοστό του 27,33 % στο 46,5 %. Ακολουθούν οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τις ισλανδικές αρχές στην απάντησή τους τον Ιούνιο του 2004,

«καθώς προχωρούσε το επιχειρηματικό σχέδιο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της εταιρείας καθίσταντο σαφέστερες και αποφασίστηκε να αυξηθεί το μετοχικό της κεφάλαιο. Όλοι οι φορείς στην Ισλανδία και τις Φερόες Νήσους κλήθηκαν να αγοράσουν μετοχές στα πλαίσια της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Καθώς η Síminn κατέστησε σαφές ότι η εταιρεία δεν επιθυμούσε να διαθέτει ποσοστό μεγαλύτερο από το 33,33 % του μετοχικού κεφαλαίου και η Telefonverkið θα κάλυπτε το αναγκαίο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου από την πλευρά των Φερόων Νήσων (19,93 %), η ισλανδική κυβέρνηση έπρεπε να καλύψει το 46,53 % του αναγκαίου μετοχικού κεφαλαίου καθώς άλλοι φορείς από την Ισλανδία δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να αγοράσουν πλέον του 1,2 % του μετοχικού κεφαλαίου.».

Όπως αναφέρεται από τις ισλανδικές αρχές, το συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της Farice hf. αυξήθηκε από 327 000 ευρώ σε περισσότερα από 14 εκατ. ευρώ. Λεπτομέρειες σχετικά με τη συνεισφορά των διαφόρων μετόχων στο μετοχικό κεφάλαιο δίδονται στον πίνακα κατωτέρω (19):

Μετοχικό κεφάλαιο της Farice hf. (ποσά σε χιλιάδες)

 

Φάση προετοιμασίας

Ιαν.-03

Ιούν.-03

 

ISK

Ευρώ (20)

Ποσοστό

ISK

Ευρώ

Ποσοστό

ISK

Ευρώ

Ποσοστό

Eignarhaldsfélagið Farice ehf.

 

 

 

947 944

11 242

79,90 %

947 944

11 242

79,90 %

Κυβέρνηση της Ισλανδίας

8 200

90

27,33 %

552 067

6 547

46,53 %

491 737

5 831

41,45 %

Síminn

14 200

155

47,33 %

395 477

4 690

33,33 %

352 259

4 177

29,69 %

Og Vodafone

400

4

1,33 %

400

5

0,03 %

103 949

1 232

8,76 %

Lína.Net

400

4

1,33 %

400

5

0,03 %

400

5

0,03 %

Fjarski ehf.

400

4

1,33 %

400

5

0,03 %

400

5

0,03 %

RH-net

400

4

1,33 %

400

5

0,03 %

400

5

0,03 %

Telefonverkið

5 200

57

17,33 %

236 486

2 804

19,93 %

236 486

2 804

19,93 %

Kall

400

4

1,33 %

400

5

0,03 %

400

5

0,03 %

SPF spf.

400

4

1,33 %

400

5

0,03 %

400

5

0,03 %

Σύνολο

30 000

327

100,00 %

1 186 430

14 070

100,00 %

1 186 430

14 070

100,00 %

3.   ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Στην απόφασή της αριθ. 125/05/COL για την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Αρχή κατέληγε στο αρχικό συμπέρασμα ότι η κρατική εγγύηση και η συμμετοχή του ισλανδικού κράτους στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Farice hf. συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Η Αρχή είχε αμφιβολίες κατά πόσον τα μέτρα στήριξης από το ισλανδικό κράτος μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμα με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Στην απόφασή της για έναρξη της διαδικασίας επίσημης έρευνας η Αρχή εξέφραζε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον τα μέτρα ενίσχυσης —προκειμένου να είναι συμβιβάσιμα με τους κανόνες της συμφωνίας για τον ΕΟΧ— ήταν αναλογικά προς τους επιδιωκόμενους στόχους τους και δεν νόθευαν τον ανταγωνισμό σε βαθμό που να αντίκειται στο κοινό συμφέρον. Οι αμφιβολίες αυτές αφορούσαν ιδίως το κατά πόσον η πρόσβαση στο δίκτυο θα γίνονταν χωρίς διακρίσεις. Περαιτέρω, καθώς η αρχική ιδέα ήταν η χωρητικότητα του CANTAT-3 να περάσει και αυτή στην E-Farice hf., διατυπώθηκαν ανησυχίες μήπως έτσι εξαλειφθεί στην Ισλανδία ο ανταγωνισμός στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων, καθώς θα παρέμενε στην αγορά ένας μόνον προμηθευτής.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΛΑΝΔΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Στις παρατηρήσεις τους για την απόφαση αριθ. 125/05/COL της 28ης Ιουνίου 2005, οι ισλανδικές αρχές επαναλαμβάνουν την άποψή τους ότι δεν υφίσταται θέμα κρατικής ενίσχυσης στο έργο Farice. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η εγγύηση δανείου και η αύξηση της κρατικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο είναι σε συμφωνία με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων. Περαιτέρω, το έργο Farice συνιστά υποδομή κατά την έννοια των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Πάντως, όπως αναφέρεται σε προηγούμενη επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2005, οι ισλανδικές αρχές έχουν τη γνώμη ότι τυχόν κρατική ενίσχυση θα ήταν συμβατή με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Οι ισλανδικές αρχές δικαιολογούν την αναγκαιότητα των σχετικών μέτρων με βάση την άποψη ότι η τηλεπικοινωνιακή σύνδεση και η ευρυζωνική πρόσβαση είναι ένα αναγκαίο βήμα για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και της οικονομίας της ΕΕ, ενώ είναι μια κρίσιμη πτυχή της ατζέντας της Λισσαβόνας καθώς και προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη του σχεδίου δράσης e-Europe.

Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Ισλανδία έχει απόλυτη ανάγκη πρόσβασης σε οικονομική και αξιόπιστη τηλεπικοινωνιακή σύνδεση. Η σημερινή σύνδεση δεν είναι ούτε ικανοποιητική ούτε αξιόπιστη ή αποδεκτή από τις εξαρτώμενες από τις τηλεπικοινωνίες οικονομίες της Ισλανδίας και των Φερόων Νήσων λόγω των τεχνικών περιορισμών του CANTAT-3.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η συμμετοχή του κράτους ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης να καταστεί το έργο βιώσιμο. Χωρίς τη συμμετοχή του κράτους, το έργο ή θα είχε καθυστερήσει ή δεν θα είχε αναληφθεί καθόλου.

Οι ισλανδικές αρχές έχουν τη γνώμη ότι τα πλεονεκτήματα από τη διασφάλιση αξιόπιστης παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Ισλανδία βαρύνουν περισσότερο από τα μειονεκτήματα που οφείλονται σε μια ορισμένη στρέβλωση του ανταγωνισμού για άλλους ανταγωνιστές.

Πριν από την ίδρυση της Farice, πραγματοποιήθηκαν προκαταρκτικές συναντήσεις με επιχειρηματικούς φορείς της Ισλανδίας και τρεις μόνον από τους «μικρότερους» φορείς συμφώνησαν να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας. Κατά τη γνώμη των ισλανδικών αρχών, καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την ανεύρεση ιδρυτικών μερών, χωρίς να τεθεί κανένα κατώτερο όριο όσον αφορά τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο. Συνεπώς, οι ισλανδικές αρχές διατείνονται ότι υπήρξε ευρύτατη συμμετοχή δεδομένων των ειδικών συνθηκών του έργου.

Οι ισλανδικές αρχές υπογραμμίζουν ότι το τμήμα 7 της συμφωνίας των μετόχων προβλέπει δικαίωμα προτίμησης για τα ιδρυτικά μέρη της Farice hf. Το δικαίωμα αυτό αντικατοπτρίζει το άρθρο 34 του ισλανδικού νόμου 2/1995 για τις ανώνυμες εταιρείες, σύμφωνα με το οποίο οι μέτοχοι δικαιούνται να εγγράφονται για νέες μετοχές σε ποσοστό ευθέως ανάλογο με το υφιστάμενο. Το δικαίωμα αυτό είναι μεταβιβάσιμο, επιπλέον δε εναπόκειται στο μέτοχο να αποφασίσει να μη χρησιμοποιήσει το εν λόγω δικαίωμα. Περαιτέρω, το τμήμα 7 παράγραφος 2 της συμφωνίας των μετόχων, προβλέπει ότι οι μέτοχοι θα προσπαθούν να διασφαλίσουν τη δυνατότητα συμμετοχής και νέων μερών στην αύξηση κεφαλαίου, άσχετα με τα δικαιώματα προτίμησής τους.

Η συμφωνία των μετόχων προβλέπει την χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια τιμολόγηση υπό όρους αγοράς. Η τιμολογιακή πολιτική της εταιρείας θα βασίζεται στις αρχές της κοστοστρέφειας, της διαφάνειας και της μη εφαρμογής διακρίσεων. Οι ισλανδικές αρχές συγκρίνουν το έργο Farice με την κατάσταση την οποία αντιμετωπίζει η απόφαση N 307/2004 της Επιτροπής, σχετικά με ένα έργο ευρυζωνικής υποδομής στο Ηνωμένο Βασίλειο για την παροχή μαζικών ευρυζωνικών υπηρεσιών σε επιχειρηματίες και πολίτες στην απομακρυσμένη και αγροτική Σκωτία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, οι τιμές για την αγορά χωρητικότητας στο σύστημα Farice είναι πιθανόν οι υψηλότερες για παρόμοιες υπηρεσίες στο Βόρειο Ατλαντικό. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τον οποίο ο όγκος που πουλήθηκε το 2005 αντιστοιχεί σε ποσοστό μικρότερο του 5 % της τρέχουσας εγκατεστημένης χωρητικότητας στο Farice.

Όσον αφορά το θέμα της ανοικτής πρόσβασης, οι ισλανδικές αρχές τονίζουν ότι η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή, διαφανής και χωρίς διακρίσεις.

Τέλος οι ισλανδικές αρχές θεωρούν ότι ακόμη κι αν το τελικό συμπέρασμα είναι ότι υφίσταται θέμα κρατικής ενίσχυσης, το συνολικό ποσό της ενίσχυσης είναι περιορισμένο. Ειδικότερα όσον αφορά την εγγύηση δανείου, ένα τέτοιο περιορισμένο ποσό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστρατεύεται το κοινό συμφέρον σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ως προς την αύξηση της κρατικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο, οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι «ο αρχικός σκοπός της ίδρυσης της Farice hf. τον Σεπτέμβριο του 2002 ήταν αποκλειστικά η προετοιμασία της τοποθέτησης και λειτουργίας του υποβρύχιου επικοινωνιακού καλωδιακού συστήματος. Στο σημείο αυτό, δεν είχαν προσδιοριστεί ακόμη οι χρηματοδοτικές ανάγκες του όλου έργου ούτε ο τελικός καταμερισμός των μετοχών […] Καμία εταιρεία δεν ήταν σε θέση να αναλάβει στην πράξη την τοποθέτηση και λειτουργία του καλωδίου […] Κατά συνέπεια, η πρώτη αύξηση κεφαλαίου τον Ιανουάριο του 2003 δεν ήταν μια κανονική “αύξηση κεφαλαίου” της εταιρείας αλλά μια ενέργεια παρόμοια στην πράξη με την ίδρυση μιας νέας εταιρείας με νέο αντικείμενο.». Το γεγονός ότι σε όλα τα στάδια την πλειονότητα των μετοχών κατέχουν ιδιωτικοί φορείς εκμετάλλευσης, οι οποίοι συνεισφέρουν με ουσιαστικό τρόπο στην εταιρεία ταυτόχρονα με το ισλανδικό κράτος, δείχνει ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενη κρατική ενίσχυση δεν μπορεί παρά να ήταν πολύ περιορισμένη.

Όσον αφορά το θέμα του ανταγωνισμού (βλέπε τμήμα II.3.2 της απόφασης αριθ. 125/05/COL), οι ισλανδικές αρχές δηλώνουν ότι επί του παρόντος ούτε η Farice hf. ούτε η E-Farice ehf. έχουν σχέδια αγοράς ή μίσθωσης μεγαλύτερης χωρητικότητας στο CANTAT-3 και ότι οι συζητήσεις με την Teleglobe δεν έχουν καταλήξει μέχρι τώρα σε οποιαδήποτε συμφωνία. Καταδείχθηκε επίσης ότι λόγω των υψηλών τιμών της Farice, οι πελάτες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το CANTAT-3, το οποίο μπορεί και ανταγωνίζεται την Farice hf.

II.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 61 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ έχει ως εξής:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από κράτη μέλη της ΕΚ ή κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την παρούσα συμφωνία, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως.».

1.1.   ΕΓΓΥΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΛΑΝΔΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Γενικά, οι κρατικές εγγυήσεις παρέχουν τη δυνατότητα στο δικαιούχο να επιτυγχάνει καλύτερους όρους δανειακής χρηματοδότησης σε σύγκριση με τους όρους που προσφέρονται κανονικά στις κεφαλαιαγορές. Συνεπώς, οι εγγυήσεις που παρέχονται από το κράτος μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 61 παράγραφος 10 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Ωστόσο, στις διατάξεις του κεφαλαίου 17 παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με τις κρατικές εγγυήσεις (στο εξής: οι κατευθυντήριες γραμμές), η Αρχή αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία μια επιμέρους κρατική ενίσχυση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Προς τούτο, η κρατική ενίσχυση πρέπει να πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο δανειζόμενος δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες·

β)

ο δανειζόμενος θα μπορούσε καταρχήν να λάβει δάνειο από τις κεφαλαιαγορές χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους·

γ)

η εγγύηση συνδέεται με συγκεκριμένη οικονομική συναλλαγή, αφορά καθορισμένο μέγιστο ποσό, δεν καλύπτει ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου και δεν είναι ανοικτού τύπου·

δ)

ο δανειζόμενος καταβάλλει το τίμημα που προβλέπει η αγορά για την εγγύηση (που αντανακλά, μεταξύ άλλων, το ποσό και τη διάρκεια της εγγύησης, τις ασφάλειες που παρέχει ο δανειζόμενος, τη χρηματοοικονομική κατάσταση του δανειζόμενου, τον τομέα δραστηριότητας και τις προοπτικές, τους τόκους υπερημερίας και άλλους οικονομικούς όρους).

Κατά συνέπεια, η Αρχή θα αξιολογήσει αρχικά κατά πόσον η κρατική εγγύηση υπέρ της Farice hf. για το δάνειο A πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές, πράγμα που θα απέκλειε την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Μόνον στην περίπτωση αρνητικού συμπεράσματος στο θέμα αυτό, η Αρχή θα αξιολογήσει τους επιμέρους όρους του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

1.1.1.   Προϋποθέσεις που αποκλείουν την ύπαρξη ενίσχυσης — Κεφάλαιο 17 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δόθηκαν από τις ισλανδικές αρχές, το έργο δεν ήταν βιώσιμο ως καθαρά εμπορική επιχείρηση και απαιτούσε τη συμμετοχή του κράτους. Αν και η Farice hf. δεν αντιμετώπιζε τεχνικά χρηματοοικονομικές δυσκολίες (πρώτη προϋπόθεση), με τους όρους της αγοράς μπόρεσε να εξασφαλίσει μόνον ένα δάνειο ύψους 11 εκατ. ευρώ (δάνειο Δ). Το γεγονός ότι οι τράπεζες απαιτούσαν εγγύηση όχι μόνον από το κράτος για το δάνειο Α αλλά και από τα δύο πρώην κρατικά μονοπώλια (Síminn για το δάνειο B και Telefonverkið P/F για το δάνειο Γ), τα οποία ανήκαν ακόμη στις αντίστοιχες κυβερνήσεις, δείχνει ότι η Farice δεν ήταν σε θέση να πάρει δάνειο με όρους αγοράς χωρίς την παρέμβαση του κράτους. Κατά συνέπεια, η δεύτερη προϋπόθεση δεν πληρούται.

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, η αρχική άποψη της Αρχής στην απόφαση για έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας ήταν ότι η κρατική εγγύηση καλύπτει το 100 % του υπό εγγύηση δανείου A. Το συνολικό δανειακό πακέτο αποτελείται από τέσσερα [ή πέντε (21)] διαφορετικά ποσά δανείων με διαφορετικούς όρους δανειοδότησης, από διαφορετικούς δανειοδότες και με διαφορετικούς εγγυητές. Οι ισλανδικές αρχές ισχυρίζονται ότι υπάρχει ένα μόνον δάνειο, ύψους 34,5 εκατ. ευρώ, και ότι για το λόγο αυτό η κρατική εγγύηση που αφορά το δάνειο Α δεν καλύπτει ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του δανείου. Εντούτοις, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τη δανειακή συμφωνία, τα τέσσερα δάνεια, αν και χορηγούνται στον ίδιο δανειολήπτη, χορηγούνται από διαφορετικές τράπεζες που αναλαμβάνουν την ευθύνη μόνον για το δικό τους ποσό δανείου. Καμία από τις τράπεζες δεν θα αποποιούνταν το δικό της μερίδιο ασφάλειας (22) —σε περίπτωση αδυναμίας της Farice hf.— για να καλυφθεί κάποιο από τα άλλα δάνεια. Τα δάνεια όχι μόνον έχουν διαφορετικά επιτόκια αλλά και διαφορετικές περιόδους αποπληρωμής, διαφορετικό αριθμό δόσεων και διαφορετικούς εγγυητές.

Θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι ο κανόνας του 80 % δεν θα πρέπει ποτέ να οδηγεί σε εφησυχασμό του πιστωτή ως προς τον κίνδυνο που επιθυμεί να αναλάβει. Με βάση τα ανωτέρω, δεν είναι ορθό να ληφθούν υπόψη —σε σχέση με την επιχειρηματική απόφαση που ελήφθη από την Nordic Investment Bank και για τον καθορισμό της δανειακής βάσης στην οποία εφαρμόζεται ο κανόνας του 80 %— τα άλλα δάνεια που χορηγούνται από την Íslandsbanki και την Føroya Banki. Η Nordic Investment Bank δεν έχει αναλάβει καμία ευθύνη γι’ αυτά τα δάνεια.

Για τους λόγους αυτούς, η Αρχή θεωρεί ότι κάθε τμήμα του συνολικού ποσού δανείων συνιστά ένα ανεξάρτητο δάνειο. Ο συνδυασμός των δανείων σε ένα κοινό κείμενο δεν φαίνεται να έχει κάποια ουσιαστική σημασία. Για το λόγο αυτό, η Αρχή θεωρεί ότι η εγγύηση του κράτους καλύπτει το 100 % του υπό εγγύηση δανείου A για ένα ποσό ίσο κατ’ ανώτατο όριο με 9,4 εκατ. ευρώ. Συνεπώς η τρίτη προϋπόθεση δεν πληρούται.

Όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση, η Αρχή σημειώνει ότι το Ταμείο Εγγυήσεων του ισλανδικού κράτους επέβαλε ένα ασφάλιστρο εγγύησης της τάξεως του 0,5 % κ.ε. όσον αφορά το δάνειο Α. Το ασφάλιστρο καταβλήθηκε προκαταβολικώς και αντιστοιχούσε σε ένα ποσό ύψους 438 839 ευρώ. Επιπλέον, καταβλήθηκε μια εγγύηση ύψους 120 000 ISK.

Μόνον εάν υποθέσουμε ότι το Ταμείο Κρατικών Εγγυήσεων έλαβε υπόψη του, κατά τον υπολογισμό του ασφαλίστρου, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του υπό εγγύηση δανείου, ειδικότερα τους όρους αποπληρωμής (23), και ότι στις εκτιμήσεις του ακολούθησε τη λεγόμενη αρχή του επενδυτή αγοράς, θα μπορούσε να πληρούται η τέταρτη προϋπόθεση του κεφαλαίου 17 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο των κατευθυντήριων γραμμών. Ωστόσο, αν και κλήθηκαν να αποδείξουν ότι το ασφάλιστρο εγγύησης αντικατοπτρίζει τα πραγματικά επίπεδα της αγοράς, οι ισλανδικές αρχές δεν τοποθετήθηκαν επί της ουσίας ως προς το εν λόγω σημείο, αλλά περιορίστηκαν κυρίως στο να επαναλάβουν τις σχετικές διατάξεις του νόμου περί του Ταμείου Κρατικών Εγγυήσεων. Η Αρχή σημειώνει ότι έστω κι αν ληφθεί υπόψη ότι η υπό εξέταση εγγύηση είναι μια εγγύηση είσπραξης με χαμηλότερο κίνδυνο, το ασφάλιστρο που επιβλήθηκε στη Farice βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της κλίμακας που προβλέπεται από τον Οργανισμό Διαχείρισης Εθνικού Χρέους [από 0,5 έως 4 % (24)], πράγμα το οποίο δεν αιτιολογήθηκε από τις ισλανδικές αρχές παρά τη σχετική παρατήρηση της Αρχής στην απόφαση για έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας (25).

Μια περαιτέρω ένδειξη των κατάλληλων επιπέδων της αγοράς μπορεί να ληφθεί από το κεφάλαιο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο των κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο προσδιορίζει το ποσό της ενίσχυσης, δηλ. το ισοδύναμο επιχορήγησης για μια επιμέρους εγγύηση, ως τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου που ελήφθη χάρη στην κρατική εγγύηση, αφού αφαιρεθούν τα τυχόν καταβληθέντα ασφάλιστρα. Αυτό βασίζεται στην αντίληψη ότι εάν ο δανειζόμενος τυγχάνει ενός ευνοϊκού επιτοκίου, το οποίο δεν θα επιτύγχανε χωρίς την παρέμβαση του κράτους, ως ενίσχυση θεωρείται το ποσό το οποίο παραμένει σε σύγκριση με τα επίπεδα της αγοράς και μετά την αφαίρεση του ασφαλίστρου. Εάν το ασφάλιστρο δεν αντισταθμίζει πλήρως το εν λόγω πλεονέκτημα, θεωρείται ότι η κρατική εγγύηση εξακολουθεί να ευνοεί το δικαιούχο και συνεπώς να στρεβλώνει την αγορά. Στις περιπτώσεις αυτές, το πλεονέκτημα που προκύπτει από την εγγύηση δεν αίρεται από το ασφάλιστρο και πρέπει να χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση (26).

Με βάση τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία (η Αρχή δεν έχει πληροφορίες σχετικά με την πιστοληπτική κατάταξη της Farice hf.), η Αρχή θα προσπαθήσει να υπολογίσει προσεγγιστικά την αξία της εγγύησης και την ένταση της αντίστοιχης ενίσχυσης συγκρίνοντας το δάνειο Α με το δάνειο Δ.

Στην απόφασή της για έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Αρχή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το επιτόκιο του δανείου Α θα πρέπει να συγκριθεί με τα δάνεια Β ή Δ. Η Αρχή θεωρεί ότι το επιτόκιο του δανείου Α μπορεί να συγκριθεί με το δάνειο Δ (27), το οποίο είναι το μόνο που δεν υποστηρίζεται από το κράτος ή από κάποια κρατική εταιρεία. Η διαφορά μεταξύ επιτοκίων για τα δύο αυτά δάνεια είναι 1,32 εκατοστιαίες μονάδες. Αφαιρώντας το ασφάλιστρο εγγύησης 0,50 %, η διαφορά πέφτει στις 0,82 εκατοστιαίες μονάδες (28). Αυτό σημαίνει μια ενίσχυση ύψους περίπου 720 000 ευρώ (29). Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το δάνειο Δ έχει βραχύτερη περίοδο αποπληρωμής (λήξη) από το δάνειο Α. Ενώ το δάνειο A θα εξοφληθεί το 2015, δηλαδή 11 χρόνια μετά τη σύναψη της δανειακής συμφωνίας, το δάνειο Δ θα εξοφληθεί το 2009 [βλέπε πίνακα στο I.2.2.α) της παρούσας απόφασης]. Εάν το δάνειο Δ είχε την ίδια λήξη με το δάνειο Α (δηλαδή έως το 2015), θα μπορούσε κανείς να πιστεύει ότι η Íslandsbanki hf. θα ζητούσε επιτόκιο υψηλότερο από εκείνο του Euribor + 1,50 %. Χρησιμοποιώντας τις καμπύλες απόδοσης ευρωομολόγων για το 2004 (30) η τιμή κατά τη λήξη ενός ομολόγου 5 ετών και 11 ετών εμφανίζει διαφορά απόδοσης της τάξης των 0,8 εκατοστιαίων μονάδων. Για να μην υποτιμηθεί το πλεονέκτημα της εγγύησης και η αντίστοιχη ένταση ενίσχυσης, η διαφορά αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη, πράγμα που για το δάνειο Δ σημαίνει επιτόκιο ίσο με Euribor + 2,3 % (1,5 % η αρχική τιμή συν το πρόσθετο 0,8 %), αυξανομένης έτσι της έντασης ενίσχυσης στο 1,62 % (31) ή περίπου στα 1,4 εκατ. ευρώ (32). Η τιμή αυτή θα πρέπει να εκληφθεί περισσότερο σαν ένα είδος εικόνας και όχι σαν ακριβής υπολογισμός του ύψους της ενίσχυσης. Δεν μπορεί να ληφθεί ως δεδομένο ότι ένας δανειοδότης σε εμπορικά πλαίσια θα δάνειζε στην περίπτωση μη εγγυημένου δανείου με επιτόκιο υψηλότερο κατά 2,12 εκατοστιαίες μονάδες (33) από το επιτόκιο του δανείου Α, ακόμη κι αν οι λήξεις ήταν οι ίδιες. Το σχετικό επιτόκιο θα εξαρτιόταν από την εκτίμηση κινδύνου του δανειοδότη, πράγμα το οποίο δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο αποτέλεσμα που υπολογίστηκε παραπάνω.

Τοιουτοτρόπως, δεν πληρούνται τρεις από τις τέσσερις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον μια επιμέρους κρατική εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Αν και ο δανειζόμενος, η Farice hf., δεν αντιμετώπιζε τεχνικά χρηματοοικονομικές δυσκολίες, δεν μπορούσε να λάβει δάνειο από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με τους όρους της αγοράς χωρίς παρέμβαση του κράτους αλλά χρειάστηκε κρατική εγγύηση για το 100 % του οφειλόμενου δανείου A. Περαιτέρω, η Farice hf. δεν επιβαρύνθηκε με επιτόκιο αγοράς για την εγγύηση, τιμή που θα αντικατόπτριζε το ποσό και τη διάρκεια της εγγύησης και την ασφάλεια που παρέχεται από το δανειζόμενο, καθώς επίσης και, ειδικότερα, τον τομέα δραστηριότητας και τις προοπτικές.

Για τους λόγους αυτούς, η Αρχή δεν μπορεί να αποφανθεί ότι η κρατική εγγύηση υπέρ της Farice hf. για το δάνειο Α αποκλείει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

1.1.2.   Οι προϋποθέσεις του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

Για να θεωρηθεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, πρέπει να πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: η ενίσχυση να προσφέρει επιλεκτικό πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις, να χορηγείται με κρατικούς πόρους, να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Μέτρο το οποίο ευνοεί ορισμένους συγκεκριμένους δικαιούχους και το οποίο δεν είναι γενικό μέτρο συνιστά ενίσχυση.

Οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι στη στήριξη του έργου Farice δεν υπεισέρχεται κανένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, δεδομένου ότι το υποθαλάσσιο καλώδιο έχει το χαρακτήρα υποδομής και η στήριξη στο έργο αυτό συνιστά συνεπώς ένα «γενικό» και όχι ένα επιλεκτικό μέτρο. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COM(2001) 35 τελικό «Βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών στους θαλάσσιους λιμένες: Βασικό στοιχείο των ευρωπαϊκών μεταφορών» (34), το κριτήριο της επιλεξιμότητας είναι ένα σημαντικό στοιχείο συγκριτικής αξιολόγησης προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσον ένα συγκεκριμένο χρηματοδοτικό μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

Σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής, η παροχή κρατικής χρηματοδότησης για την κατασκευή ή διαχείριση υποδομής δεν θεωρείται ως ενίσχυση εάν τη διαχείριση της υποδομής αναλαμβάνει απευθείας το κράτος (πράγμα το οποίο δεν ισχύει στο προκείμενο έργο) ή αν πραγματοποιηθεί δημόσιος διαγωνισμός για την επιλογή διαχειριστή και αν η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους δυνητικούς χρήστες χωρίς διακρίσεις (35).

Όπως αναφέρεται στην απόφαση έναρξης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αν και μπορούσε να επιδιωχθεί ευρεία συμμετοχή στο πλαίσιο του έργου, ούτε η τοποθέτηση ούτε η διαχείριση του καλωδίου ήταν αποτέλεσμα κάποιου δημόσιου διαγωνισμού. Η κρατική συμμετοχή ήλθε μάλλον ως απόκριση σε μια ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία ξεκίνησε από τους δύο κατεστημένους φορείς εκμετάλλευσης στο τομέα των τηλεπικοινωνιών (36). Περαιτέρω, όσον αφορά την πρόσβαση χωρίς διακρίσεις, ενώ η συμμετοχή στην εταιρεία σύμφωνα με τη συμφωνία των μετόχων δεν περιορίζεται, τα ιδρυτικά μέλη διατηρούν ορισμένα δικαιώματα προτίμησης, τα οποία τα φέρουν μάλλον σε καλύτερη θέση από τυχόν νέους μετόχους.

Ασχέτως των ανωτέρω, σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής, ένα μέτρο δεν συνιστά γενικό μέτρο, εάν ο φορέας που διαχειρίζεται την υποδομή ασκεί κάποια οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι το γεγονός αυτό μπορεί να προσφέρει κάποιο δυνητικό πλεονέκτημα στο δικαιούχο (37) σε σχέση με ανταγωνιστές του. Από την άποψη αυτή, αρκεί να σημειωθεί ότι η κρατική στήριξη ευνοεί τη Farice hf. που διαχειρίζεται το καλώδιο και πωλεί δικαιώματα χρήστη σε ενδιαφερόμενα μέρη έναντι αμοιβής. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Πρωτοδικείου, η διαχείριση υποδομής συνιστά οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (38). Η Farice hf. μπορεί να αντλεί οφέλη από την κατασκευή μιας υποδομής που καλύπτεται από κρατική εγγύηση και στην οποία συμμετέχει το κράτος στο πλαίσιο μιας κατάστασης στην οποία ιδιωτικοί φορείς δεν επιθυμούσαν να διασφαλίσουν το σύνολο της χρηματοδότησης του έργου, ενώ άλλοι φορείς μπορεί να έπρεπε να το χρηματοδοτούσαν κατά 100 % από μόνοι τους.

Επιπλέον, η συμμετοχή στην εταιρεία είναι κυρίως προσανατολισμένη προς τους φορείς εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών. Η σύνδεση μέσω του καλωδίου Farice πωλείται αυτή τη στιγμή μόνο σε μεγάλες μονάδες όγκου σε επιχειρηματικούς φορείς που επαναπωλούν την υπηρεσία στην κατάντη αγορά σε τελικούς χρήστες, και ήταν αυτοί ακριβώς οι επιχειρηματικοί φορείς που ανέλαβαν την πρωτοβουλία στην οποία ανταποκρίθηκε το κράτος. Ο τύπος της υπηρεσίας απευθύνεται συνεπώς σε εμπορικώς δραστηριοποιούμενους φορείς και όχι στο εν γένει κοινό. Η Αρχή θεωρεί συνεπώς ότι το έργο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως έργο που απευθύνεται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις, περίπτωση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, και όχι ως γενική υποδομή (39).

Για να προσδιοριστεί κατά πόσον ένα κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί κατά πόσον η δικαιούχος επιχείρηση αντλεί κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε κάτω από κανονικές αγοραίες συνθήκες.

Όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 17.2.1 παράγραφος 1 των κατευθυντήριων γραμμών, η κρατική εγγύηση παρέχει τη δυνατότητα στο δανειζόμενο να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης για ένα δάνειο από αυτούς που συνήθως ισχύουν στις κεφαλαιαγορές. Τυπικά, ο δανειζόμενος, χωρίς την ύπαρξη εγγύησης του κράτους, δεν θα εύρισκε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα διαθέσιμο να το δανείσει με οποιουσδήποτε όρους.

Όπως αναφέρεται παραπάνω (στο τμήμα II.1.1.1 της παρούσας απόφασης), το γεγονός ότι οι τράπεζες απαίτησαν εγγύηση όχι μόνον από το κράτος για το δάνειο Α αλλά και από τα δύο πρώην κρατικά τηλεπικοινωνιακά μονοπώλια (Síminn για το δάνειο B και Telefonverkið P/F για το δάνειο Γ), τα οποία ανήκαν ακόμη στα αντίστοιχα κράτη, δείχνει ότι η Farice δεν ήταν σε θέση να πάρει δάνειο με όρους αγοράς χωρίς την παρέμβαση του κράτους.

Περαιτέρω, η ανάληψη ενός κινδύνου από το κράτος θα πρέπει κανονικά να καλύπτεται με ένα κατάλληλο ασφάλιστρο. Όπως αποδεικνύεται ανωτέρω (τμήμα II.1.1.1 της παρούσας απόφασης), το ασφάλιστρο που ορίστηκε για τη Farice hf. βρίσκεται στο κατώτατο όριο της κλίμακας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει την κατάλληλη κάλυψη. Οι ισλανδικές αρχές δεν περιέλαβαν κανένα στοιχείο στις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις ανησυχίες που διατυπώνονται στην απόφαση έναρξης επίσημης διαδικασίας έρευνας, με βάση το οποίο η Αρχή θα μπορούσε να εκτιμήσει ότι το καταβληθέν ασφάλιστρο ήταν το ενδεικνυόμενο. Το γεγονός αυτό πρέπει να εξεταστεί ειδικότερα σε σχέση με το γεγονός ότι το ασφάλιστρο δεν ήρε πλήρως το πλεονέκτημα το οποίο απέκτησε η Farice hf. με τη επίτευξη χαμηλότερου επιτοκίου για το δάνειο Α από τις τράπεζες. Όπως μπορεί κανείς να δει από το κεφάλαιο 17.2.1 παράγραφος 2 των κατευθυντήριων γραμμών, όταν το κράτος δεν απαιτεί το αναλογούν ασφάλιστρο, αυτό σημαίνει παροχή πλεονεκτήματος στην επιχείρηση.

Επομένως, η Αρχή θεωρεί ότι η Farice hf. απέκτησε ένα οικονομικό πλεονέκτημα που δεν θα επιτύγχανε υπό κανονικούς όρους αγοράς.

Για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, το οικονομικό πλεονέκτημα πρέπει να χορηγείται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων. Το ισλανδικό κράτος παρέσχε εγγύηση για δάνειο ύψους 9,4 εκατ. ευρώ υπέρ της Farice, δηλαδή η εγγύηση του κράτους περιλαμβάνει κρατικούς πόρους.

Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 17.2.1 παράγραφος 2 των κατευθυντήριων γραμμών, όταν το κράτος δεν απαιτεί το θεμιτό ασφάλιστρο, αυτό συνιστά δαπάνη κρατικών πόρων. Όπως καταδείχθηκε παραπάνω, το ασφάλιστρο με το οποίο επιβαρύνθηκε η Farice hf. βρίσκεται στο κατώτατο όριο της κλίμακας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει μια κατάλληλη αποζημίωση, ιδίως σε σχέση με το ληφθέν χαμηλό επιτόκιο. Αφού το ισλανδικό κράτος μπορούσε να απαιτήσει υψηλότερο ασφάλιστρο, και να αντλήσει έτσι περισσότερα έσοδα, αυτό σημαίνει ότι περιλαμβάνονται κρατικοί πόροι.

Το κράτος δεν ενήργησε επίσης ως ιδιώτης επενδυτής, πράγμα το οποίο θα απέκλειε την εφαρμογή του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η εξέταση των ανωτέρω δύο κριτηρίων δείχνει ότι το έργο δεν προωθήθηκε σε καθαρά εμπορική βάση. Η συμμετοχή του κράτους στο έργο, με την παροχή μεταξύ άλλων εγγύησης για το δάνειο Α, κατέστη αναγκαία στο πλαίσιο μιας κατάστασης στην οποία ιδιώτες επενδυτές —αν παρείχαν αυτοί την εγγύηση— θα απαιτούσαν υψηλότερο ασφάλιστρο. Αυτό δείχνει ότι το ισλανδικό κράτος, όταν παρέσχε την εγγύηση, δεν ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή.

Για να έχει εφαρμογή το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, το μέτρο πρέπει να νοθεύει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Επιχειρήσεις που αποκτούν κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα που παρέχεται από το κράτος και το οποίο μειώνει το κανονικό τους κόστος, φέρονται σε πιο ανταγωνιστική θέση σε σχέση με εκείνες που δεν απολαμβάνουν αυτό το πλεονέκτημα.

Η παρέμβαση του κράτους ενισχύει τη θέση της Farice hf. διασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση του έργου έναντι ανταγωνιστών που δεν τυγχάνουν μιας τέτοιας εγγύησης και θα έπρεπε να προβούν στην επένδυση αποκλειστικά υπό όρους της αγοράς, όπως π.χ. άλλοι πάροχοι καλωδίων σύνδεσης με το Διαδίκτυο (όπως το δίκτυο CANTAT-3). Η κοινοπραξία που λειτουργεί το δίκτυο CANTAT-3 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον ισλανδικό φορέα τηλεπικοινωνιών Landssími Íslands hf., την Teleglobe και την Deutsche Telekom. Το CANTAT-3 έχει σημεία σύνδεσης στον Καναδά, την Ισλανδία, τις Νήσους Φερόες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία.

Περαιτέρω, η εγγύηση παρέχεται για ένα έργο το οποίο εκτελείται από πολυεθνικούς επιχειρηματικούς φορείς και συνιστά δραστηριότητα που υπέχει συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

Συνεπώς, το μέτρο νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

Για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, η Αρχή αποφαίνεται ότι η εγγύηση του κράτους που χορηγήθηκε υπέρ της Farice hf. για το δάνειο Α συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

1.2.   Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ FARICE HF.

Μεταξύ του χρόνου ίδρυσης της εταιρείας το Σεπτέμβριο του 2002 και του χρόνου της κοινοποίησης στις αρχές του 2004, η κρατική συμμετοχή στη Farice hf. αυξήθηκε από το αρχικό ποσοστό του 27,33 % στο 46,5 %. Βάσει των εξηγήσεων που δόθηκαν από τις ισλανδικές αρχές στην απάντησή τους του Ιουνίου του 2004, η Síminn κατέστησε σαφές ότι δεν σκόπευε να καλύψει ποσοστό μεγαλύτερο του 33,33 % του μετοχικού κεφαλαίου (40).

Από πλευράς κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον η αύξηση της κρατικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της Farice hf. είναι σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Το κεφάλαιο 19 των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει τη γενική προσέγγιση της Αρχής σε σχέση με την απόκτηση μεριδίου μετοχών από δημόσιες αρχές.

Σύμφωνα με το κεφάλαιο 19.6 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών, δεν πρόκειται περί κρατικών ενισχύσεων όταν υπάρχει συνεισφορά σε νέο κεφάλαιο σε επιχειρήσεις, αν η συνεισφορά αυτή πραγματοποιείται υπό συνθήκες που θα ήταν παραδεκτές για έναν ιδιώτη που προβαίνει σε επενδύσεις υπό κανονικούς όρους μιας οικονομίας αγοράς. Αυτό μπορεί να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις αύξησης της κρατικής συμμετοχής σε μια εταιρεία, υπό την προϋπόθεση ότι το εισφερόμενο κεφάλαιο είναι αναλογικό προς τον αριθμό των μετοχών που κατέχονται από το κράτος και συμβαδίζει με την εισφορά κεφαλαίων από ένα ιδιώτη επενδυτή. Το μερίδιο του ιδιώτη επενδυτή πρέπει να έχει πραγματική οικονομική σημασία.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει κρατική ενίσχυση όταν υπάρχει συνεισφορά σε νέο κεφάλαιο, αν η συνεισφορά αυτή πραγματοποιείται υπό συνθήκες που δεν θα ήταν παραδεκτές για έναν ιδιώτη που προβαίνει σε επενδύσεις υπό κανονικούς όρους μιας οικονομίας αγοράς. Σύμφωνα με το κεφάλαιο 19.6 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών, αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων όταν, κατά την εισφορά κεφαλαίου σε επιχειρήσεις των οποίων το κεφάλαιο κατανέμεται μεταξύ ιδιωτών και δημόσιων μετόχων, η δημόσια συμμετοχή αυξάνεται σε βαθμό που να υπερβαίνει σημαντικά αυτήν της αρχικής κατανομής και η σχετική αποδέσμευση των ιδιωτών μετόχων οφείλεται ουσιαστικά στις δυσοίωνες προοπτικές όσον αφορά την αποδοτικότητα της επιχείρησης.

Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι η αύξηση της συμμετοχής του ισλανδικού κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εισφορά νέων κεφαλαίων αλλά μάλλον ως αρχική σύσταση εταιρείας. Οι ισλανδικές αρχές αναφέρουν ότι η Farice hf., με μετοχικό κεφάλαιο ύψους 30 εκατ. ISK δεν ήταν σε θέση, το Σεπτέμβριο του 2002, να αναλάβει το έργο της τοποθέτησης ή λειτουργίας του υποθαλάσσιου καλωδιακού συστήματος. Αντί να δημιουργηθεί —όπως αναφέρεται— μια νέα εταιρεία, πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2003 η πρώτη αύξηση κεφαλαίου η οποία, κατά την άποψη των ισλανδικών αρχών, δεν ήταν μια κανονική «αύξηση κεφαλαίου» εταιρείας, αλλά μία ενέργεια παρόμοια στην πράξη με την ίδρυση μιας νέας εταιρείας με νέο αντικείμενο. Η Αρχή επισημαίνει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις αντιμετωπίζουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, άσχετα με τη χρονική στιγμή κατά την οποία πραγματοποιείται, ως υποκατηγορία της εισφοράς νέων κεφαλαίων. Δεδομένου ότι οι κατευθυντήριες γραμμές αντικατοπτρίζουν τη γενική αρχή της συμπεριφοράς του ιδιώτη επενδυτή, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να αναλυθεί βάσει αυτής. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση κατείχε ήδη το μεγαλύτερο μερίδιο κατά τη φάση της προετοιμασίας, δεν θα έπαυε η συμμετοχή του ισλανδικού κράτους στο κεφάλαιο να υπόκειται σε ανάλυση βάσει των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, για την αξιολόγηση αυτή, σημασία έχει μόνον το κατά πόσον η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αντικατοπτρίζει τη λογική ενός ιδιώτη επενδυτή.

Η Αρχή δεν αρνείται ότι πράγματι η αύξηση της συμμετοχής των ιδιωτών επενδυτών πραγματοποιήθηκε την ίδια χρονική στιγμή με την αύξηση της συμμετοχής του κράτους. Ωστόσο, κατά τη γνώμη της Αρχής, η αύξηση του μεριδίου των ιδιωτών επενδυτών δεν ήταν αναλογική με την αύξηση του μεριδίου του κράτους.

Όπως μπορεί κανείς να δει από τον παραπάνω πίνακα [βλέπε I.2.2.β)] της παρούσας απόφασης, το κεφάλαιο της Farice hf. αυξήθηκε από 327 000 ευρώ σε 14 070 000 ευρώ τον Ιανουάριο του 2003. Το μερίδιο του ισλανδικού κράτους αυξήθηκε από 27,33 % (90 000 ευρώ) σε 46,53 % (6 547 000 ευρώ), δηλαδή κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες περίπου. Αν και σωστά δηλώνεται από τις ισλανδικές αρχές ότι το μερίδιο της Síminn αυξήθηκε από 155 000 ευρώ σε 4 690 000 ευρώ, σε σχετικούς όρους το μερίδιο της Síminn έπεσε από 47,33 % σε 33,33 % (14 ποσοστιαίες μονάδες). Εκτός από την Telefonverkið, τα μερίδια όλων των υπόλοιπων μετόχων έπεσαν επίσης (από 1,33 % σε 0,33 %), πράγμα το οποίο δείχνει ότι σε σχετικούς όρους οι εμπορικώς δραστηριοποιούμενοι φορείς μείωσαν την εμπλοκή τους στο έργο.

Αυτό οφείλεται πιθανόν στις δυσοίωνες προοπτικές στο θέμα της κερδοφορίας της εταιρείας. Στην επιστολή τους του Σεπτεμβρίου του 2004, οι ισλανδικές αρχές ανέφεραν ότι:

«η Síminn έκρινε ότι τυχόν αύξηση της χωρητικότητας για την κάλυψη της προβλεπόμενης ζήτησης, καθώς και παροχή μιας εναλλακτικής οδού για έκτακτες ανάγκες, ήταν ένα οικονομικώς επικίνδυνο εγχείρημα, με μικρή απόδοση επένδυσης (ιδίως για μια ανώνυμη εταιρεία σε πορεία ιδιωτικοποίησης). Για να διευκολύνει λοιπόν την αναγκαία αναβάθμιση χωρητικότητας, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι πολύ σύντομα η ζήτηση θα ξεπερνούσε τη διαθέσιμη χωρητικότητα, η κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει.».

Οι ισλανδικές αρχές δηλώνουν περαιτέρω ότι η απροθυμία της αγοράς απέναντι στο έργο κατέστη εμφανής στην προπαρασκευαστική φάση όταν οι Síminn and Telefonverkið προσέλαβαν την IBM Consulting προκειμένου να τους παράσχει συμβουλές σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα του έργου και τις δυνατότητες χρηματοδότησής του. Τα πορίσματα προέβλεπαν σαφέστατα ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει χρηματοδότηση μέσω παραδοσιακών οδών (41).

Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η αρχική έλλειψη συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών ήταν ο λόγος της συμμετοχής της κυβέρνησης στην αναγκαία αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στις αρχές του 2003 (42), συμμετοχή η οποία οδήγησε σε αύξηση του κρατικού μεριδίου στο κεφάλαιο της Farice hf.

Η αύξηση του μεριδίου του ισλανδικού κράτους στο κεφάλαιο της Farice συνοδεύτηκε περαιτέρω από τη χορήγηση εγγύησης του κράτους για την κάλυψη του δανείου Α των 9,4 εκατ. ευρώ, η οποία αξιολογήθηκε παραπάνω στην παρούσα απόφαση. Σύμφωνα με το κεφάλαιο 19.6 στοιχείο δ) των κατευθυντήριων γραμμών, υπάρχει το ενδεχόμενο κρατικής ενίσχυσης σε περίπτωση που η απόκτηση συμμετοχής συνδυάζεται με άλλες παρεμβάσεις οι οποίες πρέπει να κοινοποιηθούν βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

Η αύξηση της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο σε μια κατάσταση στην οποία κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν προέβη σε αύξηση κατά την ίδια αναλογία της συμμετοχής του στο κεφάλαιο, προσέφερε ένα πλεονέκτημα σε μια μεμονωμένη εταιρεία, τη Farice hf., και οδήγησε σε δαπάνη κρατικών πόρων.

Η παρέμβαση του κράτους ενισχύει τη θέση της Farice hf. διασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση του έργου απέναντι σε ανταγωνιστές που δεν τυγχάνουν παρόμοιας κρατικής συμμετοχής (π.χ. το δίκτυο CANTAT-3) στο πλαίσιο συνθηκών υπό τις οποίες ιδιωτικοί φορείς δεν επιθυμούν να επενδύσουν πρόσθετα κεφάλαια. Η κοινοπραξία που λειτουργεί το δίκτυο CANTAT-3 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον ισλανδικό φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών Landssími Íslands hf., την Teleglobe και την Deutsche Telekom. Το CANTAT-3 διαθέτει σημεία σύνδεσης στον Καναδά, στις Φερόες Νήσους, στη Δανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία.

Περαιτέρω, η αύξηση του μεριδίου αφορά έργο το οποίο εκτελείται από πολυεθνικούς επιχειρηματικούς φορείς και συνιστά δραστηριότητα που υπόκειται σε συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

Συνεπώς, το μέτρο νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

1.3.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, η Αρχή αποφαίνεται ότι η εγγύηση του κράτους για το δάνειο Α και η αύξηση του μεριδίου του ισλανδικού κράτους στο εταιρικό μετοχικό κεφάλαιο συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, «η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.». Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, «κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης κοινοποιείται εγκαίρως στην Αρχή από το οικείο κράτος της ΕΖΕΣ και η εν λόγω ενίσχυση δεν τίθεται σε εφαρμογή παρά μόνον αφού η Επιτροπή λάβει, ή θεωρηθεί ότι έχει λάβει, απόφαση με την οποία εγκρίνει την εν λόγω ενίσχυση.».

Η Farice hf. ιδρύθηκε το 2002 και οι εργασίες τοποθέτησης ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2003. Το καλώδιο τέθηκε επίσημα σε λειτουργία τον Φεβρουάριο του 2004 (43). Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2003 ενώ η εγγύηση είσπραξης από τις ισλανδικές αρχές δόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2004, δηλαδή προτού η Αρχή να έχει την ευκαιρία να εκφράσει γνώμη σχετικά με τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν στις 27 Φεβρουαρίου 2004. Έτσι, οι ισλανδικές αρχές έθεσαν τα μέτρα σε ισχύ πριν η Αρχή να έχει λάβει τελική απόφαση γι’ αυτά.

Η Αρχή σημειώνει κατά συνέπεια ότι οι ισλανδικές αρχές δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους για αναμονή που προβλέπεται στο άρθρο 3 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

3.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ

Κατά την άποψη της Αρχής, τα μέτρα ενίσχυσης δεν συμμορφώνονται με καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται βάσει του άρθρου 59 παράγραφος 2 (44) και του άρθρου 61 παράγραφος 2 ή 3 στοιχείο α) και δ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση για την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας, κατά την άποψη της Αρχής, η κρατική στήριξη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ομολογουμένως, η ύπαρξη δυνατότητας αξιόπιστης διεθνούς σύνδεσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως γενικού ενδιαφέροντος υπό ορισμένες συνθήκες. Ωστόσο, αν και το έργο είναι διεθνικό, αυτό δεν αρκεί προκειμένου να γίνει δεκτό ότι το έργο εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η υπό εξέταση ενίσχυση παρουσιάζεται με τη μορφή τομεακής ενίσχυσης, ευνοώντας μια επιμέρους εταιρεία (Farice hf.) και όντας περισσότερο αποτέλεσμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας μιας ομάδας επιχειρηματικών φορέων παρά επιτυγχάνοντας ευρύτερα θετικά αποτελέσματα για την ευρωπαϊκή οικονομία ή προσφέροντας σημαντικά οφέλη στο γενικότερο κοινωνικό σύνολο. Το έργο δεν ωφελεί τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ως σύνολο (45) ενώ είναι επίσης εκτός πλαισίου οποιασδήποτε κοινοτικής δράσης στον τομέα αυτό (46).

Χρειάζεται να αξιολογηθεί κατά πόσον η ενίσχυση μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Βάσει της εν λόγω διάταξης, η ενίσχυση μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη εάν «προωθεί την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών χωρίς να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.».

Η Αρχή θεωρεί ότι η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου πρέπει να βασίζεται απευθείας στο άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Για να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμο βάσει της εν λόγω διάταξης, το μέτρο της κρατικής ενίσχυσης πρέπει να είναι αναγκαίο και αναλογικό προς το σκοπό τον οποίο επιδιώκει.

3.1.   Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

Η Αρχή σημειώνει ότι το έργο αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει τη σύνδεση της Ισλανδίας με το Διαδίκτυο με αξιόπιστο τρόπο στον οποίο η προηγούμενη σύνδεση με το CANTAT-3 θα έχει υποστηρικτικό ρόλο. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Ισλανδία έχει απόλυτη ανάγκη πρόσβασης σε μια οικονομική και αξιόπιστη τηλεπικοινωνιακή σύνδεση. Όπως αναφέρθηκε ήδη στο τμήμα I.2 της παρούσας απόφασης, εναλλακτικές λύσεις όπως εκείνη του ήδη υπάρχοντος καλωδίου CANTAT-3 ή μέσω δορυφόρων δεν αποτελούν βιώσιμες επιλογές, είτε λόγω τεχνικών περιορισμών είτε λόγω εξαρτήσεως από μετόχους άλλης κοινοπραξίας [CANTAT-3 (47)] είτε τέλος λόγω αυξημένου κόστους (δορυφόροι). Το νέο υποβρύχιο καλώδιο, το οποίο πρόκειται να καταστεί η βασική τηλεπικοινωνιακή σύνδεση της Ισλανδίας, έχει μεγαλύτερες χωρητικότητες, είναι πλέον αξιόπιστο και —με την υποστήριξη του CANTAT-3— μπορεί να εξασφαλίσει την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Ισλανδία. Η διαθεσιμότητα ευρυζωνικής υποδομής (48) έχει αναγνωριστεί στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής και των αποφάσεων για τις κρατικές ενισχύσεις (49) ως ένας θεμιτός στόχος και τύπος υπηρεσίας που μπορεί από τη φύση της να επηρεάσει θετικά την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη μεγάλου αριθμού τομέων και δραστηριοτήτων.

Όπως μπορεί κανείς να δει από το ιστορικό του (ειδικότερα τη μελέτη σκοπιμότητας του Μαρτίου 2002), το έργο Farice δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει ως γνήσια ιδιωτική πρωτοβουλία. Τόσον η χορήγηση κρατικής εγγύησης όσο και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου προήλθαν από την ανάγκη μεγαλύτερης συμμετοχής του κράτους ώστε να καταστεί το έργο οικονομικά βιώσιμο. Χωρίς τη συμμετοχή του κράτους, το έργο ή θα είχε καθυστερήσει ή δεν θα είχε αναληφθεί καθόλου. Για τους λόγους αυτούς, η Αρχή θεωρεί ότι η κρατική στήριξη ήταν αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

3.2.   Η ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

Για να είναι τα μέτρα ενίσχυσης συμβατά με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, πρέπει να είναι αναλογικά με το στόχο και να μη νοθεύουν τον ανταγωνισμό σε βαθμό που να αντίκειται προς το κοινό συμφέρον. Το ειδικό βάρος των πλεονεκτημάτων από την πλευρά της διασφάλισης αξιόπιστης παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Ισλανδία πρέπει να σταθμίζεται έναντι των μειονεκτημάτων από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση όταν επιχειρούν παρόμοια έργα.

Ούτε η τοποθέτηση ούτε η διαχείριση του καλωδίου δόθηκαν στη Farice hf. ύστερα από ανοικτό διαγωνισμό. Κατά τη γνώμη της Αρχής, η ευρεία ενημέρωση που ισχυρίζονται οι ισλανδικές αρχές ότι υπήρξε για το εν λόγω έργο δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη διαδικασία ενός επίσημου διαγωνισμού, ιδίως καθώς η εν λόγω συμμετοχή περιορίστηκε σε επιχειρήσεις της Ισλανδίας και των Φερόων Νήσων (50). Ο ανοικτός διαγωνισμός θεωρείται ως ένα θετικό, αν και όχι κατ’ ανάγκη υποχρεωτικό, στοιχείο για την έγκριση έργων ευρυζωνικών υποδομών βάσει της πρακτικής της Επιτροπής (51). Στις αποφάσεις αυτές τονίζεται ιδιαίτερα ότι η μέσω διαγωνισμού ανάθεση της διαχείρισης του καλωδίου σε ανεξάρτητο διαχειριστή εξασφαλίζει την ουδετερότητα του διαχειριστή της υποδομής καλύτερα απ’ ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο πάροχος των υπηρεσιών έχει τον έλεγχο της υποδομής, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Η Αρχή σημειώνει θετικά ότι η συμφωνία των μετόχων προβλέπει τη χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια τιμολόγηση με όρους της αγοράς. Η τιμολογιακή πολιτική φαίνεται να είναι διαφανής, το περίγραμμα δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Farice hf. και περιλαμβάνει τον τύπο για τον υπολογισμό των τιμών.

Περαιτέρω, η συμφωνία των μετόχων είναι καταρχήν ανοικτή σε νεοεισερχομένους. Στην απόφαση για την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Αρχή διατύπωσε ορισμένες αμφιβολίες για τη θέση των νεοεισερχομένων σε σχέση με τα ιδρυτικά μέρη. Οι αμφιβολίες αυτές στηρίζονταν κυρίως στο τμήμα 7 της συμφωνίας των μετόχων, η οποία προστατεύει τη θέση των ιδρυτικών μερών δίνοντάς τους τη δυνατότητα να διατηρούν τη θέση τους στο μετοχικό κεφάλαιο. Ωστόσο, στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση της Αρχής (52), οι ισλανδικές αρχές διέλυσαν τις αμφιβολίες της Αρχής και τόνισαν τη διάκριση μεταξύ πρόσβασης στην κυριότητα της εταιρείας και πρόσβασης στο καλώδιο. Όπως αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, η συμφωνία των μετόχων προβλέπει την χωρίς διακρίσεις με διαφάνεια τιμολόγηση με όρους αγοράς και, κατά συνέπεια, διασφαλίζει επαρκή πρόσβαση στο τηλεπικοινωνιακό καλώδιο.

Η θεωρητικά υπολογιζόμενη ενίσχυση όσον αφορά την κρατική εγγύηση [1,62 % (53) ή περίπου 1,4 εκατ. ευρώ] είναι μάλλον περιορισμένη, όταν συγκριθεί με το συνολικό επενδυτικό κόστος των 48,9 εκατ. ευρώ, καθώς ανέρχεται στο 2,9 %. Όσον αφορά τη συμμετοχή του ισλανδικού κράτους στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τον Ιούνιο του 2003 η συμμετοχή του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο έχει ήδη μειωθεί στο 41 %, ενώ το μετοχικό μερίδιο άλλων ιδιωτικών φορέων όπως της Og Vodafone είχε αυξηθεί. Οι ισλανδικές αρχές επισήμαναν ότι παρά το άνοιγμα των παρόντων μετόχων σε νεοεισοερχομένους, καμία εταιρεία δεν έδειξε ενδιαφέρον για το έργο (54). Ο υπολογισμός του ύψους της κρατικής ενίσχυσης ως αποτέλεσμα της αύξησης του κεφαλαιακού μεριδίου του ισλανδικού κράτους δεν είναι ξεκάθαρος. Ωστόσο, έστω κι αν κάποιος θεωρούσε με ακραίο τρόπο το σύνολο της αύξησης κεφαλαίου ως κρατική ενίσχυση καθώς και το σύνολο του δανείου Α ως κρατική ενίσχυση (55), το συνολικό ποσό της παρέμβασης του ισλανδικού κράτους θα ήταν περίπου 15,5 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 32 % περίπου του επενδυτικού κόστους για το έργο Farice (56).

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου με βάση τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αποτελέσματα αντίθετα με άλλες διατάξεις της συνθήκης. Κατά συνέπεια, για την αξιολόγηση βάσει των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, έχει επίσης σημασία το κατά πόσον η κρατική στήριξη που παρέχεται σε ένα έργο μπορεί να εγείρει ενστάσεις στον τομέα του ανταγωνισμού βάσει της εφαρμογής του άρθρου 53 ή/και 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (57). Στο θέμα αυτό, η Αρχή σημείωσε μεταξύ άλλων στην απόφαση για την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας ότι αν και η υφιστάμενη υποδομή CANTAT-3 εξακολουθεί να παραμένει στη θέση της (58), υπήρχε —μεταξύ άλλων θεμάτων— κάποια ανησυχία μήπως στο μέλλον, το σύνολο των συνδέσεων του CANTAT-3 στην Ισλανδία περάσει στην E-Farice hf., η οποία κατέχει την πλειονότητα των μετοχών της Farice hf. (59). Συνεπώς, η Αρχή ανησυχούσε μήπως εξαλειφθεί ο ανταγωνισμός όσον αφορά τις συνδέσεις στην Ισλανδία, καθώς θα παρέμενε στην αγορά μόνον ένας προμηθευτής. Οι ανησυχίες αυτές δεν υπάρχουν πλέον.

Το έργο Farice ευνοεί τον ανταγωνισμό δημιουργώντας ένα νέο κανάλι διεθνούς σύνδεσης όταν προηγουμένως υπήρχε μόνον το CANTAT-3.

Περαιτέρω, λόγω των τιμών της Farice hf.’s, που είναι υψηλές σε σύγκριση με τις διεθνείς τιμές, οι χονδρικοί αγοραστές χωρητικότητας στην Ισλανδία, εκτός από τους ιδρυτές της Farice, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη χωρητικότητα του CANTAT-3, την οποία η Teleglobe προσφέρει σε χαμηλότερες τιμές. Αυτό δείχνει ότι η Farice δεν φαίνεται να είναι σε θέση να ελέγξει τις τιμές ή την προσφορά στην αγορά για διεθνείς συνδέσεις από/προς την Ισλανδία υπό τις παρούσες συνθήκες της αγοράς. Οι ισλανδικές αρχές εκτιμούν ότι τη στιγμή αυτή η Teleglobe πωλεί χωρητικότητα σε Ισλανδούς πελάτες που ανέρχεται στο 50 % περίπου του όγκου που καλύπτεται από το Farice. Δεν φαίνεται η τιμολογιακή πολιτική της Farice hf. να οδηγεί σε περικοπές τιμών του CANTAT-3 ούτε ότι μπορεί να ωθήσει τον εν λόγω ανταγωνιστή εκτός αγοράς. Οι χονδρικοί πελάτες που δεν συνδέονται με τους ιδρυτές της Farice hf. μπορούν να παρακάμπτουν το καλώδιο Farice και το κάνουν πράγματι.

Οι ισλανδικές αρχές διέλυσαν επίσης στις ανησυχίες που διατυπώνονται στην απόφαση για την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας ότι η Farice hf. είχε αρχικώς σχέδια για κοινή αγορά/μίσθωση αυξημένης ευρυζωνικής χωρητικότητας στο CANTAT-3 για να συνδέσει δακτυλιοειδώς τα δύο συστήματα. Τέτοιες μαζικές αγορές διαθέσιμης χωρητικότητας θα εξοβέλιζαν σίγουρα την Teleglobe από ανταγωνιστή της Farice. Οι ισλανδικές αρχές δήλωσαν ότι η Farice hf. ή η E-Farice ehf. δεν έχουν αυτή τη στιγμή σχέδια να αγοράσουν ή να μισθώσουν περισσότερη χωρητικότητα στο CANTAT-3 και ότι συζητήσεις που έγιναν με την Teleglobe (60) μερικά χρόνια πριν δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Η κατάσταση που υφίσταται σήμερα είναι ότι υπάρχει διαθέσιμη χωρητικότητα προς και από την Ισλανδία τόσον από το Farice όσο και από το CANTAT-3. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι φορείς εκμετάλλευσης, όπως οι TDC και T-Systems που προσφέρουν χωρητικότητα στο CANTAT-3 προς Ισλανδία, αν και σε μικρότερη κλίμακα.

Συνεπώς, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, δεν υπάρχουν λόγοι ανησυχίας της Αρχής όσον αφορά θέματα ανταγωνισμού και οι αντίστοιχες διαδικασίες περί ανταγωνισμού έκλεισαν.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Με βάση την προηγηθείσα αξιολόγηση, η Αρχή θεωρεί ότι η στήριξη προς την Farice hf. είναι συμβιβάσιμη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Ωστόσο, η Αρχή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι τα μέτρα εφαρμόστηκαν πριν από την κοινοποίηση της κρατικής ενίσχυσης από την Ισλανδία στην Αρχή και πριν η Αρχή να έχει καταλήξει σε τελική απόφαση για την αξιολόγηση των μέτρων από τη σκοπιά της κρατικής ενίσχυσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η στήριξη προς τη Farice hf. με τη μορφή χορήγησης κρατικής εγγύησης για δάνειο και συμμετοχής του κράτους στην αύξηση κεφαλαίου συνιστούν κρατική ενίσχυση η οποία συμβιβάζεται με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Ισλανδίας.

Άρθρο 3

Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 19 Ιουλίου 2006.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Bjørn T. GRYDELAND

Πρόεδρος

Kristján A. STEFÁNSSON

Μέλος του Σώματος


(1)  Στο εξής «η Αρχή».

(2)  Στο εξής «συμφωνία για τον ΕΟΧ».

(3)  Στο εξής «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

(4)  Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, που εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ στις 19 Ιανουαρίου 1994 και δημοσιεύτηκαν στην ΕΕ 1994 L 231 και στο Συμπλήρωμα ΕΟΧ 3.9.1994 αριθ. 32. Οι κατευθυντήριες γραμμές τροποποιήθηκαν για τελευταία φορά στις 29 Μαρτίου 2006. Στο εξής αναφέρονται ως κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις.

(5)  Δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 277 της 10.11.2005 και Συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της ΕΕ αριθ. 56 της 10.11.2005, σ. 14.

(6)  Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ της Αρχής και των ισλανδικών αρχών, βλέπε απόφαση αριθ. 125/05/COL της Αρχής για την έναρξη επίσημης διαδικασίας έρευνας, η οποία δημοσιεύτηκε στην ΕΕ C 277 της 10.11.2005, σ. 14.

(7)  ΕΕ C 277 της 10.11.2005 και Συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της ΕΕ αριθ. 56 της 10.11.2005, σ. 14.

(8)  Σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου 21 της συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 11 του κεφαλαίου ΙΙ, πρωτόκολλο 4 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

(9)  Η κοινοπραξία περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τον ισλανδικό τηλεπικοινωνιακό φορέα Landssími Íslands hf., την Teleglobe και την Deutsche Telekom.

(10)  Η συμμετοχή του ισλανδικού κράτους στη Síminn πουλήθηκε στη Skipti ehf. τον Αύγουστο του 2005.

(11)  Βλέπε συνοπτική έκθεση, συνημμένη ως παράρτημα 1 στην κοινοποίηση.

(12)  Βλέπε επίσης την ακόλουθη παρατήρηση από τις ισλανδικές αρχές: «Αν και χαρακτηρισμένη ως φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας, πράγμα που σημαίνει ότι οφείλει να παρέχει ασφαλείς υπεραστικές επικοινωνίες, η Síminn έκρινε ότι τυχόν αύξηση της χωρητικότητας για την κάλυψη της ζήτησης, καθώς και παροχή εναλλακτικής οδού για έκτακτες ανάγκες, ήταν ένα οικονομικώς επικίνδυνο εγχείρημα, με μικρή απόδοση επένδυσης. Για να διευκολύνει λοιπόν την αναγκαία αναβάθμιση χωρητικότητας, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι πολύ σύντομα η ζήτηση θα ξεπερνούσε τη διαθέσιμη χωρητικότητα, η κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει.».

(13)  Το 2003, η E-Farice ehf. κατείχε το 80 % των μετοχών της Farice hf., ενώ το υπόλοιπο 20 % των μετοχών κατείχε η Føroya Tele (19,93 %) και άλλα μέρη από τις Φερόες Νήσους (μαζί 0,6 %).

(14)  Η έκθεση IBM είναι έκθεση που υποβλήθηκε από τις ισλανδικές αρχές και περιλαμβάνει σύνοψη του ιστορικού και της τρέχουσας κατάστασης του έργου Farice. Περιγράφει την ιδέα του έργου, το επιχειρηματικό σχέδιο και τη δομή δικτύου καθώς και την ανάγκη τοποθέτησης νέου καλωδίου.

(15)  Η έκθεση IBM τονίζει το επιχειρηματικό ενδεχόμενο η αγορά των γραμμών σύνδεσης CANTAT-3 από την E-Farice να παράσχει τη δυνατότητα δακτυλιοειδούς σύνδεσης των δύο καλωδιακών συστημάτων ούτως ώστε η Farice hf. να μπορεί να προσφέρει στους πελάτες της ασφαλείς συνδέσεις. Η έκθεση περιγράφει περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις της E-Farice με την Teleglobe για τη μίσθωση πρόσθετης χωρητικότητας CANTAT-3. Εξετάστηκε κατά πόσον η Farice hf. ή η E-Farice θα μίσθωναν όλη τη διαθέσιμη χωρητικότητα για την Ισλανδία και τις Φερόες Νήσους.

(16)  Αρχικές εισφορές κεφαλαίου, οι οποίες αργότερα μεταβλήθηκαν. Η εταιρεία συμμετοχών E-Farice κατέχει το σύνολο των ισλανδικών συμμετοχών στη Farice hf.

(17)  Ο όρος οπισθοζευκτικό κύκλωμα ή backhaul αναφέρεται συχνά στη σύνδεση ενός απομακρυσμένου τόπου ή δικτύου με ένα κεντρικό ή κύριο τόπο. Ο αρχικός ορισμός του backhaul ήταν η μεταβίβαση μιας τηλεφωνικής κλήσεως ή δεδομένων πέραν του κανονικού της σημείου προορισμού και πίσω πάλι για τη χρησιμοποίηση διαθέσιμου προσωπικού (χειριστών, πρακτόρων, κλπ) ή εξοπλισμού δικτύου που δεν βρίσκεται στον τόπο προορισμού. Ο όρος απέκτησε βαθμηδόν μια γενικότερη έννοια. Αναφέρεται συνήθως σε γραμμή υψηλής χωρητικότητας.

(18)  Αν και στην επιστολή που συνοδεύει την κοινοποίηση γίνεται αναφορά στο Libor ως βάση καθορισμού του επιτοκίου του δανείου για κάθε δόση, η παράγραφος 7.1 της δανειακής συμφωνίας αναφέρεται στο Euribor. Για το λόγο αυτό, η Αρχή θεωρεί ως έγκυρη αναφορά για τον προσδιορισμό του επιτοκίου που εφαρμόζεται στο δάνειο για κάθε τοκοφόρο περίοδο εκείνη στο Euribor.

(19)  Βλέπε επιστολή των ισλανδικών αρχών της 8ης Ιουνίου 2004, σ. 7.

(20)  Καθώς οι ισλανδικές αρχές δεν χρησιμοποίησαν την ίδια τιμή μετατροπής σε ολόκληρο τον πίνακα, η Αρχή τροποποίησε τον πίνακα που υποβλήθηκε από τις ισλανδικές αρχές, όσον αφορά τις τιμές σε ευρώ. Υπολόγισε τις τιμές σε ευρώ στον πίνακα με βάση τις τιμές μετατροπής που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/dbaFile791.html. Για τη φάση της προετοιμασίας χρησιμοποίησε την τιμή μετατροπής 91,58 του 2002. Για το 2003, χρησιμοποίησε την τιμή μετατροπής 84,32 του 2003.

(21)  Καθώς το δάνειο Β χορηγείται από δύο διαφορετικούς δανειοδότες.

(22)  Σύμφωνα με το έγγραφο ασφαλειών της δανειακής συμφωνίας, για το ποσό των 34,5 εκατ. ευρώ εγγράφεται μια πρώτης τάξεως ασφάλεια σε γη και περιουσιακά στοιχεία.

(23)  Οι διατάξεις της δανειακής συμφωνίας προβλέπουν τη δυνατότητα προεξόφλησης του συνόλου ή μέρους του δανείου, εκτός από το δάνειο Α, χωρίς την καταβολή αμοιβής προεξόφλησης.

(24)  Βλέπε την επιστολή των ισλανδικών αρχών της 21ης Ιανουαρίου 2005, σ. 9.

(25)  Βλέπε σελίδα 11 της απόφασης αριθ. 125/05/COL της Αρχής.

(26)  Οι ισλανδικές αρχές δεν εξετάζουν την πτυχή αυτή, αλλά επικεντρώνονται στην καταλληλότητα της τιμής της αγοράς ως έχει. Το αποτέλεσμα είναι ότι το γεγονός ότι η κρατική εγγύηση οδηγεί σε καλύτερους όρους δανεισμού σε σχέση με τους όρους της αγοράς να μην εξετάζεται στα πλαίσια της δεύτερης προϋπόθεσης (βλ. ανωτέρω) αλλά ούτε και στα πλαίσια της τέταρτης προϋπόθεσης.

(27)  Σύμφωνα με την παράγραφο 7.4 της δανειακής συμφωνίας, μόνον το περιθώριο για το δάνειο Α μπορεί να τροποποιηθεί μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να γίνει στις 18 Μαρτίου 2011 και θα ισχύει μέχρι τη λήξη του δανείου. Καθώς αυτό εξαρτάται από τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις, η Αρχή δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον ένα τέτοιο τροποποιημένο περιθώριο θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ή κατά πόσον μπορεί να εγκριθεί κάποια ενδεχόμενη ενίσχυση. Ωστόσο, οι ισλανδικές αρχές θα μπορούσαν να ταυτοποιήσουν την ύπαρξη του στοιχείου της ενίσχυσης για τυχόν μελλοντική τροποποίηση εφαρμόζοντας τις παραμέτρους υπολογισμού που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο και, στην περίπτωση ύπαρξης θέματος ενίσχυσης, να κοινοποιήσουν την ενίσχυση στην Αρχή.

(28)  Euribor + 1,50 % κ.ε. – (Euribor + 0,18 % κ.ε.) – 0,50 % = 0,82 %.

(29)  Με βάση τον ακόλουθο υπολογισμό: 438 839/0,5 × 0,82 ευρώ = 719 695 ευρώ.

(30)  http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_PUBLIC/EYC/EN/eyc-EN.htm#historical.

(31)  Euribor + 2,30 % κ.ε. – (Euribor + 0,18 % κ.ε.) – 0,50 % = 1,62 %.

(32)  438 839/0,5 × 1,62 ευρώ = 1 421 838 ευρώ.

(33)  2,30 – 0,18 (το επιτόκιο του δανείου A).

(34)  Ανακοίνωση της 13.2.2001, COM(2001) 35 τελικό.

(35)  Απόφαση N 527/02 της Επιτροπής — Ελλάδα Χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης σε ιδιωτική εταιρεία για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη δοκιμή και τη θέση σε λειτουργία αγωγού μεταφοράς αεροπορικών καυσίμων για την τροφοδοσία του νέου Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών.

(36)  Βλέπε απόφαση C 67-69/2003 της Επιτροπής σχετικά με τη χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς προπυλενίου μεταξύ Ρότερνταμ, Αμβέρσας και περιοχής του Ρουρ, παράγραφος 48. Το επιχείρημα των ισλανδικών αρχών ότι η οδηγία 2002/20/ΕΚ απαιτεί μόνο μια γενική έγκριση (και όχι τη διενέργεια διαγωνισμού) ισχύει, δεν έχει όμως σχέση με κρατικές ενισχύσεις. Βάσει των διατάξεων για τις κρατικές ενισχύσεις, η διενέργεια διαγωνισμού είναι ένα από τα στοιχεία προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον ένα μέτρο μπορεί να ενταχθεί στις υποδομές.

(37)  Βλέπε απόφαση N 527/02 της Επιτροπής Ελλάδα Χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης σε ιδιωτική εταιρεία για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη δοκιμή και τη θέση σε λειτουργία αγωγού μεταφοράς αεροπορικών καυσίμων για την τροφοδοσία του νέου Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Επίσης απόφαση N 860/01 της Επιτροπής — Αυστρία για το θέρετρο σκι Mutterer Alm όπου η λειτουργία των αναβατορίων του σκι θεωρήθηκε ως οικονομική δραστηριότητα από την οποία ωφελείται ο φορέας εκμετάλλευσης των αναβατορίων και ότι συνεπώς δεν συνιστά μέτρο υποδομής. Βλέπε απόφαση της Επιτροπής C 67-69/2003 παράγραφος 48.

(38)  Βλέπε Υπόθεση T-128/98 Aéroports de Paris κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής [2000] ECR II-3929.

(39)  Βλέπε απόφαση N 213/2003 της Επιτροπής — Σχέδιο Άτλας, Καθεστώς ευρυζωνικής υποδομής για επιχειρηματικά πάρκα.

(40)  Βλέπε τμήμα I 2.2.β της παρούσας απόφασης.

(41)  Βλέπε επιστολή των ισλανδικών αρχών της 25ης Ιουνίου 2004, σ. 3.

(42)  Η Αρχή είναι ενήμερη της αναφοράς των ισλανδικών αρχών στο λόγο του προέδρου της Farice hf. στις 24 Ιανουαρίου 2004. Εντούτοις, στο λόγο αυτό αναφέρεται μόνον ότι υπάρχει μία «μετρίως αποδοτική επιχειρηματική περίπτωση» και ότι οι ιδιώτες φορείς διέθεσαν επίσης κεφάλαια. Η Αρχή ουδέποτε αρνήθηκε το τελευταίο αυτό σημείο. Ωστόσο, το θέμα του κατά πόσον η αύξηση του κρατικού μεριδίου είναι αναλογική δεν απαντήθηκε.

(43)  Δελτίο τύπου της 3ης Φεβρουαρίου 2004.

(44)  Οι ισλανδικές αρχές δεν έδωσαν στοιχεία με τα οποία να μπορεί η Αρχή να προβεί σε αξιολόγηση βάσει της εν λόγω διάταξης.

(45)  Βλέπε π.χ. κρατική ενίσχυση N 576/98 Ηνωμένο Βασίλειο για τη σιδηροδρομική σύνδεση διαμέσου του καναλιού της Μάγχης, όπου η σύνδεση με συρμούς υψηλών ταχυτήτων αποτελούσε θέμα ιδιαίτερης σημασίας για όλη την ΕΕ και όχι αποκλειστικά για ένα ή κάποια λίγα κράτη μέλη.

(46)  Για το εν λόγω κριτήριο, βλέπε π.χ. απόφαση 96/369/ΕΚ της Επιτροπής όσον αφορά τη χορήγηση φορολογικών ενισχύσεων υπό μορφή αποσβέσεων υπέρ γερμανικών αεροπορικών εταιρειών (ΕΕ L 146 της 20.6.1996, σ. 42).

(47)  Όπως αναφέρεται στη συνοπτική έκθεση που υποβλήθηκε από τις ισλανδικές αρχές στην κοινοποίηση της 27ης Φεβρουαρίου 2004, μέλος της κοινοπραξίας, ειδικότερα η Teleglobe, αντιμετώπιζε επιχειρηματικές δυσκολίες.

(48)  Μετάδοση δεδομένων κατά την οποία ένα μοναδικό μέσο μπορεί να φέρει ταυτόχρονα πολλά κανάλια. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για τη σύγκριση εύρους ζώνης συχνοτήτων μεγαλύτερου από συχνότητες στενής ζώνης 3 MHz. Μια ευρεία ζώνη μπορεί να μεταβιβάσει περισσότερα δεδομένα με υψηλότερη ταχύτητα.

(49)  Βλέπε σχέδιο δράσης e-Europe 2004, Ανακοίνωση της Επιτροπής, Κοινωνία της πληροφορίας για όλους, 28.5.2002, COM(2002) 263 τελικό, βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 213/2003 Σχέδιο Άτλας, Καθεστώς ευρυζωνικής υποδομής για επιχειρηματικά πάρκα και N 307/2004 Ευρυζωνικές τηλεπικοινωνίες Σκωτία — Αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές.

(50)  Οι ισλανδικές αρχές δηλώνουν: «Επιδιώχθηκε η ευρεία συμμετοχή εταίρων από την Ισλανδία και τις Φερόες Νήσους στο έργο Farice και κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην ίδρυση της εταιρείας όλοι οι τηλεπικοινωνιακοί φορείς.».

(51)  Αποφάσεις της Επιτροπής N 307/2004, N 199/2004 και N 213/2003.

(52)  Βλέπε επιστολή των ισλανδικών αρχών της 28ης Ιουνίου 2006, σ. 5.

(53)  Euribor + 2,30 % κ.ε. – (Euribor + 0,18 % κ.ε.) – 0,50 % = 1,62 %.

(54)  Βλέπε επιστολή των ισλανδικών αρχών της 28ης Ιουνίου 2006, σ. 5.

(55)  Βλέπε σημείο 17.3 του κεφαλαίου 17 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις, το οποίο αναφέρει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η αξία της εγγύησης μπορεί να φθάνει το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση.

(56)  Εντάσεις ενίσχυσης σε ποσοστό 35 % του συνολικού επενδυτικού κόστους έχουν π.χ. εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απόφαση για κρατική ενίσχυση N 188/2006 — Λεττονία — Έργο ευρυζωνικής υποδομής σε αγροτικές περιοχές.

(57)  Βλέπε υπόθεση C-225/91 Matra SA κατά Επιτροπής [1993] ECR-3203 παράγραφος 41, απόφαση δικαστηρίου ΕΖΕΣ στην υπόθεση E-09/04 The Bankers’ and Securities’ Dealers Association of Iceland κατά της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, μη δημοσιευμένη εισέτι, παράγραφος 82.

(58)  Για τη συνύπαρξη υφιστάμενης υποδομής, βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 307/2004, παράγραφος 45, όπου αναφέρεται ότι αυτό ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο μη αναγκαίας επικάλυψης και περιορίζει τις οικονομικές επιπτώσεις για τους φορείς που διαθέτουν ήδη σχετική υποδομή. Βλέπε επίσης απόφαση της Επιτροπής N 199/2004, παράγραφος 41, N 213/2003, παράγραφος 47.

(59)  Το 2003, η E-Farice ehf. κατείχε το 80 % των μετοχών της Farice hf., ενώ το υπόλοιπο 20 % των μετοχών κατείχε η Føroya Tele (19,93 %) και άλλα μέρη από τις Φερόες Νήσους (μαζί 0,6 %).

(60)  Η Teleglobe διήλθε τις διαδικασίες του προηγούμενου κεφαλαίου 11 και είναι αυτή τη στιγμή εταιρεία εισηγμένη στο NASDAQ.


Διορθωτικά

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/84


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 396 της 30ής Δεκεμβρίου 2006, σ. 1 · διορθώθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 136 της 29ης Μαΐου 2007, σ. 3 )

Οι παραπομπές που ακολουθούν αφορούν τη δημοσίευση του κανονισμού στην ΕΕ L 136 της 29.5.2007, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1354/2007 (ΕΕ L 304 της 22.11.2007, σ. 1) και διορθώθηκε με το διορθωτικό του Μαΐου 2008 στο άρθρο 3 παράγραφος 20 στοιχείο γ) (ΕΕ L 141 της 31.5.2008, σ. 22).

Το παρόν διορθωτικό ακυρώνει και αντικαθιστά το διορθωτικό που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 141 της 31.5.2008, σ. 22, ως εξής:

Στη σελίδα 21 άρθρο 3 παράγραφος 20 στοιχείο γ):

αντί:

«γ)

έχει διατεθεί από τον παρασκευαστή ή τον εισαγωγέα στην αγορά της Κοινότητας, ή των χωρών που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, την 1η Μαΐου 2004 ή την 1η Ιανουαρίου 2007, οποιαδήποτε χρονική στιγμή από τις 18 Σεπτεμβρίου 1981 έως και τις 31 Οκτωβρίου 1993, πριν δε από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού θεωρούνταν κοινοποιηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ, όπως το εν λόγω άρθρο τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/831/ΕΟΚ, χωρίς ωστόσο να ανταποκρίνεται στον ορισμό του πολυμερούς που περιέχεται στον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι ο παρασκευαστής ή ο εισαγωγέας έχει τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία περί αυτού.»,

διάβαζε:

«γ)

έχει διατεθεί, από τον παρασκευαστή ή τον εισαγωγέα, στην αγορά της Κοινότητας, ή των χωρών που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, την 1η Μαΐου 2004 ή την 1η Ιανουαρίου 2007, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και θεωρούνταν κοινοποιηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ, σύμφωνα με την έκδοση του άρθρου 8 παράγραφος 1 που απορρέει από την τροποποίηση που πραγματοποιήθηκε με την οδηγία 79/831/ΕΟΚ, χωρίς ωστόσο να ανταποκρίνεται στον ορισμό του πολυμερούς, όπως περιέχεται στον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι ο παρασκευαστής ή ο εισαγωγέας έχει τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία περί αυτού, συμπεριλαμβανομένης της απόδειξης ότι η ουσία είχε διατεθεί στην αγορά, από οιονδήποτε παρασκευαστή ή εισαγωγέα, από της 18ης Σεπτεμβρίου 1981 έως και την 31η Οκτωβρίου 1993.».