ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

51ό έτος
5 Δεκεμβρίου 2008


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1207/2008 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2008, περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 639/2004 για τη διαχείριση αλιευτικών στόλων που είναι νηολογημένοι σε εξόχως απόκεντρες περιοχές

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1208/2008 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

3

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1209/2008 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών για ορισμένα προϊόντα του τομέα της ζάχαρης, που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2008 για την περίοδο 2008/2009

5

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2008/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, όσον αφορά την τοποθέτηση ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών στην αγορά ( 1 )

7

 

*

Οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης

9

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Συμβούλιο

 

 

2008/903/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στην Ελβετική Συνομοσπονδία

15

 

 

2008/904/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, περί διορισμού ενός Ολλανδού τακτικού μέλους και δύο Ολλανδών αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών

18

 

 

2008/905/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, που τροποποιεί το παράρτημα 13 της κοινής προξενικής εγκυκλίου για τον τρόπο συμπλήρωσης της αυτοκόλλητης θεώρησης

19

 

 

2008/906/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για διορισμό στην Επιτροπή των Περιφερειών δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών από τη Δανία

21

 

 

Επιτροπή

 

 

2008/907/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για τον καθορισμό των υγειονομικών εγγυήσεων σχετικά με τη μεταφορά ιπποειδών από μια τρίτη χώρα προς μια άλλη τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 6296]  ( 1 )

22

 

 

2008/908/ΕΚ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2008, που επιτρέπει σε ορισμένα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν τα προγράμματά τους για την παρακολούθηση της ΣΕΒ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 7288]

24

 

 

III   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει της συνθήκης ΕΕ

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

 

*

Απόφαση-Πλαίσιο 2008/909/ΔΕ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση

27

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στην οδηγία 93/92/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με την τοποθέτηση διατάξεων φωτιστικού και φωτεινής σηματοδότησης στα δίκυκλα ή τρίκυκλα οχήματα με κινητήρα (ΕΕ L 311 της 14.12.1993)

47

 

 

 

*

Σημείωση για τον αναγνώστη (βλέπε σελίδα 3 του εξωφύλλου)

s3

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1207/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 28ης Νοεμβρίου 2008

περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 639/2004 για τη διαχείριση αλιευτικών στόλων που είναι νηολογημένοι σε εξόχως απόκεντρες περιοχές

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37 και το άρθρο 299 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 639/2004 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 2004, για τη διαχείριση αλιευτικών στόλων που είναι νηολογημένοι σε εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας (2), επιτρέπει παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (3). Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ένα γενικό καθεστώς για τη διαχείριση των εισόδων και εξόδων από το στόλο.

(2)

Το άρθρο 2, παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 639/2004 καθορίζει την περίοδο κατά την οποία ισχύει η παρέκκλιση από το καθεστώς εισόδου/εξόδου για τα αλιευτικά σκάφη που έχουν λάβει δημόσια ενίσχυση για ανανέωση. Η περίοδος αυτή είχε αρχικά περιορισθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007 και, εν συνεχεία, παρατάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 κατόπιν πολιτικής συμφωνίας που επετεύχθη στο Συμβούλιο στις 19 Ιουνίου 2006 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας.

(3)

Η πράξη της Επιτροπής με την οποία επιτρέπεται στα οικεία κράτη μέλη να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις θεσπίστηκε μεταγενέστερα από ό,τι προβλεπόταν. Δεδομένου ότι τα οικεία ναυπηγεία διαθέτουν περιορισμένη δυναμικότητα, η πλήρης εφαρμογή της συμφωνίας που επετεύχθη στο Συμβούλιο στις 19 Ιουνίου 2006 είναι αδύνατο να εξασφαλισθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2008.

(4)

Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να παραταθεί έως το 2001 η προθεσμία που έχει ορισθεί για την παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 639/2004.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 639/2004 θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

O κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 639/2004 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 2, το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Παρά το σημείο 3, για αλιευτικά σκάφη που έχουν λάβει δημόσια ενίσχυση για ανανέωση, η παρέκκλιση από το στοιχείο α) του σημείου 1, παύει να ισχύει δύο έτη μετά τη χορήγηση της δημόσιας ενίσχυσης για ανανέωση, και πάντως όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 2011.».

2.

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Εκθέσεις

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού όχι αργότερα από τις 30 Ιουνίου 2012.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. BARNIER


(1)  Γνώμη η οποία διατυπώθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 102 της 7.4.2004, σ. 9.

(3)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1208/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2008

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 5 Δεκεμβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MA

67,0

TR

79,7

ZZ

73,4

0707 00 05

JO

167,2

MA

60,3

TR

89,0

ZZ

105,5

0709 90 70

JO

230,6

MA

79,8

TR

87,5

ZZ

132,6

0805 10 20

BR

44,6

MA

68,4

TR

54,6

UY

34,6

ZA

43,6

ZW

43,5

ZZ

48,2

0805 20 10

MA

64,3

TR

65,0

ZZ

64,7

0805 20 30, 0805 20 50, 0805 20 70, 0805 20 90

AR

62,9

HR

49,2

IL

85,6

TR

58,9

ZZ

64,2

0805 50 10

MA

64,0

TR

57,7

ZA

79,4

ZZ

67,0

0808 10 80

CA

89,4

CL

67,1

CN

80,0

MK

34,8

US

107,7

ZA

113,0

ZZ

82,0

0808 20 50

AR

73,4

CL

48,4

CN

41,3

TR

110,3

US

122,0

ZZ

79,1


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/5


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1209/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2008

σχετικά με την τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών για ορισμένα προϊόντα του τομέα της ζάχαρης, που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2008 για την περίοδο 2008/2009

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2006, για καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 318/2006 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες στον τομέα της ζάχαρης (2), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη φράση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και τα ποσά των πρόσθετων δασμών που εφαρμόζονται κατά την εισαγωγή λευκής ζάχαρης, ακατέργαστης ζάχαρης και ορισμένων σιροπιών για την περίοδο 2008/2009 καθορίστηκαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2008 της Επιτροπής (3). Οι εν λόγω τιμές και δασμοί τροποποιήθηκαν τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1149/2008 της Επιτροπής (4).

(2)

Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, επί του παρόντος, η Επιτροπή οδηγούν στην τροποποίηση των εν λόγω ποσών, σύμφωνα με τους κανόνες και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 951/2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι δασμοί που εφαρμόζονται κατά την εισαγωγή των προϊόντων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 951/2006, που καθορίστηκαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2008 για την περίοδο 2008/2009, τροποποιούνται και αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 5 Δεκεμβρίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 178 της 1.7.2006, σ. 24.

(3)  ΕΕ L 258 της 26.9.2008, σ. 56.

(4)  ΕΕ L 309 της 20.11.2008, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αντιπροσωπευτικές τιμές και πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί για τη λευκή ζάχαρη, την ακατέργαστη ζάχαρη και τα προϊόντα του κωδικού ΣΟ 1702 90 95 που εφαρμόζονται από τις 5 Δεκεμβρίου 2008

(EUR)

Κωδικός ΣΟ

Ποσό της αντιπροσωπευτικής τιμής για 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

Ποσό του πρόσθετου δασμού για 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

1701 11 10 (1)

23,24

4,68

1701 11 90 (1)

23,24

9,91

1701 12 10 (1)

23,24

4,49

1701 12 90 (1)

23,24

9,48

1701 91 00 (2)

25,79

12,35

1701 99 10 (2)

25,79

7,82

1701 99 90 (2)

25,79

7,82

1702 90 95 (3)

0,26

0,39


(1)  Καθορισμός για τον ποιοτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα IV σημείο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

(2)  Καθορισμός για τον ποιοτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα IV σημείο II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

(3)  Καθορισμός ανά 1 % περιεκτικότητας σε σακχαρόζη.


ΟΔΗΓΙΕΣ

5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/7


ΟΔΗΓΊΑ 2008/103/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 19ης Νοεμβρίου 2008

για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών, όσον αφορά την τοποθέτηση ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών στην αγορά

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινοτικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/66/ΕΚ (3) θα πρέπει να αποσαφηνιστεί, ώστε οι ηλεκτρικές στήλες και οι συσσωρευτές που έχουν διατεθεί νομίμως στην αγορά οπουδήποτε στην Κοινότητα πριν από τις 26 Σεπτεμβρίου 2008 και δεν πληρούν τις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας να μπορούν να παραμείνουν στην κοινοτική αγορά μετά την εν λόγω ημερομηνία. Με αυτή την αποσαφήνιση θα υπάρξει ασφάλεια δικαίου για τις ηλεκτρικές στήλες που έχουν διατεθεί στην κοινοτική αγορά και αναμένεται ότι θα διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποσαφήνιση είναι σύμφωνη με την αρχή της ελαχιστοποίησης των αποβλήτων και αναμένεται ότι θα συμβάλει στη μείωση του διοικητικού φόρτου.

(2)

Κατόπιν των ανωτέρω, θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 2006/66/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ

Το άρθρο 6 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/66/ΕΚ αντικαθίσταται από τα ακόλουθα:

«2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι δεν διατίθενται στην αγορά μετά τις 26 Σεπτεμβρίου του 2008 ηλεκτρικές στήλες ή συσσωρευτές που δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Ηλεκτρικές στήλες και συσσωρευτές που δεν πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και διατίθενται στην αγορά μετά την εν λόγω ημερομηνία, αποσύρονται από την αγορά».

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 5 Ιανουαρίου 2009.

Όταν οι διατάξεις αυτές θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κυριοτέρων διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει από την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 19 Νοεμβρίου 2008.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.-P. JOUYET


(1)  Γνώμη που εδόθη στις 9 Ιουλίου 2008 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα στην ΕΕ).

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα στην ΕΕ) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2008.

(3)  ΕΕ L 266 της 26.9.2006, σ. 1.


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/9


ΟΔΗΓΊΑ 2008/104/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 19ης Νοεμβρίου 2008

περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 137 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3). Συγκεκριμένα, η παρούσα πράξη αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την πλήρη συμμόρφωση με το άρθρο 31 του χάρτη, το οποίο προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του καθώς και σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών.

(2)

Εξάλλου, το σημείο 7 του Κοινοτικού Χάρτη Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των εργαζομένων προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα· αυτό θα επιτευχθεί με την εναρμόνιση της προόδου για τις εν λόγω συνθήκες, ιδίως όσον αφορά μορφές εργασίας όπως η εργασία ορισμένου χρόνου, η εργασία με μερική απασχόληση, η εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και η εποχιακή εργασία.

(3)

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1995, η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 2 της συνθήκης, σχετικά με τη δράση που θα έπρεπε να ληφθεί σε κοινοτικό επίπεδο όσον αφορά την ελαστικότητα του χρόνου εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς την εργασία τους.

(4)

Έπειτα από τη διαβούλευση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν επιθυμητή η ανάληψη κοινοτικής δράσης και, στις 9 Απριλίου 1996, διαβουλεύθηκε περαιτέρω με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 3 της συνθήκης, επί του περιεχομένου της μελετώμενης πρότασης.

(5)

Στο προοίμιο της συμφωνίας-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, τα συμβαλλόμενα μέρη επεσήμαναν ότι είχαν την πρόθεση να εξετάσουν την ανάγκη σύναψης παρόμοιας συμφωνίας για την προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και αποφάσισαν να μην περιλάβουν τους προσωρινά απασχολούμενους στην οδηγία περί εργασίας ορισμένου χρόνου.

(6)

Οι γενικοί διατομεακοί οργανισμοί, δηλαδή η Ένωση των Συνομοσπονδιών Βιομηχανιών και Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE) (4), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων και Επιχειρήσεων Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (CEEP) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC), ενημέρωσαν την Επιτροπή, με κοινή επιστολή της 29ης Μαΐου 2000, ότι επιθυμούν να κινήσουν τη διαδικασία του άρθρου 139 της συνθήκης. Με επιπλέον κοινή επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 2001 ζήτησαν από την Επιτροπή παράταση της προθεσμίας του άρθρου 138 παράγραφος 4 κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή ικανοποίησε το αίτημα και παρέτεινε την προθεσμία των διαπραγματεύσεων έως τις 15 Μαρτίου 2001.

(7)

Στις 21 Μαΐου 2001, οι κοινωνικοί εταίροι αναγνώρισαν ότι οι διαπραγματεύσεις τους για την εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία.

(8)

Τον Μάρτιο του 2005, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε απαραίτητη την επανενεργοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβώνας και την επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων της για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Το Συμβούλιο ενέκρινε τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση 2005-2008, οι οποίες μεταξύ άλλων επιδιώκουν να προωθηθεί η ευελιξία σε συνδυασμό με την ασφάλεια της απασχόλησης και να μειωθεί ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του ρόλου των κοινωνικών εταίρων.

(9)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την ατζέντα κοινωνικής πολιτικής που καλύπτει την περίοδο έως το 2010, η οποία έτυχε ευμενούς υποδοχής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο του 2005 ως συμβολή στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβώνας μέσω της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεώρησε ότι οι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας και η μεγαλύτερη ποικιλία συμβατικών ρυθμίσεων, που θα συνδυάζει καλύτερα ευελιξία και ασφάλεια, θα συντελέσουν στη δυνατότητα προσαρμογής εργαζομένων και επιχειρήσεων. Επίσης, τον Δεκέμβριο του 2007, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε τις συμπεφωνημένες κοινές αρχές για την ευελιξία με ασφάλεια, οι οποίες επιτυγχάνουν τη χρυσή τομή μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας στην αγορά εργασίας και βοηθούν εργαζομένους και εργοδότες να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση.

(10)

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη χρήση της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, τη νομική κατάσταση, καθώς και το καθεστώς και τους όρους εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(11)

Η εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ανταποκρίνεται όχι μόνο στις ανάγκες ευελιξίας των επιχειρήσεων αλλά και στην ανάγκη των μισθωτών να συνδυασθεί η ιδιωτική και η επαγγελματική ζωή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας καθώς και στη συμμετοχή και στην ένταξη στην αγορά εργασίας.

(12)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει, για τους προσωρινά απασχολούμενους, προστατευτικό πλαίσιο το οποίο δεν επιτρέπει διακρίσεις, χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και είναι αναλογικό, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την ποικιλία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.

(13)

Η οδηγία 91/383/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας (5), ορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολούμενους όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία.

(14)

Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης, οι οποίοι εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολούμενους πρέπει να είναι τουλάχιστον εκείνοι που θα ίσχυαν για τους εργαζόμενους αυτούς εάν είχαν προσληφθεί από τον έμμεσο εργοδότη για την ίδια θέση.

(15)

Οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων. Για τους εργαζομένους οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης προστασίας που παρέχει αυτή η σύμβαση, πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα παρέκκλισης από τους κανόνες που εφαρμόζονται στον έμμεσο εργοδότη.

(16)

Για να αντιμετωπιστεί επιτυχώς η πολυμορφία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν τους όρους εργασίας και απασχόλησης, αρκεί να τηρείται το γενικό επίπεδο προστασίας για τους προσωρινά απασχολούμενους.

(17)

Επίσης, σε ορισμένες περιστάσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, βάσει συμφωνίας που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι σε εθνικό επίπεδο, να παρεκκλίνουν εντός ορίων από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, εφόσον παρέχεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας.

(18)

Η βελτίωση της στοιχειώδους προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων θα πρέπει να συνοδεύεται από περιοδική επανεξέταση των τυχόν περιορισμών ή απαγορεύσεων που ενδέχεται να έχουν επιβληθεί όσον αφορά την εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις αυτές μπορούν να δικαιολογούνται μόνο για λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν, ιδίως, την προστασία των εργαζομένων, τις απαιτήσεις για την υγεία και την ασφάλεια κατά την εργασία και την ανάγκη να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας και η πρόληψη των καταχρήσεων.

(19)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων ούτε θα πρέπει να επηρεάζει τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως φερειπείν το δικαίωμα να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις βάσει της εθνικής νομοθεσίας και πρακτικής, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το προβάδισμα της κοινοτικής νομοθεσίας.

(20)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν περιορισμούς ή απαγορεύσεις της προσφυγής στην προσωρινή απασχόληση δεν θίγουν τις εθνικές νομοθεσίες ή πρακτικές που απαγορεύουν την αντικατάσταση των απεργών εργαζόμενων από προσωρινά απασχολούμενους.

(21)

Σε περιπτώσεις παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες χάριν διαφύλαξης των δικαιωμάτων των προσωρινά απασχολουμένων, καθώς και κυρώσεις οι οποίες να είναι ουσιαστικές, αποτρεπτικές και ανάλογες.

(22)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης όσον αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης, και υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (6).

(23)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση εναρμονισμένου, σε κοινοτικό επίπεδο, πλαισίου προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, ως εκ τούτου, λόγω της έκτασης ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, με τη θέσπιση στοιχειωδών απαιτήσεων που θα εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Κοινότητα, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους εργαζόμενους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης με σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι τοποθετούνται σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης ή έμμεσοι εργοδότες και οι οποίες ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του εάν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

3.   Έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εργασίας ή στις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας που συνάπτονται στο πλαίσιο ειδικού δημόσιου ή επιδοτούμενου από δημόσιες αρχές προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης, ένταξης ή επιμόρφωσης.

Άρθρο 2

Σκοπός

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων και στη βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης, με την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή εκτίθεται στο άρθρο 5, στους προσωρινά απασχολούμενους και με την αναγνώριση των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την ανάγκη θέσπισης κατάλληλου πλαισίου για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση προκειμένου να ενισχυθεί ουσιαστικά η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)

«εργαζόμενος»: το πρόσωπο το οποίο, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας για την απασχόληση·

β)

«εταιρεία προσωρινής απασχόλησης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολουμένους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους·

γ)

«προσωρινά απασχολούμενος»: ο εργαζόμενος ο οποίος έχει σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να τοποθετηθεί σε έμμεσο εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του·

δ)

«έμμεσος εργοδότης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο και υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση του οποίου εργάζεται προσωρινά ο προσωρινά απασχολούμενος·

ε)

«τοποθέτηση»: η περίοδος κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του·

στ)

«βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης»: οι όροι εργασίας και απασχόλησης που ορίζονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις ή/και άλλες δεσμευτικές γενικές διατάξεις που ισχύουν για τον έμμεσο εργοδότη και αφορούν:

i)

τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, τις υπερωρίες, τα διαλείμματα, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες και τις αργίες·

ii)

τις αποδοχές.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον ορισμό των αποδοχών, της σύμβασης εργασίας, της εργασιακής σχέσης ή του εργαζόμενου.

Τα κράτη μέλη δεν εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εργαζομένους, συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας αποκλειστικώς και μόνο για τον λόγο ότι αφορούν εργαζομένους με μερική απασχόληση, εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή πρόσωπα που έχουν σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης.

Άρθρο 4

Επανεξέταση των περιορισμών ή απαγορεύσεων

1.   Απαγορεύσεις ή περιορισμοί όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση δικαιολογούνται μόνο από λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν ιδίως την προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στην εργασία ή την ανάγκη διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας και της αποφυγής καταχρήσεων.

2.   Μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2011, τα κράτη μέλη, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και τις πρακτικές, επανεξετάζουν τους περιορισμούς ή απαγορεύσεις σχετικά με τη χρήση της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν δικαιολογούνται από τους λόγους που σημειώνονται στην παράγραφο 1.

3.   Εάν τέτοιοι περιορισμοί ή απαγορεύσεις προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις, η επανεξέταση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 μπορεί να διενεργείται από τους κοινωνικούς εταίρους οι οποίοι διαπραγματεύθηκαν τη σχετική σύμβαση.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν θίγουν τις εθνικές απαιτήσεις σχετικά με την καταχώριση, την αδειοδότηση, την πιστοποίηση, την οικονομική εγγύηση ή την εποπτεία των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης.

5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα αποτελέσματα της επανεξέτασης στην οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 2 και 3 μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Άρθρο 5

Αρχή της ίσης μεταχείρισης

1.   Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους σε έμμεσο εργοδότη, είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν εάν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, οι κανόνες που ισχύουν στον έμμεσο εργοδότη όσον αφορά:

α)

την προστασία των εγκύων και γαλουχουσών γυναικών και την προστασία των παιδιών και των νέων· καθώς και

β)

την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και κάθε δράση για την καταπολέμηση οιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,

πρέπει να τηρούνται όπως έχουν θεσπιστεί με νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις ή/και άλλες γενικές διατάξεις.

2.   Όσον αφορά τις αποδοχές, τα κράτη μέλη μπορούν, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, να προβλέπουν δυνατότητα εξαίρεσης από την αρχή που ορίζεται στην παράγραφο 1, στην περίπτωση που οι προσωρινά απασχολούμενοι, οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, εξακολουθούν να αμείβονται στο διάστημα μεταξύ δύο τοποθετήσεων.

3.   Έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα κράτη μέλη μπορούν να τους παρέχουν, στο ενδεδειγμένο μέτρο και υπό τους όρους που καθορίζουν τα κράτη μέλη, την εναλλακτική δυνατότητα να διατηρούν ή να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες θα σέβονται μεν τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, παράλληλα όμως θα μπορούν να θεσπίζουν ρυθμίσεις όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν από εκείνες της παραγράφου 1.

4.   Εφόσον για τους εργαζόμενους αυτούς προβλέπεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας, τα κράτη μέλη στα οποία ο νόμος δεν προβλέπει σύστημα αναγόρευσης συλλογικών συμβάσεων γενικής εφαρμογής ή δεν προβλέπεται από τον νόμο ή την πρακτική σύστημα για την επέκταση των διατάξεών τους σε όλες τις ανάλογες επιχειρήσεις συγκεκριμένου κλάδου ή γεωγραφικής περιοχής, μπορούν, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους σε εθνικό επίπεδο και βάσει συμφωνίας που συνάπτουν με αυτούς, να ορίσουν ρυθμίσεις σχετικά με τις βασικές συνθήκες εργασίας και απασχόλησης που να παρεκκλίνουν από την αρχή που ορίζεται με την παράγραφο 1. Στις ρυθμίσεις αυτές προβλέπεται ενδεχομένως ικανό χρονικό διάστημα για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Οι ρυθμίσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην παρούσα παράγραφο συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία και είναι επαρκώς ακριβείς και προσιτές ώστε οι σχετικοί τομείς και επιχειρήσεις να μπορούν να αναγνωρίζουν και να πληρούν τις υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διευκρινίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, αν τα επαγγελματικά συστήματα ασφάλισης, περιλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών συστημάτων, των συστημάτων παροχών σε περίπτωση ασθενείας ή των συστημάτων χρηματοδοτικής συμμετοχής εμπίπτουν στις βασικές συνθήκες εργασίας και απασχόλησης της παραγράφου 1. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν θίγουν τυχόν εξίσου ευνοϊκές ή ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους συμφωνίες σε εθνικό, περιφερειακό, τοπικό ή κλαδικό επίπεδο.

5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική, για να αποτραπεί η καταχρηστική εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ειδικότερα να αποτραπούν οι διαδοχικές αλλαγές της θέσης απασχόλησης που αποσκοπούν σε καταστρατήγηση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τυχόν λήψη τέτοιων μέτρων.

Άρθρο 6

Πρόσβαση σε θέση εργασίας, συλλογικές εγκαταστάσεις και επαγγελματική κατάρτιση

1.   Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τυχόν κενές θέσεις εργασίας στον έμμεσο εργοδότη, προκειμένου να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζομένους της επιχείρησης να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παρέχεται με γενική ανακοίνωση αναρτημένη σε κατάλληλο σημείο μέσα στην επιχείρηση για την οποία και υπό την επίβλεψη της οποίας τοποθετούνται οι προσωρινά απασχολούμενοι.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να είναι άκυρες ή ακυρώσιμες τυχόν ρήτρες οι οποίες απαγορεύουν ή παρακωλύουν τη σύναψη σύμβασης εργασίας ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του έμμεσου εργοδότη και του προσωρινά απασχολούμενου μετά τη λήξη της τοποθέτησής του.

Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει διατάξεις δυνάμει των οποίων οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης λαμβάνουν εύλογο αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρέχουν στον έμμεσο εργοδότη όσον αφορά την τοποθέτηση, την πρόσληψη και την κατάρτιση των προσωρινά απασχολουμένων.

3.   Οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης δεν ζητούν αμοιβή από τους εργαζομένους ως αντάλλαγμα της πρόσληψής τους σε έμμεσο εργοδότη ή, σε περίπτωση που συνάπτουν σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με τον έμμεσο εργοδότη, μετά την εκτέλεση εργασίας στον εν λόγω έμμεσο εργοδότη.

4.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 1, οι προσωρινά απασχολούμενοι έχουν πρόσβαση στις ανέσεις ή τις συλλογικές εγκαταστάσεις του έμμεσου εργοδότη, ιδίως δε στα κυλικεία, τους παιδικούς σταθμούς και τα μεταφορικά μέσα, με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους εργαζόμενους που απασχολούνται απ’ ευθείας από την εν λόγω επιχείρηση, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση.

5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ή διευκολύνουν τον διάλογο μεταξύ κοινωνικών εταίρων, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές τους, με σκοπό:

α)

να βελτιωθεί η πρόσβαση των προσωρινά απασχολουμένων στην κατάρτιση και στους παιδικούς σταθμούς που παρέχουν οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, ακόμη και κατά τις περιόδους μεταξύ των τοποθετήσεων, προκειμένου να προαχθεί η σταδιοδρομία και η απασχολησιμότητά τους·

β)

να βελτιωθεί η πρόσβαση των προσωρινά απασχολουμένων στην κατάρτιση που παρέχεται στους εργαζομένους του έμμεσου εργοδότη.

Άρθρο 7

Εκπροσώπηση των προσωρινά απασχολουμένων

1.   Οι προσωρινά απασχολούμενοι συνυπολογίζονται, υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, κατά τον υπολογισμό του ορίου που απαιτείται για τη σύσταση οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, τα οποία προβλέπονται από το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο και τις συλλογικές συμβάσεις.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ότι, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν τα ίδια, οι προσωρινώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι συνυπολογίζονται κατά τον υπολογισμό του ορίου που απαιτείται για τη σύσταση οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων στον έμμεσο εργοδότη, τα οποία προβλέπονται από το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο και τις συλλογικές συμβάσεις, όπως εάν απασχολούνταν απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη για το ίδιο χρονικό διάστημα.

3.   Τα κράτη μέλη που επιλέγουν την εναλλακτική δυνατότητα της παραγράφου 2 δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 8

Ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων

Υπό την επιφύλαξη αυστηρότερων ή/και ειδικότερων εθνικών και κοινοτικών διατάξεων για την ενημέρωση και τη διαβούλευση και, ιδίως, της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (7), ο έμμεσος εργοδότης υποχρεούται να παρέχει κατάλληλες πληροφορίες για τη χρήση προσωρινά απασχολουμένων, όταν ενημερώνει τα όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με την εθνική και κοινοτική νομοθεσία, σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί εντός της επιχείρησης όσον αφορά την απασχόληση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 9

Στοιχειώδεις απαιτήσεις

1.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ευνοϊκότερες προς τους εργαζομένους ή να διευκολύνουν ή να επιτρέπουν τη σύναψη από τους κοινωνικούς εταίρους συλλογικών συμβάσεων ευνοϊκότερων προς τους εργαζομένους.

2.   Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν αποτελεί επ’ ουδενί επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στους τομείς που αυτή καλύπτει, υπό την επιφύλαξη πάντως των δικαιωμάτων των κρατών μελών ή/και των κοινωνικών εταίρων να θεσπίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τους την εξέλιξη των συνθηκών, νομοθετικές, κανονιστικές ή συμβατικές ρυθμίσεις διαφορετικές από τις ισχύουσες κατά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι τηρούνται οι στοιχειώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 10

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα δέοντα μέτρα για τις περιπτώσεις μη τήρησης της παρούσας οδηγίας από εταιρείες προσωρινής απασχόλησης ή έμμεσους εργοδότες. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που να επιβάλλουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παράβασης των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο στις 5 Δεκεμβρίου 2011. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των διατάξεων αυτών εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ιδίως ώστε οι εργαζόμενοι ή/και οι εκπρόσωποί τους να έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα μέσα για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που υπέχουν από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 11

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 5 Δεκεμβρίου 2011 ή διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις μέσω συμφωνίας, οπότε τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 12

Επανεξέταση από την Επιτροπή

Το αργότερο στις 5 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή επανεξετάζει, σε συνεννόηση με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο, την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, προκειμένου, εφόσον χρειάζεται, να προτείνει τις αναγκαίες τροποποιήσεις.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 19 Νοεμβρίου 2008.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.-P. JOUYET


(1)  ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 124.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 368), κοινή θέση του Συμβουλίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2008 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2008 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 303 της 14.12.2007, σ. 1.

(4)  Η UNICE άλλαξε την ονομασία της σε BUSINESSEUROPE τον Ιανουάριο του 2007.

(5)  ΕΕ L 206 της 29.7.1991, σ. 19.

(6)  ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 80 της 23.3.2002, σ. 29.


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Συμβούλιο

5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/15


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2008

σχετικά με την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στην Ελβετική Συνομοσπονδία

(2008/903/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (1) (εφεξής «συμφωνία»), η οποία υπεγράφη στις 26 Οκτωβρίου 2004 (2), και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2008 (3), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 της συμφωνίας, οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν εφαρμόζονται στην Ελβετική Συνομοσπονδία μόνον βάσει σχετικής αποφάσεως του Συμβουλίου, αφού εξακριβωθεί ότι πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του εν λόγω κεκτημένου.

(2)

Το Συμβούλιο, αφού εξακρίβωσε ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του μέρους του κεκτημένου του Σένγκεν το οποίο αφορά την προστασία των δεδομένων, κατέστησε δυνατή, διά της αποφάσεως 2008/421/ΕΚ (4), την εφαρμογή των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν που αφορούν το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν στην Ελβετική Συνομοσπονδία από τις 14 Αυγούστου 2008.

(3)

Το Συμβούλιο έχει εξακριβώσει, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διαδικασίες της αξιολόγησης Σένγκεν, όπως εκτίθενται στην απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 για την αξιολόγηση και την εφαρμογή του Σένγκεν [SCH/Com-ex(98) 26 def.] (5), ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν σε άλλους τομείς του κεκτημένου του Σένγκεν, ήτοι τα χερσαία σύνορα, την αστυνομική συνεργασία, το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν και τις θεωρήσεις.

(4)

Στις 27 Νοεμβρίου 2008, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία πληροί τις προϋποθέσεις σε καθέναν από τους αναφερόμενους τομείς.

(5)

Όσον αφορά την αξιολόγηση και την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν στους αερολιμένες, περαιτέρω επισκέψεις αξιολόγησης θα πρέπει να πραγματοποιηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο.

(6)

Επομένως, είναι δυνατόν να ορισθούν ημερομηνίες για την πλήρη εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν, και συγκεκριμένα ημερομηνίες κατά τις οποίες θα πρέπει να καταργηθούν οι έλεγχοι των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα με την Ελβετική Συνομοσπονδία. Εάν οι περαιτέρω επισκέψεις αξιολόγησης στους αερολιμένες δεν είναι επιτυχείς, θα πρέπει να επανεξετασθεί η ημερομηνία που καθορίζεται για την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν που διέπει την κατάργηση των ελέγχων των προσώπων στους αερολιμένες.

(7)

Από την ενωρίτερη μεταξύ των εν λόγω ημερομηνιών, θα πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί όσον αφορά τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν που προβλέπονται στην απόφαση 2007/421/ΕΚ.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 της συμφωνίας και με το άρθρο 14 παράγραφος 1 της συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς εντοπισμού του υπευθύνου κράτους για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου που έχει κατατεθεί σε κράτος μέλος ή στην Ελβετία (6), η τελευταία αυτή συμφωνία θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή από τις 12 Δεκεμβρίου 2008.

(9)

Η συμφωνία μεταξύ της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Βασιλείου της Δανίας σχετικά με τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ της Δανίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας όσον αφορά τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν που εμπίπτουν στον τίτλο IV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ορίζει ότι αρχίζει να ισχύει ως προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την ίδια ημερομηνία με την έναρξη ισχύος της συμφωνίας.

(10)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της συμφωνίας και ως συνέπεια της μερικής εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας που προβλέπεται στην απόφαση 2004/926/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τη θέση σε εφαρμογή από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας μερών του κεκτημένου του Σένγκεν (7), και ιδίως το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, θα πρέπει να εφαρμόζεται στις σχέσεις της Ελβετικής Συνομοσπονδίας με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας μέρος μόνον των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν που ισχύουν στην Ελβετική Συνομοσπονδία στις σχέσεις της με τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν.

(11)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο της συμφωνίας, και ως συνέπεια της μερικής εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν, αφενός, από την Κύπρο, και, αφετέρου, από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2003 και στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2005, αντίστοιχα, στις σχέσεις της Ελβετικής Συνομοσπονδίας με αυτά τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται μόνον το μέρος του κεκτημένου του Σένγκεν που εφαρμόζεται σε αυτά τα κράτη μέλη.

(12)

Η συμφωνία μεταξύ της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν καθώς και σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται στην Ελβετία, την Ισλανδία ή τη Νορβηγία, ορίζει ότι αρχίζει να ισχύει ως προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την ίδια ημερομηνία με την έναρξη ισχύος της συμφωνίας,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

1.   Όλες οι διατάξεις που αναφέρονται στα παραρτήματα Α και Β της συμφωνίας καθώς και κάθε πράξη που συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη μιας ή περισσότερων από τις διατάξεις αυτές, εφαρμόζεται στην Ελβετική Συνομοσπονδία, στις σχέσεις της με το Βασίλειο του Βελγίου, την Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, της Γαλλική Δημοκρατία, την Ιταλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Λεττονίας, τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, τη Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, τη Δημοκρατία της Πολωνίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, της Σλοβακική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας από τις 12 Δεκεμβρίου 2008.

Κατά το βαθμό που διέπουν την κατάργηση των ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στους αερολιμένες από τις 29 Μαρτίου 2009. Με απλή πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τις κυβερνήσεις των κρατών μελών στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν που διέπουν την κατάργηση των ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την ημερομηνία αυτή. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο καθορίζει νέα ημερομηνία με ομοφωνία των μελών αυτών.

Όλοι οι περιορισμοί για τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν από τα σχετικά κράτη μέλη αίρονται από τις 8 Δεκεμβρίου 2008.

2.   Οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν που ισχύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας βάσει του άρθρου 1 της απόφασης 2004/926/ΕΚ και κάθε πράξη που συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη μιας ή περισσότερων από αυτές τις διατάξεις, εφαρμόζονται στην Ελβετική Συνομοσπονδία, στις σχέσεις της με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας από τις 12 Δεκεμβρίου 2008.

3.   Οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν που εφαρμόζονται στην Κύπρο, αφενός, και στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, αφετέρου, βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2003 και του άρθρου 4 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2005, αντίστοιχα, και κάθε πράξη που συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη μιας ή περισσότερων από αυτές τις διατάξεις, εφαρμόζονται στην Ελβετική Συνομοσπονδία, στις σχέσεις της με την Κύπρο, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία από τις 12 Δεκεμβρίου 2008.

Άρθρο 2

Κατά παρέκκλιση από το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (8), επιτρέπεται στην Ελβετία να διατηρεί την απαλλαγή από τη θεώρηση για την Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, τις Μπαχάμες, τα Μπαρμπάντος και τον Άγιο Χριστόφορο και Νέβις από τις 12 Δεκεμβρίου 2008 μέχρις ότου αρχίσουν να ισχύουν οι συμφωνίες για την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και καθεμίας από τις χώρες αυτές.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

M. ALLIOT-MARIE


(1)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(2)  Αποφάσεις του Συμβουλίου 2004/849/ΕΚ (ΕΕ L 368 της 15.12.2004, σ. 26) και 2004/860/ΕΚ (ΕΕ L 370 της 17.12.2004, σ. 78).

(3)  Αποφάσεις του Συμβουλίου 2008/146/ΕΚ (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1) και 2008/149/ΔΕΥ (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 50).

(4)  ΕΕ L 149 της 7.6.2008, σ. 74.

(5)  ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 138.

(6)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 5.

(7)  ΕΕ L 395 της 31.12.2004, σ. 70.

(8)  ΕΕ L 81 της 21.3.2001, σ. 1.


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/18


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2008

περί διορισμού ενός Ολλανδού τακτικού μέλους και δύο Ολλανδών αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών

(2008/904/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 263,

την πρόταση της ολλανδικής κυβέρνησης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 24 Ιανουαρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2006/116/ΕΚ για τον διορισμό των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών από την περίοδο 26 Ιανουαρίου 2006 έως τις 25 Ιανουαρίου 2010 (1).

(2)

Η θέση ενός τακτικού μέλους της Επιτροπής των Περιφερειών έχει κενωθεί λόγω της παραίτησης του κ. Nico SCHOOF. Η θέση ενός αναπληρωματικού μέλους έχει κενωθεί λόγω της παραίτησης του κ. Lodewijk ASSCHER. Μια άλλη θέση ενός αναπληρωματικού μέλους έχει κενωθεί λόγω του διορισμού, διά της παρούσας απόφασης, του κ. Bas VERKERK ως τακτικού μέλους της Επιτροπής των Περιφερειών,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Διορίζονται στην Επιτροπή των Περιφερειών για το εναπομένον διάστημα της τρέχουσας θητείας, ήτοι έως τις 25 Ιανουαρίου 2010:

α)

ως τακτικό μέλος:

ο κ. Bas VERKERK, Burgemeester van Delft (αλλαγή εντολής)·

και

β)

ως αναπληρωματικά μέλη:

ο κ. Job COHEN, Burgemeester van Amsterdam,

ο κ. Hans KOK, Burgemeester van Hof van Twente.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

L. CHATEL


(1)  ΕΕ L 56 της 25.2.2006, σ. 75.


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/19


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2008

που τροποποιεί το παράρτημα 13 της κοινής προξενικής εγκυκλίου για τον τρόπο συμπλήρωσης της αυτοκόλλητης θεώρησης

(2008/905/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 789/2001 του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 2001, που επιφυλάσσει στο Συμβούλιο εκτελεστικές εξουσίες σχετικά με ορισμένες λεπτομερείς διατάξεις και πρακτικές διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων θεωρήσεων (1), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 1,

την πρωτοβουλία της Γαλλίας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι απαραίτητο να επικαιροποιηθεί η κοινή προξενική εγκύκλιος προκειμένου να αντανακλά την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν από την Ελβετική Συνομοσπονδία, δυνάμει της απόφασης 2008/903/ΕΚ (2).

(2)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. Δεδομένου ότι η παρούσα απόφαση βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου μέρους, τίτλος ΙV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 5 του προαναφερόμενου πρωτοκόλλου, θα αποφασίσει εντός εξαμήνου από την έκδοση της παρούσας απόφασης από το Συμβούλιο, εάν θα τη μεταφέρει στο εθνικό της δίκαιο.

(3)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν υπό την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν, οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας αυτής (3).

(4)

Η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (4). Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοσή της και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(5)

Η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (5). Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοσή της και δεν δεσμεύεται από αυτήν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(6)

Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν υπό την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (6), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (7).

(7)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν υπό την έννοια του πρωτοκόλλου που έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (8), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/261/ΕΚ του Συμβουλίου (9).

(8)

Όσον αφορά την Κύπρο, η παρούσα απόφαση συνιστά νομοθετική πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή άλλως αναφέρεται σε αυτό, υπό την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2003.

(9)

Η παρούσα απόφαση συνιστά νομοθετική πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή άλλως αναφέρεται σε αυτό, υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2005,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Προστίθεται ο ακόλουθος κωδικός στα παραδείγματα 11 και 14 του καταλόγου κωδικών των χωρών του παραρτήματος 13 της κοινής προξενικής εγκυκλίου:

«Ελβετική Συνομοσπονδία: CH».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την ημερομηνία που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1 παράγραφος 1 της απόφασης 2008/903/ΕΚ για την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του κεκτημένου του Σέγκεν στην Ελβετική Συνομοσπονδία (10).

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Πρόεδρος

M. ALLIOT-MARIE


(1)  ΕΕ L 116 της 26.4.2001, σ. 2.

(2)  Βλέπε σελίδα 15 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31.

(4)  ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43.

(5)  ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20.

(6)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(7)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1.

(8)  Έγγραφο 16462/06 του Συμβουλίου, διαθέσιμο στην http://register.consilium.europa.eu

(9)  ΕΕ L 83 της 26.3 2008, σ. 3.

(10)  Βλέπε σελίδα 15 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/21


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2008

για διορισμό στην Επιτροπή των Περιφερειών δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών από τη Δανία

(2008/906/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 263,

την πρόταση της δανικής κυβέρνησης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 24 Ιανουαρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2006/116/ΕΚ περί διορισμού των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών, για την περίοδο από 26 Ιανουαρίου 2006 έως 25 Ιανουαρίου 2010 (1).

(2)

Δύο θέσεις τακτικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών έχουν μείνει κενές λόγω της λήξης της θητείας της κ. Mona HEIBERG και της κ. Helene LUND. Δύο θέσεις αναπληρωματικών μελών έχουν μείνει κενές λόγω της λήξης της θητείας του κ. Jens Christian GJESING και της κ. Tove LARSEN,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Τα ακόλουθα πρόσωπα διορίζονται στην Επιτροπή των Περιφερειών, για το εναπομένον διάστημα της θητείας, ήτοι έως τις 25 Ιανουαρίου 2010:

α)

ως τακτικά μέλη:

 

η κ. Helene LUND, Byrådsmedlem, Furesø Kommune (αλλαγή καθηκόντων),

 

η κ. Mona HEIBERG, 1. Næstformand for Borgerrepræsentationen, Københavns Kommune (αλλαγή καθηκόντων)·

β)

ως αναπληρωματικά μέλη:

 

ο κ. Jens Christian GJESING, 1. Viceborgmester, Haderslev Kommune (αλλαγή καθηκόντων),

 

η κ. Tove LARSEN, Borgmester, Aabenraa Kommune (αλλαγή καθηκόντων).

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

L. CHATEL


(1)  ΕΕ L 56 της 25.2.2006, σ. 75.


Επιτροπή

5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/22


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Νοεμβρίου 2008

για τον καθορισμό των υγειονομικών εγγυήσεων σχετικά με τη μεταφορά ιπποειδών από μια τρίτη χώρα προς μια άλλη τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 6296]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/907/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των αρχών που αφορούν την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων για τα ζώα προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και την τροποποίηση των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση 94/467/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1994, για τον καθορισμό των υγειονομικών εγγυήσεων σχετικά με τη μεταφορά ιπποειδών από μια τρίτη χώρα προς μια άλλη τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (3) και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω απόφασης.

(2)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ), της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ, πρέπει να καθοριστούν οι υγειονομικές εγγυήσεις για τη μεταφορά ζώων από μια τρίτη χώρα προς μια άλλη τρίτη χώρα. Ανέκυψαν ορισμένα προβλήματα όσον αφορά τη διακίνηση των ιπποειδών προέλευσης μιας τρίτης χώρας προς μια άλλη τρίτη χώρα.

(3)

Η απόφαση 92/260/ΕΟΚ της Επιτροπής (4) καθορίζει τους υγειονομικούς όρους για τα ζώα και το υγειονομικό πιστοποιητικό που απαιτούνται για την προσωρινή αποδοχή καταχωρημένων ίππων. Οι όροι αυτοί παρέχουν όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις όσον αφορά την υγειονομική κατάσταση της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τις υγειονομικές εγγυήσεις που εφαρμόζονται στη διακίνηση ιπποειδών προέλευσης μιας τρίτης χώρας προς μια άλλη τρίτη χώρα, πρέπει να γίνεται αναφορά στους υγειονομικούς όρους που θεσπίζονται με την απόφαση 92/260/ΕΟΚ. Η ίδια απόφαση προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα ιπποειδή θα πρέπει να έχουν διαμείνει στη χώρα αποστολής. Η διαμονή στα κράτη μέλη ή σε ορισμένες τρίτες χώρες που απαριθμούνται στον κατάλογο μπορεί ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σχετικής περιόδου, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι ίδιοι τουλάχιστον όροι.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Τα ιπποειδή που προέρχονται από τρίτη χώρα και προορίζονται για μια άλλη τρίτη χώρα δύνανται να προέρχονται μόνο από τρίτη χώρα περιλαμβανόμενη στο παράρτημα I της απόφασης 92/260/ΕΟΚ.

2.   Τα ιπποειδή που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να συνοδεύονται από πιστοποιητικό με τίτλο «Πιστοποιητικό διαμετακόμισης για τη μεταφορά ιπποειδών από μια τρίτη χώρα προς μια άλλη τρίτη χώρα». Στο πιστοποιητικό αυτό πρέπει να περιλαμβάνονται οι στήλες Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, εξαιρουμένου του σημείου ε)v) του υγειονομικού πιστοποιητικού που αντιστοιχεί στην τρίτη χώρα προέλευσης η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της απόφασης 92/260/ΕΟΚ. Το πιστοποιητικό πρέπει να συμπληρωθεί με τις ακόλουθες στήλες:

«IV.

Ίππος που προέρχεται από: …

(χώρα)

και προορίζεται για: …

(χώρα)

V.

Σφραγίδα και υπογραφή του επίσημου κτηνίατρου: …»

3.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 2 και μόνο στην περίπτωση των καταχωρημένων ιπποειδών, ο κατάλογος των χωρών στην τρίτη περίπτωση του στοιχείου δ) του τμήματος ΙΙΙ των πιστοποιητικών Α, Β, Γ, Δ και Ε του παραρτήματος ΙΙ της απόφασης 92/260/ΕΟΚ αντικαθίσταται από τον κατάλογο των τρίτων χωρών για τις ομάδες Α έως Ε του παραρτήματος Ι της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 2

Η απόφαση 94/467/ΕΚ καταργείται.

Οι αναφορές στην καταργούμενη απόφαση νοούνται ως αναφορές στην παρούσα απόφαση και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙ.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 3 Νοεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 268 της 24.9.1991, σ. 56.

(2)  ΕΕ L 190 της 26.7.1994, σ. 28.

(3)  Βλέπε παράρτημα Ι.

(4)  ΕΕ L 130 της 15.5.1992, σ. 67.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΗΣ

Απόφαση 94/467/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 190 της 26.7.1994, σ. 28)

 

Απόφαση 96/81/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 19 της 25.1.1996, σ. 53)

Μόνο το άρθρο 4

Απόφαση 201/662/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 232 της 30.8.2001, σ. 28)

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Απόφαση 94/467/ΕΚ

Παρούσα απόφαση

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/24


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Νοεμβρίου 2008

που επιτρέπει σε ορισμένα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν τα προγράμματά τους για την παρακολούθηση της ΣΕΒ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2008) 7288]

(Τα κείμενα στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, ελληνική, δανική, ισπανική, ιταλική, ολλανδική, πορτογαλική, σουηδική και φινλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(2008/908/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1β δεύτερο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 θεσπίζει κανόνες πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) σε ζώα. Προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει ετήσιο πρόγραμμα παρακολούθησης (επιτήρησης) για τις ΜΣΕ βασιζόμενο στην ενεργητική και παθητική επιτήρηση, σύμφωνα με το παράρτημα III.

(2)

Το άρθρο 6 παράγραφος 1β του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη που μπορούν να αποδείξουν ότι έχει βελτιωθεί η επιδημιολογική κατάσταση της χώρας, με βάση ορισμένα κριτήρια που πρέπει να καθοριστούν σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, μπορούν να υποβάλουν αίτηση αναθεώρησης των οικείων ετήσιων προγραμμάτων παρακολούθησης.

(3)

Στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος Ι σημείο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ορίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή και τα επιδημιολογικά κριτήρια που πρέπει να τηρούνται από κράτη μέλη τα οποία επιθυμούν να αναθεωρήσουν τα οικεία ετήσια προγράμματα παρακολούθησης.

(4)

Στις 17 Ιουλίου 2008 η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων εξέδωσε δύο επιστημονικές γνωμοδοτήσεις σχετικά με την αναθεώρηση του καθεστώτος παρακολούθησης της ΣΕΒ σε ορισμένα κράτη μέλη. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές παρέχουν μια αξιολόγηση του βαθμού πρόσθετης επικινδυνότητας για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων ύστερα από την εφαρμογή αναθεωρημένου καθεστώτος παρακολούθησης της ΣΕΒ στα 15 κράτη μέλη της Κοινότητας πριν από την 1η Μαΐου 2004 και καταλήγουν ότι, εάν η ηλικία των βοοειδών που καλύπτονται από το καθεστώς παρακολούθησης της ΣΕΒ αυξηθεί από 24 σε 48 μήνες, λιγότερα από 1 περιστατικό ΣΕΒ ετησίως θα διαφεύγουν του καθεστώτος παρακολούθησης.

(5)

Στις 17 Ιουλίου 2008 η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(6)

Στις 7 Αυγούστου 2008 η Ιρλανδία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(7)

Στις 13 Αυγούστου 2008 η Αυστρία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(8)

Στις 13 Αυγούστου 2008 η Δανία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(9)

Στις 15 Αυγούστου 2008 το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός του για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(10)

Στις 20 Αυγούστου 2008 το Λουξεμβούργο υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός του για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(11)

Στις 28 Αυγούστου 2008 η Γερμανία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(12)

Στις 28 Αυγούστου 2008 οι Κάτω Χώρες υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός τους για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(13)

Στις 29 Αυγούστου 2008 η Φινλανδία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(14)

Στις 29 Αυγούστου 2008 η Σουηδία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(15)

Στις 4 Σεπτεμβρίου 2008 η Πορτογαλία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(16)

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2008 η Γαλλία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(17)

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2008 η Ισπανία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(18)

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2008 το Βέλγιο υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός του για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(19)

Στις 17 Σεπτεμβρίου 2008 η Ελλάδα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αναθεώρησης του ετήσιου προγράμματός της για την παρακολούθηση της ΣΕΒ.

(20)

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2008 οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν από τα 15 αυτά κράτη μέλη αξιολογήθηκαν από μια ad-hoc ομάδα εργασίας εμπειρογνωμόνων, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναλύσεις επικινδυνότητας που είχαν παρασχεθεί από τα κράτη μέλη προς υποστήριξη των αιτήσεών τους ήταν κατάλληλες και θα εξασφάλιζαν την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων. Όλες οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1β τρίτο εδάφιο και όλα τα επιδημιολογικά κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος Ι σημείο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, τα οποία οφείλουν να πληρούν τα κράτη μέλη ώστε να καταδείξουν τη βελτίωση της επιδημιολογικής τους κατάστασης, επίσης ελέγχθηκαν και διαπιστώθηκε ότι πληρούνται.

(21)

Συνεπώς, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στα 15 κράτη μέλη, των οποίων οι αιτήσεις αξιολογήθηκαν θετικά, να αναθεωρήσουν τα οικεία ετήσια προγράμματα παρακολούθησης και να εφαρμόσουν ως νέο ηλικιακό όριο για τις δοκιμές ΣΕΒ σε αυτά τα κράτη μέλη την ηλικία των 48 μηνών.

(22)

Ορισμένα κράτη μέλη, που προσχώρησαν στην Κοινότητα από την 1η Μαΐου 2004 αλλά είχαν ξεκινήσει τις προσπάθειες συμμόρφωσης με τη νομοθεσία κατά την προενταξιακή περίοδο, υπέβαλαν επίσης αιτήσεις στην Επιτροπή με σκοπό την αναθεώρηση των ετήσιων προγραμμάτων τους για την παρακολούθηση της ΣΕΒ. Πέρα από την επιστημονική αξιολόγηση και με σκοπό την εξακρίβωση της τήρησης των επιδημιολογικών κριτηρίων, το Γραφείο τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων (FVO) αναμένεται να διενεργήσει επιθεωρήσεις στα εν λόγω κράτη μέλη και επίσης σε εκείνα που θα υποβάλουν αίτηση αναθεώρησης του προγράμματός τους. Η Επιτροπή έλαβε αιτήσεις αναθεώρησης από τη Σλοβενία και την Κύπρο.

(23)

Για πρακτικούς λόγους, είναι σκόπιμο να συμπίπτει η ημερομηνία έναρξης των αναθεωρημένων ετήσιων προγραμμάτων παρακολούθησης με το κοινοτικό οικονομικό έτος.

(24)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2009 τα κράτη μέλη που αναγράφονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης μπορούν να αναθεωρήσουν το οικείο ετήσιο πρόγραμμα παρακολούθησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 (στο εξής «τα αναθεωρημένα ετήσια προγράμματα παρακολούθησης»).

Άρθρο 2

Τα αναθεωρημένα ετήσια προγράμματα παρακολούθησης εφαρμόζονται μόνο στον εθνικό πληθυσμό βοοειδών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και καλύπτουν τουλάχιστον όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 48 μηνών που ανήκουν στους ακόλουθους υποπληθυσμούς:

α)

τα ζώα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος Ι σημείο 2.2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

β)

τα ζώα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος Ι σημείο 2.1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001·

γ)

τα ζώα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος Ι σημείο 3.1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου, στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ιρλανδία, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας.

Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2008.

Για την Επιτροπή

Ανδρούλλα ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατάλογος των κρατών μελών

Βέλγιο

Δανία

Γερμανία

Ιρλανδία

Ελλάδα

Ισπανία

Γαλλία

Ιταλία

Λουξεμβούργο

Κάτω Χώρες

Αυστρία

Πορτογαλία

Φινλανδία

Σουηδία

Ηνωμένο Βασίλειο


III Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει της συνθήκης ΕΕ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/27


ΑΠΌΦΑΣΗ-ΠΛΑΊΣΙΟ 2008/909/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2008

σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β),

την πρωτοβουλία της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε, που πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, ενέκρινε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία θα πρέπει να καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις στο πλαίσιο της Ένωσης.

(2)

Στις 29 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Τάμπερε, ενέκρινε πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων (1), με το οποίο ζητούσε να εκτιμηθεί η ανάγκη σύγχρονων μηχανισμών αμοιβαίας αναγνώρισης των οριστικών καταδικαστικών αποφάσεων που προβλέπουν στέρηση της ελευθερίας (μέτρο 14) και να επεκταθεί η ισχύς της γενικής αρχής της μεταφοράς καταδίκων σε πρόσωπα που διαμένουν σε ένα από τα κράτη μέλη (μέτρο 16).

(3)

Το πρόγραμμα της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2) καλεί τα κράτη μέλη να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα μέτρων, ιδίως στον τομέα της εκτέλεσης οριστικών ποινών στερητικών της ελευθερίας.

(4)

Όλα τα κράτη μέλη επικύρωσαν τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 21ης Μαρτίου 1983 για τη μεταφορά των καταδίκων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, είναι δυνατή η μεταφορά καταδίκου για τη συνέχιση της έκτισης της ποινής του μόνο στο κράτος του οποίου είναι υπήκοος και μόνο με τη συγκατάθεσή του, καθώς και με τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων κρατών. Το πρόσθετο πρωτόκολλο της σύμβασης της 18ης Δεκεμβρίου 1997, το οποίο προβλέπει τη μεταφορά του καταδίκου υπό όρους, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεσή του, δεν έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Καμία από τις δύο πράξεις δεν επιβάλλει την κατά κανόνα υποχρέωση παραλαβής του καταδίκου με σκοπό την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας.

(5)

Τα δικονομικά δικαιώματα στις ποινικές διαδικασίες συνιστούν κρίσιμο στοιχείο για τη διασφάλιση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών στα πλαίσια της δικαστικής συνεργασίας. Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη αμοιβαία εμπιστοσύνη προς τα νομικά συστήματα των λοιπών κρατών μελών, επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να αναγνωρίζει τις αποφάσεις των αρχών του κράτους έκδοσης. Θα πρέπει συνεπώς να επιδιωχθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας που προβλέπουν οι πράξεις του Συμβουλίου της Ευρώπης περί εκτελέσεως των ποινικών αποφάσεων, ιδίως εφόσον πρόκειται για υπηκόους της Ένωσης κατά των οποίων έχει εκδοθεί ποινική απόφαση με την οποία τους επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας σε άλλο κράτος μέλος. Είναι οπωσδήποτε αναγκαίο να παρέχονται στους κατάδικους οι κατάλληλες εγγυήσεις, ωστόσο θα πρέπει να παύσει πλέον να είναι δεσπόζουσας σημασίας η στάση τους κατά τη διαδικασία με το να απαιτείται η συναίνεσή τους προκειμένου να διαβιβασθεί η καταδικαστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος προς αναγνώρισή της και προς εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής.

(6)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να υλοποιηθεί και να εφαρμοστεί κατά τρόπο που να επιτρέπει την τήρηση των γενικών αρχών της ισότητας, της δικαιοσύνης και της λογικής.

(7)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) προβλέπει διακριτική ευχέρεια που επιτρέπει τη διαβίβαση του πιστοποιητικού και της απόφασης, για παράδειγμα, στο κράτος μέλος της εθνικότητας του καταδίκου σε περιπτώσεις εκτός των παραγράφων 1 στοιχεία α) και β), ή στο κράτος μέλος όπου ο κατάδικος ζει και διαμένει νομίμως επί τουλάχιστον πέντε συναπτά έτη και διαθέτει εκεί μόνιμο δικαίωμα κατοικίας,

(8)

Στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού στο κράτος εκτέλεσης εξαρτάται από τις διαβουλεύσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης και από τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτέλεσης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία όπως η διάρκεια της διαμονής ή άλλων δεσμών με το κράτος εκτέλεσης. Σε περιπτώσεις όπου ο κατάδικος θα μπορούσε να μεταφερθεί σε κράτος μέλος και σε τρίτη χώρα βάσει εσωτερικού δικαίου ή διεθνών πράξεων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης θα πρέπει να διαβουλεύονται ώστε να εξετάσουν εάν η εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος εκτέλεσης ενισχύει το σκοπό της κοινωνικής επανένταξης περισσότερο απ’ ό,τι η εκτέλεση στην τρίτη χώρα.

(9)

Η εκτέλεση της ποινής στο κράτος εκτέλεσης θα πρέπει να ενισχύει την πιθανότητα κοινωνικής επανένταξης του καταδίκου. Προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η εκτέλεση της ποινής από το κράτος εκτέλεσης θα εξυπηρετήσει το σκοπό της κοινωνικής επανένταξης, η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως, για παράδειγμα, ο δεσμός του ενδιαφερομένου με το κράτος εκτέλεσης, εάν το θεωρεί ως έδρα των οικογενειακών, γλωσσικών, πολιτιστικών, κοινωνικών ή οικονομικών και άλλων δεσμών με το κράτος εκτέλεσης.

(10)

Η γνώμη του καταδίκου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 μπορεί να είναι χρήσιμη κυρίως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 4. Η λέξη «ιδίως» καλύπτει επίσης περιπτώσεις όπου η γνώμη του καταδίκου περιλαμβάνει πληροφορίες που πιθανόν συνδέονται με την εφαρμογή των λόγων μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης. Οι διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 4 και του άρθρου 6 παράγραφος 3 δεν αποτελούν λόγο άρνησης βασισμένο στην κοινωνική επανένταξη.

(11)

Η Πολωνία χρειάζεται περισσότερο χρόνο από τα άλλα κράτη μέλη για να αντιμετωπίσει τις πρακτικές και υλικές συνέπειες της μεταφοράς των Πολωνών πολιτών που καταδικάζονται σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την αυξημένη κινητικότητα των Πολωνών πολιτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το λόγο αυτό προβλέφθηκε προσωρινή περιορισμένη παρέκκλιση για μέγιστη περίοδο πέντε ετών.

(12)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν και στην εκτέλεση ποινών στις περιπτώσεις του άρθρου 4 παράγραφος 6 και του άρθρου 5 παράγραφος 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (3). Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, με την επιφύλαξη της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, το κράτος εκτέλεσης μπορεί να ελέγχει την ύπαρξη λόγων μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 της παρούσας απόφασης πλαίσιο, μεταξύ των οποίων και το διττό αξιόποινο, στο μέτρο που το κράτος εκτέλεσης έχει κάνει τη δήλωση του άρθρου 7 παράγραφος 4 της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, ως προϋπόθεση για να αναγνωρίσει και να εκτελέσει την απόφαση προκειμένου να εξετάσει εάν θα παραδώσει το πρόσωπο ή θα εκτελέσει την απόφαση σε υποθέσεις του άρθρου 4 παράγραφος 6 της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο.

(13)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκφράζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως στο κεφάλαιο VI. Κανένα στοιχείο της παρούσας απόφασης-πλαίσιο δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαγορεύει την άρνηση εκτέλεσης απόφασης όταν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι να πιστεύεται ότι η ποινή επιβλήθηκε προκειμένου να τιμωρηθεί ένα πρόσωπο λόγω του φύλου του, της φυλής του, της θρησκείας του, της εθνοτικής καταγωγής του, της εθνικότητάς του, της γλώσσας του, των πολιτικών του πεποιθήσεων ή του σεξουαλικού προσανατολισμού του, ή ότι η θέση του εν λόγω προσώπου μπορεί να θιγεί για οποιονδήποτε από αυτούς τους λόγους.

(14)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους συνταγματικούς τους κανόνες σε σχέση με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα.

(15)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, που παρέχεται από το άρθρο 18 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

(16)

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο, ιδίως τις οδηγίες του Συμβουλίου 2003/86/ΕΚ (4) και 2003/109/ΕΚ (5) και 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(17)

Οσάκις στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο υπάρχει μνεία του κράτους στο οποίο ο κατάδικος «ζει», ο όρος αυτός δηλώνει τον τόπο προς τον οποίο αυτό το πρόσωπο συνδέεται βάσει της συνήθους διαμονής και βάσει στοιχείων όπως οι οικογενειακοί, κοινωνικοί ή επαγγελματικοί δεσμοί.

(18)

Κατά την εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 1, η απόφαση ή επικυρωμένο αντίγραφό της και το πιστοποιητικό θα πρέπει να μπορούν να διαβιβαστούν στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης με οποιοδήποτε μέσο που αποτυπώνεται εγγράφως, για παράδειγμα με e-mail ή φαξ, υπό συνθήκες που να επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να εξακριβώσει τη γνησιότητα.

(19)

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο κ), το κράτος εκτέλεσης θα πρέπει να εξετάζει τη δυνατότητα προσαρμογής της ποινής σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο προτού αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση της ποινής που επιβάλλει μέτρο εκτός από στερητική της ελευθερίας ποινή.

(20)

Ο λόγος άρνησης του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο κ) μπορεί να εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις όπου το πρόσωπο δεν έχει κριθεί ένοχο ποινικού αδικήματος, μολονότι η αρμόδια αρχή επέβαλε στερητικό της ελευθερίας μέτρο και όχι ποινή φυλάκισης συνεπεία ποινικού αδικήματος.

(21)

Ο λόγος άρνησης ο σχετικός με την εδαφικότητα θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με στόχο τη συνεργασία στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, δυνάμει των διατάξεων της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, λαμβανομένου συγχρόνως υπόψη του σκοπού της. Κάθε απόφαση για χρήση αυτού του λόγου άρνησης, θα πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένη ανάλυση και σε διαβουλεύσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους έκδοσης και εκτέλεσης.

(22)

Η προθεσμία του άρθρου 12 παράγραφος 2 θα πρέπει να εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη με τρόπο ώστε, κατά γενικό κανόνα, η τελική απόφαση, περιλαμβανομένης της κατ’ έφεση διαδικασίας, να περατωθεί εντός 90 ημερών.

(23)

Το άρθρο 18 αναφέρει ότι, εκτός από τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 2, ο κανόνας ειδικότητας ισχύει μόνο όταν ο ενδιαφερόμενος έχει μεταφερθεί στο κράτος εκτέλεσης. Επομένως δεν θα πρέπει να ισχύει σε περιπτώσεις όπου ο ενδιαφερόμενος δεν έχει μεταφερθεί στο κράτος εκτέλεσης, για παράδειγμα όταν έχει διαφύγει στο κράτος εκτέλεσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, νοούνται ως:

α)

«καταδικαστική απόφαση»: η αμετάκλητη απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου του κράτους έκδοσης, με την οποία επιβάλλεται ποινή κατά φυσικού προσώπου·

β)

«ποινή»: οποιαδήποτε στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο που επισύρει στέρηση της ελευθερίας, τα οποία επεβλήθησαν από δικαστήριο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας επί ποινικού αδικήματος για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα·

γ)

«κράτος έκδοσης»: το κράτος μέλος στο οποίο εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση·

δ)

«κράτος εκτέλεσης»: το κράτος μέλος στο οποίο διαβιβάζεται η καταδικαστική απόφαση, προκειμένου να αναγνωρισθεί και να εκτελεσθεί.

Άρθρο 2

Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών

1.   Κάθε κράτος μέλος, όταν είναι το κράτος έκδοσης ή το κράτος εκτέλεσης, γνωστοποιεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου την αρχή ή τις αρχές οι οποίες είναι, βάσει του εθνικού του δικαίου, αρμόδιες σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

2.   Η Γενική Γραμματεία θέτει τα στοιχεία που παραλαμβάνει στη διάθεση όλων των κρατών μελών και της Επιτροπής.

Άρθρο 3

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1.   Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαίσιο είναι η θέσπιση των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους ένα κράτος μέλος, προκειμένου να διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδίκου, αναγνωρίζει καταδικαστική απόφαση και εκτελεί την ποινή.

2.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται εφόσον ο κατάδικος ευρίσκεται στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης.

3.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται μόνο στην αναγνώριση καταδικαστικών αποφάσεων και την εκτέλεση ποινών κατά την έννοια της απόφασης-πλαίσιο. Το γεγονός ότι, πέραν της ποινής, επιβάλλεται πρόστιμο και/ή δήμευση, που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, ανακτηθεί ή εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη διαβίβαση της καταδικαστικής απόφασης. Η αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιων χρηματικών ποινών ή αποφάσεων δήμευσης σε άλλο κράτος μέλος βασίζεται στις νομοθετικές πράξεις που ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών και ειδικότερα στην απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών (7) και την απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε αποφάσεις δήμευσης (8).

4.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των βασικών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται από το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΟΙΝΩΝ

Άρθρο 4

Κριτήρια για τη διαβίβαση καταδικαστικής απόφασης και πιστοποιητικού σε άλλο κράτος μέλος

1.   Εφόσον ο κατάδικος ευρίσκεται στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος εκτέλεσης και εφόσον έχει δώσει τη συναίνεσή του όπου απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 5, μια καταδικαστική απόφαση, συνοδευόμενη από το πιστοποιητικό, τυποποιημένο έντυπο του οποίου περιέχεται στο παράρτημα Ι, όπως προβλέπει το άρθρο 4, μπορεί να διαβιβασθεί σε ένα από τα εξής κράτη μέλη:

α)

στο κράτος μέλος της εθνικότητας του καταδίκου στο οποίο ζει· ή

β)

στο κράτος μέλος της εθνικότητας του καταδίκου, προς το οποίο, μολονότι δεν είναι το κράτος μέλος στο οποίο ζει, ο κατάδικος θα μεταχθεί μετά την απαλλαγή του από την εκτέλεση της ποινής δυνάμει διαταγής απέλασης ή απομάκρυνσης που περιλαμβάνεται στην καταδικαστική απόφαση ή σε άλλη δικαστική ή διοικητική απόφαση ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο που αποτελεί συνέπεια της καταδικαστικής απόφασης· ή

γ)

οποιοδήποτε κράτος μέλος πέραν του κράτους που αναφέρεται στα στοιχεία α) ή β), του οποίου η αρμόδια αρχή συναινεί προς τη διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού προς το εν λόγω κράτος μέλος.

2.   Η διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού μπορεί να πραγματοποιηθεί εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, εν ανάγκη κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, πεισθεί ότι η εκτέλεση της ποινής από το κράτος εκτέλεσης διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδίκου.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, πριν διαβιβάσει την καταδικαστική απόφαση και το πιστοποιητικό, μπορεί να διαβουλευθεί, με κάθε πρόσφορο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης. Η διαβούλευση είναι υποχρεωτική στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ). Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως το κράτος έκδοσης για την απόφασή της εάν θα συναινέσει ή όχι στη διαβίβαση της απόφασης.

4.   Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων αυτών, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης αιτιολογημένη γνώμη, κατά την οποία η εκτέλεση της ποινής στο κράτος εκτέλεσης δεν θα εξυπηρετούσε το σκοπό της κοινωνικής επανένταξης και της επιτυχούς ενσωμάτωσης του καταδίκου στην κοινωνία.

Σε περιπτώσεις όπου δεν έχουν υπάρξει διαβουλεύσεις, η γνώμη αυτή μπορεί να υποβληθεί αμέσως μετά τη διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού. Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης εξετάζει αυτή τη γνώμη και αποφασίζει εάν θα ανακαλέσει το πιστοποιητικό ή όχι.

5.   Το κράτος εκτέλεσης δύναται με δική του πρωτοβουλία να ζητήσει από το κράτος έκδοσης να διαβιβάσει την καταδικαστική απόφαση μαζί με το πιστοποιητικό. Ο κατάδικος δύναται επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης ή του κράτους εκτέλεσης να κινήσουν τη διαδικασία διαβίβασης της απόφασης και του πιστοποιητικού, την οποία προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Οι αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν γεννούν υποχρέωση του κράτους έκδοσης να διαβιβάσει την καταδικαστική απόφαση μαζί με το πιστοποιητικό.

6.   Κατά την εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα στα οποία λαμβάνεται ιδίως υπόψη ο σκοπός της κοινωνικής επανένταξης του καταδίκου, ο οποίος συνιστά τη βάση προκειμένου να αποφασίζουν οι αρμόδιες αρχές τους εάν πρέπει να συναινέσουν στη διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 στοιχείο γ).

7.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί, είτε κατά την υιοθέτηση της παρούσας απόφασης-πλαίσιο είτε αργότερα, να δηλώσει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ότι, στις σχέσεις του με άλλα κράτη μέλη που έχουν κάνει την ίδια κοινοποίηση, δεν απαιτείται προηγούμενη συναίνεσή του βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο γ) για την αποστολή της απόφασης και του πιστοποιητικού:

α)

εάν ο κατάδικος ζει και έχει διαμείνει νομίμως επί τουλάχιστον πέντε συναπτά έτη στο κράτος εκτέλεσης και διατηρεί μόνιμο δικαίωμα διαμονής στο συγκεκριμένο κράτος· ή/και

β)

εάν ο κατάδικος έχει εθνικότητα του κράτους εκτέλεσης σε περιπτώσεις εκτός της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β).

Σε περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), ο όρος «μόνιμο δικαίωμα διαμονής» σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος:

έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο αντίστοιχο κράτος μέλος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά του κοινοτικού δικαίου που θεσπίστηκε βάσει των άρθρων 18, 40, 44 και 52 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας· ή

διαθέτει έγκυρη άδεια διαμονής, ως μόνιμος ή επί μακρόν διαμένων, για το αντίστοιχο κράτος μέλος, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο για τη μεταφορά της κοινοτικής νομοθεσίας που θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 63 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όσον αφορά τα κράτη μέλη στα οποία ισχύει αυτή η κοινοτική νομοθεσία, ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τα κράτη μέλη στα οποία δεν ισχύει αυτή η κοινοτική νομοθεσία.

Άρθρο 5

Διαβίβαση της καταδικαστικής απόφασης και του πιστοποιητικού

1.   Η καταδικαστική απόφαση, ή επικυρωμένο αντίγραφό της, διαβιβάζεται μαζί με το πιστοποιητικό από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης απευθείας στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, εγγράφως και υπό συνθήκες που επιτρέπουν στο κράτος εκτέλεσης να διαπιστώνει τη γνησιότητά τους. Το πρωτότυπο της καταδικαστικής απόφασης ή επικυρωμένο αντίγραφό της καθώς και το πρωτότυπο του πιστοποιητικού αποστέλλονται στο κράτος εκτέλεσης, εάν το ζητήσει το κράτος εκτέλεσης. Όλες οι επίσημες επικοινωνίες πραγματοποιούνται επίσης απευθείας μεταξύ των εν λόγω αρμόδιων αρχών.

2.   Το πιστοποιητικό πρέπει να είναι υπογεγραμμένο από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, η οποία και βεβαιώνει την ακρίβεια του περιεχομένου του.

3.   Το κράτος έκδοσης διαβιβάζει κάθε φορά την καταδικαστική απόφαση, μαζί με το πιστοποιητικό, μόνο σε ένα κράτος εκτέλεσης.

4.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, τότε η τελευταία αυτή διεξάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες, μεταξύ άλλων μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου το οποίο δημιουργήθηκε με την κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ του Συμβουλίου (9), προκειμένου να λάβει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης.

5.   Εάν η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης, η οποία παραλαμβάνει καταδικαστική απόφαση συνοδευόμενη από βεβαίωση, δεν έχει τη δικαιοδοσία να την αναγνωρίσει και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως την καταδικαστική απόφαση μαζί με το πιστοποιητικό στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης και ενημερώνει αναλόγως την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης.

Άρθρο 6

Γνώμη και ενημέρωση του καταδίκου

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η καταδικαστική απόφαση μπορεί να διαβιβασθεί μαζί με το πιστοποιητικό στο κράτος εκτέλεσης, για τους σκοπούς της αναγνώρισής της καθώς και της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, μόνο με τη συναίνεση του καταδίκου σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης.

2.   Η συναίνεση του καταδίκου δεν απαιτείται εφόσον η καταδικαστική απόφαση διαβιβάζεται μαζί με το πιστοποιητικό:

α)

στο κράτος μέλος της εθνικότητας του ή της καταδίκου στο οποίο ζει·

β)

στο κράτος μέλος στο οποίο ο κατάδικος θα απελαθεί μετά την απαλλαγή του από την εκτέλεση της ποινής δυνάμει διαταγής απομάκρυνσης ή απέλασης που περιλαμβάνεται στην καταδικαστική απόφαση ή σε άλλη δικαστική ή διοικητική απόφαση ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο που αποτελεί συνέπεια της καταδικαστικής απόφασης·

γ)

στο κράτος μέλος στο οποίο ο κατάδικος έχει διαφύγει ή επιστρέψει κατ’ άλλον τρόπο λόγω της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε κατ’ αυτού στο κράτος έκδοσης ή μετά την καταδίκη του στο κράτος αυτό.

3.   Σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατάδικος ευρίσκεται ακόμη στο κράτος έκδοσης, πρέπει να του παρέχεται η δυνατότητα να εκφράζει τη γνώμη του, προφορικά ή γραπτά. Εφόσον το κράτος έκδοσης το θεωρεί αναγκαίο λόγω της ηλικίας ή της φυσικής ή πνευματικής κατάστασης του προσώπου, αυτή η δυνατότητα θα παρέχεται στο νόμιμο εκπρόσωπό του.

Η γνώμη του καταδίκου λαμβάνεται υπόψη όταν πρόκειται να κριθεί αν θα διαβιβασθεί η απόφαση μαζί με το πιστοποιητικό. Όταν ο ενδιαφερόμενος έχει κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχεται στην παρούσα παράγραφο, η γνώμη του καταδίκου διαβιβάζεται στο κράτος εκτέλεσης, ιδίως ενόψει του άρθρου 4 παράγραφος 4. Εάν ο κατάδικος εξέφρασε τη γνώμη του προφορικά, το κράτος έκδοσης μεριμνά ώστε η δήλωσή του να είναι διαθέσιμη στο κράτος εκτέλεσης σε έγγραφη μορφή.

4.   Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ενημερώνει τον κατάδικο, σε γλώσσα την οποία κατανοεί, ότι αποφάσισε να διαβιβάσει την απόφαση, μαζί με το πιστοποιητικό, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος ΙΙ. Όταν ο κατάδικος ευρίσκεται στο κράτος εκτέλεσης κατά το χρόνο λήψης της απόφασης διαβίβασης, το εν λόγω έντυπο διαβιβάζεται στο κράτος εκτέλεσης, το οποίο ενημερώνει σχετικά τον κατάδικο.

5.   H παράγραφος 2 στοιχείο α) δεν ισχύει στην Πολωνία ως κράτος έκδοσης και ως κράτος εκτέλεσης σε περιπτώσεις όπου η απόφαση έχει εκδοθεί πριν παρέλθουν πέντε έτη από τις 5 Δεκεμβρίου 2011. Η Πολωνία μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να δηλώσει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ότι δεν θα κάνει πλέον χρήση αυτής της παρέκκλισης.

Άρθρο 7

Διττό αξιόποινο

1.   Τα ακόλουθα αδικήματα, εφόσον τιμωρούνται ποινικώς στο κράτος έκδοσης με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο, με ανώτατο όριο ποινής τριών τουλάχιστον ετών, και όπως ορίζονται στη νομοθεσία του κράτους έκδοσης, οδηγούν σε αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου:

συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

τρομοκρατία,

εμπορία ανθρώπων,

σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

δωροδοκία,

καταδολίευση, περιλαμβανομένης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (10),

νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος,

παραχάραξη/κιβδηλεία νομίσματος, περιλαμβανομένου του ευρώ,

ηλεκτρονικό έγκλημα,

εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του λαθρεμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του λαθρεμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή,

ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαρεία σωματική βλάβη,

παράνομο εμπόριο ανθρώπινων οργάνων και ιστών,

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και ομηρία,

ρατσισμός και ξενοφοβία,

οργανωμένη ή ένοπλη ληστεία,

παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

υπεξαίρεση και απάτη,

αθέμιτη προστασία έναντι παράνομου περιουσιακού οφέλους και εκβίαση,

παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

πλαστογραφία δημόσιων εγγράφων και εμπορία πλαστών,

παραχάραξη μέσων πληρωμής,

λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

λαθρεμπόριο πυρηνικών ή ραδιενεργών ουσιών,

εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

βιασμός,

εμπρησμός με πρόθεση,

εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

αεροπειρατεία και πειρατεία,

δολιοφθορά.

2.   Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή ομόφωνα να προσθέσει νέες κατηγορίες αδικημάτων στον κατάλογο της παραγράφου 1, έπειτα από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπό τους όρους του άρθρου 39 παράγραφος 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Συμβούλιο εξετάζει εάν ο κατάλογος αυτός πρέπει να διευρυνθεί ή να τροποποιηθεί, με βάση την έκθεση που του υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 5 της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

3.   Για αδικήματα που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1, το κράτος εκτέλεσης μπορεί να εξαρτήσει την αναγνώριση καταδικαστικής απόφασης και την εκτέλεση ποινής από τον όρο ότι αφορά πράξεις οι οποίες συνιστούν επίσης αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, όποια κι αν είναι η αντικειμενική τους υπόσταση ή ο νομικός χαρακτηρισμός τους.

4.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί, κατά το χρόνο της έκδοσης της απόφασης-πλαίσιο ή αργότερα, να κοινοποιήσει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου δήλωση σύμφωνα με την οποία δεν θα εφαρμόζει την παράγραφο 1. Η δήλωση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. Οι σχετικές δηλώσεις ή οι ανακλήσεις τους δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και εκτέλεση της ποινής

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζει την καταδικαστική απόφαση η οποία διαβιβάζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 και κατά τη διαδικασία του άρθρου 5 και λαμβάνει πάραυτα κάθε απαραίτητο μέτρο για την εκτέλεση της ποινής, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει κάποιο από τους λόγους μη αναγνώρισης και εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 9.

2.   Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη διάρκειά της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να αποφασίσει να προσαρμόσει την ποινή μόνον όταν ποινή αυτή υπερβαίνει το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του εθνικού δικαίου. Η προσαρμοσμένη ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του δικαίου του κράτους εκτέλεσης.

3.   Αν η ποινή δεν συνάδει ως προς τη φύση της με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να την προσαρμόσει σε ποινή ή μέτρο που προβλέπεται για παρόμοια αδικήματα δυνάμει του εθνικού της δικαίου. Η ποινή ή το μέτρο αυτό πρέπει να ανταποκρίνονται κατά το δυνατόν περισσότερο προς την ποινή που επιβλήθηκε από το κράτος έκδοσης της απόφασης, και ως εκ τούτου η ποινή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική.

4.   Η προσαρμοσμένη ποινή δεν είναι βαρύτερη από την ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος έκδοσης ως προς τη φύση ή τη διάρκειά της.

Άρθρο 9

Λόγοι μη αναγνώρισης και μη εκτέλεσης

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και να εκτελέσει την ποινή, εάν:

α)

το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4 είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην καταδικαστική απόφαση και δεν συμπληρώθηκε ούτε διορθώθηκε εντός εύλογης προθεσμίας που τάχθηκε από την αρχή ή το κράτος εκτέλεσης·

β)

δεν πληρούνται τα κριτήρια που θεσπίζονται από το άρθρο 4 παράγραφος 1·

γ)

η εκτέλεση της ποινής θα ήταν αντίθετη προς τη βασική αρχή ne bis in idem·

δ)

σε μία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 7 παράγραφος 3 και, εφόσον το κράτος εκτέλεσης έχει προβεί σε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4, στην περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 7 παράγραφος 1, η καταδικαστική απόφαση αφορά πράξεις που δεν συνιστούν αδίκημα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης· εντούτοις, όσον αφορά φόρους ή τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα, το κράτος εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης εκ του λόγου ότι δεν προβλέπονται στο δίκαιό του φόροι, ή τέλη ή ανάλογες διατάξεις όσον αφορά φόρους, τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα, ανάλογοι με τους προβλεπομένους από το δίκαιο του κράτους έκδοσης·

ε)

η εκτέλεση της ποινής έχει παραγραφεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης·

στ)

υφίσταται ασυλία σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης, η οποία καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της ποινής·

ζ)

η ποινή επιβλήθηκε σε φυσικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, λόγω ηλικίας, ότι υπέχει ποινική ευθύνη για τις πράξεις για τις οποίες έχει εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση·

η)

κατά τη χρονική στιγμή της παραλαβής της καταδικαστικής απόφασης από την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης απομένουν προς έκτιση λιγότεροι από έξι μήνες ποινής·

θ)

η καταδικαστική απόφαση εξεδόθη ερήμην του κατηγορουμένου, εκτός εάν το πιστοποιητικό πιστοποιεί ότι το πρόσωπο είχε κληθεί προσωπικά ή είχε λάβει γνώση μέσω αντιπροσώπου, αρμόδιου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης, του χρόνου και του τόπου της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην ερήμην έκδοση καταδικαστικής απόφασης ή ότι το πρόσωπο έχει δηλώσει σε αρμόδια αρχή ότι δεν προσβάλλει την απόφαση·

ι)

το κράτος εκτέλεσης, προτού ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1, υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3, και το κράτος έκδοσης δεν δώσει τη συγκατάθεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), προκειμένου το πρόσωπο αυτό να διωχθεί, να καταδικασθεί ή να στερηθεί κατ’ άλλο τρόπο την ελευθερία του στο κράτος εκτέλεσης για αδίκημα που ετελέσθη πριν από τη μεταφορά του, πλην εκείνου για το οποίο μεταφέρεται·

κ)

η ποινή που έχει επιβληθεί περιλαμβάνει μέτρο ψυχιατρικής ή ιατρικής μέριμνας ή άλλο μέτρο που συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας, το οποίο, παρά τα όσα προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 3, δεν μπορεί να εκτελεσθεί από το κράτος εκτέλεσης σύμφωνα με το νομικό σύστημα ή το σύστημα υγείας του κράτους αυτού·

λ)

η απόφαση σχετίζεται με ποινικό αδίκημα το οποίο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εν όλω ή κατά μείζον ή ουσιώδες μέρος στο έδαφός του, ή σε τόπο που ισοδύναμο με το έδαφός του.

2.   Η απόφαση βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο λ) για αδικήματα που διαπράττονται εν μέρει στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης ή σε τόπο ισοδύναμο με το έδαφός του λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης σε εξαιρετικές περιστάσεις και κατά περίπτωση, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης και κυρίως ανάλογα με το αν ένα μείζον ή ουσιώδες τμήμα της επίδικης πράξης έλαβε χώρα στο κράτος έκδοσης.

3.   Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1 στοιχεία α), β), γ), θ) κ) και λ), η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, πριν αποφασίσει να μην αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση ή να μην εκτελέσει την ποινή, διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με κάθε κατάλληλο μέσο και της ζητεί να παράσχει αμελλητί, εφόσον απαιτείται, οποιεσδήποτε αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

Άρθρο 10

Μερική αναγνώριση και εκτέλεση

1.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να αναγνωρίσει την απόφαση και να επιβάλει την ποινή εν μέρει, δύναται, πριν αποφασίσει να απορρίψει την αναγνώριση της απόφασης και της εκτέλεσης της ποινής στο σύνολό τους, να διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με σκοπό την εύρεση συμφωνίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών έκδοσης και εκτέλεσης μπορούν να συμφωνήσουν, ανάλογα με την περίπτωση, μερική αναγνώριση και εκτέλεση μιας ποινής σύμφωνα με όρους που θα καθορίσουν, αρκεί αυτή η αναγνώριση ή εκτέλεση να μην οδηγεί σε επιμήκυνση της διάρκειας της ποινής. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, το πιστοποιητικό ανακαλείται.

Άρθρο 11

Αναβολή της αναγνώρισης της απόφασης

Η αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να αναβληθεί στο κράτος εκτέλεσης όταν το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4 είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην καταδικαστική απόφαση, μέχρις ότου συμπληρωθεί ή διορθωθεί το πιστοποιητικό εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζει η αρχή εκτέλεσης.

Άρθρο 12

Απόφαση περί εκτέλεσης της ποινής και προθεσμίες

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν εάν θα αναγνωρίσει την καταδικαστική απόφαση και θα εκτελέσει την ποινή και ενημερώνει αναλόγως το κράτος έκδοσης, μεταξύ άλλων και σχετικά με οποιαδήποτε απόφασή της να προσαρμόσει την ποινή δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 2 και 3.

2.   Εφόσον δεν υφίσταται λόγος αναβολής σύμφωνα με το άρθρο 11 ή με το άρθρο 23 παράγραφος 3, η οριστική απόφαση για την αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και την εκτέλεση της ποινής πρέπει να ληφθεί εντός προθεσμίας 90 ημερών από την παραλαβή της καταδικαστικής απόφασης και του πιστοποιητικού.

3.   Όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία της παραγράφου 2, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και το χρόνο που εκτιμά ότι απαιτείται ώστε να ληφθεί η οριστική απόφαση.

Άρθρο 13

Ανάκληση του πιστοποιητικού

Εφόσον η εκτέλεση της ποινής στο κράτος εκτέλεσης δεν έχει αρχίσει, το κράτος έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την απόφαση και το πιστοποιητικό από αυτό το κράτος, αιτιολογώντας τη σχετική απόφασή του. Με την ανάκληση της απόφασης και του πιστοποιητικού, το κράτος εκτέλεσης δεν υποχρεούται πλέον να εκτελέσει την ποινή.

Άρθρο 14

Προσωρινή σύλληψη

Σε περιπτώσεις που ο κατάδικος βρίσκεται στο κράτος εκτέλεσης, το κράτος εκτέλεσης μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του κράτους έκδοσης, πριν από την άφιξη της απόφασης και του πιστοποιητικού, ή πριν από την απόφαση να αναγνωριστεί η απόφαση και να επιβληθεί η ποινή, να συλλάβει τον κατάδικο, ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο για να εξασφαλίσει ότι ο κατάδικος θα παραμείνει στο έδαφός του, μέχρι να αποφασισθεί αν θα αναγνωρισθεί και θα εκτελεσθεί η απόφαση. Η διάρκεια της ποινής δεν επιμηκύνεται λόγω της τυχόν παραμονής του καταδίκου υπό κράτηση δυνάμει της παρούσας διάταξης.

Άρθρο 15

Μεταφορά καταδίκων

1.   Εάν ο κατάδικος ευρίσκεται στο κράτος έκδοσης, μεταφέρεται στο κράτος εκτέλεσης σε χρονική στιγμή η οποία συμφωνείται μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης και το αργότερο 30 ημέρες μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του κράτους εκτέλεσης σχετικά με την αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και την εκτέλεση της ποινής.

2.   Εάν η μεταφορά του καταδίκου εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1 παρακωλύεται λόγω απρόοπτων συνθηκών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης έρχονται αμέσως σε επικοινωνία. Η μεταφορά πραγματοποιείται μόλις παύσουν οι συνθήκες αυτές. Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, ώστε να συμφωνήσουν για νέα ημερομηνία μεταφοράς. Στην περίπτωση αυτή η μεταφορά πραγματοποιείται εντός δέκα ημερών από τη νέα ημερομηνία που συμφωνήθηκε.

Άρθρο 16

Διαμεταγωγή

1.   Κάθε κράτος μέλος επιτρέπει, σύμφωνα με το δίκαιό του, τη διαμεταγωγή διά του εδάφους του καταδίκου ο οποίος μεταφέρεται στο κράτος εκτέλεσης, εφόσον το κράτος έκδοσης τού έχει διαβιβάσει αντίγραφο του πιστοποιητικού που προβλέπεται στο άρθρο 4 μαζί με την αίτηση διαμεταγωγής. Η αίτηση διαμεταγωγής διαβιβάζεται με κάθε μέσο το οποίο αποτυπώνεται εγγράφως. Αν το κράτος μέλος ζητήσει να επιτραπεί η διαμεταγωγή, το κράτος έκδοσης υποβάλλει μετάφραση του πιστοποιητικού σε μια από τις γλώσσες τις οποίες δέχεται το κράτος μέλος-αποδέκτης της αίτησης διαμεταγωγής. Η γλώσσα αυτή διευκρινίζεται στην αίτηση.

2.   Το κράτος μέλος-αποδέκτης της αίτησης διαμεταγωγής, μόλις παραλάβει την αίτηση, ενημερώνει το κράτος έκδοσης, σε περίπτωση που δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο κατάδικος δεν θα διωχθεί ποινικώς, ή, με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 1, ότι δεν θα τεθεί υπό κράτηση ή ότι δεν θα υποβληθεί άλλως πως σε περιορισμό της ελευθερίας του στο έδαφος του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η διαμεταγωγή, για τυχόν αδίκημα που διαπράχθηκε ή ποινή που επιβλήθηκε πριν από την αναχώρησή του/της από το έδαφος του κράτους έκδοσης. Στην περίπτωση αυτή το κράτος έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την αίτησή του.

3.   Το κράτος μέλος-αποδέκτης της αίτησης διαμεταγωγής κοινοποιεί την απόφασή του, την οποία λαμβάνει κατά προτεραιότητα και το αργότερο μία εβδομάδα μετά την παραλαβή της αίτησης με την ίδια διαδικασία. Η απόφαση αυτή μπορεί να αναβληθεί έως ότου διαβιβαστεί στο κράτος μέλος-αποδέκτη της αίτησης διαμεταγωγής η μετάφραση, όταν απαιτείται μετάφραση βάσει της παραγράφου 1.

4.   Το κράτος μέλος-αποδέκτης της αίτησης διαμεταγωγής δύναται να θέσει υπό κράτηση τον κατάδικο μόνο κατά το χρόνο που είναι απολύτως απαραίτητος για τη διαμεταγωγή από το έδαφός του.

5.   Δεν απαιτείται αίτηση διαμεταγωγής για τις αεροπορικές μεταφορές χωρίς προβλεπόμενη ενδιάμεση στάση. Ωστόσο, σε περίπτωση έκτακτης προσγείωσης, το κράτος έκδοσης παρέχει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες εντός 72 ωρών.

Άρθρο 17

Δίκαιο που διέπει την εκτέλεση

1.   Η εκτέλεση ποινής διέπεται από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης. Οι αρχές του κράτους εκτέλεσης είναι, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, αποκλειστικώς αρμόδιες να αποφασίζουν σχετικά με τη διαδικασία εκτέλεσης και να καθορίζουν όλα τα σχετικά μέτρα, περιλαμβανομένων των λόγων της πρόωρης ή υπό όρους αποφυλάκισης.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αφαιρεί το συνολικό χρονικό διάστημα στέρησης της ελευθερίας, το οποίο έχει ήδη εκτιθεί σε σχέση με την ποινή για την οποία είχε εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση, από τη συνολική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, κατόπιν αιτήσεως, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης σχετικά με τις εφαρμοστέες διατάξεις για ενδεχόμενη πρόωρη ή υπό όρους αποφυλάκιση. Το κράτος έκδοσης μπορεί να συμφωνήσει με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών ή να ανακαλέσει το πιστοποιητικό.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι τυχόν απόφαση για πρόωρη ή υπό όρους αποφυλάκιση δύναται να λάβει επίσης υπόψη τις διατάξεις εθνικού δικαίου, τις οποίες υποδεικνύει το κράτος έκδοσης, δυνάμει των οποίων το πρόσωπο δικαιούται να αποφυλακισθεί πρόωρα ή υπό όρους σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 18

Ειδικότητα

1.   Πρόσωπο το οποίο μεταφέρεται στο κράτος εκτέλεσης δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πως στερείται της ελευθερίας του για αδίκημα διαπραχθέν πριν από τη μεταφορά του, πλην εκείνου για το οποίο μεταφέρεται.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν το πρόσωπο, μολονότι είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους εκτέλεσης, δεν το έπραξε εντός 45 ημερών από την οριστική απόλυσή του ή επέστρεψε σε αυτό αφού το είχε εγκαταλείψει·

β)

όταν το αδίκημα δεν τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο·

γ)

όταν η ποινική διαδικασία δεν συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρου περιοριστικού της προσωπικής ελευθερίας·

δ)

όταν στον κατάδικο ενδέχεται να επιβληθεί ποινή ή μέτρο που δεν επισύρουν στέρηση της ελευθερίας, ιδίως χρηματική ποινή ή υποκατάστατο μέτρο, ακόμη και εάν αυτή η ποινή ή υποκατάστατο μέτρο ενδέχεται να περιορίζει την προσωπική του ελευθερία·

ε)

όταν ο κατάδικος συναινεί στη μεταφορά·

στ)

όταν ο κατάδικος, μετά τη μεταφορά του, παραιτήθηκε ρητά από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας, όσον αφορά συγκεκριμένα αδικήματα προγενέστερα της μεταφοράς του· η παραίτηση γίνεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών του κράτους εκτέλεσης και καταγράφεται στα πρακτικά σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους· η παραίτηση διατυπώνεται κατά τρόπο ώστε να προκύπτει σαφώς ότι το πρόσωπο ενήργησε εκουσίως και έχοντας πλήρη επίγνωση των σχετικών συνεπειών· προς τούτο, το πρόσωπο έχει το δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη·

ζ)

σε άλλες περιπτώσεις πλην εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) ανωτέρω, οσάκις το κράτος έκδοσης δίνει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Η αίτηση συγκατάθεσης υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και συνοδεύεται από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ καθώς και από μετάφραση κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο. Δίνεται συγκατάθεση όταν υπάρχει υποχρέωση παράδοσης του καταδίκου σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο. Η απόφαση λαμβάνεται το αργότερο τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης. Για τις περιπτώσεις του άρθρου 5 της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο, το κράτος εκτέλεσης παρέχει τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

Άρθρο 19

Αμνηστία, χάρη και αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης

1.   Αμνηστία και χάρη δύναται να χορηγεί το κράτος έκδοσης καθώς και το κράτος εκτέλεσης.

2.   Μόνο το κράτος έκδοσης μπορεί να αποφασίζει επί αιτήσεως για αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης που επέβαλε την ποινή η οποία εκτελείται δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

Άρθρο 20

Ενημέρωση από το κράτος έκδοσης

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης για κάθε απόφαση ή μέτρο, συνεπεία του οποίου η ποινή παύει να είναι εκτελεστή αμέσως ή εντός ορισμένης προθεσμίας.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης τερματίζει την εκτέλεση της ποινής μόλις ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης για την απόφαση ή μέτρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 21

Ενημέρωση από το κράτος εκτέλεσης

Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιοδήποτε μέσο που αποτυπώνεται εγγράφως:

α)

για τη διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5·

β)

για το γεγονός ότι είναι πρακτικώς αδύνατη η εκτέλεση της ποινής λόγω του ότι, μετά τη διαβίβαση της απόφασης και του πιστοποιητικού προς το κράτος εκτέλεσης, ο κατάδικος δεν μπορεί να εντοπισθεί στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης, οπότε το κράτος εκτέλεσης δεν υποχρεούται να εκτελέσει την ποινή·

γ)

για την οριστική απόφαση σχετικά με την αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και την εκτέλεση της ποινής, περιλαμβανομένης της ημερομηνίας της απόφασης·

δ)

για οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τη μη αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και εκτέλεση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 9, καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής·

ε)

για οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την προσαρμογή της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 ή 3 καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής·

στ)

για οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τη μη εκτέλεση της ποινής, για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 καθώς και για τους λόγους της απόφασης αυτής·

ζ)

για την αρχή και το τέλος της περιόδου υπό όρους απόλυσης, εφόσον το πιστοποιητικό του κράτους έκδοσης αναφέρει κάτι τέτοιο·

η)

για την απόδραση του καταδίκου·

θ)

για την εκτέλεση της ποινής μόλις εκτιθεί στο σύνολό της.

Άρθρο 22

Συνέπειες της μεταφοράς του καταδίκου

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, το κράτος έκδοσης δεν δύναται να συνεχίσει την εκτέλεση της ποινής μετά την έναρξη της έκτισης της ποινής στο κράτος εκτέλεσης.

2.   Το δικαίωμα εκτέλεσης της ποινής επανέρχεται στο κράτος έκδοσης μόλις αυτό ενημερωθεί από το κράτος εκτέλεσης για τη μερική μη εκτέλεση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο η).

Άρθρο 23

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Το πιστοποιητικό μεταφράζεται στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης. Κάθε κράτος μέλος δύναται, είτε κατά τον χρόνο της υιοθέτησης της παρούσας απόφασης-πλαίσιο είτε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, να αναφέρει σε δήλωση που κατατίθεται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ότι δέχεται μετάφραση σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, δεν απαιτείται μετάφραση της απόφασης.

3.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί, κατά την υιοθέτηση της παρούσας απόφασης-πλαίσιο ή αργότερα, με δήλωση που καταθέτει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, να διευκρινίζει ότι, ως κράτος εκτέλεσης, μπορεί, αμέσως μόλις παραλάβει την απόφαση και το πιστοποιητικό, εφόσον θεωρεί το περιεχόμενο του πιστοποιητικού ανεπαρκές προκειμένου να κρίνει για την εκτέλεση της ποινής, να ζητά η απόφαση ή ουσιώδη τμήματά της να συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης ή σε μια ή περισσότερες άλλες επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πριν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, όπου είναι απαραίτητο, προηγούνται διαβουλεύσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, ώστε να επισημανθούν τα ουσιώδη τμήματα των αποφάσεων που πρέπει να μεταφρασθούν.

Η απόφαση περί αναγνώρισης της απόφασης και εκτέλεσης της ποινής μπορεί να αναβληθεί μέχρις ότου διαβιβαστεί η μετάφραση από το κράτος έκδοσης στο κράτος εκτέλεσης ή, εφόσον το κράτος εκτέλεσης αποφασίζει να μεταφράσει την απόφαση με δικά του έξοδα, μέχρις ότου παραληφθεί η μετάφραση.

Άρθρο 24

Έξοδα

Τα έξοδα που απορρέουν από την εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαίσιο βαρύνουν το κράτος εκτέλεσης, εκτός από τα έξοδα μεταφοράς του καταδίκου στο κράτος εκτέλεσης και τα έξοδα που προέκυψαν αποκλειστικά στο έδαφος του κράτους έκδοσης.

Άρθρο 25

Εκτέλεση ποινών βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

Με την επιφύλαξη της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, οι διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο εφαρμόζονται κατ αναλογία, στο μέτρο που συνάδουν με τις διατάξεις της ανωτέρω απόφασης-πλαίσιο, στην εκτέλεση όταν ένα κράτος μέλος αναλαμβάνει να εκτελέσει την ποινή σε περιπτώσεις του άρθρου 4 παράγραφος 6 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ ή εάν, ενεργώντας βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 3 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, έχει επιβάλει τον όρο ότι ο κατάδικος πρέπει να επιστρέψει στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να εκτίσει την ποινή, ούτως ώστε να αποφευχθεί η ατιμωρησία του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26

Σχέση με άλλες συμφωνίες και διακανονισμούς

1.   Χωρίς να θίγεται η εφαρμογή τους μεταξύ κρατών μελών και τρίτων κρατών και η μεταβατική τους εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 28, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο, από τις 5 Δεκεμβρίου 2011, θα αντικαταστήσει τις αντίστοιχες διατάξεις των ακόλουθων συμβάσεων που ισχύουν στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη:

της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη μεταφορά καταδίκων της 21ης Μαρτίου 1983 και του πρόσθετου πρωτοκόλλου της σύμβασης αυτής της 18ης Δεκεμβρίου 1997,

της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων της 28ης Μαΐου 1970,

του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο 5 της σύμβασης της 19ης Ιουνίου 1990 περί εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα,

της ευρωπαϊκής σύμβασης ανάμεσα στα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την εκτέλεση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων της 13 Νοεμβρίου 1991.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να συνεχίζουν την εφαρμογή υφιστάμενων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών μετά τις 27 Νοεμβρίου 2008, εφόσον οι εν λόγω συμφωνίες ή διακανονισμοί επιτρέπουν την επέκταση ή τη διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης-πλαίσιο και συμβάλλουν στην απλούστευση ή την περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών για την εκτέλεση των ποινών.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μετά τις 5 Δεκεμβρίου 2008 εφόσον οι εν λόγω συμφωνίες ή οι διακανονισμοί επιτρέπουν την επέκταση ή τη διεύρυνση της παρούσας απόφασης-πλαίσιο και συμβάλλουν στην απλούστευση ή στην περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών για την εκτέλεση των ποινών.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στο Συμβούλιο και την Επιτροπή μέχρι τις 5 Μαρτίου 2009 ποιες από τις ισχύουσες συμφωνίες και διακανονισμούς που προβλέπονται από την παράγραφο 2 επιθυμούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν επίσης στο Συμβούλιο και την Επιτροπή οποιαδήποτε νέα συμφωνία ή διακανονισμό, που προβλέπονται από την παράγραφο 3, εντός τριών μηνών από την υπογραφή τους.

Άρθρο 27

Εδαφική εφαρμογή

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στο Γιβραλτάρ.

Άρθρο 28

Μεταβατική διάταξη

1.   Αιτήσεις οι οποίες παραλαμβάνονται πριν τις 5 Δεκεμβρίου 2011, εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες νομοθετικές πράξεις για τη μεταφορά καταδίκων. Αιτήσεις που παραλαμβάνονται μετά την ημερομηνία αυτή διέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

2.   Ωστόσο, κάθε κράτος μέλος δύναται, κατά τη στιγμή της υιοθέτησης της παρούσας απόφασης-πλαίσιο από το Συμβούλιο, να δηλώσει ότι, σε περιπτώσεις όπου η αμετάκλητη απόφαση έχει εκδοθεί πριν από την ημερομηνία την οποία προσδιορίζει, ως κράτος έκδοσης και εκτέλεσης, θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις υπάρχουσες νομικές πράξεις περί μεταφοράς καταδίκων που ίσχυαν πριν από τις 5 Δεκεμβρίου 2011. Αν έχει γίνει τέτοια δήλωση, οι πράξεις αυτές θα εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές σε σχέση με όλα τα λοιπά κράτη μέλη ασχέτως εάν έχουν προβεί ή όχι στην αυτή δήλωση. Η εν λόγω ημερομηνία δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της 5ης Δεκεμβρίου 2011. Η εν λόγω δήλωση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

Άρθρο 29

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο έως τις 5 Δεκεμβρίου 2011.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Βάσει έκθεσης που συντάσσει η Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες αυτές, το Συμβούλιο εξετάζει, έως τις 5 Δεκεμβρίου 2012, κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

3.   Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου κοινοποιεί στα κράτη μέλη και την Επιτροπή τις δηλώσεις ή κοινοποιήσεις που έγιναν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 7 και του άρθρου 23 παράγραφος 1 ή 3.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 35 παράγραφος 7 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα κράτος μέλος που έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένες δυσκολίες κατά την εφαρμογή του άρθρου 25 της παρούσας απόφασης-πλαίσιο, οι οποίες δεν έχουν λυθεί μέσω διμερών διαβουλεύσεων, ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις δυσκολίες του. Η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών αυτών καθώς και κάθε άλλης διαθέσιμης σε αυτήν πληροφορίας, συντάσσει έκθεση, συνοδευόμενη από τις δέουσες πρωτοβουλίες, προκειμένου να επιλύσει τις δυσκολίες αυτές.

5.   Έως τις 5 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει, συνοδευόμενη από τις πρωτοβουλίες που τυχόν κρίνει σκόπιμες. Το Συμβούλιο, βάσει κάθε έκθεσης από την Επιτροπή και κάθε πρωτοβουλίας, προβαίνει σε επανεξέταση ιδίως του άρθρου 25, για να κρίνει αν πρέπει να αντικατασταθεί από ειδικότερες διατάξεις.

Άρθρο 30

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 27 Νοεμβρίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

M. ALLIOT-MARIE


(1)  ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10.

(2)  ΕΕ C 53 της 3.3.2005, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 251 της 3.10.2003, σ. 12.

(5)  ΕΕ L 16 της 23.1.2004, σ. 44.

(6)  ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77.

(7)  ΕΕ L 76 της 22.3.2005, σ. 16

(8)  ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 59.

(9)  ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σ. 4.

(10)  ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 49.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Image

Image

Image

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΤΑΔΙΚΟ

Με την παρούσα σας κοινοποιείται η απόφαση τ … … (αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης) να διαβιβασθεί η καταδικαστική απόφαση του … (αρμόδιο δικαστήριο του κράτους έκδοσης) της … (ημερομηνία της απόφασης), … (αριθμός αναφοράς, εάν υπάρχει) στ… … (κράτος εκτέλεσης) με σκοπό να αναγνωρισθεί και να εκτελεσθεί η ποινή την οποία επιβάλλει σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις οι οποίες υλοποιούν την απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η εκτέλεση της ποινής διέπεται από το δίκαιο τ … … (κράτος εκτέλεσης). Οι αρχές του εν λόγω κράτους είναι αρμόδιες να αποφασίζουν σχετικά με τις διαδικασίες εκτέλεσης και να ορίζουν κάθε σχετικό μέτρο, περιλαμβανομένων των λόγων πρόωρης ή υπό όρους απόλυσης.

Η αρμόδια αρχή τ… … (κράτος εκτέλεσης) αφαιρεί την πλήρη περίοδο του ήδη εκτιθέντος τμήματος της στερητικής της ελευθερίας ποινής από τη συνολική διάρκεια της προς έκτιση ποινής. Η ποινή δύναται να προσαρμοσθεί από την αρμόδια αρχή τ… … (κράτος εκτέλεσης) μόνο εφόσον είναι ασυμβίβαστη με το δίκαιο του κράτους αυτού ως προς τη διάρκεια ή τη φύση της. Η προσαρμοσμένη ποινή δεν πρέπει να επιβαρύνει την ποινή που έχει επιβληθεί στ… … (κράτος έκδοσης) με τη φύση ή τη διάρκειά της.


Διορθωτικά

5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/47


Διορθωτικό στην οδηγία 93/92/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1993 σχετικά με την τοποθέτηση διατάξεων φωτιστικού και φωτεινής σηματοδότησης στα δίκυκλα ή τρίκυκλα οχήματα με κινητήρα

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 311 της 14ης Δεκεμβρίου 1993 )

Στη σελίδα 37, παράρτημα IV, σημείο 6.1.10:

αντί:

«6.1.10.

Ενδεικτικό θέσης σε λειτουργία: προαιρετικό.»,

διάβαζε:

«6.1.10.

Ενδεικτικό θέσης σε λειτουργία: υποχρεωτικό.»


5.12.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 327/s3


ΣΗΜΕΊΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΏΣΤΗ

Τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να μην εμφανίζουν πλέον στα κείμενά τους τη μνεία της τελευταίας τροποποίησης των πράξεων στις οποίες παραπέμπουν.

Εάν δεν υπάρχει μνεία περί του αντιθέτου, οι πράξεις στις οποίες γίνεται παραπομπή στα κείμενα που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος νοούνται στην εκάστοτε ισχύουσα μορφή τους.