ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

51ό έτος
12 Δεκεμβρίου 2008


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1230/2008 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1231/2008 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, για τον καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95

3

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1232/2008 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, για τη μη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή βουτύρου στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 619/2008

5

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1233/2008 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, για τη μη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 619/2008

6

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2008 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων όσον αφορά τους όρους των αδειών κυκλοφορίας φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμάκων ( 1 )

7

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1235/2008 της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2008, για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους όρους εισαγωγής βιολογικών προϊόντων από τρίτες χώρες

25

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1236/2008 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1613/2000 της Επιτροπής σχετικά με την παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 όσον αφορά την έννοια των προϊόντων καταγωγής που ορίζεται στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση του Λάος όσον αφορά ορισμένα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που εξάγονται από τη χώρα αυτή προς την Κοινότητα

53

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1237/2008 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3448/93 του Συμβουλίου όσον αφορά το σύστημα χορήγησης επιστροφών κατά την εξαγωγή, και τα κριτήρια καθορισμού του ύψους τους, για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, εξαγόμενα υπό μορφή εμπορευμάτων μη υπαγόμενων στο παράρτημα Ι της συνθήκης

55

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1238/2008 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2008, περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας σαλούβαρδου στα κοινοτικά ύδατα και ύδατα που δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τρίτων χωρών των ζωνών V, VI και VII από σκάφη που φέρουν σημαία Ισπανίας

56

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1239/2008 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2008, περί αναστολής της απαγόρευσης της αλιείας γάδου στο Kattegat από σκάφη που φέρουν σημαία Σουηδίας

58

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1240/2008 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 560/2005 του Συμβουλίου, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού

60

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Επιτροπή

 

 

2008/936/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 2008, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγεί η Γαλλία προς το ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου και τις αλιευτικές επιχειρήσεις (Κρατική ενίσχυση C 9/06) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 5636]  ( 1 )

62

 

 

2008/937/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τη μη καταχώριση του θειικού οξέος στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 7612]  ( 1 )

88

 

 

2008/938/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2008, για τον κατάλογο των δικαιούχων χωρών που μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 8028]

90

 

 

 

*

Σημείωση για τον αναγνώστη (βλέπε σελίδα 3 του εξωφύλλου)

s3

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1230/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Δεκεμβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MA

81,5

TR

71,9

ZZ

76,7

0707 00 05

JO

167,2

MA

51,4

TR

85,6

ZZ

101,4

0709 90 70

MA

105,7

TR

133,9

ZZ

119,8

0805 10 20

AR

18,1

BR

56,0

CL

50,9

EG

30,5

MA

91,7

TR

68,8

ZA

51,8

ZW

43,9

ZZ

51,5

0805 20 10

MA

68,8

TR

73,0

ZZ

70,9

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

CN

54,6

HR

54,2

IL

70,8

TR

55,8

ZZ

58,9

0805 50 10

MA

78,3

TR

66,6

ZZ

72,5

0808 10 80

CA

89,2

CL

43,7

CN

77,8

MK

35,3

US

117,4

ZA

123,2

ZZ

81,1

0808 20 50

CN

49,6

TR

97,0

US

131,4

ZZ

92,7


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1231/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

για τον καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (1), και ιδίως το άρθρο 143,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2783/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη, και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1484/95 της Επιτροπής (2) καθόρισε τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών και τις αντιπροσωπευτικές τιμές στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης.

(2)

Από τον τακτικό έλεγχο των δεδομένων, στα οποία βασίζεται ο καθορισμός των αντιπροσωπευτικών τιμών, για τα προϊόντα των τομέων του κρέατος πουλερικών και των αυγών καθώς και της αυγοαλβουμίνης προκύπτει ότι πρέπει να τροποποιηθούν οι αντιπροσωπευτικές τιμές για τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις διακυμάνσεις των τιμών ανάλογα με την καταγωγή. Συνεπώς, πρέπει να δημοσιευθούν οι αντιπροσωπευτικές τιμές.

(3)

Είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί η τροποποίηση αυτή το συντομότερο δυνατό, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης της αγοράς.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 αντικαθίσταται από το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 145 της 29.6.1995, σ. 47.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, για τον καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Αντιπροσωπευτική τιμή

(EUR/100 kg)

Εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3

(EUR/100 kg)

Καταγωγή (1)

0207 12 10

Σφάγια από κοτόπουλα, που ονομάζονται “κοτόπουλα 70 %”, κατεψυγμένα

150,4

0

AR

0207 12 90

Σφάγια από κοτόπουλα, που ονομάζονται “κοτόπουλα 65 %”, κατεψυγμένα

155,8

0

BR

145,9

0

AR

0207 14 10

Τεμάχια χωρίς κόκαλα από κατεψυγμένους πετεινούς ή κότες

234,1

20

BR

279,5

6

AR

298,3

1

CL

0207 14 50

Στήθια από κοτόπουλα, κατεψυγμένα

200,6

3

BR

0207 14 60

Μηροί από κοτόπουλα, κατεψυγμένοι

123,1

6

BR

0207 25 10

Σφάγια από γάλους και γαλοπούλες που ονομάζονται “γάλοι 80 %”, κατεψυγμένα

202,9

0

BR

0207 27 10

Τεμάχια χωρίς κόκαλα από γαλοπούλες, κατεψυγμένα

307,8

0

BR

327,4

0

CL

0408 11 80

Κρόκοι αυγών

452,7

0

AR

0408 91 80

Αυγά χωρίς το τσόφλι αποξεραμένα

436,2

0

AR

1602 32 11

Παρασκευάσματα άψητα από πετεινούς ή κότες

220,4

20

BR

3502 11 90

Αυγοαλβουμίνες αποξεραμένες

604,0

0

AR


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός “ZZ” αφορά “άλλες χώρες καταγωγής”.»


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/5


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1232/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

για τη μη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή βουτύρου στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 619/2008

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1), και ιδίως το άρθρο 164 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 619/2008 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την έναρξη διαρκούς δημοπρασίας για επιστροφές κατά την εξαγωγή που αφορούν ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα (2), προβλέπει διαδικασία διαρκούς δημοπρασίας.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1454/2007 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2007, περί καθορισμού κοινών κανόνων για τη θέσπιση διαδικασίας δημοπρασίας για τον καθορισμό επιστροφών κατά την εξαγωγή όσον αφορά ορισμένα γεωργικά προϊόντα (3), και κατόπιν εξέτασης των προσφορών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της προκήρυξης της δημοπρασίας, κρίνεται σκόπιμο να μη χορηγηθεί επιστροφή για την περίοδο υποβολής προσφορών που λήγει στις 9 Δεκεμβρίου 2008.

(3)

Η επιτροπή διαχείρισης της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών δεν διατύπωσε γνώμη στην προθεσμία που όρισε ο πρόεδρός της,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προκηρύχθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 619/2008, για την περίοδο υποβολής προσφορών που λήγει στις 9 Δεκεμβρίου 2008, δεν χορηγείται καμία επιστροφή κατά την εξαγωγή για τα προϊόντα και τους προορισμούς που αναφέρονται αντιστοίχως στο άρθρο 1 στοιχεία α) και β) και στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Δεκεμβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 168 της 28.6.2008, σ. 20.

(3)  ΕΕ L 325 της 11.12.2007, σ. 69.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1233/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

για τη μη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 619/2008

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1), και ιδίως το άρθρο 164 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 619/2008 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την έναρξη διαρκούς δημοπρασίας για επιστροφές κατά την εξαγωγή που αφορούν ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα (2) προβλέπει διαδικασία διαρκούς δημοπρασίας.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1454/2007 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2007, περί καθορισμού κοινών κανόνων για τη θέσπιση διαδικασίας δημοπρασίας για τον καθορισμό επιστροφών κατά την εξαγωγή όσον αφορά ορισμένα γεωργικά προϊόντα (3) και κατόπιν εξέτασης των προσφορών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της προκήρυξης της δημοπρασίας, κρίνεται σκόπιμο να μη χορηγηθεί επιστροφή για την περίοδο της υποβολής των προσφορών που λήγει οτις 9 Δεκεμβρίου 2008.

(3)

Η επιτροπή διαχείρισης της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών δεν διατύπωσε γνώμη στην προθεσμία που όρισε ο πρόεδρός της,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο πλαίσιο της διαρκούς δημοπρασίας που προκηρύχθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 619/2008, για την περίοδο υποβολής προσφορών που λήγει οτις 9 Δεκεμβρίου 2008, δεν χορηγείται καμία επιστροφή κατά την εξαγωγή για το προϊόν και τους προορισμούς που αναφέρονται αντιστοίχως στο άρθρο 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 12 Δεκεμβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 168 της 28.6.2008, σ. 20.

(3)  ΕΕ L 325 της 11.12.2007, σ. 69.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/7


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1234/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Νοεμβρίου 2008

σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων όσον αφορά τους όρους των αδειών κυκλοφορίας φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμάκων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (1), και ιδίως το άρθρο 39 παράγραφος 1,

την οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (2), και ιδίως το άρθρο 35 παράγραφος 1,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (3), και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 4 και το άρθρο 41 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο σχετικά με τις τροποποιήσεις των όρων των αδειών κυκλοφορίας καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1084/2003 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων των όρων χορήγησης άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους (4) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1085/2003 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2003, σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων των όρων της άδειας κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2309/93 του Συμβουλίου (5). Με την πείρα που αποκτήθηκε όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω δύο κανονισμών, κρίνεται σκόπιμο οι κανονισμοί αυτοί να επανεξεταστούν για να θεσπιστεί ένα απλούστερο, σαφέστερο και πιο ευέλικτο νομικό πλαίσιο και, παράλληλα, να εξασφαλιστεί το ίδιο επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων.

(2)

Ως εκ τούτου, οι διαδικασίες που ορίζονται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1084/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1085/2003 θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν, χωρίς να απομακρυνθούν από τις γενικές αρχές στις οποίες βασίζονται. Για λόγους αναλογικότητας, τα ομοιοπαθητικά φάρμακα και τα παραδοσιακά φυτικά φάρμακα που δεν έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας αλλά υπόκεινται σε απλουστευμένη διαδικασία καταχώρισης θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

(3)

Οι τροποποιήσεις φαρμάκων μπορούν να χωριστούν σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα, αφενός, με τον κίνδυνο που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων και, αφετέρου, με τον αντίκτυπο που έχουν στην ποιότητα, την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του οικείου φαρμάκου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να οριστεί κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες. Για να υπάρξει μεγαλύτερη δυνατότητα πρόβλεψης, θα πρέπει να καθιερωθούν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις λεπτομέρειες των διαφόρων κατηγοριών τροποποιήσεων, οι οποίες να επικαιροποιούνται τακτικά με βάση την επιστημονική και την τεχνική πρόοδο, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των εξελίξεων όσον αφορά τη διεθνή εναρμόνιση. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (στο εξής «ο Οργανισμός») και τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε συστάσεις όσον αφορά την κατάταξη πρωτοεμφανιζόμενων τροποποιήσεων.

(4)

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ορισμένες τροποποιήσεις που μπορούν να επηρεάσουν περισσότερο την ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων απαιτούν πλήρη επιστημονική αξιολόγηση, όπως συμβαίνει με την αξιολόγηση νέων αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας.

(5)

Για να μειωθεί περαιτέρω ο συνολικός αριθμός διαδικασιών που αφορούν τις τροποποιήσεις και για να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να εστιάζουν την προσοχή τους στις τροποποιήσεις που επηρεάζουν πράγματι την ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα, θα πρέπει να εφαρμοστεί ετήσιο σύστημα υποβολής στοιχείων για ορισμένες τροποποιήσεις ήσσονος σημασίας. Αυτές οι τροποποιήσεις δεν θα πρέπει να απαιτούν καμία προηγούμενη έγκριση και θα πρέπει να κοινοποιούνται εντός δώδεκα μηνών από την εφαρμογή τους. Ωστόσο, άλλοι τύποι τροποποιήσεων ήσσονος σημασίας των οποίων η άμεση αναφορά είναι αναγκαία για τη συνεχή επιτήρηση του οικείου φαρμάκου δεν θα πρέπει να υπάγονται στο ετήσιο σύστημα υποβολής στοιχείων.

(6)

Για κάθε τροποποίηση θα πρέπει να απαιτείται ξεχωριστή υποβολή. Ωστόσο, η ομαδοποίηση τροποποιήσεων θα πρέπει να επιτρέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να διευκολύνεται η επανεξέταση των τροποποιήσεων και να περιορίζεται ο διοικητικός φόρτος. Η ομαδοποίηση τροποποιήσεων των όρων ορισμένων αδειών κυκλοφορίας για τον ίδιο κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εάν όλες οι σχετικές άδειες κυκλοφορίας επηρεάζονται από την ίδια ακριβώς ομάδα τροποποιήσεων.

(7)

Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη εργασιών κατά την αξιολόγηση των τροποποιήσεων των όρων διαφόρων αδειών κυκλοφορίας, θα πρέπει να εφαρμοστεί μια διαδικασία συνεργασίας, στο πλαίσιο της οποίας μία αρχή, η οποία θα επιλέγεται μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και του Οργανισμού, θα πρέπει να εξετάζει την τροποποίηση εξ ονόματος των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών.

(8)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις που να αντικατοπτρίζουν τις διατάξεις της οδηγίας 2001/82/ΕΚ και της οδηγίας 2001/83/ΕΚ όσον αφορά το ρόλο των ομάδων συντονισμού οι οποίες δημιουργούνται δυνάμει του άρθρου 31 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ και του άρθρου 27 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, με σκοπό να αυξηθεί η συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και να καταστεί εφικτή η διευθέτηση διαφορών όσον αφορά την αξιολόγηση ορισμένων τροποποιήσεων.

(9)

Ο παρών κανονισμός πρέπει να διευκρινίζει σε ποιες περιπτώσεις ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας επιτρέπεται να εφαρμόζει μια δεδομένη τροποποίηση, καθώς αυτή η διευκρίνιση είναι σημαντική για τους οικονομικούς παράγοντες.

(10)

Θα πρέπει να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος, ώστε να δοθεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδίως στις αρχές των κρατών μελών και στον οικείο κλάδο, ο χρόνος να προσαρμοστούν στο νέο νομικό πλαίσιο.

(11)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φαρμάκων που προορίζονται για τον άνθρωπο και τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής κτηνιατρικών φαρμάκων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις σχετικά με την εξέταση των τροποποιήσεων όσον αφορά τους όρους των ακόλουθων αδειών κυκλοφορίας φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και κτηνιατρικών φαρμάκων:

α)

αδειών που χορηγούνται σύμφωνα με την οδηγία 87/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6), τα άρθρα 32 και 33 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ, τα άρθρα 28 και 29 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004·

β)

αδειών που χορηγούνται κατόπιν προσφυγής, όπως ορίζεται στα άρθρα 36, 37 και 38 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή στα άρθρα 32, 33 και 34 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, η οποία οδήγησε σε πλήρη εναρμόνιση.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση μεταβίβασης της άδειας κυκλοφορίας από τον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας (στο εξής «ο κάτοχος») σε έναν άλλο.

3.   Το κεφάλαιο II εφαρμόζεται μόνο σε τροποποιήσεις των όρων των αδειών κυκλοφορίας που χορηγούνται σύμφωνα με την οδηγία 87/22/ΕΟΚ, το κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή το κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ.

4.   Το κεφάλαιο III εφαρμόζεται μόνο σε τροποποιήσεις των όρων των αδειών κυκλοφορίας που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 (στο εξής «κεντρικές άδειες κυκλοφορίας»).

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας» ή «τροποποίηση»: η τροποποίηση του περιεχομένου των στοιχείων και των εγγράφων που αναφέρονται:

α)

στο άρθρο 12 παράγραφος 3, στα άρθρα 13, 13α, 13β, 13γ, 13δ και 14 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ και στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας, καθώς και στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004, εάν πρόκειται για κτηνιατρικά φάρμακα·

β)

στο άρθρο 8 παράγραφος 3, στα άρθρα 9, 10, 10α, 10β, 10γ και 11 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας, καθώς και στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004, στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1901/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) καθώς και στο άρθρο 7 και στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1394/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), εάν πρόκειται για φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση·

2.

«ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IA»: τροποποίηση που επηρεάζει μόνο ελάχιστα, ή και καθόλου, την ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα του οικείου φαρμάκου·

3.

«μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου II»: τροποποίηση που δεν αποτελεί επέκταση και η οποία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα του οικείου φαρμάκου·

4.

«επέκταση άδειας κυκλοφορίας» ή «επέκταση»: τροποποίηση που παρατίθεται στο παράρτημα I και ικανοποιεί τους όρους που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα·

5.

«μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου IB»: τροποποίηση η οποία δεν είναι ούτε ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IA ούτε μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου II ούτε επέκταση·

6.

«οικείο κράτος μέλος»: το κράτος μέλος του οποίου η αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει την άδεια κυκλοφορίας για το υπό εξέταση φάρμακο·

7.

«οικεία αρχή»:

α)

η αρμόδια αρχή κάθε οικείου κράτους μέλους·

β)

στην περίπτωση κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, ο Οργανισμός.

8.

«επείγων περιορισμός ασφαλείας»: προσωρινή μεταβολή των πληροφοριακών στοιχείων του φαρμάκου λόγω νέων στοιχείων που αφορούν την ασφαλή χρήση του φαρμάκου, ιδίως σχετικά με ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω στοιχεία της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος: τις θεραπευτικές ενδείξεις, την δοσολογία, τις αντενδείξεις, τις προειδοποιήσεις, το σκοπούμενο είδος και τις περιόδους αναμονής.

Άρθρο 3

Κατάταξη τροποποιήσεων

1.   Η κατάταξη που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ εφαρμόζεται για κάθε τροποποίηση που δεν είναι επέκταση.

2.   Η τροποποίηση που δεν αποτελεί επέκταση και της οποίας η κατάταξη είναι ακαθόριστη μετά την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) και, κατά περίπτωση, τυχόν γνωματεύσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 5, θεωρείται, εξ ορισμού, ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IB.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, η τροποποίηση που δεν αποτελεί επέκταση και της οποίας η κατάταξη είναι ακαθόριστη μετά την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θεωρείται μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου II στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

κατόπιν αιτήματος του κατόχου κατά την υποβολή της τροποποίησης·

β)

όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ και στο άρθρο 28 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ (στο εξής «το κράτος μέλος αναφοράς»), ύστερα από διαβούλευση με τα άλλα οικεία κράτη μέλη, ή, στην περίπτωση κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, ο Οργανισμός, ύστερα από την αξιολόγηση της εγκυρότητας μιας κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή το άρθρο 15 παράγραφος 1 και λαμβάνοντας υπόψη τις γνωματεύσεις που έχουν εκδοθεί με βάση το άρθρο 5, συμπεραίνουν ότι η τροποποίηση μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα του οικείου φαρμάκου.

Άρθρο 4

Κατευθυντήριες γραμμές

1.   Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη, τον Οργανισμό και τα ενδιαφερόμενα μέρη, καταρτίζει:

α)

κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις λεπτομέρειες των διαφόρων κατηγοριών τροποποιήσεων·

β)

κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη λειτουργία των διαδικασιών που καθιερώνονται στα κεφάλαια II, III και IV του παρόντος κανονισμού, καθώς και σχετικά με τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν σύμφωνα με αυτές τις διαδικασίες.

2.   Οι κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 καταρτίζονται έως την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 28 δεύτερο εδάφιο και επικαιροποιούνται τακτικά, λαμβανομένων υπόψη των γνωματεύσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 5 καθώς και της επιστημονικής και τεχνικής προόδου.

Άρθρο 5

Γνωμάτευση σχετικά με πρωτοεμφανιζόμενες τροποποιήσεις

1.   Πριν από την υποβολή ή την εξέταση τροποποίησης για την οποία δεν προβλέπεται κατάταξη στον παρόντα κανονισμό, ο κάτοχος ή η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορούν να ζητήσουν από την ομάδα συντονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 31 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή στο άρθρο 27 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ (στο εξής «η ομάδα συντονισμού») ή, σε περίπτωση τροποποίησης ως προς τους όρους μιας κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, από τον Οργανισμό να εκδώσει γνωμάτευση σχετικά με την κατάταξη της τροποποίησης.

Η γνωμάτευση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παρέχεται εντός 45 ημερών μετά την παραλαβή του αιτήματος και αποστέλλεται στον κάτοχο, στον Οργανισμό και στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών.

2.   Ο Οργανισμός και οι δύο ομάδες συντονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συνεργάζονται για να εξασφαλίζεται η συνέπεια των γνωματεύσεων που εκδίδονται σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο και δημοσιεύουν τις γνωματεύσεις αυτές μετά τη διαγραφή όλων των εμπιστευτικών πληροφοριών εμπορικού χαρακτήρα.

Άρθρο 6

Τροποποιήσεις που συνεπάγονται την αναθεώρηση των χαρακτηριστικών του προϊόντος

Όταν μια τροποποίηση συνεπάγεται αναθεώρηση της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος, της επισήμανσης ή του φύλλου οδηγιών, η αναθεώρηση αυτή θεωρείται μέρος της εν λόγω τροποποίησης.

Άρθρο 7

Ομαδοποίηση τροποποιήσεων

1.   Όταν κοινοποιούνται περισσότερες από μία τροποποιήσεις ή όταν υποβάλλεται αίτηση για περισσότερες από μία τροποποιήσεις, υποβάλλεται ξεχωριστή κοινοποίηση ή αίτηση, όπως ορίζεται στα κεφάλαια II, III και IV, για κάθε αιτούμενη τροποποίηση.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, εφαρμόζονται τα εξής:

α)

όταν οι ίδιες ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΑ όσον αφορά τους όρους μίας ή περισσότερων αδειών κυκλοφορίας που ανήκουν στον ίδιο κάτοχο κοινοποιούνται ταυτόχρονα στην ίδια αρμόδια αρχή, μια ενιαία κοινοποίηση –όπως αναφέρεται στα άρθρα 8 και 14– μπορεί να καλύψει όλες αυτές τις τροποποιήσεις·

β)

όταν υποβάλλονται ταυτόχρονα περισσότερες από μία τροποποιήσεις όσον αφορά τους όρους της ίδιας άδειας κυκλοφορίας, ενιαία υποβολή μπορεί να καλύψει όλες αυτές τις τροποποιήσεις, με την προϋπόθεση ότι οι οικείες τροποποιήσεις εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις που παρατίθενται στο παράρτημα III ή, εάν δεν εμπίπτουν σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, με τον όρο ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, ύστερα από διαβούλευση με τα άλλα οικεία κράτη μέλη, ή, στην περίπτωση κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, ο Οργανισμός συμφωνούν να υποβληθούν οι εν λόγω τροποποιήσεις στην ίδια διαδικασία.

Η υποβολή που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου πραγματοποιείται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

με ενιαία κοινοποίηση, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 15, όταν τουλάχιστον μία από τις τροποποιήσεις είναι ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IB και όλες οι τροποποιήσεις είναι ήσσονος σημασίας,

με ενιαία αίτηση, όπως σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 16, όταν τουλάχιστον μία από τις τροποποιήσεις είναι μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου II και καμία από τις τροποποιήσεις δεν αποτελεί παράταση,

με ενιαία αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 19, όταν τουλάχιστον μία από τις τροποποιήσεις αποτελεί επέκταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 87/22/ΕΟΚ, ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2001/82/ΕΚ Ή ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2001/83/ΕΚ

Άρθρο 8

Διαδικασία κοινοποίησης για ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΑ

1.   Όταν έχει πραγματοποιηθεί ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IA, ο κάτοχος υποβάλλει ταυτόχρονα σε όλες τις αρμόδιες αρχές κοινοποίηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV. Η εν λόγω κοινοποίηση υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την εφαρμογή της τροποποίησης.

Ωστόσο, η κοινοποίηση υποβάλλεται αμέσως μετά την εφαρμογή της τροποποίησης, εάν πρόκειται για ήσσονος σημασίας τροποποίηση που απαιτεί άμεση κοινοποίηση με σκοπό τη συνεχή επιτήρηση του οικείου φαρμάκου.

2.   Εντός 30 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 9

Διαδικασία κοινοποίησης για ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΒ

1.   Ο κάτοχος υποβάλλει ταυτόχρονα σε όλες τις αρμόδιες αρχές κοινοποίηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV.

Αν η κοινοποίηση ικανοποιεί την απαίτηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, ύστερα από διαβούλευση με τα άλλα οικεία κράτη μέλη, επιβεβαιώνει την παραλαβή έγκυρης κοινοποίησης.

2.   Αν, εντός 30 ημερών από την επιβεβαίωση της παραλαβής έγκυρης κοινοποίησης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς δεν αποστείλει στον κάτοχο αρνητική γνωμάτευση, η κοινοποίηση θεωρείται δεκτή από όλες τις αρμόδιες αρχές.

Όταν η κοινοποίηση γίνεται δεκτή από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 11.

3.   Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς θεωρεί ότι η κοινοποίηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ενημερώνει σχετικά τον κάτοχο και τις άλλες αρμόδιες αρχές, αναφέροντας τους λόγους στους οποίους βασίζεται η αρνητική γνώμη της.

Εντός 30 ημερών από την παραλαβή της αρνητικής γνώμης, ο κάτοχος δύναται να υποβάλει σε όλες τις αρμόδιες αρχές τροποποιημένη κοινοποίηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους λόγους που προβάλλονται στην εν λόγω γνώμη.

Αν ο κάτοχος δεν τροποποιήσει την κοινοποίηση σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, θεωρείται ότι η κοινοποίηση απορρίπτεται από όλες τις αρμόδιες αρχές και εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 11.

4.   Όταν υποβάλλεται τροποποιημένη κοινοποίηση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς την αξιολογεί εντός 30 ημερών από την παραλαβή της και εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 10

Διαδικασία προέγκρισης για μείζονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΙ

1.   Ο κάτοχος υποβάλλει ταυτόχρονα σε όλες τις αρμόδιες αρχές αίτηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV.

Αν η αίτηση ικανοποιεί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς επιβεβαιώνει την παραλαβή έγκυρης αίτησης και ενημερώνει τον κάτοχο και τις άλλες αρμόδιες αρχές ότι η διαδικασία αρχίζει από την ημερομηνία της εν λόγω επιβεβαίωσης.

2.   Εντός 60 ημερών από την επιβεβαίωση της παραλαβής έγκυρης αίτησης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς συντάσσει έκθεση αξιολόγησης και απόφαση σχετικά με την αίτηση, οι οποίες διαβιβάζονται στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς δύναται να μειώσει την περίοδο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, ή να επεκτείνει την εν λόγω περίοδο σε 90 ημέρες, αν πρόκειται για τροποποιήσεις που παρατίθενται στο μέρος 1 του παραρτήματος V.

Η περίοδος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζεται σε 90 ημέρες αν πρόκειται για τροποποιήσεις που παρατίθενται στο μέρος 2 του παραρτήματος V.

3.   Εντός της περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς μπορεί να ζητήσει από τον κάτοχο να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες εντός προθεσμίας που ορίζεται από την αρμόδια αρχή. Σε αυτή την περίπτωση:

α)

η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς ενημερώνει τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με το αίτημά της για συμπληρωματικές πληροφορίες·

β)

η διαδικασία αναστέλλεται μέχρι να υποβληθούν οι συμπληρωματικές πληροφορίες·

γ)

η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς δύναται να παρατείνει την περίοδο που ορίζεται στην παράγραφο 2.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 και εντός 30 ημερών από την παραλαβή της απόφασης και της έκθεσης αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν την απόφαση και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς.

Αν, εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, μια οικεία αρχή δεν έχει εκφράσει τη διαφωνία της, σύμφωνα με το άρθρο 13, η απόφαση θεωρείται ότι έχει αναγνωριστεί από την εν λόγω οικεία αρχή.

5.   Όταν η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έχει αναγνωριστεί από όλες τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 4, εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 11

Μέτρα για την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 8 έως 10

1.   Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

α)

ενημερώνει τον κάτοχο και τις άλλες αρμόδιες αρχές για το κατά πόσον η τροποποίηση γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται·

β)

όταν η τροποποίηση απορρίπτεται, ενημερώνει τον κάτοχο της άδειας και τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με τους λόγους της απόρριψης·

γ)

ενημερώνει τον κάτοχο της άδειας και τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με το κατά πόσον η τροποποίηση απαιτεί τυχόν τροποποίηση της απόφασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, κάθε αρμόδια αρχή, κατά περίπτωση και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, τροποποιεί την απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με την τροποποίηση που έγινε δεκτή.

Άρθρο 12

Εμβόλια κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10, η διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 6 εφαρμόζεται κατά την εξέταση των τροποποιήσεων που αφορούν μεταβολές στη δραστική ουσία με σκοπό την ετήσια επικαιροποίηση του εμβολίου κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο.

2.   Ο κάτοχος υποβάλλει ταυτόχρονα σε όλες τις αρμόδιες αρχές αίτηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV.

Αν η αίτηση ικανοποιεί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς επιβεβαιώνει την παραλαβή έγκυρης αίτησης και ενημερώνει τον κάτοχο και τις άλλες αρμόδιες αρχές ότι διαδικασία αρχίζει από την ημερομηνία της εν λόγω επιβεβαίωσης.

3.   Εντός 30 ημερών από την επιβεβαίωση της παραλαβής έγκυρης αίτησης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς συντάσσει έκθεση αξιολόγησης και απόφαση σχετικά με την αίτηση, οι οποίες διαβιβάζονται στις άλλες αρμόδιες αρχές.

4.   Εντός της περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς μπορεί να ζητήσει από τον κάτοχο να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες. Ενημερώνει σχετικά τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

5.   Εντός 12 ημερών από την παραλαβή της απόφασης και της έκθεσης αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν την απόφαση και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς.

6.   Όταν ζητείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, τα κλινικά δεδομένα και τα στοιχεία που αφορούν τη σταθερότητα του φαρμάκου υποβάλλονται από τον κάτοχο σε όλες τις αρμόδιες αρχές εντός 12 ημερών από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς αξιολογεί τα δεδομένα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και συντάσσει τελική απόφαση εντός 7 ημερών από την παραλαβή των δεδομένων. Οι άλλες αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν την τελική απόφαση εντός 7 ημερών από την παραλαβή της και εκδίδουν απόφαση σύμφωνα με την τελική απόφαση.

Άρθρο 13

Ομάδα συντονισμού και διαιτησία

1.   Όταν η αναγνώριση μιας απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 ή η έγκριση μιας γνωμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 8 στοιχείο β) δεν είναι δυνατή λόγω σοβαρού δυνητικού κινδύνου για τη δημόσια υγεία σε περίπτωση φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, ή, σε περίπτωση κτηνιατρικών φαρμάκων, λόγω σοβαρού δυνητικού κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, μια οικεία αρχή ζητεί την παραπομπή του αντικειμένου της διαφωνίας στην ομάδα συντονισμού.

Το μέρος που διαφωνεί αναφέρει λεπτομερώς τους λόγους που εξηγούν τη θέση του σε όλα τα οικεία κράτη μέλη και στον αιτούντα.

2.   Στο αντικείμενο της διαφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται το άρθρο 33 παράγραφοι 3, 4 και 5 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή το άρθρο 29 παράγραφοι 3, 4 και 5 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

Άρθρο 14

Διαδικασία κοινοποίησης για ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΑ

1.   Όταν γίνεται ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IA, ο κάτοχος υποβάλλει στον Οργανισμό κοινοποίηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV. Η εν λόγω κοινοποίηση υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την εφαρμογή της τροποποίησης.

Ωστόσο, η κοινοποίηση υποβάλλεται αμέσως μετά την εφαρμογή της τροποποίησης, εάν πρόκειται για ήσσονος σημασίας τροποποίηση που απαιτεί άμεση κοινοποίηση με σκοπό τη συνεχή επιτήρηση του οικείου φαρμάκου.

2.   Εντός 30 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 17.

Άρθρο 15

Διαδικασία κοινοποίησης για ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΒ

1.   Ο κάτοχος υποβάλλει στον Οργανισμό κοινοποίηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV.

Αν η κοινοποίηση ικανοποιεί την απαίτηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, ο Οργανισμός επιβεβαιώνει την παραλαβή έγκυρης κοινοποίησης.

2.   Αν, εντός 30 ημερών από την επιβεβαίωση της παραλαβής έγκυρης κοινοποίησης, ο Οργανισμός δεν αποστείλει στον κάτοχο αρνητική γνώμη, η γνώμη του θεωρείται θετική.

Όταν η γνώμη του Οργανισμού σχετικά με την κοινοποίηση είναι θετική, εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 17.

3.   Όταν ο Οργανισμός φρονεί ότι η κοινοποίηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ενημερώνει τον κάτοχο, αναφέροντας τους λόγους στους οποίους βασίζεται η αρνητική γνώμη του.

Εντός 30 ημερών από την παραλαβή της αρνητικής γνώμης, ο κάτοχος δύναται να υποβάλει στον Οργανισμό τροποποιημένη κοινοποίηση, ώστε να λάβει δεόντως υπόψη τους λόγους που προβάλλονται στην εν λόγω γνώμη.

Αν ο κάτοχος δεν τροποποιήσει την κοινοποίηση σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η κοινοποίηση θεωρείται ότι απορρίπτεται και εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 17.

4.   Όταν υποβάλλεται τροποποιημένη κοινοποίηση, ο Οργανισμός την αξιολογεί εντός 30 ημερών από την παραλαβή της και εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 17.

Άρθρο 16

Διαδικασία προέγκρισης για μείζονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΙ

1.   Ο κάτοχος υποβάλλει στον Οργανισμό αίτηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV.

Αν η αίτηση ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, ο Οργανισμός επιβεβαιώνει την παραλαβή έγκυρης αίτησης.

2.   Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί σχετικά με την έγκυρη αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εντός 60 ημερών από την παραλαβή της.

Ο Οργανισμός δύναται να μειώσει την περίοδο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος, ή να επεκτείνει την εν λόγω περίοδο σε 90 ημέρες, αν πρόκειται για τροποποιήσεις που παρατίθενται στο μέρος 1 του παραρτήματος V.

Η περίοδος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζεται σε 90 ημέρες, αν πρόκειται για τροποποιήσεις που παρατίθενται στο μέρος 2 του παραρτήματος V.

3.   Εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ο Οργανισμός δύναται να ζητήσει από τον κάτοχο να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες εντός προθεσμίας που θα ορίσει ο Οργανισμός. Η διαδικασία αναστέλλεται μέχρι να υποβληθούν οι συμπληρωματικές πληροφορίες. Στην περίπτωση αυτή, ο Οργανισμός δύναται να παρατείνει την περίοδο που ορίζεται στην παράγραφο 2.

4.   Για τη γνωμάτευση σχετικά με την έγκυρη αίτηση εφαρμόζονται το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 34 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

Εντός 15 ημερών από την έκδοση της τελικής γνωμάτευσης σχετικά με την έγκυρη αίτηση, εφαρμόζονται τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 17.

Άρθρο 17

Μέτρα για την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 16

1.   Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο Οργανισμός λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

α)

ενημερώνει τον κάτοχο και την Επιτροπή για το κατά πόσον η γνώμη του σχετικά με την τροποποίηση είναι θετική ή αρνητική·

β)

όταν η γνώμη του σχετικά με την τροποποίηση είναι αρνητική, ενημερώνει τον κάτοχο και την Επιτροπή σχετικά με τους λόγους αυτής της γνώμης·

γ)

ενημερώνει τον κάτοχο και την Επιτροπή σχετικά με το κατά πόσον η τροποποίηση απαιτεί τυχόν τροποποίηση της απόφασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή, κατά περίπτωση, με βάση πρόταση του Οργανισμού και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, τροποποιεί την απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας και επικαιροποιεί αντίστοιχα το κοινοτικό μητρώο φαρμάκων που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 και στο άρθρο 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

Άρθρο 18

Εμβόλια κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16, η διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 2 έως 7 εφαρμόζεται κατά την εξέταση των τροποποιήσεων όσον αφορά τις μεταβολές στη δραστική ουσία με σκοπό την ετήσια επικαιροποίηση του εμβολίου κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο.

2.   Ο κάτοχος υποβάλλει στον Οργανισμό αίτηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV.

Αν η αίτηση ικανοποιεί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, ο Οργανισμός επιβεβαιώνει την παραλαβή έγκυρης αίτησης και ενημερώνει τον κάτοχο ότι η διαδικασία αρχίζει από την ημερομηνία της εν λόγω επιβεβαίωσης.

3.   Εντός 45 ημερών από την επιβεβαίωση της παραλαβής έγκυρης αίτησης, ο Οργανισμός γνωμοδοτεί σχετικά με την αίτηση.

4.   Εντός της περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 3, ο Οργανισμός μπορεί να ζητήσει από τον κάτοχο να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες.

5.   Ο Οργανισμός υποβάλλει αμέσως τη γνωμάτευσή του στην Επιτροπή.

Η Επιτροπή, κατά περίπτωση και με βάση την εν λόγω γνωμάτευση, εκδίδει απόφαση για την τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας και ενημερώνει σχετικά τον κάτοχο.

6.   Ο κάτοχος, όταν του ζητείται, υποβάλλει στον Οργανισμό τα κλινικά δεδομένα και τα στοιχεία που αφορούν τη σταθερότητα του φαρμάκου εντός 12 ημερών από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Ο Οργανισμός αξιολογεί τα δεδομένα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και εκδίδει την τελική του γνωμάτευση εντός 10 ημερών από την παραλαβή των δεδομένων. Ο Οργανισμός ανακοινώνει την τελική γνώμη του στην Επιτροπή και στον κάτοχο εντός τριών ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της τελικής γνώμης του.

7.   Κατά περίπτωση και με βάση την τελική γνωμάτευση του Οργανισμού, η Επιτροπή τροποποιεί την απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας και επικαιροποιεί το κοινοτικό μητρώο φαρμάκων που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΜΗΜΑ 1

Ειδικές διαδικασίες

Άρθρο 19

Επέκταση άδειας κυκλοφορίας

1.   Η αίτηση για την επέκταση άδειας κυκλοφορίας αξιολογείται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που ισχύει για τη χορήγηση της αρχικής άδειας κυκλοφορίας στην οποία αναφέρεται.

2.   Η επέκταση είτε λαμβάνει άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που ισχύει για τη χορήγηση της αρχικής άδειας κυκλοφορίας την οποία αφορά είτε συμπεριλαμβάνεται στην αρχική άδεια κυκλοφορίας.

Άρθρο 20

Διαδικασία συνεργασίας

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 παράγραφος 1 και τα άρθρα 9, 10, 15 και 16, όταν μια ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IB, μια μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου II ή μια ομάδα τροποποιήσεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β) η οποία δεν περιλαμβάνει καμία επέκταση αφορούν περισσότερες από μία άδειες κυκλοφορίας που ανήκουν στον ίδιο κάτοχο, ο κάτοχος των εν λόγω αδειών μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 3 έως 9 του παρόντος άρθρου.

2.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 έως 9, με τον όρο «αρχή αναφοράς» νοείται ένας από τους ακόλουθους φορείς:

α)

ο Οργανισμός, εάν τουλάχιστον μία από τις άδειες κυκλοφορίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι κεντρική άδεια κυκλοφορίας·

β)

η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους που έχει επιλεγεί από την ομάδα συντονισμού, λαμβανομένης υπόψη σύστασης του κατόχου, στις άλλες περιπτώσεις.

3.   Ο κάτοχος υποβάλλει σε όλες τις αρμόδιες αρχές αίτηση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα IV, με μνεία της συνιστώμενης αρχής αναφοράς.

Αν η αίτηση ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, η ομάδα συντονισμού επιλέγει αρχή αναφοράς και αυτή η αρχή αναφοράς επιβεβαιώνει την παραλαβή έγκυρης αίτησης.

Σε περίπτωση που η επιλεγμένη αρχή αναφοράς είναι η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους που δεν έχει χορηγήσει άδεια κυκλοφορίας για όλα τα φάρμακα που επηρεάζονται από την αίτηση, η ομάδα συντονισμού δύναται να ζητήσει από μια άλλη αρμόδια αρχή να επικουρήσει την αρχή αναφοράς κατά την αξιολόγηση της εν λόγω αίτησης.

4.   Η αρχή αναφοράς γνωμοδοτεί σχετικά με την έγκυρη αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός μίας από τις ακόλουθες περιόδους:

α)

εντός 60 ημερών από την αναγνώριση της παραλαβής έγκυρης αίτησης, εάν πρόκειται για ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου IB ή μείζονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου ΙΙ·

β)

εντός 90 ημερών από την επιβεβαίωση της παραλαβής έγκυρης αίτησης, εάν πρόκειται για τροποποιήσεις που παρατίθενται στο μέρος 2 του παραρτήματος V.

5.   Η αρχή αναφοράς δύναται να μειώσει την περίοδο που ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος, ή να επεκτείνει την εν λόγω περίοδο σε 90 ημέρες, αν πρόκειται για τροποποιήσεις που παρατίθενται στο μέρος 1 του παραρτήματος V.

6.   Εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρχή αναφοράς δύναται να ζητήσει από τον κάτοχο να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες εντός προθεσμίας που ορίζεται από την αρχή αναφοράς. Σε αυτή την περίπτωση:

α)

η αρχή αναφοράς ενημερώνει όλες τις άλλες οικείες αρχές σχετικά με το αίτημά της για παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών·

β)

η διαδικασία αναστέλλεται μέχρι να υποβληθούν οι συμπληρωματικές πληροφορίες·

γ)

η αρχή αναφοράς δύναται να παρατείνει την περίοδο που ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο α).

7.   Όταν η αρχή αναφοράς είναι ο Οργανισμός, για τη γνωμάτευση σχετικά με μια έγκυρη αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εφαρμόζονται το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3 και το άρθρο 34 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

Όταν η γνωμάτευση για μια έγκυρη αίτηση είναι θετική:

α)

η Επιτροπή, εντός 30 ημερών από την παραλαβή της τελικής γνωμάτευσης και με βάση πρόταση του Οργανισμού, τροποποιεί κατά περίπτωση τις οικείες κεντρικές άδειες κυκλοφορίας και επικαιροποιεί αντίστοιχα το κοινοτικό μητρώο φαρμάκων που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 και στο άρθρο 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004·

β)

τα οικεία κράτη μέλη, εντός 30 ημερών από την παραλαβή της τελικής γνωμάτευσης του Οργανισμού, εγκρίνουν την εν λόγω τελική γνωμάτευση, ενημερώνουν τον Οργανισμό σχετικά και τροποποιούν ανάλογα, κατά περίπτωση, τις οικείες κεντρικές άδειες κυκλοφορίας, εκτός αν έχει κινηθεί διαδικασία προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 35 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή το άρθρο 31 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ εντός 30 ημερών από την παραλαβή της τελικής γνωμάτευσης.

8.   Όταν η αρχή αναφοράς είναι η αρμόδια αρχή κράτους μέλους:

α)

αποστέλλει τη γνωμάτευσή της σχετικά με την έγκυρη αίτηση στον κάτοχο και σε όλες τις οικείες αρχές·

β)

με την επιφύλαξη του άρθρου 13 και εντός 30 ημερών από την παραλαβή της γνωμάτευσης, οι οικείες αρχές εγκρίνουν την εν λόγω γνωμάτευση, ενημερώνουν την αρχή αναφοράς και τροποποιούν ανάλογα τις σχετικές άδειες κυκλοφορίας.

9.   Τα οικεία κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματος της αρχής αναφοράς, παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας που θίγονται από την τροποποίηση, προκειμένου να επαληθευτεί η εγκυρότητα της αίτησης και να εκδοθεί η γνωμάτευση σχετικά με την έγκυρη αίτηση.

Άρθρο 21

Πανδημία γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο

1.   Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 12, 18 και 19, όταν διαπιστώνεται δεόντως πανδημία γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ή την Κοινότητα στο πλαίσιο της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), οι οικείες αρχές ή, στην περίπτωση κεντρικών αδειών κυκλοφορίας, η Επιτροπή δύνανται, κατ’ εξαίρεση και προσωρινά, να κάνουν δεκτή τροποποίηση των όρων μιας άδειας κυκλοφορίας για εμβόλιο κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο, εάν λείπουν ορισμένα μη κλινικά ή κλινικά δεδομένα.

2.   Όταν η τροποποίηση γίνεται δεκτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο κάτοχος υποβάλλει τα μη κλινικά ή κλινικά δεδομένα που λείπουν εντός προθεσμίας που ορίζεται από την οικεία αρχή.

Άρθρο 22

Επείγοντες περιορισμοί ασφαλείας

1.   Όταν, σε περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια υγεία, αν πρόκειται για φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, ή, σε περίπτωση κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, αν πρόκειται για κτηνιατρικά φάρμακα, ο κάτοχος εφαρμόζει επείγοντες περιορισμούς ασφαλείας με δική του πρωτοβουλία, ενημερώνει αμέσως όλες τις οικείες αρχές και, σε περίπτωση κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, την Επιτροπή.

Αν καμία οικεία αρχή ή, σε περίπτωση κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, η Επιτροπή δεν προβάλουν αντιρρήσεις εντός 24 ωρών από την παραλαβή αυτής της πληροφορίας, οι επείγοντες περιορισμοί ασφαλείας θεωρείται ότι γίνονται δεκτοί.

2.   Σε περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια υγεία, αν πρόκειται για φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, ή, σε περίπτωση κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου, την υγεία των ζώων, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, αν πρόκειται για κτηνιατρικά φάρμακα, οι οικείες αρχές ή, σε περίπτωση κεντρικών αδειών κυκλοφορίας, η Επιτροπή μπορούν να επιβάλουν επείγοντες περιορισμούς ασφαλείας στον κάτοχο.

3.   Όταν ένας επείγων περιορισμός ασφαλείας εφαρμόζεται από τον κάτοχο ή επιβάλλεται από την οικεία αρχή ή από την Επιτροπή, ο κάτοχος υποβάλλει την αντίστοιχη αίτηση τροποποίησης εντός 15 ημερών από την έναρξη εφαρμογής του εν λόγω περιορισμού.

ΤΜΗΜΑ 2

Τροποποίηση της απόφασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας και εφαρμογή

Άρθρο 23

Τροποποίηση της απόφασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας

1.   Η τροποποίηση της απόφασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας, η οποία προκύπτει από τις διαδικασίες που προβλέπονται στα κεφάλαια II και III, πρέπει να γίνεται:

α)

εντός τριάντα ημερών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ), όταν η οικεία τροποποίηση συνεπάγεται εξάμηνη παράταση της περιόδου για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1768/92 του Συμβουλίου (10), σύμφωνα με το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1901/2006·

β)

εντός δύο μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ), όταν πρόκειται για μείζονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου II και για ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου IA οι οποίες δεν απαιτούν άμεση κοινοποίηση με σκοπό τη συνεχή επιτήρηση του οικείου φαρμάκου·

γ)

εντός 6 μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ), στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

2.   Όταν η απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας τροποποιείται ως αποτέλεσμα διαδικασίας προβλεπόμενης στα κεφάλαια II, III και IV, η οικεία αρχή ή, σε περίπτωση κεντρικών αδειών κυκλοφορίας, η Επιτροπή κοινοποιούν αμέσως την τροποποιημένη απόφαση στον κάτοχο.

Άρθρο 24

Εφαρμογή των τροποποιήσεων

1.   Ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IA μπορεί να εφαρμόζεται ανά πάσα στιγμή πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 14.

Όταν απορρίπτεται κοινοποίηση σχετικά με μία ή περισσότερες ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου IA, ο κάτοχος παύει να εφαρμόζει την (τις) οικεία(-ες) τροποποίηση(-ήσεις) αμέσως μετά την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α).

2.   Ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου IB μπορούν να εφαρμόζονται μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

αφού η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς ενημερώσει τον κάτοχο ότι έκανε δεκτή την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9, ή αφού η κοινοποίηση θεωρηθεί ότι έγινε δεκτή σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2·

β)

αφού ο Οργανισμός ενημερώσει τον κάτοχο ότι η γνώμη του για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 15 είναι θετική, ή αφού η εν λόγω γνώμη θεωρηθεί θετική σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2·

γ)

αφού η αρχή αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 20 ενημερώσει τον κάτοχο ότι η γνωμάτευσή της είναι θετική.

3.   Μείζονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου II μπορούν να εφαρμόζονται μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

30 ημέρες μετά την ενημέρωση του κατόχου από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς ότι η τροποποίηση έγινε δεκτή από την εν λόγω αρχή σύμφωνα με το άρθρο 10, με τον όρο ότι τα αναγκαία έγγραφα για την τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας έχουν προσκομιστεί στα οικεία κράτη μέλη·

β)

αφού η Επιτροπή τροποποιήσει την απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με την τροποποίηση που έγινε δεκτή και ενημερώσει σχετικά τον κάτοχο·

γ)

30 ημέρες μετά την ενημέρωση του κατόχου από την αρχή αναφοράς του άρθρου 20 ότι η τελική γνώμη της είναι θετική, εκτός εάν έχουν κινηθεί διαδικασία διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 13 ή διαδικασία παραπομπής σύμφωνα με το άρθρο 35 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή το άρθρο 31 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ.

4.   Επέκταση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο αφού η οικεία αρχή ή, στην περίπτωση επέκτασης κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, η Επιτροπή έχουν τροποποιήσει την απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με την εγκεκριμένη επέκταση και έχουν ενημερώσει σχετικά τον κάτοχο.

5.   Επείγοντες περιορισμοί ασφαλείας και τροποποιήσεις που αφορούν θέματα ασφάλειας εφαρμόζονται εντός προθεσμίας που ορίζεται από κοινού από τον κάτοχο και την οικεία αρχή και, σε περίπτωση κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, από την Επιτροπή.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, επείγοντες περιορισμοί ασφαλείας και τροποποιήσεις που αφορούν θέματα ασφάλειας σχετικά με άδειες κυκλοφορίας οι οποίες χορηγήθηκαν σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ ή το κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ εφαρμόζονται εντός προθεσμίας που ορίζεται από κοινού από τον κάτοχο και την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς, κατόπιν διαβουλεύσεων με τις άλλες οικείες αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 25

Συνεχής επιτήρηση

Ο κάτοχος, αν του ζητηθεί από οικεία αρχή, υποβάλλει αμέσως όλα τα στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή τροποποίησης.

Άρθρο 26

Επανεξέταση

Έως δύο έτη από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 28 δεύτερο εδάφιο, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αξιολογούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την κατάταξη των τροποποιήσεων, με σκοπό να προταθούν τυχόν αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων I, II και V στις επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις.

Άρθρο 27

Κατάργηση και μεταβατική διάταξη

1.   Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 1084/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1085/2003 καταργούνται.

Κάθε παραπομπή στους καταργούμενους κανονισμούς νοείται ως παραπομπή στον παρόντα κανονισμό.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 1084/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1085/2003 εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε έγκυρες κοινοποιήσεις ή αιτήσεις για τροποποιήσεις που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 28.

Άρθρο 28

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2010.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, οι συστάσεις σχετικά με τις πρωτοεμφανιζόμενες τροποποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 δύνανται να ζητηθούν, να πραγματοποιηθούν και να δημοσιευθούν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67.

(3)  ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 159 της 27.6.2003, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 159 της 27.6.2003, σ. 24.

(6)  ΕΕ L 15 της 17.1.1987, σ. 38.

(7)  ΕΕ L 378 της 27.12.2006, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 324 της 10.12.2007, σ. 121.

(9)  ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 182 της 2.7.1992, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Επέκταση αδειών κυκλοφορίας

1.   Μεταβολές της (των) δραστικής(-ών) ουσίας(-ών):

α)

αντικατάσταση της δραστικής χημικής ουσίας από διαφορετικό σύμπλοκο/παράγωγο άλατος/εστέρος (με την ίδια θεραπευτική ποσότητα), όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά·

β)

αντικατάσταση από διαφορετικό ισομερές, διαφορετικό μείγμα ισομερών, ή μείγμα μεμονωμένου ισομερούς (π.χ. ρακεμικό μείγμα ενός και μόνο εναντιομερούς), όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά·

γ)

αντικατάσταση μιας δραστικής βιολογικής ουσίας από μια ελαφρώς διαφορετική μοριακή δομή, όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά, με εξαίρεση τα ακόλουθα:

μεταβολές στη δραστική ουσία ενός εποχικού, προπανδημικού ή πανδημικού εμβολίου κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο,

αντικατάσταση ή προσθήκη οροτύπου, στελέχους, αντιγόνου ή συνδυασμού οροτύπων, στελεχών ή αντιγόνων για κτηνιατρικό εμβόλιο κατά της γρίπης των πτηνών, του αφθώδους πυρετού ή του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου,

αντικατάσταση στελέχους για κτηνιατρικό εμβόλιο κατά της γρίπης των αλόγων·

δ)

τροποποίηση του φορέα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του αντιγόνου ή του υλικού προέλευσης, συμπεριλαμβανομένης νέας κύριας τράπεζας κυττάρων από διαφορετική πηγή, όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά·

ε)

νέος μηχανισμός σύνδεσης ή σύζευξης για ένα ραδιοφάρμακο, όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά·

στ)

μεταβολή του διαλύτη εκχύλισης ή του λόγου του φυτικού φαρμάκου προς το φυτικό σκεύασμα, όπου τα χαρακτηριστικά αποτελεσματικότητας/ασφαλείας δεν διαφέρουν σημαντικά.

2.   Μεταβολές της περιεκτικότητας, της φαρμακοτεχνικής μορφής και της οδού χορήγησης:

α)

μεταβολή της βιοδιαθεσιμότητας·

β)

μεταβολή της φαρμακοκινητικής π.χ. μεταβολή του ρυθμού αποδέσμευσης·

γ)

μεταβολή ή προσθήκη νέας περιεκτικότητας/δραστικότητας·

δ)

μεταβολή ή προσθήκη νέας φαρμακοτεχνικής μορφής·

ε)

μεταβολή ή προσθήκη νέας οδού χορήγησης (1).

3.   Άλλες μεταβολές ειδικά για κτηνιατρικά φάρμακα που χορηγούνται σε ζώα τα οποία προορίζονται για την παραγωγή τροφίμων: αλλαγή ή προσθήκη ειδών-στόχων.


(1)  Για παρεντερική χορήγηση, είναι απαραίτητο να γίνεται διάκριση μεταξύ ενδοαρτηριακής, ενδοφλέβιας, ενδομυικής, υποδόριας ή άλλης χορήγησης. Για τη χορήγηση σε πουλερικά, η χορήγηση μέσω των αναπνευστικών οδών, η χορήγηση από το στόμα και η ενδοφθαλμική χορήγηση (ψεκασμός) που χρησιμοποιούνται για τον εμβολιασμό θεωρούνται ισοδύναμοι τρόποι χορήγησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάταξη τροποποιήσεων

1.   Οι ακόλουθες τροποποιήσεις πρέπει να κατατάσσονται ως ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου IA:

α)

τροποποιήσεις αμιγώς διοικητικού χαρακτήρα που αφορούν την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας:

του κατόχου,

του παρασκευαστή ή του προμηθευτή οποιασδήποτε πρώτης ύλης, αντιδραστηρίου, ενδιάμεσης ουσίας, δραστικής ουσίας που χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία ή τελικού προϊόντος·

β)

τροποποιήσεις σχετικά με την κατάργηση οποιουδήποτε χώρου παρασκευής, ακόμη και χώρου παρασκευής δραστικής ουσίας, ενδιαμέσου ή τελικού προϊόντος, χώρου συσκευασίας, παρασκευαστή υπεύθυνου για την έγκριση παρτίδων, χώρου όπου πραγματοποιείται ο έλεγχος παρτίδων·

γ)

τροποποιήσεις σχετικά με ήσσονος σημασίας αλλαγές σε εγκεκριμένη διαδικασία φυσικοχημικών δοκιμών, όπου η επικαιροποιημένη διαδικασία έχει αποδειχθεί τουλάχιστον ισοδύναμη με την προηγούμενη διαδικασία δοκιμής, έχουν διενεργηθεί κατάλληλες μελέτες επικύρωσης και από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η επικαιροποιημένη διαδικασία δοκιμής είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με την προηγούμενη·

δ)

τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολές στις προδιαγραφές της δραστικής ουσίας ή ενός εκδόχου για να υπάρξει συμμόρφωση με επικυρωμένη σχετική μονογραφία της ευρωπαϊκής φαρμακοποιίας ή εθνικής φαρμακοποιίας ενός κράτους μέλους, όταν η μεταβολή γίνεται αποκλειστικά για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη φαρμακοποιία και οι προδιαγραφές για τις ιδιότητες που αφορούν το συγκεκριμένο προϊόν παραμένουν αμετάβλητες·

ε)

τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολές στο υλικό συσκευασίας που δεν έρχεται σε επαφή με το τελικό προϊόν, οι οποίες δεν επηρεάζουν την παράδοση, τη χρήση, την ασφάλεια ή τη σταθερότητα του φαρμάκου·

στ)

τροποποιήσεις που αφορούν την επιβολή αυστηρότερων ορίων προδιαγραφών, όταν η μεταβολή δεν είναι συνέπεια τυχόν δέσμευσης από προηγούμενες αξιολογήσεις για αναθεώρηση των ορίων της προδιαγραφής και δεν απορρέει από απροσδόκητα γεγονότα που προκύπτουν κατά την παραγωγή.

2.   Οι ακόλουθες τροποποιήσεις πρέπει να κατατάσσονται ως μείζονος σημασίας τροποποιήσεις τύπου II:

α)

τροποποιήσεις που αφορούν την προσθήκη νέας ή την τροποποίηση υφιστάμενης θεραπευτικής ένδειξης·

β)

τροποποιήσεις που αφορούν σημαντικές τροποποιήσεις της σύνοψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος λόγω, ιδίως, νέων ευρημάτων σχετικά με την ποιότητα, νέων προκλινικών ή κλινικών ευρημάτων ή νέων ευρημάτων σχετικά με τη φαρμακοεπαγρύπνηση·

γ)

τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολές εκτός του φάσματος των εγκεκριμένων προδιαγραφών, ορίων ή κριτηρίων αποδοχής·

δ)

τροποποιήσεις που αφορούν σημαντικές αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, τη σύνθεση, τις προδιαγραφές ή την ταυτότητα των προσμείξεων της δραστικής ουσίας ή του τελικού φαρμάκου, οι οποίες μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα, την ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου·

ε)

τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολές στην παραγωγική διαδικασία ή στους χώρους παραγωγής της δραστικής ουσίας για ένα βιολογικό φάρμακο·

στ)

τροποποιήσεις που αφορούν την εισαγωγή ενός νέου χώρου σχεδιασμού (design space) ή την επέκταση ενός ήδη εγκεκριμένου, όταν ο εν λόγω χώρος έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με τις σχετικές ευρωπαϊκές και διεθνείς επιστημονικές κατευθυντήριες γραμμές·

ζ)

τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολή ή προσθήκη μη τροφοπαραγωγικού είδους-στόχου·

η)

τροποποιήσεις που αφορούν την αντικατάσταση ή την προσθήκη οροτύπου, στελέχους, αντιγόνου ή συνδυασμού οροτύπων, στελεχών ή αντιγόνων για κτηνιατρικό εμβόλιο κατά της γρίπης των πτηνών, του αφθώδους πυρετού ή του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου·

θ)

τροποποιήσεις που αφορούν την αντικατάσταση στελέχους για κτηνιατρικό εμβόλιο κατά της γρίπης των αλόγων·

ι)

τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολές στη δραστική ουσία ενός εποχικού, προπανδημικού ή πανδημικού εμβολίου κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο·

ια)

τροποποιήσεις που αφορούν μεταβολή της περιόδου αναμονής ενός κτηνιατρικού φαρμάκου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Περιπτώσεις ομαδοποίησης τροποποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β)

1.   Μία από τις τροποποιήσεις της ομάδας αποτελεί επέκταση της άδειας κυκλοφορίας.

2.   Μία από τις τροποποιήσεις της ομάδας είναι μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου II. Όλες οι άλλες τροποποιήσεις της ομάδας είναι τροποποιήσεις που απορρέουν από αυτή τη μείζονος σημασίας τροποποίηση τύπου II.

3.   Μία από τις τροποποιήσεις της ομάδας είναι ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IB. Όλες οι άλλες τροποποιήσεις της ομάδας είναι τροποποιήσεις που απορρέουν από αυτή την ήσσονος σημασίας τροποποίηση τύπου IB.

4.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας αφορούν αποκλειστικά μεταβολές διοικητικού χαρακτήρα στην περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος, στην επισήμανση και στο φύλλο οδηγιών.

5.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας είναι μεταβολές σε κύριο αρχείο δραστικής ουσίας, σε κύριο αρχείο αντιγόνου εμβολίου ή σε κύριο αρχείο πλάσματος.

6.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας αφορούν σχέδιο με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας και της ποιότητας του οικείου φαρμάκου ή της (των) δραστικής(-ών) ουσίας(-ών) του.

7.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας είναι μεταβολές που επηρεάζουν την ποιότητα του πανδημικού εμβολίου κατά της γρίπης που προσβάλλει τον άνθρωπο.

8.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας είναι μεταβολές στο σύστημα φαρμακοεπαγρύπνησης που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχεία θα) και ιδ) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ ή στο άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχεία κ) και ξ) της οδηγίας 2001/82/ΕΚ.

9.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας απορρέουν από κάποιον επείγοντα περιορισμό ασφαλείας και υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 22.

10.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας αφορούν την εφαρμογή μιας επισήμανσης τάξης.

11.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας απορρέουν από την αξιολόγηση μιας περιοδικής επικαιροποιημένης έκθεσης για την ασφάλεια.

12.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας απορρέουν από μελέτη που διεξάγεται μετά τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας υπό την επίβλεψη του κατόχου.

13.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας πηγάζουν από ειδική υποχρέωση που εκπληρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004.

14.   Όλες οι τροποποιήσεις της ομάδας απορρέουν από ειδική διαδικασία ή ειδικό όρο που υλοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 8 ή το άρθρο 39 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004, το άρθρο 22 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ ή το άρθρο 26 παράγραφος 3 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Στοιχεία προς υποβολή

1.   Κατάλογος όλων των αδειών κυκλοφορίας που επηρεάζονται από την κοινοποίηση ή την αίτηση.

2.   Περιγραφή όλων των τροποποιήσεων που υποβλήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των εξής στοιχείων:

α)

στην περίπτωση ήσσονος σημασίας τροποποιήσεων τύπου IA, της ημερομηνίας εφαρμογής κάθε τροποποίησης που περιγράφεται·

β)

στην περίπτωση ήσσονος σημασίας τροποποιήσεων τύπου IA που δεν απαιτούν άμεση κοινοποίηση, της περιγραφής όλων των ήσσονος σημασίας τροποποιήσεων τύπου IA που πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους δώδεκα μήνες όσον αφορά τους όρους της (των) οικείας(-ων) άδειας(-ών) κυκλοφορίας και οι οποίες δεν έχουν ακόμη κοινοποιηθεί.

3.   Όλα τα αναγκαία έγγραφα, όπως παρατίθενται στις κατευθυντήριες γραμμές του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β).

4.   Όταν η τροποποίηση συνεπάγεται άλλες τροποποιήσεις ή απορρέει από άλλες τροποποιήσεις των όρων της ίδιας άδειας κυκλοφορίας, περιγραφή της σχέσης μεταξύ αυτών των τροποποιήσεων.

5.   Σε περίπτωση τροποποιήσεων κεντρικής άδειας κυκλοφορίας, το σχετικό τέλος που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 297/95 του Συμβουλίου (1).

6.   Σε περίπτωση τροποποιήσεων άδειας κυκλοφορίας που χορηγήθηκε από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών:

α)

κατάλογο αυτών των κρατών μελών, με μνεία, κατά περίπτωση, του κράτους μέλους αναφοράς·

β)

τα σχετικά τέλη που προβλέπονται από τους ισχύοντες εθνικούς κανονισμούς στο οικείο κράτος μέλος.


(1)  ΕΕ L 35 της 15.2.1995, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΜΕΡΟΣ 1

Τροποποιήσεις σχετικά με μεταβολή ή προσθήκη θεραπευτικών ενδείξεων.

ΜΕΡΟΣ 2

1.   Τροποποιήσεις σχετικά με αλλαγή ή προσθήκη μη τροφοπαραγωγικού είδους-στόχου.

2.   Τροποποιήσεις σχετικά με την αντικατάσταση ή την προσθήκη οροτύπου, στελέχους, αντιγόνου ή συνδυασμού οροτύπων, στελεχών ή αντιγόνων για κτηνιατρικό εμβόλιο κατά της γρίπης των πτηνών, του αφθώδους πυρετού ή του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου.

3.   Τροποποιήσεις σχετικά με την αντικατάσταση ενός στελέχους για κτηνιατρικό εμβόλιο κατά της γρίπης των αλόγων.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/25


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1235/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Δεκεμβρίου 2008

για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους όρους εισαγωγής βιολογικών προϊόντων από τρίτες χώρες

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 (1), και ιδίως το άρθρο 33 παράγραφος 2, το άρθρο 38 στοιχείο δ) και το άρθρο 40,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 περιέχουν γενικές διατάξεις για την εισαγωγή βιολογικών προϊόντων. Για να διασφαλισθεί η ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή αυτών των διατάξεων, είναι σκόπιμο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες και διαδικασίες εφαρμογής τους.

(2)

Λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής εμπειρίας που έχει αποκτηθεί από το 1992 και μετά σε θέματα εισαγωγής προϊόντων που παρέχουν ισοδύναμες εγγυήσεις, είναι σκόπιμο να παραχωρηθεί στους φορείς και τις αρχές ελέγχου ένα σχετικά σύντομο χρονικό περιθώριο για να ζητήσουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο που καταρτίζεται για σκοπούς αναγνώρισης ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Αντίθετα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία εμπειρία άμεσης εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων για την παραγωγή και την επισήμανση βιολογικών προϊόντων εκτός της επικράτειας της Κοινότητας, θα πρέπει να παραχωρηθεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στους φορείς και τις αρχές ελέγχου που επιθυμούν να ζητήσουν την καταχώρισή τους στον κατάλογο που καταρτίζεται για σκοπούς αναγνώρισης συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Είναι επομένως σκόπιμο να προβλεφθεί μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο για την αποστολή και για την αξιολόγηση των αιτήσεων.

(3)

Όσον αφορά τα προϊόντα που εισάγονται σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία. Είναι απαραίτητο να καταρτιστεί ένα υπόδειγμα των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Τα προϊόντα που εισάγονται σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 θα πρέπει να καλύπτονται από πιστοποιητικό ελέγχου. Είναι απαραίτητο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες για την έκδοση αυτού του πιστοποιητικού. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να καθοριστεί μια διαδικασία με σκοπό το συντονισμό, σε κοινοτική κλίμακα, ορισμένων ελέγχων σε προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες προοριζόμενα να διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας ως βιολογικά.

(4)

Δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 345/2008 της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής από τρίτες χώρες που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής (2), η Αργεντινή, η Αυστραλία, η Κόστα Ρίκα, η Ινδία, το Ισραήλ, η Νέα Ζηλανδία και η Ελβετία καταχωρίστηκαν στον κατάλογο των τρίτων χωρών από τις οποίες μπορεί να εισαχθούν και να διατεθούν στην Κοινότητα προϊόντα ως βιολογικά. Η Επιτροπή επανεξέτασε την κατάσταση αυτών των χωρών βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 834/2007, λαμβάνοντας υπόψη τους εφαρμοζόμενους κανόνες παραγωγής και την εμπειρία που αποκτήθηκε από τις εισαγωγές, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου, βιολογικών προϊόντων από αυτές τις τρίτες χώρες. Από την επανεξέταση αυτή διαπιστώθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις καταχώρισης της Αργεντινής, της Αυστραλίας, της Κόστα Ρίκα, της Ινδίας, του Ισραήλ και της Νέας Ζηλανδίας στον κατάλογο τρίτων χωρών που καταρτίζεται για σκοπούς αναγνώρισης ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

(5)

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η Ελβετική Συνομοσπονδία συνήψαν συμφωνία σχετικά με το εμπόριο γεωργικών προϊόντων (3), η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 2002/309/ΕΚ του Συμβουλίου και της Επιτροπής (4). Το παράρτημα 9 της συμφωνίας αυτής καλύπτει τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που παράγονται με μεθόδους βιολογικής παραγωγής και ορίζει ότι τα μέρη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εισαγωγή και τη διάθεση στο εμπόριο των βιολογικών προϊόντων που πληρούν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του άλλου μέρους. Για λόγους σαφήνειας, στον κατάλογο των τρίτων χωρών που καταρτίζεται για σκοπούς αναγνώρισης ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η Ελβετία.

(6)

Οι αρχές των κρατών μελών έχουν αποκτήσει αξιόλογη εμπειρία και τεχνογνωσία σε θέματα παραχώρησης πρόσβασης στην επικράτεια της Κοινότητας για τα εισαγόμενα βιολογικά προϊόντα. Για τους σκοπούς της κατάρτισης και της ενημέρωσης των καταλόγων τρίτων χωρών και φορέων και αρχών ελέγχου, είναι σκόπιμο να αξιοποιηθεί αυτή η εμπειρία και να είναι σε θέση η Επιτροπή να συνεκτιμήσει τις εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη και άλλοι εμπειρογνώμονες. Τα σχετικά καθήκοντα θα πρέπει να κατανέμονται με δίκαιο και αναλογικό τρόπο.

(7)

Θα πρέπει επίσης να προβλεφθούν μεταβατικά μέτρα για τις αιτήσεις τρίτων χωρών που θα παραλάβει η Επιτροπή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2009, ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

(8)

Για να μη διαταραχθούν οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και για να διευκολυνθεί η μετάβαση από τους κανόνες που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 σε εκείνους που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 834/2007, είναι απαραίτητο να παραταθεί η δυνατότητα των κρατών μελών να παραχωρούν στους εισαγωγείς, κατά περίπτωση, άδειες εμπορικής διάθεσης προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας έως ότου θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα για τη λειτουργία των νέων κανόνων εισαγωγής, ιδίως όσον αφορά την αναγνώριση των φορέων και των αρχών ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να καταργηθεί σταδιακά, παράλληλα με την κατάρτιση του καταλόγου φορέων ελέγχου που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο.

(9)

Για να βελτιωθεί η διαφάνεια και να κατοχυρωθεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής, των κρατών μελών, των τρίτων χωρών και των φορέων και αρχών ελέγχου.

(10)

Οι λεπτομερείς κανόνες που καθορίζονται με τον παρόντα κανονισμό αντικαθιστούν εκείνους που έχουν καθοριστεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 345/2008 της Επιτροπής και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 605/2008 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν το πιστοποιητικό ελέγχου για εισαγωγές από τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής (5). Οι κανονισμοί αυτοί θα πρέπει επομένως να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από νέο κανονισμό.

(11)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της κανονιστικής επιτροπής βιολογικής παραγωγής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει λεπτομερείς κανόνες για τις εισαγωγές συμμορφούμενων προϊόντων και για τις εισαγωγές προϊόντων που παρέχουν ισοδύναμες εγγυήσεις, όπως προβλέπονται στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1.

«πιστοποιητικό ελέγχου» το πιστοποιητικό ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 το οποίο καλύπτει μία αποστολή·

2.

«αποδεικτικά στοιχεία» το έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008 της Επιτροπής (6) και στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού, υπόδειγμα του οποίου παρέχεται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού·

3.

«αποστολή» η ποσότητα προϊόντων που αντιστοιχούν σε έναν ή περισσότερους κωδικούς της συνδυασμένης ονοματολογίας, η οποία καλύπτεται από ένα ενιαίο πιστοποιητικό ελέγχου, μεταφέρεται με το ίδιο μεταφορικό μέσο και εισάγεται από την ίδια τρίτη χώρα·

4.

«πρώτος παραλήπτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008·

5.

«έλεγχος της αποστολής» νοείται ο έλεγχος που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στο πιστοποιητικό ελέγχου ως προς την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 13 του παρόντος κανονισμού και, εφόσον οι εν λόγω αρχές το κρίνουν σκόπιμο, στα προϊόντα, βάσει των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008 και του παρόντος κανονισμού·

6.

«αρμόδιες αρχές των κρατών μελών» οι τελωνειακές ή άλλες αρχές, που ορίζονται από τα κράτη μέλη·

7.

«έκθεση αξιολόγησης» η έκθεση αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2 και στο άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, η οποία καταρτίζεται από ανεξάρτητο τρίτο μέρος που πληροί τις απαιτήσεις του προτύπου ISO 17011 ή από την εκάστοτε αρμόδια αρχή, περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τους ελέγχους εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των περιγραφών που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο β) και στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, τους ελέγχους που έχουν διενεργηθεί επιτόπου στα γραφεία, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων σε κρίσιμες τοποθεσίες, και τις άμεσες παρακολουθήσεις των ελέγχων που έχουν διεξαχθεί βάσει ανάλυσης κινδύνων σε αντιπροσωπευτικές τρίτες χώρες.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΟΥΜΕΝΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κατάλογος των αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης

Άρθρο 3

Κατάρτιση και περιεχόμενο του καταλόγου των αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού. Οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την κατάρτιση και την τροποποίηση του καταλόγου καθορίζονται στα άρθρα 4, 16 και 17 του παρόντος κανονισμού. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφος 4 και του άρθρου 17 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο κατάλογος περιέχει, για κάθε φορέα ελέγχου ή αρχή ελέγχου, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επαλήθευση της υποβολής σε έλεγχο των προϊόντων που διατίθενται στην κοινοτική αγορά από φορείς ή αρχές ελέγχου, αναγνωρισμένους σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, και ιδίως:

α)

την ονομασία και τη διεύθυνση του φορέα ελέγχου ή της αρχής ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων της αντίστοιχης διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της διαδικτυακής ηλεκτρονικής διεύθυνσης και του κωδικού αριθμού·

β)

τις ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες από τις οποίες προέρχονται τα προϊόντα·

γ)

τις υπόψη κατηγορίες προϊόντων για κάθε τρίτη χώρα·

δ)

τη διάρκεια της καταχώρισης στον κατάλογο·

ε)

τη διαδικτυακή ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία διατίθεται ο κατάλογος των υποκείμενων στο σύστημα ελέγχου επιχειρηματιών, στην οποία συμπεριλαμβάνονται η κατάσταση πιστοποίησης των επιχειρηματιών και οι υπόψη κατηγορίες προϊόντων καθώς και οι επιχειρηματίες και τα προϊόντα που τελούν υπό αναστολή ή άρση της πιστοποίησης.

Άρθρο 4

Διαδικασία υποβολής αίτησης καταχώρισης στον κατάλογο των αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης

1.   Οσάκις λαμβάνει αίτηση καταχώρισης στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 3 από τον αντιπρόσωπο του φορέα ή αρχής ελέγχου, η Επιτροπή εξετάζει τη σκοπιμότητα αναγνώρισης του φορέα ή της αρχής ελέγχου και καταχώρισής του στον εν λόγω κατάλογο. Για την κατάρτιση του πρώτου καταλόγου λαμβάνονται υπόψη μόνον οι πλήρεις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το υπόδειγμα αίτησης που έχει δημοσιοποιήσει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 και έχουν παραληφθεί έως τις 31 Οκτωβρίου 2011. Για τα επόμενα ημερολογιακά έτη λαμβάνονται υπόψη μόνον οι πλήρεις αιτήσεις που έχουν παραληφθεί πριν από τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους.

2.   Σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί από αρχές και φορείς ελέγχου εγκατεστημένους στην Κοινότητα ή σε τρίτη χώρα.

3.   Η αίτηση συνίσταται σε έναν τεχνικό φάκελο, ο οποίος περιέχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται η Επιτροπή για να διασφαλίσει ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 32 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 για όλα τα βιολογικά προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα και συγκεκριμένα:

α)

γενική παρουσίαση των δραστηριοτήτων του φορέα ή της αρχής ελέγχου στην ή στις εκάστοτε τρίτες χώρες και περιλαμβάνει εκτίμηση του αριθμού των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών και ένδειξη της προβλεπόμενης φύσης και ποσότητας γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που προέρχονται από την ή τις υπόψη τρίτες χώρες και προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα στο πλαίσιο του καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007·

β)

λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζονται οι τίτλοι II, III και IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008 στην υπόψη τρίτη χώρα ή σε καθεμία από τις υπόψη τρίτες χώρες·

γ)

αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007:

i)

που να αποδεικνύει ότι έχει αξιολογηθεί δεόντως η ικανότητα του φορέα ή της αρχής ελέγχου να εκπληρώνει τους όρους που εκτίθενται στο άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007·

ii)

που να παρέχει εγγυήσεις ως προς τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφοι 2, 3, 5, 6 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007·

iii)

που να διασφαλίζει ότι ο φορέας ή η αρχή ελέγχου εφαρμόζει τα απαιτούμενα μέτρα ελέγχου και προφύλαξης που καθορίζονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008 και

iv)

που να βεβαιώνει ότι ασκεί τις δραστηριότητες ελέγχου όντως σύμφωνα με αυτούς τους όρους και απαιτήσεις·

δ)

απόδειξη ότι ο φορέας ή η αρχή ελέγχου έχει κοινοποιήσει στις αρχές της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας τις δραστηριότητές του/της καθώς και τη δέσμευσή του/της να τηρεί τις νομικές απαιτήσεις που του/της επιβάλλονται από τις αρχές της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας·

ε)

τη διαδικτυακή διεύθυνση στην οποία διατίθεται ο κατάλογος των επιχειρηματιών που υπόκεινται στο σύστημα ελέγχου καθώς και τα στοιχεία ενός σημείου επαφής από το οποίο είναι δυνατό να ληφθούν εύκολα πληροφορίες σχετικά με το αντίστοιχο καθεστώς πιστοποίησής τους, τις σχετικές κατηγορίες προϊόντων καθώς και τους επιχειρηματίες και τα προϊόντα που τελούν υπό αναστολή ή άρση της πιστοποίησης·

στ)

δέσμευση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 5 του παρόντος κανονισμού·

ζ)

κάθε άλλη πληροφορία την οποία θεωρεί χρήσιμη ο φορέας ή η αρχή ελέγχου ή η Επιτροπή.

4.   Όταν εξετάζει αίτηση καταχώρισης στον κατάλογο των φορέων ή αρχών ελέγχου, αλλά και ανά πάσα στιγμή μετά την καταχώριση, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένης της προσκόμισης μιας η περισσότερων εκθέσεων επιτόπιου ελέγχου που έχουν καταρτίσει ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί, βάσει εκτίμησης κινδύνων ή στην περίπτωση εικαζόμενων παρατυπιών, να οργανώσει τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου από εμπειρογνώμονες που ορίζει η ίδια.

5.   Η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον ο τεχνικός φάκελος που προβλέπεται στην παράγραφο 3 και οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 4 είναι ικανοποιητικές και μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει να αναγνωρίσει και να καταχωρίσει έναν φορέα ή αρχή ελέγχου στον κατάλογο. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

Άρθρο 5

Διαχείριση και αναθεώρηση του καταλόγου των αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης

1.   Ένας φορέας ή αρχή ελέγχου μπορεί να καταχωριστεί στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 3 μόνο εφόσον εκπληρώνει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

εάν, μετά την καταχώριση του φορέα ή της αρχής ελέγχου στον κατάλογο, επέλθουν τροποποιήσεις στα μέτρα που εφαρμόζει ο φορέας ή η αρχή ελέγχου, ο φορέας ή η αρχή ελέγχου ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή· οι αιτήσεις τροποποίησης των πληροφοριών που αφορούν φορέα ελέγχου ή αρχή ελέγχου, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, πρέπει επίσης να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή·

β)

κάθε φορέας ή αρχή ελέγχου που έχει καταχωριστεί στον κατάλογο διαθέτει και γνωστοποιεί, με την πρώτη φορά που θα ζητηθεί, όλες τις πληροφορίες που αφορούν τις οικείες δραστηριότητες ελέγχου στην τρίτη χώρα· παρέχει στους εμπειρογνώμονες που ορίζει η Επιτροπή πρόσβαση στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις του·

γ)

έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο φορέας ή η αρχή ελέγχου διαβιβάζει στην Επιτροπή συνοπτική ετήσια έκθεση· η ετήσια έκθεση ενημερώνει τις πληροφορίες του τεχνικού φακέλου που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3· περιγράφει ιδίως τις δραστηριότητες ελέγχου που άσκησε ο φορέας ή η αρχή ελέγχου στις τρίτες χώρες κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, τα σχετικά αποτελέσματα, τις παρατυπίες και παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και τα διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν· περιέχει επίσης την πιο πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης ή ενημέρωση αυτής της έκθεσης, στην οποία παρατίθενται τα αποτελέσματα της τακτικής επιτόπιας αξιολόγησης, εποπτείας και πολυετούς επανεκτίμησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007· η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει κάθε συμπληρωματική πληροφορία που θεωρεί αναγκαία·

δ)

με βάση τις πληροφορίες που έχει λάβει, η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τη συγγραφή υποχρεώσεων που αφορά το φορέα ή την αρχή ελέγχου και να αναστείλει την καταχώριση αυτού του φορέα ή αρχής ελέγχου στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 3· μπορεί επίσης να λάβει ανάλογη απόφαση σε περίπτωση που ο φορέας ή η αρχή ελέγχου δεν έχει υποβάλει τις απαιτούμενες πληροφορίες ή έχει αρνηθεί να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο·

ε)

ο φορέας ή η αρχή ελέγχου θέτει στη διάθεση των ενδιαφερόμενων μερών, σε ιστότοπο στο Διαδίκτυο, συνεχώς ενημερωμένο κατάλογο των επιχειρηματιών και των προϊόντων που έχουν λάβει πιστοποίηση βιολογικής παραγωγής.

2.   Σε περίπτωση που ένας φορέας ή αρχή ελέγχου δεν διαβιβάσει την ετήσια έκθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), δεν διαθέτει ή δεν κοινοποιεί όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον οικείο τεχνικό φάκελο, σύστημα ελέγχου ή ενημερωμένο κατάλογο επιχειρηματιών και προϊόντων που έχουν πιστοποιηθεί ως βιολογικά, ή αρνηθεί να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής εντός χρονικού διαστήματος, το οποίο καθορίζει η Επιτροπή ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος και το οποίο κατά κανόνα δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ημερών, ο συγκεκριμένος φορέας ή αρχή ελέγχου μπορεί να αποσυρθεί από τον κατάλογο φορέων και αρχών ελέγχου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

Εάν ο φορέας ή η αρχή ελέγχου δεν λάβει εγκαίρως τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα, η Επιτροπή τον/την αποσύρει αμελλητί από τον κατάλογο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την εισαγωγή συμμορφούμενων προϊόντων

Άρθρο 6

Αποδεικτικά στοιχεία

1.   Τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την εισαγωγή συμμορφούμενων προϊόντων που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, συντάσσονται, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, βάσει του υποδείγματος που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού και περιέχουν τουλάχιστον όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνει αυτό το υπόδειγμα.

2.   Τα πρωτότυπα αποδεικτικά στοιχεία εκδίδονται από αρχή ή φορέα ελέγχου που έχει αναγνωριστεί για το σκοπό αυτό με απόφαση προβλεπόμενη στο άρθρο 4.

3.   Η αρχή ή ο φορέας που εκδίδει τα αποδεικτικά στοιχεία ακολουθεί τους κανόνες που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 και σύμφωνα με το υπόδειγμα, τις επεξηγηματικές σημειώσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκδώσει η Επιτροπή μέσω του πληροφορικού συστήματος που καθιστά δυνατή την ηλεκτρονική ανταλλαγή εγγράφων και προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κατάλογος αναγνωρισμένων τρίτων χωρών

Άρθρο 7

Κατάρτιση και περιεχόμενο του καταλόγου τρίτων χωρών

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο αναγνωρισμένων τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Ο κατάλογος των αναγνωρισμένων τρίτων χωρών παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού. Η διαδικασία κατάρτισης και τροποποίησης του καταλόγου ορίζεται στα άρθρα 8 και 16 του παρόντος κανονισμού. Οι τροποποιήσεις του καταλόγου κοινολογούνται μέσω του Διαδικτύου σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4 και το άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο κατάλογος περιέχει, για κάθε τρίτη χώρα, κάθε πληροφορία αναγκαία για την επαλήθευση κατά πόσο τα προϊόντα που διατίθενται στην κοινοτική αγορά έχουν υπαχθεί στο καθεστώς ελέγχου της τρίτης χώρας η οποία έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, και ιδίως:

α)

τις εκάστοτε κατηγορίες προϊόντων·

β)

την προέλευση των προϊόντων·

γ)

αναφορά στα πρότυπα παραγωγής που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα·

δ)

την ονομασία και τη διεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της διαδικτυακής διεύθυνσης, της αρχής της αρμόδιας για το σύστημα ελέγχου της τρίτης χώρας·

ε)

την ονομασία και τη διεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της διαδικτυακής διεύθυνσης, της ή των αρχών ή/και φορέων ελέγχου που έχει αναγνωρίσει η προαναφερόμενη αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της διενέργειας των ελέγχων·

στ)

την ονομασία, τη διεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της διαδικτυακής διεύθυνσης, και του κωδικού αριθμού της ή των αρχών ή φορέων ελέγχου που είναι αρμόδιοι στην τρίτη χώρα για την έκδοση των απαιτούμενων για εισαγωγή προϊόντων στην Κοινότητα πιστοποιητικών·

ζ)

τη διάρκεια της καταχώρισης στον κατάλογο.

Άρθρο 8

Διαδικασία υποβολής αιτήσεων καταχώρισης στον κατάλογο τρίτων χωρών

1.   Η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο καταχώρισης μιας τρίτης χώρας στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 7 αμέσως μετά την παραλαβή σχετικής αίτησης, την οποία υποβάλλει η αντιπροσωπεία της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας.

2.   Η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη της μόνο τις αιτήσεις καταχώρισης που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις.

Η αίτηση καταχώρισης συνοδεύεται από τεχνικό φάκελο ο οποίος περιέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 για τα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα, και ιδίως:

α)

γενικές πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της βιολογικής παραγωγής στην τρίτη χώρα, τα παραγόμενα προϊόντα, τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, τις περιφέρειες παραγωγής, τον αριθμό παραγωγών και τις διεργασίες μεταποίησης τροφίμων·

β)

αναφορά των προβλεπόμενων τύπων και ποσοτήτων βιολογικών γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα·

γ)

τα πρότυπα παραγωγής που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα, καθώς και εκτίμηση της ισοδυναμίας τους με τα πρότυπα που εφαρμόζονται στην Κοινότητα·

δ)

το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζεται στην τρίτη χώρα, που συμπεριλαμβάνει τις δραστηριότητες παρακολούθησης και εποπτείας που διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές στην τρίτη χώρα, καθώς και αξιολόγηση της ισοδύναμης αποτελεσματικότητάς του σε σύγκριση με το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζεται στην Κοινότητα·

ε)

τη διαδικτυακή ή άλλη διεύθυνση στην οποία διατίθεται ο κατάλογος των επιχειρηματιών που υπόκεινται στο σύστημα ελέγχου, καθώς και ένα σημείο επαφής από το οποίο είναι δυνατό να ληφθούν εύκολα πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς πιστοποίησης των επιχειρηματιών αυτών και τις σχετικές κατηγορίες προϊόντων·

στ)

τις πληροφορίες τις οποίες η τρίτη χώρα προτείνει να συμπεριληφθούν στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 7·

ζ)

δέσμευση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 9·

η)

κάθε άλλη πληροφορία την οποία κρίνει αναγκαία η τρίτη χώρα ή η Επιτροπή.

3.   Κατά την εξέταση αίτησης καταχώρισης στον κατάλογο αναγνωρισμένων τρίτων χωρών, καθώς και ανά πάσα στιγμή μετά την καταχώριση τρίτης χώρας στον κατάλογο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την υποβολή οποιασδήποτε συμπληρωματικής πληροφορίας, και ιδίως μιας ή περισσότερων εκθέσεων επιτόπιου ελέγχου που έχουν καταρτίσει ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί, βάσει εκτίμησης κινδύνων και στην περίπτωση εικαζόμενων παρατυπιών, να οργανώσει τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου από εμπειρογνώμονες που ορίζει η ίδια.

4.   Η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον ο τεχνικός φάκελος που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 3 είναι ικανοποιητικές και μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει να αναγνωρίσει και να καταχωρίσει την τρίτη χώρα στον κατάλογο. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

Άρθρο 9

Διαχείριση και αναθεώρηση του καταλόγου τρίτων χωρών

1.   Η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της αίτηση καταχώρισης μόνο εφόσον η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα δεσμεύεται να αποδεχθεί τους ακόλουθους όρους:

α)

η τρίτη χώρα ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με κάθε τροποποίηση που επέρχεται, μετά την καταχώρισή της στον κατάλογο, στα μέτρα που ισχύουν στην τρίτη χώρα ή στην εφαρμογή τους, και ιδίως στο εφαρμοζόμενο σύστημα ελέγχου. Στην Επιτροπή κοινοποιούνται επίσης οι αιτήσεις τροποποίησης των πληροφοριών που αφορούν τρίτη χώρα και προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2·

β)

η ετήσια έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 επικαιροποιεί τις πληροφορίες του τεχνικού φακέλου που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού· περιγράφει ιδίως τις δραστηριότητες παρακολούθησης και εποπτείας που έχει αναπτύξει η αρμόδια αρχή στην τρίτη χώρα, τα σχετικά αποτελέσματα και τα ληφθέντα διορθωτικά μέτρα·

γ)

με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει, η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τη συγγραφή υποχρεώσεων που αφορά την τρίτη χώρα και να αποφασίσει να αναστείλει την καταχώριση της χώρας αυτής στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 7· ανάλογη απόφαση μπορεί επίσης να ληφθεί σε περίπτωση που τρίτη χώρα δεν έχει κοινοποιήσει τις πληροφορίες τις οποίες όφειλε να υποβάλει ή έχει αρνηθεί να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο.

2.   Εάν μια τρίτη χώρα δεν διαβιβάσει την ετήσια έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, δεν διαθέτει ή δεν κοινοποιήσει όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον τεχνικό της φάκελο ή το σύστημα ελέγχου της, ή εάν αρνηθεί να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής εντός χρονικού διαστήματος, το οποίο καθορίζει η Επιτροπή ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος και το οποίο κατά κανόνα δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ημερών, η συγκεκριμένη τρίτη χώρα μπορεί να αποσυρθεί από τον κατάλογο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κατάλογος των αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της ισοδυναμίας

Άρθρο 10

Κατάρτιση και περιεχόμενο του καταλόγου αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της ισοδυναμίας

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της ισοδυναμίας, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Ο κατάλογος παρατίθεται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού. Οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την κατάρτιση και την τροποποίηση του καταλόγου καθορίζονται στα άρθρα 11, 16 και 17 του παρόντος κανονισμού. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφος 4 και του άρθρου 17 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο κατάλογος περιέχει, για κάθε φορέα ή αρχή ελέγχου, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επαλήθευση της υποβολής σε έλεγχο των προϊόντων που διατίθενται στην κοινοτική αγορά από φορείς ή αρχές ελέγχου, αναγνωρισμένους σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, και ιδίως:

α)

την ονομασία, τον κωδικό αριθμό και τη διεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της διαδικτυακής ηλεκτρονικής διεύθυνσης, του φορέα ή της αρχής ελέγχου·

β)

τις μη καταχωρισμένες στον κατάλογο του άρθρου 7 τρίτες χώρες από τις οποίες προέρχονται τα προϊόντα·

γ)

τις υπόψη κατηγορίες προϊόντων για κάθε τρίτη χώρα·

δ)

τη διάρκεια της καταχώρισης στον κατάλογο· και

ε)

τη διαδικτυακή ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία διατίθεται ο κατάλογος των υποκείμενων στο σύστημα ελέγχου επιχειρηματιών, καθώς και τα στοιχεία ενός σημείου επαφής από το οποίο είναι δυνατό να ληφθούν εύκολα πληροφορίες σχετικά με το αντίστοιχο καθεστώς πιστοποίησης, τις σχετικές κατηγορίες προϊόντων καθώς και τους επιχειρηματίες και τα προϊόντα που τελούν υπό αναστολή ή άρση της πιστοποίησης.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο β), τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες καταχωρισμένες στον κατάλογο των αναγνωρισμένων τρίτων χωρών που προβλέπεται στο άρθρο 7, και τα οποία υπάγονται σε κατηγορία μη προβλεπόμενη στον εν λόγω κατάλογο, μπορούν να καταχωρίζονται στον κατάλογο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 11

Διαδικασία υποβολής αίτησης καταχώρισης στον κατάλογο των αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της ισοδυναμίας

1.   Οσάκις λαμβάνει από αντιπρόσωπο φορέα ή αρχής ελέγχου αίτηση καταχώρισης στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 10 η οποία έχει υποβληθεί σύμφωνα με το υπόδειγμα που έχει δημοσιοποιήσει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2, η Επιτροπή εξετάζει τη σκοπιμότητα καταχώρισης του φορέα ή της αρχής ελέγχου στον εν λόγω κατάλογο. Για την κατάρτιση του πρώτου καταλόγου λαμβάνονται υπόψη μόνον οι πλήρεις αιτήσεις που έχουν παραληφθεί έως τις 31 Οκτωβρίου 2009. Για τα επόμενα ημερολογιακά έτη, η Επιτροπή προβαίνει σε τακτική ενημέρωση του καταλόγου με βάση τις πλήρεις αιτήσεις που έχει παραλάβει έως τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους.

2.   Σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί από αρχές και φορείς ελέγχου εγκατεστημένους στην Κοινότητα ή σε τρίτη χώρα.

3.   Η αίτηση καταχώρισης συνίσταται σε έναν τεχνικό φάκελο, ο οποίος περιέχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται η Επιτροπή για να διασφαλίσει ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 για τα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα, και συγκεκριμένα:

α)

γενική παρουσίαση των δραστηριοτήτων του φορέα ή της αρχής ελέγχου στην ή στις εκάστοτε τρίτες χώρες, και ιδίως εκτίμηση του αριθμού των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών και της προβλεπόμενης φύσης και ποσότητας γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα στο πλαίσιο του καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007·

β)

περιγραφή των προτύπων παραγωγής και των μέτρων ελέγχου που εφαρμόζονται στις τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης της ισοδυναμίας αυτών των προτύπων και μέτρων με τις διατάξεις των τίτλων III, IV και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και με τους αντίστοιχους κανόνες εφαρμογής που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 889/2008·

γ)

αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007:

i)

που να αποδεικνύει ότι έχει αξιολογηθεί δεόντως η ικανότητα του φορέα ή της αρχής ελέγχου να εκπληρώνει τους όρους που εκτίθενται στο άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007·

ii)

που να βεβαιώνει ότι ασκεί τις δραστηριότητές του/της όντως σύμφωνα με αυτούς τους όρους· και

iii)

που να αποδεικνύει και να επιβεβαιώνει την ισοδυναμία των προτύπων παραγωγής και των μέτρων ελέγχου που προβλέπονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου·

δ)

απόδειξη ότι ο φορέας ή η αρχή ελέγχου έχει κοινοποιήσει στις αρχές καθεμίας από τις ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες τις δραστηριότητές του/της καθώς και τη δέσμευσή του/της να τηρεί τις νομικές απαιτήσεις που του/της επιβάλλονται από τις αρχές αυτές·

ε)

τη διαδικτυακή διεύθυνση στην οποία διατίθεται ο κατάλογος των επιχειρηματιών που υπόκεινται στο σύστημα ελέγχου, καθώς και τα στοιχεία ενός σημείου επαφής από το οποίο είναι δυνατό να ληφθούν εύκολα πληροφορίες σχετικά με το αντίστοιχο καθεστώς πιστοποίησης, τις σχετικές κατηγορίες προϊόντων, καθώς και τους επιχειρηματίες και τα προιόντα που τελούν υπό αναστολή ή άρση της πιστοποίησης·

στ)

δέσμευση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 12·

ζ)

κάθε άλλη πληροφορία την οποία θεωρεί χρήσιμη ο φορέας ή η αρχή ελέγχου ή η Επιτροπή.

4.   Όταν εξετάζει αίτηση καταχώρισης στον κατάλογο των φορέων ή αρχών ελέγχου, αλλά και ανά πάσα στιγμή μετά την καταχώριση, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένης της προσκόμισης μιας ή περισσότερων εκθέσεων επιτόπιου ελέγχου που έχουν καταρτίσει ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί, βάσει εκτίμησης κινδύνων και στην περίπτωση εικαζόμενων παρατυπιών, να οργανώσει τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου από εμπειρογνώμονες που ορίζει η ίδια.

5.   Η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον ο τεχνικός φάκελος που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 3 είναι ικανοποιητικές και μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει να αναγνωρίσει και να καταχωρίσει έναν φορέα ή αρχή ελέγχου στον κατάλογο. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

Άρθρο 12

Διαχείριση και αναθεώρηση του καταλόγου των αναγνωρισμένων φορέων και αρχών ελέγχου, για τους σκοπούς της ισοδυναμίας

1.   Ένας φορέας ή αρχή ελέγχου μπορεί να καταχωριστεί στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 10 μόνο εφόσον εκπληρώνει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

εάν, μετά την καταχώριση του φορέα ή της αρχής ελέγχου στον κατάλογο, επέλθουν τροποποιήσεις στα μέτρα που εφαρμόζει ο φορέας ή η αρχή ελέγχου, ο φορέας ή η αρχή ελέγχου ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή· οι αιτήσεις τροποποίησης των πληροφοριών που αφορούν φορέα ή αρχή ελέγχου, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, πρέπει επίσης να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή·

β)

έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο φορέας ή η αρχή ελέγχου διαβιβάζει στην Επιτροπή συνοπτική ετήσια έκθεση. Η ετήσια έκθεση ενημερώνει τις πληροφορίες του τεχνικού φακέλου που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3· περιγράφει ιδίως τις δραστηριότητες ελέγχου που άσκησε ο φορέας ή η αρχή ελέγχου στις τρίτες χώρες κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, τα σχετικά αποτελέσματα, τις παρατυπίες και παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και τα διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν· περιέχει επίσης την πιο πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης ή ενημέρωση αυτής της έκθεσης, στην οποία παρατίθενται τα αποτελέσματα της τακτικής επιτόπιας αξιολόγησης, εποπτείας και πολυετούς επανεκτίμησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007· η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει κάθε συμπληρωματική πληροφορία που θεωρεί αναγκαία·

γ)

με βάση τις πληροφορίες που έχει λάβει η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει τη συγγραφή υποχρεώσεων που αφορά το φορέα ή την αρχή ελέγχου και να αναστείλει την καταχώριση αυτού του φορέα ή αρχής ελέγχου στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 10· μπορεί επίσης να λάβει ανάλογη απόφαση σε περίπτωση που ο φορέας ή η αρχή ελέγχου δεν έχει υποβάλει τις απαιτούμενες πληροφορίες ή έχει αρνηθεί να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο·

δ)

ο φορέας ή η αρχή ελέγχου θέτει στη διάθεση των ενδιαφερόμενων μερών, με ηλεκτρονικά μέσα, συνεχώς ενημερούμενο κατάλογο των επιχειρηματιών και των προϊόντων που έχουν λάβει πιστοποίηση βιολογικής παραγωγής.

2.   Σε περίπτωση που ένας φορέας ή αρχή ελέγχου δεν διαβιβάσει την ετήσια έκθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), δεν διαθέτει ή δεν κοινοποιεί τις πληροφορίες που αφορούν τον οικείο τεχνικό φάκελο, σύστημα ελέγχου ή ενημερωμένο κατάλογο επιχειρηματιών και προϊόντων που έχουν πιστοποιηθεί ως βιολογικά, ή αρνηθεί να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο, κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής εντός χρονικού διαστήματος, το οποίο καθορίζει η Επιτροπή ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος και το οποίο κατά κανόνα δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ημερών, ο συγκεκριμένος φορέας ή αρχή ελέγχου μπορεί να αποσυρθεί από τον κατάλογο φορέων και αρχών ελέγχου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

Εάν ο φορέας ή η αρχή ελέγχου δεν λάβει εγκαίρως τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα, η Επιτροπή τον/την αποσύρει αμελλητί από τον κατάλογο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων που έχουν εισαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007

Άρθρο 13

Πιστοποιητικό ελέγχου

1.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα μιας αποστολής προϊόντων που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και έχουν εισαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου κανονισμού, προϋποθέτει:

α)

την υποβολή πρωτότυπου πιστοποιητικού ελέγχου στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους και

β)

τον έλεγχο της αποστολής από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους και τη θεώρηση του πιστοποιητικού ελέγχου σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.

2.   Το πρωτότυπο του πιστοποιητικού ελέγχου καταρτίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 17 και τις παραγράφους 3 έως 7 του παρόντος άρθρου, βάσει του υποδείγματος και των επεξηγηματικών σημειώσεων που παρατίθενται στο παράρτημα V. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις του υποδείγματος και οι κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων από την Επιτροπή μέσω του πληροφορικού συστήματος που επιτρέπει την ηλεκτρονική ανταλλαγή εγγράφων που προβλέπεται στο άρθρο 17.

3.   Για να γίνει δεκτό, το πιστοποιητικό ελέγχου πρέπει να έχει εκδοθεί από:

α)

την αρχή ή το φορέα ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και έχει εγκριθεί ως αρμόδια/ος για την έκδοση πιστοποιητικών ελέγχου από τρίτη χώρα αναγνωρισμένη δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4, ή

β)

την αρχή ή το φορέα ελέγχου της τρίτης χώρας που παρατίθεται στον κατάλογο για την τρίτη αυτή χώρα και έχει αναγνωρισθεί δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 5.

4.   Η αρχή ή ο φορέας που εκδίδει πιστοποιητικά ελέγχου εκδίδει πιστοποιητικό ελέγχου και θεωρεί τη δήλωση στο τετραγωνίδιο 15 του πιστοποιητικού, μόνον

α)

αφού διενεργήσει έλεγχο των εγγράφων με βάση όλα τα σχετικά έγγραφα ελέγχου, που συμπεριλαμβάνουν ιδίως το πρόγραμμα παραγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων, τα έγγραφα μεταφοράς και τα εμπορικά έγγραφα και

β)

αφού διενεργήσει φυσικό έλεγχο στη σχετική αποστολή ή λάβει ρητή δήλωση του εξαγωγέα που δηλώνει ότι η συγκεκριμένη αποστολή έχει παραχθεί ή/και προπαρασκευασθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007· επαληθεύει την αξιοπιστία αυτής της δήλωσης βάσει εκτίμησης κινδύνων.

Επιπλέον, η εν λόγω αρχή ή φορέας ελέγχου δίδει αύξοντα αριθμό σε κάθε εκδιδόμενο πιστοποιητικό και τηρεί χρονολογικό αρχείο των πιστοποιητικών που έχουν εκδοθεί.

5.   Το πιστοποιητικό ελέγχου συντάσσεται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας και συμπληρώνεται, εκτός από τη σφραγίδα και τις υπογραφές, είτε εξολοκλήρου με κεφαλαίους είτε εξολοκλήρου με τυπογραφικούς χαρακτήρες.

Το πιστοποιητικό ελέγχου συντάσσεται σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους προορισμού. Εφόσον απαιτείται, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να ζητήσουν μετάφραση του πιστοποιητικού ελέγχου σε μία από τις επίσημες γλώσσες των εν λόγω κρατών μελών.

Μη επικυρωμένες διορθώσεις ή αλλοιώσεις καθιστούν άκυρο το πιστοποιητικό.

6.   Το πιστοποιητικό ελέγχου συντάσσεται σε ένα μόνο πρωτότυπο.

Ο πρώτος παραλήπτης ή, ενδεχομένως, ο εισαγωγέας μπορεί να κάνει αντίγραφο με σκοπό την ενημέρωση των αρχών ή φορέων ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 83 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008. Κάθε τέτοιο αντίγραφο πρέπει να φέρει, τυπωμένη ή με σφραγίδα, την ένδειξη «ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ».

7.   Για τα προϊόντα που εισάγονται βάσει των μεταβατικών κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 19 του παρόντος κανονισμού ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

το πιστοποιητικό ελέγχου το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β), τη στιγμή που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, περιλαμβάνει, στο τετραγωνίδιο 16, τη δήλωση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που έχει χορηγήσει την άδεια σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 19·

β)

η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που έχει χορηγήσει την άδεια μπορεί να αναθέσει την αρμοδιότητα για τη δήλωση του τετραγωνιδίου 16 στην αρχή ή το φορέα ελέγχου που ελέγχει τον εισαγωγέα σύμφωνα με τα μέτρα ελέγχου που καθορίζονται στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 ή στις αρχές που έχουν οριστεί ως αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους·

γ)

η δήλωση στο τετραγωνίδιο 16 δεν απαιτείται:

i)

εφόσον ο εισαγωγέας προσκομίσει πρωτότυπο έγγραφο, το οποίο έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, η οποία χορήγησε την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος κανονισμού, και με το οποίο αποδεικνύεται ότι η αποστολή καλύπτεται από την εν λόγω άδεια, ή

ii)

εφόσον η αρχή του κράτους μέλους, η οποία χορήγησε την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 19, παράσχει άμεσα στην αρχή που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της αποστολής, ικανοποιητικές αποδείξεις ότι η αποστολή καλύπτεται από την εν λόγω άδεια. Η διαδικασία αυτή της άμεσης ενημέρωσης είναι προαιρετική για το κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια·

δ)

το έγγραφο με το οποίο παρέχονται οι αποδείξεις που απαιτούνται στο στοιχείο γ) σημεία i) και ii), πρέπει να περιλαμβάνει:

i)

τον αριθμό αναφοράς και την ημερομηνία λήξης της άδειας εισαγωγής·

ii)

το όνομα και τη διεύθυνση του εισαγωγέα·

iii)

την τρίτη χώρα προέλευσης·

iv)

τα λεπτομερή στοιχεία του εκδίδοντος φορέα ή αρχής και, εφόσον διαφέρουν, τα λεπτομερή στοιχεία του φορέα ή της αρχής ελέγχου της τρίτης χώρας·

v)

τις ονομασίες των συγκεκριμένων προϊόντων.

8.   Κατά τον έλεγχο αποστολής, το πρωτότυπο πιστοποιητικό ελέγχου θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στο τετραγωνίδιο 17 και επιστρέφεται στο πρόσωπο που υπέβαλε το πιστοποιητικό.

9.   Κατά την παραλαβή της αποστολής, ο πρώτος παραλήπτης συμπληρώνει το τετραγωνίδιο 18 του πρωτοτύπου του πιστοποιητικού ελέγχου, πιστοποιώντας ότι η παραλαβή της παρτίδας πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008.

Ο πρώτος παραλήπτης αποστέλλει εν συνεχεία το πρωτότυπο του πιστοποιητικού στον εισαγωγέα που αναφέρεται στο τετραγωνίδιο 11 του πιστοποιητικού, με σκοπό την τήρηση της απαίτησης που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, εκτός εάν το πιστοποιητικό πρέπει να συνοδεύει την αποστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

10.   Το πιστοποιητικό ελέγχου μπορεί να καταρτίζεται με ηλεκτρονικά μέσα, με χρήση της μεθόδου που διατίθεται στις αρχές και τους φορείς ελέγχου από το εκάστοτε κράτος μέλος. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να απαιτήσουν να συνοδεύονται τα πιστοποιητικά ελέγχου που αποστέλλονται με ηλεκτρονικά μέσα από προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν ηλεκτρονική υπογραφή που παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις με εκείνες που χαρακτηρίζουν την ιδιόχειρη υπογραφή με την εφαρμογή των ίδιων κανόνων και προϋποθέσεων όπως εκείνων που καθορίζονται στις διατάξεις της Επιτροπής όσον αφορά τα ηλεκτρονικά και τα ψηφιοποιημένα έγγραφα, όπως ορίζεται στην απόφαση 2004/563/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής (8).

Άρθρο 14

Ειδικές τελωνειακές διαδικασίες

1.   Εφόσον μια αποστολή προϊόντων προερχόμενη από τρίτη χώρα υπάγεται σε τελωνειακή αποταμίευση ή σε τελειοποίηση προς επανεξαγωγή στο πλαίσιο καθεστώτος αναστολής που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου (9), και υποβάλλεται σε μία ή περισσότερες από τις παρασκευαστικές διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο θ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, η αποστολή αυτή υπόκειται, πριν από την πρώτη παρασκευαστική διαδικασία, στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Η παρασκευαστική διαδικασία μπορεί να περιλαμβάνει εργασίες όπως:

α)

συσκευασία ή επανασυσκευασία, ή

β)

σήμανση σχετικά με την παρουσίαση της μεθόδου βιολογικής παραγωγής.

Μετά την παρασκευή αυτή το θεωρημένο πρωτότυπο του πιστοποιητικού ελέγχου συνοδεύει την αποστολή και προσκομίζεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, η οποία ελέγχει την αποστολή ενόψει της θέσεώς της σε ελεύθερη κυκλοφορία.

Μετά τη διαδικασία αυτή, το πρωτότυπο του πιστοποιητικού ελέγχου επιστρέφεται, εφόσον απαιτείται, στον εισαγωγέα της αποστολής, που αναφέρεται στο τετραγωνίδιο 11 του πιστοποιητικού, έτσι ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

2.   Όταν, στο πλαίσιο τελωνειακού καθεστώτος αναστολής κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, μια αποστολή προϊόντων που προέρχεται από τρίτη χώρα προορίζεται να υποβληθεί σε ένα κράτος μέλος, πριν να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας, σε διαίρεση σε πολλές τμηματικές παρτίδες, η αποστολή αποτελεί, πριν από την εν λόγω διαίρεσή της, το αντικείμενο των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Για καθεμία από τις παρτίδες που προκύπτουν από την εν λόγω διαίρεση, υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ένα απόσπασμα του πιστοποιητικού ελέγχου, σύμφωνα με το υπόδειγμα και τις επεξηγηματικές σημειώσεις του παραρτήματος VI. Το απόσπασμα του πιστοποιητικού ελέγχου θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, στο τετραγωνίδιο 14.

Αντίγραφο κάθε θεωρημένου αποσπάσματος του πιστοποιητικού ελέγχου πρέπει να φυλάσσεται μαζί με το πρωτότυπο του πιστοποιητικού ελέγχου από το άτομο που αναγνωρίζεται ως ο αρχικός εισαγωγέας της αποστολής και αναφέρεται στο τετραγωνίδιο 11 του πιστοποιητικού ελέγχου. Το εν λόγω αντίγραφο πρέπει να φέρει, τυπωμένη ή με σφραγίδα, την ένδειξη «ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ».

Μετά τη διαίρεση της αποστολής, το θεωρημένο πρωτότυπο κάθε αποσπάσματος του πιστοποιητικού ελέγχου συνοδεύει τη συγκεκριμένη παρτίδα και προσκομίζεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, η οποία θα ελέγξει τη συγκεκριμένη παρτίδα ενόψει της θέσεώς της σε ελεύθερη κυκλοφορία.

Ο παραλήπτης μιας παρτίδας πρέπει να συμπληρώνει, κατά την παραλαβή, το τετραγωνίδιο 15 του πρωτοτύπου του αποσπάσματος πιστοποιητικού ελέγχου, για να πιστοποιείται ότι η παραλαβή της παρτίδας πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008.

Ο παραλήπτης μιας παρτίδας θέτει το απόσπασμα πιστοποιητικού ελέγχου στη διάθεση των αρχών ή/και φορέων ελέγχου τουλάχιστον επί δύο έτη.

3.   Οι εργασίες παρασκευής και διαίρεσης της αποστολής που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του τίτλου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και του τίτλου IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008.

Άρθρο 15

Μη συμμορφούμενα προϊόντα

Κατά παρέκκλιση τυχόν μέτρων ή ενεργειών που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 ή/και του άρθρου 85 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 889/2008, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προϊόντων που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού, προϋποθέτει την αφαίρεση των ενδείξεων των σχετικών με το βιολογικό τρόπο παραγωγής, από τη σήμανση, τη διαφήμιση και τα συνοδευτικά έγγραφα.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΚΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 16

Αξιολόγηση των αιτήσεων και δημοσίευση των καταλόγων

1.   Η Επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις που λαμβάνει σύμφωνα με τα άρθρα 4, 8 και 11 με τη βοήθεια της επιτροπής βιολογικής παραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 (στο εξής «επιτροπή»). Για το σκοπό αυτό, η επιτροπή εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Η Επιτροπή προβαίνει σε σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων, απαρτιζόμενης από κυβερνητικούς εμπειρογνώμονες και εμπειρογνώμονες προερχόμενους από τον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα την επικουρεί στο έργο της εξέτασης των αιτήσεων και της διαχείρισης και αναθεώρησης των καταλόγων.

2.   Για κάθε αίτηση που λαμβάνει, και κατόπιν κατάλληλων διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους ιδιαίτερους εσωτερικούς διαδικαστικούς κανόνες, η Επιτροπή ορίζει δύο κράτη μέλη ως συνεισηγητές. Η Επιτροπή κατανέμει τις αιτήσεις μεταξύ των κρατών μελών αναλογικά προς τον αριθμό ψήφων που διαθέτει το καθένα στο πλαίσιο της επιτροπής βιολογικής παραγωγής. Τα κράτη μέλη-συνεισηγητές εξετάζουν τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συνδέονται με την αίτηση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 4, 8 και 11, και καταρτίζουν έκθεση. Για τους σκοπούς της διαχείρισης και της αναθεώρησης των καταλόγων, εξετάζουν επίσης τις ετήσιες εκθέσεις και τις άλλες πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 5, 9 και 12 σε σχέση με τις καταχωρίσεις στους καταλόγους.

3.   Με βάση τα πορίσματα της αξιολόγησης των κρατών μελών-συνεισηγητών, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, ως προς την αναγνώριση τρίτων χωρών, φορέων ελέγχου ή αρχών ελέγχου, την καταχώρισή τους στους καταλόγους ή την τροποποίηση των καταλόγων, συμπεριλαμβανομένης της απόδοσης κωδικού αριθμού σε αυτούς τους φορείς και αρχές. Οι σχετικές αποφάσεις δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τους καταλόγους με κάθε κατάλληλο τεχνικό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου.

Άρθρο 17

Επικοινωνία

1.   Όταν διαβιβάζουν στην Επιτροπή ή στα κράτη μέλη τα έγγραφα ή τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών, οι αρχές ελέγχου ή οι φορείς ελέγχου πρέπει να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά μέσα διαβίβασης. Όταν είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά συστήματα διαβίβασης από την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη τότε χρησιμοποιούνται αυτά τα συστήματα. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιούν επίσης τα συστήματα αυτά για να υποβάλουν μεταξύ τους τα σχετικά έγγραφα.

2.   Όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο των εγγράφων και πληροφοριών που προβλέπονται στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή εκδίδει, κατά περίπτωση, κατευθυντήριες γραμμές, υποδείγματα και ερωτηματολόγια και τα θέτει στη διάθεση των ενδιαφερομένων μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή αναπροσαρμόζει και επικαιροποιεί τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, υποδείγματα και ερωτηματολόγια, αφού ενημερώσει σχετικά τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών, καθώς και τις αρχές και φορείς ελέγχου που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Το ηλεκτρονικό σύστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρέπει να καθιστά δυνατή τη συλλογή των αιτήσεων, εγγράφων και πληροφοριών που προβλέπονται κατά περίπτωση στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των αδειών που παραχωρούνται δυνάμει του άρθρου 19.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών και οι αρχές ή φορείς ελέγχου τηρούν στη διάθεση της Επιτροπής και των κρατών μελών τα δικαιολογητικά έγγραφα που προβλέπονται στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 και στον παρόντα κανονισμό, και ιδίως στα άρθρα 4, 8 και 11 αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 3 ετών μετά το έτος διενέργειας των ελέγχων ή έκδοσης των πιστοποιητικών ελέγχου και των αποδεικτικών στοιχείων.

5.   Όταν για έγγραφο ή διαδικασία, προβλεπόμενα στα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 ή στις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού, απαιτείται η υπογραφή εξουσιοδοτημένου προσώπου ή η σύμφωνη γνώμη ενός προσώπου σε ένα ή περισσότερα στάδια της διαδικασίας, τα ηλεκτρονικά συστήματα που διατίθενται για τη διαβίβαση των εγγράφων πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα μονοσήμαντης ταυτοποίησης κάθε προσώπου και να παρέχουν λογικές εγγυήσεις για τη μη αλλοίωση του περιεχομένου των εγγράφων, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, και ιδίως την απόφαση 2004/563/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΤΕΛΙΚΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 18

Μεταβατικοί κανόνες σχετικά με τον κατάλογο των τρίτων χωρών

Οι αιτήσεις καταχώρισης που υποβάλλονται από τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 345/2008 πριν από την 1η Ιανουαρίου 2009 θεωρούνται ως υποβληθείσες δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος κανονισμού.

Ο πρώτος κατάλογος αναγνωρισμένων χωρών συμπεριλαμβάνει την Αργεντινή, την Αυστραλία, την Κόστα Ρίκα, την Ινδία, το Ισραήλ, τη Νέα Ζηλανδία και την Ελβετία. Δεν περιέχει τους κωδικούς αριθμούς που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του παρόντος κανονισμού. Οι κωδικοί αυτοί αριθμοί θα προστεθούν πριν από την 1η Ιουλίου 2010 με επικαιροποίηση του καταλόγου σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2.

Άρθρο 19

Μεταβατικοί κανόνες για τις ισοδύναμες εισαγωγές προϊόντων μη προερχόμενων από τις καταχωρισμένες στον κατάλογο τρίτες χώρες

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να παραχωρεί σε εισαγωγείς του συγκεκριμένου κράτους μέλους, εφόσον αυτοί έχουν κοινοποιήσει τη δραστηριότητά τους σύμφωνα με το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού, την άδεια να θέσουν στην αγορά προϊόντα που έχουν εισαχθεί από τρίτες χώρες μη καταχωρισμένες στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού, υπό τον όρο ότι ο εισαγωγέας προσκομίζει επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του αυτού κανονισμού.

Εάν το κράτος μέλος κρίνει ότι δεν πληρούνται πλέον αυτοί οι όροι, αποσύρει την άδεια, αφού δώσει τη δυνατότητα στον εισαγωγέα ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Η ισχύς των σχετικών αδειών λήγει το αργότερο 24 μήνες μετά τη δημοσίευση του πρώτου καταλόγου αναγνωρισμένων, δυνάμει του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού, φορέων και αρχών ελέγχου.

Τα εισαγόμενα προϊόντα καλύπτονται από πιστοποιητικό ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 13, το οποίο έχει εκδοθεί από αρχή ή φορέα ελέγχου, αναγνωρισμένο για τους σκοπούς της έκδοσης πιστοποιητικών ελέγχου από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που παραχωρεί τις άδειες. Το πρωτότυπο του πιστοποιητικού συνοδεύει τα εμπορεύματα, μέχρι τις εγκαταστάσεις του πρώτου παραλήπτη. Εν συνεχεία ο εισαγωγέας πρέπει να τηρεί το πιστοποιητικό στη διάθεση του φορέα ελέγχου και, κατά περίπτωση, της αρχής ελέγχου για τουλάχιστον δύο έτη.

2.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τα υπόλοιπα κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με κάθε άδεια που χορηγεί κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβάνοντας στην ενημέρωση αυτή πληροφορίες για τα σχετικά πρότυπα παραγωγής και ρυθμίσεις ελέγχου.

3.   Κατόπιν σχετικού αιτήματος κράτους μέλους ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής, η επιτροπή βιολογικής παραγωγής εξετάζει τις άδειες που έχουν παραχωρηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου. Εάν από την εξέταση αυτή προκύψει ότι δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007, η Επιτροπή καλεί το κράτος μέλος που παραχώρησε την άδεια να την αποσύρει.

4.   Δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του πρώτου καταλόγου φορέων και αρχών ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 5 τα κράτη μέλη δεν παραχωρούν πλέον άδειες προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εκτός εάν τα υπόψη εισαγόμενα προϊόντα αποτελούν εμπορεύματα των οποίων η παραγωγή στην τρίτη χώρα έχει ελεγχθεί από φορείς ή αρχές ελέγχου μη καταχωρισμένους στον κατάλογο που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10.

5.   Από 1ης Ιανουαρίου 2013 τα κράτη μέλη παύουν να χορηγούν τις άδειες που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

6.   Η ισχύς οποιασδήποτε άδειας διάθεσης στην αγορά προϊόντων εισαχθέντων από τρίτη χώρα, η οποία έχει χορηγηθεί σε εισαγωγέα, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2008, από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2009 το αργότερο.

Άρθρο 20

Κατάργηση

Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 345/2008 και (ΕΚ) αριθ. 605/2008 καταργούνται.

Οι παραπομπές στους καταργούμενους κανονισμούς πρέπει να εκλαμβάνονται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό κατά τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VII.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 189 της 20.7.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 108 της 18.4.2008, σ. 8.

(3)  ΕΕ L 114 της 30.4.2002, σ. 132.

(4)  ΕΕ L 114 της 30.4.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 166 της 27.6.2008, σ. 3.

(6)  ΕΕ L 250 της 18.9.2008, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12.

(8)  ΕΕ L 251 της 27.7.2004, σ. 9.

(9)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΟΡΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΑ ΟΡΙΖΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 7

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

1.   Κατηγορίες προϊόντων:

α)

ζωντανά ή αμεταποίητα γεωργικά προϊόντα και αγενές φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό και σπόροι για καλλιέργεια με εξαίρεση:

τα ζώα και τα ζωικά προϊόντα που φέρουν ή προορίζονται να φέρουν ενδείξεις που αναφέρονται στη μετατροπή·

β)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα, με εξαίρεση:

τα ζωικά προϊόντα που φέρουν ή προορίζονται να φέρουν ενδείξεις που αναφέρονται στη μετατροπή.

2.   Προέλευση: Προϊόντα της κατηγορίας 1 στοιχείο α) και βιολογικά παραγόμενα συστατικά προϊόντων της κατηγορίας 1 στοιχείο β) που έχουν παραχθεί στην Αργεντινή.

3.   Πρότυπα παραγωγής: Ley 25 127 sobre «Producción ecológica, biológica y orgánica»

4.   Αρμόδια αρχή: Servicio Nacional de Sanidad y Calidad Agroalimentaria SENASA, www.senasa.gov.ar

5.   Φορείς ελέγχου:

Food Safety SA, www.foodsafety.com.ar

Instituto Argentino para la Certificación y Promoción de Productos Agropecuarios Orgánicos SRL (Argencert), www.argencert.com

Letis SA, www.letis.com.ar

Organización Internacional Agropecuaria (OIA), www.oia.com.ar

6.   Φορείς έκδοσης των πιστοποιητικών: όπως στο σημείο 5.

7.   Χρόνος λήξης της καταχώρισης: 30 Ιουνίου 2013.

ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

1.   Κατηγορίες προϊόντων:

α)

αμεταποίητα φυτικά προϊόντα και αγενές φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό και σπόροι για καλλιέργεια·

β)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα που αποτελούνται κατά κύριο λόγο από ένα ή περισσότερα συστατικά φυτικής προέλευσης.

2.   Προέλευση: προϊόντα της κατηγορίας 1 στοιχείο α) και συστατικά που έχουν παραχθεί με βιολογικό τρόπο προϊόντων της κατηγορίας 1 στοιχείο β) τα οποία έχουν παραχθεί στην Αυστραλία.

3.   Πρότυπα παραγωγής: National standard for organic and bio-dynamic produce

4.   Αρμόδια αρχή: Australian Quarantine and Inspection Service AQIS, www.aqis.gov.au

5.   Φορείς και αρχές ελέγχου:

Australian Certified Organic Pty. Ltd, www.australianorganic.com.au

Australian Quarantine and Inspection Service (AQIS), www.aqis.gov.au

Bio-dynamic Research Institute (BDRI), www.demeter.org.au

National Association of Sustainable Agriculture, Australia (NASAA), www.nasaa.com.au

Organic Food Chain Pty Ltd (OFC), www.organicfoodchain.com.au

6.   Φορείς και αρχές έκδοσης πιστοποιητικών: όπως στο σημείο 5.

7.   Χρόνος λήξης της καταχώρισης: 30 Ιουνίου 2013.

ΚΟΣΤΑ ΡΙΚΑ

1.   Κατηγορίες προϊόντων:

α)

αμεταποίητα φυτικά προϊόντα και αγενές φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό και σπόροι για καλλιέργεια·

β)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα.

2.   Προέλευση: Προϊόντα της κατηγορίας 1 στοιχείο α) και βιολογικά παραγόμενα συστατικά των προϊόντων της κατηγορίας 1 στοιχείο β), τα οποία έχουν παραχθεί στην Κόστα Ρίκα.

3.   Πρότυπα παραγωγής: Reglamento sobre la agricultura orgánica

4.   Αρμόδια αρχή: Servicio Fitosanitario del Estado, Ministerio de Agricultura y Ganadería, www.protecnet.go.cr/SFE/Organica.htm

5.   Φορείς ελέγχου:

BCS Oko-Garantie, www.bcs-oeko.com

Eco-LOGICA, www.eco-logica.com

6.   Αρχή έκδοσης πιστοποιητικών: Ministerio de Agricultura y Ganadería.

7.   Χρόνος λήξης της καταχώρισης: 30 Ιουνίου 2011.

ΙΝΔΙΑ

1.   Κατηγορίες προϊόντων:

α)

αμεταποίητα φυτικά προϊόντα και αγενές φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό και σπόροι για καλλιέργεια·

β)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως τρόφιμα αποτελούμενα κατά κύριο λόγο από ένα ή περισσότερα συστατικά φυτικής προέλευσης.

2.   Προέλευση: προϊόντα της κατηγορίας 1 στοιχείο α) και βιολογικά παραγόμενα συστατικά προϊόντων της κατηγορίας 1 στοιχείο β) που έχουν παραχθεί στην Ινδία.

3.   Πρότυπα παραγωγής: National Programme for Organic Production

4.   Αρμόδια αρχή: Agricultural and Processed Food Export Development Authority APEDA, www.apeda.com/organic

5.   Φορείς και αρχές ελέγχου:

APOF Organic Certification Agency (AOCA), www.aoca.in

Bureau Veritas Certification India Pvt. Ltd, www.bureauveritas.co.in

Control Union Certifications, www.controlunion.com

Ecocert SA (India Branch Office), www.ecocert.in

IMO Control Private Limited, www.imo.ch

Indian Organic Certification Agency (Indocert), www.indocert.org

Lacon Quality Certification Pvt. Ltd, www.laconindia.com

Natural Organic Certification Association, www.nocaindia.com

OneCert Asia Agri Certification private Limited, www.onecertasia.in

SGS India Pvt. Ltd, www.in.sgs.com

Uttaranchal State Organic Certification Agency (USOCA), www.organicuttarakhand.org/products_certification.htm

Rajasthan Organic Certification Agency (ROCA), http://www.rajasthankrishi.gov.in/Departments/SeedCert/index_eng.asp

6.   Φορείς και αρχές έκδοσης πιστοποιητικών: όπως στο σημείο 5.

7.   Χρόνος λήξης της καταχώρισης: 30 Ιουνίου 2009.

ΙΣΡΑΗΛ

1.   Κατηγορίες προϊόντων:

α)

αμεταποίητα φυτικά προϊόντα και αγενές φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό και σπόροι για καλλιέργεια·

β)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως τρόφιμα, αποτελούμενα κατά κύριο λόγο από ένα ή περισσότερα συστατικά φυτικής προέλευσης.

2.   Προέλευση: Προϊόντα της κατηγορίας 1 στοιχείο α) και τα βιολογικά παραγόμενα συστατικά προϊόντων της κατηγορίας 1 στοιχείο β) που έχουν παραχθεί στο Ισραήλ ή που έχουν εισαχθεί στο Ισραήλ:

είτε από την Κοινότητα,

είτε από τρίτη χώρα στο πλαίσιο καθεστώτος το οποίο αναγνωρίζεται ως ισοδύναμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007.

3.   Πρότυπα παραγωγής: National Standard for organically grown plants and their products

4.   Αρμόδια αρχή: Plant Protection and Inspection Services (PPIS), www.ppis.moag.gov.il

5.   Φορείς και αρχές ελέγχου:

AGRIOR Ltd.-Organic Inspection & Certification, www.agrior.co.il

IQC Institute of Quality & Control, www.iqc.co.il

Plant Protection and Inspection Services (PPIS), www.ppis.moag.gov.il

Skal Israel Inspection & Certification, www.skal.co.il

6.   Φορείς και αρχές έκδοσης πιστοποιητικών: όπως στο σημείο 5.

7.   Χρόνος λήξης της καταχώρισης: 30 Ιουνίου 2013.

ΕΛΒΕΤΙΑ

1.   Κατηγορίες προϊόντων: ζωντανά ή αμεταποίητα γεωργικά προϊόντα και αγενές φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό, μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα και ζωοτροφές, και σπόροι για καλλιέργεια, με εξαίρεση:

τα προϊόντα που έχουν παραχθεί κατά την περίοδο μετατροπής και τα προϊόντα που περιέχουν συστατικό γεωργικής προέλευσης που έχει παραχθεί κατά την περίοδο μετατροπής.

2.   Προέλευση: τα προϊόντα και τα βιολογικά παραγόμενα συστατικά προϊόντων που έχουν παραχθεί στην Ελβετία ή που έχουν εισαχθεί στην Ελβετία:

είτε από την Κοινότητα,

είτε από τρίτη χώρα για την οποία η Ελβετία έχει αναγνωρίσει ότι τα προϊόντα έχουν παραχθεί και ελεγχθεί στην τρίτη αυτή χώρα σύμφωνα με κανόνες ισοδύναμους με εκείνους που καθορίζει η ελβετική νομοθεσία.

3.   Πρότυπα παραγωγής: Ordinance on organic farming and the labelling of organically produced plant products and foodstuffs

4.   Αρμόδια αρχή: Federal Office for Agriculture FOAG, http://www.blw.admin.ch/themen/00013/00085/00092/index.html?lang=en

5.   Φορείς ελέγχου:

Bio Test Agro (BTA), www.bio-test-agro.ch

bio.inspecta AG, www.bio-inspecta.ch

Institut für Marktökologie (IMO); www.imo.ch

ProCert Safety AG, www.procert.ch

6.   Φορείς έκδοσης πιστοποιητικών: όπως στο σημείο 5.

7.   Χρόνος λήξης της καταχώρισης: 30 Ιουνίου 2013.

ΝΕΑ ΖΗΛΑΝΔΙΑ

1.   Κατηγορίες προϊόντων:

α)

ζωντανά ή αμεταποίητα γεωργικά προϊόντα και αγενές φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό και σπόροι για καλλιέργεια, με εξαίρεση:

τα ζώα και τα ζωικά προϊόντα που φέρουν ή προορίζονται να φέρουν ενδείξεις που αναφέρονται στη μετατροπή,

τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας·

β)

μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα για χρήση ως τρόφιμα, με εξαίρεση:

τα ζωικά προϊόντα που φέρουν ή προορίζονται να φέρουν ενδείξεις που αναφέρονται στη μετατροπή,

τα προϊόντα που περιέχουν προϊόντα υδατοκαλλιέργειας.

2.   Προέλευση: Προϊόντα της κατηγορίας 1 στοιχείο α) και βιολογικά παραγόμενα συστατικά προϊόντων της κατηγορίας 1 στοιχείο β) που έχουν παραχθεί στη Νέα Ζηλανδία ή που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ζηλανδία:

είτε από την Κοινότητα,

είτε από τρίτη χώρα στο πλαίσιο καθεστώτος που αναγνωρίζεται ως ισοδύναμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007,

είτε από τρίτη χώρα, της οποίας οι κανόνες παραγωγής και το σύστημα επιθεώρησης έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα με το επίσημο πρόγραμμα διασφάλισης βιολογικά παραγόμενων τροφίμων του Υπουργείου Γεωργίας και Δασών της Νέας Ζηλανδίας (MAF) με βάση τις εγγυήσεις και τις πληροφορίες που παρέχονται από την αρμόδια αρχή της εν λόγω χώρας σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί από το εν λόγω υπουργείο και με την προϋπόθεση ότι εισάγονται μόνο βιολογικά παραχθέντα συστατικά που προορίζονται να ενσωματωθούν, σε ένα ποσοστό έως και 5 % κατ’ ανώτατο όριο των προϊόντων γεωργικής προέλευσης σε προϊόντα της κατηγορίας 1, στοιχείο β) που έχουν παρασκευαστεί στη Νέα Ζηλανδία.

3.   Πρότυπα παραγωγής: NZFSA Technical Rules for Organic Production

4.   Αρμόδια αρχή: New Zealand Food Safety Authority NZFSA, http://www.nzfsa.govt.nz/organics/

5.   Φορείς ελέγχου:

AsureQuality, www.organiccertification.co.nz

BIO-GRO New Zealand, www.bio-gro.co.nz

6.   Αρχή έκδοσης πιστοποιητικών: Ministry of Agriculture and Forestry (MAF) — New Zealand Food Safety Authority (NZFSA).

7.   Χρόνος λήξης της καταχώρισης: 30 Ιουνίου 2011.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑΣ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 10


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

για την εισαγωγή προϊόντων βιολογικής παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που αναφέρεται στο άρθρο 13

Το υπόδειγμα του πιστοποιητικού καθορίζεται σε σχέση με:

το κείμενο,

τη μορφή παρουσίασης, σε ένα μόνο φύλλο,

τη διάταξη και τις διαστάσεις των τετραγωνιδίων.

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Υπόδειγμα αποσπάσματος του πιστοποιητικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 14

Το υπόδειγμα του αποσπάσματος καθορίζεται σε σχέση με:

το κείμενο,

τη μορφή παρουσίασης,

τη διάταξη και τις διαστάσεις των τετραγωνιδίων.

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Πίνακας αντιστοιχίας που αναφέρεται στο άρθρο 20

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 345/2008

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 605/2008

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση και παράγραφος 1

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση και παράγραφος 1

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 3

 

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 4

 

Άρθρο 2 παράγραφος 4

 

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 1

Άρθρο 7

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 8 παράγραφος 3 και άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 5

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 6

 

Άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρα 3 και 4

Άρθρο 13

Άρθρο 5

Άρθρο 14

Άρθρο 6

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 3

Άρθρο 8

Άρθρο 20

Άρθρο 4

Άρθρο 9

Άρθρο 21

Παράρτημα II

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα I

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

Παράρτημα I

Παράρτημα V

Παράρτημα II

Παράρτημα VI

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

Παράρτημα VII


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/53


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1236/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1613/2000 της Επιτροπής σχετικά με την παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 όσον αφορά την έννοια των «προϊόντων καταγωγής» που ορίζεται στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση του Λάος όσον αφορά ορισμένα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που εξάγονται από τη χώρα αυτή προς την Κοινότητα

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (1), και ιδίως το άρθρο 247,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (2), και ιδίως το άρθρο 76,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 980/2005 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2005, για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων (3), η Κοινότητα χορήγησε γενικευμένες δασμολογικές προτιμήσεις στο Λάος. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 980/2005 λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2008, αλλά θα αντικατασταθεί, από 1ης Ιανουαρίου 2009, από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου (4), ο οποίος επιβεβαιώνει τη χορήγηση από την Κοινότητα των εν λόγω δασμολογικών προτιμήσεων στο Λάος.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 ορίζει την έννοια των προϊόντων καταγωγής στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα παρέκκλισης από τον ορισμό αυτό προς όφελος των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών οι οποίες ευνοούνται από το σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων (ΣΓΠ) και οι οποίες υποβάλλουν σχετική αίτηση στην Κοινότητα.

(3)

Το Λάος τυγχάνει τέτοιας παρέκκλισης για ορισμένα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1613/2000 της Επιτροπής (5), η ισχύς του οποίου παρατάθηκε πολλές φορές και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2008.

(4)

Με επιστολή της 9ης Οκτωβρίου 2008, το Λάος υπέβαλε αίτηση παράτασης της παρέκκλισης, σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93.

(5)

Κατά την τελευταία παράταση της ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1613/2000, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1806/2006 της Επιτροπής (6), αναμενόταν να τεθούν σε ισχύ νέοι, απλούστεροι και πιο ευνοϊκοί για την ανάπτυξη κανόνες καταγωγής του ΣΓΠ πριν από τη λήξη της παρέκκλισης. Ωστόσο, δεν θεσπίστηκαν ακόμη νέοι κανόνες καταγωγής του ΣΓΠ και τώρα δεν αναμένεται να εφαρμοστούν τέτοιοι κανόνες καταγωγής πριν από το τέλος του 2009.

(6)

Η αίτηση αποδεικνύει ότι η εφαρμογή κανόνων καταγωγής σε επαρκείς επεξεργασίες ή μεταποιήσεις και στην περιφερειακή σώρευση θα εμποδίσει σημαντικά την ικανότητα της βιομηχανίας ενδυμάτων του Λάος να συνεχίσει τις εξαγωγές του προς την Κοινότητα και θα αποθαρρύνει τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα τη διακοπή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την αύξηση της ανεργίας σ’ αυτή τη χώρα. Επιπλέον, φαίνεται ότι η εφαρμογή των κανόνων καταγωγής του ΣΓΠ που ισχύουν επί του παρόντος, έστω και για βραχεία περίοδο, αναμένεται να έχει τα αποτελέσματα που περιγράφονται ανωτέρω.

(7)

Η περίοδος παράτασης της παρέκκλισης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον απαιτούμενο χρόνο για τη θέσπιση και την εκτέλεση των νέων κανόνων καταγωγής του ΣΓΠ. Δεδομένου ότι η σύναψη πιο μακροπρόθεσμων συμβάσεων που ευνοούνται από την παρέκκλιση έχει ιδιαίτερη σημασία για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη της βιομηχανίας του Λάος, η χορηγηθείσα παράταση θα πρέπει να είναι επαρκώς μακράς διάρκειας, ώστε να μπορούν οι οικονομικοί φορείς να συνάπτουν τέτοιες συμβάσεις.

(8)

Συνεπεία της εφαρμογής των μελλοντικών νέων κανόνων καταγωγής, τα προϊόντα του Λάος που τυγχάνουν σήμερα προτιμησιακής δασμολογικής μεταχείρισης μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρέκκλισης, θα πρέπει στο μέλλον να τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης στο πλαίσιο της εφαρμογής των νέων κανόνων καταγωγής. Η παρέκκλιση τότε θα καταστεί περιττή. Χάριν σαφήνειας για τους οικονομικούς φορείς, θα είναι επομένως αναγκαίο να καταργηθεί ο κανονισμός αριθ. 1613/2000 με ισχύ από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των νέων κανόνων καταγωγής.

(9)

Η παρέκκλιση πρέπει επομένως να παραταθεί μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής των νέων κανόνων καταγωγής που θα καθοριστούν στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να παύσει να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2010.

(10)

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1613/2000 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(11)

Τα μέτρα που προβλέπει ο παρών κανονισμός είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής τελωνειακού κώδικα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1613/2000 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1 αφορά τα προϊόντα που μεταφέρονται απευθείας από το Λάος και εισάγονται στην Κοινότητα στις ετήσιες ποσότητες που παρατίθενται στο παράρτημα σχετικά με καθένα από τα προϊόντα, κατά την περίοδο από 15 Ιουλίου 2000 έως την ημερομηνία εφαρμογής τροποποίησης του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας των “προϊόντων καταγωγής” που ορίζεται στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, αλλά σε κάθε περίπτωση η εν λόγω παρέκκλιση θα παύσει να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2010.»

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

László KOVÁCS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 169 της 30.6.2005, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 211 της 6.8.2008, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 185 της 25.7.2000, σ. 38.

(6)  ΕΕ L 343 της 8.12.2006, σ. 69.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/55


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1237/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 11ης Δεκεμβρίου 2008

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3448/93 του Συμβουλίου όσον αφορά το σύστημα χορήγησης επιστροφών κατά την εξαγωγή, και τα κριτήρια καθορισμού του ύψους τους, για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, εξαγόμενα υπό μορφή εμπορευμάτων μη υπαγόμενων στο παράρτημα Ι της συνθήκης

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3448/93 του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1993, περί θεσπίσεως καθεστώτος εμπορικών συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 της Επιτροπής (2), όταν πρόκειται για εμπόρευμα που έχει χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή εξαγόμενου εμπορεύματος, το ποσοστό επιστροφής το οποίο λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού που αντιστοιχεί σε καθένα από τα βασικά προϊόντα, στα προϊόντα που προέρχονται από τη μεταποίησή τους ή στα προϊόντα που εξομοιώνονται με μία από τις δύο κατηγορίες αυτές, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή του εξαγόμενου εμπορεύματος, είναι το ποσοστό που εφαρμόζεται σε περίπτωση εξαγωγής του προαναφερόμενου εμπορεύματος ως έχει.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005, όταν η κατάσταση στο διεθνές εμπόριο για την αβγοαλβουμίνη των κωδικών ΣΟ 3502 11 90 και 3502 19 90 ή όταν οι ειδικές απαιτήσεις ορισμένων αγορών το καθιστούν αναγκαίο, η επιστροφή για τα εμπορεύματα αυτά μπορεί να διαφοροποιηθεί ανάλογα με τον προορισμό.

(3)

Ο συνδυασμός των διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφος 3 και του άρθρου 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 ενδέχεται να οδηγήσει στη λανθασμένη ερμηνεία ότι για τα εμπορεύματα που περιέχουν αβγοαλβουμίνη ως συστατικό, τα οποία εξάγονται σε τρίτες χώρες, και συγκεκριμένα στη Νότια Κορέα, στην Ιαπωνία, στη Μαλαισία, στην Ταϊλάνδη, στην Ταϊβάν και στις Φιλιππίνες, μπορεί να εφαρμοστεί το υψηλότερο ποσοστό επιστροφής το οποίο προορίζεται μόνον για την εξαγωγή αβγοαλβουμίνης ως έχει στους εν λόγω προορισμούς.

(4)

Για λόγους σαφήνειας και για να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας είναι, κατά συνέπεια, σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι το υψηλότερο ποσοστό επιστροφής που έχει καθοριστεί για τους εν λόγω προορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 εφαρμόζεται μόνον για τις εξαγωγές αβγοαλβουμίνης ως έχει.

(5)

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης οριζόντιων θεμάτων σχετικών με το εμπόριο μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων που δεν υπάγονται στο παράρτημα Ι,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1043/2005 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι επιστροφές για τις καζεΐνες του κωδικού ΣΟ 3501 10, για τα καζεϊνικά άλατα του κωδικού ΣΟ 3501 90 90 ή για την αβγοαλβουμίνη των κωδικών ΣΟ 3502 11 90 και 3502 19 90 που εξάγεται ως έχει, μπορούν να διαφοροποιηθούν ανάλογα με τον προορισμό εφόσον αυτό απαιτείται λόγω:

α)

της κατάστασης στο διεθνές εμπόριο για τα εμπορεύματα αυτά ή

β)

ειδικών απαιτήσεων που ισχύουν σε ορισμένες αγορές.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 318 της 20.12.1993, σ. 18.

(2)  ΕΕ L 172 της 5.7.2005, σ. 24.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/56


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1238/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Δεκεμβρίου 2008

περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας σαλούβαρδου στα κοινοτικά ύδατα και ύδατα που δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τρίτων χωρών των ζωνών V, VI και VII από σκάφη που φέρουν σημαία Ισπανίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 4,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2015/2006 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, περί καθορισμού, για το 2007 και το 2008, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων βαθέων υδάτων, των αλιευτικών δυνατοτήτων για τα κοινοτικά σκάφη (3), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2007 και το 2008.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2008.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση της αλιείας του εν λόγω αποθέματος, καθώς και η διατήρησή του επί του σκάφους, η μεταφόρτωση και η εκφόρτωσή του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2008, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη που φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται η διατήρηση επί του σκάφους, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση του εν λόγω αποθέματος που έχει αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Φωκίων ΦΩΤΙΆΔΗΣ

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιων Υποθέσεων και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(2)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 384 της 29.12.2006, σ. 28.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

aριθ.

10/DSS

Κράτος μέλος

ESP

Απόθεμα

GFB/567-

Είδος

Σαλούβαρδοι (Phycis blennoides)

Ζώνη

Κοινοτικά ύδατα και ύδατα που δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τρίτων χωρών των ζωνών V, VI και VII

Ημερομηνία

30.9.2008


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/58


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1239/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Δεκεμβρίου 2008

περί αναστολής της απαγόρευσης της αλιείας γάδου στο Kattegat από σκάφη που φέρουν σημαία Σουηδίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 4,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/2008 του Συμβουλίου της 16ης Ιανουαρίου 2008 περί καθορισμού, για το 2008, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων (3), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2008.

(2)

Στις 15 Μαΐου 2008 η Σουηδία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, ότι από τις 19 Μαΐου θα ανέστελλε την αλιεία γάδου στο Kattegat.

(3)

Στις 19 Ιουνίου 2008 η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και του άρθρου 26 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 585/2008 περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας γάδου στο Kattegat από σκάφη που φέρουν σημαία Σουηδίας (4), με έναρξη εφαρμογής την ίδια ημερομηνία.

(4)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή από τις σουηδικές αρχές, διατίθεται ακόμη ποσότητα γάδου στο πλαίσιο της ποσόστωσης της Σουηδίας στο Kattegat. Συνεπώς πρέπει να επιτραπεί η αλιεία γάδου στα εν λόγω ύδατα από σκάφη που φέρουν σουηδική σημαία ή είναι νηολογημένα στη Σουηδία.

(5)

Η άδεια αυτή πρέπει να αρχίσει να ισχύει στις 13 Οκτωβρίου 2008, ώστε να δοθεί η δυνατότητα αλίευσης της υπόψη ποσότητας γάδου πριν από τα τέλη του τρέχοντος έτους.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 585/2008 της Επιτροπής θα πρέπει να καταργηθεί με έναρξη εφαρμογής στις 13 Οκτωβρίου 2008,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 585/2008 καταργείται.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 13 Οκτωβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Φωκίων ΦΩΤΙΆΔΗΣ

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιων Υποθέσεων και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(2)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 19 της 23.1.2008, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 162 της 21.6.2008, σ. 9.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

αριθ.

64 — Αναστολή απαγόρευσης

Κράτος μέλος

SWE

Απόθεμα

COD/03AS.

Είδος

Γάδος

Ζώνη

Kattegat

Ημερομηνία

13.10.2008


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/60


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1240/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Δεκεμβρίου 2008

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 560/2005 του Συμβουλίου, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 560/2005 του Συμβουλίου, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων ενόψει της κατάστασης στην Ακτή του Ελεφαντοστού (1), και ιδίως το άρθρο 11 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα αυόλουδα:

(1)

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 560/2005 περιλαμβάνει κατάλογο φυσικών και νομικών προσώπων και οντοτήτων που καλύπτονται από τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων δυνάμει του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Στις 18 Δεκεμβρίου 2006 και στις 21 Οκτωβρίου 2008, η επιτροπή κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε να τροποποιήσει τον κατάλογο των φυσικών προσώπων στα οποία πρέπει να εφαρμοστεί η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, με τη συμπλήρωση των πληροφοριών που αφορούν τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται ήδη στον κατάλογο. Το παράρτημα Ι πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 560/2005 αντικαθίσταται όπως αναφέρεται στο κείμενο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Eneko LANDÁBURU

Γενικός Διευθυντής Εξωτερικών Σχέσεων


(1)  ΕΕ L 95 της 14.4.2005, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Κατάλογος φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που αναφέρονται στα άρθρα 2, 4 και 7

(1)

Charles Blé Goudé (γνωστός ως Gbapé Zadi). Διεύθυνση: Bloc P 170, Yopougon Selmer, Ακτή Ελεφαντοστού, β) Hotel Ivoire, Abidjan, Cocody, Ακτή Ελεφαντοστού. Ημερομηνία γέννησης: 1.1.1972. Τόπος γέννησης: α) Guibéroua (Gagnoa), Ακτή Ελεφαντοστού, β) Niagbrahio/Guiberoua, Ακτή Ελεφαντοστού, γ) Guiberoua, Ακτή Ελεφαντοστού. Ιθαγένεια: Ακτή Ελεφαντοστού. Αριθ. διαβατηρίου: α) 04LE66241 (Ακτή Ελεφαντοστού, εκδόθηκε στις 10.11.2005, ισχύει έως τις 9.11.2008), β) AE/088 DH 12 (Διπλωματικό διαβατήριο Ακτής Ελεφαντοστού, εκδόθηκε στις 20.12.2002, ισχύει έως τις 11.12.2005), γ) 98LC39292 (Ακτή Ελεφαντοστού, εκδόθηκε στις 24.11.2000, ισχύει έως τις 23.11.2003). Αριθ. ταξιδιωτικού εγγράφου: C2310421 (ελβετικό, εκδόθηκε στις 15.11.2005, ισχύει έως τις 31.12.2005).

Άλλες πληροφορίες: 1) Διεύθυνση α) το 2001, διεύθυνση β) όπως έχει δηλωθεί στο ταξιδιωτικό έγγραφο αριθ. C2310421· 2) πιθανό ψευδώνυμο ή τίτλος: “Général” ή “Génie de kpo”· 3) Αρχηγός του COJEP (“Young Patriots”). Έχει επανειλημμένως προβεί σε δημόσιες δηλώσεις στις οποίες ενθαρρύνει τη βία κατά των εγκαταστάσεων και του προσωπικού των Ηνωμένων Εθνών και κατά των αλλοδαπών· ενορχήστρωσε και έλαβε μέρος σε βιαιοπραγίες ομάδων ατάκτων ενόπλων, συν τοις άλλοις σε ξυλοδαρμούς, βιασμούς και εκτελέσεις χωρίς δίκη· θεωρήθηκε υπεύθυνος για ενέργειες εκφοβισμού κατά των Ηνωμένων Εθνών, της διεθνούς ομάδας εργασίας (IWG), της πολιτικής αντιπολίτευσης και του ανεξάρτητου Τύπου· διενήργησε σαμποτάζ εις βάρος διεθνών ραδιοφωνικών σταθμών· εμπόδισε τις δραστηριότητες της IWG, την επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Ακτή του Ελεφαντοστού (UNOCI), τη δράση των γαλλικών δυνάμεων και την ειρηνευτική διαδικασία, κατά την έννοια της απόφασης 1643 των ΗΕ (2005).

(2)

Eugène N’goran Kouadio Djué. Ημερομηνία γέννησης: α) 1.1.1966, β) 20.12.1969. Ιθαγένεια: Ακτή Ελεφαντοστού. Αριθ. διαβατηρίου: 04LE017521 (εκδόθηκε στις 10.2.2005, ισχύει έως τις 10.2.2008).

Άλλες πληροφορίες: Αρχηγός της “Union des Patriotes pour la Libération Totale de la Côte d’Ivoire (UPLTCI)”. Έχει επανειλημμένως προβεί σε δημόσιες δηλώσεις στις οποίες ενθαρρύνει τη βία κατά των εγκαταστάσεων και του προσωπικού των Ηνωμένων Εθνών και κατά των αλλοδαπών· ενορχήστρωσε βιαιοπραγίες ομάδων ατάκτων ενόπλων, συν τοις άλλοις ξυλοδαρμούς, βιασμούς και εκτελέσεις χωρίς δίκη· εμπόδισε τη δράση της IWG, την επιχείρηση UNOCI, τις γαλλικές δυνάμεις και την ειρηνευτική διαδικασία, κατά την έννοια της απόφασης 1643 των ΗΕ (2005).

(3)

Martin Kouakou Fofié. Ημερομηνία γέννησης: 1.1.1968. Τόπος γέννησης: Bohi, Ακτή Ελεφαντοστού. Ιθαγένεια: Ακτή Ελεφαντοστού. Αριθ. δελτίου ταυτότητας: α) 2096927 (Μπουρκίνα Φάσο, εκδόθηκε στις 17.3.2005), β) 970860100249 (Ακτή Ελεφαντοστού, εκδόθηκε στις 5.8.1997, ισχύει έως τις 5.8.2007).

Άλλες πληροφορίες: α) Πιστοποιητικό Ιθαγένειας Μπουρκίνα Φάσο: CNB N.076 (17.2.2003), Όνομα πατρός: Yao Koffi Fofié, Όνομα μητρός: Ama Krouama Kossonou· β) Επιδεκανέας, διοικητής Νέων Δυνάμεων, τομέας Korhogo. Οι υπό τις διαταγές του δυνάμεις θεωρήθηκαν υπεύθυνες για τη στράτευση ανήλικων στρατιωτών, για απαγωγές, για την επιβολή καταναγκαστικών έργων, για τη σεξουαλική κακοποίηση γυναικών, για αυθαίρετες συλλήψεις και θανατώσεις εκτός δίκης, κατά παραβίαση των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου· εμπόδισε τη δράση της IWG, την επιχείρηση UNOCI, τις γαλλικές δυνάμεις και την ειρηνευτική διαδικασία, κατά την έννοια της απόφασης 1643 των ΗΕ (2005).»


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Επιτροπή

12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/62


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Μαΐου 2008

σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγεί η Γαλλία προς το ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου και τις αλιευτικές επιχειρήσεις (Κρατική ενίσχυση C 9/06)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 5636]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/936/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Η Επιτροπή έλαβε γνώση των διαφόρων πληροφοριών που σχετίζονται με την ύπαρξη ενός ταμείου με σκοπό την αντιστάθμιση της ανόδου της τιμής των καυσίμων που υφίστανται οι αλιευτικές επιχειρήσεις της Γαλλίας από το 2004. Σύμφωνα με τις εν λόγω πληροφορίες, το ταμείο αυτό, που ονομάζεται «ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου» (εφεξής: ταμείο FPAP), είχε επισήμως θέσει ως στόχο την εξομάλυνση των βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων της τιμής των καυσίμων στον αλιευτικό κλάδο, αλλά στην πράξη είχε ως αποτέλεσμα να επιτραπεί στις επιχειρήσεις αυτές να επωφελούνται από μια τιμή καυσίμων σαφώς χαμηλότερη από την τιμή της αγοράς.

(2)

Προφανώς, στην αρχή, είχε προβλεφθεί ότι αυτό το ταμείο έπρεπε να λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με τις εισφορές των επαγγελματιών. Η αρχή λειτουργίας θα ήταν απλή: το ταμείο θα αναλάμβανε την κάλυψη μέρους του κόστους των καυσίμων πάνω από μια προκαθορισμένη τιμή αναφοράς ανά λίτρο και, σε αντάλλαγμα, οι επιχειρήσεις θα κατέβαλαν τις συνεισφορές στο ταμείο FPAP όταν η τιμή των καυσίμων θα έπεφτε εκ νέου κάτω από την εν λόγω τιμή αναφοράς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιτυγχανόταν μια ισορροπία για τη χρηματοδότηση του συστήματος χωρίς να απαιτείται η εισφορά δημόσιων πόρων.

(3)

Ωστόσο, δεδομένου ότι η αγοραία τιμή των καυσίμων εξακολουθεί πάντα να υπερβαίνει κατά πολύ την τιμή αναφοράς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η λειτουργία του ταμείου FPAP είναι δυνατή μόνο με την χρηματοδοτική εισφορά του κράτους και ότι η εν λόγω χρηματοδοτική εισφορά συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ.

(4)

Στις 25 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλία να της γνωστοποιήσει, έως τις 5 Σεπτεμβρίου 2005, εάν το κράτος είχε υιοθετήσει ή μελετήσει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της αύξησης του κόστους των καυσίμων. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι σε περίπτωση που τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονταν κρατικές ενισχύσεις θα έπρεπε να ενημερωθεί και επ’ αυτών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(5)

Ελλείψει απάντησης, και σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (νυν άρθρο 88) της συνθήκης ΕΚ (1), η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλία, στις 21 Σεπτεμβρίου 2005, να της παράσχει, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων, πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω ταμείο έτσι ώστε να μπορέσει να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε στην πράγματι κρατική ενίσχυση και, ενδεχομένως, εάν αυτή η κρατική ενίσχυση ήταν συμβατή με την κοινή αγορά ή όχι.

(6)

Στις 7 Οκτωβρίου 2005, η Γαλλία απάντησε στο αίτημα της Επιτροπής της 25ης Αυγούστου 2005 αναφέροντας ότι «κανένα μέτρο σχετικό με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων δεν εφαρμόστηκε στη Γαλλία για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που προκύπτουν από την πρόσφατη σημαντική αύξηση των τιμών των καυσίμων». Η Γαλλία ωστόσο ανέφερε ότι έχει ενθαρρύνει «μία προσέγγιση δρομολογούμενη από τους επαγγελματίες» η οποία συνίσταται στη δημιουργία ενός ταμείου για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου. Στην εν λόγω επιστολή δεν γίνεται μνεία στις χορηγηθείσες από το γαλλικό κράτος ταμειακές προκαταβολές. Αντιθέτως, προέκυπτε εμμέσως από την απάντηση των γαλλικών αρχών ότι η χρηματοδότηση του ταμείου, που βρίσκεται υπό τη διαχείριση των επαγγελματιών, έγκειται αποκλειστικά στον επιμερισμό της χρηματοοικονομικής ικανότητας των μελών του.

(7)

Στις 21 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή υπενθύμισε στις γαλλικές αρχές το επίσημο αίτημά της για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ταμείο FPAP, με ημερομηνία την 21η Σεπτεμβρίου 2005, παρέχοντας τους μία νέα προθεσμία δύο εβδομάδων.

(8)

Ελλείψει απάντησης από τη Γαλλία εντός των τασσόμενων προθεσμιών, η Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του προαναφερθέντος άρθρου 10, να διατάξει τη Γαλλία για την παροχή των απαραίτητων για την εν λόγω εξέταση πληροφοριών. Η εν λόγω διαταγή της 5ης Δεκεμβρίου 2005, ανακοινώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2005 και περιελάμβανε προθεσμία απάντησης τριών εβδομάδων.

(9)

Η Γαλλία απάντησε με επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 2005 την οποία έλαβε η Επιτροπή στις 27 Δεκεμβρίου 2005. Η επιστολή αυτή παρέπεμπε σε προηγούμενη απάντηση, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου και την οποία είχε λάβει η Επιτροπή στις 8 Δεκεμβρίου, απάντηση η οποία είχε σταλεί κατόπιν της επιστολής της Επιτροπής με ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 2005 (βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της παρούσας απόφασης). Με τις δύο αυτές επιστολές, η Γαλλία κοινοποίησε στην Επιτροπή τα καταστατικά του ταμείου FPAP και τις τρεις συμβάσεις που σχετίζονται με την καταβολή μίας επιστρεπτέας κρατικής προκαταβολής στο ταμείο FPAP.

(10)

Κατόπιν εξέτασης των εν λόγω απαντήσεων και των επισυναπτόμενων σε αυτές εγγράφων, η Επιτροπή ανακοίνωσε στη Γαλλία, στις 8 Μαρτίου 2006, την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης όπως προβλέπεται από το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ και από το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(11)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Απριλίου 2006 (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω μέτρων εντός προθεσμίας ενός μηνός.

(12)

Η Γαλλία γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 21ης Απριλίου 2006, υπό τη μορφή διακοινώσεως από τις αρχές της. Η εν λόγω διακοίνωση συνοδεύεται από επιχειρηματολογία που φαινόταν αρχικά να προορίζεται για εσωτερική χρήση· η επιχειρηματολογία επεξηγεί τη στάση που επρόκειτο να υιοθετήσει η Γαλλία απέναντι στα επιχειρήματα της Επιτροπής.

(13)

Στις 17 Μαΐου 2006, το δικηγορικό γραφείο Ménard, Quimbert και συνεργάτες, με έδρα τη Nantes (εφεξής: «ΜQA») δήλωσε δια τηλεομοιοτυπίας την πρόθεσή του να διατυπώσει μεταγενέστερα παρατηρήσεις για λογαριασμό του ταμείου FPAP, και συνεπώς ζήτησε τη χορήγηση προθεσμίας. Η Επιτροπή έκανε δεκτή παράταση δύο εβδομάδων. Έπειτα, το γραφείο MQA διαβίβασε στις 17 Μαΐου με συνήθες ταχυδρομείο ένα υπόμνημα υπό το λογότυπο της Ναυτικής Συνεργασίας υπογεγραμμένο από τον κ. de Feuardent, Γενικό Γραμματέα του ταμείου FPAP με ημερομηνία την 18η Μαΐου, το οποίο η Επιτροπή παρέλαβε στις 23 Μαΐου. Μια τρίτη επιστολή του γραφείου MQA, πάντα με ημερομηνία την 17η Μαΐου και η οποία παρελήφθη από την Επιτροπή στις 14 Ιουνίου, αποτελείτο από «μια νέα έκδοση των παρατηρήσεών [του] μετά τη διόρθωση ορισμένων γραφειοκρατικών λαθών»· στην πραγματικότητα επρόκειτο για έγγραφα που δεν είχαν διαβιβαστεί ακόμα στην Επιτροπή και τα οποία αντιστοιχούν σε συμπληρωματικές παρατηρήσεις του προαναφερόμενου υπομνήματος του κ. de Feuardent, συνοδευόμενες από μια σειρά εγγράφων συναφών με τη λειτουργία του ταμείου FPAP (καταστατικά, τρόπος λειτουργίας, ενημερωτικά σημειώματα, φορολογική μεταχείριση των εισφορών, επιστολή κοινής αποστολής της Γενικής Επιθεώρησης Οικονομικών και της Γενικής Επιθεώρησης Γεωργίας και Αλιείας). Τέλος, μια τελευταία επιστολή του γραφείου MQA, με ημερομηνία την 12η Ιουνίου 2006, και η οποία εστάλη την ίδια ημέρα με τηλεομοιοτυπία στην Επιτροπή αποτελεί συνέχεια της επιστολής της 19ης Μαΐου «που εσφαλμένα έφερε ως ημερομηνία την 17η Μαΐου, [σας] παρουσιάζει τις παρατηρήσεις του κ. de Feuardent, γενικού γραμματέα της Συνομοσπονδίας της Ναυτικής Συνεργασίας, Αλληλοβοήθειας και Πίστης, με ημερομηνία τη 18η Μαΐου 2006» συμπεριλάμβανε τις ίδιες συμπληρωματικές παρατηρήσεις με αυτές της τρίτης επιστολής με ημερομηνία τη 17η Μαΐου, αλλά χωρίς τα παραρτήματα.

(14)

Στις 14 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλία την τρίτη επιστολή της 17ης Μαΐου 2006 που εστάλη από το γραφείο MQA (έκδοση με τις διορθώσεις των γραφειοκρατικών λαθών) καθώς και την τελευταία επιστολή του MQA με ημερομηνία την 12η Ιουνίου 2006, ζητώντας να λάβει τις παρατηρήσεις της Γαλλίας εντός ενός μηνός. Στις 12 Ιουλίου 2006, η Γαλλία ζήτησε παράταση της προθεσμίας μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου. Στις 18 Ιουλίου 2006, η Επιτροπή αποδέχτηκε συμπληρωματική προθεσμία ενός μηνός. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, η Γαλλία απάντησε ότι δεν επιθυμεί να διατυπώσει συγκεκριμένη παρατήρηση, αλλά ανέφερε ενδεικτικά ότι η επιστολή του γραφείου MQA που έφερε ως ημερομηνίες τις 17/19 Μαΐου 2006 δεν αντιστοιχούσε στις παρατηρήσεις του κ. de Feuardent. Στις 9 Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή διαβίβασε στη Γαλλία τις λεπτομέρειες των επιστολών που έλαβε από το γραφείο MQA ζητώντας επιβεβαίωση, εντός δέκα ημερών, ότι οι γαλλικές αρχές είχαν λάβει γνώση του υπομνήματος του κ. de Feuardent. Στις 23 Οκτωβρίου 2006, η Γαλλία απάντησε ότι δεν είχε στη διάθεσή της το εν λόγω υπόμνημα στο οποίο είχε αναφερθεί προηγουμένως μόνο διότι γινόταν μνεία σε αυτό στην επιστολή [του γραφείου MQA] της 12ης Ιουνίου. Δηλώνοντας λοιπόν η Γαλλία ότι δεν έχει λάβει την εν λόγω επιστολή, η Επιτροπή της την κοινοποίησε με επισήμως στις 27 Οκτωβρίου 2006, ζητώντας να της αποσταλούν οι ενδεχόμενες παρατηρήσεις το αργότερο μέχρι τις 15 Νοεμβρίου.

(15)

Στις 27 Νοεμβρίου 2006, η Γαλλία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι δεν είχε κάποια συγκεκριμένη παρατήρηση για το εν λόγω έγγραφο.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

2.1.   Παρουσίαση του ταμείου FPAP και των δραστηριοτήτων του

(16)

Το ταμείο FPAP συγκροτήθηκε υπό τη μορφή επαγγελματικού συνδικάτου, σύμφωνα με το γαλλικό νόμο της 21ης Μαρτίου 1884, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο της 12ης Μαρτίου 1920. Το σχέδιο του καταστατικού εγκρίθηκε από την ιδρυτική συνέλευση η οποία συνήλθε στις 10 Φεβρουαρίου 2004 ενώ το ίδιο το καταστατικό φέρει ως ημερομηνία την 9η Απριλίου 2004.

(17)

Σύμφωνα με το εν λόγω καταστατικό (άρθρο 4), το συνδικάτο ιδρύθηκε για περίοδο 99 ετών. Ως έδρα ορίστηκε το Παρίσι, στην οδό Rocher 24, στην ίδια διεύθυνση με τη Συνομοσπονδία της Ναυτικής Συνεργασίας, Αλληλοβοήθειας και Πίστης (εφεξής καλούμενη «Ναυτική Συνεργασία»).

(18)

Σύμφωνα με το άρθρο 7, τα ιδρυτικά μέλη είναι η Ναυτική Συνεργασία, η κεντρική αρχή προμηθειών και ανάπτυξης CECOMER, συνεταιρισμός εμπόρων λιανικής πωλήσεως, ο οποίος στην ουσία είναι η κεντρική αρχή προμηθειών των ναυτιλιακών συνεταιρισμών που έχουν ως βασική λειτουργία τον εφοδιασμό σε υλικά και λειτουργικά προϊόντα για τις αλιευτικές επιχειρήσεις, το κέντρο διαχείρισης της αλιείας περιορισμένης κλίμακας καθώς και δύο προσωπικότητες από τον κόσμο της αλιείας. Δια της ιδρυτικής συνέλευσης της 10ης Φεβρουαρίου 2004, τα εν λόγω πέντε ιδρυτικά μέλη ορίστηκαν διαχειριστές του ταμείου FPAP μέχρι τη συνεδρίαση της τακτικής γενικής συνέλευσης το 2007. Συνεπώς φαίνεται ότι το ταμείο FPAP είναι απόρροια του αλιευτικού τομέα και των οργανισμών που συνδέονται οικονομικά με την αλιεία (ναυτικοί συνεταιρισμοί, κεντρικές αρχές προμήθειας, κέντρα διαχείρισης αλιευτικών επιχειρήσεων).

(19)

Τα υποψήφια μέλη οφείλουν να προσκομίσουν αποδείξεις ότι η δραστηριοποιούνται στον τομέα της αλιείας· ωστόσο, το συνδικάτο δύναται να δεχτεί στους κόλπους του «οποιοδήποτε άλλο άτομο που είναι διατεθειμένο να υποστηρίξει ηθικά το συνδικάτο» με την επιφύλαξη ότι ο αριθμός των μελών αυτής της κατηγορίας δεν θα ξεπερνάει το 5 % του συνολικού αριθμού των μελών του συνδικάτου. Η Γαλλία διευκρινίζει, στην επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ότι το ταμείο FPAP αποτελείται από 2 013 μέλη και 2 385 πλοία τα οποία αντιπροσωπεύουν το 30 % του γαλλικού στόλου.

(20)

Το άρθρο 2 του καταστατικού αναφέρει ότι: «Το αντικείμενο του συνδικάτου είναι η ανάπτυξη προϊόντων με στόχο να μπορέσουν όσοι δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στον τομέα της αλιείας να εξασφαλίσουν την κάλυψη των παρακάτω κινδύνων: διακύμανση της τιμής του πετρελαίου, θαλάσσια ρύπανση ή υγειονομικός κίνδυνος σχετικός με τη ρύπανση, κλείσιμο των ποσοστώσεων ή σημαντική μείωση των αλιευτικών δυνατοτήτων, κίνδυνος που σχετίζεται με την αγορά. Λαμβάνει την ονομασία Ταμείο για την πρόληψη κινδύνων του αλιευτικού κλάδου». Συνεπώς, το ταμείο FPAP αποτελεί μια ένωση αμοιβαίας ασφάλισης που προσφέρει στα μέλη της κάποιες παροχές ως αντάλλαγμα για τις εισφορές τους.

(21)

Η Γαλλία διαβίβασε τα αντίγραφα τριών προηγούμενων συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ του κράτους και του ταμείου FPAP και οι οποίες αφορούσαν την καταβολή επιστρεπτέων προκαταβολών από το κράτος προς όφελος του εν λόγω ταμείου. Οι εν λόγω προκαταβολές καταβλήθηκαν διαμέσου του εθνικού διεπαγγελματικού οργανισμού προϊόντων της θάλασσας και της υδατοκαλλιέργειας (OFIMER). Η πρώτη σύμβαση της 12ης Νοεμβρίου 2004 αφορά ποσό 15 εκατομμυρίων EUR· η δεύτερη, με ημερομηνία 27 Μαΐου 2005, αφορά ποσό 10 εκατομμυρίων EUR· η τρίτη, με ημερομηνία 11 Οκτωβρίου 2005, αφορά ποσό 40 εκατομμυρίων EUR. Σύμφωνα λοιπόν με τις τρεις αυτές συμβάσεις, το ταμείο FPAP έλαβε ως προκαταβολή ποσό 65 εκατομμυρίων EUR.

(22)

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που επισυνάπτεται στο σημείωμα της Γαλλίας της 21ης Απριλίου 2006 (βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της παρούσας απόφασης), είναι δυνατό να έχει καταβληθεί μία επιπλέον προκαταβολή ύψους 12 εκατομμυρίων EUR στο ταμείο FPAP (βλ. αιτιολογική σκέψη 40 της παρούσας απόφασης).

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 των εν λόγω συβάσεων, «το ταμείο FPAP λειτουργεί βάσει των εισφορών που καταβάλουν τα μέλη του προκειμένου να καλυφθούν χρηματοοικονομικά έναντι των κινδύνων που προκύπτουν από τις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου και των διαχειριστικών δαπανών που απορρέουν». Οι εν λόγω συμβάσεις δείχνουν ότι το ταμείο FPAP, μολονότι συστάθηκε επισήμως, σύμφωνα με το καταστατικό του, έχοντας ένα αρκετά ευρύ αντικείμενο όσον αφορά τις παροχές που θα μπορούσε να εξασφαλίζει (βλ. αιτιολογική σκέψη20 της παρούσας απόφασης), στην πραγματικότητα περιόρισε τη δραστηριότητά του στην χρηματοοικονομική κάλυψη των αλιευτικών επιχειρήσεων έναντι της αύξησης της τιμής των καυσίμων.

(24)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 της σύμβασης της 12ης Νοεμβρίου 2004, «η ταμειακή προκαταβολή έχει στόχο την εφαρμογή ενός μηχανισμού κάλυψης έναντι των διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του πετρελαίου με ημερομηνία εκκίνησης την 1η Νοεμβρίου 2004· η προκαταβολή αυτή θα μπορούσε να επιτρέψει την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Οι αντισταθμίσεις που καταβάλλονται στα μέλη του ταμείου FPAP πρέπει να αντιστοιχούν στη διαφορά της διαπιστωθείσας τιμής μεταξύ της μέγιστης καλυπτόμενης τιμής και της μέσης μηνιαίας τιμής του δείκτη αναφοράς για τον υπό εξέταση μήνα». Η σύνταξη του άρθρου 2 της σύμβασης της 27ης Μαΐου 2005 είναι σχεδόν πανομοιότυπη: προβλέπει, αντί της «εφαρμογής» ενός μηχανισμού κάλυψης, «τη συνέχιση» αυτού του μηχανισμού και ορίζει την 1η Μαρτίου 2005 ως την ημερομηνία κατά την οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει η κάλυψη της καταβληθείσας προκαταβολής στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβασης της 11ης Οκτωβρίου 2005· το άρθρο 2 προβλέπει ότι, για την καταβληθείσα προκαταβολή, το ταμείο εξακολουθεί να εφαρμόζει τη δραστηριότητα κάλυψης «[…] αρχής γενομένης από την 1η Ιουλίου 2005 και τουλάχιστον μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2005 αγοράζοντας χρηματοοικονομικά δικαιώματα προαιρέσεων στις προθεσμιακές αγορές μέχρι 17 λεπτά του ευρώ/λίτρο». Επισημαίνεται επίσης ότι «οι αντισταθμίσεις που καταβάλλονται στα μέλη του ταμείου θα πρέπει να αντιστοιχούν, κατ’ανώτατο όριο, στη διαφορά της διαπιστωθείσας τιμής μεταξύ της τιμής των 30 λεπτών του ευρώ/λίτρο και της μέσης μηνιαίας τιμής αναφοράς για τον υπό εξέταση μήνα, σε περίπτωση που η τελευταία υπερβαίνει τα 30 λεπτά του ευρώ/λίτρο».

(25)

Συνεπώς, από τον λεπτομερή τρόπο λειτουργίας του ταμείου FPAP προκύπτει ότι ο μηχανισμός κάλυψης λειτουργεί μέσω των συμβάσεων εγγύησης που συνάπτονται μεταξύ του ταμείου FPAP και των επιχειρήσεων που είναι μέλη αυτού. Τα μέλη καταβάλλουν ένα τέλος εγγραφής της τάξεως των 150 EUR και μια εγγυητική εισφορά που προκύπτει από την εκτιμώμενη ποσότητα των καυσίμων εκφρασμένη σε λίτρα προς 0,035 λεπτά ανά λίτρο καυσίμου. Σε αντάλλαγμα, οι αλιευτικές επιχειρήσεις λαμβάνουν μια αποζημίωση η οποία προσδιορίζεται βάσει του καταναλωθέντος όγκου, εντός των ορίων του εξασφαλισθέντος όγκου, και της οποίας οι τρόποι υπολογισμού περιγράφονται λεπτομερώς στον εν λόγω τρόπο λειτουργίας.

(26)

Το άρθρο 3 των συμβάσεων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 21 αναφέρει ότι οι προκαταβολές είναι δυνατόν να καταβληθούν από τον OFIMER μόνο μετά από την υποβολή ορισμένων δικαιολογητικών εγγράφων. Τα εν λόγω δικαιολογητικά θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τα πρακτικά του οργάνου διαβουλεύσεων του ταμείου FPAP για την έγκριση της διαχείρισης της κρατικής προκαταβολής και, για τις δύο πρώτες συμβάσεις, για την λεπτομερή περιγραφή της χρήσης της εν λόγω προκαταβολής, καθώς και έναν προσωρινό προϋπολογισμό. Η Γαλλία, με το σημείωμά της της 6ης Δεκεμβρίου 2005, επιβεβαίωσε ότι τα αναφερόμενα ποσά, που ανέρχονται σε 65 εκατομμύρια EUR, όντως χορηγήθηκαν στο ταμείο FPAP. Στο εν λόγω σημείωμα διευκρινίζεται ότι οι προκαταβολές αυτές χορηγήθηκαν «για να εξασφαλιστεί η λειτουργία του ταμείου FPAP, το συντομότερο δυνατό, από το Νοέμβριο του 2004 μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 2005».

(27)

Εξάλλου, το ταμείο FPAP δεσμεύεται να τηρεί λογιστικά βιβλία που θα επιτρέπουν την ενημέρωση, κατόπιν αιτήματος, σχετικά με τη χρήση των προκαταβολών και τη διάθεση των πόρων και των δαπανών. Τα λογιστικά έγγραφα θα πρέπει να τηρούνται για χρονικό διάστημα δέκα ετών και μπορούν να τεθούν στη διάθεση διαφόρων κρατικών οργάνων κατόπιν υποβολής απλής αίτησης.

(28)

Στο άρθρο 4 ορίζεται το επιτόκιο για την αποπληρωμή των εν λόγω προκαταβολών από το ταμείο FPAP προς τον OFIMER στο 4,45 %. Το ποσό των 15 εκατομμυρίων EUR που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης της 12ης Νοεμβρίου 2004 πρέπει να αποπληρωθεί το αργότερο την 1η Νοεμβρίου 2006, το ποσό των 10 εκατομμυρίων EUR που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης της 27ης Μαΐου 2005 πρέπει να αποπληρωθεί το αργότερο την 1η Μαΐου 2007 και το ποσό των 40 εκατομμυρίων EUR που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης της 11ης Οκτωβρίου 2005 πρέπει να αποπληρωθεί το αργότερο την 1η Ιουλίου 2007.

(29)

Όσον αφορά τις τρεις (ενδεχομένως τέσσερις) συμβάσεις που υπογράφηκαν μεταξύ του γαλλικού κράτους και του ταμείου, η δραστηριότητα του ταμείου FPAP, στο πλαίσιο του πρώτου εκ των στόχων που προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του καταστατικού (να επιτραπεί στις αλιευτικές επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν την κάλυψη των κινδύνων που συνδέονται με τη διακύμανση των τιμών του πετρελαίου), είναι συνεπώς διττή:

α)

η αντιμετώπιση των διακυμάνσεων των τιμών του πετρελαίου μέσω της απόκτησης δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές στον κλάδο των προϊόντων πετρελαίου· και

β)

η μερική αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου για τα πλοία των μελών του εν λόγω ταμείου, εφόσον η τιμή του καυσίμου υπερβαίνει ένα ορισμένο ανώτατο όριο.

(30)

Όσον αφορά την κρατική ενίσχυση, η εξέταση του ταμείου πρέπει να γίνει υπό αυτές τις δύο πτυχές, αφενός όταν ενεργεί ως οικονομικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές, και αφετέρου όταν αποζημιώνει τις αλιευτικές επιχειρήσεις για ένα μέρος των εξόδων που αντιστοιχούν στην αγορά καυσίμων με στόχο να μειωθεί το κόστος παραγωγής τους.

2.2.   Κίνητρα για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης

(31)

Τα κίνητρα για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης ήταν τα ακόλουθα.

2.2.1.   Σχετικά με την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές

(32)

Η καταβληθείσα στο ταμείο FPAP προκαταβολή μπορεί να θεωρηθεί ως βραχυπρόθεσμο δάνειο με επιτόκιο 4,45 %. Η Επιτροπή ωστόσο υπογραμμίζει ότι το ταμείο δεν έχει στην κατοχή του ακίνητη περιουσία και ότι τα ίδια κεφάλαιά του είναι εξαιρετικά χαμηλά επειδή προέρχονται μόνο από τις εισφορές των μελών του. Για το λόγο αυτό ένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα χορηγούσε ποτέ ένα τέτοιο δάνειο.

(33)

Παρέχεται, συνεπώς, στο εν λόγω ταμείο ένα οικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στις ίδιες προθεσμιακές αγορές. Το εν λόγω πλεονέκτημα συνιστά κρατική ενίσχυση προς όφελος του ταμείου. Δεν υφίσταται καμία διάταξη του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ ή των κατευθυντήριων γραμμών που έχει θεσπίσει η Επιτροπή για την ανάλυση των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων που να επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

(34)

Ωστόσο, χάρη σε αυτή τη δραστηριότητά, οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP μπορούν να αγοράσουν καύσιμα σε μειωμένη τιμή. Αυτό αποτελεί ενίσχυση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής των ευεργετούμενων από το ταμείο επιχειρήσεων. Συνεπώς, σύμφωνα με την παράγραφο 3.7 των κατευθυντήριων οδηγιών για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (3), αυτό το είδος λειτουργικής ενίσχυσης, η οποία δεν συνοδεύεται από καμία υποχρέωση, πρέπει κανονικά να θεωρηθεί ως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

2.2.2.   Σχετικά με αντιστάθμιση προς τις αλιευτικές επιχειρήσεις μέρους του κόστους που προκύπτει από την αγορά καυσίμων

(35)

Και σε αυτό το σημείο επίσης, πρόκειται για ενίσχυση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του παραγωγικού κόστους για τις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υφίσταται καμία διάταξη του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ ή των κατευθυντήριων γραμμών που να έχει θεσπίσει η Επιτροπή για την εξέταση κρατικών ενισχύσεων που επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 3.7 των συγκεκριμένων κατευθυντήριων οδηγιών για τον τομέα της αλιείας, αυτό το είδος λειτουργικής ενίσχυσης, η οποία δεν συνοδεύεται από καμία υποχρέωση, πρέπει να θεωρηθεί ως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

2.2.3.   Συμπέρασμα

(36)

Εν όψει του συνόλου των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της, η Επιτροπή εκτίμησε ότι υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά αυτού του μέτρου ενίσχυσης από το οποίο επωφελούνται τόσο το ίδιο το ταμείο FPAP όσο και οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη αυτού.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

3.1.   Παρατηρήσεις της Γαλλίας

(37)

Οι παρατηρήσεις της Γαλλίας παρουσιάζονται στην απάντηση της 21ης Απριλίου 2006. Έκτοτε δεν έχει διατυπωθεί καμία συμπληρωματική παρατήρηση επί των επιχειρημάτων που έχουν αναπτύξει το ταμείο FPAP και το γραφείο MQA.

(38)

Η Γαλλία υποστηρίζει ότι η ανάλυση της Επιτροπής θα έπρεπε να επικεντρωθεί στη φύση και στους όρους χορήγησης της προκαταβολής που παρέχει το κράτος και όχι στις δραστηριότητες του ταμείου FPAP.

(39)

Υπό την έννοια αυτή παρατηρεί ότι:

τα εφαρμοστέα επιτόκια υπερβαίνουν τα επιτόκια αναφοράς που καθορίστηκαν από την Επιτροπή για να προσδιοριστεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης σε ένα επιδοτούμενο δάνειο,

αυτή η παρέμβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση πριν από τη λήξη της προθεσμίας αποπληρωμής. Εν προκειμένω, η Γαλλία υπενθυμίζει ότι οι εν λόγω περίοδοι έχουν καθοριστεί για την 1η Νοεμβρίου 2006, την 1η Μαΐου 2007 και την 1η Ιουλίου 2007 αντίστοιχα.

το επιχείρημα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο κανένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα χορηγούσε μία τέτοια προκαταβολή στο ταμείο FPAP στερείται ερείσματος καθώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εγγυητικοί μηχανισμοί. Άλλωστε, η Γαλλία τονίζει ότι το ταμείο FPAP είναι η μόνη γαλλική επαγγελματική διάρθρωση που συγκεντρώνει αλιευτικές επιχειρήσεις με στόχο τη δραστηριοποίησή τους στην προθεσμιακή αγορά πετρελαίου και ότι η προσχώρηση στο ταμείο αυτό είναι ελεύθερη.

(40)

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Γαλλία αναφέρει, στην επιχειρηματολογία που επισυνάπτεται στην απάντησή της (βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της παρούσας απόφασης), ότι «δεν είναι απαραίτητη η αναφορά ότι είχε αποφασιστεί να χορηγηθεί προκαταβολή 12 εκατομμυρίων ευρώ, εφόσον μέχρι τότε δεν είχε υπογραφεί η σύμβαση, ωστόσο, είναι σκόπιμο να αποφευχθεί το αδιέξοδο. Προτείνεται να αναφερθεί ότι ένας προβληματισμός έχει ήδη δρομολογηθεί».

3.2.   Παρατηρήσεις του ταμείου FPAP

(41)

Η Επιτροπή έλαβε από το δικηγορικό γραφείο MQA πολλές επιστολές με διαφορετικό περιεχόμενο και οι οποίες εστάλησαν κατά άτακτο τρόπο (βλ. λεπτομέρειες στην αιτιολογική σκέψη 13 της παρούσας απόφασης), οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: ένα υπόμνημα με το λογότυπο της Ναυτικής Συνεργασίας με ημερομηνία την 18η Μαΐου 2006 το οποίο φέρει την υπογραφή του γενικού γραμματέα του ταμείου FPAP και συμπληρωματικές παρατηρήσεις του γραφείου MQA για λογαριασμό του ταμείου FPAP, συνοδευόμενες από σειρά εγγράφων σχετικών με τη λειτουργία του ταμείου FPAP (καταστατικό, τρόπος λειτουργίας, ενημερωτικά σημειώματα, φορολογική μεταχείριση των εισφορών, επιστολή κοινής αποστολής της Γενικής Επιθεώρησης Οικονομικών και της Γενικής Επιθεώρησης Γεωργίας και Αλιείας).

(42)

Από την ανάλυση των κειμένων που εστάλησαν από το γραφείο MQA, προκύπτει ότι το ταμείο FPAP συμφωνεί με το επιχείρημα της Γαλλίας αναφέροντας ότι δεν μπορεί να προδικαστεί «πλήρης και ανεπιφύλακτη ακύρωση του χρέους την ημερομηνία λήξης του» εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί κάποια αδυναμία αποπληρωμής. Για τα υπόλοιπα, αντίθετα με τη Γαλλία, το ταμείο FPAP επικεντρώνει την επιχειρηματολογία του όχι στη φύση και στους όρους χορήγησης της ενίσχυσης, αλλά στο καταστατικό και στις δραστηριότητες του ταμείου FPAP.

(43)

Τα κύρια επιχειρήματα που προέβαλε το ταμείο FPAP για να αμφισβητήσει τη φύση της κρατικής ενίσχυσης, ή την ασυμβατότητά της με την κοινή αγορά, για τις προκαταβολές που χορηγήθηκαν από το γαλλικό κράτος συνοψίζονται ως εξής:

το ταμείο FPAP δεν αποτελεί έναν συνηθισμένο οικονομικό φορέα, δεδομένου ότι πρόκειται για επαγγελματικό συνδικάτο το οποίο ενεργεί για το αποκλειστικό συμφέρον των μελών του χωρίς τα κίνητρά του να υπαγορεύονται από το κέρδος και το οποίο αποτελεί έναν «όμιλο πρόληψης». Συνεπώς, δεδομένου ότι οργανώνει τον επιμερισμό των κινδύνων με ένα σύστημα αντιστάθμισης με βάση μια τιμή αναφοράς, το ταμείο δεν θα ενεργούσε ως συνηθισμένος οικονομικός φορέας, «αλλά ως συντονιστής των καταναλωτών πετρελαϊκών προϊόντων οι οποίοι επιδιώκουν περισσότερο την προστασία τους από την αγορά παρά την παρέμβαση τους σε αυτή». Αρχικά, είχε σχεδιαστεί σε θεωρητικό επίπεδο να είναι αυτάρκες καθώς είχε προβλεφθεί μια ενδεχόμενη επιστροφή των εισφορών που είχαν χορηγηθεί και δεν είχαν χρησιμοποιηθεί. Άλλωστε, το ταμείο FPAP επιμένει στη συνολική διαφάνεια της διαχείρισής του· εν προκειμένω, και μην έχοντας ουδεμία οικονομική δραστηριότητα για ίδιο λογαριασμό, το ταμείο δεν μπορεί να επηρεάσει σχετικά την προθεσμιακή αγορά. Επίσης, το ταμείο FPAP αναφέρει τη διενέργεια κοινού λογιστικού ελέγχου από την Γενική Επιθεώρηση Οικονομικών και τη Γενική Επιθεώρηση Γεωργίας και Αλιείας,

το Ταμείο δεν δραστηριοποιείται σε ένα ουσιαστικό τμήμα της κοινοτικής αγοράς, διότι η αγορά των αλιευτικών προϊόντων είναι εκτεθειμένη σε πολλές άλλες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εξαιτίας των διαφορετικών εθνικών πολιτικών σχετικά με την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Συνεπώς, η αγορά θα πρέπει να αναλυθεί ως ένα «μωσαϊκό μικρότερων περιφερειακών αγορών». Ως εκ τούτου, η παρέμβαση αυτή δεν θα αλλοίωνε τους όρους των συναλλαγών. Εξάλλου, το ταμείο FPAP αναφέρει ότι η ανάλυση του ανταγωνισμού θα έπρεπε να είναι εμπεριστατωμένη καθώς ένα σημαντικό μέρος της αύξησης και της στρέβλωσης του κόστους που υφίσταται ο αλιευτικός κλάδος βασίζεται στα «διόδια» ή στις «κυρώσεις» που προκύπτουν κυρίως από κοινοτικά μέτρα, γεγονός που δεν αντικατοπτρίζει την εικόνα μιας ευρείας ανοικτής αγοράς.

(44)

Η παρέμβαση του Ταμείου είχε ως στόχο να διευκολύνει τη διατήρηση της αλιείας σε περιφερειακό πλαίσιο και να εμποδίσει τα πλοία ανοικτής θαλάσσης να εκμεταλλεύονται ιχθυότοπους με πιο εύκολη πρόσβαση ή τις μηχανότρατες να στραφούν προς δραστηριότητες αλιείας πιο ειδικές και με μικρότερη κατανάλωση ενέργειας. Σκοπός του είναι η προστασία των πόρων, η διατήρηση της ισορροπίας και η διαφύλαξη της ποικιλομορφίας του συστήματος μέσω μιας φάσης προσαρμογής. Κατά τον τρόπο αυτό, το ταμείο FPAP προεξόφλησε τα σχέδια διάσωσης και αναδιάρθρωσης καθώς και την προβλεπόμενη κατάργηση του ανώτατου ορίου των ενισχύσεων de minimis. Για τους προαναφερόμενους λόγους, το ταμείο FPAP γνωστοποιεί τα ακόλουθα επιχειρήματα:

είναι ανακριβής η διατύπωση ότι οι κρατικές προκαταβολές χορηγήθηκαν χωρίς όρους, διότι αντιθέτως «εξαρτώνται από την άμεσα διαφανή διαχείριση [και] κυρίως από τον καθορισμό μιας βιώσιμης πολιτικής η οποία αποτελεί και το αντικείμενο μιας γενικής επιθεώρησης»,

λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο της παρέμβασής του (25 εκατομμύρια EUR σε σύνολο 65 εκατομμυρίων) αφορούσαν άμεσα τις προκαταβολές σε μισθωτούς και αποτελεί άμεση κοινωνική ενίσχυση,

η ενίσχυση είναι το αποτέλεσμα μιας έκτακτης κατάστασης, καθώς η Επιτροπή παραδέχεται και η ίδια τις ειδικές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες του κλάδου,

το ταμείο FPAP εκτιμά ότι είναι αστικώς υπεύθυνο σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο και ότι η ευθύνη του είναι απεριόριστη. Για το λόγο αυτό, και ελλείψει αδυναμίας αποπληρωμής, το κριτήριο στο οποίο βασίστηκε η Επιτροπή για να χαρακτηρίσει την εν λόγω παρέμβαση κρατικής ενίσχυσης είναι ανεπαρκές.

(45)

Τέλος, το γραφείο MQA διαβίβασε, στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που υπέβαλε, τα αντίγραφα των δύο επιστολών του υπουργού αρμόδιου για τον προϋπολογισμό του ταμείου FPAP, οι οποίες υποδηλώνουν ότι το ταμείο FPAP και τα μέλη του επωφελούνται από φορολογικά μέτρα. Τα εν λόγω μέτρα συνιστούν, για το ταμείο FPAP, απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των εταιριών όπως και, ενδεχομένως, από το φόρο επιτηδεύματος και, για τους αλιείς-ιδιοκτήτες αλιευτικών σκαφών, τη δυνατότητα να εκπίπτουν από τα φορολογητέα εισοδήματά τους τις εισφορές που καταβάλλουν στο συνδικάτο.

4.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

(46)

Η παρούσα απόφαση δεν αφορά τα φορολογικά πλεονεκτήματα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 45. Πράγματι, η Επιτροπή δεν είχε γνώση επ’αυτών τη στιγμή που αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης. Τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα αποτελούν αντικείμενο συγκεκριμένης ανάλυσης, στο πλαίσιο του φακέλου ΝΝ 38/2007, η οποία έχει ως στόχο να καθοριστεί κατά πόσο τα πλεονεκτήματα αυτά συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και, εάν εφόσον αυτό ισχύει, να προσδιοριστεί αν οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(47)

Το ταμείο FPAP αποσκοπεί στην επίτευξη στόχου, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά τρόπο διττό:

πρώτον, έχει ως στόχο την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Ακόμα και αν αυτό δεν προσδιορίζεται ρητώς, οι εν λόγω προθεσμιακές αγορές είναι προφανώς οι αγορές πετρελαίου ή των παράγωγων προϊόντων αυτού. Συνεπώς, φαίνεται ότι το ταμείο FPAP, μολονότι συστάθηκε υπό μορφή συνδικάτου, τελικά δραστηριοποιείται στις προθεσμιακές αγορές αποκτώντας δικαιώματα προαίρεσης, όπως θα έκανε μια συνήθης ιδιωτική εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στις αγορές αυτού του είδους και λειτουργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Η ενίσχυση για την αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές αναλύεται παρακάτω στο σημείο 4.1 της παρούσας απόφασης,

δεύτερον, το ταμείο FPAP έχει ως στόχο να καταβάλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ της μηνιαίας μέσης τιμής αναφοράς και, σύμφωνα με τις συμβάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2004 και της 27ης Μαΐου 2005, της «μέγιστης καλυπτόμενης τιμής» ή, σύμφωνα με τη σύμβαση της 11ης Οκτωβρίου 2005, της τιμής των 30 λεπτών του ευρώ ανά λίτρο σε περίπτωση που η μηνιαία μέση τιμή του δείκτη αναφοράς είναι μεγαλύτερη από την εν λόγω τιμή. Η μηνιαία μέση τιμή αναφοράς καθορίζεται από το ταμείο FPAP. Οι αντισταθμίσεις που καταβάλλει το ταμείο FPAP στις αλιευτικές επιχειρήσεις για την αγορά καυσίμων αναλύονται παρακάτω στο σημείο 4.2 της παρούσας απόφασης.

4.1.   Ενίσχυση υπέρ του ταμείου FPAP: ενίσχυση για την αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές

4.1.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

4.1.1.1.   Το ταμείο FPAP είναι μια επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ.

(48)

Καταρχάς είναι σημαντικό να καθοριστεί εάν το ταμείο FPAP μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση. Εάν όχι, τότε το άρθρο 87 παράγραφος 1 δεν έχει εφαρμογή στο ταμείο FPAP. Αναφορικά με το ερώτημα αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού, η έννοια της «επιχείρησης» συμπεριλαμβάνει κάθε οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς της εν λόγω οντότητας και από τον τρόπο χρηματοδότησής της (4). Κάθε δραστηριότητα που αφορά παροχή αγαθών και υπηρεσιών σε μια δεδομένη αγορά συνιστά οικονομική δραστηριότητα (5).

(49)

Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις προθεσμιακές αγορές προϊόντων πρώτων υλών είναι συνήθως ιδιωτικές εταιρείες που λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Για τον επιχειρηματικό φορέα, στόχος της δραστηριοποίησής του στις εν λόγω προθεσμιακές αγορές συνιστά το γεγονός ότι η τιμή αγοράς του προϊόντος, στην περίπτωση που στο μέλλον θα το αποκτούσε στην κανονική τιμή της αγοράς, είναι διαφορετική από την τιμή για την οποία εγκρίνεται το δικαίωμα προαίρεσης. Συνεπώς, ένας επιχειρηματικός φορέας που δραστηριοποιείται σε μια τέτοια αγορά αναλαμβάνει έναν κίνδυνο λόγω της αβεβαιότητας που διέπει την εξέλιξη των τιμών. Στην προκειμένη περίπτωση, το ταμείο FPAP όντως ενήργησε ως επιχειρηματικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές πετρελαϊκών προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό, είναι εξίσου και επιχειρηματικός φορέας στον τομέα της αλιείας καθώς προμηθεύει την εταιρεία CECOMER, ιδρυτικό και διοικητικό μέλος του ταμείου FPAP, και κεντρική αρχή προμηθειών των ναυτιλιακών συνεταιρισμών, με καύσιμα σε τιμή διαφορετική από αυτή στην οποία η εταιρεία θα αγόραζε το καύσιμο στην κανονική τιμής της αγοράς. Σε περίπτωση που η δραστηριότητα απόκτησης δικαιωμάτων προαίρεσης, η οποία είναι μια δραστηριότητα κερδοσκοπικού χαρακτήρα, πετύχει, τότε η τιμή των καυσίμων που επιστρέφεται στους συνεταιρισμούς είναι κατώτερη από την τιμή της αγοράς. Συνεπώς, το ταμείο FPAP αναλαμβάνει έναν κίνδυνο ελπίζοντας ότι αυτή η κίνηση του θα του αποβεί οικονομικά αποδοτική. Από τη μεριά τους οι ναυτιλιακοί συνεταιρισμοί επαναπωλούν τα καύσιμα στις αλιευτικές επιχειρήσεις με βάση την τιμή στην οποία το αγόρασαν από την CECOMER. Τα χαρακτηριστικά της μεταβίβασης κυριότητας του καυσίμου που αποκτά το ταμείο FPAP για την CECOMER, συνεταιριστική ένωση εμπόρων λιανικής πωλήσεως, δεν είναι γνωστά· ωστόσο, αν και η CECOMER είναι ιδρυτικό μέλος του ταμείου FPAP, πρόκειται για δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ δύο ανεξάρτητων οντοτήτων. Αυτές οι δραστηριότητες μεταβίβασης κυριότητας καυσίμου αναλύονται σαν να πρόκειται για πράξη συμβατικής φύσεως· στην πραγματικότητα, μολονότι αυτές οι ενέργειες παρουσιάζουν πιθανότατα ιδιαιτερότητες, οι συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες πραγματοποιούνται δεν παύουν εντούτοις να αποτελούν συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, η δραστηριότητα του ταμείο FPAP, που συνίσταται σε ένα είδος παρέμβασης στις προθεσμιακές αγορές πετρελαϊκών προϊόντων για την αγορά των προϊόντων αυτών με στόχο την εκχώρησή τους στην εμπορική εταιρεία CECOMER, είναι προφανώς μια πράξη οικονομικής φύσεως. Εξάλλου η Επιτροπή, στο πλαίσιο της απόφασής της να κινήσει τη διαδικασία επίσημης διερεύνησης, παρατηρεί τα παρακάτω: «Στόχος του ταμείου FPAP είναι να επιτρέψει την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Ακόμα και αν αυτό δεν διευκρινίζεται ρητώς, οι εν λόγω προθεσμιακές αγορές είναι προφανώς οι αγορές πετρελαίου ή των παράγωγων προϊόντων αυτού. Συνεπώς, φαίνεται ότι το ταμείο FPAP, μολονότι συστάθηκε υπό μορφή συνδικάτου, τελικά δραστηριοποιείται στις προθεσμιακές αγορές αγοράζοντας και πωλώντας δικαιώματα προαίρεσης, όπως θα έκανε μια συνήθης ιδιωτική εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στις εν λόγω αγορές και λειτουργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς». Η Γαλλία και το ταμείο FPAP, στις απαντήσεις τους δεν αμφισβήτησαν τις δραστηριότητες αγοραπωλησίας δικαιωμάτων προαίρεσης από το ταμείο FPAP. Η Γαλλία δεν έκανε σχόλια επ'αυτού· όσον αφορά το ταμείο FPAP, περιορίστηκε στην παρατήρηση ότι «το ταμείο FPAP παρενέβη στην παγκόσμια αγορά “βασικών αγαθών” συνεργαζόμενο με χρηματομεσίτες ή εξειδικευμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ύπαρξη μιας αγοράς πιο ανταγωνιστικής, πιο διευρυμένης και ευμετάβλητης. Συνεπώς, το ταμείο δεν επωφελήθηκε από κανένα οικονομικό πλεονέκτημα, ούτε από ειδικές συνθήκες σε σχέση με όλους τους άλλους φορείς της αγοράς […] Το ερώτημα λοιπόν συνοψίζεται στην προέλευση των πόρων που χορηγήθηκαν ως προκαταβολή […]»· συνεπώς δεν θέτει εν αμφιβόλω τη δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία το ταμείο δρα ως συνηθισμένος επιχειρηματικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι η λειτουργία του ταμείου FPAP δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτή ενός διαχειριστή δημόσιων πόρων προς το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, η λειτουργία του ταμείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άσκηση δημόσιας εξουσίας από το Κράτος ή από έναν οργανισμό υπό την ευθύνη του.

(50)

Το ταμείο FPAP συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί προφανώς ως μια επιχείρηση υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Δεν κρίνεται αναγκαία η εξέταση της φύσης και του καταστατικού του. Ειδικότερα, το γεγονός ότι πιθανώς δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα δεν έχει σχέση. Εξάλλου, ακόμα και αν θεωρήσουμε το εν λόγω ταμείο, για να επαναλάβουμε τα ίδια του τα λόγια, «ως το συντονιστή των καταναλωτών πετρελαϊκών προϊόντων οι οποίοι επιδιώκουν περισσότερο την προστασία τους από την αγορά παρά την παρέμβαση τους σε αυτή», αυτοί οι «καταναλωτές» αποτελούν στην ουσία οικονομικούς φορείς (ναυτιλιακοί συνεταιρισμοί και αλιευτικές επιχειρήσεις) που αποσκοπούν στη μείωση των παραγωγικών τους εξόδων. Αυτή η αντίδραση, αν και είναι απολύτως λογική εκ μέρους των οικονομικών φορέων, εμποδίζει, ωστόσο, τη θεώρηση των εν λόγω φορέων ως μεμονωμένους καταναλωτές υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α) της συνθήκης, που επιτρέπει τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς όφελος των μεμονωμένων καταναλωτών. Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γαλλία ή ακόμα και το ίδιο το ταμείο FPAP, τα οποία αφορούν τόσο το καταστατικό του, τον τρόπο λειτουργίας του, τους στόχους του όσο και τη συγκεκριμένη θέση του στην αγορά πετρελαϊκών προϊόντων, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

4.1.1.2.   Αρχή του ιδιώτη πιστωτή (6)

(51)

Η Επιτροπή φρονεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, είναι βάσιμο να εκτιμήσει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατ’εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη πιστωτή.

(52)

Τα κονδύλια που προέρχονται από τις τρεις προκαταβολές, των οποίων οι όροι χορήγησης είναι γνωστοί, θα πρέπει να αποπληρωθούν με επιτόκιο 4,45 %. Όσον αφορά την ενδεχόμενη τέταρτη προκαταβολή, ύψους 12 εκατομμυρίων EUR, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η χορήγησή της πραγματοποιήθηκε υπό παρόμοιες ή άμεσα συγκρίσιμες συνθήκες. Στην πράξη, η εν λόγω εισφορά του κράτους αντιστοιχεί σε δάνειο που χορηγήθηκε με το προναφερθέν επιτόκιο. Βέβαια, το επιτόκιο αυτό είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζει η Επιτροπή για τον καθορισμό του στοιχείου ενίσχυσης που υφίσταται σε ένα επιδοτούμενο δάνειο, επιτόκιο αναφοράς το οποίο έχει καθοριστεί στο 4,3 % το 2004 (7) και στο 4,08 % από την 1η Ιανουαρίου 2005 (8). Κατά συνέπεια, σε θεωρητικό επίπεδο, θα μπορούσε να μην υπάρχει κρατική ενίσχυση στις περιπτώσεις των χορηγούμενων προκαταβολών σε περίπτωση που οι τελευταίες είχαν χορηγηθεί υπό κανονικές συνθήκες σε μια οικονομία της αγοράς.

(53)

Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προκαταβολές αυτές δεν χορηγήθηκαν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, στο μέτρο που κανένας ιδιώτης πιστωτής δεν δέχτηκε να χορηγήσει τα εν λόγω ποσά, ελλείψει εγγυήσεων για τη βιωσιμότητα της δραστηριότητας του ταμείου FPAP και της πιθανότητας αποπληρωμής εντός της προθεσμίας.

(54)

Το αρχικό κεφάλαιο του ταμείου FPAP αποτελείται από τις εισφορές των μελών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 23 και 25). Ούτε η Γαλλία αλλά ούτε και το ταμείο FPAP παρείχαν αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους πόρους που προέρχονται από τις εν λόγω εισφορές. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που επισυνάφθηκε στην απάντηση της 21ης Απριλίου 2006, οι γαλλικές αρχές εκτιμούν άλλωστε, αφού έχουν αναφέρει ότι «μετά την εκπόνηση της απάντησης της 6ης Δεκεμβρίου 2005, αυτές οι πληροφορίες είχαν προταθεί στο σχέδιο αλλά τελικά διαγράφηκαν κατά τη διυπουργική επικύρωση», ότι «δεν φαίνεται αναγκαίο να δοθεί απάντηση τη δεδομένη στιγμή».

(55)

Η Επιτροπή, ωστόσο, υποθέτει ότι πρόκειται για σχετικά μικρά ποσά σε σύγκριση με το πιθανό μέγεθος των εξόδων. Στην πραγματικότητα, βάσει των στοιχείων που αναφέρονται στο υπόμνημα που φέρει την υπογραφή του Γενικού Γραμματέα του ταμείου FPAP, στα πλαίσια του «λεπτομερούς τρόπου λειτουργίας του ταμείου FPAP» του Νοεμβρίου 2004, και στα πλαίσια των «ενημερωτικών σημειωμάτων του ταμείου FPAP» του Ιανουαρίου του 2006, μπορεί να γίνει μια κατά προσέγγιση εκτίμηση: περίπου 2 500 μέλη (αριθμός μελών του ταμείου FPAP σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές) καταβάλλουν δικαίωμα προσχώρησης 150 EUR έκαστος, δηλαδή συνολικά 375 000 EUR, στα οποία προστίθενται και οι εισφορές που καλύπτουν κυρίως την εγγύηση κατά του κινδύνου (βλ. αιτιολογική σκέψη 25). Εάν θεωρηθεί ότι το σύνολο του καταναλωθέντος πετρελαίου είναι εξασφαλισμένο, και με βάση την ενδεικτική κατανάλωση μιας μηχανότρατας 24 μέτρων σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει το ταμείο FPAP (περίπου 10 τόνοι καυσίμου εβδομαδιαίως), τη μέγιστη υπόθεση για μία αλιευτική δραστηριότητα 48 εβδομάδων ετησίως, δηλαδή μία κατανάλωση 480 τόνων (αν και ο αριθμός των εβδομάδων αλιευτικής δραστηριότητας είναι πιθανότατα πιο κοντά στις 38 με 40 και όχι στις 48), και τη μοναδιαία αξία της εισφοράς στο ταμείο FPAP, δηλαδή 0,0035 EUR ανά λίτρο, τότε καταλήγουμε σε ένα συνολικό ποσό ύψους 4 200 000 EUR ετησίως για 2 500 πλοία. Η τρίτη πηγή εισφορών προέρχεται από το ενδεχόμενο, που προβλέπεται από το καταστατικό, το συνδικάτο να αποδεχτεί στους κόλπους του, με όριο το 5 % των μελών, «κάθε άτομο που είναι διατεθειμένο να υποστηρίξει ηθικά το συνδικάτο». Πρόκειται πιθανότατα για ένα οριακό ποσό. Ελλείψει ενδείξεων σε σχέση με τον αριθμό των μελών που είναι διατεθειμένα να υποστηρίξουν ηθικά το ταμείο καθώς και σε σχέση με το ποσό των εισφορών τους, αποδεχόμαστε την πολύ ακραία υπόθεση ύπαρξης συμπληρωματικών εισπράξεων της τάξεως των 125 000 EUR (125 μέλη που δεν δραστηριοποιούνται στον τομέα της αλιείας, δηλαδή το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το καταστατικό του ταμείου FPAP [5 % των 2 500 μελών] × 1 000 EUR).

(56)

Το σύνολο των εισπράξεων που προέρχονται από διάφορες εισφορές ανέρχεται συνεπώς σε 4 200 000 + 375 000 + 125 000, δηλαδή σε 4 700 000 EUR ετησίως. Η παραπάνω είναι μια εξαιρετικά αισιόδοξη υπόθεση που υπολογίζεται βάσει της ενδεικτικής κατανάλωσης μιας μηχανότρατας 24 μέτρων με διάρκεια αλιευτικής δραστηριότητας 48 εβδομάδες ετησίως, και βάσει της υπόθεσης ότι το σύνολο της κατανάλωσης είναι εξασφαλισμένο. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την παραπάνω υπόθεση μόνο για να ερευνήσει πόσο θα μπορούσε να είναι το μέγιστο θεωρητικό ποσό των εισπράξεων του ταμείου FPAP. Συνεπώς, αν υποθέσουμε ότι η Γαλλία αναφέρει έναν αριθμό 2 385 ασφαλισμένων πλοίων, εκ των οποίων ένα διόλου αμελητέο ποσοστό είναι πλοία παράκτιας αλιείας κάτω από 12 μέτρα, για τα οποία η ετήσια κατανάλωση καυσίμων ανέρχεται περίπου στους 200 τόνους σε σχέση με τους 480 που χρησιμοποιήθηκαν για τον ανωτέρω υπολογισμό, τότε είναι πιθανόν ότι το πραγματικό ποσό είναι σημαντικά μικρότερο. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι ο γαλλικός στόλος διαθέτει περίπου 1 500 πλοία άνω των 12 μέτρων και ότι το 95,3 % των πλοίων αυτού του μεγέθους καλύπτονται από το ταμείο FPAP (9), δηλαδή περίπου 1 400 πλοία, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι περίπου 1 000 πλοία με μήκος τουλάχιστον 12 μέτρα επίσης καλύπτονται ασφαλιστικά από το ταμείο FPAP. Συνεπώς το σύνολο των ετήσιων εισπράξεων είναι πολύ κατώτερο από αυτό το ποσό των 4,7 εκατομμυρίων EUR.

(57)

Με γνώμονα τους εν λόγω υποθετικούς υπολογισμούς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το ταμείο FPAP, αφενός δεν έχει στην κατοχή του προφανώς κανένα ακίνητο αγαθό, και αφετέρου, ότι τα κινητά αγαθά, τα οποία προέρχονται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών, είναι πολύ περιορισμένα. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι υπό κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς, μια τράπεζα, όπως για παράδειγμα η Crédit Maritime, η οποία παρουσιάζεται, σύμφωνα και με την ίδια, ως «ο φυσικός εταίρος του τοπικού κλάδου της αλιείας», δεν θα ενέκρινε ουδέποτε τον δανεισμό (ή τη «χορήγηση» για να επαναλάβουμε τους όρους των συμβάσεων που συνάφθηκαν μεταξύ του κράτους και του ταμείου FPAP) των εν λόγω ποσών (μόνο μέρος αυτών των ποσών) στο ταμείο FPAP για να δραστηριοποιηθεί σε μια προθεσμιακή αγορά, χωρίς να έχει λάβει εκ των προτέρων την ικανοποιητική εγγύηση σε σχέση με την ενδεχόμενη φερεγγυότητα του κατά τη χρονική στιγμή λήξης του δανείου.

(58)

Η Γαλλία αντιτάσσει ότι το συμπέρασμα αυτό είναι «ένας ισχυρισμός ο οποίος δεν βασίζεται σε καμία εμπεριστατωμένη έρευνα σε σχέση με τους τραπεζικούς οργανισμούς, και ότι τα εγγυοδοτικά συστήματα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν». Ωστόσο, από μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Επιμελητήριο Εμπειρογνωμόνων και Ειδικών Οικονομολόγων (10) σε τριάντα πέντε τράπεζες προκύπτει μια αρκετά συγκεκριμένη εικόνα των προτύπων που χρησιμοποιούνται στα γαλλικά τραπεζικά ιδρύματα όταν κατανέμουν πιστώσεις στους πελάτες τους. Η μέριμνα που επιδεικνύουν οι διαχειριστές των τραπεζικών οργανισμών για να περιορίσουν τον πιστωτικό τους κίνδυνο έναντι των πελατών τους, τους οδηγεί στην πιστή εφαρμογή συγκεκριμένων προτύπων τα οποία βασίζονται σε μια σειρά αναλογιών που επιτρέπουν την ανάλυση της χρηματοπιστωτικής υγείας και της ικανότητας της επιχείρησης να για αποπληρωμή του χρέους, εφαρμόζοντας διάφορα κριτήρια όπως ίδια κεφάλαια, ισολογισμός, επίπεδο προθεσμιακού χρέους, κύκλος εργασιών και χρηματοοικονομικά έξοδα. Από αυτήν την ανάλυση προκύπτει κυρίως ότι μια αναλογία «συνολικού τραπεζικού χρέους επί ιδίων κεφαλαίων» η οποία υπερβαίνει το 2,50 ενεργοποιεί την εμφάνιση μιας ένδειξης κινδύνου η οποία, βεβαίως, δεν θέτει σε κίνδυνο οριστικώς τη χορήγηση ενός δανείου αλλά οδηγεί τον τραπεζικό οργανισμό στη λήψη επιπλέον εγγυήσεων. Στην περίπτωση του ταμείου FPAP, εάν συνυπολογίσουμε την προκαταβολή των 65 εκατομμυρίων στην αισιόδοξη εκτίμηση των ιδίων κεφαλαίων που παρουσιάζεται ανωτέρω (4,7 εκατομμύρια EUR, βλ. αιτιολογική σκέψη 56), τότε η αναλογία αυτή ορίζεται σε 13,82, δηλαδή σχεδόν έξι φορές το ανώτερο όριο κινδύνου. Όπως είναι φυσικό, αν το πραγματικό ποσό των προκαταβολών ήταν υψηλότερο (77 εκατομμύρια, υπολογίζοντας και μια πιθανή συμπληρωματική προκαταβολή ύψους 12 εκατομμυρίων που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22, ή εάν το πραγματικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων ήταν σημαντικά πιο μικρό, τότε αυτή η υποθετική αναλογία θα αυξανόταν ακόμα παραπάνω. Με ένα τέτοιο επίπεδο κινδύνου, ένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να εξετάσει το ενδεχόμενο χορήγησης ενός δανείου, ακόμα και αν η προσφυγή στις εμπράγματες ασφάλειες (όπως ενεχυρίαση δικαιωμάτων αγοράς ή ενεχυρίαση των αποθεμάτων καυσίμου που απέκτησε το ταμείο FPAP) ή και προσωπικών (υποθήκευση των προσωπικών αγαθών των μελών και ενεχυρίαση των πλοίων τους) αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος των τραπεζικών τεχνικών που επιτρέπουν την εξάλειψη του κινδύνου αφερεγγυότητας. Παρόλ' αυτά, παρατηρείται ότι, στην περίπτωση μίας προσφυγής σε προσωπικές ασφαλίσεις επί των μελών, οι αλιευτικές επιχειρήσεις εμφανίζονται πιθανότατα πιο επιφυλακτικές ως προς την ασφάλισή τους στο ταμείο FPAP. Υπάρχουν επίσης και άλλες τεχνικές μεταφοράς ή επιμερισμού του κινδύνου-πελάτη, όπως η συγχρηματοδότηση του δανείου από πολλούς τραπεζικούς οργανισμούς, η προσφυγή σε εταιρειών εγγυοδοσίας ή συνεργασία με τοπικά ή περιφερειακά ταμεία εγγύησης (γενικά αυτά υπόκεινται σε αντεγγύηση από τις εταιρείες εγγυοδοσίας) αλλά, σε κάθε περίπτωση, η εγγύηση γενικά χορηγείται μόνο προς όφελος των επιχειρήσεων με ουσιαστικά υγιή οικονομικά θεμέλια και οι οποίες είναι δυνητικά επικερδείς, και για ένα ποσό το οποίο σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει το 50 % του χρέους (δηλαδή στην περίπτωση του ταμείου FPAP, για ένα ποσό λίγο μεγαλύτερο από αυτό των 30 εκατομμυρίων EUR, γεγονός που επιτρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται ένας υπολειπόμενος κίνδυνος ο οποίος είναι σχεδόν τρεις φορές το ανώτερο όριο κινδύνου).

(59)

Από τη στιγμή που η Γαλλία υποστηρίζει, σε σχέση με τις προαναφερθείσες τεχνικές, ότι «θα μπορούσαν να είχαν» εφαρμοστεί εγγυοδοτικά συστήματα, εμμέσως παραδέχεται ότι δεν εφαρμόστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι η κρατική προκαταβολή χορηγήθηκε χωρίς να είχε διερευνηθεί η πιθανότητα εφαρμογής εγγυήσεων όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στους τραπεζικούς οργανισμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Γαλλία δεν συμπεριφέρθηκε ως ιδιώτης πιστωτής και ότι δεν διέθετε κάποια εγγύηση ότι το ταμείο FPAP θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα κονδύλια που περιήλθαν στη διάθεσή του.

(60)

Εξάλλου, το ταμείο FPAP, μέσω του Συμβουλίου του, παρατηρεί ότι φέρει την αστική ευθύνη σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο και ότι αυτή η ευθύνη είναι απεριόριστη, τονίζοντας παράλληλα ότι η συνδικαλιστική δράση δύναται να εγείρει μία ευθύνη για σημαντικά ποσά. Βέβαια, η Επιτροπή παρατηρεί ότι πολύ μεγάλα ποσά μπορεί να διακυβευτούν με έναν οργανισμό όπως το ταμείο FPAP όπου οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στις προθεσμιακές αγορές είναι δραστηριότητες οι οποίες συνοδεύονται από συγκεκριμένους κινδύνους και δύνανται να προσπορίσουν σημαντικές ζημιές. Παρά τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, τίποτα δεν σημαίνει ότι η ευθύνη του ταμείου FPAP, σε περίπτωση σημαντικών ζημιών, θα καλυφθεί από τα μέλη. Σε κανένα από τα έγγραφα που υπεβλήθησαν (καταστατικό, τρόπος λειτουργίας, ενημερωτικά σημειώματα) δεν γίνεται αναφορά σε έναν τέτοιο μηχανισμό. Η μόνη οικονομικής φύσεως εκτίμηση που συγκαταλέγεται στα εν λόγω έγγραφα αφορά την εισφορά για την οποία αναφέρεται ότι καταπίπτει προς όφελος του συνδικάτου όταν ένα μέλος αποσυρθεί (άρθρο 10). Από την άλλη μεριά, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο νόμος της 21ης Μαρτίου 1884, νόμος δυνάμει του οποίου συστάθηκε το ταμείο FPAP, επιτρέπει στη Γαλλία τη σύσταση επαγγελματικών συνδικάτων. Αναμφίβολα δεν είναι στο πνεύμα ενός τέτοιου νόμου να εγείρει ευθύνη οικονομικής, και συνεπώς χρηματοοικονομικής, φύσεως στα μέλη του εν λόγω συνδικάτου. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση σημαντικών χρηματοοικονομικών ζημιών, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλάβει πώς οι εν λόγω ζημιές μπορούν να αποκατασταθούν από τα μέλη του.

(61)

Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εν λόγω στοιχείων, η Επιτροπή φρονεί ότι η αρχή του ιδιώτη πιστωτή δεν έγινε σεβαστή.

4.1.1.3.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται μέσω κρατικών πόρων

(62)

Η Επιτροπή φρονεί ότι τα κατ’εκτίμηση έσοδα που προκύπτουν από τις διάφορες εισφορές των μελών, ακόμα και στην πιο ακραία υπόθεση, δεν θα επέτρεπαν ουδέποτε στο ταμείο FPAP να δραστηριοποιηθεί σε μία προθεσμιακή αγορά χωρίς την εισφορά εξωτερικών κεφαλαίων. Αυτά τα εξωτερικά κεφάλαια χορηγήθηκαν από το Κράτος, διαμέσου του OFIMER, υπό τη μορφή τουλάχιστον τριών ταμειακών προκαταβολών που καταβλήθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου του 2004 και Οκτωβρίου του 2005, και αφορούσαν ένα συνολικό ποσό που ανερχόταν, σύμφωνα με τις πληροφορίες που ανακοίνωσε η Γαλλία, στα 65 εκατομμύρια EUR. Επίσης πιθανότατα καταβλήθηκε και μια τέταρτη προκαταβολή ύψους 12 εκατομμυρίων EUR· στην πραγματικότητα, οι όροι της επιχειρηματολογίας που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22 αφήνουν να εννοηθεί ότι η υπογραφή της σύμβασης βρισκόταν σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία αυτή.

(63)

Η Γαλλία δεν υπέβαλε κανένα στοιχείο για να αντικρούσει αυτήν την ανάλυση. Στην εν λόγω επιχειρηματολογία, μπορούμε εξάλλου να αναγνώσουμε τα παρακάτω: «[Η Επιτροπή] θεωρεί ότι το ταμείου FPAP δεν δύναται να παρέμβει όσον αφορά τα δικά του μέσα χωρίς την ύπαρξη κρατικής επιστρεπτέας προκαταβολής. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να προβληθεί για να αντικρούσει το γεγονός αυτό». Επίσης, για την Επιτροπή, αυτές οι προκαταβολές ορθώς χορηγήθηκαν κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν είναι οι κανονικές συνθήκες της αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 51 με 61 της παρούσας απόφασης).

(64)

Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ούτε η Γαλλία αλλά ούτε και το ταμείο FPAP δεν υπέβαλαν στην Επιτροπή καμία ένδειξη σε σχέση με το ποσό των κονδυλίων που δέσμευσε το ταμείο FPAP στις εν λόγω προθεσμιακές αγορές, αλλά ούτε και σε σχέση με το αποτέλεσμα των συναλλαγών που διεξήχθησαν στις αγορές αυτές. Σύμφωνα με την ίδια επιχειρηματολογία, οι γαλλικές αρχές επέλεξαν επίτηδες να μην κοινοποιήσουν τις εν λόγω πληροφορίες· στην πραγματικότητα αναφέρεται ότι «[…] αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να παρασχεθούν στην Επιτροπή· ωστόσο είναι σκόπιμο να υπολογιστεί το συμφέρον της Γαλλίας από την παροχή τέτοιων στοιχείων αυτήν τη στιγμή». Η Επιτροπή διαπιστώνει λοιπόν ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν περιήλθαν στην κατοχή της μέσω ταχυδρομείου ή άλλου μέσου.

(65)

Εντέλει η Γαλλία, όπως εξάλλου και το ταμείο FPAP και το Συμβούλιό του, εκτιμούν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προδικάζει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης καθώς δεν έχει παρατηρηθεί καμία αδυναμία αποπληρωμής (Γαλλία: «η εξοφλητέα προκαταβολή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση προτού το πέρας της περιόδου αποπληρωμής». Ταμείο FPAP: «Το εν λόγω ποσό είναι δυνατόν να αποπληρωθεί ή όχι; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θέτει η Επιτροπή»· Γραφείο MQA: «Κανένα από τα δάνεια που χορηγήθηκαν από τη Γαλλία στο ταμείου FPAP δεν έχει λήξει. Στο παρόν στάδιο δεν υφίσταται ακόμα καμία αδυναμία εξόφλησης ούτε και καμία εκδήλωση από το γαλλικό Κράτος που να αφήνει να εννοηθεί την πλήρη και ανεπιφύλακτη ακύρωση του χρέους εντός της προβλεπόμενης χρονικής περιόδου»). Η Επιτροπή υπενθυμίζει επ’αυτού ότι ο χαρακτηρισμός κρατικής ενίσχυσης προς όφελος του ταμείου FPAP αρχικά συνδέεται με την απόφαση της Γαλλίας να χορηγήσει στο ταμείο FPAP ένα δάνειο το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκτήσει με άλλο τρόπο έστω και αν οι ημερομηνίες αποπληρωμής είχαν γίνει σεβαστές. Το γεγονός ότι η Επιτροπή διερωτάται επί της φερεγγυότητας του ταμείου FPAP σε σχέση με τη λήξη προθεσμίας του δανείου συμβαίνει γιατί το ερώτημα αυτό σε σχέση με τη φερεγγυότητα του ταμείου FPAP βρίσκεται στην καρδιά της αξιολόγησης της κατάστασης του σε σχέση με τις κανονικές συνθήκες χορήγησης ενός δανείου από έναν ιδιωτικό τραπεζικό οργανισμό και όχι επειδή υποψιάζεται τη μετατροπή ενός δανείου σε απλή χρηματοδοτική συνδρομή.

(66)

Από την άποψη αυτή, αν φαινόταν ότι οι προκαταβολές δεν επεστράφησαν εντός των προθεσμιών, ή και καθόλου, τότε κάτι τέτοιο θα επιβεβαίωνε ταυτόχρονα ότι το ταμείο FPAP δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις ενέργειες που προβλέπονται από το καταστατικό του χωρίς μία εξωτερική πιστωτική συνδρομή και ότι αυτή η συνδρομή δεν θα του χορηγούνταν ποτέ από έναν τραπεζικό οργανισμό υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Επ’αυτού, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Γαλλία δεν την ενημέρωσε σχετικά με μία ενδεχόμενη επιστροφή των προκαταβολών από τις οποίες επωφελήθηκε το ταμείο FPAP. Οι εν λόγω προκαταβολές έπρεπε να επιστραφούν αντιστοίχως την 1η Νοεμβρίου 2006 για την προκαταβολή των 15 εκατομμυρίων EUR η οποία αποτελούσε το αντικείμενο της σύμβασης της 12ης Νοεμβρίου 2004, την 1η Μαΐου 2007 για την προκαταβολή των 10 εκατομμυρίων EUR η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης της 27ης Μαΐου 2005 και την 1η Ιουλίου 2007 για την προκαταβολή των 40 εκατομμυρίων EUR η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης της 11ης Οκτωβρίου 2005 (βλ. αιτιολογική σκέψη 21). Όσον αφορά την τέταρτη προκαταβολή από την οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί το ταμείο FPAP (βλ. αιτιολογική σκέψη 22), δεν είναι γνωστές ούτε η ημερομηνία της σύμβασης αλλά ούτε και η ημερομηνία λήξης της αποπληρωμής.

(67)

Οι τρεις ημερομηνίες λήξης αποπληρωμής που είναι γνωστές έχουν παρέλθει. Η πρώτη είχε ήδη παρέλθει όταν η Γαλλία έστειλε την τελευταία της επιστολή στην Επιτροπή, στις 27 Νοεμβρίου 2006, μετά την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, σε περίπτωση που αυτή η προκαταβολή είχε αποπληρωθεί κανονικά, τότε η Γαλλία ή και το ίδιο το ταμείο FPAP θα την είχαν ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση καθώς ένα από τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν για να αντικρούσουν την ανάλυση της Επιτροπής ήταν ότι οι εν λόγω προκαταβολές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις προτού το πέρας της ημερομηνίας λήξης της αποπληρωμής. Αναμφισβήτητα αν η πρώτη προκαταβολή είχε αποπληρωθεί, η Γαλλία θα είχε ενημερώσει επ’αυτού την Επιτροπή δια της επιστολής της που φέρει ως ημερομηνία την 27η Νοεμβρίου 2006 και στη συνέχεια θα είχε κάνει το ίδιο και με τη δεύτερη και τρίτη προκαταβολή οι οποίες θα έπρεπε να είχαν αποπληρωθεί την 1η Μαΐου και την 1η Ιουλίου 2007 καθώς και για την ενδεχόμενη τέταρτη προκαταβολή. Εξάλλου, τα δημοσιεύματα που εμφανίστηκαν στον επαγγελματικό τύπο υποδηλώνουν ότι μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει η αποπληρωμή. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε αρχικά υπό τη μορφή προκαταβολής μετατράπηκε σε ενίσχυση υπό τη μορφή άμεσης επιδότησης.

(68)

Συνεπώς, για το σύνολο των επιχειρημάτων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι κρατικές προκαταβολές αντανακλούν ένα χρηματοδοτικό πλεονέκτημα που παρέχεται μέσω κρατικών πόρων.

4.1.1.4.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που αποδίδεται στο Κράτος

(69)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι τρεις συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ του Κράτους και του ταμείου FPAP προβλέπουν ρητώς ότι οι χορηγούμενοι δημόσιοι πόροι έχουν ως στόχο την εφαρμογή ενός μηχανισμού κάλυψης έναντι των διακυμάνσεων της τιμής του πετρελαίου διεθνώς και ότι αυτός ο μηχανισμός θα επιτρέψει την απόκτηση χρηματοδοτικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές. Συνεπώς αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη ότι η αρχική κατάσταση των διαθέσιμων του ταμείου FPAP, το οποίο τροφοδοτούνταν αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών του, δεν θα του επέτρεπε να πραγματοποιήσει τέτοιες δραστηριότητες, τουλάχιστον όχι στην κλίμακα που είχαν τεθεί. Συγκεκριμένα, η πρώτη σύμβαση της 12ης Νοεμβρίου 2004, αναφέρει ότι η προκαταβολή ύψους 15 εκατομμυρίων έχει ως στόχο «να επιτραπεί η εκκίνηση της διάταξης». Συνεπώς, χάρη στις εν λόγω προκαταβολές το ταμείο FPAP κατάφερε να δραστηριοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό στις προθεσμιακές αγορές.

(70)

Δηλαδή, φαίνεται ότι το Κράτος υποστήριξε συγκεκριμένα τη σύσταση του ταμείου FPAP, υπό μορφή συνδικάτου, και τη δραστηριοποίησή του στις προθεσμιακές αγορές πετρελαιοειδών, ακόμα κι αν αυτή η δραστηριότητα δεν αντιστοιχεί στη συνήθη δραστηριότητα ενός συνδικάτου, και υπό συνθήκες ανταγωνισμού με ιδιώτες επιχειρηματικούς φορείς οι οποίες δεν είναι οι κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Εξάλλου η Γαλλία, από την 7η Οκτωβρίου 2005, είχε αναγνωρίσει ότι «η Κυβέρνηση ενθάρρυνε μια κίνηση δρομολογούμενη από τους επαγγελματίες η οποία συνίσταται στη σύσταση ενός ταμείου για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου. Το εν λόγω ταμείο βρίσκεται υπό τη διαχείριση των επαγγελματιών και επιτρέπει στους αλιείς (…) να καταστήσουν αμοιβαία διαθέσιμη την χρηματοοικονομική τους ικανότητα για την αγορά χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαιρέσεων στις προθεσμιακές αγορές για να καλυφτούν έναντι του κινδύνου διακυμάνσεων της τιμής των καυσίμων», παραλείποντας να αποσαφηνίσει ότι η εν λόγω «χρηματοοικονομική ικανότητα» των αλιέων υφίστατο χάρη στους κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι δύο προκαταβολές είχαν ήδη χορηγηθεί έως την εν λόγω ημερομηνία. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ταμείο FPAP πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις των δημοσίων αρχών κατά τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τη χρησιμοποίηση των κονδυλίων που έχει στη διάθεσή του. Από την άποψη αυτή, η σύσταση μιας διυπουργικής αποστολής επιθεώρησης που θα «ελέγχει τον μηχανισμό του ταμείου FPAP στα πλαίσια της παρούσας λειτουργίας του, και θα επαληθεύει ότι οι συνθήκες της δαπάνης είναι ικανοποιητικές αναφορικά με τους νόμους και τους κανόνες επί των δημόσιων δαπανών, ενώ παράλληλα συμμορφώνονται με τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν από τους διαχειριστές των εν λόγω κονδυλίων», αποδεικνύει ότι το Κράτος μεριμνά έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι τα κονδύλια του ταμείου FPAP χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τον προορισμό που είχε προβλεφθεί από τις συμβάσεις.

(71)

Συνεπώς, με γνώμονα το σύνολο των δεικτών, η Επιτροπή φρονεί, ότι το χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα που αντιπροσωπεύουν οι προκαταβολές που χορηγούνται στο ταμείο FPAP για την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαιρέσεως στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου αποδίδεται στο Κράτος (11).

4.1.1.5.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό

(72)

Το ταμείο FPAP επωφελείται από ένα χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις προθεσμιακές αγορές, είτε πρόκειται για εταιρείες οι οποίες συνήθως δραστηριοποιούνται στις εν λόγω αγορές είτε για εταιρείες που έχουν συσταθεί ή θα μπορούσαν να συσταθούν με τον ίδιο τρόπο όπως και το ταμείο FPAP υπό μορφή επαγγελματικού συνδικάτου σε άλλα κράτη μέλη αλλά και στην ίδια τη Γαλλία.

(73)

Η Γαλλία εκτιμά ότι «το ταμείο FPAP δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ευνοούμενο σε σχέση με άλλους ιδιωτικούς οργανισμούς που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν τον ίδιο ρόλο, καθώς είναι ο μόνος γαλλικός επαγγελματικός οργανισμός που έχει ως στόχο να συγκεντρώσει τις αλιευτικές επιχειρήσεις για την αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές». Η Επιτροπή απαντώντας παρατηρεί ότι η κατάσταση που διέπει το ταμείο FPAP σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να αξιολογείται μόνο σε σχέση με τους άλλους γαλλικούς οργανισμούς που συγκεντρώνουν στους κόλπους τους αλιευτικές επιχειρήσεις και οι οποίοι διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο με αυτόν του ταμείου, αλλά και σε σχέση με όλους τους γαλλικούς και ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς φορείς που ενδέχεται να δραστηριοποιηθούν στην προθεσμιακή αγορά πετρελαιοειδών.

(74)

Το ταμείο FPAP επιπλέον αμφισβητεί το γεγονός ότι θα επωφελείτο από προνομιακούς όρους αναφορικά με την άσκηση της δραστηριότητάς του ως επενδυτής στην προθεσμιακή αγορά: σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, «Το ταμείο FPAP παρενέβη στην παγκόσμια αγορά “αγαθών» συνεργαζόμενο με διαμεσολαβητές ή εξειδικευμένα χρηματοδοτικά ιδρύματα […] Δεν επωφελήθηκε από κανένα δασμολογικό πλεονέκτημα, ούτε από ειδικές συνθήκες σε σχέση με όλους τους άλλους επιχειρηματικούς φορείς της αγοράς». Η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι το χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα του ταμείου FPAP προέρχεται από μία προνομιακή μεταχείριση του ταμείου FPAP από τους άλλους παράγοντες της αγοράς, αλλά ότι το ταμείο μπόρεσε να δραστηριοποιηθεί σε αυτή την αγορά μόνο επειδή διέθετε ένα περιθώριο χρηματοοικονομικής παρέμβασης από το Κράτος που υπερέβαινε τη χρηματοοικονομική ικανότητα του ίδιου του ταμείου FPAP, ενώ το Κράτος προέβη στην εν λόγω χορήγηση κάτω από συνθήκες διαφορετικές από ότι αυτές που ισχύουν για άλλες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να έχουν το ίδιο συμφέρον με το ταμείο FPAP όσον αφορά στην παρέμβαση τους στην εν λόγω αγορά (για παράδειγμα, επιχειρήσεις άλλων κλάδων που επηρεάζονται από την αύξηση της τιμής των καυσίμων) ή επιχειρήσεις που παρεμβαίνουν στην εν λόγω αγορά για λόγους που συνδέονται με τις οικονομικές και εμπορικές τους στρατηγικές (για παράδειγμα, πετρελαϊκές επιχειρήσεις).

(75)

Το Ταμείο αναγνωρίζει εξάλλου την ύπαρξη αυτού του πλεονεκτήματος. Σε ένα έγγραφό της Συνομοσπονδίας της Ναυτικής Συνεργασίας, το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή αλλά δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα των «Συνεδρίων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας της περιοχής της Βρετάνης» (12), ο κ. de Feuardent, συνοψίζοντας τα βασικά σημεία των οποίων επιλήφθηκαν μετά από τη γνωριμία με την περιοχή της Βρετάνης στις 24 Μαΐου 2006, αναφέρει: «Το Κράτος κατέβαλε μια προσπάθεια 65 εκατομμυρίων EUR κατά την εν λόγω ημερομηνία. Το ταμείο FPAP εξάλλου τοποθέτησε στην αγορά “αγαθών” πολλά εκατομμύρια EUR από τα κέρδη των δικαιωμάτων προαίρεσης, τα οποία αποτελούν αναμφισβήτητη προστιθέμενη αξία». Η Επιτροπή καταλήγει ότι το ταμείο FPAP κατάφερε να αποκτήσει χρηματοοικονομικά δικαιώματα προαίρεσης στην αγορά πετρελαϊκών προϊόντων μόνο χάρη στους δημόσιους πόρους που είχε στη διάθεσή του, και τους οποίους δεν είχαν στη διάθεσή τους άλλοι οργανισμοί ή επιχειρήσεις, αποκομίζοντας έτσι άμεσο κέρδος. Κατά συνέπεια, το πλεονέκτημα από το οποίο επωφελήθηκε νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

4.1.1.6.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(76)

Όπως αναφέρει ο κ. de Feuardent, το ταμείο FPAP παρεμβαίνοντας στην αγορά «αγαθών», παρεμβαίνει ταυτόχρονα και στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.

(77)

Συνεπώς, η δραστηριότητά του ξεπερνά τα αυστηρά γαλλικά πλαίσια, σε τέτοιο βαθμό που δεν θα ήταν άτοπο να θεωρηθεί ότι οι προκαταβολές που χορηγήθηκαν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

4.1.1.7.   Συμπέρασμα

(78)

Συνεπώς, οι τέσσερις συνθήκες που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη μίας κρατικής ενίσχυσης υπάρχουν: οι προκαταβολές που χορηγήθηκαν στο ταμείο FPAP προέρχονται από κρατικούς πόρους, και είναι καταλογιστέες στο Κράτος, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Η ενίσχυση από την οποία ευνοείται το ταμείο FPAP συνιστά λοιπόν μια κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά το μέρος των διαθέσιμων που προέρχεται από κρατικούς πόρους και χρησιμοποιείται για την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές πετρελαϊκών προϊόντων.

4.1.2.   Συμβατότητα με την κοινή αγορά

(79)

Όπως αναφέρεται και στις συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ του Κράτους και του ταμείου FPAP, αυτή η κρατική ενίσχυση υπό μορφή προκαταβολών είχε ως στόχο την έναρξη, καθώς και τη συνέχιση, των παρεμβάσεων του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου και των παραγώγων προϊόντων του. Συνεπώς πρόκειται για μια λειτουργική ενίσχυση του ταμείου FPAP. Εξάλλου η Γαλλία αναγνωρίζει δια της επιστολής της με ημερομηνία την 6η Δεκεμβρίου 2005, ότι τα αναφερόμενα ποσά καταβλήθηκαν ως προκαταβολή «με στόχο την εξασφάλιση της λειτουργίας του ταμείου FPAP».

(80)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης, ορισμένες κατηγορίες ενίσχυσης θεωρούνται ή δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά. Είναι σκόπιμο να εξεταστεί αν αυτή η ενίσχυση για τη λειτουργία του ταμείου FPAP μπορεί να ενταχθεί σε μια από τις κατηγορίες αυτές.

(81)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτή η ενίσχυση δεν αντιστοιχεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 παράγραφος 2.

(82)

Στην πραγματικότητα, η ενίσχυση δεν προορίζεται για την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκληθεί από φυσικές καταστροφές ή από άλλα έκτακτα γεγονότα. Η Επιτροπή υπενθυμίζει σε σχέση με το παραπάνω ότι οι διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου είναι σύμφυτες με την οικονομική δραστηριότητα. Αυτές οι διακυμάνσεις επηρεάζουν εξίσου και άλλους τομείς δραστηριοτήτων όπου καταναλώνονται πετρελαϊκά προϊόντα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως φυσική καταστροφή ή ως έκτακτο γεγονός υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης. Αυτή η ενίσχυση συνεπώς δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο β) της συνθήκης.

(83)

Η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά βάσει της άμεσης εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης, όπου προβλέπονται διάφορες περιπτώσεις ενισχύσεων.

α)

Προφανώς δεν πρόκειται για κρατική ενίσχυση με σκοπό να ευνοήσει την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι αφύσικα χαμηλό ή οι οποίες πλήττονται από σοβαρή ανεργία (περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο α). Αυτή η ενίσχυση έχει συγκεκριμένα ως στόχο να επιτρέψει στο ταμείο FPAP να παρέμβει στις σχετικές προθεσμιακές αγορές. Συνεπώς, δεν έχει σχέση με τις ενισχύσεις που καλύπτει το σημείο α).

β)

Το ταμείο FPAP δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάποιο σημαντικό σχέδιο ευρωπαϊκού συμφέροντος ή ως μια ενίσχυση που προορίζεται για την αποκατάσταση από μια σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους μέλους (περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο β). Ειδικότερα, το ταμείο FPAP είναι συγκεκριμένα γαλλικό και τα άλλα κράτη μέλη δεν εξέφρασαν την πρόθεσή τους να συστήσουν ανάλογα ταμεία· η ευρωπαϊκή διάσταση του ταμείου αυτού συνεπώς δεν υφίσταται. Όσον αφορά την εκτίμηση ότι πρόκειται για μία ενίσχυση που προορίζεται για την αποκατάσταση μιας σοβαρής διαταραχής της οικονομίας ενός κράτους μέλους, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να λεχθεί ότι η εισφορά χρημάτων σε ένα τέτοιο ταμείο θα επέτρεπε την παροχή ενός τέτοιου διορθωτικού μέτρου. Όσον αφορά την ενίσχυση υπέρ του ίδιου του ταμείου FPAP, η ενίσχυση αυτή ωφελεί αποκλειστικά μια και μοναδική οικονομική οντότητα και, ακόμα και αν τη συνδέσουμε με την ενίσχυση που χορηγείται στις αλιευτικές επιχειρήσεις, δεν ωφελεί την οικονομία ενός κράτους μέλους στο σύνολό της. Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι δεν είναι ευθύνη των δημόσιων αρχών να παρεμβαίνουν οικονομικά για την αντιμετώπιση αυτής της αύξησης της τιμής του πετρελαίου· αντίθετα, ο ρόλος τους θα πρέπει κυρίως να επικεντρώνεται στη δρομολόγηση πολιτικών κινήτρων προς τις επιχειρήσεις έτσι ώστε οι τελευταίες να προσαρμοστούν στις νέες οικονομικές συνθήκες που δημιουργούνται από την αύξηση αυτή. Για τον λόγο αυτό, μια ενίσχυση που έχει ως στόχο να επιτρέψει σε μια οικονομική οντότητα να παρέμβει στις σχετικές προθεσμιακές αγορές δεν συνάδει με τον επιδιωκόμενο στόχο.

γ)

Η ύπαρξη του ταμείου FPAP δεν δύναται από μόνη της να ανταποκριθεί στην προϋπόθεση του άρθρου 87 παράγραφος 3 σημείο γ), που προβλέπει ότι οι ενισχύσεις που προορίζονται για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών τομέων μπορούν να είναι συμβατές με την κοινή αγορά όταν δεν μεταβάλλουν τις συνθήκες διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών κατά τρόπο που να αντικρούουν το κοινό συμφέρον. Πιο συγκεκριμένα, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η επιδιώκεται η ανάπτυξη ή η αύξηση μίας παρεμβατικής δραστηριότητας στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου. Άλλωστε, αυτή η δραστηριότητα δεν συνδέεται με κάποια οικονομική περιοχή. Για τον λόγο αυτό, η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του εν λόγω σημείου γ).

δ)

Τέλος, αυτού του είδους η ενίσχυση δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κατηγορίες ενίσχυσης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά με απόφαση του Συμβουλίου η οποία υιοθετήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο ε).

(84)

Η επιτροπή επίσης σημειώνει ότι ουδεμία από τις κατευθυντήριες γραμμές που υιοθέτησε για την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα ενίσχυση για τη λειτουργία του ταμείου FPAP.

(85)

Συμπερασματικά λοιπόν προκύπτει ότι η ενίσχυση προς το ταμείο FPAP για την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές δεν δύναται να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά με βάση κάποια από τις παρεκκλίσεις που επιτρέπονται κατ’ εφαρμογή της συνθήκης.

4.2.   Ενίσχυση προς όφελος των επιχειρήσεων αλιείας: ελάφρυνση από τις δαπάνες καυσίμων

(86)

Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση των ενισχύσεων που έδωσαν αφορμή για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή πρέπει να λάβει θέση επί του επιχειρήματος του ταμείου FPAP το οποίο εκτιμά ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε αυτό αλλά και στις αλιευτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα μιας αύξησης του ορίου de minimis στον τομέα της αλιείας. Σύμφωνα με το ταμείο FPAP, τα επίμαχα ποσά (κατά μέσο όρο περίπου 16 000 EUR ανά επιχείρηση, εξαιρώντας την ενίσχυση που θεωρείται ως άμεση κοινωνική ενίσχυση προς τους αλιείς) ήταν σαφώς κατώτερα από τα ποσά που επρόκειτο να υιοθετηθούν κατά τη στιγμή της καταβολής των αποζημιώσεων από το ταμείο FPAP (30 000 EUR ανά επιχείρηση) (13). Οι γαλλικές αρχές, στην απάντησή τους, αναφέρονται και αυτές στην αύξηση του ορίου de minimis χωρίς όμως να αξιώνεται την εφαρμογή του για την παρούσα ενίσχυση.

(87)

Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανoνισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 2004 που αφορά την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ για τις ενισχύσεις de minimis στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας (14), διάταξη που ήταν σε ισχύ την εποχή κατά την οποία χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις στις αλιευτικές επιχειρήσεις, το μέγιστο ποσό ενίσχυσης de minimis ήταν 3 000 EUR ανά επιχείρηση για τρία έτη· οι ενισχύσεις που εξετάστηκαν στην παρούσα απόφαση υπερβαίνουν κατά πολύ τα εν λόγω ποσά και εξάλλου η Γαλλία δεν αναφέρει στις παρατηρήσεις της κάποια ενδεχόμενη εφαρμογή αυτού του ορίου για τις επιχειρήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό. Από την άλλη μεριά, ακόμα και αν το ποσό των 30 000 EUR, που συγκαταλέγεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 875/2007 που υιοθετήθηκε πρόσφατα από την Επιτροπή (15), είναι ανώτερο των 16 000 EUR που αναφέρει ανωτέρω το ταμείο FPAP, δεν είναι ωστόσο παρά ένα μέσο ποσό. Εξάλλου, αδίκως η Γαλλία καταλήγει στην ύπαρξη του εν λόγω ποσού των 16 000 EUR εξαιρώντας το μέρος της ενίσχυσης που μπορεί να χαρακτηριστεί ως κοινωνική ενίσχυση και η οποία θα πρέπει να συνυπολογιστεί στην ανάλυση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 122 και 123). Άλλωστε, λαμβανομένου υπόψη της ποικιλομορφίας του μεγέθους των αλιευτικών επιχειρήσεων που είναι μέλη του ταμείου FPAP, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας ότι το ποσό της ενίσχυσης που καταβλήθηκε σε ορισμένες επιχειρήσεις υπερβαίνει τις 30 000 EUR. Για παράδειγμα, για τις μηχανότρατες 20 έως 25 μέτρων, το ετήσιο ποσό αποζημίωσης ανέρχεται περίπου στα 35 000 EUR, δηλαδή στις 70 000 EUR για τη διετία 2005 και 2006 (16). Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, η Γαλλία δεν απαίτησε την εφαρμογή του νέου ορίου de minimis και δεν υπέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να υποδηλώνει την πρόθεσή της να το πράξει στο μέλλον. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εν λόγω στοιχείων, στο πλαίσιο της διαρκούς εξέτασης των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να επαληθεύσει τη συμβατότητα των εν λόγω ενισχύσεων με τις διατάξεις του άρθρου 87 της συνθήκης.

4.2.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(88)

Η Γαλλία εκτιμά ότι η Επιτροπή αβάσιμα κάνει λόγο στην ανάλυσή της για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης αναφορικά με τις δραστηριότητες του ταμείου. Σύμφωνα με τη Γαλλία, «ο χαρακτηρισμός κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε μια ad hoc ανάλυση της εξοφλητέας κρατικής προκαταβολής, και όχι στην ανάλυση των δραστηριοτήτων του ταμείου FPAP. Συνεπώς, οι γαλλικές αρχές εύχονται να αναπτυχθεί μόνο το πρώτο μέρος 3.1. της εκτίμησης. Το μέρος 3.2. καταδικάζει εκ νέου τις δραστηριότητες του ταμείου FPAP το οποίο είναι ένα επαγγελματικό συνδικάτο που εξασκεί τη δραστηριότητα του στην αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης για να προσφέρει κάλυψη στα μέλη του έναντι των διακυμάνσεων της τιμής του πετρελαίου» (17).

(89)

Σε απάντησή της η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με μια πάγια νομολογία, οι ενισχύσεις δεν χαρακτηρίζονται από τις αιτίες ή τους στόχους τους, αλλά ορίζονται σε σχέση με τα αποτελέσματά τους (18). Εκτός από την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές, το ταμείο FPAP έχει ως στόχο, σύμφωνα με τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί με το Κράτος, να καταβάλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις μια αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά της τιμής μεταξύ της μέγιστης καλυπτόμενης τιμής και της μέσης μηνιαίας τιμής του δείκτη αναφοράς για τον υπό εξέταση μήνα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις ευνοήθηκαν από συγκεκριμένα πλεονεκτήματα μέσω του συστήματος που έθεσε σε εφαρμογή το ταμείο FPAP και ότι είναι βάσιμη η ανάλυση των αποτελεσμάτων από τις χορηγούμενες κρατικές προκαταβολές όχι μόνο υπό το πρίσμα του πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε στο ταμείο FPAP, αλλά επίσης και για τα πλεονεκτήματα που παρασχέθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις.

4.2.1.1.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγείται μέσω κρατικών πόρων

(90)

Το πλεονέκτημα που άντλησαν οι αλιευτικές επιχειρήσεις από τις δραστηριότητες του ταμείου FPAP είναι διττής φύσης: αφενός, συνίσταται στην πιθανότητα προμήθειας καυσίμων σε χαμηλότερη τιμή, και αφετέρου, στην καταβολή αποζημίωσης για την μερική αντιστάθμιση των δαπανών τους όσον αφορά τα καύσιμα.

(91)

Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, η απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές από το ταμείο FPAP, που στη συνέχεια επανεκχωρούσε το καύσιμο που είχε αγοράσει επί προθεσμία στην εταιρεία CECOMER, κεντρική αρχή προμηθειών των ναυτιλιακών συνεταιρισμών, επέτρεψε στις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP να αγοράσουν καύσιμα από τους συνεταιρισμούς σε τιμή χαμηλότερη από αυτή της κανονικής αγοράς. Όμως, όπως αναφέρεται ανωτέρω (βλ. αιτιολογική σκέψη 75 της παρούσας απόφασης), αυτό κατέστη δυνατόν μόνο επειδή «Το Κράτος κατέβαλε μια προσπάθεια 65 εκατομμυρίων EUR κατά την ημερομηνία αυτή. Το ταμείο FPAP εξάλλου τοποθέτησε στην αγορά «αγαθών» πολλά εκατομμύρια EUR από τα κέρδη των δικαιωμάτων προαίρεσης, τα οποία αποτελούν αναμφισβήτητη προστιθέμενη αξία». Η Επιτροπή λοιπόν δηλώνει ότι η παροχή καυσίμων στις αλιευτικές επιχειρήσεις σε τιμή χαμηλότερη από αυτή της κανονικής αγοράς κατέστη δυνατή χάρη στις προκαταβολές που κατέβαλε το Κράτος και στους ιδίους πόρους του ταμείου FPAP, δηλαδή τις εισφορές των μελών του και τα οφέλη που αντλήθηκαν από τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες στην προθεσμιακή αγορά προϊόντων πετρελαίου.

(92)

Συναντάμε εκ νέου αυτή τη διπλή προέλευση και στην περίπτωση των κεφαλαίων (κρατικοί πόροι και πόροι που αντλήθηκαν από την ιδιωτική δραστηριότητα του ταμείου FPAP) τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της αποζημίωσης που καταβλήθηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις.

(93)

Σύμφωνα με την περιγραφή στην αιτιολογική σκέψη 24 της παρούσας απόφασης, το ταμείο FPAP αναλαμβάνει την κάλυψη της διαφοράς της τιμής που υπάρχει, σύμφωνα με τις συμβάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2004 και 27ης Μαΐου 2005, μεταξύ της «μέγιστης καλυπτόμενης τιμής» και της μέσης μηνιαίας τιμής του δείκτη αναφοράς και, σύμφωνα με τη σύμβαση της 11ης Οκτωβρίου 2005, μεταξύ των 30 λεπτών του EUR ανά λίτρο και της μέσης μηνιαίας τιμής αναφοράς σε περίπτωση που η τελευταία υπερβαίνει τα 30 λεπτά του EUR.

(94)

Η αρχική σκέψη για έναν μηχανισμό «εξομάλυνσης» βασιζόταν στην υπόθεση ότι τα αυξημένα κόστη σε σχέση με μια τιμή αναφοράς κατά τη διάρκεια περιόδου αυξημένων τιμών μπορούσαν να αντισταθμιστούν χάρη στις εισφορές που κατέβαλαν τα μέλη κατά τη διάρκεια περιόδου με πιο χαμηλές τιμές. Το σύστημα θα ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο. Εάν αναφερθούμε στο έγγραφο του κ. de Feuardent στο οποίο έχει ήδη γίνει μνεία στην αιτιολογική σκέψη 75 της παρούσας απόφασης, «Το ταμείο FPAP βρισκόταν τεχνικά σε θέση να λάβει τα πρώτα δικαιώματα προαίρεσης από τον Απρίλιο του 2004· την εποχή εκείνη, οι ανάγκες της CECOMER (περίπου 200 εκατομμύρια λίτρα) για το 2005 μπορούσαν να καλυφθούν στην τιμή των 0,28 λεπτών/λίτρο για περίπου 4 εκατομμύρια EUR». Συνεπώς, το ταμείο FPAP θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπίζει, από τις αρχές του 2004, τις σχετικά χαμηλές ανάγκες της «ασφάλισης για το πετρέλαιο» χάρη σε ιδίους πόρους. Συνεπώς, αποδεικνύεται σαφώς ότι, στο πλαίσιο του αρχικού του σχεδιασμού, το ταμείο θα μπορούσε να είναι αυτάρκες.

(95)

Ωστόσο, καθώς οι τιμές του πετρελαίου διατηρήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα και καθώς η προσχώρηση στο ταμείο FPAP γενικεύθηκε πολύ, ο αριθμός των μελών του ταμείου FPAP αυξήθηκε γρήγορα και σημαντικά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κόστος αυτής της «ασφάλισης για το πετρέλαιο» αυξήθηκε δραματικά και μπορούσε να καλυφθεί μόνο χάρη στη χρησιμοποίηση των προκαταβολών που χορηγήθηκαν από το Κράτος στο ταμείο FPAP.

(96)

Εάν επιχειρήσουμε μια εκτίμηση επί των πιστώσεων που είχε ανάγκη το ταμείο FPAP για να αντιμετωπίσει τα έξοδα της «ασφάλισης για το πετρέλαιο» για το 2005, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το επίπεδο της κατανάλωσης καυσίμων, για την οποία οι αλιευτικές επιχειρήσεις απαίτησαν αποζημίωση, έχει πιθανότατα περάσει από τα 200 εκατομμύρια λίτρα (βλ. αιτιολογική σκέψη 94) σε ένα συνολικό όγκο ο οποίος εκτιμάται περίπου στα 900 εκατομμύρια λίτρα. Πράγματι, αν λάβουμε υπόψη τους μέσους όρους ετήσιας κατανάλωσης που χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τους υπολογισμούς που συγκαταλέγονται στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56, η κατανάλωση για 1 000 πλοία κάτω των 12 μέτρων ήταν 1 000 πλοία × 200 τόνοι/πλοίο, δηλαδή 200 000 τόνοι και η αντίστοιχη για τα πλοία άνω των 12 μέτρων ήταν 1 400 πλοία × 480 τόνοι/πλοίο, δηλαδή 672 000 τόνοι, δηλαδή συνολικά 872 000 τόνοι (ή 872 εκατομμύρια λίτρα). Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική σκέψη 55, αν υποθέσουμε ότι τα πλοία έχουν αλιευτική δραστηριότητα μάλλον 38 εβδομάδες ετησίως και όχι 48, τότε η κατανάλωση ανέρχεται πιθανότατα περίπου στους 700 000 τόνους (1 000 πλοία κάτω των 12 μέτρων × 158 τόνοι, δηλαδή 158 000 τόνοι, και 1 400 πλοία άνω των 12 μέτρων × 380 τόνους, δηλαδή 532 000 τόνοι). Στην περίπτωση εφαρμογής ενός ανώτατου ορίου αποζημίωσης στα 12 λεπτά ανά λίτρο, όριο το οποίο έχει εφαρμογή για την τρίτη προκαταβολή (19), οι χρηματοοικονομικές ανάγκες του ταμείο FPAP αγγίζουν ένα ετήσιο ποσό της τάξεως των 85 εκατομμυρίων EUR. Συνεκτιμώντας το γεγονός ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις εξασφάλισαν ίσως μόνο ένα μέρος της κατανάλωσης καυσίμων τους, πιθανότατα η πιστωτική ανάγκη ήταν λιγότερο σημαντική, αλλά η τάξη του μεγέθους παραμένει πολλές δεκάδες εκατομμύρια EUR ετησίως σε σύγκριση με την αρχική εκτίμηση της τάξεως των 4 εκατομμυρίων EUR για το έτος 2005. Συνεπώς καθίσταται προφανές ότι το ταμείο FPAP δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την κάλυψη που είχε εγγυηθεί στα μέλη του, ως αντάλλαγμα για τις εισφορές τους, χωρίς να ευνοηθεί από την εισφορά εξωτερικών κονδυλίων, εν προκειμένω από τις καταβληθείσες κρατικές προκαταβολές.

(97)

Στο πλαίσιο αυτό, το ταμείο FPAP ευνοήθηκε από δημόσιους πόρους για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εν λόγω «ασφάλισης για το πετρέλαιο», με τον όρο να κάνει την καλύτερη δυνατή διαχείριση των εν λόγω κονδυλίων. Συνεπώς τα διαθέσιμα του ταμείο FPAP αποτελούνται από κονδύλια που προέρχονται από τις εισφορές των μελών, από τις κρατικές προκαταβολές και από τα ενδεχόμενα οφέλη από τις δραστηριότητές του στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου. Το μέρος των εν λόγω κονδυλίων που προέρχεται από τις κρατικές προκαταβολές αντιστοιχεί αναμφισβήτητα σε κρατικούς πόρους. Όσον αφορά τα κέρδη από τις προθεσμιακές αγορές τα οποία επέτρεψαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις να προμηθευτούν καύσιμα σε χαμηλότερη τιμή, δεν θα μπορούσαν να έχουν επιτευχθεί αν δεν υπήρχαν οι κρατικοί πόροι, οι οποίοι έδωσαν στο ταμείο FPAP τα μέσα να δραστηριοποιηθεί χρηματοοικονομικά στις προθεσμιακές αγορές. Εξάλλου, αν και τα ακριβή χαρακτηριστικά των συμβάσεων που υπεγράφησαν μεταξύ του ταμείου FPAP και της CECOMER δεν είναι γνωστά και δεν μπορούν να εξαχθούν από κανένα από τα έγγραφα που κοινοποίησε η Γαλλία, η Επιτροπή υποθέτει ότι η αποζημίωση που καταβλήθηκε στις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου, η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά τιμής, ήταν χαμηλότερη από ότι αν η CECOMER και οι ναυτιλιακοί συνεταιρισμοί είχαν χορηγήσει στους αλιείς καύσιμα τα οποία θα είχαν αγοράσει στην κανονική αγορά, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές. Συνεπώς, το όφελος των δραστηριοτήτων του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές μεταβιβάστηκε στη CECOMER, συνεταιρισμός εφοδιασμού των ναυτιλιακών συνεταιρισμών, και εν τέλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις που προμηθεύονται καύσιμα από αυτούς. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν βεβαίως ότι το ταμείο FPAP κατάφερε να συνεχίσει να καταβάλλει αποζημιώσεις για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι θα ήταν σε θέση να κάνει αν δεν αποτελούσε ενδιάμεσο οργανισμό με μοναδική ευθύνη την κατανομή των 65 (ή 77) εκατομμυρίων EUR που κατέβαλε το κράτος υπό την κάλυψη του μηχανισμού της «ασφάλισης για το πετρέλαιο».

(98)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι μέσω των κρατικών πόρων, οι οποίοι τροφοδότησαν άμεσα τα ταμειακά διαθέσιμα του ταμείου FPAP, ή οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για την αποκόμιση οφελών τα οποία θα αύξαναν την ταμειακή ροή, που οι αλιευτικές επιχειρήσεις μπόρεσαν να επωφεληθούν από ένα χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα, αφενός έχοντας τη δυνατότητα να προμηθευτούν καύσιμα σε μειωμένη τιμή, και αφετέρου, λαμβάνοντας αντισταθμιστική αποζημίωση η οποία υπολογίστηκε βάσει μιας τιμής αναφοράς.

4.2.1.2.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που αποδίδεται στο Κράτος

(99)

Οι τρεις, ενδεχομένως τέσσερις, συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ του Κράτους και του ταμείου FPAP προβλέπουν ότι οι δημόσιοι πόροι που καταβάλλονται υπό τη μορφή προκαταβολών έχουν ως απώτερο στόχο την μερική αποζημίωση των δαπανών των καυσίμων που βαρύνουν τις αλιευτικές επιχειρήσεις. Η αντιστάθμιση που καταβλήθηκε στους αλιείς υπό τη μορφή αποζημίωσης που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής αναφοράς και της τιμής πρατηρίου συνδυάζεται με μία μείωση της τιμής πρατηρίου του πετρελαίου του παρόχου ο οποίος συνήθως είναι ο ναυτιλιακός συνεταιρισμός.

(100)

Τα ταμειακά διαθέσιμα του ταμείου FPAP, που αρχικά αποτελούνταν από τις εισφορές των μελών και μετά προσαυξήθηκαν από μια πρώτη κρατική προκαταβολή, του επέτρεψαν να δραστηριοποιηθεί στις προθεσμιακές αγορές και να αποκομίσει οφέλη, αλλά χωρίς τα οφέλη αυτά να επαρκούν έτσι ώστε να του επιτραπεί να αναλάβει, παράλληλα, την καταβολή της αντισταθμιστικής αποζημίωσης που είχε εγγυηθεί στις αλιευτικές επιχειρήσεις σε αντάλλαγμα για τις εισφορές τους. Ωστόσο, δύο, ενδεχομένως τρεις, συμπληρωματικές προκαταβολές του επέτρεψαν να συνεχίσει τις δραστηριότητές του προτού υποχρεωθεί σταδιακά να προχωρήσει σε ρευστοποίηση των θέσεών του έτσι ώστε να διαθέσει τα αναγκαία μετρητά για την πληρωμή των αποζημιώσεων. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι αποφάσεις που σχετίζονται με τις δραστηριότητες στις προθεσμιακές αγορές ελήφθησαν από τον πρόεδρο του ταμείου FPAP. Η πρακτική εφαρμογή τους υλοποιήθηκε από την επιστράτευση διαμεσολαβητών και εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (βλ. αιτιολογική σκέψη 74), των οποίων η αμοιβή εξασφαλίστηκε από το ταμείο FPAP με ποσοστά που δεν έγιναν γνωστά στην Επιτροπή. Έτσι, αν το καταστατικό του ταμείου FPAP προβλέπει ότι ο Πρόεδρος πρέπει υποχρεωτικά να συμβουλεύεται το διοικητικό συμβούλιο «για να λάβει αποφάσεις όσον αφορά την εφαρμογή σχεδίων κάλυψης», τότε το Κράτος δεν εκπροσωπείται σε αυτό το διοικητικό συμβούλιο. Συνεπώς, ακόμα και αν το ταμείο FPAP είχε την υποχρέωση, σε γενικές γραμμές, να «τηρεί λογιστικά έγγραφα που θα επιτρέπουν την ενημέρωση, κατόπιν αιτήματος, σχετικά με τη χρήση της προκαταβολής καθώς και την κατανομή των πόρων και των δαπανών του Ταμείου», το Κράτος δεν έλαβε αποφάσεις ούτε σχετικά με τη στρατηγική που θα ακολουθήσει το ταμείο FPAP για την απόκτηση των εν λόγω χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης, ούτε σχετικά με το επίπεδο χρηματοοικονομικής αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στις επιχειρήσεις. Συνεπώς, αν, όπως παρουσιάστηκε στην παράγραφο 4.1.1.4, δεν τίθεται αμφιβολία ότι η ενίσχυση που συνίσταται στην παροχή τριών, ενδεχομένως τεσσάρων, προκαταβολών οφείλεται στο Κράτος, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα συμπληρωματικά πλεονεκτήματα από τα οποία μπόρεσαν να ευνοηθούν οι αλιευτικές επιχειρήσεις αφενός χάρη στις εισφορές τους και αφετέρου χάρη σε μία διαχείριση που είχε μελετηθεί για το σύνολο των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP. Ειδικότερα, εάν, χάρη στις δραστηριότητες του Ταμείου στις προθεσμιακές αγορές, η ενίσχυση που κατεβλήθη τελικώς στους αλιείς ήταν μεγαλύτερη από τους δημόσιους πόρους που έλαβε το ταμείο FPAP αρχικά, τότε το μέρος της ενίσχυσης που υπερέβη το ποσό των καταβληθέντων δημόσιων πόρων δεν προέκυψε από απόφαση του Κράτους. Συνεπώς, για την Επιτροπή, ακόμα και αν δεν είναι δυνατόν, από λογιστικής άποψης, να απομονώσει επ’ακριβώς τα ποσά που προέρχονται από κρατικούς πόρους και αυτά που προέρχονται από ιδίους πόρους, καθώς είναι το σύνολο των ταμειακών διαθέσιμων που χρησιμοποιήθηκε για τη δραστηριοποίηση στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου και για την καταβολή αντισταθμιστικής αποζημίωσης, το πλεονέκτημα που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των ενισχύσεων από τις οποίες επωφελήθηκαν οι αλιευτικές επιχειρήσεις και του συνολικού ποσού των κρατικών προκαταβολών που μεταβιβάστηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις δεν οφείλεται στο Κράτος.

4.2.1.3.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό

(101)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η ελάφρυνση από την οποία επωφελούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείο FPAP για τις δαπάνες τους όσον αφορά τα καύσιμα ευνοεί αυτές τις επιχειρήσεις, καθώς είναι οι μόνες που μπορούν να επωφεληθούν από την εν λόγω ελάφρυνση. Η θέση τους ενισχύεται σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις τις οποίες ανταγωνίζονται στην κοινοτική αγορά, είτε πρόκειται για άλλες αλιευτικές επιχειρήσεις είτε για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται οικονομικά σε άλλους κλάδους που έχουν συμφέρον από τη μείωση των παραγωγικών τους εξόδων τα οποία συνδέονται με τις δαπάνες καυσίμων. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο εν λόγω μηχανισμός κάλυψης απευθύνεται αποκλειστικά στις αλιευτικές επιχειρήσεις, το πλεονέκτημα που τελικά ευνοεί τις εν λόγω επιχειρήσεις αναλύεται ως ένα κλαδικό πλεονέκτημα το οποίο δεν είναι προσβάσιμο από άλλους κλάδους. Έτσι, κάθε μορφή ενίσχυσης που αποδεικνύεται προνομιακή για ένα συγκεκριμένο κλάδο, νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. την απόφαση 2006/269/ΕΚ της Επιτροπής της 8ης Φεβρουαρίου 2006 σχετικά με τις φορολογικές εκπτώσεις για τους επαγγελματίες αλιείς (Σουηδία) (20), αιτιολογικές σκέψεις 31 και 35).

(102)

Η Γαλλία αρνείται ότι αυτή η ενίσχυση δεν ευνόησε τις επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP, στο βαθμό που «η προσχώρηση στο Ταμείο είναι ελεύθερη και ανοικτή σε όλες τις αλιευτικές επιχειρήσεις με την επιφύλαξη της καταβολής εισφορών». Το γραφείο MQA προσθέτει ότι αυτή η προσχώρηση είναι ανοικτή «χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δομή ή η εθνικότητα των δικαιούχων των οφελών». Το ταμείο FPAP αποσαφηνίζει τέλος ότι «οι επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου FPAP εξαρτώνται τόσο από γαλλικά όσο και από ισπανικά και ολλανδικά κεφάλαια».

(103)

Απαντώντας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις που δύνανται να γίνουν μέλη του ταμείου FPAP είναι μόνο εκείνες που έχουν καταχωρημένα τα πλοία τους στη μητροπολιτική Γαλλία ή σε υπερπόντια διαμερίσματά της. Συνεπώς, επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ολλανδία ή στην Ισπανία και οι οποίες κατέχουν γαλλικά πλοία δύνανται να γίνουν μέλη του ταμείου FΡΑΡ· είναι βέβαιο ότι η Γαλλία και το ταμείο FPAP αναφέρονται σε αυτές τις περιπτώσεις στις απαντήσεις τους. Ωστόσο τα άλλα κοινοτικά πλοία δεν δύνανται να γίνουν μέλη του ταμείου FPAP.

(104)

Το σύνολο των επιχειρήσεων που δικαιούνται την καταβληθείσα από το ταμείο FPAP αποζημίωση ανταγωνίζονται στα πλαίσια της κοινοτικής αγοράς με τις επιχειρήσεις των οποίων τα πλοία φέρουν τη σημαία άλλων κρατών μελών και οι οποίες έχουν επίσης συμφέρον από τη μείωση των παραγωγικών τους εξόδων που σχετίζονται με τα έξοδα καυσίμων αλλά όμως δεν έχουν στη διάθεσή τους ένα σύστημα αποζημίωσης όπως αυτό που εφαρμόζει το ταμείο FPAP. Για το λόγο αυτό, το πλεονέκτημα από το οποίο ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του ταμείου ή αυτές που δεν είναι ακόμα μέλη αλλά πρόκειται να γίνουν, δηλαδή όλες οι επιχειρήσεις με πλοία που φέρουν τη γαλλική σημαία, αποτελεί σαφώς στρέβλωση του ανταγωνισμού.

(105)

Το ταμείο FPAP επίσης εκτιμά ότι οι παράγοντες στρέβλωσης του ανταγωνισμού θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Κάνοντας αναφορά στην ύπαρξη σημαντικών επιπλέον δαπανών οι οποίες είναι, σύμφωνα με το ίδιο, χωρίς οικονομική βάση, όπως αυτές που προκύπτουν από τη διαχείριση πολυετών σχεδίων προσανατολισμού για τον αλιευτικό στόλο, δηλαδή από τη διαχείριση της παγκόσμιας ικανότητας του στόλου αυτού, ή αυτές που σχετίζονται με τη διαχείριση των «δικαιωμάτων παραγωγής», το ταμείο FPAP αναφέρει κυρίως ότι «Τα “δικαιώματα” που συνδέονται με εθνικές “πολιτικές” αποτελούν (…) τον πραγματικό παράγοντα στρέβλωσης του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο [και] ξεφεύγουν κατά πολύ από τον οικονομικό τομέα».

(106)

Αναφορικά με το ανωτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτά τα έξοδα, είτε είναι στη Γαλλία μεγαλύτερα ή μικρότερα από αυτά των άλλων κρατών μελών, προκύπτουν από περιορισμούς που οφείλονται στο κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείται σήμερα η αλιευτική δραστηριότητα. Η Επιτροπή, με την ανακοίνωση (21) της 26ης Φεβρουαρίου 2007 σε σχέση με τα μέσα διαχείρισης με βάση τα αλιευτικά δικαιώματα, υπενθυμίζει ότι ο κοινοτικός τομέας αλιείας χαρακτηρίζεται από μια πλειάδα μέσων και μηχανισμών διαχείρισης και ότι η διαχείριση αρκετά συγκρίσιμων καταστάσεων πραγματοποιείται ορισμένες φορές κατά πολύ διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το κράτος μέλος. Ειδικότερα, προκύπτει ότι η πώληση και η αγορά δικαιωμάτων αλιείας είναι μια συνήθης πρακτική είτε στο πλαίσιο καθιερωμένων αγορών είτε έμμεσα. Τα κόστη που αναφέρει το ταμείο FPAP είναι κόστη τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι στόλοι διαφόρων κρατών μελών και τα οποία αντιστοιχούν στην οικονομική εξέλιξη του τομέα της αλιείας. Προκύπτουν από την εφαρμογή, σε εθνικό επίπεδο, μέτρων διαχείρισης που η κοινή αλιευτική πολιτική επιβάλλει ή καθιστά αναγκαία. Η εν λόγω εφαρμογή δεν δικαιολογεί την εφαρμογή ειδικών ενισχύσεων σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος. Για τον λόγο αυτό, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ταμείου FPAP, η στρέβλωση του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει να εκτιμάται εντός των ορίων μιας «σχετικής αγοράς», για παράδειγμα μιας «περιφερειακής μικρο-αγοράς», έννοια στην οποία κάνει αναφορά, αλλά όπως προβλέπεται και από το πλαίσιο της συνθήκης, υπό το πρίσμα του συνόλου της κοινοτικής αγοράς. Συνεπώς, αν η ενίσχυση του ταμείου FPAP έχει ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της διατήρησης της αλιείας σε περιφερειακό πλαίσιο και την προστασία των πόρων εμποδίζοντας τα πλοία ανοικτής θαλάσσης να βασιστούν σε πιο εύκολα προσβάσιμους πόρους ή τις μηχανότρατες να προσανατολιστούν προς πιο συγκεκριμένους τύπους αλιείας, καθώς αυτή καταβάλλεται από το ταμείο FPAP, τότε αντιστοιχεί απόλυτα σε μία ενίσχυση που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και συνεπώς, από αυτή την άποψη, αντιστοιχεί σε μία κρατική ενίσχυση.

(107)

Επίσης, για το σύνολο των λόγων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι πόροι που χορηγήθηκαν ως προκαταβολή από το Κράτος και από τους οποίους ευνοήθηκαν οι αλιευτικές επιχειρήσεις, μέσω του ταμείου FPAP, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

4.2.1.4.   Ύπαρξη χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος που επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών

(108)

Το ταμείο FPAP αμφισβητεί το γεγονός ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις που είναι μέλη του συνδικάτου επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Πράγματι, σύμφωνα με το ταμείο FPAP, αυτές οι επιχειρήσεις εξασκούσαν τις δραστηριότητές τους σε «μια αγορά που σε καμία περίπτωση δεν είναι μοναδική, αλλά η οποία βασίζεται περισσότερο σε ένα “μωσαϊκό” περιφερειακών μικρο-αγορών».

(109)

Σε απάντησή της, η Επιτροπή δηλώνει ότι η παγκόσμια αξία των εξαγωγών προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας της Γαλλίας προς τον υπόλοιπο κόσμο ανερχόταν σε 1 290 εκατομμύρια EUR το 2005, από τα οποία το 80 % κατευθύνθηκε προς χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, η παγκόσμια αξία των εισαγωγών για την ίδια κατηγορία προϊόντων στη Γαλλία ανερχόταν το 2005 σε 3 693 εκατομμύρια EUR, από τα οποία το 40 με 60 %, σύμφωνα με τις πηγές, προέρχονταν από χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (22). Συγκριτικά, η συνολική αξία της γαλλικής παραγωγής ανερχόταν σε 1 868 εκατομμύρια EUR. Κατά συνέπεια, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η υπερβολικά λεπτομερής οικονομική ανάλυση των μεγεθών (23), είναι προφανές ότι, ανεξάρτητα από τις μεταβολές στην τιμή ανά είδος που καταγράφονται καθημερινά στα γαλλικά ή τα ευρωπαϊκά λιμάνια, ο όγκος των συναλλαγών ανάμεσα στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη βασίζεται σημαντικά στο ισοζύγιο εφοδιασμού σε προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Μέτρα τα οποία έχουν ως στόχο να ευνοήσουν ένα σημαντικό αριθμό γαλλικών επιχειρήσεων αλιείας (παραπάνω από το 30 % του στόλου) μέσω της μείωσης των παραγωγικών τους εξόδων επηρεάζουν απαραιτήτως τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στα κράτη μέλη στον τομέα της αλιείας.

(110)

Συνεπώς, είναι προφανές ότι το πλεονέκτημα από το οποίο ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις μέσω της ανάληψης ενός μέρους των παραγωγικών τους εξόδων, επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στα κράτη μέλη.

4.2.1.5.   Συμπέρασμα

(111)

Οι τέσσερις όροι που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης πληρούνται μόνο μερικώς. Το πλεονέκτημα από το οποίο ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις προκύπτει σαφώς από τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων, νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Αντίθετα, το εν λόγω πλεονέκτημα δεν καταλογίζεται στο Κράτος, παρά μόνο όσον αφορά το ποσό των προκαταβολών, στο βαθμό που οι εν λόγω προκαταβολές συνιστούν μόνο ένα μέρος των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP, και στο βαθμό που το Κράτος δεν παρενέβη στις επιλογές του ταμείο FPAP για να επωφεληθεί από τους πόρους που είχε στη διάθεσή του. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει δεκτή την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπό την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ, παρά μόνο εντός των ορίων της χορήγησης κρατικών πόρων, δηλαδή 65 ή 77 εκατομμύρια EUR.

(112)

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι γαλλικές αρχές, με την επιφύλαξη των απαντήσεών τους της 7ης Οκτωβρίου 2005 και της 21ης Απριλίου 2006, δεν αμφισβητούν πραγματικά τα συμπεράσματα της Επιτροπής αναφορικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Πράγματι, κατά την εξέταση του σχεδίου νόμου για τον προϋπολογισμό του 2007 από τη γαλλική εθνοσυνέλευση, ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας, ερωτηθείς για το μέλλον του ταμείου FPAP απάντησε: «το ταμείο FPAP λειτουργεί από την 1η Νοεμβρίου 2004, αλλά η ευρωπαϊκή Επιτροπή το εποπτεύει στενά, καθώς πρόκειται για μ κρατική ενίσχυση» (24).

4.2.2.   Συμβατότητα με την κοινή αγορά

(113)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης, ορισμένες κατηγορίες ενίσχυσης θεωρούνται ή δύνανται να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά.

(114)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι υπό εξέταση ενισχύσεις δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης.

α)

Υποστηρίζοντας ότι το ταμείο FPAP έδρασε ως «ένας οργανισμός υπεράσπισης των καταναλωτών», ή ως ο «συντονιστής των καταναλωτών προϊόντων πετρελαίου», το γραφείο MQA φαίνεται να υποδηλώνει ότι οι ενισχύσεις προς όφελος των αλιευτικών επιχειρήσεων μπορούν να εξομοιωθούν με τις «ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές» όπως προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1. Επ’αυτού, η Επιτροπή παρατηρεί μόνο ότι αυτή η παράγραφος απευθύνεται ρητά σε «μεμονωμένους καταναλωτές», και όχι σε επιχειρήσεις, και ότι κατά συνέπεια, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 50 της παρούσας απόφασης). Αυτή η ενίσχυση συνεπώς δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο α) της συνθήκης.

β)

Οι εν λόγω ενισχύσεις δεν συνιστούν ενισχύσεις που προορίζονταν για την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκληθεί από φυσικές καταστροφές ή από άλλα έκτακτα γεγονότα. Πράγματι, οι διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου είναι σύμφυτες με την οικονομική δραστηριότητα. Επηρεάζουν εξίσου και άλλους τομείς δραστηριοτήτων όπου καταναλώνονται πετρελαϊκά προϊόντα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μία φυσική καταστροφή ή ως ένα έκτακτο γεγονός υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο β). Ωστόσο, σε σχέση με την ανάλυση αυτή, το γραφείο MQA αρνείται ότι η ενίσχυση θα είχε εφαρμογή μετά από έκτακτες καταστάσεις «καθώς η Επιτροπή παραδέχεται και η ίδια τις ειδικές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες του κλάδου». Είναι σίγουρα αληθές ότι ο τομέας της αλιείας καλείται να αντιμετωπίσει ιδιαίτερες δυσκολίες τις οποίες η Επιτροπή ανέλυσε λεπτομερώς στην ανακοίνωση (25) που εξέδωσε στις 9 Μαρτίου 2006 με τίτλο «Βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της αλιείας». Στην ανακοίνωσή της αυτή, η Επιτροπή έδειξε ότι οι πηγές των οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών του τομέα έγκεινται στην δομική του αδυναμία προσαρμογής στις δυσχέρειες που επηρεάζουν σοβαρά τη δραστηριότητά του. Στην εν λόγω ανακοίνωση εξάλλου διατύπωσε διάφορες προτάσεις για τον υπερκερασμό των οικονομικών δυσκολιών στον τομέα της αλιείας. Εξετάζοντας τη συμβατότητα ορισμένων ενισχύσεων όσον αφορά τη λειτουργία, αναφέρει με σαφήνεια: «Οι δυσκολίες που πλήττουν σήμερα τον τομέα της αλιείας επιδεινώθηκαν από την πρόσφατη αύξηση των τιμών των καυσίμων. Η εν λόγω κατάσταση ώθησε τον κλάδο της αλιείας να ζητήσει την παρέμβαση του δημοσίου έτσι ώστε να αντισταθμιστεί αυτή η απρόσμενη αύξηση των εξόδων. Αυτό το είδος αρωγής θα αντιπροσώπευε μια λειτουργική ενίσχυση μη συμβατή με τη συνθήκη. Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εγκρίνει οποιαδήποτε ενίσχυση η οποία κοινοποιείται με το σκοπό αυτό». Ακολούθως, κάνοντας αναφορά σε έναν εγγυητικό μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν που είχε σχεδιαστεί αρχικά κατά τη σύσταση του ταμείου FPAP, προσθέτει «Η Επιτροπή θα μπορούσε να εγκρίνει ένα τέτοιο πρόγραμμα μόνο σε περίπτωση που προέβλεπε εγγυήσεις εξόφλησης, στα πλαίσια εμπορικών όρων, για το σύνολο των δημόσιων ενισχύσεων, κάτι που με γνώμονα τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, μοιάζει αρκετά απίθανο». Οι διακυμάνσεις του κόστους των συντελεστών παραγωγής, είναι σύμφυτες με την οικονομική δραστηριότητα και δεν είναι δυνατόν να συνιστούν από μόνες τους έκτακτο γεγονός.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, η Επιτροπή φρονεί ότι οι υπό εξέταση κρατικές ενισχύσεις από τις οποίες ευνοούνται οι αλιευτικές επιχειρήσεις δεν είναι συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 σημείο β) της συνθήκης.

(115)

Η εν λόγω ενισχύσεις δεν δύνανται επίσης να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά βάσει της εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης, όπου προβλέπονται διάφορες περιπτώσεις ενισχύσεων.

α)

Δεν πρόκειται για ενισχύσεις που προορίζονται να ευνοήσουν την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι αφύσικα χαμηλό ή οι οποίες πλήττονται από σοβαρή ανεργία (περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο α) της συνθήκης). Οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν ως στόχο τη μείωση των λειτουργικών εξόδων των αλιευτικών επιχειρήσεων. Βέβαια, το ταμείο FPAP αναφέρει ότι αυτές οι ενισχύσεις έχουν ως στόχο την ενθάρρυνση της διατήρησης της αλιείας σε περιφερειακό επίπεδο. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις ανεξάρτητα από τον τόπο όπου εδρεύουν ή το λιμάνι βάσης των πλοίων που εκμεταλλεύονται. Συνεπώς, δεν έχουν σχέση με τις ενισχύσεις που καλύπτει το σημείο α).

β)

Αυτές οι ενισχύσεις δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως ενισχύσεις με στόχο την προώθηση της υλοποίησης ενός σημαντικού προγράμματος κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος ή την αποκατάσταση μιας σοβαρής διαταραχής της οικονομίας ενός κράτους μέλους. Οι ενισχύσεις αυτές δεν συνδέονται με κάποιο σημαντικό πρόγραμμα κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Ομοίως, δεν δύνανται να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις με στόχο την αποκατάσταση από μια σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους μέλους. Πράγματι, οι ενισχύσεις που κατεβλήθησαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις έχουν ως αντικείμενο την αποκατάσταση των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε έναν συγκεκριμένο οικονομικό κλάδο και όχι επί του συνόλου της γαλλικής οικονομίας. Η τομεακή φύση της εν λόγω ενίσχυσης είναι αναμφισβήτητη καθώς η αύξηση του κόστους του πετρελαίου δεν επηρέασε μόνο τις επιχειρήσεις του κλάδου της αλιείας αλλά το σύνολο των επιχειρήσεων, για όλους τους τομείς δραστηριότητας. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεωρούσε πάντα ότι οι δημόσιες αρχές δεν ήταν αυτές που έπρεπε να παρεμβαίνουν χρηματοοικονομικά για την αντιστάθμιση αυτής της αύξησης, αλλά αντιθέτως ήταν αυτές που έπρεπε να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις νέες οικονομικές συνθήκες που προκύπτουν. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εν λόγω στοιχείων, η Επιτροπή φρονεί ότι η ενίσχυση του ταμείου FPAP προς όφελος των επιχειρήσεων αλιείας δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 σημείο β).

γ)

Όσο αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο γ), η ελάφρυνση των εξόδων των καυσίμων δεν δύναται, από μόνη της, να ανταποκριθεί στον όρο του εν ανωτέρω σημείου γ), σύμφωνα με το οποίο μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις με στόχο τη διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών όταν δεν μεταβάλλουν τις συνθήκες διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών κατά τρόπο που να αντιβαίνουν στο κοινό συμφέρον. Στην πραγματικότητα, οι υπό εξέταση ενισχύσεις δεν αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της ανάπτυξης δραστηριοτήτων αλιείας υπό την έννοια της αειφόρου αλιείας, σύμφωνα με τους στόχους της κοινής πολιτικής αλιείας, αλλά αντιθέτως ενθαρρύνουν το επίπεδο της αλιευτικής προσπάθειας χωρίς να παρέχουν κίνητρα στις αλιευτικές επιχειρήσεις για να μειώσουν τα έξοδά τους σε καύσιμα. Κατά συνέπεια, έχουν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της απαραίτητης προσαρμογής των επιχειρήσεων του τομέα της αλιείας στις δυσχέρειες που προκύπτουν από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Εξάλλου, αυτή η δραστηριότητα δεν συνδέεται με μια οικονομική περιοχή. Για τον λόγο αυτό οι εν λόγω ενισχύσεις δεν δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 σημείο γ).

δ)

Τέλος, αυτές οι κατηγορίες ενίσχυσης προφανώς δεν συγκαταλέγονται ανάμεσα στις ενισχύσεις που προορίζονται για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, ούτε ανάμεσα στις ενισχύσεις που θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά με απόφαση του Συμβουλίου η οποία υιοθετήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 σημείο ε).

(116)

Από το σύνολο των εν λόγω στοιχείων προκύπτει ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις για την ελάφρυνση του κόστους των καυσίμων δεν πληροί καμία από τις διατάξεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 της συνθήκης.

(117)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις προς τις αλιευτικές επιχειρήσεις, αυτές θα πρέπει εξίσου να αναλύονται με γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων που προορίζονται για τους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (εφεξής καλούμενες «κατευθυντήριες γραμμές»).

(118)

Οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής των αλιευτικών επιχειρήσεων. Παρουσιάζουν το χαρακτήρα λειτουργικών ενισχύσεων.

(119)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει αρχικά ότι σύμφωνα με τους όρους του σημείου 3.5 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, «οι κρατικές ενισχύσεις δεν θα πρέπει να έχουν συντηρητικό χαρακτήρα, αντιθέτως θα πρέπει να ενθαρρύνουν τον εξορθολογισμό και την αποδοτικότητα της παραγωγής και την εμπορία των προϊόντων αλιείας. Οι ενισχύσεις θα πρέπει να επιφέρουν αειφόρες βελτιώσεις, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο τομέας της αλιείας να μπορέσει να εξελιχθεί χάρη στα αποκλειστικά εισοδήματα της αγοράς».

(120)

Συνεπώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 115 γ) της παρούσας απόφασης, η ελάφρυνση των δαπανών των καυσίμων δεν έχει στόχο την ανάπτυξη των αλιευτικών δραστηριοτήτων υπό την έννοια της αειφόρου αλιείας, σύμφωνα με τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής, αλλά στοχεύει στη διατήρηση της δραστηριότητας σε όλες τις αλιευτικές επιχειρήσεις. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι ενισχύσεις αναδεικνύουν το συντηρητικό χαρακτήρα που αναφέρεται στο σημείο 3.5 των κατευθυντήριων γραμμών και συνεπώς δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την αρχή που θέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές.

(121)

Η Γαλλία βεβαίως υπέδειξε, στα πλαίσια των απαντήσεών της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, ότι «οι δραστηριότητες του ταμείο FPAP ανέμεναν τα χρήσιμα μέτρα τα οποία αναδεικνύουν και επιβεβαιώνουν τα σχέδια διάσωσης και αναδιάρθρωσης, αμέσως μετά την επικύρωσή τους». Ωστόσο, είναι αρκετά αργότερα, τον Ιανουάριο του 2008, που η Γαλλία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων που παρουσιάστηκαν ως μέτρα ενίσχυσης για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προς όφελος των αλιευτικών επιχειρήσεων, μέτρα τα οποία καταχωρήθηκαν από την Επιτροπή με τον αριθμό NN 09/2008 και βρίσκονται τώρα στο στάδιο της ανάλυσης. Ωστόσο, ακόμα και αν γίνει αποδεκτό το επιχείρημα της Γαλλίας σύμφωνα με το οποίο οι δράσεις του ταμείου FPAP ανέμεναν κατά κάποιο τρόπο τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, αυτό δεν έχει συνέπειες για τη συμβατότητα τους με την κοινή αγορά λόγω των θεμελιωδών διαφορών που υφίστανται μεταξύ των μέτρων που τίθενται σε εφαρμογή από το ταμείο FPAP και των όρων στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, όροι οι οποίοι περιγράφονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης των προβληματικών επιχειρήσεων (26). Στην πραγματικότητα, αντίθετα με αυτό που απαιτείται στις κατευθυντήριες γραμμές, οι ενισχύσεις που προκύπτουν από τις δράσεις του ταμείου FPAP χορηγήθηκαν αδιακρίτως σε όλες τις αλιευτικές επιχειρήσεις και όχι μόνο στις προβληματικές επιχειρήσεις. Από την άλλη μεριά, οι ενισχύσεις για τη διάσωση δεν δύνανται να υπερβούν το όριο των έξι μηνών και πρέπει να λάβουν τη μορφή ενός εξοφλητέου δανείου ή μίας εγγύησης· όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης αυτές θα πρέπει να καταβληθούν υπό συγκεκριμένους όρους για περιορισμένη διάρκεια. Συνεπώς, οι ενισχύσεις που χορηγεί η Γαλλία μέσω του ταμείου FPAP δεν πληρούν κανένα από τους απαιτούμενους όρους: οι αλιευτικές επιχειρήσεις ευνοούνται από τις ενισχύσεις αυτές από το 2004, δεν έχουν χορηγηθεί υπό τη μορφή δανείου ή εγγύησης, και η αποπληρωμή τους στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν εξετάζεται.

(122)

Το ταμείο FPAP επίσης θεωρεί ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν δικαιολογούνται από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ενίσχυση για τα εισοδήματα των μισθωτών. Ως προς αυτό το ταμείο FPAP αναφέρει εγγράφως: «Το ταμείο FPAP συγκροτεί έναν “όμιλο πρόληψης” με σκοπό να αποτελέσει για τις 2 500 επιχειρήσεις που είναι μέλη μια νομική περίμετρο διάσωσης υπό την έννοια του γαλλικού δικαίου[…]. Σε αυτή τη βάση, η ενίσχυση για τα εισοδήματα των μισθωτών που προβλέπεται στην περίμετρο αναδιάρθρωσης είναι εγκεκριμένη. Δεν επηρεάζει σε τίποτα τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, εμπίπτει στις κοινοτικές αρχές που εξασφαλίζουν στους μισθωτούς ένα ελάχιστο αξιοπρεπές εισόδημα». Το ταμείο FPAP συνεχίζει τονίζοντας ότι το σύστημα πληρωμής των ναυτικών όσον αφορά το πλήρωμα είχε ως αποτέλεσμα, στη Γαλλία, να στερηθούν οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων αλιείας τον μισθό τους, δηλαδή να βρεθούν χρεωμένοι έναντι του εξοπλισμού. Τέλος διευκρινίζει ότι 25 από τα 65 εκατομμύρια της προκαταβολής που χορήγησε το Κράτος «αφορούν άμεσα προκαταβολές σε υπαλλήλους και αναλύονται ως άμεση κοινωνική δράση». Το γραφείο ΜQA προσθέτει: «Εάν τα δάνεια θεωρηθούν ως ενισχύσεις προς όφελος, όχι του ίδιου του ταμείου FPAP, αλλά των επιχειρήσεων αλιείας που είναι μέλη αυτού, τότε πράγματι επρόκειτο για κοινωνικές ενισχύσεις. Η οικονομική συνεισφορά που παρασχέθηκε συνδεόταν στην πραγματικότητα άμεσα με τις αποδοχές των ναυτικών».

(123)

Οι εν λόγω ισχυρισμοί απαιτούν πολλαπλό σχολιασμό από τη μεριά της Επιτροπής:

1.

Αρχικά, εκπλήσσεται από την αναφορά ότι, περίπου 40 % (25 εκατομμύρια από τα 65) των χρηματικών προκαταβολών που κατέβαλε το Κράτος, με σκοπό, σύμφωνα με τις τρεις συμβάσεις που περιγράφονται ανωτέρω (βλ. αιτιολογική σκέψη 21 της παρούσας απόφασης), να επιτραπεί η απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές προϊόντων πετρελαίου, «αφορούν άμεσα προκαταβολές προς τους υπαλλήλους και αναλύονται ως άμεση κοινωνική ενίσχυση».

2.

Η Επιτροπή υποθέτει σε αυτό το σημείο ότι, από τη μεριά του ταμείο FPAP, πρόκειται για μια ρητορική συντόμευση με στόχο να αποδείξει ότι οι δράσεις που υλοποίησε, μειώνοντας το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων αλιείας και λαμβανομένου υπόψη του μισθοδοτικού συστήματος ξεχωριστά, ευνοούν, στο τέλος, τους υπαλλήλους των επιχειρήσεων αυτών. Υπό την έννοια αυτή οι εν λόγω δράσεις δύνανται να αναλυθούν «ως άμεση κοινωνική ενίσχυση». Πράγματι, δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο του φακέλου που να αφήνει να εννοηθεί ότι υπήρχαν άμεσες κοινωνικές ενισχύσεις, δηλαδή ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το ταμείο FPAP άμεσα στους υπαλλήλους αυτών των επιχειρήσεων· εξάλλου κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται σε κανένα σημείο του καταστατικού του ταμείου FPAP (βλ. αιτιολογική σκέψη 20 της παρούσας απόφασης).

3.

Σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή οι ενισχύσεις έχουν καταβληθεί τελικά απευθείας στους μισθωτούς είτε οι ενέργειες του ταμείου FPAP είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι μισθωτοί επιτρέποντας την ενίσχυση του εισοδήματός τους λόγω της εφαρμογής της αρχής του συστήματος απολαβών ξεχωριστά, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία (27), η έννοια της ενίσχυσης συμπεριλαμβάνει τα πλεονεκτήματα που παρέχουν οι δημόσιες αρχές τα οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης. Υπό την έννοια αυτή, οι μισθοί αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος αυτής της επιβάρυνσης και μια επιχείρηση δεν δύναται να βασιστεί σε μία δημόσια χρηματοδότηση προκειμένου να την αντιμετωπίσει. Συνεπώς, το γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα τα οποία αντλούν οι αλιευτικές επιχειρήσεις από τη δυνατότητα αγοράς καυσίμων σε προτιμησιακές τιμές και από τη μερική αντιστάθμιση των δαπανών τους για καύσιμα αποδεικνύονται στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το ταμείο FPAP και το γραφείο MQA, ευνοϊκά για τους υπαλλήλους αυτών των επιχειρήσεων, δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα των εν λόγω ενισχύσεων σε σχέση με την κοινή αγορά. Αρκεί να διαπιστωθεί ότι τα πλεονεκτήματα που καταβλήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις χάρη σε δημόσιους πόρους είχαν ως στόχο την ελάφρυνση των επιβαρύνσεων που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό των εν λόγω επιχειρήσεων.

4.

Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχτεί τη διαπίστωση σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση του εισοδήματος των υπαλλήλων θα είχε εγκριθεί, αφενός, επειδή βασίζεται στις κοινοτικές αρχές που εγγυώνται στους υπαλλήλους ένα ελάχιστο αξιοπρεπές εισόδημα, και αφετέρου, επειδή το σύστημα πληρωμής από μόνο του ήταν ιδιαιτέρως δυσμενές για τους Γάλλους ναυτικούς. Πράγματι, κατ’εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, οι κανόνες περί της ύπαρξης ελάχιστου εισοδήματος επισημαίνουν τη μοναδική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στη Γαλλία, όσον αφορά το μισθό των ναυτικών, η εν λόγω υποχρέωση ορίζεται από τα άρθρα.L.742-2, D.742-1 και D.742-2 του εργατικού κώδικα. Όπως υπενθυμίζει μια απόφαση του Εφετείου της Rennes της 16ης Ιουνίου 1998 (28), οι εν λόγω διατάξεις, γενικής εμβέλειας, εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπόκεινται στον κώδικα ναυτικής εργασίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο αποζημίωσης που υιοθετήθηκε. Το γεγονός ότι ο πλοιοκτήτης και οι υπάλληλοί του συμφωνούν εξαρχής ότι οι ναυτικοί θα πληρώνονται ξεχωριστά (με ενδεχόμενο κέρδος) δεν εξαιρεί τον πλοιοκτήτη από το να εγγυηθεί στους ναυτικούς, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης, απολαβές τουλάχιστον ισοδύναμες με τον ελάχιστο μισθό. Με άλλα λόγια, οι αμοιβές στον κλάδο της αλιείας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις υπολογισθείσες απολαβές κατ' εφαρμογή του κατώτατου ορίου μισθού. Το άρθρο 34 του ναυτικού εργατικού κώδικα (29) παραπέμπει συναφώς σε μια «εθνική επαγγελματική συμφωνία ή σε κλαδικές συμφωνίες που επεκτάθηκαν [για τον καθορισμό], ανεξάρτητα από τη διάρκεια της πραγματικής διάρκειας εργασίας, της περιόδου ή των περιόδων που λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του κατώτερου ορίου μισθού των ναυτικών που αμείβονται ‘με το κομμάτι’». Η κλαδική συμφωνία που εγγυάται, μέσω του άρθρου 9 πρώτο εδάφιο, ετήσιες ελάχιστες καθαρές απολαβές για τους μισθωτούς ναυτικούς που αμείβονται ‘με το κομμάτι’, υπεγράφη στις 28 Μαρτίου 2001 (30). Η εν λόγω διάταξη κατέστη υποχρεωτική, για όλους τους εργοδότες και τους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, με διυπουργικό διάταγμα της 3ης Ιουλίου 2003 (31). Το μισθολογικό κόστος που προκύπτει από την εν λόγω νόμιμη υποχρέωση αποτελεί συνεπώς ένα παραγωγικό κόστος για τις αλιευτικές επιχειρήσεις, όπως είναι και οι δαπάνες για καύσιμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί συνεπώς να αποδεχτεί το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το γαλλικό Κράτος βασίμως παρεμβαίνει οικονομικά καθώς οι πλοιοκτήτες αποφεύγουν τη νόμιμη υποχρέωση η οποία συνίσταται στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου μισθού στους υπαλλήλους τους, ακόμα και όταν αμείβονται «με το κομμάτι».

(124)

Σύμφωνα με το γραφείο MQA, θα μπορούσαν εξίσου να συνεπάγονται και κοινωνικοοικονομικά μέτρα: «οι κατευθυντήριες γραμμές (…) εκτιμούν ότι μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με κοινωνικοοικονομικά μέτρα. Εν προκειμένω, το ταμείο FPAP είναι απολύτως διαφανές, και τα μέτρα που χαρακτηρίζονται ως ενισχύσεις από την Επιτροπή έχουν προφανώς κοινωνικοοικονομικό χαρακτήρα».

(125)

Η Επιτροπή δηλώνει ότι το γραφείο MQA δεν έχει υποβάλλει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει την εξέταση των εν λόγω ενισχύσεων σε σχέση με το σημείο 4.5. των κατευθυντήριων γραμμών οι οποίες προβλέπουν ότι, ανά περίπτωση, άμεσες ενισχύσεις προς τους εργαζομένους που αντιστοιχούν σε κοινωνικοοικονομικά μέτρα μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά. Πράγματι, η παράγραφος αυτή προσδιορίζει ότι οι ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν συμβατές μόνο «υπό την προϋπόθεση ότι αποτελούν μέρος ενός συνόλου μέτρων υποστήριξης κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα με σκοπό την αντιστάθμιση από τις απώλειες εισοδήματος που συνδέονται με ένα είδος προσαρμογής των ικανοτήτων που αποφασίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2371/2002» (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2002 σε σχέση με τη διατήρηση και την αειφόρο εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (32). Συνεπώς, η σύσταση του ταμείου FPAP δεν εντάσσεται σε ένα συνολικό σχέδιο που αποφασίστηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 με σκοπό την προσαρμογή των αλιευτικών ικανοτήτων. Το επιχείρημα που προέβαλε το γραφείο MQA ουδόλως μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση των εν λόγω λειτουργικών ενισχύσεων.

(126)

Το γραφείο MQA επίσης αναφέρει ότι δεν είναι ορθό να υποστηρίζεται ότι οι ενισχύσεις καταβλήθηκαν χωρίς όρους. Σύμφωνα με το γραφείο MQA, «το Κράτος για να χορηγήσει τα εν λόγω δάνεια απαίτησε από το ταμείο FPAP να του υποβάλει πολλαπλά δικαιολογητικά έγγραφα, δικαιολογητικά έγγραφα με στόχο να εξακριβωθεί η αυστηρότητα της διαχείρισης του ταμείου καθώς και η προσήλωση του ταμείου και των μελών του να υλοποιήσουν αειφόρες λύσεις για νέες συνθήκες παραγωγής στον τομέα της αλιείας». Το γραφείο MQA επιμένει σε αυτή την απαίτηση για διαφάνεια στην τήρηση των λογιστικών αρχείων αλλά και στην απόφαση του Κράτους να απαιτήσει τη δρομολόγηση μιας διυπουργικής αποστολής επιθεώρησης.

(127)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της αυτή την απαίτηση για διαφάνεια και έλεγχο, σημειώνοντας παράλληλα ότι φαίνεται να είναι στοιχειώδης καθώς πρόκειται για μια χρηματοοικονομική παρέμβαση με δημόσιους πόρους. Ωστόσο εκφράζει τη λύπη της καθώς σε αυτό το πλαίσιο διαφάνειας, οι γαλλικές αρχές δεν της μεταβίβασαν όλες τις λεπτομερείς λογιστικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του ταμείου, παρά τις αιτήσεις που απηύθυνε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Τέλος παρατηρεί ότι δεν ενημερώθηκε ποτέ σχετικά με την αναφερόμενη από το γραφείο MQA αποστολή επιθεώρησης, ούτε κατά μείζονα λόγο για τα συμπεράσματά του, τα οποία είχαν ζητηθεί από τις γαλλικές αρχές για τα μέσα Νοεμβρίου 2005.

(128)

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το Κράτος εντάσσονται απόλυτα στην κατηγορία των λειτουργικών ενισχύσεων που αναφέρονται στο σημείο 3.7. των κατευθυντήριων γραμμών σύμφωνα με το οποίο: «οι κρατικές ενισχύσεις που καταβλήθηκαν χωρίς να συνοδεύονται από οποιαδήποτε υποχρέωση για τους ευνοούμενους να ανταποκριθούν στους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής και οι οποίες προορίζονται για τη βελτίωση της κατάστασης των επιχειρήσεων και για την αύξηση των ταμειακών διαθέσιμών τους (…) είναι, ως λειτουργικές ενισχύσεις, μη συμβατές με την κοινή αγορά». Συνεπώς, οι εν λόγω προκαταβολές είναι μη συμβατές με την κοινή αγορά.

5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(129)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία, παρανόμως και κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, εκτέλεσε τα διάφορα μέτρα ενίσχυσης τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

(130)

Βάσει της ανάλυσης που αναπτύχθηκε στο μέρος 4.1 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή εκτιμά ότι η αφθονία των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP με τη χορήγηση τριών, και ενδεχομένως τεσσάρων προκαταβολών, για ένα συνολικό ποσό που ανέρχεται σε 65, και ενδεχομένως 77, εκατομμύρια EUR συνιστά μια κρατική ενίσχυση η οποία είναι μη συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι κανένας τραπεζικός οργανισμός δεν θα χορηγούσε προκαταβολές όπως αυτές που χορηγήθηκαν στο ταμείο FPAP, και δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι εν λόγω προκαταβολές δεν αποπληρώθηκαν, οι εν λόγω προκαταβολές μετατράπηκαν σε άμεση επιδότηση (βλ. αιτιολογική σκέψη 67), και συνεπώς σε κρατική ενίσχυση για το υπό εξέταση ποσό.

(131)

Βάσει της ανάλυσης που αναπτύχθηκε στο μέρος 4.2 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό μορφή προκαταβολών στο ταμείο FPAP και η οποία επέτρεψε στις αλιευτικές επιχειρήσεις να αγοράσουν καύσιμα σε πλεονεκτική τιμή και να ευνοηθούν από μια αντισταθμιστική αποζημίωση η οποία καταβλήθηκε στο πλαίσιο της ασφάλισης για το πετρέλαιο, συνιστά μια κρατική ενίσχυση που είναι μη συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης.

6.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(132)

Το ποσό της κρατικής ενίσχυσης που υλοποίησε η Γαλλία ανέρχεται σε 65 εκατομμύρια EUR, ή 77 εκατομμύρια σε περίπτωση ύπαρξης τέταρτης σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 659/1999, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για παράνομη ενίσχυση, η Επιτροπή αποφασίζει ότι το κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τους δικαιούχους. Ο στόχος επιτυγχάνεται εφόσον οι υπό εξέταση ενισχύσεις, αυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τους δικαιούχους, ή με άλλα λόγια από τις επιχειρήσεις που απολάμβαναν το πλεονέκτημα (33). Συνεπώς, ο στόχος ανάκτησης θα έχει επιτευχθεί όταν επιστραφεί το ποσό των 65 ή 77 εκατομμυρίων EUR.

(133)

Για να καταστεί δυνατός ο καθορισμός του ποσού που πρέπει να ανακτηθεί, αφενός από το ταμείο FPAP, και αφετέρου, από τις αλιευτικές επιχειρήσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το ταμείο FPAP, ενεργώντας ως οικονομικός φορέας στις προθεσμιακές αγορές, έχει ως στόχο να καταβάλλει στις αλιευτικές επιχειρήσεις αποζημιώσεις στο πλαίσιο ενός συστήματος ασφάλισης για το πετρέλαιο που έθεσε σε εφαρμογή και να χορηγήσει στις εν λόγω εταιρείες καύσιμα σε πλεονεκτική τιμή. Η ανάλυση που πραγματοποιείται στην παρούσα απόφαση σχετικά με τη γενική οικονομία που διέπει το συγκεκριμένο σύστημα δείχνει ότι το ταμείο FPAP εκπλήρωσε την αποστολή του μεταβιβάζοντας σταδιακά την ενίσχυση που του χορήγησε το Κράτος. Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση που πρέπει να ανακτηθεί από το ταμείο FPAP είναι το μέρος των 65 ή 77 εκατομμυρίων EUR το οποίο δεν μεταβιβάστηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις, και συνεπώς το ποσό που θα πρέπει να επιστραφεί από τις τελευταίες είναι το μέρος που τελικά μεταβιβάστηκε σε αυτές.

(134)

Η Επιτροπή δεν γνωρίζει το ποσό που μεταβιβάστηκε στην πραγματικότητα από το ταμείο FPAP προς τις αλιευτικές επιχειρήσεις. Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, παρά τη διαταγή που απηύθυνε προς τη Γαλλία για να την παροχή όλων των απαραίτητων πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία του ταμείου FPAP, η τελευταία δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή ούτε τον τρόπο χρησιμοποίησης των ταμειακών διαθέσιμων του εν λόγω ταμείου ούτε τα λογιστικά του στοιχεία. Ελλείψει των εν λόγω πληροφοριών και για να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου (34), η Επιτροπή φρονεί ότι είναι χρήσιμη η παροχή ορισμένων προσανατολισμών σχετικά με την μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων.

(135)

Προσδιορίζοντας τους ανωτέρω προσανατολισμούς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι, με γνώμονα τις ανωτέρω συμβάσεις, το ταμείο FPAP έχει την υποχρέωση να τηρεί λογιστικά αρχεία τα οποία θα επιτρέπουν την ενημέρωση σχετικά με τη χρήση των προκαταβολών καθώς και την κατανομή των πόρων και των δαπανών και δεσμεύεται να τηρεί λογιστικά βιβλία για μια περίοδο τουλάχιστον 10 ετών και να τα θέτει στη διάθεση των διαφόρων κρατικών οργάνων κατόπιν ενός απλού αιτήματος (βλ. αιτιολογική σκέψη 27). Με βάση τα στοιχεία αυτά, οι αρχές ή οι οργανισμοί που έχουν αναλάβει την εφαρμογή της απόφασης ανάκτησης θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τις κινήσεις των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου FPAP καθώς και την κατάσταση των εν λόγω ταμειακών διαθέσιμων κατά τη στιγμή που θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή αυτή η απόφαση. Άλλωστε, δεδομένου ότι τα λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων αλιείας τηρούνται εν γένει από ομίλους διαχείρισης που ανήκουν στο Κέντρο διαχείρισης της αλιείας μικρής κλίμακας, καθίσταται εξίσου δυνατός ο εντοπισμός, στα βιβλία των επιχειρήσεων αλιείας, των αποζημιώσεων που κατέβαλλε το ταμείο FPAP.

6.1.   Ανάκτηση από το ταμείο FPAP

(136)

Το ποσό της μη συμβατής ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί από το ταμείο FPAP αντιστοιχεί στο μέρος της κρατικής ενίσχυσης που τελικά δεν μεταβιβάστηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις, δηλαδή στο ποσό των προκαταβολών το οποίο χρηματοδότησε τα λειτουργικά έξοδα του ταμείου FPAP καθώς και το ποσό των προκαταβολών που διατηρήθηκε στα ταμειακά διαθέσιμα του. Το συνολικό ποσό των λειτουργικών εξόδων θα μπορούσε να είναι γνωστό στην αρχή που έχει αναλάβει να υλοποιήσει την ανάκτηση βάσει των λογιστικών βιβλίων του ταμείου FPAP. Δεδομένου του ανταλλάξιμου χαρακτήρα των χρημάτων και της αδυναμίας διάκρισης της προέλευσης τους όσον αφορά τη χρησιμοποίησή τους, η Επιτροπή φρονεί ότι το μέρος των κρατικών προκαταβολών που χρηματοδότησαν τα λειτουργικά έξοδα αντιστοιχεί στο σύνολο των εξόδων αυτών επηρεασμένο από την αναλογία των προκαταβολών σε σχέση με το σύνολο των εν λόγω προκαταβολών και των ιδίων πόρων του ταμείου FPAP (εισφορές των μελών). Ομοίως, το ποσό των προκαταβολών που διατηρείται στα ταμειακά διαθέσιμα μπορεί να καθοριστεί επηρεάζοντας στα υπόλοιπα ταμειακά διαθέσιμα με την ίδια αναλογία

6.2.   Ανάκτηση από τις αλιευτικές επιχειρήσεις

(137)

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η επιστρεπτέα ενίσχυση από το σύνολο των επιχειρήσεων αλιείας αντιστοιχεί στα 65 ή 77 εκατομμύρια των προκαταβολών, πλην του ποσού που ανακτήθηκε από το ταμείο FPAP σύμφωνα με τα δεδομένα που προκύπτουν στην αιτιολογική σκέψη 136. Όσον αφορά την κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση από καθεμία από τις επιχειρήσεις, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν, από λογιστικής απόψεως, να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ενίσχυση που έχει χαρακτηριστεί ως κρατική και σε αυτή η οποία δεν αποδίδεται στο Κράτος (βλ. παράγραφο 4.2.1.2 της παρούσας απόφασης).

(138)

Η Επιτροπή φρονεί ότι η κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αλιείας δύναται να υπολογιστεί βάσει της αποζημίωσης που λαμβάνεται από κάθε επιχείρηση δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο.

(139)

Λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού αυτήν την αποζημίωση, η Επιτροπή εξαιρεί το ισοδύναμο επιδότησης της οικονομίας που πραγματοποιήθηκε από κάθε επιχείρηση αλιείας από την αγορά καυσίμων σε μία τιμή χαμηλότερη από αυτή της αγοράς. Η Επιτροπή φρονεί ότι η εν λόγω εξαίρεση είναι δικαιολογημένη καθώς οι επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν από προτιμησιακές τιμές για τα καύσιμά τους είναι οι ίδιες που ευνοήθηκαν από τις αποζημιώσεις δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο, κάτι που ισχύει και σε ανάλογα ποσοστά τα οποία είναι απολύτως συγκρίσιμα καθώς όσο περισσότερα καύσιμα αγόραζε μια επιχείρηση σε προτιμησιακή τιμή, τόσο περισσότερο λάμβανε αυξημένες αποζημιώσεις, και αντίστροφα. Επιλέγοντας αυτήν τη βάση, δεν τίθεται συνεπώς θέμα διαστρέβλωσης ανάμεσα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις όσον αφορά τις υποχρεώσεις επανακαταβολής τις οποίες καλούνται να εκπληρώσουν. Εξάλλου, η Επιτροπή σημειώνει ότι, αν λαμβάνονταν υπόψη τα εν λόγω ισοδύναμα επιδοτήσεων στη βάση υπολογισμού, θα ήταν απαραίτητο να υπολογιστεί, για κάθε τροφοδοσία σε καύσιμα που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου δραστηριοποίησης του ταμείου FPAP στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου, η διαφορά μεταξύ της δαπάνης που θα προέκυπτε από την αγορά κατά τη διάρκεια της ημέρας και του πραγματικού κόστους που τιμολόγησε ο συνεταιρισμός αφού πρώτα καθοριστεί ποια θα ήταν η τιμή της ημέρας που εφαρμόστηκε στο είδος του καυσίμου που αγοράστηκε και στο σημείο του εφοδιασμού. Αυτή η μέθοδος θα ήταν πιο δύσκολο να εφαρμοστεί. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή φρονεί ότι είναι προτιμότερο να προτείνει μια βάση υπολογισμού που θα διευκολύνει το έργο των αρχών και των οργανισμών που έχουν αναλάβει την εφαρμογή της απόφασης ανάκτησης των ενισχύσεων.

(140)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι η κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αλιείας μπορεί να υπολογιστεί βάσει της αποζημίωσης που λαμβάνεται από κάθε επιχείρηση δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο. Η κρατική ενίσχυση προς ανάκτηση πρέπει να υπολογιστεί βάσει αυτής της αποζημίωσης κατά ένα ποσοστό που να αντιστοιχεί στην αναλογία του συνολικού ποσού της κρατικής ενίσχυσης προς ανάκτηση από τις αλιευτικές επιχειρήσεις προς το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις από το ταμείο FPAP δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο.

(141)

Το ποσό προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αλιείας θα πρέπει συνεπώς να υπολογιστεί σύμφωνα με τους παρακάτω τύπους:

Formula

Ή

R*Ent

=

ποσό προς ανάκτηση από την επιχείρηση αλιείας

I

=

ποσό αποζημίωσης που έλαβε η επιχείρηση αλιείας δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο

Προκαταβολές

=

65 ή 77 εκατομμύρια EUR

R*FPAP

=

ποσό προς ανάκτηση από το ταμείο FPAP σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκαταλέγονται στην αιτιολογική σκέψη 136

Συνολικό I

=

συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που κατέβαλλε το ταμείο FPAP στις αλιευτικές επιχειρήσεις δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο

(142)

Στον εν λόγω τύπο λαμβάνεται υπόψη η παραδοχή σύμφωνα με την οποία το ταμείο FPAP αποκόμισε κέρδη στις προθεσμιακές αγορές, κέρδη τα οποία εν συνεχεία μεταβιβάστηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις. Όπως περιγράφεται στην παρούσα απόφαση, αυτή είναι η πιο εύλογη περίπτωση. Ωστόσο, πρέπει επίσης να προβλεφθεί το ενδεχόμενο όπου το ταμείο FPAP υπέστη ζημιές στις προθεσμιακές αγορές και σε αυτή την περίπτωση προκύπτει ότι οι αλιευτικές επιχειρήσεις θα είχαν ευνοηθεί από ένα συνολικό ποσό αποζημιώσεων κατώτερο του ποσού των προκαταβολών πλην του ποσού προς ανάκτηση από το ταμείο FPAP. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πηλίκο (Προκαταβολές – R*FPAP)/Συνολικό I είναι γενικά μεγαλύτερος από 1, κυρίως αν το ποσό «R*FPAP» είναι μικρό· η εφαρμογή του ανωτέρω τύπου θα είχε συνεπώς ως αποτέλεσμα η ανάκτηση του συνολικού ποσού από τις αλιευτικές επιχειρήσεις να είναι μεγαλύτερη από τα κέρδη τους. Για το λόγο αυτό, σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να προβλεφθεί ότι το ποσό προς ανάκτηση από κάθε επιχείρηση αντιστοιχεί στο ποσό της αποζημίωσης που έλαβε η επιχείρηση αυτή δυνάμει της ασφάλισης για το πετρέλαιο. Στην περίπτωση αυτή, το υπόλοιπο μεταξύ των κρατικών προκαταβολών και των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στις αλιευτικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να ανακτηθούν από το ταμείο FPAP, το οποίο στην πραγματικότητα έκανε χρήση αυτής της διαφοράς.

(143)

Οι κρατικές ενισχύσεις που ευνοούν τις αλιευτικές επιχειρήσεις δύνανται να μην υπόκεινται στη διαδικασία ανάκτησης εάν, κατά την ημερομηνία χορήγησής τους, πληρούν τους όρους του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 ή αυτούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 875/2007 σχετικά τις ενισχύσεις de minimis,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στο ταμείο για την πρόληψη των κινδύνων του αλιευτικού κλάδου (FPAP) για την απόκτηση χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές πετρελαίου και η οποία εφαρμόστηκε παράνομα από τη Γαλλία, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η ενίσχυση που χορηγήθηκε στις αλιευτικές επιχειρήσεις υπό μορφή ελάφρυνσης των δαπανών τους για τα καύσιμα και η οποία εφαρμόστηκε παράνομα από τη Γαλλία, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Μια μεμονωμένη ενίσχυση που χορηγήθηκε σε αλιευτική επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου (35) δεν υπόκειται στη διαδικασία ανάκτησης εάν, κατά τη στιγμή της χορήγησής της, πληροί τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, ο οποίος ίσχυε τη στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης.

Άρθρο 4

1.   Η Γαλλία υποχρεούται να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2.

2.   Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι και την πραγματική τους ανάκτηση.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει της μεθόδου του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (36).

4.   Η Γαλλία ακυρώνει όλες τις εκκρεμούσες πληρωμές των ενισχύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 1 και 2, από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 5

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε η παρούσα απόφαση να εφαρμοστεί εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίησή της.

Άρθρο 6

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης η Γαλλία διαβιβάζει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (βασικό και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από το ταμείο FΡΑΡ·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και προβλεφθεί προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

τα έγγραφα που υποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στο ταμείο FPAP να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, με απλό αίτημα της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από το FPAP.

Άρθρο 7

1.   Εντός δύο μηνώ από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης η Γαλλία διαβιβάζει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κατάλογο με τις αλιευτικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 2 και το συνολικό ποσό που έλαβε η καθεμία από αυτές,

β)

το συνολικό ποσό (βασικό και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο,

γ)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και προβλεφθεί προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση,

δ)

τα έγγραφα που υποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Υποβάλλει αμέσως, με απλό αίτημα της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 8

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2008.

Για την Επιτροπή

Joe BORG

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 91 της 19.4.2006, σ. 30.

(3)  ΕΕ C 229 της 14.9.2004, σ. 5.

(4)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1993, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91, AGF-Cancava, Συλλογή 1993, σ. I-637.

(5)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-222/04, Cassa di Risparmio, Συλλ. 2006, σ. I-289.

(6)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 1999, C-342/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σελ. I-2459· απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DMTransports, Συλλογή 1999, σελ. I-3913· απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T-152/99, Andrès Molina, Συλλογή 2002, σελ. I-3049.

(7)  ΕΕ C 307 της 17.12.2003, σ. 11.

(8)  ΕΕ C 220 της 8.9.2005, σ. 2.

(9)  Σε αντίθεση με τον αριθμό που αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, τα πλοία αυτής της κατηγορίας (άνω των 12 μέτρων) δεν αντιπροσωπεύουν το 95,3 % των πλοίων που είναι μέλη του ταμείου FPAP. Στην πραγματικότητα είναι το 95,3 % των πλοίων αυτής της κατηγορίας που καλύπτει το ταμείο FPAP.

(10)  N. Coulon, Οι νέες τραπεζικές αναλογίες των χρεών των επιχειρήσεων ΤΡΑΠΕΖΑ αριθ. 511 Δεκέμβριος 1990, οι οποίες αναφέρονται από τον Alain Galesnes στο «Η τραπεζική διάγνωση της επιχείρησης» από τις Εκδόσεις του Κέντρου Εφαρμοσμένων Οικονομικών Μελετών και Ερευνών (CEREFIA) Rennes, 1994/2004.

(11)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002 C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-4397, κυρίως τα σημεία 53 έως 56.

(12)  http://pecheaquaculture.region-bretagne.fr

(13)  Αυτό το όριο τελικά διατηρήθηκε στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 875/2007 της Επιτροπής (βλ. σημείωση 14).

(14)  ΕΕ L 325 της 28.10.2004, σ. 4.

(15)  Βλ. σημείωση 14.

(16)  Πηγή: Περιφερειακό οικονομικό παρατηρητήριο αλιείας της Βρετάνης «Αποτελέσματα αλιευτικού στόλου περιορισμένης κλίμακας 2005/2006», Συνοπτική παρουσίαση

(17)  Οι αναφορές στα μέρη 3.1 και 3.2 παραπέμπουν στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 11. Το μέρος 3.1 εξέταζε την ενίσχυση για την απόκτηση δικαιωμάτων προαίρεσης στις προθεσμιακές αγορές και τα χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα που ως εκ τούτου προέκυπταν για το ταμείο FPAP και τις αλιευτικές επιχειρήσεις· το μέρος 3.2 εξέταζε την αποζημίωση για την αγορά καυσίμων για τις ίδιες επιχειρήσεις.

(18)  Ειδικότερα: αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, Συλλογή 1974, σ.709· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Γαλλία κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Kimberly Clark», C-241/94, Συλλ. 1996 σ. I-4551· της 12ης Οκτωβρίου 2000, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-480/98, Συλλογή 2000, σ. I-8717· και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-5/01, Συλλ. 2002,σ. I-11991.

(19)  Βλ. παράγραφο II της ομιλίας του κ. D. Bussereau, υπουργού Γεωργίας και Αλιείας, που πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2005 στη γενική συνέλευση της Εθνικής Επιτροπής Θαλάσσιας Αλιείας και εκτροφής· το έγγραφο είναι διαθέσιμο στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: http://agriculture.gouv.fr/IMG/pdf/discours_300605_ag-cnpm.pdf

(20)  ΕΕ L 99 της 7.4.2006, σ. 21.

(21)  COM(2007) 73 τελικό.

(22)  Πηγές: OFIMER Οι αριθμοί-κλειδιά του κλάδου της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας στη Γαλλία, έκδοση 2006. Ομοίως, Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία και Global Trade Information Service.

(23)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ης Απριλίου 1998, T-241/95, Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, Συλλ. 1998, σ. II-717, σημείο 67.

(24)  Εθνοσυνέλευση — Πρακτικά της συνεδρίασης της 25ης Οκτωβρίου 2006, ακρόαση του κ. Dominique Bussereau, Υπουργού Γεωργίας και Αλιείας.

(25)  COM(2006) 103 τελικό.

(26)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(27)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1999 C-251/97, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-6639, σημείο 35.

(28)  Απόφαση του Εφετείου της Rennes της 16ης Ιουνίου 1998, Marziou κατά Louzaouen, στο Γαλλικό Ναυτικό Δίκαιο, αριθ. 588, Δεκέμβριος 1998, σ. 1201 και επ. (Εκδόσεις Lamy).

(29)  Διαθέσιμο στη διεύθυνση www.legifrance.gouv.fr/

(30)  Εγκύκλιος του Υπουργείου Εξοπλισμού αριθ. 13 της 25ης Ιουλίου, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www2.equipement.gouv.fr/bulletinofficiel/fiches/BO200313/Une.htm

(31)  Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας 203 στις 3 Σεπτεμβρίου 2003, σ. 15051.

(32)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(33)  Απόφαση του Δικαστηρίου στις 29.4.2004, Υπόθεση C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλ. 2004, σ. I-3925, σημείο 75.

(34)  Απόφαση του Δικαστηρίου στις 12.10.2000, C-480/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλ. 2000, σ. I-8715, σημείο 25.

(35)  ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.

(36)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/88


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 5ης Δεκεμβρίου 2008

σχετικά με τη μη καταχώριση του θειικού οξέος στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 7612]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/937/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ προβλέπει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί, επί περίοδο 12 ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω οδηγίας, να εγκρίνει τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας και τα οποία διατίθενται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποίησης, ενώ παράλληλα οι εν λόγω ουσίες εξετάζονται σταδιακά στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος εργασίας.

(2)

Οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1112/2002 (2) και (ΕΚ) αριθ. 2229/2004 (3) καθορίζουν λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του τέταρτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και θεσπίζουν κατάλογο δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογηθούν με σκοπό την ενδεχόμενη καταχώρισή τους στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει το θειικό οξύ.

(3)

Για το θειικό οξύ αξιολογήθηκαν οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1112/2002 και (ΕΚ) αριθ. 2229/2004 για μια σειρά χρήσεων που προτάθηκαν από τον κοινοποιούντα. Επιπλέον, οι εν λόγω κανονισμοί ορίζουν τα κράτη μέλη-εισηγητές που πρέπει να υποβάλουν τις σχετικές εκθέσεις αξιολόγησης και συστάσεις στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2229/2004. Για το θειικό οξύ κράτος μέλος-εισηγητής ορίστηκε η Γαλλία και τον Οκτώβριο του 2007 υποβλήθηκαν όλες οι σχετικές πληροφορίες.

(4)

Η Επιτροπή εξέτασε το θειικό οξύ σύμφωνα με το άρθρο 24α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2229/2004. Σχέδιο έκθεσης ανασκόπησης εξετάστηκε από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και οριστικοποιήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2008 υπό τη μορφή έκθεσης ανασκόπησης της Επιτροπής.

(5)

Κατά την εξέταση της εν λόγω δραστικής ουσίας και βασιζόμενη στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη, η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκούν για την οριστικοποίηση της εκτίμησης επικινδυνότητας για τον καταναλωτή και για τον καθορισμό ενός αξιόπιστου αποδεκτού επιπέδου έκθεσης του χρήστη και ότι η τιμή αυτή είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή της εκτίμησης επικινδυνότητας για το χρήστη. Επιπλέον, στην έκθεση ανασκόπησης της εν λόγω ουσίας περιλαμβάνονται και άλλοι λόγοι ανησυχίας που προέβαλε το κράτος μέλος-εισηγητής στην οικεία έκθεση αξιολόγησης.

(6)

Η Επιτροπή κάλεσε τον κοινοποιούντα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με τα αποτελέσματα της επιστημονικής εξέτασης και σχετικά με την πρόθεσή του να στηρίξει ή να μη στηρίξει περαιτέρω την ουσία. Ο κοινοποιών υπέβαλε τις παρατηρήσεις του, οι οποίες εξετάστηκαν προσεκτικά. Ωστόσο, παρά τα επιχειρήματα που προέβαλε ο κοινοποιών, οι προαναφερθέντες λόγοι ανησυχίας δεν μπόρεσαν να απαλειφθούν και οι αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν δεν απέδειξαν ότι είναι δυνατόν, υπό τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσης, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν θειικό οξύ να πληρούν γενικά τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

(7)

Επομένως, το θειικό οξύ δεν πρέπει να καταχωριστεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

(8)

Πρέπει να ληφθούν μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι οι υπάρχουσες εγκρίσεις για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν θειικό οξύ θα ανακληθούν εντός καθορισμένης προθεσμίας και δεν θα ανανεωθούν ούτε θα χορηγηθούν νέες εγκρίσεις για ανάλογα προϊόντα.

(9)

Τυχόν περίοδος χάριτος που χορηγείται από ένα κράτος μέλος για την απόσυρση προς καταστροφή, την αποθήκευση, τη διάθεση στην αγορά και τη χρησιμοποίηση των υφιστάμενων αποθεμάτων φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν θειικό οξύ πρέπει να περιορίζεται σε δώδεκα μήνες, ώστε να επιτραπεί η χρησιμοποίηση των υφιστάμενων αποθεμάτων για μία ακόμη καλλιεργητική περίοδο και να εξασφαλιστεί ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν θειικό οξύ εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα για τους αγρότες για 18 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

(10)

Η παρούσα απόφαση δεν θίγει την υποβολή αίτησης για το θειικό οξύ σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 33/2008 της Επιτροπής, της 17ης Ιανουαρίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την καθιέρωση συνήθους και ταχείας διαδικασίας εκτίμησης των δραστικών ουσιών που συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα εργασίας το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, αλλά δεν έχουν περιληφθεί στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας (4), με σκοπό την ενδεχόμενη συμπερίληψη της ουσίας αυτής στο παράρτημα I.

(11)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το θειικό οξύ δεν καταχωρίζεται ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι εγκρίσεις για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν θειικό οξύ ανακαλούνται έως τις 5 Ιουνίου 2009·

β)

δεν χορηγούνται ούτε ανανεώνονται εγκρίσεις για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν θειικό οξύ από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

Τυχόν περίοδος χάριτος την οποία χορηγούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 6 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και εκπνέει το αργότερο στις 5 Ιουνίου 2010.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 5 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Ανδρούλλα ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 14.

(3)  ΕΕ L 379 της 24.12.2004, σ. 13.

(4)  ΕΕ L 15 της 18.1.2008, σ. 5.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/90


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 9ης Δεκεμβρίου 2008

για τον κατάλογο των δικαιούχων χωρών που μπορούν να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 8028]

(2008/938/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 και για τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 552/97, (ΕΚ) αριθ. 1933/2006 και των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1100/2006 και (ΕΚ) αριθ. 964/2007 (1), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 732/2008 προβλέπει τη χορήγηση ειδικού καθεστώτος παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση στις αναπτυσσόμενες χώρες που πληρούν ορισμένες απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 8 και 9 του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Κάθε αναπτυσσόμενη χώρα που επιθυμεί να υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων έπρεπε να υποβάλει την αίτησή της γραπτώς έως τις 31 Οκτωβρίου 2008, συνοδευόμενη από εκτενείς πληροφορίες όσον αφορά την κύρωση των σχετικών συμβάσεων, τις νομοθετικές διατάξεις και τα μέτρα που απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων των συμβάσεων και τη δέσμευσή της να αποδεχθεί και να συμμορφωθεί πλήρως με το μηχανισμό παρακολούθησης και επανεξέτασης που προβλέπεται στις αντίστοιχες συμβάσεις και στις συναφείς πράξεις. Για να χορηγηθεί το καθεστώς, η αιτούσα χώρα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ευάλωτη χώρα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008.

(3)

Η Επιτροπή έχει εξετάσει τις αιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008, και έχει καταρτίσει τον τελικό κατάλογο των δικαιούχων χωρών που πληρούν τα σχετικά κριτήρια. Επομένως, το ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων θα πρέπει να χορηγηθεί στις εν λόγω χώρες από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως την 31η Δεκεμβρίου 2011.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008, η συμμόρφωση με τα κριτήρια, τα οποία αποτελούν επίσης αντικείμενο των ερευνών που εκκρεμούν σε σχέση με τη Σρι Λάνκα (2) και το Ελ Σαλβαδόρ (3) και που κίνησε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 980/2005 του Συμβουλίου (4), εξετάζεται κατά τη διάρκεια των εν λόγω ερευνών.

(5)

Η έγκαιρη δημοσίευση της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να διασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης, δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 732/2008, για δημοσίευση ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον κατάλογο των χωρών που δικαιούνται το ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση από την 1η Ιανουαρίου 2009.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι ακόλουθες αναπτυσσόμενες χώρες επωφελούνται από το ειδικό καθεστώς παροχής κινήτρων για βιώσιμη ανάπτυξη και χρηστή διακυβέρνηση, που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 732/2008, από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως την 31η Δεκεμβρίου 2011:

(AM)

Αρμενία

(AZ)

Αζερμπαϊτζάν

(BO)

Βολιβία

(CO)

Κολομβία

(CR)

Κόστα Ρίκα

(EC)

Ισημερινός

(GE)

Γεωργία

(GT)

Γουατεμάλα

(HN)

Ονδούρα

(LK)

Σρι Λάνκα

(MN)

Μογγολία

(NI)

Νικαράγουα

(PE)

Περού

(PY)

Παραγουάη

(SV)

Ελ Σαλβαδόρ

(VE)

Βενεζουέλα

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στους εξής: Δημοκρατία της Αρμενίας, Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, Δημοκρατία της Βολιβίας, Δημοκρατία της Κολομβίας, Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα, Δημοκρατία του Ισημερινού, Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ, Γεωργία, Δημοκρατία της Γουατεμάλας, Δημοκρατία της Ονδούρας, Μογγολία, Δημοκρατία της Νικαράγουας, Δημοκρατία της Παραγουάης, Δημοκρατία του Περού, Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα και Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας.

Βρυξέλλες, 9 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Catherine ASHTON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 211 της 6.8.2008, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 277 της 18.10.2008, σ. 34.

(3)  ΕΕ L 108 της 18.4.2008, σ. 29.

(4)  ΕΕ L 169 της 30.6.2005, σ. 1.


12.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 334/s3


ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΏΣΤΗ

Τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να μην εμφανίζουν πλέον στα κείμενά τους τη μνεία της τελευταίας τροποποίησης των πράξεων στις οποίες παραπέμπουν.

Εάν δεν υπάρχει μνεία περί του αντιθέτου, οι πράξεις στις οποίες γίνεται παραπομπή στα κείμενα που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος νοούνται στην εκάστοτε ισχύουσα μορφή τους.