ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 154

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

50ό έτος
14 Ιουνίου 2007


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2007/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2007, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας  ( 1 )

1

 

*

Οδηγία 2007/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2007, για την κατάργηση της οδηγίας 71/304/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί καταργήσεως των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων και στην ανάθεση συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω πρακτορείων ή υποκαταστημάτων  ( 1 )

22

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

*

Απόφαση αριθ. 623/2007/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2007, σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2002/2/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών

23

 

*

Απόφαση αριθ. 624/2007/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2007, σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος δράσης για τα τελωνεία στην Κοινότητα (Τελωνεία 2013)

25

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΟΔΗΓΙΕΣ

14.6.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 154/1


ΟΔΗΓΊΑ 2007/23/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Μαΐου 2007

σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας διαφέρουν, ιδίως όσον αφορά πτυχές όπως η ασφάλεια και τα χαρακτηριστικά απόδοσης.

(2)

Οι εν λόγω νόμοι, κανονισμοί και διοικητικές διατάξεις, εφόσον ενδέχεται να δημιουργήσουν φραγμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, θα πρέπει να εναρμονίζονται ώστε να επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας εντός της εσωτερικής αγοράς, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της ασφαλείας και της προστασίας των καταναλωτών και των επαγγελματιών τελικών χρηστών.

(3)

Η οδηγία 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης (3), αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τα είδη πυροτεχνίας και ορίζει ότι απαιτούνται κατάλληλα μέτρα για τα είδη πυροτεχνίας προς εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και της ασφαλείας του κοινού και ότι σχεδιάζεται πρόσθετη οδηγία στον τομέα αυτό.

(4)

Η οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (4), ορίζει απαιτήσεις ασφαλείας για τις εγκαταστάσεις όπου υπάρχουν, μεταξύ άλλων επικίνδυνων πυροτεχνικών ουσιών, εκρηκτικές ουσίες.

(5)

Τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πυροτεχνήματα, είδη πυροτεχνίας για το θέατρο και είδη πυροτεχνίας για τεχνικούς σκοπούς, όπως οι αεριογόνες συσκευές που χρησιμοποιούνται στους αερόσακκους ή στους προεντατήρες των ζωνών ασφαλείας.

(6)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στα είδη πυροτεχνίας στα οποία εφαρμόζονται η οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων (5) και οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις, που μνημονεύονται στην εν λόγω οδηγία.

(7)

Για να εξασφαλισθούν τα κατάλληλα υψηλά επίπεδα προστασίας, τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να ταξινομούνται κυρίως ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου που ενέχουν σε σχέση με το είδος της χρήσης τους, με το σκοπό τους ή με το επίπεδο θορύβου.

(8)

Σύμφωνα με τις αρχές που εκτίθενται στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1985, για τη νέα προσέγγιση στο θέμα της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης (6), είδος πυροτεχνίας θα πρέπει να έχει συμμορφωθεί με την παρούσα οδηγία όταν διατίθεται για πρώτη φορά στην κοινοτική αγορά. Όσον αφορά τις θρησκευτικές, πολιτιστικές και παραδοσιακές εορταστικές τελετές στα κράτη μέλη, τα πυροτεχνήματα που έχουν κατασκευασθεί προς ιδία χρήση του κατασκευαστή τους και έχουν εγκριθεί από κράτος μέλος για χρήση στην επικράτειά του δεν θα πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν διατεθεί στην αγορά και, κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να απαιτείται να συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία.

(9)

Δεδομένων των κινδύνων που είναι εγγενείς στη χρήση των ειδών πυροτεχνίας, είναι σκόπιμο να καθορισθούν όρια ηλικίας για την πώλησή τους στους καταναλωτές και για τη χρήση τους, καθώς και να εξασφαλισθεί ότι η επισήμανσή τους φέρει επαρκείς και κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την ασφαλή χρήση τους, έτσι ώστε να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι ορισμένα είδη πυροτεχνίας θα διατίθενται μόνον σε εξουσιοδοτημένους ειδικούς που διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία. Όσον αφορά είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για οχήματα, θα πρέπει, στο πλαίσιο των απαιτήσεων για την επισήμανση, να λαμβάνεται υπόψη τόσο η τρέχουσα πρακτική όσο και το γεγονός ότι οι προμηθευτές στην αυτοκινητοβιομηχανία διαθέτουν αυτά τα είδη αποκλειστικά σε επαγγελματίες χρήστες.

(10)

Η χρήση των ειδών πυροτεχνίας, ιδίως των πυροτεχνημάτων, υπόκειται σε εμφανώς διαφορετικές πολιτιστικές συνήθειες και παραδόσεις στα αντίστοιχα κράτη μέλη. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να επιτραπεί στα κράτη μέλη να λαμβάνουν εθνικά μέτρα για τον περιορισμό της χρήσης ή της πώλησης ορισμένων κατηγοριών πυροτεχνημάτων στο ευρύ κοινό για λόγους δημόσιας ασφαλείας ή προστασίας.

(11)

Είναι σκόπιμο να καθιερωθούν βασικές απαιτήσεις ασφαλείας για τα είδη πυροτεχνίας, προκειμένου να προστατεύονται οι καταναλωτές και να προλαμβάνονται ατυχήματα.

(12)

Η ευθύνη για την εξασφάλιση ότι τα είδη πυροτεχνίας συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία, ιδίως με τις αντίστοιχες βασικές απαιτήσεις ασφαλείας, θα πρέπει να επιβαρύνει τον κατασκευαστή. Εάν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εισάγει πυροτεχνικό είδος στην Κοινότητα, θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας ή θα πρέπει να αναλάβει όλες τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή.

(13)

Όταν πληρούνται οι βασικές απαιτήσεις ασφαλείας, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να μπορούν να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από τα κράτη μέλη σε κατασκευαστές, διανομείς και εισαγωγείς.

(14)

Για να διευκολυνθεί η διαδικασία επίδειξης της συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας, αναπτύσσονται εναρμονισμένα πρότυπα, τα οποία αφορούν το σχεδιασμό, την κατασκευή και τις δοκιμές στις οποίες υποβάλλονται τα είδη πυροτεχνίας.

(15)

Τα ευρωπαϊκά εναρμονισμένα πρότυπα καταρτίζονται, εγκρίνονται και τροποποιούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (Cenelec) και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων (ETSI). Οι εν λόγω οργανισμοί αναγνωρίζονται ως αρμόδιοι για την έκδοση εναρμονισμένων προτύπων, τα οποία καταρτίζουν σύμφωνα με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τη συνεργασία μεταξύ αυτών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (7), και κατά τη διαδικασία που καθορίζει η οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (8). Όσον αφορά τα είδη πυροτεχνίας οχημάτων, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά διεθνή πρότυπα ΙSΟ, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζεται ο διεθνής προσανατολισμός της ευρωπαϊκής βιομηχανίας εξαρτημάτων.

(16)

Σύμφωνα με τη «Νέα προσέγγιση στο θέμα της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης» για τα είδη πυροτεχνίας που παράγονται με βάση εναρμονισμένα πρότυπα, θα πρέπει να ισχύει τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας της παρούσας οδηγίας.

(17)

Το Συμβούλιο, με την απόφαση 93/465/ΕΟΚ, της 22ας Ιουλίου 1993, για τις ενότητες που αφορούν τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας και τους κανόνες επίθεσης και χρήσης της σήμανσης πιστότητας «CE» που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στις οδηγίες τεχνικής εναρμόνισης (9), καθιέρωσε εναρμονισμένα μέσα για την εφαρμογή διαδικασιών με σκοπό την αξιολόγηση της πιστότητας. Η εφαρμογή των ενοτήτων αυτών στα είδη πυροτεχνίας θα καταστήσει δυνατό τον καθορισμό της ευθύνης των κατασκευαστών και των φορέων που συμμετέχουν στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εκάστοτε ειδών πυροτεχνίας.

(18)

Οι ομάδες ειδών πυροτεχνίας που είναι παρόμοιες ως προς το σχεδιασμό, τη λειτουργία ή τη συμπεριφορά θα πρέπει να αξιολογούνται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς ως οικογένειες προϊόντων.

(19)

Για τη διάθεσή τους στην αγορά, τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να φέρουν σήμανση CE με την οποία να δηλώνεται η συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της Κοινότητας.

(20)

Σύμφωνα με τη «Νέα προσέγγιση στο θέμα της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης», απαιτείται να θεσπισθεί διαδικασία ρήτρας διασφάλισης που θα παρέχει τη δυνατότητα αμφισβήτησης της συμμόρφωσης είδους πυροτεχνίας ή περιπτώσεων αστοχίας. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα δέοντα μέτρα για να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που φέρουν τη σήμανση CE, ή να τα αποσύρουν από την αγορά εάν τα προϊόντα αυτά θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, εφόσον τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται για το σκοπό για τον οποίον έχουν σχεδιασθεί.

(21)

Όσον αφορά την ασφάλεια κατά τη μεταφορά, οι κανόνες που αφορούν τη μεταφορά των ειδών πυροτεχνίας καλύπτονται από διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων αγαθών.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβάσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί βάσει της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίζουν την εφαρμογή των κανόνων αυτών. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(23)

Είναι προς το συμφέρον τόσο του κατασκευαστή όσο και του εισαγωγέα να παρέχει ασφαλή προϊόντα, ώστε να αποφεύγει το κόστος της ευθύνης για ελαττωματικά προϊόντα που προκαλούν ζημιά σε ανθρώπους και πράγματα. Από την άποψη αυτή, η οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (10), συμπληρώνει την παρούσα οδηγία, δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία επιβάλλει αυστηρό καθεστώς ευθύνης στους κατασκευαστές και εισαγωγείς και διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Περαιτέρω, η παρούσα οδηγία προβλέπει ότι οι κοινοποιημένοι οργανισμοί θα πρέπει να είναι επαρκώς ασφαλισμένοι όσον αφορά τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, εκτός αν την ευθύνη τους αναλαμβάνει το κράτος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή το ίδιο το κράτος μέλος είναι άμεσα υπεύθυνο για τις δοκιμές.

(24)

Απαιτείται να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος που θα καταστήσει δυνατή τη βαθμιαία προσαρμογή των εθνικών δικαίων σε καθορισμένους τομείς. Πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να δοθεί χρόνος στους κατασκευαστές και τους εισαγωγείς να ασκήσουν όλα τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο των ισχυόντων εθνικών κανόνων, προκειμένου, παραδείγματος χάριν, να πουλήσουν τα αποθέματά τους από τα παραχθέντα προϊόντα. Επιπλέον, οι συγκεκριμένες μεταβατικές περίοδοι που προβλέπει η παρούσα οδηγία θα παράσχουν επιπλέον χρόνο για τη θέσπιση εναρμονισμένων προτύπων και θα εξασφαλίσουν την ταχεία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ούτως ώστε να ενισχυθεί η προστασία των καταναλωτών.

(25)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(26)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (11).

(27)

Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να θεσπίσει κοινοτικά μέτρα σχετικά με συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών, τις απαιτήσεις σήμανσης των ειδών πυροτεχνίας και προσαρμογές στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων II και III που συνδέονται με τις απαιτήσεις ασφαλείας και τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας ή τη συμπλήρωσή της με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(28)

Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (12), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας προς τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Στόχοι και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας στην εσωτερική αγορά εξασφαλίζοντας, συγχρόνως, υψηλό επίπεδο της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της δημόσιας ασφαλείας και της προστασίας και της ασφαλείας των καταναλωτών και λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά ζητήματα που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος.

2.   Η παρούσα οδηγία καθιερώνει τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας τις οποίες πρέπει να τηρούν τα είδη πυροτεχνίας ενόψει της διάθεσής τους στην αγορά.

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα είδη πυροτεχνίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 5.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα εξής:

α)

είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για μη εμπορική χρήση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, από τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία ή τις πυροσβεστικές υπηρεσίες·

β)

εξοπλισμό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/98/ΕΚ·

γ)

είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για χρήση στην αεροναυπηγική βιομηχανία·

δ)

καψούλια που έχουν σχεδιασθεί ειδικά για επικρουστικά παιχνίδια και άλλα είδη που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 88/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών (13)·

ε)

εκρηκτικά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/15/ΕΟΚ·

στ)

πυρομαχικά, δηλαδή βλήματα και ωστικά φορτία και άσφαιρα πυρά που χρησιμοποιούνται σε φορητά όπλα, άλλα όπλα και πυροβόλα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1.

«Είδος πυροτεχνίας» σημαίνει κάθε είδος που περιέχει εκρηκτικές ουσίες ή εκρηκτικό μείγμα ουσιών που έχουν σχεδιασθεί για να παράγουν θερμότητα, φως, ήχο, αέριο ή καπνό ή συνδυασμό αυτών των αποτελεσμάτων μέσα από εξώθερμη, αυτοσυντηρούμενη χημική αντίδραση.

2.

«Διάθεση στην αγορά» σημαίνει την πρώτη διάθεση στην αγορά της Κοινότητας ενός μεμονωμένου προϊόντος, με σκοπό τη διανομή ή/και τη χρήση του, είτε με πληρωμή είτε δωρεάν. Πυροτεχνήματα τα οποία κατασκευάζονται για ίδια χρήση του κατασκευαστή και τα οποία έχουν εγκριθεί από κράτος μέλος προς χρήση στην επικράτειά του δεν θεωρούνται ότι έχουν διατεθεί στην αγορά.

3.

«Πυροτέχνημα» σημαίνει είδος πυροτεχνίας που προορίζεται για ψυχαγωγία.

4.

«Είδη πυροτεχνίας για θεατρικούς σκοπούς» σημαίνει τα είδη πυροτεχνίας που σχεδιάζονται για χρήση επί σκηνής, σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένων των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών ή για παρόμοιες χρήσεις.

5.

«Είδη πυροτεχνίας για τα οχήματα»: σημαίνει τα εξαρτήματα διατάξεων ασφαλείας σε οχήματα, που περιέχουν πυροτεχνικές ουσίες χρησιμοποιούμενες για να ενεργοποιήσουν τις ίδιες ή άλλες διατάξεις.

6.

«Κατασκευαστής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που σχεδιάζει ή/και κατασκευάζει είδος πυροτεχνίας ή αναθέτει το σχεδιασμό και την κατασκευή τέτοιου είδους πυροτεχνίας, με σκοπό τη διάθεση του στην αγορά υπό τη δική του ονομασία ή το εμπορικό του σήμα.

7.

«Εισαγωγέας» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο στην Κοινότητα και διαθέτει, για πρώτη φορά στην κοινοτική αγορά στο πλαίσιο της επιχείρησής του, είδος πυροτεχνίας προερχόμενο από τρίτη χώρα.

8.

«Διανομέας» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην εφοδιαστική αλυσίδα το οποίο καθιστά ένα είδος πυροτεχνίας διαθέσιμο στην αγορά στο πλαίσιο της επιχείρησής του.

9.

«Εναρμονισμένο πρότυπο» σημαίνει ευρωπαϊκό πρότυπο εγκεκριμένο από ευρωπαϊκό φορέα τυποποίησης βάσει εντολής της Επιτροπής σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην οδηγία 98/34/ΕΚ, χωρίς να είναι υποχρεωτική η συμμόρφωση με την οδηγία αυτή.

10.

«Άτομο με εξειδικευμένες γνώσεις» σημαίνει άτομο που έχει εξουσιοδοτηθεί από κράτος μέλος να χειρίζεται ή/και να χρησιμοποιεί στην επικράτειά τους πυροτεχνήματα της κατηγορίας 4, είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας Τ2 που χρησιμοποιούνται στο θέατρο, ή/και άλλα είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας Ρ2, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3.

Άρθρο 3

Ταξινόμηση

1.   Τα είδη πυροτεχνίας ταξινομούνται από τον κατασκευαστή σύμφωνα με το είδος χρήσης τους ή το σκοπό τους καθώς και το βαθμό του κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου θορύβου. Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί περί των οποίων το άρθρο 10 επιβεβαιώνουν την ταξινόμηση στο πλαίσιο των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας σύμφωνα με το άρθρο 9.

Η ταξινόμηση έχει ως εξής:

α)

Πυροτεχνήματα

Κατηγορία 1:

πυροτεχνήματα που ενέχουν πολύ χαμηλό κίνδυνο και αμελητέο επίπεδο θορύβου και τα οποία προορίζονται για χρήση σε περιορισμένους χώρους, συμπεριλαμβανομένων των πυροτεχνημάτων που προορίζονται για χρήση εντός των κατοικιών·

Κατηγορία 2:

πυροτεχνήματα που ενέχουν χαμηλό κίνδυνο και χαμηλό επίπεδο θορύβου και προορίζονται για υπαίθρια χρήση σε περιορισμένους χώρους·

Κατηγορία 3:

πυροτεχνήματα που ενέχουν μέτριο κίνδυνο, προορίζονται για εξωτερική χρήση σε ανοικτούς χώρους και το επίπεδο θορύβου τους δεν είναι βλαπτικό για την υγεία του ανθρώπου·

Κατηγορία 4:

πυροτεχνήματα που ενέχουν υψηλό κίνδυνο, προορίζονται για χρήση μόνον από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις (κοινώς γνωστά ως «πυροτεχνήματα για επαγγελματική χρήση») και το επίπεδο θορύβου τους δεν είναι βλαπτικό για την υγεία του ανθρώπου.

β)

Είδη πυροτεχνίας για το θέατρο

Κατηγορία Τ1:

είδη πυροτεχνίας για χρήση επί σκηνής που ενέχουν περιορισμένο κίνδυνο·

Κατηγορία Τ2:

είδη πυροτεχνίας για χρήση επί σκηνής που προορίζονται για χρήση μόνον από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις.

γ)

Άλλα είδη πυροτεχνίας

Κατηγορία P1:

είδη πυροτεχνίας εκτός των πυροτεχνημάτων και των ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο, που ενέχουν χαμηλό κίνδυνο·

Κατηγορία P2:

είδη πυροτεχνίας εκτός των πυροτεχνημάτων και των ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο, που προορίζονται για χειρισμό ή χρήση μόνον από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις διαδικασίες με τις οποίες εντοπίζουν και εξουσιοδοτούν τα άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις του κατασκευαστή, του εισαγωγέα και του διανομέα

1.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα είδη πυροτεχνίας που διατίθενται στην αγορά συμμορφώνονται προς τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος I.

2.   Αν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, ο εισαγωγέας των ειδών πυροτεχνίας εξασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας ή αναλαμβάνει ο ίδιος τις υποχρεώσεις αυτές.

Οι αρχές και οι φορείς στην Κοινότητα μπορούν ενδεχομένως να θεωρήσουν υπεύθυνο τον εισαγωγέα σχετικά με τις υποχρεώσεις αυτές.

3.   Οι διανομείς ενεργούν με τη δέουσα επιμέλεια σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο. Επαληθεύουν ιδίως ότι το είδος πυροτεχνίας φέρει την απαιτούμενη σήμανση ή σημάνσεις πιστότητας και ότι συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα.

4.   Οι κατασκευαστές ειδών πυροτεχνίας:

α)

υποβάλλουν το είδος πυροτεχνίας σε κοινοποιημένο οργανισμό, κατά την έννοια του άρθρου 10, ο οποίος προβαίνει σε διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας σύμφωνα με το άρθρο 9, και

β)

επιθέτουν τη σήμανση CE και την ετικέτα στο είδος πυροτεχνίας, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 ή 13.

Άρθρο 5

Διάθεση στην αγορά

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα είδη πυροτεχνίας μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνον εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, φέρουν τη σήμανση CE και συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που συνδέονται με την αξιολόγηση της πιστότητας.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα είδη πυροτεχνίας δεν φέρουν καταχρηστικά τη σήμανση CE.

Άρθρο 6

Ελεύθερη κυκλοφορία

1.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν αποκλείουν, επίσης, τη λήψη μέτρων από κράτος μέλος τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, ασφαλείας, ή προστασίας του περιβάλλοντος, και τα οποία αποσκοπούν στην απαγόρευση ή στον περιορισμό της κατοχής, της χρήσης ή/και της πώλησης στο ευρύ κοινό των πυροτεχνημάτων των κατηγοριών 2 και 3, των ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο και άλλων ειδών πυροτεχνίας.

3.   Στις εμποροπανηγύρεις, στις εμπορικές εκθέσεις και στις επιδείξεις που διοργανώνονται για την εμπορία ειδών πυροτεχνίας, τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν την παρουσίαση και χρήση ειδών πυροτεχνίας που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, με την προϋπόθεση ότι ευκρινές σήμα δηλώνει σαφώς το όνομα και την ημερομηνία της εν λόγω εμπορικής πανηγύρεως, της έκθεσης ή της επίδειξης και τη μη συμμόρφωσή τους και τη μη διαθεσιμότητά τους για πώληση των ειδών μέχρις ότου μεριμνήσει για τη συμμόρφωσή τους ο κατασκευαστής, όταν ο κατασκευαστής είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, ή ο εισαγωγέας. Κατά τη διάρκεια τέτοιων εκδηλώσεων, λαμβάνονται τα δέοντα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με τις τυχόν απαιτήσεις που έχουν ορισθεί από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

4.   Τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία και τη χρήση των ειδών πυροτεχνίας που προορίζονται για σκοπούς έρευνας, ανάπτυξης και δοκιμών όταν αυτά δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, με την προϋπόθεση ότι ευκρινές σήμα δηλώνει σαφώς τη μη συμμόρφωσή τους και τη μη διαθεσιμότητά τους για σκοπούς άλλους από την ανάπτυξη, τη δοκιμή και την έρευνα.

Άρθρο 7

Όρια ηλικίας

1.   Τα είδη πυροτεχνίας δεν πωλούνται ούτε άλλως διατίθενται στους καταναλωτές με ηλικία μικρότερη των:

α)

Πυροτεχνήματα

Κατηγορία 1: 12 ετών.

Κατηγορία 2: 16 ετών.

Κατηγορία 3: 18 ετών.

β)

Άλλα είδη πυροτεχνίας και είδη πυροτεχνίας για το θέατρο

Κατηγορία T1 και P1: 18 ετών.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν τα όρια ηλικίας της παραγράφου 1 για λόγους δημόσιας τάξης, ασφαλείας ή προστασίας. Επίσης, τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν τα όρια ηλικίας για τα άτομα που έχουν υποβληθεί ή που υποβάλλονται σε σχετική επαγγελματική κατάρτιση.

3.   Οι κατασκευαστές, οι εισαγωγείς και οι διανομείς δεν πωλούν ούτε άλλως διαθέτουν τα ακόλουθα είδη πυροτεχνίας, παρά μόνον σε άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις:

α)

πυροτεχνήματα της κατηγορίας 4·

β)

είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας Ρ2 και είδη πυροτεχνίας για το θέατρο της κατηγορίας Τ2.

Άρθρο 8

Εναρμονισμένα πρότυπα

1.   Η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει η οδηγία 98/34/ΕΚ, να ζητήσει από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης να καταρτίσουν ή να αναθεωρήσουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα στα οποία βασίζεται η παρούσα οδηγία ή να ενθαρρύνει τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς να καταρτίσουν ή να αναθεωρήσουν τα διεθνή πρότυπα.

2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους αριθμούς αναφοράς των εν λόγω εναρμονισμένων προτύπων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την αναγνώριση και την υιοθέτηση των εναρμονισμένων προτύπων που έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα είδη πυροτεχνίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και συμμορφώνονται με τα σχετικά εθνικά πρότυπα που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο τα εναρμονισμένα πρότυπα που έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφωνούν με τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος Ι. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τους αριθμούς αναφοράς των εθνικών προτύπων που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο αυτά τα εναρμονισμένα πρότυπα.

Όταν τα κράτη μέλη μεταφέρουν τα εναρμονισμένα πρότυπα στο εθνικό δίκαιο, δημοσιεύουν τους αριθμούς αναφοράς των εν λόγω πράξεων μεταφοράς.

4.   Οσάκις κράτος μέλος ή η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα περί των οποίων η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος Ι, η Επιτροπή ή το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναφέρει το ζήτημα στη μόνιμη επιτροπή που έχει συσταθεί με την οδηγία 98/34/ΕΚ, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους. Η μόνιμη επιτροπή γνωμοδοτεί εντός 6 μηνών από την εν λόγω παραπομπή. Βάσει της γνώμης της μόνιμης επιτροπής, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά τα εναρμονισμένα πρότυπα και τη δημοσίευση κατά την παράγραφο 2.

Άρθρο 9

Διαδικασίες για την αξιολόγηση της πιστότητας

Για την αξιολόγηση της πιστότητας των ειδών πυροτεχνίας, ο κατασκευαστής ακολουθεί μία από τις εξής διαδικασίες:

α)

τη διαδικασία εξέτασης τύπου ΕΚ (Ενότητα Β) του παραρτήματος ΙΙ σημείο 1, και, κατ' επιλογή του κατασκευαστή, είτε:

i)

τη διαδικασία πιστότητας προς τον τύπο (Ενότητα Γ) του παραρτήματος ΙΙ σημείο 2,

ii)

τη διαδικασία διασφάλισης της ποιότητας της παραγωγής (Ενότητα Δ) του παραρτήματος ΙΙ σημείο 3,

iii)

τη διαδικασία διασφάλισης της ποιότητας του προϊόντος (Ενότητα Ε) του παραρτήματος ΙΙ σημείο 4·

β)

τη διαδικασία της επαλήθευσης μονάδας (Ενότητα Ζ) του παραρτήματος ΙΙ σημείο 5, ή

γ)

την πλήρη διαδικασία διασφάλισης ποιότητας προϊόντος (Ενότητα Η) του παραρτήματος II σημείο 6, εφόσον αφορά πυροτεχνήματα της κατηγορίας 4.

Άρθρο 10

Κοινοποιημένοι οργανισμοί

1.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στα υπόλοιπα κράτη μέλη τους οργανισμούς που έχουν επιφορτίσει με την εκτέλεση των διαδικασιών για την αξιολόγηση της πιστότητας του άρθρου 9, καθώς και τα συγκεκριμένα καθήκοντα που τους έχουν αναθέσει και τους αριθμούς αναγνώρισης που τους έχουν εκ των προτέρων χορηγηθεί από την Επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού στον ιστοχώρο της κατάλογο των κοινοποιημένων οργανισμών με τους αριθμούς αναγνώρισής τους και τα καθήκοντα για τα οποία έχουν κοινοποιηθεί. Η Επιτροπή μεριμνά για την ενημέρωση του εν λόγω καταλόγου.

3.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ για την αξιολόγηση των οργανισμών οι οποίοι έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Οι οργανισμοί που πληρούν τα κριτήρια αξιολόγησης που ορίζονται από τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα που εφαρμόζονται στους κοινοποιημένους οργανισμούς τεκμαίρεται ότι πληρούν τα σχετικά ελάχιστα κριτήρια.

4.   Κράτος μέλος που έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή συγκεκριμένο οργανισμό αποσύρει την κοινοποίηση εάν ανακαλύψει ότι ο εν λόγω οργανισμός δεν πληροί πλέον τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 3. Το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως σχετικά τα υπόλοιπα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

5.   Αν η κοινοποίηση οργανισμού ανακληθεί, οι αξιολογήσεις πιστότητας και τα σχετικά έγγραφα που εξέδωσε ο εν λόγω οργανισμός παραμένουν έγκυρα, εκτός αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει επικείμενος και άμεσος κίνδυνος, για την υγεία και την ασφάλεια.

6.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού στον ιστοχώρο της την ανάκληση της κοινοποίησης του εν λόγω οργανισμού.

Άρθρο 11

Υποχρέωση επίθεσης της σήμανσης CE

1.   Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης της πιστότητας σύμφωνα με το άρθρο 9, οι κατασκευαστές επιθέτουν τη σήμανση CE, με τρόπο ορατό, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο, πάνω στα ίδια τα είδη πυροτεχνίας ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, στο πινακίδιο αναγνώρισης που επισυνάπτεται σε αυτά ή στη συσκευασία. Το πινακίδιο αναγνώρισης πρέπει να είναι σχεδιασμένο με τρόπο που να καθιστά αδύνατη την επανάχρησή του.

Το υπόδειγμα που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη σήμανση CE είναι σύμφωνο με την απόφαση 93/465/ΕΟΚ.

2.   Σήμανση ή αναγραφή που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση σε τρίτους ως προς την έννοια και τη μορφή της σήμανσης CE δεν μπορεί να επιτίθεται στα είδη πυροτεχνίας. Άλλες σημάνσεις μπορούν να επιτίθενται στα είδη πυροτεχνίας, υπό τον όρο ότι δεν καθιστούν λιγότερο ευδιάκριτη και ευανάγνωστη τη σήμανση CE.

3.   Όταν τα είδη πυροτεχνίας υπόκεινται σε άλλη κοινοτική νομοθεσία που καλύπτει άλλα ζητήματα και ορίζει την επίθεση της σήμανσης CE, η σήμανση δηλώνει ότι τα προαναφερθέντα είδη τεκμαίρεται ότι έχουν συμμορφωθεί με τις διατάξεις της άλλης νομοθεσίας που εφαρμόζεται σε αυτά.

Άρθρο 12

Επισήμανση ειδών πέρα από τα είδη πυροτεχνίας για οχήματα

1.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα είδη πυροτεχνίας, πλην των ειδών πυροτεχνίας για οχήματα, φέρουν σε περίοπτη θέση, ευανάγνωστα και ανεξίτηλα, τη σωστή επισήμανση στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες των κρατών μελών στα οποία το είδος πωλείται στον καταναλωτή.

2.   Η επισήμανση των ειδών πυροτεχνίας περιλαμβάνει τουλάχιστον την ονομασία και τη διεύθυνση του κατασκευαστή ή, εάν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, την ονομασία του κατασκευαστή και την ονομασία και τη διεύθυνση του εισαγωγέα, την ονομασία και τον τύπο του προϊόντος, τα ελάχιστα όρια ηλικίας κατά το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2, τη σχετική κατηγορία και τις οδηγίες χρήσης, το έτος παραγωγής για τα πυροτεχνήματα των κατηγοριών 3 και 4 και, κατά περίπτωση, την ελάχιστη απόσταση ασφαλείας. Η επισήμανση περιλαμβάνει την καθαρή ισοδύναμη ποσότητα (NEQ) ενεργού εκρηκτικού υλικού.

3.   Επιπλέον, τα πυροτεχνήματα περιέχουν τις εξής ελάχιστες πληροφορίες:

Κατηγορία 1:

κατά περίπτωση: «μόνο για υπαίθρια χρήση» και ελάχιστη απόσταση ασφαλείας.

Κατηγορία 2:

«μόνο για υπαίθρια χρήση» και, κατά περίπτωση, ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας.

Κατηγορία 3:

«μόνο για υπαίθρια χρήση» και ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας.

Κατηγορία 4:

«μόνο για χρήση από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις» και ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας.

4.   Επιπλέον, τα είδη πυροτεχνίας για το θέατρο περιέχουν τις εξής ελάχιστες πληροφορίες:

Κατηγορία Τ1:

κατά περίπτωση: «μόνον για υπαίθρια χρήση» και ελάχιστη απόσταση ασφαλείας.

Κατηγορία Τ2:

«μόνο για χρήση από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις» και ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας.

5.   Αν το είδος πυροτεχνίας δεν διαθέτει επαρκή χώρο για τις απαιτήσεις επισήμανσης των παραγράφων 2 έως 4, οι πληροφορίες αναγράφονται στο μικρότερο τεμάχιο της συσκευασίας του.

6.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα είδη πυροτεχνίας που εκτίθενται σε εμποροπανηγύρεις, σε εμπορικές εκθέσεις και σε επιδείξεις για την εμπορία των ειδών πυροτεχνίας, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3, ή κατασκευάζονται για σκοπούς έρευνας, ανάπτυξης και δοκιμών, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 4.

Άρθρο 13

Επισήμανση των ειδών πυροτεχνίας για τα οχήματα

1.   Η επισήμανση των ειδών πυροτεχνίας περιλαμβάνει το όνομα του κατασκευαστή ή, εάν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, το όνομα του εισαγωγέα, την ονομασία και τον τύπο του είδους, και τις οδηγίες ασφαλείας.

2.   Αν το είδος πυροτεχνίας δεν διαθέτει αρκετό χώρο για την αναγραφή των απαιτήσεων επισήμανσης της παραγράφου 1, οι πληροφορίες αναγράφονται στη συσκευασία.

3.   Στους επαγγελματίες χρήστες, παρέχεται δελτίο δεδομένων ασφαλείας, που έχει συνταχθεί σύμφωνα με το παράρτημα της οδηγίας 2001/58/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2001, για δεύτερη τροποποίηση της οδηγίας 91/155/ΕΟΚ (14), στη γλώσσα που ζητούν οι ίδιοι.

Το δελτίο δεδομένων ασφαλείας μπορεί να παρέχεται σε χαρτί ή με ηλεκτρονική μορφή, υπό τον όρο ότι ο παραλήπτης διαθέτει τα αναγκαία μέσα πρόσβασης σε αυτό.

Άρθρο 14

Επιτήρηση της αγοράς

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίσουν ότι τα είδη πυροτεχνίας μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνο εάν, όταν αποθηκεύονται σωστά και χρησιμοποιούνται για το σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των ατόμων.

2.   Τα κράτη μέλη διενεργούν τακτικούς ελέγχους των ειδών πυροτεχνίας κατά την είσοδο στην Κοινότητα, καθώς και στους χώρους αποθήκευσης και κατασκευής.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι, όταν είδη πυροτεχνίας μεταφέρονται μέσα στην Κοινότητα, τηρούνται οι προϋποθέσεις ασφαλείας, δημόσιας ασφαλείας και προστασίας της παρούσας οδηγίας.

4.   Τα κράτη μέλη διοργανώνουν και διενεργούν την κατάλληλη επιτήρηση των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το τεκμήριο της πιστότητας των προϊόντων που φέρουν τη σήμανση CE.

5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή ετησίως σχετικά με τις δραστηριότητές τους επιτήρησης της αγοράς.

6.   Οσάκις κράτος μέλος διαπιστώνει ότι, είδος πυροτεχνίας που φέρει τη σήμανση CE, συνοδεύεται από δήλωση πιστότητας ΕΚ και χρησιμοποιείται για το σκοπό για τον οποίο προορίζεται, είναι πιθανό να θέσει σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των ατόμων, λαμβάνει κάθε κατάλληλο προσωρινό μέτρο για την απόσυρση του είδους αυτού από την αγορά, την απαγόρευση της διάθεσής του στην αγορά ή τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας του. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη σχετικά.

7.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού στην ιστοσελίδα της τις ονομασίες των ειδών τα οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 6, αποσύρθηκαν από την αγορά, απαγορεύθηκαν ή η διάθεσή τους στην αγορά υπήχθη σε περιορισμούς.

Άρθρο 15

Ταχεία ενημέρωση σχετικά με προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρούς κινδύνους

Εφόσον κράτος μέλος έχει επαρκείς λόγους να πιστεύει ότι είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία ή/και την ασφάλεια ατόμων στην Κοινότητα, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη και διενεργεί την κατάλληλη αξιολόγηση. Ενημερώνει την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με το ιστορικό και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης.

Άρθρο 16

Ρήτρα διασφάλισης

1.   Εφόσον κράτος μέλος διαφωνεί με τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 6, ή εφόσον η Επιτροπή θεωρεί ότι τέτοιου είδους μέτρα αντίκεινται στην κοινοτική νομοθεσία, η Επιτροπή διαβουλεύεται, αμελλητί, με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, αξιολογεί τα μέτρα και εκτιμά εάν τα μέτρα αυτά είναι αιτιολογημένα. Η Επιτροπή κοινοποιεί τη θέση της στα κράτη μέλη και ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι τα εθνικά μέτρα είναι δικαιολογημένα, τα άλλα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την απόσυρση του μη ασφαλούς προϊόντος από την εθνική τους αγορά και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά.

Αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι τα εθνικά μέτρα δεν είναι δικαιολογημένα, το οικείο κράτος μέλος τα αποσύρει.

2.   Όταν τα προσωρινά μέτρα περί των οποίων η παράγραφος 1 βασίζονται σε ατέλεια των εναρμονισμένων προτύπων, η Επιτροπή αναφέρει το ζήτημα στη μόνιμη επιτροπή που συγκροτήθηκε με την οδηγία 98/34/ΕΚ, αν το κράτος μέλος που έλαβε τα μέτρα εμμένει στη θέση του, και η Επιτροπή ή το εν λόγω κράτος μέλος ξεκινούν τη διαδικασία του άρθρου 8.

3.   Εφόσον είδος πυροτεχνίας δεν συμμορφώνεται και φέρει τη σήμανση CE, το αρμόδιο κράτος μέλος αναλαμβάνει κατάλληλη δράση καθ' οιουδήποτε επέθεσε τη σήμανση και ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά. Η Επιτροπή πληροφορεί σχετικά τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 17

Μέτρα συνεπαγόμενα απόρριψη ή περιορισμούς

1.   Κάθε μέτρο που λαμβάνεται, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

α)

για την απαγόρευση ή τον περιορισμό της διάθεσης στην αγορά προϊόντος, ή

β)

για την απόσυρση προϊόντος από την αγορά,

ορίζει τους ακριβείς λόγους στους οποίους βασίζεται. Τα μέτρα αυτά κοινοποιούνται αμελλητί στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος ταυτόχρονα ενημερώνεται για τα μέσα θεραπείας που του παρέχει το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους καθώς και τις προθεσμίες στις οποίες υπόκεινται τα μέσα αυτά.

2.   Αν ληφθεί ένα από τα μέτρα περί των οποίων η παράγραφος 1, ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να εκθέτει εκ των προτέρων την άποψή του, εκτός εάν οι διαβουλεύσεις αυτές δεν είναι δυνατές λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του μέτρου που πρέπει να ληφθεί που δικαιολογείται, ιδίως, από απαιτήσεις δημόσιας υγείας ή ασφαλείας.

Άρθρο 18

Μέτρα εφαρμογής

1.   Τα ακόλουθα μέτρα που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή της με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19 παράγραφος 2:

α)

προσαρμογές που απαιτούνται για να ληφθούν υπόψη τυχόν μελλοντικές τροποποιήσεις στις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών·

β)

προσαρμογές στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων II και III·

γ)

προσαρμογές των απαιτήσεων επισήμανσης που εκτίθενται στα άρθρα 12 και 13.

2.   Τα ακόλουθα μέτρα θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 19 παράγραφος 3:

α)

η κατάρτιση συστήματος ιχνηλασιμότητας, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού καταχώρισης και του μητρώου σε επίπεδο ΕΕ, για να ταυτισθούν οι τύποι των ειδών πυροτεχνίας και ο κατασκευαστής τους·

β)

η θέσπιση κοινών κριτηρίων για την τακτική συλλογή και ενημέρωση δεδομένων για ατυχήματα που σχετίζονται με τα είδη πυροτεχνίας.

Άρθρο 19

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 20

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβάσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν επίσης τα αναγκαία μέτρα που τους επιτρέπουν να κατάσχουν αποστολές ειδών πυροτεχνίας που δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 21

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 4 Ιανουαρίου 2010, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Γνωστοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

2.   Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις, έως τις 4 Ιουλίου 2010, όσον αφορά τα πυροτεχνήματα των κατηγοριών 1, 2 και 3, και έως τις 4 Ιουλίου 2013, για τα άλλα είδη πυροτεχνίας, όσον αφορά τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας 4 και τα είδη πυροτεχνίας για το θέατρο.

3.   Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

5.   Οι εθνικές άδειες που χορηγούνται πριν από την αντίστοιχη ημερομηνία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 εξακολουθούν να ισχύουν στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια έως την ημερομηνία λήξης τους ή για χρονικό διάστημα έως 10 ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, ανάλογα με το ποιο χρονικό διάστημα είναι συντομότερο.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, οι εθνικές άδειες για τα είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για οχήματα, οι οποίες χορηγούνται πριν από την αντίστοιχη ημερομηνία που προβλέπεται στην παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη τους.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2007.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. GLOSER


(1)  ΕΕ C 195 της 18.8.2006, σ. 7.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2007.

(3)  ΕΕ L 121 της 15.5.1993, σ. 20. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 10 της 14.1.1997, σ. 13. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 97).

(5)  ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 53).

(6)  ΕΕ C 136 της 4.6.1985, σ. 1.

(7)  ΕΕ C 91 της 16.4.2003, σ. 7.

(8)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003.

(9)  ΕΕ L 220 της 30.8.1993, σ. 23.

(10)  ΕΕ L 210 της 7.8.1985, σ. 29. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 141 της 4.6.1999, σ. 20).

(11)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(12)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 187 της 16.7.1988, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 212 της 7.8.2001, σ. 24.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Βασικές απαιτήσεις ασφάλειας

1.

Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να διαθέτει τα χαρακτηριστικά απόδοσης που προσδιορίζει ο κατασκευαστής στον κοινοποιημένο οργανισμό ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή ασφάλεια και αξιοπιστία.

2.

Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να σχεδιάζεται και να κατασκευάζεται με τρόπο που να καθιστά δυνατή την ασφαλή διάθεσή του με κατάλληλη μέθοδο και με τις ελάχιστες επιπτώσεις για το περιβάλλον.

3.

Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να λειτουργεί σωστά όταν χρησιμοποιείται για το σκοπό για τον οποίο προορίζεται.

Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να υποβάλλεται σε δοκιμή σε πραγματικές συνθήκες. Αν αυτό δεν είναι δυνατό μέσα σε εργαστήριο, οι δοκιμές πρέπει να διενεργούνται σε συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το είδος πυροτεχνίας.

Οι ακόλουθες πληροφορίες και ιδιότητες –εφόσον απαιτείται– πρέπει να εξετάζονται ή να υποβάλλονται σε δοκιμή:

α)

Σχεδιασμός, κατασκευή και χαρακτηριστικές ιδιότητες, συμπεριλαμβανομένης της λεπτομερούς χημικής σύνθεσης (μάζα και ποσοστό των χρησιμοποιούμενων ουσιών) και διαστάσεις.

β)

Η φυσική και χημική σταθερότητα του είδους πυροτεχνίας σε όλες τις φυσιολογικές, προβλέψιμες περιβαλλοντικές συνθήκες.

γ)

Ευαισθησία σε κανονικό, προβλέψιμο χειρισμό και μεταφορά.

δ)

Συμμόρφωση όλων των συστατικών όσον αφορά τη χημική τους σταθερότητα.

ε)

Αντοχή του είδους πυροτεχνίας στην υγρασία, εάν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί σε υγρές ή ξηρές συνθήκες και εάν η ασφάλεια ή η αξιοπιστία του μπορεί να επηρεασθεί αρνητικά από την υγρασία.

στ)

Αντοχή σε χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες, όταν το είδος πυροτεχνίας προορίζεται να διατηρηθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε τέτοιες θερμοκρασίες και η ασφάλειά του ή η αξιοπιστία του μπορούν να επηρεασθούν αρνητικά από την ψύξη ή τη θέρμανση ολόκληρου του είδους πυροτεχνίας ή συστατικού του.

ζ)

Τα χαρακτηριστικά ασφαλείας που αποσκοπούν στην πρόληψη τυχόν άκαιρης ή ακούσιας πυροδότησης ή ανάφλεξης.

η)

Κατάλληλες οδηγίες και, εφόσον απαιτείται, επισημάνσεις όσον αφορά τον ασφαλή χειρισμό, αποθήκευση, χρήση (συμπεριλαμβανομένων των αποστάσεων ασφαλείας) και διάθεση στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του κράτους μέλους αποδέκτη.

θ)

Η ικανότητα του είδους πυροτεχνίας, του περιτυλίγματός του ή των συστατικών μερών του να αντιστέκονται στη φθορά σε κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες αποθήκευσης.

ι)

Προσδιορισμός όλων των συσκευών και των βοηθητικών μερών που απαιτούνται και οδηγίες χρήσης για την ασφαλή λειτουργία του είδους πυροτεχνίας.

Κατά τη μεταφορά και τον κανονικό χειρισμό, τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να περιέχουν τα πυροτεχνικά συστατικά τους, εκτός εάν οι οδηγίες του κατασκευαστή ορίζουν άλλως.

4.

Τα είδη πυροτεχνίας δεν περιέχουν:

α)

εμπορικές εκρηκτικές ύλες, εκτός από μαύρη πυρίτιδα ή συστατικά που δημιουργούν λάμψεις·

β)

στρατιωτικές εκρηκτικές ύλες.

5.

Οι διάφορες ομάδες ειδών πυροτεχνίας πρέπει επίσης να συμμορφώνονται τουλάχιστον με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

Α.   Πυροτεχνήματα

1.

Ο κατασκευαστής κατανέμει τα πυροτεχνήματα σε διάφορες κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 3 ανάλογα με την καθαρή περιεκτικότητα σε εκρηκτική ύλη, τις αποστάσεις ασφαλείας, το επίπεδο θορύβου ή ανάλογα κριτήρια. Η κατηγορία αναγράφεται καθαρά στην ετικέτα.

α)

Για τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας 1, τηρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

i)

η απόσταση ασφαλείας είναι τουλάχιστον 1 m. Ωστόσο, εφόσον ενδείκνυται, η απόσταση ασφαλείας μπορεί να είναι μικρότερη,

ii)

το μέγιστο επίπεδο θορύβου δεν υπερβαίνει τα 120 dB (A, imp), ή ισοδύναμο επίπεδο θορύβου, όπως μετράται με άλλη κατάλληλη μέθοδο, στην απόσταση ασφαλείας,

iii)

η κατηγορία 1 δεν περιλαμβάνει κροτίδες, συστοιχίες κροτίδων, κροτίδες εκτόνωσης και συστοιχίες κροτίδων εκτόνωσης,

iv)

τα ριπτόμενα προς τα κάτω πυροτεχνήματα (throwdown) της κατηγορίας 1 δεν περιέχουν περισσότερα από 2,5 mg κροτικού αργύρου.

β)

Για τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας 2, τηρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

i)

η απόσταση ασφαλείας είναι τουλάχιστον 8 m. Ωστόσο, εφόσον ενδείκνυται, η απόσταση ασφαλείας μπορεί να είναι μικρότερη,

ii)

το μέγιστο επίπεδο θορύβου δεν υπερβαίνει τα 120 dB (A, imp), ή ισοδύναμο επίπεδο θορύβου, όπως μετράται με άλλη κατάλληλη μέθοδο, στην απόσταση ασφαλείας.

γ)

Για τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας 3, τηρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

i)

η απόσταση ασφαλείας είναι τουλάχιστον 15 m. Ωστόσο, εφόσον ενδείκνυται, η απόσταση ασφαλείας μπορεί να είναι μικρότερη,

ii)

το μέγιστο επίπεδο θορύβου δεν υπερβαίνει τα 120 dB (A, imp), ή ισοδύναμο επίπεδο θορύβου, όπως μετράται με άλλη κατάλληλη μέθοδο, στην απόσταση ασφαλείας.

2.

Τα πυροτεχνήματα μπορούν να κατασκευάζονται μόνον από υλικά που μειώνουν στο ελάχιστο τον κίνδυνο για την υγεία, την ιδιοκτησία και το περιβάλλον από τα θραύσματα.

3.

Η μέθοδος ανάφλεξης πρέπει να είναι εμφανής ή να προσδιορίζεται στην επισήμανση ή στις οδηγίες.

4.

Τα πυροτεχνήματα δεν μετακινούνται με τυχαίο και απρόβλεπτο τρόπο.

5.

Τα πυροτεχνήματα των κατηγοριών 1, 2 και 3 πρέπει να προστατεύονται από ακούσια ανάφλεξη είτε με προστατευτικό κάλυμμα, είτε με τη συσκευασία ή με την κατασκευή του πυροτεχνήματος. Τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας 4 πρέπει να προστατεύονται από ακούσια ανάφλεξη με τις μεθόδους που καθορίζει ο κατασκευαστής.

Β.   Άλλα είδη πυροτεχνίας

1.

Τα είδη πυροτεχνίας σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται στο ελάχιστο ο κίνδυνος για την υγεία, την ιδιοκτησία και το περιβάλλον σε κανονική χρήση.

2.

Η μέθοδος ανάφλεξης πρέπει να είναι εμφανής ή να δηλώνεται με επισήμανση ή στις οδηγίες.

3.

Το είδος πυροτεχνίας σχεδιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται στο ελάχιστο ο κίνδυνος για την υγεία, την ιδιοκτησία και το περιβάλλον από θραύσματα, όταν ενεργοποιείται ακούσια.

4.

Κατά περίπτωση, το είδος πυροτεχνίας λειτουργεί κανονικά έως την ημερομηνία λήξης που καθορίζει ο κατασκευαστής.

Γ.   Συσκευές ανάφλεξης

1.

Οι συσκευές ανάφλεξης πρέπει να μπορούν να πυροδοτούνται αξιόπιστα και να έχουν επαρκή ικανότητα πυροδότησης σε όλες τις κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες χρήσης.

2.

Οι συσκευές ανάφλεξης πρέπει να προστατεύονται από ηλεκτροστατική εκκένωση σε κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες αποθήκευσης και χρήσης.

3.

Οι ηλεκτρικοί αναφλεκτήρες πρέπει να προστατεύονται από ηλεκτρομαγνητικά πεδία σε κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες αποθήκευσης και χρήσης.

4.

Το περίβλημα των ασφαλειών πρέπει να διαθέτει επαρκή μηχανική αντοχή και να προστατεύει επαρκώς τα περιεχόμενα εκρηκτικά όταν εκτίθεται σε κανονική, προβλέψιμη μηχανική καταπόνηση.

5.

Οι παράμετροι που αφορούν το χρόνο καύσης των ασφαλειών πρέπει να παρέχονται μαζί με το είδος.

6.

Τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά (π.χ. ελάχιστο ρεύμα πυροδότησης, αντίσταση κ.λπ.) των ηλεκτρικών αναφλεκτήρων πρέπει να παρέχονται μαζί με το είδος.

7.

Τα σύρματα των ηλεκτρικών αναφλεκτήρων πρέπει να διαθέτουν επαρκή μόνωση και μηχανική αντοχή, συμπεριλαμβανομένης της ανθεκτικής σύνδεσης με τον αναφλεκτήρα, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης για την οποία προορίζονται.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας

1.   ΕΝΟΤΗΤΑ Β: Εξέταση τύπου ΕΚ

1.

Η παρούσα ενότητα περιγράφει το τμήμα εκείνο της διαδικασίας με το οποίο κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώνει και βεβαιώνει ότι δείγμα, αντιπροσωπευτικό της σχετικής παραγωγής, πληροί τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2007/23/ΕΚ (εφεξής «παρούσα οδηγία»).

2.

Η αίτηση για εξέταση τύπου ΕΚ υποβάλλεται από τον κατασκευαστή στον κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή·

β)

γραπτή δήλωση ότι η ίδια αίτηση δεν έχει υποβληθεί σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό·

γ)

τα τεχνικά έγγραφα, όπως περιγράφονται στο σημείο 3.

Ο αιτών θέτει στη διάθεση του κοινοποιημένου οργανισμού δείγμα, αντιπροσωπευτικό της προβλεπόμενης παραγωγής, το οποίο στο εξής ονομάζεται «τύπος». Ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να ζητήσει και άλλα δείγματα, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή του προγράμματος δοκιμών.

3.

Τα τεχνικά έγγραφα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα να αξιολογείται η πιστότητα του είδους πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Πρέπει να καλύπτουν, στο βαθμό που αυτό απαιτείται για την αξιολόγηση, το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του είδους, και να περιλαμβάνουν τα εξής, εφόσον σχετίζονται με την αξιολόγηση:

α)

γενική περιγραφή του τύπου·

β)

σχέδια μελετών και φακέλους κατασκευής, καθώς και τα διαγράμματα κατασκευαστικών στοιχείων, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.·

γ)

τις περιγραφές και τις επεξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των σχεδίων μελετών και των φακέλων κατασκευής καθώς και τα διαγράμματα και τη λειτουργία του είδους·

δ)

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας, που εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, και περιγραφές των λύσεων που ακολουθούνται για την τήρηση των βασικών απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εναρμονισμένα πρότυπα του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας δεν έχουν εφαρμοσθεί·

ε)

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των ελέγχων που διενεργήθηκαν κ.λπ.·

στ)

τις εκθέσεις δοκιμών.

4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός:

α)

εξετάζει τα τεχνικά έγγραφα, επαληθεύει ότι ο τύπος έχει κατασκευασθεί σύμφωνα με τα τεχνικά έγγραφα και προσδιορίζει τα στοιχεία τα οποία σχεδιάσθηκαν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των εναρμονισμένων προτύπων τού άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας, καθώς και τα στοιχεία τα οποία σχεδιάσθηκαν χωρίς να εφαρμοσθούν οι σχετικές διατάξεις των εν λόγω εναρμονισμένων προτύπων·

β)

διεξάγει ή αναθέτει σε τρίτους τη διεξαγωγή των καταλλήλων ελέγχων και των απαραίτητων δοκιμών ώστε να ελέγξει, εάν, στην περίπτωση που δεν εφαρμόζονται τα εναρμονισμένα πρότυπα του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας, οι λύσεις τις οποίες ακολούθησε ο κατασκευαστής πληρούν τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας της παρούσας οδηγίας·

γ)

διεξάγει ή αναθέτει σε τρίτους τη διεξαγωγή των καταλλήλων ελέγχων και των απαραίτητων δοκιμών ώστε να ελέγξει, εφόσον ο κατασκευαστής επέλεξε να εφαρμόσει τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα, εάν τα πρότυπα αυτά έχουν όντως εφαρμοσθεί·

δ)

συμφωνεί με τον αιτούντα για τον τόπο στον οποίο θα διεξαχθούν οι έλεγχοι και οι απαραίτητες δοκιμές.

5.

Αν ο τύπος ανταποκρίνεται στις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ στον αιτούντα. Η βεβαίωση περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα συμπεράσματα του ελέγχου και τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση του εγκεκριμένου τύπου.

Κατάλογος των σημαντικότερων τμημάτων των τεχνικών εγγράφων προσαρτάται στη βεβαίωση, ενώ αντίγραφο φυλάσσεται από τον κοινοποιημένο οργανισμό.

Σε περίπτωση που δεν χορηγείται στον κατασκευαστή βεβαίωση τύπου, ο κοινοποιημένος οργανισμός πρέπει να παραθέσει λεπτομερώς τους λόγους για την άρνηση.

Πρέπει να προβλέπεται διαδικασία προσφυγής.

6.

Ο αιτών ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει στην κατοχή του τα τεχνικά έγγραφα που αφορούν τη βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ για κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου είδους πυροτεχνίας για την οποία πρέπει να χορηγηθεί πρόσθετη έγκριση, εφόσον η τροποποίηση αυτή μπορεί να επηρεάσει την πιστότητα προς τις βασικές απαιτήσεις ή προς τις προδιαγραφόμενες προϋποθέσεις για τη χρήση του είδους. Η πρόσθετη αυτή έγκριση παρέχεται υπό μορφή προσθήκης, στην αρχική βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ.

7.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός γνωστοποιεί στους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετική με τις βεβαιώσεις εξέτασης τύπου ΕΚ και τις εκδιδόμενες ή ανακαλούμενες προσθήκες τους.

8.

Οι άλλοι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν να λαμβάνουν αντίγραφα των βεβαιώσεων εξέτασης τύπου ΕΚ ή/και των προσθηκών τους. Τα παραρτήματα των βεβαιώσεων φυλάσσονται στη διάθεση των λοιπών κοινοποιημένων οργανισμών.

9.

Ο κατασκευαστής πρέπει να φυλάσσει, μαζί με τα τεχνικά έγγραφα, αντίγραφα των βεβαιώσεων εξέτασης τύπου ΕΚ και τις προσθήκες τους επί δέκα τουλάχιστον έτη από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του σχετικού είδους πυροτεχνίας.

Όταν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, την υποχρέωση να θέτει τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των αρμοδίων αρχών έχει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.

2.   ΕΝΟΤΗΤΑ Γ: Συμμόρφωση προς τον τύπο

1.

Αυτή η ενότητα περιγράφει το μέρος της διαδικασίας με το οποίο ο κατασκευαστής βεβαιώνεται και δηλώνει ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας είναι σύμφωνα προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ και πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτά. Ο κατασκευαστής επιθέτει τη σήμανση CE σε κάθε είδος πυροτεχνίας και συντάσσει γραπτή δήλωση πιστότητας.

2.

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η μέθοδος κατασκευής να διασφαλίζει την πιστότητα των κατασκευασθέντων ειδών πυροτεχνίας προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ, καθώς και προς τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας της παρούσας οδηγίας.

3.

Ο κατασκευαστής διατηρεί αντίγραφο της δήλωσης πιστότητας επί δέκα τουλάχιστον έτη από την ημερομηνία της τελευταίας κατασκευής του υπό εξέταση είδους.

Όταν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα, η υποχρέωση να διατηρούνται τα τεχνικά έγγραφα προσπελάσιμα εμπίπτει στο πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διάθεση του είδους στην αγορά.

4.

Κοινοποιημένος οργανισμός της επιλογής του κατασκευαστή διενεργεί ή διασφαλίζει τη διεξαγωγή εξετάσεων του είδους με δειγματοληψία. Εξετάζεται κατάλληλο δείγμα των τελικών ειδών, που λαμβάνει επιτόπου ο κοινοποιημένος οργανισμός και διενεργούνται οι κατάλληλες δοκιμές που ορίζει το σχετικό εναρμονισμένο πρότυπο του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας, ή ισοδύναμες δοκιμές, για να εξακριβωθεί η συμμόρφωση του είδους προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Εφόσον ένα ή περισσότερα από τα δείγματα των ειδών που υποβάλλονται σε έλεγχο δεν είναι σύμφωνα προς τις απαιτήσεις αυτές, ο κοινοποιημένος οργανισμός λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Υπό την ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού, ο κατασκευαστής επιθέτει τον αριθμό αναγνώρισης του εν λόγω οργανισμού κατά τη διαδικασία κατασκευής.

3.   ΕΝΟΤΗΤΑ Δ: Διασφάλιση ποιότητας της παραγωγής

1.

Η ενότητα αυτή περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ο οποίος πληροί τις υποχρεώσεις του σημείου 2 βεβαιώνεται και δηλώνει ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας είναι σύμφωνα προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ και πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Ο κατασκευαστής επιθέτει τη σήμανση CE σε κάθε είδος και συντάσσει γραπτή δήλωση πιστότητας. Η σήμανση CE πρέπει να συνοδεύεται από τον αριθμό αναγνώρισης του κοινοποιημένου οργανισμού που είναι υπεύθυνος για τους ελέγχους κατά το σημείο 4.

2.

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την παραγωγή, την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τις δοκιμές, όπως ορίζεται στο σημείο 3. Ο κατασκευαστής υπόκειται στους ελέγχους κατά το σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του, όσον αφορά τα συγκεκριμένα είδη πυροτεχνίας.

Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει:

α)

όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την προτεινόμενη κατηγορία του είδους πυροτεχνίας·

β)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

γ)

τα τεχνικά έγγραφα σχετικά με τον εγκεκριμένο τύπο και αντίγραφο της βεβαίωσης εξέτασης τύπου ΕΚ.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας πρέπει να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των ειδών πυροτεχνίας προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ καθώς και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που τα αφορούν.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής πρέπει να τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, με τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Τα έγγραφα του συστήματος ποιότητας πρέπει να καθιστούν δυνατή την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων ποιότητας, των σχεδίων, των εγχειριδίων και των αρχείων καταχώρισης στοιχείων ποιότητας.

Ειδικότερα, πρέπει να περιλαμβάνεται επαρκής περιγραφή:

α)

των ποιοτικών στόχων, της οργανωτικής δομής, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών ως προς την ποιότητα των ειδών πυροτεχνίας·

β)

των τεχνικών, διεργασιών και συστηματικών ενεργειών κατασκευής, ποιοτικού ελέγχου και διασφάλισης της ποιότητας που θα εφαρμοσθούν·

γ)

των ελέγχων και των δοκιμών που θα διεξαχθούν πριν, κατά και μετά την κατασκευή, και τη συχνότητα διεξαγωγής τους·

δ)

των αρχείων καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού κ.λπ.·

ε)

των μέσων επιτήρησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της επίτευξης της απαιτούμενης ποιότητας των ειδών πυροτεχνίας και της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει εάν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σημείου 3.2. Τεκμαίρει ότι τα συστήματα ποιότητας που εφαρμόζουν το σχετικό εναρμονισμένο πρότυπο ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές. Η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος το οποίο έχει, ως αξιολογητής, πείρα στην αξιολόγηση της τεχνολογίας του σχετικού προϊόντος. Η διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνει επίσκεψη επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η απόφαση αξιολόγησης δεόντως αιτιολογημένη κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να πληροί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το διατηρεί σε κατάλληλο και αποτελεσματικό επίπεδο.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό, ο οποίος ενέκρινε το σύστημα ποιότητας, για κάθε σκοπούμενη προσαρμογή του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει αν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις του σημείου 3.2 ή αν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Η απόφαση αξιολόγησης δεόντως αιτιολογημένη κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου.

4.   Παρακολούθηση υπό την ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της παρακολούθησης είναι να εξασφαλισθεί ότι ο κατασκευαστής πληροί δεόντως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης για τους σκοπούς της επιθεώρησης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

α)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

β)

τα αρχεία καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, όπως τις εκθέσεις δοκιμών και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διεξάγει περιοδικά λογιστικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και χορηγεί έκθεση λογιστικού ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Επ’ ευκαιρία των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί, εν ανάγκη, να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους να διεξάγουν δοκιμές για να επαληθευθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκε δοκιμή, έκθεση δοκιμής.

5.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, επί δέκα τουλάχιστον έτη από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του είδους:

α)

τα έγγραφα που μνημονεύονται στο σημείο 3.1 στοιχείο β)·

β)

τα έγγραφα σχετικά με τις προσαρμογές στα πρόσφατα δεδομένα που προβλέπονται στο σημείο 3.4 δεύτερο εδάφιο·

γ)

τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που μνημονεύονται στο τέταρτο εδάφιο του σημείου 3.4 και στα σημεία 4.3 και 4.4.

6.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός παρέχει στους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορηγήθηκαν και ανακλήθηκαν.

4.   ΕΝΟΤΗΤΑ Ε: Διασφάλιση ποιότητας προϊόντος

1.

Η ενότητα αυτή περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ο οποίος πληροί τις υποχρεώσεις του σημείου 2 βεβαιώνεται και δηλώνει ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας είναι σύμφωνα προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ. Ο κατασκευαστής επιθέτει τη σήμανση CE σε κάθε είδος και συντάσσει γραπτή δήλωση πιστότητας. Η σήμανση CE συνοδεύεται από τον αριθμό μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού που είναι υπεύθυνος για τους ελέγχους που μνημονεύονται στο σημείο 4.

2.

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την επιθεώρηση του τελικού είδους πυροτεχνίας και τις δοκιμές, όπως ορίζεται στο σημείο 3. Ο κατασκευαστής υπόκειται στους ελέγχους που μνημονεύονται στο σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει, στον κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του, αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που σχετίζεται με τα είδη πυροτεχνίας του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

α)

όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την προτεινόμενη κατηγορία του είδους πυροτεχνίας·

β)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

γ)

τα τεχνικά έγγραφα σχετικά με τον εγκεκριμένο τύπο και αντίγραφο της βεβαίωσης εξέτασης τύπου ΕΚ.

3.2.

Στο πλαίσιο του συστήματος ποιότητας, κάθε είδος πυροτεχνίας εξετάζεται και διεξάγονται κατάλληλες δοκιμές, όπως ορίζονται στο ή στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας, ή διεξάγονται ισοδύναμες δοκιμές, προκειμένου να διαπιστωθεί η πιστότητα του είδους προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής πρέπει να τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, με τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Τα έγγραφα του συστήματος ποιότητας πρέπει να καθιστούν δυνατή την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων ποιότητας, των σχεδίων, των εγχειριδίων και των αρχείων καταχώρισης στοιχείων ποιότητας.

Ειδικότερα, πρέπει να περιλαμβάνεται επαρκής περιγραφή:

α)

των ποιοτικών στόχων, της οργανωτικής δομής, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των διοικητικών στελεχών ως προς την ποιότητα των ειδών πυροτεχνίας·

β)

των ελέγχων και των δοκιμών που θα διεξαχθούν μετά την κατασκευή·

γ)

των μέσων επιτήρησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας·

δ)

των αρχείων καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει εάν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις κατά το σημείο 3.2. Τεκμαίρει ότι τα συστήματα ποιότητας που εφαρμόζουν το σχετικό εναρμονισμένο πρότυπο ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές.

Η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος το οποίο έχει πείρα στην αξιολόγηση της τεχνολογίας του σχετικού προϊόντος. Η διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνει επίσκεψη επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η απόφαση αξιολόγησης δεόντως αιτιολογημένη κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου.

3.4.

Ο κατασκευαστής υποχρεούται να πληροί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το διατηρεί σε κατάλληλο και αποτελεσματικό επίπεδο.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό ο οποίος ενέκρινε το σύστημα ποιότητας για κάθε προτεινόμενη αλλαγή του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει αν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις του σημείου 3.2, ή αν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Η απόφαση αξιολόγησης δεόντως αιτιολογημένη, κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου.

4.   Παρακολούθηση υπό την ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Ο στόχος της παρακολούθησης είναι να εξασφαλισθεί ότι ο κατασκευαστής πληροί δεόντως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης για τους σκοπούς της επιθεώρησης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

α)

τα έγγραφα συστήματος ποιότητας·

β)

τα τεχνικά έγγραφα·

γ)

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις δοκιμών και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς λογιστικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας, και χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση λογιστικού ελέγχου.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Κατά τις επισκέψεις αυτές, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί, εν ανάγκη, να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους να διεξάγουν δοκιμές για να επαληθευθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκε δοκιμή, έκθεση δοκιμής.

5.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του είδους:

α)

τα έγγραφα που σημειώνονται στο σημείο 3.1 στοιχείο β)·

β)

τα έγγραφα σχετικά με τις προσαρμογές κατά το σημείο 3.4 δεύτερο εδάφιο·

γ)

τις αποφάσεις και εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που σημειώνονται στο τέταρτο εδάφιο του σημείου 3.4 και στα σημεία 4.3 και 4.4.

6.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός διαβιβάζει στους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει χορηγήσει ή ανακαλέσει.

5.   ΕΝΟΤHTA Ζ: Επαλήθευση μονάδας

1.

Η ενότητα αυτή περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία ο κατασκευαστής βεβαιώνει και δηλώνει ότι το είδος πυροτεχνίας το οποίο έλαβε τη βεβαίωση περί της οποίας το σημείο 2, είναι σύμφωνο προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Ο κατασκευαστής επιθέτει τη σήμανση CE στο είδος και συντάσσει δήλωση πιστότητας.

2.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει το είδος πυροτεχνίας και διεξάγει τις κατάλληλες δοκιμές, που ορίζονται στο οικείο εναρμονισμένο πρότυπο ή πρότυπα του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας, ή ισοδύναμες δοκιμές προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωσή του είδους πυροτεχνίας προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός επιθέτει, ή φροντίζει να επιτεθεί, ο αναγνωριστικός του αριθμός στο εγκεκριμένο είδος πυροτεχνίας και συντάσσει βεβαίωση πιστότητας σχετική με τις διεξαχθείσες δοκιμές.

3.

Τα τεχνικά έγγραφα αποσκοπούν στο να καταστήσουν δυνατή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και την κατανόηση του σχεδιασμού, της κατασκευής και της λειτουργίας του είδους πυροτεχνίας.

Ο φάκελος περιλαμβάνει, εφόσον απαιτείται για την αξιολόγηση:

α)

γενική περιγραφή του τύπου·

β)

σχέδια μελετών και φακέλους κατασκευής, καθώς και τα διαγράμματα συστατικών στοιχείων, υποσυγκροτημάτων και κυκλωμάτων·

γ)

τις περιγραφές και τις επεξηγήσεις που απαιτούνται για την κατανόηση των σχεδίων μελετών και των φακέλων κατασκευής, των σχεδίων και διαγραμμάτων των συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων και κυκλωμάτων, καθώς και της λειτουργίας του είδους πυροτεχνίας·

δ)

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας, που εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, και περιγραφές των λύσεων που ακολουθούνται για την τήρηση των βασικών απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα πρότυπα του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας δεν έχουν εφαρμοσθεί·

ε)

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού και των ελέγχων που διενεργήθηκαν·

στ)

τις εκθέσεις δοκιμών.

6.   ΕΝΟΤΗΤΑ H: Ολοκληρωμένη διασφάλιση ποιότητας

1.

Η παρούσα ενότητα περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία ο κατασκευαστής που συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του σημείου 2 βεβαιώνεται και δηλώνει ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Ο κατασκευαστής ή ο εισαγωγέας του επιθέτει τη σήμανση CE σε κάθε είδος και συντάσσει γραπτή δήλωση πιστότητας. Η σήμανση CE συνοδεύεται από τον αριθμό αναγνώρισης του κοινοποιημένου οργανισμού που είναι υπεύθυνος για τους ελέγχους κατά το σημείο 4.

2.

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για το σχεδιασμό, την παραγωγή, την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τις δοκιμές, όπως ορίζει το σημείο 3. Ο κατασκευαστής υπόκειται στους ελέγχους περί των οποίων στο σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει σε κοινοποιημένο οργανισμό.

Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει:

α)

όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την προτεινόμενη κατηγορία του είδους πυροτεχνίας·

β)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας πρέπει να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των ειδών πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής πρέπει να τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και να λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Τα έγγραφα του συστήματος διασφάλισης ποιότητας πρέπει να καθιστούν δυνατή την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων ποιότητας, των σχεδίων, εγχειριδίων και των αρχείων καταγραφής στοιχείων ποιότητας.

Ειδικότερα, πρέπει να περιλαμβάνεται κατάλληλη περιγραφή:

α)

των στόχων ποιότητας και του οργανογράμματος καθώς και των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά το σχεδιασμό και την ποιότητα του είδους·

β)

των τεχνικών προδιαγραφών κατασκευής, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοζόμενων προτύπων και, εφόσον δεν έχουν εφαρμοσθεί πλήρως τα πρότυπα περί των οποίων το άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας, των μέσων με τα οποία διασφαλίζεται ότι πληρούνται οι σχετικές θεμελιώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·

γ)

των τεχνικών για τον έλεγχο και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της ανάπτυξης, της διαδικασίας και των συστηματικών ενεργειών, που εφαρμόσθηκαν κατά την ανάπτυξη των προϊόντων που υπάγονται στη σχετική κατηγορία του είδους·

δ)

των αντιστοίχων τεχνικών παρασκευής, ποιοτικού ελέγχου και ποιοτικής διασφάλισης, των εφαρμοζόμενων διαδικασιών και των συστηματικών δράσεων·

ε)

των εξετάσεων και των δοκιμών που διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή, και τη συχνότητα διεξαγωγής τους·

στ)

των φακέλων καταγραφής στοιχείων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού·

ζ)

των μέσων επιτήρησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της επίτευξης του απαιτούμενου επιπέδου σχεδιασμού και ποιότητας των ειδών πυροτεχνίας και της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει εάν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις περί των οποίων το σημείο 3.2. Τεκμαίρει ότι τα συστήματα ποιότητας που εφαρμόζουν το σχετικό εναρμονισμένο πρότυπο ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές.

Η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος το οποίο έχει εμπειρία στην αξιολόγηση της τεχνολογίας του σχετικού προϊόντος. Η διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνει επίσκεψη επιθεώρησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή.

Η απόφαση αξιολόγησης δεόντως αιτιολογημένη κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου.

3.4.

Ο κατασκευαστής υποχρεούται να πληροί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το διατηρεί σε κατάλληλο και αποτελεσματικό επίπεδο.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει διαρκώς τον κοινοποιημένο οργανισμό, ο οποίος ενέκρινε το σύστημα ποιότητας, για κάθε προτεινόμενη προσαρμογή του συστήματος ποιότητας στα πρόσφατα δεδομένα.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει εάν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις περί των οποίων το σημείο 3.2 ή εάν απαιτείται νέα αξιολόγηση.

Η απόφαση αξιολόγησης δεόντως αιτιολογημένη κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου.

4.   Παρακολούθηση εκ μέρους της ΕΚ υπό την ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της παρακολούθησης εκ μέρους της ΕΚ είναι να διασφαλισθεί ότι ο κατασκευαστής πληροί δεόντως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης για τους σκοπούς της επιθεώρησης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

α)

τα έγγραφα του συστήματος ποιότητας·

β)

τα αρχεία καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, που προβλέπει το σύστημα ποιότητας για τον τομέα ανάπτυξης, όπως τα αποτελέσματα αναλύσεων, υπολογισμών, δοκιμών·

γ)

τα αρχεία καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, που προβλέπει το σύστημα ποιότητας για τον τομέα κατασκευής, όπως τις εκθέσεις δοκιμών και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διεξάγει κατά καιρούς λογιστικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και χορηγεί έκθεση λογιστικού ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί, εν ανάγκη, να διεξάγει ή να αναθέτει σε τρίτους να διεξάγουν, δοκιμές για να επαληθεύεται η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκε δοκιμή, έκθεση δοκιμής.

5.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τελευταία ημερομηνία κατασκευής του είδους:

α)

τα έγγραφα περί των οποίων το σημείο 3.1 στοιχείο β)·

β)

τα έγγραφα σχετικά με την προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα κατά το σημείο 3.4 δεύτερο εδάφιο·

γ)

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού περί των οποίων το τελευταίο εδάφιο του σημείου 3.4 και τα σημεία 4.3 και 4.4.

6.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός παρέχει στους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς τις συναφείς πληροφορίες για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορηγήθηκαν και ανακλήθηκαν.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Ελάχιστα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη όσον αφορά τους οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για τις αξιολογήσεις πιστότητας

1.

Ο οργανισμός, ο διευθυντής του και το προσωπικό που είναι υπεύθυνοι για την επαλήθευση δεν μπορούν να είναι ο σχεδιαστής, ο κατασκευαστής, ο προμηθευτής, ο εγκαταστάτης ή ο εισαγωγέας των ειδών πυροτεχνίας που ελέγχονται, ούτε ο εντολοδόχος κανενός από τα εν λόγω μέρη. Δεν πρέπει να παρεμβαίνουν άμεσα ή ως εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι κατά το σχεδιασμό, την κατασκευή, την εμπορία, τη συντήρηση ή την εισαγωγή των ειδών αυτών. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα ανταλλαγής τεχνικών πληροφοριών μεταξύ του κατασκευαστή και του οργανισμού.

2.

Ο οργανισμός και το προσωπικό του πραγματοποιούν τις δοκιμές επαλήθευσης με τον ύψιστο βαθμό επαγγελματικής εντιμότητας και τεχνικής ικανότητας και δεν υπόκεινται σε πιέσεις και παραινέσεις, ιδιαιτέρως οικονομικής φύσης, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση τους ή τα αποτελέσματα της επιθεώρησης, ειδικότερα πιέσεις ή παραινέσεις προερχόμενες από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον για τα αποτελέσματα των επαληθεύσεων.

3.

Ο οργανισμός πρέπει να έχει στη διάθεσή του το αναγκαίο προσωπικό και να διαθέτει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για την ικανοποιητική εκπλήρωση των διοικητικών και τεχνικών καθηκόντων που αφορούν την επαλήθευση. Πρέπει, ομοίως, να έχει πρόσβαση στον απαιτούμενο εξοπλισμό για ειδική επαλήθευση.

4.

Το υπεύθυνο για την επιθεώρηση προσωπικό πρέπει να διαθέτει:

α)

άρτια τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση·

β)

επαρκή γνώση των απαιτήσεων των δοκιμών που διενεργεί και επαρκή εμπειρία σε αυτές τις δοκιμές·

γ)

την απαιτούμενη ικανότητα για τη σύνταξη των βεβαιώσεων, αρχείων και εκθέσεων που απαιτούνται για την επικύρωση των αποτελεσμάτων των δοκιμών.

5.

Πρέπει να εξασφαλίζεται η αμεροληψία του προσωπικού που διενεργεί την επιθεώρηση. Η αμοιβή του δεν πρέπει να εξαρτάται από τον αριθμό των δοκιμών που διεξάγονται ούτε από τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών.

6.

Ο οργανισμός πρέπει να συνάπτει ασφάλιση αστικής ευθύνης, εκτός εάν την ευθύνη αναλαμβάνει το κράτος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή εάν το κράτος μέλος είναι το ίδιο άμεσα υπεύθυνο για τις δοκιμές.

7.

Το προσωπικό του οργανισμού πρέπει να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο όσον αφορά όλες τις πληροφορίες που προκύπτουν κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του (εξαιρουμένων των πληροφοριών προς τις αρμόδιες διοικητικές αρχές του κράτους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητές του) βάσει της παρούσας οδηγίας ή κάθε διάταξης του εθνικού δικαίου για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Σήμανση πιστότητας

Η σήμανση πιστότητας CE αποτελείται από τα αρχικά «CE» υπό την εξής μορφή:

Image

Σε περίπτωση σμίκρυνσης ή μεγέθυνσης της σήμανσης, οι αναλογίες της ανωτέρω βαθμονομημένης παράστασης πρέπει να τηρούνται.


14.6.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 154/22


ΟΔΗΓΊΑ 2007/24/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Μαΐου 2007

για την κατάργηση της οδηγίας 71/304/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί καταργήσεως των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων και στην ανάθεση συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω πρακτορείων ή υποκαταστημάτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 και τα άρθρα 55 και 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, σχετικά με την ενημέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου, είχε εξαγγείλει μεταξύ άλλων ότι θα εξέταζε το κεκτημένο προκειμένου να ελέγξει εάν μπορεί να απλουστευθεί, με την κατάργηση παραδείγματος χάρη πράξεων που είναι πλέον παρωχημένες.

(2)

Η έκδοση διαφόρων νομοθετικών πράξεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τελευταία δε της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (2), και της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (3), καθώς επίσης και η εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ιδίως στην απόφασή του της 25ης Ιουλίου 1991 στην υπόθεση C-76/90 Säger (4), επιτρέπουν να επιτευχθεί επίπεδο προστασίας ίσο ή ανώτερο εκείνου με βάση την οδηγία 71/304/ΕΟΚ (5).

(3)

Για να απλουστευθεί το κοινοτικό κεκτημένο χωρίς να θιγούν τα δικαιώματα των οικονομικών παραγόντων, η οδηγία 71/304/ΕΟΚ θα πρέπει επομένως να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 71/304/ΕΟΚ καταργείται.

Άρθρο 2

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2007.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. GLOSER


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Φεβρουαρίου 2007 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2007.

(2)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/97/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 107).

(3)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/97/ΕΚ.

(4)  Συλλογή 1991, σ. I-4221.

(5)  ΕΕ L 185 της 16.8.1971, σ. 1.


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

14.6.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 154/23


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 623/2007/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Μαΐου 2007

σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2002/2/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 152 παράγραφος 4 στοιχείο β),

την πρόταση της Επιτροπής,

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) τροποποιεί την οδηγία 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών (4). Η διάταξη αυτή προσέθεσε ένα στοιχείο στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ, με το οποίο απαιτείται από τους παρασκευαστές σύνθετων ζωοτροφών να δηλώνουν την ακριβή σύνθεση των ζωοτροφών, κατόπιν αιτήσεως του πελάτη.

(2)

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την απόφασή του, της 6ης Δεκεμβρίου 2005, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04 (5), κήρυξε άκυρο το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/2/ΕΚ, με βάση την αρχή της αναλογικότητας.

(3)

Το άρθρο 233 της συνθήκης απαιτεί από τα όργανα η πράξη των οποίων κηρύχθηκε άκυρη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

(4)

Ο στόχος της διασφάλισης της ασφάλειας των ζωοτροφών επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με την εφαρμογή των διατάξεων των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 178/2002 (6) και (ΕΚ) αριθ. 183/2005 (7).

(5)

Πολλές δικαστικές αποφάσεις στα κράτη μέλη είχαν ως αποτέλεσμα τη διαφορετική και ανομοιογενή εφαρμογή της οδηγίας 2002/2/ΕΚ, και πολλές υποθέσεις εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον των οικείων εθνικών δικαστηρίων.

(6)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν προβαίνουν σήμερα σε περαιτέρω, μεγάλης εμβέλειας, τροποποιήσεις της βασικής νομικής πράξης, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει υποσχεθεί, στο πλαίσιο του προγράμματος απλοποίησης, να εκπονήσει, έως τα μέσα του 2007, προτάσεις για πλήρη αναθεώρηση της νομοθεσίας τροφών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναμένουν ότι, στο πλαίσιο αυτό, θα αναθεωρηθεί πλήρως, εκ νέου, και το ζήτημα της λεγόμενης «ανοικτής δήλωσης» συστατικών ουσιών και αναμένουν νέες προτάσεις της Επιτροπής, που θα λαμβάνουν υπόψη τόσο το συμφέρον των γεωργών να ενημερώνονται λεπτομερώς και με ακρίβεια όσον αφορά τα συστατικά των ζωοτροφών, όσο και το συμφέρον του κλάδου όσον αφορά την εξασφάλιση επαρκούς προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων.

(7)

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 12 της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ, το οποίο παρεμβάλλεται με το άρθρο 1 παράγραφος 5 της οδηγίας 2002/2/ΕΚ, προβλέπει την υποχρέωση για τους παρασκευαστές σύνθετων ζωοτροφών να διαθέτουν, κατόπιν αιτήσεως, στις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διεξαγωγή επισήμων ελέγχων, κάθε έγγραφο που αφορά τη σύνθεση των ζωοτροφών που πρόκειται να τεθούν σε κυκλοφορία, γεγονός που διευκολύνει την επαλήθευση της ακρίβειας των πληροφοριών που περιέχονται στην επισήμανση.

(8)

Επομένως, η οδηγία 2002/2/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2002/2/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) διαγράφεται.

2.

Στο άρθρο 1 παράγραφος 6, το κείμενο του άρθρου 15α της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15α

Το αργότερο στις 6 Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, βάσει των πληροφοριών που έλαβε από τα κράτη μέλη, έκθεση για την εφαρμογή των μέτρων που εισάγονται με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ι) και το άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο δ), το άρθρο 5γ και το άρθρο 12 δεύτερο εδάφιο, ιδιαιτέρως όσον αφορά την αναγραφή των ποσοτήτων πρώτων υλών, υπό μορφή ποσοστών βάρους, στην επισήμανση των σύνθετων ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένης της επιτρεπόμενης ανοχής, μαζί με τυχόν προτάσεις που αποβλέπουν στη βελτίωση των μέτρων αυτών.».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2007.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. GLOSER


(1)  ΕΕ C 324 της 30.12.2006, σ. 34.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2007.

(3)  Οδηγία 2002/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί κυκλοφορίας των σύνθετων ζωοτροφών (ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 23).

(4)  ΕΕ L 86 της 6.4.1979, σ. 30. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(5)  ABNA και λοιποί, Συλλογή ΔΕΚ 2005, σ. Ι-10423.

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1). Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 575/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 100 της 8.4.2006, σ. 3).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, περί καθορισμού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών (ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 1).


14.6.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 154/25


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 624/2007/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Μαΐου 2007

σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος δράσης για τα τελωνεία στην Κοινότητα (Τελωνεία 2013)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ένας από τους σημαντικότερους στόχους για την Κοινότητα κατά τα προσεχή έτη είναι η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης, όπως προβλέπεται στο πλαίσιο της επαναδρομολόγησης της στρατηγικής της Λισσαβόνας. Τα προηγούμενα προγράμματα στον τελωνειακό τομέα, και ιδίως η απόφαση αριθ. 253/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος δράσης για τα τελωνεία στην Κοινότητα (Τελωνεία 2007) (3) (εφεξής «Τελωνεία 2007»), συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη του εν λόγω στόχου και των γενικών στόχων της τελωνειακής πολιτικής. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να συνεχιστούν οι δραστηριότητες που άρχισαν στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων. Θα πρέπει να θεσπιστεί νέο πρόγραμμα (εφεξής: «το πρόγραμμα») για εξαετή περίοδο, ούτως ώστε η διάρκειά του να συμπίπτει με τη διάρκεια του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου το οποίο περιέχεται στη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (4).

(2)

Οι τελωνειακές διοικήσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στην προστασία των συμφερόντων της Κοινότητας, και ιδίως των οικονομικών της συμφερόντων. Παρέχουν επίσης ισοδύναμο επίπεδο προστασίας στους πολίτες και τους οικονομικούς φορείς της Κοινότητας, σε κάθε σημείο του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας όπου διεκπεραιώνονται διατυπώσεις εκτελωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική την οποία καθορίζει η Ομάδα Τελωνειακής Πολιτικής στοχεύει να διασφαλίσει ότι οι εθνικές τελωνειακές διοικήσεις λειτουργούν αποτελεσματικά και αποδοτικά και, συγχρόνως, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διαρκώς μεταβαλλόμενου τελωνειακού περιβάλλοντος σαν να ήταν μία ενιαία διοίκηση. Επομένως, είναι σημαντικό το πρόγραμμα να είναι συνεπές με τη συνολική τελωνειακή πολιτική και να την υποστηρίζει, η δε Ομάδα Τελωνειακής Πολιτικής, απαρτιζόμενη από την Επιτροπή και τους επικεφαλής των τελωνειακών διοικήσεων των κρατών μελών ή τους εκπροσώπους τους, να υποστηριχθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Την εφαρμογή του προγράμματος θα πρέπει να συντονίζουν και να οργανώνουν από κοινού η Επιτροπή και τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής την οποία καθορίζει η Ομάδα Τελωνειακής Πολιτικής.

(3)

Στο πλαίσιο της τελωνειακής δράσης θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη βελτίωση των ελέγχων και των δραστηριοτήτων για την καταπολέμηση της απάτης, στην ελαχιστοποίηση του κόστους συμμόρφωσης των οικονομικών φορέων προς την τελωνειακή νομοθεσία, στην αποτελεσματική διαχείριση του ελέγχου των εμπορευμάτων στα εξωτερικά σύνορα και στην προστασία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την προστασία της διεθνούς αλυσίδας εφοδιασμού. Κατά συνέπεια, η Κοινότητα θα πρέπει να μπορέσει, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, να στηρίξει τη δράση των τελωνειακών διοικήσεων των κρατών μελών και να επωφεληθεί πλήρως από κάθε δυνατότητα διοικητικής συνεργασίας και αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής που παρέχουν οι κοινοτικοί κανόνες.

(4)

Για τη στήριξη της διαδικασίας προσχώρησης των υποψηφίων χωρών είναι σκόπιμο να χορηγηθεί στις τελωνειακές διοικήσεις των εν λόγω χωρών η απαιτούμενη βοήθεια, ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν πλήρως, ήδη από την ημερομηνία προσχώρησης, το σύνολο των καθηκόντων τους βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και η διαχείριση των μελλοντικών εξωτερικών συνόρων. Συνεπώς, το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να είναι ανοιχτό στις υποψήφιες και στις δυνάμει υποψήφιες χώρες.

(5)

Για τη στήριξη των τελωνειακών μεταρρυθμίσεων στις συμμετέχουσες στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας χώρες, είναι σκόπιμο να δοθεί στις χώρες αυτές η δυνατότητα να συμμετέχουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε επιλεγμένες δραστηριότητες του προγράμματος.

(6)

Η όλο και μεγαλύτερη παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, η ανάπτυξη νέων αγορών και οι αλλαγές στις μεθόδους και την ταχύτητα διακίνησης των εμπορευμάτων απαιτούν ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων της Κοινότητας, αλλά και μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων, των νομικών και επιστημονικών κύκλων ή άλλων φορέων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου. Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα σε εκπροσώπους αυτών των κύκλων ή οντοτήτων να συμμετέχουν στις διάφορες δραστηριότητές του, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο.

(7)

Τα διευρωπαϊκά μηχανογραφικά συστήματα ασφαλούς επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Τελωνεία 2007», παίζουν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των τελωνείων στο εσωτερικό της Κοινότητας για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων και συνεπώς πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος.

(8)

Η εμπειρία που έχει αποκομίσει η Κοινότητα από προηγούμενα τελωνειακά προγράμματα έδειξε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους οι υπάλληλοι διαφορετικών εθνικών διοικήσεων στο πλαίσιο επαγγελματικών δραστηριοτήτων, όπως οι συγκριτικές αναλύσεις, οι ομάδες έργου, τα σεμινάρια, οι συναντήσεις εργασίας (workshops), οι επισκέψεις εργασίας και οι δράσεις κατάρτισης και παρακολούθησης. Συνεπώς, οι δραστηριότητες αυτές θα πρέπει να συνεχιστούν, ενώ παράλληλα πρέπει να υπάρξει η δυνατότητα ανάπτυξης νέων εργαλείων, σε περίπτωση που χρειάζεται ακόμα πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των αναγκών.

(9)

Οι τελωνειακοί υπάλληλοι πρέπει να διαθέτουν ικανοποιητικό επίπεδο γλωσσικών γνώσεων, ώστε να μπορούν να συνεργάζονται και να συμμετέχουν στο τελωνειακό πρόγραμμα. Οι συμμετέχουσες χώρες θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για την παροχή της αναγκαίας γλωσσικής κατάρτισης στους υπαλλήλους τους.

(10)

Η ενδιάμεση αξιολόγηση του προγράμματος «Τελωνεία 2007» επιβεβαίωσε την ανάγκη μιας καλύτερα δομημένης ανταλλαγής πληροφοριών και γνώσεων μεταξύ των αρμόδιων διοικήσεων, αλλά και μεταξύ των τελευταίων και της Επιτροπής, καθώς και την ανάγκη αξιοποίησης των γνώσεων που αποκτώνται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του προγράμματος. Συνεπώς, στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ανταλλαγή των πληροφοριών και στη διαχείριση των γνώσεων.

(11)

Μολονότι την πρωταρχική ευθύνη για την επίτευξη των στόχων του εν λόγω προγράμματος φέρουν οι συμμετέχουσες χώρες, απαιτείται κοινοτική δράση για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του προγράμματος καθώς και για την παροχή της αντίστοιχης υποδομής και των απαιτούμενων κινήτρων.

(12)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας απόφασης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τις συμμετέχουσες χώρες και δύνανται επομένως, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(13)

Η παρούσα απόφαση καθορίζει, για τη συνολική διάρκεια του προγράμματος, χρηματοδοτικό κονδύλιο που αποτελεί την προνομιακή αναφορά κατά την έννοια του σημείου 37 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006.

(14)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5),

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Θέσπιση του προγράμματος

1.   Θεσπίζεται πολυετές πρόγραμμα δράσης για τα τελωνεία στην Κοινότητα (Τελωνεία 2013), εφεξής «το πρόγραμμα», για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2008 έως 31 Δεκεμβρίου 2013, με σκοπό τη στήριξη και συμπλήρωση των δράσεων που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίσουν την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τελωνειακό τομέα.

2.   Το πρόγραμμα περιέχει τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

συστήματα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών·

β)

συγκριτικές αξιολογήσεις·

γ)

σεμινάρια και συναντήσεις εργασίας (workshops)·

δ)

ομάδες έργου και διευθύνουσες ομάδες·

ε)

επισκέψεις εργασίας·

στ)

δραστηριότητες κατάρτισης·

ζ)

δράσεις παρακολούθησης·

η)

τυχόν άλλες δραστηριότητες που θα κριθούν αναγκαίες για την υλοποίηση των στόχων του προγράμματος.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«διοίκηση»: οι δημόσιες αρχές και άλλοι φορείς των συμμετεχουσών χωρών που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση των τελωνείων και των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με τελωνεία·

2.

«υπάλληλος»: μέλος της διοίκησης.

Άρθρο 3

Συμμετοχή στο πρόγραμμα

1.   Συμμετέχουσες χώρες είναι τα κράτη μέλη και οι χώρες της παραγράφου 2.

2.   Στο πρόγραμμα μπορούν να συμμετέχουν:

α)

οι υποψήφιες χώρες για τις οποίες έχει χαραχθεί προενταξιακή στρατηγική, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των χωρών αυτών στα κοινοτικά προγράμματα, όπως έχουν καθοριστεί, αντίστοιχα, στη συμφωνία-πλαίσιο και τις αποφάσεις των συμβουλίων σύνδεσης·

β)

οι δυνάμει υποψήφιες χώρες, σύμφωνα με τις διατάξεις που θα καθοριστούν με τις εν λόγω χώρες μετά από τη θέσπιση συμφωνιών-πλαισίων σχετικά με τη συμμετοχή τους σε κοινοτικά προγράμματα.

3.   Στο πρόγραμμα μπορούν επίσης να συμμετέχουν ορισμένες χώρες εταίροι της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, εάν οι χώρες αυτές έχουν φθάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο προσέγγισης των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και των διοικητικών μεθόδων με εκείνες της Κοινότητας και σύμφωνα με τις διατάξεις που θα καθοριστούν με τις εν λόγω χώρες μετά από τη θέσπιση συμφωνιών-πλαισίων σχετικά με τη συμμετοχή τους σε κοινοτικά προγράμματα.

4.   Οι συμμετέχουσες χώρες εκπροσωπούνται από υπαλλήλους της οικείας διοίκησης.

Άρθρο 4

Γενικοί στόχοι

1.   Το πρόγραμμα σχεδιάζεται με τρόπο ώστε να επιτευχθούν οι ακόλουθοι γενικοί στόχοι:

α)

διασφάλιση ότι οι τελωνειακές δραστηριότητες ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας της αλυσίδας εφοδιασμού και της απλοποίησης των συναλλαγών, και ότι στηρίζουν τη στρατηγική της ανάπτυξης και των θέσεων απασχόλησης·

β)

οι τελωνειακές διοικήσεις των κρατών μελών να αλληλεπιδρούν και να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους το ίδιο αποτελεσματικά όσο εάν συγκροτούσαν ενιαία διοίκηση, να διενεργούν ελέγχους με αποτελέσματα ισοδύναμου επιπέδου σε κάθε σημείο του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας και να στηρίζουν τη νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα·

γ)

απαιτούμενη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας·

δ)

ενίσχυση της ασφάλειας και προστασίας·

ε)

προετοιμασία των χωρών του άρθρου 3 παράγραφος 2, για την προσχώρηση, και ιδίως την ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων με τις τελωνειακές διοικήσεις των ενδιαφερομένων χωρών.

2.   Η κοινή προσέγγιση όσον αφορά την τελωνειακή πολιτική αναπροσαρμόζεται διαρκώς στις νέες εξελίξεις με συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών στο πλαίσιο της Ομάδας Τελωνειακής Πολιτικής, απαρτιζόμενης από την Επιτροπή και από τους προϊσταμένους των τελωνειακών διοικήσεων των κρατών μελών ή τους αντιπροσώπους τους. Η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά την Ομάδα Τελωνειακής Πολιτικής για κάθε μέτρο σχετικό με την εφαρμογή του προγράμματος.

Άρθρο 5

Ειδικοί στόχοι

Οι ειδικοί στόχοι του προγράμματος είναι οι ακόλουθοι:

α)

μείωση του διοικητικού φόρτου και του κόστους συμμόρφωσης για τους οικονομικούς φορείς, χάρη στη βελτίωση της τυποποίησης και της απλούστευσης των τελωνειακών συστημάτων και ελέγχων, και διατήρηση ανοιχτής και διάφανης συνεργασίας με τους εμπορικούς παράγοντες·

β)

καθορισμός, ανάπτυξη και εφαρμογή βέλτιστων εργασιακών πρακτικών, ιδίως όσον αφορά τον πριν και μετά τον εκτελωνισμό λογιστικό έλεγχο, την ανάλυση κινδύνου, τους τελωνειακούς ελέγχους και την απλούστευση των διαδικασιών·

γ)

διατήρηση ενός συστήματος μέτρησης των επιδόσεων των κρατών μελών στις τελωνειακές διοικήσεις με σκοπό τη βελτίωση της έμπρακτης εφαρμογής τους και της αποτελεσματικότητάς τους·

δ)

στήριξη δράσεων για την πρόληψη των παρατυπιών, ειδικότερα με την ταχεία παροχή πληροφοριών για τους κινδύνους στα τελωνεία πρώτης γραμμής·

ε)

κατοχύρωση ομοιόμορφης και σαφούς δασμολογικής ταξινόμησης στην Κοινότητα, ειδικότερα με τη βελτίωση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των εργαστηρίων·

στ)

στήριξη της δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού ηλεκτρονικού τελωνειακού περιβάλλοντος με την ανάπτυξη διαλειτουργικών συστημάτων επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών και την παράλληλη θέσπιση των αναγκαίων νομοθετικών και διοικητικών αλλαγών·

ζ)

διατήρηση των σημερινών συστημάτων επικοινωνίας και πληροφοριών, και ανάπτυξη νέων, όπου αυτό ενδείκνυται·

η)

ανάληψη δράσεων που θα παρέχουν στήριξη στις τελωνειακές διοικήσεις των χωρών που προετοιμάζουν την προσχώρηση·

θ)

συμβολή στην ανάπτυξη τελωνειακών διοικήσεων υψηλής ποιότητας στις τρίτες χώρες·

ι)

ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων των κρατών μελών και τρίτων χωρών, ιδίως των χωρών εταίρων της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας·

ια)

ανάπτυξη και ενίσχυση της κοινής κατάρτισης.

Άρθρο 6

Πρόγραμμα εργασίας

Η Επιτροπή καταρτίζει κάθε χρόνο πρόγραμμα εργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 20 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Άρθρο 7

Συστήματα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή και οι συμμετέχουσες χώρες μεριμνούν ώστε τα συστήματα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών της παραγράφου 2 να είναι λειτουργικά.

2.   Τα συστήματα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

το κοινό δίκτυο επικοινωνίας/κοινή διεπαφή συστημάτων (CCN/CSI)·

β)

το μηχανογραφημένο σύστημα διαμετακόμισης (NCTS)·

γ)

τα συστήματα δασμολογίου, ειδικότερα το σύστημα διάδοσης δεδομένων (DSS), τη συνδυασμένη ονοματολογία (NC), το σύστημα ενημέρωσης για το ενιαίο δασμολόγιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (TARIC), το σύστημα ευρωπαϊκών δεσμευτικών δασμολογικών πληροφοριών (EBTI), το σύστημα δασμολογικών ποσοστώσεων και επιτήρησης (TQS), το σύστημα πληροφοριών για τις αναστολές (Suspensions), το σύστημα διαχείρισης δειγμάτων (SMS), το μηχανογραφικό σύστημα διαχείρισης διαδικασιών (ISPP), το τελωνειακό ευρετήριο των χημικών προϊόντων (ECICS) και το σύστημα καταχωρημένων εξαγωγέων (REX)·

δ)

τα συστήματα για την ενίσχυση της ασφάλειας στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 648/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (6), ιδιαίτερα δε το κοινοτικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το σύστημα ελέγχου κατά τις εξαγωγές (SCE), το σύστημα ελέγχου κατά τις εισαγωγές (SCI) και το σύστημα για τους εξουσιοδοτημένους οικονομικούς φορείς (ΑΕΟ)·

ε)

κάθε νέο σύστημα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών στον τελωνειακό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών τελωνειακών συστημάτων, το οποίο δημιουργείται σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία και προβλέπεται στο πρόγραμμα εργασίας του άρθρου 6.

3.   Τα κοινοτικά δομικά μέρη των συστημάτων επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών είναι το υλισμικό, το λογισμικό και οι δικτυακές συνδέσεις, τα οποία είναι κοινά για όλες τις συμμετέχουσες χώρες. Η Επιτροπή συνάπτει εξ ονόματος της Κοινότητας τις αναγκαίες συμβάσεις για να διασφαλίσει τη λειτουργικότητα των μερών αυτών.

4.   Τα μη κοινοτικά δομικά μέρη των συστημάτων επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών περιλαμβάνουν τις εθνικές βάσεις δεδομένων που αποτελούν μέρος των συστημάτων αυτών, τις δικτυακές συνδέσεις μεταξύ κοινοτικών και μη κοινοτικών δομικών μερών και το υλισμικό και λογισμικό κάθε συμμετέχουσας χώρας το οποίο αυτή κρίνει κατάλληλο για την πλήρη λειτουργία των συστημάτων αυτών στο σύνολο της διοίκησής της. Οι συμμετέχουσες χώρες διασφαλίζουν τη λειτουργία των μη κοινοτικών δομικών μερών καθώς και τη διαλειτουργικότητα των μερών αυτών με τα κοινοτικά δομικά μέρη.

5.   Η Επιτροπή συντονίζει, σε συνεργασία με τις συμμετέχουσες χώρες, όλα τα θέματα εγκατάστασης και λειτουργίας των κοινοτικών και μη κοινοτικών στοιχείων των συστημάτων και υποδομών της παραγράφου 2, τα οποία είναι αναγκαία για να διασφαλισθούν η λειτουργικότητα και η διασύνδεσή τους καθώς και η συνεχής βελτίωσή τους. Η Επιτροπή και οι συμμετέχουσες χώρες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τηρήσουν τις προθεσμίες και τα χρονοδιαγράμματα που ορίζονται για τον σκοπό αυτό.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει σε άλλες δημόσιες διοικήσεις να έχουν πρόσβαση στο CCN/CSI είτε για τελωνειακούς είτε για μη τελωνειακούς σκοπούς. Μπορεί να απαιτηθεί χρηματοδοτική συνεισφορά για να καλυφθούν οι σχετικές δαπάνες.

Άρθρο 8

Συγκριτική ανάλυση

Είναι δυνατή η διοργάνωση δραστηριοτήτων συγκριτικής ανάλυσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συμμετεχουσών χωρών υπό μορφή σύγκρισης των μεθόδων εργασίας, διαδικασιών ή διεργασιών βάσει κοινά καθορισθέντων δεικτών, προκειμένου να εντοπιστούν κατά τον τρόπο αυτό οι βέλτιστες πρακτικές.

Άρθρο 9

Σεμινάρια και συναντήσεις εργασίας (workshops)

Η Επιτροπή και οι συμμετέχουσες χώρες διοργανώνουν από κοινού σεμινάρια και συναντήσεις εργασίας, ενώ παράλληλα μεριμνούν για τη διάδοση των σχετικών αποτελεσμάτων.

Άρθρο 10

Ομάδες έργου και διευθύνουσες ομάδες

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις συμμετέχουσες χώρες, μπορεί να συγκροτεί ομάδες έργου οι οποίες αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας συγκεκριμένα καθήκοντα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας καθώς και διευθύνουσες ομάδες οι οποίες έχουν καθήκοντα συντονισμού.

Άρθρο 11

Επισκέψεις εργασίας

1.   Οι συμμετέχουσες χώρες διοργανώνουν επισκέψεις εργασίας για υπαλλήλους. Η διάρκεια των επισκέψεων εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα. Κάθε επίσκεψη εργασίας εστιάζεται σε μία συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα και προετοιμάζεται επαρκώς και, εν συνεχεία, αξιολογείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους και τις διοικήσεις. Οι επισκέψεις εργασίας μπορούν να έχουν επιχειρησιακό χαρακτήρα ή να είναι επικεντρωμένες σε συγκεκριμένες δραστηριότητες προτεραιότητας.

2.   Οι συμμετέχουσες χώρες μεριμνούν ώστε οι υπάλληλοι που πραγματοποιούν την επίσκεψη να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στις δραστηριότητες της διοίκησης υποδοχής. Προς τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε ενέργειες σχετικές με τα καθήκοντα που τους ανατίθενται. Εάν το απαιτήσουν οι περιστάσεις και ειδικότερα προκειμένου να συνυπολογισθούν οι ειδικές απαιτήσεις του νομικού συστήματος της κάθε συμμετέχουσας χώρας, οι αρμόδιες αρχές των χωρών που συμμετέχουν μπορούν να θέσουν περιορισμούς στο εν λόγω δικαίωμα.

3.   Καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης εργασίας, η αστική ευθύνη του υπαλλήλου που πραγματοποιεί την επίσκεψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εξομοιώνεται με την αστική ευθύνη των υπαλλήλων της διοίκησης υποδοχής. Οι υπάλληλοι που πραγματοποιούν επίσκεψη υπόκεινται στους κανόνες περί επαγγελματικής εχεμύθειας στους οποίους υπόκεινται και οι υπάλληλοι της εθνικής διοίκησης.

Άρθρο 12

Δράσεις κατάρτισης

1.   Οι συμμετέχουσες χώρες, σε συνεργασία με την Επιτροπή, διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών φορέων κατάρτισης, ειδικότερα με:

α)

τον καθορισμό προτύπων κατάρτισης, την ανάπτυξη των υφιστάμενων προγραμμάτων κατάρτισης και, εάν χρειαστεί, την περαιτέρω ανάπτυξη των υπαρχόντων μαθημάτων κατάρτισης και νέων μαθημάτων που να χρησιμοποιούν την ηλεκτρονική μάθηση, κατά τρόπο που να παρέχει κοινή βάση κατάρτισης υπαλλήλων για όλο το φάσμα των τελωνειακών κανόνων και διαδικασιών, έτσι ώστε οι υπάλληλοι να μπορούν να αποκτούν τις αναγκαίες επαγγελματικές δεξιότητες και γνώσεις·

β)

όπου κρίνεται σκόπιμο, την προώθηση των προγραμμάτων κατάρτισης στον τελωνειακό τομέα και την πρόσβαση σε αυτά υπαλλήλων από όλες τις συμμετέχουσες χώρες στον τελωνειακό τομέα για τον οποίο μια συμμετέχουσα χώρα προσφέρει τέτοια προγράμματα στους δικούς της υπαλλήλους·

γ)

όπου ενδείκνυται, την παροχή της υποδομής και των εργαλείων που απαιτούνται για την κοινή ηλεκτρονική μάθηση στον τομέα των τελωνείων και τη διαχείριση της τελωνειακής κατάρτισης·

2.   Οι συμμετέχουσες χώρες, εάν χρειαστεί, ενσωματώνουν στα εθνικά τους προγράμματα κατάρτισης τα κατά την παράγραφο 1, στοιχείο α), μαθήματα ηλεκτρονικής μάθησης που δημιουργούν από κοινού.

Επίσης, οι συμμετέχουσες χώρες μεριμνούν ώστε οι υπάλληλοί τους να έχουν την αρχική και διαρκή κατάρτιση που απαιτούνται για την απόκτηση των κοινών επαγγελματικών δεξιοτήτων και γνώσεων, σύμφωνα με τα προγράμματα κατάρτισης. Οι συμμετέχουσες χώρες προωθούν τη γλωσσική κατάρτιση που είναι αναγκαία για τους υπαλλήλους, προκειμένου να τους εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο γλωσσικών γνώσεων για τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα.

Άρθρο 13

Δράσεις παρακολούθησης

1.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αποφασίζει ποιοι συγκεκριμένοι τομείς της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας ενδέχεται να υπόκεινται σε παρακολούθηση.

2.   Η παρακολούθηση αυτή διενεργείται από κοινές ομάδες που απαρτίζονται από τελωνειακούς υπαλλήλους των κρατών μελών και υπαλλήλους της Επιτροπής. Οι ομάδες αυτές, με βάση τη θεματική ή περιφερειακή προσέγγιση, επισκέπτονται διάφορα σημεία του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, όπου οι τελωνειακές διοικήσεις ασκούν τα καθήκοντά τους. Οι ομάδες μελετούν τις τελωνειακές πρακτικές που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο, εντοπίζουν τις τυχόν δυσκολίες κατά την εφαρμογή των κανόνων και, όπου ενδείκνυται, διατυπώνουν υποδείξεις για την αναπροσαρμογή είτε των κοινοτικών κανόνων είτε των μεθόδων εργασίας, με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των τελωνειακών δράσεων στο σύνολό τους. Οι εκθέσεις των ομάδων κοινοποιούνται στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

Άρθρο 14

Συμμετοχή σε δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος

Εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών, διοικήσεις τρίτων χωρών και οικονομικοί φορείς, καθώς και οι οργανώσεις τους, μπορούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που διοργανώνονται στο πλαίσιο του προγράμματος, οσάκις αυτό κρίνεται χρήσιμο για την επίτευξη των στόχων των άρθρων 4 και 5.

Άρθρο 15

Ανταλλαγή πληροφοριών

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις συμμετέχουσες χώρες, αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών που προκύπτουν από τις διάφορες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 16

Δημοσιονομικό πλαίσιο

1.   Το δημοσιονομικό κονδύλιο για την υλοποίηση του προγράμματος για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2008 έως 31 Δεκεμβρίου 2013 ορίζεται σε 323 800 000 ευρώ.

2.   Οι ετήσιες πιστώσεις εγκρίνονται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εντός των ορίων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου σύμφωνα με το σημείο 37 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Άρθρο 17

Δαπάνες

1.   Οι αναγκαίες δαπάνες εφαρμογής του προγράμματος επιμερίζονται μεταξύ της Κοινότητας και των συμμετεχουσών χωρών σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5.

2.   Η Κοινότητα αναλαμβάνει τις ακόλουθες δαπάνες:

α)

το κόστος αγοράς, ανάπτυξης, εγκατάστασης, συντήρησης και καθημερινής λειτουργίας των κοινοτικών δομικών μερών των συστημάτων επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·

β)

τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής στα οποία υποβάλλονται οι υπάλληλοι από τις συμμετέχουσες χώρες για δράσεις συγκριτικής ανάλυσης, επισκέψεις εργασίας, σεμινάρια και συναντήσεις εργασίας (workshops), ομάδες έργου και ομάδες καθοδήγησης, δράσεις κατάρτισης και παρακολούθησης·

γ)

το κόστος διοργάνωσης σεμιναρίων και συναντήσεων εργασίας·

δ)

τις δαπάνες ταξιδίου και διαμονής λόγω συμμετοχής εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και συμμετεχόντων κατά την έννοια του άρθρου 14·

ε)

το κόστος αγοράς, ανάπτυξης, εγκατάστασης και συντήρησης των συστημάτων και μέσων κατάρτισης, κατά τον βαθμό που αυτά είναι κοινά για όλες τις συμμετέχουσες χώρες·

στ)

το κόστος κάθε άλλης δραστηριότητας του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο η), έως ανώτατο ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού κόστους του προγράμματος.

3.   Οι συμμετέχουσες χώρες αναλαμβάνουν τις ακόλουθες δαπάνες:

α)

το κόστος αγοράς, ανάπτυξης, εγκατάστασης, συντήρησης και καθημερινής λειτουργίας των μη κοινοτικών δομικών μερών των συστημάτων επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου 7 παράγραφος 4·

β)

το κόστος της αρχικής και της διαρκούς κατάρτισης των υπαλλήλων τους, και ειδικότερα της γλωσσικής τους κατάρτισης.

4.   Οι συμμετέχουσες χώρες συνεργάζονται με την Επιτροπή ούτως ώστε οι πιστώσεις να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

Η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (7) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»), τους κανόνες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών, τους οποίους ανακοινώνει στις συμμετέχουσες χώρες.

5.   Η συνολική προβλεπόμενη χρηματοδότηση του προγράμματος μπορεί επίσης να καλύπτει δαπάνες που αφορούν τις δράσεις προετοιμασίας, παρακολούθησης, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου και αξιολόγησης, οι οποίες είναι άμεσα αναγκαίες για τη διαχείριση του προγράμματος και την επίτευξη των στόχων του, και ιδίως, δαπάνες για μελέτες, συνεδριάσεις, δράσεις πληροφόρησης και δημοσιεύσεων, δαπάνες για δίκτυα πληροφορικής με στόχο την ανταλλαγή πληροφοριών καθώς και κάθε άλλη δαπάνη διοικητικής και τεχνικής βοήθειας, με την οποία μπορεί να επιβαρυνθεί η Επιτροπή για τη διαχείριση του προγράμματος.

Άρθρο 18

Δυνατότητα εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού

Για όλες τις ενισχύσεις που διατίθενται δυνάμει της παρούσας απόφασης κατά την έννοια του τίτλου VI του δημοσιονομικού κανονισμού, είναι δυνατόν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του τελευταίου. Ειδικότερα, οι ενισχύσεις προϋποθέτουν την ύπαρξη προηγούμενης γραπτής συμφωνίας εκ μέρους των δικαιούχων κατά την έννοια του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού και με βάση τις εκτελεστικές διατάξεις που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν, με την οποία ο δικαιούχος αποδέχεται τη διενέργεια λογιστικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της χορηγηθείσας χρηματοδότησης.

Άρθρο 19

Δημοσιονομικός έλεγχος

Οι χρηματοδοτικές αποφάσεις και οι τυχόν συμφωνίες ή συμβάσεις που προκύπτουν από την παρούσα απόφαση υπόκεινται σε δημοσιονομικό έλεγχο, και εφόσον κριθεί αναγκαίο, σε επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνται από την Επιτροπή, καθώς και από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Οι έλεγχοι αυτοί είναι δυνατόν να διενεργούνται χωρίς προειδοποίηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την «Επιτροπή “Τελωνεία 2013”» (εφεξής: «επιτροπή»).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, ισχύει η διαδικασία που ορίζουν τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 21

Παρακολούθηση

Το πρόγραμμα υπόκειται σε διαρκή από κοινού παρακολούθηση, η οποία διενεργείται από τις συμμετέχουσες χώρες και την Επιτροπή.

Άρθρο 22

Ενδιάμεση αξιολόγηση και τελική αξιολόγηση

1.   Η ενδιάμεση και η τελική αξιολόγηση του προγράμματος διενεργούνται υπό την ευθύνη της Επιτροπής με βάση τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, καθώς και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία. Το πρόγραμμα αξιολογείται σύμφωνα με τους στόχους που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5.

Η ενδιάμεση αξιολόγηση εξετάζει τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει κατά το πρώτο ήμισυ της διάρκειας του προγράμματος, από πλευράς αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, καθώς και την καταλληλότητα των αρχικών στόχων του προγράμματος. Επίσης, αξιολογεί τη χρησιμοποίηση της χρηματοδότησης και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την παρακολούθηση και την υλοποίηση.

Η τελική αξιολόγηση εστιάζεται στην αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των δραστηριοτήτων του προγράμματος.

2.   Οι συμμετέχουσες χώρες υποβάλλουν τις ακόλουθες εκθέσεις αξιολόγησης στην Επιτροπή:

α)

το αργότερο πριν από την 1η Απριλίου 2011, ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης για την καταλληλότητα, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του προγράμματος·

β)

το αργότερο πριν από την 1η Απριλίου 2014, τελική έκθεση αξιολόγησης η οποία θα εστιάζεται, μεταξύ άλλων, στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του προγράμματος.

3.   Βάσει των εκθέσεων της παραγράφου 2 και άλλων σχετικών πληροφοριών, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τις ακόλουθες εκθέσεις αξιολόγησης:

α)

το αργότερο πριν την 1η Αυγούστου 2011, την ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης, καθώς και ανακοίνωση για ενδεχόμενη συνέχιση του προγράμματος·

β)

το αργότερο πριν την 1η Αυγούστου 2014, την τελική έκθεση αξιολόγησης.

Οι εκθέσεις αυτές διαβιβάζονται στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, για ενημέρωσή τους.

Άρθρο 23

Κατάργηση

Από 1ης Ιανουαρίου 2008 καταργείται η απόφαση αριθ. 253/2003/ΕΚ.

Ωστόσο, οι οικονομικές υποχρεώσεις που αφορούν τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτής της απόφασης εξακολουθούν να διέπονται από την απόφαση αυτή μέχρι την ολοκλήρωσή τους.

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2008.

Άρθρο 25

Αποδέκτες

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2007.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. GLOSER


(1)  ΕΕ C 324 της 30.12.2006, σ. 78.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2007.

(3)  ΕΕ L 36 της 12.2.2003, σ. 1. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 787/2004/ΕΚ (ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 12).

(4)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(6)  ΕΕ L 117 της 4.5.2005, σ. 13.

(7)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.