ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 241

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
2 Σεπτεμβρίου # 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής ( 1 )

1

 

*

Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας ( 1 )

26

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

2.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 241/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Αυγούστου 2006

για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2, το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7 και το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 10, το άρθρο 25 παράγραφος 7, το άρθρο 27 παράγραφος 7, το άρθρο 28 παράγραφος 3, το άρθρο 29 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 3, το άρθρο 40 παράγραφος 6, το άρθρο 44 παράγραφος 3, το άρθρο 45 παράγραφος 3, το άρθρο 56 παράγραφος 5 και το άρθρο 58 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ θεσπίζει το γενικό πλαίσιο ενός κανονιστικού καθεστώτος για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Κοινότητας, το οποίο μεταξύ άλλων διέπει: τους όρους λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων· τις οργανωτικές απαιτήσεις (περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων τήρησης αρχείων) για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες και ασκούν τέτοιες δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση, καθώς και για ρυθμιζόμενες αγορές· τις απαιτήσεις γνωστοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα· τις απαιτήσεις διαφάνειας για συναλλαγές σε μετοχές.

(2)

Ενδείκνυται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού να περιβληθούν αυτό το συγκεκριμένο νομοθετικό τύπο, ούτως ώστε να διασφαλισθεί εναρμονισμένο καθεστώς σε όλα τα κράτη μέλη, να ενισχυθεί η ενοποίηση των αγορών και η διασυνοριακή παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών και να διευκολυνθεί η περαιτέρω εδραίωση της ενιαίας αγοράς. Οι διατάξεις σχετικά με ορισμένες πτυχές της τήρησης αρχείων και τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια και τα παράγωγα επί εμπορευμάτων έχουν λίγα κοινά σημεία με την εθνική νομοθεσία και με τους λεπτομερείς νόμους που διέπουν τις σχέσεις με τους πελάτες.

(3)

Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν λεπτομερείς και πλήρως εναρμονισμένες απαιτήσεις διαφάνειας και κανόνες για τη ρύθμιση του τρόπου γνωστοποίησης συναλλαγών, ούτως ώστε να διασφαλισθούν ισοδύναμες συνθήκες αγοράς και η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών σε όλη την Κοινότητα και να διευκολυνθεί η ουσιαστική ενοποίηση των εν λόγω αγορών. Ορισμένες πτυχές της τήρησης αρχείων παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό συνάφειας, καθώς στηρίζονται στη χρήση εννοιών ίδιων με εκείνες που ορίζονται για τους σκοπούς της γνωστοποίησης συναλλαγών και της διαφάνειας.

(4)

Το καθεστώς που καθιερώθηκε με την οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις απαιτήσεις γνωστοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές ενημερώνονται καταλλήλως για τις συναλλαγές που εμπίπτουν στην εποπτική τους αρμοδιότητα. Για το σκοπό αυτό, επιβάλλεται να διασφαλισθεί η συγκέντρωση ενιαίου συνόλου δεδομένων προερχόμενων από το σύνολο των επιχειρήσεων επενδύσεων με ελάχιστες αποκλίσεις μεταξύ κρατών μελών, ούτως ώστε, αφενός, να ελαχιστοποιηθεί ο βαθμός στον οποίο επιχειρήσεις με διασυνοριακή δραστηριότητα υπόκεινται σε διαφορετικές υποχρεώσεις γνωστοποίησης και, αφετέρου, να μεγιστοποιηθεί η αναλογία των δεδομένων που κατέχονται από μια αρμόδια αρχή και μπορούν να τεθούν στη διάθεση άλλων αρμόδιων αρχών. Οι ρυθμίσεις έχουν επίσης σχεδιαστεί με στόχο να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει της εν λόγω οδηγίας όσο το δυνατόν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα.

(5)

Το καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις απαιτήσεις διαφάνειας που εφαρμόζονται στις συναλλαγές σε μετοχές που εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποσκοπεί να διασφαλίσει την κατάλληλη ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με τον πραγματικό όγκο των εκτελεσθεισών και των δυνητικών συναλλαγών σε αυτές τις μετοχές, είτε οι εν λόγω συναλλαγές πραγματοποιούνται σε ρυθμιζόμενες αγορές, σε πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (στο εξής: «ΠΜΔ»), από συστηματικούς εσωτερικοποιητές ή εκτός αυτών των τόπων διαπραγμάτευσης. Οι απαιτήσεις αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κανόνων που αποσκοπούν στην προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης για υπηρεσίες εκτέλεσης, ούτως ώστε να διευρυνθούν οι επιλογές των επενδυτών, να ενθαρρυνθεί η καινοτομία, να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών στο σύνολο της Κοινότητας. Ένας υψηλός βαθμός διαφάνειας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του πλαισίου αυτού και επιτρέπει να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης, ούτως ώστε ο κατακερματισμός της ρευστότητας να μην παρεμποδίζει τη λειτουργία του μηχανισμού αναζήτησης τιμών δεδομένων μετοχών και να μην έχει έτσι δυσμενείς επιπτώσεις για τους επενδυτές. Από την άλλη πλευρά, η οδηγία αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες ενδέχεται να είναι αναγκαία η απαλλαγή από υποχρεώσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας ή η αναβολή υποχρεώσεων μεταδιαπραγματευτικής διαφάνειας. Ο παρών κανονισμός καθορίζει λεπτομερώς τις περιπτώσεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διασφαλισθεί υψηλός βαθμός διαφάνειας και να αποφευχθεί η μείωση της ρευστότητας στους τόπους διαπραγμάτευσης και αλλού ως ακούσια συνέπεια των υποχρεώσεων γνωστοποίησης συναλλαγών και, κατ' επέκταση, δημοσιοποίησης των θέσεων κινδύνου.

(6)

Για τους σκοπούς των διατάξεων για την τήρηση αρχείων, κάθε αναφορά στο είδος της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά στο καθεστώς της ως οριακής εντολής, ελεύθερης εντολής ή εντολής άλλου ειδικού είδους. Για τους σκοπούς των διατάξεων για την τήρηση αρχείων, κάθε αναφορά στη φύση της εντολής ή της συναλλαγής πρέπει να εννοείται ως αναφορά σε εντολές για εγγραφή κινητών αξιών ή σε εντολή για την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης ή σε παρόμοια εντολή ή συναλλαγή πελάτη.

(7)

Δεν είναι απαραίτητο στο παρόν στάδιο να συγκεκριμενοποιηθούν ή να καθορισθούν λεπτομερώς ο τύπος, η φύση και ο βαθμός πολυπλοκότητας των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών.

(8)

Όταν δεν δίδεται συνέχεια εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε κοινοποίηση αρμόδιας αρχής για τον εναλλακτικό καθορισμό της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας, ή όταν μια αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με τον υπολογισμό που πραγματοποίησε η άλλη αρχή, οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές οφείλουν να επιδιώξουν την εξεύρεση λύσης. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κατά περίπτωση, να συζητήσουν το θέμα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών.

(9)

Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να συντονίζουν το σχεδιασμό και τη θέσπιση ρυθμίσεων για την μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κατά περίπτωση, να συζητήσουν και τα θέματα αυτά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να υποβάλουν έκθεση σχετικά στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει στη συνέχεια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών για τις εν λόγω ρυθμίσεις. Στο πλαίσιο αυτού του συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξετάζουν την ανάγκη αποτελεσματικής παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων επενδύσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την ενίσχυση της ακεραιότητας της αγοράς στην Κοινότητα, την ανάγκη να λαμβάνονται οι αποφάσεις μετά από διεξοδική ανάλυση κόστους-ωφέλειας, την ανάγκη να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών και, τέλος, την ανάγκη να υπάρχουν ρυθμίσεις για την αποτελεσματική και υπεύθυνη διακυβέρνηση του κοινού συστήματος που θα κριθεί ενδεχομένως αναγκαίο.

(10)

Είναι σκόπιμο να καθορισθούν τα κριτήρια με τα οποία θα προσδιορίζεται πότε οι δραστηριότητες ρυθμιζόμενης αγοράς έχουν ουσιώδη σημασία σε ένα κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και οι συνέπειες του καθεστώτος αυτού κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία υποχρέωσης για τη ρυθμιζόμενη αγορά να έχει δοσοληψίες με ή να υπόκειται σε περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, εάν υπό άλλες συνθήκες δεν θα υπήρχε τέτοια υποχρέωση.

(11)

Το πρότυπο ISO 10962 (κωδικός ταξινόμησης χρηματοπιστωτικών μέσων) αποτελεί ένα παράδειγμα ομοιόμορφου διεθνώς αποδεκτού προτύπου για την ταξινόμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων.

(12)

Όταν χορηγούν απαλλαγές από απαιτήσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας ή επιτρέπουν την αναβολή υποχρεώσεων μεταδιαπραγματευτικής διαφάνειας, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αντιμετωπίζουν όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους ΠΜΔ με ίσους όρους και χωρίς διακρίσεις, έτσι ώστε η απαλλαγή ή αναβολή να χορηγείται είτε σε όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές και ΠΜΔ που οι αρμόδιες αρχές αδειοδοτούν βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ είτε σε καμία. Οι αρμόδιες αρχές που χορηγούν απαλλαγές ή αναβολές δεν πρέπει να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις.

(13)

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι παρόλο που ο αλγόριθμος διαπραγμάτευσης που εφαρμόζεται από ρυθμιζόμενη αγορά ή από ΠΜΔ συνήθως επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του όγκου των συναλλαγών, πρέπει να είναι επίσης δυνατή η χρήση άλλων αλγόριθμων διαπραγμάτευσης.

(14)

Η χορηγούμενη από αρμόδια αρχή απαλλαγή από υποχρεώσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας που απορρέουν από τα άρθρα 29 ή 44 της οδηγίας 2004/39/EΚ δεν πρέπει να παρέχει σε επιχειρήσεις επενδύσεων τη δυνατότητα να αποφεύγουν την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών για συναλλαγές σε ρευστές μετοχές τις οποίες συνάπτουν σε διμερή βάση βάσει των κανόνων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ εφόσον, αν πραγματοποιούνταν εκτός των κανόνων ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ, οι συναλλαγές αυτές θα υπόκεινταν στις απαιτήσεις περί δημοσίευσης ζευγών εντολών του άρθρου 27 της εν λόγω οδηγίας.

(15)

Μια δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι διαδραματίζει ουσιαστικό εμπορικό ρόλο για μια επιχείρηση επενδύσεων εάν αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων ή σημαντική πηγή κόστους. Η αξιολόγηση της σπουδαιότητας για τους σκοπούς αυτούς πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη το βαθμό στον οποίο η σχετική δραστηριότητα ασκείται ή οργανώνεται χωριστά, τη χρηματική αξία της δραστηριότητας και τη συγκριτική της σπουδαιότητα τόσο σε σχέση με το σύνολο των εργασιών της επιχείρησης όσο και με τη συνολική της δραστηριότητα στην αγορά της σχετικής μετοχής στην οποία δραστηριοποιείται. Πρέπει να είναι δυνατό να θεωρείται ότι μια δραστηριότητα αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για μια επιχείρηση ακόμη και αν μόνον ένας ή δύο από τους παράγοντες που μνημονεύονται έχει εφαρμογή σε δεδομένη περίπτωση.

(16)

Μετοχές που δεν υπόκεινται σε καθημερινή διαπραγμάτευση δεν πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Ωστόσο, εάν για εξαιρετικούς λόγους σχετιζόμενους με τη διατήρηση ομαλών συνθηκών στην αγορά ή για λόγους ανωτέρας βίας, η διαπραγμάτευση αναστέλλεται και μια μετοχή δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ορισμένες ημέρες διαπραγμάτευσης, δεν πρέπει να θεωρείται ότι η μετοχή αυτή δεν έχει ρευστή αγορά.

(17)

Η απαίτηση δημοσιοποίησης ορισμένων ζευγών εντολών και ορισμένων εντολών και συναλλαγών κατ' εφαρμογή των άρθρων 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να εμποδίζει τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους ΠΜΔ να απαιτούν από τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες σε αυτές τις αγορές και ΠΜΔ να δημοσιοποιούν άλλες σχετικές πληροφορίες.

(18)

Πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιοποιούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο πρέπει να διατίθενται στιγμιαία στο μέτρο που το επιτρέπουν οι τεχνικές δυνατότητες· αυτό προϋποθέτει έναν εύλογο βαθμό αποτελεσματικότητας και δαπανών για τα σχετικά συστήματα εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου. Οι πληροφορίες μπορούν να δημοσιεύονται πλησίον του ανώτατου ορίου των τριών λεπτών μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες το διαθέσιμο σύστημα δεν επιτρέπει τη δημοσίευσή τους σε συντομότερο χρονικό διάστημα.

(19)

Για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος κανονισμού για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κινητής αξίας που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, στην περίπτωση κινητής αξίας κατά την έννοια της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (2), πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχουν επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες του είδους που απαιτείται για την αποτίμηση αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου.

(20)

Η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μεριδίων εκδιδόμενων από επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες δεν πρέπει να επιτρέπει την παράκαμψη των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (3), και ιδίως των άρθρων 44 έως 48 της οδηγίας αυτής.

(21)

Μια σύμβαση παραγώγου πρέπει να θεωρείται χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του τμήματος Γ σημείο 7 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ μόνον εφόσον αφορά εμπόρευμα και πληροί τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού με τα οποία προσδιορίζεται εάν μια σύμβαση έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς. Μια σύμβαση παραγώγου πρέπει να θεωρείται χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του τμήματος Γ σημείο 10 του παραρτήματος Ι μόνον εφόσον αφορά ένα από τα υποκείμενα μέσα που καθορίζονται στο τμήμα Γ σημείο 10 ή στον παρόντα κανονισμό και πληροί τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού με τα οποία προσδιορίζεται εάν η σύμβαση έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

(22)

Μπορεί να αναμένεται ότι οι απαλλαγές που προβλέπει η οδηγία 2004/39/ΕΚ για τη διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό ή τη διαπραγμάτευση ή παροχή άλλων επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων που εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημεία 5, 6 και 7 του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας ή με παράγωγα που εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I θα εξαιρούν σημαντικό αριθμό εμπορικών παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας και άλλων εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων των προμηθευτών ενέργειας, των εμπόρων που διακινούν τέτοιου είδους εμπορεύματα και των θυγατρικών τους, από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, και, κατά συνέπεια, οι συμμετέχοντες αυτοί δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού για να εξακριβώνουν αν οι συμβάσεις τις οποίες διαπραγματεύονται είναι χρηματοπιστωτικά μέσα.

(23)

Σύμφωνα με το τμήμα B σημείο 7 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων δύνανται να ασκούν την ελευθερία παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν, με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών που αναφέρονται στο τμήμα Α ή Β του εν λόγω παραρτήματος σε σχέση με υποκείμενα μέσα παραγώγων που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7 και 10 του υπόψη παραρτήματος, εφόσον αυτά σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, μια επιχείρηση που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και πραγματοποιεί συναφή διαπραγμάτευση με αντικείμενο συμβάσεις για άμεση παράδοση (spot), πρέπει να μπορεί να επωφελείται από την ελευθερία παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών σε σχέση με την εν λόγω συναφή διαπραγμάτευση.

(24)

Ο ορισμός του εμπορεύματος δεν πρέπει να θίγει τυχόν άλλους ορισμούς της έννοιας αυτής στην εθνική νομοθεσία ή σε άλλες κοινοτικές νομοθετικές πράξεις. Τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται εάν μια σύμβαση πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για να προσδιοριστεί εάν η σύμβαση εμπίπτει στο τμήμα Γ σημείο 7 ή 10 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(25)

Πρέπει να θεωρείται ότι μια σύμβαση παραγώγου αφορά ένα εμπόρευμα ή άλλο παράγοντα εάν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της σύμβασης και του αντίστοιχου υποκείμενου εμπορεύματος ή παράγοντα. Συνεπώς, μια σύμβαση παραγώγου επί της τιμής ενός εμπορεύματος πρέπει να θεωρείται ως σύμβαση παραγώγου που αφορά το δεδομένο εμπόρευμα, ενώ μια σύμβαση παραγώγου επί του κόστους μεταφοράς του εμπορεύματος δεν πρέπει να θεωρείται ως σύμβαση παραγώγου που αφορά το δεδομένο εμπόρευμα. Ένα παράγωγο που αφορά παράγωγο επί εμπορεύματος, όπως ένα δικαίωμα προαίρεσης επί συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης σε εμπόρευμα (παράγωγο που αφορά άλλο παράγωγο) θα αποτελούσε έμμεση επένδυση σε εμπορεύματα και πρέπει συνεπώς να εξακολουθήσει να θεωρείται παράγωγο επί εμπορεύματος για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(26)

Η έννοια του εμπορεύματος δεν πρέπει να περιλαμβάνει υπηρεσίες ή άλλα στοιχεία που δεν είναι αγαθά, όπως νομίσματα ή δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας, ή τα οποία είναι εξ ολοκλήρου άυλα.

(27)

Ζητήθηκε η γνώμη σε τεχνικά θέματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, η οποία συστήθηκε με την απόφαση αριθ. 2001/527/ΕΚ της Επιτροπής (4).

(28)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚEΣ ΠΑΡΑΤΗΡHΣΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2, του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 7, του άρθρου 13 παράγραφος 6 και των άρθρων 25, 27, 28, 29, 30, 40, 44, 45, 56 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Τα άρθρα 7 και 8 εφαρμόζονται στις εταιρείες διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«εμπορεύματα»: αγαθά ανταλλάξιμα μεταξύ τους και δυνάμενα να παραδοθούν, περιλαμβανομένων των μετάλλων και των κραμάτων τους, των γεωργικών προϊόντων και της ενέργειας, π.χ. της ηλεκτρικής ενέργειας·

2.

«εκδότης»: η οντότητα που εκδίδει κινητές αξίες και, κατά περίπτωση, άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα·

3.

«κοινοτικός εκδότης»: εκδότης που έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος·

4.

«εκδότης τρίτης χώρας»: κάθε μη κοινοτικός εκδότης·

5.

«κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης» ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή μιας επιχείρησης επενδύσεων: οι ώρες που ο τόπος διαπραγμάτευσης ή η επιχείρηση επενδύσεων ορίζει εκ των προτέρων και δημοσιοποιεί ως δικές του/της ώρες διαπραγμάτευσης·

6.

«συναλλαγή χαρτοφυλακίου»: συναλλαγή με αντικείμενο περισσότερες της μιας κινητές αξίες που ομαδοποιούνται και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ως ενιαία μονάδα διαπραγμάτευσης έναντι δεδομένης τιμής αναφοράς·

7.

«οικεία αρμόδια αρχή» για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο: η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς γι' αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο·

8.

«τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή συστηματικός εσωτερικοποιητής που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή και, κατά περίπτωση, σύστημα εκτός Κοινότητας με λειτουργίες όμοιες με εκείνες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ·

9.

«αξία συναλλαγών» για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο: το άθροισμα των γινομένων του αριθμού των μονάδων του μέσου αυτού που ανταλλάχθηκαν μεταξύ αγοραστών και πωλητών σε ορισμένη χρονική περίοδο, βάσει συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε άλλο πλαίσιο, επί την τιμή μονάδας που εφαρμόστηκε σε καθεμία από τις συναλλαγές αυτές·

10.

«συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: δανειοδοσία ή δανειοληψία μετοχών ή δανειοδοσία ή δανειοληψία άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, συναλλαγή πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς (repurchase transaction) ή συναλλαγή αγοράς με σύμφωνο επαναπώλησης (reverse repurchase transaction), ή συναλλαγή αγοράς-επαναπώλησης (buy-sell back) ή πώλησης-επαναγοράς (sell-buy back).

Άρθρο 3

Συναλλαγές που αφορούν μεμονωμένη μετοχή σε συναλλαγή χαρτοφυλακίου και συναλλαγές σε σταθμισμένη κατά τον όγκο μέση τιμή

1.   Μια συναλλαγή που αφορά μεμονωμένη μετοχή σε συναλλαγή χαρτοφυλακίου θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), ως συναλλαγή υποκείμενη σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς.

Επίσης θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), ως συναλλαγή στην οποία η ανταλλαγή μετοχών προσδιορίζεται από παράγοντες άλλους από την αποτίμηση της μετοχής στην τρέχουσα τιμή της αγοράς.

2.   Μια συναλλαγή σε σταθμισμένη κατά τον όγκο μέση τιμή θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), ως συναλλαγή υποκείμενη σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς και, για τους σκοπούς του άρθρου 25, ως εντολή υποκείμενη σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς.

Επίσης θεωρείται, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), ως συναλλαγή στην οποία η ανταλλαγή μετοχών προσδιορίζεται από παράγοντες άλλους από την αποτίμηση της μετοχής στην τρέχουσα τιμή της αγοράς.

Άρθρο 4

Αναφορές σε ημέρες διαπραγμάτευσης

1.   Κάθε αναφορά σε ημέρα διαπραγμάτευσης σε σχέση με τόπο διαπραγμάτευσης ή με μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται βάσει του άρθρου 30 ή του άρθρου 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για μια μετοχή θεωρείται αναφορά σε οποιαδήποτε ημέρα κατά την οποία ο τόπος διαπραγμάτευσης είναι ανοικτός για διαπραγμάτευση.

Κάθε αναφορά στην έναρξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στην έναρξη των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης.

Κάθε αναφορά στο μεσημέρι της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στο μεσημέρι στη ζώνη ώρας στην οποία βρίσκεται ο τόπος διαπραγμάτευσης.

Κάθε αναφορά στη λήξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στη λήξη των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης.

2.   Κάθε αναφορά σε ημέρα διαπραγμάτευσης σε σχέση με τη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για δεδομένη μετοχή ή σε σχέση με μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται βάσει του άρθρου 28 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για μια μετοχή, θεωρείται αναφορά σε οποιαδήποτε ημέρα κανονικής διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης στην αγορά αυτή.

Κάθε αναφορά στην έναρξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στην ενωρίτερη έναρξη κανονικής διαπραγμάτευσης στη σχετική μετοχή σε τόπους διαπραγμάτευσης στην αγορά αυτή.

Κάθε αναφορά στο μεσημέρι της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στο μεσημέρι στη ζώνη ώρας της αγοράς αυτής.

Κάθε αναφορά στη λήξη της ημέρας διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στη χρονικά αργότερη λήξη της κανονικής διαπραγμάτευσης στη σχετική μετοχή σε τόπους διαπραγμάτευσης στην αγορά αυτή.

3.   Κάθε αναφορά σε ημέρα διαπραγμάτευσης σε σχέση με σύμβαση για άμεση παράδοση, κατά την έννοια του άρθρου 38 παράγραφος 2, θεωρείται αναφορά σε οποιαδήποτε ημέρα κανονικής διαπραγμάτευσης της σύμβασης σε τόπους διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 5

Αναφορές σε συναλλαγή

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κάθε αναφορά σε συναλλαγή θεωρείται αναφορά μόνο στην αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εκτός του κεφαλαίου ΙΙ, η αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου δεν περιλαμβάνει κανένα από τα ακόλουθα:

α)

συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων·

β)

άσκηση δικαιωμάτων προαίρεσης ή καλυμμένων τίτλων επιλογής·

γ)

συναλλαγές πρωτογενούς αγοράς (π.χ. έκδοση, κατανομή ή εγγραφή) με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα υπαγόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2004/39/EΚ.

Άρθρο 6

Πρώτη εισαγωγή μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η πρώτη εισαγωγή μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ θεωρείται ότι πραγματοποιείται κατά το χρόνο εκπλήρωσης μιας από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μετοχή δεν έχει εισαχθεί κατά το παρελθόν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

β)

η μετοχή έχει μεν εισαχθεί κατά το παρελθόν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, αλλά έχει τεθεί τέλος στη διαπραγμάτευσή της σε κάθε ρυθμιζόμενη αγορά στην οποία είχε εισαχθεί προς διαπραγμάτευση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕIΩΝ: ΕΝΤΟΛEΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓEΣ

Άρθρο 7

(άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και αποφάσεων διαπραγμάτευσης

Κάθε επιχείρηση επενδύσεων καταχωρίζει αμέσως σε αρχείο, για κάθε εντολή την οποία λαμβάνει από πελάτη και για κάθε απόφαση διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου, τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία, στο βαθμό που αυτά αφορούν τη σχετική εντολή ή απόφαση διαπραγμάτευσης:

α)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του πελάτη·

β)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης κάθε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

γ)

στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 4, 6 και 16 έως 19 του πίνακα 1 του παραρτήματος I·

δ)

φύση της εντολής, εάν είναι άλλη από αγορά ή πώληση·

ε)

είδος της εντολής·

στ)

κάθε άλλη λεπτομέρεια, όρο και ειδική οδηγία του πελάτη που προσδιορίζει τον τρόπο εκτέλεσης της εντολής·

ζ)

ημερομηνία και ακριβή ώρα λήψης της εντολής από την επιχείρηση επενδύσεων ή της απόφασής της να προβεί σε διαπραγμάτευση.

Άρθρο 8

(άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Καταχώριση των συναλλαγών σε αρχείο

1.   Αμέσως μετά την εκτέλεση εντολής πελάτη ή, στην περίπτωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαβιβάζουν εντολές σε άλλο πρόσωπο προς εκτέλεση, μόλις λάβουν την επιβεβαίωση της εκτέλεσης της εντολής, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζουν τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη συναλλαγή:

α)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του πελάτη·

β)

στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 2, 3, 4, 6 και 16 έως 21 του πίνακα 1 του παραρτήματος I·

γ)

συνολική τιμή, δηλαδή το γινόμενο της μοναδιαίας τιμής επί την ποσότητα·

δ)

φύση της συναλλαγής, εάν δεν είναι αγορά ή πώληση·

ε)

φυσικό πρόσωπο που εκτέλεσε τη συναλλαγή ή φέρει την ευθύνη για την εκτέλεσή της.

2.   Εάν η επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει εντολή σε άλλο πρόσωπο προς εκτέλεση, καταχωρίζει αμέσως τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία μετά τη διαβίβαση της εντολής:

α)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του πελάτη του οποίου διαβιβάστηκε η εντολή·

β)

όνομα ή άλλο στοιχείο αναγνώρισης του προσώπου στο οποίο διαβιβάστηκε η εντολή·

γ)

όροι της διαβιβασθείσας εντολής·

δ)

ημερομηνία και ακριβής χρόνος της διαβίβασης.

ΚΕΦAΛΑΙΟ III

ΓΝΩΣΤΟΠΟIΗΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Άρθρο 9

(άρθρο 25 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Προσδιορισμός της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας

1.   Η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (στο εξής: «η σημαντικότερη αγορά») προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 8.

2.   Στην περίπτωση μετοχής ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μεριδίου σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου η μετοχή ή το μερίδιο εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

3.   Στην περίπτωση ομολόγου ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσου χρηματαγοράς που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκδίδεται από θυγατρική, κατά την έννοια της έβδομης οδηγίας του Συμβουλίου 83/349/ΕΟΚ, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (5), οντότητας της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα της μητρικής οντότητας.

4.   Στην περίπτωση ομολόγου ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσου χρηματαγοράς που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκδίδεται από κοινοτικό εκδότη και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα του εκδότη.

5.   Στην περίπτωση ομολόγου ή άλλης κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσου χρηματαγοράς που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εκδίδεται από εκδότη τρίτης χώρας και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, σημαντικότερη αγορά είναι το κράτος μέλος όπου η κινητή αξία εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

6.   Στην περίπτωση σύμβασης παραγώγου ή χρηματοοικονομικής σύμβασης επί διαφορών ή κινητής αξίας που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, σημαντικότερη αγορά είναι:

α)

όταν το υποκείμενο μέσο είναι μετοχή ή άλλη κινητή αξία που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος που θεωρείται σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας γι' αυτό το υποκείμενο μέσο, σύμφωνα με την παράγραφο 2·

β)

όταν το υποκείμενο μέσο είναι ομόλογο ή άλλη κινητή αξία που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή μέσο χρηματαγοράς και έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος που θεωρείται σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας γι' αυτό το υποκείμενο μέσο, σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 ή 5·

γ)

όταν το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης αποτελούμενος από μετοχές που είναι στο σύνολό τους διαπραγματεύσιμες σε δεδομένη ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά.

7.   Σε κάθε περίπτωση που δεν εμπίπτει στις παραγράφους 2 έως 6, σημαντικότερη αγορά θεωρείται το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η ρυθμιζόμενη αγορά στην οποία εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση η κινητή αξία ή η σύμβαση παράγωγου ή η χρηματοοικονομική σύμβαση επί διαφορών.

8.   Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που εμπίπτει στις παραγράφους 2, 5 ή 7, ή το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που εμπίπτει στην παράγραφο 6 και στο οποίο εφαρμόζεται μία από τις παραγράφους 2, 5 ή 7, εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε περισσότερες από μία ρυθμιζόμενες αγορές ταυτόχρονα και όλες αυτές οι ρυθμιζόμενες αγορές έχουν το ίδιο κράτος μέλος καταγωγής, το κράτος αυτό θεωρείται σημαντικότερη αγορά.

Όταν οι εν λόγω ρυθμιζόμενες αγορές δεν έχουν το ίδιο κράτος μέλος καταγωγής, σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για το μέσο αυτό είναι η αγορά με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών για το μέσο αυτό.

Προκειμένου να προσδιορισθεί η σημαντικότερη αγορά με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών στο σχετικό μέσο, κάθε αρμόδια αρχή που έχει αδειοδοτήσει μια από τις εν λόγω ρυθμιζόμενες αγορές υπολογίζει την αξία συναλλαγών του προηγούμενου ημερολογιακού έτους για το εν λόγω μέσο στην αγορά που της αντιστοιχεί, υπό την προϋπόθεση ότι το μέσο εισήχθη προς διαπραγμάτευση στις αρχές αυτού του έτους.

Στην περίπτωση όπου η αξία συναλλαγών για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο δεν μπορεί να υπολογισθεί λόγω ανεπάρκειας ή ανυπαρξίας στοιχείων και ο εκδότης έχει την έδρα του σε κράτος μέλος, σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα του εκδότη.

Εντούτοις, όταν ο εκδότης δεν έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος, σημαντικότερη αγορά για το σχετικό μέσο είναι η αγορά με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών για τα μέσα της ίδιας κατηγορίας. Για να προσδιορισθεί η αγορά αυτή, κάθε αρμόδια αρχή που έχει αδειοδοτήσει μία από τις εν λόγω ρυθμιζόμενες αγορές υπολογίζει την ημερήσια αξία συναλλαγών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος για τα μέσα της ίδιας κατηγορίας στην αγορά που της αντιστοιχεί.

Οι κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων είναι οι εξής:

α)

μετοχές·

β)

ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους·

γ)

κάθε άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 10

(άρθρο 25 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Εναλλακτικός προσδιορισμός της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας

1.   Η αρμόδια αρχή δύναται, τον Ιανουάριο κάθε έτους, να γνωστοποιήσει στην αρμόδια αρχή στην οποία υπάγεται δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο ότι προτίθεται να αμφισβητήσει τον προσδιορισμό, βάσει του άρθρου 9, της σημαντικότερης αγοράς για το μέσο αυτό.

2.   Εντός τεσσάρων εβδομάδων από την αποστολή της γνωστοποίησης, οι δύο αρχές υπολογίζουν την ημερήσια αξία συναλλαγών γι' αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο στην αντίστοιχη αγορά τους κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

Αν τα αποτελέσματα του υπολογισμού δείχνουν ότι η ημερήσια αξία συναλλαγών είναι υψηλότερη στην αγορά της αμφισβητούσας αρμόδιας αρχής, η αγορά αυτή είναι η σημαντικότερη αγορά για το δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Εάν το χρηματοπιστωτικό μέσο ανήκει σε μια από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 στοιχεία α) ή β), η αγορά αυτή είναι επίσης η σημαντικότερη αγορά για κάθε σύμβαση παράγωγου ή χρηματοοικονομική σύμβαση επί διαφορών ή κινητή αξία που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και για την οποία αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι το υποκείμενο μέσο.

Άρθρο 11

(άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κατάλογος χρηματοπιστωτικών μέσων

Η οικεία αρμόδια αρχή για ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα διασφαλίζει ότι θεσπίζεται και διατηρείται ενημερωμένος κατάλογος των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων. Ο κατάλογος τίθεται στη διάθεση της ενιαίας αρμόδιας αρχής που έχει ορισθεί ως σημείο επαφής από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 56 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Ο κατάλογος καθίσταται διαθέσιμος για πρώτη φορά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Ιουνίου 2007.

Προκειμένου να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές να συμμορφωθούν με το πρώτο εδάφιο, κάθε ρυθμιζόμενη αγορά υποβάλλει στην αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής της, σε ηλεκτρονική και τυποποιημένη μορφή, δεδομένα αναφοράς για την αναγνώριση κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου που είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση. Οι πληροφορίες αυτές υποβάλλονται για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο πριν την έναρξη της διαπραγμάτευσης σε αυτό. Η αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα αυτά διαβιβάζονται στην οικεία αρμόδια αρχή για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο. Τα δεδομένα αναφοράς επικαιροποιούνται όταν σημειώνονται μεταβολές στα δεδομένα που αφορούν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή από τις απαιτήσεις του παρόντος εδαφίου εάν η οικεία αρμόδια αρχή για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνει τα σχετικά δεδομένα αναφοράς με άλλο τρόπο.

Άρθρο 12

(άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δίαυλοι γνωστοποίησης

1.   Η γνωστοποίηση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα γίνεται υπό ηλεκτρονική μορφή, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων στις οποίες επιτρέπεται η γνωστοποίηση σε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση των πληροφοριών κατά τρόπο προσβάσιμο, με μη ηλεκτρονική μορφή, για μελλοντική εξέταση από τις αρμόδιες αρχές, και οι μέθοδοι γνωστοποίησης πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

να διασφαλίζουν την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα των γνωστοποιούμενων στοιχείων·

β)

να περιέχουν μηχανισμούς για τον εντοπισμό και τη διόρθωση σφαλμάτων σε μια γνωστοποίηση συναλλαγών·

γ)

να περιέχουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την πιστοποίηση της πηγής της γνωστοποίησης συναλλαγής·

δ)

να περιλαμβάνουν κατάλληλα προληπτικά μέτρα ώστε οι γνωστοποιήσεις να επαναλαμβάνονται εγκαίρως σε περίπτωση βλάβης του συστήματος·

ε)

να έχουν δυνατότητα γνωστοποίησης των πληροφοριακών στοιχείων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 υπό τη μορφή που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή και σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Ένα σύστημα αντιστοίχισης ή γνωστοποίησης συναλλαγών εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εφόσον οι ρυθμίσεις του συστήματος για τη γνωστοποίηση συναλλαγών είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και υπόκεινται σε έλεγχο της συνεχούς συμμόρφωσής τους από αρμόδια αρχή.

Άρθρο 13

(άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Περιεχόμενο της γνωστοποίησης συναλλαγής

1.   Οι γνωστοποιήσεις συναλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ περιέχουν υποχρεωτικά τα αναφερόμενα στον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού πληροφοριακά στοιχεία που είναι κατάλληλα για το σχετικό είδος χρηματοπιστωτικού μέσου και τα οποία η αρμόδια αρχή δηλώνει ότι δεν διαθέτει ήδη ούτε μπορεί να αποκτήσει με άλλο τρόπο.

2.   Για τους σκοπούς της αναγνώρισης της ταυτότητας αντισυμβαλλόμενου σε συναλλαγή ο οποίος είναι ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή άλλος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος I, κάθε αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί κατάλογο κωδικών αναγνώρισης των ρυθμιζόμενων αγορών και των ΠΜΔ για τις οποίες αποτελεί σε κάθε περίπτωση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και των τυχόν οντοτήτων που ενεργούν ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι για αυτές τις ρυθμιζόμενες αγορές και ΠΜΔ.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν να περιλαμβάνουν οι γνωστοποιήσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πληροφοριακά στοιχεία για τις σχετικές συναλλαγές επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στον πίνακα 1 του παραρτήματος I, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για να μπορεί η αρμόδια αρχή να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων και να διασφαλίζει ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που ενισχύει την ακεραιότητα της αγοράς, και εφόσον πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο της γνωστοποίησης διαθέτει χαρακτηριστικά που είναι ειδικά στα μέσα αυτού του είδους και δεν καλύπτονται από τα πληροφοριακά στοιχεία που ορίζει ο εν λόγω πίνακας·

β)

οι μέθοδοι διαπραγμάτευσης που εφαρμόζονται ειδικά στον τόπο διαπραγμάτευσης όπου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή έχουν χαρακτηριστικά που δεν καλύπτονται από τα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στον εν λόγω πίνακα.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να απαιτούν να αναφέρεται στις γνωστοποιήσεις συναλλαγών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ η ταυτότητα των πελατών για λογαριασμό των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων εκτέλεσε τη συναλλαγή.

Άρθρο 14

(άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές

1.   Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που λαμβάνουν σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ τίθενται στη διάθεση:

α)

της οικείας αρμόδιας αρχής για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο·

β)

στην περίπτωση των υποκαταστημάτων, της αρμόδιας αρχής που έχει αδειοδοτήσει την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει τις πληροφορίες, με την επιφύλαξη του δικαιώματος της αρχής αυτής να μη λαμβάνει τις πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

γ)

οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχή που ζητεί τις πληροφορίες για την προσήκουσα εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Οι πληροφορίες που πρέπει να καθίσταται διαθέσιμες σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα πληροφοριακά στοιχεία που αναφέρονται στους πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος I.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες το ταχύτερο δυνατό.

Από 1ης Νοεμβρίου 2008, οι πληροφορίες αυτές καθίστανται διαθέσιμες το αργότερο στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας της αρμόδιας αρχής που έλαβε τις πληροφορίες ή τη σχετική αίτηση μετά την ημέρα κατά την οποία η αρμόδια αρχή έλαβε τις πληροφορίες ή την αίτηση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές συντονίζουν:

α)

το σχεδιασμό και τη θέσπιση ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με συναλλαγές μεταξύ των αρμόδιων αρχών η οποία απαιτείται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ και τον παρόντα κανονισμό·

β)

κάθε μελλοντική αναβάθμιση των ρυθμίσεων.

5.   Πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2007, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών, σχετικά με το σχεδιασμό των ρυθμίσεων που θα θεσπισθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Υποβάλλουν επίσης έκθεση στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών, κάθε φορά που προτείνονται σημαντικές τροποποιήσεις των εν λόγω ρυθμίσεων.

Άρθρο 15

(άρθρο 58 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αίτηση για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Όταν αρμόδια αρχή επιθυμεί την παροχή πληροφοριών από άλλη αρχή ή την ανταλλαγή πληροφοριών με αυτή την αρχή κατ' εφαρμογή του άρθρου 58 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υποβάλλει στην εν λόγω αρμόδια αρχή γραπτή αίτηση με επαρκείς διευκρινίσεις που επιτρέπουν την παροχή των ζητούμενων πληροφοριών.

Ωστόσο, σε επείγουσες περιπτώσεις, η αίτηση μπορεί να διαβιβάζεται προφορικά υπό την προϋπόθεση ότι επιβεβαιώνεται γραπτά.

Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την αίτηση επιβεβαιώνει την παραλαβή της το νωρίτερο δυνατό.

2.   Εάν η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την αίτηση διαθέτει ήδη τις ζητούμενες βάσει της παραγράφου 1 πληροφορίες, οφείλει να τις διαβιβάσει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε την αίτηση.

Ωστόσο, αν η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την αίτηση δεν διαθέτει ούτε ελέγχει τις ζητούμενες πληροφορίες, λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να τις αποκτήσει και να ανταποκριθεί πλήρως στην αίτηση. Ενημερώνει επίσης την αρμόδια αρχή που υπέβαλε την αίτηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι ζητούμενες πληροφορίες δεν αποστέλλονται αμέσως.

Άρθρο 16

(άρθρο 56 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Προσδιορισμός της ουσιώδους σημασίας των δραστηριοτήτων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε κράτος μέλος υποδοχής

Οι δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρούνται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος υποδοχής εάν πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το κράτος μέλος υποδοχής υπήρξε κατά το παρελθόν κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς·

β)

η ρυθμιζόμενη αγορά έχει αποκτήσει μέσω συγχώνευσης, εξαγοράς ή οποιασδήποτε άλλης μορφής μεταβίβασης τη δραστηριότητα μιας ρυθμιζόμενης αγοράς της οποίας η καταστατική έδρα ή τα κεντρικά γραφεία βρίσκονταν στο κράτος μέλος υποδοχής.

ΚΕΦAΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΦAΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡAΣ

ΤΜHΜΑ 1

Προδιαπραγματευτική διαφάνεια για ρυθμιζόμενες αγορές και ΠΜΔ

Άρθρο 17

(άρθρα 29 και 44 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Υποχρεώσεις προδιαπραγματευτικής διαφάνειας

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται έναν ΠΜΔ ή μια ρυθμιζόμενη αγορά υποχρεούται, για κάθε εισηγμένη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μετοχή που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο εσωτερικό συστήματος το οποίο τελεί υπό τη διαχείρισή του και αναφέρεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II, να δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 6.

2.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών (continuous auction order book), οφείλει, για κάθε μετοχή που εμπίπτει στην παράγραφο 1, να δημοσιοποιεί σε συνεχή βάση καθ' όλη τη διάρκεια των κανονικών της ωρών διαπραγμάτευσης το συνολικό αριθμό εντολών και μετοχών που οι εντολές αυτές αντιπροσωπεύουν σε κάθε επίπεδο τιμών, για τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης.

3.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει ζευγών εντολών (quote-driven), οφείλει, για κάθε μετοχή που εμπίπτει στην παράγραφο 1, να δημοσιοποιεί σε συνεχή βάση καθ' όλη τη διάρκεια των κανονικών της ωρών διαπραγμάτευσης την καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης για κάθε ειδικό διαπραγματευτή της σχετικής μετοχής, καθώς και τους όγκους που συνδέονται με τις τιμές αυτές.

Τα ζεύγη εντολών που δημοσιοποιούνται πρέπει να αντιπροσωπεύουν δεσμευτικές προσφορές αγοράς και πώλησης μετοχών και να περιλαμβάνουν την τιμή και τον αριθμό των μετοχών που οι εγγεγραμμένοι ειδικοί διαπραγματευτές είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν ή να πωλήσουν.

Σε εξαιρετικές συνθήκες αγοράς, ωστόσο, μπορούν να επιτραπούν ενδεικτικές τιμές ή τιμές μόνον πώλησης ή μόνον αγοράς για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

4.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία, οφείλει, για κάθε μετοχή που εμπίπτει στην παράγραφο 1, να δημοσιοποιεί σε συνεχή βάση καθ' όλη τη διάρκεια των κανονικών της ωρών διαπραγμάτευσης την τιμή που θα ικανοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον αλγόριθμο διαπραγμάτευσης του συστήματος και το δυνητικά εκτελεστό όγκο συναλλαγών στην τιμή αυτή από τους συμμετέχοντες στο σύστημα.

5.   Εάν μια από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζει σύστημα διαπραγμάτευσης που δεν καλύπτεται πλήρως από τις παραγράφους 2, 3 ή 4, είτε διότι πρόκειται για υβριδικό σύστημα που εμπίπτει σε τουλάχιστον δύο από τις εν λόγω παραγράφους είτε διότι η φύση της διαδικασίας καθορισμού των τιμών είναι διαφορετική, οφείλει να διατηρεί ένα πρότυπο επίπεδο προδιαπραγματευτικής διαφάνειας με το οποίο να διασφαλίζεται ότι δημοσιοποιούνται επαρκείς πληροφορίες για το επίπεδο τιμών των εντολών ή των ζευγών εντολών για καθεμία από τις μετοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και για το επίπεδο του συναλλακτικού ενδιαφέροντος για τη σχετική μετοχή.

Ειδικότερα, πρέπει να δημοσιοποιούνται τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης και/ή ζεύγη εντολών για κάθε ειδικό διαπραγματευτή στη σχετική μετοχή, εφόσον το επιτρέπουν τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αναζήτησης τιμών.

6.   Περίληψη των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5 περιλαμβάνεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II.

Άρθρο 18

(άρθρο 29 παράγραφος 2 και άρθρο 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Απαλλαγές βάσει μοντέλου αγοράς και τύπου εντολής ή συναλλαγής

1.   Απαλλαγές κατ' εφαρμογή του άρθρου 29 παράγραφος 2 και του άρθρου 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ επιτρέπεται να χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές για συστήματα που διαχειρίζεται ένας ΠΜΔ ή μια ρυθμιζόμενη αγορά, εφόσον τα συστήματα αυτά πληρούν ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

βασίζονται σε μέθοδο διαπραγμάτευσης με την οποία η τιμή προσδιορίζεται σύμφωνα με τιμή αναφοράς καθοριζόμενη από άλλο σύστημα, εφόσον η εν λόγω τιμή αναφοράς δημοσιοποιείται ευρέως και θεωρείται γενικά αξιόπιστη τιμή αναφοράς από τους συμμετέχοντες στην αγορά·

β)

εκτελούν κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές, καθεμία των οποίων πληροί ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

πραγματοποιείται με το ή εντός του τρέχοντος σταθμισμένου κατά τον όγκο ανοίγματος τιμών που αντικατοπτρίζεται στο βιβλίο εντολών ή στα ζεύγη εντολών των ειδικών διαπραγματευτών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ που λειτουργεί το σχετικό σύστημα ή, εάν η μετοχή δεν αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης, εντός ενός ποσοστού απόκλισης από την κατάλληλη τιμή αναφοράς που καθορίζεται, μαζί με το εν λόγω ποσοστό, από το διαχειριστή του συστήματος·

ii)

υπόκειται σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς για τη σχετική μετοχή.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), πρέπει επίσης να έχουν πληρωθεί και οι υπόλοιποι όροι που καθορίζονται στους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ για συναλλαγές αυτού του είδους.

Αν ένα σύστημα επιτελεί λειτουργία διαφορετική από αυτές που περιγράφονται στα στοιχεία α) ή β), η απαλλαγή δεν ισχύει για την εν λόγω λειτουργία.

2.   Απαλλαγές κατ' εφαρμογή του άρθρου 29 παράγραφος 2 και του άρθρου 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ με βάση τον τύπο της εντολής μπορούν να χορηγούνται μόνο σε σχέση με εντολές τηρούμενες σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ εν αναμονή της κοινοποίησής τους στην αγορά.

Άρθρο 19

(άρθρο 29 παράγραφος 2 και άρθρο 44 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αναφορές σε κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή

Για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), με τον όρο «κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή» νοείται μια συναλλαγή που περιλαμβάνει μέλη ή συμμετέχοντες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ και της οποίας η διαπραγμάτευση γίνεται μεν κατ' ιδίαν, αλλά η εκτέλεση πραγματοποιείται εντός της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ και στην οποία το εν λόγω μέλος ή συμμετέχων αναλαμβάνει ένα από τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διαπραγματεύεται για ίδιο λογαριασμό με άλλο μέλος ή συμμετέχοντα που ενεργεί για λογαριασμό ενός πελάτη·

β)

διαπραγματεύεται με άλλο μέλος ή συμμετέχοντα, όταν αμφότεροι εκτελούν εντολές για ίδιο λογαριασμό·

γ)

ενεργεί για λογαριασμό τόσο του αγοραστή όσο και του πωλητή·

δ)

ενεργεί για λογαριασμό του αγοραστή, ενώ άλλο μέλος ή άλλος συμμετέχων ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή·

ε)

συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό έναντι εντολής πελάτη.

Άρθρο 20

(άρθρο 29 παράγραφος 2, άρθρο 44 παράγραφος 2 και άρθρο 27 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Απαλλαγές για συναλλαγές μεγάλου μεγέθους

Μια εντολή θεωρείται μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς αν είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ελάχιστο μέγεθος εντολής που αναφέρεται στον πίνακα 2 του παραρτήματος II. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια εντολή είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, όλες οι μετοχές που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ταξινομούνται με βάση τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών τους, η οποία υπολογίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 33.

ΤΜHΜΑ 2

Προδιαπραγματευτική διαφάνεια για συστηματικούς εσωτερικοποιητές

Άρθρο 21

(άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής

1.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων διαπραγματεύεται για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ, θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής εάν πληροί τα ακόλουθα κριτήρια, τα οποία καταδεικνύουν ότι ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα κατά τρόπο οργανωμένο, συχνό και συστηματικό:

α)

η δραστηριότητα διαδραματίζει ουσιαστικό εμπορικό ρόλο για την επιχείρηση και ασκείται με κανόνες και διαδικασίες που δεν συνεπάγονται διακριτική μεταχείριση·

β)

η δραστηριότητα ασκείται από προσωπικό ή αυτοματοποιημένο τεχνικό σύστημα που ορίζεται ειδικά για το σκοπό αυτό, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω προσωπικό ή σύστημα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το σκοπό αυτό·

γ)

η δραστηριότητα είναι διαθέσιμη στους πελάτες σε τακτική ή συνεχή βάση.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων παύει να αποτελεί συστηματικό εσωτερικοποιητή για μία ή περισσότερες μετοχές εάν παύσει να ασκεί τη δραστηριότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για τις εν λόγω μετοχές, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προαναγγείλει ότι προτίθεται να παύσει τη δραστηριότητα αυτή μέσω των ιδίων διαύλων δημοσιότητας τους οποίους χρησιμοποιεί για τη δημοσίευση των ζευγών εντολών της ή, όταν αυτό είναι αδύνατον, μέσω διαύλου εξίσου προσβάσιμου στους πελάτες της και στους υπόλοιπους συμμετέχοντες στην αγορά.

3.   Θεωρείται ότι η δραστηριότητα της διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό με την εκτέλεση εντολών πελατών δεν ασκείται κατά οργανωμένο, συχνό και συστηματικό τρόπο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η δραστηριότητα ασκείται ευκαιριακά και μη τακτικά με αντισυμβαλλόμενους χονδρικής και αποτελεί μέρος επιχειρηματικής σχέσης που χαρακτηρίζεται από συναλλαγές που υπερβαίνουν το σύνηθες μέγεθος στην αγορά·

β)

οι συναλλαγές διενεργούνται χωρίς την ανάμειξη προσωπικού ή εκτός των συστημάτων που χρησιμοποιούνται συνήθως από την επιχείρηση για κάθε πράξη που διενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.

4.   Κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για την τήρηση και δημοσίευση καταλόγου όλων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, για μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας επιχείρησης επενδύσεων.

Μεριμνά για την επικαιροποίηση του καταλόγου, τον οποίο αναθεωρεί τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Ο κατάλογος γνωστοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Θεωρείται δημοσιευμένος από τη στιγμή της δημοσίευσής του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 5.

Άρθρο 22

(άρθρο 27 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Προσδιορισμός των ρευστών μετοχών

1.   Μια μετοχή που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά θεωρείται ρευστή αν υπόκειται σε καθημερινή διαπραγμάτευση, αν έχει διασπορά όχι μικρότερη από 500 εκατ. ευρώ και αν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στη μετοχή είναι ίσος με ή μεγαλύτερος από 500·

β)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για τη μετοχή είναι τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο, ένα κράτος μέλος δύναται, για τις μετοχές για τις οποίες αποτελεί τη σημαντικότερη αγορά, να ορίσει με ανακοίνωση ότι πρέπει να πληρούνται αμφότερες οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Η ανακοίνωση αυτή δημοσιοποιείται.

2.   Ένα κράτος μέλος δύναται να καθορίσει τον κατώτατο αριθμό ρευστών μετοχών για το κράτος αυτό. Ο κατώτατος αριθμός δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5. Ο αριθμός αυτός δημοσιοποιείται.

3.   Όταν, βάσει της παραγράφου 1, ένα κράτος μέλος αποτελεί τη σημαντικότερη αγορά για λιγότερες ρευστές μετοχές από τον κατώτατο αριθμό που έχει καθορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους δύναται να ορίσει μία ή περισσότερες επιπλέον ρευστές μετοχές, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός μετοχών που θεωρούνται έτσι ότι είναι ρευστές και έχουν ως σημαντικότερη αγορά αυτό το κράτος μέλος δεν υπερβαίνει τον κατώτατο αριθμό που έχει καθορίσει το κράτος μέλος.

Η αρμόδια αρχή ορίζει τις επιπλέον ρευστές μετοχές διαδοχικά και με φθίνουσα σειρά, με κριτήριο τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών τους, μεταξύ των μετοχών για τις οποίες αποτελεί την οικεία αρμόδια αρχή και οι οποίες εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και υπόκεινται σε καθημερινή διαπραγμάτευση.

4.   Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, ο υπολογισμός της διασποράς μιας μετοχής δεν λαμβάνει υπόψη συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη, εκτός εάν μια τέτοια συμμετοχή ανήκει σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή σε ταμείο συντάξεων.

Ο υπολογισμός των δικαιωμάτων ψήφου γίνεται με βάση το σύνολο των μετοχών από τις οποίες απορρέουν δικαιώματα ψήφου, ακόμη και αν η άσκηση του δικαιώματος ψήφου έχει ανασταλεί.

5.   Μια μετοχή δεν θεωρείται ρευστή για τους σκοπούς του άρθρου 27 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πριν την παρέλευση έξι εβδομάδων από την πρώτη εισαγωγή της προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά εάν η συνολική κεφαλαιοποίηση για τη μετοχή αυτή κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης μετά την εισαγωγή, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 33 παράγραφος 3, εκτιμάται σε λιγότερο από 500 εκατ. ευρώ.

6.   Κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για την τήρηση και δημοσίευση καταλόγου με όλες τις ρευστές μετοχές για τις οποίες αποτελεί την οικεία αρμόδια αρχή.

Μεριμνά για την επικαιροποίηση του καταλόγου, τον οποίο αναθεωρεί τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Ο κατάλογος γνωστοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Θεωρείται δημοσιευμένος από τη στιγμή της δημοσίευσής του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 5.

Άρθρο 23

(άρθρο 27 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Σύνηθες μέγεθος στην αγορά

Προκειμένου να προσδιοριστεί το σύνηθες μέγεθος στην αγορά για τις ρευστές μετοχές, οι μετοχές αυτές ομαδοποιούνται σε κατηγορίες με κριτήριο τη μέση αξία των εντολών που εκτελέσθηκαν σύμφωνα με τον πίνακα 3 του παραρτήματος ΙΙ.

Άρθρο 24

(άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ζεύγη εντολών που αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά

Ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής τηρεί, για κάθε ρευστή μετοχή για την οποία ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή, τα ακόλουθα:

α)

ζεύγος ή ζεύγη εντολών που πλησιάζουν από άποψη τιμής άλλα ανάλογα ζεύγη εντολών για την ίδια μετοχή σε άλλους τόπους διαπραγμάτευσης·

β)

αρχείο των ζευγών εντολών του, το οποίο διατηρεί επί δωδεκάμηνο ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εφόσον το κρίνει σκόπιμο.

Η υποχρέωση που προβλέπεται στο στοιχείο β) δεν θίγει την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ να θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής επί μία πενταετία τουλάχιστον συναφή δεδομένα για όλες τις συναλλαγές τις οποίες πραγματοποίησε.

Άρθρο 25

(άρθρο 27 παράγραφος 3 πέμπτο εδάφιο και άρθρο 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Εκτέλεση εντολών από συστηματικούς εσωτερικοποιητές

1.   Για τους σκοπούς του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η εκτέλεση πράξεων σε περισσότερους τίτλους θεωρείται μέρος ενιαίας συναλλαγής αν η ενιαία αυτή συναλλαγή είναι συναλλαγή χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα τίτλους.

Για τους ίδιους σκοπούς, ως εντολή υπό όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς θεωρείται κάθε εντολή που δεν αποτελεί ούτε εντολή εκτέλεσης συναλλαγής σε μετοχές στην τρέχουσα τιμή της αγοράς ούτε οριακή εντολή.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών θεωρείται ότι υπερβαίνει σημαντικά τον κανονικό εάν ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν δύναται να εκτελέσει τις εντολές χωρίς να αναλάβει αδικαιολόγητο κίνδυνο.

Προκειμένου να προσδιορίσει τον αριθμό και τον όγκο των εντολών που μπορεί να εκτελέσει χωρίς να αναλάβει αδικαιολόγητο κίνδυνο, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής διατηρεί και εφαρμόζει, ως μέρος της πολιτικής του για τη διαχείριση κινδύνων βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής (6), πολιτική αποφυγής των διακρίσεων που λαμβάνει υπόψη την αξία των συναλλαγών, το κεφάλαιο που διαθέτει η επιχείρηση για την κάλυψη του κινδύνου από αυτό το είδος διαπραγμάτευσης και τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση.

3.   Όταν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια επιχείρηση επενδύσεων περιορίζει τον αριθμό ή τον όγκο των εντολών που αναλαμβάνει να εκτελέσει, θεσπίζει εγγράφως και θέτει στη διάθεση των υφιστάμενων και των δυνητικών πελατών της ρυθμίσεις με τις οποίες διασφαλίζεται ότι ο περιορισμός αυτός δεν οδηγεί σε διακριτική μεταχείριση των πελατών.

Άρθρο 26

(άρθρο 27 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Σύνηθες μέγεθος εντολών ιδιωτών επενδυτών

Για τους σκοπούς του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια εντολή θεωρείται μεγέθους μεγαλύτερου εκείνου που συνήθως αναλαμβάνει ένας ιδιώτης επενδυτής αν υπερβαίνει τα 7 500 ευρώ.

ΤΜHΜΑ 3

Μεταδιαπραγματευτική διαφάνεια για ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και επιχειρήσεις επενδύσεων

Άρθρο 27

(άρθρα 28, 30 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Υποχρέωση μεταδιαπραγματευτικής διαφάνειας

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι ρυθμιζόμενες αγορές καθώς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται έναν ΠΜΔ δημοσιεύουν, για τις συναλλαγές σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές που πραγματοποιούν οι ίδιες ή που πραγματοποιούνται, σε περίπτωση ρυθμιζόμενων αγορών ή ΠΜΔ, μέσω των συστημάτων τους, τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία:

α)

τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 2, 3, 6, 16, 17, 18 και 21 του πίνακα 1 του παραρτήματος I·

β)

κατά περίπτωση, ένδειξη ότι η ανταλλαγή μετοχών εξαρτάται από παράγοντες διαφορετικούς από την τρέχουσα αποτίμηση της μετοχής στην αγορά·

γ)

κατά περίπτωση, ένδειξη ότι επρόκειτο για κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή·

δ)

κατά περίπτωση, τυχόν τροποποιήσεις ήδη δημοσιοποιημένων πληροφοριών.

Τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία δημοσιοποιούνται είτε με αναφορά σε κάθε συναλλαγή είτε με συγκεντρωτική παρουσίαση του όγκου και της τιμής όλων των συναλλαγών στην ίδια μετοχή με την ίδια τιμή και κατά τον ίδιο χρόνο.

2.   Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται στο συστηματικό εσωτερικοποιητή να χρησιμοποιεί το αρκτικόλεξο «SΙ» αντί των στοιχείων αναγνώρισης τόπου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), για συναλλαγή σε μετοχή την οποία εκτελεί υπό την ιδιότητα του συστηματικού εσωτερικοποιητή για τη μετοχή αυτή.

Ο συστηματικός εσωτερικοποιητής μπορεί να ασκεί το δικαίωμα αυτό μόνον ενόσω καθιστά διαθέσιμα στο κοινό συγκεντρωτικά τριμηνιαία στοιχεία για τις συναλλαγές που εκτελεί υπό την ιδιότητα του συστηματικού εσωτερικοποιητή στη μετοχή αυτή και για το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο ή μέρος ημερολογιακού τριμήνου κατά το οποίο η επιχείρηση ενήργησε ως συστηματικός εσωτερικοποιητής σε αυτή τη μετοχή. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να καθίσταται διαθέσιμα το αργότερο ένα μήνα μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου.

Μπορεί επίσης να ασκήσει το δικαίωμα αυτό κατά την περίοδο από την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2, ή την ημερομηνία κατά την οποία η επιχείρηση αρχίζει να ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής για μια μετοχή, όποια είναι μεταγενέστερη, έως την ημερομηνία στην οποία πρέπει να δημοσιευθούν για πρώτη φορά τα συγκεντρωτικά τριμηνιαία στοιχεία για μια μετοχή.

3.   Τα συγκεντρωτικά τριμηνιαία στοιχεία που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες για τη μετοχή και για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης του σχετικού ημερολογιακού τριμήνου:

α)

ανώτατη τιμή·

β)

κατώτατη τιμή·

γ)

μέση τιμή·

δ)

συνολικός αριθμός μετοχών που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης·

ε)

συνολικός αριθμός συναλλαγών·

στ)

κάθε άλλο πληροφοριακό στοιχείο που ο εσωτερικός συστηματικοποιητής αποφασίζει να διαθέσει στο κοινό.

4.   Όταν η συναλλαγή εκτελείται εκτός του πλαισίου των κανόνων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ, για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών μεριμνά, βάσει συμφωνίας μεταξύ των μερών, μία από τις ακόλουθες επιχειρήσεις επενδύσεων:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων που πωλεί τη σχετική μετοχή·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί εξ ονόματος του πωλητή ή μεθοδεύει τη συναλλαγή για λογαριασμό του·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί εξ ονόματος του αγοραστή ή μεθοδεύει τη συναλλαγή για λογαριασμό του·

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων που αγοράζει τη σχετική μετοχή.

Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται από την επιχείρηση επενδύσεων που προσδιορίζεται με διαδοχική εφαρμογή των ανωτέρω στοιχείων α) έως δ) μέχρι το πρώτο στοιχείο που ισχύει στη σχετική περίπτωση.

Τα μέρη λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η συναλλαγή δημοσιοποιείται ως ενιαία συναλλαγή. Για το σκοπό αυτό, δυο αντιστοιχισμένες πράξεις που συνάπτονται κατά τον ίδιο χρόνο και με την ίδια τιμή με την παρεμβολή του ίδιου μέρους θεωρούνται ενιαία συναλλαγή.

Άρθρο 28

(άρθρα 28, 30 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αναβολή δημοσίευσης συναλλαγών μεγάλου μεγέθους

Η δημοσιοποίηση πληροφοριών για συναλλαγές επιτρέπεται να αναβληθεί, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει αυτό που αναφέρεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος II για τη σχετική κατηγορία μετοχών και συναλλαγών, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συναλλαγή πραγματοποιείται μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων που διαπραγματεύεται για ίδιο λογαριασμό και ενός πελάτη της·

β)

το μέγεθος της συναλλαγής είναι ίσο με ή μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος που αναφέρεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ.

Προκειμένου να προσδιοριστεί το κατάλληλο ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος για τους σκοπούς του στοιχείου β), όλες οι μετοχές που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ταξινομούνται βάσει της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών τους, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 33.

ΤΜHΜΑ 4

Κοινές διατάξεις για την προδιαπραγματευτική και τη μεταδιαπραγματευτική διαφάνεια

Άρθρο 29

(άρθρο 27 παράγραφος 3, άρθρο 28 παράγραφος 1, άρθρο 29 παράγραφος 1, άρθρο 44 παράγραφος 1 και άρθρο 45 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δημοσίευση και διαθεσιμότητα δεδομένων που αφορούν την προδιαπραγματευτική και τη μεταδιαπραγματευτική διαφάνεια

1.   Μια ρυθμιζόμενη αγορά, ένας ΠΜΔ ή ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής θεωρείται ότι δημοσιεύει προδιαπραγματευτικές πληροφορίες σε συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης εφόσον οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύονται αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμες κατά τις κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του συστηματικού εσωτερικοποιητή και εφόσον παραμένουν διαθέσιμες έως ότου επικαιροποιηθούν.

2.   Οι προδιαπραγματευτικές και μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης κατά τις κανονικές ώρες διαπραγμάτευσης διατίθενται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο. Οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες σχετικά με αυτές τις συναλλαγές πρέπει σε κάθε περίπτωση να διατίθενται εντός τριών λεπτών από τη συναλλαγή στην οποία αναφέρονται.

3.   Οι πληροφορίες που αφορούν συναλλαγή χαρτοφυλακίου διατίθενται για κάθε επιμέρους συναλλαγή όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη κατανομής των τιμών σε δεδομένες μετοχές. Κάθε συνιστώσα συναλλαγή αξιολογείται χωριστά για τους σκοπούς του προσδιορισμού της δυνατότητας αναβολής της δημοσίευσης βάσει του άρθρου 28.

4.   Οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες για συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης αλλά εκτός των κανονικών του ωρών διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούνται πριν την έναρξη της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή.

5.   Για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούνται μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες:

α)

εφόσον η συναλλαγή πραγματοποιείται στη διάρκεια ημέρας διαπραγμάτευσης της σημαντικότερης αγοράς για τη σχετική μετοχή, ή κατά τη διάρκεια των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο. Μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες σχετικά με αυτές τις συναλλαγές καθίστανται διαθέσιμες σε κάθε περίπτωση εντός τριών λεπτών από τη σχετική συναλλαγή·

β)

στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το σημείο α), αμέσως μετά την έναρξη των κανονικών ωρών διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων ή το αργότερο πριν από την έναρξη της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης της σημαντικότερης αγοράς για τη σχετική μετοχή.

Άρθρο 30

(άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δημόσια διαθεσιμότητα προδιαπραγματευτικών και μεταδιαπραγματευτικών πληροφοριών

Για τους σκοπούς των άρθρων 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι οι προδιαπραγματευτικές και οι μεταδιαπραγματευτικές πληροφορίες δημοσιοποιούνται ή τίθενται στη διάθεση του κοινού εφόσον τίθενται γενικά στη διάθεση των επενδυτών της Κοινότητας με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

μέσω των μηχανισμών μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ·

β)

μέσω των μηχανισμών τρίτου·

γ)

μέσω ιδίων ρυθμίσεων.

Άρθρο 31

(άρθρο 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Γνωστοποίηση οριακών εντολών πελάτη

Θεωρείται ότι η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί μια οριακή εντολή πελάτη που δεν είναι άμεσα εκτελεστή εάν διαβιβάζει την εντολή σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ που λειτουργεί σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή εάν διασφαλίζει ότι η εντολή δημοσιοποιείται και μπορεί να εκτελεσθεί ευχερώς μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.

Άρθρο 32

(άρθρο 22 παράγραφος 2, άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ρυθμίσεις για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών

Κάθε ρύθμιση για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών η οποία θεσπίζεται κατ' εφαρμογή των άρθρων 30 και 31 πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλίζεται ότι οι προς δημοσίευση πληροφορίες είναι αξιόπιστες, παρακολουθούνται συνεχώς για τη διαπίστωση σφαλμάτων και διορθώνονται αμέσως μόλις διαπιστωθούν σφάλματα·

β)

πρέπει να διευκολύνει την ενοποίηση των δεδομένων με παρόμοια δεδομένα προερχόμενα από άλλες πηγές·

γ)

πρέπει να καθιστά τις πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό σε μη διακριτική εμπορική βάση και έναντι εύλογου κόστους.

Άρθρο 33

(άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Υπολογισμοί και εκτιμήσεις για τις μετοχές που εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά

1.   Για κάθε μετοχή που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η οικεία αρμόδια αρχή για τη μετοχή αυτή μεριμνά για την πραγματοποίηση των ακόλουθων υπολογισμών για τη μετοχή αμέσως μετά τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους:

α)

μέση ημερήσια αξία συναλλαγών·

β)

μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών·

γ)

για τις μετοχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), υπολογίζεται η διασπορά στις 31 Δεκεμβρίου·

δ)

εάν η μετοχή είναι ρευστή, υπολογίζεται η μέση αξία των εκτελεσθεισών εντολών.

Η παρούσα παράγραφος και η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζονται σε μετοχές που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά τέσσερις βδομάδες ή λιγότερο πριν από το τέλος του ημερολογιακού έτους.

2.   Για τον υπολογισμό της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών και του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών λαμβάνονται υπόψη όλες οι εντολές που εκτελέσθηκαν στην Κοινότητα για τη σχετική μετοχή μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους ή, κατά περίπτωση, στο τμήμα εκείνο του έτους κατά το οποίο η μετοχή ήταν εισηγμένη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή της σε ρυθμιζόμενη αγορά δεν τελούσε υπό αναστολή.

Κατά τον υπολογισμό της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών και του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών μιας μετοχής, δεν λαμβάνονται υπόψη οι αργίες στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής για τη σχετική μετοχή.

3.   Πριν από την πρώτη εισαγωγή μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρμόδια αρχή για τη μετοχή μεριμνά για την παροχή εκτιμήσεων για τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για τη μετοχή αυτή, την κεφαλαιοποίησή της κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης και, εάν η εκτίμηση της κεφαλαιοποίησης αυτής είναι 500 εκατ. ευρώ ή περισσότερο:

α)

τον μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και, για τις μετοχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), κατά περίπτωση, τη διασπορά·

β)

σε περίπτωση μετοχής που εκτιμάται ότι είναι ρευστή, τη μέση αξία των εκτελεσθεισών εντολών.

Οι εκτιμήσεις πρέπει να αφορούν την περίοδο έξι εβδομάδων μετά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση, ή το τέλος αυτής της περιόδου, κατά περίπτωση, και πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ιστορικό των συναλλαγών στη σχετική μετοχή, καθώς και εκείνο των μετοχών που θεωρούνται ότι έχουν όμοια χαρακτηριστικά.

4.   Μετά την πρώτη εισαγωγή μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρμόδια αρχή για τη μετοχή αυτή μεριμνά για τον υπολογισμό των μεγεθών που αναφέρονται στα σημεία α) έως δ) της παραγράφου 1 βάσει δεδομένων σχετικών με τους πρώτους τέσσερις μήνες διαπραγμάτευσης, ως εάν η αναφορά του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 στις 31 Δεκεμβρίου ήταν αναφορά στο τέλος της περιόδου των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης, το νωρίτερο δυνατόν αφού καταστούν διαθέσιμα τα εν λόγω δεδομένα και πάντως πριν από τη λήξη της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5.

5.   Κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, οι οικείες αρμόδιες αρχές μεριμνούν για την αναθεώρηση και, εφόσον είναι απαραίτητο, για τον εκ νέου υπολογισμό της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών, του μέσου ημερήσιου αριθμού εκτελεσθεισών συναλλαγών και της διασποράς κάθε φορά που σημειώνεται μια μεταβολή σε σχέση με τη μετοχή ή τον εκδότη της η οποία επηρεάζει σε ουσιαστικό βαθμό τους προηγούμενους υπολογισμούς σε συνεχή βάση.

6.   Οι υπολογισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5, οι οποίοι πρέπει να δημοσιευτούν την ή πριν από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Μαρτίου 2009, πραγματοποιούνται βάσει των δεδομένων που αφορούν τη ρυθμιζόμενη αγορά ή τις ρυθμιζόμενες αγορές του κράτους μέλους το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για τη σχετική μετοχή. Για το σκοπό αυτό, οι κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 19 εξαιρούνται από τους υπολογισμούς.

Άρθρο 34

(άρθρα 27, 28, 29, 30, 44 και 45 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Δημοσίευση και αντίκτυπος των αποτελεσμάτων των απαιτούμενων υπολογισμών και εκτιμήσεων

1.   Κατά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Μαρτίου εκάστου έτους, κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για τη δημοσίευση των ακόλουθων πληροφοριών για κάθε μετοχή για την οποία είναι η οικεία αρμόδια αρχή και η οποία εισήχθη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά στο τέλος του προηγούμενου ημερολογιακού έτους:

α)

μέση ημερήσια αξία συναλλαγών και μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών, όπως υπολογίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 2·

β)

διασπορά και μέση αξία των εκτελεσθεισών εντολών, εφόσον υπολογίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 2.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις μετοχές στις οποίες εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 33 παράγραφος 1.

2.   Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων και των υπολογισμών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 33 παράγραφοι 3, 4 ή 5 δημοσιεύονται το συντομότερο δυνατό μετά την ολοκλήρωση του υπολογισμού ή της εκτίμησης.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 θεωρούνται δημοσιευμένες από τη στιγμή της δημοσίευσής τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών σύμφωνα με την παράγραφο 5.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

η ταξινόμηση βάσει της δημοσίευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισχύει για το δωδεκάμηνο που αρχίζει την 1η Απριλίου μετά τη δημοσίευση και λήγει την επομένη 31η Μαρτίου·

β)

η ταξινόμηση βάσει των εκτιμήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 ισχύει από τη σχετική πρώτη εισαγωγή προς διαπραγμάτευση έως το τέλος της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5·

γ)

η ταξινόμηση βάσει των υπολογισμών που προβλέπονται στο άρθρο 33 παράγραφος 4 ισχύει από το τέλος της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5 έως:

i)

την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους, εάν η περίοδος των έξι εβδομάδων λήγει μεταξύ 15ης Ιανουαρίου και 31ης Μαρτίου (αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων) δεδομένου έτους·

ii)

την επομένη 31η Μαρτίου μετά το τέλος αυτής της περιόδου σε διαφορετική περίπτωση.

Εντούτοις, η ταξινόμηση με βάση τους επανυπολογισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 33 παράγραφος 5 ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης μέχρι την επομένη 31η Μαρτίου, εκτός περαιτέρω επανυπολογισμού βάσει του άρθρου 33 παράγραφος 5.

5.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, με βάση τα δεδομένα που της παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές ή εξ ονόματός τους, δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο συγκεντρωτικούς και τακτικά επικαιροποιούμενους καταλόγους:

α)

όλων των συστηματικών εσωτερικοποιητών για μια μετοχή που είναι εισηγμένη προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

β)

όλων των μετοχών που είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, με διευκρίνιση των εξής:

i)

της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών και, για τις μετοχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή β), κατά περίπτωση, τη διασπορά·

ii)

εάν η μετοχή θεωρείται ρευστή, της μέσης αξίας των εκτελεσθεισών εντολών και του συνήθους μεγέθους στην αγορά για τη μετοχή αυτή·

iii)

εάν πρόκειται για ρευστή μετοχή που έχει ορισθεί ως επιπλέον ρευστή μετοχή σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3, της ονομασίας της αρμόδιας αρχής που προέβη σε αυτό τον ορισμό, και

iv)

της οικείας αρμόδιας αρχής.

6.   Κάθε αρμόδια αρχή μεριμνά για την πρώτη δημοσίευση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του Ιουλίου 2007, με βάση την περίοδο αναφοράς από την 1η Απριλίου 2006 έως τις 31 Μαρτίου 2007. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, η ταξινόμηση βάσει της δημοσίευσης αυτής ισχύει για το πεντάμηνο που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου 2007 και λήγει στις 31 Μαρτίου 2008.

ΚΕΦAΛΑΙΟ V

ΕΙΣΑΓΩΓH ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΠΡΟΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

Άρθρο 35

(άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κινητές αξίες

1.   Μια κινητή αξία θεωρείται ελεύθερα διαπραγματεύσιμη για τους σκοπούς του άρθρου 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εφόσον είναι δυνατή η διαπραγμάτευσή της μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συναλλαγής και η επακόλουθη μεταβίβασή της χωρίς περιορισμό και εφόσον όλοι οι τίτλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με την εν λόγω κινητή αξία είναι ανταλλάξιμοι.

2.   Κινητές αξίες των οποίων η μεταβίβαση υπόκειται σε περιορισμό δεν θεωρούνται ελεύθερα διαπραγματεύσιμες εκτός αν ο περιορισμός αυτός δεν είναι πιθανό να προκαλέσει διαταραχή στην αγορά.

3.   Κινητές αξίες που δεν έχουν πλήρως αποπληρωθεί δύνανται να θεωρηθούν ελεύθερα διαπραγματεύσιμες εφόσον έχει ληφθεί μέριμνα για να διασφαλισθεί ότι η διαπραγματευσιμότητά τους δεν υπόκειται σε περιορισμό και ότι είναι δημοσίως διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες για το γεγονός ότι οι κινητές αξίες δεν έχουν αποπληρωθεί πλήρως και για τις συνέπειες του γεγονότος αυτού για τους μετόχους.

4.   Κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παραχωρείται σε μια ρυθμιζόμενη αγορά για την εισαγωγή ή μη μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον η μετοχή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης:

α)

τη διάθεση της μετοχής στο κοινό·

β)

ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες, πληροφορίες για τον εκδότη και πληροφορίες που παρέχουν επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, των οποίων η κατάρτιση είναι υποχρεωτική βάσει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ή οι οποίες έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή πρόκειται να δημοσιοποιηθούν με άλλο τρόπο.

5.   Μια κινητή αξία που είναι εισηγμένη σε χρηματιστήριο σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και της οποίας η διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο αυτό δεν έχει ανασταλεί, θεωρείται ελεύθερα διαπραγματεύσιμη και ικανή να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης.

6.   Για τους σκοπούς του άρθρου 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όταν αξιολογείται εάν μια κινητή αξία όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της εν λόγω οδηγίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη, αναλόγως της φύσεως του εισαγόμενου τίτλου, κατά πόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι της κινητής αξίας είναι σαφείς και ανεπίδεκτοι παρερμηνείας και επιτρέπουν το συσχετισμό της τιμής του τίτλου με την τιμή ή με άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

β)

η τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου είναι αξιόπιστη και διαθέσιμη στο κοινό·

γ)

υπάρχουν επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες που επιτρέπουν την αποτίμηση του τίτλου·

δ)

οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της τιμής διακανονισμού της κινητής αξίας διασφαλίζουν ότι η τιμή αυτή αντικατοπτρίζει ορθά την τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

ε)

εάν ο διακανονισμός της κινητής αξίας απαιτεί ή επιτρέπει την παράδοση υποκείμενου τίτλου ή περιουσιακού στοιχείου αντί του χρηματικού διακανονισμού, υπάρχουν κατάλληλες διαδικασίες διακανονισμού και παράδοσης του υποκείμενου μέσου, καθώς και κατάλληλες ρυθμίσεις για τη λήψη χρήσιμων πληροφοριών σχετικά με το υποκείμενο μέσο.

Άρθρο 36

(άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων

1.   Η ρυθμιζόμενη αγορά, κατά την εισαγωγή μεριδίων οργανισμού συλλογικών επενδύσεων προς διαπραγμάτευση, ανεξάρτητα εάν ο οργανισμός συστάθηκε βάσει της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, βεβαιώνεται ότι ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων συμμορφώνεται ή έχει ήδη συμμορφωθεί με τις διαδικασίες εγγραφής, κοινοποίησης ή με τις άλλες διαδικασίες που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπορία του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων στην περιοχή δικαιοδοσίας της ρυθμιζόμενης αγοράς.

2.   Με την επιφύλαξη της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και κάθε άλλης κοινοτικής ή εθνικής νομοθεσίας για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

3.   Όταν αξιολογεί εάν τα μερίδια ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τη διάθεση των μεριδίων στο κοινό·

β)

αν υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις ειδικής διαπραγμάτευσης ή αν η επιχείρηση διαχείρισης του σχετικού οργανισμού προβλέπει για τους επενδυτές κατάλληλες εναλλακτικές διαδικασίες για την εξαγορά των μεριδίων·

γ)

αν παρέχεται στους επενδυτές επαρκής διαφάνεια ως προς την αξία των μεριδίων με την περιοδική δημοσίευση της καθαρής αξίας του ενεργητικού.

4.   Όταν αξιολογεί αν τα μερίδια ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τη διάθεση των μεριδίων στο κοινό·

β)

αν παρέχεται στους επενδυτές επαρκής διαφάνεια ως προς την αξία των μεριδίων, είτε με τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την επενδυτική στρατηγική του οργανισμού είτε με την περιοδική δημοσίευση της καθαρής αξίας του ενεργητικού.

Άρθρο 37

(άρθρο 40 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Παράγωγα

1.   Κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικού μέσου των ειδών που απαριθμούνται στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι ρυθμιζόμενες αγορές εξακριβώνουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι της σύμβασης χρηματοπιστωτικού μέσου πρέπει να είναι σαφείς και ανεπίδεκτοι παρερμηνείας και να επιτρέπουν το συσχετισμό της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου με την τιμή ή με άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

β)

η τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου πρέπει να είναι αξιόπιστη και διαθέσιμη στο κοινό·

γ)

πρέπει να υπάρχουν επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν την αποτίμηση της αξίας του παραγώγου·

δ)

οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της τιμής διακανονισμού της σύμβασης πρέπει να διασφαλίζουν ότι η τιμή αυτή αντικατοπτρίζει ορθά την τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

ε)

εάν ο διακανονισμός του παραγώγου απαιτεί ή επιτρέπει την παράδοση υποκείμενου τίτλου ή περιουσιακού στοιχείου αντί του χρηματικού διακανονισμού, πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις οι οποίες να επιτρέπουν στους συμμετέχοντες στην αγορά να λαμβάνουν χρήσιμες πληροφορίες για το υποκείμενο μέσο, καθώς και κατάλληλες διαδικασίες διακανονισμού και παράδοσης για το υποκείμενο μέσο.

2.   Αν πρόκειται για χρηματοπιστωτικό μέσο των ειδών που απαριθμούνται στα σημεία 5, 6, 7 ή 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, το στοιχείο β) της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πρέπει να είναι πιθανό ότι η σύμβαση για τη σύσταση του μέσου προβλέπει κάποιο τρόπο γνωστοποίησης στην αγορά ή αποτίμησης από αυτήν της τιμής ή άλλου μέτρου της αξίας του υποκείμενου μέσου αν αυτή η τιμή ή μέτρο αξίας δεν καθίστανται δημόσια διαθέσιμα με άλλο τρόπο·

β)

η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να διασφαλίζει ότι υπάρχουν κατάλληλες εποπτικές ρυθμίσεις για την παρακολούθηση της διαπραγμάτευσης και του διακανονισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων του είδους αυτού·

γ)

η ρυθμιζόμενη αγορά πρέπει να διασφαλίζει ότι ο διακανονισμός και η παράδοση, είτε πρόκειται για φυσική παράδοση είτε για χρηματικό διακανονισμό, μπορούν να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους συμβατικούς και τους άλλους όρους αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΚΕΦAΛΑΙΟ VI

ΠΑΡAΓΩΓΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚA ΜEΣΑ

Άρθρο 38

(άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Χαρακτηριστικά των άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων

1.   Για τους σκοπούς του τμήματος Γ σημείο 7 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια σύμβαση που δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 4 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πληροί ένα από τα ακόλουθα σύνολα κριτηρίων:

i)

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μηχανισμό διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ενός ΠΜΔ·

ii)

ορίζεται ρητά ότι αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κανόνες ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή παρόμοιου μηχανισμού διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας, ή ότι υπόκειται στους κανόνες αυτούς·

iii)

ορίζεται ρητά ότι είναι ισοδύναμη με σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή παρόμοιο μηχανισμό διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας·

β)

εκκαθαρίζεται από φορέα εκκαθάρισης ή άλλη οντότητα που επιτελεί την ίδια λειτουργία με έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή υπάρχουν ρυθμίσεις για την καταβολή ή σύσταση περιθωρίου ασφάλισης για τη σύμβαση·

γ)

είναι τυποποιημένη κατά τρόπο ώστε ιδίως η τιμή, η μονάδα διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία παράδοσης ή άλλοι όροι προσδιορίζονται πρωτίστως κατ' αναφορά προς τακτικά δημοσιευόμενες τιμές, συνήθεις μονάδες διαπραγμάτευσης ή συνήθεις ημερομηνίες παράδοσης.

2.   Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση πώλησης εμπορεύματος, περιουσιακού στοιχείου ή δικαιώματος, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α)

δύο ημέρες διαπραγμάτευσης·

β)

χρονικό διάστημα που γίνεται γενικά δεκτό στην αγορά ως συνήθης προθεσμία παράδοσης για το σχετικό εμπόρευμα, περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα.

Ωστόσο, μια σύμβαση δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση εάν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του υποκείμενου μέσου θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

3.   Για τους σκοπούς του τμήματος Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια σύμβαση παραγώγου η οποία αφορά υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο εν λόγω τμήμα ή στο άρθρο 39 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων αν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπόκειται σε χρηματικό διακανονισμό ή μπορεί να υπαχθεί σε χρηματικό διακανονισμό κατ' επιλογή ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών, για λόγους διαφορετικούς από την αθέτηση υποχρέωσης ή άλλο γεγονός που λύει τη σύμβαση·

β)

η σύμβαση αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ·

γ)

οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πληρούνται σε σχέση με τη σχετική σύμβαση.

4.   Μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει συναφθεί για εμπορικούς σκοπούς κατά την έννοια του τμήματος Γ σημείο 7 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και δεν έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων κατά την έννοια των τμημάτων Γ σημεία 7 και 10 του εν λόγω παραρτήματος, εφόσον συνάπτεται με ή από φορέα εκμετάλλευσης ή διαχείρισης δικτύου μεταφοράς ενέργειας, μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου αγωγών και είναι αναγκαία για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας σε δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 39

(άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Παράγωγα που εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ

Επιπλέον των συμβάσεων παράγωγων των ειδών που αναφέρονται στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, μια σύμβαση παραγώγου που αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τμήματος αυτού εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο εν λόγω τμήμα και στο άρθρο 38 παράγραφος 3:

α)

εύρος ζώνης τηλεπικοινωνιών·

β)

ικανότητα αποθήκευσης εμπορευμάτων·

γ)

ικανότητα μεταγωγής ή μεταφοράς που αφορά εμπορεύματα, με καλώδιο ή αγωγό ή άλλο μέσο·

δ)

παραχώρηση εκμετάλλευσης, πίστωση, άδεια, δικαίωμα ή παρόμοιο περιουσιακό στοιχείο που συνδέεται άμεσα με την παροχή, διανομή ή κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές·

ε)

γεωλογική, περιβαλλοντική ή άλλη φυσική μεταβλητή·

στ)

οποιοδήποτε άλλο αντικαταστατό περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα, εκτός των μεταβιβάσιμων δικαιωμάτων λήψης υπηρεσίας·

ζ)

δείκτης ή μετρικό μέγεθος σχετιζόμενο με την τιμή ή αξία ή με τον όγκο των συναλλαγών σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υπηρεσία ή υποχρέωση.

ΚΕΦAΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 40

Διαδικασία επανεξέτασης

1.   Τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, και αφού ζητήσει τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, η Επιτροπή επανεξετάζει τον ορισμό της «συναλλαγής» για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τους πίνακες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙI, καθώς και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ρευστών μετοχών του άρθρου 22.

2.   Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, επανεξετάζει τις διατάξεις των άρθρων 38 και 39 για τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζονται τα μέσα που πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι εξυπηρετούν εμπορικούς σκοπούς, ή ότι εμπίπτουν στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εάν πληρούνται τα άλλα κριτήρια που ορίζονται στο εν λόγω τμήμα για τα μέσα αυτά.

Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ταυτόχρονα με τις εκθέσεις που υποβάλλει κατ' εφαρμογή του άρθρου 65 παράγραφος 3 στοιχεία α) και δ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

3.   Η Επιτροπή, το αργότερο δύο έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, επανεξετάζει τον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα αυτής της επανεξέτασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 41

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Νοεμβρίου 2007, εκτός από το άρθρο 11 και το άρθρο 34 παράγραφοι 5 και 6, τα οποία εφαρμόζονται από την 1η Ιουνίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Αυγούστου 2006.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

(2)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(3)  ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(4)  ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 43.

(5)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(6)  Βλέπε σελίδα 26 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(7)  ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πίνακας 1

Κατάλογος πεδίων για τις γνωστοποιήσεις

Τίτλος

Περιγραφή

1.

Στοιχείο αναγνώρισης γνωστοποιούσας επιχείρησης

Ο μοναδικός κωδικός με τον οποίο αναγνωρίζεται η εταιρεία που εκτέλεσε τη συναλλαγή

2.

Ημέρα διαπραγμάτευσης

Η ημέρα διαπραγμάτευσης κατά την οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή

3.

Ώρα διαπραγμάτευσης

Η ώρα κατά την οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή, στην τοπική ώρα της αρμόδιας αρχής στην οποία θα γνωστοποιηθεί η συναλλαγή, και η βάση στην οποία γνωστοποιείται η συναλλαγή εκφρασμένη σε συντονισμένη παγκόσμια ώρα (UTC) +/- ώρες

4.

Ένδειξη αγοράς/πώλησης

Διευκρινίζει αν η συναλλαγή ήταν αγορά ή πώληση από τη σκοπιά της γνωστοποιούσας επιχείρησης επενδύσεων ή, αν η γνωστοποίηση γίνεται προς πελάτη, από τη σκοπιά του πελάτη

5.

Ιδιότητα διαπραγματευτή

Διευκρινίζει αν η επιχείρηση εκτέλεσε τη συναλλαγή

για δικό της λογαριασμό (είτε εξ ονόματος της ιδίας είτε εξ ονόματος πελάτη),

για λογαριασμό και εξ ονόματος πελάτη

6.

Στοιχείο αναγνώρισης μέσου

Το πεδίο αυτό περιλαμβάνει:

τον μοναδικό κωδικό (αν υπάρχει) τον οποίο καθορίζει η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται η γνωστοποίηση, με προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου που είναι αντικείμενο της συναλλαγής,

αν το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο δεν διαθέτει μοναδικό κωδικό αναγνώρισης, η γνωστοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει την ονομασία του μέσου ή, σε περίπτωση σύμβασης παραγώγου, τα χαρακτηριστικά της σύμβασης

7.

Τύπος κωδικού μέσου

Ο τύπος κωδικού που χρησιμοποιείται για τη γνωστοποίηση του μέσου

8.

Στοιχείο αναγνώρισης υποκείμενου μέσου

Στοιχείο αναγνώρισης που εφαρμόζεται στον τίτλο που αποτελεί το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο σε σύμβαση παραγώγου, καθώς και η κινητή αξία που εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ

9.

Τύπος κωδικού αναγνώρισης υποκείμενου μέσου

Ο τύπος κωδικού που χρησιμοποιείται για τη γνωστοποίηση του υποκείμενου μέσου

10.

Είδος μέσου

Εναρμονισμένη ταξινόμηση του χρηματοπιστωτικού μέσου που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής. Η περιγραφή πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον αν το μέσο εμπίπτει σε μία από τις υψηλού επιπέδου κατηγορίες ενός ομοιόμορφου διεθνώς αποδεκτού προτύπου ταξινόμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων

11.

Ημερομηνία λήξης

Η ημερομηνία λήξης ομολόγου ή άλλης μορφής τιτλοποιημένου χρέους ή η ημερομηνία άσκησης/λήξης σύμβασης παραγώγου

12.

Είδος παραγώγου

Η εναρμονισμένη περιγραφή του είδους του παράγωγου μέσου πρέπει να γίνεται σύμφωνα με μία από τις υψηλού επιπέδου κατηγορίες ενός ομοιόμορφου διεθνώς αποδεκτού προτύπου ταξινόμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων

13.

Δικαίωμα πώλησης ή αγοράς (Put/Call)

Διευκρίνιση αν ένα δικαίωμα προαίρεσης ή οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι δικαίωμα πώλησης ή αγοράς

14.

Τιμή άσκησης

Η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος προαίρεσης ή άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου

15.

Πολλαπλασιαστής τιμής

Αριθμός μονάδων του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου που περιέχεται σε μία μονάδα διαπραγμάτευσης· για παράδειγμα, ο αριθμός παραγώγων ή τίτλων που αντιπροσωπεύει μία σύμβαση

16.

Τιμή μονάδας

Η τιμή ανά κινητή αξία ή ανά σύμβαση παράγωγου μη περιλαμβανομένης της προμήθειας και (κατά περίπτωση) των δεδουλευμένων τόκων. Σε περίπτωση χρεωστικού τίτλου, η τιμή μπορεί να εκφράζεται είτε σε νόμισμα είτε σε ποσοστό

17.

Ένδειξη συμβόλου τιμής

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή. Αν, σε περίπτωση ομολόγου ή άλλου τιτλοποιημένου χρέους, η τιμή εκφράζεται σε ποσοστό, περιλαμβάνεται το σχετικό ποσοστό

18.

Ποσότητα

Αριθμός μονάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου, ονομαστική αξία των ομολόγων, ή αριθμός συμβάσεων παραγώγου που περιλαμβάνονται στη συναλλαγή

19.

Ένδειξη συμβόλου ποσότητας

Αναφέρεται αν η ποσότητα είναι ο αριθμός των μονάδων των χρηματοπιστωτικών μέσων, η ονομαστική αξία των ομολόγων ή ο αριθμός των συμβάσεων παραγώγου

20.

Αντισυμβαλλόμενος

Στοιχείο αναγνώρισης του αντισυμβαλλόμενου στη συναλλαγή. Το στοιχείο αναγνώρισης είναι:

αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι επιχείρηση επενδύσεων, ο μοναδικός κωδικός (αν υπάρχει) για τη σχετική επιχείρηση, τον οποίο καθορίζει η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται η γνωστοποίηση,

αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή οντότητα που ενεργεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ο μοναδικός εναρμονισμένος κωδικός αναγνώρισης για την εν λόγω αγορά, τον ΠΜΔ ή την οντότητα που ενεργεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως αναφέρεται στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της σχετικής οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2,

αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι επιχείρηση επενδύσεων, ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή οντότητα που ενεργεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, πρέπει να αναγνωρίζεται ως «πελάτης» της επιχείρησης επενδύσεων που εκτέλεσε τη συναλλαγή

21.

Στοιχείο αναγνώρισης

Στοιχείο αναγνώρισης του τόπου όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή. Το στοιχείο αναγνώρισης είναι:

αν ο κρίσιμος τόπος είναι τόπος διαπραγμάτευσης: ο μοναδικός εναρμονισμένος κωδικός αναγνώρισης,

σε κάθε άλλη περίπτωση: ο κωδικός «OTC»

22.

Αριθμός αναφοράς της συναλλαγής

Μοναδικός αριθμός αναγνώρισης για τη συναλλαγή, ο οποίος παρέχεται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από τρίτο που γνωστοποιεί εκ μέρους της

23.

Σήμα ακύρωσης

Ένδειξη ότι η συναλλαγή ακυρώθηκε

Πίνακας 2

Περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία για χρήση από τις αρμόδιες αρχές

Τίτλος

Περιγραφή

1.

Στοιχείο αναγνώρισης γνωστοποιούσας επιχείρησης

Εάν ο μοναδικός κωδικός που αναφέρεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι δεν αρκεί για την αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου

6.

Στοιχείο αναγνώρισης μέσου

Χρησιμοποιείται ο μοναδικός κωδικός, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών, που εφαρμόζεται στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο

20.

Αντισυμβαλλόμενος

Εάν ο μοναδικός κωδικός ή ο μοναδικός εναρμονισμένος κωδικός αναγνώρισης που αναφέρεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι δεν αρκεί για την αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η αναγνώριση του αντισυμβαλλομένου


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας 1

Πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17

Είδος συστήματος

Περιγραφή του συστήματος

Περίληψη των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17

Σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών

Σύστημα το οποίο, μέσω βιβλίου εντολών και αλγορίθμου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, αντιστοιχίζει τις εντολές πώλησης με αντίστοιχες εντολές αγοράς βάσει της καλύτερης διαθέσιμης τιμής σε συνεχή βάση

Το άθροισμα του αριθμού των εντολών, καθώς και των μετοχών που αυτές αντιπροσωπεύουν σε κάθε επίπεδο τιμής, τουλάχιστον για τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης

Σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει ζευγών εντολών

Σύστημα στο οποίο οι συναλλαγές συνάπτονται με βάση δεσμευτικά ζεύγη εντολών που τίθενται σε συνεχή βάση στη διάθεση των συμμετεχόντων, και το οποίο υποχρεώνει τους ειδικούς διαπραγματευτές να διατηρούν ζεύγη εντολών σε μέγεθος που εξισορροπεί την ανάγκη των μελών και των συμμετεχόντων να διαπραγματεύονται σε εμπορικά μεγέθη με τον κίνδυνο στον οποίον εκτίθεται ο ειδικός διαπραγματευτής

Η καλύτερη κοινοποιούμενη τιμή αγοράς και πώλησης για κάθε ειδικό διαπραγματευτή της σχετικής μετοχής, καθώς και οι όγκοι που συνδέονται με τις τιμές αυτές

Σύστημα διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία

Σύστημα το οποίο αντιστοιχίζει εντολές με περιοδική δημοπρασία και αλγόριθμο διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση

Η τιμή στην οποία το σύστημα διαπραγμάτευσης με δημοπρασία ικανοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τον αλγόριθμο διαπραγμάτευσης και ο όγκος που θα μπορούσε δυνητικά να εκτελεστεί στην τιμή αυτή

Σύστημα διαπραγμάτευσης που δεν εμπίπτει στις πρώτες τρεις σειρές

Υβριδικό σύστημα που εμπίπτει σε τουλάχιστον δύο από τις πρώτες τρεις σειρές ή σύστημα στο οποίο η διαδικασία προσδιορισμού της τιμής είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνη που εφαρμόζεται στα είδη συστημάτων που εμπίπτουν στις πρώτες τρεις σειρές

Επαρκείς πληροφορίες για το επίπεδο των εντολών ή ζευγών εντολών και του συναλλακτικού ενδιαφέροντος· ειδικότερα, τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης και/ή ζεύγη εντολών για κάθε ειδικό διαπραγματευτή στη σχετική μετοχή, εφόσον το επιτρέπουν τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αναζήτησης τιμών

Πίνακας 2

Εντολές μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις εντολές κανονικού μεγέθους

(σε ευρώ)

Κατηγορία από άποψη μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών

(ΜΗΑΣ)

ΜΗΑΣ < 500 000

500 000 ≤ ΜΗΑΣ < 1 000 000

1 000 000 ≤ ΜΗΑΣ < 25 000 000

25 000 000 ≤ ΜΗΑΣ < 50 000 000

ΜΗΑΣ ≥ 50 000 000

Ελάχιστο μέγεθος εντολής που θεωρείται μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις εντολές κανονικού μεγέθους

50 000

100 000

250 000

400 000

500 000

Πίνακας 3

Σύνηθες μέγεθος στην αγορά

(σε ευρώ)

Κατηγορία από άποψη μέσης αξίας εκτελεσθεισών συναλλαγών

(ΜΑΣ)

ΜΑΣ < 10 000

10 000 ≤ ΜΑΣ < 20 000

20 000 ≤ ΜΑΣ < 30 000

30 000 ≤ ΜΑΣ < 40 000

40 000 ≤ ΜΑΣ < 50 000

50 000 ≤ ΜΑΣ < 70 000

70 000 ≤ ΜΑΣ < 90 000

κ.λπ.

Σύνηθες μέγεθος στην αγορά

7 500

15 000

25 000

35 000

45 000

60 000

80 000

κ.λπ.

Πίνακας 4

Όρια και προθεσμίες αναβολής δημοσίευσης

Στον παρακάτω πίνακα αναγράφεται, για κάθε επιτρεπόμενη αναβολή δημοσίευσης και για κάθε κατηγορία μετοχών από την άποψη της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών, το ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος συναλλαγής (ΜΗΑΣ) για το οποίο μπορεί να επιτραπεί η αναβολή για μια μετοχή της σχετικής κατηγορίας.

 

Κατηγορία μετοχών από άποψη μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών (ΜΗΑΣ)

ΜΗΑΣ < 100 000 ευρώ

100 000 ευρώ ≤ ΜΗΑΣ < 1 000 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ ≤ ΜΗΑΣ < 50 000 000 ευρώ

ΜΗΑΣ ≥ 50 000 000 ευρώ

Ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος συναλλαγής για την επιτρεπόμενη αναβολή

Επιτρεπόμενη αναβολή δημοσίευσης

60 λεπτά

10 000 ευρώ

5 % του ΜΗΑΣ ή 25 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

10 % του ΜΗΑΣ ή 3 500 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

10 % του ΜΗΑΣ ή 7 500 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

180 λεπτά

25 000 ευρώ

15 % του ΜΗΑΣ ή 75 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

15 % του ΜΗΑΣ ή 5 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

20 % του ΜΗΑΣ ή 15 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

Έως το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης (ή μετακύλιση στο μεσημέρι της επομένης, εάν η συναλλαγή έγινε τις δύο τελευταίες ώρες της ημέρας διαπραγμάτευσης)

45 000 ευρώ

25 % του ΜΗΑΣ ή 100 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

25 % του ΜΗΑΣ ή 10 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

30 % του ΜΗΑΣ ή 30 000 000 ευρώ, όποιο είναι μικρότερο

Έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας μετά τη συναλλαγή

60 000 ευρώ

50 % του ΜΗΑΣ ή 100 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

50 % του ΜΗΑΣ ή 1 000 000 ευρώ, όποιο είναι μεγαλύτερο

100 % του ΜΗΑΣ

Έως το τέλος της δεύτερης εργάσιμης ημέρας μετά τη συναλλαγή

80 000 ευρώ

100 % του ΜΗΑΣ

100 % του ΜΗΑΣ

250 % του ΜΗΑΣ

Έως το τέλος της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συναλλαγή

 

250 % του ΜΗΑΣ

250 % του ΜΗΑΣ

 


2.9.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 241/26


ΟΔΗΓΊΑ 2006/73/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Αυγούστου 2006

για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 10, το άρθρο 18 παράγραφος 3, το άρθρο 19 παράγραφος 10, το άρθρο 21 παράγραφος 6, το άρθρο 22 παράγραφος 3 και το άρθρο 24 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ θεσπίζει το πλαίσιο του κανονιστικού καθεστώτος για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Κοινότητας, το οποίο μεταξύ άλλων διέπει τους όρους λειτουργίας όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων και, κατά περίπτωση, την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων· τις οργανωτικές απαιτήσεις για επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες και ασκούν δραστηριότητες του τύπου αυτού, καθώς και για ρυθμιζόμενες αγορές· τις απαιτήσεις γνωστοποίησης για συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα· και τις απαιτήσεις διαφάνειας για συναλλαγές σε μετοχές που γίνονται δεκτές για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

(2)

Οι κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τις οργανωτικές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και, κατά περίπτωση, παρεπόμενες υπηρεσίες και ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση, και για τις ρυθμιζόμενες αγορές πρέπει να ανταποκρίνονται στο στόχο της οδηγίας 2004/39/EΚ. Πρέπει να σχεδιασθούν έτσι ώστε να διασφαλίζονται υψηλά επίπεδα ακεραιότητας, επάρκειας και ευρωστίας των επιχειρήσεων επενδύσεων και των οντοτήτων που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενες αγορές ή πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα.

(3)

Είναι ανάγκη να καθορισθούν συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις και διαδικασίες για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες ή δραστηριότητες. Ειδικότερα, πρέπει να θεσπισθούν αυστηρές διαδικασίες όσον αφορά θέματα όπως η συμμόρφωση, η διαχείριση κινδύνων, η αντιμετώπιση καταγγελιών, οι προσωπικές συναλλαγές, η εξωτερική ανάθεση και ο εντοπισμός, η διαχείριση και η γνωστοποίηση συγκρούσεων συμφερόντων.

(4)

Οι οργανωτικές απαιτήσεις και οι προϋποθέσεις αδειοδότησης επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να λάβουν τη μορφή ενός συνόλου κανόνων που θα διασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν ισότιμη πρόσβαση υπό ισότιμους όρους σε όλες τις αγορές της Κοινότητας και να εξαλειφθούν τα συνδεόμενα με διαδικασίες αδειοδότησης εμπόδια στις διασυνοριακές δραστηριότητες στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών.

(5)

Οι κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τους όρους λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων πρέπει να ανταποκρίνονται στο σκοπό που υπηρετεί το καθεστώς αυτό. Πρέπει συνεπώς να σχεδιασθούν έτσι ώστε να διασφαλίζεται υψηλό και ομοιόμορφα εφαρμοζόμενο επίπεδο προστασίας των επενδυτών με τη θέσπιση σαφών προτύπων και απαιτήσεων όσον αφορά τη σχέση της επιχείρησης επενδύσεων με τον πελάτη της. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την προστασία των επενδυτών, και ιδίως τις πληροφορίες που παρέχονται στους επενδυτές ή ζητούνται από αυτούς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία επενδυτή.

(6)

Η έκδοση οδηγίας είναι απαραίτητη προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσαρμογή των διατάξεων εφαρμογής στις ιδιαιτερότητες της αγοράς και του νομικού καθεστώτος κάθε κράτους μέλους.

(7)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων της οδηγίας 2004/39/EΚ, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί ένα εναρμονισμένο σύνολο οργανωτικών απαιτήσεων και όρων λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη και οι αρμόδιες αρχές δεν πρέπει να θεσπίζουν συμπληρωματικούς δεσμευτικούς κανόνες κατά τη μεταφορά και εφαρμογή των κανόνων της παρούσας οδηγίας, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχει ειδική σχετική πρόβλεψη στην παρούσα οδηγία.

(8)

Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων απαιτήσεων επιπλέον εκείνων που προβλέπουν οι κανόνες εφαρμογής. Εντούτοις, η παρέμβαση αυτή πρέπει να αφορά μόνο περιπτώσεις στις οποίες η κοινοτική νομοθεσία δεν έχει αντιμετωπίσει επαρκώς δεδομένους κινδύνους για την προστασία του επενδυτή ή την ακεραιότητα της αγοράς, περιλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πρέπει να είναι απόλυτα σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

(9)

Καμία συμπληρωματική απαίτηση που διατηρείται σε ισχύ ή επιβάλλεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν πρέπει να περιορίζει ή να επηρεάζει με άλλο τρόπο τα δικαιώματα των επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει των άρθρων 31 και 32 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(10)

Οι ειδικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζονται με τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις που διατηρούν τα κράτη μέλη κατά το χρόνο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας πρέπει να έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη διάρθρωση της αγοράς στο σχετικό κράτος μέλος, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων και των καταναλωτών σε αυτή την αγορά. Η αξιολόγηση των ειδικών αυτών κινδύνων πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο του ρυθμιστικού καθεστώτος που θεσπίζεται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ και τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της. Κάθε απόφαση για τη διατήρηση πρόσθετων απαιτήσεων πρέπει να λαμβάνεται έχοντας υπόψη τους στόχους της οδηγίας αυτής για την κατάργηση των εμποδίων στη διασυνοριακή παροχή επενδυτικών υπηρεσιών με την εναρμόνιση των αρχικών απαιτήσεων αδειοδότησης και λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

(11)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους από άποψη μεγέθους, διάρθρωσης και φύσης των δραστηριοτήτων τους. Το κανονιστικό καθεστώς πρέπει να προσαρμόζεται στην ποικιλομορφία αυτή και ταυτόχρονα να επιβάλλει ορισμένες θεμελιώδεις κανονιστικές απαιτήσεις, κατάλληλες για όλες τις επιχειρήσεις. Οι ρυθμιζόμενες οντότητες πρέπει να συμμορφώνονται με αυτές τις υψηλού επιπέδου υποχρεώσεις και να σχεδιάζουν και να λαμβάνουν τα μέτρα που ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο στις ιδιαιτερότητές τους και στις περιστάσεις.

(12)

Ωστόσο, ένα κανονιστικό καθεστώς που συνεπάγεται υπερβολική αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις επενδύσεων μπορεί να μειώσει την αποτελεσματικότητα. Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να εκδώσουν ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να αποσαφηνίσουν ιδίως τον τρόπο με τον οποίο οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται στην πράξη σε δεδομένες κατηγορίες επιχειρήσεων και περιστάσεις. Παρόμοιες μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές μπορούν μεταξύ άλλων να αποσαφηνίζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2004/39/ΕΚ υπό το πρίσμα των εξελίξεων της αγοράς. Για να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές υπό μορφή ερμηνευτικών ανακοινώσεων ή άλλων μέσων. Επιπλέον, η ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών δύναται να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να εξασφαλισθεί σύγκλιση κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2004/39/ΕΚ από τις αρμόδιες αρχές.

(13)

Οι οργανωτικές απαιτήσεις που επιβάλλονται βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ δεν πρέπει να θίγουν τα συστήματα που θεσπίζονται από την εθνική νομοθεσία για την εγγραφή σε μητρώο των προσώπων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις επενδύσεων.

(14)

Για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να θεσπίζει, να εφαρμόζει και να διατηρεί κατάλληλη πολιτική διαχείρισης κινδύνων, στους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης πρέπει να περιλαμβάνονται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών ή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων. Οι κίνδυνοι αυτοί πρέπει να περιλαμβάνουν τους κινδύνους που απορρέουν από τη σχέση της επιχείρησης με τον πάροχο υπηρεσιών, καθώς και τους δυνητικούς κινδύνους σε περιπτώσεις στις οποίες εξωτερικά ανατεθειμένες δραστηριότητες περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων ή άλλων ρυθμιζόμενων οντοτήτων συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό παρόχων υπηρεσιών.

(15)

Το γεγονός ότι οι λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων και συμμόρφωσης εκτελούνται από το ίδιο πρόσωπο δεν θίγει κατ' ανάγκη την ανεξάρτητη άσκηση καθεμίας από τις δύο αυτές λειτουργίες. Οι απαιτήσεις για μη ανάμιξη των προσώπων που ασχολούνται με τη λειτουργία συμμόρφωσης στην άσκηση των λειτουργιών τις οποίες ελέγχουν και για τον προσδιορισμό της αμοιβής των προσώπων αυτών με μέθοδο που δεν θέτει σε κίνδυνο την αντικειμενικότητά τους, ενδέχεται να μην είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας σε περίπτωση πολύ μικρών επιχειρήσεων επενδύσεων. Ωστόσο, για μεγάλες επιχειρήσεις οι απαιτήσεις αυτές θα ήταν μη αναλογικές μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

(16)

Ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2004/39/ΕΚ απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συγκεντρώνουν και να διατηρούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους πελάτες και τις παρασχεθείσες σε αυτούς υπηρεσίες. Εάν οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνουν τη συγκέντρωση και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι επιχειρήσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με τα εθνικά μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2).

(17)

Σε περίπτωση εκτέλεσης διαδοχικών προσωπικών συναλλαγών για λογαριασμό ενός προσώπου σύμφωνα με προηγούμενες οδηγίες του, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά προσωπικές συναλλαγές δεν πρέπει να ισχύουν για κάθε διαδοχική συναλλαγή χωριστά εφόσον οι σχετικές οδηγίες παραμένουν σε ισχύ αμετάβλητες. Ομοίως, οι υποχρεώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται κατά τον τερματισμό της ισχύος ή την ανάκληση των εν λόγω οδηγιών εφόσον τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τυχόν αποκτήθηκαν προηγουμένως βάσει αυτών των οδηγιών δεν πωλούνται ταυτόχρονα με τη λήξη ισχύος ή την ανάκληση των οδηγιών. Ωστόσο, εάν οι οδηγίες μεταβληθούν ή αντικατασταθούν με νέες, οι υποχρεώσεις αυτές εφαρμόζονται σε μια προσωπική συναλλαγή ή κατά την έναρξη σειράς διαδοχικών προσωπικών συναλλαγών για λογαριασμό του ιδίου προσώπου.

(18)

Οι αρμόδιες αρχές δεν πρέπει να εξαρτούν τη χορήγηση άδειας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από μια γενική απαγόρευση εξωτερικής ανάθεσης μιας ή περισσότερων ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών ή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να έχουν τη δυνατότητα εξωτερικής ανάθεσης παρόμοιων δραστηριοτήτων εφόσον οι ρυθμίσεις της επιχείρησης επενδύσεων για την εξωτερική ανάθεση πληρούν ορισμένους όρους.

(19)

Για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας περί καθορισμού των όρων εξωτερικής ανάθεσης ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών ή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, η εξωτερική ανάθεση που θα συνεπαγόταν τη μεταβίβαση λειτουργιών σε βαθμό που θα καθιστούσε την επιχείρηση «κενή οντότητα» πρέπει να θεωρείται ότι υπονομεύει τους όρους τους οποίους πρέπει να τηρεί η επιχείρηση επενδύσεων προκειμένου να λάβει και να διατηρήσει την άδεια λειτουργίας της βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(20)

Η εξωτερική ανάθεση επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ή ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών δύναται να συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων χορήγησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ. Εάν παρόμοιες συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης συναφθούν αφού η επιχείρηση επενδύσεων λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου Ι του τίτλου ΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ, πρέπει να κοινοποιηθούν στις αρμόδιες αρχές εφόσον αυτό απαιτείται από το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ.

(21)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται βάσει της παρούσας οδηγίας να υποβάλλουν προηγούμενη κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές για κάθε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης της διαχείρισης χαρτοφυλακίων ιδιωτών πελατών την οποία προτίθενται να συνάψουν με πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, εφόσον δεν πληρούνται ορισμένοι δεδομένοι όροι. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να εγκρίνουν ή να επιτρέψουν με άλλο τρόπο μια τέτοια ρύθμιση ή τους όρους που τη διέπουν. Σκοπός της κοινοποίησης είναι μάλλον να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν δυνατότητα παρέμβασης εφόσον είναι αναγκαίο. Αποτελεί ευθύνη της επιχείρησης επενδύσεων να διαπραγματευθεί τους όρους κάθε συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης και να διασφαλίσει ότι οι όροι αυτοί ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει βάσει της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, χωρίς επίσημη παρέμβαση της αρμόδιας αρχής.

(22)

Για τους σκοπούς της ρυθμιστικής διαφάνειας, και προκειμένου να διασφαλιστεί κατάλληλο επίπεδο βεβαιότητας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, η παρούσα οδηγία απαιτεί από κάθε αρμόδια αρχή να δημοσιεύει την πολιτική της όσον αφορά την εξωτερική ανάθεση της διαχείρισης χαρτοφυλακίων ιδιωτών πελατών σε παρόχους υπηρεσιών εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες. Η πολιτική αυτή πρέπει να αναφέρει παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες δεν είναι πιθανό ότι οι αρμόδιες αρχές θα αντιταχθούν σε αυτή την εξωτερική ανάθεση και πρέπει να περιλαμβάνει εξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν είναι πιθανό ότι η εξωτερική ανάθεση σε αυτές τις περιπτώσεις θα επηρεάσει την ικανότητα της επιχείρησης να συμμορφωθεί με τους γενικούς όρους εξωτερικής ανάθεσης βάσει της παρούσας οδηγίας. Στην εξήγηση αυτή, η αρμόδια αρχή πρέπει πάντα να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η εξωτερική ανάθεση στις εν λόγω περιπτώσεις δεν θα έθιγε την αποτελεσματικότητα της πρόσβασής της σε όλες τις πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία που ανατίθεται εξωτερικά οι οποίες είναι αναγκαίες για να είναι η αρμόδια αρχή σε θέση να επιτελεί τις ρυθμιστικές της λειτουργίες ως προς την επιχείρηση επενδύσεων.

(23)

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων καταθέτει κεφάλαια που κατέχει για λογαριασμό πελάτη της σε αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων, τα μερίδια στο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων κατέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις για την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων που ανήκουν σε πελάτες.

(24)

Οι περιστάσεις που πρέπει να θεωρούνται ότι οδηγούν σε σύγκρουση συμφερόντων πρέπει να περιλαμβάνουν περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της επιχείρησης ή ορισμένων προσώπων συνδεόμενων με αυτήν ή με τον όμιλο στον οποίο αυτή ανήκει και των υποχρεώσεων της επιχείρησης έναντι ενός πελάτη της, ή μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων δύο ή περισσότερων πελατών της έναντι εκάστου των οποίων η επιχείρηση υπέχει κάποια υποχρέωση. Δεν αρκεί να μπορεί να επωφελείται η επιχείρηση εάν δεν υπάρχει επίσης ενδεχόμενο δυνατής ζημίας σε έναν πελάτη, ή να μπορεί να επωφελείται ένας πελάτης έναντι του οποίου η επιχείρηση υπέχει κάποια υποχρέωση εάν δεν υπάρχει συγχρόνως ενδεχόμενο δυνατής ζημίας σε άλλο παρόμοιο πελάτη.

(25)

Οι συγκρούσεις συμφερόντων πρέπει να ρυθμίζονται μόνον εφόσον παρέχεται επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία από επιχείρηση επενδύσεων. Η κατηγορία στην οποία ανήκει ο πελάτης στον οποίο παρέχεται η υπηρεσία –ιδιώτης, επαγγελματίας ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος– δεν έχει σημασία για το σκοπό αυτό.

(26)

Η επιχείρηση επενδύσεων, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσής της να καταρτίσει πολιτική για τις συγκρούσεις συμφερόντων βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η οποία προσδιορίζει τις περιστάσεις που συνιστούν ή οδηγούν σε σύγκρουση συμφερόντων, πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε δραστηριότητες όπως η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και η παροχή συμβουλών, η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η διαχείριση χαρτοφυλακίου και οι δραστηριότητες εταιρικής χρηματοδότησης και ιδίως η αναδοχή ή πώληση τίτλων στο πλαίσιο προσφοράς τίτλων και η παροχή συμβουλών για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων. Ειδικότερα, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν η επιχείρηση ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με αυτήν με σχέση ελέγχου ασκεί συνδυασμό δύο ή περισσότερων από αυτές τις δραστηριότητες.

(27)

Στόχος των επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να είναι ο εντοπισμός και η διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με τις διάφορες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ομίλου στον οποίο ανήκουν, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων. Ειδικότερα, η γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων από την επιχείρηση επενδύσεων δεν πρέπει να την απαλλάσσει από τη υποχρέωση να διατηρεί και να εφαρμόζει τις αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που απαιτούνται από το άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Μολονότι το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ απαιτεί τη δημοσιοποίηση ορισμένων συγκρούσεων συμφερόντων, δεν επιτρέπεται να δίδεται υπερβολική βαρύτητα στη γνωστοποίησή τους χωρίς αντίστοιχη μέριμνα για την κατάλληλη διαχείρισή τους.

(28)

Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να αποτελεί υποκατηγορία του είδους πληροφοριών που ορίζονται ως σύσταση στην οδηγία 2003/125/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη θεμιτή παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων και τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων (3), αλλά εφαρμόζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα όπως αυτά ορίζονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ. Οι συστάσεις του είδους αυτού, οι οποίες δεν συνιστούν έρευνα στον τομέα των επενδύσεων, όπως αυτή ορίζεται στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται παρά ταύτα στις διατάξεις της οδηγίας 2003/125/EΚ όσον αφορά τη θεμιτή παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων και τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων.

(29)

Τα μέτρα και οι ρυθμίσεις που θεσπίζονται από την επιχείρηση επενδύσεων για τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν από την παραγωγή και τη διάδοση υλικού που παρουσιάζεται ως έρευνα στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να είναι κατάλληλα για την προστασία της αντικειμενικότητας και της ανεξαρτησίας των χρηματοοικονομικών αναλυτών και της επενδυτικής τους έρευνας. Τα εν λόγω μέτρα και ρυθμίσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές διαθέτουν επαρκή βαθμό ανεξαρτησίας από τα συμφέροντα των προσώπων των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθούν ότι συγκρούονται με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

(30)

Στα πρόσωπα των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν εύλογα να θεωρηθούν ότι έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να περιλαμβάνονται το προσωπικό στον τομέα της χρηματοδότησης εταιρειών και τα πρόσωπα που ασχολούνται με τις πωλήσεις και τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό των πελατών ή της επιχείρησης.

(31)

Στις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες χρηματοοικονομικοί αναλυτές και άλλα πρόσωπα συνδεόμενα με την επιχείρηση επενδύσεων που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δύνανται, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, να διενεργούν προσωπικές συναλλαγές σε μέσα τα οποία αφορά η έρευνα, πρέπει να περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις στις οποίες, για προσωπικούς λόγους συνδεόμενους με οικονομικές δυσχέρειες, ο αναλυτής ή άλλο πρόσωπο υποχρεούται να προβεί στη ρευστοποίηση μιας θέσης.

(32)

Μικρά δώρα ή ελάσσονος σημασίας προσφορές κάτω από ένα επίπεδο που ορίζεται στην πολιτική της επιχείρησης για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων και αναφέρεται στη συνοπτική περιγραφή της πολιτικής αυτής που διατίθεται στους πελάτες, δεν πρέπει να θεωρούνται ως αντιπαροχές για τους σκοπούς των διατάξεων που αφορούν την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

(33)

Η έννοια της διάδοσης της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων σε πελάτες ή στο κοινό δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη διάδοση αποκλειστικά σε πρόσωπα που ανήκουν στον όμιλο της επιχείρησης επενδύσεων.

(34)

Ως ισχύουσες συστάσεις πρέπει να θεωρούνται οι περιλαμβανόμενες σε έρευνα στον τομέα των επενδύσεων συστάσεις που δεν έχουν αποσυρθεί και δεν έχουν λήξει.

(35)

Οι απαιτήσεις που ισχύουν για την παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να εφαρμόζονται και σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που παράγεται από τρίτο.

(36)

Ο χρηματοοικονομικός αναλυτής δεν πρέπει να συμμετέχει σε δραστηριότητες άλλες από την προπαρασκευή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, εφόσον η συμμετοχή αυτή δεν είναι συμβατή με τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του σχετικού προσώπου. Η συμμετοχή στις ακόλουθες δραστηριότητες πρέπει να θεωρείται συνήθως μη συμβατή με τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του σχετικού προσώπου: συμμετοχή σε δραστηριότητες επενδυτικής τραπεζικής όπως χρηματοδότηση εταιρειών και αναδοχή, συμμετοχή σε παρουσιάσεις νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή άλλες διαφημιστικές εκδηλώσεις για νέες εκδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ή συμμετοχή με άλλο τρόπο στην προετοιμασία του μάρκετινγκ από τον εκδότη.

(37)

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας σχετικά με την παραγωγή ή την διάδοση έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, συνιστάται οι παραγωγοί έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που δεν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων να μεριμνούν για την υιοθέτηση εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών με τις οποίες θα διασφαλίζεται και η δική τους συμμόρφωση με τις αρχές της παρούσας οδηγίας για την προστασία της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας της έρευνας.

(38)

Οι απαιτήσεις που επιβάλλει η παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις προσωπικές συναλλαγές, την πραγματοποίηση συναλλαγών έχοντας γνώση των ερευνών στον τομέα των επενδύσεων και την παραγωγή ή διάδοση ερευνών στον τομέα των επενδύσεων ισχύουν με την επιφύλαξη των λοιπών απαιτήσεων των οδηγιών 2004/39/EΚ και 2003/6/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (4) και των αντίστοιχων μέτρων εφαρμογής.

(39)

Για τους σκοπούς των διατάξεων περί αντιπαροχών της παρούσας οδηγίας, η είσπραξη από επιχείρηση επενδύσεων προμήθειας σχετιζόμενης με επενδυτικές συμβουλές ή γενικές συστάσεις σε περιπτώσεις στις οποίες η είσπραξη της προμήθειας δεν έχει ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση των συμβουλών ή των συστάσεων, πρέπει να θεωρείται ότι αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας των επενδυτικών συμβουλών που παρέχονται στον πελάτη.

(40)

Η παρούσα οδηγία επιτρέπει στις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν ή να δίνουν ορισμένες αντιπαροχές μόνον υπό ειδικές προϋποθέσεις και εφόσον οι αντιπαροχές γνωστοποιούνται στον πελάτη ή παρέχονται στον ή από τον πελάτη ή για λογαριασμό του.

(41)

Η παρούσα οδηγία απαιτεί από τις επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες άλλες από την επενδυτική συμβουλή σε νέους ιδιώτες πελάτες να συνάπτουν γραπτή βασική συμφωνία με τον πελάτη, η οποία προσδιορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης και του πελάτη. Ωστόσο, δεν επιβάλλει άλλες υποχρεώσεις ως προς τη μορφή, το περιεχόμενο και την εκτέλεση των συμβάσεων παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

(42)

Η παρούσα οδηγία καθορίζει απαιτήσεις για τις διαφημιστικές ανακοινώσεις μόνον όσον αφορά την υποχρέωση του άρθρου 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται σε πελάτες πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

(43)

Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εγκρίνουν το περιεχόμενο και τη μορφή των διαφημιστικών ανακοινώσεων. Ούτε όμως τις εμποδίζει να το πράξουν, στο μέτρο που αυτή η προέγκριση βασίζεται μόνο στη συμμόρφωση με την υποχρέωση που επιβάλλει η οδηγία 2004/39/EΚ να είναι οι πληροφορίες που απευθύνονται σε πελάτες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

(44)

Πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες και αναλογικές απαιτήσεις πληροφόρησης που λαμβάνουν υπόψη το καθεστώς των πελατών ως ιδιωτών ή επαγγελματιών πελατών. Ένας από τους στόχους της οδηγίας 2004/39/EΚ είναι να διασφαλισθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ προστασίας των επενδυτών και υποχρεώσεων γνωστοποίησης που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων. Για το σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να περιληφθούν στην παρούσα οδηγία ειδικές απαιτήσεις πληροφόρησης για τους επαγγελματίες πελάτες, λιγότερο αυστηρές από ό, τι για τους ιδιώτες πελάτες. Οι επαγγελματίες πελάτες πρέπει, με ορισμένες εξαιρέσεις, να είναι σε θέση να εντοπίζουν οι ίδιοι τις πληροφορίες που τους είναι αναγκαίες για τη λήψη ενημερωμένων αποφάσεων και να ζητούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να τούς τις διαβιβάσουν. Εάν αυτές οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών είναι εύλογες και αναλογικές, οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να παρέχουν συμπληρωματικές πληροφορίες.

(45)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να παρέχουν σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες κατάλληλες πληροφορίες για τη φύση των χρηματοπιστωτικών μέσων και τους κινδύνους που σχετίζονται με τις επενδύσεις σε αυτά, ώστε οι πελάτες τους να μπορούν να λαμβάνουν σε κάθε περίπτωση κατάλληλα ενημερωμένες επενδυτικές αποφάσεις. Ο βαθμός λεπτομέρειας αυτών των πληροφοριών μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη πελάτη ή ως επαγγελματία πελάτη και με τη φύση και το προφίλ κινδύνου των προσφερόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η πληροφόρηση αυτή να είναι τόσο γενική ώστε να παραλείπονται ουσιώδη στοιχεία. Για ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ενδέχεται έτσι να αρκεί μια πληροφόρηση σχετικά με το είδος του μέσου, ενώ για άλλα η πληροφόρηση πρέπει να αφορά ειδικά το σχετικό προϊόν.

(46)

Οι όροι που πρέπει να πληρούν οι πληροφορίες που απευθύνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες για να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πρέπει να εφαρμόζονται με κατάλληλο και αναλογικό τρόπο στις ανακοινώσεις που απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη, για παράδειγμα, το μέσο ανακοίνωσης και τις πληροφορίες που η ανακοίνωση επιχειρεί να μεταδώσει στους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες. Ειδικότερα, δεν θα ήταν σκόπιμο να εφαρμόζονται τέτοιοι όροι στις διαφημιστικές ανακοινώσεις που συνίστανται μόνο σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: επωνυμία της επιχείρησης, λογότυπος ή άλλη εικόνα συνδεόμενη με την επιχείρηση, σημείο επαφών, μνεία των ειδών επενδυτικών υπηρεσιών τις οποίες παρέχει η επιχείρηση ή των τελών ή προμηθειών που χρεώνει.

(47)

Για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και της παρούσας οδηγίας, οι πληροφορίες θεωρούνται παραπλανητικές εάν τείνουν να οδηγούν σε πλάνη το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται ή τα οποία ενδέχεται να τις λάβουν, ανεξαρτήτως εάν το πρόσωπο που τις παρέχει τις θεωρεί ή τις προορίζει να είναι παραπλανητικές.

(48)

Προκειμένου να προσδιορίσει τι συνιστά παροχή πληροφοριών σε εύθετο χρόνο πριν από ένα χρονικό σημείο που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να λαμβάνει υπόψη, συνεκτιμώντας τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και τον αναγκαίο χρόνο για να κατανοήσει ο πελάτης τις ειδικές πληροφορίες που του παρέχονται και να αντιδράσει σε αυτές, το χρόνο που χρειάζεται ο πελάτης για να εξετάσει και να κατανοήσει τις πληροφορίες προτού λάβει την επενδυτική απόφαση. Είναι πιθανό ότι ο πελάτης θα χρειαστεί λιγότερο χρόνο για να εξετάσει πληροφορίες σχετικά με ένα απλό ή τυποποιημένο προϊόν ή υπηρεσία που έχει ήδη αγοράσει στο παρελθόν από ό,τι για ένα πιο πολύπλοκο ή λιγότερο γνωστό σε αυτόν προϊόν ή υπηρεσία.

(49)

Τίποτα στην παρούσα επιχείρηση δεν υποχρεώνει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν αμέσως και ταυτόχρονα όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για την επιχείρηση επενδύσεων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα, το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις ή για τη φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων των πελατών, εφόσον συμμορφώνονται με την γενική υποχρέωση της παροχής των σχετικών πληροφοριών σε εύθετο χρόνο πριν από το χρονικό σημείο που ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Υπό τον όρο ότι οι εν λόγω πληροφορίες διαβιβάζονται στον πελάτη σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή της σχετικής υπηρεσίας, τίποτα στην παρούσα οδηγία δεν υποχρεώνει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές είτε χωριστά, ως μέρος διαφημιστικής ανακοίνωσης, είτε ενσωματώνοντάς τις σε συμφωνία που συνάπτουν με τον πελάτη.

(50)

Στις περιπτώσεις στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στον ιδιώτη πελάτη πριν από την παροχή μιας υπηρεσίας, δεν πρέπει να θεωρείται ότι κάθε συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα του ιδίου τύπου αποτελεί παροχή νέας ή διαφορετικής υπηρεσίας.

(51)

Στις περιπτώσεις στις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου υποχρεούται να παρέχει σε υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες πληροφορίες σχετικά με τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιό τους και με τα επιτρεπόμενα είδη συναλλαγών στα μέσα αυτά, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζουν χωριστά εάν η επιχείρηση επενδύσεων θα εξουσιοδοτείται να επενδύει σε χρηματοπιστωτικά μέσα μη εισηγμένα για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε παράγωγα μέσα, σε μη ρευστά ή υψηλής μεταβλητότητας μέσα ή να πραγματοποιεί ανοικτές πωλήσεις (short sales), αγορές με δανειακά κεφάλαια, συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων ή συναλλαγές που συνεπάγονται σύσταση περιθωρίου ασφάλισης, κατάθεση εξασφαλίσεων ή συναλλαγματικό κίνδυνο.

(52)

Η παροχή σε πελάτη της επιχείρησης επενδύσεων αντιγράφου ενημερωτικού δελτίου που καταρτίσθηκε και δημοσιεύθηκε σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (5), δεν πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με παροχή από την επιχείρηση επενδύσεων πληροφοριών στον πελάτη για τους σκοπούς των προβλεπόμενων από την οδηγία 2004/39/ΕΚ όρων λειτουργίας όσον αφορά την ποιότητα και το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών, εάν η επιχείρηση δεν φέρει βάσει της οδηγίας αυτής την ευθύνη για τις πληροφορίες που περιέχει το ενημερωτικό δελτίο.

(53)

Στις πληροφορίες τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να διαβιβάσει σε ιδιώτη πελάτη όσον αφορά το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις περιλαμβάνονται πληροφορίες ως προς τους όρους πληρωμής ή εκτέλεσης της συμφωνίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας σχετικά με προσφερόμενο χρηματοπιστωτικό μέσο. Στο πλαίσιο τούτο, οι πληροφορίες για τους όρους πληρωμής είναι κατάλληλες εάν η σύμβαση χρηματοπιστωτικού μέσου τερματίζεται με χρηματικό διακανονισμό. Οι πληροφορίες για τις ρυθμίσεις εκτέλεσης είναι γενικά κατάλληλες εάν η σύμβαση χρηματοπιστωτικού μέσου απαιτεί, κατά τον τερματισμό της, την παράδοση μετοχών, ομολόγων, τίτλου επιλογής, χρυσού ή άλλου μέσου ή βασικού εμπορεύματος.

(54)

Όσον αφορά τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που καλύπτονται από την οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (6), η παρούσα οδηγία δεν έχει ως στόχο να ρυθμίσει το περιεχόμενο του απλουστευμένου ενημερωτικού δελτίου όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 28 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ. Καμία πληροφορία δεν πρέπει να προστίθεται στο απλουστευμένο ενημερωτικό δελτίο ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(55)

Το απλουστευμένο ενημερωτικό δελτίο παρέχει ιδίως επαρκείς πληροφορίες για τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που αφορούν τον ίδιο τον ΟΣΕΚΑ. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διανέμουν μερίδια ΟΣΕΚΑ πρέπει επιπλέον να ενημερώνουν τους πελάτες τους για όλα τα άλλα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την παροχή από αυτές επενδυτικών υπηρεσιών που αφορούν μερίδια ΟΣΕΚΑ.

(56)

Είναι απαραίτητο να γίνει χωριστή πρόβλεψη για την εφαρμογή του κριτηρίου καταλληλότητας του άρθρου 19 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/EΚ και την εφαρμογή του κριτηρίου συμβατότητας του άρθρου 19 παράγραφος 5 της ίδιας οδηγίας. Τα κριτήρια αυτά έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής το καθένα ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες στις οποίες αναφέρονται και διαφορετικές λειτουργίες και χαρακτηριστικά.

(57)

Για τους σκοπούς του άρθρου 19 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/EΚ, μια συναλλαγή μπορεί να είναι ακατάλληλη για υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εξαιτίας των κινδύνων που ενέχουν τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, του είδους της συναλλαγής, των χαρακτηριστικών της εντολής ή της συχνότητας διαπραγμάτευσης. Μια σειρά συναλλαγών που μεμονωμένα είναι κατάλληλες ενδέχεται να είναι ακατάλληλες εάν η σύσταση ή οι αποφάσεις διαπραγμάτευσης πραγματοποιούνται με συχνότητα που δεν είναι προς το συμφέρον του πελάτη. Σε περίπτωση διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μια συναλλαγή μπορεί να αποδειχθεί επίσης ακατάλληλη εάν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ακατάλληλου χαρτοφυλακίου.

(58)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/EΚ, η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να εκτιμά την καταλληλότητα των επενδυτικών υπηρεσιών και χρηματοπιστωτικών μέσων για έναν πελάτη μόνο όταν παρέχει σε αυτό τον πελάτη επενδυτικές συμβουλές ή υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Στην περίπτωση των άλλων επενδυτικών υπηρεσιών, το άρθρο 19 παράγραφος 5 της ίδιας οδηγίας απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να εκτιμά τη συμβατότητα μιας επενδυτικής υπηρεσίας ή προϊόντος για έναν πελάτη μόνο εάν το προϊόν δεν συνίσταται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών του πελάτη βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 6 της οδηγίας αυτής (που εφαρμόζεται σε μη πολύπλοκα προϊόντα).

(59)

Για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εκτιμούν την συμβατότητα των προσφερόμενων ή ζητούμενων επενδυτικών υπηρεσιών ή προϊόντων, πρέπει να θεωρείται ότι ένας πελάτης που άρχισε να διενεργεί συναλλαγές σε δεδομένο είδος προϊόντος ή υπηρεσίας πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας 2004/39/EΚ διαθέτει την απαραίτητη πείρα και γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με αυτό το είδος προϊόντος ή επενδυτικής υπηρεσίας. Εάν πελάτης άρχισε να διενεργεί, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες επιχείρησης επενδύσεων, συναλλαγές του είδους αυτού μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω οδηγίας, η επιχείρηση δεν υποχρεούται να προβαίνει σε νέα εκτίμηση για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή. Θεωρείται ότι συμμορφώνεται με την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 5 της εν λόγω οδηγίας εφόσον προβεί στην απαιτούμενη εκτίμηση καταλληλότητας ή συμβατότητας πριν από την έναρξη παροχής της σχετικής υπηρεσίας.

(60)

Κάθε σύσταση, αίτηση ή συμβουλή από διαχειριστή χαρτοφυλακίου σε πελάτη του να δώσει ή να μεταβάλει εξουσιοδότηση στο διαχειριστή χαρτοφυλακίου η οποία ορίζει τα όρια διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή πρέπει να θεωρηθεί ως σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/EΚ.

(61)

Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν μερίδιο σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ο οποίος δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και έχει λάβει άδεια διάθεσης μεριδίων στο κοινό πρέπει να θεωρείται μη πολύπλοκο μέσο, οι περιστάσεις στις οποίες τα συστήματα αποτίμησης είναι ανεξάρτητα από τον εκδότη πρέπει να περιλαμβάνουν τις περιπτώσεις στις οποίες τα συστήματα αυτά επιβλέπονται από θεματοφύλακα που υπόκειται σε ρυθμίσεις ως πάροχος υπηρεσιών θεματοφυλακής σε ένα κράτος μέλος.

(62)

Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εγκρίνουν το περιεχόμενο της βασικής συμφωνίας μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων και των ιδιωτών πελατών της. Ούτε όμως τις εμποδίζει να το πράττουν, στο μέτρο που η έγκριση αυτή βασίζεται μόνο στη συμμόρφωση από την επιχείρηση με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της και να καταρτίσει αρχείο που καταγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους, καθώς και τους λοιπούς όρους υπό τους οποίους οι επιχειρήσεις θα παρέχουν υπηρεσίες στους πελάτες τους.

(63)

Τα αρχεία που υποχρεούται να τηρεί η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας και το φάσμα των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και των ασκούμενων επενδυτικών δραστηριοτήτων, με την προϋπόθεση ότι εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείου που θεσπίζονται στην οδηγία 2004/39/EΚ και στην παρούσα οδηγία. Για τους σκοπούς των απαιτήσεων γνωστοποίησης σχετικά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, ως συναλλαγή που μπορεί να δημιουργήσει ενδεχόμενη υποχρέωση νοείται μια συναλλαγή που συνεπάγεται για τον πελάτη οποιαδήποτε πραγματική ή δυνητική υποχρέωση που υπερβαίνει το κόστος απόκτησης του μέσου.

(64)

Για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις γνωστοποιήσεις προς πελάτες, μια αναφορά στο είδος της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά στο καθεστώς της ως οριακής εντολής, ελεύθερης εντολής ή άλλου δεδομένου είδους εντολής.

(65)

Για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις γνωστοποιήσεις προς πελάτες, μια αναφορά στη φύση της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά σε εντολές για εγγραφή μετοχών, εντολές για την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης ή παρόμοιες εντολές πελατών.

(66)

Κατά τη θέσπιση της πολιτικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να προσδιορίσει την σχετική σημασία των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας ή, τουλάχιστον, να καθορίσει τη διαδικασία με την οποία προσδιορίζει την σχετική σημασία τους, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στους πελάτες της. Για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να επιλέξει τους τόπους εκτέλεσης που της επιτρέπουν να επιτυγχάνει σε συνεχή βάση τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα όσον αφορά την εκτέλεση των εντολών των πελατών της. Η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να εφαρμόζει την πολιτική εκτέλεσης σε κάθε εντολή πελάτη που εκτελεί και να έχει ως στόχο τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τον πελάτη σύμφωνα με την πολιτική αυτή. Η υποχρέωση που επιβάλλει η οδηγία 2004/39/ΕΚ για τη λήψη κάθε εύλογου μέτρου με σκοπό την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για τον πελάτη δεν πρέπει να θεωρείται ότι απαιτεί από την επιχείρηση επενδύσεων να συμπεριλαμβάνει στην πολιτική εκτέλεσης όλους τους διαθέσιμους τόπους εκτέλεσης.

(67)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη κατά την εκτέλεση εντολής ιδιώτη πελάτη που δεν έχει δώσει ειδικές οδηγίες εκτέλεσης, η επιχείρηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που θα της επιτρέψουν να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από την άποψη του συνολικού τιμήματος που καταβάλλει ο πελάτης, το οποίο αποτελείται από την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου συν το κόστος εκτέλεσης. Η ταχύτητα και η πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, το μέγεθος και η φύση της εντολής, ο αντίκτυπος στην αγορά και κάθε άλλο έμμεσο κόστος συναλλαγής μπορούν να υπερισχύουν έναντι της άμεσης τιμής και του κόστους εκτέλεσης μόνο στο μέτρο που συμβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος από την άποψη του συνολικού τιμήματος που καταβάλλει ο ιδιώτης πελάτης.

(68)

Όταν η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί μια εντολή ακολουθώντας ειδικές οδηγίες του πελάτη, πρέπει να θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης τις οποίες υπέχει μόνο για το μέρος ή την πτυχή της εντολής που αφορούν οι οδηγίες του πελάτη. Το γεγονός ότι ο πελάτης έχει δώσει ειδικές οδηγίες που καλύπτουν ένα μέρος ή μια πτυχή της εντολής δεν πρέπει να θεωρείται ότι απαλλάσσει την επιχείρηση επενδύσεων από τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης τις οποίες υπέχει σε σχέση με άλλα μέρη ή πτυχές της εντολής του πελάτη που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες του. Η επιχείρηση επενδύσεων δεν πρέπει να ενθαρρύνει έναν πελάτη να της δώσει οδηγίες να εκτελέσει μια εντολή με ιδιαίτερο τρόπο, αναφέροντας ρητά ή υποδηλώνοντας έμμεσα το περιεχόμενο των οδηγιών αυτών στον πελάτη, όταν η επιχείρηση θα έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι μια τέτοια οδηγία θα την εμπόδιζε να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για αυτό τον πελάτη. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να εμποδίζει την επιχείρηση να ζητά από τον πελάτη να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δεδομένων τόπων εκτέλεσης, υπό τον όρο ότι αυτοί οι τόποι εκτέλεσης είναι συνεπείς με την πολιτική εκτέλεσης της επιχείρησης.

(69)

Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό με πελάτες από μια επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με την εκτέλεση εντολών πελατών και υπόκειται συνεπώς στις απαιτήσεις της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και της παρούσας οδηγίας, και ιδίως στις απαιτήσεις βέλτιστης εκτέλεσης. Ωστόσο, εάν η επιχείρηση επενδύσεων ανακοινώνει στον πελάτη μια τιμή που θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εάν η επιχείρηση πραγματοποιούσε τη συναλλαγή με την τιμή αυτή κατά το χρόνο που αυτή ανακοινώθηκε, η επιχείρηση εκπληρώνει τις εν λόγω υποχρεώσεις εάν πραγματοποιεί τη συναλλαγή με την τιμή αυτή μετά την αποδοχή της από τον πελάτη εφόσον, λαμβανομένων υπόψη των μεταβαλλόμενων συνθηκών της αγοράς και του χρονικού διαστήματος από την ανακοίνωση της τιμής έως την αποδοχή της, η τιμή αυτή δεν είναι προφανώς ανεπίκαιρη.

(70)

Η υποχρέωση επίτευξης του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος κατά την εκτέλεση εντολών πελατών ισχύει για όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων. Λαμβανομένων ωστόσο υπόψη των διαφορών στις δομές των αγορών και στη διάρθρωση των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να είναι δύσκολη η διαμόρφωση και εφαρμογή ενιαίου προτύπου και ενιαίας διαδικασίας βέλτιστης εκτέλεσης με τρόπο έγκυρο και αποτελεσματικό για όλες τις κατηγορίες μέσων. Οι υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές περιστάσεις υπό τις οποίες εκτελούνται εντολές που αφορούν δεδομένα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων. Για παράδειγμα, οι συναλλαγές σε ένα εξατομικευμένο εξωχρηματιστηριακό χρηματοπιστωτικό μέσο που συνεπάγεται μια μοναδική συμβατική σχέση προσαρμοσμένη στις περιστάσεις του πελάτη και της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να μην είναι συγκρίσιμες, για τους σκοπούς της βέλτιστης εκτέλεσης, με συναλλαγές που αφορούν τη διαπραγμάτευση μετοχών σε κεντρικούς τόπους εκτέλεσης.

(71)

Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της βέλτιστης εκτέλεσης κατά την εκτέλεση εντολών ιδιωτών πελατών, το κόστος εκτέλεσης πρέπει να περιλαμβάνει την προμήθεια της ίδιας της επιχείρησης επενδύσεων ή τις αμοιβές που τιμολογούνται στον πελάτη για ορισμένους σκοπούς, στις περιπτώσεις στις οποίες περισσότεροι του ενός τόποι εκτέλεσης μπορούν να εκτελέσουν δεδομένη εντολή. Στις περιπτώσεις αυτές, η προμήθεια της ίδιας της επιχείρησης και το κόστος εκτέλεσης της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη εάν η εντολή εκτελούνταν σε καθέναν από τους τόπους αυτούς. Ωστόσο, δεν απαιτείται από την επιχείρηση να συγκρίνει τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν για τον πελάτη της βάσει της πολιτικής εκτέλεσής της και των δικών της προμηθειών και αμοιβών με τα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να επιτευχθούν για τον ίδιο πελάτη από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση επενδύσεων βάσει διαφορετικής πολιτικής εκτέλεσης ή διαφορετικής διάρθρωσης προμηθειών ή αμοιβών. Ούτε απαιτείται από την επιχείρηση να συγκρίνει εκείνες τις διαφορές στις δικές της προμήθειες οι οποίες μπορούν να αποδοθούν σε διαφορές στη φύση των υπηρεσιών που η επιχείρηση παρέχει στους πελάτες.

(72)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που προβλέπουν ότι το κόστος εκτέλεσης πρέπει να περιλαμβάνει την προμήθεια ή τις αμοιβές της ίδιας της επιχείρησης που τιμολογούνται στον πελάτη για την παροχή μιας επενδυτικής υπηρεσίας δεν εφαρμόζονται κατά τον προσδιορισμό των τόπων εκτέλεσης που πρέπει να περιληφθούν στην πολιτική εκτέλεσης της επιχείρησης για τους σκοπούς του άρθρου 21 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(73)

Πρέπει να θεωρείται ότι η επιχείρηση επενδύσεων διαρθρώνει ή χρεώνει τις προμήθειές της με τρόπο που εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ τόπων εκτέλεσης εάν χρεώνει στους πελάτες διαφορετική προμήθεια ή άνοιγμα τιμών αγοράς/πώλησης για εκτέλεση σε διαφορετικούς τόπους εκτέλεσης και η διαφορά αυτή δεν αντικατοπτρίζει πραγματικές διαφορές στο κόστος για την επιχείρηση κατά την εκτέλεση στους τόπους αυτούς.

(74)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την πολιτική εκτέλεσης εντολών δεν θίγουν τη γενική υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/EΚ να παρακολουθεί σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και της πολιτικής εκτέλεσης και να αξιολογεί τους τόπους εκτέλεσης που λαμβάνονται υπόψη στην πολιτική εκτέλεσης την οποία εφαρμόζει.

(75)

Σκοπός της παρούσας οδηγίας δεν είναι να απαιτήσει διπλές προσπάθειες βέλτιστης εκτέλεσης, αφενός από την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει την υπηρεσία λήψης και διαβίβασης εντολών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου και αφετέρου από την επιχείρηση επενδύσεων στην οποία η πρώτη διαβιβάζει τις εντολές προς εκτέλεση.

(76)

Η υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν όλα τα ευλόγως αναγκαία μέτρα ώστε να επιτυγχάνουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους. Η ποιότητα της εκτέλεσης, η οποία περιλαμβάνει πτυχές όπως η ταχύτητα και η πιθανότητα εκτέλεσης (fill rate), καθώς και η διαθεσιμότητα και η συχνότητα καλύτερων τιμών, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επίτευξη βέλτιστης εκτέλεσης. Η διαθεσιμότητα, η συγκρισιμότητα και η ενοποίηση δεδομένων σχετικών με την ποιότητα εκτέλεσης που παρέχουν οι διάφοροι τόποι εκτέλεσης είναι καθοριστικοί παράγοντες που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους επενδυτές να εντοπίζουν τους τόπους που παρέχουν την καλύτερη ποιότητα εκτέλεσης για τους πελάτες τους. Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί από τους τόπους εκτέλεσης να δημοσιεύουν τα δεδομένα που διαθέτουν για την ποιότητα εκτέλεσης, εφόσον οι τόποι εκτέλεσης και οι προμηθευτές δεδομένων πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν οι ίδιοι λύσεις για την παροχή δεδομένων σχετικά με την ποιότητα εκτέλεσης. Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει έως την 1η Νοεμβρίου 2008 έκθεση σχετικά με τις εξελίξεις στην αγορά στον τομέα αυτό, με σκοπό την αξιολόγηση της διαθεσιμότητας, της συγκρισιμότητας και της ενοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο των πληροφοριών που αφορούν την ποιότητα εκτέλεσης εντολών.

(77)

Για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που αφορούν την εκτέλεση των εντολών πελατών, ο επανεπιμερισμός συναλλαγών πρέπει να θεωρείται επιζήμιος για τον πελάτη εάν, ως αποτέλεσμα αυτού, παρέχεται αθέμιτη προτεραιότητα στην επιχείρηση επενδύσεων ή σε οποιονδήποτε δεδομένο πελάτη.

(78)

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που αφορούν το χειρισμό των εντολών πελατών, οι εντολές πελατών δεν πρέπει να θεωρούνται κατά τα άλλα συγκρίσιμες εάν λαμβάνονται με διαφορετικά μέσα και δεν είναι δυνατό να διεκπεραιώνονται με τη σειρά λήψης τους. Περαιτέρω, για τους σκοπούς των εν λόγω διατάξεων, η χρησιμοποίηση από την επιχείρηση επενδύσεων πληροφοριών σχετικών με εκκρεμούσα εντολή πελάτη προκειμένου να διαπραγματευτεί για ίδιο λογαριασμό στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η εντολή του πελάτη ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, πρέπει να θεωρείται κατάχρηση των εν λόγω πληροφοριών. Ωστόσο, το γεγονός μόνο ότι ειδικοί διαπραγματευτές ή όργανα που εξουσιοδοτούνται να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι περιορίζονται στην άσκηση της νόμιμης δραστηριότητάς τους αγοράς και πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται να εκτελούν εντολές για λογαριασμό τρίτων περιορίζονται στην πιστή εκτέλεση μιας εντολής, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά αυτό καθαυτό κατάχρηση πληροφοριών.

(79)

Συμβουλή σχετική με χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχεται μέσω εφημερίδας, περιοδικού ή άλλης δημοσίευσης απευθυνόμενης στο ευρύ κοινό (περιλαμβανομένης της δημοσίευσης στο διαδίκτυο), ή μέσω οποιασδήποτε τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής εκπομπής, δεν πρέπει να θεωρείται εξατομικευμένη σύσταση για τους σκοπούς του ορισμού της «επενδυτικής συμβουλής» στην οδηγία 2004/39/ΕΚ.

(80)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα από το άρθρο 11 αυτού, καθώς και από το άρθρο 10 της ευρωπαϊκής σύμβασης δικαιωμάτων του ανθρώπου. Από την άποψη αυτή, η οδηγία ουδόλως εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους συνταγματικούς τους κανόνες σχετικά με την ελευθερία του τύπου και της έκφρασης στα μέσα ενημέρωσης.

(81)

Γενικές συμβουλές σχετικά με ένα είδος χρηματοπιστωτικού μέσου δεν αποτελούν επενδυτικές συμβουλές για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/EΚ· η παρούσα οδηγία ορίζει πράγματι ότι για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/EΚ οι επενδυτικές συμβουλές περιορίζονται σε συμβουλές που αφορούν δεδομένα χρηματοπιστωτικά μέσα. Ωστόσο, εάν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει γενικές συμβουλές σε πελάτη για ένα είδος χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο αυτή παρουσιάζει ως κατάλληλο για αυτόν ή ως συμβατό με τα δεδομένα του πελάτη, ενώ στην πραγματικότητα η συμβουλή δεν είναι κατάλληλη για τον πελάτη ούτε είναι συμβατή με τα δεδομένα του, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης, είναι πιθανό ότι η επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ. Ειδικότερα, μια επιχείρηση που παρέχει σε πελάτη τέτοιες συμβουλές είναι πιθανό ότι παραβαίνει την απαίτηση του άρθρου 19 παράγραφος 1 να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της. Ομοίως, ή εναλλακτικά, είναι πιθανό ότι συμβουλές του είδους αυτού παραβαίνουν την απαίτηση του άρθρου 19 παράγραφος 2 να είναι οι πληροφορίες που η επιχείρηση επενδύσεων απευθύνει σε πελάτες ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

(82)

Οι προπαρασκευαστικές ενέργειες που πραγματοποιεί επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση επενδυτικής δραστηριότητας πρέπει να θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής της υπηρεσίες ή δραστηριότητας. Περιλαμβάνουν για παράδειγμα την παροχή από την επιχείρηση επενδύσεων γενικών συμβουλών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες πριν από ή κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή οποιασδήποτε άλλης επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση άλλης δραστηριότητας.

(83)

Η παροχή γενικής σύστασης (δηλαδή σύστασης που προορίζεται για τους δίαυλους επικοινωνίας ή για το κοινό) σχετικά με συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή σε κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου συνιστά παροχή παρεπόμενης υπηρεσίας κατά την έννοια του τμήματος B(5) του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/EΚ και ως εκ τούτου υπάγεται στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας και στην προστασία την οποία αυτή παρέχει.

(84)

Όσον αφορά τα τεχνικά θέματα, ζητήθηκε η γνώμη της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/527/EΚ της Επιτροπής (7).

(85)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 4 και παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφοι 2 έως 8, του άρθρου 18, του άρθρου 19 παράγραφοι 1 έως 6, του άρθρου 19 παράγραφος 8 και των άρθρων 21, 22 και 24 της οδηγίας 2004/39/EΚ.

2.   Το κεφάλαιο II και τα τμήματα 1 έως 4, το άρθρο 45 και τα τμήματα 6 και 8 του κεφαλαίου III και, στο μέτρο που αφορούν τις διατάξεις αυτές, το κεφάλαιο Ι και το τμήμα 9 του κεφαλαίου III και το κεφάλαιο IV της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται στις εταιρείες διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1.

«δίαυλοι επικοινωνίας»: οι δίαυλοι επικοινωνίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 7 της οδηγίας 2003/125/EΚ της Επιτροπής·

2.

«σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει σε έναν πελάτη να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναφορά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

3.

«αρμόδιο πρόσωπο» σε σχέση με επιχείρηση επενδύσεων: ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, διευθυντικό στέλεχος ή συνδεδεμένος αντιπρόσωπος της επιχείρησης·

β)

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, ή διευθυντικό στέλεχος τυχόν συνδεδεμένου αντιπροσώπου της επιχείρησης·

γ)

υπάλληλος της επιχείρησης ή ενός συνδεδεμένου αντιπροσώπου της, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση και υπό τον έλεγχο της επιχείρησης ή συνδεδεμένου αντιπροσώπου της που συμμετέχει επίσης στην παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την επιχείρηση·

δ)

φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει άμεσα στην παροχή υπηρεσιών στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο συνδεδεμένο αντιπρόσωπό της στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων εκ μέρους της επιχείρησης·

4.

«χρηματοοικονομικός αναλυτής»: αρμόδιο πρόσωπο που παράγει το ουσιώδες μέρος της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

5.

«όμιλος» σε σχέση με μια επιχείρηση επενδύσεων: όμιλος του οποίου η επιχείρηση είναι μέρος, ο οποίος αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, καθώς και από τις επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (8)·

6.

«εξωτερική ανάθεση»: συμφωνία οποιασδήποτε μορφής μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων και ενός παρόχου υπηρεσιών με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών εκτελεί διαδικασία, παρέχει υπηρεσία ή ασκεί δραστηριότητα που θα είχε διαφορετικά παρασχεθεί ή ασκηθεί από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων·

7.

«πρόσωπο με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει οικογενειακή σχέση»: ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

ο (η) σύζυγος του αρμόδιου προσώπου ή ο (η) σύντροφος του προσώπου αυτού που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εξομοιώνεται με σύζυγο·

β)

εξαρτώμενο τέκνο ή θετό τέκνο του αρμόδιου προσώπου·

γ)

λοιποί συγγενείς του αρμόδιου προσώπου οι οποίοι κατά την ημερομηνία της σχετικής προσωπικής συναλλαγής ήταν μέλη του νοικοκυριού του προσώπου αυτού για τουλάχιστον ένα έτος·

8.

«συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: συναλλαγή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (9)·

9.

«ανώτερα διευθυντικά στελέχη»: το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχείρηση επενδύσεων όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/EΚ.

Άρθρο 3

Όροι που εφαρμόζονται στην παροχή πληροφοριών

1.   Στις περιπτώσεις που, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, απαιτείται η παροχή πληροφοριών σε σταθερό μέσο, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές σε σταθερό μέσο άλλο από το χαρτί μόνον εφόσον:

α)

η παροχή των πληροφοριών με το μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη· και

β)

εάν του παρέχεται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πληροφόρησης σε χαρτί ή στο άλλο σταθερό μέσο, το πρόσωπο στο οποίο παρέχονται οι πληροφορίες επιλέγει ρητά την παροχή πληροφοριών στο άλλο μέσο.

2.   Εάν, σύμφωνα με τα άρθρα 29, 30, 31, 32, 33 ή 46 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε πελάτη πληροφορίες μέσω δικτυακού τόπου και οι πληροφορίες αυτές δεν απευθύνονται προσωπικά σε αυτό τον πελάτη, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η παροχή των πληροφοριών στο μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη·

β)

ο πελάτης πρέπει να συναινεί ρητά στην παροχή αυτών των πληροφοριών με αυτή τη μορφή·

γ)

η διεύθυνση του δικτυακού τόπου, καθώς και το σημείο του δικτυακού τόπου στο οποίο είναι προσβάσιμες οι πληροφορίες, κοινοποιούνται ηλεκτρονικά στον πελάτη·

δ)

οι πληροφορίες πρέπει να είναι επικαιροποιημένες·

ε)

οι πληροφορίες πρέπει να είναι προσβάσιμες σε συνεχή βάση μέσω του εν λόγω δικτυακού τόπου για το χρονικό διάστημα που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι χρειάζεται ο πελάτης για να τις εξετάσει.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παροχή πληροφοριών με ηλεκτρονική επικοινωνία θεωρείται κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πελάτης έχει τακτική πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η παροχή από τον πελάτη ηλεκτρονικής διεύθυνσης για τους σκοπούς της άσκησης αυτής της δραστηριότητας πρέπει να θεωρείται επαρκής ένδειξη για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 4

Πρόσθετες απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ορισμένες περιπτώσεις

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρήσουν ή να επιβάλουν πρόσθετες απαιτήσεις επιπλέον εκείνων που επιβάλλει η παρούσα οδηγία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες οι απαιτήσεις αυτές δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικές για την αντιμετώπιση ειδικών κινδύνων για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς τους οποίους δεν αντιμετωπίζει επαρκώς η παρούσα οδηγία, υπό τον όρο ότι πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι ειδικοί κίνδυνοι που αποσκοπούν να αντιμετωπίσουν οι απαιτήσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία υπό τις συνθήκες της διάρθρωσης της αγοράς του σχετικού κράτους μέλους·

β)

η απαίτηση αντιμετωπίζει κινδύνους ή θέματα που προέκυψαν ή κατέστησαν εμφανή μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας και δεν ρυθμίζονται με ή βάσει άλλων κοινοτικών μέτρων.

2.   Οι απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει της παραγράφου 1 δεν περιορίζουν ούτε κατ' άλλο τρόπο επηρεάζουν τα δικαιώματα που έχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων βάσει των άρθρων 31 και 32 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:

α)

κάθε απαίτηση που προτίθενται να διατηρήσουν σύμφωνα με την παράγραφο 1 πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, και

β)

κάθε απαίτηση που προτίθενται να επιβάλουν σύμφωνα με την παράγραφο 1, τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ορισθείσα ημερομηνία έναρξης ισχύος της απαίτησης.

Σε κάθε περίπτωση, η κοινοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της σχετικής απαίτησης.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη και δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τις κοινοποιήσεις που λαμβάνει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

4.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Οργάνωση

Άρθρο 5

(άρθρο 13 παράγραφοι 2 έως 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Γενικές οργανωτικές απαιτήσεις

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς και οργανωτική διάρθρωση που προσδιορίζει σαφώς και με τεκμηριωμένο τρόπο τις ιεραρχικές σχέσεις και την κατανομή λειτουργιών και αρμοδιοτήτων·

β)

να διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπά τους γνωρίζουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων τους·

γ)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που αποσκοπούν να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις και τις διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

δ)

να χρησιμοποιούν προσωπικό με τις ικανότητες, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί·

ε)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν αποτελεσματική διαδικασία εσωτερικής πληροφόρησης και επικοινωνίας σε όλα τα κατάλληλα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

στ)

να διατηρούν κατάλληλα και τακτικά αρχεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της εσωτερικής τους οργάνωσης·

ζ)

να διασφαλίζουν ότι η άσκηση πολλαπλών λειτουργιών από τα αρμόδια πρόσωπά τους δεν εμποδίζει ούτε είναι πιθανό να εμποδίσει τα πρόσωπα αυτά να ασκήσουν οποιαδήποτε λειτουργία με επιμέλεια, εντιμότητα και επαγγελματισμό.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς αυτούς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν συστήματα και διαδικασίες κατάλληλες για την διαφύλαξη της ασφάλειας, της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των σχετικών πληροφοριών.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν κατάλληλη πολιτική συνέχειας της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που διασφαλίζει, σε περίπτωση διακοπής των συστημάτων και διαδικασιών τους, τη διαφύλαξη των σημαντικότερων δεδομένων και λειτουργιών τους και τη διατήρηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, την έγκαιρη ανάκτηση αυτών των δεδομένων και λειτουργιών και την έγκαιρη αποκατάσταση της παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν λογιστικές πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες τους επιτρέπουν, όταν αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές, να υποβάλλουν εγκαίρως σε αυτές οικονομικές εκθέσεις που αντικατοπτρίζουν την πραγματική και ακριβή εικόνα της χρηματοοικονομικής κατάστασής τους και είναι σύμφωνες με όλα τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα και κανόνες.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρακολουθούν και να αξιολογούν τακτικά την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων, των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και των διαδικασιών που θεσπίζουν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.

Άρθρο 6

(άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Συμμόρφωση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό των κινδύνων μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 2004/39/EΚ και των συναφών κινδύνων και θέτουν σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα και διαδικασίες προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους αυτούς και να επιτρέψουν στις αρμόδιες αρχές να ασκήσουν αποτελεσματικά τις εξουσίες που τους αναθέτει η οδηγία αυτή.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι για τους σκοπούς αυτούς οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν και να διατηρούν μόνιμη, αποτελεσματική και ανεξάρτητη λειτουργία συμμόρφωσης με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

παρακολούθηση και τακτική αξιολόγηση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων και διαδικασιών που θεσπίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, καθώς και των ενεργειών που αναλαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών στη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της·

β)

παροχή συμβουλών και συνδρομής στα αρμόδια πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση δυνάμει της οδηγίας 2004/39/EΚ.

3.   Προκειμένου να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και ανεξάρτητη άσκηση της λειτουργίας συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η λειτουργία συμμόρφωσης πρέπει να διαθέτει την απαραίτητη εξουσία, τους πόρους και την πραγματογνωμοσύνη που απαιτούνται καθώς και πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες·

β)

πρέπει να ορισθεί υπεύθυνος συμμόρφωσης που φέρει την ευθύνη για τη λειτουργία συμμόρφωσης και για κάθε αναφορά σχετική με τη συμμόρφωση που απαιτεί το άρθρο 9 παράγραφος 2·

γ)

τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στη λειτουργία συμμόρφωσης δεν πρέπει να συμμετέχουν στην παροχή των υπηρεσιών ή στην άσκηση των δραστηριοτήτων τις οποίες παρακολουθούν·

δ)

η μέθοδος προσδιορισμού της αμοιβής των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία συμμόρφωσης δεν πρέπει να θέτει ούτε να είναι δυνατό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αντικειμενικότητά τους.

Ωστόσο, μια επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται να συμμορφωθεί με το στοιχείο γ) ή το στοιχείο δ) εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της, η απαίτηση βάσει του εν λόγω στοιχείου δεν είναι αναλογική και ότι η λειτουργία συμμόρφωσης εξακολουθεί να είναι αποτελεσματική.

Άρθρο 7

(άρθρο 13 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Διαχείριση κινδύνων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων:

α)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων που επιτρέπουν τον εντοπισμό των κινδύνων που συνδέονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, να καθορίζουν το ανεκτό για την επιχείρηση επίπεδο κινδύνου·

β)

να θεσπίζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει καθοριστεί·

γ)

να παρακολουθούν τα ακόλουθα:

i)

την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης επενδύσεων·

ii)

το επίπεδο συμμόρφωσης της επιχείρησης επενδύσεων και των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το στοιχείο β)·

iii)

την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών των εν λόγω πολιτικών, διαδικασιών, ρυθμίσεων, επεξεργασιών και μηχανισμών, περιλαμβανόμενης της μη συμμόρφωσης των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με αυτές τις ρυθμίσεις ή διαδικασίες.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, να θεσπίζουν και να διατηρούν ανεξάρτητη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

εφαρμογή της πολιτικής και των διαδικασιών που ορίζονται στην παράγραφο 1·

β)

υποβολή εκθέσεων και παροχή συμβουλών στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2.

Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται βάσει του πρώτου εδαφίου να θεσπίζει και να διατηρεί ανεξάρτητη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων πρέπει ωστόσο να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες τις οποίες έχει θεσπίσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου αυτής και είναι αποτελεσματικές σε σταθερή βάση.

Άρθρο 8

(άρθρο 13 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Εσωτερικός έλεγχος

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, να θεσπίζουν και να διατηρούν λειτουργία εσωτερικού ελέγχου χωριστή και ανεξάρτητη από τις άλλες λειτουργίες και δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

θέσπιση, εφαρμογή και διατήρηση προγράμματος εσωτερικού ελέγχου για την εξέταση και αξιολόγηση της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων, μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και ρυθμίσεων της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

διατύπωση συστάσεων με βάση τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο α)·

γ)

εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις συστάσεις αυτές·

δ)

υποβολή εκθέσεων για θέματα εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

(άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ευθύνη των ανώτερων διευθυντικών στελεχών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι κατά την εσωτερική κατανομή των λειτουργιών, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία, ευθύνονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Ειδικότερα, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία υποχρεούνται να αξιολογούν και να επανεξετάζουν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται δυνάμει της οδηγίας 2004/39/EΚ και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση τυχόν αδυναμιών.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη λαμβάνουν τακτικά, και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα ζητήματα που καλύπτουν τα άρθρα 6, 7 και 8, στις οποίες πρέπει ιδίως να αναφέρεται αν λήφθηκαν τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση αδυναμιών.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι η εποπτική λειτουργία, εφόσον υπάρχει, λαμβάνει τακτικά γραπτές εκθέσεις για τα ίδια ζητήματα.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «εποπτική λειτουργία» νοείται η λειτουργία εντός της επιχείρησης επενδύσεων η οποία ευθύνεται για την εποπτεία των ανώτερων διευθυντικών στελεχών της επιχείρησης.

Άρθρο 10

(άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αντιμετώπιση καταγγελιών

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές και διαφανείς διαδικασίες για την κατάλληλη και άμεση αντιμετώπιση των καταγγελιών που λαμβάνονται από υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες και να τηρούν αρχείο για κάθε καταγγελία και για τα μέτρα που λήφθηκαν για την επίλυση του σχετικού προβλήματος.

Άρθρο 11

(άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Έννοια της προσωπικής συναλλαγής

Για τους σκοπούς του άρθρου 12 και του άρθρου 25, ως προσωπική συναλλαγή νοείται μια συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται από ή για λογαριασμό αρμόδιου προσώπου, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το αρμόδιο πρόσωπο ενεργεί εκτός του πεδίου των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί υπό την ιδιότητα αυτή·

β)

η διαπραγμάτευση πραγματοποιείται για λογαριασμό ενός από τα ακόλουθα πρόσωπα:

i)

του αρμόδιου προσώπου,

ii)

οποιουδήποτε προσώπου που έχει οικογενειακή σχέση ή στενούς δεσμούς με το αρμόδιο πρόσωπο, ή

iii)

ενός προσώπου του οποίου η σχέση με το αρμόδιο πρόσωπο είναι τέτοια ώστε το αρμόδιο πρόσωπο να έχει άμεσο ή έμμεσο ουσιώδες συμφέρον που επηρεάζεται από το αποτέλεσμα της συναλλαγής, άλλο από την αμοιβή ή την προμήθεια για την εκτέλεση της συναλλαγής.

Άρθρο 12

(άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Προσωπικές συναλλαγές

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν κατάλληλες ρυθμίσεις που εμποδίζουν κάθε αρμόδιο πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή που έχει, μέσω δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο αυτό για λογαριασμό της επιχείρησης, πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ ή σε άλλες εσωτερικές πληροφορίες σχετιζόμενες με πελάτες ή συναλλαγές με ή για πελάτες:

α)

να εκτελέσει προσωπική συναλλαγή που πληροί τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

απαγορεύεται βάσει της οδηγίας 2003/6/ΕΚ στο πρόσωπο αυτό να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή·

ii)

η συναλλαγή συνεπάγεται την κατάχρηση ή αθέμιτη γνωστοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών·

iii)

η συναλλαγή αντιβαίνει ή είναι πιθανό ότι θα αντέβαινε σε υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων δυνάμει της οδηγίας 2004/39/EΚ·

β)

να συμβουλεύει ή να βοηθά, εκτός του κανονικού πλαισίου της εργασίας του ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις του στοιχείου α) ή του άρθρου 25 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) ή του άρθρου 47 παράγραφος 3·

γ)

με την επιφύλαξη του άρθρου 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/6/EΚ, να γνωστοποιεί, εκτός του κανονικού πλαισίου της εργασίας του ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, κάθε πληροφορία ή γνώμη σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εφόσον το αρμόδιο πρόσωπο γνωρίζει ή θα ήταν εύλογο να γνωρίζει ότι μετά τη γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών το άλλο πρόσωπο θα ήταν πιθανό να προβεί σε μια από τις ακόλουθες ενέργειες:

i)

να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις του στοιχείου α) ή του άρθρου 25 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) ή του άρθρου 47 παράγραφος 3·

ii)

να συμβουλεύσει ή να βοηθήσει άλλο πρόσωπο να εκτελέσει τέτοιου είδους συναλλαγή.

2.   Οι ρυθμίσεις που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1 πρέπει, ιδίως, να διασφαλίζουν ότι:

α)

κάθε αρμόδιο πρόσωπο που καλύπτεται από την παράγραφο 1 γνωρίζει τους περιορισμούς στις προσωπικές συναλλαγές, καθώς και τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις προσωπικές συναλλαγές και τις γνωστοποιήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β)

η επιχείρηση ενημερώνεται αμέσως σχετικά με οποιαδήποτε προσωπική συναλλαγή αρμόδιου προσώπου, είτε με κοινοποίηση της συναλλαγής αυτής είτε με άλλες διαδικασίες που επιτρέπουν στην επιχείρηση να εντοπίσει αυτές τις συναλλαγές.

Στην περίπτωση των συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να διασφαλίσει ότι η επιχείρηση στην οποία ανατίθεται η δραστηριότητα διατηρεί αρχείο προσωπικών συναλλαγών αρμόδιων προσώπων και παρέχει τις πληροφορίες αυτές στην επιχείρηση επενδύσεων αμέσως μόλις αυτή τις ζητήσει·

γ)

τηρείται αρχείο των προσωπικών συναλλαγών που κοινοποιούνται στην επιχείρηση ή εντοπίζονται από αυτήν, περιλαμβανομένης κάθε έγκρισης ή απαγόρευσης μιας τέτοιας συναλλαγής.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στα ακόλουθα είδη προσωπικών συναλλαγών:

α)

προσωπικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου όταν δεν υπάρχει προηγούμενη κοινοποίηση σε σχέση με τη συναλλαγή μεταξύ του διαχειριστή του χαρτοφυλακίου και του αρμόδιου προσώπου ή άλλου προσώπου για λογαριασμό του οποίου εκτελείται η συναλλαγή·

β)

προσωπικές συναλλαγές σε μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να υπαχθούν στο καθεστώς της οδηγίας 85/611/EΟΚ ή που υπόκεινται σε εποπτεία βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους που απαιτεί ισοδύναμο επίπεδο κατανομής κινδύνου στα περιουσιακά τους στοιχεία, εφόσον το αρμόδιο πρόσωπο και κάθε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου εκτελούνται οι συναλλαγές δεν συμμετέχει στη διαχείριση του οργανισμού αυτού.

ΤΜΗΜΑ 2

Εξωτερική ανάθεση

Άρθρο 13

(άρθρο 13 παράγραφος 2 και άρθρο 13 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Έννοια των ουσιωδών και σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών

1.   Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου του άρθρου 13 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/39/EΚ, μια επιχειρησιακή λειτουργία θεωρείται ουσιώδης ή σημαντική εάν η πλημμελής εκτέλεση ή η μη εκτέλεσή της θα έθιγε σε ουσιαστικό βαθμό τη συνεχή συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με τους όρους και τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της άδειας λειτουργίας της ή τις λοιπές υποχρεώσεις της δυνάμει της οδηγίας 2004/39/EΚ, ή τις οικονομικές της επιδόσεις ή την ευρωστία ή τη συνέχεια των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της.

2.   Με την επιφύλαξη της σπουδαιότητας οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας, οι ακόλουθες λειτουργίες δεν θεωρούνται ουσιώδεις ή σημαντικές για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

παροχή στην επιχείρηση επενδύσεων συμβουλευτικών υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιών που δεν αποτελούν μέρος των επενδυτικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της παροχής νομικών συμβουλών σε αυτήν, της εκπαίδευσης του προσωπικού της, των υπηρεσιών τιμολόγησης και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων και του προσωπικού της·

β)

αγορά τυποποιημένων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών παροχής πληροφοριών σχετικά με την αγορά και της παροχής πληροφοριών για τις τρέχουσες τιμές.

Άρθρο 14

(άρθρο 13 παράγραφος 2 και άρθρο 13 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Όροι εξωτερικής ανάθεσης ουσιωδών ή σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών ή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες ή επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της οδηγίας 2004/39/EΚ και ότι πληρούνται ιδίως οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εξωτερική ανάθεση δεν πρέπει να οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διευθυντικών στελεχών·

β)

δεν πρέπει να μεταβάλλεται η σχέση και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων έναντι των πελατών της σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/EΚ·

γ)

δεν πρέπει να θίγονται οι όροι που πρέπει να πληροί η επιχείρηση επενδύσεων προκειμένου να λάβει και να διατηρήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/EΚ·

δ)

δεν πρέπει να καταργείται ούτε να τροποποιείται κανένας από τους άλλους όρους υπό τους οποίους αδειοδοτήθηκε η επιχείρηση.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ενεργούν με την απαιτούμενη επιδεξιότητα, φροντίδα και επιμέλεια όταν συνάπτουν, διαχειρίζονται και θέτουν τέρμα σε οποιαδήποτε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης με πάροχο υπηρεσιών για ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες ή άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες.

Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση των λειτουργιών, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που του ανατίθενται με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό·

β)

ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να παρέχει αποτελεσματικά τις υπηρεσίες που του ανατίθενται, και για το σκοπό αυτό η επιχείρηση πρέπει να καθορίζει μεθόδους για την αξιολόγηση του προτύπου επιδόσεων του παρόχου υπηρεσιών·

γ)

ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να εποπτεύει με τον προσήκοντα τρόπο την εκτέλεση των λειτουργιών που του έχουν ανατεθεί και να διαχειρίζεται κατάλληλα τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

δ)

πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα όταν διαπιστώνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών δεν εκτελεί τις λειτουργίες αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

ε)

η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη για την αποτελεσματική εποπτεία των λειτουργιών που ανατίθενται σε εξωτερικούς φορείς και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση και πρέπει να εποπτεύει αυτές τις λειτουργίες και να διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους·

στ)

ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να γνωστοποιεί στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την ικανότητά του να ασκεί αποτελεσματικά τις λειτουργίες που του έχουν ανατεθεί και να συμμορφώνεται με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

ζ)

η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να είναι σε θέση να τερματίσει τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, χωρίς να θίγεται η συνέχεια και η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει στους πελάτες·

η)

ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγεται η επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις δραστηριότητες που του ανατίθενται·

θ)

η επιχείρηση επενδύσεων, οι ελεγκτές της και οι οικείες αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν αποτελεσματική πρόσβαση στα δεδομένα που συνδέονται με τις δραστηριότητες που ανατίθενται εξωτερικά καθώς και στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών· οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης·

ι)

ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να προστατεύει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν την επιχείρηση επενδύσεων και τους πελάτες της·

ια)

η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αποκατάσταση λειτουργίας μετά από καταστροφή και να πραγματοποιούν περιοδικές δοκιμές των μέσων εφεδρικής λειτουργίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας, της υπηρεσίας ή της δραστηριότητας που ανατέθηκε εξωτερικά.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν το σαφή προσδιορισμό σε γραπτή συμφωνία των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της επιχείρησης επενδύσεων και του παρόχου υπηρεσιών.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όταν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών ανήκουν στον ίδιο όμιλο, η επιχείρηση επενδύσεων δύναται, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το παρόν άρθρο και το άρθρο 15, να λάβει υπόψη το βαθμό στον οποίο η επιχείρηση ελέγχει τον πάροχο υπηρεσιών ή δύναται να επηρεάσει τις ενέργειές του.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, εφόσον τους ζητηθεί, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στις αρχές να ελέγξουν εάν η εκτέλεση των δραστηριοτήτων που ανατίθενται εξωτερικά είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 15

(άρθρο 13 παράγραφος 2 και άρθρο 13 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Πάροχοι υπηρεσιών εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες

1.   Επιπλέον των απαιτήσεων του άρθρου 14, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναθέτουν την επενδυτική υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ιδιωτών πελατών σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, να διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή να είναι εγγεγραμμένος στη χώρα καταγωγής του για την παροχή της υπηρεσίας αυτής και πρέπει να υπόκειται σε προληπτική εποπτεία·

β)

πρέπει να υπάρχει κατάλληλη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής της επιχείρησης επενδύσεων και της εποπτικής αρχής του παρόχου υπηρεσιών.

2.   Εάν δεν πληρούται μία ή αμφότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η επιχείρηση επενδύσεων δύναται να αναθέσει υπηρεσίες σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα μόνον εφόσον κοινοποιήσει προηγουμένως στην αρμόδια αρχή της τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης και η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί σε αυτήν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη λήψη της κοινοποίησης.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δημοσιεύουν ή απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να δημοσιεύουν την πολιτική τους όσον αφορά την εξωτερική ανάθεση βάσει της παραγράφου 2. Η πολιτική αυτή πρέπει να περιλαμβάνει παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν θα αντιτασσόταν, ή είναι πιθανό ότι δεν θα αντιτασσόταν, στην εξωτερική ανάθεση βάσει της παραγράφου 2 εάν δεν πληρούταν μία ή αμφότερες προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1. Περιλαμβάνει επίσης σαφή εξήγηση των λόγων για τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η εξωτερική ανάθεση δεν θα έθιγε την ικανότητα της επιχείρησης επενδύσεων να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 14.

4.   Τίποτα στο παρόν άρθρο δεν περιορίζει την υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 14.

5.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν κατάλογο των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών με τις οποίες έχουν συνάψει συμφωνίες συνεργασίας κατάλληλες για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1.

ΤΜΗΜΑ 3

Φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών

Άρθρο 16

(άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών

1.   Για τους σκοπούς της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των πελατών σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και κεφάλαια που τους ανήκουν, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

πρέπει να τηρούν τα απαραίτητα αρχεία και λογαριασμούς έτσι ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση να διαχωρίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό ενός πελάτη από τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου πελάτη, καθώς και από τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία·

β)

πρέπει να τηρούν τα αρχεία και τους λογαριασμούς τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ακρίβεια και ιδίως την αντιστοιχία τους με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα κεφάλαια που κατέχονται για λογαριασμό πελατών·

γ)

πρέπει να εξετάζουν τακτικά τη συμφωνία μεταξύ των εσωτερικών λογαριασμών και αρχείων τους και εκείνων τυχόν τρίτων που κατέχουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία·

δ)

πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών που έχουν κατατεθεί σε τρίτο, σύμφωνα με το άρθρο 17, μπορούν να διαχωριστούν από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην επιχείρηση επενδύσεων και από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε αυτό τον τρίτο, με τη χρήση λογαριασμών με διαφορετικές ονομασίες στα βιβλία του τρίτου ή με άλλα ισοδύναμα μέτρα με τα οποία επιτυγχάνεται το ίδιο επίπεδο προστασίας·

ε)

πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα κεφάλαια που έχουν καταθέσει οι πελάτες, σύμφωνα με το άρθρο 18, σε κεντρική τράπεζα, πιστωτικό ίδρυμα ή τράπεζα που έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα ή σε αναγνωρισμένα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων κατέχονται σε λογαριασμό ή λογαριασμούς χωριστούς από τυχόν άλλους λογαριασμούς που χρησιμοποιούνται για την κατοχή κεφαλαίων που ανήκουν στην επιχείρηση επενδύσεων·

στ)

πρέπει να θεσπίζουν κατάλληλες οργανωτικές ρυθμίσεις για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο απώλειας ή μείωσης των περιουσιακών στοιχείων πελατών ή των δικαιωμάτων σε σχέση με τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, λόγω κατάχρησης των περιουσιακών στοιχείων, απάτης, κακής διαχείρισης, ελλιπούς τήρησης αρχείου ή αμέλειας.

2.   Εάν για λόγους που σχετίζονται με την ισχύουσα νομοθεσία, περιλαμβανομένης ιδίως της νομοθεσίας σχετικά με την περιουσία ή την αφερεγγυότητα, οι ρυθμίσεις που έχουν θεσπίσει οι επιχειρήσεις επενδύσεων για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 για τη διασφάλιση των συμφερόντων των πελατών δεν επαρκούν για την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 13 παράγραφοι 7 και 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω υποχρεώσεις.

3.   Εάν το ισχύον δίκαιο της χώρας στην οποία κατέχονται τα κεφάλαια ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα των πελατών εμποδίζει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συμμορφωθούν με τα στοιχεία δ) ή ε) της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη επιβάλλουν απαιτήσεις με ισοδύναμο αποτέλεσμα όσον αφορά τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πελατών.

Άρθρο 17

(άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κατάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων πελατών

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία κατέχουν για λογαριασμό πελατών τους σε λογαριασμό ή λογαριασμούς που έχουν ανοιχτεί σε τρίτο υπό τον όρο ότι οι επιχειρήσεις ενεργούν με την απαιτούμενη επιδεξιότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή, το διορισμό και τον περιοδικό έλεγχο του τρίτου και των ρυθμίσεων για την κατοχή και φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν υπόψη την εμπειρογνωμοσύνη και τη φήμη στην αγορά του τρίτου καθώς και τυχόν νομοθετικές απαιτήσεις ή πρακτικές της αγοράς που συνδέονται με την κατοχή των χρηματοπιστωτικών μέσων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα δικαιώματα των πελατών.

2.   Εάν η φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό άλλου προσώπου υπόκειται σε ειδικές ρυθμίσεις και εποπτεία στη χώρα στην οποία η επιχείρηση επενδύσεων προτείνει να καταθέσει χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών της σε τρίτο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν καταθέτει τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα σε τρίτο στην εν λόγω χώρα ο οποίος δεν υπόκειται σε τέτοιες ρυθμίσεις και εποπτεία.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λογαριασμό πελατών σε τρίτο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα η οποία δεν ρυθμίζει κανονιστικά την κατοχή και φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό άλλου προσώπου εκτός εάν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η φύση των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των επενδυτικών υπηρεσιών που συνδέονται με αυτά απαιτεί την κατάθεσή τους σε τρίτο εγκατεστημένο σε αυτή την τρίτη χώρα·

β)

όταν τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατέχονται για λογαριασμό επαγγελματία πελάτη, ο πελάτης έχει ζητήσει γραπτώς από την επιχείρηση να τα καταθέσει σε τρίτο σε αυτή την τρίτη χώρα.

Άρθρο 18

(άρθρο 13 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κατάθεση κεφαλαίων πελατών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, μόλις λαμβάνουν κεφάλαια πελατών, να τα τοποθετούν αμέσως σε έναν ή περισσότερους λογαριασμούς που ανοίγονται σε έναν από τους ακόλουθους οργανισμούς:

α)

κεντρική τράπεζα·

β)

πιστωτικό ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2000/12/EΚ·

γ)

τράπεζα που έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα·

δ)

αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (10), όσον αφορά τις καταθέσεις, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, που κατέχονται από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) της παραγράφου 1 και του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο ε), ως «αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων» νοείται ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που έχει αδειοδοτηθεί βάσει της οδηγίας 85/611/EΟΚ, ή που υπόκειται σε εποπτεία και, κατά περίπτωση, έχει αδειοδοτηθεί από μια αρχή βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, και ο οποίος πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πρωταρχικός επενδυτικός σκοπός του πρέπει να είναι η διατήρηση της καθαρής αξίας της περιουσίας του οργανισμού, είτε σταθερά στο άρτιο (χωρίς τα κέρδη) είτε στην αξία του αρχικού κεφαλαίου των επενδυτών συν τα κέρδη·

β)

για την επίτευξη του πρωταρχικού επενδυτικού σκοπού, πρέπει να επενδύει αποκλειστικά σε υψηλής ποιότητας μέσα χρηματαγοράς με ληκτότητα ή εναπομένουσα ληκτότητα μεγαλύτερη των 397 ημερών, ή με τακτικές προσαρμογές απόδοσης συνεπείς με αυτή τη ληκτότητα, και με σταθμισμένη μέση ληκτότητα 60 ημερών. Μπορεί επίσης να επιτυγχάνει το αποτέλεσμα αυτό επενδύοντας σε παρεπόμενη βάση σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα·

γ)

πρέπει να παρέχει ρευστότητα με διακανονισμό την ίδια ή την επόμενη ημέρα.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) ένα μέσο χρηματαγοράς θεωρείται υψηλής ποιότητας εάν έχει λάβει την υψηλότερη βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας από τους οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης που το εξέτασαν. Ένα μέσο το οποίο δεν αξιολογείται από κανέναν αρμόδιο οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν θεωρείται υψηλής ποιότητας.

Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου, ένας οργανισμός πιστοληπτικής αξιολόγησης θεωρείται αρμόδιος εάν εκδίδει τακτικά και σε επαγγελματική βάση βαθμολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων και εάν είναι επιλέξιμος εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI) κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν καταθέτουν κεφάλαια πελατών σε κεντρική τράπεζα να επιδεικνύουν την απαιτούμενη επιδεξιότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή, το διορισμό και τον περιοδικό έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, της τράπεζας ή του αμοιβαίου κεφαλαίου διαχείρισης διαθεσίμων όπου τοποθετούνται τα κεφάλαια και των ρυθμίσεων για την κατοχή των εν λόγω κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ιδίως ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη την εμπειρογνωμοσύνη και τη φήμη στην αγορά των εν λόγω ιδρυμάτων και αμοιβαίων κεφαλαίων διαχείρισης διαθεσίμων προκειμένου να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων των πελατών τους, καθώς και τυχόν νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις ή πρακτικές της αγοράς που συνδέονται με την κατοχή κεφαλαίων πελατών και θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα δικαιώματα των πελατών.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πελάτες έχουν το δικαίωμα να αντιταχθούν στην τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων.

Άρθρο 19

(άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνίες για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σχετιζόμενες με χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχουν για λογαριασμό πελάτη, ή να χρησιμοποιήσουν με άλλο τρόπο τέτοια χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη της επιχείρησης, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πελάτης πρέπει να έχει δώσει προηγουμένως τη ρητή του συγκατάθεση για τη χρησιμοποίηση των μέσων με δεδομένους όρους, όπως αποδεικνύεται, στην περίπτωση ενός ιδιώτη πελάτη, από την υπογραφή του ή ισοδύναμο εναλλακτικό μηχανισμό·

β)

η χρησιμοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη πρέπει να περιορίζεται στους όρους στους οποίους συγκατατέθηκε ο πελάτης.

2.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνίες για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σχετιζόμενες με χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λογαριασμό πελάτη σε συλλογικό λογαριασμό που τηρείται από τρίτο, ή να χρησιμοποιήσουν με άλλο τρόπο για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη της επιχείρησης χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται σε τέτοιο λογαριασμό, παρά μόνον εάν πληρούται, επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κάθε πελάτης χρηματοπιστωτικά μέσα του οποίου κατέχονται από κοινού σε συλλογικό λογαριασμό πρέπει να έχει δώσει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή του σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 1·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να έχει θεσπίσει συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ότι χρησιμοποιούνται κατ' αυτό τον τρόπο μόνο χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες που έχουν δώσει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή τους σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 1·

Τα αρχεία της επιχείρησης επενδύσεων πρέπει να περιλαμβάνουν λεπτομερή στοιχεία για τον πελάτη με τις οδηγίες του οποίου χρησιμοποιήθηκαν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων χρηματοπιστωτικών μέσων κάθε πελάτη που έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η ορθή κατανομή τυχόν ζημιών.

Άρθρο 20

(άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Εκθέσεις εξωτερικών ελεγκτών

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι οι εξωτερικοί ελεγκτές τους υποβάλλουν τουλάχιστον μία φορά το χρόνο στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης έκθεση σχετικά με την καταλληλότητα των ρυθμίσεων της επιχείρησης βάσει του άρθρου 13 παράγραφοι 7 και 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του παρόντος τμήματος.

ΤΜΗΜΑ 4

Συγκρούσεις συμφερόντων

Άρθρο 21

(άρθρο 13 παράγραφος 3 και άρθρο 18 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Συγκρούσεις συμφερόντων δυνητικά επιζήμιες για τον πελάτη

Για τους σκοπούς του εντοπισμού των ειδών συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών ή συνδυασμού αυτών και των οποίων η ύπαρξη δύναται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός πελάτη, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξακριβώνουν, με βάση ορισμένα ελάχιστα κριτήρια, εάν η επιχείρηση επενδύσεων ή αρμόδιο πρόσωπο ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με την επιχείρηση με σχέση ελέγχου βρίσκεται, είτε ως αποτέλεσμα της παροχής των επενδυτικών ή των παρεπόμενων υπηρεσιών είτε με άλλο τρόπο, σε μια από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό είναι πιθανό να αποκομίσει οικονομικό κέρδος ή να αποφύγει οικονομική ζημία, σε βάρος του πελάτη·

β)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει, ως προς την έκβαση μιας υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη ή μιας συναλλαγής που πραγματοποιείται για λογαριασμό του, ένα συμφέρον που είναι διαφορετικό από το συμφέρον του πελάτη στην έκβαση αυτή·

γ)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει οικονομικό ή άλλο κίνητρο να ευνοήσει τα συμφέροντα άλλου πελάτη η ομάδας πελατών σε βάρος των συμφερόντων του πελάτη·

δ)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με τον πελάτη·

ε)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό λαμβάνει ή θα λάβει από πρόσωπο διαφορετικό από τον πελάτη αντιπαροχή σχετιζόμενη με υπηρεσία που παρέχεται στον πελάτη, υπό μορφή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών, άλλη από τη συνήθη προμήθεια ή αμοιβή για την παροχή της υπηρεσίας αυτής.

Άρθρο 22

(άρθρο 13 παράγραφος 3 και άρθρο 18 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν αποτελεσματική πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων η οποία καθορίζεται γραπτώς και είναι κατάλληλη για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.

Εάν η επιχείρηση είναι μέλος ομίλου, η πολιτική αυτή πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις τις οποίες η επιχείρηση γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει και οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της διάρθρωσης και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων μελών του ομίλου.

2.   Η πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

πρέπει να προσδιορίζει, σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από ή για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, τις περιστάσεις που συνιστούν ή μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων συνεπαγόμενη ουσιαστικό κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών·

β)

πρέπει να καθορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη διαχείριση των συγκρούσεων αυτών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες και τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες που συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ασκούν τις δραστηριότητες αυτές σε επίπεδο ανεξαρτησίας κατάλληλο για το μέγεθος και τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων και του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει και για τον ουσιαστικό χαρακτήρα του κινδύνου ζημίας των συμφερόντων πελατών.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β), οι διαδικασίες και τα μέτρα που θεσπίζονται πρέπει να περιλαμβάνουν όσα από τα ακόλουθα στοιχεία είναι απαραίτητα και κατάλληλα για να διασφαλίσει η επιχείρηση τον απαιτούμενο βαθμό ανεξαρτησίας:

α)

αποτελεσματικές διαδικασίες για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός η περισσότερων πελατών·

β)

χωριστή εποπτεία των αρμόδιων προσώπων των οποίων τα κύρια καθήκοντα περιλαμβάνουν την άσκηση δραστηριοτήτων για λογαριασμό πελατών ή την παροχή υπηρεσιών σε αυτούς, εφόσον τα συμφέροντα των εν λόγων πελατών ενδέχεται να συγκρούονται ή εφόσον οι εν λόγων πελάτες εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα, περιλαμβανομένων εκείνων της επιχείρησης, τα οποία ενδέχεται να συγκρούονται·

γ)

εξάλειψη κάθε άμεσης σύνδεσης μεταξύ της αμοιβής αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο μια δραστηριότητα, αφενός και, αφετέρου, της αμοιβής διαφορετικών αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο άλλη δραστηριότητα ή των εσόδων που δημιουργούν αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα, όταν ενδέχεται να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές·

δ)

μέτρα για την αποφυγή ή τον περιορισμό της άσκησης ανάρμοστης επιρροής στον τρόπο με τον οποίο ένα αρμόδιο πρόσωπο παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες·

ε)

μέτρα για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ταυτόχρονης ή διαδοχικής συμμετοχής ενός αρμόδιου προσώπου σε χωριστές επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή δραστηριότητες όταν η συμμετοχή αυτή ενδέχεται να αποβεί επιζήμια για την ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων.

Εάν η υιοθέτηση ή η εφαρμογή στην πράξη ενός ή περισσότερων από αυτά τα μέτρα και διαδικασίες δεν διασφαλίζει τον απαιτούμενο βαθμό ανεξαρτησίας, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να υιοθετήσουν τα εναλλακτικά ή επιπρόσθετα μέτρα και διαδικασίες τα οποία είναι απαραίτητα και κατάλληλα για το σκοπό αυτό.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η γνωστοποίηση στους πελάτες βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο και περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πελάτη, ώστε να επιτραπεί σε αυτόν να λάβει ενήμερη απόφαση για την επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 23

(άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Καταγραφή των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που προκαλούν επιζήμιες συγκρούσεις συμφερόντων

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν και να ενημερώνουν τακτικά αρχείο για κάθε επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία ή δραστηριότητα που ασκήθηκε από την επιχείρηση ή για λογαριασμό της και ως προς την οποία έχει προκύψει σύγκρουση συμφερόντων που συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών ή, στην περίπτωση συνεχιζόμενης υπηρεσίας ή δραστηριότητας, ως προς την οποία ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 24

(άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 25, ως «έρευνα στον τομέα των επενδύσεων» νοείται έρευνα ή άλλη πληροφορία που συνιστά ή συνεπάγεται, ρητά ή έμμεσα, μια επενδυτική στρατηγική σχετική με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή τιμή τέτοιων μέσων, και η οποία προορίζεται για διαύλους επικοινωνίας ή για το κοινό και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

χαρακτηρίζεται ή περιγράφεται ως έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή με παρόμοιους όρους, ή παρουσιάζεται ως αντικειμενική ή ανεξάρτητη επεξήγηση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στη σύσταση·

β)

εάν η εν λόγω σύσταση γινόταν από επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτη, δεν θα συνιστούσε παροχή επενδυτικών συμβουλών για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Μια σύσταση του είδους που εμπίπτει στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/125/ΕΚ αλλά αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα όπως αυτά ορίζονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 αντιμετωπίζεται ως διαφημιστική ανακοίνωση για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που εκδίδουν ή διαδίδουν τη σύσταση να διασφαλίσουν ότι καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για διαφημιστική ανακοίνωση.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις αυτές να διασφαλίσουν ότι μια τέτοια σύσταση περιλαμβάνει σαφή και εμφανή δήλωση (ή στην περίπτωση προφορικής σύστασης, ισοδύναμη επεξήγηση) ότι δεν καταρτίσθηκε σύμφωνα με νομικές απαιτήσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και ότι δεν υπόκειται σε καμία απαγόρευση διαπραγμάτευσης πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων.

Άρθρο 25

(άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Συμπληρωματικές οργανωτικές απαιτήσεις όταν μια επιχείρηση παράγει και διαδίδει έρευνα στον τομέα των επενδύσεων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παράγουν ή μεριμνούν για την παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που προορίζεται ή είναι πιθανό να διαδοθεί στη συνέχεια σε πελάτες της επιχείρησης ή στο κοινό, με δική τους ευθύνη ή υπό την ευθύνη άλλου μέλους του ομίλου στον οποίο ανήκουν, να διασφαλίσουν ότι εφαρμόζονται όλα τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 για τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και για τα άλλα αρμόδια πρόσωπα των οποίων τα καθήκοντα ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που καλύπτονται από την παράγραφο 1 να θεσπίσουν ρυθμίσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα δεν πρέπει να πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές ή προσωπική διαπραγμάτευση, πέραν εκείνων που διενεργούν ως ειδικοί διαπραγματευτές που ενεργούν καλόπιστα κατά την κανονική άσκηση της ειδικής διαπραγμάτευσης ή κατά την εκτέλεση αυτόκλητης εντολής πελάτη, για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου προσώπου περιλαμβανομένης της επιχείρησης επενδύσεων, σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αν γνωρίζουν το πιθανό χρονοδιάγραμμα ή περιεχόμενο αυτής της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων όταν αυτό δεν είναι διαθέσιμο στο κοινό ή σε πελάτες και δεν μπορεί να συναχθεί εύκολα από τις πληροφορίες που είναι έτσι διαθέσιμες, προτού δοθεί στους παραλήπτες της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων εύλογη δυνατότητα να ενεργήσουν βάσει αυτής·

β)

στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α), οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και οποιαδήποτε άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν πρέπει να πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων, ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αντίθετα προς τις ισχύουσες συστάσεις, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με την προηγούμενη συγκατάθεση μέλους της αρμόδιας για τα νομικά θέματα ή για τη συμμόρφωση λειτουργίας της επιχείρησης·

γ)

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν πρέπει να δέχονται αντιπαροχές από πρόσωπα που έχουν ουσιώδη συμφέροντα στο αντικείμενο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

δ)

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν πρέπει να υπόσχονται σε εκδότες ευνοϊκή κάλυψη από την έρευνα·

ε)

δεν πρέπει να επιτρέπεται στους εκδότες, στα αρμόδια πρόσωπα πλην των χρηματοοικονομικών αναλυτών και σε οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα να εξετάσουν, πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, το σχέδιο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων για να επαληθεύσουν την ακρίβεια πραγματολογικών στοιχείων που αναφέρονται σε αυτήν ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό εκτός από την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις νομικές υποχρεώσεις της επιχείρησης, εάν το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σύσταση ή τιμή-στόχο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως «συναφές χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται ένα χρηματοπιστωτικό μέσο του οποίου η τιμή επηρεάζεται άμεσα από τις μεταβολές της τιμής άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου που αποτελεί αντικείμενο έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, και το οποίο περιλαμβάνει παράγωγο αυτού του άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου.

3.   Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαδίδουν στο κοινό ή σε πελάτες έρευνα στον τομέα των επενδύσεων που παράγει άλλο πρόσωπο από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την παράγραφο 1 εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το πρόσωπο το οποίο παράγει την έρευνα δεν αποτελεί μέλος του ομίλου στον οποίο ανήκει η επιχείρηση επενδύσεων·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν τροποποιεί ουσιωδώς τις συστάσεις που γίνονται στην έρευνα στον τομέα των επενδύσεων·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν προβάλλεται ως παραγωγός της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων εξακριβώνει ότι ο παραγωγός της έρευνας υπόκειται σε απαιτήσεις ισοδύναμες προς εκείνες της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την παραγωγή της σχετικής έρευνας ή έχει καθιερώσει πολιτική επιβολής τέτοιων απαιτήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Αντιπαροχές

Άρθρο 26

(άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αντιπαροχές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θεωρείται ότι ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων ενός πελάτη εάν, στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας στον πελάτη, καταβάλλουν ή λαμβάνουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή δέχονται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος εκτός από:

α)

την αμοιβή, προμήθεια ή μη χρηματικό όφελος που καταβάλλεται ή παρέχεται στον ή από τον πελάτη ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του·

β)

την αμοιβή, προμήθεια ή μη χρηματικό όφελος που καταβάλλεται ή παρέχεται σε ή από τρίτο ή πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής, της προμήθειας ή του οφέλους ή, εάν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του, πρέπει να γνωστοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με πλήρη, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας·

ii)

η καταβολή της αμοιβής ή της προμήθειας ή η παροχή του μη χρηματικού οφέλους πρέπει να αποσκοπεί στην ενίσχυση της ποιότητας της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και να μην εμποδίζει τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της επιχείρησης να υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη της·

γ)

τις κατάλληλες αμοιβές που επιτρέπουν ή είναι αναγκαίες για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών, όπως τα έξοδα φύλαξης, τα τέλη διακανονισμού και τα χρηματιστηριακά τέλη, τα ρυθμιστικά τέλη ή τα νομικά έξοδα, και οι οποίες δεν μπορούν από τη φύση τους να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων με την υποχρέωση της επιχείρησης να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων, για τους σκοπούς του στοιχείου β) σημείο i), να γνωστοποιήσει τους βασικούς όρους των διακανονισμών που αφορούν τις αμοιβές, τις προμήθειες ή τα μη χρηματικά οφέλη με συνοπτική μορφή, υπό τον όρο ότι αναλαμβάνει τη δέσμευση να γνωστοποιήσει περαιτέρω λεπτομέρειες εφόσον το ζητήσει ο πελάτης και ότι θα τηρήσει τη δέσμευση αυτή.

ΤΜΗΜΑ 2

Παροχή πληροφοριών σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες

Άρθρο 27

(άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η πληροφόρηση για να είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητική

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίσουν ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνουν σε, ή διαδίδουν με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες πληροί τους όρους των παραγράφων 2 έως 8.

2.   Η πληροφόρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων.

Πρέπει να είναι ακριβής και ιδίως να μην δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή ένα χρηματοπιστωτικό μέσο χωρίς να παρέχει παράλληλα μια δίκαιη και εμφανή ένδειξη για κάθε σχετικό κίνδυνο.

Πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι θα γίνει κατανοητή από ένα μέσο μέλος του κοινού στο οποίο απευθύνεται ή από το οποίο είναι πιθανό να ληφθεί.

Δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις.

3.   Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σύγκριση πρέπει να έχει νόημα και να παρουσιάζεται με δίκαιο και ισόρροπο τρόπο·

β)

πρέπει να αναφέρονται οι πηγές των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση·

γ)

πρέπει να περιλαμβάνονται τα βασικά στοιχεία και παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση.

4.   Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ένδειξη αυτή δεν πρέπει να αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης·

β)

η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις κατά την αμέσως προηγούμενη πενταετία ή, εάν είναι μικρότερο των πέντε ετών, καθ' όλο το χρονικό διάστημα για το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που αποφασίζει η επιχείρηση, και σε κάθε περίπτωση οι πληροφορίες για τις επιδόσεις πρέπει να βασίζονται σε πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους·

γ)

η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια·

δ)

η πληροφόρηση πρέπει να περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν το παρελθόν και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών αποτελεσμάτων·

ε)

εάν η ένδειξη βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υφιστάμενος ή ο δυνητικός ιδιώτης πελάτης, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και να περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να αυξηθεί ή να μειωθεί ως αποτέλεσμα συναλλαγματικών διακυμάνσεων·

στ)

εάν η ένδειξη βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων επιβαρύνσεων.

5.   Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων, πρέπει να αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών που είναι ίδιοι με το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο ή αποτελούν το υποκείμενο μέσο του·

β)

όσον αφορά τις πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως γ), ε) και στ) της παραγράφου 4·

γ)

η πληροφόρηση πρέπει να περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν αξιόπιστη ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

6.   Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων·

β)

η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα·

γ)

εάν η πληροφόρηση βασίζεται στη μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων επιβαρύνσεων·

δ)

η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις αυτές δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

7.   Εάν η πληροφόρηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή ένδειξη ότι η φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τις ατομικές περιστάσεις κάθε πελάτη και ενδέχεται να υπόκειται σε μελλοντικές μεταβολές.

8.   Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα καμίας αρμόδιας αρχής με τρόπο που δείχνει ή υποδηλώνει ότι αυτή η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 28

(άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Πληροφόρηση σχετικά με την κατηγοριοποίηση των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η επιχείρηση επενδύσεων κοινοποιεί στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι προέβη στην απαιτούμενη από την οδηγία 2004/39/ΕΚ νέα κατηγοριοποίησή τους ως ιδιωτών πελατών, επαγγελματιών πελατών ή επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποίει στους πελάτες σε σταθερό μέσο κάθε δικαίωμά τους να ζητήσουν την κατάταξή τους σε άλλη κατηγορία και κάθε περιορισμό που αυτό συνεπάγεται όσον αφορά το επίπεδο προστασίας των πελατών.

3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε με αίτημα του ενδιαφερόμενου πελάτη:

α)

να αντιμετωπίζει ως επαγγελματία πελάτη ή ως ιδιώτη πελάτη έναν πελάτη που διαφορετικά θα εντασσόταν στην κατηγορία των επιλέξιμων πελατών δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

β)

να αντιμετωπίζει ως ιδιώτη πελάτη έναν πελάτη που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το τμήμα Ι του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ.

Άρθρο 29

(άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Γενικές απαιτήσεις για την πληροφόρηση των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν σε εύθετο χρόνο σε υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες είτε προτού αυτοί δεσμευθούν με συμφωνία παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών είτε πριν από την παροχή των υπηρεσιών σε αυτούς, όποιο προηγείται χρονικά, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους όρους της εν λόγω συμφωνίας·

β)

τις πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 30 σχετικά με την εν λόγω συμφωνία ή τις εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες, τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των άρθρων 30 έως 33.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στους επαγγελματίες πελάτες την πληροφόρηση που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφοι 5 και 6 σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή της σχετικής υπηρεσίας.

4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3 παρέχονται σε σταθερό μέσο ή, μέσω δικτυακού τόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο), υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

5.   Κατ' εξαίρεση από τις παραγράφους 1 και 2, στις περιπτώσεις που αναφέρονται κατωτέρω τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν την πληροφόρηση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 σε ιδιώτη πελάτη αμέσως μόλις ο πελάτης αυτός δεσμευθεί με συμφωνία παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, και την πληροφόρηση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 2 αμέσως μόλις αρχίσουν την παροχή της υπηρεσίας:

α)

η επιχείρηση δεν ήταν σε θέση να συμμορφωθεί με τους χρονικούς περιορισμούς των παραγράφων 1 και 2 διότι, κατόπιν αιτήματος του πελάτη, η συμφωνία συνάφθηκε με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως που εμποδίζει την επιχείρηση να παράσχει την πληροφόρηση που απαιτείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2·

β)

σε κάθε περίπτωση, όταν δεν ισχύει κατά τα λοιπά το άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (11), η επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου ως προς υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη ως εάν αυτός ήταν «καταναλωτής» και η επιχείρηση επενδύσεων «προμηθευτής» κατά την έννοια της υπόψη οδηγίας.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν σε εύθετο χρόνο στους πελάτες κάθε σημαντική μεταβολή στις πληροφορίες που παρέχονται βάσει των άρθρων 30 έως 33 και αφορούν μια υπηρεσία που η επιχείρηση παρέχει σε αυτούς. Η γνωστοποίηση γίνεται σε σταθερό μέσο εάν η πληροφόρηση την οποία αφορά παρέχεται σε σταθερό μέσο.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίσουν ότι η πληροφόρηση που περιλαμβάνεται σε μια διαφημιστική ανακοίνωση είναι συνεπής με τις άλλες πληροφορίες που η επιχείρηση παρέχει σε πελάτες στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια διαφημιστική ανακοίνωση περιλαμβάνει προσφορά ή πρόσκληση της μορφής που αναφέρεται κατωτέρω και προσδιορίζει τον τρόπο απάντησης ή περιλαμβάνει έντυπο με το οποίο μπορεί να δοθεί απάντηση, περιλαμβάνει, από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 30 έως 33, εκείνες που σχετίζονται με την εν λόγω προσφορά ή πρόσκληση:

α)

προσφορά σύναψης σύμβασης σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία με οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση·

β)

πρόσκληση σε οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση να κάνει μια προσφορά για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εφόσον, προκειμένου να απαντήσει σε μια προσφορά ή πρόσκληση περιλαμβανόμενη στη διαφημιστική ανακοίνωση, ο δυνητικός ιδιώτης πελάτης πρέπει να αναφερθεί σε άλλο έγγραφο ή έγγραφα, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό περιλαμβάνουν τις σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 30

(άρθρο 19 παράγραφος 3 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Πληροφόρηση υφιστάμενων και δυνητικών ιδιωτών πελατών σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν σε υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες τις ακόλουθες γενικές πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α)

επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης επενδύσεων και λεπτομερείς πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι πελάτες μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά με την επιχείρηση·

β)

γλώσσες στις οποίες ο πελάτης μπορεί να επικοινωνεί με την επιχείρηση επενδύσεων και να λαμβάνει έγγραφα ή άλλες πληροφορίες από αυτήν·

γ)

μέθοδοι επικοινωνίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των μεθόδων επικοινωνίας για την αποστολή και τη λήψη εντολών·

δ)

δήλωση που πιστοποιεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και όνομα και διεύθυνση επαφών της αρμόδιας αρχής που την χορήγησε·

ε)

εάν η επιχείρηση ενεργεί μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου, δήλωση περί αυτού στην οποία προσδιορίζεται το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο αντιπρόσωπος·

στ)

φύση, συχνότητα και χρόνος υποβολής των εκθέσεων σχετικά με τις επιδόσεις της υπηρεσίας που η επιχείρηση επενδύσεων θα παρέχει στον πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/39/EΚ·

ζ)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη, συνοπτική περιγραφή των μέτρων που λαμβάνει για να διασφαλίσει την προστασία τους, καθώς και συνοπτικά στοιχεία σχετικά με κάθε καθεστώς προστασίας επενδυτών ή εγγύησης καταθέσεων στο οποίο υπόκειται η επιχείρηση επενδύσεων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σε ένα κράτος μέλος·

η)

περιγραφή, η οποία μπορεί να παρασχεθεί σε συνοπτική μορφή, της πολιτικής που εφαρμόζει η επιχείρηση επενδύσεων όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 22·

θ)

οποτεδήποτε το ζητήσει ο πελάτης, πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με την εν λόγω πολιτική για τις συγκρούσεις συμφερόντων, σε σταθερό μέσο ή μέσω δικτυακού τόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν κατάλληλη μέθοδο αξιολόγησης και σύγκρισης, για παράδειγμα έναν κατάλληλο δείκτη αναφοράς βασιζόμενο στους επενδυτικούς στόχους του πελάτη και τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό του, ούτως ώστε να επιτραπεί σε αυτόν να αξιολογήσει τις επιδόσεις της επιχείρησης.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν αυτές προτείνουν την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη, να παρέχουν σε αυτόν, επιπλέον των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1, και τις ακόλουθες πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α)

πληροφορίες όσον αφορά τη μέθοδο και τη συχνότητα αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

β)

κατά περίπτωση, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με κάθε μεταβίβαση της ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου για το σύνολο ή για μέρος των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

γ)

προσδιορισμός των ενδεχόμενων δεικτών αναφοράς με τους οποίους θα συγκριθούν οι επιδόσεις του χαρτοφυλακίου του πελάτη·

δ)

είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη και είδη συναλλαγών που μπορούν να διενεργηθούν σε αυτά τα μέσα, περιλαμβανόμενων των ενδεχόμενων σχετικών περιορισμών·

ε)

διαχειριστικοί στόχοι, επίπεδο κινδύνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και κάθε ειδικός περιορισμός στη διακριτική αυτή ευχέρεια.

Άρθρο 31

(άρθρο 19 παράγραφος 3 δεύτερη περίπτωση της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων των χρηματοπιστωτικών μέσων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη. Η περιγραφή αυτή πρέπει να εξηγεί τη φύση του σχετικού είδους χρηματοπιστωτικού μέσου και τους ειδικούς κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει ενημερωμένες επενδυτικές αποφάσεις.

2.   Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και με την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

κίνδυνοι που σχετίζονται με τα χρηματοπιστωτικά μέσα του είδους αυτού, με εξήγηση της μόχλευσης που παρέχουν και των αποτελεσμάτων της, καθώς και του κινδύνου απώλειας του συνόλου της επένδυσης·

β)

μεταβλητότητα της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων και τυχόν περιορισμοί στη διαθέσιμη αγορά για αυτά τα μέσα·

γ)

το γεγονός ότι ο επενδυτής ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών στα μέσα αυτά, χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν ενδεχόμενες οφειλές·

δ)

κάθε απαίτηση περιθωρίου ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που εφαρμόζεται στα εν λόγω μέσα.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προσδιορίσουν επακριβώς τους όρους ή το περιεχόμενο της περιγραφής των κινδύνων που απαιτείται βάσει της παρούσας παραγράφου.

3.   Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο τρέχουσας προσφοράς στο κοινό στο πλαίσιο της οποίας έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ, η εν λόγω επιχείρηση ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη σχετικά με τις λεπτομέρειες διάθεσης του ενημερωτικού δελτίου στο κοινό.

4.   Όταν οι κίνδυνοι που συνδέονται με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελούμενο από δύο ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες είναι πιθανό να είναι μεγαλύτεροι από τους κινδύνους που συνδέονται με οποιαδήποτε από τις συνιστώσες του, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει κατάλληλη περιγραφή των συνιστωσών του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους αυξάνει τους κινδύνους.

5.   Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων που ενσωματώνουν εγγύηση τρίτου, οι πληροφορίες σχετικά με την εγγύηση περιλαμβάνουν επαρκείς λεπτομέρειες τόσο όσον αφορά τον εγγυητή όσο και την εγγύηση προκειμένου να δοθεί στον υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη η δυνατότητα να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης.

Άρθρο 32

(άρθρο 19 παράγραφος 3 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Απαιτήσεις πληροφόρησης σχετικά με τη φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια ιδιωτών πελατών, παρέχουν στους σχετικούς υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες την πληροφόρηση που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 7, κατά περίπτωση.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη εάν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαιά τους μπορούν να κατέχονται από τρίτο για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και για την ευθύνη που έχει η επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για τυχόν πράξεις ή παραλείψεις αυτού του τρίτου και για τις συνέπειες για τον πελάτη από ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του τρίτου.

3.   Εάν η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων υφιστάμενου ή δυνητικού ιδιώτη πελάτη από τρίτο σε συλλογικό λογαριασμό, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει σχετικά τον πελάτη και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη εάν δεν είναι δυνατό βάσει της εθνικής νομοθεσίας να διαχωριστούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη που κατέχονται σε τρίτο από τα ιδιόκτητα χρηματοπιστωτικά μέσα αυτού του τρίτου ή της επιχείρησης επενδύσεων και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη εάν οι λογαριασμοί στους οποίους τηρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια αυτού του πελάτη υπάγονται ή μπορούν να υπαχθούν σε νομοθεσία ή δικαιοδοσία άλλη από εκείνη ενός κράτους μέλους και αναφέρει ότι τα δικαιώματα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια μπορούν να διαφέρουν ανάλογα.

6.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με την ύπαρξη και τους όρους κάθε εμπράγματου δικαιώματος ή ασφάλειας που η επιχείρηση έχει ή θα μπορούσε να έχει επί των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του, ή σχετικά με τυχόν δικαίωμα συμψηφισμού που έχει σε σχέση με τα εν λόγω μέσα ή κεφάλαια. Κατά περίπτωση, ενημερώνει επίσης τον πελάτη για το γεγονός ότι ένας θεματοφύλακας μπορεί να έχει εμπράγματο δικαίωμα, ασφάλεια ή δικαίωμα συμψηφισμού επί ή σε σχέση με αυτά τα μέσα ή κεφάλαια.

7.   Η επιχείρηση επενδύσεων, προτού συνάψει συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων για χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχει εξ ονόματος ιδιώτη πελάτη ή προτού χρησιμοποιήσει με άλλο τρόπο αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη, παρέχει στον εν λόγω ιδιώτη πελάτη σε σταθερό μέσο και σε εύθετο χρόνο προτού χρησιμοποιηθούν τα μέσα αυτά σαφείς, πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες της όσον αφορά τη χρησιμοποίηση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένων των όρων επιστροφής τους, καθώς και για τους σχετικούς κινδύνους.

Άρθρο 33

(άρθρο 19 παράγραφος 3 τέταρτη περίπτωση της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Πληροφορίες σχετικά με τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στους υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες πελάτες πληροφορίες σχετικά με τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση τα ακόλουθα:

α)

συνολική τιμή που θα καταβληθεί από τον πελάτη σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή την επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία, περιλαμβανομένων όλων των συναφών αμοιβών, προμηθειών, εξόδων και δαπανών, καθώς και όλων των φόρων που θα καταβληθούν με διαμεσολάβηση της επιχείρησης επενδύσεων ή, εάν δεν είναι δυνατόν να αναφερθεί η ακριβής τιμή, η βάση υπολογισμού της συνολικής τιμής ούτως ώστε να είναι σε θέση ο πελάτης να την ελέγξει·

β)

όταν ένα μέρος της συνολικής τιμής που αναφέρεται στο στοιχείο α) πρέπει να καταβληθεί σε ξένο νόμισμα ή αντιπροσωπεύει ποσό εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, ένδειξη του σχετικού νομίσματος και ισχύουσες ισοτιμίες και κόστη μετατροπής·

γ)

προειδοποίηση ότι ενδέχεται να προκύψουν για τον πελάτη και άλλα κόστη, περιλαμβανομένων και φόρων, σε σχέση με τις συναλλαγές στο χρηματοπιστωτικό μέσο ή με την επενδυτική υπηρεσία, που δεν καταβάλλονται μέσω της επιχείρησης επενδύσεων ούτε επιβάλλονται από αυτήν·

δ)

τρόπος καταβολής ή άλλες διατυπώσεις.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), οι προμήθειες που χρεώνει η επιχείρηση αναφέρονται χωριστά σε κάθε περίπτωση.

Άρθρο 34

(άρθρο 19 παράγραφος 3 δεύτερη και τέταρτη περίπτωση της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Πληροφόρηση βάσει της οδηγίας 85/611/EΟΚ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι για μερίδια οργανισμού συλλογικών επενδύσεων που εμπίπτει στις διατάξεις της οδηγίας 85/611/EΟΚ, η έκδοση απλουστευμένου ενημερωτικού δελτίου σύμφωνου με το άρθρο 28 της εν λόγω οδηγίας θεωρείται κατάλληλη πληροφόρηση για τους σκοπούς της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι για μερίδια οργανισμού συλλογικών επενδύσεων που εμπίπτει στις διατάξεις της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, η έκδοση απλουστευμένου ενημερωτικού δελτίου σύμφωνου με το άρθρο 28 της εν λόγω οδηγίας θεωρείται κατάλληλη πληροφόρηση για τους σκοπούς της τέταρτης περίπτωσης του άρθρου 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ όσον αφορά τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που σχετίζονται με τον ίδιο τον ΟΣΕΚΑ, περιλαμβανομένων των προμηθειών εξόδου και εισόδου.

ΤΜΗΜΑ 3

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

Άρθρο 35

(άρθρο 19 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αξιολόγηση της καταλληλότητας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν από τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τις πληροφορίες που τους είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσουν τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσουν εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης υπηρεσίας, ότι η συναλλαγή που συνιστάται ή διενεργείται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πληροί τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη·

β)

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να μπορεί να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους·

γ)

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται η συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.

2.   Επιτρέπεται σε μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτική υπηρεσία σε επαγγελματία πελάτη να θεωρήσει ότι για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία αυτή, ο πελάτης διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσεων για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ).

Όταν η επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε επαγγελματία πελάτη υπαγόμενο στις διατάξεις του τμήματος 1 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ, επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) ότι ο πελάτης είναι ικανός από οικονομική άποψη να αναλάβει κάθε σχετικό επενδυτικό κίνδυνο που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους.

3.   Στις πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την πηγή και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, τις επενδύσεις και τα ακίνητά του, καθώς και σχετικά με τις τακτικές χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις.

4.   Στις πληροφορίες σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διακρατήσει την επένδυση, τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, το προφίλ κινδύνου του και τους σκοπούς της επένδυσης.

5.   Όταν, κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η επιχείρηση δεν συνιστά επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα στο σχετικό υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη.

Άρθρο 36

(άρθρο 19 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Αξιολόγηση της συμβατότητας

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν αξιολογούν αν μια από επενδυτική υπηρεσία είναι, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, κατάλληλη για έναν πελάτη, να προσδιορίζουν αν ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με το προσφερόμενο ή ζητούμενο επενδυτικό προϊόν ή υπηρεσία.

Για τους σκοπούς αυτούς, επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει ότι ένας επαγγελματίας πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές ή τα είδη συναλλαγών ή προϊόντων για τα οποία ο πελάτης έχει κατηγοριοποιηθεί ως επαγγελματίας.

Άρθρο 37

(άρθρο 19 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κοινές διατάξεις για την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη στον τομέα των επενδύσεων περιλαμβάνουν τα στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τη φύση του πελάτη, το χαρακτήρα και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί και το προβλεπόμενο είδος προϊόντος ή συναλλαγής, περιλαμβανομένης της πολυπλοκότητάς τους και των κινδύνων που συνεπάγονται:

α)

είδη υπηρεσιών, συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης·

β)

φύση, όγκος και συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και περίοδος εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν·

γ)

το εκπαιδευτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων δεν ενθαρρύνει έναν υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη να μην παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για τους σκοπούς του άρθρου 19 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

3.   Επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν υφιστάμενοι ή δυνητικοί πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι αυτές είναι προφανώς παρωχημένες, ανακριβείς ή ελλιπείς.

Άρθρο 38

(άρθρο 19 παράγραφος 6 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 2004/39/EΚ)

Παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα

Χρηματοπιστωτικό μέσο μη προσδιοριζόμενο στο άρθρο 19 παράγραφος 6 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 2004/39/EΚ θεωρείται μη πολύπλοκο εφόσον πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

δεν εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) ή στα σημεία 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/EΚ·

β)

υπάρχουν συχνές ευκαιρίες εκχώρησης, εξόφλησης ή με άλλο τρόπο ρευστοποίησής του, σε τιμές που είναι δημόσια διαθέσιμες στους συμμετέχοντες στην αγορά και αποτελούν είτε τιμές της αγοράς είτε τιμές που διατίθενται ή επικυρώνονται από συστήματα αποτίμησης μη εξαρτώμενα από τον εκδότη·

γ)

δεν συνεπάγεται για τον πελάτη καμία πραγματική ή δυνητική υποχρέωση υπερβαίνουσα το κόστος απόκτησης του μέσου·

δ)

διατίθενται στο κοινό επαρκώς κατανοητές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του και είναι πιθανό ότι αυτές είναι εύκολα κατανοητές, ώστε να παρέχεται στο μέσο ιδιώτη πελάτη η δυνατότητα να λάβει ενημερωμένη απόφαση να διενεργήσει ή όχι μια συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 39

(άρθρο 19 παράγραφος 1 και άρθρο 19 παράγραφος 7 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Συμφωνία με ιδιώτες πελάτες

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτική υπηρεσία, άλλη από την επενδυτική συμβουλή, σε νέο ιδιώτη πελάτη για πρώτη φορά μετά την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να συνάπτει, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, γραπτή βασική συμφωνία με τον πελάτη η οποία να καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης και του πελάτη.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών στη συμφωνία αυτή μπορούν να ενσωματώνονται, με μορφή παραπομπής, σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

ΤΜΗΜΑ 4

Γνωστοποιήσεις στους πελάτες

Άρθρο 40

(άρθρο 19 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Απαιτήσεις γνωστοποίησης όσον αφορά την εκτέλεση εντολών εκτός του πλαισίου διαχείρισης χαρτοφυλακίου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκτελούν εντολή εκτός του πλαισίου διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό πελάτη, προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες σε σχέση με την εντολή αυτή:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να παρέχει αμέσως στον πελάτη και σε σταθερό μέσο τις βασικές πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση της εντολής·

β)

στην περίπτωση ιδιώτη πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να του απευθύνει σε σταθερό μέσο ειδοποίηση που επιβεβαιώνει την εκτέλεση της εντολής, το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που της αποστέλλει ο τρίτος.

Το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται όταν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με την επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί άμεσα στον ιδιώτη πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Τα στοιχεία α) και β) δεν εφαρμόζονται όταν οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό των πελατών αφορούν ομόλογα για τη χρηματοδότηση συμφωνιών ενυπόθηκων δανείων με τους εν λόγω πελάτες· στην περίπτωση αυτή η συναλλαγή γνωστοποιείται ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των όρων του ενυπόθηκου δανείου, αλλά όχι αργότερα από ένα μήνα μετά την εκτέλεση της σχετικής εντολής.

2.   Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στον πελάτη, εφόσον το ζητήσει, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της εντολής του.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στην περίπτωση εντολών ιδιωτών πελατών οι οποίες αφορούν μερίδια ή μετοχές σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων και εκτελούνται περιοδικά, ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων είτε ενεργούν σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 1 ή παρέχουν στον ιδιώτη πελάτη, τουλάχιστον κάθε έξι μήνες, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 για τις σχετικές συναλλαγές.

4.   Η ειδοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει από τις πληροφορίες που απαριθμούνται κατωτέρω εκείνες που είναι κατάλληλες, σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τον πίνακα 1 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006:

α)

το στοιχείο αναγνώρισης της γνωστοποιούσας επιχείρησης επενδύσεων·

β)

το όνομα ή άλλο χαρακτηρισμό του πελάτη·

γ)

την ημέρα διαπραγμάτευσης·

δ)

το χρόνο διαπραγμάτευσης·

ε)

το είδος της εντολής·

στ)

το στοιχείο αναγνώρισης του τόπου εκτέλεσης·

ζ)

το στοιχείο αναγνώρισης του χρηματοπιστωτικού μέσου·

η)

την ένδειξη αγοράς/πώλησης·

θ)

τη φύση της εντολής αν δεν είναι αγορά ή πώληση·

ι)

την ποσότητα·

ια)

την τιμή ανά μονάδα·

ιβ)

το συνολικό τίμημα·

ιγ)

το συνολικό ποσό των προμηθειών και εξόδων που χρεώθηκαν και, εφόσον το ζητήσει ο ιδιώτης πελάτης, την κατανομή τους ανά θέση·

ιδ)

τις ευθύνες του πελάτη όσον αφορά το διακανονισμό της συναλλαγής, περιλαμβανομένης της προθεσμίας πληρωμής ή παράδοσης, καθώς και τα κατάλληλα στοιχεία λογαριασμού, εάν τα εν λόγω στοιχεία και ευθύνες δεν γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως στον πελάτη·

ιε)

εάν ο αντισυμβαλλόμενος του πελάτη ήταν η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων ή οποιοδήποτε πρόσωπο στον όμιλο της επιχείρησης επενδύσεων ή άλλος πελάτης της επιχείρησης επενδύσεων, το γεγονός ότι αυτό συνέβη, εκτός εάν η εντολή εκτελέσθηκε μέσω συστήματος διαπραγμάτευσης που διευκολύνει την ανώνυμη διαπραγμάτευση.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ια), εάν η εντολή εκτελείται τμηματικά, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να επιλέξει να παράσχει στον πελάτη πληροφορίες είτε για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα της εκτέλεσης είτε για τη μέση τιμή. Όταν παρέχει τη μέση τιμή, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον ιδιώτη πελάτη, μετά από αίτημά του, πληροφορίες για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων δύναται να παράσχει στον πελάτη τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 χρησιμοποιώντας τυποποιημένους κωδικούς εφόσον παρέχει επεξήγηση των κωδικών αυτών.

Άρθρο 41

(άρθρο 19 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Απαιτήσεις γνωστοποίησης σχετικά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου να παρέχουν σε σταθερό μέσο σε κάθε πελάτη στον οποίο παρέχουν την υπηρεσία αυτή περιοδικές καταστάσεις των δραστηριοτήτων διαχείρισης χαρτοφυλακίου που εκτελέστηκαν για λογαριασμό του, εκτός αν οι καταστάσεις αυτές παρέχονται από άλλο πρόσωπο.

2.   Στην περίπτωση ιδιωτών πελατών, η περιοδική κατάσταση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

το όνομα ή άλλο χαρακτηρισμό του λογαριασμού του ιδιώτη πελάτη·

γ)

κατάσταση του περιεχομένου και της αποτίμησης του χαρτοφυλακίου, καθώς και λεπτομέρειες για κάθε διακρατούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αξία του στην αγορά ή την εύλογη αξία του εάν η αξία του στην αγορά δεν είναι διαθέσιμη και το υπόλοιπο μετρητών στην αρχή και στο τέλος της περιόδου αναφοράς, καθώς και την απόδοση του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής·

δ)

το συνολικό ποσό των αμοιβών και προμηθειών που χρεώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, αναφέροντας χωριστά τουλάχιστον το σύνολο των αμοιβών διαχείρισης και το σύνολο των εξόδων που συνδέονται με την εκτέλεση, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, δήλωσης ότι κατόπιν αιτήματος θα παρασχεθεί λεπτομερέστερη ανάλυση των στοιχείων αυτών·

ε)

σύγκριση της απόδοσης κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση με το δείκτη επενδυτικής απόδοσης αναφοράς που (τυχόν) συμφωνήθηκε μεταξύ επιχείρησης επενδύσεων και πελάτη·

στ)

το συνολικό ποσό των συνδεόμενων με το χαρτοφυλάκιο του πελάτη μερισμάτων, τόκων και άλλων πληρωμών που λήφθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με άλλες εταιρικές πράξεις που παρέχουν δικαιώματα σχετιζόμενα με χρηματοπιστωτικά μέσα που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο·

η)

για κάθε συναλλαγή που εκτελέσθηκε κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 4 στοιχεία γ) έως ιβ), κατά περίπτωση, εκτός εάν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, οπότε εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Στην περίπτωση ιδιωτών πελατών, η περιοδική κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχεται σε εξαμηνιαία βάση εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εφόσον το ζητήσει ο πελάτης, η περιοδική κατάσταση παρέχεται ανά τρίμηνο·

β)

στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 4, η περιοδική κατάσταση πρέπει να παρέχεται τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο·

γ)

εάν η συμφωνία που έχει συνάψει η επιχείρηση επενδύσεων με ιδιώτη πελάτη για την παροχή υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου επιτρέπει τη διαχείριση με μόχλευση, η περιοδική κατάσταση αποστέλλεται τουλάχιστον μία φορά το μήνα.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τους ιδιώτες πελάτες ότι δικαιούνται να ζητήσουν την εφαρμογή του στοιχείου α).

Ωστόσο, η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο β) δεν ισχύει στην περίπτωση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα υπαγόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχείο γ) ή ενός των σημείων 4 έως 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/EΚ.

4.   Όταν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν σε σταθερό μέσο στον πελάτη, αμέσως μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής από τον διαχειριστή χαρτοφυλακίου, τις βασικές πληροφορίες για τη σχετική συναλλαγή.

Όταν πρόκειται για ιδιώτη πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να του αποστέλλει ειδοποίηση που επιβεβαιώνει τη συναλλαγή και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 4, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση της συναλλαγής ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που αποστέλλει ο τρίτος.

Το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται εάν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με μια επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί αμέσως στον ιδιώτη πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Άρθρο 42

(άρθρο 19 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Πρόσθετες απαιτήσεις γνωστοποίησης για τις συναλλαγές διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή για συναλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη υποχρέωση

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαχειρίζονται χαρτοφυλάκια ιδιωτών πελατών ή τηρούν λογαριασμούς ιδιωτών πελατών που περιλαμβάνουν ακάλυπτη ανοικτή θέση σε συναλλαγή που μπορεί να δημιουργήσει ενδεχόμενη υποχρέωση, γνωστοποιούν επίσης στον ιδιώτη πελάτη κάθε ζημία που υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο όριο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη, το αργότερο στο τέλος της εργάσιμης ημέρας κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα, στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 43

(άρθρο 19 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Καταστάσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών να αποστέλλουν, σε σταθερό μέσο και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, σε κάθε πελάτη του οποίου κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα και κεφάλαια, κατάσταση αυτών των μέσων και κεφαλαίων, εκτός εάν μια τέτοια κατάσταση έχει ήδη παρασχεθεί σε άλλη περιοδική κατάσταση.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, όσον αφορά τις καταθέσεις, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά.

2.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

λεπτομερή στοιχεία για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια που κατέχει η επιχείρηση επενδύσεων για λογαριασμό του πελάτη στο τέλος της περιόδου που καλύπτει η κατάσταση·

β)

το βαθμό στον οποίο χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη απετέλεσαν αντικείμενο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων·

γ)

κάθε όφελος για τον πελάτη ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε οποιαδήποτε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων και τη βάση επί της οποίας έχει υπολογισθεί το όφελος αυτό.

Σε περιπτώσεις στις οποίες το χαρτοφυλάκιο ενός πελάτη περιλαμβάνει τα έσοδα από μια ή περισσότερες μη διακανονισθείσες συναλλαγές, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) μπορούν να βασίζονται είτε στην ημερομηνία της διαπραγμάτευσης είτε στην ημερομηνία διακανονισμού, υπό τον όρο ότι η ίδια βάση εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην κατάσταση.

3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια και παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε έναν πελάτη, να περιλαμβάνουν την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη στην περιοδική κατάσταση που παρέχουν στον ίδιο πελάτη δυνάμει του άρθρου 41 παράγραφος 1.

ΤΜΗΜΑ 5

Βέλτιστη εκτέλεση

Άρθρο 44

(άρθρο 21 παράγραφος 1 και άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για τον προσδιορισμό της σχετικής σπουδαιότητας των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/EΚ:

α)

χαρακτηριστικά του πελάτη, περιλαμβανομένης της κατηγοριοποίησής του ως ιδιώτη πελάτη ή ως επαγγελματία πελάτη·

β)

χαρακτηριστικά της εντολής του πελάτη·

γ)

χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο της εντολής·

δ)

χαρακτηριστικά των τόπων εκτέλεσης προς τους οποίους μπορεί να δρομολογηθεί η εντολή.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 46, ως «τόπος εκτέλεσης» νοείται μια ρυθμιζόμενη αγορά, ένας ΠΜΔ, ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής ή ένας ειδικός διαπραγματευτής ή άλλος πάροχος ρευστότητας ή μια οντότητα που επιτελεί σε τρίτη χώρα λειτουργία όμοια με τις λειτουργίες οποιουδήποτε από τους προηγούμενους.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη, στο μέτρο που εκτελεί μια εντολή ή μια ειδική πτυχή μιας εντολής ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη που αφορούν την εντολή ή την ειδική πτυχή της.

3.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται σε όρους συνολικού τιμήματος, το οποίο αντιπροσωπεύει την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και τα κόστη που συνδέονται με την εκτέλεση, τα οποία περιλαμβάνουν όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, όπως ιδίως τα τέλη που εισπράττει ο τόπος εκτέλεσης, τα τέλη εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλες οι λοιπές αμοιβές που καταβάλλονται στους τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.

Για τους σκοπούς της βέλτιστης εκτέλεσης, όταν υπάρχουν περισσότεροι του ενός τόποι εκτέλεσης που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εκτέλεση μιας εντολής που αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο, προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα για τον πελάτη που θα επιτυγχάνονταν με την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους τόπους εκτέλεσης που λαμβάνονται υπόψη στην πολιτική της επιχείρησης για την εκτέλεση της εντολής και μπορούν να εκτελέσουν τη σχετική εντολή, στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισπράττει η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων και τα κόστη που βαρύνουν τον πελάτη για την εκτέλεση της εντολής σε καθέναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να μη διαρθρώνουν ή να χρεώνουν τις προμήθειές τους κατά τρόπο που εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ τόπων εκτέλεσης.

5.   Η Επιτροπή θα υποβάλει, πριν από την 1η Νοεμβρίου 2008, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη διαθεσιμότητα, την συγκρισιμότητα και την ενοποίηση των πληροφοριών σχετικά με την ποιότητα εκτέλεσης στους διάφορους τόπους εκτέλεσης.

Άρθρο 45

(άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου και λήψης και διαβίβασης εντολών να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, να συμμορφώνονται με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/EΚ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά την αποστολή σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση εντολών που απορρέουν από αποφάσεις της επιχείρησης επενδύσεων να προβεί σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό του πελάτη της.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών λήψης και διαβίβασης εντολών, να συμμορφώνονται με το άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/EΚ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά τη διαβίβαση εντολών πελατών σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, προκειμένου να συμμορφωθούν με τις παραγράφους 1 ή 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 6.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η σχετική σημασία αυτών των παραγόντων προσδιορίζεται κατ' αναφορά προς τα κριτήρια που άρθρου 44 παράγραφος 1 και, για ιδιώτες πελάτες, τις απαιτήσεις του άρθρου 44 παράγραφος 3.

Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της παραγράφου 1 ή 2 και δεν οφείλει να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο στο μέτρο που ακολουθεί ειδικές οδηγίες του πελάτη της κατά την αποστολή ή τη διαβίβαση μιας εντολής σε άλλη οντότητα προς εκτέλεση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική που τους επιτρέπει να συμμορφώνονται με την υποχρέωση της παραγράφου 4. Η πολιτική αυτή προσδιορίζει, για κάθε κατηγορία μέσων, τις οντότητες στις οποίες αποστέλλονται οι εντολές ή στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει εντολές προς εκτέλεση. Οι οντότητες που προσδιορίζονται με τον τρόπο αυτό πρέπει να διαθέτουν ρυθμίσεις εκτέλεσης που επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που υπέχει βάσει του παρόντος άρθρου όταν αποστέλλει ή διαβιβάζει εντολές σε αυτή την οντότητα προς εκτέλεση.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες τους κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που θεσπίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα της πολιτικής που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και ιδίως την ποιότητα εκτέλεσης των οντοτήτων που προσδιορίζονται σε αυτή την πολιτική και, κατά περίπτωση, διορθώνουν τυχόν αδυναμίες.

Επιπλέον, οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν την πολιτική τους κάθε χρόνο. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να συνεχίσει να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της.

7.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή/και λήψης και διαβίβασης εντολών εκτελεί επίσης τις ληφθείσες εντολές ή τις αποφάσεις για διαπραγμάτευση για λογαριασμό των χαρτοφυλακίων των πελατών της. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 21 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Άρθρο 46

(άρθρο 21 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Πολιτική εκτέλεσης εντολών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν κάθε χρόνο την πολιτική εκτέλεσης εντολών την οποία εφαρμόζουν σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ, καθώς και τις ρυθμίσεις τους σχετικά με την εκτέλεση εντολών.

Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να συνεχίσει να επιτυγχάνει κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών της το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε συνεχή βάση χρησιμοποιώντας τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική της για την εκτέλεση εντολών.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους ιδιώτες πελάτες τις ακόλουθες λεπτομέρειες όσον αφορά την πολιτική εκτέλεσης που εφαρμόζει, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή της υπηρεσίας:

α)

σχετική σημασία που αποδίδει η επιχείρηση επενδύσεων, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 44 παράγραφος 1, στους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ή μέθοδος με την οποία η επιχείρηση προσδιορίζει τη σχετική σημασία των παραγόντων αυτών·

β)

κατάλογος των τόπων εκτέλεσης στους οποίους η επιχείρηση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνει σε σταθερή βάση το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών·

γ)

σαφή και εμφανή προειδοποίηση ότι τυχόν ειδικές οδηγίες πελατών ενδέχεται να την εμποδίσουν να λάβει τα μέτρα που έχει σχεδιάσει και συμπεριλάβει στην πολιτική εκτέλεσης προκειμένου να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση αυτών των εντολών, ως προς τα στοιχεία που καλύπτονται από τις εν λόγω οδηγίες.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε σταθερό μέσο ή μέσω δικτυακού τόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 6

Εκτέλεση των εντολών πελατών

Άρθρο 47

(άρθρο 22 παράγραφος 1 και άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Γενικές αρχές

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών:

α)

πρέπει να διασφαλίζουν ότι όλες οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό πελατών καταχωρίζονται και επιμερίζονται αμέσως·

β)

πρέπει να εκτελούν κατά τα άλλα συγκρίσιμες εντολές πελατών με τη σειρά που αυτές λαμβάνονται και αμέσως, εκτός εάν τα χαρακτηριστικά της εντολής ή οι συνθήκες της αγοράς δεν το επιτρέπουν, ή εάν τα συμφέροντα του πελάτη απαιτούν διαφορετικό χειρισμό·

γ)

πρέπει να ενημερώνουν τον ιδιώτη πελάτη σχετικά με κάθε ουσιώδη δυσχέρεια που μπορεί να επηρεάσει την καλή εκτέλεση των εντολών, αμέσως μόλις λάβουν γνώση της δυσχέρειας αυτής.

2.   Εάν ευθύνεται για την εποπτεία ή την οργάνωση του διακανονισμού μιας εκτελεσθείσας εντολής, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών που λαμβάνονται για το διακανονισμό της εκτελεσθείσας εντολής παραδίδονται αμέσως και σωστά στο λογαριασμό του κατάλληλου πελάτη.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων δεν κάνει κατάχρηση των πληροφοριών που αφορούν εκκρεμείς εντολές πελατών και λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών αυτών από οποιοδήποτε από τα αρμόδια πρόσωπά της.

Άρθρο 48

(άρθρο 22 παράγραφος 1 και άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ομαδοποίηση και επιμερισμός εντολών

1.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να εκτελούν μια εντολή πελάτη ή μια συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό ομαδοποιώντας την με εντολή άλλου πελάτη εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πρέπει να μην είναι πιθανό ότι η ομαδοποίηση των εντολών και των συναλλαγών θα αποβεί συνολικά σε βάρος οποιουδήποτε από τους πελάτες των οποίων η εντολή θα ομαδοποιηθεί·

β)

πρέπει να γνωστοποιείται σε κάθε πελάτη του οποίου η εντολή θα ομαδοποιηθεί ότι το αποτέλεσμα της ομαδοποίησης ενδέχεται να είναι σε βάρος του σε σχέση με μια δεδομένη εντολή·

γ)

πρέπει να θεσπίζεται και να εφαρμόζεται αποτελεσματικά μια πολιτική που καθορίζει με επαρκώς σαφείς όρους τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται ο δίκαιος επιμερισμός των ομαδοποιημένων εντολών και συναλλαγών, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ο όγκος και η τιμή των εντολών επηρεάζει τον επιμερισμό και την αντιμετώπιση των μερικών εκτελέσεων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν η επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί μια εντολή με μία ή περισσότερες άλλες εντολές πελατών και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, επιμερίζει στη συνέχεια τις σχετικές συναλλαγές σύμφωνα με την πολιτική της για τον επιμερισμό των εντολών.

Άρθρο 49

(άρθρο 22 παράγραφος 1 και άρθρο 19 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν ομαδοποιήσει συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μία ή περισσότερες εντολές πελατών δεν επιμερίζουν τις σχετικές συναλλαγές κατά τρόπο επιζήμιο για έναν πελάτη.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί εντολή πελάτη με συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να επιμερίζει τις σχετικές συναλλαγές κατά προτεραιότητα στον πελάτη σε σχέση με την ίδια.

Ωστόσο, εάν η επιχείρηση είναι σε θέση να αποδείξει ευλόγως ότι χωρίς την ομαδοποίηση αυτή δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει την εντολή με τόσο ευνοϊκούς όρους, ή καθόλου, δύναται να επιμερίσει τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό αναλογικά, σύμφωνα με την πολιτική επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίσουν, στο πλαίσιο της πολιτικής επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ), διαδικασίες για να αποφευχθεί ο επανεπιμερισμός κατά τρόπο επιζήμιο για τον πελάτη συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό που εκτελούνται σε συνδυασμό με εντολές πελάτη.

ΤΜΗΜΑ 7

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

Άρθρο 50

(άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίσουν ως επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο μια επιχείρηση εφόσον αυτή υπάγεται σε μια κατηγορία πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες πελάτες σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός των κατηγοριών που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 24 παράγραφος 2 της ίδιας οδηγίας.

Κατόπιν αιτήσεως, τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να αναγνωρίσουν ως επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο επιχειρήσεις υπαγόμενες σε κατηγορία πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες πελάτες σύμφωνα με το τμήμα ΙΙ του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αναγνωρίζεται ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος μόνον όσον αφορά τις υπηρεσίες ή τις συναλλαγές για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαγγελματία πελάτη.

2.   Όταν δυνάμει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 24 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/39/EΚ, ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί να αντιμετωπισθεί ως πελάτης του οποίου η σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 19, 21 και 22 της ίδιας οδηγίας χωρίς να ζητεί ρητά να αντιμετωπισθεί ως ιδιώτης πελάτης, και η επιχείρηση επενδύσεων συγκατατίθεται στο αίτημα αυτό, η επιχείρηση αντιμετωπίζει αυτό τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως επαγγελματία πελάτη.

Ωστόσο, όταν αυτός ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί ρητά να αντιμετωπιστεί ως ιδιώτης πελάτης, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις αιτήσεις αντιμετώπισης ως μη επαγγελματία πελάτη του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2004/39/EΚ.

ΤΜΗΜΑ 8

Τήρηση αρχείων

Άρθρο 51

(άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Διατήρηση αρχείων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διατηρούν όλα τα αρχεία που απαιτούνται από την οδηγία 2004/39/EΚ και τα μέτρα εφαρμογής της για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών.

Επιπλέον, τα αρχεία που περιέχουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη βάσει συμφωνίας παροχής υπηρεσιών ή τους όρους υπό τους οποίους η επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη, διατηρούνται τουλάχιστον για τη διάρκεια της σχέσης με τον πελάτη.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να απαιτήσουν από μια επιχείρηση επενδύσεων να διατηρήσει ορισμένα ή όλα τα αρχεία αυτά για μεγαλύτερο διάστημα ανάλογα με τη φύση του μέσου ή της συναλλαγής, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για να έχουν οι αρχές τη δυνατότητα να ασκήσουν τα εποπτικά τους καθήκοντα βάσει της οδηγίας 2004/39/EΚ.

Μετά τον τερματισμό της άδειας λειτουργίας μιας επιχείρησης επενδύσεων, τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτήσουν από την εν λόγω επιχείρηση να διατηρήσει τα αρχεία για το υπόλοιπο της πενταετούς περιόδου που απαιτείται βάσει του πρώτου εδαφίου.

2.   Τα αρχεία διατηρούνται σε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση των πληροφοριών με τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική εξέταση από την αρμόδια αρχή, με μορφή και τρόπο που ικανοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν εύκολα πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία και να μπορούν να αναπαράγουν τα βασικά στάδια της επεξεργασίας κάθε συναλλαγής·

β)

πρέπει να είναι δυνατό να διαπιστωθούν εύκολα τυχόν διορθώσεις ή άλλες τροποποιήσεις, καθώς και το περιεχόμενο των αρχείων πριν από τις εν λόγω διορθώσεις ή τροποποιήσεις·

γ)

δεν πρέπει να είναι δυνατό να υποστούν τα αρχεία άλλου είδους παραποίηση ή τροποποίηση.

3.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους καταρτίζει και τηρεί ενδεικτικό κατάλογο των ελάχιστων αρχείων που πρέπει να τηρούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία 2004/39/EΚ και τα μέτρα εφαρμογής της.

4.   Οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων βάσει της οδηγίας 2004/39/EΚ και της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεώσεις σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών.

5.   Πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή υποβάλλει, υπό το φως των συζητήσεων με την ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία εξετάζεται εάν οι διατάξεις της παραγράφου 4 εξακολουθούν να είναι κατάλληλες.

ΤΜΗΜΑ 9

Ορισμοί που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/39/EΚ

Άρθρο 52

(άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ)

Επενδυτική συμβουλή

Για τους σκοπούς του ορισμού της «επενδυτικής συμβουλής» στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2004/39/EΚ, μια προσωπική σύσταση συνιστά σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή.

Η σύσταση αυτή πρέπει να παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και πρέπει να αποτελεί σύσταση για τη διενέργεια ενός από τα ακόλουθα σύνολα ενεργειών:

α)

αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή δεδομένου χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου.

Μια σύσταση δεν είναι προσωπική σύσταση εάν εκδίδεται αποκλειστικά μέσω διαύλων επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, το αργότερο στις 31 Ιανουαρίου 2007. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Νοεμβρίου 2007.

3.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 54

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 55

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 10 Αυγούστου 2006.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

(2)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 339 της 24.12.2003, σ. 73.

(4)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(5)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(6)  ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(7)  ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 43.

(8)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(9)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(10)  EE L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.