ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
30 Ιουνίου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Οδηγία 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)  ( 1 )

1

 

*

Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)

201

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

30.6.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177/1


ΟΔΗΓΊΑ 2006/48/EKΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Ιουνίου 2006

σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη πρόταση,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3)

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (4) έχει τροποποιηθεί σε σημαντική έκταση. Με την ευκαιρία των νέων τροποποιήσεων της εν λόγω οδηγίας, ενδείκνυται για λόγους σαφήνειας η αναδιατύπωσή της.

(2)

Είναι αναγκαίο, προς διευκόλυνση της αναλήψεως της δραστηριότητος πιστωτικού ιδρύματος και της ασκήσεώς της, να απαλειφθούν οι πιο ενοχλητικές διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών που δημιουργούν τα περισσότερα εμπόδια ως προς το καθεστώς, στο οποίο υπόκεινται οι δραστηριότητες αυτές.

(3)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί το κύριο μέσο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, τόσο όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(4)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Μαΐου 1999 με τίτλο «Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Πρόγραμμα δράσης» (5) ορίζεται αριθμός στόχων που πρέπει να επιτευχθούν για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας στις 23 και 24 Μαρτίου 2000 έθεσε τον στόχο της εφαρμογής του σχεδίου δράσης έως το 2005. Η αναδιατύπωση των διατάξεων περί ιδίων πόρων αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του σχεδίου δράσης.

(5)

Τα μέτρα συντονισμού στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει, τόσο για την προστασία της αποταμιεύσεως όσο και για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ αυτών των ιδρυμάτων, να εφαρμοσθούν στο σύνολό τους. Θα πρέπει πάντως να ληφθούν δεόντως υπόψη οι αντικειμενικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των καταστατικών τους και της ιδιαίτερης αποστολής τους όπως προβλέπονται στις εθνικές νομοθεσίες.

(6)

Είναι, συνεπώς, απαραίτητο, το πεδίο εφαρμογής των ενεργειών συντονισμού να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο και να περιλαμβάνει όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων η δραστηριότης συνίσταται στη συγκέντρωση από το κοινό επιστρεπτέων κεφαλαίων, τόσο υπό μορφή καταθέσεων, όσο και υπό άλλες μορφές, όπως είναι η διαρκής έκδοση ομολόγων και άλλων παρόμοιων τίτλων, καθώς και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. Θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν δύναται να εφαρμοσθεί η παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να θίγει την εφαρμογή εθνικών νομοθεσιών, όταν αυτές προβλέπουν ειδικές συμπληρωματικές άδειες με τις οποίες επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν ειδικές δραστηριότητες ή να εκτελούν ορισμένης μορφής εργασίες.

(7)

Είναι σκόπιμο να επέλθει μόνον η επί της ουσίας εναρμόνιση που είναι αναγκαία και ικανή για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικού ελέγχου ώστε να καταστεί δυνατή η εφ' άπαξ χορήγηση άδειας λειτουργίας που να ισχύει σε όλη την Κοινότητα και η εφαρμογή της αρχής του ελέγχου από το κράτος μέλος καταγωγής. Επομένως η απαίτηση ύπαρξης προγράμματος δραστηριότητος δύναται, από την άποψη αυτή, να θεωρηθεί μόνο ως στοιχείο που οδηγεί τις αρμόδιες αρχές να αποφαίνονται βάσει ακριβέστερης ενημερώσεως, με αντικειμενικά κριτήρια. Θα πρέπει πάντως να υπάρχει σχετική ευελιξία ως προς τις απαιτήσεις που αφορούν τη νομική μορφή των πιστωτικών ιδρυμάτων σε σχέση με την προστασία των επωνυμιών.

(8)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η θέσπιση κανόνων σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και η προληπτική τους εποπτεία, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(9)

Είναι αναγκαίο να είναι ισότιμες οι οικονομικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα για την εξασφάλιση όμοιων εγγυήσεων στους αποταμιευτές καθώς και ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων της αυτής κατηγορίας. Μέχρις επιτεύξεως καλυτέρου συντονισμού, θα πρέπει να καθορίζονται κατάλληλοι διορθωτικοί συντελεστές, που καθιστούν δυνατή, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών, την παρατήρηση, με κοινές μεθόδους, της καταστάσεως συγκρίσιμων κατηγοριών πιστωτικών ιδρυμάτων. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να διευκολύνει την προοδευτική προσέγγιση των συστημάτων συντελεστών που καθορίζονται και εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη. Είναι, πάντως, αναγκαίο να διακρίνονται οι συντελεστές που αποβλέπουν στην εξασφάλιση της υγιούς διαχειρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων από εκείνους που αποβλέπουν σε σκοπούς οικονομικής και νομισματικής πολιτικής.

(10)

Οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και του ελέγχου τον οποίο ασκεί το κράτος μέλος καταγωγής απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μη χορηγούν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας, εάν στοιχεία, όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, ο τόπος άσκησης των δραστηριοτήτων ή οι πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες δείχνουν σαφώς ότι το πιστωτικό ίδρυμα προτίμησε να υπαχθεί στο νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους για να αποφύγει την υπαγωγή της σε αυστηρότερους κανόνες ισχύοντες σε άλλο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ασκήσει το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων του. Εφόσον δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις περί τούτου και η πλειοψηφία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, του οποίου οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για να ασκούν την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στο πλαίσιο των άρθρων 125 και 126, η αρμοδιότητα για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση θα πρέπει να τροποποιηθεί, μόνο με τη συναίνεση των προαναφερθεισών αρμόδιων αρχών. Ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο είναι νομικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα. Ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο δεν είναι νομικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει κεντρική διοίκηση στο κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Εξ άλλου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα να έχει την κεντρική του διοίκηση οπωσδήποτε στο κράτος μέλος καταγωγής του και όντως να ασκεί εκεί δραστηριότητα.

(11)

Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να χορηγούν ούτε να διατηρούν σε ισχύ άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, εάν οι στενοί δεσμοί που το συνδέουν με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι ικανοί να παρεμποδίσουν την σωστή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων. Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια λειτουργίας οφείλουν επίσης να παρέχουν σχετική εξασφάλιση στις αρμόδιες αρχές.

(12)

Στην ορθή εκπλήρωση της αποστολής των ελεγκτικών αρχών στον τομέα της εποπτείας περιλαμβάνεται η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση που θα πρέπει να ασκείται επί πιστωτικού ιδρύματος όταν αυτό το είδος εποπτείας προβλέπεται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Σε αυτή την περίπτωση, οι αρχές από τις οποίες ζητείται η άδεια λειτουργίας θα πρέπει να μπορούν να εξακριβώνουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του πιστωτικού αυτού ιδρύματος.

(13)

Η παρούσα οδηγία επιτρέπει στα κράτη και/ή τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σε ατομική και ενοποιημένη βάση και να μην τις εφαρμόζουν σε ατομική βάση όταν το θεωρούν σκόπιμο. Η ατομική εποπτεία, η ενοποιημένη εποπτεία και η διασυνοριακή ενοποιημένη εποπτεία αποτελούν χρήσιμα μέσα επιτήρησης των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η οδηγία επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να υποστηρίζουν τα διασυνοριακά ιδρύματα διευκολύνοντας τη μεταξύ τους συνεργασία. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν χρήση των άρθρων 42, 131 και 141 για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων τους και τις αιτήσεις ενημέρωσης.

(14)

Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να μπορούν να ασκούν, σε όλη την Κοινότητα, το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I, μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος ή μέσω παροχής υπηρεσιών.

(15)

Για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές τους, τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να ορίσουν κανόνες αυστηρότερους από εκείνους που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στο άρθρο 9, παράγραφος 2, και στα άρθρα 12, 19 έως 21, 44 έως 52, 75 και 120 έως 122. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ζητήσουν να τηρηθεί το άρθρο 123 σε εξατομικευμένη ή άλλη βάση, η δε περιγραφόμενη στο άρθρο 73, παράγραφος 2, υποενοποίηση να εφαρμοσθεί σε άλλα επίπεδα εντός ενός ομίλου.

(16)

Θεωρείται σκόπιμο να επεκταθεί το ευεργέτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης στις δραστηριότητες που περιέχονται στον εν λόγω κατάλογο, εφόσον ασκούνται από χρηματοδοτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική ενός πιστωτικού ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η θυγατρική συμπεριλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται και η μητρική της επιχείρηση και πληροί αυστηρές προϋποθέσεις.

(17)

Το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, για την άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, να επιβάλλει την τήρηση των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από τις εθνικές, νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις του, στα ιδρύματα τα οποία δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος μέλος καταγωγής ή στις δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό, εφόσον, αφενός, οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, εφόσον αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα ή αυτές οι δραστηριότητες δεν υπόκεινται σε ισοδύναμους κανόνες σύμφωνα με τις νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους καταγωγής.

(18)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να μην προσκρούουν σε κανένα εμπόδιο οι δραστηριότητες που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης και να μπορούν να ασκούνται με τον ίδιο τρόπο στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον δεν αντίκεινται στις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις γενικού συμφέροντος του κράτους μέλους υποδοχής.

(19)

Tο καθεστώς που εφαρμόζεται στα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας θα πρέπει να είναι ανάλογο σ' όλα τα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό να προβλεφθεί ότι το καθεστώς αυτό δεν δύναται να είναι ευνοϊκότερο από το καθεστώς των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων των άλλων κρατών μελών. Η Κοινότητα θα πρέπει να μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με τρίτες χώρες περί εφαρμογής διατάξεων που παρέχουν στα υποκαταστήματα αυτά την αυτή μεταχείριση εφ' όλης της επικρατείας της. Τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας δεν θα πρέπει να υπάγονται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών του άρθρου 49, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ούτε στην ελευθερία εγκαταστάσεως σε κράτη μέλη εκτός εκείνου στο οποίο είναι εγκατεστημένα.

(20)

Θα πρέπει να συναφθούν συμφωνίες, σε βάση αμοιβαιότητας, μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο.

(21)

Η ευθύνη για την εποπτεία της οικονομικής ευρωστίας ενός πιστωτικού ιδρύματος, και ιδίως της φερεγγυότητάς του, θα πρέπει να εναπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής αυτού του ιδρύματος. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της ρευστότητας των υποκαταστημάτων και των νομισματικών πολιτικών. Η εποπτεία του κινδύνου της αγοράς θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο στενής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής.

(22)

Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής τραπεζικής αγοράς, απαιτείται, πέρα από τους νομικούς κανόνες, στενή και τακτική συνεργασία καθώς και σημαντικά ενισχυμένη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές, μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Προς τούτο, συγκεκριμένα, η εξέταση των προβλημάτων που αφορούν τα πιστωτικά ιδρύματα και η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Τραπεζικών Εποπτικών φορέων που συστάθηκε με την απόφαση 2004/5/EΚ (6) της Επιτροπής. Παρ' όλα αυτά, η διαδικασία αυτή αμοιβαίας ενημέρωσης δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αντικαθιστά τη διμερή συνεργασία. Με την επιφύλαξη των δικών της αρμοδιοτήτων ελέγχου, η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει, είτε, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, με δική της πρωτοβουλία, είτε με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αν η δραστηριότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος στο έδαφός της είναι σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία, τις αρχές της καλής διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και του επαρκούς εσωτερικού ελέγχου.

(23)

Θα πρέπει να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή οργανισμών που, ως εκ των καθηκόντων τους, συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να διαφυλαχθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που διαβιβάζονται, ο κατάλογος των αποδεκτών τους θα πρέπει να παραμένει αυστηρά περιοριστικός.

(24)

Ορισμένες πράξεις, όπως απάτες και αδικήματα των προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, ακόμα και όταν αφορούν επιχειρήσεις άλλες από πιστωτικά ιδρύματα, είναι ικανές να επηρεάσουν τη σταθερότητα και το αδιάβλητο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών σε τέτοιες περιπτώσεις.

(25)

Οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών, οι αρχές αυτές θα πρέπει να μπορούν, αν συντρέχει λόγος, να εξαρτήσουν τη συγκατάθεσή τους από την τήρηση αυστηρών όρων.

(26)

Θα πρέπει επίσης να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ, αφενός, των αρμοδίων αρχών και, αφετέρου, των κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με ανάλογη αποστολή, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, κατά περίπτωση δε, και άλλων δημοσίων αρχών επιφορτισμένων με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών.

(27)

Για την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και για την προστασία των πελατών των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι ελεγκτές θα πρέπει να ενημερώνουν ταχέως τις αρμόδιες αρχές όταν λάβουν γνώση, κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, ορισμένων γεγονότων, τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική κατάσταση ή τη διοικητική και λογιστική οργάνωση του πιστωτικού ιδρύματος. Για τον ίδιο λόγο, τα κράτη μέλη θα πρέπει, επίσης, να προβλέψουν ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση οσάκις τα γεγονότα αυτά διαπιστώνονται από έναν ελεγκτή κατά την εκπλήρωση της αποστολής του σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με πιστωτικό ίδρυμα. Το καθήκον των ελεγκτών να ανακοινώνουν, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές, ορισμένα δεδομένα ή αποφάσεις σχετικά με ένα πιστωτικό ίδρυμα, που διαπίστωσαν κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους σε μη πιστωτικό ίδρυμα δεν θα πρέπει να μεταβάλλει αφεαυτής το χαρακτήρα της αποστολής τους στο εν λόγω ίδρυμα, ούτε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους έναντι του ιδρύματος αυτού.

(28)

Η παρούσα οδηγία διευκρινίζει ότι για ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνονται θα πρέπει να προσδιορίζονται χωρίς να θίγεται η δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόσουν αυστηρότερες διατάξεις.

(29)

Ανάλογα με τη φύση των στοιχείων που συνιστούν ίδια κεφάλαια, η παρούσα οδηγία διακρίνει, μεταξύ στοιχείων που συνιστούν βασικά ίδια κεφάλαια, αφενός, και στοιχείων που συνιστούν συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, αφετέρου.

(30)

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα στοιχεία που συνιστούν συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια δεν είναι της ίδιας φύσεως με τα στοιχεία που συνιστούν βασικά ίδια κεφάλαια, το ύψος των συμπληρωματικών κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 100 % των βασικών ιδίων κεφαλαίων. Επιπλέον, το ύψος των συμπληρωματικών κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 50 % των βασικών ιδίων κεφαλαίων.

(31)

Για να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, τα δημόσια πιστωτικά ιδρύματα δεν θα πρέπει να συνυπολογίζουν στα ίδια κεφάλαιά τους τις εγγυήσεις που τους χορηγούν τα κράτη μέλη ή οι τοπικές αρχές.

(32)

Οσάκις, στα πλαίσια της εποπτείας, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί η έκταση των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων, ο υπολογισμός αυτός θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(33)

Η ακριβής λογιστική μέθοδος που είναι εφαρμοστέα για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων, την επάρκειά τους σε σχέση με τον κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα και για την αξιολόγηση της συγκέντρωσης των ανοιγμάτων θα πρέπει να λάβει υπόψη τις διατάξεις της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και των λοιπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (7), στην οποία έχουν ενσωματωθεί ορισμένες προσαρμογές των διατάξεων της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983 για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (8) ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (9), αναλόγως του ποιο από τα δύο διέπει τη λογιστική των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

(34)

Η θέσπιση ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και στην αμοιβαία αναγνώριση των εποπτικών τεχνικών. Από την άποψη αυτή, οι διατάξεις όσον αφορά τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να εξεταστούν σε συνδυασμό με άλλα ειδικά μέσα τα οποία επίσης εναρμονίζουν τις θεμελιώδεις τεχνικές εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(35)

Προκειμένου να προληφθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να ενισχυθεί το τραπεζικό σύστημα στην εσωτερική αγορά, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν κοινές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(36)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκής φερεγγυότητα είναι σημαντικό να θεσπιστούν ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που σταθμίζουν στοιχεία του ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

(37)

Η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία εξέδωσε εν προκειμένω στις 26 Ιουνίου 2004 συμφωνία-πλαίσιο για τη διεθνή σύγκλιση των διατάξεων περί επάρκειας κεφαλαίου και κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και οι διατάξεις σχετικά με το ελάχιστο ύψος των ιδίων κεφαλαίων της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (10) αποτελούν ισοδύναμο πλαίσιο με τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου της Βασιλείας.

(38)

Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Κοινότητα παρέχοντας εναλλακτικές λύσεις ως προς τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο ενσωματώνοντας διάφορα επίπεδα ευαισθησίας κινδύνου και απαιτώντας διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας. Η χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών διαβαθμίσεων και εκτιμήσεων των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου αντιπροσωπεύει σημαντική βελτίωση όσον αφορά την ευαισθησία κινδύνου και την ορθότητα, από άποψη προληπτικής εποπτείας, των κανόνων περί πιστωτικού κινδύνου. Θα πρέπει να παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα στα πιστωτικά ιδρύματα, ούτως ώστε να υιοθετούν μεθόδους μεγαλύτερης ευαισθησίας κινδύνου. Κατά την παραγωγή των εκτιμήσεων που χρειάζονται για την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία προσεγγίσεων του πιστωτικού κινδύνου, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να προσαρμόζουν τις ανάγκες επεξεργασίας δεδομένων που έχουν στα νόμιμα συμφέροντα προστασίας δεδομένων των πελατών τους, όπως διέπονται από την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις διαδικασίες μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να καταστήσουν διαθέσιμες μεθόδους προσδιορισμού των εκ του νόμου κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων που να απηχούν την κατάσταση προόδου των διαδικασιών των επί μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων. Η επεξεργασία δεδομένων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες περί μεταβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (11). Εν προκειμένω, η επεξεργασία δεδομένων σε σχέση με τη δημιουργία και τη διαχείριση ανοιγμάτων έναντι πελατών θα πρέπει να θεωρείται ως συμπεριλαμβάνουσα την ανάπτυξη και προσεπικύρωση των συστημάτων μέτρησης και διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου. Τούτο εξυπηρετεί τόσο την υλοποίηση του νόμιμου συμφέροντος των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και την επίτευξη του στόχου της οδηγίας για εφαρμογή βελτιωμένων μεθόδων μέτρησης και διαχείρισης του κινδύνου, οι οποίες θα αξιοποιούνται μεταξύ άλλων και για τους σκοπούς των εκ του νόμου κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(39)

Κατά τη χρησιμοποίηση διαβαθμίσεων από εξωτερικές πηγές ή εκτιμήσεων του ίδιου του ιδρύματος, καθώς και εσωτερικών διαβαθμίσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, επί του παρόντος, μόνον οι τελευταίες καταρτίζονται από οντότητα -το χρηματοδοτικό ίδρυμα καθεαυτό- που υπόκειται σε κοινοτική διαδικασία αδειοδότησης. Στην περίπτωση των εξωτερικών διαβαθμίσεων γίνεται χρήση των προϊόντων των θεωρούμενων ως αναγνωρισμένων οργανισμών διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας, οι οποίοι προς το παρόν δεν υπόκεινται στην Κοινότητα σε διαδικασία αδειοδότησης. Λόγω της σημασίας των εξωτερικών διαβαθμίσεων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, απαιτείται η επανεξέταση της προσήκουσας μελλοντικής διαδικασίας αδειοδότησης και εποπτείας των οργανισμών διαβάθμισης.

(40)

Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να είναι αναλογικές προς τους κινδύνους τους οποίους προορίζονται να αντιμετωπίσουν. Συγκεκριμένα, η μείωση των επιπέδων κινδύνου που απορρέει από την ανάληψη ενός μεγάλου αριθμού σχετικά μικρών ανοιγμάτων θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στις απαιτήσεις.

(41)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων από άποψη μεγέθους, κλίμακας εργασιών και εύρους δραστηριοτήτων. Η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας σημαίνει επίσης ότι για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής αναγνωρίζονται, ακόμη και στη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων («μέθοδος IRB»), οι όσο το δυνατό απλούστερες δυνατές διαδικασίες πιστοληπτικής αξιολόγησης.

(42)

Η «εξελικτική φύση» της παρούσας οδηγίας παρέχει στα πιστωτικά ιδρύματα τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών προσεγγίσεων διαφορετικής πολυπλοκότητας. Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα, ιδίως στα μικρά πιστωτικά ιδρύματα, να επιλέξουν την πιο ευαίσθητη σε θέματα κινδύνων προσέγγιση IRB, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν, κατά περίπτωση, τις διατάξεις του άρθρου 89, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β). Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε οι κλάσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 86, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), να περιλαμβάνουν όλα τα ανοίγματα και — είτε εμμέσως είτε αμέσως — να αντιμετωπίζονται ισότιμα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. Γενικώς, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να μεροληπτούν υπέρ οιασδήποτε εκ των τριών προσεγγίσεων όσον αφορά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης, δηλαδή τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν με βάση τις διατάξεις της τυποποιημένης προσέγγισης δεν θα πρέπει να διέπονται από αυστηρότερη βάση.

(43)

Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη αναγνώριση στις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων σχεδιασμένο να εξασφαλίσει ότι η φερεγγυότητα δεν θα υπονομεύεται από περιττή αναγνώρισή τους. Στο μέτρο του δυνατού θα πρέπει να αναγνωρίζονται στην τυποποιημένη μέθοδο, αλλά και στις άλλες μεθόδους, οι συνήθεις τραπεζικές εξασφαλίσεις για τη μείωση των πιστωτικών κινδύνων.

(44)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι κίνδυνοι και οι μειώσεις των κινδύνων που απορρέουν από δραστηριότητες τιτλοποίησης και από επενδύσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικά ιδρύματα, είναι σκόπιμο να συμπεριληφθούν κανόνες που προβλέπουν την βάσει ευαισθησίας κινδύνου και ορθή από άποψη προληπτικής εποπτείας μεταχείριση των εν λόγω δραστηριοτήτων και επενδύσεων.

(45)

Ο λειτουργικός κίνδυνος αποτελεί σημαντικό κίνδυνο τον οποίο αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, για τον οποίο απαιτείται κάλυψη με ίδια κεφάλαια. Είναι ουσιώδες να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Κοινότητα παρέχοντας εναλλακτικές λύσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε σχέση με λειτουργικούς κινδύνους που ενσωματώνουν διάφορα επίπεδα ευαισθησίας κινδύνου και απαιτούν διαφορετικούς βαθμούς πολυπλοκότητας. Θα πρέπει να παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα στα πιστωτικά ιδρύματα, ούτως ώστε να υιοθετούν μεθόδους μεγαλύτερης ευαισθησίας κινδύνου. Λαμβανομένου υπόψη ότι ο κλάδος μέτρησης και διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, οι κανόνες θα πρέπει εξετάζονται και να καθίστανται επίκαιροι καταλλήλως, μεταξύ άλλων, και σε σχέση με τις απαιτήσεις για διαφορετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και την αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου. Ως προς το θέμα αυτό θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο να λαμβάνεται υπόψη, στις απλές μεθόδους υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων ως προς τον λειτουργικό κίνδυνο, η ύπαρξη ασφαλίσεων.

(46)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκής φερεγγυότητα για πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν σε ομίλους επιχειρήσεων, είναι σημαντικό, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις να διαμορφώνονται με βάση την ενοποιημένη οικονομική κατάσταση του ομίλου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια έχουν κατανεμηθεί καταλλήλως εντός του ομίλου και ότι είναι διαθέσιμα για την προστασία των καταθέσεων εφόσον χρειαστεί, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν για καθένα από τα πιστωτικά ιδρύματα ενός ομίλου, εκτός εάν ο στόχος αυτός δύναται να επιτευχθεί αποτελεσματικά με άλλον τρόπο.

(47)

Οι ουσιώδεις κανόνες εποπτείας των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να εναρμονισθούν. Είναι σημαντικό να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να θεσπίσουν αυστηρότερες διατάξεις από τις διατάξεις που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.

(48)

Η επιτήρηση και ο έλεγχος των ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της εποπτείας τους. Συνεπώς, η υπερβολική συγκέντρωση ανοιγμάτων σε ένα μόνο πελάτη ή σε μία μόνο ομάδα συνδεδεμένων πελατών μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτη πιθανότητα ζημιών. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί επιζήμια για τη φερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος.

(49)

Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ευρίσκονται, εντός της εσωτερικής αγοράς, σε άμεσο ανταγωνισμό, θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία των υποχρεώσεων σχετικά με την επιτήρηση που ισχύουν στο σύνολο της Κοινότητας.

(50)

Καίτοι, για τους σκοπούς του περιορισμού των μεγάλων ανοιγμάτων, είναι σκόπιμο να βασιστεί ο ορισμός των ανοιγμάτων σε εκείνον που ισχύει για τους σκοπούς των ελάχιστων απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο, δεν είναι, εντούτοις, σκόπιμο να γίνει αναφορά κατ' αρχήν στις σταθμίσεις ούτε στους βαθμούς κινδύνου που θεσπίζονται από τις εν λόγω διατάξεις. Πράγματι, οι εν λόγω σταθμίσεις και βαθμοί κινδύνου σχεδιάστηκαν προκειμένου να διασφαλιστεί γενικά η φερεγγυότητα για την κάλυψη των πιστωτικών κινδύνων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να περιοριστεί ο μέγιστος κίνδυνος ζημιών ενός πιστωτικού ιδρύματος από έναν πελάτη ή ομάδα συνδεδεμένων πελατών θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για τον προσδιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που θα λαμβάνουν υπόψη την ονομαστική αξία του ανοίγματος χωρίς την εφαρμογή σταθμίσεων ή βαθμών κινδύνου.

(51)

Μολονότι είναι επιθυμητό, εν αναμονή της περαιτέρω αναθεώρησης των διατάξεων για τα μεγάλα ανοίγματα, να επιτραπεί η αναγνώριση των επιπτώσεων της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που επιτρέπεται για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις προκειμένου να περιοριστούν οι απαιτήσεις υπολογισμού, οι κανόνες σχετικά με τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου σχεδιάστηκαν μέσα στο πλαίσιο του γενικότερου διαφοροποιημένου πιστωτικού κινδύνου που προέρχεται από ανοίγματα έναντι ενός μεγάλου αριθμού αντισυμβαλλομένων. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση των επιπτώσεων των τεχνικών αυτών στο πλαίσιο της επιβολής ορίων στα μεγάλα ανοίγματα ούτως ώστε να περιοριστεί η μέγιστη ζημία που δύναται να υποστεί ένα πιστωτικό ίδρυμα από έναν μεμονωμένο πελάτη ή μια μεμονωμένη ομάδα συνδεδεμένων πελατών, θα πρέπει να εξαρτάται από την εκπλήρωση κριτηρίων προληπτικής εποπτείας.

(52)

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης ή έναντι των άλλων θυγατρικών αυτής της μητρικής επιχείρησης, πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη σύνεση. Η διαχείριση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που αναλαμβάνονται από τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να γίνεται εντελώς αυτόνομα, στο πλαίσιο της τήρησης των αρχών της υγιούς τραπεζικής διαχείρισης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένας άλλος παράγοντας. Σε περίπτωση που η επιρροή που ασκείται από τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Στον τομέα των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, ενδείκνυται επίσης να προβλεφθούν ειδικοί κανόνες, περιλαμβανομένων και αυστηρότερων περιορισμών, για τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνονται από ένα πιστωτικό ίδρυμα έναντι επιχειρήσεων του ιδίου ομίλου. Τέτοιοι κανόνες δεν πρέπει, πάντως, να εφαρμόζονται όταν η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή πιστωτικό ίδρυμα, ή όταν οι άλλες θυγατρικές είναι πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα, ή επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών, εφόσον όλες αυτές οι επιχειρήσεις υπόκεινται στην εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σε ενοποιημένη βάση.

(53)

Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν εσωτερικά κεφάλαια τα οποία επαρκούν από πλευράς ποσότητας, ποιότητας και κατανομής για τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδεχομένως να αναλάβουν. Συνεπώς, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εφαρμόζουν στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων.

(54)

Οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο της καλής οργάνωσης και της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδεχομένως να αναλάβουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

(55)

Προς τον σκοπό της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής τραπεζικής αγοράς η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να συμβάλλει στην συνεπή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ολόκληρη την Κοινότητα και να υποβάλλει σε ετήσια βάση έκθεση στα κοινοτικά όργανα σχετικά με την επιτευχθείσα πρόοδο.

(56)

Για τον ίδιο λόγο και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα Κοινοτικά πιστωτικά ιδρύματα που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερα κράτη μέλη δεν φέρουν δυσανάλογα βάρη λόγω του ότι οι αρμόδιες αρχές των μεμονωμένων κρατών μελών συνεχίζουν να είναι υπεύθυνες για την άδεια λειτουργίας και την εποπτεία, είναι σημαντικό να δοθεί ώθηση στη συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του εποπτικού φορέα που είναι αρμόδιος για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να υποστηρίξει και να ενισχύσει τη συνεργασία αυτή.

(57)

Η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων των καταθετών των πιστωτικών ιδρυμάτων και στην εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(58)

Η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται σε όλους τους τραπεζικούς ομίλους, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μητρική επιχείρηση δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα νομικά μέσα για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας.

(59)

Όσον αφορά τους ομίλους με ποικίλες δραστηριότητες, η μητρική επιχείρηση των οποίων ελέγχει τουλάχιστον μία θυγατρική που είναι πιστωτικό ίδρυμα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο αυτών των ομίλων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει τουλάχιστον να διαθέτουν τα μέσα για να λαμβάνουν από όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου τις αναγκαίες προς εκτέλεση της αποστολής τους πληροφορίες. Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές των διαφόρων χρηματοπιστωτικών τομέων θα πρέπει να συνεργάζονται όταν πρόκειται για επιχειρηματικούς ομίλους που ασκούν ποικίλες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Μέχρις ότου επιτευχθεί συντονισμός, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν τις κατάλληλες μεθόδους ενοποίησης για να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας.

(60)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αρνηθούν ή να αποσύρουν την άδεια λειτουργίας τραπεζών από ορισμένες μορφές ομίλων επιχειρήσεων τις οποίες θεωρούν ακατάλληλες για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, ιδίως επειδή δεν είναι δυνατόν να ασκείται κατά τρόπο ικανοποιητικό η εποπτεία των εν λόγω δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες προκειμένου να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(61)

Προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα η εσωτερική τραπεζική αγορά και να υπάρχει επαρκής διαφάνεια για τους πολίτες της Κοινότητας, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν, και μάλιστα κατά τρόπο που να επιτρέπει αξιόπιστες συγκρίσεις, τον τρόπο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(62)

Προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στην αγορά και να δοθούν στα πιστωτικά ιδρύματα κίνητρα ώστε να βελτιώσουν την στρατηγική τους στην αγορά, τον έλεγχο των κινδύνων και την εσωτερική διαχειριστική τους οργάνωση, θα πρέπει να προβλέπεται η δημοσιοποίηση των κατάλληλων στοιχείων από μέρους τους.

(63)

Η εξέταση των προβλημάτων που τίθενται στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία καθώς και από άλλες οδηγίες που αφορούν τις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα με την προοπτική ευρύτερου συντονισμού, απαιτεί την συνεργασία των αρμοδίων αρχών και της Επιτροπής.

(64)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (12).

(65)

Με το από 5ης Φεβρουαρίου 2002 ψήφισμά του σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας στο πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (13), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να διαδραματίζει ισότιμο ρόλο με το Συμβούλιο κατά την εποπτεία του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή ασκεί τις εκτελεστικές της αρμοδιότητες, ώστε να αντανακλώνται οι νομοθετικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 251 της Συνθήκης. Με την επίσημη δήλωση στην οποία προέβη την ίδια ημέρα ο Πρόεδρός της ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή υποστήριξε το αίτημα αυτό. Στις 11 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή πρότεινε τροποποιήσεις στην απόφαση 1999/468/ΕΚ και στη συνέχεια υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση στις 22 Απριλίου 2004. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί ότι η εν λόγω πρόταση δεν διασφαλίζει τη διατήρηση των νομοθετικών προνομιών του. Κατά την άποψη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να αξιολογούν τη μεταβίβαση εκτελεστικών εξουσιών στην Επιτροπή εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμο να περιορισθεί το χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα.

(66)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να διαθέτει τρεις μήνες από την πρώτη διαβίβαση του σχεδίου τροποποιήσεων και των εκτελεστικών μέτρων, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τις εξετάσει και να παράσχει τη γνώμη του. Ωστόσο, σε επείγουσες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, θα πρέπει να είναι δυνατή η συντόμευση της προθεσμίας αυτής. Εάν, εντός της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει ψήφισμα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τα σχέδια τροποποιήσεων ή μέτρων.

(67)

Προκειμένου να αποφευχθεί η αναστάτωση των αγορών και να εξασφαλιστεί συνέχεια ως προς το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις.

(68)

Λαμβάνοντας υπόψη την ευαισθησία κινδύνου των κανόνων σχετικά με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι επιθυμητό να εξετάζεται αν οι εν λόγω κανόνες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τα θέματα αυτά, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(69)

Τα μέσα που απαιτούνται για τον έλεγχο των κινδύνων ρευστότητας θα πρέπει να εναρμονιστούν επίσης.

(70)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(71)

Η υποχρέωση ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που αντιπροσωπεύουν ουσιώδη μεταβολή σε σχέση με τις προγενέστερες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από τις προγενέστερες οδηγίες.

(72)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο Παράρτημα XIII, Μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

TITΛΟΣ II

ΟΡΟΙ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

TITΛΟΣ III

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Τμήμα 1

Πιστωτικά ιδρύματα

Τμήμα 2

Χρηματοδοτικά ιδρύματα

Τμήμα 3

Άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης

Τμήμα 4

Άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών

Τμήμα 5

Εξουσίες των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Τμήμα 1

Γνωστοποίηση σε σχέση με τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών και τους όρους πρόσβασης στις αγορές των χωρών αυτών

Τμήμα 2

Συνεργασία στον τομέα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών

ΤΙΤΛΟΣ V

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

Τμήμα 1

Αρμοδιότητες του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

Τμήμα 2

Ανταλλαγή πληροφοριών και επαγγελματικό απόρρητο

Τμήμα 3

Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

Τμήμα 4

Επιβολή κυρώσεων και δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

Τμήμα 1

Ίδια κεφάλαια

Τμήμα 2

Πρόβλεψη για κινδύνους

Υποτμήμα 1

Επίπεδο εφαρμογής

Υποτμήμα 2

Υπολογισμός των απαιτήσεων

Υποτμήμα 3

Ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων

Τμήμα 3

Ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο

Υποτμήμα 1

Τυποποιημένη μέθοδος

Υποτμήμα 2

Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων

Υποτμήμα 3

Μείωση του πιστωτικού κινδύνου

Υποτμήμα 4

Τιτλοποίηση

Τμήμα 4

Ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο

Τμήμα 5

Μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

Τμήμα 6

Ειδική συμμετοχή εκτός του πιστωτικού τομέα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Τμήμα 1

Εποπτεία

Τμήμα 2

Δημοσιοποίηση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

ΤΙΤΛΟΣ VΙ

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

ΤΙΤΛΟΣ VIΙ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΜΕΣΩΝ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΕΠΑΝΑΓΟΡΑΣ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΔΑΝΕΙΟΔΟΣΙΑΣ Ή ΔΑΝΕΙΟΛΗΨΙΑΣ ΤΙΤΛΩΝ Ή ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΜΕ ΜΑΚΡΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Μέρος 1

Ορισμοί

Μέρος 2

Επιλογή της μεθόδου

Μέρος 3

Μέθοδος βάσει προσφυγής στην αγορά

Μέρος 4

Μέθοδος αρχικού ανοίγματος

Μέρος 5

Τυποποιημένη μέθοδος

Μέρος 6

Μέθοδος του εσωτερικού μοντέλου

Μέρος 7

Συμβατικός συμψηφισμός

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΕΙΔΗ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Μέρος 1

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου

Μέρος 2

Αναγνώριση των ECAI και κατάταξη των πιστοληπτικών τους αξιολογήσεων

Μέρος 3

Χρησιμοποίηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ECAI για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΩΝ

Μέρος 1

Σταθμισμένα ποσά και ποσά αναμενόμενης ζημίας

Μέρος 2

Πιθανότητα αθέτησης, ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης και ληκτότητα

Μέρος 3

Αξία ανοίγματος

Μέρος 4

Ελάχιστες απαιτήσεις για την εφαρμογή της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Μέρος 1

Επιλεξιμότητα

Μέρος 2

Ελάχιστες απαιτήσεις

Μέρος 3

Υπολογισμός των αποτελεσμάτων της μείωσης κινδύνου

Μέρος 4

Αναντιστοιχία ληκτότητας

Μέρος 5

Συνδυασμός τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου στην τυποποιημένη μέθοδο

Μέρος 6

Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου συνόλου ανοιγμάτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ

Μέρος 1

Ορισμοί για τους σκοπούς του Παραρτήματος ΙX

Μέρος 2

Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση σημαντικής μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου και υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένα ανοίγματα

Μέρος 3

Εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας

Μέρος 4

Υπολογισμός

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ

Μέρος 1

Μέθοδος του βασικού δείκτη

Μέρος 2

Τυποποιημένη μέθοδος

Μέρος 3

Εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης

Μέρος 4

Συνδυασμένη χρήση διαφόρων μεθοδολογιών

Μέρος 5

Ταξινόμηση των ζημιών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XΙ

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIΙ

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Μέρος 1

Γενικά κριτήρια

Μέρος 2

Γενικές υποχρεώσεις

Μέρος 3

Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χρήση συγκεκριμένων μέσων ή μεθόδων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII Μέρος A

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ (περί των οποίων το άρθρο 158)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII Μέρος B

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ (περί των οποίων το άρθρο 158)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και με την προληπτική τους εποπτεία.

2.   Το άρθρο 39 και ο Τίτλος V, Κεφάλαιο 4, Τμήμα 1,εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και στις μεικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Κοινότητα.

3.   Τα ιδρύματα που εξαιρούνται μόνιμα σύμφωνα με το άρθρο 2, εκτός ωστόσο των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή του άρθρου 39 και του Τίτλου V, Κεφάλαιο 4, Τμήμα 1.

Άρθρο 2

Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή ως προς:

τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών,

τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,

στο Βέλγιο, το «Institut de Réescompte et de Garantie/Herdiscontering — en Waarborginstituut»,

στη Δανία, το «Dansk Eksportfinansieringsfond», το «Danmarks Skibskreditfond», το «Dansk Landbrugs Realkreditfonds» και το «KommuneKredit»,

στη Γερμανία, την «Kreditanstalt für Wiederaufbau», τους οργανισμούς, οι οποίοι αναγνωρίζονται, στο πλαίσιο του «Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz»,ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και οι τραπεζικές εργασίες των οποίων δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και τους οργανισμούς, οι οποίοι, δυνάμει του νόμου αυτού, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί,

στην Ελλάδα, το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων»,

στην Ισπανία, το «Instituto de Crédito Oficial»,

στη Γαλλία, την «Caisse des dépôts et consignations»,

στην Ιρλανδία, τις «Credit Unions» και τις «Friendly Societies»,

στην Ιταλία, την «Cassa Depositi e Prestiti»,

στη Λετονία, τους «krājaizdevu sabiedrības», επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται βάσει του «krājaizdevu sabiedrību likums» ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνον στα μέλη τους,

στη Λιθουανία, τους «kredito unijos» πέραν της «Centrinė kredito unija»,

στην Ουγγαρία, τη «Magyar Fejlesztési Bank Rt.» και τη «Magyar Export-Import Bank Rt.»,

στις Κάτω Χώρες, τη «Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV», τη «NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij», τη «NV Industriebank Limburgs Instituut voor ontwikkeling en financiering», και την «Overijsselse Ontwikkelingsmaatschappij NV»,

στην Αυστρία, τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς οικοδομικοί συνεταιρισμοί και την «Österreichische Kontrollbank AG»,

στην Πολωνία, τη «Spółdzielcze Kasy Oszczędnościowo — Kreditowe» και την «Bank Gospodarstwa Krajowego»,

στην Πορτογαλία, τις «Caixas Económicas» που υφίστανται από την 1η Ιανουαρίου 1986, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή ανωνύμων εταιρειών καθώς και την «Caixa Económica Montepio Geral»,

στη Φινλανδία, την «Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AB», και την «Finnvera Oyj/Finnvera Abp»,

στη Σουηδία, τη «Svenska Skeppshypotekskassan»,

στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη «National Savings Bank», την «Commonwealth Development Finance Company Ltd», την «Agricultural Mortgage Corporation Ltd», τη «Scottish Agricultural Securities Corporation Ltd», τους «Crown Agents for overseas governments and administrations», τις «Credit Unions» και τις «Municipal Banks»,

Άρθρο 3

1.   Ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που υφίσταντο στο αυτό κράτος μέλος την 15η Δεκεμβρίου 1977 και τα οποία συνδέονταν κατά την ημερομηνία αυτή κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό, ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, δύνανται να εξαιρεθούν από τις προϋποθέσεις των άρθρων 7 και 11, παράγραφος 1, αν, το αργότερο την 15η Δεκεμβρίου 1979, στο εθνικό δίκαιο προβλεπόταν ότι:

α)

οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες υποχρεώσεις ή ότι οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτό τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού αυτού,

β)

η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν υπόκεινται στο σύνολό τους σε εποπτεία βάσει ενοποιημένων λογαριασμών, και

γ)

η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού έχει τη δυνατότητα να παρέχει οδηγίες στα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

Τα πιστωτικά ιδρύματα με τοπική δραστηριότητα πού συνδέθηκαν μόνιμα, μετά τις 15 Δεκεμβρίου 1977, με κεντρικό οργανισμό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου δύνανται να επωφελούνται από τους όρους του καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο, εάν αποτελούν κανονική επέκταση του δικτύου που εξαρτάται από τον κεντρικό οργανισμό.

Ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα εκτός από τα συσταθέντα σε περιοχές που προήλθαν τελευταία από προσχώσεις ή εκείνα που προέρχονται από απόσχιση ή συγχώνευση υφισταμένων ιδρυμάτων που εξαρτώνται από ή υπάγονται σε κεντρικό φορέα, η Επιτροπή δύναται, με τη διαδικασία του άρθρου 151, παράγραφος 2, να καθορίζει συμπληρωματικούς κανόνες για την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, εάν κρίνει ότι η σύνδεση νέων ιδρυμάτων που επωφελούνται από το καθεστώς που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον ανταγωνισμό.

2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, μπορούν ομοίως να εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 όπως επίσης και του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήματα 2, 3, 4, 5 και 6, και Κεφάλαιο 3, εφόσον, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής των εν λόγω απαιτήσεων στον κεντρικό οργανισμό, το σύνολο που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν υπόκειται στις εν λόγω απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση.

Σε περίπτωση εξαίρεσης, τα άρθρα 16, 23, 24, 25, 26, παράγραφοι 1 έως 3, και τα άρθρα 28 έως 37 εφαρμόζονται στο σύνολο που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

Άρθρο 4

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

(1)

«Πιστωτικό ίδρυμα»:

α)

επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό, ή

β)

ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (14).

(2)

«Άδεια λειτουργίας»: πράξη οποιασδήποτε μορφής, των αρχών, από την οποίαν απορρέει η δυνατότητα άσκησης της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος.

(3)

«Υποκατάστημα»: έδρα εκμετάλλευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος, η οποία δεν έχει ίδια νομική προσωπικότητα και η οποία διενεργεί απ' ευθείας, εν όλω ή εν μέρει, πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος.

(4)

«Αρμόδιες αρχές»: οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες, βάσει νόμου ή κανονιστικών διατάξεων, να ελέγχουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

(5)

«Χρηματοδοτικό ίδρυμα»: επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 του καταλόγου του Παραρτήματος I.

(6)

«Ιδρύματα»: για τους σκοπούς των Τμημάτων 2 και 3 του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, ιδρύματα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

(7)

«Κράτος μέλος καταγωγής»: το κράτος μέλος όπου έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 9 και 11 έως 14.

(8)

«Κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος όπου ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.

(9)

«Έλεγχος»: η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρεμφερής σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης.

(10)

«Συμμετοχή»: για τους σκοπούς των στοιχείων ιε) και ιστ) του άρθρου 57, των άρθρων 71 έως 73 και του Τίτλου V, Κεφάλαιο 4, η συμμετοχή κατά την έννοια της πρώτης πρότασης του άρθρου 17 της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (15), ή η άμεση ή έμμεση, κατοχή τουλάχιστον του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης.

(11)

«Ειδική συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή η άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής.

(12)

«Μητρική επιχείρηση»:

α)

μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή

β)

για τους σκοπούς των άρθρων 71 και 73 και του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 5 και Κεφάλαιο 4, θεωρείται μητρική επιχείρηση η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ καθώς και κάθε επιχείρηση η οποία, κατά τη κρίση των αρμοδίων αρχών, ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης.

(13)

«Θυγατρική»:

α)

θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή

β)

για τους σκοπούς των άρθρων 71 και 73 και του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 5 και Κεφάλαιο 4, θεωρείται θυγατρική επιχείρηση η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, δεσπόζουσα πράγματι επιρροή.

Κάθε θυγατρική επιχείρηση άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

(14)

«Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος»: πιστωτικό ίδρυμα το οποίο διαθέτει θυγατρικό πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε τέτοιο ίδρυμα και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα στο ίδιο κράτος μέλος.

(15)

«Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα στο ίδιο κράτος μέλος.

(16)

«Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ»: μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

(17)

«Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία δεν αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

(18)

«Δημόσιοι φορείς»: διοικητικοί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί υπεύθυνοι έναντι κεντρικών ή περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ή αρχών που, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, ή μη εμπορικές επιχειρήσεις που ανήκουν στις κεντρικές κυβερνήσεις και έχουν ειδικές ρυθμίσεις (εγγυήσεις), ή ανεξάρτητοι φορείς, η λειτουργία των οποίων διέπεται από νόμο και οι οποίοι βρίσκονται υπό δημόσια εποπτεία.

(19)

«Χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτικό ίδρυμα, οι θυγατρικές επιχειρήσεις του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ενώ μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις είναι πιστωτικό ίδρυμα, και το οποίο δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 15, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ (16).

(20)

«Μεικτή εταιρεία συμμετοχών»: μητρική εταιρεία, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 15, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, και μεταξύ των θυγατρικών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον πιστωτικό ίδρυμα.

(21)

«Επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση ακινήτων, στην διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής, ή σε κάθε άλλη παρεμφερή δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων.

(22)

«Λειτουργικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή στην αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα και περιλαμβάνει τον νομικό κίνδυνο.

(23)

«Κεντρικές τράπεζες»: περιλαμβάνουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτός αν ορίζεται άλλως.

(24)

«Κίνδυνος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων»: ο κίνδυνος ότι ένα εισπρακτέο ποσό θα μειωθεί με πίστωση μετρητών ή άλλου είδους προς τον οφειλέτη.

(25)

«Πιθανότητα αθέτησης»: η πιθανότητα αθέτησης ενός αντισυμβαλλομένου σε περίοδο ενός έτους.

(26)

«Ζημία» για τους σκοπούς του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3: οικονομική ζημία, περιλαμβανομένων σημαντικών μειωτικών επιδράσεων και σημαντικών άμεσων και έμμεσων δαπανών συνδεόμενων με την είσπραξη ποσών στο πλαίσιο ενός μέσου.

(27)

«Ζημία σε περίπτωση αθέτησης»: ο λόγος της ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας της αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους ενός αντισυμβαλλομένου προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης.

(28)

«Συντελεστής μετατροπής»: ο λόγος του μη αναληφθέντος μέρους μιας πιστοδότησης, το οποίο θα έχει αναληφθεί και θα είναι ανεξόφλητο σε περίπτωση αθέτησης, προς το μη αναληφθέν μέρος της πιστοδότησης αυτής γενικότερα, όπου η έκταση της πιστοδότησης καθορίζεται από το εγκεκριμένο όριο, εκτός αν το άνευ εγκρίσεως όριο είναι μεγαλύτερο.

(29)

«Αναμενόμενη ζημία» για τους σκοπούς του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3: ο λόγος της αναμενόμενης ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας της δυνητικής αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους ενός αντισυμβαλλομένου ή της απομείωσης της αξίας εισπρακτέων σε περίοδο ενός έτους προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης.

(30)

«Μείωση πιστωτικού κινδύνου»: μέθοδος χρησιμοποιούμενη από πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα που εξακολουθεί να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα.

(31)

«Χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία»: μέθοδος μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η ελάττωση του πιστωτικού κινδύνου από το άνοιγμα ενός πιστωτικού ιδρύματος απορρέει από το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος -σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου ή επέλευσης άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών γεγονότων που έχουν σχέση με τον αντισυμβαλλόμενο- να προβεί στη ρευστοποίηση ή να επιτύχει την μεταβίβαση ή την κατάσχεση ή την παρακράτηση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού ή ποσών, ή στη μείωση του ποσού του ανοίγματος ή στην αντικατάστασή του με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ύψους του χρηματοδοτικού ανοίγματος και του ύψους μιας απαίτησης κατά του πιστωτικού ιδρύματος.

(32)

«Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία»: μέθοδος ελάττωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου από το χρηματοδοτικό άνοιγμα ενός πιστωτικού ιδρύματος απορρέει από τη δέσμευση που αναλαμβάνει τρίτος να καταβάλει ένα ποσό σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειζομένου ή την επέλευση άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών γεγονότων.

(33)

«Πράξη επαναγοράς»: πράξη που διέπεται από συμφωνία υπαγόμενη στον ορισμό της συμφωνίας «πώλησης και επαναγοράς» ή «αγοράς και επαναπώλησης» σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιγ), της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

(34)

«Δανειοδοσία ή δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων»: πράξη υπαγόμενη στον ορισμό της «δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων» σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιδ), της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

(35)

«Μέσο εξομοιούμενο με μετρητά»: πιστοποιητικό καταθέσεων ή άλλο παρόμοιο μέσο εκδιδόμενο από το δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα.

(36)

«Τιτλοποίηση»: πράξη ή πρόγραμμα τμηματοποίησης του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με ένα άνοιγμα ή μια δέσμη ανοιγμάτων με τα εξής χαρακτηριστικά:

α)

οι πληρωμές στο πλαίσιο της πράξης ή του προγράμματος εξαρτώνται από την απόδοση του ανοίγματος ή της δέσμης ανοιγμάτων, και

β)

ο χαρακτηρισμός των τμημάτων τιτλοποίησης ως μειωμένης εξασφάλισης προσδιορίζει την κατανομή των ζημιών κατά τη διάρκεια ζωής της πράξης ή του προγράμματος.

(37)

«Παραδοσιακή τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση που περιλαμβάνει την οικονομική μεταφορά των τιτλοποιούμενων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε μια οντότητα ειδικού σκοπού που εκδίδει τους τίτλους. Αυτό επιτυγχάνεται με την μεταβίβαση της κυριότητας των τιτλοποιούμενων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή μέσω μερικής εκχώρησης των απαιτήσεων. Οι εκδιδόμενοι τίτλοι δεν αντιπροσωπεύουν υποχρεώσεις πληρωμών του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος.

(38)

«Σύνθετη τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση κατά την οποία η τμηματοποίηση επιτυγχάνεται με τη χρήση πιστωτικών παράγωγων μέσων ή εγγυήσεων χωρίς τη διαγραφή της δέσμης χρηματοδοτικών ανοιγμάτων από τον ισολογισμό του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος.

(39)

«Τμήμα τιτλοποίησης»: συμβατικά προσδιοριζόμενο μέρος του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με ένα ή περισσότερα χρηματοδοτικά ανοίγματα, η κατοχή θέσης στο οποίο συνεπάγεται κίνδυνο πιστωτικής ζημίας μεγαλύτερο ή μικρότερο από ισόποση θέση σε άλλο ανάλογο μέρος πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πιστωτική προστασία που παρέχεται άμεσα από τρίτους σε όσους κατέχουν θέσεις στο εν λόγω ή σε άλλα μέρη πιστωτικού κινδύνου.

(40)

«Θέση τιτλοποίησης»: χρηματοδοτικό άνοιγμα σε τιτλοποίηση.

(41)

«Μεταβιβάζουσα οντότητα»:

α)

οντότητα που, είτε η ίδια είτε μέσω συγγενικών οντοτήτων, άμεσα ή έμμεσα, συμμετείχε στην αρχική συμφωνία με την οποία δημιουργήθηκαν οι υποχρεώσεις ή οι δυνητικές υποχρεώσεις του χρεώστη ή του δυνητικού χρεώστη οι οποίες οδηγούν στο υπό τιτλοποίηση άνοιγμα· ή

β)

οντότητα που αγοράζει τα ανοίγματα ενός τρίτου, τα εισαγάγει στον ισολογισμό της και, κατόπιν, τα τιτλοποιεί.

(42)

«Ανάδοχος»: πιστωτικό ίδρυμα διαφορετικό από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο καταρτίζει και διαχειρίζεται ένα πρόγραμμα εμπορεύσιμων τίτλων εξασφαλισμένων με περιουσιακά στοιχεία ή κάποιο άλλο πρόγραμμα τιτλοποίησης που αγοράζει ανοίγματα από τρίτες οντότητες.

(43)

«Πιστωτική ενίσχυση»: συμβατική ρύθμιση με την οποία η πιστωτική ποιότητα της θέσης σε μια τιτλοποίηση βελτιώνεται σε σχέση με ό, τι θα ήταν χωρίς την ενίσχυση, περιλαμβανομένης και της ενίσχυσης που παρέχουν ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας τμήματα τιτλοποίησης και άλλα είδη πιστωτικής προστασίας.

(44)

«Οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ)»: οντότητα, πλην πιστωτικού ιδρύματος, που έχει συσταθεί προκειμένου να αναλάβει μια ή περισσότερες τιτλοποιήσεις, οι δραστηριότητες της οποίας περιορίζονται σε εκείνες που είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η δομή της οποίας αποσκοπεί στην απομόνωση των υποχρεώσεων της ΟΕΣΤ από εκείνες του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, και οι κάτοχοι συμφερόντων στην οποία δικαιούνται να ενεχυριάζουν ή να ανταλλάσσουν τα συμφέροντα αυτά χωρίς κανένα περιορισμό.

(45)

«Ομάδα συνδεδεμένων πελατών»:

α)

δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία, πλην αντιθέτου αποδείξεως, αντιπροσωπεύουν έναν ενιαίο κίνδυνο διότι το ένα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, εξουσία ελέγχου επί του άλλου ή των άλλων, ή

β)

δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει δεσμός ελέγχου κατά την έννοια του στοιχείου α), αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, το άλλο ή όλα τα άλλα θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες εξόφλησης.

(46)

«Στενοί δεσμοί»: η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με έναν από τους κάτωθι τρόπους:

α)

συμμετοχή υπό μορφή κατοχής, άμεσης ή δι' ενός δεσμού ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

β)

δεσμό ελέγχου, ή

γ)

μια κατάσταση κατά την οποία αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό τρίτο πρόσωπο δια δεσμού ελέγχου.

(47)

«Αναγνωρισμένα χρηματιστήρια»: χρηματιστήρια τα οποία αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές, και τα οποία ανταποκρίνονται στα κάτωθι κριτήρια:

α)

λειτουργούν κανονικά,

β)

διέπονται από κανόνες που θεσπίζονται ή εγκρίνονται από τις ενδεδειγμένες αρχές της χώρας του χρηματιστηρίου, οι οποίοι ορίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας του χρηματιστηρίου, τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο χρηματιστήριο, καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια σύμβαση προτού γίνει αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο, και

γ)

έχουν μηχανισμό εκκαθάρισης βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV υπόκεινται σε υποχρεωτικά καθημερινά όρια κάλυψης που κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών παρέχουν επαρκή εξασφάλιση.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν, κατ' επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

Η πρώτη παράγραφος δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων κεφαλαίων επιστρεπτέων από ένα κράτος μέλος, από τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές ενός κράτους μέλους ή από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και για τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά από τις εθνικές ή κοινοτικές νομοθεσίες, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε κανόνες και ελέγχους που αφορούν την προστασία των καταθετών και των επενδυτών και εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΟΡΟΙ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προ της ενάρξεως των δραστηριοτήτων τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 έως 12, καθορίζουν τους όρους χορήγησης της άδειας και τους γνωστοποιούν στην Επιτροπή.

Άρθρο 7

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριότητος το οποίο θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το είδος των σχεδιαζόμενων πράξεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 8

Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας εξετάζεται βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

Άρθρο 9

1.   Χωρίς να θίγονται οι άλλες γενικές διατάξεις που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθεσίες, οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει χωριστά ίδια κεφάλαια ή όταν το αρχικό κεφάλαιο είναι μικρότερο από 5 εκατομμύρια ευρώ.

Το «αρχικό κεφάλαιο» περιλαμβάνει το κεφάλαιο και τα αποθεματικά κατά την έννοια του άρθρου 57, στοιχεία α) και β).

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη συνέχιση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία δεν πληρούν τον όρο για τα χωριστά ίδια κεφάλαια και υφίσταντο την 15η Δεκεμβρίου 1979. Δύναται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις αυτές της τηρήσεως του όρου που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο.

2.   Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις, να χορηγούν άδεια λειτουργίας σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων, το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1:

α)

το αρχικό κεφάλαιο δεν είναι μικρότερο από 1 εκατομμύριο ευρώ,

β)

τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής, και

γ)

στον κατάλογο του άρθρου 14, η επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος ακολουθείται από σημείωση που αναφέρει ότι το εν λόγω ίδρυμα δεν διαθέτει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 10

1.   Τα ίδια κεφάλαια ενός πιστωτικού ιδρύματος δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερα από το ποσό του αρχικού κεφαλαίου που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 9 κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που υφίστανται την 1η Ιανουαρίου 1993 και των οποίων τα ίδια κεφάλαια δεν ανέρχονται στα επίπεδα που καθορίζονται για το αρχικό κεφάλαιο από το άρθρο 9 μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Στην περίπτωση αυτή, τα ίδια κεφάλαια δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερα από το ανώτατο ποσό στο οποίο είχαν ανέλθει από την ημερομηνία της 22ας Δεκεμβρίου 1989.

3.   Εάν ο έλεγχος ενός πιστωτικού ιδρύματος που υπάγεται στην κατηγορία της παραγράφου 2 περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από εκείνο που ήλεγχε προηγουμένως το ίδρυμα, τα ίδια κεφάλαια αυτού του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να ισούνται τουλάχιστον με το αρχικό κεφάλαιο που προβλέπεται στο άρθρο 9.

4.   Σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις και εφόσον συναινούν οι αρμόδιες αρχές, εάν συγχωνευθούν δύο ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται στην κατηγορία της παραγράφου 2 τα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος που προκύπτει από τη συγχώνευση δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερα από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά την ημερομηνία της συγχώνευσης, εφόσον τα ίδια κεφάλαια δεν έχουν ανέλθει στα προβλεπόμενα στο άρθρο 9 επίπεδα.

5.   Εάν στις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 4 τα ίδια κεφάλαια μειωθούν, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, όταν δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να τάσσουν σύντομη προθεσμία, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να επαναφέρει τα κεφάλαιά του στο απαιτούμενο ελάχιστο όριο ή να παύσει τις δραστηριότητές του.

Άρθρο 11

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα καθορίζουν αποτελεσματικά τον προσανατολισμό της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος.

Δεν παρέχουν την άδεια λειτουργίας, όταν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους ή επαρκή πείρα για την άσκηση των καθηκόντων αυτών.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν:

α)

από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, καταστατική έδρα, να βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο ίδιο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, και

β)

από τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα, να βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο ασκούν πράγματι δραστηριότητα.

Άρθρο 12

1.   Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας που επιτρέπει την ανάληψη δραστηριότητας, σε πιστωτικό ίδρυμα εκτός εάν τους έχει προηγουμένως γνωστοποιηθεί η ταυτότητα των μετόχων ή εταίρων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή καθώς και το ποσοστό αυτής της συμμετοχής.

Για τον προσδιορισμό της ειδικής συμμετοχής στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου του άρθρου 92 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (17).

2.   Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων.

3.   Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

Περαιτέρω, οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν την άδεια εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των υπόψη νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να μπορούν οι αρχές να βεβαιώνονται ότι τηρούνται πάντοτε οι όροι που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.

Άρθρο 13

Κάθε άρνηση χορηγήσεως αδείας λειτουργίας αιτιολογείται και κοινοποιείται στον αιτούντα εντός εξαμήνου από της λήψεως της αιτήσεως ή εάν αυτή δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από της διαβιβάσεως υπό του αιτούντος των απαραιτήτων πληροφοριών για την απόφαση. Απόφαση πάντως εκδίδεται εντός 12 μηνών από της λήψεως της αιτήσεως.

Άρθρο 14

Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας εγγράφεται σε κατάλογο. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κατάλογο αυτόν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον τηρεί ενημερωμένο.

Άρθρο 15

1.   Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές του άλλου ενεχόμενου κράτους μέλους, στις εξής περιπτώσεις:

α)

όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,

β)

όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή

γ)

όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

2.   Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του ενεχομένου κράτους μέλους η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων στις εξής περιπτώσεις:

α)

όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα,

β)

όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή

γ)

όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα.

3.   Οι σχετικές αρμόδιες αρχές των παραγράφων 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την ποιότητα των μετόχων καθώς και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που είναι σχετική για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

Άρθρο 16

Τα κράτη μέλη υποδοχής δεν μπορούν να απαιτούν άδεια λειτουργίας και προικώο κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 22, 25, 26, παράγραφοι 1 έως 3, και των άρθρων 29 έως 37 και 40.

Άρθρο 17

1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνον όταν το ίδρυμα:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έτους, παραιτείται ρητώς απ' αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,

β)

απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

δ)

δεν έχει πλέον επαρκή ίδια κεφάλαια ή δεν παρέχει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί, ή

ε)

υπάγεται σε μια από τις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις.

2.   Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους. Η ανάκληση γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

Άρθρο 18

Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Κοινότητας την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος της έδρας τους, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους μέλους υποδοχής που αφορούν τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση κινδύνου συγχύσεως, τα κράτη μέλη υποδοχής δύνανται να απαιτούν, για διευκρινιστικούς λόγους, την προσθήκη επεξηγήσεως στην επωνυμία.

Άρθρο 19

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο σκοπεύει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει να ενημερώνει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές και να τους κοινοποιεί το ποσό της συμμετοχής αυτής. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές εάν σκοπεύει να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20 %, το 33 % ή το 50 %, ή το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία τριών μηνών, από την ημερομηνία της ενημέρωσης που προβλέπεται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο, προκειμένου να αντιταχθούν στο εν λόγω σχέδιο εάν, με γνώμονα την ανάγκη να εξασφαλισθεί συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πειστεί για την καταλληλότητα του υπόψη προσώπου. Οι αρμόδιες αρχές, εφόσον δεν αντιταχθούν, μπορούν να ορίσουν μέγιστη προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου.

2.   Εάν το πρόσωπο που σκοπεύει να αγοράσει τις συμμετοχές της παραγράφου 1 είναι πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή καθίσταται θυγατρική του εν λόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της εξαγοράς υπόκειται στη διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 15.

Άρθρο 20

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο σκοπεύει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ένα πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές και να τους γνωστοποιεί το ύψος της προτεινόμενης συμμετοχής του.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενημερώνει, ομοίως, τις αρμόδιες αρχές, εφόσον σκοπεύει να μειώσει την ειδική του συμμετοχή έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, το 33 % ή το 50 % ή έτσι ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του.

Άρθρο 21

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα, μόλις πληροφορηθούν, αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα κατώτατα όρια του άρθρου 19, παράγραφος 1, και στο άρθρο 20, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές.

Ομοίως, ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 19, παράγραφος 1, είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή ή κατάσταση. Στα εν λόγω μέτρα είναι δυνατό να περιλαμβάνονται διαταγές, κυρώσεις κατά των διευθυνόντων ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδα που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή εταίροι.

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως τις αρχές όπως ορίζεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1.

Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση των αρμοδίων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να θεσπίσουν, ορίζουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, είτε την ακυρότητα ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

3.   Για τον προσδιορισμό της ειδικής συμμετοχής και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που μνημονεύονται στο παρόν άρθρο, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου του άρθρου 92 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ.

Άρθρο 22

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απαιτούν από κάθε πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ένα άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.

2.   Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που θεσπίζονται στο Παράρτημα V.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Τμήμα 1

Πιστωτικά ιδρύματα

Άρθρο 23

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25, 26, παράγραφοι 1 έως 3, 28, παράγραφοι 1 και 2, και 29 έως 37, τόσο με την εγκατάσταση υποκαταστήματος όσο και με την παροχή υπηρεσιών, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές ενός άλλου κράτους μέλους, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας.

Τμήμα 2

Χρηματοδοτικά ιδρύματα

Άρθρο 24

1.

α)

η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος μέλος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται το χρηματοδοτικό ίδρυμα,

β)

οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται πράγματι στο ίδιο κράτος μέλος,

γ)

η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν το 90 % τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μεριδίων ή μετοχών του χρηματοδοτικού ιδρύματος,

δ)

η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η διαχείριση του χρηματοδοτικού ιδρύματος ασκείται με σύνεση και, εφόσον συγκατατίθενται οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, δηλώνουν ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα, και

ε)

το χρηματοδοτικό ίδρυμα περιλαμβάνεται πράγματι, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον Τίτλο V, Κεφάλαιο 4, Τμήμα 1, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 75 για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και για τον περιορισμό των συμμετοχών που προβλέπεται στα άρθρα 120 έως 122.

Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών επαληθεύεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, οι οποίες χορηγούν στο χρηματοδοτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 25 και 28.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ασκούν εποπτεία επί του χρηματοδοτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, παράγραφος 1, 19 έως 22, 40, 42 έως 52 και 54.

2.   Εάν το χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, παύσει να πληροί μια από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, και η δραστηριότητα που ασκεί το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπόκειται πλέον στη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις θυγατρικές ενός χρηματοδοτικού ιδρύματος, όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1.

Τμήμα 3

ασκηση του δικαιώματος εγκατάστασης

Άρθρο 25

1.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα εντός του εδάφους άλλου κράτους μέλους, προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο επιθυμεί την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, να συνοδεύει τη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα,

β)

το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των εργασιών τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή,

γ)

τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να του ζητούνται τα έγγραφα, και

δ)

τα ονόματα των μελλοντικών υπευθύνων για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος.

3.   Πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνοντας υπόψη της το εν λόγω σχέδιο δραστηριοτήτων, έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, η εν λόγω αρχή μέσα σε τρεις μήνες αφότου περιέλθουν εις γνώσιν της οι πληροφορίες της παραγράφου 2, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το οικείο πιστωτικό ίδρυμα.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει, επίσης, το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει του άρθρου 75.

Κατά παρέκκλιση του δευτέρου εδαφίου, στην περίπτωση που ορίζεται στο άρθρο 24, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει επίσης το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το σύνολο των δυνάμει του άρθρου 75 ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων και ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος που είναι η μητρική του επιχείρηση.

4.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνείται να κοινοποιήσει τις πληροφορίες της παραγράφου 2 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης αποτελεί λόγο προσφυγής στη δικαιοσύνη του κράτους μέλους καταγωγής.

Άρθρο 26

1.   Πριν το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή της ανακοίνωσης του άρθρου 25 προκειμένου να οργανώσει την εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το Τμήμα 5 και να γνωστοποιήσει, αν χρειάζεται, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αυτές οι δραστηριότητες πρέπει να ασκούνται μέσα στο κράτος υποδοχής.

2.   Το υποκατάστημα, μόλις λάβει ανακοίνωση εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής ή, σε περίπτωση σιωπής εκ μέρους της, μόλις λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, μπορεί να εγκατασταθεί και μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του.

3.   Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 25, παράγραφος 2, το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί, γραπτώς, αυτή τη μεταβολή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, τουλάχιστον ένα μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να μπορέσει να αποφασίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να αποφασίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Τα υποκαταστήματα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993, θεωρείται ότι έχουν υπαχθεί στη διαδικασία του άρθρου 25 και στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Από την 1η Ιανουαρίου 1993, τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 23 και 43 καθώς και των Τμημάτων 2 και 5.

Άρθρο 27

Περισσότερες της μιας έδρες εκμετάλλευσης που έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος μέλος ένα πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ένα μόνο υποκατάστημα.

Τμήμα 4

ασκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών

Άρθρο 28

1.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί να ασκήσει, για πρώτη φορά, τις δραστηριότητές του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εκείνες από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος Ι, τις οποίες σκοπεύει να ασκήσει.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την παραλαβή της.

3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα τα οποία έχουν κτηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στα πλαίσια της παροχής υπηρεσιών πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993.

Τμήμα 5

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής

Άρθρο 29

Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να αποστέλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής περιοδική έκθεση για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του.

Για την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθεται βάσει του άρθρου 41, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί γι' αυτό το σκοπό από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 30

1.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός του, δεν τηρεί τις διατάξεις που έχει θεσπίσει το εν λόγω κράτος μέλος κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, οι εν λόγω αρχές απαιτούν από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση.

2.   Εάν το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν πράξει τα απαραίτητα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνουν, το συντομότερο, όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση. Η φύση αυτών των μέτρων ανακοινώνεται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

3.   Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων από το κράτος μέλος καταγωγής ή λόγω της ακαταλληλότητάς τους ή επειδή δεν ελήφθησαν μέτρα στο κράτος αυτό, το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου 1, οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, το εν λόγω κράτος δικαιούται, αφού ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να κατασταλούν νέες παρατυπίες και, εφόσον είναι απαραίτητο, μπορεί να εμποδίσει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για τη λήψη παρόμοιων μέτρων να μπορούν να κοινοποιηθούν, μέσα στο έδαφός τους, στα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 31

Τα άρθρα 29 και 30 δεν θίγουν την εξουσία του κράτους μέλους υποδοχής να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή των πράξεων που διενεργούνται στο έδαφός του κατά παράβαση των διατάξεων που έχουν θεσπίσει για λόγους γενικότερου συμφέροντος. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότητα να εμποδίζει τα παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν σε νέες πράξεις στο έδαφός του.

Άρθρο 32

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφοι 2 και 3, ή του άρθρου 31 και επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση παροχής υπηρεσιών, είναι δεόντως αιτιολογημένο και ανακοινώνεται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα. Καθένα από τα μέτρα αυτά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στη δικαιοσύνη του κράτους μέλους το οποίο έλαβε τα εν λόγω μέτρα.

Άρθρο 33

Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνουν τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων άλλων κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο για τα μέτρα αυτά.

Σ' αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να αποφασίσει ότι το υπόψη κράτος μέλος πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα μέτρα αυτά.

Άρθρο 34

Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την καταστολή ή την πρόληψη των παρατυπιών που διαπράττονται στο έδαφός του, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότητα να εμποδίζει τα παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν σε νέες πράξεις στο έδαφός του.

Άρθρο 35

Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνονται και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσουν το παρατυπούν πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός τους και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των καταθετών.

Άρθρο 36

Το κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26, παράγραφοι 1 έως 3, ή των περιπτώσεων στις οποίες ελήφθησαν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 3.

Άρθρο 37

Το παρόν Τμήμα δεν εμποδίζει τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν με όλα τα μέσα επικοινωνίας που υπάρχουν στο κράτος υποδοχής, τηρουμένων των κανόνων που ενδεχομένως διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Τμήμα Ι

Γνωστοποίηση σε σχέση με τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών και τους όρους πρόσβασης στις αγορές των χωρών αυτών

Άρθρο 38

1.   Τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν επί των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας, όταν αυτά αναλαμβάνουν και ασκούν τη δραστηριότητά τους, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εντός της Κοινότητας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας.

3.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η Κοινότητα δύναται να συνάπτει συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες και να συμφωνεί την εφαρμογή διατάξεων με τις οποίες παρέχεται, στα υποκαταστήματα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του εκτός της Κοινότητος, το ίδιο καθεστώς στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας.

Τμήμα 2

Συνεργασία στον τομέα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών

Άρθρο 39

1.   Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους, είτε με δική της πρωτοβουλία, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων εφαρμογής της αρχής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ως προς:

α)

τα πιστωτικά ιδρύματα η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα, ή

β)

τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα και η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που εδρεύει στην Κοινότητα.

2.   Οι συμφωνίες της παραγράφου 1 αποσκοπούν ιδίως στην εξασφάλιση των κάτωθι:

α)

αφενός μεν, για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, να μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, σε ενοποιημένη βάση, πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, εγκατεστημένων στην Κοινότητα, που έχει ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που βρίσκεται εκτός Κοινότητας, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα, και

β)

αφετέρου δε, για τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, να μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 300, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, εξετάζει τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και την κατάσταση που προκύπτει από αυτές.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αρχεσ Τησ Προληπτικησ Εποπτειασ

Τμήμα 1

Αρμοδιότητες του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

Άρθρο 40

1.   Την προληπτική εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 23 και 24 δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 41

Μέχρις ότου υπάρξει μεταγενέστερος συντονισμός, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εξακολουθεί να έχει την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.

Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί όλη την ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του.

Τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 42

Για την εποπτεία της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του Κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο αυτών των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

Άρθρο 43

1.   Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στην επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 42.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, μπορούν επίσης να προσφεύγουν, για τον έλεγχο των υποκαταστημάτων, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 141.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν το δικαίωμα των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής να προβαίνουν στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφός τους υποκαταστημάτων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων, οι οποίες τους απονέμονται βάσει της παρούσας οδηγίας.

Τμήμα 2

Ανταλλαγή πληροφοριών και επαγγελματικό απόρρητο

Άρθρο 44

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμοδίων αρχών καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.

Καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώση τους κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

Εντούτοις, οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του, επιτρέπεται να ανακοινωθούν στα πλαίσια διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.

2.   Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τις αρμόδιες αρχές διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία, όπως και στις άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτές οι πληροφορίες εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1.

Άρθρο 45

Η αρμόδια αρχή η οποία δέχεται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 44, μπορεί να τις χρησιμοποιεί μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων της και μόνον για τους κάτωθι σκοπούς:

α)

για την εξέταση των όρων πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος και για τη διευκόλυνση του ελέγχου, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων καθώς και τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου,

β)

για την επιβολή κυρώσεων,

γ)

στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής εναντίον απόφασης της αρμόδιας αρχής,

δ)

στο πλαίσιο δικαστικών προσφυγών που έχουν κινηθεί δυνάμει του άρθρου 55 ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία καθώς και από άλλες οδηγίες που θεσπίζονται στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 46

Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών όπως ορίζονται στα άρθρα 47 και 48, παράγραφος 1, μόνο αν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 44, παράγραφος 1. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Εάν συγκεκριμένη πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, μπορεί να κοινοποιηθεί μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρμοδίων αρχών που τη διαβίβασαν και, όπου αυτό ισχύει, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή.

Άρθρο 47

Τα άρθρα 44, παράγραφος 1, και 45 δεν εμποδίζουν τη μεταξύ αρμοδίων αρχών ανταλλαγή πληροφοριών εντός του ιδίου κράτους μέλους, εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, ή μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών, μεταξύ αρμοδίων αρχών και των κάτωθι:

α)

των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και των αρχών που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοδοτικών αγορών,

β)

των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των πιστωτικών ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες, και

γ)

των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον εκ του νόμου έλεγχο των λογαριασμών του πιστωτικού ιδρύματος και των άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,

για την εκπλήρωση της εποπτικής τους αποστολής.

Τα άρθρα 44, παράγραφος 1, και 45 δεν εμποδίζουν τη διαβίβαση, σε οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι λαμβανόμενες από αυτές τις αρχές, οργανισμούς και πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απόρρητου του άρθρου 44, παράγραφος 1.

Άρθρο 48

1.   Παρά τις διατάξεις των άρθρων 44 και 46, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των κάτωθι:

α)

των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των πιστωτικών ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες, και

β)

των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

α)

οι πληροφορίες πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής του πρώτου εδαφίου,

β)

οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο όπως ορίζει το άρθρο 44, παράγραφος 1, και

γ)

όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προέρχονται οι εν λόγω πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών που μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

2.   Παρά τις διατάξεις των άρθρων 44 έως 46, τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή των οργάνων που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για την διερεύνηση των παραβάσεων αυτών.

Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

α)

οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο,

β)

οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο όπως ορίζει το άρθρο 44, παράγραφος 1, και

γ)

όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προέρχονται οι εν λόγω πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Εάν, σε ένα κράτος μέλος, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προβαίνουν στον εντοπισμό ή την διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του πρώτου εδαφίου δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

Για την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανακοινώνουν στις δημόσιες αρχές, από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες, την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 49

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς:

α)

στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, και

β)

ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής.

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 45.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που ορίζει το άρθρο 44, παράγραφος 1.

Άρθρο 50

Παρά τις διατάξεις των άρθρων 44, παράγραφος 1, και 45, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν, νομοθετικώς, τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των υπηρεσιών επενδύσεων και των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και στους επιθεωρητές τους εντεταλμένους από τις εν λόγω υπηρεσίες.

Αυτές οι γνωστοποιήσεις πληροφοριών επιτρέπονται όμως μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικού ελέγχου.

Άρθρο 51

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει των άρθρων 44, παράγραφος 2, και 47, καθώς και οι πληροφορίες που αποκτώνται κατά τους επιτόπιους ελέγχους του άρθρου 43, παράγραφοι 1 και 2, δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων που προβλέπει το άρθρο 50, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που ανακοίνωσε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.

Άρθρο 52

Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους να ανακοινώνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 44 έως 46, σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους μέλους, εάν θεωρούν την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών σε σχέση με αθετήσεις, έστω και δυνητικές, παρεμβαινόντων στην αγορά αυτή. Οι πληροφορίες οι λαμβανόμενες στο πλαίσιο αυτό καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο όπως ορίζει το άρθρο 44, παράγραφος 1.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 2, λαμβανόμενες πληροφορίες να μην ανακοινώνονται, στην περίπτωση που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, χωρίς την ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προήλθαν οι πληροφορίες.

Τμήμα 3

Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

Άρθρο 53

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ (18) το οποίο ασκεί σε πιστωτικό ίδρυμα την αποστολή που περιγράφεται στο άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή στο άρθρο 31 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (19) ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, των οποίων έλαβε γνώση κατά την άσκηση της αποστολής αυτής, και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν:

α)

να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων,

β)

να θίξει τη συνέχεια της εκμετάλλευσης του πιστωτικού ιδρύματος, ή

γ)

να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση των επιφυλάξεων·

Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι η ίδια υποχρέωση ισχύει για το αυτό πρόσωπο όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση στο πλαίσιο αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η οποία εκπληρούται σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την εν λόγω αποστολή.

2.   Η καλή τη πίστη κοινολόγηση στις αρμόδιες αρχές, γεγονότων ή αποφάσεων της παραγράφου 1, από πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικώς ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

Τμήμα 4

Επιβολή κυρώσεων και δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη

Άρθρο 54

Με την επιφύλαξη των διαδικασιών ανάκλησης των αδειών λειτουργίας και των διατάξεων του ποινικού δικαίου, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις ή να λαμβάνουν μέτρα κατά πιστωτικών ιδρυμάτων ή εκείνων που στην πραγματικότητα ελέγχουν τις δραστηριότητες πιστωτικών ιδρυμάτων, σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας με σκοπό να παύσουν οι παραβάσεις που διαπιστώνονται ή να εκλείψουν τα αίτια που τις προκάλεσαν.

Άρθρο 55

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κατά των αποφάσεων των λαμβανομένων για τα πιστωτικά ιδρύματα κατ' εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, δύναται να ασκηθεί δικαστική προσφυγή. Το αυτό ισχύει σε περίπτωση, που δεν θα λαμβάνουν απόφαση εντός εξαμήνου από της καταθέσεως αιτήσεως εγκρίσεως, η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ισχύουσες διατάξεις στοιχεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τεχνικα Μεσα Προληπτικησ Εποπτειασ

Τμήμα 1

Ιδια κεφάλαια

Άρθρο 56

Όταν ένα κράτος μέλος θεσπίζει με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική πράξη κατ' εφαρμογήν της κοινοτικής νομοθεσίας που διέπει την προληπτική εποπτεία (prudential supervision) που πρέπει να ασκείται επί των ενεργών πιστωτικών ιδρυμάτων, μια διάταξη που χρησιμοποιεί τον όρο ίδια κεφάλαια ή αναφέρεται στην έννοια αυτή, μεριμνά ώστε ο εν λόγω όρος ή η έννοια να ανταποκρίνεται στον ορισμό που δίνεται στα άρθρα 57 έως 61 και στα άρθρα 63 έως 66.

Άρθρο 57

Υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 66, τα μη ενοποιημένα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελούνται από τα στοιχεία που παρατίθενται κατωτέρω:

α)

Το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, εφόσον έχει καταβληθεί, στο οποίο προστίθεται η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιον, εξαιρουμένων όμως των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών.

β)

Τα αποθεματικά κατά την έννοια του άρθρου 23 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ και τα αποτελέσματα του προηγούμενου έτους που μεταφέρονται μέσω της διάθεσης του τελικού αποτελέσματος.

γ)

Τα κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους κατά την έννοια του άρθρου 38 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

δ)

Τα αποθεματικά αναπροσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 33 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ.

ε)

Τις διαφορές προσαρμογής αξίας κατά την έννοια του άρθρου 37, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

στ) Τα άλλα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 63.

ζ)

Τις αναλήψεις υποχρεώσεων των μελών των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί υπό μορφή συνεταιριστικής εταιρείας και τις αλληλέγγυες υποχρεώσεις των πιστούχων από ορισμένα ιδρύματα οργανωμένα υπό μορφή ταμείων, τα οποία αναφέρει το άρθρο 64, παράγραφος 1· και

η)

Τις σωρευτικές προνομιούχες μετοχές καθορισμένης διάρκειας καθώς και τα ληφθέντα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, τα οποία αναφέρει το άρθρο 64, παράγραφος 3.

Αφαιρούνται τα κατωτέρω στοιχεία, όπως ορίζεται στο άρθρο 66:

θ)

Η λογιστική αξία των ιδίων μετοχών τις οποίες κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα.

ι)

Άυλα στοιχεία του ενεργητικού, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 9, «ενεργητικό», της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

ια)

Τα σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσης.

ιβ)

Οι συμμετοχές σε άλλα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα που υπερβαίνουν το 10 % του κεφαλαίου αυτών των ιδρυμάτων.

ιγ)

Οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα του άρθρου 63 και του άρθρου 64, παράγραφος 3, τα οποία κατέχει πιστωτικό ίδρυμα επί πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εφόσον η συμμετοχή του υπερβαίνει το 10 % του κεφαλαίου σε κάθε περίπτωση.

ιδ)

Οι συμμετοχές σε άλλα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα μέχρι ποσοστού 10 % του κεφαλαίου τους, καθώς και οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα του άρθρου 63 και του άρθρου 64, παράγραφος 3, τα οποία κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα επί πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, εκτός εκείνων που αναφέρονται στα στοιχεία ιβ) και ιγ), για το ποσό του συνόλου αυτών των συμμετοχών, απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και μέσων το οποίο υπερβαίνει το 10 % των ιδίων κεφαλαίων του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, υπολογιζόμενων πριν από την αφαίρεση των στοιχείων των στοιχείων ιβ) έως ιστ).

ιε)

Οι συμμετοχές κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 10, τις οποίες κατέχει ένα πιστωτικό ίδρυμα σε:

i)

ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (20), του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ (21) ή του άρθρου 1, στοιχείο β) της οδηγίας 98/78/ΕΚ (22),

ii)

αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ, ή

iii)

ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο θ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ.

ιστ)

Κάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στο στοιχείο ιε) στις οποίες κατέχει συμμετοχή:

i)

τα μέσα του άρθρου 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 73/239/EΟΚ, και

ii)

τα μέσα του άρθρου 27, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/83/EΚ.

ιζ)

Για πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν σταθμισμένα χρηματοδοτικά ανοίγματα βάσει του Τμήματος 3, Υποτμήμα 2, τα αρνητικά ποσά που υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφος 36 και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 32 και 33· και

ιη)

Το ποσό του ανοίγματος σε θέσεις τιτλοποίησης που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης 1250 % βάσει του Παραρτήματος ΙΧ, Μέρος 4 και υπολογίζονται βάσει της μεθόδου που αναπτύσσεται σε αυτό.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν το συνυπολογισμό των προσωρινών κερδών, προτού ληφθεί επίσημα η σχετική απόφαση, μόνο εάν τα κέρδη αυτά έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα αρμόδια για τον έλεγχο των λογαριασμών και εάν οι αρμόδιες αρχές λάβουν ικανοποιητικές αποδείξεις ότι το ύψος τους έχει εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ και είναι καθαρό από κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα.

Στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί την μεταβιβάζουσα οντότητα μιας τιτλοποίησης, τα καθαρά κέρδη από την κεφαλαιοποίηση μελλοντικών εσόδων από τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία ενισχύουν πιστωτικά θέσεις στην τιτλοποίηση αποκλείονται από το στοιχείο που ορίζεται στο στοιχείο β).

Άρθρο 58

Όταν κατέχεται προσωρινά συμμετοχή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, με σκοπό τη χρηματοδοτική συνδρομή για ανασυγκρότηση και διάσωση της εν λόγω οντότητας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εγκρίνουν παρεκκλίσεις από τις προβλεπόμενες στα στοιχεία ιβ) έως ιστ) του άρθρου 57 διατάξεις για την αφαίρεση ποσών.

Άρθρο 59

Ως εναλλακτική λύση στην αφαίρεση των μνημονευομένων στα στοιχεία ιε) και ιστ) του άρθρου 57 στοιχείων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματά τους να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του Παραρτήματος I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. Η μέθοδος 1 («λογιστική ενοποίηση») μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό.

Άρθρο 60

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση, τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το κεφάλαιο 4, Τμήμα 1 ή σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τις μνημονευόμενες στα στοιχεία ιβ) έως ιστ) του άρθρου 57 συμμετοχές τους σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης ή της συμπληρωματικής εποπτείας.

Η διάταξη αυτή ισχύει για το σύνολο των κανόνων προληπτικής εποπτείας που έχουν εναρμονισθεί με κοινοτικές πράξεις.

Άρθρο 61

Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται στα στοιχεία α) έως η) του άρθρου 57, περιλαμβάνει έναν μέγιστο αριθμό στοιχείων και ποσών. Η χρησιμοποίηση αυτών των στοιχείων και ο καθορισμός κατώτερων ορίων, καθώς και η αφαίρεση άλλων στοιχείων εκτός από εκείνα που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ιγ) του άρθρου 57, επαφίενται στην εκτίμηση των κρατών μελών.

Τα στοιχεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 2, στοιχεία α) έως ε) του άρθρου 57, είναι πλήρως και παραχρήμα διαθέσιμα από το πιστωτικό ίδρυμα προς κάλυψη των κινδύνων ή των ζημιών, κατά τη στιγμή της επέλευσής τους. Το ποσόν τους είναι απαλλαγμένο από κάθε φορολογική επιβάρυνση που είναι δυνατόν να προβλεφθεί κατά το χρόνο του υπολογισμού του, ή να προσαρμόζεται καταλλήλως στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών.

Άρθρο 62

Τα κράτη μέλη δύνανται να υποβάλλουν εκθέσεις στην Επιτροπή για την πρόοδο που επιτεύχθηκε όσον αφορά τη σύγκλιση απόψεων ως προς έναν κοινό ορισμό των ιδίων κεφαλαίων. Βάσει των εκθέσεων αυτών η Επιτροπή, εφόσον κριθεί σκόπιμο, θα υποβάλει το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2009, πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την τροποποίηση του παρόντος Τμήματος.

Άρθρο 63

1.   Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων την οποία χρησιμοποιεί ένα κράτος μέλος μπορεί να περιέχει άλλα στοιχεία εφόσον, ανεξάρτητα από τη νομική ή λογιστική ονομασία τους, έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

βρίσκονται στην ελεύθερη διάθεση του πιστωτικού ιδρύματος για την κάλυψη των συνήθων τραπεζικών κινδύνων, όταν η έκταση των ζημιών ή των μειώσεων αξίας δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί,

β)

η ύπαρξή τους εμφαίνεται στις εσωτερικές λογιστικές εγγραφές, και

γ)

το ποσό τους καθορίζεται από τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, επαληθεύεται από ανεξάρτητους ελεγκτές, γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές και τελεί υπό την εποπτεία των αρχών αυτών.

2.   Οι τίτλοι μη καθορισμένης διάρκειας και άλλα μέσα μπορούν επίσης να θεωρηθούν άλλα στοιχεία, εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν μπορούν να εξοφληθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής,

β)

η σύμβαση έκδοσης προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει τη δυνατότητα να αναβάλει την πληρωμή των τόκων του δανείου,

γ)

οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι του πιστωτικού ιδρύματος κατατάσσονται στο σύνολό τους μετά τις απαιτήσεις πλήρους εξασφάλισης όλων των άλλων πιστωτών,

δ)

τα έγγραφα στα οποία βασίζεται η έκδοση των τίτλων προβλέπουν ότι το χρέος και οι μη καταβληθέντες τόκοι δύνανται να διατεθούν για την απόσβεση ζημιών, ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δραστηριότητά του, και

ε)

λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί.

Στους ανωτέρω τίτλους και άλλα μέσα μπορούν να προστεθούν οι σωρευτικές προνομιούχες μετοχές, εκτός από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 57, στοιχείο η).

3.   Για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν σταθμισμένα ανοίγματα βάσει του Τμήματος 3, Υποτμήμα 2, τα θετικά ποσά που προκύπτουν βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφος 36, μπορούν μέχρι το 0,6 % των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που υπολογίζονται βάσει του Υποτμήματος 2, να γίνονται δεκτά ως άλλα στοιχεία. Για τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, οι προσαρμογές αξίας και οι προβλέψεις που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 36, καθώς και οι προσαρμογές αξίας και οι προβλέψεις για ανοίγματα που αναφέρονται στο στοιχείο ε) του άρθρου 57 δεν περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια παρά μόνον σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Προς τούτο, τα σταθμισμένα ανοίγματα δεν περιλαμβάνουν τα ποσά που υπολογίζονται για θέσεις τιτλοποίησης που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 1 250 %.

Άρθρο 64

1.   Οι αναλήψεις υποχρεώσεων των μελών των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν συσταθεί υπό μορφή συνεταιριστικών εταιρειών, που αναφέρει το άρθρο 57, στοιχείο ζ), αποτελούνται από το κεφάλαιο που δεν έχουν κληθεί να καταβάλουν τα μέλη αυτών των εταιρειών καθώς και από τις νομίμως ανειλημμένες υποχρεώσεις των μελών των εν λόγω εταιρειών να πραγματοποιούν, σε περίπτωση που αυτό το πιστωτικό ίδρυμα θα υποστεί ζημία, συμπληρωματικές καταβολές που δεν πρόκειται να τους αποδοθούν. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή των εν λόγω ποσών θα πρέπει να είναι αμέσως απαιτητή.

Με τα ανωτέρω στοιχεία εξομοιούνται οι αλληλέγγυες υποχρεώσεις των δανειζομένων από πιστωτικά ιδρύματα οργανωμένα υπό μορφή ταμείων.

Όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια εφόσον, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συνυπολογίζονται ως ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων της κατηγορίας αυτής.

2.   Τα κράτη μέλη δεν περιλαμβάνουν στα ίδια κεφάλαια των δημόσιων πιστωτικών ιδρυμάτων τις εγγυήσεις που τα ίδια ή οι αρχές τους χορηγούν στα εν λόγω ιδρύματα.

3.   Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές μπορούν να περιλάβουν στα ίδια κεφάλαια τις σωρευτικές προνομιούχες μετοχές καθορισμένης διάρκειας που αναφέρονται στο άρθρο 57, στοιχείο η), καθώς και τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στην αυτή διάταξη, μόνον εάν πράγματι υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων, σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, τα δάνεια αυτά κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών.

Τα εν λόγω δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ανταποκρίνονται και στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί,

β)

η αρχική ληκτότητά τους είναι τουλάχιστον πενταετής, μετά την πάροδο της οποίας θα είναι δυνατή η εξόφλησή τους,

γ)

το ποσό μέχρι το οποίο επιτρέπεται να περιληφθούν στα ίδια κεφάλαια θα μειώνεται σταδιακά κατά την τελευταία πενταετία, πριν από την ημερομηνία λήξεως, και

δ)

στη σύμβαση δανείου δεν επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνονται ρήτρες που να ορίζουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από την εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν καταστεί ληξιπρόθεσμη.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του δευτέρου εδαφίου, εάν δεν έχει καθοριστεί ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη η οφειλή, τα εν λόγω δάνεια αποδίδονται μόνον ύστερα από πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν έχουν παύσει να λογίζονται ως ίδια κεφάλαια ή εάν απαιτείται τυπικά προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των αρμοδίων αρχών για την προ της λήξεως εξόφλησή τους. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν την προ της λήξεως εξόφλησή αυτών των δανείων υπό τον όρο ότι η σχετική αίτηση υποβλήθηκε με πρωτοβουλία του εκδότη και ότι δεν θίγεται η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος.

4.   Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν περιλαμβάνουν στα ίδια κεφάλαιά τους ούτε τα αποθεματικά εύλογης αξίας που σχετίζονται με κέρδη ή ζημίες από αντισταθμίσεις ταμειακών ροών από χρηματοπιστωτικά μέσα, που μετρώνται βάσει του αποσβέσιμου κόστους, ούτε κέρδη ή ζημίες από τις υποχρεώσεις τους, αποτιμημένες στην εύλογη αξία τους, που οφείλονται σε μεταβολές της πιστωτικής διαβάθμισης των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 65

1.   Όταν ο υπολογισμός πρέπει να γίνει σε ενοποιημένη βάση, τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 57 χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο Κεφάλαιο 4, Τμήμα 1. Επιπλέον, μπορούν να εξομοιώνονται προς τα ενοποιημένα αποθεματικά, για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, τα ακόλουθα στοιχεία όταν είναι πιστωτικά («αρνητικά»):

α)

τα δικαιώματα της μειοψηφίας κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, σε περίπτωση χρησιμοποίησης της μεθόδου της πλήρους ενοποίησης,

β)

η διαφορά πρώτης ενοποίησης κατά την έννοια των άρθρων 19, 30 και 31 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

γ)

οι διαφορές εκ μετατροπής που περιλαμβάνονται στα ενοποιημένα αποθεματικά, σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 6 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, και

δ)

η διαφορά που προκύπτει από την καταχώριση ορισμένων συμμετοχών, σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο άρθρο 33 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.

2.   Όταν τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της πρώτης παραγράφου είναι χρεωστικά («θετικά»), αφαιρούνται κατά τον υπολογισμό των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων.

Άρθρο 66

1.   Τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 57, στοιχεία δ) έως η), υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:

α)

το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 100 %, κατ' ανώτατο όριο, των στοιχείων των στοιχείων α) συν β) και γ) μείον θ) έως ια), και

β)

το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ζ) έως η) δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 50 %, κατ' ανώτατο όριο, των στοιχείων των στοιχείων α) συν β) και γ) μείον θ) έως ια),

2.   Το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 αφαιρούνται κατά το ήμισυ από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γ), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ια) και κατά το ήμισυ από τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57, τηρουμένων των περιορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το ήμισυ του αθροίσματος των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57, η διαφορά αφαιρείται από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γ), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ια) του άρθρου 57. Εάν τα στοιχεία που απαριθμούνται στο στοιχείο ιη) του άρθρου 57 έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75 σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Παράρτημα ΙΧ, Μέρος 4, τότε δεν αφαιρούνται.

3.   Για τους σκοπούς των Τμημάτων 5 και 6, οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος νοούνται χωρίς τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία ιζ) και ιη) του άρθρου 57 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 63.

4.   Προσωρινά και σε έκτακτες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να υπερβαίνουν τα όρια που θεσπίζονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 67

Η τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν Τμήμα αποδεικνύεται στις αρμόδιες αρχές, κατά την κρίση τους.

Τμήμα 2

Πρόβλεψη για κινδύνους

Υποτμήμα 1

Επίπεδο εφαρμογής

Άρθρο 68

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 22 και 75 και στο Τμήμα 5, σε μεμονωμένη βάση.

2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν αποτελούν θυγατρικές στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και στο οποίο υπόκεινται σε εποπτεία, ούτε μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση δυνάμει του άρθρου 73, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 120 και 123, σε μεμονωμένη βάση.

3.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν αποτελούν μητρικές ούτε θυγατρικές επιχειρήσεις καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 73 συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο Κεφάλαιο 5, σε μεμονωμένη βάση.

Άρθρο 69

1.   Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 68, παράγραφος 1, σε θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και το πιστωτικό ίδρυμα έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από το ίδιο κράτος μέλος και η θυγατρική περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση, και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών:

α)

Δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση.

β)

Είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά την συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική ή ότι οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι.

γ)

Οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική· και

δ)

Η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής και/ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διαχειριστικού οργάνου της θυγατρικής που περιγράφεται στο άρθρο 11.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον η μητρική επιχείρηση αποτελεί χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών συσταθείσα στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται στην ίδια εποπτεία με τα πιστωτικά ιδρύματα και ιδίως στα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 71, παράγραφος 1.

3.   Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 68, παράγραφος 1, σε θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και το πιστωτικό ίδρυμα έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από το ίδιο κράτος μέλος και η θυγατρική περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση, και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών:

α)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση· και

β)

η αξιολόγηση του κινδύνου, διαδικασίες μέτρησης και ελέγχου που αφορούν την ενοποιημένη εποπτεία καλύπτουν το μητρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σε κράτος μέλος.

Η αρμόδια αρχή που προσφεύγει στην παρούσα παράγραφο ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών.

4.   Με την επιφύλαξη των γενικών διατάξεων του άρθρου 144, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι οποίες κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 3 δημοσιεύουν τις ακόλουθες πληροφορίες, με τον τρόπο που περιγράφεται στο άρθρο 144:

α)

τα κριτήρια, με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την κάλυψη υποχρεώσεων·

β)

τον αριθμό των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 3, καθώς και εκείνων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα·

γ)

συνολικά για το κράτος μέλος:

i)

το συνολικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 3, τα οποία διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες·

ii)

το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 3, που αντιπροσωπεύουν ίδιους πόρους που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα· και

iii)

το ποσοστό ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών ελάχιστων απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου 75, των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 70

1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 4 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν, κατά περίπτωση, σε μητρικά πιστωτικά ιδρύματα να συμπεριλάβουν στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους δυνάμει του άρθρου 68, παράγραφος 1, τις θυγατρικές τους εκείνες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια των στοιχείων γ) και δ) του άρθρου 69, παράγραφος 1, και των οποίων τα ουσιώδη χρηματοδοτικά ανοίγματα ή οι ουσιώδεις υποχρεώσεις είναι έναντι των εν λόγω μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

2.   Η δυνατότητα της παραγράφου 1 επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει πλήρως στις αρμόδιες αρχές τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των νομικών ρυθμίσεων, εξ αιτίας των οποίων δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων που οφείλονται από τη θυγατρική προς τη μητρική επιχείρηση.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρέπει να ενημερώνει τακτικά και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 1 και τις συνθήκες και τις ρυθμίσεις της παραγράφου 2. Εάν η θυγατρική βρίσκεται σε τρίτη χώρα, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν επίσης με τον ίδιο τρόπο τις αρμόδιες αρχές της χώρας αυτής.

4.   Με την επιφύλαξη των γενικών διατάξεων του άρθρου 144, οι αρμόδιες αρχές που κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δημοσιεύουν τις ακόλουθες πληροφορίες, με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο άρθρο 144:

α)

τα κριτήρια, με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων πόρων ή την κάλυψη υποχρεώσεων·

β)

τον αριθμό των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και εκείνων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα· και

γ)

συνολικά για το κράτος μέλος:

i)

το συνολικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα οποία διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες·

ii)

το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1·

iii)

το ποσοστό ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών ελάχιστων απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου 75, των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 71

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 έως 70, τα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος μητρικά πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120, 123 και το Τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής τους κατάστασης.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 έως 70, τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120, 123 και το Τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών.

Όταν μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ελέγχει πάνω από ένα πιστωτικό ίδρυμα, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνον για το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει των άρθρων 125 και 126.

Άρθρο 72

1.   Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το Κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής τους κατάστασης.

Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζει το Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 1, παράγραφος 5, σε μεμονωμένη ή υποενοποιημένη βάση.

2.   Πιστωτικά ιδρύματα ελεγχόμενα από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζει το Κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών.

Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζει το Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 1, παράγραφος 5, σε μεμονωμένη ή υποενοποιημένη βάση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει των άρθρων 125 και 126 δύνανται να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν εν μέρει ή εν όλω τις παραγράφους 1 και 2 σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται σε συγκρίσιμες δημοσιοποιήσεις παρεχόμενες σε ενοποιημένη βάση από μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 73

1.   Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία βάσει των άρθρων 125 και 126 μπορούν στις ακόλουθες περιπτώσεις να μην υπαγάγουν στην ενοποίηση ένα πιστωτικό ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή στα οποία κατέχεται μια μερίδα συμμετοχής:

α)

όταν η υπόψη επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στην διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών,

β)

όταν η υπόψη επιχείρηση είναι, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, αμελητέα μόνον σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και εν πάση περιπτώσει όταν ο συνολικός ισολογισμός της υπόψη επιχείρησης δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο των ακόλουθων δύο ποσών:

i)

10 εκατομμύρια ευρώ, ή

ii)

το 1 % του συνολικού ισολογισμού της μητρικής ή της κατέχουσας την συμμετοχή επιχείρησης,

γ)

όταν, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της υπόψη επιχείρησης θα αντενδείκνυτο ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθη όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Αν, στις περιπτώσεις του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, πλείονες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται σε αυτό, υπάγονται παρά ταύτα στην ενοποίηση όταν ως σύνολο παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον σε σχέση με τον καθορισθέντα στόχο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120 και 123 και το Τμήμα 5 σε υποενοποιημένη βάση όταν τα υπόψη πιστωτικά ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση εφόσον πρόκειται για χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, διαθέτουν σε τρίτη χώρα, εν είδει θυγατρικής, πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ή διαθέτουν συμμετοχή σε μια τέτοια επιχείρηση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από μητρικές και θυγατρικές επιχειρήσεις υπαγόμενες στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το άρθρο 22 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν χαρακτηρίζονται από συνέπεια, ότι είναι ολοκληρωμένοι και ότι μπορούν να προσκομίσουν όλα τα απαιτούμενα για την εποπτεία στοιχεία και πληροφορίες.

Υποτμήμα 2

Υπολογισμός των απαιτήσεων

Άρθρο 74

1.   Πλην των περιπτώσεων όπου προβλέπεται κάτι άλλο, η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού πραγματοποιείται βάσει του λογιστικού πλαισίου στο οποίο υπάγεται το πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 και της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

2.   Κατ' εξαίρεση των απαιτήσεων που θεσπίζονται στα άρθρα 68 έως 72, οι υπολογισμοί για την επαλήθευση της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το άρθρο 75 πραγματοποιούνται το λιγότερο δύο φορές κατ' έτος.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαβιβάζουν τα αποτελέσματα και τα απαιτούμενα επί μέρους σχετικά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές.

Υποτμήμα 3

Ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 75

Με την επιφύλαξη του άρθρου 136, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία, ανά πάσα στιγμή, πρέπει να υπερβαίνουν ή να ισούνται με το άθροισμα των ακόλουθων κεφαλαιακών απαιτήσεων:

α)

όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων για το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων με εξαίρεση τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού εφόσον αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, του 8 % επί του συνολικού ποσού των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους, υπολογισμένων σύμφωνα με το Τμήμα 3,

β)

όσον αφορά τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο διακανονισμού και αντισυμβαλλομένου και, στο μέτρο που επιτρέπεται η υπέρβαση των ορίων που θεσπίζονται στα άρθρα 111 έως 117, για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 18 και Κεφάλαιο V, Τμήμα 4 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ,

γ)

όσον αφορά το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, για τον κίνδυνο συναλλάγματος και τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, και

δ)

όσον αφορά το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, για τον λειτουργικό κίνδυνο, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει του Τμήματος 4.

Τμήμα 3

Ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο

Άρθρο 76

Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν είτε την τυποποιημένη μέθοδο που προβλέπεται στα άρθρα 78 έως 83 είτε, εφόσον το επιτρέπουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 84, την μέθοδο IRM που προβλέπεται στα άρθρα 84 έως 89 όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους για τους σκοπούς του άρθρου 75, στοιχείο α).

Άρθρο 77

Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος «χρηματοδοτικό άνοιγμα» είναι ένα στοιχείο ενεργητικού ή ένα στοιχείο εκτός ισολογισμού.

Υποτμήμα 1

Τυποποιημένη μέθοδος

Άρθρο 78

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου του ενεργητικού ισούται με την αξία με την οποία εμφανίζεται στον ισολογισμό ενώ η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ, ισούται με ποσοστό της αξίας του, ως εξής: 100 % για στοιχείο υψηλού κινδύνου, 50 % για στοιχείο μεσαίου κινδύνου, 20 % για στοιχείο μέτριου κινδύνου και 0 % για στοιχείο χαμηλού κινδύνου. Τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου κατατάσσονται σε κατηγορίες κινδύνου βάσει του Παραρτήματος ΙΙ. Στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος που χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων βάσει του Παραρτήματος VIII, Μέρος 3, όταν ένα άνοιγμα λαμβάνει τη μορφή πώλησης, παροχής ως εξασφάλιση ή παροχής ως δάνειο τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων στο πλαίσιο μιας πράξης επαναγοράς ή μιας πράξης δανειοδοσίας/δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, και πράξεων δανεισμού περιθωρίου, η αξία ανοίγματος προσαυξάνεται κατά το ποσό της προσαρμογής μεταβλητότητας που αναλογεί σε τέτοιου είδους τίτλους ή βασικά εμπορεύματα, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το Παράρτημα VIII, Μέρος 3, παράγραφοι 34 έως 59.

2.   Η αξία ανοίγματος ενός παράγωγου μέσου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV, προσδιορίζεται βάσει μιας εκ των δύο μεθόδων που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα συμβάσεων ανανέωσης και άλλων συμψηφιστικών συμφωνιών για τους σκοπούς των εν λόγω μεθόδων σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ. Η αξία ανοίγματος των συναλλαγών επαναγοράς, των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, των συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού και των πράξεων δανεισμού περιθωρίου μπορεί να προσδιορίζεται είτε σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ είτε σύμφωνα με το Παράρτημα VIII..

3.   Όταν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα έχει χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, η αξία ανοίγματος που αποδίδεται στο υπόψη στοιχείο δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Υποτμήμα 3.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, η αξία ανοίγματος των εκκρεμών ανοιγμάτων σε πιστωτικό κίνδυνο, όπως καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές, με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο προσδιορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα III, Τμήμα 2, παράγραφος 6, υπό την προϋπόθεση ότι τα ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου που αναλαμβάνονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έναντι όλων των συμμετεχόντων στις συμφωνίες είναι πλήρως καλυμμένα με εξασφαλίσεις σε καθημερινή βάση.

Άρθρο 79

1.   Κάθε χρηματοδοτικό άνοιγμα υπάγεται σε μια από τις ακόλουθες κλάσεις:

α)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών,

β)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών,

γ)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά διοικητικών φορέων και μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων,

δ)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών,

ε)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά διεθνών οργανισμών,

στ)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά ιδρυμάτων,

ζ)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά εταιρειών,

η)

λιανικές απαιτήσεις ή ενδεχόμενες λιανικές απαιτήσεις,

θ)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ακίνητη περιουσία,

ι)

στοιχεία σε καθυστέρηση,

ια)

στοιχεία που ανήκουν σε κανονιστικές κατηγορίες υψηλού κινδύνου,

ιβ)

απαιτήσεις υπό μορφή καλυμμένων ομολόγων,

ιγ)

θέσεις τιτλοποίησης,

ιδ)

βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις κατά ιδρυμάτων και εταιρειών,

ιε)

απαιτήσεις υπό μορφή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ), ή

ιστ)

άλλα στοιχεία.

2.   Για να είναι αποδεκτά προς υπαγωγή στην κλάση των λιανικών ανοιγμάτων που αναφέρεται στο στοιχείο η) της παραγράφου 1, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα πρέπει να πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις:

α)

να αφορούν μεμονωμένο άτομο ή άτομα ή μια οντότητα μικρού ή μεσαίου μεγέθους,

β)

να εντάσσονται σε έναν μεγάλο αριθμό ανοιγμάτων με παρόμοια χαρακτηριστικά ούτως ώστε να είναι πολύ μειωμένοι οι κίνδυνοι που απορρέουν από τέτοιου είδους δανειοδοσία, και

γ)

το συνολικό ποσό που οφείλει ο οφειλέτης πελάτης ή η οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών στο πιστωτικό ίδρυμα καθώς και σε οιαδήποτε μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, περιλαμβανομένων των κάθε είδους ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, εξαιρουμένων των απαιτήσεων ή των υπό αίρεση απαιτήσεων που διασφαλίζονται με εγγυήσεις ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, δεν πρέπει, εν γνώσει του πιστωτικού ιδρύματος, να υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο ευρώ. Το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να προβεί σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει γνώση των σχετικών πληροφοριών.

Τίτλοι δεν μπορούν να υπαχθούν στην κλάση των λιανικών ανοιγμάτων.

3.   Η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών λιανικής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμη για την κλάση λιανικού ανοίγματος.

Άρθρο 80

1.   Για τον υπολογισμό σταθμισμένων ανοιγμάτων, εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης κινδύνου σε όλα τα ανοίγματα εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VI, Μέρος 1. Η εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης πραγματοποιείται βάσει της κλάσης στην οποία υπάγεται το άνοιγμα και της πιστωτικής ποιότητάς του, στο μέτρο που ορίζει το Παράρτημα VI, Μέρος 1. Η πιστωτική ποιότητα δύναται να προσδιορίζεται βάσει των πιστοληπτικών αξιολογήσεων που πραγματοποιούνται από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης (External Credit Assessment Institutions-ECAI) βάσει των διατάξεων των άρθρων 81 έως 83, ή τη διαβάθμιση από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων (Export Credit Agencies — ECA), σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1.

2.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής ενός συντελεστή στάθμισης κινδύνου, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην παράγραφο 1, η αξία ανοίγματος πολλαπλασιάζεται με τον εκάστοτε συντελεστή στάθμισης που καθορίζεται ή προσδιορίζεται σύμφωνα με το παρόν Υποτμήμα.

3.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού του σταθμισμένου ύψους των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων, τα κράτη μέλη αποφασίζουν αν θα υιοθετηθεί η μέθοδος υπολογισμού βάσει της πιστωτικής ποιότητας της κεντρικής διοίκησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγεται το ίδρυμα ή η μέθοδος υπολογισμού βάσει της πιστωτικής ποιότητας του αντισυμβαλλομένου ιδρύματος σύμφωνα με το Παράρτημα VI.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, όταν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα υπόκειται σε χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, ο συντελεστής στάθμισης που αναλογεί στο υπόψη στοιχείο δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Υποτμήμα 3.

5.   Τα σταθμισμένα ποσά για τιτλοποιημένα ανοίγματα υπολογίζονται σύμφωνα με το Υποτμήμα 4.

6.   Στα ανοίγματα ως προς τα οποία το παρόν Υποτμήμα δεν προβλέπει κάτι άλλο όσον αφορά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοίγματος, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

7.   Με εξαίρεση τα ανοίγματα που οδηγούν σε υποχρεώσεις υπό μορφή στοιχείων αναφερόμενων στα στοιχεία α) έως η) του άρθρου 57, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάξουν από τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τα ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος σε αντισυμβαλλόμενο που αποτελεί την μητρική του επιχείρηση, δική του θυγατρική ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης ή επιχείρηση που συνδέεται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/349/EΟΚ, εφόσον πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:

α)

Ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

β)

Ο αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνεται πλήρως στην ίδια ενοποίηση με το πιστωτικό ίδρυμα.

γ)

Ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στις ίδιες διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου κινδύνων με το πιστωτικό ίδρυμα.

δ)

Ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα· και

ε)

Δεν υφίσταται κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τον αντισυμβαλλόμενο προς το πιστωτικό ίδρυμα.

Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται μηδενικός (0 %) συντελεστής στάθμισης.

8.   Με εξαίρεση τα ανοίγματα που οδηγούν σε υποχρεώσεις υπό μορφή στοιχείων αναφερόμενων στα στοιχεία α) έως η) του άρθρου 57, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάξουν από τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τα ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος σε αντισυμβαλλόμενο που αποτελεί την μητρική του επιχείρηση, δική του θυγατρική ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης εφόσον πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:

α)

Οι απαιτήσεις που εκτίθενται στα στοιχεία α), δ) και ε) της παραγράφου 7.

β)

Το πιστωτικό ίδρυμα και οι αντισυμβαλλόμενοι συμμετέχουν σε συμβασιακή ή θεσμική ρύθμιση ευθύνης που προστατεύει τα εν λόγω ιδρύματα και εξασφαλίζει ιδιαίτερα τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους, προκειμένου να αποφεύγεται η χρεοκοπία στις περιπτώσεις όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο (αναφέρεται κατωτέρω ως θεσμικό σύστημα προστασίας).

γ)

Οι ρυθμίσεις εξασφαλίζουν ότι το θεσμικό σύστημα προστασίας θα είναι σε θέση να παρέχει την αναγκαία υποστήριξη βάσει των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει με πόρους που θα του διατίθενται έγκαιρα.

δ)

Το θεσμικό σύστημα προστασίας διαθέτει τα κατάλληλα και ομοιόμορφα διατυπωμένα συστήματα για τον έλεγχο και την κατάταξη του κινδύνου (που παρέχουν πλήρη εικόνα των καταστάσεων κινδύνου όλων των μεμονωμένων μελών και του θεσμικού συστήματος προστασίας στο σύνολό του) με αντίστοιχες δυνατότητες επηρεασμού· τα συστήματα αυτά ελέγχουν κατά τον δέοντα τρόπο τα παράτυπα ανοίγματα σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Τμήμα 4, παράγραφος 44.

ε)

Το θεσμικό σύστημα προστασίας συντάσσει τη δική του έκθεση κατάστασης κινδύνου που κοινοποιείται στα μεμονωμένα μέλη.

στ) Το θεσμικό σύστημα προστασίας συντάσσει και δημοσιεύει άπαξ ετησίως είτε ενοποιημένη έκθεση περιλαμβάνουσα τον ισολογισμό, τους λογαριασμούς εσόδων-εξόδων, την έκθεση της κατάστασης και την έκθεση της κατάστασης κινδύνου σχετικά με το θεσμικό σύστημα προστασίας στο σύνολό του, είτε έκθεση περιλαμβάνουσα το συνολικό ισολογισμό, τους συνολικούς λογαριασμούς εσόδων-εξόδων, την έκθεση της κατάστασης και την έκθεση της κατάστασης κινδύνου σχετικά με το θεσμικό σύστημα προστασίας στο σύνολό του.

ζ)

Οι συμμετέχοντες στο θεσμικό σύστημα προστασίας υποχρεούνται να δώσουν προειδοποίηση τουλάχιστον 24 μηνών εάν επιθυμούν να αποχωρήσουν από το σύστημα.

η)

Εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων (πολλαπλός υπολογισμός) καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας.

θ)

Το θεσμικό σύστημα προστασίας βασίζεται στην ευρεία συμμετοχή πιστωτικών ιδρυμάτων με ως επί το πλείστον ομοιογενή επιχειρησιακή μορφή· και

ι)

Η επάρκεια των συστημάτων που μνημονεύονται στο στοιχείο δ) πρέπει να εγκρίνεται και να παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τις αρμόδιες αρχές.

Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται μηδενικός (0 %) συντελεστής στάθμισης.

Άρθρο 81

1.   Η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 80 μόνον εφόσον ο εξωτερικός οργανισμός (ΕCAI) ο οποίος την πραγματοποιεί έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές ως επιλέξιμος για τους σκοπούς αυτούς (εφεξής: «επιλέξιμος ΕCAI» για τους σκοπούς του παρόντος Υποτμήματος).

2.   Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλέξιμο για τους σκοπούς του άρθρου 80 μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης ανταποκρίνεται στα κριτήρια της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας και ότι οι απορρέουσες πιστοληπτικές αξιολογήσεις ανταποκρίνονται στα κριτήρια της αξιοπιστίας και της διαφάνειας. Για τους σκοπούς αυτούς οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 2.

3.   Ένας ΕCAI που έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, μπορεί να αναγνωριστεί και από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ως επιλέξιμος χωρίς να προβούν αυτές σε δική τους αξιολόγηση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν επεξήγηση της διαδικασίας αναγνώρισης, καθώς και κατάλογο των επιλέξιμων ΕCAI.

Άρθρο 82

1.   Οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια του Παραρτήματος VI, Μέρος 2, προσδιορίζουν σε ποια από τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στο Μέρος 1 του ιδίου Παραρτήματος, πρέπει να αντιστοιχιστεί κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση που πραγματοποιείται από επιλέξιμο ΕCAI. Αυτό γίνεται με αντικειμενικό και συνεπή τρόπο.

2.   Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους έχουν προβεί σε αντιστοίχιση δυνάμει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών δύνανται να την αναγνωρίσουν χωρίς να προβούν οι ίδιες σε αντιστοίχιση.

Άρθρο 83

1.   Η χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από ΕCAI για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων ενός πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να γίνεται με συνέπεια και σύμφωνα με το Παράρτημα VI, Μέρος 3. Δεν επιτρέπεται η επιλεκτική χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων.

2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Ωστόσο, με την άδεια της αρμόδιας αρχής μπορούν να χρησιμοποιήσουν διαβαθμίσεις οι οποίες δεν έγιναν κατά παραγγελία.

Υποτμήμα 2

Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων

Άρθρο 84

1.   Σύμφωνα με το παρόν Υποτμήμα, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε πιστωτικά ιδρύματα να υπολογίζουν το ύψος των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους με την μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων («μέθοδος IRB»). Για κάθε πιστωτικό ίδρυμα απαιτείται ρητή άδεια.

2.   Άδεια χορηγείται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή πειστεί ότι τα συστήματα του πιστωτικού ιδρύματος για τη διαχείριση και τη διαβάθμιση των αναλαμβανόμενων πιστωτικών κινδύνων είναι αξιόπιστα, ότι εφαρμόζονται στο ακέραιο και, ιδίως, ότι ανταποκρίνονται στα κάτωθι κριτήρια σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 4:

α)

Τα συστήματα αξιολόγησης του πιστωτικού ιδρύματος επιτρέπουν την έγκυρη αξιολόγηση των χαρακτηριστικών οφειλέτη και πράξης, την έγκυρη διαφοροποίηση του κινδύνου, καθώς και επακριβείς και συνεπείς ποσοτικές εκτιμήσεις του κινδύνου.

β)

Οι εσωτερικές αξιολογήσεις και οι εκτιμήσεις αθέτησης και ζημιών που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και στα συναφή συστήματα και διαδικασίες, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο τόσο στη διαχείριση κινδύνου και τη λήψη αποφάσεων, όσο και στην έγκριση πιστώσεων, στην κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και στην εταιρική διακυβέρνηση του πιστωτικού ιδρύματος.

γ)

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, υπεύθυνη για τα συστήματα αξιολόγησης, η οποία διαθέτει την κατάλληλη ανεξαρτησία και δεν υφίσταται αθέμιτες επιρροές.

δ)

Το πιστωτικό ίδρυμα συγκεντρώνει και αποθηκεύει όλα τα σχετικά δεδομένα με σκοπό την αποτελεσματική στήριξη της διαδικασίας μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου· και

ε)

Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει τα συστήματα διαβάθμισης που εφαρμόζει, καθώς και το σκεπτικό βάσει του οποίου σχεδιάστηκαν και ελέγχει την εγκυρότητά τους.

Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή μια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτής, χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των ελάχιστων απαιτήσεων του Παραρτήματος VII, Μέρος 4, από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του ως σύνολο.

3.   Το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο υποβάλλει αίτηση εφαρμογής της μεθόδου IRB οφείλει να αποδείξει ότι, για τις υπόψη κλάσεις χρηματοδοτικών ανοιγμάτων IRB, χρησιμοποιούσε συστήματα διαβάθμισης ανταποκρινόμενα εν γένει στις ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 4, όσον αφορά την εσωτερική μέτρηση και διαχείριση κινδύνου τουλάχιστον επί μια τριετία προτού αποκτήσει το δικαίωμα χρησιμοποίησης της μεθόδου IRB.

4.   Το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο υποβάλλει αίτηση εφαρμογής εσωτερικών εκτιμήσεων για LGD ή/και συντελεστές μετατροπής οφείλει να αποδείξει ότι εκτιμούσε και εφάρμοζε εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή/και συντελεστές μετατροπής κατά τρόπο εν γένει συνεπή προς τις ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 4, όσον αφορά τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων για τις παραμέτρους αυτές, τουλάχιστον επί μια τριετία προτού αποκτήσει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή/και συντελεστές μετατροπής.

5.   Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος Υποτμήματος υποβάλλει στην αρμόδια αρχή πρόγραμμα έγκαιρης επανόδου σε κατάσταση συμμόρφωσης ή αποδεικνύει ότι η μη συμμόρφωσή του έχει ελάχιστη επίπτωση.

6.   Όταν η μέθοδος IRB πρόκειται να χρησιμοποιηθεί από το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του, ή από την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους όπως ορίζεται στα άρθρα 129 έως 132.

Άρθρο 85

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα και οποιαδήποτε μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές αυτής εφαρμόζουν την μέθοδο IRB σε όλα τα χρηματοδοτικά ανοίγματα.

Εφόσον το εγκρίνουν οι αρμόδιες αρχές, η εφαρμογή δύναται να γίνει διαδοχικά στις διάφορες κλάσεις ανοιγμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 86, εντός της ίδιας επιχειρηματικής μονάδας, στις διαφορετικές μονάδες του ιδίου ομίλου ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή συντελεστές μετατροπής με σκοπό τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για ανοίγματα έναντι εταιρειών, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών.

Στην περίπτωση της κλάσης των λιανικών ανοιγμάτων του άρθρου 86, η εφαρμογή δύναται να γίνει διαδοχικά στις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφοροι συσχετισμοί του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 10 έως 13.

2.   Η εφαρμογή περί της οποίας η παράγραφος 1 γίνεται εντός λογικού χρονικού διαστήματος που συμφωνείται με τις αρμόδιες αρχές. Η εφαρμογή γίνεται υπό αυστηρούς όρους καθοριζόμενους από τις αρμόδιες αρχές. Σκοπός των όρων αυτών είναι να εξασφαλιστεί ότι η ευελιξία που παρέχει η παράγραφος 1 δεν χρησιμοποιείται επιλεκτικά για να επιτευχθεί η μείωση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις κλάσεις ανοιγμάτων ή τις επιχειρηματικές μονάδες που δεν περιλαμβάνονται ακόμη στη μέθοδο IRB ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή/και στους συντελεστές μετατροπής.

3.   Πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB για οποιαδήποτε κλάση ανοιγμάτων χρησιμοποιούν ταυτόχρονα τη μέθοδο αυτή και για την κλάση ανοιγμάτων σε μετοχές.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει βάσει του άρθρου 84 άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB δεν επανέρχονται στη χρήση του Υποτμήματος 1 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων παρά μόνον εφόσον αυτό είναι αποδεδειγμένα σκόπιμο και εφόσον συγκατατεθούν οι αρμόδιες αρχές.

5.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 9, να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής, δεν επιστρέφουν στη χρήση των τιμών LGD και συντελεστών μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 87, παράγραφος 8, παρά μόνον εφόσον αυτό είναι αποδεδειγμένα σκόπιμο και εφόσον συγκατατεθούν οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 86

1.   Κάθε χρηματοδοτικό άνοιγμα κατατάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κλάσεις κινδύνου:

α)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,

β)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι ιδρυμάτων,

γ)

απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι εταιρειών,

δ)

λιανικές απαιτήσεις ή ενδεχόμενες λιανικές απαιτήσεις,

ε)

απαιτήσεις σε μετοχές,

στ)

θέσεις τιτλοποίησης, ή

ζ)

άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις.

2.   Τα κάτωθι χρηματοδοτικά ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών:

α)

ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών ή φορέων του δημόσιου τομέα που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων βάσει του Υποτμήματος 1, και

β)

ανοίγματα έναντι Πολυμερών Αναπτυξιακών Τραπεζών και Διεθνών Οργανισμών που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0 % βάσει του Υποτμήματος 1.

3.   Τα κάτωθι χρηματοδοτικά ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων:

α)

ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που δεν ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων βάσει του Υποτμήματος 1,

β)

ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων βάσει του Υποτμήματος 1, και

γ)

ανοίγματα έναντι πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που δεν λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0 % βάσει του Υποτμήματος 1.

4.   Για να είναι αποδεκτά προς ταξινόμηση στην κλάση των λιανικών ανοιγμάτων που αναφέρεται στο στοιχείο δ), της παραγράφου 1, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις:

α)

αφορούν μεμονωμένο άτομο ή άτομα ή μια μικρή ή μεσαίου μεγέθους οντότητα, υπό τον όρο ότι, στην τελευταία περίπτωση, το συνολικό ποσό που οφείλεται στο πιστωτικό ίδρυμα και σε μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές του από τον οφειλέτη πελάτη ή την οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών, περιλαμβανομένου του οιουδήποτε οφειλομένου ανοίγματος σε υπερημερία, εξαιρουμένων όμως αξιώσεων ή ενδεχόμενων αξιώσεων διασφαλισμένων με ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται ως κατοικία, δεν υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο ευρώ, εν γνώσει του πιστωτικού ιδρύματος το οποίο οφείλει να έχει προβεί σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να επιβεβαιώσει την κατάσταση,

β)

η μεταχείρισή τους από το πιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου είναι συνεπής σε διαχρονική βάση και πραγματοποιείται με παρόμοιο τρόπο,

γ)

δεν αποτελούν αντικείμενο μεμονωμένης διαχείρισης εξίσου όπως τα ανοίγματα της κλάσης ανοιγμάτων έναντι εταιρειών, και

δ)

το καθένα αποτελεί μέρος σημαντικού αριθμού ανοιγμάτων υπό παρόμοια διαχείριση,

Η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών λιανικής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμη για την κλάση λιανικού ανοίγματος.

5.   Τα κάτωθι χρηματοδοτικά ανοίγματα ταξινομούνται στην κλάση των ανοιγμάτων σε μετοχές:

α)

ανοίγματα σε μη χρεωστικούς τίτλους που συνεπάγονται μια υπολειμματική απαίτηση μειωμένης εξασφάλισης επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη, και

β)

δανειακά ανοίγματα των οποίων η οικονομική ουσία είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που περιγράφονται στο στοιχείο α).

6.   Στην κλάση των εταιρικών ανοιγμάτων, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να προσδιορίζουν χωριστά ως ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης τα ανοίγματα που φέρουν τα εξής χαρακτηριστικά:

α)

το άνοιγμα αφορά οντότητα που συστάθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση ή/και λειτουργία ενσώματων στοιχείων ενεργητικού,

β)

οι συμβατικές ρυθμίσεις παρέχουν στον δανειοδότη σημαντικό βαθμό ελέγχου επί των στοιχείων ενεργητικού και των εσόδων που αυτά παράγουν, και

γ)

την πρωταρχική πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης αποτελούν τα έσοδα που παράγουν τα χρηματοδοτούμενα στοιχεία ενεργητικού και όχι η ανεξάρτητη ικανότητα μιας ευρύτερης κερδοσκοπικής επιχείρησης.

7.   Οι πιστωτικές υποχρεώσεις που δεν υπάγονται στις κλάσεις ανοίγματος που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και δ) έως στ) της παραγράφου 1 υπάγονται στην κλάση ανοίγματος του στοιχείου γ) της ιδίας παραγράφου.

8.   Η κλάση ανοίγματος του στοιχείου ζ) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει την υπολειμματική αξία μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων εφόσον δεν περιλαμβάνεται στο μισθωτικό άνοιγμα όπως αυτό ορίζεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 3, παράγραφος 4.

9.   Για την υπαγωγή των ανοιγμάτων στις διάφορες κλάσεις το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει την κατάλληλη μεθοδολογία με διαχρονική συνέπεια.

Άρθρο 87

1.   Τα σταθμισμένα ποσά για ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου που ανήκουν σε μια από τις κλάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) ή ζ) του άρθρου 86, παράγραφος 1, υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 1 έως 27, εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

2.   Τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος για κίνδυνο απομείωσης της αξίας για αγορασθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφος 28. Στην περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα πλήρους αναγωγής σχετικά με τις αγορασθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις για κίνδυνο αθέτησης υποχρέωσης και για κίνδυνο απομείωσης της αξίας, οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 σχετικά με τις αγορασθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις δεν έχουν εφαρμογή. Το άνοιγμα μπορεί αντίθετα να αντιμετωπισθεί ως καλυμμένο με εξασφαλίσεις.

3.   Ο υπολογισμός των σταθμισμένων ανοιγμάτων για πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο απομείωσης της αξίας βασίζεται στις παραμέτρους που αφορούν το συγκεκριμένο άνοιγμα. Σε αυτές περιλαμβάνεται η πιθανότητα αθέτησης (probability of default — PD) η ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης (loss given default — LGD), η ληκτότητα (maturity — M) και η αξία ανοίγματος. Η PD και η LGD λαμβάνονται χωριστά ή από κοινού, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 2.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, ο υπολογισμός των σταθμισμένων για πιστωτικό κίνδυνο ποσών για όλα τα ανοίγματα που ανήκουν στην κλάση χρηματοδοτικού ανοίγματος που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του άρθρου 86, παράγραφος 1, πραγματοποιείται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 17 έως 26, εφόσον συγκατατεθούν οι αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί τη μέθοδο που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφοι 25 και 26, μόνον εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 4, παράγραφοι 115 έως 123.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, τα σταθμισμένα για πιστωτικό κίνδυνο ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης δύνανται να υπολογίζονται σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 6. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν οδηγίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προσδιορίζουν τους σταθμικούς συντελεστές για ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφος 6 και εγκρίνουν τις σχετικές μεθοδολογίες των πιστωτικών ιδρυμάτων.

6.   Για ανοίγματα των κλάσεων των στοιχείων α) έως δ) του άρθρου 86, παράγραφος 1, τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν δικές τους εκτιμήσεις για PD σύμφωνα με το άρθρο 84 και το Παράρτημα VII, Μέρος 4.

7.   Για ανοίγματα της κλάσης του στοιχείου δ) του άρθρου 86, παράγραφος 1, τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 84 και το Παράρτημα VII, Μέρος 4.

8.   Για ανοίγματα των κλάσεων των στοιχείων α) έως γ) του άρθρου 86 παράγραφος 1, τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις τιμές LGD του Παραρτήματος VII, Μέρος 2, παράγραφος 8, και τους συντελεστές μετατροπής του Παραρτήματος VII, Μέρος 3, παράγραφος 9, στοιχεία α) έως δ).

9.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 8, για όλα ανοίγματα των κλάσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 86, παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 84 και το Παράρτημα VII, Μέρος 4.

10.   Τα σταθμισμένα ποσά για τιτλοποιημένα ανοίγματα και ανοίγματα που ανήκουν στην κλάση κινδύνου του στοιχείου στ) του άρθρου 86, παράγραφος 1, υπολογίζονται σύμφωνα με το Υποτμήμα 4.

11.   Όταν τα ανοίγματα υπό τη μορφή ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφοι 77 έως 78, και το πιστωτικό ίδρυμα έχει γνώση όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εξετάσει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο παρόν Υποτμήμα.

Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που αναφέρονται στο παρόν Υποτμήμα, τα σταθμισμένα ανοίγματα και οι αναμενόμενες ζημίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

Όσον αφορά ανοίγματα της κλάσης του στοιχείου ε) του άρθρου 86, παράγραφος 1, ισχύει η μέθοδος του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 19 έως 21. Εάν, για τους σκοπούς αυτούς, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, τα υπόψη ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα σε άλλες μετοχές.

β)

Όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα υποκείμενα ανοίγματα, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στο Υποτμήμα 1 με τις κάτωθι τροποποιήσεις:

i)

τα ανοίγματα ταξινομούνται στην κατάλληλη κλάση και λαμβάνουν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που αντιστοιχεί στην αμέσως ανώτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας από εκείνην στην οποία κατά κανόνα θα ταξινομούνταν, και

ii)

τα ανοίγματα που ταξινομούνται στις ανώτερες βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας οι οποίες κατά κανόνα λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 150 %, λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 200 %.

12.   Όταν τα ανοίγματα υπό τη μορφή ΟΣΕ δεν πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφοι 77 έως 78 ή το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει γνώση όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εξετάσει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα και να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και τις αναμενόμενες ζημίες σύμφωνα με τη μέθοδο του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 19 έως 21. Εάν, για τους σκοπούς αυτούς, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, τα υπόψη ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα σε άλλες μετοχές. Για τους σκοπούς αυτούς, τα ανοίγματα που δεν αφορούν μετοχές ταξινομούνται σε μια από τις κλάσεις κινδύνου (μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο ή άλλες μετοχές) του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφος 19, ενώ τα άγνωστα ανοίγματα ταξινομούνται στην κλάση ανοιγμάτων σε άλλες μετοχές.

Αντί της μεθόδου που περιγράφεται ανωτέρω, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να υπολογίσουν τα ίδια ή να βασισθούν σε έναν τρίτο για τον υπολογισμό και την αναφορά των μέσων σταθμισμένων ανοιγμάτων βάσει των υποκείμενων ανοιγμάτων των ΟΣΕ και σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που ακολουθούν κατωτέρω, εφόσον εξασφαλίζεται καταλλήλως η ορθότητα του υπολογισμού και της αναφοράς:

α)

Όσον αφορά ανοίγματα της κλάσης του στοιχείου ε) του άρθρου 86, παράγραφος 1, ισχύει η μέθοδος του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 19 έως 21. Εάν, για τους σκοπούς αυτούς, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, τα υπόψη ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα σε άλλες μετοχές, ή

β)

Όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα υποκείμενα ανοίγματα, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στο Υποτμήμα 1 με τις κάτωθι τροποποιήσεις:

i)

στα ανοίγματα ταξινομούνται στην κατάλληλη κλάση και λαμβάνουν τον συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στην αμέσως ανώτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας από εκείνην στην οποία κατά κανόνα θα ταξινομούνταν, και

ii)

στα ανοίγματα που ταξινομούνται στις ανώτερες βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας οι οποίες κατά κανόνα λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 150 %, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 200 %.

Άρθρο 88

1.   Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα που ανήκουν σε μια από τις κλάσεις των στοιχείων α) έως ε) του άρθρου 86, παράγραφος 1, υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφοι 29 έως 35.

2.   Ο υπολογισμός των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφοι 29 έως 35 πρέπει να βασίζεται στα ίδια στοιχεία για την PD, τις LGD και την αξία ανοίγματος κάθε ανοίγματος με εκείνα που χρησιμεύουν για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 87. Για τα ανοίγματα που βρίσκονται ήδη σε αθέτηση, όπου τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις για τις LGD, ως αναμενόμενες ζημίες (expected loss — EL) λαμβάνεται η σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 4, παράγραφος 80, καλύτερη εκτίμηση (best estimate — ELBE) του πιστωτικού ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του συγκεκριμένου ανοίγματος.

3.   Οι αναμενόμενες ζημίες από τιτλοποιημένα ανοίγματα υπολογίζονται σύμφωνα με το Υποτμήμα 4.

4.   Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα που ανήκουν στην κλάση του στοιχείου ζ) του άρθρου 86, παράγραφος 1, είναι μηδενικές.

5.   Οι αναμενόμενες ζημίες από τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αγορασθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, σημείο 35.

6.   Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 87, παράγραφοι 11 και 12 υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφοι 29 έως 35.

Άρθρο 89

1.   Εφόσον το εγκρίνουν οι αρμόδιες αρχές, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και των αναμενόμενων ζημιών για μια ή περισσότερες κλάσεις ανοίγματος δύνανται να εφαρμόσουν τις διατάξεις του Υποτμήματος 1 όσον αφορά:

α)

την κλάση ανοίγματος του στοιχείου α) του άρθρου 86, παράγραφος 1, όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλόμενους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το πιστωτικό ίδρυμα,

β)

την κλάση ανοίγματος του στοιχείου β), του άρθρου 86, παράγραφος 1, όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλόμενους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το πιστωτικό ίδρυμα,

γ)

ανοίγματα έναντι μη σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων καθώς και κλάσεις ανοιγμάτων που είναι επουσιώδεις από άποψη μεγέθους και αντιληπτού προφίλ κινδύνου,

δ)

ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων του οικείου κράτους μέλους και έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών και διοικητικών φορέων, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

δεν υφίσταται διαφορά ως προς τον κίνδυνο που παρουσιάζουν τα ανοίγματα έναντι της εν λόγω κεντρικής κυβέρνησης σε σχέση με αυτά τα άλλα ανοίγματα λόγω ειδικών δημόσιων διακανονισμών, και

ii)

στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % στο πλαίσιο του Υποτμήματος 1,

ε)

ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος έναντι αντισυμβαλλομένου ο οποίος είναι η μητρική του επιχείρηση, η θυγατρική του ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης υπό την προϋπόθεση ότι ο αντισυμβαλλόμενος αποτελεί ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών και υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, ή επιχείρηση που συνδέεται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/349/EΟΚ, καθώς και ανοίγματα μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 80, παράγραφος 8,

στ)

ανοίγματα σε μετοχές έναντι οντοτήτων των οποίων οι πιστωτικές υποχρεώσεις λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0 % δυνάμει του Υποτμήματος 1 (περιλαμβανομένων των υπό την αιγίδα του δημοσίου οντοτήτων στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί μηδενικός συντελεστής στάθμισης),

ζ)

ανοίγματα σε μετοχές αναληφθέντα στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων προώθησης συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας με τα οποία παρέχονται σημαντικές επιδοτήσεις στο πιστωτικό ίδρυμα για επενδύσεις και περιλαμβάνουν κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και περιορισμούς όσον αφορά τις επενδύσεις σε μετοχικές. Η εξαίρεση αυτή περιορίζεται στο συνολικό ποσοστό του 10 % των βασικών ιδίων κεφαλαίων συν τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια,

η)

τα ανοίγματα που προσδιορίζονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφος 40, και πληρούν τις εκεί οριζόμενες προϋποθέσεις,

θ)

κρατικές και κρατικά διασφαλιζόμενες εγγυήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 2, παράγραφος 19.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών να επιτρέψουν την εφαρμογή των κανόνων του Υποτμήματος 1 για ανοίγματα σε μετοχές τα οποία επιτρέπεται να υποστούν την μεταχείριση αυτή σε άλλα κράτη μέλη.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η κλάση ανοιγμάτων σε μετοχές ενός πιστωτικού ιδρύματος θεωρείται σημαντική όταν η συνολική τους αξία, μη συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων σε μετοχές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ζ), υπερβαίνει κατά μέσο όρο, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το 10 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος. Εάν ο αριθμός των εν λόγω ανοιγμάτων σε μετοχές είναι μικρότερος από 10 μεμονωμένες συμμετοχές, το σχετικό όριο είναι το 5 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

Υποτμήμα 3

Μείωση του πιστωτικού κινδύνου

Άρθρο 90

Για τους σκοπούς του παρόντος Υποτμήματος, ως «δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα» νοείται το πιστωτικό ίδρυμα που έχει αναλάβει το υπόψη άνοιγμα ανεξαρτήτως του εάν αυτό απορρέει από δάνειο ή όχι.

Άρθρο 91

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μέθοδο βάσει των άρθρων 78 έως 83, ή χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB βάσει των άρθρων 84 έως 89, αλλά δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής βάσει των άρθρων 87 και 88, δύνανται να αναγνωρίζουν την ύπαρξη μειωμένου πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο παρόν Υποτμήμα κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75, στοιχείο α), ή ως σχετικές αναμενόμενες ζημίες για τους σκοπούς του υπολογισμού του στοιχείου ιζ), του άρθρου 57, και στο άρθρο 63, παράγραφος 3.

Άρθρο 92

1.   Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την παροχή πιστωτικής προστασίας από κοινού με τις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει και τις διαδικασίες και πολιτικές που εφαρμόζει το δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να οδηγούν σε διακανονισμούς πιστωτικής προστασίας αποτελεσματικούς από νομική άποψη και εφαρμόσιμους σε όλα τα οικεία νομικά συστήματα.

2.   Το δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του διακανονισμού πιστωτικής προστασίας και την αντιμετώπιση των σχετικών κινδύνων.

3.   Σε περίπτωση χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, προκειμένου να είναι αποδεκτά προς αναγνώριση, τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία αυτή βασίζεται πρέπει να παρέχουν επαρκή ρευστότητα και η αξία τους να παραμένει αρκετά σταθερή μέσα στο χρόνο ούτως ώστε να δημιουργείται η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης. Η επιλεξιμότητα περιορίζεται στα στοιχεία ενεργητικού του Παραρτήματος VIII, Μέρος 1.

4.   Σε περίπτωση χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα δικαιούται να ρευστοποιεί ή να διακρατεί, εγκαίρως, στοιχεία ενεργητικού από τα οποία απορρέει η προστασία σε περίπτωση αθέτησης, αφερεγγυότητας ή πτώχευσης του οφειλέτη –ή σε περίπτωση άλλου πιστωτικού γεγονότος που εμφαίνεται στα έγγραφα τεκμηρίωσης της πράξης– και, κατά περίπτωση, το όνομα του θεματοφύλακα που αναλαμβάνει την φύλαξη της εξασφάλισης. Ο βαθμός συσχετισμού μεταξύ αξίας των στοιχείων ενεργητικού στα οποία βασίζεται η προστασία και η πιστωτική ποιότητα του οφειλέτη δεν είναι αθέμιτος.

5.   Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, προκειμένου να είναι αποδεκτό προς αναγνώριση, το μέρος που παρέχει την εξασφάλιση πρέπει να είναι επαρκώς αξιόπιστο και η συμφωνία προστασίας να παράγει νομικά αποτελέσματα και να είναι εφαρμόσιμη στα οικεία νομικά συστήματα ούτως ώστε να υπάρχει η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης. Η επιλεξιμότητα περιορίζεται στους παρόχους προστασίας και τα είδη συμφωνίας προστασίας του Παραρτήματος VIII, Μέρος 1.

6.   Πρέπει να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2.

Άρθρο 93

1.   Όταν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 92, ο υπολογισμός των σταθμισμένων ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, των αναμενόμενων ζημιών, δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Παράρτημα VIII, Μέρη 3 έως 6.

2.   Ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα για το οποίο αποκτάται μείωση του πιστωτικού κινδύνου δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, να οδηγεί σε μεγαλύτερο ποσό σταθμισμένου ανοίγματος ή αναμενόμενης ζημίας από ένα ταυτόσημο άνοιγμα για το οποίο δεν υπάρχει μείωση του πιστωτικού κινδύνου.

3.   Όταν το σταθμισμένο άνοιγμα περιλαμβάνει ήδη πιστωτική προστασία βάσει των άρθρων 78 έως 83 ή των άρθρων 84 έως 89, κατά περίπτωση, ο υπολογισμός της πιστωτικής προστασίας δεν αναγνωρίζεται πλέον βάσει του παρόντος Υποτμήματος.

Υποτμήμα 4

Τιτλοποίηση

Άρθρο 94

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στα άρθρα 78 έως 83 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων για την κλάση στην οποία ανήκουν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει του άρθρου 79, υπολογίζει το ύψος του σταθμισμένου ανοίγματος για μια θέση τιτλοποίησης σύμφωνα με το Παράρτημα IX, Μέρος 4, παράγραφοι 1 έως 36.

Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, υπολογίζει το σταθμισμένο άνοιγμα σύμφωνα με το Παράρτημα IX, Μέρος 4, παράγραφοι 1 έως 5 και 37 έως 76.

Άρθρο 95

1.   Όταν έχει μεταβιβαστεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος συνδεόμενος με τιτλοποιημένα ανοίγματα από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος IX, Μέρος 2, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται:

α)

σε περίπτωση παραδοσιακής τιτλοποίησης, να εξαιρέσει από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, των αναμενόμενων ζημιών, τα ανοίγματα τα οποία έχει τιτλοποιήσει, και

β)

σε περίπτωση σύνθετης τιτλοποίησης, να υπολογίσει τα σταθμισμένα ανοίγματα και, κατά περίπτωση, τις αναμενόμενες ζημίες για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ, Μέρος 2.

2.   Στις περιπτώσεις που ισχύει η παράγραφος 1, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ανοίγματα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ για τυχόν θέσεις που κατέχει στην τιτλοποίηση.

Όταν το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν μεταβιβάζει έναν σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν υποχρεούται να υπολογίσει σταθμισμένα ανοίγματα για καμία από τις θέσεις τις οποίες ενδέχεται να κατέχει στην υπόψη τιτλοποίηση.

Άρθρο 96

1.   Για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ανοίγματος μιας θέσης σε τιτλοποίηση, στην αξία ανοίγματος της θέσης εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ, βάσει της πιστωτικής ποιότητας της θέσης, πράγμα το οποίο μπορεί να προσδιορισθεί είτε με βάση πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕCAI είτε με άλλο τρόπο, όπως ορίζει το Παράρτημα ΙΧ.

2.   Όταν υφίσταται άνοιγμα σε διάφορα τμήματα τιτλοποίησης, το άνοιγμα σε κάθε τμήμα τιτλοποίησης λαμβάνεται ως χωριστή θέση τιτλοποίησης. Οι φορείς παροχής πιστωτικής προστασίας σε θέσεις τιτλοποίησης θεωρείται ότι κατέχουν θέσεις στην τιτλοποίηση. Οι θέσεις τιτλοποίησης περιλαμβάνουν ανοίγματα σε τιτλοποίηση οφειλόμενα σε συμβάσεις παραγώγων επί επιτοκίων ή συναλλάγματος.

3.   Όταν μια θέση τιτλοποίησης υπόκειται σε χρηματοδοτούμενη ή μη, πιστωτική προστασία ο εφαρμοστέος στη θέση αυτή συντελεστής στάθμισης δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93, σε συνδυασμό με το Παράρτημα ΙΧ.

4.   Με την επιφύλαξη του στοιχείου ιη) του άρθρου 57 και του άρθρου 66, παράγραφος 2, το σταθμισμένο άνοιγμα περιλαμβάνεται, για τους σκοπούς του άρθρου 75, στοιχείο α), στο συνολικό ποσό των σταθμισμένων ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 97

1.   Μια πιστοληπτική αξιολόγηση από ECAI μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης ενός ανοίγματος σε τιτλοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 96, μόνον εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν αναγνωρίσει τον ΕCAI ως επιλέξιμο προς τον σκοπό αυτόν (εφεξής: «επιλέξιμος ΕCAI»).

2.   Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλέξιμο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 μόνον εφόσον πεισθούν ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 81, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια του Παραρτήματος VI, Μέρος 2, και ότι διαθέτει αποδεδειγμένες ικανότητες στον τομέα των τιτλοποιήσεων, απόδειξη του οποίου μπορεί να είναι η ευρεία αποδοχή από την αγορά.

3.   Ένας ΕCAI που έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους για τους σκοπούς της παραγράφου 1, δύναται να αναγνωριστεί και από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ως επιλέξιμος χωρίς να προβούν αυτές σε δική τους αξιολόγηση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν επεξήγηση της διαδικασίας αναγνώρισης, καθώς και κατάλογο των επιλέξιμων ΕCAI.

5.   Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕCAI πρέπει να υπακούει στις αρχές της αξιοπιστίας και της διαφάνειας, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Παράρτημα ΙΧ, Μέρος 3.

Άρθρο 98

1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής συντελεστών στάθμισης σε θέσεις τιτλοποίησης, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν σε ποιες από τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του Παραρτήματος ΙΧ αντιστοιχούν οι σχετικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από επιλέξιμο ΕCAI. Οι αντιστοιχίες αυτές να είναι αντικειμενικές και συνεπείς.

2.   Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους έχουν καθορίσει τις αντιστοιχίες δυνάμει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών δύνανται να τις αναγνωρίσουν χωρίς να προβούν οι ίδιες σε καθορισμό αντιστοιχιών.

Άρθρο 99

Η χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ΕCAI για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων ενός πιστωτικού ιδρύματος βάσει του άρθρου 96 γίνεται με συνέπεια και σύμφωνα με το Παράρτημα IX, Μέρος 3. Δεν επιτρέπεται η επιλεκτική χρήση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων.

Άρθρο 100

1.   Σε περίπτωση τιτλοποίησης ανανεούμενων πιστώσεων υπαγόμενης σε ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ, ένα πρόσθετο σταθμισμένο ποσό ανοίγματος προκειμένου να καλυφθεί ο κίνδυνος να αυξηθούν τα επίπεδα πιστωτικού κινδύνου στον οποίο είναι εκτεθειμένο μετά την ενεργοποίηση της πρόωρης εξόφλησης των τίτλων.

2.   Για τους σκοπούς αυτούς, οι ανανεούμενες πιστώσεις αποτελούν ανοίγματα στα οποία τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των πελατών δύνανται να κυμαίνονται, με βάση την απόφαση του πελάτη για το ποσό που θα δανειστεί και θα εξοφλήσει, μέχρις ενός συμφωνημένου ορίου, ενώ μια ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων αποτελεί συμβατική ρήτρα η οποία, κατά την επέλευση συγκεκριμένων γεγονότων, απαιτεί την εξόφληση των θέσεων των επενδυτών πριν την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα των εκδοθέντων τίτλων.

Άρθρο 101

1.   Ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα που έχει κάνει χρήση του άρθρου 95 στον υπολογισμό των σταθμισμένων ανάλογα με τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος σε σχέση με μια τιτλοποίηση, ή ένα ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα δεν πρέπει, προκειμένου να μειωθούν οι δυνητικές ή οι πραγματικές ζημίες των επενδυτών, να παρέχει στήριξη στην τιτλοποίηση πέραν των όσων προβλέπουν οι συμβατικές του υποχρεώσεις.

2.   Εάν ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή ένα ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφωθεί προς την παράγραφο 1 όσον αφορά μια τιτλοποίηση, η αρμόδια αρχή απαιτεί από αυτό τουλάχιστον να διατηρεί κεφάλαια για όλα τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί. Το πιστωτικό ίδρυμα δημοσιοποιεί ότι έχει παράσχει εξωσυμβατική στήριξη, καθώς και τον απορρέοντα αντίκτυπο στα υποχρεωτικά κεφάλαια.

Τμήμα 4

Ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο

Άρθρο 102

1.   Οι αρμόδιες αρχές υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια για λειτουργικό κίνδυνο σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στα άρθρα 103, 104 και 105.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του άρθρου 104 δεν επανέρχονται στη χρήση της μεθόδου που αναφέρεται στο άρθρο 103, παρά μόνον εφόσον υφίσταται αποδεδειγμένος λόγος και με τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν την μέθοδο του άρθρου 105 δεν επανέρχονται στη χρήση των μεθόδων που αναφέρονται στο άρθρο 103, παρά μόνον εφόσον υφίσταται αποδεδειγμένος λόγος και με τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

4.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν συνδυασμό μεθόδων σύμφωνα με το Παράρτημα Χ, Μέρος 4.

Άρθρο 103

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο σύμφωνα με την μέθοδο ΒΙΑ, ισοδυναμούν με ένα ορισμένο ποσοστό ενός συναφούς δείκτη, σύμφωνα με τις παραμέτρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 1.

Άρθρο 104

1.   Βάσει της τυποποιημένης μεθόδου, τα πιστωτικά ιδρύματα κατανέμουν τις δραστηριότητές τους σε διάφορες κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με το Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

2.   Για κάθε κατηγορία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ως ένα ορισμένο ποσοστό ενός συναφούς δείκτη, σύμφωνα με τις παραμέτρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

3.   Για ορισμένες κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων οι αρμόδιες αρχές δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιτρέψουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιήσει διαφορετικό συναφή δείκτη για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο, κατά τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα X, Μέρος 2, παράγραφοι 8 έως 14.

4.   Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο βάσει της τυποποιημένης μεθόδου ισοδυναμούν με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο που αντιστοιχούν σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

5.   Οι παράμετροι που ισχύουν για την τυποποιημένη μέθοδο καθορίζονται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

6.   Προκειμένου να έχουν δικαίωμα εφαρμογής της τυποποιημένης μεθόδου, τα πιστωτικά ιδρύματα πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

Άρθρο 105

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης βάσει των δικών τους συστημάτων μέτρησης λειτουργικού κινδύνου, εφόσον η αρμόδια αρχή εγκρίνει ρητά τη χρήση των σχετικών μοντέλων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια.

2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα διαβεβαιώνουν τις αρμόδιες αρχές τους ότι πληρούν τα κριτήρια του Παραρτήματος Χ, Μέρος 3.

3.   Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εξελιγμένη μέθοδος μέτρησης από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από τις θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 129 έως 132. Η εφαρμογή περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 3.

4.   Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή οι θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των κριτηρίων του Παραρτήματος Χ, Μέρος 3, από κοινού από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του.

Τμήμα 5

Μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

Άρθρο 106

1.   «Χρηματοδοτικά ανοίγματα»: για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος τα στοιχεία ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία του Τμήματος 3, Υποτμήμα 1, χωρίς εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης ή βαθμών κινδύνου που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές.

Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν από τα στοιχεία που αναφέρονται του Παραρτήματος IV υπολογίζονται σύμφωνα με μία από τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος εφαρμόζεται επίσης το Παράρτημα III, Μέρος 2, παράγραφος 2.

Όλα τα στοιχεία που καλύπτονται κατά 100 % από ίδια κεφάλαια, μπορούν, με τη συμφωνία των αρμοδίων αρχών, να εξαιρούνται από τον ορισμό των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, εφόσον τα κεφάλαια αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη στα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 75 ή για τον υπολογισμό των άλλων συντελεστών εποπτείας που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία καθώς και από άλλες κοινοτικές πράξεις.

2.   Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

α)

στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό, κατά την περίοδο των 48 ωρών μετά την πληρωμή, ή

β)

στην περίπτωση συναλλαγών για την αγοραπωλησία τίτλων, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό στις πέντε εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, εάν η τελευταία γίνει νωρίτερα.

Άρθρο 107

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Τμήματος, ο όρος «πιστωτικό ίδρυμα» καλύπτει τα εξής:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων του ιδρύματος αυτού σε τρίτες χώρες, και

β)

κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του «πιστωτικού ιδρύματος» και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 108

Ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα ενός πιστωτικού ιδρύματος σε έναν πελάτη ή σε μια ομάδα συνδεδεμένων πελατών θεωρείται μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, όταν η αξία του φθάσει ή υπερβεί το 10 % των ιδίων κεφαλαίων του.

Άρθρο 109

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν να έχει κάθε πιστωτικό ίδρυμα συνετές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την επισήμανση και τη λογιστική καταγραφή όλων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και των επακόλουθων μεταβολών τους, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς και για την εποπτεία αυτών των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική που ακολουθεί το πιστωτικό ίδρυμα σε θέματα χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

Άρθρο 110

1.   Για όλα τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, το πιστωτικό ίδρυμα απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιείται, κατ' επιλογήν τους, σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες δύο διαδικασίες:

α)

κοινοποίηση όλων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος, συνοδευόμενη από την κοινοποίηση, κατά τη διάρκεια του έτους, κάθε νέου μεγάλου χρηματοδοτικού ανοίγματος και κάθε αύξησης υπαρχόντων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων κατά τουλάχιστον 20 % σε σχέση με την τελευταία κοινοποίηση, ή

β)

κοινοποίηση όλων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τουλάχιστον τέσσερις φορές κατ' έτος.

2.   Εκτός από την περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων που βασίζονται στο άρθρο 114 για την αναγνώριση εξασφαλίσεων κατά τον υπολογισμό της αξίας χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 111, μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση κοινοποίησης κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που εξαιρούνται βάση του άρθρου 113, παράγραφος 3, στοιχεία α) έως δ) και στ) έως η). Η συχνότητα κοινοποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να περιοριστεί σε δύο φορές το χρόνο για τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προβλέπονται στο άρθρο 113, παράγραφος 3, στοιχεία ε) και θ), καθώς και στα άρθρα 115 και 116.

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα επικαλείται το ευεργέτημα της παρούσας παραγράφου, διατηρεί τα στοιχεία τα σχετικά με τους λόγους που επικαλέστηκε επί ένα έτος από το γενεσιουργό γεγονός της απαλλαγής, ώστε να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να ελέγξουν το βάσιμο της απαλλαγής αυτής.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτήσουν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αναλύσουν τα ανοίγματά τους σε εκδότες εξασφαλίσεων για πιθανές συγκεντρώσεις και ενδεχομένως, να αναλάβουν δράση ή να διαβιβάσουν στην αρμόδια αρχή τους το οποιοδήποτε σημαντικό εύρημα.

Άρθρο 111

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν δύνανται να έχουν, ως προς ένα πελάτη ή μια ομάδα συνδεδεμένων πελατών, χρηματοδοτικά ανοίγματα των οποίων το συνολικό ποσό υπερβαίνει το 25 % των ιδίων κεφαλαίων.

2.   Όταν αυτός ο πελάτης ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών είναι η μητρική επιχείρηση ή η θυγατρική του πιστωτικού ιδρύματος, ή/και μια ή περισσότερες από τις θυγατρικές αυτής της μητρικής επιχείρησης, το ποσοστό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μειώνεται σε 20 %. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να μην επιβάλουν το εν λόγω όριο του 20 % στα χρηματοδοτικά ανοίγματα, προς αυτούς του πελάτες, υπό την προϋπόθεση ότι θα προβλέπουν ιδιαίτερο έλεγχο των συγκεκριμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων μέσω άλλων μέτρων ή διαδικασιών. Eνημερώνουν την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών για το περιεχόμενο αυτών των μέτρων ή διαδικασιών.

3.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αναλαμβάνει μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα των οποίων το συνολικό ποσό υπερβαίνει το 800 % των ιδίων κεφαλαίων του.

4.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα οφείλει, όσον αφορά τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνει, να τηρεί μονίμως τα όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3. Εάν, σε εξαιρετική περίπτωση, τα αναληφθέντα χρηματοδοτικά ανοίγματα υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια, αυτό κοινοποιείται αμέσως στις αρμόδιες αρχές οι οποίες δύνανται, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, να παράσχουν περιορισμένη προθεσμία προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να συμμορφωθεί προς τα όρια.

Άρθρο 112

1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 113 έως 117, ο όρος «εγγύηση» περιλαμβάνει πιστωτικά παράγωγα μέσα που αναγνωρίζονται βάσει των άρθρων 90 έως 93 εκτός από ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked note).

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, όταν μπορεί να επιτραπεί η αναγνώριση χρηματοδοτούμενης ή μη πιστωτικής προστασίας βάσει των άρθρων 113 έως 117, αυτό θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και άλλες ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 90 έως 93 για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 78 έως 83.

3.   Σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα βασίζεται στο άρθρο 114, παράγραφος 2, η αναγνώριση της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας εξαρτάται από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των άρθρων 84 έως 89.

Άρθρο 113

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αυστηρότερα όρια από τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 111.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως ή μερικώς από την εφαρμογή του άρθρου 111, παράγραφοι 1, 2 και 3, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης, και των δικών του θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως, στην οποία υπόκειται και το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή με τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν λόγω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 111, τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα:

α)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών διοικήσεων ή κεντρικών τραπεζών στις οποίες, άνευ εξασφάλισης, θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83,

β)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι διεθνών οργανισμών ή πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών στις οποίες, άνευ εξασφάλισης, θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83,

γ)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις οι οποίες καλύπτονται ρητά από εγγύηση κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών, νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, διεθνών οργανισμών ή πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών όταν στις μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις κατά της οντότητας που παρέχει την εγγύηση θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83,

δ)

άλλα ανοίγματα έναντι, ή καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών, διεθνών οργανισμών, πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών ή νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, όταν στις μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις κατά της οντότητας έναντι της οποίας είναι το άνοιγμα ή η οποία παρέχει την εγγύηση θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83,

ε)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι των κεντρικών διοικήσεων ή των κεντρικών τραπεζών που δε μνημονεύονται στο στοιχείο α), εκφρασμένες και, ενδεχομένως, χρηματοδοτούμενες στο νόμισμα του πιστούχου,

στ)

στοιχεία ενεργητικού και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών με χρεωστικούς τίτλους που έχουν εκδοθεί από τις κεντρικές διοικήσεις ή τις κεντρικές τράπεζες, διεθνείς οργανισμούς, πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες, τοπικές ή περιφερειακές διοικήσεις κρατών μελών ή δημόσιους φορείς, και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι του εκδότη στις οποίες θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83,

ζ)

στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με κατάθεση ρευστών διαθέσιμων στο δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα ή στο πιστωτικό ίδρυμα που είναι η μητρική επιχείρηση ή θυγατρική του δανειοδοτούντος ιδρύματος,

η)

στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με πιστοποιητικά καταθέσεων που έχουν εκδοθεί από το δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα ή από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο είναι η μητρική επιχείρηση ή θυγατρική του δανειοδοτούντος πιστωτικού ιδρύματος, και κατατεθεί σε οποιοδήποτε από αυτά,

θ)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, με ληκτότητα ενός έτους ή μικρότερης, και τα οποία δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια αυτών των ιδρυμάτων,

ι)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, με ληκτότητα ενός έτους ή μικρότερη, εξασφαλισμένα σύμφωνα με το Παράρτημα IV, Μέρος 1, παράγραφος 85, έναντι ιδρυμάτων που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα αλλά πληρούν τους όρους της παραγράφου αυτής,

ια)

εμπορικά και άλλα ανάλογα γραμμάτια, με ληκτότητα ενός έτους ή μικρότερης, που φέρουν οπισθογράφηση άλλου πιστωτικού ιδρύματος,

ιβ)

καλυμμένα ομόλογα που εμπίπτουν στο πεδίο του Παραρτήματος VI, Μέρος 1, παράγραφοι 68 έως 70,

ιγ)

μέχρι μεταγενέστερου συντονισμού, συμμετοχές σε ασφαλιστικές εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 122, παράγραφος 1, έως το 40 % το πολύ των ιδίων κεφαλαίων του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος,

ιδ)

στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών ή κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία το δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα είναι συνδεδεμένο, στο πλαίσιο δικτύου, δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία είναι υπεύθυνα, κατ' εφαρμογή αυτών των διατάξεων, να προβαίνουν σε εκκαθάριση των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο δίκτυο,

ιε)

χρηματοδοτικά ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με τίτλους άλλων από αυτούς του στοιχείου στ),

ιστ)

δάνεια ικανοποιητικώς, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, εξασφαλισμένα με υποθήκη επί αστικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες, λειτουργούσες βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991, ή μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, και πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης βάσει των οποίων ο εκμισθωτής διατηρεί την πλήρη κυριότητα του εκμισθωθέντος ακινήτου ενόσω ο μισθωτής δεν έχει αποκτήσει το δικαίωμα να το αγοράσει, μέχρι ποσοστού 50 % της αξίας του ακινήτου,

ιζ)

τα εξής, εφόσον λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 50 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, και μόνον έως το 50 % της αξίας του εκάστοτε ακινήτου:

i)

ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκη επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού στεγαστικού νόμου του 1991 ή επακόλουθης ισοδύναμης νομοθεσίας, για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα, και

ii)

ανοίγματα σχετιζόμενα με πράξεις μίσθωσης ακινήτων για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα.

Για τους σκοπούς του σημείου ii), έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους δύνανται να επιτρέψουν σε πιστωτικά ιδρύματα να αναγνωρίζουν το 100 % της αξίας του σχετικού ακινήτου. Στο τέλος της περιόδου αυτής η δυνατότητα αυτή θα αναθεωρηθεί. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την τυχόν χρησιμοποίηση της προνομιακής αυτής δυνατότητας.

ιη)

50 % των στοιχείων εκτός ισολογισμού, περιορισμένου κινδύνου, που αναφέρονται στο Παράρτημα II,

ιθ)

με τη συμφωνία των αρμοδίων αρχών, οι εγγυήσεις εκτός από τις εγγυήσεις πιστώσεων, οι οποίες έχουν νομοθετική ή κανονιστική βάση και τις οποίες παρέχουν στους πελάτες μέλη τους οι εταιρείες αμοιβαίων εγγυήσεων που θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα, υπό την επιφύλαξη συντελεστή στάθμισης 20 % του ποσού τους, και

κ)

τα στοιχεία εκτός ισολογισμού με χαμηλό κίνδυνο του Παραρτήματος ΙΙ, εφόσον έχει συναφθεί με τον πελάτη ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών, συμφωνία που προβλέπει ότι το χρηματοδοτικό άνοιγμα μπορεί να υπάρχει μόνον εφόσον ελεγχθεί ότι δεν θα οδηγήσει σε υπέρβαση των ορίων που ορίζονται στο άρθρο 111, παράγραφοι 1 έως 3.

Μετρητά που λήφθηκαν στο πλαίσιο ομολόγων συνδεδεμένων με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked note) εκδοθέντων από το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και δάνεια αντισυμβαλλομένου προς το πιστωτικό ίδρυμα καθώς και καταθέσεις του ιδίου στο πιστωτικό ίδρυμα, που υπάγονται σε συμφωνία συμψηφισμού συμπεριλαμβανόμενη στον ισολογισμό και αναγνωριζόμενη βάσει των άρθρων 90 έως 93 θεωρείται ότι υπάγονται στις διατάξεις του στοιχείου ζ).

Για τους σκοπούς του στοιχείου ιε) οι τίτλοι που ενεχυριάζονται αποτιμώνται στην τιμή αγοράς, έχουν υπεραξία σε σχέση με εξασφαλιζόμενα χρηματοδοτικά ανοίγματα και είναι είτε εισηγμένοι σε χρηματιστήριο είτε πράγματι διαπραγματεύσιμοι και κανονικά εισηγμένοι σε αγορά που λειτουργεί μέσω αναγνωρισμένων επαγγελματιών φορέων που εξασφαλίζουν, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος, τη δυνατότητα καθορισμού αντικειμενικής τιμής που επιτρέπει να εξακριβώνεται, οποιαδήποτε στιγμή, η υπεραξία αυτών των τίτλων. Απαιτείται υπεραξία 100 %. Εντούτοις, η υπεραξία αυτή είναι 150 % στην περίπτωση μετοχών και 50 % στην περίπτωση ομολογιών εκδιδομένων από ιδρύματα, περιφερειακές διοικήσεις ή τοπικές αρχές των κρατών μελών εκτός από αυτά που προβλέπονται στο στοιχείο στ) και, στην περίπτωση ομολογιών εκδιδόμενων από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης άλλες από εκείνες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83. Όταν υφίσταται αναντιστοιχία μεταξύ ληκτότητας του ανοίγματος και ληκτότητας της πιστωτικής προστασίας, η εξασφάλιση δεν αναγνωρίζεται. Κινητές αξίες που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ιστ) η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με αυστηρούς κανόνες αξιολόγησης, οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις. Η αξιολόγηση γίνεται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος. Για τους σκοπούς του στοιχείου ιστ), θεωρείται κατοικία η κατοικία την οποία χρησιμοποιεί ή εκμισθώνει ή θα χρησιμοποιήσει ή θα εκμισθώσει ο πιστούχος.

Τα κράτη μέλη πληροφορούν την Επιτροπή σχετικά με τις απαλλαγές που χορηγούνται βάσει του στοιχείου ιθ), προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν προκαλούνται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

Άρθρο 114

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για τους σκοπούς του υπολογισμού της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111, παράγραφοι 1 έως 3, τα κράτη μέλη, όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις (αναλυτική μέθοδος) βάσει των άρθρων 90 έως 93, αντί να εφαρμόσουν την πλήρη ή μερική απαλλαγή που επιτρέπεται βάσει των στοιχείων στ), ζ), η) και ιε) του άρθρου 113, παράγραφος 3, δύνανται επιτρέψουν στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιήσουν αξία κατώτερη, μεν, της αξίας του χρηματοδοτικού ανοίγματος αλλά όχι κατώτερη της συνολικής πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος των ανοιγμάτων τους έναντι του υπόψη πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών.

Για τους σκοπούς αυτούς ως «πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος» νοείται η αξία εκείνη που υπολογίζεται βάσει των άρθρων 90 έως 93 λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου, τις προσαρμογές μεταβλητότητας και τις τυχόν αναντιστοιχίες ληκτότητας (E*).

Όταν η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, τα στοιχεία στ), ζ), η) και ιε) του άρθρου 113, παράγραφος 3, δεν εφαρμόζονται στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, σε ένα πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής για μια κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, μπορεί επίσης να επιτραπεί να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα αυτά κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111, παράγραφοι 1 έως 3, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να εκτιμήσει τα αποτελέσματα των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων επί των ανοιγμάτων του χωριστά από άλλες συναφείς προς τις LGD πτυχές.

Οι αρμόδιες αρχές βεβαιώνονται ως προς την καταλληλότητα των εκτιμήσεων του πιστωτικού ιδρύματος που προορίζονται για τη μείωση της αξίας ανοίγματος για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 111.

Όταν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις όσον αφορά τα αποτελέσματα χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, τούτο πρέπει να γίνεται σε συνεπή βάση με την προσέγγιση που υιοθετείται κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Στα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει επιτραπεί να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής ως προς μια κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89 η οποία δεν υπολογίζει την αξία των ανοιγμάτων τους βάσει της μεθόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να επιτραπεί να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που περιγράφεται ανωτέρω στην παράγραφο 1, ή τη μέθοδο που περιγράφεται στο στοιχείο ιε) του άρθρου 113, παράγραφος 3, όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν μόνον μια από τις δύο μεθόδους.

3.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 2 όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111, παράγραφοι 1 και 3, οφείλει να πραγματοποιεί περιοδικούς ελέγχους με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για τις συγκεντρώσεις πιστωτικού κινδύνου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την αξία εκποίησης των τυχόν εξασφαλίσεων.

Οι εν λόγω περιοδικοί έλεγχοι με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων αφορούν τους κινδύνους που συνεπάγονται οι δυνητικές μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος και αυτούς που απορρέουν από την εκποίηση των εξασφαλίσεων σε καταστάσεις κρίσης.

Το πιστωτικό ίδρυμα παρέχει ικανοποιητικά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές σχετικά με την επάρκεια και καταλληλότητα των ελέγχων με προσομοίωση ακραίων καταστάσεων τους οποίους διεξάγει για την εκτίμηση των συγκεκριμένων κινδύνων.

Σε περίπτωση που από έναν τέτοιο έλεγχο αποδειχθεί ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτήν που επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη βάσει των παραγράφων 1 και 2, μειώνεται αναλόγως η αξία των εξασφαλίσεων που επιτρέπεται να αναγνωριστεί κατά τον υπολογισμό της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111, παράγραφοι 1 έως 3.

Στην στρατηγική αντιμετώπισης του κινδύνου συγκέντρωσης τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβάνουν:

α)

πολιτικές και διαδικασίες αντιμετώπισης κινδύνων που απορρέουν από αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και της ενδεχόμενης πιστωτικής προστασίας των ανοιγμάτων αυτών,

β)

πολιτικές και διαδικασίες για να αντιμετωπισθεί κατάσταση κατά την οποία ο έλεγχος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων καταδεικνύει ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτή που λαμβάνεται υπόψη βάσει των παραγράφων 1 και 2, και

γ)

πολιτικές και διαδικασίες σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης που απορρέει από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και ιδίως μεγάλων έμμεσων πιστωτικών ανοιγμάτων (π.χ. έναντι ενός μεμονωμένου εκδότη τίτλων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση).

4.   Όταν τα αποτελέσματα των εξασφαλίσεων αναγνωρίζονται βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 ή 2, τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρήσουν ότι οποιοδήποτε καλυμμένο μέρος ενός ανοίγματος βαρύνει τον εκδότη των εξασφαλίσεων και όχι τον πελάτη.

Άρθρο 115

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν, για την εφαρμογή του άρθρου 111, παράγραφοι 1 έως 3, να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 20 % για τα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών διοικήσεων των κρατών μελών εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των κυβερνήσεων και διοικήσεων αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 20 % βάσει των άρθρων 78 έως 83. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να μειώσουν τον συντελεστή αυτόν σε 0 % για στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών διοικήσεων εφόσον στις απαιτήσεις αυτές θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των κυβερνήσεων και διοικήσεων αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και στα οποία θα εφαρμοζόταν συντελεστής στάθμισης 0 % βάσει των άρθρων 78 έως 83.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν, για την εφαρμογή του άρθρου 111, παράγραφοι 1 έως 3, να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 20 % στα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις καθώς και σε άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με ληκτότητα άνω του έτους αλλά μικρότερη ή ίση της τριετίας, και συντελεστή στάθμισης 50 % στα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι ιδρυμάτων με ληκτότητα άνω της τριετίας, υπό τον όρο ότι οι τελευταίες αυτές αντιπροσωπεύονται από χρεωστικούς τίτλους που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα και ότι επίσης, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, οι χρεωστικοί αυτοί τίτλοι είναι πράγματι διαπραγματεύσιμοι σε αγορά αποτελούμενη από επαγγελματίες φορείς και ότι υπόκεινται σε καθημερινή τιμολόγηση στην αγορά αυτή ή η έκδοση των οποίων έχει επιτραπεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής του εκδίδοντος ιδρύματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν ίδια κεφάλαια.

Άρθρο 116

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 113, παράγραφος 3, στοιχείο θ), και του άρθρου 115, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 20 % στα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, ανεξαρτήτως της ληκτότητάς τους.

Άρθρο 117

1.   Όταν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι ενός πελάτη καλύπτεται από εγγύηση τρίτου, ή από ασφάλεια υπό μορφή τίτλων που εκδίδονται από τρίτον υπό τους όρους του άρθρου 113, παράγραφος 3, στοιχείο ιε), τα κράτη μέλη μπορούν:

α)

να θεωρήσουν ότι το χρηματοδοτικό άνοιγμα υφίσταται έναντι του εγγυητή και όχι έναντι του πελάτη, ή

β)

να θεωρήσουν ότι το χρηματοδοτικό άνοιγμα υφίσταται έναντι του τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εάν το χρηματοδοτικό άνοιγμα που ορίζεται, στο άρθρο 113, παράγραφος 3, στοιχείο ιε), καλύπτεται με ασφάλεια υπό τους όρους που προβλέπονται στη διάταξη αυτή.

2.   Όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την μεταχείριση που προβλέπεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1:

α)

σε περίπτωση που η εγγύηση εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του χρηματοδοτικού ανοίγματος το ποσό του ανοίγματος που θεωρείται καλυμμένο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη μεταχείριση των αναντιστοιχιών νομισμάτων για μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, του Παραρτήματος VIII,

β)

η αναντιστοιχία μεταξύ ληκτότητας του χρηματοδοτικού ανοίγματος και ληκτότητας της προστασίας υπόκειται στις διατάξεις που διέπουν τη μεταχείριση των αναντιστοιχιών ληκτότητας του Παραρτήματος VIII, και

γ)

η μερική κάλυψη δύναται να αναγνωριστεί σύμφωνα με την μεταχείριση που περιγράφεται στο Παράρτημα VIII.

Άρθρο 118

Όταν η συμμόρφωση ενός πιστωτικού ιδρύματος με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το παρόν Τμήμα, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, δεν είναι η δέουσα βάσει του άρθρου 69, παράγραφος 1, ή όταν οι διατάξεις του άρθρου 70 εφαρμόζονται σε μητρικά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος, πρέπει να ληφθούν μέτρα για να εξασφαλιστεί η ικανοποιητική κατανομή των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων εντός του ομίλου.

Άρθρο 119

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του παρόντος Τμήματος, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από τις κατάλληλες προτάσεις.

Τμήμα 6

Ειδική συμμετοχή εκτός του πιστωτικού τομέα

Άρθρο 120

1.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να κατέχει ειδική συμμετοχή ανώτερη του 15 % των ιδίων κεφαλαίων του σε επιχείρηση που δεν είναι ούτε πιστωτικό ίδρυμα ούτε χρηματοδοτικό ίδρυμα ούτε επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα αποτελεί άμεση προέκταση της τραπεζικής δραστηριότητας ή αφορά δευτερεύουσες υπηρεσίες της, όπως π.χ. leasing, factoring, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής ή άλλη παρόμοια δραστηριότητα.

2.   Το συνολικό ποσό των ειδικών συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα αποτελεί άμεση προέκταση της τραπεζικής δραστηριότητας ή αφορά δευτερεύουσες υπηρεσίες της, όπως π.χ. leasing, factoring, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής ή άλλη παρόμοια δραστηριότητα, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

3.   Η υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος ή τη λήψη άλλων μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος.

Άρθρο 121

Οι μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται προσωρινά, κατά τη διάρκεια χρηματοδοτικής ενίσχυσης που αποσκοπεί στην εξυγίανση ή τη διάσωση μιας επιχείρησης, ή λόγω αναδοχής εκδόσεως τίτλων (underwriting) κατά την κανονική διάρκεια της έκδοσης των τίτλων αυτών ή ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό τρίτου, δεν συμπεριλαμβάνονται στις ειδικές συμμετοχές κατά τον υπολογισμό των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 120, παράγραφοι 1 και 2. Οι μετοχές ή τα μερίδια που δεν έχουν το χαρακτήρα παγίων χρηματοπιστωτικών στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό.

Άρθρο 122

1.   Τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να εφαρμόζουν τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 120, παράγραφοι 1 και 2, στις συμμετοχές σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ και 2002/83/ΕΚ, ή σε αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 98/78/ΕΚ.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δεν εφαρμόζουν τα όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 120, εάν προβλέπουν ότι τα πλεονάσματα ειδικών συμμετοχών σε σχέση με τα όρια αυτά καλύπτονται κατά 100 % από τα ίδια κεφάλαια τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που απαιτείται βάσει του άρθρου 75. Αν υπάρχουν πλεονάσματα σε σχέση με τα όρια των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 120, το ποσό που καλύπτεται με ίδια κεφάλαια είναι το υψηλότερο από τα πλεονάσματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Διαδικασια Αξιολογησησ Των Πιστωτικων Ιδρυματων

Άρθρο 123

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και πλήρεις στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν.

Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Εποπτεια Και Δημοσιοποιηση Πληροφοριων Απο Τισ Αρμοδιεσ Αρχεσ

Τμήμα 1

Εποπτεία

Άρθρο 124

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο Παράρτημα ΧΙ, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία και αξιολογούν τους κινδύνους τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν.

2.   Το εύρος της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στην παράγραφο 1 συμπίπτει με εκείνο των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

3.   Βάσει της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους, εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν την συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης της παραγράφου 1 λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, την συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τους κατά τον καθορισμό αυτόν την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

5.   Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. Μέτρα θα απαιτηθούν στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων η οικονομική αξία μειώνεται κατά περισσότερο από 20 % των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων το μέγεθος της οποίας καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές και παραμένει το ίδιο για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 125

1.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 6.

2.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 6.

Άρθρο 126

1.   Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών.

Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

2.   Όταν πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ.

3.   Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβουν τέτοια απόφαση, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, ή στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

4.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.

Άρθρο 127

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία. Με την επιφύλαξη του άρθρου 135, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών δεν συνεπάγεται κατ' ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκούν επί της εταιρείας αυτής εποπτεία σε ατομική βάση.

2.   Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους δεν υπάγουν ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα στην ενοποιημένη εποπτεία κατ' εφαρμογή μιας των περιπτώσεων του άρθρου 73, παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ), οι αρμόδιες αρχές του κράτους όπου βρίσκεται το ίδρυμα αυτό μπορούν να ζητούν από τη μητρική του επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας του.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία μπορούν να ζητούν από τις θυγατρικές ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 137. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.

Άρθρο 128

Όταν κράτη μέλη διαθέτουν πλείονες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον μεταξύ τους συντονισμό.

Άρθρο 129

1.   Επιπλέον των ευθυνών που της ανατίθενται δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ασκεί και τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

τον συντονισμό της συγκέντρωσης και της διαβίβασης συναφών ή ουσιωδών πληροφοριών τόσο σε περίοδο ομαλής λειτουργίας όσο και σε περίπτωση κρίσης, και

β)

τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε περίοδο ομαλής λειτουργίας, καθώς και σε περίπτωση κρίσης, τόσο σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 124, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.

2.   Όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στα άρθρα 84, παράγραφος 1, 87, παράγραφος 9, και 105, και στο Παράρτημα III, Μέρος 6, αντίστοιχα, που υποβάλλονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.

Οι αιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο υποβάλλονται μόνον στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς την αίτηση εντός το πολύ έξι μηνών. Η κοινή αυτή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση η οποία διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η προθεσμία του τρίτου εδαφίου αρχίζει την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρμόδια αρχή της παραγράφου 1. Η αρμόδια αρχή της παραγράφου 1 διαβιβάζει αμέσως την πλήρη αίτηση στις άλλες αρμόδιες αρχές.

Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η αρμόδια αρχή της παραγράφου 1 λαμβάνει μόνη της απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών. Η απόφαση διαβιβάζεται στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, από τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται στην παράγραφο 1.

Οι αποφάσεις που μνημονεύονται στο τρίτο και το πέμπτο εδάφιο αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Άρθρο 130

1.   Σε περίπτωση κρίσης εντός τραπεζικού ομίλου, που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ειδοποιεί, το συντομότερο δυνατό, δυνάμει του Τίτλου V, Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2, τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 49, στοιχείο α), και στο άρθρο 50. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για όλες τις αρμόδιες αρχές που προσδιορίζονται βάσει των άρθρων 125 και 126 σε σχέση με συγκεκριμένο όμιλο, καθώς και για την αρμόδια αρχή που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 129, παράγραφος 1. Όπου είναι δυνατόν, η αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.

2.   Η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που ενέχονται στην εποπτεία.

Άρθρο 131

Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και οι άλλες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.

Βάσει των ρυθμίσεων αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. Η Επιτροπή διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.

Άρθρο 132

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Διαβιβάζουν μεταξύ τους όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας. Από την άποψη αυτή, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και διαβιβάζουν ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.

Οι πληροφορίες για τις οποίες γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο θεωρούνται ουσιώδεις αν μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας ενός πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.

Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ενοποιημένη εποπτεία μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.

Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:

α)

τον προσδιορισμό της διάρθρωσης όλων των μείζονος σημασίας πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου, καθώς και των αρχών που είναι αρμόδιες για τα πιστωτικά ιδρύματα του ομίλου,

β)

τις διαδικασίες συγκέντρωσης πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα ενός ομίλου και την επαλήθευση των πληροφοριών αυτών,

γ)

αρνητικές εξελίξεις σε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα πιστωτικά ιδρύματα, και

δ)

σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 136 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 105.

2.   Οι αρμόδιες αρχές οι επιφορτισμένες με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρμόδια αρχή του άρθρου 129, παράγραφος 1, όταν έχουν ανάγκη πληροφοριών όσον αφορά την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η εν λόγω αρχή.

3.   Προτού λάβουν απόφαση, οι ενεχόμενες αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους όσον αφορά τα θέματα που ακολουθούν, όταν η απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:

α)

μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών, και

β)

σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 136 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 105.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής.

Ωστόσο, μια αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις οποίες αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των αποφάσεών της. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 133

1.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση απαιτούν, για την άσκηση της εποπτείας, την ολική ενοποίηση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αποτελούν θυγατρικές της μητρικής επιχείρησης.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτήσουν μόνον αναλογική ενοποίηση στην περίπτωση που, κατά τη γνώμη τους, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης η οποία κατέχει τη συμμετοχή περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει, λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης των άλλων μετόχων ή εταίρων των οποίων η φερεγγυότητα είναι ικανοποιητική. Η ευθύνη των άλλων μετόχων και εταίρων καθορίζεται σαφώς, εν ανάγκη με την ανάληψη επίσημων υπογεγραμμένων υποχρεώσεων.

Στην περίπτωση που επιχειρήσεις συνδέονται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν πώς πρέπει να γίνει η ενοποίηση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση απαιτούν την αναλογική ενοποίηση των συμμετοχών σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία διευθύνονται από επιχείρηση συμπεριλαμβανομένη στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις μη συμπεριλαμβανόμενες στην ενοποίηση, όταν η ευθύνη των εν λόγω επιχειρήσεων περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν.

3.   Εκτός των περιπτώσεων που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 2, στις υπόλοιπες περιπτώσεις συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν αν και με ποια μορφή πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση. Μπορούν ιδιαίτερα να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της καθαρής θέσεως. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

Άρθρο 134

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 133, οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν και με ποια μορφή θα γίνει η ενοποίηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά τις αρμόδιες αρχές, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά, και

β)

όταν δύο ή πλείονα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρήση της μεθόδου του άρθρου 12 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

2.   Όταν η ενοποιημένη εποπτεία επιβάλλεται κατ' εφαρμογή των άρθρων 125 και 126, οι επιχειρήσεις επικουρικών υπηρεσιών και οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις ίδιες περιπτώσεις και με τις ίδιες μεθόδους όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 133 και στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 135

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 136

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας να προβούν εγκαίρως στις απαραίτητες ενέργειες ή να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση.

Στα μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν περιλαμβάνονται τα εξής :

α)

να υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια πάνω από το ελάχιστο επίπεδο που ορίζει το άρθρο 75,

β)

να απαιτούν την ενίσχυση των διακανονισμών, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 22 και 123,

γ)

να υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων,

δ)

να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το επιχειρηματικό φάσμα ή το δίκτυο των πιστωτικών ιδρυμάτων, και

ε)

να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η λήψη των μέτρων αυτών υπάγεται στις διατάξεις του Κεφαλαίου 1, Τμήμα 2.

2.   Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν ειδική κεφαλαιακή απαίτηση, η οποία υπερβαίνει το ελάχιστο επίπεδο το οποίο ορίζει το άρθρο 75, τουλάχιστον στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν πληρούν τις οριζόμενες στα άρθρα 22, 109 και 123 απαιτήσεις ή για τα οποία υπάρχουν αρνητικές διαπιστώσεις ως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 124, παράγραφος 3, εφόσον μόνη της η εφαρμογή άλλων μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς εντός του κατάλληλου χρονικού πλαισίου τις ρυθμίσεις, διαδικασίες, μηχανισμούς και στρατηγικές.

Άρθρο 137

1.   Εν αναμονή μελλοντικού συντονισμού των μεθόδων ενοποίησης, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η μητρική ενός ή πλειόνων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεικτή εταιρεία συμμετοχών, οι αρχές οι αρμόδιες για τη χορήγηση αδείας και την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών απαιτούν από την μεικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων, την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την άσκηση της εποπτείας των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να προβούν οι ίδιες ή να αναθέσουν σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων που απέστειλαν οι μεικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους. Αν η μεικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και η διαδικασία του άρθρου 140, παράγραφος 1. Αν η μεικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος, η επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 141.

Άρθρο 138

1.   Με την επιφύλαξη του Κεφαλαίου 2, Τμήμα 5, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν μια μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεικτή εταιρεία συμμετοχών, οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων ασκούν γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και της μεικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της.

2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με την μεικτή εταιρεία συμμετοχών η οποία είναι η μητρική τους και τις θυγατρικές της. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την γνωστοποίηση από τα πιστωτικά ιδρύματα οποιασδήποτε σημαντικής συναλλαγής πραγματοποιείται με τις οντότητες αυτές, εκτός εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 110. Οι διαδικασίες αυτές και οι σημαντικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο ελέγχου από την πλευρά των αρμόδιων αρχών.

Όταν οι προαναφερθείσες εντός ομίλου συναλλαγές απειλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ενός πιστωτικού ιδρύματος, η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του ιδρύματος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Άρθρο 139

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κανένα νομικό εμπόδιο να μην εμποδίζει τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία, τις μεικτές εταιρείες συμμετοχών και τις θυγατρικές τους, ή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 127, παράγραφος 3, θυγατρικές, να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με τα άρθρα 124 έως 138 και το παρόν άρθρο.

2.   Όταν η μητρική επιχείρηση και το ή τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι θυγατρικές της επιχείρησης αυτής είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους κοινοποιούν μεταξύ τους όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 125 και 126, μπορούν να κληθούν από τις αρμόδιες προς άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας αρχές να ζητήσουν από τη μητρική πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας, και να τις διαβιβάσουν στις αρχές αυτές.

3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, των πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να ασκούν σε ατομική βάση εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

Επίσης τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 137 υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν εποπτεία στη μεικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, ή στις θυγατρικές του άρθρου 127, παράγραφος 3.

Άρθρο 140

1.   Όταν πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά. Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανακοινώνουν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.

2.   Οι πληροφορίες που συλλέγονται στα πλαίσια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, ιδιαίτερα οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, όπως ορίζεται από το Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν κατάλογο των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 71, παράγραφος 2. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και στην Επιτροπή.

Άρθρο 141

Όταν, στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 137 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 127, παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, ζητούν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή. Η αρμόδια αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα, μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια.

Άρθρο 142

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, με την επιφύλαξη της ποινικής τους νομοθεσίας, μπορεί να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές εταιρείες συμμετοχών ή στα υπεύθυνα στελέχη τους, που έχουν παραβεί νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει των άρθρων 124 έως 141 και του παρόντος άρθρου, κυρώσεις ή μέτρα για την παύση της διαπιστωθείσας παράβασης ή της αιτίας τους. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, ιδίως όταν η εταιρική έδρα μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής εταιρείας συμμετοχών ευρίσκεται εκτός του τόπου στον οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Άρθρο 143

1.   Σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 125 και 126, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτή και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία εάν ίσχυε η παράγραφος 3, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή με δική της πρωτοβουλία. Η εν λόγω αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών να εκφράζει γενικές εκτιμήσεις ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα ενοποιημένης εποπτείας των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα η μητρική εταιρεία των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα. Η επιτροπή αναθεωρεί τις εν λόγω εκτιμήσεις της και λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες μεταβολές των καθεστώτων ενοποιημένης εποπτείας που εφαρμόζονται από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές.

Η αρμόδια αρχή που ασκεί τον έλεγχο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη της τις τυχόν γενικές εκτιμήσεις. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται την επιτροπή προτού λάβει απόφαση.

3.   Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κατ' αναλογία στο πιστωτικό ίδρυμα τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στο πιστωτικό ίδρυμα κατ' αναλογία ή επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εφαρμόσουν άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση.

Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Κοινότητα, και να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών.

Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, και κοινοποιούνται στις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή.

Τμήμα 2

Δημοσιοποίηση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές

Άρθρο 144

Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κείμενα νόμων, κανονισμών, διοικητικών κανόνων και γενικής καθοδήγησης που εκδίδονται στο οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τον τομέα της εποπτικής ρύθμισης,

β)

τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων και των ευχερειών που παρέχει η κοινοτική νομοθεσία,

γ)

τα γενικά κριτήρια και μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για την εξέταση και την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 124, και

δ)

με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου 1, Τμήμα 2, τα αθροιστικά στατιστικά δεδομένα για βασικές πτυχές της εφαρμογής του εποπτικού πλαισίου σε κάθε κράτος μέλος.

Οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να επαρκούν για τη αξιόπιστη σύγκριση των μεθόδων που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών. Οι πληροφορίες δημοσιεύονται σύμφωνα με κοινό μορφότυπο, ενημερώνονται τακτικά και είναι προσπελάσιμες μέσω μιας και μόνης ηλεκτρονικής τοποθεσίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Δημοσιοποιηση Πληροφοριων Απο Τα Πιστωτικα Ιδρυματα

Άρθρο 145

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 2, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 146.

2.   Η αναγνώριση, βάσει του Κεφαλαίου 2, Τμήμα 3, Υποτμήματα 2 και 3 και του άρθρου 105, των μέσων και μεθοδολογιών που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 3 από τις αρμόδιες αρχές, εξαρτάται από τη δημοσιοποίηση από μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων των πληροφοριών που ορίζονται σε αυτό.

3.   Τα πιστωτικά ιδρύματα υιοθετούν επίσημη πολιτική συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που θεσπίζονται στις παραγράφους 1 και 2 και διαθέτουν πολιτικές αξιολόγησης της καταλληλότητας των δημοσιοποιήσεών τους, περιλαμβανομένης της επαλήθευσης και της συχνότητάς τους.

4.   Τα πιστωτικά ιδρύματα, εάν υποβληθεί σχετικό αίτημα, θα πρέπει να επεξηγούν τις αποφάσεις τους σχετικά με τη διαβάθμιση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και άλλων εταιρειών που έχουν υποβάλει αίτηση χορήγησης δανείου, παρέχοντας γραπτώς τις σχετικές επεξηγήσεις εφόσον τους ζητηθεί. Σε περίπτωση που εθελοντική συμφωνία του κλάδου στην κατεύθυνση αυτή αποδειχθεί ανεπαρκής, εγκρίνονται μέτρα σε εθνικό επίπεδο. Το διοικητικό κόστος της παροχής επεξηγήσεων πρέπει να είναι αντίστοιχο του ποσού του δανείου.

Άρθρο 146

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 145, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να μην προβούν σε μια ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 2 εφόσον βάσει του κριτηρίου του Παραρτήματος ΧΙΙ, Μέρος 1, παράγραφος 1, δεν θεωρούνται ουσιώδεις οι παρεχόμενες με τις εν λόγω δημοσιοποιήσεις πληροφορίες.

2.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 145, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να παραλείψουν ένα ή περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία περιλαμβανόμενα στις δημοσιοποιήσεις του Παραρτήματος ΧΙΙ, Μέρη 2 και 3 εφόσον βάσει των κριτηρίων του Παραρτήματος ΧΙΙ, Μέρος 1, παράγραφοι 2 και 3, τα στοιχεία αυτά θα περιλάμβαναν πληροφορίες θεωρούμενες αποκλειστικές ή εμπιστευτικές.

3.   Στις έκτακτες περιπτώσεις της παραγράφου 2, το ενεχόμενο πιστωτικό ίδρυμα δηλώνει στις δημοσιοποιήσεις του το γεγονός ότι δεν δημοσιεύονται τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία και τον λόγο της μη δημοσίευσής τους και αντ' αυτών δημοσιεύει γενικότερου τύπου πληροφορίες σχετικά με το θέμα για το οποίο υπάρχει υποχρέωση δημοσιοποίησης, εκτός εάν τα σχετικά στοιχεία χαρακτηρίζονται αποκλειστικά ή εμπιστευτικά με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα XII, Μέρος 1, παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 147

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιεύουν τις απαιτούμενες βάσει του άρθρου 145 πληροφορίες τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται το συντομότερο δυνατό.

2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν επίσης αν απαιτείται μεγαλύτερη συχνότητα δημοσιεύσεων από ό, τι προβλέπεται στην παράγραφο 1 βάσει των κριτηρίων του Παραρτήματος ΧΙΙ, Μέρος 1, παράγραφος 4.

Άρθρο 148

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να προσδιορίζουν τον κατάλληλο τρόπο, τόπο και μέσο επαλήθευσης για την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που ορίζει το άρθρο 145. Στο μέτρο του δυνατού, όλες οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται με τα ίδια μέσα ή στον ίδιο τόπο.

2.   Ισοδύναμες δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα για λόγους λογιστικής, εισαγωγής τίτλων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή άλλους λόγους μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν συμμόρφωση με το άρθρο 145. Εάν οι δημοσιοποιήσεις δεν περιλαμβάνονται στις οικονομικές εκθέσεις τους, τα πιστωτικά ιδρύματα αναφέρουν που υπάρχουν.

Άρθρο 149

Κατά παρέκκλιση των άρθρων 146 έως 148, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα:

α)

να προβαίνουν σε μια ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρη 2 και 3,

β)

να δημοσιεύουν μια ή περισσότερες από τις πληροφορίες προς δημοσιοποίηση με μεγαλύτερη συχνότητα από την ετήσια και να θέτουν προθεσμίες δημοσίευσης,

γ)

να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέσα και τόπους δημοσιοποίησης διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις οικονομικές καταστάσεις και,

δ)

να χρησιμοποιούν ειδικούς τρόπους επαλήθευσης των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται και δεν καλύπτονται από τον υποχρεωτικό έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

Άρθρο 150

1.   Υπό την επιφύλαξη, όσον αφορά στα ίδια κεφάλαια, της πρότασης την οποία η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει δυνάμει του άρθρου 62, οι τεχνικές προσαρμογές της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 151, παράγραφος 2:

α)

την αποσαφήνιση των ορισμών προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας οι εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών,

β)

την αποσαφήνιση των ορισμών προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας,

γ)

την ευθυγράμμιση της ορολογίας και τη διατύπωση των ορισμών σύμφωνα με εκείνες των μεταγενέστερων πράξεων στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων και συναφών θεμάτων,

δ)

τις τεχνικές προσαρμογές του καταλόγου του άρθρου 2,

ε)

την τροποποίηση του ποσού του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 9 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις,

στ)

τη διεύρυνση του περιεχομένου του καταλόγου ο οποίος μνημονεύεται στα άρθρα 23 και 24 και περιέχεται στο Παράρτημα I ή την προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,

ζ)

τους τομείς στους οποίους οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες και οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 42,

η)

τις τεχνικές προσαρμογές στα άρθρα 56 έως 67 και στο άρθρο 74, λόγω των εξελίξεων στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις, που λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις που θεσπίζει η κοινοτική νομοθεσία, ή λόγω της σύγκλισης των μεθόδων εποπτείας,

θ)

την τροποποίηση του καταλόγου των κλάσεων χρηματοδοτικού ανοίγματος στα άρθρα 79 και 86, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών,

ι)

το ποσό που προσδιορίζεται στο άρθρο 79, παράγραφος 2, στοιχείο γ), στο άρθρο 86 παράγραφος 4, στοιχείο α), στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 5, και στο Παράρτημα VII, Μέρος 2, παράγραφος 15, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις του πληθωρισμού,

ια)

τον κατάλογο και την κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων που αναφέρονται στα Παραρτήματα ΙΙ και IV και τον τρόπο με τον οποίο συνεκτιμώνται στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τους σκοπούς του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3, ή

ιβ)

την προσαρμογή των διατάξεων των Παραρτημάτων V έως ΧΙΙ προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδίως όσον αφορά τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις με τα οποία λαμβάνεται υπόψη η κοινοτική νομοθεσία, ή λόγω της σύγκλισης των μεθόδων εποπτείας.

2.   Η Επιτροπή δύναται να λάβει τα ακόλουθα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 151, παράγραφος 2.

α)

τον προσδιορισμό του μεγέθους των αιφνίδιων και μη αναμενόμενων μεταβολών των επιτοκίων που αναφέρονται στο άρθρο 124, παράγραφος 5,

β)

την προσωρινή μείωση του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 75 και/ή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου που ορίζονται στον Τίτλο V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ειδικές συνθήκες,

γ)

με την επιφύλαξη της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 119, αποσαφήνιση των απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 111, παράγραφος 4 και στα άρθρα 113, 115 και 116,

δ)

προσδιορισμό των βασικών πτυχών ως προς τις οποίες πρέπει να δημοσιοποιούνται αθροιστικά στατιστικά δεδομένα βάσει του άρθρου 144, παράγραφος 1, στοιχείο δ), ή

ε)

προσδιορισμό της μορφής, της δομής, του καταλόγου περιεχομένων και την ημερομηνία της ετήσιας δημοσίευσης των δημοσιοποιήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 144.

3.   Κανένα από τα εφαρμοσθέντα εκτελεστικά μέτρα δεν δύναται να μεταβάλει τις ουσιώδεις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

4.   Με την επιφύλαξη των ήδη εγκριθέντων εκτελεστικών μέτρων, μετά την πάροδο διετίας από την έγκριση της παρούσας οδηγίας και το αργότερο την 1η Απριλίου 2008, αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεών της που απαιτούν την έγκριση τεχνικών κανόνων, τροποποιήσεων και αποφάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δύνανται να ανανεώσουν τις εν λόγω διατάξεις σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης και, προς τον σκοπό αυτόν, τις αναθεωρούν πριν την παρέλευση, κατά περίπτωση, της προαναφερθείσας προθεσμίας ή ημερομηνίας, όποια από τις δύο επέρχεται πρώτη.

Άρθρο 151

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που συστάθηκε με την απόφαση 2004/10/EΚ (23) της Επιτροπής.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μεταβατικεσ Διαταξεισ

Άρθρο 152

1.   Πιστωτικά ιδρύματα τα οποία υπολογίζουν τα σταθμισμένα χρηματοδοτικά ανοίγματα βάσει των άρθρων 84 έως 89 προβλέπουν για την πρώτη, δεύτερη και τρίτη δωδεκάμηνη περίοδο που έπεται της 31ης Δεκεμβρίου 2006 ίδια κεφάλαια τα οποία, ανά πάσα στιγμή, υπερβαίνουν ή ισούνται με τα ποσά των παραγράφων 3, 4 και 5.

2.   Πιστωτικά ιδρύματα τα οποία χρησιμοποιούν τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 105 για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο προβλέπουν για τη δεύτερη και τρίτη δωδεκάμηνη περίοδο που έπεται της 31ης Δεκεμβρίου 2006 ίδια κεφάλαια τα οποία, ανά πάσα στιγμή, υπερβαίνουν ή ισούνται με τα ποσά των παραγράφων 4 και 5.

3.   Για την πρώτη δωδεκάμηνη περίοδο της παραγράφου 1, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων ανέρχεται στο 95 % του συνολικού ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που θα έπρεπε να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα κατά την ίδια περίοδο βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (24), όπως η εν λόγω οδηγία και η οδηγία 2000/12/ΕΚ ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

4.   Για την δεύτερη δωδεκάμηνη περίοδο της παραγράφου 1, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων ανέρχεται στο 90 % του συνολικού ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που θα έπρεπε να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα κατά την ίδια περίοδο βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, όπως η εν λόγω οδηγία και η οδηγία 2000/12/ΕΚ ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

5.   Για την τρίτη δωδεκάμηνη περίοδο της παραγράφου 1, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων ανέρχεται στο 80 % του συνολικού ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που θα έπρεπε να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα κατά την ίδια περίοδο βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, όπως η εν λόγω οδηγία και η οδηγία 2000/12/ΕΚ ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

6.   Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4 γίνεται με ποσά ιδίων κεφαλαίων πλήρως προσαρμοσμένα ώστε να αντικατοπτρίζουν τις διαφορές που υφίστανται, όσον αφορά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, μεταξύ της οδηγίας 2000/12/ΕΚ και της οδηγίας 93/6/EΟΚ, όπως οι δύο οδηγίες ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007, διαφορές απορρέουσες από τη χωριστή μεταχείριση των αναμενόμενων και των μη αναμενόμενων ζημιών βάσει των άρθρων 84 και 89 της παρούσας οδηγίας.

7.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 6 του παρόντος άρθρου, ισχύουν τα άρθρα 68 έως 73.

8.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2008 τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εφαρμόζουν αντί των άρθρων τα οποία συνιστούν την τυποποιημένη μέθοδο στον Τίτλο V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3, Υποτμήμα 1, τα άρθρα 42 έως 46 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, όπως τα εν λόγω άρθρα ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

9.   Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 8 ισχύουν τα εξής όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 2000/12/ΕΚ:

α)

οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας οι οποίες μνημονεύονται στα άρθρα 42 έως 46 εφαρμόζονται όπως ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007,

β)

«η σταθμισμένη κατά τον κίνδυνο αξία» που μνημονεύεται στο άρθρο 42, παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας σημαίνει «σταθμισμένο κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικό άνοιγμα»,

γ)

τα αριθμητικά στοιχεία που προκύπτουν από το άρθρο 42, παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας θεωρούνται ως σταθμισμένα κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικά ανοίγματα,

δ)

στον κατάλογο των στοιχείων υψηλού κινδύνου του Παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνονται τα «πιστωτικά παράγωγα μέσα», και

ε)

η μεταχείριση που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας ισχύει για παράγωγα μέσα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος IV της εν λόγω οδηγίας ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για στοιχεία εντός ή εκτός ισολογισμού και τα αριθμητικά στοιχεία που παράγονται από την μεταχείριση που προβλέπεται στο Παράρτημα III λαμβάνονται ως σταθμισμένα κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικά ανοίγματα.

10.   Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που προβλέπεται στην παράγραφο 8 ισχύουν τα εξής όσον αφορά την μεταχείριση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τα οποία χρησιμοποιείται η τυποποιημένη μέθοδος:

α)

Οι διατάξεις του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3, Υποτμήμα 3 σχετικά με την αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου δεν ισχύουν,

β)

Οι διατάξεις του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3, Υποτμήμα 4 σχετικά με την μεταχείριση της τιτλοποίησης δύνανται να μην εφαρμοστούν από τις αρμόδιες αρχές.

11.   Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 8, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο βάσει του άρθρου 75, στοιχείο δ), μειώνεται κατά το ποσοστό που εκπροσωπεί τον λόγο της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος για τα οποία υπολογίζονται σταθμισμένα ποσά ανοίγματος σύμφωνα με την διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 8 προς την συνολική αξία των ανοιγμάτων του.

12.   Όταν πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σταθμισμένα ποσά για όλα τα χρηματοδοτικά του ανοίγματα σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 8, δύνανται να εφαρμοστούν τα άρθρα 48 έως 50 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ που αφορούν τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

13.   Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 8, οι παραπομπές στα άρθρα 78 έως 83 της παρούσας οδηγίας, λαμβάνονται ως παραπομπές στα άρθρα 42 έως 46 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

14.   Εάν ασκηθεί το δικαίωμα της παραγράφου 8, τα άρθρα 123, 124, 145 και 149 δεν έχουν εφαρμογή πριν από την αναφερθείσα ημερομηνία.

Άρθρο 153

Κατά τον υπολογισμό σταθμισμένων ποσών για χρηματοδοτικά ανοίγματα οφειλόμενα σε πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων που βρίσκονται στο έδαφός τους και ανταποκρίνονται στα κριτήρια του Παραρτήματος VI, Μέρος 1, παράγραφος 54, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012 την εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 50 % χωρίς να εφαρμοστεί το Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφοι 55 και 56.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, για τους σκοπούς του προσδιορισμού του εξασφαλισμένου μέρους ενός δανείου σε καθυστέρηση για τους σκοπούς του Παραρτήματος VI, να αναγνωρίσουν εξασφαλίσεις άλλες πλην των επιλέξιμων εξασφαλίσεων των άρθρων 90 έως 93.

Κατά τον υπολογισμό σταθμισμένων ποσών χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για το σκοπό του Παραρτήματος VI, Μέρος 1, παράγραφος 4, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης όσον αφορά τα ανοίγματα σε κεντρικές κυβερνήσεις των κρατών μελών ή σε κεντρικές τράπεζες που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εγχώριο νόμισμα οιουδήποτε κράτους μέλους, όπως εφαρμόζεται για παρόμοια ανοίγματα που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εγχώριο νόμισμά τους.

Άρθρο 154

1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους δύνανται, για τους σκοπούς του Παραρτήματος VI, Μέρος 1, παράγραφος 61, να ορίζουν τον αριθμό των ημερών σε καθυστέρηση έως το πολύ 180 για ανοίγματα που μνημονεύονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφοι 12 έως 17 και 41 έως 43, έναντι αντισυμβαλλομένων που βρίσκονται στην επικράτειά τους, εφόσον αυτό ενδείκνυται από τις τοπικές συνθήκες. Ο συγκεκριμένος αριθμός μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις σειρές προϊόντων.

Οι αρμόδιες αρχές που δεν κάνουν χρήση της επιλογής του πρώτου εδαφίου για ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων που βρίσκονται στην επικράτειά τους, μπορούν να ορίσουν υψηλότερο αριθμό ημερών για ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων που βρίσκονται στην επικράτεια άλλων κρατών μελών οι αρμόδιες αρχές των οποίων έχουν χρησιμοποιήσει αυτή τη δυνατότητα. Ο συγκεκριμένος αριθμός πρέπει να κυμαίνεται από τις 90 ημέρες έως τον αριθμό ημερών που οι αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους έχουν ορίσει για ανοίγματα έναντι αυτών των αντισυμβαλλομένων στην επικράτειά τους.

2.   Για τους πιστωτικούς οργανισμούς που θα υποβάλουν αίτηση για χρήση της προσέγγισης IRB πριν από το 2010, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμοδίων αρχών, η απαίτηση περί τριετούς χρήσης που ορίζεται στο άρθρο 84, παράγραφος 3, μπορεί να περιοριστεί σε χρονική περίοδο που δεν θα είναι μικρότερη του ενός έτους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

3.   Για τους πιστωτικούς οργανισμούς που θα υποβάλουν αίτηση για χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων για LGDs και/ή συντελεστές μετατροπής, η απαίτηση περί τριετούς χρήσης που ορίζεται στο άρθρο 84, παράγραφος 4 μπορεί να περιοριστεί στα δύο έτη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

4.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους μπορούν να επιτρέπουν σε πιστωτικούς οργανισμούς να συνεχίσουν να εφαρμόζουν στις συμμετοχές της μορφής που προβλέπεται στο άρθρο 57, στοιχείο ιε), οι οποίες αποκτήθηκαν πριν από την 20 Ιουλίου 2006, τη μεταχείριση που ορίζει το άρθρο 38 της οδηγίας 2000/12/EΚ, όπως το εν λόγω άρθρο ίσχυε προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

5.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, το μέσο σταθμισμένο ύψος του LGD για όλα τα λιανικά ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με κατοικίες και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις των κεντρικών διοικήσεων δεν πρέπει να είναι κατώτερο του 10 %.

6.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να απαλλάσσουν από την εφαρμογή της IRB ορισμένα ανοίγματα σε μετοχές που έχουν πραγματοποιήσει πιστωτικά ιδρύματα ή θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ σε αυτό το κράτος μέλος την 31η Δεκεμβρίου 2007.

Η απαλλασσόμενη θέση ισούται με τον αριθμό των μετοχών που κατέχονται την 31η Δεκεμβρίου 2007 συν οποιαδήποτε πρόσθετη μετοχή η οποία αποτελεί άμεση απόρροια της κατοχής των συμμετοχών αυτών, εφόσον δεν αυξάνεται η αναλογία συμμετοχής στη σχετική εταιρεία.

Εάν μια εξαγορά αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο συγκεκριμένης εταιρείας, το υπερβάλλον ποσοστό συμμετοχής δεν καλύπτεται από την απαλλαγή. Η απαλλαγή δεν ισχύει ούτε για συμμετοχές που αρχικά υπάγονταν σε αυτήν αλλά στη συνέχεια πωλήθηκαν και επαναγοράσθηκαν.

Τα ανοίγματα μετοχών που καλύπτονται από την παρούσα μεταβατική διάταξη υπάγονται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με τον Τίτλο V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3, Υποτμήμα 1.

7.   Όσον αφορά τα ανοίγματα έναντι εταιρειών, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους δύνανται, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, να καθορίσουν τον αριθμό ημερών σε καθυστέρηση την οποία οφείλουν να τηρούν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία τους στα πλαίσια του ορισμού της αθέτησης που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 4, παράγραφος 44 όσον αφορά ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων του είδους αυτού ευρισκόμενων εντός του εκάστοτε κράτους μέλους. Η συγκεκριμένη περίοδος θα είναι 90 έως το πολύ 180 ημέρες αναλόγως του τι επιτρέπουν οι τοπικές συνθήκες. Για ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων του είδους αυτού εγκατεστημένων στην επικράτεια άλλων κρατών μελών, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν έναν αριθμό ημερών σε καθυστέρηση ο οποίος δεν υπερβαίνει τον αριθμό των ημερών που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή του αντίστοιχου κράτους μέλους.

Άρθρο 155

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόσουν ποσοστό 15 % όσον αφορά τον κλάδο δραστηριοτήτων «συναλλαγές και πωλήσεις» στα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων ο σχετικός δείκτης για τον κλάδο αυτόν αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 50 % του συνόλου των σχετικών δεικτών για όλους τους κλάδους δραστηριοτήτων τους σύμφωνα με το Παράρτημα Χ, Μέρος 2, παράγραφοι 1 έως 7.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τελικεσ Διαταξεισ

Άρθρο 156

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξετάζει σε περιοδική βάση εάν η παρούσα οδηγία ως σύνολο, από κοινού με την οδηγία 2006/49/ΕΚ έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο και, με βάση την εξέταση αυτή μελετά αν δικαιολογείται η λήψη διορθωτικών μέτρων.

Βάσει της ανάλυσης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Επιτροπή καταρτίζει ανά διετία έκθεση την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη ενδεχομένως από τις κατάλληλες προτάσεις. Συνεισφορές από δανειολήπτες και δανειοδότες λαμβάνονται επαρκώς υπόψη κατά την εκπόνηση της έκθεσης.

Έως την 1η Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή αναθεωρεί την εν λόγω οδηγία και εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της, εξετάζοντας ιδιαίτερα όλες τις πτυχές των άρθρων 68 έως 73, 80, παράγραφος 7, 80, παράγραφος 8, και 129· υποβάλλει δε την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη ενδεχομένως από αντίστοιχες προτάσεις.

Άρθρο 157

1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 4, 22, 57, 61 έως 64, 66, 68 έως 106, 108, 110 έως 115, 117 έως 119, 123 έως 127, 129 έως 132, 133, 136, 144 έως 149 και 152 έως 155 και τα Παραρτήματα II, III και V έως XII. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, τα κράτη μέλη θέτουν τις εν λόγω διατάξεις σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2007.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, πρέπει να περιλαμβάνεται σε αυτές αναφορά στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία οι οποίες περιλαμβάνονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι αποτελούν αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος αναφοράς και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή, από την 1η Ιανουαρίου 2008, και όχι νωρίτερα, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 87, παράγραφος 9, και το άρθρο 105.

Άρθρο 158

1.   Η οδηγία 2000/12/EΚ όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες που παρατίθενται στο Παράρτημα XIII, Μέρος Α, καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης και εφαρμογής που εμφαίνονται στο Παράρτημα XIII, Μέρος Β.

2.   Οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο Παράρτημα XIV.

Άρθρο 159

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 160

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 14ης Ιουνίου 2006

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 234, 22.9.2005, σ. 8.

(2)  ΕΕ C 52, 2.3.2005, σ. 37.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Ιουνίου 2006.

(4)  ΕΕ L 126, 26.5.2000, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/29/EK (ΕΕ L 70, 9.3.2006, σ. 50).

(5)  EE C 40, 7.2.2001, σ. 453.

(6)  ΕΕ L 3, 7.1.2004, σ. 28.

(7)  ΕΕ L 372, 31.12.1986, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178, 17.7.2003, σ. 16).

(8)  ΕΕ L 193, 18.7.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/51/ΕΚ.

(9)  ΕΕ L 243, 11.9.2002, σ. 1.

(10)  Βλέπε σελίδα 201 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(11)  EE L 281, 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284, 31.10.2003, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(13)  ΕΕ C 284 Ε, 21.11.2002, σ. 115.

(14)  Οδηγία 2000/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (ΕΕ L 275, 27.10.2000, σ. 39).

(15)  ΕΕ L 222, 14.8.1978, σ. 11. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/51/ΕΚ.

(16)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(17)  ΕΕ L 184, 6.7.2001, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(18)  Όγδοη οδηγία 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1984, για τη χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων (ΕΕ L 126, 12.5.1984, σ. 20).

(19)  Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375, 31.12.1985, σ. 3). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(20)  Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228, 16.8.1973, σ. 3). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(21)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345, 19.12.2002, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(22)  Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(23)  ΕΕ L 3, 7.1.2004, σ. 36.

(24)  ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

1.

Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων

2.

Χορήγηση πιστώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, η ενυπόθηκη πίστη, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting).

3.

Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)

4.

Πράξεις πληρωμής

5.

Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής (πιστωτικών καρτών, ταξιδιωτικών επιταγών και πιστωτικών επιστολών)

6.

Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων

7.

Συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε:

α)

μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, ομόλογα καταθέσεων κ.λπ.),

β)

αγορές συναλλάγματος,

γ)

χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures) ή δικαιώματα προαίρεσης (options),

δ)

μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια, ή

ε)

κινητές αξίες

8.

Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών

9.

Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και συμβουλών και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων

10.

Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές

11.

Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου

12.

Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών

13.

Εμπορικές πληροφορίες

14.

Εκμίσθωση θυρίδων

Οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που προβλέπονται στα Τμήματα Α και Β του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (1) όταν γίνεται αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στο Τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.


(1)  ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114, 27.4.2006, σ. 60).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Υψηλός κίνδυνος:

Εγγυήσεις που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

Πιστωτικά παράγωγα

Τίτλοι αποδοχής

Οπισθογραφήσεις αξιογράφων που δεν φέρουν την υπογραφή άλλου πιστωτικού ιδρύματος

Συναλλαγές με δικαίωμα προσφυγής υπέρ του αγοραστή

Ανέκκλητες stand-by πιστωτικές επιστολές που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

Στοιχεία ενεργητικού που έχουν αγοραστεί βάσει συμφωνιών μελλοντικής αγοράς

Καταθέσεις προθεσμίας επί προθεσμία («forward forward deposits»)

Μη καταβληθέν τμήμα μερικώς πληρωθέντων τίτλων και μετοχών

Πράξεις προσωρινής εκχώρησης και εκχώρησης με υποχρέωση επαναγοράς κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, και

Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης υψηλό κίνδυνο.

Μέσος κίνδυνος:

Πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων που έχουν εκδοθεί και βεβαιωθεί (βλέπε επίσης «μέτριο κίνδυνο»)

Εγγυήσεις και ασφάλειες (περιλαμβανομένων των εγγυήσεων συμμετοχής σε διαγωνισμό, των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης, των τελωνειακών και φορολογικών εγγυήσεων) και εγγυήσεις που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

Ανέκκλητες stand-by πιστωτικές επιστολές που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

Μη χρησιμοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανεισμού, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική ληκτότητα μεγαλύτερη του ενός έτους

Ευχέρειες έκδοσης αξιών («Note issuance facilities NIF») και ανανεούμενες ασφαλιστικές ευχέρειες («Revolving underwriting facilities RUF»), και

Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέσο κίνδυνο και όπως κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

Μέτριος κίνδυνος:

Πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων, στις οποίες τα εμπορεύματα χρησιμεύουν ως πρόσθετη εγγύηση και άλλες αυτοεξοφλούμενες συναλλαγές

Μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανειοδότησης, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική ληκτότητα ενός έτους κατ' ανώτατο όριο που δεν μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση ή δεν προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της χειροτέρευσης της φερεγγυότητας του δανειολήπτη, και

Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέτριο κίνδυνο και όπως κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

Χαμηλός κίνδυνος:

Μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανειοδότησης, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική προθεσμία λήξης ενός έτους κατ' ανώτατο όριο που δεν μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση ή δεν προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της χειροτέρευσης της φερεγγυότητας του πιστούχου. Λιανικά πιστωτικά όρια μπορούν να θεωρηθούν ως ακυρώσιμα άνευ όρων όταν οι όροι επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να τα ακυρώσει μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και της συναφούς νομοθεσίας, και

Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης χαμηλό κίνδυνο και όπως κοινοποιούνται στην Επιτροπή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΜΕΣΩΝ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΕΠΑΝΑΓΟΡΑΣ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΔΑΝΕΙΟΔΟΣΙΑΣ Ή ΔΑΝΕΙΟΛΗΨΙΑΣ ΤΙΤΛΩΝ Ή ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΜΕ ΜΑΚΡΑ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ, ΠΡΑΞΕΩΝ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΜΕΡΟΣ 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

Γενικοί όροι

1.

«Πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου» (counterparty credit risk — CCR): ο κίνδυνος να αθετήσει ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή τις υποχρεώσεις του πριν από τον οριστικό διακανονισμό των χρηματορροών της συναλλαγής.

2.

«Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» (central counterparty): οντότητα ευρισκόμενη νομικά μεταξύ αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες χρηματαγορές, αναλαμβάνουσα τον ρόλο αγοραστή έναντι κάθε πωλητή και πωλητή έναντι κάθε αγοραστή.

Είδη συναλλαγών

3.

«Συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού» (long settlement transactions): πράξεις στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει να παραδώσει έναν τίτλο, ένα εμπόρευμα ή ένα ποσό συναλλάγματος έναντι μετρητών, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων ή εμπορευμάτων, ή αντιστρόφως, σε ημερομηνία διακανονισμού ή παράδοσης που ορίζεται συμβατικά ως μεταγενέστερη από τη χαμηλότερη προδιαγραφή της αγοράς για τη συγκεκριμένη συνδιαλλαγή και ως μεταγενέστερη κατά πέντε εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία εισόδου του πιστωτικού ιδρύματος στη συναλλαγή.

4.

«Πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης»: πράξεις κατά τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα χορηγεί πίστωση σε σχέση με την αγορά, την πώληση, τη μεταφορά ή διαπραγμάτευση τίτλων. Στις πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης δεν περιλαμβάνονται άλλα δάνεια τα οποία εξασφαλίζονται με αγορασθέντες τίτλους.

Συμψηφιστικά σύνολα, αντισταθμιστικά σύνολα και συναφείς όροι

5.

«Συμψηφιστικό σύνολο» (netting set): ομάδα συναλλαγών που έχουν συναφθεί με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο, οι οποίες υπάγονται σε νομικά δεσμευτική διμερή συμφωνία συμψηφισμού και των οποίων ο συμψηφισμός αναγνωρίζεται βάσει του Μέρους 7 του παρόντος Παραρτήματος και των άρθρων 90 έως 93· κάθε συναλλαγή η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο νομικά δεσμευτικής διμερούς συμφωνίας συμψηφισμού, η οποία αναγνωρίζεται βάσει του Μέρους 7 του παρόντος Παραρτήματος, ερμηνεύεται, για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος, ως χωριστό συμψηφιστικό σύνολο.

6.

«Θέση κινδύνου» (risk position): αριθμητικά προσδιορισμένος κίνδυνος που αποδίδεται βάσει προκαθορισμένου αλγόριθμου σε μια συναλλαγή με την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στο Μέρος 6.

7.

«Αντισταθμιστικό σύνολο» (hedging set): ομάδα θέσεων κινδύνου από τις συναλλαγές ενός και του αυτού συμψηφιστικού συνόλου, των οποίων μόνον το υπόλοιπο λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος με την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στο Μέρος 5.

8.

«Συμφωνία περιθωρίου» (margin agreement): συμβατική συμφωνία ή διατάξεις της, βάσει των οποίων ένας αντισυμβαλλόμενος παρέχει εξασφαλίσεις σε άλλον αντισυμβαλλόμενο όταν το άνοιγμα του δευτέρου έναντι του πρώτου υπερβαίνει ένα δεδομένο επίπεδο.

9.

«Κατώφλι περιθωρίου» (margin threshold): μέγιστο ποσό τρέχοντος ανοίγματος πέραν του οποίου ένας αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων.

10.

«Περίοδος κινδύνου περιθωρίου» (margin period of risk): χρονικό διάστημα από την τελευταία ανταλλαγή εξασφαλίσεων για την κάλυψη ενός συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών με αντισυμβαλλόμενο σε αθέτηση έως το κλείσιμο των θέσεων (closing out) του τελευταίου και την εκ νέου αντιστάθμιση του απορρέοντος κινδύνου αγοράς.

11.

«Πραγματική ληκτότητα» (effective maturity), σύμφωνα με τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος, για ένα συμψηφιστικό σύνολο με ληκτότητα μεγαλύτερη του ενός έτους: λόγος του αθροίσματος των αναμενόμενων στη διάρκεια ζωής των συναλλαγών ανοιγμάτων σε ένα συμψηφιστικό σύνολο προεξοφλημένο με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου, προς το άθροισμα των αναμενόμενων σε περίοδο ενός έτους ανοιγμάτων σε ένα συμψηφιστικό σύνολο προεξοφλημένο με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου. Αυτή η πραγματική ληκτότητα μπορεί να προσαρμόζεται ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης, αντικαθιστώντας τα αναμενόμενα ανοίγματα με πραγματικά αναμενόμενα ανοίγματα για να διασφαλισθεί ορίζοντας πρόβλεψης κάτω του ενός έτους.

12.

«Συμψηφισμός μεταξύ προϊόντων» (cross-product netting): ομαδοποίηση εντός του ίδιου συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών που αφορούν διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με τους κανόνες περί συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων του παρόντος Παραρτήματος.

13.

Για τους σκοπούς του Μέρους 5, «Τρέχουσα αγοραία αξία» (current market value ή CMV): η καθαρή αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο με τον αντισυμβαλλόμενο. Για τον υπολογισμό της CMV χρησιμοποιούνται τόσο θετικές όσο και αρνητικές αγοραίες αξίες.

Κατανομές

14.

«Κατανομή αγοραίων αξιών»: πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των καθαρών αγοραίων αξιών των συναλλαγών ενός συμψηφιστικού συνόλου σε μελλοντική ημερομηνία (ορίζοντας πρόβλεψης) βάσει της μέχρι στιγμής πραγματοποιηθείσας αγοραίας αξίας αυτών των συναλλαγών.

15.

«Κατανομή ανοιγμάτων»: πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των αγοραίων αξιών όταν οι προβλέψεις αρνητικής αγοραίας αξίας τίθενται ίσες με το μηδέν.

16.

«Ουδέτερη ως προς τον κίνδυνο κατανομή» (risk-neutral distribution): κατανομή των αγοραίων αξιών ή των ανοιγμάτων σε μελλοντική χρονική περίοδο, υπολογιζομένη βάσει τεκμαρτών αγοραίων αξίων, όπως οι τεκμαρτές μεταβλητότητες.

17.

«Πραγματική κατανομή» (actual distribution): κατανομή αγοραίων αξιών ή ανοιγμάτων σε μελλοντική χρονική περίοδο, υπολογιζομένη βάσει ιστορικών ή πραγματοποιηθεισών αξιών, όπως οι μεταβλητότητες που υπολογίζονται βάσει προηγούμενων μεταβολών τιμών ή ποσοστών.

Μετρήσεις και προσαρμογές ανοιγμάτων

18.

«Τρέχον άνοιγμα» (current exposure): η μεγαλύτερη του μηδενός αγοραία αξία συναλλαγής ή χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε συμψηφιστικό σύνολο με έναν αντισυμβαλλόμενο, η οποία θα χανόταν εάν ο αντισυμβαλλόμενος αθετούσε τις υποχρεώσεις του, με την παραδοχή ότι κανένα μέρος της αξίας αυτής δεν μπορεί να ανακτηθεί σε πτωχευτική διαδικασία.

19.

«Μέγιστο άνοιγμα» (peak exposure): υψηλότερο εκατοστημόριο της κατανομής ανοιγμάτων σε κάθε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία πριν την ημερομηνία λήξης της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη προθεσμία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο.

20.

«Αναμενόμενο άνοιγμα» (expected exposure ή ΕΕ): μέσος όρος της κατανομής ανοιγμάτων σε κάθε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία πριν την ημερομηνία λήξης της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη προθεσμία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο.

21.

«Πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα» (effective expected exposure ή ΕΕΕ) σε δεδομένη ημερομηνία: μέγιστο αναμενόμενο άνοιγμα σε αυτή την ημερομηνία ή σε οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία. Εναλλακτικά, μπορεί να οριστεί, για δεδομένη ημερομηνία, ως το ποσό αναμενόμενου ανοίγματος σε αυτή την ημερομηνία ή ως το πραγματικό άνοιγμα σε προγενέστερη ημερομηνία, όποιο είναι μεγαλύτερο.

22.

«Αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (expected positive exposure ή EPE): διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των αναμενόμενων ανοιγμάτων, όπου οι σταθμίσεις είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο αναμενόμενο άνοιγμα στο σύνολο του σχετικού χρονικού διαστήματος. Κατά τον υπολογισμό της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης, ο μέσος όρος υπολογίζεται για το πρώτο έτος ή, εάν όλες οι συμβάσεις εντός του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, για τη διάρκεια της σύμβασης με τη μεγαλύτερη προθεσμία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο.

23.

«Πραγματικό αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (effective ΕΡΕ ή Πραγματικό ΕΡΕ): διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των πραγματικών αναμενόμενων ανοιγμάτων κατά το πρώτο έτος ή, εάν όλες οι συμβάσεις εντός του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, για τη διάρκεια της σύμβασης με τη μεγαλύτερη προθεσμία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο, όπου οι σταθμίσεις είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο αναμενόμενο άνοιγμα στο σύνολο του σχετικού χρονικού διαστήματος.

24.

«Προσαρμογή πιστωτικής αποτίμησης» (credit valuation adjustment): προσαρμογή της αποτίμησης ενός χαρτοφυλακίου συναλλαγών με έναν αντισυμβαλλόμενο στη μέση αγοραία αξία του. Η προσαρμογή αυτή αντικατοπτρίζει την αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου από ενδεχόμενη αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων ενός αντισυμβαλλομένου. Μπορεί να αντικατοπτρίζει την αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου ή την αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου.

25.

«Μονομερής προσαρμογή της πιστωτικής αποτίμησης» (one-sided credit valuation adjustment): προσαρμογή της πιστωτικής αποτίμησης που αντικατοπτρίζει την αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου που αντιπροσωπεύει ο αντισυμβαλλόμενος για το πιστωτικό ίδρυμα, αλλά όχι την αγοραία αξία του πιστωτικού κινδύνου που αντιπροσωπεύει το πιστωτικό ίδρυμα για τον αντισυμβαλλόμενο.

Κίνδυνοι που συνδέονται με τον CCR

26.

«Κίνδυνος αναχρηματοδότησης» (rollover risk): ποσό κατά το οποίο το αναμενόμενο θετικό άνοιγμα υποεκτιμάται όταν προβλέπεται ότι οι μελλοντικές συναλλαγές με έναν αντισυμβαλλόμενο θα πραγματοποιούνται σε συνεχή βάση. Το πρόσθετο άνοιγμα που δημιουργείται από αυτές τις μελλοντικές συναλλαγές δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αναμενόμενου θετικού ανοίγματος.

27.

«Γενικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης» (general wrong-way risk): κίνδυνος που δημιουργείται όταν η πιθανότητα να αθετήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι συσχετίζεται θετικά με γενικούς παράγοντες κινδύνου αγοράς.

28.

«Ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης (specific wrong-way risk): κίνδυνος που δημιουργείται όταν το άνοιγμα έναντι δεδομένου αντισυμβαλλομένου συσχετίζεται θετικά με την πιθανότητα να αθετήσει αυτός ο αντισυμβαλλόμενος λόγω της φύσης των συναλλαγών που έχουν συναφθεί με αυτόν. Ένα πιστωτικό ίδρυμα θεωρείται ότι έχει εκτεθεί σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, εάν το μελλοντικό άνοιγμα σε ειδικό αντισυμβαλλόμενο αναμένεται να είναι υψηλό όταν η πιθανότητα να αθετήσει ο αντισυμβαλλόμενος είναι επίσης υψηλή.

ΜΕΡΟΣ 2

Επιλογή της μεθόδου

1.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 7, τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για τις συμβάσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα IV χρησιμοποιώντας μια από τις μεθόδους που περιγράφονται στα Μέρη 3 έως 6. Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν είναι επιλέξιμα για τη διαδικασία του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που περιγράφεται στο Μέρος 4. Προκειμένου να προσδιορισθεί η αξία ανοίγματος για τις συμβάσεις του σημείου 3 του Παραρτήματος IV, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που περιγράφεται στο Μέρος 4.

Η συνδυασμένη χρήση των μεθόδων που περιγράφονται στα Μέρη 3 έως 6 επιτρέπεται στο εσωτερικό ενός ομίλου, αλλά όχι στο εσωτερικό της ίδιας νομικής οντότητας. Η συνδυασμένη χρήση των μεθόδων που περιγράφονται στα Μέρη 3 έως 5 στο εσωτερικό μιας νομικής οντότητας επιτρέπεται όταν μια από τις μεθόδους χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο Μέρος 5, παράγραφος 19.

2.

Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για:

i)

τις συμβάσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα IV,

ii)

τις συναλλαγές επαναγοράς,

iii)

τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, και

iv)

τις πράξεις δανεισμού περιθωρίου, και

v)

τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού (long settlement transactions)

με τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος που περιγράφεται στο Μέρος 6.

3.

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα αγοράζει προστασία με πιστωτικά παράγωγα για την κάλυψη ανοίγματος στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο ή πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (CCR), μπορεί να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για το αντισταθμιζόμενο περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με το Παράρτημα VIII, Μέρος 3, παράγραφοι 83 έως 92 ή, με την επιφύλαξη των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 4, ή με το Παράρτημα VII, Μέρος 4, παράγραφοι 96 έως 104. Στις περιπτώσεις αυτές, η αξία ανοίγματος για CCR όσον αφορά αυτά τα πιστωτικά παράγωγα τίθεται ίση με μηδέν.

4.

Η αξία ανοίγματος για CCR από την πώληση συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνων αθέτησης εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, όπου αντιμετωπίζονται ως πιστωτική προστασία που παρέχει το πιστωτικό ίδρυμα και υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για πιστωτικό κίνδυνο επί όλου του ονομαστικού ποσού, τίθεται ίση με μηδέν.

5.

Σύμφωνα με όλες τις μεθόδους που καθορίζονται στα Μέρη 3 έως 6, η αξία ανοίγματος για έναν αντισυμβαλλόμενο ισούται με το άθροισμα των αξιών ανοίγματος σε όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με αυτόν τον αντισυμβαλλόμενο.

6.

Μηδενική αξία ανοίγματος για CCR μπορεί να αποδοθεί σε συμβάσεις παραγώγων ή συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδότησης και δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, συναλλαγές μακράς περιόδου διακανονισμού και συναλλαγές δανεισμού περιθωρίου που παραμένουν ανεξόφλητες με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και που δεν έχουν απορριφθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Επίσης, μηδενική αξία ανοίγματος μπορεί να αποδοθεί σε ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου προς βασικούς αντισυμβαλλομένους που απορρέουν από συμβάσεις παραγώγων, συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδότησης και δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, συναλλαγές μακράς προθεσμίας διακανονισμού και συναλλαγές δανεισμού περιθωρίου, ή άλλα ανοίγματα, όπως καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές, τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί ανεξόφλητα με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Τα ανοίγματα CCR του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου με όλους τους συμμετέχοντες στους διακανονισμούς τους καλύπτονται πλήρως με εξασφαλίσεις σε καθημερινή βάση.

7.

Τα ανοίγματα που προκύπτουν από συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού μπορούν να προσδιορισθούν χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από τις μεθόδους που περιγράφονται στα Μέρη 3 έως 6, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που έχει επιλεγεί για τα παράγωγα OTC και τις συναλλαγές επαναγοράς, τις συναλλαγές δανειοδότησης και δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, και τις συναλλαγές δανεισμού περιθωρίου. Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο που περιγράφεται στα άρθρα 84 έως 89 μπορούν να εφαρμόζουν τους συντελεστές στάθμισης σύμφωνα με τη μέθοδο των άρθρων 78 έως 83 σε μόνιμη βάση και ανεξάρτητα από το βαθμό αβεβαιότητας των θέσεων αυτών.

8.

Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν και στις δύο μεθόδους 3 και 4 ότι το ονομαστικό ποσό του οποίου γίνεται χρήση αποτελεί κατάλληλο μέσο εκτίμησης του κινδύνου που ενυπάρχει στη σύμβαση. Όταν π.χ. η σύμβαση προβλέπει πολλαπλές ταμειακές ροές, το ονομαστικό ποσό πρέπει να αναπροσαρμόζεται κατάλληλα ώστε να αντανακλά τις επιπτώσεις των πολλαπλών αυτών ροών επί των κινδύνων που ενυπάρχουν στη σύμβαση.

ΜΕΡΟΣ 3

Μέθοδος βάσει προσφυγής στην αγορά

Στάδιο α):

το τρέχον κόστος αντικατάστασης όλων των συμβάσεων με θετική αξία υπολογίζεται βάσει των τρεχουσών (αγοραίων) τιμών των συμβάσεων.

Στάδιο β):

για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος, εκτός από την περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής κυμαινόμενων επιτοκίων στο ίδιο νόμισμα (single-currency floating/floating interest rate swaps) στις οποίες υπολογίζεται μόνον το τρέχον κόστος αντικατάστασης, τα ονομαστικά ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων πολλαπλασιάζονται με τα ποσοστά που αναφέρονται στον Πίνακα 1:

Πίνακας 1  (1)  (2)

Εναπομένουσα διάρκεια (3)

Συμβάσεις επιτοκίου

Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό

Συμβάσεις που αφορούν μετοχές

Συμβάσεις που αφορούν πολύτιμα μέταλλα εκτός από το χρυσό

Συμβάσεις που αφορούν εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων

Ένα έτος ή λιγότερο

0 %

1 %

6 %

7 %

10 %

Πάνω από ένα έτος αλλά όχι περισσότερο από πέντε έτη

0,5 %

5 %

8 %

7 %

12 %

Πάνω από πέντε έτη

1,5 %

7,5 %

10 %

8 %

15 %

Για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος σύμφωνα με το στάδιο β), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τα ποσοστά του πίνακα 2 αντί για τα προβλεπόμενα στον πίνακα 1, εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο Παράρτημα IV, παράγραφος 21, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ για τις συμβάσεις που αφορούν βασικά εμπορεύματα πλην του χρυσού κατά την έννοια της παραγράφου 3 του Παραρτήματος IV της παρούσας οδηγίας:

Πίνακας 2

Εναπομένουσα διάρκεια

Πολύτιμα μέταλλα (εκτός από χρυσό)

Κοινά μέταλλα

Γεωργικά προϊόντα

Άλλα συμπεριλαμβανομένων και ενεργειακών προϊόντων

Ένα έτος ή λιγότερο

2 %

2,5 %

3 %

4 %

Πάνω από ένα έτος αλλά όχι περισσότερο από πέντε έτη

5 %

4 %

5 %

6 %

Πάνω από πέντε έτη

7,5 %

8 %

9 %

10 %

Στάδιο γ):

το άθροισμα του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης και του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος αποτελεί την αξία ανοίγματος.

ΜΕΡΟΣ 4

Μέθοδος αρχικού ανοίγματος

Στάδιο α):

το ονομαστικό ποσό κάθε σύμβασης πολλαπλασιάζεται με τα ποσοστά που αναφέρονται στον Πίνακα 3:

Πίνακας 3

Αρχική διάρκεια (4)

Συμβάσεις επιτοκίου

Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό

Κάτω του έτους

0,5 %

2 %

Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη

1 %

5 %

Για κάθε επιπλέον έτος

1 %

3 %

Στάδιο β):

το αρχικό άνοιγμα που υπολογίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο αποτελεί την αξία ανοίγματος.

ΜΕΡΟΣ 5

Τυποποιημένη μέθοδος

1.

Η χρήση της τυποποιημένης μεθόδου (Standardised Method) επιτρέπεται μόνο για τα παράγωγα OTC και τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού. Η αξία ανοίγματος υπολογίζεται χωριστά για κάθε συμψηφιστικό σύνολο. Υπολογίζεται αφαιρουμένων των εξασφαλίσεων, ως εξής:

αξία ανοίγματος =

Formula

όπου:

CMV = τρέχουσα αγοραία αξία (current market value) του χαρτοφυλακίου συναλλαγών στο συμψηφιστικό σύνολο με τον αντισυμβαλλόμενο αφαιρουμένων των εξασφαλίσεων, δηλαδή όπου:

Formula

όπου:

CΜVi = τρέχουσα αγοραία αξία της συναλλαγής i·

CΜC = τρέχουσα αγοραία αξία των εξασφαλίσεων που μεταβιβάζονται στο συμψηφιστικό σύνολο όπου:

Formula

όπου

CMCl = τρέχουσα αγοραία αξία των εξασφαλίσεων l·

i = i-οστή συναλλαγή

l = l-οστή εξασφάλιση·

j = j-οστή κατηγορία αντισταθμιστικού συνόλου. Αυτά τα αντισταθμιστικά σύνολα αντιστοιχούν σε παράγοντες κινδύνου για τους οποίους μπορεί να γίνει συμψηφισμός των θέσεων με αντίθετο πρόσημο ώστε να προκύψει μια καθαρή θέση κινδύνου στην οποία βασίζεται στη συνέχεια η μέτρηση του ανοίγματος·

RPΤij = θέση κινδύνου από τη συναλλαγή i σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j·

RΡClj = θέση κινδύνου από εξασφάλιση l σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j·

CCRMj = πολλαπλασιαστής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR) του Πίνακα 5 σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j·

β = 1,4.

Εξασφάλιση που λαμβάνεται από αντισυμβαλλόμενο έχει θετικό πρόσημο ενώ εξασφάλιση που παρέχεται σε αντισυμβαλλόμενο έχει αρνητικό πρόσημο.

Εξασφάλιση που αναγνωρίζεται για τη μέθοδο αυτή περιορίζεται στην εξασφάλιση που είναι επιλέξιμη σύμφωνα με το Παράρτημα VΙΙΙ, Μέρος 1, παράγραφος 11, της παρούσας οδηγίας και το Παράρτημα ΙΙ, παράγραφος 9, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

2.

Όταν μια συναλλαγή σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο με γραμμικό προφίλ κινδύνου προβλέπει την ανταλλαγή χρηματοπιστωτικού μέσου έναντι πληρωμής, το μέρος της συναλλαγής που αφορά την πληρωμή ονομάζεται «σκέλος πληρωμής». Οι συναλλαγές που προβλέπουν ανταλλαγή πληρωμής έναντι πληρωμής απαρτίζονται από δύο σκέλη πληρωμής. Τα σκέλη πληρωμής αντιστοιχούν στις συμβατικά συμφωνηθείσες ακαθάριστες πληρωμές, περιλαμβανομένου του ονομαστικού ποσού της συναλλαγής. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αγνοούν τον κίνδυνο επιτοκίου από σκέλη πληρωμών με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους για τους σκοπούς των ακολούθων υπολογισμών. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν ως ενιαία συνολική συναλλαγή τις συναλλαγές που αποτελούνται από δύο σκέλη πληρωμών που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα όπως οι συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου. Η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα σκέλη πληρωμών εφαρμόζεται στη συνολική συναλλαγή.

3.

Οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου στις οποίες τα υποκείμενα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι μετοχές (περιλαμβανομένων των δεικτών μετοχών), χρυσός, άλλα πολύτιμα μέταλλα ή άλλα βασικά εμπορεύματα, αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου στη σχετική μετοχή (ή δείκτη μετοχών) ή στο σχετικό βασικό εμπόρευμα (περιλαμβανομένου του χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων) και με μία θέση κινδύνου επιτοκίου όσον αφορά το σκέλος πληρωμής. Εάν το σκέλος πληρωμής είναι εκφρασμένο σε ξένο συνάλλαγμα, αντιστοιχίζεται με μια θέση κινδύνου στο αντίστοιχο νόμισμα.

4.

Οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου στις οποίες το υποκείμενο μέσο είναι ένας χρεωστικός τίτλος αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου επιτοκίου για το χρεωστικό τίτλο και με μία άλλη θέση κινδύνου επιτοκίου για το σκέλος πληρωμής. Οι συναλλαγές με γραμμικό προφίλ κινδύνου που προβλέπουν ανταλλαγή πληρωμής έναντι πληρωμής περιλαμβανομένων των προθεσμιακών συμφωνιών συναλλάγματος (foreign exchange forwards) αντιστοιχίζονται με μία θέση κινδύνου επιτοκίου για καθένα από τα σκέλη πληρωμής. Εάν ο υποκείμενος χρεωστικός τίτλος είναι εκφρασμένος σε ξένο νόμισμα, τότε αντιστοιχίζεται με μία θέση κινδύνου σε αυτό το νόμισμα. Εάν ένα σκέλος πληρωμής είναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, το σκέλος πληρωμής αντιστοιχίζεται με μία θέση κινδύνου σε αυτό το νόμισμα. Η αξία ανοίγματος που αποδίδεται σε μια συμφωνία ανταλλαγής επιτοκίου νομισμάτων (foreign exchange basis swap) είναι μηδέν.

5.

Το μέγεθος της θέσης κινδύνου από συναλλαγή με γραμμικό προφίλ κινδύνου ισούται με την πραγματική ονομαστική αξία (αγοραία τιμή πολλαπλασιασμένη με την ποσότητα) των υποκείμενων χρηματοπιστωτικών μέσων (περιλαμβανομένων των βασικών εμπορευμάτων) υπολογιζομένη στο εγχώριο νόμισμα του πιστωτικού ιδρύματος, εξαιρουμένων των χρεωστικών τίτλων.

6.

Για τους χρεωστικούς τίτλους και τα σκέλη πληρωμών, το μέγεθος της θέσης κινδύνου ισούται με την πραγματική ονομαστική αξία των υπολειπόμενων ακαθάριστων πληρωμών (περιλαμβανομένου του ονομαστικού ποσού) υπολογιζόμενη στο εγχώριο νόμισμα του πιστωτικού ιδρύματος, πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια (modified duration) του χρεωστικού τίτλου ή του σκέλους πληρωμής, αντίστοιχα.

7.

Το μέγεθος μιας θέσης κινδύνου από συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swap) ισούται με την πλασματική αξία του χρεωστικού τίτλου αναφοράς, πολλαπλασιασμένη με την εναπομένουσα ληκτότητα της συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης.

8.

Το μέγεθος της θέσης κινδύνου από παράγωγο OTC με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaptions) ισούται με τη δέλτα-ισοδύναμη (delta equivalent) πραγματική ονομαστική αξία του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου, εκτός εάν το υποκείμενο είναι χρεωστικός τίτλος.

9.

Το μέγεθος της θέσης κινδύνου από παράγωγο OTC με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προαίρεσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaptions) με υποκείμενο μέσο ένα χρεωστικό τίτλο ή ένα σκέλος πληρωμής, ισούται με την δέλτα-ισοδύναμη (delta equivalent) πραγματική ονομαστική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του σκέλους πληρωμής, πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια (modified duration) του χρεωστικού τίτλου ή του σκέλους πληρωμής αντίστοιχα.

10.

Για τον καθορισμό των θέσεων κινδύνου, οι εξασφαλίσεις που έχουν εισπραχθεί από έναν αντισυμβαλλόμενο πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απαίτηση έναντι του αντισυμβαλλόμενου στο πλαίσιο ενός συμβατικού παραγώγου (θέση αγοράς) που οφείλεται σήμερα, ενώ η εκχωρούμενη απαίτηση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως υποχρέωση προς τον αντισυμβαλλόμενο (θέση πώλησης) που λήγει σήμερα.

11.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τους ακόλουθους μαθηματικούς τύπους για να καθορίσουν το μέγεθος και το πρόσημα μιας θέσης κινδύνου:

για όλα τα μέσα εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους:

πραγματική ονομαστική αξία, ή

Formula

όπου:

Pref = τιμή του υποκείμενου μέσου εκπεφρασμένου στο νόμισμα αναφοράς·

V= αξία του οικονομικού μέσου (στην περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης: τιμή δικαιώματος προαίρεσης· στην περίπτωση συναλλαγής με γραμμικό προφίλ κινδύνου: αξία του υποκείμενου μέσου)·

p = τιμή του υποκείμενου μέσου εκπεφρασμένου στο ίδιο νόμισμα όπως V·

για χρεωστικούς τίτλους και τα σκέλη πληρωμών όλων των συναλλαγών:

πραγματική ονομαστική αξία πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη διάρκεια, ή

δέλτα-ισοδύναμη ονομαστική αξία πολλαπλασιασμένη με την τροποποιημένη διάρκεια

Formula

όπου:

V = αξία του οικονομικού μέσου (στην περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης: τιμή δικαιώματος προαίρεσης· στην περίπτωση συναλλαγής με γραμμικό προφίλ κινδύνου: αξία του υποκείμενου μέσου ή του σκέλους πληρωμών αντιστοίχως)·

r = επίπεδο επιτοκίου.

Εάν V εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα αναφοράς, το παράγωγο πρέπει να μετατραπεί σε νόμισμα αναφοράς με πολλαπλασιασμό με τη σχετική συναλλαγματική ισοτιμία.

12.

Οι θέσεις κινδύνου ομαδοποιούνται σε αντισταθμιστικά σύνολα. Για κάθε αντισταθμιστικό σύνολο υπολογίζεται η απόλυτη τιμή του αθροίσματος των απορρεουσών θέσεων κινδύνου. Το άθροισμα αυτό καλείται «καθαρή θέση κινδύνου» και εκφράζεται ως:

Formula

στους μαθηματικούς τύπους της παραγράφου 1.

13.

Για τις θέσεις κινδύνου επιτοκίου από καταθέσεις χρηματικών ποσών που εισπράχθησαν από τον αντισυμβαλλόμενο ως εξασφάλιση, από σκέλη πληρωμής και υποκείμενους χρεωστικούς τίτλους στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή ίση με ή μικρότερη του 1,60 % σύμφωνα με τον Πίνακα 1 του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, υπάρχουν έξι αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε νόμισμα που εκτίθενται κατωτέρω στον Πίνακα 4. Τα αντισταθμιστικά σύνολα προσδιορίζονται με βάση έναν συνδυασμό κριτηρίων «ληκτότητας» (maturity) και «επιτοκίων αναφοράς» (referenced interest rates):

Πίνακας 4

 

Κρατικά επιτόκια αναφοράς (government referenced interest rates)

Μη κρατικά επιτόκια αναφοράς (non government referenced interest rates)

Ληκτότητα

Ληκτότητα

Ληκτότητα

<= 1 έτος

>1 -<= 5 έτη

>5 έτη

<= 1 έτος

>1 -<= 5 έτη

>5 έτη

14.

Για τις θέσεις κινδύνου επιτοκίου από υποκείμενους χρεωστικούς τίτλους ή σκέλη πληρωμής για τα οποία το επιτόκιο συνδέεται με επιτόκιο αναφοράς που αντιπροσωπεύει ένα γενικό επίπεδο επιτοκίων της αγοράς, η εναπομένουσα ληκτότητα ισούται με το χρονικό διάστημα έως την επόμενη αναπροσαρμογή του επιτοκίου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ισούται με την εναπομένουσα διάρκεια του υποκείμενου χρεωστικού τίτλου ή, στην περίπτωση σκέλους πληρωμής, με την εναπομένουσα διάρκεια της συναλλαγής.

15.

Σε κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς που αποτελεί το υποκείμενο μέσο σύμβασης ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, αντιστοιχεί ένα αντισταθμιστικό σύνολο.

16.

Για τις θέσεις κινδύνου επιτοκίου από καταθέσεις χρηματικών ποσών που εκχωρούνται από τον αντισυμβαλλόμενο ως εξασφάλιση όταν ο αντισυμβαλλόμενος αυτός δεν έχει ανεξόφλητες οφειλές χαμηλού ειδικού κινδύνου και από υποκείμενους χρεωστικούς τίτλους στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή ίση με ή μικρότερη του 1,60 % σύμφωνα με τον Πίνακα 1 του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, υπάρχει ένα αντισταθμιστικό σύνολο για κάθε εκδότη. Όταν ένα σκέλος πληρωμής προσομοιάζει έναν τέτοιο χρεωστικό τίτλο, σε κάθε εκδότη χρεωστικού μέσου αναφοράς αντιστοιχεί επίσης ένα αντισταθμιστικό σύνολο. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να υπαγάγουν τις θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους ορισμένου εκδότη ή από χρεωστικούς τίτλους αναφοράς του ιδίου εκδότη τους οποίους προσομοιάζουν σκέλη πληρωμής ή οι οποίοι αποτελούν το υποκείμενο μέσο συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο.

17.

Τα υποκείμενα χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός των χρεωστικών τίτλων υπάγονται αντίστοιχα στα ίδια αντισταθμιστικά σύνολα μόνον εάν είναι ίδια ή όμοια μέσα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις υπάγονται σε διαφορετικά αντισταθμιστικά σύνολα. Η ομοιότητα των μέσων προσδιορίζεται ως εξής:

στην περίπτωση των μετοχών, όμοια είναι τα μέσα που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη. Ένας δείκτης μετοχών αντιμετωπίζεται ως χωριστός εκδότης·

στην περίπτωση των πολύτιμων μετάλλων, όμοια είναι τα μέσα που αφορούν το ίδιο μέταλλο. Ένας δείκτης πολύτιμων μετάλλων αντιμετωπίζεται ως χωριστό πολύτιμο μέταλλο·

στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας όμοια είναι εκείνα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις παροχής που αφορούν την ίδια διακοπή αιχμής ή εκτός αιχμής φορτίου εντός οποιασδήποτε διακοπής 24ώρου· και

στην περίπτωση των βασικών εμπορευμάτων, όμοια είναι τα μέσα που αφορούν το ίδιο βασικό εμπόρευμα. Ένας δείκτης βασικών εμπορευμάτων αντιμετωπίζεται ως χωριστό βασικό εμπόρευμα.

18.

Οι πολλαπλασιαστές πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR multipliers ή CCRM) για τις διάφορες κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων παρατίθενται κατωτέρω στον Πίνακα 5:

Πίνακας 5

 

Κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων Multiplier (CCRM)

CCR

1

Επιτόκια

0,2 %

2

Επιτόκια για θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους αναφοράς που αποτελούν υποκείμενο μέσο συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης και στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ίση με ή μικρότερη του 1,60 % σύμφωνα με τον Πίνακα 1 του Παραρτήματος I της οδηγίας 2006/49/ΕΚ

0,3 %

3

Επιτόκια για θέσεις κινδύνου από χρεωστικούς τίτλους ή χρεωστικούς τίτλους αναφοράς στους οποίους εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ίση με ή μεγαλύτερη του 1,60 % σύμφωνα με τον Πίνακα 1 του Παραρτήματος I της οδηγίας 2006/49/ΕΚ

0,6 %

4

Συναλλαγματικές ισοτιμίες

2,5 %

5

Ηλεκτρική ενέργεια

4,0 %

6

Χρυσός

5,0 %

7

Μετοχές

7,0 %

8

Πολύτιμα μέταλλα (εκτός χρυσού)

8,5 %

9

Άλλα βασικά εμπορεύματα (εκτός των πολυτίμων μετάλλων και ηλεκτρικής ενέργειας)

10,0 %

10

Υποκείμενα μέσα εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες

10,0 %

Τα υποκείμενα μέσα παραγώγων OTC που αναφέρονται στο σημείο 10 του Πίνακα 5 υπάγονται σε χωριστά αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε κατηγορία υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

19.

Για συναλλαγές με μη γραμμικό προφίλ κινδύνου ή για σκέλη πληρωμών και συναλλαγές με υποκείμενο μέσο χρεωστικούς τίτλους για τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει το συντελεστή δέλτα ή την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια αντιστοίχως με ένα εγκεκριμένο από τις αρμόδιες αρχές υπόδειγμα προσδιορισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν με συντηρητικό τρόπο το μέγεθος των θέσεων κινδύνου και τους εφαρμοστέους CCRMjs. Εναλλακτικά, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν τη χρήση της μεθόδου που εκτίθεται στο Μέρος 3. Ο συμψηφισμός δεν αναγνωρίζεται: αυτό σημαίνει ότι η αξία έκθεσης προσδιορίζεται σαν να υπήρχε ένα συμψηφιστικό σύνολο που περιέχει μόνο την μεμονωμένη συναλλαγή.

20.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες προκειμένου να διαπιστώσει ότι, προτού συμπεριλάβει μια συναλλαγή σε αντισταθμιστικό σύνολο, η συναλλαγή καλύπτεται από μια νομικά εκτελεστή σύμβαση συμψηφισμού που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Μέρους 7.

21.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα που χρησιμοποιεί εξασφαλίσεις για να μειώσει τον CCR εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες προκειμένου να διαπιστώσει ότι προτού αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εξασφαλίσεων στους υπολογισμούς του, οι εξασφαλίσεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις βεβαιότητας δικαίου που εκτίθενται στο Παράρτημα VΙΙΙ.

ΜΕΡΟΣ 6

Μέθοδος του εσωτερικού υποδείγματος

1.

Με την επιφύλαξη της έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, ένα πιστωτικό ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιεί τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος (ΜΕΥ) για να υπολογίζει την αξία ανοίγματος για τις συναλλαγές του Μέρους 2, παράγραφος 2, σημείο i), ή για τις συναλλαγές του Μέρους 2, παράγραφος 2, σημεία ii), iii) και iv), ή για τις συναλλαγές του Μέρους 2, παράγραφος 2, σημεία i) έως iv). Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται επίσης οι συναλλαγές του Μέρους 2, παράγραφος 2, σημείο v). Κατά παρέκκλιση του Μέρους 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να επιλέγουν να μην εφαρμόζουν τη μέθοδο αυτή σε ανοίγματα που είναι επουσιώδη από πλευράς μεγέθους και κινδύνου. Για να εφαρμόσει τη ΜΕΜ, ένα πιστωτικό ίδρυμα ικανοποιεί τις απαιτήσεις που εκτίθενται στο παρόν Μέρος.

2.

Με την επιφύλαξη της έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, η εφαρμογή της ΜΕΥ μπορεί να γίνεται κατά σειρά σε διάφορους τύπους συναλλαγών, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που εκτίθενται στο Μέρος 3 ή στο Μέρος 5. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του υπολοίπου του παρόντος Μέρους, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν υποχρεούνται να χρησιμοποιούν συγκεκριμένο τύπο υποδείγματος.

3.

Για όλες τις συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και για τις συναλλαγές μακρού διακανονισμού για τις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει λάβει έγκριση να χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ, το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τις μεθόδους που εκτίθενται στο Μέρος 3 ή το Μέρος 5. Η συνδυασμένη χρήση αυτών των δύο μεθόδων μέσα σε μία νομική οντότητα είναι επιτρεπτή μόνο όταν μία από τις μεθόδους χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις που εκτίθενται στο Μέρος 5, παράγραφος 19.

4.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν τη ΜΕΥ δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χρήση των μεθόδων που εκτίθενται στο Μέρος 3 ή το Μέρος 5 παρά μόνο για αποδεδειγμένα βάσιμους λόγους και με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμοδίων αρχών. Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που εκτίθενται στο παρόν Μέρος, είτε παρουσιάζει στην αρμόδια αρχή σχέδιο για την έγκαιρη επιστροφή στη συμμόρφωση είτε αποδεικνύει ότι οι επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης είναι επουσιώδεις.

Αξία ανοίγματος

5.

Η αξία ανοίγματος μετράται στο επίπεδο του συμψηφιστικού συνόλου. Το υπόδειγμα προσδιορίζει την προγνωστική κατανομή για αλλαγές στην αγοραία αξία του συμψηφιστικού συνόλου που μπορεί να αποδοθούν σε αλλαγές στις μεταβλητές της αγοράς όπως επιτόκια ή ισοτιμίες ξένου συναλλάγματος. Το υπόδειγμα στη συνέχεια θα υπολογίζει την αξία ανοίγματος για το συμψηφιστικό σύνολο σε κάθε μελλοντική ημερομηνία λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές στις μεταβλητές της αγοράς. Για αντισυμβαλλόμενους που καλύπτονται από περιθώριο ασφαλείας, το υπόδειγμα μπορεί να αποτυπώνει επίσης μελλοντικές κινήσεις των εξασφαλίσεων.

6.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορεί να περιλαμβάνουν τις επιλέξιμες χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, όπως ορίζονται στο Παράρτημα VIII, Μέρος 1, παράγραφος 11 και στο Παράρτημα II, παράγραφος 9 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ στις προγνωστικές κατανομές τους για αλλαγές της αγοραίας αξίας του συμψηφιστικού συνόλου, εφόσον τηρούνται για τις εξασφαλίσεις οι ποιοτικές και ποσοτικές απαιτήσεις και οι απαιτήσεις δεδομένων που ισχύουν για τη ΜΕΥ.

7.

Η αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως το γινόμενο του α επί το Πραγματικό ΕΡΕ:

Αξία ανοίγματος = α × Πραγματικό ΕΡΕ

όπου:

Το άλφα (α) είναι 1,4 αλλά οι αρμόδιες αρχές μπορεί να απαιτούν μεγαλύτερο α, και το Πραγματικό ΕΡΕ υπολογίζεται με εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος (ΕΕt) ως το μέσο άνοιγμα σε μια μελλοντική ημερομηνία t, όπου ο μέσος όρος λαμβάνεται με βάση πιθανές μελλοντικές τιμές σχετικών παραγόντων κινδύνου της αγοράς. Το υπόδειγμα εκτιμά το ΕΕ σε σειρά μελλοντικών ημερομηνιών t1, t2, t3 ....

8.

Το Πραγματικό ΕΕ υπολογίζεται αναδρομικά ως εξής:

Πραγματικό ΕΕtk = max(Πραγματικό ΕΕtk-1, ΕΕtk)

όπου:

η τρέχουσα ημερομηνία συμβολίζεται με t0 και το Πραγματικό ΕΕt0 ισούται με το τρέχον άνοιγμα.

9.

Από την άποψη αυτή, το Πραγματικό ΕΡΕ είναι το μέσο Πραγματικό ΕΕ κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του μελλοντικού ανοίγματος. Αν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, το ΕΡΕ είναι ο μέσος όρος του ΕΕ έως ότου λήξουν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου. Το Πραγματικό ΕΡΕ υπολογίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος του Πραγματικού ΕΕ:

Formula

όπου:

οι συντελεστές στάθμισης Δtk = tk — tk-1 προβλέπουν την περίπτωση κατά την οποία το μελλοντικό άνοιγμα υπολογίζεται σε ημερομηνίες που δεν ισαπέχουν η μία από την άλλη.

10.

Οι μετρήσεις αναμενόμενου ανοίγματος ή μεγίστου ανοίγματος υπολογίζονται με βάση κατανομή των ανοιγμάτων που λαμβάνει υπόψη την ενδεχόμενη μη κανονικότητα της κατανομής των ανοιγμάτων.

11.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένα μέτρο πιο συντηρητικό από το α επί Πραγματικό ΕΡΕ για κάθε αντισυμβαλλόμενο αντί για το α επί Πραγματικό ΕΡΕ που υπολογίζεται σύμφωνα με την παραπάνω εξίσωση.

12.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 7, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις για το α, με κατώτερη τιμή το 1,2, όπου το α ισούται με το λόγο των εσωτερικών κεφαλαίων που προκύπτουν από πλήρη προσομοίωση του ανοίγματος Πιστωτικού Κινδύνου Αντισυμβαλλομένων για τους διάφορους αντισυμβαλλόμενους (αριθμητής) προς τα εσωτερικά κεφάλαια με βάση το ΕΡΕ (παρονομαστής). Στον παρονομαστή, το ΕΡΕ θα χρησιμοποιείται σαν να ήταν ένα σταθερό εναπομένον ποσό. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν ότι οι εσωτερικές τους εκτιμήσεις του α αποτυπώνουν στον αριθμητή ουσιαστικές πηγές της στοχαστικής εξάρτησης της κατανομής των αγοραίων τιμών των συναλλαγών ή των χαρτοφυλακίων συναλλαγών για διάφορους αντισυμβαλλόμενους. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις του α λαμβάνουν υπόψη τη διασπορά των χαρτοφυλακίων.

13.

Το πιστωτικό ίδρυμα εξασφαλίζει ότι ο αριθμητής και ο παρονομαστής του α υπολογίζονται με συνέπεια όσον αφορά τη μεθοδολογία ανάπτυξης υποδειγμάτων, τις προδιαγραφές των παραμέτρων και τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου. Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται βασίζεται στην προσέγγιση εσωτερικών κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, είναι καλά τεκμηριωμένη και υπόκειται σε ανεξάρτητη επικύρωση. Επιπλέον, τα πιστωτικά ιδρύματα επανεξετάζουν τις εκτιμήσεις τους τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση, και συχνότερα όταν η σύνθεση του χαρτοφυλακίου κυμαίνεται στην πάροδο του χρόνου. Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν επίσης τον κίνδυνο του υποδείγματος.

14.

Όπου αρμόζει, οι μεταβλητότητες και οι συσχετίσεις παραγόντων κινδύνου της αγοράς που χρησιμοποιούνται στην από κοινού προσομοίωση αγοραίου και πιστωτικού κινδύνου πρέπει να εξαρτώνται από τον παράγοντα πιστωτικού κινδύνου ώστε να αντανακλούν ενδεχόμενες αυξήσεις της μεταβλητότητας ή της συσχέτισης σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.

15.

Αν το συμψηφιστικό σύνολο υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου, τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν ένα από τα ακόλουθα μέτρα του ΕΡΕ:

α)

το Πραγματικό ΕΡΕ χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συμφωνία περιθωρίου·

β)

το κατώτατο όριο, αν είναι θετικό, κάτω από τη συμφωνία περιθωρίου, συν μια προσαύξηση που αντανακλά την ενδεχόμενη αύξηση του ανοίγματος κατά την περίοδο κινδύνου περιθωρίου. Η προσαύξηση υπολογίζεται ως η αναμενόμενη αύξηση του ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου με αφετηρία ένα τρέχον μηδενικό άνοιγμα, για την περίοδο κινδύνου περιθωρίου. Στην περίοδο κινδύνου περιθωρίου που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό επιβάλλεται κατώτατη τιμή πέντε εργάσιμων ημερών για τα συμψηφιστικά σύνολα που αποτελούνται μόνο από συναλλαγές τύπου ρέπος που υπόκεινται σε καθημερινό επανακαθορισμό περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση στις τρέχουσες τιμές αγοράς, και δέκα εργάσιμων ημερών για όλα τα άλλα συμψηφιστικά σύνολα· ή

γ)

αν το υπόδειγμα αποτυπώνει τις επιπτώσεις του καθορισμού περιθωρίου κατά την εκτίμηση του ΕΕ, το μέτρο του ΕΕ του υποδείγματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας στην εξίσωση της παραγράφου 8, με την επιφύλαξη της έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές.

Ελάχιστες απαιτήσεις για υποδείγματα ΕΡΕ

16.

Το υπόδειγμα ΕΡΕ ενός πιστωτικού ιδρύματος ικανοποιεί τις επιχειρησιακές απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 17 έως 41.

Έλεγχος Πιστωτικού Κινδύνου Αντισυμβαλλομένων (CCR)

17.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου η οποία είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό και την υλοποίηση του συστήματος διαχείρισης CCR του, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής και της συνεχιζόμενης επικύρωσης του υποδείγματος. Η μονάδα αυτή ελέγχει την ακεραιότητα των δεδομένων που εισάγονται και παράγει και αναλύει εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του υποδείγματος μέτρησης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της σχέσης μεταξύ μέτρων έκθεσης σε κίνδυνο και ορίων πίστης και αγοραπωλησιών. Η μονάδα αυτή είναι ανεξάρτητη από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία, την ανανέωση ή την αγοραπωλησία ανοιγμάτων και δεν υπόκειται σε αδικαιολόγητες επιρροές· έχει επαρκή στελέχωση· αναφέρεται απευθείας στα ανώτατα στελέχη του πιστωτικού ιδρύματος. Το έργο της εν λόγω μονάδας θα συνδυάζεται στενά με την καθημερινή διαδικασία διαχείρισης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος. Παρομοίως, τα αποτελέσματα των εργασιών της συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας προγραμματισμού, παρακολούθησης και ελέγχου του προφίλ πιστωτικού και συνολικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος.

18.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα διαχείρισης CCR τα οποία είναι θεωρητικώς βάσιμα και έχουν υλοποιηθεί με άρτιο τρόπο. Ένα βάσιμο πλαίσιο διαχείρισης CCR περιλαμβάνει τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την έγκριση και την εσωτερική αναφορά του CCR.

19.

Οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους αγοράς, ρευστότητας, καθώς και τους νομικούς και επιχειρησιακούς κινδύνους που μπορούν να συσχετιστούν με τον CCR. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με αντισυμβαλλόμενο χωρίς να εκτιμήσει την πιστοληπτική του ικανότητα και λαμβάνει δεόντως υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο διακανονισμού και πριν τον διακανονισμό. Η διαχείριση αυτών των κινδύνων γίνεται όσο πιο σφαιρικά είναι εφικτό σε επίπεδο αντισυμβαλλομένων (ενοποίηση των ανοιγμάτων CCR με άλλα πιστωτικά ανοίγματα) και σε επίπεδο επιχείρησης.

20.

Το διοικητικό συμβούλιο και τα ανώτατα στελέχη ενός πιστωτικού ιδρύματος συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία ελέγχου του CCR και τη θεωρούν κεφαλαιώδη πτυχή της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, στην οποία πρέπει να αφιερώνονται επαρκείς πόροι. Τα ανώτατα στελέχη έχουν επίγνωση των περιορισμών και των παραδοχών του υποδείγματος που χρησιμοποιείται και του αντικτύπου που μπορεί να έχουν στην αξιοπιστία του αποτελέσματος. Επίσης λαμβάνουν υπόψη τις αβεβαιότητες του περιβάλλοντος της αγοράς και των επιχειρησιακών ζητημάτων και έχουν επίγνωση του πώς αυτά αντικατοπτρίζονται στο υπόδειγμα.

21.

Οι καθημερινές αναφορές που καταρτίζονται σχετικά με τα ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος στον CCR εξετάζονται από στελέχη επαρκούς επιπέδου και εξουσίας ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η μείωση θέσεων που έχουν αναλάβει μεμονωμένοι διαχειριστές πιστώσεων ή διαπραγματευτές, όσο και η μείωση του συνολικού ανοίγματος CCR του πιστωτικού ιδρύματος.

22.

Το σύστημα διαχείρισης CCR ενός πιστωτικού ιδρύματος χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με εσωτερικά όρια πίστης και αγοραπωλησιών. Τα όρια πίστης και αγοραπωλησιών συνδέονται με το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος κατά τρόπο χρονικά συνεπή, ο οποίος έχει γίνει καλά κατανοητός από τους διαχειριστές πιστώσεων, τους διαπραγματευτές και τα ανώτατα στελέχη.

23.

Η μέτρηση του CCR από ένα πιστωτικό ίδρυμα περιλαμβάνει την μέτρηση της ημερήσιας και της ενδοημερήσιας χρήσης των πιστωτικών γραμμών. Το πιστωτικό ίδρυμα μετρά τα τρέχοντα ανοίγματα με και χωρίς συνυπολογισμό της εξασφάλισης. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου και αντισυμβαλλομένου, το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει και παρακολουθεί το μέγιστο άνοιγμα ή το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα (PFE) στο διάστημα εμπιστοσύνης που έχει επιλέξει το πιστωτικό ίδρυμα. Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη μεγάλες ή συγκεντρωμένες θέσεις, μεταξύ άλλων ανά ομάδες συναφών αντισυμβαλλομένων, ανά κλάδο, ανά αγορά, κτλ.

24.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει ένα τρέχον αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, ως συμπλήρωμα της ανάλυσης CCR, το οποίο βασίζεται στα καθημερινά αποτελέσματα του υποδείγματος μέτρησης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος. Τα αποτελέσματα αυτής της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων επανεξετάζονται περιοδικά από τα ανώτατα στελέχη και αντικατοπτρίζονται στις πολιτικές CCR και τα όρια που τίθενται από τα διευθυντικά στελέχη και το διοικητικό συμβούλιο. Όταν οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων αποκαλύπτουν ιδιαίτερες αδυναμίες για ένα δεδομένο σύνολο περιστάσεων, λαμβάνονται άμεσα μέτρα για την κατάλληλη διαχείριση αυτών των κινδύνων.

25.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει τρέχουσα διαδικασία για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με ένα τεκμηριωμένο σύνολο εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών που διέπουν τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης CCR. Το σύστημα διαχείρισης CCR του πιστωτικού ιδρύματος είναι καλά τεκμηριωμένο και παρέχει επεξήγηση των εμπειρικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του CCR.

26.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί τακτικά ανεξάρτητη εξέταση του συστήματός του διαχείρισης CCR μέσω της εσωτερικής διαδικασίας διαχειριστικού ελέγχου του. Η εξέταση αυτή περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες των επιχειρηματικών μονάδων που αναφέρονται στην παράγραφο 17 όσο και την ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου CCR. Εξέταση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης CCR πραγματοποιείται σε τακτά διαστήματα και αφορά ειδικά τουλάχιστον τα εξής:

α)

την επάρκεια της τεκμηρίωσης του συστήματος και της διαδικασίας διαχείρισης CCR·

β)

την οργάνωση της μονάδας ελέγχου CCR·

γ)

την ενσωμάτωση των μέτρων CCR στην καθημερινή διαχείριση κινδύνου·

δ)

τη διαδικασία έγκρισης των υποδειγμάτων τιμολόγησης κινδύνου και των συστημάτων αποτίμησης που χρησιμοποιούνται από προσωπικό της πρώτης γραμμής και των υποστηρικτικών υπηρεσιών·

ε)

την επικύρωση οποιασδήποτε σημαντικής αλλαγής στη διαδικασία μέτρησης του CCR·

στ)

την εμβέλεια του CCR που αποτυπώνεται από το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου·

ζ)

την αρτιότητα του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών·

η)

την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων CCR·

θ)

την επαλήθευση της συνεκτικότητας, της επικαιρότητας και της αξιοπιστίας των πηγών των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα υποδείγματα, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των εν λόγω τιμών·

ι)

την ακρίβεια και καταλληλότητα των παραδοχών για τη μεταβλητότητα και τις συσχετίσεις·

ια)

την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και μετασχηματισμού κινδύνου· και

ιβ)

την επαλήθευση της ακρίβειας του υποδείγματος μέσω συχνής εκ των υστέρων δοκιμής.

Δοκιμή χρήσης

27.

Η κατανομή των ανοιγμάτων που παράγεται από το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του Πραγματικού ΕΡΕ συνδυάζεται στενά με την καθημερινή διαδικασία διαχείρισης CCR του πιστωτικού ιδρύματος. Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα του υποδείγματος διαδραματίζουν κεφαλαιώδη ρόλο στην έγκριση πίστης, τη διαχείριση CCR, την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και την εταιρική διακυβέρνηση του πιστωτικού ιδρύματος.

28.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα τηρεί ιστορικό αρχείο της χρήσης των υποδειγμάτων που παράγουν κατανομή ανοιγμάτων στον CCR. Έτσι, το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει ότι χρησιμοποιεί, για τον υπολογισμό των κατανομών ανοιγμάτων επί των οποίων βασίζεται ο υπολογισμός του ΕΡΕ, ένα υπόδειγμα που ικανοποιεί σε γενικές γραμμές τις ελάχιστες απαιτήσεις που εκτίθενται στο παρόν Μέρος, τουλάχιστον επί ένα χρόνο πριν από την έγκριση από τις αρμόδιες αρχές.

29.

Το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή κατανομής ανοιγμάτων στον CCR είναι τμήμα ενός πλαισίου διαχείρισης CCR το οποίο περιλαμβάνει τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση, την έγκριση και την εσωτερική αναφορά του CCR. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει τη μέτρηση της χρήσης γραμμών πίστης (με συνάθροιση των ανοιγμάτων στον CCR με άλλα πιστωτικά ανοίγματα) και την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων. Εκτός από το ΕΡΕ, το πιστωτικό ίδρυμα μετρά και διαχειρίζεται τα τρέχοντα ανοίγματα. Όπου αρμόζει, το πιστωτικό ίδρυμα μετρά τα τρέχοντα ανοίγματα με και χωρίς συνυπολογισμό της εξασφάλισης. Η δοκιμή χρήσης ικανοποιείται εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί άλλα μέτρα του CCR, όπως το μέγιστο άνοιγμα ή το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα (PFE) που βασίζονται στην κατανομή ανοιγμάτων που έχει παραγάγει το ίδιο υπόδειγμα για τον υπολογισμό του ΕΡΕ.

30.

Τα συστήματα ενός πιστωτικού ιδρύματος διαθέτουν τη δυνατότητα για καθημερινή εκτίμηση του ΕΕ, εφόσον απαιτείται, εκτός αν αποδείξει στις αρμόδιες αρχές του ότι τα ανοίγματά του στον CCR δικαιολογούν λιγότερο συχνό υπολογισμό. Το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει το ΕΕ σε ένα χρονικό προγνωστικό ορίζοντα ο οποίος αντανακλά ικανοποιητικά τη χρονική δομή των μελλοντικών χρηματορροών και τη ληκτότητα των συμβολαίων, και κατά τρόπο που είναι συνεπής με την υλικότητα και τη σύνθεση των ανοιγμάτων.

31.

Το άνοιγμα μετράται, παρακολουθείται και ελέγχεται για τη διάρκεια ζωής όλων των συμβολαίων του συμψηφιστικού συνόλου (και όχι απλώς για ορίζοντα ενός έτους). Το πιστωτικό ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για τον εντοπισμό και έλεγχο των κινδύνων αντισυμβαλλομένων στις περιπτώσεις όπου το άνοιγμα εκτείνεται πέρα από τον ορίζοντα του ενός έτους. Η προβλεπόμενη αύξηση του ανοίγματος θα εισάγεται στο υπόδειγμα εσωτερικών κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων

32.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει επαρκείς διαδικασίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για χρήση κατά την εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας για τον CCR. Αυτές οι μετρήσεις υπό πίεση συγκρίνονται με τη μέτρηση του ΕΡΕ και λαμβάνονται υπόψη από το πιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 123. Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων περιλαμβάνει επίσης τον εντοπισμό ενδεχόμενων γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα πιστωτικά ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και αξιολόγηση της ικανότητας του πιστωτικού ιδρύματος να αντεπεξέλθει σε αυτές τις αλλαγές.

33.

Το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει σε προσομοίωση ακραίων καταστάσεων τα ανοίγματά του σε CCR, συμπεριλαμβανομένης της από κοινού δοκιμής παραγόντων κινδύνου αγοράς και πιστωτικού κινδύνου. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων του CCR λαμβάνουν υπόψη τον συγκεντρωτικό κίνδυνο (σε έναν αντισυμβαλλόμενο ή σε ομάδες αντισυμβαλλομένων), τον κίνδυνο συσχέτισης για κινδύνους αγοράς και πιστωτικούς κινδύνους, και τον κίνδυνο η εκκαθάριση των θέσεων του αντισυμβαλλομένου να προκαλέσει κινήσεις στην αγορά. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τον αντίκτυπο τέτοιων κινήσεων στην αγορά πάνω στις θέσεις του πιστωτικού ιδρύματος και ενοποιούν τον αντίκτυπο αυτόν στην εκτίμηση του CCR.

Κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης

34.

Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ανοίγματα που δημιουργούν σημαντικό βαθμό γενικού κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης (wrong-way risk).

35.

Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει διαδικασίες εντοπισμού, παρακολούθησης και ελέγχου των περιπτώσεων ειδικού κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης, από τα πρώτα στάδια της συναλλαγής και έως την ολοκλήρωσή της.

Αρτιότητα της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων

36.

Το εσωτερικό υπόδειγμα αντικατοπτρίζει τους όρους και τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής με επίκαιρο, πλήρη και συντηρητικό τρόπο. Αυτοί οι όροι περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: ονομαστικά ποσά των συμβάσεων, ληκτότητα, περιουσιακά στοιχεία αναφοράς, συμφωνίες περιθωρίου, συμφωνίες συμψηφισμού. Οι όροι και οι προδιαγραφές διατηρούνται σε βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό επίσημο έλεγχο. Η διαδικασία αναγνώρισης των συμφωνιών συμψηφισμού απαιτεί προσυπογραφή από νομικό προσωπικό ώστε να επαληθεύεται η νομική εφαρμοσιμότητα του συμψηφισμού και εισάγεται στη βάση δεδομένων από ανεξάρτητη μονάδα. Η μεταφορά των όρων και χαρακτηριστικών των συναλλαγών στο υπόδειγμα υπόκειται επίσης σε εσωτερικό έλεγχο, ενώ πρέπει να υπάρχουν επίσημες διαδικασίες ελέγχου της συμφωνίας μεταξύ εσωτερικού υποδείγματος και συστημάτων πηγών δεδομένων ώστε να επαληθεύεται σε συνεχή βάση ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών λαμβάνονται υπόψη ορθά, ή τουλάχιστον συντηρητικά, στον υπολογισμό του ΕΡΕ.

37.

Το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιεί τρέχοντα δεδομένα της αγοράς για τον υπολογισμό των τρεχόντων ανοιγμάτων. Όταν χρησιμοποιούνται ιστορικά δεδομένα για την εκτίμηση της μεταβλητότητας και των συσχετίσεων, λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα μιας τριετίας τουλάχιστον, τα οποία επικαιροποιούνται ανά τρίμηνο ή συχνότερα εάν το απαιτούν οι συνθήκες της αγοράς. Τα δεδομένα καλύπτουν πλήρες φάσμα οικονομικών συνθηκών, για παράδειγμα έναν πλήρη οικονομικό κύκλο. Μια μονάδα ανεξάρτητη από την επιχειρησιακή μονάδα επικυρώνει την τιμή που παρέχει η επιχειρησιακή μονάδα. Τα δεδομένα συγκεντρώνονται ανεξάρτητα από τις διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες, εισάγονται έγκαιρα και πλήρως στο υπόδειγμα και διατηρούνται σε βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό επίσημο έλεγχο. Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει επίσης μια επαρκώς εξελιγμένη διαδικασία εξακρίβωσης της αρτιότητας των δεδομένων που επιτρέπει την εξάλειψη των λανθασμένων και/ή ανώμαλων παρατηρήσεων. Στο βαθμό που το υπόδειγμα βασίζεται σε προσεγγιστικά δεδομένα αγοράς, συμπεριλαμβανομένων νέων προϊόντων για τα οποία ενδέχεται να μην υπάρχουν ιστορικά δεδομένα τριετίας, εσωτερικές πολιτικές καθορίζουν τις κατάλληλες προσεγγιστικές τιμές και το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει εμπειρικά ότι η προσεγγιστική τιμή παρέχει μια συντηρητική εικόνα του υποκείμενου κινδύνου υπό δυσμενείς συνθήκες αγοράς. Αν το υπόδειγμα περιλαμβάνει την επίπτωση της εξασφάλισης στις αλλαγές της αγοραίας αξίας του συμψηφιστικού συνόλου, το πιστωτικό ίδρυμα έχει επαρκή ιστορικά δεδομένα για την κατασκευή υποδείγματος της μεταβλητότητας της εξασφάλισης.

38.

Το υπόδειγμα αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας επικύρωσης. Η διαδικασία αυτή εντάσσεται σαφώς στις πολιτικές και τις διαδικασίες του πιστωτικού ιδρύματος. Η διαδικασία επικύρωσης προσδιορίζει το είδος ελέγχων που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η αρτιότητα του υποδείγματος και να εντοπιστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες παραβιάζονται οι παραδοχές με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε υποεκτίμηση του ΕΡΕ. Η διαδικασία επικύρωσης περιλαμβάνει την εξέταση της πληρότητας του υποδείγματος.

39.

Το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί τους κατάλληλους κινδύνους και εφαρμόζει διαδικασίες που επιτρέπουν την προσαρμογή των εκτιμήσεων του ΕΡΕ όταν οι κίνδυνοι αυτοί καθίστανται σημαντικοί. Αυτό περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα εντοπίζει και διαχειρίζεται τα ανοίγματά του σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης·

β)

για τα ανοίγματα με προφίλ αυξανόμενου κινδύνου μετά από ένα έτος, το πιστωτικό ίδρυμα συγκρίνει τακτικά την εκτίμηση του ΕΡΕ για ένα έτος με την εκτίμηση του ΕΡΕ για ολόκληρη τη διάρκεια του ανοίγματος· και

γ)

για ανοίγματα με βραχυπρόθεσμη ληκτότητα (κάτω του ενός έτους), το πιστωτικό ίδρυμα συγκρίνει τακτικά το κόστος αντικατάστασης (τρέχον άνοιγμα) με το πραγματοποιηθέν προφίλ κινδύνου του ανοίγματος και/ή αποθηκεύει τα δεδομένα που επιτρέπουν παρόμοιες συγκρίσεις.

40.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες που του επιτρέπουν να επαληθεύει, προτού περιλάβει μια συναλλαγή σε συμψηφιστικό σύνολο, ότι η συναλλαγή καλύπτεται από νομικά δεσμευτική σύμβαση συμψηφισμού που πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις του Μέρους 7.

41.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα που χρησιμοποιεί εξασφαλίσεις για τη μείωση του CCR του εφαρμόζει εσωτερικές διαδικασίες που του επιτρέπουν να επαληθεύει, προτού ληφθεί υπόψη η επίδρασή τους στους υπολογισμούς του, ότι οι εξασφαλίσεις πληρούν τα κατάλληλα πρότυπα ασφάλειας δικαίου που αναφέρονται στο Παράρτημα VIII.

Απαιτήσεις επικύρωσης για υποδείγματα ΕΡΕ

42.

Το υπόδειγμα υπολογισμού ΕΡΕ που χρησιμοποιεί ένα πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις επικύρωσης:

α)

τις ποιοτικές απαιτήσεις επικύρωσης που αναφέρονται στο Παράρτημα V της οδηγίας 2006/49/ΕΚ

β)

για τους σκοπούς της μέτρησης του CCR, οι προβλέψεις για τα επιτόκια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τις τιμές μετοχών, τα εμπορεύματα και τους άλλους παράγοντες κινδύνου αγοράς πρέπει να καλύπτουν μεγάλους χρονικούς ορίζοντες. Οι επιδόσεις του υποδείγματος που χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη των παραγόντων κινδύνου αγοράς πρέπει να επικυρώνονται για μεγάλο χρονικό ορίζοντα·

γ)

τα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του CCR για ένα δεδομένο σενάριο μελλοντικών διαταραχών που επηρεάζουν τους παράγοντες κινδύνου αγοράς ελέγχονται στο πλαίσιο της διαδικασίας επικύρωσης του υποδείγματος. Τα υποδείγματα τιμολόγησης που εφαρμόζονται στα δικαιώματα προαίρεσης λαμβάνουν υπόψη τη μη γραμμικότητα της αξίας των δικαιωμάτων προαίρεσης ως προς τους παράγοντες κινδύνου αγοράς·

δ)

το υπόδειγμα υπολογισμού του ΕΡΕ αποτυπώνει ειδικές πληροφορίες για κάθε συναλλαγή με τρόπο που επιτρέπει την ομαδοποίηση των ανοιγμάτων στο επίπεδο του συμψηφιστικού συνόλου. Το πιστωτικό ίδρυμα επαληθεύει ότι οι συναλλαγές έχουν ενταχθεί στο κατάλληλο συμψηφιστικό σύνολο στο πλαίσιο του υποδείγματος·

ε)

το υπόδειγμα υπολογισμού του ΕΡΕ περιλαμβάνει επίσης ειδικές πληροφορίες για κάθε συναλλαγή προκειμένου να αποτυπώσει τα αποτελέσματα των συμφωνιών περιθωρίου. Λαμβάνει υπόψη τόσο το τρέχον ποσό του περιθωρίου ασφαλείας όσο και το περιθώριο που ενδέχεται να μεταβιβαστεί μεταξύ αντισυμβαλλομένων στο μέλλον. Λαμβάνει επίσης υπόψη τη φύση των συμφωνιών περιθωρίου (μονομερείς ή διμερείς), τη συχνότητα των απαιτήσεων περιθωρίου (margin call), την περίοδο κινδύνου περιθωρίου, το ελάχιστο κατώφλι μη καλυμμένου με περιθώριο ασφαλείας ανοίγματος που είναι αποδεκτό από το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και το ελάχιστο ποσό κάθε μεταφοράς. Τέλος, είτε περιλαμβάνει υποδειγματοποίηση των μεταβολών αξίας των ληφθεισών εξασφαλίσεων βάσει καθημερινής αποτίμησης (mark-to-market), είτε εφαρμόζει τους κανόνες του Παραρτήματος VIII· και

στ)

οι εκ των υστέρων στατικοί έλεγχοι βάσει ιστορικών δεδομένων σε αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια αντισυμβαλλομένων αποτελούν μέρος της διαδικασίας επικύρωσης του υποδείγματος. Σε τακτά διαστήματα που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές, το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε εκ των υστέρων έλεγχο ορισμένου αριθμού αντιπροσωπευτικών χαρτοφυλακίων αντισυμβαλλομένων (πραγματικών ή υποθετικών). Τα αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια επιλέγονται με βάση την ευαισθησία τους στους σημαντικούς παράγοντες και συσχετίσεις κινδύνου στους οποίους είναι εκτεθειμένο το πιστωτικό ίδρυμα.

Εάν από τον εκ των υστέρων έλεγχο προκύψει ότι το υπόδειγμα δεν είναι επαρκώς ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την έγκριση υποδείγματος ή επιβάλλουν απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την άμεση βελτίωση του υποδείγματος. Μπορούν επίσης να απαιτήσουν τη διατήρηση, από τα πιστωτικά ιδρύματα, επιπρόσθετων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 136.

ΜΕΡΟΣ 7

Συμβατικός συμψηφισμός (συμβάσεις ανανέωσης οφειλής και άλλες συμφωνίες συμψηφισμού)

α)

Μορφές συμψηφισμού που μπορούν να αναγνωρισθούν από τις αρμόδιες αρχές

Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, «αντισυμβαλλόμενος» είναι ο φορέας (συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων), που έχει ικανότητα σύναψης συμφωνίας περί συμβατικού συμψηφισμού ενώ «συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων» είναι η γραπτή διμερής συμφωνία μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου, η οποία δημιουργεί ενιαία νομική υποχρέωση που καλύπτει όλες τις συμπεριλαμβανόμενες διμερείς συμφωνίες πλαίσια και συναλλαγές που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων.

Για τους σκοπούς του συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, θεωρούνται ως διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων τα εξής:

i)

συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές πώλησης και επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων·

ii)

συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης· και

iii)

οι συμβάσεις του Παραρτήματος IV.

Οι αρμόδιες αρχές είναι δυνατόν να αναγνωρίζουν ως στοιχεία ελάττωσης του κινδύνου τα ακόλουθα είδη συμβατικού συμψηφισμού:

i)

διμερείς συμβάσεις ανανέωσης οφειλής μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου του, βάσει των οποίων οι εκατέρωθεν απαιτήσεις και υποχρεώσεις συγχωνεύονται αυτομάτως, έτσι ώστε η ανανέωση αυτή να καταλήγει σε ένα και μόνο καθαρό ποσόν, οσάκις εφαρμόζεται ανανέωση, και συνεπώς γεννάται νέα νομικά δεσμευτική και ενιαία σύμβαση, δια της οποίας αποσβέννυνται οι προϋπάρχουσες συμβάσεις,

ii)

άλλες διμερείς συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου του, και

iii)

συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων για πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει την έγκριση των αρμοδίων αρχών τους να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που αναφέρεται στο Μέρος 6, σε ό, τι αφορά τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου. Ο συμψηφισμός μεταξύ συναλλαγών που έχουν αναλάβει μέλη ενός ομίλου, δεν αναγνωρίζεται για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

β)

Προϋποθέσεις αναγνώρισης

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν το συμβατικό συμψηφισμό ως στοιχείο ελάττωσης του κινδύνου, μόνον εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

το πιστωτικό ίδρυμα έχει συνάψει με τον αντισυμβαλλόμενό του σύμβαση συμψηφισμού η οποία γεννά μια ενιαία νομική υποχρέωση περιέχουσα το σύνολο των καλυπτομένων συναλλαγών ούτως ώστε, στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει την παροχή είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω πτωχεύσεως ή εκκαθαρίσεως ή άλλων αναλόγων περιστάσεων, το πιστωτικό ίδρυμα να έχει δικαίωμα να λάβει ή υποχρέωση να καταβάλει μόνο το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των αγοραίων αξιών στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επί μέρους συναλλαγές,

ii)

το πιστωτικό ίδρυμα έχει θέσει υπόψη των αρμοδίων αρχών γραπτές και αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις ούτως ώστε, αν υπάρξει νομική αμφισβήτηση, τα αρμόδια δικαστήρια και οι αρμόδιες διοικητικές αρχές να βρουν, στις περιπτώσεις τις περιγραφόμενες στο σημείο i), ότι οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος, θα περιορισθούν στο καθαρό άθροισμα, κατά τα οριζόμενα στο σημείο i), σύμφωνα με:

το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί ο αντισυμβαλλόμενος και, στην περίπτωση που συμμετέχει αλλοδαπό υποκατάστημα μιας εταιρείας, και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο ευρίσκεται το υποκατάστημα,

το στάδιο που διέπει κάθε επί μέρους καλυπτόμενη από τη σύμβαση συμψηφισμού συναλλαγή, και

το στάδιο που διέπει καθεμία από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμβατικού συμψηφισμού·

iii)

το πιστωτικό ίδρυμα έχει καθιερώσει διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι η εγκυρότης του συμβατικού συμψηφισμού εξακριβώνεται διαρκώς με γνώμονα τις εκάστοτε αλλαγές της οικείας νομοθεσίας,

iv)

το πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί στα αρχεία του όλη την απαιτούμενη τεκμηρίωση,

v)

το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων όταν υπολογίζει το άνοιγμά του στο σωρευτικό πιστωτικό κίνδυνο κάθε αντισυμβαλλομένου και διαχειρίζεται τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου σε αυτή τη βάση, και

vi)

ο πιστωτικός κίνδυνος έναντι κάθε αντισυμβαλλόμενου υπολογίζεται σωρευτικά ώστε να προκύψει ένα ενιαίο από νομική άποψη άνοιγμα για όλα τα προϊόντα. Το σωρευτικό αυτό άνοιγμα λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των πιστωτικών ορίων και των εσωτερικών κεφαλαίων.

Οι αρμόδιες αρχές, αφού ζητήσουν τη γνώμη άλλων εμπλεκόμενων αρμοδίων αρχών, εφόσον απαιτείται, πρέπει να βεβαιωθούν ότι ο συμβατικός συμψηφισμός είναι έγκυρος σύμφωνα με το δίκαιο καθεμίας από τις χώρες που έχουν εν προκειμένω δικαιοδοσία. Εάν κάποια αρμόδια αρχή δεν βεβαιωθεί σχετικά, η συμφωνία περί συμβατικού συμψηφισμού δεν αναγνωρίζεται ως παράγοντας ελάττωσης του κινδύνου για κανέναν από τους συμβαλλομένους.

Οι αρμόδιες αρχές μπορεί να δεχθούν αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις για κατηγορίες συμβατικού συμψηφισμού.

Συμβάσεις περιέχουσες ρήτρα, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται στον συμβαλλόμενο τον εκπληρώνοντα τις υποχρεώσεις του να προβαίνει σε περιορισμένες μόνο καταβολές ή σε καμία καταβολή προς την περιουσία του περιελθόντος σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου, ακόμα και αν ο τελευταίος είναι καθαρός πιστωτής (ρήτρα υπαναχώρησης ή walkaway clause), δεν αναγνωρίζονται ως στοιχεία ελάττωσης του κινδύνου.

Επιπροσθέτως, οι συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το καθαρό ποσό στο σημείο i) του στοιχείου β) του παρόντος Μέρους είναι το καθαρό ποσό των θετικών και αρνητικών τιμών εκκαθάρισης οιασδήποτε συμπεριλαμβανόμενης επί μέρους διμερούς συμφωνίας πλαισίου και της θετικής και αρνητικής τρέχουσας τιμής των μεμονωμένων συναλλαγών (το «καθαρό ποσό μεταξύ προϊόντων»)·

β)

η γραπτή και αιτιολογημένη νομική γνώμη στο σημείο ii) του στοιχείου β) του παρόντος Μέρους θα πραγματεύεται την εγκυρότητα και την εκτελεστότητα της συμφωνίας συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων στο σύνολό της σύμφωνα με τους όρους της και τις επιπτώσεις του συμψηφιστικού διακανονισμού επί των βασικών διατάξεων οιασδήποτε συμπεριλαμβανόμενης επί μέρους διμερούς συμφωνίας πλαισίου. Μια νομική γνώμη αναγνωρίζεται γενικώς ως τοιαύτη από τη νομική κοινότητα του κράτους μέλους στο οποίο λειτουργεί νομίμως το πιστωτικό ίδρυμα ή ένα νομικό υπόμνημα που πραγματεύεται όλα τα σχετικά θέματα με αιτιολογημένο τρόπο·

γ)

το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες στο πλαίσιο του σημείου iii) του στοιχείου β) του παρόντος Μέρους ώστε να επαληθεύει ότι οιαδήποτε συναλλαγή που δεν έχει περιληφθεί σε συμψηφιστικό σύνολο, καλύπτεται από νομική γνώμη· και

δ)

λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, το πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να συμμορφούται προς τις απαιτήσεις για αναγνώριση του διμερούς συμψηφισμού και τις απαιτήσεις των άρθρων 90 έως 93 για αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, όπως εφαρμόζονται, σε σχέση με κάθε συμπεριληφθείσα επί μέρους διμερή συμφωνία πλαίσιο και συναλλαγή.

γ)

Αποτελέσματα της αναγνώρισης

Ο συμψηφισμός για τους σκοπούς των Μερών 5 και 6 αναγνωρίζεται με τον τρόπο που προβλέπεται σε αυτά τα Μέρη.

i)

Συμβάσεις ανανέωσης οφειλής

Επιτρέπεται η στάθμιση των ενιαίων καθαρών ποσών που καθορίζονται από τις συμβάσεις ανανέωσης οφειλής αντί των μεικτών ποσών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Mέρος 3:

κατά το στάδιο α): το τρέχον κόστος αντικατάστασης και

κατά το στάδιο β): τα ονομαστικά ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων,

μπορούν να υπολογισθούν λαμβανομένης υπόψη της σύμβασης ανανέωσης. Αν εφαρμοσθεί το Μέρος 4, στο στάδιο α) για τον υπολογισμό του ονομαστικού ποσού μπορεί να ληφθεί υπόψη η σύμβαση ανανέωσης οφειλής και πρέπει να ισχύσουν τα ποσοστά που αναφέρονται στον Πίνακα 3.

ii)

Άλλες συμφωνίες συμψηφισμού

Για την εφαρμογή του Μέρους 3:

Στο στάδιο α), το τρέχον κόστος αντικατάστασης για τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία συμφωνία συμψηφισμού μπορεί να υπολογισθεί αν ληφθεί υπόψη το υποθετικό καθαρό κόστος αντικατάστασης που προκύπτει από τη συμφωνία όταν από τον συμψηφισμό προκύπτει καθαρή υποχρέωση για το πιστωτικό ίδρυμα που υπολογίζει το καθαρό κόστος αντικατάστασης, το τρέχον κόστος αντικατάστασης υπολογίζεται ως «0»· και

Στο στάδιο β) το ποσό που αφορά τα ενδεχόμενα μελλοντικά πιστωτικά ανοίγματα για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια συμφωνία συμψηφισμού, μπορεί να μειωθεί σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

ΕΠΑμειωμένο = 0,4 * ΕΠΑακαθ. + 0,6 * ΔΚΑ * ΕΠΑακαθ.

όπου:

ΕΠΑμειωμένο =

το μειωμένο ποσό που αφορά το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού

ΕΠΑακαθ. =

το άθροισμα των ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού, τα οποία υπολογίζονται αν πολλαπλασιαστούν τα ονομαστικά ποσά με τα ποσοστά του πίνακα 1

ΔΚΑ =

Δείκτης καθαρού προς ακαθάριστο (net-to-gross ratio): κατά την κρίση των εποπτικών αρχών είτε:

(i)

με χωριστό υπολογισμό: το πηλίκο του καθαρού κόστους αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο (αριθμητής) προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο (παρονομαστής) ή

(ii)

με συνολικό υπολογισμό: το πηλίκο του αθροίσματος του καθαρού κόστους αντικατάστασης που υπολογίζεται σε διμερή βάση για όλους τους αντισυμβαλλομένους λαμβανομένων υπόψη όλων των συμβάσεων που περιλαμβάνονται σε νομικά έγκυρες συμφωνίες συμψηφισμού (αριθμητής) προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε νομικά έγκυρες συμφωνίες συμψηφισμού (παρονομαστής).

Αν τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να επιλέγουν τη μέθοδο, τότε η μέθοδος που θα επιλεγεί πρέπει να χρησιμοποιείται με συνέπεια.

Για τον υπολογισμό των ενδεχομένων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων σύμφωνα με τον ανωτέρω τύπο, οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μια σύμβαση με ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές. Οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις είναι συμβόλαια προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος (forward foreign exchange contracts), ή παρεμφερείς συμβάσεις, στις οποίες το ονομαστικό ποσό είναι ισοδύναμο με τις ταμειακές ροές, αν οι ταμειακές ροές λήγουν την ίδια τοκοφόρο ημερομηνία και πλήρως ή εν μέρει στο ίδιο νόμισμα.

Για την εφαρμογή του Μέρους 4 στο στάδιο α):

οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μία σύμβαση με ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές τα ονομαστικά ποσά πολλαπλασιάζονται με τα ποσοστά του πίνακα 3, και

προκειμένου περί οιωνδήποτε άλλων συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων σε συμφωνία συμψηφισμού, τα εφαρμοστέα ποσοστά, δυνατόν να ελαττωθούν κατά τα εκτιθέμενα στον Πίνακα 6:

Πίνακας 6

Αρχική διάρκεια (5)

Συμβάσεις επιτοκίου

Συμβάσεις τιμών συναλλάγματος

Κάτω του έτους

0,35 %

1,50 %

Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη

0,75 %

3,75 %

Για κάθε επιπλέον έτος

0,75 %

2,25 %


(1)  Οι συμβάσεις που δεν εμπίπτουν σε μία από τις πέντε κατηγορίες του πίνακα θα αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις που αφορούν εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων.

(2)  Για τις συμβάσεις με πολλαπλές ανταλλαγές κεφαλαίου, το ποσοστό θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των πληρωμών που απομένουν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη σύμβαση.

(3)  Για τις συμβάσεις που έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται ανοίγματα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και στις οποίες οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία τιμή της σύμβασης να είναι μηδέν στις εν λόγω ημερομηνίες, η εναπομένουσα προθεσμία θα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό. Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου που πληρούν τα κριτήρια αυτά και έχουν υπολειπόμενη προθεσμία πάνω από ένα έτος, το ποσοστό δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 0,5 %.

(4)  Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα προθεσμία.

(5)  Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα προθεσμία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΕΙΔΗ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

1.

Συμβάσεις επιτοκίου

α)

Συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων στο ίδιο νόμισμα (single-currency interest rate swaps)

β)

Συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινομένων επιτοκίων διαφορετικής βάσης (basis swaps)

γ)

Προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου (forward rate agreements)

δ)

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου (interest rate futures)

ε)

Αγορασθέντα δικαιώματα προαίρεσης επιτοκίου (interest rate options purchased), και

στ)

Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως.

2.

Συμβάσεις συναλλάγματος και συμβάσεις χρυσού

α)

Συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα (cross-currency interest-rate swaps)

β)

Προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος (forward foreign-exchange contracts)

γ)

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συναλλάγματος

δ)

Αγορασθέντα δικαιώματα προαίρεσης συναλλάγματος (currency options purchased)

ε)

Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως, και

στ)

Συμβάσεις χρυσού παρεμφερείς με εκείνες των στοιχείων α) έως ε).

3.

Συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως με εκείνες του σημείου 1, στοιχεία α) έως ε) και σημείου 2, στοιχεία α) έως στοιχεία δ) επί άλλων στοιχείων αναφοράς ή επί δεικτών. Τούτο περιλαμβάνει, τουλάχιστον, όλα τα μέσα που απαριθμούνται στα σημεία 4 έως 7, 9 και 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις παραγράφους 1 και 2.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

1.   ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

1.

Το διοικητικό όργανο που περιγράφεται στο άρθρο 11 θεσπίζει τις ρυθμίσεις για το διαχωρισμό των καθηκόντων στο πλαίσιο του οργανισμού και για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων.

2.   ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

2.

Το διοικητικό όργανο που περιγράφεται στο άρθρο 11 εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, τον έλεγχο και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένο το πιστωτικό ίδρυμα, περιλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

3.   ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ

3.

Η χορήγηση πιστώσεων βασίζεται σε εύλογα και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια. Η διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων ορίζεται με σαφήνεια.

4.

Χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά συστήματα για τη διαχείριση και τον έλεγχο σε συνεχή βάση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο, και ιδίως για τον προσδιορισμό και τη διαχείριση των προβληματικών πιστώσεων και για την πραγματοποίηση κατάλληλων προσαρμογών αξίας και το σχηματισμό των αναγκαίων προβλέψεων.

5.

Η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων πιστώσεων πρέπει να είναι επαρκής, λαμβανομένων υπόψη των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται το πιστωτικό ίδρυμα και της συνολικής πιστοδοτικής στρατηγικής.

4.   ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ

6.

Ο κίνδυνος να αποδειχθούν οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα λιγότερο αποτελεσματικές από ό, τι αναμενόταν αντιμετωπίζεται και ελέγχεται με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.

5.   ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

7.

Ο κίνδυνος συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι μεμονωμένων αντισυμβαλλόμενων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλόμενων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως ο κίνδυνος που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα (π.χ. έναντι ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων), αντιμετωπίζεται και ελέγχεται με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.

6.   ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ

8.

Οι κίνδυνοι από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες το πιστωτικó ίδρυμα είναι μεταβιβάζων ή χρηματοδότης αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ιδίως ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων.

9.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα είναι το μεταβιβάζον ίδρυμα ανακυκλούμενων συναλλαγών τιτλοποίησης με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης, θα υφίσταται σχεδιασμός σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

7.   ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

10.

Εφαρμόζονται πολιτικές και διαδικασίες για τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών πηγών και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.

8.   ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ΑΠΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

11.

Εφαρμόζονται συστήματα για την εκτίμηση και τη διαχείριση του κινδύνου από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων κατά το μέτρο επηρεάζουν τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος που δεν σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

9.   ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ

12.

Εφαρμόζονται πολιτικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου, περιλαμβανομένου εκείνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Με την επιφύλαξη του ορισμού του άρθρου 4, σημείο 22, τα πιστωτικά ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.

13.

Καταρτίζονται σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας που διασφαλίζουν την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συνεχίζει τη λειτουργία του και να περιορίζει τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς του.

10.   ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ

14.

Υπάρχουν πολιτικές και διαδικασίες για τη μέτρηση και τη διαχείριση της καθαρής χρηματοδοτικής θέσης και των καθαρών αναγκών σε χρηματοδότηση με βάση τις εκάστοτε τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες. Εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια και αναθεωρούνται σε τακτική βάση οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με την καθαρή χρηματοδοτική θέση.

15.

Καταρτίζονται σχέδια έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κρίσεων ρευστότητας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

ΜΕΡΟΣ 1

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου

1.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ Ή ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

1.1   Αντιμετώπιση

1.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 7, στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

2.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 1, με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων επιλέξιμων ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

Πίνακας 1

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

5

6

Συντελεστής στάθμισης

0 %

20 %

50 %

100 %

100 %

150 %

3.

Στα ανοίγματα έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 %.

1.2   Ανοίγματα στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου

4.

Στα ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που είναι εκφρασμένα και χρηματοδοτούνται στο εθνικό νόμισμα της κεντρικής κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 %.

5.

Εάν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Κοινότητα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης χαμηλότερο από εκείνον που ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής τους κυβέρνησης και της κεντρικής τους τράπεζας που είναι εκφρασμένα και χρηματοδοτούνται σε εθνικό νόμισμα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν τα ανοίγματα αυτά με τον ίδιο τρόπο.

1.3.   Χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων οργανισμών εξαγωγικών πιστώσεων

6.

Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των οργανισμών εξαγωγικών πιστώσεων αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πρόκειται για συναινετική βαθμολόγηση κινδύνου από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων που συμμετέχουν στο «Διακανονισμό περί κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης» του ΟΟΣΑ· ή

β)

ο οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων δημοσιεύει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις του και εφαρμόζει τη μεθοδολογία που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, και η πιστοληπτική αξιολόγηση συνδέεται με ένα από τα οκτώ ελάχιστα ασφάλιστρα εξαγωγικών πιστώσεων (ΕΑΕΠ) που προβλέπονται από τη μεθοδολογία αυτή.

7.

Στα ανοίγματα για τα οποία αναγνωρίζεται πιστοληπτική αξιολόγηση οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων για τους σκοπούς της στάθμισης κινδύνων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 2.

Πίνακας 2

ΕΑΕΠ

0

1

2

3

4

5

6

7

Συντελεστής στάθμισης

0 %

0 %

20 %

50 %

100 %

100 %

100 %

150 %

2.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ Ή ΤΟΠΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

8.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 9 έως 11, τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών σταθμίζονται όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων. Η μεταχείριση αυτή είναι ανεξάρτητη από τη χρήση της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 80, παράγραφος 3. Η προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων σύμφωνα με τις παραγράφους 31, 32 και 37 δεν εφαρμόζεται.

9.

Τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται εάν δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων λόγω των ειδικών εξουσιών άντλησης εσόδων αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών και λόγω της ύπαρξης ειδικών θεσμικών ρυθμίσεων που περιορίζουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους.

Οι αρμόδιες αρχές καταρτίζουν και δημοσιοποιούν τον κατάλογο των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών οι έναντι των οποίων κίνδυνοι σταθμίζονται όπως των κεντρικών κυβερνήσεων.

10.

Ανοίγματα προς εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες που έχουν συσταθεί υπό μορφή νομικού προσώπου βάσει νόμου, στο βαθμό που αυτές εισπράττουν φόρους βάσει νομοθεσίας που τους παρέχει το δικαίωμα να το πράττουν, θεωρούνται ως ανοίγματα προς περιφερειακές κυβερνήσεις και τοπικές αρχές, με εξαίρεση το ότι δεν έχει εφαρμογή η παράγραφος 9. Για τους σκοπούς του άρθρου 89, παράγραφος 1, στοιχείο α), η έγκριση για εφαρμογή του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3, Υποτμήμα 1 δεν αποκλείεται.

11.

Όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Κοινότητα αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής τους κυβέρνησης, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ανοίγματά τους έναντι αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών.

3.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

3.1   Αντιμετώπιση

12.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 13 έως 17, στα ανοίγματα έναντι διοικητικών οργανισμών και μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

3.2   Οντότητες του δημοσίου τομέα

13.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 14 έως 17, στα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

14.

Με διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών, τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα μπορούν να αντιμετωπίζονται σαν ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων. Η χρήση αυτής της διακριτικής ευχέρειας από τις αρμόδιες αρχές είναι ανεξάρτητη από τη χρήση της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 80, παράγραφος 3. Η προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων σύμφωνα με τις παραγράφους 31, 32 και 37 δεν εφαρμόζεται.

15.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, τα ανοίγματα έναντι νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα μπορούν να αντιμετωπίζονται σαν ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύουν αυτές, εφόσον κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών και εκείνων των ανοιγμάτων, καθόσον τα πρώτα είναι δεόντως εγγυημένα από την κεντρική κυβέρνηση.

16.

Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας να αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή σαν ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύουν, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ανοίγματα έναντι αυτών των οντοτήτων του δημοσίου τομέα.

17.

Όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Κοινότητα αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ανοίγματα έναντι αυτών των οντοτήτων του δημοσίου τομέα.

4.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΠΟΛΥΜΕΡΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

4.1   Πεδίο εφαρμογής

18.

Για τους σκοπούς των άρθρων 78 έως 83, η Διαμερικανική Εταιρεία Επενδύσεων (Inter-American Investment Corporation), η Παρευξείνια Τράπεζα (Black Sea Trade and Development Bank) και η Κεντροαμερικανική Τράπεζα Οικονομικής Ολοκλήρωσης (Central American Bank for Economic Integration) θεωρούνται πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης (ΠΤΑ).

4.2   Αντιμετώπιση

19.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 20 και 21, τα ανοίγματα έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων σύμφωνα με τις παραγράφους 29 έως 32. Η προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων σύμφωνα με τις παραγράφους 31, 32 και 37 δεν εφαρμόζεται.

20.

Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 %:

α)

Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης

β)

Διεθνής Εταιρεία Χρηματοδοτήσεων

γ)

Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης

δ)

Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης

ε)

Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης

στ)

Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης

ζ)

Σκανδιναβική Τράπεζα Επενδύσεων

η)

Τράπεζα Ανάπτυξης της Καραϊβικής

θ)

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης

ια)

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

ιβ)

Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, και

ιγ)

Πολυμερής Οργανισμός για την Εγγύηση των Επενδύσεων

21.

Στο τμήμα του εγγεγραμμένου και μη καταβεβλημένου κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %.

5.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

22.

Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων διεθνών οργανισμών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 %:

α)

Ευρωπαϊκή Κοινότητα

β)

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

γ)

Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών

6.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

6.1   Αντιμετώπιση

23.

Εφαρμόζεται μία από τις δύο μεθόδους των παραγράφων 26 και 27 και 29 έως 32 για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων.

24.

Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων των παραγράφων 23 έως 39, τα ανοίγματα έναντι χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές τις υπεύθυνες για την αδειοδότηση και εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα, αντιμετωπίζονται όσον αφορά τη στάθμιση του κινδύνου όπως τα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων.

6.2   Κατώτατος συντελεστής στάθμισης για ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση

25.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση δεν εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης.

6.3   Μέθοδος στάθμισης με βάση το συντελεστή στάθμισης της κεντρικής κυβέρνησης

26.

Σύμφωνα με τον Πίνακα 3, στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης που αντιστοιχεί στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσονται τα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύει το ίδρυμα.

Πίνακας 3

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσεται η κεντρική κυβέρνηση

1

2

3

4

5

6

Συντελεστής στάθμισης του ανοίγματος

20 %

50 %

100 %

100 %

100 %

150 %

27.

Για τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που εδρεύουν σε χώρες των οποίων η κεντρική κυβέρνηση δεν αποτελεί αντικείμενο διαβάθμισης, ο συντελεστής στάθμισης δεν υπερβαίνει το 100 %.

28.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με αρχική πραγματική ληκτότητα τριών μηνών ή λιγότερο εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %.

6.4   Μέθοδος στάθμισης με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις

29.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με αρχική πραγματική ληκτότητα άνω των τριών μηνών για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 4 με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων επιλέξιμων ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

Πίνακας 4

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

5

6

Συντελεστής στάθμισης

20 %

50 %

50 %

100 %

100 %

150 %

30.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %.

31.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με αρχική πραγματική ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 5 με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων επιλέξιμων ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας:

Πίνακας 5

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

5

6

Συντελεστής στάθμισης

20 %

20 %

20 %

50 %

50 %

150 %

32.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση με αρχική πραγματική ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %.

6.5   Αλληλεπίδραση με βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις

33.

Εάν η μέθοδος των παραγράφων 29 έως 32 εφαρμόζεται σε ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, η αλληλεπίδραση με βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι η ακόλουθη.

34.

Εάν δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση, εφαρμόζεται η γενική προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων της παραγράφου 31 σε όλα τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών.

35.

Εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή ευνοϊκότερου ή ισοδύναμου συντελεστή στάθμισης με εκείνον της γενικής προτιμησιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων της παραγράφου 31, η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση χρησιμοποιείται μόνο για το εν λόγω άνοιγμα. Στα άλλα βραχυπρόθεσμα ανοίγματα εφαρμόζεται η γενική προτιμησιακή αντιμετώπιση της παραγράφου 31.

36.

Εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή λιγότερο ευνοϊκού συντελεστή στάθμισης από εκείνον της γενικής προτιμησιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων της παραγράφου 31, η γενική προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων δεν χρησιμοποιείται και σε όλες τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις χωρίς διαβάθμιση εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης με εκείνον της εν λόγω βραχυπρόθεσμης αξιολόγησης.

6.6   Βραχυπρόθεσμα ανοίγματα στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου

37.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα ίση ή μικρότερη των τριών μηνών που είναι εκφρασμένα και χρηματοδοτούνται σε εθνικό νόμισμα, οι αρμόδιες αρχές έχουν την ευχέρεια να εφαρμόσουν, βάσει και των δύο μεθόδων των παραγράφων 26 έως 27 και 29 έως 32, συντελεστή στάθμισης λιγότερο ευνοϊκό κατά μία κατηγορία από τον προτιμησιακό συντελεστή στάθμισης των παραγράφων 4 και 5 που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης.

38.

Σε κανένα άνοιγμα με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών που είναι εκφρασμένο και χρηματοδοτείται στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου δεν εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης χαμηλότερος του 20 %.

6.7   Επενδύσεις σε μέσα εποπτικού κεφαλαίου

39.

Στις επενδύσεις σε μετοχές ή σε μέσα εποπτικών κεφαλαίων που εκδίδονται από ιδρύματα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %, εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

6.8.   Ελάχιστα αποθεματικά που απαιτεί η ΕΚΤ

40.

Αν από ένα ίδρυμα υφίσταται απαίτηση υπό μορφή ελάχιστων αποθεμάτων που πρέπει να διατηρεί το ίδρυμα λόγω όρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή της κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν την εφαρμογή του συντελεστή στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σε ανοίγματα προς την κεντρική τους τράπεζα, εφόσον:

α)

τα αποθεματικά διατηρούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση υποχρέωσης ελάχιστου αποθεματικού (1), ή σύμφωνα με μελλοντικό κανονισμό που θα τον αντικαταστήσει, ή σύμφωνα με εθνικές απαιτήσεις καθ' όλα ισοδύναμες προς τον εν λόγω κανονισμό, και

β)

στην περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας του ιδρύματος στο οποίο διατηρείται το αποθεματικό θα επιστραφούν εγκαίρως και πλήρως τα αποθεματικά στο πιστωτικό ίδρυμα και δεν διατίθενται για την κάλυψη άλλων υποχρεώσεων του ιδρύματος.

7.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

7.1   Αντιμετώπιση

41.

Στα ανοίγματα για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 6, με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων επιλέξιμων ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

Πίνακας 6

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

5

6

Συντελεστής στάθμισης

20 %

50 %

100 %

100 %

150 %

150 %

42.

Στα ανοίγματα για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 % ή ο συντελεστής στάθμισης της κεντρικής κυβέρνησης, όποιος είναι υψηλότερος.

8.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ

43.

Στα ανοίγματα που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 79, παράγραφος 2, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 75 %.

9.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΚΙΝΗΤΑ

44.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 45 έως 60, στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

9.1   Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί αστικών ακινήτων

45.

Στα ανοίγματα ή τμήματα αυτών που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες επί αστικών ακινήτων που κατοικούνται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθώνονται ή θα εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη ή από τον πραγματικό δικαιούχο στην περίπτωση των προσωπικών επενδυτικών εταιρειών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 35 %.

46.

Στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, και αφορούν αστικά ακίνητα που κατοικούνται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθώνονται ή θα εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 35 %.

47.

Στα ανοίγματα έναντι μισθωτή στα πλαίσια συναλλαγών χρηματοδοτικής μίσθωσης κατοικιών στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής έχει δικαίωμα αγοράς, εφαρμόζεται συντελεστής 35 %, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι το άνοιγμα του πιστωτικού ιδρύματος είναι πλήρως εξασφαλισμένο λόγω του ότι διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου.

48.

Οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι η εξασφάλιση είναι, κατά την προς εφαρμογή των παραγράφων 45 έως 47 κρίση τους, πλήρης μόνον εφόσον βεβαιωθούν ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου,

β)

ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει την οφειλή από άλλες πηγές. Έτσι, η εξόφληση της πιστωτικής διευκόλυνσης δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση,

γ)

πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2, παράγραφος 8 και οι κανόνες αποτίμησης του Παραρτήματος VIII, Μέρος 3, παράγραφοι 62 έως 65, και

δ)

η αξία του ακινήτου υπερβαίνει κατά ένα επαρκές περιθώριο τα ανοίγματα.

49.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να άρουν την απαίτηση της παραγράφου 48, στοιχείο β) για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε αστικά ακίνητα που βρίσκονται στο κράτος μέλος τους εάν έχουν πεισθεί ότι υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά αστικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας επαρκώς χαμηλά ώστε να δικαιολογείται η αντιμετώπιση αυτή.

50.

Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της ευχέρειας απαλλαγής της παραγράφου 49, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 35 % σε παρόμοια ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί αστικών ακινήτων.

9.2   Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων

51.

Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα ή σε οποιοδήποτε τμήμα ανοίγματος που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων στο έδαφός τους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %.

52.

Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν σύμφωνα με τον φινλανδικό νόμο περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, και αφορούν γραφεία ή άλλα εμπορικά κτίρια, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %.

53.

Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα που συνδέονται με πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων στο έδαφός τους στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα είναι εκμισθωτής και ο μισθωτής έχει δικαίωμα αγοράς του ακινήτου, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %, υπό τον όρο ότι το άνοιγμα του πιστωτικού ιδρύματος είναι πλήρως διασφαλισμένο, με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, λόγω του ότι διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου.

54.

Η εφαρμογή των παραγράφων 51 έως 53 υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου,

β)

ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει την οφειλή από άλλες πηγές. Έτσι, η εξόφληση της πιστωτικής διευκόλυνσης δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση, και

γ)

πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2, σημείο 8 και οι κανόνες αποτίμησης του Παραρτήματος VIII, Μέρος 3, παράγραφοι 62 έως 65.

55.

Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 % στο μέρος του δανείου που δεν υπερβαίνει ένα όριο που υπολογίζεται είτε σύμφωνα με το στοιχείο α) είτε σύμφωνα με το στοιχείο β) κατωτέρω:

α)

το 50 % της αγοραίας αξίας του ακινήτου·

β)

το 50 % της αγοραίας αξίας του ακινήτου ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, όποιο είναι χαμηλότερο, στα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.

56.

Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 % στο μέρος του δανείου που υπερβαίνει τα όρια της παραγράφου 55.

57.

Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας των παραγράφων 51 έως 53, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 50 % σε παρόμοια ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων.

58.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να άρουν την απαίτηση της παραγράφου 54, στοιχείο β) για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων που βρίσκονται στο έδαφός τους, εφόσον έχουν αποδείξεις ότι στην επικράτειά τους υπάρχει από μακρού μια καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν τα ακόλουθα όρια:

α)

οι ζημίες που απορρέουν από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορική ακίνητη περιουσία και αντιπροσωπεύουν έως και το 50 % της αγοραίας αξίας (ή, όπου εφαρμόζεται και εφόσον είναι χαμηλότερο, το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου) δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που είναι εξασφαλισμένα με εμπορική ακίνητη περιουσία σε δεδομένο έτος, και

β)

οι συνολικές ζημίες από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορική ακίνητη περιουσία δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που είναι εξασφαλισμένα με εμπορική ακίνητη περιουσία σε δεδομένο έτος.

59.

Εάν ένα από τα δύο όρια της παραγράφου 58 δεν τηρείται σε δεδομένο έτος, η δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 58 δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί, έχει δε εφαρμογή η δεύτερη προϋπόθεση της παραγράφου 54, στοιχείο β), έως ότου ικανοποιηθούν εκ νέου σε κάποιο μετέπειτα έτος οι προϋποθέσεις της παραγράφου 58.

60.

Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας της παραγράφου 58, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 50 % σε παρόμοια ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων.

10.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΕ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ

61.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 62 έως 65, στο μη εξασφαλισμένο μέρος οποιουδήποτε στοιχείου σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών που υπερβαίνει το ανώτατο όριο που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές και που αντικατοπτρίζει μια εύλογη στάθμη κινδύνου, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης:

α)

150 % εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20 % του μη εξασφαλισμένου μέρους του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας· και

β)

100 % εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20 % του μη εξασφαλισμένου μέρους του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας.

62.

Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του εξασφαλισμένου μέρους του στοιχείου σε καθυστέρηση, αποδεκτές εξασφαλίσεις και εγγυήσεις είναι εκείνες που είναι αποδεκτές για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου.

63.

Ωστόσο, όταν ένα στοιχείο σε καθυστέρηση εξασφαλίζεται πλήρως με μορφές εξασφαλίσεων άλλες από εκείνες που είναι αποδεκτές για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 % με διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών και με βάση αυστηρά λειτουργικά κριτήρια που διασφαλίζουν την ποιότητα της εξασφάλισης όταν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 15 % του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας.

64.

Στα ανοίγματα των παραγράφων 45 έως 50 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 % μετά από αναπροσαρμογές αξίας εάν είναι σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών. Εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20 % του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στο υπόλοιπο τμήμα του ανοίγματος μπορεί να μειωθεί σε 50 % με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών.

65.

Στα ανοίγματα των παραγράφων 51 έως 60 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 % εάν είναι σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.

11.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΙΣ ΕΠΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΥΨΗΛΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

66.

Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα που ενέχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο όπως οι επενδύσεις σε εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων και σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 150 %.

67.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την εφαρμογή των κατωτέρω συντελεστών στάθμισης στα στοιχεία που δεν είναι σε καθυστέρηση και έχουν συντελεστή στάθμισης 150 % σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους και για τα οποία έχουν υπολογιστεί αναπροσαρμογές αξίας:

α)

100 % εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20 % του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας· και

β)

50 % εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 50 % του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας.

12.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΜΕ ΜΟΡΦΗ ΚΑΛΥΜΜΕΝΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

68.

Ως «καλυμμένα ομόλογα» νοούνται τα ομόλογα που ορίζονται στο άρθρο 22, παράγραφος 4, της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και που εξασφαλίζονται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού:

α)

ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών, οντοτήτων του δημοσίου τομέα, περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών στην ΕΕ·

β)

ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων εκτός ΕΕ, κεντρικών τραπεζών εκτός ΕΕ, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης ή διεθνών οργανισμών που κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος Παραρτήματος και ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση οντοτήτων του δημοσίου τομέα εκτός ΕΕ, περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών εκτός ΕΕ που σταθμίζονται κατά τον κίνδυνο ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με τις παραγράφους 8, 9, 14 ή 15 αντίστοιχα και κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος, και ανοίγματα κατά την έννοια της παρούσης παραγράφου που κατατάσσονται στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος, εφόσον δεν υπερβαίνουν το 20 % του ονομαστικού ποσού των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων των εκδιδόντων ιδρυμάτων·

γ)

ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που κατατάσσονται στη πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος. Το σύνολο αυτών των ανοιγμάτων δεν υπερβαίνει το 15 % του ονομαστικού υπολοίπου των καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος. Τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση πληρωμών οφειλετών δανείων ή προϊόντων εκκαθάρισης οφειλετών δανείων που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε κατόχους καλυμμένων ομολόγων δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ορίου του 15 %. Τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων στην ΕΕ με ληκτότητα που δεν υπερβαίνει τις 100 ημέρες δεν συνοδεύονται από την απαίτηση της πρώτης βαθμίδας, αλλά τα ιδρύματα αυτά πρέπει τουλάχιστον να κατατάσσονται στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος·

δ)

δάνεια που εξασφαλίζονται με αστικά ακίνητα ή με μετοχές στις φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες της παραγράφου 46, έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου των υποθηκών σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη και του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ή προνομιούχα μερίδια ή χρεωστικά ομόλογα που έχουν εκδοθεί από γαλλικά Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης διεπόμενες από τη νομοθεσία κράτους μέλους που τιτλοποιούν ανοίγματα σχετικά με κατοικίες, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον το 90 % των στοιχείων ενεργητικού των εν λόγω Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμων οντοτήτων τιτλοποίησης διεπόμενων από τη νομοθεσία κράτους μέλους αποτελούνται από πρώτες υποθήκες που συνδυάζονται με κάθε προηγούμενη υποθήκη έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου που οφείλεται βάσει των μεριδίων ή των χρεωστικών ομολόγων του κεφαλαίου των υποθηκών και του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου και με τα μερίδια να κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος, εφόσον τα εν λόγω μερίδια δεν υπερβαίνουν το 20 % του ονομαστικού ποσού της καλυπτόμενης έκδοσης ομολόγων. Τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση πληρωμών από ή προϊόντων εκκαθάρισης οφειλετών δανείων που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε κατόχους καλυμμένων ομολόγων δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ορίου του 90 %·

ε)

δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα ή μετοχές στις φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες της παραγράφου 52, έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου των υποθηκών, σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη, και του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου ή με προνομιούχα μερίδια ή χρεωστικά ομόλογα που έχουν εκδοθεί από γαλλικά Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης διεπόμενες από τη νομοθεσία κράτους μέλους που τιτλοποιούν ανοίγματα σχετικά με κατοικίες, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον το 90 % των στοιχείων ενεργητικού των εν λόγω Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμων οντοτήτων τιτλοποίησης διεπόμενων από τη νομοθεσία κράτους μέλους αποτελούνται από πρώτες υποθήκες και τα εν λόγω μερίδια ή χρεωστικά ομόλογα κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος Παραρτήματος, έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου που οφείλεται βάσει των μεριδίων ή των χρεωστικών ομολόγων, του κεφαλαίου των υποθηκών και του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου και ότι τα μερίδια κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος Παραρτήματος, εφόσον τα εν λόγω μερίδια δεν υπερβαίνουν το 20 % του ονομαστικού ποσού της καλυπτόμενης έκδοσης ομολόγων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν ως αποδεκτά τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε περίπτωση υπέρβασης μέχρι μέγιστου ποσοστού 70 % της ανωτέρω οριζόμενης τιμής του 60 % για το λόγο «δάνειο/αξία» εάν η αξία όλων των στοιχείων ενεργητικού που δόθηκαν ως εξασφάλιση των καλυμμένων ομολόγων υπερβαίνει το ονομαστικό υπόλοιπο των καλυμμένων ομολόγων κατά τουλάχιστον 10 % και η απαίτηση των ομολογιούχων είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις ασφάλειας δικαίου του Παραρτήματος VIII. Η απαίτηση των ομολογιούχων πρέπει να προηγείται όλων των άλλων απαιτήσεων επί της εξασφάλισης. Τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση πληρωμών από ή προϊόντων εκκαθάρισης οφειλετών δανείων που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε κατόχους καλυμμένων ομολόγων δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ορίου του 90 %· ή

στ)

δάνεια που εξασφαλίζονται με πλοία, εφόσον οι αντίστοιχες υποθήκες, σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη, δεν υπερβαίνουν το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου πλοίου.

Για τους σκοπούς αυτούς η «εξασφάλιση» περιλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου τα περιγραφόμενα στα στοιχεία α) έως στ) περιουσιακά στοιχεία προορίζονται κατά το νόμο αποκλειστικά για την προστασία των ομολογιούχων από ζημία.

Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, το όριο του 20 % για τα μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα γαλλικών Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμων οντοτήτων τιτλοποίησης κατά τα οριζόμενα στα στοιχεία δ) και ε) δεν εφαρμόζεται, εφόσον τα εν λόγω μερίδια έχουν καταταγεί κατόπιν πιστοληπτικής αξιολόγησης από καθορισμένο ECAI στην πιο ευνοϊκή κατηγορία που προβλέπει ο εν λόγω ECAI για τα καλυμμένα ομόλογα. Πριν από την προαναφερόμενη ημερομηνία η παρέκκλιση αυτή θα επανεξεταστεί, βάσει δε των πορισμάτων της επανεξέτασης η Επιτροπή μπορεί, αν το κρίνει ενδεδειγμένο, να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος της παρέκκλισης με τη διαδικασία του άρθρου 151, με ή χωρίς ρήτρα περαιτέρω επανεξέτασης.

Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, προβλεπόμενο στο στοιχείο στ) ποσοστό του 60 % μπορεί να αντικαθίσταται από ποσοστό 70 %. Πριν από την προαναφερόμενη ημερομηνία η παρέκκλιση αυτή θα επανεξεταστεί, βάσει δε των πορισμάτων της επανεξέτασης η Επιτροπή μπορεί, αν το κρίνει ενδεδειγμένο, να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος της παρέκκλισης με τη διαδικασία του άρθρου 151, με ή χωρίς ρήτρα περαιτέρω επανεξέτασης.

69.

Για τα ακίνητα που δίνονται σε εξασφάλιση καλυμμένων ομολόγων, τα πιστωτικά ιδρύματα πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2, παράγραφος 8 και τους κανόνες αποτίμησης του Παραρτήματος VIII, Μέρος 3, παράγραφοι 62 έως 65.

70.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των παραγράφων 68 και 69, τα καλυμμένα ομόλογα που πληρούν τον ορισμό του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/EΟΚ και έχουν εκδοθεί πριν την 31η Δεκεμβρίου 2007 είναι επίσης αποδεκτά για την προτιμησιακή αντιμετώπιση μέχρι τη λήξη τους.

71.

Στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης που βασίζεται στο συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται στα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι του πιστωτικού ιδρύματος που τα εκδίδει. Εφαρμόζεται η ακόλουθη αντιστοιχία μεταξύ συντελεστών στάθμισης:

α)

εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 20 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 10 %·

β)

εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 50 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %·

γ)

εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 100 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %· και

δ)

εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 150 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

13.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΥΝ ΘΕΣΕΙΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ

72.

Οι συντελεστές στάθμισης για τις θέσεις τιτλοποίησης προσδιορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 101.

14.   ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

73.

Στα βραχυπρόθεσμα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 7, με βάση την κατανομή από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των επιλέξιμων ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας:

Πίνακας 7

|Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

5

6

Συντελεστής στάθμισης

20 %

50 %

100 %

150 %

150 %

150 %

15.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ (ΟΣΕ)

74.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 75 έως 81, στα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

75.

Στα ανοίγματα με μορφή μεριδίων ΟΣΕ για τους οποίους υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 8, με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των επιλέξιμων ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας:

Πίνακας 8

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

5

6

Συντελεστής στάθμισης

20 %

50

100 %

100 %

150 %

150 %

76.

Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι μια θέση σε έναν ΟΣΕ ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο, απαιτούν να εφαρμόζεται στη θέση αυτή συντελεστής στάθμισης 150 %.

77.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προσδιορίζουν το συντελεστή στάθμισης για έναν ΟΣΕ σύμφωνα με τις παραγράφους 79 έως 81, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια επιλεξιμότητας:

α)

τον ΟΣΕ διαχειρίζεται εταιρεία που υπόκειται σε εποπτεία σε κράτος μέλος ή, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, εάν:

i)

τον ΟΣΕ διαχειρίζεται εταιρεία η οποία υπόκειται σε εποπτεία που θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία, και

ii)

εξασφαλίζεται σε επαρκή βαθμό η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών·

β)

το ενημερωτικό δελτίο του ΟΣΕ ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο περιλαμβάνει:

i)

τις κατηγορίες των στοιχείων ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕ, και

ii)

εάν οι επενδύσεις του υπόκεινται σε όρια, τα όρια που εφαρμόζονται και οι μέθοδοι υπολογισμού τους·

γ)

ο ΟΣΕ δημοσιεύει τουλάχιστον ετησίως έκθεση δραστηριοτήτων που επιτρέπει την αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, των εσόδων και των συναλλαγών στην περίοδο που καλύπτει η έκθεση.

78.

Εάν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους αναγνωρίσουν ως επιλέξιμο έναν ΟΣΕ τρίτης χώρας σύμφωνα με την παράγραφο 77, στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να κάνει χρήση αυτής της αναγνώρισης χωρίς να προβούν σε δική τους αξιολόγηση.

79.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, μπορεί να τα λάβει άμεσα υπόψη προκειμένου να υπολογίσει ένα μέσο συντελεστή στάθμισης για τον ΟΣΕ με τις μεθόδους των άρθρων 78 ως 83.

80.

Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, μπορεί να υπολογίσει το μέσο συντελεστή στάθμισης για τον ΟΣΕ με τις μεθόδους των άρθρων 78 ως 83 με την επιφύλαξη των ακόλουθων κανόνων: γίνεται η παραδοχή ότι ο ΟΣΕ επενδύει πρώτα, στο μεγαλύτερο βαθμό που επιτρέπεται από το σκοπό του, στις κλάσεις ανοιγμάτων που απαιτούν την υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση και στη συνέχεια επενδύει με φθίνουσα σειρά έως το ανώτατο συνολικό όριο των επενδύσεων.

81.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναθέτουν σε τρίτο να υπολογίσει και να κοινοποιήσει, με τις μεθόδους των παραγράφων 79 και 80, συντελεστή στάθμισης για τον ΟΣΕ με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα του υπολογισμού και της κοινοποίησης.

16.   ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

16.1   Αντιμετώπιση

82.

Στα ενσώματα πάγια στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 10, της οδηγίας 86/635/EΟΚ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

83.

Στα προπληρωθέντα έξοδα και τα μη εισπραχθέντα έσοδα για τα οποία το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.

84.

Στα υπό είσπραξη μετρητά εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %. Στο μετρητά στο ταμείο και στα εξομοιούμενα με αυτά στοιχεία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 %·

85.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την εφαρμογή στάθμιση 10 % στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που ειδικεύονται στη διατραπεζική αγορά και στην αγορά τίτλων δημοσίου χρέους στο κράτος μέλος καταγωγής και τα οποία υπόκεινται σε αυστηρή εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές, εάν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού καλύπτονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής, από στοιχεία ενεργητικού στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % ή 20 % και τα οποία οι αρχές αυτές θεωρούν ότι αποτελούν επαρκή εξασφάλιση.

86.

Εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, στα χαρτοφυλάκια μετοχών και άλλων συμμετοχών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης τουλάχιστον 100 %.

87.

Στα αποθέματα χρυσού σε ίδιο θησαυροφυλάκιο ή υπό κοινή διαχείριση, και μέχρι του ποσού των υποχρεώσεων σε χρυσό, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 %.

88.

Στην περίπτωση των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς και των δεσμεύσεων μελλοντικής αγοράς, οι συντελεστές στάθμισης είναι εκείνοι που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και όχι εκείνοι των αντισυμβαλλομένων στις συναλλαγές.

89.

Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα παρέχει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με τον όρο ότι η νιοστή (n) αθέτηση μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή και το πιστωτικό αυτό γεγονός λύει τη σύμβαση, και εάν το σχετικό προϊόν έχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης των άρθρων 94 έως 101. Εάν το προϊόν δεν έχει διαβάθμιση από επιλέξιμο ECAI, οι συντελεστές στάθμισης των ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην ομάδα αθροίζονται, με την εξαίρεση n-1 ανοιγμάτων, μέχρι του 1250 % κατ' ανώτατο όριο και πολλαπλασιάζονται με το ονομαστικό ποσό της προστασίας που παρέχει το πιστωτικό παράγωγο ώστε να προκύψει ο συντελεστής στάθμισης. Τα n-1 ανοίγματα που εξαιρούνται από το άθροισμα προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν κάθε άνοιγμα του οποίου το σταθμισμένο ποσό είναι χαμηλότερο από το σταθμισμένο ποσό καθενός από τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στο άθροισμα.

ΜΕΡΟΣ 2

Αναγνώριση των ECAI και κατάταξη των πιστοληπτικών τους αξιολογήσεων

1.   MEΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

1.1   Αντικειμενικότητα

1.

Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι αυστηρή, συστηματική, σταθερή και ότι υπόκειται σε διαδικασία πιστοποίησης με βάση τα ιστορικά δεδομένα.

1.2   Ανεξαρτησία

2.

Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι η μεθοδολογία αυτή δεν υπόκειται σε εξωτερικές πολιτικές επιρροές και περιορισμούς ή σε οικονομικές πιέσεις που μπορούν να επηρεάσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση.

3.

Η ανεξαρτησία της μεθοδολογίας των ECAI αξιολογείται από τις αρμόδιες αρχές βάσει παραγόντων όπως:

α)

η ιδιοκτησία και η οργανωτική διάρθρωση του ECAI

β)

οι οικονομικοί πόροι του ECAI

γ)

το προσωπικό και η εμπειρογνωμοσύνη του ECAI, και

δ)

η εταιρική διακυβέρνηση του ECAI.

1.3   Τακτική επανεξέταση

4.

Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση και λαμβάνουν υπόψη κάθε μεταβολή στη χρηματοοικονομική κατάσταση. Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται μετά από κάθε σημαντικό γεγονός και τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.

5.

Προτού αναγνωρίσουν έναν ECAI, οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης που εφαρμόζει για κάθε τμήμα της αγοράς έχει σχεδιαστεί με πρότυπα όπως τα ακόλουθα:

α)

πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι επί ένα τουλάχιστον έτος·

β)

οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ελέγχουν την κανονικότητα της διαδικασίας επανεξέτασης που εφαρμόζει ο ECAI· και

γ)

οι αρμόδιες αρχές πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν από τον ECAI πληροφορίες σχετικά με την έκταση των επαφών του με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των οντοτήτων που βαθμολογεί.

6.

Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να ενημερώνονται αμέσως από τους ECAI για τυχόν ουσιώδεις μεταβολές στη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις.

1.4   Διαφάνεια και δημοσιοποίηση

7.

Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι οι αρχές της μεθοδολογίας που χρησιμοποιούν οι ECAI για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις δημοσιοποιούνται με τρόπο που επιτρέπει σε όλους τους δυνητικούς χρήστες να κρίνουν κατά πόσο οι αρχές αυτές είναι βάσιμες.

2.   ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

2.1   Αξιοπιστία και αποδοχή από την αγορά:

8.

Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι οι εξατομικευμένες πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI αναγνωρίζονται από τους χρήστες τους στην αγορά ως αξιόπιστες και βάσιμες.

9.

Η αξιοπιστία αξιολογείται από τις αρμόδιες αρχές με βάση παράγοντες όπως:

α)

το μερίδιο αγοράς του ECAI

β)

τα εισοδήματα του ECAI, και γενικότερα οι χρηματοοικονομικοί πόροι του

γ)

το κατά πόσο η βαθμολόγηση λαμβάνεται ως βάση για τον καθορισμό τιμών, και

δ)

τουλάχιστον δυο πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εξατομικευμένες πιστοληπτικές αξιολογήσεις του ΕCΑΙ με σκοπό την έκδοση ομολόγων και/ή την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου.

2.2   Διαφάνεια και δημοσιοποίηση

10.

Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι τουλάχιστον όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν έννομο συμφέρον στις εξατομικευμένες πιστοληπτικές αξιολογήσεις έχουν πρόσβαση σε αυτές με ίσους όρους.

11.

Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι εξατομικευμένες πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι διαθέσιμες σε πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού με ίσους όρους όπως οι εγχώριοι ενδιαφερόμενοι που έχουν έννομο συμφέρον σε αυτές.

3.   ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗ

12.

Για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως το μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης για όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση. Οι αρμόδιες αρχές ζητούν από τους νεοσυσταθέντες ECAI και από εκείνους που διαθέτουν περιορισμένο μόνο όγκο δεδομένων για τις περιπτώσεις αθέτησης να προσδιορίσουν ποιο μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης θεωρούν ότι αντιστοιχεί σε όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση.

13.

Για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη ποιοτικούς παράγοντες όπως η ομάδα ομοειδών εκδοτών που καλύπτει ο ECAI, το φάσμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων του ECAI, η σημασία κάθε πιστοληπτικής αξιολόγησης και ο ορισμός της «αθέτησης» που δίνει ο ECAI.

14.

Οι αρμόδιες αρχές συγκρίνουν το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ECAI με ένα ποσοστό αναφοράς που υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αθέτησης που εκτιμούν άλλοι ECAI σε ένα πληθυσμό εκδοτών που παρουσιάζει, κατά την άποψη των αρμόδιων αρχών, ισοδύναμο επίπεδο πιστωτικού κινδύνου.

15.

Όταν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για την πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ECAI είναι ουσιωδώς και συστηματικά υψηλότερα από το ποσοστό αναφοράς, κατατάσσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση του ECAI σε βαθμίδα υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας.

16.

Όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν αυξήσει το συντελεστή στάθμισης που αποδίδεται σε συγκεκριμένη πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ECAI, και εφόσον ο ECAI αποδείξει ότι τα ποσοστά αθέτησης που καταγράφονται για την πιστοληπτική του αξιολόγηση δεν είναι πλέον υψηλότερα από το ποσοστό αναφοράς κατά τρόπο ουσιώδη και συστηματικό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν να κατατάξουν εκ νέου την πιστοληπτική αξιολόγηση του ECAI στην αρχική του βαθμίδα πιστωτικού κινδύνου στην κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

ΜΕΡΟΣ 3

Χρησιμοποίηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ECAI για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης

1.   ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

1.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους επιλέξιμους ECAI των οποίων τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις θα χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και στα στοιχεία εκτός ισολογισμού.

2.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις επιλέξιμου ECAI για δεδομένη κλάση στοιχείων πρέπει να χρησιμοποιεί αυτές τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις κατά τρόπο συνεπή για όλα τα ανοίγματα που ανήκουν σε αυτή την κλάση.

3.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις επιλέξιμου ECAI πρέπει να τις χρησιμοποιεί σε συνεχή βάση και με διαχρονική συνέπεια.

4.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI που λαμβάνουν υπόψη όλα τα ποσά που τού οφείλονται τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε τόκους.

5.

Εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμη μία μόνο πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης για το στοιχείο αυτό.

6.

Εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ECAI οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης, εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης.

7.

Εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ECAI, οι δύο αξιολογήσεις που αντιστοιχούν στους δύο χαμηλότερους συντελεστές στάθμισης είναι οι αξιολογήσεις αναφοράς. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης είναι διαφορετικοί, εφαρμόζεται ο υψηλότερος. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης είναι ισοδύναμοι, εφαρμόζεται αυτός ο συντελεστής στάθμισης.

2.   ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΔΟΤΗ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗΣ

8.

Εάν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση για δεδομένο πρόγραμμα ή διευκόλυνση έκδοσης στο οποίο ανήκει το στοιχείο που συνιστά το άνοιγμα, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται σε αυτό το στοιχείο.

9.

Εάν δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στο στοιχείο που συνιστά το άνοιγμα, αλλά υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση για δεδομένο πρόγραμμα ή διευκόλυνση έκδοσης στο οποίο δεν ανήκει το στοιχείο αυτό ή γενική πιστοληπτική αξιολόγηση για τον εκδότη, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται εάν συνεπάγεται υψηλότερο συντελεστή στάθμισης από ό, τι σε κάθε άλλη περίπτωση ή εάν συνεπάγεται χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης και το εν λόγω άνοιγμα έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος ή διευκόλυνσης έκδοσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη όλων των άλλων μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη.

10.

Οι παράγραφοι 8 και 9 δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των παραγράφων 68 έως 71 του Μέρους 1.

11.

Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις εκδοτών που ανήκουν σε όμιλο δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως πιστοληπτικές αξιολογήσεις άλλου εκδότη του ιδίου ομίλου.

3.   ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΚΑΙ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

12.

Οι βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για βραχυπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού που συνιστούν ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων.

13.

Κάθε βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται μόνο στο στοιχείο στο οποίο αναφέρεται η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση και δεν χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό συντελεστών στάθμισης για άλλα στοιχεία.

14.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 13, εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 150 %, εφαρμόζεται επίσης συντελεστής στάθμισης 150 % σε όλα τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα χωρίς εξασφάλιση έναντι αυτού του οφειλέτη, είτε είναι βραχυπρόθεσμα είναι μακροπρόθεσμα.

15.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 13, εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %, δεν μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος από 100 % σε κανένα μη διαβαθμισμένο βραχυπρόθεσμο άνοιγμα.

4.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΣΕ ΞΕΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

16.

Μια πιστοληπτική αξιολόγηση που αναφέρεται σε στοιχείο εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό συντελεστή στάθμισης για άλλο άνοιγμα έναντι του ίδιου πιστούχου που είναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα.

17.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 16, όταν προκύπτει άνοιγμα από τη συμμετοχή πιστωτικού ιδρύματος σε δάνειο που έχει χορηγήσει πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης της οποίας το καθεστώς προτιμησιακού πιστωτή αναγνωρίζεται στην αγορά, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν τη χρησιμοποίηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του στοιχείου που είναι εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου για τους σκοπούς της στάθμισης του κινδύνου.


(1)  ΕΕ L 250, 2.10.2003, σ. 10.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ 1

Σταθμισμένα ποσά και ποσά αναμενόμενης ζημίας

1.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ

1.

Εάν δεν αναφέρεται διαφορετικά, οι εισαγόμενες τιμές για την πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσης (PD), τη ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD) και τη ληκτότητα (M) προσδιορίζονται σύμφωνα με το Μέρος 2, ενώ η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος 3.

2.

Για κάθε άνοιγμα, το σταθμισμένο ποσό υπολογίζεται με τους τύπους που αναφέρονται κατωτέρω.

1.1   Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών.

3.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 έως 9, τα σταθμισμένα ποσά των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

Formula

Formula

Formula

όπου N(x) είναι η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x). είναι η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε N(x)=z)

Εάν PD=0, ο RW λαμβάνεται ίσος με 0.

Εάν PD=1, τότε:

για αθετημένα ανοίγματα όπου τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις οριζόμενες στο Μέρος 2, παράγραφος 8, τιμές LGD, ο RW λαμβάνεται ίσος με 0, και

για αθετημένα ανοίγματα όπου τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν δικές τους εκτιμήσεις του LGD, ο RW λαμβάνεται ίσος με Max{0, 12,5*(LGD - ELBE)},

όπου ELBE η σύμφωνα με το Μέρος 4, παράγραφος 80, του παρόντος Παραρτήματος καλύτερη εκτίμηση του πιστωτικού ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του συγκεκριμένου ανοίγματος.

Σταθμισμένο ποσό = RW * αξία ανοίγματος.

4.

Τα σταθμισμένα ποσά των ανοιγμάτων που πληρούν τις προϋποθέσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 1, παράγραφος 29, στοιχείο α), και του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2, παράγραφος 22, μπορούν να προσαρμόζονται χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:

Σταθμισμένο ποσό ανοίγματος = RW * αξία ανοίγματος * ((0,15 + 160*PDpp)

όπου

PDpp = πιθανότητα αθέτησης (PD) του παρόχου πιστωτικής προστασίας.

Ο συντελεστής στάθμισης (RW) υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τύπο της παραγράφου 3 για το καλυμμένο με πιστωτική προστασία άνοιγμα, το PD του οφειλέτη και την τιμή του LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της προστασίας. Ο συντελεστής ληκτότητας (b) υπολογίζεται βάσει του PD του παρόχου προστασίας ή του PD του οφειλέτη, όποιο είναι χαμηλότερο.

5.

Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο με ενοποιημένο κύκλο εργασιών μικρότερο των 50 εκατομμύρια ευρώ, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τον ακόλουθο τύπο συσχέτισης για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης. Στον τύπο αυτό, S είναι οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις σε εκατ. ευρώ με τη συνθήκη 5 εκατ. ευρώ <= S <= 50 εκατ. ευρώ. Κάθε κύκλος εργασιών κάτω των 5 εκατ. ευρώ θεωρείται ότι ισούται με 5 εκατ. ευρώ. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι συνολικές ετήσιες πωλήσεις είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των μεμονωμένων απαιτήσεων της ομάδας.

Formula

Τα πιστωτικά ιδρύματα αντικαθιστούν τις ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις με το σύνολο του ενοποιημένου ενεργητικού του ομίλου εάν οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις δεν αποτελούν έγκυρο δείκτη του μεγέθους της επιχείρησης και εάν το σύνολο του ενεργητικού είναι πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης από την άποψη αυτή.

6.

Για τα ανοίγματα από ειδικό δανεισμό για τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4, το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει τους συντελεστές στάθμισης του πίνακα 1.

Πίνακας 1:

Εναπομένουσα ληκτότητα

Κατηγορία 1

Κατηγορία 2

Κατηγορία 3

Κατηγορία 4

Κατηγορία 5

Μικρότερη των 2,5 ετών

50 %

70 %

115 %

250 %

0 %

Ίση ή μεγαλύτερη των 2,5 ετών

70 %

90 %

115 %

250 %

0 %

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να εφαρμόζει γενικά προνομιακή στάθμιση 50 % σε ανοίγματα της κατηγορίας 1 και 70 % σε ανοίγματα της κατηγορίας 2, με την προϋπόθεση ότι οι όροι αναδοχής και τα άλλα χαρακτηριστικά κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος είναι εξαιρετικά εύρωστα για τη σχετική κατηγορία.

Κατά τον καθορισμό των συντελεστών για τα ανοίγματά τους από ειδικό δανεισμό, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες: χρηματοοικονομική βάση, πολιτικό και νομικό περιβάλλον, χαρακτηριστικά των συναλλαγών και/ή των στοιχείων ενεργητικού, οικονομική ευρωστία του χρηματοδότη και του κυρίου του έργου, περιλαμβανομένης κάθε ροής εσόδων από εταιρική σχέση δημοσίου-ιδιωτών, πακέτο εγγυήσεων.

7.

Όσον αφορά τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις τους έναντι επιχειρήσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4, παράγραφοι 105 έως 109. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων που πληρούν επιπλέον τις προϋποθέσεις της παραγράφου 14, και εφόσον η χρήση των προτύπων ποσοτικοποίησης του κινδύνου ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων του Μέρους 4 θα επιβάρυνε αδικαιολόγητα το πιστωτικό ίδρυμα, μπορούν να χρησιμοποιούνται τα πρότυπα ποσοτικοποίησης του κινδύνου ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής του Μέρους 4.

8.

Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, οι επιστρεπτέες εκπτώσεις επί της τιμής αγοράς και οι εξασφαλίσεις ή μερικές εγγυήσεις που παρέχουν προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας από αθέτηση, κατά της ζημίας από απομείωση αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων, ή κατά αμφοτέρων, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως θέσεις πρωτεύουσας ζημίας σύμφωνα με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που εφαρμόζεται στις τιτλοποιήσεις.

9.

Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα παρέχει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με τον όρο ότι η νιοστή (n) αθέτηση μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή και το πιστωτικό αυτό γεγονός λύει τη σύμβαση, και εάν το σχετικό προϊόν έχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης των άρθρων 94-101. Εάν το προϊόν δεν έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI, οι συντελεστές στάθμισης των ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην ομάδα συναθροίζονται, με την εξαίρεση n-1 ανοιγμάτων εάν το άθροισμα του ποσού αναμενόμενης ζημίας πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και του σταθμισμένου ποσού δεν υπερβαίνει το ονομαστικό ποσό της προστασίας που παρέχει το πιστωτικό παράγωγο πολλαπλασιασμένο επί 12,5. Τα n-1 ανοίγματα που εξαιρούνται από το συνάθροισμα προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν κάθε άνοιγμα του οποίου το σταθμισμένο ποσό είναι χαμηλότερο από το σταθμισμένο ποσό καθενός από τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στο άθροισμα.

1.2   Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής

10.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 12 και 13, τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

Formula

Formula

Όπου N(x) είναι η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x). G(z) είναι η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε N(x)= z)

Εάν PD=1 (αθετημένα ανοίγματα), τότε ως RW λαμβάνεται το Max{0, 12,5*(LGD - ELBE)},

όπου ELBE, σύμφωνα με το Μέρος 4, παράγραφος 80, είναι η καλύτερη εκτίμηση του πιστωτικού ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του συγκεκριμένου ανοίγματος.

Σταθμισμένο ποσό = RW * αξία ανοίγματος.

11.

Τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων έναντι μικρομεσαίων οντοτήτων όπως ορίζονται στο άρθρο 86, παράγραφος 4, που πληρούν τις προϋποθέσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 1, παράγραφος 29, και του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2, παράγραφος 22, μπορούν να υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

12.

Για τα ανοίγματα λιανικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα, η συσχέτιση που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού της παραγράφου 10 αντικαθίσταται από συσχέτιση (R) ίση με 0,15.

13.

Για τα αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής, όπως αυτά ορίζονται κατωτέρω στα στοιχεία α) έως ε), η συσχέτιση που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού της παραγράφου 10 αντικαθίσταται από συσχέτιση (R) ίση με 0,04.

Αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής είναι τα ανοίγματα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι ανοίγματα έναντι ιδιωτών·

β)

τα ανοίγματα είναι ανακυκλούμενα, μη εξασφαλισμένα και, στο βαθμό που δεν έχουν εκταμιευθεί, άμεσα και άνευ όρων ακυρώσιμα από το πιστωτικό ίδρυμα (στο πλαίσιο αυτό, ως ανακυκλούμενα ανοίγματα ορίζονται εκείνα στα οποία είναι δυνατή η αυξομείωση των ανεξόφλητων υπολοίπων των πελατών με βάση τις αντίστοιχες αποφάσεις τους, μέχρις ενός ορίου που καθορίζει το πιστωτικό ίδρυμα). Οι μη εκταμιευθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις μπορούν να θεωρούνται ακυρώσιμες άνευ όρων εάν οι ρήτρες τους επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να τις ακυρώνει πλήρως στο βαθμό που επιτρέπεται από τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και τις συναφείς διατάξεις·

γ)

το ανώτατο άνοιγμα έναντι ενός μεμονωμένου ιδιώτη στο υποχαρτοφυλάκιο δεν υπερβαίνει το ποσό των 100 000 ευρώ·

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι η χρήση του τύπου συσχέτισης του παρόντος τμήματος περιορίζεται στα χαρτοφυλάκια με χαμηλή μεταβλητότητα ποσοστών ζημίας σε σχέση με το μέσο επίπεδο των ποσοστών ζημίας, ιδίως εντός των ζωνών χαμηλής πιθανότητας αθέτησης (PD). Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τη σχετική μεταβλητότητα των ποσοστών ζημίας των υποχαρτοφυλακίων και του συνολικού χαρτοφυλακίου αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής και είναι πρόθυμες να διαβιβάσουν σε άλλες χώρες πληροφορίες σχετικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά των ποσοστών ζημίας αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής· και

ε)

οι αρμόδιες αρχές συμφωνούν ότι η αντιμετώπιση ως αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής είναι συνεπής με τα υποκείμενα χαρακτηριστικά κινδύνου του υποχαρτοφυλακίου.

Κατά παρέκκλιση του στοιχείου β), οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μην απαιτούν να είναι μη εξασφαλισμένα τα ανοίγματα εφόσον πρόκειται για εξασφαλισμένες πιστωτικές διευκολύνσεις συνδεδεμένες με λογαριασμό μισθοδοσίας. Στην περίπτωση αυτή, τα ανακτώμενα από την παρεχόμενη ασφάλεια ποσά δεν συνυπολογίζονται στην εκτίμηση της LGD.

14.

Για να μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4, παράγραφοι 105 έως 109, καθώς και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα έχει αγοράσει τις εισπρακτέες απαιτήσεις από μη συνδεδεμένους τρίτους και το άνοιγμά του έναντι του οφειλέτη των εισπρακτέων απαιτήσεων δεν περιλαμβάνει ανοίγματα που έχει άμεσα ή έμμεσα μεταβιβάσει το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα·

β)

οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να έχουν συνομολογηθεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού μεταξύ του πωλητή και του οφειλέτη. Συνεπώς, δεν είναι αποδεκτοί οι λογαριασμοί διεπιχειρησιακών απαιτήσεων ούτε οι εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με αντιθετικούς λογαριασμούς μεταξύ επιχειρήσεων που πραγματοποιούν αμοιβαίες αγοραπωλησίες·

γ)

το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα έχει απαίτηση επί του συνόλου των εσόδων από τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις ή αναλογικά μερίδιο επί των εσόδων αυτών· και

δ)

το χαρτοφυλάκιο εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επαρκώς διαφοροποιημένο.

15.

Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, οι επιστρεπτέες εκπτώσεις επί της τιμής αγοράς και οι εξασφαλίσεις ή μερικές εγγυήσεις που παρέχουν προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας από αθέτηση, κατά της ζημίας από απομείωση αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων, ή κατά αμφοτέρων, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως θέσεις πρωτεύουσας ζημίας σύμφωνα με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που εφαρμόζεται στις τιτλοποιήσεις.

16.

Στην περίπτωση των υβριδικών ομάδων αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων λιανικής τραπεζικής, για τις οποίες τα αποκτώντα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να διαχωρίσουν τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα και τα αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής από τα άλλα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, εφαρμόζεται η μέθοδος στάθμισης των κινδύνου λιανικής τραπεζικής που οδηγεί στις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα ανοίγματα αυτά.

1.3.   Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων σε μετοχές

17.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει διαφορετικές προσεγγίσεις σε διαφορετικά χαρτοφυλάκια, εφόσον χρησιμοποιεί το ίδιο διαφορετικές προσεγγίσεις εσωτερικά. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές προσεγγίσεις, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η επιλογή γίνεται με συνέπεια και δεν υπαγορεύεται από λόγους «εποπτικού αρμπιτράζ».

18.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 17, για τα ανοίγματα σε μετοχές επιχειρήσεων επικουρικών υπηρεσιών, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την εφαρμογή σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με την αντιμετώπιση που εφαρμόζεται στα άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν σχετίζονται με πιστωτικές υποχρεώσεις.

1.3.1   Μέθοδος της απλής στάθμισης κινδύνου

19.

Τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

Συντελεστής στάθμισης (RW) = 190 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.

Συντελεστής στάθμισης (RW) = 290 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο .

Συντελεστής στάθμισης (RW) = 370 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.

Σταθμισμένο ποσό = RW * αξία ανοίγματος

20.

Οι εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών αρνητικές θέσεις στην αγορά τοις μετρητοίς και σε παράγωγα μέσα μπορούν να αντισταθμίζουν θετικές θέσεις στις αντίστοιχες μετοχές εάν έχουν χαρακτηριστεί ρητά ως αντισταθμίσεις συγκεκριμένων ανοιγμάτων σε μετοχές και εάν παρέχουν αντιστάθμιση για τουλάχιστον ένα ακόμα έτος. Οι άλλες αρνητικές θέσεις αντιμετωπίζονται σαν να είναι θετικές θέσεις και στην απόλυτη αξία κάθε θέσης εφαρμόζεται κατάλληλος συντελεστής στάθμισης. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας ληκτότητας των θέσεων, εφαρμόζεται η ίδια μέθοδος όπως και στα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που περιγράφεται στην παράγραφο 16 του Μέρους 2 του Παραρτήματος VII.

21.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για ένα άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις μεθόδους των άρθρων 90 έως 93.

1.3.2   Μέθοδος στάθμισης με βάση την πιθανότητας αθέτησης και την ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης (μέθοδος PD/LGD)

22.

Τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τους τύπους της παραγράφου 3. Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες για να χρησιμοποιήσουν τον ορισμό της αθέτησης υποχρέωσης του Μέρους 4, παράγραφοι 44 έως 48, στους συντελεστές στάθμισης εφαρμόζεται συντελεστής προσαύξησης 1,5.

23.

Στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, το άθροισμα του ποσού αναμενόμενης ζημίας πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και του σταθμισμένου ποσού δεν υπερβαίνει την αξία ανοίγματος πολλαπλασιασμένη επί 12,5.

24.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για ένα άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις μεθόδους των άρθρων 90 έως 93 εφόσον εφαρμόζεται LGD 90 % στο άνοιγμα έναντι του παρέχοντος την προστασία. Για τα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, μπορεί να χρησιμοποιείται LGD 65 %. Για τους σκοπούς αυτούς η ληκτότητα (Μ) είναι 5 έτη.

1.3.3   Μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων

25.

Το σταθμισμένο ποσό αντιστοιχεί στην ενδεχόμενη ζημία από τα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος σε μετοχές, όπως αυτή υπολογίζεται με εσωτερικά υποδείγματα «δυνητικής ζημίας» με μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99 % για τη διαφορά μεταξύ τριμηνιαίας απόδοσης και ενός κατάλληλου τριμηνιαίου επιτοκίου χωρίς κίνδυνο υπολογιζόμενου σε μακροχρόνια δειγματική περίοδο, πολλαπλασιασμένη επί 12,5. Στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, το σταθμισμένο ποσό δεν είναι μικρότερο από το άθροισμα του ελάχιστου σταθμισμένου ποσού που απαιτείται βάσει της μεθόδου PD/LGD και του αντίστοιχου ποσού αναμενόμενης ζημίας, πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και υπολογισμένο βάσει των τιμών PD που παρατίθενται στο Παράρτημα VII, Μέρος 2, παράγραφος 24, στοιχείο (α), και των αντίστοιχων τιμών LGD που παρατίθενται στο Παράρτημα VII, Μέρος 2, παράγραφοι 25 και 26.

26.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για μια θέση σε μετοχές.

1.4   Σταθμισμένα ποσά για άλλα στοιχεία ενεργητικού εκτός των πιστωτικών υποχρεώσεων

27.

Τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τον τύπο:

Σταθμισμένο ποσό = 100 % * αξία ανοίγματος,

πλην των περιπτώσεων όπου το άνοιγμα είναι υπολειμματική αξία, οπότε θα πρέπει να αποσβέννυται κατ' έτος και να υπολογίζεται ως εξής:

1/t * 100 % * αξία ανοίγματος,

όπου t ο αριθμός των ετών της μισθωτήριας σύμβασης.

2.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ ΓΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟ ΑΠΟΜΕΙΩΣΗΣ ΑΞΙΑΣ ΑΠΟΚΤΗΘΕΙΣΩΝ ΕΙΣΠΡΑΚΤΕΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

28.

Συντελεστές στάθμισης για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων και έναντι πελατών λιανικής τραπεζικής:

Οι συντελεστές στάθμισης υπολογίζονται με τον τύπο της παραγράφου 3. Οι τιμές που εισάγονται για τα PD και LGD προσδιορίζονται σύμφωνα με το Μέρος 2, η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος 3 και η ληκτότητα (M) είναι ένα έτος. Εάν τα πιστωτικά ίδρυμα μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι ο κίνδυνος απομείωσης αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων δεν είναι σημαντικός, μπορούν να μην τον λάβουν υπόψη.

3.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΣΩΝ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

29.

Εάν δεν αναφέρεται διαφορετικά, οι τιμές που εισάγονται για τα PD και LGD προσδιορίζονται σύμφωνα με το Μέρος 2 και η αξία ανοίγματος υπολογίζεται σύμφωνα με το Μέρος 3.

30.

Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

 

Αναμενόμενη ζημία (EL) = PD × LGD

 

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος

Για αθετημένα ανοίγματα (PD=1) όπου τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν δικές τους εκτιμήσεις του LGD, ως EL λαμβάνεται η σύμφωνα με το Μέρος 4, παράγραφος 80, καλύτερη εκτίμηση (ELBE) του πιστωτικού ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του συγκεκριμένου ανοίγματος.

Για τα ανοίγματα για τα οποία εφαρμόζεται η μέθοδος που προβλέπεται στο Μέρος 1, παράγραφος 4, η τιμή του EL ισούται με 0.

31.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων από ειδικό δανεισμό για τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις μεθόδους της παραγράφου 6 για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης, οι τιμές της EL καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 2.

Πίνακας 2

Εναπομένουσα ληκτότητα

Κατηγορία 1

Κατηγορία 2

Κατηγορία 3

Κατηγορία 4

Κατηγορία 5

Μικρότερη των 2,5 ετών

0 %

0,4 %

2,8 %

8 %

50 %

Ίση ή μικρότερη των 2,5 ετών

0,4 %

0,8 %

2,8 %

8 %

50 %

Εάν οι αρμόδιες αρχές έχουν επιτρέψει στο πιστωτικό ίδρυμα να εφαρμόζει γενικά προνομιακές σταθμίσεις 50 % στα ανοίγματα της κατηγορίας 1 και 70 % στα ανοίγματα της κατηγορίας 2, η τιμή του EL είναι 0 % για τα ανοίγματα της κατηγορίας 1 και 0,4 % για τα ανοίγματα της κατηγορίας 2.

32.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους των παραγράφων 19 έως 21, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

 

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος

Οι τιμές της EL είναι οι ακόλουθες:

 

Αναμενόμενη ζημία (EL) = 0,8 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.

 

Αναμενόμενη ζημία (EL) = 0,8 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο.

 

Αναμενόμενη ζημία (EL) = 2,4 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.

33.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τις μεθόδους των παραγράφων 22 έως 24, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

 

Αναμενόμενη ζημία (EL) = PD × LGD.

 

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος.

34.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τις μεθόδους των παραγράφων 25 έως 26, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας είναι 0 %.

35.

Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

 

Αναμενόμενη ζημία (EL) = PD × LGD και

 

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος.

4.   ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΣΩΝ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

36.

Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 30, 31 και 35 αφαιρούνται από το άθροισμα των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων που σχετίζονται με αυτές τις απαιτήσεις. Οι μειώσεις αξίας ανοιγμάτων εντός ισολογισμού αποκτηθέντων αφού είχαν ήδη αθετηθεί σύμφωνα με το Μέρος 3, παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι προσαρμογές αξίας. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένες απαιτήσεις και οι προσαρμογές αξίας και προβλέψεις που σχετίζονται με αυτά τα ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό.

ΜΕΡΟΣ 2

Πιθανότητα αθέτησης, ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης και ληκτότητα

1.

Οι τιμές που εισάγονται για την πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσης (PD), τη ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD) και τη ληκτότητα (M) για στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας του Μέρους 1 είναι εκείνες που εκτιμώνται από το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το Μέρος 4, με την επιφύλαξη των ακόλουθων διατάξεων.

1.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

1.1   Πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσης (PD)

2.

Το PD για ένα άνοιγμα έναντι επιχείρησης ή ιδρύματος είναι τουλάχιστον 0,03 %.

3.

Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4, προσδιορίζει το PD για αυτά τα ανοίγματα με τις ακόλουθες μεθόδους: για τις μη μειωμένης εξασφάλισης εισπρακτέες απαιτήσεις το PD είναι η εσωτερική εκτίμηση του EL διαιρεμένη με το LGD για αυτές τις εισπρακτέες απαιτήσεις. Για τις εισπρακτέες απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης, το PD είναι η εσωτερική εκτίμηση του EL. Εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων και εάν μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσει έναντι επιχειρήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του PD.

4.

Το PD οφειλετών που αθέτησαν είναι 100 %.

5.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για το PD σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93. Για τον κίνδυνο απομείωσης όμως, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους και άλλους παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας πέραν των εμφαινομένων στο Παράρτημα VIII, Μέρος 1.

6.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία με κατάλληλη προσαρμογή του PD, με την επιφύλαξη της παραγράφου 10.

7.

Για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, το PD ορίζεται ίσο με την εκτίμηση του EL για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας. Εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων και εάν μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση PD. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στο PD μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους και άλλους παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας πέραν των εμφαινομένων στο Παράρτημα VIII, Μέρος 1. Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τις δικές τους εκτιμήσεις της LGD για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων δύνανται να αναγνωρίζουν τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία προσαρμόζοντας τα PD τηρουμένης της παραγράφου 10.

1.2   Ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD)

8.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις ακόλουθες τιμές του LGD:

α)

ανοίγματα κανονικής εξοφλητικής προτεραιότητας χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 45 %·

β)

ανοίγματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 75 %·

γ)

τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη χρηματοδοτούμενη και μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για το LGD σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93·

δ)

για τα καλυμμένα ομόλογα που ορίζονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφοι 68 έως 70 μπορεί να εφαρμόζεται LGD 12,5 %·

ε)

για πλήρως εξασφαλισμένες αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, για τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4: 45 %·

στ)

για μειωμένης εξασφάλισης αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, για τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4: 100 %· και

ζ)

για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων: έναντι επιχειρήσεων: 75 %.

Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, για τα καλυμμένα ομόλογα που ορίζονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφοι 68 έως 70 μπορεί να εφαρμόζεται LGD 11,25 % εφόσον:

στοιχεία ενεργητικού που ορίζονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφος 68, στοιχεία α) έως γ) με τα οποία εξασφαλίζονται τα ομόλογα, κατατάσσονται όλα στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του εν λόγω παραρτήματος·

στην περίπτωση που στοιχεία ενεργητικού που ορίζονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφος 68, στοιχεία δ) και ε) δίνονται ως εξασφάλιση, τα αντίστοιχα ανώτατα όρια που ορίζονται σε αυτά τα σημεία αποτελούν το 10 % του ονομαστικού υπολοίπου του ανεξόφλητου ποσού·

στοιχεία ενεργητικού που ορίζονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφος 68, στοιχείο στ) δεν δίνονται ως εξασφάλιση·

τα καλυμμένα ομόλογα έχουν πιστωτική αξιολόγηση καθορισμένου ECAI που αποτελεί την πλέον ευνοϊκή κατηγορία πιστωτικής αξιολόγησης που πραγματοποιεί η ECAI σχετικά με καλυμμένα ομόλογα.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η παρέκκλιση επανεξετάζεται, και, αναλόγως των αποτελεσμάτων της επανεξέτασης, η Επιτροπή δύναται να καταθέσει προτάσεις σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 151, παράγραφος 2.

9.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 8, για τους κινδύνους απομείωσης αξίας και αθέτησης, εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων και εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του LGD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων.

10.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 8, εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να αναγνωρίζεται με προσαρμογή των εκτιμήσεων του PD και/ή του LGD, με την επιφύλαξη των ελάχιστων απαιτήσεων του Μέρους 4 και της έγκρισης των αρμόδιων αρχών. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εφαρμόζει σε εγγυημένα ανοίγματα προσαρμοσμένη τιμή του PD ή του LGD τέτοια ώστε ο προσαρμοσμένος συντελεστής στάθμισης να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή.

11.

Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 8 και 10, για τους σκοπούς του Μέρους 1, παράγραφος 4, η τιμή του LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας ισούται με την τιμή του LGD που αντιστοιχεί είτε σε μια μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του εγγυητή, είτε στη μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του οφειλέτη, ανάλογα με το εάν από τις διαθέσιμες πληροφορίες και από τη διάρθρωση της εγγύησης προκύπτει ότι, σε περίπτωση αθέτησης τόσο του εγγυητή όσο και του οφειλέτη στη διάρκεια της αντισταθμισμένης συναλλαγής, το ανακτώμενο ποσό θα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση του εγγυητή ή του οφειλέτη, αντίστοιχα.

1.3   Ληκτότητα

12.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 13, τα πιστωτικά ιδρύματα αποδίδουν στα ανοίγματα από συναλλαγές επαναγοράς και από συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ληκτότητα (M) 0,5 ετών και σε όλα τα άλλα ανοίγματα Μ 2,5 ετών. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στη δικαιοδοσία τους να εφαρμόζουν για κάθε άνοιγμα την τιμή του Μ που ορίζεται στην παράγραφο 13.

13.

Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και/ή εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, υπολογίζουν το M για καθένα από αυτά τα ανοίγματα σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως ε) κατωτέρω, με την επιφύλαξη των παραγράφων 14 έως 16. Το Μ δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 5 έτη σε καμία περίπτωση:

α)

για τα μέσα με χρονοδιάγραμμα χρηματορροών, το M υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου CFt είναι οι χρηματορροές (κεφάλαιο, πληρωμές τόκων και προμήθειες) που καταβάλλει ο οφειλέτης στην περίοδο t βάσει της σύμβασης·

β)

για τα παράγωγα που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, το M αντιστοιχεί στη σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα του ανοίγματος, και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους. Το ονομαστικό ποσό κάθε ανοίγματος χρησιμοποιείται για τη στάθμιση της ληκτότητας·

γ)

για ανοίγματα από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές στα παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο Παράρτημα IV και από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές δανεισμού περιθωρίου που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, το M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 ημερών. Το ονομαστικό ποσό κάθε συναλλαγής χρησιμοποιείται για τη στάθμιση της ληκτότητας·

δ)

εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του PD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, το Μ για τα εκταμιευθέντα ποσά ισούται με τη σταθμισμένη μέση ληκτότητα των απαιτήσεων και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 90 ημερών. Η ίδια τιμή του Μ εφαρμόζεται επίσης στα μη εκταμιευθέντα ποσά μιας πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς με δέσμευση εφόσον αυτή περιέχει περιοριστικές ρήτρες, σημεία ενεργοποίησης πρόωρης εξόφλησης ή άλλα χαρακτηριστικά που προστατεύουν το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα κατά μιας ουσιαστικής επιδείνωσης της ποιότητας των μελλοντικών εισπρακτέων απαιτήσεων που υποχρεούται να αγοράσει μέχρι τη λήξη ισχύος της διευκόλυνσης. Ελλείψει παρόμοιας αποτελεσματικής προστασίας, το M για τα μη εκταμιευθέντα ποσά ισούται με το άθροισμα της δυνητικής εισπρακτέας απαίτησης με τη μεγαλύτερη ληκτότητα δυνάμει της συμφωνίας αγοράς και της εναπομένουσας ληκτότητας της πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς, και δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 90 ημερών·

ε)

για κάθε άλλο μέσο εκτός των μνημονευομένων στην παρούσα παράγραφο ή εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να υπολογίσει το M σύμφωνα με το στοιχείο α), η τιμή του M είναι το ανώτατο χρονικό διάστημα (σε έτη) που έχει ακόμα στη διάθεσή του ο οφειλέτης για να εκπληρώσει πλήρως τις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους·

στ)

για πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος που περιγράφεται στο Παράρτημα ΙΙΙ, Μέρος 6, για τον υπολογισμό των αξιών ανοίγματος, το Μ υπολογίζεται για τα ανοίγματα στα οποία το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει την εν λόγω μέθοδο και για τα οποία η ληκτότητα της σύμβασης με τη μεγαλύτερη διάρκεια στο συμψηφιστικό σύνολο υπερβαίνει το ένα έτος σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

dfk είναι ο συντελεστής προεξόφλησης χωρίς κίνδυνο για τη μελλοντική χρονική περίοδο tk· τα λοιπά σύμβολα εξηγούνται στο Παράρτημα III, Μέρος 6.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 13, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ), ένα πιστωτικό ίδρυμα που χρησιμοποιεί ένα εσωτερικό υπόδειγμα για να υπολογίσει μια μονομερή προσαρμογή πιστωτικής αποτίμησης (credit valuation adjustment ή CVA) μπορεί, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, να λάβει ως τιμή του Μ την πραγματική μέση σταθμική διάρκεια (duration) όπως αυτή εκτιμάται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 14, για συμψηφιστικά σύνολα στα οποία όλες οι συμβάσεις έχουν αρχική ληκτότητα κάτω του ενός έτους, εφαρμόζεται ο τύπος στην που προβλέπεται στο στοιχείο α)· και

ζ)

για τους σκοπούς του Μέρους 1, παράγραφος 4, το Μ θα είναι η πραγματική ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη του ενός έτους.

14.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 13, στοιχεία α), β), δ) και ε), το M είναι τουλάχιστον μία ημέρα για:

τα πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένα παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο Παράρτημα IV·

τις πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες πράξεις δανεισμού περιθωρίου· και

τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων,

υπό τον όρο ότι η τεκμηρίωση των συμβάσεων απαιτεί καθημερινή προσαρμογή περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση αξίας και περιλαμβάνει ρήτρες που επιτρέπουν την άμεση ρευστοποίηση ή το συμψηφισμό των εξασφαλίσεων σε περίπτωση αθέτησης ή μη κατάθεσης του απαιτούμενου περιθωρίου.

Επιπλέον, για τα άλλα καθοριζόμενα από τις αρμόδιες αρχές βραχυπρόθεσμα ανοίγματα που δεν αποτελούν μέρος της τρέχουσας χρηματοδότησης του οφειλέτη από το πιστωτικό ίδρυμα, το M είναι τουλάχιστον μία ημέρα. Σε κάθε περίπτωση εξετάζονται προσεκτικά οι συγκεκριμένες περιστάσεις.

15.

Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Κοινότητα και έχουν ενοποιημένο κύκλο εργασιών και ενοποιημένο ενεργητικό κάτω των 500 εκατ. ευρώ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση του M που ορίζεται στην παράγραφο 12. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αντικαταστήσουν το συνολικό ενεργητικό των 500 εκατομμυρίων ευρώ με συνολικό ενεργητικό 1 000 εκατομμυρίων ευρώ για επιχειρήσεις που κατά κύριο λόγο επενδύουν στην αγορά ακινήτων.

16.

Οι αναντιστοιχίες ληκτότητας αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93.

2.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ

2.1   Πιθανότητα αθέτησης (PD)

17.

Το PD ενός ανοίγματος είναι τουλάχιστον 0,03 %.

18.

Για τους οφειλέτες που αθέτησαν, ή εάν υιοθετείται μια αντιμετώπιση ανά πιστωτική υποχρέωση για τα ανοίγματα σε αθέτηση, το PD είναι 100 %.

19.

Για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, το PD ορίζεται ίσο με τις εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του PD.

20.

Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να αναγνωρίζεται ως επιλέξιμη με προσαρμογή του PD, με την επιφύλαξη της παραγράφου 22. Για τον κίνδυνο απομείωσης, εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις των LGD, υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης με τα άρθρα 90 έως 93· για το σκοπό όμως αυτό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους και άλλους παρόχους μη χρηματοδοτούμενης προστασίας πέραν των αναφερόμενων στο Παράρτημα VIII, Μέρος 1.

2.2   Ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD)

21.

Τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD, με την επιφύλαξη των ελάχιστων απαιτήσεων του Μέρους 4 και της έγκρισης των αρμόδιων αρχών. Για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων εφαρμόζεται LGD 75 %. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του LGD.

22.

Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να αναγνωρίζεται ως επιλέξιμη με προσαρμογή των εκτιμήσεων του PD ή του LGD, με την επιφύλαξη των ελάχιστων απαιτήσεων του Μέρους 4, παράγραφοι 99 έως 104 και της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, για την κάλυψη μεμονωμένου ανοίγματος ή ομάδας ανοιγμάτων. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εφαρμόζει σε εγγυημένα ανοίγματα προσαρμοσμένο PD ή LGD τέτοιο ώστε ο προσαρμοσμένος συντελεστής στάθμισης να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή.

23.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 22, για τους σκοπούς του Μέρους 1, παράγραφος 11, η τιμή του LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας ισούται με την τιμή του LGD που αντιστοιχεί είτε σε μια μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του εγγυητή, είτε στη μη αντισταθμισμένη πιστωτική διευκόλυνση υπέρ του οφειλέτη, ανάλογα με το εάν από τις διαθέσιμες πληροφορίες και από τη διάρθρωση της εγγύησης προκύπτει ότι, σε περίπτωση αθέτησης τόσο του εγγυητή όσο και του οφειλέτη στη διάρκεια της αντισταθμισμένης συναλλαγής, το ανακτώμενο ποσό θα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση του εγγυητή ή του οφειλέτη, αντίστοιχα.

3.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΜΕΤΟΧΕΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟ PD/LGD

3.1   Πιθανότητα αθέτησης (PD)

24.

Το PD προσδιορίζεται με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων.

Εφαρμόζονται τα ακόλουθα ελάχιστα PD:

α)

0,09 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η επένδυση αποτελεί μέρος μακροχρόνιας σχέσης με τον πελάτη·

β)

0,09 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η απόδοση της επένδυσης βασίζεται σε τακτικές και περιοδικές χρηματορροές που δεν προέρχονται από υπεραξίες κεφαλαίου·

γ)

0,40 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, περιλαμβανομένων των άλλων αρνητικών θέσεων του Μέρους 1, παράγραφος 20· και

δ)

1,25 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές, περιλαμβανομένων των άλλων αρνητικών θέσεων του Μέρους 1, παράγραφος 20.

3.2   Ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD)

25.

Στα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια μπορεί να εφαρμόζεται LGD 65 %.

26.

Σε όλα τα άλλα ανοίγματα εφαρμόζεται LGD 90 %.

3.3   Ληκτότητα (Μ)

27.

Το Μ είναι 5 έτη για όλα τα ανοίγματα.

ΜΕΡΟΣ 3

Αξία ανοίγματος

1.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ, ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ

1.

Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά, η αξία ανοίγματος των ανοιγμάτων εντός ισολογισμού μετράται προ προσαρμογών αξίας. Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται επίσης σε στοιχεία ενεργητικού που αποκτήθηκαν σε τιμή διαφορετική από το οφειλόμενο ποσό. Για τα αποκτηθέντα στοιχεία ενεργητικού, η διαφορά μεταξύ του οφειλόμενου ποσού και της καθαρής αξίας που εγγράφεται στον ισολογισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων καταχωρείται ως μείωση αξίας εάν το οφειλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο και ως αύξηση αξίας εάν είναι μικρότερο.

2.

Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού για τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93.

3.

Για το συμψηφισμό δανείων και καταθέσεων εντός ισολογισμού, τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος με τις μεθόδους των άρθρων 90 έως 93.

4.

Η αξία ανοίγματος των χρηματοδοτικών μισθώσεων είναι η παρούσα αξία των ελάχιστων μισθωμάτων τους.

Ελάχιστα μισθώματα είναι οι πληρωμές καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης που ο μισθωτής καλείται ή μπορεί να κληθεί να πραγματοποιήσει και κάθε δικαίωμα έκπτωσης (δηλ. δικαίωμα του οποίου η άσκηση είναι λογικώς βέβαιη). Κάθε εγγυημένη υπολειμματική αξία, πληρούσα τις προϋποθέσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 1, παράγραφοι 26 έως 28 περί επιλεξιμότητας παρόχων προστασίας καθώς και τις ελάχιστες προϋποθέσεις αναγνώρισης άλλων τύπων εγγυήσεων που ορίζονται στο Παράρτημα VIII, Μέρος 2, παράγραφοι 14 έως και 19, θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνεται στα ελάχιστα μισθώματα.

5.

Για κάθε στοιχείο του Παραρτήματος IV, η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται βάσει των μεθόδων του Παραρτήματος ΙΙΙ.

6.

Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η αξία ανοίγματος είναι το ανεξόφλητο υπόλοιπο μείον την κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο απομείωσης αξίας πριν τη μείωση πιστωτικού κινδύνου.

7.

Για ανοίγματα με μορφή τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων που πωλούνται, κατατίθενται ή δίνονται σε δανεισμό σε συναλλαγές επαναγοράς ή σε συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού και πράξεις δανεισμού περιθωρίου, η αξία ανοίγματος είναι η αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 74. Εάν χρησιμοποιείται η αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του Παραρτήματος VIII, Μέρος 3, η αξία ανοίγματος προσαυξάνεται με την προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για αυτούς τους τίτλους ή εμπορεύματα σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα. Η αξία ανοίγματος των συναλλαγών επαναγοράς, των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, των συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού και των πράξεων δανεισμού περιθωρίου μπορεί να προσδιορίζεται είτε σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ είτε σύμφωνα με το Παράρτημα VIII, Μέρος 3, παράγραφοι 12 έως 21.

8.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, η αξία ανοίγματος των εκκρεμών ανοιγμάτων σε πιστωτικούς κινδύνους, όπως καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές, με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο καθορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα III, Τμήμα 2, παράγραφος 6, υπό την προϋπόθεση ότι τα ανοίγματα σε πιστωτικούς κινδύνους αντισυμβαλλόμενου του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου με όλους τους συμμετέχοντες στις συμφωνίες του είναι πλήρως εξασφαλισμένα σε καθημερινή βάση.

9.

Για τα ακόλουθα στοιχεία, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως το ποσό δέσμευσης που δεν έχει εκταμιευθεί πολλαπλασιασμένο με ένα συντελεστή μετατροπής.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τους ακόλουθους συντελεστές μετατροπής:

α)

για τα πιστωτικά όρια χωρίς δέσμευση που είναι ακυρώσιμα άνευ όρων ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, ή παρέχουν στο πιστωτικό ίδρυμα πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας ενός οφειλέτη, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0 %. Όταν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 %, τα πιστωτικά ιδρύματα παρακολουθούν ενεργά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του οφειλέτη και διαθέτουν εσωτερικά συστήματα ελέγχου που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν αμέσως κάθε επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη. Τα μη εκταμιευθέντα πιστωτικά όρια σε πελάτες λιανικής θεωρούνται ακυρώσιμα άνευ όρων εάν οι όροι τους επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να τα ακυρώσει πλήρως στο βαθμό που επιτρέπεται από τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και τις συναφείς διατάξεις·

β)

για τις βραχυπρόθεσμες πιστωτικές επιστολές που συνδέονται με κινήσεις αγαθών, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20 % τόσο από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει όσο και από εκείνο που επιβεβαιώνει την πιστωτική επιστολή·

γ)

για μη εκταμιευθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις ανανεούμενων εισπρακτέων απαιτήσεων που είναι ακυρώσιμες άνευ όρων ή παρέχουν στο πιστωτικό ίδρυμα πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0 %. Όταν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 %, τα πιστωτικά ιδρύματα παρακολουθούν ενεργά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του οφειλέτη και διαθέτουν εσωτερικά συστήματα ελέγχου που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν αμέσως κάθε επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη·

δ)

για τα άλλα πιστωτικά όρια, τις διευκολύνσεις έκδοσης βραχυπρόθεσμων γραμματίων (NIFs) και τις ανακυκλούμενες διευκολύνσεις αναδοχής (RUFs), εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 75 %· και

ε)

τα πιστωτικά ιδρύματα που πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων συντελεστών μετατροπής σύμφωνα με το Μέρος 4, μπορούν να εφαρμόζουν τις εσωτερικές τους εκτιμήσεις σε διάφορα είδη προϊόντων, όπως αναφέρεται στα στοιχεία α), β), γ) και δ) ανωτέρω, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών.

10.

Εάν η πιστωτική διευκόλυνση αφορά την επέκταση άλλης πιστωτικής διευκόλυνσης, εφαρμόζεται ο μικρότερος από τους δύο συντελεστές μετατροπής που συνδέονται με τις μεμονωμένες πιστωτικές διευκολύνσεις.

11.

Για όλα τα άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού πλην εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 9, η αξία ανοίγματος αντιστοιχεί στο εξής ποσοστό της αξίας τους:

100 % αν πρόκειται για στοιχείο πλήρους κινδύνου,

50 % αν πρόκειται για στοιχείο μέσου κινδύνου,

20 % αν πρόκειται για στοιχείο μέσου/χαμηλού κινδύνου, και

0 % αν πρόκειται για στοιχείο χαμηλού κινδύνου.

Για τον σκοπό της παρούσας παραγράφου, η απόδοση βαθμίδων κινδύνου στα εκτός ισολογισμού στοιχεία γίνεται σύμφωνα με το Παράρτημα II.

2.   ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΜΕΤΟΧΕΣ

12.

Η αξία ανοίγματος είναι η αξία που καταχωρείται στις οικονομικές καταστάσεις. Γίνονται δεκτές οι ακόλουθες μετρήσεις:

α)

για τις επενδύσεις που αποτιμώνται στην εύλογη αξία και των οποίων οι μεταβολές αξίας λαμβάνονται άμεσα υπόψη στα αποτελέσματα και, στη συνέχεια, στα ίδια κεφάλαια, η αξία ανοίγματος είναι η εύλογη αξία που καταχωρείται στον ισολογισμό·

β)

για τις επενδύσεις που αποτιμώνται στην εύλογη αξία και των οποίων οι μεταβολές αξίας δεν λαμβάνονται άμεσα υπόψη στα αποτελέσματα αλλά σε προσαρμοσμένη για φορολογικούς σκοπούς χωριστή συνιστώσα των ιδίων κεφαλαίων, η αξία ανοίγματος είναι η εύλογη αξία που καταχωρείται στον ισολογισμό· και

γ)

για τις επενδύσεις που αποτιμώνται στην τιμή κτήσης ή στη χαμηλότερη μεταξύ τιμής κτήσης και αγοραίας τιμής, η αξία ανοίγματος είναι η τιμή κτήσης ή η τρέχουσα αξία που καταχωρείται στον ισολογισμό.

3.   ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΕΡΗΓΗΤΙΚΟΥ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

13.

Η αξία ανοίγματος των στοιχείων ενεργητικού που δεν είναι πιστωτικές υποχρεώσεις είναι η αξία που καταχωρείται στις οικονομικές καταστάσεις.

ΜΕΡΟΣ 4

Ελάχιστες απαιτήσεις για την εφαρμογή της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων

1.   ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗΣ

1.

Ως «σύστημα διαβάθμισης» νοείται το σύνολο των μεθόδων, διαδικασιών, ελέγχων, συστημάτων συλλογής δεδομένων και πληροφοριακών συστημάτων που υποστηρίζουν την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες κινδύνου ή σε ομάδες με ομοειδή χαρακτηριστικά κινδύνου (δηλαδή τη διαβάθμισή τους) και την ποσοτική εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης και της ζημίας για δεδομένο είδος ανοίγματος.

2.

Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί πολλά συστήματα διαβάθμισης, τα κριτήρια υπαγωγής ενός οφειλέτη ή μιας συναλλαγής σε συγκεκριμένο σύστημα διαβάθμισης τεκμηριώνονται γραπτώς και εφαρμόζονται με τρόπο που αντικατοπτρίζει επαρκώς το επίπεδο του αναλαμβανόμενου κινδύνου.

3.

Τα κριτήρια και οι διαδικασίες ταξινόμησης σε βαθμίδες ή ομάδες επανεξετάζονται περιοδικά προκειμένου να εξακριβωθεί εάν εξακολουθούν να είναι κατάλληλα για το τρέχον χαρτοφυλάκιο και τις εξωτερικές συνθήκες.

1.1   Διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης

4.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί άμεσες εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου, οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να θεωρούνται ως το αποτέλεσμα μιας ταξινόμησης στις βαθμίδες μιας συνεχούς κλίμακας διαβάθμισης.

1.1.1   Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

5.

Το σύστημα διαβάθμισης λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου του οφειλέτη και της συναλλαγής.

6.

Το σύστημα διαβάθμισης έχει κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης της υποχρέωσης του οφειλέτη. Η κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών περιλαμβάνει τουλάχιστον 7 βαθμίδες για τους οφειλέτες που δεν αθέτησαν και μία βαθμίδα για τους οφειλέτες που αθέτησαν.

7.

Ως «βαθμίδα οφειλέτη» νοείται μια κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι οφειλέτες ταξινομούνται με βάση ένα σύνολο προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται για τη εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη σχέση μεταξύ βαθμίδων οφειλέτη από την άποψη του επιπέδου κινδύνου αθέτησης που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό αυτού του επιπέδου.

8.

Τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων τα χαρτοφυλάκια είναι συγκεντρωμένα σε δεδομένο τμήμα αγοράς και εύρος κινδύνου αθέτησης διαθέτουν επαρκή αριθμό βαθμίδων οφειλέτη εντός του εύρους αυτού ώστε να αποφεύγουν την υπερβολική συγκέντρωση οφειλετών σε δεδομένη βαθμίδα. Σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα θα δικαιολογούνται με πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η βαθμίδα αυτή καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος πιθανοτήτων αθέτησης και ότι ο κίνδυνος αθέτησης που αντιπροσωπεύουν όλοι οι οφειλέτες της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους πιθανοτήτων.

9.

Για να είναι αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές η χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων του LGD για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το σύστημα διαβάθμισης περιλαμβάνει χωριστή κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής που σχετίζονται με την ποσοστιαία ζημία ως ποσοστό του ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης.

10.

Ως «βαθμίδα πιστοδότησης» νοείται μια κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι πιστοδοτήσεις ταξινομούνται με βάση ένα σύνολο προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται για την εσωτερική εκτίμηση του LGD. Ο ορισμός της βαθμίδας περιλαμβάνει περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τα ανοίγματα ταξινομούνται σε δεδομένη βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τη διάκριση των επιπέδων κινδύνου των διαφόρων βαθμίδων.

11.

Σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα πιστοδότησης δικαιολογούνται εάν υπάρχουν πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η βαθμίδα αυτή καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος τιμών του LGD και ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν όλα τα ανοίγματα της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους τιμών.

12.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις μεθόδους του Μέρους 1, παράγραφος 6 για τον καθορισμό συντελεστών στάθμισης για τα ανοίγματα από ειδικό δανεισμό απαλλάσσονται από την απαίτηση να διαθέτουν κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων των οφειλετών για τα ανοίγματα αυτά. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 6, τα ιδρύματα αυτά χρησιμοποιούν για τα ανοίγματα αυτά τουλάχιστον 4 βαθμίδες για τους οφειλέτες που δεν αθέτησαν και τουλάχιστον μία βαθμίδα για τους οφειλέτες που αθέτησαν.

1.1.2   Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

13.

Τα συστήματα διαβάθμισης πρέπει να αντικατοπτρίζουν τόσο τον κίνδυνο του οφειλέτη όσο και τον κίνδυνο της συναλλαγής και να λαμβάνουν υπόψη όλα τα κατάλληλα χαρακτηριστικά του οφειλέτη και της συναλλαγής.

14.

Ο βαθμός διαφοροποίησης των κινδύνων εξασφαλίζει ότι ο αριθμός των ανοιγμάτων σε δεδομένη βαθμίδα ή ομάδα με ομοειδή χαρακτηριστικά είναι επαρκής για να είναι δυνατή μια ουσιαστική ποσοτικοποίηση και επικύρωση των χαρακτηριστικών ζημίας αυτής της βαθμίδας ή ομάδας. Η ταξινόμηση των ανοιγμάτων και των οφειλετών σε βαθμίδες ή ομάδες είναι τέτοια ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση.

15.

Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν ότι η διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες επιτρέπει μια ουσιαστική διαφοροποίηση των κινδύνων, την ομαδοποίηση ανοιγμάτων με επαρκώς ομοιογενή χαρακτηριστικά και μια ακριβή και συνεπή εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας στο επίπεδο κάθε βαθμίδας ή ομάδας. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η ομαδοποίηση αντικατοπτρίζει τις πρακτικές αναδοχής των πωλητών και την ανομοιογένεια των πελατών τους.

16.

Κατά την ταξινόμηση των ανοιγμάτων τους σε βαθμίδες ή ομάδες, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου.

α)

Χαρακτηριστικά κινδύνου του οφειλέτη.

β)

Τα χαρακτηριστικά κινδύνου της συναλλαγής περιλαμβανομένου του είδους του προϊόντος ή της εξασφάλισης, ή αμφοτέρων. Τα πιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν χωριστά τις περιπτώσεις στις οποίες περισσότερα ανοίγματα καλύπτονται από την ίδια εξασφάλιση· και

γ)

Οι καθυστερήσεις, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι δεν αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για το σχετικό άνοιγμα.

1.2   Η ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες

17.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει ειδικούς ορισμούς, διαδικασίες και κριτήρια για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων του στις βαθμίδες ή ομάδες ενός συστήματος διαβάθμισης.

α)

Οι ορισμοί των βαθμίδων ή ομάδων και τα κριτήρια ταξινόμησης σε αυτές είναι επαρκώς λεπτομερείς ώστε να επιτρέπουν στους υπεύθυνους για τις διαβαθμίσεις να κατατάσσουν με συνέπεια τους οφειλέτες ή τις πιστοδοτήσεις με παρόμοιο κίνδυνο στην ίδια βαθμίδα ή ομάδα, όποιες και εάν είναι οι σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, αρμόδιες υπηρεσίες ή γεωγραφικοί τόποι.

β)

Η γραπτή τεκμηρίωση της διαδικασίας διαβάθμισης επιτρέπει στους τρίτους να κατανοούν τον τρόπο ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, να αναπαράγουν την ταξινόμηση αυτή και να αξιολογούν την καταλληλότητα της ταξινόμησης σε δεδομένη βαθμίδα ή ομάδα· και

γ)

Τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια πρέπει επίσης να είναι συνεπή με τα πιστοδοτικά πρότυπα του πιστωτικού ιδρύματος και με τις πολιτικές του για τη διαχείριση των προβληματικών οφειλετών και πιστοδοτήσεων.

18.

Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την ταξινόμηση των οφειλετών και των πιστοδοτήσεων του σε βαθμίδες ή ομάδες. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι επίκαιρες και να επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να προβλέπει τη μελλοντική συμπεριφορά του ανοίγματος. Όσο λιγότερες πληροφορίες διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα, τόσο πιο συντηρητική πρέπει να είναι η ταξινόμηση των ανοιγμάτων του σε βαθμίδες ή ομάδες οφειλετών και πιστοδοτήσεων. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί μια εξωτερική διαβάθμιση ως τον κυριότερο παράγοντα προσδιορισμού μιας εσωτερικής ταξινόμησης, πρέπει να εξασφαλίζει ότι λαμβάνει υπόψη και άλλες κατάλληλες πληροφορίες.

1.3   Ταξινόμηση των ανοιγμάτων

1.3.1   Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

19.

Κάθε οφειλέτης κατατάσσεται σε μία βαθμίδα οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης.

20.

Για τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής, κάθε άνοιγμα κατατάσσεται επίσης σε μία βαθμίδα πιστοδότησης στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης.

21.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις μεθόδους του Μέρους 1, παράγραφος 6 για τον καθορισμό των συντελεστών στάθμισης για ανοίγματα από ειδικό δανεισμό ταξινομούν καθένα από τα ανοίγματα αυτά σε μία βαθμίδα σύμφωνα με την παράγραφο 12.

22.

Κάθε χωριστή οντότητα έναντι της οποίας έχει άνοιγμα το πιστωτικό ίδρυμα διαβαθμίζεται χωριστά. Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι εφαρμόζει αποδεκτές πολιτικές για την αντιμετώπιση των μεμονωμένων οφειλετών-πελατών και των ομάδων συνδεδεμένων πελατών.

23.

Χωριστά ανοίγματα έναντι του ιδίου οφειλέτη κατατάσσονται στην ίδια βαθμίδα οφειλέτη, ανεξάρτητα από τις τυχόν διαφορές μεταξύ των σχετικών συναλλαγών. Κατ' εξαίρεση, στις ακόλουθες περιπτώσεις επιτρέπεται η ταξινόμηση χωριστών ανοιγμάτων έναντι του ιδίου οφειλέτη σε περισσότερες της μιας βαθμίδες:

α)

όταν υπάρχει κίνδυνος μεταφοράς σε άλλη χώρα, ανάλογα με το εάν τα ανοίγματα είναι εκφρασμένα σε τοπικό ή σε ξένο νόμισμα·

β)

όταν οι εγγυήσεις που συνδέονται με ένα άνοιγμα μπορούν να αναγνωρίζονται με προσαρμογή της ταξινόμησης σε βαθμίδα οφειλέτη· και

γ)

όταν η νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή και περί τραπεζικού απορρήτου ή άλλη νομοθεσία απαγορεύουν την ανταλλαγή δεδομένων που αφορούν τον πελάτη.

1.3.2   Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

24.

Κάθε άνοιγμα κατατάσσεται σε μία βαθμίδα οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης.

1.3.3   Υπερβάσεις των αποτελεσμάτων της ταξινόμησης

25.

Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις περιπτώσεις στις οποίες η ανθρώπινη κρίση μπορεί να αγνοήσει τις εισαγόμενες παραμέτρους και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ταξινόμησης σε βαθμίδες και ομάδες, καθώς και το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την έγκριση αυτών των παρεκκλίσεων. Καταγράφουν όλες τις παρεκκλίσεις και το υπεύθυνο προσωπικό. Αναλύουν τις συμπεριφορές των ανοιγμάτων των οποίων οι ταξινομήσεις τροποποιήθηκαν. Η ανάλυση περιλαμβάνει την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των ανοιγμάτων των οποίων η διαβάθμιση δεν λήφθηκε υπόψη από συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη για όλο το αρμόδιο προσωπικό.

1.4   Αρτιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης

1.4.1   Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

26.

Οι ταξινομήσεις και οι περιοδικές αναθεωρήσεις τους πραγματοποιούνται ή εγκρίνονται από ανεξάρτητο τρίτο που δεν επωφελείται άμεσα από την απόφαση χορήγησης της πίστωσης.

27.

Τα πιστωτικά ιδρύματα επικαιροποιούν τις ταξινομήσεις τους τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Οι οφειλέτες με υψηλό κίνδυνο και τα προβληματικά ανοίγματα αποτελούν αντικείμενο συχνότερων αναθεωρήσεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα πραγματοποιούν νέα ταξινόμηση εάν καθίστανται διαθέσιμες νέες σημαντικές πληροφορίες για τον οφειλέτη ή το άνοιγμα.

28.

Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει αποτελεσματική διαδικασία συγκέντρωσης και επικαιροποίησης των κατάλληλων πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά των οφειλετών τα οποία έχουν επίπτωση στην πιθανότητα αθέτησης, καθώς και για τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών τα οποία επηρεάζουν την ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD) και/ή τους συντελεστές μετατροπής.

1.4.2   Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

29.

Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, το πιστωτικό ίδρυμα επικαιροποιεί τις ταξινομήσεις των οφειλετών και των πιστοδοτήσεων ή επανεξετάζει, κατά περίπτωση, τα χαρακτηριστικά ζημίας και την κατάσταση καθυστερήσεων για κάθε ομάδα κινδύνου. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, το πιστωτικό ίδρυμα επανεξετάζει, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος, την κατάσταση των μεμονωμένων ανοιγμάτων σε κάθε ομάδα προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα ανοίγματα εξακολουθούν να είναι ταξινομημένα στην κατάλληλη ομάδα.

1.5   Χρήση υποδειγμάτων

30.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα και άλλες αυτοματοποιημένες μεθόδους για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες οφειλετών ή πιστοδοτήσεων:

α)

αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι το υπόδειγμα έχει καλή προβλεπτική ικανότητα και ότι η χρήση του δεν οδηγεί σε στρεβλώσεις των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι μεταβλητές που εισάγονται στο υπόδειγμα πρέπει να αποτελούν μια εύλογη και αποτελεσματική βάση για τις προβλέψεις του. Το υπόδειγμα δεν πρέπει να έχει σημαντικές μεροληψίες·

β)

διαθέτει διαδικασία για την εξακρίβωση των δεδομένων που εισάγονται στο υπόδειγμα, η οποία περιλαμβάνει τον έλεγχο της ακρίβειας, της πληρότητας και της καταλληλότητας των δεδομένων·

γ)

αποδεικνύει ότι τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για το σχεδιασμό του υποδείγματος είναι αντιπροσωπευτικά του συνόλου των πραγματικών οφειλετών ή ανοιγμάτων του·

δ)

διαθέτει τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει τον έλεγχο των επιδόσεων και της σταθερότητάς του, την αναθεώρηση των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των προβλέψεών του με τα πραγματικά αποτελέσματα· και

ε)

συμπληρώνει το στατιστικό υπόδειγμα με την ανθρώπινη κρίση και εποπτεία προκειμένου να ελέγξει τις ταξινομήσεις που γίνονται με το υπόδειγμα και να διασφαλίσει ότι αυτό χρησιμοποιείται ορθά. Διαδικασίες επανεξέτασης επιτρέπουν τον εντοπισμό και τον περιορισμό των σφαλμάτων που σχετίζονται με τις αδυναμίες του υποδείγματος. Η ανθρώπινη κρίση λαμβάνει υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που δεν συλλαμβάνονται από το υπόδειγμα. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη κρίση πρέπει να συνδυάζεται με τα αποτελέσματα του υποδείγματος.

1.6   Έγγραφη τεκμηρίωση των συστημάτων διαβάθμισης

31.

Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των συστημάτων διαβάθμισής τους. Η γραπτή τεκμηρίωση πιστοποιεί τη συμμόρφωση με τις ελάχιστες απαιτήσεις του παρόντος Μέρους και εξετάζει θέματα όπως η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων, τα κριτήρια διαβάθμισης, οι ευθύνες των μερών που είναι επιφορτισμένα με τη διαβάθμιση των οφειλετών και των ανοιγμάτων, η συχνότητα αναθεώρησης των ταξινομήσεων και η εποπτεία της διαδικασίας διαβάθμισης από τη διοίκηση.

32.

Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τους λόγους και τις αναλύσεις που το οδήγησαν στην επιλογή των κριτηρίων διαβάθμισης. Καταγράφει όλες τις σημαντικές μεταβολές στη διαδικασία διαβάθμισης κατά κίνδυνο με τρόπο που επιτρέπει τον εντοπισμό των μεταβολών που πραγματοποιήθηκαν μετά τον τελευταίο έλεγχο των αρμόδιων αρχών. Τεκμηριώνει επίσης γραπτώς την οργάνωση της διαδικασίας διαβάθμισης και τη διάρθρωση των εσωτερικών ελέγχων.

33.

Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τους ειδικούς ορισμούς της αθέτησης υποχρεώσεων και της ζημίας που χρησιμοποιούν εσωτερικά και καταδεικνύουν τη συνέπεια των ορισμών αυτών με εκείνους της παρούσας οδηγίας.

34.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα στη διαδικασία διαβάθμισης, τεκμηριώνει γραπτώς τις μεθοδολογίες τους. Η τεκμηρίωση αυτή:

α)

περιγράφει λεπτομερώς τη θεωρία, τις παραδοχές και/ή τη μαθηματική και εμπειρική βάση της αντιστοίχισης των εκτιμήσεων με συγκεκριμένες βαθμίδες, μεμονωμένους οφειλέτες, ανοίγματα ή ομάδες κινδύνου, καθώς και τις πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του υποδείγματος·

β)

εφαρμόζει αυστηρή στατιστική διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος (η οποία περιλαμβάνει δοκιμές επιδόσεων εκτός χρόνου και εκτός δείγματος)· και

γ)

αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

35.

Η χρήση υποδείγματος που έχει πωλήσει τρίτος ο οποίος διεκδικεί αποκλειστικό δικαίωμα επί της τεχνολογίας του δεν δικαιολογεί απαλλαγή από την υποχρέωση έγγραφης τεκμηρίωσης ή από οποιαδήποτε άλλη απαίτηση σχετική με τα συστήματα διαβάθμισης. Το βάρος της απόδειξης έναντι των αρμόδιων αρχών φέρει το πιστωτικό ίδρυμα.

1.7   Διαχείριση των δεδομένων

36.

Τα πιστωτικά ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν δεδομένα σχετικά με ορισμένες πτυχές των εσωτερικών τους διαβαθμίσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 145 έως 149.

1.7.1   Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

37.

Τα πιστωτικά ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:

α)

τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των οφειλετών και των αποδεκτών εγγυητών·

β)

τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων·

γ)

τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις·

δ)

τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για κάθε διαβάθμιση·

ε)

την ταυτότητα των οφειλετών που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση·

στ)

τις ημερομηνίες και περιστάσεις των αθετήσεων· και

ζ)

τα δεδομένα για την πιθανότητα αθέτησης και το πραγματικό ποσοστό αθέτησης για κάθε βαθμίδα διαβάθμισης και για κάθε μεταβολή διαβάθμισης.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής συλλέγουν και αποθηκεύουν δεδομένα για τις συγκρίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών του LGD και των τιμών του Μέρους 2, σημείο 8 και για τις συγκρίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών των συντελεστών μετατροπής και των τιμών του Μέρους 3, παράγραφος 9.

38.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής συλλέγουν και αποθηκεύουν:

α)

τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για τις εκτιμήσεις των LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε κλίμακα διαβάθμισης·

β)

τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων και των εκτιμήσεων·

γ)

τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για την εκτίμηση των LGD και των συντελεστών μετατροπής·

δ)

τα πρόσωπα που διαβάθμισαν την πιστοδότηση και τα πρόσωπα που εκτίμησαν τα LGD και τους συντελεστές μετατροπής·

ε)

τα δεδομένα για τις εκτιμηθείσες και τις πραγματικές τιμές των LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση·

στ)

τα δεδομένα για τα LGD του ανοίγματος πριν και μετά την αξιολόγηση της επίπτωσης μιας εγγύηση ή ενός πιστωτικού παράγωγου, για τα ιδρύματα τα οποία λαμβάνουν υπόψη στον υπολογισμό των LGD τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου που επιτυγχάνεται με εγγυήσεις ή πιστωτικά παράγωγα· και

ζ)

τα δεδομένα για τις συνιστώσες της ζημίας για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση.

1.7.2   Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

39.

Τα πιστωτικά ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:

α)

τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες·

β)

τα δεδομένα για τις εκτιμήσεις των PD, των LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε βαθμίδα ή ομάδα·

γ)

την ταυτότητα των οφειλετών που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση·

δ)

για τα ανοίγματα σε αθέτηση, τα δεδομένα για τη βαθμίδα ή την ομάδα στην οποία το άνοιγμα είχε ταξινομηθεί κατά το έτος πριν την αθέτηση και για τις πραγματικές τιμές των LGD και των συντελεστών μετατροπής· και

ε)

τα δεδομένα για τα ποσοστά ζημίας για τις αποδεκτές ανακυκλούμενες πιστώσεις λιανικής τραπεζικής.

1.8   Προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας

40.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει άρτιες διαδικασίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειάς του. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να εντοπίζει δυνητικά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές των οικονομικών συνθηκών που μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα ανοίγματα του και να αξιολογεί την ικανότητά του να αντιμετωπίσει τις μεταβολές αυτές.

41.

Το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί τακτικά προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για να αξιολογεί την επίπτωση ορισμένων ειδικών συνθηκών στη συνολική του κεφαλαιακή απαίτηση για πιστωτικό κίνδυνο. Η προσομοίωση που θα πραγματοποιηθεί επιλέγεται από το πιστωτικό ίδρυμα, υπό την εποπτική αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών. Πρέπει να είναι κατάλληλη και επαρκώς συντηρητική και να λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον την επίπτωση σεναρίων ήπιας οικονομικής ύφεσης. Το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί τη μεταβολή των διαβαθμίσεών του ως αποτέλεσμα των προσομοιώσεων σεναρίων ακραίων καταστάσεων. Τα χαρτοφυλάκια που υποβάλλονται σε προσομοίωση περιέχουν το μεγαλύτερο μέρος των ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος.

42.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο Μέρος 1, παράγραφος 4, λαμβάνουν υπόψη στο πλαίσιο των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων την επίπτωση μιας επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας των παρόχων πιστωτικής προστασίας και ιδίως την περίπτωση στην οποία αυτοί παύουν να πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας.

2.   ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

43.

Κατά τον προσδιορισμό των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

2.1   Ορισμός της αθέτησης

44.

Ένας οφειλέτης θεωρείται σε «αθέτηση» εάν έχει επέλθει ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα γεγονότα:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα εκτιμά ότι ο οφειλέτης δεν είναι πιθανό να εκπληρώσει πλήρως την πιστωτική του υποχρέωση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα προσφύγει σε μέτρα όπως η ρευστοποίηση της εξασφάλισης (εάν υπάρχει)·

β)

ο οφειλέτης είναι σε καθυστέρηση πληρωμών άνω των 90 ημερών σε οποιασδήποτε σημαντική πιστωτική υποχρέωση έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή των θυγατρικών του.

Για τις πιστωτικές διευκολύνσεις, η καθυστέρηση αρχίζει να τρέχει αμέσως μόλις ο οφειλέτης υπερβεί ένα εγκεκριμένο όριο, ειδοποιηθεί ότι διαθέτει όριο χαμηλότερο από το τρέχον υπόλοιπο ή πραγματοποιήσει ανάληψη ποσών χωρίς έγκριση και τα βασικά ποσά είναι σημαντικά.

Ως «εγκεκριμένο όριο» νοείται το όριο που έχει γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη.

Η καθυστέρηση για τις πιστωτικές κάρτες αρχίζει να τρέχει από τη λήξη της προθεσμίας εξόφλησης.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και των ανοιγμάτων έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τον αριθμό των ημερών καθυστέρησης σύμφωνα με την παράγραφο 48.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίσουν τον αριθμό των ημερών καθυστέρησης σύμφωνα με το άρθρο 154, παράγραφος 7.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εφαρμόσουν τον ορισμό της αθέτησης στο επίπεδο της πιστοδότησης.

Εν πάση περιπτώσει, τα καθυστερημένα ανοίγματα πρέπει να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές και που αντικατοπτρίζουν εύλογη στάθμη κινδύνου.

45.

Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής είναι ιδίως τα εξής:

α)

η πιστωτική υποχρέωση έχει χαρακτηριστεί από το πιστωτικό ίδρυμα ως μη εκτοκιζόμενη·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί προσαρμογή αξίας που δικαιολογείται από τη διαπίστωση σημαντικής επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης από το χρόνο της χορήγησής της·

γ)

το πιστωτικό ίδρυμα πωλεί την πιστωτική υποχρέωση με σημαντική οικονομική ζημία λόγω της επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης·

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα συναινεί στην επείγουσα αναδιάρθρωση της πιστωτικής υποχρέωσης, η οποία είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει στη μείωσή της λόγω διαγραφής ή αναδιάταξης σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου, των τόκων ή (κατά περίπτωση) των προμηθειών. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές που αποτιμώνται με τη μέθοδο PD/LGD, αυτό περιλαμβάνει την επείγουσα αναδιάρθρωση της ίδιας της μετοχικής θέσης·

ε)

το πιστωτικό ίδρυμα έχει ζητήσει την κήρυξη σε πτώχευση του οφειλέτη ή την εφαρμογή ανάλογου μέτρου ως προς την πιστωτική υποχρέωση του οφειλέτη έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του· και

στ)

ο οφειλέτης έχει ζητήσει να κηρυχθεί ή έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή τεθεί σε παρόμοιο καθεστώς προστασίας προκειμένου να αποφύγει ή να καθυστερήσει την αποπληρωμή πιστωτικής του υποχρέωσης έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του.

46.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα που δεν είναι συνεπή με τον ορισμό της αθέτησης, αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι έχουν πραγματοποιήσει κατάλληλες προσαρμογές για να επιτύχουν μια γενική ισοδυναμία με τον ορισμό της αθέτησης.

47.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα θεωρεί ότι πίστωση που ήταν προηγουμένως σε αθέτηση είναι εφεξής τέτοια ώστε να μην εφαρμόζεται πλέον καμία ρήτρα ενεργοποίησης της αθέτησης, διαβαθμίζει τον οφειλέτη ή την πιστοδότηση σαν να είναι άνοιγμα που δεν είναι σε αθέτηση. Σε περίπτωση μεταγενέστερης ενεργοποίησης του ορισμού της αθέτησης θα θεωρηθεί ότι έλαβε χώρα νέα αθέτηση.

48.

Για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής και ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους καθορίζουν τον ακριβή αριθμό ημερών καθυστέρησης που όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στη δικαιοδοσία τους πρέπει να τηρούν βάσει του ορισμού της αθέτησης της παραγράφου 44 για αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος μέλος. Ο αριθμός αυτός κυμαίνεται μεταξύ 90 και 180 ημερών και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το είδος του προϊόντος. Για ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν αριθμό ημερών καθυστέρησης που δεν υπερβαίνει εκείνον που έχουν καθορίσει οι αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους.

2.2   Γενικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις

49.

Οι εκτιμήσεις του πιστωτικού ιδρύματος για τις παραμέτρους κινδύνου PD, LGD, συντελεστής μετατροπής και EL λαμβάνουν υπόψη όλα τα κατάλληλα δεδομένα, πληροφορίες και μεθόδους. Υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά δεδομένα και τις εμπειρικές ενδείξεις, και δεν βασίζονται αποκλειστικά σε υποκειμενικές κρίσεις. Οι εκτιμήσεις είναι εύλογες και διαισθητικές και βασίζονται στους κυριότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των αντίστοιχων παραμέτρων κινδύνου. Όσο λιγότερα δεδομένα διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα, τόσο πιο συντηρητικές πρέπει να είναι οι εκτιμήσεις του.

50.

Το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέσει να παράσχει ιστορικό των ζημιών του κατανεμημένο σε συχνότητα αθέτησης, LGD, συντελεστή μετατροπής, ή ζημία εάν χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις του EL, ανάλογα με τους παράγοντες που θεωρεί καθοριστικούς για την εξέλιξη των διαφόρων παραμέτρων κινδύνου. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν ότι οι εκτιμήσεις τους είναι αντιπροσωπευτικές μιας μακροχρόνιας εμπειρίας.

51.

Λαμβάνεται υπόψη κάθε μεταβολή στις πιστοδοτικές πρακτικές ή στις διαδικασίες επανείσπραξης στις περιόδους παρατήρησης των παραγράφων 66, 71, 82, 86, 93 και 95. Οι εκτιμήσεις του πιστωτικού ιδρύματος λαμβάνουν επίσης υπόψη τις επιπτώσεις των τεχνικών εξελίξεων και των νέων δεδομένων ή άλλων πληροφοριών, καθώς αυτές καθίστανται διαθέσιμες. Τα πιστωτικά ιδρύματα αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους εάν λάβουν γνώση νέων πληροφοριών και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

52.

Ο πληθυσμός των ανοιγμάτων που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις, τα πιστοδοτικά πρότυπα εν ισχύ κατά τη διαμόρφωση των δεδομένων και τα άλλα κατάλληλα χαρακτηριστικά είναι συγκρίσιμα με εκείνα των ανοιγμάτων και προτύπων του πιστωτικού ιδρύματος. Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει επίσης ότι οι οικονομικές συνθήκες ή οι συνθήκες της αγοράς υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν τα δεδομένα είναι συμβατές με τις τρέχουσες και τις προβλεπόμενες συνθήκες. Ο αριθμός ανοιγμάτων στο δείγμα και η περίοδος αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση είναι επαρκείς για να έχει το πιστωτικό ίδρυμα εμπιστοσύνη στην ακρίβεια και ευρωστία των εκτιμήσεών του.

53.

Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι εκτιμήσεις λαμβάνουν υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα σχετικά με την ποιότητα των υποκείμενων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των σχετικών με παρόμοιες ομάδες ομοειδών απαιτήσεων δεδομένων που προέρχονται από τον πωλητή, από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, ή από εξωτερικές πηγές. Το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα εξακριβώνει κάθε δεδομένο που του παρέχει ο πωλητής εφόσον βασίζεται σε αυτό για τις εκτιμήσεις του.

54.

Το πιστωτικό ίδρυμα προσθέτει στις εκτιμήσεις του ένα περιθώριο ασφαλείας που συναρτάται με το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος της εκτίμησης. Εάν οι μέθοδοι και τα δεδομένα είναι λιγότερο ικανοποιητικά και το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος είναι μεγαλύτερο, το περιθώριο ασφαλείας είναι και αυτό μεγαλύτερο.

55.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης και για εσωτερικούς σκοπούς, τις τεκμηριώνει γραπτώς και αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές τον εύλογο χαρακτήρα τους.

56.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι στα δεδομένα που συλλέχθηκαν πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας έγιναν κατάλληλες προσαρμογές για να επιτευχθεί γενική ισοδυναμία με τους ορισμούς της αθέτησης ή της ζημίας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν κάποια ευελιξία στην εφαρμογή των απαιτούμενων προτύπων για τα δεδομένα.

57.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί δεδομένα που συγκεντρώνονται από κοινού από ομάδα πολλών πιστωτικών ιδρυμάτων, αποδεικνύει ότι:

α)

τα συστήματα διαβάθμισης και τα κριτήρια των άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων της ομάδας είναι παρόμοια με τα δικά του·

β)

η ομάδα πιστωτικών ιδρυμάτων είναι αντιπροσωπευτική του χαρτοφυλακίου για το οποίο χρησιμοποιούνται τα κοινά δεδομένα· και

γ)

τα κοινά δεδομένα χρησιμοποιούνται με διαχρονική συνέπεια από το πιστωτικό ίδρυμα για τις τακτικές εκτιμήσεις του.

58.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί δεδομένα που συγκεντρώνονται από κοινού από πολλά πιστωτικά ιδρύματα, παραμένει υπεύθυνο για την αρτιότητα των συστημάτων διαβάθμισής του. Αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι διαθέτει επαρκή εσωτερική γνώση των συστημάτων διαβάθμισής του, περιλαμβανομένης της πραγματικής ικανότητας παρακολούθησης και ελέγχου της διαδικασίας διαβάθμισης.

2.2.1   Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης (PD)

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

59.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν το PD ανά βαθμίδα οφειλέτη βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης.

60.

Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκτιμούν την αναμενόμενη ζημία (EL) ανά βαθμίδα οφειλέτη βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων πραγματικών ποσοστών αθέτησης.

61.

Εάν, για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τις μέσες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει μιας εκτίμησης του EL και μιας κατάλληλης εκτίμησης του PD ή του LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση του PD και του LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια του LGD που ορίζεται στην παράγραφο 73.

62.

Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τεχνικές εκτίμησης του PD χωρίς αναλυτική υποστήριξη. Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη σημασία της υποκειμενικής κρίσης κατά το συνδυασμό των αποτελεσμάτων των διαφόρων τεχνικών και τις προσαρμογές που γίνονται λόγω των περιορισμών των τεχνικών και των πληροφοριών.

63.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί για την εκτίμηση του PD δεδομένα από την εσωτερική εμπειρία αθέτησης, αποδεικνύει στην ανάλυσή του ότι οι εκτιμήσεις αντικατοπτρίζουν τα πρότυπα αναδοχής και όλες τις διαφορές μεταξύ του συστήματος διαβάθμισης από το οποίο απορρέουν τα δεδομένα και του τρέχοντος συστήματος διαβάθμισης. Εάν τα πρότυπα αναδοχής ή τα συστήματα διαβάθμισης έχουν τροποποιηθεί, το πιστωτικό ίδρυμα προσθέτει μεγαλύτερο περιθώριο ασφαλείας στις εσωτερικές εκτιμήσεις του PD.

64.

Στο βαθμό που το πιστωτικό ίδρυμα συσχετίζει ή αντιστοιχίζει τις εσωτερικές του βαθμίδες με την κλίμακα ενός ECAI ή παρόμοιου οργανισμού, και τους αποδίδει στη συνέχεια το ποσοστό αθέτησης των βαθμίδων της κλίμακας του εξωτερικού οργανισμού, η αντιστοίχιση πρέπει να βασίζεται σε μια σύγκριση των εσωτερικών κριτηρίων διαβάθμισης με τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού και σε μια σύγκριση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών διαβαθμίσεων για κάθε κοινό οφειλέτη. Το πιστωτικό ίδρυμα αποφεύγει κάθε μεροληψία ή ασυνέπεια στη μέθοδο αντιστοίχισης ή στα υποκείμενα δεδομένα. Τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού για τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στην ποσοτικοποίηση αντικατοπτρίζουν αποκλειστικά τον κίνδυνο αθέτησης και όχι τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής. Η ανάλυση του πιστωτικού ιδρύματος περιλαμβάνει σύγκριση των αντίστοιχων ορισμών της αθέτησης, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των παραγράφων 44 έως 48. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη βάση της αντιστοίχισης.

65.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα πρόβλεψης της αθέτησης, επιτρέπεται να εκτιμά τα PD ως τον απλό μέσο όρο των εκτιμήσεων των PD των μεμονωμένων οφειλετών δεδομένης βαθμίδας. Η χρησιμοποίηση από το πιστωτικό ίδρυμα υποδειγμάτων πρόβλεψης της πιθανότητας αθέτησης πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 30.

66.

Ανεξάρτητα από το εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων, ή συνδυασμό των τριών, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και για τη μέθοδο PD/LGD που εφαρμόζεται στα ανοίγματα σε μετοχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν τους έχει επιτραπεί να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGDs ή συντελεστών μετατροπής, να διαθέτουν, όταν εφαρμόζουν την προσέγγιση IRB, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Το διάστημα αυτό θα παρατείνεται κατά ένα χρόνο ετησίως, έως ότου υπάρξουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.

Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

67.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν το PD ανά βαθμίδα ή ομάδα οφειλετών βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης.

68.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 67, οι εκτιμήσεις του PD μπορούν επίσης να βασίζονται στις πραγματοποιηθείσες ζημίες και σε κατάλληλες εκτιμήσεις των LGD.

69.

Τα πιστωτικά ιδρύματα θεωρούν ότι τα εσωτερικά δεδομένα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες αποτελούν την πρωταρχική πηγή πληροφοριών για την εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα (περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές) ή στατιστικά υποδείγματα για τους σκοπούς της ποσοτικοποίησης, με την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη στενής σύνδεσης μεταξύ:

α)

της διαδικασίας που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες και της διαδικασίας που χρησιμοποιεί η εξωτερική πηγή δεδομένων· και

β)

του εσωτερικού προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος και της σύνθεσης των εξωτερικών δεδομένων.

Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν όλες τις πηγές κατάλληλων δεδομένων ως σημεία σύγκρισης.

70.

Εάν, για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τις μακροπρόθεσμες μέσες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει μιας εκτίμησης των συνολικών ζημιών και μιας κατάλληλης εκτίμησης του PD ή του LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση του PD και του LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια του LGD που ορίζεται στην παράγραφο 73.

71.

Ανεξάρτητα από το εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί, για τις εσωτερικές εκτιμήσεις των χαρακτηριστικών ζημίας, εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων ή συνδυασμό των τριών, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μην αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB, να διαθέτουν αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Το διάστημα αυτό θα παρατείνεται κατά ένα χρόνο ετησίως, έως ότου υπάρξουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.

72.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εντοπίζουν και αναλύουν τις αναμενόμενες μεταβολές των παραμέτρων κινδύνου στη διάρκεια ζωής των ανοιγμάτων (εποχικές διακυμάνσεις).

2.2.2   Ειδικές απαιτήσεις για τις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD

73.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν το LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση τον μέσο όρο των πραγματικών τιμών του LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων (σταθμισμένος μέσος όρος αθετήσεων).

74.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν εκτιμήσεις του LGD που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά μια σταθερού επιπέδου πραγματική τιμή του LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα πιστωτικά ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής επιβράδυνσης στα ίδια κεφάλαιά τους.

75.

Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη το βαθμό ενδεχόμενης εξάρτησης μεταξύ του κινδύνου του οφειλέτη και του κινδύνου της εξασφάλισης ή του παρόχου της εξασφάλισης Οι περιπτώσεις υψηλού βαθμού εξάρτησης αντιμετωπίζονται συντηρητικά.

76.

Οι αναντιστοιχίες νομισμάτων μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της εξασφάλισης αντιμετωπίζεται συντηρητικά από τα πιστωτικά ιδρύματα στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD.

77.

Στο βαθμό που λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης, οι εκτιμήσεις του LGD δεν βασίζονται αποκλειστικά στην εκτιμώμενη αγοραία αξία της εξασφάλισης. Οι εκτιμήσεις του LGD λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση ενδεχόμενης αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να αποκτήσει ταχέως τον έλεγχο της εξασφάλισης και να την ρευστοποιήσει.

78.

Εάν οι εκτιμήσεις του LGD συνυπολογίζουν την ύπαρξη εξασφαλίσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να καθορίσουν εσωτερικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των εξασφαλίσεων, για τη νομική βεβαιότητα και για τη διαχείριση των κινδύνων, που εν γένει πρέπει να αντιστοιχούν προς εκείνες του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2.

79.

Στο βαθμό που το πιστωτικό ίδρυμα αναγνωρίζει τις εξασφαλίσεις κατά τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ, Μέρος 5 ή 6, δεν λαμβάνει υπόψη στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD κανένα ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί από τις εξασφαλίσεις.

80.

Στην ειδική περίπτωση των ανοιγμάτων που είναι ήδη σε αθέτηση, το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί το άθροισμα της καλύτερης εσωτερικής εκτίμησης της αναμενόμενης ζημίας για κάθε άνοιγμα, λαμβανομένων υπόψη των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών και του καθεστώτος του ανοίγματος, καθώς και του ενδεχομένου επιπλέον απροσδόκητων ζημιών κατά την περίοδο της ανάκτησης.

81.

Στο βαθμό που κεφαλαιοποιούνται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων, οι μη καταβληθέντες τόκοι υπερημερίας προστίθενται στη μέτρηση των ανοιγμάτων και των ζημιών του πιστωτικού ιδρύματος.

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

82.

Οι εκτιμήσεις του LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών, περίοδος η οποία, κάθε χρόνο μετά την ένταξη σε εφαρμογή, αυξάνεται κατά ένα χρόνο μέχρι να φτάσει κατ' ελάχιστον τα επτά χρόνια, για μία τουλάχιστον πηγή δεδομένων. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος.

Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

83.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 73, οι εκτιμήσεις του LGD μπορούν να βασίζονται στις πραγματοποιηθείσες ζημίες και σε κατάλληλες εκτιμήσεις του PD.

84.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές αναλήψεις είτε στους εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής είτε στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD.

85.

Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς για την εκτίμηση του LGD.

86.

Οι εκτιμήσεις του LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο 5 ετών. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 73, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μην αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB, να διαθέτουν αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Το διάστημα αυτό θα παρατείνεται κατά ένα χρόνο ετησίως, έως ότου υπάρξουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.

2.2.3   Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση των εσωτερικών συντελεστών μετατροπής

87.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν τους συντελεστές μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση το μέσο όρο των πραγματικών συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων (σταθμισμένος μέσος όρος αθετήσεων).

88.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά σταθερού επιπέδου πραγματικές τιμές συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα πιστωτικά ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής επιβράδυνσης στα ίδια κεφάλαιά τους.

89.

Οι εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής λαμβάνουν υπόψη τη δυνατότητα πρόσθετων αναλήψεων από τον οφειλέτη μέχρι την ημερομηνία ενεργοποίησης της αθέτησης και μετά την ημερομηνία αυτή.

Η εκτίμηση του συντελεστή μετατροπής ενσωματώνει μεγαλύτερο περιθώριο ασφαλείας εάν μπορεί εύλογα να αναμένεται σημαντικότερη θετική συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας των αθετήσεων και του τιμής του συντελεστή μετατροπής.

90.

Κατά την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές πολιτικές και στρατηγικές που έχουν υιοθετήσει για τη λογιστική παρακολούθηση και την επεξεργασία των πληρωμών. Λαμβάνουν επίσης υπόψη την ικανότητα και τη βούλησή τους να εμποδίσουν νέες αναλήψεις πριν την αθέτηση πληρωμών, για παράδειγμα σε περίπτωση παραβίασης συμβατικών ρητρών ή άλλων τεχνικών γεγονότα που προσομοιάζουν με αθέτηση.

91.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ποσών των πιστοδοτήσεων, των τρεχόντων υπολοίπων σε σχέση με τα πιστωτικά όρια και τις μεταβολές των τρεχόντων υπολοίπων ανά οφειλέτη και ανά βαθμίδα. Το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να παρακολουθεί τα τρέχοντα υπόλοιπα σε καθημερινή βάση.

92.

Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν διαφορετικές εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και για εσωτερικούς σκοπούς, τεκμηριώνουν γραπτώς την επιλογή αυτή και αποδεικνύουν τον εύλογο χαρακτήρα της στις αρμόδιες αρχές.

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

93.

Οι εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών, περίοδος η οποία, κάθε χρόνο μετά την ένταξη σε εφαρμογή, αυξάνεται κατά ένα χρόνο μέχρι να φτάσει κατ' ελάχιστον τα επτά έτη, για τουλάχιστον μία πηγή πληροφοριών. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για μια πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος.

Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

94.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές αναλήψεις είτε στους εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής είτε στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD.

95.

Οι εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο 5 ετών. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 87, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μην αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των αναλήψεων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB, να διαθέτουν αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Το διάστημα αυτό μπορεί να παραταθεί κατά ένα έτος ετησίως, εφόσον υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.

2.2.4   Ελάχιστες απαιτήσεις για την αξιολόγηση της επίπτωσης των εγγυήσεων και των πιστωτικών παράγωγων

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών για τα οποία χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και ανοίγματα λιανικής τραπεζικής.

96.

Οι απαιτήσεις των παραγράφων 97 έως 104 δεν εφαρμόζονται για τις εγγυήσεις που παρέχονται από ιδρύματα και κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 στα ανοίγματα έναντι των οντοτήτων αυτών. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι απαιτήσεις των άρθρων 90 έως 93.

97.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, οι απαιτήσεις αυτές εφαρμόζονται επίσης στην ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, καθώς και στην εκτίμηση του PD.

Αποδεκτοί εγγυητές και αποδεκτές εγγυήσεις

98.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν σαφώς διατυπωμένα κριτήρια για τα είδη εγγυητών που αποδέχονται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών.

99.

Οι κανόνες που εφαρμόζονται στους αποδεκτούς εγγυητές είναι ίδιοι με εκείνους που ορίζονται για τους οφειλέτες στις παραγράφους 17 έως 29.

100.

Η εγγύηση υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, δεν μπορεί να ακυρωθεί από τον εγγυητή, ισχύει έως την πλήρη εκπλήρωση της οφειλής (μέχρι του ποσού και για τη διάρκεια ισχύος της εγγύησης) και είναι αντιτάξιμη έναντι του εγγυητή σε κάθε χώρα στην οποία στην οποία αυτός έχει στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να κατασχεθούν με δικαστική απόφαση. Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, μπορούν να αναγνωρίζονται εγγυήσεις που συνοδεύονται από όρους δυνάμει των οποίων ο εγγυητής μπορεί να μην υποχρεωθεί να προβεί σε καταβολή (υπό αίρεση εγγύηση). Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει ότι τα κριτήρια ταξινόμησης που εφαρμόζει λαμβάνουν επαρκώς υπόψη κάθε δυνητικό περιορισμό της αποτελεσματικότητας της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

Κριτήρια προσαρμογής

101.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει σαφώς διατυπωμένα κριτήρια προσαρμογής των βαθμίδων, των ομάδων ή των εκτιμήσεων του LGD και, στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και των αποδεκτών αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, της διαδικασίας ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των εγγυήσεων για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών. Τα κριτήρια αυτά είναι σύμφωνα με τις ελάχιστες απαιτήσεις των παραγράφων 17 έως 29.

102.

Τα κριτήρια αυτά είναι εύλογα και διαισθητικά. Λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα και τη βούληση του εγγυητή να καταβάλει την εγγύηση, την πιθανή ημερομηνία ενδεχόμενων πληρωμών από τον εγγυητή, το βαθμό στον οποίο η ικανότητα καταβολής της εγγύησης από τον εγγυητή συσχετίζεται με την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, καθώς και το βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα υπολειπόμενοι κίνδυνοι έναντι του οφειλέτη.

Πιστωτικά παράγωγα

103.

Οι ελάχιστες απαιτήσεις του παρόντος Μέρους σχετικά με τις εγγυήσεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά παράγωγα για τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου μεμονωμένου πιστούχου. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας μεταξύ της υποκείμενης υποχρέωσης και της υποχρέωσης αναφοράς του πιστωτικού παράγωγου ή της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2, παράγραφος 21. Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής και τις αποδεκτές αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, το σημείο αυτό εφαρμόζεται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες.

104.

Τα κριτήρια λαμβάνουν υπόψη τη διάρθρωση των πληρωμών των πιστωτικών παράγωγων και αξιολογούν συντηρητικά την επίπτωσή της στο επίπεδο και το χρονοδιάγραμμα είσπραξης. Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει επίσης υπόψη το βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα άλλες μορφές υπολειπόμενου κινδύνου.

2.2.5   Ελάχιστες απαιτήσεις για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις

Ασφάλεια δικαίου

105.

Η διάρθρωση της πιστοδότησης εξασφαλίζει ότι σε κάθε προβλέψιμη περίσταση το πιστωτικό ίδρυμα είναι ο πραγματικός δικαιούχος και έχει τον πραγματικό έλεγχο κάθε πληρωμής μετρητών από τις εισπρακτέες απαιτήσεις. Εάν ο οφειλέτης πραγματοποιεί πληρωμές απευθείας σε έναν πωλητή ή διαχειριστή, το πιστωτικό ίδρυμα εξακριβώνει τακτικά ότι οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται στο σύνολό τους και σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους. Ως «διαχειριστής» νοείται μια οντότητα που διαχειρίζεται σε καθημερινή βάση ομάδα αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων ή τα υποκείμενα ανοίγματα. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες που εγγυώνται ότι τα δικαιώματά τους επί των εισπρακτέων απαιτήσεων και των πληρωμών μετρητών προστατεύονται έναντι της αναστολής των διώξεων σε διαδικασίες πτώχευσης ή της προβολής νομίμων αξιώσεων που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ουσιωδώς την ρευστοποίηση ή εκχώρηση των εισπρακτέων απαιτήσεων από το δανειστή ή να περιορίσουν να τον έλεγχό του επί των πληρωμών μετρητών.

Αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου

106.

Το πιστωτικό ίδρυμα ελέγχει τόσο την ποιότητα των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πωλητή και του διαχειριστή. Ειδικότερα:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί τη συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης τόσο του πωλητή όσο και του διαχειριστή, και διαθέτει εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων και οι οποίες περιλαμβάνουν την ταξινόμηση κάθε πωλητή ή αγοραστή σε εσωτερική διαβάθμιση κινδύνου·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του πωλητή και του διαχειριστή. Το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα ή ο εντολοδόχος του επανεξετάζει περιοδικά τους πωλητές και τους διαχειριστές προκειμένου να εξακριβώσει την ακρίβεια των εκθέσεών τους, να εντοπίσει τυχόν απάτες ή λειτουργικές αδυναμίες και να ελέγξει την ποιότητα των πιστοδοτικών πολιτικών του πωλητή και τις εισπρακτικές πολιτικές και διαδικασίες του διαχειριστή. Οι διαπιστώσεις των ελέγχων αυτών τεκμηριώνονται γραπτώς·

γ)

το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί τα χαρακτηριστικά των ομάδων αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, και ιδίως τις υπερβάλλουσες προκαταβολές, το ιστορικό καθυστερήσεων πληρωμών, επισφαλών απαιτήσεων και προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις του πωλητή, τους όρους πληρωμής και τους ενδεχόμενους αντιθετικούς λογαριασμούς·

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για τον έλεγχο, σε συνολική βάση, των συγκεντρώσεων κινδύνων σε έναν μόνο οφειλέτη τόσο εντός μιας ομάδας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και μεταξύ ομάδων· και

ε)

το πιστωτικό ίδρυμα εξασφαλίζει ότι λαμβάνει έγκαιρα από το διαχειριστή επαρκώς λεπτομερείς εκθέσεις σχετικά με την παλαίωση και την απομείωση αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων ώστε να είναι σε θέση να εξακριβώνει την τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας του πιστωτικού ιδρύματος και των πολιτικών του όσον αφορά τη χορήγηση προκαταβολών για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις και να μπορεί ελέγχει και να επιβεβαιώνει τους όρους πώλησης που εφαρμόζει ο πωλητής και τις απομειώσεις αξίας.

Αποτελεσματικότητα των συστημάτων αντιμετώπισης προβλημάτων

107.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει συστήματα και διαδικασίες για τον έγκαιρο εντοπισμό κάθε επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πωλητή και της ποιότητας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων και για την προνοητική αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει ιδίως σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα πληροφορικής για τον εντοπισμό κάθε παράβασης των συμβατικών όρων, καθώς και σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για την αίτηση ένδικης προστασίας και τη διαχείριση των προβληματικών εισπρακτέων απαιτήσεων.

Αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εξασφαλίσεων, των πιστοδοτήσεων και των χρηματικών διαθεσίμων

108.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για τον έλεγχο των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, των πιστοδοτήσεων και των χρηματικών διαθεσίμων. Διαθέτει ιδίως γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές που διευκρινίζουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία των προγραμμάτων απόκτησης εισπρακτέων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των ποσοστών προκαταβολών, των αποδεκτών εξασφαλίσεων, των αναγκαίων εγγράφων, των ορίων συγκέντρωσης και του τρόπου με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται τα έσοδα από πληρωμές μετρητών. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνουν επαρκώς υπόψη όλους τους κατάλληλους και σημαντικούς παράγοντες, και ιδίως τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πωλητή και του διαχειριστή, τις συγκεντρώσεις κινδύνου και την εξέλιξη της ποιότητας των απαιτήσεων και της πελατειακής βάσης του πωλητή, ενώ τα εσωτερικά συστήματα εγγυώνται ότι τα κεφάλαια εκταμιεύονται μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί οι αντίστοιχες εξασφαλίσεις και έγγραφα.

Συμμόρφωση με τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του πιστωτικού ιδρύματος

109.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με όλες τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες. Η διαδικασία περιλαμβάνει ιδίως τακτικούς ελέγχους όλων των κρίσιμων φάσεων του προγράμματος απόκτησης εισπρακτέων απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος, την εξακρίβωση του διαχωρισμού καθηκόντων μεταξύ, αφενός, της αξιολόγησης του πωλητή και διαχειριστή και της αξιολόγησης του οφειλέτη και, αφετέρου, της αξιολόγησης του πωλητή και διαχειριστή και του επιτόπιου ελέγχου του πωλητή και του διαχειριστή, καθώς και της αξιολόγησης των υποστηρικτικών τους λειτουργιών με ιδιαίτερη έμφαση στα προσόντα και την εμπειρία του προσωπικού, τον αριθμό του προσωπικού και τα συστήματα πληροφορικής.

3.   ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ

110.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν άρτια συστήματα για την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των συστημάτων και διαδικασιών διαβάθμισης, καθώς και των εκτιμήσεων όλων των κατάλληλων παραμέτρων κινδύνου. Αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η εσωτερική διαδικασία επικύρωσης τούς επιτρέπει να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης και εκτίμησης.

111.

Τα πιστωτικά ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης με τις εκτιμήσεις του PD για κάθε βαθμίδα και, εάν τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης είναι εκτός του αναμενόμενου εύρους τιμών για δεδομένη βαθμίδα, αναλύουν ειδικά τους λόγους της απόκλισης. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής πραγματοποιούν επίσης ανάλογη ανάλυση για τις εκτιμήσεις αυτές. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στις συγκρίσεις αυτές. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιούνται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

112.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με κατάλληλες εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο.

113.

Οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπείς διαχρονικά. Κάθε μεταβολή στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και στα δεδομένα (πηγές δεδομένων και καλυπτόμενες περίοδοι) τεκμηριώνεται γραπτώς.

114.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστα εσωτερικά πρότυπα για τις περιπτώσεις στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών PD, LGD, συντελεστών μετατροπής και συνολικών ζημιών, όταν χρησιμοποιείται το EL, από τις αναμενόμενες τιμές τους, είναι επαρκώς σημαντικές ώστε να τίθεται σε αμφισβήτηση η εγκυρότητα των εκτιμήσεων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις των πραγματικών ποσοστών αθέτησης. Εάν οι πραγματικές τιμές παραμένουν υψηλότερες από τις αναμενόμενες, τα πιστωτικά ιδρύματα αναθεωρούν προς τα πάνω τις εσωτερικές εκτιμήσεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά τους ποσοστά αθέτησης και ζημίας.

4.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ ΤΩΝ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ ΣΕ ΜΕΤΟΧΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

4.1   Κεφαλαιακές απαιτήσεις και ποσοτικοποίηση του κινδύνου

115.

Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, τα πιστωτικά ιδρύματα πληρούν τα ακόλουθα πρότυπα:

α)

η εκτίμηση της δυνητικής ζημίας είναι ανθεκτική στις δυσμενείς εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν το μακροπρόθεσμο προφίλ κινδύνου των διαφόρων συμμετοχών του πιστωτικού ιδρύματος. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση της κατανομής των αποδόσεων αντικατοπτρίζουν τη μεγαλύτερη δειγματική περίοδο για την οποία είναι διαθέσιμα σημαντικά δεδομένα για την απεικόνιση του προφίλ κινδύνου των ανοιγμάτων σε μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος. Τα χρησιμοποιούμενα δεδομένα πρέπει να είναι επαρκή για μια συντηρητική, στατιστικά αξιόπιστη και ανθεκτική εκτίμηση ζημίας που δεν βασίζεται μόνο σε υποκειμενικές ή προσωπικές κρίσεις. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η διαταραχή που λαμβάνεται ως παραδοχή οδηγεί σε συντηρητική εκτίμηση των δυνητικών ζημιών σε μακροχρόνιο κύκλο αγοράς ή οικονομικό κύκλο. Το πιστωτικό ίδρυμα συνδυάζει εμπειρικές αναλύσεις των διαθέσιμων δεδομένων με προσαρμογές που βασίζονται σε διάφορους παράγοντες προκειμένου να επιτύχει επαρκώς ρεαλιστικά και συντηρητικά αποτελέσματα από τη χρήση του υποδείγματος. Κατά το σχεδιασμό υποδειγμάτων «δυνητικής ζημίας» (VaR) για την εκτίμηση των δυνητικών τριμηνιαίων ζημιών τους, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τριμηνιαία δεδομένα ή να μετατρέπουν δεδομένα μικρότερου χρονικού ορίζοντα σε ισοδύναμα τριμηνιαία δεδομένα χρησιμοποιώντας κατάλληλη αναλυτική μέθοδο που στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα και καλά σχεδιασμένη και τεκμηριωμένη διαδικασία και ανάλυση. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται με σύνεση και διαχρονική συνέπεια. Εάν ο όγκος των διαθέσιμων κατάλληλων δεδομένων είναι περιορισμένος, τα πιστωτικά ιδρύματα προσθέτουν κατάλληλα περιθώρια ασφαλείας·

β)

τα χρησιμοποιούμενα υποδείγματα καλύπτουν επαρκώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις αποδόσεις των μετοχών, περιλαμβανομένου του γενικού κινδύνου αγοράς και του ειδικού κινδύνου του χαρτοφυλακίου μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος. Εξηγούν επαρκώς τις ιστορικές διακυμάνσεις των τιμών, συλλαμβάνουν τόσο την έκταση όσο και τις μεταβολές της σύνθεσης των δυνητικών συγκεντρώσεων και είναι ανθεκτικά στα δυσμενή περιβάλλοντα αγοράς. Ο πληθυσμός των ανοιγμάτων σε μετοχές που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις αντιστοιχεί ή είναι τουλάχιστον συγκρίσιμος με εκείνον των ανοιγμάτων σε μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος·

γ)

το εσωτερικό υπόδειγμα είναι προσαρμοσμένο στο προφίλ κινδύνου και στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα κατέχει σημαντικές συμμετοχές των οποίων οι αξίες έχουν εκ φύσεως ισχυρή μη γραμμικότητα, το εσωτερικό υπόδειγμα σχεδιάζεται με τρόπο ώστε να συλλαμβάνει επαρκώς τους κινδύνους που συνδέονται με αυτά τα μέσα·

δ)

η αντιστοίχιση των μεμονωμένων θέσεων με προσεγγιστικές τιμές, δείκτες αγοράς και παράγοντες κινδύνου είναι εύλογη, διαισθητική και εννοιολογικά άρτια·

ε)

τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν με εμπειρικές αναλύσεις την καταλληλότητα των παραγόντων κινδύνου, περιλαμβανομένης της ικανότητάς τους να καλύπτουν τόσο γενικούς όσο και ειδικούς κινδύνους·

στ)

οι εκτιμήσεις της μεταβλητότητας των αποδόσεων των ανοιγμάτων σε μετοχές ενσωματώνουν όλα τα κατάλληλα και διαθέσιμα δεδομένα, πληροφορίες και μεθόδους. Χρησιμοποιούνται τόσο εσωτερικά δεδομένα που ελέγχονται από ανεξάρτητο τρίτο όσο και δεδομένα από εξωτερικές πηγές (περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές)· και

ζ)

τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν αυστηρό και πλήρες πρόγραμμα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.

4.2   Διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και σχετικοί έλεγχοι

116.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους που εγγυώνται την ακεραιότητα των εσωτερικών υποδειγμάτων που σχεδιάζουν και χρησιμοποιούν για να υπολογίσουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις, καθώς και την αρτιότητα του υποδείγματος και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Αυτές οι πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι περιλαμβάνουν:

α)

την πλήρη ένταξη του υποδείγματος στα συνολικά συστήματα διοικητικών πληροφοριών του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και στη διαχείριση των θέσεων σε μετοχές εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Τα εσωτερικά υποδείγματα είναι πλήρως ενταγμένα στην υποδομή διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος, ιδίως εάν χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση και αξιολόγηση της απόδοσης του χαρτοφυλακίου μετοχών, περιλαμβανομένης της προσαρμοσμένης κατά τον κίνδυνο απόδοσης, για την κατανομή οικονομικών ιδίων κεφαλαίων στα ανοίγματα σε μετοχές και για την αξιολόγηση της συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και για τη διαδικασία διαχείρισης των επενδύσεων·

β)

καθιερωμένα συστήματα, διαδικασίες και ελέγχους διαχείρισης που εγγυώνται την περιοδική και ανεξάρτητη επανεξέταση όλων των στοιχείων της εσωτερικής διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων, περιλαμβανομένης της έγκρισης των αναθεωρήσεων των υποδειγμάτων, την εξακρίβωση των εισαγόμενων παραμέτρων και την ανάλυση των αποτελεσμάτων τους, για παράδειγμα με την απευθείας εξακρίβωση των υπολογισμών κινδύνου. Η επανεξέταση αποσκοπεί στην εκτίμηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των εισαγόμενων παραμέτρων και των αποτελεσμάτων του υποδείγματος και επικεντρώνεται στον εντοπισμό και περιορισμό των δυνητικών σφαλμάτων που σχετίζονται με γνωστές αδυναμίες καθώς και στον εντοπισμό μη γνωστών αδυναμιών του υποδείγματος. Η επανεξέταση μπορεί να πραγματοποιείται από ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα ή από ανεξάρτητο τρίτο·

γ)

κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ορίων επενδύσεων και των αναλαμβανόμενων κινδύνων στα ανοίγματα σε μετοχές·

δ)

μονάδες υπεύθυνες για το σχεδιασμό και την εφαρμογή του υποδείγματος, οι οποίες είναι λειτουργικά ανεξάρτητες από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων· και

ε)

υπεύθυνο προσωπικό με κατάλληλα προσόντα για κάθε πτυχή της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Η διοίκηση διαθέτει στη μονάδα ανάπτυξης υποδειγμάτων επαρκές προσωπικό με τις αναγκαίες γνώσεις και εμπειρία.

4.3   Επικύρωση και τεκμηρίωση

117.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν άρτιο σύστημα επικύρωσης της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Όλα τα σημαντικά στοιχεία των εσωτερικών υποδειγμάτων, και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων και επικύρωσης τεκμηριώνονται γραπτώς.

118.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν την εσωτερική διαδικασία επικύρωσης για να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και διαδικασιών.

119.

Οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπή διαχρονικά. Οι μεταβολές στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και στα δεδομένα (πηγές δεδομένων και καλυπτόμενες περίοδοι) να τεκμηριώνονται γραπτώς.

120.

Τα πιστωτικά ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τις πραγματικές αποδόσεις των επενδύσεων σε μετοχές (υπολογιζόμενες με βάση τα πραγματοποιηθέντα και μη κέρδη και ζημίες) με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συγκρίσεις. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

121.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας των υποδειγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο.

122.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν αποτελεσματικά εσωτερικά πρότυπα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών αποδόσεων των επενδύσεών τους σε μετοχές σε σχέση με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων θέτουν σε αμφισβήτηση την εγκυρότητα των εκτιμήσεων ή των ίδιων των υποδειγμάτων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις στις αποδόσεις των μετοχών. Όλες οι προσαρμογές που γίνονται στα εσωτερικά υποδείγματα μετά την επανεξέτασή τους τεκμηριώνονται γραπτώς και είναι συνεπείς με τα πρότυπα του πιστωτικού ιδρύματος για την αναθεώρηση των υποδειγμάτων.

123.

Τα εσωτερικά υποδείγματα και η διαδικασία ανάπτυξης υποδειγμάτων αποτελούν αντικείμενο γραπτής τεκμηρίωσης στην οποία διευκρινίζονται ιδίως οι ευθύνες των προσώπων που συμμετέχουν στην ανάπτυξη υποδειγμάτων και οι διαδικασίες έγκρισης και αναθεώρησης των υποδειγμάτων.

5.   ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

5.1   Εταιρική Διακυβέρνηση

124.

Όλες οι σημαντικές πτυχές των διαδικασιών διαβάθμισης και εκτίμησης εγκρίνονται από το διοικητικό σώμα που περιγράφεται στο άρθρο 11 ή από ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό, καθώς και από τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος. Τα όργανα αυτά γνωρίζουν γενικά το σύστημα διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος και κατανοούν πλήρως τις σχετικές με το σύστημα αυτό εκθέσεις διαχείρισης.

125.

Η διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος ενημερώνει το διοικητικό σώμα που περιγράφεται στο άρθρο 11 ή ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό σχετικά με κάθε ουσιαστική μεταβολή των καθιερωμένων πολιτικών ή παρέκκλιση από τις πολιτικές αυτές που αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη λειτουργία του συστήματος διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος.

126.

Η διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος κατανοεί πλήρως το σχεδιασμό και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος διαβάθμισης. Μεριμνά σε μόνιμη βάση για την καλή λειτουργία του. Ενημερώνεται τακτικά από τις μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου για την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαβάθμισης, τις πτυχές που πρέπει να βελτιωθούν και την πρόοδο των προσπαθειών για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών που έχουν διαπιστωθεί.

127.

Η ανάλυση του προφίλ πιστωτικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος με βάση τις εσωτερικές διαβαθμίσεις αποτελεί ουσιώδη πτυχή των εκθέσεων διαχείρισης που υποβάλλονται στα όργανα που αναφέρονται ανωτέρω. Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον το προφίλ κινδύνου ανά βαθμίδα, τις μεταβολές μεταξύ βαθμίδων διαβάθμισης, τις εκτιμήσεις των σχετικών παραμέτρων ανά βαθμίδα και τις συγκρίσεις μεταξύ πραγματικών ποσοστών αθέτησης και, στο βαθμό που χρησιμοποιούνται, εσωτερικών εκτιμήσεων των πραγματικών τιμών του LGD και πραγματικών συντελεστών μετατροπής, αφενός και, αφετέρου, των προσδοκιών και των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων. Η συχνότητα των εκθέσεων εξαρτάται από τη σημασία και το είδος των γνωστοποιούμενων πληροφοριών και από το επίπεδο του αποδέκτη τους.

5.2   Έλεγχος του πιστωτικού κινδύνου

128.

Η μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου είναι ανεξάρτητη από το προσωπικό και από τα ανώτερα στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση και ανανέωση των πιστοδοτήσεων και τα οποία αναφέρουν απευθείας στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος. Η μονάδα είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό ή την επιλογή, την εφαρμογή, την εποπτεία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαβάθμισης. Καταρτίζει και αναλύει τακτικά εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του συστήματος διαβάθμισης.

129.

Οι τομείς ευθύνης της μονάδας ή των μονάδων ελέγχου πιστωτικού κινδύνου περιλαμβάνουν:

α)

τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων·

β)

την κατάρτιση και ανάλυση συνοπτικών εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος·

γ)

την εφαρμογή διαδικασιών για να εξακριβωθεί ότι οι ορισμοί των βαθμίδων και ομάδων εφαρμόζονται με συνέπεια στις διάφορες υπηρεσίες και γεωγραφικές περιοχές·

δ)

την εξέταση και γραπτή τεκμηρίωση κάθε μεταβολής στη διαδικασία διαβάθμισης, περιλαμβανομένων των λόγων της μεταβολής·

ε)

την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης για να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου. Οι μεταβολές στη διαδικασία και τα κριτήρια διαβάθμισης ή στις μεμονωμένες διαβαθμίσεις τεκμηριώνονται γραπτώς και αρχειοθετούνται·

στ)

την ενεργό συμμετοχή στο σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επικύρωση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης·

ζ)

τον έλεγχο και την εποπτεία των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης· και

η)

τη συνεχή επανεξέταση και τροποποίηση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.

130.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 129, τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν κοινές πηγές δεδομένων σύμφωνα με τις παραγράφους 57 και 58 μπορούν να αναθέτουν σε τρίτους τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων διαβάθμισης·

β)

σύνταξη συνοπτικών εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος·

γ)

προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου·

δ)

γραπτή τεκμηρίωση των μεταβολών στη διαδικασία, τα κριτήρια ή τις μεμονωμένες παραμέτρους διαβάθμισης· και

ε)

προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη συνεχή επανεξέταση και τροποποίηση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος σημείου μεριμνούν ώστε τα αυτοί οι τρίτοι να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πρόσβαση σε όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εξέταση της συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες ελάχιστες απαιτήσεις και δυνατότητα επιτόπιων εξακριβώσεων όπως και στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος.

5.3   Εσωτερικοί έλεγχοι

131.

Η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο το σύστημα διαβάθμισης και τη λειτουργία του, περιλαμβανομένων των εργασιών της υπηρεσίας πιστοδότησης, καθώς και τις εκτιμήσεις των PD, LGD, EL και των συντελεστών μετατροπής. Ελέγχει επίσης τη συμμόρφωση με όλες τις εφαρμοστέες ελάχιστες απαιτήσεις.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΜEΡΟΣ 1

Επιλεξιμότητα

1.

Στο παρόν μέρος ορίζονται οι αποδεκτές μορφές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου για τους σκοπούς του άρθρου 92.

2.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος:

 

ως «πιστοδότηση με εξασφάλιση» νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που δεν περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο πιστωτικό ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης σε συχνά χρονικά διαστήματα·

 

ως «συναλλαγή με όρους με όρους κεφαλαιαγοράς» νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο πιστωτικό ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης σε συχνά χρονικά διαστήματα.

1.   ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

1.1   Συμψηφισμός εντός ισολογισμού

3.

Ο εντός ισολογισμού συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου του μπορεί αναγνωρίζεται ως επιλέξιμος.

4.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, η επιλεξιμότητα περιορίζεται στα αμοιβαίως τηρούμενα υπόλοιπα διαθεσίμων στο πιστωτικό ίδρυμα και στον αντισυμβαλλόμενο. Μόνο τα δάνεια και οι καταθέσεις του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την πιστοδότηση μπορούν να υπόκεινται σε μεταβολή των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας ως αποτέλεσμα της εφαρμογής σύμβασης συμψηφισμού εντός του ισολογισμού.

1.2   Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους με όρους κεφαλαιαγοράς

5.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υιοθετούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του Μέρους 3 μπορούν να αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα των συμβάσεων διμερούς συμψηφισμού που καλύπτουν συμφωνίες επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς με έναν αντισυμβαλλόμενο. Με την επιφύλαξη του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οι λαμβανόμενες εξασφαλίσεις και οι τίτλοι ή εμπορεύματα που λαμβάνονται με δανεισμό στο πλαίσιο τέτοιων συμβάσεων αναγνωρίζονται μόνο εάν πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας των εξασφαλίσεων των παραγράφων 7 έως 11.

1.3   Εξασφαλίσεις

6.

Εάν η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου βασίζεται στο δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να ρευστοποιεί ή να διακρατεί στοιχεία ενεργητικού, η επιλεξιμότητα εξαρτάται από το εάν τα σταθμισμένα ποσά και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας, υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89. Η επιλεξιμότητα εξαρτάται επίσης από το εάν χρησιμοποιείται η απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή η αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του Τμήματος 3. Όσον αφορά τις συμβάσεις επαναγοράς και τις συμβάσεις δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, η επιλεξιμότητα εξαρτάται τέλος από το εάν η συναλλαγή καταχωρείται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

1.3.1   Επιλεξιμότητα σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους

7.

Τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους:

α)

καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση·

β)

χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση εξωτερικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI) ή οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων που αναγνωρίζεται ως επιλέξιμος για τους σκοπούς των άρθρων 78 έως 83, την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών·

γ)

χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων·

δ)

χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από άλλες οντότητες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων·

ε)

χρεωστικοί τίτλοι που έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων·

στ)

μετοχές ή μετατρέψιμες ομολογίες που περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη· και

ζ)

χρυσός.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες» περιλαμβάνουν:

i)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

ii)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα και που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με την παράγραφο 15, του Μέρους 1, του Παραρτήματος VI·

iii)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83· και

iv)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα» περιλαμβάνουν:

i)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων δεν αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

ii)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οντότητες του δημόσιου τομέα τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83· και

iii)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, εκτός εκείνων στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

8.

Οι χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα οι οποίοι δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

είναι διαπραγματεύσιμοι σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο·

β)

είναι αποδεκτοί ως χρεωστικοί τίτλοι με εξοφλητική προτεραιότητα·

γ)

όλοι οι άλλοι τίτλοι με την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα που εκδίδονται από το πιστωτικό ίδρυμα έχουν διαβαθμιστεί από επιλέξιμο ECAI με πιστοληπτική αξιολόγηση την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων ή των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων·

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση δεν διαθέτει καμία πληροφορία που υποδηλώνει ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση της έκδοσης θα έπρεπε να είναι χαμηλότερη από εκείνη του στοιχείου γ)· και

ε)

το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η εμπορευσιμότητα του σχετικού μέσου στην αγορά είναι επαρκής για τους σκοπούς αυτούς.

9.

Τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η τιμή τους ανακοινώνεται δημόσια σε καθημερινή βάση· και

β)

ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 8.

Η χρήση (ή η δυνητική χρήση) από οργανισμό συλλογικών επενδύσεων παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση των επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων αυτού του οργανισμού.

10.

Όσον αφορά τα στοιχεία β) έως ε) της παραγράφου 7, εάν ένας τίτλος έχει λάβει δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από επιλέξιμους ECAI, εφαρμόζεται ή λιγότερο ευνοϊκή αξιολόγηση. Εάν ένας τίτλος έχει λάβει περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από επιλέξιμους ECAI, εφαρμόζονται οι δύο ευνοϊκότερες αξιολογήσεις. Εάν οι δύο ευνοϊκότερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι διαφορετικές, εφαρμόζεται η λιγότερο ευνοϊκή από αυτές.

1.3.2   Συμπληρωματική επιλεξιμότητα στην αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

11.

Εκτός από την εξασφάλιση που αναφέρεται στις παραγράφους 7 έως 10, εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων σύμφωνα με το Μέρος 3, τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση:

α)

μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που δεν περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη αλλά είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο, και

β)

μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η τιμή τους ανακοινώνεται δημόσια σε καθημερινή βάση· και

ii)

ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 8 και στα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου.

Η χρήση (ή η δυνητική χρήση) από οργανισμό συλλογικών επενδύσεων παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων αυτού του οργανισμού.

1.3.3   Συμπληρωματική επιλεξιμότητα για τους υπολογισμούς των άρθρων 84 έως 89

12.

Εκτός από τις εξασφαλίσεις που αναφέρονται ανωτέρω, οι διατάξεις των παραγράφων 13 έως 22 εφαρμόζονται εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας με τη μέθοδο των άρθρων 84 έως 89:

α)   Εξασφάλιση με ακίνητα

13.

Τα αστικά ακίνητα που κατοικούνται ή εκμισθώνονται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη ή από τον επικαρπωτή στην περίπτωση προσωπικής επιχείρησης επενδύσεων και τα εμπορικά ακίνητα, δηλαδή τα γραφεία και οι άλλοι εμπορικοί χώροι, μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων του πιστούχου· και

β)

ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά κυρίως από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει το χρέος με έσοδα από άλλες πηγές. Στην περίπτωση αυτή, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση.

14.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως αποδεκτή εξασφάλιση με αστικά ακίνητα μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, προκειμένου περί αστικών ακινήτων τα οποία κατοικούνται ή εκμισθώνονται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη, εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις.

15.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να αναγνωρίζουν ως αποδεκτή εξασφάλιση με εμπορικά ακίνητα μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερων ισοδύναμης νομοθεσίας, εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις.

16.

Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να απαλλάξουν τα πιστωτικά ιδρύματα από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την απαίτηση της παραγράφου 13, στοιχείο β), για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με αστικά ακίνητα στο έδαφος του κράτους μέλους, εάν έχουν πεισθεί ότι υπάρχει από μακρού μια καλά αναπτυγμένη σχετική αγορά με ποσοστά ζημίας επαρκώς χαμηλά ώστε να δικαιολογείται η απαλλαγή αυτή. Αυτό δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους που δεν κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής να αναγνωρίζει ως αποδεκτή εξασφάλιση τα αστικά ακίνητα που είναι αποδεκτά σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει της απαλλαγής αυτής. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν δημόσια τον τρόπο με τον οποίο κάνουν χρήση της ευχέρειας αυτής.

17.

Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να απαλλάξουν τα πιστωτικά ιδρύματα από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την απαίτηση της παραγράφου 13, στοιχείο β), για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα στο έδαφος του κράτους μέλους εάν έχουν πεισθεί ότι υπάρχει από μακρού μια καλά αναπτυγμένη σχετική αγορά και ότι τα ποσοστά ζημίας από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα έως και το 50 % της αγοραίας αξίας (ή, κατά περίπτωση και εφόσον είναι χαμηλότερο, το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου) δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε δεδομένο έτος· και

β)

οι συνολικές ζημίες από δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε δεδομένο έτος

18.

Εάν μία από τις ανωτέρω δύο προϋποθέσεις δεν πληρούται σε δεδομένο έτος, η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί έως ότου οι προϋποθέσεις ικανοποιηθούν σε μεταγενέστερο έτος.

19.

Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να αναγνωρίσουν ως αποδεκτή εξασφάλιση εμπορικά ακίνητα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτές εξασφαλίσεις σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει της απαλλαγής της παραγράφου 17.

β)   Εισπρακτέες απαιτήσεις

20.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίσουν ως αποδεκτές εξασφαλίσεις τις εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με εμπορική(-ές) συναλλαγή(-ές) με αρχική ληκτότητα ενός έτους ή μικρότερη. Εξαιρούνται οι εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με τιτλοποιήσεις, έμμεσες συμμετοχές, πιστωτικά παράγωγα ή ποσά που οφείλονται από συνδεδεμένα μέρη.

γ)   Άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

21.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίσουν ως αποδεκτές εξασφαλίσεις ενσώματα αγαθά άλλου είδους από εκείνα που αναφέρονται στις παραγράφους 13 έως 19, εφόσον έχουν πεισθεί ότι:

α)

υπάρχουν αγορές με ικανοποιητική ρευστότητα για τη γρήγορη και οικονομικά αποτελεσματική ρευστοποίηση της εξασφάλισης· και

β)

υπάρχουν από μακρού δημόσια διαθέσιμες τιμές για την εξασφάλιση. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η καθαρή τιμή από τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης αποκλίνει σημαντικά από αυτές τις αγοραίες τιμές.

δ)   Χρηματοδοτική μίσθωση

22.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Μέρους 3, παράγραφος 72, όταν πληρούνται οι απαιτήσεις του Μέρους 2, παράγραφος 11, τα ανοίγματα από συναλλαγές στις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα εκμισθώνει ακίνητο σε τρίτο θα αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως τα δάνεια που εξασφαλίζονται με το είδος του ακινήτου που εκμισθώνεται.

1.4   Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας

1.4.1   Καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα

23.

Μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα χωρίς σύμβαση θεματοφυλακής και είναι ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση.

1.4.2   Ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση

24.

Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που είναι ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία.

1.4.3.   Μέσα που εκδίδονται από ίδρυμα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση

25.

Τα μέσα που εκδίδονται από τρίτο ίδρυμα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση από αυτό το ίδρυμα μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία.

2.   ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

2.1   Επιλεξιμότητα των παρόχων προστασίας σε όλες τις προσεγγίσεις

26.

Τα ακόλουθα μέρη μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτοί παροχείς μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας:

α)

κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες·

β)

περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές·

γ)

πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης·

δ)

διεθνείς οργανισμοί στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

ε)

οντότητες του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται από τις αρμόδιες αρχές ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

στ)

ιδρύματα· και

ζ)

άλλες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της μητρικής, των θυγατρικών και των συνδεδεμένων επιχειρήσεων του πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον:

i)

έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων των άρθρων 78 έως 83· και

ii)

στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 και 89, δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI αλλά τους αποδίδεται με εσωτερική διαβάθμιση πιθανότητα αθέτησης ισοδύναμη με εκείνη που αντιστοιχεί στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI που αντιστοιχίζονται από τις αρμόδιες αρχές με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων.

27.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, ο εγγυητής είναι αποδεκτός μόνον εάν αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής διαβάθμισης από το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 4.

28.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 26, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως αποδεκτούς παροχείς μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την έγκριση και εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα.

2.2.   Επιλεξιμότητα, στο πλαίσιο της μεθόδου IRB, των παρόχων πιστωτικής προστασίας, που πληρούν τις προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 4.

29.

Τα ιδρύματα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι οργανισμοί εξαγωγικών πιστώσεων που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας στους οποίους εφαρμόζεται η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 4:

ο πάροχος προστασίας έχει επαρκή πείρα στην παροχή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας·

ο πάροχος προστασίας διέπεται από κανόνες ισοδύναμους με εκείνους της παρούσας οδηγίας ή είχε κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία είχε παρασχεθεί η πιστωτική προστασία, πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με την 3η ή με υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με τους κανόνες για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων των άρθρων 78 έως 83·

ο πάροχος προστασίας είχε, κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία είχε παρασχεθεί η πιστωτική προστασία ή για οιαδήποτε χρονική περίοδο έκτοτε, εσωτερική διαβάθμιση που ισοδυναμεί με πιθανότητα αθέτησης (PD) ίση ή μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στη 2η ή σε υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με τους κανόνες για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων των άρθρων 78 έως 83· και

ο πάροχος προστασίας έχει εσωτερική διαβάθμιση που ισοδυναμεί με πιθανότητα αθέτησης (PD) ίση ή μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στην 3η ή σε υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με τους κανόνες για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων των άρθρων 78 έως 83.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η πιστωτική προστασία που παρέχεται από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων δεν τυγχάνει καμιάς ρητής αντεγγύησης κεντρικής διοίκησης.

3.   ΕΙΔΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

30.

Τα ακόλουθα είδη πιστωτικών παράγωγων και μέσων που μπορούν να συντεθούν από αυτά τα πιστωτικά παράγωγα ή έχουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα, μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτά.

α)

συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swaps)·

β)

συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης (total return swaps)· και

γ)

ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked notes), στο βαθμό που χρηματοδοτούνται με μετρητά.

31.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα αγοράζει πιστωτική προστασία με συμφωνία ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και καταχωρεί τα καθαρά ποσά που λαμβάνει από τη συμφωνία ανταλλαγής ως καθαρό εισόδημα χωρίς αντίστοιχη μείωση της αξίας του προστατευόμενου στοιχείου ενεργητικού (είτε με μείωση της εύλογης αξίας είτε με αύξηση αποθεματικών), η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται ως αποδεκτή.

3.1   Εσωτερικές αντισταθμίσεις

32.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί εσωτερική αντιστάθμιση χρησιμοποιώντας πιστωτικό παράγωγο –δηλαδή εάν αντισταθμίζει τον πιστωτικό κίνδυνο ανοίγματος που δεν περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών με πιστωτικό παράγωγο που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών– η προστασία αναγνωρίζεται ως αποδεκτή για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος μόνον εφόσον ο μεταφερόμενος στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών κίνδυνος αναλαμβάνεται από τρίτο ή τρίτους. Στις περιπτώσεις αυτές, με την επιφύλαξη της συμφωνίας της μεταφοράς αυτής με τις απαιτήσεις του παρόντος παραρτήματος για την αναγνώριση της μείωσης κινδύνου, εφαρμόζονται οι κανόνες των Μερών 3 έως 6 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας.

ΜEΡΟΣ 2

Ελάχιστες απαιτήσεις

1.

Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων που του επιτρέπουν να ελέγχει τους κινδύνους στους οποίες ενδέχεται να εκτεθεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής πρακτικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

2.

Ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει μείωση του πιστωτικού κινδύνου που αναγνωρίζεται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας, τα πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζουν να αξιολογούν πλήρως τον πιστωτικό κίνδυνο του υποκείμενου ανοίγματος και είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι συμμορφώνονται με την απαίτηση αυτή. Στην περίπτωση των συναλλαγών επαναγοράς και/ή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, το υποκείμενο άνοιγμα ισούται, μόνο για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με το καθαρό ποσό του ανοίγματος.

1.   ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

1.1   Συμβάσεις συμψηφισμού εντός του ισολογισμού (εκτός των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς)

3.

Οι συμβάσεις συμψηφισμού εντός ισολογισμού –πλην των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς– αναγνωρίζονται για τους σκοπούς των άρθρων 90 έως 93 εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συμβάσεις πρέπει να είναι νομικώς αποτελεσματικές και εκτελεστές σε όλα τα νομικά πρόσωπα που έχουν δικαιοδοσία επ’ αυτών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλομένου·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να προσδιορίζει ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης συμψηφισμού εντός ισολογισμού·

γ)

το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί και ελέγχει τους κινδύνους που συνδέονται με την παύση της πιστωτικής προστασίας· και

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί και ελέγχει τα σχετικά ανοίγματα σε καθαρή βάση.

1.2   Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς

4.

Οι συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς αναγνωρίζονται για τους σκοπούς των άρθρων 90 έως 93 εάν:

α)

είναι νομικώς αποτελεσματικές και εκτελεστέες σε όλα τα νομικά πρόσωπα που έχουν δικαιοδοσία επ' αυτών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλομένου·

β)

παρέχουν στο μέλος που δεν αθέτησε την υποχρέωσή του, το δικαίωμα να τερματίσει και να κλείσει ταχέως όλες τις συναλλαγές που υπάγονται στις συμβάσεις αυτές σε περίπτωση αθέτησης από αντισυμβαλλόμενο, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσής του· και

γ)

επιτρέπουν το συμψηφισμό κερδών και ζημιών από συναλλαγές που κλείνουν βάσει σύμβασης-πλαισίου κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να οφείλει στο άλλο μόνο ένα καθαρό ποσό.

5.

Επιπλέον, πρέπει να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις του σημείου 6 για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων στο πλαίσιο της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

1.3   Χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις

1.3.1   Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους

6.

Για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και του χρυσού πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Χαμηλή συσχέτιση

Δεν πρέπει να υπάρχει σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη και της αξίας της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης.

Οι τίτλοι που εκδίδονται από τον οφειλέτη ή από συνδεδεμένη με αυτόν οντότητα του ιδίου ομίλου δεν είναι αποδεκτοί. Τα εκδιδόμενα όμως από τον ίδιο τον οφειλέτη καλυμμένα ομόλογα κατά την έννοια των παραγράφων 68 έως 70 του Παραρτήματος VI, Μέρος 1, μπορούν μολαταύτα να θεωρούνται αποδεκτά όταν παρέχονται ως ασφάλεια για συναλλαγές επαναγοράς, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

β)

Ασφάλεια δικαίου

Τα πιστωτικά ιδρύματα εκπληρώνουν όλες τις συμβατικές και κανονιστικές απαιτήσεις και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι μπορούν να επικαλεσθούν τις συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων βάσει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στα δικαιώματά τους από αυτές τις εξασφαλίσεις.

Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία. Προβαίνουν κατά περίπτωση σε νέα νομική εξέταση για να επιβεβαιώσουν ότι οι συμβάσεις εξακολουθούν να είναι εκτελεστές.

γ)

Λειτουργικές απαιτήσεις

Οι συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων είναι δεόντως και γραπτώς τεκμηριωμένες και περιλαμβάνουν σαφή και αξιόπιστη διαδικασία για την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν αποτελεσματικές διαδικασίες και μηχανισμούς για τον έλεγχο των κινδύνων από τη χρήση εξασφαλίσεων –περιλαμβανομένου του κινδύνου απώλειας ή μείωσης της πιστωτικής προστασίας, του κινδύνου αποτίμησης, του κινδύνου παύσης της πιστωτικής προστασίας και του κινδύνου συγκέντρωσης, οι οποίοι απορρέουν από τη χρήση εξασφαλίσεων και από την αλληλεπίδραση με το συνολικό προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και πρακτικές για τα είδη και τα ποσά των εξασφαλίσεων που αποδέχονται.

Τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν την αγοραία αξία των εξασφαλίσεων και την αναπροσαρμόζουν τουλάχιστον κάθε έξι μήνες και κάθε φορά που έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η αγοραία αξία των εξασφαλίσεων έχει μειωθεί σημαντικά.

Εάν η εξασφάλιση κρατείται σε τρίτο, το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το τρίτο μέρος απομονώνει την εξασφάλιση από τα δικά του στοιχεία ενεργητικού.

1.3.2   Συμπληρωματικές ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων στην απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

7.

Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 6, η προστασία δεν αναγνωρίζεται στην απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων παρά μόνο εάν έχει εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ίση με την εναπομένουσα ληκτότητα του ανοίγματος.

1.4   Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των εξασφαλίσεων με ακίνητα

8.

Οι εξασφαλίσεις με ακίνητα αναγνωρίζονται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Ασφάλεια δικαίου

Η υποθήκη ή άλλο βάρος πρέπει να είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία τη στιγμή σύναψης της πιστωτικής συμφωνίας και να έχει εγγραφεί ορθά και έγκαιρα. Η σύμβαση κατοχυρώνει πλήρη εμπράγματη ασφάλεια (δηλαδή έχουν τηρηθεί όλες οι νομικές απαιτήσεις για τη σύστασή της). Η σύμβαση εξασφάλισης και η σχετική νομική διαδικασία επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρόνο την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου.

β)

Έλεγχος της αξίας του ακινήτου

Η αξία του ακινήτου ελέγχεται τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο προκειμένου περί ακινήτων εμπορικής χρήσης, και κάθε τρία έτη προκειμένου περί κατοικιών. Πιο συχνές αποτιμήσεις πραγματοποιούνται εάν οι όροι της αγοράς υπόκεινται σε συχνές μεταβολές. Μπορούν να χρησιμοποιούνται στατιστικές μέθοδοι για την αποτίμηση των ακινήτων και για τον εντοπισμό των ακινήτων που πρέπει να αποτιμηθούν. Η αποτίμηση επανεξετάζεται από ανεξάρτητο εκτιμητή εάν υπάρχουν πληροφορίες ότι η αξία του ακινήτου ενδέχεται να έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τις γενικές τιμές της αγοράς. Για δάνεια που υπερβαίνουν τα 3 εκατομμύρια ευρώ ή το 5 % των ιδίων κεφαλαίων, η αποτίμηση του ακινήτου επανεξετάζεται από ανεξάρτητο εκτιμητή τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια.

Ως «ανεξάρτητος εκτιμητής» νοείται πρόσωπο που έχει τα απαιτούμενα προσόντα, ικανότητα και εμπειρία και είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία πιστοδοτικών αποφάσεων.

γ)

Έγγραφη τεκμηρίωση

Τα είδη αστικών και εμπορικών ακινήτων που γίνονται δεκτά από το πιστωτικό ίδρυμα και οι σχετικές πιστοδοτικές πολιτικές του τεκμηριώνονται σαφώς και γραπτώς.

δ)

Ασφάλιση

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες που του επιτρέπουν να ελέγχει εάν το ακίνητο που λαμβάνεται ως προστασία καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση ζημιών.

1.5   Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των εισπρακτέων απαιτήσεων ως εξασφαλίσεων

9.

Οι εξασφαλίσεις με εισπρακτέες απαιτήσεις αναγνωρίζονται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Ασφάλεια δικαίου

i)

Η νομική πράξη με την οποία παρέχεται η εξασφάλιση είναι συμπαγής και αποτελεσματική και διασφαλίζει ότι ο δανειστής έχει σαφή δικαιώματα επί των καταβαλλομένων ποσών.

ii)

Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των οικείων κρατών ως προς το αντιτάξιμο των δικαιωμάτων τους από την εξασφάλιση. Υπάρχει πλαίσιο που επιτρέπει στο δανειστή να έχει απαίτηση πρώτης προτεραιότητας στην εξασφάλιση, με την επιφύλαξη της ευχέρειας του οικείου κράτους να κατατάξει την απαίτηση αυτή μετά τις απαιτήσεις των προνομιούχων πιστωτών που προβλέπονται στις νομοθετικές ή εκτελεστικές διατάξεις του.

iii)

Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία, και

iv)

Οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι δεόντως και γραπτώς τεκμηριωμένες και περιλαμβάνουν σαφή και αξιόπιστη διαδικασία ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης. Οι διαδικασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων κατοχυρώνουν την τήρηση όλων των νομικών απαιτήσεων για την κήρυξη του δανειολήπτη σε αθέτηση υποχρέωσης και την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης. Σε περίπτωση χρηματοοικονομικών δυσχερειών του πιστούχου ή αθέτησης της υποχρέωσής του, το πιστωτικό ίδρυμα έχει νόμιμη εξουσία να πωλήσει ή να εκχωρήσει σε τρίτους τις εισπρακτέες απαιτήσεις χωρίς τη συναίνεση των οφειλετών των εισπρακτέων απαιτήσεων.

β)

Διαχείριση κινδύνων

i)

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματική διαδικασία εκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου από εισπρακτέες απαιτήσεις. Η διαδικασία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αναλύσεις της δραστηριότητας και του επιχειρηματικού τομέα του πιστούχου και των κατηγοριών πελατών με τους αυτός οποίους συναλλάσσεται. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα βασίζεται στην εκτίμηση του πιστούχου για τον προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου των πελατών, επανεξετάζει τις πιστωτικές πρακτικές του πιστούχου για να εξακριβώσει την επάρκεια και την αξιοπιστία τους.

ii)

Το περιθώριο μεταξύ ποσού του ανοίγματος και αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων πρέπει να αντικατοπτρίζει όλους τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένου του κόστους ρευστοποίησης, τον κίνδυνο συγκέντρωσης στην ομάδα εισπρακτέων απαιτήσεων που έχει ενεχυριάσει μεμονωμένος δανειολήπτης και του δυνητικού κινδύνου συγκέντρωσης στο σύνολο των ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος πέραν εκείνου που ελέγχεται με τη γενική μεθοδολογία του. Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει διαδικασία συνεχούς κατάλληλης αξιολόγησης των εισπρακτέων απαιτήσεων. Επιπλέον, ελέγχεται τακτικά η συμμόρφωση με τις ρήτρες των δανείων, τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και τις λοιπές νομικές απαιτήσεις.

iii)

Οι εισπρακτέες απαιτήσεις που ενεχυριάζονται από τον πιστούχο είναι επαρκώς διαφοροποιημένες και δεν συσχετίζονται σημαντικά με αυτόν. Σε περίπτωση σημαντικής θετικής συσχέτισης, οι συνδεδεμένοι κίνδυνοι λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό περιθωρίων για την ομάδα εξασφαλίσεων στο σύνολό της.

iv)

Οι εισπρακτέες απαιτήσεις από μέρη συνδεδεμένα με τον πιστούχο (περιλαμβανομένων των θυγατρικών και των υπαλλήλων του) δεν αναγνωρίζονται ως παράγοντες μείωσης του κινδύνου· και

v)

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει γραπτώς τεκμηριωμένη διαδικασία για την ρευστοποίηση των εισπρακτέων απαιτήσεων σε περίπτωση προβλημάτων. Οι αναγκαίες διαδικασίες είσπραξης είναι διαθέσιμες ακόμα και εάν το πιστωτικό ίδρυμα βασίζεται υπό κανονικές συνθήκες στη λειτουργική αποπληρωμή των πιστώσεων.

1.6   Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση άλλων εμπράγματων εξασφαλίσεων

10.

Οι λοιπές εμπράγματες εξασφαλίσεις αναγνωρίζονται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σύμβαση εξασφάλισης είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία και επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρόνο την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση του βεβαρημένου αγαθού·

β)

με μόνη εξαίρεση τις αποδεκτές προνομιούχες απαιτήσεις της παραγράφου 9, στοιχείο α), σημείο ii), είναι αποδεκτά μόνο δικαιώματα ή βάρη πρώτης τάξης επί των εξασφαλίσεων. Το πιστωτικό ίδρυμα έχει συνεπώς προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων δανειστών επί του προϊόντος της ρευστοποίησης της εξασφάλισης·

γ)

η αξία του αγαθού ελέγχεται τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Πιο συχνές αποτιμήσεις πραγματοποιούνται εάν οι όροι της αγοράς υπόκεινται σε συχνές μεταβολές·

δ)

η σύμβαση δανείου περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή της εξασφάλισης και του τρόπου και της συχνότητας των αναπροσαρμογών αξίας·

ε)

τα είδη εμπράγματης εξασφάλισης που είναι αποδεκτά από τα πιστωτικά ιδρύματα και οι πολιτικές και πρακτικές για το κατάλληλο ποσό κάθε είδους εξασφάλισης σε σχέση με το ποσό του ανοίγματος διευκρινίζονται σαφώς στις γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πιστοδοτικές πολιτικές και διαδικασίες που είναι διαθέσιμες για εξέταση·

στ)

οι πολιτικές του πιστωτικού ιδρύματος για τη διάρθρωση της συναλλαγής καθορίζουν κατάλληλες απαιτήσεις εξασφάλισης σε συνάρτηση με το ποσό του ανοίγματος, την ικανότητα ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης, την ικανότητα αντικειμενικού προσδιορισμού μιας τιμής ή αγοραίας αξίας, τη συχνότητα με την οποία μπορεί να προσδιοριστεί άμεσα η αξία της εξασφάλισης (ιδίως με επαγγελματική εκτίμηση ή αποτίμηση) και τη μεταβλητότητα ή μια ενδεικτική μεταβλητή της αξίας της εξασφάλισης·

ζ)

τόσο η αρχική αποτίμηση όσο και οι αναπροσαρμογές αξίας λαμβάνουν πλήρως υπόψη κάθε επιδείνωση ή παλαίωση του βεβαρημένου αγαθού. Κατά την αποτίμηση και την αναπροσαρμογή αξίας δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις επιπτώσεις που έχει η πάροδος του χρόνου στις εξασφαλίσεις που επηρεάζονται από τη μόδα ή συνδέονται με συγκεκριμένες ημερομηνίες·

η)

το πιστωτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα φυσικής επιθεώρησης του αγαθού. Διαθέτει πολιτικές και διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος αυτού· και

θ)

το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες που του επιτρέπουν να ελέγχει εάν το αγαθό που λαμβάνεται ως προστασία καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση ζημιών.

1.7   Ελάχιστες απαιτήσεις για την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων από συναλλαγές χρηματοδοτική μίσθωσης ως εξασφαλισμένων ανοιγμάτων

11.

Τα ανοίγματα από συναλλαγές χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα εξασφαλισμένα με το είδος του εκμισθούμενου περιουσιακού στοιχείου εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 8 έως 10, κατά περίπτωση, για την αναγνώριση του είδους περιουσιακού στοιχείου που εκμισθώνεται ως εξασφάλιση·

β)

ο εκμισθωτής διαθέτει αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων και κατάλληλης παρακολούθησης της αξίας της εξασφάλισης όσον αφορά την χρήση του εκμισθούμενου περιουσιακού στοιχείου, την παλαιότητά του και την προγραμματισμένη διάρκεια χρήσης του·

γ)

υπάρχει συμπαγές νομικό πλαίσιο που κατοχυρώνει τη νόμιμη κυριότητα του εκμισθωτή επί του περιουσιακού στοιχείου και την ικανότητά του να ασκήσει τα δικαιώματα κυριότητάς του σε εύθετο χρόνο·

δ)

εφόσον δεν έχει ήδη προσδιοριστεί κατά τον υπολογισμό του LGD, η διαφορά μεταξύ της αξίας του ανεξόφλητου ποσού και της αγοραίας αξίας της εξασφάλισης δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλη ώστε να οδηγεί σε υπερεκτίμηση της μείωσης κινδύνου που αποδίδεται στο εκμισθούμενο περιουσιακό στοιχείο.

1.8   Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση άλλων μορφών χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας

1.8.1   Καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα

12.

Η προστασία που αναφέρεται στο Μέρος 1, παράγραφος 23, είναι αποδεκτή για την αντιμετώπιση του Μέρους 3, παράγραφος 79, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η απαίτηση του πιστούχου έναντι του τρίτου ιδρύματος ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση, η δε ενεχυρίαση ή εκχώρηση είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία·

β)

η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στο τρίτο ίδρυμα·

γ)

ως αποτέλεσμα της ανωτέρω κοινοποίησης, το τρίτο ίδρυμα δεν μπορεί ν πραγματοποιεί πληρωμές παρά μόνο στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση ή σε άλλα μέρη που εξουσιοδοτούνται από αυτό· και

δ)

το ενέχυρο ή η εκχώρηση δεν υπόκειται σε αίρεση ή ανάκληση.

1.8.2   Ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση

13.

Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που έχουν ενεχυριαστεί στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση αναγνωρίζονται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής μπορεί να αναγνωρίζεται ως πάροχος μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας σύμφωνα με το Μέρος 1, παράγραφος 26·

β)

το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση·

γ)

η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στην επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής, η οποία δεν δύναται μετά την κοινοποίηση αυτή να καταβάλει ποσά που οφείλονται βάσει του ασφαλιστηρίου χωρίς τη συναίνεση του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την πιστοδότηση·

δ)

η αξία εξαγοράς της ασφάλειας δεν μπορεί να μειωθεί·

ε)

το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση έχει το δικαίωμα να καταγγείλει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και να λάβει σε εύθετο χρόνο την αξία εξαγοράς σε περίπτωση αθέτησης του πιστούχου·

στ)

το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση ενημερώνεται από τον κάτοχο του συμβολαίου για κάθε περίπτωση μη πληρωμής στο πλαίσιο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής·

ζ)

η πιστωτική προστασία παρέχεται για όλη τη διάρκεια του δανείου. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, επειδή το ασφαλιστήριο συμβόλαιο λήγει πριν από την λήξη της σύμβασης δανείου, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι χρηματορροές που προκύπτουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο θα χρησιμεύσουν στο πιστωτικό ίδρυμα ως εξασφάλιση μέχρι τη λήξη της σύμβασης δανείου· και

η)

το ενέχυρο ή η εκχώρηση είναι νομικώς αποτελεσματικά και εκτελεστά σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία την στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου.

2.   ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΜΕΣΟΥ

2.1   Κοινές απαιτήσεις για τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα

14.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 16, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πιστωτική προστασία είναι άμεση·

β)

η έκταση της πιστωτικής προστασίας ορίζεται σαφώς και αμετάκλητα·

γ)

η σύμβαση πιστωτικής προστασίας δεν περιέχει καμία ρήτρα της οποίας η τήρηση είναι εκτός του ελέγχου του πιστοδότη και η οποία:

i)

θα επέτρεπε στον πάροχο της προστασίας να την καταγγείλει μονομερώς,

ii)

θα αύξανε το πραγματικό κόστος της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας του προστατευόμενου ανοίγματος,

iii)

θα μπορούσε να απαλλάξει τον πάροχο της προστασίας από την υποχρέωση να πραγματοποιήσει σε εύθετο χρόνο τις πληρωμές εάν ο αρχικός οφειλέτης δεν καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές, ή

iv)

θα επέτρεπε στον πάροχο της πιστωτικής προστασίας να μειώσει τη ληκτότητά της, και

δ)

είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία την στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου.

2.1.1   Λειτουργικές απαιτήσεις

15.

Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι διαθέτει συστήματα για τη διαχείριση κάθε δυνητικής συγκέντρωσης κινδύνου από τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα που χρησιμοποιεί. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέσει να καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η στρατηγική του όσον αφορά τη χρήση πιστωτικών παράγωγων και εγγυήσεων αλληλεπιδρά με τη διαχείριση του συνολικού του προφίλ κινδύνου.

2.2   Αντεγγυήσεις του κράτους και άλλων οντοτήτων του δημόσιου τομέα

16.

Εάν το άνοιγμα προστατεύεται από εγγύηση η οποία είναι αντεγγυημένη από κεντρική κυβέρνηση ή κεντρική τράπεζα, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή ή οντότητα του δημοσίου τομέα, οι απαιτήσεις έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται σαν απαιτήσεις έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στην επικράτεια της οποίας αυτή είναι εγκατεστημένη σύμφωνα με τα άρθρα των άρθρων 78 έως 83, από πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, ή από οντότητα του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι της οποίας αντιμετωπίζονται ως απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, το άνοιγμα μπορεί να αντιμετωπίζεται ως καλυπτόμενο από εγγύηση που παρέχεται από την εν λόγω οντότητα εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αντεγγύηση καλύπτει όλα τα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου της απαίτησης·

β)

τόσο η αρχική εγγύηση όσο και η αντεγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 14, 15 και 18 για τις εγγυήσεις, με μόνη εξαίρεση ότι η αντεγγύηση μπορεί να μην είναι άμεση· και

γ)

οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι η παρεχόμενη κάλυψη είναι αποτελεσματική και ότι κανένα ιστορικό δεδομένο δεν υποδηλώνει ότι η κάλυψη που παρέχει η αντεγγύηση δεν είναι στην πραγματικότητα ισοδύναμη με εκείνη της άμεσης εγγύησης της εν λόγω οντότητας.

17.

Η μέθοδος της παραγράφου 16 εφαρμόζεται επίσης για άνοιγμα που δεν καλύπτεται από αντεγγύηση των αναφερομένων σε αυτήν οντοτήτων, εφόσον η αντεγγύηση του ανοίγματος, με τη σειρά της, προστατεύεται ευθέως από εγγύηση μίας εκ των αναφερόμενων οντοτήτων και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 16.

2.3   Συμπληρωματικές απαιτήσεις για την αναγνώριση των εγγυήσεων

18.

Η εγγύηση αναγνωρίζεται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αμέσως μετά την αθέτηση και/ή τη μη πληρωμή που ενεργοποιεί την εγγύηση, το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση έχει το δικαίωμα να ενάγει τον εγγυητή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και να ζητήσει την καταβολή κάθε ποσού που οφείλεται βάσει της απαίτησης για την οποία παρέχεται η προστασία. Η καταβολή από τον εγγυητή δεν υπόκειται σε ένσταση κατά του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την πιστοδότηση προκειμένου να στραφεί πρώτα κατά του οφειλέτη·

Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας που καλύπτει ενυπόθηκα δάνεια κατοικίας, οι απαιτήσεις της παραγράφου 14, στοιχείο γ), σημείο iii), και του πρώτου εδαφίου του παρόντος στοιχείου, πρέπει να πληρούνται μόνο εντός 24 μηνών.

β)

η εγγύηση αποτελεί ρητή και γραπτώς τεκμηριωμένη υποχρέωση που αναλαμβάνει ο εγγυητής· και

γ)

με την επιφύλαξη της επόμενης φράσης, η εγγύηση καλύπτει όλα τα είδη πληρωμών που αναμένεται να πραγματοποιήσει ο οφειλέτης για την εκπλήρωση της απαίτησης. Εάν ορισμένα είδη πληρωμών εξαιρούνται από την εγγύηση, η αναγνωρισμένη αξία της εγγύησης προσαρμόζεται για να ληφθεί υπόψη ο περιορισμός της κάλυψης.

19.

Στην περίπτωση των εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων που αναγνωρίζονται για τους σκοπούς αυτούς από τις αρμόδιες αρχές ή των εγγυήσεων που παρέχονται ή καλύπτονται από την αντεγγύηση των οντοτήτων της παραγράφου 18, στοιχείο α), θεωρείται ότι οι απαιτήσεις του στοιχείου α) ικανοποιούνται εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση έχει το δικαίωμα να λάβει σε εύθετο χρόνο από τον εγγυητή προσωρινή πληρωμή που υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να αντιπροσωπεύει μια ανθεκτική εκτίμηση του ποσού οικονομικής ζημίας, περιλαμβανομένης της ζημίας από τη μη πληρωμή τόκων και από τα άλλη είδη πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, την οποία είναι πιθανό να υποστεί το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση, κατ’ αναλογία προς την κάλυψη που παρέχει η εγγύηση· ή

β)

το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση μπορεί να αποδείξει ότι τα αποτελέσματα της προστασίας έναντι ζημίας που παρέχει η εγγύηση, περιλαμβανομένης της ζημίας από τη μη πληρωμή τόκων και άλλων πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, δικαιολογούν τέτοια αντιμετώπιση.

2.4   Συμπληρωματικές απαιτήσεις για τα πιστωτικά παράγωγα

20.

Το πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

με την επιφύλαξη του στοιχείου β), τα πιστωτικά γεγονότα που προβλέπονται από το πιστωτικό παράγωγο περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

i)

τη μη πληρωμή των ποσών που οφείλονται δυνάμει των όρων της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης που ισχύουν κατά το χρόνο της μη πληρωμής (με περίοδο χάριτος αντίστοιχη η μικρότερη από εκείνη της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης),

ii)

την πτώχευση, αφερεγγυότητα ή αδυναμία του οφειλέτη να πληρώσει τα χρέη του, ή την αδυναμία του ή την εκ μέρους του γραπτή παραδοχή της αδυναμίας του να πληρώσει γενικά τα ληξιπρόθεσμα χρέη του, και άλλα ανάλογα γεγονότα, και

iii)

την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη του κεφαλαίου, των τόκων ή των προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από πίστωση (π.χ. λόγω αναπροσαρμογής αξίας ή άλλης παρόμοιας χρέωσης στο λογαριασμό κερδών και ζημιών)·

β)

εάν τα πιστωτικά γεγονότα που προβλέπονται από το πιστωτικό παράγωγο δεν περιλαμβάνουν την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης σύμφωνα με το σημείο iii) του στοιχείου α), η πιστωτική προστασία μπορεί ωστόσο να ληφθεί υπόψη, με την προϋπόθεση ότι θα μειωθεί η αναγνωρισμένη αξία της σύμφωνα με το Μέρος 3, παράγραφος 83·

γ)

στην περίπτωση των πιστωτικών παράγωγων που επιτρέπουν το διακανονισμό με μετρητά, υπάρχει άρτια διαδικασία αποτίμησης για την αξιόπιστη εκτίμηση της ζημίας. Η προθεσμία αποτίμησης της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης μετά το πιστωτικό γεγονός ορίζεται σαφώς·

δ)

εάν είναι αναγκαίο για το διακανονισμό να έχει ο αγοραστής της προστασίας το δικαίωμα και την ικανότητα να μεταβιβάσει την υποκείμενη πιστωτική υποχρέωση στον πάροχο της προστασίας, οι όροι της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης προβλέπουν ότι τα μέρη δεν μπορούν να αρνούνται χωρίς βάσιμους λόγους τη συναίνεση που απαιτείται για τη μεταβίβαση αυτή· και

ε)

η ταυτότητα των μερών που είναι υπεύθυνα να διαπιστώσουν εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός ορίζεται σαφώς. Ο πάροχος της προστασίας δεν έχει μόνος την ευθύνη της διαπίστωσης αυτής. Ο αγοραστής της προστασίας έχει το δικαίωμα/την ικανότητα να πληροφορεί τον πάροχο της προστασίας ότι επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός.

21.

Τυχόν αναντιστοιχία μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης αναφοράς του πιστωτικού παράγωγου (δηλαδή της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αξίας διακανονισμού με χρηματικά διαθέσιμα ή της αξίας του παραδοτέου μέσου), ή μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, επιτρέπεται μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η υποχρέωση αναφοράς ή, κατά περίπτωση, η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός έχει την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα με την υποκείμενη υποχρέωση· και

β)

η υποκείμενη υποχρέωση και η υποχρέωση αναφοράς ή κατά περίπτωση, η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, προέρχονται από τον ίδιο οφειλέτη (δηλαδή την ίδια νομική οντότητα) και υπάρχουν εκτελεστές ρήτρες σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης (cross-default) ή σταυροειδούς πρόωρης εξόφλησης (cross-acceleration).

2.5   Κριτήρια υπαγωγής στην αντιμετώπιση που προβλέπεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 4

22.

Προκειμένου να είναι δυνατή η μεταχείριση που περιγράφεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 4, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η υποκείμενη υποχρέωση πρέπει να είναι:

επιχειρηματικό άνοιγμα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 86, με εξαίρεση ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

άνοιγμα έναντι περιφερειακής κυβέρνησης, τοπικής αρχής ή οντότητας του δημόσιου τομέα που δεν αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα έναντι κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 86· ή

άνοιγμα έναντι μικρής ή μεσαίου μεγέθους οντότητας, χαρακτηριζόμενο ως άνοιγμα λιανικής σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 4·

β)

οι υποκείμενοι πιστούχοι δεν πρέπει να είναι μέλη του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων με τον πάροχο της προστασίας·

γ)

το άνοιγμα πρέπει να αντισταθμίζεται με ένα από τα ακόλουθα μέσα:

μη χρηματοδοτούμενα πιστωτικά παράγωγα μεμονωμένου πιστούχου ή εγγυήσεις μεμονωμένου πιστούχου·

προϊόντα κάλυψης κινδύνου πρώτης αθέτησης σε σύνολο ανοιγμάτων — η μεταχείριση ισχύει για το περιουσιακό στοιχείο του συνόλου που αντιπροσωπεύει το χαμηλότερο σταθμισμένο άνοιγμα· ή

προϊόντα κάλυψης κινδύνου νιοστής (n) αθέτησης σε σύνολο ανοιγμάτων — η αποκτώμενη προστασία είναι επιλέξιμη να υπαχθεί στο εν λόγω πλαίσιο μόνον εφόσον έχει αποκτηθεί προστασία (n-1) από τον κίνδυνο αθέτησης ή το (n-1) των περιουσιακών στοιχείων του συνόλου ανοιγμάτων είναι ήδη σε κατάσταση αθέτησης. Στις περιπτώσεις αυτές η μεταχείριση ισχύει για το περιουσιακό στοιχείο του συνόλου που αντιπροσωπεύει το μικρότερο σταθμισμένο άνοιγμα·

δ)

η πιστωτική προστασία πληροί τις προϋποθέσεις στις παραγράφους 14, 15, 18, 20 και 21·

ε)

ο συντελεστής στάθμισης που συνδέεται με το άνοιγμα προ της εφαρμογής της μεταχείρισης του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφος 4, δεν ενσωματώνει ήδη καμία πτυχή της πιστωτικής προστασίας·

στ)

ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα, καθώς και την προσδοκία να πληρωθεί από τον πάροχο πιστωτικής προστασίας χωρίς να πρέπει να κάνει χρήση ένδικων μέσων κατά του αντισυμβαλλομένου για την πληρωμή. Στο μέτρο του δυνατού, ένα πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει μέτρα προκειμένου να ικανοποιηθεί ότι ο πάροχος πιστωτικής προστασίας είναι διατεθειμένος να πληρώσει αμέσως σε περίπτωση που επέλθει ένα πιστωτικό γεγονός·

ζ)

η αγορασθείσα πιστωτική προστασία απορροφά όλες τις πιστωτικές ζημίες που πραγματοποιήθηκαν επί του αντισταθμισμένου ανοίγματος εξαιτίας πιστωτικών γεγονότων που συνέβησαν και προβλέπονται στη σύμβαση·

η)

εάν η διάρθρωση πληρωμής προβλέπει τον φυσικό διακανονισμό τότε πρέπει να υφίσταται νομική ασφάλεια όσον αφορά την δυνατότητα παράδοσης ενός δανείου, ομολόγου ή ενδεχόμενης υποχρέωσης. Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να παραδώσει μια υποχρέωση διαφορετική από το υποκείμενο άνοιγμα τότε διασφαλίζει ότι η παραδοτέα υποχρέωση είναι αρκούντως ρευστή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να δύναται να την αγοράσει προς παράδοση σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη σύμβαση·

θ)

οι όροι των διακανονισμών πιστωτικής προστασίας επιβεβαιώνονται νομότυπα γραπτώς τόσο από τον πάροχο πιστωτικής προστασίας και το πιστωτικό ίδρυμα·

ι)

τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν διεργασία για τον εντοπισμό υπέρμετρης συσχέτισης μεταξύ της φερεγγυότητας ενός παρόχου προστασίας και του πιστούχου του υποκείμενου ανοίγματος λόγω του ότι η επίδοσή τους εξαρτάται από κοινούς παράγοντες πέραν του συστημικού παράγοντα κινδύνου· και

ια)

σε περίπτωση προστασίας έναντι κινδύνου απομείωσης της αξίας, ο πωλητής των αγορασθέντων εισπρακτέων δεν πρέπει να ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με τον πάροχο της προστασίας.

ΜEΡΟΣ 3

Υπολογισμός των αποτελεσμάτων της μείωσης κινδύνου

1.

Με την επιφύλαξη των Μερών 4 έως 6, εάν πληρούνται οι διατάξεις των Μερών 1 και 2 ο υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 και ο υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

2.

Τα μετρητά, οι τίτλοι και τα εμπορεύματα που αγοράζονται, λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται σε συναλλαγή επαναγοράς ή συναλλαγή δανειοληψίας ή δανειοδοσίας τίτλων ή εμπορευμάτων αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις.

1.   ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

1.1   Ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου

3.

Οι επενδύσεις σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου, τα οποία έχουν εκδοθεί από το δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις, με χρηματικά διαθέσιμα.

1.2   Συμψηφισμός εντός ισολογισμού

4.

Τα δάνεια και οι καταθέσεις που κρατούνται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση και υπόκεινται σε συμψηφισμό στον ισολογισμό αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα.

1.3   Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς

1.3.1   Υπολογισμός της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος

α)   Χρήση της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας

5.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 12 έως 21, κατά τον υπολογισμό της «πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος» (E*) για τα ανοίγματα που υπάγονται σε αποδεκτή σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που καλύπτει συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, οι εφαρμοζόμενες προσαρμογές μεταβλητότητας υπολογίζονται είτε με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας είτε με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας, όπως αυτές παρουσιάζονται στις παραγράφους 30 έως 61 για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων. Για τη χρήση της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας εφαρμόζονται οι ίδιες προϋποθέσεις και απαιτήσεις όπως για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

6.

Η καθαρή θέση σε κάθε είδος τίτλου ή εμπορεύματος υπολογίζεται αφαιρώντας από τη συνολική αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων αυτού του είδους που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου, τη συνολική αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων του ιδίου είδους που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της σύμβασης.

7.

Για τους σκοπούς του σημείου 6, ως «είδος τίτλου» νοούνται οι τίτλοι που εκδίδονται από την ίδια οντότητα, έχουν την ίδια ημερομηνία έκδοσης και την ίδια ληκτότητα και υπόκεινται στους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και στις ίδιες περιόδους ρευστοποίησης των παραγράφων 34 έως 59.

8.

Η καθαρή θέση σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού, υπολογίζεται αφαιρώντας από τη συνολική αξία των τίτλων στο σχετικό νόμισμα που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου, συν το ποσό μετρητών στο νόμισμα αυτό που δίνεται σε δανεισμό, πωλείται ή μεταβιβάζεται δυνάμει της σύμβασης, τη συνολική αξία των τίτλων σε αυτό το νόμισμα που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της συμφωνίας, συν το ποσό μετρητών στο νόμισμα αυτό που λαμβάνεται με δανεισμό ή παραλαμβάνεται δυνάμει της σύμβασης.

9.

Η κατάλληλη προσαρμογή μεταβλητότητας για δεδομένο είδος τίτλου ή θέσης σε μετρητά εφαρμόζεται στην απόλυτη τιμή της καθαρής θετικής ή αρνητικής θέσης στους τίτλους της εν λόγω κατηγορίας.

10.

Η προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω κινδύνου συναλλάγματος (fx) εφαρμόζεται στην καθαρή θετική ή αρνητική θέση σε κάθε νόμισμα εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού.

11.

Το E* υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, E είναι η αξία ανοίγματος που θα αποδιδόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, E είναι η αξία ανοίγματος που θα αποδιδόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

C είναι η αξία των τίτλων ή εμπορευμάτων που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή τα μετρητά που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από τα ανοίγματα αυτά.

Σ(E) είναι το άθροισμα όλων των E στη σύμβαση-πλαίσιο.

Σ(C) είναι το άθροισμα όλων των C στη σύμβαση-πλαίσιο.

Efx είναι η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε δεδομένο νόμισμα εκτός του νομίσματος διακανονισμού όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 8.

Hsec είναι η κατάλληλη για δεδομένο είδος τίτλου προσαρμογή μεταβλητότητας.

Hfx είναι η προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω κινδύνου συναλλάγματος.

E* είναι η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος.

β)   Χρήση της μεθόδου των εσωτερικών υποδειγμάτων

12.

Αντί της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας για τον υπολογισμό της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος (E*) που προκύπτει από την εφαρμογή αποδεκτής σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού που καλύπτει συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς εκτός των συναλλαγών σε παράγωγα, επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν μια μέθοδο που βασίζεται σε εσωτερικά υποδείγματα, η οποία λαμβάνει υπόψη τις συσχετίσεις μεταξύ των θέσεων σε τίτλους που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, καθώς και την εμπορευσιμότητα των σχετικών μέσων. Τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό παρέχουν εκτιμήσεις της δυνητικής μεταβολής της αξίας ανοίγματος που δεν καλύπτεται από εξασφάλιση (ΣE - ΣC). Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν τα εσωτερικά τους υποδείγματα για τις πράξεις δανεισμού περιθωρίου, εάν οι πράξεις καλύπτονται από διμερή σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που πληροί τις απαιτήσεις του Παραρτήματος ΙΙΙ, Μέρος 7.

13.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιλέξει μια μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος ανεξάρτητα από την επιλογή που έχει κάνει μεταξύ των άρθρων 78 έως 83 και των άρθρων 84 έως 89 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων. Ωστόσο, εάν το πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί να χρησιμοποιήσει μια μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, πρέπει να την εφαρμόσει σε όλους τους αντισυμβαλλομένους και σε όλους τους τίτλους με την εξαίρεση των μη σημαντικών χαρτοφυλακίων, για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 11.

14.

Η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων μπορεί να εφαρμόζεται από τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων το εσωτερικό υπόδειγμα διαχείρισης έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το Παράρτημα V της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

15.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν λάβει την έγκριση των αρμόδιων αρχών για τη χρήση τέτοιων υποδειγμάτων σύμφωνα με την οδηγία 2006/49/ΕΚ, μπορούν να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές την αναγνώριση ενός εσωτερικού υποδείγματος μέτρησης των κινδύνων για τους σκοπούς των παραγράφων, 12 έως 21.

16.

Η αναγνώριση χορηγείται μόνον εάν οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνων που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα για τη διαχείριση των κινδύνων από συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού είναι εννοιολογικά άρτιο, εφαρμόζεται με ακεραιότητα και πληροί ιδίως τα ακόλουθα ποιοτικά πρότυπα:

α)

το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της δυνητικής μεταβλητότητας των τιμών των σχετικών συναλλαγών είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος και χρησιμοποιείται ως βάση για την αναφορά των αναλαμβανόμενων κινδύνων στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων που είναι ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και αναφέρει απευθείας στη διοίκησή του πιστωτικού ιδρύματος. Το τμήμα ελέγχου κινδύνων είναι υπεύθυνο για το σχεδιασμό και την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος. Συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις για τα αποτελέσματα του υποδείγματος διαχείρισης κινδύνων και για τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση των ορίων θέσης·

γ)

οι καθημερινές εκθέσεις που συντάσσει το τμήμα ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε επίπεδο διοίκησης που έχει την εξουσία να απαιτήσει τη μείωση των ανοικτών θέσεων και του συνολικού αναλαμβανομένου κινδύνου·

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει στο τμήμα ελέγχου κινδύνων επαρκές προσωπικό με κατάρτιση στη χρήση πολύπλοκων υποδειγμάτων·

ε)

το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες για την παρακολούθηση και εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες ελέγχου που σχετίζονται με τη συνολική λειτουργία του συστήματος μέτρησης κινδύνων·

στ)

τα υποδείγματα του πιστωτικού ιδρύματος έχουν αποδεδειγμένο ιστορικό εύλογης ακρίβειας στη μέτρηση των κινδύνων, η οποία αποδεικνύεται ιδίως με εκ των υστέρων ελέγχους των αποτελεσμάτων τους με βάση τα δεδομένα ενός τουλάχιστον έτους·

ζ)

το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει συχνά αυστηρό πρόγραμμα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, των οποίων τα αποτελέσματα εξετάζονται από τη διοίκηση και αντικατοπτρίζονται στις πολιτικές και στα όρια που καθορίζονται από αυτήν·

η)

το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί, στο πλαίσιο της τακτικής του διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη επανεξέταση του συστήματος μέτρησης κινδύνων. Η επανεξέταση περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες του ανεξάρτητου τμήματος ελέγχου κινδύνων·

θ)

το πιστωτικό ίδρυμα επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο το εσωτερικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων· και

ι)

το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ, Μέρος 6, παράγραφοι 40 έως 42.

17.

Ο υπολογισμός της δυνητικής ζημίας πρέπει να πληροί τα ακόλουθα ελάχιστα πρότυπα:

α)

τουλάχιστον καθημερινός υπολογισμός της δυνητικής ζημίας ·

β)

μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %·

γ)

περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών, με την εξαίρεση των άλλων συναλλαγών εκτός των συναλλαγών επαναγοράς τίτλων και/ή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, για τις οποίες χρησιμοποιείται περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών·

δ)

πραγματική ιστορική περίοδος παρατήρησης ενός έτους τουλάχιστον, εκτός εάν δικαιολογείται μικρότερη περίοδος παρατήρησης λόγω σημαντικής αύξησης της μεταβλητότητας τιμών· και

ε)

τριμηνιαία επικαιροποίηση των δεδομένων.

18.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν να συλλαμβάνει το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων επαρκείς παράγοντες κινδύνου ώστε να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους τιμών.

19.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου εάν έχουν πεισθεί ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα για να μετρήσει αυτές τις συσχετίσεις είναι άρτιο και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.

20.

Για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων, η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος (E*) υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, E είναι η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, E είναι η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

C είναι η αξία των τίτλων που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή των μετρητών που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από τα ανοίγματα αυτά.

Σ(E) είναι το άθροισμα όλων των E στη σύμβαση-πλαίσιο.

Σ(C) είναι το άθροισμα όλων των C στη σύμβαση-πλαίσιο.

21.

Όταν υπολογίζουν σταθμισμένα βάσει κινδύνου ποσά ανοιγμάτων με εσωτερικά υποδείγματα, τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις που παρέχει το υπόδειγμα για την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα.

1.3.2   Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού

Τυποποιημένη μέθοδος

22.

Το E* που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 21 είναι για τους σκοπούς του άρθρου 80 η αξία ανοίγματος του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις συναλλαγές που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού.

Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (Μέθοδος IRB)

23.

Το E* που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 21 είναι για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII η αξία ανοίγματος του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις συναλλαγές που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού.

1.4   Χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις

1.4.1   Απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

24.

Η απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων εφαρμόζεται μόνο εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ταυτόχρονα την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

Αποτίμηση

25.

Στη μέθοδο αυτή, σε κάθε αναγνωρισμένη χρηματοοικονομική εξασφάλιση αποδίδεται αξία ίση με την αγοραία αξία της σύμφωνα με το Μέρος 2, παράγραφος 6.

Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών

26.

Ο συντελεστής κινδύνου που θα εφαρμοζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 εάν το ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση είχε άμεσο άνοιγμα στο μέσο της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης εφαρμόζεται στα τμήματα απαιτήσεων τα οποία εξασφαλίζονται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων. Ο συντελεστής στάθμισης του τμήματος που καλύπτεται από την εξασφάλιση είναι τουλάχιστον 20 %, με την επιφύλαξη των παραγράφων 27 έως 29. Στο υπόλοιπο τμήμα του ανοίγματος εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σε ένα μη εξασφαλισμένο άνοιγμα έναντι του αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων

27.

Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % στο εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος που προκύπτει από συναλλαγές που πληρούν τα κριτήρια των παραγράφων 58 και 59. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος στη συναλλαγή δεν είναι βασικός συμμετέχων στην αγορά εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 10 %.

Συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που υπόκεινται σε καθημερινή αποτίμηση

28.

Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 %, εντός του ορίου κάλυψης από την εξασφάλιση, στις αξίες ανοίγματος που προσδιορίζονται σύμφωνα με το Παράρτημα III για τα παράγωγα μέσα που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV και υπόκεινται σε καθημερινή αποτίμηση, εφόσον η εξασφάλιση συνίσταται σε μετρητά ή σε μέσα εξομοιούμενα με μετρητά και δεν υπάρχει αναντιστοιχία νομισμάτων. Συντελεστής στάθμισης 10 % εφαρμόζεται, εντός του ορίου κάλυψης από την εξασφάλιση, στις αξίες ανοίγματος παρόμοιων συναλλαγών που εξασφαλίζονται με χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες» περιλαμβάνουν:

α)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας αυτές υπάγονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

β)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83· και

γ)

τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Άλλες συναλλαγές

29.

Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % εάν τα ανοίγματα και οι εξασφαλίσεις είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα, και:

α)

η εξασφάλιση έχει μορφή κατάθεσης μετρητών ή μέσου εξομοιούμενου με μετρητά· ή

β)

η εξασφάλιση έχει μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 και η αγοραία αξία της μειώνεται κατά 20 %.

Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες» περιλαμβάνουν τους τίτλους που μνημονεύονται στην παράγραφο 28.

1.4.2   Αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

30.

Κατά την αποτίμηση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων για τους σκοπούς της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, στην αγοραία αξία της εξασφάλισης εφαρμόζονται «προσαρμογές μεταβλητότητας» σύμφωνα με τις παραγράφους 34 έως 59 κατωτέρω, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μεταβλητότητα τιμών.

31.

Με την επιφύλαξη της αντιμετώπισης που προβλέπεται στην παράγραφο 32 για τις αναντιστοιχίες νομισμάτων σε συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, εάν η εξασφάλιση είναι εκφρασμένη σε νόμισμα άλλο από εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος, στην κατάλληλη για την εξασφάλιση προσαρμογή μεταβλητότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 34 έως 59 προστίθεται μια προσαρμογή που λαμβάνει υπόψη τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος.

32.

Στην περίπτωση των συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα οι οποίες καλύπτονται από συμβάσεις συμψηφισμού που αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το Παράρτημα III, εφαρμόζεται προσαρμογή μεταβλητότητας που αντικατοπτρίζει τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του νομίσματος της εξασφάλισης και του νομίσματος διακανονισμού. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των νομισμάτων στις συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση συμψηφισμού, εφαρμόζεται μία μόνο προσαρμογή μεταβλητότητας.

α)   Υπολογισμός των προσαρμοσμένων αξιών

33.

Η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης που λαμβάνεται υπόψη υπολογίζεται ως εξής για όλες τις συναλλαγές, εκτός εκείνων που καλύπτονται από αναγνωρισμένη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως 23:

CVA = C x (1-HC-HFX)

Η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία ανοίγματος που λαμβάνεται υπόψη υπολογίζεται ως εξής:

EVA = E x (1+HE) και, στην περίπτωση των συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, EVA = E.

Η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος, εάν ληφθεί υπόψη η μεταβλητότητα και η επίπτωση της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου, υπολογίζεται ως εξής:

E* = max {0, [EVA - CVAM]}

όπου:

E είναι η αξία ανοίγματος όπως θα υπολογιζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή με τα άρθρα 84 έως 89, κατά περίπτωση, εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο. Για το σκοπό αυτό, εάν μεν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σταθμισμένα βάσει κινδύνου ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, λαμβάνεται ως αξία ανοίγματος των εκτός ισολογισμού στοιχείων που απαριθμούνται στο Παράρτημα II το 100 % της αξίας τους και όχι τα αναφερόμενα στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ποσοστά, εάν δε το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σταθμισμένα βάσει κινδύνου ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, η αξία ανοίγματος των στοιχείων που απαριθμούνται στο Παράρτημα VII, Μέρος 3, παράγραφοι 9 έως 11, υπολογίζεται με χρήση συντελεστή μετατροπής 100 % και όχι των συντελεστών μετατροπής ή ποσοστών που ορίζονται σ' εκείνες τις παραγράφους,

EVA είναι η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία ανοίγματος,

CVA είναι η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης,

CVAM είναι το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 4,

HE είναι η κατάλληλη για το άνοιγμα (E) προσαρμογή μεταβλητότητας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 34 έως 59,

HC είναι η κατάλληλη για την εξασφάλιση προσαρμογή μεταβλητότητας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 34 έως 59,

HFX είναι η κατάλληλη για την αναντιστοιχία νομισμάτων προσαρμογή μεταβλητότητας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 34 έως 59,

E* είναι η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος, λαμβανομένης υπόψη της μεταβλητότητας και της επίπτωσης της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου.

β)   Υπολογισμός των εφαρμοστέων προσαρμογών μεταβλητότητας

34.

Οι προσαρμογές μεταβλητότητας μπορούν να υπολογιστούν με δύο τρόπους: με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας και με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας.

35.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιλέξει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα ανεξάρτητα από την επιλογή που έχει κάνει μεταξύ των άρθρων 78 έως 83 και των άρθρων 84 έως 89 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών. Ωστόσο, εάν το πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα, πρέπει να την εφαρμόσει σε όλα τα είδη μέσων με την εξαίρεση των μη σημαντικών χαρτοφυλακίων, για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητα2.

Εάν η εξασφάλιση συνίσταται σε ορισμένο αριθμό αναγνωρισμένων στοιχείων, η προσαρμογή μεταβλητότητας δίνεται από τη σχέση Formula, όπου ai είναι η αναλογία δεδομένου στοιχείου στο σύνολο της εξασφάλισης και Hi είναι η προσαρμογή μεταβλητότητας που εφαρμόζεται στο στοιχείο αυτό.

i)   Εποπτικοί συντελεστές προσαρμογής μεταβλητότητας

36.

Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας (με την παραδοχή της καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας) είναι εκείνες που αναφέρονται στους Πίνακες 1 έως 4.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑΣ

Πίνακας 1

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχί-ζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου

Εναπομένουσα ληκτότητα

Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1, σημείο 7, στοιχείο β)

Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1, σημείο 7, στοιχεία γ) και δ)

 

 

Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

1

≤ 1 έτους

0,707

0,5

0,354

1,414

1

0,707

 

>1 ≤ 5 ετών

2,828

2

1,414

5,657

4

2,828

 

> 5 ετών

5,657

4

2,828

11,314

8

5,657

2-3

≤ 1 έτους

1,414

1

0,707

2,828

2

1,414

 

>1 ≤ 5 ετών

4,243

3

2,121

8,485

6

4,243

 

> 5 ετών

8,485

6

4,243

16,971

12

8,485

4

≤ 1 έτος

21,213

15

10,607

Μ/Δ

Μ/Δ

Μ/Δ

 

>1 ≤ 5 ετών

21,213

15

10,607

Μ/Δ

Μ/Δ

Μ/Δ

 

> 5 ετών

21,213

15

10,607

Μ/Δ

Μ/Δ

Μ/Δ


Πίνακας 2

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του βραχυπρόθεσμου χρεωστικού τίτλου

Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1, σημείο 7, στοιχείο β) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1, σημείο 7, στοιχεία γ) και δ) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

 

Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών ( %)

1

0,707

0,5

0,354

1,414

1

0,707

2-3

1,414

1

0,707

2,828

2

1,414


Πίνακας 3

Άλλα είδη εξασφαλίσεων ή ανοιγμάτων

 

Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών ( %)

Μετοχές που περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη, μετατρέψιμα ομόλογα που περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη

21,213

15

10,607

Άλλες μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που διαπραγματεύονται σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο

35,355

25

17,678

Μετρητά

0

0

0

Χρυσός

21,213

15

10,607


Πίνακας 4

Προσαρμογές μεταβλητότητας σε περίπτωση αναντιστοιχίας νομίσματος

Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών ( %)

Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών ( %)

11,314

8

5,657

37.

Για τις πιστοδοτήσεις που καλύπτονται από εξασφάλιση, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 20 εργάσιμες ημέρες. Για τις συναλλαγές επαναγοράς (στο βαθμό που δεν περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 5 εργάσιμες ημέρες. Για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 10 εργάσιμες ημέρες.

38.

Στους Πίνακες 1 έως 4 και στις παραγράφους 39 έως 41, ως «βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση» νοείται η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν να αντιστοιχίσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται επίσης το Μέρος 1, παράγραφος 10.

39.

Για τους μη αποδεκτούς τίτλους ή για εμπορεύματα που δίνονται σε δανεισμό ή πωλούνται σε συναλλαγές επαναγοράς ή σε συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, η προσαρμογή μεταβλητότητας είναι ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται στις μη περιλαμβανόμενες σε σημαντικό δείκτη μετοχές που είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο.

40.

Για τα αποδεκτά μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, η προσαρμογή μεταβλητότητας είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των προσαρμογών για μεταβλητότητα που θα εφαρμόζονταν, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου ρευστοποίησης της συναλλαγής που ορίζεται στην παράγραφο 37, στα στοιχεία ενεργητικού στα οποία έχει επενδύσει ο οργανισμός. Αν τα στοιχεία στα οποία έχει επενδύσει ο οργανισμός δεν είναι γνωστά στο πιστωτικό ίδρυμα, τότε η προσαρμογή μεταβλητότητας είναι η υψηλότερη προσαρμογή μεταβλητότητας που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται στον οργανισμό να επενδύει.

41.

Για τους μη διαβαθμισμένους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα και πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Μέρους 1, παράγραφος 8, οι προσαρμογές μεταβλητότητας είναι ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται στους τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα ή επιχειρήσεις των οποίων η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση αντιστοιχίζεται με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 2 ή 3.

ii)   Εσωτερικές εκτιμήσεις για την προσαρμογή μεταβλητότητας

42.

Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα που πληρούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 47 έως 56 να χρησιμοποιούν τις εσωτερικές τους εκτιμήσεις μεταβλητότητας για τον υπολογισμό των προσαρμογών μεταβλητότητας που εφαρμόζονται στις εξασφαλίσεις και τα ανοίγματα.

43.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να υπολογίζουν μία εκτίμηση μεταβλητότητας για κάθε κατηγορία χρεωστικών τίτλων που έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI τουλάχιστον ισοδύναμη ή καλύτερη του επενδυτικού βαθμού.

44.

Κατά τον προσδιορισμό των κατάλληλων κατηγοριών τίτλων, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το είδος του εκδότη, την εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση, την εναπομένουσα ληκτότητα και τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (modified duration) των τίτλων. Οι εκτιμήσεις μεταβλητότητας πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές των τίτλων τους οποίους το πιστωτικό ίδρυμα περιλαμβάνει στη σχετική κατηγορία.

45.

Για τους χρεωστικούς τίτλους των οποίων η πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI είναι χαμηλότερη του επενδυτικού βαθμού και για τις άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις, οι προσαρμογές μεταβλητότητας πρέπει να υπολογίζονται χωριστά για κάθε τίτλο.

46.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα εκτιμούν τη μεταβλητότητα της εξασφάλισης ή την αναντιστοιχία ληκτότητας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τυχόν συσχετίσεις μεταξύ μη εξασφαλισμένου ανοίγματος, εξασφάλισης και/ή συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Ποσοτικά κριτήρια

47.

Κατά τον υπολογισμό των προσαρμογών μεταβλητότητας χρησιμοποιείται μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %.

48.

Η περίοδος ρευστοποίησης είναι 20 εργάσιμες ημέρες για τις εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις, 5 εργάσιμες ημέρες για τις συναλλαγές επαναγοράς (στο βαθμό που δεν περιλαμβάνουν μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και 10 εργάσιμες ημέρες για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς.

49.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν συντελεστές προσαρμογής μεταβλητότητας που υπολογίζονται βάσει μικρότερων ή μεγαλύτερων περιόδων ρευστοποίησης, τους οποίους κλιμακώνουν ή αποκλιμακώνουν σε συνάρτηση με τις περιόδους ρευστοποίησης που ορίζονται στην παράγραφο 48 για το σχετικό είδος συναλλαγής, χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα του χρόνου που δίνεται από τη σχέση:

Formula

όπου TM είναι η κατάλληλη περίοδος ρευστοποίησης,·

HM είναι η προσαρμογή μεταβλητότητας που αντιστοιχεί στο TM· και

HN είναι η προσαρμογή μεταβλητότητας με βάση την περίοδο ρευστοποίησης TN.

50.

Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την έλλειψη ρευστότητας των στοιχείων χαμηλής ποιότητας. Η περίοδος ρευστοποίησης αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω εάν υπάρχουν αμφιβολίες για την εμπορευσιμότητα της εξασφάλισης. Τα πιστωτικά ιδρύματα εντοπίζουν επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες τα ιστορικά δεδομένα ενδέχεται να υποεκτιμούν τη δυνητική μεταβλητότητα, για παράδειγμα σε περίπτωση νομίσματος συνδεδεμένου με άλλο νόμισμα. Οι περιπτώσεις αυτές υποβάλλονται σε προσομοίωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων.

51.

Η ιστορική περίοδος παρατήρησης (η δειγματική περίοδος) για τον υπολογισμό των προσαρμογών μεταβλητότητας είναι τουλάχιστον ένα έτος. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν κλίμακα σταθμίσεων ή άλλη μέθοδο στην ιστορική περίοδο παρατήρησης, η πραγματική περίοδος παρατήρησης είναι τουλάχιστον ένα έτος (έτσι ώστε η μέση σταθμισμένη υστέρηση των μεμονωμένων παρατηρήσεων να μην είναι μικρότερη των έξι μηνών). Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα να υπολογίζει τις εσωτερικές προσαρμογές μεταβλητότητας χρησιμοποιώντας μικρότερη περίοδο παρατήρησης εάν, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, αυτό δικαιολογείται από μια σημαντική αύξηση της μεταβλητότητας τιμών.

52.

Τα πιστωτικά ιδρύματα επικαιροποιούν τις σειρές δεδομένων τους τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις μήνες και τις επαναξιολογούν μετά από κάθε σημαντική διακύμανση των αγοραίων τιμών. Αυτό συνεπάγεται ότι οι προσαρμογές μεταβλητότητας υπολογίζονται τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις μήνες.

Ποιοτικά κριτήρια

53.

Οι εκτιμήσεις μεταβλητότητας χρησιμοποιούνται στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος, περιλαμβανομένης των διαχείρισης των εσωτερικών ορίων ανοιγμάτων.

54.

Εάν η περίοδος ρευστοποίησης που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων είναι μεγαλύτερη από εκείνη που καθορίζεται στο παρόν Μέρος για το σχετικό είδος συναλλαγής, το πιστωτικό ίδρυμα κλιμακώνει τις εσωτερικές προσαρμογές μεταβλητότητας χρησιμοποιώντας τον τύπο της τετραγωνικής ρίζας του χρόνου της παραγράφου 49.

55.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με ένα σύνολο γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών και ελέγχων σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος που χρησιμοποιεί για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας και για την ένταξη των εκτιμήσεων αυτών στη διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων του.

56.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου του πιστωτικού ιδρύματος πραγματοποιείται τακτικά ανεξάρτητη επανεξέταση του εσωτερικού συστήματος εκτίμησης των προσαρμογών μεταβλητότητας. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο πραγματοποιείται επανεξέταση του συνολικού συστήματος που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας και για την ένταξή τους στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος· η επανεξέταση αυτή καλύπτει τουλάχιστον:

α)

την ένταξη των κατ’ εκτίμηση προσαρμογών μεταβλητότητας στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων·

β)

την επικύρωση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία εκτίμησης των προσαρμογών μεταβλητότητας·

γ)

την εξακρίβωση της συνέπειας, του επίκαιρου χαρακτήρα και της αξιοπιστίας των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας αυτών των πηγών δεδομένων· και

δ)

την ακρίβεια και την καταλληλότητα των παραδοχών σχετικά με τη μεταβλητότητα.

iii)   Κλιμάκωση των προσαρμογών μεταβλητότητας

57.

Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που προβλέπονται στις παραγράφους 36 έως 41 είναι εκείνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας. Παρομοίως, όταν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις προσαρμογών μεταβλητότητας σύμφωνα με τις παραγράφους 42 έως 56, οι εκτιμήσεις αυτές πρέπει να υπολογίζονται κατ’ αρχάς με βάση την καθημερινή αναπροσαρμογή αξίας. Εάν οι αναπροσαρμογές αξίας πραγματοποιούνται με συχνότητα μικρότερη της καθημερινής, εφαρμόζονται μεγαλύτερες προσαρμογές μεταβλητότητας που υπολογίζονται με την κλιμάκωση των καθημερινών προσαρμογών μεταβλητότητας με τον ακόλουθο τύπο «τετραγωνικής ρίζας του χρόνου»:

Formula

όπου:

H είναι η εφαρμοστέα προσαρμογή μεταβλητότητας,

HM είναι η προσαρμογή μεταβλητότητας σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας,

NR είναι ο πραγματικός αριθμός εργάσιμων ημερών μεταξύ αναπροσαρμογών αξίας,

TM είναι η περίοδος ρευστοποίησης για το σχετικό είδος συναλλαγής.

iv)   Προϋποθέσεις για την εφαρμογή προσαρμογής μεταβλητότητας 0 %

58.

Όσον αφορά τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως θ), τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, αντί των προσαρμογών μεταβλητότητας που υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 34 έως 57, να εφαρμόζουν προσαρμογή μεταβλητότητας 0 %. Η ευχέρεια αυτή δεν παρέχεται στα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων των παραγράφων 12 έως 21.

α)

τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση συνίστανται σε μετρητά ή χρεωστικούς τίτλους κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κατά την έννοια του Μέρους 1, παράγραφος 7, στοιχείο β), επιλέξιμους για στάθμιση κινδύνου 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

β)

τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα·

γ)

είτε η ληκτότητα της συναλλαγής δεν υπερβαίνει τη μία ημέρα είτε το άνοιγμα και η εξασφάλιση υπόκεινται αμφότερα σε καθημερινή αποτίμηση ή σε καθημερινό επανακαθορισμό των περιθωρίων ασφάλισης·

δ)

θεωρείται ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ της τελευταίας καθημερινής αποτίμησης πριν από τη μη κατάθεση περιθωρίου ασφάλισης από τον αντισυμβαλλόμενο και της ρευστοποίησης της εξασφάλισης δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες·

ε)

η συναλλαγή διακανονίζεται από σύστημα διακανονισμού με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα για αυτό το είδος συναλλαγής·

στ)

η σύμβαση συνοδεύεται από τα στερεότυπα έγγραφα που χρησιμοποιούνται στην αγορά για τις συναλλαγές επαναγοράς ή τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας των σχετικών τίτλων·

ζ)

η συναλλαγή περιλαμβάνει έγγραφες ρήτρες που ορίζουν ότι εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει υποχρέωση παράδοσης μετρητών ή τίτλων ή κατάθεσης συμπληρωματικού περιθωρίου ή εάν αθετήσει άλλη υποχρέωση, η συναλλαγή μπορεί να τερματιστεί αμέσως· και

η)

ο αντισυμβαλλόμενος θεωρείται «βασικός συμμετέχων στην αγορά» από τις αρμόδιες αρχές. Οι βασικοί συμμετέχοντες στην αγορά περιλαμβάνουν τις ακόλουθες οντότητες:

οντότητες του Μέρους 1, παράγραφος 7, στοιχείο β), στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83,

ιδρύματα,

άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων), στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 % σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή οι οποίες, στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 83 έως 89, δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI και διαβαθμίζονται εσωτερικά σαν να έχουν πιθανότητα αθέτησης ισοδύναμη με εκείνη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ECAI που αντιστοιχίζονται από τις αρμόδιες αρχές με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων,

εποπτευόμενοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις ή απαιτήσεις μόχλευσης,

εποπτευόμενα συνταξιοδοτικά ταμεία, και

αναγνωρισμένοι οργανισμοί εκκαθάρισης.

59.

Εάν οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εφαρμογή της αντιμετώπισης της παραγράφου 58 στις συναλλαγές επαναγοράς ή στις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων που εκδίδονται από την κεντρική κυβέρνηση του κράτους μέλους τους, οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών έχουν την ευχέρεια να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην επικράτειά τους να εφαρμόσουν την ίδια αντιμετώπιση στις ίδιες συναλλαγές.

(γ)   Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας

Τυποποιημένη μέθοδος

60.

E* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 33 είναι η αξία ανοίγματος για τους σκοπούς του άρθρου 80. Προκειμένου περί των εκτός ισολογισμού στοιχείων που απαριθμούνται στο Παράρτημα II, ως Ε* λαμβάνεται η αξία που θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί με τα οριζόμενα στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ποσοστά για να συναχθεί η αξία του ανοίγματος.

Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (Μέθοδος IRB)

61.

Το LGD* (πραγματική ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης) όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το παρόν σημείο είναι το LGD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII.

LGD* = LGD Χ (E*/E)

όπου:

LGD είναι η ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης που θα εφαρμοζόταν στο άνοιγμα σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο,

E είναι η αξία ανοίγματος όπως δίδεται στην παράγραφο 33,

E* υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 33.

1.5   Άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις για τους σκοπούς των άρθρων 84 έως 89

1.5.1   Αποτίμηση

α)   Εξασφάλιση με ακίνητα

62.

Το ακίνητο αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή στην αγοραία αξία ή σε χαμηλότερη αξία. Στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, το ακίνητο μπορεί να αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή σε αξία ίση ή μικρότερη από την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου.

63.

Η αγοραία αξία είναι το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου θα ανταλλασσόταν το ακίνητο κατά την ημέρα της αποτίμησης μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή που εκφράζουν ελεύθερα τη δικαιοπρακτική τους βούληση, συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού μετά από κατάλληλη εμπορική διαπραγμάτευση και ενεργούν καθένας εν πλήρη γνώσει, με σύνεση και χωρίς καταναγκασμό. Η αγοραία αξία τεκμηριώνεται γραπτώς με διαφανή και σαφή τρόπο.

64.

Η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου είναι η αξία του ακινήτου που αποτιμάται με συντηρητική εκτίμηση της μελλοντικής εμπορευσιμότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροχρόνια διατηρήσιμα χαρακτηριστικά του, τις κανονικές και τις τοπικές συνθήκες της αγοράς, την τρέχουσα χρήση του ακινήτου και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές χρήσεις του. Στην εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου δεν λαμβάνονται υπόψη κερδοσκοπικά στοιχεία. Η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου τεκμηριώνεται γραπτώς με διαφανή και σαφή τρόπο.

65.

Η αξία της εξασφάλισης ισούται με την αγοραία αξία ή με την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, μειωμένη κατά περίπτωση για να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα του ελέγχου που προβλέπεται στο Μέρος 2, παράγραφος 8, καθώς και κάθε άλλη παλαιότερη απαίτηση επί του ακινήτου.

β)   Εισπρακτέες απαιτήσεις

66.

Η αξία των εισπρακτέων απαιτήσεων ισούται με το εισπρακτέο ποσό των απαιτήσεων.

γ)   Άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

67.

Το περιουσιακό στοιχείο αποτιμάται στην αγοραία αξία του, η οποία είναι το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου θα ανταλλασσόταν κατά την ημερομηνία της αποτίμησης μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή που εκφράζουν ελεύθερα τη δικαιοπρακτική τους βούληση και συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.

1.5.2   Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας

α)   Γενική αντιμετώπιση

68.

Το LGD* (πραγματική ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης) όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 69 έως 72 είναι το LGD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII.

69.

Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης (C) προς την αξία ανοίγματος (E) είναι χαμηλότερος από το κατώτατο όριο C* (απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος) του Πίνακα 5, η τιμή του LGD* είναι η τιμή του LGD που προβλέπεται στο Παράρτημα VII για τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα έναντι του αντισυμβαλλομένου.

70.

Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης προς την αξία ανοίγματος υπερβαίνει το ανώτατο όριο C** (απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης για την πλήρη αναγνώριση του LGD) του Πίνακα 5, η τιμή του LGD* είναι εκείνη που καθορίζεται στον Πίνακα 5.

71.

Εάν το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** δεν επιτυγχάνεται για το σύνολο του ανοίγματος, το άνοιγμα αντιμετωπίζεται σαν δύο χωριστά ανοίγματα — το τμήμα του ανοίγματος για το οποίο επιτυγχάνεται το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** και το υπόλοιπο τμήμα.

72.

Ο Πίνακας 5 καθορίζει τις εφαρμοστέες τιμές του LGD* και τα απαιτούμενα επίπεδα εξασφάλισης για τα εξασφαλισμένα τμήματα των ανοιγμάτων.

Πίνακας 5

Ελάχιστη τιμή του LGD για το εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος

 

LGD* για απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα

LGD* για απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας

Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C*)

Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C**)

Εισπρακτέες απαιτήσεις

35 %

65 %

0 %

125 %

Αστικά ακίνητα/εμπορικά ακίνητα

35 %

65 %

30 %

140 %

Άλλες εξασφαλίσεις

40 %

70 %

30 %

140 %

Κατά παρέκκλιση, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με την επιφύλαξη των επιπέδων εξασφάλισης που εμφαίνονται στον πίνακα 5:

α)

να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόσουν LGD 30 % για τα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα με μορφή χρηματοδοτικής μίσθωσης εμπορικών ακινήτων·

β)

να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόσουν LGD 35 % στα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα με μορφή χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού· και

γ)

να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν LGD 30 % στα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα τα εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα ή κατοικίες.

Η παρέκκλιση θα επανεξεταστεί στο τέλος της ανωτέρω περιόδου.

β)   Εναλλακτική αντιμετώπιση των εξασφαλίσεων με ακίνητα

73.

Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 74, και ως εναλλακτική αντιμετώπιση στις παραγράφους 68 έως 72, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 50 % στο τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται πλήρως με αστικό ή εμπορικό ακίνητο που βρίσκεται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους εάν έχουν πεισθεί ότι οι σχετικές αγορές είναι καλά αναπτυγμένες και λειτουργούν από μακρού με ποσοστά ζημίας από δάνεια εξασφαλισμένα με αστικά ή εμπορικά ακίνητα που δεν υπερβαίνουν, αντίστοιχα, τα ακόλουθα όρια:

α)

οι ζημίες που προέρχονται από δανεισμό εξασφαλισμένο με αστικά ή εμπορικά ακίνητα αντιστοίχως έως και το 50 % της αγοραίας αξίας (ή, κατά περίπτωση και εφόσον είναι χαμηλότερο, το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου) δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με αυτού του είδους τα ακίνητα σε δεδομένο έτος· και

β)

οι συνολικές ζημίες από δάνεια που εξασφαλίζονται με αστικά ή εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος.

74.

Εάν μία από τις δύο προϋποθέσεις της παραγράφου 73 δεν πληρούται σε δεδομένο έτος, η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί έως ότου οι προϋποθέσεις ικανοποιηθούν σε μεταγενέστερο έτος.

75.

Οι αρμόδιες αρχές που δεν επιτρέπουν τη χρήση της αντιμετώπισης της παραγράφου 73 μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τους προβλεπόμενους στο σημείο αυτό συντελεστές στάθμισης στα ανοίγματα που είναι εξασφαλισμένα με αστικά ή εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται, αντίστοιχα, στο έδαφος κράτους μέλους του οποίου οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την αντιμετώπιση αυτή, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος.

1.6   Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας στην περίπτωση των μεικτών εξασφαλίσεων

76.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 και εάν ένα άνοιγμα καλύπτεται τόσο από χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις όσο και από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις, το LGD* (πραγματική ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης) που χρησιμοποιείται αντί του LGD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII υπολογίζεται με τον ακόλουθο τρόπο.

77.

Το πιστωτικό ίδρυμα διαιρεί την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του ανοίγματος (δηλαδή την αξία μετά την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας της παραγράφου 33) σε τμήματα, καθένα από τα οποία καλύπτεται από ένα μόνο είδος εξασφάλισης. Με άλλα λόγια, το πιστωτικό ίδρυμα διαιρεί το άνοιγμα στο τμήμα που καλύπτεται από αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, το τμήμα που καλύπτεται από εισπρακτέες απαιτήσεις, τα τμήματα που καλύπτονται από εξασφαλίσεις με εμπορικά ακίνητα και/ή αστικά ακίνητα, το τμήμα που καλύπτεται από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις και το μη εξασφαλισμένο τμήμα, κατά περίπτωση.

78.

Το LGD* για κάθε τμήμα του ανοίγματος υπολογίζεται χωριστά σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος παραρτήματος.

1.7   Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας

1.7.1   Καταθέσεις που τηρούνται σε τρίτα ιδρύματα

79.

Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 2, παράγραφος 12, η πιστωτική προστασία του Μέρους 1, παράγραφος 23 μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εγγύηση από το τρίτο ίδρυμα.

1.7.2   Ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση

80.

Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 2, παράγραφος 13, η πιστωτική προστασία του Μέρους 1, παράγραφος 24 μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εγγύηση από την επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής. Η αξία της αναγνωριζόμενης πιστωτικής προστασίας είναι η αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής.

1.7.3   Μέσα εκδιδόμενα από ίδρυμα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση

81.

Τα μέσα που είναι αποδεκτά σύμφωνα με το Μέρος 1, παράγραφος 25 μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εγγύηση από το ίδρυμα που τα εκδίδει.

82.

Η αξία της αναγνωριζόμενης πιστωτικής προστασίας είναι η ακόλουθη:

α)

εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην ονομαστική του αξία, η αξία αυτή είναι η αξία της πιστωτικής προστασίας·

β)

εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην αγοραία τιμή του, η αξία της πιστωτικής προστασίας είναι η αξία που αποτιμάται με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνη των χρεωστικών τίτλων του Μέρους 1, παράγραφος 8.

2.   ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

2.1   Αποτίμηση

83.

Η αξία της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας (G) είναι το ποσό που ο πάροχος της προστασίας ανέλαβε να καταβάλει σε περίπτωση αθέτησης ή μη πληρωμής από τον πιστούχο, ή σε περίπτωση άλλου προκαθορισμένου πιστωτικού γεγονότος. Για τα πιστωτικά παράγωγα που δεν ορίζουν ως πιστωτικό γεγονός την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη κεφαλαίου, τόκων ή προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από πίστωση (π.χ. λόγω αναπροσαρμογής αξίας ή άλλης παρόμοιας χρέωσης στο λογαριασμό κερδών και ζημιών)

α)

εφόσον το ποσό που έχει αναλάβει να πληρώσει ο πάροχος προστασίας δεν υπερβαίνει την αξία του ανοίγματος, η αξία της πιστωτικής προστασίας που υπολογίζεται σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του παρόντος σημείου μειώνεται κατά 40 %· ή

β)

εφόσον το ποσό που έχει αναλάβει να πληρώσει ο πάροχος προστασίας υπερβαίνει την αξία του ανοίγματος, η αξία της πιστωτικής προστασίας που υπολογίζεται σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του παρόντος σημείου δεν υπερβαίνει το 60 % της αξίας του ανοίγματος.

84.

Εάν η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία είναι εκφρασμένη σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα του ανοίγματος (αναντιστοιχία νομισμάτων), η αξία της πιστωτικής προστασίας μειώνεται με την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας HFX που υπολογίζεται ως εξής:

G* = G x (1-HFX)

όπου:

G είναι το ονομαστικό ποσό της πιστωτικής προστασίας·

G* είναι η τιμή του G προσαρμοσμένη για κάθε συναλλαγματικό κίνδυνο, και

Hfx είναι η προσαρμογή μεταβλητότητας για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων μεταξύ της πιστωτικής προστασίας και της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης.

Εάν δεν υπάρχει αναντιστοιχία νομισμάτων

G* = G

85.

Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που εφαρμόζονται σε τυχόν αναντιστοιχία νομισμάτων μπορούν να υπολογίζονται με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας, σύμφωνα με τις παραγράφους 34 έως 57.

2.2   Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας

2.2.1   Μερική προστασία — τμηματοποίηση

86.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μεταφέρει μέρος του κινδύνου ενός δανείου σε ένα ή περισσότερα επιμέρους τμήματα, εφαρμόζονται οι κανόνες των άρθρων 94 έως 101. Τα όρια σημαντικότητας των πληρωμών κάτω από οποία δεν πραγματοποιείται καμία πληρωμή σε περίπτωση ζημίας θεωρούνται ότι είναι ισοδύναμα με τις διακρατηθείσες θέσεις πρωτεύουσας ζημίας και ότι οδηγούν σε μεταφορά του κινδύνου κατά τμήματα.

2.2.2   Τυποποιημένη μέθοδος

α)   Πλήρης προστασία

87.

Για τους σκοπούς του άρθρου 80, g είναι ο συντελεστής στάθμισης που αποδίδεται σε έναν κίνδυνο που καλύπτεται πλήρως από τη μη χρηματοδοτούμενη προστασία (GA), όπου:

g είναι ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, και

GA είναι η τιμή του G* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 84, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων σύμφωνα με το Μέρος 4.

β)   Μερική προστασία — ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα

88.

Εάν το προστατευόμενο ποσό είναι μικρότερο από την αξία ανοίγματος και τα προστατευόμενα και μη προστατευόμενα τμήματα έχουν ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα — δηλαδή εάν το πιστωτικό ίδρυμα και ο πάροχος της προστασίας μοιράζονται τις ζημίες κατ’ αναλογία, επιτρέπεται η αναλογική μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης. Για τους σκοπούς του άρθρου 80, τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

(E-GA) x r + GA x g

όπου:

E είναι η αξία ανοίγματος,

GA είναι η τιμή του G* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 84, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με το Μέρος 4,

r είναι ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του οφειλέτη σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, και

g είναι ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

γ)   Κρατικές εγγυήσεις

89.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επεκτείνουν την αντιμετώπιση του Παραρτήματος VI, Μέρος 1, παράγραφοι 4 και 5 στα ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας εάν η εγγύηση είναι εκφρασμένη στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου και το άνοιγμα χρηματοδοτείται στο ίδιο νόμισμα.

2.2.3   Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (Μέθοδος IRB)

Πλήρης/μερική προστασία — ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα

90.

Για το καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος (με βάση την προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας GA), το PD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII, Μέρος 2 μπορεί να είναι το PD του παρόχου της προστασίας ή ένα PD μεταξύ εκείνου του πιστούχου και εκείνου του εγγυητή εάν θεωρείται ότι δεν δικαιολογείται πλήρης υποκατάσταση. Σε περίπτωση ανοιγμάτων μειωμένης εξασφάλισης και μη χρηματοδοτούμενης προστασίας μη μειωμένης εξασφάλισης, το LGD που εφαρμόζεται για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII, Μέρος 2 μπορεί να είναι εκείνο που αποδίδεται στις απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα.

91.

Για κάθε μη καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος, το PD είναι εκείνο του πιστούχου και το LGD εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος.

92.

GA είναι η τιμή του G* που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 84, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με το Μέρος 4.

ΜEΡΟΣ 4

Αναντιστοιχία ληκτότητας

1.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών, υπάρχει αναντιστοιχία ληκτότητας εάν η εναπομένουσα ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας είναι μικρότερη από εκείνη του προστατευόμενου ανοίγματος. Εάν η εναπομένουσα ληκτότητα της προστασίας είναι μικρότερη των τριών μηνών και μικρότερη από τη ληκτότητα του υποκείμενου ανοίγματος, η προστασία δεν αναγνωρίζεται.

2.

Σε περίπτωση αναντιστοιχίας ληκτότητας, η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται εάν:

α)

η αρχική ληκτότητα της προστασίας είναι μικρότερη από 1 έτος· ή

β)

το άνοιγμα ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές ως βραχυπρόθεσμο άνοιγμα με ληκτότητα (Μ) τουλάχιστον μιας ημέρας και όχι ενός έτους σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 2, παράγραφος 14.

1.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΗΚΤΟΤΗΤΑΣ

3.

Η πραγματική ληκτότητα του υποκείμενου είναι το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα που απομένει έως την ημερομηνία στην οποία ο οφειλέτης πρέπει να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, με ανώτατο όριο 5 ετών. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη νωρίτερη ημερομηνία στην οποία η προστασία παύει ή τερματίζεται.

4.

Εάν υπάρχει δικαίωμα προαίρεσης για τερματισμό της προστασίας με διακριτική ευχέρεια του πωλητή της προστασίας, η ληκτότητα της προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη νωρίτερη ημερομηνία στην οποία μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα προαίρεσης. Εάν υπάρχει δικαίωμα προαίρεσης για τερματισμό της προστασίας με διακριτική ευχέρεια του αγοραστή της και οι όροι της σύμβασης παροχής προστασίας περιέχουν θετικό κίνητρο για το πιστωτικό ίδρυμα να τερματίσει τη συναλλαγή πριν τη συμβατική ημερομηνία λήξης, η ληκτότητα της προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη νωρίτερη ημερομηνία στην οποία μπορεί να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα προαίρεσης· διαφορετικά, θεωρείται ότι το δικαίωμα προαίρεσης δεν επηρεάζει τη ληκτότητα της προστασίας.

5.

Εάν τίποτα δεν εμποδίζει την εκπνοή του πιστωτικού παράγωγου πριν τη λήξη τυχόν περιόδου χάριτος που απαιτείται για την κήρυξη σε αθέτηση ως αποτέλεσμα μη εξυπηρέτησης της υποκείμενης υποχρέωσης, η ληκτότητα της προστασίας μειώνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου χάριτος.

2.   ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2.1   Συναλλαγές που καλύπτονται από χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία — απλή μέθοδος των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

6.

Εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας του ανοίγματος και της ληκτότητας της προστασίας, η εξασφάλιση δεν αναγνωρίζεται.

2.2   Συναλλαγές που καλύπτονται από χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία — αναλυτική μέθοδος των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

7.

Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και εκείνη του ανοίγματος λαμβάνονται υπόψη στην προσαρμοσμένη αξία της εξασφάλισης με την ακόλουθη σχέση:

CVAM = CVA x (t-t*)/(T-t*)

όπου

CVA είναι η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης σύμφωνα με το Μέρος 3, παράγραφος 33 ή το ποσό του ανοίγματος, όποιο είναι χαμηλότερο,

t είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο,

T είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5, ή 5 έτη, όποιο είναι χαμηλότερο, και

t* είναι 0,25.

CVAM είναι το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας που εισάγεται στον τύπο υπολογισμού της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος (E*) στο Μέρος 3, παράγραφος 33.

2.3   Συναλλαγές που καλύπτονται από μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

8.

Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και εκείνη του ανοίγματος λαμβάνονται υπόψη στην προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας με την ακόλουθη σχέση:

GA = G* x (t-t*)/(T-t*)

όπου:

G* είναι το ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων,

GA είναι το G* προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας,

t είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο,

T είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5, ή 5 έτη, όποιο είναι χαμηλότερο, και

t* είναι 0,25.

Το GA αντιστοιχεί επομένως στην αξία της προστασίας για τους σκοπούς του Μέρους 3, παράγραφοι 83 έως 92.

ΜEΡΟΣ 5

Συνδυασμός τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου στην τυποποιημένη μέθοδο

1.

Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα που υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 καλύπτει ένα μεμονωμένο άνοιγμα με περισσότερα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου (π.χ. εάν μια εξασφάλιση και μια εγγύηση καλύπτουν καθεμία εν μέρει το ίδιο άνοιγμα), το πιστωτικό ίδρυμα διαιρεί το άνοιγμα σε τμήματα που καλύπτονται καθένα από ένα είδος μέσου μείωσης του πιστωτικού κινδύνου (στο ανωτέρω παράδειγμα, ένα τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση και ένα τμήμα που καλύπτεται από την εγγύηση) και υπολογίζει χωριστά ένα σταθμισμένο ποσό για κάθε τμήμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 78 έως 83 και του παρόντος Παραρτήματος.

2.

Εάν η πιστωτική προστασία που παρέχεται από ένα μεμονωμένο πάροχο προστασίας έχει περισσότερες διαφορετικές ληκτότητες, η μέθοδος της παραγράφου 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

ΜEΡΟΣ 6

Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου συνόλου ανοιγμάτων

1.   ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΡΩΤΗΣ ΑΘΕΤΗΣΗΣ (FIRST-TO-DEFAULT CREDIT DERIVATIVES)

1.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με όρους που προβλέπουν ότι η πρώτη αθέτηση μεταξύ των ανοιγμάτων αυτών ενεργοποιεί την πληρωμή και λύει τη σύμβαση, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να τροποποιήσει τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας για το άνοιγμα το οποίο, ελλείψει πιστωτικής προστασίας, θα είχε το χαμηλότερο σταθμισμένο ποσό σε εφαρμογή των άρθρων 78 έως 83 ή 84 έως 89, κατά περίπτωση, και σύμφωνα με το παρόν παράρτημα, αλλά μόνον εφόσον η αξία ανοίγματος είναι μικρότερη ή ίση με την αξία της πιστωτικής προστασίας.

2.   ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΝΙΟΣΤΗΣ ΑΘΕΤΗΣΗΣ (ΝTH-TO-DEFAULT CREDIT DERIVATIVES)

2.

Εάν η νιοστή (n) αθέτηση στο σύνολο των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή βάσει της πιστωτικής προστασίας, το πιστωτικό ίδρυμα που αγοράζει την προστασία δεν μπορεί να την αναγνωρίσει για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας παρά μόνο εάν έχει επίσης ληφθεί προστασία για τις αθετήσεις 1 έως n-1 ή εάν έχουν ήδη επέλθει n-1 αθετήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η εφαρμοζόμενη μέθοδος είναι εκείνη που προβλέπεται στην παράγραφο 1 κατάλληλα προσαρμοσμένη για τα παράγωγα προϊόντα για την κάλυψη κινδύνου νιοστής αθέτησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ

ΜEΡΟΣ 1

Ορισμοί για τους σκοπούς του Παραρτήματος IX

1.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος νοούνται ως:

«υπερβάλλον περιθώριο» (excess spread): το σύνολο των χρηματοοικονομικών εσόδων και λοιπών αμοιβών από τιτλοποιημένα ανοίγματα μετά την αφαίρεση των εξόδων και δαπανών·

«δικαίωμα επαναγοράς εκδοθέντων τίτλων» (clean-up call option): το συμβατικό δικαίωμα του μεταβιβάζοντος ιδρύματος να επαναγοράσει ή να κλείσει τις θέσεις τιτλοποίησης πριν την αποπληρωμή του συνόλου των υποκείμενων ανοιγμάτων, εφόσον το ανεξόφλητο υπόλοιπο των υποκείμενων ανοιγμάτων μειώνεται κάτω από ορισμένο επίπεδο·

«ταμειακή διευκόλυνση» (liquidity facility): θέση τιτλοποίησης που απορρέει από συμβατική συμφωνία χρηματοδότησης με την οποία εξασφαλίζεται η έγκαιρη πληρωμή των χρηματορροών στους επενδυτές·

«kirb»: το 8 % του αθροίσματος των σταθμισμένου ποσών των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, όπως αυτά θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 ελλείψει τιτλοποίησης, και των υπολογιζόμενων σύμφωνα με τα άρθρα αυτά ποσών αναμενόμενης ζημίας από αυτά τα ανοίγματα·

«μέθοδος των διαβαθμίσεων» (ratings based method): η μέθοδος υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών για τις θέσεις τιτλοποίησης σύμφωνα με το Μέρος 4, παράγραφοι 46 έως 51·

«μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος» (supervisory formula method): η μέθοδος υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών για τις θέσεις τιτλοποίησης σύμφωνα με το Μέρος 4, παράγραφοι 52 έως 54·

«μη διαβαθμισμένη θέση» (unrated position): μια θέση τιτλοποίησης χωρίς αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI κατά την έννοια του άρθρου 97·

«διαβαθμισμένη θέση» (rated position): θέση τιτλοποίησης με πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI κατά την έννοια του άρθρου 97· και

«πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού» (asset-backed commercial paper programme), εφεξής πρόγραμμα ABCP: πρόγραμμα τιτλοποίησης εκδιδόμενων τίτλων που έχουν κυρίως μορφή εμπορικών χρεογράφων και αρχική ληκτότητα μικρότερη ή ίση του ενός έτους.

ΜEΡΟΣ 2

Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση σημαντικής μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου και υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένα ανοίγματα

1.   ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

1.

Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σε μια παραδοσιακή τιτλοποίηση μπορεί να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας εάν ένα σημαντικό μέρος του πιστωτικού κινδύνου των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων έχει μεταφερθεί σε τρίτους και εάν η μεταφορά αυτή πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα έγγραφα της τιτλοποίησης αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής·

β)

τα τιτλοποιημένα ανοίγματα τίθενται εκτός του ελέγχου του μεταβιβάζοντος ιδρύματος και των πιστωτών του, ιδίως σε διαδικασίες πτώχευσης και θέσης υπό αναγκαστική διαχείριση. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνεται από ειδικό νομικό σύμβουλο του οποίου ζητείται η γνώμη·

γ)

οι εκδιδόμενοι τίτλοι δεν επιβάλλουν καμία υποχρέωση πληρωμής στο μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα·

δ)

ο εκδοχέας είναι οντότητα ειδικού σκοπού (securitisation special-purpose entity (SSPE))·

ε)

το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν διατηρεί πραγματικό ή έμμεσο έλεγχο επί των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων. Θεωρείται ότι ο μεταβιβάζων έχει διατηρήσει πραγματικό έλεγχο επί των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων εάν έχει το δικαίωμα να τα επαναγοράσει από τον εκδοχέα για να ρευστοποιήσει τα κέρδη τους ή εάν είναι υποχρεωμένος να αναλάβει εκ νέου το μεταφερθέντα κίνδυνο. Η διατήρηση από το μεταβιβάζον ίδρυμα δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων εξυπηρέτησης των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων δεν συνιστά καθαυτή έμμεσο έλεγχο επί των ανοιγμάτων·

στ)

εάν υπάρχει δικαίωμα επαναγοράς των εκδοθέντων τίτλων, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

το δικαίωμα επαναγοράς μπορεί να ασκηθεί με διακριτική ευχέρεια του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος·

ii)

το δικαίωμα επαναγοράς μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν 10 % ή λιγότερο της αρχικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων παραμένει ανεξόφλητη· και

iii)

το δικαίωμα επαναγοράς δεν είναι διαρθρωμένο με τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο καταλογισμός των ζημιών σε θέσεις πιστωτικής ενίσχυσης ή σε άλλες θέσεις που κατέχονται από επενδυτές, ούτε κατά τρόπο ώστε να παρέχει πιστωτική ενίσχυση· και

ζ)

τα έγγραφα που συνοδεύουν την τιτλοποίηση δεν περιέχουν καμία ρήτρα που:

i)

απαιτεί, εκτός των περιπτώσεων όπου προβλέπεται πρόωρη εξόφληση, τη βελτίωση των θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα, μεταξύ άλλων με την αναδιάταξη των υποκείμενων πιστωτικών ανοιγμάτων ή με την αύξηση της απόδοσης που καταβάλλεται στους επενδυτές σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων· ή που

ii)

αυξάνει την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους των θέσεων τιτλοποίησης σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας της υποκείμενης ομάδας απαιτήσεων.

2.   ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

2.

Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σε μια σύνθετη τιτλοποίηση μπορεί να υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 κατωτέρω, εάν σημαντικό μέρος του πιστωτικού κινδύνου έχει μεταφερθεί σε τρίτους με χρηματοδοτούμενη ή με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία και εάν η μεταβίβαση αυτή πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα έγγραφα της τιτλοποίησης αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής·

β)

η πιστωτική προστασία με την οποία μεταφέρεται ο πιστωτικός κίνδυνος πληροί τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και τις λοιπές απαιτήσεις των άρθρων 90 έως 93 για την αναγνώριση αυτής της πιστωτικής προστασίας. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι οντότητες τιτλοποίησης ειδικού σκοπού δεν αναγνωρίζονται ως αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης προστασίας·

γ)

τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση του πιστωτικού κινδύνου δεν περιέχουν όρους ή προϋποθέσεις που:

i)

επιβάλλουν όρια σημαντικότητας κάτω από τα οποία η πιστωτική προστασία θεωρείται ότι δεν ενεργοποιείται από την έλευση ενός πιστωτικού γεγονότος,

ii)

προβλέπουν τον τερματισμό της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της ποιότητας των υποκείμενων ανοιγμάτων,

iii)

απαιτούν, εκτός των περιπτώσεων όπου προβλέπεται πρόωρη εξόφληση, τη βελτίωση των θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα,

iv)

αυξάνουν το κόστος της πιστωτικής προστασίας για το πιστωτικό ίδρυμα ή την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους θέσεων τιτλοποίησης σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας της υποκείμενης ομάδας ανοιγμάτων· και

δ)

έχει ληφθεί γνώμη ειδικού νομικού συμβούλου που επιβεβαιώνει ότι είναι δυνατή η επίκληση της πιστωτικής προστασίας σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία.

3.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΖΟΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

3.

Κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 2, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σε μια σύνθετη τιτλοποίηση χρησιμοποιεί, με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 έως 7, τις κατάλληλες μεθόδους υπολογισμού του Μέρους 4 και όχι εκείνες των άρθρων 78 έως 89. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, το ποσό αναμενόμενης ζημίας για τα ανοίγματα αυτά είναι μηδέν.

4.

Για λόγους σαφήνειας, η παράγραφος 3 αναφέρεται στο σύνολο της ομάδας ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην τιτλοποίηση. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 έως 7, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά για όλα τα τμήματα της τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 4, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου. Για παράδειγμα, εάν ένα τμήμα μεταφέρεται σε τρίτο με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται σε αυτόν τον τρίτο εφαρμόζεται και στο τμήμα αυτό κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος.

3.1.   Αντιμετώπιση των αναντιστοιχιών ληκτότητας σε σύνθετες τιτλοποιήσεις

5.

Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 3, κάθε αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας της πιστωτικής προστασίας με την οποία επιτυγχάνεται η τμηματοποίηση και της ληκτότητας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με τις παραγράφους 6 έως 7.

6.

Η ληκτότητα των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων είναι η μεγαλύτερη ληκτότητα οποιουδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, με ανώτατο όριο τα 5 έτη. Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας προσδιορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα VIII.

7.

Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αγνοήσει κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για τα τμήματα στα οποία, στο πλαίσιο του Μέρους 4, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνων 1 250 %. Για όλα τα άλλα τα τμήματα, εφαρμόζεται η μέθοδος αντιμετώπισης των αναντιστοιχιών ληκτότητας του Παραρτήματος VIII, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

Όπου:

RW* είναι τα σταθμισμένα ποσά για τους σκοπούς του άρθρου 75, στοιχείο α)·

RW(Ass) είναι τα σταθμισμένα ποσά ελλείψει τιτλοποίησης, ανοιγμάτων όπως θα είχαν υπολογιστεί κατ’ αναλογία,

RW(SP) είναι τα σταθμισμένα ποσά όπως θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με το σημείο 3 εάν δεν υπήρχε αναντιστοιχία ληκτότητας,

T είναι η ληκτότητα των υποκείμενων ανοιγμάτων, εκφρασμένη σε έτη,

t είναι η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας, εκφρασμένη σε έτη, και

t* είναι ίσο με 0,25.

ΜEΡΟΣ 3

Εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας

1.   ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝ ΟΙ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ECAI

1.

Για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με το Μέρος 4, μια πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις.

α)

δεν πρέπει να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των ειδών πληρωμών που λαμβάνονται υπόψη στην πιστοληπτική αξιολόγηση και των ειδών πληρωμών που δικαιούται να λάβει το πιστωτικό ίδρυμα βάσει της σύμβασης που δημιουργεί τη σχετική θέση τιτλοποίησης· και

β)

η πιστοληπτική αξιολόγηση πρέπει να είναι δημόσια διαθέσιμη στην αγορά. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις θεωρούνται δημόσια διαθέσιμες μόνο εάν έχουν δημοσιευτεί σε δημόσια προσβάσιμο φόρουμ και περιλαμβάνονται στον πίνακα μετάβασης του ECAI. Δεν θεωρούνται δημόσια διαθέσιμες οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις που είναι διαθέσιμες μόνο σε περιορισμένο αριθμό οντοτήτων.

2.   ΧΡΗΣΗ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ

2.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους επιλέξιμους ECAI τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των οποίων θα χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών του σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 101 (εφεξής «καθορισμένους ECAI»).

3.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 έως 7 κατωτέρω, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει με συνέπεια στις θέσεις τιτλοποίησής του τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που παρέχουν οι καθορισμένοι ECAI.

4.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6, το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις ενός ECAI για τις θέσεις του σε ορισμένα τμήματα και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις άλλου ECAI για τις θέσεις του σε άλλα τμήματα της ιδίας διάρθρωσης τιτλοποίησης, είτε αυτές έχουν διαβαθμιστεί από το πρώτο ECAI είτε όχι.

5.

Εάν μια θέση έχει δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ECAI, το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τη λιγότερο ευνοϊκή αξιολόγηση.

6.

Εάν μια θέση έχει περισσότερες των δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις, χρησιμοποιούνται οι δύο ευνοϊκότερες. Εάν οι δύο ευνοϊκότερες αξιολογήσεις είναι διαφορετικές, χρησιμοποιείται η λιγότερο ευνοϊκή από τις δύο.

7.

Εάν σε μια οντότητα ειδικού σκοπού (SSPE) παρέχεται άμεσα πιστωτική προστασία αποδεκτή κατά την έννοια των άρθρων 90 έως 93 η οποία λαμβάνεται υπόψη στην πιστοληπτική αξιολόγηση μιας θέσης από καθορισμένο ECAI, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σταθμισμένο ποσό που αντιστοιχεί σε αυτή την πιστοληπτική αξιολόγηση. Η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται εάν δεν είναι αποδεκτή κατά την έννοια των άρθρων 90 έως 93. Η πιστοληπτική αξιολόγηση δεν λαμβάνεται υπόψη εάν η προστασία δεν παρέχεται στην SSPE, αλλά απευθείας σε θέση τιτλοποίησης.

3.   ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗ

8.

Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας των πινάκων του Μέρους 4 με την οποία πρέπει να αντιστοιχιστεί κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση επιλέξιμου ECAI. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαφοροποιούν τους σχετικούς βαθμούς κινδύνου που εκφράζει κάθε αξιολόγηση. Λαμβάνουν υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως τα ποσοστά αθέτησης και/ή ζημίας, καθώς και ποιοτικούς παράγοντες όπως το φάσμα των συναλλαγών που αξιολογούνται από τον ECAI και το περιεχόμενο της πιστοληπτικής αξιολόγησης.

9.

Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες εφαρμόζεται η ίδια στάθμιση κινδύνου με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις επιλέξιμων ECAI να ενέχουν ισοδύναμους βαθμούς πιστωτικού κινδύνου. Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να τροποποιήσουν την απόφασή τους για τη βαθμίδα διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας στην οποία αντιστοιχεί κατά περίπτωση δεδομένη πιστοληπτική αξιολόγηση.

ΜEΡΟΣ 4

Υπολογισμός

1.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ

1.

Για τους σκοπούς του άρθρου 96, το σταθμισμένο ποσό της θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας τον κατάλληλο συντελεστή στάθμισης στην αξία ανοίγματος της θέσης, όπως ορίζεται στο παρόν Μέρος.

2.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3:

α)

εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τις παραγράφους 6 έως 36, η αξία ανοίγματος μιας εντός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η αξία της θέσης στον ισολογισμό·

β)

εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τις παραγράφους 37 έως 76, η αξία ανοίγματος μιας εντός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται προ προσαρμογών αξίας· και

γ)

η αξία ανοίγματος μιας εκτός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η ονομαστική της αξία πολλαπλασιασμένη με ένα συντελεστή μετατροπής, όπως ορίζεται στο παρόν παράρτημα. Ο συντελεστής μετατροπής ισούται με 100 %, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά.

3.

Η αξία ανοίγματος μιας θέσης τιτλοποίησης που απορρέει από ένα από τα παράγωγα μέσα που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV προσδιορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα III.

4.

Εάν η θέση τιτλοποίησης αποτελεί αντικείμενο χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, η αξία ανοίγματος της θέσης μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του Παραρτήματος VIII του, όπως διευκρινίζεται στο παρόν παράρτημα.

5.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει δύο ή περισσότερες επικαλυπτόμενες θέσεις, υποχρεούται, στο μέτρο που οι θέσεις επικαλύπτονται, να συμπεριλάβει στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών μόνο τη θέση ή το τμήμα θέσης που οδηγεί στο υψηλότερο σταθμισμένο ποσό. Για τον σκοπό της παρούσας παραγράφου, «επικάλυψη» σημαίνει ότι οι θέσεις αντιπροσωπεύουν, εν όλω ή εν μέρει, άνοιγμα ως προς τον ίδιο κίνδυνο κατά τρόπο ώστε, στο μέτρο της επικάλυψής τους, να υπάρχει ένα μόνο άνοιγμα.

2.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟ

6.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, το σταθμισμένο ποσό μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας στην αξία του ανοίγματος το συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν σύμφωνα με το άρθρο 98, να αντιστοιχίσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση, όπως καθορίζεται στους Πίνακες 1 και 2.

Πίνακας 1

Θέσεις πλην των θέσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

5 και λοιπές

Συντελεστής στάθμισης

20 %

50 %

100 %

350 %

1 250 %


Πίνακας 2

Θέσεις με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

Κάθε άλλη πιστοληπτική αξιολόγηση

Συντελεστής στάθμισης

20 %

50 %

100 %

1 250 %

7.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 10 έως 15, τα σταθμισμένα ποσά μιας μη διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπολογίζονται εφαρμόζοντας συντελεστή στάθμισης 1 250 %.

2.1.   Μεταβιβάζον και ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα

8.

Για το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, τα σταθμισμένα ποσά που υπολογίζονται για τις θέσεις του σε μια τιτλοποίηση μπορούν να περιορίζονται στα σταθμισμένα ποσά που θα είχαν υπολογιστεί για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν τα ανοίγματα αυτά δεν είχαν τιτλοποιηθεί, με την επιφύλαξη της εφαρμογής συντελεστή στάθμισης 150 % σε όλα τα στοιχεία σε καθυστέρηση και στα στοιχεία που ανήκουν σε «εποπτικές κατηγορίες υψηλών κινδύνων».

2.2.   Αντιμετώπιση των μη διαβαθμισμένων θέσεων

9.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που κατέχουν μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης μπορούν να υπολογίζουν το σταθμισμένο ποσό για τη θέση αυτή με την αντιμετώπιση της παραγράφου 10, υπό τον όρο ότι η σύνθεση της ομάδας τιτλοποιημένων ανοιγμάτων είναι γνωστή ανά πάσα στιγμή.

10.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει τον μέσο συντελεστή στάθμισης που θα εφαρμοζόταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα στο πλαίσιο των άρθρων 78 έως 83 από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα, πολλαπλασιασμένο με ένα δείκτη συγκέντρωσης. Ο δείκτης συγκέντρωσης ισούται με το λόγο του αθροίσματος των ονομαστικών ποσών όλων των τμημάτων της τιτλοποίησης προς το άθροισμα των ονομαστικών ποσών των τμημάτων ελάσσονος ή ίσης εξοφλητικής προτεραιότητας με εκείνη του τμήματος στην οποία κατέχεται η θέση, περιλαμβανομένου του τμήματος αυτού. Ο προκύπτων συντελεστής στάθμισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 250 % ή να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε διαβαθμισμένο τμήμα υψηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει τους συντελεστές στάθμισης που θα εφαρμόζονταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης 1 250 % στη θέση αυτή.

2.3.   Αντιμετώπιση των θέσεων τιτλοποίησης σε τμήμα δευτερεύουσας ζημίας ή σε ευνοϊκότερο τμήμα σε ένα πρόγραμμα ABCP

11.

Με την επιφύλαξη της δυνατότητας ευνοϊκότερης μεταχείρισης βάσει των διατάξεων για τις ταμειακές διευκολύνσεις των παραγράφων 13 έως 15, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει στις θέσεις τιτλοποίησης που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 12 τον υψηλότερο από τους ακόλουθους δύο συντελεστές στάθμισης 100 %, ή υψηλότερος συντελεστής στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα στο πλαίσιο των άρθρων 78 έως 83 από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα.

12.

Η αντιμετώπιση της παραγράφου 11 μπορεί να εφαρμοστεί εάν η θέση τιτλοποίησης:

α)

περιλαμβάνεται σε τμήμα δευτερεύουσας ζημίας ή σε ευνοϊκότερο από οικονομική άποψη τμήμα της τιτλοποίησης και το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας παρέχει ουσιαστική πιστωτική ενίσχυση στο τμήμα δευτερεύουσας ζημίας·

β)

είναι ποιότητας ισοδύναμης ή υψηλότερης του επενδυτικού βαθμού· και

γ)

κατέχεται από πιστωτικό ίδρυμα που δεν κατέχει θέση στο τμήμα πρωτεύουσας ζημίας.

2.4.   Αντιμετώπιση των μη διαβαθμισμένων ταμειακών διευκολύνσεων

2.4.1.   Αποδεκτές ταμειακές διευκολύνσεις

13.

Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20 % στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης εάν αυτή έχει αρχική ληκτότητα ίση ή μικρότερη του έτους και 50 % εάν η ταμειακή διευκόλυνση έχει αρχική ληκτότητα μεγαλύτερη του έτους, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

στα έγγραφα που συνοδεύουν την ταμειακή διευκόλυνση διευκρινίζονται και περιορίζονται σαφώς οι περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από αυτήν·

β)

δεν είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από την ταμειακή διευκόλυνση ως πιστωτική στήριξη για την κάλυψη ζημιών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της ανάληψης — για παράδειγμα, με την παροχή ρευστότητας για ανοίγματα σε αθέτηση κατά το χρόνο της ανάληψης ή για την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού σε τιμή υψηλότερη από την εύλογη αξία τους·

γ)

η ταμειακή διευκόλυνση δεν χρησιμοποιείται για τη μόνιμη ή τακτική χρηματοδότηση της τιτλοποίησης·

δ)

η εξόφληση των ποσών που έχουν αναληφθεί από την ταμειακή διευκόλυνση δεν πρέπει να έπεται της ικανοποίησης των απαιτήσεων των επενδυτών, εκτός εκείνων που απορρέουν από συμβάσεις παράγωγων σε επιτόκια ή σε συναλλαγματικές ισοτιμίες ή από προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές, ούτε επιτρέπεται παραίτηση από τη σχετική απαίτηση ή αναβολή της·

ε)

δεν είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από την ταμειακή διευκόλυνση μετά την εξάντληση όλων των πιστωτικών ενισχύσεων από τις οποίες αυτή μπορεί να ωφεληθεί· και

στ)

η ταμειακή διευκόλυνση περιλαμβάνει ρήτρα που συνεπάγεται την αυτόματη μείωση του ποσού που μπορεί να αναληφθεί κατά το ποσό των ανοιγμάτων σε αθέτηση κατά την έννοια των άρθρων 84 έως 89 ή, όταν η ομάδα τιτλοποιημένων ανοιγμάτων αποτελείται από διαβαθμισμένα μέσα, την ανάκληση της ταμειακής διευκόλυνσης εάν η μέση ποιότητα της ομάδας ανοιγμάτων μειώνεται κάτω του επενδυτικού βαθμού.

Ο εφαρμοστέος συντελεστής στάθμισης είναι ο υψηλότερος συντελεστής που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει των άρθρων 78 έως 83 από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα.

2.4.2.   Ταμειακές διευκολύνσεις που μπορούν να αναληφθούν μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς

14.

Για να προσδιοριστεί η αξία ανοίγματος μιας ταμειακής διευκόλυνσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς (δηλαδή όταν περισσότερες της μιας ΟΕΣ που καλύπτουν διαφορετικές συναλλαγές δεν είναι σε θέση να ανανεώσουν ληξιπρόθεσμα εμπορικά χρεόγραφα και αυτή η αδυναμία δεν είναι αποτέλεσμα της μείωσης της πιστωτικής ποιότητας της ΟΕΣ ή της πιστωτικής ποιότητας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων), μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 0 % στην ονομαστική αξία της ταμειακής διευκόλυνσης, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 13.

2.4.3.   Ταμειακές διευκολύνσεις με προεγκεκριμένο όριο

15.

Για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος μιας άνευ όρων ανακλητέας ταμειακής διευκόλυνσης, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 0 % στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 13 και η εξόφληση των αναληφθέντων από τη διευκόλυνση ποσών έχει υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης απαίτησης επί των χρηματορροών από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα.

2.5.   Συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

16.

Εκτός από τα σταθμισμένα ποσά για τις θέσεις τιτλοποίησης, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει ένα σταθμισμένο ποσό με τη μέθοδο των παραγράφων 17 έως 33 όταν πωλεί ανακυκλούμενα ανοίγματα σε μια τιτλοποίηση που περιλαμβάνει ρήτρα πρόωρης εξόφλησης.

17.

Το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει ένα σταθμισμένο ποσό για το άθροισμα των συμφερόντων του μεταβιβάζοντος και των συμφερόντων των επενδυτών.

18.

Για τις διαρθρώσεις τιτλοποίησης που περιλαμβάνουν ανακυκλούμενα και μη ανακυκλούμενα ανοίγματα, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει τον τρόπο αντιμετώπισης που περιγράφεται στις παραγράφους 19 έως 31 στο τμήμα της υποκείμενης ομάδας που περιέχει τα ανακυκλούμενα ανοίγματα.

19.

Για τους σκοπούς των παραγράφων 16 έως 31, ως «συμφέροντα του μεταβιβάζοντος» νοείται η αξία ανοίγματος του πωληθέντος στην τιτλοποίηση ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, του οποίου η αναλογία στο σύνολο της ομάδας που πωλήθηκε στη διάρθρωση προσδιορίζει την αναλογία των χρηματορροών από εισπράξεις κεφαλαίου και τόκων και τα άλλα σχετικά ποσά που δεν είναι διαθέσιμα για πληρωμές τους κατόχους θέσεων στην τιτλοποίηση.

Για να ανταποκρίνονται στον ορισμό αυτό, τα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος δεν πρέπει να έχουν ελάσσονα προτεραιότητα σε σχέση με τα συμφέροντα των επενδυτών.

Ως «συμφέροντα των επενδυτών» νοείται η αξία ανοίγματος του απομένοντος ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών.

20.

Το άνοιγμα του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος που αντιστοιχεί στα δικαιώματά του στα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος δεν θεωρείται θέση τιτλοποίησης, αλλά άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην έχουν τιτλοποιηθεί.

2.5.1.   Εξαιρέσεις από την αντιμετώπιση των διαρθρώσεων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

21.

Τα μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα των ακόλουθων ειδών τιτλοποίησης απαλλάσσονται από την κεφαλαιακή απαίτηση της παραγράφου 16:

α)

τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων στις οποίες οι επενδυτές παραμένουν πλήρως εκτεθειμένοι σε όλες τις μελλοντικές αναλήψεις από πιστούχους με τρόπο ώστε ο κίνδυνος των υποκείμενων ταμειακών διευκολύνσεων να μην αναλαμβάνεται εκ νέου από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα, ακόμα και μετά από γεγονός που ενεργοποιεί την πρόωρη εξόφληση, και

β)

τιτλοποιήσεις στις οποίες η ρήτρα πρόωρης εξόφλησης ενεργοποιείται μόνον από γεγονότα που δεν συνδέονται με την απόδοση των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού ή του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, όπως μια ουσιαστική μεταβολή των φορολογικών νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων.

2.5.2.   Ανώτατη κεφαλαιακή απαίτηση

22.

Για ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις της παραγράφου 16, το σύνολο των σταθμισμένων ποσών για τις θέσεις του στα συμφέροντα των επενδυτών και των σταθμισμένων ποσών που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 16 δεν πρέπει να υπερβαίνει το υψηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:

α)

σταθμισμένα ποσά για τις θέσεις του στα συμφέροντα των επενδυτών, και

β)

σταθμισμένα ποσά που θα υπολογίζονταν για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί μέχρι του ισόποσου των συμφερόντων των επενδυτών.

23.

Η αφαίρεση, βάσει του άρθρου 57, τυχόν καθαρών κερδών από την κεφαλαιοποίηση των μελλοντικών εισοδημάτων των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού, αντιμετωπίζεται χωριστά από το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 22.

2.5.3.   Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών

24.

Το σταθμισμένο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 16 προσδιορίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό των συμφερόντων των επενδυτών με το προϊόν του κατάλληλου συντελεστή μετατροπής των παραγράφων 26 έως 33 επί το σταθμισμένο μέσο όρο των συντελεστών στάθμισης που θα εφαρμοζόταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί.

25.

Μια ρήτρα πρόωρης εξόφλησης θεωρείται «ελεγχόμενη» εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

α)

το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει κατάλληλο πρόγραμμα ιδίων κεφαλαίων/διαθεσίμων για να εξασφαλίσει ότι διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και ρευστότητα σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης·

β)

σε όλη τη διάρκεια της συναλλαγής, η κατανομή των πληρωμών τόκων, κεφαλαίου, εξόδων, ζημιών και επανεισπράξεων γίνεται κατ’ αναλογία προς τα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος και τα συμφέροντα των επενδυτών, με βάση τα υπόλοιπα εισπρακτέων απαιτήσεων σε ένα ή περισσότερα χρονικά σημεία αναφοράς μέσα σε κάθε μήνα·

γ)

η περίοδος εξόφλησης θεωρείται επαρκής ώστε το 90 % του συνολικού υπολοίπου του χρέους (συμμετοχή μεταβιβάζοντος ιδρύματος και επενδυτών) στην αρχή της περιόδου πρόωρης εξόφλησης να έχει εξοφληθεί ή αναγνωριστεί σε αθέτηση· και

δ)

ο ρυθμός αποπληρωμής δεν είναι ταχύτερος από εκείνον που θα επιτυγχανόταν με μια σταθερή απόσβεση στην περίοδο της προϋπόθεσης του στοιχείου γ).

26.

Στην περίπτωση των τιτλοποιήσεων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης ανοιγμάτων λιανικής χωρίς δέσμευση που είναι ακυρώσιμα άνευ όρων και χωρίς προειδοποίηση, και εφόσον η πρόωρη εξόφληση ενεργοποιείται από τη μείωση του υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω από ορισμένο επίπεδο, το πιστωτικό ίδρυμα συγκρίνει το μέσο τριμηνιαίο επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου με το επίπεδο πέραν του οποίου το υπερβάλλον περιθώριο πρέπει να παρακρατηθεί.

27.

Όταν η τιτλοποίηση δεν απαιτεί την παρακράτηση του υπερβάλλοντος περιθωρίου, θεωρείται ότι το όριο παρακράτησης είναι κατά 4,5 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου που ενεργοποιεί την πρόωρη εξόφληση.

28.

Ο εφαρμοστέος συντελεστής μετατροπής προσδιορίζεται από το επίπεδο του πραγματικού τριμηνιαίου υπερβάλλοντος περιθωρίου, σύμφωνα με τον Πίνακα 3:

Πίνακας 3

 

Τιτλοποιήσεις με ρήτρα ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης

Τιτλοποιήσεις με ρήτρα μη ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης

Μέσο τριμηνιαίο υπερβάλλον περιθώριο

Συντελεστής μετατροπής

Συντελεστής μετατροπής

Πάνω από το επίπεδο A

0 %

0 %

Επίπεδο Α

1 %

5 %

Επίπεδο Β

2 %

15 %

Επίπεδο Γ

10 %

50 %

Επίπεδο Δ

20 %

100 %

Επίπεδο E

40 %

100 %

29.

Στον Πίνακα 3, ως «επίπεδο Α» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 133,33 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 100 % του ορίου παρακράτησης· ως «επίπεδο Β» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 100 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 75 % του ορίου παρακράτησης· ως «επίπεδο Γ» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 75 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 50 % του ορίου παρακράτησης· ως «επίπεδο Δ» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 50 % αλλά όχι χαμηλότερο από το 25 % του ορίου παρακράτησης· και ως «επίπεδο Ε» νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 25 % του ορίου παρακράτησης.

30.

Στην περίπτωση τιτλοποιήσεων που υπάγονται σε ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης ανοιγμάτων λιανικής που είναι χωρίς δέσμευση και άνευ όρων ακυρώσιμα χωρίς προειδοποίηση, όταν η πρόωρη εξόφληση ενεργοποιείται από μια ποσοτική τιμή αναφορικά με κάτι άλλο από το μέσο τριμηνιαίο υπερβάλλον περιθώριο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εφαρμόσουν μέθοδο που πλησιάζει πολύ εκείνη που ορίζεται στο Παράρτημα ΙΧ, Μέρος 4, παράγραφοι 26 έως 29, προκειμένου να διαμορφωθεί ο ενδεδειγμένος συντελεστής μετατροπής.

31.

Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να επιφυλάξει σε συγκεκριμένη τιτλοποίηση μεταχείριση ανταποκρινόμενη στην παράγραφο 30, οφείλει πρωτίστως να ενημερώσει τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών. Προτού η εφαρμογή μιας τέτοιας μεθόδου αποτελέσει μέρος της γενικότερης προσέγγισης που ακολουθεί η αρμόδια αρχή στις τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις πρόωρης εξόφλησης τίτλων του τύπου αυτού, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις τους. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτές τις διαβουλεύσεις και η εφαρμοζόμενη μέθοδος δημοσιοποιούνται από την υπόψη αρμόδια αρχή.

32.

Κάθε άλλη τιτλοποίηση με ρήτρα ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης ανακυκλούμενων ανοιγμάτων υπόκειται σε συντελεστή μετατροπής 90 %.

33.

Κάθε άλλη τιτλοποίηση με ρήτρα μη ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης ανακυκλούμενων ανοιγμάτων υπόκειται σε συντελεστή μετατροπής 100 %.

2.6.   Αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σε τιτλοποιημένες θέσεις

34.

Εάν λαμβάνεται πιστωτική προστασία για μια τιτλοποιημένη θέση, ο υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Παράρτημα VIII.

2.7.   Μείωση των σταθμισμένων ποσών

35.

Σύμφωνα με το άρθρο 66, παράγραφος 2, για μια θέση τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1 250 %, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, αντί να συμπεριλάβουν τη θέση αυτή στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, να αφαιρέσουν από τα ίδια κεφάλαιά τους την αξία ανοίγματος της θέσης. Για το σκοπό αυτό, η χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος με τρόπο συμβατό με την παράγραφο 34.

36.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα κάνει χρήση της εναλλακτικής ευχέρειας της παραγράφου 35, ένα ποσό ίσο με 12,5 φορές το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με το σημείο αυτό αφαιρείται, για τους σκοπούς της παραγράφου 8, από το ποσό που ορίζεται στο σημείο αυτό ως το ανώτατο σταθμισμένο ποσό που πρέπει να υπολογίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

3.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΩΝ

3.1.   Ιεράρχηση των μεθόδων

37.

Για τους σκοπούς του άρθρου 96, τα σταθμισμένα ποσά για τιτλοποιημένες θέσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 38 έως 76.

38.

Για μια διαβαθμισμένη θέση ή θέση για την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση, η μέθοδος των διαβαθμίσεων των παραγράφων 46 έως 51 χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ποσού.

39.

Για μια μη διαβαθμισμένη θέση χρησιμοποιείται η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος των παραγράφων 52 έως 54, εκτός εάν επιτρέπεται η χρήση της μεθόδου της εσωτερικής αξιολόγησης σύμφωνα με τις παραγράφους 43 και 44.

40.

Ένα πιστωτικό ίδρυμα, άλλο από το μεταβιβάζον ή το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, δεν μπορεί να εφαρμόζει τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος παρά μόνο με την έγκριση των αρμόδιων αρχών.

41.

Σε περίπτωση μεταβιβάζοντος ή ανάδοχου πιστωτικού ιδρύματος που δεν είναι σε θέση να υπολογίσει το ποσοστό «Kirb» και δεν έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων για θέσεις σε προγράμματα ABCP, καθώς και σε περίπτωση άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος ή, για θέσεις σε προγράμματα ABCP, τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1 250 % στις μη διαβαθμισμένες θέσεις τιτλοποίησης για τις οποίες δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση.

3.1.1.   Χρήση τεκμαιρόμενων διαβαθμίσεων

42.

Εφόσον πληρούνται οι ελάχιστες λειτουργικές απαιτήσεις που αναφέρονται κατωτέρω, το πιστωτικό ίδρυμα αποδίδει σε μια μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης πιστοληπτική αξιολόγηση ισοδύναμη με εκείνη των διαβαθμισμένων θέσεων («θέσεις αναφοράς») με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα μεταξύ των θέσεων που είναι από κάθε άποψη ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με την εν λόγω μη διαβαθμισμένη θέση:

α)

οι θέσεις αναφοράς πρέπει να είναι από κάθε άποψη ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με τη μη διαβαθμισμένη θέση της τιτλοποίησης·

β)

η ληκτότητα των θέσεων αναφοράς πρέπει να είναι ίση ή μεγαλύτερη από τη ληκτότητα της εν λόγω μη διαβαθμισμένης θέσης· και

γ)

η τεκμαιρόμενη διαβάθμιση πρέπει να επικαιροποιείται σε συνεχή βάση για να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στην πιστοληπτική αξιολόγηση των θέσεων αναφοράς.

3.1.2.   Εφαρμογή της μεθόδου της εσωτερικής αξιολόγησης στις θέσεις σε προγράμματα ABCP

43.

Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις, να αποδώσει σε μια μη διαβαθμισμένη θέση σε πρόγραμμα ABCP μια τεκμαιρόμενη διαβάθμιση σύμφωνα με την παράγραφο 44:

α)

οι θέσεις στα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος είναι διαβαθμισμένες θέσεις·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η εσωτερική αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας της θέσης αντικατοπτρίζει τη δημόσια διαθέσιμη μέθοδο αξιολόγησης που εφαρμόζεται από έναν ή περισσότερους επιλέξιμους ECAI για τη διαβάθμιση τίτλων που εξασφαλίζονται με απαιτήσεις του ιδίου τύπου όπως οι τιτλοποιημένες·

γ)

οι ECAI, των οποίων εφαρμόζεται η μέθοδος αξιολόγησης σύμφωνα με το στοιχείο β), περιλαμβάνουν τους ECAI που παρείχαν εξωτερική διαβάθμιση για τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος. Τα ποσοτικά στοιχεία –όπως οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων– που χρησιμοποιούνται για την αντιστοίχιση της θέσης με συγκεκριμένη πιστωτική ποιότητα πρέπει να είναι τουλάχιστον εξίσου συντηρητικά με εκείνα που χρησιμοποιούνται στη μέθοδο αξιολόγησης των εν λόγω ECAI·

δ)

κατά το σχεδιασμό της μεθόδου εσωτερικής αξιολόγησης, το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη τις σχετικές δημοσιευμένες μεθόδους διαβάθμισης που εφαρμόζουν οι επιλέξιμοι ECAI που διαβαθμίζουν τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τις αναλύσεις αυτές και τις επικαιροποιεί τακτικά, όπως ορίζεται στο στοιχείο ζ)·

ε)

η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης του πιστωτικού ιδρύματος περιλαμβάνει βαθμίδες διαβάθμισης. Υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αυτών των βαθμίδων διαβάθμισης και των πιστοληπτικών αξιολογήσεων επιλέξιμων ECAI. Η αντιστοιχία αυτή πρέπει να τεκμηριώνεται γραπτώς·

στ)

το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικής αξιολόγησης στις εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, και ιδίως στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πληροφόρησης των διοικητικών στελεχών και κατανομής των κεφαλαίων·

ζ)

εσωτερικοί ή εξωτερικοί ελεγκτές, ένας ECAI ή η εσωτερική λειτουργία ελέγχου πίστεως ή διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος, εξετάζουν τακτικά τη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και την ποιότητα των εσωτερικών αξιολογήσεων της πιστωτικής ποιότητας των ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος σε ένα πρόγραμμα ABCP. Εάν η εξέταση αυτή πραγματοποιείται από τις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου, ελέγχου πίστεως ή διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος, οι λειτουργίες αυτές πρέπει να είναι ανεξάρτητες από τη σχετική με τα προγράμματα ABCP δραστηριότητα, καθώς και από τις υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τις σχέσεις με την πελατεία·

η)

το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί τη διαχρονική αποτελεσματικότητα των εσωτερικών διαβαθμίσεων προκειμένου να αξιολογήσει τη συνολική απόδοση της μεθόδου εξωτερικής αξιολόγησης και πραγματοποιεί τις αναγκαίες προσαρμογές στην εφαρμοζόμενη μέθοδο εάν η συμπεριφορά των ανοιγμάτων αποκλίνει συστηματικά από εκείνη που υποδεικνύουν οι εσωτερικές διαβαθμίσεις·

θ)

το πρόγραμμα ABCP περιλαμβάνει πρότυπα αναδοχής υπό μορφή πιστωτικών και επενδυτικών κατευθυντήριων γραμμών. Όταν αποφασίζει να προβεί σε αγορά στοιχείου ενεργητικού, ο διαχείρισης του προγράμματος εξετάζει το είδος του αγοραζόμενου στοιχείου ενεργητικού, το είδος και τη νομισματική αξία των ανοιγμάτων από την παροχή ταμειακών διευκολύνσεων και πιστωτικών ενισχύσεων, την κατανομή των ζημιών και τη νομική και οικονομική απομόνωση των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού από την οντότητα που τα πωλεί. Πραγματοποιείται πιστωτική ανάλυση του προφίλ κινδύνου του πωλητή του στοιχείου ενεργητικού, περιλαμβανομένης της ανάλυσης των ιστορικών και των αναμενόμενων χρηματοοικονομικών επιδόσεων, της τρέχουσας θέσης στην αγορά, της αναμενόμενης μελλοντικής ανταγωνιστικότητας, της δανειακής εξάρτησης, των ταμειακών ροών, του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων και της διαβάθμισης των εν κυκλοφορία τίτλων χρέους του. Επιπλέον, εξετάζονται τα πρότυπα αναδοχής του πωλητή, η ικανότητα εξυπηρέτησης του δανείου και οι διαδικασίες είσπραξης του πωλητή·

ι)

τα πρότυπα αναδοχής του προγράμματος ABCP ορίζουν ελάχιστα κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού, τα οποία ιδίως:

i)

αποκλείουν την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού σε σημαντική καθυστέρηση πληρωμών ή σε αθέτηση·

ii)

περιορίζουν τη συγκέντρωση κινδύνων στον ίδιο οφειλέτη ή στην ίδια γεωγραφική ζώνη· και

iii)

περιορίζουν την προθεσμία εξόφλησης των αγοραζόμενων στοιχείων ενεργητικού·

ια)

το πρόγραμμα ABCP εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες είσπραξης που λαμβάνουν υπόψη τη λειτουργική ικανότητα και την πιστωτική ποιότητα του διαχειριστή. Το πρόγραμμα ABCP μειώνει τον κίνδυνο πωλητή/διαχειριστή με διάφορες μεθόδους, όπως ο καθορισμός ορίων ενεργοποίησης που βασίζονται στην τρέχουσα πιστωτική ποιότητα και επιτρέπουν να αποφευχθεί κάθε επικάλυψη κεφαλαίων·

ιβ)

η συγκεντρωτική εκτίμηση της ζημίας για ομάδα στοιχείων ενεργητικού που προτίθεται να αγοράσει το πρόγραμμα ABCP πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις πηγές δυνητικού κινδύνου, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος απομείωσης αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων. Εάν η παρεχόμενη από τον πωλητή πιστωτική ενίσχυση μετράται μόνο σε συνάρτηση με τις ζημίες που συνδέονται με πιστώσεις, τότε σχηματίζεται ειδικό αποθεματικό για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας εάν ο κίνδυνος αυτός είναι ουσιαστικός για τη συγκεκριμένη ομάδα απαιτήσεων. Επιπλέον, για τη μέτρηση του απαιτούμενου επιπέδου πιστωτικής ενίσχυσης, το πρόγραμμα εξετάζει μακροχρόνια ιστορικά δεδομένα για τις ζημίες, την κατάσταση καθυστερήσεων, τις απομειώσεις αξίας και την κυκλοφοριακή ταχύτητα των εισπρακτέων ποσών· και

ιγ)

το πρόγραμμα ABCP ενσωματώνει διαρθρωτικά στοιχεία –όπως τα όρια κλεισίματος– στις αγοραζόμενες απαιτήσεις προκειμένου να περιορίσει τη δυνητική επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του υποκείμενου χαρτοφυλακίου.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αίρουν την απαίτηση δημόσιας διαθεσιμότητας των μεθόδων αξιολόγησης των ECAI εάν έχουν πεισθεί ότι λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης — για παράδειγμα, η μοναδική της διάρθρωση — παρόμοια μέθοδος αξιολόγησης δεν είναι ακόμα δημόσια διαθέσιμη.

44.

Το πιστωτικό ίδρυμα αντιστοιχίζει τη μη διαβαθμισμένη θέση με μια από τις βαθμίδες διαβάθμισης της παραγράφου 43. Στη θέση αποδίδεται τεκμαιρόμενη διαβάθμιση ισοδύναμη με τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που αντιστοιχούν σε αυτή την βαθμίδα διαβάθμισης, σύμφωνα με την παράγραφο 43. Εάν η τεκμαιρόμενη διαβάθμιση είναι, στην αρχή της τιτλοποίησης, ίση ή υψηλότερη του επενδυτικού βαθμού, θεωρείται ισοδύναμη με μια αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών.

3.2.   Ανώτατα σταθμισμένα ποσά

45.

Για ένα μεταβιβάζον, ανάδοχο ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα που μπορεί να υπολογίσει το KIRB, τα σταθμισμένα ποσά που υπολογίζονται για τις θέσεις του στην τιτλοποίηση μπορεί να περιοριστούν στα ποσά που θα αντιστοιχούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 75, στοιχείο α), σε κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το άθροισμα i) του 8 % των σταθμισμένων ποσών που θα προέκυπταν εάν τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού δεν είχαν τιτλοποιηθεί και περιλαμβάνονταν στον ισολογισμό του πιστωτικού ιδρύματος, και ii) των ποσών αναμενόμενης ζημίας από αυτά τα ανοίγματα.

3.3.   Μέθοδος των διαβαθμίσεων

46.

Στη μέθοδο των διαβαθμίσεων, το σταθμισμένο ποσό μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας στην αξία ανοίγματος το συντελεστή στάθμισης της βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν να αντιστοιχίσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 98, όπως αναφέρεται στους Πίνακες 4 και 5 κατωτέρω, πολλαπλασιασμένο επί 1,06.

Πίνακας 4

Θέσεις πλην των θέσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας (ΒΠΠ)

Συντελεστής στάθμισης

 

Α

Β

Γ

ΒΠΠ 1

7 %

12 %

20 %

ΒΠΠ 2

8 %

15 %

25 %

ΒΠΠ 3

10 %

18 %

35 %3

ΒΠΠ 4

12 %

20 %

35 %

ΒΠΠ 5

20 %

35 %

35 %

ΒΠΠ 6

35 %

50 %

50 %

ΒΠΠ 7

60 %

75 %

75 %

ΒΠΠ 8

100 %

100 %

100 %

ΒΠΠ 9

250 %

250 %

250 %

ΒΠΠ 10

425 %

425 %

425 %

ΒΠΠ 11

650 %

650 %

650 %

Κάτω της ΒΠΠ 11

1 250 %

1 250 %

1 250 %


Πίνακας 5

Θέσεις με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας (ΒΠΠ)

Συντελεστής στάθμισης

 

Α

Β

Γ

ΒΠΠ 1

7 %

12 %

20 %

ΒΠΠ 2

12 %

20 %

35 %

ΒΠΠ 3

60 %

75 %

75 %

Κάθε άλλη πιστοληπτική αξιολόγηση

1 250 %

1 250 %

1 250 %

47.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 48 και 49, οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Α των δύο πινάκων εφαρμόζονται εάν η θέση ανήκει στο τμήμα της τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα. Κατά τον προσδιορισμό του τμήματος με την υψηλότερη προτεραιότητα δεν απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που οφείλονται δυνάμει συμβάσεων παράγωγων μέσων επιτοκίου και τιμών συναλλάγματος, ούτε οι οφειλόμενες προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές.

48.

Επιτρέπεται η εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 6 % σε θέση που ανήκει στο τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, στην οποία τιτλοποίηση το εν λόγω τμήμα προηγείται από κάθε άποψη έναντι άλλου τμήματος των θέσεων της τιτλοποίησης στο οποίο θα αντιστοιχούσε σύμφωνα με την παράγραφο 46 συντελεστής στάθμισης 7 %, εφόσον:

α)

η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι αυτό δικαιολογείται λόγω των ιδιοτήτων απορρόφησης ζημιών των δόσεων χαμηλότερης εξασφάλισης της τιτλοποίησης, και

β)

είτε η θέση διαθέτει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση που έχει προσδιοριστεί ότι αντιστοιχεί στην πρώτη βαθμίδα πιστοληπτικής ποιότητας στον Πίνακα 4 ή 5, είτε, αν δεν διαθέτει πιστοληπτική διαβάθμιση, πληρούνται οι απαιτήσεις α) έως γ) της παραγράφου 42, όπου ως «θέσεις αναφοράς» λαμβάνονται θέσεις της δόσης χαμηλότερης εξασφάλισης στην οποία θα αντιστοιχούσε σύμφωνα με την παράγραφο 46 συντελεστής στάθμισης 7 %.

49.

Οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Γ των δύο πινάκων εφαρμόζονται εάν η θέση περιλαμβάνεται σε τιτλοποίηση με πραγματικό αριθμό τιτλοποιημένων απαιτήσεων μικρότερο από έξι. Κατά τον υπολογισμό του πραγματικού αριθμού τιτλοποιημένων απαιτήσεων, όλες οι απαιτήσεις έναντι του ιδίου οφειλέτη αντιμετωπίζονται ως μία και μόνο απαίτηση. Ο πραγματικός αριθμός απαιτήσεων υπολογίζεται με τον τύπο:

Formula

όπου EADi είναι το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων έναντι του iστού οφειλέτη. Σε περίπτωση επανατιτλοποίησης (τιτλοποίηση τιτλοποιημένων ανοιγμάτων), το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων στο επίπεδο της ομάδας του και όχι τον αριθμό των υποκείμενων ανοιγμάτων στις αρχικές ομάδες από τις οποίες απορρέουν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα. Εάν το τμήμα χαρτοφυλακίου που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο άνοιγμα (C1) είναι διαθέσιμο, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό Ν ως 1/C1.

50.

Οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Β εφαρμόζονται σε όλες τις άλλες θέσεις.

51.

Η μείωση του πιστωτικού κινδύνου σε τιτλοποιημένες θέσεις μπορεί να αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 60 έως 62.

3.4.   Μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος

52.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 58 και 59, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στην τιτλοποιημένη θέση με τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος είναι 7 % ή ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 53, όποιο είναι μεγαλύτερο.

53.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 58 και 59, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στην αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου:

Image

όπου:

Formula

Formula

Formula

Formula

Formula

Formula

Formula

Formula

Formula

τ = 1 000, και

ω = 20.

Στους ανωτέρω τύπους, Beta [x; a, b] είναι η σωρευτική κατανομή Βήτα με παραμέτρους a και b υπολογιζόμενες στο x.

T (το «πάχος» του τμήματος στο οποίο κατέχεται η θέση) είναι ο λόγος μεταξύ (α) του ονομαστικού ποσού του τμήματος και (β) του αθροίσματος των αξιών των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Για τους σκοπούς του υπολογισμού του Τ, όταν το τρέχον κόστος αντικατάστασης δεν είναι θετική αξία, η αξία ανοίγματος ενός από τα παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο Παράρτημα IV είναι το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα που υπολογίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ.

Kirbr είναι ο λόγος μεταξύ (α) του Kirb και (β) του αθροίσματος των αξιών ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Εκφράζεται σε δεκαδική μορφή (π.χ. ένα Kirb που ισούται με 15 % έχει τιμή 0,15).

L (επίπεδο πιστωτικής ενίσχυσης) μετράται ως ο λόγος του ονομαστικού ποσού όλων των τμημάτων ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με το τμήμα στο οποίο κατέχεται η θέση, προς το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Τα κεφαλαιοποιημένα μελλοντικά κέρδη δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του L. Τα ποσά που οφείλονται από αντισυμβαλλομένους σε παράγωγα μέσα του Παραρτήματος IV, τα οποία αντιπροσωπεύουν τμήματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση το εν λόγω τμήμα, μπορούν να μετρώνται με βάση το τρέχον κόστος αντικατάστασης (εκτός ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων) κατά τον υπολογισμό του επιπέδου πιστωτικής ενίσχυσης.

N είναι ο πραγματικός αριθμός ανοιγμάτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 49.

ELGD, δηλαδή η σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης, υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου LGDi είναι το μέσο LGD για το σύνολο των ανοιγμάτων έναντι του iστού οφειλέτη, και όπου το LGD προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89. Σε περίπτωση επανατιτλοποίησης, εφαρμόζεται LGD 100 % σε όλες τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις. Εάν οι κίνδυνοι αθέτησης και απομείωσης αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά σε μια τιτλοποίηση (π.χ. εάν υπάρχει ενιαίο αποθεματικό ή πλεονάζουσες εξασφαλίσεις για την κάλυψη των ζημιών από τη μια ή την άλλη πηγή), η εισαγόμενη τιμή για το LGDi υπολογίζεται ως σταθμισμένος μέσος του ΕLGD για πιστωτικό κίνδυνο και του LGD 75 % για κίνδυνο απομείωσης. Οι συντελεστές στάθμισης είναι οι μεμονωμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο και για τον κίνδυνο απομείωσης, αντίστοιχα.

Απλουστευμένες τιμές

Εάν η αξία ανοίγματος του μεγαλύτερου τιτλοποιημένου ανοίγματος, C1, δεν υπερβαίνει το 3 % του αθροίσματος των αξιών ανοίγματος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί, για τους σκοπούς της μεθόδου του εποπτικού υποδείγματος, να θέσει LGD = 50 % και N ίσο είτε με

Formula

είτε με

N=1/C1.

Cm είναι ο λόγος του αθροίσματος των αξιών ανοίγματος των «m» μεγαλύτερων ανοιγμάτων προς το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων. Το επίπεδο του «m» μπορεί να ορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα.

Για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνουν ανοίγματα λιανικής, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν την εφαρμογή της μεθόδου του εποπτικού υποδείγματος με τις ακόλουθες απλουστεύσεις: h = 0 και v = 0.

54.

Η μείωση του πιστωτικού κινδύνου σε θέσεις τιτλοποίησης μπορεί να αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 60, 61 και 63 έως 67.

3.5.   Ταμειακές διευκολύνσεις

55.

Οι διατάξεις των παραγράφων 56 έως 59 εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος μιας μη διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης που έχει τη μορφή ορισμένων ειδών ταμειακών διευκολύνσεων.

3.5.1.   Ταμειακές διευκολύνσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς

56.

Μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20 % στο ονομαστικό ποσό μιας ταμειακής διευκόλυνσης που μπορεί να αναληφθεί μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς και πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 13 για τις «αποδεκτές ταμειακές διευκολύνσεις».

3.5.2.   Ταμειακές διευκολύνσεις με προεγκεκριμένο όριο

57.

Μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0 % στο ονομαστικό ποσό μιας ταμειακής διευκόλυνσης που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 15.

3.5.3.   Εξαιρετική αντιμετώπιση σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να υπολογιστεί το Kirb.

58.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει την πρακτική ευχέρεια να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί, μπορεί να του επιτραπεί προσωρινά, κατ’ εξαίρεση και με έγκριση των αρμόδιων αρχών, να εφαρμόζει την μέθοδο της παραγράφου 59 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για μια μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης με μορφή ταμειακής διευκόλυνσης που πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρίζεται «αποδεκτή ταμειακή διευκόλυνση» κατά την έννοια της παραγράφου 13 ή εμπίπτει στο πεδίο της παραγράφου 56.

59.

Ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί μπορεί να εφαρμοστεί στη θέση τιτλοποίησης που αντιπροσωπεύεται από την ταμειακή διευκόλυνση. Για να προσδιοριστεί η αξία ανοίγματος της θέσης μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 50 % στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης εάν αυτή έχει αρχική ληκτότητα ενός έτους ή λιγότερο. Εάν η ταμειακή διευκόλυνση πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 56, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 20 %. Ειδάλλως, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 100 %.

3.6.   Αναγνώριση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου για θέσεις τιτλοποίησης

3.6.1.   Χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

60.

Η αποδεκτή χρηματοδοτούμενη προστασία περιορίζεται σε εκείνη που είναι αναγκαία σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93, για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 και αναγνωρίζεται μόνο εάν ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις των άρθρων αυτών.

3.6.2.   Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

61.

Οι αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης προστασίας είναι εκείνοι που πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των άρθρων 90 έως 93 και η μη χρηματοδοτούμενη προστασία αναγνωρίζεται μόνο εάν πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις των άρθρων αυτών.

3.6.3.   Υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για θέσεις τιτλοποίησης με μείωση πιστωτικού κινδύνου

Μέθοδος των διαβαθμίσεων

62.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τη μέθοδο των διαβαθμίσεων, η αξία ανοίγματος και/ή το σταθμισμένο ποσό μιας θέσης τιτλοποίησης για την οποία έχει ληφθεί πιστωτική προστασία μπορούν να τροποποιηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VIII όπως αυτές εφαρμόζονται στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος — πλήρης πιστωτική προστασία

63.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος, το πιστωτικό ίδρυμα προσδιορίζει την «πραγματική στάθμιση κινδύνου» της θέσης. Για το σκοπό αυτό, διαιρεί το σταθμισμένο ποσό της θέσης με την αξία ανοίγματος της θέσης και πολλαπλασιάζει το αποτέλεσμα επί 100.

64.

Σε περίπτωση χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το σταθμισμένο ποσό της θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το προσαρμοσμένο κατά τη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία ποσό ανοίγματος της θέσης (E*, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93 για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, όπου Ε είναι το ποσό της τιτλοποιημένης θέσης), επί την πραγματική στάθμιση κινδύνου.

65.

Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το σταθμισμένο ποσό της τιτλοποιημένης θέσης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το GA (ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχίες νομισμάτων και ληκτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VIII), επί το συντελεστή στάθμισης του παρόχου της προστασίας, και προσθέτοντας στο αποτέλεσμα το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού της θέσης τιτλοποίησης μείον GA επί την πραγματική στάθμιση κινδύνου.

Μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος — μερική προστασία

66.

Εάν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου καλύπτει την «πρωτεύουσα ζημία» της θέσης τιτλοποίησης ή όλες τις ζημίες της σε αναλογική βάση, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόσει τις παραγράφους 63 έως 65.

67.

Στις άλλες περιπτώσεις, το πιστωτικό ίδρυμα αντιμετωπίζει τη θέση τιτλοποίησης ως δύο ή περισσότερες θέσεις και θεωρεί το μη καλυμμένο τμήμα ως τη θέση με τη χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα. Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για τη θέση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 52 έως 54, θέτοντας όμως «T» ίσο με e* στην περίπτωση της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας και με T-g στην περίπτωση της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, όπου e* είναι ο λόγος του E* προς το συνολικό ονομαστικό ποσό της υποκείμενης ομάδας και E* είναι το προσαρμοσμένο ποσό ανοίγματος της θέσης τιτλοποίησης υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VIII όπως αυτές εφαρμόζονται στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, με Ε = ποσό της τιτλοποιημένης θέσης· και g είναι ο λόγος του ονομαστικού ποσού της πιστωτικής προστασίας (προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχίες νομισμάτων και ληκτότητας σύμφωνα με το Παράρτημα VIII) προς το άθροισμα των ποσών ανοίγματος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων. Στην περίπτωση της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, ο συντελεστής στάθμισης του παρόχου της προστασίας εφαρμόζεται στο τμήμα της θέσης που δεν περιλαμβάνεται στην προσαρμοσμένη τιμή του «T».

3.7.   Συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

68.

Επιπλέον των σταθμισμένων ποσών που υπολογίζει για τις τιτλοποιημένες θέσεις του, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να υπολογίσει ένα σταθμισμένο ποσό με τη μέθοδο των παραγράφων 16 έως 33 εάν πωλεί ανακυκλούμενα ανοίγματα σε τιτλοποίηση με ρήτρα πρόωρης τιτλοποίησης.

69.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 68, οι παράγραφοι 70 και 71 αντικαθιστούν τις παραγράφους 19 και 20.

70.

Για τους σκοπούς των παρουσών διατάξεων, ως «συμφέροντα μεταβιβάζοντος» νοείται το άθροισμα των ακόλουθων δύο ποσών:

α)

η αξία ανοίγματος του πωληθέντος στην τιτλοποίηση ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, του οποίου η αναλογία στο σύνολο της πωληθείσας ομάδας προσδιορίζει την αναλογία των χρηματορροών από εισπράξεις κεφαλαίου και τόκων και από άλλα σχετικά ποσά οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες για πληρωμές στους κατόχους θέσεων στην τιτλοποίηση· και

β)

αξία ανοίγματος του τμήματος της ομάδας των μη αναληφθέντων ποσών των πιστωτικών γραμμών των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση, του οποίου η αναλογία στο σύνολο των μη αναληφθέντων ποσών είναι ίδια με την αναλογία της αξίας ανοίγματος που αναφέρεται στο στοιχείο α) της αξίας ανοίγματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών που πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση.

Για να ανταποκρίνονται στον ανωτέρω ορισμό, τα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος ιδρύματος δεν μπορούν να έχουν χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τα συμφέροντα των επενδυτών.

Ως «συμφέροντα επενδυτών» νοείται ης αξία ανοίγματος του μη εμπίπτοντος στο στοιχείο α) ονομαστικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, συν η αξία ανοίγματος του μη εμπίπτοντος στο στοιχείο β) τμήματος της ομάδας μη αναληφθέντων ποσών των πιστωτικών γραμμών των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση.

71.

Το άνοιγμα του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος από τα δικαιώματά του στο τμήμα των «συμφερόντων του μεταβιβάζοντος ιδρύματος» που αναφέρεται στην παράγραφο 70, στοιχείο α) δεν θεωρείται θέση τιτλοποίησης, αλλά άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα τιτλοποιημένα αναληφθέντα ποσά ανοιγμάτων σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί, μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αναφέρεται στην παράγραφο 70, στοιχείο α). Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα θεωρείται επίσης ότι κατέχει άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα μη αναληφθέντα ποσά των πιστωτικών γραμμών των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση, μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αναφέρεται στην παράγραφο 70, στοιχείο β).

3.8.   Μείωση των σταθμισμένων ποσών

72.

Το σταθμισμένο ποσό μιας θέσης τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1 250 % μπορεί να μειωθεί κατά 12,5 φορές το ποσό κάθε προσαρμογής αξίας που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα στα τιτλοποιημένα ανοίγματα. Στο βαθμό που λαμβάνονται υπόψη για το σκοπό αυτό, οι προσαρμογές αξίας δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 36.

73.

Το σταθμισμένο ποσό μιας θέσης τιτλοποίησης μπορεί να μειωθεί κατά 12,5 φορές το ποσό κάθε προσαρμογής αξίας που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα στη θέση αυτή.

74.

Σύμφωνα με το άρθρο 66, παράγραφος 2, στην περίπτωση μιας θέσης τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1 250 %, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, αντί να συμπεριλάβουν τη θέση στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, να αφαιρέσουν την αξία ανοίγματός της από τα ίδια κεφάλαιά τους.

75.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 74:

α)

η αξία ανοίγματος της θέσης μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα σταθμισμένα ποσά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε μείωση σύμφωνα με τις παραγράφους 72 και 73·

β)

στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κάθε αποδεκτή χρηματοδοτούμενη προστασία με τρόπο συμβατό με τη μέθοδο των παραγράφων 60 έως 67· και

γ)

εάν η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και εάν L < KIRBR και [L+T] > KIRBR, η θέση μπορεί να αντιμετωπίζεται ως δύο χωριστές θέσεις, με L = KIRBR για την θέση με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα.

76.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα κάνει χρήση της εναλλακτικής ευχέρειας της παραγράφου 74, ποσό ίσο με 12,5 φορές το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με την παράγραφο 45 αφαιρείται, για τους σκοπούς της παραγράφου 45, από το ποσό που ορίζεται στο σημείο αυτό ως το ανώτατο σταθμισμένο ποσό που πρέπει να υπολογίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο σημείο αυτό.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ

ΜΕΡΟΣ 1

Μέθοδος του βασικού δείκτη

1.   ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ

1.

Στη μέθοδο του βασικού δείκτη, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ισούται με το 15 % του κατάλληλου δείκτη που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 9.

2.   ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ

2.

Ο κατάλληλος δείκτης είναι ο μέσος όρος σε τριετή βάση του αθροίσματος των καθαρών εσόδων από τόκους και των καθαρών εσόδων που δεν προέρχονται από τόκους.

3.

Ο τριετής μέσος όρος υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες τρεις δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης. Εάν δεν είναι διαθέσιμα ελεγμένα στοιχεία, μπορούν να χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις.

4.

Εάν για δεδομένη παρατήρηση το άθροισμα των καθαρών εσόδων από τόκους και των καθαρών εσόδων που δεν προέρχονται από τόκους είναι αρνητικό ή μηδενικό, το αποτέλεσμα δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του τριετούς μέσου όρου. Ο κατάλληλος δείκτης υπολογίζεται ως το άθροισμα των θετικών αποτελεσμάτων διαιρούμενο με τον αριθμό των θετικών αποτελεσμάτων.

2.1.   Πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ

5.

Με βάση τις θέσεις του λογαριασμού κερδών και ζημιών των πιστωτικών ιδρυμάτων στο άρθρο 27 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, ο κατάλληλος δείκτης εκφράζεται ως το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στον Πίνακα 1. Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό.

6.

Τα στοιχεία αυτά πρέπει ενδεχομένως να προσαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 7 και 8.

Πίνακας 1

1

Τόκοι εισπρακτέοι και εξομοιούμενα έσοδα

2

Τόκοι πληρωτέοι και εξομοιούμενα έξοδα

3

Έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης

4

Προμήθειες/αμοιβές εισπρακτέες

5

Προμήθειες/αμοιβές πληρωτέες

6

Καθαρό αποτέλεσμα από χρηματοοικονομικές πράξεις

7

Άλλα έσοδα εκμετάλλευσης

2.1.1.   Προϋποθέσεις

7.

Ο δείκτης υπολογίζεται πριν από την αφαίρεση των προβλέψεων και των λειτουργικών δαπανών. Οι λειτουργικές δαπάνες περιλαμβάνουν τέλη εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών, σε επιχειρήσεις που δεν είναι μητρικές ή θυγατρικές του πιστωτικού ιδρύματος, ούτε θυγατρική επιχείρησης της οποίας είναι θυγατρική και το πιστωτικό ίδρυμα. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια της παρούσας οδηγίας.

8.

Τα ακόλουθα στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό του κατάλληλου δείκτη:

α)

πραγματοποιηθέντα κέρδη/ζημίες από την πώληση στοιχείων που δεν ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

β)

έκτακτα ή μη επαναλαμβανόμενα έσοδα·

γ)

έσοδα από ασφαλίσεις.

Εάν καταχωρούνται στο λογαριασμό κερδών και ζημιών, οι αναπροσαρμογές αξίας στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μπορούν να περιληφθούν στον υπολογισμό. Εάν εφαρμόζεται το άρθρο 36, παράγραφος 2 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, οι αναπροσαρμογές αξίας που καταχωρούνται στο λογαριασμό κερδών και ζημιών πρέπει να περιληφθούν στον υπολογισμό.

2.2.   Πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε άλλο λογιστικό πλαίσιο

9.

Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε λογιστικό πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο που ορίζει η οδηγία 86/635/ΕΚ, πρέπει να υπολογίζουν τον κατάλληλο δείκτη με βάση τα στοιχεία που αντικατοπτρίζουν όσο το δυνατόν πιο πιστά τον ορισμό που δίδεται στις παραγράφους 2 έως 8.

ΜΕΡΟΣ 2

Τυποποιημένη μέθοδος

1.   ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ

1.

Στην τυποποιημένη μέθοδο, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ισούται με τον μέσο όρο σε τριετή βάση των σταθμισμένων έναντι κινδύνου κατάλληλων δεικτών που υπολογίζονται κατ’ έτος για όλους τους επιχειρηματικούς τομείς του Πίνακα 2. Κατ’ έτος, μια αρνητική κεφαλαιακή απαίτηση σε έναν επιχειρηματικό τομέα προκύπτουσα από αρνητικό κατάλληλο δείκτη μπορεί να καταλογισθεί στο σύνολο. Πάντως, εάν η αθροισμένη κεφαλαιακή απαίτηση όλων των επιχειρηματικών τομέων εντός ενός δεδομένου έτους είναι αρνητική, τότε ο μέσος όρος για το εν λόγω έτος θα είναι μηδέν.

2.

Ο τριετής μέσος όρος υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες τρεις δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης. Εάν δεν είναι διαθέσιμα ελεγμένα στοιχεία, μπορούν να χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις.

Πίνακας 2

Επιχειρηματικός τομέας

Κατάλογος δραστηριοτήτων

Ποσοστό

Χρηματοδότηση επιχειρήσεων

Αναδοχή και/ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης

Υπηρεσίες συνδεόμενες με την αναδοχή

Επενδυτικές συμβουλές

Συμβουλές σε επιχειρήσεις σε θέματα κεφαλαιακής διάρθρωσης, βιομηχανικής στρατηγικής και συναφή θέματα· συμβουλές και υπηρεσίες σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων

Επενδυτική έρευνα και χρηματοοικονομική ανάλυση, καθώς και κάθε άλλη μορφή γενικών συστάσεων σχετικά με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα

18 %

Διαπραγμάτευση και πώληση

Διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό

Διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές χρηματαγορές

Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα

Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών

Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης

Εκμετάλλευση Πολυμερών Μηχανισμών Διαπραγμάτευσης

18 %

Υπηρεσίες χρηματιστηριακής διαμεσολάβησης σε πελάτες λιανικής

(Δραστηριότητες με φυσικά πρόσωπα ή με μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ικανοποιούν τα κριτήρια του άρθρου 79 για την υπαγωγή στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής)

Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα

Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών

Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης

12 %

Εμπορική τραπεζική

Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων

Δανειοδοτήσεις

Χρηματοδοτική μίσθωση

Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων

15 %

Λιανική τραπεζική

(Δραστηριότητες με φυσικά πρόσωπα ή με μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ικανοποιούν τα κριτήρια του άρθρου 79 για την υπαγωγή στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής)

Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων

Δανειοδοτήσεις

Χρηματοδοτική μίσθωση

Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων

12 %

Πληρωμές και διακανονισμός

Πράξεις πληρωμής

Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής

18 %

Υπηρεσίες φύλαξης και διαχείρισης

Φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση διαθεσίμων/εξασφαλίσεων

15 %

Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων

Διαχείριση χαρτοφυλακίων

Διαχείριση ΟΣΕΚΑ

Άλλες μορφές διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων

12 %

3.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να υπολογίσει τα κεφαλαιακές του απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο με την εναλλακτική τυποποιημένη μέθοδο των παραγράφων 5 έως 11.

2.   ΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ

4.

Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να αναπτύξουν και να τεκμηριώσουν γραπτώς ειδικές πολιτικές και κριτήρια για την αντιστοίχιση του κατάλληλου δείκτη δραστηριοτήτων τους με τους επιχειρηματικούς τομείς στο πρότυπο πλαίσιο. Τα κριτήρια αντιστοίχισης πρέπει να αναθεωρούνται και να προσαρμόζονται σε συνάρτηση με την εξέλιξη και τις μεταβολές των δραστηριοτήτων και των κινδύνων. Οι αρχές αντιστοίχισης με τους επιχειρηματικούς τομείς είναι οι ακόλουθες:

α)

όλες οι δραστηριότητες πρέπει να αντιστοιχίζονται με τους επιχειρηματικούς τομείς χωρίς επικαλύψεις και εξαντλητικά·

β)

κάθε δραστηριότητα που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί εύκολα με επιχειρηματικό τομέα στο πρότυπο πλαίσιο αλλά έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αντιστοιχίζεται με τον επιχειρηματικό τομέα που υποστηρίζεται από τη δραστηριότητα αυτή. Εάν η παρεπόμενη δραστηριότητα υποστηρίζει περισσότερους του ενός επιχειρηματικούς τομείς, πρέπει να χρησιμοποιείται αντικειμενικό κριτήριο αντιστοίχισης·

γ)

εάν μια δραστηριότητα δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με συγκεκριμένο επιχειρηματικό τομέα, πρέπει να αντιστοιχίζεται με τον επιχειρηματικό τομέα που έχει το υψηλότερο ποσοστό. Με τον ίδιο επιχειρηματικό τομέα αντιστοιχίζεται επίσης κάθε παρεπόμενη δραστηριότητα που συνδέεται με αυτή τη δραστηριότητα·

δ)

τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα τιμολόγησης για τον επιμερισμό του κατάλληλου δείκτη σε επιχειρηματικούς τομείς. Τα κόστη που συνδέονται με έναν επιχειρηματικό τομέα αλλά καταλογίζονται σε άλλο τομέα μπορούν να αντιστοιχίζονται εκ νέου με τον επιχειρηματικό τομέα με τον οποίο συνδέονται, για παράδειγμα με μια αντιμετώπιση που βασίζεται στις τιμές εσωτερικής μεταφοράς μεταξύ των δύο επιχειρηματικών τομέων·

ε)

η αντιστοίχιση των δραστηριοτήτων με τους επιχειρηματικούς τομείς για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο πρέπει να είναι συνεπής με τις κατηγορίες που χρησιμοποιούνται για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς·

στ)

η διοίκηση είναι υπεύθυνη για την πολιτική αντιστοίχισης, υπό τον έλεγχο των οργάνων διακυβέρνησης του πιστωτικού ιδρύματος· και

ζ)

η διαδικασία αντιστοίχισης υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση.

3.   ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ

3.1.   Τρόπος εφαρμογής

5.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιήσει εναλλακτικό δείκτη για τους επιχειρηματικούς τομείς της λιανικής τραπεζικής και της εμπορικής τραπεζικής.

6.

Για αυτούς τους επιχειρηματικούς τομείς, ο κατάλληλος δείκτης είναι ένας κανονικοποιημένος δείκτης εσόδων που ισούται με το μέσο όρο σε τριετή βάση του συνολικού ονομαστικού ποσού των δανείων και προκαταβολών, πολλαπλασιασμένο επί 0,035.

7.

Για τη δραστηριότητα λιανικής και/ή εμπορικής τραπεζικής, ως «δάνεια και προκαταβολές» νοείται το σύνολο των αναληφθέντων ποσών στα αντίστοιχα χαρτοφυλάκια πιστώσεων. Όσον αφορά τις δραστηριότητες εμπορικής τραπεζικής, συμπεριλαμβάνονται και οι κινητές αξίες που κατέχονται εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

3.2.   Προϋποθέσεις

8.

Η άδεια για τη χρήση εναλλακτικών δεικτών χορηγείται υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 9 έως 11.

3.2.1.   Γενική προϋπόθεση

9.

Το πιστωτικό ίδρυμα πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας της παραγράφου 12.

3.2.2   Ειδικές προϋποθέσεις για τη λιανική τραπεζική και την εμπορική τραπεζική

10.

Το πιστωτικό ίδρυμα ασκεί κατά κύριο λόγο δραστηριότητες λιανικής τραπεζικής ή/και εμπορικής τραπεζικής, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 90 % των εισοδημάτων του.

11.

Το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων λιανικής και/ή εμπορικής τραπεζικής περιλαμβάνει δάνεια με υψηλή πιθανότητα αθέτησης και ότι η εναλλακτική τυποποιημένη μέθοδο αποτελεί μια βελτιωμένη βάση για την εκτίμηση του λειτουργικού κινδύνου.

4.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ

12.

Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια επιλεξιμότητας, επιπλέον των γενικών προτύπων διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 22 και του Παραρτήματος V. Το κατά πόσον πληρούνται αυτά τα κριτήρια κρίνεται με γνώμονα το μέγεθος και την κλίμακα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και την αρχή της αναλογικότητας.

α)

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένο σύστημα εκτίμησης και διαχείρισης του λειτουργικού κινδύνου, με σαφή κατανομή των σχετικών ευθυνών. Προσδιορίζουν τα ανοίγματά τους που υπόκεινται σε λειτουργικό κίνδυνο και παρακολουθούν τα κατάλληλα δεδομένα που σχετίζονται με τον κίνδυνο αυτό, ιδίως εκείνα που αφορούν τις σημαντικές ζημίες. Το σύστημα υπόκειται σε τακτική ανεξάρτητη επανεξέταση.

β)

Το σύστημα αξιολόγησης του λειτουργικού κινδύνου πρέπει να είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος. Τα αποτελέσματά του πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας παρακολούθησης και ελέγχου του προφίλ λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος.

γ)

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν σύστημα διοικητικών εκθέσεων που παρέχει στα αρμόδια τμήματα του πιστωτικού ιδρύματος πληροφορίες σχετικά με το λειτουργικό κίνδυνο. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στις διοικητικές εκθέσεις.

ΜΕΡΟΣ 3

Εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης

1.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ

1.

Για να μπορούν να εφαρμόζουν μια εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι ικανοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια επιλεξιμότητας, επιπλέον των γενικών προτύπων διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 22 και του Παραρτήματος V.

1.1.   Ποιοτικά πρότυπα

2.

Το εσωτερικό σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι στενά ενταγμένο στις διαδικασίες καθημερινής διαχείρισης κινδύνων.

3.

Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει ανεξάρτητο τμήμα επιφορτισμένο με τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου.

4.

Τα ανοίγματα σε λειτουργικό κίνδυνο και οι ζημίες από τον κίνδυνο αυτό πρέπει να αποτελούν αντικείμενο τακτικών εκθέσεων. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει διαδικασίες που επιτρέπουν τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων.

5.

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένο. Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει τακτικές διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης, καθώς και πολιτικές για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

6.

Οι διαδικασίες διαχείρισης και τα συστήματα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου πρέπει να υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση από εσωτερικούς και/ή εξωτερικούς ελεγκτές.

7.

Προτού πιστοποιήσουν το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν:

α)

ότι τα συστήματα εσωτερικής επικύρωσης λειτουργούν ικανοποιητικά·

β)

ότι οι ροές δεδομένων και οι διαδικασίες που συνδέονται με τα συστήματα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου είναι διαφανείς και προσπελάσιμες.

1.2.   Ποιοτικά πρότυπα

1.2.1.   Διαδικασίες

8.

Τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά τρόπο ώστε να καλύπτεται τόσο η αναμενόμενη όσο και η μη αναμενόμενη ζημία, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι η αναμενόμενη ζημία λαμβάνεται επαρκώς υπόψη στις εσωτερικές επιχειρηματικές πρακτικές τους. Η μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου πρέπει να συλλαμβάνει δυνητικά σοβαρά ακραία γεγονότα και να επιτυγχάνει ένα πρότυπο αξιοπιστίας συγκρίσιμο με διάστημα εμπιστοσύνης 99,9 % σε περίοδο ενός έτους.

9.

Το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία-κλειδιά που εξασφαλίζουν ότι ανταποκρίνεται στο πρότυπο αξιοπιστίας της παραγράφου 8. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν υποχρεωτικά τη χρησιμοποίηση εσωτερικών δεδομένων, εξωτερικών δεδομένων, αναλύσεων σεναρίων και παραγόντων που αντικατοπτρίζουν το οικονομικό περιβάλλον και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου, σύμφωνα με τις παραγράφους 13 έως 24. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένη προσέγγιση για τη στάθμιση των τεσσάρων αυτών στοιχείων στο συνολικό σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου.

10.

Το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου συλλαμβάνει τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν το σχήμα της κατανομής των εκτιμήσεων της ζημίας στα απομακρυσμένα σημεία της.

11.

Οι συσχετίσεις μεταξύ μεμονωμένων εκτιμήσεων ζημίας από λειτουργικό κίνδυνο μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι τα συστήματα μέτρησης αυτών των συσχετίσεων είναι άρτια, εφαρμόζονται με ακεραιότητα και λαμβάνουν υπόψη την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει αυτές τις εκτιμήσεις συσχέτισης, ιδίως σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επικυρώνει τις παραδοχές του για τις συσχετίσεις αυτές με κατάλληλες ποσοτικές και ποιοτικές τεχνικές.

12.

Το σύστημα μέτρησης του κινδύνου είναι συνεπές σε εσωτερικό επίπεδο και αποφεύγει την πολλαπλή συνεκτίμηση ποιοτικών αξιολογήσεων ή τεχνικών μείωσης του κινδύνου που αναγνωρίζονται σε άλλους τομείς του πλαισίου κεφαλαιακής επάρκειας.

1.2.2.   Εσωτερικά δεδομένα

13.

Οι εσωτερικές μετρήσεις του λειτουργικού κινδύνου βασίζονται σε ελάχιστη περίοδο ιστορικής παρατήρησης πέντε ετών. Όταν το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει για πρώτη φορά μια εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, μπορεί να γίνει δεκτή τριετής περίοδος ιστορικής παρατήρησης.

14.

Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να είναι σε θέση να αντιστοιχίζουν τα εσωτερικά τους ιστορικά δεδομένα ζημίας με τους επιχειρηματικούς τομείς που ορίζονται στο Μέρος 2 και τις κατηγορίες γεγονότων που ορίζονται στο Μέρος 5 και να παρέχουν τα δεδομένα αυτά στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές τα ζητούν. Ο καταλογισμός των ζημιών στους διάφορους επιχειρηματικούς τομείς και κατηγορίες γεγονότων πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά και γραπτώς τεκμηριωμένα κριτήρια. Οι ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο και έχουν ιστορικά περιληφθεί στις εσωτερικές βάσεις δεδομένων για τον πιστωτικό κίνδυνο πρέπει να καταχωρούνται στις βάσεις δεδομένων για το λειτουργικό κίνδυνο και να εντοπίζονται χωριστά. Οι ζημίες αυτές δεν υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ενόσω εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως πιστωτικός κίνδυνος για τους σκοπούς του υπολογισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που σχετίζονται με τον κίνδυνο αγοράς περιλαμβάνονται στην κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο.

15.

Τα εσωτερικά δεδομένα ζημίας του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι πλήρη και να καλύπτουν όλες τις σημαντικές δραστηριότητες και ανοίγματα σε όλα τα κατάλληλα υποσυστήματα και γεωγραφικούς τόπους. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι εξαιρούμενες δραστηριότητες ή ανοίγματα, τόσο μεμονωμένα όσο και στο σύνολό τους, δεν θα είχαν καμία ουσιώδη επίπτωση στη συνολική εκτίμηση των κινδύνων. Πρέπει να καθορίζονται κατάλληλα ελάχιστα όρια ζημίας για τη συλλογή των εσωτερικών δεδομένων ζημίας.

16.

Εκτός από τις πληροφορίες για τα ακαθάριστα ποσά ζημίας, τα πιστωτικά ιδρύματα συγκεντρώνουν πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία του σχετικού γεγονότος, τις ενδεχόμενες επανεισπράξεις ακαθάριστων ποσών ζημίας, καθώς και ορισμένες περιγραφικές πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες ή τις αιτίες του ζημιογόνου γεγονότος.

17.

Υπάρχουν ειδικά κριτήρια για τον καταλογισμό των ζημιών από ένα γεγονός ή από γεγονότα που συνδέονται μεταξύ τους διαχρονικά σε μια κεντρική λειτουργία ή σε δραστηριότητα κοινή σε περισσότερους του ενός επιχειρηματικούς τομείς.

18.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες διαδικασίες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των ιστορικών δεδομένων ζημίας· η αξιολόγηση αυτή αφορά ιδίως καταστάσεις στις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπερβάσεις που βασίζονται στην ανθρώπινη κρίση, αναθεωρήσεις ποσών ή άλλες προσαρμογές, το βαθμό στον οποίο αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να λάβει τις σχετικές αποφάσεις.

1.2.3.   Εξωτερικά δεδομένα

19.

Το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος χρησιμοποιεί κατάλληλα εξωτερικά δεδομένα, ιδίως εάν υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο έκτακτων αλλά δυνητικά σοβαρών ζημιών. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει συστηματική διαδικασία προσδιορισμού των καταστάσεων στις οποίες πρέπει να χρησιμοποιούνται εξωτερικά δεδομένα και των μεθόδων ενσωμάτωσης των δεδομένων αυτών στο σύστημα μέτρησης. Οι προϋποθέσεις και πρακτικές για τη χρήση εξωτερικών δεδομένων πρέπει να αναθεωρούνται τακτικά, να τεκμηριώνονται γραπτώς και να υπόκεινται σε περιοδική ανεξάρτητη επανεξέταση.

1.2.4.   Ανάλυση σεναρίων

20.

Το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί αναλύσεις σεναρίων βασιζόμενων σε γνώμες εμπειρογνωμόνων σε συνδυασμό με τα εξωτερικά δεδομένα για να αξιολογεί το βαθμό στον οποίο είναι εκτεθειμένο στον κίνδυνο πολύ σοβαρών γεγονότων. Με την πάροδο του χρόνου, οι αξιολογήσεις αυτές πρέπει να επικυρώνονται και να αναθεωρούνται βάσει συγκρίσεων με τις πραγματικές ζημίες προκειμένου να διασφαλίζεται ο εύλογος χαρακτήρας τους.

1.2.5.   Παράγοντες επιχειρηματικού περιβάλλοντος και εσωτερικού ελέγχου

21.

Η μεθοδολογία αξιολόγησης που εφαρμόζεται σε επίπεδο επιχείρησης πρέπει να συλλαμβάνει τους βασικούς παράγοντες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του εσωτερικού ελέγχου οι οποίοι μπορούν να μεταβάλουν το προφίλ κινδύνου της.

22.

Η επιλογή καθενός από τους παράγοντες αυτούς πρέπει να δικαιολογείται από την πραγματική του επίπτωση στον κίνδυνο, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία και τη γνώμη εμπειρογνωμόνων για τους επηρεαζόμενους επιχειρηματικούς τομείς.

23.

Η ευαισθησία των εκτιμήσεων κινδύνου στις μεταβολές των παραγόντων και οι σχετικές σταθμίσεις των διαφόρων παραγόντων πρέπει να βασίζονται σε εμπεριστατωμένη ανάλυση. Εκτός από τις μεταβολές του κινδύνου που σχετίζονται με βελτιώσεις στον έλεγχό του, το πλαίσιο πρέπει επίσης να συλλαμβάνει τις δυνητικές αυξήσεις κινδύνου λόγω μεγαλύτερης πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων ή του αυξημένου όγκου τους.

24.

Το πλαίσιο πρέπει να τεκμηριώνεται γραπτώς και να υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση τόσο εντός του πιστωτικού ιδρύματος όσο και από τις αρμόδιες αρχές. Με την πάροδο του χρόνου, η διαδικασία και τα αποτελέσματα της επανεξέτασης πρέπει να επικυρώνονται και να αναθεωρούνται βάσει συγκρίσεων με εσωτερικά δεδομένα πραγματικών ζημιών και με κατάλληλα εξωτερικά δεδομένα.

2.   ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

25.

Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν την επίπτωση της ασφάλισης, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων των σημείων 26 έως 29 και άλλων μηχανισμών μεταφοράς κινδύνου, όπου το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, ότι επιτυγχάνεται σημαντική μείωση του κινδύνου.

26.

Ο ασφαλειοδότης έχει λάβει άδεια να παρέχει ασφαλιστικά ή αντασφαλιστικά προϊόντα και ο ασφαλειοδότης έχει ελάχιστη ικανότητα πληρωμής αποζημιώσεων διαβαθμισμένη από επιλέξιμο ΕCΑΙ που κρίθηκε από την αρμόδια αρχή ότι αντιστοιχεί στην βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή υψηλότερη δυνάμει των κανόνων περί συντελεστών στάθμισης ανοιγμάτων έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων κατά την έννοια των άρθρων 78 έως 83.

27.

Η ασφάλιση και το ασφαλιστικό πλαίσιο του πιστωτικού ιδρύματος οφείλουν να πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις.

α)

Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο πρέπει να έχει αρχική διάρκεια ενός έτους τουλάχιστον. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εφαρμόσει κατάλληλο ποσοστό περικοπής που αντικατοπτρίζει την προοδευτική μείωση της εναπομένουσας διάρκειας του ασφαλιστηρίου και μπορεί να ανέλθει στο 100 % για συμβόλαια με εναπομένουσα διάρκεια 90 ημερών ή λιγότερο.

β)

Η περίοδος προειδοποίησης για την καταγγελία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι τουλάχιστον 90 ημέρες.

γ)

Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν προβλέπει εξαιρέσεις ή περιορισμούς που ενεργοποιούνται μετά από πράξεις των εποπτικών αρχών ή που εμποδίζουν, σε περίπτωση αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος, το πιστωτικό ίδρυμα, το σύνδικο ή τον εκκαθαριστή να εισπράξει αποζημιώσεις για ζημίες ή έξοδα που υπέστη το πιστωτικό ίδρυμα, με εξαίρεση τα γεγονότα που επέρχονται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί να αποκλείσει κάθε πρόστιμο, ποινική ρήτρα ή αποζημίωση που απορρέει από πράξεις των αρμόδιων αρχών.

δ)

Ο υπολογισμός της μείωσης κινδύνου πρέπει να αντικατοπτρίζει την ασφαλιστική κάλυψη με τρόπο διαφανή και συνεπή με την πραγματική πιθανότητα και τις επιπτώσεις της ζημίας που χρησιμοποιούνται για το γενικό προσδιορισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο.

ε)

Η ασφάλιση παρέχεται από τρίτο. Εάν η ασφάλιση παρέχεται μέσω εξαρτημένων ή θυγατρικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το άνοιγμα πρέπει να μεταβιβάζεται σε ανεξάρτητο τρίτο που πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας, για παράδειγμα με αντασφάλιση· και

(στ)

Το πλαίσιο αναγνώρισης της ασφάλισης είναι εύλογο και γραπτώς τεκμηριωμένο.

28.

Η μεθοδολογία για την αναγνώριση της ασφάλισης πρέπει να συλλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία μέσω κατάλληλων μειώσεων ή ποσοστών περικοπής του ποσού ασφάλισης που αναγνωρίζεται:

α)

εναπομένουσα διάρκεια του ασφαλιστήριου συμβολαίου, εάν είναι μικρότερη του ενός έτους, όπως αναφέρεται ανωτέρω·

β)

όροι καταγγελίας του ασφαλιστήριου συμβολαίου, εάν η διάρκεια του είναι μικρότερη του ενός έτους· και

γ)

αβεβαιότητα των πληρωμών και αναντιστοιχίες κάλυψης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

29.

Η μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης που προκύπτει από την αναγνώριση της ασφάλισης δεν υπερβαίνει το 20 % της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο πριν την αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου.

3.   ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΕΞΕΛΙΓΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΟΜΙΛΟΥ

30.

Εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του ή οι θυγατρικές μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ προτίθενται να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, η σχετική αίτηση περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή της κεφαλαιακής κάλυψης του λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου.

31.

Η αίτηση αναφέρει εάν και με ποιο τρόπο σχεδιάζεται να ενσωματωθούν οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης στο σύστημα μέτρησης κινδύνων.

ΜΕΡΟΣ 4

Συνδυασμένη χρήση διαφόρων μεθοδολογιών

1.   ΧΡΗΣΗ ΕΞΕΛΙΓΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ

1.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε συνδυασμό είτε με τη μέθοδο του βασικού δείκτη είτε με την τυποποιημένη μέθοδο, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

λαμβάνονται υπόψη όλοι οι λειτουργικοί κίνδυνοι του πιστωτικού ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα της μεθοδολογίας που εφαρμόζεται για την κάλυψη των διαφόρων δραστηριοτήτων, γεωγραφικών τόπων, νομικών διαρθρώσεων ή άλλων υποδιαιρέσεων που προσδιορίζονται σε εσωτερικό επίπεδο· και

β)

τα κριτήρια επιλεξιμότητας των Μερών 2 και 3 πληρούνται για το μέρος των δραστηριοτήτων που καλύπτεται από την τυποποιημένη μέθοδο και την εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, αντίστοιχα·

2.

Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν τις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις:

α)

κατά την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης, η μέθοδος αυτή συλλαμβάνει ένα ουσιαστικό μέρος των λειτουργικών κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος· και

β)

το πιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει να επεκτείνει σταδιακά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης σε σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων του, με χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τις αρμόδιες αρχές.

2.   ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΚΟΥ ΔΕΙΚΤΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ

3.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να συνδυάζει τη μέθοδο του βασικού δείκτη και την τυποποιημένη μέθοδο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η πρόσφατη απόκτηση νέων δραστηριοτήτων που ενδέχεται να απαιτήσει μια μεταβατική περίοδο για τη σταδιακή επέκταση της τυποποιημένης μεθόδου.

4.

Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί συνδυασμό της μεθόδου του βασικού δείκτη και της τυποποιημένης μεθόδου μόνο εφόσον αναλάβει τη δέσμευση να επεκτείνει σταδιακά την τυποποιημένη μέθοδο με χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τις αρμόδιες αρχές.

ΜΕΡΟΣ 5

Κατηγοριοποίηση των ζημιογόνων γεγονότων

Πίνακας 3

Κατηγορία γεγονότος

Ορισμός

Εσωτερική απάτη

Ζημίες από πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση καταδολίευσης, υπεξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων ή καταστρατήγησης κανονιστικών ή νομοθετικών διατάξεων ή πολιτικών της επιχείρησης, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που σχετίζονται με πρακτικές αντίθετες με τους κανόνες περί πολιτιστικής πολυμορφίας/διακριτικής μεταχείρισης, στις οποίες εμπλέκεται τουλάχιστον ένα μέλος της επιχείρησης

Εξωτερική απάτη

Ζημίες από πράξεις που διαπράττονται από τρίτο με πρόθεση καταδολίευσης, υπεξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων ή καταστρατήγησης της νομοθεσίας

Πρακτικές σε θέματα απασχόλησης και ασφάλειας στο χώρο της εργασίας

Ζημίες από πράξεις αντίθετες με την εργατική νομοθεσία και τη νομοθεσία και τις συμβάσεις για την υγιεινή και την ασφάλεια, από πληρωμές αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή από πρακτικές αντίθετες με τους κανόνες περί πολιτιστικής πολυμορφίας/διακριτικής μεταχείρισης

Πελάτες, προϊόντα και επιχειρηματικές πρακτικές

Ζημίες από ακούσια ή εξ αμελείας παράλειψη εκπλήρωσης επαγγελματικής υποχρέωσης έναντι πελάτη (περιλαμβανομένων των απαιτήσεων εμπιστοσύνης και εντιμότητας), ή από τη φύση ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος.

Βλάβη σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία

Ζημίες από απώλεια ή βλάβη ενσώματων περιουσιακών στοιχείων λόγω φυσικών καταστροφών ή άλλων γεγονότων.

Διακοπή δραστηριότητας και δυσλειτουργία συστημάτων

Ζημίες από διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δυσλειτουργία των συστημάτων

Εκτέλεση, παράδοση και διαχείριση των διαδικασιών

Ζημίες από ανεπάρκειες στην επεξεργασία των συναλλαγών ή στη διαχείριση των διαδικασιών και από τις σχέσεις με τους εμπορικούς αντισυμβαλλομένους και τους πωλητές


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

1.

Επιπρόσθετα στον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 124 καλύπτει τα εξής:

α)

τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων·

β)

τον βαθμό έκθεσης των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κίνδυνο συγκέντρωσης καθώς και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 108 έως 118·

γ)

την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των πιστωτικών ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου·

δ)

τον βαθμό στον οποίο είναι επαρκή τα ίδια κεφάλαια που διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του επιτευχθέντος βαθμού μεταφοράς κινδύνου·

ε)

τον κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τη διαχείρισή του·

στ)

τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές παραμετροποιούνται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων· και

ζ)

τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει του Παραρτήματος V, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

2.

Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσο το πιστωτικό ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Εάν διαπιστωθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα που αντικατοπτρίζουν την αυξημένη προσδοκία ότι το πιστωτικό ίδρυμα θα παράσχει μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και δεν θα μπορέσει να επιτύχει μια ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.

3.

Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει του άρθρου 124, παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν εάν οι προσαρμογές αξίας και οι σχηματισθείσες προβλέψεις για θέσεις/χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος B, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ 1

Γενικά κριτήρια

1.

Οι πληροφορίες θεωρούνται ουσιώδεις εάν η παράλειψη ή η ανακριβής παρουσίασή τους στις δημοσιοποιήσεις μπορεί να μεταβάλει ή να επηρεάσει την εκτίμηση ή την απόφαση ενός χρήστη που στηρίζεται στις πληροφορίες αυτές για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων.

2.

Οι πληροφορίες θεωρούνται ότι αποτελούν ιδιοκτησία του πιστωτικού ιδρύματος εάν η δημοσιοποίησή τους θα έθετε σε κίνδυνο την ανταγωνιστική του θέση. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται πληροφορίες για προϊόντα ή συστήματα οι οποίες, εάν δημοσιοποιούνταν σε ανταγωνιστές, θα μείωναν την αξία των επενδύσεων του πιστωτικού ιδρύματος σε αυτά τα προϊόντα ή συστήματα.

3.

Οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εάν υπάρχουν υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας έναντι πελατών ή άλλων αντισυμβαλλομένων οι οποίες δεσμεύουν το πιστωτικό ίδρυμα.

4.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αξιολογούν την ανάγκη να γίνονται ορισμένες ή όλες οι δημοσιοποιήσεις με συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας λαμβάνοντας υπόψη τα κατάλληλα χαρακτηριστικά των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, όπως το μέγεθος των συναλλαγών τους, το φάσμα των δραστηριοτήτων τους, την παρουσία τους σε διάφορες χώρες, τη δραστηριοποίησή τους σε διαφόρους χρηματοπιστωτικούς τομείς και τη συμμετοχή τους σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και διεθνή συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης. Η εκτίμηση αυτή λαμβάνει ιδίως υπόψη την ενδεχόμενη ανάγκη συχνότερης δημοσιοποίησης των πληροφοριών του Μέρους 2, παράγραφοι 3, στοιχεία β) και ε) και 4, στοιχεία β) έως ε) και πληροφοριών σχετικά με τους αναλαμβανόμενους κινδύνους και με τα άλλα στοιχεία που υπόκεινται σε ταχείες μεταβολές.

5.

Η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που προβλέπονται στο Μέρος 2, παράγραφοι 3 και 4 γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 72, παράγραφοι 1 και 2.

ΜΕΡΟΣ 2

Γενικές υποχρεώσεις

1.

Οι στόχοι και οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος δημοσιοποιούνται για κάθε χωριστή κατηγορία κινδύνου, περιλαμβανομένων των κινδύνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 14. Οι δημοσιοποιήσεις αυτές περιλαμβάνουν:

α)

τις στρατηγικές και τις διαδικασίες για τη διαχείριση αυτών των κινδύνων·

β)

τη διάρθρωση και την οργάνωση του τμήματος διαχείρισης του σχετικού κινδύνου ή κάθε άλλο σχετικό μηχανισμό·

γ)

την έκταση και τη φύση των συστημάτων αναφοράς και μέτρησης των κινδύνων· και

δ)

τις πολιτικές αντιστάθμισης και μείωσης των κινδύνων και τις στρατηγικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση της διαρκούς αποτελεσματικότητας των αντισταθμίσεων και μέσων μείωσης του κινδύνου.

2.

Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας:

α)

επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο εφαρμόζονται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·

β)

συνοπτική παρουσίαση των διαφορών μεταξύ της βάσης υπαγωγής στην ενοποίηση αφενός για λογιστικούς και αφετέρου για εποπτικούς σκοπούς, με σύντομη περιγραφή των επιχειρήσεων οι οποίες:

i)

ενοποιούνται με τη μέθοδο της πλήρους ενοποίησης,

ii)

ενοποιούνται με τη μέθοδο της αναλογικής ενοποίησης,

iii)

αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, ή

iv)

δεν ενοποιούνται αλλά και δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια·

γ)

κάθε υφιστάμενο ή προβλεπόμενο ουσιαστικό, πρακτικό ή νομικό κώλυμα στην άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή στην εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της·

δ)

το συνολικό ποσό κατά το οποίο τα πραγματικά ίδια κεφάλαια υπολείπονται των ελάχιστων απαιτούμενων σε όλες τις θυγατρικές που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και την επωνυμία ή τις επωνυμίες των θυγατρικών αυτών· και

ε)

κατά περίπτωση, τις περιστάσεις στις οποίες γίνεται χρήση των διατάξεων των άρθρων 69 και 70.

3.

Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαιά τους:

α)

συνοπτικές πληροφορίες για τους όρους και τις προϋποθέσεις των κυριότερων χαρακτηριστικών όλων των κατηγοριών ιδίων κεφαλαίων και των επί μέρους στοιχείων από τα οποία αυτές συνίστανται·

β)

το ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων, με χωριστή δημοσιοποίηση κάθε θετικού στοιχείου και κάθε μείωσης·

γ)

το συνολικό ποσό των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων και των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Κεφάλαιο ΙV της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·

δ)

τα ποσά που αφαιρούνται από τα βασικά και από τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 66, παράγραφος 1, με χωριστή δημοσιοποίηση των στοιχείων του άρθρου 57, στοιχείο ιζ)· και

ε)

το σύνολο των αποδεκτών ιδίων κεφαλαίων, μετά την εφαρμογή των μειώσεων και των ορίων του άρθρου 66.

4.

Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις των άρθρων 75 και 123:

α)

περίληψη της μεθόδου που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα για την εκτίμηση της επάρκειας των εσωτερικών του κεφαλαίων για τη στήριξη των τρεχουσών και των μελλοντικών δραστηριοτήτων του·

β)

για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, το 8 % του σταθμισμένου ποσού για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων του άρθρου 79·

γ)

για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, το 8 % του σταθμισμένου ποσού για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων του άρθρου 86. Για την κλάση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται σε καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφορες συσχετίσεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 10 έως 13. Για την κλάση ανοιγμάτων σε μετοχές, η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται:

i)

σε καθεμία από τις μεθόδους που Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 17 έως 26,

ii)

στα ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε οργανωμένη αγορά, στα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε οργανωμένη αγορά που εντάσσονται σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, και στα άλλα ανοίγματα,

iii)

στα ανοίγματα που υπόκεινται σε μεταβατικό εποπτικό καθεστώς κεφαλαιακών απαιτήσεων, και

iv)

στα ανοίγματα που υπόκεινται σε ρήτρα αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·

δ)

οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 75, στοιχεία β) και γ)· και

ε)

οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 103, έως 105, οι οποίες δημοσιοποιούνται χωριστά.

5.

Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το άνοιγμα του πιστωτικού ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙΙ, Μέρος 1:

α)

περιγραφή της μεθόδου που χρησιμοποιείται για την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και τον καθορισμό των πιστωτικών ορίων για τα ανοίγματα σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου·

β)

περιγραφή της πολιτικής που εφαρμόζεται για τη λήψη εξασφαλίσεων και το σχηματισμό πιστωτικών αποθεμάτων για πιστώσεις·

γ)

περιγραφή της πολιτικής που εφαρμόζεται για τα ανοίγματα σε κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης·

δ)

περιγραφή της επίπτωσης του ποσού εξασφαλίσεων που θα πρέπει να παράσχει το πιστωτικό ίδρυμα σε περίπτωση αναθεώρησης προς τα κάτω της πιστοληπτικής του αξιολόγησης·

ε)

η ακαθάριστη θετική εύλογη αξία των συμβάσεων, το όφελος από συμψηφισμούς, το τρέχον πιστωτικό άνοιγμα μετά το συμψηφισμό, οι ληφθείσες εξασφαλίσεις και καθαρό πιστωτικό άνοιγμα σε παράγωγα μέσα. Καθαρό πιστωτικό άνοιγμα είναι το πιστωτικό άνοιγμα σε συναλλαγές παραγώγων, αφού ληφθούν υπόψη τόσο τα κέρδη από νομικά δεσμευτικές συμφωνίες συμψηφισμού όσο και οι εξασφαλίσεις·

στ)

μέτρα για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος βάσει των μεθόδων που ορίζονται στα Μέρη 3 έως 6 του Παραρτήματος III, ανεξαρτήτως της μεθόδου·

ζ)

η ονομαστική αξία αντισταθμίσεων πιστωτικών παραγώγων και η κατανομή του τρέχοντος πιστωτικού ανοίγματος ανά τύπο πιστωτικού ανοίγματος·

η)

συναλλαγές σε πιστωτικά παράγωγα (ονομαστική αξία), με διάκριση ανάμεσα σε εκείνες που αφορούν το χαρτοφυλάκιο πιστώσεων του ιδίου του πιστωτικού ιδρύματος και εκείνες που αφορούν τις διαμεσολαβητικές του δραστηριότητες, καθώς και την κατανομή των χρησιμοποιούμενων πιστωτικών παράγωγων με περαιτέρω διάκριση μεταξύ αγορασθείσας και πωληθείσας πιστωτικής προστασίας για κάθε κατηγορία πιστωτικού παραγώγου· και

θ)

εκτίμηση του συντελεστή α, εάν οι αρμόδιες αρχές έχουν επιτρέψει στο πιστωτικό ίδρυμα να εκτιμά το συντελεστή αυτό.

6.

Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης αξίας στους οποίους είναι εκτεθειμένο το πιστωτικό ίδρυμα:

α)

οι ορισμοί για λογιστικούς σκοπούς της απαίτησης σε υπερημερία και της επισφαλούς απαίτησης·

β)

περιγραφή των προσεγγίσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων·

γ)

το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων μετά από λογιστικούς συμψηφισμούς και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, καθώς και το μέσο ποσό των ανοιγμάτων στη σχετική περίοδο με κατανομή ανά κλάση ανοιγμάτων·

δ)

η γεωγραφική κατανομή των ανοιγμάτων με διάκριση ανά σημαντική κλάση ανοίγματος για τις κυριότερες περιοχές, με περαιτέρω υποδιαίρεση όπου απαιτείται·

ε)

η κατανομή των ανοιγμάτων ανά κλάδο ή είδος αντισυμβαλλόμενου με διάκριση ανά κλάση ανοιγμάτων, με περαιτέρω υποδιαίρεση εάν απαιτείται·

στ)

η κατανομή όλων των ανοιγμάτων βάση την εναπομένουσα ληκτότητα και διάκριση ανά κλάση ανοιγμάτων, με περαιτέρω υποδιαίρεση εάν απαιτείται·

ζ)

για κάθε σημαντικό τομέα ή είδος αντισυμβαλλομένου, το ποσό:

i)

των επισφαλειών και των ανοιγμάτων σε υπερημερία, χωριστά,

ii)

των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων, και

iii)

των ποσών των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων κατά την περίοδο·

η)

το ποσό των επισφαλειών και των ανοιγμάτων σε υπερημερία, χωριστά, ταξινομημένων ανά σημαντική γεωγραφική περιοχή, περιλαμβανομένων, εφόσον είναι δυνατόν, των ποσών των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων για κάθε γεωγραφική περιοχή·

θ)

τη συμφωνία των μεταβολών από προσαρμογές αξίας και των προβλέψεων για επισφάλειες, με χωριστή παράθεση. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

i)

περιγραφή του είδους των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων,

ii)

τα αρχικά υπόλοιπα,

iii)

τα ποσά των προβλέψεων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο,

iv)

τα ποσά των προσαρμογών και προβλέψεων για πιθανές ζημίες από ανοίγματα που σχηματίστηκαν είτε αναστράφηκαν κατά την τρέχουσα περίοδο, κάθε άλλη προσαρμογή της αξίας περιλαμβανομένων εκείνων που οφείλονται σε συναλλαγματικές διαφορές, σε συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, εξαγορές και πωλήσεις θυγατρικών, καθώς και τις μεταφορές μεταξύ των ποσών των προβλέψεων, και

v)

τα τελικά υπόλοιπα της περιόδου.

Οι προσαρμογές αξίας και οι επανεισπράξεις που καταχωρούνται άμεσα στο λογαριασμό αποτελεσμάτων δημοσιοποιούνται χωριστά.

7.

Για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 ως 83, δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες για κάθε κλάση ανοιγμάτων του άρθρου 79:

α)

οι επωνυμίες των καθορισμένων ECAI και των ECA και οι λόγοι κάθε μεταβολής·

β)

οι κλάσεις ανοιγμάτων για τις οποίες χρησιμοποιούνται οι αξιολογήσεις καθενός από αυτούς τους ECAI ή ECA·

γ)

περιγραφή της διαδικασίας για τη μεταφορά των αξιολογήσεων των εκδοτών και των πιστοληπτικών αξιολογήσεων σε στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

δ)

η αντιστοίχιση των εξωτερικών διαβαθμίσεων κάθε καθορισμένου ECAI ή ECA με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του Παραρτήματος VI, έχοντας υπόψη ότι αυτή η δημοσιοποίηση δεν είναι αναγκαία εάν το πιστωτικό ίδρυμα συμμορφώνεται με την πρότυπη αντιστοίχιση που δημοσιεύουν οι αρμόδιες αρχές· και

ε)

οι αξίες ανοίγματος, πριν και μετά και τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου, που αντιστοιχούν στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του Παραρτήματος VI, καθώς και εκείνες που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

8.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφοι 6 ή 19 έως 21 δημοσιοποιούν τα ανοίγματα που αντιστοιχούν σε κάθε κατηγορία του Πίνακα 1 της προαναφερθείσας παραγράφου 6, ή σε κάθε συντελεστή στάθμισης των προαναφερθέντων παραγράφων 19 έως 21.

9.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 75, στοιχεία β) και γ) δημοσιοποιούν τις απαιτήσεις αυτές χωριστά για κάθε κίνδυνο που αναφέρεται στις διατάξεις αυτές.

10.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με το Παράρτημα V της οδηγίας 2006/49/ΕΚ δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

για κάθε καλυπτόμενο υποχαρτοφυλάκιο:

i)

τα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων,

ii)

περιγραφή του προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που εφαρμόζεται στο υποχαρτοφυλάκιο,

iii)

περιγραφή των προσεγγίσεων που χρησιμοποιούνται για το δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο και την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών υποδειγμάτων και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων·

β)

το βαθμό αποδοχής από τις αρμόδιες αρχές· και

γ)

περιγραφή του βαθμού και των μεθοδολογιών για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Παράρτημα VII, Μέρος Β, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

11.

Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το λειτουργικό κίνδυνο:

α)

τις μεθόδους εκτίμησης των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια για λειτουργικό κίνδυνο που εφαρμόζονται στο πιστωτικό ίδρυμα· και

β)

περιγραφή της μεθοδολογίας του άρθρου 105, εφόσον χρησιμοποιείται από το πιστωτικό ίδρυμα, περιλαμβανομένης της ανάλυσης των κατάλληλων εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στη μέθοδο μέτρησης του πιστωτικού ιδρύματος. Σε περίπτωση μερικής χρήσης, το πεδίο εφαρμογής των διαφόρων μεθόδων που χρησιμοποιούνται.

12.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιοποιούνται για τα ανοίγματα σε μετοχές τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών:

α)

κατάταξη των ανοιγμάτων με βάση τον σκοπό της διακατοχής τους, μεταξύ άλλων λόγω επιδίωξης υπεραξιών και λόγω στρατηγικού ενδιαφέροντος, και επισκόπηση των χρησιμοποιούμενων λογιστικών τεχνικών και μεθόδων αποτίμησης, με αναφορά των βασικών παραδοχών και πρακτικών που επηρεάζουν την αποτίμηση και κάθε σημαντικής μεταβολής των πρακτικών αυτών·

β)

την αξία στον ισολογισμό, την εύλογη αξία, και για τις μετοχές που είναι διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, σύγκριση με την αγοραία τιμή, όταν διαφέρει αισθητά από την εύλογη αξία·

γ)

τα είδη, τη φύση και τα ποσά των ανοιγμάτων σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, των ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, και άλλων ανοιγμάτων·

δ)

το σύνολο των πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών από πωλήσεις και ρευστοποιήσεις στην περίοδο· και

ε)

το σύνολο των μη πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών, το σύνολο των λανθανόντων κερδών ή ζημιών από αναπροσαρμογές αξίας, καθώς και κάθε παρόμοιο ποσό που περιλαμβάνεται στα βασικά ή τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια.

13.

Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο επιτοκίου σε θέσεις που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών:

α)

φύση του κινδύνου επιτοκίου και βασικές παραδοχές (περιλαμβανομένων των παραδοχών για τις πρόωρες εξοφλήσεις δανείων και τη συμπεριφορά των καταθέσεων όψεως), και συχνότητα μέτρησης του κινδύνου επιτοκίου· και

β)

αυξομειώσεις κερδών, οικονομικής αξίας ή άλλων κατάλληλων παραμέτρων που χρησιμοποιούνται από τη διοίκηση για τη μέτρηση των επιπτώσεων μιας απότομης ανόδου ή πτώσης των επιτοκίων, σύμφωνα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του κινδύνου επιτοκίου, για κάθε νόμισμα.

14.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 101 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

περιγραφή των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη δραστηριότητα τιτλοποίησης·

β)

ρόλος του πιστωτικού ιδρύματος στη διαδικασία τιτλοποίησης·

γ)

βαθμός συμμετοχής του πιστωτικού ιδρύματος σε κάθε τιτλοποίηση·

δ)

μέθοδοι υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει στις δραστηριότητες τιτλοποίησης·

ε)

περίληψη των λογιστικών μεθόδων τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει στις δραστηριότητες τιτλοποίησης, περιλαμβανομένων των εξής πληροφοριών:

i)

κατάταξη των συναλλαγών ως πωλήσεις ή ως χρηματοδοτήσεις,

ii)

λογιστική καταχώριση των κερδών από πωλήσεις,

iii)

βασικές παραδοχές για την αποτίμηση των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση που παραμένουν στο πιστωτικό ίδρυμα, και

iv)

αντιμετώπιση των σύνθετων τιτλοποιήσεων εάν αυτές δεν καλύπτονται από άλλες λογιστικές μεθόδους·

στ)

επωνυμίες των ECAI των οποίων οι αξιολογήσεις χρησιμοποιούνται για τις τιτλοποιήσεις και είδη των ανοιγμάτων για τα οποία χρησιμοποιείται κάθε ECAI·

ζ)

συνολικό υπόλοιπο των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα και υπάγονται στο πλαίσιο της τιτλοποίησης (με διάκριση μεταξύ παραδοσιακής και σύνθετης τιτλοποίησης), ανά είδος ανοίγματος·

η)

για τα ανοίγματα που τιτλοποιήθηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα και υπάγονται στο πλαίσιο της τιτλοποίησης, κατανομή ανά είδος ανοίγματος του ποσού των ανοιγμάτων σε επισφάλεια και των ανοιγμάτων σε υπερημερία, καθώς και των ζημιών που αναγνωρίστηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα στην περίοδο·

θ)

συνολικό ποσό των θέσεων τιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράστηκαν, με κατανομή ανά είδος ανοίγματος·

ι)

συνολικό ποσό των θέσεων τιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράστηκαν, με κατανομή σε κατάλληλο αριθμό ζωνών συντελεστών στάθμισης. Οι θέσεις που έχουν συντελεστή στάθμισης 1 250 % ή που αφαιρέθηκαν δημοσιοποιούνται χωριστά·

ια)

συνολικό υπόλοιπο των τιτλοποιημένων ανακυκλούμενων ανοιγμάτων, με διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος και των δικαιωμάτων των επενδυτών· και

ιβ)

περίληψη της δραστηριότητας τιτλοποίησης στην περίοδο, περιλαμβανομένου του ποσού των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων (ανά είδος ανοίγματος) και των κερδών ή ζημιών από πωλήσεις που αναγνωρίστηκαν ανά είδος ανοίγματος.

ΜΕΡΟΣ 3

Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χρήση συγκεκριμένων μέσων ή μεθόδων

1.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

αποδοχή από την αρμόδια αρχή της μεθόδου ή της μετάβασης σε αυτήν·

β)

επεξηγήσεις και συνοπτική παρουσίαση:

i)

της διάρθρωσης των συστημάτων εσωτερικής διαβάθμισης και της σχέσης μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών διαβαθμίσεων,

ii)

της χρήσης των εσωτερικών εκτιμήσεων για άλλους σκοπούς εκτός από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89,

iii)

της διαδικασίας διαχείρισης και αναγνώρισης της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, και

iv)

των μηχανισμών ελέγχου και αναθεώρησης των συστημάτων διαβάθμισης, ιδίως από την άποψη της ανεξαρτησίας και ευθυνών·

γ)

περιγραφή της διαδικασίας εσωτερικής διαβάθμισης, χωριστά για καθεμία από τις ακόλουθες κλάσεις ανοιγμάτων:

i)

κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες,

ii)

ιδρύματα,

iii)

επιχειρήσεις περιλαμβανομένων των ΜΜΕ, ειδικός δανεισμός και αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων,

iv)

λιανική τραπεζική, για καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφορες συσχετίσεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 10 έως 13, και

v)

μετοχές·

δ)

αξίες ανοίγματος για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων του άρθρου 86. Εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD ή των συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, τα ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων πρέπει να δημοσιοποιούνται χωριστά από τα ανοίγματα για τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν παρόμοιες εκτιμήσεις·

ε)

για να καθίσταται δυνατή μια εύλογη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων «κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες», «ιδρύματα», «επιχειρήσεις» και «μετοχές» και για επαρκή αριθμό βαθμίδων οφειλέτη (περιλαμβανόμενης της βαθμίδας των οφειλετών σε αθέτηση), τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)

σύνολο των ανοιγμάτων (για τις κλάσεις ανοιγμάτων «κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες», «ιδρύματα» και «επιχειρήσεις», άθροισμα των ανεξόφλητων υπολοίπων δανείων και αξιών ανοιγμάτων για μη εκταμιευθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις· για τα ανοίγματα σε μετοχές, ανεξόφλητα υπόλοιπα,

ii)

για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, σταθμισμένο ως προς το άνοιγμα μέσο LGD σε ποσοστό,

iii)

σταθμισμένος ως προς το άνοιγμα μέσος συντελεστής στάθμισης, και

iv)

για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, ποσό των μη εκταμιευθεισών πιστωτικών διευκολύνσεων και σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση αξία ανοίγματος για κάθε κλάση ανοιγμάτων·

στ)

για την κλάση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και για καθεμία από τις κατηγορίες που ορίζονται στο στοιχείο γ), σημείο iv), είτε τις πληροφορίες του στοιχείου ε) ανωτέρω (κατά περίπτωση, σε ομαδοποιημένη βάση), είτε ανάλυση των ανοιγμάτων (ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων και αξίες ανοίγματος για μη εκταμιευθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις) για επαρκή αριθμό βαθμίδων αναμενόμενης ζημίας (ΕL) ώστε να καθίσταται δυνατή μια εύλογη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου (κατά περίπτωση, σε ομαδοποιημένη βάση)·

ζ)

πραγματικές προσαρμογές αξίας στην προηγούμενη περίοδο για κάθε κλάση ανοιγμάτων (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, για καθεμία από τις κατηγορίες που ορίζονται στο στοιχείο γ), σημείο iv)) και τις διαφορές σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους·

η)

περιγραφή των παραγόντων που επηρέασαν τις πραγματικές ζημίες στην προηγούμενη περίοδο (για παράδειγμα, εάν το πιστωτικό ίδρυμα είχε ποσοστά αθέτησης υψηλότερα από το μέσο όρο, ή LGD και συντελεστές μετατροπής υψηλότερους από το μέσο όρο)· και

θ)

σύγκριση των εκτιμήσεων του πιστωτικού ιδρύματος με τα πραγματικά αποτελέσματα σε μεγαλύτερη περίοδο. Η σύγκριση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εκτιμήσεις ζημιών σε σχέση με τις πραγματικές ζημίες για κάθε κλάση ανοιγμάτων (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής, για καθεμία από τις κατηγορίες του στοιχείου γ), σημείο iv)) σε περίοδο επαρκώς μεγάλη ώστε να επιτρέπει μια εύλογη αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών εσωτερικής διαβάθμισης για κάθε κλάση ανοιγμάτων (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής, για καθεμία από τις κατηγορίες του στοιχείου γ), σημείο iv)). Κατά περίπτωση, τα πιστωτικά ιδρύματα αναλύουν πιο λεπτομερώς τα στοιχεία αυτά και συγκρίνουν τα PD και, για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής, τις πραγματικές τιμές του LGD και των συντελεστών μετατροπής με τις εκτιμήσεις που παρέχονται στις ανωτέρω δημοσιοποιήσεις σχετικά με την ποσοτική αξιολόγηση των κινδύνων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) ανωτέρω, η περιγραφή περιλαμβάνει τα διάφορα είδη ανοιγμάτων κάθε κλάσης, τους ορισμούς, τις μεθόδους και τα δεδομένα για την εκτίμηση και την επικύρωση των PD και, κατά περίπτωση, των LGD και των συντελεστών μετατροπής, περιλαμβανομένων των παραδοχών που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό αυτών των μεταβλητών, καθώς και την περιγραφή των σημαντικών αποκλίσεων από τον ορισμό της αθέτησης στο Παράρτημα VII, Μέρος 4, παράγραφοι 44 έως 48 και των σημαντικών τμημάτων του χαρτοφυλακίου που επηρεάζονται από αυτές τις αποκλίσεις.

2.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις πολιτικές και διαδικασίες συμψηφισμού εντός και εκτός ισολογισμού, καθώς και το βαθμό στον οποίο το πιστωτικό ίδρυμα κάνει χρήση παρόμοιου συμψηφισμού·

β)

τις πολιτικές και διαδικασίες αποτίμησης και διαχείρισης των εξασφαλίσεων·

γ)

περιγραφή των κυριότερων ειδών εξασφαλίσεων που αποδέχεται το πιστωτικό ίδρυμα·

δ)

τα κυριότερα είδη εγγυητών και αντισυμβαλλομένων σε πράξεις πιστωτικών παραγώγων, καθώς και την πιστωτική ποιότητά τους·

ε)

πληροφορίες σχετικά με συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς ή πιστωτικού κινδύνου στα χρησιμοποιούμενα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου·

στ)

για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή 84 έως 89 αλλά δεν παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD ή των συντελεστών μετατροπής για τις κλάσεις ανοιγμάτων, χωριστά για κάθε κλάση ανοιγμάτων, τη συνολική αξία ανοίγματος (κατά περίπτωση, μετά το συμψηφισμό εντός ή εκτός ισολογισμού), που καλύπτεται –μετά την εφαρμογή των προσαρμογών μεταβλητότητας — από αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις ή από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις· και

ζ)

για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή 84 έως 89, χωριστά για κάθε κλάση ανοιγμάτων, το συνολικό άνοιγμα (κατά περίπτωση, μετά το συμψηφισμό εκτός ή εντός ισολογισμού) που καλύπτεται από εγγυήσεις ή πιστωτικά παράγωγα. Για την κλάση των ανοιγμάτων σε μετοχές, η απαίτηση αυτή ισχύει για καθεμία από τις προσεγγίσεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, παράγραφοι 17 έως 26.

3.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του άρθρου 105 για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο δημοσιοποιούν περιγραφή του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούν την ασφάλιση για τους σκοπούς της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

ΜΕΡΟΣ Α

Καταργουμενεσ οδηγιεσ με τισ διαδοχικεσ τροποποιησεισ τουσ (περί των οποίων το άρθρο 158)

Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων

Οδηγία 2000/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τροποποίηση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ

Μόνον το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), παράγραφος 2, παράγραφος 4, στοιχεία α) και β), και παράγραφοι 5 έως 11.

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Μόνον το άρθρο 68

Οδηγία 2004/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2004, για τροποποίηση της οδηγίας 2000/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον ορισμό των «πολυμερών τραπεζών αναπτύξεως»

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 94/19/ΕΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ με στόχο τη θέσπιση νέας οργανωτικής δομής για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Μόνον το άρθρο 3

ΜΗ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙΣΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Πράξη προσχώρησης του 2003

ΜΕΡΟΣ Β

Προθεσμιεσ μεταφορασ στο εθνικο δικαιο (περί των οποίων το άρθρο 158)

Οδηγία

 

Προθεσμία μεταφοράς

Οδηγία 2000/12/ΕΚ

 

— — — — —

Οδηγία 2000/28/EΚ

 

27.4.2002

Οδηγία 2002/87/EΚ,

 

11.8.2004

Οδηγία 2004/39/EΚ

 

30.4.2006/31.1.12007

Οδηγία 2004/69/EΚ

 

30.6.2004

Οδηγία 2005/1/EΚ

 

13.5.2005


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα οδηγία

Οδηγία 2000/12/ΕΚ

Οδηγία 2000/28/EΚ

Οδηγία 2001/87/EΚ

Οδηγία 2004/69/EΚ

Οδηγία 2004/xx/EΚ

Άρθρο 1

Άρθρο 2(1) και (2)

 

 

 

 

Άρθρο 2

Άρθρο 2(3)

Πράξη προσχώρησης

 

 

 

 

Άρθρο 2

Άρθρο 2(4)

 

 

 

 

Άρθρο 3

Άρθρο 2(5) και (6)

 

 

 

 

Άρθρο 3 (1) τελευταίο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 3 (2)

Άρθρο 4 (1)

Άρθρο 1(1)

 

 

 

 

Άρθρο 4 (2) έως (5)

 

Άρθρο 1(2) έως (5)

 

 

 

Άρθρο 4 (7) έως (9)

 

Άρθρο 1(6) έως (8)

 

 

 

Άρθρο 4 (10)

 

 

Άρθρο 29 (1) (α)

 

 

Άρθρο 4 (11) έως (14)

Άρθρο 1 (10), (12) και (13)

 

 

 

 

Άρθρο 4 (21) και (22)

 

 

Άρθρο 29(1) (β)

 

 

Άρθρο 4 (23)

Άρθρο 1 (23)

 

 

 

 

Άρθρο 4 (45 έως (47)

Άρθρο 1 (25 έως (27)

 

 

 

 

Άρθρο 5

 

 

 

 

 

Άρθρο 6

Άρθρο 4

 

 

 

 

Άρθρο 7

Άρθρο 8

 

 

 

 

Άρθρο 8

Άρθρο 9

 

 

 

 

Άρθρο 9 (1)

Άρθρο 5(1) και 1(11)

 

 

 

 

Άρθρο 9 (2)

Άρθρο 5(2)

 

 

 

 

Άρθρο 10

Άρθρο 5 (3) έως (7)

 

 

 

 

Άρθρο 11

Άρθρο 6

 

 

 

 

Άρθρο 12

Άρθρο 7

 

 

 

 

Άρθρο 13

Άρθρο 10

 

 

 

 

Άρθρο 14

Άρθρο 11

 

 

 

 

Άρθρο 15 (1)

Άρθρο 12

 

 

 

 

Άρθρο 15 (2) και (3)

 

 

Άρθρο 29(2)

 

 

Άρθρο 16

Άρθρο 13

 

 

 

 

Άρθρο 17

Άρθρο 14

 

 

 

 

Άρθρο 18

Άρθρο 15

 

 

 

 

Άρθρο 19 (1)

Άρθρο 16 (1)

 

 

 

 

Άρθρο 19 (2)

 

 

Άρθρο 29(3)

 

 

Άρθρο 20

Άρθρο 16(3)

 

 

 

 

Άρθρο 21

Άρθρο 16 (4) έως (6)

 

 

 

 

Άρθρο 22

Άρθρο 17

 

 

 

 

Άρθρο 23

Άρθρο 18

 

 

 

 

Άρθρο 24 (1)

Άρθρο 19 παράγραφοι (1) έως (3)

 

 

 

 

Άρθρο 24 (2)

Άρθρο 19 παράγραφος (6)

 

 

 

 

Άρθρο 24 (3)

Άρθρο 19 παράγραφος (4)

 

 

 

 

Άρθρο 25 (1) έως (3)

Άρθρο 20 (1) έως (3) εδάφια 1 και 2

 

 

 

 

Άρθρο 25 (3)

Άρθρο 19 παράγραφος (5)

 

 

 

 

Άρθρο 25 (4)

Άρθρο 20 (3) εδάφιο 3

 

 

 

 

Άρθρο 26

Άρθρο 20 (4) έως (7)

 

 

 

 

Άρθρο 27

Άρθρο 1 (3) δεύτερη πρόταση

 

 

 

 

Άρθρο 28

Άρθρο 21

 

 

 

 

Άρθρο 29

Άρθρο 22

 

 

 

 

Άρθρο 30

Άρθρο 22 (2) έως (4)

 

 

 

 

Άρθρο 31

Άρθρο 22 (5)

 

 

 

 

Άρθρο 32

Άρθρο 22 (6)

 

 

 

 

Άρθρο 33

Άρθρο 22 (7)

 

 

 

 

Άρθρο 34

Άρθρο 22 (8)

 

 

 

 

Άρθρο 35

Άρθρο 22 (9)

 

 

 

 

Άρθρο 36

Άρθρο 22 (10)

 

 

 

 

Άρθρο 37

Άρθρο 22 (11)

 

 

 

 

Άρθρο 38

Άρθρο 24

 

 

 

 

Άρθρο 39 (1) και (2)

Άρθρο 25

 

 

 

 

Άρθρο 39 (3)

 

 

 

 

Άρθρο 3(8)

Άρθρο 40

Άρθρο 26

 

 

 

 

Άρθρο 41

Άρθρο 27

 

 

 

 

Άρθρο 42

Άρθρο 28

 

 

 

 

Άρθρο 43

Άρθρο 29

 

 

 

 

Άρθρο 44

Άρθρο 30(1) έως (3)

 

 

 

 

Άρθρο 45

Άρθρο 30(4)

 

 

 

 

Άρθρο 46

Άρθρο 30(3)

 

 

 

 

Άρθρο 47

Άρθρο 30(5)

 

 

 

 

Άρθρο 48

Άρθρο 30(6) και (7)

 

 

 

 

Άρθρο 49

Άρθρο 30(8)

 

 

 

 

Άρθρο 50

Άρθρο 30(9) πρώτο και δεύτερο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 51

Άρθρο 30(9) τρίτο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 52

Άρθρο 30(10)

 

 

 

 

Άρθρο 53

Άρθρο 31

 

 

 

 

Άρθρο 54

Άρθρο 32

 

 

 

 

Άρθρο 55

Άρθρο 33

 

 

 

 

Άρθρο 56

Άρθρο 34(1)

 

 

 

 

Άρθρο 57

Άρθρο 34(2) πρώτο εδάφιο

και

Άρθρο 34(2) σημείο 2 δεύτερη πρόταση

 

Άρθρο 29(4)(α)

 

 

Άρθρο 58

 

 

Άρθρο 29(4) (β)

 

 

Άρθρο 59

 

 

Άρθρο 29(4) (β)

 

 

Άρθρο 60

 

 

Άρθρο 29(4) (β)

 

 

Άρθρο 61

Άρθρο 34(3) και (4)

 

 

 

 

Άρθρο 63

Άρθρο 35

 

 

 

 

Άρθρο 64

Άρθρο 36

 

 

 

 

Άρθρο 65

Άρθρο 37

 

 

 

 

Άρθρο 66 (1) και (2)

Άρθρο 38 (1) και (2)

 

 

 

 

Άρθρο 67

Άρθρο 39

 

 

 

 

Άρθρο 73

Άρθρο 52(3)

 

 

 

 

Άρθρο 106

Άρθρο 1(24)

 

 

 

 

Άρθρο 107

Άρθρο 1(1) τρίτο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 108

Άρθρο 48(1)

 

 

 

 

Άρθρο 109

Άρθρο 48 (4) πρώτο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 110

Άρθρο 48(2) έως(4) δεύτερο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 111

Άρθρο 49 (1) έως (5)

 

 

 

 

Άρθρο 113 (1) έως (3)

Άρθρο 49 (4) (6) και (7)

 

 

 

 

Άρθρο 115 (1) και (2)

Άρθρο 49(8) και (9)

 

 

 

 

Άρθρο 116

Άρθρο 49(10)

 

 

 

 

Άρθρο 117

Άρθρο 49(11)

 

 

 

 

Άρθρο 118

Άρθρο 50

 

 

 

 

Άρθρο 120

Άρθρο 51(1)(2)και (5)

 

 

 

 

Άρθρο 121

Άρθρο 51(4)

 

 

 

 

Άρθρο 122 (1) και (2)

Άρθρο 51 (6)

 

Άρθρο 29(5)

 

 

Άρθρο 125

Άρθρο 53(1) και (2)

 

 

 

 

Άρθρο 126

Άρθρο 53 (3)

 

 

 

 

Άρθρο 128

Άρθρο 53(5)

 

 

 

 

Άρθρο 133 (1)

Άρθρο 54(1)

 

Άρθρο 29(7)(α)

 

 

Άρθρο 133 (2) και (3)

Άρθρο 54 (2) και (3)

 

 

 

 

Άρθρο 134(1)

Άρθρο 54(4) πρώτο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 134 (2)

Άρθρο 54(4) δεύτερο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 135

 

 

Άρθρο 29(8)

 

 

Άρθρο 137

Άρθρο 55

 

 

 

 

Άρθρο 138

 

 

Άρθρο 29(9)

 

 

Άρθρο 139

Άρθρο 56(1) έως (3)

 

 

 

 

Άρθρο 140

Άρθρο 56(4) έως (6)

 

 

 

 

Άρθρο 141

Άρθρο 56 (7)

 

Άρθρο 29(10)

 

 

Άρθρο 142

Άρθρο 56(8)

 

 

 

 

Άρθρο 143

 

 

Άρθρο 29(11)

 

Άρθρο 3 (10)

Άρθρο 150

Άρθρο 60(1)

 

 

 

 

Άρθρο 151

Άρθρο 60(2)

 

 

 

Άρθρο 3 (10)

Άρθρο 158

Άρθρο 67

 

 

 

 

Άρθρο 159

Άρθρο 68

 

 

 

 

Άρθρο 160

Άρθρο 69

 

 

 

 

Παράρτημα I παράγραφοι 1 έως 14, εκτός από το τελευταίο εδάφιο

Παράρτημα Ι

 

 

 

 

Παράρτημα I τελευταίο εδάφιο

 

 

 

Άρθρο 68

 

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙ

 

 

 

 

Παράρτημα ΙΙΙ

Παράρτημα ΙΙΙ

 

 

 

 

Παράρτημα IV

Παράρτημα IV

 

 

 

 


30.6.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177/201


ΟΔΗΓΊΑ 2006/49/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Ιουνίου 2006

για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (4) έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί σε σημαντική έκταση. Με την ευκαιρία των νέων τροποποιήσεων της εν λόγω οδηγίας, ενδείκνυται για λόγους σαφήνειας η αναδιατύπωσή της.

(2)

Ένας από τους στόχους της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (5) είναι να παράσχει στις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους και υπόκεινται στην εποπτεία των αρχών αυτών τη δυνατότητα να ιδρύουν υποκαταστήματα και να παρέχουν υπηρεσίες ελεύθερα σε άλλα κράτη μέλη. Η εν λόγω οδηγία, κατά συνέπεια, προβλέπει τον συντονισμό των κανόνων που αφορούν τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την άσκηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

(3)

Ωστόσο, η οδηγία 2004/39/ΕΚ δεν ορίζει κοινά κριτήρια για τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων ούτε καθορίζει τα ποσά του αρχικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων αυτών ή το κοινό πλαίσιο για την παρακολούθηση των κινδύνων στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις αυτές.

(4)

Ενδείκνυται η πραγματοποίηση απλώς του βασικού επιπέδου εναρμόνισης που είναι αναγκαίο και επαρκές για να εξασφαλισθεί η αμοιβαία αναγνώριση των συστημάτων χορήγησης άδειας λειτουργίας και άσκησης εποπτείας. Προκειμένου να επιτευχθεί η αμοιβαία αναγνώριση στο πλαίσιο της εσωτερικής χρηματοπιστωτικής αγοράς, είναι σκόπιμη η θέσπιση συντονιστικών μέτρων όσον αφορά τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων, τον καθορισμό του ύψους του αρχικού κεφαλαίου και την καθιέρωση κοινού πλαισίου για την παρακολούθηση των κινδύνων στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις επενδύσεων.

(5)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι ο καθορισμός των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα, των κανόνων υπολογισμού τους και των κανόνων που ισχύουν για την άσκηση προληπτικής εποπτείας, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της οδηγίας, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(6)

Επιβάλλεται να ορισθούν διαφορετικά ποσά αρχικού κεφαλαίου, ανάλογα με την έκταση των δραστηριοτήτων που επιτρέπεται να ασκούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων.

(7)

Θα πρέπει να επιτραπεί στις υφιστάμενες επιχειρήσεις επενδύσεων να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και αν δεν έχουν συμμορφωθεί προς το ελάχιστο ποσό των αρχικών κεφαλαίων που ορίζεται για τις νέες επιχειρήσεις επενδύσεων.

(8)

Τα κράτη μέλη είναι σκόπιμο να μπορούν να επιβάλλουν κανόνες αυστηρότερους από τους κανόνες της παρούσας οδηγίας.

(9)

Η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει όχι μόνο νομικούς κανόνες, αλλά επίσης στενή και τακτική συνεργασία και σημαντική ενίσχυση της σύγκλισης ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

(10)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Μαΐου 1999 με τίτλο «Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Πρόγραμμα δράσης» ορίζονται διάφοροι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας στις 23 και 24 Μαρτίου 2000 έθεσε τον στόχο της εφαρμογής του σχεδίου δράσης έως το 2005. Η αναδιατύπωση των διατάξεων περί των ιδίων κεφαλαίων αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του σχεδίου δράσης.

(11)

Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατρέχουν σε σχέση με τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους ίδιους κινδύνους με τα πιστωτικά ιδρύματα, ενδείκνυται οι συναφείς διατάξεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006, [σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (6)] να ισχύουν ομοίως και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(12)

Τα ίδια κεφάλαια επιχειρήσεων επενδύσεων και πιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής μνημονεύονται από κοινού ως «ιδρύματα») μπορούν να χρησιμεύουν για την απορρόφηση ζημιών οι οποίες δεν αντισταθμίζονται από επαρκή όγκο κερδών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η διηνεκής λειτουργία των ιδρυμάτων και η προστασία των επενδυτών. Τα ίδια κεφάλαια χρησιμεύουν επίσης ως σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης για τις αρμόδιες αρχές, ιδίως για την εκτίμηση της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων και για άλλους εποπτικούς σκοπούς. Εξάλλου, στην εσωτερική αγορά, τα ιδρύματα λειτουργούν υπό συνθήκες άμεσου ανταγωνισμού μεταξύ τους. Συνεπώς, προκειμένου να ενισχυθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κοινότητας και να αποτραπούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, ενδείκνυται να καθορισθούν κοινά θεμελιώδη πρότυπα για τα ίδια κεφάλαια.

(13)

Για τους σκοπούς της αιτιολογικής σκέψης (12), ενδείκνυται να εκληφθεί ως βάση ο ορισμός των ιδίων κεφαλαίων όπως δίνεται στην οδηγία 2006/48/EK και να θεσπισθούν συμπληρωματικοί ειδικοί κανόνες που να συνεκτιμούν τη διαφορετική εμβέλεια των σχετιζόμενων με τους κινδύνους αγοράς κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(14)

Όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα, έχουν ήδη θεσπισθεί κοινά κριτήρια σχετικά με την εποπτεία και την παρακολούθηση διαφόρων κατηγοριών κινδύνων με την οδηγία 2000/12/ΕΚ.

(15)

Εν προκειμένω, οι διατάξεις περί ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων είναι σκόπιμο να εξετάζονται σε συνδυασμό με άλλα ειδικά κείμενα, τα οποία επίσης αποβλέπουν στην εναρμόνιση των θεμελιωδών τεχνικών εποπτείας των ιδρυμάτων.

(16)

Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν κοινά κριτήρια για τους κινδύνους αγοράς στους οποίους υπόκεινται τα πιστωτικά ιδρύματα και να προβλεφθεί συμπληρωματικό πλαίσιο για την εποπτεία των κινδύνων των ιδρυμάτων, ιδίως των κινδύνων αγοράς και, ειδικότερα, των κινδύνων θέσης, των κινδύνων διακανονισμού/αντισυμβαλλόμενου και των συναλλαγματικών κινδύνων.

(17)

Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η έννοια του «χαρτοφυλακίου συναλλαγών», το οποίο περιλαμβάνει θέσεις σε τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λόγους διαπραγμάτευσης και υπόκεινται κυρίως σε κινδύνους αγοράς και ανοίγματα σχετικά με ορισμένες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που παρέχονται σε πελάτες.

(18)

Προκειμένου να περιορισθούν τα διοικητικά βάρη για τα ιδρύματα με αμελητέες δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τόσο από απόλυτη όσο και από σχετική άποψη, είναι σκόπιμο τα εν λόγω ιδρύματα να μπορούν να εφαρμόζουν την οδηγία 2006/48/EK, και όχι τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα Παραρτήματα I και II της παρούσας οδηγίας.

(19)

Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη, κατά την παρακολούθηση των κινδύνων διακανονισμού/παράδοσης, η ύπαρξη συστημάτων που παρέχουν επαρκή προστασία για τη μείωση των κινδύνων αυτών.

(20)

Εν πάση περιπτώσει, τα ιδρύματα είναι σκόπιμο να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την κάλυψη του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλαμβάνουν για το σύνολο των εργασιών τους. Χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να απαιτούνται έναντι θέσεων σε στενά συνδεδεμένα νομίσματα όπως προκύπτει είτε από στατιστικά στοιχεία είτε από δεσμευτικές διακρατικές συμφωνίες.

(21)

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τους διαπραγματευτές εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων όσων διαπραγματευτών εξαιρούνται επί του παρόντος από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, θα εξεταστούν εκ νέου δεόντως σε συνάρτηση με την εκ νέου εξέταση της εξαίρεσης αυτής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 65, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

(22)

Ο στόχος της ελευθέρωσης των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού είναι σημαντικός για την Κοινότητα, τόσο από οικονομικής όσο και από πολιτικής απόψεως. Ως εκ τούτου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις και οι λοιποί κανόνες συνετής διαχείρισης που εφαρμόζονται στις δραστηριοποιούμενες σε αυτόν τον τομέα εταιρείες πρέπει να είναι αναλογικοί και να μη θέτουν ατόπως προσκόμματα στην επίτευξη του στόχου της ελευθέρωσης. Ο στόχος αυτός θα πρέπει, ιδίως, να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διεξαγωγή των εκ νέου εξετάσεων περί των οποίων η αιτιολογική σκέψη 21.

(23)

Η ύπαρξη εσωτερικών συστημάτων για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των κινδύνων επιτοκίου για το σύνολο των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό τρόπο ελαχιστοποίησης των κινδύνων αυτών. Κατά συνέπεια, τα συστήματα αυτά είναι σκόπιμο να εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές.

(24)

Δεδομένου ότι η οδηγία 2006/48/ΕΚ δεν προβλέπει τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο μεγάλων ανοιγμάτων που αφορούν δραστηριότητες που υπόκεινται κυρίως σε κινδύνους αγοράς, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν οι εν λόγω κανόνες.

(25)

Ο λειτουργικός κίνδυνος είναι σοβαρός κίνδυνος τον οποίο διατρέχουν τα ιδρύματα και καθιστά αναγκαία την κάλυψη με ίδια κεφάλαια. Έχει καίρια σημασία να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των ιδρυμάτων στην ΕΕ, με την πρόβλεψη εναλλακτικών προσεγγίσεων.

(26)

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ ορίζει την αρχή της ενοποίησης. Δεν θεσπίζει κοινούς κανόνες όσον αφορά την ενοποίηση χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που ασκούν δραστηριότητες κατ' εξοχήν υποκείμενες στους κινδύνους της αγοράς.

(27)

Για να διασφαλισθεί η επαρκής φερεγγυότητα των ιδρυμάτων που απαρτίζουν έναν όμιλο, έχει μεγάλη σημασία να ισχύουν οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση την ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου. Προκειμένου να διασφαλίζεται δε ότι τα ίδια κεφάλαια είναι καταλλήλως κατανεμημένα στο εσωτερικό του ομίλου και ότι είναι διαθέσιμα για την προστασία των επενδύσεων οσάκις τούτο είναι αναγκαίο, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι σκόπιμο να ισχύουν για τα επιμέρους ιδρύματα που απαρτίζουν τον εκάστοτε όμιλο, εκτός αν ο εν λόγω στόχος είναι δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματικά με άλλον τρόπο.

(28)

Η οδηγία 2006/48/EK δεν έχει εφαρμογή σε ομίλους που περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων αλλά δεν περιλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί κοινό πλαίσιο για την καθιέρωση της εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων επί ενοποιημένης βάσεως.

(29)

Τα ιδρύματα θα πρέπει να μεριμνούν ούτως ώστε να διαθέτουν εσωτερικά κεφάλαια τα οποία, με βάση τους κινδύνους στους οποίους είναι ή μπορεί να είναι μελλοντικώς εκτεθειμένα, είναι επαρκή από την άποψη της ποσότητας, της ποιότητας και της κατανομής. Κατά συνέπεια, τα ιδρύματα είναι σκόπιμο να διαθέτουν στρατηγικές και διαδικασίες με σκοπό την εκτίμηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων.

(30)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων στους οποίους αυτά τα τελευταία είναι εκτεθειμένα.

(31)

Προς τον σκοπό της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον τραπεζικό τομέα, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να συμβάλλει στην συνεπή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ολόκληρη την Κοινότητα. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση στα θεσμικά όργανα της Κοινότητας σχετικά με την επιτευχθείσα πρόοδο.

(32)

Προκειμένου η εσωτερική αγορά να λειτουργεί με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα, έχει μεγάλη σημασία να υπάρξει σημαντική ενίσχυση της σύγκλισης όσον αφορά την εφαρμογή και υλοποίηση των διατάξεων της εναρμονισμένης κοινοτικής νομοθεσίας.

(33)

Για τον ίδιο λόγο και για να διασφαλισθεί ότι τα κοινοτικά ιδρύματα που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερα κράτη μέλη δεν υφίστανται δυσανάλογη επιβάρυνση εξαιτίας των διατηρούμενων αρμοδιοτήτων των αρμόδιων αρχών των επιμέρους κρατών μελών στον τομέα της χορήγησης αδειών και της εποπτείας, έχει μεγάλη σημασία να αναβαθμισθεί σημαντικά η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Εν προκειμένω, είναι σκόπιμο να ενισχυθεί ο ρόλος της εποπτικής αρχής ενοποίησης.

(34)

Προκειμένου η εσωτερική αγορά να λειτουργεί με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα και να διασφαλισθεί επαρκής βαθμός διαφάνειας προς χάριν των πολιτών της Ένωσης, είναι αναγκαίο να γνωστοποιούν οι αρμόδιες αρχές, δημοσίως και με τρόπο που να επιτρέπει χρήσιμες συγκρίσεις, τη μέθοδο εφαρμογής των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

(35)

Προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στην αγορά και να ενθαρρυνθούν τα ιδρύματα να βελτιώσουν τη στρατηγική τους στην αγορά, τον έλεγχο των κινδύνων και την οργάνωση της εσωτερικής τους διαχείρισης, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δημόσια γνωστοποίηση κατάλληλων στοιχείων από μέρους των ιδρυμάτων.

(36)

Οι ρυθμίσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (7).

(37)

Με το από 5ης Φεβρουαρίου 2002 ψήφισμά του σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας στο πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (8), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να διαδραματίζει ισότιμο ρόλο με το Συμβούλιο κατά την εποπτεία του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή ασκεί τις εκτελεστικές της αρμοδιότητες, ώστε να αντανακλώνται οι νομοθετικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βάσει του άρθρου 251 της Συνθήκης. Με την επίσημη δήλωση στην οποία προέβη την ίδια ημέρα ο Πρόεδρός της ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή υποστήριξε το αίτημα αυτό. Στις 11 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ και στη συνέχεια υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση στις 22 Απριλίου 2004. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί ότι η εν λόγω πρόταση δεν διασφαλίζει τη διατήρηση των νομοθετικών προνομιών του. Κατά την άποψη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να αξιολογούν τη μεταβίβαση εκτελεστικών εξουσιών στην Επιτροπή εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμο να περιορισθεί το χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα.

(38)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να διαθέτει τρεις μήνες από την πρώτη διαβίβαση του σχεδίου τροποποιήσεων και εκτελεστικών μέτρων, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τα εξετάσει και να παράσχει τη γνώμη του. Ωστόσο, σε επείγουσες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, θα πρέπει να είναι δυνατή η συντόμευση της προθεσμίας αυτής. Εάν, εντός της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει ψήφισμα, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει το σχέδιο τροποποιήσεων ή μέτρων.

(39)

Για να αποφευχθεί η διατάραξη των αγορών και να διασφαλισθεί η συνέχεια όσον αφορά το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, ενδείκνυται να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις.

(40)

Η παρούσα οδηγία συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές οι οποίες αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(41)

Η υποχρέωση ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο θα πρέπει να περιορίζεται στις διατάξεις που συνιστούν ουσιώδη μεταβολή σε σύγκριση με προγενέστερες οδηγίες. Η υποχρέωση ενσωμάτωσης των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες είναι συνέπεια των προγενέστερων οδηγιών.

(42)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που καθορίζονται στο Παράρτημα VIII, Μέρος B.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Αντικειμενο, πεδιο εφαρμογησ και ορισμοι

Tμήμα 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

1.   Στην παρούσα οδηγία καθορίζονται οι απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα, οι κανόνες υπολογισμού τους και οι κανόνες που ισχύουν για την άσκηση προληπτικής εποπτείας. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 3.

2.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει συμπληρωματικές ή αυστηρότερες ρυθμίσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας.

Άρθρο 2

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 18, 20, 22 έως 32, 34 και 39 της παρούσας οδηγίας, τα άρθρα 68 έως 73 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Κατά την εφαρμογή των άρθρων 70 έως 72 της οδηγίας 2006/48/EK στις επιχειρήσεις επενδύσεων, κάθε μνεία μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε κράτος μέλος ή στην ΕΕ ερμηνεύεται ως αναφορά σε μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή στην ΕΕ αντιστοίχως.

Στην περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε ένα κράτος μέλος, στις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση υπόκειται η εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 71 έως 73 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Στην περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων έχει μητρικό πιστωτικό ίδρυμα σε ένα κράτος μέλος, στις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση υπόκειται το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τα άρθρα 71 έως 73 της οδηγίας 2006/48/EK.

Όταν μία χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί τη μητρική επιχείρηση τόσο ενός πιστωτικού ιδρύματος όσο και μιας επιχείρησης επενδύσεων, το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις απαιτήσεις που προκύπτουν με βάση την ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών.

2.   Όταν ένας όμιλος, που εμπίπτει στην παράγραφο 1 δεν περιλαμβάνει κανένα πιστωτικό ίδρυμα, εφαρμόζεται η οδηγία 2006/48/EK, με την επιφύλαξη των κατωτέρω:

α)

οποιαδήποτε αναφορά σε πιστωτικά ιδρύματα λογίζεται ως αναφορά σε επιχειρήσεις επενδύσεων·

β)

στα άρθρα 125 και 140, παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/48/EK, κάθε αναφορά σε άλλα άρθρα αυτής της οδηγίας λογίζεται ως αναφορά στην οδηγία 2004/39/ΕΚ·

γ)

για τους σκοπούς του άρθρου 39, παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/48/EK, οι αναφορές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών λογίζονται ως αναφορές στο Συμβούλιο και την Επιτροπή· και

δ)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 140, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, όταν ένας όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, η πρώτη φράση του εν λόγω άρθρου αντικαθίσταται από την ακόλουθη φράση: «Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων, μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μεικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με το δημόσιο έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών συνεργάζονται στενά».

Τμήμα 2

Ορισμοί

Άρθρο 3

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «πιστωτικά ιδρύματα» νοούνται οι επιχειρήσεις που ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/48/EK,

β)

ως «επιχειρήσεις επενδύσεων» νοούνται οι επιχειρήσεις που ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οι οποίες υπόκεινται στις απαιτήσεις που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία, εκτός από:

i)

τα πιστωτικά ιδρύματα·

ii)

τις τοπικές επιχειρήσεις όπως αυτές ορίζονται στο στοιχείο ιστ)· και

iii)

τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν άδεια μόνο για την παροχή υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή/και για τη λήψη και διαβίβαση εντολών επενδυτών, χωρίς να κατέχουν χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους, και οι οποίες, για το λόγο αυτό, δεν μπορούν να βρίσκονται ποτέ σε θέση οφειλέτη έναντι των πελατών τους·

γ)

ως «ιδρύματα» νοούνται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων·

δ)

ως «αναγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών» νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

είναι επιχειρήσεις οι οποίες, αν ήσαν εγκατεστημένες στο έδαφος της Κοινότητας, θα καλύπτονταν από τον ορισμό της επιχείρησης επενδύσεων·

ii)

είναι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα·

iii)

είναι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε, και οφείλουν να τηρούν, κανόνες εποπτείας που θεωρούνται από τις αρμόδιες αρχές ως εξίσου τουλάχιστον αυστηροί με τους κανόνες που θεσπίζει η παρούσα οδηγία·

ε)

ως «χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται κάθε σύμβαση με την οποία δημιουργείται τόσο ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος όσο και ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο παθητικού ή μέσο ιδίων κεφαλαίων για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος·

στ)

ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται η επιχείρηση επενδύσεων η οποία διαθέτει ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ως θυγατρική ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοιου είδους οντότητες και η οποία δεν είναι η ίδια θυγατρική άλλου ιδρύματος που διαθέτει άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος, ούτε χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών συσταθείσας στο ίδιο κράτος μέλος·

ζ)

ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται η μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε κράτος μέλος η οποία δεν είναι θυγατρική άλλου ιδρύματος το οποίο διαθέτει άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ούτε χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών συσταθείσας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

η)

ως «εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα (over-the-counter, OTC)» νοούνται τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος IV της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, με εξαίρεση τα στοιχεία εκείνα στα οποία αντιστοιχεί μηδενική τιμή ανοίγματος σύμφωνα με το Παράρτημα III Μέρος 2 παράγραφος 6 της εν λόγω οδηγίας·

θ)

ως «οργανωμένη αγορά» νοείται κάθε αγορά που εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 14, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

ι)

ως «μετατρέψιμος τίτλος» νοείται ο τίτλος που μπορεί, κατ' επιλογήν του κατόχου, να ανταλλαγεί με άλλο τίτλο·

ια)

ως «πιστοποιητικό επιλογής (warrant)» νοείται ο τίτλος που δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα να αγοράσει ένα υποκείμενο στοιχείο ενεργητικού, σε καθορισμένη τιμή μέχρι ή στην ημερομηνία λήξης του πιστοποιητικού επιλογής, και ο διακανονισμός του οποίου μπορεί να γίνεται είτε με παράδοση του υποκείμενου στοιχείου είτε τοις μετρητοίς·

ιβ)

ως «χρηματοδότηση αποθεμάτων (stock financing)» νοούνται οι θέσεις στις οποίες το φυσικό απόθεμα έχει πωληθεί επί προθεσμία (forward) και το κόστος χρηματοδότησης έχει προκαθορισθεί για την περίοδο μέχρι την ημερομηνία της πώλησης επί προθεσμία·

ιγ)

ως «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» και «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης» νοείται κάθε συμφωνία βάσει της οποίας ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί των τίτλων ή επί των βασικών εμπορευμάτων και η συμφωνία δεν επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να μεταβιβάσει ή ενεχυριάσει ένα συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλόμενους ταυτόχρονα, με την παράλληλη υποχρέωση για τον μεταβιβάζοντα να τους επαναγοράσει –ή να επαναγοράσει υποκατάστατους τίτλους ή βασικό εμπόρευμα με τα αυτά χαρακτηριστικά– σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από τον μεταβιβάζοντα, συμφωνία η οποία για το ίδρυμα που πωλεί τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα είναι συμφωνία πώλησης και επαναγοράς, για δε το ίδρυμα που τους αγοράζει συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης·

ιδ)

ως «δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων» και «δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων» νοείται η συναλλαγή στην οποία ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα έναντι κατάλληλης εξασφάλισης υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους ή βασικά εμπορεύματα σε κάποια μελλοντική ημερομηνία ή όταν του το ζητήσει ο μεταβιβάζων, συναλλαγή η οποία είναι δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα και δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα προς το οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα·

ιε)

ως «μέλος συστήματος εκκαθάρισης (clearing member)» νοείται το μέλος του χρηματιστηρίου ή του οίκου διακανονισμού και εκκαθάρισης, το οποίο έχει άμεση συμβατική σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ο οποίος εγγυάται την εκτέλεση των πράξεων)·

ιστ)

ως «τοπική επιχείρηση (local firm)» νοείται η επιχείρηση που πραγματοποιεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε αγορές χρηματοπιστωτικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαιωμάτων προαίρεσης ή άλλων παράγωγων μέσων και σε αγορές μετρητών με αποκλειστικό σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων σε αγορές παράγωγων μέσων ή η οποία πραγματοποιεί συναλλαγές για λογαριασμό άλλων μελών των εν λόγω αγορών και καλύπτεται από την εγγύηση μελών του συστήματος εκκαθάρισης των ίδιων αγορών, όπου η ευθύνη για την εξασφάλιση της εκτέλεσης των συμβάσεων τέτοιων επιχειρήσεων αναλαμβάνεται από μέλη του συστήματος εκκαθάρισης των ίδιων αγορών·

ιζ)

ως «συντελεστής δέλτα» νοείται ο λόγος της αναμενόμενης μεταβολής της τιμής ενός δικαιώματος προαίρεσης (option) προς την αντίστοιχη μικρή μεταβολή της τιμής του μέσου το οποίο αφορά η προαίρεση·

ιη)

ως «ίδια κεφάλαια» νοούνται τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και·

ιθ)

ως «κεφάλαιο» νοούνται τα ίδια κεφάλαια.

Για τους σκοπούς της άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, ο όρος «επιχείρηση επενδύσεων» περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ε), ο όρος «χρηματοπιστωτικό μέσο» περιλαμβάνει τόσο τα πρωτογενή χρηματοπιστωτικά μέσα ή μέσα σε μετρητά, όσο και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η αξία προκύπτει από την τιμή υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή από συντελεστή ή δείκτη ή από την τιμή άλλου υποκείμενου στοιχείου· περιλαμβάνονται οπωσδήποτε τα μέσα που καθορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Με τους όρους «μητρική επιχείρηση», «θυγατρική επιχείρηση», «εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» και «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοούνται οι επιχειρήσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2006/48/EK.

Με τους όρους «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών», «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος», «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» και «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών» νοούνται οι επιχειρήσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, με τη διαφορά ότι κάθε αναφορά σε πιστωτικά ιδρύματα λογίζεται ως αναφορά σε ιδρύματα.

3.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας 2006/48/EK σε ομίλους που εμπίπτουν στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν πιστωτικό ίδρυμα, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» νοείται το χρηματοδοτικό ίδρυμα του οποίου οι θυγατρικές είναι, είτε αποκλειστικά είτε κυρίως, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα, εφόσον τουλάχιστον μια εξ αυτών είναι επιχείρηση επενδύσεων, και το οποίο δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (9)·

β)

ως «μεικτή εταιρεία συμμετοχών» νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές της είναι επιχείρηση επενδύσεων· και

γ)

ως «αρμόδιες αρχές» νοούνται οι εθνικές αρχές οι οποίες δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης είναι αρμόδιες να εποπτεύουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Αρχικο κεφαλαιο

Άρθρο 4

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, με τον όρο «αρχικό κεφάλαιο» νοούνται τα στοιχεία α) και β) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Άρθρο 5

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες δεν προβαίνουν σε αγοραπωλησίες χρηματοπιστωτικών μέσων για ίδιο λογαριασμό ούτε αναλαμβάνουν αμετάκλητα την αναδοχή εκδόσεως χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά που κατέχουν ρευστά ή/και τίτλους πελατών και οι οποίες προσφέρουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες, οφείλουν να έχουν αρχικό κεφάλαιο 125 000 ευρώ:

α)

λήψη και διαβίβαση εντολών των πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα·

β)

εκτέλεση εντολών των πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα· ή

γ)

διαχείριση ατομικών χαρτοφυλακίων επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα να τα κατέχουν για ίδιο λογαριασμό, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η λήψη τέτοιων θέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την επακριβή κάλυψη των εντολών των επενδυτών·

β)

η συνολική αγοραία αξία αυτών των θέσεων δεν υπερβαίνει το 15 % του αρχικού κεφαλαίου της επιχείρησης·

γ)

η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 18, 20 και 28·

δ)

οι θέσεις αυτές έχουν συμπτωματικό και προσωρινό χαρακτήρα και είναι αυστηρά περιορισμένες στο διάστημα που απαιτείται για τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής.

Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται αγοραπωλησία ως προς τις υπηρεσίες της παραγράφου 1 ή για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να μειώσουν το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 ποσό σε 50 000 ευρώ εφόσον η επιχείρηση δεν έχει άδεια να κατέχει ρευστά ή τίτλους των πελατών, ούτε να αγοράζει και να πωλεί για ίδιο λογαριασμό, ούτε να αναλαμβάνει αμετάκλητα την αναδοχή εκδόσεων.

Άρθρο 6

Οι τοπικές επιχειρήσεις έχουν αρχικό κεφάλαιο 50 000 ευρώ κατά τον βαθμό που απολαύουν της ελεύθερης εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 31 ή 32 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Άρθρο 7

Η κάλυψη των επιχειρήσεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β), σημείο iii) λαμβάνει τις εξής μορφές:

α)

αρχικό κεφάλαιο 50 000 ευρώ,

β)

ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 1 000 000 ευρώ τουλάχιστον ανά ζημία και συνολικά 1 500 000 ευρώ κατ' έτος για όλες τις ζημίες, ή

γ)

συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής αποζημίωσης υπό μορφή που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία α) ή β).

Τα ποσά που εμφαίνονται στο πρώτο εδάφιο αναθεωρούνται περιοδικά από την Επιτροπή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύει η Eurostat, κατ' αναλογία και ταυτόχρονα με τις προσαρμογές που γίνονται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 7, της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (10).

Άρθρο 8

Όταν επιχείρηση επενδύσεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β), σημείο iii), είναι επίσης εγγεγραμμένη βάσει της οδηγίας 2002/92/ΕΚ, οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, επί πλέον δε να διαθέτει ως κάλυψη:

α)

αρχικό κεφάλαιο 25 000 ευρώ,

β)

ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 500 000 ευρώ τουλάχιστον ανά ζημία και συνολικά 750 000 ευρώ κατ' έτος για όλες τις ζημίες, ή

γ)

συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής αποζημίωσης υπό μορφή που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία α) ή β).

Άρθρο 9

Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, πέραν αυτών που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 8, έχουν αρχικό κεφάλαιο 730 000 ευρώ.

Άρθρο 10

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, και τα άρθρα 6 και 9, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την άδεια λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 6 που ήδη λειτουργούσαν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1995 και των οποίων τα ίδια κεφάλαια είναι κατώτερα από τα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που ορίζονται γι' αυτές στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3 και στα άρθρα 6 και 9.

Τα ίδια κεφάλαια όλων αυτών των επιχειρήσεων δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το υψηλότερο επίπεδο αναφοράς στο οποίο έχουν φθάσει μετά την ημερομηνία κοινοποίησης που προβλέπεται στην οδηγία 93/6/ΕΟΚ. Το επίπεδο αναφοράς είναι ο μέσος όρος του ημερήσιου ύψους των ιδίων κεφαλαίων, υπολογιζόμενος επί του εξαμήνου που προηγείται της ημερομηνίας υπολογισμού. Το εν λόγω επίπεδο αναφοράς υπολογίζεται ανά εξάμηνο επί της αντίστοιχης προηγηθείσης περιόδου.

2.   Σε περίπτωση που ο έλεγχος μιας επιχείρησης επενδύσεων που καλύπτεται από την παράγραφο 1 περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που ασκούσε τον έλεγχο αυτό προηγουμένως, τα ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης ανέρχονται τουλάχιστον στο επίπεδο που προβλέπεται γι' αυτήν στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, και στα άρθρα 6 και 9 εκτός από την περίπτωση πρώτης κληρονομικής μεταβίβασης μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1995 με την έγκριση των αρμόδιων αρχών και επί διάστημα δέκα το πολύ ετών από την εν λόγω μεταβίβαση.

3.   Σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις και με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, σε περίπτωση συγχώνευσης δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων ή/και επιχειρήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 6, τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης που προκύπτει από τη συγχώνευση μπορούν να μη ανέρχονται στο επίπεδο που ορίζεται γι' αυτήν στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, και στα άρθρα 6 και 9. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το επίπεδο που καθορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, και στα άρθρα 6 και 9 δεν έχει επιτευχθεί, τα ίδια κεφάλαια της νέας επιχείρησης επενδύσεων δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων επιχειρήσεων κατά τη στιγμή της συγχώνευσης.

4.   Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επιχειρήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 6 δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο που ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, στα άρθρα 6 και 9, καθώς και στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου.

Στην περίπτωση που τα ίδια κεφάλαια των προαναφερθεισών επιχειρήσεων μειωθούν κάτω από το επίπεδο αυτό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, εφόσον οι περιστάσεις το δικαιολογούν, να ορίσουν περιορισμένη χρονική περίοδο εντός της οποίας αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να επανορθώσουν την κατάστασή τους ή να τερματίσουν τις δραστηριότητές τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Χαρτοφυλακιο συναλλαγων

Άρθρο 11

1.   Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος αποτελείται από το σύνολο των θέσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα και βασικά εμπορεύματα οι οποίες κατέχονται είτε με σκοπό συναλλαγής είτε με σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνων σχετιζόμενων με άλλα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και οι οποίες πρέπει είτε να μην υπόκεινται σε καμία συμβατική ρήτρα που να περιορίζει την εμπορευσιμότητά τους είτε να είναι επιδεκτικές αντιστάθμισης κινδύνου.

2.   Ως θέσεις οι οποίες κατέχονται με σκοπό συναλλαγής νοούνται εκείνες οι οποίες κατέχονται σκοπίμως ενόψει βραχυπρόθεσμης μεταπώλησης ή/και με στόχο την αποκόμιση κέρδους από πραγματικές ή αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αγοράς και των τιμών πώλησης ή από άλλου είδους διακυμάνσεις των τιμών ή των επιτοκίων. Ο όρος «θέσεις» καλύπτει επίσης τις κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις και τις θέσεις που προκύπτουν από εξυπηρέτηση πελατών και από ειδική διαπραγμάτευση (market making).

3.   Ο σκοπός συναλλαγής αποδεικνύεται με βάση στρατηγικές, πολιτικές και διαδικασίες τις οποίες το εκάστοτε ίδρυμα θεσπίζει με σκοπό τη διαχείριση της θέσεως ή του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος A.

4.   Τα ιδρύματα θεσπίζουν και διατηρούν σε ισχύ συστήματα και ελέγχους για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους, σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρη B και Δ.

5.   Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είναι δυνατό να περιλαμβάνει εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή, είναι εφαρμοστέο το Παράρτημα VII, Μέρος Γ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ιδια κεφαλαια

Άρθρο 12

Με τον όρο «αρχικά ίδια κεφάλαια» νοείται το άθροισμα των στοιχείων α) έως γ), μείον το άθροισμα των στοιχείων θ) έως ια) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Η Επιτροπή θα υποβάλει το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2009 κατάλληλη πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την τροποποίηση του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 13

1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 14 έως 17, τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων καθορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ.

Επιπλέον, το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν έχουν μία από τις νομικές μορφές του άρθρου 1, παράγραφος 1, της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (11).

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα που υποχρεούνται να τηρούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 28 έως 32 και τα Παραρτήματα I και III έως VI να χρησιμοποιούν, για τον σκοπό αυτό και μόνο, μια εναλλακτική μέθοδο προσδιορισμού των ιδίων κεφαλαίων. Κανένα τμήμα των ιδίων κεφαλαίων τα οποία χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να τηρηθούν ταυτόχρονα και άλλες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Η εναλλακτική αυτή μέθοδος προσδιορισμού περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται στα στοιχεία α) έως γ) του παρόντος εδαφίου, μείον το στοιχείο που καθορίζεται στο στοιχείο δ)· η αφαίρεση του τελευταίου αυτού στοιχείου θα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών:

α)

ίδια κεφάλαια, όπως αυτά ορίζονται στην οδηγία 2006/48/EK, εξαιρουμένων μόνον των στοιχείων ιβ) έως ιστ) του άρθρου 57 της εν λόγω οδηγίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που οφείλουν να εκπίπτουν το στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου από το σύνολο των στοιχείων α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου·

β)

τα καθαρά κέρδη του ιδρύματος από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του καθαρά από κάθε προβλεπόμενη οφειλή ή μέρισμα, μείον τις καθαρές ζημίες του από άλλες δραστηριότητες, υπό τον όρο ότι κανένα από αυτά τα ποσά δεν έχει ήδη συμπεριληφθεί στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου βάσει των στοιχείων β) ή ια) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

γ)

δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή/και τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 5, υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 14· και

δ)

μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού όπως καθορίζονται στο άρθρο 15.

3.   Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 πρέπει να έχουν αρχική προθεσμία λήξης τουλάχιστον δύο ετών, πρέπει δε να έχουν πλήρως καταβληθεί και η σύμβαση του δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει καμία ρήτρα που να προβλέπει ότι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από την λύση και εκκαθάριση του ιδρύματος, το χρέος πρέπει να εξοφληθεί πριν από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία εξόφλησης, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές το επιτρέψουν. Ούτε το κεφάλαιο ούτε ο τόκος του εν λόγω δανείου μειωμένης εξασφάλισης επιτρέπεται να εξοφληθούν εάν η εξόφληση αυτή συνεπάγεται τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε λιγότερο από το 100 % των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων του εν λόγω ιδρύματος.

Επιπλέον, τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε εξόφληση του εν λόγω δανείου μειωμένης εξασφάλισης, η οποία συνεπάγεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος αυτού είναι λιγότερα από το 120 % των συνολικών κεφαλαιακών του απαιτήσεων.

4.   Το ποσό των δανείων μειωμένης εξασφάλισης του στοιχείου γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 δεν πρέπει να υπερβαίνει το 150 % κατ' ανώτατο όριο των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 28 έως 32 και τα Παραρτήματα I έως VI και δεν πρέπει να προσεγγίζει αυτό το ανώτατο όριο παρά μόνο σε ειδικές περιστάσεις αποδεκτές από τις αρμόδιες αρχές.

5.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υποκαθιστούν τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 με τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Άρθρο 14

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο για το ποσό των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που καθορίζεται στο άρθρο 13, παράγραφος 4, εφόσον το κρίνουν ορθό από άποψη εποπτείας και υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των δανείων μειωμένης εξασφάλισης και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 5 δεν υπερβαίνει το 200 % των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που απομένουν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 28 έως 32 και με τα Παραρτήματα I και III έως VI ή το 250 % του αυτού ποσού στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπίπτουν από το στοιχείο δ) του άρθρου 13, παράγραφος 2, κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να υπερβεί το ανώτατο όριο κεφαλαίου των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που καθορίζεται στο άρθρο 13, παράγραφος 4 εάν το κρίνουν ορθό από άποψη εποπτείας και υπό τον όρο ότι το σύνολο του κεφαλαίου των εν λόγω δανείων μειωμένης εξασφάλισης και τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ δεν υπερβαίνουν το 250 % των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που απομένουν για την τήρηση των απαιτήσεων που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 32 και τα Παραρτήματα I και III έως VI της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 15

Τα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δ), περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

τα ενσώματα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, εκτός στο βαθμό που τα γήπεδα και τα κτίρια μπορούν να συμψηφίζονται με τα δάνεια για τα οποία έχουν δοθεί ως ασφάλεια·

β)

συμμετοχές, συμπεριλαμβανομένων των πιστώσεων μειωμένης εξασφάλισης, σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, που μπορούν να αποτελούν τμήμα των ιδίων κεφαλαίων των εν λόγω ιδρυμάτων, εκτός εάν έχουν εκπέσει σύμφωνα με τα στοιχεία ιβ) έως ιστ) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/EK ή βάσει του άρθρου 16, στοιχείο δ), της παρούσας οδηγίας·

γ)

τις συμμετοχές και λοιπές επενδύσεις, σε επιχειρήσεις εκτός από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, που δεν μπορούν εύκολα να πωληθούν·

δ)

τις ζημίες των θυγατρικών·

ε)

τις καταθέσεις, εκτός από εκείνες που είναι διαθέσιμες για επαναπληρωμή εντός 90 ημερών· εξαιρούνται επίσης οι πληρωμές με τη μορφή εγγυήσεων (margined) για συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) ή συμβάσεις δικαιωμάτων προαίρεσης (options contracts)·

στ)

δάνεια και άλλα οφειλόμενα ποσά, εκτός από όσα πρέπει να εξοφληθούν μέσα σε 90 ημέρες· και

ζ)

υλικά αποθέματα, εκτός εάν υπόκεινται ήδη σε κεφαλαιακές απαιτήσεις τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με εκείνες που καθορίζονται στα άρθρα 18 και 20.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), όταν οι επιχειρήσεις κατέχουν προσωρινώς μερίδια σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα λόγω πράξεων οικονομικής ενίσχυσης για την αναδιοργάνωση και διάσωση του ιδρύματος αυτού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναστέλλουν την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Μπορούν επίσης να προβλέπουν απαλλαγή στην περίπτωση μεριδίων τα οποία περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 16

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που περιλαμβάνονται σε όμιλο στον οποίον έχει χορηγηθεί η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 22 υπολογίζουν τα ίδια κεφάλαιά τους σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως 15 με την επιφύλαξη των ακόλουθων διατάξεων:

α)

τα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του στοιχείου δ) του άρθρου 13, παράγραφος 2 αφαιρούνται·

β)

η εξαίρεση του στοιχείου α) του άρθρου 13, παράγραφος 2 δεν καλύπτει τα στοιχεία που εμπίπτουν στα στοιχεία ιβ) έως ιστ) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ τα οποία η επιχείρηση επενδύσεων κατέχει σε επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη βάση που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας·

γ)

τα όρια που αναφέρονται του άρθρου 66, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ υπολογίζονται σε σχέση με τα αρχικά ίδια κεφάλαια μείον τα στοιχεία που εμπίπτουν στα στοιχεία ιβ) έως ιστ) του άρθρου 57 της ίδιας οδηγίας για τα οποία γίνεται λόγος στο στοιχείο β) και τα οποία αποτελούν στοιχεία των αρχικών ιδίων κεφαλαίων των εν λόγω επιχειρήσεων· και

δ)

τα στοιχεία που εμπίπτουν στα στοιχεία ιβ) έως ιστ) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/EK του στοιχείου γ) αφαιρούνται από τα αρχικά ίδια κεφάλαια και όχι από το σύνολο των στοιχείων όπως ορίζεται στο άρθρο 66, παράγραφος 2, της προαναφερθείσας οδηγίας, και δη για τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφοι 4 και 5, και του άρθρου 14 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 17

1.   Όταν ένα ίδρυμα υπολογίζει ποσά χρηματοδοτικών ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου για τους σκοπούς του Παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/EK, τότε, για τον υπολογισμό που προβλέπεται στην οδηγία 2006/48/EK Παράρτημα VII, Μέρος 1, παράγραφος 4, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

οι προσαρμογές αξίας που πραγματοποιούνται για να ληφθεί υπόψη η πιστωτική ποιότητα του αντισυμβαλλόμενου επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνονται στο άθροισμα των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων που πραγματοποιούνται για τα χρηματοδοτικά ανοίγματα του Παραρτήματος II· και

β)

με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, εάν ο πιστωτικός κίνδυνος του αντισυμβαλλόμενου λαμβάνεται επαρκώς υπόψη για την αποτίμηση θέσης η οποία συμπεριλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, το αναμενόμενο ποσό ζημίας που αντιστοιχεί στο χρηματοδοτικό άνοιγμα με βάση τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου είναι μηδέν.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), στην περίπτωση τέτοιων ιδρυμάτων, τέτοιου είδους προσαρμογές της αξίας δεν συνυπολογίζονται στα ίδια κεφάλαια παρά μόνο σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, είναι εφαρμοστέα τα άρθρα 153 και 154 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Τμήμα 1

Κάλυψη των κινδύνων

Άρθρο 18

1.   Τα ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν διαρκώς ίδια κεφάλαια τουλάχιστον ίσα προς το άθροισμα των κατωτέρω:

α)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους και εναλλακτικές επιλογές που καθορίζονται στα άρθρα 28 έως 32 και τα Παραρτήματα I, II και VI και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το Παράρτημα V, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους, και

β)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους και εναλλακτικές επιλογές που καθορίζονται στα Παραρτήματα III και IV και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το Παράρτημα V, βάσει του όλου κύκλου εργασιών τους.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους σύμφωνα με το άρθρο 75, στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και με τις παραγράφους 6, 7 και 9 του Παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας εφόσον ο όγκος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ιδρυμάτων αυτών δεν υπερβαίνουν κανονικά το 5 % των ολικών συναλλαγών τους,

β)

το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους δεν υπερβαίνει κανονικά το ποσό των 15 εκατομμυρίων ευρώ, και

γ)

οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ιδρυμάτων αυτών δεν υπερβαίνουν ποτέ το 6 % των συνολικών τους συναλλαγών, οι δε θέσεις τους δεν υπερβαίνουν ποτέ συνολικά τα 20 εκατομμύρια ευρώ.

3.   Για τον υπολογισμό της αναλογίας των συναλλαγών του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε σύγκριση με τις ολικές συναλλαγές στην παράγραφο 2, στοιχεία α) και γ), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναφέρονται είτε στον ισολογισμό και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού, είτε στο λογαριασμό κερδών και ζημιών, είτε στα ίδια κεφάλαια του οικείου ιδρύματος, είτε και σε συνδυασμό όλων αυτών. Για την αποτίμηση των συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού, τα χρεώγραφα αποτιμώνται βάσει της ονομαστικής ή της αγοραίας τους αξίας, οι μετοχές βάσει της αγοραίας τους αξίας και τα παράγωγα μέσα βάσει της ονομαστικής ή της αγοραίας αξίας των υποκείμενων μέσων. Οι θετικές και αρνητικές θέσεις αθροίζονται ανεξάρτητα από τα πρόσημά τους.

4.   Εάν ένα ίδρυμα συμβεί να υπερβεί ένα τουλάχιστον από τα δύο οριζόμενα στην παράγραφο 2, στοιχεία α) και β), όρια, εκτός εάν αυτό διαρκέσει μόνο επί σύντομο χρονικό διάστημα, ή να υπερβεί ένα τουλάχιστον από τα δύο οριζόμενα στην παράγραφο 2, στοιχείο γ), όρια, υποχρεούται να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, στοιχείο α), όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του και να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 19

1.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 14 του Παραρτήματος I, κατά τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, είναι δυνατό να εφαρμόζεται στάθμιση 0 % για τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες που απαριθμούνται στον Πίνακα 1 του Παραρτήματος I και είναι εκπεφρασμένοι και χρηματοδοτούνται στο εγχώριο νόμισμα.

2.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 13 και 14 του Παραρτήματος I, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ειδική απαίτηση κινδύνου για τις ομολογίες που εμπίπτουν στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφοι 68 έως 70 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, και δη ίση με την ειδική απαίτηση κινδύνου που αντιστοιχεί σε ένα εγκεκριμένο στοιχείο με την ίδια εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη των εν λόγω ομολογιών, μειωμένη σύμφωνα με τα ποσοστά που παρατίθενται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1, παράγραφος 71 της προαναφερθείσας οδηγίας.

3.   Σε περίπτωση που, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 52 του Παραρτήματος I, μία αρμόδια αρχή εγκρίνει ως επιλέξιμο έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων («ΟΣΕ») τρίτης χώρας, η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους δύναται να κάνει χρήση της έγκρισης αυτής χωρίς να διενεργήσει η ίδια αξιολόγηση.

Άρθρο 20

1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου καθώς και του άρθρου 34 της παρούσας οδηγίας, οι απαιτήσεις του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύναται να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στα σημεία 3 και 6 του Παραρτήματος I, τμήμα A της οδηγίας 2004/39/ΕΚ να διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι ανά πάσα στιγμή μεγαλύτερα ή ίσα με το υψηλότερο εκ των ακόλουθων ποσών:

α)

το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προβλέπονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/EK· και

β)

το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύναται να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν αρχικό κεφάλαιο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9, αλλά οι οποίες εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες, να διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι ανά πάσα στιγμή μεγαλύτερα ή ίσα με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προκύπτει από υπολογισμούς σύμφωνα με τις απαιτήσεις των στοιχείων α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/EK και με το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας:

α)

επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μόνο σκοπό την εκπλήρωση ή την εκτέλεση εντολών πελατών ή με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης σε σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο οσάκις ενεργούν υπό την ιδιότητα πράκτορα ή εκτελούν εντολή πελάτη· και

β)

επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες:

i)

δεν κατέχουν χρήματα ή τίτλους πελατών·

ii)

πραγματοποιούν συναλλαγές μόνο για ίδιο λογαριασμό·

iii)

δεν διαθέτουν εξωτερικούς πελάτες·

iv)

πραγματοποιούν συναλλαγές των οποίων η εκτέλεση και ο διακανονισμός τελούν υπό την ευθύνη και την εγγύηση εκκαθαριστικού οργανισμού.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραγράφους 2 και 3 εξακολουθούν να υπόκεινται σε όλες τις υπόλοιπες διατάξεις περί λειτουργικού κινδύνου οι οποίες περιλαμβάνονται στο Παράρτημα V της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

5.   Το άρθρο 21 εφαρμόζεται μόνο στις επιχειρήσεις επενδύσεων στις οποίες έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 2 ή 3 ή το άρθρο 46, κατά τον εκεί οριζόμενο τρόπο.

Άρθρο 21

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να κατέχουν ίδια κεφάλαια που να ισοδυναμούν με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προσαρμόζουν την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων της επιχείρησης σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Εάν η επιχείρηση δεν έχει ακόμα ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους, περιλαμβανομένης της ημέρας έναρξης των δραστηριοτήτων της, η κεφαλαιακή απαίτηση ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων που προβλέπονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές απαιτήσουν την αναπροσαρμογή αυτού του προγράμματος.

Τμήμα 2

Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση

Άρθρο 22

1.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες ή εντεταλμένες να ασκούν εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί ομίλων που εμπίπτουν στο άρθρο 2 δύνανται, ανάλογα με την περίπτωση, να χορηγούν απαλλαγή από τη σε ενοποιημένη βάση εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

έκαστη επιχείρηση επενδύσεων στην ΕΕ ενός τέτοιου ομίλου εφαρμόζει τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που παρατίθεται στο άρθρο 16·

β)

όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου εμπίπτουν στις κατηγορίες των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 20·

γ)

έκαστη επιχείρηση επενδύσεων στην ΕΕ ενός τέτοιου ομίλου πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 18 και 20 σε ατομική βάση και συγχρόνως αφαιρεί από τα ίδια κεφάλαιά της τις τυχόν ενδεχόμενες υποχρεώσεις προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης· και

δ)

κάθε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών η οποία είναι η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος οποιασδήποτε επιχείρησης επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου διαθέτει τουλάχιστον τόσα κεφάλαια, που ορίζονται εδώ ως το άθροισμα των στοιχείων α) έως η) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, όσα το άθροισμα της πλήρους αξίας σύμφωνα με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών των τυχόν συμμετοχών, των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και των μέσων που μνημονεύονται στο άρθρο 57 της ίδιας οδηγίας σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης, καθώς και το συνολικό ποσό τυχόν ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης.

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, κάθε επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ διαθέτει και εφαρμόζει συστήματα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των πηγών κεφαλαίων και χρηματοδότησης όλων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που ανήκουν στον εκάστοτε όμιλο.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών η οποία είναι η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος μιας επιχείρησης επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου να εφαρμόζει αξία χαμηλότερη από την αξία που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο δ) της παραγράφου 1, αλλά όχι χαμηλότερη από το άθροισμα των απαιτήσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 20 σε ατομική βάση σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης, καθώς και από το συνολικό ποσό τυχόν ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η κεφαλαιακή απαίτηση που ισχύει για τις επενδυτικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και τις επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών είναι μια ονομαστική κεφαλαιακή απαίτηση.

Άρθρο 23

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν σε όμιλο εμπίπτοντα στην απαλλαγή που περιγράφεται στο άρθρο 22 να τους κοινοποιούν τους κινδύνους αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με τη σύνθεση και τις πηγές των κεφαλαίων και της χρηματοδότησής τους, οι οποίοι θα μπορούσαν να βλάψουν την οικονομική κατάσταση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων. Εάν στη συνέχεια οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι η οικονομική κατάσταση των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων δεν προστατεύεται επαρκώς, απαιτούν από τις επιχειρήσεις να λάβουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, περιορισμών στις μεταφορές κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις αυτές στους οργανισμούς του ομίλου.

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλουν την υποχρέωση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δυνάμει του άρθρου 22, λαμβάνουν άλλα ανάλογα μέτρα για την εποπτεία των κινδύνων, συγκεκριμένα δε των μεγάλων ανοιγμάτων σε ολόκληρο τον όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων οι οποίες δεν είναι εγκατεστημένες σε κανένα κράτος μέλος.

Όταν οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την απαλλαγή από την εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 22, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 123 και στον τίτλο V, κεφάλαιο 5 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ισχύουν σε ατομική βάση, ενώ οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 124 της ίδιας οδηγίας ισχύουν σε ατομική βάση για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων.

Άρθρο 24

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την ενοποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων του ομίλου εμπίπτουν στην κατηγορία επιχειρήσεων επενδύσεων για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 20, παράγραφος 2 και ότι ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

2.   Οσάκις πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1, κάθε μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε κράτος μέλος οφείλει να διαθέτει σε ενοποιημένη βάση ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι οπωσδήποτε ίσα ή μεγαλύτερα από το μεγαλύτερο από τα εξής δύο ποσά, που υπολογίζονται βάσει της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής θέσης της μητρικής επιχείρησης επενδύσεων και σύμφωνα με το τμήμα 3 του παρόντος κεφαλαίου:

α)

το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που περιέχονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και

β)

το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας.

3.   Οσάκις πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1, κάθε επιχείρηση επενδύσεων ελεγχόμενη από χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών οφείλει να διαθέτει σε ενοποιημένη βάση ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι οπωσδήποτε ίσα ή μεγαλύτερα από το μεγαλύτερο από τα εξής δύο ποσά, που υπολογίζονται βάσει της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής θέσης της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών και σύμφωνα με το τμήμα 3 του παρόντος κεφαλαίου:

α)

το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που περιέχονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και

β)

το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 25

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την ενοποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων του ομίλου εμπίπτουν στην κατηγορία επιχειρήσεων επενδύσεων για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 3, και ότι ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

Οσάκις πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου, κάθε μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε κράτος μέλος οφείλει να διαθέτει ίδια κεφάλαια σε ενοποιημένη βάση τα οποία να είναι οπωσδήποτε ίσα με ή μεγαλύτερα από το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που περιέχονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, και του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας υπολογιζόμενων βάσει της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής θέσης της μητρικής επιχείρησης επενδύσεων και σύμφωνα με το τμήμα 3 του παρόντος κεφαλαίου.

Οσάκις πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου, κάθε επιχείρηση επενδύσεων ελεγχόμενη από χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών οφείλει να διαθέτει ίδια κεφάλαια σε ενοποιημένη βάση τα οποία να είναι οπωσδήποτε ίσα ή μεγαλύτερα από το άθροισμα των απαιτήσεων που περιέχονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/EK και του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας, υπολογιζόμενων βάσει της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής θέσης της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών και σύμφωνα με το τμήμα 3 του παρόντος κεφαλαίου.

Τμήμα 3

Υπολογισμός των ενοποιημένων απαιτήσεων

Άρθρο 26

1.   Όταν δεν ασκείται το οριζόμενο στο άρθρο 22 δικαίωμα μη εφαρμογής, για τους σκοπούς του ενοποιημένου υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων στα Παραρτήματα I και V και των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι των πελατών στα άρθρα 28 έως 32 και στο Παράρτημα VI, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τον συμψηφισμό των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος με τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών άλλου ιδρύματος σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 28 έως 32 και στα Παραρτήματα I, V και VI.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τον συμψηφισμό θέσεων συναλλάγματος ενός ιδρύματος με θέσεις συναλλάγματος άλλου ιδρύματος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο Παράρτημα III ή/και στο Παράρτημα V. Μπορούν επίσης να επιτρέπουν τον συμψηφισμό θέσεων ενός ιδρύματος σε βασικά εμπορεύματα με τις θέσεις άλλου ιδρύματος σε βασικά εμπορεύματα, σύμφωνα με τους κανόνες των Παραρτημάτων IV ή/και V.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν συμψηφισμό όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και συμψηφισμό θέσεων σε συνάλλαγμα και σε βασικά εμπορεύματα, αντιστοίχως, επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες, εφόσον πληρούνται ταυτόχρονα οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν άδεια λειτουργίας σε μια τρίτη χώρα και είτε ανταποκρίνονται στον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ είτε είναι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών,

β)

οι εν λόγω επιχειρήσεις τηρούν, επί ατομικής βάσεως, κανόνες επάρκειας κεφαλαίων ισοδύναμους με τους κανόνες της παρούσας οδηγίας, και

γ)

δεν υπάρχουν στις οικείες τρίτες χώρες κανονιστικές ρυθμίσεις που να επηρεάζουν ουσιαστικά τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων εντός του ομίλου.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν τον συμψηφισμό που περιγράφεται στην παράγραφο 1 μεταξύ ιδρυμάτων τα οποία ανήκουν σε όμιλο που έχει σχετική άδεια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, υπό τον όρον ότι:

α)

υπάρχει ικανοποιητική κατανομή κεφαλαίων εντός του ομίλου, και

β)

το κανονιστικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν τα ιδρύματα εγγυάται, ως εκ της φύσεώς του, την αμοιβαία χρηματοοικονομική υποστήριξη εντός του ομίλου.

4.   Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τον συμψηφισμό που περιγράφεται στην παράγραφο 1 μεταξύ ιδρυμάτων που ανήκουν σε έναν όμιλο ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 και οιουδήποτε ιδρύματος που ανήκει στον ίδιον όμιλο και έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρον ότι το δεύτερο ίδρυμα υποχρεούται να πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του επί ατομικής βάσεως δυνάμει των άρθρων 18, 20 και 28.

Άρθρο 27

1.   Κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση, εφαρμόζεται το άρθρο 65 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση μπορούν να αναγνωρίζουν ως έγκυρους τους ειδικούς ορισμούς των ιδίων κεφαλαίων που ισχύουν για τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα βάσει του Παραρτήματος IV κατά τον υπολογισμό των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων τους.

Τμήμα 4

Παρακολούθηση και έλεγχος των μεγάλων ανοιγμάτων

Άρθρο 28

1.   Τα ιδρύματα παρακολουθούν και θέτουν υπό έλεγχο τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 106 έως 118 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους, σύμφωνα με τα Παραρτήματα I και II και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το Παράρτημα V της παρούσας οδηγίας, παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 106 έως 118 της οδηγίας 2006/48/EK, με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 32 της παρούσας οδηγίας.

3.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για τη λειτουργία του παρόντος τμήματος, μαζί με τυχόν κατάλληλες προτάσεις.

Άρθρο 29

1.   Τα ανοίγματα έναντι κατ' ιδίαν πελατών που προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών υπολογίζονται αθροίζοντας τα παρακάτω στοιχεία:

α)

την αξία -εφόσον είναι θετική- κατά την οποία οι θετικές θέσεις του ιδρύματος υπερβαίνουν τις αρνητικές θέσεις σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από τον εν λόγω πελάτη· η καθαρή θέση σε καθένα από τα διάφορα μέσα υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο Παράρτημα I,

β)

το καθαρό άνοιγμα, στην περίπτωση αναδοχής της έκδοσης χρεωστικών τίτλων ή μετοχών, και

γ)

τα ανοίγματα που οφείλονται στις συναλλαγές, συμφωνίες και συμβάσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα II, με τον οικείο πελάτη· τα ανοίγματα αυτά υπολογίζονται κατά τον τρόπο που ορίζεται στο ίδιο Παράρτημα, για τον υπολογισμό του ύψους των ανοιγμάτων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), το καθαρό άνοιγμα υπολογίζεται αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που αναλαμβάνουν ή υπαναδέχονται τρίτοι βάσει τυπικής συμφωνίας μειωμένες βάσει των συντελεστών που ορίζονται στην παράγραφο 41 του Παραρτήματος I.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), εν αναμονή περαιτέρω συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να εγκαθιδρύσουν συστήματα για να παρακολουθούν και να ελέγχουν τα ανοίγματα που υφίστανται λόγω αναδοχής εκδόσεων από τη στιγμή της πρώτης ανάληψης υποχρεώσεων μέχρι την πρώτη εργάσιμη ημέρα, ανάλογα με τη φύση των κινδύνων των οικείων αγορών.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ εξαιρούνται από τα οριζόμενα στο Παράρτημα ΙΙ παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα ανοίγματα έναντι ομίλων συνδεδεμένων πελατών στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών υπολογίζονται αθροίζοντας τα ανοίγματα έναντι κατ' ιδίαν πελατών εντός ενός ομίλου, όπως προβλέπει η παράγραφος 1.

Άρθρο 30

1.   Τα συνολικά ανοίγματα έναντι μεμονωμένων πελατών ή ομίλων συνδεδεμένων πελατών υπολογίζονται αθροίζοντας τα ανοίγματα που προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και εκείνα που προκύπτουν από τις συναλλαγές εκτός χαρτοφυλακίου, λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 112 έως 117 της οδηγίας 2006/48/EK.

Για να υπολογίσουν τα ανοίγματα των εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τα ιδρύματα υπολογίζουν ως μηδενικό το άνοιγμα που προκύπτει από στοιχεία του ενεργητικού τα οποία αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαιά τους δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

2.   Τα συνολικά ανοίγματα των ιδρυμάτων έναντι κατ' ιδίαν πελατών και ομίλων συνδεδεμένων πελατών, όπως υπολογίζονται στην παράγραφο 4, αναφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 110 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Ο υπολογισμός μεγάλων ανοιγμάτων έναντι μεμονωμένων πελατών και ομίλων συνδεδεμένων πελατών ενόψει της υποχρεωτικής παροχής στοιχείων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες σχετίζεται με συναλλαγές επαναγοράς ή με δανειοδοσίες ή δανειοληψίες τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, δεν περιλαμβάνει την αναγνώριση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου.

3.   Το άθροισμα των ανοιγμάτων έναντι ενός μεμονωμένου πελάτη ή ομίλου συνδεδεμένων πελατών σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 111 έως 117 της οδηγίας 2006/48/EK.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν, για τα στοιχεία που αποτελούν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών και αναγνωρισμένων οίκων διακανονισμού και εκκαθάρισης και χρηματιστηρίων, την ίδια μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα στοιχεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στα άρθρα 113 παράγραφος 3, σημείο i), 115, παράγραφος 2, και 116 της οδηγίας 2006/48/EK.

Άρθρο 31

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 111 έως 117 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του εν λόγω πελάτη ή της εν λόγω ομάδας πελατών δεν υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται στα άρθρα 111 έως 117 της οδηγίας 2006/48/EK, υπολογιζόμενα σε συνάρτηση με τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά καθορίζονται στην ίδια οδηγία, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

β)

το ίδρυμα πληροί μια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επί της υπέρβασης αυτής εντός των ορίων που ορίζει το άρθρο 111, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2006/48/EK, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα VI της προαναφερθείσας οδηγίας·

γ)

σε περίπτωση παρέλευσης δέκα το πολύ ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης, το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών έναντι του συγκεκριμένου πελάτη ή ομίλου συνδεδεμένων πελατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 500 % των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος·

δ)

οι υπερβάσεις που διαρκούν περισσότερο από δέκα ημέρες δεν πρέπει να υπερβαίνουν, συνολικά, το 600 % των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος· και

ε)

κάθε τρίμηνο, τα ιδρύματα αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις περιπτώσεις όπου υπήρξε υπέρβαση, κατά το παρελθόν τρίμηνο, των ορίων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Σε σχέση με το στοιχείο ε), σε κάθε περίπτωση υπέρβασης των ορίων γνωστοποιούνται το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη.

Άρθρο 32

1.   Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν διαδικασίες ώστε να εμποδίζονται τα ιδρύματα από το να αποφεύγουν εσκεμμένα τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες ειδάλλως θα προέκυπταν σε ανοίγματα που υπερβαίνουν τα όρια των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 111 της οδηγίας 2006/48/EK αφ'ης στιγμής τα ανοίγματα αυτά θα διετηρούντο περισσότερο από δέκα ημέρες, μεταφέροντας προσωρινά τα εν λόγω ανοίγματα σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ή/και πραγματοποιώντας εικονικές συναλλαγές ώστε να κλείσουν το άνοιγμα κατά την περίοδο των δέκα ημερών και να δημιουργήσουν άλλο.

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τις εν λόγω διαδικασίες.

Τα ιδρύματα διατηρούν σε εφαρμογή συστήματα με τα οποία να διασφαλίζεται η άμεση ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για οποιαδήποτε μεταφορά η οποία έχει τις συνέπειες που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τον εναλλακτικό προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2 να χρησιμοποιούν τον προσδιορισμό αυτό για τους σκοπούς του άρθρου 30, παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 31 υπό τον όρο ότι τα εν λόγω ιδρύματα πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 110 έως 117 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, όσον αφορά τα ανοίγματα που εμφανίζονται στις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγές τους, χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Τμήμα 5

Αποτίμηση θέσεων για τους σκοπούς της παροχής στοιχείων

Άρθρο 33

1.   Το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών υπόκειται σε κανόνες συνετής αποτίμησης κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα VII, Μέρος B. Οι εν λόγω κανόνες αξιώνουν από τα ιδρύματα να διασφαλίζουν ότι η αξία η οποία αποδίδεται σε κάθε θέση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εκάστοτε ιδρύματος αντικατοπτρίζει με τον δέοντα τρόπο την τρέχουσα αγοραία αξία. Η αξία περιλαμβάνει ικανοποιητικό βαθμό βεβαιότητας με γνώμονα τον δυναμικό χαρακτήρα των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τις απαιτήσεις της συνετής αποτίμησης και τον τρόπο εφαρμογής και τον σκοπό των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

2.   Οι θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών αποτιμώνται εκ νέου τουλάχιστον άπαξ ημερησίως.

3.   Ελλείψει άμεσα διαθέσιμων τρεχουσών τιμών της αγοράς, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόζουν την απαίτηση που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 και απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους αποτίμησης, εφόσον οι εν λόγω μέθοδοι είναι επαρκώς συνετές και έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές.

Τμήμα 6

Διαχείριση κινδύνου και αξιολόγηση των κεφαλαίων

Άρθρο 34

Οι αρμόδιες αρχές αξιώνουν από κάθε επιχείρηση επενδύσεων να πληροί, εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 13 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 123 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, αλλά με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 68 έως 73 της εν λόγω οδηγίας σχετικά με το επίπεδο εφαρμογής.

Τμήμα 7

Απαιτήσεις παροχής στοιχείων

Άρθρο 35

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των ιδρυμάτων επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή, τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές έκθεση, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζουν οι αρχές αυτές, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα στην περίπτωση των επιχειρήσεων του άρθρου 9, τουλάχιστον κάθε τρεις μήνες στην περίπτωση των επιχειρήσεων του άρθρου 5, παράγραφος 1, και τουλάχιστον κάθε έξι μήνες στην περίπτωση των επιχειρήσεων του άρθρου 5, παράγραφος 3.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 9 υποχρεούνται να υποβάλλουν τα στοιχεία σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση κάθε έξι μήνες.

4.   Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές έκθεση η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζουν οι αρχές αυτές, με την ίδια συχνότητα με εκείνη που προβλέπει η οδηγία 2006/48/ΕΚ.

5.   Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν στα ιδρύματα την υποχρέωση να τους αναφέρουν πάραυτα οποιαδήποτε περίπτωση όπου οι αντισυμβαλλόμενοί τους σε συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς και αγοράς και επαναπώλησης ή συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων και δανειοδοσίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων περιέρχονται σε κατάσταση αθέτησης ως προς την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Τμήμα 1

Αρμόδιες αρχές

Άρθρο 36

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ενημερώνουν δε σχετικά την Επιτροπή, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές είναι δημόσιες αρχές ή όργανα που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από την εθνική νομοθεσία ή από τις δημόσιες αρχές ως συμμετέχοντα στο σύστημα εποπτείας που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, και κυρίως για να εποπτεύουν τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

Τμήμα 2

Εποπτεία

Άρθρο 37

1.   Ο τίτλος V, κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων, σύμφωνα με τις ακόλουθες ρυθμίσεις:

α)

κάθε παραπομπή στο άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/EK νοείται ως παραπομπή στο άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

β)

κάθε παραπομπή στα άρθρα 22 και 123 της οδηγίας 2006/48/EK νοείται ως παραπομπή στο άρθρο 34 της παρούσας οδηγίας·

γ)

κάθε παραπομπή στα άρθρα 44 έως 52 της οδηγίας 2006/48/EK νοείται ως παραπομπή στα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Οσάκις μία μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ διαθέτει ως θυγατρικές τόσο ένα πιστωτικό ίδρυμα όσο και μια επιχείρηση επενδύσεων, τότε ο τίτλος V, κεφάλαιο 4, της οδηγίας 2006/48/EK εφαρμόζεται για την εποπτεία των ιδρυμάτων κατά τρόπον ώστε όπου αναφέρεται πιστωτικό ίδρυμα, να διαβάζεται ίδρυμα.

2.   Το άρθρο 129, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ εφαρμόζεται επίσης για την αναγνώριση των εσωτερικών υποδειγμάτων ιδρυμάτων κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V της παρούσας οδηγίας, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και θυγατρικές του ή από μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και θυγατρικές της, ή από κοινού από θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ.

Η προθεσμία για την αναγνώριση του πρώτου εδαφίου είναι εξάμηνη.

Άρθρο 38

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, ιδίως οσάκις οι επενδυτικές υπηρεσίες παρέχονται βάσει της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή μέσω της εγκατάστασης υποκαταστημάτων.

Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, μετά από σχετική αίτηση, κάθε πληροφορία που μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, και ιδίως τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία υπόκειται στις ακόλουθες υποχρεώσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου:

α)

για τις επιχειρήσεις επενδύσεων ισχύουν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ· και

β)

για τα πιστωτικά ιδρύματα, ισχύουν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 44 έως 52 της οδηγίας 2006/48/EK.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Δημοσιοποιηση

Άρθρο 39

Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο V, κεφάλαιο 5 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Τμήμα 1

Άρθρο 40

Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου δυνάμει της παρούσας οδηγίας, καθώς και για τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο βάσει της οδηγίας 2006/48/EK, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Παραρτήματος III, Μέρος 2, παράγραφος 6, της προαναφερθείσας οδηγίας, τα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών και τα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων οίκων διακανονισμού και εκκαθάρισης και χρηματιστηρίων λογίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων.

Τμήμα 2

Εξουσίες εκτέλεσης

Άρθρο 41

1.   Η Επιτροπή αποφασίζει για τυχόν τεχνικές προσαρμογές στους ακόλουθους τομείς σύμφωνα με τη διαδικασία που μνημονεύεται στο άρθρο 42, παράγραφος 2:

α)

διασαφήνιση των ορισμών του άρθρου 3 για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας ·

β)

διασαφήνιση των ορισμών του άρθρου 3 ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών αγορών·

γ)

προσαρμογή του ύψους του αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στα άρθρα 5 έως 9 και του ποσού του άρθρου 18, παράγραφος 2 ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον οικονομικό και νομισματικό τομέα·

δ)

προσαρμογή των κατηγοριών των επιχειρήσεων επενδύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 3 ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

ε)

διασαφήνιση της απαίτησης που καθορίζεται στο άρθρο 21 για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας·

στ)

ευθυγράμμιση της ορολογίας καθώς και διατύπωση των ορισμών σύμφωνα με τις μεταγενέστερες πράξεις για τα ιδρύματα καθώς και τα συναφή θέματα·

ζ)

προσαρμογή των τεχνικών διατάξεων των Παραρτημάτων I έως VII λόγω των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, στη μέτρηση των κινδύνων και στα λογιστικά πρότυπα και απαιτήσεις, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, ή λόγω της σύγκλισης των μεθόδων εποπτείας· ή

η)

τεχνικές προσαρμογές για να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα της επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

2.   Κανένα από τα εφαρμοσθέντα εκτελεστικά μέτρα δεν δύναται να τροποποιεί τις ουσιώδεις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 42

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που συστάθηκε με την απόφαση 2004/10/EΚ (12) της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003 (εφεξής «η επιτροπή»).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία των άρθρων 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 3, και του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Με την επιφύλαξη των ήδη εγκριθέντων εκτελεστικών μέτρων, μετά την πάροδο διετίας από την έγκριση της παρούσας οδηγίας και το αργότερο την 1η Απριλίου 2008, αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεών της που απαιτούν την έγκριση τεχνικών κανόνων, τροποποιήσεων και αποφάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δύνανται να ανανεώσουν τις εν λόγω διατάξεις κατά τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης και, προς τον σκοπό αυτόν, τις αναθεωρούν πριν την παρέλευση, κατά περίπτωση, της προαναφερθείσας προθεσμίας ή ημερομηνίας, όποια από τις δύο επέρχεται πρώτη.

4.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Τμήμα 3

Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 43

Το άρθρο 152, παράγραφοι 1 έως 7, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με το άρθρο 2 και το κεφάλαιο V, τμήματα 2 και 3, της παρούσας οδηγίας, στις επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες υπολογίζουν το ποσό ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου για τους σκοπούς του Παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/EK ή με χρήση της Εξελιγμένης Προσέγγισης Υπολογισμού, η οποία καθορίζεται στο άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ισχύουν στην περίπτωσή τους για τον λειτουργικό κίνδυνο.

Άρθρο 44

Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, προκειμένου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα συναλλαγών και πωλήσεων χαρακτηρίζεται από σχετικό δείκτη που αντιπροσωπεύει το 50 % τουλάχιστον του συνόλου των σχετικών δεικτών για όλες τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σύμφωνα με τον υπολογισμό που καθορίζεται στο άρθρο 20 της παρούσας οδηγίας και στο Παράρτημα X, Μέρος 2, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2006/48/EK, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν ποσοστό 15 % για την επιχειρηματική δραστηριότητα «συναλλαγές και πωλήσεις».

Άρθρο 45

1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων να υπερβούν τα όρια που προβλέπει για τα μεγάλα ανοίγματα το άρθρο 111 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν χρειάζεται να συμπεριλαμβάνουν τυχόν υπερβάσεις στον υπολογισμό των πέραν των ορίων αυτών κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 75, στοιχείο β), της προαναφερθείσας οδηγίας. Η διακριτική αυτή ευχέρεια μπορεί να ασκείται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 ή μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ -αν αυτό συμβεί νωρίτερα- τροποποιήσεις συνακόλουθες της μεταχείρισης των μεγάλων ανοιγμάτων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 119 της οδηγίας 2006/48/EK. Για να μπορεί να ασκηθεί αυτή η ευχέρεια πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις :

α)

η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή επιδίδεται σε επενδυτικές δραστηριότητες σχετικές με τα χρηματοοικονομικά μέσα που απαριθμούνται στα σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,

β)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες λιανικής ούτε επιδίδεται σε επενδυτικές δραστηριότητες για λογαριασμό πελατών λιανικής,

γ)

οι υπερβάσεις των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο ορίων ανακύπτουν σε συνάρτηση με ανοίγματα απορρέοντα από συμβάσεις που αποτελούν χρηματοοικονομικά μέσα απαριθμούμενα στο στοιχείο α) τα οποία αφορούν εμπορεύματα ή υποκείμενα μέσα σύμφωνα με το σημείο 10 του Τμήματος Γ του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και υπολογίζονται σύμφωνα με τα Παραρτήματα III και IV της οδηγίας 2006/48/EK, ή από συμβάσεις που αφορούν την παράδοση εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπών, και

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει τεκμηριωμένη στρατηγική για τη διαχείριση και ιδίως για τον έλεγχο και την περιστολή των κινδύνων που απορρέουν από τη συγκέντρωση των ανοιγμάτων. Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει χωρίς χρονοτριβή τις αρμόδιες αρχές για τη στρατηγική αυτή και για οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή της. Η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρακολουθεί συνεχώς την πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών, ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στον κίνδυνο λόγω συγκέντρωσης. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων να αντιδρά προσηκόντως και με την δέουσα ταχύτητα σε τυχόν επιδείνωση της εν λόγω πιστοληπτικής ικανότητας.

2.   Όταν η επιχείρηση επενδύσεων υπερβαίνει τα εσωτερικά όρια που έχει θέσει σύμφωνα με τη στρατηγική του στοιχείου δ) της παραγράφου 1, ενημερώνει χωρίς χρονοτριβή την αρμόδια αρχή για το μέγεθος και τη φύση της υπέρβασης καθώς και την ταυτότητα του αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 46

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 20, παράγραφος 1, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιλέξουν, κατά περίπτωση, να μην εφαρμόσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που απορρέουν από το στοιχείο δ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ έναντι των επιχειρήσεων επενδύσεων στις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 3, των οποίων το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ουδέποτε υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ και των οποίων ο μέσος αριθμός απασχολουμένων υπαλλήλων κατά το οικονομικό έτος δεν υπερβαίνει τους 100.

Αντ' αυτού, η κεφαλαιακή απαίτηση για τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ανέρχεται τουλάχιστον στο χαμηλότερο των εξής:

α)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων που απορρέουν από το στοιχείο δ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/EK· και

β)

των 12/88ων του υψηλότερου των κάτωθι:

i)

του ποσού των κεφαλαιακών απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ· και

ii)

του ποσού που ορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη που άρθρου 20, παράγραφος 5.

Σε περίπτωση εφαρμογής του στοιχείου β), εφαρμόζεται, σε ετήσια τουλάχιστον βάση, επιπρόσθετη αύξηση.

Η εφαρμογή της παρούσας παρέκκλισης δεν καταλήγει σε μείωση του συνολικού επιπέδου των κεφαλαιακών απαιτήσεων για μια επιχείρηση επενδύσεων, σε σύγκριση με τις απαιτήσεις που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 2006, εκτός και αν η μείωση αυτή αιτιολογείται για λόγους προληπτικούς από μείωση του μεγέθους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 47

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009 ή σε προηγούμενη ημερομηνία που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές κατά περίπτωση, τα ιδρύματα που έχουν λάβει αναγνώριση για εσωτερικό υπόδειγμα ως προς τον ειδικό κίνδυνο προ της 1ης Ιανουαρίου 2007, μπορούν σύμφωνα με το Παράρτημα V, παράγραφος 1, και για αυτή την υφιστάμενη αναγνώριση, να αντιμετωπίζουν το Παράρτημα V, παράγραφοι 4 και 8 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ όπως οι παράγραφοι αυτές ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

Άρθρο 48

1.   Οι διατάξεις σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και την οδηγία 2006/48/ΕΚ δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριότητες που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο Παράρτημα I, Τμήμα Γ, παράγραφοι 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/EΚ, και για τις οποίες δεν ίσχυε η οδηγία 93/22/ΕΟΚ (13) στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να ασκείται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 ή μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ -αν αυτό συμβεί νωρίτερα- τροποποιήσεις κατ' εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.

2.   Ως μέρος της αναθεώρησης που απαιτεί το άρθρο 65, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η Επιτροπή, με βάση δημόσιες διαβουλεύσεις και κατόπιν συζητήσεων με τις αρμόδιες αρχές, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με:

α)

το κατάλληλο σύστημα προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση δραστηριοτήτων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο Παράρτημα I, Τμήμα Γ, σημεία 5, 6, 7, 9 και 10, της οδηγίας 2004/39/EΚ· και

β)

τη σκοπιμότητα τροποποίησης της οδηγίας 2004/39/EΚ για την καθιέρωση μιας επιπλέον κατηγορίας επιχειρήσεων επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση δραστηριοτήτων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο Παράρτημα I, Τμήμα Γ, σημεία 5, 6, 7, 9 και 10, της οδηγίας 2004/39/EΚ, όσον αφορά την παροχή ενέργειας (ηλεκτρικό, άνθρακας, φυσικό αέριο και πετρέλαιο).

3.   Βάσει της έκθεσης της παραγράφου 2, η Επιτροπή υποβάλλει προτάσεις για σχετικές τροπολογίες στην παρούσα οδηγία καθώς και στην οδηγία 2006/48/ΕΚ.

Τμήμα 4

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 49

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 2, 3, 11, 13, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 29, 30, 33, 34, 35, 37, 39, 40, 41, 43, 44 και 50, καθώς και με τα Παραρτήματα I, II, III, V, VII. Ανακοινώνουν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2007.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επιπλέον δήλωση σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε παραπομπή η οποία υπάρχει σε υφιστάμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προς τις οδηγίες που καταργούνται με την παρούσα οδηγία πρέπει να νοείται ως παραπομπή στην παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 50

1.   Το άρθρο 152, παράγραφοι 8 έως 14 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη των παρακάτω διατάξεων, οι οποίες εφαρμόζονται σε περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 152, παράγραφος 8 της οδηγίας 2006/48/EK:

α)

οι παραπομπές που περιέχει το Παράρτημα II, παράγραφος 7, της παρούσας οδηγίας, στην οδηγία 2006/48/EK νοούνται ως παραπομπές στην οδηγία 2000/12/ΕΚ ως αυτή είχε προ της 1ης Ιανουαρίου 2007· και

β)

το Παράρτημα II, παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας ισχύει ως είχε προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.

2.   Το άρθρο 157, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/48/EK εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, για τους σκοπούς των άρθρων 18 και 20 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 51

Έως την 1η Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή προβαίνει σε επισκόπηση και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη με τις κατάλληλες προτάσεις τροποποίησης.

Άρθρο 52

Η οδηγία 93/6/ΕΟΚ, όπως έχει τροποποιηθεί με τις οδηγίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα VIII, Μέρος A, καταργείται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που καθορίζονται στο Παράρτημα VIII, Μέρος B.

Κάθε παραπομπή στις καταργούμενες οδηγίες νοείται ως παραπομπή στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του Παραρτήματος IX.

Άρθρο 53

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 54

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στο Στρασβούργο, 14ης Ιουνίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 234, 22.9.2005, σ. 8.

(2)  ΕΕ C 52, 2.3.2005, σ. 37.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Ιουνίου 2006.

(4)  ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79, 24.3.2005, σ. 9).

(5)  ΕΕ L 145, 30.04.2004, σ. 1.

(6)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(7)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(8)  ΕΕ C 284 Ε, 21.11.2002, σ. 115.

(9)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(10)  ΕΕ L 9, 15.1.2003, σ. 3.

(11)  ΕΕ L 222, 14.8.1978, σ. 11. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178, 17.7.2003, σ. 16).

(12)  ΕΕ L 3, 7.1.2004, σ. 36.

(13)  Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1993 σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 27). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2002/87/ΕΚ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΘΕΣΗΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Υπολογισμός της καθαρής θέσης

1.

Το ποσό κατά το οποίο οι θετικές (αρνητικές) θέσεις του ιδρύματος υπερβαίνουν τις αρνητικές (θετικές) θέσεις στην ίδια μετοχή, στον ίδιο χρεωστικό ή μετατρέψιμο τίτλο και σε πανομοιότυπα χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures), δικαιώματα προαίρεσης (options), πιστοποιητικά επιλογής (warrants), ή αντισταθμισμένα πιστοποιητικά επιλογής (covered warrants), αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση της σε καθένα από τα διάφορα αυτά μέσα. Κατά τον υπολογισμό της καθαρής θέσης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν τον συνυπολογισμό των θέσεων σε παράγωγα μέσα ως θέσεων στον(στους) ίδιο(ους) τον(τους) τίτλο(-ους) αναφοράς ή τον(τους) ονομαστικό(-ούς) (notional) τίτλο(-ους) στον οποίο αυτά βασίζονται, σύμφωνα με τη μέθοδο που διευκρινίζεται στις παραγράφους 4 έως 7. Τα χαρτοφυλάκια των ιδίων τους χρεωστικών τίτλων των ιδρυμάτων δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ειδικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 14.

2.

Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ ενός μετατρέψιμου τίτλου και μιας αντισταθμιστικής θέσης στο ίδιο το μέσο στο οποίο βασίζεται ο μετατρέψιμος τίτλος, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα μετατροπής ενός συγκεκριμένου μετατρέψιμου τίτλου, ή επιβάλλουν κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη κάθε ενδεχόμενου κινδύνου που θα μπορούσε να προκύψει κατά τη μετατροπή.

3.

Όλες οι καθαρές θέσεις, ανεξάρτητα από το πρόσημό τους, μετατρέπονται καθημερινά, βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας, στο νόμισμα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την κατάρτιση των εγγράφων κοινοποίησης των πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές, πριν από το συγκεντρωτικό υπολογισμό τους.

Ειδικά μέσα

4.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου (interest rate futures), οι συμφωνίες επιτοκίου προθεσμίας (FRAs) και οι προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης χρεωστικών τίτλων αντιμετωπίζονται ως συνδυασμοί θετικών και αρνητικών θέσεων. Έτσι, μια θετική θέση σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου θεωρείται ότι αντιστοιχεί στο συνδυασμό ενός λαμβανόμενου δανείου που λήγει την ημερομηνία παράδοσης που προβλέπεται στο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης, και κατοχής ενός στοιχείου ενεργητικού με προθεσμία λήξης ίση προς την προθεσμία του μέσου ή της ονομαστικής θέσης στα οποία αναφέρεται το συγκεκριμένο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης. Παρομοίως, μια πωλούμενη συμφωνία επιτοκίου προθεσμίας (sold FRA) αντιμετωπίζεται ως θετική θέση με ημερομηνία λήξεως ίση με την ημερομηνία διακανονισμού συν τη διάρκεια της σύμβασης, και ως αρνητική θέση με ημερομηνία λήξεως την ημερομηνία διακανονισμού. Τόσο το λαμβανόμενο δάνειο όσο και το κατεχόμενο στοιχείο ενεργητικού θα συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη κατηγορία η οποία καθορίζεται στον κατωτέρω Πίνακα 1 της παραγράφου 14 για να υπολογίζεται το κεφάλαιο που απαιτείται ως κάλυψη του ειδικού κινδύνου των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και των FRA. Η προθεσμιακή δέσμευση αγοράς χρεωστικού τίτλου αντιμετωπίζεται ως συνδυασμός ληφθέντος δανείου εξοφλητέου την ημερομηνία παραδόσεως και θετικής (spot) θέσης στον ίδιο το χρεωστικό τίτλο. Το ληφθέν δάνειο συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη κατηγορία η οποία καθορίζεται στον Πίνακα 1 της παραγράφου 14 για ό, τι αφορά τον ειδικό κίνδυνο, ο δε χρεωστικός τίτλος σε όποια στήλη του ίδιου πίνακα είναι η πρέπουσα.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margins) που απαιτείται από το χρηματιστήριο εάν πιστεύουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με το εν λόγω συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης η οποία προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων του τύπου που αναφέρεται στο παρόν σημείο οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί ο οίκος διακανονισμού και εκκαθάρισης, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τη σύμβαση παράγωγων μέσων και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο «θετική θέση» νοείται η θέση στην οποία ένα ίδρυμα έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να εισπράξει σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία, ενώ με τον όρο «αρνητική θέση» νοείται η θέση στην οποία μια επιχείρηση έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να καταβάλει σε μια μελλοντική ημερομηνία.

5.

Τα δικαιώματα προαίρεσης επί επιτοκίων, χρεωστικών τίτλων, μετοχών, δεικτών μετοχών, χρηματοπιστωτικών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, συμφωνιών ανταλλαγής και επί συναλλάγματος, αντιμετωπίζονται ως θέσεις ισόποσες με την αξία του μέσου στο οποίο βασίζεται το δικαίωμα προαίρεσης, πολλαπλασιασμένη με το συντελεστή δέλτα του δικαιώματος προαίρεσης για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος. Οι θέσεις αυτές μπορούν να συμψηφίζονται με τυχόν αντίθετες θέσεις στις ίδιες τις υποκείμενες μετοχές ή σε παράγωγα μέσα. Ο συντελεστής δέλτα που χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό πρέπει να είναι εκείνος που παρέχεται από το σχετικό χρηματιστήριο ή που υπολογίζεται από τις αρμόδιες αρχές ή, εάν αυτός δεν είναι διαθέσιμος ή εάν πρόκειται για εξωχρηματιστηριακά (OTC) δικαιώματα προαίρεσης, ο συντελεστής που υπολογίζει το ίδιο το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ικανοποιητική τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί το ίδρυμα.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ορίζουν ότι τα ιδρύματα πρέπει να υπολογίζουν τους συντελεστές δέλτα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές.

Πρέπει να παρέχεται κατάλληλη κάλυψη των άλλων κινδύνων, εκτός του κινδύνου που σχετίζεται με το συντελεστή δέλτα, στους οποίους υπόκεινται τα δικαιώματα προαίρεσης. Σε περίπτωση πωλούμενου δικαιώματος προαίρεσης (written option) διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτείται από το χρηματιστήριο εάν πιστεύουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με αυτό το δικαίωμα προαίρεσης και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για δικαίωμα προαίρεσης που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τα εξωχρηματιστηριακά δικαιώματα προαίρεσης τα οποία διακανονίζονται από αναγνωρισμένο οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί ο οίκος διακανονισμού και εκκαθάρισης, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με το εξωχρηματιστηριακό δικαίωμα προαίρεσης και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για το εν λόγω δικαίωμα που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V. Επιπλέον, σε περίπτωση αγοραζόμενου δικαιώματος προαίρεσης διαπραγματεύσιμου σε χρηματιστήριο ή εκτός χρηματιστηρίου, μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με εκείνην που καθορίζεται για το μέσο στο οποίο αφορά το δικαίωμα προαίρεσης, υπό τον περιορισμό ότι η κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης. Σε περίπτωση πωλούμενου εξωχρηματιστηριακού δικαιώματος προαίρεσης (written OTC option), η κεφαλαιακή απαίτηση ορίζεται σε συνάρτηση με το μέσο στο οποίο αφορά το δικαίωμα προαίρεσης.

6.

Για τα πιστοποιητικά επιλογής (warrants) που αφορούν χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους η μέθοδος αντιμετώπισης είναι ίδια με εκείνη που προβλέπεται για τα δικαιώματα προαίρεσης στην παράγραφο 5.

7.

Οι συμφωνίες ανταλλαγής (swaps) αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τον κίνδυνο επιτοκίου, με βάση την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται και για τα στοιχεία εντός ισολογισμού. Κατά συνέπεια, μια συμφωνία ανταλλαγής επιτοκίου (interest rate swap) με την οποία ένα ίδρυμα λαμβάνει χρηματικές ροές βάσει μεταβλητού επιτοκίου και καταβάλλει χρηματικές ροές βάσει σταθερού επιτοκίου, θεωρείται ότι ισοδυναμεί με θετική θέση σε ένα μέσο μεταβλητού επιτοκίου με προθεσμία λήξης ίση με την περίοδο που εναπομένει έως τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου και με αρνητική θέση σε ένα μέσο σταθερού επιτοκίου με προθεσμία λήξης ίση με εκείνην της ίδιας της συμφωνίας ανταλλαγής.

Α.   ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΩΛΗΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

8.

Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης που ισχύει για τον κίνδυνο αγοράς του συμβαλλόμενου που επωμίζεται τον πιστωτικό κίνδυνο (δηλαδή του «πωλητή προστασίας»), εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, πρέπει να χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου. Για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης του ειδικού κινδύνου, εκτός των total return swaps, ισχύει η ληκτότητα της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου αντί της ληκτότητας του μέσου. Οι θέσεις καθορίζονται ως εξής:

i)

Κάθε πιστωτικό παράγωγο τύπου «total return swap» δημιουργεί θετική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς του μέσου αναφοράς και αρνητική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς κρατικού ομολόγου με ληκτότητα ισοδύναμη προς την περίοδο μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου και με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του Παραρτήματος VI της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Επίσης δημιουργεί θετική θέση στον ειδικό κίνδυνο του μέσου αναφοράς,

ii)

Ένα πιστωτικό παράγωγο τύπου «credit default swap» δεν δημιουργεί θέση όσον αφορά τον γενικό κίνδυνο αγοράς. Αναφορικά με τον ειδικό κίνδυνο, το εκάστοτε ίδρυμα πρέπει να καταγράφει θετική θέση σύνθετης μορφής στα μέσα της οντότητας αναφοράς, εκτός κι αν το παράγωγο είναι διαβαθμισμένο και πληροί τις προϋποθέσεις ενός εγκεκριμένου χρεωστικού τίτλου, οπότε καταγράφεται θετική θέση στο παράγωγο. Εάν βάσει του προϊόντος πρέπει να καταβληθεί προσαύξηση ή τόκος, οι εν λόγω χρηματικές ροές πρέπει να εμφανίζονται ως ονομαστικές θέσεις σε κρατικά ομόλογα,

iii)

Ένα πιστωτικό παράγωγο τύπου «single name credit linked note» δημιουργεί θετική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς του ίδιου του γραμματίου, ως τοκοφόρου προϊόντος. Αναφορικά με τον ειδικό κίνδυνο, δημιουργείται θετική θέση σύνθετης μορφής στα μέσα της οντότητας αναφοράς. Δημιουργείται πρόσθετη θετική θέση στον εκδότη του γραμματίου. Εάν το πιστωτικό παράγωγο τύπου «credit linked note» έχει λάβει εξωτερική διαβάθμιση και πληροί τις προϋποθέσεις ενός εγκεκριμένου χρεωστικού τίτλου, τότε αρκεί η καταγραφή μιας μόνης θετικής θέσης με τον ειδικό κίνδυνο του γραμματίου.

iv)

Επί πλέον μιας θετικής θέσης στον ειδικό κίνδυνο του εκδότη του γραμματίου, ένα πιστωτικό παράγωγο τύπου «multiple name credit linked note» το οποίο παρέχει αναλογική προστασία δημιουργεί θέση σε κάθε οντότητα αναφοράς για τους σκοπούς του ειδικού κινδύνου, ενώ το συνολικό ονομαστικό ποσό της σύμβασης κατανέμεται μεταξύ των θέσεων με βάση την αναλογία του συνολικού ονομαστικού ποσού το οποίο αντιπροσωπεύει έκαστο άνοιγμα έναντι οντότητας αναφοράς. Όταν είναι δυνατή η επιλογή περισσοτέρων από μία υποχρεώσεων μιας οντότητας αναφοράς, ο ειδικός κίνδυνος καθορίζεται με βάση την υποχρέωση με τη μεγαλύτερη στάθμιση κινδύνου,

Εάν ένα πιστωτικό παράγωγο τύπου «multiple name credit linked note» έχει λάβει εξωτερική διαβάθμιση και πληροί τις προϋποθέσεις ενός εγκεκριμένου χρεωστικού στοιχείου, τότε αρκεί η καταγραφή μιας μόνης θετικής θέσης με τον ειδικό κίνδυνο του γραμματίου, και

v)

Ένα πιστωτικό παράγωγο για την κάλυψη κινδύνου πρώτης αθέτησης (first-asset-to-default credit derivative) δημιουργεί θέση για το ονομαστικό ποσό της υποχρέωσης εκάστης οντότητας αναφοράς. Εάν το μέγεθος της μέγιστης πληρωμής για το πιστωτικό γεγονός είναι μικρότερο από την κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το μέγιστο ποσό πληρωμής επιτρέπεται να εκληφθεί ως η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο. Ένα πιστωτικό παράγωγο για την κάλυψη κινδύνου δεύτερης αθέτησης (second-asset-to-default credit derivative) δημιουργεί θέση για το ονομαστικό ποσό της υποχρέωσης εκάστης οντότητας αναφοράς πλην μίας (εκείνης με τη χαμηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου). Εάν το μέγεθος της μέγιστης πληρωμής για το πιστωτικό γεγονός είναι μικρότερο από την κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το εν λόγω ποσό επιτρέπεται να εκληφθεί ως η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο.

Εάν ένα πιστωτικό παράγωγο για την κάλυψη κινδύνου πρώτης ή δεύτερης αθέτησης έχει λάβει εξωτερική διαβάθμιση και πληροί τους όρους ενός εγκεκριμένου χρεωστικού στοιχείου, τότε ο πωλητής προστασίας υποχρεούται μόνο να υπολογίσει μια επιβάρυνση ειδικού κινδύνου που να αντανακλά τη διαβάθμιση του παραγώγου.

Β.   ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΟΡΑΣΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Για το συμβαλλόμενο μέρος που μεταβιβάζει πιστωτικό κίνδυνο (δηλαδή για τον «αγοραστή προστασίας»), οι θέσεις προσδιορίζονται ως πιστά είδωλα του πωλητή προστασίας, με εξαίρεση το πιστωτικό παράγωγο τύπου «credit linked note» (που δεν συνεπάγεται αρνητική θέση στο πλαίσιο του εκδότη). Εάν σε κάποια χρονική στιγμή ασκηθεί δικαίωμα αγοράς (call option) σε συνδυασμό με αναβάθμιση, η συγκεκριμένη χρονική στιγμή λογίζεται ως η ληκτότητα της προστασίας. Σε περίπτωση που πρόκειται για πιστωτικό παράγωγο νιοστής αθέτησης, οι αγοραστές προστασίας έχουν την ευχέρεια να αντισταθμίσουν τον ειδικό κίνδυνο για ν-1 υποκείμενα μέσα (δηλαδή για τα ν-1 στοιχεία ενεργητικού με τη μικρότερη απαίτηση ειδικού κινδύνου).

9.

Τα ιδρύματα που αποτιμούν με την τρέχουσα τιμή της αγοράς και διαχειρίζονται τον κίνδυνο επιτοκίων των παράγωγων μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 7 με τη μέθοδο της παρούσας αξίας των μελλοντικών χρηματικών ροών, δύνανται να χρησιμοποιούν υποδείγματα ευαισθησίας για τον υπολογισμό των εν λόγω θέσεων και δύνανται να τα χρησιμοποιούν για κάθε ομολογία που αποσβέννυται κατά την εναπομένουσα διάρκειά της, αντί με οριστική εξόφληση του κεφαλαίου. Τόσο το υπόδειγμα όσο και η χρησιμοποίησή του από το ίδρυμα πρέπει να εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές. Τα υποδείγματα αυτά θα πρέπει να οδηγούν σε θέσεις που να έχουν την ίδια ευαισθησία στις διακυμάνσεις των επιτοκίων όπως και οι υποκείμενες χρηματικές ροές. Η εκτίμηση της ευαισθησίας τους πρέπει να γίνεται με βάση αναφοράς ανεξάρτητες κινήσεις δειγματοληπτικά επιλεγμένων επιτοκίων σε ολόκληρη την καμπύλη απόδοσης με ένα τουλάχιστον σημείο ευαισθησίας σε καθένα από τα διαστήματα προθεσμιών λήξης που περιλαμβάνονται στον Πίνακα 2 της παραγράφου 20. Οι θέσεις αυτές συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 17 έως 32.

10.

Όσα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν υποδείγματα σύμφωνα με την παράγραφο 9 μπορούν, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, να θεωρούν ως πλήρως συμψηφίζουσες (fully offsetting) οποιεσδήποτε θέσεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που καλύπτονται από τις παραγράφους 4 έως 7, εφόσον πληρούν τουλάχιστον, τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

οι θέσεις είναι της αυτής αξίας και είναι εκφρασμένες στο αυτό νόμισμα,

β)

το επιτόκιο αναφοράς (για θέσεις μεταβλητού) ή το τοκομερίδιο (για θέσεις σταθερού επιτοκίου) είναι στενά αντιστοιχισμένο, και

γ)

η αμέσως επόμενη ημερομηνία καθορισμού του τόκου ή, για θέσεις σε τοκομερίδια σταθερού επιτοκίου, ο χρόνος που απομένει μέχρι τη λήξη τους ανταποκρίνεται στα παρακάτω όρια:

i)

εάν είναι κάτω του μηνός: αυθημερόν·

ii)

εάν είναι ενός μηνός και ενός έτους: εντός επτά ημερών· και

iii)

εάν είναι άνω του έτους: εντός 30 ημερών.

11.

Ο μεταβιβάζων τίτλους ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας τίτλων, σε συμφωνία πώλησης και επαναγοράς και ο δανείζων τίτλους σε δανειοδοσία τίτλων, περιλαμβάνει αυτούς τους τίτλους στον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων σύμφωνα με το παρόν Παράρτημα, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω τίτλοι ανταποκρίνονται στα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 11.

Ειδικοί και γενικοί κίνδυνοι

12.

Ο κίνδυνος θέσης για διαπραγματεύσιμο χρεωστικό τίτλο ή μετοχή (ή έναν παράγωγο τίτλο μετοχής ή χρεωστικό τίτλου), διαιρείται σε δύο συνιστώσες, προκειμένου να υπολογιστεί η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψή του. Η πρώτη συνιστώσα αφορά τον ειδικό κίνδυνο που ενέχει η θέση, δηλαδή τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου λόγω της επίδρασης παραγόντων που σχετίζονται με τον εκδότη του ή, στην περίπτωση ενός παράγωγου μέσου, με τον εκδότη του υποκείμενου μέσου. Η δεύτερη συνιστώσα καλύπτει το γενικό κίνδυνο της θέσης, δηλαδή τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου λόγω μιας μεταβολής στο επίπεδο των επιτοκίων (στην περίπτωση ενός διαπραγματεύσιμου χρεωστικού τίτλου ή παράγωγου μέσου χρεωστικού τίτλου) ή λόγω μιας ευρείας μεταβολής στην αγορά μετοχών που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μεμονωμένων τίτλων (στην περίπτωση μιας μετοχής ή ενός παράγωγου μέσου που βασίζεται σε μετοχή).

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΟΙ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ

13.

Οι καθαρές θέσεις κατατάσσονται ανάλογα με το νόμισμα στο οποίο αυτές είναι εκφρασμένες και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται έναντι του γενικού και του ειδικού κινδύνου για κάθε νόμισμα χωριστά.

Ειδικός κίνδυνος

14.

Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, με βάση τον υπολογισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 1, μεταξύ των ενδεδειγμένων κατηγοριών του Πίνακα 1, με κριτήριο τον εκδότη/οφειλέτη τους, την εξωτερική ή εσωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση και την εναπομένουσα ληκτότητα· στη συνέχεια τις πολλαπλασιάζει επί τους συντελεστές στάθμισης που παρατίθενται στον πίνακα αυτόν. Αθροίζει τις σταθμισμένες θέσεις του (ανεξάρτητα από το εάν είναι θετικές ή αρνητικές), προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή του απαίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου.

Πίνακας 1

Κατηγορίες

Κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου

Χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες, από διεθνείς οργανισμούς, από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές κρατών μελών που θα κατατάσσονταν στην 1η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας ή θα υπόκεινταν σε συντελεστή κινδύνου 0 % βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

0 %

Xρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες, από διεθνείς οργανισμούς, από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές κρατών μελών που θα κατατάσσονταν στην 2η ή την 3η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, και χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση ιδρυμάτων που θα κατατάσσονταν στην 1η ή 2η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, και χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση ιδρυμάτων που θα κατατάσσονταν στην 3η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων του Παραρτήματος VΙ, Μέρος 1, παράγραφος 28 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, και χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση επιχειρήσεων που θα κατατάσσονταν στην 1η ή 2η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Άλλα αποδεκτά στοιχεία κατά την έννοια της παραγράφου 15.

0,25 % (εναπομένουσα διάρκεια μέχρι την οριστική ληκτότητα έως έξι μήνες)

1,00 % (εναπομένουσα διάρκεια μέχρι την οριστική ληκτότητα μεγαλύτερη των έξι μηνών και μικρότερη ή ίση με 24 μήνες)

1,60 % (εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη ληκτότητα άνω των 24 μηνών)

Χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες, από διεθνείς οργανισμούς, από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές κρατών μελών που θα κατατάσσονταν στην 4η ή την 5η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση ιδρυμάτων που θα κατατάσσονταν στην 3η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων του Παραρτήματος VΙ, Μέρος 1, παράγραφος 26 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, και χρεωστικοί τίτλοι που έχουν εκδοθεί ή καλύπτονται από την εγγύηση επιχειρήσεων που θα κατατάσσονται στην 3η ή 4η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Ανοίγματα για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI).

8,00 %

Χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται ή καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες, από διεθνείς οργανισμούς, από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές κρατών μελών που θα κατατάσσονταν στην 6η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και χρεωστικοί τίτλοι που έχουν εκδοθεί ή καλύπτονται από την εγγύηση επιχειρήσεων που θα κατατάσσονται στην 5η ή 6η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 78 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

12,00 %

Όταν τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους κανόνες στάθμισης των ανοιγμάτων των άρθρων 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ο οφειλέτης του ανοίγματος, για να καταταγεί σε βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, πρέπει να έχει εσωτερική διαβάθμιση που αντιστοιχεί σε πιθανότητα αθέτησης ίση ή μικρότερη από εκείνη της κατάλληλης βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων των άρθρων 78 έως 83 της προαναφερθείσας οδηγίας.

Στα μέσα που εκδίδονται από έναν εκδότη που δεν πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο ίση με 8 % ή 12 % σύμφωνα με τον Πίνακα 1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να υποχρεώσουν τα ιδρύματα να εφαρμόσουν υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο στα μέσα αυτά και/ή να απαγορεύσουν κάθε συμψηφισμό μεταξύ των μέσων αυτών και άλλων χρεωστικών τίτλων για τους σκοπούς της μέτρησης του γενικού κινδύνου αγοράς.

Τα ανοίγματα τιτλοποίησης που θα υπόκεινται σε αντιμετώπιση αφαίρεσης βάσει του άρθρου 66, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, σε στάθμιση κινδύνου στο 1 250 % όπως προβλέπεται στο Παράρτημα IX, Μέρος 4, της εν λόγω οδηγίας, θα υπόκεινται σε επιβάρυνση κεφαλαίου όχι κατώτερη εκείνης που προβλέπεται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών. Οι αδιαβάθμητες διευκολύνσεις ρευστότητας θα υπόκεινται σε επιβάρυνση κεφαλαίου όχι κατώτερη εκείνης που προβλέπεται στο Παράρτημα IX, Μέρος 4, της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

15.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 14, η έννοια των «εγκεκριμένων στοιχείων» περιλαμβάνει:

α)

θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις για κλιμάκιο πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε επενδυτική κλάση σύμφωνα με τη μέθοδο κατάταξης που περιγράφεται στον τίτλο V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3, ενότητα 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

β)

θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού τα οποία, λόγω της φερεγγυότητας του εκδότη, έχουν PD όχι υψηλότερο από εκείνο των στοιχείων ενεργητικού για τα οποία γίνεται λόγος στο στοιχείο α), βάσει της μεθόδου που περιγράφεται στον τίτλο V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3, ενότητα 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

γ)

θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού για τα οποία δεν είναι διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο οργανισμό εξωτερικής αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

χαρακτηρίζονται από επαρκή βαθμό ρευστότητας κατά την εκτίμηση των οικείων ιδρυμάτων·

ii)

η επενδυτική τους ποιότητα είναι, κατά την κρίση του ίδιου του εκάστοτε ιδρύματος, τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη των στοιχείων ενεργητικού για τα οποία γίνεται λόγος στο στοιχείο α)· και

iii)

είναι εισηγμένα σε μία τουλάχιστον οργανωμένη αγορά κράτους μέλους ή σε χρηματιστήριο αξιών τρίτης χώρας, υπό τον όρο ότι το εν λόγω χρηματιστήριο αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους·

δ)

θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού εκδοθέντα από ιδρύματα τα οποία υπόκεινται στις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που προβλέπονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ που θεωρούνται από τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ως επαρκώς ρευστές και η επενδυτική ποιότητα των οποίων είναι, σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, τουλάχιστον ισοδύναμη των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο στοιχείο α)· και

ε)

τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα τα οποία θεωρούνται ότι έχουν ισοδύναμη ή υψηλότερη πιστωτική ποιότητα από εκείνη της 2ης ή ανώτερης βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας βάσει των κανόνων στάθμισης των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων των άρθρων 73 έως 83 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και τα οποία υπόκεινται σε εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις ανάλογες με εκείνες της παρούσας οδηγίας.

Η μέθοδος αξιολόγησης των χρεωστικών τίτλων υπόκειται σε έλεγχο από μέρους των αρμόδιων αρχών, οι οποίες δύνανται να ανατρέψουν την κρίση του ιδρύματος εάν πιστεύουν ότι ο εκάστοτε τίτλος υπόκειται σε υπερβολικά υψηλό βαθμό ειδικού κινδύνου για να θεωρηθεί ως εγκεκριμένο στοιχείο.

16.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ίδρυμα να εφαρμόζει τον ανώτατο συντελεστή στάθμισης που αναγράφεται στον Πίνακα 1 της παραγράφου 14 για τους τίτλους που παρουσιάζουν ιδιαίτερο κίνδυνο λόγω ανεπαρκούς φερεγγυότητας του εκδότη.

Γενικός κίνδυνος

α)   σε συνάρτηση με τη ληκτότητα

17.

Η διαδικασία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του γενικού κινδύνου περιλαμβάνει δύο βασικά στάδια. Πρώτον, όλες οι θέσεις σταθμίζονται ανάλογα με την προθεσμία λήξης τους (όπως εξηγείται στην παράγραφο 18), προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό του κεφαλαίου που απαιτείται για την κάλυψή τους. Δεύτερον, αυτή η κεφαλαιακή απαίτηση μπορεί να μειώνεται όταν μια σταθμισμένη θέση κατέχεται παράλληλα με μια αντίθετη σταθμισμένη θέση στο ίδιο διάστημα προθεσμιών λήξης. Μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης επιτρέπεται επίσης όταν οι αντίθετες σταθμισμένες θέσεις ανήκουν σε διαφορετικά διαστήματα προθεσμιών λήξης· στην περίπτωση αυτή, η έκταση της επιτρεπόμενης μείωσης εξαρτάται τόσο από το εάν οι δύο θέσεις ανήκουν ή όχι στην ίδια ομάδα διαστημάτων προθεσμιών λήξης, όσο και από τα συγκεκριμένα διαστήματα προθεσμιών λήξης στα οποία αυτές ανήκουν. Ορίζονται συνολικά τρεις ομάδες διαστημάτων προθεσμιών λήξης (ή ζώνες).

18.

Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του στις κατάλληλες ζώνες προθεσμιών λήξης στη δεύτερη ή την τρίτη, κατά περίπτωση, στήλη του Πίνακα 2 της παραγράφου 20. Η κατάταξη γίνεται βάσει της εναπομένουσας προθεσμίας λήξης στην περίπτωση των μέσων σταθερού επιτοκίου και της περιόδου μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου στην περίπτωση των μέσων που έχουν μεταβλητό επιτόκιο πριν από την τελική ημερομηνία λήξης. Το ίδρυμα κάνει επίσης διάκριση μεταξύ των χρεωστικών τίτλων με απόδοση τοκομεριδίου 3 % ή μεγαλύτερη και εκείνων με απόδοση τοκομεριδίου μικρότερη από 3 %, και τα κατατάσσει, αντίστοιχα, στη δεύτερη ή την τρίτη στήλη του Πίνακα 2. Στη συνέχεια καθεμία από τις θέσεις αυτές πολλαπλασιάζεται με τους συντελεστές στάθμισης που αναφέρονται στην τέταρτη στήλη του Πίνακα 2 για το σχετικό διάστημα προθεσμιών λήξης.

19.

Το ίδρυμα υπολογίζει στη συνέχεια το άθροισμα των σταθμισμένων θετικών θέσεων και το άθροισμα των σταθμισμένων αρνητικών θέσεων, για κάθε διάστημα προθεσμιών λήξης. Το ποσό των θετικών θέσεων που αντιστοιχίζονται έναντι των αρνητικών θέσεων εντός ενός δεδομένου διαστήματος προθεσμιών λήξης, αντιπροσωπεύει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σε αυτό το διάστημα προθεσμιών ενώ η εναπομένουσα θετική ή αρνητική θέση αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση στο ίδιο διάστημα προθεσμιών λήξης. Υπολογίζεται στη συνέχεια το σύνολο των αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων σε όλα τα διαστήματα προθεσμιών λήξης.

20.

Το ίδρυμα υπολογίζει το άθροισμα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θετικών θέσεων στα διαστήματα που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις ζώνες του Πίνακα 2, προκειμένου να προσδιορίσει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θετική θέση για κάθε ζώνη. Ομοίως, τα αθροίσματα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων αρνητικών θέσεων για κάθε διάστημα μιας δεδομένης ζώνης προστίθενται προκειμένου να υπολογιστεί η μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη αρνητική θέση αυτής της ζώνης. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής θέσης σε μια δεδομένη ζώνη το οποίο αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής θέσης στην ίδια ζώνη αντιπροσωπεύει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σε αυτή τη ζώνη. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής θέσης ή της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής θέσης σε μια ζώνη το οποίο δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί κατ' αυτό τον τρόπο, αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση γι’ αυτή τη ζώνη.

Πίνακας 2

Ζώνες

Διαστήματα προθεσμιών λήξης

Συντελεστές στάθμισης ( %)

Μεταβολή επιτοκίου ( %)

Απόδοση τοκομεριδίου 3 % ή μεγαλύτερη

Απόδοση τοκομεριδίου κάτω του 3 %

1

0 ≤ 1 μήνας

0 ≤ 1 μήνας

0,00

> 1 ≤ 3 μήνες

> 1 ≤ 3 μήνες

0,20

1,00

> 3 ≤ 6 μήνες

> 3 ≤ 6 μήνες

0,40

1,00

> 6 ≤ 12 μήνες

> 6 ≤ 12 μήνες

0,70

1,00

2

> 1 ≤ 2 έτη

> 1,0 ≤ 1,9 έτη

1,25

0,90

> 2 ≤ 3 έτη

> 1,9 ≤ 2,8 έτη

1,75

0,80

> 3 ≤ 4 έτη

> 2,8 ≤ 3,6 έτη

2,25

0,75

3

> 4 ≤ 5 έτη

> 3,6 ≤ 4,3 έτη

2,75

0,75

> 5 ≤ 7 έτη

> 4,3 ≤ 5,7 έτη

3,25

0,70

> 7 ≤ 10 έτη

> 5,7 ≤ 7,3 έτη

3,75

0,65

> 10 ≤ 15 έτη

> 7,3 ≤ 9,3 έτη

4,50

0,60

> 15 ≤ 20 έτη

> 9,3 ≤ 10,6 έτη

5,25

0,60

> 20 έτη

> 10,6 ≤ 12,0 έτη

6,00

0,60

 

> 12,0 ≤ 20,0 έτη

8,00

0,60

 

> 20 έτη

12,50

0,60

21.

Υπολογίζεται στη συνέχεια το ποσό της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής (αρνητικής) θέσης στη ζώνη 1 το οποίο αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής (θετικής) θέσης στη ζώνη 2. Το ποσό αυτό αναφέρεται στην παράγραφο 25 ως αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 2. Ο ίδιος υπολογισμός πραγματοποιείται για το εναπομένον τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2 και τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση στη ζώνη 3, προκειμένου να υπολογιστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3.

22.

Το ίδρυμα μπορεί, εάν το επιθυμεί, να αντιστρέφει τη σειρά των υπολογισμών της παραγράφου 21 και να υπολογίσει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3 πριν από τον υπολογισμό της εν λόγω θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2.

23.

Το υπόλοιπο της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1 αντιστοιχίζεται έναντι εκείνου που εναπομένει στη ζώνη 3 μετά την αντιστοίχισή της με τη ζώνη 2, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 3.

24.

Οι εναπομένουσες θέσεις, μετά τις τρεις χωριστές αντιστοιχίσεις των παραγράφων 21, 22 και 23, αθροίζονται.

25.

Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ως το άθροισμα:

α)

του 10 % του αθροίσματος των αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων σε όλα τα διαστήματα προθεσμιών λήξης·

β)

του 40 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1·

γ)

του 30 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2·

δ)

του 30 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 3·

ε)

του 40 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2, και μεταξύ των ζωνών 2 και 3 (βλέπε παράγραφο 21)·

στ)

του 150 % της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 3·

ζ)

του 100 % των εναπομενουσών μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων.

β)   σε συνάρτηση με το μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (duration-based)

26.

Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αντιστοιχούν στο γενικό κίνδυνο τον οποίο ενέχουν οι διαπραγματεύσιμοι χρεωστικοί τίτλοι, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, γενικά ή μεμονωμένα, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν σύστημα βασιζόμενο στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας, αντί να εφαρμόζουν τους κανόνες που ορίζονται στις παραγράφους 17 έως 25, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα εφαρμόζει το σύστημα αυτό με συνέπεια.

27.

Στα πλαίσια ενός συστήματος για το οποίο γίνεται λόγος στην παράγραφο 26, το ίδρυμα λαμβάνει την αγοραία τιμή κάθε χρεωστικού τίτλου σταθερού επιτοκίου και βάσει αυτής υπολογίζει την απόδοσή του μέχρι τη λήξη, που αποτελεί τρόπον τινά το προεξοφλητικό του επιτόκιο. Αν πρόκειται για μέσα μεταβλητού επιτοκίου, η επιχείρηση λαμβάνει την αγοραία τιμή κάθε μέσου, και βάσει αυτής υπολογίζει την απόδοσή του με βάση την υπόθεση ότι το κεφάλαιο είναι πληρωτέο την επόμενη φορά που μπορεί να αλλάξει το επιτόκιο.

28.

Το ίδρυμα υπολογίζει στη συνέχεια τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (modified duration) κάθε χρεωστικού τίτλου, χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο: modified duration = ((duration (D))/(1 + r)), όπου:

Formula

όπου:

r = ονομαστική απόδοση μέχρι τη λήξη του τίτλου (yield to maturity) (βλέπε παράγραφο 25)

Ct = χρηματική πληρωμή κατά τη χρονική στιγμή t

m = ολική διάρκεια μέχρι τη λήξη (βλέπε σημείο 25).

29.

Το ίδρυμα κατατάσσει ακολούθως κάθε χρεωστικό τίτλο στην κατάλληλη ζώνη του Πίνακα 3, με βάση τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας κάθε μέσου.

Πίνακας 3

Ζώνες

Τροποποιημένος μέσος σταθμικός δείκτης διάρκειας

(σε έτη)

Τεκμαιρόμενη μεταβολή επιτοκίου σε %

1

> 0 ≤ 1,0

1,0

2

> 1,0 ≤ 3,6

0,85

3

> 3,6

0,7

30.

Το ίδρυμα υπολογίζει κατόπιν τη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διαρκείας θέση κάθε μέσου, πολλαπλασιάζοντας την αγοραία αξία του με τον τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διαρκείας του καθώς και με την τεκμαιρόμενη μεταβολή του επιτοκίου όταν πρόκειται για μέσο που έχει αυτό το συγκεκριμένο τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διαρκείας (βλέπε στήλη 3 του Πίνακα 3).

31.

Το ίδρυμα υπολογίζει τις σταθμισμένες βάσει του δείκτη διάρκειας θετικές και αρνητικές θέσεις του, σε κάθε ζώνη. Το ποσό των θετικών θέσεων που αντιστοιχίζεται με αρνητικές θέσεις σε κάθε ζώνη αποτελεί τη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας αντιστοιχισμένη θέση για την εν λόγω ζώνη.

Το ίδρυμα υπολογίζει, στη συνέχεια, την σταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας μη αντιστοιχισμένη θέση για κάθε ζώνη. Στη συνέχεια εφαρμόζει τη μέθοδο που περιγράφεται στις παραγράφους 21 έως 24 για τις μη αντιστοιχισμένες σταθμισμένες θέσεις.

32.

Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ακολούθως ως το άθροισμα:

α)

του 2 % των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας αντιστοιχισμένων θέσεων σε κάθε ζώνη·

β)

του 40 % των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 2, και μεταξύ των ζωνών 2 και 3·

γ)

του 150 % των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 3· και

δ)

του 100 % των σταθμισμένων του δείκτη διάρκειας μη αντιστοιχισμένων θέσεων που εναπομένουν.

ΜΕΤΟΧΕΣ

33.

Το ίδρυμα αθροίζει, σύμφωνα με την παράγραφο 1, όλες τις καθαρές θετικές του θέσεις, και όλες τις καθαρές αρνητικές του θέσεις. Το άθροισμα των δύο αυτών ποσών αντιπροσωπεύει τη συνολική μεικτή του θέση. Το ποσό κατά το οποίο το ένα από τα δύο αθροίσματα υπερβαίνει το άλλο αντιπροσωπεύει τη συνολική καθαρή θέση του.

Ειδικός κίνδυνος

34.

Το ίδρυμα αθροίζει όλες τις καθαρές θετικές θέσεις του και όλες τις καθαρές αρνητικές θέσεις του κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1. Το ίδρυμα πολλαπλασιάζει τη συνολική μεικτή θέση του επί 4 %, προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου

35.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 34, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου ίση με το 2 %, και όχι το 4 %, της συνολικής μεικτής θέσης για τα χαρτοφυλάκια μετοχών που κατέχονται από ένα ίδρυμα και πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι μετοχές δεν είναι μετοχές εκδοτών που έχουν εκδώσει διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι τη δεδομένη στιγμή συνεπάγονται 8 % ή 12 % κεφαλαιακή απαίτηση στον Πίνακα 1 της παραγράφου 14 ή συνεπάγονται χαμηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για το λόγο μόνο ότι καλύπτονται από εγγύηση ή ασφάλεια,

β)

οι μετοχές πρέπει να θεωρούνται άκρως ρευστοποιήσιμες από τις αρμόδιες αρχές, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, και

γ)

καμιά ατομική θέση δεν περιλαμβάνει περισσότερο από το 5 % της αξίας του συνολικού χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος.

Για την εφαρμογή του στοιχείου γ), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν ατομικές θέσεις έως 10 % υπό την προϋπόθεση ότι οι θέσεις αυτές δεν πρέπει συνολικά να υπερβαίνουν το 50 % του χαρτοφυλακίου.

Γενικός κίνδυνος

36.

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του ιδρύματος για την κάλυψη του γενικού κινδύνου ισούνται με τη συνολική καθαρή του θέση πολλαπλασιασμένη επί 8 %.

Συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση δείκτη μετοχών

37.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση δείκτη μετοχών και τα σταθμισμένα με συντελεστή δέλτα ισοδύναμα δικαιωμάτων προαίρεσης σε τέτοια συμβόλαια και δείκτες μετοχών, που εφεξής καλούνται συλλήβδην «συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών», μπορούν να αναλύονται σε θέσεις σε όλες τις μετοχές που τα συναποτελούν. Οι θέσεις αυτές μπορούν να αντιμετωπίζονται ως υποκείμενες θέσεις στις εν λόγω μετοχές και είναι δυνατό, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμοδίων αρχών, να συμψηφίζονται με τις αντίθετες θέσεις στις ίδιες τις υποκείμενες μετοχές.

38.

Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα που έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών με αντίθετη θέση ή θέσεις στο ίδιο το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών, να έχουν επαρκή κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο ζημίας που γεννάται από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Το αυτό ισχύει όταν ένα ίδρυμα κατέχει αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας ή/και η σύνθεση δεν είναι πανομοιότυπες.

39.

Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 37 και 38, τα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο χρηματιστήριο και αντιπροσωπεύουν — κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών — ευρέως διαφοροποιημένους δείκτες συνοδεύονται από κεφαλαιακές απαιτήσεις της τάξης του 8 % για την κάλυψη του γενικού κινδύνου αλλά δεν προβλέπεται καμία απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου. Τα εν λόγω συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό της συνολικής καθαρής θέσης που προβλέπεται στην παράγραφο 33, αλλά δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής μεικτής θέσης που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο.

40.

Εάν ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών δεν αναλύεται στις διάφορες υποκείμενες θέσεις, το συμβόλαιο αυτό αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένη μετοχή. Ωστόσο, ο ειδικός κίνδυνος της μεμονωμένης αυτής μετοχής μπορεί να αγνοείται αν το εν λόγω συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης είναι διαπραγματεύσιμο στο χρηματιστήριο και αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ευρέως διαφοροποιημένο δείκτη.

ΑΝΑΔΟΧΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ

41.

Σε περίπτωση αναδοχής της έκδοσης χρεωστικών μέσων και μετοχών, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να ακολουθεί την εξής διαδικασία για να υπολογίζει τις κεφαλαιακές του απαιτήσεις. Πρώτον, υπολογίζει τις καθαρές θέσεις αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που έχουν αναληφθεί ή υπασφαλίζονται από τρίτους βάσει τυπικής συμφωνίας. Δεύτερον, περιορίζει τις καθαρές θέσεις με την εφαρμογή των συντελεστών μείωσης του Πίνακα 4.

Πίνακας 4

εργάσιμη ημέρα 0:

100 %

εργάσιμη ημέρα 1:

90 %

εργάσιμες ημέρες 2 έως και 3:

75 %

εργάσιμη ημέρα 4:

50 %

εργάσιμη ημέρα 5:

25 %

μετά την εργάσιμη ημέρα 5:

0 %.

«Εργάσιμη ημέρα 0» είναι η πρώτη εργάσιμη ημέρα κατά την οποία το ίδρυμα αναλαμβάνει την αμετάκλητη δέσμευση να δεχθεί μια δεδομένη (known) ποσότητα τίτλων σε προσυμφωνημένη τιμή.

Τρίτον, υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση, χρησιμοποιώντας τις μειωμένες θέσεις της αναδοχής έκδοσης τίτλων.

Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι το ίδρυμα κρατεί αρκετά κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται ανάμεσα στην ημέρα της αρχικής δέσμευσης και στην εργάσιμη ημέρα 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΘΕΣΕΙΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ

42.

Αναγνωρίζεται η προστασία που παρέχεται από πιστωτικά παράγωγα, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στις παραγράφους 43 έως 46.

43.

Ισχύει υποχρέωση πλήρους αναγνώρισης όταν η αξία των δύο σκελών της θέσης κινείται πάντα προς αντίθετες κατευθύνσεις και στην ίδια περίπου έκταση. Τούτο ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

τα δύο σκέλη συνίστανται σε μέσα με απόλυτη ομοιότητα μεταξύ τους· ή

β)

μία θετική ταμειακή θέση αντισταθμίζεται από πιστωτικό παράγωγο τύπου total return swap (και αντιστρόφως) και υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ του μέσου αναφοράς και των υποκείμενων ανοιγμάτων (δηλαδή της ταμειακής θέσης). Η ληκτότητα της ίδιας της συμφωνίας ανταλλαγής μπορεί να διαφέρει από τη ληκτότητα του υποκείμενου ανοίγματος.

Στις περιπτώσεις αυτές, δεν πρέπει να εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου σε οιοδήποτε σκέλος της θέσης.

44.

Εφαρμόζεται αντιστάθμισμα ύψους 80 % όταν η αξία των δύο σκελών κινείται πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση και εφόσον υφίσταται απόλυτη αντιστοιχία όσον αφορά το μέσο αναφοράς, τη ληκτότητα τόσο της υποχρέωσης αναφοράς όσο και του πιστωτικού παραγώγου και το νόμισμα του υποκείμενου ανοίγματος. Επιπλέον, τα βασικά στοιχεία της σύμβασης που διέπει το πιστωτικό παράγωγο δεν πρέπει να έχουν ως συνέπεια σημαντική απόκλιση των αυξομειώσεων της τιμής του πιστωτικού παραγώγου σε σύγκριση με τις αυξομειώσεις της τιμής της ταμειακής θέσης. Στο μέτρο που η συναλλαγή συνεπάγεται μεταβίβαση του κινδύνου, εφαρμόζεται αντιστάθμισμα ειδικού κινδύνου ύψους 80 % στο σκέλος της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη κεφαλαιακή απαίτηση, ενώ οι απαιτήσεις ειδικού κινδύνου στο έτερο σκέλος είναι μηδενικές.

45.

Εφαρμόζεται μερική αναγνώριση όταν η αξία των δύο σκελών κινείται συνήθως προς αντίθετες κατευθύνσεις. Τούτο ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 43, στοιχείο β), αλλά υπάρχει αναντιστοιχία στοιχείων μεταξύ του μέσου αναφοράς και του υποκείμενου ανοίγματος. Παρόλα αυτά, οι θέσεις πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

η υποχρέωση αναφοράς είναι της αυτής προτεραιότητας ή υποδεέστερης σε σύγκριση με την υποχρέωση που απορρέει από το υποκείμενο μέσο· και

ii)

η υποχρέωση που απορρέει από το υποκείμενο μέσο και η υποχρέωση αναφοράς έχουν τον ίδιο οφειλέτη και περιλαμβάνουν νομικά εκτελεστές ρήτρες σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης και σταυροειδούς πρόωρης εξόφλησης·

β)

η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 43, στοιχείο α) ή στην παράγραφο 44, αλλά υφίσταται αναντιστοιχία νομισμάτων ή ληκτότητας μεταξύ της πιστωτικής προστασίας και του υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού (οι αναντιστοιχίες νομισμάτων πρέπει να περιλαμβάνονται στην συνήθη γνωστοποίηση κινδύνου τιμών συναλλάγματος σύμφωνα με το Παράρτημα III· ή

γ)

η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 44, αλλά υφίσταται αναντιστοιχία στοιχείων μεταξύ της ταμειακής θέσης και του πιστωτικού παραγώγου. Εντούτοις, το υποκείμενο στοιχείο ενεργητικού συμπεριλαμβάνεται στις (παραδόσιμες) υποχρεώσεις στα σχετικά με το πιστωτικό παράγωγο έγγραφα.

Σε καθεμιά από τις ανωτέρω περιπτώσεις, αντί της προσθήκης των κεφαλαιακών απαιτήσεων ειδικού κινδύνου για κάθε σκέλος της συναλλαγής, ισχύει μόνο η υψηλότερη εκ των δύο κεφαλαιακών απαιτήσεων.

46.

Σε κάθε περίπτωση που δεν υπάγεται στις παραγράφους 43 έως 45, η κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου υπολογίζεται σε σχέση με αμφότερα σκέλη των θέσεων.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις για οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

47.

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για θέσεις σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων («ΟΣΕ») που πληρούν τις προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 11 για την κεφαλαιακή επάρκεια των χαρτοφυλακίων συναλλαγών υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στις παραγράφους 48 έως 56.

48.

Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος τμήματος, οι θέσεις σε ΟΣΕ υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο θέσης (ειδικό και γενικό) ύψους 32 %. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Παραρτήματος III, παράγραφος 2.1, τέταρτο εδάφιο ή του Παραρτήματος V, παράγραφος 12, τέταρτο εδάφιο (Κίνδυνος βασικού εμπορεύματος) από κοινού με το Παράρτημα ΙΙΙ, παράγραφος 2.1, τέταρτο εδάφιο, οσάκις γίνεται χρήση της τροποποιημένης αναγωγής σε χρυσό που καθορίζεται στις εν λόγω παραγράφους, οι θέσεις σε ΟΣΕ υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο θέσης (ειδικό και γενικό) και για κίνδυνο τιμών συναλλάγματος σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 40 %.

49.

Τα ιδρύματα δύνανται να καθορίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για θέσεις σε ΟΣΕ που πληρούν τις προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στην παράγραφο 51 με τις μεθόδους που καθορίζονται στις παραγράφους 53 έως 56.

50.

Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής επισήμανσης, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ των υποκείμενων επενδύσεων ενός ΟΣΕ και άλλων θέσεων που κατέχει το ίδρυμα.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

51.

Οι γενικές προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για χρήση των μεθόδων των παραγράφων 53 έως 56 στην περίπτωση ΟΣΕ που εκδίδονται από επιχειρήσεις οι οποίες υπόκεινται σε εποπτεία ή έχουν συσταθεί στην Κοινότητα είναι οι εξής:

α)

Το ενημερωτικό δελτίο ή ισοδύναμο έγγραφο του ΟΣΕ πρέπει να περιλαμβάνει:

i)

τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕ·

ii)

εάν ισχύουν επενδυτικά όρια, τα σχετικά όρια και τις μεθόδους υπολογισμού τους·

iii)

εάν επιτρέπεται μόχλευση, τον μέγιστο βαθμό μόχλευσης· και

iv)

εάν επιτρέπονται επενδύσεις σε εξωχρηματιστηριακά χρηματοοικονομικά παράγωγα ή συναλλαγές παρόμοιες με συμφωνία επαναγοράς, την τακτική με την οποία περιορίζεται ο κίνδυνος αντισυμβαλλόμενου που απορρέει από τις εν λόγω συναλλαγές.

β)

Οι δραστηριότητες του ΟΣΕ αποτελούν αντικείμενο εξαμηνιαίων και ετήσιων εκθέσεων, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και των πράξεων που διενεργήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο αναφοράς,

γ)

Οι μονάδες/μερίδια του ΟΣΕ είναι εξαγοράσιμα σε μετρητά, με χρήση των στοιχείων ενεργητικού του οργανισμού, σε καθημερινή βάση και κατόπιν αιτήσεως του κατόχου του μεριδίου·

δ)

Οι επενδύσεις σε ΟΣΕ διαχωρίζονται από τα στοιχεία ενεργητικού του διαχειριστή του ΟΣΕ· και

ε)

Υπάρχει επαρκής εκτίμηση κινδύνου του ΟΣΕ από μέρους του ιδρύματος που πραγματοποιεί την επένδυση.

52.

Οι ΟΣΕ τρίτων χωρών μπορούν να είναι επιλέξιμοι εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως ε) της παραγράφου 51, με την επιφύλαξη της έγκρισης της αρχής που είναι αρμόδια για το εκάστοτε ίδρυμα.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ

53.

Όταν ένα ίδρυμα γνωρίζει σε καθημερινή βάση τις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕ, το ίδρυμα έχει την ευχέρεια να εμβαθύνει την εξέτασή του στις εν λόγω υποκείμενες επενδύσεις προκειμένου να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) για τις συγκεκριμένες θέσεις σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν Παράρτημα ή, εάν έχει χορηγηθεί άδεια, σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο Παράρτημα V. Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, οι θέσεις σε ΟΣΕ αντιμετωπίζονται ως θέσεις στις υποκείμενες επενδύσεις του εκάστοτε ΟΣΕ. Επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ θέσεων στις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕ και άλλων θέσεων τις οποίες κατέχει το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα κατέχει ικανό αριθμό μεριδίων, ώστε να είναι δυνατή η εξαγορά/σύσταση σε αντάλλαγμα των υποκείμενων επενδύσεων.

54.

Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) προκειμένου για θέσεις σε ΟΣΕ σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν Παράρτημα ή, εάν έχει χορηγηθεί άδεια, σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο Παράρτημα V, με αναγωγή σε υποθετικές θέσεις οι οποίες να αντιστοιχούν στις θέσεις που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της σύνθεσης και των επιδόσεων ενός εξωτερικά διαμορφούμενου δείκτη ή ενός πάγιου καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων για το οποίο γίνεται λόγος στο στοιχείο α), εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

α)

σκοπός της εντολής του ΟΣΕ είναι η αναπαραγωγή της σύνθεσης και των επιδόσεων ενός εξωτερικά διαμορφούμενου δείκτη ή ενός πάγιου καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων· και

β)

είναι δυνατό να προσδιορισθεί με σαφήνεια και για ελάχιστο χρονικό διάστημα έξι μηνών ελάχιστη τιμή συσχέτισης 0,9 μεταξύ των ημερήσιων μεταβολών των τιμών του ΟΣΕ και του δείκτη ή του καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς. Ως «συσχέτιση» στο πλαίσιο αυτό νοείται ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ των καθημερινών αποδόσεων του ΟΣΕ και του δείκτη ή του καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς.

55.

Όταν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει σε καθημερινή βάση τις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕ, τότε μπορεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν Παράρτημα, εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

α)

ισχύει η παραδοχή ότι ο ΟΣΕ επενδύει καταρχάς στον μέγιστο επιτρεπόμενο βαθμό σύμφωνα με την εντολή του στις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες ισχύει η υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό), ενώ στη συνέχεια εξακολουθεί να πραγματοποιεί επενδύσεις με φθίνουσα σειρά μέχρι την επίτευξη του ανώτατου συνολικού επενδυτικού ορίου. Η θέση στον ΟΣΕ λογίζεται ως άμεση συμμετοχή στην υποθετική θέση·

β)

τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το μέγιστο έμμεσο άνοιγμα που θα μπορούσαν να επιτύχουν με την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων μέσω του ΟΣΕ κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους απαίτησης για τον κίνδυνο θέσης, αυξάνοντας αναλόγως τη θέση στον ΟΣΕ μέχρι την επίτευξη του ανώτατου ανοίγματος στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία που προκύπτει από την εντολή· και

γ)

σε περίπτωση που η κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο υπερβαίνει την απαίτηση που καθορίζεται στην παράγραφο 48, γίνεται δεκτό ότι η κεφαλαιακή απαίτηση ισούται με το επίπεδο αυτό και δεν λαμβάνεται υπόψη το υπερβάλλον.

56.

Τα ιδρύματα δύνανται να καταφεύγουν στις υπηρεσίες τρίτου για τον υπολογισμό και τη γνωστοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) προκειμένου για θέσεις σε ΟΣΕ που εμπίπτουν στις παραγράφους 53 και 55, σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν Παράρτημα, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα του υπολογισμού και της γνωστοποίησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ/ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ/ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

1.

Σε περίπτωση συναλλαγών στις οποίες χρεωστικοί τίτλοι, μετοχές, ξένα νομίσματα και βασικά εμπορεύματα (εξαιρουμένων των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς ή αγοράς και επαναπώλησης και των δανειοδοσιών και δανειοληψιών τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων) δεν έχουν διακανονισθεί ακόμη μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες παράδοσής τους, το ίδρυμα πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο διαφοράς τιμών στον οποίο υπόκειται, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής διακανονισμού των εν λόγω χρεωστικών τίτλων, μετοχών, ξένων νομισμάτων ή βασικών εμπορευμάτων και της τρέχουσας τιμής τους στην αγορά, εφόσον η διαφορά αυτή θα μπορούσε να του προκαλέσει ζημία. Το ίδρυμα πρέπει να πολλαπλασιάζει αυτή τη διαφορά με τον κατάλληλο συντελεστή της στήλης Α του Πίνακα 1 προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτησή του.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Αριθμός εργάσιμων ημερών μετά την ημερομηνία που έπρεπε να γίνει ο διακανονισμός

( %)

5 έως 15

8

16 έως 30

50

31 έως 45

75

46 και άνω

100

ΑΤΕΛΕΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (FREE DELIVERIES)

2.

Το ίδρυμα οφείλει να διατηρεί ίδια κεφάλαια, όπως καθορίζεται στον Πίνακα 2, εάν:

α)

έχει καταβάλει το αντίτιμο τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων προτού του παραδοθούν οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα, ή εάν έχει παραδώσει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα προτού λάβει το σχετικό αντίτιμο, και

β)

στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών, έχουν παρέλθει μία ή περισσότερες ημέρες από τη στιγμή της εν λόγω πληρωμής ή παράδοσης.

Πίνακας 2:

Κεφαλαιακές απαιτήσεις για ατελείς συναλλαγές

Είδος συναλλαγής

Έως την πρώτη συμβατική πληρωμή/παράδοση

Από την πρώτη συμβατική πληρωμή/παράδοση έως και μία ημέρα μετά τη δεύτερη συμβατική πληρωμή/παράδοση

5 εργάσιμες ημέρες μετά τη δεύτερη συμβατική πληρωμή/παράδοση και έως τη λήξη της συναλλαγής

Ατελής συναλλαγή

Καμία κεφαλαιακή απαίτηση

Αντιμετώπιση ως δάνειο

Αφαίρεση της μεταφερθείσας αξίας και του τρέχοντος θετικού ανοίγματος από τα ίδια κεφάλαια

3.

Κατά την εφαρμογή στάθμισης κινδύνου στα ανοίγματα ατελών συναλλαγών που τυγχάνουν της μεταχείρισης που προβλέπεται στη στήλη 3 του Πίνακα 2, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση που προβλέπεται στα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, μπορούν να παραχωρήσουν πιθανότητες αθέτησης στους αντισυμβαλλόμενους για τους οποίους δεν υφίστανται άλλα ανοίγματα εκτός εμπορικών βιβλίων, βάσει της εξωτερικής διαβάθμισης του αντισυμβαλλόμενου. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν ίδιες εκτιμήσεις σχετικά με τις ζημίες σε περίπτωση αθέτησης (loss given defaults — LGD), μπορούν να εφαρμόζουν τις LGD που παρατίθενται στο Παράρτημα VII, Μέρος 2, παράγραφος 8 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ στα ανοίγματα ατελών συναλλαγών που τυγχάνουν μεταχείρισης σύμφωνα με τη στήλη 3 του Πίνακα 2 υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα εφαρμόζεται για όλα αυτά τα ανοίγματα. Εναλλακτικά, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση που προβλέπεται στα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ μπορούν να εφαρμόζουν τις σταθμίσεις κινδύνου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 78 έως 83 της προαναφερθείσας οδηγίας υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα εφαρμόζεται σε όλα τα συγκεκριμένα ανοίγματα ή θα μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 % στα εν λόγω ανοίγματα.

Στην περίπτωση που το ύψος θετικού ανοίγματος που προκύπτει από τις ελεύθερες ατελείς συναλλαγές δεν είναι υλικό, τα ιδρύματα θα μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 % για τα ανοίγματα αυτά.

4.

Σε περίπτωση δυσλειτουργίας συστήματος διακανονισμού ή εκκαθάρισης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν τη μη εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων που έχουν υπολογισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 έως ότου διορθωθεί η κατάσταση. Ο μη διακανονισμός συναλλαγής από έναν αντισυμβαλλόμενο δεν θεωρείται αθέτηση για τους σκοπούς του πιστωτικού κινδύνου.

ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ (CCR)

5.

Κάθε ίδρυμα υποχρεούται να διαθέτει κεφάλαια προς κάλυψη του CCR που απορρέει από ανοίγματα τα οποία οφείλονται σε:

α)

εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα και πιστωτικά παράγωγα·

β)

συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή συναλλαγές δανειοληψίας με βάση τίτλους ή βασικά εμπορεύματα που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

γ)

πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης βασιζόμενες σε τίτλους ή σε βασικά εμπορεύματα· και

δ)

συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού (long settlement transactions).

6.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 7 έως 10, η αξία ανοιγμάτων και τα ποσά ανοίγματος με στάθμιση κινδύνου για τέτοια ανοίγματα υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, όπου κάθε αναφορά σε «πιστωτικά ιδρύματα» στο εν λόγω τμήμα νοείται ως αναφορά σε «ιδρύματα», κάθε αναφορά σε «μητρικά πιστωτικά ιδρύματα» νοείται ως αναφορά σε «μητρικά ιδρύματα», ενώ οι συναφείς όροι νοούνται με ανάλογο τρόπο.

7.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 6:

Το Παράρτημα IV της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θεωρείται ότι τροποποιείται ούτως ώστε να περιλαμβάνει την παράγραφο 8 του Μέρους Γ του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Το Παράρτημα III της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θεωρείται ότι τροποποιείται ούτως ώστε να περιλαμβάνει τα εξής μετά τις υποσημειώσεις του Πίνακα 1:

«Για να υπολογισθεί το ύψος ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος οσάκις πρόκειται για πιστωτικό παράγωγο τύπου “total return swap” ή για πιστωτικό παράγωγο τύπου “credit default swap”, το ονομαστικό ποσό του μέσου πολλαπλασιάζεται επί τα ακόλουθα ποσοστά:

σε περίπτωση που η υποχρέωση αναφοράς είναι τέτοιου τύπου ώστε, εάν δημιουργούσε άμεσο άνοιγμα για το ίδρυμα, θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του Παραρτήματος I: 5 % · και

σε περίπτωση που η υποχρέωση αναφοράς είναι τέτοιου τύπου ώστε, εάν δημιουργούσε άμεσο άνοιγμα για το ίδρυμα, δεν θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του Παραρτήματος I: 10 %.

Εντούτοις, εάν πρόκειται για πιστωτικό παράγωγο τύπου “credit default swap”, το ίδρυμα του οποίου το άνοιγμα που προκύπτει από την εν λόγω συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί θετική θέση στο υποκείμενο μέσο, έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει ποσοστό 0 % για το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα, εκτός αν το πιστωτικό παράγωγο τύπου “credit default swap” υπόκειται σε ρήτρα εκκαθάρισης σε περίπτωση αφερεγγυότητας της οντότητας της οποίας το άνοιγμα που προκύπτει από τη συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί αρνητική θέση στο υποκείμενο μέσο, έστω και αν το υποκείμενο μέσο δεν τελεί σε κατάσταση αθέτησης τήρησης υποχρέωσης.»

Οσάκις το πιστωτικό παράγωγο παρέχει προστασία έναντι της «νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης» μεταξύ ενός πλήθους υποκείμενων υποχρεώσεων, το ποιο από τα παραπάνω ποσοστά είναι εφαρμοστέο καθορίζεται από την υποχρέωση με τη νιοστή χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα, με κριτήριο το κατά πόσον πρόκειται για υποχρέωση η οποία, εάν βάρυνε το ίδρυμα, θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του Παραρτήματος I.

8.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, κατά τον υπολογισμό του ποσού ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου, τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουν την «απλή μέθοδο χρήσης των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων», η οποία καθορίζεται στο Παράρτημα VIII, Μέρος 3, παράγραφοι 24 έως 29 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, για την αναγνώριση των συνεπειών χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

9.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, στην περίπτωση συναλλαγών πώλησης και επαναγοράς και συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων κατατεθειμένων σε χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, κάθε χρηματοοικονομικό μέσο και βασικό εμπόρευμα που πληροί τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είναι δυνατό να αναγνωρισθεί ως αποδεκτή εξασφάλιση. Όταν πρόκειται για άνοιγμα που οφείλεται σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο μέσο το οποίο εγγράφεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα βασικά εμπορεύματα που πληρούν τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μπορούν ομοίως να αναγνωρισθούν ως αποδεκτή εξασφάλιση. Προκειμένου να υπολογισθούν οι προσαρμογές μεταβλητότητας όταν τέτοιου είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα μη αποδεκτά δυνάμει του Παραρτήματος VIII της οδηγίας 2006/48/ΕΚ διατίθενται ως δάνειο, πωλούνται ή παρέχονται ή αποτελούν αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζονται ή λαμβάνονται ως εξασφάλιση ή υπό άλλη μορφή στο πλαίσιο τέτοιας συναλλαγής και το ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση των εποπτευόμενων προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει του Παραρτήματος VIII, τμήμα 3 της ίδιας οδηγίας, τα εν λόγω μέσα ή βασικά εμπορεύματα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι μετοχές οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη και είναι εισηγμένες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο.

Εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τη δική τους προσέγγιση για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει του Παραρτήματος VIII, τμήμα 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ σε σχέση με χρηματοδοτικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα που δεν είναι αποδεκτά κατά το Παράρτημα VIII, της ίδιας οδηγίας, τότε οι προσαρμογές μεταβλητότητας πρέπει να υπολογίζονται για κάθε χωριστό στοιχείο. Εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την Προσέγγιση Εσωτερικών Υποδειγμάτων που προσδιορίζεται στο Παράρτημα VIIΙ, τμήμα 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, τότε δύνανται επίσης να εφαρμόσουν αυτή την προσέγγιση και στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

10.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, σε σχέση με την αναγνώριση συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές πώλησης και επαναγοράς ή/και συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή/και άλλου είδους συναλλαγές κεφαλαιαγοράς, ο συμψηφισμός μεταξύ θέσεων εντός και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών αναγνωρίζεται μόνο εφόσον οι συμψηφιζόμενες συναλλαγές πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όλες οι συναλλαγές αποτιμώνται καθημερινά με βάση τις τρέχουσες αγοραίες τιμές· και

β)

κάθε στοιχείο το οποίο αποτελεί αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζεται ή λαμβάνεται στο πλαίσιο των συναλλαγών δύναται να αναγνωρισθεί ως αποδεκτή χρηματοοικονομική εξασφάλιση βάσει του τίτλου V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3, ενότητα 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ χωρίς εφαρμογή της παραγράφου 9 του παρόντος Παραρτήματος.

11.

Όταν ένα πιστωτικό παράγωγο το οποίο περιλαμβάνεται σε χαρτοφυλάκιο συναλλαγών αποτελεί στοιχείο εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου και η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, γίνεται δεκτό ότι δεν υφίσταται κίνδυνος αντισυμβαλλομένου εξαιτίας της θέσης στο πιστωτικό παράγωγο.

12.

Η κεφαλαιακή απαίτηση είναι 8 % των συνολικών ποσών ανοίγματος με στάθμιση κινδύνου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΙΜΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ

1.

Εάν το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του ιδρύματος σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό, υπολογιζόμενης με τη μέθοδο που ορίζεται στην παράγραφο 2, υπερβαίνει το 2 % των συνολικών του ιδίων κεφαλαίων, το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό πολλαπλασιάζεται επί 8 % για να υπολογιστεί το ίδιο κεφάλαιο που απαιτείται έναντι συναλλαγματικού κινδύνου.

2.

Χρησιμοποιείται μια μέθοδος υπολογισμού σε δύο στάδια για τον καθορισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος.

2.1.

Πρώτον, υπολογίζεται η καθαρή ανοικτή θέση του ιδρύματος σε κάθε νόμισμα (συμπεριλαμβανομένου του νομίσματος υποβολής στοιχείων) και σε χρυσό.

Η καθαρή ανοικτή θέση αυτή αντιστοιχεί στο άθροισμα των ακόλουθων (θετικών ή αρνητικών) στοιχείων:

α)

καθαρή τρέχουσα θέση (δηλαδή όλα τα στοιχεία ενεργητικού μείον όλα τα στοιχεία παθητικού, συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, στο σχετικό νόμισμα ή, για το χρυσό, καθαρή τρέχουσα θέση σε χρυσό),

β)

καθαρή προθεσμιακή θέση (δηλαδή όλα τα εισπρακτέα ποσά μείον όλα τα πληρωτέα ποσά βάσει προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος και χρυσού, συμπεριλαμβανομένων των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος και χρυσού και του κεφαλαίου των συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων που δεν έχει συνυπολογισθεί στην τρέχουσα θέση),

γ)

αμετάκλητες εγγυήσεις (και παρεμφερή μέσα) που είναι βέβαιο ότι θα καταστούν απαιτητές και πιθανό ότι δεν θα ανακτηθούν,

δ)

καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα μη ακόμη δεδουλευμένα αλλά ήδη πλήρως αντισταθμισμένα (κατ«επιλογή του ιδρύματος που υποβάλλει τα στοιχεία και με προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα που δεν έχουν καταχωρηθεί ακόμη λογιστικά αλλά έχουν καλυφθεί ήδη πλήρως μέσω προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον υπολογισμό). Το ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει με συνέπεια τη μέθοδο που έχει επιλέξει,

ε)

ποσό ισοδύναμο με το αποτέλεσμα του συμψηφισμού των συντελεστών δέλτα (net delta ή delta-based equivalent) για το σύνολο του χαρτοφυλακίου δικαιωμάτων προαίρεσης επί συναλλάγματος και χρυσού, και

στ)

η αγοραία αξία των άλλων (πλην συναλλάγματος και χρυσού) δικαιωμάτων προαίρεσης.

Οι τυχόν θέσεις που έχει αναλάβει σκοπίμως το ίδρυμα προκειμένου να αντισταθμιστεί έναντι των δυσμενών συνεπειών των συναλλαγματικών διακυμάνσεων για το λόγο κεφαλαίου/υποχρεώσεών της, μπορούν να μη συνυπολογίζονται στον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης ανά νόμισμα. Οι θέσεις αυτές πρέπει να είναι εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και διαρθρωτικής φύσης, να μη συνδέονται δηλαδή με τρέχουσες συναλλαγές, η δε εξαίρεσή τους από τον υπολογισμό καθώς και κάθε αλλαγή των συνθηκών εξαίρεσής τους προϋποθέτουν τη συναίνεση των αρμόδιων αρχών. Η ίδια μεταχείριση και με τους ίδιους όρους μπορεί να επιφυλάσσεται στις θέσεις που έχει ένα ίδρυμα, οι οποίες αφορούν στοιχεία ήδη εκπεσθέντα κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού του πρώτου εδαφίου, στην περίπτωση των ΟΣΕ, λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές θέσεις συναλλάγματος του ΟΣΕ. Τα ιδρύματα δύνανται να βασίζονται στα στοιχεία που παρέχουν τρίτοι για τις θέσεις συναλλάγματος στον εκάστοτε ΟΣΕ, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα των εν λόγω στοιχείων. Εάν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει τις θέσεις συναλλάγματος σε έναν ΟΣΕ, γίνεται δεκτό ότι ο ΟΣΕ έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις σε συνάλλαγμα μέχρι το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο βάσει της εντολής του ΟΣΕ, και τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη, για τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών, το μέγιστο έμμεσο άνοιγμα που θα μπορούσαν να επιτύχουν με την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων μέσω του ΟΣΕ κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους απαίτησης για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος. Τούτο πραγματοποιείται με κατ» αναλογία αύξηση της θέσης στον ΟΣΕ μέχρι το μέγιστο άνοιγμα στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία που προκύπτουν από την επενδυτική εντολή. Η υποθετική θέση του ΟΣΕ σε συνάλλαγμα αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό νόμισμα, κατά το πρότυπο της μεταχείρισης των επενδύσεων σε χρυσό, με τη διαφορά ότι, εάν είναι διαθέσιμη η κατεύθυνση της επένδυσης του ΟΣΕ, η συνολική θετική θέση μπορεί να προστεθεί στη συνολική θετική ανοικτή θέση συναλλάγματος, ενώ η συνολική αρνητική θέση μπορεί να προστεθεί στη συνολική αρνητική ανοικτή θέση συναλλάγματος. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ τέτοιων θέσεων πριν από τον υπολογισμό.

Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέπουν σε ιδρύματα να χρησιμοποιούν την καθαρή τρέχουσα αξία κατά τον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης σε κάθε νόμισμα και σε χρυσό.

2.2.

Δεύτερον, οι καθαρές θετικές και αρνητικές θέσεις σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος υποβολής στοιχείων και η καθαρή θετική ή αρνητική θέση σε χρυσό μετατρέπονται στο νόμισμα υποβολής στοιχείων βάσει των τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι θέσεις αυτές αθροίζονται χωριστά έτσι ώστε να προκύψει, αντίστοιχα, το άθροισμα των καθαρών αρνητικών θέσεων και το άθροισμα των καθαρών θετικών θέσεων. Το μεγαλύτερο από αυτά τα δύο αθροίσματα είναι η συνολική καθαρή θέση του ιδρύματος σε συνάλλαγμα.

3.

Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και εν αναμονή περαιτέρω συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος, να επιβάλλουν ή να επιτρέπουν στα ιδρύματα τη χρησιμοποίηση των παρακάτω διαδικασιών.

3.1.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλλει στα ιδρύματα, για θέσεις σε στενά συσχετιζόμενα (correlated) νομίσματα, κεφαλαιακές απαιτήσεις χαμηλότερες από τις απαιτήσεις που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 σε αυτές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρούν δύο νομίσματα ως στενά συσχετιζόμενα μόνον όταν η πιθανότητα ζημίας —υπολογιζόμενη με βάση τα ημερήσια στοιχεία συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα προηγούμενα τρία ή πέντε χρόνια— που θα προκύψει σε ίσες και αντίθετες θέσεις στα νομίσματα αυτά κατά τις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες, ήτοι 4 % ή λιγότερο της αξίας της συγκεκριμένης αντιστοιχισμένης θέσης (αποτιμώμενης στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή εκθέσεων) έχει πιθανότητα τουλάχιστον 99 % όταν χρησιμοποιείται τριετής περίοδος παρακολούθησης ή 95 % όταν η περίοδος παρακολούθησης είναι πενταετής. Οι απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια έναντι της αντιστοιχισμένης θέσης σε δύο στενά συσχετιζόμενα νομίσματα είναι 4 % πολλαπλασιαζόμενο επί την αξία της αντιστοιχισμένης θέσης. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι μη αντιστοιχισμένων θέσεων σε στενά συσχετιζόμενα νομίσματα, καθώς και όλες οι θέσεις σε άλλα νομίσματα είναι 8 %, πολλαπλασιαζόμενο επί το υψηλότερο ποσό της καθαρής αρνητικής θέσης, ή της καθαρής θετικής θέσης στα νομίσματα αυτά, ύστερα από την αφαίρεση των αντιστοιχισμένων θέσεων σε στενά συσχετιζόμενα νομίσματα.

3.2.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα να μετακινούν θέσεις σε νομίσματα που εμπίπτουν σε νομικά δεσμευτική διακρατική συμφωνία για τον περιορισμό της διακύμανσής τους εν σχέσει προς άλλα νομίσματα καλυπτόμενα από την ίδια συμφωνία, από οποιαδήποτε μέθοδο που περιγράφεται στις παραγράφους 1, 2 και 3.1 και την οποία εφαρμόζουν. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις αντιστοιχισμένες θέσεις τους στα νομίσματα αυτά και τις υπάγουν σε κεφαλαιακές απαιτήσεις ίσες τουλάχιστον προς το ήμισυ της μέγιστης αποδεκτής διακύμανσης που καθορίζεται στη συγκεκριμένη διακυβερνητική συμφωνία όσον αφορά τα περί ων ο λόγος νομίσματα. Οι μη αντιστοιχισμένες θέσεις στα νομίσματα αυτά αντιμετωπίζονται όπως και τα άλλα νομίσματα.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στις κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι αντιστοιχισμένων θέσεων σε νομίσματα κρατών μελών που συμμετέχουν στη δεύτερη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης να είναι 1,6 %, πολλαπλασιαζόμενο επί την αξία των αντιστοιχισμένων αυτών θέσεων.

4.

Οι καθαρές θέσεις σε σύνθετα νομίσματα μπορούν να διαχωρίζονται με βάση τα συμμετέχοντα νομίσματα και σύμφωνα με τις ισχύουσες αναλογίες τους.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΒΑΣΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ

1.

Κάθε θέση σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων εκφράζεται σε τυποποιημένες μονάδες μέτρησης. Για κάθε βασικό εμπόρευμα, η τιμή για άμεση παράδοση (spot price) εκφράζεται στο νόμισμα υποβολής στοιχείων στις αρμόδιες αρχές.

2.

Οι θέσεις σε χρυσό ή σε παράγωγα μέσα χρυσού θεωρούνται ότι ενέχουν κίνδυνο συναλλάγματος και αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το Παράρτημα III ή το Παράρτημα V, κατά περίπτωση, ως προς τον υπολογισμό του κινδύνου αγοράς.

3.

Για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος, οι θέσεις που είναι καθαρώς χρηματοδοτήσεις φυσικών αποθεμάτων μπορούν να εξαιρούνται μόνο από τον υπολογισμό του κινδύνου βασικού εμπορεύματος.

4.

Οι κίνδυνοι επιτοκίου και συναλλάγματος που δεν καλύπτονται από άλλες διατάξεις του παρόντος Παραρτήματος περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του γενικού κινδύνου διαπραγματεύσιμων χρεωστικών τίτλων και στον υπολογισμό του κινδύνου συναλλάγματος.

5.

Όταν η αρνητική θέση καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θετική θέση, τα ιδρύματα καλύπτονται επίσης έναντι του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας που ενδέχεται να υπάρχει σε ορισμένες αγορές.

6.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 19, το ποσό κατά το οποίο οι θετικές (αρνητικές) θέσεις υπερβαίνουν τις θετικές (αρνητικές) θέσεις του ιδρύματος στο ίδιο βασικό εμπόρευμα και σε πανομοιότυπα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), δικαιώματα προαίρεσης (options) και πιστοποιητικά επιλογής (warrants) αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση του ιδρύματος σε κάθε βασικό εμπόρευμα.

Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την αντιμετώπιση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 8, 9 και 10, των θέσεων σε παράγωγα μέσα ως θέσεων στο υποκείμενο βασικό εμπόρευμα.

7.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρήσουν τις ακόλουθες θέσεις ως θέσεις στο ίδιο βασικό εμπόρευμα:

α)

θέσεις σε διαφορετικές υποκατηγορίες βασικών εμπορευμάτων, οσάκις είναι αμοιβαίως δυνατή η παράδοση μιας υποκατηγορίας έναντι άλλης, και

β)

θέσεις σε ομοειδή βασικά εμπορεύματα, εάν είναι στενά υποκατάστατα μεταξύ τους και εφόσον είναι δυνατόν να καταδειχθεί σαφώς ελάχιστη συσχέτιση ύψους 0,9 μεταξύ των διακυμάνσεων των τιμών στη διάρκεια ενός τουλάχιστον έτους.

Ειδικά μέσα

8.

Τα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων και οι προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης μεμονωμένων βασικών εμπορευμάτων ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης ως ονομαστικά (notional) ποσά εκφρασμένα στην τυποποιημένη μονάδα μέτρησης και τους αποδίδεται προθεσμία λήξης με βάση την ημερομηνία λήξης.

Σε περίπτωση συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης διαπραγματεύσιμου σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margins) που επιβάλλει το χρηματιστήριο εάν έχουν πεισθεί ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου από το εν λόγω συμβόλαιο και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης η οποία προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων (OTC) του τύπου που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί ο οίκος διακανονισμού και εκκαθάρισης, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τη σύμβαση παράγωγων μέσων και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V.

9.

Οι συμφωνίες ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων με ένα σκέλος σε σταθερές τιμές και το άλλο σε τρέχουσες τιμές πρέπει να ενσωματώνονται στην προσέγγιση του πίνακα προθεσμιών λήξης, όπως ορίζεται στις παραγράφους 13 έως 18, ως σύνολο θέσεων ίσων προς το ονομαστικό ποσό της συμφωνίας, όπου κάθε πληρωμή για την εξυπηρέτηση της συμφωνίας ανταλλαγής αποτελεί θέση που αναγράφεται στο αντίστοιχο διάστημα ληκτότητας του πίνακα προθεσμιών λήξης του Πίνακα 1 της παραγράφου 13. Οι θέσεις θα είναι θετικές εάν το ίδρυμα πληρώνει σταθερές τιμές και εισπράττει κυμαινόμενες τιμές και αρνητικές εάν το ίδρυμα εισπράττει σταθερές τιμές και πληρώνει κυμαινόμενες τιμές.

Οι συμφωνίες ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων στις οποίες τα δύο σκέλη της συναλλαγής είναι σε διαφορετικά εμπορεύματα πρέπει να κατατάσσονται στα αντίστοιχα διαστήματα ληκτότητας σύμφωνα με την προσέγγιση του πίνακα προθεσμιών λήξης.

10.

Τα δικαιώματα προαίρεσης σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων αντιμετωπίζονται ως θέσεις αξίας ίσης με το ποσό του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης, πολλαπλασιασμένο επί το συντελεστή δέλτα για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος. Οι θέσεις που υπολογίζονται έτσι μπορούν να συμψηφίζονται με αντίθετες θέσεις στο ίδιο υποκείμενο εμπόρευμα ή στο ίδιο παράγωγο μέσο βασικού εμπορεύματος. Ο χρησιμοποιούμενος συντελεστής δέλτα είναι είτε εκείνος του σχετικού χρηματιστηρίου είτε εκείνος που υπολογίζεται από τις αρμόδιες αρχές είτε, εάν κανένας από αυτούς δεν είναι διαθέσιμος ή εάν πρόκειται για εξωχρηματιστηριακά δικαιώματα προαίρεσης (OTC options), εκείνος που υπολογίζεται από το ίδιο το ίδρυμα, εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα του υποδείγματος που χρησιμοποιεί το ίδρυμα.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από τα ιδρύματα να υπολογίζουν τους συντελεστές δέλτα με τη μέθοδο που αυτές ορίζουν.

Είναι υποχρεωτική η κάλυψη των άλλων κινδύνων, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα, που σχετίζονται με δικαιώματα προαίρεσης επί βασικών εμπορευμάτων.

Σε περίπτωση πωλούμενου δικαιώματος προαίρεσης επί βασικού εμπορεύματος, διαπραγματεύσιμου σε χρηματιστήριο (written exchange-traded commodity option), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό της απαίτησης περιθωρίου που επιβάλλει το χρηματιστήριο εάν κρίνουν ότι το ποσό αυτό δίνει το ακριβές μέτρο του κινδύνου από το εν λόγω δικαίωμα προαίρεσης και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για δικαίωμα προαίρεσης που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τα εξωχρηματιστηριακά δικαιώματα προαίρεσης τα οποία διακανονίζονται από ανεγνωρισμένο οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί ο οίκος διακανονισμού και εκκαθάρισης, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με το δικαίωμα προαίρεσης και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για το εν λόγω δικαίωμα προαίρεσης που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη παρακάτω στο παρόν Παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, κατά τα οριζόμενα στο Παράρτημα V.

Επιπλέον, σε περίπτωση αγοραζόμενου δικαιώματος προαίρεσης επί βασικού εμπορεύματος, διαπραγματεύσιμου σε χρηματιστήριο ή εξωχρηματιστηριακού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίδια με εκείνη που απαιτείται για το υποκείμενο βασικό εμπόρευμα, υπό τον περιορισμό ότι η απαίτηση που υπολογίζεται έτσι δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης. Η κεφαλαιακή απαίτηση για πωλούμενο εξωχρηματιστηριακό δικαίωμα προαίρεσης καθορίζεται σε σχέση με το υποκείμενο βασικό εμπόρευμα.

11.

Τα πιστοποιητικά επιλογής που αφορούν βασικά εμπορεύματα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα δικαιώματα προαίρεσης επί βασικών εμπορευμάτων που μνημονεύονται στην παράγραφο 10.

12.

Το ίδρυμα που μεταβιβάζει βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας βασικών εμπορευμάτων σε συμφωνία πώλησης και επαναγοράς και το ίδρυμα που δανείζει βασικά εμπορεύματα σε συμφωνία δανειοδοσίας βασικών εμπορευμάτων περιλαμβάνει τα εμπορεύματα αυτά στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησής του βάσει του παρόντος Παραρτήματος.

α)   Προσέγγιση με βάση τον πίνακα προθεσμιών λήξης

13.

Ακολουθώντας τον κατωτέρω Πίνακα 1, το ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετική προθεσμία λήξης για έκαστο βασικό προϊόν. Οι θέσεις που αντιστοιχούν σε κάθε βασικό προϊόν, αλλά και οι θεωρούμενες ως θέσεις σε αυτό το προϊόν, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 7, κατατάσσονται στο οικείο διάστημα λήξης. Τα υλικά αποθέματα κατατάσσονται στο πρώτο διάστημα.

Πίνακας 1

Διάρκεια προθεσμιών λήξης

(1)

Συντελεστής διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (Spread rate)(σε %)

(2)

0 ≤ 1 μήνα

1,50

> 1 ≤ 3 μήνες

1,50

> 3 ≤ 6 μήνες

1,50

> 6 ≤ 12 μήνες

1,50

> 1 ≤ 2 έτη

1,50

> 2 ≤ 3 έτη

1,50

> 3 έτη

1,50

14.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων που είναι ή θεωρούνται βάσει της παραγράφου 7, θέσεις στο ίδιο βασικό προϊόν και την κατάταξή τους στο οικείο διάστημα λήξεως επί εκκαθαρισμένης βάσεως, προκειμένου περί των εξής:

α)

θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες την αυτή ημερομηνία, και

β)

θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες με διαφορά δεκαημέρου, εάν οι συμβάσεις αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορές έχουσες καθημερινά ημερομηνίες παραδόσεως.

15.

Στη συνέχεια το ίδρυμα υπολογίζει το άθροισμα για κάθε διάστημα ληκτότητας των θετικών θέσεων αφενός, και των αρνητικών θέσεων, αφετέρου. Το ποσό των πρώτων (δεύτερων) που αντιστοιχίζεται έναντι των δεύτερων (πρώτων) σε κάθε διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση στο διάστημα αυτό, ενώ η απομένουσα θετική ή αρνητική θέση είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση στο ίδιο διάστημα ληκτότητας (unmatched position).

16.

Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης θετικής (αρνητικής) θέσης σε δεδομένο διάστημα ληκτότητας που αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης αρνητικής (θετικής) θέσης στο επόμενο διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ των δύο διαστημάτων ληκτότητας. Το μέρος της μη αντιστοιχισμένης θετικής ή αρνητικής θέσης που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με τον τρόπο αυτό είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση.

17.

Η κεφαλαιακή απαίτηση, την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα, υπολογίζεται με βάση τον σχετικό πίνακα προθεσμιών λήξεως και ισούται με το άθροισμα των κατωτέρω:

α)

άθροισμα των αντιστοιχισμένων θετικών και αρνητικών θέσεων, πολλαπλασιασμένο με τον κατάλληλο συντελεστή διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate) που αναφέρεται στη στήλη 2 του Πίνακα 1 της παραγράφου 13 για κάθε διάστημα προθεσμιών λήξης και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση (spot price),

β)

αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ δύο διαστημάτων προθεσμιών λήξης για κάθε διάστημα προθεσμιών λήξης στο οποίο μεταφέρεται μια μη αντιστοιχισμένη θέση, πολλαπλασιασμένη επί 0,6 % (συντελεστής μεταφοράς) (carry rate) και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση, και

γ)

απομένουσες μη αντιστοιχισμένες θέσεις, πολλαπλασιασμένες επί 15 % (συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης) (outright rate) και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση.

18.

Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για έκαστο βασικό εμπόρευμα, σύμφωνα με την παράγραφο 17.

β)   Απλουστευμένη προσέγγιση

19.

Η κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα ισούται με το άθροισμα των ακόλουθων δύο στοιχείων:

α)

15 % της καθαρής θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιασμένο επί την τιμή του εμπορεύματος για άμεση παράδοση (spot price), και

β)

3 % της μεικτής θέσης, θετική θέση συν αρνητική θέση, πολλαπλασιασμένο επί την τιμή του εμπορεύματος για άμεση παράδοση.

20.

Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για έκαστο βασικό εμπόρευμα, σύμφωνα με την παράγραφο 19.

γ)   Διευρυμένη προσέγγιση με βάση τον πίνακα προθεσμιών λήξης

21.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τους ελάχιστους συντελεστές διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate), μεταφοράς (carry rate) και μη αντιστοιχισμένης θέσης (outright rate) που καθορίζονται στον κατωτέρω Πίνακα 2, αντί εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 13, 14, 17 και 18, εφόσον τα ιδρύματα, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών τους:

α)

διενεργούν σημαντικές συναλλαγές σε βασικά εμπορεύματα,

β)

διαθέτουν διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο βασικών εμπορευμάτων, και

γ)

δεν είναι ακόμη σε θέση να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με το Παράρτημα V.

Πίνακας 2

 

Πολύτιμα μέταλλα (εκτός χρυσού)

Βασικά μέταλλα

Γεωργικά προϊόντα

Άλλα, περιλαμβανομένων των ενεργειακών προϊόντων

Συντελεστής διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης ( %)

1,0

1,2

1,5

1,5

Συντελεστής μεταφοράς ( %)

0,3

0,5

0,6

0,6

Συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης ( %)

8

10

12

15


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΧΡΗΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

1.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν Παράρτημα, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος ή/και τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος με τα εσωτερικά τους υποδείγματα αντί, ή σε συνδυασμό, με τις μεθόδους που περιγράφονται στα Παραρτήματα I, III και IV. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ρητή αναγνώριση των αρμόδιων αρχών για τη χρησιμοποίηση των υποδειγμάτων αυτών, χάριν εποπτείας των κεφαλαίων.

2.

Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην αναγνώριση αυτή μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος βασίζεται σε υγιείς αρχές, εφαρμόζεται με ακεραιότητα και πληροί ιδίως τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:

α)

το εσωτερικό υπόδειγμα διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος εντάσσεται στενά στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων και αποτελεί τη βάση για τις εκθέσεις προς τη γενική διοίκηση του ιδρύματος σχετικά με το ύψος του τρέχοντος ανοίγματος του ιδρύματος,

β)

το ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων, ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και απευθείας υπόλογο έναντι της γενικής διοίκησης. Το τμήμα αυτό ευθύνεται για το σχεδιασμό και τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις για τα αποτελέσματα του υποδείγματος διαχείρισης κινδύνων και για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ως προς τα όρια διαπραγμάτευσης. Το τμήμα ελέγχου κινδύνων πραγματοποιεί επίσης την αρχική και την περιοδική επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος,

γ)

το διοικητικό συμβούλιο και η γενική διοίκηση του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργώς στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων και οι καθημερινές εκθέσεις του τμήματος ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος,

δ)

το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό ικανό να χρησιμοποιεί πολύπλοκα υποδείγματα στους τομείς της διαπραγμάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών,

ε)

το ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και την εξασφάλιση της τήρησης των εσωτερικών πολιτικών και ελέγχων όσον αφορά τη συνολική λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων,

στ)

έχει αποδειχθεί ότι το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος μπορεί να μετρά τους κινδύνους με ικανοποιητική ακρίβεια,

ζ)

το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης καταστάσεων κρίσης (stress testing), τα αποτελέσματα του οποίου εξετάζονται από τη γενική διοίκηση και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτή καθορίζει. Οι προσομοιώσεις αυτές αφορούν ιδίως την έλλειψη ρευστότητας στις αγορές σε ακραίες συνθήκες, τον κίνδυνο συγκέντρωσης, τις αγορές μιας κατεύθυνσης, τους κινδύνους γεγονότος ή αθέτησης (jump-to-default), την μη γραμμικότητα των προϊόντων, τις θέσεις που υπόκεινται σε αποκλίσεις τιμών και άλλους κινδύνους που ενδέχεται να μη λαμβάνονται κατάλληλα υπόψη στα εσωτερικά υποδείγματα. Οι διαταραχές που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό αντικατοπτρίζουν τη φύση των χαρτοφυλακίων και τον χρόνο που θα ήταν αναγκαίος για την αντιστάθμιση ή τη διαχείριση των κινδύνων υπό ακραίες συνθήκες αγοράς, και

η)

το ίδρυμα διενεργεί, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη ανάλυση του οικείου συστήματος διαχείρισης κινδύνων.

Η ανάλυση που προβλέπεται στο στοιχείο η) αφορά τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων. Τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, το ίδρυμα προβαίνει σε επανεξέταση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων.

Η επανεξέταση καλύπτει υπόψη τα εξής :

α)

την καταλληλότητα της τεκμηρίωσης σχετικά με το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και την οργάνωση της μονάδας ελέγχου κινδύνων,

β)

την ενσωμάτωση των μετρήσεων κινδύνων αγοράς στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων, καθώς και την ακεραιότητα του συστήματος πληροφοριών διαχείρισης,

γ)

τη διαδικασία που εφαρμόζει το ίδρυμα για την έγκριση των υποδειγμάτων και των συστημάτων αποτίμησης των κινδύνων σε τιμές αγοράς τα οποία χρησιμοποιούνται από τους διαπραγματευτές και από το προσωπικό του τμήματος υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών,

δ)

την έκταση των κινδύνων αγοράς που καλύπτει το υπόδειγμα διαχείρισης κινδύνων και την πιστοποίηση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία μέτρησης κινδύνων,

ε)

την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων για τις ανοικτές θέσεις, την ακρίβεια των υποθέσεων μεταβλητότητας και συσχέτισης, καθώς και την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και ευαισθησίας,

στ)

τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να ελέγχει τη συνοχή, την ενημέρωση και την αξιοπιστία των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα εσωτερικά υποδείγματα, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των πηγών των δεδομένων αυτών, και

ζ)

τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να αξιολογεί τους εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους που διενεργούνται για να εξακριβωθεί η ακρίβεια των υποδειγμάτων.

3.

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν διαδικασίες που εξασφαλίζουν την επικύρωση των εσωτερικών τους υποδειγμάτων από κατάλληλα τρίτα πρόσωπα που είναι ανεξάρτητα από τη διαδικασία κατάρτισης των υποδειγμάτων, με τρόπο που εγγυάται ότι τα υποδείγματα είναι εννοιολογικά άρτια και συλλαμβάνουν επαρκώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους. Η επικύρωση γίνεται κατά την αρχική κατάρτιση του εσωτερικού υποδείγματος, καθώς και σε κάθε σημαντική μεταβολή του. Επαναλαμβάνεται περιοδικά, αλλά ιδίως όταν επέρχονται διαρθρωτικές μεταβολές στην αγορά ή στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου που μπορούν να καταστήσουν το εσωτερικό υπόδειγμα ακατάλληλο. Τα ιδρύματα υιοθετούν και επωφελούνται από τις τελευταίες εξελίξεις στις τεχνικές και στις βέλτιστες πρακτικές. Η επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος δεν περιορίζεται στον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο αλλά περιλαμβάνει επίσης τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

ελέγχους για να αποδειχθεί ότι οι παραδοχές του εσωτερικού υποδείγματος είναι κατάλληλες και δεν υποεκτιμούν ή υπερεκτιμούν τον κίνδυνο·

β)

εκτός των υποχρεωτικών προγραμμάτων δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, τα ιδρύματα διενεργούν δικούς τους ελέγχους επικύρωσης του εσωτερικού υποδείγματος ως προς τους κινδύνους και τη διάρθρωση των χαρτοφυλακίων τους· και

γ)

χρήση υποθετικών χαρτοφυλακίων που επιτρέπουν να εξακριβωθεί ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συλλαμβάνει ορισμένα ειδικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, όπως ιδίως κάθε σημαντικό κίνδυνο βάσης και κίνδυνο συγκέντρωσης.

4.

Το ίδρυμα παρακολουθεί την ακρίβεια και την απόδοση του εσωτερικού υποδείγματος, διά της εφαρμογής ενός προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου. Με τον έλεγχο αυτό, συγκρίνεται για κάθε εργάσιμη ημέρα, το μέτρο δυνητικής ζημίας το υπολογιζόμενο σύμφωνα με το εσωτερικό υπόδειγμα για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου στο τέλος της ημέρας, προς την ημερήσια μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την ικανότητα του ιδρύματος να προβαίνει σε δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου γίνεται με βάση μια σύγκριση μεταξύ της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας, και της αξίας του κατά το πέρας της επομένης, υποτιθεμένου ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση του προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου εφόσον αυτό κρίνεται ανεπαρκές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα να πραγματοποιούν εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους είτε υποθετικών αποτελεσμάτων συναλλαγών (βάσει των μεταβολών στην αξία του χαρτοφυλακίου που θα προέκυπταν εάν οι θέσεις παρέμεναν αμετάβλητες στο τέλος της ημέρας), είτε πραγματικών αποτελεσμάτων συναλλαγών (εκτός αμοιβών, προμηθειών και καθαρών τόκων), είτε αμφοτέρων.

5.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος ενός ιδρύματος, εφόσον το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί, εκτός από τους υπόλοιπους όρους του παρόντος Παραρτήματος, και τους ακόλουθους όρους :

α)

εξηγεί τη διαχρονική διακύμανση των τιμών του χαρτοφυλακίου,

β)

λαμβάνει υπόψη τη συγκέντρωση από άποψη μεγέθους και τις μεταβολές στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου,

γ)

αντέχει στις αντίξοες συνθήκες,

δ)

επιβεβαιώνεται με δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο με τον οποίο εκτιμάται εάν έχει υπολογισθεί ακριβώς ο ειδικός κίνδυνος. Εάν οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν τη διενέργεια του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου βάσει σχετικών υποχαρτοφυλακίων, τα εν λόγω υποχαρτοφυλάκια πρέπει να επιλέγονται με συνέπεια,

ε)

λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο βάσης που συνδέεται με τον αντισυμβαλλόμενο, δηλαδή τα ιδρύματα αποδεικνύουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα επηρεάζεται από σημαντικές επί μέρους διαφορές μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι ταυτόσημων θέσεων, και

στ)

λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο γεγονότος·

Το ίδρυμα πληροί, επίσης, τους ακόλουθους όρους:

όταν ένα ίδρυμα υπόκειται σε κίνδυνο γεγονότος που δεν αντικατοπτρίζεται στη μέτρησή του για τη δυνητική ζημία (VaR) επειδή βρίσκεται εκτός της 10ήμερης περιόδου συμμετοχής και του διαστήματος εμπιστοσύνης 99 % (δηλαδή εάν πρόκειται για σοβαρά γεγονότα μικρής όμως πιθανότητας), το ίδρυμα εξασφαλίζει ότι η επίπτωση τέτοιων γεγονότων λαμβάνεται υπόψη στην εσωτερική εκτίμηση της κεφαλαιακής απαίτησης· και

το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος εκτιμά συντηρητικά, βάσει ρεαλιστικών σεναρίων αγοράς, τον κίνδυνο από θέσεις με χαμηλότερη ρευστότητα και/ή με χαμηλή διαφάνεια τιμών. Επιπλέον, το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τα ελάχιστα πρότυπα για τα δεδομένα. Τα προσεγγιστικά δεδομένα πρέπει να εκτιμώνται συντηρητικά και να χρησιμοποιούνται μόνο όταν τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι επαρκή ή δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική μεταβλητότητα μιας θέσης ή ενός χαρτοφυλακίου.

Περαιτέρω, τα ιδρύματα υιοθετούν και επωφελούνται από τις τελευταίες εξελίξεις στις τεχνικές και στις βέλτιστες πρακτικές.

Επιπλέον, το ίδρυμα εφαρμόζει προσέγγιση ούτως ώστε να λαμβάνει υπόψη, κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων, τον κίνδυνο αθέτησης των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ο οποίος επαυξάνει τον κίνδυνο αθέτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό της δυνητικής ζημίας όπως καθορίζεται στις προηγούμενες διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Προς αποφυγή διπλής απαίτησης, ένα ίδρυμα μπορεί, κατά τον υπολογισμό του αυξημένου κινδύνου αθέτησης, να λαμβάνει υπόψη σε ποιο βαθμό ο κίνδυνος αθέτησης έχει ήδη συνεκτιμηθεί στον υπολογισμό της δυνητικής ζημίας, ιδίως για θέσεις κινδύνου που θα μπορούσαν να κλείσουν, και όντως θα κλείσουν, εντός 10 ημερών σε περίπτωση δυσμενών συνθηκών της αγοράς ή άλλων ενδείξεων επιδείνωσης του πιστωτικού περιβάλλοντος. Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα λαμβάνει υπόψη τον αυξημένο κίνδυνο αθέτησης του μέσω προσαύξησης, εφαρμόζει μεθόδους για την επικύρωση της μέτρησης αυτής.

Το ίδρυμα καταδεικνύει ότι η προσέγγισή του πληροί προδιαγραφές αξιοπιστίας συγκρίσιμες με αυτές της προσέγγισης που καθορίζεται στα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση διαρκούς επιπέδου κινδύνου, και προσαρμοζόμενου, όποτε ενδείκνυται, ώστε να αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο της ρευστότητας, των συγκεντρώσεων, της αντιστάθμισης και της προαιρετικότητας.

Ένα ίδρυμα που δεν λαμβάνει υπόψη τον αυξημένο κίνδυνο αθέτησης μέσω εσωτερικής προσέγγισης, υπολογίζει τη συμπληρωματική επιβάρυνση μέσω προσέγγισης που συμφωνεί είτε με την προσέγγιση που προβλέπεται στα άρθρα 78 έως 83 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ ή με την προσέγγιση που προβλέπεται στα άρθρα 84 έως 89 της ίδιας οδηγίας.

Όσον αφορά τα ανοίγματα μετρητών ή σύνθετης τιτλοποίησης που θα υπόκειντο σε μείωση σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 66, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, ή θα υπόκεινταν σε συντελεστή κινδύνου 1250 % όπως προβλέπεται στο Παράρτημα IX, Μέρος 4 της ίδιας οδηγίας, οι θέσεις αυτές υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση όχι μικρότερη από εκείνη που θα υπολογιζόταν βάσει της απαίτησης αυτής. Τα ιδρύματα τα οποία είναι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές για τα ανοίγματα αυτά μπορούν να επιβάλλουν διαφορετική απαίτηση σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορούν να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές τους ότι, εκτός από τους συναλλαγματικούς σκοπούς, υπάρχει ενεργός και ρευστή αγορά για τα ανοίγματα τιτλοποίησης ή, σε περίπτωση σύνθετων τιτλοποιήσεων, ότι βασίζονται αποκλειστικά σε πιστωτικά παράγωγα, για τα ανοίγματα τιτλοποίησης αυτά καθεαυτά ή για όλα τα συστατικά στοιχεία κινδύνου τους. Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, πρέπει να υφίσταται αγορά διπλής κατεύθυνσης (two-way market) σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν ανεξάρτητες προσφορές αγοράς και πώλησης καλή τη πίστει ούτως ώστε να μπορεί σε μία ημέρα να καθορίζεται τιμή που θα σχετίζεται ευλόγως προς την τιμή των τελευταίων πωλήσεων ή τις τρέχουσες καλή τη πίστει ανταγωνιστικές προσφορές και προτάσεις προσφοράς, και να διευθετούνται σε μια τέτοια τιμή σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την συνήθη εμπορική πρακτική. Προκειμένου να επιβάλει ένα ίδρυμα διαφορετική απαίτηση, πρέπει να διαθέτει επαρκή δεδομένα αγοράς ούτως ώστε να εξασφαλίζει ότι λαμβάνει πλήρως υπόψη τον συγκεντρωμένο κίνδυνο αθέτησης των ανοιγμάτων αυτών στην εσωτερική του μέθοδο μέτρησης του αυξημένου κινδύνου αθέτησης σύμφωνα με τις προαναφερθείσες προδιαγραφές.

6.

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα μη αναγνωρισμένα σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπόκεινται σε χωριστή κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, όπως περιγράφεται στο Παράρτημα I.

7.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 9, στοιχείο β), στο αποτέλεσμα του εσωτερικού υποδείγματος του ιδρύματος εφαρμόζεται πολλαπλασιαστικός συντελεστής τουλάχιστον 3.

8.

Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής προσαυξάνεται κατά ένα συμπληρωματικό συντελεστή ύψους μηδέν (0) έως ένα (1), σύμφωνα με τον Πίνακα 1, ανάλογα με τον αριθμό των υπερβάσεων κατά τις αμέσως προηγούμενες 250 εργάσιμες ημέρες. Τα σχετικά στοιχεία αντλούνται από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο του ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεώνουν τα ιδρύματα να υπολογίζουν τις υπερβάσεις χωρίς ανακολουθίες βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου επί πραγματικών ή υποθετικών αλλαγών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση είναι η εντός μιας ημέρας μεταβολή αξίας που υπερβαίνει το μέτρο ημερήσιας δυνητικής ζημίας το προκύπτον από το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος. Για τον καθορισμό του συμπληρωματικού συντελεστή, καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των υπερβάσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο.

Πίνακας 1

Αριθμός υπερβάσεων

Συμπληρωματικός συντελεστής (Plus factor)

Λιγότερες από 5

0,00

5

0,40

6

0,50

7

0,65

8

0,75

9

0,85

10 ή περισσότερες

1,00

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, σε μεμονωμένες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να άρουν την υποχρέωση προσαύξησης του πολλαπλασιαστικού συντελεστή με τον συμπληρωματικό συντελεστή του Πίνακα 1, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι η αύξηση είναι αδικαιολόγητη και το εσωτερικό υπόδειγμα είναι κατά βάση αξιόπιστο.

Εάν, λόγω πολυάριθμων υπερβάσεων, πιθανολογείται ότι το εσωτερικό υπόδειγμα δεν είναι αρκετά ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την αναγνώρισή του ή επιβάλλουν τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων προς άμεση βελτίωσή του.

Για να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν συνεχώς την καταλληλότητα του συμπληρωματικού συντελεστή, τα ιδρύματα τους κοινοποιούν πάραυτα και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών τις υπερβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται κατά την εφαρμογή του προγράμματος ημερήσιου δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, και οι οποίες, σύμφωνα με τον πίνακα συνεπάγονται αύξηση του συμπληρωματικού συντελεστή.

9.

Κάθε ίδρυμα υπόκειται σε κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το υψηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:

α)

δυνητική ζημία της προηγούμενης ημέρας, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παραμέτρους που ορίζονται στο παρόν Παράρτημα, συμπεριλαμβανομένης, όποτε ενδείκνυται, της προσαύξησης αυξημένου κινδύνου αθέτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 5· και

β)

μέσος όρος των ημερήσιων δυνητικών ζημιών για καθεμία από τις εξήντα προηγούμενες εργάσιμες ημέρες, πολλαπλασιασμένος επί το συντελεστή της παραγράφου 7 και προσαρμοσμένος κατά τον συντελεστή της παραγράφου 8, συμπεριλαμβανομένης, όποτε ενδείκνυται, της προσαύξησης αυξημένου κινδύνου αθέτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 5.

10.

Ο υπολογισμός της δυνητικής ζημίας πρέπει να πληροί τα ακόλουθα ελάχιστα πρότυπα:

α)

τουλάχιστον καθημερινός υπολογισμός της δυνητικής ζημίας,

β)

μονόπλευρο (one-tailed) διάστημα εμπιστοσύνης 99 %,

γ)

περίοδος διακράτησης ισοδύναμη με δέκα ημέρες,

δ)

πραγματική περίοδος παρατήρησης τουλάχιστον ενός έτους, εκτός αν δικαιολογείται βραχύτερο διάστημα συνεπεία σημαντικής έξαρσης της αστάθειας των τιμών, και

ε)

τριμηνιαία ενημέρωση των δεδομένων.

11.

Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν επίσης ότι το υπόδειγμα λαμβάνει επακριβώς υπόψη όλους τους ουσιαστικούς κινδύνους τιμών από θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης και σε εξομοιούμενα δικαιώματα προαίρεσης μέσα και ότι οι μη καλυπτόμενοι από το υπόδειγμα κίνδυνοι αυτού του είδους καλύπτονται με επαρκή ίδια κεφάλαια.

12.

Το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων λαμβάνει υπόψη επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου, ανάλογα με το επίπεδο της δραστηριότητας του ιδρύματος στις αντίστοιχες αγορές, ιδίως δε τους παρακάτω παράγοντες.

Κίνδυνος επιτοκίου

Το σύστημα μέτρησης κινδύνων περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου αντιστοιχούντων στον κίνδυνο επιτοκίου για κάθε ένα από τα νομίσματα στα οποία το ίδρυμα έχει εντός ή εκτός ισολογισμού θέσεις ευαίσθητες στα επιτόκια. Το ίδρυμα διαμορφώνει την καμπύλη απόδοσης σύμφωνα με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους. Για τις θέσεις που ενέχουν ουσιαστικό κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και αγορές, η καμπύλη απόδοσης διαιρείται σε τουλάχιστον έξι διαστήματα προθεσμιών λήξης, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διακυμάνσεις μεταβλητότητας σε όλα τα σημεία της καμπύλης. Το σύστημα μέτρησης κινδύνων πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπυλών απόδοσης.

Κίνδυνος συναλλάγματος

Το σύστημα μέτρησης κινδύνων ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου για χρυσό και για κάθε μεμονωμένο νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένες οι θέσεις του ιδρύματος.

Στην περίπτωση των ΟΣΕ, λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές θέσεις συναλλάγματος του εκάστοτε ΟΣΕ. Τα ιδρύματα δύνανται να βασίζονται στα στοιχεία που παρέχουν τρίτοι για τις θέσεις συναλλάγματος στον εκάστοτε ΟΣΕ, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα των εν λόγω στοιχείων. Εάν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει τις θέσεις συναλλάγματος σε έναν ΟΣΕ, η θέση αυτή θα πρέπει να διαχωρίζεται και να αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα III, παράγραφος 2.1, τέταρτο εδάφιο.

Κίνδυνος μετοχικών τίτλων

Το σύστημα μέτρησης κινδύνων χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθεμία από τις αγορές μετοχών στην οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις.

Κίνδυνος βασικού εμπορεύματος

Το σύστημα μέτρησης κινδύνων χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθένα από τα βασικά εμπορεύματα στα οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις. Το σύστημα μέτρησης κινδύνων λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι πανομοιότυπων βασικών εμπορευμάτων, καθώς και τον κίνδυνο που σχετίζεται με μεταβολές στις προθεσμιακές τιμές λόγω μη αντιστοιχισμένων προθεσμιών λήξης. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς, ιδίως τις ημερομηνίες παράδοσης και τα περιθώρια ελιγμού των διαπραγματευτών όσον αφορά το κλείσιμο θέσεων.

13.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό κατηγοριών κινδύνου και μεταξύ αυτών, εάν έχουν πεισθεί ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη μέτρηση αυτών των συσχετίσεων είναι αξιόπιστο και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ

1.

Η υπέρβαση που μνημονεύεται στο άρθρο 31, στοιχείο β) υπολογίζεται με την επιλογή των συνιστωσών εκείνων του συνολικού κινδύνου συναλλαγής έναντι του αντίστοιχου πελάτη ή της αντίστοιχης ομάδας πελατών στις οποίες εφαρμόζονται οι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στα Παραρτήματα I ή/και II απαιτήσεις για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου και των οποίων το άθροισμα ισούται προς το ποσό της υπέρβασης που αναφέρεται στο άρθρο 31, στοιχείο α).

2.

Εάν η υπέρβαση αυτή δεν διήρκεσε περισσότερο από δέκα ημέρες, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ισούται προς το 200 % των απαιτήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 για τις συνιστώσες αυτές.

3.

Δέκα ημέρες μετά την πραγματοποίηση της υπέρβασης, οι συνιστώσες της, επιλεγόμενες σύμφωνα με την παράγραφο 1, καταλογίζονται στην αντίστοιχη σειρά της στήλης 1 του Πίνακα 1 κατ’ αύξουσα τάξη των απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου του Παραρτήματος I ή/και των απαιτήσεων του Παραρτήματος II. Η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ισούται προς το άθροισμα των απαιτήσεων ειδικού κινδύνου του Παραρτήματος I ή/και του Παραρτήματος ΙI, για τις συνιστώσες αυτές, επί τον αντίστοιχο συντελεστή που αναγράφεται στη στήλη 2 του Πίνακα 1.

Πίνακας 1

Υπέρβαση των ορίων

(βάσει ποσοστού ιδίων κεφαλαίων)

Συντελεστές

Τμήμα έως 40 %

200 %

Τμήμα μεταξύ 40 και έως 60 %

300 %

Τμήμα μεταξύ 60 % και έως 80 %

400 %

Τμήμα μεταξύ 80 % και έως 100 %

500 %

Τμήμα μεταξύ 100 % και έως 250 %

600 %

Τμήμα άνω του 250 %

900 %


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

ΜΕΡΟΣ A

Σκοποσ Συναλλαγησ

1.

Οι θέσεις/τα χαρτοφυλάκια που κατέχονται με σκοπό συναλλαγής πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

πρέπει να υπάρχει σαφώς τεκμηριωμένη έγγραφη στρατηγική συναλλαγών για την εκάστοτε θέση/μέσο ή το χαρτοφυλάκιο, η οποία να έχει εγκριθεί από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και να περιλαμβάνει τον αναμενόμενο ορίζοντα κατοχής·

β)

πρέπει να υπάρχουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την ενεργό διαχείριση της θέσης, οι οποίες να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τα εξής:

i)

οι θέσεις συνομολογούνται σε θυρίδα συναλλαγών·

ii)

υπάρχει καθορισμός ορίων θέσης και έλεγχος της καταλληλότητάς τους·

iii)

οι χρηματιστηριακές εταιρείες διαθέτουν αυτονομία για τη συνομολόγηση/διαχείριση των θέσεων εντός συμφωνημένων ορίων και βάσει της εγκριθείσας στρατηγικής·

iv)

οι θέσεις γνωστοποιούνται στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη ως αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος· και

v)

οι θέσεις αποτελούν αντικείμενο ενεργού παρακολούθησης σε συσχετισμό με πηγές πληροφόρησης για την αγορά και γίνεται εκτίμηση της εμπορευσιμότητας ή της ικανότητας αντιστάθμισης της θέσης ή των κινδύνων που τη συνιστούν, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της ποιότητας και της διαθεσιμότητας δεδομένων της αγοράς στη διαδικασία αποτίμησης, του ύψους του κύκλου εργασιών αγοράς και του μεγέθους των θέσεων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στην αγορά· και

γ)

πρέπει να υπάρχει σαφώς καθορισμένη πολιτική και διαδικασίες για την παρακολούθηση της θέσης σε συνάρτηση με τη συναλλακτική στρατηγική του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των θέσεων κύκλου εργασιών και πώλησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος.

ΜΕΡΟΣ Β

Συστήματα και έλεγχοι

1.

Τα ιδρύματα συγκροτούν και διατηρούν σε ισχύ συστήματα και ελέγχους που να είναι επαρκή για την παροχή συνετών και αξιόπιστων εκτιμήσεων αποτίμησης.

2.

Τα συστήματα και οι έλεγχοι περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τεκμηριωμένες έγγραφες πολιτικές και διαδικασίες για τη μέθοδο αποτίμησης. Το εν λόγω στοιχείο περιλαμβάνει τον σαφή καθορισμό των ευθυνών των διαφόρων τομέων που έχουν σημασία για τον καθορισμό της αποτίμησης, τις πηγές πληροφόρησης για την αγορά και την εξέταση της καταλληλότητάς τους, τη συχνότητα ανεξάρτητων αποτιμήσεων, τις χρονικές παραμέτρους των τιμών κλεισίματος, διαδικασίες για την προσαρμογή αποτιμήσεων και διαδικασίες επαλήθευσης, τόσο στη λήξη μήνα όσο και μεμονωμένου χαρακτήρα· και

β)

σαφείς και ανεξάρτητους από το γραφείο εξυπηρέτησης πελατών (front office) διαύλους αναφοράς για το τμήμα που είναι υπόλογο για τη διαδικασία αποτίμησης.

Ο δίαυλος αναφοράς πρέπει, εν τέλει, να είναι προς εκτελεστικό διευθυντή του κύριου συμβουλίου.

Μέθοδοι συνετής αποτίμησης

3.

Με τον όρο «καθημερινή αποτίμηση» νοείται η σε ημερήσια τουλάχιστον βάση αποτίμηση θέσεων σε τιμές εκκαθάρισης άμεσα διαθέσιμες και προερχόμενες από ανεξάρτητη πηγή (π.χ. τιμές χρηματιστηρίου, τιμές που είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά και τιμές προερχόμενες από περισσότερες ανεξάρτητες και έγκυρες χρηματιστηριακές εταιρείες.

4.

Κατά την καθημερινή αποτίμηση χρησιμοποιείται η πλέον συνετή τιμή αγοράς ή τιμή πώλησης εκτός εάν το ίδρυμα είναι σημαντικός ειδικός διαπραγματευτής (market maker) για τον συγκεκριμένο τύπο χρηματοπιστωτικού μέσου ή βασικού εμπορεύματος και μπορεί να εκκαθαρίσει τη θέση στη μέση τιμή της αγοράς.

5.

Όταν δεν είναι δυνατή η καθημερινή αποτίμηση, τα ιδρύματα οφείλουν να αποτιμούν τις θέσεις ή τα χαρτοφυλάκιά τους βάσει υποδείγματος πριν από την εφαρμογή της κεφαλαιακής μεταχείρισης που αρμόζει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Με τον όρο «αποτίμηση βάσει υποδείγματος» νοείται κάθε αποτίμηση η οποία πρέπει να γίνει με τη μέθοδο της συγκριτικής αξιολόγησης ή της παρέκτασης ή να υπολογισθεί άλλως με βάση δεδομένα της αγοράς.

6.

Κατά την αποτίμηση βάσει υποδείγματος, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη γνωρίζουν τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε αποτίμηση βάσει υποδείγματος και αντιλαμβάνονται τον βαθμό αβεβαιότητας που τούτο συνεπάγεται για τη γνωστοποίηση του κινδύνου ή της επίδοσης της εκάστοτε πράξης·

β)

τα δεδομένα αγοράς αντλούνται στο μέτρο του δυνατού με γνώμονα τις αγοραίες τιμές, ενώ η καταλληλότητα των δεδομένων αγοράς της εκάστοτε αποτιμώμενης θέσης και οι παράμετροι του υποδείγματος υποβάλλονται σε τακτική αξιολόγηση·

γ)

οσάκις είναι διαθέσιμες, χρησιμοποιούνται μεθοδολογίες αποτίμησης οι οποίες αποτελούν αποδεκτή πρακτική στην αγορά για συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα·

δ)

όταν το υπόδειγμα αναπτύσσεται από το ίδιο το ίδρυμα, πρέπει να στηρίζεται σε κατάλληλες παραδοχές οι οποίες έχουν αξιολογηθεί και ελεγχθεί από πρόσωπα με κατάλληλη κατάρτιση και μη έχοντα σχέση με τη διαδικασία ανάπτυξης του υποδείγματος·

ε)

υφίστανται τυπικές διαδικασίες ελέγχου των αλλαγών, ενώ ασφαλές αντίγραφο του υποδείγματος φυλάσσεται και χρησιμοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τον έλεγχο των αποτιμήσεων·

στ)

οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση κινδύνων γνωρίζουν τις αδυναμίες των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων, καθώς και τον ενδεδειγμένο τρόπο για την αποτύπωσή τους στα πορίσματα των αποτιμήσεων· και

ζ)

το υπόδειγμα υποβάλλεται σε τακτική επανεξέταση προκειμένου να κριθεί η ακρίβεια των επιδόσεών του (π.χ. για να εξακριβωθεί κατά πόσον οι παραδοχές εξακολουθούν να είναι κατάλληλες, να γίνει ανάλυση των κερδών και ζημιών σε αντιπαραβολή με τους παράγοντες κινδύνου ή να συγκριθούν οι πραγματικές τιμές εκκαθάρισης με τις τιμές που προκύπτουν από το υπόδειγμα).

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), το υπόδειγμα αναπτύσσεται ή εγκρίνεται χωρίς την ανάμειξη του γραφείου εξυπηρέτησης πελατών και η ορθότητά του ελέγχεται από ανεξάρτητο φορέα. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την επικύρωση των μαθηματικών υπολογισμών, των παραδοχών και του χρησιμοποιούμενου λογισμικού.

7.

Επιπλέον της καθημερινής αποτίμησης ή της αποτίμησης βάσει υποδείγματος, πρέπει να διενεργείται ανεξάρτητη επαλήθευση των τιμών. Πρόκειται για τη διαδικασία με την οποία οι τιμές αγοράς ή τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το υπόδειγμα υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο της ακρίβειας και ανεξαρτησίας τους. Μολονότι η καθημερινή αποτίμηση είναι δυνατό να πραγματοποιείται από τις χρηματιστηριακές εταιρείες, η επαλήθευση των τιμών αγοράς και των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για το υπόδειγμα είναι σκόπιμο να διενεργείται από μονάδα ανεξάρτητη σε σχέση με την αίθουσα συναλλαγών, τουλάχιστον σε μηνιαία βάση (ή συχνότερα, αναλόγως του χαρακτήρα της αγοράς ή της συναλλακτικής δραστηριότητας). Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ανεξάρτητες πηγές για τις τιμές ή υπάρχουν μεν αλλά χαρακτηρίζονται από αυξημένη υποκειμενικότητα, ενδείκνυται ενδεχομένως η εφαρμογή μέτρων σύνεσης, όπως είναι οι προσαρμογές αποτίμησης.

Προσαρμογές ή αποθεματικά αποτίμησης

8.

Τα ιδρύματα συγκροτούν και διατηρούν σε ισχύ διαδικασίες που να επιτρέπουν την προσαρμογή ή τη σύσταση αποθεματικών αποτίμησης.

Γενικά πρότυπα

9.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την τυπική διερεύνηση της σκοπιμότητας των ακόλουθων προσαρμογών/αποθεμάτων αποτίμησης: μη δουλευμένα πιστωτικά περιθώρια, έξοδα εκκαθάρισης, λειτουργικοί κίνδυνοι, πρόωρη λήξη, επενδυτικά έξοδα και έξοδα χρηματοδότησης, μελλοντικά διοικητικά έξοδα και, εφόσον ισχύει, κίνδυνος υποδείγματος.

Πρότυπα για θέσεις μειωμένης ρευστότητας

10.

Θέσεις μειωμένης ρευστότητας είναι δυνατό να προκύψουν τόσο από γεγονότα της αγοράς όσο και από καταστάσεις που αφορούν το ίδρυμα, π.χ. συγκεντρωμένες ή/και έωλες θέσεις.

11.

Όταν ένα ίδρυμα εξετάζει κατά πόσον είναι απαραίτητο αποθεματικό αποτίμησης για θέσεις μειωμένης ρευστότητας, συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, στους οποίους συγκαταλέγονται οι εξής: το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την αντιστάθμιση της θέσης ή των κινδύνων που περικλείει η θέση· η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των αποκλίσεων μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης· η διαθεσιμότητα παρεχόμενων τιμών (πλήθος και ταυτότητα των ειδικών διαπραγματευτών)· και η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των όγκων συναλλαγών, τις συγκεντρώσεις στην αγορά, τη χρονολογική διάρθρωση των θέσεων, το βαθμό στον οποίο η αποτίμηση βασίζεται σε υπόδειγμα θεωρητικών τιμών (marking-to-model) και την επίπτωση άλλων κινδύνων που σχετίζονται με το υπόδειγμα.

12.

Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί αποτιμήσεις τρίτων ή αποτιμήσεις βάσει υποδείγματος, πρέπει να εξετάζει τη σκοπιμότητα προσαρμογής αποτίμησης. Επιπλέον, τα ιδρύματα εξετάζουν την αναγκαιότητα συγκρότησης αποθεματικών για θέσεις μειωμένης ρευστότητας και ελέγχουν συνεχώς την καταλληλότητά τους.

13.

Σε περίπτωση που οι προσαρμογές ή τα αποθεματικά αποτίμησης προκαλούν σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσης, αυτά αφαιρούνται από τα αρχικά ίδια κεφάλαια του ιδρύματος σύμφωνα με το στοιχείο ια) του άρθρου 57 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.

14.

Τα λοιπά κέρδη ή ζημίες που προέρχονται από προσαρμογές ή αποθεματικά αποτίμησης συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των «καθαρών κερδών χαρτοφυλακίου συναλλαγών» που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, στοιχείο β), του άρθρου 13 και προστίθενται σε ή αφαιρούνται από τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη απαιτήσεων κινδύνου αγοράς σύμφωνα με τις υπόψη διατάξεις.

15.

Οι προσαρμογές/τα αποθέματα αποτίμησης που υπερβαίνουν εκείνα που πραγματοποιούνται στο λογιστικό πλαίσιο στο οποίο υπάγεται το ίδρυμα εξετάζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 εάν προκαλούν σημαντικές ζημίες, ή σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με την παράγραφο 14.

ΜΕΡΟΣ Γ

Εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου

1.

Με τον όρο «εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου» νοείται μία θέση η οποία αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό ή εξ ολοκλήρου το συστατικό στοιχείο κινδύνου μιας θέσης εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή μιας ομάδας θέσεων. Οι θέσεις που προκύπτουν από εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου είναι επιλέξιμες για κεφαλαιακή μεταχείριση χαρτοφυλακίου συναλλαγών, υπό την προϋπόθεση ότι η κατοχή τους έχει σκοπό συναλλαγής και ότι πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις σχετικά με τον σκοπό συναλλαγής και τη συνετή αποτίμηση οι οποίες καθορίζονται στα μέρη A και B. Ειδικότερα:

α)

οι εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου δεν έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή ή τον περιορισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων·

β)

οι εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου είναι δεόντως και εγγράφως τεκμηριωμένες και υπόκεινται σε ειδικές εσωτερικές διαδικασίες έγκρισης και ελέγχου·

γ)

η εσωτερική συναλλαγή διενεργείται υπό τους όρους που ισχύουν στην αγορά·

δ)

το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου αγοράς που δημιουργείται από την εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου αποτελεί αντικείμενο δυναμικής διαχείρισης στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός των επιτρεπόμενων ορίων· και

ε)

οι εσωτερικές συναλλαγές παρακολουθούνται επισταμένως.

Η παρακολούθηση διασφαλίζεται με επαρκείς διαδικασίες.

2.

Η μεταχείριση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ισχύει με την επιφύλαξη των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ισχύουν για το «εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σκέλος» της εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου.

3.

Κατ' εξαίρεση των παραγράφων 1 και 2, όταν ένα ίδρυμα αντισταθμίζει ένα άνοιγμα σε πιστωτικό κίνδυνο χαρτοφυλακίου μεικτών δραστηριοτήτων με ένα πιστωτικό παράγωγο που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του (με εσωτερική αντιστάθμιση), το άνοιγμα στις πράξεις συναλλαγών δεν θεωρείται ότι έχει αντισταθμιστεί για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων, εκτός εάν το ίδρυμα αγοράσει από τρίτο, ο οποίος είναι αποδεκτός πάροχος πιστωτικής προστασίας, ένα πιστωτικό παράγωγο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII, Μέρος 2, παράγραφος 19, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, προκειμένου να καλύψει το άνοιγμα στο χαρτοφυλάκιο μεικτών δραστηριοτήτων. Όταν παρόμοια πιστωτική προστασία αγοράζεται από τρίτους και αναγνωρίζεται ως αντιστάθμιση ανοίγματος σε πράξεις χαρτοφυλακίου μεικτών δραστηριοτήτων για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ούτε η εσωτερική ούτε η εξωτερική αντιστάθμιση με πιστωτικό παράγωγο δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

ΜΕΡΟΣ Δ

Συμπερίληψη στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

1.

Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό θέσεων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 11 και λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες και πρακτικές του ιδρύματος για τη διαχείριση των κινδύνων. Η συμμόρφωση προς τις εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες τεκμηριώνεται πλήρως και υπόκειται σε περιοδικό εσωτερικό έλεγχο.

2.

Τα ιδρύματα έχουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τη γενική διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες διέπουν τουλάχιστον:

α)

τις δραστηριότητες που το ίδρυμα θεωρεί ως συναλλαγές και ως μέρος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για λόγους κεφαλαιακών απαιτήσεων·

β)

το βαθμό στον οποίον μία θέση μπορεί να αποτιμάται στην τρέχουσα τιμή της αγοράς στο πλαίσιο μιας ενεργού και ρευστής αγοράς διπλής κατεύθυνσης·

γ)

για τις θέσεις που αποτιμώνται βάσει υποδείγματος, το βαθμό στον οποίο μπορεί το ίδρυμα:

i)

να εντοπίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης·

ii)

να αντισταθμίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης με μέσα ως προς τα οποία υπάρχει ενεργός και ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης· και

iii)

να πραγματοποιεί αξιόπιστες εκτιμήσεις για τα βασικά συμπεράσματα και παραμέτρους που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα·

δ)

το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί, και υποχρεούται, να πραγματοποιεί αποτιμήσεις για τις θέσεις οι οποίες μπορούν να επικυρώνονται εξωτερικά με συνεπή τρόπο·

ε)

το βαθμό στον οποίο οι νομικοί περιορισμοί ή άλλες λειτουργικές απαιτήσεις θα παρεμπόδιζαν τη δυνατότητα του ιδρύματος να επιτύχει τη ρευστοποίηση ή αντιστάθμιση της θέσης σε βραχυπρόθεσμη βάση·

στ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί, και υποχρεούται, να διαχειρίζεται ενεργά τον κίνδυνο της θέσης στο πλαίσιο των συναλλαγών του· και

ζ)

το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να μεταφέρει κινδύνους ή θέσεις μεταξύ του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και πράξεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τα κριτήρια για τις μεταφορές αυτές.

3.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να θεωρούν θέσεις που αντιπροσωπεύουν συμμετοχές, κατά την έννοια του άρθρου 57, στοιχεία ιβ), ιγ) και ιδ), της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ως μετοχικά ή πιστωτικά μέσα, κατά περίπτωση, όταν ένα ίδρυμα αποδεικνύει ότι στις θέσεις αυτές είναι ενεργός παράγων της αγοράς. Στην περίπτωση αυτή, το ίδρυμα διαθέτει επαρκή συστήματα και ελέγχους για τη διαπραγμάτευση των επιλέξιμων μέσων των ιδίων πόρων.

4.

Οι προθεσμιακές εμπορικού χαρακτήρα συναλλαγές τύπου ρέπος που έχει συμπεριλάβει ένα ίδρυμα μεταξύ των εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του μπορούν να περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για λόγους κεφαλαιακών απαιτήσεων εφόσον περιλαμβάνονται όλες οι συναφείς συναλλαγές τύπου ρέπος. Προς το σκοπό αυτό, οι συναλλαγές εμπορικού χαρακτήρα τύπου ρέπος ορίζονται ως οι συναλλαγές που πληρούν τις απαιτήσεις τους άρθρου 11, παράγραφος 2, και του παραρτήματος VII, Μέρος Α, αμφότερα δε τα σκέλη έχουν τη μορφή είτε μετρητών είτε τίτλων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Ανεξάρτητα από το πού καταχωρούνται, όλες οι συναλλαγές τύπου ρέπος υπόκεινται σε προσαύξηση πιστωτικού κινδύνου του αντισυμβαλλομένου στο χαρτοφυλάκιο μεικτών δραστηριοτήτων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

ΜΕΡΟΣ A

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

(περί των οποίων το άρθρο 52)

Οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων,

Οδηγία 98/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 με την οποία τροποποιείται η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων,

Οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των Παραρτημάτων II και III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 2 και του Παραρτήματος II της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων,

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ

Μόνο το άρθρο 26,

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Μόνο το άρθρο 67,

ΜΕΡΟΣ B

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

(περί των οποίων το άρθρο 52)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

Οδηγία του Συμβουλίου 93/6/ΕΟΚ

1.7.1995

Οδηγία 98/31/ΕΚ

21.7.2000

Οδηγία 98/33/ΕΚ

21.7.2000

Οδηγία 2002/87/ΕΚ

11.8.2004

Οδηγία 2004/39/ΕΚ

30.4.2006/31.1.2007

Οδηγία 2005/1/ΕΚ

13.5.2005


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα οδηγία

Οδηγία 93/6/ΕΟΚ

Οδηγία 98/31/ΕΚ

Οδηγία 98/33/ΕΚ

Οδηγία 2002/87/ΕΚ

Οδηγία 2004/39/ΕΚ

Άρθρο 1(1) πρώτο εδάφιο

 

 

 

 

 

Άρθρο 1(1) δεύτερο εδάφιο και (2)

Άρθρο 1

 

 

 

 

Άρθρο 2(1)

 

 

 

 

 

Άρθρο 2(2)

Άρθρο 7(3)

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(α)

Άρθρο 2(1)

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(β)

Άρθρο 2(2)

 

 

 

Άρθρο 67(1)

Άρθρο 3(1)(γ) έως (ε)

Άρθρο 2(3) έως (5)

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(στ) και (ζ)

 

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(η)

Άρθρο 2(10)

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(θ)

Άρθρο 2(11)

 

Άρθρο 3(1)

 

 

Άρθρο 3(1)(ι)

Άρθρο 2(14)

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(ια) και (ιβ)

Άρθρο 2(15) και (16)

Άρθρο 1(1)(β)

 

 

 

Άρθρο 3(1)(ιγ)

Άρθρο 2(17)

Άρθρο 1(1)(γ)

 

 

 

Άρθρο 3(1)(ιδ)

Άρθρο 2(18)

Άρθρο 1(1)(δ)

 

 

 

Άρθρο 3(1)(ιε) έως (ιζ)

Άρθρο 2(19) έως (21)

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(ιη)

Άρθρο 2(23)

 

 

 

 

Άρθρο 3(1)(ιθ)

Άρθρο 2(26)

 

 

 

 

Άρθρο 3(2)

Άρθρο 2(7) και (8)

 

 

 

 

Άρθρο 3(3)(α) και (β)

Άρθρο 7(3)

 

 

Άρθρο 26

 

Άρθρο 3(3)(γ)

Άρθρο 7(3)

 

 

 

 

Άρθρο 4

Άρθρο 2(24)

 

 

 

 

Άρθρο 5

Άρθρο 3(1) και (2)

 

 

 

 

Άρθρο 6

Άρθρο 3(4)

 

 

 

Άρθρο 67(2)

Άρθρο 7

Άρθρο 3(4α)

 

 

 

Άρθρο 67(3)

Άρθρο 8

Άρθρο 3(4β)

 

 

 

Άρθρο 67(3)

Άρθρο 9

Άρθρο 3(3)

 

 

 

 

Άρθρο 10

Άρθρο 3(5) έως (8)

 

 

 

 

Άρθρο 11

Άρθρο 2(6)

 

 

 

 

Άρθρο 12 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2(25)

 

 

 

 

Άρθρο 12 δεύτερο εδάφιο

 

 

 

 

 

Άρθρο 13(1) πρώτο εδάφιο

Παράρτημα V(1) πρώτο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 13(1) δεύτερο εδάφιο και (2) έως (5)

Παράρτημα V(1) δεύτερο εδάφιο και (2) έως (5)

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 4(α)(β)

 

 

 

Άρθρο 14

Παράρτημα V(6) και (7)

Παράρτημα 4(γ)

 

 

 

Άρθρο 15

Παράρτημα V(8)

 

 

 

 

Άρθρο 16

Παράρτημα V(9)

 

 

 

 

Άρθρο 17

 

 

 

 

 

Άρθρο 18(1) πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4(1) πρώτο εδάφιο

 

 

 

 

Άρθρο 18(1)(α) και (β)

Άρθρο 4(1)(i) και (ii)

Άρθρο 1(2)

 

 

 

Άρθρο 18(2) έως (4)

Άρθρο 4(6) έως (8)

 

 

 

 

Άρθρο 19(1)

 

 

 

 

 

Άρθρο 19(2)

Άρθρο 11(2)

 

 

 

 

Άρθρο 19(3)

 

 

 

 

 

Άρθρο 20

 

 

 

 

 

Άρθρο 21

Παράρτημα IV

 

 

 

 

Άρθρο 22

 

 

 

 

 

Άρθρο 23 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7(5) και (6)

 

 

 

 

Άρθρο 23 τρίτο εδάφιο

 

 

 

 

 

Άρθρο 24

 

 

 

 

 

Άρθρο 25

 

 

 

 

 

Άρθρο 26(1)

Άρθρο 7(10)

Άρθρο 1(4)

 

 

 

Άρθρο 26(2) έως (4)

Άρθρο 7(11) έως (13)

 

 

 

 

Άρθρο 27

Άρθρο 7(14) και (15)

 

 

 

 

Άρθρο 28(1)

Άρθρο 5(1)

 

 

 

 

Άρθρο 28(2)

Άρθρο 5(2)

Άρθρο 1(3)

 

 

 

Άρθρο 28(3)

 

 

 

 

 

Άρθρο 29(1)(α) έως (γ) και επόμενα δύο εδάφια

Παράρτημα VI(2)

 

 

 

 

Άρθρο 29(1) τελευταίο εδάφιο

 

 

 

 

 

Άρθρο 29(2)

Παράρτημα VI(3)

 

 

 

 

Άρθρο 30(1) και (2) πρώτο εδάφιο

Παράρτημα VI(4) και (5)

 

 

 

 

Άρθρο 30(2) δεύτερο εδάφιο

 

 

 

 

 

Άρθρο 30(3) και (4)

Παράρτημα VI(6) και (7)

 

 

 

 

Άρθρο 31

Παράρτημα VI(8)(1), (2) πρώτο εδάφιο, (3) έως (5)

 

 

 

 

Άρθρο 32

Παράρτημα VI(9) και (10)

 

 

 

 

Άρθρο 33(1) και (2)

 

 

 

 

 

Άρθρο 33(3)

Άρθρο 6(2)

 

 

 

 

Άρθρο 34

 

 

 

 

 

Άρθρο 35(1) έως (4)

Άρθρο 8(1) έως (4)

 

 

 

 

Άρθρο 35(5)

Άρθρο 8(5) πρώτο εδάφιο

Άρθρο 1(5)

 

 

 

Άρθρο 36

Άρθρο 9(1) έως (3)

 

 

 

 

Άρθρο 37

 

 

 

 

 

Άρθρο 38

Άρθρο 9(4)

 

 

 

 

Άρθρο 39

 

 

 

 

 

Άρθρο 40

Άρθρο 2(9)

 

 

 

 

Άρθρο 41(1)(α) έως (γ)

Άρθρο 10, πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

 

 

 

 

Άρθρο 41(1)(δ) και (ε)

 

 

 

 

 

Άρθρο 41(1)(στ)

Άρθρο 10, τέταρτη περίπτωση

 

 

 

 

Άρθρο 41(1)(ζ)

 

 

 

 

 

Άρθρο 42

 

 

 

 

 

Άρθρο 43

 

 

 

 

 

Άρθρο 44

 

 

 

 

 

Άρθρο 45

 

 

 

 

 

Άρθρο 46

Άρθρο 12

 

 

 

 

Άρθρο 47

 

 

 

 

 

Άρθρο 48

 

 

 

 

 

Άρθρο 49

 

 

 

 

 

Άρθρο 50

Άρθρο 15

 

 

 

 

Παράρτημα I(1) έως (4)

Παράρτημα I(1) έως (4)

 

 

 

 

Παράρτημα I(4) τελευταίο εδάφιο

Άρθρο 2(22)

 

 

 

 

Παράρτημα I(5) έως (7)

Παράρτημα I(5) έως (7)

 

 

 

 

Παράρτημα I(8)

 

 

 

 

 

Παράρτημα I(9) έως (11)

Παράρτημα I(8) έως (10)

 

 

 

 

Παράρτημα I(12) έως (14)

Παράρτημα I(12) έως (14)

 

 

 

 

Παράρτημα I(15) και (16)

Άρθρο 2(12)

 

 

 

 

Παράρτημα I(17) έως (41)

Παράρτημα I(15) έως (39)

 

 

 

 

Παράρτημα I(42) έως (56)

 

 

 

 

 

Παράρτημα II(1) και (2)

Παράρτημα II(1) και (2)

 

 

 

 

Παράρτημα II(3) έως (11)

 

 

 

 

 

Παράρτημα III(1)

Παράρτημα III(1) πρώτη υποπαράγραφος

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 3(α)

 

 

 

Παράρτημα III(2)

Παράρτημα III(2)

 

 

 

 

Παράρτημα III(2.1) πρώτο έως τρίτο εδάφιο

Παράρτημα III(3.1)

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 3(β)

 

 

 

Παράρτημα III(2.1) τέταρτο εδάφιο

 

 

 

 

 

Παράρτημα III(2.1) πέμπτο εδάφιο

Παράρτημα III(3.2)

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 3(β)

 

 

 

Παράρτημα III(2.2), (3), (3.1)

Παράρτημα III(4) έως (6)

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 3(γ)

 

 

 

Παράρτημα III(3.2)

Παράρτημα III(8)

 

 

 

 

Παράρτημα III(4)

Παράρτημα III(11)

 

 

 

 

Παράρτημα IV(1) έως (20)

Παράρτημα VII(1) έως (20)

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 5

 

 

 

Παράρτημα IV(21)

Άρθρο 11α

Άρθρο 1(6)

 

 

 

Παράρτημα V(1) έως (12) τέταρτο εδάφιο

Παράρτημα VIII(1) έως (13)(ii)

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 5

 

 

 

Παράρτημα V(12) πέμπτο εδάφιο

 

 

 

 

 

Παράρτημα V(12) έκτο εδάφιο έως (13)

Παράρτημα VIII(13)(iii) έως (14)

Άρθρο 1(7) και Παράρτημα 5

 

 

 

Παράρτημα VI

Παράρτημα VI(8)(2) μετά το πρώτο εδάφιο

 

 

 

 

Παράρτημα VII

 

 

 

 

 

Παράρτημα VIII

 

 

 

 

 

Παράρτημα IX